Ο Κώστας Καναβούρης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1955. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Εργάζεται ως αρθρογράφος στην εφημερίδα Αυγή της Κυριακής και ως ραδιοφωνικός παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, με την εκπομπή «Το μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα». Είναι τακτικός συνεργάτης στην ιστοσελίδα Artinews.gr. Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) και ιδρυτικό μέλος του Κύκλου των Ποιητών.
Έχει εκδώσει εννέα ποιητικές συλλογές, μία συλλογή με άρθρα, μία με αφηγήματα και μία νουβέλα. Έχει τιμηθεί με το διεθνές βραβείο Prix Marulic 2008 της Κροατικής Ραδιοφωνίας για το ραδιοφωνικό θεατρικό του έργο Η Μήδεια δεν βλέπει εφιάλτες.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Τετράδιο ιχνογραφίας, ιδιωτική έκδοση 1982 ·
Η διαχωριστική γραμμή του τοπίου, Ηριδανός 1983 ·
Μικρόφωνο, Ηριδανός 1985
Νυχτολόγιο χειρός, Καστανιώτης 1990 ·
Όταν το κρύο, Καστανιώτης 1996 ·
Ο Κόσμος ακόμα χρειάζεται σφαγές και άλλα ποιήματα, Καστανιώτης 2005 ·
Τα Επίχειρα της Προοπτικής, Γαβριηλίδης 2010 ·
Έσπασε, Μελάνι 2014 ·
Αποθήκη Καταλοίπων Ηδονής, Μελάνι 2018
Αμνός, Πόλις 2021
ΚΕΙΜΕΝΑ
Είναι αργά, βραδιάζει νωρίς (δημοσιογραφικά σημειώματα 1989-1997)- Καστανιώτης 1998 ·
Υπόθεση ακοής, αφηγήματα, Καστανιώτης 2002
Η Μήδεια δεν βλέπει εφιάλτες (μια νουβέλα κι ένα δράμα), Ηλέκτρα 2009 (Διεθνές βραβείο «Prix Marulic 2008» της Κροατικής Ραδιοφωνίας)
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΓΕΛΗΣ
frear.gr 22/6/2022
Αμνός: ένα ποίημα στον καθρέφτη
Ας πούμε ότι είστε ένας τυχαίος αναγνώστης (ας υποθέσουμε τέλος πάντων με συγκατάβαση και για χάρη της συζήτησης ότι έξω από όλους εμάς υπάρχει αυτό το εξωτικό είδος, που κατά βάση βολεύει τα αφαιρετικά σχήματα των αφ’ υψηλού κριτικών), μπαίνετε λοιπόν σ’ ένα βιβλιοπωλείο, όπως καλή ώρα το Ζάτοπεκ, και περιδιαβαίνοντας τον χώρο πιάνετε τυχαία στα χέρια σας το βιβλίο του Κώστα Καναβούρη. Στο εξώφυλλο το έργο τού πρόσφατα χαμένου Αλέξανδρου Ίσαρη σάς προκαλεί το ενδιαφέρον, «Αχιλλέας και Πάτροκλος» ή ο καθρεφτισμός μιας φιλίας, αφού ο επεξηγηματικός υπότιτλος του βιβλίου «ένα ποίημα στον καθρέφτη» διαφωτίζει αρκετά γιατί έχει επιλεγεί το συγκεκριμένο έργο. Οι εγκεφαλικοί νευρώνες (έτσι λέγονται άραγε;) στο πρώτο πρόσωπο του εξωφύλλου κάνουν το έργο κάπως φουτουριστικό ή εγκεφαλικό, κρατάτε τους συγκεκριμένους επιθετικούς προσδιορισμούς, μια και αν ανοίξετε τυχαία το βιβλίο στις πρώτες σελίδες, θα πέσετε πάνω σε κάτι αφορισμούς (άρα το εγκεφαλικό εν μέρει μπορεί να δικαιολογηθεί), ενώ αν αφιερώσετε λίγα λεπτά παραπάνω θα διαπιστώσετε ότι υπάρχει, παρά την προφανή απαισιοδοξία του, και αρκετό μέλλον στις σελίδες του. Στο σημείο αυτό και ενώ έχετε αποφασίσει είτε να αγοράσετε το βιβλίο είτε να το αφήσετε πίσω στον πάγκο, παρεμβαίνω εγώ, κάποτε βιβλιοπώλης άλλωστε, για να σας βοηθήσω στην επιλογή σας. Επειδή είμαι ενθουσιώδης τύπος αλλά ταυτόχρονα ξέρω να μην το επιδεικνύω, θα προσπαθήσω να σας πω τη δική μου ανάγνωση κι ελπίζω να τη βρείτε πειστική.
Τι είναι λοιπόν το βιβλίο του Κώστα Καναβούρη; Είναι κατ’ αρχάς ένα βιβλίο αυτοαναφορικά πολιτικό –ξεκινάω από αυτό γιατί ο τυχαίος αναγνώστης που είπαμε μπορεί να γνωρίζει τον συγγραφέα είτε ως δημοσιογράφο είτε ως παραγωγό ραδιοφώνου. Η πολιτική του αυτοαναφορικότητα είναι μάλλον διττή: κατ’ αρχάς το βιβλίο είναι μια απολογία και μια επιβεβαίωση της ποίησης στους χαλεπούς καιρούς της εποχής μας. Δεν είναι απλώς και μόνο ένα ποίημα ποιητικής, αλλά επιζητά επιπλέον να επιβεβαιώσει τον κοινωνικό και ιστορικό της ρόλο, θέλει να αποκριθεί – και ευτυχώς δεν το κάνει άμεσα, μ’ έναν και μόνο περιοριστικό ορισμό, αλλά με πολλούς και ποικίλους, κάθε στίχος του ποιήματος μάλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί, αν δεν είναι προγραμματικά τέτοιος, ένας μικροορισμός της ποίησης– στο ερώτημα γιατί χρειάζεται σήμερα η ποίηση. Γιατί ο ποιητής πρέπει με αγωνιστικό φρόνημα (θυμίζω ότι η Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλλόν ζητάει το ίδιο για την καθημερινή προάσπιση της δημοκρατίας) ν’ ανεβαίνει καθημερινά στο ικρίωμα, «λέξη προς λέξη φτιάχνοντας τον κόσμο»; Εδώ ήρωες, τοπωνύμια, σκοτωμένοι, και ιστορικές στιγμές έρχονται να ενισχύσουν την πίστη (γιατί περί αυτού πρόκειται), ότι ανεξαρτήτως ιδεολογίας, ο ποιητής αληθεύει πρωτίστως στο ποίημα, στο συμπεριληπτικό της ζωής όλων μας, φίλων και εχθρών, σ’ αυτό το «ημερολόγιο από παπούτσια φορεμένα», αλλά, για δείτε, τα ίδια παπούτσια φορούσε και η απειλή. Για να το πω με μια φράση του πολιτικού συρμού των τελευταίων ημερών, ανεξάρτητα από εμάς που το γράφουμε ή το διαβάζουμε, το αληθινό ποίημα βρίσκεται πάντα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας.
Συγχρόνως όμως ο Καναβούρης θέλει να απαντήσει σ’ ένα προσωπικό, υπαρξιακής φύσεως ερώτημα, στο «γιατί εγώ ποιητής;». Εδώ η απάντηση είναι επίσης διττή, η πιο ξεκάθαρη είναι επειδή προϋπάρχει εκείνο το γράμμα της μητέρας που όλο έρχεται από τη φυλακή, όπως ο ποιητής αντίστοιχα έρχεται διαρκώς από τον Πύργο –ευθεία αναφορά στον Σινόπουλο που κι αυτός βέβαια δεν παραπέμπει απλώς στον γενέθλιο τόπο του αλλά στον Πύργο του Κάφκα (να ένα ακόμα παιχνίδι καθρεφτισμών). Το γράμμα, με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1949, δημοσιεύεται στον επίλογο του βιβλίου, ενταγμένο στο σώμα του ποιήματος. Η δεύτερη απάντηση περιλαμβάνει πολλά ονόματα, δηλαδή τους ποιητικούς προγόνους που έχει ο ίδιος επιλέξει, αλλά εξ αυτών βλέπω να ξεχωρίζει με αρκετές έμμεσες αναφορές ο Γιάννης Ρίτσος. Ο επαρκής αναγνώστης –άλλη μια αφαίρεση σαν αυτή του τυχαίου αναγνώστη– θα μπορούσε νομίζω εύκολα να αντιληφθεί ότι ο Ρίτσος αποτελεί για τον ποιητή μας τον κατεξοχήν πρόγονο αναφοράς του.
Λοιπόν, τι έχουμε πει έως τώρα; Ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ποίημα ποιητικής, ή καλύτερα μ’ ένα αυτοαναφορικό, πολιτικό βιβλίο. Ας προσθέσουμε ακόμα ένα επίθετο για χάρη του τυχαίου μας αναγνώστη –που δεν ξέρω πόσο τυχαίος μπορεί να είναι αν θέλει να διαβάσει ποίηση, Καναβούρη κι έχει έρθει στο Ζάτοπεκ. Πρόκειται ασφαλώς για ένα σκηνικό ποίημα: διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου παρατηρούμε ότι και τα 22 ποιήματα του κυρίως σώματος αλλά και ο επίλογος είναι δομημένα σε θεατρική-διαλογική μορφή, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα και την ίδια πάντα αρχική φράση «Είσαι ικρίωμα». Για έναν παράδοξο λόγο –ξάφνου σκεφτόμαστε όμως τη φράση «ποίημα στον καθρέφτη» του υπότιτλου αλλά και τον στίχο «το ποίημα είναι το αντεστραμμένο είδωλο μιας αναπνοής που δεν ειπώθηκε αλλιώς» και όλα δικαιολογούνται– δεν έχουμε δύο πρόσωπα σε συζήτηση, αλλά το λευκό χαρτί που διαλέγεται με το επόμενο λευκό χαρτί ή με τον εαυτό του, κατά τους σεφερικούς στίχους από το «Θερινό ηλιοστάσι η΄»: «το άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης/επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν./ T’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου, / τη δική σου φωνή / όχι εκείνη που σ’ αρέσει». Νομίζω πως όλο το ποίημα του Σεφέρη σχετίζεται με την ιδέα γύρω από την οποία δομείται ο Αμνός του Καναβούρη. Οι τελευταίοι στίχοι του: «Zωή σου είναι ό,τι έδωσες/ τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες/ το άσπρο χαρτί.» ταιριάζουν με την ιδέα που εκφράσαμε παραπάνω, ότι ο Αμνός αποτελεί μια προσωπική αναμέτρηση με το συγγραφικό ερώτημα γιατί γράφω ποιήματα ή ευρύτερα με την υπαρξιακή απορία τι κάνω εγώ εδώ (αφού πρόκειται στην ουσία για το ίδιο ερώτημα) και κατά τη γνώμη μου δείχνει μια πρόθεση επανεκκίνησης του Καναβούρη, το πέρασμα σε μια άλλη ποιητική φάση, ειδικά μετά την επιτυχία του προηγούμενου βιβλίου του Αποθήκη καταλοίπων ηδονής (Μελάνι, 2018).
Άφησα για να σχολιάσω στο τέλος τον τίτλο του βιβλίου Αμνός, που για μένα φέρει, και λόγω σπουδών, ένα ιδιαίτερο συμβολικό βάρος. Ο ποιητής χρησιμοποιεί τη λέξη «αμνός» και όχι το «αρνίον» της Αποκάλυψης, παραπέμποντας στο «Ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», στα λόγια δηλαδή με τα οποία καλωσορίζει ως αθώο και άκακο προβατάκι προς σφαγή ο Ιωάννης τον Χριστό, υπονοώντας προφανώς και τις προφητείες του Ησαΐα. Αντίστοιχα, το ποίημα και ο ποιητής ανεβαίνουν στο ικρίωμα –ο Καναβούρης σε συνέντευξή του στην Πόλυ Κρημνιώτη έχει συνδέσει αυτό το ανέβασμα στο ικρίωμα, στο αναπόφευκτο ικρίωμα της Ιστορίας ασφαλώς, με τη via crucis, την οδό του μαρτυρίου και του Σταυρού– ακριβώς για να σηκώσουν τα πάθη του κόσμου και κατά κάποιον τρόπο να τα εξιλεώσουν, να τα απαλύνουν, να τα συγχωρέσουν, ώστε να καταλήξουν «μνημείο που έχασε την ιστορία του και δεν λυπάται πια». Άλλωστε κάτι αντίστοιχο μήπως δεν κάνει και ο Ισλανδός Βάλντιμαρ Γιόχανσον στην ταινία του Αμνός (2021) με το ζευγάρι που κουβαλάει τη μνήμη μιας τραγικής απώλειας και επενδύει συναισθηματικά τα πάντα σ’ έναν αμνό που υιοθετεί σαν παιδί του;
Το «αντίο» στο τέλος του ποιήματος, ένα αντίο στο ίδιο το ποίημα που έχει διαπιστωθεί ότι συγγενεύει με το ανέφικτο, τουτέστιν το άρρητο, επειδή ακριβώς φτιάχνεται από την τέφρα των πόλεων που έγιναν στάχτη, είναι ένα απαισιόδοξο μάλλον και αντιμεταφυσικό αντίο. Ο αμνός δεν φέρνει την ανάσταση, προορίζεται να θυσιαστεί, αυτή η θυσία σημαίνει κάτι για τους άλλους, αλλά όχι και για την Ιστορία που συνεχίζει ακάθεκτη το καταστροφικό της έργο. Θυμίζω, άλλωστε, ότι η «κανονική» ιστορία, έξω από την ποίηση, έξω από την ανωτερότητά της όπως της υποδεικνύει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, δεν αφορά παρά «maps and chaps», «χάρτες και μάγκες», τα πρόσφατα γεγονότα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το επιβεβαιώνουν. Αλλά αυτή η πικρή, ποιητικά όμως δοσμένη, συνειδητοποίηση, θα έλεγα στον τυχαίο μας αναγνώστη πως είναι ένα δίδαγμα που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να το χάσει.
.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΤΣΙΑΤΖΗ
frear.gr 13/6/2022
Αμνός: ένα ποίημα στον καθρέφτη
Η ποιητική σύνθεση του Κώστα Καναβούρη Αμνός. Ένα ποίημα στον καθρέφτη (εκδ. Πόλις, 2021) φιλοδοξεί και καταφέρνει να συνομιλήσει όχι μόνο με άλλα καλλιτεχνικά πεδία, όπως η ζωγραφική και ο κινηματογράφος αλλά και με επιστημολογικά, όπως η Ιστορία και η Πολιτική Φιλοσοφία. Στις 24 ενότητές της (συμπεριλαμβανομένων του Προλόγου και του Επιλόγου) διαπλέκονται αρμονικά τα πεδία που προαναφέρθηκαν, επιτρέποντας πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης του έργου.
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον εξώφυλλο μάς υποδέχεται ο πίνακας του Αλέξανδρου Ίσαρη «Αχιλλέας και Πάτροκλος». Αν ανατρέξουμε στο ομότιτλο ποίημα του Ίσαρη θα διαβάσουμε:
«Πάτροκλε! Αχιλλέα!
Τώρα τον ζωγραφίζει για πάντα κοιμισμένο.
Κι όταν τα δάκρυα κυλούν στα μάγουλά του
Τον ζωγραφίζει σαν σε καθρέφτη βενετσιάνικο
Με κηλίδες κυανές στο στόμα και στα μάτια.»
Εικαστικά τα δύο πρόσωπα διαπλέκονται κατοπτρικά με τρόπο που συνομιλεί όχι μόνο με τους στίχους του Ίσαρη αλλά και με τον τίτλο του Καναβούρη, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω. Γνωρίζουμε ότι διαχρονικά το καθρέφτισμα της ανθρώπινης μορφής ενέπνευσε και εμπνέει καλλιτέχνες στη ζωγραφική, στη φωτογραφία, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία. Αρχικό σημείο αναφοράς, βέβαια, ο αυτοαναφορικός Νάρκισσος –ο «πρώτος ευρετής της ζωγραφικής», κατά τον αναγεννησιακό Αλμπέρτι– αλλά και πίνακες, όπου το παιχνίδι του δημιουργού με το κάτοπτρο είναι παραπάνω από εμφανές, όπως ο «Las Meninas» του Βελάσκεθ ή το πορτραίτο του ζεύγους Αρνολφίνι του Βαν Άϋκ. Εύλογα δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε γιατί το κάτοπτρο αποτελεί διαχρονική καλλιτεχνική πηγή έμπνευσης. Ίσως γιατί, είτε αναφερόμαστε στις εικαστικές τέχνες, είτε στο θέατρο, είτε στη λογοτεχνία, η αλληλουχία ανάμεσα στον αντικατοπτρισμό και το ψυχικό βάθος, το παιχνίδι ανάμεσα στις καλλιτεχνικές αλλά και ιστορικές ουτοπίες είναι διαρκές, όπως εμφανίζεται να είναι διαρκές και στη συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση.
Ο καθρέφτης, φιλοσοφικά, μάς παραπέμπει και στο πολύ γνωστό έργο του Μ. Φουκό Περί Αλλοτινών Χώρων (Des espaces autres), στην περίφημη διάλεξή του όπου εισάγει τον όρο ετεροτοπία για να περιγράψει τόπους λειτουργικούς που αποτελούν κάποιο είδος αντι-θέσεων, ενίοτε και ψευδαισθήσεων. Η διάκριση που κάνει ο Φουκό ανάμεσα στις ετεροτοπίες και στις ουτοπίες είναι εξόχως σημαντική και ενδιαφέρουσα ως «κλειδί» ερμηνείας του έργου του Κ. Καναβούρη. Κατά τον Φουκό, ενώ οι ουτοπίες είναι μη τόποι, ανήκουν δηλαδή στο φαντασιακό, οι ετεροτοπίες είναι τόποι, ανήκουν στο πραγματικό. Μεταξύ ετεροτοπιών και ουτοπιών υπάρχει ένα είδος μεικτής εμπειρίας, ο καθρέφτης. Ένας τόπος χωρίς τόπο, ένας μη-τόπος. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φουκό: «Στον καθρέφτη βλέπω τον εαυτό μου εκεί όπου δεν βρίσκομαι, σε έναν χώρο μη πραγματικό που ανοίγεται με εικονικό τρόπο κάτω από την επιφάνεια». Σε εκείνη τη διεπιφάνεια ανάμεσα στο φαντασιακό και στο πραγματικό, σε εκείνο το μεταίχμιο, στο κατώφλι, βρίσκεται και ο καθρέφτης. Ωστόσο, στην ποιητική δημιουργία, τη θέση του καθρέφτη δύναται να αποκτήσει, ως νέα ετεροτοπία, ως μεταιχμιακός τόπος μετάβασης σε μια νέα πραγματικότητα, το λευκό χαρτί. Εκείνο που υποστασιοποιείται και διαλέγεται διαρκώς στις επόμενες σελίδες με τον ίδιο τον εαυτό του, σε μια αυτοαναφορική διερεύνηση των μύχιων σκέψεων εκείνου που κατοπτρίζεται εντός του, δηλαδή του ποιητικού υποκειμένου.
Συνεχίζοντας την ανάγνωση του έργου παρατηρούμε στην προμετωπίδα του Προλόγου το ρητό του Herbert Marshall McLuhan «Το χέρι που γέμισε ένα χαρτί έχτισε μια πόλη» και αμέσως μετά ακολουθούν εξαιρετικά ενδιαφέροντες στοχασμοί πάνω στο ποιητικό φαινόμενο.
Αναφέρω ενδεικτικά:
Το ποίημα είναι ένα ικρίωμα
Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή
Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο
Το ποίημα σε ερμηνεύει
το ίδιο και το τραύμα
Ο ποιητής δεν ζητάει από τον αναγνώστη κατανόηση
Ζητάει ευθύνες
Κάθε στοχασμός, εν είδει αφορισμού, αποτελεί όχι μόνο μια πυκνωτική πραγματεία περί ποίησης και ποιητικής αλλά και δομικό άξονα, τα «στημόνια» για την ύφανση των νοημάτων που ακολουθούν στις επόμενες ενότητες.
Στην εξαιρετικά δομημένη ποιητική σύνθεση ακολουθεί ο διάλογος του λευκού χαρτιού με τον εαυτό του, ένα εξαιρετικό εύρημα ως προς την πολυσημία και τη λειτουργικότητά του. Η καταβύθιση του ποιητή στη λευκότητα του χαρτιού, που προσιδιάζει στη λευκότητα του θανάτου, γίνεται ο τρόπος ώστε να δομηθεί αυτή η νέα, ποιητική, πραγματικότητα, το νέο πεδίο σημασιών γύρω από τον λόγο της τέχνης για τον εαυτό της και τον κόσμο, γύρω από τον λόγο του ποιητικού υποκειμένου για τον εαυτό του και τον κόσμο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι δυο πυκνές σελίδες της πρώτης ενότητας, που ακολουθούν τον Πρόλογο, γραμμένες με τρόπο εξόχως θεατρικό. Η σκηνογραφία είναι σαφής. Στο βάθος ακούγεται το τραγούδι του Μιχάλη Σουγιούλ «Ας ερχόσουν για λίγο… μοναχά για ένα βράδυ» –τραγούδι που νοσταλγικά θα ακούσουμε και στο επιλογικό μέρος– και ήδη βρισκόμαστε σε μια ατμόσφαιρα νοσταλγίας για κάποια απώλεια. Η σκηνογραφία θα μπορούσε να αποδοθεί με ένα θεατρικό δρώμενο αλλά και ως μια κινηματογραφική σκηνή. Προσωπικά, μου θύμισε τη σκηνή από την αριστουργηματική avant garde ταινία Το αίμα του ποιητή του Ζαν Κοκτώ (1930), όπου ο ήρωας ποιητής-ζωγράφος βυθίζεται στον καθρέφτη του που βρίσκεται σε έναν τοίχο, δίπλα σε μια καρέκλα. Στο τέλος, όταν πέφτει η «αυλαία», απομένει ο καθρέφτης. Κενός.
Κάθε ενότητα αυτής της συλλογής, κάθε στημόνι ύφανσης των ν(ο)ημάτων, έχει άξονα το μότο «Το ποίημα είναι ένα ικρίωμα». Ικρίωμα δεν είναι μόνο ο τόπος όπου διαπράττεται το έγκλημα, είτε με απαγχονισμό είτε με αποκεφαλισμό. Είναι και η σκαλωσιά. «Επί ικρίω» χτίζεται σιγά σιγά, σελίδα-σελίδα, με σταγόνες μελάνης και αίματος (ας θυμηθούμε εδώ τον στίχο του Ίσαρη «με κηλίδες κυανές στο στόμα και στα μάτια»), η ποιητική Πόλις. Όσο το ικρίωμα-σκαλωσιά προχωρά καθ’ ύψος αλλά και κατά πλάτος, τόσο διευρύνονται και τα όρια της ποιητικής ετεροτοπίας με διαρκείς αναφορές σε ιστορικές ουτοπίες του παρελθόντος και το κόστος τους σε ανθρώπινες ζωές, ανθρωποθυσίες, Αμνοί… Διαχρονικά οι ουτοπίες σχετίζονταν με νέες ιδέες που αφορούσαν, ως προς την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, μια άλλη συγκρότηση της Πόλης. Αφορούσαν όμως και στην πολιτική αλλαγή, σε μια νέα πολιτική πρόταση. Ας θυμηθούμε, ενδεικτικά και μόνο, τις Ουτοπίες των ουτοπιστών σοσιαλιστών Σαιν Σιμόν, Όουεν και Φουριέ ή τη φράση «Ένας χάρτης του κόσμου που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε μια ματιά, αφού παραλείπει τη μοναδική χώρα στην οποία αποβιβάζεται συνεχώς η Ανθρωπότητα», του Oscar Wilde στο έργο του The Soul of Man under Socialism. Δεν παραλείπει στον χάρτη του κόσμου του τις ουτοπίες ο Καναβούρης. Κάθε άλλο… Εμπνέεται από αυτές και αρθρώνει λέξη προς λέξη τη δική του Πόλη με όρους ποιητικούς και πολιτικούς.
Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι οι Ουτοπίες του παρελθόντος και κυρίως του 19ου αι. έδωσαν τη θέση τους στις δυστοπίες του 20ού. Η παρουσία του Θανάτου, σε αυτή την περιδιάβαση στην Πόλη που χτίζει ο Καναβούρης, καθίσταται ορατή σε κάθε σελίδα. Οι εκατόμβες των νεκρών των επαναστάσεων, των πολέμων, του Ολοκαυτώματος εμφανίζονται από σελίδα σε σελίδα, διεκδικώντας το δικαίωμα στη μνήμη και στη δικαίωση. Στην α-λήθεια. Γίνονται σταδιακά ενικός αριθμός. Αμνός. Το αίμα στο οποίο έγινε ήδη αναφορά και ο απόλυτα δηλωτικός τίτλος. Η θυσία των αθώων.
Λευκό χαρτί: Το αίμα τρέχει αλλά δεν πάει πουθενά.
Και είναι μονάχα λευκό
και είμαστε μονάχα εμείς
που περισσέψαμε και είμαστε τώρα εδώ
να ιστορούμε πάνω στο λευκό τα ανιστόρητα
το φονικό των αριθμών
τα πεπραγμένα των καταμετρήσεων (σελ. 28).
Οι εικόνες των θυμάτων στα ερείπια, καθώς και η μετάβαση από τον πληθυντικό αριθμό στον ενικό αναπόφευκτα δημιουργούν συνειρμούς που οδηγούν στη γνωστή υδατογραφία «Angelus Novus» του Πάουλ Κλέε, την οποία ο Μπέγιαμιν, ιδιοκτήτης του έργου, θεωρούσε ως τον «Άγγελο της ιστορίας». Στην περίφημη ένατη θέση του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας αναφέρει ότι: «Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου εμείς αντιλαμβανόμαστε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μία μοναδική καταστροφή που συνεχίζει να συσσωρεύει το ένα ερείπιο πάνω στο άλλο». Ο Άγγελος της Ιστορίας βλέπει τις καταστροφές ώς μία και μόνη καταστροφή. Τους «Αμνούς» σε «Αμνό», θα λέγαμε με όρους της ποιητικής του Καναβούρη. Το ταξίδι ανάμεσα στο τραυματικό παρελθόν, το εξαιρετικά αμήχανο παρόν και στο δυσοίωνο μέλλον είναι διαρκές. Τα γεγονότα, βέβαια, πάντα διαμεσολαβούνται γλωσσικά, ενσαρκώνονται μέσω της γλώσσας όχι ως κατοπτρικές απεικονίσεις ενός πολλαπλά σπασμένου καθρέφτη αλλά κυρίως ως αφηγήσεις, ως επανερμηνείες, ως περιδινήσεις του νου στον χρόνο αλλά και στο άχρονο, στο τώρα και στο επέκεινα.
Εδώ να κάνω μια παρένθεση και να αναφέρω ότι υπάρχει μια φράση του Αριστοτέλη, όχι ιδιαίτερα αγαπητή στην κοινότητα των ιστορικών. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η ποίηση είναι ανώτερη από την ιστορία, επειδή η τελευταία ενδιαφέρεται για τα καθ’ έκαστον, σε αντίθεση με την ποίηση η οποία ενδιαφέρεται για τα καθ’ όλου. Η φράση, από την Ποιητική, είναι η ακόλουθη: «δι’ ό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν· η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθ’ όλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει». Ωστόσο, στη συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση ο Καναβούρης επιχειρεί να αρθρώσει λόγο τόσο για τα καθ’ όλου όσο και τα καθ΄ έκαστον, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Μιλά για τις ματαιωμένες –και ματωμένες– ουτοπίες, τα επίμαχα και τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος. Μήπως γιατί ο λόγος της Ποίησης είναι καταλληλότερος για να ανασύρει μνήμες και τραύματα; O Hayden White θα μας μάλωνε, θυμίζοντάς μας τα «κοινά γλωσσικά πρωτόκολλα», το συνανήκειν των τεχνικών γραφής. Στη συνομιλία του ποιητικού λόγου με τον επιστημονικό, αξίζει να αναφέρουμε ότι η επιστήμη της Ιστορίας, με τις αυστηρές της πειθαρχίες, ανασύρει τα γεγονότα του παρελθόντος, όπως εκείνα παραδίδονται στις πηγές, χωρίς να ξεχνά ωστόσο ότι έχουν γλωσσική υπόσταση και, επομένως, είναι εξ ορισμού γλωσσικά διαμεσολαβημένα. Άρα, το ζήτημα της αναγωγής της ερμηνείας σε αποδεκτή ιστορική γνώση, δεν είναι κάτι απλό, είναι ευρύτερα πολιτικό. Πολιτικό ζήτημα, όμως, είναι –αντίστοιχα– και η συνειδητή κατάδυση στο παρελθόν ενός ποιητή που αναζητά να ανασύρει τα γεγονότα του παρελθόντος, ώστε εκείνο να ενσαρκωθεί σε λόγο ποιητικό. Η καλλιτεχνική γραφή, επομένως, δύναται και εκείνη, με τη δική της τροπικότητα, να αφηγηθεί με τρόπο δραστικό, όσα επιχειρήθηκε από εξουσιαστικές δομές να παραμείνουν στη λήθη καθώς και να συμβάλλει στη δικαίωση των ηττημένων, μέσα από την απονομή της δικαιοσύνης που επιφέρει ο Χρόνος. Ο Χρόνος κυλά αδυσώπητα και ο ρόλος του ποιητή είναι να δημιουργήσει νόημα για το παρελθόν μέσα από την ανάδειξη της σαγηνευτικής ατμόσφαιρας που δημιουργεί η περιδίνηση στις ζωές όλων όσοι/-ες έζησαν και δημιούργησαν σε άλλες εποχές.
Λευκό χαρτί: Γκιλοτίνα
Καθώς έρχεται το κάρο με τους βασιλιάδες
κι ο δρόμος είναι στρωμένος
με χρυσά τραπουλόχαρτα
και το παιδί είναι δασκαλεμένο να φωνάζει
πως ο βασιλιάς είναι γυμνός
όμως φοβάται τόσο πολύ.
περνάνε τα χρόνια μέσα στον φόβο.
Το παιδί δεν μιλάει.
το παιδί γερνάει.
Το παιδί πεθαίνει.
Και η Ιστορία συνεχίζεται. (σελ. 36)
«Η Ιστορία συνεχίζεται»… λοιπόν.
Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή
Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο
Εύλογη η διερώτηση εάν είναι και ο Ποιητής ένας Αμνός. Ας θυμηθούμε τον Αλεξάντερ στη Θυσία του Ταρκόφσκι… Όμως, αφορά κανέναν / καμία σήμερα η έννοια της Θυσίας, έννοια άρρηκτα συνυφασμένη με αυτή του Αμνού; Μπορεί, επομένως, να σωθεί αυτός ο κόσμος, όπως ήλπιζε ο ήρωας στην ταινία του Ταρκόφσκι; Τα ερωτήματα τίθενται αναπόφευκτα. Ο Χρόνος θα δείξει.
Λευκό χαρτί: Όλες τις νύχτες χορεύετε και τραγουδάτε
Όμως μονάχος του ο ποιητής ανεβαίνει
Στο λευκό ικρίωμα και αναμένει
Να γεννηθεί ο δήμιος.
Κάποτε αρκεί μια στιγμή.
Κάποτε χρειάζονται χρόνια αναμονής.
Αλλά ο ποιητής έχει μπόλικη δουλειά
Επάνω στο ικρίωμα.
Δεν είναι πρόβλημα η αναμονή
Ή μάλλον είναι ένα λυμένο πρόβλημα.
Αυτό το ξέρουν
Και ο ποιητής και ο δήμιος
Γι’ αυτό αφήνουν τον χρόνο να κυλάει
Σταδιακά, όσο το λευκό χαρτί γεμίζει λέξεις μεταστοιχειώνεται σε κάτι υλικό και άυλο μαζί, γίνεται δηλαδή ποίηση. Η απουσία γίνεται παρουσία και μεταστοιχειώνεται με τη σειρά της σε τόπο μνήμης, συλλογικής και ατομικής. Όταν ολοκληρώνεται η ποιητική «πόλη», φθάνουμε και στις προσωπικές μνήμες και στα προσωπικά τραύματα. Λειτουργώντας με τρόπο παραγωγικό, κατά το πλατωνικό πρότυπο, ο ποιητής μάς κατευθύνει από τα καθόλου στα καθ’ έκαστον, στον Επίλογο που μας υποδέχεται με το «Δεν έχουν δάκρυα τα χέρια για να κλάψουν» του Dylan Thomas.
Εδώ, η μνήμη της Μάνας είναι κυρίαρχη με τον εγκιβωτισμό μίας επιστολής της από τον χώρο των φυλακών (φυλακή: άλλη μια φουκοϊκή ετεροτοπία). Η παρουσία της απουσίας της τόσο αισθητή όσο και η απουσία της παρουσίας της, για να θυμηθούμε και τις κατοπτρικές αναπαραστάσεις με τις οποίες ξεκινήσαμε. Το ατομικό συμβάν της επιστολής αποκαλύπτει τις εξουσιαστικές δομές μακράς διάρκειας. Η ποιητική Πόλις, η λογοτεχνική ετεροτοπία, που χτίστηκε λέξη-λέξη, καθώς ο γιος της ακροβατούσε στο ποιητικό ικρίωμα που έστησε μπροστά του ο ίδιος, θεωρώ ότι δομήθηκε κυρίως για να την αποχαιρετήσει. Η Θυσία του Αμνού αυτή τη φορά γίνεται εκούσια και γίνεται όχι για τον Πατέρα-Θεό που θέλει να επιβεβαιώσει την πίστη προς Αυτόν αλλά για την πανάρχαιη Μάνα της απόλυτης καρτερίας, εκείνη που γίνεται σύμβολο της προσπάθειας να κλείσουν οι χαίνουσες πληγές των πολλαπλών δυσεπούλωτων τραυμάτων, ατομικών και συλλογικών.
Ολοκληρώνοντας, ο Κώστας Καναβούρης, είναι ένας παραδοσιακός «γραφιάς», όπως μας είχε αυτοπαρουσιαστεί σε ποίημά του και ο Καρυωτάκης. Ευτυχώς… Ώριμος ποιητικά, κατέχοντας τα εργαλεία της ποιητικής του τέχνης αλλά και θεωρητική σκευή πέραν του λογοτεχνικού πεδίου, μας παραδίδει μια ποιητική σύνθεση που συνομιλεί δυναμικά με πολλά επιστημονικά και καλλιτεχνικά πεδία. Αναλαμβάνει «να μιλήσει για όλα αυτά» που συνιστούν τα δομικά στοιχεία συγκρότησης τόσο της ατομικής του ταυτότητας όσο και της συλλογικής. Έχει πλήρη επίγνωση του ρόλου του ως διανοούμενος και των δεσμεύσεων που προκύπτουν λόγω της ιδιότητας αυτής. Παράγει καθημερινά δημόσιο λόγο λειτουργώντας παρεμβατικά στη δημόσια σφαίρα, ως όφειλε, τόσο με τη μαχητική αρθρογραφία του όσο και με τον ποιητικό του λόγο αλλά και την προώθηση της ποίησης μέσα από τις εκπομπές του στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Καταδύεται ποιητικά στην ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα του παρελθόντος, οπλισμένος με τα κατάλληλα εννοιολογικά εργαλεία, και αναδύεται στο σήμερα με τη λόγῳ και έργῳ πολιτική τοποθέτησή του.
Καταληκτικά, ο Αμνός είναι το προϊόν ενός ελεύθερου, δημιουργικού και μαχητικού πνεύματος που διακρίνει το πλέγμα των εξουσιών που έχει κατασκευάσει το σύγχρονο υποκείμενο, ατομικό και συλλογικό, και έχει το θάρρος να δομήσει τη δική του λογοτεχνική ετεροτοπία ως αντί-Λογο, ως εναλλακτική, χειραφετητική, οπτική σε μια εποχή που όλα μοιάζουν μάταια και οι κοινωνικοί αγώνες από πριν χαμένοι.
.
ΦΟΙΒΟΣ Κ. ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
“aRTInews” 1/6/2022
Οι στίχοι-φράσεις του Κώστα Καναβούρη
Το κάθε ποίημα του Κώστα Καναβούρη στην τελευταία του συλλογή («Αμνός. Ένα ποίημα στον καθρέφτη», εκ. ΠΟΛΙΣ, 2021), έχει αυτή τη μοναδική ποιότητα: φαίνεται βγαλμένο από ένα φυτώριο αποσπασματικών προγραμμάτων που λάμπουν, ίσως, από μια φευγαλέα στιγμή στο μυαλό του ποιητή, προγράμματα αγνά όπου δεν έμεινε τίποτε άλλο από μια κυμαινόμενη αντήχηση που περνά μέσα από μια αφήγηση που θέλησε να γραφτεί από έμπνευση ή τύχη. Έτσι, κάθε στίχος-φράση φέρει μαζί του εκείνα τα ίχνη ενός λανθάνοντος συνόλου, σαν να βρίσκεται αιωρούμενος ανάμεσα σε άλλα ίχνη που θα μπορούσαν να προηγηθούν ή να ακολουθήσουν. Και ακριβώς γι’ αυτό φαίνεται να ξεριζώνεται, αν και ολοκληρωμένος, από εκείνο το χώρο, ακόμη «εμβρυακό» της λογοτεχνίας, που συνορεύει με το ανέκφραστο. Σε κάθε στίχο-φράση ο κόσμος είναι όλα εκείνα που συμβαίνουν, σφαιρικά, όχι μόνο εκείνα που συμβαίνουν εκεί∙ όχι μόνο σε μια ζωή αλλά σε όλες τις ζωές, ταυτόχρονα. Διαβάζουμε ένα συγκεκριμένο ποίημα και, ποιος ξέρει γιατί, αισθανόμαστε ότι άλλα ακαθόριστα δυνατά ποιήματα βρίσκονται ήδη σε κίνηση γύρω του. Με άλλα λόγια ο κόσμος είναι ακριβώς «όλα εκείνα που συμβαίνουν», όχι μόνο εκείνα που περιγράφει ο ποιητής.
Έγραψα παραπάνω ότι κάθε ποίημα φαίνεται να ξεριζώνεται από τον ακόμη «εμβρυακό» χώρο της λογοτεχνίας, όπου το κάθε τι είναι αδιευκρίνιστο κι όμως υπάρχει. Αλλά πρέπει να προσθέσω ότι εκείνο το «εμβρυακό» στοιχείο είναι επίσης η ενέργεια που διατρέχει κάθε ποίημα, είναι η καλή μαγιά που το κάνει να φουσκώνει∙ που καθιστά δυνατό εκείνο το θαύμα μιας (φαινομενικής) αδιαφορίας για την οποία λέξεις και φράσεις μιας συγκλονιστικής απλότητας που συνορεύουν με το ανέκφραστο, καταφέρνουν μετά να αιωρούνται σαν ένα χημικό στοιχείο για να παράγουν εκείνο το σφαιρικό και μοναδικό συναίσθημα στην ψυχή του αναγνώστη. Και σ’ αυτό το σημείο έχουμε την αίσθηση ότι ο
ποιητής με μια κίνηση ακριβείας και φυγής συνάμα, καταστρέφει τα ποιήματά του και τα ανοίγει ξανά όταν φαινόταν ότι ήταν πια ολοκληρωμένα. Και όποιος τα διαβάζει αναρωτιέται γιατί και για ποιο μυστηριώδη λόγο εκείνα τα ποιήματα δεν γράφτηκαν για να μιλήσουν για κάτι αλλά για να κάνουν να συμβεί κάτι μέσα του∙ και γιατί το συναίσθημα που γεννιέται στον αναγνώστη είναι ακριβώς εκείνο που επιθυμούσε να προκαλέσει ο ποιητής, χωρίς ποτέ να το κατονομάσει. Και γιατί φαίνεται ότι αυτό το συναίσθημα δεν βρίσκεται στον ποιητή αλλά σ’ αυτόν που διαβάζει, έτσι όπως ένα συναίσθημα δεν βρίσκεται στη φύση ή σ’ ένα τοπίο αλλά μόνο σ’ εκείνον που το βλέπει. Και γιατί, τελικά, σ’ εκείνο το συναίσθημα μας συντροφεύει, όπως μια σκιά, η μελαγχολία να το διαισθανθούμε. Εδώ δεν θα μιλούσα ούτε καν για «ποίηση». Δεν θα απαντούσα: «Γιατί αυτή, αγαπητέ αναγνώστη, είναι η ποίηση του Καναβούρη». Θα μιλούσα καλύτερα για ένα είδος «ραβδοσκοπικής» που είναι το αληθινό μυστικό του ποιητή-καλλιτέχνη Καναβούρη.
Εκείνο το «εμβρυακό» στοιχείο που προσδίδει την ενέργεια και τον κυματισμό σε κάθε ένα από αυτά τα ποιήματα, εκείνο το στοιχείο της ύπαρξης που θα μπορούσε και να μην υπάρχει, εκείνο το τυχαίο που τα σταμάτησε στο σφυγμό του χρόνου, όλα αυτά δεν τα εξανεμίζουν. Αντίθετα είναι περιεκτικά και ακριβή, μιας απόλυτης και αμήχανης συγκρότησης γιατί σε κάθε ανάγνωση των ποιημάτων εκείνος που τα διαβάζει αισθάνεται εμβαπτισμένος σε μια κατάσταση που είναι σε πλήρη εξέλιξη και γιατί σε λίγες συλλαβές, σε λίγους στίχους, σε λίγες φράσεις, προσφέρονται όλα τα πιο σημαντικά και αλλόκοτα (ποιητική αδεία) δεδομένα. Και ξαφνικά η «κατάσταση» χοροπηδά στα μάτια μας πεντακάθαρη σαν την προσοχή ενός μικρού παιδιού που ανακαλύπτει σε μια μικρή λακκούβα με νερό ανάμεσα στα βράχια την ταραχώδη και φοβερή ζωή των μικρών θαλάσσιων κατοίκων: και ολόκληρο το σύμπαν φαίνεται να αντανακλάται σ’ εκείνο τον μικρόκοσμο.
Θα ήθελα να σταματήσω για μια στιγμή στην απλότητα των στίχων-φράσεων, κατασκευασμένων με λέξεις κοινές, κι αυτές απλές σχεδόν ταπεινές, κι όμως γεμάτες με μια συναισθηματική φόρτιση, μ’ εκείνη την μυστική διάρθρωση που τους προσδίδει τόση χάρη. Είναι μια «φανταστική» απλότητα που υπονοεί ότι πάντα υπήρχε κάτι μια φορά, δηλαδή σε έναν χρόνο της επινόησης, από όπου ξεπηδούν «ένας» πατέρας, «μια» μητέρα, που περιγράφονται με ένα ελάχιστο στοιχείο, αλλά γύρω τους υπάρχει ένα πέπλο που τους περιβάλλει σαν ένας κώνος φωτός και τους ακολουθεί στην εφήμερη παρουσία τους στην πασαρέλα της ζωής. Είναι μια απλότητα φτιαγμένη από το τίποτε, όπως πολλές φορές είναι φτιαγμένη η ποίηση. Βέβαια από κάθε έναν από τους απλούς αυτούς στίχους-φράσεις απελευθερώνονται όλα τα ποιήματα.
Θέλω να σημειώσω επίσης κι εκείνο το είδος «συντακτικής έκπληξης» που ασκεί επάνω μου η ανάγνωση των ποιημάτων. Όχι για λόγους ψυχολογικούς, πόσο μάλλον ψυχαναλυτικούς, αλλά για λόγους καθαρά αισθητικούς. Μιλώ για εκείνη την έμπνευση που προκάλεσε η πνοή των ποιημάτων που καθρεφτίζεται σε κάθε στίχο-φράση. Έτσι, το σπάραγμα, το μέρος, πάντα αντανακλά με ακρίβεια το όλον, και είναι σαν να το φωτίζει.
Αυτό που μας δείχνει η ποίηση του Καναβούρη είναι η αίσθηση της ζωής που φεύγει, και η δομή των στίχων-φράσεων διακρίνεται από την τέχνη της φυγής∙ αυτό βρίσκεται κάτω από τη μουσικότητα της σύνταξης, αυτή η «τοκάτα και φούγκα» της ζωής.
.
ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ
www.oanagnostis.gr 27/4/2022
Στο ειδέναι της ύπαρξης
Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του Κώστα Καναβούρη, «ΑΜΝΟΣ- Ένα ποίημα στον καθρέφτη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, ο ποιητής εξυφαίνει τις πολύπτυχες όψεις της πραγματικότητας, με λόγο κατ’ εξοχήν αμφίσημο και επιγραμματικό. Πρόκειται για εικοσιτέσσερα θεατρογενή ποιήματα, έναν πρόλογο κι έναν επίλογο, ο οποίος, εκτός από τα αμιγώς ποιητικά του μέρη εμπεριέχει κι ένα ανέκδοτο γράμμα με ημερομηνία 5/2/49, σταλμένο από την μητέρα του ποιητή από τη φυλακή, όπου κρατείτο για την πολιτική της δράση ─ γράμμα ορόσημο και για τη δική του ζωή.
Ποίηση δυναμική και ταυτόχρονα ώριμη, που γράφεται και αποκαλύπτεται πριν ακόμη γραφεί, στην επιφάνεια ενός λευκού χαρτιού και την προσχηματική αλαλία μιας εισέτι άγραφης κόλας∙ γραφή ρηξικέλευθη, ο ρυθμός της οποίας άλλοτε ενισχύεται κι άλλοτε εμφατικά ανακόπτεται από σημαίνοντα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, σχηματίζοντας ένα ελλειπτικό, μεταμοντέρνο σύνθεμα ─ αντικατοπτρισμό της κατακερματισμένης μορφής του σύγχρονου ανθρώπου.
«Το ποίημα είναι ικρίωμα.
Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή.
Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο.» (Πρόλογος, σελ. 11)
Λευκό χαρτί: Είσαι το σκοτεινό λευκό
που γράφει τη ζωή μου
με όξος και χολή
νερό κι αλάτι.» (VII, σελ. 26)
Για τον Κ. Καναβούρη, ποίηση είναι το αποστασιοποιημένο πρόταγμα─κοίταγμα του εαυτού στον καθρέφτη, αυτό το περίπλοκο «ειδέναι» της ύπαρξης, η «όραση των λέξεων» αλλά και «κάτι πέρα από τις λέξεις». Είναι η ίδια η ζωή και η πτώση της, το «υπόγειο λευκό της γενειάδας του Γιαννούλη Χαλεπά» μέχρι την άλικη λευκότητα της τέφρας, αφού «από νίκη σε νίκη φτάνει κανείς στην ήττα του».
Είναι ικρίωμα αλλά και σκαλωσιά, είναι η θηλυκή ανεμόσκαλα απ’ όπου μπορεί να ανεβεί ψηλότερα «η αντάρτισσα των Σαντινίστας την ημέρα που έμπαινε στη Μανάγκουα με το τουφέκι περασμένο στον ώμο της ενώ από το γυμνό ρωγοβύζι της βύζαινε και κοιμόταν μακάριο το μωρό της» είναι «οι γυναίκες με τα άγνωστα ονόματα των συγκρατούμενων γυναικών της μητέρας του, που ανήμερα της Αγίας Παρασκευής τις εκτέλεσαν, ονόματα γυναικών που δεν γνώρισε αλλά και ονόματα από θείες, γιαγιάδες, ξαδέλφες που δεν υπάρχουν πια.»
«Λευκό χαρτί: Είσαι ικρίωμα.
Λευκό χαρτί: Αντεστραμμένη ελευθερία.
Λευκό χαρτί: Οπισθοχώρηση.
Πιο πίσω δεν έχει
Πιο πίσω υπάρχουν μονάχα ποιητές
Δεν έχουν ποιον να ρωτήσουν
Και ζούνε καταπίνοντας ποιήματα.»
[…]
«Λευκό χαρτί: Η μάνα μου τραυλίζοντας.
«Γιατί τραυλίζεις;» της λέω.
«Γιατί πέθανα», μου λέει.
Η μάνα μου είκοσι χρόνια πεθαμένη
και ίσως περισσότερο
είχε πεθάνει πριν γεννηθώ εγώ
ακόμη πριν γεννηθεί και η ίδια.» ((Eπίλογος, σελ. 55).
Ο «Αμνός» αποτελεί σύνθεση ποιητικής αλλά όχι μόνο, αφού ούτως ή αλλιώς η ποιητική ματιά ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο, ο κάθε άνθρωπος από τη φύση του είναι ένας δημιουργός, κι αφού «τα ποιήματα δεν γράφονται στη γλώσσα σου/γράφονται στη γλώσσα τους».
«Αμνός» ή «Ερίφιο»; «Δήμιος» ή «Άγγελος»; «Θύτης» ή «Θήραμα»; Μέσ’ απ’ το καθρέφτισμά τους, μέσ’ από την άλλη πλευρά, την αθέατη πλευρά του ειδώλου τους, ο ποιητής ακολουθεί τον άνθρωπο σε όλο το ιστορικό και υπαρξιακό του φάσμα, από τη γέννηση στην φθορά και στον θάνατο. «Στη Νεκρά Θάλασσα,/ στο Γράμμο και στο Βίτσι,/στη Μαδρίτη, στην πλατεία του Μαγιού,/στα βουλεβάρτα των ερώτων, της πείνας,/της ροής,» νιώθει το τραύμα, ψηλαφεί πόντο πόντο την πληγή που δεν επουλώνεται, τη ρωγμή και το χάσμα που δεν γεφυρώνεται με την είσοδο του στον κόσμο∙ έναν κόσμο που μάχεται και ποτέ δεν ομονοεί.
Λευκό χαρτί: Λευκό σκοτάδι. Δεν έχουμε να πάμε.
Εδώ θα μείνουμε.
Λευκό χαρτί: Μέχρις εσχάτων.
Λευκό χαρτί: Τίποτα πιο κόκκινο από το λευκό. (VIII, σελ. 27)
Στην απελπισία ο ποιητής αντλεί την ελπίδα, γίνεται η γη που βρίσκεται όσο ποτέ πριν πλησιέστερα στην καταστροφή, αλλά και η ανθρωπότητα που στο κάθε λεπτό που περνά συνεχίζει να παράγει γνώση, να χορεύει και να τραγουδά. Από «το ποίημα είναι μια μοτοσυκλέτα/που έρχεται διαρκώς από τον Πύργο» (σελ. 11) (αναφορά στον γνωστό στίχο του Σινόπουλου από το «Νυχτολόγιο», αλλά και σαφής υπομνηματισμός στον «Πύργο» του Κάφκα), μέχρι τον Λένιν, τον Ραμόν Μερκαντέρ και τον Γιαννούλη Χαλεπά ─ από τον Μινώταυρο και «την ωραία κόρη που γέρασε», μέχρι τον Έλιοτ, το 1917, και τον Έσδρα Πάουντ ─ από τη σιωπή της Ταναγραίας μέχρι την Κροστάνδη, τον Τρότσκι και τον πρίγκιπα Μίσκιν, κι από τον Μπένγιαμιν, τον Πρίμο Λέβι και τον Τσέζαρε Παβέζε, μέχρι την Ήρα των λυγμών και την Άκρα Μινώα, μια πόρτα ανοίγεται στον Άλλο και το επέκεινα.
Μπροστά στον καθρέφτη του, πίσω από την επιφάνεια του εσωτερικού κατόπτρου του, στις ρευστές και θολές αντανακλάσεις των κρυστάλλων και τις κυκλοτερές, σπειροειδείς επαναλήψεις των κυματισμών τους, στις στιλπνές, γυάλινες επιφάνειες που αντανακλούν, αναπαράγουν και πολλαπλασιάζουν ιδέες από όλα τα μήκη και πλάτη του ιστορικού και φιλοσοφικού του χωροχρόνου, ο ποιητής βρίσκεται σε μόνιμη εγρήγορση, βλέπει βαθύτερα όσα τον καθορίζουν.
«Λευκό χαρτί: Είσαι ο φόβος.
Λευκό χαρτί: Είσαι το παιδί που ρώτησε τους μεγάλους:
Ιησού ή Βαραβά;
Κανείς δεν απάντησε.
Η ιστορία συνεχίζεται.
Ακόμα.» (XIII, σελ. 36)
Τα «μεροκάματα» του Κ. Καναβούρη στις λέξεις είναι πολλά και μακρόχρονα. Στο ποιητικό έργο του, ποίηση και πολιτική συναντώνται. Η σχέση τους, διαρκής, πολύτροπη και εξακολουθητική, είναι ανάλογη με την εναλλασσόμενη και αντιφατική πορεία της Ιστορίας («Τέλος της Ιστορίας θα πει ομαδικός τάφος της ανθρωπότητας», όπως λέει χαρακτηριστικά σε πρόσφατη συνέντευξή του*) ─ πορεία που συνεχίζεται και θα συνεχίζεται, χάρη στο ένστικτο επιβίωσης και την ικανότητα του ανθρώπου να μαθαίνει, να ξεμαθαίνει και να ξαναμαθαίνει, σε μια Σισύφεια εναλλαγή πτήσης και πτώσης, κτήσης και απώλειας.
.
ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ
“Εφημερίδα των Συντακτών” 2/4/2022
Το λευκό χαρτί και ο ποιητής
Τι είναι το λευκό χαρτί; Η δυνατότητα ενός ποιήματος να υπάρξει; Ή μήπως εκείνο που ποτέ δεν θα γραφτεί; Η φράση μπορεί να διαβαστεί και με τους δύο τρόπους.
Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του ο Κώστας Καναβούρης αναπτύσσει έναν στοχασμό περί ποίησης. Πρωτίστως, προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούν τη φύση της ποιητικής δημιουργίας ως ενός φαινομένου που άπτεται της ίδιας της κατανόησης της ανθρώπινης σκέψης και δράσης μέσα σε έναν ιστορικό χωροχρόνο αλλά και μέσα στο άχρονο.
Στον πρόλογο, οι σύντομοι αφορισμοί φαίνεται να καταγράφουν στιγμιαίες συνειδητοποιήσεις περί ποιητικής δημιουργίας, ενώ στον τελευταίο και πιο εκτενή ποιητικό αφορισμό η ποίηση παρουσιάζεται ως μια μυστηριώδης δύναμη που παράγει και καταναλώνει, που συνθέτει και μεταμορφώνει, μέσα από μια κοπιώδη διαδικασία, εκείνο που προϋπάρχει: «Η ποίηση είναι ένα ράμφος / που σκάβει μέσα στο κορμί σου / σκάβει μέσα στο πολεμικό κορμί σου. / Η ποίηση σκοτώνει τα αιχμάλωτα φωνήεντα / κι όλα εκείνα τα σύμφωνα κορμιά / με το κλειστό στόμα. / Αυτό θέλω να πω: / μετά την ποίηση δεν απομένει τίποτα».
Στο κύριο σώμα της συλλογής κυριαρχεί η φράση «Λευκό χαρτί». Κάθε φορά αυτή η φράση ακολουθείται από μια ποιητική ανάπτυξη σκέψεων, που άλλοτε είναι σύντομες, σαν μονολεκτικοί ή αφαιρετικοί ορισμοί, κι άλλοτε απλώνονται σε μια μεγαλύτερη έκταση. Τι είναι το λευκό χαρτί; Η δυνατότητα ενός ποιήματος να υπάρξει; Ή μήπως εκείνο που ποτέ δεν θα γραφτεί; Η φράση μπορεί να διαβαστεί και με τους δύο τρόπους. Είναι ενδιαφέρουσα η προσπάθεια να οριστεί αυτό το «μη ον» και να του αποδοθούν ιδιότητες σε μια στιγμή που ακόμη δεν υπάρχει, ενώ είναι πιθανόν και το να μην υπάρξει ποτέ. Η τραγική όψη αυτής της ανεξιχνίαστης εν δυνάμει ύπαρξης καταγράφεται σε αρκετά αποσπάσματα. Ενδεικτικά αναφέρω από το μέρος XIV κάποιους στίχους: «Λευκό χαρτί: Ατόφιο και συμπαγές / όπως το χέρι που γνέφει “ποτέ πια” / κι αποδημεί κι αποδημεί κι αποδημεί / και όλο φεύγει / αφήνοντας πίσω έναν τυχαίο τοίχο / έναν παράλογο τοίχο / που έχει ένα ακόμη πιο παράλογο καρφί / να σκουριάζει μέσα στις ηττημένες ιστορίες».
Αλλες φορές πάλι οι ιδιότυποι ορισμοί του «λευκού χαρτιού» αξιοποιούν ένα βίαιο λεξιλόγιο που αφορά μια πάλη εσωτερική, έναν «πόλεμο», μέχρι να βρει κανείς τη θέση του μέσα στον ωκεανό των προγόνων και να διαλεχθεί μαζί τους με τον τρόπο που ο ίδιος θα ορίσει: «Λευκό χαρτί: Είσαι μάχαιρα. / Κόψε το κεφάλι του Ελιοτ / άσπιλο αίμα να τρέξει / στα κράσπεδα / στα σφαγεία / ανάμεσα στα πτώματα / που δεν θα γίνουμε ποτέ / το ποίημα που περίμενες». Και αλλού: «Να βγαίνει ο Εζρα Πάουντ / να σπάζει τις λέξεις / από κάτω άλλες λέξεις / να σπάζει και να σπάζει / από κάτω ο Μπόρχες / από κάτω ο φασισμός / από κάτω ένα κορμί που σφαδάζει».
Η «πάλη» αυτή του ποιητή προς το λευκό χαρτί συνεχίζει και στον επίλογο, όπου ο στοχασμός που έχει αναπτυχθεί μεταβαίνει στο αόρατο πεδίο της μνήμης: πρόκειται για μια μνήμη που αναμοχλεύεται, που ανακαλεί αντικείμενα, χώρους και πρόσωπα, με πρώτο και κύριο το πρόσωπο της μάνας. Αυτή η μνήμη καταργεί τα όρια που χωρίζουν ζώντες και τεθνεώτες: «Η μάνα μου τραυλίζοντας: / “Γιατί τραυλίζεις;” της λέω. / “Γιατί πέθανα”, μου λέει. / Η μάνα μου είκοσι χρόνια πεθαμένη / και ίσως περισσότερο / είχα πεθάνει πριν γεννηθώ εγώ / ακόμη πριν γεννηθεί και η ίδια. / Αλλά και πάλι, πού να ξέρεις; / Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει μετά θάνατον. / Ούτε κι ο Θεός ξέρει / αφού είναι αθάνατος».
Ο Καναβούρης με αυτό το βιβλίο καταθέτει έναν προβληματισμό πάνω σε ένα διαχρονικό ζήτημα που μπορούμε να πούμε ότι εκτείνεται πέρα από τα όρια της ποίησης και της τέχνης, αφού διερωτάται για τη δυνατότητά μας να γνωρίσουμε πραγματικά της ουσία των αγωνιωδών δημιουργών δυνάμεών μας.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ
“Η Αυγή” 27/2/2022
Το λευκό χαρτί
Λευκό χαρτί: Είσαι ικρίωμα.
Λευκό χαρτί: Χαρτάκι από χαρταετό και μοιρολόι.
Λευκό χαρτί: Απελπισμένη μπλόφα.
Ποτέ δεν θα ρεφάρεις με τραπουλόχαρτα λευκά.
Λευκό χαρτί: Ένα ποίημα στον καθρέφτη· μην ανασαίνεις.
Το ποίημα είναι το αντεστραμμένο είδωλο
μιας αναπνοής που δεν ειπώθηκε αλλιώς.
Μην ανασαίνεις μπροστά στους εύθραστους
καθρέφτες της ανάσας.
Λευκό χαρτί: Να προσέχεις όταν κοιτάζεσαι στο ποίημα.
Έχουνε πάρει πολλούς μέσα στο ποίημα
οι αντικατοπτρισμοί.
…
(«ΧΧ»)
Ο Umberto Eco, στο βιβλίο του Opera aperta, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1962, εισάγει την κατηγορία «έργα σε κίνηση». Σε αυτήν συγκαταλέγονται εκείνα τα σύγχρονα έργα τα οποία παρουσιάζουν τον μέγιστο βαθμό ανοιχτότητας, επειδή αλλάζουν διαρκώς μορφή, αυξάνοντας εκθετικά τις δυνατότητες ερμηνείας τους.
Ο Αμνός του Κώστα Καναβούρη αποτελεί ενιαίο σκηνικό ποίημα με μία απλή τριμερή δομή: Πρόλογος, Κύριο Μέρος σε εικοσιδύο πράξεις, Επίλογος. Ο Πρόλογος συγκεντρώνει ένα άθροισμα από ποιητολογικές ρήσεις. Καταληκτική ρήση: μετά την ποίηση δεν απομένει τίποτα. Στο Κύριο Μέρος και στον Επίλογο υπάρχει ένας και μοναδικός ρόλος, το λευκό χαρτί. Όμως οι στίχοι οι οποίοι ανήκουν στον συγκεκριμένο ρόλο ακολουθούν ένα κατατετμημένο διαλογικό σχήμα. Δίνεται η εντύπωση πως απαγγέλλονται από δύο αντικριστές φωνές. Αυτό το σκηνικό ποίημα χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις και από επεκτάσεις των ίδιων μοτίβων. Η κατάτμηση, η επανάληψη και οι επεκτεταμένες παραλλαγές το μετατρέπουν σε «έργο σε κίνηση». Ένα κείμενο κατά του οποίου τη γραμμική ανάπτυξη προβάλλεται σε διαφορετικές εκδοχές μία σταθερή σειρά. Μία σημασιολογική σειρά με διακριτά μέλη τη θυσία, τη ματαίωση, την κατάρρευση, την τρέλα, την προδοσία, τη λευκότητα.
Η τρομακτική λευκότητα καθορίζει το ποίημα στο σύνολό του. Εντοπίζεται στο «πριν» και στο «μετά» οποιουδήποτε γεγονότος, οποιασδήποτε ζωής και κατάστασης. Ένα «πριν» και ένα «μετά» τα οποία δεν σχετίζονται με τις αιτίες και τις συνέπειες αλλά με το μη απεικονίσιμο, το μη καταγράψιμο, το ανείπωτο. Το λευκό είναι ο τρόμος ο κυρίαρχος στις περιοχές της πραγματικότητας οι οποίες δεν περιγράφονται από τη γλώσσα. Συνιστά το σύνολο των πραγμάτων τα οποία αποδεικνύονται κλειστά για τον άνθρωπο. Έτσι, ο ισχυρότερος τρόμος απορρέει από τη διαπίστωση ότι αυτός ο κλειστός για τον άνθρωπο κόσμος είναι ο ίδιος ο ανθρώπινος κόσμος. Το λευκό αποτελεί το άθροισμα όλων όσων υποτίθεται πως οργανώνονται και ερμηνεύονται από τον λόγο και από τη γραφή, ενώ παραμένουν εσαεί ανεξήγητα και άρρητα.
Στον Αμνό επιβάλλεται ο απαισιόδοξος τόνος ο προερχόμενος από την πρωταρχική απαισιόδοξη αντίληψη ότι η ανθρώπινη πραγματικότητα στην κάθετη και στην οριζόντια κίνησή της, ως παροντικότητα δηλαδή και ως Ιστορία, αντιπροσωπεύει το απολύτως ανοίκειο. Τα έργα και οι ημέρες του ανθρώπου καταντούν ξένα και άγνωστα, επειδή γράφονται με μία λευκή γραφή. Μία γραφή η οποία, παρότι φαινομενικά αντιστοιχεί στη δημιουργία, στον έρωτα, στη μεταβολή, στην επανάσταση και στην ανατροπή, απολήγει σε μία tabula rasa. To μότο του Προλόγου «Το χέρι που γέμισε ένα χαρτί έχτισε μια πόλη», από τον Marshall McLuhan, διατηρεί εντός του ακέραιο τον καταγωγικό του στίχο, ο οποίος ανήκει στον Dylan Thomas: «Tο χέρι που υπέγραψε στο χαρτί ερήμωσε μια πόλη». Η γραφή αποβαίνει πάντοτε λευκή. Το να δημιουργεί ισοδυναμεί με την αποδόμηση. Το να διαμορφώνει σημαίνει την απάλειψη. Το λευκό ταυτίζεται τελικά με τη ματαίωση. Όχι του προσδοκώμενου αλλά του πραγματοποιημένου. Πρόκειται για την πιο τρομακτική ματαίωση.
Έτσι, η ποίηση γίνεται ικρίωμα. Η συγκεκριμένη μεταφορά υπογραμμίζει το γεγονός ότι τα ποιήματα εκκινούν από τη συνειδητοποίηση της λευκότητας της γραφής, της ιδιότητάς της δηλαδή να σχηματίζει και να αποσχηματίζει, να παραπέμπει στη ζωή και ταυτόχρονα να την καθιστά ανοίκεια. Εδώ δεν εννοείται απλώς η αποστασιοποίηση της γλώσσας από τα πράγματα αλλά η καταστροφή των πραγμάτων και των προσώπων με την υπαγωγή τους στη γλώσσα. Όμως το ικρίωμα δεν συμβολίζει τον θάνατο. Γιατί συνδέεται με ένα διαφορετικού είδους «τίποτα»: Με την παράδοση άνευ όρων στην αναφορικότητα του λόγου η οποία αποδεικνύεται τόσο απόλυτη, ώστε καταλήγει να γεμίζει ένα διαρκώς άδειο χαρτί. Η γραφή είναι το πλήρες κενό. Το κορεσμένο αρχείο των συντελεσμένων ανθρώπινων πράξεων και καταστάσεων. Η πληθωριστική συγκέντρωση και σύγχυσή τους. Τα ποιήματα αντιστοιχούν στον κατοπτρισμό ενός καθρέφτη σε έναν καθρέφτη, καθώς δρομολογούν τη συνεχή παραπεμπτικότητα, όπου οι παραπομπές γίνονται παντού και πουθενά. Η θυσία του αμνού έγκειται στη μονίμως υπό αίρεση ύπαρξή του. Ο ποιητής, ο αμνός, υφίσταται εφόσον δεν υπάρχει, εφόσον ασκεί τη λευκότητα της γραφής. Εν προκειμένω, έρχεται στον νου η θέση του Theodor Adorno ότι το σύγχρονο έργο τέχνης καθορίζεται από τον αινιγματικό χαρακτήρα του. Το αίνιγμα μπορεί να παρετυμολογηθεί ως άνοιγμα προς το «τίποτα». Ανοιχτότητα η οποία εξομοιώνεται με την πιο στεγανή κλειστότητα.
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΡΡΥΒΑΝΤΗ
“Η Εποχή” 4/12/2021
Λευκό χαρτί, καθρέφτης
«Το μέσο είναι το μήνυμα» είπε κάποτε ο Καναδός θεωρητικός της επικοινωνίας Μάρσαλ ΜακΛούαν (1911-1980), υποστηρίζοντας πως το περιεχόμενο καθορίζεται από την τεχνολογία που το παράγει και το διαδίδει. Το νέο βιβλίο του Καβαλιώτη δημοσιογράφου και ποιητή Κώστα Καναβούρη «Αμνός, ένα ποίημα στον καθρέφτη» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, παρόλο που «ανοίγει» με μία άλλη λιγότερο γνωστή φράση του ΜακΛούαν «Το χέρι που γέμισε ένα χαρτί έχτισε μια πόλη», θα μπορούσε να θεωρηθεί ποιητική πραγματεία για το λευκό –ακόμα άγραφο– χαρτί ως μήνυμα και μέσο.
Η συλλογή, που ξεκινά με μια σειρά αφορισμών (π.χ. η ποίηση είναι η όραση των λέξεων), χωρίζεται σε είκοσι τέσσερα ευσύνοπτα μέρη βρίσκοντας γρήγορα την επωδό της. «Λευκό χαρτί: είσαι ικρίωμα» θα γράψει ξανά και ξανά ο Καναβούρης επιστρατεύοντας την αμφισημία της λέξης ικρίωμα σε ένα κατοπτρικό παιχνίδι συμβολισμών με κεντρικότερο το σύμβολο του αμνού με όρους θυσίας.
Με το ικρίωμα να είναι το ξύλινο βάθρο που στήνεται για την εκτέλεση της θανατικής καταδίκης με απαγχονισμό ή με αποκεφαλισμό, αλλά και η απλή σκαλωσιά σε μια γλώσσα λόγια, η ίδια η διαδικασία της γραφής και κατ’ επέκταση η μοιραία αναμέτρηση του συγγραφέα με το λευκό χαρτί μοιάζουν να είναι κάτι ανάλογο μεταξύ φρικτής τιμωρίας –της υψίστης των ποινών– και αγωνιώδους ανεβάσματος στο άφταστο οικοδόμημα της λογοτεχνίας.
Μια μαρτυρική οδός διπλής κατεύθυνσης για τον δημιουργό, που καλείται να διαγράψει μια εξωτερική αλλά και μια εσώτερη διαδρομή, διασχίζοντας τα μεγάλα συμβάντα της ιστορίας αντιμέτωπος με τον ανθρώπινο πόνο, τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες μας. Διαβάζουμε σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Λευκό χαρτί: Γκιλοτίνα.
Καθώς έρχεται το κάρο με τους βασιλιάδες
κι ο δρόμος είναι στρωμένος
με χρυσά τραπουλόχαρτα
και το παιδί είναι δασκαλεμένο να φωνάξει
πως ο βασιλιάς είναι γυμνός
όμως φοβάται τόσο πολύ.
Περνάνε τα χρόνια μέσα στον φόβο.
Το παιδί δεν μιλάει.
Το παιδί γερνάει
Το παιδί πεθαίνει
Και η ιστορία συνεχίζεται.
Λευκό χαρτί: Είσαι ο φόβος.
Λευκό χαρτί: Είσαι το παιδί που ρώτησε τους μεγάλους:
«Ιησού ή Βαραββά;»
Κανείς δεν απάντησε.
Η Ιστορία συνεχίζεται.
Τον δρόμο του συνεχίζει στο βιβλίο και στο πάντα λευκό χαρτί και ο ποιητής. Η πορεία του θα διασταυρωθεί με μεγάλα ονόματα και ηχηρά τοπόσημα της συλλογικής μνήμης: Τ. Σ. Έλιοτ, Πάουντ, Μπένγιαμιν, Παβέζε, Ρεμπώ, Ντίλαν Τόμας, Πρίμο Λέβι, Ντίκενς, Λένιν, Ραμόν Μερκαντέρ, αλλά και Άρης Κωνσταντινίδης και Κάφκα και Σινόπουλος στην πλατεία του Μαγιού, στο Γράμμο και στο Βίτσι.
Για να φτάσουμε στις τελευταίες σελίδες στην Θεσσαλονίκη του 1949, στις φυλακές όπου κρατείται η μητέρα του ποιητή. Το βιβλίο κλείνει με μια πραγματική επιστολή της Ελένης Αγγελίδου – Καναβούρη. Ο Καναβούρης, άλλωστε, και σ’ αυτό το βιβλίο κρατά ξεχωριστή θέση για τη γυναίκα.
Λευκό χαρτί: Γράμμα της μάνας μου
Που όλο έρχεται από τη φυλακή.
Η σύρτις, αν και βέβαιη για την ανελέητη φύση της λευκής σελίδας, θυμάται κάποιους παλαιότερους στίχους του ποιητή από την προηγούμενή του συλλογή και αποσύρεται.
Ας ανάψουν τα φώτα
Ας φοβηθεί η λευκότης∙
Ακόμα υπάρχει κάτι που χτυπά.
Δεν είναι εκκρεμές.
Δεν είναι ελπίδα.
.
ΛΙΝΑ ΦΥΤΙΛΗ
Fractal 23/11/2021
Το ποίημα σαν αντικατοπτρισμός
Ο Αμνός ή ένα ποίημα στον καθρέφτη του Κώστα Καναβούρη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, είναι μια ποιητική σύνθεση, με πρόλογο, κυρίως μέρος και επίλογο, όπου ο ποιητής ανασύρει πρόσωπα, ιδέες, εικόνες, προκειμένου να αποδομήσει το ποίημα για να ανακαλύψει, μέσα από αυτή την επώδυνη διαδικασία, το βάθος αλλά και την απροσδιοριστία του. Ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου, οι πρώτοι στίχοι μας προετοιμάζουν για τη συνέχεια. «Δεν θα σε βρούνε/ τα ποιήματα κατέφαγαν τα ίχνη σου».
Αν το ποίημα είναι ένα σφάγιο, ένας αμνός, το τραύμα του γίνεται ο τρόπος ερμηνείας της ζωής, στον οποίο οι λέξεις δεν χρειάζονται πάντα. Λειτουργεί σαν μια αίσθηση, άρα σαν ένα σημείο, διαρκώς μεταβαλλόμενο. Είναι η λευκότητα της άγραφης σελίδας, ο τρόμος του ποιητή, όπου καθρεφτίζεται η νίκη και η ήττα, το ικρίωμα, το ναυάγιο των λέξεων, οι αγωνίες αλλά και η πίστη σε κάτι αδύνατο.
«Όλα μια δοξασία της ελπίδας, που ελπίζει μόνο στον εαυτό της».
Μήπως ο ποιητής δεν ξέρει ότι στην καρδιά των λέξεων καραδοκεί ένα νόημα από το οποίο στην πραγματικότητα, είμαστε αποκλεισμένοι; Όπως μας διαφεύγει ένα κομμάτι της ζωής, του εαυτού μας, έτσι, και το ποίημα ξεγλιστράει, σαν ένα σχήμα, σαν ένα φάντασμα ή σαν μια σκιά μες στον καθρέφτη, που πότε εμφανίζεται πότε χάνεται. Κι αυτό γιατί όλα ενέχουν το παράλογο- η ζωή, οι λέξεις, ο θάνατος, η πραγματικότητα, η ίδια η ύπαρξη. «Είσαι επειδή δεν υπάρχεις αλλά τίποτα δεν υπάρχει χωρίς εσένα».
Ακόμη κι η πίστη ενέχει θραύσματα αμφιβολίας και παράδοξου, με τον ίδιο τρόπο που το σκοτάδι ασπρίζει, το αίμα γίνεται λευκό ή «κάτι πιο κόκκινο από το λευκό» και άπειρα γεγονότα ξεχνιούνται σαν τα άγραφα ποιήματα, μολονότι οι άνθρωποι επιζητούν να είναι προϊόντα μιας ιστορικής συνέχειας.
Ο Καναβούρης, ώριμος ποιητικά, με λιτή γλώσσα κι έντονη εικονοποιΐα, αναζητάει σ’ αυτό το ποιητικό σχεδίασμα, μια αποκαλυπτική θέαση του κόσμου, όπου το λευκό χαρτί γίνεται η συνείδηση του ποιητή, ο καθρέφτης, στον οποίο εμφανίζονται μέσα του τα θαύματα, δηλαδή οι πληγές, χάρη στις οποίες γράφει κανείς για «μια μέρα που δεν πέρασε, μέσα στις μέρες που περνούν». Γιατί αυτό συνιστά το ποίημα, μια μέρα που μπορεί να διαρκεί πολύ- όσο η ιστορία συνεχίζεται, τα διλήμματα παραμένουν ίδια στα βάθη των αιώνων- όπως οι επιθυμίες, οι ανάγκες και οι φόβοι των ανθρώπων. «Είσαι το παιδί που ρώτησε τους μεγάλους: Ιησού ή Βαραββά; Κανείς δεν απάντησε».
Ο ποιητής επιχειρεί την καταβύθιση στο ποίημα, το οποίο μπορεί να διαθέτει ατελείωτες μορφές, να διατηρεί την υπόστασή του, ακόμη κι ως άγραφο ή ως κάτι ανεξίτηλα χαμένο, επειδή μέσα στην συντριβή του, παραμένει μια διαλεκτική πάρα πολύ δυνατή. Παραλλάσσοντας τον Κάφκα, ιδανικά το «ποίημα είναι το τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας». Είναι επίσης, μια πορεία μες στη νύχτα ή όπως αναφέρει ο Καναβούρης, «το αντεστραμμένο είδωλο μιας αναπνοής που δεν ειπώθηκε αλλιώς». Αλλά τι μπορεί να ευοδωθεί γραμμένο στο λευκό χαρτί; Υπάρχει κάτι; Αφού το ποίημα τη ‘’στήνει’’ στον ποιητή και κανένας δε σώζεται μέσα του.
Όπως γράφει ο Σινόπουλος, «την ώρα που παλεύω με ένα ποίημα δεν υπάρχει καθρέφτης για να δω τη μεταμόρφωση μου». Συμπεραίνουμε ότι ο χρόνος που απαιτεί το ποίημα για να γραφτεί, είναι ο χρόνος της αγωνίας του ποιητή, καθώς εκφράζει το ανεξήγητο της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και την ανάγκη συμβίωσης σε έναν πιο ανθρώπινο κόσμο. Οι άγραφες σελίδες, δεν αποτελούν παρά λευκά χαρτιά, «αυτό το εργοστάσιο της λήθης», όπου είναι γραμμένες, οι ματαιώσεις, τα λάθη και οι λήθαργοί μας.
Αν το ποίημα στον καθρέφτη, μας λέει ο Καναβούρης με τη γραφή του, είναι ένα λαμπερό δονούμενο σύμπλεγμα, που προβάλλει μέσα από τις σκιές και η λευκή σελίδα αποτελεί το ικρίωμα για το ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο, η πολύτιμη σπίθα του ποιητή είναι οτιδήποτε σκοτεινό αναδύεται στην επιφάνεια, επειδή ακριβώς κατάφερε να διασωθεί μέσα από μία απέραντη ύλη, όπως μία γλώσσα.
.
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ
literature.gr 15/11/2021
Συνομιλία του ποιητή με το είδωλό του
Ο Αμνός, ένα ποίημα στον καθρέφτη του Κώστα Π. Καναβούρη (εκδ. Πόλις, 2021), είναι ένα ενιαίο ποίημα χωρισμένο σε 24 μέρη μαζί με τον πρόλογο και τον επίλογο, όσα και τα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου. Ο συμβολικός τίτλος παραπέμπει στο αίμα του αμνού που θυσιάζεται, ενώ η αναφορά του καθρέφτη στον τίτλο υποδηλώνει τη συνομιλία του ποιητή με το είδωλό του.
Στον πρόλογο ο Κώστας Π. Καναβούρης παραθέτει μια σειρά στοχασμών σε σχέση με την ποίηση, εισάγοντας τον αναγνώστη στον ποιητικό του κόσμο, ορίζοντας σημεία συνάντησης. Κι όσο προχωράμε στην ανάγνωση, επιστρέφουμε σ’ αυτές τις αρχικές σκέψεις για να εμβαθύνουμε, να υπογραμμίσουμε, να αποκρυπτογραφήσουμε. Ενδεικτικά, ο στοχασμός: «Το ποίημα είναι μια μοτοσικλέτα/που έρχεται διαρκώς από τον Πύργο» (σελ. 11) επανέρχεται στο μυαλό μας σε πολλά σημεία του ποιήματος, παραπέμποντας στο έργο του Κάφκα και στην τρομακτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί, με τον Πύργο να δεσπόζει ως σύμβολο εξουσίας, αποξένωσης, άγχους και κατάρρευσης.
Το ποίημα είναι μια συνομιλία του λευκού χαρτιού με τον εαυτό του. Το χαρτί στο οποίο ο ποιητής καταγράφει τις σκέψεις του, λειτουργεί σαν καθρέφτης, όπου ο δημιουργός βλέπει το αληθινό του πρόσωπο, ενώ ολόκληρος ο κόσμος του εμφανίζεται απέναντί του χωρίς ωραιοποίηση. Στο είδωλο φαίνεται η παραμικρή λεπτομέρεια. Ο καθρέφτης δεν ξεγελιέται, μπορεί να σπάσει, μπορεί να γίνει φονικό εργαλείο, μπορεί και να οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή.
Κάθε συνομιλία αρχίζει με τη φράση «Είσαι ικρίωμα», παραπέμποντας στον αρχικό στοχασμό: «Το ποίημα είναι ικρίωμα./Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή./Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο» (σελ. 11) . Και η αμφισημία της λέξης «ικρίωμα» που δηλώνει και τη λαιμητόμο και τη σκαλωσιά, λειτουργεί σαν μοτίβο σε ολόκληρο το έργο, υπογραμμίζοντας τον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, όπου η ζωή και η δημιουργία συνυπάρχουν με την καταστροφή και τον θάνατο.
Ο τραγικός άνθρωπος περιδιαβαίνει το ονειρικό τοπίο της ζωής του σε αυτόν τον πλανήτη. Λέξεις με διττή σημασία εκφέρονται άλλοτε δυναμικά, άλλοτε σαν ψίθυροι και άλλοτε σαν θρήνοι, δημιουργώντας έντονες εικόνες θανάτου, εγκατάλειψης, καταστροφής. Και ανάμεσα στις εικόνες, όταν ο λυγμός είναι αβάσταχτος, υψώνονται ερωτήματα αναπάντητα: «Ποτέ σου δεν μας έμαθες/ότι από νίκη σε νίκη/φτάνει κανείς στην ήττα του» (σελ. 19).
Το ποιητικό τοπίο παρουσιάζεται σαν ωκεανός, σαν ένα απέραντο ενυδρείο: «Παντού λέξεις που επιπλέουν και λέξεις που βυθίζονται και λέξεις ναυαγισμένες ήδη, λέξεις που καταπίνουνε μεμιάς πείνα και πείνα» (σελ. 20). Εκεί, ο ίδιος ο ποιητής επιλέγει να είναι βυθισμένος μέσα στις θάλασσες, μέσα στις εκατόμβες των ωκεανών, στην πραγματικότητα, όποια κι αν είναι αυτή, χωρίς να εθελοτυφλεί. «Μη φύγεις,/εδώ το αίμα σου να τρέξει» (σελ. 45) προτρέπει το λευκό χαρτί. Να τρέξει μαζί με το αίμα των θυσιασμένων αυτού του κόσμου.
Μέσα από το λευκό χαρτί αναβιώνουμε στιγμιότυπα της ιστορίας μας, «μιας Ιστορίας αναντίρρητης» (σελ. 33) με τα παιχνίδια εξουσίας, με ανόδους και πτώσεις: «Ταπείνωση./Έπαρση./Τιμωρία./Έγκλημα». Δεσπόζουσα θέση κατέχει η ουτοπία και η απομυθοποίηση πεποιθήσεων που εκφράζεται με πικρία: «Ο Λένιν ο πρώτος μετά θάνατον νεκρός» (σελ. 36). Και ο φόβος στο προσκήνιο, να καθοδηγεί τις μάζες ανά τους αιώνες: «Καθώς έρχεται το κάρο με τους βασιλιάδες/κι ο δρόμος είναι στρωμένος/με χρυσά τραπουλόχαρτα/και το παιδί είναι δασκαλεμένο να φωνάξει/πως ο βασιλιάς είναι γυμνός/όμως φοβάται τόσο πολύ./Περνάνε χρόνια μέσα στον φόβο./Το παιδί δεν μιλάει./Το παιδί γερνάει./Το παιδί πεθαίνει./Και η ιστορία συνεχίζεται» (σελ. 37).
Το χαρτί μεταμορφώνεται και αλλάζει χρώματα. Είναι σαν κρύο μάρμαρο, δεμένο με τον θάνατο, ή μοιάζει με «Γράμμα λευκό του μελλοθανάτου» (σελ. 24). Μυρίζει έρωτα, αίμα, ιδρώτα. Πάλλεται, αναπνέει, παίρνει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, γίνεται μοίρα, ποίηση, παίρνει τη μορφή τέρατος, ή θηράματος: «Γιατί παράλογο είναι το θήραμα/ όταν το κυνηγά η σελήνη»(σελ. 25). Μαυρίζει και κοκκινίζει: «Κόκκινο της τέφρας/από Ρεμπώ κι από Βερλαίν κι από Αρχίλοχο./Κύμα, σύνθημα, βηματισμός, αποδημητικό» (σελ. 26). Ή «Τίποτα πιο κόκκινο από το λευκό» (σελ. 27).
Κάποτε ο διαβάτης-ποιητής κολλάει σε βάλτο που μυρίζει καμένο κερί, με τους νεκρούς να αναδύονται ως θύματα πολέμων, καταστροφών, κρεματορίων: «Γεμάτο σκοτωμένους είναι το τρένο σου» (σελ. 33). Και το αίμα έχει λιμνάσει, «το αίμα τρέχει και δεν πάει πουθενά» (σελ.28) με αναρίθμητες χαμένες ζωές. Και όσο ο αναγνώστης-συνδημιουργός βιώνει την αίσθηση του άδικου θανάτου, μ’ ένα τεράστιο γιατί να τον πνίγει, προσπαθεί να κατονομάσει αυτόν που δημιούργησε το κακό και τον φαντάζεται να τιμωρείται: «Να συλληφθεί και να εξοριστεί/να εξοριστεί πολύ μακριά./Πιο μακριά από το παρελθόν/να μην επιστρέψει/να μη φτάσει ξανά ως εδώ το ίδιο φονικός» (σελ. 29).
Μέσα στον ζόφο του κόσμου μας, σε ελάχιστες περιπτώσεις αναδύεται το ουράνιο τόξο δεμένο με την ιδέα της ενότητας, της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης. Φέρνει μια αμυδρή σκέψη σωτηρίας, αλλαγής-απαλλαγής από την καταστροφική φύση του ανθρώπου, συνδυασμένο με το όραμα: «Μπορείς να ενώσεις./Μπορείς να μην Είσαι» (σελ. 30). Είναι σύμβολο που «Ιριδίζει την ανυπαρξία» (σελ. 31), έχει υπόσταση, είναι αντίλαλος που μόνο οι ευαίσθητοι τον αντιλαμβάνονται υπό μία συνθήκη, τη βροχή. Με τις σταγόνες της κάθαρσης να ποτίζουν, να δροσίζουν, να φέρνουν συγκίνηση, ενότητα, σύγκλιση, έρωτα, ομορφιά. Με τη συλλογική μνήμη να καθοδηγεί και να εμπνέει: «Βράδιασε./ Μάζεψε τους νεκρούς./Ζωγράφισέ τους./Τίποτε άλλο» (σελ. 43). Και με το εγκιβωτισμένο γράμμα της μάνας από τη φυλακή πριν την εκτέλεση, που αποτελεί μια εξαιρετική σύλληψη του ποιητή για το κλείσιμο του έργου του.
Το βιβλίο Αμνός, ένα ποίημα στον καθρέφτη είναι ένα βαθύ, ώριμο έργο γραμμένο με πάθος, καυστικότητα και οξυδέρκεια που δίνει έναυσμα για στοχασμούς και ερμηνείες σε πολλαπλά επίπεδα. Ο λόγος, ειλικρινής και μεστός, καθηλώνει. Με λέξεις που άλλοτε ρέουν σαν γάργαρο νερό, άλλοτε χτυπάνε σαν σφυριά κι άλλοτε μπήγουνε μαχαίρια. Και με εικόνες τόσο ξεκάθαρες και δυνατές που τυπώνονται στη μνήμη.
.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΤΣΙΑΤΖΗ
e-ΤΡΑΠΕΖΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ 7/11/2021
Η ετεροτοπία του λευκού χαρτιού
Ο Μ. Φουκό στο κείμενό του «Περί Αλλοτινών Χώρων» (Des espaces autres), το 1967 εισάγει τον όρο ετεροτοπία για να περιγράψει τόπους λειτουργικούς που αποτελούν κάποιο είδος αντι-θέσεων. Οι ουτοπίες είναι μη τόποι, οι ετεροτοπίες είναι τόποι. Μεταξύ ετεροτοπιών και ουτοπιών υπάρχει ένα είδος μεικτής εμπειρίας, ο καθρέφτης. Ένας τόπος χωρίς τόπο, ένας μη-τόπος. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φουκό «Στον καθρέφτη βλέπω τον εαυτό μου εκεί όπου δεν βρίσκομαι, σε έναν χώρο μη πραγματικό που ανοίγεται με εικονικό τρόπο κάτω από την επιφάνεια». Ο καθρέφτης είναι ο μη-τόπος αντανάκλασης του πραγματικού. Ο Κ. Καναβούρης, ήδη από τον τίτλο, μας ενημερώνει ότι γράφει «Ένα ποίημα στον καθρέφτη». Ο τίτλος του «ΑΜΝΟΣ», παραπέμπει ευθέως στη υπέρτατη θυσία, στο άδικα ξοδεμένο αίμα που αίρει την αμαρτία. Τίνος το αίμα; Θα το δούμε στη συνέχεια.
Επιστρέφοντας στην ετεροτοπία του καθρέφτη, είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι ο καθρέφτης λειτουργεί, ήδη από την αρχαία ελληνική μυθολογία, ως μέσο θέασης της εικόνας, άλλοτε παραμορφωμένης -και συχνά τρομακτικής- άλλοτε κανονιστικής (ας θυμηθούμε τον Ντα Βίντσι).
Οι καθρέφτες συχνά έχουν χρησιμοποιηθεί και στα παραμύθια (π.χ. στη “Χιονάτη”), στη λογοτεχνία («Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι») αλλά και στον κινηματογράφο. Θυμίζω, ενδεικτικά, την περίφημη σκηνή από την αριστουργηματική avant garde ταινία «Το αίμα του ποιητή» του Ζαν Κοκτώ (1930), όπου ο ήρωας ποιητής-ζωγράφος βυθίζεται στον καθρέφτη του που βρίσκεται σε έναν τοίχο, δίπλα σε μια καρέκλα. Ανάλογο είναι το σκηνικό και στην ενότητα που ακολουθεί τον πρόλογο της συλλογής όπου μας υποδέχεται στην προμετωπίδα η γνωστή, εμβληματική, φράση του Arthur Rimbaud “Εγώ είναι ο άλλος”.
Ο Μπόρχες είναι ίσως ο πιο γνωστός λογοτέχνης που χρησιμοποίησε τον καθρέφτη ως σύμβολο στο έργο του καθώς σε αρκετά κείμενά του πραγματεύεται τις ιδιότητες του ως αντικειμένου με ιερό αλλά και τρομακτικό χαρακτήρα. Στο διήγημα «Ο καθρέφτης από μελάνη», λίγες σταγόνες μελάνης λειτουργούν σαν καθρέφτης μέσα στον οποίο ο ήρωας μπορεί να δει όλα όσα συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Λίγες σταγόνες μελάνης μπορούν όμως και να γίνουν λέξεις πάνω στο λευκό χαρτί και να αρχίσει η Ποίηση… Επίσης, στο διήγημά του «Ο καθρέφτης και η μάσκα», ο βασιλιάς, ακούει τον αυλικό του ποιητή να του εξομολογείται ότι:
…”Την αυγή ξύπνησα προφέροντας λέξεις που στην αρχή δεν καταλάβαινα», είπε ο βάρδος. «Οι λέξεις αυτές ήταν ένα ποίημα. Ένιωσα σα να ‘χα διαπράξει κάποιο αμάρτημα – που το Άγιο Πνεύμα, ίσως, δε συγχωρεί”.
“Ένα αμάρτημα που τώρα μοιραζόμαστε οι δυο μας”, είπε ο βασιλιάς ψιθυριστά. Η αμαρτία τού να έχεις γνωρίσει την Ομορφιά, που ‘ναι ένα δώρο απαγορευμένο στους ανθρώπους. Τώρα έχουμε το χρέος να εξιλεωθούμε. Σου ’δωσα έναν καθρέφτη και μια χρυσή μάσκα· ιδού το τρίτο δώρο που θα ’ναι και το τελευταίο». Στο δεξί του χέρι έβαλε ένα στιλέτο». Ο ποιητής, μας λέει ο Μπόρχες αμέσως μετά, αυτοκτόνησε. Το τίμημα της Ομορφιάς, το τίμημα της Τέχνης είναι η Θυσία, το ξοδεμένο αίμα του Αμνού που θα σώσει (;), όπως η Ομορφιά, τον κόσμο.
Παραμένοντας στην ετεροτοπία του κατόπτρου, ας μην ξεχνάμε και το λακανικό «στάδιο του καθρέφτη» όπου το βρέφος αποκτά συνείδηση του εαυτού και του Άλλου καθώς πραγματοποιείται η μετάβαση από το Φαντασιακό στο Συμβολικό μέσω της Γλώσσας. Ο Λακάν τονίζει ότι «οι λέξεις αποτελούν το υφάδι της ζωής και της οδύνης των ανθρώπινων όντων»[1]. Αυτό το υφάδι χρησιμοποιεί ο Κ. Καναβούρης στον αργαλειό του ποιητικού του εργαστηρίου.
Η ποιητική συλλογή του Κ. Καναβούρη εκκινεί, στην προμετωπίδα του Προλόγου, με ένα ρητό του Herbert Marshall McLuhan «Το χέρι που γέμισε ένα χαρτί έχτισε μια πόλη» και ακολουθούν στοχασμοί πάνω στο ποιητικό φαινόμενο. Αναφέρω ενδεικτικά:
Το ποίημα είναι ένα ικρίωμα
Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή
Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο
Το ποίημα σε ερμηνεύει
το ίδιο και το τραύμα (σελ.11)
Κάθε στοχασμός αποτελεί όχι μόνο μια πυκνωτική πραγματεία περί ποίησης αλλά και δομικό άξονα, τα “στημόνια” για την ύφανση των λέξεων που ακολουθούν. Κάθε νήμα νοημάτων συνυφαίνεται μέσω των δομικών αξόνων της ποιητικής συλλογής δημιουργώντας ένα αξεδιάλυτο Όλον.
Μετά τις “θέσεις”, τους στοχασμούς που μας εισάγουν στο ποιητικό σύμπαν, ακολουθεί ο διά-λογος του λευκού χαρτιού με τον εαυτό του, ένα πραγματικά εξαιρετικό εύρημα ως προς την πολυσημία και τη λειτουργικότητά του. Η καταβύθιση του ποιητή στη λευκότητα του χαρτιού, που προσιδιάζει στη λευκότητα του θανάτου, γίνεται ο τρόπος ώστε να δομηθεί μια νέα πραγματικότητα, ένα νέο πεδίο σημασιών.
Στην αμέσως επόμενη ενότητα, όπως προαναφέρθηκε, κυριαρχεί η εικόνα του καθρέφτη, οι κατοπτρικές αντανακλάσεις και ο διάλογος πια γίνεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στις ποικίλες εκφάνσεις της Τέχνης και τα ρευστά όριά τους. Ποίηση, κινηματογράφος, ζωγραφική, θέατρο συνυπάρχουν αντανακλώντας και απηχώντας το πραγματικό για να δομήσουν μια νέα πραγματικότητα.
Κάθε ενότητα, κάθε στημόνι ύφανσης των ν(ο)ημάτων, έχει άξονα το μότο «Το ποίημα είναι ένα ικρίωμα». Η δισημία της λέξης πλέον γίνεται ορατή. Ικρίωμα δεν είναι μόνο ο τόπος όπου θα διαπραχθεί το έγκλημα, είτε με απαγχονισμό είτε με αποκεφαλισμό. Είναι και η σκαλωσιά. «Επί ικρίω» χτίζεται σιγά σιγά, σελίδα-σελίδα, με σταγόνες μελάνης και αίματος, η ποιητική Πόλις. Όσο το ικρίωμα-σκαλωσιά προχωρά καθ’ ύψος αλλά και κατά πλάτος, τόσο διευρύνονται και τα όρια της ποιητικής ετεροτοπίας με διαρκείς αναφορές σε ουτοπίες του παρελθόντος και το κόστος τους σε ανθρώπινες ζωές. Η παρουσία του Θανάτου καθίσταται ορατή σε κάθε σελίδα μέσω της εκτυφλωτικής λευκότητάς του και της διαρκούς απειλής του. Οι εκατόμβες των νεκρών των επαναστάσεων, των πολέμων, του Ολοκαυτώματος παρελαύνουν σε κάθε σελίδα διεκδικώντας το δικαίωμα στη μνήμη και στη δικαίωση. Γίνονται ενικός αριθμός. Αμνός.
Λευκό χαρτί: Τίποτα πιο κόκκινο από το λευκό (σελ. 27)
Λευκό χαρτί: Το αίμα τρέχει αλλά δεν πάει πουθενά.
Και είναι μονάχα λευκό
και είμαστε μονάχα εμείς
που περισσέψαμε και είμαστε τώρα εδώ
να ιστορούμε πάνω στο λευκό τα ανιστόρητα
το φονικό των αριθμών
τα πεπραγμένα των καταμετρήσεων (σελ.28)
Αναπόφευκτοι οι συνειρμοί που οδηγούν στη γνωστή υδατογραφία «Angelus Novus» του σπουδαίου Ελβετο-Γερμανού ζωγράφου Πάουλ Κλέε, που ο Μπέγιαμιν, ιδιοκτήτης του έργου, θεωρούσε ως τον «άγγελο της ιστορίας». Στην περίφημη ένατη θέση του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας αναφέρει ότι «Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου εμείς αντιλαμβανόμαστε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μία μοναδική καταστροφή που συνεχίζει να συσσωρεύει το ένα ερείπιο πάνω στο άλλο». Ο Άγγελος στέκεται σαν μαρμαρωμένος γιατί διαβλέπει τη μελλοντική δυστοπία. Όπως τη βλέπει, παρατηρώντας το παρελθόν, με τις διαρκείς θυσίες και απογοητεύσεις του, και ο ποιητής.
Μά ποιός μέ πόνο θά μιλήσει γιά ὅλα αὐτά; Για τις ματαιωμένες ουτοπίες, τα επίμαχα και τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος; Μόνο οι ιστορικοί, με την επιστημονική τους πειθαρχία; Ο λόγος της Ποίησης, μήπως είναι καταλληλότερος για να ανασύρει μνήμες και τραύματα; O Hayden White θα μας μάλωνε, θυμίζοντάς μας τα “κοινά γλωσσικά πρωτόκολλα”, το συνανήκειν των τεχνικών γραφής. Σε συνέντευξή του στην Αγγελική Σπυροπούλου o White είχε τονίσει ότι: Ένα πράγμα που πάντα κάνει η “λογοτεχνία”, σε αντίθεση με τον μη καλλιτεχνικό λόγο, είναι ο συστηματικός πειραματισμός με τη διάκριση μεταξύ κυριολεκτικού και μεταφορικού λόγου προκειμένου να κάνει τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε να παρουσιάζει μια δεδομένη πραγματικότητα με μεγαλύτερη ακρίβεια, πιο «συγκεκριμένα» ή πιο “δραματικά” . Αυτό επιχειρεί και η ποιητική γραφή. Να ανασύρει, με τρόπο δραστικό, όσα επιχειρήθηκε από εξουσιαστικές δομές να παραμείνουν στη λήθη καθώς και να συμβάλει στη δικαίωση των ηττημένων σπάζοντας τις σιωπές και προβάλλοντας -με όποιο κόστος- την Αλήθεια.
Λευκό χαρτί: Γκιλοτίνα
Καθώς έρχεται το κάρο με τους βασιλιάδες
κι ο δρόμος είναι στρωμένος
με χρυσά τραπουλόχαρτα
και το παιδί είναι δασκαλεμένο να φωνάζει
πως ο βασιλιάς είναι γυμνός
όμως φοβάται τόσο πολύ.
περνάνε τα χρόνια μέσα στον φόβο.
Το παιδί δεν μιλάει.
το παιδί γερνάει.
Το παιδί πεθαίνει.
Και η Ιστορία συνεχίζεται. (σελ.36)
Μπορούμε, όμως, να επιστρέψουμε στην παιδική αθωότητα και τόλμη και να φωνάξουμε ότι “ο βασιλιάς είναι γυμνός”; Μπορούμε να αντέξουμε την ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στον χρόνο που κυλά, στις ματαιώσεις αλλά και την επίγνωση των δυστοπιών που ακολούθησαν κάθε προσπάθεια υλοποίησης κάποιας ουτοπίας; Επιλέγοντας την ετεροτοπία της Ποίησης, του “λευκού χαρτιού” που διαρκώς συνομιλεί με τον εαυτό του και τη λευκότητα του θανάτου; Μπορεί ο Ποιητής να γίνει εκείνος ο “Αμνός”, που μέσα από την ελεγειακή και πανανθρώπινη ματιά του θα προσφέρει την ύπαρξή του, όπως ο Αλεξάντερ στη «Θυσία» του Ταρκόφσκι, για να σωθεί ο κόσμος, η μνήμη, ο Άνθρωπος; Αφορά κανέναν / καμία σήμερα η έννοια της «Θυσίας», έννοια άρρηκτα συνυφασμένη με αυτή του «Αμνού»; Μπορεί, επομένως, να σωθεί αυτός ο κόσμος;
Όσο το λευκό χαρτί- ικρίωμα γεμίζει λέξεις μεταστοιχειώνεται σε κάτι υλικό και άυλο μαζί, γίνεται ποίηση. Η απουσία γίνεται παρουσία και μεταστοιχειώνεται με τη σειρά της σε τόπο μνήμης, συλλογικής και ατομικής. Όσο χτίζεται η «πόλη», όπως μας θυμίζει στην προμετωπίδα ο McLuhan, φθάνουμε αναπότρεπτα και στις προσωπικές μνήμες. Λειτουργώντας με τρόπο παραγωγικό, κατά το πλατωνικό πρότυπο, ο ποιητής μάς κατευθύνει από το Όλον στο Μέρος, στον συγκλονιστικό Επίλογο που μας υποδέχεται με το «Δεν έχουν δάκρυα τα χέρια για να κλάψουν» του Dylan Thomas. Η Ιστορία πια δίνει τη θέση της στις προσωπικές ιστορίες. H μνήμη της Μάνας είναι κυρίαρχη στο επιλογικό μέρος με τον εγκιβωτισμό μίας επιστολής της από τον χώρο των φυλακών- μια άλλη φουκοϊκή ετεροτοπία. Η παρουσία της απουσίας της τόσο αισθητή όσο και η απουσία της παρουσίας της, για να θυμηθούμε και τις κατοπτρικές αναπαραστάσεις με τις οποίες ξεκινήσαμε. Το ατομικό συμβάν της επιστολής αποκαλύπτει τις εξουσιαστικές δομές μακράς διάρκειας. Η ποιητική Πόλις, η λογοτεχνική ετεροτοπία, που χτίστηκε λέξη-λέξη, καθώς ο γιος της ακροβατούσε στο ποιητικό ικρίωμα που έστησε μπροστά του ο ίδιος, θεωρώ ότι δομήθηκε κυρίως για να την αποχαιρετήσει. Πράγμα, ωστόσο, ανέφικτο… Η μάνα γίνεται σύμβολο της απέλπιδας προσπάθειας να κλείσουν οι χαίνουσες πληγές των πολλαπλών δυσεπούλωτων τραυμάτων, ατομικών και συλλογικών. Κάποιος άλλος ποιητής, νωρίτερα, είχε αποδεχθεί την προσωρινότητα/ματαιότητα της όποιας παραμυθίας.
Τά φάρμακά σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάμνουνε — γιά λίγο — νά μή νοιώθεται ἡ πληγή.
Ο Κώστας Καναβούρης, ώριμος ποιητικά, κατέχοντας τα εργαλεία της ποιητικής του τέχνης αλλά και θεωρητική σκευή πέραν του λογοτεχνικού πεδίου, μας παραδίδει μια ποιητική συλλογή που συνομιλεί δυναμικά με τη φιλοσοφία, την ιστορία, την ψυχανάλυση. Αναλαμβάνει “να μιλήσει για όλα αυτά” που συνιστούν τα δομικά στοιχεία συγκρότησης τόσο της ατομικής του ταυτότητας όσο και της συλλογικής. Έχει πλήρη επίγνωση του ρόλου του ως διανοούμενος και των δεσμεύσεων που προκύπτουν λόγω της ιδιότητας αυτής. Παράγει δημόσιο λόγο λειτουργώντας παρεμβατικά στη δημόσια σφαίρα, ως όφειλε, τόσο με τη μαχητική αρθρογραφία του όσο και με τον ποιητικό του λόγο. Καταδύεται ποιητικά στην ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα του παρελθόντος, οπλισμένος με τα κατάλληλα εννοιολογικά εργαλεία, και αναδύεται στο σήμερα με τη λόγῳ και έργῳ πολιτική τοποθέτησή του. Ο “Αμνός” είναι το προϊόν ενός ελεύθερου, δημιουργικού και μαχητικού πνεύματος που διακρίνει το πλέγμα των εξουσιών που έχει κατασκευάσει το σύγχρονο υποκείμενο, ατομικό και συλλογικό, και έχει το θάρρος να δομήσει τη δική του λογοτεχνική ετεροτοπία ως αντί-Λογο, ως εναλλακτική χειραφετητική οπτική σε μια εποχή που όλα μοιάζουν μάταια και οι κοινωνικοί αγώνες από πριν χαμένοι.
Θα ήθελα να κλείσω αυτή τη σύντομη -κι εκ των πραγμάτων ανεπαρκή- επισκόπηση της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής με ένα απόσπασμα του Edward W. Said από το έργο του “Διανοούμενοι και εξουσία” των εκδόσεων Scripta για τον ρόλο των διανοουμένων καθώς κρίνω ότι ταιριάζει στην περίπτωση Καναβούρη:
«…Σε τελική ανάλυση ο διανοούμενος δεν είναι ούτε ειρηνοποιός, ούτε θεμελιωτής της συναίνεσης. Είναι ένας άνθρωπος που διακυβεύει όλη του την ύπαρξη για χάρη του κριτικού πνεύματος, ένας άνθρωπος που επιδεικνύει μια έντονη απροθυμία να δεχτεί τις εύκολες φόρμουλες, τις τυποποιημένες ιδέες και τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις για τα όσα λένε και κάνουν οι άνθρωποι της εξουσίας και της συμβατικότητας, κι η απροθυμία αυτή διόλου δεν είναι παθητική: ο διανοούμενος διακατέχεται από έντονη, ενεργητική προθυμία να δεσμευτεί για τα παραπάνω σε δημόσιο επίπεδο…»
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΠΟΛΥ ΚΡΗΜΝΙΩΤΗ
Η Αυγή 14/11/2021
Η ποίηση γράφεται πάντα σε πείσμα των εχθρών της
Είναι δεινός αφηγητής. Δεν χορταίνεις να τον ακούς. Το χιούμορ του διαπεραστικό και οι πλάκες του μνημειώδεις. Διπλώνεσαι από τα γέλια. Μπορεί να θυμηθεί τον στίχο τού πιο απίθανου ποιητή, αλλά και ένα στιγμιότυπο από τη γενέθλια πόλη που σε κάνει να κλαις. Μεγάλη απόλαυση να τον ακούς να βρίζει. Έχει τον τρόπο να περνά γενεές δεκατέσσερις όποιον αποκλίνει από την τιμιότητα της λέξης και της πράξης, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε μια βρισιά, ούτε μια άσχημη λέξη. Όμως το μεγαλύτερο ταλέντο του ποιητή και δημοσιογράφου Κώστα Καναβούρη εντοπίζεται, αναμφίβολα, στην ποίησή του. Μια ποίηση στιβαρή και τίμια. Ένα σύμπαν ολόκληρο το ποίημά του. Ανοιχτό και πανανθρώπινο.
Αυτή τη φορά “υπάρχει λόγος” για να μιλήσουμε με τον κύριο της διπλανής στήλης. Ο φρεσκοτυπωμένος “Αμνός” (εκδ. Πόλις), η πρόσφατη ποιητική σύνθεση του Κώστα Καναβούρη, που σαν ουρλιαχτό διατρέχει τις εποχές, τα βουλεβάρτα της ποίησης, τους ανθούς και τα τέρατα της ανθρώπινης περιπέτειας, δίνει όλες τις αφορμές για μια συζήτηση που εξηγεί λεπτομερώς γιατί “η ποίηση γράφεται πάντοτε στο πείσμα των εχθρών της”.
Ο “Αμνός” συμβολίζει τη θυσία, ωστόσο στο βιβλίο σου δεν παραπέμπει στο πρόβατο που οδηγείται στη σφαγή. Ποιος ο συμβολισμός;
Ο συγκεκριμένος “Αμνός” δεν είναι ακριβώς υποκείμενο, αλλά είναι το συλλογικό είναι, που με συνείδηση επιλέγει να αγωνιστεί γιατί έχει διαπιστώσει την αδήριτη ανάγκη τού αγωνίζεσθαι ως γνωστικού, δηλαδή ηθικού, αισθητικού και λογικού εργαλείου για την αποκάλυψη του αθέατου, για την ανατροπή των δεδομένων και άρα για ένα εξανθρωπισμένο ανθρώπινο ον και επομένως για έναν καλύτερο κόσμο.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο βασικό μέρος του έργου αυτού όλα τα ποιήματα αρχίζουν με τη φράση “λευκό χαρτί: Είσαι ικρίωμα”. Το ικρίωμα δεν είναι μόνο η εξέδρα όπου γίνεται ο απαγχονισμός ή ο αποκεφαλισμός. Ικρίωμα σημαίνει επίσης και τη σκαλωσιά, δηλαδή την ανηφόρα όλο και προς τα πάνω. Αυτή η άνοδος άλλοτε είναι μια via crucis, μια οδός του μαρτυρίου, και άλλοτε ο δρόμος που μας οδηγεί προς μια κορυφή απ’ όπου θα δούμε καθαρότερα τον κόσμο, το απέραντο και τον απέραντο εαυτό μας.
Αυτό που λες παραπέμπει σε έννοιες της Αναγέννησης. Θεωρείς ότι ειδικά σήμερα χρειαζόμαστε μια νέα Αναγέννηση;
Πρέπει εδώ να κάνουμε έναν νέο διαχωρισμό. Ο ιστορικός όρος Αναγέννηση δεν σημαίνει ότι έχουμε μια περίοδο όπου υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό σημείο με τον Μεσαίωνα, αλλά μια βαριά διαδικασία, με πολύ ανάλωμα και παρανάλωμα δυνάμεων, μέχρι να μπούμε σε ένα νέο στάδιο, όπου ο κόσμος και ο άνθρωπος αναπλαισιώνονται, ανασηματοδοτούνται και ανασημαίνονται. Αυτή τη στιγμή ακριβώς βρισκόμαστε σε μια σκοτεινή ώρα, που σημαίνει και το ξημέρωμα μιας καινούργιας μέρας. Εδώ, σ’ αυτή τη σκοτεινή ώρα, γίνονται και τα εγκλήματα και τα θαύματα. Όταν βγει ο ήλιος, γιατί ο ήλιος θα βγει, τότε θα φανεί αυτό που συντελέστηκε, καθώς και το κόστος του. Θα φανούν οι γνώσεις που κερδίσαμε, οι γνώσεις που χάσαμε, οι άνθρωποι που κερδίσαμε και οι άνθρωποι που χάσαμε, τα ποιήματα που γράψαμε και τα ποιήματα που δεν προλάβαμε να γράψουμε και δεν θα γραφτούν ποτέ πια.
Θυμάσαι πότε έγραψες το πρώτο σου ποίημα;
Το πρώτο συγκροτημένο ποίημα, ένα στιχούργημα, το έγραψα το καλοκαίρι που τελείωσα το Δημοτικό και το διάβασα με μεγάλη περηφάνια σε όλη την οικογένεια. Αυτό μου έδωσε θάρρος και έγραψα και δεύτερο ποίημα, που μιλούσε για έναν γέροντα που κάθεται στην ακρογιαλιά και που στο τέλος του ποιήματος πεθαίνει. Το διάβασα και αυτό, εκτός από τη στενή μου οικογένεια, και στους συγγενείς. Εκεί, όμως, κάποια θεία, ελαφρώς άξεστη, σταμάτησε βιαίως την πορεία μου προς τις κορυφές της ποίησης, διότι γελώντας χοντρά μού είπε “αχ, βρε Κώστα, τον πέθανες τον άνθρωπο”. Δεν ήξερα πού να κρυφτώ.
Αλλά επέμεινες τελικά.
Έκανα καιρό να ξαναγράψω, πάντοτε όμως ήξερα ότι το γράψιμο είναι το μέλλον μου. Μέχρι σήμερα θυμάμαι το σημείο και την ηλικία που ομολόγησα στον εαυτό μου, με όλη την άγνοια και την έπαρση των 12 χρόνων μου, ότι εγώ θα γίνω διάσημος συγγραφέας! Αυτός ο αυτοπροσδιορισμός της ενασχόλησης με τα γράμματα δεν με εγκατέλειψε ποτέ, ώσπου ήρθε η ευλογημένη στιγμή που, στα 16 μου πια, έχω φιλόλογο τον Κωνσταντίνο Προκόβα, ο οποίος υπήρξε αργότερα ο τελευταίος διευθυντής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη πριν αυτό ενσωματωθεί στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Μιλάμε για την Καβάλα του 1971, δηλαδή στην καρδιά της Χούντας.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας από τους τρεις που άλλαξαν τη ζωή μου. Όχι μόνο δεν ακολουθούσε το διδακτικό πρόγραμμα της Χούντας, αλλά καθιέρωσε στην τάξη να γίνονται ώρες ελεύθερης εργασίας, δηλαδή δημιουργίας. Μπορούσαμε να γράψουμε ό,τι θέλαμε και να το διαβάσουμε χωρίς το άγχος κάποιας βαθμολογίας. Όποιος αντιλαμβάνεται τη σύγκριση με το σήμερα, καταλαβαίνει πόσο επαναστατικό ήταν αυτό. Έτσι, έγραψα το πρώτο μου αληθινό διήγημα. Δεν θα ξεχάσω τον συγκλονισμό που ένιωσα. Κυριολεκτικά συνταράχτηκα. Όταν, πολύ αργότερα, διάβασα τη φράση του Γιάννη Ρίτσου “ο ποιητής είναι ο πρώτος έκπληκτος αναγνώστης των ποιημάτων του”, κατάλαβα μέχρι τα μύχια της ψυχής μου τι εννοούσε. Η ιερότητα εκείνης της πρώτης δημιουργίας, εκείνη η άγρια χαρά ότι κι εγώ μπορώ να γράψω αυτά που διάβαζα, γιατί διάβαζα μανιωδώς, με σημάδεψε για πάντα.
Και τι έλεγε αυτό το διήγημα;
Για έναν γέρο που πεθαίνει έλεγε πάλι. Αλλά αυτή τη φορά δεν γέλασε κανένας. Αντιθέτως, είχα τη χαρά να το δω δημοσιευμένο σε μια σχολική εφημερίδα που μας βοήθησε να βγάλουμε ένας άλλος καθηγητής μας. Σ’ αυτή την εφημερίδα είχα και την πρώτη μου δημοσιογραφική στήλη. Λεγόταν Σινέ Γυμνάσιο και σχολίαζε εικόνες και καταστάσεις του σχολείου με τίτλους κινηματογραφικών ταινιών. Για παράδειγμα, η ταινία του Ντον Σίγκελ “Οι γύπες πετούν χαμηλά” ήταν το σχόλιο μου για τις περιπολίες των καθηγητών στην αυλή του σχολείου την ώρα του διαλείμματος. Επειδή διάβαζα μανιωδώς ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, φυσικά ξεκοκάλιζα και την εφημερίδα που έφερνε ο πατέρας καθημερινά στο σπίτι, Τα Νέα δηλαδή, γιατί η ΑΥΓΗ είχε κλείσει. Ξεκοκαλίζοντας την εφημερίδα διάβαζα και τη σελίδα με τους κινηματογράφους. Άλλωστε ο παράδεισος για εμένα ήταν ένας κόσμος όπου μπορούσες να πας όσες φορές ήθελες στον κινηματογράφο. Από τη σελίδα λοιπόν των θεαμάτων έπαιρνα τους τίτλους που ταίριαζαν με τα γεγονότα που σχολίαζα.
Εκεί άναψε και η πρώτη σπίθα της δημοσιογραφίας;
Αυτή η σπίθα άναψε όταν είδα δύο μεγαλύτερους συμμαθητές μου να διαβάζουν φωναχτά τη στήλη μου, χωρίς να ξέρουν ότι εγώ είμαι αυτός που την έγραψε, και να γελάνε με όλη τους την καρδιά λέγοντας “κοίτα ρε τι έγραψε”. Αυτό ήταν κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ, ψωνάρα κανονική. Πού να ξέρω, βέβαια, τότε σε τι περιπέτεια θα έμπαινα. Πρέπει όμως να πω ότι επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκα όχι τόσο από την αγάπη για την είδηση όσο από την αστείρευτη αγάπη μου για τον γραπτό λόγο.
Σε έφαγε δηλαδή “το μεροκάματο στις λέξεις”, όπως γράφεις σε ένα δίστιχο άλλης συλλογής σου, στο “Έσπασε”;
Ακριβώς, ταυτόχρονα όμως με έκαναν περήφανο όλα αυτά τα χιλιάδες μεροκάματα στις λέξεις. Χωρίς αυτά δεν θα είχα γράψει τα ποιήματα που έγραψα και χωρίς τα ποιήματα δεν θα μπορούσα να γράψω τα μεροκάματα στις λέξεις έτσι όπως τα έγραψα. Ίσως γι’ αυτό δεν ένιωσα ποτέ να διίσταμαι ανάμεσα στην ποίηση και τη δημοσιογραφία, γιατί στη σούμα είμαι ένας άνθρωπος που κερδίζει τον επιούσιο και την ύπαρξή του από τον γραπτό λόγο.]
Είπες ότι σε σημάδεψαν τρεις άνθρωποι. Ποιοι ήταν οι άλλοι δύο;
Ο δεύτερος άνθρωπος που μου σημάδεψε τη ζωή ήταν ο Γιάννης Ρίτσος. Θα χρειαζόταν ώρες να διηγούμαι γι’ αυτό, θα σου πω όμως μόνο ένα: Όταν πήγα για πρώτη φορά στο σπίτι του με τα ποιήματά μου παραμάσχαλα, ήμουν 25 χρονών. Περάσαμε δύο ώρες συζητώντας. Όταν έφυγα, συγκλονίζομαι και τώρα που το λέω και ας πέρασαν 40 χρόνια, ήμουν ένας άλλος άνθρωπος, κυριολεκτώ. Άλλαξε η οπτική μου στον κόσμο, στην ποίηση και στους ανθρώπους. Μέσα σε δύο ώρες έκανα αυτό το ένα πλάγιο βήμα και είδα το όλον όπως δεν το είχα δει ποτέ.
Ο Ρίτσος μεγάλωσε τον κόσμο μου, τον βάθυνε και τον ψήλωσε. Ο τρίτος άνθρωπος ήταν η παιδίατρός μου, με την οποία αποκτήσαμε μια βαθύτατη φιλία και σήμερα λυπάμαι που δεν μπορούμε να συνομιλήσουμε γιατί πάσχει από αλτσχάιμερ. Βέβαια, αυτή η υπέροχη γυναίκα, η Μαίρη Γεωργοπούλου – Ιωαννίδου, κάθε άλλο παρά τυχαίος άνθρωπος ήταν. Στα 15 της υπάρχει φωτογραφία που τη δείχνει μαζί με άλλες ΕΠΟΝίτισσες να κρατάει την ελληνική σημαία την ημέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης, στις 30 Οκτωβρίου 1944. Στα 18 της ήταν συγκρατούμενη της μητέρας μου στις φυλακές της Θεσσαλονίκης, καταδικασμένη σε θάνατο, στη μεγάλη δίκη του ΕΑΜ Θεσσαλονίκης, στην ίδια δίκη δηλαδή που είχε καταδικαστεί και ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Με τη μητέρα μου η φιλία τους υπήρξε βαθιά και άρρηκτη, αφού έτυχε να έρθει στην Καβάλα επειδή παντρεύτηκε τον γιατρό Γιάννη Ιωαννίδη. Τη φιλία αυτή τη συνεχίζουμε σήμερα με την κόρη της Ελένη, που είναι ιστορικός στον Δήμο Καλαμαριάς.
Μιλάς για ανθρώπους σε μια εποχή που οι δεξιοί έγραφαν τη νίκη τους και οι αριστεροί έγραφαν ποίηση.
Αυτό είναι κάτι που συνεχίζεται και γελάω κάθε φορά που ακούω κάποιον σαν τον Βορίδη ή τον Γεωργιάδη να επαίρονται ότι δεν είμαστε ίδιοι. Θα ήθελα λοιπόν να πω ότι πράγματι δεν είμαστε ίδιοι. Όταν ο Βορίδης κρατούσε τσεκούρι, εγώ κρατούσα μολύβι. Όταν ο Βορίδης ενέγραφε τη δημόσια παρουσία του με κραυγές που έσταζαν αίμα, εγώ έγραφα ποιήματα. Όταν τον Βορίδη επέλεγε και περιέβαλλε με την εκτίμησή του ο αρχιφονιάς της χούντας Παπαδόπουλος, εμένα με περιέβαλε με την αγάπη και την εκτίμησή του ο Γιάννης Ρίτσος. Όταν ο Βορίδης συνομιλούσε με τους Μιχαλολιάκους, εγώ συνομιλούσα, πραγματικά, όχι συμβολικά, με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Νικηφόρο Βρεττάκο, τον Νίκο Καρούζο, τον Σπύρο Τσακνιά, τον Τάσο Λειβαδίτη. Ναι, ούτε ήμασταν ούτε ποτέ θα είμαστε ίδιοι.
Η συλλογή σου τελειώνει με ένα γράμμα της μητέρας σου από τις φυλακές Θεσσαλονίκης. Σπονδή στη μητέρα, στην εποχή της ή στην ποίηση αυτό το γράμμα;
Σε όλα αυτά και μαζί σπονδή στη γυναίκα, την αγωνιζόμενη γυναίκα. Τη γυναίκα που και σήμερα βλέπουμε να γίνεται αμνός, παρά τη θέλησή της, να θυσιάζεται σε μια φρικώδη πραγματικότητα και να σκεπάζεται με τη χλεύη των τεράτων. Αν η ποίηση δεν απαντήσει με τα δικά της μέσα, παραμένοντας πάντοτε ποίηση, κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να το κάνει. Άλλωστε η ποίηση είναι γένους θηλυκού και έχω υπόψη μου μια φράση του Άδωνι, εννοώ τον μεγάλο Σύρο ποιητή, μην πάει αλλού το μυαλό σας, Θεός φυλάξοι, ο οποίος έχει πει ότι “οι λέξεις είναι γυναίκες”. Κι εγώ λέω πως οι γυναίκες είναι οι λέξεις για να πούμε τα ποιήματα ενός καλύτερου κόσμου.
Υπάρχουν κι άλλες γυναίκες, όπως και το “Ας ερχόσουν για λίγο” του Σογιούλ. Σε στοιχειώνουν οι γυναίκες;
Οι γυναίκες δεν με στοιχειώνουν, με μεταστοιχειώνουν. Τα γυναικεία ονόματα που υπάρχουν στο βιβλίο είναι όλα ονόματα από θείες, γιαγιάδες, ξαδέλφες που δεν υπάρχουν πια. Μαζί είναι τα άγνωστά μου ονόματα των συγκρατούμενων γυναικών της μητέρας μου, που ανήμερα της Αγίας Παρασκευής τις εκτέλεσαν. Την παραμονή, όπως μου διηγούνταν η μάνα μου, χόρευαν και τραγουδούσαν από τον πάνω όροφο της φυλακής και από τις ρωγμές του ξύλινου πατώματος έριχναν στις συγκρατούμενες τα χαρτάκια με το όνομα και την ιστορία τους. Πάντα η μάνα μου άναβε το καντήλι στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής. Το τραγούδι του Σογιούλ το έβαλα κι αυτό συμβολικά, ενθυμούμενος τη φωνή της μητέρας μου που τραγουδούσε τα ελαφρά τραγούδια της εποχής, αλλά και εμπλέκοντας μία ακόμα διήγησή της, ότι οι άλλες κοπέλες στη φυλακή την έβαζαν να τραγουδάει και μάθαιναν ταγκό. Δηλαδή σε όλα αυτά εμπλέκονται μια σειρά από φανταστικές ιστορίες τού αφόρητα πραγματικού. Άλλωστε αυτό δεν είναι και η ποίηση;
Οι δικές σου λέξεις στον “Αμνό” δημιουργούν μια συντέλεια και μια θεογονία ταυτόχρονα. Σε ποιο κόσμο αναφέρονται;
Δυνητικά, αν μπορούσα, θα απαντούσα με μια πραγματική φωτογραφία που απεικονίζει μια αντάρτισσα των Σαντινίστας την ημέρα που μπαίνουν στη Μανάγκουα. Έχει ένα χαμόγελο που χωράει όλο τον κόσμο, στον ώμο έχει περασμένο του τουφέκι της, ενώ από το γυμνό ρωγοβύζι βυζαίνει στον ύπνο του και κοιμάται μακάριο το μωρό της. Αυτός είναι ο κόσμος που γράφει όλα τα ποιήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι και η λέξη τέχνη προέρχεται από το τίκτω. Η κάθε γέννα σημαίνει και πόνο και αίμα, σημαίνει όμως πάνω απ’ όλα τη γέννηση ενός καινούργιου κόσμου. Αυτό για εμένα είναι το ίδιο που εσύ ονομάζεις θεογονία και συντέλεια.
Στα βουλεβάρτα του βιβλίου σου συγκατοικούν ο Μπένγιαμιν και ο Παβέζε, ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο Πρίμο Λέβι και ο Κάρολος Ντίκενς, ο Λένιν και ο Ραμόν Μερκαντέρ, η πλατεία του Μαγιού στη Μαδρίτη, ο Γράμμος και το Βίτσι. Πώς συναντιούνται όλα αυτά;
Συναντιούνται στη μεγάλη χοάνη που λέγεται άνθρωπος και στις λέξεις που λέγονται, όπως και σε εκείνες που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Συναντιούνται στο σημείο εκείνο όπου η ελπίδα και η απελπισία αποκτούν την ίδια αξία ξαποσταίνοντας από τις προσδοκίες και συμπεραίνοντας, έστω και διά της σιωπής, αυτό που αύριο κάποιοι άλλοι θα διατυπώσουν. Θέλησα σε αυτή τη συλλογή να πω το Canto general του δικού μου κόσμου. Φυσικά, μακριά από κάθε υποψία σύγκρισης με τον Πάμπλο Νερούντα. Θέλησα να πω, δηλαδή, όσο και όπως μπόρεσα, το γενικό τραγούδι που μας χωράει όλους.
Γιατί ορίζεις ότι ο “Αμνός” είναι “ένα ποίημα στον καθρέφτη”;
Γιατί το λευκό χαρτί είναι ο καθρέφτης του εαυτού μας και η προσπάθεια να κοιτάξουμε αυτό που δεν θα δούμε ποτέ σε όσους καθρέφτες κι αν κοιταχτούμε, τα μάτια μας. Δηλαδή την όραση που θα μας κάνει να κοιτάξουμε “εις εαυτόν” και να δούμε τα ευρήματα της εσωτερικής μας ανασκαφής.
Στα τρία μέρη της συλλογής έχεις βάλει αντίστοιχα μότο που προϊδεάζουν τον αναγνώστη για την πλοκή. Ποιο είναι το μότο στην πλοκή της δικής σου διαδρομής;
Είναι πολλά, ωστόσο επιλέγω δύο. Και τα δύο έχουν ειπωθεί από τον μεγάλο Ισπανοαργεντινό προπονητή ποδοσφαίρου Χελένιο Χερέρα, τον εφευρέτη του κατενάτσιο. Το πρώτο λέει “όποιος παίζει για τον εαυτό του, παίζει για τον αντίπαλο”. Ας το ακούσει το πολιτικό προσωπικό της Αριστεράς όλων των βαθμίδων. Το δεύτερο λέει “τα δύσκολα πράγματα θέλουν καιρό για να γίνουν. Τα αδύνατα, λίγο περισσότερο”. Αυτό αφορά τον κόσμο της Αριστεράς, που πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στις αστείρευτες δυνάμεις του.
Η Μάρω Δούκα, με αφορμή τον “Αμνό”, σημειώνει ότι “ο Κώστας συνομίλησε από μικρός και συνομιλεί πάντα με την ουσία της ποίησης”. Ποια είναι η ουσία της ποίησης;
Θα απαντήσω παραφράζοντας τα λόγια του ιερού Αυγουστίνου για τον χρόνο. Όταν δεν με ρωτούν τι είναι η ποίηση, ξέρω τι είναι. Όταν με ρωτούν, δεν ξέρω. Θα μας το μάθει και σ’ εμένα και στον αναγνώστη το επόμενο ποίημα, που όλοι βοηθάμε για να γραφεί στο πείσμα των εχθρών του. Γιατί η ποίηση γράφεται πάντοτε στο πείσμα των εχθρών της.