ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΜΑΡΤΙΝΑΚΗ

Η Κασσιανή Μαρτινάκη γεννήθηκε το 1976 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στην Αγγλική Λογοτεχνία και τη Θεωρία Λογοτεχνίας. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση από το 2005 και τα τελευταία χρόνια ζει στην Πτολεμαΐδα. Το 2021 δημοσιεύτηκε η ποιητική της μετάφραση στην αγγλική γλώσσα του έργου του ποιητή Δημήτρη Παπακωνσταντίνου «Στους φεγγίτες η έξοδος» σε διαδικτυακό βρετανικό περιοδικό, με τον τίτλο “The exit at the skylights”.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

“Του έρωτα και της σιωπής” (Ιδιωτική έκδοση 2022)
“Ριπή ανοδική” (Εκδόσεις Κυβέρτη 2025)

.

.

ΡΙΠΗ ΑΝΟΔΙΚΗ (2025)

Ενότητα πρώτη

ΜΙΚΡΕΣ ΟΥΤΟΠΙΕΣ

Μπορούμε να μιλάμε αν θες
για την αυστηρή νομοτέλεια του σύμπαντος
για την ιλιγγιώδη τυχαιότητα
για κβαντικές συνδέσεις
για αστρικές προβολές
.
Μπορώ να σου μιλώ
για το ζωντανό νερό
για τις πηγές της λήθης
για τα τραγούδια των σφαιρών
τις καλογυαλισμένες ουτοπίες.

Ώρες να σου μιλώ για θρύλους αστικούς
βαδίζοντας στους δρόμους
που στον χάρτη σχηματίζουν το όνομά σου
μια νύχτα του Νοέμβρη ανεμόδαρτη
στης άδειας πόλης τα σοκάκια
διαβάτες μόνο εγώ κι εσύ
ν’ αφουγκραζόμαστε της πόλης το τραγούδι.

Μα λείπουνε τα μάτια σου.

ΦΛΟΥΔΕΣ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ

Στέκομαι χρόνια σ’ ένα κατώφλι
με φτερά μισάνοιχτα και παπούτσια τρύπια.
Έξω, κβαντική ασάφεια και ίνες από σύννεφα.
Δαμάζοντας τα παλυεστιακό μου βλέμμα, περιμένω.
Δε θα στρέψω την αναζήτηση σ’ εμένα
λίγες στροφές απόμειναν
να με κοιτούν με βλέμμα αγέρωχο.
Θα πυροβολήσω με σκάγια τον αέρα που κρέμεται
ναι, σ’ εκείνη τη νύχτα την κατάφωτη
που στάχτη θα πέφτει νιφάδες στα χέρια
και που τα κύμβαλα θα σιωπούν πεισματικά.
Δε θα σταθώ στην εντροπία.
Θα κυλήσω σαν άψυχη πέτρα αμέριμνα
σ’ εκείνη και σε τούτη την Άγια Μέρα
με τρένα στις ράγες ή χωρίς
με άσπρες συστάδες σύννεφα ή χωρίς
με χούφτες γεμάτες αστέρια ή χωρίς.

Σιμώνει η πάχνη, ξαπλώνει στο κάδρο του κόσμου
ένα φτερό αγγέλου, ένα κασκόλ,
μια χούφτα φλούδες μανταρίνι και νυχτώνει.

Να ψάχνεις ζέστη και Θεά στα στενοσόκακα.

Ενότητα δεύτερη

ΔΟΧΕΙΟ ΠΑΛΙΟ

Είμαι εγώ.
Διάτρητη. Ελλιπής.
Ξεφτισμένη στις άκρες
φανέλα τριμμένη.
Δε με πετώ.
Με κάνω ξεσκονόπανο
διώχνω τη σκόνη σου
την απορροφώ, σαν σφουγγάρι
τα κύτταρά σου τα νεκρά
τα λόγια σου τα πιο νεκρά.

Είμαι εγώ.
Απούσα. Απτή.
Δοχείο παλιό
μάζεψα όλα σου τα σάλια
τα έκανα σώματα, λουλούδια
συνέχισα το είδος σου, το είδος μου
μη λείψει ο πόνος.

Είμαι εγώ.
Ασύνδετη. Ασυνάρτητη.
Γεμίζω τα κενά όπου τα βρω
αυτά που αφήνεις
με κομμάτια μου
και σε μισώ, και με μισώ.

Δεν είμαι εγώ.
Δε θα ‘μαι εγώ.
Δεν έχω συνοχή.

ΡΟΥΧΟ ΠΑΛΙΟ

Σε περίμενα
πάντα στις ώρες τις μικρές
όταν η μοναξιά γινόταν άνεμος
όταν οι σκέψεις φυλλορροούσαν κόκκινες
πάντα μάταια με μια βαλίτσα στο χέρι
πάντα σφίγγοντας το επανωφόρι στον γιακά.
Σε περίμενα
φορώντας μαύρο φόρεμα και μέγγενη στο στήθος
μια θλίψη αδιόρατη στην τσέπη
και λίγο ξεχασμένο φως.

Ερχόσουν πάντα.
Κάποτε άυλος,
άλλοτε με τα πόδια αντίθετα
άλλοτε ζωσμένος αλυσίδες.
Ερχόσουν πάντα.
Με τύλιγες σφιχτά στον λαιμό
μακρύ παλτό με φορούσες
– κρύος καιρός, καταραμένος-
μετά το ρίγος, ρούχο παλιό.

Σε περιμένω
με περιδέραιο από χάντρες ναφθαλίνης
βρεγμένη πάντα ως το κόκαλο
με τα πόδια στη λάσπη
μαρμαρωμένη.

ΠΥΡ ΥΓΡΟ ΚΑΙ ΔΙΑΦΑΝΟ

Εκεί στου βασιλιά τ’ αγνάντι
βάπτισμα απ’ την αρχή
σε πυρ υγρό και διάφανα
σε γυάλινη αγκαλιά.
Γυμνός σ πόθος
για τη μικρή στεριά
και τ’ άγιο κύμα.
Εκεί μισεύουν οι ευχές
της μαδημένης άνοιξης.
Εκεί, στου χρόνου το νερό
στο φως που σβήνει
εκεί στερνή ευχή
εκεί λαχτάρα.Εκεί το θείο
στους λαμπερούς καθρέφτες των ματιών σου.

Ενότητα τρίτη

ΕΠΙΜΟΝΗ ΣΚΟΝΗ

Και όλο έφευγε.
Λεπτό το λεπτό τίναζε κόκκους σκόνης
χιλιάδες κύτταρα νεκρά, κίτρινη γύρη
κι εκείνα όλο βάραιναν στους ώμους.
Ασήκωτη προέκυπτε η φυγή.
Κοιτούσε πίσω πάντα
το μισάνοιχτο ντουλάπι
τη μισοάδεια κούπα του καφέ
το μισογεμάτο τασάκι
τα πεταμένα ρούχα και τη σκόνη
– αχ, τη σκόνη –
που τύλιγε επίμονα κάθε πρωί τον κόσμο.

ΑΤΥΠΗ ΑΝΑΜΟΝΗ

Μπροστά στον καθρέφτη
άκρα σπασμένα
αβέβαιο βήμα
στείρα ανάγκη
(λίγες στιγμές, λίγες ακόμη).
Ζωή που πάλλεται
μέσα στις φλέβες
μικροί σεισμοί
βουβές εκρήξεις
το τίμημα
πάντα το τίμημα
πανάκριβο
πολύτιμο
σε έλλειψη.
Όπως οι λέξεις.

Ενότητα τέταρτη

ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

Σύναξε η ομίχλη τα κλαδιά
έπεφταν σαν δροσιά της άνοιξης οι νότες
μικρές σταγόνες της βροχής κρέμονταν σώες
σύννεφα ασώματα ταξίδια μακρινά
αφουγκραζόταν η στιγμή και τα σκορπούσε
σάλευαν κι οι χορδές, αχνά αρπίσματα
στη φλούδα του κορμού δάκρυ του δέντρου.

Λιώναν εκεί φλεγόμενα τα σύμπαντα.

Κι ήταν του δρόμου η στροφή δυο χέρια γυάλινα
κι η μέρα που κυλούσε στα άδεια βλέμματα
έκρυβε πάλι τις σκιές σε μαύρους κύκλους.
Κι ό,τι έκτιζαν αποβραδίς τα μάτια σκόρπιζε

άσπρες γραμμές και ρόδες λασπωμένες.

ΚΥΚΝΕΙΟ

Και αν κυλήσουνε τ’ ασήμια κι αν χαθούν
μέσα σε κόγχες, σε παράθυρα αν πέσουν
στο μήκος των μαλλιών, πάνω στα δάχτυλα
κι αν σβήσει ξάφνου τ’ άγιο φως
σ’ εκείνο το στενό σοκάκι και στα μάτια
πάντα θα τραγουδούν τα μάρμαρα
πάντα θα φέρνει νότες ο νοτιάς.
Στα δέντρα θ’ αντηχούν φωνές απόκοσμες
μηνύματα θα φέρνουν τα νερά
δυο λέξεις ακατάληπτες, μισές.

Κι αν σπάσει ο ήλιος δυο φορές
σαν πέσουν τα κομμάτια χίλια θραύσματα
χρυσόσκονη στο πέτο, φωτοστέφανο
στη σάρκα χίλιες χαρακιές, ανάσα λίγη.
Κι αν λιώσει το κερί, κι αν αργοσβήσει
πάλι θα έρχονται οι βροχές, πάλι στην πόρτα σου
κακός καιρός, θα λες, μα πάλι θα περάσει
όπως περνούσαν πάντα κι έφευγαν
οι λύπες, οι ανάσες και τα χιόνια.

Στου κύκνου το τραγούδι χίλια όνειρα
για μια στιγμή θα λάμψουν, θα χορέψουν
λουσμένα ατόφιο ασημένιο σεληνόφως.

.

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (2022)

του έρωτα
ΚΟΧΥΛΙ

Ποθώ μια μέρα άνοιξη, καρδιά μου
άνθη λευκά πλεγμένα στα μαλλιά
κι άνεμο ευωδιαστό ανατολής
ανάλαφρη ψυχή, φτερά στα πόδια
δίχως ν’ αγγίζω γη, μήτε νερό.

Ναι, θα ‘μαι νέα, φιλντισένια
χρωματιστή και διάφανη
κοχύλι μες στα χέρια σου
να λαμπυρίζω διαμαντένια μες στο φως
κι έπειτα ένα με την άμμο και τη θάλασσα
να παίζω μ’ ένα γέλιο μες στα κύματα
μικρό παιδί ανέγγιχτο απ’ τον χρόνο.

Άτρωτη στη φθορά, αδάμαστη απ’ τον φόβο
γαλήνια, μες στο φως, ν’ αγγίξω τον παράδεισο
που κρύβεις στα παράξενά σου μάτια.

ΣΤΟΝ ΥΣΤΑΤΟ ΕΡΑΣΤΗ

Αν ερχόσουν απόψε,
με τον βελούδινο μανδύα σου
και τα λιγνά σου κρύα χέρια
θα φορούσα το πιο όμορφό μου φόρεμα
λευκό σαν σύννεφο του καλοκαιριού,
μεταξένιο σαν το άγγιγμα του έρωτα.

Αν ερχόσουν απόψε,
θα σου χάριζα το πιο γλυκό μου γέλιο
σαν να ‘σουν φίλος μακρινός απ’ τα παλιά
και θα ‘χα τόσες ιστορίες να σου πω
βαδίζοντας ανάμεσα στ’ αστέρια
παίζοντας με τις ασημένιες μας κλωστές.

Αν ερχόσουν απόψε,
μες στις σκιές θα σου ‘λεγα τραγούδια
ίσως για λίγο τα ψιθύριζες κι εσύ
ξυπόλυτη θα χόρευα στη χλόη
ελεύθερη, ανάλαφρη κι αθώα
σαν χειμωνιάτικη κρυστάλλινη νιφάδα.

Αν ερχόσουν απόψε,
κίτρινα φύλλα θα στολίζαν τα μαλλιά μου
στα μάτια μου θ’ ανέτειλαν φεγγάρια
ατόφιο φως στο έρεβος της νύχτας
βήμα στο βήμα θα ξεμάκραινα
από της γης μου την ακέραιη αλήθεια

και θα πατούσα πια με τα μαλλιά λυτά
αδάμαστη και άτρωτη στα στέρεα όνειρά μου.

ΣΤΟ ΦΩΣ

Κοίτα με, κοίτα με…
Διέσχισα στεριές, πόδια γυμνά
στο ημίφως του μισοσβησμένου ήλιου.

Κοίτα με, κοίτα με…
Ενώθηκαν πελάγη στη μορφή μου
πήρανε σχήματα τα σύννεφα οργισμένα.

Κοίτα με, κοίτα με…
Σε κόσμους σκιερούς περιπλανήθηκα
αφήνοντας την πάχνη να με ντύσει.
Κι έσβησα φεύγοντας τους ήχους της φωνής μου.

Κοίτα με.
Κοίτα με.
Γεννήθηκα στο φως.

ΜΙΚΡΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

Μικρά ταξίδια της ελπίδας ως τα πέρατα του νου
κάποτε σ’ άνυδρες ερήμους με τα μάτια διψασμένα
κάποτε πέλαγα βαθιά μ’ ολάνοιχτα λευκά πανιά στα ξάρτια
κάποτε δάση σιωπηλά με φως να λαμπυρίζει μες στα φύλλα
κάποτε δρόμοι ανοιχτοί κι αέρας ν’ ανεμίζει στα μαλλιά σου.

Κάποτε…
Σοκάκια σκοτεινά, μια λάμπα θαμπωμένη
νερά θολά χαμένα στην ομίχλη
βήματα λασπωμένα μες στην άγρια βροχή
κύματα οργισμένα σε αναπάντεχη φουρτούνα.

Μα πάντα, πάντα, ένα τραγούδι στο φεγγάρι
ένας γυμνός τρελός χορός κάτω απ’ τ’ αστέρια
βλέμμα γλυκό στο πρώτο σκίρτημα του ήλιου
και μια κοφτή ανάσα να σαλεύει πριν τη δύση.

ΦΡΕΣΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Αχ, να ‘σουν ανοιξιάτικη βροχούλα
να ‘πεφτες τρυφερά πάνω στα χείλη μου
μέχρι τις ρίζες μου να νιώσω τη δροσιά σου.
Κόμπους να κάνουν τα κλαδιά μου τα ξερά
χλωρά φυντάνια να φυτρώσουν στο κορμί μου
άνθη λευκά, χαλί τα πέταλα στο βήμα μου
στα μάτια μου ανέγγιχτο το φως.
Σαν πρωτογέννητη λαλιά, σαν το ρυάκι
που έβρεξες τα χέρια σου· θυμάσαι;

Ίσως θυμάσαι τη δροσιά πάνω στο δέρμα
ίσως θυμάσαι αμυδρά το θρόισμα των φύλλων
ίσως θυμάμαι μια αιθέρια μελωδία.

Αχ, να ‘σουν ανοιξιάτικη βροχούλα
με φρέσκο έρωτα τα χέρια μου ν’ ανοίξω
με μάτια διάπλατα στο φως
να σε καλωσορίσω.

της σιωπής
ΒΟΡΙΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Ένας άνεμος αλήτης ανυπότακτος
ψυχρός, γλυκός χαιρέτισε τη μέρα.
Τον άφησα να μ’ αγκαλιάσει μανιασμένα
έβαλα και κουκούλα, μη φοβάσαι,
μα ήταν φίλος μου παλιός
κι ένιωσα τις ριπές του ως τις ρίζες
που σάλεψαν γυμνές μέσα στο χώμα.

Πάλευε να με ξεριζώσει ο αλήτης
κι εγώ κρυφογελούσα από χαρά
παραδομένη σ’ έναν πόθο να πετάξω.
Εκείνος σοβαρός, αληθινός
κι εγώ ένα ροδοπέταλο σ’ ανέμελο χορό
κι ας με ξερίζωσε απ’ το δέντρο μου
και ας με πέταξε μακριά.

Για λίγο μόνο θα πετάξω και θα γείρω
θα μαραθώ και θα σαπίσω στη γαλήνη.

ΕΡΙΝΥΕΣ

Άνοιξε το βήμα σου, περπάτα γρήγορα,
σκυφτά, τα μάτια καρφωμένα χαμηλά
βάλε το πανωφόρι το χοντρό
μην τύχει και σ’ αγγίξει αυτός ο άνεμος.

Μα μην κοιτάς, μην κοιτάς πίσω.
Άγριος ο κόσμος στο κατόπι σου
μετράει τα βήματά σου και ζυγιάζει
φαντάσματα της νιότης ανασαίνουν στον λαιμό σου.
Μα μην κοιτάς, σε περιμένουν στη γωνιά
νύχια γαμψά και θέλουν την ψυχή σου
κι εκείνες οι Ερινύες στο κατώφλι σου
θα σε κοιτούν ειρωνικά -χαμήλωσε τα μάτια-
κι αν δεις σπηλιά προσπέρασέ την
όποιο θεριό υπήρχε εκεί το ‘χεις σκοτώσει.
Εκεί είναι ακόμα, δες, νεκρό ψυχή και σώμα
στρέψε το βλέμμα σου αλλού, θα βρεις καθρέφτες
τρέξε, τρέξε πιο γρήγορα

μήπως ξεφύγεις απ’ τις λέξεις στο κεφάλι σου
μήπως σωπάσουν τα τραγούδια και τα μάτια.

ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΞΕΦΩΤΟ

Κουράστηκα να κυνηγώ.
Στα μάτια μου αμέτρητες ανατολές και δύσεις
πέρασε το φθινόπωρο και κρύωσε ο καιρός
σώθηκε κι ο καφές μου στο φλιτζάνι
και δε μου πάει να γυρεύω αποφάγια.

Τη γη θα αφήσω να γυρίζει στην τροχιά της
με τα γυμνά κλαδιά στρώμα θα φτιάξω
σκέπασμα με τα φύλλα τα νεκρά
και στη σπηλιά πλάι στο ξέφωτο θα γείρω
ίδιο αγρίμι, όπως τότε που αλυχτούσα
και θ’ αφεθώ να κοιμηθώ.

Ίσως την άνοιξη ξυπνήσω.

ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ

Παράξενο.
Βρίσκω παντού κομμάτια μου πεσμένα
τόσο ακατάστατη θα πεις, τόσο αδέξια
μα δεν τα σκόρπισα εγώ.
Είχα αφήσει κάποτε παράθυρα ανοιχτά
να μπει το φως, να μπει αέρας, να μεθύσω
με ήλιο και με αλμύρα και μελτέμια
και χόρευα εκστατικά στη μουσική.

Είχα τα μάτια μου κλειστά, μαλλιά λυτά
δεν είδα ότι έβγαινε καιρός
δεν είδα τις μικρές ρωγμές στην πέτρα
και έσπασα και σκόρπισα παντού.

Παράξενο.
Όσο κι αν με μαζεύω και με φτιάχνω
βρίσκω παντού κομμάτια μου πεσμένα.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ

Υποκλίθηκε χαμογελώντας
με ξεφτισμένο μακιγιάζ
-ήδη από τη δεύτερη πράξη-
μα οι σκιές ήταν πάντα φιλικές
κι η μαδημένη περούκα αφαιρέθηκε επιμελώς
εναποτέθηκε στο άψυχο μανεκέν
μαζί με τον λευκό μανδύα από φθηνή ποπλίνα.
Κι η μάσκα… η μάσκα θα ήταν χρήσιμη.
Έμαθε πια να τη φορά νυχθημερόν
ανάμεσα στα γεύματα
ίσως και μπροστά απ’ τον καθρέφτη.

ΔΥΟ ΣΤΙΓΜΕΣ

Δύο σταγόνες σε ραγισμένα χείλη
δύο σταγόνες σε ραγισμένα μάτια
δύο ζωές σε δίνη, διαμελίζονται.
Δύο. Πάντα δύο.
Άναρχος δυισμός
το γιν και το γιαν
εναγκαλισμός σφοδρός
και τα σύννεφα κοιτούν απορημένα:

Σ’ όλη τη γη, σ’ όλο το σύμπαν
τόση βία δεν ξαναείδαν.

ΩΡΑ 5:58, ΧΑΡΑΜΑΤΑ

Κι έκλεισα τις παλάμες μου σφιχτά
γύρω από αόρατα γερά σχοινιά
και είχα δύναμη, ναι, δύναμη
να κρατηθώ εκεί μέχρι ο χρόνος να τελειώσει
να σκαρφαλώσω, ίσως, ύψη δυσθεώρητα.
Ήξερα τον ίλιγγο της θέας από κει πάνω.
Ω, ναι, τον ήξερα καλά.

Μα η πτώση…
Το αόρατο σχοινί έκαιγε τα χέρια
η τριβή και το έγκαυμα του αναπόφευκτου
η οργασμική παραίτηση στην άβυσσο
η ανακούφιση της άνευ όρων ήττας.

Με μάτια μισόκλειστα, ναι
τα χρώματα στροβιλισμός αέναος
ουράνια τόξα και ευωδιές από αγέννητα λουλούδια
κι ένα απαλό ζεστό αεράκι απ’ τη στεριά
η χώρα άγνωστη.

Είχε μια απόκοσμη γαλήνη αυτή η πτώση.

ΚΕΛΙΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ

Πάλι σιωπή, πάντα σιωπή.
Κύλησαν λέξεις κρύσταλλα
διαλύθηκαν στις πέτρες
μια δρασκελιά και μετά θάλασσα
και λήθη και βυθός
γκρίζα ιζήματα, χέρια αδρά
τυφλά, αναίσθητα αναδεύουν
γκρίζο νερό, θολό τοπίο.
Ισχνές κλωστές ατόφιο ασήμι
-ως το άπειρο-
δεμένες στον αστράγαλο. Δεσμά.

Χορδές να στέκουν άηχες
να σφίγγουνε σαν δίχτυ
πάλι σιωπή, πάντα σιωπή.

ΣΕ ΑΛΛΗ ΖΩΗ

Ζωή σε ομόκεντρους κύκλους
κεντρομόλος κατάδυση
φυγόκεντρος νόηση
νευτώνια αποτυχία.

Φυσική με αφύσικους νόμους.
Σε άλλο σύμπαν
σε άλλη ζωή.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΡΙΠΗ ΑΝΟΔΙΚΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

FRACTAL 18/3/2025

1. Ποίηση βαθιά υπαρξιακή:
Είναι μια ποίηση λεπτεπίλεπτη, προσεγμένη, καμωμένη από τα πιο εύθραυστα, ακριβά και σπάνια υλικά. Καταβυθίζεται άφοβα στα πιο κρυφά λαγούμια του νου, σε χώρες παράξενες εκτός χάρτη, εκεί όπου ισχύουν μόνο οι κανόνες του πιο ευφάνταστου παραμυθιού: Επίπεδοι ουρανοί, επίπεδες αβαθείς θάλασσες, επίπεδο έδαφος σε μία μόνο διάσταση. Η ποιήτρια Κασσιανή Μαρτινάκη δεν ασφυκτιεί από την έλλειψη των άλλων δύο διαστάσεων. Δεν αποζητεί χώρο ή περισσότερο οξυγόνο να ανασάνει. Αποδέχεται τα δεσμά και σχεδόν τα αγαπάει. Δεν γνωρίζουμε ποιος τα επέβαλλε και ποιος επιτηρεί αυτό το παράξενο κλουβί. Σημασία έχει πως η ίδια νιώθει αρκετά καλά, έχοντας πλήρη συνείδηση αυτής της αλλόκοτης κατάστασης. Σε μια πρωτοφανή ενδοσκόπηση παρατηρεί και περιγράφει τον εαυτό της και τον τόπο σαν να είναι η ίδια έξω από τον χώρο, κι ίσως έξω από τον χρόνο:
Κατέβηκα πάλι τη μονοδιάστατη σκάλα
στη μονοδιάστατη χώρα.
Οι πεταλούδες στη βίβλο του μύθου
ζωγραφιές σε τέχνη naive
και τα νερά, ω τα νερά,
φωτογραφίες still life, επίπεδα πέλαγα
(ως επί το πλείστον αβαθή).
Τα νύχια γραμμές στο χαρτί
-υπόλευκο θα ‘ταν νομίζω ιδανικό-
χωρίς μουτζούρες
χωρίς γέλια arabesque
χωρίς αστραπές και άλλα ανώφελα
χωρίς ανούσιες πτήσεις
πάνω απ’ το χώμα
που ευτυχώς είναι επίπεδο.
Υπάρχω εκεί.
(Απόσπασμα από το ποίημα «Υπάρχω εκεί»)
Παρατηρώ με έκπληξη πως ο χώρος στολίζεται με πεταλούδες και χρώματα, παρόλο που είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος, τυπωμένος σε μία μόνο διάσταση. Αλήθεια, την έννοια του μονοδιάστατου τοπίου δε μπορεί να τη συλλάβει ο νους. Να λοιπόν, πού βρίσκεται η ποιήτριά μας:
Μεταξύ ουρανού και γης
Ακροβατώ
ανάμεσα στην άτακτη προέλαση
και την ύστατη υποχώρηση
δεμένη χειροπόδαρα
σε καταστολή.
Φιμωμένη.
Βγάζω λόγους ολονύκτιους
με σαφή επιχειρήματα
με ρητορικά τεχνάσματα
υπέροχους λόγους.
Φιμωμένη.
Ακροβατώ
ανάμεσα στην πτήση
ή στην πτώση με χάρη.
Ίσες αποστάσεις
μεταξύ ουρανού και γης
δεμένη χειροπόδαρα
σε καταστολή.
Ακροβατώ
ανάμεσα σε δυο πόδια
και τέσσερις ρόδες
ανηφόρες παντού
χωρίς χειρόφρενο
σώας τας φρένας
στην κατηφόρα.
Συγκρατημένη θλίψη, προσδοκία της άνοιξης που άργησε πολύ, κι όμως το φως του ήλιου την ενοχλεί, αφού πέφτει με αυθάδεια σαν να μη σέβεται την κυρίαρχη μελαγχολία. Ο χρόνος λιώνει, μουτζουρώνονται τα ρολόγια του Νταλί, παραμορφώνονται, στάζουν μελάνι, οι στιγμές απόκοσμες σε μιαν άναρχη τυχαιότητα, καθώς τα πάντα διαλύονται, κι όμως η ποιήτρια υπόσχεται πως:
Θα εξασκηθώ στους λιωμένους καμβάδες
θα πλέξω πάλι συνοχή
συναρμογή, συνενοχή
-πες το όπως θες-
ώσπου να έρθει η Τετάρτη Παρουσία
ή η Πέμπτη Απουσία.
Και πιο κάτω:
Ας μείνει, λοιπόν, η φωνή κρεμασμένη κλωστή
απ’ την άκρη της θαμπής ημισελήνου.
Ας μείνουν οι λέξεις καρφωμένες στον τοίχο
και τα σημάδια στο χαρτί να απλώνουν.
Ας μείνει η σκιά να στοιχειώνει το βήμα
και οι πέτρες στρωμένες κάτω απ’ τα πόδια.
Ας μείνει καιρός, βοριάς παγωμένος
κι ας φέρει χειμώνα δυσοίωνο
κι άλλα ίχνη στο χιόνι
κι άλλες στάλες
-πικρές προσευχές-
κι άλλες μισές ιστορίες
κι άλλον θάνατο, ίδιο.
Στον αέναο κύκλο τους
ας μείνουν μόνες
οι εποχές.
(Δύο αποσπάσματα από το ποίημα “Λευκές εποχές”)
Με βλέμμα πολυεστιακό, ετοιμοπόλεμο, σε πλήρη εγρήγορση, με τις αισθήσεις σε πλήρη επιφυλακή, οραματίζεται ταξίδια, αναχωρήσεις ή καλύτερα θεαματικές αποδράσεις με τις θύελλες να βουίζουν στο αίμα της και μια καταιγίδα ριζωμένη στην ψυχή της. Διακρίνω από τη μια, μια μαχητικότητα, μια ορμητικότητα, μια σαρωτική κίνηση εμπρός, με λαχτάρα για ζωή, κι απότομα, αναίτια, ανερμήνευτα, μια παραίτηση, μια σιωπή, μια καταβύθιση, έναν απίστευτο εγκλωβισμό εκεί που τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει στ’ αλήθεια.
Εύκολα ο αναγνώστης θα εντοπίσει στοιχεία ερωτισμού κι είναι πιθανό να χαρακτηρίσει αυτή την ακριβή ποίηση βαθιά ερωτική. Τείνω να πιστέψω, παρόλα αυτά, πως είναι μάλλον αθεράπευτα υπαρξιακή, γιατί εδώ ο έρωτας βιώνεται κι εκφράζεται ως συνώνυμο της ίδιας της ζωής. Νομίζω πως είναι η υπαρξιακή αναζήτηση που στοχεύει στην υπερβατική ταύτιση με τον “άλλο”, παρά η κοινώς νοούμενη ερωτική σύζευξη. Μόνο αυτή η σκέψη μπορεί να δικαιολογήσει την απίστευτη ορμητικότητα και το πάθος που εντυπωσιάζει με τη δύναμή του:
Χορός της ματαίωσης
ρωγμές επικίνδυνες
στο λευκό των ματιών
γήινη έκσταση
δρόμοι ανοιχτοί
δέρμα στο δέρμα
χέρια, τιμόνι
κλειστές στροφές
αδιέξοδα κύματα
και πώς να σ’ έχω
ματιά ατελέσφορη
στέρφα χωράφια
καμένη γη.
[…]
Ο χρόνος λυτρώνει;
Ούτε με σφαίρα
στυγνή, ασημένια
ούτε με ξύλο
ούτε αγιασμό
και πώς να σ’ έχω
ωμή αλήθεια
κλέβεις τους στίχους
τους σπας κομμάτια
και τους μαζεύω
σε μια πορφύρα
τους ζώνω στη μέση
και πολεμώ
με χέρια γυμνά
στιλέτο στα δόντια
γυαλίζει καθρέφτης
μόνο τα μάτια μου.
(Δύο αποσπάσματα από το ποίημα «Αδιέξοδα κύματα»)
Κάποτε ο λόγος παύει να είναι περιγραφικός και γίνεται προφητικός. Ενώ κατά κανόνα η ποίηση κοιτάζει πίσω και τρέφεται από το παρελθόν, στην ποίηση της Κασσιανής Μαρτινάκη τα ρήματα μπαίνουν συχνά στη χρονική βαθμίδα του μέλλοντος, προκειμένου να δηλώσει τις αποφάσεις που πήρε και τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει για τον ίδιο της τον εαυτό. Ο λόγος εκεί ισοδυναμεί με μια εντονότατη αυθυποβολή, προκειμένου να ενεργοποιήσει υπαρκτές, μα σε λανθάνουσα κατάσταση εσωτερικές δυνάμεις, προκειμένου να υλοποιηθούν οι προσδοκίες της:
Θα πυροβολήσω με σκάγια τον αέρα που κρέμεται
ναι, σ’ εκείνη τη νύχτα την κατάφωτη
που στάχτη θα πέφτει νιφάδες στα χέρια
και που τα κύμβαλα θα σιωπούν πεισματικά.
Δεν θα σταθώ στην εντροπία.
Θα κυλήσω σαν άψυχη πέτρα αμέριμνα
σε κείνη και σε τούτη την Άγια Μέρα
με τρένα στις ράγες ή χωρίς
με άσπρες συστάδες σύννεφα ή χωρίς
με χούφτες γεμάτες αστέρια ή χωρίς.
(Απόσπασμα από το ποίημα «Φλούδες μανταρίνι»)
Άλλες φορές ο λόγος είναι μαγικός, κι ως γνήσιο ξόρκι που ξεστομίζεται για να χτυπήσει το κακό, έρχεται να ανοίξει δρόμους άγνωστους, να δημιουργήσει νέες συνθήκες:
Είπα, οι πόρπες σκαλισμένες σε λευκόχρυσο
ν’ αντανακλούν των αστεριών το φέγγος
όσο θα παίρνουνε τη θέση των ματιών.
Και είπα, μικρό σκαλί και ένα πόδι
και κύκλους κύκλους βήματα ξυπόλητα,
και πάλι το σκοινί, πάλι το δίχτυ.
Είπα, θ’ ακολουθώ τον ήχο του νερού
και το κελάρυσμα κάθε χαμένου ονείρου.
Είπα, θα παραβγώ το φως με χίλιες λέξεις
η καθεμιά σπίθα στα δάχτυλα, δυο κάρβουνα για μάτια.
Θα τσαλακώσω τα τετράγωνα ζωγραφισμένα σπίτια
θ’ αφήσω την παλάμη στη σπηλιά μαρτυρικό
να λάμπει απόκοσμα ώσπου να ξανασπάσει ο βράχος.
Είπα σε γλώσσες πύρινες
χιλιάδες ξόρκια είπα.
Ίσα να κλείσω τη ρωγμή στη μαύρη πέτρα.
(Απόσπασμα από το ποίημα «Ξόρκια»)
Έχει άραγε μαγική δύναμη ο λόγος; Μπορεί η κατάρα να μας καταστρέψει; Μπορεί η ευχή να θωρακίσει τη ζωή μας; Μπορεί η πεισμωμένη εντολή να γεννήσει κόσμους; Έχει δύναμη τελεστική η φωνή που κρύβει πάθος κι ένταση; Δε νομίζω πως θα μπορούσαμε να δώσουμε εύκολα μια οριστική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα που απασχόλησαν τους ανθρώπους από τα βάθη των αιώνων. Εδώ, ασφαλώς δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για τέτοιες πνευματικές αναζητήσεις. Άλλο θα πρέπει να κερδίσει το ενδιαφέρον μας: Η ποίηση δεν εκλογικεύεται! Ο έμπειρος αναγνώστης το γνωρίζει εκ των προτέρων, παρόλο που ο κοινός νους επιμένει στη γνωστή ερώτηση «τι θέλει να πει ο ποιητής». Αφού η ποίηση δε γράφεται με την ψυχρή λογική, η λογική «1+1=2» είναι μάλλον το τελευταίο εργαλείο που θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει προκειμένου να την αποκωδικοποιήσει και να την ξεκλειδώσει, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό.
Νομίζω πως πρέπει να ενεργοποιήσει κανείς πρώτα-πρώτα τη φαντασία του, κι έπειτα να επιτρέψει στο συναίσθημα που φουσκώνει σαν ορμητικός χείμαρρος, να τον πάρει μαζί του. Είναι ανάγκη να εμπιστευτεί κανείς το συναίσθημα που αναδύεται και μεγεθύνεται λέξη τη λέξη.
2. Από το «εγώ» στο «εμείς»:
Η ποιήτρια μεταβαίνει εύκολα από το «εγώ» στο «εμείς», κι αυτή την ευελιξία τη σημειώνω ως εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο ποιητικής ωριμότητας που με εντυπωσιάζει, αφού το βιβλίο που αναλύουμε και παρουσιάζουμε είναι μόλις το δεύτερό της. Κάποτε λοιπόν οι γυναίκες είναι πλάσματα μαγικά, με σχεδόν υπεράνθρωπες ιδιότητες. Από τα μαλλιά τους πέφτουν άστρα λαμπερά και σκορπίζονται στα πόδια τους. Τα στοιχεία της φύσης υποτάσσονται και τιθασεύονται με μια τους μόνο κίνηση. Πόσο εύκολα ελέγχουν μέσα στις χούφτες τους το χαλάζι και τον κεραυνό. Πόσο αγέρωχη είναι η ματιά τους, πόση δύναμη κρύβει το γυμνό τους κορμί απέναντι στην ίδια τη θάλασσα. Γιατί είναι μικρές θεές, μάγισσες, κι ούτε το όνομά τους δεν μπορεί κάποιος ν’ αρθρώσει.
Άλλοτε κατάκοπες και εξαντλημένες, σημαδεμένες από τα βάσανα της ζωής και τον ανελέητο χρόνο, με κραγιόν ξεφτισμένο κι ένα τσιγάρο στα χείλη, με θολή ματιά, είναι οι αμαρτωλές του κόσμου ή έστω αυτές που μετά τον εξαγνισμό και τους πορφυρούς μανδύες της συγχώρεσης, γίνονται μετανοημένες Μαγδαληνές σε βυζαντινές τοιχογραφίες. Κι όμως, είναι γυναίκες που αγαπήθηκαν και λατρεύτηκαν, εκτός κι αν είναι ο έρωτας μιαρός κι η ίδια η φύση εναντίον τους, χωρίς να φταίνε.
Δοχείο παλιό
Είμαι εγώ.
Διάτρητη. Ελλιπής.
Ξεφτισμένη στις άκρες
φανέλα τριμμένη.
Δε με πετώ.
Με κάνω ξεσκονόπανο
διώχνω τη σκόνη σου
την απορροφώ, σαν σφουγγάρι
τα κύτταρά σου τα νεκρά
τα λόγια σου τα πιο νεκρά.
Είμαι εγώ.
Απούσα. Απτή.
Δοχείο παλιό
μάζεψα όλα σου τα σάλια
τα έκανα σώματα, λουλούδια
συνέχισα το είδος σου, το είδος μου
μη λείψει ο πόνος.
Είμαι εγώ.
Ασύνδετη. Ασυνάρτητη.
Γεμίζω τα κενά όπου τα βρω
αυτά που αφήνεις
με κομμάτια μου
και σε μισώ, και με μισώ.
Δεν είμαι εγώ.
Δεν θα ‘μαι εγώ.
Δεν έχω συνοχή.
Να λοιπόν που η ποίηση της Κασσιανής Μαρτινάκη κάποιες φορές γίνεται απίστευτα σκληρή, ίδια με κραυγή διαμαρτυρίας. Οι γυναίκες καλούνται να είναι δοτικές, υποχωρητικές, «αρκούντως ρυπαρές» ως σύζυγοι κι ως ερωμένες, υποταγμένες στις ανδρικές ορέξεις, τυφλές απέναντι στα κατάφωρα ψέματα που εισπράττουν, οντότητες τραγικές, «υπόδικες», υπόλογες στην κακόβουλη κρίση των άλλων.
Στα ερωτικά ποιήματα αυτού του βιβλίου, είναι χαρακτηριστική η διάψευση των ελπίδων, η διαρκής αναζήτηση, η προσδοκία χωρίς αντίκρισμα. Ο έρωτας εδώ δε φέρνει γαλήνη ψυχής και αίσθημα πληρότητας, αλλά μάλλον αγωνία και θλίψη. Θαυμάζω κάθε τόσο την άνεση της ποιήτριάς μας να δημιουργεί εικόνες απίστευτης ζωντάνιας κι ομορφιάς:
θα ʹμαι στον μίσχο μιας φτέρης μες στο δάσος σου
και στα γεράνια ενός τυχαίου μπαλκονιού
θα ‘μαι σταγόνα γερασμένη στους νερόλακκους
όταν θα βρέχεις τα καινούρια σου παπούτσια
-κρυφή χαρά όπως τότε,
όταν στις γρίλιες της ζωής δεν είχε σκόνη-
θα ʹμαι ιδρώτας σε λιοπύρια μες στους κάμπους σου
και αντανάκλαση στις γυάλινές σου κοίτες
θα είμαι το άσπρο στο απάτητο το χιόνι σου
και το αεράκι που σαλεύει νύχτα ξέφωτη.
(Απόσπασμα από το ποίημα «δυο τάλαντα»)
Δυσκολεύομαι να χαρακτηρίσω πεσιμιστική την ποίηση της Κασσιανής Μαρτινάκη, παρόλο που βλέπω πολύ συχνά να επικρατούν ζοφερές σκέψεις. Νομίζω πως ακροβατεί ανάμεσα στη λύπη και τη χαρά. Έχει την ανάγκη να ζήσει τη χαρά, την πιστεύει, την προσδοκά, παρόλο που συχνά τη χάνει όπως ακριβώς φοβόταν. Παντού η «επίμονη σκόνη», λέει με απογοήτευση. Η σκόνη συμβολίζει τη φθορά, την αποτυχία, τη βρωμιά που πρέπει να κάθε τρόπο να απομακρυνθεί, τόσο από τα έπιπλα, όσο και από τους ανθρώπους.
Επίμονη σκόνη
Και όλο έφευγε.
Λεπτό το λεπτό τίναζε κόκκους σκόνης
χιλιάδες κύτταρα νεκρά, κίτρινη γύρη
κι εκείνα όλο βάραιναν στους ώμους.
Ασήκωτη προέκυπτε η φυγή.
Κοιτούσε πίσω πάντα
το μισάνοιχτο ντουλάπι
τη μισοάδεια κούπα του καφέ
το μισογεμάτο τασάκι
τα πεταμένα ρούχα και τη σκόνη
-αχ, τη σκόνη-
που τύλιγε επίμονα κάθε πρωί τον κόσμο
3. Ριπή ανοδική:
Ο τίτλος αυτής της ποιητικής συλλογής υποδηλώνει την τελική θεαματική νίκη της αισιοδοξίας. Η ψυχή που τόσο πολύ βασανίστηκε, που κούρνιασε στ’ ανήλιαγα, που την ξέβαψε η βροχή, που την έκαψε ο ήλιος, ζητά μονάχα μια λυτρωτική πτήση, αρκεί να φυσήξει επιτέλους άνεμος δυνατός, λυτρωτικός, να τη σηκώσει ψηλά σαν χαρταετό στην αγκαλιά του. Η ποιήτριά μας, σε β΄ πρόσωπο ενικού αριθμού, σε μια ύστατη αυθυποβολή, κραυγάζει στον ίδιο της τον εαυτό, για να του θυμίσει πως δεν αποτελείται από χώμα και νερό. Δεν είναι πήλινος! Είναι ένας ζωντανός ορίζοντας πάνω από το χώμα, που μόνο στ’ αστέρια ανήκει. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος μόνο για τα καλύτερα! Ως ανταπόδοση της τιμής που μου έκανε στο ποίημά της με τίτλο «Συνομιλίες», εκεί όπου αναφέρθηκε σε κάποιο ποιητικό μου έργο, κλείνω την παρούσα εργασία με ένα άτιτλο ποίημά μου, τμήμα μιας μεγαλύτερης ανέκδοτης ποιητικής μου σύνθεσης:
Εδώ στης γης την άκρη μόνος κι έρημος
μακριά απ’ τους κρότους, τους καπνούς, δες πώς ανοίγει
πλατιά αυλαία μαγική ως τον ορίζοντα
κι αστέρια βρέχει πορφυρά να σε στολίσει.
Aν θέλεις, στάσου για ν’ ακούσεις το τραγούδι της
κι ασ’ τους αγγέλους στα ψηλά να ζωγραφίζουν
σαν τα παιδάκια τους μικρούς θολούς πλανήτες τους,
γαλαζωπά λευκά κοπάδια στο πανί τους.
Άκου, για σένα μοναχά, θαρρώ πως γράφτηκε
τώρα που η γη κατάκοπη κοιμάται
κι ανάλαφρη η καρδιά σου ξεσηκώνεται
σαν το πουλί που τους αέρηδες θυμάται:
«Για τ’ άρρητα, τα θαυμαστά ψυχή σού δόθηκε.
Για τα ωραία, τα τρανά, σήκω απ’ το χώμα!»
Είναι -ελπίζω- σαφές, πως οι ποιητές συχνά μοιραζόμαστε κοινά όνειρα και επικοινωνούμε μέσω της τέχνης, μ’ έναν τρόπο σχεδόν μαγικό!

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.