Ο Παναγιώτης Πέτσας γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1981. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δημόσια Διοίκηση στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου.
Στον κύκλο του Οδυσσέα (Ίαμβος 2021) είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του.
.
.
ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ (2021)
Προοίμιο
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Πλανιέμαι σαν τον Οδυσσέα του μύθου.
Όμως εγώ δεν είμαι μύθος
ούτ’ έχω την τύχη με το μέρος μου.
Την Ιθάκη δεν την ψάχνω
– για μένα η ύπαρξή της ερώτημα αναπάντητο –
εκεί βασίλειο δεν με περιμένει.
Ωστόσο θρηνώ για τις μέρες που ήδη χάθηκαν
σε θάλασσες και στεριές άπονες.
Η Πηνελόπη υφαίνει στον αργαλειό
μα δεν της έχουν δώσει εδώ
της καρτερίας τον ρόλο.
Υφαίνει νήμα το νήμα
μέρα τη μέρα που ‘φύγε βιαστικά
στο σάβανο του αγνώστου
αυτού που θα σκεπάσει τραγικά
– το βλέπω – τα όνειρά μου.
Χάλασε Πηνελόπη
λίγο απ’ το υφαντό
να προφτάσω να ζήσω.
Θεούς ποτέ δεν έχω υβρίσει
αλαζονικός ποτέ.
Είμαι στ’ αλήθεια ένας ασήμαντος
που δεν θα ζήλευε κανείς
μα να που βασανίζομαι χωρίς σταματημό.
Σ’ όποιον ορίζοντα τραβώ
τι Κύκλωπες σαν άθυρμα στα χέρια τους με παίζουν
Σειρήνες ψιθυρίζουνε αδιάκοπα
και λαίμαργα μια Χάρυβδη ό,τι φτιάχνω καταπίνει.
Κι εγώ
απ’ τους συντρόφους προδωμένος
μόνος χωνεύομαι στις μάχες
κι έχασα τόσα κομμάτια απ’ την ψυχή μου
που άλλο να δώσω δεν έχω πια.
Τρύπιος παραδέρνω μες στ’ οργισμένο πέλαγος
η αρμύρα της σκέψης με διαπερνά
και οι πληγές πονάνε.
Στου Ποσειδώνατο κτήμα
σπέρνω ελπίδες
θερίζω αδιέξοδα.
Χάλασε Πηνελόπη
λίγο απ’ το υφαντό
να προφτάσω να ζήσω.
Στον δρόμο τον μακρύ πάντοτε θα ‘μαι
καθώς δεν βρήκα αληθινό σκοπό ν’ ακολουθώ.
Μ’ αν αντικρίσω κάποτε
των θαλασσών και των στεριών τα πέρατα
θα ‘θελα – έστω την ύστατη στιγμή – να δω
τι νόημα είχε τ’ άγνωρο
ταξίδι της ζωής μου.
Η καθημερινότητα
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΕΛΙΑ
Κάτω απ’ την ελιά του απομεσήμερου
και με τους ήχους συντροφιά των μουσικών του θέρους
κάθομαι και στοχάζομαι.
Η μεγαλύτερη αρετή σ’ όλη τη γη η σοφία!
Παιδί μικρό με μάγεψαν
η σκέψη των παλιών και τα διδάγματα
του λόγου η κατάκτηση
τραγούδια και ποιήματα
κάθε της Μούσας τέχνη.
Έκανα σπίτι την ελιά.
Στον ίσκιο της τον στοργικό
μεγάλωσα τον ίσκιο τον δικό μου.
Έμαθα κι έγινα τρανός.
Πάντα ποθούσα τη σοφία.
Ετούτη μ’ έφτιασε ακουστό
στων Αχαιών το γένος·
ο Νέστορας του σεβασμού
με λόγο ακαταμάχητο, αλύγιστη τη θέληση
που χαμηλώνει βλέμματα
στρατού και βασιλιάδων.
Ούτε στιγμή δεν ζήλεψα τη ρώμη που ‘χαν οι άλλοι.
Τι να την κάνω αν απ’ αυτή
λείπει η σωφροσύνη;
Μαζί τους τράβηξα κι εγώ στους τόπους του Ιλίου
και στους Αργείους έδινα γνώση κι ομοψυχία
θάρρος και πίστη στον σκοπό να πάρουμε την Τροία.
Μα να που επέστρεψα γερός
έχοντας άλλα τόσα δει
γεννώντας εμπειρίες.
Δες με λοιπόν πάλι στ’ απομεσήμερο
ν’ απολαμβάνω την ελιά μου.
Ναι! Καλότυχος εφάνηκα
κι όλα μου ήρθαν βολικά
καθώς πήρα τους τίτλους και τα πλούτη και την Πύλο.
Μα πιότερη, το λέω, σημασία έχει
για της ζωής μου την τόση επιτυχία
πως πάντοτ’ αγαπούσα τη σοφία.
Ο ΠΑΛΙΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ
Η ζωή μου είναι χαρτιά.
Σκόρπια, κρυμμένα κάτω απ’ άλλα στο μοναχικό γραφείο μου
μ’ αγωνία περιμένουνε διορθώσεις
συχνά πεταγμένα σε γωνιές της λήθης απόκοσμες.
Σκέψεις πρόχειρα αραδιασμένες
αιωρούμενες
ανολοκλήρωτες κι ακρωτήριασμένες
έχουνε στόχους στην αρχή, μα δεν φτάνουν σε τέλος
μένουν γυμνές από νόημα.
Λόγια πάλι που μάζεψα κατά καιρούς
ανδρών σοφών και ξακουστών
κι έλεγα πως θα μ’ έκαναν καλύτερο
– μα έμειναν άπραγα εκεί –
ή ιστορίες αλλονών προσεκτικά σωσμένες
– δώρο από μένα γι’ αυτούς εις τον αιώνα.
Τι ανοησία στ’ αλήθεια!
Συλλέκτης έγινα επιτυχής
αδύνατος πολύ στις πράξεις όμως.
Κι εγώ που νόμιζα πως μ’ όλα τούτα τα περίφημα
θα ‘παιρνα κάποια αξία
και επιτέλους θα ‘δινα μια λύση τόσο ποθητή
στον άχρωμο μου κόσμο.
Μα δυστυχώς – πια καθαρά μου φαίνεται –
πως έτσι εδώ αναλώθηκα
δεν θα ‘χω αφήσει τίποτα
κι όλοι θα με ξεχάσουν.
Ας τα βάλω λοιπόν σε τάξη ετούτα τα χαρτιά
μη μού βρει κάνας θάνατος το έργο ατημέλητο
μη μου γυρέψουν κάτι και δεν το ‘χω
και πουν τους κόπους μου λειψούς
ο επιμελής γραμματικός της αφοσίωσης.
Αφού σ’ αυτά θα βλέπω μοναχά
λέξεις παγερές κι ανέκφραστες
που απαξιούν να μου μιλήσουν
ας τα βάλω τουλάχιστον σε μια τάξη.
Σε μια παρήγορη τάξη.
Στο Ίλιον
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Και να με
στην απόλυτη μοναξιά κάτω απ’ τα τείχη.
Η μοίρα μου η γεμάτη δισταγμούς επιλογή μου.
Τους νιώθω πίσω
να κοιτούν με ανάσα βαριά.
Εκείνη κι οι γονείς λιγοθυμάνε.
Έρχονται με τη σκέψη δίπλα μου
μα πάλι μη αντέχοντας ανεβαίνουν.
Παραπέρα πλημμυρίζοντας τα κάστρα
οι Τρώες
κρεμασμένοι από μένα
διότι από μένα κρέμεται η ζωή τους.
0 τρόμος τούς παραλύει-
γκρεμίζει τα ψηλά τείχη της Τροίας.
Με λυπούνται
μα στηρίζονται σ’ αυτή την τελευταία ελπίδα
της δικής μου πράξης.
Το βάρος όλων είναι ασήκωτο-
δεν είναι για άνθρωπο να το βαστάξει.
Έχω να χάσω τα πάντα
κι οι άλλοι έχουν μόνο εμένα
πριν με τη σειρά τους τα χάσουν όλα.
Διόλου δεν πεισμώνω-
διόλου δεν παίρνω δύναμη.
Δειλιάζω μάλλον περισσότερο
όσο ο χρόνος φέρνει κοντά
το πιο κακό μου όνειρο
τον εκδικητή και τον όλεθρο.
Η στιγμή που μέσα σου διαλέγεις τον φόβο από το θάρρος
κρατά ελάχιστα.
Πια δεν αλλάζει τίποτα·
μετά κι αν μετανιώσεις
δίνεις μισή καρδιά-
το ’να κομμάτι σου μένει πάνω στα τείχη
το άλλο κάτω λαχταρά
το άλλο κάτω στέκεται χωρίς ψυχή.
Περιμένω
ήδη σκοτωμένος.
Στον κάτω κόσμο
ΨΥΧΟΠΟΜΠΟΣ
Ετούτο μ’ ανατέθηκε
και μεταξύ των άλλων μου δυνάμεων
πολύ με κάνει φοβερό
να στέλνω τις ψυχές στον Άδη.
Είμαι θεός·
και μέσ’ απ’ τη δική μου αιωνιότητα
χωρίς συναίσθημα κοιτάζω τους ανθρώπους
σαν κατεβαίνουν τα σκαλιά.
Άλλων τα μάτια τα σκλαβώνει ο τρόμος.
Άλλοι θωρούν σπαρακτικά ζητώντας λύπηση
και κάποιοι πως θα πάρουνε θαρρούν
τα σκοτεινά τ’ ανάκτορα.
Σε όλους είμαι δίκαιος·
διακρίσεις δεν χωράν σε τέτοια πράγματα.
Σε όλους είμαι αυστηρός
δίχως συμπόνιας νεύματα.
Μες στον φρικτό τον Τάρταρο ποτέ μου δεν θα μείνω.
Τέλειωσ’ η κάθε μέρα
και θ’ ανεβώ στον Όλυμπο
ανάμεσα στους άλλους αθανάτους.
Νιώθω μια ανακούφιση.
Δεν θ’ άντεχα – αν και θεός –
μόνο σε τόπους που στενάζουν να γυρίζω.
Στον πειρασμό με το μυαλό
να μπω στη θέση των θνητών για λίγο
αναρριγώ.
Σωστά τα φτιάχνουνε οι Μοίρες·
θέση για σένα τέτοια ορίζουν
απ’ όπου με ασφάλεια
για άλλους συλλογίζεσαι
«Εγώ δεν θα μπορούσα.
Θα ‘μουν ο απολύτως δυστυχής».
Μα πάλι σκέφτομαι
κι αν άδικα κάποιες φορές
χωρίζοντας τους κλήρους τους
αιώνια δίνουν βάσανα στη ζήση και στον θάνατο;
Δεν θα μπορούσα κι ευτυχώς
η φύση μου η ανώτερη σοφά με προστατεύει.
Μήπως λοιπόν ν’ αντίκριζα με πιότερη συμπάθεια
τούτες τις δύσμοιρες ψυχές
και με συμπόνιας νεύματα στη μαύρη γη να πέμπω;
Βάρυνε ο νους μου στα πολλά-
ήταν μια μέρα κούρασης
και ήδη να! Στα σύννεφα με προσκαλεί η κορφή.
Εγώ θεός κι αυτοί θνητοί.
Καθένας παίρνει το δικό του μερτικό.
Άλλο τον νου μου δεν ταράζω.
Επιστροφή
ΕΘΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ
Σ’ άγονους τόπους νά βρεις θες ιδανικές πατρίδες
θαρρείς πως τη ζωή γελάς με δανεικές ελπίδες.
Στη φλέβα σου σαλπάρει πλοίο άσπρο
μα η φουρτούνα καρτερεί
όταν με βία σε τραβήξει ο γυρισμός.
Στο περιβόλι που ‘θρεψες με την παραφροσύνη
κόβεις λογής – λογής καρπούς- ό,τι σ’ αρέσει.
Μα σαν η νύκτα πέσει
η πείνα και η δίψα σου δεν έχουν τελειωμό.
Το πιο ψηλό μπορείς κι ανοίγεις παραθύρι
βλέπεις τον κόσμο χαρωπό, γεμάτο φως.
Θεάς που νοιάζεται είδωλο έξω παραμονεύει·
σε σαγηνεύει, σε καλεί, σου δίνει χέρι.
Και συ ακολουθώντας το
βρίσκεσαι στο κενό.
* * *
Ούτις έμοί γ’ όνομα· Ούτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ηδέ πατήρ ηδ’ άλλοι πάντες εταίροι.
* * *
Κανένας τ’ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.
Οδύσσεια, 1366 – 367
***
Ποιος είσαι τελικά;
ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ
Τι γλυκόπιοτο κρασί άφθονο ρέει!
Γητεύει πάντα η ανομία·
τη νοστιμίζει η ενοχή.
Σου ξυπνά κάθε σου αίσθηση
– κάθε σου αίσθηση περίσσια απολαμβάνει
διότι το υποπτεύεται
πως η στιγμή μπορεί να είναι
η τελευταία.
Κάποτε συλλογιόμαστε
στη θύρα πως μια μέρα ίσως φανεί
Εκείνος
με βλέμμα απ’ άλλο κόσμο
κι ευθύς ο αγέρας θα μυρίσει εκδίκηση
να μας αποτελειώσει.
Ξέρουμε βέβαια πως πράττουμε το άδικο
κι ας προσπαθούμε – λέγοντάς το – να πιστέψουμε
πως τάχατες νοιαζόμαστε το μέλλον της Ιθάκης.
Μα όσες φορές το είπαμε να φύγουμε
τόσες μείναμε ‘δώ
το ξένο βιος ρημάζοντας.
Κι αν το κατέχουμε καλά
πως φτάνει η μέρα που απ’ τη θύρα θενά μπει
Εκείνος
θα μας βρει εν τέλει εδώ
καταραμένους απ’ την πρώτη τη στιγμή.
Πού να πηγαίναμε άλλωστε
μετά που γεύση πήραμε
της τόσης ανομίας;
* * *
ένδον μέν δή όδ’αύτός εγώ, κακά πολλά μογήσας
ήλυθον είκοστω έτεϊ ές πατρίδα γαίαν.
*
Εγώ είμαι, ατός μου, μες στο σπίτι μου! Πολλά έχω σύρει πάθη,
και τώρα στην πατρίδα διάγειρα στα είκοσι χρόνια πάνω.
Οδύσσεια, φ 207 – 208
* * *
Του ταξιδιού το ζύγιασμα.
.
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Ένας άλλος Οδυσσέας κι ένα διαφορετικό ταξίδι. Πολύμορφος αλλά πάντοτε διατηρώντας χαρακτηριστικά ενός απλού ανθρώπου, προσπαθεί να φτάσει στη δική του Ιθάκη, περνώντας ξανά περιπέτειες και βάσανα. Ο Οδυσσέας είναι ταξιδιώτης που έρχεται από το πανάρχαιο παρελθόν στις δικές μας μέρες, αναχρονίζοντας τις εμπειρίες του σ’ έναν κύκλο ίδιο κι αλλιώτικο, στο σχήμα που δομεί τη ζωή ανεξαρτήτως εποχής. Από μια καθημερινότητα που κυριαρχείται από επίμονες σκέψεις κι ανησυχίες, θα βρεθεί στο Ίλιον, όπου θα ζήσει τη φρίκη των μαχών, την αγωνία για επιβίωση, τη ματαίωση, την απώλεια, τον πόνο. Ακολούθως, θα κατέβει ζωντανός στον Κάτω Κόσμο, θα γευθεί τη φθορά και την πτώση, τον εγκλεισμό και την
παντοτινή τιμωρία, για να πάρει, τελικά, τον μακρύ και γεμάτο εμπόδια δρόμο της επιστροφής. Στον κύκλο του Οδυσσέα μπαίνουν θνητοί και θεοί, μορφές φημισμένες ή άγνωστες που χάθηκαν στη λήθη, ο κύκλος κλείνει τον καθένα. Γεμάτος ερωτήματα, αναζητήσεις, κινδύνους και πάθη.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Στον κύκλο του Οδυσσέα
ΝΙΚΟΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
Σε επίσκεψη μου στο σχολείο όπου εργάζεται με πλησίασε συνεσταλμένα ο νεαρός φιλόλογος Παναγιώτης Πέτσας και αφού μου συστήθηκε, πρόσθεσε με πολύ σεμνότητα ότι ασχολείται με την ποίηση και ότι είχε εκδώσει πρόσφατα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ». Μου έκανε εντύπωση που όταν του είπα ότι θέλω να τη διαβάσω, έδειξε κάποιο δισταγμό και όταν τον ρώτησα γιατί, μου απάντησε ότι πιθανόν η ποίηση του να μην είναι των αναμενόμενων από εμένα στιχουργικών προδιαγραφών. Ευτυχώς, προτού φύγω από το σχολείο με ξαναπλησίασε και μου έδωσε τη συλλογή με ιδιόχειρη αφιέρωση. Αφού του εξέφρασα τη χαρά από την γνωριμία μας και τις ευχαριστίες μου, αποχαιρετιστήκαμε.
Διαβάζοντας την ποίηση του εντυπωσιάστηκα, γιατί με στοχαστική διάθεση, μεστότητα στίχων και πλούσια φρασεολογία εκφράζει αβίαστα την κοσμοθεωρία του δημιουργού της, που σαν ένας άλλος Οδυσσέας, όπως όλοι μας άλλωστε, προσπαθεί να φτάσει στη δική του Ιθάκη.
Τρύπιος παραδέρνω μες στ’ οργισμένο πέλαγος
η αρμύρα της σκέψης με διαπερνά
και οι πληγές πονάνε.
Στου Ποσειδώνα το κτήμα
σπέρνω ελπίδες
θερίζω αδιέξοδα.
Χάλασε Πηνελόπη
λίγο απ’ το υφαντό
να προφτάσω να ζήσω.
Ο Παναγιώτης Πέτσας για να μοιραστεί με τον αναγνώστη προσωπικές συγκινήσεις ενοποιεί τον χωροχρόνο, ορθώνοντας γεγονότα από τα έπη του Ομήρου με κύριο πρόσωπο τον Οδυσσέα και μέσα από λιτούς και περιεκτικούς στίχους, οι οποίοι διακρίνονται για τον εσωτερικό ρυθμό και τη μουσικότητα τους, υποβάλλει με ποιητική συγκίνηση ότι η μοίρα του ανθρώπου ανάμεσα στους αιώνες είναι πάντοτε η ίδια. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πριν από κάθε ποίημα προτάσσεται ως προμετωπίδα σχετικό απόσπασμα πότε από την «Ιλιάδα» και πότε από την «Οδύσσεια», τόσο στα αρχαία όσο και σε μετάφραση.
Γη
μάνα αρχαία προδωμένη
σ’ ευτελίσαμε
στο σώμα σου πληγές ανοίξαμε
ξένοι από σένα κι ορφανοί
στις άγριες μέρες που ‘ρχονται
θα πορευτούμε μόνοι.
Μέσα από την ποίηση της πρώτης του ποιητικής συλλογής η ψυχή του Παναγιώτη Πέτσα πορεύεται στον κύκλο του πολύπαθου Οδυσσέα, και ό,τι συλλαμβάνει με τις πέντε του αισθήσεις αλλά και την ενόραση, τα μετουσιώνει σε ποίηση που μας συγκινεί με την πυκνότητα της, τον πλούτο της γλώσσας που χρησιμοποιεί και με την παραστατικότητα των εικόνων της.
Στον δρόμο που ο ίδιος έπεφτε και πάλι σηκωνόταν
και έκλαιγε και γέλαγε
που για ό,τι ερχόταν διάλεγε την τόλμη ή τον φόβο
και με τα όχι και τα ναι, έκτισε το ποιος είμαι.
Θα πάω τότε να σταθώ
με προσμονή στης εκλεκτής μας συντροφιάς το κέντρο
απ’ όλους έτοιμος να ζυγιαστώ
σ’ εκείνο το παράξενο το κτήριο
καθένας μας που κάποτε θα μπει.
Ο Παναγιώτης Πέτσας μπορεί να αντλεί την έμπνευση του από δικά του βιώματα και εμεπειρίες, δημιουργώντας με τα χρώματα της ποίησης του την αυτοπροσωπογραφία του, αλλά σ’ αυτή βλέπει ο καθένας μας τον εαυτό του, γιατί είναι οικουμενικής ενατένισης.
Νέους ποιητές της εμβέλειας του Παναγιώτη Πέτσα αξίζει όχι μόνο να τους διαβάζουμε, αλλά, ιδιαίτερα εμείς οι παλαιότεροι, να τους ενθαρρύνουμε και να τους προβάλλουμε.
.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 29/3/2023
Ο Παναγιώτης Πέτσας καταδεικνύει για μυριοστή φορά την αστείρευτη πηγή διαχρονικής αναβίωσης και δημιουργικής έμπνευσης, που ανά τους αιώνες κομίζουν τα Ομηρικά Έπη, οιστρηλατώντας αισθήματα συγκινησιακών εξάρσεων και έμφορτες μνήμες θαυμαστών έργων έως πολύπαθων ημερών, καίριες αναζητήσεις στοχαστικών νοηματοδοτήσεων αλλά και εμβαθύνσεων στις επιταγές της ζωής και του θανάτου. Διαγράφοντας έτσι μέσα από εφορμήσεις εκκινήσεων, ανοδικές οδοιπορίες, πτωτικές καθόδους και ευπόθητες επιστροφές τον κύκλο των πολλαπλών διαδρομών, των ατέρμονων προσδοκιών και των ανατρεπτικών παλινδρομήσεων του ανθρώπου μέχρι τον τελικό του προορισμό. Στον αρχέγονο αυτό κύκλο του Οδυσσέα, σύμφωνα με τον ομώνυμο εύστοχο τίτλο της συλλογής και την πολυσημία των αλληγορικών του προεκτάσεων, ο ποιητής εγγράφει τα τριάντα ποιήματά του, συναρθρώνοντάς τα σε πέντε θεματικές ενότητες. Το έναυσμα πυροδοτούν περιγραφικοί και αποφθεγματικοί στίχοι από τις ραψωδίες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας στην ποιητική απόδοση των Καζαντζάκη και Κακριδή, τα ρυθμικά μέτρα των οποίων απηχούν τα επικολυρικά άσματα ενός νεώτερου ραψωδού, που τα φιλοτεχνεί μαζί με την πολύχορδη φωνή της δικής του Μούσας η καλλιέπεια της φιλολογικής του γραφίδας.
Ενδεικτικό της αφετηρίας του πολυκύμαντου ταξιδιού το τρίπτυχο των ποιημάτων που συγκροτούν το Προοίμιο. Στο «Συναπάντημα» ευοίωνη η επίκληση της Μούσας όχι μόνο για ένα εφήμερο «τραγούδι φτερωτό», αλλά που με εύηχους αναπαλμούς να μεταρσιώνει την αέναη μέθεξη σε «μυστικούς κόσμους». Και ο «Αοιδός», θεόπνευστος, νοερός ταξιδευτής, αφηγητής διδάχος των θνητών, «Τυφλός/ μα με ορθάνοικτα τα μάτια της ψυχής μου», καθώς εξηγεί με Σολωμική υπόμνηση. Είναι ο ίδιος ο ποιητής, που ανιστορεί την «Περιπλάνηση» του αιώνιου Οδυσσέα, όπως και τα δεινά της παραπλάνησής του από Κύκλωπες, Σειρήνες, Χάρυβδη και Ποσειδώνα, εξ ου και σε σχήμα επαναφοράς παρακαλεί: «Χάλασε Πηνελόπη/ λίγο απ’ το υφαντό/ να προφτάσω να ζήσω.». Η ακροτελεύτια στροφή του αριστοτεχνικού ποιήματος απομυθοποιεί την Καβαφική υπόδειξη, δηλώνοντας σε εξομολογητικούς τόνους: «Στον δρόμο τον μακρύ πάντοτε θά ’μαι/ καθώς δεν βρήκα αληθινό σκοπό ν’ ακολουθώ./ Μ’ αν αντικρίσω κάποτε/ των θαλασσών και των στεριών τα πέρατα/ θά ’θελα –έστω την ύστατη στιγμή– να δω/ τι νόημα είχε τ’ άγνωρο/ ταξίδι της ζωής μου.».
Στη δεύτερη ενότητα, που επιγράφεται «Η Καθημερινότητα», τα ποιήματα είτε σε πρωτοπρόσωπο αφηγηματικό μονόλογο είτε σε δευτεροπρόσωπη ενδιάθετη αποστροφή προς τον εαυτό ή τον έτερο, αποτυπώνουν ώριμους προβληματισμούς ενδοσκόπησης και φιλοσοφημένες σκέψεις αυτογνωσίας με διακειμενικές αναφορές, μεταφορικούς συμβολισμούς και συνειρμούς επιγραμματικών παραπομπών. Ενδεικτικός ο επίλογος του πρώτου ποιήματος υπό τον τίτλο «Αθήνα», που ανακαλεί τη γνωστή ευαγγελική ρήση: «Στην πόλη της σοφίας/ μαθαίνω την αλήθεια πια/ κι απ’ τα δεσμά ελευθερώνομαι.». Ενώ στο μακρόστιχο ποίημα «Το Μέτρο», εμπνευσμένο από το επαναλαμβανόμενο Οδυσσειακό γνωμικό των ραψωδιών η και ο «αμείνω δ’ αίσιμα πάντα», αντιπαραθέτει με ποιητικούς συλλογισμούς την επενέργεια της αρχαίας προτροπής με τη «μέτρια ζωή», τουτέστιν, συνοψίζοντας τα μηνύματα των στίχων, ο συμβιβασμός δεν χωρεί στις υπέρμετρες απαιτήσεις των υψηλών επιτευγμάτων. Πολλά άλλα ωστόσο είναι τα ρητά και οι σοφές φράσεις από τα δύο Έπη σε αναφορά με το Καβαφικής ειρωνείας και αξιοσημείωτης σύλληψης ποίημα «Ο Παλιός Γραμματικός». Έκδηλος ο σκωπτικός υπαινιγμός για την απαξίωση της θεωρητικής γνώσης στην τεχνοκρατική εποχή μας: «Τι ανοησία στ’ αλήθεια!/ Συλλέκτης έγινα επιτυχής/ αδύνατος πολύ στις πράξεις όμως./ Κι εγώ που νόμιζα πως μ’ όλα τούτα τα περίφημα/ θά ’παιρνα κάποια αξία/ και επιτέλους θά ’δινα μια λύση τόσο ποθητή/ στον άχρωμό μου κόσμο./ Μα δυστυχώς –πια καθαρά μου φαίνεται–/ πως έτσι εδώ αναλώθηκα/ δεν θά ’χω αφήσει τίποτα/ κι όλοι θα με ξεχάσουν.».
Την τρίτη ενότητα, που επιγράφεται «Στο Ίλιον», προϊδεάζει μια ευφυής ποιητική συνόψιση στο αμφίσημο σχήμα του Μαιάνδρου είτε των προμαχώνων στα τείχη της Τροίας: «Οι μάχες, η κορύφωση του αγώνα/ η αποτυχία και η ήττα,/ η ματαίωση και η διάψευση των προσδοκιών./ Τέτοια εγνώρισε ο Οδυσσέας στο Ίλιον.». Εύληπτα τα μηνύματα της Κασσάνδρας, των Τρώων και των Αχαιών, όπως και των μυθολογικών μορφών που συναντά ο Αχιλλέας «Στον κάτω κόσμο» της επόμενης ενότητας. Την κορύφωση της δυστυχίας εμφαίνουν τα Σισύφεια πάθη στη σχηματική κλιμακωτή κατιούσα του αντίστοιχου ποιήματος. Από το σκοτάδι όμως του Άδη η ανάδυση στο φως και η «Επιστροφή» της ελπίδας στην τελευταία ενότητα. Εμβληματικό «Το Κτήριο», που τη στεγάζει, όπου «γέννες, τραγούδια, προσευχές/ παρηγοριά και θαλπωρή/ της διαδρομής μου ζωγραφιές/ σε τούτη την Ιθάκη.».
.