ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Ο Κυριάκος Στυλιανού κατάγεται από την Κερύνεια και γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1970. Από το 2003 εργάζεται ως δάσκαλος στη Δημοτική Εκπαίδευση Κύπρου. Έχει εκδώσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων, δύο συλλογές ποιημάτων και δύο θεατρικά έργα, εκ των οποίων «Το Τελευταίο παιχνίδι» πήρε έπαινο σε διαγωνισμό της Θεατρικής Ένωσης Συγγραφέων Κύπρου για νέους συγγραφείς. Και τα τρία βιβλία διηγημάτων του: «Μεταμεσονύχτιοι αναλογισμοί», «Σκυτάλη» και «Μια ζωή-πέντε διηγήματα για ένα θέμα», διακρίθηκαν σε διαγωνισμό του ελληνικού λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος, όπως και τα δύο θεατρικά έργα του «Τελευταίο παιχνίδι» και «Ξανά μαζί».
Επίσης, συμμετείχε στις εξής ανθολογίες: (Παρ)εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου-27 διηγήματα για την αλλοτρίωση και τη διαφθορά (εκδ. Αρμίδα, 2021), Ποιήματα ειρήνης από τη Νεκρή Ζώνη (εκδ. Ένωση Καλλιτεχνών και Συγγραφέων Κύπρου, 2021) και Στάχυολογήματα ποιητών (εκδ. Διάνοια, 2022).
Ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά της Κύπρου και της Ελλάδας, όπως Άνευ, Νέα Εποχή και Διόραμα, αλλά και στην πολιτιστική στήλη της κυπριακής εφημερίδας Αλήθεια. Ακόμη, είναι υπεύθυνος της ηλεκτρονικής στήλης «Ες γην εναλίαν Κύπρον», η οποία υπάγεται στην ελληνική ιστοσελίδα «Λόγω γραφής», και στην οποία παρουσιάζει νέους Κύπριους δημιουργούς. Πρόσφατα ανέλαβε τη στήλη «Μικρά και Μεγάλα Παράθυρα στον Κόσμο» της εφημερίδας Αλήθεια, όπου παρουσιάζει βιβλία Κύπριων συγγραφέων. Τέλος, διετέλεσε αντιπρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου κατά τα έτη 2019-2021.

.

.

ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ (2022)

ΛΥΤΡΩΣΗ

«Έφυγε για πάντα…» μονολόγησε με άδειο βλέμμα όταν αντίκρισε το πάτωμα του σαλονιού της γεμάτο από ρούχα και αντικείμενα που εκείνος της είχε αφήσει για ενθύμιο προτού εγκαταλείψει για πάντα το σπίτι. «Φεύγω
και δεν θα ξανάρθω!» της είπε καθώς έκλεινε με δύναμη την πόρτα πίσω του, εγκαταλείποντάς την αδύναμη, απελπισμένη και απροετοίμαστη για την επόμενη μέρα.
« Πώς θα μπορέσω ποτέ να το ξεπεράσω», μονολογούσε ξανά και ξανά, ανίκανη ακόμα να συνειδητοποιήσει πως η αιτία του πόνου της ήταν ήδη εξαφανισμένη. Κι ενώ ήταν έτοιμη να σηκωθεί πάνω και να φωνάξει με χαρά
και αγαλλίαση πως ο άνθρωπος εκείνος είχε επιτέλους φύγει για πάντα από τη ζωή της, μια δύναμη που ξεπηδούσε από μέσα της και έμοιαζε με μια μεγάλη δέσμη από ατσάλινες χειροπέδες, την έδενε χειροπόδαρα και την
έριχνε αλλεπάλληλες, βασανιστικές φορές στο πάτωμα.
«Πώς θα μπορέσω ποτέ να τον ξεπεράσω;» διόρθωσε τη φράση της, νιώθοντας ένα μεγάλο, ασήκωτο βάρος μέσα της να της αφαιρεί ασταμάτητα οξυγόνο.
Κρατώντας τα ρούχα του στα χέρια της, έψαχνε απεγνωσμένα να αναστήσει μία προς μία τις μνήμες που τόσα χρόνια τη βάραιναν και την κρατούσαν ανήμπορη στο πάτωμα. «Αυτή θα είναι από δω και μπρος η ζωή μου»,
σκέφτηκε, καθώς οσφραινόταν την αφόρητη οσμή που έβγαινε σιγά σιγά, σαν αρρώστια μεταδοτική, μέσα από τα αδιάσειστα τεκμήρια της ύπαρξής του. «Αυτή θα είναι η ζωή μου…» ξανάπε φωναχτά, νιώθοντας τα απορρίμματα της ζωής της να την καταλαμβάνουν ολόκληρη.
«Ναι, εδώ θα μείνω για πάντα…» συνέχισε. «Στο πάτωμα της ζωής μου».
Ξαπλωμένη δίπλα από τα αντικείμενα που κοσμούσαν κάποτε τη ζωή της, εικόνες παλιές ξεπήδησαν μέσα από ντουλάπια του χρόνου που η ίδια πίστευε πως είχε καταφέρει να κλειδώσει. Στα αυτιά της όμως, όσο κι αν προσπαθούσε η ίδια να τα σφραγίσει, ακουγόταν ακόμη έντονος και απειλητικός ο θόρυβος της κλειδαριάς, σημαίνοντας τον ερχομό του πρώην συζύγου της στο σπίτι. «Όχι ξανά, φτάνει πια!» φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής της, προσφεύγοντας στην τελευταία ρανίδα αντίστασης που της είχε απομείνει. «Όχι ξανά, φτάνει πια!» επανέλαβε, προσπαθώντας με σθένος να
παραμείνει στο παρόν της. Αν και ήταν απόλυτα βέβαιη πως ο άνθρωπος που της είχε διαλύσει τη ζωή την είχε επιτέλους εγκαταλείψει, εκείνη συνέχιζε να τον ψάχνει παντού με το βλέμμα, λες και μονάχα έτσι θα μπορούσε να αναγνωρίσει και τη δική της ύπαρξη. «Πάντα θα με καταδιώκει…» ψέλλισε, ανίκανη ακόμα να ξεχωρίσει αν μια τέτοια διαπίστωση ανταποκρινόταν σ’ αυτό που επιθυμούσε αληθινά η ψυχή της ή σε μια δική της, παράδοξη επιθυμία. «Για πόσο καιρό θα μείνω ξαπλωμένη εδώ;» αναρωτήθηκε, αλλοιώνοντας απρόσμενα την
Κυκλική, ανερμάτιστη φορά του βλέμματός της. «Πότε
επί τέλους θα κοιτάξω το μέλλον μου;»
Προτού όμως προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της, σηκώθηκε πάνω και για πρώτη φορά στάθηκε γερά στα πόδια της. Ρίχνοντας μιαν ακόμη ματιά γύρω της, παρατήρησε πως τα λογής αντικείμενα που της άφησε ήταν ακόμα εκεί στο πάτωμα και την περίμεναν. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε μεγάλες μαύρες σακούλες κι άρχισε με γρήγορες, νευρικές κινήσεις να τις γεμίζει. Καθώς έριχνε ένα ένα μέσα στις σακούλες τα κομμάτια της ζωής της, ένιωσε να γεμίζει ολόκληρη από συναισθήματα χαράς και αγαλλίασης. «Ποτέ δεν περίμενα πως θα ζούσα μια τέτοια στιγμή!» μονολόγησε, κοιτάζοντας για πρώτη φορά μπροστά.
«Τώρα, έφυγες!» είπε δυνατά, σαν να ήθελε να ξορκίσει οριστικά το κακό από τη ζωή της. «Τώρα, κατάφερα και σ’ έδιωξα…» συνέχισε ξεσπώντας σε κλάματα.

.

ΣΥΝΗΘΕΙΑ

Εφτά παρά τέταρτο, ώρα που σηκώνεται για να πάει στη δουλειά του. «Η δουλειά μου…» είπε με χαρακτηριστικό ύφος, υπερτονίζοντας την αίσθηση του καθήκοντος. «Το σάντουιτς σου το πήρες;» ακούστηκε η φωνή της
γυναίκας του απ’ την κουζίνα, ως συνεπής υπόμνηση μιας ακατάλυτης συνήθειας. «Φυσικά», απάντησε εκείνος ήρεμα και σταθερά, σεκοντάροντας την επιμονή της να επαναλαμβάνει τις κουβέντες των προηγούμενων
ημερών.
Εφτά και μισή, ώρα που φτάνει στη δουλειά του. Το κουστούμι του σιδερωμένο όπως πάντοτε, το χαμόγελό του διάπλατο όσο πρέπει. «Στο πόστο που είστε, οφείλετε πάντοτε να χαμογελάτε», είχε πει σε όλους μια μέρα ο προϊστάμενος των υπαλλήλων στο Τμήμα Υποδοχής του ξενοδοχείου όπου δούλευε. «Πρέπει οι πελάτες να νιώθουν σαν στο σπίτι τους!» Κι από τότε το υιοθέτησε χωρίς δευτερολογία, σαν πιστός υπάλληλος, σαν άνθρωπος
που δεν είχε διανοηθεί ποτέ να διαφωνήσει με τις αποφάσεις της Διεύθυνσης.
Μία η ώρα. Η βάρδια του επιτέλους τελείωσε. Κουρασμένος ξεκίνησε για το αυτοκίνητό του. Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά έφτασε στο σπίτι του. Η γυναίκα του τον περίμενε στο σαλόνι. Φορούσε τις πιτζάμες της όπως πάντα κι όπως κάθε φορά τον ρώτησε πώς πέρασε τη μέρα του. Εκείνος απάντησε με το ίδιο, ατσαλάκωτο του ύφος πως όλα πάνε καλά και η δουλειά του κυλά ρολόι. « Πώς πάει το παιδί;» τη ρώτησε κι εκείνη του απάντησε πως είχε μιλήσει λίγο προηγουμένως με τον γιο της που σπούδαζε εδώ και έναν χρόνο στο εξωτερικό.
Πέντε το πρωί και δεν έκλεισε μάτι. Γυρνώντας ανήσυχος στο κρεβάτι του αναρωτιόταν, λες και ήταν η πρώτη φορά που ’μενε άυπνος. «Τι γίνεται απόψε;» μονολόγησε, δείχνοντας για μιαν ακόμη φορά απρόθυμος να διαχειριστεί το απρόσκλητο φορτίο των συλλογισμών του.
«Τι είναι αυτό που με βασανίζει;»
Σηκώθηκε σιγά σιγά από το κρεβάτι και προχώρησε προς την κουζίνα. Καθώς το πρωινό εισέβαλε μέσα από τα ανοιχτά παντζούρια του παραθύρου, η ομίχλη της χτεσινής βραδιάς έπλαθε εμπρός του ακανόνιστες φιγούρες. «Δεν είμαι μόνος!» αναφώνησε θριαμβευτικά, νιώθοντας το βαρύ πέπλο της μοναξιάς του να τον εγκαταλείπει. Ο προϊστάμενός του, οι πελάτες του ξενοδοχείου, η γυναίκα του, το παιδί του, οι γονείς του, τα πεθερικά
του, άνθρωποι που καθημερινά τον βλέπουν και τον χαιρετούν στον δρόμο, βρέθηκαν ξανά όλοι μαζί τη στιγμή εκείνη μπροστά του, θέλοντας να του υπενθυμίσουν πως δεν θα τον αφήσουν ποτέ μοναχό του. Το διάπλατο χαμόγελο που σχηματίστηκε αυτόματα στα χείλη του ήταν το λυτρωτικό σημάδι πως η μοναξιά του για μιαν ακόμη φορά τον είχε εγκαταλείπει.
Τόση ήταν η ευτυχία που είχε πλημμυρίσει την ψυχή του, που έκανε πως δεν πρόσεξε τον έντονο βηματισμό που ακούστηκε ακριβώς έξω από το παράθυρό του. Κι όμως. Την τελευταία φορά που το ίδιο ακριβώς πράγμα του είχε συμβεί, ένιωσε απόλυτα σίγουρος πως είχε δει έναν άνθρωπο ντυμένο στα μαύρα να κόβει βόλτες βραδιάτικα έξω από το σπίτι του.
Εφτά παρά τέταρτο, ώρα που σηκώνεται για να πάει δουλειά. «Ακόμα κι αυτός… δεν πρόκειται να χαλάσει την ηρεμία μου», μονολόγησε και πάλι, φέρνοντας στο μυαλό τον άνθρωπο με τα μαύρα. Κι αφού φόρεσε το συνηθισμένο κάτασπρο κουστούμι του, μπήκε στο αυτοκίνητό ίου
για να μεταβεί και σήμερα στον χώρο εργασίας του.

.

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ

Όταν η μεσήλικη γυναίκα μπήκε στο φαρμακείο, άρχισε να ρίχνει παντού ανήσυχες ματιές. Ήταν ψηλή, κάπως παχουλή και είχε ένα όμορφο μα ταλαιπωρημένο πρόσωπο. Το ασταθές της βήμα έμοιαζε να ακροπατά στη
μεθόριο που χώριζε δυο διαφορετικές, δικές της ζωές. Το βλέμμα της απλανές, λες κι έψαχνε να αναστήσει από το πουθενά μια παλιά ιστορία. Στα σαρκώδη, κάτασπρα χείλια της μόρφαζε ασταμάτητα ένα μειδίαμα, που έμοιαζε με θλιβερή υπόμνηση ενός λησμονημένου χαμόγελου.
Ο φαρμακοποιός, που στεκόταν πίσω από έναν μικρό πάγκο, παρακολουθούσε εξεταστικά τις κινήσεις της. Είχε προσέξει πως η γυναίκα εκείνη εδώ και μερικά λεπτά ανοιγόκλεινε ασταμάτητα το στόμα της σαν να είχε κάποιον δίπλα της και του μιλούσε. «Παρακαλώ;» τη ρώτησε σιγά, σαν να μην ήθελε να διαταράξει τη συζήτηση που είχε πιάσει με τον αόρατο συνοδό της. Εκείνη συνέχισε να κάνει το ίδιο, αγνοώντας παντελώς την ύπαρξη του φαρμακοποιού. «Θέλετε κάτι;» ξαναρώτησε εκείνος σε ψηλότερο τόνο. Η γυναίκα όμως δεν έδειχνε διατεθειμένη να εξέλθει από τη φανταστική της κουβέντα. «Τι;» κατόρθωσε απότομα να ρωτήσει με φωνή που έμοιαζε να ερχόταν από το υπερπέραν. «Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» έκανε εκείνος και πάλι, ρίχνοντας τον τόνο της φωνής του. Η γυναίκα έμεινε άναυδη να τον κοιτάει, δίνοντας χρόνο στον εαυτό της να συνειδητοποιήσει πως είχε βρεθεί εντελώς έξω από την ονειρική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. «Ναι…» απάντησε σε λίγο σιγά, όταν αντίκρισε τον φαρμακοποιό που έδειχνε λίγα χρόνια νεότερος από εκείνην. Ήταν ψηλός και λεπτός, με γκρίζα, κοντά μαλλιά και μεγάλα, καστανά μάτια.
«Λοιπόν;» τη ρώτησε, αφήνοντας να διαγράφει στο πρόσωπό του ένα διάπλατο χαμόγελο. Η γυναίκα όμως συνέχισε να τον κοιτάει, σαν να ήθελε να τον προσέξει καλύτερα. «Λοιπόν;» την ξαναρώτησε ο άντρας, μα εκείνη δεν απάντησε. Αφού πήρε ξανά την αλλοπαρμένη έκφραση που είχε προηγουμένως, του είπε με γλυκόπικρο τόνο στη φωνή της, σαν να απευθυνόταν και πάλι στον αόρατο συνοδό της: «Το χαμόγελό σου είναι πάντα το ίδιο… Τώρα, μπορώ και σε βλέπω ξανά μπροστά μου!» Κλείνοντας κιόλας τα μάτια της, κατόρθωσε πλέον για τα καλά να αντικρίσει εμπρός της τον φαρμακοποιό, καθώς ενσάρκωνε τον παλιό, μοναδικό της εραστή.
«Δεν μπορώ να είμαι πια μαζί σου», της είχε πει ο εραστής της ένα βράδυ, χρόνια πριν, μετά από μια βασανιστική συζήτηση που είχαν στο διαμέρισμά της. «Ποτέ δεν θα καταφέρω να σε ξεπεράσω», του είπε κλαίοντας γοερά μπροστά του, όταν εκείνος της ανακοίνωνε τη σημαδιακή εκείνη βραδιά την απόφασή του να την εγκαταλείψει. «Γιατί έφυγε;» ρωτούσε ξανά και ξανά
τον εαυτό της τα χρόνια που ακολούθησαν, αν και βαθιά μέσα της γνώριζε τον λόγο. Κι όταν κάποτε μια καλή της φίλη αναγκάστηκε κάτω από το βάρος της δικής της πίεσης να της μιλήσει ανοιχτά, εκείνη αρνήθηκε να την
πιστέψει. Άλλαξε αμέσως κουβέντα, μεταφέροντας τη συζήτηση στο παρελθόν, όταν τα πράγματα ήταν ακόμη καλά μεταξύ τους. Δέχτηκε ωστόσο μετά από τις συνεχείς υποδείξεις της, να επισκεφτεί έναν γνωστό της
ψυχίατρο, μήπως κατορθώσει να ξεπεράσει το πρόβλημά της. «Δεν μπορώ να πιστέψω πως με παράτησε!» είπε μια μέρα σε έντονο ύφος, όταν ο γιατρός την παρότρυνε να επιχειρήσει μια καινούρια αρχή στη ζωή της. «Δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω έτσι!» ξέσπασε και μιαν άλλη φορά ενώπιον του, εκφράζοντας την άρνησή της να συνεχίσει το συγκεκριμένο φάρμακο που την προέτρεπε να καταναλώσει. Η ραγδαία όμως επιδείνωση της ψυχικής της υγείας δεν επέτρεπε στον γιατρό να κάνει δεύτερες σκέψεις. Απεναντίας, ο ίδιος αναγκάστηκε στην πορεία να της προτείνει ένα ακόμη πιο δυνατό φάρμακο.
«Γιατί έφυγες;» ρώτησε τον φαρμακοποιό ανοίγοντας απότομα τα μάτια της. Αντίκρισε τότε για μιαν ακόμη φορά μπροστά της τον εραστή της ζωής της ν’ ανοιγοκλείνει αμέτρητες φορές την πόρτα του διαμερίσματός τους, και τον εαυτό της να μπαινοβγαίνει ασταμάτητα σε αμέτρητα φαρμακεία, μήπως βρει επιτέλους το κατάλληλο φάρμακο για να τον ξεπεράσει. «Ναι, μοναχά εδώ
θα βρω το φάρμακο που πραγματικά μου ταιριάζει…» Πόσες φορές, περασμένα μεσάνυχτα, δεν οδηγούσε στους δρόμους σαν τρελή μπας και προλάβει ένα φαρμακείο ανοιχτό. «Πού ξέρεις, μπορεί η καινούρια μέρα
να ’ναι καλύτερη», έλεγε ξανά και ξανά στον εαυτό της, πιστεύοντας πως κάποτε θα κατάφερνε να ξεπεράσει το μαρτύριό της. «Ναι, τώρα επιστρέψαμε μαζί στον τόπο του εγκλήματος!», είπε στον άντρα, πιστεύοντας πως αυτήν τη φορά κατάφερε να βρει τη λύση στο πρόβλημα που την απασχολούσε.
Ο φαρμακοποιός παρέμεινε αποσβολωμένος στη θέση του χωρίς να ξέρει τι άλλο να της πει.
«Είσαι επιτέλους δίπλα μου», του είπε ξανά, ξεσπώντας
σε αναφιλητά. Τον φαντάστηκε κιόλας να την παίρνει αγκαλιά, να ανοίγουν μαζί την πόρτα του φαρμακείου και να βγαίνουν έξω στον δρόμο. «Τώρα, αγάπη μου, δεν θα χρειαστώ κανένα φάρμακο για να με συνεφέρει. Εσύ
είσαι το αληθινό μου φάρμακο», κατάφερε και του είπε στο τέλος, λίγο προτού κλείσει για τελευταία φορά τα μάτια της. «Το δικό σου χαμόγελο έψαχνα για χρόνια».
«Είστε καλά;» τη ρώτησε κατατρομαγμένος ο φαρμακοποιός, όταν είδε την άγνωστη κυρία να χάνει ξαφνικά τις αισθήσεις της. Η γυναίκα όμως δεν πρόλαβε να του απαντήσει. Πρόλαβε μόνο να του κλέψει το χαμόγελο
και να ξεθάψει το δικό της.

ΔΙΠΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

«Ναι, τη φορά αυτή θα ναι αλλιώς…» μονολόγησε μπροστά στον καθρέφτη του σιγά, σαν να φοβόταν τον αντίλαλο της διάψευσής του. «Ναι, σου λέω! Γιατί δεν με πιστεύεις;» συνέχισε, θέλοντας να διαγράψει μεμιάς τις προηγούμενες αποτυχίες του. «Ένα πράγμα σου λέω και σε παρακαλώ να το τηρήσεις! Την επόμενη φορά, μη μου επιτρέψεις να σταθώ ενώπιον σου! Χίλια κομμάτια
να γίνεις να μη με ξαναδώ!»
Ετοιμάστηκε, σαν να ήταν η πρώτη φορά που θα τη συναντούσε. Έβαλε το πουκάμισο που εκείνη του είχε κάνει δώρο στην τελευταία επέτειο που γιόρτασαν μαζί, και φόρεσε την κολόνια που τη μεθούσε. Έφερε στο μυαλό
του τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, φυλλομέτρησε αργά αργά το άλμπουμ των φωτογραφιών τους, μυρίζοντας με αγαλλίαση το άρωμα των χαρούμενών τους αναμνήσεων.
«Γιατί όμως νιώθω πως αυτό που έχουμε ζήσει δεν είναι τίποτα παρά παρελθόν;» διερωτήθηκε, αναιρώντας προκαταβολικά την επιτυχία της καινούριας του προσπάθειας. «Κι όμως, είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος!» συνέχισε, επιθυμώντας να καταπνίξει μεμιάς τους μαύρους λογισμούς του. «Δεν είναι ώρα ούτε για μοιρολατρίες ούτε για βαθιές, πεσιμιστικές σκέψεις!» ολοκλήρωσε τον συλλογισμό του, θέλοντας να διαγράψει την πεποίθηση που πάντοτε είχε, πως το μοναδικό πράγμα που έχει ως άνθρωπος να επιδείξει είναι η τραγική επανάληψη του εαυτού του. «Ναι, τη φορά αυτή θα ναι αλλιώς…» ψιθύρισε ξανά, κοιτώντας σταθερά το είδωλό
του στον καθρέφτη. «Είμαι σίγουρος πως την επόμενη φορά που θα σταθώ ενώπιόν σου, θα μπορώ να σε κοιτάξω κατευθείαν στα μάτια!»
Κοίταζε διαρκώς με νευρικότητα το ρολόι του, παρατηρώντας την αργή, βασανιστική μετακίνηση του λεπτοδείκτη. «Δεν θα μπορούσαν τα λεπτά να ήταν δευτερόλεπτα;» αναρωτήθηκε, θέλοντας να εκμηδενίσει τη χρονική απόσταση που τον χώριζε από την πρώην σύντροφό του. Κατά παράδοξο ωστόσο τρόπο, κάθε φορά που ένας άσχετος, απρόσκλητος θόρυβος ακουγόταν έξω από την κλειστή πόρτα του διαμερίσματός του, ένα εξίσου απρόσκλητο τράνταγμα τον ταρακουνούσε ολόκληρο. «Γιατί ταράζομαι;» διερωτήθηκε. «Δεν είναι αυτήν που περιμένω;»
Μια τέτοια εξέλιξη θα εκλαμβανόταν όντως ως παραδοξότητα, αν ο ίδιος δεν παρασυρόταν από την ανάστροφη πορεία του χρόνου. «Πώς θα μπορούσε κανείς να ξεφύγει από τις αναμνήσεις του;» διερωτήθηκε. «Πότε επιτέλους θα σταματήσω να παρακολουθώ τον εαυτό μου ενώ με εγκαταλείπεις;» συνέχισε, σαν να είχε εκείνην μπροστά του.
Το μέγεθος όμως των επώδυνων αναμνήσεών του δεν ησύχασε. Αντίθετα, έφτασε για μιαν ακόμη φορά στην ένοχη ρίζα. Στο βάθος του μυαλού του στεκόταν ακόμα καταπονημένη μα στέρεα η μαυρόασπρη εκείνη εικόνα
του παιδικού παρελθόντος του: η μητέρα του εγκατέλειπε ξανά και ξανά τον πατέρα του, όπως κι εκείνος χρόνια αργότερα θα καταντούσε θύμα εγκατάλειψης από τη σύντροφό του. «Πού είσαι; Γιατί έφυγες;» κραύγασε,
προσπαθώντας απεγνωσμένα να προσδιορίσει ποιο τελικά ήταν το θύμα που τον αφορούσε…
Καθώς το παρελθόν έσμιγε ασταμάτητα μαζί με το παρόν του, ο ίδιος στάθηκε ανήμπορος να ξεχωρίσει αν ο ήχος του χτυπήματος στην πόρτα ήταν πραγματικός ή αν ανήκε σε μια άλλη, δική του πάλι εποχή. Ένιωθε ωστόσο απόλυτα σίγουρος πως κι αυτήν τη φορά η σύντροφός του θα επέστρεφε σ’ εκείνον με την ίδια ακριβώς ακλόνητη βεβαιότητα ότι η μητέρα του θα γυρνούσε κάποτε στην πατρική αγκαλιά.
«Ναι, τη φορά αυτή θα ναι αλλιώς…» μονολόγησε ξανά, κοιτάζοντας για μιαν ακόμη φορά με εμπιστοσύνη τον καθρέφτη με τα δυο πρόσωπα…

ΑΔΕΙΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ

Ακόμα και αφηρημένος να ήμουν, μια αόρατη απενεργοποιημένη δύναμη θα ζητούσε πίσω τη δυνατή επίδραση που είχε εδώ και χρόνια στο υποσυνείδητό μου: θα αντίκριζα ξανά μπροστά μου το σκηνικό που έτρεφε τη στροφή εκείνη του δρόμου που βρισκόταν μιαν ανάσα ακριβώς πριν από το πατρικό μου.
Κάθε φορά που περνούσα από κει -πρωί, μεσημέρι και βράδυ- αντίκριζα τον γερο-Σπύρο μαζί με τη γυναίκα του Ανδριανή να κάθονται σιμά ο ένας στον άλλον, λες και ήθελαν να αποτυπώσουν μέσα από την πανομοιότυπη στάση των σωμάτων τους την κοινή πορεία τους στον χρόνο. Το μοναδικό τους παιδί, η Μαρία, βρισκόταν εδώ και πολλά χρόνια παντρεμένη στο εξωτερικό, και κάθε καλοκαίρι τούς επισκέπτονταν μαζί με τον άντρα της και τα δυο παιδιά τους. Μια περίοδος που αποτελούσε ίσως τη μοναδική αιτία που το ηλικιωμένο ζευγάρι έβρισκε σημαντικό λόγο να ξεφύγει από τη στατικότητα του. Να κάνουν δηλαδή κάτι διαφορετικό από το να παρακολουθούν τη ζωή τους να εξαφανίζεται καθημερινά σταγόνα σταγόνα μπροστά από τη μικρή αυλή του σπιτιού τους.
Ένα μεσημέρι όμως το σκηνικό άλλαξε ξαφνικά. Κανείς απ’ τους δυο δεν ήταν στη συνηθισμένη του θέση· οι άδειες καρέκλες μόνο σιμά η μια στην άλλη σηματοδοτούσαν την απουσία τους. «Τι έγινε;» ρώτησα έναν γείτονα, κι εκείνος μου έδειξε με στωικότητα ψηλά τον ουρανό, αφήνοντας έναν λυγμό να ζωγραφίσει τη θλίψη του. Τα μάτια μου ευθύς βούρκωσαν, καθώς ένας βαθύς
πόνος στο στομάχι αποτύπωνε μέσα μου το αδιόρατο φορτίο της απώλειας. «Ποιος;» ρώτησα, φοβούμενος για την απάντηση που θα εισέπραττα. «Η κυρα-Ανδριανή», μου απάντησε με τσακισμένη φωνή, αλλοιώνοντας
ξαφνικά στη συνείδησή μου την εικόνα δυο ανθρώπων σφιχτοδεμένων μεταξύ τους καθώς αντιστέκονταν σθεναρά στο αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου. Η στροφή του δρόμου που χώριζε με μιαν ανάσα το πατρικό μου, απέμεινε λειψή και διψασμένη για το ταίρι της. Ο κύριος Σπύρος, αν και πρόσεξα τις επόμενες μέρες πως παρέμεινε αμετακίνητος στη θέση του, το σώμα του ήταν λες εξαπλωνόταν ασυλλόγιστα στον χώρο για να ξανάβρει την παλιά και γνώριμη ισορροπία του. «Μέχρι πότε όμως θα κρατήσει αυτό», διερωτήθηκα μια μέρα, καθώς διάβαζα κάτι άλλο πίσω από τις ορατές διαστάσεις του σώματός του. Κι αυτό το κάτι, το ανομολόγητο, δεν άργησε να κάνει μια μέρα αισθητή την παρουσία του, καθώς δεν είδα ούτε τον κύριο Σπύρο να κάθεται στη γνωστή του θέση.
Χωρίς κιόλας να ξέρω αν μιλούσα εγώ ο ίδιος ή η φαντασία μου, για μέρες αργότερα πίστεψα πως έβλεπα μπροστά μου τις δυο καρέκλες να βρίσκονται άδειες πλάι πλάι σαν να περίμεναν τους ιδιοκτήτες τους να πάρουν ξανά
τις θέσεις τους. Οι μέρες όμως περνούσαν και το πλάνο εμπρός παρέμεινε γραπωμένο γερά στα στιβαρά χέρια της καινούριας πραγματικότητας.
Μια σκέψη με διαπέρασε μία από εκείνες τις μέρες· μια σκέψη που, καθώς πετάριζε ελεύθερη στα σύννεφα της πηγαίας και ανομολόγητης χαράς μου, άλλο τόσο αιχμαλωτιζόταν στα αβάσταχτα όρια της θλίψης μου: Αν στη δική μου θέση βρισκόταν μονάχα το μυστικό αερικό της φαντασίας μου, ίσως να κατόρθωνα ξανά να αντικρίσω τους δυο ηλικιωμένους να κάθονται σιμά ο
ένας στον άλλον.

.

ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΕΝΟΧΕΣ (2020)

ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΣΙΩΠΕΣ

Τους ποιητές
ανασκαφείς σε ιδιωτικά συρτάρια
τους είχα κάποτε παράξενα βαφτίσει.
Μετά στεκόμουν μ’ απορία
ώσπου ένα βράδυ
όλους μαζί τούς είδα
στα κρυφά
φωνές δικές τους
να τρυπάνε τα ουράνια.

ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ

Κράτα γερά την πένα σου,
δημιουργέ,
τράβα τον δρόμο που μόνο εσύ ξέρεις.
Τι νόμισες…
ένα ρούχο είναι κι αυτή
μια δικαιολογία
να πεις πως δεν ήσουνα εσύ ο ένοχος
μα οι συνθήκες
που σε περισυνέλλεξαν
γυμνό κι ανέστιο
σε ωκεανούς πολυφορεμένων στίχων.

ΓΙΑΤΙ

Και σκέφτηκα χαρούμενος
καθώς γύρω και μέσα μου
η πολιτεία χρεωκοπημένη κι αναιδής
στη ραστώνη της θλίψης της
βουλιάξει ολοένα.
Η ανίερη, κακοφορμισμένη πληγή
που η γερμένη, ανήμπορη κι αβοήθητη
στο δάπεδο πολυσύχναστου δρόμου
κοντά εβδομήντα χρονών γυναίκα
κουβαλά στο πονεμένο
όμοιο με επονείδιστη ιστορική προίκα
μειδίαμα των χειλιών της.
Η ανέκφραστη εκείνη ουλή
που αλύπητα σέρνει τις κόρες των ματιών της
μετουσιώνεται ξανά και ξανά
σε ιερό, ασίγαστο ερώτημα παιδιού:
Γιατί;

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Γυαλιστερά, απαστράπτοντα πρόσωπα
καταπονημένα γονίδια
επιμελώς κρύβουν.
Καταφρονημένες υπάρξεις,
ελεύθερα καταπώς λένε,
απολαμβάνουν χρώμα, φύλο και φυλή.
Θυμήσου μονάχα
την κουρτίνα απότομα μην τραβήξεις
μήπως τον εαυτό σου
μπροστά σου αντικρίσεις
μήπως το δικό σου πρόσωπο
εν είδει εποχής που απολογείται
άξαφνα ανταμώσεις.

ΓΥΜΝΗ ΣΤΙΓΜΗ

Μια στιγμή.
Μια γυμνή στιγμή μονάχα θες.
Θυμήσου μόνο.
Τα ρούχα μακριά κράτησε.
Τα ρούχα του κόσμου μακριά σου κράτησε
μήπως η ζωή θάνατο γεννήσει.

ΠΑΥΣΗ

Σε ψάχνω.
Στα κρυμμένα πουλιά του πάρκου
στις αχτίδες του ήλιου πίσω απ’ τα σύννεφα.
Στον λεπτοδείχτη που σταμάτησε
στο ρολόι που κατάπιε τον ήχο του.
Όσο για τα υπόλοιπα
σπονδή στον Θεό της θνησιμότητας.

ΑΜΗΧΑΝΑ

Αν θες να τους μιλήσεις για τις μεγάλες αλήθειες
μην τους πεις για θαύματα
ούτε για βεβαιότητες επιβιβασμένες
στο κουρασμένο βαγόνι της ανθρωπότητας.
Την καρδιά τους στόχευσε
τα αμήχανά τους βλέμματα φαντάσου
καθώς χαλούν και χτίζουν τον κόσμο
ξανά απ’ την αρχή.

ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΑΗΜΜΑ

Εμείς ή οι άλλοι;
Πόσο ανθρώπινο
Εμείς, να λες,
και πόσο απάνθρωπο
ο άλλος να μη γίνεσαι.

ΧΑΜΕΝΗ ΚΛΗΣΗ

Ζητήσαμε
μια ακόμη κουκίδα χρόνου
μια ανάσα παραπάνω
να προλάβουμε.
Είπαμε
ο καιρός νερό που χάνεται
λάμψη που το φως της απαρνιέται.
Αυτά και άλλα πολλά
χθες βράδυ συμφωνήσαμε
ξεχνώντας και πάλι
την Αγάπη να καλέσουμε.

ΧΑΡΑΜΑΔΑ

Εμείς.
Ξανά.
Μαζί.
Στο ίδιο χώμα.
Το δικό μας.
Χώμα μεταμέλειας το ονομάζουμε.
Δεν είναι αργά.
Μια χαραμάδα.
Μια χαραμάδα χρειάζεται.
Κι ένα φως να διαχέεται.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΕΝΟΧΕΣ
ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

ΕΝΟΣ ΠΑΛΙΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΦΙΛΟΥ. Ενός ξεχωριστού μαθητή. Μιας εγκαταλελειμμένης γυναίκας. Ενός πολέμου. Ήρωες δεκαεννιά διηγημάτων, εγκλωβισμένοι στην ευθραυστότητά τους, προσπαθούν απεγνωσμένα να ισορροπήσουν στη γυάλινη σφαίρα των αναμνήσεών τους. Διηγήματα σύγχρονα, φτιαγμένα για τα χρόνια που μας αρπάζουν καθημερινά, για τις μέρες που πουλήσαμε και εξακολουθούμε να πουλάμε με τη δική μας σφραγίδα. [… Παντρεμένος, γύρω στα εβδομήντα, πολύ συχνά καλαμπούριζε με τη σύντροφο της ζωής του, λέγοντάς της πως ήταν πολύ ευτυχής μιας και ένιωθε πως ήταν ακόμα πολύ νέος. “Διέρχομαι καθημερινά μέσα από τον ύστερο πορτοκαλεώνα της νιότης μου…” προλόγισε και την καινούρια ποιητική συλλογή, όπως την αποκαλούσε, αποτυπώνοντας το στίγμα της ώριμης, κατασταλαγμένης πλέον γραφής του. “Πάλι την ίδια συλλογή θα εκδώσεις;” τον ρώτησε η γυναίκα του, που είχε την ίδια περίπου ηλικία μ’ αυτόν. “Δεν βαρέθηκες να ανασκαλεύεις ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια;” Εκείνος την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, σαν να την εξερευνούσε. “Δεν είναι τα ίδια”, της απάντησε με νόημα, προτρέποντάς την να κλειστεί κι εκείνη μαζί του στον κόσμο των σημαινόντων του. Η γυναίκα του όμως δεν χρειαζόταν εκείνον για να της πει να μπει στον μυστικό κόσμο της ποίησής του. Άπειρες φορές είχε διαβάσει την αφιέρωση του συζύγου της στην πρώτη σελίδα του πρώτου βιβλίου του: “Στη λατρευτή μου γυναίκα και μάνα των παιδιών μου, ένα μεγάλο ευχαριστώ από καρδιάς!”…] [… “Ναι, τη φορά αυτή θα ‘ναι αλλιώς…” μονολόγησε μπροστά στον καθρέφτη του σιγά, σαν να φοβόταν τον αντίλαλο της διάψευσής του. “Ναι, σου λέω! Γιατί δεν με πιστεύεις;” συνέχισε, θέλοντας να διαγράψει μεμιάς τις προηγούμενες αποτυχίες του. “Ένα πράγμα σου λέω και σε παρακαλώ να τηρήσεις! Την επόμενη φορά, μη μου επιτρέψεις να σταθώ ενώπιόν σου! Χίλια κομμάτια να γίνεις να μη με ξαναδώ!” Ετοιμάστηκε, σαν να ήταν η πρώτη φορά που θα τη συναντούσε. Έβαλε το πουκάμισο που εκείνη του είχε κάνει δώρο στην τελευταία επέτειο που γιόρτασαν μαζί, και φόρεσε την κολόνια που τη μεθούσε. Έφερε στο μυαλό του τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, φυλλομέτρησε αργά αργά το άλμπουμ των φωτογραφιών της, μυρίζοντας με αγαλλίαση το άρωμα των χαρούμενών τους αναμνήσεων…]

Γεβγένι Ζαμυάτιν: “Η λογοτεχνία είναι ζωγραφική, αρχιτεκτονική και μουσική”. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω την τελευταία συλλογή του καταξιωμένου, και διακεκριμένου, λογοτέχνη μας, Κυριάκου Στυλιανού, χαρισματικού πεζογράφου αλλά και ποιητή και, διαπιστώνω, με ιδιαίτερη ικανοποίηση, πως παραμένει ακριβής και σπάνιος παλμογράφος των καιρών μας. Αφουγκράζεται έναν ήχο, έναν λυγμό, ένα γέλιο, μια δοξαριά, ένα φιλί, ένα “σ’ αγαπώ”, μια προδοσία, ένα θρόισμα , έναν φλοίσβο, ένα αντίο και τα μεταμορφώνει σε διαμάντια γραφής και αισθητικής. Βάθος λόγου, πυκνότητα, ειλικρίνεια, τρυφερότητα, ευαισθησία, προσεκτική επιλογή λέξεων, μέχρι και σημείων στίξης, τίποτα περιττό, τίποτα ψεύτικο. Ούτε καν στη μυθοπλασία. Πιστεύει σε έναν καλύτερο κόσμο αλλά, κυρίως, πιστεύει στη δύναμη της λογοτεχνίας. Μπορεί η λογοτεχνία να φτιάξει έναν καλύτερο κόσμο; Άμα δεν μπορεί η λογοτεχνία, ποια μπορεί;
Εξ ου και αναδεικνύει την καλοσύνη, την αγάπη, την αλληλεγγύη, τον αλτρουϊσμό, το ένα χέρι που κρατάει το άλλο και, την ίδια στιγμή, κακίζει την αδιαφορία, τη ζήλια, τη μοχθηρότητα και, οπωσδήποτε, την παγερή αδιαφορία. (Μα να προσπερνάς τον Θανάση ενώ, κανονικά, πρέπει να τον σφίξεις στην αγκαλιά σου;) Χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία παρομοιώσεις και μεταφορές, σκιτσάρει δυνατές εικόνες, στιγμές στιγμές σού δίνει την αίσθηση ότι δεν κάθεται μπροστά στο πληκτρολόγιο, αλλά μπροστά στον καμβά. Γράφει ζωγραφίζοντας και ζωγραφίζει γράφοντας. Χαίρεσαι την καθαρότητά του, την ευθύτητά του, την ειλικρίνειά του και, παράλληλα, θαυμάζεις την πεζογραφική του φαντασία.
Τα κείμενά του διατηρούν το σφρίγος τους από την πρώτη έως την τελευταία γραμμή και, όπως πράττει συχνά, ο Κυριάκος Στυλιανού αφήνει πάντοτε να αιωρείται στην ατμόσφαιρα κάτι διφορούμενο, ίσως και κάτι αναπάντητο, ίσως και ένα συννεφάκι αμφιβολίας – θέλω να πω, μας μπάζει στις ιστορίες του, μας θέλει συμμέτοχους, μας προτείνει, δεν μας προτρέπει, να ακολουθήσουμε τα αχνάρια των χαρακτήρων του επειδή, κατά βάθος, γνωρίζει ότι κάπου τους συναντήσαμε κι εμείς, ότι μπορεί στα πρόσωπά τους να αντικρίσουμε καθρεφτισμένες δικές μας εμπειρίες, δικά μας βιώματα, ενδέχεται το δάκρυ που στάζει από τα μάτια τους να γλίστρησε από τις κόγχες των δικών μας ματιών.
“Κλεμμένα παιχνίδια”. Άλλη μία ανεκτίμητη προσφορά του Κυριάκου Στυλιανού στη λογοτεχνία του τόπου. Αφηγήσεις που σφύζουν από μεγαλοψυχία και επιείκεια στην εποχή όπου τα πάντα βγήκαν στο σφυρί, όπου οι τράπεζες εκποιούν σπίτια και όνειρα, όπου η κατάρα των πυρηνικών γαυγίζει απειλητικά, όπου εκατομμύρια παιδιά πάνε νηστικά στα κρεβατάκια τους, όπου, όπως θα έλεγε ο Λουντέμης: “Εκείνη τη νύχτα σώπαιναν οι λύκοι, επειδή ούρλιαζαν οι άνθρωποι”. Χαίρομαι διπλά επειδή, πέρα από τη λαμπερή συγγραφική του σταδιοδρομία, ο Κυριάκος Στυλιανού είναι, εδώ και χρόνια, τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας μας, κοσμώντας τις πολιτιστικές μας σελίδες με τις πανέμορφα δαιδαλώδεις εμπνεύσεις του.

.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Εκπαιδευτικός,Φιλόλογος, διπλωματούχος Μάστερ Πανεπιστημίου Κύπρου στη Νεοελληνική Λογοτεχνία.

Μια ερμηνευτική προσέγγιση της συλλογής του ποιητή που αφιέρωσε “σπονδή στον Θεό της θνησιμότητας”.

Όσο πάνε τα χρόνια αγαπώ περισσότερο την πυκνότητα χωρίς ενοχές. Κι ενώ η κοινωνία γύρω φωνάζει και φλυαρεί, αγαπώ -χωρίς ενοχές- περισσότερο όσους ποιούν αθόρυβα και ολιγόλογα. Κι ενώ γύρω βασιλεύει η χρυσοστολισμένη ρηχότητα, έχω μια αδυναμία -χωρίς ενοχές- στην ποίηση που σκάβει βαθιά. Σχετίζεται ή αντιδιαστέλλεται η αγάπη με την ενοχή; Αυτό το ερώτημα καλείται να απαντήσει στην καινούρια του ποιητική συλλογή ο Κυριάκος Στυλιανού με τον άκρως ιδιαίτερο τίτλο “Αγάπες και Ενοχές”.

Ο ποιητής αυτοαναφορικώς “ξεκλειδώνεται” στην εσωτερική σελίδα του βιβλίου, χώρος στον οποίο συνήθως φιλοξενείται μια αφιέρωση. Όπως ο ίδιος ομολογεί, “ψηλώνει” και λάμπει όταν αγαπά, “χαμηλώνει” και σκοτεινιάζει, όταν νιώθει ενοχές. Επιχειρώντας μια ερμηνευτική προσέγγιση στη συλλογή, στη ζυγαριά της κριτικής ακουμπήσαμε στοιχεία που ο ποιητής αγαπά και αυτά για τα οποία έχει αναπτύξει ένα είδος ενοχικού συνδρόμου. Το ζήτημα είναι πού θα βαρέσει περισσότερο η κριτική: στις λαμπρές αγάπες ή στις σκοτεινές ενοχές; Ποια θα είναι η τελική ετυμηγορία; Άραγε το φως και η λάμψη της αγάπης μπορεί να νικήσει το σκοτάδι των ενοχών;
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, υψηλά και φωτεινά. Ας ξεκινήσουμε με τις αγάπες.

Η αγάπη του ποιητή για τη λεκτική λιτότητα, τη νοηματική πυκνότητα και το απολύτως απαραίτητο σε φόρμα και περιεχόμενο είναι στοιχεία κατάδηλα και από το μικρό μέγεθος της ολιγοσέλιδης συλλογής και κυρίως από το ολιγόστιχο των ποιημάτων. Ο ποιητής αποστατεί εναντίον της χρυσοστολισμένης φλυαρίας των ρητόρων και προκρίνει τη λακωνικότητα:

ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ
Επιτέλους ας αποδεχτούμε τις λέξεις εκείνες/που αποστατούνε από το ποίημα.[…]
Μια λακωνικότητα που αγγίζει τα όρια της σιωπής. Στη συλλογή του Κυριάκου Στυλιανού η αφαίρεση και η σιωπή είναι ζητούμενα και το γεγονός αυτό μαρτυρείται και από τους ίδιους τους τίτλους των ποιημάτων:
ΑΦΑΙΡΕΣΗ
Φλύαρες ιδέες/ταπεινά μαζεύονται/σαν ώριμη, μεστή γραφή/που στολίδια ξεφορτώνεται/σαν ζωή βασιλεύουσα/που σιγά κι αθόρυβα/απλότητα γεμίζει.

ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΣΙΩΠΕΣ
Τους ποιητές/ανασκαφείς σε ιδιωτικά συρτάρια/τούς είχα κάποτε παράξενα βαφτίσει. /Μετά στεκόμουν μ’ απορία/ ώσπου ένα βράδυ/ όλους μαζί τούς είδα/ στα κρυφά/φωνές δικές τους/ να τρυπάνε τα ουράνια.
Βέβαια αυτή η σιωπή “φωνάζει” . Ο ποιητής υμνεί την απλότητα μέσα από την αφαίρεση, αναδεικνύει τη δύναμη της σιωπής, απορρίπτει τη στασιμότητα και προκρίνει την κίνηση:

ΚΙΝΗΣΗ
[…] Κι όμως/ Η απόλυτη ησυχία γύρω μου/ συναντά μια υπόσχεση./ Χωρίς εκείνη/το σωτήριο τρίξιμο του ενός φύλλου/ που διαδέχεται το άλλο/θα χανόταν άδοξα κι εκείνο/στον θόρυβο της πλοκής.

Στη συλλογή φανερώνεται η έντονη αγάπη του ποιητή στην προσφώνηση και κατ’ επέκταση στην παραίνεση και στη χρήση β΄ αριθμού (ενικού και πληθυντικού). Για μια ακόμα φορά η τιτλοθεσία εκ μέρους του ποιητή δηλώνει την πρόθεση του ποιητή να απευθυνθεί και να νουθετήσει κάποιον ή απλώς να εξωτερικεύσει σκέψεις, προβληματισμούς και συναισθήματα. (ΠΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗ, ΠΡΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ, ΠΡΟΣ ΑΟΡΑΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ). Η ανάγκη του ποιητή-πομπού να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη-δέκτη επιτυγχάνεται και μέσα από πληθώρα προτρεπτικών προστακτικών:
Μια στιγμή/μια στιγμή μονάχα θες./ Θυμήσου μόνο. Τα ρούχα μακριά κράτησε./Τα ρούχα του κόσμου μακριά σου κράτησε/μήπως η ζωή θάνατο γεννήσει (ΓΥΜΝΗ ΣΤΙΓΜΗ)
[…]Την καρδιά τους στόχευσε/τα αμήχανά τους βλέμματα φαντάσου/καθώς χαλούν και χτίζουν τον κόσμο/ξανά απ’ την αρχή. (ΑΜΗΧΑΝΑ)
αλλά ακόμα και ερωτημάτων, γνήσιων ή ρητορικών:
[…] Η ανέκφραστη εκείνη ουλή/που αλύπητα σέρνει τις κόρες των ματιών της/μετουσιώνεται ξανά και ξανά/σε ιερό, ασίγαστο ερώτημα παιδιού:/Γιατί; (ΓΙΑΤΙ)

[…] Είμαστε εμείς;/ Ή κάποιοι άλλοι;/ Η φύση ποτέ δεν γελιέται./Λοιπόν; (ΛΟΙΠΟΝ)

Ο ποιητής αγαπά τόσο τον προβληματισμό όσο και την αυτοκριτική. Προτρέπει τον όποιο δημιουργό, επομένως και τον ίδιο του τον εαυτό να σκάψει βαθιά (Βαθιά λάξευσε, πένα μου πολύτιμη./Βαθιά λάξευσε/στο κόκκαλο να φτάσεις. […] ΑΙΤΙΑ), να μην αρκεστεί σε ρηχές δικαιολογίες λόγω ευθυνοφοβίας ( […] ένα ρούχο είναι κι αυτή/μια δικαιολογία/να πεις πως δεν ήσουνα εσύ ο ένοχος/μα οι συνθήκες […]ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ) και να απαντήσει σε αιώνια διλήμματα γύρω από το ποιοι είμαστε “εμείς” και ποιοι είναι οι “άλλοι”:
ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Εμείς ή οι άλλοι;/Πόσο ανθρώπινο/Εμείς, να λές,/και πόσο απάνθρωπο/ο άλλος να μη γίνεσαι.
Ο δρόμος αυτός της περισυλλογής, της ευσυνειδησίας, της υπερευαισθησίας, της αναγκαιότητας για ενσυναίσθηση (λέξη πολυδιαφημιζόμενη στις μέρες μας) και της εντιμότητας στην ανάληψη ευθυνών, τον οδηγεί στην ανάπτυξη ενός είδους ενοχικού συνδρόμου, όπως το ονομάσαμε στην εισαγωγή. Ο ποιητής αναλαμβάνει τις ευθύνες τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό εκπροσωπώντας την ομάδα των ποιητών και γενικότερα των πνευματικών ανθρώπων. Αν το συνδέσουμε με τις αγάπες του ποιητή που εξετάσαμε, ο ποιητής αγαπά το ομιλείν σε ένα πολυπρόσωπο υποκείμενο, ένα σύνολο κι ένα “εμείς” που εκτός από το “συνάφι” των πνευματικών ανθρώπων, μπορεί να δηλώσει και ολόκληρη την ανθρώπινη κοινότητα.

Συνεχίζουμε, λοιπόν, “χαμηλά” και “σκοτεινά” με τις ενοχές!
Η τιτλοθεσία των ποιημάτων του Κυριάκου Στυλιανού λειτουργεί ως ένας δειγματικός οδηγός του ενός εκ των δύο θεματικών πυλώνων της συλλογής και εξηγεί τη δεύτερη λέξη-κλειδί του τίτλου “ΕΝΟΧΕΣ” . Στον κατάλογο των περιεχομένων της συλλογής στις τελευταίες σελίδες διαβάζουμε τίτλους όπως “ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ”, “ΒΟΥΡΚΟΣ”, “ΑΠΟΛΟΓΙΑ”, “ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ” , “ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΚΑΡΠΟΣ”, “ΠΟΝΟΣ”, “ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ”, λέξεις και φράσεις που αποκωδικοποιούν και το συναισθηματικό κλίμα και ατμόσφαιρα της ποιητικής συλλογής. Το ενοχικό σύνδρομο συνοδεύεται από πεσσιμισμό, απογοήτευση, αίσθηση του ανεκπλήρωτου και

κυρίως διάψευση ελπίδων και προσδοκιών. Στο ποίημα ΧΑΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ με θλίψη διαπιστώνει πως:
Πολλά τα ρήματα της γλώσσας/μα αγάπη δεν πράξαμε. Επίθετα που βάλθηκαν/τα ουσιαστικά να σκοτώσουν.

Ο ποιητής μας -ως δάσκαλος στο επάγγελμα- την ώρα που πλάθει νοήματα περνώντας μηνύματα, χρησιμοποιεί τις λέξεις ως υλικά γνωρίζοντας πολύ καλά τη χρήση των μερών του λόγου. Το ρήμα δίνει την ενέργεια και την πράξη, μα εμείς -παραπονιέται- ‘‘αγάπη δεν πράξαμε”. Δώσαμε σημασία στα επίθετα που ρόλο έχουν να στολίζουν τα πράγματα και τις έννοιες. Δώσαμε, δηλαδή, έμφαση στο εξωτερικό περίβλημα, στο φαίνεσθαι, κι όμως χάσαμε το μεγάλο στοίχημα της αγάπης, που είναι η ουσία. Είναι ολόφανερο το νοιάξιμο του ποιητή για το μεγάλο ζητούμενο της αγάπης.
Σύμφωνα με τον ποιητή, κάποτε, γι’ αυτήν την αγάπη, ενδεχομένως πρέπει να σκύψουμε, να “σπάσουμε αυχένες”, να “σπάσουμε” τον εγωισμό μας. Στο ποίημα ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ αφήνει ακόμα ένα ερώτημα ρητορικό να εκκρεμεί:
Δεν είναι έτσι η αγάπη;/Μια κατάβαση/ένα βλέμμα που κατηφορίζει;

Η διάψευση στο ζητούμενο της αγάπης εξαιτίας χαμένων ευκαιριών και εσφαλμένων επιλογών φανερώνεται και σε ένα ποίημα με τίτλο άκρως δηλωτικό της ψηφιακοεικονικής εποχής μας:
ΧΑΜΕΝΗ ΚΛΗΣΗ
[…] Αυτά και άλλα πολλά/ χθες βράδυ συμφωνήσαμε/ξεχνώντας και πάλι/την Αγάπη να καλέσουμε.

Κάπου ανάμεσα στο παιχνίδι της αγάπης και των ενοχών, ένα ποίημα με τίτλο εξόχως τραβηκτικό, διασκεδάζει εντέχνως τον αγώνα του ανθρώπου με τον πειρασμό:
ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΚΑΡΠΟΣ
Στον ουρανίσκο/του πιο γενναίου σου λογισμού/πλανιέται ακόμα/στυφή και μόνη/η προπατορική γεύση.

Ο αγώνας του ανθρώπου με τον πειρασμό φλερτάρει με λέξεις και φράσεις συναφείς με τη ζωή και τον θάνατο, κατ’ αναλογίαν με τις αγάπες που -όπως είπαμε εισαγωγικά- υψώνουν και φωτίζουν τον άνθρωπο και τις ενοχές που τον χαμηλώνουν και τον σκοτεινιάζουν. Το σίγουρο είναι πως αυτός ο αγώνας κάνει τον δρόμο της ζωής για τους ενοχικούς θνητούς δυσκολότερο. Τα ποιήματα “ΒΡΑΔΙΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ, “ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ” ,“ΧΑΡΑΜΑΔΑ” και “ΠΑΥΣΗ” θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια μινιατούρα τετραλογίας, αφού αγγίζουν θεματικά τον θάνατο με λέξεις της ίδιας ετυμολογικής οικογένειας αλλά και συμφραζομένων (“χώμα”):
ΒΡΑΔΙΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
[…] Στην επόμενη στάση/έφυγα./Θάνατο την ονόμασα/κι ησύχασα. […]
ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
Αν σκάψεις/μέσα σου βαθιά/ίσως βρεις/λέξεις που αντηχούνε ακόμα/βαριά ονόματα/σαν βράχοι/που θάβονται/ανήσυχα στο χώμα.
ΧΑΡΑΜΑΔΑ
Εμείς./Ξανά. Μαζί./Στο ίδιο χώμα./Το δικό μας./ Χώμα μεταμέλειας το ονομάζουμε.
ΠΑΥΣΗ
Σε ψάχνω./Στα κρυμμένα πουλιά του πάρκου/στις αχτίδες του ήλιου πίσω απ’ τα σύννεφα./Στον λεπτοδείχτη που σταμάτησε/στο ρολόι που κατάπιε τον ήχο του. Όσο για τα υπόλοιπα/σπονδή στον Θεό της θνησιμότητας.

Γενικότερα, ένας μεταφορικός θάνατος σκιάζει την ανθρώπινη παρουσία στη συλλογή και καραδοκεί σε κάθε στιγμή ενοχών. Ένας μεταφορικός θάνατος που παλεύει με τη ζωή, της οποίας κύριο όπλο είναι η λιτότητα και η αγάπη, η ΒΑΘΙΑ ΑΓΑΠΗ, όπως τιτλοφορείται κι ένα ακόμη ολιγόστιχο ποίημα του Κυριάκου Στυλιανού:

Μόνο αφού σβήσουν τα εκτυφλωτικά φώτα/της κατοχής θα νιώσουμε αγάπη βαθιά/ο ένας για τον άλλον.

Το τελευταίο, όμως, άτιτλο ποίημα της συλλογής καταλήγει πως όταν “τα φώτα σβήνουν/οι τίτλοι τέλους σβήνουν κι αυτοί’’, “εμείς παραμένουμε στις θέσεις μας/ηθοποιοί κι εμείς/που μένουμε πιστοί στους ρόλους μας”.
Σε αυτό το τελευταίο και άτιτλο ποίημα ο ποιητής δηλώνει ένοχος, μέρος ενός γενικότερου συνόλου που, αντί για επιλογή της κίνησης και της αλλαγής, παρέμεινε στατικός στη θέση του, αντί για επιλογή της αλήθειας και οπαδός της ουσίας και της αγάπης, παρέμεινε ηθοποιός και πιστός σε ρόλο ξένο από τον πραγματικό του εαυτό.
Σε αυτή τη συλλογή ο ποιητής, Κυριάκος Στυλιανού, κλήθηκε να απαντήσει ποιητικώ τω τρόπω αν σχετίζεται ή αντιδιαστέλλεται η αγάπη με την ενοχή. Διαβάζοντας τη συλλογή, ο έκαστος αναγνώστης θα προχωρήσει στην εξαγωγή των δικών του συμπερασμάτων γι’ αυτές τις δύο λέξεις, για το ποιο από τα δύο τελικώς νικά στη δική του πραγματικότητα: οι αγάπες ή οι ενοχές.
Στην περίπτωση που στην αξιολογική ζυγαριά της ζωής του καθενός βαρούν περισσότερο οι ενοχές από τις αγάπες, ο ποιητής “λαξεύοντας βαθιά την πολύτιμη πένα [του] στο κόκαλο να φτάσει” (ΑΙΤΙΑ) , εντοπίζει με πικρή ειρωνεία την αιτία: Το μόνο προληπτικό μέτρο που πήραμε είναι να φροντίσουμε να αγνοήσουμε τις φωνές της φωτεινής αλήθειας των πραγμάτων:
ΠΡΟΛΗΨΗ
Μ’ αλλεπάλληλες στρώσεις σουβά, μπογιάς/και προληπτικής άγνοιας φροντίσαμε/τα δυνατά χτυπήματα στον τοίχο μας/να μη φτάνουν ποτέ στα δικά μας αυτιά.

Ακόμα κι αν τελικώς καταλήξαμε σε ένα κλίμα απαισιοδοξίας γύρω από τα ανθρώπινα, εντούτοις η συντάκτρια αυτής της κριτικής παρουσίασης θα κλείσει με ένα μήνυμα αισιόδοξο. Σε αυτή τη συλλογή, η τελευταία φράση του ποιήματος ΠΑΥΣΗ (“σπονδή στον Θεό της θνησιμότητας”) είναι νοηματικά τόσο δυνατή και εύηχη που μπορεί να κερδίσει μια θέση λεκτικής “αθανασίας” στη γραπτή παραγωγή του νησιού αυτής της εποχής.

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.