ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ

Η Αναστασία Ονουφρίου γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1981 στη Λευκωσία. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ηράκλειο). Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Στατιστική στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία.
Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα διαδικτυακά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά. Η ποιητική συλλογή «Όταν λέω άλφα» είναι το πρώτο της βιβλίο.

.

.

ΟΤΑΝ ΛΕΩ ΑΛΦΑ (2019)

Ημιτελές εγχειρίδιο για έρωντες
ΜΝΗΜΕΣ TOΥ ΕΡΩΤΑ

Οι λιγοστές μνήμες που έχω από σένα
γίνονται υποβολείς χαράς στην αιώνια μοναξιά μου.

Εγώ τις κρατώ ζωντανές, τις προστατεύω,
τις στριφογυρνώ ολοένα
μέχρι που γίνονται χρυσαφένιες μέσα στο μυαλό μου.

Τις τοποθετώ σε ορθογώνιες γυάλινες παραλληλεπίπεδες
θήκες μουσείου
και τις περιεργάζομαι όσο παλιώνουν.

Καλώ κι άλλους να τις δουν
όταν μ’ ευφάνταστες προσομοιώσεις τους
προσπαθώ να τις προσεγγίσω για να ξαναγεννηθούν.

Μια μέρα στη θάλασσα
βιβλία φιλοσοφίας που μένουν μισοδιαβασμένα
ένας καφές σ’ ένα πορτοκαλί φλυτζάνι
σάμπως να ’μαι στο δωμάτιό σου ένα φθινοπωρινό βράδυ.

Κανένας και τίποτα όμως δεν θυμίζει εκείνη τη ρίγη
εκτός απ’ τις μνήμες μου.

Μέσα σ’ αυτές τις μνήμες εσύ
γλυκός και συνάμα απαθής
μένεις να με κοιτάς· όσο ζω
χωρίς τον έρωτά σου.

Η ΑΠΟΨΗ MOΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

Σου ζαρώνω το πουκάμισο γιατί σ’ αγαπώ
και σου φωνάζω μέσ’ απ’ τη ζαφειρένια μου καρδιά
να μ’ αγαπάς κι εσύ
κι ας δείχνει ο κόσμος ξένους δάχτυλους στους δρόμους
στρίβοντας από δασύφυλλες κι έγχρωμες πολύ καλλιγραφίες.

0 έρωτάς σου ο πνιγερός γι’ αυτόν τον πνεύμονα
μονοξείδιο στις κουπαστές τα Σάββατα
πεμπάμενο και πομπευμένο
μ’ άφησε μ’ ένα
αλόγιαστο κι αλλοιωμένο άλγος.

Άνθρωπος – ταξιδευτής
ΤΑΞΙΔΙ

Πόσες φορές σε συναντούσα στα ταξίδια μου
καθώς ο φόβος γέμιζε άρον άρον τις βαλίτσες του
κατευοδώνοντας τις μέρες στα παλιά αεροδρόμια;

Πόσες φορές σε βρήκα μες στα ονείρατα
εκεί που λίγο ήθελε η ιστορία να τη ζήσουμε
μετρώντας μακροσκοπικά αλεξιπτωτιστές σε ουρανοτόπια;

Πολλές φορές αγνάντεψα το είναι σου
ψάχνοντας το χαμένο ξενικό διαβατήριο που κράταγε
αυτό που σαν παράπεσε στη γη έγινε δέντρο.

Λίγες φορές κοιμήθηκα στα χέρια σου
ταξίδια ή χέρια είναι για να ξεμακραίνεις
μέχρι ο κόσμος ν’ αγκαλιάζει τα καράβια και να φεύγει.

Είναι φορές που μου πληθαίνεις επικίνδυνα
με συσχετίσεις, δυο ουρές, συχνότητες, βαθμό ανεξαρτησίας
ώσπου εφαρμόζουν όλες οι φορές του ταξιδιού
με τρόπο τέλειο επάνω στους νευρώνες.

ΜΕΡΑ II – ΜΕΡΑ

Μια μέρα θα κοιμόμουν, μία μέρα
αλλιώς πώς πρόλαβαν να γίνουν όλα τούτα;

Φίλοι αλλάξανε τις όψεις που θωρούσαν, φύγαν χώρες
για μένα η θύμηση κομμάτι αυτής της πλεύσης.

Αντίκρυσα φεγγάρια πιο μεγάλα, τυπωμένα σε βουνά
καθώς επέστρεφα στο σπίτι μου τις νύχτες.

Φεγγάρια που θυμίζουν ανεστιότητα, πατέρα
όποτε ανοίξω το παράθυρό μου εκεί τα βλέπω.

Μια νύχτα θα κοιμόμουν, δεν μπορούσα
είδα μια γη στο όνειρο προσκεκλημένη μόνο.

Πίσω στο σπίτι
ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Η χωμάτινη λεία στα παπούτσια μου
συναρμολογεί τα βήματα του πατώματος
λήθαργος θά ’ρθει
θα μπει απ’ της πόρτας την κλεμμένη απόχη
θα μείνει μαζί μας ο πόνος
λούφαξε εδώ, όπου θέλει
κατέβηκε στους οπωρώνες και στις υδάτινες λεύγες
ξεχάστηκε στη φλούδα μας
τη χαραγμένη, τη δαγκωμένη, την πεταμένη
κι ισάξιος με μυγοσκοτώστρα έλαμψε
φάρος μέσα μας.

Οι λέξεις
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ

Μ’ αρέσει να μαζεύω απ’ τους ανθρώπους τις λέξεις τους
να τις πηγαίνω βόλτα με το νου μου όπου κι αν θέλω
να περιμένουν σε ουρές ταμείων
να μπαίνουν σε μονοπάτια μέσα στο δάσος που θέλεις να χαθείς και
βρίσκεις ξέφωτα
να κολυμπούν σε μαύρα νερά μιας θάλασσας που κολυμπάς μονάχος σου
να τις ξεχνάω στο σπίτι για μια μέρα
χι ύστερα να τις δίνω πίσω σ’ αυτούς που τις ξεστόμισαν.

Μ’ αρέσει να κλέβω απ’ τις λέξεις, τους ανθρώπους τους.

ΣΚΙΡΤΑΙΜΑΤΑ

Νυστεριές λέξεις στα καλντερίμια πάνω
ξεποράβω τες των γραμματιζουμένων αδελφών μου
με ιάματα σκανδαλοθήρα, εξευμενίζω
– δεν είναι γλώσσα, η έξη είναι –
μεγαλοδύναμη θεά.

Σιδερόφραχτος κόσμος, θα τον ζήσω δίχ’ αγάπη
μα σου γράφω από πέρα πλαγιαστά με τον ήλιο
σαν βγω απ’ την κοίτη μου’ σκιρτάω
βαθεία νύχτα, που θα πει
το πλήρες σκότος.

ΕΣΥ
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Το καλοκαίρι, αυτός μονοπωλεί την ηλιοφάνεια
κρούει την πόρτα, έπειτα κρύβεται
επιδιώκει να μείνει αφανής.
Εγώ έζησα στην πλειστόκαινο εποχή γιατρέ
δεν υπολογίσατε τη νοσηρότητα του κλίματος στα νοσήλια
ούτε το διάστημα που πενθεί κανείς.
Το να συγκεντρώνει κάποιος στάχυα ήταν δύσκολο
μετά έγινα πληβείος κι έπλεκα καλάθια
και κάποτε πέρασα ινκόγκνιτο από δω.

Εγώ εκεί έξω
ΠΛΑΣΗ TOΥ ΚΟΣΜΟΥ

Να μπορούσα να πλάθω τον κόσμο όπως θέλω εγώ
κι όχι όπως φτιάχτηκε
άθελά μου ενώ βάδιζα
σε μονοπάτια αλλόμορφα κι επίμονα σπαρμένα
με νοητικά κτισίματα απ’ άλλον νουν εκεί.

Μα όσο κι αν θέλω
τούτη την πλάση να την κάμω σαν εμένα
κι έτσι να την ποδηγετώ με το εγώ μου
πλάθεται μόνη της αυτή
χωρίς να με ρωτά και να με υπολογίζει.

Κι ούτε με σέβεται σαν να ’μουν ίσος της
έστω ανακλητός μεταγενέστερα ή ολότελα δικός της.

Και μένω μόνος να ρωτώ
πώς και γιατί όλα τούτα
καθώς η πλάση πλάθεται κι ο κόσμος της απλώνει
απλώνει πάνω μου μια θέλξη μαγική
πως τάχατες με σκέφτεται
όπως κι εγώ εκείνην.

ΑΙΣΘΗΤΟ-ΠΟΙΗΣΗ

Η αίσθηση ότι είσαι,
κάποιος σε καταπίνει, κι όμως
είσαι σε άλλη εποχή
σε διαφορετικές συντεταγμένες από κείνον
ξάφνου μιλάς δική του γλώσσα
αίσθηση ερωτευμένου σε κατάπιε.

Ο πατερναλισμός παράγει Μπρετόν-αρμέ παιδιά
όπως φτιάχτηκαν οι δρόμοι, ξεστομίζω
μες στις δικές μου λέξεις μια δική σου
έπειτα πληκτρολογώντας μια ερώτηση το βράδυ:
«Γιατί σκεφτόμουν σαν εσένα πατερούλη,
γιατί σ’ επέβαλα σ’ εκείνα τα όνειρά μου;».

Η ηθική μας κομμάτι ψωμί είναι το πρωί
όπως θέλει ο καθένας το κόβει, το αλείφει
όποτε θέλει το τρώει, το πετάει αν θέλει
η αρχική ευθύνη του σαν άνθρωπος· χωνεύτηκε.

Σαν αίσθηση φύγαμε
κάποιος μας κατάπιε κι εμάς
μας τηλεφώνησαν το βράδυ
μας είπαν δεν θα βγάλουμε τη νύχτα
όμως οι άλλοι το κατάλαβαν
σαν αίσθηση ό,τι είπαμε.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΟΤΑΝ ΛΕΩ ΑΛΦΑ
ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ

CULTUREBOOK.GR 30/1/2021

Όταν λέει άλφα…κλέβοντας απ’ τις λέξεις τους ανθρώπους τους –

Όταν λέει άλφα, η Κύπρια ποιήτρια Αναστασία Ονουφρίου παρουσιάζει την πρώτη της ποιητική συλλογή, σαράντα συνολικά ποιήματα σε έξι μικρές ενότητες, στις οποίες πότε κοιτάζοντας βαθιά μέσα στον εαυτό της σε μια διαδικασία οδυνηρής ενδοσκόπησης πότε τοποθετώντας το ποιητικό υποκείμενο στο αστικό τοπίο του κοινωνικού περιβάλλοντος, κινείται ανάμεσα σε μνήμες, κόσμους ονειρικούς αλλά και ανάμεσα σε φίλους, συγγενείς, στίχους, σε μια «οχλοβοή του κόσμου» γενικότερα. Αν και στο πρώτο της βήμα, η Ονουφρίου δεν ολισθαίνει σε κοινοτοπίες, αντίθετα μας εκπλήσσει ευχάριστα με την πρωτότυπη εν πολλοίς έκφραση των ποιητικών της στοχασμών, χαράσσοντας από την αρχή μια ενδιαφέρουσα ποιητική ιδιοπροσωπία, με στίχους που αποπνέουν φρεσκάδα και τίθενται συνειδητά σε ρήξη με το τετριμμένο.
Η στοχαστική περιπλάνηση της ποιήτριας στον έσω και έξω κόσμο αποφέρει τους ποιητικούς καρπούς, αφού όπως ενδεικτικά σημειώνει στον πρώτο και τελευταίο στίχο του ποιήματος Άνθρωποι και Λέξεις «Μ’ αρέσει να μαζεύω απ’ τους ανθρώπους τις λέξεις τους…/Μ’ αρέσει να κλέβω απ’ τις λέξεις τους ανθρώπους τους.» Στο ενδιάμεσο η ποιήτρια έχει συνταξιδέψει με όσα έχει αποκομίσει, τα έχει επεξεργαστεί ως αισθητηριακά, κυρίως γλωσσικά δεδομένα και τα επιστρέφει πλέον ως λογοτεχνική, θα μπορούσε να πει κανείς, μεταγλώσσα μέσω της ποίησής της. «…κι ύστερα να τις δίνω πίσω σ’ αυτούς που τις ξεστόμισαν…» Η τέχνη συμβαίνει κάθε φορά που διαβάζουμε ένα ποίημα με εμπνευσμένη σύλληψη και με την ανάλογη καλλιέργεια της γλώσσας.
Στην εν λόγω συλλογή, κάθε φορά που η Ονουφρίου επιχειρεί με την τέχνη της την αποδόμηση σε επικρατούσες μορφές ποιητικού λόγου, προχωρεί σε συμπύκνωση και αφαιρετική διατύπωση μιας συγκεκριμένης νοηματικής σύλληψης σε κάθε ποίημα, διατηρώντας την καθαρότητα και τη σαφήνεια του λόγου. Ενδεικτική άλλωστε της προσέγγισής της στη συλλογή αποτελεί και η προμετωπίδα του βιβλίου με την άποψη περί ποίησης του Γάλλου φιλόσοφου Ζακ Ντερριντά, θεμελιωτή της αποδόμησης. Καταγράφει χαρακτηριστικά η Ονουφρίου από τον Ντερριντά: «Είμαι μια υπαγόρευση, προφέρει η ποίηση, αποστήθισέ με, καθαρόγραψέ με, γρηγόρεψε και περιφρούρα με, κοίτα με υπαγορευμένη κι υπαγόρευση μπροστά στα μάτια σου…»
Στις έξι ενότητες της συλλογής τα ποιήματα περιστρέφονται γύρω από την απώλεια του έρωτα, τη φθορά, το πένθος, τον φόβο, τη μοναξιά, την κριτική και κοινωνική θεώρηση των πραγμάτων, καθώς κινούνται ενίοτε ανάμεσα στον λόγο και το παράλογο. Αναπτύσσεται, επίσης, και μία αντίληψη για απώλεια ελέγχου των καταστάσεων μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αφού όλα πλάθονται ερήμην πλέον των ανθρώπων: «Μα όσο κι αν θέλω/τούτη την πλάση να την κάμω σαν εμένα/κι έτσι να την ποδηγετώ με το εγώ μου/πλάθεται μόνη της αυτή/χωρίς να με ρωτά και να με υπολογίζει.»
Παράλληλα μπορεί κανείς να εντοπίσει στη συλλογή,σε κρυπτικές αναφορές, το τραύμα που ανακαλύπτει συνεχώς μέσα της και γύρω της η γενιά που δεν έχει βιώσει την τουρκική εισβολή, αλλά καλείται να ζήσει με τις συνέπειές της: «Αντίκρισα φεγγάρια πιο μεγάλα, τυπωμένα σε βουνά /καθώς επέστρεφα στο σπίτι μου τις νύχτες». Έμμεση πιθανότατα αναφορά στη σημαία των Τούρκων, χαραγμένη και φωταγωγημένη στον Πενταδάχτυλο, η οποία μεγεθύνει τη νύχτα της πατρίδας και την ανασφάλεια των ανθρώπων που την κατοικούν.
Ο αναγνώστης οδηγείται με νοηματική αλληλουχία από ενότητα σε ενότητα, έτσι που να δημιουργείται ένας αδιόρατος θεματικός άξονας, ο οποίος φέρεται στο τέλος να λαμβάνει τη μορφή μιας κυκλικής αναπόλησης- νοητικής περιπλάνησης. Αρχικά έχουμε ένα «Ημιτελές εγχειρίδιο για έρωτες», με τον έρωτα πλέον να υπάρχει σαν μνήμη στη μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου: «Ποιητή μου… ν’ ανθρωπομορφαστούν οι όψεις του αγριολούλουδου στους λάκκους των μαγούλων σου/να ζήσουμε να σε θυμάμαι.» Και όπου έρωντας, όπως εξηγεί η ποιήτρια στις Σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, είναι το ενδημικό φυτό δίκταμο της Κρήτης, φυτό του οποίου τα άνθη είχαν σχετιστεί με τηνερωτική προσφορά. Στη συνέχεια ως «΄Ανθρωπος –Ταξιδευτής» η Ονουφρίου καταγράφει την ανάγκη της φυγής και του ταξιδιού, σε μια εξερεύνηση του κόσμου γύρω, των καταβολών και των υπομνήσεων: « …κι όλο με τις ελεγχτικές μου συμπεριφορές, ρωτώ σας/υπάρχει κοινωνία πριν από μένα; “Η περιπλάνηση τη φέρνει στην τρίτη ενότητα « Πίσω στο σπίτι», αλλά ο πόνος παραμένει σθεναρός:«…Θα μείνει μαζί μας ο πόνος/λούφαξε εδώ, όπου θέλει…».Με τη μοναξιά να εμπνέει τη στιχουργική εικονοποιία της ποιήτριας: « Η μοναξιά ενός ανθρώπου απόψε άναψε άξαφνα μια φρυκτωρία /στον κόσμο». Μια παρόρμηση πλέον για καταφυγή στις «Λέξεις» και στην ποίηση, οπότε προκύπτει η τέταρτη ενότητα της συλλογής. Χωρίς , όμως, το ποιητικό υποκείμενο να εκβιάζει τη δημιουργία. «…απλώνω λέξεις στα χαρτιά μου να κοιμούνται. Δεν θέλω να τις πάρω απ’ το χέρι/απ’ το λαιμό, απ’ τα μαλλιά ή από τ’ αγέρι/έτσι πετούν και τις αφήνω…». Στην πέμπτη ενότητα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Εσύ» η ποιήτρια συνθέτει μικρές ελεγείες για τον αγαπημένο πατέρα που έφυγε από καρκίνο, προκαλώντας συγκίνηση χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς, με λιτό αλλά υποβλητικό στίχο: «Φίλοι, συγγενείς και αγέννητα εγγόνια, έξω από θαλάμους νοσοκομείων/διαβάζουν τα βιβλία που ήθελες πάντα να διαβάσεις/στέλνοντας με το περιστέρι ένα χαιρέτισμα.» Στην έκτη ενότητα, αν και πάλι « είναι ο φόβος που λυμαίνεται στιγμήν», το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει «Εγώ εκεί έξω» ως θεματικό τίτλο, τοποθετώντας τις υπαρξιακές συντεταγμένες του: «Μ’ ακέραιες βολές των ματιών μου παρατηρώ τα πράγματα».
Με την πρώτη της αυτή παρουσία η Ονουφρίου, εκκινώντας από μια έκδηλη αυτοαναφορικότητα, κατορθώνει εν πολλοίς να δημιουργήσει μια ποίηση που να μπορεί να υπερβεί ένα συλλογικό αίσθημα έλλειψης και απώλειας. Ο λόγος της ωστόσο δεν είναι θρηνητικός. Παρά τη θλιμμένη του διάθεση κινείται με υποδόρια αισιοδοξία, δεν υιοθετεί μηδενιστικούς τετελεσμένους συλλογισμούς: «Εμμένοντας να βρίσκω πάντα τον χαμένο λυρισμό μου/ξυπνάω τα πρωινά μου εκεί όπου τελειώνουν οι νύχτες». Κι αλλού σημειώνει: «Φέγγουν ξανά οι δυνατές φωνούλες μέσα σου /όσο που λες θα ερωτευτώ κι ας μ’ έπνιξαν τα χρέη/σαν το πυρπολημένο το καράβι ενώ καιγότανε/ενώ καιγόταν κι έφεγγε κι αυτό μέσα στη νύχτα.» Η συλλογή ολοκληρώνεται, αφήνοντας να αιωρείται η εντύπωση πως λόγω της αντίληψης των άλλων μπορεί να διασώζεται και ό,τι δεν αποτυπώνεται ρητά: «Σαν αίσθηση φύγαμε/κάποιος μας κατάπιε κι εμάς/μας τηλεφώνησαν το βράδυ/μας είπαν δεν θα βγάλουμε τη νύχτα/όμως οι άλλοι το κατάλαβαν/σαν αίσθηση ό,τι είπαμε».
Στην πληθώρα των ποιητικών συλλογών που εκδίδονται κάθε χρόνο έχει ιδιαίτερη σημασία μια νέα, ενδιαφέρουσα ποιητική πρόταση, η οποία να θυμίζει πράγματα ήδη γνωστά, αλλά τοποθετώντας τα σε ποιητικό μονοπάτι που να φαντάζουν άγνωστα.
Με την πρώτη της συλλογή η Ονουφρίου καταθέτει ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα. Ο ιδιαίτερος τρόπος που επιλέγει και υφαίνει τις λέξεις της αφήνει πολλές υποσχέσεις για τη συνέχεια.

.

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟ 24/1/2021

(ΑΠΟ)ΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤΟ ΔΥΑΔΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ως απάντηση στο πιο σημαντικό ερώτημα που θέτει κάθε νέα πρώτη συλλογή, μέσα στο χάος του κόσμου μας και μέσα στο χάος της βιβλιοπαραγωγής, η Αναστασία Ονουφρίου καταθέτει λόγο προσωπικό και οικουμενικό, μετρημένο και εν δυνάμει μελλοντικά αναγνωρίσιμο. Η θεματολογία της συλλογής ποικίλλει και το ένα θέμα διαδέχεται ομαλά το άλλο· το υπαρξιακό ζήτημα γίνεται κοινωνικό, το προσωπικό οπωσδήποτε συλλογικό, παρά το μοναχικό μηδέν της γραφής και του Είναι. Ο απελευθερωμένος στίχος κυριαρχεί στα ποιήματα, φανερώνοντας εντούτοις τη γνώση της ποιήτριας για τα παραδοσιακά σχήματα, στιχουργικά και ρητορικά, τα οποία χρησιμοποιεί λειτουργικά, στοχευμένα και καθόλου καταχρηστικά. Η ισορροπία ανάμεσα στη ρυθμική δομή και την πεζολογία, αλλά και ανάμεσα στον λυρικό και τον ρεαλιστικό τόνο είναι επιτυχημένη, δείχνοντας στιχουργική δεξιότητα και φροντισμένο προσωπικό ύφος:

[…]
Κρακ κρακ, μια ρωγμή γίνομαι πάνω σου
επίπεδο με τις ρωγμές θα γίνω πάνω σου
όπως κοιτάω από ψηλά να σ’ εποπτεύω
ενώ κοιμάσαι θα κοιτάζω μ’ εποπτεία.

Ο πόλεμος που θά ’ρθει ύστερα θα κάνει τους θανάτους απ’ τον τύφο να μοιάζουνε γιορτή.

Κι όταν περάσουνε τα χρόνια
όταν οι λέξεις, οι ρωγμές φανερωθούν απ’ τα παλιά αρχεία
κάπου ανάμεσα στις περιόδους ερωτοτροπίας
θα βρούνε οι μεταγενέστεροι
το έτος δίχως καλοκαίρι.

Θα πουν: «Πώς κόκκινο έπεφτε το χιόνι;»
σαν δουν στα μέλη μου τις ρήξεις απ’ το κρύο
κι έτσι γλυκά, συνειρμικά
θα ανακαλύψουν τις εκρήξεις ηφαιστείων
με επίκεντρο εσένα για αιτία.
(«Έτος εσύ», σ. 15)

Στην ποιητική συλλογή όταν λέω άλφα ο έρωτας είναι εκδρομή, μια εκδρομή με αρχή, κορύφωση και τέλος, και μετά μια άλλη εκδρομή και μια άλλη και ούτω καθεξής· έρχεται και φεύγει, πλησιάζει και ξανά απομακρύνεται, είναι και μετά δεν είναι, υπάρχει και μετά δεν υπάρχει. Σαν τοπίο έξω από τρένο σε ευθεία πορεία μένει για λίγο μόνο δικός μας· στην πραγματικότητα, είναι μακρινός και αμετακίνητος: «Το δάσος φεύγει – δεν μου μιλάει και φεύγει – δεν θα ξανάρθει / φαντάστηκα τα πράγματα – έτσι είναι τα πράγματα – όταν το καλοσκεφτείς». («Απλός στόχος αριθμός 1», σ. 14) Ωστόσο, γλιτωμός δεν υπάρχει και τίμημα πάντα υπάρχει: «Φέγγουν ξανά οι δυνατές φωνούλες μέσα σου / όσο που λεν θα ερωτευτώ κι ας μ’ έπνιξαν τα χρέη / σαν το πυρπολημένο το καράβι ενώ καιγότανε / ενώ καιγόταν κι έφεγγε κι αυτό μέσα στη νύχτα». («Ερωτ[ηματ]ικό», σ.13) Και όσο ο ερωτικός κίνδυνος παραμένει, οι ερωτευμένοι γίνονται εκπαιδευόμενοι στους οποίους αποστέλλεται το εγχειρίδιο «Πώς να ερωτευτείς εκ του ασφαλούς», ώστε να εντρυφήσουν «αν μη τι άλλο, στον καπιταλισμό του πράγματος» («Έρωτας με πιστοποίηση», σ. 16) − στο κάτω κάτω, ακόμα και αν ο έρωτας είναι ένα ερωτηματικό που ξενίζει, στη συνέχεια θα απαντηθεί με τρόπο οικείο και ακατανίκητα επιθυμητό, η εξίσωση οπωσδήποτε θα λυθεί, με εκπαιδευόμενους-πειραματόζωα, που θα έχουν μάθει τη δουλειά (ό.π.).

Αξιοπρόσεκτο στοιχείο στη συλλογή είναι η παρουσία του επαγγελματικού και ακαδημαϊκού υποβάθρου της ποιήτριας, οι σπουδές της στα Μαθηματικά, όχι τόσο με έναν “γεωμετρικό” ή σουρεαλιστικό τρόπο όπως, για παράδειγμα, εκείνον του Ε. Κακναβάτου, αλλά μέσω μιας θεωρητικής και φιλοσοφικής προσέγγισης, λαμβανομένου υπόψη και του διαλόγου με τον Ζακ Ντεριντά, κατά την περικειμενική παραδοχή της Ονουφρίου. Η αποδόμηση γίνεται τίτλος, προμετωπίδα και γενεσιουργός αιτία, αλλά και μια επιδίωξη καθ’ ομολογίαν, μια κατάληξη η οποία μοιάζει να ευθυγραμμίζεται με το καρυωτακικό ταβάνι:

Δεν ζούμε τίποτα που αξίζει για την ώρα
όλα κυμαίνονται ένα γύρω γύρω όλοι
συν-πλην απ’ την προσθετικότητά μας.

Μου δίνεις σημασία, αν σ’ αρέσει
κι ένα κοράκι σκάβει στ’ αχαμνά μας.

Οι λέξεις στο ’πα είναι καθαρές μου
πυρετοί υψηλοί μέσω εξυγίανσης θαυμάτων
η μοναξιά μου παρατάθηκε στα ύψη.

Μα η όμορφη οχλοβοή του κόσμου
με νανουρίζει και θα μου την κρύψει.
(«Απόκρυψη», σ. 40)

Όπως το ποιητικό υποκείμενο ερωτεύεται και ξερωτεύεται, έτσι μαθαίνει/διδάσκεται και ξεμαθαίνει, μετά ξανά μαθαίνει/διδάσκει κατά τον τρόπο που δομεί και αποδομεί τα πράγματα και τον κόσμο (του), ευρισκόμενο συνεχώς σε ένα δυαδικό σύστημα 0 ή 1 ―(τώρα) δεν υπάρχει ή (τώρα) υπάρχει― το οποίο απαιτεί λύση. Επιστρέφοντας όμως πίσω στο σπίτι, πίσω στην πατρίδα, βρίσκει ένα μέρος απροσδιόριστης ταυτότητας και αμφιβόλου δόμησης:

[Κ]οιμάμαι τα όνειρά μου και τα δικά σας
πότε αριστερά και πότε δεξιά του δρόμου
κι όλο με τις ελεγχτικές μου συμπεριφορές, ρωτώ σας
υπάρχει κοινωνία πριν από μένα;

Ξεθάβω τους παλιούς καθηγητές μας
κάνω τα οστά τους βελόνες
ράβω την κατάντια μας.
(«Διδαχές», σ. 24)

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η διάθεση με την οποία το τραύμα του 1974 εκφράζεται στη μετά το 1974 γεννηθείσα ποιητική γενιά της Κύπρου, για την οποία το μη βιωμένο τραύμα γίνεται συλλογικό, μεταφέρεται και κοινωνείται ως ένα ερμηνευτικό σχήμα για τα πράγματα. Λειτουργεί ωστόσο και σαν ένας διαστρεβλωτικός καθρέφτης – είναι μια πληγή με την οποία συνηθίζεις να ζεις, αλλά όχι ακριβώς, όχι πάντοτε, ειδικότερα όταν αυτή κακοφορμίζει. Στα σχετικά, υπαινικτικά πάντα, ποιήματα της Ονουφρίου, η πατρίδα γίνεται όχι μόνο τόπος αμφιβόλου ταυτότητας, αλλά κυρίως τόπος αμφιβόλου επιβίωσης. Και βέβαια, εξίσου αξιοσημείωτο στις περιπτώσεις των μετά το 1974 γεννηθέντων Κυπρίων ποιητών είναι ότι το σημαδιακό (και σημαδεμένο) έτος, καθώς και άλλες λέξεις-σύμβολα-συνδηλώσεις του (στις συγκριτικά πολύ λιγότερες ποιητικές αναφορές στο θέμα αυτό σε σχέση με τις προηγούμενες γενεές ποιητών – στοιχείο και ερμηνευτικά απαραίτητο) δεν αναφέρονται σχεδόν ποτέ, με την πίκρα ―όχι τόσο για το τι χάθηκε, αλλά για το τι δεν κερδήθηκε― να παραμένει. Δεν υπάρχει λόγος εξάλλου να επαναληφθεί οτιδήποτε· όλοι γνωρίζουμε για ποιο πράγμα (έχουμε κουραστεί να) μιλάμε, όταν αναφερόμαστε απλώς σε τούτο το νησί. Και ο προσδιορισμός δεν είναι γεωγραφικός ή εθνικός ή ιστορικός· είναι πρωτίστως υπαρξιακός:

Δεν έχω τι να κάνω μόνος μου σε τούτο το νησί
τα νύχια μου μεγάλωσαν αρκετά ώστε να χαράσσω το πρόσωπό μου
κι έχω ξέτερους απαριθμησμένους τσακωμούς για τον καθένα που μ’ αγάπησε
στη θάλασσα μπροστά και μ’ άφησε
χωρίς ούτ’ ένα αντικείμενο επιβίωσης στο σαρκίο μου.
(«Σχεδία», σ. 59)

Παρά τη θλίψη και την απογοήτευση για την εθνική/κοινωνική/συλλογική μας μοναξιά, η οποία καθρεφτίζεται στο λειψό και ατελέσφορο αστικό τοπίο, το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στην προσπάθεια για ορισμό και αυτοπροσδιορισμό, βρίσκει και ξαναβρίσκει τις λέξεις, καθώς η ζωή με μαθηματική ακρίβεια δυαδικώς δομεί και αποδομείται. Και κάποια στιγμή η ζωή, όπως προσωπικά καθείς την γνωρίζει, ενώπιόν μας αναπόφευκτα αποδημεί, συνεχίζοντας πάντα την ίδια ευθεία της μεγάλης εικόνας της. Παρότι οι παραστάσεις της στην πορεία εκλείπουν, αρχειοθετούνται και αντικαθίστανται από άλλες ―πριν υπήρχαν, τώρα δεν υπάρχουν― η απώλεια δεν μαθαίνεται και ούτε συνηθίζεται μέσα στην εξίσωση παρά τη ‘λύση’ της, όπως με πόνο και τρυφερότητα φανερώνει το ποίημα «Συνάντηση» (παρατίθεται ολόκληρο το ποίημα):

Είπα πράγματα που δεν κατάλαβες, όπως ότι
η ζωή αρχειοθετείται.

Η ζωή μας αρχειοθετείται μέσα σε εικόνες και φάκελα
και μια μέρα κενή από την παρουσία του Θεού
είναι μια μέρα χωρίς φυσικά φαινόμενα.

Μου έδωσε πολλή χαρά σήμερα, όταν είπες
«Μηδέν χιλιοστόμετρα βροχής».

Να σταματήσω αυτό που κάνω, ν’ ακούσω την καρδιά μου
να σταματήσω αυτό που κάνω, να σκεφτώ
χαμογέλασε λιγάκι ωστόσο.

Θα γίνω όσο περιγραφική θέλεις
μια ζωή εξάλλου αφαιρώ και προσθέτω.

Φίλοι, συγγενείς και αγέννητα εγγόνια, έξω από θαλάμους νοσοκομείων
διαβάζουν τα βιβλία που πάντα ήθελες να διαβάσεις
στέλνοντας με το περιστέρι ένα χαιρέτισμα.

Μια σιωπηρή και ‘‘ορθολογιστικού’’ τύπου ευαισθησία διατρέχει τη γραφή της ποιήτριας, ορίζοντας τον εσωτερικό ρυθμό μιας ανέκαθεν λυμένης εξίσωσης και διαγράφοντας την ατμόσφαιρα ενός αποδεδειγμένου τέλους. Την ίδια στιγμή, ο αναγνώστης στέκεται κριτικά απέναντι στη μάλλον μεγάλη έκταση των σημειώσεων της συλλογής, αρκετές εκ των οποίων είναι αχρείαστα επεξηγηματικές ως προς την αφόρμηση ή το διακείμενο του εκάστοτε ποιήματος. Εντούτοις, στο σημαντικότερο ερώτημα που θέτει κάθε νέα πρώτη συλλογή μέσα στο χάος του κόσμου μας και μέσα στο χάος της βιβλιοπαραγωγής, δηλαδή στο γιατί κάθε νέας έκδοσης, η Αναστασία Ονουφρίου κερδίζει με εντιμότητα το στοίχημα, με μεστό ποιητικό λόγο και έκδηλη αυτοσυνειδησία, εφόδια άκρως απαραίτητα κάθε επόμενο βήμα.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.