ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΓΕΛΗΣ

Ο Δημήτρης Αγγελής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Ποιητής και δοκιμιογράφος, είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του περιοδικού Φρέαρ και συνδιευθυντής της ετήσιας έκδοσης χριστιανικού διαλόγου και πολιτισμού Ανθίβολα. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, δοκίμια, μελέτες και διηγήματα. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών για την ποιητική του συλλογή Επέτειος, με το βραβείο μετάφρασης του Ιδρύματος Corda, με κρατικό βραβείο ποίησης για την ποιητική του συλλογή Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου και με το βραβείο Μάκης Λαχανάς για το σύνολο του έργου του. Στα ισπανικά έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του Aniversario και Si fuera tu noche
(ανθολογία ποιημάτων). Έχει διατελέσει πρόεδρος του Κύκλου Ποιητών και διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Φιλομήλα, 1998
Ένας ακόμη θάνατος, 2000
Μυθικά νερά, 2003
Επέτειος, 2008, Βραβείο Λ. Πορφύρα τής Ακαδημίας Αθηνών
Επαληθεύοντας τη νύχτα, 2011
Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου, (ΠΟΛΙΣ 2015) Κρατικό βραβείο ποίησης
Σχεδόν βιβλικά (ΠΟΛΙΣ 2017)
Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου (ΠΟΛΙΣ 2022)
Η πόλη Μαρία  (ΠΟΛΙΣ 2023)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Τελευταίο καλοκαίρι, 2002 (διηγήματα)

ΠΑΙΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

Το μπαλόνι της Ζένιας, 2019 (παραμύθι)

ΜΕΛΕΤΕΣ – ΔΟΚΙΜΙΑ – ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ

Για τη συγγραφή, 1998 (δοκίμιο)
Αισθητική Βυζαντινή: Η έννοια του κάλλους στον Μ. Βασίλειο, 2004 (μελέτη)
Ιδεολογικά ρεύματα τής “Ύστερης Αρχαιότητας,  2005 (μελέτη)
Στις πηγές τής βυζαντινής φιλοσοφίας: Η έννοια τής φιλοσοφίας στους Έλληνες απολογητές, 2007 (μελέτη)
Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι: Μια συζήτηση για την ποίηση, 2010
(Με τους Δημήτρη Ελευθεράκη και Σταμάτη Πολενάκη)
Καρφιά στο σώμα: Τέσσερα κείμενα στην κόψη λογοτεχνίας και θεολογίας, 2021 (μελέτες)

Εκδόσεις Πόλις

Θα σας παρακαλούσαμε πριν προβαίνετε σε αναδημοσιεύσεις ποιημάτων από βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πόλις να ζητάτε την άδεια του εκδοτικού οίκου, ως είθισται και όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία.

12 Ιανουαρίου 2024

.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η πόλη Μαρία
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

FRACTAL 12/12/2023

«Φαντάσματα μιας άσωτης καθημερινότητας που έχει ήδη λησμονηθεί»

Σπάνιας αισθητικής ποιήματα που κατορθώνουν να υποβάλλουν την άσεμνη βουή του Κράτους, μέσα από τις καταστροφές, τα ερείπια, διακριτικά, όπου η ποίηση, ζεστή χιονοθύελλα, ανάλαφρα πατήματα στο χιόνι, τυλίγει με την πνοή της την πόλη-χώρα που έχει χαθεί, που χάνεται βίαια, ποτίζοντας τρυφερά τα ερείπια, και τις προσωπικές σχέσεις.

Η πόλη Μαρία και ο άνθρωπος Μαρία, ο τότε, ο σήμερα και ο μελλοντικός, ενώνονται μέσα στην χαώδη αδιαφορία του χρόνου, σαν ένα ένδυμα που αλλάζει χρώματα και υφάσματα, ντύνοντας την καθημερινότητα, όπου οδεύουμε, εμείς, οι άνθρωποι Μαρίες και οι χώρες Μαρίες, ενός επαναλαμβανόμενου Κόσμου στη βροχή, στο χιόνι στον λαμπερό ήλιο, στον πόλεμο, στην ειρήνη, άοκνα θύματα του έρωτα και του θανάτου. Του Έρωτα που μ’ ένα διάφανο πέπλο σκεπάζει τις τραυματισμένες χώρες, και τους απογοητευμένους ανθρώπους, ένα πέπλο τρυφερότητας που επιμένει.

Το επίτευγμα του Αγγελή, είναι πως χωρίς επώδυνες αναφορές, αγκαλιάζει με ποίηση, μάλλον μετατρέπει σε ποίηση την βίαιη πραγματικότητα, χωρίς να απομακρύνεται από τον άνθρωπο. Την μεταμορφώνει, την ανυψώνει καθώς αποσπά την αθέατη ουσία της.

«Εκείνοι που κοιμούνται σ’ αυτό το κρεβάτι έχουν φύγει.

Εκείνοι που μιλούσαν για ώρες ψιθυριστά στο τηλέφωνο έχουν σωπάσει

Εκείνοι που ξεχορτάριαζαν τον κήπο δεν περνούν απ’ τον δρόμο μας.

Κι η Μαρία λέει πως αν δεν σταματήσουν οι βροχές θα πεθάνει»

Οι άηχες παρουσίες του παρελθόντος αφήνουν τα ζωντανά ζεστά ίχνη των βημάτων τους, σε μια αόρατη χώρα, όπου ο ποιητής ζητάει συγνώμη καθώς τα βάζει μέσα στον κόσμο μας, μοναχική κραυγή, σε ένα ταμπλό που έχουν απωλεσθεί όλοι οι ήχοι και μόνο οι εικόνες αναδύονται από τα συντρίμια τους.

«Θα μπορούσες να είσαι πιο τρυφερή μαζί μου Μαρία
Να με πηγαίνεις στο άλσος για να δούμε τις πάπιες
Να μου κρατάς το χέρι σφιχτά ακόμα κι αν είναι ιδρωμένο.
……………………………………………………………..
Να μου ψιθυρίζεις που και που γλυκόλογα κι όχι να με χτυπάς
διαρκώς στο κεφάλι
Όχι να με δένεις μέχρι ασφυξίας με πετονιά, να με τρυπάς με
το σύρμα
Να με φτύνεις, να με δαγκώνεις, να με κλωτσάς
………………………………………………….

Δεν θέλω να ζω άλλο μέσα στην απειλή. Μαρία σκληρή μου
αφέντρα μη γίνεσαι
Όχλος δυσσεβής και παράνομος
Ξέρω πως είσαι γυναίκα, όμως εγώ σε προτιμώ κοριτσάκι
να χοροπηδάμε σε λασπολακκούβες, να νιαουρίζουμε όλη νύχτα
σκαρφαλωμένοι πάνω στο φράχτη
μαζί- αυτό μου φτάνει.»

Εδώ η χώρα Μαρία ακουμπάει στον άνθρωπο Μαρία. Κι αυτό σημαίνει
την ανθρώπινη ενοχή. Μια ενοχή που χιλιάδες χρόνια παραμένει χαραγμένη όχι απλώς σ’ ένα σπήλαιο, σε μια κατακόμβη, αλλά μέσα μας.

Δίπλα στην ανθισμένη ελπίδα. Μαζί μπαίνουμε στον κόσμο.

«Στο σκονισμένο Λεξικό της Πρωίας» έκδοση του 1933, βρίσκω ένα λήμμα: «Κροατία, όνομα παλαιάς χώρας της Ουγγαρίας ανηκούσης νυν εις την Νοτιοσλαυΐαν, θυμάμαι απρόσμενα τη λέξη «στυπόχαρτο» του Σεφέρη: «στουπόχαρτο (το) απορροφητικός χάρτης» σκέφτομαι τι θα γράφει για τη χώρα μου αύριο. Θα υπάρχει άραγε κι ένα ουδέτερο λήμμα «Μαρία» και δίπλα
μια αραιή συνάθροιση λέξεων σαν άθροισμα ζωής;»

Με τι λεπτότητα λέγονται οι σκληρές αλήθειες! Θαυμάζω! Ο Κόσμος ένας χάρτης που αλλάζει…το επώδυνο αποσπάται, αφήνει την μυρωδιά –ευωδιά του συμβόλου, πλουτίζοντας το νόημα της γραφής και του γράφειν.

Σκέφτομαι πως το λήμμα Μαρία είναι μια σκοτεινή χώρα, μια απέραντη φυλακή. Και μείς οι φυλακισμένοι έχουμε χάσει την σκιά μας. Κάποια όνειρα μονάχα ξεφεύγουν σαν αποδημητικά πουλιά.

«Σκούριασες μου λες απλώς κατάπια μια πεταλούδα και βάρυνα»

Το οξύμωρο που ελευθερώνει την αισθητική απόλαυση. Σε μεταφέρει στην ταύτιση της εικόνας με το αναπεπταμένο νόημα.

«Όταν εσύ, Μαρία, σ’ ένα άλλο δωμάτιο γράφεις,
ελευθερόστιχα σονέτα για τα μέλη του εργατικού κόμματος και
τα μάτια σου λάμπουν
σαν δυο αναμμένα κάρβουνα μέσα στη νύχτα,
εγώ απλώνω τον ίσκιο μου σε μια κρεμάστρα γιατί μυρίζει ήδη
φθινόπωρο και ναφθαλίνη, μετράω
φανοστάτες και περαστικούς ωρολογοποιούς ώσπου να ‘ρθεις
Τι ωραία η προσμονή όταν φλέγεσαι

………………………………………

Φαντάζεσαι

τη σκιά σου να φοράει τα ρούχα σου και να ζει μια δεύτερη ζωή

……………………………………………………»

«Αυτό που δεν είμαστε: το άδειο βλέμμα του Άμλετ καθώς περιφέρει το κρανίο του Τσαϊκόφσκι……Τα πενήντα ένα ηλεκτροσόκ του Αρτώ.

Αυτό που είμαστε: μια πολυθρόνα που θ’ αδειάσει. Ένα σπίτι με ψυχή σκύλου. Εκείνος ο άνθρωπος που αγκάλιασε κλαίγοντας ένα άλογο στο Τορίνο…. φαντάσματα μιας άσωτης καθημερινότητας που έχει ήδη λησμονηθεί…….»

«Αυτό το ποίημα είναι ο αέρας που σε τυλίγει Μαρία

όταν βγαίνεις το πρωί βιαστική…. να καλέσεις ταξί, κανένα δεν σταματάει, καταριέσαι την ατυχία σου, το ξυπνητήρι που δεν χτύπησε, τα κλειδιά που δεν σου φανερώθηκαν εγκαίρως,

στην πραγματικότητα όμως φταίει η μοναξιά, δεν το ξέρεις;

Οι μοναχικές γυναίκες ξετυλίγουν την μοναξιά τους στις φωτογραφίες της μνήμης. Απογυμνωμένες μέσα στο βάλτο που τους ρουφούσε. Χάνουν την έσω μορφή τους.

«Αυτό το ποίημα είναι ο αέρας που σε διατρέχει ΜΑΡΊΑ,
γιατί είσαι μια πόλη σκοτεινή και με χάσματα, μια πόλη στοιχειωμένη

……………………………………………….

Είμαι εγώ, τα μάτια μου που σε λεηλατούν κάθε λεπτό-αν σε χάσω. Αν σε χάσω θα πρέπει να βρω καινούργιο νόημα στη ζωή
Και δεν έχω.»

«Μια μέρα
ένας άνθρωπος θα έρθει από μακριά και θα τον λένε Μαρία»

Για την ώρα μας στέλνει τα ποιήματά του ο ποιητής Μαρία.

Έρχεται και φεύγει, παλεύει σε κινούμενη άμμο, προσπαθώντας να γευτεί το επαναλαμβανόμενο φιλί του τίποτα. Κι όμως από το εκμαγείο της αιωνιότητας, εκπέμπει σήματα κινδύνου ο παφλασμός του έρωτα, κρυφή γραφή, αέναη, που ανανεώνει το νόημα της ύπαρξης, την πεταλούδα που ανοίγει τα φτερά της στα θλιμμένα της μάτια.

Ποίηση μαγευτική, μουσική των χαμένων και των υπαρκτών πραγμάτων και αξιών.

.

ΠΑΝΤΑ ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
ΛΙΝΑ ΦΥΤΙΛΗ

FRACTAL 21/6/2022

Απέναντι σε μια απουσία

Το όγδοο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Αγγελή, με τον τίτλο «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, περιλαμβάνει είκοσι εννέα ποιήματα, τα οποία είναι κατανεμημένα ανάλογα με το περιεχόμενό τους, σε τέσσερις ενότητες. Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση, είναι φανερό πως η ποιητική σύνθεση λειτουργεί σαν ένα ερωτικό γράμμα, σαν μια επιστολή γεμάτη εικόνες, αναδεικνύοντας την απουσία του αγαπημένου προσώπου. Ο ποιητής, ώριμος ποιητικά, με έναν λόγο μεστό κι υγρό, εκφράζει έναν κόσμο που βρέχεται από τη μοναξιά που τον σκεπάζει.

«…Δεν ήμουν ποτέ, δεν θα γίνω η νύχτα σου/ ένα υπέρλαμπρο ναυάγιο είμαι μες στην ομίχλη/ ο μετανάστης που ξεβράστηκε το ξημέρωμα σε μιαν/ άγνωστη χώρα».

Ο Αγγελής επιστρέφει σε γεγονότα που τον καθόρισαν, ενώ ο χρόνος γίνεται ένα ντουλάπι με αναμνηστικά. Με τους στίχους του ζωντανεύει, δυναμώνει και παράλληλα καταστρέφει τα ψέματα, που ζουν μέσα του. Ό, τι κι αν συμβαίνει όμως, ο έρωτας κι ο θάνατος συνορεύουν. «Ευτυχώς χθες δεν πέθανα, χθες αγαπούσα» γράφει.

Ο ποιητής ψάχνει εναγωνίως την αγάπη, στα πιο απρόσμενα σημεία. Την έκσταση που ο έρωτας γεννάει πριν τον κορεσμό, αφήνοντας στο τέλος, μόνο σημαδεμένα τραπουλόχαρτα, σκόρπια στον άνεμο. Χρησιμοποιώντας έντονες εικόνες, πίνακες ζωγραφικής, όπως του Μποτερό, τον Αδάμ και την Εύα- δυο αρχετυπικές μορφές του Παράδεισου- τα άλογα του Τασκόφσκι, τη μουσική του Μπαχ, ολοένα εντείνει την ερωτική μελαγχολία κι εστιάζει σε όσα διαλύονται μέσα στην στυγνή καθημερινότητα.

Αντιπαραβάλλει τη στεγνότητα της εποχής με υπερρεαλιστικές σκηνές που τονίζουν την ερωτική του μοναξιά. «Στον δρόμο συνομιλώ με την Αγία Αικατερίνη. Εσύ αυτοπυρπολείσαι πάνω στο μπρούτζινο άλογο κάθε απόγευμα στις επτά κι εγώ σε νοσταλγώ σαν ξεχασμένη πατρίδα».

Με γλωσσική άνεση και ευελιξία, ο Αγγελής γράφει στίχους που διαβάζονται σαν σελίδες ημερολογίου, σαν μοναχικές επιστολές ή σαν εξομολογητικές ασκήσεις πάνω στην ερωτική απουσία. «Αγάπη» αναφέρει στο ποίημα Αντιμπουκόφσκι, «είναι αυτός ο σκύλος που δραπέτευσε απ΄ τον παράδεισο και παραμένει μονίμως ατάιστος».

Σε άλλο σημείο αναρωτιέται αν ο ίδιος είναι πλασμένος για την αγάπη- ένας προβληματισμός προσωπικός, που όμως, ο καθένας έχει σκεφτεί κατά τη διάρκεια της ζωής του. Έτσι το προσωπικό στοιχείο αγγίζει το καθολικό, αν ισχύει η ρήση του Μπένγιαμιν ότι «η εμπειρία είναι βιωμένες ομοιότητες». Γιατί ο ποιητής μέσα από τη δική του μοναξιά μιλάει για τη μοναξιά όλων, για τη δυσκολία των ανθρώπινων σχέσεων, για μία χώρα του ποτέ, όπου όλα είναι πιθανά, αλλά κι αμφίβολα.

«Όλα τα βράδια με το φεγγάρι του Αμύνταιου κρεμασμένο μες στο/ δωμάτιο κι εγώ να κοιτάζω ανυπόμονα προς την πόρτα, μετρώντας /πέντε κύκνους, δύο αιώνες και δεκατέσσερα Χριστούγεννα πριν τ΄ όνομά σου/ Μην έρθεις σήμερα, απεργούν οι πυροσβεστικές κι έχω ένα στήθος/ στρωμένο πευκοβελόνες, σε απόσταση δυο λεπτών απ΄ το παλιό βενζινάδικο/ γι΄ αυτό/ ακριβώς/ σε περιμένω».

Αν λοιπόν, η απουσία είναι ένα υπόλοιπο νύχτας, ένα τηλέφωνο που δεν χτυπάει, φορτηγά που περνούν έξω από ένα δάσος- η επίπεδη υπόσταση του χρόνου μεταμορφώνεται, χάρη σε μερικά ποιήματα- επαναφέροντας στιγμές ηδονής και οδύνης ταυτόχρονα. Στιγμές που φωτίζουν τα ανθρώπινα πάθη, τα αδιέξοδα, αλλά και την βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να υπερβεί τον εαυτό του, να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

Προφανώς το ποίημα είναι ένας τρόπος για να βιώνει καθένας τον χρόνο, τον έρωτα, την απουσία, μια ατέρμονη διαδρομή και μία αναμέτρηση με τον εαυτό, μας λέει ο ποιητής, αφού κάθε πιθανή συνάντηση που εμφυσά ζωή, ουσιαστικά αρθρώνει το διάστημα, όπου καθετί ανθρώπινο συναντά το υπερφυσικό, στην προσπάθεια να ανακαλύψει τη δική του υπόσταση.

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΣΙΤΣΕΚΛΗ

https://stigmalogou.gr 25/5/2022

Στη νέα ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου, το έργο του Κώστα Σιαφάκα στο εξώφυλλο, η εικόνα ενός σκύλου που βρέχεται κάτω από μια ομπρέλα και κοιτάει με λύπη τον ήλιο να λάμπει λίγο πιο μακριά, πάνω από ένα μήλο που το διαπερνά ένα ξίφος, προλογίζει εύστοχα τη συλλογή. Συμβολίζει την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου που βρίσκεται μακριά από την αγάπη, με υπερρεαλιστική απλότητα. Η θλίψη είναι η βροχή, ο ήλιος, η αγάπη που φέγγει πάντα μακριά και κάθε που την προσεγγίζεις χάνεται, το μήλο ο πληγωμένος κόσμος μας.

Η συλλογή χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες με τίτλους: Αν ήμουν η νύχτα σου, οι καθ’ ημέραν λύπες, στη χώρα του ποτέ, τα άλογα του κυρίου Ταρκόφσκι.

Το πρώτο ποίημα Μάρτιος 2020 γράφεται στην αρχή της πανδημίας και θυμίζει σελίδα ημερολογίου της καρδιάς ή την αρχή μιας ταινίας με σκηνοθέτη, κατά προτίμηση, τον Γκοντάρ. Ο ποιητής απευθύνεται στην απούσα αγαπημένη και της εξομολογείται τον έρωτα και τη μοναξιά του, την επιθυμία του να γυρίσει κοντά του. Έξω από το παράθυρο κυριαρχεί ο φόβος και η αγωνία, ακούγονται οι σειρήνες από τα φορτηγά του θανάτου:

Είναι Μάρτιος, η κυκλοφορία στους δρόμους έχει απαγορευτεί κι εγώ/ δεν ξέρω τι να σου γράψω αυτό το κρύο απόγευμα.

Έξω απ’ το παράθυρο ο φόβος αφαιρεί μεθοδικά τα φύλλα μιας λεύκας,/ γκρεμίζει το γύψινο λιοντάρι της πλατείας –στο βιβλίο που διαβάζω/ μια γυναίκα πάντα επιστρέφει

Φαντάζομαι πως χαϊδεύω το χέρι σου στο σκοτάδι αλλά δεν είσαι/ κι ούτε αν αναβοσβήσω τα φώτα τρεις φορές

εμφανίζεσαι…

…τριγυρνάω από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν να διασχίζω το παρελθόν μου ή να/ ψάχνω το παντελόνι μου

σκοντάφτω διαρκώς σε ανύπαρκτα έπιπλα και αισθάνομαι ζωντανός/ μόνο όταν σε σκέφτομαι…

…είναι Μάρτιος, το τηλέφωνο δεν λειτουργεί, έξω ακούγονται μόνο τα φορτηγά του θανάτου

αφήνω λοιπόν το βιβλίο στην άκρη, ανοίγω απότομα το παράθυρο και σου

φωνάζω:

Άναψε λίγο μέλλον για μένα!

Ο ποιητής είναι ο άνθρωπος εκείνος που όλη του η ύπαρξη νοηματοδοτείται από την αγάπη, που την αναζητά σαν πιστός σκύλος και μέσα του διαρκώς μια λύπη ξεσπάει και ποτίζει τα άνυδρα τοπία της πραγματικότητας.

Ο τρελός έρωτας των υπερρεαλιστών, εκείνος που εμπνέει την τέχνη και έχει τη δύναμη να αλλάζει τον κόσμο εμφανίζεται στις λέξεις του, το άλλο μισό που ξορκίζει τα μονοπάτια της μοναξιάς, αλλά παραμένει μακρινός, ανολοκλήρωτος. Όλα όσα τυραννούν το μυαλό γίνονται εικόνες που λάμπουν για μια στιγμή και ύστερα σβήνουν μέσα στους στίχους. Ο κόσμος της φαντασίας αλληλεπιδρά με τον πραγματικό και φανερώνει την οδυνηρή απόσταση της επιθυμίας από την πραγματικότητα, μέσα από συμβολισμούς και καταστάσεις ονείρων:

Όλη τη νύχτα τα μαλλιά σου πάνω στο μαξιλάρι δεν/ μ’ άφηναν να κοιμηθώ

Μέσα τους κρυβόταν μια ολόκληρη χώρα/ ένας μόνιμος βόμβος ηχούσε απ’ το φτερούγισμα/ χιλιάδων κολιμπρί

…Ακούγονταν κι οι πλεκτομηχανές που τα μαλλιά σου/ ηλέκτριζαν/μαζί με τα παραμιλητά ενός/ που κυνηγούσε το φεγγαρόφωτο/ για ν’ ανάψει ένα κερί

νομίζω επίσης πως φώναζε διαρκώς ένα όνομα/ σα να προσπαθούσε να χώσει ένα κουτάλι με υδράργυρο/ στο στόμα της νύχτας

χθες βράδυ που εσύ/ κοιμόσουν αμέριμνη στο Παρίσι/ κι εγώ στην Αθήνα.

Κάθε ποίημα είναι ένα σπίρτο που ανάβει και φωτίζει τα δεινά που καίνε την ψυχή του ποιητή· μέσα από τη δική του οδύνη αφουγκράζεται την οδύνη του κόσμου. Χωρίς την αγάπη, γίνεται ο ξένος χωρίς πατρίδα, παρίας σε μια άγνωστη χώρα:

Αν ήμουν η νύχτα σου/ τα χνότα σου ντυμένος, τα λέπια σου/ αν ήμουν η τέντα του Χάρου στην έρημη ύπαιθρο/ ―αλλιώς: το μεσοφόρι σου κρεμασμένο στου τοίχου το καρφί/ που σπαρταρά στ’ αεράκι ανυπόληπτο…

…εγώ/ δεν ήμουν, ποτέ δεν θα γίνω η νύχτα σου

ένα υπέρλαμπρο ναυάγιο είμαι μες στην ομίχλη/ ο μετανάστης που ξεβράστηκε το ξημέρωμα σε μιαν/ άγνωστη χώρα.

Στην ποίησή του η αγάπη ολοένα μετασχηματίζεται και παίρνει διάφορες μορφές· γίνεται η μορφή της μητέρας για τον στρατιώτη στα χαρακώματα:

Μητέρα υπάρχει ένα μαχαίρι μες στις θημωνιές· δυο φωτοβολίδες που δεν/ είναι τα μάτια σου πάνω απ’ τον βάλτο και κάποια χιλιόμετρα συρματόπλεγμα/ που με χωρίζουν από τα παιδικά μου όνειρα…

Είναι ίσως τα χαμένα οράματα μιας άλλης γενιάς που κάνουν απρόσιτη την αγάπη, αυτή η απογοήτευση που διαπερνά τους ανθρώπους ως το μεδούλι να υπογράφει τη σημερινή μοναξιά. Η νύχτα που έχει σκεπάσει την ανθρωπότητα και έχει εισχωρήσει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Ο ποιητής ζητάει από την αγαπημένη του να μοιραστεί μαζί του τα σκοτάδια της, να τον αφήσει να σεργιανίσει στα μονοπάτια της ψυχής της και να διαβάσει μέσα στα κίτρινα τοπία, στις σκουριασμένες μηχανές και στα έρημα εργοστάσια που κατάντησαν φωλιές πελαργών, τα απομεινάρια του οράματος, την κρυφή πληγή του κόσμου. Την ταξιδεύει στις μέρες εκείνες που έλαμψε για λίγο η αγάπη, στη χώρα του ποτέ.

Μέσα από την ποίησή του περνάει, σαν ταινία, το φάσμα από κάθε ουτοπία που αγάπησε και φιλοξένησε στην ψυχή του ο άνθρωπος. Μας δίνει μια αίσθηση του πώς θα ήταν η ζωή, αν τα συνθήματα της γενιάς της αμφισβήτησης, για ειρήνη, αγάπη και αλληλεγγύη είχαν επικρατήσει στον κόσμο· θυμάται το Γούντστοκ:

Απόψε ονειρεύτηκα πως ήμασταν όλοι καλά, ξαπλωμένοι το απόγευμα/ στις χρωματιστές σαιζ-λονγκ του κήπου, με τα πόδια γυμνά/ μες στα βρεγμένα χορτάρια και γελούσαμε

Από κάπου ακούγονταν οι μουσικές από ένα αυτοκίνητο που ερχόταν/ γεμάτο φίλους κι ένα χαρούμενο σκυλί με τη γλώσσα του κρεμασμένη/ έξω απ’ το παράθυρο/ -σίγουρα θα είχαν μετρήσει κίτρινα ταξί στη διαδρομή ώσπου να βγουν από την πόλη/ και θα ’χαν δει στα σύννεφα/ βρέφη χαμογελαστά κι άψογα πλατανόφυλλα σαν της καναδικής σημαίας/ το μακρινό 1969 που εγώ δεν ειχ’ ακόμα γεννηθεί αλλά έμενα/ σ’ ένα τροχόσπιτο γεμάτο πολαρόιντ στους τοίχους/ και μυρωδιά πεύκου

Λοιπόν απόψε ονειρεύτηκα/ πως μεσ’ απ’ τα δέντρα έρχονταν/ λευκά ελάφια κι έτρωγαν/ κύβους ζάχαρης από τα χέρια μας/ πως δεν είχαν γίνει ακόμα στάχτη τα ωραία δάση μας, πως έστεκαν/ άλιωτοι οι πάγοι της Ανταρκτικής, τείχη απόρθητα, κι ο χρόνος/ έτρεχε απαλά ξανά προς την αρχή του

-ανάποδα, για να μην ξεχαστούμε/ -ανάποδα για να μην φοβηθούμε.

( «Θυμάμαι το Γούντστοκ»)

Στην Ούζντα, έξω από το «Arabia Palace» μια μπάντα παίζει τα τραγούδια των Beatles και το «Knockin’ on Heaven’s Door» του Dylan, αλλά εκείνος ήδη βρίσκεται στη λίμνη Κοσιμπόλκα, στη Νικαράγουα. Εκεί ζουν οι μοναδικοί καρχαρίες του γλυκού νερού που υπάρχουν στον κόσμο, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που πάει εκεί. Πάει για να αναφέρει το όνομα του ποιητή ιερέα Ερνέστο Καρντενάλ, του ανθρώπου που επινόησε τον όρο θεολογία της Επανάστασης, για να μην πέσει στη λήθη. Στο πρόσωπό του συγκεραζόταν ο χριστιανισμός και ο μαρξισμός-λενινισμός και θεωρούσε τον Ιησού Χριστό κοινωνικό επαναστάτη:

…Είναι απόγευμα και στο βάθος όπως πάντα καπνίζει ένα ηφαίστειο/ απ’ όπου έριχναν οι κονκισταδόρες τους απείθαρχους ιθαγενείς στην/ κοιλάδα της Κόλασης.

Δεν θυμάμαι το όνομα του ποιητή που διάβασε χθες στίχους για την/ επανάσταση και τον Καρντενάλ· το ξέχασα ήδη όπως θα λησμονηθεί κι αυτό το απόγευμα/ και θα μείνουν μόνο οι κρυμμένοι καρχαρίες που μας γυροφέρνουν/ κι ένα πλήθος σβησμένων ονομάτων μέσα μου που πεθαίνει από μοναξιά.

(«Τριγύρω από τη λίμνη Κοσιμπόλκα»)

Αν η αγάπη έχει ψυχή, τότε αυτή η ψυχή είναι διάχυτη στις σελίδες του και τώρα αιωρείται πάνω από τις χιονισμένες πεδιάδες της Ρωσίας. Μιας χώρας που έζησε για λίγο το πολυπόθητο όραμα της ελευθερίας, της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης, πριν οι ιδέες της επανάστασης θυσιαστούν στα συμφέροντα μιας δογματικής εξουσίας, όπως συνέβη και με τον χριστιανισμό.

Στο ποίημα Ρουμπλιώφ ο ποιητής εμπνέεται από την ομώνυμη ταινία του Ταρκόφσκι και συγκεκριμένα από το συμβολισμό της ανυπέρβλητης σκηνής της σταύρωσης. Ο Αντρέι Ρουμπλιώφ ήταν κορυφαίος Ρώσος αγιογράφος του 14ου αιώνα, ο οποίος αρνήθηκε να απεικονίσει την κόλαση στα έργα του, αντιλαμβανόμενος ότι η εκκλησία χειραγωγούσε τους ανθρώπους με το φόβο:

Στον δικό μου Γολγοθά πάντα χιονίζει. Περνούν ιππείς και ξυλοπόδαροι, ανάβουν φωτιές να ζεσταθούν, την ίδια ώρα που ένα μαύρο άλογο πνίγεται στο ποτάμι. Κάποιος με φωνάζει «Σεργκέι», τον αγνοώ.

Αλλά λίγο πριν με καρφώσουν στον σταυρό, σκύβοντας για να πιω μια χούφτα χιόνι, βλέπω ότι στην πινακίδα με τ’ όνομά μου γράφει «Βαραββάς». Σκέφτομαι πως από χθες, που σε περίμενα, έχει ήδη μεσολαβήσει ένας αιώνας.

Είναι πάλι πρωί, ψάχνω στο μισοσκόταδο τα κλειδιά κι ένας ακόμη πετεινός βεβαιώνει πως ήμουν πάντοτε

Μια

Χειρονομία άρνησης

Για κάθε σου

Ελπίδα.

Στην ποίησή του το όνομα του Μποτιλιάνι εμφανίζεται δίπλα στο όνομα του Κλέε, οι αγιογραφίες του Ρουμπλιώφ συνομιλούν με τους πίνακες του Μποτέρο. Η αιωνιότητα του Ρεμπώ συνυπάρχει με την εικόνα της Παναγίας που προσφέρει στον Χριστό ένα μήλο:

…«Έτσι κι αλλιώς δεν θα μείνω εδώ για πολύ», της απαντά –ακόμα κι εκείνος θα έχει σε λίγο τις δικές του δώδεκα πληγές.

(Εκείνη δακρύζει. Το ίδιο και εγώ.)

Ο Δημήτρης Αγγελής ανανεώνει γόνιμα τον υπερρεαλισμό, με τις λέξεις του άλλοτε να ανοίγουν παράθυρα στα σκοτάδια του κόσμου μας, εκεί που ένας τρελός κυνηγάει το φεγγαρόφωτο για να ανάψει ένα κερί και άλλοτε να ίπτανται στον χώρο και στο χρόνο, σαν ρούχο που το παίρνει ο άνεμος για να θυμίσουν, τον ποιητή Μαγιακόφσκι και μέσα από την ανάμνησή του, τα γεγονότα εκείνα που σημάδεψαν την πορεία του κόσμου. Ο υπερρεαλισμός του είναι ένα κράμα από εικόνες έργων τέχνης, λέξεις ποιητών και σκέψεις διανοητών που αναδύονται αίφνης στα ποιήματά του για να υποδηλώσουν τη συνέχεια μιας πορείας που μέσα της περιλαμβάνεται και η δική του ποιητική δημιουργία και τις πηγές από τις οποίες αντλεί την έμπνευσή του. Ο Παλαμάς, ο Καρυωτάκης, ο Ανρί Μισώ, ο Νίτσε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι κάποιοι από αυτούς και βέβαια η ποίηση του Μπουκόφσκι με τον οποίο ο ποιητής συνομιλεί για τα δεινά του έρωτα στο ποίημα Αντιμπουκόσφσκι.

Η ποίηση του έχει έναν λεηλατημένο ρομαντισμό που οφείλεται στη μελαγχολική αναπόληση των 60’ς, κρατάει κάτι από την ατμόσφαιρα και το άρωμα μιας εποχής που επανέφερε στη μόδα το παρελθόν, αναβαπτίζοντάς το με νεωτερικά στοιχεία, όπως π.χ. η περίφημη ροκ όπερα, Ιησούς Χριστός Σούπερσταρ των Λόιντ Βέμπερ και Τιμ Ράις. Την ίδια μέθοδο ακολουθεί και ο ποιητής, ο οποίος εμφυτεύει στις λέξεις του κομμάτια από το παρελθόν, ανανεώνοντας δημιουργικά την υπερρεαλιστική του έκφραση. Ο ποιητής μέσα από την αναπόληση ενός αλλοτινού οράματος, τότε που η αγάπη έλαμψε για λίγο πάνω από τον κόσμο, ρίχνει φως στις αιτίες που οδήγησαν στην κατάρρευσή του. Σε μια εποχή υπαρξιακής μοναξιάς και εγκλεισμού, με τα δεινά του κόσμου ολοένα να μεγεθύνονται, η ποίησή του γίνεται το καταφύγιο για τα συνθήματα άλλων ημερών για ειρήνη, αλληλεγγύη, αγάπη… Σε αυτή την αγάπη που έχει τη δύναμη να δημιουργεί μες στην ψυχή ένα ολόκληρο σύμπαν και να αλλάζει τον κόσμο τοποθετεί ο ποιητής το κοινωνικό του όραμα και επιζητεί να στρέψουμε το βλέμμα μας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

www.bookpress.gr 23/5/2022

«Η αλήθεια είναι απεχθής: έχουμε την τέχνη
για να μη μας καταστρέψει η αλήθεια». Φρίντριχ Νίτσε

Πρόδηλη ανθρωπολογική απόκλιση, σύμμετρη διάχυση βιωματικής και επινοημένης ουσίας, συνειδητή ελλειπτικότητα όπου δει, παροχή απροσδόκητων συνειρμών: ξαναδιαβάζω, ακούω, κατατάσσω τόσο ευκρινείς κλίμακες δράματος, όσο κι εκδιπλώσεις στοχασμών. Αντιγράφω κατά λέξη τα εξής:

«Ἀκόμα κι ἄν φτάσεις ἀργά φορώντας τό κεφάλι τοῦ λαγοῦ καί κρατώντας δυό φλιτζάνια τσαγιοῦ στά χέρια ἤ τή γνωστή χάλκινη τρομπέτα σου. Ἀκόμα κι ἄν πλατσουρίζουμε μέ τίς κίτρινες γαλότσες στά νερά τῆς παλίρροιας, ἐνῶ δίπλα καλπάζουν κοπαδιαστά Κένταυροι κι ἐλάφια. Ἀκόμα κι ἄν κοιμηθοῦμε ἀπόψε στό πάτωμα τσαλακώνοντας τίς φτεροῦγες μας, ἀκόμα κι ἄν δέν κρατήσουμε αἰχμαλώτους ὥς τό πρωί πού τό ἀποξηραμένο στόν κῆπο μας κλαδί θ’ ἀνθίσει πάλι. Ἀκόμα κι ἄν ἔρθεις. Ἀκόμα κι ἄν ἔρθεις τώρα κάτω ἀπ’ τόν ἴσκιο τοῦ φάρου καί μοῦ πεῖς ὄχι ξανά, ἀκόμα καί τότε ἐγώ, ὥς τό τέλος τοῦ κόσμου γιά σένα θά καίγομαι».

Πρόκειται για το επιλογικό πεζόμορφο, πλην όμως ασφαλέστατο ρυθμικά ποίημα της ως άνω συλλογής. Φέρει τον πολύσημο τίτλο «Θυσία», προβάλλοντας, εκτός των άλλων, την εξαιρετικά γόνιμη σχέση, η οποία συνδέει τον ποιητή με το επιβλητικό αισθητικό μόρφωμα της γνωστής κινηματογραφικής πρότασης του Αντρέι Ταρκόφσκι. Φρονώ ότι συνιστά αντιπροσωπευτικό δείγμα τόσο του κατάλληλα επεξεργασμένου ύφους του παρόντος λεκτικού εγχειρήματος, όσο και του πολύπτυχου συγκινησιακού υλικού.

…συνιστά αντιπροσωπευτικό δείγμα τόσο του κατάλληλα επεξεργασμένου ύφους του παρόντος λεκτικού εγχειρήματος, όσο και του πολύπτυχου συγκινησιακού υλικού.

Η άρθρωση του λόγου παραπέμπει ευθέως στην κίνηση εκκρεμούς. Η νύξη, ο στοχασμός, το πόρισμα άγεται από το αμιγώς συμβολικό δεδομένο στη σφαίρα του απτού. Η κίνηση παραμένει σταθερή. Το δίπολο απόλαυση / απώλεια έλκει κατά αποκλειστικότητα το σύνολο των αναφορών και αυτοαναφορών. Συγκρατώ ότι στους αντίποδες του έντονου μανιχαϊσμού που επιμένει να διαχωρίζει κατά τρόπο κάθετο τις κατηγορίες του δημιουργικού λόγου, η πρόταση του Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου συμβάλλει κι αυτή από την πλευρά της στη φίλια, εννοείται, αναθεώρηση μέτρων και σταθμών, ούτως ώστε να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο οι διαφοροποιήσεις των λογοτεχνικών έργων. Κοντολογίς, το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα μαρτυρεί εμπράκτως την πολύπειρη κειμενική ευστροφία του Δημήτρη Αγγελή.

O «εν δυνάμει άνθρωπος», αυτό «το άγραφο ποίημα της ύπαρξής του», όπως τον αποκαλεί ο Ρόμπερτ Μούζιλ, γνωρίζουμε ότι θα επιζητεί διακαώς την αυτοπραγμάτωσή του. Υφίσταται βεβαίως κι επιβιώνει μέσα στο παρατεταμένο όνειρο της σταδιακής ή ραγδαίας μεταμόρφωσής του ο «εν δυνάμει άνθρωπος», σε ων. Κι είναι το ζείδωρο ποιητικό ρήμα, όπως συμβαίνει φέρ’ ειπείν εδώ, ενισχυμένο, συν τοις άλλοις, με όλον τον αξιωματικό δυναμισμό του μεταφορικού τροπισμού, που μπορεί και ξέρει πώς να μεταγγίζει, πώς να μετουσιώνει από το πεδίο του φαντασιακού στο χωροχρόνο του υποκειμένου, στο προσδιορισμένο βήμα του εγώ εν ολίγοις, τους παλμούς, τους κραδασμούς, τις τριβές, τις ήττες, τους κλυδωνισμούς, αλλά και τις όποιες ανορθώσεις του ίδιου του είναι. Εννοείται στην πληρότητά του.

Ο ηθικός κόσμος, ο λεγόμενος πραγματικός κόσμος «ό,τι είναι το πλέον αδύνατον» κατά τον Ζακ Λακάν και η (ιδιαζόντως νοήμων, ομιλητική) πανίδα επιβεβαιώνουν συν-υπάρξεις, συν-ταυτίσεις, συναντιλήψεις εν τέλει.

Φρονώ ότι οι ομολογουμένως ενδελεχείς διασκελισμοί του νοήματος στο Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου συμβάλλουν αποφασιστικά στην καθόλα επιτυχή διαχείριση του παλλόμενου σημασιολογικού φορτίου. Η δε εμφανής συνπαρουσία του σκύλου ή και άλλων διακριτών στελεχών του ζωικού βασιλείου πιστοποιεί την ασίγαστη ανάγκη της γλώσσας και δη της ποιητικής να αποφανθεί εν είδει. Ο ηθικός κόσμος, ο λεγόμενος πραγματικός κόσμος «ό,τι είναι το πλέον αδύνατον» κατά τον Ζακ Λακάν και η (ιδιαζόντως νοήμων, ομιλητική) πανίδα επιβεβαιώνουν συν-υπάρξεις, συν-ταυτίσεις, συναντιλήψεις εν τέλει. Συνιστούν όρια γνωστικού βάθρου κι όχι ευκαιριακές αντιστίξεις. Δεν υφίσταται επομένως η ποίηση για την ποίηση αλλά, ει δυνατόν, για το όλον.

Άλλο ενδεικτικό παράδειγμα είναι και το εξής, όπως το αποσπώ κατά λέξη από το ποίημα με τίτλο «Παρίσι – Αθήνα» στη σελ. 11:

«Ὅλη τή νύχτα τά μαλλιά σου πάνω στό μαξιλάρι δεν
μ’ ἄφηναν νά κοιμηθῶ
Μέσα τους κρυβόταν μιά ὁλόκληρη χώρα
ἕνας μόνιμος βόμβος ἠχοῦσε ἀπ’ τό φτερούγισμα
χιλιάδων κολιμπρί

Κι ἄναβαν σάν σπίρτα τά κίτρινα ὄνειρα πού βλέπουν
οἱ πεταλοῦδες τῆς Ρόδου τόν Σεπτέμβριο.

Κοντά στόν φεγγίτη τοῦ λαιμοῦ ἔπινε μέ θόρυβο νερό
ἕνας πορτοκαλής σκύλος, τό κυπαρίσσι
παραδίπλα ἀναβόσβηνε».

Δεν πρόκειται περί αντικανονιστικών δομών ή εναντιωματικών μηχανισμών σκέψης. Η ποιητική γραφή επείγεται εδώ να αποσπάσει από τα λείψανα της καθημερινότητας ό,τι αρμόζει, προκειμένου να αναπαραχθεί, ει δυνατόν, ένα καθόλα λειτουργικό ενταύθα και νυν. Η συλλογή εστιάζεται εμφανώς και στα αίτια και στα αιτιατά της αναπόφευκτης οδύνης του βίου: ό,τι φαίνεται πως μάλλον στέργει, πως μάλλον εμπιστεύεται κάτι το μείζον μέσα στην παραφορά του ο έρωτας, κατά βάση εκείνο ακριβώς ελλείπει. Το στοιχείο της ψευδαίσθησης, το οποίο, ως γνωστόν, συνέχει καταστατικά τη ζωή, προσεγγίζεται με ρηματική συνέπεια.

Τα εγγενή συναισθήματα με τη σειρά τους, ενώ φαίνεται ότι υπαγορεύουν το σύνολο των ποιημάτων, επιδιώκουν να καλύπτονται, ενίοτε να συνωστίζονται στο περιθώριο των στροφών, να σιγούν μάλιστα την κατάλληλη στιγμή. Οι εννοιολογικές αλληλουχίες, οι παραγωγικές στιχικές διαδράσεις, το ενεργό πλέγμα των δοκίμων συναρμογών υποστηρίζουν συνειδητά, στο πλαίσιο πάντα των απαιτητικών κειμενικών εμπεδώσεων, την εκτέλεση του καθήκοντος της ριζικής απόφανσης. Στο βαθμό δε που «η ζωή είναι η εμμονή να ολοκληρώσει κανείς μια ανάμνηση» (“vivre c’ est s’ obstiner à achever un souvenir”), όπως διακήρυξε ο Ρενέ Σαρ, τότε η ποιητική πράξη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συντονισμένη προσπάθεια για την ανέκκλητη ακύρωση της πείσμονος λήθης.

Σχολιάζοντας παλαιότερα στο περιοδικό «Τα Ποιητικά» (τχ. 42, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2021) το ποίημα με τίτλο «Χθες», που είχε προηγηθεί αυτοτελώς ως αυτοέκδοση και απαντά τώρα στη σελ. 16 του παρόντος, τόνιζα, μεταξύ άλλων, ότι η επαρκώς συγκερασμένη ηχητική του συγκρότηση συνιστά μια καθόλα συναρπαστική περίληψη διαβήματος, αμιγώς οντολογικής υφής, για τη βαθύτερη, την ανεπούλωτη, την απροκάλυπτη εν τέλει ερημία του εγώ. Όπως ανιχνεύεται διαχρονικά. Με αφετηρία το άλγος του προσώπου, η ποιητική γλώσσα, συνειδητά αποκαθαρμένη, δικαιώνει τα σημαινόμενα. Μάλιστα, με ιδιάζουσα πιστότητα. Ο εγνωσμένης επάρκειας, άξια πολυβραβευμένος αυτός ποιητής εξακολουθεί να αποτυπώνει με υποδειγματική οικονομία των εκφραστικών του μέσων ό,τι έχει αποθησαυρίσει η κρίσιμη εμπειρία ως ακαταμάχητη σοφία του τραγικού. Εξ ου και η τεκμηριωμένη αυθεντικότητα του τελικού, ομολογουμένως λειτουργικού αντιλήμματος.

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

http://literature.gr 27/4/2022

Ερωτική απώλεια και υπαρξιακή μοναξιά

Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου (ΠΟΛΙΣ 2022) είναι σύνθεση εξομολογητική με στοιχεία δραματικού μονολόγου. Η αίσθηση του ματαιωμένου είναι έκδηλη, όπως και η παρουσία της νοσταλγίας. Ένα πλέγμα ερωτικής ερημίας, συναρτημένης με αισθήματα από την καθημαγμένη μας εποχή.

Όπως εξηγεί ο ποιητής, τα δύο «ζωολογικά» του ως προς τον τίτλο βιβλία, η συλλογή Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου και η συλλογή Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου [Πόλις, 2015, Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2016] συνιστούν ένα δίδυμο.[ii] […] Το προηγούμενο «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου» απαντά σε μια πολιτική-κοινωνική συγκυρία, ενώ το «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου», ανταποκρίνεται σε μια εσωτερική περίσταση –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ένα είναι πιο υπαρξιακό από το άλλο. […] Είμαστε η γενιά της ερωτικής μελαγχολίας όχι μόνο με την έννοια ότι λείπει η συναρπαγή, αλλά επειδή υπάρχει στον έρωτα κάτι το καταστατικά ανολοκλήρωτο: την ουσία του άλλου δεν την αγγίζουμε ποτέ, κάτι μονίμως μας διαφεύγει ή μας αποκαλύπτεται πολύ αργά –εξ ου και η μοναξιά. Παραμένουμε μονίμως υπαρξιακά αξεδίψαστοι, ίσως επειδή δεν προλαβαίνουμε πλέον να φτάσουμε στην αγάπη. Και η αγάπη προϋποθέτει, αυτονόητα, την πίστη και την ελπίδα.[iii]

Κυρίαρχη θεματική στη συλλογή Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου είναι ο έρωτας. Ενυπάρχει το θέμα της ποίησης και η υπαρξιακή αγωνία. Η διάθεση μιας μελαγχολικής ενδοστρέφειας είναι ευδιάκριτη, όπως και η αίσθηση της αναπόλησης. Γεμάτη θέρμη και τρυφερότητα η ποιητική φωνή, βιώνει την έλλειψη της ολότητας. Ημιτελής και μετέωρη, διαβρωμένη από την απώλεια, καταφεύγει στο όνειρο.

Τα τέσσερα μέρη της συλλογής, («Αν ήμουν η νύχτα σου», «Οι καθ’ ημέραν λύπες», «Στη χώρα του ποτέ», «Τα άλογα του Ταρκόφσκι»), αναδιφούν τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής και της ποιητικής τέχνης. Επιφυλάσσουν την αποκάλυψη στον τελευταίο στίχο των ποιημάτων και με σπιθίσματα υπερρεαλιστικής εικονοποιίας, αποδεσμευμένης από τις συμβατικές αναπαραστάσεις (φανερής από τον τίτλο), ανοίγουν τις πύλες προς μια ιδιαίτερα γοητευτική αναδιάταξη της πραγματικότητας.

[…]

Όλα τα βράδια με το φεγγάρι του Αμύνταιου κρεμασμένο μες στο

δωμάτιο κι εγώ να κοιτάζω ανυπόμονα προς την πόρτα, μετρώντας

πέντε κύκνους, δύο αιώνες και δεκατέσσερα Χριστούγεννα πριν τ’ όνομά σου

(Μην έρθεις σήμερα, απεργούν οι πυροσβεστικές κι έχω ένα στήθος στρωμένο πευκοβελόνες, σε απόσταση δύο λεπτών απ’ το παλιό βενζινάδικο

-γι’ αυτό

ακριβώς

σε περιμένω)

ΜΗΝ ΕΡΘΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ (σελ. 10)

Η ποιητική μυθολογία του Δ. Αγγελή αντιτείνει πηγαιότητα και διάρκεια συναισθημάτων σε εποχή σχεδόν αναισθησίας. Εκμυστηρεύεται τη διαρκή αντιπαράθεση του εγώ με τη μοναξιά. Ο ρομαντισμός, προϊόν έντονου συναισθηματισμού, πηγάζει από τη δίψα για το απόλυτο, την ανάγκη για ολοκλήρωση. Ο φλογερός αυτός πόθος, συνδυασμένος με την έλλειψη, προσωπική και κοινωνική, διαμορφώνει ένα κράμα ανεκπλήρωτων ονείρων και κενού.

Όλη τη νύχτα τα μαλλιά σου πάνω στο μαξιλάρι δεν

μ’ άφηναν να κοιμηθώ

Μέσα τους κρυβόταν μια ολόκληρη χώρα

ένας μόνιμος βόμβος ηχούσε απ’ το φτερούγισμα

χιλιάδων κολιμπρί

Κι άναβαν σαν σπίρτα τα κίτρινα όνειρα που βλέπουν

οι πεταλούδες της Ρόδου τον Σεπτέμβριο.

[…]

Ακούγονταν κι οι πλεκτομηχανές που τα μαλλιά σου

ηλέκτριζαν

μαζί με τα παραμιλητά ενός

που κυνηγούσε το φεγγαρόφωτο

για ν’ ανάψει ένα κερί

νομίζω επίσης πως φώναζε διαρκώς ένα όνομα

σα να προσπαθούσε να χώσει ένα κουτάλι με υδράργυρο

στο στόμα της νύχτας

χθες βράδυ που εσύ

κοιμόσουν αμέριμνη στο Παρίσι

κι εγώ στην Αθήνα.

ΠΑΡΙΣΙ-ΑΘΗΝΑ (σελ. 11)

Το παρελθόν, η μνήμη, η ματαίωση. Το υποθετικό ΑΝ. Προκειμένου να εκφράσει τη συναισθηματική ένταση ο ποιητής καταφεύγει σε ρήματα και εικόνες, επαναλήψεις, επιφωνήματα, πρώτο και δεύτερο ενικό πρόσωπο, επιλεκτική στίξη και επιλεγμένο λεξιλόγιο, αυτονόμηση λέξεων. Ο ποιητικός ρυθμός δεν χάνει το τέμπο του.

Αν ανοίξεις το παράθυρο

Ένα δέντρο θα πάθει φθινόπωρο

Ένας περαστικός θα τινάξει τα κίτρινα φύλλα απ’ το σακάκι του

και θα γυρίσει απορημένος να κοιτάξει τα κλαδιά του

Μια γάτα θα σκαρφαλώσει απ’ αυτά τα κλαδιά στο δωμάτιο

και θ’ αφήσει στο τραπέζι σου επάνω ένα πεθαμένο καναρίνι

Θα μαλώσεις τη γάτα και θ’ αναστήσεις το καναρίνι

[…]

Αχ μόνο ν’ ανοίξεις το παράθυρο

Τόσες ώρες κάθομαι από κάτω και περιμένω

Να με φωτίσεις

Β. ΣΕΚΑΝΣ (σελ. 13)

Εκτός από το ρεύμα του υπερρεαλισμού, διακρίνουμε συμβολισμό, χρήση αρχετύπων, αλλά και μια εξπρεσιονιστική συνείδηση που συμπλέει με την τραγική έκφραση της ζωής και καθολικεύει το παράλογο του κόσμου μας και η οποία προβάλλεται μέσα από έναν πυκνοϋφασμένο ποιητικό ιστό που αναδεικνύει τις ρωγμές του βάθους και συναιρεί το μήνυμα μιας αέναης αναμονής για ολοκλήρωση.

Ακόμα κι αν φτάσεις αργά φορώντας το κεφάλι του λαγού και κρατώντας δυο φλιτζάνια τσαγιού στα χέρια ή τη γνωστή χάλκινη τρομπέτα σου. Ακόμα κι αν πλατσουρίζουμε με τις κίτρινες γαλότσες στα νερά της παλίρροιας, ενώ δίπλα καλπάζουν κοπαδιαστά Κένταυροι κι ελάφια. Ακόμα κι αν κοιμηθούμε απόψε στο πάτωμα τσαλακώνοντας τις φτερούγες μας, ακόμα κι αν δεν κρατήσουμε αιχμαλώτους ως το πρωί που το αποξηραμένο στον κήπο μας κλαδί θ’ ανθίσει πάλι. Ακόμα κι αν έρθεις.

Ακόμα κι αν έρθεις τώρα κάτω από τον ίσκιο του φάρου και μου πεις όχι ξανά, ακόμα και τότε εγώ, ως το τέλος του κόσμου για σένα θα καίγομαι.

ΘΥΣΙΑ (σελ. 42)

Τα ποιήματα συνομιλούν με άλλες τέχνες, όπως και με την τέχνη της ποίησης:

Αυτό το ποίημα περιλαμβάνει:

μια χειμωνιάτικη παραλία με γλάρο

ένα δέντρο που φωτογράφισα πριν έρθεις

τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια στο σπίτι σου

δυο ανθρώπους που περπατούν αδέξια στον χωματόδρομο

(από εδώ δεν διακρίνονται οι πληγές του καθενός, ηλικίες,

ονόματα, στάχτες)

Tώρα το ποίημα έχει φορτώσει:

τα παπούτσια μας έχουν γεμίσει άμμο (ή φεγγαρόσκονη)
κοιτάμε στη θάλασσα τοπία όπου δεν θα μας δουν μαζί
ίσως ακούγονται γέλια –ακόμα δεν πέθανα
ίσως ακούγονται φωνές –πολύ εύκολα θα με ξεχάσεις […]

Γ. ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ (σελ. 14)

Η ποίηση του Δ. Αγγελή είναι ατμοσφαιρική, κινηματογραφική, υποβλητική. Αισθητοποιεί την αυτοφυή αγωνία του ανθρώπου από την επαφή του με τη μοναχική πραγματικότητα της εποχής. Η υπαρξιακή ποίηση παίρνει τη σκυτάλη από την κοινωνικοπολιτική, χωρίς να σημαίνει πως απουσιάζει η αντίστοιχη θεματολογία. Η ποιητική εκφορά φασματοποιεί τον σύγχρονο κόσμο, συνάπτοντας το ατομικό με το συλλογικό.

Στη συλλογή Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου, άνθρωποι και ζώα εκφράζουν μια βαθιά αποξένωση που σχετίζεται άμεσα με τη μοίρα της ποίησης στην εποχή του τεχνολογικού πολιτισμού όπου το συναίσθημα κατακρεουργείται. Αιώνιοι νοσταλγοί ενός ουρανού οι ποιητές και οι ποιήτριες, ενός καθαρότερου χώρου, αισθάνονται την ανάγκη ενός ιδιωτικού καταφυγίου όπου να μπορέσουν να εκφράσουν τις περιπέτειες της εποχής και της ζωής.

Η υποκειμενική όραση του Δημήτρη Αγγελή στην ποιητική του σύνθεση Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου έχει αντικειμενική υπόσταση. Αποτελεί κοινό παρονομαστή καθολικών συναισθημάτων, των ματαιωμένων ονείρων και των ερωτικών θλίψεων, αλλά και μιας αγωνίας υπαρξιακής που χαράσσει βαθιά τα ίχνη της στην ανθρώπινη ψυχή, σήμερα και πάντα.

[…] Αγάπη είναι αυτός ο σκύλος του δραπέτευσε απ’ τον παράδεισο

και παραμένει μονίμως ατάιστος

πλάι σου.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΡΡΥΒΑΝΤΗ

www.oanagnostis.gr 13/4/2022

Και πάλι ήρεμα μιλώ

“Είμαι ένας άνθρωπος πολλών χωρισμών που θα πει/ αγαπήθηκα. Είμαι ένας άνθρωπος πολλών προσευχών που θα πει/ κατάμονος έζησα/ χρόνια./ Ακούω να περνούν έξω απ΄το δάσος φορτηγά/ αναρωτιέμαι πως άντεξα/ να με πατάτε./Σβήσε το φως/και μη φοβάσαι./Ένας άνθρωπος /είμαι.”

Αυτά γράφει ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής στη νέα του ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό τον τίτλο “Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου” από τις εκδόσεις Πόλις. Μεστό υλικό, ψύχραιμος λυρισμός, έντονη εικονοποία με συχνά ακόμα κι εικαστικές προεκτάσεις, καθώς κι ένας πλάγιος σχολιασμός περί ποιητικής τέχνης είναι μερικά από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του βιβλίου, που χωρίζεται σε τέσσερις συνεκτικές ενότητες. Είκοσί εννέα ποιήματα με τόνο εξομολογητικό και συναισθηματική ειλικρίνεια σε απόλυτη αρμονία αισθητικού περιεχομένου με το έργο του Κώστα Σιαφάκα που κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογής.

Πρόκειται για την όγδοη ποιητική κατάθεση του Αγγελή, ο οποίος στο παρελθόν έχει τιμηθεί μεταξύ άλλων με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το βραβείο Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών. Στο βιβλίο αυτό, ο κόσμος του ποιητή μοιάζει πλέον να είναι ένα λυμένο παζλ. Δηλαδή, μ’ όλα τα κομμάτια πια στη θέση τους έτοιμα να ερμηνευτούν από τα μάτια των αναγνωστών.

Μία σειρά από εικόνες και πρόσωπα υπαρκτά και μη σχηματίζεται, περιλαμβάνοντας πίνακες του Μποτέρο, καρέ του Ταρκόφσκι, ένα λεωφορείο λυπημένους οπαδούς της Γιουγκόπλαστικα, το λάθος κορίτσι, τον κίτρινο σκύλο, την ομίχλη της Μόσχας. Κι ακόμη, μέσα σ’όλα αυτά παρούσα είναι κι η αγωνία της γραφής για να διασκεδάζει την πλήξη αλλά και την θλίψη κάθε σημερινού δημιουργού, σε ποιήματα όπως ο “Άντιμπουκόφσκι”, ο “Άντιπαλαμάς” κι ο αυτοσαρκαστικός “Καρυωτάκης στα Κιούρκα”.

Έγραφε ο Αγγελής σε προηγούμενο βιβλίο του:

“κόσμος περνάει απ’ έξω παρέες παρέες ανυποψίαστος, ο Παβέζε με
τον Μοράβια, ο Χουάν Ρούλφο με τον Κορτάσαρ και τα παιδιά που
κλωτσάνε μια μπάλα, ο επαναλαμβανόμενος παφλασμός μιας
πραγματικότητας που βουλιάζει στη λογοτεχνία ή στο μυστήριο”

Παρόλο που τα ποιήματα του νέου βιβλίου ξεκινούν με μία υψηλή θερμοκρασία ερωτικής απόγνωσης, σταδιακά βυθίζονται στην λογοτεχνία, στην ποιητική διάσταση των πραγμάτων. Όπως ακριβώς το μαρτυρούν οι παραπάνω στίχοι, αναγνωρίζοντας την τέχνη ως μοναδικό καταφύγιο. Καθώς προχωράμε τα ποιήματα βαθαίνουν. Μοναξιά, ψιλόβροχο, μελαγχολία σε κάθε σταθμό του ποιητή από την Ελλάδα ως και την Λιθουανία. Ένα συνειδητοποιημένο αίσθημα απογοήτευσης που συγκεντρώνεται στους στίχους του Αγγελή: “μία/ χειρονομία άρνησης/ για κάθε σου /ελπίδα”.

Στην τελευταία ενότητα της συλλογής με τον τίτλο “Τα άλογα του Ταρκόφσκι” , που ανοίγει με τα λόγια του Νίτσε προς τον Μπουρντώ: “Άλλωστε κανείς ως τώρα δεν διαμαρτυρήθηκε για τη μελαγχολική μου όψη, ούτε καν εγώ”, ξεχωρίζω το ποίημα “Στάλκερ” και κλείνω μ’ αυτό. Αυτό το “υπόλοιπο νύχτας” για το οποίο μιλάει ο Αγγελής μοιάζει να είναι το δεύτερο βήμα μίας ανθρώπινης προσέγγισης που δεν ολοκληρώνεται και μένει μετέωρη, ακυρωμένη στα σκοτεινά.

ΣΤΑΛΚΕΡ

Παντού υπάρχει ένα υπόλοιπο νύχτας κι εγώ συμβαίνει πάλι να κυνηγώ με το δίχτυ τον άνεμο. Από την πυκνή βλάστηση ξεφυτρώνουν σταυροί, κάτω από το επίμονο ψιχάλισμα σκουριάζουν αυτοκίνητα και σιδηροτροχιές. “Υπάρχει ένα μέρος που πρέπει να πάμε”, μου λες. “Θα’ ρθουν ξανά γιορτές μετά τον αφανισμό”, μου λες. “Ακόμα κι άσωτος θα επιστρέψει, η αιωνιότητα του Ρεμπώ θα ξανατρέξει γυμνή μες στα δάση, όμως εσύ θα είσαι πάντα ερωτευμένος με το λάθος κορίτσι”.

Παντού λοιπόν υπάρχει ένα υπόλοιπο νύχτας. Και κοντά στο φεγγάρι, κάποια βράδια του Αυγούστου, μπορείς να δεις να περνά ένα λεωφορείο γεμάτο λυπημένους οπαδούς της Γιουγκοπλάστικα.

.

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

diastixo.gr 7/4/2022

«last night I dreamt that somebody loved me»
(The Smiths)

Ένα τραυματικό Άσμα Ασμάτων ή, αλλιώς, ένα Μονόγραμμα, είναι η συλλογή Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου,γιατί είναι θλιβερό, γεμάτο από τον πόνο μιας χαμένης αγάπης. Κι ο ποιητής ένας εξόριστος του παραδείσου, που αναπτύσσει σε μια παραλλαγή λόγων και εικόνων την έκπτωση ή, αλλιώς, το προπατορικό αμάρτημα σε μοντέρνα εκδοχή. Ο Δημήτρης Αγγελής θα βάλει το ποιητικό εγώ να κυκλοφορεί μέσα στα ποιήματα, αλλάζοντας μορφές και ηλικίες, μπαίνοντας στα πράγματα και μπαινοβγαίνοντας στον χρόνο, όντας παιδί και άντρας και ερωτευμένος και εγκαταλελειμμένος και εκλιπαρών και μη εισακουόμενος.

Ένα πιστό σκυλί που έχασε τον αφέντη του· την Αγάπη. Που φυλακίστηκε μέσα του, που τις νύχτες όλα τού μιλούν και δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί, για να έρθει η μέρα με τις δικές της ανησυχίες. Στα ποιήματα της συλλογής του θα μεταμφιεστεί πολλές φορές, θα επιχειρήσει να κρυφτεί στην ντουλάπα, κάτω από το κρεβάτι, θα μπει μέσα σε πίνακες, φωτογραφίες, κήπους και περιβόλια, θα μείνει έξω κάτω από τη βροχή, ανέστιος και ατάιστος, στη νύχτα και στη μέρα, μόνος. Κάθε φυσικό ήχο θα τον φιλτράρει για να τον αναγάγει σε καλλιτέχνημα. Έτσι θα φτάσουν σ’ αυτόν όλα τα πρωινά του κόσμου, στα μάτια του οι μηλιές και τα πικρολέμονα, ενώ όλη η τέχνη αφομοιωμένη μέσα του θα βγει στους στίχους, αλλά τίποτα δεν θα τον παρηγορήσει. Η έξοδος από τον παράδεισο είναι ένα διαρκές πένθος.

Ως προς τον πρώτο χαρακτηρισμό, παραλληλισμό –Άσμα Ασμάτων– νομίζω πως μόνο ως προς τον χαμένο παράδεισο ταιριάζει, μοιάζει, θυμίζει, γιατί λείπει η χαρά του ερωτικού ενθουσιασμού που διατρέχει το Άσμα. Υπάρχει ο ύμνος και ο έπαινος που εδώ έχει χαθεί. Περισσότερο θα υποστήριζα πως μοιάζει με το δεύτερο –το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη– και πως ακολουθεί σχεδόν πιστά τον πρώτο στίχο και προμετωπίδα της συλλογής, «Θα πενθώ πάντα –μ’ ακούς;– για σένα,/ μόνος, στον παράδεισο». Έχουμε, λοιπόν, ένα ποίημα-άσμα υμνητικό, ερωτικό και πένθιμο.

Στο εξώφυλλο, που φιλοτέχνησε ο άξιος καλλιτέχνης Κώστας Σιαφάκας, το μακρύ χέρι μιας ομπρέλας μαύρης –μαύρος ουρανός– χωρίζει τον κόσμο στα δυο. Στο ένα μέρος του πίνακα και της ζωής είναι το τώρα, με τον μαύρο σκύλο και τα λυπημένα μάτια του να τον χτυπάει η βροχή και να κοιτάζει άφωνος το άλλο μέρος, δεξιά, τον ήλιο που λάμπει ψηλά. Ένα ξίφος κάτω, χαμηλά, σαν να είναι ζυγαριά, ακουμπά από τη μία μεριά με τη λαβή του σε ένα βότσαλο ή αβγό. Να είναι άραγε το κοσμογονικό αβγό, από το οποίο γεννήθηκε το έρωτας; Από την άλλη μεριά το ξίφος έχει διαπεράσει ένα μήλο που, αν ήταν έγχρωμο, θα ήταν κόκκινο βαθύ και, όπως φαίνεται, βαρύ, μεγαλύτερο και βαρύτερο από το αβγό. Να είναι αυτή η ζυγαριά που ζύγισε τον έρωτα και τον βρήκε λειψό και από την άλλη το τρυπημένο μήλο να είναι η καρδιά του ποιητή; Ακούγεται εδώ ο μακριά ο Συμεών και από κοντά ο Σικελιανός:

Κι εσέ, Μαρία, μες στην καρδιά ρομφαία θα σε διαβεί.

Η μαύρη ομπρέλα θυμίζει ταιριαστά τους στίχους του Σαρλ Μποντλέρ:

…πέφτει ο ουρανός βαρύς και χαμηλός, σαν να ’ν’ καπάκι
στο πνεύμα επάνω…

…le ciel bas et lourd pèse comme un couvercle
Surl’esprit… (Spleen, 4)

Η έξοδος από τον παράδεισο είναι ένα διαρκές πένθος.

Κοιτάζοντας τις λεπτομέρειες του τίτλου, τον «σκύλο» και την πίστη του, τη «βροχή» –θλίψη και δάκρυα–, τη φράση «στο κεφάλι», σαν συμφορά που πλάκωσε, σαν κεραυνός από ψηλά, και το «πάντα», που δηλώνει την παγιωμένη πλέον κατάσταση, αισθανόμαστε κι εμείς το βάρος της ψυχής, τον πόνο της βροχής, της μοναξιάς, της παγωνιάς και της απελπισίας. Άλλωστε και από το μότο της συλλογής –last night I dreamt that somebody loved me (χθες τη νύχτα ονειρεύτηκα ότι κάποιος μ’ αγαπούσε)– επιβεβαιώνεται το τετελεσμένο. Μόνο στο όνειρο λοιπόν μπορεί να έρχεται η αγαπημένη ως ανάμνηση.

Δεν μας διαφεύγει ποτέ ότι κάθε ποιητική συλλογή, και περισσότερο αυτή, είναι ένα έργο τέχνης, αρχίζοντας από το χαρτί και τη γραμματοσειρά και σταδιακά μετατοπίζοντας το βλέμμα στις μικρές λεπτομέρειες που συνθέτουν το όλο. Το όλο που εμπεριέχει αρχιτεκτόνημα, μουσική σύνθεση, πινακοθήκη και έργα τέχνης πάσης φύσεως.

Η συλλογή εξελίσσεται σε τέσσερα μέρη, σαν κοντσέρτο ή συμφωνία: «Αν ήμουν η νύχτα σου», «Οι καθ’ ημέραν λύπες», «Στη χώρα του ποτέ», «Τα άλογα του Ταρκόφσκι». Μία φανταστική υπόθεση, μια υποθετική φαντασία, μία καλλιτεχνική φυγή. Τέσσερις ενότητες με φορτίο καλλιτεχνικό καταφανές συνεχώς. Με όνειρα που γονιμοποιούνται τη νύχτα και διαλύονται το πρωί. Ποιήματα, σαν βήματα για τη δημιουργία, η σκέψη πριν τη σύνθεση. Τι θα ’θελα να έχει ο μύθος του. Υλικό αντλημένο από μια ακυρωμένη πραγματικότητα, αλλά και πάλι από όνειρο σκηνοθετημένο. Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα φωτάκια του έρχεται σαν δείγμα μιας εκβιασμένης επιθυμίας, που επιμένει πεισματικά να ελπίζει σε μια δευτέρα παρουσία, μια εμμονή και αυταπάτη συγχρόνως.

Το πρώτο ποίημα, «Μάρτιος 2020», σηματοδοτεί ποιο είναι το τώρα της δυστυχίας. Και αυτή η δυστυχία είναι η πρώτη, πρωτάκουστη και πρωτοφανέρωτη στα χρόνια μας πανδημία και η συνακόλουθη καραντίνα. Ο εγκλεισμός στο σπίτι, η αφόρητη μοναξιά, το τριγύρισμα από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Το μοναχικό εγώ απέναντι στο απόν εσύ. Κοιτάζει τη φωτογραφία και φωνάζει:

Άναψε λίγο μέλλον για μένα!

Σαν να ακούμε τον Άγγελο Σικελιανό, να εκλιπαρεί: «Δώσε/ δώσ’ και σε μένα, Κύριε..» λίγη ελπίδα.

Ο Αγγελής μιλάει με καλλιτεχνικούς όρους και τίτλους, όπως: «Όλα τα πρωινά του κόσμου που σηκώνομαι απ’ τον θάνατο», όπου αφενός παραπέμπει στο έργο Όλα τα πρωινά του κόσμου του Αλέν Κορνό και στη μουσική του Γιορντί Σαβάλ με τον αντίστοιχο τίτλο, αλλά και στον ύπνο που λειτουργεί σαν δίδυμος του θάνατου αδελφός.

Τον περασμένο χειμώνα ήμουν ευτυχισμένος: όταν η φύση κοιμόταν σαν νεκρή, η ψυχή μου έμοιαζε γαλήνια – μα τώρα; ρωτάει ο Ούγος Φώσκολοςστο Τζιάκοπο Όρτις. Τώρα που ξύπνησε, τι; Ωστόσο, ο ποιητής δεν σταματά να γράφει και να μιλάει, να συνδιαλέγεται με τις φωτογραφίες, να κοιμάται στο μαξιλάρι με τα μαλλιά της αγάπης του σαν να είναι εκεί, και ας μην είναι εκεί:

Όλη τη νύχτα τα μαλλιά σου πάνω στο μαξιλάρι/ δεν μ’ άφηναν να κοιμηθώ

και όλο το ποίημα γεμίζει από υπερρεαλιστική φαντασμαγορία. Τα αισθητήρια κατακλύζονται, εκπλήττονται, εντυπωσιάζονται: «Ένας μόνιμος βόμβος ηχούσε απ’ το φτερούγισμα/ χιλιάδων κολιμπρί», «ο πορτοκαλής σκύλος», το «κυπαρίσσι παραδίπλα αναβόσβηνε», «ακούγονταν οι πλεκτομηχανές», κάποιος άλλος «κυνηγούσε το φεγγαρόφωτο/ για ν’ ανάψει ένα κερί».

Ημερολόγιο απουσίας μέσα στην καραντίνα του 2020, αλλά όχι μόνο της καραντίνας· μιας ολόκληρης ζωής και της μελλοντικής, της γεμάτης από τον μνησιπήμονα πόνο, που έλεγε ο Αισχύλος και επαναλάμβανε ο Σεφέρης, που στάζει μέρα νύχτα στην ψυχή. Ένας διαρκής σπαραγμός ο λόγος του, μία ελεγεία για τη χαμένη εποχή και τον χαμένο παράδεισο.

Το ψυχικό μαρτύριο δεν εξαντλείται στα φαινόμενα και τεκταινόμενα της μέρας, αλλά εισχωρεί στα όνειρα της νύχτας και η νύχτα αδειάζει στη μέρα σε ένα συνεχές πάνω κάτω, μέσα έξω, σαν κλεψύδρα, σαν τα κουβαδάκια του μαγκανοπήγαδου που πάνε κι έρχονται χωρίς σταματημό. «Όταν είναι νύχτα να ονειρεύεσαι, αλλά όταν ξημερώσει ν’ ανοίγεις το παράθυρο διάπλατα… Όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν δικαίωμα στο φως», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης (Ανοιχτά Χαρτιά, 327), δίνοντας το χέρι στον νεότερο ποιητή, για να του θυμίζει πως κάθε καιρός έχει τα δικά του πάθη και τις δικές του πληγές.

Στα «Τρία απελπισμένα ποιήματα», η φαντασμαγορία της φύσης μεταφράζεται σε γυναίκα και αγάπη, σε οράματα και ο σκύλος πλατσουρίζει χαρούμενος στα νερά/ κι ύστερα τινάζει το βρεγμένο του τρίχωμα/ πάνω μας. Κι έτσι, σταγόνες από τον πόνο του φτάνουνε ως εμάς.

Στο ποίημα «Αν ήμουν η νύχτα σου», σε έναν δραματικό χείμαρρο επαναλαμβανόμενων υποθετικών προτάσεων –αν ήμουν– καταλήγει να εξομοιωθεί με τον ξεβρασμένο μετανάστη, επαναφέροντας στο προσκήνιο το κοινωνικό τραύμα των καιρών μας, τη μετανάστευση, που την είχαμε δει και σε παλαιότερη συλλογή, σε προσωπικό επίπεδο:

ένα υπέρλαμπρο ναυάγιο είμαι μες στην ομίχλη/ ο μετανάστης που ξεβράστηκε στο ξημέρωμα σε μιαν/ άγνωστη χώρα

Ένας μετανάστης διωγμένος από τη χώρα της παλιάς του ευτυχίας.

Ένας διαρκής σπαραγμός ο λόγος του, μία ελεγεία για τη χαμένη εποχή και τον χαμένο παράδεισο.

Το ποίημα «Χθες», ο χαμένος παράδεισος του χθες, έχει μελετηθεί σε άλλο κείμενο και έχει πλέον αποκτήσει την αυτονομία του… ωστόσο, και στη συλλογή μέσα δείχνει την οργανική του θέση, συνέχεια και σύνδεση:

ευτυχώς χθες δεν πέθανα, χθες/ αγαπούσα.

Στις «Καθ’ ημέραν λύπες», οχτώ ποιήματα. Ο «Αντιμπουκόφσκι» ποιητής γίνεται ο υπηρέτης της αγάπης, αλλά εκείνη παραμένει ασυγκίνητη σαν την Ολυμπία του Μανέ, ενώ «Αγάπη είναι αυτός ο σκύλος που δραπέτευσε απ’ τον παράδεισο/ και παραμένει ατάιστος». Κι έτσι «η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση».

Το ποίημα «Αδάμ και Εύα» εκκινεί από την ευωχία και τον πληθωρισμό ενός πίνακα του Μποτέρο, κάποια στιγμή όμως και οι δύο δραπέτευσαν από τον παράδεισο.

Στο «Πού κρύβουμε τα πράγματα», ο καθένας και η κρυψώνα του κι ο ποιητής κρύβει τον «μονόκερό του», αλλά τελικά κι εκείνος έχει φύγει και δεν έχει αφήσει ίχνος πίσω του, ούτε τη χρυσόσκονη που νόμιζε πως είχε… αυτή κι αν είναι απελπισία· η απομυθοποίηση του ονειρικού πολύτιμου που νόμιζε πως είχε και ήταν δικό του, καταδικό του και καλά φυλαγμένο. Αυτά τα κρυμμένα, που έλαμπαν σαν χρυσάφι στην αρχή κι απομυθοποιούνται τώρα, που έχασαν την αθώα και τρυφερή τους διάσταση, πονούν πολύ τη νύχτα και η βαριά ανάσα τους δεν τον αφήνει να κοιμηθεί:

λίγη υπομονή ακόμα, τους λέω, και θα ξημερώσει
λίγη υπομονή και θα βγούμε

«Ο Καρυωτάκης στα Κιούρκα» μέσα σε μια ειδυλλιακή σκηνή, ανάμεσα σε αγρότες, πολύ πριν από την αυτοχειρία. Τώρα ο δικός μας ποιητής νιώθει σαν εκείνον. Ζούσε και αυτός ανάμεσα σε μηλιές και πικρολέμονα. Ο Καρυωτάκης έχει πεθάνει, ο Αγγελής είναι σαν πεθαμένος.

Ο άνθρωπος των πολλών χωρισμών, των πολλών προσευχών, αυτός που αγαπήθηκε αλλά και έζησε μόνος, που καταπατήθηκε και πόνεσε.

Ο «Αντιπαλαμάς» είναι ποίημα ωραίο σαν επίγραμμα:

Είμαι μία τίγρη στη ρίζα σκιερής φοινικιάς
που χωνεύει ήσυχα τον Παλαμά της

το ποίημα έχει άλλους δύο στίχους σε παρένθεση:

(Ένα κοριτσάκι, η Νόρα, με κοιτάζει και λέει:
«δεν είναι πλασμένος για την αγάπη)

Σαν από την παρένθεση να βγαίνει η Νόρα του Μπόρχες, που μας ενημερώνει πως αυτός ο τίγρης «είναι πλασμένος για την αγάπη».

Ενότητα «Στη χώρα του ποτέ». Η Never Never Land, το γνωστό ανύπαρκτο νησί όπου ξεπέφτουν τα εγκαταλελειμμένα παιδιά, όπως τα επαναστατημένα στο Γούντστοκ, «Θυμάμαι το Γούντστοκ», ξηλώνοντας τον χρόνο, βουστροφηδόν θα ξαναβρούμε τη χαμένη νιότη και ευτυχία μας. Τότε που υπήρχε η εκδρομή, τα δάση που δεν είχαν καεί, τα ελάφια που ζούσαν εκεί, οι πάγοι που δεν είχαν λιώσει της Ανταρκτικής,

κι ο χρόνος έτρεχε απαλά ξανά προς την αρχή του/
–ανάποδα, για να μην ξεχαστούμε –ανάποδα, για να μη φοβηθούμε

Στη «Λουμπλιάνιτσα» έχουμε και πάλι μια εικαστική εκδοχή, είναι το πρόγευμα στη εξοχή του Μανέ, που όμως ένα κοράκι «τσιμπολογάει από τα πιάτα μας». Σαν να εισχώρησε στον χώρο ο αρχιαρτοποιός του Πετεφρή μ’ εκείνα τα πουλιά που έτρωγαν από το καλάθι στο κεφάλι του τα ψωμιά του. Ή μήπως πρόκειται για το κοράκι –«never more»– του Πόε; Σε λίγο, το θέμα αλλάζει: η

Παναγία που προσφέρει στον Χριστό ένα μήλο. «Έτσι κι αλλιώς δεν θα μείνω εδώ για πολύ», της απαντά –ακόμα κι εκείνος θα έχει σε λίγο τις δικές του δώδεκα πληγές» (Εκείνη δακρύζει. Το ίδιο κι εγώ).

Τελευταία ενότητα «Τα άλογα του Ταρκόφσκι», τίτλοι ταινιών και ο τίτλος του βιβλίου. Συλλέγω ψηφίδες, μία από κάθε ποίημα:

Ρίχνω στο πηγάδι τον σιδερένιο σου κουβά για ν’ ανεβάσω το αστέρι που μου χάρισες.
ένας ακόμη πετεινός βεβαιώνει πως ήμουν πάντοτε/ μια/ χειρονομία άρνησης/ για κάθε σου/ ελπίδα.
Ξύπνησα σήμερα και νόμιζα πως ήμουνα σπίτι σου. Επειδή σε τίποτα δεν ελπίζω πια.
συμβαίνει πάλι να κυνηγώ με το δίχτυ τον άνεμο.
Δεν φταις εσύ. Φταίει αυτή η μονότονη μουσική… τα αποξηραμένα λουλούδια στο βάζο. Και το τηλέφωνο που δεν χτυπάει.
Ακόμα κι αν έρθεις τώρα κάτω απ’ τον ίσκιο του φάρου και μου πεις όχι ξανά, ακόμα και τότε εγώ, ως το τέλος του κόσμου για σένα/ θα καίγομαι.

dim aggelis22Σε πρόσφατη συνέντευξή του (Το Βήμα, 13 Μαρτίου ’22), ο ποιητής είπε ότι «κάθε ποίημα συνιστά διαμονή έκτακτης ανάγκης για ανθρώπους που αντιμετωπίζουν μια κρίση» και, παρακάτω, «το μόνιμο ζήτημα στην ποίηση, όπως και στη ζωή, είναι ο άλλος, όχι το εγωιστικό κτητικό μου συναίσθημα. Είμαστε η γενιά της ερωτικής μελαγχολίας».

Πιστός σκύλος η μνήμη, όπου και να της αγγίξεις πονεί, λέει ο Σεφέρης. Εν τω μεταξύ,

πάντα βρέχει πάνω στο κεφάλι μου.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Εκκρεμείς χειρονομίες προς τον άλλο “The Books’ Journal” 128 Μάρτιος 2022

.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΕΚΟΣ

“Το Βήμα”/ “Βιβλία” 13/3/2022

«Είμαστε η γενιά της ερωτικής μελαγχολίας»

Είμαι ένας άνθρωπος πολλών χωρισμών που θα πει/αγαπήθηκα.//Είμαι ένας άνθρωπος πολλών προσευχών που θα πει/κατάμονος έζησα/χρόνια.// Ακούω να περνούν έξω απ’ το δάσος φορτηγά/ αναρωτιέμαι πώς άντεξα/ να με πατάτε.// Σβήσε το φως/και μη φοβάσαι./Ενας άνθρωπος/είμαι» γράφει ο Δημήτρης Αγγελής στο ποίημά του «Και πάλι ήρεμα μιλώ» που περιλαμβάνεται στη νέα, μεστή συλλογή του υπό τον τίτλο Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου (εκδ. Πόλις, 2022).
Το συγκεκριμένο βιβλίο ωστόσο ανοίγει με το ποίημα «Μάρτιος 2020». Εν προκειμένω, ο τελευταίος στίχος είναι μια απεγνωσμένη, συγκινητική έκκληση. «Αναψε ξανά λίγο μέλλον για μένα!» διαβάζουμε και διαπιστώνουμε, με ένα σάστισμα ευφρόσυνο αλλά και παρήγορο, πώς η μυχιότητα δύναται να εξαπλωθεί και να μετασχηματιστεί έντεχνα σε αίτημα ενός σκοταδιασμένου κόσμου.

«Μονίμως υπαρξιακά αξεδίψαστοι»
Ρωτήσαμε τον Δημήτρη Αγγελή, με αφορμή την έκδοση, τι σημαίνει επικαιρότητα για έναν ποιητή. «Θα μπορούσε κανείς να πει ότι κάθε ποίημα συνιστά μια διαμονή έκτακτης ανάγκης για ανθρώπους που αντιμετωπίζουν μια κρίση – ειδάλλως δεν γράφεται, ούτε διαβάζεται. Το συγκεκριμένο ποίημα αναφέρεται στην πρώτη περίοδο της πανδημίας, στη μοναξιά του εγκλεισμού και στα φορτηγά του θανάτου. Η ενότητα κλείνει με τους στίχους «Ευτυχώς χθες δεν πέθανα, χθες / αγαπούσα» επειδή η σωστική δύναμη της αγάπης είναι το μόνο αληθινό καταφύγιο σ’ έναν κόσμο διαρκούς διακινδύνευσης. Ισως τα δύο «ζωολογικά» μου ως προς τον τίτλο βιβλία συνιστούν ένα δίδυμο, το προηγούμενο «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου» [σ.σ.: εκδ. Πόλις, 2015, Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2016] απαντά σε μια πολιτική-κοινωνική συγκυρία, ενώ το «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου» ανταποκρίνεται σε μια εσωτερική περίσταση – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ένα είναι πιο υπαρξιακό από το άλλο. Να όμως δύο επικαιρότητες, απ’ τις πολλές στις οποίες συμμετέχουμε» είπε ο ίδιος προς «Το Βήμα».

Στο καινούργιο του βιβλίο η ερωτική απώλεια και η μοναξιά κυριαρχούν, το διαποτίζουν θα έλεγε κανείς. Και όταν ετέθη το παρεξηγημένο ζήτημα του συναισθήματος στην ποίηση (και στη δική του ποίηση) έσπευσε να διευκρινίσει. «Ο ποιητής είναι θηριοδαμαστής αισθημάτων, αλλιώς τον καταπίνει η αυτοδικαιωτική υποκειμενικότητα. Τέλος πάντων, το μόνιμο ζήτημα στην ποίηση, όπως και στη ζωή, είναι ο άλλος, όχι το εγωιστικό/κτητικό μου συναίσθημα. Είμαστε η γενιά της ερωτικής μελαγχολίας όχι μόνο με την έννοια ότι λείπει η συναρπαγή, αλλά επειδή υπάρχει στον έρωτα κάτι το καταστατικά ανολοκλήρωτο: την ουσία του άλλου δεν την αγγίζουμε ποτέ, κάτι μονίμως μας διαφεύγει ή μας αποκαλύπτεται πολύ αργά – εξ ου και η μοναξιά. Παραμένουμε μονίμως υπαρξιακά αξεδίψαστοι, ίσως επειδή δεν προλαβαίνουμε πλέον να φτάσουμε στην αγάπη. Και η αγάπη προϋποθέτει, αυτονόητα, την πίστη και την ελπίδα».

Τόσο στη σκέψη του όσο και στην ποίησή του υπάρχει η χριστιανική παράμετρος. Είναι θέμα πίστης; Είναι θέμα αισθητικό; «Για μένα ο χριστιανισμός, πέρα από τις βιβλικές αφηγήσεις και τις ακολουθίες που με μεγάλωσαν (εδώ εντάσσεται και η αισθητική), είναι η ιερότητα του αδύναμου και εμπερίστατου ανθρώπου, ο οποίος παίρνει τη μορφή του εσταυρωμένου Χριστού. Αυτή ακριβώς η πίστη, στην προσωπική μου θεώρηση των πραγμάτων, συνιστά ένα πολιτικό πρόταγμα καλοσύνης».

Ο Δημήτρης Αγγελής συμπληρώνει σχεδόν μια εικοσιπενταετία στα γράμματα. Το ντεμπούτο του, το 1998, ήταν διπλό, πρώτα με δοκίμιο (Για τη συγγραφή) και ύστερα με ποίηση (Φιλομήλα). Σήμερα τι πιστεύει; Η σχέση αυτή, μεταξύ των δύο, είναι όντως συμμαχική ή μήπως συγκρουσιακή; «Οταν κυκλοφόρησαν, το δοκίμιο προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση, ήμουν παντελώς άγνωστος, οπότε κάποιοι θεώρησαν ότι ήμουν ήδη… μεστωμένος πενηντάρης! Παραδίδοντας το τρίτο μου βιβλίο, ο εκδότης και δάσκαλός μου Κώστας Τσιρόπουλος με ρώτησε: «Εχεις βγάλει δύο διαφορετικά βιβλία, αν βγάλεις ποιητικό, χαρακτηρίζεσαι πλέον διά παντός ποιητής, αυτό θέλεις;». Επειδή αυτό πράγματι ήθελα, παρέμεινα προσηλωμένος στην ποίηση, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψω τον στοχασμό. Ετσι κι αλλιώς, διαβάζω περισσότερο μελέτες και μ’ ενδιαφέρει κυρίως η ιστορία των ιδεών. Κατά κάποιον τρόπο, μάλιστα, υπηρετώ τον στοχασμό όχι τόσο μέσα απ’ τα κείμενα που δημοσιεύω όσο μέσα από δημόσιες χειρονομίες που θεωρώ ότι απαντούν σ’ ένα αίτημα νοήματος. Τέτοιες είναι για παράδειγμα τo «Φρέαρ», τα «Ανθίβολα» και κάποιες κατά καιρούς πολιτιστικές εκδηλώσεις».

Η ελληνικότητα στην ποίηση
Τον απασχολεί καθόλου αυτό που λέμε παράδοση; Στις μέρες μας, τι έχει να πει ένας έλληνας ποιητής στον υπόλοιπο κόσμο, σε οικουμενικό επίπεδο; «Η ελληνικότητα στην ποίηση ακούγεται θέμα ξεπερασμένο, όμως θυμάμαι σ’ ένα φεστιβάλ που ένας ξένος ποιητής παρατήρησε ακούγοντας τρεις Ελληνες να απαγγέλλουμε: «Ακούσαμε έναν Αγγλο κι έναν Γάλλο ποιητή, ο μόνος Ελληνας ήσουν εσύ». Δεν ξέρω πού ακριβώς εντόπιζε εκείνος την ελληνικότητα, αλλά είναι το μόνο μας διαβατήριο για ένα διεθνές κοινό, αλλιώς γιατί κανείς να μας διαβάσει; Γενικά η ευρωπαϊκή ποίηση διέρχεται κρίση, το ίδιο και η ελληνική, η οποία μάλιστα από τη μια δεν μελετά την παράδοσή της, από την άλλη αγνοεί τι γίνεται στο εξωτερικό. Αντί να γκρινιάζουμε που δεν εισακουόμαστε έξω, ας δουλέψουμε παραπάνω».

Για ορισμένους ανθρώπους η ποίηση είναι σημαντική, είναι κομμάτι αναπόσπαστο της καθημερινότητάς τους. Εν τέλει, ως προς τη ζωή, πλεονεκτούν κάπου αυτοί; «Στα πάντα και σε τίποτα. Ας είμαστε ρεαλιστές: υποθέτω πως μαγεία ή ποίηση υπάρχουν και στη φυσική ή στη χημεία (που εμένα δεν με αγγίζουν), απλώς η ποίηση ανήκει στα πολύτιμα άχρηστα του βίου. Υπό αυτή την έννοια είναι μια τέχνη αριστοκρατική που απευθύνεται σε λίγους και η συζήτηση γιατί δεν αγγίζει το μεγάλο κοινό είναι ματαιοπονία και υποκρύπτει απλώς διαθέσεις κατίσχυσης του χώρου. Εμείς αγαπούμε τον ποιητικό λόγο, μας προσφέρει συναρπαστικές παράλληλες ζωές κι ακόμα μεγαλύτερες κατακρημνίσεις και απογοητεύσεις. Είναι όμως επιλογή μας. Καλλιεργούμε το μικρό μας χωραφάκι όσο μπορούμε καλύτερα, πολλαπλασιάζουμε τα πέντε ψωμιά και τα δυο ψάρια που μας έχουν δοθεί, αλλά πάνω από πεντακισχιλίους ανθρώπους δεν μπορούμε να χορτάσουμε. Ομως κάθε φορά που κάποιος σου εκμυστηρεύεται ότι του άρεσαν τα ποιήματά σου, νιώθεις ότι ένας στιγμιαίος συνωμοτικός δεσμός αλληλεγγύης έχει εγκαθιδρυθεί μεταξύ σας – κι αυτό το αίσθημα είναι ανεπανάληπτο. Η ποίηση είναι πάνω απ’ όλα τέχνη ζωής».

.

ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ

“Εφημερίδα των Συντακτών” 26/2/2022

Μερίδιο στο φως και στην αγάπη

Διαβάζοντας κανείς τον τίτλο της νέας ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Αγγελή, φέρνει στον νου του ένα από τα προηγούμενα βιβλία του με τον τίτλο Ενα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου (2015). Και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει ένα ζώο σε ένα «υγρό» περιβάλλον, που στη μία περίπτωση είναι η βροχή και στην άλλη τα δάκρυα. Οσοι γνωρίζουμε την ποίηση του Αγγελή, έχουμε παρατηρήσει στους στίχους του την παρουσία των ζώων, τα οποία πολλές φορές έχουν έναν κομβικό ρόλο, καθώς γίνονται οι καταλύτες συνειδητοποιήσεων ή κρυφών πτυχών του ανθρώπινου ψυχισμού. Το υγρό στοιχείο, από την άλλη πλευρά, σηματοδοτεί τη ζωή, τη ροή, την αλλαγή, στοιχεία που μοιάζει να καταγράφει ο ποιητής μέσα από στιγμιότυπα, εικόνες και αφηγήσεις.

Αναφέρω τα παραπάνω ως μια γενική θεώρηση επί των ποιητικών αναζητήσεων του Αγγελή, για να έρθω στο πρόσφατο βιβλίο του. Σε αυτό ο σκύλος είναι ο σύντροφος που αγαπά χωρίς να έχει τη βεβαιότητα ότι αγαπιέται, εκείνος που παραμένει μονίμως ατάιστος / πλάι σου («Αντιμπουκόφσκι»), εκείνος που φέρνει τα μυστικά μηνύματα ενός ποθητού ερχομού (άκουγα τα σκυλιά να γαβγίζουν / και έλεγα πως έρχεσαι, «Λίγο πριν ξημερώσει»), ενώ άλλοτε γίνεται η λεπτομέρεια ενός σκηνικού που αποκαλύπτει τη μοναξιά και την ερήμωση: Στη σκάλα έχουν κρεμάσει μια ομπρέλα σε αποσύνθεση. Βρέχει πάντα στο κεφάλι του σκύλου, καθώς αναφέρεται στο ποίημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή.

Ο σκύλος του Αγγελή δεν είναι ούτε ο μαύρος σκύλος του Φάουστ ούτε ο σκύλος του Οδυσσέα, είναι ένα πλάσμα που έχει εξέλθει από την ασφάλεια του μυθικού σύμπαντος και περιπλανιέται στον σύγχρονο κόσμο αναζητώντας ένα νόημα, μια βεβαιότητα, ένα στέρεο έδαφος να πατήσει, ενώ καθρεφτίζει συχνά τη συνομιλία της ποιητικής φωνής με ένα άπιαστο εσύ. Ετσι, ξεκινά μια περιπλάνηση με χρονική αφετηρία εκείνο που αναζητά κανείς στο σκοτάδι (ενότητα «Αν ήμουν η νύχτα σου»), με ποιήματα που προσπαθούν να φωτίσουν τα πράγματα και να αναιρέσουν τα εμπόδια των καιρών μας: την πανδημία, τους φόβους, τον θάνατο.

Είναι χαρακτηριστική η επιμονή στο όνομα των πραγμάτων, με στίχους όπως εγώ να κοιτάζω ανυπόμονα προς την πόρτα, μετρώντας/πέντε κύκλους, δυο αιώνες και δεκατέσσερα Χριστούγεννα πριν τ’ όνομά σου («Μην έρθεις σήμερα») ή νομίζω επίσης πως φώναζε διαρκώς ένα όνομα («Παρίσι-Αθήνα»). Γιατί το όνομα είναι ο φορέας της αλήθειας, για να θυμηθούμε τους καβαλιστές ή τον πλατωνικό Κρατύλο.

Είναι η δύναμη της γλώσσας να φέρνει στο φως τις κρυμμένες ισορροπίες του κόσμου. Και στους στίχους η ποιητική φωνή αναζητά αγωνιωδώς το όνομα που θα δώσει νόημα στην προσμονή και στην αγάπη. Στη δεύτερη ενότητα («Οι καθ’ ημέραν λύπες») μεταφερόμαστε από το σκοτάδι στο φως, στην επιθυμία της ελευθερίας και στην πραγμάτωσή της μέσα από τον άλλο και μέσα από το θάρρος διαμόρφωσης ενός αληθινού εαυτού: λίγη υπομονή και θα βγούμε, κλείνει το ποίημα «Πού κρύβουμε τα πράγματα».

Στην τρίτη ενότητα «Στη χώρα του ποτέ» κυριαρχεί το ονειρικό στοιχείο, η μνήμη που τροφοδοτεί το παρόν, οι άλλοι τόποι που έχουν μετατραπεί σε τόπους εσωτερικούς, ενώ στην τελευταία ενότητα του βιβλίου «Τα άλογα του Ταρκόφσκι» ο ποιητής μάς μεταφέρει στον κόσμο των ταινιών του Ρώσου σκηνοθέτη. Οποιος γνωρίζει τις ταινίες, κατανοεί τους υπαινιγμούς και την πολυεπίπεδη ανάγνωση των στίχων.

Τα ποιήματα αυτά δεν δρουν σχολιαστικά στα κινηματογραφικά έργα, αλλά διαθέτουν αυτονομία, γίνονται νέος κόσμος που συναντά τον δικό μας αγγίζοντας το παρόν. Θα κλείσω παραθέτοντας μια φράση από το ποίημα «Στάλκερ»: Παντού υπάρχει ένα υπόλοιπο νύχτας. Το βιβλίο στο σύνολό του μας προτρέπει να δούμε το «υπόλοιπο της νύχτας» μέσα και γύρω μας και να ελευθερώσουμε τις δυνάμεις που ζητούν μερίδιο στο φως και στην αγάπη.

.

ΣΧΕΔΟΝ ΒΙΒΛΙΚΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

www.booktimes.gr 14/5/2018

Ποιητική πρόζα υψηλών προδιαγραφών κι αφηγηματικής συμπύκνωσης σε τέτοιο βαθμό που να μοιάζει σχεδόν εικονογραφία αγνώστων αγίων άφαντης θρησκείας. Αυτή η εικονοπλαστική σχέση του ποιητή με τον αρθρωμένο λόγο αποκτά μία δόμηση τελείως ξένη προς μεταμοντέρνους πειραματισμούς αφού ερωτοτροπεί με το κλασικό και φλερτάρει με τον νεοβυζαντινό εξιδανικευτικό ρομαντισμό.

1.

«Κάθε έργο τέχνης είναι μια μοναξιά υπό κατασκευή», είπε ο
Θεός μες στο ιδιωτικό σκοτάδι του πριν αρχίσει την εξαήμερο δημιουργία.

Η ποίηση του Δημήτρη Αγγελή είναι εικαστικώς εικονογραφήσιμη σε καμία όμως περίπτωση εικονοκλαστική ή εικονολατρική. Το αντίθετο. Εκείνο το περίφημο «Πίστευε ΚΑΙ ερεύνα» είναι σύμφυτο με την ποιητική του υπόσταση χωρίς να γίνεται σε ουδεμία περίπτωσιν ιερόσυλο.

3.

Μια εγκαταλελειμμένη κουβανική δεκαετία μέσα μου. Οι
τοίχοι γεμάτοι κουνούπια. Η βρύση στάζει φεγγάρια
άμμο. Κι οι κύκνοι είναι από σύρμα.
Καθόμαστε στις πλαστικές καρέκλες κι η σερβιτόρα μάς
περνάει για ξένους. Κάθε απόγευμα ένα κήτος ξεβράζει τον
Ιωνά που αναγγέλλει τη σωτηρία μας (όμως εμείς αγαπιόμαστε χρόνια). Παριστάνοντας τους έκπληκτους, τον χειροκροτούμε και τρέχουμε στην ακρογιαλιά να του σφίξουμε το χέρι.

Λυρικός υπαρξισμός νοσταλγικός αν και χιλιοφορεμένος, προσδίδει στο έργο του Δημήτρη Αγγελή μια πατίνα χρόνου που θαρρείς πως δεν κυλά ανάμεσα από τα γραπτά του, σαν να πάγωσε στην ώρα της μεγάλης φρίκης από τη θέαση της Μεταμόρφωσης απάντων γύρω μας σε Φως καθαρό…

5.

Το σύννεφο έσταζε έξω απ’ το κάδρο. Εκεί είχε ακουμπήσει ο
κουτσός την πατερίτσα του. Εκεί είχε παρατήσει το παιδί το
ποδήλατό του. Τώρα πια θα έχουν όλα βουλιάξει στη λήθη.
Έγκλειστος σ’ ένα δωμάτιο ακούω το νερό να κυλάει –
ωκεάνια αίσθηση. Στον ύπνο μου ο ουρανός έχει το χρώμα
της σκουριάς, ο ήλιος τη λάμψη απ’ τα δόντια του σκύλου κι
ο Σικελιανός μού απαγγέλει ένα ποίημα κρατώντας ρομφαία.
Άραγε με ονειρεύεται κι εκείνος καμιά φορά όταν
διαβάζω τους στίχους του;

Αύριο θα ελευθερώσω έναν γρύπα στον ουρανό. Αν δεν
επιστρέψει ώς το βράδυ, θα έχουμε αγγίξει την κορυφή τού
όρους Αραράτ.
Τότε θα ξαναγράψω για σένα.

Κι ο «παράδεισος της παιδικής ηλικίας» χαμένος για πάντα. Υπερχειλίζοντα συναισθήματα-νερά. Το «ωκεάνιο συναίσθημα» όμως, τόσο γνωστό στους εκστατικούς ποιητές, αυτοσκοπός κι ανταμοιβή των πεζολογικών μας κόπων.

7α.

Είσαι εκείνο το σπασμένο σώμα στο ημίφως που μυρίζει
φωτιά γιατί ποτέ του δεν εξημερώθηκε. Είσαι ο αέρας που
φύσηξε ανάμεσα στις ηττημένες λέξεις μου και τις έκανε τα
στάχυα που μαζέψαμε για να ’χουμε αύριο στο τραπέζι μας
ψωμί. Είσαι η έκκληση του επόμενου φιλιού που επικαλείται
την ανάμνηση του προηγούμενου με τα μάτια εκείνου του
σκύλου που διέσωσε μια Κυριακή στο βλέμμα του το χάδι
σου. Είσαι ένας πειρασμός γκρεμού και κήπου ανεξάντλητου,
όλο μηλιές κι άπιαστες άκρες ποιήματος. Είσαι ο ηλεκτρισμός
ενός ισπανικού Αυγούστου καθώς νυχτώνει δίπλα
στο ποτάμι και ρίχνεις την κόκκινη ζακέτα πάνω στους
ώμους σου. Είσαι μια πόλη με ψιλόβροχο στις συλλαβές της:
το δικό μου Άσμα Ασμάτων.

Ο Έρωτας μια απουσία ή μια εξιδανικευμένη αφορμή για θρήνο, άλλοθι μοναξιάς, στερεότυπο αργής στυγνής αποξένωσης από τον έφηβο που αποτετανώθηκε μέσα μας σε μια στιγμή ανείπωτης φρίκης.

8.

Πήρα τότε την απόφαση να μετακομίσω στον Πειραιά,
επειδή η Αγία Τερέζα μού τηλεφωνούσε μετά θάνατον για να μου
διαβάσει ποιήματα και δεν μπορούσα τα βράδια να κοιμηθώ.

Η Ποίηση, όχι, δεν είναι ελιξίριο, αλλά τα πειστήρια μιας μοναξιάς, τόσο στυγνής που καταντά αφόρητη. Ειλικρίνεια, αποφυγή ωραιοποιήσεων, η αγιότητα δεν είναι το ζητούμενο, αλλά η ζωή, η πραγματική, η απτή, η υλική, μακριά από υποσχέσεις μεταθανάτιων ηδονών κι αποζημιώσεων για τον χαμένο Χρόνο.

14β.

Ακούω χερουβικά στη διαπασών κι έξω χιονίζει. Αναβοσβήνουν
τα λαμπιόνια των χριστουγεννιάτικων δέντρων στον
δρόμο. Όμως εγώ είμαι το αρνητικό του χιονιού. Κι εσύ
είσαι η Χώρα του Ποτέ. Περπατώντας στον ύπνο μας έχουμε
ήδη ξαναβρεθεί σ’ ένα ξέφωτο, όπου ένας ασκητής στέκεται
πάνω στα ερείπια των προσευχών του και μαστιγώνει με
λύσσα την πλάτη του. Από μια αθέατη πόρτα ξεπροβάλλει ο
Μαρμελάντωφ, «Έκανα λάθος», λέει, «ζητώ συγγνώμη». Κι
εξαφανίζεται.

Ο οραματικός χαρακτήρας του «ποιητή-προφήτη» αποκαλύπτεται εδώ κι ο λατινογενής «poeta-vates» ξαναζεί εδώ μιαν άλλη, αθέλητη μάλλον, μεταβίωσή του.

21β.

Πάνω απ’ τα σύννεφα της πόλης μας υπάρχει μια άλλη πόλη
δεμένη με σκοινιά. Ο καπνός από τις καμινάδες μας είναι τα
οπωροφόρα της δέντρα, τα όνειρα των παιδιών μας οι νιφάδες
του χιονιού στα γοτθικά καμπαναριά της, τα πιο ταπεινά
μας λόγια οι σιτοβολώνες που ταΐζουν τα εξαφανισμένα
θηλαστικά του δικού μας κόσμου, που εκεί συνεχίζουν
αμέριμνα τη ζωή τους. Στάχυα και σκιάχτρα ξεφυτρώνουν ακόμα
και μέσα στα σπίτια, αρχοντικοί κύκνοι κολυμπούν στα κανάλια
της πόλης κι αρκεί το βράδυ να βάλεις λίγο γάλα σ’ ένα
πιατάκι για να εμφανιστεί το κρυμμένο φεγγάρι του κήπου
σου. Εκεί ζει ο συλλέκτης των κορακιών, η οικογένεια
Κασκαμπέλ, ο ταριχευτής του Λένιν κι ο ευαγγελιστής
Ιωάννης. Εκεί ζει ο άγιος Παστερνάκ με το απαγορευμένο του
ποίημα «Άμλετ» και ο άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος με τα
φαγωμένα νύχια του.

Υπάρχουν πολλές ανεμόσκαλες, καταπακτές και άλλοι
κρυφοί τρόποι για να βρεθείς στην πάνω πόλη. Εγώ ανεβαίνω
σβήνοντας μέσα στα πράσινα γατίσια μάτια σου.

Κι όλα καταλήγουν στον υπερ-ρεαλισμό, αφού ο «μαγικός ρεαλισμός» δεν μπορεί να υπερβεί τη «λογικοφανή» πραγματικότητα και η τόση πεζολογική χρήση της γλώσσας για πραγματιστικούς σκοπούς την έχει αλλοιώσει τόσο που η παλαιά, έμμετρη κι αρμονική ποίηση φαντάζει πλέον ανέφικτη… Απομένει ο μινυρισμός κι ο κόλαφος μιας απώλειας τόσο βαθιάς που μας καθιστά πεντάρφανους κι απομένουμε εδώ να μεμψιμοιρούμε για όσα είχαμε κι αυτά που χάσαμε στη διαδρομή προς την αυτογνωσία, εκείνο το πολύτιμο «γνώθι σαυτόν» που κόστισε πολλές ζωές και πληρώθηκε με αναρίθμητους θανάτους.

Εμπνευστική η ποίηση του Δημήτρη Αγγελή, εμπνέει και καθοδηγεί τους συνοδοιπόρους του στο Πνεύμα προς μία Έξοδο από τη σκοτεινιά που μας περιβάλλει κι απειλεί να μας καταπιεί. Ο ποιητής, μεγαλόψυχος και μεγαλορρήμων ευσχημονεί σε μια θολή, αχάριστη κι άκαρδη εποχή. Το Κενό δεν είναι τωρινό, όμως σήμερα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, τόσο που πρέπει να κρεμαστούμε σε άλλη πόλη, πάνω από τα σύννεφα, στη μυθική Νεφελοκοκκυγία ίσως προκειμένου να απολαύσουμε τις ηδονές της σάρκας εδώ και τώρα χωρίς βιβλικές απαγορεύσεις, ελεύθεροι σχεδόν… Αυτό το «σχεδόν» του τίτλου τα λέει όλα και σημαίνει διακριτικά το αδιόρατο αδιέξοδό μας, εγκλωβισμένοι σε ενοχές που δεν μας αναλογούν και δεν μας αξίζουν, αφού δεν κάναμε τίποτα πέρα από το Μέτρο προκειμένου να τις κατακτήσουμε. Κι η Υπερβολή είναι ίδιον της Ποιήσεως, όμως θέλει ακραία γενναιότητα κι ακραιφνή αντοχή αν επιμένεις να ασκηθείς σε αυτό το άθλημα, που έχει σαν έπαθλο πάντα ένα κερί κι ένα κρανίο…

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

“Το Περιοδικό” 27/2/2018

Η θέση του δημιουργού, η θέση του αναγνώστη

Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή είναι η αποκάλυψη της θέσης του ποιητή στον κόσμο! Κυριολεκτικά. Διότι το σημείο που στέκεται, αντλεί και ξεκινά η (ποιητική) δημιουργία είναι το μεταίχμιο Θεού-ανθρώπου, ουρανού-γης. Στην αρμονία και τη δυσαρμονία του σύμπαντος που γίνεται και ποιητικό, ατομικό, βασίζεται, ψάχνει και βρίσκει την πρώτη ύλη του. Ακόμη κι αν ο δημιουργός δεν πιστεύει, το βιβλικό στοιχείο δεν απουσιάζει από την ποίηση. Το γενετικό της υλικό είναι φτιαγμένο από τον έρωτα, τον θάνατο, την αγάπη, τη ζωή. Συνεπώς, ό,τι έχει να πει θα είναι και μια εντολή που πρώτος αυτός θα πρέπει να ακολουθήσει. Το “Σχεδόν βιβλικά” είναι το “πίστευε και μη, ερεύνα” του ποιητή.

Ο Δημήτρης Αγγελής, βέβαια, δεν μας παραδίδει ένα θρησκευτικό κείμενο. Όχι. Τα ποιήματα του συνδυάζουν τον ποιητικό ρεαλισμό με υπερρεαλιστικά στοιχεία που παίρνουν την “άγνωστη” πρώτη ύλη και την πλάθουν με τέτοιο τρόπο ώστε να “συνομιλήσει” στην ανθρώπινη διάσταση. Όταν γράφει κάτω από τη λέξη ήλιος άπλωσα μες στο δωμάτιο τα ρούχα να στεγνώσουν, αμέσως φτιάχνει μια μαγική σκηνή που όμως την αποδεχόμαστε δίχως καχυποψία. Ο “ήλιος” γίνεται σφαίρα, θερμαντικό στοιχείο που μπορείς να το πιάσεις και να το κρεμάσει στο δωμάτιο για να στεγνώσεις τα ρούχα. Η κατάσταση που δημιουργείται στηρίζεται στην αφομοίωση, ενσωμάτωση, μιας σταθεράς που αποδεχόμαστε εδώ και χρόνια στο ανατρεπτικό πεδίο της ποίησης. Ο Αγγελής στα ποιήματα του συναντά, τουλάχιστον προσπαθεί, το πνεύμα που συναντά το πνεύμα.

Η φωνή του Αγγελή είναι άχρωμη, αποστασιοποιημένη. Ο λυρισμός του ξεκινά από οριστικά συμπεράσματα, από εικόνες που γνωρίζει από πριν και μέσα σε αυτές φτιάχνει νέες. Τις γεμίζει, αλλά και αφαιρεί. Ο Αγγελής μπαίνει στο διαλυμένο σύμπαν της ποίησης, στην αποθήκη του κόσμου και σαν άλλος Ταρκόφσκι κρατά το οπτικό ερέθισμα άφθαρτο στο πέρασμα του χρόνου.

.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

www.bookpress.gr 21/1/2018

«Κάτω από τη λέξη ήλιος άπλωσα μες στο δωμάτιο τα ρούχα…»

Όπου η Αγία Αικατερίνη κρατάει ένα μπουκάλι γάλα στο χέρι, αφού γάλα αντί για αίμα ανάβλυζε τότε από την πληγή, η Αγία Τερέζα μετά θάνατον επιμένει να διαβάζει ποιήματα τηλεφωνικά, η Αγία Πελαγία φοράει ανδρικό κουστούμι αφού πέταξε τα βραδινά της ενδύματα. Και η Ρουθ; Η Ρουθ συνέχεια αποχωρεί από το βιβλίο της με μία καφέ βαλίτσα. Μαζεύει άραγε στάχυα στη νέα της πατρίδα, πιστή στην πεθερά της, ή μήπως είναι η μοιραία γυναίκα του Μπρετόν;
Γιατί ο ποιητής παραμερίζει τα μαλακά τοιχώματα και εισχωρεί μέσα στα βιβλία που καθόρισαν την πνευματική του πορεία. Ύστερα βγαίνει με τον ίδιο τρόπο από το οπισθόφυλλο. Στο μεταξύ έχει αφομοιώσει την ουσία και την ομορφιά τους. Κρατάει ανοιχτή επικοινωνία μαζί τους. Και συνθέτει ξανά τον δικό του κόσμο. Ήδη στο πρώτο ποίημα μας μιλά γι’ αυτή του την κοσμογονία. «Κάθε έργο τέχνης είναι μία μοναξιά υπό κατασκευή». Γιατί σκιές είμαστε αρχικά που μόνο μέσα από τον πλούτο της τέχνης, τη ζωγραφική, τη μουσική, τη λογοτεχνία αποκτούμε χρώμα και υπόσταση. Και το γνωρίζει καλά αυτό ο ποιητής.

Ο κόσμος του Αγγελή είναι πολυπρισματικός και πολύχρωμος. Μπαίνει και βγαίνει από το Άσμα Ασμάτων, τη Βίβλο, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το Έγκλημα και Τιμωρία, τον Πήτερ Παν, μέσα από τα ερείπια της Βαβέλ, την Ερυθρά θάλασσα όπου μέσα της καταπνίγονται στρατιές Αιγυπτίων και αγνοούνται οι χαμένες στιγμές. Σε κάθε σελίδα ξεπροβάλλει και μια μορφή, ίσως μυθική, ίσως αρχετυπική, πάντα όμως καινούργια, αφού ο ποιητής μας την ξανασυστήνει. Ο Νώε ανοίγει την ομπρέλα του και τρέχει σε μία αποβάθρα με πράσινες βαλίτσες κάτω από τους ήχους της μουσικής του Γκορέτσκι, που εναλλάσσεται ως μουσική υπόκρουση στο βιβλίο με χερουβικά στη διαπασών. Το κύτος ξεβράζει τον Ιωνά σε μια ακτή με πλαστικές καρέκλες ενώ γύρω βουίζουν τα κουνούπια. Ο Μπέλα Ταρ, ως Σεραφείμ πάνω σε ένα άλογο που έχει μόλις δραπετεύσει από την εκπληκτική ταινία του, σκορπάει φλούδες φεγγαριού στη βροχή.

Οι φυσικοί νόμοι ανατρέπονται, η ομορφιά αιφνιδιάζει και κατακλύζει, το χιόνι έχει το αρνητικό του, οι λέξεις ορίζουν, κολυμπούν και στάζουν. Ο ποιητής γνωρίζει τη δύναμή τους στην κατασκευή του καινούργιου του κόσμου. Στο δεύτερο κιόλας ποίημά του μας την κάνει σαφή. «Κάτω από τη λέξη ήλιος άπλωσα μες στο δωμάτιο τα ρούχα να στεγνώσουν». Η υπερρεαλιστική γραφή πλαστελίνη στα χέρια του, την οποία ελέγχει απόλυτα και συνειδητά. Καθόλου συνειρμική λοιπόν, αλλά με άριστη συνέπεια στην εναλλαγή των εντυπωσιακών εικόνων που αποκαλύπτονται στα μάτια του έκθαμβου αναγνώστη.

Αρκεί το βράδυ να βάλεις λίγο γάλα σ’ ένα πιατάκι για να εμφανιστεί το κρυμμένο φεγγάρι του κήπου σου.
Άγγελοι, ο Σικελιανός με τη ρομφαία του, ο Ροτ, ο Κάφκα, ο Πάστερνακ, οι τέσσερις Ευαγγελιστές, ο καθένας με το έμβλημά του, κινούνται μέσα στη ρευστή ατμόσφαιρα της συλλογής που έχει φόντο τη στατική λύπη του Χόπερ ή τη νεφελώδη μαγεία του Σαγκάλ. Ένα εγκυμονούν σώμα κλεψύδρα τα εικοσιένα ποιήματα της συλλογής, μια κιβωτός της τέχνης και της λογοτεχνίας, αλλά και μια ανασύνθεση του κόσμου. Κι ύστερα το δικό του Άσμα Ασμάτων. Ο ιερός έρωτας, η ιερή μοναξιά. Μια νυχτοπεταλούδα που αγγίζει το γόνατο, η αποκάλυψη του γυμνού σώματος της Βηθσαβεέ.

Υπάρχουν πολλές ανεμόσκαλες, καταπακτές και άλλοι κρυφοί τρόποι για να βρεθείς στην πάνω πόλη. Εγώ ανεβαίνω σβήνοντας μέσα στα πράσινα γατίσια μάτια σου.

Επειδή μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου υπάρχει ένα τετράδιο για να γράψουμε μαζί ένα ποίημα που αποδεικνύεται στο τέλος πως το έγραψε ένας άλλος.

Προσοχή. Αυτή η συλλογή είναι επικίνδυνη για ασπρόμαυρους αναγνώστες. Εκπυρσοκροτεί φαντασία.

.

ΕΥΘΥΜΙΑ ΓΙΩΣΑ

www.oanagnostis.gr 20/1/2018

Σχεδόν βιβλικά: ένα ποιητικό βιβλίο προσωπικής αναφοράς

Σε πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή (Αναζητώντας το πρότυπο του ποιητή-πολίτη, 23/12/2017), ο Παντελής Μπουκάλας γράφει, μεταξύ άλλων, πως οι ποιητές «με τη δουλειά τους θα επηρεάσουν –εάν επηρεάσουν– πέντε ή δέκα μυαλά, πέντε ή δέκα ψυχές» και πως «δεν χρειάζεται να γίνει θόρυβος και βουή η ομιλία τους». Στο δεύτερο μέρος, δε, του άρθρου (Ο ποιητής και ο πεζογράφος στην αρχαιότητα, 30/12/2017) συμπεραίνει, αναφερόμενος στον Σόλωνα, ότι «ο ποιητικός του λόγος ήταν πράξη». Έχω την εντύπωση ότι η επίδραση ενός έργου, ανεξαρτήτως εικόνας και λόγων του δημιουργού του στη δημόσια σφαίρα, σε συνδυασμό με την πραγματωμένη δυναμική του, είναι δύο ικανά στοιχεία προκειμένου αυτό να καταστεί κλασικό. Ο Δημήτρης Αγγελής, με την ποιητική του συλλογή υπό τον τίτλο Σχεδόν Βιβλικά (κυκλοφόρησε λίγο προτού εκπνεύσει το 2017), φαίνεται πως έφτιαξε ποιήματα που δύσκολα θα γλιτώσουν από το να γίνουν ποιήματα αναφοράς τόσο του ίδιου όσο και της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.

Στο καλαίσθητο και προσεγμένο βιβλίο των Εκδόσεων Πόλις, ο Αγγελής έχει προσκαλέσει προσωπικούς του θεούς και δαίμονες, προσωπικότητες της τέχνης, ιστορικές συντεταγμένες του ιδιωτικού του, αλλά και του δημόσιου χρόνου και, βεβαίως, βιβλικές μορφές παρέα με τον μύθο τους σ’ ένα ποιητικό απόδειπνο λεκτικής ολκής. Ξεκινώντας από τη θεματολογία, φαίνεται πως δεν λείπει τίποτα από εκείνα που ο βίος μάς προκαλεί να αντιμετωπίσουμε. Προτού αναφερθώ πιο συγκεκριμένα στο εύρος του περιεχομένου, να σχολιάσω ότι τα εικοσιένα ποιήματα της συλλογής δεν τιτλοφορούνται παρά αριθμούνται, τακτική που ο ποιητής ακολουθεί ήδη από το προηγούμενο βιβλίο του, το προσφάτως βραβευθέν Ελάφι (Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου, Εκδόσεις Πόλις, 2015). Ενδεχομένως να προσδώσουμε και σε αυτή μια αφαιρετική και, ταυτόχρονα, επεκτατική σημειολογία. Έτσι, λοιπόν, η θρησκευτική πίστη, η καλλιτεχνική δημιουργία κι η ενδεχόμενη ευθύνη που αυτή φέρει, η φθαρτότητα της ύλης, των ιδεών και των (συν)αισθημάτων, η (μόνιμη ή παροδική) απώλεια, η μοναξιά κι η μοναχικότητα, η παραδοχή της ματαιότητας ενός αγώνα κι η πολιτική της ήττας, όλα αυτά μαζί –συν κάποια ακόμη που θα μου έχουνε ξεφύγει– συναρμόζονται με λεκτική συνέπεια και ευρηματικότητα καθώς και με μια αξιοζήλευτη πνευματική ευρύτητα τόσο εύστοχα συμπυκνωμένη που όχι μόνο δεν κουράζει τον αναγνώστη, αλλά τον σπρώχνει να βγει σ’ ένα νοητικό ξέφωτο. Στην εποχή του νοητικού βολέματος, όταν ένα βιβλίο καταφέρνει κάτι τέτοιο αυτό από μόνο του είναι σημαντικό.

Αναπόφευκτα, όπως ίσως παρατηρήσατε, στο σχολιασμό μου της θεματολογίας παρεισφρύει ο σχολιασμός της γλώσσας καθότι όταν η γλώσσα έχει θεμελιακά χαρακτηριστικά εκτός του ότι αναδεικνύει το θέμα εντάσσεται κι εκείνη κατά κάποιον τρόπο στη θεματολογία. «Όλα τα πρωινά που σηκώνομαι απ’ τον θάνατο και δεν είσαι δίπλα μου να με παρηγορήσεις. Τότε έρχεται ο Μάρκος με το λιοντάρι του, ο Ιωάννης με τον αετό του, ο Λουκάς με το βόδι του κι ο Ματθαίος με τον άνθρωπό του. Έρχεται ο Ανδρέας στάζοντας λέπια, η αγία Πελαγία ντυμένη άντρας κι η αγία Αικατερίνη κρατώντας ένα μπουκάλι γάλα. Απ’ την πλευρά του Χειμώνα μάς έπλασε ο Θεός˙ γι’ αυτό κρυώνουμε μόνοι τα πρωινά, όσες φωτιές κι αν ανάψετε –εσείς οι άλλοι». Το ποίημα με τον αριθμό 11 που μόλις παρέθεσα είναι ένα καλό, επιβεβαιωτικό των όσων έχω ήδη υποστηρίξει παράδειγμα. Πρώτα απ’ όλα, ο ποιητής είναι αρκούντως «φιλόξενος»: οι τέσσερις Ευαγγελιστές κι οι συμβολισμοί τους, δύο αγίες –η μία φορώντας τη μετάνοιά της κι η άλλη κρατώντας τη θυσία της–, ο Θεός, ο Χειμώνας, οι (ξένοι) άλλοι και, βεβαίως, η (οικεία) μορφή που απουσιάζει. Η κοφτή, δωρική γλώσσα ισορροπεί με τη μεταφορά, το κεφαλαίο «Χ» αντιπαραβάλεται με το κεφαλαίο «Θ» και τα δύο μαζί βοηθούν το ρήμα «κρυώνουμε» να εξωτερικεύσει την παγωνιά του και το πεζό «μ» να παραδεχτεί την ασημαντότητά του. Όμως, υπάρχουν πολλά παραδείγματα της αριστοτεχνικής γραφής του ποιητή, όπως οι μεταφορικές παραδοξότητες κι οι γήινοι υπερρεαλισμοί που συναντούμε: «κίτρινες πεταλούδες ξεπηδούσαν απ’ τα μισάνοιχτα συρτάρια των χεριών του» (σελ.12), «η βρύση στάζει φεγγαρίσια άμμο» (σελ. 13), «το σύννεφο έσταζε έξω από το κάδρο» (σελ.16), «ένας συσκευασμένος γύψινος Ιησούς» (17), «εξημερωμένο βόσκει το φως πλάι στο χωματόδρομο» (σελ. 21), «έριξε στάχτη χελιδονιών στο κεφάλι του» (σελ.29).

Το υπ’ αριθμόν 11 ποίημα που έχω ήδη παραθέσει δεν θα ήταν, θαρρώ, άτοπο να χρησιμοποιηθεί ως ένας θεματικός μπούσουλας, μιας και περιέχει πολλές ενδιαφέρουσες συνιστώσες οι οποίες επαναλαμβάνονται στο βιβλίο. Ακόμη και το ερωτικό, στα όρια της δοξασίας, ποίημα υπ’ αριθμόν 7 (α & β) («είσαι ο αέρας που φύσηξε ανάμεσα στις ηττημένες λέξεις μου και τις έκανε τα στάχυα που μαζέψαμε για να ʼχουμε αύριο στο τραπέζι μας ψωμί (…). Είσαι ένας πειρασμός γκρεμού και κήπου ανεξάντλητου, όλο μηλιές και άπιαστες άκρες ποιήματος») επαναλαμβάνει στοιχεία του 11: μήπως το πεζό «μ» δεν ελπίζει να καταργηθεί από το (δυνητικά και ευκτικά) κεφαλαίο «Ε» του Έρωτα ή το λιοντάρι του Μάρκου κι η μαρτυρική θυσία της αγίας Αικατερίνης δεν εύχεται ο ποιητής να κρατούν τον κήπο ανεξάντλητο και τον γκρεμό μόνο σαν πειρασμό και όχι σαν πραγματικό ενδεχόμενο καταστροφής;

Το 7β μου έφερε στο μυαλό τον Ψαλμό του Γκέορκ Τρακλ (προσωπικότητα που συναντούμε στο Ελάφι) κι ειδικά τον στίχο που λέει: «Άγγελοι με λασπωμένα φτερά βγαίνουνε μέσα από γκρίζες κάμαρες». Το «άσπιλο όνομα» της μούσας του Αγγελή και «τα περισσευούμενα χέρια» του λατρευτή της μοιάζουν να θέλουν να κρατηθούν μακριά από μια πραγματικότητα που θα τα βρωμίσει. Στο υπ’ αριθμόν 21 ποίημα, εξάλλου, ο ποιητής εισχωρεί σ’έναν φανταστικό κόσμο, στο πρώτο μέρος αναπολώντας μια πόλη που κάποτε υπήρξε και στο δεύτερο εφευρίσκοντάς την. Δεν είναι τυχαίο που ως μότο για το βιβλίο του έχει χρησιμοποιήσει τον στίχο του Τσέλαν: «Γιατί νεκροί είναι οι άγγελοι και τυφλώθηκε ο Κύριος στα μέρη της Άκρας». Πάλι μια πόλη κι η κατάληξή της γίνονται το ζητούμενο.

Ωστόσο, ο ποιητής αντιστέκεται και «πιστεύει» (σελ.32), «ευθυμεί (ξανά)» (σελ.33), «προστάζει τις σάλπιγγες και τα τείχη γκρεμίζονται» (σελ.33) αδιαφορώντας, έστω προσωρινά, για την όποια κατάληξη, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο «ουρανός είναι ένα νεκροταφείο ονείρων» (σελ.33), ότι «προσευχόμαστε, αλλά εμάς δεν μας ακούει κανείς» (σελ.21), ότι «είμαστε χαμένοι στη δαιδαλώδη γραφειοκρατία των υποθέσεών μας» (σελ.22). Παραδέχεται, έστω και με μια δόση ενοχής, πως κάτι υπάρχει να τον παρηγορήσει «όταν σηκώνεται από τον θάνατο» του ποιήματος 11. Κάποιες φορές, βέβαια, αυτό το κάτι δεν είναι παρά η συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει παρηγορία.

.

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

diastixo.gr 20/12/2017

Σχεδόν βιβλικά

Την Κυριακή, 14 Αυγούστου 2016, ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής γράφει:

«Σκέφτομαι πως η βιβλική, ας την πούμε έτσι, θεματική των ποιημάτων δεν πρέπει σε καμία περίπτωση ν’ αποκλείει την καθημερινότητα του ποιητή… Ίσως μάλιστα και να την έχει ανάγκη, προκειμένου το ποίημα να αγκιστρωθεί με περισσότερες αξιώσεις στο παρόν. Γι’ αυτό και το ερωτικό ποίημα πάνω στο Άσμα Ασμάτων που μόλις τελείωσα, νομίζω πως θα πρέπει να τοποθετηθεί στο κέντρο της δωδεκάδας που έχω σχεδιάσει».

Για δωδεκάδα επρόκειτο τότε. Όμως, σήμερα, τα ποιήματα είναι είκοσι ένα, με βάση τον αριθμό και είκοσι έξι, με βάση τις παραλλαγές, με «βιβλική θεματική», η οποία όμως, επειδή δεν αποκλείει και την «καθημερινότητα του ποιητή», δικαιολογεί εκείνο το «σχεδόν βιβλικά».

Η ποιητική συλλογή μοιάζει με μια μικρή δημιουργία του κόσμου, μέσα στον κόσμο, από τον οποίο ξεπροβάλλει ως άλλος, παράξενος και συχνά εφιαλτικός. Είναι ένας κόσμος στον οποίο συρρέουν όλα τα ρυάκια του ονείρου, της ποίησης, της τέχνης, της μουσικής και της ζωγραφικής. Κι ο ποιητής παλεύει σαν μικρός προφήτης, σαν μικρός Θεός που πονάει, που νοιάζεται και θέλει να επαναλάβει κάποιο θαύμα για τη διάσωσή του.

Στην αρχή, το φως, ο ήλιος, οι εφημερίδες, στο τσιμέντο, τα χρυσόψαρα και οι πεταλούδες, τα νερά. Πολλά νερά. Το ντεκόρ έχει στηθεί, αλλά τα υλικά είναι ακόμα ανακατεμένα. Αλλού «Το σύννεφο έσταζε έξω απ’ το κάδρο», σαν το κακό που έχει υπερχειλίσει, αλλού το νερό κυλάει δίνοντας μια «ωκεάνια αίσθηση». «Στον ύπνο μου ο ουρανός έχει το χρώμα της σκουριάς» λέει ο ποιητής, ο ήλιος έχει «τη λάμψη απ’ τα δόντια του σκύλου κι ο Σικελιανός … απαγγέλλει ένα ποίημα κρατώντας ρομφαία. Άραγε με ονειρεύεται κι εκείνος καμιά φορά όταν διαβάζω τους στίχους του;». Η αναφορά στον Σικελιανό με τη ρομφαία χρίζει τον ποιητή εκδικητή, εξολοθρευτή του κακού, καθόσον Άγγελος και αυτός. Το ερώτημα, έστω και χωρίς απάντηση, δείχνει τον μίτο που οδηγεί τον νεότερο ποιητή στον παλιό. Κι αν στον Σικελιανό αρκούσε η υπόσχεση στα δόντια του σκύλου («Άγραφον»), στον νεότερο δεν αρκεί, γι’ αυτό προσθέτει και τη ρομφαία. Οι καιροί έχουν αλλάξει και τα μέσα είναι πιο δραστικά.

Ο κόσμος είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι. Τι γίνεται εδώ ή εκεί; Σ’ αυτά που φαίνονται και στα άλλα που δεν φαίνονται; Ο ποιητής πετάει λέξεις στη θάλασσα του κειμένου του, λέξεις σημαδούρες και ο νοών νοείτω. «Κάθε εγκυμονούσα γυναίκα είναι μια κλεψύδρα». «Ο κύριος Νώε με την κιβωτό του … φωνάζει αλλά κανείς δεν θέλει να ταξιδέψει μαζί του». Οι πνιγμένοι Αιγύπτιοι, ο Ισαάκ, το κριάρι, οι αγνοούμενες στιγμές, η σταύρωση, ο απαγχονισμός˙ οι θυσίες. Από την άλλη, ο Θεός δεν σταματάει να στέλνει αγγελιοφόρους: ο Ιωνάς, ο Νώε, το κήτος, η κιβωτός, εμφανίζονται με τον συμβολικό τους ρόλο ως σωστικά μέσα της ζωής, δηλαδή. Η μουσική πλημμυρίδα του Χένρικ Γκορένσκι (η 3η Συμφωνία των «Λυπημένων τραγουδιών»;), είναι το φωτεινό μουσικό σήμα που στέλνει ο Θεός αλλά κανείς δεν βλέπει και δεν αξιολογεί. Κι όμως αυτά είναι «η επίσημη φωνή του Θεού που φυτεύει χρυσούς σπόρους ροδιού στα νερά, πριν αποδώσει τον κόσμο ξανά στην αθωότητα», πριν τον εγείρει από τον τάφο σε μια νέα ανάσταση.

Σ’ ένα άλλο ποίημα, γεμάτο από αντικείμενα, σύμβολα, σύνεργα μιας σκηνοθεσίας, αξιοποιώντας στοιχεία του παραλόγου υποβάλλει συναισθήματα άγχους και άλλα του κόσμου μας δεινά. «Κάποτε το απόθεμα των αγίων και των ποιητών τελειώνει. Όλοι μετακομίζουν. Απομένει άδειο το διαμέρισμα, μόνο με μια γραφομηχανή να γράφεις».

Το δωμάτιο και η σκηνή μάς θυμίζει τον Οδυσσέα Ελύτη σε ανάλογη διάθεση: «Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός. Προεξέχουν μόνον / Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα / Χτυπά Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι / Κοντά να ξημερώσει» (Τα ελεγεία της Οξώπετρας, «Περασμένα μεσάνυχτα»). Πιο κάτω έρχεται βοηθός «ο Μάρκος με το λιοντάρι του, ο Ιωάννης με τον αετό του, ο Λουκάς με το βόδι του κι ο Ματθαίος με τον άνθρωπο». Οι Ευαγγελιστές και οι Ευ-αγγελίες τους, καθένας με το σήμα του. Τη δύναμη, την υψιπέτεια, την αντοχή του καματερού, τον άνθρωπο. Στον χορό των επισκεπτών έρχονται σκηνοθέτες, ποιητές, μουσικοί και βιβλικά πρόσωπα. Στο βιβλίο της Ρουθ, την πρώτη φορά βρήκε τη Ρουθ να τον περιμένει, την άλλη φορά βρήκε τη Νατζά του Μπρετόν και την τρίτη φορά δεν βρήκε κανέναν. Λιγοστεύουν οι άνθρωποι, λιγοστεύουν τα σύμβολα.

Στο 7ο ποίημα, (α΄ και β΄), έχουμε ένα Άσμα Ασμάτων με ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο «είσαι», ένα μεταμορφούμενο συνεχώς άλλο, στο οποίο κορυφώνεται η δημιουργία και απογειώνεται. Ή περπατάς στον αέρα και στο νερό ή παραιτείσαι από την ποίηση˙ κι εδώ ο Αγγελής περπατά στον αέρα και στο νερό, με επτά «είσαι» σαν δημιουργός που δούλεψε και τις εφτά μέρες της δημιουργίας.

Από τα επτά «είσαι» του ποιητικού κόσμου του επιχειρώ μια περίληψη:

1. «Είσαι εκείνο το σπασμένο σώμα… που μυρίζει φωτιά …»

2. «Είσαι ο αέρας που φύσηξε… στο τραπέζι μας ψωμί».

3. «Είσαι η έκκληση του επόμενου φιλιού / που επικαλείται την ανάμνηση του προηγούμενου» αλλά και

4. «τα μάτια εκείνου του σκύλου / που διέσωσε μια Κυριακή στο βλέμμα του / το χάδι σου» (το «είσαι» εννοείται).

5. «Είσαι ένας πειρασμός γκρεμού και κήπου ανεξάντλητου, όλο μηλιές κι άπιαστες άκρες ποιήματος».

6. «Είσαι ο ηλεκτρισμός ενός ισπανικού Αυγούστου καθώς νυχτώνει δίπλα στο ποτάμι και ρίχνεις την κόκκινη ζακέτα πάνω στους ώμους σου».

7. «Είσαι μια πόλη με ψιλόβροχο στις φυλλωσιές της: το δικό μου Άσμα
Ασμάτων».

Αυτή η επανάληψη του «είσαι» μοιάζει σαν να φωτίζει τα πολλά πρόσωπα του μυστηριακού υποκειμένου, τις επτά παραλλαγές της μιας αχτίδας. Για μια περαιτέρω σύνοψη από τις επτά εμφανίσεις επιλέγω τέσσερις: Τη φωτιά, τον αέρα, τη γη, το νερό˙ τα τέσσερα στοιχεία της ύλης του κόσμου που, με ένα άλμα, μεταστοιχειώνει: την ιδέα σε λέξη, τη λέξη σε σπόρο, τον σπόρο σε στάχυ και ψωμί για να φτάσει σε μια θεία, ποιητική κοινωνία. Η πόλη με ψιλόβροχο στις φυλλωσιές της, σαν αγίασμα εξ ουρανού, είναι η πόλη που εγώ κατοικώ. Το δικό μου Άσμα Ασμάτων. Ο δικός μου ερωτικός υπερθετικός.

Στα τέσσερα στοιχεία της ύλης των άθεων φιλοσόφων, ο Αγγελής που δεν είναι άθεος, πρόσθεσε το πέμπτο στοιχείο, το αγίασμα, δροσιά του Θεού στη φωτιά του διηνεκούς φιλιού. Και τότε είπε ο θεός-ποιητής, όπως υποθέτω: Είσαι η Σουλαμίτις νύφη και Είμαι ο βασιλιάς Σολομών. Εγώ είμαι ο δημιουργός θεός που σε έφτιαξα με τα εφτά «είσαι» της δημιουργίας μου, στον δικό μου κήπο, με τις δικές μου μηλιές, με τους δικούς μου πειρασμούς και γκρεμούς, τα δικά μου συναισθήματα, τη δική μου αγάπη, τον δικό μου έρωτα, πίστη, αφοσίωση, και κυρίως, τις δικές μου λέξεις, τα δικά μου στάχυα, το δικό μου Άσμα Ασμάτων ΕΙΣΑΙ.

Και όλα αυτά, «Επειδή» εσύ υπάρχεις, επειδή μέσα στο δωμάτιο υπάρχει μια σκηνή και μέσα στη σκηνή ένα κρεβάτι και εκεί ζούμε σαν πρωτόπλαστοι. Κάνουμε πράξη την Ιδέα, πέρα από τον άλλο κόσμο, στη δική μας Εδέμ ή ουτοπία, επαναλαμβάνοντας το θαύμα: «κάθε απόγευμα χιονίζει με τέτοια δύναμη φλόγες μες στο δωμάτιο που ξεκολλούν οι φωτογραφίες μας απ’ τους τοίχους κι αγκαλιάζονται» ή «Είδα τον ήλιο να στέκεται και τα νερά του Ιορδάνη να γυρνούν προς πίσω» ή «πάνω από τα σύννεφα της πόλης υπάρχει μια άλλη πόλη δεμένη με σχοινιά», σαν να λέμε πως, πέρα από ό,τι εμείς βλέπουμε, υπάρχει ένας κόσμος όπου το θαύμα γίνεται, ο χρόνος τρέχει και προς τα πίσω και τα δεινά ξεγράφονται.

Όταν ο ουρανός μεταμορφώνεται σε «νεκροταφείο ονείρων και τ’ αστέρια του αναμμένα κεριά μπροστά στις απαγχονισμένες λέξεις», ο ποιητής πάσχει. Γιατί ο κόσμος είναι αυτός που είναι και ο ποιητής μόνος, με τα θηρία, τις σκέψεις του, τα πάθη του και τα δεινά του, προσπαθώντας να εκμαιεύσει την ελπίδα. Να μη χάσει το θάρρος του να διατρανώνει πάντα την πίστη του:

«Πιστεύω στα κλειδοκύμβαλα, στους κεραμιδόγατους, στα ξέφρενα χορταριασμένα παρτέρια. Πιστεύω στις βυζαντινές λειτουργίες, στα αναμμένα κεριά και στους αγίους. Πιστεύω στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου. Η μέρα μου είναι αβασίλευτη». Με άλλα λόγια, πιστεύω στον κόσμο, αγωνίζομαι για να γίνει καλύτερος, επικαλούμαι θεούς και αγίους και ομοϊδεάτες και δεν χάνω το θάρρος μου. Γιατί ο ποιητής, η γυναίκα και τα παιδιά, είναι η Αγία Τριάδα της δικής μας καθημερινότητας˙ είναι το μέλλον του κόσμου. Ο άνθρωπος.

Νομίζει κανείς πως ο Δημήτρης Αγγελής μεταγράφει την Αποκάλυψη του Ιωάννη, πως μεταπλάθει εικόνες του Ταρκόφσκι, πως αντιγράφει σκηνές των ιερών κειμένων, πως ερμηνεύει τα ανερμήνευτα, φωτίζοντάς τα από μια άλλη δραματική σκοπιά, όπως υπαινίσσεται και το εξώφυλλο που επιμελήθηκε η Μαρία Τσουμαχίδου παίζοντας με τη Δημιουργία του ανθρώπου του Marc Chagall, πως ανεβαίνει, τέλος, τις δικές του «ανεμόσκαλες» για να βρεθεί «στην πάνω πόλη».

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ

“Η Καθημερινή” 19/12/2017

Τέσσερις ποιητές, σαν σε κυριακάτικο τραπέζι

Διάβασα όλη τη συλλογή του Δημήτρη Αγγελή (Αθήνα, 1973) με άξονα το ποίημα 7α, όπου υπάρχει ο στίχος: «Είσαι μια πόλη με ψιλόβροχο στις συλλαβές της: το δικό μου Ασμα Ασμάτων». Εκεί –στην πόλη, στο Ασμα και στο «δικό μου»– βρήκα ένα αναγνωστικό κλειδί για την επιπλέον κατανόηση του κόσμου που χτίζεται στο «Σχεδόν βιβλικά». Σχεδόν βιβλικές αναφορές, σχεδόν βιβλικές καταστροφές, σχεδόν βιβλικά… Σε έναν κόσμο «σχεδόν», ο ποιητής, όσο στη μέση τρέχει το ποτάμι τής έτσι κι αλλιώς αποδεδειγμένης λυρικής ευφράδειάς του, χτίζει στη μία όχθη τη συνομιλία του με τη μεγάλη, υπεράνθρωπη δύναμη, ενώ στην άλλη δημιουργεί μικρές συνδιαλέξεις με προσωπικές διεκπεραιώσεις, περιμένοντας «τον Σιλωάμ της μνήμης».

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL Δεκέμβριος 2017

Η αρμόζουσα αποκαθήλωση

«Κάθε έργο τέχνης είναι μια μοναξιά υπό κατασκευή», είπε ο Θεός μες στο ιδιωτικό σκοτάδι του πριν αρχίσει την εξαήμερο δημιουργία.

Έτσι αρχινά το νέο ποίημα του Δημήτρη Αγγελή. Και το ονομάζω ποίημα, δηλαδή ένα μόνον, γιατί μέσα στις είκοσι τέσσερις ποιητικές καταθέσεις που συμπεριλαμβάνονται στα «Σχεδόν Βιβλικά» του διαβάζω διαφορετικές ποιητικές επεκτάσεις του ενός θέματος, εκδοχές του ενός ποιήματος. Αυτές οι είκοσι τέσσερις εκδοχές/νοηματικές επεκτάσεις θα μπορούσαν να είναι τα είκοσι τέσσερα γράμματα που δομούν αρχετυπικά μια γλώσσα, με τις εντολές της οποίας ο ποιητής πορεύεται και χτίζει με τη σειρά του το δικό του σύμπαν. Η μοναξιά της δημιουργίας μάς υποδέχεται για να μας καθοδηγήσει -με τη σύζευξη της θεϊκής εξαήμερης κατασκευής του κόσμου- στα μικρά πεζόμορφα στιχουργήματα του Αγγελή, με την υπενθύμιση της πρώτης ικανής ποιητικής συνθήκης, δηλαδή της μοναχικής πορείας.

Βιβλικά, λοιπόν, εδώ τα ποιήματα, βιβλικές οι πλείστες των αναφορών, ακόμα και η αίσθηση που σου δημιουργείται έχει την αρχή της στους οικείους χώρους και τα οικεία πρόσωπα των βιβλικών τόπων. Η λέξη «σχεδόν» επιβλητική και αυτή, όσο και η δεύτερη του τίτλου, δηλωτική της ανθρώπινης παρέμβασης και της συνακόλουθης νοητικής αμφιβολίας, που συνοδεύει την πίστη καθιστώντας την οικεία και προσβάσιμη στον άνθρωπο. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ την έννοια της οικειότητας. Γιατί πιστεύω ότι ο ποιητής έτσι προσεγγίζει τον χώρο του αθέατου εμβληματικού τοπίου, με την ελπίδα ότι μπορεί να εισχωρήσει σ’ αυτό χωρίς την αίσθηση της παραβίασης του άβατου χώρου. Ίσως γι’ αυτό και καταφέρνει να πετύχει τη συμπόρευση των δικών του λέξεων με αυτές τις παλαιές χωρίς να διακρίνονται τα ίχνη της εμπνευσμένης συρραφής.

Όλα τα πρωινά που σηκώνομαι απ’ τον θάνατο και δεν είσαι δίπλα μου να με παρηγορήσεις. Τότε έρχεται ο Μάρκος με το λιοντάρι του, ο Ιωάννης με τον αετό του, ο Λουκάς με το βόδι του κι ο Ματθαίος με τον άνθρωπό του. Έρχεται ο Ανδρέας στάζοντας λέπια, η αγία Πελαγία ντυμένη άντρας κι η αγία Αικατερίνη κρατώντας ένα μπουκάλι γάλα.

Απ’ την πλευρά του Χειμώνα μας έπλασε ο Θεός· γι’ αυτό κρυώνουμε μόνοι τα πρωινά, όσες φωτιές κι αν ανάψετε – εσείς οι άλλοι.

Θεωρώ ότι η προσέγγιση αυτή απαιτεί τη συνειδητή αρωγή των λέξεων, που έχουν επιλεγεί μεπολλή προσοχή. Δεν έχουμε εδώ την τυχαία ή επιπόλαιη σύμπραξη των είκοσι τεσσάρων γραμμάτων, αλλά ούτε και τον (ευφυή σε άλλες περιπτώσεις) αυτοματισμό της γραφής που ανασύρει από το υποσυνείδητο τις ικανές συνδέσεις. Ο Αγγελής (το έχουμε δει αυτό και στην προηγούμενη ποιητική του συλλογή «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου») ακουμπά τον χώρο της υπερρεαλιστικής εκδοχής του λόγου κατά ένα μέρος των στίχων του επιλέγοντας τα πιο παράξενα τοπία (συχνά δίπλα στα ρεαλιστικά) και ανατρέποντας το σκηνικό αιφνιδιαστικά και απρόσμενα. Ωστόσο στα τωρινά του ποιήματα, χωρίς να εγκαταλείπεται η παραπάνω αυθόρμητη εν μέρει καταγραφή, διαφαίνεται μια πιο συνειδητή επεξεργασία των λέξεων, έτσι ώστε αυτές να δώσουν με πιο ευθύβολο τρόπο τη σημασία τους. Κυρίως να δείξουν τον συσχετισμό των δύο χώρων: από τη μια ο ανθρώπινος, ατελής αλλά δημιουργικός στη φαντασία και την αμφισβήτηση, από την άλλη ο θεϊκός,τελειούμενος μέσα στις θρησκευτικές δοξασίες και στις θεολογικές προσεγγίσεις (φυσικά πάλι των ανθρώπων).

Κάτω απ’ τη λέξη ‘ήλιος’ άπλωσα μες στο δωμάτιο τα ρούχα για να στεγνώσουν. Τα νερά έσταζαν πάνω στις λέξεις ‘εφημερίδες’ και ‘τσιμέντο’, σχηματίζοντας μια λίμνη. Φαντάστηκα τη λέξη ‘χρυσόψαρα’ να κολυμπάει μπροστά στο ξύλινο τραπέζι μου. Σέρβιρα καφέ στο φλιτζάνι. Κάτω απ’ τη λέξη ‘φως’, όμως, δεν μπόρεσα να διαβάσω.

Έξω απ’ το παράθυρο περνούσε ένα καραβάνι από πολεμικούς ελέφαντες. Ένας λιπόσαρκος γέροντας εξόρκιζε, κραδαίνοντας έναν σταυρό, τον πειρασμό να τρέξει κοντά τους. Αν έλεγες ‘ακρογιαλιά’ αντί ‘έρημος’, κίτρινες πεταλούδες ξεπηδούσαν απ’ τα μισάνοιχτα συρτάρια των χεριών του.

Σκέφτηκα την πνευματική μου ζωή με τέτοιαν ένταση, που η εικόνα απέναντί μου δάκρυσε.

Η επινόηση των λέξεων, η απολύτως συνειδητή χρήση του λεκτικού κώδικα με σκοπό την έκφραση της σκέψης. Η πνευματική ζωή, όπως τη δημιουργεί ο άνθρωπος, που όμως αναμετράται με την παρουσία (ή την απουσία;) του Πνεύματος. Η ποίηση, εν τέλει, που επινοεί τη δική της πραγματικότητα θέλοντας να ορίσει το σύμπαν του δημιουργού της.

Σ’ αυτό το σύμπαν χωρούν πολλά πρόσωπα. Άλλα ενδεδυμένα την αγιότητα του βιβλικού κειμένου (με δεδομένη την οικείωση που σχολιάστηκε παραπάνω) και άλλα του εδώ κόσμου, της Τέχνης κυρίως που δημιουργεί τα δικά της θαύματα και διεκδικεί το μερίδιο σε μια αθανασία ανθρωπίνων διαστάσεων. Αυτά τα πρόσωπα είναι που προσδίδουν στο κείμενο τη μαγική διαχρονικότητα των αισθημάτων μέσα από τη σύζευξη των εικόνων. Πώς συνδιαλέγεται αίφνης ο μυθικός Νώε με τον ΧένριΓκορέτσκι; Η αθωότητα εδώ έρχεται μέσα από τη γέννηση ενός νέου κόσμου, που μακάρι να βρίσκει την αρμονία του στη ρυθμική λιτότητα της μουσικής.

[…] Ο κύριος Νώε ανοίγει την ομπρέλα του και φεύγει μέσα στην ατελείωτη νεροποντή του ΧένριΓκορέτσκι.

Κι ο Χένρι Γκορέτσκι δεν είναι παρά η επίσημη φωνή του Θεού που φυτεύει χρυσούς σπόρους ροδιού στα νερά, πριν αποδώσει τον κόσμο ξανά στην αθωότητα.

Αλλού ο μεγαλόπνοος Σικελιανός θα έρθει να απαγγείλει το ποίημά του κρατώντας τη ρομφαία του, σαν άλλος άγγελος της Αποκάλυψης. Η αγία Τερέζα θα δώσει την παραμυθητική αρωγή της διαβάζοντας ποιήματα και ο Κάφκα θα δώσει το «παρών» στη μόνη αληθινή επανάσταση: να τρέχεις μόνος με τις σημαίες μες στη βροχή. Η Χώρα του Ποτέ των παιδικών μας χρόνων παρέα με τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι. Ο Ιώβ του Γιόζεφ Ροτ να ψάχνει την ομοίωση με τον άλλο Ιώβ της Βίβλου σε μια νύχτα χωρίς ξημέρωμα. Και η Ρουθ πότε να βρίσκεται μέσα στο βιβλίο της και πότε να μεταλλάσσεται απροειδοποίητα στην περιπλανώμενη ψυχή της Νατζάτου Αντρέ Μπρετόν. Και οι πόλεις, η πάνω και η κάτω. Και το πέρασμα για την πάνω πόλη. Και η επιστροφή σε μια πόλη που αγαπήσαμε. Όλα αυτά μέσα στα ποιήματα με διόδους/περάσματα για τον αναγνώστη που θα εισχωρήσει και θα δει τη μείξη των εικόνων, τη μετάλλαξη των μορφών. Ίσως το πιο φυσικό πέρασμα, η καλύτερη είσοδος, να είναι η ζωγραφιά του MarcChagallστο εξώφυλλο, «Η δημιουργία του ανθρώπου», πολυσήμαντη και επιβλητική, όσο και η ποιητική δημιουργία στο βιβλίο του Αγγελή, το δικό του Άσμα Ασμάτων, ένας ύμνος στη ζωή, στην αγάπη, στην επινόηση της Τέχνης, στην Ποίηση. Πέρα από τον θάνατο που καραδοκεί, κάθε που ο Λάζαρος της εδώ ζωής θα διαψεύδει τη σκιά της θρησκευτικής του εκδοχής:

[…]

Την ώρα που ακουγόταν το “StandbyMe” και η δεξίωση προς τιμήν του ήταν ήδη προχωρημένη, μια εσωτερική φωνή τον έκανε να σηκωθεί και να τραβήξει μόνος για το ποτάμι. Άκουσε από μακριά να φωνάζουν τ’ όνομά του, «Λάζαρε, Λάζαρε», αλλά δεν γύρισε. Ύστερα νύχτωσε.

Έτσι,αναπόφευκτα συντελείται και η αρμόζουσα αποκαθήλωση, καθόλου τελετουργική, ίσα ίσα απλή και λιτή, όπως αναμένεται να είναι κάθε εσωτερίκευση του νοήματος μιας απαστράπτουσας εικόνας, όταν αφαιρεθούν τα ιερά της άμφια και μείνει η ανθρώπινη ουσία. Πολύτιμη και βοηθητική η ποίηση θα δείξει τον τρόπο σ’ αυτή την πρόσφατη ποιητική κατάθεση του Δημήτρη Αγγελή, την ωριμότερη ως τώρα, την πληρέστερη ως συνολική πρόταση.

[…] κάποτε το απόθεμα των αγίων και των ποιητών σου τελειώνει. Όλοι μετακομίζουν. Απομένει άδειο το διαμέρισμα, μόνο με μια γραφομηχανή για να γράφεις.

.

ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΣ ΕΥΑΝΤΙΝΟΣ

Περιοδικό “Θράκα” 1/9/2016

Ο Αγγελής χτύπησε με το ραβδί ενός αναπάντεχου και ιδιότυπου εξπρεσιονισμού τον βράχο των έσω του φαντασιακών τοπίων και ό,τι κελαρυσμός ακούγεται είναι από γάργαρη Ποίηση. Αυτός είναι ο βασικός
πυρήνας των εντυπώσεών που η αναγνωστική ματιά καρπώνεται από την επαφή της με το Ελάφι. Βιβλίο που πάλλεται από άκρη σ’ άκρη , με έντονο ρυθμό, δυνατές κορυφώσεις και προπάντων αποτέλεσμα βαθιάς πνευματικής χώνεψης του Αγγελή. Η εικονοποιεία σε πρώτο ρόλο, ποιήματα που ορθώνονται μπροστά σου με ενάργεια, στίχοι που είναι ορατοί έξω από τις
λέξεις τους είναι τα πρωταγωνιστικά γνωρίσματα που συναντά κανείς σε όλο
το βιβλίο . Ένα μαχαίρι που κόβει το ψωμί και το αστυνομικό δελτίο απ’ την
εφημερίδα /ενώ πέφτουν στο δάπεδο λείψανα αγίων και οστά/ μικροσκοπικών πουλιών ή Στον ουρανό είναι ένας λύκος που καίγεται/ κι η σελήνη είναι το κόκκινο μάτι κάθε ορεινής του απόγνωσης ή Ξαπλωμένο στην πλάτη μιας γάτας είναι το παιδί. /Απ’ το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του κρατάει με μια κόκκινη/ κλωστή ένα σύννεφο, που βόσκει ανέμελο στον ουρανό.

ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ:

Ένας κύριος και βασικός άξονας που διατρέχει το βιβλίο είναι τα αναγνώσματα του ποιητή και το πώς έχουν μετατρέπει πέρα ως πέρα σε ενεργητικά αυτόβουλα πιόνια της ποιητικής του σκακιέρας. Ο αδικοχαμένος
Γκέοργκ Τράκλ και ο προφητικός Γιόζεφ Ροτ, μορφές σημαδεμένες από την σκληρότητα της εποχής όπου έζησαν, οι ποιήτριες Αλεχάντρα Πισαρνικ και Άννα Αχματοβα, ο Παβεζε, ο Μοράβια και πολλοί άλλοι, όλοι εισβάλλουν απότομα στο βιβλίο, γίνονται στίχοι και ολάκερα ποιήματα. Ταυτόχρονα, επειδή για τον Αγγελή οι ποιητές και οι συγγραφείς είναι ισότιμοι όσον αφορά την υπόστασή τους με τους ήρωές τους, μπορεί προϊόντα μυθοπλασίας
άλλοτε να κλείνουν εκκωφαντικά τα ποιήματα όπως ο ήρωας του Κάφκα που
ξύπνησε ως κατσαρίδα – αρμόδιος υπάλληλος για αντιευρωπαϊκά συναισθήματα σύμφωνα με την βιτριολική φάρσα του ποιητή, που εν προκειμένω μετέρχεται μεθόδους αλληγορίας- κι άλλοτε σαν τον Σρεντνι
Βάσταρ, ήρωα των διηγημάτων του Saki, να μπλέκεται σε μια ονειροπόληση του ποιητή λίγο πριν έρθει η Νύχτα. Η εσωτερική ζωή του Αγγελή, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις λογοτεχνικές του προσλαμβάνουσες,
αναδεικνύεται υπό αυτό το πρίσμα διαρκώς κινούμενη και ενεργητική.

ΛΥΡΙΣΜΟΣ:

Ο εξομολογητικός τόνος είναι ένα από τα δύο λυρικά χαρακτηριστικά που ο Αγγελής διατηρεί σε όλο το βιβλίο –και αποτελούν τον δεύτερο άξονα. Όλοι κρύβουμε μια ανάληψη μέσα μας/…/η δικιά μου περιλαμβάνει έναν σταχτογάλαζο άνθρωπο/διχαλογένη και ημίψηλο/που κρατάει στην αγκαλιά
του ένα πρόβατο/ εκείνο πηγαίνει σε τόπο χλοερό –για μένα είναι /που φοβάμαι γράφει στο ποίημα με αρίθμηση 13. Το πρωτοπρόσωπο σύμπαν υπάρχει μεν, μονάχα όμως για να οριοθετεί έναν πολύμορφο και πολυεπίπεδο κόσμο που ανασαίνει με τρόπο αιχμηρό και διαρκή. Το δεύτερο λυρικό χαρακτηριστικό είναι η διατήρηση του αρχετυπικού μοτίβου της Μούσας. Η
συνεχής παρουσία της Μαρίας ως περσόνα-σύμβολο της Ποίησης, της Γυναίκας, της Έμπνευσης, της Ελπίδας διατρέχει όλο το βιβλίο προσδίδοντάς και αυτή στην συνολική αίσθηση της ενότητας –η οποία βέβαια έχει επιτευχθεί μορφολογικά και υφολογικά ήδη σε πολύ μεγάλο βαθμό.

ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ:

Ο τρίτος άξονας του βιβλίου είναι από άποψη περιεχομένου η πικρόχολη θέαση έσω της οποίας ο Αγγελής περιγράφει την ποιητική ιδιότητα εν γένει. Σε πολλά σημεία κυριαρχεί μια κριτική, ειρωνική και σχεδόν αρνητική στάση απέναντι στον ποιητή –γραφιά, κυρίως δε όταν πρόκειται να μιλήσει για τον ίδιο. Στο ποίημα 28 ειρωνεύεται την ρίμα που μονάχα εδώ χρησιμοποιεί ως πίθηκος που ξέρει να γράφει/….προκαλώντας το ποιητικό συνάφι. Στην αυτοκριτική του και στο ποίημα Τι μου είπε ο Ρενέ Μαγκρίτ όταν του έστειλα τα χειρόγραφα αυτού του βιβλίου ο Αγγελής δεν χαρίζεται στον εαυτό καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως το ποίημα του δεν είναι ακόμα το
παγωμένο κουκούτσι που σου σπάει τα δόντια και σου ξεσκίζει τον λαιμό
–σαν ένα από αυτά που ο Αντουάν ντε Σαίντ-Εξυπερύ με την αλεπού του φτύνουν πάνω στους ξιφίες που τους ακολουθούν (!). Στο ποίημα 11 οι ποιητές μετράνε τα ένσημα για να βγούνε στην σύνταξη, ενώ στο 14 συνεχώς η τριπλή επανάληψη του έγραφα -την ίδια ώρα που ακούγεται η έμπνευση να έρχεται- υποδηλώνει ακριβώς την πεζή αντιποιητικότητα της διαδικασίας
συγγραφής ποιημάτων, -ταυτόχρονα βέβαια και την σημασία της εργατικότητας και της μεθοδικότητας που εμπεριέχονται και απαιτούνται για την διαδικασία της ποιητικής αποτύπωσης.

ΤΟ ΧΑΣΜΑ:

Το ποίημα που μπορεί να χαρακτηριστεί εμβληματικό της θεμελιακής προβληματικής του Αγγελή, είναι εκείνο με τον τίτλο-αρίθμηση 18. Σε αυτό ενσαρκώνεται το χάσμα ανάμεσα στην κυριολεξία της ζωής και την μεταφυσική της ποίησης (ή στην μεταφυσική της ζωής και την κυριολεξία της ποίησης) . Ο δρόμος έτρεχε ομιχλώδης μπροστά μας/ –εννοώ τους προβολείς που μας τύφλωναν/ –εννοώ τους φόβους που κρύβονταν σε μέλλοντα δάση. /«Είδα ένα όνειρο με σκαντζόχοιρους» λέει «τώρα στα μάτια μου/ γουβιάζουν
αλμυρά όνειρα»/ -κι εννοεί δάκρυα /κι ίσως μαζί δυο αναποδογυρισμένα άλογα στην παραλία/ που κοκκάλωσαν σαν γυαλόξυλα /όταν έφυγες/ (εγώ τουλάχιστον /αυτό εννοώ). Η φύση της ανεκπλήρωτης ανάγκης η Ποίηση να σημαίνει και να είναι ταυτόχρονα, να υπάρχει δηλαδή ως παλμός και εμπειρία καθόλα αισθητή, είναι εκείνη που προκαλεί το αίσθημα μιας μελαγχολικής νοσταλγίας. Και είναι αυτό το αίσθημα που μοιάζει να ‘ναι και ο ουρανός κάτω από τον οποίο οι στίχοι αυτού του βιβλίου ζουν και ονειρεύονται.

Το Ελάφι είναι βιβλίο πάνω απ’ όλα ειλικρινές. Σε αυτό ο Αγγελής τολμά τόσο
σε επίπεδο ποιητικού πειραματισμού, όσο και σε επίπεδο ιδεών. Απογυμνωμένος από ωραιοποιήσεις και εξωραϊσμούς, στέκεται μονάχος απέναντι στη ίδια του την τέχνη και εκπέμπει σινιάλα ατόφιας και γνήσιας ποιητικής αγωνίας.

Τελειώνοντας θέλω να κλείσω με ένα δείγμα αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ως ακρογωνιαίος λίθος και αληθινή δύναμη του συγκεκριμένου πονήματος του Αγγελή, του τρόπου δηλαδή που αναδεικνύεται η εικονοπλαστική του ικανότητα. Μια από τις πολλές αγαπημένες εικόνες που μου χάρισε ο Αγγελής: Κορίτσι άγουρο η πόλη μου σήμερα/ φοβισμένη με λερό φουστανάκι/ κάθεται στα σκαλιά της πολυκατοικίας της/ απλώνει το χέρι στους περαστικούς/ μαζεύει σπασμένα δόντια.

.

ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΛΑΣΑΡΙΔΟΥ

www.oanagnostis.gr 4/4/2016

Η διελκυστίνδα του έρωτα και του θανάτου

Μια διελκυστίνδα επικράτησης ανάμεσα στον έρωτα και τον θάνατο ή απλά ένα ερώτημα που αιώνες τώρα αιωρείται στο κενό: είναι ο έρωτας ανίκητος στον θάνατο; Ο Δημήτρης Αγγελής επιχειρεί να αναδείξει σκοτεινές πλευρές της ατέρμονης μονομαχίας μέσα από την καινούρια του ποιητική συλλογή που τιτλοφορείται Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου, και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πόλις (Οκτώβριος, 2015). Οι δεσπόζουσες της συλλογής που επικαθορίζονται από το προαναφερθέν νευραλγικό ερώτημα μας δίνουν τροφή για να επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τον καλειδοσκοπικό, ποιητικό κόσμο του Αγγελή, αντίστοιχα, πολυπρισματικά: συμβολοποίηση προσώπων και στιγμών της Ιστορίας, μνημική κατάδυση, αρχετυπικές λειτουργίες της συνείδησης, μια ανθρωπογεωγραφία που συνιστά ένα σύμπαν υπό διαπραγμάτευση και όλα αυτά σε μια καινούρια ποιητική γλώσσα. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.

Είναι μια αίσθηση που καθορίζει τον αναγνώστη, όταν διαβάζει πολλά από τα κομμάτια της συλλογής: η Ιστορία άλλοτε μέσα από αναφορές σε πρόσωπα, άλλοτε μέσα από γεγονότα, παραμονεύει, έρπει ανάμεσα στις χαραμάδες των στίχων για να ανοίξει χώρο στο σκιώδες παρόν. Στις δηλητηριώδεις στιγμές του παρελθόντος ο ποιητής αναμετράται με τον θάνατο και τον έρωτα, αλλά κυρίαρχα αναγνωρίζει και βυθομετρεί το εξίσου τοξικό παρόν. Στα πατρόν της Ιστορίας ιχνογραφεί τις κρυφές συμμετρίες του σήμερα, χαρτογραφώντας την ίδια στιγμή τις εκλεκτικές του συγγένειες: Διαβάζουμε: « (…) Απόψε, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς μαζί σου/ δεν είναι γιορτή στη μεγάλη πλατεία. Είναι / οι τράπεζες που μας πνίγουν κι ένα σώμα – οδόφραγμα. / Είναι το μουχλιασμένο ψωμί της Αχμάτοβα./ Είναι εκείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει / πάνω στο κρεβάτι μου. /».

Στο ποιητικό σύμπαν του Αγγελή πρωταγωνιστούν κατά το μάλλον ή ήττον διάσημα πρόσωπα της λογοτεχνίας, της διανόησης, της Ιστορίας, της Αγίας Γραφής, περσόνες που έρχονται από διάφορες γωνιές του πλανήτη και του χρόνου, συνθέτοντας μια ανθρωπογεωγραφία με χαρακτηριστικά Βαβέλ. Η πινακοθήκη των προσώπων του έργου του, ωστόσο, εξυπηρετεί πάντα την ίδια την ποιητική του στον βαθμό που τα πρόσωπα παίζουν σε πολλά ταμπλό: συμβολοποιούνται και συνομιλούν με το ποιητικό υποκείμενο και με το παρόν του ανακαινίζοντάς το, μετατρέπονται σε οδοδείκτες της ποιητικής γραφής, συντείνοντας στην απέκδυση των στοιχείων εκείνων που θα μπορούσαν να οξύνουν τον ποιητικό ναρκισσισμό, γίνονται τόσο ισθμός όσο και δίαυλος επικοινωνίας με τον αναγνώστη: «Λοιπόν, καημένε Τράκλ, μη μου πουντιάσεις το χειμώνα/ Η στέγη μας πάντα θα γέρνει στη μεριά σου/ Να φυγαδεύονται οι στίχοι που δεν πρόλαβα/ Κι οι θυμωμένες μέρες πού φοράω/». Συνδεδεμένα εντέλει τα πρόσωπα από τον ποιητή στο άνυσμα του χρόνου, ξετυλίγουν έναν μίτο που μεταλλάσσουν τον ποιητικό λαβύρινθο σε φιλόξενη κατοικία του αναγνώστη.

Παράλληλα, η μνημική κατάδυση σπονδυλώνει γερά την ποιητική του πότε μέσα από την αποκάλυψη κρυπτών και εγκυστώσεων της Μνήμης και άλλοτε πάλι μέσα από τη διέγερση ενός μηχανισμού αρχέγονου άλγους που αφορά στο σχήμα: έρωτας ― θάνατος ― λύπη. Ο προαναφερθείς άξονας των αρχετυπικών λειτουργιών της συνείδησης παίρνει διάφορες μορφές στα ποιήματα της συλλογής ανάλογα με τις ζεύξεις και το πλέξιμο των πόλων του τριπτύχου, εξυφαίνοντας το ποιητικό νήμα κάποτε με βάση το αντιθετικό δίπολο «έρωτας vs θάνατος», άλλοτε θεμελιώνοντας σχέσεις αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στη λύπη και τον έρωτα, κάποτε πάλι προσγράφοντας στον έρωτα τη ματαίωση. Σταχυολογούμε: « (…) Έσταζε αίμα το μαντήλι μου κι οι ταύροι με μουγκρίζαν/ που χτύπησα την πόρτα σου και πάλι δεν σε βρήκα/ μόνο συρτάρια ανοιχτά και έπιπλα σπασμένα/ παλιές εφημερίδες έσερνε ο βοριάς στο χωματόδρομο/ τα γράμματά σου/ άδεια επιστρέφανε τα κάρα/ κυπαρισσόμηλα έφερναν/ για χαιρετίσματά σου./».

Μια ακόμη διάσταση της εν λόγω συλλογής είναι η παρουσία αρκετών αυτοαναφορικών ποιημάτων, ενώ παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι τόσο ο αριθμός τέτοιων αναφορών αλλά κυρίως η ποιότητά τους. Εξηγούμαι. Η αυτοαναφορικότητα εν προκειμένω έχει διαφορετικά πρόσωπα που τα ενώνει αφενός η απουσία ποιητικού ναρκισσισμού αφετέρου η ίδια η λειτουργία της αυτοαναφορικότητας, καθώς ο λόγος περί ποιητικής ταυτίζεται απόλυτα με την ίδια την ποιητική. Οι περισσότερο ενδιαφέρουσες διαστάσεις αυτής της απόπειρας εδράζονται στη συνύφανση της αυτοαναφορικότητας με την ειρωνεία, η οποία προσεγγίζει κάποιες φορές τα σύνορα της χώρας του γκροτέσκου, αλλά ενίοτε και με την προσφυγή σε έναν ενστικτώδη, παιδικό κόσμο που τον καθορίζει εντέλει η αλήθεια: Διαβάζουμε: « ― Άλλο τίποτα δεν θυμάμαι, κύριε Φρόυντ, / δήλωσε ο ποιητής στην Αστυνομία/ των Διαψευσμένων Παιδικών Προσδοκιών./» ή και αλλού: « ‘Ρίξε ζαριά στο άπειρο ένα ποίημα’/ είπε διαβάζοντας τη μοίρα σου στο χέρι/ μα εσύ ’σαι μόνο ένας πίθηκος που ξέρει/ να γράφει· να προκαλεί με μιαν αδέξια ρίμα/ το σινάφι· της άθλιας κλίκας σου την μήνιν/ Πολλά υποσχόμενη η νύχτα σου ακόμη· γι’ αυτό, ας μείνει./».

Η μεγαλύτερη ωστόσο έκπληξη στην παρούσα ποιητική συλλογή κρύβεται στις ιδιοσυστασίες της γλώσσας του Αγγελή. Η ποιητική του γλώσσα σχηματίζει ένα υβρίδιο, καθώς οι υπερρεαλιστικές εικόνες διαπλέκονται αδιάρρηκτα με τον Συμβολισμό και ο ελεύθερος στίχος συνυπάρχει αρμονικά με τον έμμετρο, λειτουργώντας πολυσήμαντα: γίνεται το όχημα υποβολής της ειρωνείας, μετατρέπει τον παροξυσμό σε ντεκρεσέντο, αλλά και την ελάσσονα φωνή σε μείζονα, χωρίς ταυτόχρονα ίχνος υψηγορίας, εγκιβωτίζει τις κραυγές στη σιωπή, δημιουργεί από τις σιωπές κενά πλεονάζοντος υλικού, εξασφαλίζοντας πάνω από όλα την ανοιχτότητα στην κατανόηση μέσα από επάλληλες αναγνώσεις. Οι έμμετροι στίχοι του με τους εσκεμμένα διασαλευμένους ρυθμούς, τους διασκελισμούς, και τους παρατονισμούς τους κατατείνουν στην επίταση της ειρωνείας, ενώ την ίδια στιγμή οι ευφάνταστες ομοιοκαταληξίες ανεβάζουν στο ζενίθ τη συγκινησιακή θερμοκρασία των ποιημάτων. Θα ολοκληρώσω την κριτική μου, κάπως ιδιόμορφα, παραθέτοντας ένα ολόκληρο ποίημα από τη συλλογή που προσωπικά θεωρώ πως συμπυκνώνει την πεμπτουσία ολόκληρου του βιβλίου, στον βαθμό που τούτο το λεπτά δουλεμένο, «θλιμμένο τραγούδι» μας δίνει την απάντηση στο ερώτημα που έθεσα στην αρχή του κειμένου μου· μας δηλώνει απερίφραστα πως τα αινίγματα του κόσμου και του χρόνου, της Ιστορίας και της Μνήμης τα λύνει όλα η αγάπη.

Είμαστε ακόμη σ’ εκείνη την άδεια παραλία
που ’ναι στρωμένη απ’ άκρη σ’ άκρη κόκαλα σπασμένα
κι έτσι και σκάψεις γούβα με τα δάχτυλα στην άμμο
θα ξεχυθεί δυό μέτρ’ απόσταση απ’ το κύμα μαύρο αίμα
και θα ’ρθει το σιδερόφραχτο άλογο να πιεί
το κόκκινο άλογο της Αποκάλυψης, το λυσσασμένο
που ’ναι δεμένο μ’ αλυσίδα αντί σκοινί· και κάθε νύχτα
μου τραβάει από τα πόδια το σεντόνι-

αυτό το όνειρο ποτέ του δεν τελειώνει
είμαστε πάντα σε μιαν άδεια παραλία
και λέω είμαστε και σου μιλώ με ένταση και αγάπη
κι όταν ρωτάω αν θα ’ρθεις, χιονίζει στάχτη.

.

ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

“Εφημερίδα των Συντακτών” 2/4/2016

Ψυχικά και γλωσσικά πλέγματα ποιητών

Αν ο Νίκος Γκάτσος (1911-1992) συναίρεσε τον υπερρεαλισμό με το δημοτικό τραγούδι, ο Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) τον εξπρεσιονισμό με το παράλογο και ο Χρήστος Μπράβος (1948-1987) τη δημοτική παράδοση με τον εξπρεσιονισμό, τότε τι πραγματικά νέο κομίζουν οι σχετικά νεότεροι μας ποιητές Κατερίνα Ηλιοπούλου (1967) και Δημήτρης Αγγελής (1973) οι οποίοι και εφάπτονται των παραπάνω περιοχών;

Συγχρονιζόμενοι και οι δύο ποιητές με το διακειμενικό καταστάλαγμα μιας εποχής, εισάγοντας επιτελεστικά στοιχεία στο έργο τους (δηλ. πράξεις που επιτελούνται διά του λόγου) και λειτουργώντας και οι δύο ως εκδότες-διευθυντές λογοτεχνικών περιοδικών (Φρμκ και Φρέαρ αντιστοίχως) φέρουν έναν πολλαπλό συγκερασμό, όπου ως ποιητές-παραγωγοί παράγουν όχι μόνο κείμενα αλλά και νόημα. Ρευστοί, μεταβλητοί, χωρίς σταθερή ταυτότητα, αφήνονται στις ροές των λόγων, των ονείρων και των κειμένων.

Ως ένας μετα-σαχτουρικός φυγόκεντρος Μαγκρίτ ο Αγγελής, και ως μια μετα-γκατσική κεντρομόλα Σύλβια Πλαθ η Ηλιοπούλου, αφήνονται στην ιστορία, τις τέχνες και τις περιηγήσεις. Μετασχηματίζοντας συνάμα επιλεγμένα αποσπάσματα διαδραστικά τόσο ως συγγραφείς όσο και ως αναγνώστες. Ας τους δούμε όμως έναν-έναν.

Ο Αγγελής (Αθήνα, 1973) ποιητής, δοκιμιογράφος και διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Αθηνών, με έξι ποιητικές συλλογές πίσω του και έχοντας τιμηθεί με το βραβείο Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών (για τη συλλογή του Επέτειος, που κυκλοφορεί και στα ισπανικά σε μετάφραση της Virginia Lopez Recio) μας ξαφνιάζει εξ αρχής με τον παράξενο τίτλο του νέου του ποιητικού βιβλίου Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου.
Κινούμενος στις γραμμές που χάραξαν στον τόπο μας οι μετρ του υποσυνείδητου, Εγγονόπουλος και Εμπειρίκος, και του παράδοξου, Γονατάς, ο Αγγελής επιλέγει και εμμένει στο παραλήρημα και την παραίσθηση, εντασσόμενος ουσιαστικά υπερρεαλιστικό ρεύμα, εμπλουτίζοντάς το όμως με θρησκευτικά στοιχεία. Προτάσσοντας τη φαντασία έναντι της πραγματικότητας, επικεντρώνεται σε μια ποίηση που έλκεται από μεταφυσική ένταση αλλά και από ενδοσκοπική ελλειπτικότητα διανοίγοντας έτσι τη γραφή του στο ασύνηθες, στο εξωλογικό, το ονειρικό, το παραμυθητικό στοιχείο.

Ορισμένα δείγματα: αναμιγνύει την πάχνη του πρωινού με ένα κόκκινο αυτοκίνητο που περνάει και με τον καθημερινό του «φόβο μήπως χαθεί για πάντα η Μαρία σ’ ένα μέρος χωρίς βροχή», με τη Μαρία να είναι η Παναγία («3»). Και: «κάτι σαν ευαγγελισμό με πολλές πυγολαμπίδες κι ένα κόκκινο ντάτσουν σταματημένο στην ανηφόρα πίσω απ’ το σπίτι/ που στάζει σκουριά στον χωματόδρομο, περιμένοντας, πάντα περιμένοντας το επόμενο καλοκαίρι» («2»).

Αξίζει επίσης να σταθούμε όχι μόνο στην εικονοποιητική διάσταση αλλά και στην υποβλητικότητα που σμιλεύει: «Στην κασέτα ακούγεται επίσης το χνότο που στιγμιαία εγγράφεται πάνω στο τζάμι, αλλά όχι και το χιόνι που πέφτει απαλά στον άδειο δρόμο απ’ έξω» («8»). Αλλά και: «όλοι κρύβουμε μιάν ανάληψη μέσα μας/ με αερόστατο, πυρφόρο άρμα ή φωτοβολίδα» («13»). Παραπέμπουμε, κλείνοντας, στο ποίημα «32».

.

ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ

www.bookpress.gr 2/2/2016

«Είναι εκείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου»

Διάβασα πρόσφατα την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή με τίτλο Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου (εκδ. Πόλις) και θα γράψω λίγα λόγια γι’ αυτό το δακρυσμένο ελάφι που ξαποσταίνει μες στο ποίημα, τα δάκρυά του ακουμπώντας σε στίχους και λέξεις.

Από το εξώφυλλο κιόλας (που από μόνο του αποτελεί έργο τέχνης του Κώστα Σιαφάκα) ο αναγνώστης νιώθει τη δυναμική και τον παλμό αυτού του ελαφίσιου βλέμματος ως αδιαπραγμάτευτο αμ(φορέα) αθωότητας. Το ελάφι (όπως και οι στίχοι του ποιητή) είναι αποφασισμένο για την αναμέτρηση με τη δυσαρμονία του κόσμου ετούτου, για την αντίσταση (έστω με ένα δάκρυ) στην εγκαθιδρυμένη βαρβαρότητα που δεν εκλείπει, δεν εξαντλείται, παρά αλλάζει συνεχώς μορφές και εκφραστές. Πίσω από το ελάφι, ένα μήλο λογχισμένο απ’ το μαχαίρι, μοιάζει με τραυματισμένο παιδικό χαμόγελο. Σπάνια έχω συναντήσει τέτοια ταύτιση του εξώφυλλου με τα ποιήματα που αντιπροσωπεύει. Ποιήματα που υπηρετούν θαρρείς ένα τελετουργικό: «Αυτό δεν είναι ποίημα. Το ποίημα είναι τρία χιλιόμετρα μακριά,/ πίσω από τους αμμόλοφους κι έρχεται. //Το ποίημα μυρίζει κόκκινο και σκεπάζει τον ορίζοντα. /Πάνω στις πτυχές του συνεχίζει τις νυχτερινές του πτήσεις/ ο Αντουάν ντε Σαίντ-Εξυπερύ με τη μικρή αλεπού του./ Τρώνε παγωμένα σταφύλια και φτύνουν γελώντας τα κουκούτσια/ πάνω στους ξιφίες που τους ακολουθούν /και στ’ ανύποπτα κεφάλια μας την ώρα/ που οι νυχτερίδες ανάβουν τη νύχτα.// Το ποίημα είναι ένα παγωμένο κουκούτσι : /Σου σπάει τα δόντια ./ Σου ξεσχίζει το λαιμό. / Κι αυτό δεν είναι ποίημα.» Πράγματι θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτό δεν είναι ποίημα αλλά κάτι ουσιαστικότερο. Είναι η διαδρομή ενός ποιήματος που συναντά τον εξορισμένο για πάντα στη χώρα των θρύλων πιλότο-συγγραφέα. Είναι οι καλά φυλαγμένες λέξεις του μεγάλου υπερρεαλιστή Ρενέ Μαγκρίτ που περίμεναν το σινιάλο της αλεπούς του Σαιντ Εξυπερύ για να συγκεντρωθούν σαν παγωμένα κουκούτσια και να μας κάψουν τον λαιμό.

Η συλλογή ξεκινά μ’ ένα ποίημα- προσευχή. Σαν ν’ ακουμπούν σε εικονοστάσι, οι στίχοι υμνούν την αρχή της νέας μέρας (ίσως και την αρχή της δημιουργίας) όπου ο ποιητής στήνει τους πυλώνες της ποίησής του: «Αρχή της νέας μέρας, δίκρανα αιχμηρά/ τα δύο πρώτα κοντάρια του ήλιου. // Άνοιξε το τετράδιό σου , ποιητή –γράψε/ πόσο απαλά ανασαίνουν ακόμα/ τα θυμωμένα συνήθως μαλλιά της Μαρίας.» Προχωρώντας στήνει το σκηνικό οικειώνοντας στον αναγνώστη την τοπογραφία της ποίησής του, με δυνατούς συμβολισμούς «σα να ήθελε να φωτίσει τα στοιχειώδη μιας καθημερινότητας ευτελούς». Απευθύνεται «στην πάχνη του πρωινού» και κάνει έκκληση στην αθανασία των ποιητών.

Η συλλογή αποτελεί ποιητική μετάθεση μιας εσωτερικής ζωής. Προεκτείνεται μέσω της τέχνης η φλέβα της υπαρξιακής αγωνίας του ποιητικού υποκειμένου που πάλλεται προαναγγέλλοντας τον κυματισμό του ποιήματος μα και την ενάργεια των στίχων καθώς καταλύουν τα στερεότυπα της φόρμας. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής μοιάζουν με γλυπτά μετά από το πέρασμα της λάβας. Κρατούν φυλαγμένες τις χειρονομίες της αγωνίας -εκείνη τη μεγαλειώδη θα τολμούσα να πω στιγμή του αφανισμού- αποτυπωμένη στο γλυπτό. Κι έτσι, η με υπερρεαλιστικές καταβολές, καταιγιστική, τολμηρή, ανατρεπτική εικονοποιία της συλλογής γίνεται ανάγλυφη και χειροπιαστή. Άλαλη θεωρητικά η εικόνα, μα μέσω της ποίησης πυροδοτεί κραυγές, αναφιλητά, και νεύματα από τα έγκατα της αρχέγονης ανάγκης για έκφραση. Οι λέξεις αναδύονται από σκούρους βυθούς σαν λαμπερά κοράλλια κι άλλοτε πέφτουν από τις πανύψηλες σκαλωσιές της λύπης για να αναμετρηθούν με τη σκοτεινιά «προχωρούσε αθόρυβα το σκοτάδι από παράθυρο/ σε παράθυρο αδειάζοντας τα δωμάτια/ σαν ένας ψυχρά μεθοδικός κλητήρας, με χρόνια/ εμπειρία στις εξώσεις/ και στην ψυχρή καταγραφή της οικοσκευής. // Που και που έτριζε η ξύλινη νυχτικιά της θείας Ερημούλας / σαν κάτι το έκπτωτο και το αφοπλιστικά αληθινό μέσα στο τίποτα. // Και ξεσπούσε σε κλάματα το παιδί μέσα στη νύχτα /επειδή ψήλωνε γρήγορα και του πονούσαν τα κόκαλα των ποδιών.»

Οι εικόνες εναλλάσσονται, εύκαμπτες λυγίζουν προς τη θλίψη και κατόπιν τεντώνονται προς τη γαλάζια ανοιχτωσιά τ΄ουρανού, χωρίς να χάνουν ούτε για μια στιγμή την αιτιώδη συνάφεια τους με τις λέξεις, όπως συμβαίνει στο θαυμάσιο ποίημα με αριθ. 9 ένα βαθιά πολιτικό και υπαρξιακό ποίημα (έτσι τουλάχιστον το διαβάζω εγώ) που μαρτυρά πόσο ώριμη και κατασταλαγμένη είναι η ποίηση του Δημήτρη Αγγελή.

Τα ποιήματα εκτελούν έναν στροβιλισμό γύρω απ’ τους αρχέγονους μύθους και τα παραμύθια μα έλκονται συνεχώς από την κεντρομόλο δύναμη του βλέμματος του ποιητή στην εποχή του. Κι αυτή η εποχή δεν είναι ούτε χαρμόσυνη ούτε ειρηνική. Ο ποιητής με ευαισθησία και σθένος μιλά για τον εμφύλιο που διαδραματίζεται μέσα του, για τις γιγάντιες λύπες που ξεβράζονται κάθε χειμώνα στην ακτή του, μα και για τις σιωπηλές μακρόσυρτες Κυριακές, όπως συμβαίνει στο εξαιρετικό ποίημα με αριθ. 15, το οποίο αφήνει χαραμάδα για να γλιστρήσει η μελαγχολία του αναγνώστη και να συναντήσει άλλες οικείες Κυριακές, εκεί όπου όλες οι σιωπές μοιάζουν μεταξύ τους. «Να γράψω ένα ποίημα για τη σιωπηλή Κυριακή που να λέει τους λύκους λύκους και τους φονιάδες φονιάδες/ Να βγω στον ακάλυπτο και να φωνάξω “όχι σαν κάτι να με πνίγει//Να μην είναι σιωπηλή η Κυριακή, να μη γράφω ποιήματα”». Εδώ ο αναγνώστης νιώθει σχεδόν δική του την εναλλαγή της προτροπής με την ευχή καθώς οι στίχοι ακροβατούν ανάμεσα στη δυσβάσταχτη πραγματικότητα και τη δημιουργική φαντασία. Με εντυπωσίασε ο τρόπος με τον οποίο ο εκπληκτικός στίχος: «Να φανταστώ έναν βυζαντινό άγγελο να κατεβαίνει στα νερά ψιθυρίζοντας ακατάληπτες λέξεις» βρίσκεται αδερφικάαγκαλιασμένος με τους στίχους: «Ν’ αγοράσω εφημερίδα, να δω τους συνταξιούχους που παίζουν σκάκι στα παγκάκια της προκυμαίας» και «Να περάσω απ’ το καφενείο που συζητάνε πολιτική και ποδόσφαιρο». Ο εξαίσιος αυτός διχασμός του ποιητή επεκτείνεται και δεσπόζει στο ποίημα με αριθμ. 14 «γιατί καθένας έχει μέσα του έναν που κλαίει και φεύγει χτυπώντας την πόρτα / κι έτσι μπορείς να μένεις κάπου ενώ στην πραγματικότητα είσαι ήδη πολύ μακριά/ να γράφεις κάτι μέσα σου ενώ δεν γράφεις τίποτα/ ο ένας εργάζεται, έχει οικογένεια, αυτοκίνητο, περιμένει τη σύνταξη/ ο άλλος ξαπλωμένος κάτω από ένα πεύκο ρεμβάζει τη θάλασσα κι όταν ονειρεύεται / ο πρώτος ξενυχτάει παιδεύοντας στο χαρτί ένα ποίημα».

Άλλο ένα στοιχείο της συλλογής είναι η σχετικά συχνή χρήση των λέξεων νύχτα, παγωνιά και λύκοι με όλο το δύσκολο φορτίο που κουβαλούν τα σημαινόμενα αυτών, πράγμα που ενισχύει την αγωνιώδη αίσθηση του κόσμου που μας περιβάλλει, ενός κόσμου όπου «Οι μόνες υποσχέσεις της δημοκρατίας είναι τράπεζες./ Οι μόνες αποφάσεις της κυβέρνησης είναι για όπλα. / Κι εσύ έρχεσαι το λάθος Σάββατο να με βρεις /κρατώντας ρούβλια για να πληρώσεις τα ποτά μας / κι απαγγέλλοντας στίχους του Μαγιακόφσκι.// Απόψε, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς μαζί σου / δεν είναι γιορτή στη μεγάλη πλατεία. Είναι / οι τράπεζες που μας πνίγουν κι ένα σώμα-οδόφραγμα. / Είναι το μουχλιασμένο ψωμί της Αχμάτοβα./ Είναι εκείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει/ πάνω στο κρεβάτι μου.» Ωστόσο, αυτό το ποίημα δεν οδεύει προς τη ματαίωση και την απογοήτευση, παρόλη τη θλίψη και το καταγγελτικό του ύφος. Δικαιώνει την τέχνη της ποίησης αφού απ’ αυτό ξεπροβάλλει η ομορφιά και η χειροπιαστή λευκότητα του δακρυσμένου ελαφιού, ενός πλάσματος της αρετής που ποθεί να διασώσει την αθωότητα με δάκρυ λυγμικό.

Μετά τις πολλές αναγνώσεις της συλλογής, είμαι πλέον πεπεισμένη ότι ο ίδιος ο ποιητής είναι το ελάφι που ζει στη δική του στέπα, εκεί όπου λίγη μονάχα ποώδης βλάστηση, σαν υπόμνηση άνθισης, σαν της άνοιξης ελάχιστη πλησμονή , προστατεύει τη λύτρωση και την παρηγοριά από την ολοκληρωτική παγωνιά.

Όλα τα ποιήματα της συλλογής συνδέονται μεταξύ τους θεματικά και υφολογικά συμμετέχοντας θαρρείς σε μια πανσπερμία μικρών δημιουργικών εκρήξεων, μολονότι κάθε ποίημα λειτουργεί αυτόνομα ακολουθώντας ή παρακολουθώντας την Μαρία με ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει συμβολίζει ή κομίζει. Γυναίκα, έρωτας και πληγή, πόθος και απουσία, σύμβολο και έμπνευση η Μαρία μπαινοβγαίνει ανάμεσα στα ποιήματα – ποιά δημιουργία άλλωστε μπόρεσε να υπάρξει χωρίς μια Μαρία;_ περιφέροντας τα αέρινα βήματά της και τον αιθέριο κυματισμό των μαλλιών της εκεί όπου οι λέξεις τυφλές, περιμένουν να τις οδηγήσει στο ποίημα, χαρίζοντας στον ποιητή μα και στον καθένα από τους αναγνώστες ένα κομμάτι από την ιαματική της δύναμη.

Η συλλογή κλείνει όπως αρχίζει. Με ριπές φωτός πάνω στα ανύποπτα κεφάλια των πλασμάτων που έρχονται στον κόσμο καταδικασμένα στον πόνο και στην απώλεια μα διαθέτουν την ευλογία της αθωότητας και την πιθανότητα μιας Μαρίας στην ζωή τους, για την οποία ακαταπαύστως θέλουν να μιλούν.

«Αυγερινέ, πρώτο φως της άγουρης μέρας
Καλωσόρισες τον άσωτο που γύριζε από τη νύχτα του,
Πρόσταξες να διαγραφούν τα συσσωρευμένα του χρέη, τον έντυσες
Αρραβωνιαστικό σου και πρίγκιπα
Ήπιες πατρίδα στο χιόνι της εξορίας του, έφαγες
Στο ψαχνό των ματιών του τοπία σισύφειων βράχων
Κι έσφαξες το καλό μοσχάρι για να διασκεδάσεις τη μοναξιά του
Που σαν ορθάνοιχτος καταπιόνας περίμενε ανυπόμονα
Τη σειρά σου.
Ανείπωτη ευτυχία. Αλλά εσύ Χριστέ
στ’ αλήθεια
έλειπες;
(κι όμως εγώ ήθελα μόνο να μιλήσω
Για τη Μαρία.)»

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ

“Η Καθημερινή” 30/1/2016

Ποιήματα που μετρούν την ανεπάρκεια του κόσμου

ΠΟΙΗΣΗ. Oταν τα ποιήματα γίνονται παραμύθι, η ανάγνωση δεν είναι απλή υπόθεση· ιδιαίτερα, όταν σε αυτά προστίθενται η ποιητική, η καλά κρυμμένη κριτική και η πλήρης ερωτική παράδοση. Είναι φορές που η ποίηση προκαλεί δολιοφθορές στον αναγνώστη της, προκειμένου εκείνος να της παραδοθεί ευκολότερα. Εξάλλου, αυτή η μορφή του λόγου ποζάρει, πολλάκις, ως πυγολαμπίδα που επανέρχεται όποτε της καπνίσει.

Ο Δημήτρης Αγγελής (γενν. 1973) διατηρεί πολλές από τις παραπάνω ποιότητες στην πρόσφατη συλλογή του «Eνα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου» (εκδ. Πόλις, 2015). Ο τίτλος είναι μπούσουλας ανάγνωσης, αλλά το πηγαινέλα από την πραγματικότητα στις υπερβατικές εικόνες δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνείας. Ο ποιητής και δοκιμιογράφος, εκδότης του περιοδικού «Φρέαρ», κρατά γερά τα ηνία των ποιημάτων του, κάτι που αποτελεί δίκοπο μαχαίρι: σου επιτρέπει να διαβάσεις όπως επιθυμείς τα ποιήματά του, αλλά σου θέτει όρους. Aλλωστε, ποιος είπε ότι η ανοιχτότητα του κειμένου σε ερμηνείες σημαίνει αυτόχρημα ότι οι παρερμηνείες είναι καλοδεχούμενες;

Τα ποιήματα αυτής της συλλογής του Αγγελή επιμένουν στο υπερπραγματικό στοιχείο, κυρίως διότι ο ποιητής είναι αποφασισμένος να δημιουργήσει έναν παράλληλο κόσμο, ώστε να διασώσει την επαφή του με τον κοινό κόσμο. Η Μαρία («Κι όμως εγώ ήθελα μόνο να μιλήσω/για τη Μαρία»), το ποίημα και η ερμηνευτική του δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σφυγμομέτρηση του παλμού ενός πραγματικού σύμπαντος, του οποίου τα εργαλεία εμφανίζονται ανεπαρκή για την ίδια τη ζωή.

Τα ποιήματα του Αγγελή παραδίδονται με τη σαρκαστική διάθεση που αρμόζει όταν η φυσική δύναμη συγκρούεται με τις υπερφυσικές δυνάμεις, μόνο και μόνο για να μετρηθούν οι εκατέρωθεν ανεπάρκειες. Iσως η μάλλον σουρεαλιστική του διάσταση καταδεικνύει ακριβώς τον ελλιπή κόσμο της απτής πραγματικότητας.

Το ελάφι που δακρύζει πάνω στο κρεβάτι του ποιητή είναι η γέφυρα που οδηγεί στην όχθη μια κάποιας –μερικής έστω– αυτογνωσίας (αποφεύγω τον όρο «αλήθεια», διότι είναι όρος κουρασμένος). Ισως, πάλι, τα ποιήματά του συνοψίζουν τη ρευστότητα μιας ζωής που δεν μας αξίζει μέχρι να βρούμε κάποιον να τη μοιραστούμε. Ο Αγγελής είναι, εν προκειμένω, πολύ γενναιόδωρος. Και δανειζόμενος ένα στίχο του: εγώ τουλάχιστον αυτό εννοώ.

.

ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ

Τα Νέα/ “Βιβλιοδρόμιο” 30/1/2016

Στην αντίπερα όχθη του λόγου

Και χωρίς το έκτο ποιητικό του βιβλίο «Ενα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου», γνωρίζαμε ήδη πόσο σοβαρά έχει υιοθετήσει την υπόθεση της ποίησης ο Δημήτρης Αγγελής. Με πολύ σημαντικά αποτελέσματα, συνεπικουρούμενα στην περίπτωσή του και από μια θεωρητική επάρκεια όσον αφορά την προσέγγιση ιδεολογικών και αισθητικών προβλημάτων όπως έχουν καταγραφεί, άλλοτε επιβεβαιωμένα και άλλοτε αμφισβητούμενα, στις δέλτους τις Ιστορίας. Με το πρόσφατο όμως «Ελάφι» του χαράσσει το εντελώς προσωπικό του αποτύπωμα χάρη σε έναν ανυπότακτο στίχο, ο οποίος συγκεράζει την ονομαστική αναφορά ποιητών ή δημιουργών που το εξαγόμενο της ύπαρξής τους υπήρξε ατόφια ποίηση (Μπέργκμαν, Μοράβια, Τρακλ, Αχμάτοβα, Μαγκρίτ) με ένα προσωπικό αίσθημα επεξεργασμένο στις πιο απόκρημνες εκδοχές των λέξεων και στις πιο μυστικές στοές των νοημάτων. Ενδεικτικό: «Γιατί κάθε πρωί έχει το παιδί του, τον ποιητή και τον μετανάστη του. / Και κάθε βράδυ τον αναπόφευκτο τοίχο του, το πικρό του βιβλίο, τον βάναυσο οπλονόμο του».

.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

diastixo.gr 18/11/2015

Όλες οι σουρεαλιστικές εκδοχές, όλες οι υπερρεαλιστικές αφηγήσεις λαμβάνουν σάρκα και οστά σε μεγάλο μέρος της ποίησης του Δημήτρη Αγγελή, καθώς οι σχέσεις ποιητή και της οικείας του τέχνης συμπλέκονται ουσιαστικά με τρόπο ακραίας ανατροπής. Είναι, λοιπόν, ένας υπερρεαλιστής δημιουργός ο Αγγελής, με ερεθίσματα και εμπνεύσεις που δεν άπτονται της πραγματικότητας, που εμπεριέχουν τη φαντασία και το κύημα αυτής, την ονειρική διαδρομή μέσα στον χρόνο, που τροφοδοτούν μηνύματα, στόχος των οποίων είναι η αισθητική απεικόνιση της αέναης επιφάνειας των συναισθημάτων. Από κάποιο σημείο και μετά, όμως, από το μισό περίπου του ποιητικού σώματος, η έκφραση στρογγυλεύει, ένας ρεαλισμός κάνει την εμφάνισή του, προκειμένου να προσλάβει ο λήπτης ευκολότερα το θέμα, που γίνεται πιότερο καθημερινό, που ομοιάζει σε πεζό αφηγηματικό τοπίο. Έτσι, λοιπόν, στο ίδιο βιβλίο, χωρίς να χωρίζονται τα ποιήματα σε υποκεφάλαια, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες γλωσσικές εκφορές, δύο από τα πλέον διαδεδομένα ρεύματα παρουσιάζονται με τέτοιον τρόπο, που το ένα να αποτελεί συνέχεια του άλλου, το ένα να δρομολογεί την κορύφωση και το άλλο την ύφεση, το ένα να καλλιεργεί το ποιητικά γκροτέσκο και το άλλο το απαράμιλλα αφομοιώσιμο. Αυτό το παιχνίδι, που ο ποιητής μετέρχεται, ακροβατεί πότε εδώ και πότε εκεί, έστω και με σαφή διαχωρισμό, στην ουσία δηλαδή αποδεικνύοντας πως ο ποιητής έχει την ικανότητα να γράψει και έτσι αλλά και αλλιώς, έχει τη δυνατότητα να καλλιεργήσει τη μυθοπλασία του με πολλές διεξόδους, έχει το στάτους για να πατήσει σε διαφορετικές ποιητικές εκτόνωσης.

Και χθες στον ύπνο μου μιλούσα μ’ ένα δέντρο
Και χθες στον ύπνο μου έπλενα δυο λασπωμένα περιστέρια
Τα μάτια μου απειλώντας πάλι να ραμφίσουν. (σελ.33)

Ο οργανικός ποιητής απευθύνεται συχνά σ’ ένα υπαρκτό ή ανύπαρκτο πρόσωπο, σε μια οντότητα ή στη μούσα του, στη Μαρία, η οποία ενίοτε παρακολουθεί τη σκέψη του, και στην οποία επαφίεται να μεταδώσει όσο μακρύτερα μπορεί τα μηνύματά του. Απ’ τα αρχαία χρόνια έως τις μέρες μας, οι ποιητές μιλούσαν κυρίως με το αντίθετο φύλο, σαν να επρόκειτο έτσι να καρποφορήσουν οι εμπνεύσεις τους, μέσω της ερωτικής προσαρμογής, μέσω της φιλικής υπενθύμισης και συχνά μέσω της μητρικής ή πατρικής, ανάλογα με το φύλο, στενής και απαράμιλλης σχέσης. Εδώ όμως η Μαρία είναι η λέξη του τέλους, είναι η άκρη της γραφίδας, είναι το ολοκλήρωμα της ποιητικής εκπομπής, άρα συμπεραίνουμε πως ο ρόλος της είναι μάλλον υποστηρικτικός, είναι δηλαδή σαν το μπαστούνι που κρατούν οι γέροντες για να περπατάνε καλύτερα. Η Μαρία, λοιπόν, συγκεντρώνει πάνω της όλα τα προτερήματα, που ένα σύμβολο μπορεί να κατέχει, προκειμένου να γίνει η κεντρική αναφορά ενός ποιητή, ο οποίος πάνω απ’ όλα την εμπιστεύεται ολόθερμα και συστηματικά.

Γράψε, πάχνη του πρωινού, καθώς αποσύρεσαι, τους σημερινούς
μελλοθάνατους
κι ανάμεσά τους να προσθέσεις και αυτόν τον καπνό θυσίας που αναθρώσκει
μπροστά μου
είναι απ’ τους στίχους που δεν έγραψα και ναυάγησαν πρόωρα μες στον
καφέ μου
είναι απ’ τους στίχους που δεν θέλησες ούτε σήμερα να διαβάσεις μαζί μου,
Μαρία. (σελ.11)

Ο ποιητής, πέραν όλων των άλλων, πέραν της προσωπικής του μυθολογίας, πέραν των ερεθισμάτων που δέχεται, ισορροπεί πάνω στο τεντωμένο σχοινί της γλωσσικής ποιητικής εκφοράς, βυθίζεται ενίοτε και στο έργο ή στην πολιτεία άλλων ομοτέχνων, ηρώων ή αντιηρώων, γενικώς και ειδικώς, επιθυμώντας μια γνήσια συνομιλία. Πράγματι, όλοι οι σημαντικοί ποιητές κάνουν το ίδιο, με δεδομένο όχι μόνο τον σεβασμό στο έργο μεγάλων της τέχνης, αλλά παράλληλα και της ισότιμης αντιπαράθεσης σ’ έναν όμορφο και ηθικό αγώνα, απ’ τον οποίο και προκύπτει ένα αποτέλεσμα. Ποίηση και πεζογραφία –ισπανόφωνοι αποτελούν τη μεγάλη αγάπη του Αγγελή– έρχονται και παρέρχονται για να αποδείξουν την τεράστια συνεισφορά τους στην παγκόσμια σκέψη, στον πλανητικό αισθητικό και μαγικό ρεαλισμό.

μένει στην οδό Σωφρονίου αριθμ. 24, σε μια εγκαταλειμμένη γκρι
μονοκατοικία με τον κήπο γεμάτο σκουπίδια, κάθεται μονίμως σε μια
κόκκινη πολυθρόνα κάτω απ’ τον ίσκιο μιας μουριάς, «μητέρα, είναι ώρα
για το απογευματινό τσάι» φωνάζει πού και πού γελώντας,
κόσμος περνάει απ’ έξω παρέες παρέες ανυποψίαστος, ο Παβέζε με
τον Μοράβια, ο Χουάν Ρούλφο με τον Κορτάσαρ και τα παιδιά που
κλωτσάνε μια μπάλα, ο επαναλαμβανόμενος παφλασμός μιας
πραγματικότητας που βουλιάζει στη λογοτεχνία ή στο μυστήριο.

Ένας με άδειο παλτό και εφημερίδα του 1910. (σελ.12)

Με έντονο ποιητικό δρασκελισμό, με μεγάλα βήματα που οδηγούν στον στόχο, ο οποίος δεν είναι άλλος απ’ την κατάκτηση της ποιητικής αλήθειας, ο γνωστός ποιητής Δημήτρης Αγγελής, που είναι παράλληλα δοκιμιογράφος και μελετητής, καταφέρνει να μας κινητοποιήσει θετικά και παράλληλα να μας υποδείξει την αξία της συγκεκριμένης τέχνης, όταν αυτή καλλιεργείται υπεύθυνα και χωρίς ενδοιασμούς ή υπεκφυγές. Ο Αγγελής, σχετικά νέος, ήδη όμως καταξιωμένος, με την παρούσα συλλογή ανατρέπει ό,τι γνωρίζαμε για την ομαλή παράθεση ποιητικών υποκειμένων και συνιστά τη δραματικής υφής και θεατρικού ύφους εκτόνωση, που η χαώδης συνεισφορά της ψυχοσύνθεσης την κάνει πλήρως ελκυστική.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

cantus firmus    9/11/2015

Μια προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου» του Δημήτρη Αγγελή, εκδόσεις Πόλις

Ο ποιητικός κόσμος του Δημήτρη Αγγελή. Ένας κόσμος τόσο παράξενος στις εικόνες του. Σε γοητεύει, θέλεις να εισχωρήσεις, σαν να ανοίγεις μια πόρτα παραμυθιού, και ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι πως το τοπίο είναι σκληρό, το έδαφος πετρώδες.
Αυτή η ποίηση έχει μέσα της πόνο, κι όμως δεν σε απωθεί. Αντιθέτως, σε παίρνει απ’ το χέρι και μέσα σε τριάντα τρία στιχουργήματα (τα περισσότερα άτιτλα, μόνο με αρίθμηση) που συμπληρώνουν το ένα το άλλο συναποτελώντας ένα ποιητικό όλον, σε οδηγεί στο σύμπαν του ποιητή, που αποδεικνύεται περίεργα οικείο.
Λέξεις δυναμικά αυτόνομες (συνοδευόμενες από υπερρεαλιστικές εικόνες σε μερικά από τα ποιήματα) κυριαρχούν και θέτουν τα όρια της ανάγνωσης. Η ποίηση του Δημήτρη Αγγελή δεν σου επιτρέπει πολλές ερμηνείες. Είναι μονοσήμαντος ο κόσμος του, χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την αξία του. Σε κατευθύνει ο ίδιος ο ποιητής στους χώρους που επιθυμεί και σου δίνει το ελάχιστο που χρειάζεσαι για να κατανοήσεις. Γιατί αυτός ο δυνατός λόγος είναι απλός στα στιχουργικά του μέσα.
Παράλληλες εικόνες που μοιάζουν αυτόνομες στη σημασία τους, τελικά συναντώνται και δίνουν την πλήρη εικόνα. Μόνο που πρέπει να τις ‘διαβάσεις’ μία μία ανοίγοντας το περίβλημά της για να ανακαλύψεις τα ενδότερα, το νήμα που τη συνδέει με τις υπόλοιπες.
Παιδικές μνήμες συνεχίζουν την ιστορία τους στα σύγχρονα πάθη του ενήλικα, μια θηλυκή παρουσία στοιχειώνει εδώ κι εκεί τον ποιητικό λόγο, η κοινωνία της κρίσης μοιάζει να αποτελεί τον εξωτερικό χώρο για να κινητοποιηθεί η έμπνευση, χωρίς ωστόσο να τοποθετείται πολιτικά. Ο εσωτερικός κόσμος κυριαρχεί και δημιουργεί τοπία χιονισμένα, ακτές που ξεβράζουν ημιθανείς φάλαινες, πρωινά Κυριακής με απόγνωση του ποιητή για το ‘καταφύγιο’ της ποίησης:

«Γράψε και γι’ αυτόν τον καθημερινό μου φόβο μήπως χαθεί για πάντα η
Μαρία
σ’ ένα μέρος χωρίς βροχή, ένα πρωινό χωρίς στίχους.»

Πρόσωπα του λογοτεχνικού σύμπαντος του ποιητή ζουν μέσα στους δικούς του στίχους, ένας ελάχιστος Κάφκα κρυμμένος πίσω από τον Χωρομέτρη του δικού του ποιήματος σαν να ξέφυγε από τον ‘Πύργο’ για να συνδράμει το “παράλογο” των προσωπικών του εικόνων:

«Να γράψω ένα ποίημα για τη σιωπηλή Κυριακή που να λέει τους λύκους
λύκους και τους φονιάδες φονιάδες
Να βγω στον ακάλυπτο και να φωνάξω ό χ ι σαν κάτι να με πνίγει
Να διαβάσω Γιόζεφ Ροτ, να ξαναθυμηθώ τον μεσοπόλεμο του Λεοντάρη
Να χορέψω με το Riders on the storm στο πικάπ σα να επίκειται πάλι το τέλος
Να είσαι εσύ το τέλος μου, να είμαι ο δικός σου μεσοπόλεμος
Να βγω από το σπίτι, να βγω επιτέλους από τον εαυτό μου,
Ν’ αγοράσω εφημερίδα, να δω τους συνταξιούχους που παίζουν σκάκι στα παγκάκια της προκυμαίας
Να φανταστώ έναν βυζαντινό άγγελο να κατεβαίνει στα νερά ψιθυρίζοντας ακατάληπτες λέξεις
Να περάσω απ’ το καφενείο που συζητάνε πολιτική και ποδόσφαιρο
Να τηλεφωνήσω στον ηλεκτρολόγο
Να τηλεφωνήσω στον χωρομέτρη
Να ζητήσω ζάχαρη απ’ τον γείτονα
Να μην είναι σιωπηλή η Κυριακή, να μην γράφω ποιήματα.»

Και το ελάφι, λες και βγαίνει από τα παιδικά Χριστούγεννα όπως οι ήρωες των παραμυθιών, για να υπογραμμίσει ότι ο κόσμος των ενηλίκων δεν είναι παρά η συνέχεια εκείνου του αλλοτινού:

«Για να ζεσταθείς κάλεσε για επίσκεψη το κοριτσάκι με τα
σπίρτα. Φαντάσου ζαχαρωτά σε φωτισμένες βιτρίνες. Αντί για
κουβέρτα χρησιμοποίησε τους επτά νάνους.»

«Απόψε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς μαζί σου
δεν είναι γιορτή στη μεγάλη πλατεία. Είναι
οι τράπεζες που μας πνίγουν κι ένα σώμα – οδόφραγμα.
Είναι το μουχλιασμένο ψωμί της Αχμάτοβα.
Είναι εκείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει
πάνω στο κρεβάτι μου.»

Η ποίηση του Δημήτρη Αγγελή αυτοσχολιάζεται, και έτσι μας δίνει και τη δική του άποψη για τις ποιητικές απόπειρες:

«Αυτό δεν είναι ποίημα. Το ποίημα είναι τρία χιλιόμετρα μακριά,
πίσω απ’ τους αμμόλοφους κι έρχεται…

Το ποίημα είναι ένα παγωμένο κουκούτσι:

Σου σπάει τα δόντια.
Σου ξεσχίζει το λαιμό.
Κι αυτό δεν είναι ποίημα.»

Εδώ, λοιπόν, έχουμε ποίηση με δόντια, με την ιδιαίτερη δύναμη που αποκτά ο λόγος, όταν ξεφεύγει από τα τετριμμένα και καταθέτει την αλήθεια του με γλώσσα απλή αλλά αρματωμένη με πόνο, απώλεια, βίωση του μέγιστου νοήματος (το εξαιρετικό -με τον αριθμό 29- στιχούργημα, με την εικόνα του παιδιού που ονειρεύεται και μας τρομάζει με απειλές), έρωτα:
«…ο ‘Μπλε Λωτός’, πλοιάριο ρυπαρό και μεθυσμένο. Τώρα θυμάμαι:
Ανάμεσα στους επιβάτες του υπήρξα κάποτε κι εγώ,
άδειασα τη ζωή μου στα νερά σου.»

αλλά και θάνατο, δοσμένο μέσα σε μια μοναδική στην έμπνευσή της λέξη:

«Διόδια βιαστικά ν’ αποδοθεί ο οβολός στον Άδη. Κερβερίζουν
τριγύρω κάτι αδέσποτα σκυλιά».

Τελικά μια ποίηση που δεν επαίρεται για τον οίστρο της αλλά δείχνει τα ‘εργαλεία’ της με την αθωότητα που αρμόζει στον ποιητή:

«Έγραφα τότε νοερώς ένα ποίημα, όμως ακόμα δεν το ήξερα
γιατί καθένας έχει μέσα του έναν που κλαίει και φεύγει χτυπώντας
την πόρτα
κι έτσι μπορείς να μένεις κάπου ενώ στην πραγματικότητα είσαι ήδη
πολύ μακριά,
να γράφεις κάτι μέσα σου ενώ δεν γράφεις τίποτα»

Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα ποιήματα μιλούν και μας αγγίζουν όπως ένα σύννεφο που υπερίπταται αλλά το προσεγγίζεις με τη δύναμη του λόγου:

«Θα με αναγνωρίσετε
γιατί θα κρατάω παραμάσχαλα ένα στυμμένο σύννεφο»

φέρνοντάς μας στο μυαλό τον άλλο ποιητή:

«Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
…δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια»
( Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ, «Σύννεφο με παντελόνια»)

Αυτοί που συνταιριάζουν με το ασαφές νεφέλωμα δεν είναι όλοι ίδιοι. Άλλοι ξαπλώνουν πάνω του και νιώθουν να τυλίγονται όμορφα από την πάχνη του, προνομιούχοι τάχα αυτοί της άνωθεν εξαίσιας εποπτείας. Περιφρονούν τους ταπεινούς εργάτες της γραφής που ούτε λίγο γκρίζο χιόνι αξιώθηκαν στις λέξεις τους επάνω. Και αδιαφορούν για όλους τους αμέτοχους κι ανίδεους των πλούσιων νεφών. Μα είναι κι άλλοι που, κομμάτι σύννεφο κι οι ίδιοι, στύβουν σκληρά το υδάτινο το σώμα τους για να γευτούν μια στάλα ουρανό όλοι της γης οι κουρασμένοι, επαίτες της ζωής. Αυτοί οι ποιητές έχουν το σύννεφο αναγνωριστικό σημάδι, βαρύ φορτίο αέρινο, ωστόσο εκλεκτό.

Το ελάφι που δακρύζει πάνω στο κρεβάτι του ποιητή, μας κοιτάζει από τον πίνακα του Κώστα Σιαφάκα στο εξώφυλλο του βιβλίου. Σε ασπρόμαυρη εκδοχή, μακριά από εκείνο του παραμυθιού αλλά και τόσο κοντά στο πνεύμα της ποίησης που παρουσιάζει ο Δημήτρης Αγγελής:

«Τριγύρω χιόνι. Παραμονεύουν
Βοριάς λυσσάρης, Ιούδας, μάγισσα γριά»

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.