ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ

Ο Αλέξης Καλοκαιρινός γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1964. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και γλωσσολογία στο Παρίσι. Είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπου διδάσκει από το 1994·Έχει δημοσιεύσει ποίηση στη Λέξη (1985), στο Παλίμψηστο (1991, 1994). στη Νέα Εστία (2008), στον Χάρτη (2019-2021), και αυτοτελώς
Τέσσερα Ποιήματα της Πατρίδας μου (Μικρός Ναυτίλος, 1997), και έχει γράψει ένα βιβλίο για τη θεωρία της λογοτεχνίας και την ιστορία της (Γλωσσολογία και Ποιητική, β’ έκδοση: Νήσος, 2010). Από το 1993 έως και σήμερα, ασχολείται εθελοντικά με το Ίδρυμα Α. &. Μ. Καλοκαιρινού και με το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.

.

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΧΑΡΤΗΣ

https://www.hartismag.gr/alexhs-kalokairinos

ΧΑΡΤΗΣ 33 {ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021}
Ποιήματα για τους άλλους

I

Δεν είναι απλό πράγμα να κόψεις τους αιματηρούς δεσμούς με τους ανθρώπους χωρίς να χυθεί το κοινό αίμα
Δεν είναι απλό να βγεις από τον αναπνευστήρα με τον οποίο γεννήθηκες
Δεν είναι απλό να κόψεις τα νεύρα που ξεκινούν από σένα και καταλήγουν στους άλλους
ξεκινούν απ´ τους άλλους και καταλήγουν σε σένα

Το πιθανότερο είναι ότι τα ακρωτηριασμένα αγγεία και τα κομμένα νεύρα των άλλων θα επουλωθούν
διότι ενός η απώλεια αντισταθμίζεται
η φύση μάς προστατεύει με τον πλεονασμό
και όποιος χάνεται πλεονάζει
αφού χαθεί

όλα
απ’ τα σαγόνια ως την απόληξη του εντέρου
απ’ τη λευκή ουσία ως τον αισθητήρα
προστατεύονται με τον πλεονασμό του ενός εκάστοτε
άλλου

αλλά αυτός που θα κόψει τα αιμοφόρα αγγεία και τα καλώδια των νεύρων
—αν δε διασωθεί από αγνώστους—
θα χάσει της φύσης τη μηχανική υποστήριξη

Όλα αρχίζουν με τη μηχανική υποστήριξη της αναπνοής
κι όλα τελειώνουν εκεί
Η φύση είναι εντατική
όπως πρέπει να είναι
για να συντηρεί το ανθρώπινο πλέγμα
να επουλώνει το πλέγμα των άλλων

II

Απ’ τον καθρέφτη έχει περάσει μια σκιά
έχει αφήσει ένα ίχνος σαν σκιά
Κι άλλη
Στο σημείο δεν ανακλάται φως
Ό,τι καταλαμβάνεται από ένα ίχνος παύει
να συμμετέχει στο σχηματισμό
εικόνων
Κι άλλη

Στην επιφάνεια μένουν σχισμές απ´ τα περάσματα
που κάνουν σαν θαλασσινά πουλιά με τα ξυράφια τους
στις άκρες των φτερών τους
Ανάμεσά τους
όπως ανάμεσα σε ράβδους υπολείμματα εικόνων
που τελευταία χαρακώνουν οι σκιές
με τα ξυράφια τους
όπως πετούν και χαμηλώνουν
και μόλις αγγίζοντας
μέσα τους εναποθέτουν κάτι σαν σκιά
αλλά είναι ζωή

Η ζωή παίρνει πίσω τη όραση
και τις υπόλοιπες αισθήσεις
όταν συντελείται στο πλήθος το αληθινό
Σκιάζει τον καθρέφτη από τα μάτια μας
Πάλι με τη στοργή που μας χορήγησε εικόνα
και μορφή
η ζωή

παίρνει πίσω τη ζωή με μια απλή χειρονομία
τραβώντας την πλαστική κουρτίνα
και χορηγώντας μορφίνη

Αυτό που συμβαίνει μάς είναι οικείο
—είμαστε εμείς—
αλλά στο πλήθος το αληθινό
είναι τρομερό
στο πλήθος των άλλων

το αληθινό
και το αβίωτο βάθος τους
που θα έβγαζε τα σωθικά μας

Η ζωή έχει στοργή για μας
κρατώντας μας σε απόσταση
με τις σκιές
θαμπώνει τον καθρέφτη
με μικρά χαράγματα όλο και πιο πυκνά
αντί να χύσει τα μάτια μας
πλησιάζοντάς μας στην πυρακτωμένη του επιφάνεια

III

Ήθελα να γράφω γι’ ανθρώπους
που όμως δε γνώρισα
ήταν στα σπίτια τους
—κι εγώ είμαι τώρα στο σπίτι—
και στη δουλειά τους
και στο δρόμο πολύ λίγο τους έβλεπα
(όσο επιτρέπεται στο βλέμμα
ευθύ και λοξό)

Περισσότερο ήθελα
για κείνους που περπατούν σε άλλους δρόμους
που αγνοώ
σε δρόμους χωμάτινους
και θα μπορούσα να γράψω γι’ αυτούς και για κείνους
όπως έγραψα για τους λίγους ανθρώπους
που δέθηκε η ζωή μας
(ή εξαρχής ήταν δεμένη η ζωή μου
είτε έμεινε είτε λύθηκε)

Είναι το μόνο που ξέρω
το λέει η πείρα μου
η εμπειρία των δικών μου
ότι θα μπορούσα να είμαι οικείος των ξένων
και δεν είναι ξένοι για μένα
άγνωστοι είναι

Θα μπορούσα να γράφω για τους ανθρώπους
που δε γνώρισα
αν η οικειότητα με τους άγνωστους
βρίσκονταν στο πεδίο της εμπειρίας

Λίγες ζωές διασταυρώνονται
με λίγες ζωές
στο πεδίο της εμπειρίας
Στην πραγματικότητα
εκατομμύρια ζωές διασταυρώνονται
με εκατομμύρια ζωές

Η εμπειρία είναι ένας ακρωτηριασμός
τόσο βραχύβιος
της πραγματικότητας
και τόσο αναγκαίος
για να συνεχίζει το ακέραιο σώμα της
να εκτείνεται (κατ’ ανάγκη στο άγνωστο)

IV

Δε σε βλέπω

Δε βλέπω τον ιδρώτα που κυλά στο μαύρο σου δέρμα
Δε βλέπω να σε βιάζουν σχεδόν κάθε βράδυ
Δε βλέπω τα παιδιά σου που προστατεύεις και χάνεις
Δε βλέπω το μολυσμένο νερό το φαΐ που μοιράζεται
Είσαι πολύ μακριά κι η γλώσσα σου πολύ μακρινή
και δε γράφεται

Είμαι πολύ μακριά κι η γλώσσα μου πολύ μακρινή
Η γλώσσα μου γράφεται
ακόμα και για σένα
που δε βλέπω και δε μπορεί να νοιάζομαι για σένα
όμως μπορώ να σε βιάζω τόσο ανώδυνα
πατώντας τα πλήκτρα αυτά

V

Μοιράζεις το συσσίτιο
και δεν ξέρεις σε ποιους θα μοιράσεις
Ξέρουν αυτοί
Το ίδιο σε όλους
Έρχονται και το παίρνουν
και πάλι πηγαίνουν στα σπίτια
Παίρνουν μερίδες για όλους στα σπίτια
μένουν πολλοί
περισσότεροι μένουν απ’ όσους είναι γραμμένοι στη λίστα
μοιράζονται με ορισμένους που δεν είναι γραμμένοι
Ορισμένοι δε δικαιούνται
Ορισμένοι είναι διπλογραμμένοι
παίρνουν από δύο σημεία
κι έχουν για μεσημέρι και βράδυ
μοιράζονται με ορισμένους που δεν είναι γραμμένοι
μεσημέρι και βράδυ
Ορισμένοι έχουν έρθει από Συρία
Πακιστανοί Μαροκινοί και Βούλγαροι λίγοι
Ορισμένοι έχουν έρθει από την ενδοχώρα
Ορισμένοι κατοικούν εδώ από πάντα
Πού είναι το εδώ;
Εδώ που μοιράζεις και γύρω
σε απόσταση να πας περπατώντας
και να μην έχει κρυώσει
ή τουλάχιστον ακόμα να τρώγεται
και να μοιραστεί ξανά ζεστό
ή τουλάχιστον ακόμα να τρώγεται

VI

Ζωντανούς και σκοτωμένους άφησα πίσω στην πατρίδα
Έχει νερό για να πλυθούμε λίγο
Έχει νερό για πότισμα
Θέλουνε τα φυτά πολύ νερό

Θέλουνε προσοχή οι φράουλες
πώς να τις κόψεις απαλά
από το μίσχο
Θέλουν μικρό σουγιά οι φράουλες

Έχουμε στρώματα και τσίγκους
το σάκκο σ’ ανοιχτό ντουλάπι
μια πρίζα για τους φορτιστές
συνέχεια ένας φορτίζει
άλλος μετά
κρατούν από το μεροκάματο το ρεύμα

Έχει ζέστη τη μέρα
και τη νύχτα κάτω απ’ τους τσίγκους
Αν σηκωθείς ανάμεσα στα κοιμισμένα σώματα τη νύχτα αν βγεις
έχει δροσιά
και την καλώ αν απαντήσει

Μετά τη συγκομιδή
έρχεται η επικίνδυνη εποχή
που ψάχνουν οι αστυνόμοι

Επαναπατρισμός
Ο μαύρος άγγελος τη νύχτα
εκεί που δρόσισε
με το κυρτό σπαθί του
θερίζει τις φράουλες
τις στάλες του χυμού σκορπίζει
απ’ το κορμί της

Αποκεφαλισμός
Έρχεται η πατρίδα στα χωράφια της Ελλάδας
Έρχονται οι ζωντανοί κι οι σκοτωμένοι
πάνω στην ώρα της επιβίβασης
στο λεωφορείο της ΕΛΑΣ

VII

Εφτά
ήμασταν
εφτά
μας ένωνε μίσος
— το αίμα
αγάπη μας χώριζε
— το αίμα

κι έτσι
ήμασταν
εφτά
και μέναμε
— ψωμί κι αλάτι

Ήρθε ένας ξένος
και μετρηθήκαμε
Ήμασταν
εφτά
Ήρθε ένας άλλος
και μετρηθήκαμε
εφτά

Ήρθε τρίτος
τέταρτος
πέμπτος
και μετρηθήκαμε
εφτά
Ήρθε
έκτος
και μετρηθήκαμε
εφτά

Δεν ήρθε άλλος
δεν ξαναφάνηκε
ξένος
στα λημέρια μας

ΧΑΡΤΗΣ 22 {ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2020}
Έξι ποιήματα

Όλα τ’ αστέρια σβήστηκαν
σ’ ένα κουβά νερό
ένα κουβά από τσίγκο
που τρύπησε
και χύθηκαν απ’ τις μικρές του
τρύπες σβησμένα
ιριδίζοντα ρινίσματα σιδήρου
που η γη
δεν μπορούσε να πιει
καρφώθηκαν και πια
δεν μπορείς να περπατήσεις
χωρίς να ματώσεις
κι όταν πετάξεις
στις πατούσες σου
τα στίγματα
ιριδίζουν
στον ουρανό

———— ≈ ————

Κανείς δεν είναι πεθαμένος στη βάρκα αυτή
που οργώνει το πηχτό ποτάμι
Οι νεκροί κρύβονται στα δέντρα
σε πυκνές φυλλωσιές ανάμεσα στα μελανά και στα
πολύχρωμα έντομα
κρέμονται δίπλα σε μικρούς πιθήκους υλοβάτες

Είχαν μια αγάπη
ο καθένας
Στη βάρκα κοιτάνε αν είναι

Παίρνονται τα κορίτσια στη σειρά
με το βαρκάρη στο κοίλο του σκάφους
στα σανίδια κάθονται οι άλλες
χτενίζουν τα μαλλιά τους
βάφουν τα νύχια τους
κόκκινα
κι η μια της άλλης τα χέρια δένει
στις σιδεριές
στο κοίλο του σκάφους
που σκίζει το πηχτό ποτάμι
Θα λυθούν στην πέρα όχθη

Δεν θέλουν άλλο τους νεκρούς
Θα λυθούν για τη ζωή και για τον έρωτα
εκεί
στην πέρα όχθη με τους ζωντανούς
θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους

Ο βαρκάρης
αυτός
δεν είναι ζωντανός
ούτε νεκρός

———— ≈ ————

Από μακριά οι μέρες φαίνονταν ακίνδυνες
μέρες ανύποπτες στο δρόμο του ερχομού
αποπλανήθηκαν;
ξεστράτισαν;
πήγα να τις γυρέψω ανήμερος
τις βρήκα μες στο αίμα
το αίμα ποιου;
που νόμιζα αναίμακτες
το αίμα ποιων;
βρήκα δικό μου αίμα
και δικό σου, αγάπη μου
αν πας να τις γυρέψεις

στο παρελθόν, αγάπη μου,
μείνε στο παρελθόν

Μείνε μακριά απ’ το λουτρό του αίματος
τις άγριες μέρες γυρισμένες ανάποδα
ριγμένες στο χαντάκι που πρέπει να κατέβω

Μείνε
αγάπη μου
στο σπίτι μας

———— ≈ ————

Βιαζόμαστε στο δρόμο για το θάνατο με τις βάρκες να περάσουμε τη θάλασσα. Αλλά μετά όταν φτάσουμε μας στοιβάζουν πίσω από τα σύρματα και καθόμαστε και δεν υπάρχει χρόνος μετά το θάνατο.

Και σηκωνόμαστε όταν ο χρόνος παλινδρομεί σε κύματα σαν με σπασμούς ξεσπώντας όπως συμβαίνει μετά το θάνατο. Και καθόμαστε χωρίς μέρα και νύχτα. Και μας λένε σήκω ήρθε χρόνος και πες ποιος είσαι και από πού έρχεσαι ένας-ένας και οι άλλοι κάθονται και δεν υπάρχει χρόνος μετά το θάνατο.

Έχουμε γυναίκες και παιδιά αφήσει πίσω ή μπροστά μας έχουν φύγει με βάρκες. Και δεν πηγαίνουμε ούτε γυρνάμε.

Σήκω ήρθε χρόνος και πες ποιος είσαι. Εναλλάξ είμαστε όλοι νεκροί εκτός αυτός που ρωτάνε. Και κάθεται αυτός και δεν υπάρχει χρόνος μετά το θάνατο.

———— ≈ ————

Το χειμώνι στο ρείθρο του υγρού πεζοδρομίου
ήταν σχεδόν νεκρό. Ανάμεσα στα χέρια μου
οι χτύποι της καρδιάς του αυξήθηκαν.
Του μεταδόθηκε θερμότητα,
αυξήθηκε ο τρόμος του.
Όταν η ζέστη–τρόμος το κατέλαβε απ’ άκρου εις άκρο
εκσφενδονίστηκε στον ουρανό.
Πετούσε
μ’ ομαλή καρδιά και δίχως φόβο.

Ανάμεσα στα χέρια σου
οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνονται.
Ζεσταίνομαι και με κατακλύζει ο τρόμος
γιατί το είδος σου μού είναι ξένο
και περιμένω ο τρόμος
(η ζέστη–τρόμος της οικειότητας)
να μ’ εκτινάξει στη φύση μου.

———— ≈ ————

Τρομαγμένα πετάξαν τα πουλιά
το παράπονο έμεινε στο δέντρο
σκοτείνιαζε νύχτα μοναχική.

Σκοτείνιαζε στη σιωπή, ώσπου
ήρθε ο άνεμος για συντροφιά
στο δέντρο. Θρόιζε όλη νύχτα.

Σταμάτησε με την αυγή.
Τότε γυρίσαν τα πουλιά.
Πού ήσαν όλη νύχτα;

Κανείς δεν ξέρει.
Στο πουθενά ταξίδεψαν.
Τη νύχτα δεν υπήρχαν.

Στο πουθενά και στο ποτέ.
Ήταν γλυκιά η μέρα.
Ο άνεμος κατέβηκε στον κάμπο.

Όλη την μέρα ο άνεμος
χωρίζει το χορτάρι
και το ενώνει πάλι.

Έρχετ’ η νύχτα.
Μ’ ανήκουστες φωνές θα σηκωθεί
και θα τρομάξει τα πουλιά.

Ο άνεμος αγάπησε το δέντρο.
Το δέντρο αγάπησε τον άνεμο.
‘Ολη τη νύχτα θρόιζε.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Στην εφημερίδα Καθημερινή

27.12.2021

500 λέξεις με τον Αλέξη Καλοκαιρινό

Ο Αλέξης Καλοκαιρινός γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1964. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι, και είναι καθηγητής Γενικής Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Εχει γράψει μεταξύ άλλων το βιβλίο «Γλωσσολογία και Ποιητική» (Νήσος, 2010). Το ποιητικό του έργο «Διπλό Παιχνίδι – Σπουδές στη Θεία Κωμωδία και τον Χαμένο Παράδεισο» κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2021 (εκδ. Πόλις).

Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;

Το φρεσκοτυπωμένο «From Signal to Symbol» των Planer & Sterelny, για τις ανάγκες μου στην εξελικτική γλωσσολογία. Αλλά δεν αποχωρίζομαι τη «Niemandsrose» του Τσέλαν. Την έχω να με φυλάει το βράδυ.

Ποιος ήρωας/ηρωίδα λογοτεχνίας θα θέλατε να είστε και γιατί;

Προτιμώ τον ηρωισμό της καθημερινής ζωής.

Διοργανώνετε ένα δείπνο. Ποιους ποιητές και συγγραφείς καλείτε, ζώντες και τεθνεώτες;

Τον Ελιοτ, τον Ρίλκε, τον Τσέλαν και, όταν θα έχουν μαζευτεί, την Εμιλυ Ντίκινσον. Τους ζωντανούς, μετά θάνατον, αφού μου έχετε διαθέσει την αιωνιότητα.

Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μάθατε πρόσφατα χάρη στην ανάγνωση ενός βιβλίου;

Ενα θεολογικό επιχείρημα για την ελεύθερη βούληση, που έψαχνα –και εντόπισα– στον Θωμά τον Ακινάτη για την ενασχόλησή μου με τον Δάντη και τον Μίλτον: Ο άνθρωπος είναι πλασμένος ελεύθερος, αλλά αν θελήσει την εγγύτητα με τη θεότητα είναι λογικά και υπερβατολογικά αδύνατο να θελήσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τον ίδιο το θεό. Συμπεραίνω ότι η άσκηση της ελεύθερης βούλησης προϋποθέτει απόσταση από τη θεότητα. Και ότι η ανθρωπινότητα μετά θάνατον διατηρείται μόνο στην Κόλαση.

Ποιο κλασικό βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα για πρώτη φορά;

Τον «Χαμένο Παράδεισο» του Μίλτον.

Το βιβλίο που έχετε διαβάσει τις περισσότερες φορές;

Τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη.

Πόσο δέος προκαλεί η αναμέτρηση με τη Θεία Κωμωδία και τον Χαμένο Παράδεισο;

Δεν προκαλεί, γιατί δεν πρόκειται για αναμέτρηση. Με τους ποιητές του Δυτικού Κανόνα παίζεις, χάνεις, και χαίρεσαι – αν έχεις τη στοιχειώδη ευφυΐα.

Αυτό το «διπλό παιχνίδι» με ποιο τρόπο υπερβαίνει το διακειμενικό στοιχείο και γίνεται περιεχόμενο στη δική σας ποίηση;

Ακριβώς έτσι: με την πλήρη αποδέσμευση από τη φόρμα των έργων αναφοράς. Με τις σύγχρονες μεταπλάσεις πολύ επίμονων ερωτημάτων σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση, όπως το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης και το συναφές πρόβλημα της βίας. Και με χιούμορ, κατά περίσταση.

Θεία Κωμωδία – Χαμένος Παράδεισος: κοινά σημεία, διαφορές, τυχόν «συγκρίσεις» άραγε;

Ένα έργο στο τέλος του Μεσαίωνα κι ένα στην αυγή της Νεωτερικότητας. Κοινό σημείο είναι η αγωνιστική στάση των ποιητών απέναντι στη θεότητα. Στο περιεχόμενο, οι διαφορές συναρτώνται με τη δογματική πίστη: η ανεστραμμένη τραγωδία (δηλαδή, «κωμωδία») του Καθολικισμού, και το έπος του Προτεσταντισμού. Και, ναι, ο Δάντης είναι μεγαλύτερος ποιητής από τον Μίλτον.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.