ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΙΑΚΩΒΟΥ

Η Χρυσάνθη Ιακώβου έχει σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία και εργάζεται ως
δημοσιογράφος.
Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά στα οποία δημοσιεύει κριτικές βιβλίων και συνεντεύξεις με συγγραφείς, καθώς και κείμενα για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Αχ-έρων, Βακχικόν 2013 Τεθλασμένοι χρόνοι, Βακχικόν 2017, Lacrimosa 2021 ενώ έχει συμμετάσχει με ποιήματα και διηγήματα σε συλλογικές εκδόσεις.
Διατηρεί τη προσωπική ιστοσελίδα www.chrisantiiakovou,gr

.

.

LACRIMOSA (2021)

ΘΕΑ

Τα αστέρια
κι ο ουρανός γυμνός από σύννεφα
κι από την έγνοια της βροχής,
τόσο ανάλαφροι
τόσο μικροί
στο μπαλκόνι του κόσμου,
κάπου ανάμεσα
στις Πλειάδες και τις Υάδες
θυμάμαι μου ’πες σ’ αγαπώ,
έμεινε το —ω— να αντηχεί
στα σοκάκια των ετών,
Θεέ μου, σκέφτηκα,
τι θέα τούτη του ουρανού που μας χάρισες
ξαπλωμένοι εδώ
στο γκρίζο τσιμέντο της ταράτσας.

ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ

Η απάντηση ήρθε κάποτε
μέσα από μια μήτρα
ζεστή υγρή και κόκκινη
στον θλιμμένο σπασμό της,
υπάρχει μια ειδική ευχή
για τα παιδιά που δεν γεννιούνται ποτέ
αυτά που πάνε αντάμα
με τις μισές ελπίδες,
στους μικρούς θανάτους της ημέρας μας
σκάβονται υπόγεια μονοπάτια,
χωρίς να το ξέρουμε
αλλάζουμε σύνορα τις νύχτες,
ξυπνάμε σ’ άλλες χώρες
σ’ άλλες ιδέες
σ’ άλλες παρηγοριές.

ΑΛΛΑΓΗ

Στις ρωγμές του προσώπου σου
βουλιάζει ο χρόνος
η μέρα
κι εκείνα τα λόγια
που μου ψιθύρισες κάποτε
κάτω απ’ το χλωμό φως της λάμπας,
στις ρωγμές του προσώπου σου
διαχέονται το φως και το σκοτάδι
και οι μεγάλες απαντήσεις της μοίρας,
στις ρωγμές του προσώπου σου
μπορώ να δω
το παρελθόν το παρόν και το μέλλον
κι εκείνο το κορίτσι
που κάποτε ξάπλωνε κι ονειρευόταν
κάτω από τον έναστρο ουρανό.

ένα ατελείωτο νεκροταφείο ο κόσμος
από φτηνές προθέσεις
που πέθαναν στη νιότη τους

ΑΠΟΛΕΣΘΕΙΣΑ ΕΥΧΗ

Η αθόρυβη πτώση
μιας χαμένης ευχής
μέσα στο πηγάδι
των λησμονημένων ονείρων,
πέτρινα τα χρόνια
τα χέρια τραχιά,
δεν είμαστε αυτοί
που ευχηθήκαμε να γίνουμε,
φοράμε γκρίζα παλτά
περιδιαβαίνουμε στους δρόμους
η ματιά μας δεν φτάνει πιο πέρα
απ’ την επόμενη στροφή,
δεν είμαστε αυτοί
που θα μπορούσαμε να γίνουμε
μα μήτε το μετανιώσαμε
μήτε το καταλάβαμε κιόλας.

ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Μια λωρίδα ήλιου
για εμάς τους φτωχούς
τους δίχως αισθήματα
τους δίχως άλγος
και δίχως ψυχή,
άδεια τα σώματά μας
κλειστά τα παράθυρα
γυρεύουμε έναν ήλιο ψεύτη
για επιβεβαίωση.

ΜΙΣΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

Φεγγάρι αυγουστιάτικο
όχι το ολόγιομο
το υπερήφανο
το υπεροπτικό
που ’χει συνηθίσει
τον θαυμασμό του κόσμου,
μα εκείνο το ημιτελές
το μελαγχολικό
που κάτι όλο ζητά κι ένα κομμάτι λείπει
που κρυφά κρυφά
σκαρφάλωσε αχνό
σε έναν καταγάλανο
και πλάνο ουρανό.

Και το πουλί κοιμήθηκε
στη σάπια αποβάθρα
χωρίς να νοιάζεται
για την πολυκοσμία
ή για την κακία των ανθρώπων

ΕΜΠΟΛΕΜΕΣ ΧΩΡΕΣ

Αφαιρέσαμε τα σύννεφα απ’ τον ουρανό
και το βαθύ γαλάζιο μάς τύφλωσε,
πόλεις χώρες νησιά
σε συνεχή διεκδίκηση,
σταυρώσαμε το εμείς
και μείναμε μονάχοι.

ΠΟΡΕΙΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΕΣ

Τα φέρετρα που μετακινούνται,
τα κρεβάτια που πηγαινοέρχονται των αρρώστων,
θάψαμε τα όνειρά μας
σε γκρίζους τοίχους κλινικών
και σε αυλές νεκροταφείων,
τα μωρά που κλαίνε τις νύχτες,
τα φεγγάρια που γεμίζουν
σ’ έναν βλοσυρό ουρανό,
πνίξαμε τα όνειρά μας
στις στιγμές μας,
τα ρολόγια πορεύονται
οι πομπές συνεχίζονται.

ΡΕΚΒΙΕΜ

Θα σκίσεις τους ουρανούς,
τα σύννεφα θα στάζουν τη θλίψη σου,
ω πραγματικότητα
της ομορφιάς θάνατε,
κρύφτηκε
η ομορφιά σου κρύφτηκε
στον ματωμένο ήλιο του πρωινού
στις βαμμένες κουρτίνες του απογεύματος
στο αποτύπωμα των χειλιών σου
στο ποτήρι του καφέ,
η ομορφιά του κόσμου κρύφτηκε
χάθηκε
διαλύθηκε
τότε
που έσκιζες τους ουρανούς
που έστυβες τα σύννεφα

Και τότε κάποιος ψιθύρισε:
Lacrimosa.

(Διαβάζεται με τη συνοδεία του “Lacrimosa” του Zbigniew Preisner).

.

ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (2017)

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ

Τεθλασμένα καλοκαίρια
ενός δειλινού ανερμάτιστου,
μια διαδρομή σ’ ένα αμάξι
σ’ ένα δρόμο ατελείωτο
δίχως αρχή
και δίχως τέλος
και δίχως προορισμό,
τυχαίοι διαβάτες
που τολμήσαμε να διασχίσουμε
μια μέρα ωραία
την άγνωστη λεωφόρο,
με ένα σακίδιο στους ώμους
κι έναν ήλιο
που μας κοίταζε και μας έγνεφε
μέσα απ’ τους σπασμένους καθρέφτες
ενός τοπίου αδάμαστου.

ΠΟΡΕΙΑ, ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

Δε θυμάμαι-
ένα όνειρο
που διεκόπη έξαφνα
από έναν ύπνο,
κι εκείνα τα δάχτυλα
ένα βράδυ που έπαιζαν πιάνο
και προσπαθούσαν
να φτάσουν την αιωνιότητα,
και οι στροφές των δρόμων
και οι συστάδες των δέντρων
που κατάπιναν το αμάξι,
πορευόμασταν
άλλοτε τυφλοί
άλλοτε απελπισμένοι
μέχρι που αίφνης
μας βρήκε η νύχτα.

ΘΕΡΟΣ ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΟ

Κι ο ήλιος ακυβέρνητος
πάνω από τα σταυροδρόμια
των διαδρομών μας,
ένα καλοκαίρι
σ’ έναν έρημο δρόμο σκονισμένο
δίχως στάλα βροχή
-και δίψασα,
πόσο δίψασα
στην παραζάλη του θέρους
στη λανθάνουσα γεύση των χειλιών σου,
γοργά τα ημερολόγια
που αφήνουν τα φύλλα τους στον άνεμο,
κι ο ήλιος ακυβέρνητος
να ζεσταίνει
τα ιδρωμένα κορμιά το απομεσήμερο
μέσα από τα σφαλιστά παντζούρια,
να καθηλώνει
τα άδεια κρεβάτια
τις ανυπόφορες νύχτες του Αυγούστου.

ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

Αβάσταχτα
σε έναν ωκεανό
από χαμένες εικόνες,
μια παλίρροια
που ανακατεύτηκε με ανάσες μισές
ιδρωμένες,
φως
στην επιφάνεια των υδάτων,
σιωπή
στον αιώνιο παφλασμό των βράχων,
πηγαινοέρχεσαι
σκυφτός
αναποφάσιστος
μια ρωγμή
στην απουσία των πραγμάτων,
μια αυγή
ρόδινη
σαν του τέλους το αίμα,
η ηρεμία
στην έλλειψη της,
αγαπώ
ό,τι έχει από καιρό απομείνει
στο άγγιγμα μιας παλάμης,
να έρχεσαι
και να φεύγεις
να στέκεις μακριά
και να υποκλίνεσαι
στις συμβάσεις,
[στις φωνές
να λες όχι,
να μ’ αφήνεις
ξανά,
να απομένεις,
μια συναλλαγή
παράνομη
στα όπλα και στους τρόπους,
ν’ αφήνεις το ρίσκο,
εσύ
η ουσία των πραγμάτων,
να εγκαταλείπεις
ό,τι άφησες στη μέση να γίνει
μονάχο,
μην έρθεις,
να ξέρεις να στέκεσαι
στην ισορροπία του ύδατος.
Θραύσματα.

ΑΣΤΟΧΙΑ (II)

Κι ήταν κι αυτή
η απέλπιδα ανάγκη
για να υπάρξουμε,
για να βαφτίσουμε
τις λέξεις από την αρχή,
να δώσουμε σε όσα ζήσαμε
δικό μας όνομα,
κι εκείνος ο εξαίσιος πόνος
ο κατάδικος μας
που τον ονομάσαμε αγάπη
από πλάνη
από επιπολαιότητα
από ανοησία ακόμα
ήταν κι αυτός
μια βεβαίωση
για να έχουμε να λέμε
πως είμαστε ζωντανοί.

ΣΕ ΑΚΙΝΗΤΟ ΧΡΟΝΟ

Κι ο χρόνος σχεδόν μηδενικός
στάζει
σαν τη βρύση της κουζίνας
που θέλει επισκευή.

Μονάδες
πέτρινα νησιά
στις γωνιές του πελάγους

κύμα η σκέψη σου
παλινδρομεί
στην ατελείωτη άβυσσο του μυαλού σου

και ο λαβύρινθος του Μίνωα
τόσα χρόνια μετά
ακόμα απροσπέλαστος

μια αλήθεια αχρείαστη
σε ώτα
που έχουν πάψει από καιρό
απαντήσεις να ζητούνε.

Και ο λαβύρινθος
ακόμα απροσπέλαστος.

ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ

Κι οι ένοχοι εραστές
που έμειναν αιώνια κλειδωμένοι
σε μια στάση αγκαλιάς
ή απεμπλοκής
ή πάλης
πάσχισαν να κλέψουν
μία μονάδα του χρόνου
να τη βάλουν στην τσέπη
να την κρατήσουν για το αντίο,
και μετά κάποιος είπε
πως δεν υπάρχουν ένοχοι εραστές,
πως δεν υπάρχει και χρόνος.

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ

Η μυρωδιά
απ’ το κορμί σου
ένας τσακισμένος χάρτης
για τις ποταπές διαδρομές
του άλλου μου εγώ,
οδηγός
σ’ ένα ταξίδι αγιάτρευτο,
ένα χάρτινο πλοίο
για να διασχίσεις την έρημο,
η μυρωδιά απ’ το κορμί σου
στα άβατα του μυαλού μου
και τ’ απροσπέλαστα,
μεθυστικό να αγαπάς
ό,τι θα σε σκοτώσει,
ένα άυλο λάβαρο
για τον εορτασμό του χαμού μου,
ένας εαυτός
δισυπόστατος
για το χατίρι της ζωής και του Άδη
ξοδεύεται αχόρταγα
στα προσκυνήματα του πόθου σου,
ένα κορμί
δικαιωμένο από λαγνεία αβάσταχτη,
να σκίζονται οι αχτίδες της ημέρας
να παίρνουν φωτιά
στα ατοπήματα των προσταγών σου,
μια υποταγή ταπεινωτική
σ’ ένα λάθος
που την ευτυχία χάλασε,
μια πληρωμή ακριβή.

Η ευωδία του κορμιού σου
ένας χάρτης για τον Άδη μου,
ένα φιλί απαγορευτικό
και είμαι ήδη στην κόλαση.

ΔΙΑΚΟΠΗ

Και το ταξίδι μας τελειώνει εδώ,
στις ανοιχτές κουρτίνες
που ακόμα ακούγεται το θρόισμά τους,
στα σβησμένα βήματα,
στους περιπάτους,
στα δειλινά
που βιαστικά κρύφτηκαν,
στα γιορτινά μπουκάλια του κρασιού
που δεν ανοίχτηκαν ποτέ
και στα φορέματα
που ποτέ δε φορεθήκαν,
το ταξίδι μας
το αταξίδευτο
σαν να ’χαν φυτρώσει μέσα του ρίζες
πέτρωσε στην καρδιά μας,
τελειώνει εδώ,
στα βλέμματα
στις λέξεις που ποτέ δεν ειπωθήκαν
στους δρόμους που δε διασχίστηκαν
και στις υποσχέσεις που δεν κρατηθήκαν,
μ’ ένα μειδίαμα θλιβερό,
με τη βεβαιότητα της αμφιβολίας
όπως τελειώνουν όλα τα ταξίδια.

ΛΑΘΡΑΙΟΙ ΔΙΑΒΑΤΕΣ

Και η απέραντη πόλη
ένα μωσαϊκό
από τσιμέντο και στροφές,
λαθραίος διαβάτης
στα στενά της Ιστορίας,
προσπέρασες
παρήλθες,
κι ο κόσμος όλος ένας λαβύρινθος
από αγώνες, στροφές και λάθη,
κι εσύ
απλώς λαθρεπιβάτης.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο Ιούλης αυτός
είχε κάτι από χρώμα κόκκινο
και από τη σάπια γεύση
μιας ετεροχρονισμένης επανάστασης,
ξεθωριασμένες σημαίες
και γροθιές υψωμένες απρόθυμα,
και τα πλήθη στις πλατείες, στις ουρές
φαιδρά ριγμένα
σαν τα ζάρια μιας παρτίδας τάβλι,
μια Μεγάλη Παρασκευή
όμοια στον αναβρασμό
και τη σιωπή
και την αθωότητα
και τη μελαγχολία του αυτοκινήτου
που αργά διασχίζει τον άδειο δρόμο,
τη μελαγχολία του μοναχικού διαβάτη
που βαδίζει στην πένθιμη πορεία
για τον Επιτάφιο ή την Ανάσταση.

ΠΟΛΕΙΣ ΣΦΡΑΓΙΣΤΕΣ

Και η πόλη μοναχή
με τα γκρίζα στενά της,
τα φθαρμένα της πλακόστρωτα,
τις σφραγισμένες πόρτες των σπιτιών της,
χαμένη στο ημίφως
που φέγγουν οι λάμπες των δρόμων,
υπάρχει και δεν υπάρχει
στον πελώριο χάρτη του κόσμου,
κι οι κάτοικοί της
υπήρξαμε και δεν υπήρξαμε,
αφουγκραστήκαμε κάποτε
τον αχό της ιστορίας,
ανυψωθήκαμε
ίσα με τις ταράτσες
τις σημαίες
τους λόφους
να φυσήξει και για εμάς
λίγος αέρας.

.

ΑΧ-ΕΡΩΝ (2013)

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΠΑΝΩ

Πόσο επικίνδυνα ακροβάτησα
πάνω από τα πέλαγα των δισταγμών μου,
κι ήταν πάντα το φιλί
εισιτήριο ακριβό
για τα πιο θελκτικά μέρη.
Χορεύοντας στο άγριο κύμα
ξέχασα πίσω να κοιτάξω,
δεν άκουσα τις υποσχέσεις των ύβρεων
που οι άνεμοι έφερναν στ’ αυτιά μου.
Το ταξίδι μου αυτό
είχε της μετάνοιας το ακριβό αντίτιμο,
μέσα σε καράβι χάρτινο
διέσχισα των τολμηρών τις θάλασσες
ψάχνοντας μάταια να βρω
κι εγώ μία φτηνή Ιθάκη.

ΑΧ-ΕΡΩΝ

Και η ροή του ποταμού αδάμαστη,
παρα-σύρθηκα στις όχθες του Αχέροντα,
ένδυμα ήλιου,
άνυδρο ύδωρ για τα κορμιά τα ηδονικά,
κι η βάρκα της επιστροφής χωρίς κουπιά,
λαβύρινθος της έκστασης το ρέμα,
χορός μετέωρος στο τίποτα
και από το τίποτα πλασμένος,
γύρισμα ακούσιο στα εντός,
κι από τα εντός η έκρηξη
σε ατελείωτες θλιμμένες στάλες.
Δήγμα – αέναη σιωπή.

Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ

Από την άκρη του γκρεμού σου θα πιαστώ
την ηδονή του ιλίγγου
κατάματα
μες στο λυγμό της νύχτας
να κοιτάξω,
ζαριές ανώφελες
πάνω σε μια τσόχα χάρτινη από αναπάντητα γιατί,
χαράζει σκληρά την ύστατη ώρα των αποχαιρετισμών,
ο ήλιος θρήνους απόκοσμους ενδεδυμένος
ζυγίζει ακριβοδίκαια το επέκεινα και το μη περαιτέρω

(θέλησα και τόλμησα
της βούλησης τα χαλινάρια να κινήσω,
σε ένα γενναίο καλπασμό,
σε μια πορεία γενομένη,
με ένα άλμα αγέρωχο

-η συντριβή μου δύναμη,
το κύμα που δεν τόλμησε
μια λέξη να προφέρει).

ΦΙΛΙ, ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΟ

Στο φιλί σου επάνω λησμόνησα,
τρένα, καθρέφτες, σάλπιγγες,
βήματα γοργά στα άγραφα χαρτόνια,
αστέρια ανθόσπαρτα
στα περιβόλια των ανθρώπων με τα κόκκινα χέρια,
στο φιλί σου επάνω λησμόνησα,
δεν ήταν κάλεσμα ερωτικό
σε σκοτεινά tango στις πίστες,
ήταν βήμα στο κενό
κάτω από τους προβολείς που με τύφλωναν,
γυμνή περπάτησα τα αιωρούμενα σκοινιά,
φοβήθηκα φρικιά κατά την πτώση
με τους ήχους, τις φωνές των άδικων ανθρώπων
των χωρίς ευσπλαχνία
χωρίς άφεση λάθους
στα σκληρά
στα αξεπέραστα
στα -ειδάλλως- υποταγμένα,
δάκρυα στη θάλασσα,
ματαιωμένα απ’ τη στιγμή της γέννησής τους,
ψεύτικα σαν τα χάδια της Αφροδίτης,
βάδισα στα κύματα κι ήταν αργά,
πολύ αργά,
έσβησαν οι φλοίσβοι της αμμουδιάς τα στίγματα
έσβησαν τα δικά μου πατήματα
από την άπιστη άμμο,
την ξεγελάστρα.
Δεν ήταν το φιλί σου ερωτικό.

ΠΕΤΑΓΜΑ

Ένα μονάχα άγγιγμα παλάμης
σαν ώθηση στο πέραν,
σαν ύστατο ασπασμό και αποδοκιμασία
και τα αστέρια χωρίς λαλιά σκορπίζονται
στο δάσος των ψευδών αισθήσεων,
θρύψαλα ασημένιου φεγγαριού
στις δακρυσμένες άκρες των πευκοβελόνων,
θρηνούν θεσπέσια οι φωνές των κουρασμένων αποχαιρετισμών,
πέταγμα κύκνου η φυγή σου,
ανοίγουν ως το πέρας τα φτερά σου
και απλώνεται παντού σιωπή βουβή,
τα «αν» θα σου μετράει το προσκεφάλι
για το λάθος το μεγάλο πίσω σου να κοιτάξεις,
κι οι δρόμοι οι αδιάβατοι
ρόδα θα ραίνουν στην προσδοκία του ερχομού σου,
το βλέμμα σου χρυσό
χαράζει αυλακιές αλάξευτες,
μετράει στη δύση τις ανάσες
τις λειψές, τις πλεονέκτρες.
Μέτρημα ανούσιο, ανόητο,
χιμαιρικά πλασμένο.

ΤΕΛΟΣ / ΤΕΛΟΣ

Το τέλος
ένα κάθισμα αργό
πάνω στους δείκτες
ενός ακινητοποιημένου καλπασθέντος χρόνου;
επιλογές ειρωνικά εν παρελάσει
με απόφαση μια,
θέαση του κενού
μάτια καλπασθέντος χρόνου,
ευθεία ο λογισμός,
του ρολογιού ο ρυθμός,
σήμανε ο αντίλαλος του τέλους;
εκπληρώθηκε ο σκοπός;

Φ-ΑΣΜΑ

Σύμφωνα
-φωνήεντα-

συμφωνώ
με τη φωνή
που φωνάζοντας
φάνηκε
να υπερισχύει
στις φιλήδονες φιλαυτίες
των φαιδρών φαινομένων,
φωνάζοντας
ανέβηκε στις σκάλες του φέγγους,
του φθινοπώρου,
του φθίνοντος χρόνου,
φάσμα ανυπέρβλητο, ψευδές,
αφύσικο
στη φυσική αρμονία του σύμπαντος,
παραφωνία
κι ύστερα
σιωπή εκκωφαντική.

ΚΥΚΛΟΙ

Και πάλι φτάσαμε εκεί
απ’ όπου ξεκινήσαμε,
-ειρωνικοί στη φαυλότητα τους κύκλοι-
πιο φθαρμένοι, πιο φθηνοί
στην ψυχρή αφετηρία του ξαναξεκινήματος,
σημαίνει η εκκίνηση κι εμείς
μέχρι το κόκκαλο από εικόνες κορεσμένοι,
γραμμές,
τοπία,
αποστάσεις,
σκληρά στην ομοιότητά τους,
φθίνουμε αχόρταγα
καθώς μας γλύφει το κορμί
ο απαράλλαχτος άνεμος.

ΑΠΟ-ΚΑΛΥΨΗ

Γοργά κινήθηκες,
η χλωμή σου αψάδα αντήχησε στους ουρανούς,
αποκάλυψη,
στον καπνό μιας αργοκαιόμενης αλήθειας,
κρύφτηκες,
στους σωρούς των περασμένων λαθών,
στη γέμιση
στο άσπρο σου φέγγος
αναγεννήθηκα.
Εξαγνισμός,
βραχύβια κάθαρση.

ΕΠΙ-ΒΙΩΝΩ

Είμαι η ατενίζουσα της σαθρής αλήθειας,
είμαι η φωνή
που η ηχώ της χάνεται στους γκρεμούς των χρόνων,
είμαι η ξεφτισμένη κορδέλα
που την απομακρύνει ο άνεμος στη σιωπή του ύψους,
είμαι η ρίψη της σφαίρας
σε μια χαμένη παρτίδα ρώσικης ρουλέτας,
είμαι ο ανθός της αγάπης
που εγκατέλειψε ακουσίως το δέντρο,
είμαι η απάντηση στην απόρριψη
των ώτων των μη ακουόντων,
είμαι η άρνηση στη μετάνοια,
στη σύνθλιψη,
στην αναγέννηση.
Είμαι το κατακάθι του θανάτου
που έχει επιβιώσει στο τέλος
μιας τυχαίας ημέρας.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

LACRIMOSA
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

LACRIMOSA, για να αναφερθώ στο τίτλο της τελευταία της ποιητικής συλλογής το 2021, σημαίνει τη δακρύβρεχτη, λέξη που αναφέρεται στο ποίημα Ρέκβιεμ το τελευταίο της συλλογής.
Τα 39 ποιήματα της συλλογής θεωρητικά χωρίζονται σε τρεις ενότητες. Στη πρώτη ενότητα βλέπουμε τους «μικρούς θανάτους της μέρας» που μας φέρνουν «αλλαγή πορείας» στη ζωή «Αλλαγή» που «στις ρωγμές του προσώπου» γίνονται ορατές «οι μεγάλες απαντήσεις της μοίρας»
Στο δεύτερο μέρος η ποιήτρια μιλά στο ποίημα «Απολεσθείσα ευχή» για την «αθόρυβη πτώση/μιας χαμένης ευχής/ μέσα στο πηγάδι/ των λησμονημένων ονείρων» και στο ποίημα «Ψευδαισθήσεις» μας λέει ότι «γυρεύουμε έναν ήλιο ψεύτη για επιβεβαίωση» Και στο τρίτο μέρος γράφει στο ποίημα «Πορείες συνεχιζόμενες» «θάψαμε τα όνειρα μας σε γκρίζους τοίχους κλινικών και σε αυλές νεκροταφείων». Και στο ποίημα «Ρέκβιεμ» γράφει: «η ομορφιά του κόσμου κρύφτηκε/ χάθηκε/ διαλύθηκε/ τότε/ που έσκιζες τους ουρανούς/ που έστυβες τα σύννεφα/Και τότε κάποιος ψιθύρισε: Lacrimosa.»
Τα ποιήματα είναι ολιγόστιχα, γεμάτα ρεαλισμό και εικόνες που μεταφέρουν τα συναισθήματα της ποιήτριας στον αναγνώστη. Εικόνες με το φεγγάρι «φεγγάρι μισό «το φεγγάρι αχνό κι απρόσιτο» Εικόνες με τον ουρανό «καταγάλανος και πλάνος» «βλοσυρός πάνω από τα κεφάλια μας» Ακόμα εικόνες με το «ημίφως ενός δωματίου» , το «ρημαγμένο κτήριο» και το πέταγμα μιας πεταλούδες που φτερουγίζει άσκοπα περιμένοντας την άνοιξη. Εικόνες που δείχνουν και την αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από τη καθημερινότητα, να χαρεί την ομορφιά και να αγωνιστεί για τα όνειρα του.

.

ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

CULTUREBOOK.GR 14/12/2021

Έμφυλοι συμβολισμοί και αντιθέσεις στην ποιητική της Χρυσάνθης Ιακώβου
Η τελευταία ποιητική συλλογή της Χρυσάνθης Ιακώβου, “lacrimosa” (βακχικόν, 2021) συνεχίζει την ποιητική πορεία θεμελιωμένη σε μία “φωτογραφική εικαστική”, που είχε χαράξει από την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα. Όλες οι συνθέσεις μοιάζουν με την ποιητική περιγραφή μιας φωτογραφίας, από την οποία εξάγεται το στοχαστικό περιεχόμενο.
Επίκεντρο του προβληματισμού της δημιουργού είναι οι σχέσεις των ανθρώπων (οφειλές), ειδικά της γυναίκας, η θνητότητα (σύντομο ταξίδι, φωνές από μακριά) και η μνήμη (παρελθόν, δισταγμός) και οι απορρίψεις της ζωής. Οι αρνήσεις και οι αντιθέσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ποιητικού αναστοχασμού (χωρίς άφεση, οι επόμενες μέρες, δυνητική βροχή, εμπόλεμες χώρες, φωνές από μακριά).
Ο ποιητικός προβληματισμός εξάγεται μέσα από εικαστικές αντιθέσεις ανάμεσα στη ζωντάνια της υπαίθρου και τον απρόσωπο και πνιγηρό αστικό χώρο (από το παρελθόν, δυνητική βροχή, απωλεσθείσα ευχή, κόκκινη αντανάκλαση, δυνατότητα, δικαστές, μία μελωδία ξεχασμένη). Τα δίπολα φως-σκοτάδι, ανοιχτός και κλειστός χώρος και ύπαιθρος-άστυ, παιδική ανεμελιά και ενήλικη ζωή κατέχουν κεντρική θέση στην ανάδειξη της ποιητικής αγωνίας (κρυμμένη άνοιξη). Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες συνθέσεις τοποθετούνται σκηνικά σε έναν κλειστό χώρο, κατά βάση σκοτεινό, όπου τα ποιητικά υποκείμενα αισθάνονται παγιδευμένα (οι επόμενες μέρες, παρελθόν, γυναίκα στο ημίφως, δισταγμός, κόκκινη αντανάκλαση, κρυμμένη άνοιξη, οφειλές).
Η τοποθέτηση πολλών συνθέσεων στο καλοκαίρι (μια αλήθεια, αλλού, τέλος, σύντομο ταξίδι, διπλές ζωές, μετάβαση, οφειλές, μισά φεγγάρια, φωνές από μακριά) ενισχύει την ειρωνεία, δημιουργώντας ένα πεδίο αντιθέσεων ανάμεσα στη ζωντάνια της εποχής και τις ανάγκες του ποιητικού υποκειμένου. Το αισιόδοξο πλέγμα του ανοιχτού γεμάτου φως, χρώμα και ήχο σκηνικού χώρου είναι εκείνο που τονίζει τη διάκριση ανάμεσα τις επιθυμίες του ποιητικού χαρακτήρα και τις πραγματικές του ανάγκες. Και αυτή η ανάγκη συνδέεται άμεσα με την ελευθερία από τις συμβάσεις και τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας. Καθώς δε το καλοκαίρι συνδέεται με τη θάλασσα (μια αλήθεια, τέλος, σύντομο ταξίδι, χωρίς άφεση, διπλές ζωές) και την ύπαιθρο, δημιουργείται μία νέα αντίθεση απέναντι στον χειμερινό, σκοτεινό και καταθλιπτικό χώρο του άστεως.
Σε αυτό το πλέγμα αντιθέσεων τα πουλιά (χωρίς άφεση, κρυμμένη άνοιξη, μία μελωδία ξεχασμένη, φωνές από μακριά) και τα έντομα (οι επόμενες μέρες, διπλές ζωές, αλλού) συμβολίζουν την ελευθερία και τη ζωντάνια και την ανεμελιά του καλοκαιριού. Αποτελούν μία εικαστική λεπτομέρεια του σκηνικού κάδρου δίνοντας έμφαση στο στοιχείο της ζωής, της ξενοιασιάς και της χαράς. Ο ουρανός (θέα, αλλαγή, διπλές ζωές, μισά φεγγάρια, εμπόλεμες χώρες, τετελεσμένο) διατηρεί έναν εικαστικό συμβολισμό αισιοδοξίας και ελευθερίας, που έρχεται σε αντίθεση με τον μουντό αστικό χώρο. Ανάλογο συμβολισμό ως λεπτομέρεια του ποιητικού κάδρου έχουν και τα ουράνια σώματα, όπως το φεγγάρι (αλλού, θέα, απάντηση από ψηλά, σύντομο ταξίδι, διπλές ζωές, μετάβαση, οφειλές, μισά φεγγάρια), τα αστέρια (θέα) και ο ήλιος (ψευδαισθήσεις). Ως εικαστικά μοτίβα εκπέμπουν μία αισιοδοξία και μία φωτεινότητα, που έρχεται σε αντίθεση με τον σκοτεινό σκηνικό χώρο και τη μελαγχολική διάθεση των ποιητικών υποκειμένων.
Αυτές οι αντιθέσεις και οι συμβολισμοί σε συνδυασμό με τον (ψευδο)εξομολογητικό τόνο προσδίδουν μία ενδιαφέρουσα έμφυλη ερμηνεία της συλλογής, καθώς οι περισσότερες συνθέσεις επικεντρώνονται γύρω από τις υποχρεώσεις και τις συμβάσεις της γυναίκας. Μολονότι η δημιουργός δεν καταγράφει σκηνές οικιακής εργασίας, οι συνεχείς αναφορές σε παιδιά, στον χώρο εργασίας (από το παρελθόν) και τα συναισθηματικά προβλήματα στις σχέσεις (παρελθόν, μία μελωδία ξεχασμένη), μάς επιτρέπουν να προσεγγίσουμε τις συνθέσεις ως μία αλληγορία για την καταπίεση της γυναίκας μέσα από την πολλαπλότητα των ρόλων της. Στην ουσία αναδεικνύεται ο εγκλωβισμός της γυναίκας και η ελευθερία που εκείνη θα ήθελε να απολαύσει, εγκαταλείποντας την εποχή της ανεμελιάς. Τα παιδιά γεμίζουν με το παιχνίδι και τις φωνές τους το ποιητικό κάδρο (αλλού, αλλαγή πορείας, έπεα μη πτερόεντα, δισταγμός, διπλές ζωές, δυνατότητα, συνεχίζεται), ενίοτε και με τις ασθένειές τους (οι επόμενες μέρες) ως ένας συμβολισμός ζωής, της αγνότητας και της ελευθερίας από τις υποχρεώσεις. Ταυτόχρονα όμως ως αντιθετικό σχήμα τονίζει τις υποχρεώσεις του θηλυκού.
Αυτό είναι και το ρέκβιεμ της ελευθερίας, ένας ύμνος πένθους (lacrimosa[i]) για τον χρόνο της νιότης και της αθωότητας που πέρασε, και εγκλώβισε στις συμβάσεις και τις υποχρεώσεις του μουντού αστικού χώρου τη σύγχρονη γυναίκα, κάτι που είχαμε εντοπίστηκε σε παλαιότερες συλλογές της.

ΑΣΗΜIΝΑ ΞΗΡΟΓΙAΝΝΗ

FRACTAL 10/11/2021

«Ένα ένδοξο απόγευμα / που μας αξίωσε / με μια ρωγμή αλήθειας»

Είχα και παλαιότερα αναφερθεί στα ποιήματα της φιλολόγου και δημοσιογράφου Χρυσάνθης Ιακώβου. Και οι τρεις ποιητικές συλλογές της (Αχ-έρων, Τεθλασμένοι χρόνοι, Lacrimosa) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βακχικόν. Το βιβλίο με τίτλο «Lacrimosa» είναι το πιο πρόσφατό της και η ίδια έχει πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή της στον Κώστα Στοφόρο και Τον δρόμο της Αριστεράς[1], απαντώντας σε σχετική του ερώτηση «Lacrimosa θα πει δακρύβρεχτη στα λατινικά, από τη φράση lacrimosadies, δηλαδή δακρύβρεχτη μέρα, που ακούγεται στη νεκρώσιμη ακολουθία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ήθελα να εισάγω με αυτόν τον τρόπο έναν προβληματισμό, να δώσω ένα στίγμα για τα υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα που προσπαθώ να θέσω στα ποιήματά μου. Εκτός αυτού, τον διάλεξα λόγω του τελευταίου ποιήματος της συλλογής, του «Ρέκβιεμ». Ένα βράδυ παρακολουθούσα την ταινία του Terrence Malick «Το δέντρο της ζωής» και σε μια σκηνή ακούγεται το «Lacrimosa» του Zbigniew Preisner. Με μάγεψε το συγκεκριμένο κομμάτι, το οποίο αναζήτησα στη συνέχεια στο YouTube και από το οποίο προέκυψε το ποίημα «Ρέκβιεμ». Θεώρησα ότι το Lacrimosa ταίριαζε ως τίτλος και με το περιεχόμενο της συλλογής, αλλά και με το βροχερό εξώφυλλο, το οποίο είναι δική μου φωτογραφία».

Ποιήματα ολιγόστιχα, σε ελεύθερο στίχο, που έχουν πολλές αρετές. Η ποιήτρια με οικονομία καταθέτει την αλήθεια της, χωρίς να αρέσκεται σε μεταμοντέρνα πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού. Το πρώτο ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο: Μια αλήθεια..Διαβάζω:

«To τελευταίο μπάνιο/Λεία και στιλπνά τα σώματά μας/μέσα στην υγρή σιωπή της θάλασσας./Ένα ένδοξο απόγευμα/που μας αξίωσε/με μια ρωγμή αλήθειας./Κι η βάρκα αραγμένη στη στεριά/τα ταξίδια που δεν ταξίδεψε./Τα τζιτζίκια,/το κρυφτό παιχνίδι του ήλιου./Τολμήσαμε./Δίχως να νιώσουμε πώς/βρεθήκαμε κιόλας στη σκιά.»[2]

Εγκλωβίζεται άραγε η στιγμή; Ενεργοποιούνται ο αισθήσεις ώστε να έχεις την αίσθηση πως ζεις; Ιχνηλατούνται οι αναμνήσεις που δίνουν το στίγμα της ζωής μας και που αναμοχλεύουν εικόνες και συναισθήματα δεμένα με τα πιο καίρια βιώματά μας;

Τέλος [3]

Το καλοκαίρι στην κορύφωσή του
και το ημερολόγιο έδειχνε ήδη Σεπτέμβρη,
σε κρατούσα
ήσουν τόσο μικρή
και το γέλιο σου γάργαρο,
γλιστρούσες μέσα στο νερό ,
και τότε το κατάλαβα
πως μέσα σε κάθε αρχή
υπάρχει ήδη το τέλος.

Οι δύο τελευταίοι στίχοι του ποιήματος θυμίζουν τον T.S.Eliot [4], όπου στα Τέσσερα Κουαρτέτα του (East Coker) λέει χαρακτηριστικά πως: «In my beginning is my end.» Στην αρχή μου βρίσκεται το τέλος μου.

Η Ιακώβου εγκλωβίζει στιγμές, πρόσωπα και αισθήσεις και τα φιλτράρει, φροντίζοντας να μην γίνει συναισθηματική. Ένας ενδεχόμενος υπέρμετρος συναισθηματισμός, θα χαλούσε τις ισορροπίες, άλλωστε. Παραθέτω ένα ακόμα ποίημα με τίτλο Κρυμμένη Άνοιξη: Τις νύχτες/ ένα πουλί/κελαηδά στο μπαλκόνι μου/ πώς κατάφερε να βρει/μέσα στο σκοτάδι και μέσα στο τσιμέντο/μια ολόκληρη άνοιξη;[5]

Διακριτική λοιπόν, ψηλαφίζει τον κόσμο γύρω της, χαρίζοντας στον αναγνώστη ιδιαίτερες εικόνες που παραπέμπουν σε μια ιδιότυπη ελευθερία: «Ξαπλωμένοι/στην πέτρινη παραλία/γυμνοί και ηδονικοί/με τα χέρια ανοιχτά, οι γλάροι περπατούσαν στη στεριά/τα παιδιά έπαιζαν στο κύμα/ εμείς μαντεύαμε τα σύννεφα, ξαπλωμένοι στην παραλία/υπεροπτικοί και αβασάνιστοι/ με τα χέρια ανοιχτά/σαν εσταυρωμένοι/ χωρίς μετάνοια/ χωρίς άφεση.» [6]

Ξεχωρίζουν τα ποιήματα Τέλος (σελ.11), Αμφιταλάντευση (σελ.16), Δυνητική βροχή (σελ.19), Κατάλοιπα (σελ.28), Κρυμμένη Άνοιξη ( σελ.34), Οφειλές (σελ.35).

Αποφεύγοντας συστηματικά την υπέρμετρη και άσκοπη χρήση επιθέτων, η ποιήτρια πορεύεται με ποιήματα ανοιχτά σε αισθήσεις και ενδεχόμενα, που κάτι έχουν να πουν στον σύγχρονο αναγνώστη. Γραφή και μνήμη συμπλέουν με τόλμη ταξιδεύοντάς τον σε λεπτά σημεία της πλουραλιστικής ανθρώπινης ύπαρξης, δίνοντάς του την ευκαιρία όχι μόνο να στοχαστεί, αλλά και να νιώσει.

Ποιήματα στιγμιότυπα που όμως έχουν μια δύναμη και μια δυναμική που αγγίζουν και εμπνέουν.

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 12/10/2021

Του φωτός και της ύπαρξης

Η Χρυσάνθη Ιακώβου γράφει πάντα κάτω από το φως του καλοκαιριού. Πάντα! Τα αόρατα μόρια φωτός γεμίζουν κάθε πτυχή της ύπαρξης της και οι ανεξέλεγκτες ηλιακές πορείες ορίζουν το ποιητικό της είναι. Ο χρόνος στέκεται στην λίγο παραπάνω στην τελευταία γραμμή του ήλιου και ο χώρος μένει πάντα ανοιχτός, σαν μια αυλή που οδηγεί στις δικές της εποχές. Πάνω σε παιδικά γέλια σκάνε οι ήχοι της ζωής της, οι σταθερές αντανακλάσεις των ζωών της, των προηγούμενων και των επόμενων. Κι αν όλα μένουν γυμνά και διψασμένα, ξερά, η δροσιά των ταλαιπωρημένων σταγόνων ανακουφίζει και συνοδεύει τον ήχο του «Lacrimosa» (Εκδόσεις Βακχικόν).

Η τρίτη συλλογή της Ιακώβου δείχνει τη βαθιά ποιητική της ανησυχία, την ευαισθησία σύντροφο και το ανέμελο βλέμμα. Κι αν σε προτρέπει να ακούσεις το «Lacrimosa» του Ζμπίγκνιου Πράισνερ είναι για να καταλάβεις, να ακούσεις την ψυχή του καλοκαιριού, τη στιγμή που φεύγει και έρχεται ξανά και ξανά. Σε προετοιμάζει για την αναπότρεπτη εισβολή φωτός και την ετεροχρονισμένη βουτιά του κόσμου τούτου. Αναζωογονητικό αεράκι οι νότες του Πράισνερ, του Ρίχτερ, του Γκλας και στην εύθραυστη κόψη τους τα λόγια της Ιακώβου, τα θερινά, τα καλοκαιρινά μας: Καλοκαίρι ολόφωτο/με τα παιδικά γέλια/τζιτζίκια. Εκεί που το σώμα κλαίει και η καρδιά γελά, εκεί το «Lacrimosa».

Η ποιήτρια Ιακώβου καταλαβαίνει το κόσμο καλύτερα, τις εικόνες που της δίνει και τις εικόνες που της κρύβει. Σίγουρα πιο ώριμη ξέρει πού και πώς θα τοποθετήσει τις λέξεις. Υπάρχουν ποιήματα -όπως το Φωνές από μακριά- που ξεκινούν και φτιάχνονται από έναν στίχο και στον απόηχο τους παρασυρόμαστε. Ο ελεύθερος στίχος είναι καλά δουλεμένος, υπάρχει σ’ αυτόν σκέψη που συγκρατεί και απελευθερώνει και όπως γράφει στο ποίημα Απολεσθείσα ευχή: δεν είμαστε αυτοί/που θα μπορούσαμε να γίνουμε. Το «Lacrimosa» είναι η τελευταία και πρώτη εικόνα του καλοκαιριού, νοσταλγική, λυρική, κρύβεται για πάντα μέσα μας.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΟΦΟΡΟΣ

ΔΡΟΜΟΣ 14/9/2021

Η Χρυσάνθη Ιακώβου είναι μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες σύγχρονες ποιητικές φωνές. Την πρωτογνωρίσαμε το 2013 με τη συλλογή «Αχ-έρων» και ακολούθησαν οι «Τεθλασμένοι χρόνοι» που ομολογώ έγιναν ένα από τα βιβλία στα οποία συχνά επανέρχομαι διαβάζοντας στίχους.

Θυμάμαι ακόμη το απόγευμα που για πρώτη φορά διάβασα το βιβλίο. Ήταν λες και βρέθηκα αλλού…

Η νέα συλλογή της «Lacrimosa», που όπως και οι δυο προηγούμενες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, είναι μια φυσική συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς της, χωρίς αν επαναλαμβάνεται.

Φρόντισα να διαβάσω και πάλι το βιβλίο κάτω από τις συνθήκες που του ταιριάζουν. Ένα καλοκαιρινό βράδυ. Και μετά το φεγγάρι –που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο της– δεν ήταν πια το ίδιο:

«Φεγγάρι αυγουστιάτικο/ όχι το ολόγιομο/ το περήφανο/ το υπεροπτικό / που ’χει συνηθίσει/ τον θαυμασμό του κόσμου,/ μα εκείνο το ημιτελές/ το μελαγχολικό/ που κάτι όλο ζητά κι ένα κομμάτι λείπει/ που κρυφά κρυφά /σκαρφάλωσε αχνό/ σε έναν καταγάλανο / και πλάνο ουρανό» (Μισά φεγγάρια)

Όλα τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή είναι ξεχωριστά και η αποκορύφωση είναι το «Ρέκβιεμ» του τέλους για το οποίο θα διαβάσετε περισσότερα στη συνέντευξη που ακολουθεί.

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

CULTUREBOOK 30/7/2021

Τα ποιήματα φθάνουν, διανύουν την εξαντλητική εποχή των μουσσώνων. Κοιτάζουν κάτω χαμηλά τις σκιές που πυκνώνουν και μες σε αυτές ξεχωρίζουν θησαυρούς και θάνατο και έρωτα. Είναι κρίσιμο να επισημάνει κανείς με τι ευλάβεια, με τι αφοσίωση τα ποιήματα επαναφέρουν πράγματα που είχαν δοκιμαστεί και είχαν επάξια κερδίσει την λήθη. Ήθη, μνήμη, ιστορία, όλα επανέρχονται δίχως τα τεχνάσματα που επιστρατεύει η ζωή. Κάθε στίχος ανασύρει από τα βάθη του εκείνο το κλειστό ερώτημα που διατύπωσε ο Ίταλο Καλβίνο. Για ποιον λόγο εξαπατώνται τα μάτια στο βυθό και η απάντηση κρύβεται στα ποιήματα που καθώς εισέρχονται σε ναούς και ενδότερα, φανερώνουν αδιάκοπα τα αληθινά ερείσματα και την μυστική κατοικία των στίχων. Ο δικός μας, αλησμόνητος Θανάσης Κωσταβάρας φώτισε πριν από χρόνια τα άδεια δωμάτια. Μες σε αυτά, ανάμεσα σε θαύματα και αμαραντόχρωμα χαλιά μπορεί να βρει κανείς την πρώτη φωνή, τον τελευταίο έρωτα, τους κλειστούς δρόμους, να μετρήσει αποστάσεις και να καλέσει σε προσκλητήριο συντελεσμένους έρωτες. Τα ποιήματα είναι ένας ολόκληρος κλειστός κόσμος, κάτι σαν το μουσείο βυθού με μια εντοιχισμένη κραυγή από άκρη σε άκρη. Μέσα από τους στίχους κατοικεί το μυθιστόρημα που δεν είναι άλλο τον ίδιο τον δημιουργό.

Τις σκηνές ενός τέτοιου μυθιστορήματος αποκαλύπτει η Χρυσάνθη Ιακώβου που επανέρχεται με τις εκδόσεις Βακχικόν και την ποιητική της συλλογή Lacrimosa. Με μια ευθεία ανταπόκριση στην μουσική δημιουργία του Μότσαρντ που επαληθεύεται στο ακροτελεύτιο ποίημα της εξαιρετικής συλλογής ο μηχανισμός της γραφής συναντά τις μνήμες. Πρόσωπα και αγγίγματα, χρώματα που επιβιώνουν, η σεμνότητα της εξομολόγησης, η διακριτικότητα ενός ποιήματος που ονειρεύεται σαν άδειο σπίτι. Είναι μονάχα με αρετές που προχωρούν τα ποιήματα της Χρυσάνθης Ιακώβου, χάντρες σπασμένες θυμίζουν από ακριβά περιδέραια.

Μια αλήθεια, Θέα, Δισταγμός, Και το πουλί κοιμήθηκε, Τετελεσμένο μερικοί από τους τίτλους της συλλογής Lacrimosa που αθροίζονται στα τριάντα εννέα ποιήματα της έκδοσης του Βακχικόν. Βροχές και καθημερινά μυστήρια ή θαύματα, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν τάχα μια δυνητική βροχή μπορεί να γίνει ποίημα ή να αλλάξει την πορεία μιας πολιτείας. Η Χρυσάνθη Ιακώβου επιστρέφει στην κινησιολογία και το χρώμα, βρίσκει τις καλύτερες λέξεις, τις πιο απλές για να περιγράψει αυτά τα γκρεμισμένα θερμοκήπια που είπαμε αναμνήσεις. Παντέρημες ακτές που τώρα καταλαμβάνονται από το μέγεθος του σώματος που μεγαλώνει πλάι στην απουσία, εκκωφαντικές πολιτείες σε ξαφνικές παύσεις, παιδιά που μεγαλώνουν σαν στίχοι, καλοκαίρια που παραμένουν αμόλυντα και αξεπέραστα, χαράσσοντας έναν δρόμο μισό πραγματικό, μισό φανταστικό που προβάλλεται στο μέλλον και ασκεί μια μεταμορφωτική επέμβαση στις συνθήκες που θρέφουν το παρόν και ανασύρουν το ποίημα. Ο Οδυσσέας Ελύτης περιέγραψε με αυτόν τον τρόπο το θαύμα που περικλείει η ποίηση εντός της όταν ανάγει σε μέγεθος την θεϊκή απλότητα και όταν χαρίζει στον έρωτα την δεύτερη ευκαιρία του. Αποσπάσματα από την ζωή, ένας νυχτερινός, παραθαλάσσιος κόσμος που ανασαίνει πλάι στα άλλα πλάσματα, ονόματα και τίτλοι που έσβησε το νερό, οι αποχρώσεις και οι ιριδισμοί, πάντοτε παρόντες στην στιχουργική της Lacrimosa, μια καμέα με σκαλιστή την σκηνή ενός καλοκαιριού, η μινιατούρα που απομένει από το παρελθόν και μεγεθύνεται μέσα από την ποιητική όραση της δημιουργού. Όλα είναι ανθρώπινα μες στο έργο της Ιακώβου και διαθέτουν εγκιβωτισμένη εντός τους την επιθυμία και το πνεύμα του όντος, μια διακριτική και διακεκριμένη αθωότητα που μεταφράζει επάξια το σφραγισμένο σύμπαν.

Η Χρυσάνθη Ιακώβου και οι εκδόσεις Βακχικόν φέρνουν στο αναγνωστικό προσκήνιο, όχι ποιήματα, αλλά αυτόματες φωτογραφίες των εραστών και της λήθης, ασύλληπτες γεωγραφίες αισθημάτων, απαντώντας καταφατικά στην διατύπωση του Edward Maybridge όταν αναγνωρίζει στην εποχή μας την πολυπλοκότητα των γραμμών που ωστόσο φανερώνουν καθαρότερες τις αφορμές των ανθρώπινων αδιεξόδων, των μεγάλων ή των μικρών μας συγκινήσεων. Σε αυτές τις λήψεις τα πρόσωπα δεν διαθέτουν μορφή, μονάχα μια μυθική εμπειρία. Δεν μιλούν, η σιωπή τους δίνει ζωή στις χορδές του ποιήματος καθώς το τελευταίο παραχωρεί μια τελευταία ευκαιρία στην ζωντανή ποσότητα. Ετούτο το σημείωμα θυμάται τις λέξεις του Γιάννη Σκαρίμπα όταν διακρίνει στα ποιήματα την χάρη μιας ζωγραφιάς σε πέτρα σκληρή, εκείνη ενός ονείρου που γίνεται μυστικό και ψάρι και θαυμάσιο τέλος της σκέψης μας.

Στο σύντομο, βιογραφικό σημείωμα η συγγραφέας παραχωρεί μια ιδέα μόνο από την διαρκή και ενεργή της παρουσία στα γράμματα της εποχής μας. Δημοσιογραφία, συνεργασία με εκδοτικούς οίκους συνιστούν ένα δείγμα μόνο από την παρουσία της Χ. Ιακώβου μες στους κόλπους της επίκαιρης τέχνης. Όλα τα υπόλοιπα θέλω να πιστεύω πως έχουν κρυφτεί μες στις στροφές του ρέκβιεμ που προσμένει γεμάτο φόβο, όχι μόνο την μέρα της ύστατης Κρίσεως μα τον συμβιβασμό του ατόμου με τις αναμνήσεις, τις απώλειες, τις ήττες του. Μες στην καινούρια συλλογή των εκδόσεων Βακχικόν υπάρχει όλος εκείνος ο χώρος που θα μπορούσε να επιτρέψει στην ιστορία μας να ανακάμψει. Ο χάρτης μας σκισμένος αφήνει τα ποιήματα να σαρώσουν όσα λησμονήσαμε καθώς εμείς, ευτυχείς αναγνώστες της Χρυσάνθης Ιακώβου, προετοιμαζόμαστε μαζί της για την μάχη που καλείται να δώσει με το συντελεσμένο, παραχωρώντας σε πράγματα και γεγονότα μια ατμόσφαιρα φτερουγική. Ατμόσφαιρα χιμαιρική.

.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

στίγμαΛόγου 3/11/2021

Lacrimosa, δηλαδή δακρυρροούσα, είναι ο τίτλος αυτής της ποιητικής συλλογής και η αιτία δεν βρίσκεται μόνο στον μελαγχολικό, αν όχι πένθιμο, τόνο στον οποίο είναι γραμμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της, αλλά και στο πλήθος των ανησυχητικών αντανακλάσεων από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον που περιέχει και σκοτεινιάζουν τους στίχους. Άτυπα χωρισμένη σε τρία μέρη, η συλλογή παρακολουθεί τα στάδια της ζωής μίας γυναίκας, με το πρώτο να αφορά τις διαψεύσεις της ενώ η ελπίδα είναι ακόμη ζωντανή. Παρακολουθούμε πώς το ποιητικό υποκείμενο εγκλωβίζεται σε μια συνθήκη περιορισμένη και στενάχωρη που, μολονότι δεν εμποδίζει το μεγαλεπήβολο πέταγμα της ζωής, το κάνει να φαίνεται σχεδόν ψεύτικο, ένα παιχνίδι του νου:

κάπου ανάμεσα
στις Πλειάδες και τις Υάδες
θυμάμαι μου ‘πες σ’ αγαπώ
[…]
Θεέ μου, σκέφτηκα,
τι θέα τούτη του ουρανού που μας χάρισες
ξαπλωμένοι εδώ
στο γκρίζο τσιμέντο της ταράτσας.

(απόσπασμα από το ποίημα «Θέα»)

Παντού παραμονεύει κάποια πληγή που το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να αναγνωρίζει σαν συμπέρασμα, ένα συμπέρασμα που μοιάζει με αναπόδραστη αλήθεια αλλά κρύβει μέσα του τραγική ειρωνεία:

ξαπλωμένοι στην παραλία
υπεροπτικοί και αβασάνιστοι
με τα χέρια ανοιχτά
σαν εσταυρωμένοι
χωρίς μετάνοια
χωρίς άφεση.

(απόσπασμα από το ποίημα «Χωρίς άφεση»)

Άλλες φορές είναι το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο που δεν είναι σταθερό στις αποφάσεις του ή στον τρόπο που παίρνει τη ζωή:

και το μεγάλο αίνιγμα
ποτέ μου δεν το έλυσα,
πάνω στο τεντωμένο μου σκοινί
αναποφάσιστη
στάθηκα.

(απόσπασμα από το ποίημα «Αμφιταλάντευση»)

Όλα αυτά δημιουργούν μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δίνει την εντύπωση του περίκλειστου στο οποίο βασιλεύει η μελαγχολία. Είναι όμως μια μελαγχολία ακόμη γλυκιά κι ευγενική, όχι άγρια – όχι στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου. Είναι η μελαγχολία που ακολουθεί τον απολογισμό της ζωής, μιας ζωής όμως που ακόμα βιώνεται, άρα δεν μπορεί ακόμη να απολογιστεί όσο κι αν το υποκείμενο αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις επιμέρους ματιώσεις. Η ποιήτρια τις παρατηρεί σε σκηνές της καθημερινότητας που όμως εσωκλείουν κάποιου είδους παγίδευση του ποιητικού υποκειμένου. Όσο για την ελπίδα, αυτή συστηματικά διαψεύδεται καθώς το ποιητικό υποκείμενο διασχίζει τη ζωή έχοντας άγνοια των πραγμάτων που το αφορούν. Ως εκ τούτου, η όλη πορεία του τίθεται διαρκώς εν αμφιβόλω:

ακούστηκαν βήματα στη σκάλα
μια διαδρομή απροσδιόριστη,
πηγαίνουμε ή ερχόμαστε;
φεύγουμε ή μένουμε;

(απόσπασμα από το ποίημα «Παρελθόν»)

Είναι αυτή η καθολική άγνοια που αναγκάζει το ποιητικό υποκείμενο να εστιάζει σε καθημερινές σκηνές ή σε λεπτομέρειες. Τελικά, αυτές είναι η σχεδία διάσωσης από την οποία κρατιόμαστε δυνατά μπροστά στο Μεγάλο Άγνωστο που είναι η ζωή, ο χρόνος, η ταυτότητα:

Γυναίκα στο ημίφως

Νέα γυναίκα μόνη γδύνεται.
Το είδωλό της στον καθρέφτη
μισό στο φως μισό στο σκοτάδι
παγιδευμένο στο παρόν το παρελθόν και το μέλλον,
οι ρυτίδες που αχνοφαίνονται
μια υποψία λαγνείας στις αργέ ςκινήσεις
στα στήθη που έχουν αρχίσει να μαραίνονται,
ένας δισταγμός στο σώμα
από έναν πόθο που έμεινε ανεξόδευτος,
οι σκιές στους τοίχους μεγαλώνουν και μικραίνουν
τα βήματά της
μια χορογραφία χωρίς θεατές
το πρόσωπό της κρυμμένο, αόριστο,
έξω απ’ τα κλειστά παντζούρια
έχει αρχίσει να χαράζει.

Και με αυτό το ποίημα περνάμε στο δεύτερο μέρος της συλλογής που μιλά για τις ψευδαισθήσεις και τις οφθαλμαπάτες των οποίων η συνειδητοποίηση καταλύει και τα τελευταία ψήγματα ελπίδας. Ειδικά όσον αφορά τον χρόνο, ο οποίος τελικά κυλά χωρίς οίκτο, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του και διαψεύδοντας ελπίδες, ευχές και όνειρα («δεν είμαστε αυτοί/ που ευχηθήκαμε να γίνουμε», ποίημα «Απολεσθείσα ευχή», ή «η ζωή προχωράει/ στη γραμμική ευθεία του κύκλου/ των λαθών/ των εποχών/ των επιλογών», ποίημα «Κόκκινη αντανάκλαση»). Έτσι γίνεται το απαράβατο όριο που καταλύει τα πάντα και τα θρυμματίζει:

κι ο χρόνος πια τι να σου κάνει,
ένα παιχνίδι παιδικό
που σπάει με θόρυβο
στο τσιμεντένιο δάπεδο
ενός ακατοίκητου σπιτιού.

(απόσπασμα από το ποίημα «Δισταγμός»)

Η διάψευση ελλοχεύει παντού, όπως και η ακύρωση:

Μετάβαση

Τελευταία μέρα του Αυγούστου.
Καλοκαίρι που πέταξες
σε μια υγρή ψευδαίσθηση,
ό,τι απέμεινε απ’ την ένδοξη πανσέληνο
χλωμιάζει τον ουρανό.
Κι εμείς τόσο μικροί
και τόσο τσακισμένοι
σε αναμονή
για ό,τι μισό θα φέρει
η έλευση του φθινοπώρου.

Με έντονα υπαρξιακή διάθεση, το ποιητικό υποκείμενο βάζει στο μικροσκόπιο τη ζωή του και βγάζει συμπεράσματα που πολλές φορές το ματαιώνουν και άλλες φορές απλά το πονούν. Η προσδοκία μιας χαρούμενης συνθήκης έχει εξανεμιστεί προ πολλού και αντ’ αυτής ανιχνεύεται ό,τι απέμεινε στη θέση της:

Ψευδαισθήσεις

Μια λωρίδα ήλιου
για εμάς τους φτωχούς
τους δίχως αισθήματα
τους δίχως άλγος
και δίχως ψυχή,
άδεια τα σώματά μας
κλειστά τα παράθυρα
γυρεύουμε έναν ήλιο ψεύτη
για επιβεβαίωση.

Το τρίτο μέρος της συλλογής, που περιγράφει το διάστημα της ζωής που έρχεται αφού κάθε ψήγμα ελπίδας έχει χαθεί, περικλείει τη δριμεία συνειδητοποίηση της προσωπικής ακύρωσης και σηματοδοτεί το σημείο όπου ο θάνατος είναι πλέον ορατός. Αυτό το τρίτο μέρος είναι το πιο άγριο του βιβλίου.

Τα φέρετρα που μετακινούνται,
τα κρεβάτια που πηγαινοέρχονται των αρρώστων,
θάψαμε τα όνειρά μας
σε γκρίζους τοίχους νοσοκομείων
και σε αυλές νεκροταφείων

(απόσπασμα από το ποίημα «Πορείες συνεχιζόμενες»)

Το καταληκτικό ποίημα αυτού του τρίτου μέρους, επομένως και τελευταίο της συλλογής, όχι τυχαία ονομάζεται ρέκβιεμ:

Ρέκβιεμ

Θα σκίσεις τους ουρανούς,
τα σύννεφα θα στάζουν τη θλίψη σου,
ω πραγματικότητα
της ομορφιάς θάνατε,
κρύφτηκε
η ομορφιά σου κρύφτηκε
στον ματωμένο ήλιο του πρωινού
στις βαμμένες κουρτίνες του απογεύματος
στο αποτύπωμα των χειλιών σου
στο ποτήρι του καφέ,
η ομορφιά του κόσμου κρύφτηκε
χάθηκε
διαλύθηκε
τότε
που έσκιζες τους ουρανούς
που έστυβες τα σύννεφα

Και τότε κάποιος ψιθύρισε:
Lacrimosa.

(Διαβάζεται με τη συνοδεία του “Lacrimosa” του Zbigniew Preisner)

Η ομορφιά είναι που ελπίζουμε ότι θα σώσει τον κόσμο. Όταν κρύβεται, χάνεται ή διαλύεται, δεν απομένει τίποτα που να αξίζει. Η ύπαρξη της ομορφιάς είναι η συνθήκη που συνέχει το σύμπαν. Χωρίς αυτήν, υπάρχει μόνο το τίποτα – αυτό που περιγράφει σαν άφιξη στο τέλος μιας φθίνουσας πορείας ζωής η Lacrimosa της Χρυσάνθης Ιακώβου.

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Όσα φέρνει ο ταχυδρόμος. Ανάμεσα σ’ αυτά και η ποιητική συλλογή της Χρυσάνθης Ιακώβου. Με τον λατινικό τίτλο Lacrimosa, πλήρης δακρύων, η Χρυσάνθη Ιακώβου, συγγράφει το δικό της ρέκβιεμ. Ο έρωτας, συχνά, η κινητήρια δύναμη για τον ποιητή και η αιχμή του δόρατος. Η πένα της Ιακώβου τον σημαδεύει.

ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ

Πλάγιος χρόνος
παρενθετικός
στις αντανακλάσεις
των φθινοπωρινών δειλινών,
ένα ρολόι χρυσό
μαζεύει τη σκόνη
των ετών και των ερώτων,
διατέμνει τον στα δύο,
ατενίζει απέραντα
τα φορτία του παρελθόντος.

ΛΕΝΗ ΖΑΧΑΡΗ

Περί Ου 23/10/2021

«Lacrimosa» ονομάζονται οι τελευταίες στροφές (18η και 19η) του λατινικού ύμνου Dies Irae γνωστού από τη χρήση του παλαιότερα στη νεκρώσιμη ακολουθία της ρωμ/καθολικής Εκκλησίας. Το κείμενο αναφέρεται στην ημέρα της Κρίσης. Μάλιστα πολλοί συνθέτες (Μότσαρτ, Βέρντι κ.α) το περιλαμβάνουν σαν διακριτό μέρος σε συνθέσεις Ρέκβιεμ.

«Lacrimosa» ονομάζεται και η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Χρυσάνθης Ιακώβου από το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Ρέκβιεμ»: «…Και τότε κάποιος ψιθύρισε:/ Lacrimosa.»

Η ποιήτρια με ρεαλιστικότητα, έντονο συμβολισμό και ύφος εξομολογητικό, γράφει ποίηση σύγχρονη και ταυτόχρονα διαχρονική. Φέρνει στο «σήμερα» τα ζητήματα που προβληματίζουν και πονάνε εδώ κι αιώνες τους ποιητές. Ωστόσο το Σήμερα είναι πιο οδυνηρό καθώς η ανθρώπινη κατάσταση έχει μεταβληθεί προς το χειρότερο. Ακόμη κι ο έρωτας προκαλεί θλίψη γιατί δεν είναι ολοκληρωτικός ή ξεκάθαρος. Ο θάνατος, η άλλη μεγάλη συμπαντική δύναμη, βρίσκεται στον αντίποδα. Είναι αμείλικτα παρών, δεν έρχεται μόνο ως φυσιολογικό γεγονός, αλλά κι ως βίαια κατάσταση που δεν ξεχωρίζει ηλικίες και καταστάσεις: «…η σφαγή των αθώων νηπίων ξεκίνησε / από αυτούς που κατάλαβαν/ πως στα μάτια των παιδιών / κατοικεί ο Θεός / – και η σφαγή / ακόμα συνεχίζεται.»

Οι αλλεπάλληλες ματαιώσεις από όνειρα που έμειναν απραγματοποίητα, από συνειδητοποιήσεις ψευδαισθήσεων και απουσίες, η έλλειψη συμπόνιας, τα «χάρτινα πρόσωπα των ανθρώπων», η μοναξιά, η σκοτεινιά του κόσμου, οι διαψεύσεις, αλλά και το πέρασμα του χρόνου με τους επερχόμενους θανάτους προσφιλών προσώπων, τις ασθένειες, τα πνιγμένα και θαμμένα όνειρα που επιστρέφουν βασανιστικά πληγώνουν την ποιήτρια.

Το βίωμα της είναι οδυνηρό, είναι πόνος και πένθος γι’ αυτόν τον κόσμο, τον «δανεικό και πληγωμένο» από τον οποίο ακόμα κι ο Θεός εξορίζεται.

Είναι τέτοια η σκληρότητα των ανθρώπων, η παραφροσύνη.

Η ποιήτρια γίνεται το «ιερόν πτηνόν» του Πλάτωνα και μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία μεταφέρει ως «διάμεσος» τα μηνύματα του ουρανού στη γη: «ο ουρανός / βλοσυρός / πάνω απ’ τα κεφάλια μας, / γνέφει / σε μια μόνιμη απειλή, / μια υπόσχεση συντέλειας / στο εύθραυστό μας μέλλον…/». Ίσως γι’ αυτό τελειώνει με το «Ρέκβιεμ» κι ίσως γι’ αυτό η μόνη της καταφυγή είναι η ποίηση…

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΕΡΑΣΝΟΥΔΗΣ

Αύγουστος 2021

Μέσα σε μία εποχή όπου η γυναίκα δυστυχώς (προσ)βάλλεται από παντού και ποικιλοτρόπως, ας αναλογιστούμε την έκταση της καταγωγικής και ανέφικτης μας μοναξιάς. Κάθε βλέμμα εκδηλώνει και έναν βαθύ δεσμό, με την εμφάνιση μίας μορφής στο αισθητό, αντιληπτικό μας πεδίο. Ένα γυναικείο βλέμμα είναι όμως κάτι πολύ βαθύτερο από μια απλή σύγκλιση δύο τόξων, μια συμφωνία των οφθαλμικών βολβών. Δεν είναι ένα απλό θρόισμα κλαδιών της άνοιξης, ούτε καν ένας αέρινος χορός της κουρτίνας με το βραδυνό αγέρι, είναι ένας ωμός αιφνιδιασμός.

Η σύλληψη ενός γυναικείου βλέμματος που στρέφεται ξαφνικά προς το μέρος μας, εμφανίζεται στο βάθος της δίνης των ματιών που μας κοιτάζουν. Εάν συλλάβουμε το βλέμμα της, παύουμε να αντιλαμβανόμαστε τα μάτια της, παραμένουν μέσα στο αντιληπτικό μας πεδίο, αλλά δεν τα χρειαζόμαστε, έχουν εξουδετερωθεί, είναι εκτός παιχνιδιού. Καθώς τα μάτια μιας γυναίκας μάς κοιτάζουν δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το όμορφο από το άσχημο, ούτε καν να διακρίνουμε το χρώμα τους, το βλέμμα της απλά τα επικαλύπτει όλα, μοιάζει να προηγείται από αυτά. Αυτή η αίσθηση έρχεται να πυρακτωθεί από την απόσταση των ματιών που εκδιπλώνεται ανάμεσα σε εμάς και σε αυτή, ενώ το βλέμμα της καθηλώνεται επάνω μας αδιάσπαστο και αδιάστατο. Η γυνή είναι το χωροποιό και χρονοποιό στοιχείο μας, η γεγονότητα και η υπέρβαση. Δεν μπορούμε να στρέψουμε την προσοχή μας στο βλέμμα της χωρίς να αποσυντεθούμε και να περάσουμε σε δεύτερο πλάνο.

Το βλέμμα που εκτοξεύουν τα μάτια της είναι μια γυμνή παραπομπή σε εμάς, δεν είναι ότι απλά υπάρχει απέναντι μας. Είμαστε ευάλωτοι, κατέχουμε μια θέση από την οποία δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε, είμαστε ανυπεράσπιστοι χωρικά και χρονικά. Στεκόμαστε τώρα λοιπόν μπροστά της ορώμενοι, ας αναλογιστούμε μία λέξη συγκλονιστική, ας τολμήσουμε την επόμενη φορά να την ξεστομίσουμε: “με είδες”…

ΥΓ: Μερικές σκέψεις αναδυόμενες μέσα από το “γυναικείο ημίφως” της ποιητικής συλλογής Lacrimosa της Σερραίας Χρυσάνθης Ιακώβου. Η ποίηση της Χρύσας δεν εμπίπτει σε φόρμες, ρυθμούς, ρίμες, ενώ εν πρώτοις μοιάζει πεζολογίζουσα, χρησιμοποιώντας όλες τις αρετές και τους κινδύνους του πεζού λόγου, εν τέλει εγγίζει την ελευθέρα ωδή, όχι γιατί τηρεί τη στροφή, την αντιστροφή και την επωδό, αλλά γιατί έχει έκταση, κλιμάκωση και γεννά επιβλητικές εικόνες. Αυτή δεν είναι άλλωστε η γοητευτικότερη μορφή του καθαρού λυρισμού;

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΝΟΒΑΣ

AUTHORING MELODIES 28/8/2021

Οι στιγμές είναι μικρές και γρήγορα περνούν. Μέχρι να συνειδητοποιήσεις το σήμερα, σε βρίσκει το αύριο. Εσύ όμως δεν το καταλαβαίνεις κι έτσι, μένεις δεμένος σε μια στιγμή που σε λίγο μόλις χρόνο θα έχει γίνει παρελθόν… Αυτή είναι η αρχή. Κι αυτό το τέλος. Όλα τόσο κοντά μα και τόσο μακριά. Όλα τόσο μικρά μα και τόσο μεγάλα. Όλα τα λεπτά δεμένα σε ένα γαϊτανάκι που λέγεται “ζωή” και που, μέχρι να το καταλάβουμε τελειώνει. Αλλά εμείς συνήθως ενεργούμε σαν να μη πρόκειται να τελειώσει ποτέ, σαν να έχουμε βρει εμείς και μόνο εμείς το ελιξίριο της αθανασίας, το μυστικό που θα μας κρατήσει αιώνια ζωντανούς. Κι έτσι, δεν ζούμε την κάθε στιγμή, δεν “ρουφάμε” πραγματικά το κάθε συναίσθημα που μας χαρίζει, την κάθε ομορφιά της.

Απόσπασμα 1:

Το καλοκαίρι στην κορύφωσή του / και το ημερολόγιο έδειχνε ήδη Σεπτέμβρη / σε κρατούσα / ήσουν τόσο μικρή / και το γέλιο σου γάργαρο, / γλιστρούσες μέσα στο νερό, / και τότε το κατάλαβα / πως μέσα σε κάθε αρχή / υπάρχει ήδη το τέλος.

Περιμένουμε, συνέχεια περιμένουμε. Μια ατελείωτη αναμονή η ζωή μας. Αναμονή μέχρι να έρθει το ρεπό από τη δουλειά, αναμονή μέχρι την άδεια, αναμονή μέχρι το τάδε ευχάριστο γεγονός, αναμονή μέχρι τα πάντα. Αλλά όταν έρχονται, δεν τα ζούμε πραγματικά. Γιατί φοβόμαστε ότι θα τελειώσουν. Και τελειώνουν γρήγορα, μέχρι να ανοιγοκλείσουμε τα βλέφαρά μας. Και άντε πάλι από την αρχή…

Απόσπασμα 2:

Θα βρέξει είπαν. / Και οι γυναίκες μάζεψαν τις μπουγάδες, / οι γριές σήκωσαν τις γλάστρες από τα μπαλκόνια, / οι μάνες σκέπασαν τα καρότσια των παιδιών, / οι άντρες άνοιξαν τις μαύρες ομπρέλες, / οι νέοι βιάστηκαν να γυρίσουν στο σπίτι, / οι άνθρωποι προσπάθησαν να συμμαζέψουν / το ακατανόητο της ύπαρξής τους, / μα τελικά / δεν έβρεξε.

Και πλησιάζουμε, όλο και πλησιάζουμε στο αναπόφευκτο τέλος. Ένα τέλος που μας φαίνεται μακρινό αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι τόσο κοντά, δεν έχουμε καταλάβει πόσο… Αυτό το τέλος λοιπόν, πρέπει να δεχτούμε όσο πιο γαλήνια γίνεται. Και για να το κάνουμε αυτό, η λύση είναι μόνο μία – να ζούμε την κάθε στιγμή σαν αυτό που πραγματικά είναι, κάτι που δεν πρόκειται να ξαναέρθει ποτέ. Να ζούμε την κάθε στιγμή λοιπόν με όλο της το περιεχόμενο, με όλο μας το είναι. Και μόνο τότε θα καταφέρουμε να δεχτούμε το τέλος. Της κάθε στιγμής, του κάθε πράγματος.

Απόσπασμα 3:

Και η ζωή συνεχίζεται / σαν το κόκκινο νερό / που γλιστρά από μέσα σου, / ανακατεύεται με χρόνους / προθεσμίες / κι ελπίδες ληγμένες, / μέσα από τη μήτρα των καλών προθέσεων / ξεπηδούν απρόοπτα οι διαψεύσεις, / ό,τι πόθησες κι εσύ / σε έφερε ανύποπτα / ένα βήμα πιο κοντά στον θάνατο.

Λίγο απαισιόδοξη η άποψή μου σήμερα, όπως απαισιόδοξο ήταν και στο σύνολό του το πόνημα της Χρυσάνθης Ιακώβου με τίτλο “Lacrimosa” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Μία ποιητική συλλογή που μου έδειξε για μία ακόμα φορά αυτό που έγραψα παραπάνω – ότι η κάθε στιγμή μας είναι πολύτιμη και έτσι πρέπει να τη ζούμε. Μέσα από το μαύρο του, με βοήθησε να δω το άσπρο που υπάρχει τριγύρω μας και που πρέπει να προσπαθήσουμε να βγάλουμε στην επιφάνεια.

Μία πολύ δυνατή προσπάθεια από μία αξιόλογη πένα. Της βάζω οκτώ στα δέκα.

.

ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ ΜΠΕΡΜΠΕΡΗ

Νοέμβριος 2021

Το σπουδαίο, χωρίς γιατί

Τι είναι ποίηση;

Νομίζω πως τελικά δεν υπάρχει ερωτηματικό σε αυτή την ερώτηση. Ή μάλλον τώρα που το καλοσκέφτομαι, ακόμα και να υπάρχει εμένα απαντήσεις δεν θα μου δώσει, δεν με αφορά για την ακρίβεια.

Τι σε κάνει να νιώθεις η ποίηση;

Ναι αυτό σίγουρα με αφορά.

Lacrimosa

Θρήνος στο τέλος

Θρήνος που ανακουφίζει

Θρήνος που εξυψώνει

Θρήνος που ζητάει εξιλέωση

Δεν θα διαλέξω αγαπημένο ποίημα από τη Lacrimosa, θα ήταν άδικο για τα υπόλοιπα. Άσε που αυτό το ένα, το μοναδικό και το σπουδαίο που σήμερα με συγκίνησε, μπορεί και να το πάρει επάνω του και να αγκιστρωθεί στη σκέψη μου. Εγωιστικά να συμπεριφερθεί σαν μικρό παιδί που του λένε μπράβο, να μην αφήσει το νου μου να ταξιδέψει και στις υπόλοιπες σελίδες σου, άλλες νύχτες σαν κι αυτή.

Κρίμα θα’ ναι τα άλλα σου στιχάκια να θυμώσουν και να μου κάνουν νάζια ή μπορεί και να μου κρατήσουν μούτρα και δεν το θέλω.

Απόψε θα κρατήσω στη σκέψη μου τα παρακάτω λόγια σου… τα έβαλα στο σπίτι μου και θα τα φυλάξω σαν παιδιά.

.

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

FRACTAL 26/1/2022

Σε ρωγμές βουλιάζει ο χρόνος

Στη συλλογή Lacrimosa, της Χρυσάνθης Ιακώβου, ξεδιπλώνεται μια πορεία του ποιητικού υποκειμένου, με την ένταση να δυναμώνει. Την ένταση της απώλειας. Από τον ήλιο στο μυστηριώδες φεγγάρι. Από τον έρωτα στη στέρηση. Από το καλοκαίρι στο σούρουπο και στη σκοτεινιά.

Δύο ολιγόστιχα ποιήματα σηματοδοτούν τη μετάβαση από τη μία άκρη του συνεχούς στην άλλη, χωρίζοντας τη συλλογή σε τρία τμήματα. Σύνορο στο πρώτο για το δεύτερο:

ένα ατελείωτο νεκροταφείο ο χρόνος/ από φθηνές προθέσεις/ που πέθαναν στη νιότη τους (σ. 24)

Και για το τρίτο:

Και το πουλί κοιμήθηκε/ στη σάπια αποβάθρα/ χωρίς να νοιάζεται/ για την πολυκοσμία/ ή για την κακία των ανθρώπων (σ. 37)

Από το καλοκαίρι στον Σεπτέμβρη.

Το καλοκαίρι στην κορύφωσή του/ και το ημερολόγιο έδειχνε ήδη Σεπτέμβρη,/ σε κρατούσα/ ήσουν τόσο μικρή/ και το γέλιο σου γάργαρο,/ γλιστρούσες μέσα στο νερό,/ και τότε το κατάλαβα/ πως μέσα σε κάθε αρχή/ υπάρχει ήδη το τέλος. («Το τέλος», σ.11)

Τα γνωρίσματα του καλοκαιριού μένουν, διαφοροποιείται η διάθεση, και η επίγνωση, του ποιητικού υποκειμένου.

Παράλληλα, υπάρχει η πορεία στον χρόνο. Το παρόν, και ένα γενναίο κοίταγμα στο παρελθόν.

Στις ρωγμές του προσώπου σου/ βουλιάζει ο χρόνος/ […]στις ρωγμές του προσώπου σου/ μπορώ να δω/ το παρελθόν το παρόν και το μέλλον/ κι εκείνο το κορίτσι/ που κάποτε ξάπλωνε κι ονειρευόταν/ κάτω από τον έναστρο ουρανό. («Αλλαγή», σ. 22)

Στο δεύτερο τμήμα ο χρόνος πάλι, και τα φεγγάρια.

Τελευταία μέρα του Αυγούστου./ Καλοκαίρι που πέταξες/ σε μια υγρή ψευδαίσθηση,/ ό,τι απέμεινε απ’ την ένδοξη πανσέληνο/ χλωμιάζει τον ουρανό. («Μετάβαση», σ. 33)

Στο τρίτο τμήμα οι πόλεις, σε μια δυστοπική ποιητική απεικόνιση.

Εγώ κάποτε σε έψαξα/ μα ήταν πολύ αργά/ βρήκα τα παράθυρα κλειστά,/ πόελις σκληρές δίχως συμπόνια/ στα χάρτινα πρόσωπα των ανθρώπων,/ πού καιρός για έρωτες/ και για ενδοσκοπήσεις/ και για αυτοκριτικές,/ πόλεις σκληρές και πολυπρόσωπες/ τόσο ευθείες στην καθημερινότητά τους […] («Μια μελωδία ξεχασμένη», σ. 40)

Λόγος καθαρός, λέξεις προσεχτικά επιλεγμένες, για να μεταφέρουν το συναίσθημα, τις εικόνες, το ύφος

Είναι προσωπική μου ανάγνωση ότι σε όλη τη συλλογή «άκουγα» σαν μουσική υπόκρουση «Το ύφος μιας μέρας», του Γιώργου Σεφέρη. Κάτι το «μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου», κάτι η «Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία»[1]. Και γενικότερα η μελαγχολία του ύφους και ο τόνος ρέκβιεμ, που κορυφώνεται με το ομότιτλο τελευταίο ποίημα.

Η συλλογή δεν μπορεί να ιδωθεί παρά μέσα από το πρίσμα του τελευταίου ποιήματος, που φέρει τον τίτλο «Ρέκβιεμ». Και κλείνει με τη λέξη Lacrimosa. Θα τη μετέφραζα αρχικά με το ομηρικό «δακρυόεσσα», πολυδάκρητη ίσως.

Στη σημείωση κάτω από το ποίημα υποδεικνύεται ότι το ποίημα «Διαβάζεται με τη συνοδεία του «Lacrimosa» του Zbigniew Preisner». Να προσθέσω ότι η συγκεκριμένη μουσική γράφτηκε από τον συνθέτη, για να αποχαιρετήσει τον φίλο του σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφσκι.

Ας μείνουμε στην ίδια τη λέξη. Lacrimosa. Δάκρυα για την ομορφιά του κόσμου που χάθηκε, και στάζει η θλίψη.

[…] η ομορφιά του κόσμου κρύφτηκε/ χάθηκε/ διαλύθηκε/ τότε/ που έσκιζες τους ουρανούς/ που έστυβες τα σύννεφα// Και τότε κάποιος ψιθύρισε/ Lacrimosa. («Ρέκβιεμ», σ. 45)

Η ζωή που απομακρύνεται, το τετελεσμένο. Ρέκβιεμ, μελαγχολία και θλίψη για όλα όσα χάνονται. Στις στιγμές, στον έρωτα, στις ανθρώπινες σχέσεις. Στη ζωή.

______________

[1] Στίχοι από το «Ύφος μιας μέρας», του Γιώργου Σεφέρη, από τη συλλογή Στροφή (Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, ένατη έκδοση, 1974)

.

ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ

FRACTAL 3/2/2022

Lacrimosa: ένας θρήνος για τα χαμένα ενδεχόμενα

Λόγω προσωπικής αναγνωστικής ιδιοτροπίας, η αποκρυπτογράφηση του τίτλου ενός βιβλίου αποτελεί την πρώτη βασανιστική επαφή μαζί του. Η ποιητική συλλογή Lacrimosa αποτέλεσε διπλή πρόκληση, καθώς ξεσήκωσε μνήμες παλιές, ανέφελες, μαθητικές, τότε που το ουσιαστικό lacrima-ae (το δάκρυ) οδηγούσε ένα βήμα πιο κοντά στις πόρτες του Πανεπιστημίου. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι έχουμε να κάνουμε με μία δακρυροούσα ποιήτρια, με τα δάκρυα μια ποιήτριας, με μια διευρυμένη μελαγχολία. Ανέτρεξα στο λήμμα «lacrimosa», για να διαπιστώσω ότι έτσι ονομάζονται οι δυο τελευταίες στροφές (18η και 19η) του Λατινικού ύμνου Dies Irae, που χρησιμοποιούνταν παλιότερα στη νεκρώσιμη λειτουργία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ενσωματώθηκε στα έργα πολλών συνθετών, του Μότσαρτ, του Τζουζέπε Βέρντι, του Έκτορος Μπερλιόζ, του Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, που επιχείρησαν συνθέσεις ρέκβιεμ, δηλαδή νεκρώσιμων ακολουθιών. Του τελευταίου τη lacrimosa, άλλωστε, την αποζητά ως υπόκρουση η ποιήτρια κατά την ανάγνωση του τελευταίου ποιήματός της, που θα λέγαμε ότι είναι ομότιτλο με τη συλλογή, καθώς ονομάζεται «Ρέκβιεμ».

Διάβασα, λοιπόν, τη συλλογή, προσθέτοντας πέρα από τα δάκρυα και τη μελαγχολία, το ελεγειακό στοιχείο, τον λυρισμό και τον θρήνο μαζί, επιχειρώντας τη νεκρώσιμο ακολουθία σε κάθε ποίημα που διέτρεχα, ανακαλύπτοντας όλα αυτά που κάθε φορά ενταφιάζονται, όσα επιμένουμε να θάβουμε, συχνά ασύνειδα, και κάπου εκεί ένιωσα και εγώ ψυχικά δακρυροούσα αναγνώστρια.

Θαύμασα στη συλλογή την ενότητά της. Τις περισσότερες φορές οι ποιητικές συλλογές χαρακτηρίζονται από πλήθος θεμάτων, άτακτα στεγασμένων κάτω από έναν τίτλο, συνήθως του πιο αντιπροσωπευτικού ποιήματος: Κάθε ποίημα αποτελεί έναν στεναγμό, μια σκέψη, που ακολουθείται από μία άλλη κι όλες μαζί συνθέτουν θραύσματα, ποιητικές κραυγές, που με τη σειρά τους συνθέτουν στο σύνολό τους μια πολύπλευρη πραγματικότητα. Στη Lacrimosa τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τα ποιήματα συνομιλούν μεταξύ τους, δένονται με έναν επιδέξιο τρόπο από την ποιήτρια κάτω από το αίσθημα του θρήνου για τα ανθρώπινα. Πολλές φορές το ποίημα της αριστερής σελίδας είναι σε ευθεία συνομιλία με το ποίημα της δεξιάς, εντάσσοντας τον αναγνώστη σε έναν θεατρικό διάλογο, σε έναν ρόλο ενεργητικού συνομιλητή. Στην όλη δέση της συλλογής συμβάλλει και το σχήμα του κύκλου, επιβλητικό από την αρχή ακόμη. Η πρώτη φράση, ο πρώτος τίτλος της συλλογής είναι το «Μια αλήθεια». Η τελευταία λέξη της συλλογής είναι η λέξη lacrimosa, η ροή των δακρύων, η νεκρώσιμος ακολουθία. Στη μέση περίπου της συλλογής, μια φράση δένει την αρχή με το τέλος, ρίχνει ερμηνευτικές γέφυρες στη μία εκείνη αλήθεια που προκαλεί τα δάκρυα:

Ένα ατελείωτο νεκροταφείο ο κόσμος/ Από φτηνές προθέσεις/ Που πέθαναν στη νιότη τους.

Και κάπως έτσι λύνεται το μυστήριο της αλήθειας, που δεν λανθάνει πια, αν συνυπολογίσουμε και την ετυμολογία της λέξης από το στερητικό α- και τη λέξη λάθος. Αυτό που δεν λανθάνει πια, αυτό που αποκαλύπτεται και προκαλεί τα δάκρυα του ποιητικού υποκειμένου είναι ο ενταφιασμός των προθέσεών μας που πέθαναν πριν ακόμα γεννηθούν, πέθαναν στην καλύτερη ηλικία τους, πάνω στη νιότη τους. Δεν χάρηκαν το μέστωμα της ωριμότητας, δεν έφτασαν στο αριστοτελικό τέλος, στην τελείωσή τους. Με λίγα λόγια, η ποιητική συλλογή είναι ένας θρήνος για όλα όσα προτιθέμεθα να κάνουμε και δεν μπορέσαμε, για όλα όσα κάνουμε λάθος και δεν μπορούμε να διορθώσουμε, για όλα εκείνα τα νεανικά μας όνειρα των οποίων την πραγμάτωση δεν θα ζήσουμε ποτέ, για ένα μέλλον που αισθανόμαστε ότι είναι σάπιο και επιμένουμε να το περιμένουμε παθητικά.

Το ποιητικό υποκείμενο θρηνεί. Θρηνεί καταρχάς συναισθανόμενο την ανθρώπινη φύση του για τον χρόνο που τρέχει άτεγκτος αδιαφορώντας για το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής:

πνίξαμε τα όνειρά μας/ στις στιγμές μας/ τα ρολόγια πορεύονται/ οι πομπές συνεχίζονται.

Θρηνεί για τα λάθη του παρελθόντος που εμφανίζοντας ένα ακατανόητο γινάτι επαναλαμβάνονται με μαζοχιστική ακρίβεια, πορεύονται σε μια μονόδρομη ευθεία και φτάνουν στο ίδιο αδιέξοδο σχηματίζοντας τη γραμμική ευθεία του κύκλου:

Ο ήχος του σταματημένου ρολογιού στον τοίχο/η ζωή προχωράει/ στη γραμμική ευθεία του κύκλου/ των λαθών/ των εποχών/ των επιλογών

Το αδιάφορο, ασταμάτητο τικ τοκ του ρολογιού επιστρέφει συχνά ως ένα μοτίβο της συλλογής, που επιμένει να υπενθυμίζει το άπιαστο της στιγμής, την τάση του ανθρώπου να ζει τα πάντα γρήγορα και να αντιλαμβάνεται, όταν κάθεται να ξαποστάσει, πως το μόνο που του έχει απομείνει είναι το παρελθόν ‒ είναι τόσο αργά πια που μόνο πίσω μπορεί να κοιτάξει, δεν υπάρχει μπροστά, γεννήθηκε καταδικασμένος να έχει μόνο παρελθόν:

Κι εκεί στο ρημαγμένο κτίριο/ ο τελευταίος δεν φρόντισε/να κλείσει την πόρτα/ ούτε να σφαλίσει τα παράθυρα/και τώρα οι περαστικοί κοιτούνε μέσα/ ρίχνουνε κλεφτές ματιές στο παρελθόν

Η μοίρα του ανθρώπου είναι, τελικά, οι μνήμες του, όπως αντικαθρεφτίζονται στα πρόσωπα, που τόσο αγέρωχα στιγμάτισε ο χρόνος ανθρώπων οι οποίοι άφησαν το στίγμα τους στη ζωή μας;

Στις ρωγμές του προσώπου σου / διαχέονται το φως και το σκοτάδι / και οι μεγάλες απαντήσεις της μοίρας / Στις ρωγμές του προσώπου σου/ μπορώ να δω/ το παρελθόν το παρόν και το μέλλον/ και κείνο το κορίτσι/ που κάποτε ξάπλωνε κι ονειρευόταν/ κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό

Απέναντι σε τούτη την αλήθεια το ποιητικό υποκείμενο θρηνεί τη χαμένη ευτυχία, αυτή που σαν το νερό έσφιξε μέσα στα χέρια της προσπαθώντας να την πιάσει. Απομένει με την αντήχηση ενός «σ’ αγαπώ» που πήρε για λίγο μακριά το γκρίζο της ζωής, της έδωσε πρόσβαση στο γαλάζιο του ουρανού. Η δήλωση μιας αγάπης που κάποτε έδωσε λόγο στην ύπαρξη, γιατί… τι πιο σημαντικό από το να νιώθεις ότι αγαπάς και αγαπιέσαι.

Θυμάμαι που μου ‘πες σ’ αγαπώ/ έμεινε το ‒ω‒ να αντηχεί/ στα σοκάκια των ετών/ Θεέ μου, σκέφτηκα, τι θέα τούτη του ουρανού που μας χάρισες/ ξαπλωμένοι εδώ/ στο γκρίζο τσιμέντο της ταράτσας.

Έκδηλη μέσα στη συλλογή είναι και η συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος πορεύεται στη ζωή με αναρίθμητα ερωτηματικά για τα οποία τις περισσότερες φορές δεν βρίσκει ποτέ απαντήσεις. Κι αλήθεια, η σχετικότητα των θεμάτων, οι ποικίλες οπτικές, οι διαφορετικές συναισθηματικές φάσεις στην ανθρώπινη ζωή καλούν τον άνθρωπο να απαντήσει με τρόπο διαφορετικό στο ίδιο, συχνά, ερώτημα και να αφήσει, τελικά, αιωρούμενη την αλήθεια. Η συλλογή υπερθεματίζει υπέρ της πολλαπλής αλήθειας, της μη ύπαρξης του σωστού και του λάθους, της αδυναμίας του ανθρώπου να ενηλικιωθεί πνευματικά. Σε έναν ενδεχόμενο απολογισμό ζωής ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με όσα ποτέ του δεν απάντησε, συμφιλιώνεται πια με τη μικρότητά του απέναντι στα παιχνίδια που παίζει η ζωή. Καμία ανθρώπινη σοφία, κανένα θέσφατο δεν μπορεί να τη δαμάσει, να την καλουπώσει, να την τοποθετήσει σε μια προσχεδιασμένη πορεία.

Τα λόγια μας μεγαλώνουν σαν τα παιδιά… μας εκδικούνται/ όταν γυρνούν στην πατρική οικία/ και κάνουν ερωτήσεις/ για όσα δεν υπάρχουν απαντήσεις

Άλλωστε και η ίδια η ζωή δεν αποτελεί ένα αναπάντητο ερώτημα; Το πώς, το πότε, το γιατί της ανθρώπινης ύπαρξης αποτελούσε μόνιμη οντολογική ανησυχία, διαχρονικό παίδεμα, αφορμή επιστημονικών και καλλιτεχνικών δημιουργιών. Ο άνθρωπος ρίχνεται από τη μέρα της γέννησής του στην αναζήτηση εξηγήσεων που ποτέ δεν παίρνει, αλλά αρέσκεται να τις προσδοκά, παρά τις ακυρώσεις και τα «χι» που η ανεξήγητη δύναμη της ζωής τού ρίχνει κατά καιρούς. Εισέπραξα μεγάλη συγκίνηση από το ποίημα «Δυνητική βροχή», που μνημονεύει αυτήν ακριβώς την αέναη και μάταιη τάση των ανθρώπων να υπερβούν τις νοητικές τους δυνατότητες και να κατανοήσουν τη συμπαντική δομή, ο καθένας από τον κοινωνικό του ρόλο, από τη συμβατική θέση που του αναλογεί, για να μείνουν τελικά για ακόμη μια φορά στο προφανές:

Θα βρέξει, είπαν/ Και οι γυναίκες μάζεψαν τις μπουγάδες/ οι γριές σήκωσαν τις γλάστρες απ’ τα μπαλκόνια/ οι μάνες σκέπασαν τα καρότσια των παιδιών/ οι άντρες άνοιξαν τις μαύρες ομπρέλες/ οι νέοι βιάστηκαν να γυρίσουν σπίτι/ οι άνθρωποι προσπάθησαν να συμμαζέψουν/ το ακατανόητο της ύπαρξής τους/ μα τελικά/ δεν έβρεξε

Και κάπου εκεί έρχεται η αυτοακύρωση. Το ποιητικό υποκείμενο συχνά συνειδητοποιεί ότι τα όριά του είναι πεπερασμένα κι ότι δεν αξιοποίησε το δώρο της ζωής, το μεγάλο λαχείο που έπιασε να είναι το δικό του σπερματοζωάριο το τυχερό και δυναμικό που μετουσιώθηκε σε ύπαρξη. Στάθηκε πολύ μικρό απέναντι σε αυτήν τη μοναδική τύχη που υπερέβη τον νόμο των πιθανοτήτων κι έγινε πραγματικότητα. Ίσως νιώθει και ότι τελικά δεν του άξιζε ένα τόσο μεγάλο δώρο, νιώθει κοντόφθαλμο για να μπορέσει να αντικρίσει τη θέα που του προσφέρει το μπαλκόνι της ζωής. Μα πιο πολύ θρηνεί την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει τη μικρότητά του ή, αν τα καταφέρει, να μετανιώσει για το αδιάφορο πέρασμά του από τα εγκόσμια:

Η ματιά μας δεν φτάνει πιο πέρα/ απ’ την επόμενη στροφή/ που θα μπορούσαμε να γίνουμε/ μα μήτε το καταλάβαμε/ μήτε το μετανιώσαμε κιόλας

Κι ακόμη παραπέρα, αφελής ο άνθρωπος περνά τα χρόνια του με την ψευδεπίγραφη γεύση της αισιοδοξίας που δίνουν τα νεανικά όνειρα, φαντάζεται ένα μέλλον ρόδινο, γεμάτο προσδοκίες και ενδεχόμενα, δυο λέξεις κομβικές στη συλλογή. Η μαγεία της ανθρώπινης ζωής συντίθεται από προσδοκίες, βαθιές, κρυφές επιθυμίες, συχνά ανομολόγητες, έτοιμες να ευοδωθούν, αν το επιτρέψουν τα ενδεχόμενα. Κινητήριος δύναμη στη ζωή μας το ενδεχόμενο κι από τη φύση του ο άνθρωπος θιασώτης τους. Πόσα όνειρα δεν ανατράφηκαν θηλάζοντας από τα «μπορεί» που υποσχέθηκε η ζωή, πόση αισιοδοξία δεν γαλουχήθηκε από τη δυνατότητα, πόσα σκοτάδια δεν κατακρήμνισαν τα όνειρα αυτά και τα έπνιξαν σε θρήνους όμοιους με αυτούς της Lacrimosa. Το ποίημα «Δυνατότητα» αποτυπώνει με λόγο που δεν χαρίζεται όσον αφορά αυτήν την αλήθεια:

Τόσο αισιόδοξοι/ ανοιχτές οι αισθήσεις και οι προσδοκίες/ ανοιχτά και τα ενδεχόμενα/ ονειρευτήκαμε στην παραζάλη του ένδοξου απογεύματος/ μέχρι που μας βρήκε το σούρουπο

Η ποίηση της Lacrimosa δεν είναι ποίηση μοναχική. Παράγεται λόγω της συνύπαρξης, παράγεται μέσα από τη συνύπαρξη και για τη συνύπαρξη. Άλλωστε τι τέχνη θα ήταν, αν δεν κατόρθωνε τη συλλογικότητα; Η ποιήτρια επιμένει να διαμορφώνεται πάντα μέσα από το «εσύ», τόσο στη θετική όσο και στην αρνητική συναισθηματική της διάσταση. Αναφέρεται στην τάση του ανθρώπου να προσαρμόζεται ή να αντιβαίνει στα θέλω του άλλου, να προσπαθεί να τον κατανοήσει, να ισορροπεί πάνω στην αστάθεια των ανθρώπινων σχέσεων, να ζει λόγω του άλλου, μέσα από τον άλλον και για τον άλλον:

Μου χαμογελούσες/ ή ήσουν βλοσυρός;/ Με τα δυο πρόσωπα του Ιανού/ έμαθα να ταιριάζω τις προθέσεις μου/ και το μεγάλο αίνιγμα/ ποτέ μου δεν το έλυσα/ πάνω στο τεντωμένο μου σκοινί/ αναποφάσιστη στάθηκα

Να εκφράζει ακόμη τις συλλογικές ανησυχίες, τον καθολικό αποπροσανατολισμό, την πορεία μιας κοινωνίας που δεν έχει χαρτογραφήσει τους μελλοντικούς δρόμους, έχει απωλέσει την αρχή και το τέλος:

Στη μέση μιας γιορτής/ μια μέρα του Γενάρη/ ακούστηκαν βήματα στη σκάλα/ μια διαδρομή απροσδιόριστη/ πηγαίνουμε ή ερχόμαστε;/ φεύγουμε ή μένουμε;

Η συνύπαρξη, ωστόσο, καταγράφεται από την ποιητική γραφίδα και στην αλλοτριωμένη της εκδοχή, αγγίζοντας την παρασιτική ή επιβαρυντική παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο, τόσο για όσα κάνει, μα, κυρίως, για αυτά που έπρεπε να κάνει, μα δεν έγιναν ποτέ. Η ευαισθησία της ποιήτριας για τα παιδιά είναι διάχυτη σε όλα σχεδόν τα ποιήματα: στο πρόσωπό τους αντιφεγγίζει η ανεμελιά, το φως, η ελπίδα, η άγνοια κινδύνου, διαμένει ανοιχτή η προσδοκία, διατελούν ετοιμοπόλεμα τα ενδεχόμενα. Πλάι σε αυτά καραδοκεί το σύννεφο της διάψευσης, το σκοτάδι που συσσωρεύουν σταδιακά όλοι όσοι έχουν αναλάβει την ασφαλή ανατροφή τους. Με λίγα λόγια, τα παιδιά κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο ή το ανοιξιάτικο φως παίζουν ήσυχα και κάποιοι δίπλα τους μηχανεύονται τον τρόπο με τον οποίο θα επισκιάσουν τη χαρά τους. Είναι αυτό που σε ειρωνική αντιστροφή διατείνεται η λαϊκή θυμοσοφία: αυτά κοιμούνται ήσυχα και η ατυχία τους δουλεύει. Σε μια μοναδική ποιητική εικόνα η Χρύσα Ιακώβου παρουσιάζει τους σύγχρονους ανθρώπους ξαπλωμένους με τα χέρια ανοιχτά, σε στάση σταύρωσης, υπεροπτικούς και αμετανόητους, να αδιαφορούν για τα σύννεφα που υπονομεύουν τους καιρούς της αθωότητας:

Ξαπλωμένοι/ στην πέτρινη παραλία/ γυμνοί και ηδονικοί/ με τα χέρια ανοιχτά/ οι γλάροι περπατούσαν στη στεριά/ τα παιδιά έπαιζαν στο κύμα/ εμείς μαντεύαμε τα σύννεφα ξαπλωμένοι στην παραλία/ υπεροπτικοί και αβασάνιστοι/ με τα χέρια ανοιχτά/ σαν εσταυρωμένοι/ χωρίς μετάνοια/ χωρίς άφεση

Όμως, η ποιήτρια δεν θα μείνει στην απλή παρατήρηση όσον αφορά τον κόσμο που ετοιμάζουμε για τα παιδιά μας. Θεωρεί το περιβάλλον εχθρικό για την παιδική ψυχή και, ακόμη παραπάνω, επικίνδυνο. Σε μια κορυφαία στιγμή της συλλογής, αναβιώνει η ηρώδεια σφαγή των μωρών, πίσω από την οποία υποκρύπτονται όλες οι σημερινές σφαγές στις οποίες υποβάλλουμε τα παιδιά μας. Κι αν η ηρώδεια σφαγή ήταν φρικτή, είχε, τουλάχιστον, την καθαρότητα της πρόθεσης του πομπού της. Ποτέ δεν έκρυψε ο Ηρώδης τις κακές του προθέσεις, ποτέ δεν προσποιήθηκε ότι μέσα από τη σφαγή των μωρών επιζητά κάτι άλλο πέρα από τον θάνατο ενός επίδοξου ηγέτη που φάνταζε ως σφετεριστής του δικού του θρόνου. Σήμερα, οι σφαγές των παιδιών μας έχουν την υποκριτική ένδυση της «προστασίας», εμφανίζονται με το προσωπείο της σοφίας που εκτελεί το χρέος της, προασπίζοντας τον επιπόλαιο νέο. Κι έτσι έρπουσα επιτελεί την πιο ύπουλη σφαγή. Αυτή των παιδιών-αγγέλων. Γιατί για την ποιήτρια, όπως και για όλους εμάς, στην παιδική ψυχή με τις αγνές της προθέσεις, βρήκε μόνιμη και μοναδική κατοικία ο Θεός. Αφού, λοιπόν, ο καιρός της πίστης έχει παρέλθει ή για να παρέλθει πιο γρήγορα, μιας και είναι βολικότερη η απιστία, οπαδοί του Ηρώδη, σε νέα έκδοση και με καλύτερη κάλυψη έχουν πολλαπλασιάσει τους μηχανισμούς ευνουχισμού των αγγέλων κι έχουν επιδοθεί σε ένα διαχρονικό σφυροκόπημα της παιδικότητας. Και, όπως ομολογεί, και το ομώνυμο ποίημα, το κακό «Συνεχίζεται»:

Η σαφή των αθώων νηπίων ξεκίνησε/ από αυτούς που κατάλαβαν/ πως στα μάτια των παιδιών/ Κατοικεί ο Θεός/ ‒ και η σφαγή/ ακόμα συνεχίζεται

Και κάπως έτσι ο θρήνος για τα ανθρώπινα συνεχίζεται, για όσα λέχτηκαν ή για όσα υπονοήθηκαν μα δεν αρθρώθηκαν ποτέ, για όσα έγιναν πράξη ή για όσα ενδεχόμενα δεν ενηλικιώθηκαν ποτέ, για την διηνεκή ανάγκη της ολοκλήρωσης και για τη βεβαιότητα ότι η μόνιμη γεύση στο εξής θα είναι αυτή του μισού, για χέρια που απλώθηκαν, αλλά δεν αγκάλιασαν ποτέ, για τα καλοκαίρια που υπόσχονταν φως, αλλά βιώθηκαν υπό την απειλή του συννεφιασμένου φθινόπωρου, για τον χρόνο που φαίνεται πολύς, μα είναι πειραγμένος τεχνηέντως ο καθρέφτης του καθενός μας να τα δείχνει όλα μεγαλύτερα, για την επιμονή μας να πιστέψουμε ότι μας ανήκει η αθανασία και για την πίκρα μας από κάθε άγγιγμα του θανάτου, για τη μόνιμη επιλογή μας να δίνουμε στο έργο της ζωής μας τον ρόλο του κομπάρσου στον θάνατο και μόλις πέσει η αυλαία όλοι να χειροκροτούν αυτόν γιατί, πολύ απλά, έκλεψε την παράσταση. Μέσα στα 39 ποιήματα της συλλογής συνηχούν όλοι οι θρήνοι των ανθρώπων σε μια μοναδική νεκρώσιμο ακολουθία, σε ένα Ρέκβιεμ, σε μια Λειτουργία Υπέρ Τεθνεώτων.

Στη συλλογή επανέρχονται κάποια σύμβολα, που λειτουργούν ως συνεκτικοί αρμοί και ζωντανεύουν τον μεταξύ τους διάλογο. Αυτά τα επανερχόμενα μοτίβα με τις ελαφρές παραλλαγές τους καθιστούν τελικά και τη σχέση του αναγνώστη με την ποιήτρια μια σχέση γνώριμη, οικεία. Ήδη έχει γίνει αναφορά στην ταύτιση των παιδιών με το φως, το θέρος, το παιχνίδι και με μια υπό υπονόμευση ευτυχία.

Επανερχόμενο συχνά το φεγγάρι αποτελεί ένα ακόμη σύμβολο, που, άλλοτε μισό, άλλοτε ολόγιομο, έρχεται μελαγχολικό να φωτίσει με το αχνό του φως μια άλλη οπτική της αλήθειας, να φωτίσει τα χαμένα, να λειτουργήσει ως υπενθύμιση για την άλλη, την αθέατη πτυχή της ζωής που καραδοκεί κάπου εκεί, έξω από την ψευδαίσθηση της ευτυχίας, αλλά και να επισφραγίσει το αναπότρεπτο του θνητού μας εαυτού. Άλλοτε πάλι, το φεγγάρι λειτουργεί ως μια σκιά που επικρέμαται πάνω από την ανέμελη ευτυχία, επισκιάζοντάς την, υπενθυμίζοντας επίμονα πως καμιά ευτυχία δεν είναι αλέκιαστη, πως η ευτυχία είναι μόνο στιγμές που περιμένουν την εναλλαγή τους με τα μαύρα σύννεφα μιας ζωής φθαρτής και επιρρεπούς στην αλλοτρίωση. Τις περισσότερες φορές σκαρφαλώνει μισό σε έναν καταγάλανο ουρανό, για να αφήσει τη μελαγχολική του πινελιά στη φαινομενική γαλήνη, συνθέτει εικόνες του κενού, του μισού που δεν βρήκε το άλλο του μισό, που παραμένει εκεί περιμένοντας, καθιστώντας, ωστόσο, σαφή τη ματαιότητα της προσμονής.

Στο ίδιο περίπου πλαίσιο, αγαπημένη εποχή της μελαγχολικής Lacrimosa φαίνεται να είναι το θέρος, του οποίου οι συμβολισμοί επαφίενται στην αντίθεση. Η ομορφιά του θέρους, η ανέμελη διάθεση, το λαμπερό του φως, το ζεστό καλοκαίρι υπάρχει για να τελειώσει και να το διαδεχθεί η υποψία, το σκοτάδι, το κρύο των άδειων ψυχών, η ψύχρα του κενού. Τα παιδικά γέλια, ο ήχος των τζιτζικιών, ο φλοίσβος των κυμάτων, ο παράδεισος του Αυγούστου υπάρχουν για να συνθέσει ο άνθρωπος τις δυνάμεις του και να αντιμετωπίσει «το μισό που θα φέρει η έλευση του φθινοπώρου», για να έρθει αντιμέτωπος με τη μοναδική αλήθεια ότι, όπως ομολογεί το ποιητικό υποκείμενο, «μέσα σε κάθε αρχή/ υπάρχει ήδη το τέλος». Το καλοκαίρι τελικά υπάρχει για να αναμένει ο άνθρωπος το χρωστούμενο σε αυτόν «άρωμα του γιασεμιού».

Παρά την αστάθεια και το μεταβλητό της ζωής που διαπερνά την ανθρώπινη ζωή, παρά τον θρήνο του ποιητικού υποκειμένου, η ποιήτρια, με τη συγγραφική της δεξιότητα, προσφέρει αντίβαρα σταθερότητας μέσα από έναν λόγο σαφή και κρυστάλλινο. Τίποτα το πομπώδες, τίποτα το περιττό, τίποτα από όλα αυτά που καθιστούν την ποίηση θολή, γεγονός συνηθισμένο, ωστόσο, στην εποχή μας, που βρίθει από επίδοξους ποιητές που κυνηγούν μέσα από τη δύσκολη λέξη την εντύπωση. Τα σχήματα λόγου συγκρατημένα, τόσο μόνο ελεύθερα ώστε να λειτουργήσουν αναπαραστατικά, ώστε να γεννήσουν έναν γνήσιο λυρισμό, πολύ αυθεντικό και ατόφιο. Οι εικόνες ρεαλιστικές, παιχνιδίζουν μέσα από αντιθέσεις ζωγραφίζοντας το τοπίο του κόσμου σε δύο διαφορετικούς καμβάδες: στον λαμπερό καμβά της ψευδεπίγραφης ευτυχίας του καλοκαιριού και στον σκοτεινό καμβά της φθινοπωρινής πραγματικότητας που μας επιφυλάσσει η ζωή. Το ύφος των ποιημάτων είναι ‒όπως λέει και ο τίτλος της συλλογής‒ θρηνητικό, ελεγειακό. Αλλά, κυρίως, συγκρατημένο. Σε καμία στιγμή ο αναγνώστης δεν νιώθει το βάρος των δακρύων για τη ζωή που του χαρίστηκε ούτε για τον κόσμο που πήρε τη ζωή του λάθος και, δυστυχώς, δεν άλλαξε ζωή. Συμμετέχει στην καθολικότητα των βιωμάτων με μια λεπτή συγκίνηση, ποτέ με πίκρα, με βαθιά κατανόηση και, τελικά, με συναίνεση απέναντι στη φθορά.

Η προσπάθεια της ποιήτριας είναι συγκινητική. Σαν παλμογράφος συναισθημάτων αποδίδει όλα όσα ο καθένας μας έχει κατά καιρούς νιώσει και αποτελεί μια παρηγοριά που φωνάζει ότι σε αυτό το δύσκολο παιχνίδι της ζωής δεν είμαστε μόνοι. Κι αν έχουμε πολλά να μας χωρίζουν, ιδέες, κίνητρα, διεκδικήσεις, στόχους, ανθρώπους, έχουμε πολύ περισσότερα και πολύ πιο δυνατά πράγματα να μας ενώνουν: τον θάνατο ως προσωπική αναπότρεπτη μοίρα, τον θάνατο όλων των κοινών πραγμάτων που επιμένουμε να ενταφιάζουμε καθημερινά, αλλά και τα αστείρευτα δάκρυα που μπορούμε ακόμη να ρίχνουμε, για να κρατάμε δροσερό το χώμα της μνήμης τους.

.

ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΚΡΙΤΙΚΩΝ

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

FRACTAL 17/5/2017

Ποιητική φωνή σαν μουσική

Οι ήπιοι τόνοι είναι πάντα ευπρόσδεχτοι, κατά πώς λέμε: καλοδεχούμενοι, οι χαμηλές φωνές επιβάλλονται όπως η εύγλωττη σιωπή της εικόνας. Αρκούν οι φρικιαστικές φωνές, οι βροντώδεις ιαχές των σύγχρονων θορυβοποιών, οι θεαματικές προκλήσεις. Ο κόσμος έχει ανάγκη από αγάπη, από ζεστασιά, από ηρεμία. Πώς να το πω; Ανοίγει η καρδιά σου όταν ανοίγεις ένα βιβλίο κι ακούς τη φωνή που έρχεται από μακριά σαν μουσική και λέει ψιθυριστά σχεδόν με ντροπαλότητα αφοπλιστική.
…/…
Η Χρυσάνθη Ιακώβου με τη δεύτερη ποιητική συλλογή «Τεθλασμένοι χρόνοι», σκιαγραφεί με γήινα, λιτά χρώματα, ποιητικά τη σύγχρονη ζωή και πραγματικότητα. Εκφράζει την αγωνία και την ανησυχία της για τη σημερινή κατάντια του ανθρώπου, για τη σχέση του ατόμου με την πραγματικότητα και καταφέρνει να ισοφαρίζει το ατομικό με το καθολικό αίτημα των καιρών.

.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

19/12/2018.

…/…

Τα περισσότερα ποιήματα της Χρυσάνθης Ιακώβου είναι απαισιόδοξα. Ο λάθος έρωτας κάνει τις νύχτες του Αυγούστου ανυπόφορες, ενώ ο πόνος βαφτίζεται αγάπη «για να έχουμε να λέμε / πως είμαστε ζωντανοί.» Οι λύσεις σε εκείνα, που μας βασανίζουν είναι «ένα κλειδί / σε κάποιο συρτάρι / ξεχασμένο.» Όσοι θέλουν να κλέψουν λίγο χρόνο ανακαλύπτουν τραγικά «πως δεν υπάρχει και χρόνος.», ενώ λέμε ψέματα στον εαυτό μας και πίνουμε απ’ τα λάθη μας και μεθάμε. Τα λάθη χαρακτηρίζονται ως οι λάθος στροφές, που πήραμε και θα κουβαλάμε το βάρος τους για πάντα.
…/…

.

ΣΥΛΙΑ ΖΕΤΤΑ

Από την παρουσίαση του βιβλίου “Τεθλασμένοι χρόνοι” στις Σέρρες, στις 17 Ιανουαρίου 2018

…/…
Η δύναμη που έχουν οι λέξεις που επιλέγει η ποιήτρια να γίνουν τα οχήματα των συναισθημάτων και των σκέψεων της, τις μεταμορφώνει σε τοπία, σε πορτραίτα και σε βιωμένες εμπειρίες. Άλλοτε πάλι σε ηχηρές παρουσίες ή απουσίες, σε αθέατες και μη καταγραφές μιας ζωής, μιας διαδρομής μέσα στον άχρονο χρόνο που τον ορίζουν όμως τεθλασμένες γραμμές και όχι ευθείες. Ο Μπόρχες λέει πως “ποίηση είναι η αναπάντεχη χρήση της γλώσσας” και έτσι αναπάντεχα συναντούμε και εμείς τις λέξεις και τα δυναμικά ουσιαστικά που πρωταγωνιστούν στα ποιήματα της Χρυσάνθης διανύοντας αναπάντεχες -τεθλασμένες πάντα- διαδρομές. Και αυτές οι διαδρομές υπαγόρευσαν και τον τίτλο που αγκαλιάζει και επιγράφει ολόκληρη την ποιητική συλλογή.
…/…

Παρά το νεαρό της ηλικίας της, τολμά η Χρυσάνθη και μιλά για απολογισμούς ζωής σε μια μετάβαση ίσως από τον κόσμο της νεότητας στον κόσμο της ωριμότητας. Θεωρώ πως πρόκειται για μια στοχαστική, κοινωνικο/υπαρξιακή αναζήτηση της ποιήτριας με φιλοσοφικό περιεχόμενο. Η ποιήτρια παρατηρεί, κρίνει και συχνά αναθεωρεί ιδέες, επιλογές, αποφάσεις όχι όμως μόνο για την ίδια, αλλά κυρίως ως μια πρόσκληση στον αποδέκτη των ποιημάτων της, στον καθένα από εμάς. Γι’ αυτό και σε πολλά ποιήματα χρησιμοποιεί το β΄ ρηματικό πρόσωπο και εδραιώνει με την επιλογή αυτή, η ίδια την άμεση επικοινωνία με τον αναγνώστη της ποίησης της σε άχρονο και άτοπο πλαίσιο, μιλώντας αφοπλιστικά για τη ζωή και τις διαδρομές της.

…/…

.

ΑΝΤΩΝΙΑ ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ

Από την παρουσίαση του βιβλίου στις Σέρρες, στις 17 Ιανουαρίου 2018
…/…

. «Οι Τεθλασμένοι χρόνοι» γεννιούνται σε μια εποχή που τα πάντα τίθενται υπό αμφισβήτηση, που η πορεία της ζωής του ατόμου είναι κάθε άλλο παρά μια ευθεία γραμμή. Που το μαύρο που επικάθεται στην ψυχή είναι είτε θλίψη, είτε απόγνωση, είτε παραίτηση.

Μαύρο φόντο και για το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής «Τεθλασμένοι χρόνοι», όπου κυριαρχεί ένας ραγισμένος καθρέφτης. Το βλέμμα του αναγνώστη παγιδεύεται από το έντονο κίτρινο ενός ήλιου που δύει μέσα σε μια πορτοκαλί θάλασσα. Μουντό περιβάλλον, αδιαπέραστο, χωρίς ίχνος ζωής. Το άτομο, το Εγώ, υπάρχει άραγε κάπου μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη; Είναι ένα παραμορφωμένο είδωλο που παλινδρομεί ανάμεσα στο πριν και το τώρα; Είναι ένα είδωλο που αναγνωρίζει τον εαυτό του ανάμεσα στις τεθλασμένες γραμμές της ανθρώπινης μοίρας και επαναπαύεται; Ή είναι ένα Εγώ που ανησυχεί και υποφέρει για ό,τι συμβαίνει και για ό,τι δεν συμβαίνει;

Στα ποιήματα διακρίνουμε μια απολογητική τάση, χαρακτηριστικό στοιχείο της ωριμότητας. Η ποιήτρια αγαπάει την ιδέα του απολογισμού, ενός απολογισμού δημιουργικού που σκοπό έχει να μετουσιώσει σε λέξεις την εμπειρία και τους προβληματισμούς που επανέρχονται βασανιστικά. Η ίδια λέει: «Κουβαλάμε το βάρος των πράξεών μας και των αποφάσεων μας. Αυτό που θέλω να περάσω με την συλλογή μου είναι το πόσο ευθυνόμαστε για τις επιλογές μας και κατά πόσο πρέπει να ζούμε με το βάρος των πράξεων και των αποφάσεών μας». Αυτό είναι κάτι που την απασχολεί έντονα και, θα τολμούσα να πω, κάτι που την πνίγει, της δημιουργεί ασφυξία, σε βαθμό που όταν την ακούσεις να μιλάει γι’ αυτά που την ενοχλούν και την ανησυχούν, νομίζεις ότι είναι έτοιμη να αναποδογυρίσει τον κόσμο όλο για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.

…/…

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

MEANOIHTAVIVLIA 6/6/2017

μια ποιητική εναλλαγή προσώπων

σχολιάζοντας τρία ποιήματα της Χρυσάνθης Ιακώβου από τη συλλογή «Τεθλασμένοι χρόνοι», εκδόσεις βακχικόν

…/…

πόλεις σφραγιστές
και η πόλη μοναχή
με τα γκρίζα στενά της,
τα φθαρμένα της πλακόστρωτα,
τις σφραγισμένες πόρτες των σπιτιών της,
χαμένη στο ημίφως
που φέγγουν οι λάμπες των δρόμων,
υπάρχει και δεν υπάρχει
στον πελώριο χάρτη του κόσμου,
κι οι κάτοικοί της
υπήρξαμε και δεν υπήρξαμε,
αφουγκραστήκαμε κάποτε
τον αχό της ιστορίας,
ανυψωθήκαμε
ίσα με τις ταράτσες
τις σημαίες
τους λόφους
να φυσήξει και για εμάς
λίγος αέρας.

Το εμείς εδώ καταλληλότερο προκειμένου να ενταχθεί το εγώ και το εσύ αλλά κι εκείνο το απρόσωπο τάχα αυτό πιο ομαλά στο πλαίσιο μιας πόλης που φθίνει και σβήνει απειλώντας να παρασύρει μαζί της όλα τα πρόσωπα -πραγματικά και ποιητικά- στη φθορά. Εκείνα όμως, σε μια σύμπλευση απρόσμενη ανυψώνονται στο προσιτό ύψος που συναντώνται με λίγο αέρα. Μια νότα αισιοδοξίας, ίσως, σε μια ποίηση που λιτά και απλά δηλώνει την αναζήτηση του εαυτού μέσα από εικόνες αυτοαναιρούμενες. Ψάχνει το στέρεο έδαφος, τον ίσιο δρόμο αλλά αυτός τρέμει καταργώντας την ευστάθεια και καθιστώντας την όποια ισορροπία επισφαλή. Μια ποίηση που ακροβατεί ανάμεσα στη ματαίωση και στην αναζήτηση. Ενδιαφέρουσα σε κάθε περίπτωση.

.

ΚΡΙΣ ΛΙΒΑΝΙΟΥ

STIGMALOGOU.BLOGSPOT 25/5/2017

Στους Τεθλασμένους χρόνους η Χρυσάνθη Ιακώβου επιχειρεί να ιχνηλατήσει τις περίεργες διαδρομές του νου μετά από τον αποχωρισμό από τον άνθρωπο που αποτελούσε το συμπληρωματικό του κομμάτι. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν είναι η πρωτοτυπία που θα τραβήξει την προσοχή σ’ αυτή τη συλλογή, τουλάχιστον θεματολογικά. Στα 37 ποιήματα που την αποτελούν, αυτό που εκτίμησα προσωπικά είναι η αναμφισβήτητη σαφήνεια του λόγου και της σκέψης. Παρόλο που η Χρυσάνθη Ιακώβου δεν πρωτοτυπεί ιδιαίτερα στις ιδέες που εκφράζονται, είναι σχεδόν εντυπωσιακή η ακρίβεια και η συνοχή των ποιημάτων της: εννοεί ακριβώς αυτά που γράφει και δεν αφήνει ποτέ τον αναγνώστη έρμαιο αναγκαστικών ερμηνειών σε πράγματα που δεν καταλαβαίνει.

…/…

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TOVIVLIO.NET 26/4/ 2017.

Θα ξεχωρίσουμε όμως μία ομάδα συνθέσεων που διακρίνεται από ποιητική ωριμότητα και αναδύουν μία στοχαστική διάθεση (λαθραίοι διαβάτες, απόγευμα ενός καλοκαιριού, μετατοπίσεις, ημιτελές, διακοπή, οι εραστές, εκτός, κάθαρση, εναλλάξ). Είναι εμφανής η διάθεση της δημιουργού να κινηθεί προς μία κοινωνιοϋπαρξιακή στοχαστική πορεία που με ποιητική αρτιότητα διαφοροποιεί τα ποιήματα αυτά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους από άλλα της συλλογής.

Και ακριβώς σε τούτη τη στοχαστική αναζήτηση το ταξίδι αποτελεί μία βασική κατεύθυνση της συλλογής πλάι στον έρωτα και την αγωνία (διαιρεμένοι εαυτοί, διακοπή, κάποιο ταξίδι, έρως θέρος, επανάσταση). Οι διαδρομές (εικοσιτετράωρο, αστοχία Ι, αναμονή, μετατοπίσεις, λαθραίοι διαβάτες) -που αποτυπώνονται άμεσα ή έμμεσα- αισθητοποιούν ακριβώς την πορεία του ατόμου στην ίδια τη ζωή. Η υπαρξιακή όμως αυτή διάσταση ξεπερνά τον ποιητικό ατομοκεντρισμό και απλώνεται προς ένα συλλογικό υποκείμενο.

.

ΤΖΕΝΗ ΚΟΥΚΙΔΟΥ

koukidaki.gr 18/4/2021

Διαβάζοντας τη συλλογή της Χρυσάνθης Ιακώβου συναντώ χειμαρρώδη έργα, που διαβάζονται με μια ανάσα, διαθέτοντας όμορφες προσεγγίσεις στα θέματα που αφορούν. Κυρίως μου έμεινε ο αέρας από το ανοιχτό τζάμι του αυτοκινήτου που ανακατεύει λάγνα τα μαλλιά σε κάποιο ταξίδι, μια γεύση γλυκόπικρη ανακατεμένη με θαλασσινό αλάτι και ευωδιά λουλουδιών όπως μοιάζουν και μυρίζουν πάντα οι στιγμές που θα αξιωθούν να γίνουν ανάμνηση και, σε αντιδιαστολή, η άχρωμη γκρίζα τσιμεντένια πόλη με τα αφιλόξενα σκληρά της σίδερα και τους πολύπλοκους δρόμους όμοιους με λαβύρινθο.

.

ΡΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

VAKXIKON.GR 5/4/2017

Οι Τεθλασμένοι Χρόνοι της Χρυσάνθης Ιακώβου εσωκλείονται θεματικά στους παραπάνω στίχους του ποιήματός της Κόσμος Πεπερασμένος. Η νέα απόπειρα γραφής της μία ολόκληρη υπαρξιακή ανησυχία, άλλοτε μία καθίζηση στη ζώσα πραγματικότητα και άλλοτε καθ’ όλα ανατρεπτική.

Μία επαναστάτρια με αιτία απέναντι στο χρόνο και το άχρονο. Τα γραπτά της γεμάτα με “χώρους αναμονής”, στάσεις και υπομονετικές πορείες, εκεί που οι ανατροπές χωρούν παντού και πουθενά και εκεί που τα καλύτερα δεν έρχονται ή έρχονται με χρονοκαθυστέρηση… Καταδικασμένη (;) σε συμβιβασμούς ανάμεσα σε αποσιωπητικά, άνω και κάτω τελείες…

…/…

.

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

FRACTAL 16/3/2017

…/…

Στίχοι λιτοί, που σχετίζονται εύστοχα με τους προηγούμενους και τους επόμενους συνδράμοντας στην ενότητα του ποιήματος. Η Ενότητα, το μεγάλο ζητούμενο κάθε φορά, με την έννοια ότι το Ποίημα πρέπει να έχει κάτι να μας πει, αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης. Η Χρυσάνθη Ιακώβου είναι σε καλό δρόμο, μας χαρίζει μια γλώσσα προσιτή τίμια, ουσιαστική, που μας «μιλά.» Ύφος ενιαίο, σταθερή φωνή, εξομολογητικός συχνά τόνος και απεύθυνση σε ένα «Εσύ.» Επιδέξια εγκλωβίζει τη στιγμή, ψηλαφίζει αργά τον χρόνο, τον χώρο, την μνήμη. Δεν είναι θλιμμένη, δεν έχει πικρία, στοχάζεται πάνω στις εκδοχές της ζωής μας. Επειδή κάποιες φορές οι άνθρωποι ακροβατούμε, ή μένουμε μετέωροι ή ενεοί, έχοντας διασχίσει αντιφατικούς δρόμους, έχοντας αμφιταλαντευθεί, προδοθεί ή προδώσει. Και οι εμπειρίες μάς έχουν διαμορφώσει, έχουν πλατύνει την ψυχή, έχουν ερεθίσει το συναίσθημα. Η Χρυσάνθη Ιακώβου συλλογίζεται πάνω στην εμπειρία και ερμηνεύει ποιητικώ τω τρόπω.

…/…

.

ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΟΦΟΡΟΣ

Εφημερίδα “Δρόμος της αριστεράς” 4/3/2017

Αφήνω πίσω μου τη δολοφονική ταχύτητα και διαβάζω αργά-αργά απολαμβάνοντας την κάθε λέξη από τα ποιήματα της Χρυσάνθης Ιακώβου. Οι “Τεθλασμένοι χρόνοι” (Εκδόσεις Βακχικόν) είναι ποίηση της βραδύτητας και της ατμόσφαιρας.

“Σ’ ένα δρόμο ατελείωτο / δίχως αρχή / και δίχως τέλος / και δίχως προορισμό, / τυχαίοι διαβάτες / που τολμήσαμε να διασχίσουμε / μια μέρα ωραία / την άγνωστη λεωφόρο, / με ένα σακίδιο στους ώμους…”

…/…

“κολυμπήσαμε σε ολόκληρο ωκεανό / και μια στάλα νερού / δε βρήκαμε”.

Θα μπορούσα να γεμίσω και με άλλα ποιητικά θραύσματα τη σελίδα, προσπαθώντας να μεταδώσω κάτι από τη μαγεία που με τύλιξε ένα απόγευμα που το πέρασα συντροφιά με τους στίχους της Χρυσάνθης Ιακώβου και με πολλά μουσικά θέματα ως υπόκρουση, καθώς ο ήλιος έγερνε αργά προς την Πάρνηθα…

.

ΑΧ-ΕΡΩΝ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΚΡΙΤΙΚΩΝ

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TOVIVLIO.NET 28/1/2016

…/…

Η ποιητική της Ιακώβου είναι κατά βάση υπαρξιακή. Ανεκπλήρωτα όνειρα, προσωπικοί προβληματισμοί, ερωτική απογοήτευση, διαμορφώνουν τη βασική της θεματική σε ένα νόστο προς την ευτυχία. Μόνο που η οδύσσειά της λαμβάνει χώρα πάνω στον ποταμό των ήχων και της θλίψης. Η ποιήτρια άλλες φορές κραυγάζει και κλαίει, άλλοτε σωπαίνει ανήμπορη να ελέγξει το περιβάλλον, ερωτεύεται και απογοητεύεται.

Στην ποίηση βρίσκει το σθένος να αντιμετωπίσει το δικός της ίλιγγο μέσα στο θλιβερό άστυ, μεταμορφώνεται σε ένα άσυλο από το ρεαλισμό… Η πραγματικότητα την φοβίζει, μα εκείνη την αντιμετωπίζει με την ποίηση, με το λόγο και τα συναισθήματα.

…/…

ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΟΦΟΡΟΣ

Εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς 28/1/2016

…/…

Διάβασα στίχους που με ταξίδεψαν, απολαμβάνοντας τη γλώσσα και τη δύναμη των λέξεων, ένιωσα τι θα πει να ξεκινάς «σπέρνοντας στον άνεμο τα λόγια» σου ή πώς γίνεται να αγαπάς τόσο τη «δύναμη των λέξεων που έρχονται από το στήθος σου/νερό/ απ’ τις παλάμες σου….». Και δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ μελαγχολικά πως «και εμείς είμαστε ιστορία/ σε έναν κόσμο που γυρίζει θλιμμένα»….

ΡΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Από την παρουσίαση του βιβλίου Αχ-έρων στην Αθήνα
15 Φεβρουαρίου 2014

Σκοπός μου να μας μεταφέρω στον ποιητικό λόγο και τις εικόνες του βιβλίου. Να μας ταξιδέψω όπως με ταξίδεψε. Να μας προκαλέσω να αναμετρηθούμε με ανεκπλήρωτους έρωτες και τις απολυτότητες της ζωής σε αντίθεση με τη θνητή μικρότητα. Να μας φέρω αντιμέτωπους με τη φθορά και το κόστος του αποχωρισμού.

Όταν διάβασα τη συλλογή παρασύρθηκα, ταυτίστηκα, εν-συναισθάνθηκα και χαμογέλασα πολλές φορές οφείλω να πω, καθώς έκλεινα και εγώ συνωμοτικά το μάτι στην προσπάθεια της Χρυσάνθης να χωρέσει τον εαυτό της στο όλον, να αφεθεί στη ροή αλλά και να επιβιώσει αυτής. Να κρατήσει την αυτοσύστασή της ανεπηρέαστη από τις αναπόδραστες αλλαγές. Να αφαιρέσει άλλοτε με χειρουργική ακρίβεια και άλλοτε βίαια τα χάρτινα κομμάτια άλλων από το σύνολό της, κρατώντας τυχόν ψήγματα ακεραιότητας.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η ποιητική σας συλλογή Lacrimosa (Δακρύβρεχτη) είναι πλέον διαθέσιμη από τις εκδόσεις Βακχικόν. Θέλετε να μας πείτε μερικά πράγματα για την επιλογή του τίτλου καθώς πρόκειται για έναν όρο που στα λατινικά μάς παραπέμπει στα ρέκβιεμ;

Όντως, η φράση lacrimosa dies προέρχεται από τη νεκρώσιμη λειτουργία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και μεταφράζεται ως δακρύβρεχτη μέρα. Ο τίτλος δόθηκε από το τελευταίο ποίημα της συλλογής, το «Ρέκβιεμ», το οποίο τελειώνει με τη λέξη lacrimosa. Το έγραψα καθώς άκουγα το «Lacrimosa» του Zbigniew Preisner, που το ανακάλυψα βλέποντας την ταινία «Το δέντρο της ζωής» του Terrence Malick, όπου ακούγεται σε μια καταπληκτική σκηνή. Σκοπός μου δεν ήταν δώσω πένθιμο χαρακτήρα στη συλλογή, αλλά να εισάγω έναν προβληματισμό, να δώσω μια ιδέα για τα υπαρξιακά ζητήματα που προσπαθώ να θέσω εντός του βιβλίου. Κατά πόσο αξιοποιούμε τη ζωή μας; Γίναμε αυτοί που θα μπορούσαμε να γίνουμε; Ανταποκρινόμαστε στο χρέος απέναντι στον εαυτό μας και απέναντι στην κοινωνία; Αυτά είναι, σε ένα πολύ γενικό πλαίσιο, μερικά από τα θέματα που θέλω να θίξω. Επίσης, μου άρεσε η αρμονία μεταξύ του τίτλου και της… βροχερής φωτογραφίας του εξωφύλλου, την οποία τράβηξα εγώ.

Είναι η τρίτη σας ποιητική συλλογή μετά τα ποιητικά βιβλία Αχ-έρων και Τεθλασμένοι χρόνοι. Νιώθετε να διαφοροποιείστε ποιητικά;

Το αν διαφοροποιούμαι δεν μπορώ να το πω, το ότι εξελίσσομαι σίγουρα ναι. Όχι συνειδητά ασφαλώς, αλλά, μέσα από τη συνεχή τριβή με τη γραφή, βλέπεις ότι αλλάζεις στον τρόπο που εκφράζεσαι, στη φόρμα και στις λέξεις που χρησιμοποιείς, σε αυτά που θέλεις να πεις. Είναι η φυσική εξέλιξη της γραφής, είναι και αναπόφευκτο και επιθυμητό. Και κυρίως έχει να κάνει με την προσωπική μας εξέλιξη και με το γεγονός ότι ωριμάζουμε. Βέβαια, οι δικοί μου κεντρικοί ποιητικοί προβληματισμοί παραμένουν σε γενικές γραμμές οι ίδιοι, αλλά το παιχνίδι με τους στίχους συνεχίζεται. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο όταν γράφω και παρακολουθώ με ενδιαφέρον πού με οδηγεί αυτή η διαδικασία. Έχω την περιέργεια να δω τι άλλο μπορεί να προκύψει τα επόμενα χρόνια σε ό,τι αφορά τον τρόπο που γράφω ποίηση.

Αν έπρεπε να μιλήσετε για τον εαυτό σας με ένα ποίημα από αυτή τη συλλογή ποιο θα επιλέγατε και γιατί;

Δύσκολο να απαντηθεί αυτό. Δεν είμαι σε κανένα ποίημα, με την έννοια ότι δεν αναφέρομαι σε μένα και πουθενά δεν μιλάω για μένα. Από την άλλη είμαι σε όλα τα ποιήματα, με την έννοια ότι αποτελούν τις πιο βαθιές μου απόψεις και τις πιο μύχιες σκέψεις μου και αντιπροσωπεύουν τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Αν πρέπει όμως να επιλέξω κάτι, θα πω το ποίημα «Αλλού» για την τελευταία του στροφή: «[…]– όμως εμένα / το πέταγμα μιας πεταλούδας / μου έδειξε τον δρόμο / για το φεγγάρι».

Υπάρχουν κοινωνικά ζητήματα που σας απασχολούν ιδιαίτερα και πώς επηρέασαν τη γραφή της Lacrimosa;

Την ποίηση μου θα τη χαρακτήριζα κυρίως υπαρξιακή και δευτερευόντως κοινωνική, αλλά θεωρώ ότι αυτά τα δύο «συνυπάρχουν» κατά κάποιον τρόπο μέσα στα ποιήματα. Ο βασικότερός μου υπαρξιακός προβληματισμός (αν πραγματωνόμαστε, αν φτάνουμε ως άνθρωποι στο επίπεδο που θα μπορούσαμε να φτάσουμε, αν ζούμε τη ζωή μας με τον τρόπο που θα θέλαμε και που θα μπορούσαμε) είναι κατ’ επέκταση και κοινωνικός. Αν δεν μπορούμε να γίνουμε οι καλύτερες εκδοχές των εαυτών μας, τότε σίγουρα δεν μπορούμε να γίνουμε και σωστοί πολίτες. Η αδιαφορία μας, η αναλγησία μας, η διστακτικότητά μας να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που μας δίνονται, η αδυναμία μας για ενδοσκόπηση και αυτοκριτική, η αποφυγή της ανάληψης ευθύνης είναι έννοιες που προσπαθώ να θίξω στα περισσότερα ποιήματα, και σε αυτά που αναφέρονται στον άνθρωπο ως μονάδα, αλλά και σε αυτά που αναφέρονται στον άνθρωπο ως μέλος ενός κοινωνικού συνόλου.

Έχετε πει παλιότερα ότι το ταξίδι της ποίησης δεν θα τελειώσει ποτέ. Ταξιδεύετε τώρα σε ποιητικά νερά; Ή ίσως πειραματίζεστε και με άλλα είδη;

Ελπίζω και εύχομαι να μην τελειώσει ποτέ. Είναι ένα ταξίδι μαγικό. Σχετικά με το αν… ταξιδεύω αυτή τη στιγμή, κάποιες περίοδοι είναι πιο παραγωγικές, κάποιες λιγότερο, κάποιες καθόλου. Δεν με απασχολεί αυτό, δεν με αγχώνει δηλαδή. Δεν πιέζω ποτέ τον εαυτό μου να γράψει, ούτε γράφω κατά παραγγελία. Αισθάνομαι συνεχώς την ποίηση να υπάρχει μέσα μου και όταν δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες βγαίνει και προς τα έξω. Αυτήν τη στιγμή διανύω μια περίοδο σχετικής «ηρεμίας», αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Σε ό,τι αφορά τα άλλα είδη γραφής, κατά καιρούς πειραματίζομαι με το πεζό, με το διήγημα συγκεκριμένα, αλλά δεν έχω φτάσει ακόμα στο σημείο να έχω υλικό έτοιμο για κάποιο βιβλίο. Είναι όμως ένας ευσεβής πόθος και ένας μόνιμος στόχος στο πίσω μέρος του μυαλού. Για να είμαι ειλικρινής, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα πεζό να γράψω, αλλά κάπως με βρήκε η ποίηση και από τότε πορευόμαστε μαζί – και δεν αφήνουμε η μία την άλλη.

Τι είναι για εσάς η ποίηση; Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι σήμερα χρειάζονται περισσότερη ποίηση;

Ποίηση για μένα προσωπικά είναι το παν, μου είναι τόσο απαραίτητη όσο η αναπνοή. Είναι ο τρόπος μου να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, να τον ερμηνεύω, ένα από τα μέσα για τη δική μου αυτοπραγμάτωση. Δεν θα έλεγα πως οι άνθρωποι χρειάζονται περισσότερη ποίηση σήμερα ειδικά, νομίζω πως πάντα τη χρειάζονταν και πάντα θα τη χρειάζονται. Όχι μόνο την ποίηση βέβαια, αλλά κάθε μορφή τέχνης. Θεωρώ την ποίηση μια πάρα πολύ παρεξηγημένη τέχνη, η οποία για διάφορους λόγους έχει περάσει στην αντίληψη των περισσότερων ως κάτι δυσνόητο, ασαφές, δύσκολο και αχρείαστο. Θα ήθελα οι άνθρωποι να βρουν έναν άλλον τρόπο να αντιμετωπίζουν και να προσεγγίζουν την ποίηση: να βλέπουν το παιχνίδι των λέξεων, να βιώνουν το συναίσθημα (κι ας μην κατανοούν τι… θέλει να πει ο ποιητής), να διαβάζουν την ιδέα πίσω από το ποίημα, να «επικοινωνούν» με τον ποιητή. Το κάθε ποίημα είναι ένας διαφορετικός τρόπος ερμηνείας του κόσμου και αυτό μπορεί να δώσει στον αναγνώστη μια άλλη οπτική, μια άλλη «θεωρία», έναν νέο τρόπο σκέψης, με λίγα λόγια να του ανοίξει τους πνευματικούς ορίζοντες. Συνεπώς, πέρα από την αναγκαιότητα ανάγνωσης της ποίησης, πιστεύω και σε έναν πιο… «ποιητικό» τρόπο ζωής, να έχουμε δηλαδή τις κεραίες μας ανοιχτές, να είμαστε δεκτικοί σε νέες προοπτικές, να ξεφεύγουμε από την «πρακτική» μας καθημερινότητα και να εντοπίζουμε πιο εύκολα την ομορφιά γύρω μας. Πιστεύω ακράδαντα πως η ποίηση μπορεί να βοηθήσει σε όλα αυτά.

.

koukidaki.gr 25/8/2021

Γιατί γράφετε;

Χρυσάνθη Ιακώβου: Από ανάγκη, από εσωτερική παρόρμηση, επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, επειδή δίνει νόημα στις ώρες και στις μέρες μου. Γράφω από τόσο μικρή ηλικία και το γράψιμο είναι τόσο άρρηκτα
συνδεδεμένο με τη ζωή μου που είναι πλέον βασικότατο στοιχείο της ίδιας μου της ύπαρξης, τόσο απαραίτητοκαι σημαντικό όσο η αναπνοή. Προφανώς, ο κάθε άνθρωπος έχει βρει –ή ψάχνει να βρει– έναν τρόπο για να
εκφράζεται, να επικοινωνεί, να πραγματώνεται· εγώ τα έχω βρει όλα αυτά στο γράψιμο.

Ποιες εικόνες ή συναισθήματα αποτελούν αφορμές για δημιουργία;

Χ.Ι.: Ο ήλιος και τα παιχνίδια του ήλιου σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο ή πάνω σε μια επιφάνεια. Η βροχή, το ηλιοβασίλεμα. Το φεγγάρι, ειδικά όταν ο ουρανός δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμα εντελώς. Η θάλασσα. Ένα παλιό,
εγκαταλελειμμένο κτίριο. Οτιδήποτε βέβαια μπορεί να σταθεί αφορμή για δημιουργία. Κάποιες περίοδοι η ανάγκη για έκφραση είναι εντονότερη και η έμπνευση ενεργοποιείται τόσο συχνά και τόσο αναπάντεχα.

Πώς λογαριάζεται η επιτυχία ενός βιβλίου για εσάς;

Χ.Ι.: Καταρχάς, δεν γράφεις ένα βιβλίο για να «κάνει επιτυχία» ή, εν πάσει περιπτώσει, δεν είναι η επιτυχία αυτήν που έχεις κατά νου. Γράφεις ένα βιβλίο επειδή έχεις ανάγκη να το γράψεις και ελπίζεις να «επικοινωνήσεις» με αυτούς που θα το διαβάσουν. Γενικά, είναι λίγο δύσκολο να προσδιοριστεί η έννοια της επιτυχίας όταν μιλάμε για βιβλία στην Ελλάδα –και μάλιστα για ποιητικά βιβλία– δεδομένου ότι η λογοτεχνία δεν αγκαλιάζεται στη χώρα μας στον βαθμό που θα μπορούσε… Επιτυχία για μένα είναι η ίδια η έκδοση του βιβλίου, το να κάνεις δηλαδή το τολμηρό βήμα και να ανοιχτείς στο αναγνωστικό κοινό. Επιτυχία είναι να το διαβάσουν άνθρωποι με τους οποίους δεν γνωρίζεσαι. Επιτυχία είναι να αρέσει το βιβλίο σε αυτούς που εκτιμάς και σε αυτούς που αγαπούν τη λογοτεχνία. Και φυσικά η μεγαλύτερη επιτυχία είναι να σου πει κάποιος αναγνώστης – γνωστός σου ή άγνωστος– πόσο τον άγγιξε κάποιο ποίημα ή κάποιος στίχος.

Αν έπρεπε να περιγράψετε τη συλλογή Lacrimosa με μία λέξη ή μια φράση, ποια θα ήταν αυτή;

Χ.Ι.: Προβληματισμός.

Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας έργο και γιατί;

Χ.Ι.: Το αγαπημένο μου από αυτό το βιβλίο, το «Lacrimosa», θα έλεγα πως είναι το ποίημα «Μια αλήθεια», το οποίο έχω διαλέξει και για το οπισθόφυλλο:
Το τελευταίο μπάνιο.
Λεία και στιλπνά τα σώματά μας
μέσα στην υγρή σιωπή της θάλασσας.
Ένα ένδοξο απόγευμα
που μας αξίωσε
με μια ρωγμή αλήθειας.
Κι η βάρκα αραγμένη στη στεριά
τα ταξίδια που δεν ταξίδεψε.
Τα τζιτζίκια,
το κρυφτό παιχνίδι του ήλιου.
Τολμήσαμε.
Δίχως να νιώσουμε πώς
βρεθήκαμε κιόλας στη σκιά.

Η αναζήτηση της «αλήθειας» είναι νομίζω ένας από τους βαθύτερους υπαρξιακούς στόχους του ανθρώπου και είναι και μια ιδέα που με βασανίζει έντονα ποιητικά. Το συγκεκριμένο ποίημα είναι βιωματικό, με την έννοια ότι
σχηματίστηκε στο μυαλό μου ως ιδέα όσο βρισκόμουν μέσα στο νερό σε μια υπέροχη παραλία ένα απόγευμα του Αυγούστου, με τα τζιτζίκια να ακούγονται, τον ήλιο να δύει και μια βάρκα να βρίσκεται σχεδόν ξεχασμένη στην άμμο. Αισθάνθηκα όντως εκείνη τη στιγμή ότι βίωσα «μια αλήθεια», η οποία βέβαια γλίστρησε γρήγορα, όπως όλες οι αλήθειες που βιώνουμε. Κάποια στιγμή βρέθηκα στη σκιά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δύει ο ήλιος
της ζωής μας, πριν προλάβουμε να ανακαλύψουμε όλα τα μυστικά της ύπαρξης μας.

Αν δεν υπήρχε η ποίηση στη ζωή σας, με τι θα είχατε ασχοληθεί; Με ποιον τρόπο θα εκφραζόσασταν; Πώς;

Χ.Ι.: Μου αρέσει πολύ η φωτογραφία, ασχολούμαι ερασιτεχνικά αρκετά χρόνια. Το εξώφυλλο μάλιστα του «Lacrimosa» (όπως και των δύο προηγούμενων ποιητικών μου συλλογών) είναι φωτογραφία δική μου. Επίσης,
η μεγάλη αγάπη της ζωής μου –εκτός από την λογοτεχνία– είναι ο κινηματογράφος, οπότε θα μπορούσα να μεφανταστώ σκηνοθέτιδα.

Μοιραστείτε ένα όνειρό σας, μια σκέψη ή έναν στόχο.

Χ.Ι.: Μόνιμο όνειρο είναι πάντα το πεζό. Θα ήθελα κάποια στιγμή να γράψω μια ολοκληρωμένη συλλογή διηγημάτων ή ένα μυθιστόρημα. Αλλά πέρα από αυτό, ελπίζω να συνεχιστεί το ταξίδι της ποίησης, να μην τελειώσει ποτέ!
Η Χρυσάνθη Ιακώβου μιλάει με αφορμή την ποιητική της συλλογή, Lacrimosa, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΣΤΟΦΟΡΟ

edromos.gr 14/9/2021

Γιατί διάλεξες αυτόν τον τίτλο για το βιβλίο;

Lacrimosa θα πει δακρύβρεχτη στα λατινικά, από τη φράση lacrimosadies, δηλαδή δακρύβρεχτη μέρα, που ακούγεται στη νεκρώσιμη ακολουθία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ήθελα να εισάγω με αυτόν τον τρόπο έναν προβληματισμό, να δώσω ένα στίγμα για τα υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα που προσπαθώ να θέσω στα ποιήματά μου. Εκτός αυτού, τον διάλεξα λόγω του τελευταίου ποιήματος της συλλογής, του «Ρέκβιεμ». Ένα βράδυ παρακολουθούσα την ταινία του Terrence Malick «Το δέντρο της ζωής» και σε μια σκηνή ακούγεται το «Lacrimosa» του Zbigniew Preisner. Με μάγεψε το συγκεκριμένο κομμάτι, το οποίο αναζήτησα στη συνέχεια στο YouTube και από το οποίο προέκυψε το ποίημα «Ρέκβιεμ». Θεώρησα ότι το Lacrimosa ταίριαζε ως τίτλος και με το περιεχόμενο της συλλογής, αλλά και με το βροχερό εξώφυλλο, το οποίο είναι δική μου φωτογραφία.

Γράφεις ότι «πνίξαμε τα όνειρά μας στις στιγμές μας». Ποια δικά σου όνειρα έχουν μείνει πίσω;

Με απασχολεί ποιητικά η τάση του ανθρώπου να αφήνεται στην πεζή ρουτίνα της καθημερινότητάς του και να αμελεί αυτά που πραγματικά επιθυμεί. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες ανθρώπινες αδυναμίες. Προσωπικά, δικό μου όνειρο που να έμεινε πίσω δεν ξέρω αν υπάρχει, με την έννοια ότι έχω καταφέρει αρκετά από αυτά που επιθυμώ. Έχω την ευτυχία να εργάζομαι στον τομέα που θέλω (είμαι αρχισυντάκτρια περιοδικού), αλλά και λογοτεχνικά είμαι ευχαριστημένη σε γενικές γραμμές από τη μέχρι τώρα πορεία μου. Αν θα μπορούσα να είχα πάρει αποφάσεις που θα με οδηγούσαν σε ακόμα καλύτερους δρόμους; Πιθανόν ναι. Αν επιθυμώ να καταφέρω κι άλλα πράγματα επαγγελματικά και λογοτεχνικά; Σίγουρα ναι. Δεν θέλω όμως να σκέφτομαι για όνειρα που έμειναν πίσω, αλλά για όνειρα που μπορώ στο μέλλον να πραγματοποιήσω.

Το φεγγάρι είναι «πρωταγωνιστής» σε πολλά από τα ποιήματά σου. Τι είναι αυτό που σε μαγεύει;

Πρόκειται για υποσυνείδητη ποιητική εμμονή! Ίσως είναι η μοναχικότητά του στον ουρανό. Ίσως είναι ότι δίνει ομορφιά ακόμα και σε ένα άσχημο τοπίο. Ίσως –καθώς αποτελεί ένα σταθερό σημείο του κόσμου που μας περιβάλλει– λειτουργεί ως υπενθύμιση για το πόσο γρήγορο είναι το πέρασμά μας από τη γη. Μου αρέσει καμιά φορά η τόλμη του και η παραδοξότητα να εμφανίζεται σε έναν ουρανό που δεν σκοτείνιασε ακόμα. Από κάτι τέτοιες διαπιστώσεις και τέτοιες αντιθέσεις γεννιούνται πολλές φορές τα ποιήματα. Η δική μου ποίηση εξάλλου θα έλεγα πως είναι αρκετά «φωτογραφική», τα ποιήματά μου προκύπτουν τις περισσότερες φορές από κάποια εικόνα που θα δω, αρκετά δυνατή ώστε να πυροδοτήσει την έμπνευσή μου. Το φεγγάρι μού έχει χαρίσει πολλές τέτοιες εικόνες και έχει ενεργοποιήσει μέσα μου πολλούς συνειρμούς.

Δημοσιογραφία και ποίηση πώς μπορούν να συμβαδίζουν στις μέρες μας;

Δημοσιογραφία και ποίηση θεωρώ πως είναι διαφορετικές εκφράσεις του ίδιου πράγματος, δηλαδή της αγάπης για τον λόγο και τη γλώσσα. Μπορούμε ακόμα να πούμε ότι και οι δύο ασχολούνται με την «ανακάλυψη» της αλήθειας: η μεν δημοσιογραφία για όσα συμβαίνουν, η δε ποίηση για όσα μπορεί να υπάρχουν στα βάθη της ύπαρξής μας. Από την άλλη βέβαια υπάρχει και μια αντίθεση που έχει ενδιαφέρον: η δημοσιογραφία ασχολείται με την ωμή πραγματικότητα σε όλη της την έκταση, η ποίηση –ακόμα κι όταν περιγράφει όσα συμβαίνουν γύρω μας– είναι απόδραση από την πραγματικότητα. Οι δημοσιογράφοι-ποιητές ίσως να αισθάνονται την ανάγκη να πατούν και στους δύο «κόσμους». Αυτό δεν κάνουν άλλωστε όλοι οι άνθρωποι;

Πώς θα μπορούσε η ποίηση στην Ελλάδα να ανέβει και πάλι στο βάθρο που βρισκόταν κάποτε;

Θεωρώ πως όλο το σύστημα γύρω από την ποίηση είναι προβληματικό – και γύρω από τη λογοτεχνία γενικότερα, απλώς η ποίηση πλήττεται περισσότερο επειδή θεωρείται πιο «δύσκολο» είδος σε σχέση με την πεζογραφία. Η ποίηση είναι μια παρεξηγημένη τέχνη στην Ελλάδα, θεωρείται ακαταλαβίστικη, υπάρχει γενικά η άποψη ότι απευθύνεται σε ένα πολύ περιορισμένο κοινό, ενώ οι ποιητές καμιά φορά αντιμετωπίζονται ως γραφικοί. Ευθύνη για αυτό έχει σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό ο τρόπος που διδάσκεται η ποίηση στα σχολεία: η υπερανάλυση των στίχων, αλλά και η επιλογή των ποιημάτων που περιλαμβάνονται στην ύλη απωθούν τους μαθητές από περαιτέρω ενασχόληση. Το πρώτο που θα έπρεπε να αλλάξει λοιπόν είναι ο τρόπος που διδάσκεται η ποίηση: να μαθαίνουμε στα παιδιά πώς να νιώθουν την ποίηση, όχι πώς να την ερμηνεύουν.

Από την πλευρά αυτών που ασχολούνται με την ποίηση (ποιητές, κριτικοί, εκδότες), γίνονται ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο μπορούν να προσελκύσουν ένα ευρύτερο κοινό. Ίσως θα έπρεπε να γίνει μια επιπλέον προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση. Επίσης: θυμάμαι μια δράση πριν από μερικά χρόνια κατά την οποία είχαν τοποθετηθεί στίχοι σπουδαίων Ελλήνων ποιητών στα λεωφορεία. Με τέτοιους τρόπους –και με τη δύναμη των socialmedia φυσικά– θα ήθελα να μπει η ποίηση στην καθημερινότητά μας. Να ξορκίσουμε την άποψη ότι είναι δύσκολη, να τη νιώσουμε, να την αγαπήσουμε, να ταυτιστούμε μαζί της, να πάψουμε να έχουμε το άγχος να την κατανοήσουμε. Να γίνει η ποίηση πιο προσιτή, ένα είδος… «μόδας», αν επιτρέπεται να το θέσω έτσι, όπως συμβαίνει με τη μουσική, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Παράλληλα, θα ήθελα να δοθεί πιο πολύς χώρος στους νέους ποιητές. Να γίνονται δράσεις, φεστιβάλ, βραδιές ποίησης, αφιερώματα σε περιοδικά, ειδικά για αυτούς. Αν κατορθώσουμε να φέρουμε τη νέα γενιά στο επίκεντρο της ποίησης, αυτό θα περάσει σταδιακά και σε ολόκληρη την κοινωνία.

.

ΛΕΝΗ ΖΑΧΑΡΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 9/10/2021

«Lacrimosa» ονομάζονται οι τελευταίες στροφές (18η και 19η) του λατινικού ύμνου Dies Irae γνωστού από τη χρήση του παλαιότερα στη νεκρώσιμη ακολουθία της ρωμ/καθολικής Εκκλησίας. Το κείμενο αναφέρεται στην ημέρα της Κρίσης. Μάλιστα πολλοί συνθέτες (Μότσαρτ, Βέρντι κ.α) το περιλαμβάνουν σαν διακριτό μέρος σε συνθέσεις Ρέκβιεμ.
«Lacrimosa» ονομάζεται και η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Χρυσάνθης Ιακώβου από το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Ρέκβιεμ»: «…Και τότε κάποιος ψιθύρισε:/ Lacrimosa.»
Η ποιήτρια με ρεαλιστικότητα, έντονο συμβολισμό και ύφος εξομολογητικό, γράφει ποίηση σύγχρονη και ταυτόχρονα διαχρονική. Φέρνει στο «σήμερα» τα ζητήματα που προβληματίζουν και πονάνε εδώ κι αιώνες τους ποιητές. Ωστόσο το Σήμερα είναι πιο οδυνηρό καθώς η ανθρώπινη κατάσταση έχει μεταβληθεί προς το χειρότερο. Ακόμη κι ο έρωτας προκαλεί θλίψη γιατί δεν είναι ολοκληρωτικός ή ξεκάθαρος. Ο θάνατος, η άλλη μεγάλη συμπαντική δύναμη, βρίσκεται στον αντίποδα. Είναι αμείλικτα παρών, δεν έρχεται μόνο ως φυσιολογικό γεγονός, αλλά κι ως βίαια κατάσταση που δεν ξεχωρίζει ηλικίες και καταστάσεις: «…η σφαγή των αθώων νηπίων ξεκίνησε/ από αυτούς που κατάλαβαν/ πως στα μάτια των παιδιών/ κατοικεί ο Θεός/ – και η σφαγή/ ακόμα συνεχίζεται.»
Οι αλλεπάλληλες ματαιώσεις από όνειρα που έμειναν απραγματοποίητα, από συνειδητοποιήσεις ψευδαισθήσεων και απουσίες, η έλλειψη συμπόνιας, τα «χάρτινα πρόσωπα των ανθρώπων», η μοναξιά, η σκοτεινιά του κόσμου, οι διαψεύσεις, αλλά και το πέρασμα του χρόνου με τους επερχόμενους θανάτους προσφιλών προσώπων, τις ασθένειες, τα πνιγμένα και θαμμένα όνειρα που επιστρέφουν βασανιστικά πληγώνουν την ποιήτρια.
Το βίωμα της είναι οδυνηρό, είναι πόνος και πένθος γι’ αυτόν τον κόσμο, τον «δανεικό και πληγωμένο» από τον οποίο ακόμα κι ο Θεός εξορίζεται.
Είναι τέτοια η σκληρότητα των ανθρώπων, η παραφροσύνη.
Η ποιήτρια γίνεται το «ιερόν πτηνόν» του Πλάτωνα και μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία μεταφέρει ως «διάμεσος» τα μηνύματα του ουρανού στη γη: «ο ουρανός/ βλοσυρός/ πάνω απ’ τα κεφάλια μας,/ γνέφει/ σε μια μόνιμη απειλή,/ μια υπόσχεση συντέλειας/ στο εύθραυστό μας μέλλον…/». Ίσως γι’ αυτό τελειώνει με το «Ρέκβιεμ» κι ίσως γι’ αυτό η μόνη της καταφυγή είναι η ποίηση…

«…ένα πουλί στο σύρμα/ δίνει τον ρυθμό/ μια μελωδία ξεχασμένη/ -γιατί λαλείς/ πάνω απ’ της λήθης/ το πέτρινο σκηνικό;» (Μια μελωδία ξεχασμένη)
Με αφορμή τους στίχους αυτούς θα ήθελα να σε ρωτήσω ποιος είναι ο ρόλος του ποιητή στον κόσμο;

Ο ρόλος του ποιητή, κατά τη γνώμη μου, είναι να δίνει μια άλλη ερμηνεία για όσα μας περιβάλλουν. Να κάνει τους αναγνώστες να δουν τα πράγματα από μια νέα οπτική γωνία. Σκοπός της τέχνης είναι έτσι κι αλλιώς να μας δίνει τροφή για να σκεφτούμε και να ανυψωθούμε πνευματικά, ομοίως θεωρώ πως ο κάθε ποιητής μπορεί προσφέρει ένα νέο είδος «αλήθειας», το οποίο ο αναγνώστης μπορεί να το ερμηνεύσει όπως του ταιριάζει.

Γιατί γράφεις εσύ; Είναι η ποίηση «μια μελωδία ξεχασμένη»;

Παραγκωνισμένη ίσως, αδικημένη ναι, παρεξηγημένη σίγουρα, ξεχασμένη όμως ποτέ δεν είναι η ποίηση. Πάντα θα αγαπιέται και θα διασώζεται μέσα στον χρόνο. Εγώ γράφω γιατί αυτός είναι ο τρόπος μου να ερμηνεύω τον κόσμο, να επικοινωνώ, να προσπαθώ να φτάσω στα βαθύτερα επίπεδα της ύπαρξης. Όλοι οι άνθρωποι προσπαθούμε να βρούμε την προσωπική μας αλήθεια, εγώ το κάνω αυτό μέσω της γραφής.

«υπάρχεις και δεν υπάρχεις/ σαν είδωλο ψευδαίσθησης/…/η ζωή προχωράει/ στη γραμμική ευθεία του κύκλου…» (Κόκκινη αντανάκλαση)
Είναι οξύμωρη η ζωή ή οι άνθρωποι ζούμε με ψευδαισθήσεις; Κι η ποίηση πώς λειτουργεί;

Η ζωή είναι οξύμωρη, κλείνει μέσα της τις μεγαλύτερες αντιθέσεις, ευτυχία και δυστυχία, ανταμοιβή και αδικία, δεν συμβαδίζει με τα θέλω μας, καμιά φορά μοιάζει να μας περιγελά. Αλλά και οι άνθρωποι φυσικά και ζούμε με ψευδαισθήσεις, δεν έχουμε πάντα την αντίληψη να κρίνουμε σωστά τις καταστάσεις, να πάρουμε τις «σωστές» αποφάσεις. Πολλές φορές έχουμε λάθος εικόνα ακόμα και για τον ίδιο μας τον εαυτό. Η ποίηση δεν μπορεί να λύσει το δράμα αυτό της ύπαρξής μας, μπορεί όμως να μας βοηθήσει να φτάσουμε στην αυτογνωσία. Και είναι κι αυτό μια παρηγοριά.

«μέσα από τη μήτρα των καλών προθέσεων/ ξεπηδούν απρόοπτα οι διαψεύσεις…»(Κόντρα)
Σ’ αυτή την πορεία που μας φέρνει ολοένα πιο κοντά στο θάνατο διαψεύδοντας τις προσδοκίες μας, ποιος είναι για σένα ο ρόλος της ποίησης;

Γράφουμε ποίηση –και γενικότερα κάνουμε τέχνη– για να ξορκίσουμε τον φόβο του θανάτου. Για να γευτούμε λίγο μια ψευδαίσθηση αθανασίας. Γράφουμε και διαβάζουμε ποίηση για να ερμηνεύσουμε τα μυστήρια της ζωής. Για να φτάσουμε στην αυτοπραγμάτωση. Θεωρώ πως η επαφή με την ποίηση (τόσο για αυτούς που τη γράφουν όσο και για αυτούς που τη διαβάζουν) προσφέρει μια μικρή λύτρωση, μπορεί να κάνει λίγο πιο ανώδυνα κάποια πράγματα.

Αυτοί οι δύο στίχοι θυμίζουν έντονα αρχαία λυρική ποίηση, όπως και πολλοί άλλοι στα ποιήματά σου. Έχει αλλάξει ο προβληματισμός του ανθρώπου σήμερα;
Τα βασικά υπαρξιακά ερωτήματα –αυτά στα οποία καλείται παραδοσιακά να «απαντήσει» η τέχνη– δεν αλλάζουν. Οι κοινωνίες και οι ιδεολογίες αλλάζουν, αλλά οι πιο βαθείς προβληματισμοί του ανθρώπου παραμένουν ίδιοι. Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν αλλάζει, τα βασικά του ένστικτα είναι τα ίδια σε όλους τους αιώνες. Το έργο τέχνης που καταφέρνει να συλλάβει τους αιώνιους αυτούς προβληματισμούς γίνεται διαχρονικό – όπως βλέπουμε να συμβαίνει με τόσα και τόσα έργα του παρελθόντος που δεν παλιώνουν ποτέ.

«…δεν είμαστε αυτοί/ που ευχηθήκαμε να γίνουμε,/…/ δεν είμαστε αυτοί/ που θα μπορούσαμε να γίνουμε/ μα μήτε το μετανιώσαμε/ μήτε το καταλάβαμε κιόλας». (Απολεσθείσα ευχή)
Πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος προς την αυτογνωσία;
Προφανώς ο δυσκολότερος δρόμος που καλείται να διαβεί ο άνθρωπος. Αδύνατον να τον περπατήσεις μέχρι τέλους. Το ίδιο ισχύει και για τον δρόμο προς την αυτοπραγμάτωση, καθώς και για τον δρόμο προς την εκπλήρωση των επιθυμιών και των ονείρων μας. Όλα αυτά βέβαια είναι αλληλένδετα. Είναι στη φύση του ανθρώπου να επαναπαύεται, να παρασύρεται από τη ρουτίνα και από όσα του φέρνει η ζωή τυχαία, που παύει από ένα σημείο και μετά να προσπαθεί να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Πιστεύω πως σε αυτό ακριβώς το στοιχείο της φύσης μας πρέπει να αντισταθούμε.

Με αφορμή στίχους των ποιημάτων σου να σε ρωτήσω, πόσο κοντά βρίσκεται ο ποιητής με το Θεό;
Δεν θεωρώ πως συνδέονται απαραίτητα η πίστη με την ποίηση. Εξαρτάται προφανώς από τον κάθε ποιητή, πόσο κοντά αισθάνεται ο ίδιος στον Θεό και πώς αυτό επηρεάζει τη γραφή του. Ο ποιητής «πρέπει» να βρίσκεται κοντά στον άνθρωπο. Να σκύβει πάνω από το ανθρώπινο δράμα, να αγκαλιάζει την ανθρώπινη αδυναμία, να αντικρίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι πιστεύω πως μπορούν να προκύψουν τα καλά ποιήματα, αυτά που «έχει ανάγκη» να διαβάσει ο κόσμος και που αγαπάει.

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΝΟΒΑΣ

https://authoring-melodies.blogspot.com/ 9/2021

1) Καλώς σε βρήκα Χρυσάνθη! Καταρχάς, θέλω να μου πεις, πώς ξεκίνησε για εσένα το ταξίδι της συγγραφής;

Χ.Ι.: Καλώς ανταμώσαμε! Το ταξίδι της συγγραφής ξεκίνησε για μένα ταυτόχρονα με το ταξίδι της… γραφής! Σχεδόν από τότε που έμαθα γραφή ξεκίνησα και να γράφω! Με θυμάμαι στο δημοτικό να γράφω διηγήματα και να ξεκινάω μυθιστορήματα. Μετά, στο γυμνάσιο, προέκυψε και η ποίηση. Πλέον ασχολούμαι κατεξοχήν με την ποίηση, αλλά πειραματίζομαι κατά καιρούς και με τον πεζό λόγο. Η συγγραφή είναι κάτι μαζί με το οποίο μεγάλωσα, διαμορφώθηκα, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μου και ο καλύτερος, για μένα, τρόπος για να εκφραστώ. Την αντιμετώπιζα από την αρχή ως κάτι ιερό και έτσι παραμένει μέχρι σήμερα.

2) Η ποίηση είναι ένα ομολογουμένως δύσκολο μονοπάτι. Εσύ, πώς αποφάσισες να το περπατήσεις;

Χ.Ι. : Νομίζω πως είναι καθαρά θέμα κλίσης, δηλαδή ένας αξιόλογος πεζογράφος ενδεχομένως να μην μπορεί να γράψει ούτε δύο στίχους και αντιστοίχως ένας κορυφαίος ποιητής ίσως δεν μπορεί να γράψει ούτε μια σελίδα σε πεζό. Θεωρώ πως δεν υπάρχουν εύκολα και δύσκολα είδη, παρά μονάχα άνθρωποι που έχουν έμφυτο ταλέντο για το ένα ή για το άλλο. Σχετικά με μένα, δεν ήταν απόφασή μου να γράψω ποίηση, εγώ από μικρή με το πεζό ήθελα να ασχοληθώ και με αυτό ξεκίνησα. Η ίδια η ποίηση ήρθε και με βρήκε κάπου στα δεκατρία μου, όταν έγραψα το πρώτο μου ποίημα. Από τότε μου βγαίνει εντελώς αυθόρμητα και φυσικά, με τον ίδιο τρόπο που αναπνέουμε ή περπατάμε. Το να ερμηνεύω τον κόσμο και να εκφράζω την προσωπική μου αλήθεια μέσω στίχων είναι κάτι που μου προσφέρει απίστευτη ψυχική απόλαυση. Δεν έχω ξεχάσει την επιθυμία μου για το πεζό, αλλά η ενασχόληση με την ποίηση νιώθω πως δεν θα τελειώσει ποτέ. Δεν μπορώ να με φανταστώ να μη γράφω.

3) Ποιες οι επιρροές σου; Ποιους/ες συγγραφείς θαυμάζεις;

Χ.Ι. : Δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω για συγκεκριμένες επιρροές, πάντως έχω αρκετή αδυναμία στον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη και τον Λάσκαρη.

4) Είναι δύσκολο ή εύκολο κάθε φορά να μετατρέψεις την ιδέα σου σε ποίημα;

Χ.Ι. : Δεν γράφω ποτέ κατόπιν παραγγελίας ούτε λέω από μέσα μου πως τώρα θα καθίσω και θα γράψω ένα ποίημα. Σε αυτήν την περίπτωση υποθέτω πως δεν θα ήταν εύκολο να προκύψει κάποιο αξιόλογο κείμενο. Όταν όμως μια εικόνα ή κάποιο ερέθισμα πυροδοτήσει την έμπνευση και αυτή συνειρμικά φέρει κάποια ιδέα (ιδέα που συνήθως προϋπάρχει στο μυαλό), τότε θα έλεγα πως δεν είναι δύσκολο να γραφεί ένα ποίημα. Για την ακρίβεια, σε λίγα λεπτά είναι έτοιμο. Μου αρέσει να κρατώ το ποίημα έτσι ατόφιο, όπως γεννήθηκε από την έκρηξη της έμπνευσης. Το ξαναδιαβάζω λίγο καιρό μετά με πιο νηφάλια ματιά για να δω αν όντως αξίζει και να διορθώσω κάποιον στίχο ή μερικές λέξεις. Έχω την ευτυχία να αισθάνομαι ότι καταφέρνω σε κάθε ποίημα να εκφράσω αυτό περίπου που θέλω κάθε φορά να πω. Και χαίρομαι που οι λέξεις είναι φίλες μου και μου επιτρέπουν να αποτυπώσω με ακρίβεια τις σκέψεις μου.

5) Υπήρξαν πιθανώς μηνύματα που θέλησες να περάσεις μέσα από τα γραπτά σου; Θα έπρεπε πιστεύεις ένας οποιοσδήποτε καλλιτέχνης, εφόσον έχει αυτή τη δυνατότητα, να περνάει μηνύματα μέσα από την τέχνη του;

Χ.Ι. : Δεν θα το έλεγα ότι επιδιώκω να περάσω κάποιο μήνυμα. Προφανώς βέβαια με τα ποιήματά μου κάτι θέλω να πω, παρουσιάζω δηλαδή τη δική μου κοσμοθεωρία, το δικό μου σύστημα ιδεών. Αν κάτι από αυτά που γράφω έχει απήχηση, επηρεάσει κάποιον, δώσει σε έναν αναγνώστη μια καινούργια οπτική, του προκαλέσει μια ωραία σκέψη, έχει καλώς. Αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης της τέχνης, αυτό κάνουν εκ των πραγμάτων όσοι εκφράζονται μέσω της τέχνης. Δεν ξέρω ωστόσο αν θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένας καλλιτέχνης «πρέπει» να περνάει κάποιο μήνυμα. Αν σκοπός της τέχνης γίνει να περνάει συγκεκριμένα μηνύματα, τότε μιλάμε για τέχνη στρατευμένη, και όχι για αυθόρμητη, ειλικρινή, πηγαία.

6) Ας περάσουμε τώρα στο βιβλίο. Θέλω να μου μιλήσεις καταρχάς για την όλη διαδικασία. Πώς φτάσαμε από την αρχική ιδέα στην έκδοσή του;

Χ.Ι. : Πάντα υπάρχει η ιδέα για ένα βιβλίο, αρκεί να υπάρχει το υλικό! Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από την προηγούμενη ποιητική μου συλλογή, τους «Τεθλασμένους χρόνους», που εκδόθηκαν το 2017 από τις Εκδόσεις Βακχικόν, οπότε αισθάνθηκα ότι είχε έρθει η ώρα για το επόμενο βήμα. Διαβάζοντας προσεκτικά τα ποιήματα που είχα γράψει όλο αυτό το διάστημα, θεώρησα πως όντως έχω κάτι καινούργιο να πω και πως η γραφή μου εξελίχθηκε. Αν δεν το πίστευα αυτό, δεν θα προχωρούσα σε έκδοση. Έτσι λοιπόν προέκυψε η τρίτη μου ποιητική συλλογή, το «Lacrimosa» μου, από τις Εκδόσεις Βακχικόν, με τριάντα εφτά ποιήματα υπαρξιακού και κοινωνικού περιεχομένου, στα οποία κύριες ιδέες είναι ο χρόνος, οι χαμένες ευκαιρίες της ζωής μας, η αυτοπραγμάτωση, η ευθύνη μας απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους. Όλα αυτά τα έδεσα με ένα «βροχερό» εξώφυλλο, το οποίο είναι φωτογραφία δική μου!

7) Διέκρινα σε ένα αρκετά μεγάλο βαθμό απαισιοδοξία στα γραπτά σου. Προς τι αυτό;

Χ.Ι. : Γράφω για αυτά που με ενοχλούν, για αυτά που με προβληματίζουν, για τις ανθρώπινες αδυναμίες, για τα λάθη μας και για την πλάνη μας. Για αυτά που με κεντρίζουν και με πληγώνουν. Ένα αισιόδοξο ή χαρούμενο ποίημα δεν έχει λόγο ύπαρξης για μένα. Εξάλλου οι άνθρωποι σπάνια γράφουν όταν είναι χαρούμενοι. Συνήθως γράφουν όταν κάτι τους καίει. Δεν είμαι απαισιόδοξος άνθρωπος, αλλά είναι η δύσκολη πλευρά του κόσμου και της ύπαρξής μας που με απασχολεί ποιητικά.

8) Ως άνθρωποι, απομακρυνόμαστε πλέον από τις στιγμές; Ζούμε μηχανικά;

Χ.Ι. : Είναι στο χέρι του κάθε ανθρώπου το πώς θα ζήσει τη ζωή του. Μονίμως ο άνθρωπος έχει μια τάση να βολεύεται, να επιζητά τη ρουτίνα του, να φοβάται τις αλλαγές ή το ρίσκο, να επαναπαύεται. Υπήρχαν πάντα και θα υπάρχουν πάντα αυτοί που ζούνε τη ζωή τους ολόκληρη μηχανικά και άλλοι που κυνηγούν την κάθε στιγμή. Και φυσικά υπάρχουν και αυτοί που προσπαθούν να ισορροπήσουν στο ενδιάμεσο. Νομίζω πως αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου, το αν καταφέρνει δηλαδή να ζήσει πραγματικά τη ζωή του και να έρθει όντως σε επαφή με τα θέλω του, και είναι μια ιδέα που με απασχολεί κι εμένα ποιητικά σε μεγάλο βαθμό.

9) Πιστεύεις ότι έχουμε φτάσει πλέον σε ένα τέλμα και θα έπρεπε ίσως να κάνουμε επανεκκίνηση;

Χ.Ι. : Νιώθω πως οι άνθρωποι έχουμε μια ρομαντική-νοσταλγική τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν και να θεωρούμε πως οι παλιότερες γενιές ζούσαν καλύτερα. Όχι, δεν πιστεύω πως σήμερα ειδικά έχουμε φτάσει σε τέλμα, όχι σε μεγαλύτερο βαθμό τουλάχιστον απ’ ότι σε προηγούμενες εποχές. Πιστεύω ωστόσο ακράδαντα στις προσωπικές καθημερινές επανεκκινήσεις. Νομίζω πως το μόνο πράγμα που μπορεί να «σώσει» τον κόσμο είναι να γίνει ο καθένας από εμάς η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Πρέπει να βρισκόμαστε σε συνεχή σύγκριση με τον χθεσινό εαυτό μας, να βελτιωνόμαστε προσωπικά, να εξελισσόμαστε, να ωριμάζουμε, να διευρύνουμε τους πνευματικούς μας ορίζοντες και παράλληλα να γινόμαστε καλύτεροι και πιο υπεύθυνοι και ως πολίτες.

10) Ποια τα μελλοντικά σου σχέδια; Τι να περιμένουμε στο μέλλον από’ σένα;

Χ.Ι. : Ελπίζω να προκύψουν πολλές ακόμα ποιητικές συλλογές, να συνεχίσω να γράφω και να εξελίσσομαι στο παιχνίδι με τους στίχους, τις λέξεις, τα νοήματα. Θα ήθελα να είμαι ωριμότερη ποιητικά από βιβλίο σε βιβλίο. Ελπίζω κάποια στιγμή να προκύψει μια συλλογή διηγημάτων και –γιατί όχι;– και κάποιο μυθιστόρημα. Τελευταία, μέσα από πειραματισμούς και με αφορμή κάποια πρότζεκτ που ανέλαβα, συνειδητοποίησα πόσο πολύ μου αρέσει όταν μια λογοτεχνική ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Θέλω κάποια στιγμή να ασχοληθώ με κάτι που θα συνδυάζει την ιστορική έρευνα με τη μυθοπλασία

.

Συνέντευξη στον Νέστορα Πουλάκο

Η Χρυσάνθη Ιακώβου έχει σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Το 2013 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή «Αχ-έρων» από τις Εκδόσεις Βακχικόν. Έχει συμμετάσχει με ποιήματα και διηγήματά της σε συλλογικές εκδόσεις. Οι «Τεθλασμένοι χρόνοι» είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή.

Σε πρώτο πρόσωπο…

Οι «Τεθλασμένοι χρόνοι»…
Η ποιητική συλλογή «Τεθλασμένοι χρόνοι» είναι η δεύτερή μου, τρία χρόνια περίπου μετά τη συλλογή «Αχ-έρων», που είχε κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο του 2013, και πάλι από τις Εκδόσεις Βακχικόν. Δεύτερο βιβλίο για μένα σημαίνει ποιητική συνέχεια και συνέπεια και μια αέναη και δημιουργική ενασχόληση με την ποίηση, η οποία θέλω να πιστεύω ότι οδηγείται σε μονοπάτια βαθύτερα, ωριμότερα και πιο ενδιαφέροντα. Στη δεύτερη αυτή ποιητική συλλογή κινούμαι πάλι στους άξονες που κινήθηκα και στην πρώτη, τους υπαρξιακούς δηλαδή, τους ερωτικούς και τους κοινωνικούς, προσπαθώντας να εισάγω αυτή τη φορά και μια διαλεκτική σχέση με τη φωτογραφία, με την οποία ασχολούμαι ερασιτεχνικά και θεωρώ ότι μπορεί να αλληλεπιδράσει με την ποίηση με τρόπο ενδιαφέροντα. Γι’ αυτό και στο βιβλίο συμπεριλαμβάνονται και τέσσερις φωτογραφίες -τραβηγμένες από εμένα – που συνδέονται με το γενικότερο περιεχόμενο των ποιημάτων, συν τη φωτογραφία του εξωφύλλου, που συνδέεται προφανώς με τον τίτλο και το πρώτο ποίημα.

Η έμπνευση στα χρόνια της κρίσης…
Οι δικοί μου ποιητικοί προβληματισμοί είναι κατά βάση υπαρξιακοί, έχουν να κάνουν περισσότερο με την πάλη στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος με τον ίδιο του τον εαυτό. Οι προβληματισμοί μου αυτοί παραμένουν ίδιοι, θα έλεγα, από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη γραφή μέχρι σήμερα και είναι υπό συνεχή διερεύνηση, τόσο εντός μου όσο και στο χαρτί. Ασφαλώς βέβαια ο άνθρωπος βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με την κοινωνία στην οποία ζει, οπότε θα μπορούσα ίσως να πω ότι τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί νέες δυναμικές στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι ποιητικά τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Δίπλα στις ποιητικές μου εμμονές για τη σωστή αξιοποίηση του χρόνου, για την έννοια του ανεκπλήρωτου, για το άγχος του αναπότρεπτου, εισέρχεται σιγά-σιγά και ένα βάσανο για την ευθύνη και τη στάση του ανθρώπου απέναντι στις κοινωνικές συνθήκες.

Η σχέση με τη λογοτεχνία…
Θα τη χαρακτήριζα ανεξάντλητη, διαρκή, σε συνεχή διάλογο. Από την πρώτη στιγμή, κυριολεκτικά, που έμαθα γραφή άρχισα και να γράφω -και δεν έχω σταματήσει έκτοτε. Έχω πειραματιστεί με διάφορα είδη του γραπτού λόγου και με ιντριγκάρει πάντα να δοκιμάσω την τριβή με ακόμα περισσότερα. Από πολύ νωρίς βέβαια, ήδη από την εφηβεία μου, με κέρδισε η ποίηση. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να σταματήσει κάποια στιγμή να γράφει ποίηση. Οι στιγμές της συγγραφής ενός ποιήματος έχουν τόση ζωτική σημασία όση, θα έλεγα, και η αναπνοή. Δεν το κρύβω ωστόσο ότι ευσεβής πόθος και απώτερος σκοπός είναι το μυθιστόρημα. Από εκεί και πέρα, η αγάπη μου για τη λογοτεχνία και το λόγο και τη γλώσσα γενικότερα επεκτείνεται σε πάρα πολλούς τομείς, καθώς έχω χτίσει, κατά κάποιον τρόπο, τη ζωή μου γύρω από αυτήν: έχω σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία, εργάζομαι ως συντάκτρια και είμαι αναγνώστρια λογοτεχνικών βιβλίων.

Μπορεί ένα καλό βιβλίο να «σώσει» την ψυχή μας;
Να τη σώσει ίσως όχι. Να την εμπλουτίσει όμως ναι, να τη γεμίσει, να της δείξει νέα ανεξιχνίαστα μονοπάτια. Να την ποτίσει, να την κάνει πιο δεκτική σε νέες σκέψεις, νέες ιδέες, νέες προοπτικές. Αντιλαμβάνομαι τη διαδικασία της ανάγνωσης σαν ένα αργό και σταδιακό άνθισμα ενός λουλουδιού μέσα μας.

Τα επόμενα συγγραφικά σχέδια…
Αναμφίβολα, μία ακόμα ποιητική συλλογή. Και μετά ακόμα μία και μετά ακόμα μία. Θέλω να πιστεύω ότι το ταξίδι της ποίησης, από τη στιγμή της έμπνευσης μέχρι το τύπωμα ενός αγαπημένου βιβλίου, δε θα τελειώσει ποτέ. Θα μου άρεσε να πειραματιστώ με την ποιητική γραφή, με την έκταση, τη μορφή, το περιεχόμενο των ποιημάτων, αναλόγως με τις ανάγκες που μπορεί να προκύψουν εντός μου. Αυτό με το οποίο θα ήθελα να ασχοληθώ άμεσα είναι η διερεύνηση της σχέσης ποίησης και φωτογραφίας, ώστε να δω τι καινούργιο θα μπορούσε να φέρει ένας διάλογος μεταξύ των δύο αυτών τεχνών. Και ασφαλώς, όπως προείπα, στο πίσω μέρος του μυαλού υπάρχει πάντα το πεζό, είτε το μυθιστόρημα είτε το διήγημα… Ίδωμεν.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.