Η Λίλια Τσούβα σπούδασε Μεσαιωνική και Νεότερη Ελληνική Φιλολογία
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Δημιουργικής Γραφής από το Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (MASTER). Διήγημά της απέσπασε βραβείο (Α’ Πανελλήνιος Διαγωνισμός «Το Κοράλλι»), όπως και ποιήματά της (Η’ Παγκόσμιος Διαγωνισμός της UNESCO και 1ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποιήματος «Το Κοράλλι»). Δοκίμια, ποιήματα και διηγήματά της φιλοξενούνται σε έντυπα περιοδικά και ηλεκτρονικές σελίδες και έχει συμμετάσχει στα συλλογικά έργα: 26 Βραβευμένα διηγήματα (Κοράλλι, 2019), Ανθολογία Η’ Παγκόσμιου Διαγωνισμού της UNESCO (2019), Κι αν τα κτίρια μιλούσαν (Εκδόσεις Κέδρος, 2019), Φλέβες γραφής (επιμέλεια, Εκδόσεις Ρώμη, 2019), 150 Βραβευμένα ποιήματα (Κοράλλι, 2020).
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ο εξπρεσιονισμός στην ποίηση του Κ.Θ. Ριζάκη (Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα, 2020)
Το τραγούδι των Ινουίτ [Διηγήματα] (Βακχικόν 2021)
Εγκέφαλος ψάρι [Ποίηση] (Βακχικόν 2022)
.
.
ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΨΑΡΙ (2022)
ΛΕΠΙΑ ΗΜΕΡΑΣ
I
Η πρωινή παλίρροια άφησε τα λέπια της.
Σκορπίνες
στο δωμάτιο.
Κοφτεροί βράχοι
στο ταβάνι
Δάκρυα τριζονιών
στο μαξιλάρι.
V
Το φτεροκόπημα καρδιάς
τύμπανο αλαλάζον.
Άγραφο καύκαλο χελώνας
η μνήμη.
Μελάνι μαύρο
ο μυελός.
Η μεσόκοπη νοσοκόμα
προσπαθεί ν’ απομακρύνει
τον ρινόκερο.
Με το κοφτερό του κέρατο
τη νύχτα μου
χαράζει.
ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΨΑΡΙ
I
Φεγγάρι στο παράθυρο.
Οι αστραπές της νύχτας
ξίφη στο κρεβάτι μου αιχμηρά.
Η γάτα μου
η Φιογκούλα
νιαουρίζει.
ΙΙΙ
Mε ξένη πανοπλία
θα μ’ εγκαταλείψουν;
Θέλω και στις τάφρους μου χωράφι.
Ο γιατρός
τα νυχτερινά μου
αντιπαθεί ταξίδια.
Στο μονοπάτι μου
αποφασίζει κόμπους να δέσει.
Η ΜΙΧΑΕΛΑ ΚΑΙ Η ΦΛΟΡΑΝΣ
Η Μιχαέλα και η Φλοράνς
φυσούν μια πικραλίδα.
Καθώς διαλύεται,
τα τριανταφυλλένια τους φορέματα
σπόρους γεμίζουν.
Από το κίτρινο κεφάλι πετάγονται ρόδες ποδηλάτου.
-Το ταξίδι αρχίζει.
Με χνούδια αγριολούλουδων τρέφονται
στο έγχυμα των φύλλων ξεδιψούν.
Τα μάγουλά τους ανθισμένη κερασιά.
Δεν παρατήρησαν ποτέ
τον μαύρο του τρένου καπνό.
Περνώντας κάθε βράδυ
από την κρεμαστή γέφυρα
μπλεκόταν στα μαλλιά.
Τους τ’ αποτέφρωνε.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΣΤΟ ΑΤΕΛΙΕ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Τ’ άνθη λευκής ορχιδέας
φώτισαν το ατελιέ.
Ένα κορίτσι έχει καθίσει
στο τραπέζι, κάτω
από της Άνοιξης τον πνιγηρό ήλιο.
Πόζαρε μ’ ένα μακρύ άλικο φόρεμα.
Τα μαλλιά του στο χρώμα της κασσίας.
Τι άρωμα τριαντάφυλλου
ανέδιδε
ώστε ξύπνησε
στο κλουβί του ζωγράφου
την αλκυόνα.
Το κεράσι από τα χείλη της
το σώμα του επικίνδυνα λάβωσε.
Μόνον με γούνα
τίγρης της Βεγγάλης
τώρα να σβήσει
το ουράνιο μπορούσε τόξο
που
τα μάτια του θάμπωσε.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΓΟΥΛΦ
Ο κύριος Γουλφ
είναι ταραγμένος.
Το αυγό που έχει για κεφάλι
ποθεί να εκραγεί.
Μ’ αυτό ίσως καταστρέψει
το μπλε κουστούμι
τη γραβάτα με τους ρόμβους
το λευκό πουκάμισο.
Απ’ το παράθυρο
του πεντηκοστού ορόφου
στον ουρανοξύστη όπου εργάζεται
εισβάλλουν σύννεφα.
Φέρουν μορφή λύκου.
Κι ο άνεμος βουίζει.
Ακούγονται ουρλιαχτά.
Ο κύριος Γουλφ
σαν φύλλο τρέμει.
Εδώ και αιώνες
έχει απομακρυνθεί
από το δάσος που γεννήθηκε.
Και τελευταία, αυγά
ανατινάζονται συνέχεια
στα κτίρια χλωμά.
ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ
Στη θάλασσα του αλατιού
σκιές χορεύουν
το ηλιοβασίλεμα.
Κάκτοι λευκής επιφάνειας.
Αγκάθια διαπερνούν τους τοίχους των σπιτιών
στην άλλη του κόσμου πλευρά.
Μία ηλικιωμένη οικοδέσποινα
πυροβολεί το σκοτάδι.
Οι σφαίρες από μελάνι
καρφώνονται στο στήθος.
Γίνεται μαύρη η μέρα.
-Μαμά είσαι εκεί;
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ
Κάτι δεν πήγαινε καλά στη Θήβα:
ο βασιλιάς
να τριγυρνά
με γυναικεία φορεσιά στην πόλη
και οι σεμνές του Κάδμου κόρες
σε τελετές οργίων
στον Κιθαιρώνα.
Φεμινιστικός παροξυσμός
ή τρέλα που έστειλε
ο Θεός Διόνυσος
στη βασιλομήτορα Αγαύη;
Τίποτε απ’ όλα αυτά.
Ένα απλό μάθημα
σε όσους διώκουν τον θεό.
Πενθέας
όποιος αρνείται του σώματος την ηδονή.
Της θλίψης άνθρωπος.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
Φοβόσουν το σκοτάδι.
Τώρα η νύχτα σου
βούτυρο στη φέτα του ψωμιού.
Καθώς του ουρανού
τ’ αστέρια ανάβουν
η Billie Holiday χαμογελάει στο σαλόνι.
Ο Cummings τραγουδά για
τη δολοφονία των ονείρων
και ο Machado σού γνέφει
μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑ
Μόνον όταν έρθει ο χιονιάς κι εδώ
θα μάθεις πόσο κρύο κάνει,
είπε ο άνεμος με τα πυκνά του φρύδια, κρίκοι από σίδερο.
Ο φάρος αναβόσβηνε στα χρώματα του μωβ.
Λιγοστοί ψαράδες στη μαρίνα.
Στη Νέα Κρήνη λήθαργος.
Η άμμος έμοιαζε με στάχτη.
Αστραφτερό λεπίδι έγδερνε τους κορμούς.
Νότια απ’ το σπίτι στραγγάλιζαν γυναίκες.
Τα μεγάφωνα μετέδιδαν επιθανάτιους ρόγχους.
Άνθρωποι νηστικοί ασκούνταν
στην τέχνη του πολέμου.
Είχε σωπάσει η παλίρροια.
Τον γείτονά μου τον λένε Λίζα.
Τι κάνει με
ταριχευμένα στο σαλόνι
τόσα τρωκτικά;
Γιατί τροχίζει το πριόνι κάθε αυγή;
Φορώ το μαύρο μου παλτό.
Κι ένα καλύβι σάς ζητώ με
καυσόξυλα μη
μου χτυπάει χειμώνας.
.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΙΝΟΥΙΤ (2021)
Η ΜΑΪΚΟ
Την έλεγαν Μάικο, «η γυναίκα που χόρευε». Τα βράδια έμεινε ξάγρυπνη. Κρεμούσε στην εξώπορτα ένα αχυρένιο σκοινί και περίμενε τα «Κάμι», τα πνεύματα της φύσης. Για να τα κατευνάσει, έστρωνε καλάμια από μπαμπού στο μπαλκόνι. Άπλωνε κλαδιά πεύκου και φοινικόφυλλα, και γέμιζε με σάκε τα ποτήρια στο τραπέζι.
Τα μεσάνυχτα η Σεν, η ξύλινη νεράιδα πάνω στο τζάκι, ζωντάνευε. Κατέφθανε τότε η Ιζούμι, η άνοιξη, με το κότο της, και έπαιζε έναν σαγηνευτικό σκοπό. Τη συνόδευε η Σιόρι, η ποίηση, που τραγουδούσε μελωδικά. Κι ύστερα εμφανιζόταν η Νατσούκο, το κορίτσι καλοκαίρι. Ζέσταινε ο τόπος. Η Μάικο έβγαζε τα ρούχα και χόρευε σαν τρελή.
Εκείνο το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, ο Φούζιν, ο θεός του ανέμου, είχε φορέσει το τρομακτικό του δέρμα από λεοπάρδαλη. Είχε ανοίξει την τσάντα του με τις θύελλες και τις είχε αφήσει ελεύθερες. Τον άκουσε ο Κόκκινος Δαίμονας Ράιζιν και άρχισε να χτυπά τα ταμπούρλα του με μανία. Βροντές και καταιγίδες σάρωσαν τον τόπο. Ο ισχυρός άνεμος σκόρπισε τα κλαδιά του πεύκου και τα φοινικόφυλλα στο μπαλκόνι. Τα ποτήρια έσπασαν. Το σάκε χύθηκε στην αυλή. Χαρούμενη η Γιουκίνο, η κόρη του χιονιού, άπλωσε ένα άσπρο χαλί στην αυλή και στους δρόμους.
Η Μάικο τρόμαξε από τις αστραπές και τις βροντές. Αμπάρωσε τις πόρτες και τα παράθυρα και πύρωσε με τα τελευταία ξύλα το τζάκι. Κρύωνε. Ήθελε πολύ να χορέψει. Αλλά το κέφι της είχε χαθεί. Εδώ και πολλούς μήνες δεν είχε δουλειά. Όμως ήταν μια γκέισα. Το πρόσωπό της, ολόλευκη μάσκα. Τα χείλη της, κόκκινο αίμα. Ολόμαυρα τα μάτια και τα φρύδια. Τα μαλλιά της αψεγάδιαστο σινιόν. Γνώριζε καλά την τελετουργία του τσαγιού, όπως γνώριζε από ποίηση και λογοτεχνία και οπωσδήποτε χόρευε μαγικά.
Άρπαξε την κουβέρτα και κάθισε στο τζάκι. Κοίταξε από το τζάμι τις νιφάδες του χιονιού. Έβαλε τα τελευταία ξύλα και όταν κι εκείνα κάηκαν, για πρώτη φορά στη ζωή της έπιασε το κεφάλι με τα χέρια.
Μέσα στην απόλυτη ησυχία άκουσε κάτι σαν σύρσιμο. Γύρισε και είδε το μεγάλο ερπετό που μπήκε στο δωμάτιο. Κατάλαβε. Χτένισε τα μαλλιά της που είχαν χάσει τη φρεσκάδα τους από το άγγιγμα των χεριών. Φόρεσε το πιο εντυπωσιακό της κιμονό και έμεινε εκεί ως το πρωί που τη βρήκαν παγωμένη, με πρόσωπο κέρινο. Ο ιαπωνικός δράκος, η θεότητα του πάγου που την είχε αγκαλιάσει σφιχτά, έφυγε από το δωμάτιο αργά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει δειλά να αναδύεται στο φως.
.
ΤΑ ΤΡΑΠΟΥΛΟΧΑΡΤΑ
Το Δουβλίνο κοιμόταν ανέμελα καθώς ο ποταμός Λίφι το χώριζε στη μέση.
Ο Κούλαν στον ύπνο του έβλεπε μαγικά πουλιά. Είχε χρυσά νήματα για μαλλιά. Ήταν κύκνος ή χέλι. Είδε εκείνον τον άνδρα με το καπέλο σ’ ένα ξέφωτο στο δάσος. Τού φάνηκε πως χόρευε. Αλλά ο χώρος ήταν γεμάτος τραπουλόχαρτα, βαλέδες, ντάμες, σπαθιά, κούπες κι εκείνος αιωρούνταν στην προσπάθειά του να τα πιάσει. Ύστερα ο Πάπας τού έγνεφε, Ερινύες ούρλιαζαν, σαν ταινία οι εφιαλτικοί πίνακες του Φράνσις Μπέικον. Η βία της πραγματικότητας, διάβασε σε μια φωτεινή οθόνη. Αναστέναξε. Τίποτε στον κόσμο δεν έβγαζε νόημα πια.
Ψηλός και αδύνατος ο Κούλαν, με βαθύχρυσα μαλλιά και λακκάκια στα μάγουλα. Πολύτιμοι λίθοι τα σμαραγδένια μάτια του. Άγγελο τον φώναζαν.
Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά. Κοίταξε το ρολόγι του. Από το υπαίθριο καφέ του ποταμού πήρε ζεστή σοκολάτα. Βιαστικοί Δουβλινέζοι τον προσπέρασαν. Ένας σταχτόχρωμος γλάρος τού έκλεισε το μάτι. Πέρασε γρήγορα τη μεσαιωνική συνοικία του Τρέμπλ Μπαρ, το Μουσείο Γέιτς, το άγαλμα του Οσκαρ Ουάιλντ. Στη Γκρόφτον Στριτ άκουσε μια εκκλησιαστική χορωδία κι έναν μουσικό που έπαιζε με κελτική άρπα μία ιρλανδέζικη μελωδία. Προσπέρασε τη Μπανκ οφ Άιρλαντ και έφτασε στο Τρίνιτι Κόλλετζ. Όρμησε στον πάνω όροφο. Τα βήματα τον οδήγησαν σε μια προθήκη. Μπουκ οφ Κελλς, αριστούργημα της καλλιγραφίας του ένατου αιώνα, ο εθνικός θησαυρός της Ιρλανδίας. Εικονογραφημένο χειρόγραφο με τα τέσσερα Ευαγγέλια, κελτικούς κόμπους, φιγούρες ανθρώπων και ζώων, μυθικών θηρίων. Η προθήκη άστραφτε. Τα χρώματα ακτινοβολούσαν. Ένα χρυσό φως τον θάμπωσε. Ζαλίστηκε. Νόμισε πως θα έπεφτε. Το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει στο εξώφυλλο ήταν η λέξη ΑΓΑΠΗ.
«Χρειάζεστε βοήθεια;» ρώτησε ο υπάλληλος.
«Καλά Χριστούγεννα» ψέλλισε.
Στον διάδρομο κοίταξε την αφίσα του Τζέιμς Τζόις: έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε.
Από το παράθυρο του Καφέ αν Σεν όπου κάθισε, της Ντόσεν Στρίιτ, είδε τη Φάτνη και δίπλα της μια ανθισμένη τριανταφυλλιά.
.
ΠΡΟΣΚΑΙΡΗ ΒΛΑΒΗ
Έστριψε στον παράδρομο της Έβδομης Οδού. Ο όγκος των αυτοκινήτων που κινούνταν γρήγορα -σχεδόν σπασμωδικά- στη λεωφόρο, τον είχε τρελάνει. Μπροστά του το Ασιατικό παντοπωλείο και το Καντένιαλ Παρκ. Με την άκρη του ματιού είδε τον ποδηλάτη να κλειδώνει το ποδήλατο και να χάνεται στην παρακείμενη πολυκατοικία.
Η πόλη σάλευε ωχρή μετά την πρωινή ομίχλη. Τα σύννεφα είχαν σκορπίσει και ο ήλιος άρχισε επιτέλους να τρυπώνει στα βικτωριανά σπίτια και τους ουρανοξύστες. Προχωρημένο φθινόπωρο. Στο φως του μεσημεριού, μια μυρωδιά ζεστής σούπας και μπίρας απλώθηκε σ’ ολόκληρη την πόλη.
Χώθηκε στο κοντινό καφέ. Καφέ-αναγνωστήριο. Ξύλινη επίπλωση, αναπαυτικές πολυθρόνες και επιτοίχια βιβλιοθήκη, με βιβλία για όλα τα γούστα. Είχε έρθει πολλές φορές. Από την τεράστια τζαμαρία μπορούσες να χαζεύεις τους ανθρώπους καθώς έσερναν τα βήματά τους κουρασμένα στους δρόμους, τις γυναίκες να τραβούν από το χέρι τα μωρά και τους ταξιτζήδες να βρίζουν τους περαστικούς που έπεφταν πάνω τους σαν τυφλοί από μια ανεξήγητη βιασύνη.
Πέρα μακριά εκτεινόταν η λίμνη με τις αγριόπαπιες.
Έναν ολόκληρο χρόνο σύχναζε στο καφέ αυτό την ώρα που η Μαρίσσα σχολούσε από τη δουλειά της. Μεθυσμένος από την απουσία της, μπορούσε σχεδόν ν’ αναπνέει το άρωμά της και μόνο που την έβλεπε να προσπερνά το φανάρι και να στρίβει προς το πάρκινγκ. Την παρακολουθούσε με βλέμμα αδηφάγο, ώσπου να χαθεί στο βάθος του δρόμου. Στη συνέχεια, αφού κάπνιζε μερικά τσιγάρα, έφευγε.
Σήμερα παρήγγειλε ουίσκι. Ο Ασιάτης που καθόταν στο διπλανό τραπέζι τον κοίταξε περίεργα. Το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο. Ήταν η ώρα που τον περισσότερο κόσμο τον κατάπινε ένα εστιατόριο ή ένα σπίτι όπου τον περίμενε στρωμένο το τραπέζι με το μεσημεριανό γεύμα. Χωρίς να το θέλει, κοίταξε το βιβλίο που κρατούσε ο Ασιάτης στα χέρια του. Γιόχαν Τικ: Ο ιππότης Κυανοπώγων.
Χαμογέλασε. Έβγαλε από την τσέπη ένα τσαλακωμένο, σχεδόν κατεστραμμένο, χαρτί, προσέχοντας να μην τον δουν: Προσωρινή βλάβη φυσικού αερίου. Παρακαλώ κλείστε την παροχή του διαμερίσματός σας. Κίνδυνος δηλητηρίασης ή ανάφλεξης.
Είχε πιει κάμποσες γουλιές ουίσκι, όταν άκουσε τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου, επίμονη και διαπεραστική. Κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στο τετράγωνο.
«Μια κυρία. Είχε την γκαλερί πιο κάτω» είπε ο μπάρμαν στον Ασιάτη που τον κοίταξε ερωτηματικά.
Το ποτό στο στόμα του Ρίκο πήρε τη γεύση στυφού λεμονιού. Ασυναίσθητα έριξε μια ματιά στο μπουκάλι που είχε αφήσει ο μπάρμαν στον πάγκο. Ήταν η αγαπημένη του μάρκα ουίσκι, δεν χωρούσε αμφιβολία. Την ίδια στιγμή, ένα αγριοπερίστερο που ήρθε απ’ το πουθενά, έπεσε με δύναμη στη τζαμαρία. Στη συνέχεια σφηνώθηκε ανάμεσα στο τραπέζι και στην καρέκλα. Ο Ρίκο το παρατηρούσε πολλή ώρα. Στα μικρά γυάλινα μάτια του αντίκρισε το αναπόδραστο.
Το ασθενοφόρο συνέχισε να στριγγλίζει, ο κόσμος άρχισε να υποχωρεί και εκείνος ήπιε ακόμη μια γουλιά από το στυφό ουίσκι του ποτηριού. Τον είχε κουράσει το τροπικό κλίμα της Καραϊβικής, είχε βαρεθεί τις λευκές αμμουδιές. Ένιωθε να τον κυνηγά παντού ένα πιράνχας. Μόνο στο Όουκλαντ έβρισκε πάλι τον εαυτό του. Ήταν η πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εκεί πήγε σχολείο, στο Εθνικό Πάρκο Αναψυχής άκουσε τα συγκροτήματα της χιπ, εκεί κάπνισε το πρώτο του τσιγάρο. Του άρεσε να κοιτάζει από το λιμάνι τα ψηλά κτίρια του Σαν Φρανσίσκο, ενώ πέρα μακριά απλωνόταν η πολιτεία της Καλιφόρνια.
Ψηλός, μελαχρινός και αδύνατος, κόντευε τα σαράντα πέντε. Ζούσε μόνος. Τα χείλη του ήταν στενά και είχε ένα μικρό αλληθώρισμα στα μάτια. Όταν του μιλούσες, έβαζε τα δάχτυλα στα μαλλιά, συνήθεια που απέκτησε, όταν ένα μεσημέρι γυρίζοντας από το σχολείο, βρήκε τη μητέρα του νεκρή στην κουζίνα. Δηλητηρίαση από αέριο, είπαν οι γιατροί.
Τότε ήταν που σφηνώθηκε στο μυαλό του η ιδέα να αποκτά κάθε μικρό πράγμα που του άρεσε, μια κλεπτομανία που αφορούσε μόνον μινιατούρες, αλλά που δεν έπαυε να του δημιουργεί προβλήματα, όπως όταν ασυναίσθητα, σαν να ήταν κάτι απόλυτα φυσιολογικό, είχε αρπάξει μια λιλιπούτεια χελώνα που είχε στο γραφείο του ο διευθυντής για γούρι.
Δεν εργαζόταν, ζωγράφιζε. Και από τότε που έχασε τον πατέρα του, το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να μη χάσει και τα χρήματα που είχε κληρονομήσει. Λάτρευε το κνέντελ συκωτιού, ένα φαγητό που του είχε μάθει η Εβραία φίλη του, όταν για ένα μικρό χρονικό διάστημα αναγκάστηκε να μείνει στο Μανχάταν.
Τα πρωινά συνήθιζε να επισκέπτεται την Τσάινα Τάουν. Οι λαβύρινθοι στους δρόμους της κινέζικης συνοικίας τον έκαναν να ξεχνά τη μυρωδιά κλούβιου αβγού που είχε μόνιμα στα ρουθούνια του. Τα αρτοποιεία της, τα καταστήματα με τα αναμνηστικά, τα στέκια dim sum και yum cha τον έκαναν να χάνεται. Αργά το βράδυ κατέληγε συνήθως σ’ ένα μπαρ με καραόκε.
Για γυναίκες δεν ενδιαφερόταν τον τελευταίο καιρό. Τον είχαν κουράσει οι ξανθιές των μπαρ που τις παρομοίαζε με κροκόδειλους. Βυθίζονταν εύκολα στα ποτάμια της καλής ζωής ή στις λίμνες των δολαρίων, έλεγε.
Όταν χάθηκε η μητέρα, ένα μαύρο φεγγάρι θρονιάστηκε στο ταβάνι του δωματίου του. Ο πατέρας συχνά απουσίαζε και τον άφηνε με τη Σουζάνα, τη γκουβερνάντα, μια γυναίκα γύρω στα 60 που του άρπαζε τις μπογιές με τα χρώματα από την τσάντα, μόλις γύριζε από το σχολείο. Είχε μανία με την καθαριότητα. Η θεία Τζέην, η αδελφή της μητέρας του, ερχόταν πού και πού σπίτι. Η γκουβερνάντα τής παραπονιόταν για την κλεπτομανία του. Η θεία τη διαβεβαίωνε πως ήταν ένα παιδικό καπρίτσιο και πως δεν είχε λόγους να ανησυχεί σοβαρά.
Τα ελαφρώς γκρίζα μαλλιά και οι λεπτές ρυτίδες, το τετράγωνο πηγούνι και το αργό βάδισμα ήταν στοιχεία που τον ξεχώριζαν, όπως και η φωνή, σωστό πνευστό μουσικό όργανο. Ανακάτευε λέξεις της αργκό με λόγιες και είχε βαριά καλιφορνέζικη προφορά. Δεν έκανε εύκολα παρέες. Οι μόνοι φίλοι του ήταν ο σκύλος Πικάσο και δυο συμμαθητές του από το Κολλέγιο των Τεχνών, όπου σπούδασε.
Το αυστηρό Ακαδημαϊκό πρόγραμμα της σχολής στο Κολλέγιο που είχαν ιδρύσει Ιησουίτες, τον είχε τότε ενοχλήσει, αυτόν έναν ζωγράφο που ανακάτευε με χαοτικό τρόπο τη μπογιά πάνω στον καμβά και λάτρευε τον Ρόθκο, τον Κούνιγκ και τον Καντίνσκι. Ζωγράφιζε έργα με φράκταλ δομή και άπλωνε τους καμβάδες στο πάτωμα.
Όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για άνθρωπο εσωστρεφή και ευαίσθητο. Έλεγαν πως το μόνο που τον ενδιέφερε στο βάθος ήταν να αποκτήσει μια ήσυχη οικογενειακή ζωή. Ο μπάρμαν όμως, στο στέκι της γειτονιάς όπου σύχναζε, είχε εκμυστηρευτεί σε κάποιον θαμώνα ένα βράδυ πως η Τζούντι Κ., φίλη του Ρίκο για ένα διάστημα, μια μέρα μεθυσμένη, τού είχε δείξει ένα σημάδι από μικρή μαχαιριά που της είχε προκαλέσει στο αριστερό της μπράτσο.
Από την πρώτη του έκθεση έργων τέχνης είχε αποσπάσει καλές κριτικές. Όμως είχε δρόμο ακόμη μέχρι να αναγνωριστεί και να νιώσει ο ίδιος καταξιωμένος μέσα του. Πριν έναν χρόνο είχε πλευρίσει τη Μαρίσσα Άμιτ, την ιδιοκτήτρια μιας γκαλερί στη Γιούνιον Σκουέαρ, που στεγαζόταν σε ένα παλιό βικτωριανό σπίτι. Δεν απείχε πολύ από το κέντρο και άνοιγε το πρωί στις 10.
Τη μέρα που χτύπησε το κουδούνι της, ένιωσε στο σώμα του ένα ρίγος που μόνον το τσίμπημα μιας αγριόπαπιας θα μπορούσε να προκαλέσει. Η μεσόκοπη κυρία που πρόβαλε στην πόρτα, κάποια χρόνια μεγαλύτερή του, ήταν κοντή και με σώμα ακανόνιστο, είχε πανάδες που ασχήμιζαν το πρόσωπό της και ένα έντονα κόκκινο κραγιόν που ξέφευγε από τα χείλη και την έκανε να μοιάζει με κλόουν. Καθώς άπλωσε το χέρι να τον χαιρετήσει, ο Ρίκο είδε ότι ήταν γεμάτο καφέ κηλίδες. Όμως φορούσε το αγαπημένο του άρωμα Κοκό Σανέλ νούμερο 5, αυτό που πάντα λάτρευε στις γυναίκες.
Η Μαρίσσα ανέλαβε την έκθεση των έργων του και έτσι τη συναντούσε σχεδόν κάθε μέρα. Η γκαλερί πλημμύριζε από το άρωμά της, όμως η ίδια έμοιαζε με λασπώδη λίμνη που μέσα της βούλιαζαν ιπποπόταμοι. Δεν του έδειχνε κανένα ενδιαφέρον. Τον κοίταζε με το βλέμμα αποδημητικού πουλιού που έχει μόλις αναχωρήσει για καινούρια μέρη και το μόνο που συζητούσε μαζί του ήταν η έκθεση των έργων του.
Άρχισε να τον βαραίνει σαν πέτρα το κοίταγμα αυτό. Την τελευταία του ερωμένη, τη Ζυλ, μια νεαρή Γαλλίδα με καταπράσινα μάτια, την είχε προλάβει το τελευταίο τρίλεπτο πριν καταναλώσει δηλητήριο, όταν της είχε πει πως δεν την ήθελε πια.
Ο πάστορας Γιορκ, μεσήλικας, με άσπρα μαλλιά και πρόσωπο γεμάτο ουλές, περνούσε συχνά από την γκαλερί. Το πρόσωπο της Μαρίσσα άνθιζε σαν τουλίπα, όταν τον έβλεπε. Η γυναίκα πρέπει να είναι υποταγμένη στον άντρα, υποστήριζε ο πάστορας Γιορκ και διατυμπάνιζε και άλλες εξίσου αναχρονιστικές απόψεις για το γυναικείο φύλο που εκείνη τις αποδεχόταν χαμογελώντας, κάνοντάς τον να μαίνεται, αυτόν που σύχναζε στο σταυροδρόμι των οδών Χέιτ και Άσμπουρι, το παλιό ορμητήριο των χίπις, με τις ροκ συναυλίες και την πίστη στον ελεύθερο έρωτα.
Της ζήτησε επανειλημμένα να βγουν για φαγητό. Όμως έλαβε απανωτές αρνήσεις. Μόνον μετά από εβδομάδες, καθώς χώριζαν ένα βράδυ, δέχθηκε επιτέλους την πρότασή του να τη συνοδεύσει στο μπαρ.
Πέρασε το χέρι του στην πλάτη της. Αυτή κοκκίνισε. Ξαφνικά, η νύχτα κατάπιε κάθε οργή, πόνο και αδικία· έσβησε τη μυρωδιά του κλούβιου αυγού, το γκρίζο χρώμα των κτιρίων, τους άχαρους ουρανοξύστες. Έμεινε μόνο το φως των ματιών της που έλαμπαν.
«Είμαστε πολύ κοντά στο σπίτι μου» της είπε. «Πού να κατεβαίνεις τέτοια ώρα στο άλλο άκρο της πόλης;»
«Έχω πονοκέφαλο» απάντησε εκείνη και πριν προλάβει να την αποχαιρετίσει κανονικά, σταμάτησε ένα ταξί και μπήκε γρήγορα μέσα.
Γύρισε όλο το Όκλαντ με τα πόδια εκείνο το βράδυ. Κατέληξε σ’ ένα μπαρ με καραόκε, στην Τσάινα Τάουν. Την άλλη μέρα δεν πήγε στη γκαλερί.
Στην πρεμιέρα της έκθεσης, το βλέμμα του μάγεψε το γαλάζιο της φόρεμα. Εκείνη όμως μιλούσε διαρκώς με τους καλεσμένους και έκανε δημόσιες σχέσεις σαν χρηματιστής που ξεκίνησε μόλις την καριέρα του. Ένιωσε περιστέρι που έχασε το ταίρι του. Ασυναίσθητα ακούμπησε το στιλέτο που είχε πάντα στην τσέπη του παντελονιού του για ώρα ανάγκης. Όταν όμως στο τέλος της έκθεσης την είδε να φεύγει με συνοδό τον πάστορα Γιορκ, μια έντονη μυρωδιά από χλώριο τον αρρώστησε και τον έκανε να μείνει στο κρεβάτι για δέκα πέντε μέρες.
Πήγε να την ευχαριστήσει για τη διοργάνωση της έκθεσης, όταν γιατρεύτηκε.
«Μεγάλη επιτυχία» του είπε και το χέρι της, που έσφιξε ψυχρά και απρόσωπα το δικό του, ήταν η δαγκάνα μιας μηχανής που τον πολτοποίησε και τον ισοπέδωσε.
Από το καφέ-αναγνωστήριο δεν έφυγε παρά όταν διαπίστωσε ότι το ασθενοφόρο είχε απομακρυνθεί και η σειρήνα έπαψε να ακούγεται.
Το ραδιόφωνο μιλούσε για τον άδικο χαμό της Μαρίσσα Άμιτ, ιδιοκτήτριας της γκαλερί Αρτ Εξτσέιτζ. Στην πόρτα της δεν υπήρχε το χαρτί της ειδοποίησης που η εταιρεία φυσικού αερίου είχε κολλήσει έξω από όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Η άτυχη γυναίκα δεν είχε ενημερωθεί για τη βλάβη. Δεν έκλεισε την παροχή όπως υπαγόρευαν οι οδηγίες και πέθανε από τη διαρροή του αερίου.
Είχε νυχτώσει. Ο Ρίκο άπλωσε τους καμβάδες του στο πάτωμα. Το κόκκινο στον πίνακά του πήρε το χρώμα του αίματος απόψε. Σκούπισε το πινέλο του πάνω στο τσαλακωμένο χαρτί της ειδοποίησης που είχε ξεκολλήσει από την πόρτα της Μαρίσσα.
.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
«Τιν τάνδε λατάσσω, Λέαγρε»*
«Για σένα σκορπάω
αυτή τη σταγόνα,
Λέαγρε»,
γράφει η επιγραφή
στο ερυθρόμορφο αγγείο.
Μουσείο του Ερμιτάζ
Αγία Πετρούπολη.
Η Σμικρά εταίρα παίζει κότταβο.
Χύνει στο χώμα το τελευταίο κρασί.
Αναρωτιέται αν αυτός την αγαπά.
Σε άλλην ήπειρο, ένας ψυκτήρας
«Ο θάνατος του Σαρπηδόνα».
Δυο φτερωτές φιγούρες
ο Ύπνος και ο Θάνατος.
Πλάι τους δυο ακίνητοι πολεμιστές.
Κόκκινο αίμα αναβλύζει.
Και πάλι ο Λέαγρος παρών.
Σε επιγραφή
«Λέαγρος ο καλός».
Από τον έρωτα Εταίρας
σε θάνατο πολεμιστή.
Γιατί ό, τι θέμα
κι αν ζωγράφιζε ο Ευφρόνιος
το Λέαγρο αποτύπωνε ξανά
έφηβο ή καβαλάρη,
με χιτώνα ή πέτασο.
Με την τελειότητα
που δεν ξεχωρίζει
το σώμα απ΄ το πνεύμα.
Κι όμως Αθηναίος στρατηγός
ο Λέαγρος
Φίλος του Θεμιστοκλή.
Πέθανε στη μάχη της Θράκης,
εξηντάρης πια.
Δεν αναφέρεται στα βιβλία Ιστορίας.
Δεν γέρασε ποτέ.
Έφηβοι σε αγγεία
ακόμα παίζουν στη λύρα
το τραγούδι της Σαπφούς
«μάομαι και ποθέω»*
για χάρη του.
Γιατί ο πόλεμος εξοντώνει
Η τέχνη όμως αποτυπώνει
Και διαρκεί.
Λεξιλόγιο
*«μάομαι και ποθέω»: σφοδρά επιθυμώ και ποθώ.
*«Τιν τάνδε λατάσσω, Λέαγρε»: «για σένα σκορπάω αυτή τη σταγόνα, Λέαγρε».
Στον υπολογιστή
Στον κουρασμένο υπολογιστή
γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια
Δεν τους βλέπουμε
Δεν τους ακούμε
Είναι χλωμοί
Μιλούν μια γλώσσα ακατάληπτη
Η οθόνη καλύπτει τα πρόσωπά τους
Πεινούν
Κι εμείς ξυπνήσαμε με πονοκέφαλο
Η θλίψη μας κουράζει
Ζητάμε να φύγουν
Απ’ το πεδίο αντίληψης
Απ’ το πεδίο όρασης
Απ’ το πεδίο ακοής
Μόνο φρέσκα κορμιά
και πρόσωπα ολάνθιστα
Omnimum horarum homo[i]
Δεν δέχτηκε το τελευταίο γεύμα
ο Τόμας Μορ.
Το βλέμμα μόνον ύψωσε προς τον Θεό.
Στην εποχή του Πουθενά [ii]
θρησκευτική ανοχή κι ισότητα
μπορούσε επιτέλους να υπάρξει.
Όταν καλοί θα γίνονταν
οι άνθρωποι.
Ακριβά πλήρωσε την ουτοπία.
Άνθρωπος για όλες τις εποχές
στη χώρα του
ου τόπος.
[i] Άνθρωπος για όλες τις εποχές, έτσι αποκάλεσε ο Έρασμος τον Τόμας Μορ.
[ii] Nuaquam (Πουθενά), ο τίτλος που είχε δώσει ο Μορ στο έργο του.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΨΑΡΙ
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
LITERATURE.GR 28/10/2022
Η κατίσχυση της φαντασίας
Η νέα ποιητική συλλογή της Λίλιας Τσούβα συστήνεται με έναν άκρως ανατρεπτικό, παράδοξο, ανοίκειο τίτλο ο οποίος στηρίζεται στη σύζευξη δύο εννοιών που η κοινή λογική και φαντασία δύσκολα θα μπορούσε να συνταιριάξει και να συμπλέξει. Πρόκειται για τη φράση Εγκέφαλος ψάρι ο οποίος, αντί να διαμορφώνει τις προσδοκίες του αναγνώστη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, μοιάζει να προτίθεται να τον αφήσει απολύτως ελεύθερο στη νοηματοδότηση και τη φόρτισή τους.
Τα ποιήματα ωστόσο του βιβλίου φαίνεται πως κινούνται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, αυτή που θα όριζε κανείς ως απλόχερο και απλόχωρο άνοιγμα του ποιητικού – δημιουργικού νου και, συνακόλουθα της συνείδησης του αναγνώστη, προς ένα ευρύ και εκτεταμένο πεδίο μέσα στο οποίο συναντιούνται και συνυπάρχουν ο κόσμος και η ιστορία, η φύση και η ανθρώπινη πορεία και διαδοχή των γεγονότων ή, αλλιώς οι φυσικές και οι ανθρώπινες – ιστορικές μορφές που διεκδικούν εξ ίσου τη θέση τους μέσα στο ποιητικό σύμπαν από όπου μπορούν να καταυγάσουν την αυτοτέλεια και την αυτοδυναμία τους. Η βασική λογική που εμποτίζει τη σύνθεση, τόσο σε ότι αφορά το εξω-ανθρώπινο και το ανθρώπινο περιβάλλον, όσο και την απόδοσή του είναι η ανατροπή ως πρόθεση και πραγμάτωση μαζί, ως στόχευση και μέθοδος προκειμένου να οικοδομηθεί έτσι η ποιητική εμπειρία ως βιωματική εμπειρία, ως ανα-γεννητική πορεία του ανθρώπου και του κόσμου. Η ποιήτρια δηλαδή επιχειρώντας το αφύσικο, το αντιφατικό και το ανήκουστο κατορθώνει να κάνει συμμέτοχο τον αναγνώστη σε αυτόν τον διαφορετικό φωτισμό των θεμάτων και των προσώπων που αποτελούν την πρώτη ύλη της. Πάνω απ’ όλα όμως κατορθώνει να προκρίνει την ολότητα και τη συλλογικότητα ως βασική γραμμή της σύνθεσης, την ενότητα και την ενοποίηση δηλαδή όλων εκείνων των στοιχείων που περιφέρονται γύρω από τον άνθρωπο προσδίδοντάς του την ιδιαίτερη ταυτότητα και φυσιογνωμία του.
Στο επίπεδο της μορφής οι συνθέσεις της Τσούβα ακολουθούν μια σειρά σχηματοποιήσεων που έχουν στο ένα άκρο τους το ολιγόστιχο, αποφθεγματικό ποίημα, μια σύνθεση τόσο επιγραμματική που εναγκαλίζεται σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του είδους όπως η θυμοσοφική διατύπωση ή η απόδοση μιας στιγμής, ενός στιγμιότυπου, ενός συγκινησιακού βιώματος και στο άλλο άκρο πολύστιχες συνθέσεις αφηγηματικού τύπου που εκδιπλώνουν μικροϊστορίες οι οποίες συνήθως παραλαμβάνουν την παράδοση, το μύθο, την ιστορία και την ξαναπλάθουν μέσα από διαφορετική οπτική και με στόχο να την καταστήσουν όργανο και εργαλείο ερμηνεία του «σήμερα», του «τώρα», του «εδώ». Πρόκειται για μια συνήθη μέθοδο και πρακτική μόνο που στην περίπτωση της Τσούβα αποκτά μιαν άλλη απόχρωση καθώς συνυφαίνεται με το ονειρώδες και το ονειρικό, με μια μέθοδο δηλαδή που προσδίδει στην όλη ποιητική σύνθεση μια αίσθηση παραμυθιού, όχι τόσο με την έννοια τη συμβολικής αφήγησης, όσο με τη διάσταση της παραμυθίας και του κατευνασμού, της αποφόρτισης του αναγνώστη ο οποίος καλείται να αντιληφθεί ότι η ζωή και ο κόσμος δεν είναι μονοεπίπεδα, ούτε μονοδιάστατα, αλλά εξακτινώνονται σε μια σειρά από προοπτικές που μπορεί να διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους και να αντιστρέφουν, να στρεβλώνουν, να αντιμάχονται η μία την άλλη.
Η ποίηση της Τσούβα είναι ξεκάθαρα διαλεκτική, προκύπτει δηλαδή ως αποτέλεσμα της συνεχούς και αέναης κίνησης του νου ο οποίος διέρχεται από ποικίλα στάδια μέχρι να κρυσταλλωθεί στο ποίημα, μέσα από ποικίλες εκδοχές καθεμιά από τις οποίες διαθέτει τη δική της λογική, τη δική της προσέγγιση πάνω στα πράγματα. Αυτό βεβαίως θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω ποιητική δημιουργία είναι μάλλον εγκεφαλική. Πράγματι, πολλές φορές ο αναγνώστης σχηματοποιεί την εντύπωση ότι το ποίημα προσιδιάζει σε μια φιλοσοφική κατασκευή με την έννοια της κατίσχυσης της σκέψης ως εργαλείου και μέσου για την λεκτική επένδυση και απόδοση. Βεβαίως, η εντύπωση αυτή υπονομεύεται σημαντικά από την κατίσχυση μιας άλλης μεγάλης δύναμης, της δύναμης του αισθήματος, που έρχεται για να ισορροπήσει και να εναποθέσει το ποίημα σε μιαν άλλη συνθήκη, αυτήν της τέχνης ως εκδήλωσης της ευαισθησίας, της μορφοποιημένης σε λόγο ευαισθησίας. Δίπλα σε αυτές τις δύο μεγάλες δυνάμεις, λογική και ευαισθησία, μπορεί κανείς να συναντήσει και να επισημάνει την έντονη και ευεργετική παρουσία της φαντασίας που αίρει το ποίημα σε ένα άλλο ύψος, ένα άλλο επίπεδο από όπου μπορεί να καταυγάσει την αλήθεια και την ομορφιά του. Η φαντασία αυτή, πλούσια και οργιώδης, μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα πεδίο όπου όλα είναι ίδια και όλα, ταυτόχρονα, διαφορετικά, όπου όλα, χωρίς να χάσουν την ιδιαίτερη σύσταση και λειτουργία τους, εισέρχονται μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο όπου αποκτούν τη δύναμη και τη δυναμική του διαφορετικού, του ωραίου, του αληθινού, κυρίως όμως τη δύναμη να εισδύσουν και να αποδώσουν πτυχές του εαυτού, πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης τεχνουργώντας έτσι, ουσιαστικά, ένα ακόμα γενναίο, μεγάλο βήμα προς την αυτογνωσία: Θέλω να γυρίσω σπίτι,/ φωνάζει ο στρατιώτης./ Στο ραδιόφωνο παινίζει/ το τραγούδι των βοσκότοπων,/ των Ελβετών αγαπημένη μελωδία./ Ο Αινείας φορτώνεται στην πλάτη/ κειμήλια πατρογονικά./ Ο Οδυσσέας να πεθάνει ποθεί/ ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα/ απ’ την πατρίδα./ Ο νόστος έρωτας/ αναζητά αέναα/ τη ριζωμένη κλίνη/ κάτω απ’ τη μακρόφυλλη ελιά./ Μεγάλη είναι ξενιτιά/ το ξερίζωμα της μνήμης, δεν/ χωρά σε ποιήματα/ που δεν διαβάζει πια κανένας. («Ο νόστος του (ε)αυτού, ΙΙ»)
ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
CULTURE BOOK 5/11/2022
Σουρεαλιστική καταφυγή στον κόσμο του ονείρου
Φεγγάρι στο παράθυρο. / Οι αστραπές της νύχτας / ξίφη στο κρεβάτι μου αιχμηρά . / Η γάτα μου / η Φιογκούλα / νιαουρίζει. (Εγκέφαλος ψάρι)
Η Λίλια Τσούβα μετά την προηγούμενη της -ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα- εκδοτική εμφάνιση με τη συλλογή διηγημάτων (Το τραγούδι των Ινουίτ, εκδ. Βακχικόν), επανέρχεται με μια ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Βακχικόν. Ο σουρεαλιστικός τίτλος «Εγκέφαλος ψάρι» προϊδεάζει τον αναγνώστη πως θα τον εισάγει στον κόσμο των ονείρων, καθώς το ψάρι εκεί, κατά τη λαϊκή δοξασία για την ερμηνεία των ονείρων, συμβολίζει τη λαχτάρα. Υπερρεαλιστική η πρόθεση της Λίλιας Τσούβα, υπηρετείται άξια, καθώς πράττει όσα υπόσχεται απλώνοντας το υφάδι της συμβολιστικά, υπηρετώντας ταυτόχρονα την ψυχαναλυτική λειτουργία της γραφής, που την έχει επιλέξει, μα κι εκείνη του μαγικού ρεαλισμού. Ο κόσμος της παραμυθίας, το διακείμενο, η ταξιδιωτική της λογοτεχνική ματιά, η οποία πάντα την χαρακτηρίζει, διαπλέκονται σε μια ατμόσφαιρα μαγική, με στόχο να υπηρετήσει την ταυτότητα της ποιητικής της συλλογής.
Θέμα της, όπως αναφέρει και η ίδια στη σύντομη συνέντευξή της «[…] η κάθε είδους διάλυση: σωματική, ψυχική, ηθική, ατομική-κοινωνική.»* Έτσι, η ποιήτρια θέτει ένα δίπολο στο ποιητικό της στόχαστρο. Το ποιητικό υποκείμενο, ο άνθρωπος, η μητέρα, η γυναίκα, περιγράφει και περιγράφεται μεταξύ του συνειδητού και του ασυνειδήτου, της πραγματικότητας και της επιθυμίας, «Στο όνειρο μια νέα γυναίκα τραβάει για την πόλη. / Ποιος έχει κλέψει τα παπούτσια μου;» (VI), του καθήκοντος και των ανεκπλήρωτων πόθων, της λογικής και της φαντασίας, της λογικής και της ευαισθησίας, «Τύμπανα με τρελαίνουν. Οι / άνθρωπο που αγαπούσα / στον άνεμο στροβιλίζονται.», (VII), Η ατμόσφαιρα στο ποιητικό σύμπαν της Λίλιας Τσουβά φέρει, όπως συχνά το συνηθίζει, και το χρώμα της ρομαντικής ευρωπαϊκής ατμόσφαιρας, η οποία περιγράφεται εικονοποιητικά, αλλά και λογοτεχνικά, παρόλη την υπερεαλιστική ταυτότητα της ποιητικής της.
Η συλλογή αποτελείται από 37 ποιήματα, εκ των οποίων, τα πρώτα δύο, αποτελούν ποιητικές συνθέσεις. Η συλλογή μορφολογικά διακρίνεται από δύο τάσεις, καθώς κάποια από τα ποιήματα αποτελούν ολιγόστιχες καταθέσεις, όπου άλλοτε φωτογραφίζουν στιγμές του έσω και έξω κόσμου και άλλοτε αποφθεγματικά και θυμοσοφικά περιγράφουν στιγμές που βιώθηκαν και μεταφέρουν έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Στον αντίποδα πολύστιχες αφηγηματικές συνθέσεις, οι οποίες εμπλέκουν διακειμενικά στοιχεία, ταξίδια του μυαλού, εγκεφαλικές διεργασίες με μια τεχνική, σαφώς εγκεφαλική, η οποία συνιστά και την ιδιαίτερη τεχνική της Τσούβα. Η ποιητική της Λίλιας Τσούβα ταξιδεύει τον αναγνώστη, ωθώντας τον έντεχνα στη διαφυγή από τη σκληρή πραγματικότητα, εν είδη παραμυθίας και ταξιδιωτικής περιπλάνησης.
Η πραγματικότητα λοιπόν από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής, θέτει το πλαίσιο του ποιητικού σύμπαντος της Τσούβα και το υδάτινο στοιχεία, ένα αρχέγονο σύμβολο, συνδεδεμένο με την καταγωγή, τη γέννηση, εισέρχεται στο ποιητικό σύμπαν της ποιήτριας. «Η πρωινή παλίρροια άφησε τα λέπια της. /Σκορπίνες/στο δωμάτιο. / Κοφτεροί βράχοι / στο ταβάνι /Δάκρυα τριζονιών / στο μαξιλάρι.», (Λέπια ημέρας). Το λευκό, είναι ένα ακόμα από τα μοτίβα – σύμβολα, που οικοδομούν την ποιητική της Τσούβα. «Λευκό χρώμα το κρεβάτι μου λούζει. / Το πανωφόρι / στην ντουλάπα. / Ομίχλη / η σκέψη μου.», (VI). Είναι το κενό, εκεί όπου εγγράφονται οι επιθυμίες, εκεί όπου το ασυνείδητο υπενθυμίζει βαθιές επιθυμίες, λύσεις, δρόμους διαφυγής από ό,τι επέβαλε η κοινωνική εκλογίκευση και οι επιτακτικές ανάγκες της καθημερινότητας.
Από το ποιητικό σύμπαν της Τσούβα απουσιάζει η Αριάδνη και ο έρωτας περιγράφει τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος, ενώ αναγνωρίζεται το «άλλο», καθώς αναδύεται ο ρόλος της μάνας πολυσχιδής και εναλλασσόμενος. μάνα-γυναίκα-κόρη-μάνα. Το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται τον χρόνο καθώς αυτός μεταμορφώνει εκείνο σε μάνα, ενώ περιγράφει τη φθορά, το ανεκπλήρωτο της δικής του μάνας, τον χρόνο που καταπίνει αμείλικτα την ανθρώπινη παρουσία, καθώς το φως της ημέρας υποχωρεί συμβολικά για να καταλήξει στη δύση, στην εγκεφαλική απουσία, «[…] Μια ηλικιωμένη οικοδέσποινα / πυροβολεί το σκοτάδι. / Οι σφαίρες καρφώνονται στο στήθος. / Γίνεται μαύρη η μέρα. / -Μαμά είσαι εκεί;», (Θάλασσα του Αλατιού). Η μητέρα είναι η μορφή στην οποία αφιερώνει η ποιήτρια ένα σημαντικό κομμάτι των ποιητικών συνθέσεων, όπως σε αυτήν με τον τίτλο Στον καθρέφτη, ενώ έχει προηγηθεί το τελευταίο ποίημα της πρώτης ποιητικής σύνθεσης αφιερωμένο στον πατέρα, «Στο τραπέζι του λυκόφωτος / εκάθισε / ο πατέρας. / Τα λόγια του / ονόματα χαμένα.» (VII).
Ο χρόνος, στο ποιητικό σύμπαν της Τσούβα εμπλέκεται έντεχνα σε σουρεαλιστικές αφηγήσεις εμπλέκοντας το «τώρα» με το χτες, ενώ ανάδρομες αφηγήσεις εμπλέκουν ιστορικά, μυθολογικά στοιχεία, καθώς ο έρωτας ανθίζει, προδίδει, ξεγελά και οδηγεί αναπόφευκτα και, συχνά, επώδυνα στην ωριμότητα, «[…] Τα χρόνια ακρωτηριάστηκαν, /οι πόρτες του έρωτα / έσπασαν. / γαμψά τα νύχια του «φίλου» / χάραξαν το δέρμα. / Των άσπρων μας μαλλιών / ύαινες το δάσος βυζαίνουν.» (Ο νόστος του (ε)αυτού). Ο έρωτας δεν αφορά πάντα κάποιο συγκεκριμένο φύλο στην ποίηση της Τσούβα. Ορίζεται εγκεφαλικά και περιγράφει την ολότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Έτσι, είτε πρόκειται για τη «Χρυσοχέρα και / ωραιοπλέξουδη» μα και για την «ανεξάρτητη κι ανυπόταχτη.» Κίρκη είτε για τον παιδιάστικο ενθουσιασμό του Πάτροκλου για τον Αχιλλέα ο πόνος της απώλειας βιώνεται εξίσου οδυνηρά και δεν υπακούει σε κανενός είδους έμφυλη και κοινωνικά κατασκευασμένη ηθική. «[…] Και να τώρα προσμένει / στο δώμα κλεισμένη μα, / έχει νυχτώσει – κι αυτός / ούτε που λέει να φανεί.», (Κίρκη).
Ο άνθρωπος και η αλλοτρίωσή του απασχολούν την ποιήτρια, καθώς για εκείνην προέχει ο ανθρώπινος πολιτισμός, ενώ ιδιαίτερη αξία αποδίδεται και στην ίδια την ποιητική πράξη. «[…] Μη φοβάστε, είπε η Αλίκη στον βυθό / κι άνοιξε τη μαύρη γι’ αντιπερισπασμό ομπρέλα. / Τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει… /Η κυδωνόπαστα θα ‘ναι και πάλι νόστιμη. / Ζευγάρια θα φιλιούνται παθιασμένα στα στενά. / Στη Νέα Υόρκη θα βρέχει ποιήματα.» Η κοινωνική ανησυχία του ποιητικού υποκειμένου είναι έκδηλη, καθώς ο χρόνος κινείται αμείλικτα και η ωριμότητα είναι μια πραγματικότητα. Μια αναπόφευκτη διαδικασία η οποία υποδηλώνεται από την αντίθεση που παράγεται συχνά στην ποιητική της Τσούβα, καθώς συναντάται, άλλοτε ως περιγραφή και άλλοτε με την αντίθεση που παράγουν ως σύμβολα τα δύο αντίθετα απόλυτα χρώματα: το λευκό και το μαύρο. «Ο άνθρωπος με το ψηλό καπέλο / χάνει τον δρόμο διαρκώς. / Σκιές των δέντρων τον μπερδεύουν. / Βαδίζει αιώνες. / Τα παπούτσια του έχουν φθαρεί. / Ποιος άραγε σβήνει/ τους πυρσούς / που το μονοπάτι / στο λυκόφως φωτίζουν; / Πόσα τσιγάρα πρέπει ακόμη να ανάψει/ η κάφτρα τους να/ σπινθηρίσει την ανατολή;», (Η μελαγχολία του τσιγάρου).
Η λογική, λοιπόν, πληγώνει τη φαντασία και η ευαισθησία οδηγεί το ποιητικό σύμπαν της ποιήτριας στο σήμερα και στην περιγραφή της ζοφερής πραγματικότητας. Στον επίλογο της συλλογής, καθώς το ταξίδι καταλήγει στην αγαπημένη συμπρωτεύουσα του βορρά, όπου η σύγχρονη πραγματικότητα περιγράφεται από τον προσωποποιημένο άνεμο και η έκταση της ανθρώπινης αλλοτρίωσης τρομάζει το ποιητικό υποκείμενο, «[…] Στη Νέα Κρήνη λήθαργος./…Τα μεγάφωνα μετέδιδαν επιθανάτιους ρόγχους.» (Κακοκαιρία) και το οδηγεί, ώριμο και ανήσυχο για το μέλλον της ανθρωπότητας, στην επιθυμία για απομόνωση. «[…] Κι ένα καλύβι σας ζητώ με/ καυσόξυλα μη / μου χτυπάει χειμώνας.».
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
LITERATURE.GR 12/11/2022
Η Ινφάντα Μαργαρίτα Τερέζα γίνεται ποίημα
«Μέσα βαθιά στον εγκέφαλο του ψαριού ζούσε ο Ιωνάς. Τα παραμύθια λένε πως κατοικούσε το στομάχι του κήτους μα οι ποιητές και οι απατηλοί αυτού του κόσμου ξέρουν καλά πως το πόστο του γέρο Ιωνά μοιραζόταν ανάμεσα στην καρδιά και το νου εκείνου του πλάσματος. Μες στον γνόφο του ο γέρος σκαρώνει ποιήματα. Κρατά τον ρυθμό του, κάποτε λιγοστεύει τα μέτρα του , ώσπου να χαράξει η τελευταία λέξη. Τρεις συλλαβές είναι αρκετές για να αφηγηθούν το σημάδι που κουβαλά ο Ιωνάς πέρα στην μοναξιά του ωκεανού. Χαράζει.
Όλα αυτά χωρούν σε λίγους μονάχα στίχους. Αντηχούν μες στον εγκέφαλο του ψαριού που είναι ένας μικρόκοσμος βυθισμένος στην σιωπή και την απεραντοσύνη. Ένας μικρόκοσμος σαν εκείνον που φτιάχνει η Λίλια Τσούβα, δημιουργός του Εγκέφαλος Ψάρι από τις εκδόσεις Βακχικόν. Μετά το υπέροχο Τραγούδι των Ινουίτ από τον ίδιο οίκο, η κυρία Τσούβα επανέρχεται με τα ολιγόστιχα ποιήματά της. Ο χρόνος σταματά και όλα περνούν σαν λήψεις φωτογραφικές. Η παγωμένη ζωή, οι εκκωφαντικές αφαιρέσεις, το ανθρώπινο που κατορθώνει να ξεφύγει από την μοίρα της αιωνιότητας, οι ιστορίες που χωρέσανε σε λίγες γραμμές, μυστικά όπως εκείνος ο κροταλίας που κρυβόταν πίσω από τις φυλλωσιές του εφιαλτικού Tea Time, όλα ψηφίδες που συνθέτουν τον μαγικό ρεαλισμό της ποιήτριας. Τα μέσα της είναι στίχοι ταξιδιάρικοι, σκηνογραφίες με σημασίες δανεικές από την δοκιμιογραφία του Μονταινί, καθώς μιλά για τα θεμελιώδη και όλο λάμνει σαν την αδύναμη σκιά της Ιτιάς που κοιμάται μόνη μες στην καρδιά του ποιήματος, τραγουδώντας τα ανθρώπινα. Οι κούκλες που ξυπνούν κάπου αλλού είναι οι λέξεις που δίνουν σχήμα στα ποιήματα, λέξεις που φτιάχνουν ατμόσφαιρες, αναγεννησιακές ζωγραφιές με μια ιδέα πορφύρας στο άσπρο νυφικό. Βρίσκουν τον δρόμο τους μες στην ρέουσα αφήγηση των στίχων και σημαδεύουν ή καλύτερα καθορίζουν την προστιθέμενη αξία αυτής της συλλογής με έναν ευγενικό και σοφό τρόπο.
Αφήστε την φαντασία και όλους τους χορούς λεύτερους άστε, το λογικό, το νου, την αίσθηση, το πάθος. Με αυτά τα λόγια του σοφού και αιώνιου γέροντα Φάουστ, ο Εγκέφαλος Ψάρι πυροδοτεί τους πιο μυστικούς φωτισμούς του. Και από την μια στιγμή στην άλλη στέκει εμπρός μας ένα δωμάτιο, σαν εκείνα τα γεμάτα θαύματα που γοήτευσαν μια φορά και έναν καιρό τούτο εδώ τον ευκολόπιστο κόσμο, τον διψασμένο για το όνειρο που κατρακυλά. Η πλατιά ζωή, ένας άτυχος γάμος για την Ινφάντα, σπαράγματα από το ασφαλές, εκεί έξω υλικό, που όλο εκλύει ατμούς ποίησης περνούν και χάνονται αφήνοντας κάτω από το ποίημα, στην υπόλευκη σελίδα όλες τις μετέπειτα σημασίες. Έτσι λειτουργούν οι υπαινιγμοί, σχεδόν σαν ακροάσεις εσωτερικές που καταθέτουν το συμπέρασμά τους όταν τελειώσει και το τελευταίο από τα συγκλονιστικά πλάνα. Οι πεζολογικές αναφορές αφήνουν ανέγγιχτο αυτό το στοιχείο, το ποίημα καθώς περνά σχηματίζει νέφη, ένας κόσμος παράλογος και δικαιωμένος που μονάχα από την μοίρα του ορίζεται κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Και ο χρόνος, εκείνο το αδειανό διάνυσμα, το γεμάτο ορόσημα που όλο μας σπρώχνει στο σπίτι; Το μέγεθός του το διαμορφώνουν οι σιωπές, άνθρωποι που ζουν έξω από το φάσμα του. Πρόσωπα που έχουν βρει τον δρόμο τους για την αιωνιότητα έρχονται και αφήνουν έναν χρησμό τώρα που τα μαντεία σωπαίνουν. Μες στον καιρό της λογικής που τείνει να συναντήσει το αντίθετό της, τα λόγια της Βιρτζίνια Γουλφ έρχονται να μας θυμίσουν όλα εκείνα που αφήσαμε πίσω. Πράγματα στα οποία δεν θα μπορέσουμε ποτέ να επιστρέψουμε, αντικείμενα και αισθήσεις που κάποτε ήσαν μα τώρα απομένουν σκόνη από χρώμα. Εκείνη που θυμιατίζει το βραδινό της φόρεμα φυλάει για το ποίημα έναν αποχαιρετισμό. Ένας καιρός μυθολογικός σαρώνει τον Εγκέφαλο Ψάρι, μια φθαρμένη σύνοψη για την τρομερή ζωή. Ο Μπόρχες είδε στον κόσμο ένα μυθιστόρημα με άπειρες σελίδες και η Λίλια Τσούβα, δεκαετίες μετά ακούει προσεκτικά την ανθρώπινη εμπειρία, την ανορθόγραφη πορεία της πάνω στην γραμματική της ζωής. Με την σκληρή της μουσική και μια πλατωνική ιδέα για τα απλά και τα καθημερινά που καραδοκούν και αποκαλύπτουν το κινδυνώδες αίσθημα της ζωής. Κάθε χαρακτήρας που ζωντανεύει μες στις αγρυπνίες της κυρίας Τσούβα διαθέτει ένα είδος στωικισμού στο αίμα του και αποφεύγει την καλλιέπεια, τον διδακτισμό. Ίσως σε κάποιο ποίημα ένα γαρύφαλλο να αιμορραγεί, ένα στιλέτο να διαγράφεται. Και ετούτα τα δυο στοιχεία μπορούν, στα χέρια ενός επιδέξιου χειριστή να ζωντανέψουν κάτι από το μικρό ρίγος. Μα θυμηθείτε, τον ευγενικό και σοφό τρόπο που έχει η σιωπή μες στα ποιήματα. Από εκείνο το εγχειρίδιο κρέμονται άλλοι τόσοι κόσμοι και η Λίλια Τσούβα το γνωρίζει καλά, τακτοποιώντας το έργο της μες στον Εγκέφαλο Ψάρι.
Ο τελευταίος δεν γυρεύει απαντήσεις επειδή ποτέ του δεν έθεσε κάποιο ερώτημα. Διαθέτει την στόφα του κλασσικού που βρίσκει την θέρμη και την αφοσίωση, που μεταλαβαίνει τα ποιήματα και προχωρεί. Το διατρέχει μια όμορφη νεφέλη, ένας ίσκιος. Όλα γεννιούνται κυκλωτικά από τον ονειρευτή ονείρων του Έζρα Πάουντ. Και όλο κυλά το ροδάνι, και από ζωγραφιά σε ζωγραφιά όλα τριγύρω μοιάζουν να μεταμορφώνονται σε κλειδιά. Η δημιουργός δίνει σάρκα και οστά στην γλύκα του κόσμου της, την φτιαγμένη από την ενοχή και τον μορφασμό της που χαράζει κάθε συνείδηση. Κάθε της ποίημα μια στήλη επιτύμβια, ένα κουρέλι από τον ίσκιο που πέρασε. Με τον φακό της συλλαμβάνει ιστορίες κατόπτρων και συνομιλεί με τα στοιχεία που κουβαλά μαζί της η πνοή της νύχτας. Δεν θα μπορούσα να μιλήσω αλλιώς για τις εντυπώσεις που αφήνουν οι δημιουργίες της Λίλια Τσούβα, μήτε θα μπορούσα να είμαι αντικειμενικός λίγο καιρό μονάχα μετά το έξοχο Τραγούδι των Ινουίτ».
Ο ομιλητής σώπασε. Τώρα στα ηχεία έπαιζε το If I Had a Box for Wishes του Jim Croce. Η αλήθεια είναι πως πάντα κανείς νιώθει τα ποιήματα βαθύτερα καθώς το νόημά τους συμπληρώνεται από την αμεσότητα της μουσικής και μια λυμένη από τον χρόνο αίσθηση. Πάει να πει, μοναξιά των πραγμάτων, καδραρισμένων σε απόλυτη και αιώνια ακινησία, μεσημεριάτικη πίκρα και ατέλειωτες αλυκές μνήμης. Υπάρχει ένας άλλος χρόνος, που κυλά και έτσι γεμάτος τεχνάσματα φέρνει στο προσκήνιο μυστικά, όπως τους κομπάρσους της άνοιξης, τον βράχο και τον κύριο Γουλφ από τα ομώνυμα ποιήματα της καινούριας, ποιητικής συλλογής που περιλαμβάνεται στην πρόσφατη εκδοτική παραγωγή του Βακχικόν.
Έλα, να σου δείξω την αποθήκη με τις μορφές. Άσε με να σου πω για την ιδιοφυΐα της που αρκεί η θέληση ενός ποιητή και πάει, χάνεται. Άσε με να σου πως για τους πωλητές των αόρατων υφασμάτων, για τα τυφλά και τα μεταξένια πράγματα του χρόνου, τις πικραλίδες, τα χνούδια των αγριολούλουδων, την Άννα Αχμάτοβα που πεθαίνει στην πολυθρόνα της δίχως πρίγκιπες, την Billie Holiday και τις πόρτες του έρωτα. Άκου την μουσική και μην βιαστείς επειδή μαζί με τα ποιήματα έρχεται ο καιρός που τελειώνουν για πάντα τα χρονικά. Μονάχα λεπτές, απαλές αστραπές, στίχους σαν αυτούς της Λίλια Τσούβα, ενός άλλου Ιωνά, σημαδεμένου από την σαιξπηρική στόφα των ονείρων. Μες στην καρδιά του κήτους, αφηγήσεις, σκιές υποθαλάσσιες του Λόρκα, συνέχισε ο ομιλητής με ένταση στην φωνή και τις κινήσεις του.
«Η συλλογή της κυρίας Τσούβα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Το εξώφυλλό της κοσμεί ο Oscar Floranius Bluemmer. Ένας Εγκέφαλος Ψάρι σβήνει αιώνες μνήμης, μετρά αναρίθμητες εικονογραφίες σημαδεμένες από το νόημα της ζωής. Πρόκειται για μια σειρά από πρόζες που αστράφτουν ιδιαιτερότητες, βιογραφίες και τοπία σαν την θάλασσα του Αλατιού που περιλαμβάνεται στις σημειώσεις της έκδοσης του Βακχικόν».
Καθώς αφήνω τα ποιήματα, ο Jim Croce τραγουδά για τελευταία φορά τον ρεφραίν, όσο ο χρόνος ο άλλος, κυλά με αναγγελίες πόνου. Και ανθρωπιάς. Ο χρόνος που σμιλεύουν οι θαυμάσιες ποιητικές παραβολές της Λίλια Τσούβα, μέσα βαθιά στον Εγκέφαλο Ψάρι. Θα το έλεγε και ο ομιλητής, μα στο μεταξύ σώπασε για πάντα.
Και αν μεγάλη είναι ξενιτιά το ξερίζωμα της μνήμης, και αν δεν χωρά σε ποιήματα που πια δεν τα διαβάζει κανείς στο ΙΙ από τον Νόστο του (Ε)αυτού. Και όμως, υπάρχουν τριάντα και βάλε λόγοι για να υποκύψει κανείς στην γοητεία αυτής της συλλογής, με την πεποίθηση πως στίχοι και πρόζες σαν της Λίλια Τσούβα ακόμη διαβάζονται. Οι εκδόσεις Βακχικόν φροντίζουν για αυτό.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ
STIGMALOGOU.GR 22/11/2022
Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα
Τι μπορεί να κρύβει, άραγε, ο θαλάσσιος κόσμος, μέσα στον οποίο τοποθετεί η Λίλια Τσούβα τα θεμέλια της πρόσφατης ποιητικής της συλλογής, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Εγκέφαλος Ψάρι; Και τι μπορεί να κρύβει ο στεγανά κλεισμένος εγκέφαλος ενός ψαριού επίσης στεγανά απομονωμένου από τον κόσμο του αγέρα και της ξηράς και καταβυθισμένου σε άπατα νερά; Περιβεβλημένος από το τόσο διάφανο, ο εγκέφαλος ψαριού ίσως να έχει πιο καθαρή εικόνα για τα ανθρώπινα και να είναι σε θέση να αποφανθεί με σοφία περισσή για αυτά. Ίσως στο σκοτάδι του βυθού να ενδημούν περισσότερο οι μεγάλες αλήθειες, που θα αποκαλυφθούν μοναχά σε επιδέξιους δύτες. Τούτη την καταβύθιση επιχειρεί η Λίλια Τσούβα, σε έναν βυθό ατάραχο, στον οποίο μεταπήδησε για να γλιτώσει από την εξωτερική φουρτούνα. Οι καταιγίδες του έξω κόσμου υποτάσσονται στη νηνεμία του θαλάσσιου και διαμορφώνουν έναν κόσμο κρυστάλλινο, καθαρό.
Διαπερνώντας το βάθος, πιάνει στο χέρι της το υγρό χώμα της αρχής των πάντων και οδεύει προς την αμφίβολη επιφάνεια έχοντας μια πολύ καλή πρώτη ύλη για τη στερέωση του στοχασμού, για το λάβωμα της ιδέας: ο κόσμος ο θαλασσινός αποκτά τη δική του καθημερινότητα, μεταπλάθεται συχνά σε κόσμο ανθρώπινο, που φιλοξενεί τις ανθρώπινες συμπεριφορές, τις τάσεις, τις αντιστάσεις, που ο ίδιος ο άνθρωπος μοιάζει να έχει από καιρό καταχωνιάσει στον δικό του προσωπικό βυθό, και αποκλείει τις παραπλανητικές και υποκριτικές παραστάσεις. Όλα μεταφράζονται μέσα από θαλάσσιους συμβολισμούς, στην υγρή, ρευστή τους μορφή, μιας και ρευστός είναι ο κόσμος που εκπροσωπούν, ρευστή κι αβέβαιη η ανθρώπινη σκέψη κι ανάσα. Θαυμαστή η ανάβαση στην επιφάνεια, με θαλάσσιους αποτοξινωτικούς οργανισμούς να κοσμούν το θαλάσσιο ταξίδι, φυτρωμένα φύκια και μελανά μελάνια να εκτοξεύονται από σφριγηλά ασπόνδυλα κορμιά, που κάποτε αποκτούν σάρκα και οστά και μεταλλάσσονται σε ανθρώπινους οργανισμούς. Μα και επώδυνη συνάμα, καθώς εκεί στο ύψος του αφρού αρχίζει να αντικατοπτρίζεται ένας άλλος κόσμος, ένας κόσμος που μόνο από την ανάποδη ιδωμένος μπορεί να πει την αλήθεια του τη μελανή και μελανωμένη, γιατί από την εξωτερική του πλευρά παραμένει αφιλόξενος και υπονομευτικός για την ευκρίνεια της ματιάς: Κλείνουν τα όστρακα / στην ακτή / Χήνες αποδημητικές / στον ουρανό. / Λευκοί καρχαρίες / στη θάλασσα. / Έρημος / στον εγκεφαλικό φλοιό («Λέπια Ημέρας, II», σελ. 12).
Το ποιητικό υποκείμενο περιδιαβαίνει τον άφιλο πραγματικό κόσμο μέσα από τη φιλική θαλάσσια εκδοχή του και καταμετρά τις πολλαπλές εκδοχές του θανάτου, τις οποίες ο άνθρωπος τεχνηέντως μηχανεύεται αυτοφαλκιδευόμενος. Πρώτος στη σειρά, ο θάνατος που ενσπείρει το κέρδος, ο αργός, δυσδιάκριτος, μα πάντα τελεσφόρος στα χτυπήματά του. Κρανίου τόπος η στεριά, τερατούργημα ενός ανθρώπου-δυνάστη, που ναρκισσιστικά μηχανεύεται την επόμενη πύρρειο νίκη και καταδικάζει όποιον την αντιμάχεται: Γάλα τα παιδιά ζητούν / βόμβες ολόγυρα σφυρίζουν / σκοτάδι στον πλανήτη επικρατεί / πίνουν χημικά τα παιδιά […] ο Γαλιλαίος την πυρά του επιμένει να δει, / ενώ αναζητά ακόμη / την εξίσωση αγάπης / ο Αϊνστάιν («Μεσάνυχτα», σελ. 59). Η αναπήδηση των τεσσάρων στοιχείων, των προσωκρατικών ριζωμάτων, που έσπειραν κάποτε αισιόδοξα τη ζωή, παγίδεψε τα «πρέπει» των Μοιρών στις επιβουλές της Επιστήμης, που ενδύθηκε το τερατώδες πρόσωπο της Μέδουσας και σφράγισε για πάντα το μπουκάλι που μετέφερε πλέοντας στο αρχέγονο ουράνιο ποτάμι το αντίδοτο της φθοράς: Οι Μοίρες κρύφτηκαν στο σπήλαιό τους. / Νέα Κλωθώ, Λάχεσις κι Ατροπός μαζί, κι η Επιστήμη. / Όταν κοιτιέται όμως στον καθρέφτη / μέσα εμφανίζεται μια Μέδουσα: / η άλλη όψη της. / Φ ί δ ι α τα μαλλιά της. / Πυροβόλα ό π λ α η φωνή της. / Και πάλι δεν / ο άνθρωπος κατανοεί / το μήνυμα που / από τ’ αστέρια ήρθε («Ένα μπουκάλι από τ’ αστέρια», σελ. 49). Βορά το φυσικό περιβάλλον στη λύσσα του κάθε αλγόριθμου· ο τελευταίος καθίσταται λόγος καθοριστικού διαζυγίου μεταξύ ανθρώπου και φύσης και μακριά από αυτήν ο άνθρωπος με τη σειρά του στέκει αμήχανος στις επικείμενες μεταλλάξεις: Μέσα από μοντερνιστικά συμφραζόμενα, τυποποιημένες κομψές καρικατούρες, έχουν αποκτήσει κεφάλια-αυγά, πυρηνικές βόμβες στην άκρη του κορμιού τους έτοιμες να εκραγούν, παρέα με άλλα κεφάλια από τους απέναντι ουρανοξύστες, κεφάλια άρρωστα, με αποκαλυπτική τη χλωμάδα της νόσου: Ο κύριος Γουλφ / είναι ταραγμένος. / Το αυγό που έχει για κεφάλι / ποθεί να εκραγεί. […] Και τελευταία, αυγά / ανατινάζονται συνέχεια / στα κτίρια χλωμά («Ο Κύριος Γουλφ», σελ. 45).
Παρήγορη αποκάλυψη ότι μόνο στη συντριβή θα βρεθούν με τους άλλους, θα συγκλίνουν, επιτέλους, στο τέρμα οι παράλληλοι μονόδρομοι της πορείας τους στη γη, για να έρθουν αντιμέτωποι με την πικρή διαπίστωση ενός ακόμη ήδη συντελεσμένου θανάτου, αυτού των σχέσεων. Τα ανθρώπινα πρόσωπα έχουν εν ζωή ακόμη την κρυάδα του νεκρού. Κάθε διαδρομή παραμένει μοναχική, γεμάτη από τα αποσιωπητικά που συγκαλύπτουν επιδέξια όσα ξεχάσαμε, δειλιάσαμε ή αδιαφορήσαμε να πούμε: Σε ονομάζω ξένο. / Τις νύχτες / στις ξεχασμένες όχθες / απλώνονται μικρές τελείες, οι / λέξεις που δεν θα προφέρουμε ποτέ («Πολύ μακριά», σελ. 58). Όλη η ζωή ένα κενό από χάδια, από λόγια, από βλέμματα αλήθειας. Οι άνθρωποι οξυγονώνονται μόνο κατ’ επίφασιν, καθώς το νερό τους, κατά την ποιήτρια, στέκει στάσιμο, παρμένο από βαλτώδεις πηγές που τρέφουν αμοιβάδες-μοναξιές, οι οποίες πέρα από την ακινησία που της χαρακτηρίζει, έχουν την ιδιότητα να πολλαπλασιάζονται διαιρούμενες: Πίνω κανάτες στάσιμο νερό. Η /μοναξιά μου αμοιβάδα («Εγκέφαλος Ψάρι, V», σελ. 27).
Σε μια ρεαλιστική αποδόμηση των κάθε είδους ανθρώπινων σχέσεων, εκεί στο τέρμα της ζωής, όταν οι απολογισμοί επιβάλλονται ‒ή, τουλάχιστον, γητεύουν με την παρηγορητική ενστάλαξη μιας κάποιας σοφίας‒ η ποιήτρια αποτολμά τη μόνη αδιάψευστη αλήθεια: ο άνθρωπος αδυνατεί να πλησιάσει τον συνάνθρωπο, επειδή δεν μπορεί να αγγίξει τον δικό του εαυτό. Απομακρύνεται από κάθε τι αυθεντικό, από κάθε τι που συνιστά τον δικό του ανθρωπογεωγραφικό χάρτη, από κάθε τι που σφραγίζει τη δική του συναισθηματική κι αξιακή πατρίδα. Μεγαλώνει μακριά από τον ίδιο του τον εαυτό, παλεύει ανάμεσα στην επιθυμία του για αυτόν και τη δυσκολία του να πιάσει λιμάνι, για να μείνει τελικά νικημένος εκεί στην προκυμαία, να ατενίζει το νησί που φέρει το όνομά του να καταβυθίζεται. Ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού, συμφωνεί με την ποιήτρια Μαργαρίτα Παπαγεωργίου το ποιητικό υποκείμενο και υπερθεματίζει: Γι’ αυτό ίσως μεγαλώνουμε, / καθώς η πατρίδα ολοένα / απομακρύνεται («Ο νόστος του (ε)αυτού» I, σελ. 65). Πόσο εμπνευσμένη η ποιητική σύλληψη, όταν καλείται να αποδώσει έναν εαυτό μετανάστη από το ίδιο του το είναι, από την ίδια του τη μνήμη. Που αποποιείται τον νόστο του Αινεία που σήκωσε κειμήλια προγονικά για να παγιδέψει τη μνημοσύνη, τον νόστο του Οδυσσέα, που του αρκούσε να έβλεπε τον καπνό της πατρίδας του κι ας πέθαινε, και συναινεί παραιτημένος να πιει το νερό της λησμονιάς: Μεγάλη είναι ξενιτιά / το ξερίζωμα της μνήμης, δεν / χωρά σε ποιήματα / που δεν διαβάζει πια κανένας [(«Ο νόστος του (ε)αυτού, II», Σελ.66)].
Η ποιητική ματιά, ευαίσθητη στην κοινωνική αδικία, διαμαρτύρεται για έναν συντελεσμένο εδώ και αιώνες θάνατο, τον οποίο η κοινωνία βαυκαλίζεται ότι καθημερινά νικά. Παρά τις ηχηρές περί ισότητας βεβαιότητες, το γυναικείο φύλο παραμένει τεχνηέντως θήραμα στα ηδονοβλεπτικά ένστικτα σαρκοφάγων κυνηγών, που φαίνεται να έχουν εξασφαλίσει μόνιμη άδεια σε μια ατέρμονη κυνηγετική περίοδο. Οι γυναίκες-πουλιά καθίστανται στόχοι σε επίδοξα τουφέκια, που καταλήγουν βορά σε στόματα σκυλιών με σάλια τρεχούμενα μπροστά σε ένα γυμνό κορμί που γεννήθηκε για να υπηρετεί τη γέννηση. Εργαλείο ικανοποίησης για το «αριστοκρατικό» φύλο, που καταπίνεται ως συνοδευτικό για να κορέσει ζωώδεις πείνες σε κάθε εποχή, επάξιο βραβείο για ευτελείς πρωτιές σε έναν αγώνα επίδειξης της αρσενικής ματαιοδοξίας: Οι έξι γυναίκες όταν στάθηκαν / ημίγυμνες στην πασαρέλα / κεφάλι είχαν πουλιού. / Γνώριζαν πως κάτω απ’ την εξέδρα / παραμονεύει ο κυνηγός. / Το σκυλί του με / τα δυνατά σαγόνια ξε- / σκίζει εύκολα τα μεγαλόσωμα πτηνά («Γυναίκες φασιανοί», σελ. 51). Στίχοι που σφάζουν με το γάντι, παρουσιάζοντας με εύσχημο και γλαφυρό τρόπο, εμμέσως πλην σαφώς, το οδυνηρά ρεαλιστικό περιεχόμενο της φθοράς, της παραφθοράς, της διαφθοράς και της κάθε είδους συμφοράς.
Βαθιά φιλοσοφημένη η ποίηση της Τσούβα δεν θα μπορούσε να μην αγγίξει την πραγματικότητα του βιολογικού θανάτου με τον τρόπο που του αξίζει, ως του πιο ευγενούς θανάτου, που ισοπεδώνει την ανθρώπινη αλαζονεία και αναδεικνύει το μεγαλείο της ψυχής. Τη δική του αδιάψευστη αλήθεια μόνο τα τυφλά μάτια του σοφού θα μπορούσαν να διακρίνουν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Μπόρχες, μέσα από το σκοτάδι των ματιών του, κάπου εκεί στο λαβύρινθο της Κνωσσού προτείνει σε κάθε Μινώταυρο μια άλλη στάση απέναντι στο αναπόφευκτο, αυτή του ζεστού, αξιοπρεπούς αποχαιρετισμού μετά το τέλος της διαδρομής: Ασύλληπτος ο χρόνος / κι η μοίρα του ανθρώπου δεδομένη. / Δεν ξέρω γιατί / ένα τέρας / και τόσοι αιώνες χρειάστηκαν / για την αλήθεια αυτή. / Σίγουρα θα σου άρεσε / ένα ποτήρι δροσερό νερό, / λίγο γλυκό καρπούζι / ύστερα από τέτοιον άθλο. / Κι έχει μια ζέστη θάνατο («Ο Μπόρχες στην Κνωσσό», σελ. 33).
Με την ίδια ζέση τα λόγια του στωικού πατέρα στο αγαπημένο του παιδί λίγο πριν από την κόψη του νήματος της ζωής ανάγουν τον θάνατο σε μια οικεία επιστροφή, σε ένα απαλό λίκνισμα από το φύσημα ενός ευνοϊκού αγέρα, που επιτέλους οδηγεί στη μόνιμη, κοινή κατοικία: Οι άνεμοι σε λίγο θα / Κάποια στιγμή / Όλοι φυσώντας / Φτάνουμε / Σπίτι («Λέπια Ημέρας, VII», σελ. 17). Εσκεμμένα ανυποψίαστος ο άνθρωπος βιώνει την παροδική του λάμψη στη γη αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα τα μαύρα σύννεφα που τον περιμένουν στην απέναντι όχθη. Ένα πείσμα, ένα γινάτι να αρνηθεί τη μοναδική αλήθεια, ίδιο με αυτό της «Μιχαέλας και της Φλοράνς» (σελ. 34), που δεν παρατήρησαν ποτέ τον μαύρο του τρένου καπνό, που τις αποτέφρωνε, μα και της Σου ακόμη («Tea Time», σελ. 35), που ερωτοτροπούσε με το παραμύθι της ζωής και δεν είχε τον κροταλία / δει ‒σιωπηλός καθώς κρυβόταν / στις φυλλωσιές της μουσμουλιάς.
Είναι κι αυτός, λοιπόν, ένας τρόπος για να γίνει υποφερτό το ανυπόφορο τέλος του θανάτου· το να ζει κανείς εθελοτυφλώντας απέναντι στη μόνιμη παρουσία του. Το να σπέρνει ζωή και να την προικίζει με όνειρα, μα κυρίως το να αντιτάσσει στη δική του ελεγειακή πρόταση απουσίας το ρυθμικό και ξέφρενο τραγούδι της παρουσίας. Τον ρυθμό σε αυτό αξιώνει να κρατήσει η ποιήτρια, ένα αδιάκοπο τέμπο, θλιβερό κάποτε κι άλλοτε μελαγχολικό, μα πάντοτε παραμυθητικό και κατευναστικό, ένα τέμπο που αντλεί τις δυνάμεις του από αστείρευτες πηγές και υπόσχεται να δίνει παλμό ακόμη και στην άυλη σάρκα, να βρίσκει την ομορφιά και να τη διαχέει, για να ομορφαίνει την πιο δυστοπική πραγματικότητα: Δεν έχω ακόμα ως φαίνεται τελειώσει το τραγούδι μου / Δεν έχω όλη τρυγήσει / την πάχνη από την τριανταφυλλιά στον κήπο. / Δεν θόλωσαν τα μάτια μου στην ομορφιά του φθινοπώρου («Ο αειθαλής άνδρας με την κατάμαυρη στολή», σελ. 67).
Η ποίηση της Τσούβα είναι εκφραστικά πυκνή και θεματικά πληθωρική. Με μοναδική δεξιοτεχνία χρησιμοποιεί τη νεωτερική της γραφή, για να αποδώσει μέσα από τη μοντερνιστική της μορφή τις παραδοσιακές κι ατράνταχτες αλήθειες της ζωής. Το καθημερινό λεξιλόγιο, κεντημένο με την κλωστή του ελλειπτικού και συμβολικού λόγου, ανάγει το απτό και συγκεκριμένο σε καθολική αλήθεια και με τη μέθοδο της επαγωγής ψιθυρίζει τα αιώνια μυστικά που κινούν την κοσμική νομοτέλεια. Το καταθλιπτικό μοτίβο της φθοράς και του θανάτου, αισθητοποιημένο με ευρηματική εικονοποιία, ζωντανά χρωματισμένο κυρίως με το άλικο χρώμα και αρωματισμένο με τις μυρωδιές της Άνοιξης, μετατρέπεται σε τελική κατάφαση στη ζωή, η οποία ‒παρά το βέβαιο της ήττας της‒ επιμένει να ξαναγεννιέται από τις στάχτες της. Λέξεις μεταξύ τους θεωρητικά ασύμβατες (δάκρυα κύματα, νόστος έρωτας, υδαρής καθρέφτης, μισοφέγγαρα ψαλίδια) σιμώνουν περιπαικτικά και σε ένα στοχαστικό στροβίλισμα επεκτείνουν η μια της άλλης τις νοηματικές διαστάσεις και, τελικά, το βάθος της ερμηνευτικής ανταπόκρισης. Αγαπημένο σχήμα η προσωποποίηση, που με την επίκτητη ανάσα που χαρίζει, προσφέρει αφενός στην αδράνεια σωματική κίνηση, προωθώντας το αφηγηματικό υπόστρωμα της ποιητικής σύλληψης, αφετέρου συναισθηματική συν-κίνηση, εκτοξεύοντας στα ύψη την αισθητική απόλαυση και την ψυχική ολοκλήρωση του αναγνώστη.
«Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί», ομολόγησε ο Φρόυντ, και σίγουρα η συλλογή Εγκέφαλος Ψάρι υπήρξε ένας από τους πρώτους επισκέπτες των θεωρητικών τόπων. Μια συλλογή γεμάτη από στοχασμούς ενδεδυμένους το πιο ταιριαστό στιχουργικό και λεξιλογικό περίβλημα, ενσαρκωμένους στην πιο πνευματώδη μορφή, μια συλλογή στην οποία το εύρος και το βάθος της ποιητικής ιδέας συναντά την απελευθέρωσή της από κάθε νοητό φραγμό. Παρέα με πρόσωπα μυθικά και ιστορικά, με απλούς και αναγνωρισμένους ανθρώπους ή ονομαστούς ήρωες, η ποιήτρια περιδιαβαίνει τον κόσμο στη διαχρονία του, για να καταδείξει ότι οι ανθρώπινες αγωνίες είναι ίδιες, ίδια η μεγαλοσύνη του ανθρώπου και ίδια η ροπή του στην αριστοτελική «ακρασία». Ίδια, όμως, και η αγωνία της ποιήτριας να μεταφέρει «από το βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, / απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα, / μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιόητητας». Να δώσει φωνή στη σοφία της θάλασσας, να ψαρέψει τα αιώνια μυστικά της, να μεταφέρει ως σύγχρονη Σίβυλλα από το σκοτάδι του βυθού δυσερμήνευτους χρησμούς. «Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα», ψιθύρισε ο Οδυσσέας Ελύτης. Πράγματι, η Λίλια Τσούβα μεθόδευσε με αριστοτεχνικό τρόπο τη θαλάσσια κατάβασή της και ανέβηκε στην επιφάνεια με γεμάτα όλα της τα αγκίστρια.
.
ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ
FRACTAL 28/12/2022
Για «κάθε είδους διάλυση»
Η Λίλια Τσούβα μετά την τελευταία έκδοση της συλλογής των διηγημάτων ( Το τραγούδι των Ινουίτ), που μας ταξίδεψαν με τον ήχο τους σε πολιτισμούς ανά τον κόσμο, επανέρχεται με την ποιητική συλλογή «Εγκέφαλος ψάρι», ένα ταξίδι στον κόσμο της φαντασίας και με πρώτη ΥΛΗ στοιχεία της πραγματικότητας.
Ο σουρεαλιστικός τίτλος και η εικόνα του εξώφυλλου «Εγκέφαλος ψάρι» προϊδεάζουν τον αναγνώστη ότι σε αυτή την αναγνωστική πορεία τον περιμένουν εκπλήξεις από τον ονειρικό κόσμο και τις μετουσιωμένες βιωμένες εμπειρίες.
Η Λίλια Τσούβα κινείται γύρω από ένα άξονα περίτεχνα δομημένο με λέξεις και εικόνες, με συμβολικές και σουρεαλιστικές αναφορές, που έχουν συγχρόνως ως υπόβαθρο περιεχόμενο συνειδητό και ασυνείδητο.
Στο ποίημα της «Ο Μπόρχες στην Κνωσό» γράφει: «Η Αριάδνη είχε προ πολλού πεθάνει./ Σκοτεινό το μέρος/ κι ο μίτος/ δύσκολο να χρησιμοποιηθεί/ απ΄ την πολυκαιρία» ( σελ. 33), η ίδια όμως χρησιμοποιεί ένα ζωντανό δικό της μίτο και μας οδηγεί στην δική της Κνωσό.
Από την προμετωπίδα με το ποίημα «Πρώτο σύκο» του Έντνα Βίνσεντ Μιλέυ, όπως αυτός ενώνει τις δύο μεριές του κεριού που φλέγεται, λειώνει και συγχρόνως δαμάζει τη νύχτα, με τον ίδιο τρόπο η ποιήτρια εισάγει από την πρώτη ποιητική σύνθεση την διαδικασία της απώλειας-σκοτάδι με την πορεία της αναγέννησης-φως. Με τέχνη χρησιμοποιεί το γεωμετρικό σύμβολο του ψαριού, όπου τα δύο τόξα-πλευρές εκτείνονται πέρα από το σημείο συνάντησης, έτσι ώστε να σχηματίζουν το προφίλ του ψαριού. Αλλά και η αναφορά και σύνδεση με το σύμβολο εγκέφαλο δεν είναι τυχαία, αφού αφορά το δημιουργικό και λογικό τμήμα του, το σχετικό με τη γνώση, τη σοφία, την έμπνευση, την δημιουργία. Έως το τέλος της συλλογής, σουρεαλιστικές εικόνες, μαγικός ρεαλισμός αλλά και ρομαντισμός, ολοκληρώνουν τη θεματική των ποιημάτων και κλείνουν με έμπνευση, αυτογνωσία και επίγνωση του γίγνεσθαι. « Μόνον όταν έρθει ο χιονιάς κι εδώ/ θα μάθεις πόσο κρύο κάνει, (…) Κι ένα καλύβι σάς ζητώ με/ καυσόξυλα μη/ μου κτυπάει χειμώνας.( σελ. 69).
Με ευφάνταστο τρόπο η ποιήτρια επιλέγει τον τίτλο της συλλογής της « Εγκέφαλος ψάρι» και μας καλεί να παρακολουθήσουμε την προσωπική πορεία στο δαιδαλώδες ελικοδρόμιο του εγκεφάλου (σκέψεις, συναισθήματα, ένστικτο), ενώ την ίδια ώρα μας προτείνει την σιωπή του ψαριού για να βιώσουμε τη ζωτικότητα του πνεύματος και του Λόγου.
Με το πρώτο ποίημα της ορίζει τον χώρο και τον χρόνο. Τόπος η θάλασσα με όλο τον αρχέγονο συμβολισμό της Μεγάλης Μητέρας. Μετά ο χρόνος με τις φάσεις της παλίρροιας, άμπωτη και πλημμυρίδα. Δύο φυσικά φαινόμενα που ανασύρουν υλικό από το βυθό της θάλασσας στη φάση-πλημμυρίδα- και στη δεύτερη φάση –άμπωτη- απομένει ότι έχει νεκρωθεί και είναι αδύνατον να επιβιώσει στην ξηρά. Έτσι, στη σύνθεση των πρώτων επτά ποιημάτων της, με αλληγορικό τρόπο μας συστήνει την διαδικασία του εγκεφάλου και τις λειτουργίες σε όλες τις εκφάνσεις του, τις αποθήκες και τα κέντρα των καταγραμμένων υποκειμενικών εμπειριών, τα συναισθήματα, το ένστικτο της επιβίωσης.
« Σχοινόπρασα οι μέρες./ Αντί κρασί , υδράργυρος», έτσι γλιστρούν χωρίς έλεγχο οι σκέψεις μας, τονίζει με ζωντανές εικόνες η Λίλια Τσούβα. Περιγράφει το άλγος της απώλειας με τις αλλαγές που ορίζει η ίδια η φύση των πραγμάτων.
Γράφει: «Η πρωινή παλίρροια άφησε τα λέπια της./ Σκορπίνες στο δωμάτιο/ κοφτεροί βράχοι στο ταβάνι/ Δάκρυα τριζονιών στο μαξιλάρι».( σελ.11). Στο δεύτερο ποίημα της με βίαιες εναλλαγές μάς μετακινεί από τη ακτή, στον ουρανό και στο βυθό της θάλασσας. Γεφυρώνει το ορατό και το αόρατο, το γήινο και το πνευματικό, το εμπειρικό και το ιδεώδες.
Στίχοι παραστατικοί που ζωντανεύουν αυτό που συμβαίνει « Κλείνουν τα όστρακα / στη ακτή /Χήνες αποδημητικές στον ουρανό/ λευκοί καρχαρίες στη θάλασσα/ έρημος στον εγκεφαλικό φλοιό».( σελ.12). Και παρακάτω τονίζει την επώδυνη διαδικασία της εγκεφαλικής λειτουργίας « Ο κρόταφος / μονοπάτι αρουραίου/ Το τετράδυμο πέταλο / φωλιά αμοιβάδας/ Μαύρα ελάφια/ μηρυκάζουν / τη φαιά ουσία του εγκεφάλου μου».( σελ.14). Ίσως δεν είναι τυχαίο που κλείνει την ενότητα με την αρχετυπική εικόνα του πατέρα, της αρσενικής Αρχής, του Αδάμ, του Οδυσσέα, του σιδερόφραχτου ιππότη, έναντι της θηλυκής Αρχής, της κόρης με τα κόκκινα γοβάκια, της Ελένης, της θεάς Εστίας-σπίτι.
Στα επόμενα πέντε ποιήματα η Λ.Τ. φέρνει στο προσκήνιο το αρχέτυπο της θηλυκής Αρχής αναφερόμενη στη μητέρα και τη σχέση της σαν μάνα, κόρη, γυναίκα. Μια ελεγεία στο γυναικείο είδωλο του καθρέφτη, για αυτό που είναι, για αυτό που χάνεται, για αυτό που είναι το πεπρωμένο της. Κάθε στίχος και μία βιτσιά στο μυαλό, στην καρδιά και στον ιδεατό εαυτό της.
Γράφει: « Αντικατοπτρισμοί ξεθωριασμένων μαργαριταριών, μόνιμη η βροχή για τα όνειρα ψάρια» ( σελ 20) και « έψαχνε συνταγές φαρμάκων/ Έναν λωτό/ να καταπιεί τη θλίψη/ Βρήκε μια κλαίουσα ιτιά/ το βραδινό της φόρεμα να θυμιατίζει/ Στον υδαρή καθρέφτη.» ( σελ 21).
Η ποιήτρια γράφει με αυτόματη γραφή ενόσω η πλημμυρίδα του ασυνειδήτου την κατακλύζει. Η θάλασσα σκεπάζει με τον υγρό της σώμα την στεριά και εναποθέτει τα νεκρά στοιχεία που θυμίζουν το πέρασμα της. Λέπια, όστρακα, ξεριζωμένος βυθός, αστραπές της νύχτας, θρήνος-φιόγκος το νιαούρισμα της γάτας της, φεγγάρι στο παράθυρο. Σιωπή ο εγκέφαλος ψάρι.
Στη συνέχεια, η πλημμυρίδα ξεφουσκώνει σιγά-σιγά και ο ποιητικός λόγος γίνεται ολιγόστιχος. Σαν τον κυματισμό και τη διακύμανση του που τη σβήνει η δύναμη του καθώς αποσύρεται στο εσωτερικό της θάλασσας, στο απωθημένο υλικό, εκεί από όπου είχε ξεκινήσει. Σε αυτή τη φάση του στοχασμού και αναστοχασμού, το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί από τον συνειδητό εγκέφαλο, αυτά που γνωρίζει και ψάχνει, όπως λέει σε άχυρα ανάμεσα, να βρει αυτό που ξέρει, αλλά είναι χαμένο στην ομίχλη του νου και στη σιωπή του εγκεφάλου –ψάρι.
«Μη τρυπώνεις απ΄το παράθυρο φεγγάρι/ δεν μ΄ αφήνει να κοιμηθώ/ το λαμπερό σου πρόσωπο/.( σελ. 32), ακούγεται η παράκληση για το φόβο της απώλειας του ελέγχου.
Έτσι κρατάει το μίτο της δικής της Αριάδνης και πορεύεται, παρέα με τον Μπόρχες και τους μυθοπλαστικούς ήρωες, στο δικό της Λαβύρινθο. Μαζί με όλη την παρέα, την Αλίκη, την Μιχαέλα και την Φλοράνς, την Σου, την Άννα, την Ινφάντα Μαργαρίτα Τερέζα και όλους εκείνους που υπήρξαν στην αιωνιότητα και χάθηκαν με το τέλος της.
Και καθώς η πλημμυρίδα ξεκινά πάλι σε ένα νέο κύκλο του χρόνου, ανεβάζει στην επιφάνεια τα πάθη και τους ήρωες του αρχαίου κόσμου, υπενθυμίζοντας μας ότι ο κόσμος στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης ταλανίζεται από τα ίδια πάθη και τους αιώνιους υπαρξιακούς φόβους.
Η Πηνελόπη και το ατελείωτο υφαντό, ο Κάδμος, ο Πενθέας, η Αγαύη, η Κίρκη, ο Πάτροκλος, ο Αινείας, ο Οδυσσέας, ο Αειθαλής άνδρας, θυμίζουν τον άνισο αγώνα με την άγρια φύση του πρωτόγονου εαυτού και τις δυνάμεις του.
Η Λίλια Τσούβα κινείται ανάμεσα στις χρονικές φάσεις της παλίρροιας του γνωστικού, πολλές φορές επώδυνου δώρου που προσφέρει η πλημμυρίδα και της απώλειας των προσδοκιών που συνειδητοποιεί με την άμπωτη. Μία συνεχής σύγκρουση ανάμεσα στον έρωτα, το πάθος του ονείρου, τις ψευδαισθήσεις της ηδονής και παράλληλα το γκρέμισμα, το πόνο του τραύματος, τη σκιά στο δάσος του Αοκιγκαχάρα, εκεί που δεν τραγουδούν τα πουλιά.
Και εκεί που φαίνεται ότι ο άνθρωπος χάνει τον δρόμο διαρκώς και η κάθε μέρα αφήνει τα λέπια της στην ακτή και την υγρή άμμο, τότε αναδύεται μία απόφαση από την αρχαία γραφή (τυπωμένη στον αρχέγονο εγκέφαλο του) που τον κατευθύνει για την σωτηρία του.
Γράφει: «Να, εδώ θα καθίσω,/ στη μέση του τραπεζιού,/ στου σύμπαντος το κέντρο/ Με αρωματισμένο νερό / θα σε ποτίσω/ Καθώς το πίνεις να/ γίνεσαι αθάνατος.(…) Να εδώ μαζί σου θα/ καθίσω καθώς οι αρχαίες γραφές/ πλαταίνουν τους ουρανούς ή/ τ΄ άλογα ιππεύουν / τα τέσσερα του κόσμου σημεία,/ εσύ καθώς/θα γίνεσαι αθάνατος».( σελ 62-63).
Εμπνευσμένη η ποιήτρια με εργαλεία τη νόηση και τη γραφή, την ιδέα, την πράξη και την αλληλεπίδραση στον κόσμο, μιλάει για το διττό ρόλο του εγκεφάλου, να ομιλεί και συγχρόνως να σιωπά. Την ικανότητα του να βυθίζεται στην άγνωστη δύναμη του ασυνειδήτου και συγχρόνως να επεξεργάζεται αυτά που γνωρίζει και να τα εγκιβωτίζει, σαν πολύτιμο υλικό της σοφίας του
Η Λίλια Τσούβα με γλαφυρή πένα πέρασε από τον ρομαντισμό στον μαγικό ρεαλισμό και στη σουρεαλιστική απεικόνιση και γραφή, αγγίζοντας την πολυπλοκότητα του έρωτα, της σεξουαλικότητας, της γονιμότητας.
Οδεύοντας προς το τέλος της ανθολογίας επιστρέφει στο ρομαντισμό και με την αλληγορία αγγίζει τα θέματα που την απασχολούν υπαρξιακά, κοινωνικά, ανθρώπινα, η σχέση του καλού και του κακού, η γέννηση και ο θάνατος.
Ανοίγει ένα μπουκάλι από τ΄ αστέρια αλλά κανένα θαύμα δεν αλλάζει τίποτε. Χρειάζεται ένα νέο ζευγάρι γυαλιά για να μπορέσει να δει με άλλο τρόπο τις « δίνες του μυαλού..τις του φωτός παλινωδίες /την εγκεφάλου ωχρά κηλίδα».
Στο ποίημα «Μεσάνυχτα» γράφει: «Γάλα τα παιδιά ζητούν/ βόμβες ολόγυρα σφυρίζουν/ σκοτάδι στον πλανήτη επικρατεί / πίνουν χημικά τα παιδιά/ στο δείπνο τους αέρια πολέμου/ σε λάκκους παίζουν με ουράνιο/..( …) Ο Γαλιλαίος την πυρά του επιμένει να δει,/ενώ αναζητά ακόμη / την εξίσωση της αγάπης/ ο Αϊνστάιν.»
Τελειώνοντας το ταξίδι στο κόσμο της φαντασίας και της παραμυθίας, με τα λόγια της ίδιας της ποιήτριας, όπου η θεματική της σε όλη την συλλογή αφορά την «κάθε είδους διάλυση», επιστρέφουμε στο νόστο του (ε)αυτού, εκεί από όπου αρχίσαμε και με την παλίρροια ξανά επιστρέφουμε.
«Δεν έχω ακόμα ως φαίνεται τελειώσει το τραγούδι μου/ Δεν έχω όλη τρυγήσει/ την πάχνη από την τριανταφυλλιά στον κήπο./ Δεν θόλωσαν τα μάτια μου στην ομορφιά του φθινοπώρου».
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΙΩΣΗΦ ΑΡΝΕ
FRACTAL 07/12/2022
Με αφορμή την κυκλοφορία του ποιητικού της βιβλίου «Εγκέφαλος ψάρι» από τις εκδόσεις Βακχικόν, συνομιλήσαμε με τη συγγραφέα, ποιήτρια και κριτικό λογοτεχνίας Λίλια Τσούβα.
«Οι λέξεις στην ποίηση είναι το ψυχικό μας αποτύπωμα»
-Πώς αντιμετωπίζετε την ποίηση: ως μια ταυτότητα ή ως μια ετερότητα μέσα στη σύγχρονη ζωή;
Η ποίηση είναι ταυτότητα. Πηγάζει από την αυτοβιογραφία και τη φαντασία. Το βασίλειό της βρίσκεται κρυμμένο στις καρδιές μας. Από εκεί ξεπηδά, εγκολπώνοντας τις απογοητεύσεις και τους πόθους μας, την ανάγκη για ζωή στην τελειότερη έκφρασή της.
Στη σύγχρονη ζωή ωστόσο κατάντησε ετερότητα. Τέχνη με περιορισμένη ανταπόκριση. Το τεχνοκρατικό πνεύμα των ημερών περιθωριοποίησε το συναίσθημα, όπως έκανε με καθετί που δεν αποδίδει κέρδος. Επικράτησε η μαζική κουλτούρα, τα πολιτιστικά στοιχεία που διαχέονται από την τηλεόραση και τον υπολογιστή. Η βιομηχανία της διασκέδασης τα επιβάλλει εύκολα, μέσω εκπομπών και διαφήμισης. Ταινίες, μουσική, ακόμη και βιβλία, χωρίς αισθητική. Η αυθεντική τέχνη απαξιώθηκε, το αληθινά ωραίο και το πνευματικό, αυτό που έχει διάρκεια, αυτό που απαντά στα αιώνια ερωτήματα. Η ποίηση πώς θα μπορούσε να αντέξει στη σύγχρονη λαίλαπα της ρηχότητας, της κερδοθηρίας; Κι όμως, η τεχνοκρατική μας εποχή έχει ανάγκη την ποίηση. Η ανάπτυξη και του ηθικοπνευματικού σκέλους του πολιτισμού, όχι μόνον του υλικού, θα φέρει την αρμονία στην κοινωνία.
-Ο ποιητής είναι μια περσόνα γύρω από τις λέξεις ή λειτουργεί με έναν ενστικτώδη ορμεμφυτισμό;
Ο ποιητής χειρίζεται συχνά τα θέματα με την τέχνη της πλαστοπροσωπίας, με τη φαντασία, τη μεταμφίεση. Υπό αυτή την έννοια, είναι μια περσόνα. Όμως λειτουργεί και με ενστικτώδη παρορμητισμό. Με το συναίσθημα και την έμπνευση της στιγμής.
-Μπορεί η τέχνη να κλείσει τις πληγές των ανθρώπων μέσα σε μια ενδότερη υπαρξιακή διαλεκτική;
Η τέχνη μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να νιώσει καλύτερα. Και, μέσα από την ενδότερη υπαρξιακή διαλεκτική που αναπτύσσει, να συμβάλλει στην άμβλυνση των πληγών. «Η ποίηση είναι απαραίτητη, μόνο ας ήξερα γιατί» έγραφε ο Ζακ Κοκτώ. Ο ζωγράφος Μοντριάν πίστευε πως «το έργο τέχνης είναι υποκατάστατο μιας ισορροπίας που λείπει από την πραγματικότητα», ενώ η σοπράνο Τζέσι Νόρμαν «πως η τέχνη είναι αναγκαία για να διατηρούμε το ελάχιστο της ύπαρξής μας. Η επαφή μαζί της βάζει όριο στην εκ φύσεως υπερβολή μας. Αν δεν υπήρχε η τέχνη, ο κόσμος πολύ σύντομα θα έχανε την ψυχή του, το ενδιαφέρον του».
-Πιστεύετε ότι ακολουθείτε τον δρόμο άλλων ποιητών ή ακολουθείτε μια μοναχική πορεία μέσα στη γραφή σας;
Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Τα θέματα είναι ίδια σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, σε όλες τις εποχές: η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος, οι παθογένειες. Η διαλεκτική που αναπτύσσεται μέσω των δημιουργημάτων της τέχνης, στηρίζεται αναπόφευκτα σε ιδέες και τεχνικές που ιχνηλατούν την παράδοση. Ωστόσο κάθε καλλιτέχνης σπονδυλώνει με τις δικές του λέξεις τις αρθρώσεις της ποίησης. Σαν μέλισσα, παίρνει από τα λουλούδια. Όμως δημιουργεί το δικό του μέλι στην ποιητική κυψέλη. Όσο πιο αυθεντικό είναι τόσο πιο εκφραστικό, ίσως και καινοτόμο.
-Ποιές εικόνες κρατάτε μέσα σας από τη ζωή σας; Ποιές εικόνες με άλλα λόγια εφορμούν στη γραφή σας;
Το επίκεντρο της τέχνης είναι πάντα ο άνθρωπος και η ύπαρξή του μέσα στο σύμπαν. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να αγνοήσει τον κοινωνικοπολιτικό χώρο και τον χρόνο μέσα στον οποίο κινείται. Δεν μπορεί να αγνοήσει τον εαυτό του, τη σκέψη, τον συναισθηματικό του κόσμο, τις καταβολές του παρελθόντος. Ο δικός μου πίνακας σύνθεσης έχει στο κέντρο του την ανθρώπινη ύπαρξη και το άδικο του περιβάλλοντος. Αυτές κυρίως τις εικόνες κρατώ από τη ζωή, αυτές κυρίως εφορμούν στην προσωπική μου γραφή.
-Ποια ερωτήματα καλείται να απαντήσει ο ποιητής διαχρονικά, αλλά και στο παρόν που ζούμε;
Οι ποιητές και οι ποιήτριες φέρουν την αποστολή να εξανθρωπίσουν την κοινωνία. Συχνά διαθέτουν σπάνιες αρετές, τη διορατικότητα και την ενόραση, την ιδιαίτερη εκείνη όσφρηση και όραση που είναι ικανή να συλλάβει τα προβλήματα εν τη γενέσει τους, πριν δηλαδή τα συνειδητοποιήσουν οι άλλοι. Γι’ αυτό και οφείλουν να αποτελούν πρότυπα, να ευαισθητοποιούν, να αφυπνίζουν, να εξευγενίζουν. Με τη ζωή και το έργο τους να αποτελέσουν τις ακτινοβόλες εκείνες προσωπικότητες, τους μορφωμένους ανθρώπους που θ’ αναστήσουν τα νέα σχήματα ζωής, μια ανώτερη μορφή πολιτισμού, «θεράποντες των ολίγων, όχι ηγέτες των πολλών». Αυτό είναι το χρέος τους.
-Ποιο το νόημα της λέξης στην ποίηση; Μια απλή μορφή έκφρασης ή ένα ψυχικό αποτύπωμα;
Οι λέξεις στην ποίηση είναι το ψυχικό μας αποτύπωμα. Η ανάγκη να βγούμε από τη μερικότητα της ατομικής μας ζωής, όπως έγραφε ο Έρνστ Φίσερ. Να πλησιάσουμε μια πληρότητα, έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο κατανοήσιμο, πέρα από τα όρια της ατομικότητάς μας, πέρα από τα εφήμερα, τους περιορισμούς της κοινωνίας, έναν κόσμο που να δίνει νόημα. Δεν είναι μια απλή μορφή έκφρασης η λέξη στην ποίηση, είναι ο κόσμος μας, ο ίδιος μας ο εαυτός.
-Είναι η ποίηση το καταφύγιο του ανθρώπου;
Μια παράξενη και μυστηριώδης ψυχαγώγηση είναι η ποίηση. Η επιθυμία να ξεφύγουμε από μια ανεπαρκή ζωή προς μία πλουσιότερη, να συμπληρώσουμε τη ζωή μας και να την κάνουμε πιο ολοκληρωμένη. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι η λειτουργία του δράματος είναι να εξαγνίζει τις συγκινήσεις, να νικά τον τρόμο και τον οίκτο, ώστε ο θεατής, ταυτιζόμενος με τον Ορέστη ή τον Οιδίποδα, να ελευθερώνεται, να αίρεται πάνω από την τυφλή δράση της ειμαρμένης. Να πετάει πρόσκαιρα τα δεσμά της ζωής από πάνω του, να αιχμαλωτίζεται από την τέχνη και να λυτρώνεται. Αυτή, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι και η ψυχαγωγική λειτουργία της ποίησης.
-Μπορεί ο κόσμος να ζήσει ποιητικά;
Αποκλειστικά με την ποίηση δεν μπορεί να ζήσει ο κόσμος. Πρέπει να καλύψει και το υλικό μέρος της ζωής. Αυτό το εξασφαλίζει η εργασία, ο χειρονακτικός ή πνευματικός κάματος. Η ποίηση μπορεί να του χαρίζει την ομορφιά και την παραμυθία μέσα στην άχαρη καθημερινότητα, στη «σκλαβιά της αγοράς», όπως έγραφε ο Παλαμάς.
.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΙΝΟΥΙΤ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΡΑΓΚΕΣΚΑΚΗ
FREAR.GR 25/10/2021
«Ο κόσμος είναι μία φωλιά»
Από την αρχή κι όπως σιγά σιγά η ανάγνωση προχωρά, μια παλιά, πολύ παλιά ανάμνηση αναδεύεται και ζωντανεύει ξανά. Είσαι σε τόπο μακρινό και κοντινό συνάμα, ξένο και οικείο. Αρχέγονα και σύγχρονα υλικά, υπερβατικά και ρεαλιστικά σε περικυκλώνουν για να σου θυμίσουν από τι είσαι φτιαγμένος. Ο Άλλος των διηγήσεων είσαι Εσύ και όλα έχουν μια κοινή πηγή. Το μονοπάτι δεν έχει σβηστεί, θα σε οδηγήσει στο κέντρο του δάσους, εκεί που το ταξίδι θα βρει το νόημά του.
«Όμως το παλιό σπίτι χρειάζεται επισκευή. Τα παράθυρα τρίζουν, ο αέρας μπαίνει από τις χαραμάδες και όταν βρέχει, το ταβάνι σε κάποια δωμάτια στάζει. Με τον Ζίγκφριντ αποφασίσαμε να το επιδιορθώσουμε και να το βάψουμε μόνοι μας. Μόνον που πρώτα πρέπει να θάψω τη μητέρα μου».
Η Λίλια Τσούβα, γνωστή για τον άξιο κριτικό και δοκιμιακό της λόγο, σε αυτό το πρώτο της λογοτεχνικό βιβλίο, Το τραγούδι των Ινουίτ, με ευαισθησία, γνώση και ακρίβεια, χτίζει έναν κόσμο που όλους μας αφορά. Μπορούμε να τον αναγνωρίσουμε ακόμα και αν ποτέ δεν τον έχουμε συναντήσει. Τα πρόσωπα των 16 διηγημάτων της κινούνται από τη βαθιά τους επιθυμία κάπου να σταθούν. Η λαχτάρα τους είναι και η δική μας λαχτάρα να ημερέψουμε. «Ο κόσμος είναι η φωλιά του ανθρώπου. Ο κόσμος είναι μία φωλιά».⃰
Οι ιστορίες γιατρεύουν και η συγγραφέας το γνωρίζει καλά. Με λόγο πυκνό, αφαιρετικό, με ρυθμό μαγνητικό, με την αφηγηματική στρατηγική των παραμυθιακών διηγήσεων, του ονείρου δηλαδή και του συμβολικού, στρατηγική που σου επιτρέπει να μιλήσεις με απλότητα και ησυχία για το ανείπωτο, μας καλεί στον αρχετυπικό, κειμενικό της κόσμο. Οι διηγήσεις της πραγματεύονται τα θεμελιώδη ζητήματα της ζωής χωρίς να το ξεφωνίζουν. Η αγάπη, η ομορφιά, η απώλεια, η μοναξιά, η δοκιμασία, ο θάνατος. Οι φόβοι και οι πόθοι που φτιάχνουν τον άνθρωπο. Μια ποιητική ανθρωπογεωγραφία που χαμηλόφωνα ιστορεί την ανθρώπινη κατάσταση.
«Με λένε Κράιμχιλντ, κρέμα γάλακτος δηλαδή. Έτσι με βάφτισε η Μπριγκέτα, η γυναίκα που συντηρεί τον ναό, αυτή που με βρήκε το βράδυ της Μεγάλης Καταιγίδας και με υιοθέτησε. Αν δεν έκλαιγα , ούτε που θα με έπαιρναν είδηση. Με πέρασαν για κούκλα μέσα σε καλάθι. Στον ναό των Ιησουιτών τα πρώτα στασίδια είναι γεμάτα κούκλες».
Η ζωή γίνεται θάνατος κι ο θάνατος ζωή μέσα σε μια στιγμή. Οι ήρωες ζουν εδώ και παντού και η πηγή των διηγήσεων είναι το μακρύ, ανθρώπινο ποτάμι, που, διασχίζοντας τον τόπο και τον χρόνο, εκβάλλει σε μια λυτρωτική συνάντηση.
Η Μάικο που χόρευε σαν τρελή, οι αδελφές Πόουπ που μετά το ορφανοτροφείο δούλευαν στο σπίτι του μεγαλέμπορου κ. Κλαρκ, η Ματίλντα που εκείνο το βράδυ έπαιξε με τον Βερμέερ και τη Μαργκρίτ, ο Κούλαν και τα γεμάτα με μαγικά πουλιά όνειρά του, το μοναστήρι της Σάντα Κλάρα Λα Νόβα, το Τσιλοέ ,«το μεγάλο νησί των γλάρων», ο Αντόνιο Γιοχάνες Βάργκα και η Χιμένα, ο ζογκλέρ Ρομανέλλο, η Έμμα και η Ολίβια- η ζωή τους στον Αρκτικό κύκλο…
Η Λίλια Τσούβα με μαεστρία και σθένος αναπτύσσει τις ποικίλες εκφάνσεις μιας αιωρούμενης, απροσδιόριστης, τις περισσότερες φορές απειλής με την οποία θα συναντηθούν τα πρόσωπα των ιστοριών της, έτσι ώστε να αναδυθεί η βαθιά τους υπαρξιακή αναζήτηση. Με τη μουσικότητα της γλώσσας και με βλέμμα σταθερό, τρυφερά περιεκτικό, συνοδεύει αυτούς τους επίμονους πεζοπόρους, στη μοναχική, μυητική τους πορεία από το αρχικό σημείο της περιπλάνησης μέχρι την έξοδο, την ανατροπή. Ως εκεί, που απομακρύνονται οι μεγάλες πεινασμένες αρκούδες, τα σκυλιά σταματούν να γαβγίζουν και οι Εσκιμώες γυναίκες της παγωμένης τούνδρας, «με δυνατούς υπνωτιστικούς λαρυγγισμούς», «με φωνές και ανάσες που κυμάτιζαν …», αρχίζουν να τραγουδούν το τραγούδι των Ινουίτ. Λιώνουν οι πάγοι τότε, ζεσταίνει ο τόπος. Όλα γίνονται ένα.
.
ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ
DIASTIXO.GR 15/10/2021
Το τραγούδι των Ινουίτ
Η Λίλια Τσούβα μάς είναι γνωστή από παρουσιάσεις βιβλίων, δημοσιεύσεις διηγημάτων, συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις και ένα δοκίμιο για τον Εξπρεσιονισμό στην ποίηση του Κ.Θ. Ριζάκη (Κουκκίδα, 2020). Στο Τραγούδι των Ινουίτ (Βακχικόν, 2021), πρώτο βιβλίο μυθοπλασίας της, τα δεκαέξι διηγήματα που το συγκροτούν –μικρής σχετικά φόρμας, αυτόνομα αλλά και συγγενικά ως προς το ύφος και τη δομή–, είναι διαποτισμένα από το μυθικό και παραμυθητικό στοιχείο, χωρίς ωστόσο να αποτελούν μύθους ούτε και παραμύθια με την κλασική έννοια.
Ταξιδεύοντας σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους –από την Ιαπωνία, τη Νότιο Αμερική, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, και από τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό μέχρι την Αρκτική–, η Τσούβα εμπλουτίζει τις αφηγήσεις της με λεπτομερείς καταγραφές και μια πληθώρα πραγματολογικών στοιχείων, με σκοπό όχι να εντυπωσιάσει ή να μπουκώσει με γνώσεις τον αναγνώστη, αλλά να τον ευαισθητοποιήσει, περνώντας τα στοιχεία αυτά τόσο από την κρησάρα της κρίσης όσο και από τον φακό της ποίησης, και φέρνοντάς τα εγγύτερα στις καταστάσεις και τις εικόνες, που παράλληλα με τον ρεαλισμό τους αναδεικνύουν (ή κρύβουν μέσα τους) το υπερλογικό και μεταφυσικό στοιχείο.
Πρόκειται, θα λέγαμε, για ένα μοτίβο και μια τεχνική, που θυμίζει συγγραφείς όπως ο Μοντιανό, ο οποίος στο Πεντιγκρί του μπολιάζει την αυτοβιογραφία του με πολλές αντίστοιχες αναφορές· εκείνος, όχι τόσο, ή όχι μόνο για να υπερασπιστεί την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα της γραφής του, αλλά κυρίως για να την απαλλάξει, απαλλάσσοντας ταυτόχρονα και τον εαυτό του από κάθε αναμενόμενο και, εν πολλοίς, ανεπιθύμητο μελοδραματισμό.
H Τσούβα, με βλέμμα λοξό και στα όρια μιας γραφής που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κλασική και ταυτόχρονα έκκεντρη, επιλέγει τα εκφραστικά της μέσα με μέτρο και ακρίβεια, ενώ παράλληλα δεν διστάζει να στήσει τα σκηνικά της με τα πιο ετερόκλητα υλικά, χωρίς να παλινδρομεί και να βουλιάζει στο χάος τους· επίτευγμα αξιοσημείωτο για πρωτοεμφανιζόμενο (και όχι μόνο) συγγραφέα. Το ίδιο αξιοσημείωτος είναι και ο κοφτός και καίριος τρόπος με τον οποίο κλείνει τις αφηγήσεις της, στοιχείο από τα πιο καθοριστικά σε μια συλλογή διηγημάτων ή κειμένων μικρής φόρμας.
Με εμφανή την επιρροή του μοντερνισμού και του μαγικού ρεαλισμού, οι ιστορίες του τόμου μπλέκουν συχνά πραγματικότητα και μυθοπλασία, χωρίς όμως να καταφεύγουν σε ψευδοδοκίμια ή να εμμένουν στο απροσδιόριστο και το άχρονο. Από την άλλη, παρά τις πολλές και ενδιαφέρουσες αποτυπώσεις τους, για λαούς, τόπους, ήθη, έθιμα και ατμόσφαιρες που συναντά κανείς σε χώρες εντελώς διαφορετικές η μία από την άλλη, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κατεξοχήν ή αμιγώς «ταξιδιωτικές». Στο επίκεντρο βρίσκονται τα πρόσωπα, ιδωμένα υπαρξιακά και διαχρονικά, με την ατομικότητά τους, την πίστη τους στο καλό αλλά και την αμαρτία της απελπισίας, της ύβρεως και της αφροσύνης να ενισχύουν σφάλματα και παραδρομές.
Αθώες μαζί και ένοχες, γαλήνιες ή αθεράπευτα επιθετικές και παραλογισμένες, οι σκέψεις και οι επιθυμίες αποδεικνύονται το ίδιο πάντα πολύπλοκες και ετερογενείς, ακατάληπτες και μυστηριώδεις. Στην πάλη με τις δυνάμεις του φωτός και του σκότους, σημαντική είναι και η ανάμειξη των στοιχείων της φύσης, τα οποία παίρνουν συχνά τη μορφή θεών και ημίθεων, όντων με υπεράνθρωπες δυνάμεις ή στοιχειών που σπέρνουν τον θάνατο και την καταστροφή, δαιμόνων που ορίζουν τις τύχες των ανθρώπων, παρόλο που, σε πολλές περιπτώσεις, οι τελευταίοι θα μπορούσαν και μόνοι να τις αλλάξουν αν δεν δρούσαν κάτω από την επήρεια της απληστίας ή της απάθειας, όπως εντέλει θα επισυμβεί στο πρώτο κατά σειρά διήγημα, με τον τίτλο «Μάικο».
Ποικίλες οι αναφορές σε πόλεις, θάλασσες, λίμνες, βουνά, ακόμη και κτήρια, εκκλησίες, μοναστήρια, οδούς (πόλεις όπως η Καλιφόρνια, το Λονδίνο, η Χαϊδελβέργη, η Γάνδη, το Χάμερλιν, το Ντελφ, το Δουβλίνο, η Κουίμπρα, το Τολέδο… και ποτάμια όπως ο Νέκαρ, ο Βέζερ, ο Τάμεσης, ο Σχίι, ο Μοντέγκο, ο Τάγος), το ίδιο και οι συσχετίσεις με έργα γνωστών συγγραφέων και καλλιτεχνών, αναλογίες που προκαλούν, ξαφνιάζουν και διεγείρουν τον αναγνώστη με την ευστοχία και την πρωτοτυπία τους. Σε συνδυασμό με τους μύθους της προϊστορίας ή και μεταγενέστερους, η λογοτεχνία, η μουσική και η ζωγραφική κυριαρχούν, όπως, για παράδειγμα, στο διήγημα «Ο Γητευτής» με την μήνι του Αχιλλέα, έτσι όπως περιγράφεται στον Όμηρο, να φέρνει στον νου το παραμύθι με τον νέο, που για να εκδικηθεί τους άρχοντες οδήγησε με τον μαγεμένο αυλό του τα παιδιά στο ποτάμι.
Ακολουθώντας τον μίτο πολύτροπων παραδόσεων και ποικίλων πολιτισμών, και εμφανώς επηρεασμένη από τη λατινοαμερικανική κουλτούρα, όπου το φανταστικό συνυπάρχει με το καθημερινό και το παράδοξο με το πλέον οικείο, η συγγραφέας, κάτω από το βλέμμα κάποιου ευαίσθητου και ευφάνταστου ταξιδευτή («Ο Γητευτής», «Οι σειρήνες», «Το όνειρο με τις τρεις πόρτες») ή ενός γηγενή, παθιασμένου με τον γενέθλιο τόπο και την ιστορία του («Το διάγγελμα», «Τσιλόε, το νησί των γλάρων»), άλλοτε καταφάσκει ή αμφισβητεί τρόπους ζωής κι άλλοτε αναθεωρεί παραδεδομένες θεωρίες για τον ρόλο και τη σημασία της τέχνης, όπως στο διήγημα «Ματίλντα», με άμεση αναφορά στη «Δαντελού» του Βερμέερ, ή στα «Τραπουλόχαρτα», όπου συνυπάρχουν και συνομιλούν (καταφατικά ή αντιστικτικά) το έργο του Φράνσις Μπέικον με το άγαλμα του Όσκαρ Ουάιλντ, και ένα χειρόγραφο με τα τέσσερα Ευαγγέλια με μιαν αφίσα του Τζέιμς Τζόις.
li tsouva21Εκτός, όμως, από την ενδιαφέρουσα συσχέτιση τόπων, προσώπων και θρύλων και τις λυρικές και ονειρικές προεκτάσεις τους, υπάρχουν και ιστορίες που καταλήγουν σε κάποιο έγκλημα («Πρόσκαιρη βλάβη») ή φόνους που πέρασαν στις εφημερίδες («Θερινή ομίχλη») – κι εδώ, όμως, η λογοτεχνικότητα και η μυθοπλαστική δεινότητα υπερτερούν. Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει και το επιστολικό «Καρτ Ποστάλ», στο οποίο με ευσύνοπτο τρόπο σκιαγραφούνται πραγματικότητες και μελλούμενα δύο και πλέον γενεών.
.
ΜΑΡΙΑ ΛΙΑΚΟΥ
FRACTAL 28/9/2021
Τα ξόρκια του Φόβου
Η Λίλα Τσούβα γνωστή στο αναγνωστικό κοινό από τις κριτικές βιβλίων παρουσιάζει την πρώτη της συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις Βακχικόν με τίτλο“Το τραγούδι των Ινουίτ”.
Πρόκειται για μια συλλογή που αποτελείται από δεκαέξι διηγήματα τριτοπρόσωπης αφήγησης (τα περισσότερα), αλλά και από ορισμένα πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Δεκαέξι μικρές ιστορίες που εκτυλίσσονται σε διαφορετικό μέρος του πλανήτη και με διαφορετική κουλτούρα. Ο τίτλος είναι από το ομώνυμο διήγημα που διαδραματίζεται στον Αρκτικό Κύκλο.
Έχουμε μια ανθρωπογεωγραφία με εξαιρετική γραφή όπου η πραγματικότητα και η φαντασία αναδύουν συναισθήματα και ο μύθος με την πραγματικότητα φτιάχνουν ένα μοναδικό τοπίο ανάγνωσης.
Σίγουρα η γραφή της έχει στοιχεία από τον μαγικό ρεαλισμό. Έχει αναφορές στην τέχνη και την παγκόσμια λογοτεχνία αλλά ο στόχος της είναι η πολιτισμική διαφορετικότητα και η κατανόηση της.
Ξεχωρίζω το διήγημα της «Οι ανεμόμυλοι» (σ. 39), όπου συνομιλεί με τον Δον Κιχώτη και το διήγημα με τίτλο «Η Μάικο».
«Την έλεγαν Μάικο, “η γυναίκα που χόρευε”. Τα βράδια έμεινε ξάγρυπνη. Κρεμούσε στην εξώπορτα ένα αχυρένιο σκοινί και περίμενε τα “Κάμι”, τα πνεύματα της φύσης. Για να τα κατευνάσει, έστρωνε καλάμια από μπαμπού στο μπαλκόνι. Άπλωνε κλαδιά πεύκου και φοινικόφυλλα, και γέμιζε με σάκε τα ποτήρια στο τραπέζι.»
Η Μαίκο είναι το πρώτο διήγημα του βιβλίου, όπου η Γιαπωνέζα ηρωίδα (γκέισα) πιεσμένη από ανέχεια της ανεργίας οδηγείται στην αυτοχειρία. Δεν υπάρχουν μόνο σκοτεινές ιστορίες στα διηγήματα της αλλά και αισιόδοξες όπως το διήγημα «Το τραγούδι των Ινουίτ», όπου δυο Εσκιμώες ηρωίδες με το παραδοσιακό τραγούδι κατανικούν τον φόβο.
Τα ονόματα των ηρώων, οι ασχολίες τους, τα καφέ, οι δρόμοι περιγράφονται τόσο παραστατικά, ώστε ο αναγνώστης έχει τη βεβαιότητα πως η συγγραφέας επισκέφτηκε όλους αυτούς τους τόπους.
Τα ήθη, τα έθιμα και κυρίως οι γλώσσες των ιθαγενών που χρησιμοποιεί η συγγραφέας μαγεύουν τον αναγνώστη.
Παράλληλα σε άλλα διηγήματα της αναφέρει και σύγχρονα ζητήματα π.χ. οικολογικής φύσης που δείχνουν την ανησυχία της για την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Στο διήγημα «Το όνειρο με τις τρεις πόρτες» σελ. 38 αναφέρει
«… Τεράστια κύματα θα κατακλύσουν τη γη. Τα ζώα θα εξαφανιστούν. Οι μέλισσες θα χαθούν. Οι πάγοι θα λιώσουν. Τυφώνες και κυκλώνες θα καταστρέψουν τη γη. Οι άνθρωποι ανήμποροι θα τρέχουν να κρυφτούν. Οι μηχανές δεν θα τους βοηθούν. Τα ρομπότ θα απορρυθμιστούν».
Περιδιαβαίνοντας ανά τον κόσμο μέσα από τα διηγήματα της ο αναγνώστης αναρωτιέται τελικά για την αναγκαιότητα μιας άλλης ματιάς του κόσμου που βρίσκεται σε κίνδυνο. Η ζωή μας σε μια δυστοπία και χρειάζεται προσωπικός αναστοχασμός για τα περαιτέρω.
Αποτελεί το βιβλίο αυτό συνεισφορά της λογοτεχνίας στο διάλογο για το περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Η μοναχικότητα, οι απώλειες, το όνειρο και η φυγή αποτελούν ένα αφηγηματικό ταξίδι προς διερεύνηση. Το μυθολογικό και το φαντασιακό στοιχείο είναι έντονο σε όλα σχεδόν τα διηγήματα. Ο θάνατος επίσης έχει τις αναφορές του.
Το βιβλίο ξεχωρίζει επίσης ως προς την γραφή του, γιατί δεν υπάρχουν ανούσιες ή περιττές λεπτομέρειες και εγείρει την σκέψη του αναγνώστη.
Και όπως έχει αναφέρει ο Χένρυκ Σκολιμόφκι «Ο Λόγος είναι μια πολύ λεπτή μορφή πράξης, που διαποτίζει τα πάντα».
.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ – ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
PERIOU.GR 25/9/2021
«έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε»
Ζητούμενο η βίωση της ομορφιάς, της αποδοχής, της εγγύτητας, της χαράς, ζητούμενο η ηθική της ευθύνης.
Η Λίλα Τσούβα, μετά από ένα σημαντικό δοκιμιακό έργο κριτικογραφίας, παρουσιάζει την πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο“Το τραγούδι των Ινουίτ, ένα καλαίσθητο βιβλίο από τις εκδόσεις Βακχικόν. Η συλλογή αποτελείται από δεκαέξι μικρο διηγήματα τριτοπρόσωπης αφήγησης τα περισσότερα, εκτός ορισμένων πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων, όπου ο παντογνώστης αφηγητής ξεδιπλώνει την φυσική και πολιτισμική ομορφιά διάφορων τόπων και πολιτισμών. Πρόκειται για περιηγήσεις τόσο σε γεωγραφικούς και πολιτισμικούς τόπους όσο και ανθρωπογεωγραφίες που αναδεικνύουν τη συναισθηματική συνθήκη και τη μοίρα των ηρώων του κάθε διηγήματος.
Η αφηγήτρια σκιαγραφεί με ελεγχόμενο συναίσθημα, με ηρεμο ύφος και τόνο, με ρεαλιστική γραφή, αλλά και ονειρική παραμυθία το θαύμα της ζωής και το δράμα της ανθρώπινης εμπειρίας. Η αναπλήρωση της ζωής με την τέχνη, η πραγματικότητα με τον μύθο, τη φαντασία και το υπερβατικό, αποτελούν στοιχεία της αφηγηματικής τεχνικής της Τσούβα, που αφορούν σε στοιχεία του μαγικού ρεαλισμού. Η αφηγήτρια άλλοτε ρεμβάζει, αναπολεί ή ονειρεύεται ατενίζοντας ηλιοβασιλέματα σε διάφορες γωνιές της γης, άλλοτε επισκέπτεται, περιγράφει σαγηνευτικά και μας ξεναγεί σε κοσμικά ή γεωφυσικά τεχνουργήματα ή ονοματίζει και γεύεται τοπικά ποτά και εδέσματα, ξεδιπλώνοντας αβίαστα την προσωπική ιστορία, τον αγώνα και την αγωνία των ηρώων της, ή τις ιστορίες που εμπλέκονται με εικαστικά κυρίως έργα τέχνης, όπως και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, π.χ. στο διήγημα «Οι ανεμόμυλοι» (σ. 39), όπου συνομιλεί με τον Δον Κιχώτη, ή στο «Ματίλντα» (σ. 26), όπου συνομιλεί με τον Βερμέερ, προσεγγίζοντας απαλά την πιο τραγική ανθρώπινη απώλεια, αυτή του παιδιού μιας μητέρας. Γενικά το διακείμενο που εκτείνεται από τον Όμηρο έως τον Τζόις, τον Μπόρχες κλπ είναι πλουσιότατο στην πρωτότυπη θεματολογία και γραφή της Λίλιας Τσούβα.
Η συγγραφέας πλάθει τις ιστορίες της σ’ ένα εκτενή γεωγραφικό τοπίο που απλώνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ωστόσο πάντα με επίκεντρο τον άνθρωπο. Υπό αυτή την έννοια το βιβλίο της Τσούβα έχει έναν ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό με εστίαση στη ζωή και στο θάνατο, στην αναζήτηση της εγγύτητας. Κεντρικοί άξονες της συλλογής είναι η ομορφιά, η πολιτισμική διαφορετικότητα, ο αφουγκρασμός της φύσης, η οικολογική ευαισθησία και ανησυχία. Οι ήρωες φέρουν τα άγχη, τα πάθη και τις αγωνίες τους είτε αφορά τον συναισθηματικό τους κόσμο και τις ενδοψυχικές ή διαπροσωπικές αγωνίες τους, είτε αφορά τις ανησυχίες τους για τον όμορφο πλανήτη που μας φιλοξενεί και βάλλεται βάναυσα, ενώ άλλοτε πασχίζουν για την επιβίωση, άλλοτε είναι αυτοκαταστροφικοί, φτάνοντας στο έγκλημα ή την αυτοχειρία ενδεχομένως, όπως στο Ζογκλέρ, σ. 52 π.χ.
Οι ήρωες της Λίλιας Τσούβα παρ’ ότι διαβιώνουν μέσα στην ομορφιά του φυσικού στοιχείου, τις περισσότερες φορές εμποδίζονται λόγω εσωτερικών ή εξωτερικών παραγόντων να τη δουν και να τη απολαύσουν, βρίσκονται μακριά από την ανεμελιά της χαράς και την πλήρωση της αγάπης, βιώνουν απώλεια και θλίψη, έρχονται αντιμέτωποι με τον θάνατο, επιλέγουν το θάνατο ή καταφεύγουν στο ονειρικό και στην παραμυθία, άλλοτε πάλι αντιστέκονται αντιπαλεύοντας την απειλή του τόπου τους και του πλανήτη. Κάποιοι τραγουδούν το τραγούδι των Ινουίτ για να αποτρέψουν τον απειλούμενο κίνδυνο που βιώνουν και το κατορθώνουν, είναι αυτοί που έχουν ακόμη σχέση με τις ρίζες και την παράδοση. Τα διηγήματα «Οι Σειρήνες», «Τα τραπουλόχαρτα» και «Τσιλοέ, το νησί των γλάρων», ίσως έρχονται ως απάντηση στα άγχη και τις αγωνίες της ανθρώπινης μοίρας.
Στο διήγημα «Το όνειρο με τις τρεις πόρτες» σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση η συγγραφέας με αφορμή την επίσκεψη στην Παναγία της Φάτιμα αναμοχλεύει τον θρύλο για τα τρία παιδάκια και τις προφητείες της Παναγίας προς το κορίτσι με το όνομα Λουκία, ενώ μέσα από την τρίτη προφητεία εκφράζει τις οικολογικές ανησυχίες της: «Η Τρίτη Προφητεία της Παναγίας κλεισμένη στα εφτασφράγιστα συρτάρια του Βατικανού. Τεράστια κύματα θα κατακλύσουν τη γη. Τα ζώα θα εξαφανιστούν. Οι μέλισσες θα χαθούν. Οι πάγοι θα λιώσουν. Τυφώνες και κυκλώνες θα καταστρέψουν τη γη. Οι άνθρωποι ανήμποροι θα τρέχουν να κρυφτούν. Οι μηχανές δεν θα τους βοηθούν. Τα ρομπότ θα απορυθμιστούν.» (σ. 38). Η οικολογική ανησυχία είναι ένας βασικός άξονας στη γραφή της Τσούβα που επανέρχεται και σε άλλα διηγήματα της συλλογής όπως «Το διάγγελμα», σ. 42, «Το κορίτσι με το μαύρο άλογο», σ. 49 κλπ. και παραπέμπει στην θεώρηση οικολογικής αφύπνισης του Χάνς Γιώνας που διαμηνύει: «Είναι καιρός η αφελής ηθική της πραγματοποίησης τελειότητας να κάνει τόπο στην απαιτητικότερη ηθική της ευθύνης».[1]
Το βιβλίο αρχίζει με το διήγημα «Η Μάικο», όπου η Γιαπωνέζα ηρωίδα, η γκέισα Μάικο πιεσμένη από την ανέχεια λόγω ανεργίας, καθηλώνεται από τον μαγικό δράκο σε απάθεια και παραίτηση που την οδηγούν στην αυτοχειρία. Ωστόσο το βιβλίο τελειώνει αισιόδοξα με το «Το τραγούδι των Ινουίτ», από όπου και ο τίτλος της συλλογής, όπου οι δυο Εσκιμώες ηρωίδες με το παραδοσιακό τραγούδι κατορθώνουν να κατανικήσουν τον φόβο και τον απειλούμενο κίνδυνο, καθώς ημερεύουν το άγριο φυσικό στοιχείο που εκφράζεται μέσα από την μορφή μιας αρκούδας.
Τίθεται το εύλογο ερώτημα γιατί επιλέγει η συγγραφέας να περιηγηθεί τον κόσμο για να μας μιλήσει για τα ανθρώπινα; Γιατί μας παρουσιάζει με έμφαση τα διάφορα πολιτισμικά στοιχεία και χαρακτηριστικά των διάφορων ανθρώπων και πολιτισμών; Η απάντηση αφορά σε έναν άλλον σημαντικό άξονα που εμφανίζεται ως βασικό χαρακτηριστικό όλων των διηγημάτων του βιβλίου της Λίλιας Τσούβα, είναι αυτός που προτάσσει την ομορφιά της ιδιαιτερότητας κάθε γλώσσας και πολιτισμού σε μια εποχή που ο γλωσσικός και πολιτισμικός ηγεμονισμός γιγαντώνονται συνεχώς και όπου «3.000 γλώσσες βρίσκονται καθ’ οδόν προς εξαφάνιση (με ρυθμό μία περίπου γλώσσα κάθε εβδομάδα!)».[2]
Έχω την αίσθηση ότι, αυτό που αποκομίζει ο αναγνώστης, πέρα από τις πλούσιες πληροφορίες για την γεωγραφική και πολιτισμική “φλούρα” που περιγράφεται εύστοχα με τα πολυάριθμα ονόματα τόπων, πόλεων, ποταμών, ποτών και εδεσμάτων από διάφορες γωνιές της γης και πέρα από την απόλαυση του ονειρικού και της παραμυθίας, είναι η εστίαση στην οικολογική καταστροφή που απειλεί τον πλανήτη, η εστίαση στην σημαντικότητα της ετερότητας και της πολυπολιτισμικότητας, η εστίαση στην ομορφιά της φύσης και της ζωής, η εστίαση στην ανθρώπινη αγωνία και την κοινή μοίρα μας. Τελειώνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης μένει με μια αίσθηση γλυκόπικρης επίγευσης και με μια διάθεση αναστοχασμού για την αναζήτηση ουσιαστικής και πραγματωμένης ζωής παρά τη δυστοπία, όπως συνοψίζεται στο επίγραμμα στον τάφο του Τζόις που αναφέρεται στο υπέροχο διήγημα «Τα τραπουλόχαρτα», σ. 34 : «έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε».
.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
www.staxtes.com 9/8/2021
Το μαγικό άγγιγμα του ρεαλισμού
Δεκαέξι μικρές ιστορίες, όπου η Λίλια Τσούβα χτίζει με μαεστρία τους μύθους της, καθώς η απαίτηση της μικρής φόρμας απαιτεί μια συμπύκνωση, η οποία ομολογουμένως επιτυγχάνεται από τη συγγραφέα. Δεκαέξι μικρές ιστορίες, οι οποίες φέρουν το χρώμα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, η παραμυθία είναι εμφανής, ενώ ο ρεαλιστική αφήγηση συναντά λίγο από τον μαγικό ρεαλισμό, χωρίς καμία διάθεση να τον ωραιοποιήσει με ρομαντικά στοιχεία. Ανθρώπινες ιστορίες που εγκιβωτίζουν τολμηρά, μα επιτυχημένα, χαρακτήρες, νοοτροπίες και τόπους μακριά από την ελληνική πραγματικότητα. Η συγγραφέας τολμά ένα ταξίδι στο διακείμενο εισάγοντας τον αναγνώστη σε ισάριθμες διαφορετικές κουλτούρες. Κεντρικό γνώρισμα των αφηγήσεων ο ανθρώπινος πόνος, καθώς το δίπολο ζωή– θάνατος φλερτάρει μεταξύ ονείρου και ρεαλιστικής αφήγησης. Στις σελίδες της συγγραφέως συναντά κανείς δυστοπικές ψηφίδες, μα και δείγματα ημερολογιακής γραφής, όπως στο κείμενο με τίτλο: («Καρτ Ποστάλ»), όπου τρία μικρά κείμενα διηγούνται μια ιστορία με δυστοπικό φινάλε, […] «Κάρτ ποστάλ του 1920/Σαν φύλλο στον άνεμο/Κάρτ ποστάλ του 2020/Σαν πυγολαμπίδες/ Κάρτ ποσταλ του 2050/Τα τσιπ.» Στις σελίδες της Λίλιας Τσούβα κατοικεί μια γνώστρια της αφηγηματολογικής τεχνικής, η οποία κεντά την παραμυθία της με και τόλμη και παρρησία.
Η Λίλια Τσούβα είναι μια ικανή story teller. Στις μικρές της ιστορίες εισβάλει το διακείμενο για να συνδεθεί με τον μύθο μαγικά, καθώς ο θάνατος είναι πάντα παρών και συνδιαλέγεται με το είναι, με την ίδια τη ζωή. Η συγγραφέας, σε κάθε μικρή ιστορία, επισκέπτεται έναν πολιτισμικό προορισμό παρασύροντας συχνά τον αναγνώστη σε ένα αλλόκοσμο τοπίο, προκαλώντας αναμφισβήτητα το ενδιαφέρον μα και την ευχαρίστηση που νιώθει κανείς διαβάζοντας ένα σύγχρονο παραμύθι. Έτσι, η άνεργη γκέισα Μάικο, «η γυναίκα που χόρευε», συναντά την απελπισία, καθώς ο αφανισμός, ο θάνατος, στο χρώμα της φωτιάς, έρχεται να τη λυτρώσει δανειζόμενος τη μορφή του κόκκινου ιαπωνικού δράκου. Βασικά στοιχεία του παραμυθιού, η ορφάνια, η φτώχεια, η παγωνιά, η αδικία, η ανθρώπινη αδυναμία, παραπέμπουν σε κλασσικές διηγήσεις, όπως το κοριτσάκι με τα σπίρτα, αποτελούν για την Τσούβα πολύτιμα υλικά για την οικοδόμηση των μικρών της ιστοριών.
Πρόκειται για μια μετα-νεοτερική παραμυθιακή αφήγηση, η οποία εμπλέκει έξυπνα και πολυπολιτισμικά τα στοιχεία της. Οι Ερινύες, ο Φράνσις Μπέικον, ο Τζέιμς Τζόις, κάποια Χριστούγεννα στο Δουβλίνο, ο Πάπας και ο «εθνικός θησαυρός της Ιρλανδίας», το «Μπούκ οφ Κέλλς», συμμετέχουν στην ονειρική – υπαρξιακή καταδίωξη του Δουβλινέζου ήρωά της, Κούλαν, την ώρα που περιφέρεται παραποτάμια του Λίφι, ποταμού του Δουβλίνου. Οι διακειμενικές αναφορές κατακλύζουν την αφήγηση της Τσούβα και αποτελούν το κύριο δομικό υλικό της πλοκής αρκετών από τις μικρές ιστορίες της.
Αυτό που απασχολεί τη συγγραφέα είναι η «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Χτίζει τους μύθους της επιχειρώντας ταυτόχρονα με την πολυπολιτισμική και μια υπαρξιακή περιπλάνηση. Οι χαρακτήρες της αναμετρώνται με το χτες, καθώς ζωντανεύουν, παραμυθιακά, θεϊκές φιγούρες με μια αληθοφάνεια που καθιστά την αφήγηση της Τσουβά ιδιαίτερη. Η γάτα/γυναίκα («Κράιμχιλντ»), η μητέρα μάγισσα της Κράιμχιλντ, την επισκέπτεται τα βράδια θέτοντας την αφήγηση σε μια ακόμα υπαρξιακή αναζήτηση, όπου η κόρη αναζητά τις ρίζες της, μα και την ανάγκη να νιώθει πως κάπου ακουμπά, πως δεν είναι μόνη. Ο πίνακας του Βερμέερ ζωντανεύει εμπρός στην Ματίλντα σε μια προσπάθεια να νικήσουν. εκείνη την απώλεια και ο θάνατος τη ζωή. Ο «Κήπος των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος, ζωντανεύει και το διακείμενο, το όνειρο και η πραγματικότητα, συγχέονται στο («Το κορίτσι με το μαύρο άλογο»), καθώς ο Αντόνιο Γιοχάνες Βάργκα αναζητά τη χαμένη του αγάπη.
Η άρνηση, η απώλεια, η ύπαρξη, η αποδοχή. Τα στάδια του πένθους, το διακείμενο και η μυθοπλασία. […] «Συνέβη κάτι εκείνο τον Φεβρουάριο του 2010 στη Βενετία που καταγράφηκε ως αδύνατο. Ορισμένοι το εξέλαβαν ως μυθοπλασία και ίσως με τον καιρό αποδειχθεί πως ήταν.» Αυτό συμβαίνει και στην αφήγηση της Λίλιας Τσούβα στο κείμενο με τίτλο («Ο Ζογκλέρ»), μα και σε κάθε κείμενο της. Ο Ρομανέλο, δεν θα κάνει ποτέ δικό του το αντικείμενο του πόθου του, αφού το μαγικό χέρι της ρεαλιστικής αφήγησης της συγγραφέως θα του καρφώσει στο στήθος ένα από τα φλεγόμενα μαχαίρια της επίδειξής του στο καφέ Φλοριάν της Βενετίας. […] «Η γυναίκα πέρασε αστραπιαία δίπλα του. Την ίδια στιγμή, ένα από τα πυρακτωμένα μαχαίρια καρφώθηκε στο στήθος του. Αφού υποκλίθηκε στους θεατές που είχαν σχηματίσει ένα καινούργιο κύκλο γύρω του, έπεσε μπροστά στα πόδια της γυναίκας με το κόκκινο σάλι.», Το Άλλο που στερεοτυπικά σπαταλιέται προκειμένου να εντυπωσιάσει σαν πολύχρωμο παγώνι το ταίρι του. Είναι η ανάγκη της ίδιας της ύπαρξης, του «είναι», να ξεχωρίσει έστω για μια στιγμή και ο Ουίτμαν δια στόματος Χόρχε Λουίς Μπόρχες το επιβεβαιώνει, […] «Αν ο Ουίτμαν τραγούδησε αυτή τη νύχτα είναι γιατί, αν και την ευχόταν, δεν ήρθε ποτέ…».
Η Τσούβα χειρίζεται δεξιοτεχνικά τα σύμβολά της. Η λευκή πολική αρκούδα ταυτίζεται με το κακό, με τον θάνατο, καθώς αντιστρόφως ανάλογα ο θεός του κακού ξορκίζει το κακό και είναι η επωδός του δέκατου έκτου διηγήματος που σημαίνει τη νικηφόρα επέλαση της ύπαρξης έναντι του επέκεινα. Οι σκιές υποχωρούν για να δώσουν προβάδισμα στο φως. Την πορεία προς την ωριμότητα σηματοδοτεί ο Αγκλουλίκ, «θεός του κακού που κατοικεί κάτω απ’ τον πάγο.»Αυτόν, η Ολίβια η ηρωίδα του ομώνυμου με τον τίτλου της συλλογής διηγήματος, «…τον είχε τοποθετήσει πάνω στο πιάνο. “Για να ξορκίζει το κακό.” έλεγε και γελούσε.» Το τραγούδι των Ινουίτ το κατάτζιακ, οι σαμάνοι και οι ψυχές των νεκρών ολοκληρώνουν την υπαρξιακή περιπλάνηση. Πολλά τα σύμβολα, πολλά και τα δίπολα: καλό – κακό, θερμότητα – κρύο, πάγος – φωτιά, κόκκινο – λευκό, ενώνονται σε ένα και μοναδικό: ζωή – θάνατος. Η ζωή βρίσκει δικαίωση στο τραγούδι των Ινουίτ. Δύο φωνές, ένα τραγούδι. Η ισχύς εν τη ενώσει._
.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
FREAR.GR 30/7/2021
Λογοτεχνική περιήγηση στις γειτονιές του κόσμου
Το πρόσφατο πεζογραφικό βιβλίο της Λίλιας Τσούβα είναι μία συλλογή δεκαέξι διηγημάτων μικρής, κατά κανόνα, ή μέσης έκτασης. Ήδη από τον τίτλο, Το τραγούδι των Ινουίτ, η συγγραφέας προϊδεάζει τον αναγνώστη της για το ιδιαίτερο στίγμα του έργου της, για το στοιχείο εκείνο που το διαφοροποιεί από άλλα σύγχρονα έργα της νέας ελληνικής πεζογραφικής παραγωγής τα οποία τοποθετούν τη δράση των ιστοριών τους, κατά κύριο λόγο, στο εδώ και το τώρα της νεοελληνικής πραγματικότητας και συνθήκης. Η Τσούβα, αντίθετα, απομακρύνεται από την τάση αυτή και πλάθει τα διηγήματά της με εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό, τα τοποθετεί σε έναν διαφοροποιημένο χωροχρόνο που σφραγίζεται από τον εξωτισμό, από το εξωτικό στοιχείο που προκύπτει και σχετίζεται κυρίως με τον τόπο μέσα στον οποίο εκτυλίσσονται οι ιστορίες της, αλλά και με τους ήρωές τους. Το στοιχείο αυτό είναι στενά συνυφασμένο ή, μάλλον, είναι εκείνο που προκρίνει και προκαλεί την κυριαρχία της περιγραφής μέσα στα διηγήματα, περιγραφή η οποία γίνεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μη μένει μόνο στο επίπεδο της αναπαράστασης, αλλά, στην κυριολεξία, να δημιουργεί την ιδιάζουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία κινούνται τα πρόσωπα και εξελίσσεται η δράση. Γιατί εκείνο που αμέσως γίνεται φανερό από την ανάγνωση των διηγημάτων είναι η κυριαρχία ενός κλίματος, μιας διάθεσης που σφραγίζεται έντονα από την περιπλάνηση σε τόπους ξένους, άγνωστους, ενδεχομένως ανοίκειους στον αναγνώστη, γι’ αυτό ακριβώς και τόσο γοητευτικούς.
Στην πραγματικότητα, εκείνο που τεχνουργείται στο βιβλίο αυτό είναι ένα είδος άλμπουμ, με τις επιμέρους ξενικές εικόνες να συνθέτουν μία συνέχεια και μία διαδοχή, ή καλύτερα, ένα είδος ντοκιμαντέρ που προσφέρεται στον αναγνώστη προκειμένου αυτός να ταξιδέψει σε άλλους τόπους, να γνωρίσει άλλους ανθρώπους και πολιτισμούς, άλλες κουλτούρες, να περιηγηθεί στις ομορφιές τους πλανήτη και να αντιληφθεί την ποικιλομορφία του κόσμου. Το ντοκιμαντέρ αυτό, μάλιστα, αποκτά μία έντονη χροιά δραματικότητας στο μέτρο και στο βαθμό που δεν λιμνάζει μόνο στην αναπαράσταση, στην αποτύπωση και την απόδοση του περιβάλλοντος χώρου, αλλά βάζει στο κέντρο του τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Αυτό ακριβώς είναι και το στοιχείο που προσδίδει στο βιβλίο ενδιαφέρον διαχρονικό και διατοπικό. Το γεγονός δηλαδή ότι πέρα και πίσω από το «ένδυμα», εν προκειμένω τον εξωτισμό, βρίσκεται ο άνθρωπος απογυμνωμένος από ό,τι τον προσδιορίζει μέσα στον κόσμο και του προσδίδει μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Οι άνθρωποι στα διηγήματα της Τσούβα, ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής, τις συνήθειες, τα ήθη και τους επιμέρους, διαφορετικούς τρόπους, βρίσκονται αντιμέτωποι ή συνοδευόμενοι από ό, τι συνιστά την εν γένει ανθρώπινη συνθήκη, δηλαδή τον χρόνο, την απώλεια, τον θάνατο, τη μοίρα, το αίσθημα, τις σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο αυτές μορφοποιούνται και μορφοποιούν με τη σειρά τους τον άνθρωπο.
Σε πολλά από τα διηγήματα αναφύεται και, σε κάποιο βαθμό, κυριαρχεί το υπερβατικό στοιχείο, γεγονός που επιτείνει την ιδιάζουσα ατμόσφαιρά τους και τους προσδίδει μία αύρα που τα κάνει να μετακυλήσουν και να προσεγγίσουν την ποίηση και τους τρόπους της. Αυτό βεβαίως δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η συγγραφέας ηθελημένα ή αθέλητα υπονομεύει τον ρεαλισμό και την αξία του. Ίσα ίσα που αυτή αναδεικνύεται ευκρινέστερα αν εστιάσει κανείς και αντιληφθεί ότι η βασική στόχευση της Τσούβα είναι ακριβώς η αλήθεια, η αλήθεια του ανθρώπου και του κόσμου όπως αυτή εκβάλλει και μετουσιώνεται σε τέχνη. Έτσι, με δεδομένο ότι καθένα από τα διηγήματα διερευνά και αποτυπώνει μία βασική πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης επιχειρώντας παράλληλα να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο αυτή ενσωματώνει και εμποτίζεται από το στοιχείο του παράδοξου, του ανεξήγητου, του ανοίκειου και, ενδεχομένως, του παράλογου, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι, τελικά, τα διηγήματα πλάθονται και τεχνουργούνται με πυρήνα τους την πραγματικότητα και περίβλημά τους τη «στρέβλωσή» της, νοούμενη ως υπέρβασή της και υιοθέτηση ενός τρόπου και μιας σειράς τεχνικών που τα φέρνουν κοντά στο παραμύθι και την εν γένει ποιητική – με την έννοια της πλασματικής – αφήγηση. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την εντύπωση που αποκομίζει o αναγνώστης από το βιβλίο και που συνίσταται στη συνύπαρξη, τη συμπλοκή και τη συνύφανση της πραγματικότητας με τη φαντασία, του γήινου με το υπέργειο, του αληθινού ή απτού με το υπερβατικό.
Τα διηγήματα της Τσούβα είναι ξεκάθαρα ανθρωποκεντρικά. Παρ’ όλο που μπορεί να δημιουργείται η αίσθηση ότι η συγγραφέας εστιάζει στο κοσμοπολίτικο στοιχείο, στην σύνθεση μιας ατμόσφαιρας εξωτικής, στον εντοπισμό και την ανάδειξη των στοιχείων εκείνων που ταξιδεύουν τον Έλληνα αναγνώστη σε τόπους και τρόπους πρωτόφαντους ή άγνωστους για αυτόν, στην πραγματικότητα ανοίγουν έναν δρόμο για μια ανθρωποκεντρική αντίληψη του κόσμου συνολικά. Γιατί το στοιχείο εκείνο που ενώνει και ενοποιεί τόσο τα διηγήματα, όσο και τις ποικίλες όψεις του κόσμου που καθένα από αυτά αποτυπώνει είναι ο άνθρωπος και η ουσία του. Από αυτή την άποψη το βιβλίο προσφέρεται, μεταξύ άλλων, ως ένα δίδαγμα για τον τρόπο που πρέπει να γίνεται αντιληπτή και να θεωρείται η ζωή και ο κόσμος, ως σύνθεση δηλαδή στοιχείων διαφορετικών, στοιχείων που διατηρούν την ταυτότητα, την αυθυπαρξία και την αυταξία τους, όπως είναι οι διάφοροι τόποι και τρόποι των ανθρώπων ανά την υφήλιο, αλλά και ως ενοποιητική διαδικασία και δράση μέσα από την ανάδειξη του ανθρώπου όχι μόνο στις αποχρώσεις, αλλά και στην κεντρική, πυρηνική του ουσία. Στο σημείο αυτό ο ρόλος και η θέση της λογοτεχνίας αναδεικνύεται καταλυτική καθώς μόνο μέσα από αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή η ανάγκη θεώρησης των διαφορών και των ομοιοτήτων ως στοιχείων εγγενών του ανθρώπινου βίου, της ανθρώπινης πορείας και ιστορίας, ταυτόχρονα όμως και η πραγμάτωση, η ικανοποίηση της ανάγκης αυτής μέσα από τον εναγκαλισμό του πλανήτη στο σύνολό του, του ανθρώπου στις εκδοχές του, της τέχνης στις εκφάνσεις της.
.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ
LITERATURE.GR 12/7/2021
Μεταφυσικοί καθρέφτες από άκρη σε άκρη της γης
Το τραγούδι των Ινουίτ είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Ασφαλώς, όπως όλοι πριν από εμένα επεσήμαναν και είναι αρκετοί εκείνοι που έχουν ήδη γράψει για το βιβλίο, η γεωγραφία είναι μια εντυπωσιακή συνιστώσα του. Ιαπωνία, Νότιος Αμερική, διάφορες χώρες της Ευρώπης, Καραϊβική, Χιλή, Βραζιλία, Νέα Υόρκη, Αρκτικός κύκλος είναι μερικές μόνο από τις τοποθεσίες που χρησιμοποιεί σαν φαντασμαγορικά σκηνικά για τις – ενίοτε πολύ σύντομες, σχεδόν μπονσάι – ιστορίες της που όμως κρύβουν ένα πολύ κοινό στοιχείο: τον ανθρώπινο παράγοντα. Ο άνθρωπος είναι αφενός πλήρης αδυναμιών και αφετέρου ικανός για οτιδήποτε, γεγονός το οποίο αναγνωρίζει πλήρως η Τσούβα στα διηγήματά της, πολλά από τα οποία αφιερώνει στην ιχνηλάτηση εκείνου του ορίου στο οποίο η αδυναμία μετατρέπεται σε παραφροσύνη που οπλίζει τα χέρια των αδικημένων.
Η ανθρώπινη αδυναμία είναι ο θεματικός άξονας που διαπερνά όλα τα διηγήματα, ανεξαρτήτως τόπου ή χρόνου. Άρα η ανθρώπινη αδυναμία είναι ο κοινός παρονομαστής τους, ένας παρονομαστής που μένει πάντα ανατριχιαστικά αμετάβλητος ο ίδιος. Στα διηγήματα της Τσούβα, κάποιες φορές η αδυναμία στρέφεται προς τα μέσα και εσωτερικεύεται, όπως για παράδειγμα στη «Μάικο», το εναρκτήριο διήγημα της συλλογής: η κακοκαιρία του χειμώνα έξω την τρομάζει, όμως είναι η έλλειψη εργασίας η οποία την άφησε χωρίς ξύλα για το τζάκι εκείνη που της φέρνει απελπισία – και εντέλει τον θάνατο.
Ο θάνατος είναι ένα θέμα που επανέρχεται στα διηγήματα. Σπανίως έρχεται μόνος όπως στη «Μάικο», συνήθως προκαλείται. Στη «Θερινή ομίχλη» η αδυναμία, που εδώ πηγάζει από την κοινωνική θέση, δεν στρέφεται προς τα μέσα. Αντίθετα, εξωτερικεύεται με ένταση και γίνεται δύναμη που οπλίζει με τσαγιέρες και κουζινομάχαιρα τα χέρια των υπηρετριών. Είναι η δύναμη που ευθύνεται για τον φόνο της υπερόπτριας και βασανιστικής κυρίας του σπιτιού και της κόρης της από τα χέρια των λακέδων τους. Στο «Κράιμχιλντ» αντίθετα, ο θάνατος δεν έρχεται, είναι ήδη εκεί: διαποτίζει την ύπαρξη της ομώνυμης με τον τίτλο πρωταγωνίστριας, αφού όλοι οι δικοί της πεθαίνουν – ακόμη και η γυναίκα που την υιοθετεί. Δεν προλαβαίνει όμως να μείνει μόνη γιατί, σε μια μεταφυσική στροφή, την επισκέπτεται ξαφνικά το φάντασμα της μητέρας της.
Ορισμένοι κριτικοί μίλησαν για τον μαγικό ρεαλισμό στη γραφή της Τσούβα. Πράγματι, υπάρχουν πολλά μεταφυσικά στοιχεία που διαπερνούν ανεξήγητα και μαγικά την κατά τα άλλα ρεαλιστική γραφή της. Και, μαζί με το μεταφυσικό στοιχείο, υπάρχουν αρκετά μυστηριακά τέτοια που μερικές φορές καθορίζουν την εξέλιξη των ιστοριών της, χαρίζοντάς τους σαγηνευτική ασάφεια. Οι ιστορίες αυτές είναι, κατά τη γνώμη μου, οι ωραιότερες του βιβλίου.
Μια τέτοια ιστορία είναι «Το κορίτσι με το μαύρο άλογο». Παρά τον τίτλο, σαν ήρωας του διηγήματος εμφανίζεται ένας 35άρης ακτιβιστής που συναντά σε ένα χωριό της Βραζιλίας το κορίτσι με το μαύρο άλογο του τίτλου, τη Χιμένα. Η Χιμένα είναι φυσικά κάτι το άπιαστο και η πρώτη φορά που τη βλέπει του χαρίζει βαριά όνειρα. Όταν επιτέλους την ξανασυναντά, τρέχει και της προσφέρει λουλούδια, ψελλίζοντάς της στίχους από το Άσμα Ασμάτων. Όταν εκείνη γυρίζει επιτέλους να τον κοιτάξει, «ένα νεφελώδες πλέγμα» τη χωρίζει από τα μάτια του: «μπορούσε να δει μόνον τον καθρέφτη με το είδωλό της», σαν η κοπέλα να μην ήταν αληθινή. Το διήγημα τελειώνει σε αυτό ακριβώς το σημείο. Η ασάφεια είναι τρομακτική. Τι έγινε μετά; Έμεινε εκείνος κοντά της ή έφυγε; Η κοπέλα ήταν τελικά αληθινή; Κι αν ήταν, συνέβη κάτι μεταξύ τους; Αν δεν ήταν, μήπως ήταν τελικά ένα σύμβολο της φύσης; Όταν τον αναγνώστη τον βασανίζουν επιτακτικά τέτοια ερωτήματα, έχει να κάνει με πραγματική λογοτεχνία.
«Τα τραπουλόχαρτα» είναι μια άλλη πολύ ωραία ιστορία. Ένας άντρας, ο Κούλαν, βλέπει ένα όνειρο και ταράζεται. Βγαίνει στους δρόμους του Δουβλίνου, είναι Χριστούγεννα, εκείνος όμως πηγαίνει στη βιβλοθήκη του Τρίνιτι Κόλλετζ, όπου στέκεται μπροστά από ένα εικονογραφημένο χειρόγραφο με τα τέσσερα ευαγγέλια, ζαλισμένος ακόμη, και εστιάζει στη λέξη «αγάπη» του εξωφύλλου. Λίγο αργότερα, στο καφέ όπου κάθεται, το βλέμμα του αγκαλιάζει τη Φάτνη και δίπλα της μια ανθισμένη μες στο καταχείμωνο τριανταφυλλιά. Το διήγημα δεν ακολουθεί κανένα από τα γνωστά κλισέ. Λείπουν παντελώς από αυτό οι γνώριμες αναφορές στα Χριστούγεννα, με εξαίρεση τη φάτνη, όμως καταφέρνει να συνδέσει στον νου του αναγνώστη τη λέξη «αγάπη» μαζί με μια ελάχιστη στιγμή ομορφιάς μες στην ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων. Με λιγοστές λέξεις, η Τσούβα καταφέρνει να ανασυστήσει τη θαλπωρή της συγκεκριμένης γιορτής, ακόμη κι αν χρησιμοποιεί σαν ήρωα έναν μοναχικό άνθρωπο έξω από οτιδήποτε χριστουγεννιάτικο.
Στο διήγημα αυτό γίνεται επίσης αναφορά στους εφιαλτικούς πίνακες του Φράνσις Μπέικον. Ένας έντονος θεματικός άξονας της Τσούβα, που φανερώνει προφανώς ένα από τα προσωπικά της ενδιαφέροντα, είναι η ζωγραφική. Σε πολλά διηγήματα γίνονται αναφορές σε γνωστούς ή λιγότερο γνωστούς πίνακες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το διήγημα «Ματίλντα». Σε αυτό, γίνεται ρητή αναφορά στη «Δαντελού» του Βερμέερ και κατόπιν περιγράφεται ένα κορίτσι ντυμένο στα λευκά, που ποζάρει για έναν ζωγράφο, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο τραπέζι και το άλλο να πέφτει στον γοφό του. Το κορίτσι πεθαίνει, όπως μαθαίνουμε στο τέλος του διηγήματος, και μένει ο πίνακας τον οποίο η μητέρα «αγκαλιάζει με το βλέμμα». Η καταληκτική αυτή φράση του διηγήματος ξεκινά μια τεράστια συζήτηση σχετικά με τον ρόλο της τέχνης και τη σχέση της με την πραγματική ζωή. Πώς γίνεται να είναι εντάξει που έμεινε ο πίνακας, ενώ το παιδί πέθανε, και να αρκεί αυτός στη μητέρα; Πώς γίνεται η ομορφιά και η τέχνη να αναπληρώσουν μια τόσο μεγάλη απώλεια;
Μια άλλη πανταχού παρούσα, ενδιαφέρουσα θεματική αφορά το υγρό στοιχείο. Στις πρώτες ιστορίες υπάρχει πάντα ένα ποτάμι, κατά μήκος του οποίου διαδραματίζονται οι εξελίξεις. Στα τελευταία διηγήματα, το υγρό στοιχείο παίρνει την πλατιά μορφή της θάλασσας, αλλά και την ορμητική φύση της, καθώς μετατρέπεται σε τσουνάμι. Αλλού, παίρνει τη μορφή ιδρώτα στον οποίο μουσκεύεται ο εκάστοτε πρωταγωνιστής επειδή ζει κάποιου είδους ένταση. Αλλού πάλι, τη μορφή του αλκοόλ το οποίο καταναλώνει. Σε όλες τις περιπτώσεις η παρουσία του είναι σημαντική.
Ποτάμι ρέει και σε ένα άλλο διήγημα στο οποίο αξίζει να σταθεί κάποιος, στον «Γητευτή». Στο διήγημα αυτό μπλέκουν αρμονικά το παραμύθι «Ο μαγεμένος αυλός» των αδερφών Γκριμ με την Ιλιάδα και μια πανάρχαια κεντρική ιδέα στην τελευταία: την μήνιν. Η μήνις, η οργή δηλαδή, ήταν υπεύθυνη που ο αδικημένος από τον δήμαρχο γητευτής πρώτα των ποντικιών και ύστερα των παιδιών άφησε μια ολόκληρη πόλη άκληρη. Η μήνις του Αχιλλέα ήταν ο λόγος του πολέμου με τους Τρώες και η αιτία πίσω από τα αιματοκυλίσματα των ηρώων στο έργο του Ομήρου. Στο διήγημα της Τσούβα, τα δύο κείμενα μπλέκονται, όπως συμβαίνει στον νου όλων μας με τα κείμενα που έχουμε διαβάσει.
Τελευταίο διήγημα του βιβλίου είναι το ομώνυμο του τίτλου του. Μια Εσκιμώα έρχεται αντιμέτωπη με μια πολική αρκούδα και τα δύο παιδιά της. Φοβάται για τους σκύλους της – πολύτιμους πόρους για την επιβίωση της ίδιας και της αδερφής της στο παγωμένο περιβάλλον. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στη «Μάικο», το διήγημα που ξεκινά το βιβλίο, η αδυναμία της απέναντι στην αρκούδα μαζί με την απελπισία για τα ζώα της, μετατρέπονται τελικά σε δύναμη. Αρχίζουν με την αδερφή της να τραγουδούν το κατάτζιακ, το παραδοσιακό τραγούδι της φυλής τους. Τραγουδούν με τέτοια ένταση και πίστη που η αδυναμία τους εξαφανίζεται – όπως και η αρκούδα και τα μικρά της. Ο ανθρώπινος παράγοντας, πέρα από τις αδυναμίες του, είναι πραγματικά ικανός για οτιδήποτε – και για θαυμαστά πράγματα ή κυρίως για αυτά. Με τούτη τη βαθιά συνειδητοποίηση κλείνει το εξαιρετικό νέο βιβλίο της Λίλιας Τσούβα.
.
ΕΛΕΝΗ ΛΟΠΠΑ
ΠΕΡΙ ΟΥ 10/7/2021
Με το πρώτο κιόλας βιβλίο διηγημάτων της η πολύ καλή φιλόλογος και έγκριτη κριτικογράφος, Λίλια Τσούβα, εντυπωσιάζει με την πρωτοτυπία των θεμάτων και την εξαιρετική της γραφή. Πρόκειται για δεκαέξι διηγήματα, με τρυφερή αφιέρωση στη μητέρα και τον γιο της, στην ιδιαίτερα καλαίσθητη έκδοση Βακχικόν, με τον θαυμάσιο πίνακα του Πωλ Γκωγκέν στο εξώφυλλο. Το καθένα από τα διηγήματα αναφέρεται σε διαφορετική χώρα του κόσμου, κάποτε μάλιστα και εντελώς εξωτική: Η Μάικο, στην Ιαπωνία, η Θερινή ομίχλη, στην περιοχή της Καλιφόρνιας, η Καρτ ποστάλ, στο Λονδίνο διαφορετικών εποχών/χρονολογιών, η Κράιμχιλντ στη Χαϊδελβέργη, η Ματίλντα, στη Ντελφτ, Ο γητευτής, στην πόλη Χάμελιν, Οι Σειρήνες, στη Γάνδη, Τα τραπουλόχαρτα, στο Δουβλίνο, Το όνειρο με τις τρεις πόρτες, στην πόλη Κοϊμπρα της Πορτογαλίας, Οι ανεμόμυλοι, στο Τολέδο, Το διάγγελμα, στο Κιριμπάτι ή Νήσο των Χριστουγέννων, το Τσιλοέ, το νησί των γλάρων, στη νότια Χιλή, Το κορίτσι με το μαύρο άλογο, στο χωριό Τζερικοακοάρα στον Αμαζόνιο, Ο ζογκλέρ, στη Βενετία, η Πρόσκαιρη βλάβη, στη Ν. Υόρκη, Το τραγούδι των Ινουίτ, στον Αρκτικό κύκλο.
Τα ονόματα των ηρώων/ηρωίδων, όπως και οι ασχολίες τους, που ποικίλουν από τόπο σε τόπο, είναι διαλεγμένες με προσοχή και γνώση, όπως και τα τοπωνύμια, οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα ποτάμια, οι πλατείες, τα καφέ, οι εκκλησίες, τα μοναστήρια, ο πολιτισμός, τα ήθη και τα έθιμα, οι παραδόσεις, οι γλώσσες των ιθαγενών, (η Λίλια Τσούβα χρησιμοποιεί συχνά λέξεις των γλωσσών αυτών, π.χ. των Χόνος, αυτόχθονων της νότιας Χιλής, τις λέξεις: εμπανάδος, ντάλκα, παλαφίτος, στο διήγημα Τσιλοέ, το νησί των γλάρων), οι διατροφικές συνήθειες, τα εξωτικά ποτά, οι χοροί, οι θρησκείες και οι θεότητες, οι μαγικές δοξασίες, οι μουσικές, αλλά και τα έργα τέχνης, ιδίως ζωγραφικής, π.χ. «Η ταφή του κόμη Οργκάθ», του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, «Η βία της πραγματικότητας», του Φράνσις Μπέικον, «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος, «η Δαντελού» του Βερμέερ, όλα περιγράφονται τόσο παραστατικά, ώστε ο αναγνώστης αποκτά τη βεβαιότητα πως η συγγραφέας επισκέφτηκε όλους αυτούς τους τόπους, ακόμα και τους πιο απομακρυσμένους, και μελέτησε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την κουλτούρα τους.
Οι περιγραφές αυτών των περιπλανήσεων σε πόλεις και χώρες, από την Ιαπωνία μέχρι τους Ινδιάνους της Χιλής και τους Εσκιμώους στον Αρκτικό κύκλο, σε εξωτικές ατόλες και ωκεανούς, αλλά και σε εκκλησίες, μοναστήρια, βιβλιοθήκες, καφέ, είναι πραγματικά συναρπαστικές, μερικές φορές εξπρεσσιονιστικές. Η Λ. Τ. μάς μεταφέρει με έναν μαγικό τρόπο στα μέρη αυτά και συμμετέχουμε κι εμείς οι αναγνώστες στις φανταστικές ιστορίες που μας αφηγείται, κάποιες φορές σε πρώτο πρόσωπο (Κράιμχιλντ, Ο γητευτής, Το όνειρο με τις τρεις πόρτες), με τον μοναδικό, σαγηνευτικό της τρόπο: Για παράδειγμα, στο διήγημά της Τα τραπουλόχαρτα, όπου συνδυάζει και αντιπαραθέτει στο σκοτεινό και βίαιο της εποχής (πίνακας του Φράνσις Μπέικον), με το φωτεινό του Κούλαν/Άγγελου και το εύρημά του στη βιβλιοθήκη με τη λέξη ΑΓΑΠΗ. Και συγχρόνως τη σημαδιακή φράση του Τζέιμς Τζόις και τη γιορτή των Χριστουγέννων με τη Φάτνη και την τριανταφυλλιά: «Ο Κούλαν στον ύπνο του έβλεπε μαγικά πουλιά. Είχε χρυσά νήματα για μαλλιά. Ήταν κύκνος ή χέλι. Είδε εκείνον τον άνδρα με το καπέλο σ’ ένα ξέφωτο στο δάσος. Του φάνηκε πως χόρευε. Αλλά ο χώρος ήταν γεμάτος τραπουλόχαρτα, βαλέδες, ντάμες, σπαθιά, κούπες κι εκείνος αιωρούνταν στην προσπάθεια να τα πιάσει. Ύστερα ο Πάπας του έγνεφε, Ερινύες ούρλιαζαν, σαν ταινία οι εφιαλτικοί πίνακες του Φράνσις Μπέικον. Η βία της πραγματικότητας, διάβασε σε μια φωτεινή οθόνη. Αναστέναξε. Τίποτε στον κόσμο δεν έβγαζε νόημα πια. Ψηλός και αδύνατος ο Κούλαν, με βαθύχρυσα μαλλιά και λακκάκια στα μάγουλα. Πολύτιμοι λίθοι τα σμαραγδένια μάτια του. Άγγελο τον φώναζαν. {…}έφτασε στο Τρίνιτι Κόλλετζ. Όρμησε στον πάνω όροφο. Τα βήματά του τον οδήγησαν σε μια προθήκη. Μπουκ οφ Κελλς, αριστούργημα της καλλιγραφίας του ένατου αιώνα, ο εθνικός θησαυρός της Ιρλανδίας. Εικονογραφημένο χειρόγραφο με τα τέσσερα Ευαγγέλια, κελτικούς κόμπους, φιγούρες ανθρώπων και ζώων, μυθικών θηρίων. {…}Το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει στο εξώφυλλο ήταν η λέξη ΑΓΑΠΗ. {…}Στον διάδρομο κοίταξε την αφίσα του Τζέιμς Τζόις: έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε. Από το παράθυρο του καφέ αν Σεν όπου κάθισε {…}είδε τη Φάτνη και δίπλα της μια ανθισμένη τριανταφυλλιά» (Τα τραπουλόχαρτα, σελ. 34,35).
Στα περισσότερα από τα διηγήματα υπάρχει ένα έντονο παραμυθιακό, αλλά και μεταφυσικό στοιχείο, π.χ. Ο γητευτής, Οι Σειρήνες, Τα τραπουλόχαρτα, Το όνειρο με τις τρεις πόρτες, κάποια άλλα τα διατρέχει ένας μαγικός ρεαλισμός, π.χ. Οι ανεμόμυλοι, Το κορίτσι με το μαύρο άλογο, Ο ζογκλέρ, Το τραγούδι των Ινουίτ, ενώ δύο διηγήματα, τα πιο εκτεταμένα, Θερινή ομίχλη, ( σελ.13-18) και Πρόσκαιρη βλάβη, (σελ.55-61), έχουν, θα έλεγα, έναν χαρακτήρα αστυνομικό, αφού οι δύο ηρωίδες αδελφές, οικιακές βοηθοί, στο πρώτο, που βασίζεται και σε πραγματικό γεγονός του 1933, και ο ζωγράφος ήρωας στο δεύτερο, φτάνουν στο έγκλημα, κινούμενοι κατεξοχήν από αισθήματα εκδίκησης και μειονεξίας. Στο διήγημα, Καρτ ποστάλ, τρία μικρά κείμενα συνοψίζουν με ιδιαίτερη μαστοριά και ευαισθησία τρεις διαφορετικές εποχές, που σημαδεύτηκαν από σημαντικά γεγονότα. Ο ίδιος αποστολέας, ο Πωλ, στέλνει τις καρτ ποστάλ από το Λονδίνο στα ξαδέλφια του, σε τρεις διαφορετικές χρονολογίες. Η πρώτη με χρονολογία 1920 και με υπότιτλο: Σαν φύλλο στον άνεμο αναφέρεται στον θάνατο από ισπανική γρίπη της θείας Έβελιν, η δεύτερη με χρονολογία 2020 και με υπότιτλο: Σαν πυγολαμπίδες αναφέρεται στην πανδημία που χτύπησε την εποχή μας με τους θανάτους και τον εγκλεισμό και η τρίτη με χρονολογία 2050 και με υπότιτλο: Τα τσιπ αναφέρεται στο μέλλον, στη βιονική εποχή, στα τσιπ, στα ρομπότ και στις τεχνητές βιόσφαιρες, που φιλοξενούν φυτά από όλο τον πλανήτη. Μια εφιαλτική εποχή για κάποιον που έζησε σε άλλες πιο ανθρώπινες εποχές, γι’ αυτό και στην τελευταία του καρτ ποστάλ γράφει: «μου λείπει η φυσική επαφή και η αγάπη σας στις δαντελένιες ακτογραμμές του νότου» (σελ. 21).
Ένα ιδιαίτερο, ίσως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο στα διηγήματα της Λ. Τ. είναι η έντονη οικολογική συνείδηση που τα διαπερνά, η έγνοια για τον άνθρωπο, τη φύση, τη διαφορετικότητα των πολιτισμών, «σε μια εποχή που ο κόσμος μας τείνει να ομογενοποιηθεί», όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Θα αναφέρω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα που αναδεικνύουν το ενδιαφέρον και το δέσιμο των ιθαγενών με τη φύση και τον τόπο τους, όπως τα παρουσιάζει η συγγραφέας: Στο διήγημα Το διάγγελμα, (σελ. 42-45) καταγγέλλονται οι πυρηνικές δοκιμές από το 1946-1958 στην ατόλη Μπικίνι των νησιών Μάρσαλ που, λόγω της ραδιενέργειας, έγιναν αιτία τερατογενέσεων. Ο ήρωας μάλιστα του διηγήματος, ο Κάι, «είχε δημιουργήσει και ο ίδιος μια ομάδα που πάλευε για την αποπυρηνικοποίηση. Συμμετείχαν και πολλοί κάτοικοι από τις γύρω ατόλες» (σελ.44). Στο ίδιο διήγημα καταγγέλλεται επίσης και το φαινόμενο του θερμοκηπίου που βύθισε νησιά στο νερό και ανάγκασε και αναγκάζει τους κατοίκους τους, όπως τον Κάι, να εγκαταλείψουν τους αγαπημένους τόπους τους και να μεταναστεύσουν, ενώ στο Τσιλοέ, το νησί των γλάρων, ο Ινδιάνος ήρωας, Εουχένιο, με αναπτυγμένη οικολογική συνείδηση «ήταν από τους πρώτους που αντέδρασε για τα εργοστάσια εκτροφής και επεξεργασίας σολομού στην περιοχή γιατί κατέστρεφαν τα μαγευτικά τοπία και τη θαλάσσια πανίδα» (σελ. 47). Τέλος, στο Τραγούδι των Ινουίτ οι αδελφές Έμμα και Ολίβια είχαν μάθει από τη μητέρα τους πως «στη φύση όλα έχουν ψυχή. Ο άνεμος, η θάλασσα, τα ζώα, τα φυτά. Μιλούσαν με τις πέρδικες, τα βρύα, τις φώκιες, τις αλεπούδες, τις φάλαινες, τα βιζόν» (σελ. 63). Με το παραδοσιακό τραγούδι των γυναικών της φυλής τους, το κατάτζιακ, «Απαντούσε η μια στην άλλη με φωνές και ανάσες που κυμάτιζαν, αναπαράγοντας τους φυσικούς ήχους που αντηχούν στις παγωμένες εκτάσεις» (σελ. 64), κατόρθωσαν να διώξουν μακριά από το σπίτι τους την τεράστια απειλητική λευκή αρκούδα και τα μικρά της.
Η Λ.Τ. κατασκευάζει γοητευτικές ιστορίες, με συναρπαστικούς ήρωες/ηρωίδες και τόπους, με πλήθος αναφορών σε έργα τέχνης (Θεοτοκόπουλος, Ιερώνυμος Μπος, Πικάσο, Γκωγκέν, Φράνσις Μπέικον, Ρόθκο, Κούνιγκ, Καντίνσκι), αλλά και σε ανθρώπους του πνεύματος (Όμηρος, Θερβάντες, Τζέιμς Τζόις, Μπόρχες). Έχω την αίσθηση πως μέσα από τα διηγήματά της θέλει να μας μεταφέρει ένα αισιόδοξο μήνυμα για τον κόσμο. Κυρίως με τη φράση του Δον Κιχώτη της Μάντσας, που είναι μάλλον και το ιδεολογικό της στίγμα: «Έρχομαι να διορθώσω τον κόσμο. Αφήνω πίσω μου ό,τι είναι βολικό, και πάω να ζήσω την περιπέτεια, το όνειρο» και στον αντίλογο: «Λείπει το όνειρο στις μέρες μας. Λείπουν οι αγώνες για κάτι ανώτερο. Πρέπει να πολεμήσεις και πάλι», εκείνος απτόητος απαντά: «Η τύχη οδηγεί τα βήματά μας» (Οι ανεμόμυλοι, σελ.41). Πράγματι. Άλλωστε, κάτι αντίστοιχο περίπου εκφράζει και ο Αντόνιο Ματσάδο στην πρώτη αράδα του τετράστιχου, που η συγγραφέας επιλέγει ως μότο στην αρχή των διηγημάτων της: «Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος, ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας».
.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
FRACTAL 7/7/2021
Ο πάγος που σπάει
Ινουίτ ονομάζεται η φυλή των Εσκιμώων της Αλάσκας που κατοικούν εδώ και αιώνες τα αφιλόξενα εδάφη του αρκτικού κύκλου. Αναγνωρίζουν σε κάθε τι την ύπαρξη της ψυχής. Δυνάμεις της φύσης, πλάσματα του κόσμου τους και άλλα για τα οποία τίποτε δεν γνωρίζουμε διαθέτουν την δική τους φωνή, την θέση τους μες στον κόσμο. Οι Ινουίτ κυνηγούν φάλαινες, θαλάσσιους ίππους, μεγάλα ψάρια κάτω από τους πάγους. Και όταν χρειαστεί τραγουδούν μια προσευχή για να προστατέψουν τις λιγοστές τους δυνάμεις μες στο σκοτάδι του κύκλου.
Ένα τραγούδι σαν αυτό που ψιθυρίζουν σε ένα μοναδικό ντουέτο τα κορίτσια του ομώνυμου διηγήματος. Ένα τραγούδι σαν αυτό που διαβαίνει τον χάρτη της Λίλια Τσούβα, καθώς κάθε της διήγημα μνημονεύει κάποιο από τα θαύματα του κόσμου. Πολίχνες με άσβηστες ιστορίες, μεγάλες πολιτείες που κρύβουν καλά την βοή του μεγάλου και αδόκιμου πλήθους, γέφυρες, λιμάνια, η Γάνδη και η έρημος Μοχάβε, τον αρκτικό κύκλο, την Χαϊδελβέργη και την οδό των Φιλοσόφων. Τα παραμύθια της συνιστούν έναν νοσταλγικό αποχαιρετισμό, μια ωδή επάνω στις ζωγραφιές και τις ατμόσφαιρες αυτού του κόσμου που σημαδεύουν τόπους και μνήμες. Δημοσιεύματα και αναφορές ανατρέφουν σαν καλές και βέβαιες αφορμές τα ποιητικά της αφηγήματα και είναι όλες στο τέλος του βιβλίου των εκδόσεων Βακχικόν, δίνοντας στοιχεία και λεπτομέρειες της σκληρής κυριολεξίας που εδώ παραχωρεί το προσωπείο της στην επιδέξια και ονειρική γραφή της Λ. Τσούβα. Η Διέππη του Gaugin που κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης με τα πράσινα νερά και με το χαλκευμένο της χρώμα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να φανταστεί κανείς όλες εκείνες τις πόλεις που περιδιαβαίνει η γραφίδα της δημιουργού, σαν να αποτίνει έναν φόρο τιμής στα μέρη που γέννησαν μερικές από τις σημαντικότερες μορφές της τέχνης. Δουβλίνο, Τολέδο, Βενετία μετατρέπονται σε θέατρα πράξεων μικρών που φωτίζονται λοξά, γεμάτα από τους υπαινιγμούς της ποίησης που ξεχειλίζει από κάθε πρόζα της έκδοσης του Βακχικόν. Την ώρα που η μελέτη της ιστορίας γυρεύει ιστορικούς και οικονομολόγους και λαογράφους με δεινή επιστημονική κατάρτιση, η μαγική γραφή της Λίλια Τσούβα δεν γυρεύει τίποτε άλλο πέρα από εκείνη την τραγωδία που προσμένει πίσω από κάθε λέξη. Ψυχές φλογισμένες, χείλη που κάποτε δροσίστηκαν, φόβοι και δισταγμοί, εκπλήξεις που περιμένουν σε κάποιο φινάλε, δίνουν την νίκη στην μεταφυσική. Και είναι με το ελαφρύ τους βάδισμα που οι ιστορίες του Τραγουδιού των Ινουίτ ανοίγουν την δειλή ρωγμή στο παραπέτασμα της πραγματικότητας, χαρίζοντας την καθολικότητα του μύθου στα μικρά της μυθιστορήματα.
Το ανθρώπινο όστρακο κρύβει ένα σωρό μυστικά. Φορά του σκοτεινού Μινώταυρου την κεφαλή, άλλοτε διακονεύει το χειροπιαστό και άλλοτε πάλι, όπως στην περίπτωση της κυρίας Τσούβα κοιτάζει με ευθύτητα την ποίηση. Η φύση και η μνήμη που αγαπούν να κρύβονται -ο θείος Ηράκλειτος ποτέ δεν κάνει λάθος- κατέχουν έναν δικό τους ρυθμό και η σχέση τους με τον κόσμο μονάχα στατική δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Η συγγραφέας του Τραγουδιού των Ινουίτ γράφει για την υπέρτατη τέχνη της ζωής. Στέλνει καρτ ποστάλ από πόλεις κουλουριασμένες μες στην ιστορία τους, αρπάζει το σχετικό από το απόλυτο του καιρού, το άφθαρτο που κρύβεται πάντα μες στο περιορισμένο, το αιώνιο που κάνει τον χρόνο μια γελοία υπόθεση. Οι χαρακτήρες της είναι όμορφοι δίχως να το γνωρίζουν, αβάσταχτα ποιητικοί αντέχουν το κοίταγμα μέσα από το παραμορφωτικό καθρέφτη της Λ. Τσούβα. Κατοικούν την ελεύθερη, αφηγηματική φόρμα της συγγραφέως, περιφρονούν την μορφή, τους σημαδεύει τιμιότητα και ευθύτητα. Μες στις σελίδες των αυτοτελών ιστοριών που συστήνουν μια εξαιρετική έκδοση από το δραστήριο Βακχικόν η έννοια της εμπειρίας αφήνει την κυρίαρχη απόχρωσή της και εξευμενίζει τους τόνους. Μια υπερύψωση της ανθρώπινης ύπαρξης απέναντι στο τοπίο, γιαπωνέζικες νεράιδες και μορφές που τις αναγγέλλει το προαίσθημα παρελαύνουν, όλο διακριτικότητα και στάση ποιητική από τις σελίδες του Τραγουδιού. Αφήνουν κάτι μεταξένιες λεπτομέρειες, κλειδιά που θα ανοίξουν διάπλατα τα παράθυρα της φαντασίας μας, εκείνα που σαπίζουν μες στις σκιές. Η ιδιοφυία της ανθρώπινης ύπαρξης, η αρχιτεκτονική των πόλεων, μια ζωγραφιά που παραχωρεί στην ιστορία μια θέση μες στην αιωνιότητα, οι ήχοι και τα χρονικά και οι γέφυρες που κρατούν σταθερή την απόσταση ανάμεσα στους ήρωες και την ζωή αφήνουν τα χνάρια τους στις σελίδες του Τραγουδιού των Ινουίτ.
Οι σειρές των διηγημάτων συνιστούν ένα λογοτεχνικό είδος σε άνθηση. Κάθε μήνα, εξαιρετικές συλλογές και πεζογραφήματα αθροίζονται στο μικρό, εκδοτικό θαύμα. Εκδόσεις από μικρούς και μεγαλύτερους οίκους που φέρνουν στο προσκήνιο καινούριες φωνές. Αυτές οι τελευταίες πρόκειται στο μέλλον να διαμορφώσουν το αυριανό πρόσωπο της λογοτεχνίας μας που παραμένει πιο δεκτική από ποτέ σε νέες φόρμες, επαληθεύοντας την ίδια στιγμή τα μεγάλα μεγέθη του παρελθόντος.
Κάθε προσπάθεια για να κατατάξει κανείς την συλλογή της Λίλια Τσούβα σε αυτήν την καινούρια, εκδοτική τάξη κρίνεται αδόκιμη. Κυρίως γιατί υπάρχουν εκδόσεις και συγγραφείς που αφήνουν μια αίσθηση αποκάλυψης στον αναγνώστη. Εκδόσεις που περιφρονούν τον χρόνο και αν μιλούν για τους τόπους, είναι για να ανακτήσουν το βλέμμα τους και να γευτούν την ατμόσφαιρα. Η γεωγραφία της δημιουργού του Τραγουδιού των Ινουίτ αφορά μια επιστήμη των προσώπων που σε κάθε γωνιά του κόσμου παραμερίζουν με τις τροχιές τους για το όνειρο. Η Λίλια Τσούβα ντύνει τις ιστορίες της με το υλικό της ζωής. Στήνει με την γλώσσα σκηνογραφίες μες σε καιρό σκληρής νηστείας. Δεν καταστρέφει την εικόνα όταν μιλά για αυτήν. Αντίθετα, διαβάζει τον κόσμο και δείχνει το προορισμένο που στάθηκε η αναζήτησή μας η πιο σφοδρή.
Οι ιστορίες της ανήκουν στην τάξη ενός ονειρικού υλικού. Ολόκληρο το Τραγούδι των Ινουίτ από τις εκδόσεις Βακχικόν, μοιάζει να σχηματίζει μία και μόνο λέξη για το σύμπαν. Το μικρό ρίγος που αφήνουν οι ιστορίες της Λίλια Τσούβα είναι το πνεύμα της ζωής, ζωγραφισμένο από το ταλέντο της και προικισμένο με ζωντάνια και καθαρή σταθερότητα.
.
ΧΑΡΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
FRACTAL 30/6/2021
Το μαγεμένο τραγούδι του νερού και των λέξεων
Ένα ποτάμι διασχίζει τις περισσότερες ιστορίες της Λίλιας Τσούβα. Ένα ποτάμι που μπορεί να λέγεται Νέκαρ, Σχίι, Βέζερ, Λίφι, Μοντέγκο, Τάγος, Τάμεσης. Κι όταν δεν είναι ποτάμι, είναι ο Ωκεανός –καμιά φορά ο Ειρηνικός- που στέλνει ένα απαλό ρεύμα να τυλίξει σαν σεντόνι την περιοχή. Σε κάποια γωνιά της ιστορίας στέκεται σιωπηλό– αγγελιαφόρος παράξενων μηνυμάτων- ένα μνημειώδες έργο τέχνης. Μπορεί να είναι Η Δαντελού του Βερμέερ, η Ιλιάδα, ο Μαγικός Αυλός, οι εφιαλτικοί πίνακες του Φράνσις Μπέικον, η Ταφή του κόμητος Οργκάθ του Θεοτοκόπουλου, το Μπουκ οφ Κελλς στο Δουβλίνο, ο Κήπος των επίγειων απολαύσεων του Ιερώνυμου Μπος.
Κι έπειτα έρχεται η μαγεία των τοπωνυμίων και των ονομάτων, τα εξωτικά ονόματα που ηχούν με μια εξαίσια μουσική στ’ αυτιά του αναγνώστη. Σαν να πρόκειται για ένα βιβλίο όπου μια υπόκωφη μουσική παρτιτούρα διακρίνεται αχνά στο φόντο. Μάικο, Ενσινίτας, Κράιμχιλντ, Ματίλντα, Γάνδη, Κοϊμπρα, Τολέδο, Τσιλόε, Κιριμπάτι, Ινουίτ. Και βέβαια πώς θα μπορούσε να λείπει η Βενετία;
Οι περιγραφές περιεκτικές, ολοζώντανες, γεμάτες χρώματα, ζωγραφίζουν κάδρα.
«Ο δίσκος του φεγγαριού είχε πια χαθεί. Το πρόσωπο του Εουχένιο στο φως της μέρας πήρε την απόχρωση της στάχτης. Ήταν η τέταρτη μέρα που ξυπνούσε με τη βαθιά αίσθηση πως πνιγόταν μέσα σε μια παχύρρευστη λάσπη.
Θολή ομίχλη και ο αέρας μύρισε αμμωνία. Πήρε μαζί του δυο τρία από τα εμπανάδος που είχε μαγειρέψει και κατέβηκε. Τα νερά είχαν ανέβει, και το σπίτι στερεωμένο στους ψηλούς πασσάλους καθρεφτιζόταν σαν γίγαντας πολύχρωμος με στραβά ξύλινα πόδια.
Γλίστρησε στο κανό. Ντάλκα το έλεγαν στη γλώσσα των Χόνος, αυτόχθονων κατοίκων της νότιας Χιλής. Σκάφος ελαφρύ, κατάλληλο για πλοήγηση στα νησιά του αρχιπελάγους.
Το νησί Τσιλόε, ένα μεγάλο νησί στον Ειρηνικό Ωκεανό με σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, το έλεγαν και ‘τόπο των γλάρων’».
(Τσιλόε, το νησί των γλάρων)
Τα 16 διηγήματα της συλλογής μας προσφέρουν γενναιόδωρα ό,τι πολυτιμότερο μέσα στις λιγοστές σελίδες τους: το ταξίδι. Στον μύθο, στην ιστορία, στον χώρο, στον χρόνο. Στα θαύματα, κυρίως σε αυτά. Πρόκειται για εκείνα τα θαύματα που ‘συμβαίνουν’ καθημερινά στην ζωή των απλών ανθρώπων αφού πολλές ιστορίες συμπλέκονται με τον μαγικό ρεαλισμό.
Με τη γέννηση του υπερρεαλισμού στο Παρίσι, στις αρχές του 20ου αιώνα, επιτεύχθηκε μια αξιοσημείωτη διεύρυνση στα σύνορα των εγκεφαλικών λειτουργιών. Οι σκέψεις και οι λέξεις έπαψαν να λειτουργούν στερεοτυπικά. Ακολούθησε μια τολμηρή αναζήτηση πέρα από το ορθό και λογικό που επηρέασε βαθιά την πορεία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μία νέα, ανατρεπτική ένωση λέξεων μετάλλαξαν την γραπτή έκφραση, την παγκόσμια σκέψη και το πρωτοποριακό Παρίσι έδωσε τη σκυτάλη στη Λατινική Αμερική που γέννησε, στη δεκαετία του ’40, τον μαγικό ρεαλισμό. Η λατινοαμερικανική κουλτούρα, εξωτικό μείγμα λαών και πολιτισμών, έδωσε το κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει το παράδοξο, το φανταστικό, το εξωπραγματικό, που γίνεται οικείο.
Ο μαγικός ρεαλισμός ως λογοτεχνικό κίνημα συνταιριάζει αρμονικά το υπερφυσικό και το ανεξήγητο ως μέρος της πραγματικότητας. Με κυριότερους εκπρόσωπους του τον Αργεντινό Ερνέστο Σάμπατο, τον Μεξικανό Κάρλος Φουέντες, τον Περουβιανό Μάριο Βάργκας Λιόσα τον Γαλλο-Αργεντινό Αδόλφο Μπιόι Κασάρες τη Χιλιανή Μαρία Λουίζα Μπομπάλ , τον Αργεντινό Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Περουβιανή Ιζαμπέλ Αλιέντε και βέβαια τον «πατριάρχη» του κινήματος, τον κολομβιανό Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο μαγικός ρεαλισμός απογειώνεται και περνά αργότερα σε όλες τις ηπείρους με εξίσου εμβληματικούς αντιπροσώπους.
Σε άλλα διηγήματα ,όπως στο ‘Η Μάικο’ και ‘Το τραγούδι των Ινουίτ’ επιστρατεύεται μια άλλη μορφή μαγικού ρεαλισμού που ονομάζεται animist realism (ανιμισμός, με ρίζα τη λατινική λέξη anima που σημαίνει, ανάσα – πνεύμα – ζωή). Εδώ, μη ανθρώπινες οντότητες και στοιχεία της φύσης έχουν πνευματική ουσία, υπάρχει ισχυρή η παρουσία των πεθαμένων προγόνων και της παραδοσιακής θρησκείας.
Φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα στην καλή λογοτεχνία, την ουσιαστική μαγεία την πραγματώνουν και την υλοποιούν οι λέξεις. Απαλές σαν αέρινη αύρα, σαν κυματάκι, αστραφτερές σαν τα ξανθά σιταροχώραφα, ροδαλές σαν δέρμα μωρού, στιλπνές σαν ύφασμα μεταξωτό. Τις λέξεις χειρίζεται άψογα η συγγραφέας και με αυτές υφαίνει έξοχα τα μαγικά χαλιά των ιστοριών της.
Το βιβλίο είναι ένας ύμνος στην εξωτική ομορφιά, στην πολυπολιτισμικότητα, στις διαφορετικές κουλτούρες , τα ήθη και τα έθιμα των λαών, κυρίως είναι ένα κάλεσμα στην παιδικότητα, στην αθωότητα, στην μακρινή εκείνη εποχή που η αφήγηση ιστοριών ήταν το κύριο μέσο επικοινωνίας και συνεύρεσης και συνοχής της κοινότητας, και αυτό πηγαίνει πολύ πίσω, στις απαρχές του χρόνου, στο λυκαυγές της ιστορίας.
Τελειώνοντας Το τραγούδι των Ινουίτ– και τι κρίμα που τελειώνει τόσο γρήγορα- μην παραξενευτείτε αν αντηχήσει στ’ αυτιά σας από κάπου μακριά, από μια παγωμένη ερημιά, το κατάτζιακ, το παράξενο τραγούδι των Εσκιμώων.
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΡΑΧΑΝΑΣ
FRACTAL 30/6/2021
VAKXIKON.GR Ιούνιος 2021
Ένας ελεγειακός ύμνος στην ομορφιά της γης
Το βιβλίο αυτό περιέχει δεκαέξι διηγήματα που θα σας απορροφήσουν από τις πρώτες σελίδες του. Όλα έχουν καταιγιστικό ρυθμό, εξωτική ομορφιά και ονειρικές-παραμυθένιες ιστορίες που δημιουργούν στον αναγνώστη την ακόρεστη επιθυμία να διαβάσει κι άλλο κι άλλο…
Μικρές ιστορίες-ταξίδια στους πολιτισμούς των λαών.
Ιστορίες με λόγο ακαριαίο, η Λίλια Τσούβα κινείται άνετα ανάμεσα στο ρεαλιστικό διήγημα και την ηθογραφία και αρκετές δόσεις μαγικού ρεαλισμού και παραμυθικής μαγείας.
Μικρές ψηφίδες, με πρόσωπα που διαπηδούν από την μία ιστορία στην άλλη και σχηματίζουν ένα ψηφιδωτό διϋποκειμενικό στην κοινωνική πανοραμικότητά του.
Η Λίλια Τσούβα, στην πλούσια, ουσιαστική και εμβριθή συλλογή διηγημάτων της μας μιλά και μας απευθύνει τον λόγο και την βιωμένη αλήθειά της, που αποκτά συλλογικές διαστάσεις, καθώς αγγίζει το κοινό αίσθημα με ουμανιστική ευαισθησία και οικουμενικό πνεύμα.
Ρίχνει το βλέμμα της στο παρελθόν, σκιαγραφεί το μουντό του παρόντος και την ανησυχία της για τα μελλούμενα, αγωνιά για τον άνθρωπο, τον Άλλο, τη φύση και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ενδιαφέρεται για τη διάσωση του Αμαζονίου, τη θαλάσσια πανίδα, την πανέμορφη χλωρίδα, τη γαλαζοπράσινη θάλασσα, της σπάνιας ομορφιάς υδροβιότοπους, τους παραδοσιακούς οικισμούς, μας υποδεικνύει ότι όλα έχουν ψυχή στη φύση: ο άνεμος, η θάλασσα, τα ποτάμια, τα ζώα, τα φυτά, επισκέπτεται ατόλες, περιπλανά τον αναγνώστη σε πόλεις και χώρες του κόσμου: στον Αρκτικό κύκλο, την Βενετία, το Τολέδο της Ισπανίας, το Δουβλίνο, την Χιλή, την Βραζιλία, την Κοΐμπρα της Πορτογαλίας, την Χαϊδελβέργη την πόλη όπου δικάζονταν και καίγονταν οι μάγισσες, το Ενσινίτας που το σκέπαζε ένα πέπλο θερινής ομίχλης, αναφέρει διάφορους θεούς διαφορετικών πολιτισμών: Φούζιν-ο θεός του ανέμου, Γιουκίνο-Κόρη του χιονιού, ο ιαπωνικός δράκος-η θεότητα του πάγου, περιγράφει ξόρκια, βουντού, Κάμι -πνεύματα της φύσης, Μάικο που γνώριζε από ποίηση, λογοτεχνία και χόρευε μαγικά, μύθους, παραμύθια, νεράιδες, σειρήνες, ήθη και έθιμα, μωβ ίριδες που οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως μεταφέρουν τις γυναικείες ψυχές στα Ηλύσια Πεδία, ψάχνει οδούς διαφυγής στη μνήμη, στοχεύει στη διατήρηση της μνήμης και αντιστέκεται στη λήθη, μιλάει με τους νεκρούς, και περιγράφει ότι σαν πυγολαμπίδες τριγυρνάνε τις νύχτες οι ψυχές των νεκρών στον ουρανό, απαριθμεί λουλούδια μαγικά, άνθη λωτού, δέντρα εξωτικά, τροπικά πουλιά, υπεραιωνόβια δέντρα σεκόγια, ντρόουνς, τεχνητές βιόσφαιρες, ρομπότ, τσιπς, μας σερβίρει ταπιόκα, τηγανίτες από άνθη μανιόκας, Κράιμχιλντ- κρέμα γάλακτος, καβούρια, φύκια, ινδική καρύδα, καρύδα από κοκοφοίνικες, καϊπιτίνια, σάκε, κινέζικο τσάι, ακούμε το παραμύθι του Μαγεμένου Αυλού των αδελφών Γκριμ, μας περιπλανά σε αγαπημένους της ζωγράφους και πίνακές τους : Ιερώνυμος Μπος, Γκωγκέν, Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, Φράνσις Μπέικον, τους αδελφούς Χούμπερτ και Γιαν βαν Άικ, στη γοτθική αρχιτεκτονική της Γάνδης, σε συγγραφείς (Τζέιμς Τζόις, Μιγκελ ντε Θερβάντες), στο αριστούργημα της Ιρλανδικής καλλιγραφίας του ένατου αιώνα το Μπουκ οφ Κελλς, την νωπογραφία του Βερμέερ , θαυμάζουμε το άγαλμα του Όσκαρ Ουάιλντ και το γλυπτό του Αντρε Αλβ, στη φαντασία της συγγραφέως τα τεράστια δέντρα μπάνιαν… περπατάνε, χιλιάδες πιστοί βαδίζουν στο γόνατα προσμένοντας το θαύμα από την Παναγία της Φάτιμα, μας δείχνει την ποιητική «Μούσα που παίζει τη λύρα της με χορδές τ΄ αντερά μας» (Μήνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδεω Αχιλήος ουλομένην…), την έμπνευση, τη συγγραφική πένα, τις γλωσσοπλασίες , τη Σιότρι την ποίηση, που τραγουδούσε μελωδικά, τη μουσική που καλλιεργεί το εσωτερικό κάλλος του ανθρώπου, διαβάζουμε τα διηγήματα και ηχούν παραδοσιακά τραγούδια των γυναικών των Ινουίτ, παθιασμένα φλαμέγκο, παραπονιάρικα φάντο, άριες από όπερες, μας τονίζει η συγγραφέας ότι λείπει το όνειρο στις μέρες μας, λείπουν οι αγώνες για κάτι ανώτερο, κ.α.
Πρόκειται για ένα βαθιά στοχαστικό, ποιητικό κείμενο, αλληγορικό με συμβολισμούς και πολλές παράλληλες αναγνώσεις. Ο αναγνώστης πρέπει να σκεφτεί πέρα από τις λέξεις.
Ένας ελεγειακός ύμνος στην ομορφιά της γης και ένας πολυπλόκαμος στοχασμός για την διαφορετικότητα των πολιτισμών και των ανθρώπων.
Γλώσσα πεποικιλμένη, στο όριο μεταξύ καθομιλουμένης και λογίας.
Η αυξημένη ενσυναίσθηση της αφηγηματικής λειτουργεί σαν παράδειγμα προτρέποντάς μας να εξασκήσουμε κι εμείς την δική μας ενσυναίσθηση.
Έμμεσος διδακτισμός, μυθοπλαστικά αιτιολογημένος, άψογος καθ’ όλα.
«Το τραγούδι των Ινουίτ» θέλει να μας κάνει να ξαναγίνουμε άνθρωποι, να αγαπήσουμε τα σημαντικά, να προσπαθήσουμε από κοινού.
Πρόκειται για Αριστούργημα.
.
ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ
CULTURENOW.GR 16/6/2021
Ένα ταξίδι στον παγκόσμιο πολιτισμό
Δεκαέξι προορισμοί σε ένα αφηγηματικό ταξίδι σε μέρη της γης όπου ο πολιτισμός διαφοροποιείται σημαντικά, αλλά ο άνθρωπος, η μοναχικότητα του, η λαχτάρα του για τη φυγή, η περιπλάνηση στο όνειρο παραμένουν ίδια και καθορίζουν τη μοίρα του, στο βιβλίο «Το τραγούδι των Ινουίτ» της Λίλιας Τσούβα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Η συγγραφέας υπογράφει μια συλλογή διηγημάτων στα οποία ο κεντρικός αφηγηματικός άξονας είναι η γοητεία της φυγής και η δύναμη της αγάπης. Μικρές ιστορίες που συλλειτουργούν σε μια αρμονική ελεγεία για την περιπλάνηση με αφετηρία και τελικό προορισμό τον ίδιο τον άνθρωπο και την ανθρωπιά, μια ιδιότητα που μεγεθύνεται όταν έρθει σε επαφή με άλλους πολιτισμούς και γνωρίσει τον τόπο και την ανθρωπογεωγραφία που τους δημιούργησαν, όταν αφεθεί να διακρίνει το μέγεθος της αξίας τους στην πολιτισμική γεωγραφία του κόσμου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα πραγματολογικά στοιχεία που δίνονται στα διηγήματα αυτά. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια ενδελεχή έρευνα από την πλευρά της συγγραφέα, διακριτή όσο και διακριτική στα κείμενά της. Από την μακρινή Ιαπωνία ως τους Ινουίτ η συγγραφέας περιγράφει σημαντικά πολιτισμικά στοιχεία και δημιουργεί με δεξιοτεχνία έναν πολυπολιτισμικό καμβά πάνω στον οποίο φιλοτεχνεί το πορτρέτο ενός κόσμου. Ενός κόσμου που κρύβει μέσα του πολλή ομορφιά και γι’ αυτό είναι απαράμιλλα σαγηνευτικός και σημαντικός, αρκεί να μπορέσει κανείς να τη δει, να την προσλάβει με όλες του τις αισθήσεις.
Οι ήρωες της Τσούβα είναι άνθρωποι αντιπροσωπευτικοί της διαφορετικής κουλτούρας που φέρουν, άνθρωποι η ύπαρξη των οποίων προστατεύει την ομορφιά της συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών. Με περιγραφές που καταγράφουν αδρά τη φύση, τον τόπο, τον πολιτισμό και τα συναισθήματα των ηρώων και παράλληλα συνομιλούν με το όνειρο, συχνά στο πλαίσιο του μαγικού ρεαλισμού, η συγγραφέας δημιουργεί ένα παιχνίδι με τη διαφορετικότητα και την ανάγκη να την αναγνωρίσει κανείς μέσα στον χρόνο.
Παράλληλα, η συγγραφέας εκφράζει τη βαθιά της ανησυχία για το μέλλον αυτού του κόσμου. Η αφήγησή της γίνεται μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στους λαούς και ταυτόχρονα παρουσιάζει την αγωνία της συγγραφέα για τις επιπτώσεις που θα έχει σε όλους μας και στο μέλλον της ανθρωπότητας η αποξένωση των ανθρώπων, η απομάκρυνση από τη φύση και τον φυσικό τρόπο ζωής, από την απλότητα της καθημερινής συναναστροφής. Η θηριώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας, οι ωμότητες που υπαγορεύονται από τις διαφορές κάθε είδους σε θρησκευτικό, κοινωνικό, προσωπικό, εθνικό και φυλετικό επίπεδο, η δαιμονοποίηση της ετερότητας οδηγούν στην προσωπική και κοινωνική μοναξιά του ανθρώπου και στην απανθρωποίηση του ατόμου. Από τη Μάικο στη Ματίλντα και από το Ο γητευτής ως Το κορίτσι με το μαύρο άλογο, ή το νησί των γλάρων και Το τραγούδι των Ινουίτ ένας κόσμος εξελίσσεται με βάση τις αρχές του αξιακού κώδικα που κυριαρχεί στη συνείδηση της Τσούβα και επικεντρώνεται στη λέξη άνθρωπος και κοινωνικότητα και στους Ανεμόμυλους που διέπουν την προσπάθειά του να διατηρήσει την ανθρωπιά του. Και το στοιχείο αυτό είναι κοινό σε όλους τους λαούς, σε κάθε εποχή, σε κάθε τόπο, είτε τα μαλλιά τους έχουν «τις αποχρώσεις της γαλάζιας φάλαινας» του αρχιπελάγους Τσιλοέ είτε αν έχουν «χάσει τη φρεσκάδα τους από το άγγιγμα» κάπου στην Ιαπωνία
Μια συλλογή διηγημάτων που γράφτηκε για να ευαισθητοποιήσει τον αναγνώστη στην ανάγκη επιστροφής του ανθρώπου σε μια πιο απλή μορφή ζωής που θα εξασφαλίζει το μέλλον της κοινωνικότητάς του αλλά και της αξιοπρέπειάς του. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην απλότητα της αγάπης για κάθε πλάσμα πάνω σε τούτον τον πλανήτη και στη σημαντικότητα μιας τέτοιας συνείδησης για την υπαρκτική επιβίωση του ανθρώπου σε έναν κόσμο όπου θα βασιλεύει η ομορφιά, η αγάπη, ο αλληλοσεβασμός και κυρίως η κατανόηση της μαγείας που εξαπολύεται σε ένα ταξίδι γνωριμίας με τον παγκόσμιο πολιτισμό.
.
ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ
LITERATURE.GR 11/6/2021
Ο πολύχρωμος, ελκυστικός κόσμος της Λίλιας Τσούβα
«Σουρούπωνε στο Ενσινίτας. Η Χρυσή Πολιτεία βυθιζόταν αργά στο σκοτάδι. Η θερμοκρασία είχε πέσει κι ο ήλιος κατακόκκινος έτρεχε να χαθεί πίσω από την οροσειρά του Σέντραλ Βάλεϊ. Τα ξανθά σιταροχώραφα έλαμπαν με το σβήσιμο του ήλιου.
Μια έντονη μυρωδιά κωνοφόρων απλωνόταν στην πόλη. Στην παραλιακή οδό Κάρντιφ Μπάι δε Σίι κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικούς Ωκεανού τα υπεραιωνόβια δέντρα σεκόγια έγερναν το κεφάλι σαν άνθρωποι πανύψηλοι, ολομόναχοι. Η λιακάδα της μέρας έδινε τη θέση της στο υγρό δειλινό. Ένα απαλό ρεύμα από τον Ωκεανό τύλιξε σαν σεντόνι την περιοχή της Καλιφόρνια. Ήταν 2 Αυγούστου του 1930.»
Σίγουρα δεν είναι πρωτότυπο για μία φιλόλογο να γράφει πανέμορφα διηγήματα, ωστόσο είναι αρκετά πρωτότυπο το γεγονός να γράφει κάποιος- φιλόλογος ή μη- μία σειρά τόσο ευκολοδιάβαστων, καλογραμμένων και σύντομων ταξιδιωτικών διηγημάτων, στα οποία η υπόθεση να διαδραματίζεται σε πολλά διαφορετικά μέρη.
Πρωταγωνιστές είναι οι άνθρωποι και τα τοπία στα διηγήματα αυτά που μας ταξιδεύουν όχι μόνο με τις λέξεις, όπως συνήθως συμβαίνει, αλλά και μέσω της υπόθεσής τους, η οποία εκτυλίσσεται στις τέσσερις γωνιές του πανέμορφου πλανήτη μας. Η γρήγορη αυτή εναλλαγή τόσο πολλών και διαφορετικών τόπων και προσώπων κάνει τον αναγνώστη σχεδόν να ανυπομονεί να δει που διαδραματίζεται η υπόθεση του επόμενου διηγήματος.
Οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων είναι μόνοι τους, μόνοι μαζί με τα οράματα, τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τις ψευδαισθήσεις τους. Η συγγραφέας επικεντρώνεται κυρίως στην απεικόνιση των τοπίων, αλλά και του ψυχισμού των ανθρώπων και όχι τόσο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, γι’ αυτό και οι διάλογοι στα διηγήματά της είναι ελάχιστοι. Αποζημιώνει, όμως, τον αναγνώστη η όμορφη ροή της γλώσσας που τον κερδίζει ήδη από το πρώτο διήγημα.
Το φαντασιακό και το μυθολογικό στοιχείο είναι έντονα παρόν σε ορισμένα από τα διηγήματα, όπως και οι οικολογικές ανησυχίες της συγγραφέως και η αγάπη της για τη φύση. Η πανδημία και η αναφορά στα “τσιπάκια” δεν θα μπορούσε, φυσικά, να λείπει. Έτσι τα διηγήματα συνδέονται και με την πρωτόγνωρη κατάσταση την οποία ζούμε. Ο χρόνος παρουσιάζεται σε όλες τις διαστάσεις του, συχνά είναι παρελθοντικός, συνήθως παροντικός και καμιά φορά μελλοντικός, αλλά και απροσδιόριστος.
«Την έλεγαν Μάικο, “η γυναίκα που χόρευε”. Τα βράδια έμεινε ξάγρυπνη. Κρεμούσε στην εξώπορτα ένα αχυρένιο σκοινί και περίμενε τα “Κάμι”, τα πνεύματα της φύσης. Για να τα κατευνάσει, έστρωνε καλάμια από μπαμπού στο μπαλκόνι. Άπλωνε κλαδιά πεύκου και φοινικόφυλλα, και γέμιζε με σάκε τα ποτήρια στο τραπέζι.»
Μαγευτικές περιγραφές, τέλος που συχνά ξαφνιάζει και ο θάνατος αποτελούν ένα συχνά επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα διηγήματα. Η υιοθεσία και οι προεκτάσεις της επίσης δεν λείπουν. Η οργή που καταπίνεται και καταπιέζεται, ξεσπά ενίοτε ασυγκράτητη. Η επιθυμία μας να ανταμώσουμε όσους είναι μακριά μας είναι διαχρονική και κοινή ανά τον κόσμο και τα έθνη. Τα όνειρα και οι ψευδαισθήσεις αποτελούν αυτό που μας σημαδεύει και μας κυνηγά ανελέητα μέχρι το τέλος της ζωής μας. Καμιά φορά μένουμε με μία μετέωρη, όσο και απολαυστική, όμως, αίσθηση στο τέλος κάθε διηγήματος. Πόσα, επομένως, μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος; Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα ανθρώπινα συναισθήματα και οι σκέψεις παραμένουν ίδια σε όλους τους λαούς όπου κι αν αυτοί βρίσκονται.
Η Μάικο η γυναίκα που χόρευε στην Ιαπωνία. Μία θερινή ομίχλη στην Καλοφόρνια εν έτει 1930 που κρύβει πολλά περισσότερα απ’ όσα φαίνονται αρχικά. Καρτ ποστάλ για την προσδοκία μιας συνάντησης από το Λονδίνο στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Η ιστορία της Κράιμχιλντ στη Χαϊδελβέργη. Η Ματίλντα στην Ολλανδία θρηνεί για μία απώλεια. Γητευτής στο Χάμελιν δεν είναι αυτή τη φορά ο μυστηριώδης αυλητής, αλλά ο ίδιος ο Όμηρος. Οι περίφημες Σειρήνες καλούν έναν φωτογράφο στη Γάνδη. Στο χριστουγεννιάτικο Δουβλίνο του συγγραφέα Τζέιμς Τζόυς ο Κούλαν ονειρεύεται. Μια φανταστική συνάντηση στο Τολέδο με τον Δον Κιχώτη. Η οικολογική καταστροφή επηρεάζει τη ζωή ενός άντρα στο μακρινό Κιριμπάτι της Πολυνησίας. Το Τσιλοέ, το νησί των γλάρων στη Χιλή, τόσο μακριά από τον πολιτισμένο κόσμο όπως τον ξέρουμε. Το κορίτσι με το μαύρο άλογο, ένα όνειρο στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Ένας ζογκλέρ στην πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία εκτελεί το νούμερό του. Οι σκέψεις ενός ζωγράφου στην Τσάιναταουν του Σαν Φρανσίσκο. Και, τέλος, η δύναμη που έχει το τραγούδι των Ινουίτ στον αρκτικό κύκλο. Όλα αυτά αποτελούν τον πολύχρωμο και ελκυστικό κόσμο της Λίλια Τσούβα.
«Η νύχτα είχε πια σκεπάσει τη χρυσή ακτογραμμή του Ειρηνικού με τις κόκκινες παπαρούνες και τις τεράστιες εκτάσεις χρυσανθέμων. τα βικτωριανά σπίτια με τα αγριοκυπάρισσα που έχουν θέα τον ωκεανό τυλίχτηκαν στο λευκό πέπλο της θερινής ομίχλης.΄Από μακριά έφτανε ο απόηχος του ωκεανού με τις απέραντες παραλίες και την ψιλή άμμο. Από τον παράκτιο αυτοκινητόδρομο το βουητό των μηχανών Φορντ.»
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
CULTUREBOOK 8/6/2021
Ο παραμυθιακός τρόπος της αφήγησης
Είναι απίστευτο πώς οι μικρές ιστορίες, πολύ καλύτερα και από μακροσκελείς αφηγήσεις, έχουν τη δύναμη να αποτυπώνουν χαρακτήρες, να εγκιβωτίζουν μέσα στις λέξεις τους σκέψεις, νοοτροπίες, απηχώντας ταυτόχρονα και έναν τρόπο ζωής. Ωστόσο, δεν συναντάμε συχνά μέσα σ’ αυτές τη διάθεση να ανοίξουν το τοπίο τους για να συμπεριλάβουν τόσο διαφορετικές μεταξύ τους πολιτισμικές πραγματικότητες. Αυτό συμβαίνει με τη γραφή της Λίλιας Τσούβα, που επιλέγει στις δεκαέξι ιστορίες της να περιπλανηθεί στον κόσμο μιας διαφορετικής κουλτούρας κάθε φορά. Τολμηρό το εγχείρημα. Δεν απαιτείται μόνον η σοφή γνώση των ορίων, ώστε να χρησιμοποιηθούν οι ελάχιστες των λέξεων, χωρίς κάτι να λείψει από την ουσία της αρχικής ιδέας. Η επιπρόσθετη γνώση των ιδιαίτερων γνωρισμάτων λαών και πολιτισμών αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη της γραφής, προκειμένου να μην πελαγοδρομήσει σε ανούσιες λεπτομέρειες ή να μην καταγραφούν ανακρίβειες. Και όλο αυτό να κατορθώσει να κερδίσει τον αποδέκτη μέσα στον σύντομο χρόνο της ανάγνωσης/πρόσληψης.
Είναι ξεκάθαρο ότι η Τσούβα ανταποκρίνεται άριστα στις παραπάνω προϋποθέσεις. Το ενδιαφέρον εδώ, κατά την προσωπική μου θεώρηση, έγκειται στον τρόπο που το επιτυγχάνει – παράλληλα φυσικά με τις γνώσεις που φαίνεται να έχει. Η διήγησή της προσιδιάζει με τον τρόπο που το παραμύθι προκαλεί ταυτόχρονα την τέρψη αλλά και την παραμυθία, δηλαδή την παρηγοριά – με όποια ετυμολογία και αν επιλέξουμε, είτε ως απευθείας σύνδεση με το αρχαίο παραμυθούμαι, δηλαδή παρηγορώ, είτε ως μεταγενέστερο σύνθετο: παρά τον μύθο, η ουσία παραμένει η ίδια· το παραμύθι εισβάλλει στα διηγήματα με τη δική του μαγεία, τη δική του δύναμη έκφρασης του εξωλογικού. Έτσι, θα δούμε, για παράδειγμα, να ζωντανεύουν οι θεϊκές απεικονίσεις και τα πνεύματα της φύσης μπροστά στη γκέισα Μάικο, και καθώς θα την επισκεφθεί τελευταίος στη σειρά ο ιαπωνικός δράκος, η θεότητα του πάγου, όλα θα λειτουργήσουν με την αληθοφάνεια ενός παραμυθιού («Μάικο»). Όπως αλλού θα πιστέψουμε ότι η Κράιμχιλντ είναι πράγματι κόρη μάγισσας, που η μητέρα της την επισκέπτεται τα βράδια με τη μορφή γυναίκας/γάτας («Κράιμχιλντ»). Μα και όταν ζωντανεύει μπροστά στη Ματίλντα η δημιουργία του πίνακα του Βερμέερ, πάλι θα πούμε ότι είμαστε μάρτυρες αληθινών πραγμάτων («Ματίλντα»). Και ο Κάρλ που συνομιλεί με τις γυναικείες φιγούρες, κι ας είναι οκτώ αγάλματα, ζει ο ίδιος μέσα σ’ ένα παραμύθι ή η συγγραφική τέχνη του δίνει αυτή τη υπόσταση; («Οι σειρήνες»). Πόσο δύσκολο, αλήθεια, είναι να βρεθείς μέσα στον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος, καθώς (όνειρο, μέθη ή πραγματικότητα;) όλα τα πλάσματά του ζωντανεύουν; («Το κορίτσι με το μαύρο άλογο»).
Ακόμα κι όταν οι ιστορίες είναι πιο κοντά σε ρεαλιστικό επίπεδο παρά σε εξωλογικό, υπάρχει η αύρα του παραμυθιού, ίσως για να υπενθυμίζει πως ό,τι ζούμε έχει δύο όψεις, αρκεί να είμαστε σε θέση να το αποδεχθούμε· υπάρχει αυτό που βλέπουμε, αυτό που προσεγγίζουν οι αισθήσεις μας (απατηλές ενδείξεις συχνά), ωστόσο κάπου εκεί δίπλα υπάρχει αυτό που θα θέλαμε, αυτό που μοιάζει με όνειρο αλλά ίσως να μην είναι, αυτό που έχει τη δύναμη να μας εξυψώσει, έστω και λίγο πιο πάνω, από όσα η θνητότητα υπαγορεύει. Στην τελευταία ιστορία, που δίνει τον τίτλο σε όλη τη συλλογή, «Το τραγούδι των Ινουίτ», μέσα στον πάγο και την απόλυτη σιωπή του Αρκτικού κύκλου, θα ηχήσει το κατάτζιακ, το παραδοσιακό τραγούδι των γυναικών της φυλής των Ινουίτ, από μόνο του ικανό να κατευνάσει όλη την αγριότητα, να διώξει τον κίνδυνο, να σώσει εν τέλει όποια απροστάτευτη ύπαρξη. Αυτός ο ήχος αγκαλιάζει με τη δική του μαγεία όλα τα διηγήματα της συλλογής προσφέροντας τον ιαματικό τρόπο του παραμυθιού – κάτι ανάμεσα σε ό,τι κατανοούμε και σε ό,τι ανερμήνευτο επιμένει να μας προσκαλεί σεμια άλλη θέα του κόσμου. Αυτό είναι που επιτυγχάνει η Λίλια Τσούβα με τις δεκαέξι ιστορίες της. Και αν στις περισσότερες υφέρπει η αίσθηση του θανάτου, ας μη μας διαφεύγει ότι και το παραμύθι, νοούμενο ως μια πρόωρη καθοδήγηση προς τη σταδιακή ενηλικίωση, αναπόφευκτα επιλέγει συχνά το δίπολο ζωή-θάνατος, σε μαγικό αντικαθρέφτισμα.
Αποσπάσματα
[…]
Μέσα στην απόλυτη ησυχία άκουσε κάτι σαν σύρσιμο. Γύρισε και είδε το μεγάλο ερπετό που μπήκε στο δωμάτιο. Κατάλαβε. Χτένισε τα μαλλιά της που είχαν χάσει τη φρεσκάδα τους από το άγγιγμα των χεριών. Φόρεσε το πιο εντυπωσιακό της κιμονό και έμεινε εκεί ως το πρωί που τη βρήκαν παγωμένη, με πρόσωπο κέρινο. Ο ιαπωνικός δράκος, η θεότητα του πάγου που την είχε αγκαλιάσει σφιχτά, έφυγε από το δωμάτιο αργά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει δειλά να αναδύεται στο φως. («Η Μάικο», σελ.12)
[…]
Ήταν καλοκαίρι. 25 Δεκεμβρίου του 2016. Ώρα 11.22, πρωινή. Ο «σιωπηλός άνθρωπος» Εουχένιο θα περάσει τη νύχτα του στο Εθνικό Πάρκο. Αργά το μεσημέρι της επόμενης μέρας θα κατευθυνθεί προς το παλαφίτος του. Τα νερά θα καθρεφτίσουν τη μορφή ενός νέου και στιβαρού άνδρα με ανοιχτές πλάτες και μέτωπο στενό. Τα μαλλιά του θα πάρουν τις αποχρώσεις τη γαλάζιας φάλαινας που συναντά συχνά στο αρχιπέλαγος Τσιλοέ. «Τσιλοέ, το νησί των γλάρων», σελ. 47-48)
.
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ
LITERATURE.GR 6/11/20
Ταξίδι ευαισθησίας και ενσυναίσθησης
Το τραγούδι των Ινουίτ της Λίλιας Τσούβα (εκδ. Βακχικόν, 2021), είναι ένας ύμνος για τη φύση και τη ζωή, μέσα από 16 διηγήματα που μας κάνουν να αφουγκραστούμε τις δονήσεις του υπέροχου και τόσο πληγωμένου κόσμου μας.
Οι χαρακτήρες απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, με τη σκιά του ονείρου στα μάτια, ξετυλίγουν μέσα από την αφήγηση τη γοητευτική τους πραγματικότητα, κάνοντάς μας κοινωνούς της μοναδικής ατμόσφαιρας του τόπου και του πολιτισμού τους.
Η συγγραφέας, δεξιοτέχνης των αφηγηματικών τεχνικών, με το μοναδικό της ύφος μας ταξιδεύει σε χωροχρόνους μαγικούς όπου μέσα από περιγραφές αντικειμένων και στοιχείων της φύσης, τα γεγονότα χορεύουν σε ρυθμό τοπικών παραδοσιακών ήχων, προβάλλοντας θησαυρούς της γης.
Τα πνεύματα της φύσης είναι αυτά που δημιουργούν τις ανθρώπινες ιστορίες και η έμπνευση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις εποχές, το φύσημα του ανέμου, τον ζωογόνο ήλιο καθώς και τη θερινή ομίχλη μέσα στην οποία θα συντελεστεί ένα έγκλημα, κατά τον Λακάν «ένα δυαδικό παραλήρημα σιαμαίων ψυχών». Στο βιβλίο οι δυαδικές αντιθέσεις και τα δίπολα έχουν κυρίαρχο ρόλο. Ζωή-θάνατος, καλό-κακό, φως-σκιά, σε ένα γαϊτανάκι που πλέκεται μέσα από πολύχρωμες λεπτομέρειες.
Η ανθρώπινη ιστορία επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες σε διάφορες εκδοχές. Και η Λίλια Τσούβα επικοινωνεί αυτήν την ιδέα με πολύ εύστοχο τρόπο και με εξαιρετική λιτότητα. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, οι τρεις καρτ ποστάλ που είναι τοποθετημένες σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους και τις στέλνει ο ίδιος άνθρωπος, ο Πωλ από την Αγγλία. Η πρώτη από το 1920 με την Ισπανική γρίπη να θερίζει, η δεύτερη εκατό χρόνια μετά, το 2020 με τον Covid-19 και η τελευταία το 2050 με την τεχνητή νοημοσύνη να κυριαρχεί και με την ομολογία του Πωλ ότι του λείπει η φυσική επαφή και η αγάπη στις δαντελένιες ακτογραμμές του νότου.
Οι ανθρώπινες σχέσεις, η οικογένεια, η απώλεια, ο έρωτας, περνούν μέσα από τα αφηγήματα με τη δημιουργία δυνατών εικόνων μαγικού ρεαλισμού που χαράσσονται στη μνήμη. Εικόνες που ξεπηδούν από το παρελθόν και το παρόν, μέσα από μύθους, λογοτεχνικά έργα, μουσικά κομμάτια, πίνακες ζωγραφικής και μεταφέρουν μηνύματα ανθρωπισμού και οικολογίας. Το βιβλίο από την πρώτη σελίδα μας τραβάει από το μανίκι και ενώ αφηνόμαστε στην απόλαυση της ανάγνωσης, σταματάμε σε σημεία για να θαυμάσουμε διακειμενικές αναφορές και ευρηματικές συνομιλίες όπως της Ιλιάδας με τον Μαγεμένο Αυλό.
Ο κυρίαρχος άνθρωπος στη φύση παρουσιάζεται τραγικός και όλα τα δεινά που έχει προκαλέσει αυτή η κυριαρχία ξεδιπλώνονται μέσα από γεγονότα που προκαλούν ρίγος και προβληματισμό.
Η κριτική ματιά στην αιματοβαμμένη ιστορία, όπου ο άνθρωπος στο όνομα της θρησκείας έκανε εγκλήματα, η αναφορά στους ιεροεξεταστές, τα βασανιστήρια, τις καύσεις των μαγισσών, θα συνδυαστεί με τη μορφή του Δον Κιχώτη που συμβολίζει την αγωνιστικότητα των ανθρώπων για έναν καλύτερο κόσμο και την τάση τους να ζήσουν την περιπέτεια και το όνειρο.
Και ενώ σκηνές καταστροφής του κόσμου μας κάνουν να ασφυκτιούμε, σε αντίθεση, στο Κολλέγιο Τρίνιτι του Δουβλίνου, στο Μπουκ οφ Κελλς το φως της αγάπης μας ζαλίζει με τη λάμψη του. Και αυτή η λάμψη ενισχύεται και από το επίγραμμα στον τάφο του Τζέιμς Τζόις «έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε», υπογραμμίζοντας όλο το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Με το τελευταίο διήγημα, το τραγούδι των Ινουίτ, «αναπαράγοντας τους φυσικούς ήχους που αντηχούν στις παγωμένες εκτάσεις», θα μείνει στα αυτιά μας συντονίζοντάς μας με τις δονήσεις της φύσης. Και θα εστιάσουμε σε σκέψεις και πράξεις για έναν καλύτερο κόσμο, έχοντας βιώσει ένα υπέροχο ταξίδι ευαισθησίας και ενσυναίσθησης.
.
ΝΙΚΟΣ ΤΑΚΟΛΑΣ
στίγμαΛόγου 28/1/2022
Με τη δωροθήκη της Μεταφυσικής, της Διακειμενικότητας και της Τέχνης
Το νέο βιβλίο της Λίλιας Τσούβα, “Το Τραγούδι των Ινουίτ”, είναι ένα σύντομο, περιεκτικό και έντεχνο έργο, που συμπηγνύει 16 διηγήματα σε μια ενιαία θεώρηση. Και στο βιβλίο αυτό φαίνονται τα ακριβά εφόδια της πνευματικής σκευής της συγγραφέως, η καλλιτεχνική φύση και η εντυπωσιακή ευρυμάθειά της.
Εννοιολογικά, από το πρώτο ήδη διήγημα τη γκέισα Μάικο, η Λίλια Τσούβα (Λ.Τ.) δηλώνει τις προτιμήσεις της στο συμβολικό και την αγάπη της στους χαμένους χρόνους, τις παραδόσεις, το μυστικό και το υπέρλογο. Υλικό της οι μύθοι, οι πολιτισμοί, οι δημιουργοί και οι ιδιομορφίες των ξένων και μακρινών χωρών.
Οι πόλεις, τόποι-σκηνικά των αφηγήσεων, ατέλειωτες και ενδιαφέρουσες. Μια έντονη ταξιδιωτική μετακίνηση οδηγεί τον αναγνώστη σε μέρη γνωστά ή άγνωστα, με παράξενα ονόματα κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες. Σαν Φρανσίσκο – Νέα Υόρκη, Τολέδο, Ντελφτ στην Ολλανδία, Κοΐμπρα στην Πορτογαλία πανέμορφη και λόγια – μια από τις επίγειες κιβωτούς του πνεύματος, Βενετία, Δουβλίνο, Γάνδη του Βελγίου, Χαμελίν (Hameln), νησιά και ατόλες του Ειρηνικού, σαν το Κιριμπάτι, που παρά το ήσυχο όνομά του έγινε θέατρο των πυρηνικών, και στον Αμαζόνιο. Το Τραγούδι των Ινουίτ, τελευταίο διήγημα στο βιβλίο, μας αποβιβάζει στον Αρκτικό κύκλο, κλείνοντας την υπέροχη διαδρομή στον κόσμο, αφήνοντας την εντύπωση μιας περιοδείας στις συνοικίες και στα στενά μιας ενωμένης παγκόσμιας χώρας στο χωρόχρονο.
Αρκετά διηγήματα τα περιτριγυρίζει με την ομίχλη του ο θάνατος, ανίκητος, παντοκράτωρ και τρομακτικός, αυτός το τέλος-όριο του φυσικού κόσμου και απαρχή των εναγώνιων υπαρξιακών προσεγγίσεων. Στη συνέχεια, ωστόσο, οι νεκροί «ξαναζούν» και συμμετέχουν με τα έθη τους στη ροή του βιβλίου, με έναν διευρυμένο ανιμισμό, που επιτρέπει στους νεκρούς, στα άψυχα αντικείμενα και στον κόσμο των πνευμάτων να ζωντανεύουν.
Ξέρουμε πως οι μύθοι ενισχύουν και γλυκαίνουν την πραγματικότητα, ακόμα κι όταν περιγράφουν την εξαφάνιση μικρών παιδιών όπως από την Χαμελίν της Γερμανίας στην Τρανσυλβανία, στο διήγημα Ο Γητευτής, στηριγμένο σε μύθο των αδερφών Γκριμ. Η πανδαμάτειρα πένα της Λίλιας Τσούβα “επαναφέρει” τα μεγέθη της λύπης στην παραμυθική τους διάσταση.
Η αφήγηση κρυπτο-ποιητική, σαν χαϊκού του φθινόπωρου. Έτσι μεταφερόμαστε στην ενδοχώρα της Ποίησης και αγγίζουμε την έντονη λυρικότητα της συγγραφέως. Μια ιδιαίτερη ικανότητά της είναι η λεκτική οπτική της, που μεταφράζει σε σκέψεις τις εικόνες. Γραφή βραχεία συνολικά και ανά διήγημα, λακωνική, με τρυφερότητα. Έντονες στις ιστορίες οι γεύσεις νουάρ και η διαπάλη του καλού με το κακό. Η πλοκή σε κάθε διήγημα είναι παντελώς απρόβλεπτη και πρωτότυπη. Ένα αχνό δίπολο, μόνο, διαφαίνεται τεχνικά, όπου το πρώτο μέρος του διηγήματος δείχνει «αθώο» και περιγραφικό, (ποτάμια, ωκεανοί κ.ά.), ενώ το δεύτερο μέρος ανάγεται σε κάτι συμβολικό που σχετίζεται με την Τέχνη, τη λογοτεχνία και τις ευρύτερες πολιτισμικές συντεταγμένες.
Η ροή αφήγησης της Λ.Τ. μοιάζει να ολοκληρώνει γραμμικά ένα πίνακα με χρώματα, σχήματα και ομάδες λέξεων. Η τελική σύνθεση της πολύχρωμης ζωγραφιάς αυτής είναι “Το Τραγούδι των Ινουίτ”. Όλα τόσο απλά και ομαλά στην αφήγηση, σαν το ανεπαίσθητο θρόισμα των πανύψηλων παλιών πύργων που περιγράφει η Λ.Τ. Η συγγραφέας χειρίζεται το παραμυθικό υλικό της με μεγάλη ευχέρεια, πλέκει μύθους μεταξύ τους, εμπλέκει τον αναγνώστη σ’ αυτό το παιγνίδι κι έτσι ζωντανεύει το παρελθόν. Αποδέχεται τις δοξασίες των ντόπιων, με σεβασμό στις τοπικές κουλτούρες, π.χ. για τα τρία παιδιά που «είδαν» την Παναγία της Φάτιμα το 1917. Όλα είναι επιτρεπτά και αναλλοίωτα, άλλωστε, στους μύθους των λαών.
Η Λίλια Τσούβα κινείται στο χώρο και στο χρόνο και “συνομιλεί”, διακειμενικά με ομότεχνους συγγραφείς διαφόρων εποχών ή διαθεματικά με ζωγράφους, κυρίως Ολλανδούς και Φλαμανδούς, που δίνουν έμφαση στη ζωγραφιά – εικονιστική απεικόνιση της καθημερινής ζωής. Η αγάπη της για τη ζωγραφική είναι ευδιάκριτη, ήδη από το εξώφυλλο του Πωλ Γκωγκέν αλλά και από τα διηγήματα, σαν το «Οι Σειρήνες» με την αναφορά στη “Λατρεία του Μυστικού Αμνού“, των αδελφών Χούμπερτ και Γιαν βαν Άικ.
Η μεταφυσική στο βιβλίο “Το Τραγούδι των Ινουίτ”, περιορίζοντας τον ρεαλισμό προσφέρει χώρο στο καλλιτεχνικό, το ονειρικό και τη φαντασία. Με συναισθηματική ωριμότητα και εκφραστική δεινότητα η Λίλια Τσούβα περιγράφει το αλλόκοτο, το ασυνήθιστο, το εξώκοσμο και τον ανιμιστικό χαρακτήρα των πραγμάτων, που υιοθετούν ορισμένοι πολιτισμοί. Συνολικά πρόκειται για μια οξυδερκή ματιά στο ασυνήθιστο και το διαφορετικό. Βιβλίο ευφυές, με σκηνικά απρόβλεπτα, διάσπαρτα, φορτισμένα, ιδιόμορφα, ευρηματικής επιλογής. Πολλά τα δάνεια της Τέχνης εδώ, που καταφέρνουν να μας εξοικειώσουν με τα ήθη και τη ζωή μακρινών λαών. Η γραφή μοντέρνα, βραχεία αφήγηση, λακωνική, με τρυφερότητα και χιούμορ. Η Φύση περιγράφεται πάντα στην εναλλαγή των εποχών, μια αστείρευτη δεξαμενή έμπνευσης. Βιβλίο ιδιόμορφο, που υμνεί την ποικιλία, την εμπειρία και την Παράδοση, την ομορφιά, το παράδοξο, τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, την ανάδειξη του ασήμαντου και της Τέχνης.
Οι οικολογικές απόψεις εισάγονται διακριτικά στο κείμενο, είτε σαν καταστροφές είτε σαν διαρκής υποβάθμιση ποιότητας, με αναφορά στον Αμαζόνιο αλλά και στις ατόλες που εξαφανίζονται στον Ειρηνικό. Η Λ.Τ. επικρίνει με το δικό της τρόπο την αλλοτρίωση των ανθρώπινων συμπεριφορών, την αποστέωση της αίσθησης και την υποκατάσταση της ανθρώπινης επαφής από «ασώματες» συνομιλίες ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Η πολυμάθεια της συγγραφέως μας οδηγεί από τον μικρόκοσμο στο μεγαλείο του σύμπαντος, ψάχνοντας το Οικουμενικό, επειδή αυτό μας ορίζει, αυτό μας ενώνει, αυτό μας περιέχει. Το βιβλίο “To τραγούδι των Ινουίτ” είναι ένα ταξίδι ρεαλισμού και φαντασίας. Η ματιά της συγγραφέως απλώνεται στον Κόσμο, σα να περπατά στις πλατείες και στις λεωφόρους των πόλεων της Γης, συναντώντας επώνυμους άλλων εποχών και κτίρια αιώνων στη νιότη τους.
Καθώς στον Αρκτικό αχνοσβήνει ο αίνος των λαρυγγισμών της Ολίβιας και της Έμμας, σε ένα ακουστικό κατάτζιακ, “Το Τραγούδι των Ινουίτ” της Λίλιας Τσούβα δείχνει με τη διακριτή του πρωτοτυπία, πως ευτυχώς οι δρόμοι του φωτός δεν είναι ποτέ μόνον ένας.
.
ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΗ
ΠΕΡΙ ΟΥ 12/12/2021
Το βιβλίο της Λίλια Τσούβα « Το τραγούδι των Ινουίτ» προσκαλεί και προδιαθέτει τον αναγνώστη, οξύνοντας την περιέργεια και την προσδοκία του, για κάτι μυστηριώδες και διαφορετικό . Από το εξώφυλλο ( τίτλος και εικόνα) ως την περίληψη του οπισθόφυλλου όλες οι ιστορίες είναι μία μαγική αφήγηση ανάμεσα στο παραμύθι και την πραγματικότητα.
Διαβάζω στο οπισθόφυλλο ότι είναι «Μία συλλογή διηγημάτων γραμμένη με αγάπη για την διαφορετικότητα των πολιτισμών και των ανθρώπων, για τα ζώα, τα πουλιά και τα φυτά του πλανήτη» . Τελειώνοντας την ανάγνωση έχω την ανάγκη να προσθέσω ότι, δεν γράφει μόνο για την διαφορετικότητα των πολιτισμών αλλά για τις πολλαπλές ομοιότητες , δεμένες με τον αρχέγονο συνεκτικό ιστό των μύθων και των τελετουργιών . Μας θυμίζει και μας κάνει κοινωνούς της κοινής ψυχικής γλώσσας των έμβιων όντων και της φύσης, από τότε που όλα στη φύση ήταν μία ενότητα, είχαν ψυχή και νόημα , ως σήμερα που προσπαθούμε να σώσουμε από την τσιμεντοποίηση και την αλλοτρίωση την πολύτιμη ανθρώπινη φύση μας. Είναι μία συλλογή, που σαν καλός ξεναγός, μέσα από μυθοπλασία και προσομοιώσεις, μας θυμίζει το χαρτογραφημένο ταξίδι της ζωής και το χρέος μας να σώζουμε με αγάπη αυτό που υπήρξε και θα υπάρχει στην θεϊκή φύση μας.
Η συγγραφέας με την αφήγηση των ιστοριών της, μας ταξιδεύει στην υδρόγειο σφαίρα από άκρη σε άκρη, σε δρόμους που περπάτησαν άλλοι, σε διαφορετικούς χρόνους, χώρες και πολιτισμούς – από την εποχή των τελετουργιών ως τις σύγχρονες θρησκείες και αντιλήψεις του κόσμου- συνδέοντας με σεβασμό το παλαιό με το καινούργιο, καλύπτοντας τις ίδιες ψυχικές ασυνείδητες υπαρξιακές ανάγκες .
Άρχισα την ανάγνωση του βιβλίου ίσως παράδοξα , από το τέλος. Το τελευταίο διήγημα της συλλογής, ήταν αυτό που διάβασα πρώτο: « Το τραγούδι των Ινουίτ». Συνεχίζοντας την ανάγνωση έφτασα στο τέλος στο πρώτο διήγημα, την ονειρική « Μάικο» , διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις διαφορετικότητες από τις ομοιότητες. Όλα τα διηγήματα κοσμούν ένα περιδέραιο που στολίζει τον λαιμό της αρχέγονης μεγάλης θεάς που το όνομα της είναι ΤΕΧΝΗ. Η ανάγκη για έκφραση της δημιουργικότητας υπάρχει βαθιά χαραγμένη μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη και εξορκίζει με τον δικό της μαγικό τρόπο τις πρωτόγονες αδηφάγες ενορμήσεις, κατάλοιπα του ένστικτου της επιβίωσης. Η συλλογή των ιστοριών και η σειρά αφήγησης, , επιλεγμένες όχι τυχαία πιστεύω, μας δίνουν με ποιητικό αλληγορικό τρόπο, την ανάγκη του ανθρώπου, από την αρχή της ζωής του ως το τέλος, να εκφράσει με σύμβολα τον κόσμο που τον περιβάλλει , να συνδεθεί μαζί του για να τον κατανοήσει.
Ο Χάιντεγγερ στο έργο του «Είναι και Χρόνος » μιλάει για την πρωτογενή ανάγκη του ανθρώπου να συναντηθεί – το Είναι του με το Είναι ενός απέναντι άλλου ανθρώπου, σε ένα Συν-Είναι για επιβεβαίωση της ύπαρξης του. Αυτή την συνάντηση , αποτυπωμένη στην ζωγραφική των βράχων , στους χορούς και τα τραγούδια( ποίηση), στους μύθους και τα παραμύθια, με μαγικό τρόπο η Λίλια Τσούβα μας την φέρνει μέσα από τις αφηγήσεις της. Λόγος και εικόνες αφορούν τις ανθρώπινες σχέσεις, τον φόβο της μοναξιάς, την πρωτόγονη επιθετικότητα σαν ανάγκη επιβίωσης, την εκδικητικότητα ενός ματαιωμένου εγώ, την πρωτογενή σχέση με την μητέρα, τις απώλειες και το θάνατο, την αγάπη και την επιθυμία για ζωή.
Η συλλογή αρχίζει με την Μάικο, την Σαμάνα ιέρεια της φύσης που εκπροσωπεί την θηλυκή αρχή. Η Μάικο, « η γυναίκα που χόρευε» , αυτή που επικοινωνούσε με τα « Κάμι, τα πνεύματα της φύσης, η αρχέγονη γυναίκα Σεν που ζωντάνευε τα μεσάνυχτα και ήταν συγχρόνως το τραγούδι, η ποίηση, η γέννηση, η άνοιξη, το καλοκαίρι, ο χειμώνας, ο τρομακτικός θεός Φουζίν, ο κόκκινος δράκος, ο θάνατος. Η γυναίκα « γκέισα » που διαβάζει τον χρόνο και τις εποχές του, που χαρίζει τον έρωτα και το κέφι, τελειώνει την ύπαρξη της με αποδοχή του τέλους αλλά μόνη στην παγωμένη αγκαλιά του ιαπωνικού δράκου.
Στο τελευταίο διήγημα, « το τραγούδι των Ινουίτ», βρίσκουμε τις αδελφές Έμμα και Ολίβια στο ίδιο σκηνικό του παγωμένου χειμώνα, με τα πνεύματα της φύσης και τις γνώσεις του μάγου Σαμάνου αλλά με την χαρά της συν-ύπαρξης, το ζεστό σπίτι και τα σκυλιά τους εκπαιδευμένα. Είχαν μάθει από την μητέρα τους (την Μεγάλη μητέρα) ότι όλα στην φύση έχουν ψυχή και μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Η Ολίβια με την τέχνη της γλυπτικής έδινε μορφή στο πνεύμα του καλού και εξόρκιζε με αυτό το πνεύμα του κακού. Η Έμμα δασκάλα. Η ΤΕΧΝΗ, (χορός, μουσική, τραγούδι, γλυπτική, ζωγραφική, γραφή) ), η παγκόσμια κοινή γλώσσα και η αγάπη τους είναι αυτή που τις σώζει από την άγρια ζωώδη φύση (αρκούδα). Όλη η φύση σιωπά, δαμάζεται και γαληνεύει, όταν ακούγεται το παραδοσιακό τραγούδι των γυναικών της φυλής των Ινουίκ που αφορά την ΑΓΑΠΗ. Ο ύμνος της ζωής έναντι του θανάτου.
Στη συνέχεια η συγγραφέας ξετυλίγει περίτεχνα τις δύο αντίθετες πλευρές της φύσης και της ανθρώπινης ψυχής. Στα διηγήματα « η θερινή ομίχλη» και «πρόσκαιρη βλάβη» παρακολουθούμε το σκοτεινό ασυνείδητο των αδελφών Πόουπ και του Ρίκο, τα παιδικά τους τραύματα, τον φόβο και την επιθετικότητα που φτάνει στο έγκλημα. Τις καταστροφικές σκοτεινές ενορμήσεις,, το ομιχλώδες τοπίο που κρύβει τον έμφυτο εν δυνάμει Κάιν, την αδίστακτη απωθημένη σκιά των ανθρώπων.
Ο αθάνατος – θάνατος καραδοκεί με την μορφή των πανδημιών και την ρομποτική εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης στα διηγήματα «Το διάγγελμα», «Τσιλόε, το νησί των γλάρων», «Το όνειρο με τις τρεις πόρτες», «τα καρτ ποστάλ» που θυμίζουν προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Τα τραύματα που αφήνει ο πόνος της απώλειας της πρωτογενούς σχέσης (μητέρα-παιδί), η λαχτάρα να βιωθεί μέσω της αναπαράστασης δίνεται με τις ιστορίες της Κραϊμχιλντ, της Ματίλντα. Τα αρνητικά συναισθήματα του θυμού, της σαγήνης και της εκδίκησης λόγω της προδοσίας των προσδοκιών περιγράφονται στις ιστορίες της Οδύσσειας, των σειρήνων, του γητευτή Όμηρου « μήνιν άειδε Θεά..» στο τραγούδι και την μουσική του «Μαγεμένου Αυλού».
Οι ψευδαισθήσεις, η χίμαιρα, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες βρίσκουν θέση στα διηγήματα « ο Ζογκλέρ», «Το κορίτσι με το μαύρο άλογο», «οι ανεμόμυλοι».
Η Λίλια Τσούβα με το πάθος της γνώσης, την εμπειρία και την ασίγαστη δημιουργικότητα της, σαν ανατόμος, τέμνει με σεβασμό τις ανθρώπινες εκφάνσεις της δύναμης και αδυναμίας και τις επιστρέφει μεταμορφωμένες
σε μία ενότητα του Λόγου και των Εικόνων. Ξεναγεί τον αναγνώστη άλλοτε σε μέρη γνωστά και άλλοτε άγνωστα πάντα μέσα από εικόνες και βιώματα της ΤΕΧΝΗΣ. Πόλεις, ναοί, έργα μεγάλων ζωγράφων, λογοτεχνικοί ήρωες παρελαύνουν ποιητικά με λυρική και ρομαντική διάθεση, απαλύνοντας την επώδυνη πολλές φορές τραγική ανατροπή της αφήγησης.
Τα διηγήματα της συλλογής «Το τραγούδι των Ινουίτ» δεν είναι μόνο ένας ενημερωτικός τουριστικός χάρτης του κόσμου, που τον περπατάει ο αναγνώστης παρέα με την συγγραφέα, αλλά είναι ένα ταξίδι, μέσω της τέχνης, σε αχαρτογράφητες περιοχές του συνειδητού και ασυνειδήτου κόσμου του.
Η Λίλια Τσούβα μέσω του Κούλαν που έμοιαζε με άγγελο, του ήρωα της ιστορίας «τα τραπουλόχαρτα», μας στέλνει το μήνυμα της ΑΓΑΠΗΣ, της συγκολλητικής ουσίας που ενώνει τις εποχές, τους πολιτισμούς, τις θρησκείες, τον παρελθόντα με τον μέλλοντα κόσμο, τους ανθρώπους σε σχέσεις που επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη υπαρξιακή πορεία τους
Διαβάζουμε μαζί με τον Κούλαν την αφίσα του Τζέϊμς Τζόις:
Έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε
«Από το παράθυρο του καφέ αν Σεν, ο Κούλαν είδε την Φάτνη και δίπλα της μία ανθισμένη τριανταφυλλιά.
.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚ. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ
FRACTAL 29/6/2022
Η μαγεία της μικρής φόρμας και της διαφορετικότητας
Δεκαέξι, συνολικά, μικρής έκτασης διηγήματα, βρίσκονται στο βιβλίο ‘Το τραγούδι των Ινουίτ’, το πρώτο της Λίλιας Τσούβα που είδε το φως της δημοσιότητας από τις πάντοτε φιλόξενες εκδόσεις Βακχικόν. Σύντομα και περιεκτικά, μεταφέρουν γρήγορα και περιπλανούν τον αναγνώστη σε μέρη μακρυνά, εξωτικά και ονειρικά, με τη βοήθεια των ανθρώπινων ιστοριών, και των μύθων και των παραμυθιών που ξεδιπλώνονται σταδιακά. Όλες αφορούν στιγμιότυπα και περάσματα σε πολιτισμικές ιδιαιτερότητες λαών, κατά κύριο λόγο, μακρυά από τον σύγχρονο και γνωστό πολιτισμό, σε ήσυχες, απόμερες και απόμακρες γωνιές του, ακόμα εν ζωή, ταλαιπωρημένου πολλαπλώς πλανήτη μας. Στις ιστοριούλες αυτές, ο ρεαλισμός δίνει γρήγορα τη θέση του σε μύθους, βουτάει για λίγο στα νερά της παράδοσης, τις συνήθεις κάποιων λαών και επανεμφανίζεται στο προσκήνιο με κάποια άλλη μαγική ή ονειρική μορφή. Η γραφή της συγγραφέως μας ταξιδεύει σε πολλές ξεχασμένες γωνιές βαδίζοντας και ανοίγοντας παράλληλα τους δικούς της πρωτόγνωρους δρόμους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, στην αρχή του βιβλίου το απόφθεγμα του Ανδαλουσιανού ποιητή Αντόνιο Ματσάδο, όταν εκείνος έλεγε πως, «Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος, ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας… Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος, μόνο απόνερα στη θάλασσα»!
Η Λίλια Τσούβα, στα διηγήματά της, μας εξιστορεί μικρές προσωπικές, οικογενειακές ή επαγγελματικές στιγμές, με απώτερες επιπτώσεις και εμπλοκές. Πατάει γερά πάνω στο μύθο, στην ιστορία, σε συγκεκριμένα ήθη και έθιμα κάθε τόπου, την κοινή πεποίθηση των ανθρώπων, αλλά στην ουσία περιγράφει τη σημερινή κατάσταση, το παρόν, έχοντας πάντοτε στραμμένο το βλέμμα της στο μακρυνό μέλλον. Κι’ αυτό δεν αφορά μόνο τους λίγους, ούτως ή άλλως, αριθμητικά πρωταγωνιστές ή τους κύριους χαρακτήρες του κειμένου, αφού ταυτόχρονα σκιαγραφούνται πολλαπλές οικολογικές ανησυχίες οι οποίες εμφιλοχωρούν στις περισσότερες σελίδες των διηγημάτων της. Το γνωστό και άκρως απειλητικό φαινόμενο του θερμοκηπίου το οποίο ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη και η συνεχής άνοδος της στάθμης της θάλασσας, αναφέρεται επίσης μαζί βεβαίως με τις ουκ ολίγες άλλες αναφορές για τη θάλασσα, τους παραδοσιακούς οικισμούς που ακόμα δεν κατάφερε να αγγίξει και αλλοιώσει η ταχέως προελαύνουσα παγκοσμιοποίηση. Στο διήγημα ‘Το διάγγελμα», για παράδειγμα, συσσωρεύονται πολυποίκιλες ανησυχίες για τις πυρηνικές δοκιμές που λαμβάνουν χώρα σε κάποιες απομακρυσμένες περιοχές από εμάς αλλά όχι για κάποιους άλλους, εκείνους που βρίσκονται δίπλα, ξεχασμένοι εκεί πέρα στον Ειρηνικό Ωκεανό, και τις απώτερες επιπτώσεις που έχουν στην υγεία των λιγοστών κατοίκων των περιοχών αυτών, με τη μορφή τερατογενέσεων λόγω της συνεχούς και επικίνδυνης έκθεσής τους στην ραδιενέργεια. Κι’ ακόμα, η τρεμάμενη φωνή του κυβερνήτη τους να θίγει ενώπιον της κοινότητας ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα που οσονούπω θα πρέπει να αντιμετωπίσουν. Την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και την αναγκαστική μετακόμισή τους κάποια άλλα γεωγραφικά μέρη. «… Το γνωρίζετε πως οι ατόλες μας επιπλέουν και πως οι μέρες τους είναι μετρημένες. Βρίσκονται μόλις λίγα μέτρα πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Προορισμός μας αναπόφευκτος είναι το ταξίδι σε άλλη γη. Μέχρι το τέλος του αιώνα όλες οι ατόλες θα έχουν καλυφτεί από νερό… Ήδη γνωρίζετε πως δύο ακατοίκητα νησιά μας εξαφανίστηκαν…». Και συνεχίζει, για να καταλήξει σύντομα σε κάτι άλλο πιο βαθύ και ουσιώδες, «…Στόχος μας από εδώ και πέρα είναι η διατήρηση της μνήμης, η αντίσταση στη λήθη»!
Διαφορετικά μέρη και πολιτισμοί, παλιοί και σύγχρονοι, κάνουν την εμφάνισή τους εδώ και εκεί. Από τον παγωμένο βόρειο πόλο και το Δουβλίνο της Ιρλανδίας, μέχρι κάτω χαμηλά στις περιοχές του νότιου ημισφαιρίου. Ενδιαμέσως, φυσικά γνωστές πόλεις της γηραιάς ηπείρου που σημάδεψαν κάποιες σελίδες της ιστορίες με τον δικό τους τρόπο. Η Βενετία, το Τολέδο της Ισπανίας, το Δουβλίνο, η Κοΐμπρα της Πορτογαλίας, η Χαϊδελβέργη. Παντού έχουν την τιμητική τους οι θάλασσες, τα ποτάμια, η χλωρίδα και η πανίδα, οι παραδοσιακοί θεοί και η ατμόσφαιρα ολόκληρη του συγκεκριμένου τόπου που αναμιγνύεται με μύθους και παραμύθια που μεταβιβάστηκαν από γενιά σε γενιά από το στόμα των γηγενών κατοίκων. Μικρά κείμενα που εξυμνούν την ομορφιά κάθε τόπου, με τις δικές τους αλήθειες, τους δικούς τους μύθους, τη δική τους λογοτεχνία, ποίηση και ζωγραφική, και φυσικά την απαραίτητη συλλογική μνήμη. Διηγήματα που επαναφέρουν στο νου μας την διαφορετικότητα των ανθρώπων και φυσικά των πολιτισμών που δημιούργησαν διαχρονικά.
Η πυκνή και ουσιαστική γραφή του βιβλίου, εγκλωβίζει και εγκιβωτίζει έξυπνα ανθρώπινους χαρακτήρες, σημαδιακές φράσεις, νοοτροπίες και απόψεις, πολιτισμούς και κουλτούρες, όνειρα και ψευδαισθήσεις, συνολικά ξεδιπλώνει έναν άλλο τρόπο ζωής που πιθανόν ξενίζει αρκετούς σήμερα. Όμως, φαίνεται ξεκάθαρα, πως οι περισσότερες καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων, όπου κι αν αυτοί ζουν και δραστηριοποιούνται, παραμένουν στην πραγματικότητα οι ίδιες. Οι πρωταγωνιστές παρουσιάζονται απόμακροι, μιλάνε λίγο, περισσότερο σκέπτονται και επιθυμούν ατενίζοντας τον δικό τους τόπο. Στη συλλογή ετούτη των διηγημάτων της Λίλιας Τσούβα, ο αναγνώστης περιπλανάται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και έρχεται σε επαφή με ιστορίες και τους μύθους κάθε περιοχής, αλλά και την σύγχρονη ανθρωπογεωγραφία τους. Μικρές και άγνωστες στους περισσότερους πολιτισμικές παράμετροι αναδύονται σε συνεχόμενη βάση μέσα από όλες αυτές τις περιγραφές με έντονο το ενδιαφέρον στοιχείο της διαφορετικότητας, ανθρώπων και λαών, αλλά και της πολλαπλώς ωφέλιμης συνύπαρξής τους.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΛΟΥΣΗΣ
www.bookpress.gr 4/7/2021
Λίλια Τσούβα: «Το φανταστικό δεν είναι ξένο στις ζωές μας»
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το Τραγούδι των Ινουίτ είναι μια συλλογή διηγημάτων με βασικό θεματικό πυρήνα το ταξίδι. Δεκαέξι μικρές ιστορίες που εκτυλίσσονται σε διαφορετικό μέρος του πλανήτη και διαφορετική κουλτούρα. Κάθε ιστορία και μια μικρή ξενάγηση. Ο ανεμοδείκτης αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση. Επισκέπτεται πόλεις, νησιά, ατόλες. Αναδεικνύει τη μαγεία της γεωγραφίας, των πολιτισμών, της διαφορετικότητας. Το κολάζ των λέξεων και εικόνων που κατασκευάζει, υμνεί την ομορφιά της γης και της αγάπης, ανησυχεί για τον άνθρωπο και τη φύση. Ο τίτλος είναι από το ομώνυμο διήγημα που διαδραματίζεται στον Αρκτικό Κύκλο.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Είναι υγιές φαινόμενο, κατά τη γνώμη μου, η έντονη πνευματική δραστηριότητα. Δείχνει πως η γλώσσα μας είναι εύρωστη, πως ο πολιτισμός μας δεν κινδυνεύει. Πόλεμος πατήρ πάντων, έλεγε ο Ηράκλειτος, η ιδιοφυής προσωπικότητα που πρωτομίλησε για τη σύνθεση των αντιθέτων. Ένας ακόμη συγγραφέας συμβάλλει στη διαλεκτική των ιδεών. Το ζήτημα σχετίζεται με την πολυφωνία και τη δημοκρατία. Καθένας εξάλλου πορεύεται με το κοινό του, ενώ ο χρόνος παραμένει ο πιο δίκαιος κριτής.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Τα «συγγραφικά εργαστήρια» χτίζονται με θεμέλιο τα διαβάσματα και τις επιρροές όσων εργάζονται σε αυτά. Οι δικές μου επιρροές προέρχονται από το ρεύμα του μοντερνισμού και του μαγικού ρεαλισμού κυρίως. Οι περισσότερες ιστορίες είναι μυθαφηγήσεις που ενσωματώνουν το φανταστικό και το ονειρικό. Το φανταστικό δεν είναι ξένο στις ζωές μας. Ζούμε μέσα σε ένα απέραντο μυθιστόρημα, έλεγε ο Άγγλος συγγραφέας Τζ. Μπάλλαρντ. Όταν έχουμε κάτι να αφηγηθούμε, δεν χανόμαστε στον κόσμο των λέξεων. Το Τραγούδι των Ινουίτ κρύβει στις σελίδες του την αγωνία για τον άνθρωπο, το περιβάλλον, τον πολιτισμό. Αλλά και τη λαχτάρα για περιπλάνηση, για το ταξίδι, νοερό και πραγματικό.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Οπωσδήποτε. Η διακειμενικότητα αποτελεί βασικό στοιχείο του βιβλίου. Τα διηγήματα συνομιλούν με σπουδαίους πίνακες ζωγραφικής, με τη μουσική, τη λογοτεχνία. Αλλά και η οπτική, το βλέμμα, η παρουσίαση, είναι συχνά κινηματογραφική. Ο πολιτισμός της εικόνας μάς καθορίζει πλέον. Αδύνατο να μείνουμε ανεπηρέαστοι.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Η δική μου ιστορία επικεντρώθηκε στον προβληματισμό εάν έχω κάτι καινούριο να πω. Ήθελα να μπορώ να προτείνω κάτι. Το Τραγούδι των Ινουίτ με τη δυνατότητά του να επισκέπτεται διάφορα μέρη της γης, αλλά και τον έντονο ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα, θεώρησα πως έχει κάτι να πει, και ως ξεχωριστό είδος διηγημάτων, ασυνήθιστο, αλλά και επειδή στον πυρήνα του θέτει την ανθρωπιά ως επιτακτικό αίτημα του σήμερα, ως πράξη επιβίωσης του είδους. Το βιβλίο ξεφεύγει από την περιήγηση. Μέσα στα ταξιδιωτικά μοτίβα κρύβει σύγχρονους προβληματισμούς, διαχρονικές και πανανθρώπινες αγωνίες.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ
texnesonline.gr. 23/6/2021
Κυρία Τσούβα, για ποιο λόγο αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμα που καθόρισε την λογοτεχνική σας πορεία;
Η γραφή ήρθε απρόσκλητη. Λέξεις συσσωρευμένες που βγήκαν από το στόμιο ενός μπουκαλιού όπου παρέμειναν κλεισμένες για χρόνια. Το γράψιμο αποτελεί δημιουργία. Πηγάζει από μια εσωτερική δυναμική που σχετίζεται με την ενσυναίσθηση. Η όλη διαδικασία περικλείει μέσα της την προεργασία, τη διερεύνηση, την προσήλωση. Νοηματοδοτεί την καθημερινότητα και προσφέρει πλήρωση, δίνοντας την αίσθηση ότι η ζωή αξίζει περισσότερο να τη ζεις.
Έχετε γράψει ποιήματα, δοκίμια και διηγήματα. Προς τα πού κλίνετε περισσότερο;
Δεν μπορώ ακόμη να σας πω προς τα πού κλίνω. Αγαπώ και τα τρία είδη. Η μόνη παρατήρηση που θα μπορούσα να κάνω είναι ότι ο ποιητικός λόγος εισβάλλει συχνά στον πεζό και ότι το κάθε είδος λειτουργεί επιβοηθητικά για το άλλο, εμπλουτίζοντας και συνεργώντας στη δημιουργία ατομικού ύφους.
Δέχεστε επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς ή ποιητές στα έργα σας;
Οι επιρροές είναι βέβαιες και πολλές, από Έλληνες και ξένους συγγραφείς, γυναίκες και άνδρες.
Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;
Η έμπνευση έχει σχέση με τη λογοτεχνική όραση και μπορεί να προέλθει από τις απλές καθημερινές στιγμές, έως τα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα, το υπαρξιακό, τον έρωτα, τον θάνατο, την ομορφιά, την παθογένεια. Έργα τέχνης αποτελούν επίσης ερέθισμα: ταινίες, μουσική, εικαστικά, ποιήματα, πεζά.
Θεωρείτε ότι υπάρχει συνταγή για τη συγγραφή ενός καλού βιβλίου;
Το καλό γράψιμο προϋποθέτει μελέτη της λογοτεχνικής γραμματείας, θεωρητική γνώση και εξοικείωση με τις τεχνικές. Απαιτεί επίσης συνεχή εξάσκηση και προσήλωση.
Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα στηρίζει τις προσπάθειες των συγγραφέων και ποιητών;
Η εποχή της εικόνας που διανύουμε, έχει απομακρύνει τους ανθρώπους από το έντυπο βιβλίο. Ωστόσο υπάρχουν φιλαναγνώστες και φιλαναγνώστριες στην Ελλάδα. Είναι αυτοί και αυτές που στηρίζουν το βιβλίο και τις προσπάθειες των συγγραφέων, ποιητών και ποιητριών.
Παρόλες τις δυσκολίες, πήρατε την απόφαση να προχωρήσετε στην έκδοση της συλλογής διηγημάτων σας. Θεωρείτε πως είναι χρέος του κάθε συγγραφέα να μοιράζεται το έργο του όταν το ολοκληρώνει;
Ναι, είναι ωραίο το μοίρασμα. Προσδίδει χαρά και ικανοποίηση. Η ολοκλήρωση ενός έργου γεννά αυτό το όνειρο, και είναι θεμιτό. Το αναγνωστικό κοινό είναι εξάλλου συγκεκριμένο στην Ελλάδα και δεν περιμένουμε να αλλάξει, αν και στην περίοδο της καραντίνας υπήρξε αύξηση των φιλαναγνωστών και φιλαναγνωστριών, πράγμα που συνιστά βεβαίως ευοίωνο γεγονός.
Το βιβλίο σας φέρει τον τίτλο «Το τραγούδι των Ινουίτ» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Μιλήστε μας γι’ αυτό.
«Το τραγούδι των Ινουίτ» περιλαμβάνει 16 διηγήματα, με κυρίαρχη θεματολογία το ταξίδι. Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες ταξιδεύουν σε διάφορα μέρη της γης, έρχονται σε επαφή με κουλτούρες, πανίδα, χλωρίδα. Οι ιστορίες που στήνονται με άξονα τον τόπο, εσωκλείουν το όνειρο. Ζωγραφική, μουσική και άλλες τέχνες, εμπλέκονται και αλληλεπιδρούν στη μυθοπλασία, για να αναδείξουν άλλοτε την ομορφιά και άλλοτε την παθογένεια. Κυρίως όμως για να υμνήσουν τη γοητεία της γεωγραφίας, της πολυπολιτισμικότητας, την ανθρωπιά, την ανεκτικότητα.
Η συλλογή κατατάσσεται στο ελαφρώς σπάνιο, και γι’ αυτό ξεχωριστό, είδος του κύκλου διηγημάτων που διακρίνονται για τον συνεκτικό τους πυρήνα, ένα μοτίβο δηλαδή που τους εξασφαλίζει συνοχή, και εδώ είναι το ταξίδι.
Δεκαέξι ολιγοσέλιδα διηγήματα φιλοξενούνται σ’ αυτήν την όμορφη κι επιμελημένη έκδοση που κρατώ στα χέρια μου. Ο τίτλος της δόθηκε από το τελευταίο ομότιτλο διήγημα της συλλογής. Γιατί επιλέξατε αυτό κι όχι κάποιο άλλο για να κοσμήσει το εξώφυλλό της;
Ινουίτ είναι το όνομα των Εσκιμώων της Αλάσκας, της Γροιλανδίας και του Καναδά. Στη γλώσσα τους η λέξη σημαίνει άνθρωποι. Ζουν στον Αρκτικό Κύκλο υπό ακραίες κλιματολογικές συνθήκες. Κατορθώνουν όχι μόνο να επιβιώνουν σε περιβάλλον άγονο, αλλά και να χαίρονται τη ζωή, να δημιουργούν πολιτισμό, με έλλειψη βασικών βιταμινών και ανάγκες εντελώς διαφορετικές από εμάς ιδιαίτερα τους μεσογειακούς που είμαστε προνομιούχοι ως προς τον ήλιο, τη φύση, τις δυνατότητες. Αυτό με γοητεύει πολύ και με συγκινεί.
Ποια τα μηνύματα που θέλετε να περάσετε μέσα από τις ιστορίες σας;
Την αγάπη για τον άνθρωπο και τη φύση με την οποία είμαστε άρρηκτα δεμένοι και το έχουμε ξεχάσει, τη γοητεία της πολυπολιτισμικότητας που δεν πρέπει να χαθεί μέσα στην ομογενοποίηση.
Θα εντοπίσει ο αναγνώστης στους ήρωες των διηγημάτων σας στοιχεία της δικής σας προσωπικότητας;
Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες ίσως διακρίνουν την αγάπη για το ταξίδι, τη φύση, τις κουλτούρες, τη διαλλακτικότητα.
Πού ακριβώς στοχεύετε ως συγγραφέας μέσω του βιβλίου σας, στην ψυχαγωγία, στον προβληματισμό, στη διαπαιδαγώγηση του αναγνώστη ή σε κάτι άλλο;
Το τραγούδι των Ινουίτ με τον ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα εκφράζει την ανάγκη αλλαγής του παγκόσμιου πολιτισμού προς την κατεύθυνση της ανεκτικότητας, της αγάπης, της ειρήνης, της συνεργασίας, του σεβασμού. Την επανιεράρχηση του σημαντικού και του ουσιώδους στη ζωή μας. Ο σκοπός του είναι ψυχαγωγικός, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;
Αφορά όλες τις ηλικίες και ιδιαίτερα το εφηβικό κοινό το οποίο είναι σήμερα εκτεθειμένο στην υπερπληροφόρηση, αλλά και την προπαγάνδα, με αποτέλεσμα η κρίση συχνά να θολώνει και να υιοθετεί ακραίες αντιλήψεις, ακόμη και στάση ανοηματικότητας προς τη ζωή. Τα νέα παιδιά, θύματα πολλές φορές της βίας και της παραμορφωμένης εικόνας που κατασκευάζουν τα ΜΜΕ για τον κόσμο, αποπροσανατολίζονται ή απογοητεύονται. Το τραγούδι των Ινουίτ αναδεικνύει τη γοητεία του πλανήτη, τη μαγεία της φύσης, της κουλτούρας, του ανθρωπισμού.
Είστε ευχαριστημένη από τη συνεργασία σας με το εκδοτικό σας σπίτι; Θεωρείτε πως ένας καλός εκδοτικός οίκος συμβάλλει σημαντικά για την καλύτερη και επιτυχέστερη προώθηση ενός βιβλίου;
Είμαι απολύτως ευχαριστημένη από τις εκδόσεις Βακχικόν και τον εκδότη μου Νέστορα Πουλάκο. Είναι ένας νέος άνθρωπος με φιλοδοξίες και εργατικότητα και προωθεί πολύ τα βιβλία. Υπηρετεί με επιτυχία τον θεσμικό του ρόλο. Οι εκδόσεις του είναι ξεχωριστές και περιλαμβάνουν βιβλία από όλο τον κόσμο. Από τη δραστηριότητά του θα ήθελα να αναφέρω ιδιαίτερα τη σειρά Ανθολογίες Νέων Ποιητών και Ποιητριών της Ευρώπης, που μας έφεραν σε επαφή με νέους και νέες (ηλικιακά) ποιητές και ποιήτριες και έκαναν γνωστές τις σύγχρονες τάσεις στην ποίηση της ηπείρου μας. Από τα βιβλία του έχω προσωπικά αντλήσει γνώση και πνευματική ευχαρίστηση και τον ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη και την άψογη έως τώρα συνεργασία μας.
Σχεδιάζετε κάποια παρουσίαση του βιβλίου σας το προσεχές μέλλον;
Εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν, θα ήταν πολύ ευχάριστο να παρουσιάσουμε το βιβλίο. Αποτελεί ιδιαίτερη χαρά το μοίρασμα με φίλους και φίλες, η ανταλλαγή ιδεών και συναισθημάτων.
Πού μπορεί κάποιος να βρει το βιβλίο σας;
Σε όλα τα βιβλιοπωλεία, με άμεση παράδοση ή παραγγελία, όπως και στο e-shop του εκδοτικού οίκου Βακχικόν.
Μια ευχή σας για το μέλλον;
Λιγότερη βία ΑΠΟ και ΠΡΟΣ τον άνθρωπο και ΤΗ φύση.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΙΩΣΗΦ ΑΡΝΕ
FRACTAL 23/6/2021
-Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;
Το γράψιμο πηγάζει από ένα είδος δημιουργικής ενσυναίσθησης. Από την αίσθηση δηλαδή ότι η ζωή τότε αξίζει περισσότερο να τη ζεις. Αναδύεται από μια εσωτερική διαλεκτική που περιλαμβάνει την πράξη της δημιουργίας και το συναίσθημα που βιώνεται κατά την τέλεσή της. Ως πράξη δημιουργική, οδηγεί σε μια εμπειρία που νοηματοδοτεί την καθημερινότητα, γιατί ενσωματώνει τη γνωστική προεργασία και τη διερεύνηση, αλλά και την προσήλωση. Η έντονη ψυχοδυναμική που απαιτεί, εντάσσεται στην εγγενή ανάγκη του ανθρώπου. Το γράψιμο συνιστά διαδικασία απελευθέρωσης, συνώνυμη με την ύπαρξη.
-Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσάς να καταφέρετε να εκφράσετε τη σκέψη σας πάνω στο χαρτί;
Όταν υπάρχει το ερέθισμα, δεν είναι δύσκολο. Το ζήτημα είναι το «πλανιάρισμα» των προτάσεων. Γίνεσαι καλός συγγραφέας, όπως ακριβώς γίνεσαι καλός ξυλουργός, πλανιάροντας τις προτάσεις σου, έλεγε ο Ανατόλ Φρανς. Την αρχική ιδέα ακολουθεί προσήλωση και επεξεργασία μέχρι την τελική μορφή. Αυτή είναι η απαιτητικότερη πλευρά της γραφής.
-Ποιες είναι οι επιρροές σας;
Κλασικοί συγγραφείς, αλλά και πολλοί σύγχρονοι. Λατρεύω τους Λατινοαμερικάνους, ιδιαίτερα τον Μπόρχες και τον Μάρκες. Αλλά να μην ξεχάσω και τον Πορτογάλο Σαραμάγκου ή τον Ρώσο Ντοστογιέφσκι. Οι βασικότερες επιρροές ωστόσο εστιάζονται σε μοντερνιστές συγγραφείς και εκπροσώπους του μαγικού ρεαλισμού.
-Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στο έργο σας;
Στη συλλογή διηγημάτων Το Τραγούδι των Ινουίτ (εκδόσεις Βακχικόν 2021), την κυρίαρχη θεματολογία κατέχει ο άνθρωπος. Οι ιστορίες εντάσσονται στο κάπως ασυνήθιστο, και γι’ αυτό ξεχωριστό, είδος του κύκλου διηγημάτων, με συνεκτικό πυρήνα την περιήγηση. Προέκυψαν από την αγωνία για τον άνθρωπο, το περιβάλλον, τον πολιτισμό. Κυρίως όμως από τη λαχτάρα για περιπλάνηση, που αποτελεί πηγή ζωής. Το ταξίδι είναι δεμένο με τη γνώση, το συναίσθημα, την επίγνωση των ορίων μας, ενώ σχετίζεται με την προσωπική μας ανέλιξη. Αποδεικνύει ενδιαφέρον για τον εαυτό μας.
-Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.
Πρόκειται για 16 διηγήματα μικρής έκτασης με επίκεντρο τον τόπο και τον πολιτισμό. Οι ιστορίες διαδραματίζονται σε ποικίλα μέρη του πλανήτη. Οι αναγνώστες και αναγνώστριες ταξιδεύουν στις περιοχές αυτές, ξεναγούνται στο περιβάλλον και την κουλούρα τους. Διαπιστώνουν τα υπόγεια νήματα που μας ενώνουν. Η μουσική, η ζωγραφική και άλλες τέχνες εμπλέκονται στη μυθοπλασία, προκειμένου να αναδείξουν άλλοτε την ομορφιά και άλλοτε την παθογένεια. Κυρίως όμως για να υμνήσουν τη χαρά της ανθρωπιάς, αλλά και τη μαγεία της πολυπολιτισμικότητας, των μικρών ψηφίδων που συνθέτουν το πολύχρωμο μωσαϊκό της γης.
-Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Έχοντας ολοκληρώσει ένα μεταπτυχιακό στον τομέα της Δημιουργικής Γραφής, θα έλεγα πως οι δεξιότητες περισσότερο καλλιεργούνται. Αν εξαιρέσουμε κάποιες φωτεινές προσωπικότητες με ταλέντο ξεχωριστό, αυτό που καθορίζει έναν συγγραφέα, ή μία συγγραφέα, είναι η μελέτη της λογοτεχνικής γραμματείας και η λογοτεχνική ματιά, ένα πνεύμα δηλαδή που να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση. Η θεωρητική γνώση και η εξοικείωση με τις τεχνικές επίσης βοηθούν. Κυρίως όμως, αυτός ή αυτή που γράφει, πρέπει να ενημερώνεται διαρκώς και να εξασκείται. Και το πιο λαμπερό ταλέντο χάνεται όταν δεν ακολουθείται από μελέτη, γνώση, εξάσκηση.
-Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τομέα της λογοτεχνίας τι θα ήταν αυτό;
Την οίηση, τον φθόνο και τη διαβολή που εσωκλείει την εσκεμμένη βλάβη του άλλου. Υποστηρίζω την άμιλλα. Αυτό που μας κάνει να προοδεύουμε είναι η προσωπική εργασία και ο θαυμασμός για το ανώτερο. Αυτά κινητοποιούν τις δυνάμεις μας. Όχι η λογική του θα σου βγάλω το μάτι, γιατί είσαι καλύτερος. Αυτή υπονομεύει την αξιοκρατία και την ποιότητα.
-Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια;
Θα ήθελα να ολοκληρώσω τα ποιήματά μου. Όμως υπάρχουν και διηγήματα, όπως και κριτικά δοκίμια που θα ήθελα κάποια στιγμή να συγκεντρώσω.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ
palmosnews.gr/25/6/2021
«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε; Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ: Μεγάλωσα σε περιβάλλον επαρχιακό. Δεν υπήρχαν πολλές παραστάσεις. Υπήρχε όμως πολύ παιχνίδι και ανάγνωση, φυγή μέσα από το βιβλίο ή το όνειρο. Οι οθόνες του υπολογιστή δεν είχαν μπει ακόμη στις ζωές μας. Έως το τέλος των μαθητικών χρόνων, είχα διαβάσει πολλά από τα ξένα και ελληνικά κλασικά αριστουργήματα.
Είχα όμορφα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας έλειπε συχνά λόγω εργασίας, όμως την απουσία του γέμιζε η μητέρα με περίσσευμα αγάπης, αστείρευτο πλούτο καρδιάς και δοσίματος. Γνώριζε να αφηγείται όμορφα ιστορίες και παραμύθια ξεχωριστά, που κρατούσαν από τον προ-προηγούμενο αιώνα και τα είχε ακούσει από τον παππού μου κι εκείνος απ’ τον πατέρα του.
«Π»: Ως παιδί ήσαστε επιμελής μαθήτρια. Αυτό σας ώθησε στις σπουδές και στη συγγραφή;
Λ.ΤΣ.: Πράγματι, πολύ επιμελής. Αυτό οδήγησε στο ευτύχημα των σπουδών. Η συγγραφή ωστόσο είναι ζήτημα που εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, κυρίως από την ενσυναίσθηση.
«Π»: Το διήγημά σας με τίτλο «Η καταδίκη» βραβεύτηκε στον Α΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό διηγήματος, «Το Κοράλλι». Στον Διαγωνισμό της Unesco «Ο κόσμος μας στη θεωρία του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον)» λάβατε επίσης βραβείο ποίησης, όπως και στον 1ο Πανελλήνιο διαγωνισμό Ποιήματος «Το Κοράλλι». Τι πραγματεύονται τα έργα σας αυτά;
Λ.ΤΣ.: Το διήγημα «Η καταδίκη» πραγματεύεται τη δικαίωση των αδικημένων. Ένας ναρκομανής δολοφόνος σκοτώνει εν ψυχρώ μία νέα κοπέλα στα κοιμητήρια, για να της αποσπάσει ελάχιστα χρήματα που είχε στην τσάντα της. Η καταδίκη έρχεται από τους συγκρατουμένους του μέσα στη φυλακή.
Ο διαγωνισμός της Unesco είχε ως θέμα του τον χρόνο: «Ο κόσμος μας στη θεωρία του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον)». Το ποίημά μου, «Τιν τάνδε λατάσσω, Λέαγρε», απέσπασε βραβείο. Στα νεοελληνικά: «Για σένα σκορπάω αυτή τη σταγόνα, Λέανδρε».
Ο Λέαγρος αναφέρεται σε Αττικά αγγεία των τελών του 6ου αιώνα π. Χ. και των αρχών του 5ου. Υπήρξε σύμβολο στην εποχή του. Από τους πιο ωραίους νέους των Αθηνών και με αριστοκρατική καταγωγή. Το όνομά του συνδέθηκε με τον χαρακτηρισμό καλός (ωραίος) και αγαθός (με ανθρωπιά και καλλιέργεια πνεύματος). Μνημονεύεται σε πολλές αφιερωματικές επιγραφές. Αυτός όμως που τον εξυμνεί περισσότερο είναι ο ζωγράφος Ευφρόνιος, ο οποίος σε όσα αγγεία κατασκεύαζε, τοποθετούσε την επιγραφή Λέαγρος ο καλός. Ο Λέαγρος σκοτώθηκε το 465/4 π.Χ. σε εκστρατεία στη Θράκη, όπου είχε σταλεί ως στρατηγός. Παρότι στην εποχή του ήταν πολύ σπουδαίος, ο Λέαγρος ξεχάστηκε στον χρόνο. Αυτό θέλησα να δείξω.
Το άλλο ποίημά μου, που απέσπασε το βραβείο από τον 1ο Διαγωνισμό Ποιήματος «Το Κοράλλι», είχε τίτλο Στον υπολογιστή. Θέμα του οι οθόνες του τάμπλετ, του κινητού μας, και η διάθεση να αποκλείουμε από το πεδίο όρασης, αντίληψης και ακοής μας ζητήματα που άπτονται της εξαθλίωσης και της δυστυχίας, η εμμονή μας μόνο σε σώματα φρέσκα και πρόσωπα ολάνθιστα.
«Π»: «Το τραγούδι των Ινουίτ» (διηγήματα) εκδόσεις Βακχικόν, τι περιλαμβάνει;
Λ.ΤΣ.: «Το τραγούδι των Ινουίτ» περιλαμβάνει 16 διηγήματα, με κυρίαρχη θεματολογία το ταξίδι. Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες ταξιδεύουν σε διάφορα μέρη της γης, έρχονται σε επαφή με κουλτούρες, πανίδα, χλωρίδα. Οι ιστορίες που στήνονται με άξονα τον τόπο, εσωκλείουν το όνειρο. Ζωγραφική, μουσική και άλλες τέχνες, εμπλέκονται και αλληλεπιδρούν στη μυθοπλασία, για να αναδείξουν άλλοτε την ομορφιά και άλλοτε την παθογένεια. Κυρίως όμως για να υμνήσουν τη γοητεία της γεωγραφίας, της πολυπολιτισμικότητας, την ανθρωπιά, την ανεκτικότητα.
Η συλλογή κατατάσσεται στο λίγο σπάνιο είδος, και γι’ αυτό ξεχωριστό, του κύκλου διηγημάτων, που διακρίνονται όλα μαζί για τον συνεκτικό τους πυρήνα, ένα μοτίβο δηλαδή που τους εξασφαλίζει συνοχή, και εδώ είναι το ταξίδι.
«Π»: Γιατί γράφετε;
Λ.ΤΣ.: Το γράψιμο σχετίζεται με την ενσυναίσθηση. Αναδύεται από μια εσώτερη διαλεκτική που εμπεριέχει το βίωμα της δημιουργίας το οποίο και συνιστά εγγενή ανάγκη του ανθρώπου. Αποτελεί πολύ ξεχωριστή εμπειρία. Παράγει ισχυρά συναισθήματα και νοηματοδοτεί την καθημερινότητα, γιατί απαιτεί μια έντονη ψυχοδυναμική που περιλαμβάνει τη γνωστική προεργασία και τη διερεύνηση, την προσήλωση, αλλά και τη χαρά του αποτελέσματος, τη λύτρωση που επίσης αυτό συχνά επιφέρει.
«Π»: Τί είναι η ποίηση για εσάς; Για τον κόσμο;
Λ.ΤΣ.: Έχουν ειπωθεί τόσα και τόσα για το τί είναι ποίηση. Για μένα η ποίηση είναι συναίσθημα. Το βασίλειο της ποίησης είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Το έχει πει ο Σεφέρης. Η ποίηση είναι άσκηση πνευματική, είναι γνώση, ρυθμός, αρμονία, επαφή με την παράδοση. Εγκολπώνει το ιδεατό, τη ζωή στην τελειότερη έκφρασή της. Όμως είναι εξόριστη από τη ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων.
Το τεχνοκρατικό πνεύμα που κυριάρχησε στις μέρες μας έχει περιθωριοποιήσει το συναίσθημα, τις ανθρωπιστικές σπουδές και καθετί το οποίο δεν αποδίδει κέρδος. Επικρατεί η μαζική κουλτούρα, τα πολιτιστικά δηλαδή στοιχεία που διαχέονται από την τηλεόραση ή τον υπολογιστή. Η βιομηχανία της διασκέδασης παράγει καθημερινά ταινίες, μουσική, ακόμη και βιβλία, χωρίς αισθητική, τα οποία επιβάλλει μέσω εκπομπών και διαφήμισης. Με τον τρόπο αυτό ακύρωσε σταδιακά την αξία της αυθεντικής τέχνης από τις καρδιές της πλειονότητας των ανθρώπων. Οδήγησε σε απαξίωση του αληθινά ωραίου και πνευματικού, αυτού που έχει διάρκεια γιατί απαντά στα αιώνια ερωτήματα. Η ποίηση, με το πλούσιο συναίσθημα, με το πνευματικό της βάθος, πώς να αντέξει στη λαίλαπα αυτή;
Κι όμως η τεχνοκρατική μας εποχή έχει ανάγκη την ποίηση. Η ανάπτυξη και του ηθικοπνευματικού σκέλους του πολιτισμού, όχι μόνον του υλικού, θα φέρει την αρμονία στην κοινωνία.
«Π»: Φέρει αποστολή ο ποιητής;
Λ.ΤΣ.: Οι ποιητές και οι ποιήτριες φέρουν την αποστολή να εξανθρωπίσουν την κοινωνία. Ακούγεται βαρύγδουπο, όμως είναι έτσι. Είναι άνθρωποι που συχνά διαθέτουν τη διορατικότητα και την ενόραση, την ιδιαίτερη δηλαδή εκείνη όσφρηση και όραση που είναι ικανή να συλλάβει τα προβλήματα εν τη γενέσει τους, πριν τα συνειδητοποιήσουν οι άλλοι. Σε εποχή κλονισμού της δημοκρατίας, κρίσης αξιών, σύγχυσης ιδεών, οφείλουν να αποτελούν πρότυπα, να ευαισθητοποιούν, να αφυπνίζουν, να εξευγενίζουν τον άνθρωπο. Με τη ζωή και το έργο τους να αποτελέσουν τις ακτινοβόλες εκείνες προσωπικότητες, τους μορφωμένους ανθρώπους που θ’ αναστήσουν τα νέα σχήματα ζωής, μια ανώτερη μορφή πολιτισμού, «θεράποντες των λίγων, όχι ηγέτες των πολλών». Αυτό είναι το χρέος τους.
«Π»: Οι Έλληνες αγαπούν την ποίηση, αγοράζει ποιητικές συλλογές;
Λ.ΤΣ.: Δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο. Όταν πήγα να αγοράσω πριν λίγο καιρό μία ποιητική συλλογή, η υπάλληλος του βιβλιοπωλείου με ρώτησε εάν είναι φίλος μου ο ποιητής. Της είπα πως όχι, και παραξενεύτηκε, γιατί «μόνο φίλοι αγοράζουν ποιητικές συλλογές», είπε χαρακτηριστικά. Η ποίηση δεν προσελκύει το ενδιαφέρον. Γι’ αυτό και η αγορά ποιητικών συλλογών είναι μικρή. Επικρατεί η μαζική κουλτούρα και τα πρότυπα διασκέδασης που προβάλλουν τα ΜΜΕ. Η ποίηση με το βαθύ της συναίσθημα και τον προβληματισμό, δεν χωράει στην εικόνα του «αρρενωπού» άνδρα με την κυνική συμπεριφορά που συνήθως προβάλλει η τηλεόραση ούτε στην ηθική του αδίστακτου που προωθεί. Αφήνεται να εννοηθεί πως είναι κάτι μεμπτό και αφορά το γυναικείο φύλο, παραβλέποντας τους πάμπολλους και σπουδαίους άνδρες ποιητές από αρχαιοτάτων χρόνων.
«Π»: Ποιοί οι αγαπημένοι σας συγγραφείς, ποιητές;
Λ.ΤΣ.: Πολλοί και πολλές. Κλασικοί, αλλά και σύγχρονοι/-ες. Δεν θα μπορούσα εύκολα να αναφέρω ονόματα. Να ξεχωρίσω όμως την ομάδα των αξιόλογων ποιητών και ποιητριών της Θεσσαλονίκης με την οποία συναναστρέφομαι, η οποία μου πρόσφερε πολλά και την ευχαριστώ πολύ για αυτό.
«Π»: Συνήθως πότε γράφετε; Ποιές ώρες; Τί σας εμπνέει;
Λ.ΤΣ.: Αγαπώ την εργασία στις ώρες της νύχτας, με την ησυχία και τη γαλήνη που προσφέρουν μετά από μια κοπιαστική μέρα. Αυτό δεν αποκλείει άλλες ώρες της ημέρας. Είναι ζήτημα αναλογίας ελεύθερου χρόνου και υποχρεώσεων.
«Π»: Η επιστήμη της γλωσσολογίας διδάσκει τη δύναμη των λέξεων. Ποιά είναι αυτή;
Λ.ΤΣ.: Κοιτάξτε τα χείλη μου, από αυτά εξαρτάται ο κόσμος, γράφει ο Ελύτης. Με τις λέξεις σκεπτόμαστε, αισθανόμαστε, μιλούμε, διαβάζουμε, λειτουργούμε. Άλλοτε μας υπνωτίζουν και μας παραπλανούν, άλλοτε μας αφυπνίζουν. Πάντα ωστόσο μας μεταδίδουν τον κραδασμό τους. Υποβλητική η δύναμή τους. Χωρούν μέσα τους τον θησαυρό της γνώσης, της σοφίας, της επιστήμης, της τέχνης.
Βρες έκφραση για μια χαρά και εντείνεις την έκστασή της, έγραφε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Έχεις καμιάν οδύνη που σου τρώει τα σωθικά; Βαφτίσου στη γλώσσα της οδύνης, μάθε την προφορά της από τον πρίγκιπα Hamlet και τη βασίλισσα Conatane και θα ιδείς ότι η απλή έκφραση είναι τρόπος παρηγοριάς και ότι η φόρμα που είναι η γέννα του πάθους, είναι και ο θάνατος του πόνου. Όπως λέει και ο λαός, Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει.
«Π»: Πώς βιώνετε την πραγματικότητα της πανδημίας του κορωνοϊού, πώς βλέπετε τη εποχή μετά; Τί κακό έκανε στη λογοτεχνία, στους ανθρώπους που την υπηρετούν;
Λ.ΤΣ.: Η πανδημία βοήθησε στην εσωτερίκευση και στο διάβασμα. Σκόρπια χαρτιά και ανοιχτά βιβλία, ήσυχα βράδια και απομόνωση. Η δημιουργική μοναξιά. Η μοναξιά του ποιητή μέσα στο όνειρο, όπως έγραφε η ποιήτρια Λένα Παππά.
Η μετά τον κορωνοϊό εποχή κρατά στο κουκούλι της πολλά θετικά, όπως την προσεκτικότερη υγιεινή και τη συνειδητοποίηση της μικρότητάς μας, αλλά και πολλά αρνητικά: την απώλεια της ιδιωτικότητας μέσα από την τεχνολογία (messenger, skype, facebook, κλπ.), την εξάρτηση από τις οθόνες και τη σωματική και ψυχική εξάντληση που αυτές επιφέρουν, την υπακοή ως επιβαλλόμενη συνθήκη ζωής, την επιφύλαξη ως προς τον Άλλο…
Στη λογοτεχνία ο εγκλεισμός μάλλον βοήθησε. Άναψε σπινθήρες, έδωσε ερεθίσματα. Είχαμε πλούσια παραγωγή έργων. Και εξ όσων έχω διαβάσει, υπήρξε αύξηση του αναγνωστικού κοινού, και αυτό είναι κέρδος.
«Π»: Πώς βγαίνουν οι τίτλοι των βιβλίων σας;
Λ.ΤΣ.: Ο τίτλος είναι ο ορίζοντας του κειμένου σου, η γωνία από την οποία ρίχνεις πάνω του το φως του προβολέα σου. Εμπεριέχει το ερμηνευτικό κλειδί. Πολλές φορές είναι αυτό που εξετάζει ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια πέραν της ανάγνωσης. Κατά τον Ρολάν Μπαρτ, αποτελεί σημαντικό στοιχείο της δομής του κειμένου, γιατί εκθέτοντας το πρώτο ερώτημα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις πρόσληψης του νοήματος. Γίνεται προσπάθεια οι τίτλοι των έργων να εναρμονίζονται με το περιεχόμενο ή να εξάπτουν τη φαντασία και το ενδιαφέρον.
«Π»: Η Δημιουργική Γραφή και η διδασκαλία της βοηθά τον κόσμο να εισέρχεται στη λογοτεχνία, δίνει τη δυνατότητα έκφρασης, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής;
Λ.ΤΣ.: Η Δημιουργική Γραφή, ως σύγχρονος επιστημονικός κλάδος, διαθέτει μια πολύ ισχυρή διεθνή παρουσία, τα τελευταία χρόνια, όπου διδάσκεται στα σημαντικότερα Πανεπιστήμια του κόσμου. Ταυτίζεται με τη δυνατότητα παραγωγής μιας πρωτότυπης γραπτής σύνθεσης – ή ανασύνθεσης. Το αντικείμενο των σπουδών της είναι σημαντικό, γιατί προσφέρει πολύπλευρη μόρφωση, βελτιώνοντας τον άνθρωπο γλωσσικά, διανοητικά και συναισθηματικά. Παράλληλα με τους κλασικούς, διδάσκει και τις νέες τάσεις, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής.
«Π»: Η λογοτεχνία μάς επιτρέπει να ονειρευόμαστε ακόμα;
Λ.ΤΣ.: Ευτυχώς, ναι! Στις σελίδες της εμφωλεύει το ιδεατό, αλλά και το φανταστικό. Η λογοτεχνία καλλιεργεί μια illusion, μια ψευδαίσθηση. Η λέξη παράγεται από το λατινικό ρήμα ludo που σημαίνει παίζω και έχει σημασία αυτό. Μας εισάγει δηλαδή σε ένα μυθολογικό σύμπαν, σε ένα παιχνίδι, στο οποίο ανατρέπονται οι χωροχρονικές δεσμεύσεις. Μας καθιστά έτσι ικανούς να αποδεχθούμε και τις πιο απίθανες ερμηνείες. Μεταστοιχειώνοντας την πραγματικότητα, μας επιτρέπει να ονειρευτούμε, να ξεπεράσουμε την ωμότητα και τη βιαιότητα της κοινωνίας, τις ασφυκτικά καταπιεστικές συμβάσεις της. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί όμως να μετατρέψει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Γι’ αυτό και είναι ανατρεπτική, αιτία βαθιών αλλαγών και αναστάσεων.
«Π»: Είναι, όπως λέγεται, η ζωή του ποιητή μοναχική;
Λ.ΤΣ.: Είναι η γόνιμη μοναξιά. Το πικρό πουκάμισο του Νέσσου, ο σφιχτός κισσός που μας πνίγει, η απέραντη στέπα μας. Όλα τα θαυμαστά γίνονται μέσα στη μοναξιά, έγραφε η ποιήτρια Λένα Παππά. Μοναξιά του ποιητή σημαίνει μόχθο Σισύφου στο κακοτράχαλο βουνό του αινίγματος.
«Π»: Το πάθος θα είναι πάντα το κύριο χαρακτηριστικό στην συγγραφή; Τί άλλο;
Λ.ΤΣ.: Δεν αρκεί το πάθος. Το καλό γράψιμο προϋποθέτει μελέτη της λογοτεχνικής γραμματείας, θεωρητική γνώση και εξοικείωση με τις τεχνικές. Επίσης συνεχή εξάσκηση και προσήλωση.
«Π»: Πώς βλέπετε τη λογοτεχνία στο εκπαιδευτικό μας σύστημα;
Λ.ΤΣ.: Θα ήθελα να έχει τη μορφή μιας περιπέτειας, όχι ενός μαθήματος εξεταζόμενου, όπως είναι τώρα. Οπωσδήποτε είναι θετικό ότι τα παιδιά -έστω και κατ΄ ανάγκην- έρχονται σε επαφή με τα παγκόσμια αριστουργήματα της ποίησης και του πεζού λόγου. Όμως θα πρέπει να βιώσουν τη γραφή, όπως γίνεται πλέον σε πολλά σχολεία του κόσμου. Να πειραματιστούν με τη γλώσσα, χωρίς τον φόβο του σωστού και του λανθασμένου. Να αυτo-αποκαλυφθούν, αξιοποιώντας με τη φαντασία τις προσωπικές εμπειρίες και τα συναισθήματά τους.
«Π»: Τί άλλο ετοιμάζετε;
Λ.ΤΣ.: Αν υπάρχει υγεία, ευελπιστώ συνέχεια με άλλες δημιουργίες.