ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣ

Από το 1988 ο Νίκος Παπάνας έχει δημοσιεύσει ποιήματα, μεταφράσεις ποιημάτων και δοκίμια για την ποίηση σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Το 2004 έλαβε τιμητική διάκριση από τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

2019 Πρώτη δημοτικού και άλλα (εκδόσεις Ιωλκός)
2021 Σε ανακηρύσσω νικήτρια (εκδόσεις Ιωλκός)
2023 Σας αρέσουν τα σονέτα; (εκδόσεις Ιωλκός)

.

.

ΣΑΣ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ; (2023)

Με έργα της Ρένας Ανούση-Ηλία

ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Παράξενο λουλούδι, ο έρωτας:
Κι όλα τα χρώματα έχει και κανένα.
Τα πέταλά του ανθίζουν στο σκοτάδι,
οι ρίζες του ποτίζονται με δάκρυα.

Παντού ανθίζει, ακόμη και στην άσφαλτο.
Ξεχωριστό είδος, θα μπορούσε να ονομάζεται
κρινοκυκλάμινο το απουσιοτρόπιο.
Φημίζεται και για τα δηλητηριώδη αγκάθια του.

Βέβαια, δε σπουδάζω ανθοκομία —
έχω μόνο γνώσεις βασικές.
Μαζί σου, όμως, κάτι αρχίζω να μαθαίνω:

Άδοξο θερμοκήπιο του μετέωρου γέλιου σου,
υγρός μίσχος που ανθίζει επίμονα,
γαλάζια χείλη αυτόφωτα σε κούφια νύχτα.

ΕΡΩΤΑΣ

Πιστός, ζηλότυπος και μονογαμικός,
αιώνια προσωρινός,
ανόητα έξυπνος,
παράφορα ψυχρός·

σαν κύκλος που εννοεί
την ίδια του την κυκλικότητα —
επίλυση της εξίσωσης
φωτιά ίσον νερό.

Ειρωνική ειλικρίνεια,
επώδυνη διαφάνεια,
γλώσσα πέρ’ απ’ τις γλώσσες.

Αδύνατο να τον ορίσει ορισμός —
πιστός, ζηλότυπος και μονογαμικός,
αιώνια προσωρινός.

ΤΑΤΟΥΑΖ ΨΥΧΗΣ

Εφιάλτης, με ξύπνησε εφιάλτης:
Δεν μπορούσα, λέει, να θυμηθώ
την παρένθετη λάμψη, τους ημιτελείς κραδασμούς
εκείνης της συνάντησής μας.

Δεν μπορούσα — το λυκόφως των μαλλιών σου,
τη διωκόμενη θρησκεία της φωνής σου,
νοερά βιολιά, ματιές μολότοφ,
επώδυνη διαστολή του σώματος.

Ξυπνώντας, όμως, γνωρίζω καλύτερα.
Η θύμησή σου δε χάνεται: είν’ η κουβέρτα μου,
τυλίγομαι σφιχτά και με ζεσταίνει.

Δε χάνεται η μορφή σου: περιουσία μου, φυλαχτό μου.
Την αγγίζω, την κοιτώ, χαραγμένη περίτεχνα
στην ψυχή μου ανεξίτηλο τατουάζ.

ΣΑΣ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ;

Σας αρέσουν τα σονέτα;
Σας αρέσουν τ’ αγάλματα;

Τερπνό μειδίαμα θανάτου και ζωής,
στιλπνότερο κι από την πιο λαμπρή μέρα του θέρους,
πιο αθάνατο κι απ’ τα ολόχρυσα μνημεία.
Απρόσιτο άστρο τα καράβια μας καθοδηγεί,
πνευμάτων γάμος που αψηφά τη θύελλα.

Πριγκιπικά ταξίδια πέρ’ απ’ τον Αχέροντα,
δυο εραστές δίδυμες φλόγες που έσβησαν μαζί.
Όμως, για χάρη τους την Ομορφιά αγαπούμε,
παρθένα ζωηρήν αυγή μ’ ολόλευκα φτερά,
ναυάγιο με τα μέλη κάποιας Σειρήνας.

Σας αρέσουν τα σονέτα;
Σας αρέσουν τα σύννεφα;

.

ΣΕ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΝΙΚΗΤΡΙΑ (2021)

ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΜΟΥ
ΑΝΕΞΗΜΕΡΩΤΟ ΦΙΛΙ

Ανεξημέρωτο φιλί, σπαθάτο βλέμμα,
ευγενικός κεραυνός.

Πάλι κερδίζεις και με κερδίζεις.
Πάλι χάνω και τα χάνω.

Χλωρό λιβάδι σ’ άλλο ημισφαίριο,
υπερηχητικός καλπασμός.

Ανεξερεύνητο φιλί, πεσμένη γέφυρα,
βροχή απαγορευμένα ροδοπέταλα.

Πώς μαγνητίζεις τα πόδια μου;

Ακούραστα σ’ αναζητούν,
θαρρείς κι επιμένουν να χαίρονται
που οι πέτρες τα ματώνουν
σ’ αδιέξοδα μονοπάτια.

ΣΕ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΝΙΚΗΤΡΙΑ

Όταν ακούω τη φωνή σου,
στην αρχή αντιστέκομαι.
Είμαι το νέο θαύμα
της αυτοκυριαρχίας.

Μπορώ και σου απαντώ
εύγλωττες φράσεις μουσικές:
Ο διάλογός μας βήματα για δύο
σε αστραφτερό παρκέ.

Έλα, όμως, που δεν κρατάει πολύ
η αυτοσυγκράτηση.

Τα βήματα γλιστρούν,
τα λόγια χάνονται,
θριαμβεύει ο κόμπος του λαιμού –
αμήχανη ζάλη.

Σε ανακηρύσσω νικήτρια –
κι απόψε και πάντα.

AΥΤΟΤΙΜΩΡΙΑ

Με στραβό σαρκαστικό χαμόγελο,
ιπτάμενη σκελετωμένη γριά,
με ματωμένα ρούχα,
η αγωνία·
μ’ αγγίζει με τα παγερά της δάχτυλα,
ρίχνει στο πρόσωπό μου αλεύρι
και μ’ ένα βρόμικο μαχαίρι σφάζει
τον πόθο μου στη βρεφική του κούνια.
Ύστερα, ευτυχώς την παίρνει
ο άνεμος και χάνεται.

Πλένω το πρόσωπο, πηγαίνω στον καθρέφτη.
Όμως, το είδωλό μου με τρομάζει –
εγώ είμ’ η αγωνία.

ΙΛΙΓΓΟΣ

Τι ευγενικό εκ μέρους σου.
Απότομα, βέβαια, αλλά τουλάχιστον
έγκαιρα μ’ άφησες να πέσω,
προτού ανέβω ακόμα πιο ψηλά,
παράτολμος κι αδέξιος μουσικός
σε νότες φευγαλέων αστεριών.

Πάλι καλά – χτύπησα λίγο μόνο.
Σηκώθηκα γρήγορα κι αναγνωρίζω
ότι έτσι γίνεται συνήθως. Τελεία και παύλα.

Γιατί όμως, τόσους μήνες μετά,
να υποφέρω ακόμα από ιλίγγους;

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ

[1]

Φωτεινό χέρι
από βαθύ πηγάδι
μ ελευθερώνει.

[2]

Όνειρο τάχα;
Τα μάτια μου θαμπώνεις
φωτεινό γέλιο.

[5]

Πάντα για όλους
(εσύ θα με διαβάσεις;)
κλειστό βιβλίο.

[6]

Καλά το ξέρω:
Η αγάπη σου ψέμα
κι όμως, τη θέλω.

[13]

Χλωμό νυχτέρι,
άγνωστα τα χείλη σου,
σιωπηλή βροχή.

[14]

Όλ’ ερωτήσεις:
Άγχους λευκή σελίδα,
μελάνι πόθου.

[17]

Αρχή και τέλος·
καίω πεσμένα φύλλα
και τα χαρτιά μου.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΓΑΛΑΖΙΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Επάγγελμά μου το γαλάζιο αδιέξοδο,
η καλλιέργεια των ιριδισμών σου.

Θρησκεία και ζήλος της μορφής σου,
στιλπνής αυγής περισπωμένη.

Υπαινιγμός ολάνθιστης βροχής,
φιλί αλεξίπτωτο.

Έτσι, λοιπόν, χορογραφία ζωής,
της απουσίας σου αργυρό κυκλάμινο.

Αέναη πεισματική εκδρομή
στο νηπιαγωγείο των λέξεων.

.

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2019)

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΕΝ’ ΑΣΤΕΡΙ ΠΕΣΜΕΝΟ

Έν’ αστέρι πεσμένο,
μια πληγωμένη σιωπή,
ένα ερείπιο.

Κι αχ πώς ν’ ανυψωθώ
ξάστερος, διάφανος
μέσα στο βλέμμα σου.

Να πλέξω ένα στεφάνι φως.

Να σ’ αγαπήσω.

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

Όταν μεγαλώσω, θα γίνω αστροναύτης
να σε κοιτώ από ψηλά.

Όταν μεγαλώσω, θα γίνω λαχειοπώλης
να βρω με ποιο λαχείο θα σε κερδίσω.

Όταν μεγαλώσω, θα γίνω ένα μικρό σκυλάκι
μέρα νύχτα να σ’ ακολουθώ.

Όταν μεγαλώσω, φοβάμαι ότι θα σε προδώσω
κι όταν το μετανιώσω, θα ’ναι αργά.

ΟΔΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ ΠΟΡΦΥΡΑ

Το ξέρω, δεν πιστεύεις πια στους δρόμους των ποιητών.
Ούτε κι άλλος κανείς πιστεύει.
Όμως, αυτός ο δρόμος υπάρχει στ’ αλήθεια
και θέλω, τουλάχιστο, να το θυμάσαι
πως τον διαβήκαμε μαζί
(δυο τρεις φορές όλο κι όλο, βέβαια,
πάνε χρόνια τώρα)
όταν το χέρι μου πάσχιζε ν’ απαγάγει το χέρι σου,
όταν τα όνειρά μου είχαν την αφελή φιλοδοξία να γίνουν, λέει,
μαργαρίτες στο άσπρο σου πουκάμισο.

Κι ήσουν για μένα μεγαλύτερη ανακάλυψη
απ’ ό,τι η Αμερική για τον Κολόμβο.

Αν ήσουν τώρα εδώ, θα με διέκοπτες,
Θα μου υπενθύμιζες πως δεν μπορούσαμε,
κατά τη γνώμη σου, να συνυπάρξουμε
και πως δεν ωφελεί
να εξωραΐζω αδιάκοπα το παρελθόν.
Δίκιο θα είχες και τώρα, όπως και τότε είχες δίκιο.
Αλλά το δίκιο αυτό δε με παρηγορεί.
Και μου μένει μοναχά να συνεισφέρω
τέτοιους στίχους αμφίβολης αξίας,
για να ευφρανθούν οι σπουδαστές της ανεξάντλητης
περί των δρόμων της Θεσσαλονίκης βιβλιογραφίας.

ΤΑΠΕΙΝΗ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Στα σχολικά σου τετράδια
θέλω να κρυφτώ
τώρα που μεγάλωσες και πας στο λύκειο·
κι όταν σφυρίζουν στη γωνία τ’ αγόρια, εσύ γελάς,
κι όταν σκοντάφτει ο ήλιος στα λυμένα σου κορδόνια, ξεκαρδίζεσαι.
Τι ανάλαφρη που είσαι αλήθεια!
Μαύρο στενό φουστάνι, ευωδιαστοί μηροί,
τα δάχτυλα, κορυδαλλοί στη συναυλία της άνοιξης
– έτσι θα γράψουνε για σένα οι ποιητές.
Όμως, εμένα που σε ξέρω καλύτερα,
μου αρκεί να ’μαι πάντα μαζί σου
– στις καφετέριες, στα μαθήματα, στα γυμναστήρια.
Μου αρκεί να κλέβω το σταρένιο σου φιλί,
να γεύομαι το δέρμα του ίσκιου σου,
να γράφω κρυφά σε κάθε τοίχο τ’ όνομά σου.
Κι όταν πλαγιάζεις,
να δραπετεύω για μιαν ώρα από τη φυλακή μου,
ευλαβικά να σ’ αγκαλιάζω
και να σε παρασέρνω στο ρυθμό κάποιου χορού
που άλλος κανείς ποτέ δε θα γνωρίσει.

ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

Πάντα θα τις γυρεύουμε
ακόμα κι άθελά μας.
Πάντα εκεί θα βρίσκουμε
τα ομορφότερα κοχύλια.

ΕΣΧΑΤΗ ΠΛΑΝΗ Ή ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 2001

Σίγουρα είχα κάνει λάθος.
Δεν ήταν κούφιος ο ουρανός,
κούφιο ήταν το κεφάλι μου,
που τόσο είχα πιστέψει στον… -πώς τον λένε-
α, ναι, στον έρωτα.

ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ

Ποιος θα επινοήσει,
γιατί δεν ωφελεί, όσο κι αν προσπαθώ,
να μη σε συλλογίζομαι.

Ποιος θα επινοήσει,
νύχια μπηγμένα στις παλάμες
κι όμως, τα δάχτυλα νιώθουν ότι σε αγγίζουν.

Ποιος θα επινοήσει,
γιατί όλο οικοδομείς με την ανάσα μου
πύργους, λιμάνια, γέφυρες.

Ποιος θα επινοήσει
του έρωτα τη μεθαδόνη;

ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ

Το σπίτι μας είναι το χρώμα της αυγής,
το ερωτευμένο μήλο στον ορίζοντα.

Πέρ’ απ’ την πρώτη ανάμνηση των αηδονιών,
ψηλότερα απ’ τα σιωπηλά βιολιά της νηνεμίας.

Ανάμεσα στον έκτο και στον όγδοο ουρανό,
ανάμεσα στο τρίτο και στο πέμπτο σύννεφο.

Γιατί μόνο εκεί μπορεί να κατοικήσει
τ’ όνομά σου.

Μόνο εκεί μπορεί ν’ ανθίσει
των φιλιών μας το παραλήρημα.

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΧΑΛΙ

Της λογικής η παράνοια
πάντοτε μ’ έχει βασανίσει.

Φαίνεται πως μου λείπει ένας ανάποδος συλλογισμός,
στραβή πολύχρονη εικόνα.

Νομίζω ορμητικός
σαν το ποτάμι που κυλάει στη θάλασσα·

ή σαν το ιπτάμενο
χαλί του έρωτα.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΑΣ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ;
ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΓΕΝΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 28/10/2023

Η τρίτη ποιητική συλλογή του Νίκου Παπάνα Σας αρέσουν τα σονέτα; (Εκδόσεις Ιωλκός, 2023) μας φέρνει και πάλι τον έρωτα να δηλώσει τη δύναμή του, τις αντοχές του, να δείξει τη διάρκειά του και να λάβει νέες διαστάσεις.

Τη συλλογή αποτελούν 14 σονέτα επιμελώς πιστά στους κανόνες του είδους. Ο δημιουργός φαίνεται να γνωρίζει καλά το σονέτο. Άλλωστε στις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ που ακολουθούν γίνεται αναφορά σε μεγάλους τεχνίτες όπως Shakespeare, Baudelaire, Mallarme και άλλους. Δίπλα σε κάθε σονέτο βρίσκουμε ένα σχέδιο, έργο της Ρένας Ανούση-Ηλία.

Ο ποιητής προσάπτει στον έρωτα χαρακτηρισμούς άλλους θετικούς άλλους αρνητικούς. Στο ποίημα ΕΡΩΤΑΣ, σα να προσπαθεί να τον δαμάσει, τον αποκαλεί ψυχρό και προσωρινό, δίπλα στις ιδιότητες πιστός και μονογαμικός, βάζοντας μαζί τα επιρρήματα αιώνια και παράφορα. Καταφέρνει να τον καθυποτάξει σε τεράστιχες και τρίστιχες στροφές, τακτοποιώντας τον σ’ ένα κουπλέ με το ωξύμωρο σχήμα: αδύνατο να τον ορίσει ορισμός!

Αφήνοντας πίσω μας το προηγούμενο βιβλίο του Νίκου Παπάνα (Σε ανακηρύσσω νικήτρια, Εκδόσεις Ιωλκός, 2021), όπου ο ημιτελής έρωτας αποβαίνει νικηφόρος και στιγμιαία καταβάλλει το υποκείμενο, ακολουθούμε τη διαδρομή εξιδανίκευσής του.

Οι λέξεις είναι ποιητικές, όπως σμίλη, αβρό, χερουβική, ο λυρισμός παρουσιάζεται ανάλαφρος, βογκητό λύπης να φύγει με την ομολογία του ίδιου του ποιητή: την ομορφιά πολύ έχω αγαπήσει. Τίτλοι ποιημάτων όπως ΧΙΟΝΙΑ ΑΛΛΟΤΙΝΑ, ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ, ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ παραπέμπουν στο αδύνατο και το εξωλογικό, που χαρακτηρίζει τον έρωτα. È l’ amore unο strano angelo τραγουδάει η Κάρμεν!

O ποιητής, σίγουρος ότι μπορεί πλέον να ελέγχει τον ατίθασο άγγελο, θεωρεί τις αγάπες του αλλοτινές, παλιές και άρα καθαγιασμένες, τις βλέπει γέρικες ώσπου να τις κλείσει σε παρένθεση και να τις μνημονεύσει ως παρελθόν. Στο ποίημα ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ εγγυάται πως δεν ερωτεύεται πλέον, ενώ στον τελευταίο στίχο κάνει παράτολμες σκέψεις για ένα πυρακτωμένο ειδύλλιο.

Όμως στο ΤΑΤΟΥΑΖ ΨΥΧΗΣ η γλώσσα γίνεται διαφορετική: απουσιάζει η γνωστή ειρωνεία του Νίκου Παπάνα. Χρησιμοποιούνται λέξεις σύγχρονες και καθημερινές, όπως μολότοφ, τατουάζ και κουβέρτα. Το Εγώ μιλάει για την ψυχή του μέσα σ’ έναν εφιάλτη. Η ατμόσφαιρα του ποιήματος μοιάζει με εκείνη που υπάρχει στην προηγούμενη συλλογή Σε ανακηρύσσω νικήτρια. Η μορφή Εκείνης αποτυπώνεται στικτή σε ανεξίτηλο τατουάζ. Το ποίημα αυτό κοσμεί, θα μπορούσαμε να πούμε, τη συλλογή όχι μόνο λόγω της έντασης αλλά και της τεχνικής αρτιότητας του σονέτου σε μια σύζευξη του μοντέρνου με το παραδοσιακό.

Μπροστά στο ειλικρινές και αγνό συναίσθημα βλέπει την καλλιτεχνική έκφραση λίγη και ανήμπορη: οι στίχοι μου όμως πάντοτε λίγοι και ταπεινοί. Από ποίημα σε ποίημα παλινδρομεί μέχρι και την ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ. Δεν θέλει να υποκύπτει στην ομορφιά της. Από την άλλη γίνεται αναφορά σε αγάλματα, σε σκυθρωπές άψυχες μορφές, ίσως κλασσικά και αρμονικά, χωρίς ζωή.

Στο τελευταίο ποίημα ΣΑΣ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ; καταλαβαίνουμε πως ο έρωτας αποτελεί πια αίσθηση του ωραίου, πηγή έμπνευσης και κινητήρια δύναμη, την Ομορφιά της ζωής, που δίνει στον άνθρωπο φτερά να πετάξει μέχρι τα σύννεφα, να ονειρευτεί και να ξεφύγει από τη σμιλεμένη, καλοφτιαγμένη υλιστική πραγματικότητα. Και όλα αυτά τα πετυχαίνει ο ποιητής Νίκος Παπάνας με τα υπάκουα σε στιλιστικές αρχές σονέτα του.

Μέσα στους εκλεπτυσμένους στίχους τους η γυναικεία μορφή είναι το Κάλλος, η Οδηγήτρια, ο Άγγελος, η Μούσα και η Θεά του ποιητή, όπως διαβάζουμε στο mottο της συλλογής. “Je suis belle, et j’ordonne…/Je suis l’ Ange gardien, la Muse et la Madone!” Η εξιδανίκευσή της είναι φανερή και η ερώτηση του τίτλου ρητορική. Μάλιστα κλιμακώνεται με την αναδίπλωση: Σας αρέσουν τα σύννεφα; Έτσι μας καλεί να συμφωνήσουμε ο ποιητής.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 16/12/2023

Η Θεολογία της φυσιολατρικής αισθησιοκρατίας

Από την πρώτη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου την νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Παπάνα με τον τίτλο Σας αρέσουν τα σονέτα; (Εκδόσεις Ιωλκός, 2023), είχα την αίσθηση, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, ότι δεν κρατούσα ένα συνηθισμένο βιβλίο, αλλά μάλλον μια πολύτιμη ─ ιδιαίτερου χαρακτήρα ─ κοσμηματοθήκη, που επιζητούσε με ανυπομονησία να μου αποκαλύψει τους μυστικούς της θησαυρούς. Κι όταν, πράγματι, άνοιξα την μαγική μουσική κασετίνα της, την περίτεχνα διακοσμημένη, διέκρινα στην εσωτερική της βελούδινη υφή να αναπαύονται 14 μικρά, ισομετρικά αδαμάντινα πετράδια μοναδικής ομορφιάς, που η λάμψη τους στραφτάλιζε στα μάτια μου το βαθύ κόκκινο της φωτιάς, που τα αποκρυστάλλωσε στους αιθέρες της αιωνιότητας, και φώτιζε στις διαθλάσεις της τα εγχάρακτα έργα της Ρένας Ανούση-Ηλία, που σαν παραστάσεις αγγελικές σε ξυλόγλυπτο τέμπλο βυζαντινού ναού φιλοτεχνούν με ιερή σεπτότητα και ασκητική ευλάβεια το καθολικό της Ποιήσεως του Νίκου Παπάνα.

Κι ανάμεσα σε όλη αυτήν την ατμόσφαιρα των παραδόξων μυστηρίων το δοξαστικό Οκτάηχο των Στιχηρών του Έρωτα και της Αιώνιας Ομορφιάς του Charles Baudelaire να μελωδεί τους αθάνατους κανόνες της νήψεως των απανταχού «καταραμένων»: Parfois il parle et dit: «Je suis belle, et j’ ordonne/Que pour l’amour de moi vous n’ aimiez que le Beau;/Je suis l’ Ange gardien, la Muse et la Madone!»

Είναι, λοιπόν, η ίδια αυτή Θεότητα, η ίδια αυτή Μούσα που δίνει σάρκα και οστά στον εξ αποκαλύψεως ποιητικό λόγο του Νίκου Παπάνα, λόγος που ανυψώνεται στα ουράνια μεγέθη αποζητώντας την αισθητική καθαρότητα της αυτόφωτης ηλιογέννητης ποίησης. Στα μάτια της ομνύει ο ποιητής, στα μάτια της θωρεί το γυμνό και το ασώματο, στα μάτια της θωπεύει την ωραιότητα και την μέθη της τυραννίας του πόθου του. Της δίνει σχήμα και μορφή, πρόσωπο και σώμα, άρωμα γένους θηλυκό και μύρας πελαγίσιο. Την απαθανατίζει εντός της τέχνης του με την εξιδανίκευση του αμείωτου ερωτικού αισθήματος που συμφύρεται με το αδούλωτο φρόνημα της ηδονικής του λαχτάρας να εκπληρώσει το ανεκπλήρωτον. Και γίνεται τόπος, και γίνεται χώρος, για να στεριώσουν στο χώμα της οι ρίζες του παράξενου λουλουδιού, που ποτίζεται με το δάκρυ και την γλυκιά μελαγχολία της απλησίαστης ομορφιάς στην νύχτα της μυστικής ανθοφορίας του απέραντου γαλάζιου της αθανασίας.

ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Παράξενο λουλούδι ο έρωτας:
Κι όλα τα χρώματα έχει και κανένα.
Τα πέταλά του ανθίζουν στο σκοτάδι,
οι ρίζες του ποτίζονται με δάκρυα.

Παντού ανθίζει, ακόμη και στην άσφαλτο.
Ξεχωριστό είδος, θα μπορούσε να ονομάζεται
κρινοκυκλάμινο το απουσιοτρόπιο.
Φημίζεται και για τα δηλητηριώδη αγκάθια του.

Βέβαια, δε σπουδάζω ανθοκομία —
έχω μόνο γνώσεις βασικές.
Μαζί σου, όμως, κάτι αρχίζω να μαθαίνω:

Άδοξο θερμοκήπιο του μετέωρου γέλιου σου,
υγρός μίσχος που ανθίζει επίμονα,
γαλάζια χείλη αυτόφωτα σε κούφια νύχτα.

Στην τρίτη του ποιητική συλλογή ο δημιουργός επιλέγει να ακολουθήσει ειδολογικά τον ποιητικό τρόπο του σονέτου, διατηρώντας όμως ιδεολογικά και υπηρετώντας με συνέπεια την θεματική των προγενέστερων ποιητικών του συλλογών. Αναμφιβόλως, ο δημιουργός πρέπει να διαθέτει γνήσια ποιητική φλέβα, για να συνταιριάξει επιτυχώς τις λέξεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται όχι μόνον στην τελειότητα της μορφής, αποδίδοντας μελωδική, ρυθμική και χορευτική κίνηση στις επισυνάψεις τους, αλλά και στην ρέουσα εκπεφρασμένη συναισθηματική του επένδυση σ’ αυτές, εστιάζοντας στην επιδέξια αποτύπωση του ποιητικού πυρήνα της Ιδέας που συγκροτεί και συνέχει το ποίημα.

Κι είναι, πράγματι, αξιοθαύμαστη η προσπάθεια του ποιητή να εξισορροπήσει ανάμεσα στο σκοτεινό πάθος της εσωτερικής ορμής των ευγενικών του ρομαντικών καταβολών και στην φωτεινή εντέλεια της ορθολογικής δομής των μετρημένων συλλαβών της αυστηρότητας και της απαιτούμενης πειθαρχίας του σονέτου. Φαίνεται ότι το ποιητικό υποκείμενο αναβιβάζεται σε ένα ανώτερο στάδιο ποιητικής και γνωστικής αυτοσυνειδησίας, η οποία και προσφέρει μια μεγαλύτερη αυτονομία στον έλεγχο της εκφραστικής του δεινότητας, καθυποτάσσοντας κάθε εμπόδιο, αφού το ίδιο μετουσιώνεται σε μορφή και καθαρή ποίηση, συνυφαίνοντας το είναι με το φαίνεσθαι σε μια αδιάσπαστη ενότητα, η οποία αναγορεύει το αιώνιο κάλλος σε μέτρο όλων των πραγμάτων.

Έχω, λοιπόν, την πεποίθηση ότι η ποίηση του Ν. Παπάνα με την παρούσα συλλογή οδηγείται σε κορυφώσεις τόσο σε επίπεδο σύλληψης της ποιητικής Ιδέας όσο και σε επίπεδο αισθητικής της μεταγραφής στο πεντάγραμμο της μουσικής της αποδελτίωσης με το κλειδί του σονέτου. Και, μάλιστα, η ποιητική συνείδηση στην εξελικτική της κίνηση αφενός ανανεώνει, ενορχηστρώνοντας με μαεστρία δεξιοτέχνη, το ποιητικό είδος του σονέτου, τονώνοντας έτσι το αναγνωστικό ενδιαφέρον γι’ αυτό σήμερα, αφετέρου συνδιαλέγεται με τρόπο προσκυνηματικό με την παραδοσιακή του κλασική μορφή και τους μεγάλους μας ποιητές που την καλλιέργησαν, όπως ο Λ. Μαβίλης και ο Κ. Θεοτόκης, αποτίοντας φόρο τιμής στο ιστορικό παρελθόν και συνδέοντάς το με την σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, που είναι γέννημα θρέμμα μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που η γλώσσα της είναι η γλώσσα των γλυκών κελαηδισμών τ’ Απρίλη και της αιώνιας άνοιξης.

ΓΛΩΣΣΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη

Κι έπαψες να μιλάς ─ και σε κοιτούσα,
κι όλο και μ’ έσκαβε του πόθου η σμίλη.
Ήχος βιολιού και άρωμα στο δείλι,
στεκόσουν πλάι μου, μαυρομαλλούσα.

Πόσα και πόσα αδιάφορα ρωτούσα…
Γλώσσα μιας άλλης εποχής, του Απρίλη
κρινάκι αβρό ή τρυφερό ασφοδίλι
χρειαζόμουν, για να πω ότι σ’ αγαπούσα;

Το γέλιο σου άξαφνα, δροσοσταλίδες
για της ψυχής μου το μαρτύριο ─ κι είδες
τα όνειρά μας σφιχταγκαλιασμένα.

Αμήχανα τα σώματα, με ρίγη ─
μεγάλη προσμονή, λύτρωση λίγη,
μέχρι να γίνουν, επιτέλους, ένα!

Ο λόγος του δημιουργού, χαμηλόφωνος, αισθαντικός, υποβλητικά εξομολογητικός, απευθυνόμενος σχεδόν πάντα σε ένα Εσύ με το οποίο νοερά συνδιαλέγεται σε μια ατμοσφαιρικά σκηνοθετημένη θεατρική πράξη, μετεωρίζεται σαν εκκρεμές ανάμεσα στο δίπολο της ανέλπιδης επιθυμίας, του πόθου, της ακατανίκητης έλξης και της έλλειψης, της αδυναμίας, της τελικής ματαίωσης. Καθίσταται, λοιπόν, ευδιάκριτη η τραγικότητα του προσώπου που, ενώ η ονειρική και αιθέρια παρουσία ─ δια της απουσίας ─ της πληθωρικής ομορφιάς κατακλύζει την υπόστασή του σε μια άνευ προηγουμένου φυσιολατρική αισθησιοκρατία, η οποία ανάγεται σε Θεολογία ερωτική, βιωμένη οραματικά με εκδηλώσεις ομολογίας, πίστης και λατρείας θρησκευτικής, έρχεται αντιμέτωπο διλημματικά με μια ακανθώδη πραγματικότητα που τον απογοητεύει, καθώς διαπιστώνει την ρήξη ανάμεσα στην ανίατη ιδεαλιστική του υποκειμενικότητα και την νοσηρή ορθολογιστική αντικειμενικότητα, η οποία φαλκιδεύει την γνησιότητα και την ειλικρίνεια των ευγενικών του συναισθημάτων και των υψηλών του οραμάτων.

Αυτή η απογοήτευση, που ισοδυναμεί ουσιαστικά με παραδοχή της αδυναμίας του, σωματοποιείται σε πόνο (επώδυνη διαφάνεια, επώδυνα μετέωροι, επώδυνη διαστολή), μεταλογικοποιείται σε κραυγή αγωνίας (Χλωμή παρηγοριά μου, που σε χάνω, ουράνιο τόξο ασπρόμαυρο και μακρινό, λάσπη και βογκητό λύπης να φύγει) και μεταπίπτει, τέλος, σε θυμηδία και βαθύτατο αυτοσαρκασμό, ακόμα ακόμα και με την υπονόμευση της ίδιας της ποιητικής του τέχνης, με όλη την σπαρακτική διάθεση, την οποία υποθάλπει μαρτυρικά, βέβαια, η διακριτική εκφραστική δεινότητα του ποιητή μας.

ΚΑΛΟΤΥΧΟΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ

Στον Λορέντζο Μαβίλη

Καλότυχοι οι παλιοί που ανυμνούνε
ιδανικών ερώτων τους τα κάλλη.
Καμιά σ’ όλη την πλάση, καμιάν άλλη
σαν την αγαπημένη δε θα βρούνε.

Καλότυχοι οι παλιοί που ευελπιστούνε:
Χερουβική ομορφιά (ποιός αμφιβάλλει;)
και νιότη αιώνια θα λάμψει πάλι,
όταν οι στίχοι τους θ’ απαγγελθούνε.

Ποιαν, άραγε, μπορεί να θέλγουν τώρα
παλιομοδίτικα κι αθώα δώρα:
λέξεις πολύχρωμες, εικόνες, ήχοι;

Αδιάφορα όλα, ακόμα και για σένα.
Τα αισθήματά μου καταδικασμένα:
Δε σε κερδίζουν οι άχρηστοί μου στίχοι.

Σε έναν κόσμο ξένο, ακατανόητο, συνονθύλευμα της απάτης και της υποκρισίας, της μηχανιστικής και μεταπραττικής πλεονεξίας, της μοναξιάς και της κακίας, ο Ν. Παπάνας, νοσταλγός της αληθινής αγάπης και αμετανόητος εραστής του ωραίου και της εδεμικής αγαθότητος των συναισθημάτων, επιμένει στην ύπαρξη ενός άλλου κόσμου, ενός κόσμου στον οποίο η θέωση δεν είναι σκοπός, είναι προϋπόθεση, κυρίως, και ανάγκη υποστασιακή, είναι ποίηση, είναι τέχνη, είναι ομορφιά, είναι ταξίδι, είναι έρωτας, είναι απόλαυση πέρα από τα όρια της συρρικνωμένης σωματικότητάς μας, πέρα από τα μεγέθη της περιορισμένης λογικότητάς μας και μας καλεί να τον μοιραστούμε μαζί.

ΣΑΣ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ;

Σας αρέσουν τα σονέτα;
Σας αρέσουν τ’ αγάλματα;

Τερπνό μειδίαμα θανάτου και ζωής,
στιλπνότερο κι από την πιο λαμπρή μέρα του θέρους,
πιο αθάνατο κι απ’ τα ολόχρυσα μνημεία.
Απρόσιτο άστρο τα καράβια μας καθοδηγεί,
πνευμάτων γάμος που αψηφά τη θύελλα.

Πριγκιπικά ταξίδια πέρ’ απ’ τον Αχέροντα,
δυο εραστές δίδυμες φλόγες που έσβησαν μαζί.
Όμως, για χάρη τους την Ομορφιά αγαπούμε,
παρθένα ζωηρήν αυγή μ’ ολόλευκα φτερά,
ναυάγιο με τα μέλη κάποιας Σειρήνας.

Σας αρέσουν τα σονέτα;
Σας αρέσουν τα σύννεφα;

.

ΣΕ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΝΙΚΗΤΡΙΑ
ΝΟΠΗ ΤΑΧΜΑΤΖΙΔΟΥ

FRACTAL 11/1/2023

Για τη γυναίκα: Εκμυστηρεύσεις, λογισμοί και συναισθήματα

Τη μακρά παράδοση των θετικών επιστημόνων που διακονούν την ποίηση ως αποκούμπι ψυχής έρχεται να συνεχίσει ο Νίκος Παπάνας με τη συλλογή «Σε ανακηρύσσω νικήτρια», εκδόσεις Ιωλκός, Οκτώβριος 2021. Η συλλογή αποτελείται από τρεις ανισομεγέθεις ποιητικές ενότητες: η πρώτη, «Το ρολόι μου», περιλαμβάνει 14 ποιήματα και συγκεντρώνει το κύριο μέρος των ποιητικών στοχεύσεων, η δεύτερη, «Μια ιστορία σε θραύσματα», περιλαμβάνει 17 χαϊκού, που λειτουργούν στην ίδια κατεύθυνση, και η τρίτη ενότητα, ο «Επίλογος», αποτελείται από ένα μόνο ποίημα, που επιβεβαιώνει τις προηγούμενες ποιητικές τοποθετήσεις. Εκτός από τη δεύτερη ποιητική ενότητα, όπου ακολουθείται η απολύτως συγκεκριμένη τεχνοτροπία των χαϊκού ποιημάτων, τα υπόλοιπα ποιήματα είναι γραμμένα με τη μοντέρνα ποιητική τεχνοτροπία, χωρίς μέτρο και ρίμα, με ευδιάκριτες όμως τις ποιητικές στοχεύσεις όχι μόνο στο σύνολο του ποιήματος αλλά και στις επιμέρους ποιητικές ενότητες. Θα παρουσιάσω την ποιητική συλλογή με άξονα τη συζήτηση του ποιητικού υποκειμένου με τη γυναίκα, ως παρουσία αλλά και ως ιδέα, η οποία φαίνεται ότι αποτελεί τον πυρήνα του περιεχομένου των ποιημάτων, καθώς παρουσιάζεται και στις τρεις ποιητικές ενότητες και κινητοποιεί την ευαισθησία του ποιητή.

Ο διάλογος του ποιητή με τη γυναίκα χαρακτηρίζει την ποιητική συλλογή στο σύνολό της και αναδεικνύει την τοποθέτησή του απέναντι σ’ αυτήν: το ποιητικό υποκείμενο αποκαλύπτει μέσα από τους στίχους την ανάγκη της γυναικείας παρουσίας και τη δύναμη που αντλεί από αυτήν. Η γυναικεία μορφή δεν ονοματίζεται ούτε περιγράφεται με τρόπους συγκεκριμένους κι έτσι προσλαμβάνει μορφή συμβόλου: είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η δημιουργία, η δύναμη που κινητοποιεί τη ζωή και τις εκφάνσεις της. Είναι μια μορφή απολύτως κυρίαρχη και διαμορφώνει μεγάλο μέρος της καθημερινότητας του ποιητικού υποκειμένου σε πρακτικό, ψυχοσυναισθηματικό αλλά και σε πνευματικό επίπεδο.

Όταν ακούω τη φωνή σου,
στην αρχή αντιστέκομαι.
Είμαι το νέο θαύμα
της αυτοκυριαρχίας.

Μπορώ και σου απαντώ
εύγλωττες φράσεις μουσικές:
Ο διάλογός μας βήματα για δύο
σε αστραφτερό παρκέ.

(Από το «Σε ανακηρύσσω νικήτρια»)

Αυτός ο συμβολισμός που επιχειρείται περιλαμβάνει πολλά συναισθήματα, τα οποία κατατίθενται με τρόπο άμεσο και απολύτως κατανοητό από τον δέκτη, αλλά και προβληματισμούς, που προκύπτουν από τη διάψευση των ονείρων ή των προσδοκιών του ποιητή. Η πραγματικότητα παρουσιάζεται πολλές φορές λυπηρή και αποκαρδιωτική, αφού περιλαμβάνει τις προσωπικές ακυρώσεις και τα αποτελέσματά τους στην ψυχολογία του ποιητικού υποκειμένου δεν οδηγεί όμως σε κραυγαλέες ρίξεις ή σε ισοπεδωτικές τοποθετήσεις. Ο ποιητής τις αντιμετωπίζει με λόγο και συναίσθημα, εμβαθύνοντας σ’ αυτές, κατανοώντας τις συνθήκες της σύγχρονης ζωής και εμμένοντας στα αποτελέσματά τους στον ίδιο.

Έμαθα μαζί σου πώς είναι να περιφέρεται, φορώντας ένα φριχτό κουρελιασμένο σεντόνι, σ’ όλες τις κάμαρες της ψυχής μου, να μου τρίζει τα κίτρινα δόντια του, κι ασταμάτητα να με τρυπά με χιλιάδες καρφίτσες το ανομολόγητο δίλημμα.

Έμαθα μαζί σου να κρατώ ευλαβικά σ’ ένα σκαλιστό παλιό πειρατικό σεντούκι τα λάφυρα της προσμονής.

Έμαθα μαζί σου πως τα λόγια που δεν είπαμε δε χάνονται, πεισμώνουν, και μεταμορφώνονται στα πιο αγκαθωτά, μα και πιο κόκκινα, τριαντάφυλλα.

(Από το «Έμαθα μαζί σου»)

Στην κατεύθυνση αυτή λειτουργεί η συχνότατη εναλλαγή του πρώτου και του δευτέρου προσώπου, που αφ’ ενός αποτελεί το κύριο εκφραστικό μέσο της συλλογής αφ’ ετέρου αναδεικνύει την πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου να αποκαλύψει βαθύτερες σκέψεις και διαθέσεις που τον καθορίζουν. Το σύνολο των ποιημάτων αφιερώνεται σε ένα γυναικείο εσύ ισχυρό και κυρίαρχο, το οποίο διαμορφώνει μεγάλο μέρος της αυτοαναφορικότητας ως προς την έκφραση, όχι με τον υπαινικτικό ή κρυπτικό τρόπο που χαρακτηρίζει παλαιότερες ποιητικές δημιουργίες, τη λεγόμενη γενιά του ’70 παραδείγματος χάριν, αλλά με αμεσότητα και ζωντάνια, στοιχεία που συμβάλλουν στην κατανόηση της ποιητικής στόχευσης και επιτείνουν τη συγκίνηση, κυρίως επειδή η γλώσσα δεν υπονοεί αλλά εννοεί, δεν εντυπωσιάζει με ασυνήθιστους λογιοτατισμούς αλλά με την εύστοχη γνησιότητά της.

Ανεξημέρωτο φιλί, σπαθάτο βλέμμα,
ευγενικός κεραυνός.
Πάλι κερδίζεις και με κερδίζεις.
Πάλι χάνω και τα χάνω.
(Από το «Ανεξημέρωτο φιλί»)

Ο ιδιότυπος διάλογος μεταξύ του ποιητικού υποκειμένου και της γυναίκας χαρακτηρίζει και τα χαϊκού της δεύτερης ενότητας. Η συμπύκνωση των νοημάτων επιτυγχάνεται, παράλληλα όμως εντοπίζονται παραδοσιακά στολίδια της ποιητικής τέχνης, όπως οι αντιθέσεις ή οι επιλογές επιθέτων ,που αποκαλύπτουν θάρρος στη διατύπωση και ευνοούν ακόμη και τους συνειρμούς κυρίως επειδή δημιουργούν πρωτότυπες λεκτικές συνεκφορές, οι οποίες αφ’ ενός λειτουργούν απελευθερωτικά για την φαντασία αφ’ ετέρου καλούν συνειδητά τον αναγνώστη να συμπληρώσει με βάση τη δική του πλέον εμπειρία την ποιητική εικόνα.

Φωτεινό χέρι
από βαθύ πηγάδι
μ’ ελευθερώνει.

Τρυφερή μάχη:
Θέλω να με νικήσεις
ή να νικήσω;
Ο τόνος είναι γνήσια λυρικός, συγκινητικός, σε καμιά περίπτωση ειρωνικός ή σαρκαστικός: το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται ότι κατανοεί τη δυσκολία των σχέσεων σήμερα παράλληλα όμως αναγνωρίζει την αναγκαιότητά τους για την επίτευξη της εσωτερικής ισορροπίας του ανθρώπου γι’ αυτό και απευθύνεται νοερά στη γυναικεία μορφή, ακόμη και όταν είναι απούσα. Προκαλεί εντύπωση ότι η ανάγκη της γυναικείας παρουσίας, έστω ως ιδέας και νοερής συντρόφου του μυαλού, δίνεται με συνέχεια σε όλη τη συλλογή και δεν αμφισβητείται ούτε από την άποψη του περιεχομένου ούτε από την άποψη των εκφραστικών μέσων.

Τουλάχιστον, όμως, μπορώ να σε σκέφτομαι,
να ξανακούω τις συζητήσεις μας,
ν’ ακούω κι άλλες νέες που δεν έγιναν
(κι ούτε θα γίνουν),
να σου μιλώ μ’ ένα χαζό χαμόγελο,
ποδοπατώντας την απουσία,
να σου μιλώ, μα όχι πια με λυρική φωνή ─
γυμνή η ψυχή μου να τυλίγεται
σ’ αυτήν τη λευκή σελίδα που όλο γεμίζει
τρεμάμενα γράμματα
στο χρώμα της νύχτας.

(Από το «Capre noctem»)

Καμιά αντίθεση δεν έρχεται να ταράξει την πλήρη αποδοχή της γυναικείας αναγκαιότητας, που αναδύεται ως αίσθηση από την ανάγνωση των ποιημάτων, κανένα καυστικό σχόλιο δεν έρχεται να ενσπείρει σκέψεις ικανές να κλονίσουν την αγάπη με την οποία περιβάλλεται η γυναικεία μορφή ακόμη και όταν δηλώνονται ρητά οι δυσκολίες της συνύπαρξης, όχι μόνο ερωτικής, μαζί της. Το ποιητικό υποκείμενο προσωποποιεί τα συναισθήματα που βιώνει, καθιστώντας έτσι τον λόγο του εύληπτο και κατανοητό με τη χρήση απλού, κοινού λεξιλογίου και πάντως χωρίς μεγαλοστομίες. Η εικοποιία λειτουργεί στην ίδια κατεύθυνση προβάλλοντας το κυρίαρχο κοινό αίσθημα της σύγχρονης ζωής, που μονάζει και ασφυκτιά στη μοναξιά της, αφού χάνεται ή πάντως αλλοιώνεται το «κοινωνείν» και το μοίρασμα. Έτσι ενισχύεται από τη μια μεριά ο βιωματικός χαρακτήρας των ποιημάτων αλλά και τονίζεται η καθολικότητα των συναισθημάτων, τα οποία εγκολπώνει ο δημιουργός και τα εκφράζει με εύστοχη λακωνικότητα αυτοχαρακτηριζόμενος με την πλέον κοινή, αλλά ταυτόχρονα αιχμηρή, ιδιότητα του σύγχρονου ανθρώπου: την αγωνία.

Με στραβό σαρκαστικό χαμόγελο,
ιπτάμενη σκελετωμένη γριά,
με ματωμένα ρούχα,
η αγωνία. (…)
Ύστερα, ευτυχώς την παίρνει
ο άνεμος και χάνεται.

Πλένω το πρόσωπο, πηγαίνω στον καθρέφτη.
Όμως, το είδωλό μου με τρομάζει ─
εγώ είμ’ η αγωνία.

(Από την «Αυτοτιμωρία»)

Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργούν και οι εκμυστηρεύσεις, οι οποίες δίνονται με τόνους χαμηλούς, όπως πρέπει, και έχουν πολλούς αποδέκτες στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται μόνο η γυναίκα, ως μορφή, ιδέα ή σύμβολο, αλλά και οι αναγνώστες, οι οποίοι ─ παρ’ όλες τις διαφορές τους ─ καλούνται να τις συναισθανθούν και να προβληματιστούν πάνω σ’ αυτές. Ακόμη και ο εαυτός δεν εξαιρείται από τη διαδικασία της εξομολόγησης αφού το ποιητικό υποκείμενο εκμυστηρεύεται στον εαυτό του όχι μόνο πράγματα που βίωσε αλλά και όσα δεν θα βιώσει καταργώντας τα τυπικά όριά της, που παραδοσιακά αναφέρονται στο παρελθόν, και ανάγοντάς την σε άλλο επίπεδο, στο μέλλον, το οποίο όμως βιώνεται με δραματικότητα στο παρόν. Δημιουργείται έτσι μια δημιουργική α-χρονία, μια σύμπλευση των χρόνων της ποιητικής έκφρασης, η οποία ενισχύει την αίσθηση του παρόντος. Τα συναισθήματα δεν παρουσιάζονται ως μετέωρα αντικείμενα αλλά ως όροι ικανοί να λειτουργήσουν στο παρόν και να διαμορφώσουν συνθήκες δημιουργίας και στάσεις ζωής. Η απουσία της γυναίκας ως όντος ικανού να συντροφεύσει τις εκφάνσεις της ζωής λόγω των δυσκολιών που παρουσιάζει η σύγχρονη εποχή δημιουργεί μεν αίσθημα θλίψης και αγωνίας, αλλά δεν ακυρώνει την ενεργητικότητα με την οποία την εναγκαλίζεται το ποιητικό υποκείμενο στο παρόν, ακόμη κι όταν το ποίημα αναφέρεται σε παρελθόντα χρόνο. Έτσι τα συναισθήματα βρίσκουν τρόπο και εκφράζονται με γνησιότητα, αυθεντικότητα, με ευκρινή εσωτερικότητα και πάντως όχι κραυγαλέα ούτε υπερβολικά.

Τι ευγενικό εκ μέρους σου.
Απότομα, βέβαια, αλλά τουλάχιστον
έγκαιρα μ’ άφησες να πέσω,
προτού ανέβω ακόμα πιο ψηλά,
παράτολμος κι αδέξιος μουσικός
σε νότες φευγαλέων αστεριών.

Πάλι καλά ─ χτύπησα λίγο μόνο.
Σηκώθηκα γρήγορα κι αναγνωρίζω
ότι έτσι γίνεται συνήθως. Τελεία και παύλα.
Γιατί όμως, τόσους μήνες μετά,
να υποφέρω ακόμα από ιλίγγους;

(Από τον «Ίλιγγο»)

Η εστίαση στο παρόν απαλλάσσει την ποιητική εκφορά από τη νοσταλγική παρελθοντολογία, που πολλές φορές λειτουργεί εξιδανικευτικά, κυρίως όταν το περιεχόμενο της αφήγησης αφορά σχέσεις ανθρώπων και μάλιστα ερωτικές .Ο ποιητικός λόγος παρουσιάζεται ζωηρός και σφριγηλός, ικανός να συγκινήσει όχι με την αναφορά των τραυμάτων του παρελθόντος αλλά με την ικανότητά τους μέσω του αναστοχασμού στο παρόν να παράγουν έργο. Γίνονται δηλαδή κινητήριοι μοχλοί για τη σκέψη και τη δημιουργία στη βάση της έλλογης αντιμετώπισής τους από την οποία δεν εξαιρείται η κατάθεση συναισθημάτων. Η επιλογή του ενεστώτα χρόνου στη διατύπωση με τα χαρακτηριστικά που ενέχει, διάρκεια αλλά και δραματικότητα, τονίζει το προσωπικά αδιέξοδα που δημιουργούνται σήμερα αλλά και τους τρόπους που βιώνονται από τα κοινωνικά υποκείμενα. Ιδιαίτερα στα χαϊκού της δεύτερης ενότητας, τα λεγόμενα και «ακαριαία ποιήματα», η συνειδητή επιλογή του παρόντος συμβάλλει στην απόδοση της συναισθηματικής κατάστασης του ποιητικού υποκειμένου με τρόπο απολύτως συμπυκνωτικό και αναδεικνύει τη σημασία της στιγμής και των συναισθημάτων που βιώνονται στο παρόν ανεξάρτητα από τον χρόνο τέλεσης των πράξεων, που πολλές φορές υπονοούνται.

Τα ποιήματα κοσμούνται από εικόνες, κυρίως οπτικές, όπου η απουσία της αγαπημένης γυναίκας παίρνει τη μορφή υλικού αντικειμένου, ή ακουστικές, όπου το ποιητικό υποκείμενο επαναφέρει στο παρόν φωνές και ήχους χαρακτηριστικούς της μορφής αλλά και της καθημερινότητας τόσο του αντικειμένου του έρωτα όσο και του ιδίου.

Το ρολόι μου
το κουρντίζω κάθε μέρα.
φοβάμαι μη σταματήσει.

Οι δείκτες του μου θυμίζουν τα χέρια σου
Εννέα και τέταρτο
Θέση μπαλέτου (…)
Το βγάζω πάλι,
το κρατώ και το κοιτώ:
Είναι πρόσωπο, είναι πράγμα, είναι πρόσωπο.
(Από το «Το ρολόι μου»)

Ο λυρισμός αποφεύγει τους εύκολους και συνήθεις τρόπους αναγωγής στην φύση και εκφράζεται με λιτότητα: πρόκειται για έναν γνήσιο όσο και στιβαρό λυρισμό που επικεντρώνεται στο πνεύμα και στην ψυχή αποφεύγοντας τις επαναλήψεις στο περιεχόμενο και τις κοινοτοπίες στην έκφραση. Οι μεταφορές αλλά και τα γλωσσικά ευρήματα, πολύ ευφάνταστα στη σύλληψή τους, διαμορφώνουν έναν λόγο μεστό από την άποψη των νοημάτων και φρέσκο από την άποψη της ποιητικής διατύπωσης ενισχύοντας την ανταποκρισιμότητα των δεκτών στην κατεύθυνση κυρίως της συγκινητικής παρακίνησης χωρίς να ακυρώνεται η λογική κατανόηση, που χαρακτηρίζει συχνά την εκφορά της μεταμοντέρνας ποίησης.
Η συλλογή επιτυγχάνει πλήρως τους στόχους της, προσφέροντας στιγμές απόλαυσης στους λάτρεις της ποιήσεως αλλά και ευρύτερα στους φιλόμουσους. Σε μια εποχή που η γυναίκα κακοποιείται ποικιλοτρόπως ακούγεται μια φωνή ευαισθησίας και λογικής που την εξυμνεί χωρίς υπερβολές αλλά με κατάθεση έλλογου συναισθήματος και με αναγνώριση της σημασίας της στη διαμόρφωση του παρόντος ειδικά σήμερα που ο κοινωνικός αυτοματισμός φαίνεται ότι αναζητά θύματα ανάμεσα στους λιγότερο ισχυρούς ή στους περισσότερο τρωτούς. Παράλληλα οι επιλεγόμενοι τρόποι της εξύμνησης (στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο τίτλος «Σε ανακηρύσσω νικήτρια»), έτσι όπως δίνονται από έναν πολυπράγμονα άνθρωπο (γιατρό, καθηγητή, ποιητή, μέλος της εταιρείας λογοτεχνών Θεσσαλονίκης), είναι ικανοί να κινητοποιήσουν τον αναγνώστη στην κατεύθυνση του προβληματισμού για τα φαινόμενα της απαξίωσης και κακοποίησης της γυναίκας σήμερα αλλά και να δημιουργήσουν μέσω του αναστοχασμού του περιεχομένου των ποιημάτων όρους άρσης αυτής της λυπηρής κοινωνικής κατάστασης στο μέλλον, ιδιαίτερα εφ’ όσον δίνονται με καθαρότητα, ευθύτητα και χωρίς διάθεση στείρου διδακτισμού.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 22/10/2022

Ποίηση ανίκατε μάχαν

Αυτός ο παράξενος, ομολογουμένως, αλλά και πολύ πρωτότυπος, ευρηματικός τίτλος της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Νίκου Παπάνα Σε ανακηρύσσω νικήτρια (Εκδόσεις Ιωλκός, 2021) ελκύει από την πρώτη στιγμή την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Προσημαίνει ένα δυαδικό σχήμα υποκειμένου-αντικειμένου, το οποίο πρωταγωνιστεί στο πεδίο της ερωτικής μάχης με τρόπο πολύμορφο σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, χωρίς να αποκλείεται, βέβαια, η προσωπική, βαθιά υπαρξιακή αναμέτρηση του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου με την διφυή του υπόσταση, την φύσει ποιητική και την θέσει επιστημονική (Ο Νίκος Παπάνας είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης).
Μια πάλη εσωτερική συντελείται, ένας αγώνας διαρκής ανάμεσα στα επικαθορισμένα όρια των δυσαρμονικών λογοκρατικών βεβαιοτήτων και στα ακαθόριστα όρια των εύμουσων ποιητικών συναρμογών. Αλλά, κάθε φορά και σε κάθε περίπτωση, ο ποιητής, σαν έτοιμος από καιρό, ενδίδει μοιραία στην ακαταμάχητη γοητεία της ερωτικής έλξης και στην πανανθρώπινη ανάγκη της ποιητικής πλήρωσης, περπατώντας ακούραστος στα ανεξερεύνητα και ανεξημέρωτα υψίπεδα των ευγενών προσμονών του και των λυσιμελών πόθων του.

ΑΝΕΞΗΜΕΡΩΤΟ ΦΙΛΙ

Ανεξημέρωτο φιλί, σπαθάτο βλέμμα,
ευγενικός κεραυνός.

Πάλι κερδίζεις και με κερδίζεις.
Πάλι χάνω και τα χάνω.

Χλωρό λιβάδι σ’ άλλο ημισφαίριο,
υπερηχητικός καλπασμός.

Ανεξερεύνητο φιλί, πεσμένη γέφυρα,
βροχή απαγορευμένα ροδοπέταλα.

Πως μαγνητίζεις τα πόδια μου;

Ακούραστα σ’ αναζητούν,
θαρρείς κι επιμένουν να χαίρονται
που οι πέτρες τα ματώνουν
σ’ αδιέξοδα μονοπάτια.

Κι ενώ θα περίμενε κανείς το ποιητικό υποκείμενο στην μάχη αυτή να υπερέχει και να θριαμβεύει απέναντι στο αντικείμενο του πόθου του, ο ποιητής με λόγο τελεστικό και σε έγκλιση οριστική επιβεβαιώνει απαρέγκλιτα σε πρώτο πρόσωπο με κάθε μεγαλοπρέπεια την παραδοχή της ήττας του και της άνευ όρων παράδοσής του. Είναι, όμως, η μοναδική, ίσως, περίπτωση ήττας που ισοδυναμεί ουσιαστικά με νίκη: νίκη όλων εκείνων των εσωτερικών ζωτικών διεργασιών που οδηγούν στην έμπνευση, νίκη όλων εκείνων των αχαλίνωτων πρωτογενών δυνάμεων που εκχυμώνουν το πάθος, νίκη, τελικώς, εκπεφρασμένη στην ευγενέστερη μορφή της, την μορφή της ποιητικής αναζήτησης, της ποιητικής δημιουργίας, μια νίκη της ποίησης. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια ομολογία πίστεως στο αρχέγονο είδωλο της αιώνιας ομορφιάς. Κι ο ποιητής, ταπεινός προσκυνητής κι αμετανόητος εραστής της, την φιλοτεχνεί, την αποθεώνει και την ανακηρύσσει νικήτρια.

ΣΕ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΝΙΚΗΤΡΙΑ

Όταν ακούω τη φωνή σου,
στην αρχή αντιστέκομαι.
Είμαι το νέο θαύμα
της αυτοκυριαρχίας.

Μπορώ και σου απαντώ
εύγλωττες φράσεις μουσικές:
Ο διάλογός μας βήματα για δύο
σε αστραφτερό παρκέ.

Έλα, όμως, που δεν κρατάει πολύ
η αυτοσυγκράτηση.

Τα βήματα γλιστρούν,
τα λόγια χάνονται,
θριαμβεύει ο κόμπος του λαιμού –
αμήχανη ζάλη.

Σε ανακηρύσσω νικήτρια –
κι απόψε και πάντα.

Η κίνηση της ποιητικής ροής, ακολουθώντας την τριμερή δομή του βιβλίου και τους παλμικούς ήχους του ποιητικού υποκειμένου, υποτάσσεται στους κανόνες της συμπίεσης και της αποσυμπίεσης ή, αλλιώς και αντιστρόφως ανάλογα, της συστολής και της διαστολής. Κι όσο περισσότερο διογκώνεται συναισθηματικά η αίσθηση της συμπίεσης, τόσο περισσότερο διαστέλλεται εκφραστικά το σφύζον ερωτικό συναίσθημα.
Στην πρώτη ενότητα, με τίτλο Το ρολόι μου, ο ποιητής, υποκείμενος στην συμπίεση, αποτυπώνει με λόγο πληθωρικό και άμεσο την ερωτική σαγήνη, ιχνηλατεί τους αδιέξοδους δρόμους του ανέγγιχτου ερωτικού συναισθήματος αλλά και την ματαίωση της ασίγαστης επιθυμίας, της πραγμάτωσης, της εκπλήρωσης, της ολοκλήρωσης. Με τόλμη και γενναιότητα επενδύει ακόμα και στα άψυχα το ατελέσφορο μιας διλημματικής συναισθηματικής έντασης, η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο είναι και το μη είναι, ανάμεσα στο χτες και στο αύριο, ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα.

ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΜΟΥ

Το ρολόι μου
το κουρντίζω κάθε μέρα·
φοβάμαι μη σταματήσει.

Οι δείκτες του μου θυμίζουν τα χέρια σου.
Εννέα και τέταρτο:
Θέση μπαλέτου.

Άψογο το κυκλικό του σχήμα·
το φιλοτέχνησαν οι θύελλες
σαν την τρομαχτική ομορφιά σου.

Αφουγκράζομαι το χτύπο του·
πώς θ’ ακουγόταν η ανάσα σου,
αν ήσουν εδώ;

Το φορώ πολύ σφιχτά·
δεν ωφελεί –
δε νιώθω το άγγιγμά σου.

Το βγάζω πάλι,
το κρατώ και το κοιτώ:
Είναι πρόσωπο, είναι πράγμα, είναι πρόσωπο.

Ωστόσο, το κουρντίζω κάθε μέρα
το ρολόι μου.

Κι είναι αλήθεια ότι ο ποιητής, όσο περισσότερο μεγεθύνεται η ένταση της μάχης και του αγώνα να συλλάβει βιωματικά το ασύλληπτο, να καταλάβει το ακατάληπτο, να εκφράσει το ανέκφραστο, τόσο περισσότερο οξυαυλώνεται ποιητικά η αγωνία του, η οποία εκφράζεται με τον, ιδιαίτερο πάντα δηκτικό, λεπτό αυτοσαρκαστικό του τόνο, καθιστώντας τον ίδιο τραγική φιγούρα στην ποιητική του παλέτα. Υπόλογος απέναντι στον εαυτό του συνομολογεί κι ο ίδιος ότι κινείται και συγκινείται μεταξύ σφύρας και άκμονος, ότι ο πηγαίος, ήσυχος λυρικός του τρόπος κάποιες φορές αδυνατεί να συντρέξει την ανιούσα πορεία της συμπαντικής εξακτίνωσης του βιωμένου συναισθήματος. Κι όμως, το φως της ψυχής του, καθώς τις νύχτες παλεύει με τους γυμνούς ίσκιους της αξημέρωτης απουσίας, θηλυκώνεται ευλαβικά αναίμακτο στα χείλη της ποίησης ανάβοντας τις λευκές της σελίδες.

ΑΥΤΟΤΙΜΩΡΙΑ

Με στραβό σαρκαστικό χαμόγελο,
ιπτάμενη σκελετωμένη γριά,
με ματωμένα ρούχα,
η αγωνία·
μ’ αγγίζει με τα παγερά της δάχτυλα,
ρίχνει στο πρόσωπό μου αλεύρι
και μ’ ένα βρόμικο μαχαίρι σφάζει
τον πόθο μου στη βρεφική του κούνια.
Ύστερα, ευτυχώς την παίρνει
ο άνεμος και χάνεται.

Πλένω το πρόσωπο, πηγαίνω στο καθρέφτη.
Όμως, το είδωλό μου με τρομάζει –
εγώ είμ’ η αγωνία.

CARPE NOCTEM

Αν ο τίτλος μου σας παραπέμπει
σε κάποιο θεότρελο πάρτι,
φοβάμαι ότι θ’ απογοητευθείτε.
Δεν έχω κοκτέιλ, χορό και μουσική.
Ουσιαστικά δεν έχω ούτ’ εσένα
– ας μην κοροϊδευόμαστε.

Τουλάχιστον, όμως, μπορώ να σε σκέφτομαι,
να ξανακούω τις συζητήσεις μας,
ν’ ακούω κι άλλες νέες που δεν έγιναν
(κι ούτε θα γίνουν),
να σου μιλώ μ΄ ένα χαζό χαμόγελο,
ποδοπατώντας την απουσία,
να σου μιλώ, μα όχι πια με λυρική φωνή –
γυμνή η ψυχή μου να τυλίγεται
σ’ αυτήν τη λευκή σελίδα που όλο γεμίζει
τρεμάμενα γράμματα
στο χρώμα της νύχτας.

Στην δεύτερη πια ενότητα, με τίτλο Μια ιστορία σε θραύσματα, είναι πασιφανής η ατομική ποιητική έκρηξη που έχει ως επακόλουθο αφενός την αποσυμπίεση του ποιητικού υποκειμένου από την υψηλής τάσεως ρευματοδοτούμενη συναισθηματική φόρτιση και αφετέρου την πρωτογενή εκδήλωση του ποιητικού του πυρήνα. Ο ποιητικός λόγος τώρα, συστελλόμενος, αποφλοιώνεται και αποκρυσταλλώνεται σε 17 χαϊκού, που αιωρούνται σαν σωμάτια ποιητικά στην ατμόσφαιρα του βιβλίου και αποκαλύπτουν φασματογραφικά στις ιριδίζουσες διαθλάσεις τους τα πρώτα ριζώματα της ποίησης του Νίκου Παπάνα. Η ευγένεια και το πάθος, η τρυφερότητα και η ορμή, ο πόθος και η ματαίωση, το φως και το σκοτάδι, η αισθαντικότητα και η περισυλλογή. Στις αντιθέσεις τους ανταμώνεται η γνήσια μετρημένη λυρική έκφραση με την ρομαντική πνοή της φευγαλέας στιγμής του ανίδωτου και του ασχημάτιστου στην υψομετρική κατατομή του ιδεαλισμού.

[1]
Φωτεινό χέρι
από βαθύ πηγάδι
μ’ ελευθερώνει.

[3]
Τρυφερή μάχη:
Θέλω να με νικήσεις
ή να νικήσω;

[5]
Πάντα για όλους
(εσύ θα με διαβάσεις;)
κλειστό βιβλίο.

[9]
Μέσα μου ήσουν
χαράς κρυφό λυχνάρι
πριν σε γνωρίσω.

[15]
Πέντ’ εφτά πέντε·
ψυχής πεσμένα φύλλα,
πώς να χωρέσουν;

[17]
Αρχή και τέλος·
καίω πεσμένα φύλλα
και τα χαρτιά μου.

Στην τελευταία ενότητα του βιβλίου, με τον τίτλο Επίλογος, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι περιέχει ένα και μοναδικό ποίημα. Εδώ, μέσα από τα συντρίμματα της μάχης ο ποιητής μοιάζει στα μάτια μας να ανασυντίθεται οργανικά στην ολότητά του, ανασυγκροτώντας τον λόγο του στις ορίζουσες που τον τρέφουν και να υψώνεται σαν ήλιος λαμπερός, κοσμοκράτορας, πάνω από τα γαλάζια αδιέξοδα των ουρανών του, στην προδιαγεγραμμένη από την μοίρα τροχιά της ερωτικής συμπαντικής έλξης των λέξεων και των σωμάτων, σημαίνοντας την αΐδια νίκη της ποίησης.

ΓΑΛΑΖΙΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Επάγγελμά μου το γαλάζιο αδιέξοδο,
η καλλιέργεια των ιριδισμών σου.

Θρησκεία και ζήλος της μορφής σου,
στιλπνής αυγής περισπωμένη.

Υπαινιγμός ολάνθιστης βροχής,
φιλί αλεξίπτωτο.

Έτσι, λοιπόν, χορογραφία ζωής,
της απουσίας σου αργυρό κυκλάμινο.

Αέναη πεισματική εκδρομή
στο νηπιαγωγείο των λέξεων.

.

ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 22/7/2022

Ας μιλήσουμε για συνταγές και για δοσολογία. Ας υποθέσουμε πως μαγειρεύουμε τη ζωή που μετατρέπεται σε ποίηση, τον έρωτα που μετατρέπεται σε ποίηση και την απώλεια που κατοικοεδρεύει φαρδιά πλατιά στην ποίηση.
Πόσες απώλειες χρειάζονται για τη νίκη της ποίησης;
Απαντά ο Ελύτης: «Κάθε νίκη από χιλιάδες μικρές ήττες καμωμένη», συνεχίζει η Δημουλά: «…Θ’ απαρνηθείς την ήττα; / Η ήττα είναι παράδοση / μιλιέται από σώμα σε σώμα διαιωνίζεται. / Είδες ποτέ κανένα όνειρο / μεταμοντέρνας νίκης να διαρκεί;…» για να καταλήξει ο Καρούζος: «Όποιος λέει είναι νικητής / διαπράττει ένα ανιαρό λάθος / όποιος λέει πως είναι νικημένος / διαπράττει ένα σπαραχτικό λάθος».
Ο Νίκος Παπάνας είχε υπόψη του τα λόγια του συνονόματού του; Είναι εις γνώση του το σπαραχτικό λάθος;
Ας είμαστε όμως λιγάκι πιο προσεκτικοί. Ο τίτλος λέει απλώς «Σε ανακηρύσσω νικήτρια». Από πού κι ως πού αυτό σημαίνει ότι εκείνος έχει ηττηθεί; Και αν ανακηρύσσεται νικήτρια μέσα από μια ολόκληρη συλλογή μια ύπαρξη θηλυκή ποιος μας εμποδίζει να φανταστούμε το πρόσωπο αυτό πέρα και πάνω από το φύλο εννοώντας πως εντέλει ίσως η ίδια η ποίηση είναι εκείνη που νικά ανιστορώντας τις ήττες του ποιητικού υποκειμένου.
Κι αφού σύμφωνα με τον ιδρυτή του σουρεαλιστικού κινήματος στη Γαλλία και πολιτικού ακτιβιστή Λουί Αραγκόν: «Il n’y a pas d’amour heureux» (Δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας) στίχος που δεν είναι απόλυτα βέβαιο πως αφορά μόνο την σύζυγό του Έλσα Τριολέ αλλά ενδεχομένως και την ίδια τη Γαλλική αντίσταση, τότε και ο τίτλος της συλλογής μπορεί να επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες και η ασάφειά του να συστήνει την πιο φανερή παραδοχή: ότι η ποίηση πάντα θα νικά και εμείς θα συνδράμουμε με τη μία ή την άλλη ήττα μας στη νίκη αυτή.
Και θέλει τόλμη φυσικά να παραδεχτείς τη σαρωτική δύναμη του έρωτα που αφήνει το ποιητικό υποκείμενο μέσα από τον ασταθή μετεωρισμό του σε θέση υμνητή της ματαίωσης και του διακεκομμένου, κάτι που επάξια ο Νίκος Παπάνας διαχειρίζεται. Κι αφού μιλάμε για το διακεκομμένο ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε αν είναι ρομαντική η ποίηση του Παπάνα; Θα έλεγα για αρχή πως είναι ειλικρινής και γυμνή, απόλυτα συμφιλιωμένη με το ανέφικτο, γι’ αυτό και αποφασίζει μέσα από τη γραφή του να το καταστήσει εφικτό παγιδεύοντας σε στίχους το φευγαλέο του έρωτα. Η γραφή άλλωστε είναι η ίδια η δυνατότητα να συμβεί το ανεκπλήρωτο αλλά και η ίδια η χλεύη απέναντι στα τετελεσμένα. Ο Παπάνας γράφει και σκιαγραφεί τη ματαίωση που εντούτοις του δωρίζει την επαφή με την Πλατωνική ωραιότητα του λεπταίσθητου που ως άπιαστο διαφεύγει. Αν βέβαια προσεγγίζαμε τον ρομαντισμό με τη λογική του αποσπάσματος, την απουσία δηλαδή του τέλειου και ολοκληρωμένου τότε θα έλεγα πως ναι ανήκει στους ρομαντικούς τους οποίους και θαυμάζαμε γι’ αυτό που δεν κατάφεραν να κάνουν. Υπό αυτή την έννοια μάλιστα θα συμφωνούσα με τον Γιώργο Μπλάνα που ονόμαζε ρομαντικό τον Σολωμό που μας παρέδωσε τα ανολοκλήρωτα σχεδιάσματα. «Πάλι κερδίζεις και με κερδίζεις / Πάλι χάνω και τα χάνω. Το αδιέξοδο γίνεται μαγνήτης και η Σισύφεια προσπάθεια μετατρέπει το ανεκπλήρωτο σε δυνατότητα που ολοένα καθυστερεί να μετονομαστεί σε βίωμα.
[…] Μέσα μας συσσωρεύονται και μας πονούν / αταξίδευτα φιλιά // που δε φτάνουν στον προορισμό τους / και γίνονται ηχηρά πυροτεχνήματα.
«Οργανισμός ποιητικών επικοινωνιών Ελλάδας»
Η προσμονή και το δίλημμα κάποτε κατέχουν θέση πρωταγωνιστή σε ένα έργο που ο ποιητής ολοένα παρακολουθεί τις πρόβες, ουδέποτε ωστόσο παρίσταται στην πρεμιέρα του. Δεν θα έλεγα πάντως ότι κάτι τέτοιο τον συνθλίβει. Απεναντίας ασκεί στη γραφή του σαγηνευτική έλξη το απροσπέλαστο, το δυνάμει, το παρ’ ολίγον γενόμενο. Γράφει στο ποίημα «Μονόλογος του αρλεκίνου στο πρώτο ραντεβού»:

[…]Εντάξει, θα έρθω κι εγώ. / Είπα, θα έρθω, επαναστάτες. / Κι αν δεν έρθεις εσύ, θα έρθω κι αύριο / μήπως έκανα λάθος στη μέρα. / Κι αν έρθεις εσύ, πάλι θα έρθω κι αύριο / να ξαναζήσω τη συνάντηση. […]

Σε αντίστοιχη δραματική ομολογία καταφεύγει η Ζωή Καρέλλη και συγκλονίζει γράφοντας:
«Είμαι αυτός που πηγαίνει στη συνάντηση / κι αυτός που περιμένει συνάμα».
Και ο Παπάνας, ενόσω περιμένει, πλέκει και υφαίνει, και γίνεται το πλεκτό του λόγου το ρούχο εκείνο που ζεσταίνει την αναμονή ή το χαλί που στρώνεται για να περάσει το ερχόμενο, αν και όποτε και βέβαια στην απίθανη εκείνη περίπτωση που η μοίρα ξαστοχήσει, παραφράζοντας τον Ορέστη Αλεξάκη στο ποίημά του “Cote d’ Azur”: Γιατί κι η μοίρα κάποτε αστοχεί / Γιατί κι η νύχτα κάποτε φωτίζει.
Στον ενδιάμεσο χρόνο η ποίηση αναλαμβάνει να υποκαταστήσει τα δευτερόλεπτα και την αργοπορία, την καθυστέρηση και τη χρονοτριβή, ενώ ο λόγος έλκει και σκιαγραφεί, αναγκάζει θα λέγαμε το άπιαστο να παγιδευτεί στην αρπάγη του στίχου.
Ένας μεγεθυντικός φακός στην υπηρεσία του και μία έως και τρεις θα λέγαμε δόσεις αυτοσαρκασμού γίνονται τα σθεναρά υποστυλώματα ενός ψυχισμού που αξιοπρεπώς περιδιαβαίνει το πεδίο των επιθυμιών του.
Η ευκινησία του λόγου τού επιτρέπει μάλιστα να μετακινείται με άνεση σε εποχές και ποιητικά κινήματα και από τον ρομαντισμό λίγες σελίδες παραπέρα να γειτνιάζει με τη γενιά των Μπιτ ποιητών. Για την ακρίβεια, επιχειρώντας μια «αιρετική αναπόληση» όπως γράφει, κατορθώνει να βιώνει αναδρομικά και κάποτε πρωθύστερα το ερωτικό συμβάν το οποίο προσλαμβάνει κάποτε διαστάσεις φασματικές και ονειρώδεις.
Δεν είμαι, βέβαια, beat ποιητής – / εδώ που τα λέμε, ίσως ούτε καν ποιητής. / Δεν έχω ούτε γενειάδα ούτε γραφομηχανή με ταλέντο / να μεταμορφώνεται σε ακατανόμαστα ζωύφια. // Όμως αν μπορούσα, θα έγραφα γι’ αυτό το Negroni, / κι ας μην είναι πια της μόδας το θέμα. / Λοιπόν ας δοκιμάσω: το κρατώ στο χέρι μου, / μαύρο τ’ όνομα, κόκκινο το ποτό. […]
«Negroni»
Κι αφού δεν υπήρξε ποτέ ευτυχισμένος έρωτας, ούτε εξωραϊσμένη εκδοχή του αναλαμβάνει η γραφή του Νίκου Παπάνα τη μυθική εξιδανίκευσή του σε συνδυασμό με ένα πνεύμα ειρωνείας ως πλάγιο σχόλιο στη θεοποίηση του φτερωτού θεού.
Ωστόσο, πρόθυμα θα αντάλλασε το βασίλειό του, αν βέβαια το είχε, προκειμένου ένα μήνυμα, ένα τηλεφώνημα ή ένα ταχυδρομικό περιστέρι να του έστελνε σήματα καπνού. Η αυτοκριτική του ποιητή σε πολλά σημεία της συλλογής σε μορφή απλής εξομολόγησης αποκαλύπτει ένα ευφυές σχέδιο επιβίωσης που ο ίδιος εν γνώσει και υπ’ ευθύνη του εκπονεί, προκειμένου να αντέξει το ανεκπλήρωτο. Έτσι επιδίδεται σε πράξεις μαθηματικές, ιδιότυπες προσθαφαιρέσεις και πολλαπλασιασμούς που κάποτε τον σώζουν.
[…]Αλήθεια, πώς δικαιολογείται / να είναι το πένθος μου αντιστρόφως ανάλογο / της διάρκειας γνωριμίας μας; / Μήπως επειδή, αντί για πρόσθεση, / καταλήγω να κάνω αφαίρεση; / Προβλήματα προς επίλυση… // Αλλά κι αν πολλαπλασιάσω/ τ’ αδειανά ποτήρια στο τραπέζι μου / επί την απουσία σου, / το αποτέλεσμα πάλι μηδέν – / παραληρώ ή παραλύω;/ Τουλάχιστο να ξενυχτήσω, / να μείνω εδώ, να εξωραΐσω / το πρόωρο τέλος σε καινούργια αρχή. […]
«Παραλύω με όρους μαθηματικούς»

Συνεχίζοντας και ακολουθώντας την πρακτική του αποσπάσματος που χαρακτηρίζει το κίνημα του ρομαντισμού κατευθυνόμαστε στο τελευταίο μέρος της συλλογής στα λεπταίσθητα χαϊκού που κι εκείνα τάσσονται στην υπηρεσία του ίδιου σκοπού. Στην αποσπασματική δηλαδή καταγραφή ενός υπαινιγμού, στη θρησκευτική προσήλωση στη μορφή ή ακόμα καλύτερα στην εικόνα του προσώπου που διαφεύγει οριοθετώντας μ’ αυτόν τον τρόπο το αδιέξοδο.
«Επάγγελμά μου το γαλάζιο αδιέξοδο» θα πει στο ομώνυμο ποίημα για να γλιστρήσει απαλά στην περιοχή των χαϊκού.
Τι μας λέει όμως ένα χαϊκού; Σχεδόν τίποτα και σχεδόν τα πάντα! Ο Ματσούο Μπασό στις Τέσσερις εποχές μιλά για την απόπειρα καταγραφής μιας απώλειας, τόσο του αντικειμένου ή του προσώπου όσο και της ίδιας της εικόνας του.
Το ακαριαίο των χαϊκού αποπειράται να μεταδώσει εκείνο που δεν μεταδίδεται, να εκφράσει την αίσθηση και τον αναστοχασμό της, το αδύνατο δηλαδή ενός ολοκληρωμένου βιώματος.
Οι μονοκονδυλιές των χαϊκού, όπως επισημαίνει κι ο Barthes, δεν περιγράφουν, αλλά γράφουν τη ζωή, παριστούν το ίχνος της. Όλη αυτή η ζεν εμπειρία των θραυσμάτων που δεν περατώνουν το νόημα αλλά εμφανίζουν την αστραπή του συνιστά ό,τι ακριβώς και η ίδια η ποίηση του Παπάνα, που δεν είναι παρά ένας αποχαιρετισμός προς το ερώμενο πρόσωπο ή την εικόνα του.
Ο Basho θα ομολογήσει: «Το χαϊκού τού χθες είναι το ποίημα του αποχαιρετισμού τού σήμερα. Το σημερινό είναι το ποίημα αποχαιρετισμού τής αύριον. Δεν έχω γράψει κανένα στίχο στη ζωή μου που να μην είναι το αποχαιρετιστήριο ποίημά μου».
Γράφει ο Νίκος: «Μέσα μου ήσουν / χαράς κρυφό λυχνάρι / πριν σε γνωρίσω». «9»
«Ζωής διαμάντι, / νύχτ’ ανύπαρκτου σπασμού, / πολικό άστρο». «12»
Τα θραύσματα του Παπάνα με τα οποία κλείνει τη συλλογή του αυτή δεν είναι παρά σε μορφή πυροτεχνημάτων η ανασκόπηση ή καλύτερα το χρονικό ενός προαναγγελθέντος χωρισμού που κατά βάθος συντελέστηκε σε ένα πεδίο νοητικού και συναισθηματικού παροξυσμού. Έτσι λοιπόν μεγεθύνοντας τα συμβάντα μας αφηγείται ό,τι άφησε πίσω της μια πυρκαγιά που αφάνισε ολοσχερώς τον ίδιο και τη σχέση μάλιστα πριν καν αυτή πραγματωθεί.
Γράφει: «Αρχή και τέλος˙ / καίω πεσμένα φύλλα / και τα χαρτιά μου». «17»
Ευτυχώς, ο Νίκος Παπάνας δεν έκαψε στ’ αλήθεια τα χαρτιά του και τώρα έχουμε όλοι εμείς μπροστά μας την πυρωμένη καρδιά του που μεταμφιέστηκε σε βιβλίο για να αγγιχτεί από χέρια αγαπημένα και στοργικά.
Ας ξεφυλλίσουμε την ομολογία του και ας την αγαπήσουμε.
Είναι αλήθεια γυμνή κι ας είναι μεταμφιεσμένη.

.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ

FREAR.GR 19/6/2022

Ρήματα και ουσιαστικά στην ποιητική συλλογή του Νίκου Παπάνα “Σε ανακηρύσσω νικήτρια”

Φωτιά, θα σ’ αφήσω να σβήσεις,
στάχτη, παντού στάχτη

Διαβάζοντας ξανά και ξανά την τελευταία ποιητική συλλογή του Ν.Π., άρχισα να παρατηρώ πως σε ορισμένα ποιήματα έλειπε τελείως το ρήμα, ενώ σε άλλα σε στίχους. Σαν να εξορίζεται το ρήμα με ό,τι αυτό δηλώνει: κίνηση, ενέργεια που μεταβαίνει σε κάποιον, σε κάτι, κατάσταση, πάθος. Για παράδειγμα, το «Γαλάζιο αδιέξοδο», τελευταίο ποίημα της συλλογής, που λειτουργεί και επιλογικά σε αυτή, αποτελείται από δέκα στίχους κατανεμημένους σε πέντε δίστιχα. Η ραχοκοκαλιά του ποιήματος κατασκευάζεται χωρίς κανένα ρήμα και το κάθε ουσιαστικό στέκεται μόνο του, αποκτώντας υπόσταση παρατηρήσιμης οντότητας με συγκεκριμένες ιδιότητες. Στο «Ανεξημέρωτο φιλί», πρώτο ποίημα της συλλογής αποτελούμενο από δεκατρείς στίχους κατανεμημένους σε έξι στροφές, με δύο στίχους οι τέσσερις πρώτες, έναν στην πέμπτη, τέσσερις στην έκτη, τα ρήματα απουσιάζουν στην πρώτη, στην τρίτη και στην τέταρτη στροφή, ενώ κυριαρχούν στις υπόλοιπες συγκεντρώνοντας την ενέργεια προς το ανεξημέρωτο, το ανεξερεύνητο, με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό το κυνήγι: Ακούραστα σ’ αναζητούν / θαρρείς κι επιμένουν να χαίρονται / που οι πέτρες τα ματώνουν / σ’ αδιέξοδα μονοπάτια (σ. 9). Και στο ποίημα με τον τίτλο «Ευτυχώς ήρθες» που επαναλαμβάνεται στον πρώτο στίχο της στροφής, στους τέσσερις επόμενους αναφέρεται ο ποιητής σε αυτό που ήρθε και στο οποίο απευθύνεται: λύτρωση επιτέλους, / έναστρο πάθος, / νόημα του καλπασμού, / αφροσύνη δύο ψυχών. Η κάθε λέξη «κάθεται» με όλη τη βαρύτητά της στον αναγνώστη: λύτρωση (από τι), πάθος (για τι), καλπασμός (προς τα πού και έναντι ποιας ακινησίας), αφροσύνη (έναντι μιας λογικής που ακινητεί, που ποιεί το ορθόν, που ασφαλίζει κλείνοντας πορτοπαράθυρα σε μιαν έξοδο εκστατική, υπερβατική, που βεβαίως ενέχει κινδύνους αλλά και περιπέτεια –και μακάρι η αφροσύνη να είναι δύο ψυχών). Στο ποίημα «Il n’y a pas d’ amour heureux» στις δύο πρώτες στροφές (τρεις είναι συνολικά), με τρεις και τέσσερις στίχους αντίστοιχα, στον πρώτο στίχο της καθεμιάς ο ποιητής χρησιμοποιεί δύο ρήματα –Το ξέρω, δεν υπάρχει και Δεν ξέρω κι αν υπήρξε ποτέ, κανένα όμως στους υπόλοιπους στίχους της πρώτης στροφής, ένα ακόμη στον τρίτο στίχο της δεύτερης. Παρόμοιες απουσίες και αλλού στο πρώτο μέρος, όπως και σε ορισμένα από τα χάι κου του δεύτερου μέρους της συλλογής –στο τέταρτο, το δέκατο, ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο, δηλαδή σε έξι από τα δεκαεπτά.

Σε ελεύθερο στίχο τα ποιήματα, με διαφορετικό αριθμό στίχων στις στροφές, κι ωστόσο με μιαν αρχιτεκτονική που φανερώνει το προμελετημένο και το σκόπιμο. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Το ρολόι μου» όλες οι στροφές αποτελούνται από τρεις στίχους, εκτός από την τελευταία, την έβδομη, που αποτελείται από δύο· αυτή η διαφοροποίηση τραβά την προσοχή. Από την άλλη, η αυστηρή δομή των χάι κου, με τρεις στίχους και πέντε, επτά και πάλι πέντε συλλαβές, θα έλεγε κανείς ότι λειτουργεί ασφυκτικά, περιοριστικά. Κι ωστόσο, μεγάλοι καλλιτέχνες καινοτόμησαν μέσα στους αυστηρότερους περιορισμούς –είναι, εξάλλου, μια πρόκληση να δει κανείς τι κόσμοι ανοίγονται με το ελάχιστο, πώς στο ελάχιστο χωράει η ψυχή.

Αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής είναι ερωτικά της ποίησης, αν, μάλιστα, δεν ήταν η χρήση του θηλυκού σε ποιήματα όπως το «Σε ανακηρύσσω ποιήτρια», που δίνει και τον γενικό τίτλο στη συλλογή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι γενικώς ερωτικά –εύκολα μπορεί να «ξεγελαστεί» ο αναγνώστης με στίχους όπως της πρώτης στροφής: Όταν ακούω τη φωνή σου / στην αρχή αντιστέκομαι. / Είμαι το νέο θαύμα της αυτοκυριαρχίας (σ. 12). Σε αυτά δίνονται και προϋποθέσεις για την ποιητική δημιουργία, όπως η απουσία της αυτοκυριαρχίας, η εγκατάλειψη στον κόμπο του λαιμού (σ. 12), η περιπλάνηση σ’ όλες τις κάμαρες της ψυχής μου (σ. 14), η άνευ όρων παράδοση στην αμήχανη ζάλη (σ. 12), στο ανομολόγητο δίλημμα, στα λόγια που δεν είπαμε (σ. 14), η απαλλαγή από κουστούμια που στενεύουν και από προγράμματα αυστηρά (σ. 15, 20), το ξεγύμνωμα της ψυχής που τυλίγεται / σ’ αυτήν τη λευκή σελίδα που όλο γεμίζει / τρεμάμενα γράμματα / στο χρώμα της νύχτας (σ. 16) ο μετασχηματισμός σε τέχνη της οδύνης, της μοναξιάς του ανεκπλήρωτου: Τουλάχιστο να ξενυχτήσω, / να μείνω εδώ, να εξωραΐσω / το πρόωρο τέλος σε καινούρια αρχή (σ. 19). Αν και κάποιες φορές ο ποιητής εκφράζει τον σκεπτικισμό του για την αξία, τη «χρησιμότητα» της ποίησης, ίσως της τέχνης γενικά –ενίοτε αισθάνεται άχρηστος / και τόσο περιττός / όπως –ίσως– ο φίλος μου ο υδραυλικός Μανόλης / πολύ παλιά, πριν από τον κατακλυσμό (σ. 20).

Από μια διάθεση της στιγμής επιλέγω να παραθέσω ολόκληρο το ποίημα «Αυτοτιμωρία».

ΑΥΤΟΤΙΜΩΡΙΑ

Με στραβό σαρκαστικό χαμόγελο,
ιπτάμενη σκελετωμένη γριά,
με ματωμένα ρούχα,
η αγωνία· μ’ αγγίζει με τα παγερά της δάχτυλα,
ρίχνει στο πρόσωπό μου αλεύρι
και μ’ ένα βρόμικο μαχαίρι σφάζει
τον πόθο μου στη βρεφική του κούνια.
Ύστερα, ευτυχώς, την παίρνει ο άνεμος και χάνεται.

Πλένω το πρόσωπο, πηγαίνω στον καθρέφτη.
Όμως, το είδωλό μου με τρομάζει –
εγώ είμ’ η αγωνία.

.

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 11/6/2022

Ο έρωτας ως υπαρξιακό σύνορο

Με τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Σε ανακηρύσσω νικήτρια (Εκδόσεις Ιωλκός, 2021), ο Νίκος Παπάνας στοιχειοθετεί ένα προσωπικό ύφος γραφής, αλλά και μια σταθερή όσο και εξελισσόμενη θεματική, που συνδιαλέγεται με τον έρωτα ως υπαρξιακό σύνορο. Έχοντας βαθιά γνώση των συντεταγμένων της ποίησης επιλέγει δύο διαφορετικές ποιητικές φόρμες για να μας οδηγήσει σε μια όλο και πιο αφαιρετική αισθητική. Τα 14 ποιήματα της πρώτης ενότητα με τον τίτλο ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΜΟΥ γράφονται σε ελεύθερο στίχο και σε χρόνο απροσδιόριστο που επιτρέπει στον αναγνώστη φαντασιακά να οικειοποιηθεί την ιστορία. Εξομολογητικός, αυτοσαρκαστικός, ανατρεπτικός και κυρίως ερωτικός, ο Νίκος Παπάνας δεν εξηγεί, ούτε έχει τη διάθεση να πει μια ιστορία. Τα ποιήματα αιωρούνται σε ένα αιώνιο παρόν με ανέφικτο τέλος, καθώς ο ποιητής τρέφει τη λύπη του με λέξεις γήινες, ενώ οικειοποιείται στοιχεία προσωπικά όπως το κουστούμι και το ρολόι για να μας μεταφέρει σε ένα εύγλωττο μεταφορικό σύμπαν.
Ακολουθεί η δεύτερη ενότητα ποιημάτων με τον ευφάνταστο τίτλο ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ. Πρόκειται για δεκαεπτά χαϊκού, τα οποία αποτελούνται από δεκαεπτά συλλαβές, κατανεμημένες σε τρεις στίχους των 5, 7 και 5 συλλαβών αντίστοιχα. Η πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο κρύβει μέσα της μικρά λεκτικά και εικονοπλαστικά διαμάντια που με την απαστράπτουσα οικονομία ενός ρομαντικού λυρισμού μας οδηγεί σε διαδοχικές αισθητικές εκρήξεις. Αρχή και τέλος, φως και σκοτάδι, λύκος και αμνός, νίκη και ήττα. Τα αντίθετα συνδιαλέγονται σε μία συνεχή αναζήτηση και εξερεύνηση της πραγματικότητας. Ο ποιητής ρωτάει και αναρωτιέται τί είναι αλήθεια και τί ψευδαίσθηση, αφήνοντας μας μετέωρους απέναντι στο βασικό υπαρξιακό ερώτημα της συλλογής. Μπορεί κάποιος να νικήσει τον έρωτα τη στιγμή που ξέρει πως θα χάσει; Χαρακτηριστικά είναι τα δύο ακόλουθα χαϊκού:

Αλήθεια; Ψέμα;
Τι φωτεινό σκοτάδι –
αγκάλιασε με

Χλωμό νυχτέρι,
άγνωστα τα χείλη σου,
σιωπηλή βροχή.

Μέσα από στίχους που πάλλονται αισθητικά και δραματουργικά μας οδηγεί σε μία άναρχη προσέγγιση της ιστορίας του έρωτα, η οποία αρχετυπικά ενυπάρχει μέσα σε όλες τις ιστορίες. Με απροσδόκητες γλωσσικές ανατροπές και προσπερνώντας τη σοβαροφάνεια λέξεων και νοημάτων, ο ποιητής μετατρέπει τον ψίθυρο σε κραυγή δηλώνοντας με τρόπο απτό και μονοσήμαντο πως αγαπώ σημαίνει υπάρχω. Ο ήρωας του, φτιαγμένος από το φθαρτό υλικό του έρωτα, ατενίζει το τέλος πριν ακόμα διηγηθεί την αρχή, ενώ, μέσα από έναν ήρεμο αλλά εσωτερικά καλπάζοντα ρυθμό, μοιάζει να κουβαλά ένα μόνο χρόνο, το χρόνο εκείνης που αγαπά. Ακριβή όσο και άπιαστη η αγαπημένη του, υπάρχει μέσα στα ποιήματα ως απουσία σε ένα διάλογο που τελικά καταλήγει σε μονόλογό, ενώ στους στίχους καθρεφτίζεται μόνο ως υπόνοια με αναφορές στα χέρια ή τη φωνή της. Η παλλόμενη από το λυρικό τόνο της ποίησης απουσία της αγαπημένης του υποκρύπτει τη συνύπαρξη της τελειότητας με το ανέφικτο, αφού πραγματικά αψεγάδιαστο είναι μόνο ό,τι δεν υπάρχει. Με αυτήν την έννοια, επίκεντρο των ποιημάτων δεν είναι η προσμονή μιας παρουσίας αλλά το κενό που αφήνει μια δυνητική απουσία, μέχρις ότου αυτή η απουσία να υποκαταστήσει την ίδια την ύπαρξη. Ο ποιητής λέει χαρακτηριστικά:

Έμαθα μαζί σου πως τα λόγια που δεν είπαμε δε χάνονται,
πεισμώνουν, και μεταμορφώνονται στα πιο αγκαθωτά, μα
και πιο κόκκινα τριαντάφυλλα.

Ο ίδιος ο ήρωας των ποιημάτων είναι απόλυτα υπαρκτός και γήινος. Ζει μέσα από την πολυδιάστατη διαλογική σχέση που αναπτύσσει, τόσο με την αόρατη ύπαρξη του έρωτα, όσο και με την ποίηση, όπως εκείνη ενσαρκώνεται στο πρόσωπο των αγαπημένων του ποιητών Louis Aragon και William Burroughs και όπως πραγματώνεται μέσα από την εναγώνια ενασχόληση με τη γλώσσα. Έτσι, υιοθετεί ένα είδος μονολόγου με διαλογικά στοιχεία. Απευθύνεται στην αγαπημένη του όντας εκείνη απούσα· στην ουσία συνομιλεί με τον ίδιο του τον εαυτό, ανοίγοντας έναν ιδιότυπο διάλογο με αυτόν. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της διαλογικής μορφής των ποιημάτων είναι το ακόλουθο:

Εντάξει, θα έρθω κι εγώ.
Είπα, θα έρθω, επαναστάτες.
Κι αν δεν έρθεις εσύ, θα έρθω κι αύριο
μήπως έκανα λάθος στη μέρα.
Κι αν έρθεις εσύ, πάλι θα έρθω κι αύριο
να ξαναζήσω τη συνάντηση.

Καθώς τα ποιήματα εναλλάσσονται, εξελίσσεται ένα υπόκωφο βαλς, το οποίο ακροβατεί ανάμεσα στο λυρισμό και στη χρήση λέξεων πεζών ή ακόμα και τεχνικών, όπως ολοκλήρωμα, ρεκόρ, έλασμα, τηλεφωνική συνδιάλεξη, που όμως στο πλαίσιο μιας μοντέρνας πολυσυλλεκτικής γραφής, όπως είναι η γραφή του Νίκου Παπάνα, αναβαπτίζονται σε ακριβείς ψηφίδες μιας ποιητικής ανατροπής. Προσπερνώντας το αναμενόμενο και τους αισθητικούς κανόνες που το υποβάλλουν, ο ποιητής βυθίζεται στην ουσία των λέξεων ανασύροντας τις πιο λεπτές τους αποχρώσεις. Χρειάζεται, άλλωστε, αυτές τις αποχρώσεις, για να μας επιστρέψει πίσω τις λέξεις συνταιριασμένες με αιθέρια υφασμένες εικόνες και απροσδόκητες σημειολογικές αποκαλύψεις, οδηγώντας έτσι τον αναγνώστη σε μία συναισθηματική έκρηξη. Ταυτόχρονα, ερχόμενος σε αντίθεση με όλα τα καλέσματα της λογικής, ειρωνεύεται τις συνεπαγωγές, αν και χρησιμοποιεί λογικούς συνειρμούς για να μας αποδείξει το παράλογο του έρωτα που, τελικά, αντανακλά το ανέφικτο των επιθυμιών.

Αλήθεια, πως δικαιολογείται
να είναι το πένθος μου αντιστρόφως ανάλογο
της διάρκειας γνωριμίας μας;
Μήπως επειδή, αντί για πρόσθεση,
καταλήγω να κάνω αφαίρεση;
Προβλήματα προς επίλυση….

Εντυπωσιάζει η οικονομία των ποιημάτων όπως και η οικονομία του λόγου, καθώς και η συχνή χρήση των σημείων στίξης που δημιουργεί συνεχείς παύσεις. Σχεδόν κάθε στίχος συνοδεύεται και από ένα σημείο στίξης. Με αυτόν τον τρόπο, τα νοήματα αναπαύονται λίγο πριν αναγεννηθούν μέσα από τη δύναμη της σιωπής, και ταυτόχρονα εντείνεται το αίσθημα της διαρκούς προσμονής που με μαεστρία χτίζει ο ποιητής. Τα ηνία παίρνει μια αίσθηση έλλειψης ή μια συνεχής κίνηση που υπονοείται μέσα από τη χρήση του στερητικού άλφα. Έτσι, το φιλί είναι άλλοτε ανεξημέρωτο και άλλοτε ανεξερεύνητο, τα μονοπάτια είναι αδιέξοδα˙ το ανεκπλήρωτο, το ακούραστο ή το ανομολόγητο προϋπαντούν ένα τέλος που ποτέ δεν ολοκληρώνεται.
Το ποίημα ΓΑΛΑΖΙΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ είναι ο επίλογος. Πρόκειται για μια λεπτοκαμωμένη βροχή από εικόνες που αν και ζωγραφίζει το αδιέξοδο ̶ όπως αναφέρεται και στον τίτλο του ποιήματος ̶ τελικά με τη δήλωση πως όλα είναι μια Αέναη πεισματική εκδρομή στο νηπιαγωγείο των λέξεων οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα ξέφωτο. Νηπιαγωγείο ή πρώτη δημοτικού (όπως είναι ο τίτλος της προηγούμενης ποιητικής του συλλογής) δεν έχει σημασία, αυτό που συγκινεί είναι η νοσταλγική διάθεση του ποιητή και η ομολογία του πως μόνο για λίγο, όσο του επιτρέπει η ποίηση, μπορεί να επιστρέψει σε μία ειδυλλιακή κατάσταση αθωότητας και καθαρότητας. Με το γνωστό του μειδίαμα, ο Νίκος Παπάνας μας καλεί να θυμηθούμε πως, αν και φορτωμένοι με πανοπλίες και λέξεις τρομερές, τελικά είμαστε όλοι παιδιά στο παιχνίδι του έρωτα και πως τα σημάδια μας δεν είναι ήττες αλλά οι πιο ακριβές μας νίκες.

.

ΖΩΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 19/2/2022

Νέα και τολμηρή γραφή

Η ποιητική συλλογή Σε ανακηρύσσω νικήτρια (Εκδόσεις Ιωλκός, 2021) του Νίκου Παπάνα δομείται σε δύο ενότητες: μία πρώτη, με τίτλο Το ρολόι μου με 14 αλληλοσυμπληρούμενα ποιήματα και μία δεύτερη, με τίτλο Μια ιστορία σε θραύσματα με 17 χαϊκού (όσα δηλαδή και οι συλλαβές ενός χαϊκού) καθώς και τον επίλογο με το ποίημα Το γαλάζιο αδιέξοδο. Η συλλογή συνεπαίρνει τον αναγνώστη πρωτίστως με τον κοφτό, δωρικό ρυθμό των ποιημάτων, που οφείλεται στο μέτρο πάνω στο οποίο επιλέγει να διατάξει τις καλοδιαλεγμένες λέξεις του ο ποιητής, αλλά και στην επιλογή του να συμπεριλάβει 17 χαϊκού, που εξ ορισμού χάρη στη συντομία τους σου κόβουν την ανάσα.
Ο λιτός τίτλος της συλλογής περιλαμβάνει στον πυρήνα του ένα επιτελεστικό ρήμα, το ανακηρύσσω. Ο Austin στο βιβλίο του How to do things with words σχολιάζει τη δυνατότητά μας να «πράττουμε με τις λέξεις», δηλαδή να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να επιτύχουμε σαφείς επικοινωνιακούς στόχους, και μιλά για γλωσσικές πράξεις. Ονομάζει δε επιτελεστικά εκείνα τα ρήματα όπως το ανακηρύσσω, υπόσχομαι, παρακαλώ που, όταν εκφωνηθούν, στο α΄ πρόσωπο οριστικής ενεστώτα σε κύρια πρόταση, ταυτίζονται με την επιτέλεση της γλωσσικής πράξης που δηλώνουν.
Στην προκειμένη περίπτωση ο Νίκος Παπάνας με τον θεσμικό ρόλο του ποιητή, επιτελεί μία διακηρυκτική γλωσσική πράξη, η εκφώνηση της οποίας ισοδυναμεί με έργο και επιφέρει άμεση αλλαγή στο ποιητικό σύμπαν, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια αμφίσημη αντιστοιχία μεταξύ του περιεχομένου του εκφωνήματος και του πραγματικού κόσμου, καθώς ο κάθε αναγνώστης επιχειρεί να ταυτίσει το πού αναφέρεται το «σε» του τίτλου με διαφορετικό κάθε φορά πρόσωπο ή αντικείμενο αναφοράς ή ερωτικό αντικείμενο του πόθου.
Γιατί το θέμα της συλλογής και ο συνδετικός αρμός της είναι ο έρωτας, ο ανολοκλήρωτος έρωτας που πραγματώνεται ως κραυγή προς το ερωτικό αντικείμενο, ως κυνήγι του ερωτικού θηράματος το οποίο ξεγλιστρά αέναα, αλλά στο τέλος ανακηρύσσεται νικηφόρο.
Η λυρικότητα και η παραστατικότητα της ποίησης ευφραίνουν τον αναγνώστη, ενώ το συνταίριασμα των λέξεων δημιουργεί έναν εκρηκτικό ρυθμό. Γιατί ο λόγος του Νίκου Παπάνα δυνατός, γυμνός (μεταφορικά και κυριολεκτικά) δεν φοβάται τα έντονα συναισθήματα και την εξίσου εμφατική δήλωσή τους. Παράλληλα, η γλώσσα της ποίησης, είναι μια γλώσσα ανοιχτή και ταυτόχρονα πολλαπλώς και εγγενώς εκρηχτική και απροσδόκητη, όπως απροσδόκητες είναι και λεξιλογικές συνάψεις που προκύπτουν μέσα από ένα παιχνίδι σχέσεων in presentia και in absentia στον παραδειγματικό και συνταγματικό άξονα: Ξαφνιαζόμαστε διαβάζοντας, για παράδειγμα, στον συνταγματικό άξονα carpe noctem σε τίτλο ποιήματος και αναπόφευκτα στον παραδειγματικό άξονα λανθάνει το carpe diem και οι συνδηλώσεις του. Στο ποίημα Οργανισμός Ποιητικών Επικοινωνιών Ελλάδας λανθάνει το ακρωνύμιο ΟΤΕ (Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος). Αυτή η αποπαγίωση παγιωμένων φράσεων δημιουργεί απρόσμενη έκπληξη στον αναγνώστη και λειτουργεί ως εσκεμμένο τέχνασμα του ποιητή για να υπαινιχτεί και να αναδείξει λανθάνοντα νοήματα. Επικεντρώνοντας στο γλωσσικό υλικό, η γλώσσα τελικά αναδεικνύεται όχι απλώς ως ένα χρυσωρυχείο άντλησης πρώτης ύλης, αλλά πρωτίστως ως υλικό πολλαπλών σημαινομένων, που πάει να πει ένα πλούσιο γλωσσικό απόθεμα το οποίο είναι ανοικτό σε ποικίλες αναγνώσεις.
Ποια όμως είναι η σχέση της συλλογής με άλλα ποιητικά κείμενα; Θα αναφερθώ στη διακειμενικότητα ως ένα βασικό, ίσως και ορισματικό, χαρακτηριστικό της ποίησης του Παπάνα. Η ποίηση του Νίκου Παπάνα είναι ένα μωσαϊκό που συγκροτείται από υπομνήσεις όπως το Il n’y a pas d’amour heureux και η αναφορά στον Aragon, το Negroni και η αναφορά στον Burroughs, η Σαιξπηρική αναφορά στο κρίμα που δεν έχω ένα βασίλειο,/πρόθυμα να το ανταλλάξω. Στα ποιήματά του αφομοιώνονται δημιουργικά και μεταμορφώνονται με αριστοτεχνικό τρόπο άλλα ποιήματα και λογοτεχνική παραγωγή και η φωνή άλλων δημιουργών που συγκροτούν ένα παλίμψηστο, το οποίο διαρκώς ανανεώνεται με κάθε λέξη, με κάθε κείμενο που προστίθεται και αλληλεπιδρά. Ο ποιητής αναδημιουργεί το ποιητικό σύμπαν μέσα από μια δυναμική διαδικασία δημιουργικής αναχρησιμοποίησης ποιητικών πόρων, με τρόπο που αποκαλύπτει κάτι για το ποιητικό εγώ του και έτσι μας αποτρέπει από το να ακολουθήσουμε μια προσέγγιση «αρχαιολογική» αναζήτησης μίας προς μίας των επιρροών του και μας οδηγεί σε μια «μελλοντοστραφή» οπτική του πώς μετασχηματίζει τους κληροδοτημένους ποιητικούς πόρους και τον Κανόνα και πώς τους ενσωματώνει εμπρόθετα στην ποίησή του, αφήνοντας πια το δικό του αποτύπωμα στο ποιητικό στερέωμα.
Τελικά, η συλλογή Σε ανακηρύσσω Νικήτρια προτείνει μια νέα και τολμηρή ποιητική γραφή, με ειλικρίνεια συναισθημάτων, δύναμη και ένταση του ποιητικού λόγου και περιμένω με μεγάλο ενδιαφέρον να δω την εξέλιξη.

.

ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΜΠΑΣΔΕΚΗ

FRACTAL 16/2/2022

Προς τη νίκη: Μια τριλογία αυτογνωσίας

Ο χρόνος, τα κομματάκια του και η τελική έξοδος, ο επίλογος δηλαδή αυτής της ατέρμονης μάχης που κλείνει μ’ έναν «τίμιο» συμβιβασμό ανάμεσα στους δύο συμβαλλομένους: Τον ποιητή και τον αιώνα (του). Αυτή είναι η περίληψη της δεύτερης συλλογής του Νίκου Παπάνα με τον ρομαντικοφανή και τελεσίδικο τίτλο Σε ανακηρύσσω νικήτρια (Εκδόσεις Ιωλκός, 2021). Στο λιτό, στιβαρό εξώφυλλο, ένα στεφάνι χαράζεται υπαινικτικά εξ δεξιών και εξ ευωνύμων του τίτλου. «Κάποια» που δεν γνωρίζουμε δαφνοστεφανώνεται, ανακηρύσσεται νικήτρια. Φαινομενικά, δηλαδή, κερδίζει σ’ αυτό το θαυμαστό αλωνάκι της ύπαρξής της. Το στεφάνι δίνεται ως δωρεά από τον Ποιητή, τον καθ’ ύλην αρμόδιο, τον εξέχοντα που επιλέγει την αξιότερη κόμη, αυτή που το δικαιούται.

Ο Ποιητής χάνει τον αγώνα (αγάπης άγονο) στο πρώτο ποίημα της συλλογής, το Ανεξημέρωτο φιλί. Η ήττα του, όμως, είναι απαλή, σχεδόν ευγενής, όπως άλλωστε και ο ευγενικός κεραυνός, το βλεμματικό υπερόπλο της νικήτριας. Τα πόδια του Ποιητή, αυτά που ακούραστα αναζητούν, αλλά σπανίως βρίσκουν, τα ματωμένα, αλλά χαρούμενα πόδια απολαμβάνουν την ήττα τους. Γιατί άραγε ;

O Nίκος Παπάνας θα λύσει (προσωρινά) την αναγνωστική απορία:

Το ρολόι μου
το κουρντίζω κάθε μέρα.
φοβάμαι μη σταματήσει (..)

Χωρίς την αναζήτηση, χωρίς τη ματαίωση, χωρίς την λυτρωτική επαφή ή την περιφρονητική αναμονή, ο Ποιητής δεν υφίσταται:

Κι αν δεν έρθεις εσύ, θα έρθω κι αύριο
μήπως έκανα λάθος στη μέρα.
Κι αν έρθεις εσύ, πάλι θα έρθω κι αύριο
να ξαναζήσω τη συνάντηση (..)

Ο Νίκος Παπάνας, αυτός ο δεινός, δεινότατος παίκτης λέξεων και συναισθημάτων, καταφέρνει να μας εισαγάγει στον προσωπικό του χωροχρόνο κάμπτοντας αριστοτεχνικά κάθε ψυχική μας αντίσταση. Ο γνώριμος ήδη λυρισμός της πρώτης ποιητικής συλλογής του εδώ καρφώνεται γερά (με πρόκες) στο λεκτικό τοπίο και γίνεται αξέχαστος.

«Φοβάμαι ότι θ’ απογοητευθείτε» μας προειδοποιεί στο Carpe noctem, επιλέγοντας μιαν άνευ λυρισμού γλώσσα (να σου μιλώ, μα όχι πια με λυρική φωνή) και επιτυγχάνοντας, παρά τις προειδοποιήσεις, ένα από τα πιο λυρικά ποιήματα της συλλογής. Κρυπτικότητα και αδιόρατη ειρωνεία για μυημένους, εναλλάσσονται με τολμηρότατες εξομολογήσεις που από αυστηρά ιδιωτικού ενδιαφέροντος, περνούν πανηγυρικά στην δημόσια σφαίρα. Οι αναγνώστες παραλύουν με όρους μαθηματικούς ακολουθώντας τις ψυχεδελικές και ψυχολεκτικές εναλλαγές του Ποιητή:

Τουλάχιστο να ξενυχτήσω,
να μείνω εδώ, να εξωραΐσω
το πρόωρο τέλος σε καινούρια αρχή. (…)

Αυτή η αναγνωστική παράλυση, αυτό το σταδιακό μούδιασμα, αυτή η δονούμενη κλιμάκωση, είναι το αναμενόμενο αποτέλεσμα ενός λεπτοδουλεμένου νεολυρισμού που δεν γλυκίζει. Ο Νίκος Παπάνας μπαινοβγαίνει στα λογοτεχνικά είδη και γένη με παροιμιώδη άνεση. Συνομιλεί με τη θλίψη του πολιτισμού και τον φίλο του Louis Aragon. Συνομιλεί με τα beat ακατανόμαστα ζωύφια του συμμαθητή του William Burroughs και πίνει μαζί του το ντεμοντέ κοκτέιλ Negroni. Eίναι πολυσυλλεκτικός, παραμένοντας πιστός στον προσωπικό του εκλεκτικισμό. Η παραδοχή της πτώσης έρχεται ήρεμα, σχεδόν στωικά, σαν έτοιμη από καιρό – σαν μια αναμενόμενη μεταφυσική της ποιητικής του ιδιότητας

Κι εκεί που είμαστε ακόμα ζαλισμένοι από τον ίλιγγο της γραφής του, ο Νίκος Παπάνας με μιαν αβρή χειρονομία μας μετακινεί και μας εναποθέτει στη γαλήνια χώρα των ανατελλόντων χαϊκού. Ο ποιητικός χρόνος έφτασε στη μεγάλη έκρηξη. Το πρώτο μέρος της υποχρεωτικής μύησης έλαβε τέλος. Τώρα παντού κομματάκια μνήμης και υπενθύμισης, ένα ποιητικό blow up – το δεύτερο μέρος της τριλογίας ξεκινά. Όλοι ακούμε προσεκτικά μια ιστορία σε θραύσματα:

Τίγρης στο δάσος;
Ή ανίδεος αμνός;
Ή και τα δύο;

Τι είναι τελικά ο Ποιητής; Γνώστης ή ανίδεος; Φοβισμένος ή θαρραλέος; Αθώος ή ένοχος; ‘Η και τα δύο;
Ο Νίκος Παπάνας, πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι Ποιητής. Το γνωρίζει πια καλά, δεν υπάρχουν περιθώρια διαφυγής από αυτήν τη χρυσή φυλακή των ιδεών. Πολίτης πλέον της ποιητικής χώρας, με υποχρεώσεις, αλλά και δικαιώματα. Η Μούσα του τον βασανίζει, τον στήνει στα ραντεβού, τον απελπίζει, αλλά τελικά η αγάπη όλα τα συγχωρεί. Αυτή η σχέση έχει στέρεες βάσεις. Είναι τρελό ς έρωτας και αμοιβαία λατρεία. Μια ατέρμονη μάχη – λέξη τη λέξη – που καταλήγει στη συμβολική στέψη της αιώνιας απαιτητικής αλλά και απαραίτητης Μούσας. Το αδιέξοδο του Ποιητή είναι εκ των ων ουκ άνευ. Και στην περίπτωση του Νίκου Παπάνα το αδιέξοδο είναι γαλάζιο, έχει όραμα, προοπτική, ουρανό, διάρκεια.

Δεν ήταν εύκολη διαδικασία. Ο Ποιητής χρειάστηκε να ξαναπάει στην Πρώτη δημοτικού (της πρώτης συλλογής του), να ξεχάσει όσα ήξερε και να τα ξαναμάθει απ’ την αρχή. Σαν τον Αγράμματο και την Ωραία, έπρεπε να ξεχάσει για να θυμηθεί. Και τώρα, πιο ώριμος από ποτέ, κατεβαίνει μια τάξη ακόμα: στο νηπιαγωγείο των λέξεων.

Σ’ αυτήν την αέναη πεισματική εκδρομή, όπου ο χρόνος είναι πάντα αντιστρόφως ανάλογος.

.

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 3/10/2020

Ξανά στα θρανία;
Με την ποιητική συλλογή του Νίκου Παπάνα ο αναγνώστης κάθεται ξανά στα θρανία της Πρώτης δημοτικού, για να μάθει να συλλαβίζει από την αρχή τα πρώτα γράμματα της αγάπης, για να προφέρει σωστά το αλφαβητάρι της ευαισθησίας και της τρυφερότητας. Και το μάθημα γίνεται με τρόπον ποιητικόν και μουσικόν, έτσι που ο αναγνώστης αναβιώνει και μεταπλάθει τις προσλήψεις του κόσμου με τα μάτια της παιδικής ηλικίας και την καθαρότητα της παιδικής ψυχής:
Άλλα τόσα έχω να μάθω, για να σ’ αποκτήσω
στο σχολείο του ανήλικου χρυσάνθεμου.
Ο ποιητής μοιάζει να πισωδρομεί χρονικά, να επιστρέφει ποιητικά δηλαδή σε ένα παρελθόν που λειτουργεί ως καταφύγιο ανέγγιχτων και ακριβών συναισθημάτων, μοναδικών και ευγενικών πόθων σε μια προσπάθεια περιφρούρησης και διατήρησης της διαφάνειας της προσωπικής του ταυτότητας στο παρόν και ταυτόχρονα σε μια προσπάθεια εσωτερικής περιπλάνησης, που τον οδηγεί στην κατάκτηση της αυτογνωσίας. Το ποιητικό υποκείμενο δοκιμάζει πολλές φορές το αίσθημα της ματαίωσης των ευγενών προσδοκιών του, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τις θυσιάζει υποκύπτοντας στην βίαιη ενηλικίωση, που ισοδυναμεί ουσιαστικά με ακύρωση του ιδεαλισμού του. Οι φόβοι και οι αγωνίες με την ενηλικίωση είναι ξεκάθαροι:

Γιατί, άραγε, τώρα που – επιτέλους – μεγαλώνω
να μην είναι κι η αγάπη μου για σένα πιο μεγάλη;
Όταν μεγαλώσω, φοβάμαι ότι θα σε προδώσω
κι όταν το μετανιώσω, θα ‘ναι αργά.

Τα περισσότερα ποιήματα απευθύνονται σε ένα Εσύ, στο πρόσωπο της αγαπημένης του, η οποία ως αιθέρια ύπαρξη υψώνεται μοναδική, σαρκώνεται και θεώνεται με χάρη σαν ένα άπιαστο φευγαλέο όνειρο και καθίσταται αποδέκτης των πιο λεπτών του αισθημάτων. Η θεϊκή της επενέργεια μεταμορφώνει ολόκληρο τον κόσμο. Στιγμές στιγμές, όμως, φαίνεται, ίσως, να απευθύνεται και στον ίδιο του τον εαυτό, παλεύοντας να διατηρήσει μέσα του ακέριο το είδωλο μιας παιδικής ηλικίας που δεν γέρασε και δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Όσο υπάρχει ζωντανό το παιδικό χαμόγελο που κρύβει μέσα του, θα υπάρχει κι ο κόσμος, όπως τον ονειρεύτηκε και τον αποτύπωσε ποιητικά:
Κι όμως θα υπάρχουν τα γαλάζια τριαντάφυλλα
όσο κι εσύ θα υπάρχεις
να σου τα προσφέρω.

Ο ποιητής μετεωρίζεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ενηλικιώνεται και προσπαθεί να συγκρατήσει αγωνιωδώς όλα εκείνα τα μαλάματα της ψυχής ως παρακαταθήκη για το μέλλον:

ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ΞΑΝΑΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΛΛΗ ΑΝΟΙΞΗ
Κάποτε να ξαναβρεθούμε σε μιαν άλλη άνοιξη,
να περπατούμε σ’ έναν πιο λαμπρό ουρανό.
Να μην γνωρίζουμε πληγές, να μην υπάρχουν σύννεφα,
ν’ απλώνεται άνθινη διαύγεια ως τα βάθη της φωνής.
Μια πιο γαλήνια θάλασσα να μας δροσίζει.
Να σου δώσω το σχήμα μου, να μου δώσεις το σχήμα σου∙
σε μιάν αράγιστη ένωση
να μην μπορεί ούτε ο θάνατος να μας χωρίσει.
Να μας κοιτούν και να ζηλεύουν οι άγγελοι.
Τον ήλιο να μεθούν τα δάχτυλά μας
και τη φυλλωσιά τους να ξυπνούν τα θαύματα.
Στο πιο παρθένο κοίταγμα
να εξαχνωθούν τα βλέμματά μας.

Και οι λέξεις, προσεκτικά ζευγαρωμένες η μια δίπλα στην άλλην, ακούγονται αναβρυτές σαν το κελάρυσμα του νερού που ο ήχος του σε σαγηνεύει και σε καλεί πάντα να επιστρέφεις…

ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Πάντα θα τις γυρεύουμε
ακόμα κι άθελά μας.
Πάντα εκεί θα βρίσκουμε
τα ομορφότερα κοχύλια.

.

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

“Εφημερίδα των Συντακτών” 27/6/2020

«Λείπει ένας ανάποδος συλλογισμός»

Πίσω από κάθε στίχο υπάρχει ένα μειδίαμα. Ο ποιητής θλίβεται και γελά ταυτόχρονα με τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης

Η ποίηση του Νίκου Παπάνα πηγάζει και ρέει αβίαστα μέσα από το βαθύ συναίσθημα, ανοίγοντας τον δρόμο σε ένα γοητευτικό ταξίδι στις λεπτές αποχρώσεις του έρωτα. Ο λυρισμός, παραδοσιακά πληθωρική ποιητική γραφή, εδώ αναγεννάται μέσα από έναν λόγο λιτό και ακριβοδίκαιο στην ουσία των ποιημάτων, καθώς ονειρικές εικόνες συνδέουν τις ιδιότητες του εξωτερικού κόσμου με εκείνες του εσωτερικού.

Η συλλογή διακρίνεται από μια εσωστρέφεια. Ο δημιουργός επιστρέφει στον εαυτό του μέσα από τις συμπληγάδες του στοχασμού και του αισθήματος. Αναρωτιέται, χωρίς να ρωτά. Πικρία, αυτοσαρκασμός, μελαγχολία, νοσταλγία, οραματισμός. Είναι όλα εδώ, πίσω από ερωτήματα που τελικά ποτέ δεν ξεστομίζονται κάτω από το βάρος των απαντήσεων που συνθλίβουν την ίδια τη ζωή.

Ο έρωτας είναι αιθέριος. Σχεδόν ίπταται πάνω από τις σελίδες. Απαλλαγμένος από κάθε σαρκική διεκδίκηση, παραιτείται από τη γήινη υπόστασή του και ανυψώνεται στον ιδεατό κόσμο, εκεί όπου κατοικεί η αγάπη ως «αράγιστη ένωση» που αναβαπτίζει και νικά τον θάνατο.

Ο,τι δεν ζει μέσα στο ζωοφόρο φως του έρωτα υπόκειται στους νόμους της φθοράς, είτε πρόκειται για αντικείμενα είτε για αισθήματα. Είμαστε όλοι έκπτωτοι από τον παράδεισο. Γυμνοί από το αληθινό, βαδίζουμε προς έναν θάνατο προκαθορισμένο από την εγγενή αδυναμία μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Τα ποιήματα πάλλονται ανάμεσα σε αυτές τις δύο καταστάσεις. «Εν’ αστέρι πεσμένο, μια πληγωμένη σιωπή, ένα ερείπιο» σηματοδοτούν την αναπόφευκτη φθορά, σε αντίθεση με την αιωνιότητα που θα μας πει ο ποιητής ότι εμπεριέχει ένα «φιλί με τη διάρκεια τ’ ουρανού» ως κατάσταση αειθαλούς παρουσίας του έρωτα.

Η ποιητική συλλογή σκιαγραφεί την ιδανική αγαπημένη. Οχι ως ύπαρξη ή ως παρουσία, αλλά ως σύμβολο του χαμένου παραδείσου. Ως σύνδεση της ψυχής με το αληθινό. Ο ποιητής δεν θρηνεί απλώς την απώλεια της αγαπημένης αλλά την απώλεια της δικής του σύνδεσης με το αιώνιο. Ουτοπική, αγγελική, άπιαστη, άφθαρτη, η αιώνια αγαπημένη ταυτίζεται με την ίδια την ποίηση και ζει σ’ έναν άλλο χρόνο, στον χρόνο της ανέφελης παιδικότητας, εκεί όπου ο έρωτας είναι η αρχή ενός ονείρου. Θέλει, αλλά δεν μπορεί ο ποιητής να πιστέψει σε αυτό το όνειρο. Θέλει, αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει στη χαμένη αγνότητα των παιδικών χρόνων, τότε που όλα ήταν ιδανικά, λαμπερά, τότε που δεν υπήρχε φθορά, πλήξη, μοναξιά. Νοσταλγικά κοιτά, μέσα από την κλειδαρότρυπα της μνήμης, την αθωότητα των προσδοκιών που δεν επιβεβαιώθηκαν. Εκεί, στα θρανία της Πρώτης Δημοτικού είναι χαραγμένα τα όνειρα ενός έρωτα που δεν αντέχει την ενηλικίωσή του.

Στο παράλληλο σύμπαν του έρωτα ο χρόνος φαίνεται να χάνει την υπόστασή του. Μέσα στον ποιητή ενυπάρχουν πολλαπλοί εαυτοί, ένας για κάθε στιγμή. Ο καθρέφτης μεγαλώνει, καθώς τα είδωλα κοιτάζουν από αντικριστές σελίδες το ένα το άλλο. Οι στιγμές ανακατεύονται, οι ηλικίες μπερδεύονται, η απογοήτευση προηγείται της ελπίδας, η προσδοκία έπεται της λύπης και ο έρωτας στέκεται στο κέντρο του κύκλου. Η σειρά δεν έχει καμία σημασία, γιατί τελικά ο ποιητής είναι όλα τα πρόσωπα σε όλους τους χρόνους. Κι αν η Πρώτη Δημοτικού είναι η αρχή, δεν είναι το πρώτο ποίημα, αλλά σίγουρα μας θυμίζει πως σε αυτό το βιβλίο ένα μικρό αγόρι συνομιλεί μ’ έναν ώριμο άνδρα για το φευγαλέο του έρωτα, υπονοώντας τη ματαιότητα της ίδιας της ύπαρξης χωρίς αγάπη.

Το φως, είτε ως άμεση αναφορά είτε ως έμμεση ‒μέσα από την παρουσία φωτοφόρων στοιχείων όπως ο ήλιος, το φεγγάρι, τα αστέρια ή μια λάμψη‒, είναι ένας συμβολικός προπομπός του έρωτα και σηματοδοτεί την έλλειψη σκιών, τη διαφάνεια, την αποκάλυψη της ομορφιάς. «Να πλέξω ένα στεφάνι φως. Να σ’ αγαπήσω», λέει ο ποιητής εξιδανικεύοντας την αγαπημένη του σε αγία, ενώ σε μια στιγμή εμπνευσμένου λυρισμού αναρωτιέται: «Είν’ η ψυχή μου όλο το φως που κελαηδά;».

Ο Ερωτας, λοιπόν, ανυψώνει την ύπαρξη. Αιθέριος στην ουσία του, κατοικεί στον ουρανό, στα σύννεφα ή στη ματιά του αστροναύτη. Εκεί ζει και η αγαπημένη ως σύμβολο, αφού τελικά υπάρχει μόνο μέσα από την ανυπαρξία της. Τελικά, όμως, είναι η δική της απουσία ή μήπως η απουσία της ποίησης που καταδυναστεύει τον ποιητή; Είναι η απουσία της ύπαρξης ή μήπως η απουσία της αθωότητας; «Ηταν κούφιος ο ουρανός», λέει ο ποιητής, δίνοντας μια σκληρή απάντηση στο λυρικό του όραμα, για να το ξαναστήσει με περίτεχνο τρόπο λίγες σελίδες μετά.

Πίσω από κάθε στίχο υπάρχει ένα μειδίαμα. Ο ποιητής θλίβεται και γελά ταυτόχρονα με τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Φτιάχνει μια ποίηση με υλικά συμβατά μέσα από την αντίθεσή τους. Ο ρομαντισμός συνυπάρχει με τον αυτοσαρκασμό. Η προσδοκία με το ανέφικτο. Η φθορά με την αιωνιότητα. Ο έρωτας είναι η ίδια η ζωή με όλες της τις αντιθέσεις. Αλλωστε, όλοι είμαστε το λίγο που κάποτε ονειρεύτηκε το πολύ. Είμαστε ο ουρανός και η γη μαζί. Ακολουθώντας τα χνάρια του ποιητή, ο καθένας από εμάς δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ένα κομμάτι από τη δική του αθωότητα σ’ έναν κόσμο που ασφυκτικά χτίζεται πάνω στις επιταγές της λογικής και σε αλύγιστα «πρέπει».

Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η τέλεια γνώση; Είναι μια γνώση πέρα από τα συγγράμματα και πέρα από την παράνοια της λογικής. «Φαίνεται πως μου λείπει ένας ανάποδος συλλογισμός», μονολογεί ο ποιητής και γι’ αυτό σκόπιμα επιστρέφει στην εποχή της αθωότητας, στην Πρώτη Δημοτικού, για να μας θυμίσει πως τότε η γνώση ήταν αληθινή γιατί πήγαζε από την καρδιά και όχι από τα βιβλία. Εκεί, λοιπόν, στο λίκνισμα των κοριτσιών στην παρέλαση ‒που είναι το λίκνισμα του έρωτα με όλη του τη δύναμη, την ανεμελιά και την αγνότητα‒, θα πρέπει να αναζητήσουμε την τέλεια γνώση ή, ακόμα καλύτερα, τις ίδιες μας τις προσδοκίες για την τελειότητα που ονειρευτήκαμε μικροί και ασήμαντοι μπροστά στην αλήθεια ενός έρωτα.

.

ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΜΠΑΣΔΕΚΗ

FRACTAL Μάιος 2020

Ποιητής, πια!

Στην Πρώτη Δημοτικού και άλλα, ο Νίκος Παπάνας επιστρέφει συχνά στη γενέθλια χώρα του για να καταγράψει στον κατακερματισμένο πλέον χρόνο τόπους, τοπία, πρόσωπα που εμμονικά τον διασχίζουν ακόμα.

Η συλλογή, αν και την διατρέχουν ρομαντικές εξάρσεις, έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της γεωγραφίας του λυρισμού (της ποιητικής μορφής που θέλει να δώσει όσο γίνεται περισσότερη ελευθερία στο ποιητικό Εγώ), ενός όρου που αν και ακούγεται ελαφρώς ξεπερασμένος δεν είναι ─ αντίθετα αντιστέκεται στη φθορά του επανεφευρίσκοντας τον εαυτό του.

Στην Πρώτη Δημοτικού το ποιητικό υποκείμενο κατασκευάζει ένα επικοινωνιακό κενό, μια ουτοπική γέφυρα σύνδεσης με τον (επί της ουσίας) ανύπαρκτο, αόρατο, μη ονοματισμένο συνομιλητή-αποδέκτη κι από εκεί, από το φαντασιακό του βάθρο (και βάραθρο) μιλά με τον εαυτό του, τσεκάροντας που και που την «επιτυχία» της επικοινωνίας με ρητορικές ερωτήσεις επιβεβαίωσης που στερούνται όμως ερωτηματικού και επιστρέφουν ανεπίδοτες στον παραλήπτη τους:

Μήπως θα βρούμε κάτι σαν αιωνιότητα
Φιλί με τη διάρκεια τ’ ουρανού
Αγκάλιασμα που δεν κυοφορεί την πλήξη
Βότσαλο που θα στίλβει αδιάκοπα έξω απ’ το νερό (…)

Η πληθωρικότητα του λυρικού ποιήματος είναι εμφανής. Ο λυρισμός του Παπάνα είναι αποτελεσματικός καθώς εξισορροπεί το πληθωρικό συναίσθημα με τον λιτό λόγο ,αποφεύγοντας σαν τον θάνατο τη ρητορεία, αισθητική αποτυχία και ηθικό ολίσθημα για τις ευαίσθητες ισορροπίες του λυρισμού .

Ο Παπάνας χειρίζεται με σύνεση τα μέσα του. Μουσικότητα, Υποκειμενισμός, ρυθμός, ιδιαίτερη και στυλιζαρισμένη γλώσσα και ενίοτε προφορικότητα με αντιλυρικές λέξεις, υπαινιγμός, μεταφορικές εικόνες ή μάλλον έντονη εικονοποιεία που λειτουργεί ως μεταφορά. Τη συλλογή διατρέχει η «συμβολική όραση» του ποιητή, η συμβολική εικόνα που παρουσιάζει κάτι μη αντιληπτό μέσω των αισθήσεων, κάτι που «βλέπει» μόνον ο ποιητής ως υπαρκτό. ‘Όπως κάθε λυρικός που σέβεται την πρόθεσή του, δημιουργεί μια σκηνική χώρα όπου κατοικεί η μελαγχολία, η ευγενής θλίψη (η θλίψη δηλαδή που παραμένει εσωστρεφής χωρίς να γκρινιάζει ή να επαιτεί) ,το ανεκπλήρωτο ,η νοσταλγία ,κυρίως όσον αφορά το δεύτερο συνθετικό της, το άλγος.

Στην αστική ουτοπία του Νίκου Παπάνα το σώμα με τη βιολογική του έννοια απουσιάζει, η επιθυμία από-υλοποιείται και ο έρωτας παραμένει δειλός και ανέτοιμος να θριαμβεύσει.

Ο Παπάνας επίμονα προσπαθεί να οριοθετήσει το χάος του χωροχρόνου του, πότε με λήψεις κοντινές και πότε με μακρινές .Πανταχού παρούσα, όμως, μια μόνιμη αίσθηση ματαίωσης, σχεδόν μεσοπολεμική.

Υπάρχει, λοιπόν, στο λυρισμό του ισχυρό το στοιχείο της ψυχικής φόρτισης το οποία μεταφέρεται στον αναγνώστη γλωσσικά μεταλλαγμένο σε ιδεαλιστικές σφαίρες:

Έν’ αστέρι πεσμένο,
μια πληγωμένη σιωπή,
ένα ερείπιο.
Κι αχ πώς ν’ ανυψωθώ
ξάστερος, διάφανος
μέσα στο βλέμμα σου.

Να πλέξω ένα στεφάνι φως.

Να σ’ αγαπήσω

Στην Πρώτη Δημοτικού οι δυαδικές αντιθέσεις είναι έντονες, σχεδόν όλο το ποιητικό σώμα δομείται πάνω στις βιωμένες αυτές, δημιουργώντας μια διπολική ποίηση, μια διπολική πραγματικότητα, καμιά φορά τόσο φορτισμένη όσο και η χρήση του όρου στην ψυχιατρική. Το ναι και το όχι, το δημόσιο και το ιδιωτικό, η λογική και το συναίσθημα, η γνώση και η άγνοια, ο ομιλητής κι ο ακροατής (ο δυνατός κι ο αδύναμος), η επιθυμία και η απόρριψη, η τάξη και το χάος και κυρίως ο εαυτός και ο άλλος είναι μερικές από τις αντιθετικές δυάδες που σαν ακούσια ή εκούσια επιλογή αφήνουν πάντα μια επίγευση ματαιότητας.

Από τη μία άνοιξη, ανοιχτός ουρανός/από την άλλη πληγές και σύννεφα.

Το πρόσωπό μου/το πρόσωπό σου
Το βλέμμα μου/το βλέμμα σου
Άφθαρτη παρουσία/καθημερινή φθορά
η ψυχή μου/ η ψυχή σου
Άφθαρτη παρουσία/καθημερινή φθορά
Σάρκα /αλάβαστρο
Αιμάτινο φιλί/άγγιγμα του κρίνου
Μελωδία μελών/ χάδια των λέξεων

Ακόμα κι ο τίτλος Ταπεινή ωδή στην ποίηση είναι αντιθετικός ως τον επιθετικό προσδιορισμό που επιλέγει. Το ποίημα που κλείνει τη συλλογή μας δίνει το στίγμα αυτού του διχασμού Διχαλωτή χελιδονιών ουρά /Διαιωνίζεις το διχασμό μου , με το χελιδόνι (που ξαναβλέπουμε Στον Πρίγκιπα του Ντουίνο) να λειτουργεί σαν δίπολο λογικής και παρόρμησης.

Ο Παπάνας περνώντας μέσα απ’ τον καθρέφτη κι ανταλλάσοντας τη φαντασιακή πληρότητα με τον Λόγο του Πατέρα (τον λόγο δηλαδή της εξουσίας ),πληρώνει τα κόμιστρα . Μεγαλώνει κι ασφυκτιά μέσα στα συγγράμματα, προσδοκώντας τη βροχή που θα βρέξει τα μοκασίνια, που θα τα χαλάσει, θα τα βγάλει από την φανταστική τους τάξη και θα τα παραδώσει λασπωμένα πειστήρια μιας ερωτικής μάχης.

Προπαντός ψυχραιμία
Μακράν του λυρισμού.

Προσφυγή στα συγγράμματα.

Αλλά να σου το αναπόδραστο
-λέξη σοφή
Με τον ήχο της Δρέσδης.

Των σημάντρων πορσελάνινη έκπληξη.

Το λεξικό μου ανθίζει
Στο ατελείωτο κελάρυσμα της γραφομηχανής.
Κανείς δε θα εμποδίσει τη βροχή
Να καμαρώσει τα καινούρια
Μοκασίνια της.

Τι θέλει ο ποιητής της Πρώτης Δημοτικού; Θέλει να ξαναγυρίσει στο σχολείο του ανήλικου χρυσάνθεμου .

Άλλα τόσα έχω να μάθω για να σ’ αποκτήσω
Στο σχολείο του ανήλικου χρυσάνθεμου

Μάλλον να ξεμάθει, πρέπει. Έμαθε αρκετά και μάλλον δεν τον ωφέλησαν- όλα κατέληξαν σε μια βομβαρδισμένη Δρέσδη. Αναζητά την Πρώτη Δημοτικού, την συμβολική εκείνη περιοχή, του Λόγου της Μητέρας, τον ανεπίσημο και απελευθερωτικό μητρικό Λόγο που συμβολικά ταυτίζεται με την ποιητική δημιουργία.

Ο ποιητής της Πρώτης Δημοτικού αποφασίζει να επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο της μητέρας-γλώσσας. Η ανταλλαγή της αρχής της απόλαυσης με την αρχή της ταυτότητας «Εις το Όνομα του Πατρός», στο συμβολικό εκείνο πεδίο του κυρίαρχου Λόγου όπως τον αναγνωρίζει ο νόμος και η γλωσσική τάξη ,έλαβε τέλος.

Τα κορίτσια του τελευταίου του ποιήματος (Σκέψεις για την 25η Μαρτίου) παρελαύνουν με την πεποίθηση της τέλειας γνώσης ενώ ο ίδιος θριαμβευτικά επιστρέφει στην Πρώτη Δημοτικού….Ποιητής πια. !

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ

BOOKPRESS.GR 8/12/2019

Ποιήματα που φέρνει ο Βαρδάρης

Αξιοπρόσεκτη περίπτωση ποιητή

Ο Νίκος Παπάνας αποτελεί αξιοπρόσεκτη περίπτωση ποιητή, αφού τύπωσε το πρώτο ποιητικό του πόνημα 31 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, το 1988. Παράλληλα έχει δημοσιεύσει έως τώρα ποιήματα, μεταφράσεις ποιημάτων και δοκίμια για την ποίηση σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.

Δίχως να γνωρίζω τους λόγους αυτής της εκδοτικής του «καθυστέρησης», οφείλω να αναγνωρίσω πως το συνεχές ένδον σκάπτε, η ολιγογραφία του και η εν γένει ποιητική του στάση πριμοδοτούν την πρώτη του συλλογή, καθιστώντας την ενδιαφέρουσα. Πέρα από την καλαίσθητη τύπωση, τα ποιήματα είναι δουλεμένα, τεχνικώς άρτια, δίχως φλυαρίες και περιττά παραγεμίσματα, λιτά, με έκδηλη την προσπάθεια του ποιητή να ακριβολογήσει, εκφραζόμενος με την κατάλληλη, για κάθε περίπτωση, δραστική λέξη.

Ο Παπάνας δείχνει ικανότητα τόσο στο σύντομο επιγραμματικό ποίημα όσο και στο κάπως μεγαλύτερο. Τα επίθετα σπανίζουν, το ρήμα έχει δύναμη και κυριαρχεί, ενίοτε επικρατεί η ειρωνεία και ο σαρκασμός, άλλες φορές μια παιγνιώδη διάθεση πλανάται στην ατμόσφαιρα, ενώ εκλείπουν οι δυσνόητες εκφράσεις, οι εξεζητημένες λέξεις ή οι νεολογισμοί. Αντιγράφω από τη σελίδα 20 του βιβλίου:

Προπαντός ψυχραιμία
μακράν του λυρισμού

Προσφυγή στα συγγράμματα

Αλλά νά σου το αναπόδραστο
– λέξη σοφή
με τον ήχο της Δρέσδης

Των σημάντρων πορσελάνινη έκπληξη

Το λεξικό μου ανθίζει
στο ατέλειωτο κελάρυσμα της γραφομηχανής

Κανείς δε θα εμποδίσει τη βροχή
να καμαρώσει τα καινούρια
μοκασίνια της
«Το αναπόδραστο»
Ένας διακριτικός λυρισμός κυριαρχεί σε αρκετούς στίχους, συναντούμε εμφανείς επιδράσεις από Έλιοτ, ο έρωτας εκφρασμένος πάντα με λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις, η δύναμη της παιδικής αθωότητας που ισοδυναμεί με την αληθινή ποίηση, στίχοι για την αιωνιότητα, την οδό Λάμπρου Πορφύρα, την απεξάρτηση από τον έρωτα («ποιος θα επινοήσει / του έρωτα τη μεθαδόνη;»), τις εμμονές και τις έσχατες πλάνες. Μια μεστή, συγκροτημένη και αξιοπρόσεχτη ποιητική απόπειρα και τύπωση.

Κλείνω την αναφορά μου στον Παπάνα με το μικρό ποιηματάκι του «Άλγεβρα»:

Ό,τι κι αν έχω κάνει μέχρι τώρα
αράδιασμα μηδενικών ∙
λείπει από μπροστά τους η μονάδα:
Λείπεις εσύ.

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.