Η Κασσιανή Μαρτινάκη γεννήθηκε το 1976 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στην Αγγλική Λογοτεχνία και τη Θεωρία Λογοτεχνίας. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση από το 2005 και τα τελευταία χρόνια ζει στην Πτολεμαΐδα. Το 2021 δημοσιεύτηκε η ποιητική της μετάφραση στην αγγλική γλώσσα του έργου του ποιητή Δημήτρη Παπακωνσταντίνου «Στους φεγγίτες η έξοδος» σε διαδικτυακό βρετανικό περιοδικό, με τον τίτλο “The exit at the skylights”.
«Του έρωτα και της σιωπής» (Ιδιωτική έκδοση 2022) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
.
.
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (2022)
του έρωτα
ΚΟΧΥΛΙ
Ποθώ μια μέρα άνοιξη, καρδιά μου
άνθη λευκά πλεγμένα στα μαλλιά
κι άνεμο ευωδιαστό ανατολής
ανάλαφρη ψυχή, φτερά στα πόδια
δίχως ν’ αγγίζω γη, μήτε νερό.
Ναι, θα ‘μαι νέα, φιλντισένια
χρωματιστή και διάφανη
κοχύλι μες στα χέρια σου
να λαμπυρίζω διαμαντένια μες στο φως
κι έπειτα ένα με την άμμο και τη θάλασσα
να παίζω μ’ ένα γέλιο μες στα κύματα
μικρό παιδί ανέγγιχτο απ’ τον χρόνο.
Άτρωτη στη φθορά, αδάμαστη απ’ τον φόβο
γαλήνια, μες στο φως, ν’ αγγίξω τον παράδεισο
που κρύβεις στα παράξενά σου μάτια.
ΣΤΟΝ ΥΣΤΑΤΟ ΕΡΑΣΤΗ
Αν ερχόσουν απόψε,
με τον βελούδινο μανδύα σου
και τα λιγνά σου κρύα χέρια
θα φορούσα το πιο όμορφό μου φόρεμα
λευκό σαν σύννεφο του καλοκαιριού,
μεταξένιο σαν το άγγιγμα του έρωτα.
Αν ερχόσουν απόψε,
θα σου χάριζα το πιο γλυκό μου γέλιο
σαν να ‘σουν φίλος μακρινός απ’ τα παλιά
και θα ‘χα τόσες ιστορίες να σου πω
βαδίζοντας ανάμεσα στ’ αστέρια
παίζοντας με τις ασημένιες μας κλωστές.
Αν ερχόσουν απόψε,
μες στις σκιές θα σου ‘λεγα τραγούδια
ίσως για λίγο τα ψιθύριζες κι εσύ
ξυπόλυτη θα χόρευα στη χλόη
ελεύθερη, ανάλαφρη κι αθώα
σαν χειμωνιάτικη κρυστάλλινη νιφάδα.
Αν ερχόσουν απόψε,
κίτρινα φύλλα θα στολίζαν τα μαλλιά μου
στα μάτια μου θ’ ανέτειλαν φεγγάρια
ατόφιο φως στο έρεβος της νύχτας
βήμα στο βήμα θα ξεμάκραινα
από της γης μου την ακέραιη αλήθεια
και θα πατούσα πια με τα μαλλιά λυτά
αδάμαστη και άτρωτη στα στέρεα όνειρά μου.
ΣΤΟ ΦΩΣ
Κοίτα με, κοίτα με…
Διέσχισα στεριές, πόδια γυμνά
στο ημίφως του μισοσβησμένου ήλιου.
Κοίτα με, κοίτα με…
Ενώθηκαν πελάγη στη μορφή μου
πήρανε σχήματα τα σύννεφα οργισμένα.
Κοίτα με, κοίτα με…
Σε κόσμους σκιερούς περιπλανήθηκα
αφήνοντας την πάχνη να με ντύσει.
Κι έσβησα φεύγοντας τους ήχους της φωνής μου.
Κοίτα με.
Κοίτα με.
Γεννήθηκα στο φως.
ΜΙΚΡΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
Μικρά ταξίδια της ελπίδας ως τα πέρατα του νου
κάποτε σ’ άνυδρες ερήμους με τα μάτια διψασμένα
κάποτε πέλαγα βαθιά μ’ ολάνοιχτα λευκά πανιά στα ξάρτια
κάποτε δάση σιωπηλά με φως να λαμπυρίζει μες στα φύλλα
κάποτε δρόμοι ανοιχτοί κι αέρας ν’ ανεμίζει στα μαλλιά σου.
Κάποτε…
Σοκάκια σκοτεινά, μια λάμπα θαμπωμένη
νερά θολά χαμένα στην ομίχλη
βήματα λασπωμένα μες στην άγρια βροχή
κύματα οργισμένα σε αναπάντεχη φουρτούνα.
Μα πάντα, πάντα, ένα τραγούδι στο φεγγάρι
ένας γυμνός τρελός χορός κάτω απ’ τ’ αστέρια
βλέμμα γλυκό στο πρώτο σκίρτημα του ήλιου
και μια κοφτή ανάσα να σαλεύει πριν τη δύση.
ΦΡΕΣΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Αχ, να ‘σουν ανοιξιάτικη βροχούλα
να ‘πεφτες τρυφερά πάνω στα χείλη μου
μέχρι τις ρίζες μου να νιώσω τη δροσιά σου.
Κόμπους να κάνουν τα κλαδιά μου τα ξερά
χλωρά φυντάνια να φυτρώσουν στο κορμί μου
άνθη λευκά, χαλί τα πέταλα στο βήμα μου
στα μάτια μου ανέγγιχτο το φως.
Σαν πρωτογέννητη λαλιά, σαν το ρυάκι
που έβρεξες τα χέρια σου· θυμάσαι;
Ίσως θυμάσαι τη δροσιά πάνω στο δέρμα
ίσως θυμάσαι αμυδρά το θρόισμα των φύλλων
ίσως θυμάμαι μια αιθέρια μελωδία.
Αχ, να ‘σουν ανοιξιάτικη βροχούλα
με φρέσκο έρωτα τα χέρια μου ν’ ανοίξω
με μάτια διάπλατα στο φως
να σε καλωσορίσω.
της σιωπής
ΒΟΡΙΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
Ένας άνεμος αλήτης ανυπότακτος
ψυχρός, γλυκός χαιρέτισε τη μέρα.
Τον άφησα να μ’ αγκαλιάσει μανιασμένα
έβαλα και κουκούλα, μη φοβάσαι,
μα ήταν φίλος μου παλιός
κι ένιωσα τις ριπές του ως τις ρίζες
που σάλεψαν γυμνές μέσα στο χώμα.
Πάλευε να με ξεριζώσει ο αλήτης
κι εγώ κρυφογελούσα από χαρά
παραδομένη σ’ έναν πόθο να πετάξω.
Εκείνος σοβαρός, αληθινός
κι εγώ ένα ροδοπέταλο σ’ ανέμελο χορό
κι ας με ξερίζωσε απ’ το δέντρο μου
και ας με πέταξε μακριά.
Για λίγο μόνο θα πετάξω και θα γείρω
θα μαραθώ και θα σαπίσω στη γαλήνη.
ΕΡΙΝΥΕΣ
Άνοιξε το βήμα σου, περπάτα γρήγορα,
σκυφτά, τα μάτια καρφωμένα χαμηλά
βάλε το πανωφόρι το χοντρό
μην τύχει και σ’ αγγίξει αυτός ο άνεμος.
Μα μην κοιτάς, μην κοιτάς πίσω.
Άγριος ο κόσμος στο κατόπι σου
μετράει τα βήματά σου και ζυγιάζει
φαντάσματα της νιότης ανασαίνουν στον λαιμό σου.
Μα μην κοιτάς, σε περιμένουν στη γωνιά
νύχια γαμψά και θέλουν την ψυχή σου
κι εκείνες οι Ερινύες στο κατώφλι σου
θα σε κοιτούν ειρωνικά -χαμήλωσε τα μάτια-
κι αν δεις σπηλιά προσπέρασέ την
όποιο θεριό υπήρχε εκεί το ‘χεις σκοτώσει.
Εκεί είναι ακόμα, δες, νεκρό ψυχή και σώμα
στρέψε το βλέμμα σου αλλού, θα βρεις καθρέφτες
τρέξε, τρέξε πιο γρήγορα
μήπως ξεφύγεις απ’ τις λέξεις στο κεφάλι σου
μήπως σωπάσουν τα τραγούδια και τα μάτια.
ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΞΕΦΩΤΟ
Κουράστηκα να κυνηγώ.
Στα μάτια μου αμέτρητες ανατολές και δύσεις
πέρασε το φθινόπωρο και κρύωσε ο καιρός
σώθηκε κι ο καφές μου στο φλιτζάνι
και δε μου πάει να γυρεύω αποφάγια.
Τη γη θα αφήσω να γυρίζει στην τροχιά της
με τα γυμνά κλαδιά στρώμα θα φτιάξω
σκέπασμα με τα φύλλα τα νεκρά
και στη σπηλιά πλάι στο ξέφωτο θα γείρω
ίδιο αγρίμι, όπως τότε που αλυχτούσα
και θ’ αφεθώ να κοιμηθώ.
Ίσως την άνοιξη ξυπνήσω.
ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ
Παράξενο.
Βρίσκω παντού κομμάτια μου πεσμένα
τόσο ακατάστατη θα πεις, τόσο αδέξια
μα δεν τα σκόρπισα εγώ.
Είχα αφήσει κάποτε παράθυρα ανοιχτά
να μπει το φως, να μπει αέρας, να μεθύσω
με ήλιο και με αλμύρα και μελτέμια
και χόρευα εκστατικά στη μουσική.
Είχα τα μάτια μου κλειστά, μαλλιά λυτά
δεν είδα ότι έβγαινε καιρός
δεν είδα τις μικρές ρωγμές στην πέτρα
και έσπασα και σκόρπισα παντού.
Παράξενο.
Όσο κι αν με μαζεύω και με φτιάχνω
βρίσκω παντού κομμάτια μου πεσμένα.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ
Υποκλίθηκε χαμογελώντας
με ξεφτισμένο μακιγιάζ
-ήδη από τη δεύτερη πράξη-
μα οι σκιές ήταν πάντα φιλικές
κι η μαδημένη περούκα αφαιρέθηκε επιμελώς
εναποτέθηκε στο άψυχο μανεκέν
μαζί με τον λευκό μανδύα από φθηνή ποπλίνα.
Κι η μάσκα… η μάσκα θα ήταν χρήσιμη.
Έμαθε πια να τη φορά νυχθημερόν
ανάμεσα στα γεύματα
ίσως και μπροστά απ’ τον καθρέφτη.
ΔΥΟ ΣΤΙΓΜΕΣ
Δύο σταγόνες σε ραγισμένα χείλη
δύο σταγόνες σε ραγισμένα μάτια
δύο ζωές σε δίνη, διαμελίζονται.
Δύο. Πάντα δύο.
Άναρχος δυισμός
το γιν και το γιαν
εναγκαλισμός σφοδρός
και τα σύννεφα κοιτούν απορημένα:
Σ’ όλη τη γη, σ’ όλο το σύμπαν
τόση βία δεν ξαναείδαν.
ΩΡΑ 5:58, ΧΑΡΑΜΑΤΑ
Κι έκλεισα τις παλάμες μου σφιχτά
γύρω από αόρατα γερά σχοινιά
και είχα δύναμη, ναι, δύναμη
να κρατηθώ εκεί μέχρι ο χρόνος να τελειώσει
να σκαρφαλώσω, ίσως, ύψη δυσθεώρητα.
Ήξερα τον ίλιγγο της θέας από κει πάνω.
Ω, ναι, τον ήξερα καλά.
Μα η πτώση…
Το αόρατο σχοινί έκαιγε τα χέρια
η τριβή και το έγκαυμα του αναπόφευκτου
η οργασμική παραίτηση στην άβυσσο
η ανακούφιση της άνευ όρων ήττας.
Με μάτια μισόκλειστα, ναι
τα χρώματα στροβιλισμός αέναος
ουράνια τόξα και ευωδιές από αγέννητα λουλούδια
κι ένα απαλό ζεστό αεράκι απ’ τη στεριά
η χώρα άγνωστη.
Είχε μια απόκοσμη γαλήνη αυτή η πτώση.
ΚΕΛΙΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
Πάλι σιωπή, πάντα σιωπή.
Κύλησαν λέξεις κρύσταλλα
διαλύθηκαν στις πέτρες
μια δρασκελιά και μετά θάλασσα
και λήθη και βυθός
γκρίζα ιζήματα, χέρια αδρά
τυφλά, αναίσθητα αναδεύουν
γκρίζο νερό, θολό τοπίο.
Ισχνές κλωστές ατόφιο ασήμι
-ως το άπειρο-
δεμένες στον αστράγαλο. Δεσμά.
Χορδές να στέκουν άηχες
να σφίγγουνε σαν δίχτυ
πάλι σιωπή, πάντα σιωπή.
ΣΕ ΑΛΛΗ ΖΩΗ
Ζωή σε ομόκεντρους κύκλους
κεντρομόλος κατάδυση
φυγόκεντρος νόηση
νευτώνια αποτυχία.
Φυσική με αφύσικους νόμους.
Σε άλλο σύμπαν
σε άλλη ζωή.