Ο Αλέξης Καλοκαιρινός γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1964. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και γλωσσολογία στο Παρίσι. Είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπου διδάσκει από το 1994·Έχει δημοσιεύσει ποίηση στη Λέξη (1985), στο Παλίμψηστο (1991, 1994). στη Νέα Εστία (2008), στον Χάρτη (2019-2021), και αυτοτελώς
Τέσσερα Ποιήματα της Πατρίδας μου (Μικρός Ναυτίλος, 1997), και έχει γράψει ένα βιβλίο για τη θεωρία της λογοτεχνίας και την ιστορία της (Γλωσσολογία και Ποιητική, β’ έκδοση: Νήσος, 2010). Από το 1993 έως και σήμερα, ασχολείται εθελοντικά με το Ίδρυμα Α. &. Μ. Καλοκαιρινού και με το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.
.
.
ΔΙΠΛΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ (2021)
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ
A
[Inferno III, XIII, Paradiso XXXIII]
Με το κουπί ο Χάρος αν αργήσεις θα σε σπρώξει
μα δεν αργείς
γιατί ο θάνατος μετέτρεψε το φόβο σου σ’ επιθυμία
να διαβείς
Από της Γης το δέντρο πέφτουν τα γραμμένα φύλλα
όταν στις άκρες κάψει ο ήλιος τα χλωρά κλαριά
βγει από μέσα η δροσιά τους
και στον αέρα γίνει μ’ ένα θρόισμα ατμός
όταν γραφτούν τα φύλλα με τα νεύρα ως την άκρη
Από της φύτρας την αχνή γραφή
όταν τα νεύρα απλώσουν και βαθύνουν
πέφτουν τα φύλλα και μαζεύονται στην όχθη οι νεκροί
Μ’ ένα γοργό σκαρί ταξίδεψα
μιαν άκατο με τιμονιέρη αμίλητο που πήρε το κορμί μου
κι έσκισε τ’ άγραφα τα σκοτεινά νερά
ανάμεσα σε πλοία φορτηγά
που κουβαλούν του δέντρου της ζωής το ελαφρό το φύλλωμα
στον κόσμο χωρίς φόβο
εκεί που δε διαβάζεται η γραφή
Για να γυρίσω και να γράψω
Ε
[Inferno XIII]
Με το θάνατο ανοίγει η ψυχή
πέφτουν τα σπόρια της στη γη
τα παίρνει ο άνεμος μακριά και τα σκορπίζει
τα καίει ο ήλιος κι η βροχή τα μαλακώνει
και τα τρώνε τα πουλιά
κι ένα στον κάτω κόσμο φτάνει και φυτρώνει
Στο σκοτεινό το δάσος το απέραντο βλασταίνει
που δεν το φτάνει φως κι ο ήλιος δεν το βλέπει
στα δέντρα ανάμεσα που βλάστησαν τα σπόρια των ψυχών
που σείονται χωρίς αέρα
Στον πάνω κόσμο ακούεται το θρόισμα
σαν άηχος παλμός στων ζωντανών τα σπλάχνα
ΙΑ
[Purgatorio II-IV]
Το σώμα του Δάντη ρίχνει σκιά στο βραχώδες μονοπάτι όπου πορεύεται με
τον Βιργίλιο σκιά χωρίς σκιά
0 ζωντανός και στων νεκρών τον κόσμο ακόμα σέρνει τη σκιά του και ο
νεκρός δεν έχει
Το χελιδόνι όπως πετάει χαμηλά ρίχνει στο βράχο μια σκιά που τρέχει πάνω
στις πέτρες τρέχει πάνω στου χορταριού το φύλλο και χάνεται
κι όταν ψηλά πετάξει δεν έχει πια σκιά
Η σαύρα ρίχνει στο βράχο μια σκιά που συνεχίζει το σώμα της όπου πηγαίνει
κι έχει η σκιά της μια ρωγμή που μέσα της μπορεί να μπει και να χαθεί
ΙΗ
Το πρόσωπό μας παριστάνει την πείνα και τη δίψα
αντί να δείχνει ποιοι ήμασταν
γι’ αυτό μας επιτρέπεται
τ’ όνομά μας ν’ αναφέρουμε
Τα βήματά μας οδηγούν
κάτω απ’ το δέντρο
που ο καρπός του ξεδιψάει και τρέφει
κι η άσκησή μας είναι
να μην απλώσουμε το χέρι
Το δέντρο έχει φυτρώσει εδώ
από το σπόρο του δέντρου
που ο καρπός του
πριν μας δοθούν ονόματα
έβαλε στον οργανισμό μας
την ενοχή
Και τώρα ακόμα κάθεται στο δέντρο εκείνο
τρομερό πουλί
που δε ραμφίζει τον καρπό
μετέχοντας στη φύση και στη θεότητα
της δικαιοσύνης το αρπαχτικό
ΚΕ
Ρaradiso XIV, XVIII, XIX, XXIII]
Και πού θα κάνουν τις φωλιές τους τα πουλιά
και με ποιο σχήμα
με ποια κλαράκια
και πλεγμένα πώς
Πώς θα ταΐσουν τα μικρά
με ποιο σκουλήκι
από ποια τρύπα μέσα από τη γη
βγαλμένο
Και πώς θ’ ανοίξουν τα φτερά
πώς θα πετάξουν και πώς
ισορροπώντας
και κάμπτοντας τα νύχια
θα ξαναγείρουν
σε ποιο κλαδί
και σε ποιο φύλλωμα ανάμεσα
ποιου δέντρου
προνοεί
– και πάλι
όπως είναι φυσικό
δεν Τον χωρά το σύμπαν
Λ
[Ιnferno X, Paradiso I, XIV, XXIII, XXV, XXXIII]
Στο μακρινό το μέλλον βλέπουμε να συμβαίνουν όσα πρόκειται
μ’ ενάργεια
Και ψηλαφούμε χωρίς μάτια το παρόν
Το μέλλον θολώνει και χάνεται από την όρασή μας πλησιάζοντας
Κι αν κάποτε το μέλλον πάψει
θα είμαστε ολότελα τυφλοί
Ο νους μου βγήκε και ξεμάκρυνε
και πίσω να γυρίσει δε μπορεί
πίσω του έκλεισε η θύρα της μνήμης
Μέσα μου καίνε της μνήμης μου οι εικόνες
και όσα είδα βλέπω καθαρά
κι ας είναι πια απρόσιτα στο νου μου
Θα επιστρέφω ποιητής
κι από τη Γη θα δω ξανά
τ’ αστέρια
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
ΕΙΠΕ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Β. ΙΙΙ
Φως που ήσουν φως πριν απ’ το φως
και πέρασες στο χρόνο και διχάστηκες
σε φως και σε σκοτάδι
κι είσαι μισό εκείνου που δεν ήσουν
κι αυτό δε βλέπω
γιατί τα μάτια μου σκέπασαν δυο μεμβράνες
κι όπου τα στρέψω είν’ έγκλειστα ανοιχτά
Έρχομαι νύχτα και σε βλέπω
και να σε πω μπορώ
και να σε κελαηδήσω
νυχτοχελίδονο
Μ’ ακούς;
Είσαι τυφλό
δε βλέπεις
Πάρε τα μάτια μου και φύτεψε μου μάτια
Φύτεψε μάτια μέσα μου και να ‘ν’ δικά μου μάτια
Φύτεψε μάτια μέσα σου και να ‘ν’ μάτια δικά μου
Φύτεψε μάτια μέσα μου και να ‘ν’ δικά σου μάτια
Να ιδωθείς ολόκληρο κι ο χρόνος να τσακίσει
Κι από το τσάκισμα του χρόνου να περάσω
και να μην είμαι
όντας και μη
παύοντας
να είμαι
και να μην είσαι πια
και πάντα
να μην είσαι
ΚΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΠΕ
[Β. III]
Ξέσπασε το θυμό σου πάνω μου πατέρα
κι άφησε να ξεσπάσει του θανάτου
πάνω μου η οργή
Άφησέ με
παλάμες ν’ αποκτήσω για καρφιά
συκώτι για μαχαίρι
και χείλια για το ξίδι του
Άσε με στα μέτρα να έρθω του θανάτου
και να θαφτώ στα μέτρα ενός ανθρώπινου τάφου
Κι όταν τελειώσει ο θάνατος επάνω μου
πάνω του θα γυρίσω
με χίλια στόματα
με χίλια δόντια το καθένα και
με χίλια κεντριά το ξεσκισμένο του κορμί
με θεϊκή ουσία θα ποτίσω
Θα γονατίσει μπρος μου και θα πέσει
από ασφυξία σφαδάζοντας
στο μεταθανάτιο πεδίο που όρισες
Και του θανάτου τ’ άψυχο κορμί στο άρμα μου θα δέσω
ως Μεταθάνατος
ο γιος σου νικητής
και θα το σέρνω κυκλικά στο Γαλαξία
μέσα στη σκόνη τ’ ουρανού
μπροστά στην τειχισμένη πόλη
όπου θα μπεις όταν θελήσεις
με το μηχανικό σου το άλογο το ξύλινο
και μέσα απ’ την κοιλιά του
θα βγουν οι ένοπλοι κριτές
και θα δικάσουν
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΕΞΥΜΝΟΥΝ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Μέγας είσαι κύριε
Χριστέ δρεπανηφόρε
Γιατί σε υμνούμε;
Γιατί με τις αγγελικές φωνές μας
σε δοξολογούμε;
Γιατί πριν τον όφι τον φαρμακερό πατάξεις
στα τάρταρα κατάφερες να τον πετάξεις
και τους συντρόφους του
σαν αγέλη αγρίων αλόγων να γκρεμίσεις
απ’ τ’ ουρανού τις ψευδαισθήσεις;
Γιατί με λύσσα ρίχτηκες επάνω τους
και κρίθηκε στη λύσσα ο αγώνας;
Γιατί σ’ έχρισε γιο και κληρονόμο τ’ ουρανού
για κάθε ενδεχόμενο ο θεός
ο που το κάθε ενδεχόμενο γνωρίζει ακριβώς;
Γιατί με τη μετάγγιση της αρετής και χάρης
έγινες εκλεκτός
των ειδικών δυνάμεων επουρανίων καταστροφών
επίλεκτος;
Για όλα σε υμνούμε και σε δοξολογούμε
κύριε
Μα περισσότερο γιατί
μεσολαβείς
ανάμεσα στους κόσμους και τη θεότητα
Γιατί
μέσα στο φως είναι κρυμμένος ο θεός
Στα μάτια ο θεός δεν αντικρίζεται
Στο πρόσωπό σου δίχως πέπλο αντικρίζουμε το θείο
Λέγεται
είσαι του ανεικόνιστου εικόνα
του ανερμήνευτου ερμηνεία
του αψηλάφητου αφή
Όμως στην ουσία
είναι η επικοινωνία
Είσαι το interface
ανάμεσα στον άγγελο
και το θεό
κι όταν αρχίσει ο χρόνος να κυλά
ανάμεσα στον άνθρωπο και το θεό
θα γίνεις
Χωρίς εσένα η θεότητα θα ήτανε βουβή
σαν μαύρη τρύπα
κλεισμένη μες στον άπειρο εαυτό της
Κι εμείς
άγγελοι κι άνθρωποι
θα ήμασταν αγνώριστοι
χωρίς την οικειότητα με το άγνωστο
απ’ όπου έρχεται το νόημα σε μας
Μας προφυλάσσεις
απ’ την παραφροσύνη και την άνοια
μας ευλογείς να πορευόμαστε
ανάμεσα στη μία και την άλλη
Μέγας είσαι κύριε
Δικαίως εκρίθης
εκκαθαριστής
ουρανού και γης
Ο ΡΑΦΑΗΛ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΔΑΜ
ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
[Β. V, VI]
Πριν απ’ την πλάση του κόσμου
πριν απ’ το πριν
συγκρούστηκαν τιτανικοί άγγελοι
με αγγέλους
Πέταξαν όρη και βουνά
και με τα νύχια τους από τα βάθη τ’ ουρανού
τραβήξαν πρώτες ύλες του πολέμου
και στο μηδέν του χρόνου πολέμησαν
Και τώρα πριν το τώρα
ρημαγμένος ουρανός
με τα βουνά του γυρισμένα ανάποδα
και τις κοιλάδες του ανασκαμμένες
τα ορυκτά του σκόρπια σαν έντερα
Ερήμωσε ο ουρανός
και βάδιζε μονάχη
η Δόξα του θεού
Κι ύστερα πριν το ύστερα
στην ολόμαυρη ράχη τ’ ουρανού
άρχισε πάλι το χορτάρι
Πριν από την πλάση του κόσμου
δεν ήταν χορτάρι
βουνά κοιλάδες ύλες κι ουρανός
δεν ήταν
Δεν ήταν άλλος τρόπος να σου πω
αυτό που ήταν
έγινε
και δε συνέβη
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
[Β. ΧΙΙ]
Συχνά ο θεός τους ανθρώπους επισκέπτεται
αθέατος
και περπατά ανάμεσα στα σπίτια
και μπαίνει μέσα και κάθεται
και τους κοιτάζει
πώς είναι οι άνθρωποι
ο καθένας
και τι θα τους συμβεί θυμάται
στον καθένα
που κάθεται μαζί του γιατί
σε όλους τι θα συμβεί θυμάται μόνο
όταν βρίσκεται στη μοναξιά
έξω απ’ τον κόσμο
Συχνά τους ανθρώπους επισκέπτεται ο θεός
και με την εισπνοή μπαίνει στο σώμα τους
πειραματίζεται με τη ζωή τους
Στα πρώτα σου γενέθλια αγάπη μου
που πήρες την ανάσα και φύσηξες
το πρώτο σου κεράκι
ήτανε μέσα σου ο θεός
Στον άνδρα που συνάντησα σαν άνοιξα
την πόρτα στο δωμάτιο
ήτανε μέσα ο θεός
Περνά από ένα βράδυ όπως τότε
στο ξενοδοχείο
και φεύγει το πρωί
πληρώνει το λογαριασμό και φεύγει
με τη μικρή βαλίτσα του στο χέρι
από τις κάμερες ασφάλειας ασύλληπτος
με ίχνη στους ανθρώπινους ιστούς
που δεν ανακαλεί η μνήμη
πληρώνει το λογαριασμό
και φεύγει αθέατος
.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΧΑΡΤΗΣ
https://www.hartismag.gr/alexhs-kalokairinos
ΧΑΡΤΗΣ 33 {ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021}
Ποιήματα για τους άλλους
I
Δεν είναι απλό πράγμα να κόψεις τους αιματηρούς δεσμούς με τους ανθρώπους χωρίς να χυθεί το κοινό αίμα
Δεν είναι απλό να βγεις από τον αναπνευστήρα με τον οποίο γεννήθηκες
Δεν είναι απλό να κόψεις τα νεύρα που ξεκινούν από σένα και καταλήγουν στους άλλους
ξεκινούν απ´ τους άλλους και καταλήγουν σε σένα
Το πιθανότερο είναι ότι τα ακρωτηριασμένα αγγεία και τα κομμένα νεύρα των άλλων θα επουλωθούν
διότι ενός η απώλεια αντισταθμίζεται
η φύση μάς προστατεύει με τον πλεονασμό
και όποιος χάνεται πλεονάζει
αφού χαθεί
όλα
απ’ τα σαγόνια ως την απόληξη του εντέρου
απ’ τη λευκή ουσία ως τον αισθητήρα
προστατεύονται με τον πλεονασμό του ενός εκάστοτε
άλλου
αλλά αυτός που θα κόψει τα αιμοφόρα αγγεία και τα καλώδια των νεύρων
—αν δε διασωθεί από αγνώστους—
θα χάσει της φύσης τη μηχανική υποστήριξη
Όλα αρχίζουν με τη μηχανική υποστήριξη της αναπνοής
κι όλα τελειώνουν εκεί
Η φύση είναι εντατική
όπως πρέπει να είναι
για να συντηρεί το ανθρώπινο πλέγμα
να επουλώνει το πλέγμα των άλλων
II
Απ’ τον καθρέφτη έχει περάσει μια σκιά
έχει αφήσει ένα ίχνος σαν σκιά
Κι άλλη
Στο σημείο δεν ανακλάται φως
Ό,τι καταλαμβάνεται από ένα ίχνος παύει
να συμμετέχει στο σχηματισμό
εικόνων
Κι άλλη
Στην επιφάνεια μένουν σχισμές απ´ τα περάσματα
που κάνουν σαν θαλασσινά πουλιά με τα ξυράφια τους
στις άκρες των φτερών τους
Ανάμεσά τους
όπως ανάμεσα σε ράβδους υπολείμματα εικόνων
που τελευταία χαρακώνουν οι σκιές
με τα ξυράφια τους
όπως πετούν και χαμηλώνουν
και μόλις αγγίζοντας
μέσα τους εναποθέτουν κάτι σαν σκιά
αλλά είναι ζωή
Η ζωή παίρνει πίσω τη όραση
και τις υπόλοιπες αισθήσεις
όταν συντελείται στο πλήθος το αληθινό
Σκιάζει τον καθρέφτη από τα μάτια μας
Πάλι με τη στοργή που μας χορήγησε εικόνα
και μορφή
η ζωή
παίρνει πίσω τη ζωή με μια απλή χειρονομία
τραβώντας την πλαστική κουρτίνα
και χορηγώντας μορφίνη
Αυτό που συμβαίνει μάς είναι οικείο
—είμαστε εμείς—
αλλά στο πλήθος το αληθινό
είναι τρομερό
στο πλήθος των άλλων
το αληθινό
και το αβίωτο βάθος τους
που θα έβγαζε τα σωθικά μας
Η ζωή έχει στοργή για μας
κρατώντας μας σε απόσταση
με τις σκιές
θαμπώνει τον καθρέφτη
με μικρά χαράγματα όλο και πιο πυκνά
αντί να χύσει τα μάτια μας
πλησιάζοντάς μας στην πυρακτωμένη του επιφάνεια
III
Ήθελα να γράφω γι’ ανθρώπους
που όμως δε γνώρισα
ήταν στα σπίτια τους
—κι εγώ είμαι τώρα στο σπίτι—
και στη δουλειά τους
και στο δρόμο πολύ λίγο τους έβλεπα
(όσο επιτρέπεται στο βλέμμα
ευθύ και λοξό)
Περισσότερο ήθελα
για κείνους που περπατούν σε άλλους δρόμους
που αγνοώ
σε δρόμους χωμάτινους
και θα μπορούσα να γράψω γι’ αυτούς και για κείνους
όπως έγραψα για τους λίγους ανθρώπους
που δέθηκε η ζωή μας
(ή εξαρχής ήταν δεμένη η ζωή μου
είτε έμεινε είτε λύθηκε)
Είναι το μόνο που ξέρω
το λέει η πείρα μου
η εμπειρία των δικών μου
ότι θα μπορούσα να είμαι οικείος των ξένων
και δεν είναι ξένοι για μένα
άγνωστοι είναι
Θα μπορούσα να γράφω για τους ανθρώπους
που δε γνώρισα
αν η οικειότητα με τους άγνωστους
βρίσκονταν στο πεδίο της εμπειρίας
Λίγες ζωές διασταυρώνονται
με λίγες ζωές
στο πεδίο της εμπειρίας
Στην πραγματικότητα
εκατομμύρια ζωές διασταυρώνονται
με εκατομμύρια ζωές
Η εμπειρία είναι ένας ακρωτηριασμός
τόσο βραχύβιος
της πραγματικότητας
και τόσο αναγκαίος
για να συνεχίζει το ακέραιο σώμα της
να εκτείνεται (κατ’ ανάγκη στο άγνωστο)
IV
Δε σε βλέπω
Δε βλέπω τον ιδρώτα που κυλά στο μαύρο σου δέρμα
Δε βλέπω να σε βιάζουν σχεδόν κάθε βράδυ
Δε βλέπω τα παιδιά σου που προστατεύεις και χάνεις
Δε βλέπω το μολυσμένο νερό το φαΐ που μοιράζεται
Είσαι πολύ μακριά κι η γλώσσα σου πολύ μακρινή
και δε γράφεται
Είμαι πολύ μακριά κι η γλώσσα μου πολύ μακρινή
Η γλώσσα μου γράφεται
ακόμα και για σένα
που δε βλέπω και δε μπορεί να νοιάζομαι για σένα
όμως μπορώ να σε βιάζω τόσο ανώδυνα
πατώντας τα πλήκτρα αυτά
V
Μοιράζεις το συσσίτιο
και δεν ξέρεις σε ποιους θα μοιράσεις
Ξέρουν αυτοί
Το ίδιο σε όλους
Έρχονται και το παίρνουν
και πάλι πηγαίνουν στα σπίτια
Παίρνουν μερίδες για όλους στα σπίτια
μένουν πολλοί
περισσότεροι μένουν απ’ όσους είναι γραμμένοι στη λίστα
μοιράζονται με ορισμένους που δεν είναι γραμμένοι
Ορισμένοι δε δικαιούνται
Ορισμένοι είναι διπλογραμμένοι
παίρνουν από δύο σημεία
κι έχουν για μεσημέρι και βράδυ
μοιράζονται με ορισμένους που δεν είναι γραμμένοι
μεσημέρι και βράδυ
Ορισμένοι έχουν έρθει από Συρία
Πακιστανοί Μαροκινοί και Βούλγαροι λίγοι
Ορισμένοι έχουν έρθει από την ενδοχώρα
Ορισμένοι κατοικούν εδώ από πάντα
Πού είναι το εδώ;
Εδώ που μοιράζεις και γύρω
σε απόσταση να πας περπατώντας
και να μην έχει κρυώσει
ή τουλάχιστον ακόμα να τρώγεται
και να μοιραστεί ξανά ζεστό
ή τουλάχιστον ακόμα να τρώγεται
VI
Ζωντανούς και σκοτωμένους άφησα πίσω στην πατρίδα
Έχει νερό για να πλυθούμε λίγο
Έχει νερό για πότισμα
Θέλουνε τα φυτά πολύ νερό
Θέλουνε προσοχή οι φράουλες
πώς να τις κόψεις απαλά
από το μίσχο
Θέλουν μικρό σουγιά οι φράουλες
Έχουμε στρώματα και τσίγκους
το σάκκο σ’ ανοιχτό ντουλάπι
μια πρίζα για τους φορτιστές
συνέχεια ένας φορτίζει
άλλος μετά
κρατούν από το μεροκάματο το ρεύμα
Έχει ζέστη τη μέρα
και τη νύχτα κάτω απ’ τους τσίγκους
Αν σηκωθείς ανάμεσα στα κοιμισμένα σώματα τη νύχτα αν βγεις
έχει δροσιά
και την καλώ αν απαντήσει
Μετά τη συγκομιδή
έρχεται η επικίνδυνη εποχή
που ψάχνουν οι αστυνόμοι
Επαναπατρισμός
Ο μαύρος άγγελος τη νύχτα
εκεί που δρόσισε
με το κυρτό σπαθί του
θερίζει τις φράουλες
τις στάλες του χυμού σκορπίζει
απ’ το κορμί της
Αποκεφαλισμός
Έρχεται η πατρίδα στα χωράφια της Ελλάδας
Έρχονται οι ζωντανοί κι οι σκοτωμένοι
πάνω στην ώρα της επιβίβασης
στο λεωφορείο της ΕΛΑΣ
VII
Εφτά
ήμασταν
εφτά
μας ένωνε μίσος
— το αίμα
αγάπη μας χώριζε
— το αίμα
κι έτσι
ήμασταν
εφτά
και μέναμε
— ψωμί κι αλάτι
Ήρθε ένας ξένος
και μετρηθήκαμε
Ήμασταν
εφτά
Ήρθε ένας άλλος
και μετρηθήκαμε
εφτά
Ήρθε τρίτος
τέταρτος
πέμπτος
και μετρηθήκαμε
εφτά
Ήρθε
έκτος
και μετρηθήκαμε
εφτά
Δεν ήρθε άλλος
δεν ξαναφάνηκε
ξένος
στα λημέρια μας
ΧΑΡΤΗΣ 22 {ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2020}
Έξι ποιήματα
Όλα τ’ αστέρια σβήστηκαν
σ’ ένα κουβά νερό
ένα κουβά από τσίγκο
που τρύπησε
και χύθηκαν απ’ τις μικρές του
τρύπες σβησμένα
ιριδίζοντα ρινίσματα σιδήρου
που η γη
δεν μπορούσε να πιει
καρφώθηκαν και πια
δεν μπορείς να περπατήσεις
χωρίς να ματώσεις
κι όταν πετάξεις
στις πατούσες σου
τα στίγματα
ιριδίζουν
στον ουρανό
———— ≈ ————
Κανείς δεν είναι πεθαμένος στη βάρκα αυτή
που οργώνει το πηχτό ποτάμι
Οι νεκροί κρύβονται στα δέντρα
σε πυκνές φυλλωσιές ανάμεσα στα μελανά και στα
πολύχρωμα έντομα
κρέμονται δίπλα σε μικρούς πιθήκους υλοβάτες
Είχαν μια αγάπη
ο καθένας
Στη βάρκα κοιτάνε αν είναι
Παίρνονται τα κορίτσια στη σειρά
με το βαρκάρη στο κοίλο του σκάφους
στα σανίδια κάθονται οι άλλες
χτενίζουν τα μαλλιά τους
βάφουν τα νύχια τους
κόκκινα
κι η μια της άλλης τα χέρια δένει
στις σιδεριές
στο κοίλο του σκάφους
που σκίζει το πηχτό ποτάμι
Θα λυθούν στην πέρα όχθη
Δεν θέλουν άλλο τους νεκρούς
Θα λυθούν για τη ζωή και για τον έρωτα
εκεί
στην πέρα όχθη με τους ζωντανούς
θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους
Ο βαρκάρης
αυτός
δεν είναι ζωντανός
ούτε νεκρός
———— ≈ ————
Από μακριά οι μέρες φαίνονταν ακίνδυνες
μέρες ανύποπτες στο δρόμο του ερχομού
αποπλανήθηκαν;
ξεστράτισαν;
πήγα να τις γυρέψω ανήμερος
τις βρήκα μες στο αίμα
το αίμα ποιου;
που νόμιζα αναίμακτες
το αίμα ποιων;
βρήκα δικό μου αίμα
και δικό σου, αγάπη μου
αν πας να τις γυρέψεις
στο παρελθόν, αγάπη μου,
μείνε στο παρελθόν
Μείνε μακριά απ’ το λουτρό του αίματος
τις άγριες μέρες γυρισμένες ανάποδα
ριγμένες στο χαντάκι που πρέπει να κατέβω
Μείνε
αγάπη μου
στο σπίτι μας
———— ≈ ————
Βιαζόμαστε στο δρόμο για το θάνατο με τις βάρκες να περάσουμε τη θάλασσα. Αλλά μετά όταν φτάσουμε μας στοιβάζουν πίσω από τα σύρματα και καθόμαστε και δεν υπάρχει χρόνος μετά το θάνατο.
Και σηκωνόμαστε όταν ο χρόνος παλινδρομεί σε κύματα σαν με σπασμούς ξεσπώντας όπως συμβαίνει μετά το θάνατο. Και καθόμαστε χωρίς μέρα και νύχτα. Και μας λένε σήκω ήρθε χρόνος και πες ποιος είσαι και από πού έρχεσαι ένας-ένας και οι άλλοι κάθονται και δεν υπάρχει χρόνος μετά το θάνατο.
Έχουμε γυναίκες και παιδιά αφήσει πίσω ή μπροστά μας έχουν φύγει με βάρκες. Και δεν πηγαίνουμε ούτε γυρνάμε.
Σήκω ήρθε χρόνος και πες ποιος είσαι. Εναλλάξ είμαστε όλοι νεκροί εκτός αυτός που ρωτάνε. Και κάθεται αυτός και δεν υπάρχει χρόνος μετά το θάνατο.
———— ≈ ————
Το χειμώνι στο ρείθρο του υγρού πεζοδρομίου
ήταν σχεδόν νεκρό. Ανάμεσα στα χέρια μου
οι χτύποι της καρδιάς του αυξήθηκαν.
Του μεταδόθηκε θερμότητα,
αυξήθηκε ο τρόμος του.
Όταν η ζέστη–τρόμος το κατέλαβε απ’ άκρου εις άκρο
εκσφενδονίστηκε στον ουρανό.
Πετούσε
μ’ ομαλή καρδιά και δίχως φόβο.
Ανάμεσα στα χέρια σου
οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνονται.
Ζεσταίνομαι και με κατακλύζει ο τρόμος
γιατί το είδος σου μού είναι ξένο
και περιμένω ο τρόμος
(η ζέστη–τρόμος της οικειότητας)
να μ’ εκτινάξει στη φύση μου.
———— ≈ ————
Τρομαγμένα πετάξαν τα πουλιά
το παράπονο έμεινε στο δέντρο
σκοτείνιαζε νύχτα μοναχική.
Σκοτείνιαζε στη σιωπή, ώσπου
ήρθε ο άνεμος για συντροφιά
στο δέντρο. Θρόιζε όλη νύχτα.
Σταμάτησε με την αυγή.
Τότε γυρίσαν τα πουλιά.
Πού ήσαν όλη νύχτα;
Κανείς δεν ξέρει.
Στο πουθενά ταξίδεψαν.
Τη νύχτα δεν υπήρχαν.
Στο πουθενά και στο ποτέ.
Ήταν γλυκιά η μέρα.
Ο άνεμος κατέβηκε στον κάμπο.
Όλη την μέρα ο άνεμος
χωρίζει το χορτάρι
και το ενώνει πάλι.
Έρχετ’ η νύχτα.
Μ’ ανήκουστες φωνές θα σηκωθεί
και θα τρομάξει τα πουλιά.
Ο άνεμος αγάπησε το δέντρο.
Το δέντρο αγάπησε τον άνεμο.
‘Ολη τη νύχτα θρόιζε.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Στην εφημερίδα Καθημερινή
27.12.2021
500 λέξεις με τον Αλέξη Καλοκαιρινό
Ο Αλέξης Καλοκαιρινός γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1964. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι, και είναι καθηγητής Γενικής Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Εχει γράψει μεταξύ άλλων το βιβλίο «Γλωσσολογία και Ποιητική» (Νήσος, 2010). Το ποιητικό του έργο «Διπλό Παιχνίδι – Σπουδές στη Θεία Κωμωδία και τον Χαμένο Παράδεισο» κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2021 (εκδ. Πόλις).
Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;
Το φρεσκοτυπωμένο «From Signal to Symbol» των Planer & Sterelny, για τις ανάγκες μου στην εξελικτική γλωσσολογία. Αλλά δεν αποχωρίζομαι τη «Niemandsrose» του Τσέλαν. Την έχω να με φυλάει το βράδυ.
Ποιος ήρωας/ηρωίδα λογοτεχνίας θα θέλατε να είστε και γιατί;
Προτιμώ τον ηρωισμό της καθημερινής ζωής.
Διοργανώνετε ένα δείπνο. Ποιους ποιητές και συγγραφείς καλείτε, ζώντες και τεθνεώτες;
Τον Ελιοτ, τον Ρίλκε, τον Τσέλαν και, όταν θα έχουν μαζευτεί, την Εμιλυ Ντίκινσον. Τους ζωντανούς, μετά θάνατον, αφού μου έχετε διαθέσει την αιωνιότητα.
Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μάθατε πρόσφατα χάρη στην ανάγνωση ενός βιβλίου;
Ενα θεολογικό επιχείρημα για την ελεύθερη βούληση, που έψαχνα –και εντόπισα– στον Θωμά τον Ακινάτη για την ενασχόλησή μου με τον Δάντη και τον Μίλτον: Ο άνθρωπος είναι πλασμένος ελεύθερος, αλλά αν θελήσει την εγγύτητα με τη θεότητα είναι λογικά και υπερβατολογικά αδύνατο να θελήσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τον ίδιο το θεό. Συμπεραίνω ότι η άσκηση της ελεύθερης βούλησης προϋποθέτει απόσταση από τη θεότητα. Και ότι η ανθρωπινότητα μετά θάνατον διατηρείται μόνο στην Κόλαση.
Ποιο κλασικό βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα για πρώτη φορά;
Τον «Χαμένο Παράδεισο» του Μίλτον.
Το βιβλίο που έχετε διαβάσει τις περισσότερες φορές;
Τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη.
Πόσο δέος προκαλεί η αναμέτρηση με τη Θεία Κωμωδία και τον Χαμένο Παράδεισο;
Δεν προκαλεί, γιατί δεν πρόκειται για αναμέτρηση. Με τους ποιητές του Δυτικού Κανόνα παίζεις, χάνεις, και χαίρεσαι – αν έχεις τη στοιχειώδη ευφυΐα.
Αυτό το «διπλό παιχνίδι» με ποιο τρόπο υπερβαίνει το διακειμενικό στοιχείο και γίνεται περιεχόμενο στη δική σας ποίηση;
Ακριβώς έτσι: με την πλήρη αποδέσμευση από τη φόρμα των έργων αναφοράς. Με τις σύγχρονες μεταπλάσεις πολύ επίμονων ερωτημάτων σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση, όπως το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης και το συναφές πρόβλημα της βίας. Και με χιούμορ, κατά περίσταση.
Θεία Κωμωδία – Χαμένος Παράδεισος: κοινά σημεία, διαφορές, τυχόν «συγκρίσεις» άραγε;
Ένα έργο στο τέλος του Μεσαίωνα κι ένα στην αυγή της Νεωτερικότητας. Κοινό σημείο είναι η αγωνιστική στάση των ποιητών απέναντι στη θεότητα. Στο περιεχόμενο, οι διαφορές συναρτώνται με τη δογματική πίστη: η ανεστραμμένη τραγωδία (δηλαδή, «κωμωδία») του Καθολικισμού, και το έπος του Προτεσταντισμού. Και, ναι, ο Δάντης είναι μεγαλύτερος ποιητής από τον Μίλτον.