ΣΥΛΒΑ ΓΑΛΒΑ

Η Σύλβα Γάλβα γεννήθηκε στις Σέρρες, όπου και ζει. Είναι εκπαιδευτικός και μητέρα τεσσάρων παιδιών. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει εργαστεί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Εδώ και πολλά χρόνια ασχολείται με την ποίηση. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Passatempo (εκδόσεις Γαβριηλίδη 2017) και Τίτλοι αρχής (εκδόσεις Βακχικόν 2020), ενώ συμμετείχε και στη συλλογή ποιημάτων The battle of words/H πάλη των λέξεων (εκδόσεις Βακχικόν 2023).
Οι Θεατές και δράστες είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων που κυκλοφορεί.

.

.

ΘΕΑΤΕΣ ΚΙ ΔΡΑΣΤΕΣ (2024)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Οι Θεατές και δράστες ταξιδεύουν στον χώρο και τον χρόνο. Από τη μακρινή Σαγκάη μέχρι τα βουνά της Ρουμανίας και από τη Θεσσαλονίκη του 1908 μέχρι το 2289.
Καμιά φορά, ψάχνουν απαντήσεις σε απλά αντικείμενα. Τι μυστικά κρύβουν μια παλιά ιατρική τσάντα, ένα στρώμα ή ένας πολυέλαιος μουράνο;
Δραπετεύουν, αποδημούν ή επιστρέφουν – πάντως αλλάζουν τη ζωή τους με έναν τρόπο, μέσα σε λίγες σελίδες. Είναι ήρωες στο χαρτί, αλλά άνθρωποι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Δρουν, παίρνουν αποφάσεις, είναι οι Δράστες. Όχι μόνο δράστες εγκλημάτων, αλλά και λαθών και ευεργεσιών. Είναι οι πρωταγωνιστές των ιστοριών, οι φανεροί ήρωες.
Υπάρχουν όμως και οι Θεατές, οι μάρτυρες των γεγονότων, οι αφηγητές μερικές φορές. Τα πρόσωπα που βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο υποστηρίζουν τους ήρωες, ή τους κρίνουν. Συχνά, μας δανείζουν το βλέμμα τους για να δούμε μέσα στην ιστορία.
Ας ανοίξουμε την πόρτα…

Άνοιξη
ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΛΗΘΗ*

2289. Δέκατη εβδομάδα. Εαρινή εποχή. Πόλη Άλφα.
Σχεδόν φτάσαμε… Βλέπουμε τους Μεγάλους Κήπους, με όλα τα αρχαία φυτά – από τότε που το νερό ήταν πολύ και ελεύθερο. Πετώντας με τα αεροπέδιλά μας, κόβουμε δρόμο πάνω από τον μικρό, τεχνητό παγετώνα και μετά τη γέφυρα, είμαστε πια κοντά. Απέναντι, υψώνεται το Κέντρο Διαπλανητικών Αναχωρήσεων: το θεόρατο «Άτλας». Μόλις φτάνουμε, τσεκάρουμε κάρτες και επιδερμικούς αριθμούς και προχωράμε, με τον τελετάρχη μπροστά.
Στεκόμαστε όλοι πίσω από το άθραυστο γυάλινο τείχος. Τραγουδάμε και χορεύουμε για τον αποχαιρετισμό. Βλέπω στο κέντρο το κιβώτιο. Αυτό που η προγιαγιά μου έλεγε «φέρετρο». Πήρε αριθμό και θα μεταφερθεί με την αποστολή μας.
«Πού θα πάει, μαμά;» με ρωτάει η μικρή Λίμνη.
«Στον Πλανήτη Λήθη, αγάπη μου. Εκεί που πάνε όλοι όσοι φεύγουν για να φιλήσουν τα άστρα».
Η Λίμνη με αγκαλιάζει σφιχτά. Στο πρώτο σφύριγμα εξόδου, λύνεται σαν κόμπος και τρέχει στην άλλη αγαπημένη αγκαλιά. Η Ύδρα την περιμένει. Μετά τον δεύτερο πόλεμο του Νερού, τα «υδάτινα» ονόματα ήταν πολύ συνηθισμένα και αγαπητά.
Ο Πλανήτης Λήθη είναι δορυφόρος ειδικού σκοπού, που προστέθηκε για να αποσυμφορήσει την κατάσταση, μετά την Κυανή επιδημία… Γαλάζιο γινόταν και το δέρμα του θείου. Τον είχα δει, για τελευταία φορά, στην πτέρυγα «Μπετόβεν». Η μουσική με τη μεγαλύτερη δύναμη ακουγόταν στην πτέρυγα
με τους βαρύτερα ασθενείς. Ωστόσο, όλες οι θεραπείες απέτυχαν και ο αδερφός της μαμάς έφυγε πολύ νέος – μόλις στα 128 του.
Πιάνω το χέρι της μάνας και μπαίνουμε. Το θυμάμαι ζεστό και μαλακό, σαν «ψωμί». Πού το θυμήθηκα κι αυτό! Ξεχασμένες λέξεις και μυρωδιές – μόνο στο Μουσείο Γεύσεων πια. Φοράμε τις προστατευτικές, φολιδωτές φόρμες και τους λευκούς μανδύες για τελετές. Προχωράμε -δυο άτομα για κάθε κιβώτιο- μέσα στο διάφανο τούνελ, μέχρι το αστροσκάφος. Η μαμά παραπάτησε τρεις φορές, αλλά δεν χάνουμε το επίσημο βήμα αναχώρησης.
Μπαίνοντας, πίνουμε διπλή δόση «Τ» – το ειδικό μείγμα τροφής για όλο το ταξίδι. Πήρα στα κρυφά ακόμα μια δόση για τη μαμά. Δεν το παραδέχεται, αλλά ο δείκτης ζωτικότητάς της έχει πέσει…
Ξαπλώνω στο ανάκλιντρο με το όνομά μου. Ανοίγω τον αναμεταδότη σκέψης. Η πρώτη που ακούω είναι της Λιμνούλας: Θα ζωγραφίζω τον θείο κάθε μέρα, για να τον κρατήσω… Φοβάμαι μήπως δεν γυρίσουν η μαμά και η γιαγιά… Θα κοιμάμαι μαζί με την Ύδρα. Θα ήθελα να μείνει συνοδός μου ακόμα έναν χρόνο. Μ’ αρέσει που πετάμε μαζί κάθε πρωί μέχρι την Πράσινη πλατεία. Αύριο θα παίξουμε μπροστά από το Κέντρο Ύδρευσης. Καλά που έχουμε ένα κοντά μας. Θέλω πάλι να βραχώ, να γίνω μούσκεμα!
Χαμογελάω. Η μικρή δεν το ξέρει ακόμα. Είμαι ερωτευμένη με την Ύδρα. Σκέφτομαι να κάνω συμφωνία, αν και προτιμώ να πω «γάμο», όπως έλεγαν παλιά. Θα είναι η πέμπτη για μένα και ελπίζω να κρατήσει… Πρώτη φορά η Λίμνη θα έχει δυο μητέρες!
Μετά, συνδέομαι νοητικά με την Ύδρα. Με σκέφτεται και κείνη. Θυμάμαι, πέρσι, στο Μουσείο των Λέξεων, μου είχες χαρίσει πέντε ομηρικές. Τις έχω ακόμα: πέντε βότσαλα. Κοιμάμαι δίπλα τους.
Η μαμά κοιμάται βαθιά. Θα της πω την απόφασή μου, όταν ξυπνήσει. Αν και είμαι σίγουρη ότι το έχει καταλάβει. Ήρεμη και όμορφη, ονειρεύεται. Θέλω να τη χαϊδέψω.
Μα γιατί είναι κρύα; Μέτωπο, χέρια, παντού… Ο πανικός κάθισε πάνω μου. Εκεί στην άκρη, το αυτί της άλλαξε χρώμα. Έγινε βαθυγάλαζο! Πιέζω με μανία το κουμπί συναγερμού. Σε δευτερόλεπτα, η Ιατρική Υπηρεσία του σκάφους σπεύδει να τη μεταφέρει στο Τμήμα Βοήθειας. Όσο ο νοσοκόμος και ο ψυχοθεραπευτής μού κρατούν τα χέρια, βυθίζομαι σε πηγάδι.
Με πιάνουν από τις μασχάλες και με τραβούν πάνω στο ανάκλιντρο. Μου δίνουν τις πρώτες βοήθειες. Μετά, κατεβάζω μονορούφι ένα χορικό του Σοφοκλή – το καλύτερο φάρμακο σε τέτοιες περιπτώσεις. Αποτυχία… Πέφτω στο πάτωμα, καταπίνω κοντές ανάσες, πνίγομαι.
Πήγα για έναν αποχαιρετισμό και έκανα δύο. Μετά από σαράντα μέρες στον πλανήτη, γύρισα μόνη, χωρίς τη μάνα. Όλοι στο σπίτι θα μπούμε στο ειδικό πρόγραμμα ψυχοενδυνάμωσης για δύο χρόνια. Αλλά πρέπει να διαλέξουμε ποια ομάδα θα ακολουθήσουμε και ποιον στόχο: ομάδα Μνήμης ή ομάδα
Λήθης; Τότε βρέθηκα πάλι μπροστά σ’ αυτήν τη φοβερή λέξη…

* Η ιστορία είναι φανταστική, αλλά δείτε και το άρθρο «Ένα διαστημικό γραφείο τελετών ετοιμάζεται να κάνει τις πρώτες… διαστημικές ταφές!» στο neolaia.gr (26.05.2022).

Καλοκαίρι
ΤΟΝ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ…

Είσοδος. Φρουροί της δυο κυπαρίσσια σκονισμένα. Τεσσεράμισι το μεσημέρι, ο ήλιος ντάλα. Πάνω στον σοβαντισμένο τοίχο, σε μαύρο πλαίσιο: «Τον πολυαγαπημένο μας… Η σύζυγος – Τα παιδιά – Ο εγγονός».
Ενενήντα χρόνια τυραννιόταν κάτω από αυτό το βαρύ φως ο «πολυαγαπημένος»… Καμιά δωδεκαριά ιδρωμένα σώματα ξεκολλούν και βγαίνουν από τρία ταξί. Ψάχνουν βεντάλιες και μαντίλια. Σέρνονται πίσω από το αργοκίνητο κήτος που τον κουβαλάει. Μαύρα γυαλιά και μάτια στεγνά…
Τα δικά μου στενεύουν κάτω από το φως. Κανένα κλάμα στον ορίζοντα. Σαν να ακούω όμως την Παλόμα από κάπου. Μπα, μόνο τα πουλιά και οι τρίλιες τους. Το αγαπημένο του τραγούδι είναι μέσα στο κεφάλι μου – το εσωτερικό σάουντρακ της κηδείας.
Προχωράμε αργά στον κεντρικό δρόμο της «πόλης». Είναι ήσυχη, γεμάτη κόκαλα και πουλιά. Στο μυαλό μου ακούγεται τώρα η Ρόζα.
Ροζ γρανίτης σκεπάζει τη «Σταυρούλα… Εκοιμήθη. Ετών 10». Γεμάτο κούκλες είναι το μνήμα. Ένα κάθισμα -από γρανίτη κι αυτό- απέναντι στον τεράστιο, σκαλιστό άγγελο. Από πάνω η πέργκολα πλέκει δαντελωτή σκιά.
Εδώ όμως, το κάτω έχει σημασία. Άσπρα, παχιά σκουλήκια παντού. Κολλούν στο βλέμμα μου. Το τραβάω αποκεί. Δίπλα, ένας στρατιωτικός: «Απεβίωσε 1955». Χόρτα αξύριστα και η πλάκα σπασμένη. Σκοντάφτω στις μαύρες του μπότες. Κάπου στο βάθος, μια μπάντα παιανίζει το «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά».
Πλησιάζω στο σημείο όπου ακούγονται ψαλμοί. Άκρη άκρη, δίπλα στον εξωτερικό φράχτη. Παραμεθόριος ο λάκκος. Το μαυροφορεμένο team αχνίζει μετά την πεζοπορία. Σφίγγεται μέσα στα σκληρά παπούτσια. Ένα μείγμα Virginia μου τρύπησε τη μύτη. Ο γιος με το μαύρο πουκάμισο εκμυστηρεύεται στο αυτί του γαμπρού:
«Θα ανοιχτεί την Παρασκευή… Στην κατάλληλη ώρα ήρθε. Θεός σχωρέστον, πάνω στο ζόρι που έχω με το μαγαζί. Ταλαιπωρήθηκε λίγο ο μπαμπάς, τελευταία, αλλά ήταν σε καλά χέρια. Τους έχουν πασάδες στη Στέγη».
Ο παππούς έλεγε: «Θέλω να πάω σπίτι μου. Θέλω να φύγω!». Και έφυγε. Τράβηξε τα σωληνάκια, λένε… Μπα, μια χούφτα άνθρωπος, κατάκοιτος. Δεν θα μπορούσε.
Κάθε συγγενής φοράει ένα πλαστικό γαντάκι και ρίχνει το «Γλίτωσε» μαζί με το χώμα. Η χήρα μαραμένη: «Πού μ’ αφήνεις…». Φτάνει στην αίθουσα δεξιώσεων, υποβασταζόμενη.
«Αχ, δροσιά… Φέρτε κανένα κρύο νερό. Για δες! Ξεκουμπώθηκα; “Μαμά, θα έρθεις στη θάλασσα το Σάββατο;” Αααχ, ο καημένος, ψάρευε κάθε Σαββατοκύριακο, μέχρι που έδωσε το βαρκάκι μας, τη “Δέσποινα”. Δέσποινα, για δες εδώ τι ανέβασε ο μαλάκας!»
Από τα ηχεία ακούγεται Φωτεινή Μαυράκη, «Μουσαφιραίοι είμαστε».
Μια μύγα πάνω στα χάρτινα τραπεζομάντιλα, στη φαλάκρα του ξαδέρφου… Ένας σκέτος με ένα ανέκδοτο στο πιατάκι. Τα είχαν αρχίσει από τον λάκκο. Πίσω από τον ξέχειλο κάδο γελούσαν – μια παρέα γραβάτες. Μέσα στην κολασμένη ζέστη, γυάλιζε η ιλαρότητα. Μύρισα στον αέρα φαΐ. Μου φάνηκε κάτι λαδερό, παμπάλαιο: τα ντολμαδάκια της Λωξόντρας.
Αύριο πρωί θα σου φέρω μερικά, παππού. Θα τα πούμε πάλι, σαν να μην έγινε τίποτα. Θ’ ακούσουμε Στέλιο… Και η αλήθεια θα μείνει μεταξύ μας.

Φθινόπωρο
ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΜΑΤΙΝΑ

Τρίχες πολλές. Μάζεψα ένα βουναλάκι από το μωσαϊκό. Ενώ τις αδειάζω στον σκουπιδοτενεκέ, ένα καινούριο πρόσωπο λάμπει στον καθρέφτη. Καμαρώνει το καινούριο κούρεμα με πόζα μοντέλου, σαν αυτά που βλέπουμε στα περιοδικά.
Περιοδικά έχει η θεία ένα σωρό στο κομμωτήριο για τις πελάτισσες. Είναι γυναίκες της γειτονιάς, που έρχονται να φτιάξουν μαλλιά και διάθεση. Μπαίνουν κάτω από την κάσκα με το Ρομάντζο ή το Φαντάζω. Όσες είναι μπροστά στους καθρέφτες για χτένισμα και κους κους ρίχνουν πιπέρι στα
νέα της γειτονιάς. Τα μαθαίνω κι εγώ, αλλά δεν με νοιάζουν. Όλο κερατώματα και καβγάδες. Δεν είμαι της γειτονιάς και δεν μ’ αρέσει το πιπέρι. Οι πιο πολλές αντιγράφουν τη Βουγιουκλάκη στην καινούρια της κουπ. Κουρέματα, μιζαμπλί, απ’ όλα… Ειδικά τώρα, με τη Διεθνή Έκθεση, δουλεύουμε πολύ. Και κάθε Σάββατο, από τις έξι το πρωί ίσαμε να νυχτώσει, είμαστε στο πόδι. Ετοιμάζονται όλες για το βράδυ που θα βγουν, με σύζυγο και ταγιέρ.
Ταγιέρ, σκούρα τα πιο πολλά, κρέμονται φρεσκοσιδερωμένα στην ντουλάπα της θείας. Η ντουλάπα είναι κλειδωμένη για μένα. Το ίδιο και η κρεβατοκάμαρα και τα άλλα δωμάτια, εκτός από το δωματιάκι μου. Αποθήκη, πες καλύτερα. Χωρίς παράθυρο, δίπλα στον λουτροκαμπινέ. Με μια καρέκλα, ένα ράντζο και τρεις κρεμάστρες στον τοίχο για τα ρούχα. Τρίχες ρούχα δηλαδή. Δυο παλιοφορέματα που έφερα απ’ το χωριό: ένα τσιτάκι για το καλοκαίρι κι ένα μάλλινο που με τσιμπάει για τον χειμώνα.
Χειμώνα έφτασα στην Αθήνα από το χωριό. Με μια πάνινη βαλίτσα και ένα καλάθι στο χέρι, σαν τον Χατζηχρήστο. Βλάχα κανονική, δηλαδή… Στον σταθμό, πρώτη σειρά, με περίμενε η θεία Χρυσάνθη, με καπέλο και γάντια. Τη θαύμασα! Συμφώνησαν με τη μάνα να με ταΐζει, να με ντύνει και να με προσέχει. Σε αντάλλαγμα, δούλευα όλη μέρα στο κομμωτήριο. Νύχτα άνοιγα το μαγαζί, νύχτα το έκλεινα. Κι ώσπου να ’ρθει η άλλη μέρα, δεν έφτανε ο ύπνος.
«Ύπνος σ’ έπιασε, ανεπρόκοπη; Πάρε τα πόδια σου να σκουπίσεις, ζώον! Και τις γωνίες… Τίποτα δεν έμαθες τόσους μήνες! Σε ταΐζω, σε ποτίζω, αλλά εσύ ξύλο απελέκητο! Όχι ψαλίδι δεν θα πιάσεις, ούτε μια λακ δεν μπορείς να βάλεις σωστά στην πελάτισσα… Μου παραπονέθηκε χθες η κυρία Λίτσα – του εργολάβου, ξέρεις. Τι να της πω; Μόνο για να λούζεις είσαι, Σταματούλα! Τι στο καλό, τη σκάφη στο χωριό σού θυμίζει ο λουτήρας;»
«Ο λουτήρας έτοιμος, δεσποινίς Ματίνα; Πέρασε, Κούλα μου, να σε περιποιηθεί η κοπέλα και μετά θα σε κάνω εγώ φιγουρίνι! Θα κάνουμε ντεκαπάζ και θα περάσουμε το καινούριο χρώμα. Ένα ξανθό της Λάσκαρη, τέλειο!»
«Τέλειο βγήκε, Χρυσάνθη! Είσαι ταλέντο εσύ! Θα μπορούσες να είσαι φίρμα, και στο Παρίσι ακόμα! Ναι. Όχι μόνο να το ’χεις στην ταμπέλα: “Κομμώσεις Paris”! Μάζεψέ τα – μόνη σου είσαι και φύγε να δοξάσεις την Ελλάδα! Πού είναι η Ματίνα; Πού πήγε; Θέλω να με βουρτσίσει λίγο».
Λίγο ήθελα να το σκάσω από το παραθυράκι της τουαλέτας. Μόνο στο κατούρημα ησύχαζα κάπως από τη φωνή της. Είχα δυο λεπτά δικά μου… Τότε την άκουσα. Μια τσιρίδα που κουβαλούσε το όνομά μου. Σκέπασε τη μουσική απ’ το τρανζίστορ και τις κουβέντες. Πετάχτηκα έξω, κουμπώνοντας τη
ροζ ρόμπα.
«Ρόμπα θα γίνουμε μ’ αυτό που έκανες, παλιοκόριτσο!
Μου χάλασες τη φήμη του μαγαζιού! Ποια θα ’ρθει να χτενιστεί, άμα ξέρει ότι κλέβουν εδώ μέσα; Πού είναι το κολιέ της κυρίας Κούλας; Ποιος άλλος το πήρε, μου λες; Δεν το βρίσκουμε πουθενά… Και η γυναίκα ορκίζεται – πες της, Κούλα μου! Το φορούσε, όταν ήρθε».
«Μα, θεία… κυρία Χρυσάνθη, δεν το πήρα εγώ, αλήθεια!
Δεν έκανα τίποτα! Δεν το είδα, το ορκίζομαι».
«Τολμάς να ορκίζεσαι εσύ; Ο Θεός θα σε τιμωρήσει! Έτσι με ξεπληρώνεις… Που έκανα το καλό και σε δέχτηκα σπίτι μου. Σου ’δωσα δουλειά και φαΐ! Αλλά τι περιμένεις από… μπαστάρδικο!»
«Τι λες; Για ποιον μιλάς;»
«Για σένα! Καλά, δεν το ξέρεις; Δεν σου το είπε η μάνα σου ότι σε πήρε; Εγώ νόμιζα ότι το ήξερες… Μετά από τόσα χρόνια, να μη σου έχει μιλήσει ακόμα! Να ξέρεις την αλήθεια – αυτό πρέπει. Υιοθετημένη είσαι! Και κλέφτρα!»
Το ροζ φωτιστικό θαμπώνει. Οι ροζ κουρτίνες λιώνουν, γίνονται μια πηχτή ροζ λάσπη. Με σκεπάζει ως απάνω. Κλείνω τα μάτια και κοιμάμαι… Επιτέλους.
Γυρίζω. Εδώ είμαι πάλι. Δεν κοιμήθηκα πολύ. Είμαι ξαπλωμένη στο μωσαϊκό και κρυώνω, σεπτεμβριάτικα. Βλέπω πάνω μου κεφάλια με μπικουτί μισοχτενισμένα, πασαλειμμένα με βαφή. Ανάμεσά τους και της κυρίας Κούλας, που είχε γονατίσει δίπλα και μου κρατούσε το χέρι.
«Χέρι το πήρε, κορίτσι μου, αλλά δεν ήταν το δικό σου! Το κολιέ μου βρέθηκε! Την ώρα που ήσουν εδώ αναίσθητη… Να σου πω την αλήθεια, δεν το πίστεψα για σένα από την αρχή, Ματινάκι μου. Το είδα».
Είδα το πρόσωπό της εκεί στην άκρη, πέτρινο. Σηκώθηκα και έπεσα πάλι. Μου έδωσαν χέρια και στάθηκα όρθια. Ο ήλιος βασίλευε. Το φως έκανε χρυσούς τους καθρέφτες. Ήταν όμορφα. Μπήκα στην τουαλέτα. Πελάτισσες και βοηθοί συνέχιζαν κανονικά τις κουβέντες τους. Τα κουτσομπολιά στόλιζαν τώρα τη γυναίκα του μανάβη. Δεν άκουγα… Ντύθηκα, πήρα
τη ζακέτα και το τσαντάκι μου στα χέρια. Προχώρησα προς την πόρτα.
Την ώρα που άνοιγα την εξώπορτα, μια μυτερή φωνή με χτύπησε στην πλάτη:
«Για πού το ’βαλές, Ματίνα; Σκούπισε λίγο!».
Την άφησα να πέσει, σαν χάρτινη σαΐτα. Στον δρόμο, βούτηξα μέσα στον κόσμο, γρήγορα.
Γρήγορα, έφτασα στο σπίτι της. Τα πράγματά μου στο βαλιτσάκι και δρόμο… Μπήκα στο λεωφορείο. Πέρασα μπροστά από τη Σχολή Κομμωτικής. Θα πάω να γραφτώ, τώρα που αρχίζει η χρονιά για να σπουδάσω. Το θέλω πολύ και πιστεύω ότι θα γίνει. Κάτι έχω μαζέψει.
Τώρα όμως, θέλω να γυρίσω στη φωλιά μου… Να τη δω και να μην της πω τίποτα. Ούτε «γιατί δεν μου το είπες, μάνα», ούτε τίποτα. Θέλω να μπω στην τσέπη της ποδιάς. Μια ξεθωριασμένη ποδιά της κουζίνας. Εκεί πάνω ξεκουράζονται τα χέρια της – και τα δικά μου.

Χειμώνας
ΤΟ ΣΤΡΩΜΑ

Νταν! Ένα χτύπημα. Με το που άκουσαν το ρολόι της Δημαρχίας να χτυπάει και μισή, άρχισαν να τρέχουν.
«Γρήγορα! Να κόψουμε δρόμο!» είπε ο Νάκος.
Ο Μιχάλης κοίταξε το λασπωμένο καλντερίμι:
«Άμα περάσουμε το μπεζεστένι* και χωθούμε μέσα στα σοκάκια, θα προλάβουμε να φτάσουμε πριν από τις έξι» είπε στον αδερφό του και έσφιξε το στρώμα στα χέρια του. Θα προλάβαιναν να μπουν στο σπίτι, πριν από την απαγόρευση; Δεν ήξεραν.
Ήξεραν καλά την πείνα τους. Με λίγο ψωμί και πέντε ελιές κρατούσαν από το πρωί. Και το στρώμα παραήταν βαρύ… Παραπάτησαν στο καλντερίμι. Πατούσαν στη γλίτσα από το ψιλοβρόχι και στις κοπριές. Είχε πέσει το σκοτάδι τέτοια ώρα. Ακόμα χειμώνας ήταν… Μόνο ο δρόμος της αγοράς φωτιζόταν. Τρία βήματα ήθελαν ακόμα για να χωθούν στο σοκάκι.
«Εσείς οι δυο με το στρώμα! Γρήγορα μπροστά μου!» είπε στη γλώσσα του ο λοχίας, επικεφαλής της βραδινής περιπόλου.
Η κυκλοφορία απαγορευόταν αυστηρά στην πόλη μετά τη δύση. Το ίδιο και οι κουβέντες στον δρόμο σε κάθε άλλη γλώσσα, εκτός από αυτήν του κατακτητή. Το ήξεραν καλά τα παιδιά. Ο πατέρας και ο μεγάλος αδερφός ήταν μακριά, όμηροι στα βόρεια. Έσπαγαν λιθάρια όλη μέρα για τον σιδηρόδρομο. Οι μικροί είχαν μείνει πίσω. Έπαιζαν τους άντρες και πρόσεχαν τη μάνα και την αδερφή.
Τρία χρόνια τώρα, όλη τη μέρα άλεθαν την πόλη με τα ποδάρια τους. Έκαναν τους παραγιούς στο μπακάλικο του Γιορντάν. Έπεφτε ξύλο, αλλά κάτι άρπαζαν για φαί. Κουβαλούσαν βαλίτσες στον σταθμό, περίμεναν έξω από το μπεζεστένι για θελήματα, μήπως και κονομήσουν κάτι να τρώγεται. Τρία χρόνια, άκουγαν και έβλεπαν πολλά…
Αυτή η φωνή όμως τους έκοψε τα πόδια. Παραλίγο να τους πέσει το στρώμα στη λασπουριά. Πλησίασαν το φως του στύλου και τις πράσινες στολές. Ο Νάκος έτρεμε – από κρύο και από φόβο.
«Τι κοιτάς τις μπότες μου; Ψηλά το κεφάλι! Για να σε δω… Πού πάτε το στρώμα;»
Θα μπορούσαν να μην είναι εδώ. Να είχαν περάσει κρυφά το ποτάμι και να βρίσκονται τώρα στη Θεσσαλονίκη. Με τους Γερμανούς μπορεί να ήταν καλύτερα, σκέφτονταν.
Θα μπορούσαν να μην είχαν κλέψει το στρώμα από τη μάνα του Πέταρ. Ήταν ένας γελαστός κοκκινομάλλης, δυο χρόνια μεγαλύτερος τους. Έτρεχαν μαζί όλη μέρα. Έπαιζαν τα ίδια παιχνίδια. Κι εκείνος δεν χόρταινε, αλλά έτρωγε καλύτερα. Είχε και παλτό.
Θα μπορούσαν να τριγυρίζουν αλλού και να μην το δουν παρατημένο, έξω από την πόρτα της μάνας του, της Ζίβκα. Το είχε πετάξει σίγουρα αυτή ή ο Πέταρ… Κανείς τους δεν ήταν σπίτι, όταν το βρήκαν. Φώναξαν για να τους ρωτήσουν.
«Σίγουρα θα το έπαιρνε κανένας άλλος» είπε ο Νάκος. Έσπασε ένα κομμάτι πάγο πάνω από την πόρτα. Το έγλειφε λαίμαργα. Κατάπινε το παγωμένο νερό, καιγόταν ο λαιμός του και δεν πεινούσε. Μέχρι που μούδιασε η γλώσσα του…
«Το πάμε στο σπίτι, κύριε λοχαγέ! Μας το έδωσε μια θειά μου, που μένει πέρα, στην αγία Φωτεινή. Πέθανε ο γιος της εδώ πάνω και δεν ήθελε να το βλέπει. Μεγάλωσα τώρα. Η μάνα είπε να μην κοιμάμαι με την αδερφή μου».
Ο λοχίας τον κοίταξε καλά. Μετά χαμογέλασε. Στράφηκε στον Μιχάλη:
«Τι λες εσύ; Έτσι είναι;».
Το παιδί μάζεψε τα φρύδια, σοβάρεψε. Σήκωσε τα μάτια του:
«Ναι, αλήθεια λέει. Μαζί πήγαμε να το κουβαλήσουμε εμείς τα αγόρια. Το σπίτι μας είναι κοντά. Μας περιμένουν. Θα μας αφήσετε, κύριε;».
«Τρέξτε γρήγορα! Χαθείτε! Να μη σας ξαναβρώ έξω!»
Πήραν ανάσα πίσω από τη γωνία. Ακούμπησαν το στρώμα στον φράχτη. Το σπίτι τους ήταν δίπλα. Τότε, είδε ο Νάκος το σκίσιμο. Μια βαθιά πληγή στο στρώμα, από τα μυτερά ξύλα. Ίσα που το ακούμπησαν στον φράχτη και η ζημιά έγινε…
«Δεν το πιστεύω, Μιχάλη! Το στρώμα χάλασε! Άντε να το πουλήσουμε τώρα. Για πέταμα έγινε!»
«Για να το δω, αν μπορεί να το ράψει η μάνα… Ε, κοίτα!
Κάτι βρήκα!» φώναξε θριαμβευτικά ο Μιχάλης και τράβηξε το χέρι του, που είχε χωθεί μέσα στην τζίβα και στα παλιοβάμβακα. «Νάκο, ένας χρυσός σταυρός! Είναι παλιός και σκαλισμένος. Ποιος ξέρει από πότε ήταν κρυμμένος μέσα στο στρώμα!»
«Η μάνα του τον ξέχασε εδώ! Η Ζίβκα τον έκρυψε, αλλά εμείς είμαστε οι τυχεροί! Μιχάλη, άσε το στρώμα και πάμε να τον κρύψουμε!»
«Όχι. Να τον δώσουμε στον παππού να τον πουλήσει! Θα φάμε όλοι!
Θα πάρουμε και ρούχα ζεστά! Θησαυρό είχε το στρώμα».
Στο σπίτι, είχαν αποκοιμηθεί όλοι. Η σόμπα σβησμένη. Χώθηκαν γρήγορα κάτω από τα σκεπάσματα. Η μικρή αδελφή, η Μαρίκα, τους μίλησε, σχεδόν μέσα στον ύπνο της:
«Νάκο, αύριο να πας στου Πέταρ. Η μάνα του πέθανε. Θα την κηδέψει το πρωί. Μόνος του έμεινε πια».
Ο σταυρός έμεινε στο χέρι του Νάκου. Δεν τον έπιανε ύπνος. Η σκέψη του ανέβαινε και σκόνταφτε. Η νύχτα ήταν βουνό.
Νταν! Νταν… Έξι χτυπήματα. Τον ξύπνησε το ρολόι της Δημαρχίας. Ξημέρωσε. Η κυκλοφορία άρχισε πάλι.

* Κτίριο που φιλοξενούσε την αγορά υφασμάτων, κεντημάτων και
πολύτιμων ειδών. Αποτελούσε σημαντικό τοπόσημο των οθωμανικών
πόλεων.

.

ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ (2020)

ΑΝΑΤΟΛΗ 6.02

«Ανατολή 6.02 – Δύση 20.47»
Φως Ιούνιο… Ξαπλώνει η μέρα μου η μελαχρινή
και το κορμί της —τόξο και ασπίδα.

«Αλεξάνδρου και Αντωνίνης μαρτύρων».
Ώρες περιπλανιέμαι πάνω στο δέρμα της…
Χωρίς νερό διασχίζω την καυτή κοιλιά.

«Ο καιρός προβλέπεται αίθριος».
Δεν έχει σύννεφα το μέτωπό της —γαλανή
τα πόδια της διαλύονται στο κύμα —αφρόεσσα.

«Βόρειοι άνεμοι ασθενείς» …και άνθρωποι.
Εκεί πάνω στο στήθος της, άρχισε να φυσάει.
Πέφτω στα γόνατα και κρύβω το κεφάλι.

«Κατά τόπους καταιγίδες μέχρι το βράδυ».
Ο κεραυνός μαύρισε το Νησί μου.
Έμεινε με τα μαλλιά ζωγραφισμένα στο σεντόνι.

«23η εβδομάδα του έτους».
Τα δέντρα άνθισαν κι άδειασαν πολλές φορές.
Οι δρόμοι που περπατάω δεν μου μιλάνε πια.
Κι ένα πρωί μού κόβεται η ανάσα:
μπροστά μου η ανακομιδή εκείνου του φωτός!

ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Το φταίξιμό μου
Το ’ριξα στα βαθιά.
Εκεί κρυμμένο, πρασίνισε.

Οι πόνοι οι αλμυροί,
στον ήλιο ξεραίνονται.
Έξω στον αέρα και στα βλέμματα.

Απ’ όσα θυμάμαι —λειψά και φαγωμένα—
πέντ’ έξι, από θαύμα, είναι ακόμα κόκκινα,
αλλά τα πέταξα —από φόβο για το μικρό γλοιώδες ψέμα.

ΟΡΓΗ

Σήμερα, πάνω του το σύννεφο
ένα μαύρο μαντίλι,
δεμένο σφιχτά στο μέτωπο.
Η γλώσσα λυμένη τρέχει,
με το κλομπ στο χέρι,
να δείρει τα καθάρματα
και πιο πολύ αυτόν,
που είν’ η αιτία του κακού,
ο στόχος για τα βέλη.

Σήμερα, οι κουβέντες λίγες
αλλά τα χέρια
κόβουν ό,τι πιάνουν.

Σήμερα, οι συμμαχίες
δένονται γρήγορα,
σηκώνονται αναχώματα με λάσπη
κι ο φάρος της μνήμης
θα περιστρέφεται όλη νύχτα.

Σήμερα, η ανάσα
θρυμματισμένη,
βάθρες με αίμα
ξεχειλίζουν στους κροτάφους.
Πίσω από την κλείδα, κρυμμένο
ένα φακελάκι πόνος.
Κι όμως σκίζει τον δρόμο με τα μάτια,
πάει καρφί μπροστά,
κρατώντας απ’ το χέρι τη θέλησή του,
ξυπόλητοι και οι δυο, στα χαλίκια.

Σήμερα το δάχτυλο
μούδιασε στη σκανδάλη.
Δεν ήπιε ούτε νερό.
Αλλά μάταια…
Ο ένοχος τόσον καιρό καταζητείται.
Γέμισαν οι τοίχοι με το χαμόγελό του.
Αυτό που δεν μπορεί να υποφέρει
ο μπάτσος της κοινής του λογικής.

ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΙ

I «Άνθρωποι»

Ο άνθρωπος γεννιέται πεινασμένος
κι όταν στερέψει το γάλα,
όταν ξεραθεί η αγκαλιά
ο καθένας τραβάει τον δρόμο του.

Άλλος πεινάει για ίσκιους και για χρώματα,
άλλος για μέλι από τα σώματα
κι άλλος σκοτώνει
για ένα χέρι πάνω του.

II «Υπήκοοι»

Το φως του και το πιάτο του για τον καθένα φτάνει,
μα κόβεται και δίνεται για ένα μικρό στεφάνι.

Αυτόν εκεί, πίσω στη σκιά, μόνο το αίμα τον τρέφει,
βλέπεις φόβο στην πίστη του, όταν το βλέμμα στρέφει,
Σκίζει βουνά κι αστράφτει του η πανοπλία στη λάσπη,
πεζοπορεί μ’ εννιά πληγές, ως τις όχθες του Υδάσπη.
Πνίγονται όλα στον καπνό —ξέρει και δεν ρωτάει
για αιώνες, μόνο με ψωμί και με κουρέλια πάει.

Υπήκοος -δένει τη ζωή σφιχτά σε μια ιδέα.
Ντυμένος λόγια και σπαθιά, πέφτει για τη σημαία.
Κι όταν φύγαν οι βάρβαροι, οι άπιστοι, οι Άλλοι
κι η πόλη όταν κοιμήθηκε και ξύπνησε μεγάλη,
αρχόντισσα με ψέματα, παλάτια και χρυσάφι,
έβαλε κλειδαριές κι αυτός, και τη σημαία στο ράφι.

III «Κραταιοί»

Λιμός απέραντος και λίγοι οι σπόροι
μόνο με αίμα κρατιέται η γη
ως τον ορίζοντα οι οδοιπόροι,
μια κουρασμένη μαύρη γραμμή.

Ξέρες και θύελλες, σκόνη και χιόνια
πέφτουν απάνω τους απ’ τα βουνά
λεπίδια, νόμοι, πόλεμοι, χρόνια
πάνω στην πλάτη τους —σκυφτοί ξανά.

Πάνω στον χάρτη, κάποιος τη σβήνει
αυτήν τη μαύρη σκυφτή γραμμή
στον χάρτη πάνω, τρώει και πίνει,
σύμβολα πέφτουν και αριθμοί.

Γεράκια βλέπουν κάτω τον χάρτη
αίμα δεν φαίνεται, είναι μακριά.
«Θυσία χρειάζεται, λένε, η Αστάρτη,
πίσω να πάρουμε εμείς τα Στενά».

Λόγια μοιράζουν μέσα στο κρύο,
μάτια κρυμμένα, βροχή θολή
κι ως τον ορίζοντα φρουροί ανά δυο
και πέρα ακόμα, Σκύθες πολλοί.

ΔΑΣΟΣ

Δάσος πολυσέλιδο, φιλόσοφο,
δάσος βρυοκατοίκητο, κελαηδινό,
δάσος του νου και δάσος της ελάτης.
Δύσβατα μέρη, ανήλια και κοπιώδη
για μας που ζούμε στα μικρά αριθμημένα σπίτια,
κλεισμένοι και δύσβατοι και ανήλιοι.
Χρόνια γυρίζουμε, δουλειά-σπίτι
και δεν πλησιάζουμε ποτέ στο δάσος.
Μόνο παιδιά στέλνουμε να φέρνουν κάθε πρωί
πετρωμένα ρήματα και φρούτα που δεν τρώνε.
Λίγοι χάθηκαν μέσα του.
Γύρισαν κι είπαν πως είδαν λίγα.
Μετά, γεωμετρώντας τις λέξεις, έγραψαν στίχους,
έγραψαν πλατάνια, κύκλους και νερά.
Όμως εμείς, για το δάσος δεν θέλουμε ν’ ακούμε,
ότι οι έννοιες νηστικές γυρίζουν το πρωί
και εδώ κοντά, το ξέφωτο με τα φιλιά ανθίζει.

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

Ένα βράδυ, ψάχνοντας κάτι,
κατέβηκε τη σκοτεινή σκάλα.
Άνοιξε δύσκολα. Το κλειδί είχε σκουριάσει.
Σιγά-σιγά συνήθισε το σκοτάδι
και άρχισε να βλέπει τα βουβά πράγματα:
μισοθαμμένα στο χώμα τα όστρακα
με τα ονόματα των ανεπιθύμητων.
Ήξερε ότι ήταν πολλοί αυτοί,
οι ερμοκοπίδες, οι μηδίσαντες,
οι φραγκοφορεμένοι,
με τα αργύρια στην τσέπη
και το μαχαίρι κρυμμένο.
Είδε ένα πίσω μονοπάτι, μια πόρτα ξεχασμένη,
σβησμένα ονόματα, παλιές εφημερίδες,
κάποιος με τα ονόματα στο χέρι,
κάποιος που έκανε μόνο τη δουλειά του.
Στη γωνία, κουκούλες και παράσημα,
σταυροί, για ανεκτίμητες υπηρεσίες προς το Έθνος,
προτομές, για αναγνώριση μετά θάνατον
επιταγές, για αναγνώριση εν ζωή.
Κλείδωσε και ανέβηκε τη σκάλα.
Πολλή δουλειά για έναν μόνο υπάλληλο,
θα έγραφε στην αναφορά του.

ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ

Σςςς… Τα φώτα χαμηλώνουν.
Τίτλοι αρχής, στο θερινό της γειτονιάς.
Όλοι είναι εκεί. Πατάνε στα χαλίκια.
Σαββατόβραδο. Σε λίγο θα φύγουν.
Με το ένα χέρι δοσμένο στο αγαπημένο χέρι,
θα ταξιδέψουν στο μεγάλο πανί.

Σήμερα, το παραμύθι αρχίζει
μ’ ένα κρυμμένο μυστικό.
Ένα ρομάντζο, διαμπερές κι επιπλωμένο.
Ξημερώνει στην πόλη,
για όσους άφησαν πίσω τους πέτρες και βράχια.
Όλοι καθωσπρέπει μετά την εκκλησία,
με φρόνημα υψηλό και καθαρό μέτωπο,
με μια Κυριακή στο χέρι —δαντελένια—,
με την αμφιβολία τσαλακωμένη στην τσέπη.
Και οι στίχοι βερεσέ στον μπακάλη,
και τα λόγια των παιδιών
μαζεμένα δεκάρα-δεκάρα.
Μόνο σγουρά μαλλιά κι άσπρα πουκάμισα,
στο λεωφορείο για τη θάλασσα.
Όλοι μια παρέα, μια υπόσχεση
κι εκεί λοξά, ένα θαυμαστικό —το παρασόλι.
Στο μπλε τετράδιο, λέξεις στη σειρά
με άσπρο γιακαδάκι και σταυρό.
Έξω στους δρόμους, σιγά-σιγά,
μαζεύεται ο κόμπος στον λαιμό.
Ένα χέρι σήκωσε το σύνθημα.

Διάλειμμα ολίγων λεπτών…
Ένα πουλί φλεγόμενο πάνω από τα κεφάλια τους,
πάνω στα σπιρτόκουτα, πάνω από κάθε συλλαβή.
Ο χωροφύλακας ευδοκιμεί παντού,
ριζώνει στις γωνίες, τρέφεται με ψιθύρους.
Απέναντι στα παράθυρα,
απέναντι στα ξυπόλητα μεσημέρια.
Λίγο πριν το Πάσχα, ο ασβέστης.
Σβήνουν τα βήματα —άσπρη σιωπή γύρω από τα δέντρα.

Τελευταία σκηνή. Συνάντηση κυρίων:
«Εις το επανιδείν. Τα δέοντα στη σύζυγον».
Τότε, το ραγισμένο «ν» έπεσε από το ακροκέραμο
κι έσπασε μπροστά στα πόδια τους!
Αιφνίδιος θάνατος. Ανακοπή είπαν…
Βορά των θηρίων στον ιππόδρομο. Σιωπή.
Για άλλα φωνάζουν οι πρωινές εφημερίδες.
Στο τέλος, ο ήρωας χάνεται στο βάθος του δρόμου,
μεταναστεύει, διορίζεται…
Το νερό ήταν γλυφό, το παιχνίδι στημένο
και ο διαιτητής πουλημένος, όπως πάντα.

.

PASSATEMPO (2017)

ΤΟ ΨΟΦΙΜΙ

Δυο μέρες στο κράσπεδο
κάτι μέσα στη λάσπη , ακίνητο
τρίτη δεν θα σωθεί
τα σκυλιά θα το βρούνε..
Πλησιάζω , όχι πολύ
ανιχνεύω με το βλέμμα
κάτι ασπρίζει
με τεντωμένα πόδια
χωρίς βήματα
με μάτια λευκά
χωρίς βλέμμα
Αποστροφή
Την αναγνώρισα μόλις..
Ήταν μια κουβέντα
που έριξα προχθές απ’ το μπαλκόνι
δεν μπορούσα πια να την ακούω……

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ

Χρειάζομαι
πολλών ερώτων το αίμα
για να θρέψω
το σαρκοφάγο φυτό
του Ενός..

Χρειάζομαι
πολλών ονείρων το γάλα
για να ταΐσω
το πελώριο στόμα
του Φόβου ..

ΤΣΙΡΚΟ

Εσύ που με την κλίνη σου
στοιχειώνεις τον μύθο,
ο Σίνις , το τέρας του δέντρου
και οι Όρνιθες οι σιδερένιες,
όλοι είστε εκεί,
λίγο έξω απ’ την πόλη,
στο τσίρκο με τα τέρατα .
Εκεί και η Μέδουσα , η μάγισσα,
ο Κουασιμόδος, ο τρελός του χωριού,
με τα σάλια του να τρέχουν,
σημάδι για τις πέτρες των άλλων…
Άγριοι , δεμένοι-
θέαμα γι’ αυτούς που ξέρουν το σωστό,
πάντα το ήξεραν ..
Γι’ αυτούς που έριχναν αλάτι στις πληγές τις αμίλητες ,
-στο όνομα της Πατρίδας ..
ποτέ κανένα βουνό δεν τους απάντησε
κι ούτε ένας κόκκος άμμου ρίγησε ποτέ
-στο όνομα του Θεού…
τα δάκρυα πάνω στις ρυτίδες δεν σταμάτησαν-
τα κεριά και τα λόγια ακόμα υψώνονται
-στο όνομα της Αγάπης ..
εκεί που η αγκαλιά γδέρνει, ο γιακάς σηκώνεται
κι ένας ωκεανός χωρίζει
την καλημέρα από την καληνύχτα της..
Με άλλα λόγια , ο κόσμος είναι γεμάτος
από σκυμμένους λαιμούς και ελεήμονα ξίφη…..

ΣΚΙΕΣ

Δίπλα στο κρεβάτι,
η ντουλάπα με τις σκιές.
Όχι εκείνα τα οστεώδη
φαντάσματα του βορρά,
αλλά οι οικόσιτες,
οι αγαπημένες φιγούρες του τοίχου,
μαύρες και ρόδινες με τη δύση..
H κεραμική των σκιών,
τέχνη τόσο εφήμερη,
όσο και τα γλυπτά σύννεφα
που εκτίθενται με το πρώτο φως…
Όταν τις λύνει,
τρέχουν ελεύθερες στον τοίχο,
χορεύουν με τα σώματα των ρούχων
που κρέμονται πίσω από την πόρτα,
κουρασμένα και πρόχειρα.
Ανεβαίνουν μαζί ως το ταβάνι,
αφήνοντας την ανάσα τους κάτω,
όπως τα παιδιά στην αιώρα….
Πριν κοιμηθεί , θα τις κλειδώσει,
διπλωμένες καλά και ήμερες.
Όχι όπως παλιά,
που γαύγιζαν όλη νύχτα
κι έσπαζαν τον ύπνο στα δυο,
σφίγγοντας το λαιμό….

ΣΕΡΒΙΤΣΙΟ

Ένα σερβίτσιο προσώπων
με εγχάρακτα χαμόγελα
ιριδίζει στο φως
κρυστάλλινα γέλια
μουσική των ποτηριών στις γιορτές….
Εύθραυστα και ακριβά
κλειδωμένα στη βιτρίνα
Δεν μεταβιβάζονται
δεν κληρονομούνται
και κάποια μέρα
χωρίς κανένας να τ’ αγγίξει
θ’ αρχίσουν να ραγίζουν
να τρέμουν και να σπάνε
παρά την τόση προσοχή
στο σκοτεινό σαλόνι…

ΠΡΩΙ, ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΟΚΤΩ..

H «ροδοδάχτυλη αυγή» πρόβαλε στα βουνά..
Η βάρδια άρχισε
και στο μυαλό μας αχτένιστες σκέψεις …
Έξω στο δρόμο , ξυπνάει το δέρμα
και μείς , χτυπάμε πόρτες , γυρίζουμε κλειδιά,
μασώντας ακόμα τις κουβέντες του σπιτιού…
Έτοιμοι για κάτι ή για τίποτα,
στρίβουμε στη γωνία
και η δροσιά ανησυχεί τα χέρια..
Τυλίγονται γρήγορα σε μια επιθυμία,
ζεστή ακόμα από τη νύχτα…

Οι διαδρομές προκαθορισμένες,
τα χέρια έτοιμα για συναλλαγές..
και η φωνή κατευθύνει:
«Μετά από οκτώ ώρες, στρίψτε δεξιά
και αδράξτε τη μέρα ..»
Στη γωνία , η μυρωδιά του ψωμιού,
παλιά όσο κι ο κόσμος
και η μέρα
θέλει ένα χέρι για να περάσει απέναντι ……

ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ

Όταν δεν υπάρχει τίποτα στον ορίζοντα
Ζωγραφίζω ένα μικρό άσπρο πανί
Και το κολλάω
Στην ακίνητη γραμμή του..

Μετά, το βλέπω ..
Τόσο ..
Που ν’ αρχίζει να πλησιάζει……………

Ο ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ

Οι άνθρωποι αγαπούν το κανονικό,
-αυτό που λέμε νορμάλ-
με το πάθος της ανασφάλειας…
Νιώθουν άνετα με το μέτριο ύψος, τον ίσιο δρόμο,
με την αρτιμέλεια , με την γλώσσα τους,
με τους δικούς τους – ότι κι αν σημαίνει αυτό…

Κάθε πρωί ,
παίρνουν άλλη μια καινούργια μέρα
και την ανοίγουν μετά τον καφέ,
λιγοστεύουν μπροστά στον ανώτερο ,
τρώνε χρόνια ,
γεμίζουν και αδειάζουν σπίτια
και μια από κείνες τις ξεχωριστές μέρες ,
ενώνονται σε ανθισμένη κορνίζα
και μετά, όπως συνηθίζεται,
βαφτίζονται, σφραγίζονται και παίρνουν
αριθμό προτεραιότητας για την τράπεζα…….

Οι άνθρωποι κάθονται πολύ..
Στο γραφείο, στον καναπέ ..στο θρόνο τους,
ανοίγουν χάρτες και σχεδιάζουν το μέλλον,
για σιγουριά με τρία γεύματα προπληρωμένα …
Καμιά φορά, βέβαια, εκεί που παίρνουν τη στροφή,
τους χτυπάει μια κακιά κουβέντα,
μια μπόρα , ένα χαστούκι- και τότε
με αίμα πληρώνονται τα διόδια…

Όμως, αγάπη μου, αυτά είναι για τους άλλους..
Για το κοινό που χειροκροτεί, για το ανώνυμο πλήθος.
Εμείς οι δυο είμαστε διαφορετικοί ,
με δέρμα τρυπημένο απ’ τον πόθο
και μαλλιά στα χρώματα του ουράνιου τόξου…

Θα βλέπουμε τον ουρανό , όταν περπατάμε,
θα βάλουμε κερί στ’ αυτιά για τις Σειρήνες…
Αγκαλιασμένοι , κόντρα στο ρεύμα
κι όσο κρατήσει αυτό το δροσερό
που πίνουμε και μας ζαλίζει…
Δεν είναι γνήσιος έρωτας , ακριβός,
με ονομασία προέλευσης ονείρου ..
Το πήραμε από δω κοντά,
απ’ το περίπτερο,
με χρώματα στο μπουκάλι και πολύ ανθρακικό…
Αλλά , έχουμε καιρό..
Ώσπου να χαθούν όλες οι φυσαλίδες
κι ώσπου να ξεθυμάνει,
εμείς θα έχουμε μεταλάβει…..

ΘΡΑΥΣΜΑ

Κομμάτια εκείνη η ώρα πια..
Έκρηξη σημειώθηκε χθες τη νύχτα
Ζημιές δεν πρόκειται ν’ αναφερθούν ποτέ..
Ένα θραύσμα πολύτιμου χρόνου
ξέφυγε αστραφτερό και με χτύπησε
βυθίστηκε στη σάρκα
αιχμηρό
μη εγχειρήσιμο
κι ένα μου μένει τώρα να ελπίζω
ότι το σώμα με τον καιρό
θα το σκεπάσει
με όστρακα και φύκια …

…ΕΦ’ Ω ΕΤΑΧΘΗ

Ο ποιητής χειρουργεί…
Κόβει το δέρμα των λέξεων
τέμνει έννοιες και νεύρα
με δίστομο λεπίδι
μετά φόβου
Μια στιγμή
Ένα απείκασμα μόνο
και μ ‘ ένα παφλασμό
τα νερά ενώνονται
και πάλι περίκλειστα είναι τα σπλάχνα
τα σωθικά τα πυρωμένα…..
Ότι πρόλαβε να δει
στο φτερό επάνω του περιστεριού
και οι Συμπληγάδες
πάλι κλειστές …

ΕΠΟΥΛΩΣΗ

Σκέψου..
Μέρες με μάτια κλειστά
πέφτουν η μια πάνω στην άλλη,
ως το σκαλοπάτι του Σαββάτου
και τότε.. λίγο οινόπνευμα στο βαμβάκι
και τα μάτια κλείνουν ..

Το δέρμα όμως αρνείται..
Χαίνουσα η πληγή
και το σώμα δεν υφαίνει πια νέους ιστούς ,
ούτε εκείνη τη σκληρή,
αιμάτινη εφελκίδα .

Τόσες λέξεις σκουριασμένες,
σαράβαλα ,
στο πίσω μέρος του μυαλού,
ανίκανες να κλείσουν το κόκκινο
μ’ ένα τσιρότο …..μιαν απάντηση..

Ώσπου , σιγά – σιγά
με το «φύσα το να περάσει»
«φύσα το να περάσει»
ήρθε βοριάς , ήρθε νοτιάς,
ο πανδαμάτωρ ήλιος,
στέγνωσε πια ο πόνος του
κι έγινε μαύρη πέτρα….

ΔΕΝΤΡΑ

-Είδες , το δέντρο αρρώστησε..
Τα δέντρα μοιάζουν , λέει, με τους ανθρώπους..
Βιάστηκα να πω όχι..

Τα δέντρα έχουν ρίζες στο χώμα.
Οι άνθρωποι έχουν ρίζες στη συνήθεια,
στα πενήντα τετραγωνικά του πρώτου ορόφου.
Τα δέντρα μιλάνε με τα φύλλα τους.
Οι άνθρωποι μιλάνε , όταν θέλουν
-ένα «γεια» πιάνεται στην πόρτα του ασανσέρ.
Τα δέντρα στέλνουν μηνύματα με τα πουλιά,
έρχονται έντομα , μαύρα και χρυσά
και εμπορεύονται μαζί τους..
Προσεύχονται με τα κλαδιά
και μεγαλώνουν τους καρπούς τους .

Το μόνο που κάνει παραπάνω ο άνθρωπος
είναι, ότι όλα μπορεί να τ΄ αμφισβητήσει….

PASSATEMPO

Όλη μέρα,
κάνω
Ένα ρήμα καλειδοσκοπικό,
μυριόχρωμο..
Πίσω του, μυρωδιές και λάθη
αποφάσεις πυρωμένες,
που ως το βράδυ
πιάνονται με γυμνά χέρια
και το πιπέρι της ντροπής , καμιά φορά ..
H αψίδα των επαίνων
σπάνια στήνεται..
Απ’ το πρωί ως το βράδυ,
ένα ρήμα,
ώσπου η κούραση
να του κλείσει την πόρτα
ως το άλλο πρωί…
Αλίμονο , χωρίς αυτό
η σκέψη τρέχοντας
στ’ αγκάθια θα πιαστεί..

KΑΠΟΥ ΑΛΛΟΥ Η ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Η νύχτα πέφτει στο δρόμο –
γονατίζει και διπλώνεται στα δυο,
με το μέτωπο στο χώμα ….
Κι αυτοί
με άγρια ρούχα
και μάτια πλεούμενα…
Μπροστά τους ένα τείχος
οι προσόψεις
-κέλυφος θερμό οικογενειών:
«Όχι εδώ , δίπλα μας
Κάπου αλλού να πάνε…»
Έξω αυτοί
-λίγοι η πολλοί-
και γύρω γύρω πόρτες ,
με κλειδαριές διπλές,
με αλυσίδες
και άλλες με φιόγκους βελούδινους ,
γιατί σιωπούν και νιώθουν…

KΑΜΙΑ ΦΟΡΑ

Καμιά φορά
περνάω έξω από τα βράδια σου
βλέπω τα φωτεινά παράθυρα
μέχρι κάτω μοσχοβολάνε δυο χέρια
άσπρα
σαν πρώτη φορά στον ήλιο
Πατάω πάνω στο χρόνο
και ξεφουσκώνει σφυρίζοντας
Στο τέλος μένει ένα βρόμικο πρωί
στο πρόσωπό σου κάνει κρύο
Αέρας φυσάει απ’ όλες τις κατευθύνσεις
Ύστερα, οι μήνες μεγαλώνουν γρήγορα
κόβονται στις άκρες
ίσα ίσα να ’ρθουν στα μέτρα μας
Τα λυγερά βράδια, τα πράσινα
ξαναβγαίνουν
κι όταν, σπάνια πια, θα ’ναι ο δρόμος μου από κει,
η εικόνα σου χάνεται στη νύχτα
γρήγορα αναβοσβήνοντας
σαν κόκκινη λέξη στο ποδήλατο

…KAI EIΣ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΚΗΠΟΣ

Παραμυθία
από τις αγκίδες του πόνου:
τα άνθη – όσο κρατάνε,
ο χυμός του φιλιού,
ας είναι και για λίγο
και τελευταία ,
στο βάθος του κήπου,
κρυμμένη καλά η Πίστη,
ντυμένη στα λευκά – έτσι λένε-
γυμνή , λέω εγώ
γιατί ,
ούτε φύλλο συκής δεν χρειάζεται …

ΑΛΗΘΕΙΑ

Με τα ίδια ρούχα , τα αόρατα ,
αχτένιστη κι ατσούμπαλη ,
πίσω μου συνέχεια
ακούω τη φωνή της να βγαίνει από σπηλιά..
Ψάχνω για έναν στίχο να με κρύψει,
ένα σιρόπι που να μην είναι φάρμακο,
γιατί το ψέμα ξεβάφει γρήγορα……..
Με την πρώτη βροχή,
να την από μέσα να χάσκει ..
Φτάνει . Παίρνω μαζί μου φεύγοντας
μόνο τ’ απαραίτητα :
ένα μπουκαλάκι νότες-
αυτές που φοράω τόσα χρόνια..
μια ώχρα έχω όλη κι όλη,
τριμμένη στα μανίκια ,
αλλά ταιριάζει με τη θάλασσα που σκέφτομαι …
Από φαΐ, μονάχα χόρτα του βουνού-
φυτρώνουν πικρά , χωρίς απάντηση..
Διπλωμένο πρόχειρα το ψάθινο ακρογιάλι
περισσεύει απ’ τη βαλίτσα….
Ακολουθώ τα ίχνη ,
μήπως και βρω την έξοδο,
χωρίς την κόκκινη κλωστή,
τον μίτο της Αριάδνης…
Ώσπου ακούγονται από μακριά
βήματα χορού , γέλια κρυστάλλινα,
ομορφιά αχειροποίητη ,
που δεν φαίνεται καθαρά
κι όμως υπάρχει ..
Όπως ακριβώς και το ουράνιο τόξο…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΘΕΑΤΕΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΕΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (ΛΕΥΚΗ) ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ

literature.gr 12/03/2024

Θερινές, ανοιξιάτικες, χειμωνιάτικες και φθινοπωρινές περιγραφές

Θεατές και δράστες, Σύλβα Γάλβα, Εκδόσεις Βακχικόν
Το διήγημα, ως λογοτεχνικό είδος, θεωρείται ιδιαίτερο απαιτητικό. Σε κάθε περίπτωση αρκετοί συγγραφείς στρέφονται σε αυτό, αφού πειραματιστούν πρώτα με την ποίηση. Τέτοια είναι και η περίπτωση της Σύλβας Γάλβα, μιας εκπαιδευτικού και συγγραφέας από τις Σέρρες, μητέρας τεσσάρων παιδιών Η Γάλβα είναι απόφοιτος Γαλλικής Φιλολογίας και το βιβλίο της με τίτλο «Θεατές και δράστες» είναι η πρώτη ανθολογία διηγημάτων της που κυκλοφορεί.

Όλοι είμαστε θεατές της ζωής, αλλά, πρωτίστως και δράστες οι ίδιοι. Έτσι λοιπόν, στο βιβλίο της Γάλβα υπάρχουν οι Θεατές, οι μάρτυρες των γεγονότων, οι αφηγητές δηλαδή, αλλά υπάρχουν και οι δράστες, εκείνοι οι οποίοι κινούν τα νήματα, εκείνοι που πράττουν και αποφασίζουν για το κάθε τι. Αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές των ιστοριών που περιέχει το βιβλίο, σε αντίθεση με τους αφανείς ήρωες, τους αθέατους, τους δευτεραγωνιστές που είναι οι Θεατές των γεγονότων.

Το θετικό στο βιβλίο της Γάλβα είναι ο πλουραλισμός και η ποικιλία που διαπνέει τα είκοσι τέσσερα διηγήματά του. Σε αυτά η υπόθεση μπορεί να διαδραματίζεται σε καθαρά ιστορικό χρόνο, όπως στη Θεσσαλονίκη του 1908, αλλά και με μελλοντικό χρόνο, όπως το 2289 στην πόλη Άφλα. Επιστημονική φαντασία και Ιστορία, παρελθόν και μέλλον οι αντιθέσεις αυτές, επομένως, καθορίζουν τη δομή του βιβλίου. Ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός ότι τα διηγήματα διαιρούνται ανά εποχή, έξι για κάθε μία από τις εποχές του ημερολογιακού έτους.

Τα διηγήματα, όμως, περιλαμβάνουν και υπέροχες καλοκαιρινές εικόνες του παρόντος όπως η παρακάτω από το διήγημα του καλοκαιριού με τίτλο «Καφές στο μπαλκόνι»:

«Από την πρώτη μέρα στο νησί, πίναμε μαζί καφέ κάθε απόγευμα. Άκουγα την πόρτα της αυλής, γύρω στις εφτά το απογευματάκι. Μετά τον «ύπνο της θάλασσας», έτσι τον έλεγε η Ναυσικά. Όμορφο όνομα για τη μεσημεριανή νάρκωση, μετά το εξαντλητικό τρίαθλο: κολύμπι, φαγητό, μπίρες. Ξυπνούσα και την έστηνα στο μπαλκόνι. Έβλεπα τα χρώματα του πλήθους. Ο κεντρικός δρόμος της Χώρας περνούσε κάτω από τα δωμάτιά μας. Άκουγα αλλόγλωσσους διαλόγους και βέβαια τα τσουχτερά σχόλια της Ναυσικάς:

«Τον βλέπεις τον μονοσάνδαλο, Σόφια; Εκείνον εκεί με τα ράστα μαλλιά, με τα σκουλαρίκια; Έμαθα ότι τον λένε Γεράσιμο… Περίεργος τύπος. Κοίτα πώς περπατάει-σαν ξεκούρδιστος. Γείτονας είναι. Τον ξέρεις;»”

Θερινές, ανοιξιάτικες, χειμωνιάτικες και φθινοπωρινές περιγραφές όλες αυτές δίνουν τον τόνο στα εποχιακά διηγήματα του βιβλίου. Η συγγραφέας δεν φείδεται μίας πληθώρας διαφορετικών αφηγηματικών τρόπων προκειμένου να πει αυτό που θέλει. Τα περισσότερα από τα διηγήματα, πάντως, είναι γραμμένα στο πρώτο ενικό πρόσωπο, κάτι που ενισχύει την αμεσότητα της διήγησης.

.

ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

Τα 25 ποιήματα της συλλογής «Τίτλοι Αρχής» μας μιλούν για το χρόνο, για τον έρωτα, τους ανθρώπους και για μια χώρα, που βέβαια φωτογραφίζει την Ελλάδα, με στίχους κοινωνικοπολιτικούς και γεμάτους εικόνες ρεαλισμού του χτες και του σήμερα.
Ο χρόνος για τη ποιήτρια κυλά στο ίδιο μοτίβο χωρίς ο άνθρωπος να αναζητά κάποια αλλαγή.
«Χρόνια γυρίζουμε, δουλειά -σπίτι/ μα δεν πλησιάζουμε ποτέ το δάσος.» γράφει στο ποίημα «Δάσος»
Και για τον έρωτα στο ποίημα «Ανατολή 6.02» γράφει: «Ώρες περιπλανιέμαι πάνω στο δέρμα της…/ Χωρίς νερό διασχίζω την καυτή κοιλιά»
Παρατηρεί τους ανθρώπους και τους χαρακτήρες και στο ποίημα «Πεινασμένο» γράφει «Ο άνθρωπος γεννιέται πεινασμένος/ κι όταν στερέψει το γάλα/ όταν ξεραθεί η αγκαλιά/ο καθένας τραβάει το δρόμο του»
Ο τόπος μας και του χτες αλλά και του σήμερα περιγράφεται ρεαλιστικά στο ποίημα «Υπόγειο» Γράφει «Στη γωνιά, κουκούλες και παράσημα,/ σταυροί για ανεκτίμητες υπηρεσίες προς το Έθνος/ προτομές για αναγνώριση μετά θάνατο/ επιταγές για αναγνώριση εν ζωή»
Κάθε ποίημα και μια μικρή ιστορία, με λόγο αλληγορικό πότε θλιμμένο και σπαρακτικό και πότε σαρκαστικό αλλά πάντα λυρικό μας στέλνει τα μηνύματα της. Κλείνοντας δε τη συλλογή με το ποίημα «Τίτλοι αρχής» μας λέει «Στο τέλος ο ήρωας χάνεται στο τέλος του δρόμου/ μεταναστεύει, διορίζεται…/ Το νερό ήταν γλυφό, το παιγνίδι στημένο, και ο διαιτητής πουλημένος, όπως πάντα.»

.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 24/01/2021

Δυο ποιητικές συλλογές που διεκδικούν και κερδίζουν το δικό τους κομμάτι φως. Δύσκολη πορεία, μέσα από στενά περάσματα. Από τον ακάλυπτο της ψυχής στον φασματικό τόπο.

Η αρχή γίνεται με τους τίτλους αρχής. Πάντα. Σε λευκό πανί. Πάντα. Το βλέμμα παρακολουθεί τα γράμματα να φτιάχνουν ονόματα, ιδιότητες, καταστάσεις, συναισθήματα και το κλειδί για τα δίχως όρια υπόγεια. Το φως που εκπέμπουν οι τίτλοι γίνεται οδηγός και ο θεατής πιάνει το σκουριασμένο κλειδί και ανοίγει την πόρτα του υπογείου. Το φως γλιστράει από το πανί και καλύπτει τους αραχνιασμένους τοίχους. Σέρνεσαι και ακούς τον πόνο των φωνηέντων, το απαλό σφύριγμα των συμφώνων και στο τέλος της διαδρομής η τελευταία πίσω πόρτα. Ξέφωτο. Ακάλυπτος. Λουλούδι και τσιμέντο κρατάνε τον κόσμο. Οι «Τίτλοι αρχής» της Σύλβας Γάλβα μας καλούν.

Η δεύτερη συλλογή της ποιήτριας παρακολουθεί τη ροή του ποταμού που περνά κάτω από τα πόδια του ανθρώπου. Τα ποιήματα της διαθέτουν κάτι το μυστικιστικό, κάτι από τη γοητεία του αγνώστου. Δεν είναι στοχασμοί και οδηγοί σοφίας, όχι. Είναι αυτά που μένουν και αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, είναι αυτά που θα γίνουν και αυτά που έγιναν και έμειναν ατακτοποίητα. Και καλώς έμειναν έτσι. Τα ποιητικά λόγια της Γάλβα είναι ρευστά και δημιουργούν τον χώρο τους, δεν τον ψάχνουν. Σαν εικόνα του Νταλί. Η σκέψη της ταλαντεύεται στη συνείδηση της και συλλέγει τα σκιρτήματα αυτής. Προχωρά, μένει, φεύγει, επιστρέφει και ξανά.

Οι «Τίτλοι αρχής» διαθέτουν λυρισμό και μάλιστα αιχμηρό. Η Γάλβα αφηγείται ψιθυριστά, ατμοσφαιρικά και αντλεί από μέσα της. Κρατά τη νοσταλγία της και προσπαθεί να ερμηνεύσει το μέγα μυστήριο, τον άνθρωπο. Η δημιουργική φαντασία της διαθέτει κάτι το παιδικό που της προσφέρει τη δυνατότητα να εισχωρεί στα βάθη της ψυχής. Σε ξαφνιάζει, γίνεται απρόβλεπτη και χωρίς να το καταλάβεις έχει γεμίσει το λευκό με πάθος και ομορφιά. Η Γάλβα θα μπορούσε να επικοινωνήσει με ζωγραφιές στους τοίχους, όπως στο ποίημα «Σκίτσο». Τα ποιήματα της κάνουν τους κοινούς τόπους, όμορφους τόπους. Αξιόλογη η προσπάθεια της.

.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

ΦΡΕΑΡ 20/07/2020

Τίτλοι αρχής, στο θερινό της γειτονιάς – της

Οι Ρώσοι φορμαλιστές, που άνθισαν τη δεκαετία του ’60, πίστευαν ότι η γλώσσα της λογοτεχνίας δεν είναι απλώς μια εκδοχή της καθημερινής γλώσσας, αλλά ότι έχει τις δικές της χαρακτηριστικές διαδικασίες και συνέπειες.

Ανάμεσα στους ρώσους φορμαλιστές ήταν ο Βίκτορ Σκλόφσκι ο οποίος εισήγαγε την ιδέα της ανοικείωσης. «Ένα από τα κύρια αποτελέσματα της λογοτεχνικής γλώσσας», έγραφε, «είναι να κάνει τον οικείο κόσμο να μοιάζει νέος σε εμάς, σαν να τον βλέπαμε για πρώτη φορά, και ως εκ τούτου μας επιτρέπει να τον επανεκτιμήσουμε».

Η Σύλβα Γάλβα στην ποιητική της συλλογή Τίτλοι Αρχής (Βακχικόν 2020) χειρίζεται με επιτυχία την ανοικείωση. Ο λόγος είναι ανατρεπτικός. Η κοινωνικοπολιτική της θεματική διατυπώνεται με μικρές ιστορίες. Ποιήματα-μηνύματα, ποιήματα-πορτρέτα, με βασικό στοιχείο τη σκηνοθεσία.

Η τεχνική θυμίζει κινηματογραφική προβολή. Ο τόνος είναι δραματικός, η φόρμα υπερρεαλιστική, με επιρροές από τον συμβολισμό. Συχνά, ωστόσο, η ποιήτρια, εστιάζοντας στην έκφραση τρομακτικών συναισθημάτων, σε θέματα με βία και παραμορφωμένα πρόσωπα, εκφράζει την αγωνία ενός εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη, ο οποίος αναπαριστά την πραγματικότητα αφαιρετικά.

ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ
Θυμάμαι το πρώτο βράδυ, ένα κύμα μας σκέπασε.
Το μακρύ μου μάλλινο χαμόγελο χάθηκε στα νερά.
Έδεσες τα χέρια στον λαιμό μου, για να μην κρυώνω.

Έχει δυο μήνες,
είχες βρει ένα σουγιαδάκι στην καμπίνα,
ένα κοφτερό, που έγινε το παιχνίδι μας.
Όποιος το ’παιρνε, χαράκωνε τον άλλο.
Κόκκινες γραμμές κυλούσανε στα χέρια,
όποιος το ’παιρνε, ξεχνούσε τις δικές του.
Αίμα στην κουπαστή, στις σκάλες
αλλά και τα γέλια μας κοφτερά ήταν.
Γυάλιζαν και γλιστρούσαμε πάνω τους.
Χτύπα ξύλο. Δεν πέσαμε.
Τρεις φορές, μας χτύπησε ο καιρός.
Άσπρα βουνά σηκώθηκαν στη θάλασσα.
Κλεισμένοι οι δυο ζούσαμε, δεν ζούσαμε
στα σωθικά του κήτους.
Μια ανάσα γαντζωμένη στον λαιμό,
ένα ψαράκι σ’ όλο το πέλαγος -τίποτα.

Μα πήραμε χάρη
κι ακούμπησε το πόδι μας στο χώμα.
Χτύπα ξύλο. Θα χρειαστεί.
Τώρα στη στεριά,
που αρχίσαμε να μετράμε ζημιές και ευθύνες.

Έξω από κάθε προκατάληψη, αισθητική ή ηθική, ο υπερρεαλισμός βασίστηκε στο αδιάφορο παιχνίδι της σκέψης. Θεώρησε τον ψυχικό αυτοματισμό του ονείρου μέσο πρόσβασης στη θέαση του εσωτερικού κόσμου και πίστευε πως με τον τρόπο αυτό συνενώνονταν το συνειδητό με το ασυνείδητο. Η φαντασία και η πραγματικότητα γίνονταν μέρος μιας υπερπραγματικότητας (sur-réalité). Η Γάλβα οικειώνεται τον υπερρεαλισμό υιοθετώντας την αυτόματη γραφή.

ΔΑΣΟΣ
Δάσος πολυσέλιδο, φιλόσοφο,
δάσος βρυοκατοίκητο, κελαηδινό,
δάσος του νου και δάσος της ελάτης.
Δύσβατα μέρη, ανήλια και κοπιώδη
για μας που ζούμε στα μικρά αριθμημένα σπίτια,
κλεισμένοι και δύσβατοι και ανήλιοι.
Χρόνια γυρίζουμε, δουλειά -σπίτι
μα δεν πλησιάζουμε ποτέ το δάσος.
Μόνο παιδιά στέλνουμε να φέρνουν κάθε πρωί
άσπρα, πετρωμένα ρήματα και φρούτα που δεν τρώνε.
Λίγοι χάθηκαν μέσα του.
Γύρισαν κι είπαν πως είδαν λίγα.
Μετά, γεωμετρώντας τις λέξεις, έγραψαν στίχους,
έγραψαν πλατάνια, κύκλους και νερά.
Όμως εμείς, για το δάσος δεν θέλουμε ν’ ακούμε,
ότι οι έννοιες νηστικές γυρίζουν το πρωί
και εδώ κοντά, το ξέφωτο με τα φιλιά ανθίζει.

Στον ελεύθερο στίχο της η Γάλβα προκρίνει τη φαντασία και την πνευματικότητα. Χρησιμοποιεί τη μεταφορά, ενώ εστιάζει σε αντικείμενα, δημιουργώντας υποβλητικές εικόνες που συμβολίζουν ψυχικές καταστάσεις. Η τεχνική αντλεί από τον συμβολισμό.

ΑΝΑΤΟΛΗ 6.02
«Ανατολή 6.02 – Δύση 20.47»
Φως Ιούνιο… Ξαπλώνει η μέρα μου η μελαχρινή
και το κορμί της -τόξο και ασπίδα.

«Αλεξάνδρου και Αντωνίνης μαρτύρων».
Ώρες περιπλανιέμαι πάνω στο δέρμα της…
Χωρίς νερό διασχίζω την καυτή κοιλιά.

«Ο καιρός προβλέπεται αίθριος».
Δεν έχει σύννεφα το μέτωπό της -γαλανή
τα πόδια της διαλύονται στo κύμα -αφρόεσσα.

«Βόρειοι άνεμοι ασθενείς» …και άνθρωποι.
Εκεί πάνω στο στήθος της, άρχισε να φυσάει.
Πέφτω στα γόνατα και κρύβω το κεφάλι.

«Κατά τόπους καταιγίδες μέχρι το βράδυ».
Ο κεραυνός μαύρισε το Νησί μου.
Έμεινε με τα μαλλιά ζωγραφισμένα στο σεντόνι.

«23η εβδομάδα του έτους».
Τα δέντρα άνθισαν κι άδειασαν πολλές φορές.
Οι δρόμοι που περπατάω δεν μου μιλάνε πια.
Κι ένα πρωί μού κόβεται η ανάσα:
μπροστά μου η ανακομιδή εκείνου του φωτός!

Η Σύλβα Γάλβα στήνει τα ποιητικά της κάδρα με φόντο τη φύση ή το άμεσο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Οι στίχοι διαπνέονται από την αίσθηση του ανεκπλήρωτου. Η συχνή χρήση των αποσιωπητικών αποτυπώνει την αμηχανία και το αδιέξοδο του ποιητικού υποκειμένου. Οι σιωπές που δημιουργούν τα αποσιωπητικά προσδίδουν δραματικότητα στον λόγο. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής γίνεται συχνά πρωτοπρόσωπος. Το ύφος εντείνεται, ενώ η κοινωνική και πολιτική θεματική θίγει τα κακώς κείμενα με τρόπο εικαστικό. Η εικονοποιία είναι στιβαρή, το ίδιο και οι μετωνυμίες, τα σχήματα επαναφοράς, επανάληψης.

Με τις ενδείξεις του ημερολογίου (Ανατολή 6.02, Ισημερία), τη μουσική ορολογία (Κονσέρτο σε φως μείζον), τον περίπατο (Περίπατος), τις selfie, τις πολιτικές καταστάσεις, πλάθεται ποίηση. Οι ιστορίες προβάλλονται σαν μικρές κινηματογραφικές σεκάνς. Διαφορετικά πλάνα ταινιών που τέμνονται μεταξύ τους. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως αφορούν τίτλους αρχής. Κάθε πλάνο και ένα κινηματογραφικό σημείο (ορολογία δομιστών). Υποκειμενικά καδραρίσματα και flash back.

[…] Έβλεπα πάλι γύρω μου:
ένα αγόρι κάλπαζε πάνω στο ποδήλατο,
ένα ζευγάρι χέρι χέρι, στη μοναξιά του
και ένας γέροντας λιαζόταν και ξέφτιζε το παγκάκι. […]

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Παρά τα διαφορετικά αφηγηματικά τους κέντρα, τα ποιητικά στιγμιότυπα συνδυάζονται και στήνουν σκηνές, με ανθρώπινους χαρακτήρες, κοστούμια, μακιγιάζ και φωτισμό. Το σενάριο που δημιουργούν μοντάρεται με βάση τον τίτλο. Τα ετερογενή μοτίβα αναμειγνύονται δημιουργικά και κατασκευάζουν τη δική τους μιζανσέν (Mise-en-scène).

Η ΜΟΔΙΣΤΡΑ
Σχεδόν μεσάνυχτα.
Ένας πόνος κάθισε στον ώμο της,
μια μαύρη φτερούγα πάνω στο χέρι.
Τότε, γύρισε τη μέρα από την ανάποδη
και είδε τα ξέφτια και τις ραφές.
Το πρωί, είχε να κάνει ρούχο
ένα κομμάτι ύφασμα,
που αθώο, στα χέρια της κοιμόταν.
Κεντημένο μετάξι. Θ’ άνοιγε δρόμο
θροΐζοντας, μέσα στο πλήθος.
Θα μπορούσε να κρυφτεί το κρύο στις πτυχές του;
Θα μπορούσε κανένα τραχύ χέρι να το απαγορέψει;

Όταν πήρε σχήμα, κόβοντας ψέματα κι αλήθειες,
το κράτησε για λίγο πάνω της, στον καθρέφτη.
Μετά, συνέχισε να σκύβει πάνω στη μηχανή.
Με τις καρφίτσες στο στόμα,
έπεφταν τα λόγια της κάτω.
Αργά… Παντού κουρέλια και κλωστές,
αλλά είχε τελειώσει.
Το άγγιξε με τα μάτια, μήπως της ξέφυγε κάτι.
Βρήκε μια σταγόνα κρυμμένη και τη σκούπισε.
Βράδιασε γρήγορα. Το τύλιξε και το παρέδωσε.
Κοίταξε το μαύρο πουλί και πήγε για ύπνο.

Η ποίηση της Σύλβα Γάλβα παρουσιάζει μπρεχτικές επιδράσεις και ωθεί σε ερμηνευτική ανάγνωση των στίχων. Ωστόσο παίζεται σε οθόνη τρισδιάστατη, με κύρια γωνία λήψης τον υπερρεαλισμό και λάιτ μοτίφ ένα εξπρεσιονιστικό τριζόνι που θρηνεί για την πάλη των τάξεων (Πεινασμένοι), τον μετέωρο άνθρωπο (Μια χώρα-ένα σώμα), τον εθνικισμό (Το αυγό του φιδιού). Από την άλλη, διεκτραγωδεί την αμείλικτη κλεψύδρα του χρόνου, τον αιώνιο κύκλο του θανάτου και της ζωής, τη μοιραία Άτροπο που θα κόψει κάποια μέρα το νήμα μας.
Το πολιτικό πλαίσιο αφορά τη μεταπολεμική Ελλάδα, με την αστικοποίηση, τον κομφορμισμό, τη μετανάστευση.
[…] Ήξερε ότι ήταν πολλοί αυτοί,
οι ερμοκοπίδες, οι μηδίσαντες,
οι φραγκοφορεμένοι,
με τα αργύρια στην τσέπη
και το μαχαίρι κρυμμένο […]

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

[…] Το νερό ήταν γλυφό, το παιχνίδι στημένο
και ο διαιτητής πουλημένος, όπως πάντα.

ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ
Τραυματικές μνήμες αναδύονται από το βάθος του υποσυνειδήτου αποκαλύπτοντας τις προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις, την υποκρισία, την έλλειψη αγάπης. Ο σπαραχτικός ή σαρκαστικός τόνος συνοδεύεται από έντονο λυρισμό, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη συλλογή. Πανδαισία χρωμάτων, οσμών, ήχων και ένας σχεδόν ανιμισμός της φύσης.
Παρατηρούνται επίσης επιρροές από τον Σεφέρη, ενώ το περιβάλλον σε κάποιες συνθέσεις θυμίζει ταινία του Μπέργκμαν και ιδιαίτερα το έργο Κραυγές και ψίθυροι, που εμπνέει την ποιήτρια.

ΚΡΑΥΓΕΣ ΚΑΙ ΨΙΘΥΡΟΙ
-Συστρέφεται, σκάβει τον λαιμό,
γδέρνει τα χέρια της,
τρέχοντας μέσα στη μικρή σπηλιά,
φεύγει με το όνομα στο χέρι.
Αυτή τη φορά θα την ακούσουν.
Λοξεύει, παραπατάει -μια μάγισσα,
μια κοκαλιάρα που ζητάει βοήθεια
και πέφτει στα γόνατα, μπροστά στη σιωπή.

-Τοίχο-τοίχο, ξυπόλητος
για να μην ταράξει τον ύπνο της σκόνης
και ανάλαφρος από την πολλή νύχτα
σκύβει στο αυτί,
αφήνει ένα πούπουλο,
μια αλμυρή υποψία,
ένα κουκούτσι, ένα «αν»
και φεύγει, πατώντας στα νύχια.

-Πόσο να κρατηθεί μια σταγονίτσα πάνω στην πλάτη,
ένας αναστεναγμός που γλιστράει ως τη μέση,
ένα βήμα ταγκό μέχρι το βαθύ κόκκινο,
κάτι λείο ως το μετάξι,
μια συλλαβή ως το πάθος…

Σήμερα, διατηρούνται μέσα σε οινόπνευμα.
Σώζεται μια πλήρης σειρά φωνών,
όλες σφραγισμένες σε γυάλινα βάζα.
Η κάθε μια, με το όνομά της
και την ανάγκη που τη γέννησε.
Η κάθε μια, με την ετικέτα της
ένα ολόκληρο ράφι στο μυαλό μου.

Η Σύλβα Γάλβα προσεγγίζει το μυστήριο της συγγραφής με επιτυχία, διαμορφώνοντας ένα προσωπικό ύφος, διακριτικά στοχαστικό, καίριο και βαθύ.

.

ΑΘΗΝΑ Ν. ΜΑΛΑΠΑΝΗ

ATHENSVOICE 26/6/2020

Η ποιητική συλλογή «Τίτλοι αρχής» της Σύλβα Γάλβα αποτελεί ένα αξιόλογο δείγμα σύγχρονης ποιητικής γραφής από μία νέα και καλλιεργημένη ποιήτρια που διαγράφει τη δική της ξεχωριστή πορεία. Η ποιητική αυτή συλλογή έχει εξαιρετική και πολύ εύστοχη δομή, μέσα από την οποία οικοδομείται ολόκληρη η συλλογή και προβάλλονται με γλαφυρότητα όλα τα βαθύτερα μηνύματα από το σύνολο των ποιημάτων.

Το τελευταίο ποίημα είναι οι «Τίτλοι αρχής» που αναπαριστά τη ζωή με κινηματογραφική ταινία και το τέλος, απομυθοποιεί την ίδια τη ζωή, με απόρροια να αποδεικνύεται η ανάγκη των ανθρώπων για μαγεία, τη μαγεία της μεγάλης οθόνης προφανώς. Έτσι, αν και η συλλογή ολοκληρώνεται, ουσιαστικά γυρίζει πίσω τον αναγνώστη για να την διαβάσει εξ αρχής και να αντιμετωπίσει τα βαθιά μηνύματα των ποιημάτων με διαφορετική οπτική.

Η ποιητική αυτή περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα σε πεζολογικό τόνο, τα περισσότερα με εξομολογητικό και προσωπικό ύφος μέσα από την άμεση και γλαφυρή παρουσίαση των βιωμάτων του ποιητικού υποκειμένου. Η πρώτη ύλη έμπνευσης των ποιημάτων είναι παρμένη από προσωπικά βιώματα που μετατρέπονται σε καθολικά, καθόσον ο κάθε αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί με όλα όσα παρουσιάζει το ποιητικό υποκείμενο, βιώνοντας έτσι εξαιρετικά συναισθήματα και έντονες εμπειρίες. Επιπλέον, και ο φυσικός κόσμος εμπνέει την ποιήτρια για να συνθέσει ποιητικά τα βιώματα, με τα οποία μπορεί να μεταλαμπαδεύσει τις απόψεις της για τη ζωή και τον άνθρωπο.

Φύση και ανθρώπινο σώμα συνδέονται μέσα από έναν ερωτικό λόγο στο πρώτο ποίημα της συλλογής, «Ανατολή 6.02» [Φως Ιούνιο… (…) Ώρες περιπλανιέμαι πάνω στο δέρμα της…/ Χωρίς νερό διασχίζω την καυτή κοιλιά]. Επιρροές από τον φυσικό κόσμο και τη στενή σύνδεσή του με την ανθρώπινη ύπαρξη και προσωπικότητα απαντούν και στο ποίημα «Ισημερία» [Ό,τι απέμεινε από το καλοκαίρι,/ ένα κουβάρι, το μεσημέρι (…)], όπως και το ποίημα «Κονσέρτο σε Φως Μείζον», όπου οι εικόνες της φύσης και η μουσική περιπλέκονται γλυκά [Adaggio ma non troppo το αεράκι/ με ξυπνάει (…) Φως allegro con brio!/ Έξω η φλαμουριά σε δίεση ευωδιάζει./ Τόσα πολλά τζιτζίκια στο πεντάγραμμο (…), ταχύπλοα δοξάρια, και οι δυο πάνω στα πλήκτρα/ μέχρι ν’ ανθίσουν (…)].

Η καθημερινότητα και διάφοροι τύποι ανθρώπων (καταπιεσμένοι, δυναμικοί, προδομένοι, πληγωμένοι, περιθωριακοί κ.ά.) προβάλλονται μέσα από τα διάφορα ποιήματα. Η μοδίστρα, για παράδειγμα, αποδεικνύει πώς ένα σκληρό επάγγελμα ψυχαναλύει και εκτονώνει το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο (Ένας πόνος κάθισε στον ώμο της/μια μαύρη φτερούγα πάνω στο χέρι της). Ποικίλοι χαρακτήρες προβάλλονται και στο ποίημα «Η πόλη» [(…) και οι προσευχές, μισθός για τους πληβείους./ Το χώμα λιγοστό, υπό επιτήρηση,/ μόνο για τα παιδιά και τους νεκρούς], όπως και στο ποίημα «Πεινασμένοι».

Γενικότερα, ο ποιητικός λόγος συνδυάζει τον ρεαλισμό και την πεζολογία με τις έντονες μεταφορές και αλληγορίες, μια αυτόματη καταγραφή του υποσυνείδητου που μεταφέρει πολυποίκιλα μηνύματα για να μας προβληματίσουν και να μας διδάξουν.

Μια ποιητική συλλογή για να αναρωτηθείτε, να ταυτιστείτε, να βιώσετε έντονα συναισθήματα! Μην την χάσετε! Μόνο από τις εκδόσεις Βακχικόν!

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

FRACTAL 25/03/2020

Μεσημεριάτικη μοναξιά

Υπάρχουν δάση κελαηδινά; Αναρωτήθηκες ποτέ για εκείνους που σκοτώνουν για ένα χέρι, για εκείνον που τραβά τον δρόμο του; Προσευχήθηκες ποτέ μετρώντας τους καρπούς της γης, έσκυψες πάνω από το καλοκαίρι να δεις τους φίλους που από τότε χάθηκαν και όμως κρατούν σε μυστικές κοιλάδες λίγο από το νερό εκείνου του καιρού, πες μου. Καλύτερα λοιπόν να μείνουν αναπάντητα τα ερωτήματα, καλύτερα μια μυρωδιά πορτοκαλιάς ή κάτι που να αφοπλίζει θύτη και θύμα.

Καλύτερα οι τοίχοι που γέμισαν με το χαμόγελό του, καλύτερα οι στίχοι της Σύλβα Γάλβα που φθάνουν σαν ήχοι παλιού κινηματογράφου . Με τα χαλίκια τους, τα ντροπιασμένα φωσάκια πάνω στα τραπέζια, τα ιδρωμένα αγάλματα, τις ωραίες και αληθινές νύχτες. Η Σύλβα Γάλβα με την συλλογή της Τίτλοι Αρχής που προτείνουν οι εκδόσεις Βακχικόν επανέρχεται στην ποίηση μετά την πρώτη συλλογή της με τίτλο Passatempo των εκδόσεων Γαβριηλίδης. Τα ποιήματά της ακολουθούν την δική τους ζωή, οι ρίζες τους κρατούν από σώματα και τεχνάσματα που η Σύλβα Γάλβα ανασύρει από την φαρέτρα της συνομιλώντας με τις μνήμες, με παραθυρόφυλλα και ένα μισό φεγγάρι.

Η συλλογή των εκδόσεων Βακχικόν αντλεί τον τίτλο της από το καταληκτικό ποίημα. Στο σύμπαν του παλιού σινεμά φαντάζει πυκνή η παράθεση των γεγονότων μιας ολόκληρης βραδιάς και μιας ολόκληρης, οικείας σκηνογραφίας με στοιχεία μιας απαράμιλλης και γοητευτικής οικειότητας. Ζωή και μύθος, όλα να φέγγουν σε πλατεία και οθόνες, μικρές φαντασιώσεις και το πείσμα της ευτυχίας ενός παραμυθένιου ήρωα. Το φθαρμένο ρομάντσο που χάνεται μαζί με την νύχτα, που συνεχίζει βαθιά μετά το φιλμ ανατρέποντας την ζωή όπως πάντα. Ψηφίδες ειρωνείας στις αναπαραστατικές πρόζες της κυρίας Γάλβα που ανάμεσα στους ποικίλους ρόλους της, ως μητέρα και εκπαιδευτικός χωρά εκείνη της ποιήτριας που βρίσκει τις λέξεις ασπαίρουσες, τραχιές, ιδανικές και ανάξιες, σαν τα λόγια κάποιου ποιητή. Το χρώμα της είναι φθαρμένο, θυμίζει έναν παλιό άγγελο με ωραία, μυστικά φτερά που μιλά για εκείνο τον καιρό. Κόντρα στα τσιμεντένια έρκερ που τόσο της μόδας έγιναν μες στην απελπισμένη μας πολιτεία, τα ποιήματα της Γάλβα μιλούν για παράξενους ενεστώτες και αλαβάστρινες κραυγές. Η σιωπή τους συνιστά μια τρομερή πρόφαση, η αναμέτρησή τους έχει να κάνει με την σιωπή. Όσα κανείς διστάζει να ομολογήσει ή πάλι όσα μπορεί να σημαίνει μια πόλη η Σύλβα Γάλβα τα κάνει ποιήματα, βρίσκει τα υλικά της παντού στην μνήμη και τους δρόμους, στις μικρές και τις μεγάλες τραγωδίες, στους δούρειους ίππους που έτσι αψήφιστα αφήνουμε να μας κατακτήσουνε. Τα ποιήματα της συλλογής Τίτλοι τέλους ζουν μια ολoδική τους ζωή, ο κόσμος ανατρέπεται και ο φόβος ωριμάζει και τα κυδώνια τρώνε ήλιο στην αυγή έτσι που το αφάνταστο εισβάλλει μέσα από στίχους, αμβλύνοντας όσες διαφορές μπορεί να έχεις με την αλήθεια αυτού του κόσμου. Μικρά και μεγάλα δάνεια, ο καιόμενος ξανά στο τέλος της στροφής, το κύτταρο του φόβου που ακολουθεί μετ’ επιτάσεως εκείνο ενός ποιήματος.

Στα ποιήματα των Τίτλων αρχής η δημιουργός γυρεύει τις απαντήσεις στα ανθισμένα δέντρα, η ανάσα της κόβεται καθώς με μια εγκάρσια τομή στην ανατολή, λύνονται όλα τα μυστήρια και αποκαλύπτονται όλα τα κλειδιά που θέλησε να μας χαρίσει στο ταξίδι μας η δημιουργός. Οι στίχοι του οπισθόφυλλου αγγίζουν το καλοκαίρι και έπειτα ακυρώνουν το όνειρο της ευτυχίας, το όραμα μιας πόλης παλιάς και οραματικής. Απομένει η ικανότητα του τεχνίτη για να ειπωθεί, καθώς λέγεται ξανά το πρώτο τραγούδι, εκείνο που γεννιέται πάνω από την συσσωρευμένη μνήμη. Η Σύλβα Γάλβα προχωρεί με ζωγραφιές των πραγμάτων και της εμπειρίας, όχι με άρθρα μα με φωνήεντα που ελεύθερα πολιορκούνται στην εκφορά μιας γλώσσας προσωπικής. Είναι εικόνες οι τίτλοι αρχής, διέπονται από το πνεύμα και την αίσθηση της ζωής. Ετούτο το μικρό σημείωμα βρίσκει στα ποιήματα της Γάλβα μια φωνή γεμάτη συγκοπές και ελλείψεις και ολόκληρες γενιές από παλιές, καλοκαιρινές μέρες. Στους τίτλους βρίσκεται δεμένος ο χρόνος που χάθηκε και η μακρινή θράκα που στυλώνει τους αρμούς ανάμεσα στους υπαινιγμούς της συλλογής.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ Τ.188

Δεύτερη ποιητική συλλογή για τη Σύλβα Γάλβα. Η αναμέτρησή της με τον χρόνο στην πρώτη της εμφάνιση στην ποίηση (Passatempo, 2017) είχε κάνει αίσθηση και είχε επισημανθεί η λιτότητα της έκφρασης και η ωριμότητα της προσέγγισης ενός δύσκολου θέματος. Τώρα επιστρέφει με λιγότερο λιτή γλώσσα, ωστόσο στα πλαίσια μιας προσεκτικής πάλι επιλογής των λέξεων, χωρίς περιττές προσθήκες. Η ποίηση της Γάλβα διακρίνεται από ειλικρίνεια στις προσωπικές διαπιστώσεις:
Το φταίξιμό μου/Το ’ριξα στα βαθιά./Εκεί κρυμμένο, πρασίνισε… (Ομολογία),
… Αγόρασα πρόχειρες σκέψεις/για να ’χω να τρώω όλη μέρα… (Περίπατος), γεγονός που δικαιολογεί τη θεώρηση της ποίησης ως προσωπικής υπόθεσης. Το «εγώ» κυριαρχεί στα περισσότερα ποιήματα, προσθέτει και αφαιρεί κομμάτια μετά από εσωτερική αναζήτηση. Σε κάποια άλλα, η ποιήτρια αφήνεται να παρατηρήσει την πραγματικότητα γύρω της και τότε προκύπτουν ποιήματα που ενσωματώνουν τον ανθρώπινο μόχθο ή το αδιέξοδο μιας ζωής περιορισμένης από πολιτικές και κοινωνικές συμβάσεις. Θεωρώ πως η ποιήτρια έχει τη δυνατότητα να ανοίξει τη θεματική της αγκαλιάζοντας τα προβλήματα της ζωής· ο ιδιωτικός βίος μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για ένα ευρύτερο ποιητικό τοπίο. Η ίδια είχε δηλώσει πως ο ποιητής χειρουργεί. Αποχωρίζεται το ανούσιο, κρατά το ικανό να δώσει ανάσα σε ό,τι θεωρείται ζωή. Ενδιαφέρουσα ποιητική φωνή σε μια σοβαρή προσέγγιση της ποίησης.

.

ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ

texnesonline.gr 6/9/2020

Τι πιο όμορφο να μιλά κανείς για αρχή! Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Είναι γεμάτη ελπίδα, γεμάτη φως, γεμάτη συναισθήματα. Η αρχή τάζει πως θα υπάρξει συνέχεια. Αφήνει στην άκρη τη στασιμότητα και αισιοδοξεί. Κι έτσι κερδίζει την προσοχή μας. Κι επιδρά. Ο πρώτος στόχος έχει ήδη επιτευχθεί.
«Τίτλοι αρχής» είναι ο τίτλος που χάρισε στη δεύτερη ποιητική συλλογή της η Σύλβα Γάλβα, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Τίτλοι αρχής για ένα κινηματογραφικό ταξίδι ζωής, που όμοιό του, ίσως να έχουμε ξανακάνει, αλλά ποτέ δεν του δώσαμε τόσο πολύ μεγάλη σημασία, ίσως γιατί ποτέ δεν είχαμε την ευκαιρία να εστιάσουμε σ’ αυτό. Τώρα, όμως, η ευκαιρία μας καλεί, ο χώρος έχει στηθεί, «τα φώτα χαμηλώνουν» και το ταξίδι «στο μεγάλο πανί» ξεκινά.
Το ταξίδι αυτό, φυσικά, μιας και πρόκειται για ταξίδι ποίησης, δε θα ’ναι συνηθισμένο ούτε ήρεμο. Προβλέπονται ισχυρές αναταράξεις στους αιθέρες της μνήμης. Το εξώφυλλο της συλλογής βοηθά. Ο θερινός κινηματογράφος της γειτονιάς περιμένει τον αναγνώστη να λάβει θέση για να τον ταξιδέψει στο μαγικό κόσμο των λέξεων. Κι εκείνες, όπως είναι ανυπόμονες, δε χάνουν λεπτό. Το πρώτο ποίημα σηματοδοτεί την έναρξη του ταξιδιού.
«ΑΝΑΤΟΛΗ 6.02». Ο χρόνος οριοθετείται. Είναι πια καλοκαίρι. Ιούνιος. Κινηματογραφική, εκ των πραγμάτων, η προβολή του, όπως προβλέπεται. Ο χρόνος δοσμένος μέσα σε μια σειρά εναλλασσόμενων εικόνων που πειθαρχούν στο σκηνοθέτη τους αδιαμαρτύρητα. Ωστόσο, αυτό που από τους πρώτους κιόλας στίχους θα εκλάβει ο αναγνώστης είναι πως ο λόγος της ποιήτριας, αυθόρμητος και χωρίς δεσμευτικά όρια, κινείται στα χνάρια του υπερρεαλισμού.

«Ξαπλώνει η μέρα μου η μελαχρινή
και το κορμί της-τόξο και ασπίδα.» (Σελ. 7)

Και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ανάγνωση του πρώτου ποιήματος, έρχεται και η δεύτερη διαπίστωση. Ο λόγος της ποιήτριας είναι ταυτόχρονα και συμβολικός.

«Οι δρόμοι που περπατάω δεν μου μιλάνε πια.» (Σελ. 7)

Ο στίχος αυτός φανερώνει ένα ακόμα χαρακτηριστικό του λόγου της. Είναι παράλληλα και μελαγχολικός, νοσταλγικός. Όμως, δε μένει εκεί, καθώς έρχεται να γίνει στο τέλος και ανατρεπτικός, προκειμένου να σώσει την ελπίδα, που ξεκινά το νέο της ταξίδι από την αρχή.

«Κι ένα πρωί μου κόβεται η ανάσα:
Μπροστά μου η ανακομιδή εκείνου του φωτός!» (Σελ. 7)

Την ανατροπή, φυσικά, τη βλέπουμε και σε άλλα ποιήματά της.

«Μια σκέψη μόνο: Ίσως μετά…
Ίσως ένα φιλί, για σημάδι στη μέρα.» (Σελ. 10)

«Τότε, πέρασε απέναντι στον ασπρισμένο τοίχο
και ζωγράφισε με τη δική του μπογιά.» (Σελ. 13)

«Καμιά φορά μόνο, ρίχνει πάνω του
ένα βαμβακερό τραγούδι.
Τότε, σώζει λίγη σιωπή
και αφουγκράζεται.» (Σελ. 25)

Παρόλ’ αυτά, η ελπίδα δε διαφαίνεται σε ολόκληρο το έργο της. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι στα περισσότερα ποιήματα, όπως και στο ομότιτλο ποίημά της συλλογής, που είναι και το τελευταίο στη σειρά, το τέλος εμφανίζει ακραία στοιχεία πεσιμισμού, σε αντίθεση με το μήνυμα που θέλει να περάσει ο τίτλος του.

«Το νερό ήταν γλυφό, το παιχνίδι στημένο
και ο διαιτητής πουλημένος, όπως πάντα.» (Σελ. 40)

Άλλο παράδειγμα:

«Τώρα, μέσα από τα κόκαλα που προσεύχονται,
παραλίγο να σκίσει το ξεθωριασμένο ντύμα
και να χυθεί πηχτό το «πώς κατάντησα…» (Σελ. 34)

Ο συναισθηματικός κόσμος της ποιήτριας εναλλάσσεται. Άλλωστε, διαπιστώσαμε ήδη τις μελαγχολικές της τάσεις από το πρώτο της κιόλας ποίημα.

«Ό,τι απόμεινε από το καλοκαίρι,
ένα κουβάρι, το μεσημέρι,
κι οι αγκαλιές των μπαλκονιών σχεδόν άδειες.» (Σελ. 8)

«Σήμερα οι κουβέντες λίγες
αλλά τα χέρια
κόβουν ό,τι πιάνουν.» (Σελ. 20)

Οι εικόνες στα ποιήματά της ολοζώντανες. Ο αναγνώστης, όχι απλά διαβάζει τους στίχους, αλλά τους οραματίζεται. Κι αυτό καθιστά την ποίησή της σημαντική.

«Στο κύμα λουσμένη η προκυμαία,
αλάτι πάνω της και σύννεφο.» (Σελ. 8)

«Έγραψε «φύγε». Ο αέρας άνοιξε την πόρτα.
Σηκώθηκε σκόνη και έκλεισε τα μάτια του.» (Σελ. 22)

Φυσικά, ο υπερρεαλισμός της ποιήτριας, που εμπλέκει συνειδητά το φανταστικό με το πραγματικό, ξεκινά ένα αδιάκοπο παιχνίδι, που παρασύρει αυτόματα και τον ίδιο τον αναγνώστη. Τίποτα δε φαίνεται πια παράλογο. Ίσως, γιατί συμβολικά οι εμμονές παραπέμπουν σε συναισθήματα, τα οποία γεννά και η δική του χλωμή πραγματικότητα. Κι εδώ η μεταφορά ανασκάπτει οικειοθελώς και πτυχές της δικής του προσωπικότητας και των δικών του βιωμάτων.

«Το φταίξιμό μου
Το ’ριξα στα βαθιά.
Εκεί κρυμμένο, πρασίνισε.» (Σελ. 11)

Διαφορετικές οι σκηνές σε κάθε ποίημα. Διαφορετικές οι ιστορίες τους, μα έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Το θλιβερό τέλος που σημαίνει τη νέα αρχή. Ένα τέλος, που εγκλωβίζει μέσα του τον πόνο, τη συναισθηματική κατάπτωση, την απελπισία, την ανάγκη της αλλαγής, που υπόσχεται να φέρει το αύριο. Χαρακτηριστικό το ποίημα «ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ» στη σελίδα 12.

«Στο ψυγείο, τραγούδια με διάφορες γεύσεις.
Πίνω ένα. Μέχρι το βράδυ
δεν θα ακούω τίποτα μέσα μου…» (Σελ. 12)

Στο ίδιο μοτίβο κινείται και το επόμενο ποίημα της συλλογής. Στην κατάληξή του η ποιήτρια και πάλι, μέσω του ήρωά της, ελπίζει.

«Τότε, πέρασε απέναντι στον ασπρισμένο τοίχο
και ζωγράφισε με τη δική του μπογιά.» (Σελ. 13)

Η ποιήτρια επιχειρεί να απαγκιστρωθεί από το φόβο της συμφοράς. Τρέχει να προλάβει την αγνότητα, πριν το σκοτάδι τυλίξει κάθε σπίθα φωτός που επάνω της ακόμα, έστω και αδύναμα, πέφτει. Οι αναδρομές στο παρελθόν πολλές. Δαμάζουν τη σκέψη και προβάλλονται ως ολοκληρωμένο σενάριο, έτοιμο να προβληθεί.

«Διπλή σειρά, οι όρκοι πάνω στο στήθος,
μ’ ένα παλιό φιλί κουμπώνουν στο λαιμό.
Πάνω στο τζάκι, χωρίς ίχνος σκόνης,
υψώνεται μια αλαβάστρινη κραυγή.» (Σελ. 17)

Αφαιρετική η σκέψη της. Πυκνή η γραφή της, γεμάτη εικόνες και νοήματα. Πρόκειται για μια ποίηση προβληματισμού με αναφορά στην κατάντια της σύγχρονης πραγματικότητας. Κατάντια στο σύνολό της. Μοναξιά η συνέπεια, εγκατάλειψη, απογοήτευση, οργή, φόβος, περιθωριοποίηση, αποπροσανατολισμός.

«Πίσω από την κλείδα, κρυμμένο
ένα φανελάκι πόνος.» (Σελ. 20)

«Τέλος, προσφέρεται θυσία, όρκος καιόμενος,
ενώ, κάπου κρυμμένο μέσα στα άνθη,
αρχίζει να διαιρείται το κύτταρο του φόβου.» (Σελ. 33)

«Η προώθηση του προϊόντος ολοκληρώθηκε.» (Σελ. 37)

Τριτοπρόσωπη κατά το πλείστον η γραφή της, γεγονός που τη βοηθά να γίνεται περισσότερο περιγραφική στο λόγο της.

«Καμιά φορά μόνο, ρίχνει πάνω του
ένα βαμβακερό τραγούδι.
Τότε, σώζει λίγη σιωπή
και αφουγκράζεται…» (Σελ. 25)

Όμως, η ποιήτρια δε στέκεται επιδερμικά στις περιγραφές, ούτε εστιάζει κατ’ αποκλειστικότητα στα άψυχα πράγματα. Μεταβαίνει θαρρετά και στις περιγραφές των προσώπων, τα οποία και κατηγοριοποιεί: Άνθρωποι, Υπήκοοι, Κραταιοί, Θνητοί.
Και στο σημείο αυτό, προς έκπληξη του αναγνώστη, η ποιήτρια αλλάζει εντελώς τον τρόπο γραφής της. Δοκιμάζεται στην έμμετρη ποίηση, αλλά και στην ομοιοκατάληκτη. Άλλωστε, ο ποιητής έχει χρέος, προτού καταπιαστεί με τον ελεύθερο στίχο, να ξεκινήσει την πορεία του δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του αρχικά στον έμμετρο. Δύσκολο είδος, αλλά υποχρεωτικό. Και το χαρακτηρίζουμε δύσκολο, καθώς απαιτεί υψηλότερη ποιητική πειθαρχία, μιας και οι εικόνες και τα συναισθήματα, οφείλουν να μορφοποιηθούν κατάλληλα, ώστε να ενταχθούν σε ένα προκαθορισμένο καλούπι. Η άσκηση στην έμμετρη ποίηση βοηθά τον ποιητή να εκφραστεί έπειτα στον ελεύθερο στίχο χωρίς να φλυαρεί, στόχος που στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή έχει επιτευχθεί.
Κι έρχεται το ποίημα στη σελίδα 29 να επιβεβαιώσει το προκείμενο. Επιστροφή στην απόλυτη μίξη της φαντασίας με την πραγματικότητα, εκεί όπου το συναίσθημα κορυφώνεται, οι λέξεις συγκλονίζουν, ο λόγος γίνεται και πάλι αφαιρετικός και στοχαστικός και η κατάληξη κορυφώνει τον προβληματισμό της γράφουσας.
Προσωπική μου επιλογή το ποίημα στη σελίδα 22 με τίτλο «ΜΑΓΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ». Πρόκειται για ένα αλληγορικό ποίημα, που, νομίζω, αγγίζει την ανθρώπινη ευαισθησία και ταρακουνά τη συνείδηση. Ο άνθρωπος, όσο ψηλά κι αν στέκει, θα καθοδηγείται πάντα από τον φόβο του. Ίσως γιατί οι πράξεις του, δαιμονισμένα απομεινάρια μιας τραυματικής πορείας, πάντα θα πρωταγωνιστούν μέσα στη σκέψη του κυριεύοντάς την, καθοδηγώντας την, ταρακουνώντας την, εξασθενώντας την.

««ΦΟΒΑΜΑΙ» έγραψε ξανά
««ΦΟΒΑΜΑΙ»
««ΦΟΒΑΜΑΙ»
««ΦΟΒΑΜΑΙ»
««ΦΟΒΑΜΑΙ»
Και βούτηξε μέσα στο όμικρον, που τον χωρούσε πια…»

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η Σύλβα Γάλβα με τη δεύτερή της ποιητική συλλογή σφραγίζει με απόλυτη επιτυχία το δικό της ξεχωριστό προσωπικό ύφος. Η ποίησή της, καθώς διαθέτει τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία στο λόγο, υιοθετεί την τεχνική της αυτόματης γραφής (écriture automatique), της «εκστατικής» δηλαδή γραφής, που γίνεται γρήγορα και χωρίς συλλογισμό. Φυσικό αποτέλεσμα, η γράφουσα να αποτυπώνει στο χαρτί οτιδήποτε της έρχεται στο νου, «χωρίς συνείδηση», σα να βρίσκεται σε έκσταση.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Σςςς… Τα φώτα χαμηλώνουν.
Τίτλοι αρχής, στο θερινό της γειτονιάς.
Όλοι είναι εκεί. Πατάνε στα χαλίκια.
Σαββατόβραδο. Σε λίγο θα φύγουν.
Με το ένα χέρι δοσμένο στο αγαπημένο χέρι,
θα ταξιδέψουν στο μεγάλο πανί.

.

ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΙΑΚΩΒΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 15/1/2022

Η ποιητική φωνή της Σύλβας Γάλβα είναι πολύ χαρακτηριστική, πολύ συγκεκριμένη. Παρόλο που η ποιήτρια βρίσκεται στο δεύτερο μόλις βιβλίο της, φαίνεται ότι έχει καταφέρει να δημιουργήσει το δικό της ποιητικό σύμπαν, να βρει τη δική της έκφραση και να διαμορφώσει το προσωπικό της ύφος, αφήνοντας έτσι ένα σταθερό αποτύπωμα στην ποίηση του σήμερα.

Τι περιλαμβάνει λοιπόν το ποιητικό σύμπαν της Σύλβας Γάλβα; Αν έπρεπε να προσδώσουμε μία μόνο λέξη στους “Τίτλους αρχής” αυτή θα μπορούσε να είναι η δυναμικότητα. Ο λόγος της είναι έντονος, η φωνή της ακούγεται δυνατή και οι εικόνες που ξεπηδούν από τους στίχους της είναι άγριες σε ένα τοπίο μάλλον άγονο και αφιλόξενο.

Η Σύλβα Γάλβα στα 25 ποιήματα της συλλογής ισορροπεί ανάμεσα στο υπαρξιακό και το κοινωνικό. Εξερευνά τόσο τη σχέση του ατόμου με τον εαυτό του και με τον διπλανό του όσο και τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία. Έχει ενδιαφέρον ότι δεν είναι σαφής ο διαχωρισμός ανάμεσα στα υπαρξιακά ποιήματα -που περιγράφουν κάτι πιο προσωπικό- και στα κοινωνικά -που αναφέρονται σε κάτι πιο καθολικό-: όλα τα ποιήματα μπορούν να διαβαστούν και με τους δύο τρόπους και αυτό τελικά είναι που οδηγεί ανεπαίσθητα στο συμπέρασμα ότι άτομο και κοινωνία αλληλοκαθορίζονται σε τόσο μεγάλο βαθμό που ακόμα και τα πιο βαθιά και ιδιωτικά ζητήματα του ανθρώπου εξαρτώνται από το περιβάλλον στο οποίο κινείται.

Η μοδίστρα
Σχεδόν μεσάνυχτα.
Ένας πόνος κάθισε στον ώμο της,
μια μαύρη φτερούγα πάνω στο χέρι.
Τότε, γύρισε τη μέρα από την ανάποδη
και είδε τα ξέφτια και τις ραφές.
Το πρωί, είχε να κάνει το ρούχο
ένα κομμάτι ύφασμα,
που αθώο, στα χέρια της κοιμόταν.
Κεντημένο μετάξι. Θ’ άνοιγε δρόμο
θροΐζοντας, μέσα στο πλήθος.
Θα μπορούσε να κρυφτεί το κρύο στις πτυχές του;
Θα μπορούσε κανένα τραχύ χέρι να το απαγορέψει;

Όταν πήρε σχήμα, κόβοντας ψέματα κι αλήθειες,
το κράτησε για λίγο πάνω της, στον καθρέφτη.
Μετά, συνέχισε να σκύβει πάνω στη μηχανή.
Με τις καρφίτσες στο στόμα,
έπεφταν τα λόγια της κάτω.
Αργά… Παντού κουρέλια και κλωστές,
αλλά είχε τελειώσει.
Το άγγιξε με τα μάτια, μήπως της ξέφυγε κάτι.
Βρήκε μια σταγόνα κρυμμένη και τη σκούπισε.
Βράδιασε γρήγορα. Το τύλιξε και το παρέδωσε.
Κοίταξε το μαύρο πουλί και πήγε για ύπνο.

Η Σύλβα Γάλβα καταγράφει με τους στίχους της τα κακώς κείμενα της σημερινής κοινωνίας, την αιώνια πάλη του ατόμου με την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων και την ατελείωτη προσπάθεια του ανθρώπου για αλλαγή. Αυτό όμως δεν το κάνει με τρόπο διδακτικό ή καυστικό. Δεν την ενδιαφέρει να περάσει κάποιο μήνυμα ούτε να προτρέψει τον αναγνώστη σε μια συγκεκριμένη στάση ζωής. Το μόνο που κάνει είναι να αποτυπώσει την πραγματικότητα ρεαλιστικά, χωρίς εξωραϊσμούς και χωρίς να εθελοτυφλεί.

Οι “Τίτλοι αρχής” περιγράφουν μια παγιωμένη κατάσταση, κάτι τετελεσμένο, κάτι που έχει ήδη ολοκληρωθεί προ πολλού. Και μέσα σε αυτό το τελεσμένο βρίσκεται ο άνθρωπος, ο οποίος έχει διάθεση για αλλαγή και καταβάλλει προσπάθεια για να ξεφύγει, όμως οι συνθήκες δεν του το επιτρέπουν. Είτε ο ίδιος είναι αδύναμος είτε το περιβάλλον είναι ακατάλληλο. Υπάρχει κάτι το άκαμπτο, το τελεσίδικο στα ποιήματα της συλλογής. Και ενώ τα ποιητικά υποκείμενα μοιάζουν να ψάχνουν συνεχώς για κάτι και να αγωνίζονται να διατηρήσουν την αισιοδοξία τους, καταλήγουν πάντα να διαψεύδονται.

Περίπατος
Έκλεισα το κουτί με τις εικόνες.
Αυτές που κόβουν,
τις έβαλα μέσα, τυλιγμένες καλά…
Τους πολεμιστές
που τριγυρνούσαν ακόμα στον ύπνο μου
τους έδιωξα το πρωί, με τις πανοπλίες τους.
Λούστηκα με κρύα όνειρα.
Με απολύμανε το γέλιο του παιδιού,
όπως έσταζε λίγο-λίγο πάνω μου.
Φόρεσα καθαρά ρούχα και βγήκα.

Κάτι ο λαμπερός μήνας,
κάτι το έφηβο θάρρος που είχα κλέψει,
περπατούσα με το κεφάλι ψηλά.
Η μεγαλειότητα Της σώπασε επιτέλους…
Έβλεπα πάλι γύρω μου:
ένα αγόρι κάλπαζε πάνω στο ποδήλατο,
ένα ζευγάρι χέρι-χέρι, στη μοναξιά του
και ένας γέροντας λιαζόταν και ξέφτιζε το παγκάκι.
Αγόρασα πρόχειρες σκέψεις
για να ‘χω να τρώω όλη μέρα.
Το σώμα μου με ακολουθεί
δεμένο με το λουράκι του.
Στο ψυγείο, τραγούδια με διάφορες γεύσεις.
Πίνω ένα. Μέχρι το βράδυ
δε θα ακούω τίποτα μέσα μου…

Η ποίηση της Σύλβας Γάλβα είναι ποίηση εξωστρεφής. Δεν επικεντρώνεται στα ζητήματα του κάθε ατόμου, αλλά στα προβλήματα του συνόλου. Ακόμα κι όταν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, ακόμα κι όταν μιλά σε τρίτο πρόσωπο, πάλι στο σύνολο αναφέρεται. Γι’ αυτό και τα ποιήματα της αφορούν τους πάντες, γι’ αυτό και μπορούν να διαβαστούν με ενδιαφέρον από τον καθένα, γι’ αυτό και έχουν μια αύρα διαχρονικότητας.

Παρόλο όμως που η ποίηση της Γάλβα είναι εξωστρεφής, την ίδια στιγμή είναι και απόλυτα βιωματική. Δεν είναι απρόσωπη, δεν είναι ψυχρή, δε στέκεται σε απόσταση από τον αναγνώστη. Το συναίσθημα και οι σκέψεις της ποιήτριας ξεχειλίζουν μέσα από τους στίχους. Και κάτι ακόμα: τα ποιήματα μοιάζουν να αποτυπώνουν την αφετηρία της έμπνευσης. Οι εικόνες είναι γλαφυρές και ολοζώντανες, οι στίχοι οπτικοποιούνται, τα ποιητικά υποκείμενα βρίσκονται τοποθετημένα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, έτσι ο αναγνώστης βλέπει με τα μάτια της ποιήτριας και νομίζει ότι βλέπει και αυτό που της έδωσε και το κίνητρο για να γράψει.

Να σημαίνει άραγε αυτό ότι με μια πρώτη ανάγνωση μπορούμε να κατανοήσουμε όλα όσα θέλει να πει η ποιήτρια; Και ναι και όχι. Το ωραίο με την περίπτωση της Γάλβα είναι ότι, παρόλο που η ποίηση της μοιάζει χειροπιαστή και συγκεκριμένη, παραμένει ανοιχτή σε πάρα πολλές ερμηνείες. Ο κάθε αναγνώστης θα διαβάσει άλλα πράγματα και ο ίδιος αναγνώστης θα ανακαλύψει καινούργια πράγματα κάθε φορά που θα διαβάσει το ίδιο ποίημα.

Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία στην ποίηση της Σύλβας Γάλβα είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζει τις σκέψεις της, οι λέξεις που χρησιμοποιεί. Ο λόγος της είναι γενναίος, τολμηρός, ανατρεπτικός. Κάθε ποίημα της συλλογής αποτελεί και μια γλωσσική έκπληξη: ύφος περίτεχνο και φροντισμένο -ακόμα κι όταν μιλά για τα πιο απλά πράγματα- και ασυνήθιστες επιλογές λέξεων, που κάνουν τον αναγνώστη να κοντοστέκεται και να επιστρέφει στα σημεία που μόλις διάβασε.

Το πιο εντυπωσιακό όμως απ’ όλα είναι ο τρόπος που χειρίζεται τα άψυχα πράγματα και τις έννοιες: τα παρουσιάζει σαν να είναι έμψυχα. Στους “Τίτλους αρχής” έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση που ζωντανεύει κυριολεκτικά, που έχει παλμό και ρυθμό, που η ένταση της δεν προέρχεται μόνο από τα νοήματα που εκφράζει, αλλά και από τις ίδιες τις λέξεις. Ένα πολύ χαρακτηριστικό ποίημα στο οποίο φανερώνονται οι ιδιαίτερες γλωσσικές επιλογές είναι το:

Κονσέρτο σε φως μείζον
Adaggio ma non tropo το αεράκι
με ξυπνάει ρωτώντας με στο αυτί.
Πρώτα ένα ρίγος… ναι, είμαι πάλι εδώ.
Έξω, οι φούστες των δέντρων ανοίγουν,
ο νους, έτοιμος να σαλπάρει.
Σηκώνομαι – το σπίτι ακόμα κρύο
και αλμυρό από τη νύχτα.
Ξεχειλίζει από τον κύλικα του μπαλκονιού ο ήλιος
πιτσίλισε το διάδρομο.
Στα δύο μέτρα, με περιμένει ο μεγάλος φόβος.
Αφήνω κάτω τους αριθμούς μου.
Γυμνός, μπαίνω στον ναΐσκο του φωτός.

Φως allegro con brio!
Έξω, η φλαμουριά σε δίεση ευωδιάζει.
Τόσο πολλά τζιτζίκια στο πεντάγραμμο,
που ακούγεται το μεσημέρι!
Ταχύπλοα δοξάρια μάς ακολουθούν.
Φως υγρό πορτοκαλιών πίνει η χρυσοπλόκαμος,
η Ωδή μου η ξυπόλητη
με τα δαντελωτά δάχτυλα πάνω στο steinway,
πάνω στα πλήκτρα
και οι δυο πάνω στα πλήκτρα
μέχρι ν’ ανθίσουν – μέχρι να ξεραθούν
οι πράσινοι βλαστοί μας.

Largo στα κουρασμένα σεντόνια,
φαεινό το άλγος και ο ιδρώτας μάταιος.
Μ’ ένα βρεμένο μπεμόλ δροσίζω τον λαιμό της,
προσκυνώ τα πέλματα που φεύγουν.
Πριν ακουστεί κανένας όρκος μαρμάρινος,
τρέχουν να κρυφτούν στη σκιά του δέντρου.

Η γραφή της Γάλβα είναι συνειρμική, είναι σχεδόν ονειρική, ο ανατρεπτικός λόγος παρασέρνει τον αναγνώστη και οδηγεί σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια και σκέψεις τον καθένα. Και την ίδια στιγμή η γραφή της είναι απόλυτα σταθερή, απόλυτα προσγειωμένη και ρεαλιστική, με έντονα στοιχεία πεζού λόγου. Η ποιήτρια αρέσκεται να ακροβατεί ανάμεσα στο ποιητικό και το πεζό, και χάρη σε αυτό το ωραίο παιχνίδι δημιουργούνται έξοχοι συμβολισμοί, αλληγορίες και εικόνες που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι σκηνές από ταινία.

Το υπόγειο
Ένα βράδυ, ψάχνοντας κάτι,
κατέβηκε τη σκοτεινή σκάλα.
Άνοιξε δύσκολα. Το κλειδί είχε σκουριάσει.
Σιγά-σιγά συνήθισε το σκοτάδι
και άρχισε να βλέπει τα βουβά πράγματα:
μισοθαμμένα στο χώμα τα όστρακα
με τα ονόματα των ανεπιθύμητων.
Ήξερε ότι ήταν πολλοί αυτοί,
οι ερμοκοπίδες, οι μηδίσαντες,
οι φραγκοφορεμένοι,
με τα αργύρια στην τσέπη
και το μαχαίρι κρυμμένο.
Είδε ένα πίσω μονοπάτι, μια πόρτα ξεχασμένη,
σβησμένα ονόματα, παλιές εφημερίδες,
κάποιος με τα ονόματα στο χέρι,
κάποιος που έκανε μόνο τη δουλειά του.
Στη γωνία, κουκούλες και παράσημα,
σταυροί, για ανεκτίμητες υπηρεσίες προς το Έθνος,
προτομές, για αναγνώριση μετά θάνατον
επιταγές, για αναγνώριση εν ζωή.
Κλείδωσε και ανέβηκε τη σκάλα.
Πολλή δουλειά για έναν μόνο υπάλληλο,
θα έγραφε στην αναφορά του.

Οι “Τίτλοι αρχής” είναι ένα ψηφιδωτό από μουσικές, χρώματα, ανθρώπους, μικρές σκηνές της καθημερινότητας και μεγάλες χαμένες μάχες. Η ποιήτρια αγαπά τα παιχνίδια με το φως, με τη μέρα και τη νύχτα, με τον άνεμο, με τη φύση. Της αρέσει να φέρνει στους στίχους της πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας και να συνδέει υπογείως το παρελθόν με το παρόν. Τα ποιητικά της υποκείμενα βρίσκονται διαρκώς σε μια κρίσιμη καμπή, ταλαντεύονται πάντα ανάμεσα στην μαχητικότητα και την παραίτηση. Και φυσικά η ποιήτρια πιστεύει πολύ στη δύναμη των λέξεων: <<“Το αίμα κολλούσε στα χέρια του”. / Μόλις διάβασε τη φράση, / πέταξε το βιβλίο και έτρεξε να πλυθεί>>, μας λέει στο ποίημα “Μαγικές λέξεις”.

Ο ποιητικός κόσμος της Σύλβας Γάλβα είναι έντονος, είναι άγριος καμιά φορά, προσπαθεί να γίνει τρυφερός όμως κάπου συναντά αντίσταση. Είναι το κατηγορώ για μια κοινωνία που θα μπορούσε να γίνει καλύτερη, όμως για κάποιο λόγο δε γίνεται. Είναι ένας χάρτης για την αιώνια πορεία του ανθρώπου στην αυτοβελτίωση και τη σύγκρουση του με το κατεστημένο. Είναι ένας βαθύτατος προβληματισμός για την ανθρώπινη ύπαρξη και τη θέση του ατόμου στη σημερινή κοινωνία. “Το νερό ήταν γλυφό, το παιχνίδι στημένο / και ο διαιτητής πουλημένος όπως πάντα”. Δεν είναι τυχαίο που με αυτούς τους στίχους κλείνει η συλλογή. Οι “Τίτλοι αρχής” είναι ξεκάθαρα ένα βιβλίο του καιρού μας, βγαλμένο μέσα από την εποχή μας, δοσμένο όμως με έναν τρόπο καθολικό και διαχρονικό, που ο ακραίος λόγος του το κάνει για τον αναγνώστη και απίστευτα γοητευτικό.

.

PASSA TEMPO
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TVXS.GR 13/6/2019

Το ποιητικό έργο δεν είναι απεικόνιση η μίμηση. Η πραγματικότητα, άλλωστε, είναι διαφορετική για τον καθένα και εξαρτάται από τις προσλαμβάνουσες των βιωμάτων και των κοινωνικών προβολών. Η ατομική και η κοινή εμπειρία ορίζουν αυτό που τα συναισθήματα και οι αισθήσεις αντιλαμβάνονται ως πραγματικότητα. «Το πραγματικό δεν είναι αναπαράσταση και επειδή οι άνθρωποι θέλουν αδιάκοπα να το να παριστάνουν με λέξεις για αυτό υπάρχει και η λογοτεχνία» (Barthes).

Αυτή την πραγματικότητα ως υποκειμενική διάθλαση εκθέτει μέσα στην ποιητική της συλλογή και η Σύλβα Γάλβα («passa tempo», Γαβριηλίδης, 2017). Ο φροντισμένος λόγος της Γάλβα δεν ανταποκρίνεται απλά στο διαχωρισμό του Jakobson μεταξύ πρακτικής και ποιητικής γλώσσας, αλλά ενσωματώνει και τη φιλοσοφία της για τη φύση της λογοτεχνίας. Άλλωστε, «η λογοτεχνικότητα προκύπτει από τη διαφορετική οργάνωση των ίδιων γλωσσικών υλικών» (Jakobson). Οι μεταφορές και οι μετωνυμίες (σερβίτσιο) δημιουργούν ένα πλαίσιο δισημίας στην οποία ισορροπεί η αισθητική προσέγγιση της γλώσσας και η στοχαστική πρόσληψη (δέντρα, αίθουσα αναμονής). Η ποιήτρια δεν πιέζει τον αναγνώστη/ακροατή να στοχαστεί. Αφήνει το ίδιο το κείμενο να τον οδηγήσει (στη γωνία των οδών).

Η μεταφορά για τον Derrida είναι θεμελιώδης δομή της γλώσσας και όχι εξαίρεσή της. «αποτελεί έτσι έκφραση ενός βασικού τρόπου γνώσεις των πραγμάτων» (Culler). Στην ποίηση της Γάλβα διατηρεί και το χαρακτήρα της πολυσημίας, συνενώνοντας άσχετες λογικά έννοιες σε μία διάθλαση ποικίλων νοημάτων και σε μία παράλληλη πληθυντική ερμηνεία. Μέσα από την ευφάνταστη δοκιμή πάνω στη γλώσσα ξεδιπλώνονται εικόνες που συμβάλλουν σε μία διαθλασμένη πρόσληψη της ποιητικής πραγματικότητας (θραύσμα, ζωές παράλληλες, ευαγές ίδρυμα, αίθουσα αναμονής). «Ο καθρέφτης μπροστά στην πραγματικότητα έχει γίνει διάφανος και επιτρέπει στον αναγνώστη να δει τον νου, την καρδιά του ποιητή» (Abrams) και τις αγωνίες του.

Η Γάλβα παραδίδει μία ποίηση πολυκεντρική, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους των νοημάτων σε διάφορα θέματα, όπως αναδύονται από τη ρητορική και την εικονοποιία της (τα παιδιά του μακρινού νησιού, στη γωνία των οδών, σκιές). Ο ακροατής/αναγνώστης ερμηνεύοντας το απροσδιόριστο ποιητικό κείμενο διευρύνει την αναγνωστική αυτογνωσία του (μπόρα, passatempo), τον οδηγεί να παρακολουθεί την πορεία της ανάγνωσής του (Φρυδάκη).
Η ποίησή της είναι κοινωνική. Το ποιητικό υποκείμενο είναι μέρος του συνόλου. Το βλέμμα της πρωτοενικής ποιητικής φωνής στρέφεται στον κοινωνικό χώρο∙ επηρεάζεται από αυτόν∙ μελαγχολεί, αντιδρά, αγωνιά διατηρώντας υπαρξιακά χαρακτηριστικά (πρωί πριν τις οκτώ, ο μέσος όρος, ήχοι, γειτονιά, κάπου αλλού) και «αποκαλύπτοντας τη δική μας ανθρωπολογική κατασκευή» (Iser). Ωστόσο διατηρείται μία συναισθηματική ισορροπία. Η λεκτική διαχείριση του περιεχομένου με τη χρήση μεταφορών και μετωνυμιών μέσα από την αισθητική ανταπόκριση και τον γλωσσικό πειραματισμό αφήνουν ακτίνες φωτός (προσευχή, ορίζοντας, καμιά φορά, και εις το βάθος κήπος, ιστορία μιας μέρας). Η ανοικείωση γοητεύει ως αισθητικό γεγονός. Για τον Schiller ο «αισθητικός τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων ενώνει την κοινωνία, γιατί αναφέρεται σε ότι είναι κοινό για όλους» (ο λύκος, μέρες).

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΙΩΣΗΦ ΑΡΝΕ

TVXS.GR  24/4/2020

Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;

Κάτι που βλέπω στο δρόμο, μια κουβέντα, μια μουσική, ή κάτι που με απασχολεί προσωπικά. Αυτό το τελευταίο συνήθως «ξεχειλίζει» στο χαρτί και γίνεται ποίημα. Αλλά , έχω συνηθίσει , τα τελευταία χρόνια και κυκλοφορώ στην πόλη με ανοιχτές κεραίες , σαν συλλέκτης ερεθισμάτων.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσάς είναι να καταφέρετε να εκφράσετε τη σκέψη σας πάνω στο χαρτί;

Δεν μου ήταν ποτέ ιδιαίτερα δύσκολο. Δύσκολη, ή μάλλον χρονοβόρα, είναι η δουλειά που ακολουθεί την πρώτη γραφή του ποιήματος , η «επεξεργασία» του, ας πούμε , που μπορεί να κρατήσει πολλούς μήνες.

Ποιες είναι οι επιρροές σας;

Είναι κάτι που δεν μπορώ να εντοπίσω . Αν γίνεται , δεν γίνεται συνειδητά . Προσπαθώ να μιλήσω με την δική μου, μικρή φωνή. Αν με ρωτάτε ποιους αγαπώ, θα σας έλεγα , χωρίς δισταγμό, τον μεγάλο Αλεξανδρινό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, την Δημουλά , δηλαδή αυτούς που αγαπάει όλη η Ελλάδα, και όχι μόνο.

Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σας;

Για πολλά πράγματα προσπάθησα να μιλήσω στους «ΤΙΤΛΟΥΣ ΑΡΧΗΣ» : για τον χρόνο ( που ήταν το κύριο θέμα στο “Passatempo”,την πρώτη μου συλλογή ), για την μέση ηλικία, για τα γηρατειά , αλλά και για τον έρωτα , για τη μοναξιά , τη μεταπολεμική Ελλάδα, για την Ελλάδα γενικά και τον τρόπο που ζούμε και αλλάζουμε ή δεν αλλάζουμε..

Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.

Είναι ένα βιβλίο γεμάτο εικόνες και χρώματα- εικόνες που θα ανοίξουν στο μυαλό του αναγνώστη , καθώς θα διαβάζει. Ελπίζω και σκέψεις και απορίες να γεννηθούν .. Να είναι γόνιμο το διάβασμα.

Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;

Και τα δυο, όπως έχουν πει και πολλοί άλλοι πριν από μένα. Χρειάζεται , στην αρχή , να σε «φωνάζει» η λευκή σελίδα , αλλά θέλει και πολλή δουλειά . Σίγουρα όμως απαιτείται χρόνος αρκετός για να ωριμάσει και να εξελιχτεί κανείς και οπωσδήποτε, ενός είδους «ησυχία» , δηλαδή μια εσωτερική και εξωτερική απομόνωση , την ώρα της γραφής.

Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τομέα της λογοτεχνίας τι θα ήταν αυτό;

Αν μπορούσα κάτι να ζητήσω , θα ήταν να είχε ο καθένας μας, δίπλα του ένα βιβλίο κάθε μέρα και να προχωρούσε μερικές σελίδες , όποτε έβρισκε λίγο χρόνο. Αλλά βλέπουμε ότι αυτό δεν γίνεται. Το βιβλίο δεν είναι τόσο «λαϊκό», όσο θα έπρεπε να είναι και υπάρχει ένδεια αναγνωστών , απέναντι στην υπερπαραγωγή βιβλίων.

Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια;

Τους τελευταίους μήνες , άρχισα να ασχολούμαι και με την πεζογραφία. Δεν εγκαταλείπω την ποίηση , αλλά τώρα , δουλεύω μικρές ιστορίες , σύντομα διηγήματα , που ελπίζω , κάποια στιγμή, να γίνουν και αυτά βιβλίο. Ποίηση και διηγήματα , είναι άλλος κόσμος , άλλη τεχνική , με κοινό χαρακτηριστικό τους την συντομία, την περιεκτικότητα , που με εκφράζει.

2 σκέψεις για το “ΣΥΛΒΑ ΓΑΛΒΑ”

  1. Μαρία Ζερβάκη

    Συγχαρητήρια για την εξαιρετική παρουσίαση του ποιητικού μόχθου μιας πολλά υποσχόμενης ποιήτριας, με ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένες κεραίες.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.