Ο Νίκος Καψιάνης, γεννημένος τον Ιούλιο του 74, ζει από μικρό παιδί στα Μελίσσια Αττικής. Στο επάγγελμα μηχανικός, λατρεύει να ταξιδεύει, να φωτογραφίζει, να γράφει. Μετά το «Ιχνοβατώντας στο φως και στο σκοτάδι», από τις εκδόσεις Θερμαϊκός και «Το δάκρυ του φωτός», από τις εκδόσεις Γράφημα, έφτασε η ώρα για την τρίτη του ποιητική συλλογή. Τακτικό μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης και μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, πορεύεται με την ελπίδα, κάτι καλό μέσα από την ζωή και την γραφή να αφήσει.
.
.
ΑΓΟΡΑΙΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ (2022)
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΛΕΙΨΟ
Ουράνιο απλώνει πέρα τόξο
το αγέρι θερίζει κάθε ελπίδα
το αγιάζι τα μάτια βουτηγμένα.
Σιγή, σιωπή, μαύρο στον λόγο,
βγάλε το θήλυ από τον άνδρα
αντρίκια λόγια να τα πούμε.
Φύτεψα κάποτε ένα δόντι
μεγάλωσε, έγινε δενδράδα
δαγκώνουν λέξεις τα κλαδιά του.
Τρύπιο χαμόγελο στο στόμα.
ΑΓΟΡΑΙΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ
Ανέβηκα κι απόψε τα σκαλοπάτια σου
Αμπελοκήπων και Ψυχικού κάπου γωνία
να σου αγοράσω λίγες κουβέντες.
Έξω τα αηδόνια τραγουδούν.
Στην είσπραξη του λόγου μου κριτής
λύνεις και δένεις τη μοιρασιά τού χρόνου.
Άπλωσα στον καναπέ όλους τους κόμπους τής καρδιάς.
Αυστηρά ξεγύμνωσες τη λογική,
τα μπαγκάζια τού κόσμου, στο δυάρι σου ξεχρέωσα.
Μοσχοβολούν στον κήπο οι μυρτιές.
Στη γειτονιά σου -πάλι- αντάμα θα βρεθώ
τις νερατζιές σου να ανταμώσω,
να ξεπληρώσω στο κατώφλι,
της μάνας μου τον πόνο.
ΕΡΩΤΕΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Δειλές περπατησιές στο κόκκινο πέρασμα
κινούν στη σάλα τής προσμονής.
Παιδεμένα πονηρά κλείνει το βλέμμα,
πάνω από γιρλάντες αισθησιασμού
σε καμπύλες που από καιρό μάλαξε
η ιερόδουλη επανάληψη.
Ξεπλένουν οι τελευταίες τύψεις συνείδησης,
τα βήματα βαριά στην κάμαρη οδηγούνε.
Χαλαρή για τα προσχήματα του πόνου αντίδραση,
Στιγμιαία ερωτική, αγοραία κορύφωση.
Δυο δράμια η πράξη, χαλάλι οι ρουφηξιές,
χαλάλι του πόθου τα χαϊδέματα·
μεθαύριο πάλι δω,
οι τύψεις να αναμετρηθούν την ηδονή,
Λεκέδες για κάθε του πανταλονιού βαλάντιο.
Και εις άλλους έρωτες της αγοράς,
εις άλλες αγοραίες του γυρισμού αιτίες.
ΟΝΕΙΡΑ
Κουκουνάρια από την ποδιά τής γιαγιάς
λαμπιόνια που φωτίζουν της μάνας το χαμόγελο.
Στίχοι στα κλωνάρια άκουσμα ξεχασμένων τραγουδιών
στολίδια με όνειρα και παιγνίδια με ελπίδα.
Μια μπάλα κόκκινη έβαλα στη ματιά
κι απάνω σου σκαρφάλωσα
όλο το κουράγιο τής καρδιάς.
ΚΟΥΡΑΓΙΟ
Δυο ανάσες, το αύριο τις χρειάζεται.
Για τα παιδιά, που ’χουν ανάγκη
να σε κοιτάξουν στα μάτια,
που σου ζητούν την αλήθεια για το μέλλον.
Για κείνους που θέλουν το πρωί
να τους πεις πάλι καλημέρα.
Όσο το αύριο ζητά να διορθώσει το χθες,
φυτρώνει το κουράγιο, η ελπίδα.
ΠΟΙΗΣΗ
Γύρω μάσκες φαντεζί ρούχων
ακριβά υποδήματα, ασημένια ρολόγια
μιλούν για το ιδιαίτερο θέαμα έμπνευσης.
Στη μέση κοπέλα γυμνή,
με λάσπη στα στήθη
κοιτάζει τριγύρω της απορημένα.
Χαμόγελα σιγουριάς,
μοσχοβολιές περίεργα τη θωρούν
ζητώντας το όνομά της.
Σκύβει κείνη ντροπαλά στη γύμνια της,
γονατίζει στον βούρκο,
στη λάσπη βουτάει τη ντροπή
και σιγοψιθυρίζει.
Ποίηση, με λένε Ποίηση.
Η ΠΡΑΜΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Στο παγκάκι τής αγοράς
απλωμένη πραμάτεια
«Δυο βιβλία είκοσι ευρώ»·
ανάμεσά τους η καρδιά του κόσμου.
Πάρτε, καλέ κύριε, αγοράστε, κυρία,
ένα ακόμα να χτίσουμε χαμόγελο,
μα το παγκάκι αυτό αγάπη μοιράζει.
Καθισμένη μετρά τα κέρματα ψυχή
.
ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ (2021)
ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ
Κι όπως το φως παλεύει να βαστάξει
στην καταχνιά της σύγκρουσης,
η άγνοια των λουλουδιών ξεμένει.
Κείνα χαμόγελα σε απόβραδα χρώματα
που το μαύρο καταβροχθίζει.
Λόγια ψεύτικου καληνυχτίσματος
που αδιάφορα μιλά.
Κιτρινόμαυρη μελωδία,
σταγμένη σε κόκκινες κουκκίδες,
να καλύψουν την κατάντια της μέρας που κύλησε.
Από αύριο νέα της κεφαλής μπερδέματα
θα λογοφέρουν στο σούρουπο,
φυσώντας το κερί να σβήσει.
Μπας και μια μέρα ξημερώσει Κυριακή
και η σκοτεινιά δεν βρει αμαρτία να κρύψει…
ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
Βασίλεψεν ο ήλιος πίσω από τη γρίλια,
κοιμήθηκε η αυγή, τον κόσμο πιο καθαρό είδα,
τη σκέψη μέρεψα κι έσβησα από μέσα
τάχα και δήθεν των ανθρώπων.
Τούτος ο ορίζοντας όλους δεν μας χωρά.
Παλιές υπερωρίες, στο ψέμα της ακολασίας βουτηγμένες,
τους άλλους κοροϊδεύατε, μα όχι εμέ.
Το σούρουπο τούτο με το χθες σβηστείτε.
Γω την ειλικρίνεια γυρεύω.
Καθαρότερο αύριο η Δευτέρα ξημερώνει.
ΛΑΒΑ
Λάβα, μύρισες Μάη μήνα,
κάπνα του ανέμου φύσηξες,
λαμπάδιασαν της αλκυόνας τα φτερά,
καύτρες σκόρπισαν ως της ανατολής τα μέρη,
πουνέντες λάβρος χτένισε τον ουρανό,
μυρωδιές καιόμενης από ξύλο σάρκας,
βελόνια αποκαΐδια καφέτισαν τον ήλιο,
ανάσες καυτές φλόγισαν τα πνεμόνια.
Ανθρώπου το χέρι που το μέλλον αψηφά,
γκρίζα η σκέψη που το αύριο καθορίζει,
πονηρός ο σκοπός,
τη γη εσύ χέρσα που γύρεψες,
τη φύση που μίσησες, το χθες που έκαψες,
τον αέρα που φθόνησες, το χρήμα που λάτρεψες,
τη ζωή που λησμόνησες,
στο μπετό, στο σίδερο και στη φωτιά,
την εξέλιξη σύ που ανελέητα στα παιδιά σου παρέδωκες..
ΦΛΕΒΙΣΜΑΤΜΑ
Πέφτουνε οι σταγόνες του χειμώνα καταγής,
οράματα του Φλεβάρη που φλεβίζουνε.
Εικόνες που στο παγερό αγέρι χάμου ρίχνονται.
Υγρές του κρύου οπτασίες που στην πεζούλα ζωντανεύουνε.
Λίγο ουρανό η γης γύρεψε κι ο ουρανός σύννεφο γένηκε
κι απάνου της γοργά ξεχύθηκε.
Κει στην υγρή αγκαλιά ακούμπησαν κι οι σκέψεις,
σα δυο σκοτούρες που απά στη λάκα
αναπήδησαν σωπίζοντας τα μιλητά.
Μια στον ουρανό σκόρπισε, άλλη καταής στέγνωσε,
ώσπου στο βλέμμα ουρανός και γης γίναν ένα.
Του νερού και του Φλεβάρη καμώματα
που τον νου χειμωνιάτικα μούλιασαν και στράγγιξαν…
ΧΡΩΜΑ ΨΥΧΗΣ
Μοσχοβόλησα κι απόψε του ουρανού το χρώμα.
Κάθισα την ματιά στον ανέφελο ορίζοντα,
το νου συγύρισα στο γαλανό του,
την σκέψη να γαληνέψει άφησα.
Τη σκοτούρα για μια στιγμή σκόρπισα
σαν παιδί ανέμελο, στης γης το γύρισμα,
που την ώρα ασυναίσθητα κυλάει,
στο χρώμα του βασιλέματος βουτώντας
Κάθε που στο νησί,
το παραθύρι ανοίγω, στου ήλιου το γιόμα,
το φως γεμίζει το δωμάτιο,
γιομίζει και την λαχτάρα της ψυχής μου…
ΑΣΙΓΑΣΤΗ ΠΟΡΕΙΑ
Γυμνός τη γύμνια μου πορεύω
καταμεσίς της φωτοστόλιστης οδού,
χαζεύοντας την ματιά θολά
στα πίσω και τα μπρος του δρόμου.
Κι ως τα ποδάρια χάμω σβαρνούνε
το κρύο αίμα στην ασφάλτινη κάψα,
ζαρωμένο κορμί βραδινό έπαθλο
στην ακοίμητη των πραγμάτων αγωνία,
που αδιάκοπα το προσπερνά,
Θαμπώνοντας μπρος στην ασίγαστη εξέλιξη,
του χρόνου την ξέφρενη πορεία…
.
ΙΧΝΟΒΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΦΩΣ… ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ (2021)
ΘΥΜΗΣΕΣ-ΑΝΤΑΡΕΣ…
Χρόνια παιδικά, χρόνια στερημένα,
χρόνια φτωχικά, τόσο αγαπημένα.
Σπίτι στα μπετά, κάγκελα σκουριασμένα,
σόμπα με μπουριά, παιγνίδια σκορπισμένα.
Κουζίνα-κουρελού, σαλόνι-Σιβηρία,
αργίες στον παππού, «δεν περνάς κυρα-Μαρία».
Μπριζόλα στη φωτιά, «μπήκε σκύλος, φέρ’ την γκλίτσα»,
όλοι στην κληματαριά, «μαμά, φαΐ στην κυρα-Λίτσα».
Χρόνια παιδικά, χρόνια περασμένα,
θύμησες από παλιά, όνειρά μου ανταριασμένα
ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ ΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ
Τα ροδοκόκκινα μάγουλα του δειλινού
λες κι εμπνέονται απ’ τη ματιά σου,
κάμουν τη θλίψη της ψυχής να γαληνεύει
και τη λησμονημένη σε καλοκαιρινές ακρογιαλιές
αίσθηση της καρδιάς ν’ ανθεί,
νοσταλγώντας κείνες τις στιγμές, περασμένων γιομάτων.
ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Κείνοι οδηγούμενοι απ’ τη λάμψη έφτασαν στη φτωχική καλύβα,
δοξάζοντας με τα δώρα τους
το αχυρένιο βασίλειο της αιώνιας αγάπης.
Επέρασαν χρόνοι πολλοί, κι ήρθε μια νύχτα
και με βρήκε στεκούμενο κάτω απ’ τον παγωμένο ουρανό.
Μες στην παγωνιά μια σταγόνα
θαρρείς να ξέφυγε απ’ την αιώνια πηγή κι έβρεξε την καρδιά μου.
Κι ευθύς σ’ ένιωσα μέσα της…
Κι ήρθαν πάλι Χριστούγεννα.
Οι καρδιές των ανθρώπων έσμιξαν με ευχές, με γλυκές κουβέντες.
Μια ανάσα από τη νέα χρονιά,
στέκω απόψε στο κρύο, μπροστά σου.
Βαστώ μια στάλα από τη λάμψη,
μικρό της ψυχής αστέρι, που σε καλεί να σ’ οδηγήσει
στο αχυρένιο βασίλειο της δικής μου καρδιάς.
Κι ενωμένοι να βαδίσουμε, όπως οι μάγοι,
τον δρόμο που στη Βηθλεέμ οδηγεί.
Στον δρόμο της αληθινής αγάπης…
ΓΑΛΗΝΙΟ ΒΛΕΜΜΑ
Σε ένα μονόκλινο γυρτή, ταξιδεύει σ’ άλλους κόσμους.
Μάτια σκυμμένα, χείλη βουβά και τ’ άσπρα μαλλιά,
ένα σύννεφο γκρίζο που προκαλεί το δάκρυ.
Ίσκιος ανθρώπου…
Στον κόσμο της θλίψης δεν μιλούν,
μόνο κοιτάζουν, δίχως να βλέπουν…
Αβοήθητη, μοιάζει να πονά
για κάθε δάκρυ που για κείνη χύνεται,
μοιάζει να πνίγεται στη θάλασσα της άκρατης μοναξιάς,
της ατέρμονης γαλήνης.
Η μοίρα της φουρτουνιασμένη, η ζωή μοναχική,
ξερό ερημονήσι σβαρνισμένο από κύματα.
Σαν τώρα, που την ταξιδεύει στης λησμονιάς τα πελάγη…
Σκύβω, φιλώ το ρυτιδιασμένο μάγουλο,
χαϊδεύω το γκρίζο σύννεφο,
σφίγγω το αδύναμο χέρι και ταξιδεύω στην παλιά αυλόπορτα,
κει όπου το χαμόγελο της θείας μάς ξέβγαζε πάντα με καλοσύνη…
Τη χαιρετώ…
Αφήνω πίσω το βουβό της πρόσωπο,
3αστώ στην ψυχή τις αναμνήσεις…
Αλίμονο σε κείνον που ξεχνά τέτοια χαμόγελα,
κρίμα σε κείνον που δεν τα γνώρισε ποτές…
ΚΟΝΤΑΡΟΜΑΧΙΑ
Νιώθω κι απόψε την ανάγκη να γράψω,
να φορτώσω τους καημούς στο χαρτί,
να ξαλαφρώσω τη σκέψη,
να γαληνέψω την ταλαιπωρημένη ψυχή,
να εξευμενίσω τα πνεύματα
που γυρίζουν ανάποδα τον τροχό της μοίρας…
Χαρτί, η πιο καλή μου ασπίδα στις κονταριές της ζωής,
μελάνι, το αιχμηρό μου όπλο που με περνά στην αντεπίθεση.
Δεν επιδιώκω να πληγώσω γράφοντας.
Αντεπιτίθεμαι στοχαζόμενος…
ΑΗΔΟΝΙ, ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
Ονειρεύτηκα απόψε το αηδόνι
σε Πλάτρες που δεν γνώρισα πότες
να κελαηδά τον πόνο που δεν έσβησε ακόμη.
Και συ, Ελένη, πεντάμορφη του μύθου σιωπηρή,
άφησες άρωμα θεσπέσιο να με πλανέψει,
μα μάταιος κόπος…
Το αηδόνι δεν ξέχασε ποτέ να κελαηδεί,
όμως μάταιοι οι αγώνες στου ποιητή τη μνήμη
και το πουκάμισο ανεμίζει ακόμα αδειανό…
Μακρινά κελαηδίσματα άγνωστων πουλιών
φτάνουν πάλι στ’ αυτιά μου.
Κλαίνε για τους κόπους που ήσαν μάταιοι τα πουλιά,
κλαίνε για τους αδικαίωτους αγώνες.
Κλαίνε για την Αφροδίτη που μοιράστηκε στα δυο…
Κι ονειρεύομαι αηδόνια να κελαηδούν στις Πλάτρες.
Φωνάξουν τα πουλιά μην ξεχαστεί ο πόνος,
ενώ ένας γέροντας σκυφτός κλαίει σε μια γωνιά…
«Πώς να ξεχάσω την Ελένη που δεν με άφησε ποτέ;
Πώς να ημερέψω το πουκάμισο που η αδικία θεριεύει;
Πώς πάλι να περπατήσω, της Αφροδίτης Καληδόνια,
που στα δάκρυα σβήσατε;»
ΕΡΩΤΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Συ, που το βλέμμα σου χαράξει στις καρδιές σημάδια,
άσε όμορφα χαμόγελα και τα ξανθά μαλλιά σου
να ομορφύνουν τη ζωή, να ερωτευτούνε τ’ άστρα.
Κι εγώ αστέρι φωτεινό θα ’θελα τότε να ’μαι,
να σε κοιτώ αϊτό ψηλά, να σμίγω με το φως σου,
να ερωτευτώ τα μάτια σου, τα κάλλη της καρδιάς σου…
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Μικρή ατίθαση λογιάστρα πεταλούδα,
χάρισε ένα σου για με φτερούγισμα,
κούρνιασε το νάζι στην αγκαλιά μου,
χάιδεψε με τα φτερά τα χέρια μου,
χρωμάτισε γι’ απόψε την καρδιά μου.
Σε ανίσκιωτα ξέφωτα ας πετάξουμε,
σε μέρη όπου σκοτούρες δεν φτάνουν.
Σε αφήνω σαν τριαντάφυλλο
να φωτίσεις τους ίσκιους μου
κι αγγίξω τη δροσάδα της ζωής
σαν γίνεσαι δίκιά μου…
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ TOY ΚΟΣΜΟΥ
Πόνος και ανάσα,
ανάσα και σπρώξιμο.
Πάλι το ίδιο, και πάλι, και πάλι…
Υπομονή, γυναίκα, υπομονή.
Μέχρι να φανεί το κεφάλι,
ώσπου να ακουστεί ένα κλάμα…
Κάθε πόνος, κάθε ανάσα, κάθε σπρώξιμο,
για μια νέα ελπίδα…
Η ελπίδα του κόσμου σε ένα τόσο δα πλασματάκι.
Το μέλλον της Γης σε δυο χεράκια.
Να μεγαλώσεις καλά, πλάσμα μικρούλι,
μα εσύ κρατάς το αύριο στα μικρά σου χέρια…
Ο ΜΙΚΡΟ-ΓΙΩΡΓΗΣ
Λερωμένα μανίκια που προβάλλουν
τρίβοντας τα μικρά καστανά μάτια.
Σκουντουφλά… Τη γεύτηκε και τούτη τη μέρα…
Ολημερίς απορημένοι μορφασμοί,
σκανδαλιάρικο βλέμμα πάνω σε ακούραστο κορμί.
Τρέχει, σκοντάφτει, πέφτει, σηκώνεται
και πάλι απ’ την αρχή…
Πνεύμα ανήσυχο, ρωτά για απαντήσεις
που ακούγονται στο μυαλό του ακαταλαβίστικες
κι αφήνει τη μέρα να κυλά,
καθώς ανέμελα δώθε και κείθε σεργιανίζει…
«Μπαμπά, είσαι δω; Τι ώρα είναι; Να κάνουμε κάτι;»
Και κει στο σούρουπο χάδια αναζητά,
τρίβει τα λερωμένα μανίκια στο πρόσωπο
κι όπου βρεθεί σε ύπνο βαθύ χύνεται…
Αχ, μικρέ Γιώργη, άραγες κάπως έτσι στα χρόνια σου
ρούφαγα κι εγώ τη ζωή;
ΛΕΥΘΕΡΗ ΓΗ
Και οι κόποι σου, άνθρωπε, μιας ζωής;
Φόροι γίνανε, δασμοί, ποιος να με γνοιαστεί; Κανείς.
Μα εσύ δεν δούλεψες, δεν εργάστηκες σκληρά;
Στο κράτος μού λένε να δώκω όλον μου τον παρά.
Μα πού ναι της Γης ο πλούτος; Κεραμίδια βλέπω και δενδριά.
Θαρρώ κι αυτά θέλουν, για να βγει η χώρα από τη σκλαβιά.
Σκλαβωμένη η πατρίδα; Μα πού ο κατακτητής;
Δάνεια, λένε, χρέη, την αλήθεια πού να βρεις;
Μα τη χώρα ετούτη έπαψε ο λαός να ορίζει;
Μεις άλλο ορίζουμε και άλλο σε μας γυρίζει.
Μα πού ναι η λεύθερη καρδιά, το πνεύμα, η ψυχή;
Φοβάμαι όλα τα σκλάβωσαν, ποιος μας να αντισταθεί;
Ακούτε, γέρο του Μόριά, Γιώργο, Μάρκο, Θανάση;
Σύρετε πάλι στον λαό, πριν την πατρίδα χάσει.
Βροντοφωνάχτε ν’ ακουστεί, ο κόσμος να τρομάξει,
να μείνει λεύθερη η γη, κανείς μην την αρπάξει…
ΓΟΡΓΟΝΑ
Βγήκε σαν γοργόνα από τ’ ανοιχτά,
είχε στο κορμί της μιαν αρμύρα,
ξάπλωσε μπρος στην ακρογιαλιά,
έφερε ταραχή κι ανατριχίλα.
Πώς να τιθασεύσεις το μυαλό,
ζήλια διαπερνά τη λογική σου,
ξάφνου πονηρό βάνεις σκοπό,
να την κάνεις γρήγορα δική σου.
Ξελογιάστρα, πλάνα και τσαχπίνα,
τάχα δεν θωρεί προς τα εσέ,
σε σκοτώνει σαν την καραμπίνα
κι έχει φανερότατο σουξέ.
Άνδρες τριγυρνάνε τη μικρή,
σαν μελίσσια πέφτουν μες στο μέλι,
τα παλικάρια γίνανε οχτροί,
ας μην τους κοιτάει, δεν τους μέλλει.
Κάνει η γοργόνα μια βουτιά,
δες την, κολυμπάει σαν το χέλι,
άνοιξε τη θάλασσα πλατιά
και τους άνδρες έκαμε κουρέλι…
ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΗΚΑ
Χθες βράδυ σε συλλογίστηκα.
Μες στο βλέμμα σου μεθυστικά ξαγρύπνησα.
Στο μέλι μες στα μάτια σου βυθίστηκα,
το χρώμα του ουρανού στο κοίταγμά σου αιχμαλώτισα,
την απέραντη των βλεφάρων θάλασσα ξαρμύρισα.
Με την ομορφιά του ακρογιαλιού,
σαν στο νερό λαμπυρίζει ο ήλιος, γαλήνεψα
και την αστραφτερή ματιά σου
να κοιτά τη φλόγα του τζακιού
στα όνειρά μου ταξίδεψα…
ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
Μη μου μιλάς, άκου τη θάλασσα
νιώσε την αρμύρα στον βοριά
που δροσερά αποχαιρετά τούτο το καλοκαίρι.
Διάλεξε το κύμα που θα μας ταξιδέψει
σ’ ένα ταξίδι με καπετάνιο τον άνεμο
κι ένα ολόγιομο φεγγάρι για οδηγό.
Κάπου, ένας έρημος γιαλός περιμένει
να σμίξει την αγάπη για πάντα…
Κι αν ο ήλιος έδυσε χθες μέσα στις σκέψεις,
ας κοιτάμε μπροστά.
Η ελπίδα θα μας φέρει πάλι
μιαν ανατολή χαρούμενη, ξέγνοιαστη,
σε κάποιας εξοχής τον ανέμελο ουρανό…
ΣΤΟΥ ΤΟΚΑ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ
Αυγουστιάτικη, αμμουδιά,
με του Τόκα τους στίχους που λαμπύριζες,
τις αχτίδες του φεγγαριού που ζέσταινες,
των αστεριών τη λάμψη που έλουζες,
τις μελωδίες της νυχτιάς που τραγούδαγες,
ξάπλωσε των κορμιών τη ζάλη,
γιόμισε αρμύρα τον έρωτα
να συγκολλήσει τις ψυχές που ξεχάστηκαν.
Χέρι χέρι να σμίξουνε τη χορωδία της θάλασσας,
να κολυμπήσουνε με της αγάπης τραγούδια,
να σβήσουνε για απόψε στο κύμα της βραδιάς τον πόθο.
Αυγουστιάτικο ακρογιάλι,
συντροφιά σου απόψε ήχοι μετέσπεροι.
Σφίξε τη μαγεία της βραδιάς μες στην καρδιά της αμμουδιάς.
Σεις, αρμυρίκια, σιωπηροί θεατές του ονείρου,
θυμηθείτε τους στίχους για να θροΐσετε τη μαγεία ετούτη
στις μοναχικές του Νοέμβρη πατημασιές
που θα αναζητούν αγκαλιασμένες
λίγη απ’ την αποψινή μαγεία…
ΣΚΟΤΑΔΙ
Μες στο σκοτάδι μια λάμψη
ανακλάται στον καθρέφτη του άδειου χώρου,
σκορπά τη ματαιοδοξία των χθες
για τα αύριο της ζωής
που ήθελε, όπως ήλπιζε, να ’ρθούνε.
Σεις αύριο, σαν ορίσετε τη ζωή να ξανακινήσετε,
περπατήστε τη σε δρόμους φωτεινούς,
μονοπάτια γιομάτα αστερισμούς,
φεγγαράδες με όνειρα για ανθρώπους ρομαντικούς.
Κει μέσα, σε ουρανούς γαλανούς,
το μέλλον του χρόνου
με χρώμα πάλι ας χρωματίσετε.
ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Σφραγισμένη, καρδιά,
κλειδωμένη, αγάπη.
Τα κλειδιά πουθενά,
ο λογισμός απάτη.
Σε λατρεύω, μην κλαις,
σε αγαπώ, μα σώπα.
Μην ξεμένεις στο χθες,
τα κολλήματα σκόρπα.
Θα ’μαι πάντα εκεί,
σύντροφος κι αγέρας.
Θα μαι φως και βροχή,
θα μαι η αυγή της μέρας.
Θα ’μαι πάντα εδώ,
άγγελος κι οδηγός σου,
στην καρδιά, στο μυαλό,
φύλακας, ο άνθρωπός σου.
ΞΕΓΝΟΙΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΥΔΙΑ
Αν πάλι παιδιά γενόμασταν,
πολύχρωμα τη ζωή θα νιώναμε,
σαν πορτοκαλοπράσινη μπαλιά
που ανέμελα αρμενίζει στης ρακέτας το τίναγμα…
Αχ και να γενόμασταν πάλι παιδιά,
ξυπόλυτα, κι ας πατούσαμε της αμμουδιάς τα χνάρια,
με ξεγνοιασά τη σκληράδα της ξυπολυτιάς
στη ζωή κι ας παλεύαμε…
Κι αν ο ήλιος έδυσε χθες μέσα στις σκέψεις,
στους προβληματισμούς και στις σκοτούρες,
ας κοιτάμε μπροστά.
Η ελπίδα θα φέρει πάλι μιαν ανατολή χαρούμενη, ξέγνοιαστη,
σε μιας αμμουδιάς τον ανέμελο γιαλό.
ΜΑΝΑ
Με έναν πόνο…
Αχ, σπλάχνο μου…
Παιδί μου…
Να προσέχεις…
Φτάνει να ’σαι καλά…
Μάνα, κι αν δεν σε γιορτάζουμε,
σε νιώθουμε πάντα μες στην καρδιά…
ΔΙΧΤΥΑ ΣΤΟ ΑΠΟΒΡΑΔΟ
Στέκω ορθός έξω από της αγωνίας τον θάλαμο…
Με δίχτυα το χρώμα του ουρανού της πόλης αιχμαλώτισα,
παρέα σε τούτο το μπαλκόνι να μου κάνει.
Κι όταν βραδιάσει, αστέρια θα ψαρέψω με τα δίχτυα μου,
το φως τους να γιομίσει της νύχτας το σκοτάδι.
Την αδράξαμε, μάνα, και τούτη τη μέρα.
Τα κάτω πάνω φέραμε, την ώρα ετσουλήσαμε,
απ’ αύριο μεθαύριο, σαν θε κι η Παναγιά,
τούτο το μπαλκόνι θύμηση θα κάμουμε,
στα σπιτολημέρια μας πάλι θα βρεθούμε.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ, ΚΟΣΜΕ, ΝΑ ΗΜΕΡΩΝΕΣ
«Γιατί υπάρχουν φτωχοί;» ρωτώ τον παππού.
Για να ξεχωρίζουν οι πλούσιοι.
«Γιατί γίνονται πόλεμοι, παππού;»
Για να πλουτίζουν κι άλλο οι ισχυροί.
«Γιατί υπάρχει πόνος, γιατί κακό, γιατί βάσανα,
γιατί δυστυχία, παππούλη;»
Γιατί, σπλάχνο μου, χωρίς το μαύρο δεν υπάρχει το άσπρο,
χωρίς το σκοτάδι, καλό μου, δεν υπάρχει το φως.
Γιατί είμαστε άνθρωποι, εγγόνα μου,
αδύναμοι μες στη δύναμή μας,
μικροί μες στα μεγαλεία μας,
φτωχοί στον πλούτο μας,
λιγοστοί στον χρόνο μας…
ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΣΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ
Κι ονειρεύτηκα πως έβαλα το σορτσάκι μου
και βγήκα στην αλάνα,
τους φίλους μου προσκάλεσα
αράδα με μια μπάλα…
Γιατί, μωρέ, ξύπνησα;
Ακουμπώ το sms 6 στο γυάλινο πράμα
και βγαίνω να πάρω ανάσα στην άσφαλτο…
Τα μαστόρια ξεκαλουπώνουν τα μπετά πιο δίπλα
στο τελευταίο της γειτονιάς οικόπεδο.
Πάει κι αυτό, το έφαγε το τσιμέντο ολάκερο.
Μη μείνει ούτε χόρτο…
Δεν μπορώ, με σκιάζει που η γειτονιά πνίγηκε στο μπετό.
Προχωρώ ως τον λόφο όπου ακόμα έμειναν
δυο δέντρα ορθά μέσα από τα σύρματα.
Κοιτώ από ψηλά την άχρωμη πόλη να ξυπνά
και ξύπνιος ονειρεύομαι…
Σε ανάσες που άφοβα θα ’ρθούνε.
Σε βηματισιές που ξέγνοιαστα θα περπατούμε.
Σε μονοπάτια που εμπρός στη γη θα πορευτούμε.
Σε αλάνες όπου σαν παιδιά πάλι θα κυλιστούμε.
Σε ουρανούς γιομάτους φως, με φως να ξεπλυθούμε
και την γκρίζα κατάντια μας ποτές μην ξαναζούμε…
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ…
…ένα τραγούδι που μια βραδιά ο ύπνος μού ψιθύρισε και γω
πετάχτηκα και πήρα το μελάνι και το χαρτί και το έγραψα, να μην
ξεχάσω…
ΑΝ ΜΕ ΘΥΜΗΘΕΙΣ
Αν με θυμηθείς μες στον ουρανό σου, αν με θυμηθείς,
βόλτα στον ουρανό σου πάρε με μαζί…
Αν με θυμηθείς, μέσα από έναν Άδη, βόλτα σε λιβάδι,
η ζωή χορτάρι, κόκκινο χορτάρι, να κυλιέμαι εκεί.
Αν με θυμηθείς, μες στη θάλασσά σου, αν με θυμηθείς,
βόλτα σε πελάγη, η ζωή καράβι, πλέει το καράβι, πάμε στο νησί.
Αν με θυμηθείς, μες στη συννεφιά σου, αν με θυμηθείς,
βόλτα στα βουνά σου, οδοιπόρο τη ματιά σου,
μονοπάτι η ζωή, πλάι σου σαν περπατεί.
Κι αν με θυμηθείς μέσα από την καρδιά μου,
βόλτα στα όνειρά μου,
είναι όνειρο η ζωή, θα σε ονειρευτώ σ’ αυτή,
δώσ’ μου στο μάγουλο φιλί
και την πιο γλυκιά σου δώσε μου ευχή…
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΑΓΟΡΑΙΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΝΤΑΒΟΣ
Προχθές έλαβα μία ποιητική συλλογή, υπό τον τίτλο ΑΓΟΡΑΙΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ, που την υπογράφει ο κ. Νίκος Καψιάνης.
Είναι η τρίτη του συλλογή, και είναι εμφανές ότι ο ποιητής ήδη ΟΡΙΖΕΙ τη γλώσσα του, και θα πρόσθετα πως μάλλον έχει κατακτήσει το δικό του ύφος. Και λέγω, μάλλον, διότι δεν γνωρίζω τα δύο προηγούμενα βιβλία του.
Κατά τη γνώμη μου, έχει τη φλόγα, έχει αυτό που λέμε ταλέντο, αυτό που χρειάζεται η δημιουργία. Υπάρχει λυρισμός στα ποιήματά του, υπάρχει συνοχή, μουσικότητα και ρυθμός, υπάρχει η έκπληξη -στοιχείο γοητευτικό στην ποίηση- κι ακόμα, μία γλώσσα ευλύγιστη, ακονισμένη και πλούσια. Ο ποιητής έχει την ικανότητα να κάνει ποίηση αντλώντας τα θέματά του από την τρέχουσα καθημερινότητα. Στιγμιότυπα της ζωής καθημερινά, που σε πρώτη ανάγνωση φαντάζουν ανούσια, ασήμαντα, στη γραφίδα του κ. Καψιάνη μετουσιώνονται σε στέρεο, έγκυρο και μελίρρυτο ποιητικό λόγο.
Πιστεύω ότι, αν ο ποιητής ΔΟΘΕΙ και συνεχίσει στην ποίηση με όλο του το είναι, πολλούς εξαίσιους καρπούς θα μας χαρίσει με την ποίησή του.
Τον ευχαριστώ δημόσια που με έκανε κοινωνό της καλής του ποίησης.
.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΕΝΔΡΙΝΟΣ
FRACTAL 29/11/2022
1]. ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ: Μια πρώτη γεύση γνωριμίας για τον Νίκο Καψιάνη. Γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα από οικογένεια εμπόρων, και έζησε, μεγάλωσε και συνεχίζει να ζει στην κοινότητα Μελισσίων. Το 1992 πέρασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός. Παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, παράλληλα με την επαγγελματική του πορεία, καταγίνεται με την ποίηση και τη φωτογραφία. Τον Απρίλιο του 2021, από τις εκδόσεις Θερμαϊκός, εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ιχνοβατώντας στο φως και στο σκοτάδι (βιβλίο σημαντικό, διανθισμένο με ποίηση, πότε πεζή και πότε σε στίχους, πορεία διαχρονική, που συνοδεύεται από πλήθος φωτογραφίες της παιδικής ζωής, των πλησιέστερων οικείων και αγαπημένων προσώπων, ίσαμε την ηλικία της ενηλικίωσης – μια εκτενή συναισθηματική γεωγραφία, όπου τα κείμενα μεγαλώνουν σκόπιμα κάθε φορά που το συναίσθημα το απαιτεί. Η επόμενη συλλογή, κι αυτή σημαντική, Το δάκρυ του φωτός, εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 από τις εκδόσεις Γράφημα, όπου τη διεξοδική μορφή των ποιημάτων σταδιακά αντικαθιστά η σύντομη και περιεκτική (εξαιρετικό ποίημα αποτελεί το πρώτο, που φέρει τον τίτλο «Δακρυσμένο φως»), και, τέλος, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο τον περασμένο Ιούλιο, εκδόθηκε η τρίτη ποιητική συλλογή, αγοραίοι λογισμοί, κορυφαία κατάθεση, που διακρίνεται κυρίως από ποιητική συμπύκνωση. Ποιήματα του Νίκου Καψιάνη έχουν δημοσιευτεί στα Ποιητικά Τοπία της «Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης» (νυν «Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης»), και ηλεκτρονικά στην πολιτιστική σελίδα του Δήμου Πεντέλης, καθώς και σε διάφορους λογοτεχνικούς ιστότοπους. Είναι μέλος της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών» και του «Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης». Του αρέσουν τα ταξίδια και φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα σάιτς, σε εκθέσεις, καθώς και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Β]. ΓΕΝΙΚΑ: Η ΣΥΛΛΟΓΗ αγοραίοι λογισμοί: Αυτό το βιβλίο του Νίκου Καψιάνη στάθηκε για μένα ένα ράπισμα ενάντια στην παγιωμένη ιδέα που έχω πως πριν τα πενήντα χρόνια του είναι αρκετά σπάνιο ένας ποιητής να καταθέσει σπουδαία στιχουργική και ώριμη θεματική. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη για την ικανότητά του αυτή να γράφει εκτενή ποίηση και να μπορεί να τη συμπυκνώνει με δεξιοτεχνία στο παρόν βιβλίο. Η συλλογή, εξαιρετική έκδοση με εξώφυλλο του Γιώργου Κεβρεκίδη, απαρτίζεται από 30 ποιήματα. Σας θυμίζω πως η λέξη «αγοραίος», εκτός από τον αναφερόμενο στην αγορά, σημαίνει τον «κοινό», τον «πρόστυχο», τον «χυδαίο». Η ειρωνεία του τίτλου είναι προφανής, και ιδίως η απόδοσή του με μικρογράμματη γραφή. Η Καταγραφή της Απώλειας ενός αφιλόξενου κόσμου επιτελείται με εικόνες ξεχωριστής ωραιότητας.
Γ]. Η ΣΥΛΛΟΓΗ αγοραίοι λογισμοί: 1). Στο «Χαμόγελο λειψό», ο ποιητής διαπιστώνει, πριν κλείσει το ποίημα: Φύτεψα κάποτε ένα δόντι / μεγάλωσε, έγινε δενδράδα / δαγκώνουν οι λέξεις τα κλαδιά του. / Τρύπιο χαμόγελο στο στόμα. Παρ’ όλη την έλλειψη ανθρώπινης επικοινωνίας, ακόμα και στην ελάχιστη επαφή, το χαμόγελο καταντά τρύπιο κι αυτό. 2). «Μέρα παγερή»: Κι εδώ η όποια επαφή γίνεται παγερή. Λίγη ζεστασιά γύρευα / στο σιγομιλητό σου… Γυμνός στο μπαλκόνι κάθισα, / την παγωνιά να νιώσω. 3). Στη «Λεμονόκουπα», με εξαιρετικές βίαιες σκηνές, παρακολουθούμε την κατάληξη του τζόγου: Φτηνή ζαριά έριξες, μικρό το κέρμα… Στημένη λεμονόκουπα τον αφήνεις / να ζητιανεύει ο τρελός το χάδι / ψάχνοντας χάμω / το κέρμα που του πέταξες. Κι εδώ, η αποτυχημένη επαφή της αγάπης. 4). «Χαμαιτυπείο»: (εξαιρετικό ποίημα, ερωτικής σκηνής, που μετατρέπεται σε παράδεισο): Εδώ ο ποιητής εισβάλει σε χαμαιτυπείο. Κι άναψα, σαν χασικλής, χόρτο με αγκάθι…. Της πουκαμίσας τη ντροπή σκόρπισα απάνω στο κραγιόν. (σημάδι ερωτικό ανεξίτηλο) / Κι όπως αργά ρούφαγα κάθε υγρό σου / έκαμα το χαμαιτυπείο της βραδιάς παράδεισο. Εικόνες έντονες, με την έκφραση του σώματος να φαντάζει σαν πράξη σε χαμαιτυπείο. 5). «Ουίσκι»: Το ποτό για Να απαλύνω, στη μεστάδα του ποτού, κάθε θλίψη, ενώ έξω μαίνεται ο χειμώνας. Τρελός ο χειμώνας που με βρήκε. / Θα ζέψω της καλοκαιριάς τη θύμηση, / μονορούφι θα απλώσω τη γλυκάδα στον λαιμό. Το καλοκαίρι ως μνήμη παραδείσου. 6). «Αγοραίοι διάλογοι» (Εξαιρετικό ποίημα): Φτηνές κουβέντες, Αμπελοκήπων και Ψυχικού κάπου γωνία, εμποτισμένες από λογική των κανονισμών των διευθετήσεων, ενώ έξω ανταριάζει η ομορφιά της φύσης. Έξω τα αηδόνια τραγουδούν… / Μοσχοβολούν στον κήπο οι μυρτιές… / Αυστηρά ξεγύμνωσες τη λογική, / τα μπαγκάζια του κόσμου, στο δυάρι σου ξεχρέωσα. Στον κανονισμό μεταξύ δύο ανθρώπων, υπάρχει και τρίτος, που περιμένει την απελευθέρωση της θλίψης από τον διακανονισμό: Στη γειτονιά σου – πάλι – θα βρεθώ / τις νερατζιές σου να ανταμώσω, / να ξεπληρώσω στο κατώφλι, / της μάνας μου τον πόνο. 7). «Η ματιά, αφορά την προσφορά του ποιητή, που με μία ανθοδέσμη τριαντάφυλλα προσπαθεί να αποσπάσει το χαμόγελο από μία αγέλαστη κοπέλα με στίχους ερωτικού ρομαντισμού. Η φευγαλέα σου ματιά / μαχαίρι με πληγώνει / σαν προσπερνάς αγέλαστη / χωρίς να μ’ αντικρίσεις. 8). Στην «Κλειδαρότρυπα», η μέρα ξεκλειδώνεται μέσα από την ψυχή της αγαπημένης, αφού της αφαιρέθηκε το κλειδί. Θαυμάσιο ποίημα με εξαιρετικούς στίχους: Διαβάτες σκυφτοί πέρα και δώθε, / ένας ζητιάνος λίγη αποζητά αγάπη, / ξυπόλυτα τσιγγανόπουλα ανέμελα τριγυρνούν. Γύμνια γεμάτη η ψυχή της αγαπημένης, παρ’ όλο που ο ποιητής στέκεται σαστισμένος με τη λάγνα του έρωτα δίψα και σταματάει το κοίταγμα. 9). «Ταγκό»: Ο χορός της τσιγγάνας συμβάλλει στην αποτίναξη της μαυρίλας της ψυχής, ενώ στο επόμενο ποίημα 10). «Έρωτες της αγοράς»: Η επίσκεψη σε ιερόδουλη ισοδυναμεί με Δυο δράμια πράξη, χαλάλι οι ρουφηξιές / χαλάλι του πόθου τα χαϊδέματα / μεθαύριο πάλι δω, / οι τύψεις να αναμετρηθούν την ηδονή. Αναμφίβολα η ενάργεια της γραφής μας δίνει ένα άριστο ψυχολογικό ποίημα. 11). «Κυρία Ελένη»: αφορά μία δασκάλα, ισχυρό αποτύπωμα στη μνήμη του ποιητή μαθητή διαβάτη / που μόνο του σχολειού αριστείο, / της σκάλας το πέρασμα./ Κάθε βηματισμός κι ένα πείσμα / προορισμός αντίκρυ, κάπου να ανταμώσουμε. Ο βηματισμός στη σκάλα, το ανέβασμα και το κατέβασμα του χρόνου ίσαμε το αντάμωμα. 12). «Σαράντα επτά»: Αναφορά στην καταμέτρηση του χρόνου από τη στιγμή της γέννησης. Μια ρυτίδα ακόμα, / να θυμίζει το πρώτο κλάμα στου γιατρού το τράβηγμα. /…. Μιας στιγμής ανάσα, / σαρανταεπτά γυρίσματα.13). «Κυλίσματα»: Πάλι ο χρόνος πρωτοστατεί. Η μεσαία στροφή περιοδεία από την παιδική ζωή, από τον στρατό, από τον γάμο, τη γέννηση των μωρών. Αδιάκοπα στον τοίχο του ρολογιού οι δείκτες, / στα τικ που φύγαν, στα τακ που έρχονται, / ζωή ασταμάτητα σε σπρώχνουν… 14). «Όνειρα»: Σκηνές από την παιδική ηλικία, που αποδίδονται με εξαιρετικούς στίχους. Κουκουνάρια από την ποδιά της γιαγιάς / λαμπιόνια που φωτίζουν της μάνας το χαμόγελο…. Μια μπάλα κόκκινη έβαλα στη ματιά / κι απάνω σου σκαρφάλωσα / όλο το κουράγιο της καρδιάς. 15). «Παραμιλητά»: Συννεφιά με λιακάδα η ζωή τολμά ο ποιητής να αναφωνήσει. Η εικόνα ενός μεσήλικα που σέρνει ποδάρια προς τα γεράματα / σε ένα χαμαιτυπείο υπόγειο / κάπου Πατησίων γωνία./ Κοιτάζει σαν πεντάχρονος την Ακρόπολη / με τις σκιές παραμιλώντας. Εικόνα ερημιάς με τις σκιές του παρελθόντος. 16). «Γιρλάντες»: Το θέμα επανέρχεται με τις διακυμάνσεις του χρόνου. Αλλιώς την εξέλιξη φανταζόσουν./ Πριγκιπόπουλο που όλα θα τα πετύχαινε, / μα ξέμεινε χωρίς γαϊδούρι./ Τώρα το σαμάρι μόνος κουβαλάς. 17). «Αμπάρι»: Η απομόνωση και η θλίψη κάνει τον ποιητή να βρίσκεται σε ένα αμπάρι πλοίου. Καθισμένος ατενίζω τη λάμπα, / πάνω κουνούν τα πάντα πέρα δώθε στο κύμα./ Το αμπάρι μουντά μόνη σταθεράδα αποπνέει. Τα σκαμπανεβάσματα της ζωής δεν αγγίζουν τη σταθερότητα του αμπαριού. Βογκούν του καραβιού οι μηχανές. / Πάλι στα ίδια αδιέξοδα λιμάνια / τούτο το αμπάρι θα μας βγάλει. 18). «Ίαση»: Η ειρωνεία είναι προφανής σ’ αυτό το ποίημα για τη θεραπεία που δεν καταφθάνει: πίσω από πόρτες αμπαρωμένοι./… αγιάτρευτη βουβή αλήθεια δρόμου / μεταξύ μας στο τέλος θα φαγωθούμε. 19). «Κουράγιο»: Το ποίημα αυτό απευθύνεται στην έλευση των παιδιών και Για κείνους που θέλουν το πρωί / να τους πεις πάλι καλημέρα, καταλήγοντας: Όσο το αύριο ζητά να διορθώσει το χθες, / φυτρώνει το κουράγιο, η ελπίδα. 20). Στον «Συνοδοιπόρο» ο ποιητής προστάζει μάλλον ανέλπιδα: Δώσ’ μου το χέρι, βάσταξε το δικό μου / τον δρόμο πάλι να πορευτούμε / δροσιά στην ντάλα της αποηλιάς να φτιάξουμε…. Άμα ζητήσεις χάρη, θα σου την κάμω· δρόμο από τον δρόμο σου θα περπατήσω / συντροφιά ώσπου μια κορφή να βρούμε. 21). «Σερβάν»: Έπιπλο που έχει αναμφίβολα το στίγμα του χρόνου. Ο ποιητής τον επικαλείται ως υπεύθυνο των πάντων: Χρόνε τον πόνο κουρέλι της ζωής / ρετάλια που δώθε κείθε άφηνες, / συ έπλαθες εικόνες σε υγρούς τοίχους, / στις σκιές της θάλασσας, στης μνήμης την αποφορά. Στο τέλος αναφωνεί ως διαπίστωση: Βάσταξα με κόπο τούτο το σερβάν / κι απά στη σκονισμένη του κουφαριού γυαλάδα / άπλωσα ίχνη προγονικής μετάνοιας. 22). «Ευαισθησία»: Στην ευαισθησία, / σε αυτή την αξία θα ξεπλύνω της ζωής τα αξέχαστα / που η μνήμη δεν ξέγραψε. Η ποίηση και η τέχνη γενικά δημιουργείται και εφοδιάζεται από την ευαισθησία. για τη ζωή που Τέχνη έγινε. Και η ανθρωπιά μέσω αυτής γεννιέται, θα συμπληρώναμε. 23). Στο ποίημα «Φαν Χοχ», ο τίτλος αφορά την προφορά του ζωγράφου Βίνσεντ βαν Γκογκ στα ολλανδικά: «Βίνσεντ φαν Χοχ». Μια σύντομη βιογραφία, στον ζωγράφο της πινελιάς και προάγγελο για πολλούς του κυβισμού. Το φινάλε ανέντιμος κριτής / κι όσα δεν έβλεπε, τώρα, ανεκτίμητα θωρεί…. Κίτρινη την ψυχή για ποιον ζωγράφιζες, / κι όλα σου τα πορτρέτα τη δική μου άχρωμη φανερώνουν; σημειώνει ο ποιητής κλείνοντας το ποίημα με ένα παράπονο για την άχρωμη ψυχή του. 24). «Ποίηση»: Σ’ αυτό το ποίημα η Ποίηση παρομοιάζεται με μια κοπέλα που αναδύεται από μια σωρεία ειδών ρουχισμού. Στη μέση μια κοπέλα γυμνή, / με λάσπη στα στήθη / κοιτάζει γύρω της απορημένα. Η δημιουργία της ποιητικής τέχνης έχει ως απαραίτητες προϋποθέσεις την απλότητα και την ταπείνωση. Μόνο με αυτά τα εργαλεία δημιουργείται, και όχι με μάσκες, ακριβά υποδήματα, ασημένια ρολόγια, με το ίδιο το ψέμα. 25). «Άδηλο χρώμα»: Το φως σμιλεύει τον κόσμο που οραματίστηκες σε συνδυασμό με το γαλάζιο της Δήλου, πάνω στο μάρμαρο, υλικά της ελληνικής γης, ικανά να ζήσει ο ποιητής. 26). «Μέρες οπώρου»: Σ’ αυτό το ποίημα θαυμάζουμε την καθαρότητα των εικόνων του αποχαιρετισμού του καλοκαιριού, την αμμουδιά και την αυλή γεμάτη του κόσμου τα καλά, τις αγροτικές εργασίες, σε συνδυασμό με το αναπάντεχο πρωτοβρόχι του φθινοπώρου, τον ερχομό του οπώρου. 27). Το ποίημα «Νοέμβρης» αποτελεί μία ερωτική ευωχία, εσπευσμένη όμως, που λήγει με τους στίχους: Σε ξαναμέτρησα ως του Άι Ανδριά / βάφοντας καφετιά τα χείλη. 28). «Νήμα της ζωής»: Το θέμα του χρόνου επανέρχεται: Σαρανταοχτώ χρόνους μήνυσαν οι μοίρες. Ακολουθεί κακοκαιρία και ο ακαριαίος θάνατος στην ακμή του βίου. Αφροί άπλωσαν στην ακρογιαλιά,/ άξαφνοι παλικαριού χαιρετισμοί, / μιας άτιμης ξεδιάντροπης Κλωθώς[1] / που το νήμα ψυχρά κι άκαρδα έκοψε. 29). «Η πραμάτεια της καρδιάς»: Εδώ έχουμε την εικόνα σε παγκάκι της αγοράς / απλωμένη πραμάτεια / « βιβλία είκοσι ευρώ», για να χτιστεί ένα χαμόγελο. Αμέσως μετά, Καθισμένη μετρά τα κέρματα η ψυχή. Η συλλογή ολοκληρώνεται με το ποίημα 30). «Ξεθωριάσματα»: Κουβέντα και πόνος / οι καταχνιές ζαλίζουν / το χθες ξεγελά, / ξένο το σπίτι φανερώνεται. Το πίσω, το παρελθόν δεν επανέρχεται όπως είναι, έχει πια ξεθωριάσει και πρέπει.
Δ]. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Αναμφίβολα, ο Νίκος Καψιάνης είναι σημαντικός ποιητής. Η θεματική του είναι στέρεα και επίκαιρη. Τον απασχολούν, η απουσία της ειλικρίνειας στις ανθρώπινες σχέσεις, η αναζήτηση της αγάπης, η αποτυχία του δεσμού του γάμου με τους κανονισμούς που ακολουθούν, η καταφυγή στον αγοραίο έρωτα, ο παρελθοντικός χρόνος με την ακμή της παιδικής ηλικίας όπου τα οικιακά πρόσωπα έφεραν την αίγλη του παραδείσου, η σχολική ζωή, η αξία της γραφής που κηλιδώνεται με το χρήμα, το φως, το αιώνιο μπλε και το σμιλεμένο μάρμαρο και η σημασία της Ποίησης στη ζωή, θέματα του σύγχρονου, καλλιεργημένου ανθρώπου, και όλα αυτά με μια κατακτημένη στιχουργική της συμπύκνωσης, θαυμαστή και μετάρσια. Η λυρική ποίηση του Νίκου Καψιάνη είναι ποίηση πολύτιμη και αξιοζήλευτη, που ευτυχώς δεν διαθέτει εγκεφαλισμό και εκφυλισμό της γλώσσας και μπορεί κάλλιστα να σταθεί πλάι, ή και να ξεπεράσει ακόμη πολλούς σύγχρονους ποιητές που λυμαίνονται με γνώμονα τις δημόσιες σχέσεις τη δημοσιότητα σε μια χώρα, όπως η δική μας, όπου το εκτυφλωτικό, το εντυπωσιακό και το ανερμάτιστο της γλώσσας επηρεάζει και θαμπώνει αναγνώστες και άοπλους κριτικούς.
[1] Η Κλωθώ ήταν η νεώτερη από τις τρεις Μοίρες της ελληνικής μυθολογίας. Οι άλλες δύο ήταν η Λάχεση και η Άτροπος. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου ήταν κόρες της Νύχτας, ωστόσο στο ίδιο κείμενο, από μεταγενέστερη ίσως προσθήκη, αναφέρονται ως κόρες της Θέμιδος και του Δία. Η Κλωθώ αντιπροσωπεύει το παρόν στη ζωή των ανθρώπων και θεωρείται η μεγαλύτερη και η σπουδαιότερη από τις άλλες δύο. Πιστευόταν ότι έκλωθε με τη ρόκα της το νήμα της ζωής του κάθε ανθρώπου, το πεπρωμένο του, που τον συνόδευε μέχρι τον θάνατό του. Λάμβανε επίσης σημαντικές αποφάσεις, όπως το πότε ένας άνθρωπος θα γεννηθεί, και άρα επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τις ανθρώπινες ζωές. Μάλιστα, η δύναμή της της επέτρεπε να επιλέγει ποιος θα πεθάνει και ποιος θα σωθεί ή θα επιστρέψει στη ζωή.
.
ΙΧΝΟΒΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΦΩΣ… ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΡΙΣΤΟΣ
TETRAGWNO.GR 24/72021
Η ποιητική συλλογή του Νίκου Καψιάνη με τίτλο «Ιχνοβατώντας στο φως…και στο σκοτάδι» δύναται να χαρακτηριστεί ως βιογραφικό αποτύπωμα σε ποιητικό φόντο και αυτό διότι οι στιγμές οι οποίες κατακλύζουν τη συλλογή εκκινούν από τα πρώτα παιδικά χρόνια για να καταλήξουν στο «σήμερα» μίας εξελισσόμενης πορείας δίχως τελικό στάδιο απόθεσης της εμπειρίας. Η τελευταία ζωντανεύει και πάλλεται σε κάθε χρονική διασταύρωση ανάμεσα στην εξωτερική πρόσληψη της δεδομένης κατάστασης πραγμάτων (βλ. βιωμένη εμπειρία) και την, αντίστοιχη, εξωτερική θέαση των αποτελεσμάτων αυτής ως μνήμης. Είναι, με άλλα λόγια, ο δι-υποκειμενικός (αλλά όχι διιστάμενος) λόγος του Εγω στην ετερωνυμία του χώρου. Ο χώρος της ιστορικής αναφοράς και δη της προσωποποιημένης ανασκόπησης μεταμορφώνεται στην προοπτική μίας βουλητικής επαναφοράς γεγονότων και επιλογών του παρελθόντος στο παρόν, μεταστρέφοντας τους όρους δέσμευσης της συνείδησης έναντι του ατομικού επιπέδου πρόληψης των συνεπειών αυτής. «Γιατί οι Θεοί μας ήταν πάντα ψεύτικοι/Γιατί η αγάπη μας δεν έζησε ποτέ/Γιατί οι ουρανοί μας θα είναι πάντα συννεφιασμένοι» (σελ. 26) και πράγματι η συλλογή βρίθει από επάλληλες αναγνώσεις ενός ολικού αδιεξόδου σε κάθε στροφή της ιστορίας. Μολονότι η μνήμη επιδέχεται θετικό πρόσημο στην τελική επεξεργασία των ιδεών, τις οποίες προκρίνει ως συνέχεια της βιωματικής έλξης των αισθήσεων, δεν παύει να μετέρχεται του ορισμού εκείνου ο οποίος ανταποκρίνεται στην ποσόστωση της αυθεντικότητας μίας ατομικής ήττας. Στο σημείο αυτό οφείλω να υπογραμμίσω πως με την έννοια της «ήττας» δεν αναφέρομαι στα συμπεράσματα μίας αρνητικής στάσης έναντι της ζωής. Ίσα ίσα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Στην ποιητική συλλογή του Νίκου Καψιάνη η ζωή ανταποκρίνεται στο ύψιστο ρόλο της ως εντολοδόχου της βούλησης για επαφή με το κοινωνικό γίγνεσθαι, σε όλες του τις εκφάνσεις. Ωστόσο, ο χρόνος επέρχεται θέση -αντίθεσης- στην συλλογική μνήμη, κατακερματίζοντας την ατομική αποδοχή αυτής σε μεμονωμένες στιγμές απομάγευσης της πραγματικότητας. Επομένως, η τελευταία δεν μεταφράζεται ως αντικειμενική δέσμευση του χρόνου των τετελεσμένων πράξεων αλλά, αντίθετα, ως διαρκώς επανεμφανιζόμενη προοπτική έως και προέκταση των προσώπων που συμμετέχουν και διαδραματίζουν καίριας σημασίας ρόλο στις εν λόγω στιγμές στο εκάστοτε «σήμερα» του δημιουργού. Λειτουργούν περισσότερο ως αντανακλάσεις ομοιωμάτων στις βαθύτερες επιθυμίες και λιγότερο ως λησμονημένες αναμνήσεις μίας τρέχουσας ιστορικής αναφοράς. «Αλίμονο σε κείνον που δοκιμάζει την πικρία με πλαστά χαμόγελα/Αλίμονο στην αγάπη που δοκιμάζεται στην ξεγνοιασιά δύο λέξεων/που κατά βάθος ίσως και να σε μετρούν» (σελ.21).
Και από το σημείο αυτό μεταβαίνουμε, αιφνιδίως, στις κοινωνικές διεργασίες στις οποίες είτε ο δημιουργός συμμετέχει άμεσα και ενεργά είτε περιδιαβαίνει τις εξελίξεις με γνώμονα την ατομική συνείδηση ως χαρακτήρας μίας ξέφρενης πορείας με κατεύθυνση την εσωτερική ανασυγκρότηση του δρώντος υποκειμένου. Διότι, ο ποιητής δεν ερμηνεύει την εκάστοτε επιλογή (και κατ’ επέκταση την πράξη αυτής) ως αισθητική έκφραση μίας ζώσας πραγματικότητας αλλά μεταστρέφει την αισθητική αυτής σε κανονιστική αρχή υποκειμενοποίησης των τρεχουσών εναλλαγών θέσης και σύνθεσης. Τα υλικά αυτής είναι τα ίδια σε κάθε περίσταση, ωστόσο, μεταβάλλουν και μεταπλάθουν εν τέλει τη ζωή σε στιγμιότυπα, άνευ δεδομένης αρχής. «Ο νους στράφηκε απεγνωσμένα στο μελάνι, που έμελλε σκληρά να αποκαλύψει τα αδιέξοδα» (σελ. 55) και η κρίση αξιών συναντά τον άνθρωπο-δημιουργό στο μετερίζι μίας εφεδρικής παραζάλης. Πράγματι, ο ποιητής δεν αναγνωρίζει στον Λόγο (και δη τον ποιητικό) την κενότητα των πεπραγμένων παρά μόνο την αντοχή αυτών στο διάβα του χρόνου. Οτιδήποτε ανθίσταται στη φθορά ο δημιουργός το μετασχηματίζει και το μεταπλάθει σε νέες κατευθύνσεις, έχοντας ως υπόβαθρο την αυτονομημένη παραδοχή της απόλαυσης για ζωή. Αποτέλεσμα και επιδίωξη σθεναρή αυτής της εξέλιξης είναι ο «άνθρωπος», ως επιστέγασμα μίας επαναλαμβανόμενης στάσης για αλήθεια και ελευθερία. Μονάχα που στην περίπτωσή του οι δύο αυτές έννοιες αναγνωρίζονται άνευ περιεχομένου ακριβώς επειδή και ο ίδιος (βλ. ο άνθρωπος) έχει απωλέσει οριστικά την ταυτότητά του. Ομοιάζει ολοένα περισσότερο με απολίθωμα ενώπιον των ριζικών αλλαγών οι οποίες διαμορφώνουν νέα επίπεδα πραγματικότητας. Η τελευταία, σε αυτή την περίπτωση, αρνείται τον κυρίαρχο ρόλο της στις επάλξεις μίας αντεστραμμένης ποιητικής προκειμένου να απελευθερώσει την εικόνα από το όριο της φαντασίας. Φαντασία, μνήμη και λόγος μετατρέπονται στον τρίπτυχο παράγοντα μίας ολοένα αυξανόμενης επιθυμίας για ανεξαρτησία από τον εξωτερικό περιβάλλοντα κόσμο. Αυτού του είδους την ανεξαρτησία ο ποιητής την αναζητά σε δύο ταυτόχρονα επίπεδα με μόνη τη χρονική σύνδεση μεταξύ τους. Επρόκειτο για τον έρωτα και την υλική αυτού μορφή. Στην πρώτη περίπτωση, αυτή του έρωτος, το συναίσθημα κατακλύζει τις απολήξεις μίας ορθολογικής αντίδρασης στις εξωτερικές περιστάσεις. Περιστάσεις οι οποίες καταφεύγουν στην υπονόμευση των κεντρικών πυλώνων της ατομικότητας (όπως αυτή διοχετεύεται σε σχήματα και πλαίσια της κοινωνικής/συλλογικής συνείδησης) και καθώς υπονομεύονται μετατρέπουν σε άρνηση την καταφατική στάση του δρώντος υποκειμένου έναντι της ζωής. Ο έρως λειτουργεί ανασταλτικά δίχως, ωστόσο, να είναι σε θέση όπως αποτρέψει την κατάρρευση του ειδώλου. Από την άλλη πλευρά, το σώμα, στην υλική του και μόνο αποδοχή, μεταφέρει την αντιστοιχία ανάμεσα στο Εγώ και το Εμείς ως δίαυλος έσχατης επικοινωνίας προτού και η τελευταία μεταμορφωθεί σε άγνωστες προεκτάσεις μίας αντι-υποκειμενικής ερμηνείας των πραγμάτων. Επομένως, δεν είναι ο έρωτας που εξυψώνει τα αισθήματα στο μεγαλείο της ανθρώπινης διάστασης. Είναι, αντιθέτως, η υλικότητα των πραγμάτων που εκμηδενίζει την ψευδαίσθηση αυτού δίχως, ωστόσο, να ακυρώνει την υποκειμενική προσέγγιση μίας στιγμιαίας αναφοράς. Για το λόγο αυτό και ο ποιητής επιστρέφει στην πρώιμη ηλικία της αθωότητας, όπως αναζωπυρώσει την ενέργεια εκείνη μέσα από την οποία οι ζωές των ανθρώπων αποκτούν αξία άνευ ορισμών και περιεχομένων. Την ηλικία εκείνη κατά την οποία τα όνειρα καλπάζουν με ταχύτητα φωτός στο άγνωστο διατηρώντας ακμαία την διάθεση και την επιθυμία για δημιουργία. «Αχ και να γινόμασταν πάλι παιδιά/ξυπόλυτα, κι ας πατούσαμε της αμμουδιάς τα χνάρια» (σελ. 93) υπογραμμίζει και ο ποιητικός λόγος αποδεσμεύεται από τυμπανοκρουσίες και ιδεολογήματα. Πλέον, οι λέξεις και οι εικόνες αναπνέουν δίχως σταματημό στο εκάστοτε «παρόν» χωρίς, παράλληλα, να περιμένουν οποιαδήποτε απάντηση στις αιτιάσεις του χρόνου. Όλες οι καταστάσεις με υποκειμενική προέκταση δοκιμάζονται έως ότου η λήθη μεταφέρει τη μνήμη σε νέες ατραπούς και προσκλήσεις για ζωή.
.