ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

Ο Πασχάλης Κατσίκας γεννήθηκε στο Reutlingen της Γερμανίας το 1971. Από το 1977 ζει στην Κομοτηνή. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης του ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης (1989-93). Εργάστηκε ως βιβλιοθηκονόμος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής (1996-98). Από το 1998 εργάζεται στη Βιβλιοθήκη του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ταυτόχρονα σπουδάζει Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Δ.Π.Θ. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά “Ποιείν”, “Poeticanet”, “Εξιτήριον”, “Φρέαρ”, “Θράκα”, “Νότες Λογοτεχνίας”, στο λογοτεχνικό περιοδικό “Μανδραγόρας” και στην εφημερίδα της Κομοτηνής “Παρατηρητής της Θράκης”.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Τεταρτημόρια (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, 2019.
Ρετάλια (εκδ. Γράφημα, 2020)
Το κοιμώμενο τσίρκο Εξιτήριον (free e-book), 2021
Το κοιμώμενο τσίρκο (Ιδιωτική έκδοση 2021)
Τα κόκκινα πουλια  (Δρόμων 2022)

 

.

 

 

 

.

 

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ (2022)

ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΛΕΞΗ

Σε γράμμα ανεπίδοτο
βαρκάδα με μπουκάλι είν’ η ζωή
Ζητά αραξοβόλι στα παράλια
Τον χρόνο τηγανίζει
απ’ την κοιλιά της μάνας μας
Κοιμάται ο έρωτας στην άμμο
Το χέρι καρτερά που θα χαϊδέψει το γυαλί
το μήνυμα να λευτερώσει 

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ

Ο ζεστός αέρας
οι ακτίνες του ήλιου
που σκορπάνε στις φυλλωσιές
το κομμένο χορτάρι
είναι οι φίλοι μου, κι εσύ
που νιώθεις την ανάσα μου
όταν ακινητούν οι σφυγμοί

Ας είμαι μόνο μια λακκούβα στο μαξιλάρι
το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια

 

ΑΓΓΙΣΤΡΟ

Χαίρομαι στον κόσμο τούτο
που ’χω μιαν άγκυρα

Αν δεν υπήρχες
ίσως να ήμουν ο Χάνιμπαλ
ίσως τζιχάντι
κουκουλοφόρος καταλήψιας
ίσως απλώς να ήμουν πνεύμα
που πέρασε στην ανυπαρξία
δόλωμα για σκουλήκια
ίσως για κρεατόμυγες επωαστήριο

Ευτυχώς με αγκυλώνεις
στην πραγματικότητα
Μένω υπόχρεος που σ’ αγαπώ

 

 

 

ΟΙ ΠΡΟΝΥΜΦΕΣ

Ένα ακμαίο θαλάσσιο ερπετό
αλλάζει δέρμα στο νησί μας
Κρέμεται τη μέρα στα κλαδιά
μήλα κερνά και τρώει απ’ το μεγάλο δέντρο
Τις νύχτες κύκλος γίνεται
Δαγκώνει την ουρά του

Όσοι ονειροπόλοι και τρελοί
εκδύονται σαν νύμφες το δικό τους
Με άσπρο σώμα ξεδιψούν
απ’ τις πηγές του Ασωπού
Δεν σπρώχνουν πέτρες
στου Σίσυφου τη ράχη

 

ΤΑ ΔΩΡΑ

Μια γυναίκα μού χάρισε ένα περίστροφο
κι ένα παιδί μια φυσαρμόνικα
Όποτε οπλίζει το περίστροφο
το άσπρο μου στόμα με πονά
Με μια κόκκινη ανάσα
παίζω τότε εξαίσια μουσική

 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΝΤΙΚΙΑ

στον Ντ. Χριστιανόπουλο

Δεν βρήκα ένα κρεβάτι την έξαψη να κατευνάσω
μια φάκα να σφίξει τρυφερά την πίκρα μου
Η ίδια σιωπή προστίθεται πάντα
σαν επωδός στον σπαραγμό
Κι εγώ βολεμένος στην απόγνωση
ένα επιπόλαιο ποντίκι
ολομόναχο μέσα σε ξύλινους τοίχους
χαράσσω το αιώνιο παράπονο
Όλοι εσείς που ξημεροβραδιάζεστε
στα δρομολόγια του πάθους
αφήστε τουλάχιστον ένα στεφάνι
στον τύμβο της δυστυχίας μου

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ

Μία ζοφερή νύχτα ονειρεύτηκες κόκκινα πουλιά
μέσα σε παραλήρημα
σκέπασαν άξαφνα με κρότους έναν ακάνθινο ουρανό

Από τότε κοιμάμαι μ’ εκείνα τ’ αγκάθια
καρφωμένα στον φάρυγγα
ουρλιάζω στα φλαμίνγκο σου ν’ αποδημήσουν 

 

ΡΑΝΤΕΒΟΥ

στον πατέρα

Δαμάσκηνο τα χρώματα της μέρας
Δεν ξέρω από χειμώνες ή καλοκαίρια
αν είμαι κερδισμένος
Στέκομαι για λίγο πλάι στη λίμνη
ούτε ένα φύλλο πάνω στα δέντρα
Τούτος ο απρόσωπος αέρας σαπίζει τις μνήμες
Γούνινος μανδύας σέρνεται (ξο)πίσω μου
ο θόρυβος των χαμένων ονείρων
Φεγγάρια από οπαλίνα δεν με κρατάνε πια

Απόψε, όταν σε συναντήσω κάτω απ’ το μάρμαρο,
θα είναι όλα αμόλυντα

 

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ENAN ΚΑΙΡΟ

στον γιο μου

Έδωσα μιλιά στα δέντρα
κι αισθήματα στα τρεχούμενα νερά
ποιήματα έγραψα σταχώματα
Όταν με καταπιούν ν’ ακούς τη φωνή μου
πάνω στο δέρμα της μάνας μου, της γης

 

ΤΑ ΑΔΙΗΓΗΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Όσο ωριμάζουν πληγώνονται απ’ τον χρόνο
κι εγώ τα περιθάλπω με στοργή
Πρωί και βράδυ από μια δυνατή εκφώνηση
μού έχουν συστήσει οι γιατροί
Τις λέξεις τους αλλάζω τακτικά
Προτού κακοφορμίσουν
Κι όταν πια είναι ικανά να εργαστούν
λιγάκι πριν γεράσουν, σ’ εσάς τα παραδίδω

.

ΤΟ ΚΟΙΜΩΜΕΝΟ ΤΣΙΡΚΟ (2021)

ΕΓΓΕΝΕΙΣ ΤΑΣΕΙΣ

Εκατομμύρια χρόνια αποπειρώνται
να διαγράψουν τη ζωική καταγωγή
Απέβαλαν το τρίχωμα μερικώς
μήπως διαφοροποιηθούν

Για να τιθασεύσουν τα αρχέγονα ένστικτα
έρωτα αποκάλεσαν την αναπαραγωγή
Θεούς σε δωδεκάδες εφηύραν
να τα εξαλείψουν στη συγχώρεση

Αναπτύσσοντας την ευφυΐα
ανακάλυψαν την ύπαρξη ψυχής
Την επικοινωνία βάφτισαν γλώσσα
για να μας διαχωρίσουν

Στα δύο στέκονται πρόσκαιρα
της επιστήμης προτάσσουν τα επιτεύγματα
Εσκεμμένα αγνοούν
πως οι τάσεις προϋπάρχουν της μνήμης

Εντούτοις η ανάγκη επιβίωσης
τους καθιστά ομοίως ανελεύθερους

 

ΚΟΙΜΩΜΕΝΟ ΤΣΙΡΚΟ

Ένα μπουλούκι ο κόσμος
απέραντο
τσίρκο ο πλανήτης
δίχως χορογραφία
από τη γέννηση στο θάνατο

Εναλλαγές
έγχρωμων κι ασπρόμαυρων εικόνων
στα ίδια γκρίζα σκηνικά
σ’ ένα κουστούμι όλοι

Οι θηριοδαμαστές
από τα μπαλκόνια παρακολουθούν
στα ΜΜΕ
μας κατευθύνουν
οι ίδιοι καλεσμένοι
ανάλγητοι στον πόνο

Άνδρες-λύκοι
υπνοβάτες-κλόουν
σε οίστρο ζευγαρώματος
αποχαυνωμένοι

Γυναίκες-μέδουσες, αρθρόποδα
μόνο γυναίκες-γυναίκες
δεν θα δεις
στο τσίρκο μας

Αναπαραγόμαστε
ώσπου η έλλειψη τροφής
να μας αφανίσει

Όσες ευκαιρίες κι αν δώσεις
σ’ αναδυόμενα πρωτόζωα
σε μαραθώνιο εξέλιξης θα επιδοθούν
επιβεβαιώνοντας τον Δαρβίνο.

ΟΙ ΓΟΡΓΟΝΕΣ

Είναι κάτι όνειρα ελλειπτικά
κάτι οβάλ όνειρα δίχως γωνίες
που δεν κατάφεραν να σκαλώσουν πουθενά
Κατρακυλώντας στην άβυσσο
στοιβάχτηκαν στο σκότος
Χρόνο στον χρόνο ζευγάρωσαν
με τα υπόλοιπα πλάσματα που ναυάγησαν εκεί

Έτσι γεννήθηκαν οι γοργόνες

Όσο λιγότερες προσπάθειες κάνατε να ευοδωθούν
αντιστρόφως ανάλογος ο αριθμός των εχιδνών
που ξεφυτρώνουν για μετάξι
Όσο περισσότερα τα χρόνια εκκόλαψης στον άφωτο βυθό
αναλόγως τρομερή η σειρήνια λαλιά τους

Περιοδικά αναδύονται
τραγουδούν για να σας γητέψουν
ν’ αναπνεύσουν ξανά στη στεριά
Δόλια υπόσχονται πως θ’ αποβάλουν ουρές και λέπια
Σε κάθε αντίκρισμα θα σας απολιθώνουν

ΑΙΛΑΝ

Στη γλώσσα σου
διακοπές βαφτίστηκε η μετανάστευση
Από το Κομπάνι φεύγοντας
επέλεξες τη θάλασσα
για το μοναδικό ταξίδι της ζωής σου
Του καταγάλανου Αιγαίου
το χρώμα θέλησες να δεις

Ένα (τ)αυ σού έλειπε για να επιπλεύσεις
Νησί θα ήσουν τώρα στα νερά του
κόκκινο, μπλε
έρμαιο να κυματίζεις
Μήλο της έριδος για μιαν αιωνιότητα

Σύρια, θεά με λάμψη αθανασίας
γοργόνα σ’ έκλεισε στον βυθό του
Με φίδια ζωντανά στα μεταξόμαλλα
να μας ρωτάς:
— Έλληνες, ζει ο Μεγαλέξανδρος;

 

ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ

Το νόμισμα στήριξαν
κάθετα στο τραπέζι με τον δείκτη
Το σβούρισαν δυνατά
κλωτσώντας την άκρη

Κορώνα ή Γράμματα;
Νταχάου ή Κατίν;
Δυο όψεις του ίδιου κέρματος

Ο φασισμός

γυρίζει ασταμάτητα
Στάλιν ή Χίτλερ;
Σιωπούν
Πολωνοί ή Εβραίοι;
Ο ίλιγγος ναυτία προκαλεί

Μεγαλύτερη

για τους συμμάχους που στοιχημάτισαν
μόνο στη μία
Πρόσκαιρα κέρδισαν δολερά
νόμιζαν πως οι ψίθυροι των πεταλούδων
που χτυπούν τα φτερά
αφήνοντας τα κορμιά τους
δεν θα γίνουν κρότος
να φτάσουν κάποτε στ’ αυτιά μας

 

ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΜΠΙΡΓΚΕΝΑΟΥ

στους Ελληνοεβραίους του Άουσβιτς

Τριακόσιοι φύγαμε τυλιγμένοι στο μπαμπάκι
από τη χώρα με τον παντοτινό ήλιο
— μήπως κι εδώ ταιριάξαμε ποτέ;
Διακόσιοι ενενήντα εννέα ενήλικες κι ένας εγώ, ο Λεωνίδας
Ώσπου να φτάσουμε στη χώρα της σβάστικας ενηλικιώθηκα.

Αγόραζε θάνατο ο πατέρας στους σταθμούς
έτρωγαν πρώτοι με τη μάνα
σε μένα τάιζαν από τα πόδια, την ουρά
ότι είχε απομείνει
Χιλιόμετρα θάνατο ήπια και έφαγα έως το Μπίργκεναου.

Τα ρούχα ψήλωσαν στις πλάτες με την άφιξη
Όξινη η κολόνια που φοράγαμε
κανένας δεν ξεχώριζε από τον άλλον
Ένα λιβάδι ηλίανθοι στο ίδιο ύψος με τους Ρώσους
έπινε ζόφο από την καρδιά του κτήνους.

Στον φούρνο IV κρεμάσαμε τα όρια
γαλανός κι ανέφελος ο ουρανός στις Θερμοπύλες
Από τα κόκαλα βγαλμένη η αξιοπρέπεια
μα οι Εφιάλτες πάντα έρχονται στα όνειρα.

Τρακόσιες πλάκες σαπούνι φόρεσα
χλόμιασε η οσμή μελλοθανάτου
ο αριθμός δεν ομοδοξεί να παρακμάσει.

 

Ο ΚΛΟΟΥΝ

Περνώ αργά κάθε βράδυ απ’ την πλατεία
τη διασχίζω κατά μήκος
πεζή στο ίδιο δρομολόγιο
Εκεί που ήταν καθαρά και ήσυχα
τώρα κίτρινοι λόγοι αντηχούν
κάτω από λάμπες προβολέων

Η ρύπανση εμφανής παντού
στις πλάκες στο πεζοδρόμιο, στα παγκάκια
ανάμεσα στα λουλούδια στα παρτέρια
Τα σημαιάκια που κείτονται πάνω τους
απλώς αλλάζουν χρώμα
από ροζ γίνονται μπλε, καμιά φορά και πράσινο με πορτοκαλί
ως το επόμενο πρωί
που θα περάσουν οι υπηρεσίες καθαριότητας

Μόνον αυτός ο κλόουν μένει στην ίδια θέση
και προσπαθεί να κάνει ζογκλερικά
μ’ ένα ημίψηλο πλάι του άδειο από νομίσματα
Μία από τις επόμενες νύχτες
που θα ’ναι πάλι όλα ήρεμα και ξεκάθαρα
τότε που ο κλόουν θα ξεκουράζεται
ίσως να του διαβάσω αυτό το ποίημα

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΔΡΑΚΟΥΣ

Φοβάμαι ένα ξεδοντιάρη δράκο
γέρικο που έρχεται από το παρελθόν
Αναδίνει από τα ρουθούνια μόνο καπνό
και παράφωνα βρυχάται

— Πιστεύετε πως μπορεί να εξημερωθεί;

Η αρχαία ιστορία λέτε είναι με το μέρος μας
συμμάχους έχουμε τρανούς
από τροπαιοφόρους Άγιους
έως τον Αλέξανδρο τον Μέγα στρατηλάτη
Αλλά και η νεότερη
από φίλους καρδιακούς, ΝΑΤΟ κι Ευρωπαίους
με πλείστες επενδύσεις σε όπλα και προϊόντα

Ίσως σκιάζομαι γιατί είναι η τροφή του
ξέρω πως αυτά ορέχτηκε κινώντας για να έρθει
Μυρίστηκε διχόνοια, αλληλοσπαραγμό και μισαλλοδοξία
το βλέμμα του ζωντάνεψε, θέριεψαν τα φτερά
Εφιάλτη θα με πείτε, Μήδεια και Κασσάνδρα
μα εγώ Κουασιμόδος πάντα ήμουνα
λατρεύοντας τη δόλια Εσμεράλδα

 

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Εισπνέουν με δύναμη τη ζωή
Καταπίνουν εμπειρίες
γλυκόπικρες
ηδονικές
εφιαλτικές
Με μοναδική ένταση
εκπνέουν σε στρογγυλά σωσίβια
που κρατούν τα κεφάλια τους έξω απ’ το νερό

Αυτά τα μικρά νησιά είναι
η μόνη κοινή στεριά με τον
υπόλοιπο κόσμο
Όσο πλουσιότερη η εισρόφηση
τόσο μεγαλώνει η μέθη
τόσο περισσότεροι οι συνδετικοί κρίκοι

Γλιστρούν στο βρεγμένο πλαστικό
καθώς καίγεται από τον λάβρο ήλιο
Η αρμύρα αποστειρώνει
μύτη και φάρυγγα
τα κουπιά μουδιάζουν με τα χρόνια

Όταν πια πάρουν τη μεγάλη απόφαση
να αφεθούν στην αγκαλιά του γαλάζιου
τραγουδώντας από τον βυθό του παρελθόντος
γητεύουν για πάντα
όσους περιπλανιούνται ακόμα στη γη

 

ΑΥΤΟΑΠΟΜΟΝΩΣΗ

Ρωγμές παντού
Πρόχειρα μπαλώματα
Εξουθενωτικά μερεμέτια
Μυστρί η κατανόηση
Φουλτάκες στην ψυχή
Σώμα αποδυναμωμένο
Στρόβιλοι λόγια
Ροζιασμένο μυαλό

Χωρίς εδώ
Άγαμοι θύται!

 

.

 

ΡΕΤΑΛΙΑ (2020)

 

Ο ΜΟΔΙΣΤΡΟΣ

Με επιδέξια χέρια
ξετυλίγει τόπια ύφασμα
κόβει ολόισια τις αναμνήσεις
πετάει τα παλιά του υπογείου
που ’ναι φτηνότερα
μουχλιασμένα εδώ και χρόνια

Μου ράβει σάβανα
από του ισογείου
να είναι σίγουρος
πως όσοι έρθουν
για τον τελευταίο ασπασμό
να με αναγνωρίσουν
να με θυμούνται αγέραστο.

ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Μπαινοβγαίνει ο ήλιος στα κλαδιά
όπως ολοένα μπλέκονται εμπρός στον καθρέφτη
— Με πονά στα μάτια η αντανάκλαση
Στη σκοτεινή πλευρά το εγώ, αντίκρυ εσύ
είδωλο κι απωθημένο
με ψάχνεις με την αφή
Σαν εσωτερικό φυτό αναρριχάσαι
γύρω από την κορνίζα
που με κόπο κόλλησα
για να μην δραπετεύσω.

Όσα οι άνθρωποι και οι περιστάσεις
δεν μ’ αφήναν να ξεστομίσω
πήραν οριστικό περίγραμμα
Άνοιξαν οι σάρκες μου
οι λέξεις έπαψαν να σβήνουν
πριν καν σχηματιστούν
Βρήκαν τον δρόμο οιακίζοντας
τους θεατές και τη θανή μου
Καταπάτησαν κάθε εντολή
απίστησαν, βούλιαξαν
αποκάλυψαν στο υπερεγώ
τη φαντασίωση για ελευθερία.

 

ΑΕΡΙΚΑ

Στον γιο μου

Γράφω με ανώνυμα στυλό
κρατώντας τα αντισυμβατικά
Μικρός δεν έκανα ασκήσεις εργοθεραπείας
είναι καινούρια μόδα.

Ισορροπία σε δοκό
επίσης δεν δοκίμασα
μόνο στις άκρες
σε νεόδμητα μπαλκόνια
πριν τα στολίσουν κάγκελα
Ευτυχώς από κάτω
είχε κουμούλες άμμου για το χάρτσι.

Δεν πήγα για αναρρίχηση
μπάντμιντον ή τέχνες του πολέμου
Ολημερίς έπαιζα κυνηγητό τα καλοκαίρια
κρυφτό στο φως της μέρας
κι άκουγα παραμύθια απ’ τον παππού
για φίδια και φαντάσματα.

Σήμερα γι’ αυτά θα σου μιλήσω
με γράμματα δυσανάγνωστα
χωρίς αυτοάμυνες
χαρακτηριστικά ανισόρροπος
που δεν πατώ σε άλλους
για να σκαρφαλώσω.

Τριγύρω μας ας σφυρίζουν ερπετά
και φτερωτά μπαλάκια
εσύ να ονειρεύεσαι αερικά διαβάζοντας
τους στίχους που σου γράφω.

 

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΙΜΟΙ

Τα μεταλλικά κουφάρια μας
σ’ απόμερες μάντρες
μελλοντικά θα καταλήγουν
Σε νεκροταφεία λαμαρίνας
δίχως σταυρούς, καντήλια με
παραφινέλαιο και φωτογραφίες.

Ρακοσυλλέκτες αφού τα
απαλλάξουν από βιονικά μέλη
μήτρες γυαλιστερές θα μας ξαναγεννούν
Μετάγγιση θα γίνεται το λάδι, το αντιψυκτικό
μαζί με τα εικοσιένα γραμμάρια
μιας φωτεινής ψυχής.

Στα άστρα θα ταξιδεύουμε
νυχθημερόν αφόρτιστοι
Σε οχήματα νοήμονα
με πλούτη διαγαλαξιακά
να ντύσουμε τους κυβερνώντες.

Δεν θα αναπαραγόμαστε
ανακυκλώσιμοι θα ζούμε
χωρίς αισθήσεις, έρωτα κι αγάπη
χωρίς παράδεισο και κόλαση.

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟΣ ΠΝΙΓΜΟΣ

Πιάνοντας πάτο αναπηδώ
Υπέροχη ψευδαίσθηση η άνοδος
Κλωτσώ τα πόδια στο νερό
Το οξυγόνο για ακόμη λίγο αρκεί
Λίγο ακόμη και φτάνω στην επιφάνεια

Το στήθος ολοένα φουσκώνει
Πάλλονται η καρδιά κι οι φλέβες στο λαιμό
Χτυπώ πια τα χέρια
Μα το γαλάζιο ξεμακραίνει
Νιώθω το αίμα ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι
Μουδιάζω από τα νύχια προς την κορφή

-Άρχισε η κάθοδος

Πάλι θα κάνω γκελ στον πυθμένα
Μπαλάκι από καουτσούκ
Του ενός ευρώ η ψυχή μου.

Σπίτια δίχως αυλές
Τετράγωνα οικοδομικά φέρετρα
με πυλωτές νεκροταφεία
ελεφάντων από λαμαρίνα
Μπαλκόνια σε ευθείες
που δεν τέμνονται
διακεκομμένες γραμμές
που τις χωρίζει κάθε τόσο
ένα μέτρο αέρα.

Εκεί καταλήξαμε
να παίρνουμε τον απογευματινό καφέ
κοιτώντας τα σάπια βύσσινα
από τα δέντρα που δεν ραντίσαμε
που δεν μπολιάσαμε με τα κλαδιά του γείτονα.

Πότε ανεγέρθηκαν
τα τέρατα των παραμυθιών
στις αυτοσχέδιες πλατείες, στις αλάνες
Πότε πεθάναμε
μαζί με τις βυσσινιές στα πεζοδρόμια
δεν καταλάβαμε.

 

ΠΑΡΩΝΥΧΙΔΕΣ

Με ματώνει το άγγιγμα του κορμιού
καθώς περνά απ’ το μυαλό
ότι λατρεύτηκε από άλλους
παρωνυχίδα οι θύμισες
σκλήθρες φιλιά εισχωρούν κάτω από το δέρμα
δάκρυα δικά μου ο ιδρώτας τους
θύελλα οι αλλότριες ανάσες στο μυαλό

Η τρικυμία κοπάζει σαν καθρεφτίζομαι στις κόρες
στο σκοτεινό τους χρώμα
όταν βυθίζεται η ματιά
το παρελθόν εξαϋλώνεται
σφαίρα καυτή φωλιάζει το μέλλον
στις πλεξούδες των μυών
ανεβαίνει τους τένοντες του λαιμού
εκρήγνυται στους νευρώνες.

 

Η ΣΙΩΠΗ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ

Μυρίζω την καταιγίδα
Βλέπω τις αστραπές πίσω από τα μάτια
ακούω ετεροχρονισμένα τις βροντές
Μετρώ τα δευτερόλεπτα
μειώνονται μεταξύ φωτός και ήχου
καθώς πλησιάζει

Ανήμπορος ν’ αντισταθώ
συνεχίζω να στέκομαι καταμεσής της πλατείας
μ’ ένα κομμάτι χαρτί στο χέρι
να την ζωγραφίζω καθώς ξεσπά
Κι ας σβήνει μουλιάζοντας
η μικρογράμματη αφιέρωση κάτω στα δεξιά.

 

Η ΣΥΖΥΓΙΑ

Άσπρε μου εσύ χαρταετέ
που αστέρια σέρνεις στην ουρά σου
φέξε τον δρόμο της ξανά
όπως στα σχολικά μας χρόνια.

Κοντόθωρα έσκαβα τον λάκκο μου
όχι πως δεν βοήθησαν κι οι άλλοι
Πάριο μάρμαρο μου διάλεξαν
μπουζάτο
Τον ήλιο αντανακλώντας
δροσίζομαι στον ίσκιο του.

Σε κάθε συζυγία σας καρτερώ
την Γκιόνα μου να φέρεις
πάνω στα πεύκα
ν’ ακούσω τη φωνή της.

 

ΣΤΗΝ ΑΠΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Κοιμάται η σάρκα
με τα μάτια ανοιχτά
Όταν χαθεί κι αυτός
τι θ’ απομείνει;
Ένας λευκός ήχος δίχως όνειρα
σε ολόλευκο κελί.

Μ’ έναν μανδύα ασορτί
δεμένη πισθάγκωνα
αναδίνοντας σαπίλα
θα ομολογήσει
τη ματαιότητα τούτης της ύπαρξης

 

ΑΡΓΟΠΟΡΗΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Κύματα υφάλων σμίλευσαν την αλήθεια
στον βράχο της μορφής σου
Κάνω πως πιστεύω όσα μου λες
την καθυστερημένη εφηβεία
να μην διαταράξω
Βγάλε πάνω μου τα απωθημένα
που δεν τόλμησες να ξεστομίσεις.

Είναι καιρός ν’ απαλλαγούμε από ταμπού
να ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις
Το σώμα μου προσφέρω
ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν
για την ερωτική σου επανάσταση.

 

ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Κοιτώ την ημερομηνία λήξης
Ανοίγω το κουτί, το μπλίστερ
την πιάνω με τα δόντια, με περίσσια προσοχή
η πίκρα μην αγγίξει τα χείλη ή τη γλώσσα
Την πνιγώ σε μια γουλιά νερό και την κατεβάζω
σχεδόν ανέπαφα
Χρόνια η θεραπεία, αποδεικνύεται αναποτελεσματική
Διαβάζω ξανά τη συνταγή:
«Αντίδοτο μοναξιάς»
λαμβάνεται ένα πρωί, ένα βράδυ
μετά φαγητού.

Ο έρωτας πάντα περνά από το στομάχι.

 

Η ΜΟΥΣΑ

Κόρη που έρχεται και φεύγει
σαν πληρωμένη εταίρα
προαισθάνεται λες
πότε την έχεις ανάγκη
κι αφήνει να αναρωτιέσαι
αν υποκρίθηκε πριν χαθεί.

Μη γυρνάς στη Συγγρού
διαλέγοντας μισοφόρια
placebo για στυτική δυσλειτουργία
Πίσω από σβηστά φανάρια
ανάμεσα στα πόδια και το τιμόνι
σε αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα
την ηδονή δεν θα βρεις.

Στο πετσί του ρόλου χωμένη
θα ’ρθει από μόνη της πάλι
σαν πόρνη χωρίς μαστροπό
την εκσπερμάτιση να χαρίσει
δίχως ν’ αγγίξει το δόλωμα
στο κομοδίνο.

.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(Απόσπασμα)

Η ποιητική συλλογή «Ρετάλια» του Πασχάλη Κατσίκα, δεύτερη κατά σειρά έκδοσης, επί της ουσίας θέτει οριστικό τέλος στον πρώιμο πειραματισμό της πρώτης περιόδου προσδίδοντας χαρακτήρα και ταυτότητα στον ποιητικό του λόγο. Πλέον, χειρίζεται τα ζητήματα έκφρασης όχι υπό τη σκέπη μίας συναισθηματικής αφήγησης πρώτου βαθμού με αφετηρία την αυθόρμητη καταγραφή, αλλά εισάγει την έννοια του συγκεκριμένου μέσα από τον συνεκτικό δεσμό της συνειδητής επεξεργασίας εικόνων και θεμάτων. Πράγματι, τα ποιήματα τα οποία δημοσιεύονται στην εν λόγω συλλογή
διακλαδώνονται σε δύο επάλληλα επίπεδα.

Αντώνης Χαριστός

 

.

ΤΕΤΑΡΤΗΜΟΡΙΑ (2019)

ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΑΛΩΝ

Ξεπέφτοντας στο χαμηλότερο σημείο
στην επιφάνεια της γης
σε συνάντησα
Στην Ασφαλτίτιδα λίμνη
να χαρίζεις την αρμύρα των δακρύων σου
λες και την είχε ανάγκη

Υδάτινος όγκος, αφιλόξενος
δύσοσμος, βαριά τα κύματά της
Παντελής έλλειψη ζωής
τι δυνατά κι αν κλάψεις
άλλος κανείς δεν θα σ’ ακούσει

Κράτα τη φούχτα μου σφιχτά
αδύνατο να βυθιστούμε
τίποτε να μην σε αναταράσσει
Τη Νεκρά Θάλασσα διασχίζοντας αλώβητοι θα βγούμε
θεραπευτικό το ταξίδι

Ιαματικό λουτρό στις ψυχές μας κάναμε
ξεπλένοντας τη λάσπη στην εξομολόγηση
Τα σώματά μας ελαφρύτερα
στα ευεργετικά νερά της επιπλέουν

Μην θλίβεσαι άλλο
τα απόκρυφα μυστικά των παπύρων της κατέχουμε
ο χάρτης για τη Γη της Επαγγελίας
ξεδιπλώνεται εμπρός μας.

 

ΔΩΜΑΤΙΟ 712

Η φαντασία παράλογες εικόνες γέννησε
Ασυμπτωματική ασθένεια η ζήλια
συχνά φωλιάζει στην καρδιά
Ύπουλο ανεύρυσμα στο αορτικό
τα λάθη του παρελθόντος

Διακομισθείς συντριπτικό κάταγμα διεγνώσθη
στην ανιούσα αορτή
πίσω απ’ το δεύτερο πλευρικό χόνδρο

Παχύρευστη, ερυθρά
πλούσια σε οξυγόνο διοχετεύθηκε η αγάπη
την ουσία της ύπαρξής μου απλόχερα στην πρόσφερα

Η διάταση των τοιχωμάτων μιας σχέσης
νόσος εκφυλιστική
Ο φθόνος τη ρήξη τους μπορεί να επιφέρει
με πιθανά θανατηφόρα αποτελέσματα.

 

ΒΕΡΟΝΙΚΑ 612

Πεταλούδες που ξεχύνονται τα βλέφαρα
το ρόδο σαν ανθίζει των χειλιών

Καλύτερη στιγμή μου η ματιά όταν φωτίζεται
ζωογόνος ο ήχος απ’ το γέλιο της

Αρμύρα όταν γεμίζουν τα λακάκια
σε μια σταλαγματιά ο κόσμος φυλακίζεται

Αγγίζοντας τη μάζα μου θερμαίνεται
ακτίνες ηλιακές τα δάχτυλά της

Του Κρόνου δορυφόροι, προστάτες μου τα χέρια της
πολύχρωμοι δακτύλιοι κομήτες θρυμματίζουν

Αστέρι υπήρξα άφωτο στην τροχιά του ήλιου
ίχνος θραύσματος που δύσκολα εντοπίζεται

Ουράνιο σώμα άνθρακα ντυμένο με ηφαίστεια
κοπάδι χελιδόνια ο έρωτας, την άνοιξη χρωμάτισε

Του πλανήτη μου ρόδο μοναδικό στη γυάλα σ’ έκλεισα
τον εαυτό μου αγάπησα αγαπώντας σε.

 

ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ

Γαλήνια σαν τη θάλασσα που λιάζεται
ένα αυγουστιάτικο απομεσήμερο
παιδικά κάστρα τα στήθη της ξεπροβάλλουν
Χέρια και πόδια κύματα που χώνονται στην άμμο
Μάταια πασχίζει ο Γαρμπής
τα ξέπλεκα μαύρα φύκια να της κλέψει
στα άβαθα της ακρογιαλιάς

Σύννεφο ολόλευκο την παρατηρώ
βαρκούλες στέλνοντας τα φιλιά
στο ολισθηρό της δέρμα
Την έμφυτη ηρεμία ταράζω στους θύλακες
ώσπου να την ξυπνήσει η ανατριχίλα

Δόλιο σχέδιο καταστρώνω με τον ήλιο
Αυξάνοντας τη θερμότητα
θα την αναγκάσω να βουτήξει
για να απολαύσω τ’ αποτυπώματα
που σβήνουν στην αέναη παλινδρόμηση
του κύματος.

 

ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΟΛΙ

Σπασμένη χορδή
βαμμένη με αίμα
σε ξεκούρδιστο Στραντιβάριους

Η αγάπη

ήχος εκκωφαντικός
την ψυχή γρατζουνά
αναμοχλεύοντας τις θύμισες
καθώς σέρνεις το δοξάρι
στο κούφιο κορμί

Σε υπόγειο
αναπαλαιωμένου Ωδείου
φυλακισμένο
στη φθαρμένη θήκη
Τάφος ανήλιαγος
σε σωρό σκουπιδιών

Κόλλησε η μυρουδιά της μούχλας
στην σκονισμένη ταστιέρα
καρτερώντας το χέρι
που θα σε κάνει διακοσμητικό
σε τοίχο σαλονιού.

 

ΧΡΥΣΟΨΑΡΑ

Πόσο αγαπώ τη ζωή
Θεέ μου
Μέσα σ’ αυτή τη νάιλον φούσκα
τη γεμάτη γλυκό νερό
Που τα τοιχώματα συγκρατεί στην κορφή
μονάχα ένα λαστιχάκι

—Τόσο εύθραυστη
Όσο ληξιπρόθεσμη—

Αυτάρεσκα τα βράγχια ανοιγοκλείνω
φιλτράροντας το οξυγόνο
με προσοχή
Τόσο όσο
να μην ασφυκτιάς εσύ.

 

ΤΑ ΜΩΒ ΔΑΜΑΣΚΗΝΑ

Νιώθω τα πόδια να σαπίζουν
κρεμασμένα απ’ την καρέκλα στο μπαλκόνι
όπως τα μωβ δαμάσκηνα
που κείτονται στο χώμα

Κάθε τόσο κάποιο αποκολλάται
ο γδούπος με ταράζει
ξυπνώντας απ’ τον εφιάλτη της απραξίας
αναπηδώ στη θέση μου όπως αυτό στο έδαφος

Πιο πέρα το ίδιο συμβαίνει σ’ αχλάδια και ροδάκινα
αράντιστα έμειναν φέτος
απέτυχε η επικονίαση
Η αρρωστημένη σάρκα

εξαϋλώνεται

Όσο τα μάτια της δεν με κοιτούν σαν πρώτα
μένει μόνο να ονειρεύομαι
πως ο ελλειψοειδής πυρήνας
θα την κάνει να δακρύσει
για να ξαναβλαστήσω.

 

ΑΜΜΟΣ

Αυγουστιάτικα λικνίζεται γαλήνια στο γυρογιάλι
Κρυστάλλινη πάνω απ’ τις κιτρινόπετρες
μ’ αφήνει να δω καθάρια στα άβαθα
που ξεβράστηκαν τα κοχύλια της

Χαρούμενη για λίγο ακόμη θα την κάνει
το λάβρο φως του ήλιου
καθώς τριζοβολώ κάτω απ’ τα πέλματα

Όπου να ‘ναι έρχονται τα μελτέμια

Σκοτεινοπρόσωπη άλλη μια φορά
σε απύθμενα βάθη θα τα κρύψει
Αγριεύοντας θα αποτραβηχτεί
αφήνοντας τους κόκκους μου μπλεγμένους
σε κουβάρια μαύρα φύκια
που ρίχνει ξοπίσω της για δίχτυα

Τους χειμώνες πάντα θα στροβιλίζομαι
αλλάζοντας σχήμα
Ψιθυριστά θα καρτερώ στο ίδιο σημείο
όταν καλμάρει τον Ιούνη
να με ξαναδροσίσει.

 

ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΑΝΝΙΟΥ

Με ταχύτητα προβλεπόμενη
εξέρχομαι από το τούνελ
Στο πίσω κάθισμα δεμένος με ασφάλεια
σε οθόνη μόνος διασκεδάζεις
Πυρωμένες σκλήθρες στον αέρα
τρεμοσβήνουν τα φώτα της Καβάλας
Στο παρελθόν χρονοταξιδεύω
κάποιον Ιούνη τ’ Αη Γιαννιού

Γοργόφτερη η καρδιά
τα πόδια μου υψώνει πάνω απ’ τις φλόγες

—Κλαδιά μαζεύαμε όλο το απόγευμα

Ολόγυρα στο λιβαδάκι
θρόιζαν οι λεύκες
Στο κέντρο έστεκε ολομόναχη
καρποφορούσα η βυσσινιά
Για αρκετά χρόνια ακόμη
οι λαμπυρίδες την πλαισίωναν
πριν γίνει κι αυτή μπετόν
Από τις αδερφάδες της
στα πεζοδρόμια της γειτονιάς
πάντως πιο τυχερή
Αυτές στις δίμετρες φλόγες μας
χάρισαν τα κλαδιά τους
Τις αυλές τολμούσαν να λερώσουν
στα τέλη κάθε Ιούνη

—Βύσσινο του κουταλιού πάψαμε να τρώμε

Φευγαλέα ματιά σου ρίχνω
Αναγκαία η μοναχικότητα
όσο δεν γίνεται μοναξιά
Άραγε θα δεις ποτέ φωτιές του Αη Γιαννιού;

 

ΤΑΡΙΧΕΥΣΗ

Χαλασμένα τα παιχνίδια
βουβά κι ακίνητα
στην απουσία σου
Με οξειδωμένους πυρήνες
απ’ τις λιωμένες μπαταρίες
κείτονται στις γωνιές

Πλένω το σώμα μου
μετακινώντας το αθόρυβα
από μία θέση σε μιαν άλλη
Με κινήσεις ακριβείας
υπολογισμένες
το σηκώνω
το γυρίζω μπρούμυτα
το τοποθετώ ξανά ανάσκελα

Έντονη η μυρωδιά της φορμόλης
που ενδοφλέβια εγχέει η αντλία
σε ήχο υπόκωφο
μα αναγκαία
για να διακόψει την αποσύνθεση

Με χτενισμένο μαλλί
ροδαλά μάγουλα και λευκό
καλοσιδερωμένο πουκάμισο
φροντίζω να δείχνει όμορφο
στη σαρκοφάγο

Εκτός της παρουσίας σου
τα δεύτερα Σαββατοκύριακα
τίποτε δεν δύναται να ενεργοποιήσει
τους άλλοτε σπινθηροβόλους νευρώνες

Ούτε ο Έρωτας.

 

ΔΕΙΛΗ ΜΕΛΩΔΙΑ

Εσταυρωμένος
δίχως καρφιά κι ακάνθινο στέμμα
με μπρούτζινη ραχοκοκαλιά
πακτωμένη στο μάρμαρο

Ακονισμένο το δοξάρι στα χέρια
διχοτομεί ευλύγιστα το Γάμμα που σχηματίζουν
με πόδια που τέμνονται
αγγίζοντας πέλμα και μετατάρσιο

Το βλέμμα ακύμαντο
σε μάτια τρικυμιώδη
να χύνουν αρμύρα
σε αμάραντα νεκρολούλουδα

—Ακόμη εδώ

κι ας αναφλέγεται το λιβάνι στον οισοφάγο

Αδυνατώ να συνθέσω τις τελευταίες νότες
στις κουρδισμένες φλεβοχορδές
Της πιο δειλής μελωδίας
ακροατές
δεν θα σας καταστήσω.

 

ΚΙΡΚΗ

Ακολουθώντας τα πατήματα
στο ίδιο μονοπάτι της νιότης
θυμάσαι τη μυρωδιά της ρίγανης
Κρανιές, πουρνάρια, βράχια
μικρότερα φαντάζουν

Σου έδειχνε το πέρασμα
μετά τη γαλαρία
Όπου στενεύει το νερό
να δρασκελίζεις σου δίδαξε
αντίκρυ

Πιο κάτω η καμήλα πνίγηκε

Σήμερα το ποτάμι στέρεψε
Τα ίδια φράγματα
αυτοεξόριστους σας έστειλαν
Στην Πολωνία εκείνον
για τις ιδέες του
Στην κοινωνία εσένα
για τον έρωτα

Πώς θα μπορούσες
να μην του μοιάσεις
άλλωστε
το ίδιο φέρεις
ονοματεπώνυμο.

 

Σ’ ΕΝΑΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΝΗΤΟ

Απόκοσμος αντίλαλος
απ’ τα βιτρό
που κρούει ο άνεμος
στα μάρμαρα
καλύπτει το τιτίβισμα

Παρέα κρατώντας
στον κυρ Νίκο
ανώνυμα
χορταριασμένος κείτεται

Δυσδιάκριτος στο κέντρο
ριζώνει απάνω του
μπρούμυτα ο σταυρός
Καλυμμένος
πευκοβελόνες και κούρβουλα

Τριγύρω ημερομηνίες
επετειακές
συγγενών και φίλων
που τον λησμόνησαν

Από το άδειο
πλαστικό μπουκάλι του λαδιού
πώς να ξεδιψάσει
το καντήλι του

Άξαφνα ανακουφίζομαι

Πλάτος δυσανάλογο καταλαμβάνει
δεν είναι τελικά
όσο μόνος δείχνει.

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Κιτρινοπράσινοι
ξεχρωμιασμένοι τοίχοι
σαν άρρωστος μυελός
Ασθενικά γλυκιά
η νοητή οσμή
που τα σκυλιά ανιχνεύουν
Σε παγερή αίθουσα αναμονής
δυο κάτια
σ’ άβολα μεταλλικά καθίσματα
δίχως περιοδικά

Η γερόντισσα
αντίκρυ
με μάτια κατακόκκινα στα φτερά
όλα τα βλέπει
Με φίδι
δαυλό
και το κλειδί ενός άλλου κόσμου
οπλισμένη

Άγγελος ψυχαγωγός
Χθόνιος Ερμείας,
Χαρούν ή Βανθ;

Το ανώριμο λευκό σου αίμα
αδύνατον
λυτρωτική μετάγγιση να λάβει
Στην αναπηρική σε παρατηρώ
πίσω από μάσκα
να χαμογελάς στα εγγόνια
Ορός να γίνουν
εύχομαι
χημειοθεραπείας
την Άγια τούτη μέρα

Στην ονομαστική μου εορτή
για δώρο επαιτώ
απάνεμο να ‘χεις ταξίδι
Πενήντα ημέρες μετά
τη δεύτερη Ανάσταση
προσδοκώ
για να σε συναντήσω.

 

ΣΙΩΠΗΛΗ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

Για ένα χρόνο γίναμε σύντροφοι
τόσο διήρκεσε η παρουσία σου
Ό,τι κι αν άγγιζα σε ένιωθα
τα πάντα είχαν τη γεύση σου
όποτε κοίταζα τριγύρω ήσουν πλάι μου
Το ανεπαίσθητα γλυκό σου άρωμα
έπιαναν μόνο του Άργου τα ρουθούνια

—Αμίλητη
Μελαγχολική
Βλοσυρή—

Τα μαύρα φόρεσα να σου μοιάζω
Τον καρπό μου στέρησε η φιλία σου
τις ρίζες κόβοντας
μάρανε τα κλαδιά
Πάνω που σε συνήθισα με εγκατέλειψες

Απρόσκλητη
κάπου αλλού χαρίζεις σήμερα τη λύπη
Σίγουρα κάποτε θα επιστρέψεις
είσαι ευπρόσδεκτη
αφού μου δίδαξες

Να ζω

το κάθε δευτερόλεπτο.

 

ΚΥΚΛΟΣ

Το ισχυρότερο των γεωμετρικών σχημάτων
κανείς δεν μπόρεσε να τον εγκλωβίσει
σ’ ένα τετράγωνο

Ο όφις που τρώει την ουρά του
Το φωτοστέφανο που αιωρείται
τόσο παράδεισος όσο και κύκλος
Καμπύλη δίχως αρχή ή τέλος
δρόμος που οδηγεί στην αιωνιότητα

Το οκτώ του απείρου ένας κύκλος,

—πανίσχυρος λημνίσκος

θήλυ και άρρεν ταυτοχρόνως
που αγγίζει την τελειότητα
Ξαπλώνοντας να γονιμοποιηθεί
συστρέφεται
τέμνοντας το περίγραμμα στο κέντρο
Γυρεύει να πολλαπλασιαστεί σαν μιτοχόνδριο

Σπείρα η ζωή

ομόκεντροι κύκλοι
που διαρκώς το κέντρο τους μετατίθεται
εμπρός
δίχως να σταματά
συνεχίζεται
πιο πέρα ακόμη κι απ’ το θάνατο.

 

ΑΤΕΛΗΣ ή ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ;

Θρηνώ
γιατί αδυνατώ να επιστρέψω
στα παιδικά μου χρόνια

για τους ανομολόγητους έρωτες
που άφησαν απωθημένα
κι όσα δεν τόλμησα

Θρηνώ
για τη γενέτειρα της Δημοκρατίας
που η ομορφιά
ήταν ανέκαθεν η κατάρα της

για τα άνεργα παιδιά
που θα κληθούν να ξεχρεώσουν
το τέλος

Θρηνώ
για τα αγέννητα
που η άμβλωση τους στέρησε την ευκαιρία
ν’ αλλάξουν τον κόσμο

για εκείνα που πριν αντρωθούν
τα παίρνει ο πόλεμος

Ολάκερη η ζωή μία εξόδιος ακολουθία

Χαίρομαι
που ήρθε η ώρα να με θρηνήσουν.

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΚΛ

Πίσω από φιλιστρίνι είχα, ανέκαθεν,
την αίσθηση πως παραμόνευα το μέλλον.
Ένας αγοραφοβικός τουρίστας κλειδωμένος στην καμπίνα του.
Άφηνα άλλους καπεταναίους
να οιακίζουν το σκαρί της μοίρας.
Κώφευα στου καμαρότου τα χτυπήματα,
στα επαναστατικά σήματα που έστελνε
ο ασυρματιστής με τον άνεμο.
Μαύρη φιγούρα έγινα στο πλοίο,
με το φεγγάρι να φωτίζει μόνο την πλάτη μου.
Στο τέλος της παράστασης, όταν
οι μούτσοι, οι μάγειρες και οι αξιωματικοί υπηρεσίας
μου κόψουν το κεφάλι,
θα συνεχίσω το βάδισμα πίσω απ’ τον μπερντέ.
Κι η αντανάκλαση της θάλασσας θα εξακολουθεί, μάταια, να
κυματίζει στο μονόκλ φιλιστρίνι.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Ξεκουράζεται μόνο πριν ξημερώσει.
Στην τροχιά του ήλιου σηκώνεται
να οχυρώσει τους δρόμους με το κορμί της.
Πιάνει στα χέρια τσουγκράνες και τσάπες,
ξεβοτανίζει κυβερνώντες,
απολυμαίνει τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα.
Περίστροφα αδειάζει που απειλούν το μέλλον,
φτύνει κατάμουτρα ροπαλοφόρους,
στέκεται ατάραχη εμπρός στο εκτελεστικό,
βυζαίνει φωτιά τους φοιτητές.
Κι αν της ανάβουν χίλια κεριά οι ακαδημίες φασιστών,
πάλι ξυπνάει γκαστρωμένη, αφού
έχει πλαγιάσει με τα συνθήματα στους τοίχους.

monocleread.gr

 

ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑΤΑ

Γυαλιστερό φωσφορίζει το δέρμα σου

μες την πιλάτια λεκάνη. Δυο εξουθενωμένοι σκάπουλοι

με πτερύγια τους αντίχειρες, κολυμπούν στην αδικία.
Σε θάμνους αγκαθωτούς, ανάμεσα σε πέτρες και βράχια,

ξένοιαστα διέγραψες το έλεος απ’ την καρδιά,

δεν πότισες με τρυφερότητα τα λόγια.
Τώρα πια, ξένα μάτια σβήνουν στα δικά μου,
ξένα τα χέρια μου σταυρώνονται μακριά το ένα από το άλλο.
Μέσα στην τόση αλλοφροσύνη ανατριχιάζουν οι αυχένες στους
κρυφούς λυγμούς, πνίγω τα φτερουγίσματα της σπλήνας

στους ανεπαίσθητους ψιθύρους της εσπέρας.
Αδιάλλακτοι στο σπάραγμα και τα παρακάλια, το σούρουπο μαζεύονται
οι Ρωμαίοι, να διασκεδάσουν με τη συντριβή μου.

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Σαν ψάρι αναπηδώ πάνω σε δυο κόκκινα σύννεφα
μπλεγμένος στα βρόχια του ενός Θεού.
Κάθε Πάσχα, στη σκιά του θείου βρέφους
είμαι έτοιμος να αναρριγήσω με αναφιλητά.
Μεθυστικό το χαμομήλι, θροΐζει μαζί με

τις κίτρινες φλόγες στη λαμπριάτικη νύχτα.
Ξαπλώνω την ανάσταση στη ρίζα μιας τσουκνίδας,
σηκώνω τα βλέφαρα ψηλά,

το περίγραμμα της σάρκας χορεύει στο άγιο φως

πριν δώσω το αίμα μου.
Φαντάσματα που ταξιδεύετε στην αγκαλιά του,
γυρίστε στη γη, έστω τραυματισμένα.
Γυρίστε στη σκιά αυτού του μικρού παιδιού,
έστω πιασμένα σε μια κλωστή σιωπής.

paratiritis-news.gr

 

ΑΟΡΑΤΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

Αυξάνουν οι αόρατες επαναστάσεις στον Γολγοθά.
Τα ξερονήσια άδειασαν από αγκάθια και Χριστούς.
Άφωνα πουλιά ραμφίζουν τα σπυριά στο κορμί,
αδειάζουν τα σωθικά μου.
Θαρρούσα πως οι πρόκες στον σταυρό
δεν θα πωλούνταν μυστικά στους ξένους.
Η πατρίδα που μου έδωσε κεφάλι και καρδιά,
από λόγχη σε λόγχη, θα έφτανε κάποτε
να τρέχει χωρίς δεκανίκια.
Γέρασα ώσπου ν’ αντιληφθώ, πως οι αναστάσεις
είναι μακελεμένες από κοράνια κι ευαγγέλια.

FRACTAL

ΑΡΝΗΣΗ

Είναι κι αυτές οι παγίδες,
κάτι πλάκες μεγάλες με κόλλα από πάνω,
χωρίς ελατήρια, χωρίς κλουβιά, χωρίς βία,
που χρησιμοποιούμε για να απαλλαγούμε απ’ τα ποντίκια.

Έτσι λέμε, χωρίς βία.

Κάποτε βρήκα μία, είχε πιάσει κάτι μικρό σαν κάμπια.
Τη σήκωσα και είδα πως ήταν πόδι,
το πόδι ενός ποντικού που το μάσησε για να ξεφύγει.
Ο ίδιος πιο πέρα πέθανε από αιμορραγία.

Είναι κάτι παγίδες κόλλας,
θρησκεία, οικογένεια, πατρίδα,
απ’ τις οποίες δεν ξεφεύγεις αρτιμελής.
Μέχρι να το καταλάβεις η κόλλα έχει δέσει,

έχεις καθηλωθεί για πάντα.

Άραγε ένα ποντίκι ξέρει πότε ήρθε το τέλος;

Το κόσκινο

 

ΣΑΝ ΠΟΡΝΗ

Τα μάτια μου δεν τα γέννησε μάνα,
ρεμβάζουν με βλέφαρα μαλακά, τόσο ανέκφραστα,
που μερικοί νομίζουν πως τους κοιτά το άπειρο.
Το υπόλοιπο σώμα, από τον λαιμό και κάτω,
μια μπόχα αναδίνει από ψάρια τηγανητά
και μούχλα που συσσωρεύεται σε βρωμερούς φεγγίτες.
Τα πόδια ξιπασμένα απ’ την κλεψιά,
τα μαλλιά ταγγισμένα αφήνουν στα μαξιλάρια,
κι από τις δυο πλευρές, σταγόνες ελαιόλαδου.
Αναπνέω από ματαιοδοξία μόνο τις νύχτες που έρχονται οι αφέντες.
Κάνεις δεν μπορεί να με δει,
υψώνω ένα σεντόνι καθισμένη ανάποδα σ’ ένα σκαμνί.
Με έντερα πυρίμαχα, βελούδινο πρωκτό και μια μωβ λίμνη,
βουλιάζω βάρκες, μικρά ιδιωτικά αυτοκίνητα,
πυροβολώ την κάθε τριχωτή κοιλιά
που ποτέ δεν θα με παντρευτεί, ούτε θα μ’ αγαπήσει.

 

ΜΕΔΟΥΣΕΣ

Με τη σφεντόνα φεύγει ο χρόνος,
να θραύσει την αντηλιά
στα εκατό παράθυρα που κουβαλάς στις πλάτες.
Το ράμφος του βουλιάζει στο κύμα απ’ τα γυαλιά,
κρούει σιωπηλά στην αορτή.
Τρέχουν οι Μέδουσες σε σπίτι ξέσκεπο,
μελανιασμένοι οι πρόγονοι καρφώνονται στα παγκάκια.
Δεν έμειναν αγάλματα στις παιδικές χαρές,
μόνο ποντίκια να πριονίζουν τον ύπνο σου.

culturebook.gr

ΤΟ ΜΠΑΝΙΟ

Μόνος, σαν τρυφερό κλωνάρι απέναντι στην αφεγγιά,
με μια γεύση αθανασίας κολλημένη στη γλώσσα,
βρήκα τον πόνο που έθαψα τον περασμένο αιώνα.
Ένιωσα την ηδονή της τιμωρίας στα πέλματα,
ήμουν ο τελευταίος άνδρας με χώμα στο στόμα
και γαρύφαλλο στο πέτο, που έγδερνε τις φτέρνες του στον βυθό.
Έπλυνα τα χέρια και κάθισα στο τραπέζι,
ο πατέρας με μια παγωμένη κατάνυξη με κέρασε αγκαλιές.
Χόρεψα με τα ολόλευκα κρίνα στη γλάστρα,
τον φίλησα μ’ ένα άρωμα φτηνού κονιάκ στον αέρα κι έφυγα.

Άναψα την κίτρινη λάμπα πάνω από τον καθρέφτη,
βούρτσισα τα δόντια,
φόρεσα μαγιό και πήγα για μπάνιο ξανά
στον πάτο του Αχέροντα.

ΠΕΡΙΠΟΘΗΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Όταν σε έχασα, τυλίχτηκα με σελοφάν,
σαν πετρωμένο γλυκό σε συνοικιακό ζαχαροπλαστείο.
Κύλησε το σιρόπι μου από καρότσες
στους ακατάστατους δρόμους που τρίζουν όπως οι πολυσύχναστες προβλήτες,
πάνω μου έμεινε μόνο μία γλοιώδης οσμή πεπονιού.
Γέμισα με κίτρινα φύλλα τα ζεστά μαξιλάρια,
έβαψα τα κιγκλιδώματα του κρεβατιού με αρμύρα.
Σε πανηγύρια έτρεξα, με χειρομάντισσες και σαλτιμπάγκους,
να με συγκλονίσουν οι γλυκές κιθάρες του μέλλοντος.
Γύρω σ’ όλη τη θάλασσα και στις παιδικές χαρές
που περιβρέχουν τα μουδιασμένα μάτια μου,
καμία αστραπή δεν ηλέκτρισε τη διαφεύγουσα τρυφερότητα,
κανένα φως δεν αναδύθηκε
συγκρατώντας τα σύνορα του χειμώνα.

ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Δαμάσκηνο τα χρώματα της σημερινής ημέρας,
δεν ξέρω αν είμαι κερδισμένος από χειμώνες ή καλοκαίρια.
Στέκομαι για λίγο πλάι στη λίμνη,
ούτε ένα φύλλο πάνω στα δέντρα,
τούτος ο απρόσωπος αγέρας σαπίζει τις μνήμες.
Ο γούνινος μανδύας σέρνεται πίσω μου
μ’ έναν θόρυβο χαμένων ονείρων.
Φεγγάρια από οπαλίνα δεν με κρατάνε πια.
Απόψε που θα σε συναντήσω κάτω απ’ το μάρμαρο
θα είναι όλα αμόλυντα.

hartismag.gr

.

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

FRACTAL 19/12/2023

«Εκείνο το πουλί που παράγει ποιητές /έπαψε να κεντά το δέρμα μου /Δεν μιλά άλλο για τ’ όνομά σου /Τώρα συμμετέχει σε τηλεπαιχνίδια»


«Τα κόκκινα πουλιά» από τις εκδόσεις Δρόμων, είναι μια συλλογή ποιημάτων που αποτελείται από τέσσερις ενότητες: «Θλιμμένη λέξη. Οι προνύμφες. Τα κόκκινα πουλιά. Μια φορά κι έναν καιρό». Σε ένα σύνολο σαράντα επτά ποιημάτων.

Η ποίηση για τον Πασχάλη Κατσίκα, αποτελεί μία ιδιαίτερη μορφή έκφρασης της ψυχής. Μέσα από την ποίηση μπορεί να απελευθερώνει τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις εμπειρίες του, δίνοντάς τους σάρκα και οστά.

Οι στίχοι της ποίησης του μπορούν να εκληφθούν ως μια εξέλιξη των ανθρώπινων συναισθημάτων, να αποκαλύπτουν τις εσωτερικές μας σκέψεις και αναζητήσεις. Μέσα από τον συνδυασμό λέξεων, συμβόλων και αισθήσεων, καταφέρνει με το δικό του προσωπικό ύφος να δημιουργήσει έναν πανίσχυρο δεσμό μεταξύ του ποιητή και του αναγνώστη.

Στους στίχους του απεικονίζονται βαθύτερες στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης, έχοντας τη δυνατότητα να εκφράσει τα ανεξήγητα και τις αντιφάσεις που αισθανόμαστε. Με τον λυρισμό, τον πόνο, την αγάπη, τον ενθουσιασμό και τις ανατροπές που προκαλεί, η ποίηση του· σαν να οδηγεί τον αναγνώστη σε μια εσωτερική αναζήτηση και ανακάλυψη πτυχών του εαυτού του.

Οι φίλοι μου

Ο ζεστός αέρας /οι ακτίνες του ήλιου που σκορπάνε στις φυλλωσιές /το κομμένο χορτάρι /είναι οι φίλοι μου, κι εσύ /που νιώθεις την ανάσα μου /όταν ακινητούν οι σφυγμοί /Ας είναι μόνο μία λακκούβα στο μαξιλάρι /το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια

Είναι η ψυχή μας που μιλά μέσα από τις στροφές των ποιητικών λέξεων, διηγείται ιστορίες, εκφράζει συναισθήματα, με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται και εξιδανικεύει τον κόσμο γύρω του.
Η ποίηση για τον Πασχάλη Κατσίκα τού επιτρέπει να εκφράζει την αλήθεια της ψυχής και του πνεύματος του, με λόγια που περνούν πέρα από τα σύνορα της καθημερινής γλώσσας.

Με την ποίηση, ανοίγει παράθυρα να φωτιστούν με λέξεις και νοήματα νέοι δρόμοι που θα ακολουθήσουν βήματα και θα ερευνήσουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και υπόστασης.

Στα ποιήματα του Κατσίκα, μπορούμε να βρούμε παρηγοριά, ευχαρίστηση, έμπνευση και αλήθεια μέσα από τον κόσμο των στίχων του. Έτσι, η ποίηση του γίνεται ένα μέσο αυτογνωσίας και αυτοανάπτυξης, που βοηθά να κατανοήσουμε τον ίδιο τον ποιητή και τους άλλους.

Τα δώρα

Μία γυναίκα μου χάρισε ένα περίστροφο /κι ένα παιδί μια φυσαρμόνικα /Όποτε οπλίζει το περίστροφο /το άσπρο μου στόμα με πονά /Με μια κόκκινη ανάσα /παίζω τότε εξαίσια μουσική

Η ποίηση αποτελεί μια προσωπική υπόθεση του ποιητή, καθώς είναι ο τρόπος μέσω του οποίου εκφράζει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις εμπειρίες του. Δημιουργεί ποίηση για να επικοινωνήσει τη μοναδική του όραση και αντίληψη του κόσμου, καθώς και να μοιραστεί την προσωπική του αλήθεια και αισθητική με τους αναγνώστες.

Αναμειγνύει τις λέξεις, τις φράσεις δημιουργώντας εικόνες με έναν μοναδικό τρόπο, έναν νέο κόσμο που αποκαλύπτει τις προσωπικές του αναζητήσεις και ανησυχίες. Οι στίχοι της ποίησης του επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες ανάλογα με τον αναγνώστη, αλλά ο ποιητής παραμένει ο καθοδηγητής της ποιητικής εμπειρίας.

Απόψε

Δεν μ’ αγαπούν τα πουλιά /σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα /συντρίμμια γίνεται το ταβάνι /Ζητιανεύω τσουρέκια στον ουρανό /να χορτάσω το πεινασμένο φάντασμα /που δίχως πόδια /παίζει μιαν εξαντλητική φλογέρα

Η ποίηση του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσωπική ζωή του ποιητή αντανακλώντας τις εμπειρίες και τις γνώσεις του, αλλά μπορεί επίσης να αφορά και πιο γενικά θέματα και ιδεολογίες. Όπως και να ‘χει τα ποιήματα πάντα προέρχονται από την πνευματική του δυναμική και φέρουν αυτούσιο το προσωπικό του αποτύπωμα.

Το όραμα του ποιητή αποτελείται από ενδοτικά συναισθήματα, σκέψεις και αισθήσεις που μπορεί να είναι δύσκολο να εκφραστούν με άλλα μέσα. Τα ποιήματα του προσφέρουν έναν δημιουργικό χώρο για να ερευνήσει, να εκφράσει και να μοιραστεί τις προσωπικές του σκέψεις και συναισθήματα του.

Αδιαφορώ

Κανένα ματωμένο σεντόνι δεν μας ενώνει πια /Εκείνο το πουλί που παράγει ποιητές /έπαψε να κεντά το δέρμα μου /Δεν μιλά άλλο για τ’ όνομά σου /Τώρα συμμετέχει σε τηλεπαιχνίδια /Εισπράττει κίβδηλα βραβεία /κι ένα χορτάτο από εικόνες χειροκρότημα

Ως αναγνώστες, έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε και να ανταποκριθούμε σε αυτήν την προσωπική υπόθεση του ποιητή. Μπορούμε να εξερευνήσουμε τον κόσμο που δημιουργείται μέσα από τις στροφές και τις στίχους και να διαπιστώσουμε πώς η ποίηση του αντηχεί μέσα μας.

Στην τελική ανάλυση, η ποίηση ως προσωπική υπόθεση του είναι αυτό που την καθιστά τόσο μοναδική και προκλητική. Φέρει τη δική του φωνή και αναφορά στον κόσμο, και είναι αυτή η ποιητική προσωπικότητα του που κάνει την ποίηση του να ξεχωρίζει και να επηρεάζει τη σκέψη.

 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ

diastixo.gr 8/8/2023

Η ποιητική συλλογή του Πασχάλη Κατσίκα Τα κόκκινα πουλιά διαιρείται και την ίδια στιγμή συνέχεται από τέσσερις ομάδες ποιημάτων. Το πρώτο ποίημα της κάθε υποενότητας, σε διαφορετική γραμματοσειρά εκτύπωσης, μας εισάγει κάθε φορά στην ιδιαίτερη θεματική. Για το ποιητικό υποκείμενο η ζωή είναι «γράμμα ανεπίδοτο» βαλμένο σε μπουκάλι. Ονειρεύεται εκείνο το αραξοβόλι στα παράλια, το χέρι που, επιτέλους, θα απελευθερώσει το μήνυμα και θα ξορκίσει την αρχαία ανάγκη μας για σύνδεση με τον άλλον άνθρωπο. Εραστές, φίλοι, αγαπώμενοι και αγαπώντες, είναι εν δυνάμει αναγνώστες. Και την ίδια στιγμή οι αναγνώστες αποτελούν δυνητικά μέρος του ποιήματος. Σ’ αυτά τα δέκα ποιήματα, ολιγόστιχα όλα τους και αποφασισμένα να μεταδώσουν την εντύπωση μιας ήρεμης τεχνικής σιγουριάς, ο Πασχάλης Κατσίκας μοιάζει να αρκείται στα λίγα: «Ας είμαι μόνο μια λακκούβα στο μαξιλάρι/ το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια». Στην πραγματικότητα, αυτή η λακκούβα είναι η απόδειξη της ολονύκτιας παρουσίας. Η ποίηση εστιάζει στο βαθούλωμα που αφήνει το σώμα για να υπαινιχθεί ότι κάποιος ζέσταινε προηγουμένως τα στρωσίδια. Το βλέμμα του Κατσίκα αιχμαλωτίζει τα σημάδια και μας τα παραδίδει για μια νέα ερμηνεία. Έτσι, ο έρωτας «αγκυλώνει στην πραγματικότητα», η ομολογία του είναι εκείνες οι δυο λέξεις που συνοδεύουν «στα καλάμια το τιτίβισμα/ το σάλτο του βατράχου/ το ρίγος του ψαριού/ τον άσπρο ύπνο των νιφάδων», ακριβώς για να παραλληλιστεί η φυσικότητα της ανάγκης του με τον ήχο, την κίνηση, το ανατρίχιασμα αλλά και τη σιωπή του κόσμου που μας περιβάλλει. Κάποτε ο Κατσίκας γίνεται απρόσμενα ρεαλιστής, όπως συμβαίνει με όλους τους αθεράπευτα ρομαντικούς μόλις νιώσουν ότι το ερωτικό αίσθημα, η απελευθέρωση κι η έξαρση του σωματικού ρυθμού δεν είναι παρά μια τροποποίηση του αισθήματος του χρόνου. Κι ο χρόνος, ως γνωστόν, τελειώνει:

ΥΣΤΕΡΑ

Από τα σατέν βλέμματα/ Τα αιχμάλωτα χάδια/ Τα υγρά με απόκρυψη αποτυπώματα/ Τους ανεπιτήδευτους οργασμούς/ Ύστερα, στο αφιλόξενο ντους/ μισήσαμε τους εαυτούς μας.

Επιτρέψτε μου να πω ότι θεωρώ το συγκεκριμένο ποίημα ένα διαμαντάκι. Αποδίδει μοναδικά τη δεύτερη κατάσταση στην οποία παρουσιάζονται τα ίδια πράγματα, οι ίδιες πράξεις, όταν βγαίνουν από την παθιασμένη τους τροχιά και αντικρίζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τη γυμνή αλήθεια.

Τη δεύτερη ομάδα των 12 ποιημάτων προλογίζει ένα αινιγματικό ποίημα με τίτλο «Προνύμφες». Ο ουροβόρος όφις συμπλέκεται με τις προνύμφες, εκείνη την ξεχωριστή, νεανική μορφή στην οποία πολλά ζώα υποβάλλονται πριν από τη μεταμόρφωσή τους σε ενήλικα. Εδώ, η έκδυση του παλαιού δέρματος αποτελεί τόλμημα των «ονειροπόλων και των τρελών». Ο Κατσίκας υπενθυμίζει ότι κάθε μεταμόρφωση τρέφεται από τις σάρκες μας, κάθε μετάβαση ξύνει από πάνω μας το παλιό δέρμα σαν πληγή. Εμπνέεται από τις δημιουργικές αντιφάσεις του βίου, βλ. το ποίημα «Τα δώρα», επανέρχεται σε σύμβολα αγαπημένα, πεταλούδες, άνθη, καρχαρίες και εισάγει τα κοιμητήρια που θα καταλάβουν –τι ειρωνεία– ζωτικό χώρο του τρίτου μέρους. Το ποίημα «Αθάνατη εταίρα» είναι ένα από τα αγαπημένα μου της συλλογής. Αντιγράφω τους δυο πρώτους στίχους: «Η μέρα είναι για κελάηδημα/ η νύχτα για στεναγμούς και κούραση ενάρετη». Ο Κατσίκας επιφυλάσσει συχνά μέσα στα ποιήματα αποφθεγματικές διατυπώσεις και το κάνει μ’ έναν φευγαλέο τρόπο, λες και θέλει να δοκιμάσει αστραπιαία τον βαθμό της εγρήγορσής μας. Δύσκολα ο αναγνώστης γυρίζει την πλάτη σε κάποιον που αποκαλεί ενάρετο τον νυχτερινό, ερωτικό κάματο.

«Τα κόκκινα πουλιά» είναι το ποίημα οδηγός του τρίτου μέρους, απ’ όπου και ο τίτλος της συλλογής. Ιπτάμενες αποδείξεις ενός εφιαλτικού ονείρου, τα πουλιά συνωστίζονται σ’ έναν εχθρικό ουρανό, έναν αέρα που, καθώς το ποιητικό υποκείμενο εισπνέει, τον συνδέει αναπόφευκτα με την επώδυνη μοίρα του ονειρευόμενου. Εδώ βρίσκονται τα ποιήματα της συλλογής που φλερτάρουν περισσότερο με την τοπιογραφία του θανάτου. Για τον ποιητή, μόνον η σταθερή του υπόμνηση πιστοποιεί τον βαθμό της ανθρώπινης ζωντάνιας. Όταν οι άνθρωποι, στο ξεκίνημα της νέας μέρας, ευγνωμονούν ο καθείς τον Θεό του, ο Κατσίκας γνωρίζει ότι το οφείλει «στα γέλια των νεκροθαφτών/ πίσω απ’ το κοιμητήρι». Όποιος τα ακούει, δεν είναι νεκρός για πάντα. Δεν ξέρω αν η γειτνίαση με τα νεκροταφεία υφίσταται στην αληθινή ζωή ή είναι μια ποιητική επινόηση. Όπως και να ’χει, «τα τρομαγμένα κόκαλα», η πνιγηρή παραπομπή στα οστεοφυλάκια, οι «παλιές ταφόπλακες» που πάνω τους κανείς σκοντάφτει, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να διηγούνται ξανά και ξανά την αναπόφευκτη κατάληξη: «Το όνομα μόνο κ’ η ηλικία μας/ θα ζήσουν για πάντα στον Παράδεισο» λέει ο Κατσίκας και καταφέρνει να εγγράψει στη σπαρακτική αυτή διαπίστωση έναν τόνο πικρού γέλωτος. Και να πάλι η ικανότητά του να ατενίζει την ποιητική ιδέα στη γύμνια και την ακρίβεια των γραμμών της, να αφαιρεί λόγια για να ακουστεί βαθύτερα η ουσία, να διανύει αστραπιαία, με μοναδικό όχημα την ποιητική μεταφορά, χιλιόμετρα φιλοσοφικής θεώρησης: «Όλοι καταγόμαστε/ από ετοιμόρροπα κοιμητήρια/ δίχως παντζούρια/ Τόπος μας είναι εκεί/ όπου έχουμε την τελευταία μας ανάμνηση».

Το τέταρτο και τελευταίο μέρος της συλλογής ανοίγει μ’ ένα πεντάστιχο ποίημα αφιερωμένο στον γιο του. Ο Κατσίκας ομολογεί ότι κάθε εργαλείο, κάθε απόπειρα να συνομιλήσει ποιητικά με τον φυσικό κόσμο, τα δέντρα, τα νερά, τα χώματα, έχει σαν απώτερο στόχο την αέναη επικοινωνία με το παιδί του κι όταν ακόμη ο ίδιος θα έχει αποχωρήσει από τη ζωή. Όποιος έγραψε στα χώματα όσο ζούσε, αντιμάχεται προκαταβολικά τη σιωπή του τελευταίου χώματος που θα τον σκεπάσει. Πατρική απεύθυνση και συγχρόνως εξήγηση της ακατανίκητης έλξης που ασκεί στους ποιητές το παιχνίδι της έμπνευσης. Γιατί, τι άλλο είναι η ποίηση από την ελπίδα της νίκης επί των χωμάτων; Στο μεταξύ, ο γνώριμος καρχαρίας επανεμφανίζεται να τρώει κόλλυβο στον βυθό, το φίδι υπάρχει εκεί για να δαγκώσει, τα ρόδα διάγουν άοσμο βίο, το πουλί που παράγει ποιητές αποσύρεται από την ενεργό δράση. Ο αναγνώστης πιθανώς να νιώσει άβολα απέναντι σ’ αυτό που ο Ελύτης είχε περιγράψει ως «το θάρρος να επιχειρείς τους πιο απίθανους γάμους των στοιχείων του κόσμου». Όμως δεν είναι μόνο ποιητικοτεχνική η τάση του Κατσίκα να μοιράζεται μαζί μας μυστικά ασύλληπτα από τη λογική εποπτεία. Είναι κάτι πιο απλό. Ο σεβασμός των δυνάμεων και των ρυθμών της φύσης, η επιθυμία της παρατήρησής της κι εκείνη η παιδική, σχεδόν, απορία να μάθει από τι είναι φτιαγμένος ο παλλόμενος κόσμος της. Το ποίημα με τίτλο «Το παγοθραυστικό» διαβάζεται σαν παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά. Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα σκαρί που έπλευσε στις θάλασσες του κόσμου, γνώρισε των πιο εξωτικών νερών το βάθος και το χρώμα κι όταν η «αρμύρα έφτασε στο μεδούλι», νομίζω πως ο στίχος αυτός θα μου έρχεται ακαριαία στο μυαλό κάθε φορά που θα βλέπω γερασμένα πλοία, αποσύρθηκε σε απάνεμο καρνάγιο για να διηγηθεί τις περιπέτειές του στις άπειρες ακόμη και αταξίδευτες τράτες. Τίποτε εξωπραγματικό, τίποτε που να μην οδηγεί ευθέως στη σύνδεση της ρότας του παγοθραυστικού με τις διαδρομές του ανθρώπινου βίου. Παροπλισμένα παγοθραυστικά είναι και «τα αδιήγητα ποιήματα», τίτλος του 36ου ποιήματος της συλλογής. Κατακλύζουν το κεφάλι και τα χαρτιά του ποιητή, εκείνος τα «γηροκομεί» καθώς με το πέρασμα του χρόνου όλο τα διορθώνει κι όλο τα διαβάζει φωναχτά, μήπως και η διαρκής έγνοια του τα καταστήσει κάποια στιγμή αξιόπλοα. Αυτό που παραδίδει στους αναγνώστες είναι τελικά η ηλικία της αγωνίας του για τον βαθμό της απήχησής τους.

Τα κόκκινα πουλιά είναι μια γοητευτική συλλογή. Επειδή μετράει τα λόγια της. Και με τα ίδια αυτά λόγια, επιτρέψτε μου να σκαρώσω τον επίλογο του κειμένου. Ο Πασχάλης Κατσίκας εμπνεύστηκε τα συγκεκριμένα ποιήματα από τον αέρα που φυτεύει τραγούδια στα κλαδιά, από τον ήχο της βροχής καθώς στάζει στον τσίγκο της παιδικής ηλικίας, από τη συνομήλικη λύπη του, από την κοινή καταγωγή του έρωτα και του θανάτου, από την έχθρα του για ό,τι τον συγκρατεί, από το αιώνιο παράπονο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, αλλά, κυρίως, από την ομορφιά του κόσμου που πρόβαλε απροειδοποίητα μόλις γεννήθηκε ο θάνατος. Τα κόκκινα πουλιά φτερουγίζουν πάνω από τα κεφάλια όλων και μας το υπενθυμίζουν. Και η ποίηση του Πασχάλη Κατσίκα, ευτυχώς, ζει ανάμεσά μας.

 

ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Περιοδικό “Χάρτης” 52 Απρίλιος 2023

Λευκές φάλαινες και τυφλοί καρχαρίες που …ίπτανται, παραδείσια πουλιά και νυχτερίδες, ουροβόρα ερπετά, λύκοι και φτερωτοί άγγελοι είναι οι ένοικοι στο παράδοξο, γοητευτικό σύμπαν της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Πασχάλη Κατσίκα, Τα Κόκκινα Πουλιά. Τις νύχτες- κυρίαρχος σκηνικός χρόνος στον οποίο διαδραματίζονται τα περισσότερα ποιητικά γεγονότα- τα ετερόκλητα αυτά όντα συναντιούνται για να κατοικήσουν το υπερβατικό ποιητικό περιβάλλον.
Η πολύσημη ποιητική …πανίδα της συλλογής συνθέτει ένα σκηνικό εκρηκτικής πανδαισίας χρωμάτων και συμβόλων, που άλλοτε ανακαλεί τις ονειρικές αιωρήσεις του Marc Chagall, άλλοτε παραπέμπει σε πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, σε μια προσπάθεια να συγχωνευτούν και να «χωρέσουν» όλες οι οικείες, φιλικές, αγγελικές αλλά και οι εχθρικές, δαιμονικές δυνάμεις που φωλιάζουν κι αντιπαλεύουν μέσα μας, στον εαυτό μας, κι έξω, στον άλλον, στην ίδια τη ζωή. Κι ο ευαίσθητος ποιητικός στοχασμός, περιηγητής στο περιβόλι του Καλού και του Κακού, αναλαμβάνει με τόλμη να αναμετρηθεί με τα μείζονα, συλλογικά και διαχρονικά υπαρξιακά ζητήματα του κόσμου τούτου, τον έρωτα, τη μοναξιά, τον θάνατο.
Ο έρωτας είτε ως παρουσία είτε ως απουσία έχει δεσπόζουσα θέση στη συλλογή. Κάποιες φορές παίρνει τη μορφή άγριων ενστίκτων, που όσο κι αν ο ανθρώπινος πολιτισμός πάλεψε να τιθασεύσει, να ημερώσει και να εξευγενίσει κάτω από «σατέν βλέμματα», αυτά έχουν χαραχτεί με ανεξίτηλη σινική μελάνη στο γενετικό φορτίο του ανθρώπινου είδους. Δεν φαίνονται, αλλά παραμονεύουν και σαν «τυφλοί καρχαρίες» ξεχύνονται, απαιτώντας να χορτάσουν την ακόρεστη πείνα τους με σαρκοβόρους έρωτες:

Μια εξήγηση δεν μας δόθηκε
για τούτη την ακόρεστη πείνα
Πώς να χορτάσουμε τον τυφλό καρχαρία
με αρώματα λουλουδιών;
[…]
Με δόντια λαμπρά και κατακόκκινα
αφήνει αποτυπώματα στα μαξιλάρια
ξελογιάζοντας τον ύπνο μας
Δεν μας συμπονά, αν δεν σμίξουμε να γίνουμε ένα
Αν δεν φυτρώσουν στη ράχη μας τα φτερά του …
(«Τα σ’ αγαπώ»)

Άλλοτε, ο ζωοδότης αυτός θεός, σαν Ρωμαίος Ιανός στρέφει το πρόσωπο και παίρνει τη μορφή της απουσίας, της σιωπής, του κενού. Ενός μικρού θανάτου. Η ζωή με τη απαρέγκλιτη Ηρακλείτεια νομοτέλεια υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν μένει σταθερό, τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, όλα αλλάζουν, όπως οι εποχές. Έχει κι ο έρωτας τις εποχές του και οι πιο σκληρές είναι εκείνοι οι «Θλιβεροί χειμώνες» που …

Δεν τριγυρνούν πια στο κρεβάτι τα φιλιά
Κ’ οι πεταλούδες που έσπρωχναν
τα σώματα στον έρωτα
γίνονται νυχτερίδες να σκεπάσουν το φεγγάρι
(«Αδιαφορώ»)

Ο ποιητής ενδοσκοπείται κι επιδίδεται σε έναν επίμονο λόγο εις εαυτόν, προσπαθώντας να ταξινομήσει μέσα του την αταξία του κόσμου τούτου. Είναι φορές που οδηγείται στην οδυνηρή επίγνωση πως «ο καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο». Στο παρακάτω ποίημα που είναι αφιερωμένο στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, λυρικά θρηνεί ο ποιητής τη μοναξιά. Τη μοναξιά τη δική του, την ατομική και τη συλλογική…

Δεν βρήκα ένα κρεβάτι την έξαψη να κατευνάσω…
ολομόναχος μέσα σε ξύλινους τοίχους
χαράσσω το αιώνιο παράπονο …
όλοι εσείς που ξημεροβραδιάζεστε
στα δρομολόγια του πάθους
αφήστε τουλάχιστον ένα στεφάνι
στον τύμβο της δυστυχίας μου…
(«Άνθρωποι και ποντίκια»)

Ο θάνατος συνεχώς παρών, δεν παύει να υπενθυμίζει την παρουσία του: Τις νύχτες με ξεκουφαίνουν φτερά αγγέλων («Οι Αράχνες»).

Περιπλανιέμαι τα μεσάνυχτα
στον κήπο του Καλού και του Κακού,
Σκοντάφτω στις ταφόπλακες
Τ’ όνομα μόνο κ’ η ηλικία μας
θα ζήσουν για πάντα στον Παράδεισο
(«Ο κήπος του Καλού και του Κακού»)

Το ποιητικό υποκείμενο, όμως, φαίνεται να αποδέχεται ψύχραιμα και νηφάλια αυτή την συνθήκη …ζωής. Η επίγνωση του αναπόδραστου δεν αποστραγγίζει την επιθυμία της ζωής, δεν τον οδηγεί στον μηδενισμό, στον άγονο πεσιμισμό. Αντίθετα η προοπτική του θανάτου καταυγάζει την ζωή, την ανάγει σε αξία ανεκτίμητη μέσα από την εφήμερη ύλη της:

Απροειδοποίητα φάνηκε η ομορφιά του κόσμου / Μόλις γεννήθηκε ο θάνατος («Ο κλέφτης»).

Το ένστικτο και η επιθυμία για ζωή τον ωθούν να αναζητήσει άγκυρες, που υπενθυμίζουν κι επιβεβαιώνουν την έστω εφήμερη ομορφιά της. Στη σύντομη ζωή του ο άνθρωπος παλεύει, πολεμάει να γευτεί μια μικρή δόση αθανασίας, μια αστραπή αιωνιότητας. Η ικανοποίηση αυτής της αίσθησης έρχεται μέσα από την ύπαρξη και τη συνάντηση με τον Άλλο, με το Εσύ. Άλλωστε η εφήμερη, θνητή μας ύπαρξη αποτελεί ένα γεγονός, ένα γίγνεσθαι που είναι πάντα συν-ύπαρξη και μόνο στην αμοιβαιότητά του βιώνεται και αποκτά νόημα. Ο άνθρωπος ούτε θηρίο, ούτε Θεός.
Η στροφή και η απεύθυνση στο Εσύ, δεσπόζει σε αρκετά ποιήματα, αισθητοποιώντας την παρήγορη απαντοχή και τη δύναμη που παίρνει, για να αντέξει τις οδύνες που επιφυλάσσει το πεπρωμένο σε κάθε άνθρωπο. Το ποιητικό υποκείμενο, ευγνώμον για την αστραπιαία ευδαιμονία που γεύτηκε στη σπάνια συνθήκη της συναισθηματικής αμοιβαιότητας, σε αυθεντικές και ειλικρινείς ανθρώπινες αγκαλιές, διατηρεί μια γενναία ποσότητα πίστης που ανακουφίζει και θεραπεύει τον υπαρξιακό φόβο της ανυπαρξίας, της ανούσιας ζωής, δικαιώνοντας και καταξιώνοντάς την:

Χαίρομαι στον κόσμο τούτο
που’ χω μιαν άγκυρα
Αν δεν υπήρχες,
[…]
ίσως απλώς να ήμουν πνεύμα
που πέρασε στην ανυπαρξία
[…]
Μένω υπόχρεος που σ’ αγαπώ

Αν η ανοικείωση είναι θεμελιώδες ζητούμενο για την ποιητική γλώσσα, όπως υποστηρίζουν οι Ρώσοι φορμαλιστές, αν «το υλικό της Τέχνης πρέπει να είναι εξεζητημένο», ώστε να ακυρώνει τις αυτοματοποιημένες αντιδράσεις του αναγνώστη και να του δημιουργεί νέες εντυπώσεις και αντιλήψεις, να ανανεώνει τη ματιά του για τον κόσμο, αυτό είναι σίγουρα μια αρετή της συλλογής, καθώς πράγματι συνιστά ένα ανοίκειο, παράδοξο και δυσπρόσιτο τοπίο, που προκαλεί τον αναγνώστη να το χαρτογραφήσει αναγνωστικά και ερμηνευτικά.
Τα πλούσια σύμβολα και τα διακείμενα που αναδύονται μέσα από πολλά ποιήματα, προκαλούν αβίαστα τη συναισθητική ενεργοποίηση και μέθεξη του αναγνώστη στο ποιητικό σύμπαν, ενώ ταυτόχρονα τού δίνουν έναν ενεργό ρόλο, εφόσον τον ωθούν σε μια σύνθετη νοητική διεργασία νοηματοδότησης, που προαπαιτεί να ανασύρει από μέσα του προηγούμενες αναγνωστικές εμπειρίες σχετικά με το μυθολογικό και συμβολικό ή ψυχαναλυτικό φορτίο που κουβαλούν οι έμβιοι κάτοικοι του ποιητικού αυτού περιβάλλοντος, επιτρέποντας ταυτόχρονα την ερμηνευτική ελευθερία για ποικίλες προσλήψεις.
Οι ήχοι, οι τόνοι, η υφή των λέξεων, όλα επιμελώς επιλεγμένα, ώστε να διατηρούν έναν εσωτερικό ρυθμό, που άλλοτε βηματίζει, κουβαλώντας το άχθος και το βάρος του σημαινόμενου, άλλοτε …ίπταται πανάλαφρος παρασυρμένος απ’ την αιθέρια ύλη του. Τα ποιήματα της συλλογής ολιγόστιχα και σύντομα, ο λόγος λιτός, αφαιρετικός, εύστοχα οικονομημένος αλλά όχι οικονομικός, δεν στερεί τίποτα, δεν επιφέρει την παραμικρή έκπτωση στο επίπεδο του βάθους και της ουσίας των μεγάλων υπαρξιακών ζητημάτων με τα οποία αναμετράται.
Επίμονος εργάτης του λόγου, αναζητά με υπομονή και βάσανο την κάθε λέξη, γιατί ξέρει πως «για μια και μόνο λέξη, πρέπει να λιώσει χιλιάδες τόνους γλωσσικό μετάλλευμα» (Μαγιακόφσκι), προκειμένου να μεταδώσει το βάθος, την ένταση του συναισθήματος στον αναγνώστη. Η σχολαστική αυτή αναζήτηση απορρέει από μια βαθιά ανάγκη επικοινωνίας, πλησιάσματος, παρηγορίας, καθώς ξέρει πως η υπαρξιακή μοναξιά μόνο με την κατάφαση του άλλου ανακουφίζεται.
Αν τελικά ποίηση είναι «μια ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο» κατά τη γνωστή έκφραση του Ν. Βρεττάκου, τέτοια είναι και τα ποιήματα του Π. Κατσίκα, που φέρουν πάνω τους τραύματα και πληγές, τις δικές του και όλης της ανθρωπότητας:

Κι εγώ τα περιθάλπω με στοργή
Πρωί και βράδυ από μια δυνατή εκφώνηση
Μού έχουν συστήσει οι γιατροί
Τις λέξεις τους αλλάζω τακτικά
Προτού κακοφορμίσουν
Κι όταν πια είναι ικανά να εργαστούν
Λιγάκι πριν γεράσουν, σ’ εσάς τα παραδίδω
(«Τα αδιήγητα ποιήματα»)

Η ποίηση των Κόκκινων πουλιών είναι ένα γοητευτικό ταξίδι στα σκοτάδια και στις ξαστεριές της ανθρώπινης ψυχής, στις μεγάλες αλήθειες της ζωής. Μια ποίηση υπαρξιακή που ψηλαφεί με θάρρος τα σοβαρά ανθρώπινα ζητήματα, χωρίς, όμως, να απαισιοδοξεί, να μηδενίζει ή να απελπίζει, διατηρώντας σαν επωδό την παραμυθία που τόσο σοφά και μετρημένα κλείνει μέσα της σαν φάρμακο για τις πληγές που προκαλεί, η ίδια, η έστω εφήμερη, ζωή μας.

 

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Περιοδικό “Μανδραγόρας” 9/2/2023

Τα κόκκινα πουλιά αποτελούν την τέταρτη χρονολογικά ποιητική δουλειά του Πασχάλη Κατσίκα σηματοδοτώντας μια ιδιαίτερη στιγμή στην ποιητική του εξέλιξη. Πρόκειται για μια δουλειά, όπου ο ποιητής νιώθει πιο στέρεα τα βήματά του, αφού έχει πλέον κατακτήσει τους τρόπους και τα μέσα της ποιητικής του ιδιοπροσωπίας. Πρόκειται για μια συλλογή από σύντομα (ο Κατσίκας αγαπά τη μικρή φόρμα), πυκνά, απαιτητικά και υπαινικτικά ποιήματα που προ(σ)καλούν σε πολλαπλές αναγνώσεις. Η συλλογή, η όποια είναι αφιερωμένη στην αγαπημένη του ποιητή, Σοφία, διακρίνεται για τη σοφή και σαφή δόμησή της. Αποτελείται από τέσσερις ενότητες, οι οποίες ορίζονται αντίστοιχα από τέσσερα ποιήματα, των οποίων η στοίχιση γίνεται στο δεξί μέρος της σελίδας. Εδώ να σημειώσω και την χαρακτηριστική απουσία στίξης: εντόπισα μόλις 5 ερωτηματικά, 11 κόμματα και καμία τελεία!

Όπως συνήθως συμβαίνει στην ποίηση, στις πρώτες συλλογές (στην περίπτωση του Κατσίκα αυτό βρίσκει εφαρμογή κυρίως στα Τεταρτημόρια (2019) και στα Ρετάλια (2020]), κεντρική θέση έχει η εικόνα ως μέσο και ως θεματική σε μια προσπάθεια του δημιουργού να χτίσει, να συγκροτήσει το ποιητικό του σύμπαν. Στα κόκκινα πουλιά η εικόνα, δίχως να χάνει τον καταλυτικό της ρόλο, παραχωρεί το προσκήνιο στην αφήγηση. Τα ουσιαστικά και τα επίθετα υποχωρούν έναντι των ρημάτων και το ποιητικό υποκείμενο από παρατηρητής μετατρέπεται πρωτίστως σε αφηγητή. Έτσι, ενώ προηγουμένως το ερέθισμα που συνήθως κινητοποιούσε τη γραφή προερχόταν από την παρατήρηση του εξωτερικού κόσμου, τώρα η κίνηση είναι από μέσα προς τα έξω. Είναι αυτή ακριβώς η ψυχική κίνηση που σκηνοθετεί τον κόσμο, μεταβάλλοντας συχνά το αίσθημα σε αίσθηση. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «ΟΙ Θλιβεροι χειμώνες» (σελ. 15): «Δένουν με κάτι σύρματα τα χρόνια / εμπρός σ’ έναν καθρέφτη / με μαύρο μίνιο βάφουν τα μαλλιά / Όμως τα σύρματα σκουριάζουν / Μπαίνουν βαθιά στα μάγουλα / Δεν τριγυρνούν πια στο κρεβάτι τα φιλιά / Κι οι πεταλούδες που έσπρωχναν / τα σώματα στον έρωτα γίνονται νυχτερίδες / να σκεπάσουν το φεγγάρι».

Η μνήμη, ο έρωτας, ο θάνατος, το παραμύθι, η πτήση, η προσγείωση αποτελούν βασικές θεματικές της συλλογής. Ο ποιητής σε ήσυχους τόνους αλλά με γενναίες δόσεις ειρωνείας και χιούμορ διαγράφει τις λιγότερο ή περισσότερο φωτεινές και σκοτεινές τροχιές του στο ποιητικό του σύμπαν. Ενδεικτικό ως προς αυτό είναι το ιδιαίτερα αισθαντικό, γλυκό και πικρό συνάμα, τελείωμα του ποιήματος «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ» (σελ. 10): «Ας είμαι μόνο μια λακκούβα στο μαξιλάρι / το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια». Εδώ το ερωτικό αντικείμενο του ποιητή εισβάλλει στο ποίημα ως βλέμμα, ενώ το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο μεταβάλλεται σε ανάγκη, σε υποψία παρουσίας, όπως υποδηλώνεται από το ίχνος που αφήνει το βούλιαγμα του κεφαλιού στο μαξιλάρι. Πέρα από το παιχνίδι παρουσίας-απουσίας και την έμφαση στο βλέμμα ομολογώ πως ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα διαβάζοντας αυτό το δίστιχο, μια και ανακάλεσα στη μνήμη μου τον Ρωμαίο ποιητή Τίβουλλο, ο οποίος σε μια ελεγεία του κάνει μια παρόμοια αναφορά σε ερωτικά ίχνη στο κρεβάτι της αγαπημένης του (1.9.57 semper sint externa tuo uestigia lecto).

Όπως στις προηγούμενες συλλογές, έτσι και σε αυτήν, ο Κατσίκας επιφυλάσσει θερμή υποδοχή στον μύθο και το παραμύθι. Μορφές από την αρχαία ελληνική (όπως ο Σίσυφος) αλλά και την ετρουσκική μυθολογία (όπως η Βανθ) κρατούν παρέα στον κακό λύκο του παραμυθιού και τον Μικρό Πρίγκιπα, ενώ η τελευταία ενότητα της συλλογής σηματοδοτείται από το ποίημα με τίτλο «ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ» (σελ. 39), το οποίο αφιερώνει ο ποιητής στον γιο του (ενδεχομένως σε διακειμενικό διάλογο με το περίφημο ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη «Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια»). Παρ’ όλα αυτά,σε σχέση με την προγενέστερη χρήση της μυθολογίας από τον ποιητή που εστίαζε κυρίως στην επίκληση/χρήση μυθολογικών συμβόλων, τώρα έμφαση δίνεται στην παρηγορητική δύναμη του μύθου, στη μαγεία αλλά και την απαντοχή που προσφέρει το παραμύθι ως μέσο αντιμετώπισης της σκληρής πραγματικότητας. Το παραμύθι δεν είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να μιλήσει κανείς για τον κόσμο· είναι κι αυτό ένα ποίημα και ως ποίημα «απαιτεί» από εκείνον που το ακούει ή το διαβάζει να δείξει την απαιτούμενη πίστη στη μαγεία της κάθε δημιουργίας, της κάθε μυθοπλασίας. Κι όταν πάψει αυτή η πίστη, ο θάνατος (του δημιουργού) καραδοκεί, όπως διαβάζουμε στο τέλος του ποιήματος «ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ» (σελ. 41): «Μόλις αρχίσεις ν’ αμφισβητείς / της αλεπούς το παραμύθι / ας με δαγκώσει και το φίδι».

Ο θάνατος ρίχνει βαριά τη σκιά του στη συλλογή. Μάλιστα η τρίτη ενότητα της συλλογής, που ορίζεται από το ποίημα «ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ», επικεντρώνεται εξολοκλήρου σε αυτή τη θεματική. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ» (σελ. 33): «Δεν είναι τυχαίο που ζω πίσω από σταυρούς / Τις νύχτες με ξεκουφαίνουν φτερά αγγέλων / Μια μυρωδιά από λιβάνι τα καλοκαίρια φράζει / Αγγίζω καντήλια ηλεκτροφόρα / Μ’ άφωνο πένθος βιβλία συλλέγω / αμάραντα και χαρταετούς /όταν φοβούνται οι αράχνες / να λουφάζουν». Ο θάνατος σε αυτή την εκδοχή του δεν είναι αναιρετικός της ζωής. Κάθε άλλο. Αποτελεί μια άλλη διάσταση, μια άλλη κατάσταση, θα έλεγα καλύτερα, η οποία δε διαρρηγνύει, αλλά αντίθετα αποκαθιστά την επικοινωνία με τους αγαπημένους που έχουν φύγει από κοντά μας, όπως συμβαίνει στο ποίημα «ΡΑΝΤΕΒΟΥ» (σελ. 38), το οποίο είναι αφιερωμένο στον πατέρα του ποιητή.

Η συλλογή ολοκληρώνεται με δύο πολύ σημαντικά ποιήματα ποιητικής, «ΤΑ ΑΔΙΗΓΗΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (σελ. 44) και «Η ΓΡΑΒΑΤΑ» (σελ. 45), όπου ο ποιητής με μπόλικη ειρωνεία, αποστασιοποίηση, μακάβριο χιούμορ αλλά και στοργή θίγει ζητήματα που σχετίζονται με τη φύση, το περιεχόμενο και τη λειτουργία της ποίησής του. Τα ποιήματα, όπως και οι ποιητές, είναι ζωντανά. Ωριμάζουν, πληγώνονται, περιθάλπονται, εργάζονται, γερνούν, στήνουν παγίδες, ξεγελούν, εξασφαλίζουν αθανασία αλλά μπορούν να προκαλέσουν και θάνατο, είναι αθώα μαζί και επικίνδυνα.

Τα κόκκινα πουλιά του Πασχάλη Κατσίκα αποτελούν κατάθεση ώριμης ποίησης, που γνωρίζει καλά τα υλικά και τα μέσα της. Ο έρωτας, ο χρόνος, η επιθυμία, η φθορά, ο θάνατος, η παραμυθία της τέχνης αποτελούν ψηφίδες ενός ποιητικού συνόλου που ξέρει να ισορροπεί με μοναδικό τρόπο ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, ανάμεσα στον μύθο και την απομάγευση, ανάμεσα στην επιθυμία και τη διάψευση. Τα κόκκινα πουλιά του Πασχάλη Κατσίκα ξέρουν πώς να αποφεύγουν τις ξόβεργες της καλλιτεχνικής ευκολίας, ανοίγοντας τα φτερά τους για πτήσεις σε μεγάλα ύψη, ακριβώς επειδή έχουν βαθειά επίγνωση της χοϊκής καταγωγής τους και της διασύνδεσή τους με τη γη της ποίησης.

.

ΖΩΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 18/6/2022

Στην βιβλιοπαρουσίαση μου για τα Τεταρτημόρια, μια προηγούμενη συλλογή του Πασχάλη Κατσίκα, έγραφα:
«Πρόκειται εντέλει για μια ποίηση ώριμη και λυρικά εύστοχη. Μια ποίηση τολμηρή που προκαλεί συγκινήσεις και εντάσεις. Η υπαινικτικότητα και οι χαμηλοί τόνοι αναδεικνύονται για άλλη μια φορά σε βασικούς όρους της γλωσσικής και εικαστικής εκφραστικής δύναμης του ποιητή. Η ειλικρίνεια των συναισθημάτων, η δύναμη και η ένταση του ποιητικού λόγου, πάνω από όλα το εναγώνιο αίτημα για μια γραφή απαλλαγμένη από παροξυσμούς και λογοτεχνικούς καθωσπρεπισμούς τοποθετούν τα «Τεταρτημόρια», αν και πρωτόλειο, στο επίκεντρο της σύγχρονης ποιητικής γραφής στην Ελλάδα. Τα Τεταρτημόρια εμφανίζουν μια νέα και τολμηρή ποιητική γραφή, περιμένω με ενδιαφέρον να δω την εξέλιξη.»
Γράφω, λοιπόν, εδώ σήμερα για την εξέλιξη αυτή, για τα 37 ποιήματα που περιλαμβάνονται στα Κόκκινα πουλιά του Πασχάλη Κατσίκα, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2022 από τις καλαίσθητες εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ, με την ακουαρέλα του πρόωρα χαμένου Γιάννη Δημητράκη στο εξώφυλλο. Τολμώ να πω πως η εξέλιξη μάς έχει δικαιώσει όλους στις αρχικές μας προσδοκίες. Η νέα αυτή ποιητική συλλογή, πιο ώριμη γλωσσικά, πιο δεξιοτεχνική ποιητικά, πιο διευρυμένη θεματικά, πιο δεμένη λειτουργικά έρχεται να αναδείξει ένα νέο, ανανεωμένο, πιο βασανισμένο και κατασταλαγμένο ποιητικό εγώ και να μας μεταφέρει με τα κόκκινα φτερά των πουλιών σε ενδιαφέροντες ποιητικούς χώρους και τόπους.
Θα ξεκινήσω με τον αγαπημένο ποιητικό χρόνο του Κατσίκα. Που είναι η νύχτα που αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο υφαίνει πολλά από τα ποιήματα της συλλογής ο ποιητής όπως ΤΑ Σ’ΑΓΑΠΩ, Τ’ ΑΧΝΑΡΙΑ ΣΟΥ, ΟΙ ΠΡΟΝΥΜΦΕΣ, ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ, ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ, ΤΟ ΦΩΣ, Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, Η ΓΡΑΒΑΤΑ.
Νύχτες που είναι ζοφερές, γκρίζες γεμάτες όνειρα, οικειοθελείς πτήσεις, θαλάσσια ερπετά, παραληρήματα κόκκινων πουλιών και φτερά αγγέλων.

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ
Μια ζοφερή νύχτα ονειρεύτηκες κόκκινα πουλιά
μέσα σε παραλήρημα
σκέπασαν άξαφνα με κρότους έναν ακάνθινο ουρανό

Από τότε κοιμάμαι μ’ εκείνα τ’ αγκάθια
καρφωμένα στον φάρυγγα
ουρλιάζω στα φλαμίνγκο σου ν’ αποδημήσουν

Βασικό θέμα και αυτής της συλλογής ο έρωτας, παρών ήδη από το πρώτο ποίημα. Ένας έρωτας που προσωποποιείται (Κοιμάται ο έρωτας στην άμμο/ ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΛΕΞΗ, σ. 9) ή αναπαρίσταται μεταφορικά ως νόστιμο έδεσμα (Αν δεν καταβροχθίσουμε μαζί τουλάχιστον ένα σ’ αγαπώ/ ΤΑ Σ’ΑΓΑΠΩ, σ. 13). Ένας έρωτας άλλοτε σαρκικός και γεμάτος ηδονή (Ύστερα από τα σατέν βλέμματα/ τα αιχμάλωτα χάδια/ τα υγρά με απόκρυψη αποτυπώματα/ τους ανεπιτήδευτους οργασμούς/ ΥΣΤΕΡΑ, σ. 14), άλλοτε υπαινικτικός (Ας είμαι μόνο μια λακκούβα στο μαξιλάρι/ το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια/ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, σ. 10), άλλοτε εξομολογητικός (Ευτυχώς με αγκυλώνεις στην πραγματικότητα/ μένω υπόχρεος που σ’ αγαπώ/ ΑΓΓΙΣΤΡΟ, σ.11), άλλοτε αισθαντικός (Όσο κι αν νίφτηκα/ η νοητή οσμή δεν λέει να ξεθωριάσει/ ΤΟ ΑΡΩΜΑ, σ. 12)
Με αφορμή το ποίημα αυτό να σχολιάσω ότι παρούσες στη συλλογή είναι όλες οι αισθήσεις, επιτείνοντας το λυρικό αποτέλεσμα μα ξεχωρίζει η όσφρηση και η ακοή: Και ας ξεκινήσω με την όσφρηση την εντονότερη από όλες τις αισθήσεις. Λένε ότι οι οσφρητικές μνήμες αποθηκεύονται σχεδόν αυτούσιες στα δεδομένα του εγκεφάλου. Επομένως, οι αναμνήσεις που συνδέονται με μυρωδιές είναι πιο ξεκάθαρες στον ανθρώπινο νου και διεγείρουν πιο έντονα συναισθήματα στο άτομο. Διαβάζουμε στη συλλογή:
«Η νοητή οσμή δεν λέει να ξεθωριάσει» ΤΟ ΑΡΩΜΑ, σ. 12, μυρίζουμε σχεδόν το «κομμένο χορτάρι» στο ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, σ. 10 και τη «μυρωδιά από λιβάνι» στις ΑΡΑΧΝΕΣ, σ. 33.
Ακούμε «στα καλάμια το τιτίβισμα» Τ’ΑΧΝΑΡΙΑ ΣΟΥ, σ. 16, τα «Μακρινά ταμπούρλα της νιότης» που «ηχούν σε κάθε στάλα βροχής» ΜΠΟΥΓΕΛΑ, σ. 21, «τον ήχο της σκαπάνης» στο ΦΩΣ, σ. 34, «τον επιθανάτιο ρόγχο» στο ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ, σ. 40.
Ως γλωσσολόγος δεν θα μπορούσα να μην κάνω ιδιαίτερη αναφορά στη γλώσσα της συλλογής και πιο συγκεκριμένα σε εκείνους τους ρηξικέλευθους συνδυασμούς λέξεων που καταλήγουν σε έντονη εικονοποιία, και είναι συχνά μεταφορικοί, άλλοτε μετωνυμικοί ή γεμάτοι αντιθέσεις: σατέν βλέμματα! Πώς είναι ένα σατέν βλέμμα; Απαλό; Αισθαντικό; Αιχμάλωτα χάδια, εύγλωττη αφωνία, κόκκινη ανάσα, καταιγίδα από ποδήλατα, γέλια κοφτερά, ξέσκιζα ποιήματα, καφτάνι από όνειρα ραμμένο, δαμάσκηνο τα χρώματα της μέρας, θλιμμένη λέξη. Δίπολα και φράσεις σαν και αυτές, που φτάνουν τη γλώσσα στα όρια της ή και τα ξεπερνούν, αναδεικνύουν τη μεγάλη πορεία που διένυσε ο Κατσίκας προς τον έλεγχο του γλωσσικού υλικού του και τη χρήση του ως βασικού εργαλείου για το αισθητικό και αισθαντικό αποτέλεσμα. Είναι μια γλώσσα που διακρίνεται από την ανταπόκριση της σημασίας στον ήχο και τη μορφή, παντρεύοντας το σημαίνον και το σημαινόμενο και είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα χαρακτηριστικά που δίνει βάθος στην ποίησή του. Γιατί ο Κατσίκας, μας παίρνει από το χέρι με τις λέξεις του, και σαν σε διαδικασία μύησης, μας βάζει να δούμε τον κόσμο από την ποιητική σκοπιά του. Έτσι δημιουργεί νέες σημασίες, νέες σημάνσεις, νέες συνάψεις λέξεων, που οδηγούν σε νοητικά προκλητικούς συνειρμούς, και σε αναδιαπραγμάτευση της αρχικής σημασίας των λέξεων που χρησιμοποιεί.
Ας κλείσω με τον σχολιασμό του παρακάτω δίστιχου που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση:

«Ας είμαι μόνο μια λακούβα στο μαξιλάρι
Το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια»

από το ποίημα ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, σ. 10. Πρόκειται, για μένα για μια δεξιοτεχνική χρήση της μετωνυμίας, όπου το αποτύπωμα σε ένα άψυχο αντικείμενο, το μαξιλάρι, χρησιμοποιείται αντί για το ερωτικό υποκείμενο, δίνοντάς μας ταυτόχρονα μια γεύση απουσίας.
Εν κατακλείδι, η συλλογή τα Κόκκινα Πουλιά μας έδειξε πως ο Πασχάλης Κατσίκας παρόλο που συνθέτει ποίηση γύρω από τις ίδιες θεματικές που προσέγγιζε και στις προηγούμενες τρεις ποιητικές του συλλογές, διένυσε μια όμορφη πορεία προς την ποιητική ωριμότητα και μας εξέπληξε με την γεμάτη μαεστρία χρήση της γλώσσας και τη ρηξικέλευθη εικονοποιία του χαρίζοντάς μας συγκίνηση, όνειρο και συναίσθημα.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ Ε. ΧΑΡΙΣΤΟΣ

culturebook.gr 27/4/2022

Εάν η μέχρι πρότινος ποιητική παρουσία του Πασχάλη Κατσίκα στον δημόσιο λόγο, συνοδεύονταν από δημοσιεύσεις με έντονο το στοιχείο του κοινωνικού ρεαλισμού, η πρόσφατη έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Τα κόκκινα πουλιά» φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του υπαρξιακού έρωτα. Επομένως, δεν πρόκειται για ρομαντική γραφή. Ακριβώς, η χρήση του υπαρξιακού στοιχείου για τη νοηματοδότηση του έρωτα, μας εξαναγκάζει να στρέψουμε την οπτική μας ερμηνεία σε νέα δεδομένα. Τα τελευταία δεν αφορούν τη ρομαντική πρόσληψη του προσώπου. Αντίθετα, το ερωτικό υποκείμενο αντικειμενικοποιείται προκειμένου να αποδεσμευτεί ο δημιουργός από την συναισθηματική δέσμη. Αυτή η εξέλιξη της ποιητικής γραφής δεν συνεπάγεται άρνηση του συναισθήματος. Ήδη από τα πρώτα ποιήματα διαπιστώνει ο αναγνώστης τη θέση τού δημιουργού έναντι του προσώπου ενδιαφέροντος. Μόνο που στην περίπτωση του Πασχάλη Κατσίκα, κανένας στίχος δεν αρχίζει και δεν ολοκληρώνεται στην αυτονομία της εικόνας και των συμβόλων που τον συνοδεύουν. Πάντοτε πλάθει με μαεστρία τον κόσμο των υποκείμενων επιθυμιών, έως ότου καταλήξει σε σκηνοθετημένη αναπαράσταση στιγμών και πράξεων. Η βούληση για ζωή είναι το μοναδικό ενοποιητικό στοιχείο της ποίησής του. Σε αντίθεση με τον έρωτα ο οποίος εργαλειοποιείται προκειμένου να καταλήξει στη θεμιτή αναπαραγωγή στόχων και σκοπών. «Όσο κι αν νίφτηκα/ η νοητή οσμή δεν λέει να ξεθωριάσει» (σελ. 12)
Για να μεταδώσει σειρά νοημάτων ακμής και παρακμής του έρωτα, μεγεθύνει τις αντοχές του. Η αλλοτρίωση των εικόνων μετατίθεται σε χρόνο ενεστώτα, σαν να προετοιμάζει την υπέρβαση των στενών ορίων της εξωτερικής πραγματικότητας, ενεργοποιώντας υπερρεαλιστικά δοσμένους στίχους, ως απάντηση στα πολλαπλά αδιέξοδα της βιωμένης εμπειρίας. Δεν επιδιώκει την ταύτιση με το αποτέλεσμα, αλλά την υιοθέτηση της αφετηρίας ως βασικής αξιακής προοπτικής στο βάθος της επιθυμίας. Για να κατανοήσουμε περαιτέρω τον κομβικό ρόλο του έρωτα, καλούμαστε να αποκωδικοποιήσουμε ένα τριμελές σχήμα, το οποίο αναπτύσσεται στα ποιήματα της εν λόγω συλλογής. Από τη μία πλευρά ο χρόνος. Λειτουργεί ως μοχλός πίεσης της αυθεντικότητας. Δεν επρόκειτο, προφανώς, για ημερολογιακού τύπου αναφορά, ούτε, επίσης, για αριθμημένη καθημερινότητα. Αντίθετα, επιδιώκει να ανασυστήσει την φυσικότητα των μέσων επίτευξης της αλήθειας. Η τελευταία δεν απαντά παρά μόνο στις προσθήκες των επιμέρους εμπειριών. Με άλλα λόγια, ο χρόνος είναι στιγμές απ’ τις οποίες ο δημιουργός απομονώνει ίχνη, όπως τα αξιοποιήσει σε νέες πράξεις προς συλλογικό όφελος. Δηλαδή, ο χρόνος αφουγκράζεται τον έρωτα ως ενοποιητικό στοιχείο της υποκειμενικής επεξήγησης των επιλογών του ατόμου. Στη θέση του ατόμου ο ποιητής δεν καθρεφτίζει τον εαυτό του. Αντανακλά κάθε πρόσωπο της κείμενης πραγματικότητας του εξωτερικού περιβάλλοντος κόσμου, ως χώρος. Μετασχηματίζει, επομένως, τον χώρο σε χρόνο και με σύνθημα την αυθεντικότητα των αισθήσεων προβαίνει στην απελευθέρωση των εικόνων της τελευταίας ενέργειας, ως προμετωπίδα της επόμενης κίνησης στη σκακιέρα. «Ίπταμαι πάνω από τις οικοδομές/σα να μην έχω κοιμηθεί ούτε μια νύχτα» (σελ. 21)
Σε κάθε ποίημα το ερώτημα το οποίο αποτυπώνεται με τρόπο άμεσο και δεικτικό είναι το ακόλουθο: «Ποιος ορίζει την αλλοτρίωση;». Ο ποιητής δεν αποφεύγει την απάντηση. Αναμετράται με το Εγώ σε κατάφαση. Την άρνηση αυτού την έχει ήδη υποκαταστήσει με τη στόχευση της πράξης. Η πράξη νοηματοδοτεί το πεδίο αλήθειας και ο χρόνος του έρωτα ορίζει το πλαίσιο απομάγευσης της κοινωνικής λειτουργίας του υποκειμένου. Δεν μεταδίδει, απλώς, εικόνες η ποίηση του Πασχάλη Κατσίκα. Κάθε εικόνα μετατρέπεται σε σύμβολο της ανατρεπτικής δύναμης για θέληση. Επιθυμεί να «θέλει» διαρκώς ο ποιητής και το σώμα, η αφή, η όσφρηση, η γεύση τού έρωτα κατασκευάζεται ολοένα περισσότερο σε μία μόνιμη αντιπαράθεση με την προσωπική αλήθεια την οποία αναζητά στο πρόσωπο ενδιαφέροντος. Για να εκφράσει τον κόσμο συναισθημάτων ο ποιητής, οφείλει να ανασκευάσει την έννοια και την ταυτότητα της πράξης. Για το λόγο αυτό εμβαθύνει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα ως συστατικό παράγοντα μίας αβέβαιης κατάληξης. Αβέβαιη η κατάληξη ακόμη και στην περίπτωση του θανάτου. Εδώ εισερχόμαστε στο δεύτερο τμήμα της συνθετικής ποίησης του Πασχάλη Κατσίκα. Η αλλοτρίωση την οποία αναφέραμε, δεν συνδέεται με την διαλεκτική της μετάβασης από τη θέση στην άρνηση και, στη συνέχεια, σε νέα θέση. Ο ποιητής αρνείται κατηγορηματικά την άρνηση ως τέλος (και ως παράλληλη αρχή). Αρνείται τον θάνατο στην οπτική του παρουσία ανάμεσα στα υπολείμματα του ανθρώπινου πολιτισμού και εντάσσει τη σκέψη του στον θάνατο ως την ανυπαρξία νοήματος. Με άλλα λόγια, η αξία μίας πράξης, με όλα τα συνθετικά της στοιχεία, έχει προηγηθεί και ως θέση και ως άρνηση. Το τελικό αποτέλεσμα (ο θάνατος των πραγμάτων) απλώς νοηματοδοτεί τη λεκτική αποστροφή τής αλήθειας την οποία επιδιώκουμε να παραβλέψουμε. Αντίθετα, ο δημιουργός ομολογεί την αξία του θανάτου ως προέκταση της πρότερης θέσης, στα σπλάχνα τής οποίας συνυπάρχουν ταυτόχρονα δύο αντιτιθέμενες δυνάμεις. «Τρομαγμένα τα κόκαλα/ στοιβάζονται άνυδρα/ σε ρυτιδιασμένα κουτιά/ Συμμάχησαν πια με το σώμα» (σελ. 37) και έρωτας βρίσκει την ανταπόκριση στο κάλεσμα της απώλειας, ως στίγμα της ζωής σε διαρκή μεταβολή.
Για να καταλήξουμε την αποδοχή του αγώνα για ζωή ως βούληση για αλήθεια, ο έρωτας οφείλει να αναζητήσει την επόμενη γενιά συνεχιστών της παράδοσης. Μιας παράδοσης βασισμένης στην πρώτη όψη των πραγμάτων, επομένως στην αυθεντική πρόσκληση για αναγνώριση. Το τρίτο στοιχείο σύνδεσης των κρίκων της αλυσίδας, ο ποιητής εντάσσει το μέλλον ως πρόθεση και ως βηματισμό σε αμφιλεγόμενο περιβάλλον. Έχει εντρυφήσει στην ανατομία της ανθρώπινης υπόστασης. Για να υπερασπιστεί την υποκειμενική ανάγνωση αυτής, καλείται να καταγράψει τις φαινομενικές ανταποδώσεις μίας υπερφίαλης συναισθηματικής διέγερσης. Για το λόγο αυτό υπονομεύει τα συναισθήματα τα οποία το σύνολο της εξωτερικής πραγματικότητας μετασχηματίζει σε σύμβολα αξιών, με βασικό στόχο να προχωρήσει στην απομάγευση της απάντησης στα γεγονότα τα οποία κατακλύζουν τις επιλογές του. Αναζητά μία άτυπη μορφή εξιλέωσης για τις προσωπικές του «πληγές», τις οποίες αποκαλύπτει δίχως περιστροφές. Αυτή η οπτική ανατρέπει την ορθολογική ανάγνωση της ποιητικής συλλογής. Το σύνολο των ποιημάτων είναι ένα δριμύ «κατηγορώ» με όχημα τον έρωτα και την αίσθηση της απώλειας. Παρέχει, ωστόσο, κι ένα πέπλο αισιοδοξίας βασισμένο στην ατομική πρόκληση-πρόσκληση για αναμέτρηση με τον εσωτερικό αθέατο κόσμο των συμπερασμάτων. Δεν αποδέχεται τα παραδείγματα της εμπειρίας ως οριστικοποιημένες αλήθειες μονοδιάστατης προσέγγισης. Αντίθετα, υπερβαίνει τα ολικά πλαίσια μετωπικής σύγκρουσης, με τελικό αποδέκτη το Εγώ του εκάστοτε αναγνώστη, ως αφετηρία κάθε μορφής ανάπλασης της καθημερινής συναναστροφής με την ανθρώπινη συνθήκη. Μετατρέπει την πρόταση σε αξίωση και την άρνηση σε δυναμική απάντηση.

Ο έρωτας στο εδώλιο δεν αθωώνεται. Απελευθερώνεται.

.

ΝΟΠΗ ΤΑΧΜΑΤΖΙΔΟΥ

Παρατηρητής της Θράκης!  23/8/2022

«ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ» ΤΟΥ ΠΑΣΧΑΛΗ ΚΑΤΣΙΚΑ, ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΕΙ

Μια ουσιαστική τοποθέτησή απέναντι σε θέματα, κοινά μεν αλλά φλέγοντα, της σύγχρονης ζωής Η τέταρτη ποιητική συλλογή του Πασχάλη Κατσίκα έχει τον τίτλο «Τα κόκκινα πουλιά», αποτελείται από 37 ποιήματα γραμμένα με ελεύθερη ποιητική τεχνοτροπία και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «ΔΡΟΜΩΝ» τον Απρίλιο του 2022. Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε τέσσερα μέρη με βάση τέσσερα ποιήματα («Θλιμμένη Λέξη», «Οι προνύμφες», «Τα κόκκινα πουλιά», «Μια φορά κι έναν καιρό»), που προτάσσονται των υπολοίπων και λειτουργούν ως ποιητικό μότο για τη συγγραφή αλλά και την κατανόηση των υπολοίπων ποιημάτων των ενοτήτων. 1η Ενότητα ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΛΕΞΗ Σε γράμμα ανεπίδοτο βαρκάδα με μπουκάλι είν’ η ζωή Ζητά αραξοβόλι στα παράλια Τον χρόνο τηγανίζει απ’ την κοιλιά της μάνας μας Κοιμάται ο έρωτας στην άμμο Το χέρι καρτερά που θα χαϊδέψει το γυαλί το μήνυμα να λευτερώσει Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής καταθέτει στιγμές και βιώματα που σχετίζονται με τον οικείο του χώρο και τον αφορούν περισσότερο συναισθηματικά: οι καταστάσεις των φίλων («Ο ζεστός αέρας / οι ακτίνες του ήλιου / που σκορπάνε στις φυλλωσιές / το κομμένο χορτάρι είναι οι φίλοι μου»),οι έρωτες, που φαίνεται ότι δεν τελεσφορούν και απογοητεύουν («Ύστερα, στο αφιλόξενο ντους, / μισήσαμε τους εαυτούς μας),τα καιρικά φαινόμενα με όλα τα σύμβολα που εμπεριέχει η αναφορά τους («Οι θλιβεροί χειμώνες / Δένουν με κάτι σύρματα τα χρόνια / εμπρός σ’ έναν καθρέφτη / με μαύρο μίνιο βάφουν τα μαλλιά»)συνιστούν το αφηγηματικό περιβάλλον. Ο ποιητής καταθέτει κυρίως θλίψη, έλλογο προβληματισμό αλλά και ελπίδα («Χαίρομαι στον κόσμο τούτο / που ’χω μιαν άγκυρα / Αν δεν υπήρχες / ίσως να ήμουν ο Χάνιμπαλ»),που μπορεί να μην κραυγάζει, υπάρχει όμως και αποτελεί τη βάση της ποιητικής αποτύπωσης των παραπάνω. 2η Ενότητα ΟΙ ΠΡΟΝΥΜΦΕΣ Ένα ακμαίο θαλάσσιο ερπετό αλλάζει δέρμα στο νησί μας Κρέμεται τη μέρα στα κλαδιά μήλα κερνά και τρώει απ’ το μεγάλο δέντρο Τις νύχτες κύκλος γίνεται Δαγκώνει την ουρά του Όσοι ονειροπόλοι και τρελοί εκδύονται σαν νύμφες το δικό τους Με άσπρο σώμα ξεδιψούν απ’ τις πηγές του Ασωπού Δεν σπρώχνουν πέτρες στου Σίσυφου τη ράχη Στη δεύτερη ενότητα ο ποιητής μεταβαίνει και επεξεργάζεται θέματα περισσότερο κοινωνικά με την ιδιαίτερη προσωπική του οπτική, ενώ παράλληλα οξύνεται η προσπάθειά του να κατανοήσει το παρόν που δημιουργούν οι κοινωνικές συνυπάρξεις, αλλά και να δώσει σχήμα σε όσα (υπαρκτά ή φανταστικά, υλικά ή άυλα, σωματικά ή πνευματικά) καθορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και διαμορφώνουν στάσεις αλλά και συναισθήματα («Μια γυναίκα μού χάρισε ένα περίστροφο / κι ένα παιδί μια φυσαρμόνικα»). Εδώ συχνά συνυπάρχουν τα πρόσωπα (πρώτο ενικό ή πληθυντικό, δεύτερο πρόσωπο, τρίτο ενικό και πληθυντικό πρόσωπο) («Αν έχεις το αντίτιμο, έλα μες στο κλουβί / Τα βάσανά σου διώχνω / Όλοι εσείς που ξημεροβραδιάζεστε / στα δρομολόγια του πάθους / αφήστε τουλάχιστον ένα στεφάνι / στον τύμβο της δυστυχίας μου / Παλεύουν, παλεύουν οι άνθρωποι»), αλλά και οι αφιερώσεις στη μνήμη σημαντικών για τον ποιητή προσώπων ή προσώπων-συμβόλων («στον Ντ. Χριστιανόπουλο / στην Τατιάνα / σε κάθε Μνησαρέτη») και έτσι πιστοποιείται ο κοινωνικός προβληματισμός που κατατίθεται στο παρόν, αναφερόμενος περισσότερο στο σύνολο και όχι στο άτομο. Παράλληλα η χρήση υποθέσεων αλλά και η αναφορά των αποδόσεων των υποθέσεων στα ποιήματα («Αν γεννηθείς από φωτιά / Όλοι προσπαθούν να σε δαμάσουν»)αποδεικνύει τον κοινωνικό χαρακτήρα των ποιημάτων, αφού έτσι το ποιητικό υποκείμενο με ερωτήσεις, υποθέσεις, με μίξεις της λογικής με τη διαίσθηση και πάντως όχι με τελεσίδικες και οριστικές κρίσεις διερευνά τα κοινωνικά όρια που αντιστοιχούν στη μονάδα αλλά και τη δυναμική των ατομικών ορίων. 3η Ενότητα ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ Μια ζοφερή νύχτα ονειρεύτηκες κόκκινα πουλιά μέσα σε παραλήρημα σκέπασαν άξαφνα με κρότους έναν ακάνθινο ουρανό Από τότε κοιμάμαι μ’ εκείνα τ’ αγκάθια καρφωμένα στον φάρυγγα ουρλιάζω στα φλαμίνγκο σου ν’ αποδημήσουν Η τρίτη ενότητα αναφέρεται στον χώρο της φαντασίας και της πνευματικής καταφυγής του ποιητή: ο ποιητής διερευνά και καταγράφει ποιητικά τους τρόπους μέσω των οποίων αντιμετωπίζει την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, η οποία φαίνεται ότι δεν τον ικανοποιεί τουλάχιστον πνευματικά. Αναζητά τους τρόπους απόδρασης, καταφεύγει στη λυτρωτική δύναμη της φαντασίας αλλά και της μνήμης («Απόψε, όταν σε συναντήσω κάτω απ’ το μάρμαρο, θα είναι όλα αμόλυντα»),παντρεύει την πραγματικότητα με τη σκέψη, το όνειρο και τους θρύλους προσδίδοντας έτσι συμβολισμό, που, επειδή έχει λαϊκές ρίζες, γίνεται εύκολα αντιληπτός («Έρχεται ο λύκος / Καταβροχθίζει τους θεούς / Καταπίνει τον ήλιο, το φεγγάρι), πετά σαν πουλί ανάμεσα σε πράγματα και καταστάσεις φαινομενικά άσχετες πετυχαίνοντας απίστευτες συνάψεις, οι οποίες λειτουργούν κυρίως μεταφορικά («Περιπλανιέμαι τα μεσάνυχτα / στον κήπο του Καλού και του Κακού»). 4η Ενότητα ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ στον γιο μου Έδωσα μιλιά στα δέντρα κι αισθήματα στα τρεχούμενα νερά ποιήματα έγραψα στα χώματα Όταν με καταπιούν ν’ ακούς τη φωνή μου πάνω στο δέρμα της μάνας μου, της γης Η τέταρτη ενότητα παρουσιάζει την πραγματικότητα έτσι όπως την πλάθει, τη δημιουργεί, την αισθάνεται αλλά και την κοινωνεί ο ποιητής. Αυτή η ποιητική πραγματικότητα λειτουργεί σε επίπεδο συμβολικό, αισθαντικό και έντονα καλαισθητικό, τουλάχιστον σε επίπεδο έκφρασης («Πηγαινοέρχομαι σ’ έναν σκληρό διάδρομο προς-γείωσης χωρίς από-). Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτήν την ενότητα, εκτός από τον πολλαπλασιασμό των εκφραστικών μέσων και την αύξηση των σχημάτων λόγου («Χαμογελαστοί όλοι οι θαλάσσιοι πόροι / ξαπλώνουν στο στρώμα του. / Τη νύχτα μου φωτίζω / με μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα»), περιλαμβάνονται ποιήματα ποιητικής, ποιήματα δηλαδή που αναφέρονται στην τέχνη της ποίησης ως προς τη σύλληψη των ιδεών, ως προς την εμπράγματη εφαρμογή της ποιητικής ιδέας αλλά και ως τη σχέση τους με τον αναγνώστη. Εκείνο το πουλί που παράγει ποιητές έπαψε να κεντά το δέρμα μου Δεν μιλά άλλο για τ’ όνομά σου «Τα κόκκινα πουλιά», περισσότερο από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές του Π. Κατσίκα αποτελούν μια συζήτηση του ποιητή με τον κόσμο που μας περιβάλλει, μια ουσιαστική τοποθέτησή του απέναντι σε θέματα, κοινά μεν αλλά φλέγοντα, της σύγχρονης ζωής. Ο ποιητής περιδιαβαίνει τον κόσμο ως κοσμοπολίτης («ν’ ακούς τη φωνή μου / πάνω στο δέρμα της μάνας μου, της γης)χωρίς τις αναφορές σε τόπους ή τρόπους της ιδιαίτερης πατρίδας, που διαμόρφωναν μεγάλο μέρος της ποιητικής των προηγούμενων ποιητικών συλλογών. Αυτός ο κοσμοπολιτισμός («Τόπος μας είναι εκεί / όπου έχουμε την τελευταία ανάμνηση»)τόσο λεπτός στην έκφρασή του, τόσο κρίσιμος στα θέματα που εναγκαλίζεται, τόσο δραματικά επίκαιρος, συνιστά ένα μεγάλο βήμα ωριμότητας του ποιητή: δίνει όχι μόνο τα στοιχεία που συνιστούν τους κοινούς τρόπους των βιωμάτων του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά και προτείνει τρόπους θέασης του λυπηρού κόσμου που μας περιβάλλει. Οι τρόποι αυτοί, ρηξικέλευθοι, επαναστατικοί αλλά και βαθιά ανθρώπινοι αγγίζουν την ανθρώπινη δημιουργία ως γένεση στοιχείων που «αξίζουν τον κόπο» ακόμη και στην ισοπεδωτική πραγματικότητα που ζούμε. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύονται μέσα από την κλιμάκωση που ενυπάρχει στην ποιητική συλλογή, είναι οι άγκυρες του ανθρώπου και παράλληλα οι λόγοι για τους οποίους συνεχίζουμε να προσπαθούμε σήμερα, παρ’ όλη την απόλυτη κυριαρχία του υλισμού και του ωφελιμισμού: ο ένας είναι το παιδί και ο άλλος η τέχνη, και τα δυο αποτελέσματα της δημιουργίας του ανθρώπου, του φιλοσοφικού «ποιείν». Για τον ποιητή και τα δυο «ποιούνται» με τους ίδιους τρόπους και για τους ίδιους λόγους: «ποιούνται» μέσω της ευλογημένης συνύπαρξης της λογικής, της διαίσθησης αλλά και του συναισθήματος, υπερβαίνοντας τις δυσκολίες του περιβάλλοντος ή τις έλλογες αμφιβολίες, που προτάσσει ο νους. Κυρίως ενέχουν την πρόθεση βελτίωσης σε ατομικό ή και ευρύτερα συλλογικό επίπεδο ως προσδοκία αποδέσμευσης από τον στείρο υλισμό που έχει επικρατήσει, και ως προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των όρων της ανθρώπινης πληρότητας και ευτυχίας. Έτσι η τέχνη, κυρίως η ποιητική, αποδεσμεύεται πλήρως από τα όρια της ακραίας λογικής και εκφράζεται υπερβαίνοντάς την με έναν ιδιαίτερα γοητευτικό αλλά και συγκινητικό τρόπο: με τη συμπερίληψη των λόγων της αλεπούς, με το δάγκωμα του φιδιού, με την αφηγηματική παραμυθία των ποταμόπλοιων, με τις συναντήσεις κάτω από λευκά μάρμαρα, με αρώματα που θυμίζουν και ταυτίζονται με τον θάνατο, με πουλιά που μας αγαπούν περισσότερο ή λιγότερο, με γραβάτες που δένονται ανάποδα, με καρχαρίες που τρώνε κόλλυβα, με τη σοφία των πεταλίδων, με ουράνια τσουρέκια για τα πεινασμένα φαντάσματα, με ανθρώπους, δημιουργούς και μη, που λειτουργούν χωρίς ντεσέν ανεξάρτητα από τα κυρίαρχα πρότυπα. Κυρίως αποτελεί το δώρο του ποιητή προς την ανθρωπότητα, ένα δώρο άυλο, καλαισθητικό, πραγματικά πολύτιμο, λόγω της δυναμικής που μπορεί να αναπτύξει στο παρόν και στο μέλλον: ΤΑ ΑΔΙΗΓΗΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Όσο ωριμάζουν πληγώνονται απ’ τον χρόνο κι εγώ τα περιθάλπω με στοργή Πρωί και βράδυ από μια δυνατή εκφώνηση μού έχουν συστήσει οι γιατροί Τις λέξεις τους αλλάζω τακτικά Προτού κακοφορμίσουν Κι όταν πια είναι ικανά να εργαστούν λιγάκι πριν γεράσουν, σ’ εσάς τα παραδίδω

Πηγή : www.paratiritis-news.

.

ΜΕΝΗ ΠΟΥΡΝΗ

Πασχάλη Κατσίκα. Τα κόκκινα πουλιά, Εκδόσεις Δρόμων

ΠΕΡΙ ΟΥ 21/1/2023

Στην τέταρτη ποιητική του συλλογή με τίτλο Τα κόκκινα πουλιά (2022) από τις εκδόσεις Δρόμων, ο ποιητής Πασχάλης Κατσίκας συνεχίζει με συνέπεια την αξιόλογη στιχουργική του πορεία με σύντομα, λιτά, αλλά πάντα πλούσια σε εικόνες, συμβολισμούς και νοήματα τριάντα επτά ποιήματα της συλλογής. Το ενδιαφέρον του ποιητή φαίνεται να στρέφεται σε πιο χαμηλόφωνα και καθημερινά θέματα, όπου με την λιτότητα της γραφής του κατορθώνει να αποτυπώσει σε ανώτερη σφαίρα μικρές στιγμές της ζωής, καθώς και εμβληματικές έννοιες και γεγονότα καθιστώντας τα άμεση εμπειρία και πολύτιμο κληροδότημα στον φιλέρευνο αναγνώστη.
Το ποίημα με το οποίο ανοίγει η συλλογή υπό τον τίτλο Θλιμμένη λέξη συνοψίζει τα θέματα της καθημερινής ζωής, τα οποία απασχολούν τον ποιητή σε αρκετά από τα ποιήματά του: το ταξίδι της ζωής, τον προορισμό, τον χρόνο, τις ρίζες, ο έρωτας, ο σκοπός:
… Ζητά αραξοβόλι στα παράλια
Τον χρόνο τηγανίζει
απ’ την κοιλιά της μάνας μας
Κοιμάται ο έρωτας στην άμμο…
(σελ. 9)
Στο ίδιο μοτίβο κινείται και το ποίημα Το άρωμα. Ο ποιητικός αφηγητής φαίνεται να αναζητά παλιές αναμνήσεις με φόντο την οσφρητική μνήμη ενός αρώματος που την έχει σφραγίσει και αποτελεί την αφορμή για να τις ανασύρει ξανά στον νου του. Στο πεδίο της μνήμης και των αναμνήσεων η ποιητική σύνθεση Τ’ αχνάρια σου αναζητούνται και πάλι μικρές στιγμές βασικές στιγμές, εικόνες που ξεπηδούν σαν μικρές φλόγες ανακαλώντας όσα δεν σβήνει ο χρόνος. Τα ποιήματα Μπουγέλα και Τα δώρα διατηρούν και ζωντανεύουν μπροστά στο βλέμμα του αναγνώστη μικρές στιγμές της καθημερινότητας σαν σύντομες εκλάμψεις παιδικότητας μέσα στον αγώνα και την αγωνία της με απόηχους μουσικής και παιδικών παιχνιδιών:
[…]
Την πρώτη μέρα του καλοκαιριού
παιδιά παίζουν μπουγέλο
Γέλια κοφτερά
σε μια καταιγίδα από φανάρια
ξεθαμπώνουν τα φανάρια
(Μπουγέλα, σελ. 21)
Στις Προνύμφες συναντούμε έννοιες και μοτίβα που μας παραπέμπουν περισσότερο σε θέματα αιώνια της τέχνης και της φιλοσοφίας, όπως ο ουροβόρος όφις να καταβροχθίζει την ουρά του και στην ουσία τον ίδιο του τον εαυτό σαν τον κόσμο μας που ποτέ δεν μαθαίνει από τα λάθη του επαναλαμβάνοντάς τα συνεχώς. Οι ονειροπόλοι και τρελοί ψάχνουν το δικό τους όραμα-νύμφη με τις δικές τους δυνάμεις χωρίς να καταφεύγουν στην δόλια βοήθεια ενός Σίσυφου:
Ένα ακμαίο θαλάσσιο ερπετό
αλλάζει δέρμα στο νησί μας.
[…]
Τις νύχτες κύκλος γίνεται
Δαγκώνει την ουρά του.
[…]
Όσοι ονειροπόλοι και τρελοί
[…]
Δεν σπρώχνουν πέτρες
στου Σίσυφου την ράχη.
(σελ. 19)
Στην κατηγορία των ποιημάτων με τίτλους που παραπέμπουν σε σύμβολα της ποπ κουλτούρας είτε στην ιστορία ξεχωρίζει Η χώρα των Χριστουγέννων για τους έντονους συμβολισμούς της και το αναγνωστικό ταξίδι που προσφέρει. Ο ποιητής ως άλλος ποντοπόρος ταξιδεύει μέσα από την λύπη του με ένα φιλί πεταλούδας ως την άγνωστη Χώρα των Χριστουγέννων, που φέρνει στον νου τα μακρά και περιπετειώδη ταξίδια των σπουδαίων εξερευνητών των προηγούμενων αιώνων. Το ταξίδι αυτό φαίνεται να αποδεικνύεται ωφέλιμο για τον ποιητή, καθώς οδηγείται στην ωριμότητα. Στο ποίημα με τον μνημειώδη τίτλο Άνθρωποι και ποντίκια, που παραπέμπει άμεσα στο κλασικό μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ, με τον αφηγητή να προσπαθεί συνεχώς να ξεφύγει από όσα τον κατατρύχουν και ψάχνει μάταια να βρει καταφύγιο σε έναν γυάλινο κόσμο. Στην Αθάνατη εταίρα με την αφιέρωση σε κάθε Μνησαρέτη, ο αναγνώστης γίνεται δέκτης παρηγορίας και ανακούφισης από τα βάσανα και τις δυσκολίες της ζωής στον μικρό παράδεισο του ποιήματος, όπου οι λέξεις μπορούν να απομακρύνουν για λίγο τις έννοιες και τα προβλήματα ή-ακόμη καλύτερα μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για γόνιμο προβληματισμό με κάποιο σεβαστό αντίτιμο:
Αν έχεις το αντίτιμο, έλα μες το κλουβί
Τα βάσανά σου διώχνω
[…]
Όλα όσα στο σκοτάδι θρήνησες
τα τραγουδώ στον ουρανό
Πενθεί με τις δροσοσταγόνες
αφού οι θάνατοι όλοι εντός μου χύνονται.
(σελ. 24)
Η τελευταία ποιητική συλλογή του Πασχάλη Κατσίκα, όπως υπονοεί και ο τίτλος της, συνιστά ένα διαρκές και συνεκτικό όραμα στην χώρα της ποιητικής φαντασίας. Με λιτά, αλλά επαρκώς λειτουργικά και περιεκτικά εκφραστικά μέσα αναφέρεται σε γεγονότα της καθημερινότητας και σε αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα που απασχολούν σήμερα και στο διηνεκές τον άνθρωπο. Εικόνες που έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό, καθοριστικές αναμνήσεις, αναζήτηση ανακούφισης και καταφυγίου, τα γεγονότα της κάθε ημέρας και στο τέλος πάντα το νόημα της ίδιας της ζωής, η οποία μπορεί να κρύβεται πίσω από βαρύγδουπα σχήματα και κούφιες προσφωνήσεις, αλλά δεν παύει ποτέ να είναι απλή και ουσιαστική στον πυρήνα της θυμίζουν την αέναη, αθόρυβη πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης.

.

ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΓΛΕΡΙΔΟΥ

FRACTAL 12/10/2022

Ο Ποιητής και ο Κόσμος

Η ποίηση του Π. Κατσίκα, όπως αναδύεται από τη συλλογή του «Τα κόκκινα πουλιά» (εκδόσεις Δρόμων), είναι μια ώριμη ποίηση, υπαρξιακού χαρακτήρα, η οποία συμπυκνώνει την αντίληψή του για τον άνθρωπο και τη ζωή του κι εκφράζει τις αγωνίες του. Πρόκειται για μια ποίηση ευαίσθητη και σκληρή παράλληλα, λιτή και συμβολική, φροντισμένη και φορτισμένη, υπαινικτική και αφαιρετική, στην οποία κυριαρχούν το α’ πρόσωπο, που ενισχύει τον βιωματικό της χαρακτήρα, οι ανοίκειοι συχνά λεκτικοί συσχετισμοί, που ξαφνιάζουν, και η έντονη εικονοποιία, με εικόνες συντιθέμενες από απομακρυσμένα στοιχεία, που δημιουργούν με απροσδόκητο τρόπο τις αναγκαίες σημάνσεις, προκειμένου να αποτυπωθούν τα μηνύματα της ποιητικής δημιουργίας.

Η συλλογή περιλαμβάνει τριάντα εφτά ποιήματα και χωρίζεται σε τέσσερα διακριτά μέρη, η θεματική των οποίων ορίζεται από το ποίημα που προτάσσεται κάθε φορά, προϊδεάζοντας για ό,τι ακολουθεί. Εξ αρχής την έναρξη σηματοδοτεί το ποίημα «Θλιμμένη λέξη», που θα μπορούσαμε να πούμε πως φανερώνει την ατμόσφαιρα που δημιουργείται ευρύτερα, καθώς οι λέξεις του ποιητή, θλιμμένες, υπό το βάρος μιας διάχυτης υπαρξιακής αγωνίας, αλλά και ματαίωσης, εκφράζουν την αποδοχή της αδυναμίας του ανθρώπου έναντι θεμελιωδών ζητημάτων, όπως είναι ο έρωτας, η ελευθερία, ο θάνατος, ο χρόνος, που αενάως απασχολούν τον άνθρωπο, ενώ αποτελούν τον κινητήριο μοχλό του ποιητικού λόγου.

Στο πρώτο, λοιπόν, μέρος ο ποιητής εκκινώντας από το ακανθώδες ζήτημα του έρωτα επιτυγχάνει να παρουσιάσει τη διαδρομή του, από την ανάγκη βίωσής του έως την απουσία και την αναπόφευκτη ματαίωση που επιφέρει. Ο «άλλος», το «εσύ» τίθεται αρχικά ως προϋπόθεση απελευθέρωσης και βίωσης της ζωής.

«Κοιμάται ο έρωτας στην άμμο/ Το χέρι καρτερά που θα χαϊδέψει το γυαλί/ το μήνυμα να λευτερώσει» (Θλιμμένη λέξη)

Το φανέρωμα της ζωής απαιτεί τη συμβολή του ερώμενου. Χωρίς αυτόν απλά ο χρόνος ξοδεύεται. Έτσι, η παρουσία του «εσύ» προϋποτίθεται για την πλήρωση του «εγώ». Στο ποίημα «Άγγιστρο» το «εσύ» γίνεται η άγκυρα του ποιητικού υποκειμένου «στον κόσμο τούτο», τον υπαινικτικά παρουσιαζόμενο ως άτεγκτο, χωρίς την παρουσία του άλλου. Ευθέως το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στο «εσύ» και προβαίνει σε ανοιχτή, απροκάλυπτη έκφραση των συναισθημάτων του προς αυτό, επιβεβαιώνοντας την αναγκαία για την προσωπική υπόσταση ύπαρξή του και συμπόρευση.

«Ευτυχώς με αγκυλώνεις/ στην πραγματικότητα/ Μένω υπόχρεος που σ’ αγαπώ»

Ακολούθως, το ποίημα «Άρωμα» μας μεταφέρει στο εργαστήριο του ποιητή και αντιλαμβανόμαστε εκεί τον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί να αποτυπώσει στο χαρτί τα αισθήματά του για το «εσύ». Το ποίημα γίνεται ο καμβάς και οι λέξεις τα χρώματα, μέσω των οποίων «φωτίζεται» ο ερώμενος, αλλά και υποδηλώνονται ψήγματα απουσίας.

«Απ’ τη βιασύνη μου να σε φωτίσω/ πάνω μου έσταξε κίτρινο από Βανθ / Πόσο γλυκιά είναι αυτή η κολόνια; / Όσο κι αν νίφτηκα / η νοητή οσμή δεν λέει να ξεθωριάσει»

Έτσι, η ποίηση λειτουργεί ως καταφυγή, προκειμένου να εκφραστούν η γλύκα του έρωτα, αλλά και το πάθος και η φλόγα του, που φαντάζουν ανίκητα, χωρίς την ποθητή ένωση. Στο ποίημα «Τα σ’ αγαπώ» ο τυφλός καρχαρίας τίθεται ως σύμβολο του ακόρεστου πάθους που απαιτεί ικανοποίηση και ταλαιπωρεί τους παθόντες, αισθητοποιώντας επιτακτικά την ανάγκη σύμπλευσής τους για την υπερνίκησή του.

«Δεν μας συμπονά, αν δεν σμίξουμε να γίνουμε ένα/ Αν δεν φυτρώσουμε στη ράχη μας τα φτερά του/ Αν δεν καταβροχθίσουμε μαζί/ τουλάχιστον ένα σ’ αγαπώ»

Ο έρωτας, ωστόσο, βιώνεται στην πορεία ως απουσία. Στο ολιγόστιχο ποίημα «Ύστερα» διαγράφεται ευσύνοπτα και εύστοχα η διαδρομή και η κατάληξή του, αλλά και η οδυνηρή βίωση του τέλους για το ποιητικό υποκείμενο, με συνέπειες στην αυτοεκτίμησή του.

«Από τα σατέν βλέμματα/ Τα αιχμάλωτα χάδια/ Τα υγρά με απόκρυψη αποτυπώματα/ Τους ανεπιτήδευτους οργασμούς/ Ύστερα, στο αφιλόξενο ντους, μισήσαμε τους εαυτούς μας»

Αυτό που ακολουθεί είναι το αίτημα για αποτύπωση αυτού που έχει φύγει, η απόπειρα διάσωσής του μέσω της γλώσσας και της ποίησης, ώστε να σημαίνεται η αλλοτινή ύπαρξή του.

«Όταν δε θ’ απομείνουν τα γέλια στο χαρτί/ ούτε τα δάκρυα, οι πόθοι, η αγρύπνια/ Δυο λέξεις μόνο ας μείνουν να συνοδεύουν/ στα καλάμια το τιτίβισμα/ το σάλτο του βατράχου/ το ρίγος του ψαριού/ τον άσπρο ύπνο των νιφάδων» (Τ’ αχνάρια σου).

Τελικά, η αναπόφευκτη απόσταση δεν σβήνει την ανάμνηση του άλλου, που επανέρχεται ως ήχος που επιμένει.

«Οι νεφέλες στενάζουν/Λικνίζουν τα νεκρά πλοία/ Κι εσύ, σ’ ένα λιμάνι χιονισμένο, σφυρίζεις τον σκοπό/ που πέφτει από τα δέντρα» (Νεκρά πλοία)

Στο δεύτερο μέρος ο ποιητής ανοίγει τη θεματική διερευνώντας το πιο ανοιχτό ζήτημα της ελευθερίας, όπως διαμορφώνεται στο πλαίσιο των σχέσεων, της λειτουργίας του κόσμου και της θέσης του ατόμου μέσα σ’ αυτόν, οπότε παρατηρείται διεύρυνση και στη παρουσία των προσώπων. Για τον ποιητή η ελευθερία πηγάζει από την έκδυση του κακού, την ονειροπόληση, την ακολουθία του ονείρου, όπως υπονοείται στο εισαγωγικό ποίημα «Προνύμφες».

«Όσοι ονειροπόλοι και τρελοί / εκδύονται σαν νύμφες το δικό τους / Με άσπρο σώμα ξεδιψούν / απ’ τις πηγές του Ασωπού / Δεν σπρώχνουν πέτρες / στου Σισύφου τη ράχη».

Απελευθερωτικά λειτουργεί και η ανάκτηση της χαμένης παιδικότητας, το ταξίδεμα στην παιδική ηλικία που αναπτερώνει, αλλά και ο ονειρικός στοχασμός που βοηθά μέσω παράτολμων εικόνων στην αναδημιουργία της πραγματικότητας, ώστε να είναι υποφερτή για το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο με παρρησία εκφράζει τόσο τη μεγάλη του λύπη όσο και την αναπόφευκτη εσωτερική του πάλη, σημαίνοντα ανελευθερίας.

«Πίστευα πως είμαι μεγάλος όσο η λύπη» (Η χώρα των Χριστουγέννων)

«Σε σκόπιμη συσκότιση / εχθρεύομαι ό,τι με συγκροτεί» (Θύτης και θύμα)

Έλλειψη ελευθερίας σημαίνεται και από τη μοναχική πορεία των βασάνων και των προσωπικών παθών. Στα ποιήματα «Αθάνατη εταίρα» και «Άνθρωποι και ποντίκια» ο συλλογισμός του ποιητή ορίζεται μέσα από τον έμμεσο διάλογό του με ένα πρόσωπο της ιστορίας, τη διάσημη εταίρα Μνησαρέτη στο πρώτο και με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στο δεύτερο. Ο παρηγορητικός έρωτας που προσφέρει η Μνησαρέτη στους βασανισμένους και η αποτύπωση της δυστυχίας του υποκειμένου ως απόρροια της μοναξιάς του στο αφιερωμένο στον Χριστιανόπουλο ποίημα δίνουν τη δυνατότητα διεύρυνσης της ατομικής περίπτωσης, που αποκτά καθολικές διαστάσεις.

«Όλοι εσείς που ξημεροβραδιάζεστε / στα δρομολόγια του πάθους / αφήστε τουλάχιστον ένα στεφάνι / στον τύμβο της δυστυχίας μου» (Άνθρωποι και ποντίκια)

Η σύνδεση με το ποίημα του Χριστιανόπουλου Ενός λεπτού σιγή είναι εμφανής.

Τελικά ο άνθρωπος αναγκάζεται να υποταχθεί στο μαύρο του τέλους και του θανάτου. Μπορεί μέσω του πάθους και της φλόγας να υπερνικήσει τον θάνατο; Ναι, λέει ο ποιητής.

«Θάνατος δεν υπάρχει / Παρά μόνο για όποια δύναμη / στο άφλεκτο βλέμμα ξεδιψά» (Αν)

Ωστόσο, ο «κλέφτης» θάνατος, που αποκαλύπτει την ομορφιά της ζωής, καθώς την αφαιρεί, αναγκάζει τον άνθρωπο να ορίζεται από αυτόν.

«Ο Κλέφτης»

Απροειδοποίητα φάνηκε η ομορφιά του κόσμου / Μόλις γεννήθηκε ο θάνατος / Μοχθεί ο κλέφτης μη γίνει αντιληπτός / Οι δειλοί γεννιούνται δειλοί / Οι αμαρτωλοί συνεχίζουν απτόητοι / Οι γενναιόψυχοι ανταμείβονται / Κ’ οι δίκαιοι αγαπούν τα κοιμητήρια / Μπροστά στις πόλεις και τα χωριά

Στο τρίτο μέρος κυριαρχεί το ζήτημα της απώλειας. Ο τόνος εδώ αποκτά σαφή βεβαιωτικό χαρακτήρα, πιστοποιώντας το οριστικό και αδιαπραγμάτευτο των θέσεων του υποκειμένου. Στο εισαγωγικό ποίημα «Τα κόκκινα πουλιά» που ονοματοδοτεί και όλη τη συλλογή, σχηματοποιείται με σύντομες, σκληρές, εικόνες ο πόνος της απώλειας και του τέλους.

Τα κόκκινα πουλιά

Μια ζοφερή νύχτα ονειρεύτηκες κόκκινα πουλιά / μέσα σε παραλήρημα / σκέπασαν άξαφνα με κρότους έναν ακάνθινο ουρανό/ Από τότε κοιμάμαι μ’ εκείνα τ’ αγκάθια / καρφωμένα στον φάρυγγα / ουρλιάζω στα φλαμίνγκο σου ν’ αποδημήσουν

Τα πουλιά από θετικό σύμβολο αποκτούν εδώ αρνητική διάσταση αισθητοποιώντας με την παρουσία τους την απουσία ψυχικής γαλήνης για το υποκείμενο. Κατά τον ίδιο τρόπο ακολουθούν το πεινασμένο φάντασμα, οι αράχνες, ο ληστής, ο λύκος, ο θεριστής ως σύμβολα του αμετάκλητου τέλους, της αναπόφευκτης απώλειας, του νικητή θανάτου, ενώπιον των οποίων το ποιητικό εγώ στέκει ανήμπορο, έχοντας επίγνωση της αδυναμίας του για αντίσταση, αλλά όχι για παραμυθία.

«Μ’ άφωνο πένθος βιβλία συλλέγω / αμάραντα και χαρταετούς / όταν φοβούνται οι αράχνες / να λουφάζουν» (Οι αράχνες)

Για τον ποιητή η φθορά είναι συνολική και οριστική.

«Τ’ όνομα μόνο κ’ η ηλικία μας / θα ζήσουν για πάντα στον Παράδεισο» (Ο κήπος του καλού και του κακού)

Άλλωστε, το τέλος βεβαιώνεται από την ύπαρξη της αρχής.

«Ό,τι αρχίζει πρέπει, λοιπόν, και να τελειώσει» (Λύκε, Λύκε, είσαι εδώ;)

Μένουν, βέβαια, ως τόποι για τον άνθρωπο οι αναμνήσεις, που κάποτε φθίνουν, και τα χαμένα όνειρα, που θορυβούν το υποκείμενο. Μόνη διέξοδος η επαφή με ό,τι έχει φύγει, που υπερβαίνει τον χώρο και τον χρόνο.

«Απόψε, όταν σε συναντήσω κάτω απ’ το μάρμαρο / θα είναι όλα αμόλυντα» (Ραντεβού)

Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της συλλογής συμπεριλαμβάνονται ως επί το πλείστον και καθόλου τυχαία ποιήματα ποιητικής, που πραγματεύονται θέματα της ποιητικής τέχνης, υποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός αντιλαμβάνεται και προσλαμβάνει την τέχνη του. Αυτά λειτουργούν ως αντιστάθμισμα στην απώλεια και τον θάνατο, καθώς η ποίηση αντιμετωπίζεται από τον ποιητή ως μέσο έκφρασης, ίσως και διευθέτησης, της υπαρξιακής του αγωνίας κι έτσι σε κάποιο βαθμό ξορκίζεται ό,τι αρνητικό τον έχει βασανίσει. Το εισαγωγικό ποίημα, αφιερωμένο στον γιο του ποιητή, ορίζει την ουσία της ποιητικής δημιουργίας για τον ίδιο. Μέσω αυτής η φωνή του θα μείνει, θα συνεχίσει ν’ ακούγεται, και θα συντηρείται κατ’ αυτόν τον τρόπο η επαφή με το οικείο πρόσωπο.

Μια φορά κι έναν καιρό

Έδωσα μιλιά στα δέντρα / κι αισθήματα στα τρεχούμενα νερά / ποιήματα έγραψα στα χώματα / Όταν με καταπιούν ν’ ακούς τη φωνή μου / πάνω στο δέρμα της μάνας μου, της γης

Ακολούθως, ο ποιητής έχοντας επίγνωση της τρωτότητάς του, της μετέωρης θέσης του μεταξύ ζωής και θανάτου εκφράζει ανοιχτά την υπαρξιακή του αγωνία.

«Το άρρυθμο τέμπο / τις κούφιες νύχτες με λυτρώνει / Του επιθανάτιου ρόγχου είναι ή της ζωής λευκό σεντόνι;» (Μακριά από την όπερα)

Γνωρίζει καλά πως η αφήγηση, το παραμύθι και η παραμυθία που προσφέρει είναι αυτή που διασώζει.

«Μόλις αρχίσεις ν’ αμφισβητείς / της αλεπούς το παραμύθι / ας με δαγκώσει και το φίδι» (Πρίγκηπα)

Το ποίημα για τον ποιητή ως πολυταξιδεμένο παγοθραυστικό, συμπυκνώνοντας πια τη σοφία του χρόνου, του ταξιδιού και των βιωμάτων, είναι σε θέση να εκτεθεί.

«Όταν των πεταλίδων αποκτίσει τη σοφία / και η αρμύρα φτάσει στο μεδούλι / σ’ απάνεμα καρνάγια θα διηγείται / τα παραμύθια του στις τράτες» (Το παγοθραυστικό)

Πάντοτε, βέβαια, ο ποιητής αγωνιά για το δημιούργημά του. Και αυτή η αγωνία για την ποιητική δημιουργία, η προσπάθεια να δοθεί μορφή στο περιεχόμενο, η φροντίδα επιλογής των κατάλληλων λέξεων για την απόδοση του άρρητου, αυτού που φωλιάζει στο μυαλό και στη ψυχή του ποιητή και απαιτεί έκφραση, αποτυπώνονται στο ποίημα «Τα αδιήγητα ποιήματα».

«Όσο ωριμάζουν πληγώνονται απ’ τον χρόνο / κι εγώ τα περιθάλπω με στοργή / Πρωί και βράδυ από μια δυνατή εκφώνηση / μού έχουν συστήσει οι γιατροί / Τις λέξεις τους αλλάζω τακτικά / Προτού κακοφορμίσουν / Κι όταν πια είναι ικανά να εργαστούν / λιγάκι πριν γεράσουν, σ’ εσάς τα παραδίδω»

«Τα κόκκινα πουλιά», λοιπόν, ως ώριμη και ολοκληρωμένη αποτύπωση της σχέσης του ποιητή με τον κόσμο που μας περιβάλλει και ως φανέρωση του δικού του εσωτερικού κόσμου, επιτυγχάνουν με τον λιτό και υπαινικτικό τους λόγο και με τις υπερβαίνουσες των λογικών ορίων εικόνες τους την ποιοτική μεταμόρφωση της πραγματικότητας, τη δημιουργία συναισθηματικών τοπίων, μέσω των οποίων προσεγγίζονται βαθιά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης μ’ έναν πολύ προσωπικό τρόπο, διακριτό σε όλο το μήκος της συλλογής, που οξύνει τη φαντασία, την αισθητική, τον στοχασμό και κυρίως το συναίσθημα του αναγνώστη.

.

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ

FRACTAL 6/7/2022

Μύθοι, σύμβολα και μεταμορφώσεις του καθημερινού

Μια ποίηση με τη φόρτιση του καθημερινού και την έκπληξη του απρόβλεπτου, απτή και καθομιλουμένη που επικοινωνεί με το βαθύτερο και το ουσιώδες: η ποίηση του Πασχάλη Κατσίκα έχει μια τέτοια χαρισματική φωνή. Τη συνθέτει ένας λόγος λιτός, αφαιρετικός και οικονομημένος και τη δυναμιτίζει η αναζήτηση μιας βαθύτερης ουσίας· η αγάπη και ο φόβος της, το κατακάθι των στεναγμών, η ψύχραιμη μελαγχολία και η μετρημένη χαρά· η απορία της ύπαρξης και το μυστήριο του θανάτου. Tο παιχνίδι αυτό της σκέψης γίνεται παιχνίδι της γραφής.

Μύθοι και σύμβολα, όροι και σηματοδοτήσεις, εξομολογήσεις και αναστοχασμοί στην άκρη του στίχου αποκτούν έτσι την εξαιρετική τους στιγμή, μεταφέρουν την πολύτιμη εμπειρία τους. Το ποιητικό υποκείμενο σε πρώτο μοναχικό ή και συλλογικό πρόσωπο μαρτυρά και καταθέτει, ζυγίζει τα λόγια του διαλεχτά· και τραβάει άμεσα την προσοχή του αναγνώστη με μια διακριτική υπερβολή. Το ποιητικό αυτό «εγώ» χωρίζει τον εαυτό του από τον κόσμο, δίχως ωστόσο να τον διαχωρίζει τελειωτικά, ισορροπώντας πάντα σε μια παράτολμη ακροβασία, σε ένα πλησίασμα της ζωής ζυγισμένο. Όσα αγαπάει, τα ευλογεί κι όσα ποθεί, τα υπερασπίζεται. Μα δεν ξεχνά και το βάθος των πραγμάτων γύρω του, το υπαρξιακό βάθος της απώλειας, δεν λησμονεί να γυρίσει τη φόδρα της ζωής από την ανάποδη να στοχαστεί ή να θρηνήσει:

«Δαμάσκηνο τα χρώματα της μέρας
Δεν ξέρω από χειμώνες ή καλοκαίρια
αν είμαι κερδισμένος
Στέκομαι για λίγο πλάι στη λίμνη
ούτε ένα φύλλο πάνω στα δέντρα
Τούτος ο απρόσωπος αέρας σαπίζει τις μνήμες
Γούνινος μανδύας σέρνεται (ξο)πίσω μου
ο θόρυβος των χαμένων ονείρων
Φεγγάρια από οπαλίνα δεν με κρατάνε πια

Απόψε, όταν σε συναντήσω κάτω από το μάρμαρ,
θα είναι όλα αμόλυντα»

(Από το ποίημα «Ραντεβού» που έχει την αφιέρωση «στον πατέρα» σελ.38).

Όταν απευθύνεται σε ένα αγαπημένο πρόσωπο, η φωνή του γίνεται θερμός εναγκαλισμός και το ποιητικό «εγώ» διασταυρώνεται με το δεύτερο πρόσωπο, μοιράζοντας τα λόγια – κεκτημένα. Αλλού, η απόσταση γίνεται κανόνας ακόμα κι από τον ίδιο του τον εαυτό: ένας λεπτός σαρκασμός διαπερνά τον στίχο, ιχνηλατείται ανάμεσα στις γραμμές. Η πάλη με τον ίδιο τον εαυτό αποκτά την ποιητική αντιφώνησή της: «Σε σκόπιμη συσκότιση / εχθρεύομαι ό,τι με συγκροτεί» («Θύτης και θύμα» σ. 25), γράφει και «Πίστευα πως είμαι μεγάλος όσο η λύπη» («Η χώρα των Χριστουγέννων», σ. 22), ενώ αλλού, «Μικραίνει τα ψηλά βουνά η αγκαλιά σου» («Τ’ αχνάρια σου», σ. 16). Η σχέση ανάμεσα στον εαυτό και στον Άλλο γίνεται έτσι δυναμική και πολυδιάστατη, μια επικοινωνία ποιητική – μοναξιά μοιρασμένη.

Στο ακρογωνιαίο αίσθημα της επίγνωσης του θανάτου, η σχέση με τα πράγματα αποκτά, μ’ αυτόν τον τρόπο, μια ακριβή μοναδικότητα, αποκαλύπτει το πολύτιμο εφήμερό τους. Και αναδεικνύει ακόμη μια φορά το βάθος της ποιητικής φωνής. «Τις νύχτες με ξεκουφαίνουν φτερά αγγέλων» σημειώνει (Οι Αράχνες, σελ. 33), ενώ η τυφλή ακοή μεταμορφώνεται σε ομορφιά που ισορροπεί πάνω από το δέος του θανάτου: «Απροειδοποίητα φάνηκε η ομορφιά του κόσμου / Μόλις γεννήθηκε ο θάνατος» («Ο κλέφτης» σ. 30).

Τέτοιου τύπου σχέσεις και συνειρμοί πυροδοτούνται μέσα από τις ανεξάντλητες μεταμορφώσεις των στοιχείων που ορίζουν τον κόσμο και κατευθύνουν τη ζωή, στοιχεία φυσικά ή αφύσικα, εχθρικά ή οικεία – ζώα κυρίως που γίνονται σύμβολα και που, κρατώντας λίγο πολύ ένα μυθολογικό υπόβαθρο, ορίζουν την ποιητική θεματολογία και συνθέτουν μια ιστορία σε κάθε ποίημα ξεχωριστά.

Οι σχετικές αναφορές πολλές, κάθε ποίημα ορίζει και το σύμβολό του, κάθε σύμβολο αναπτύσσει την ποιητική λειτουργία του: το θαλάσσιο ερπετό (σ.19), η πεταλούδα (σ.22), το ποντίκι (σ.26), ο λύκος (σ.36), ο καρχαρίας (σ. 40), η αλεπού και το φίδι (σ.41), οι φάλαινες (σ.42), αλλά περισσότερο ακόμα τα πουλιά (σ. 31, 32, 43) είναι κάποια από τα μυθοπλάσματα αυτά που τροφοδοτούν τις νοηματικές σχέσεις προσδιορίζοντας και τον χαρακτήρα της ποιητικής. «Τα Κόκκινα Πουλιά» άλλωστε μεταφέρονται και στον τίτλο του βιβλίου, από το ομώνυμο ποίημα που βρίσκεται στο ενδιάμεσο περίπου των ποιημάτων της συλλογής, θέση συνδυαστική αυτού που προηγείται και έπεται· ένα ποίημα – συνδετικό υλικό της σύνολης σύνθεσης.

Οι συνδυασμοί των συμβόλων κατευθύνουν τη συλλογιστική κάθε ποιήματος και πυροδοτούν τον προβληματισμό του αναγνώστη σε ποικίλες κατευθύνσεις. Διαμορφώνεται έτσι το πλαίσιο μιας ποίησης εννοιολογικής, που ο αναγνώστης καλείται να αποκωδικοποιήσει, ακολουθώντας σε κάθε ποίημα και μια ιδέα ξεχωριστή. Τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά ωστόσο αυτής της ποιητικής διασταυρώνονται με τη μελετημένη αναζήτηση της λέξης, την οικονομία της γραφής και στρέφουν την προσοχή του αναγνώστη από το υπόβαθρο των ιδεών, στη γλωσσική φόρμα και έκφραση, προσδιορίζοντας παράλληλα και μια λειτουργία αυτοαναφορική. Όταν το ποίημα αναφέρεται στον εαυτό του, το ρητορικό σχήμα της ειρωνείας ως αντίφρασης εμπλουτίζει τις σημασίες μέσα από τη θέση και την αντίθεση που υποβάλλει:

«Τα αδιήγητα ποιήματα

Όσο ωριμάζουν πληγώνονται απ’ τον χρόνο
κι εγώ τα περιθάλπω με στοργή
πρωί και βράδυ από μια δυνατή εκφώνηση
μου έχουν συστήσει οι γιατροί
Τις λέξεις τους αλλάζω τακτικά
Προτού κακοφορμίσουνΚι όταν πια είναι ικανά να εργαστούν
λιγάκι πριν γεράσουν, σ’ εσάς τα παραδίδω» (σ. 44)

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, εδώ, να παρατηρήσει κανείς τη σχέση του τίτλου με τους στίχους που τον ακολουθούν, σχέση που σε όλα λίγο πολύ τα ποιήματα της συλλογής αναπτύσσεται ποικιλοτρόπως. Στο παραπάνω ποίημα, ο τίτλος συνεχίζει το νόημα των στίχων ως ακολουθία, εκφράζοντας την νοηματική τους πυκνότητα: γίνεται μια αφαίρεση αποφθεγματική. Αλλού, ο τίτλος κρατιέται από μια λεπτομέρεια, αγκιστρώνει μια γωνία του ποιήματος, περιθάλποντας το νόημα μιας λέξης, όπως, για παράδειγμα, της λέξης «Ύστερα» στο ομώνυμο ποίημα: λέξη – όρος με λειτουργία σημασιολογική. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, ο τίτλος διαλέγεται παραγωγικά με τους στίχους. Όπως και να ‘χει πάντως, διαχέει το περιεχόμενό του στην όλη σύνθεση που πυκνώνει τη σημασία της στο τέλος. Αυτός είναι και ο γενικότερος κανόνας της σύνθεσης των ποιημάτων στην παρούσα συλλογή: η νοηματική τους σύνθεση ανταποκρίνεται στην αρχή του κάθε τίτλου και η κατάληξη στο τέλος ολοκληρώνει το νόημα συνήθως ανατρεπτικά. Ξαναδιαβάζοντας το κάθε ποίημα από το τέλος προς την αρχή, η σημασία του εμπλουτίζεται κι αλλάζει.

«Ύστερα

Από τα σατέν βλέμματα
Τα αιχμάλωτα χάδια
Τα υγρά με απόκρυψη αποτυπώματα
Τους ανεπιτήδευτους οργασμούς
Ύστερα, στο αφιλόξενο ντους,
μισήσαμε τους εαυτούς μας» (σ.14)

 

Θέσεις και αντιθέσεις, συμφωνίες, ασυμφωνίες και ευέλικτες φωνές: η ποίηση των Κόκκινων Πουλιών με τη σοφή και μετρημένη οικονομία της βυθομετρά τα πάθη της ψυχής μελετημένα. Στο όριο των πραγμάτων και της ζωής μεταφέρει το ουσιαστικό τους αντίβαρο, τη σαγήνη του έρωτα και το ρέκβιεμ του θανάτου με τρόπο παιγνιώδη. Γίνεται έτσι μια ποίηση υπαρξιακή που προχωράει στο μεδούλι της ανθρώπινης ουσίας δίχως να βαραίνει: με έναν παρήγορο και ανάλαφρο στοχασμό.

.

ΤΟ ΚΟΙΜΩΜΕΝΟ ΤΣΙΡΚΟ
ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ

VAKXIKON ΜΑΙΟΣ 2022

Μετά από τα “Ρετάλια” και τα “Τεταρτημόρια”, η τρίτη ποιητική συλλογή του Πασχάλη Κατσίκα έχει τον τίτλο “Το κοιμώμενο τσίρκο” και αποτελεί μία κραυγή αγωνίας, αλλά και επιτίμησης για τον λήθαργο στον οποίο βυθίζουν τον κόσμο σήμερα τα ΜΜΕ.

Ο Κατσίκας βλέπει τα πάντα με διάθεση επικριτική και στηλιτεύει εντέχνως τα κακώς κείμενα μέσα από καλοδουλεμένες ποιητικές αλληγορίες. Καταλήγει στο αξίωμα ότι ένας λαός κυβερνιέται τελικά από τους ηγέτες που του αξίζουν. Θρηνεί για την απουσία ένδοξων ηγετών τη σήμερον ημέρα στο ποίημά του με τίτλο “Χάθηκαν οι γίγαντες”. Και όσο για την τάση της φαγωμάρας, που μας χαρακτηρίζει ως φυλή από αρχαιοτάτων χρόνων, τη θεωρεί δεδομένη ακόμη και σήμερα και εκφράζει την ελπίδα της, έστω και καθυστερημένης συμφιλίωσης στο ποίημα “Μέλι και γάλα”.

Δεν διστάζει να εκφέρει κρίσεις και για το σινάφι του:

“Όταν πια πάρουν τη μεγάλη απόφαση
να αφεθούν στην αγκαλιά του γαλάζιου
τραγουδώντας από τον βυθό του παρελθόντος γητεύουν για πάντα
όσους περιπλανιούνται ακόμα στη γη”.

Οι επιρροές και οι εμπνεύσεις του αντλούνται, στη συγκεκριμένη συλλογή, από τα πεδία της Επιστήμης, ιδιαίτερα της Βιολογίας, της Λογοτεχνίας, της Μυθολογίας, αλλά και της Ιστορίας και της σύγχρονης καθημερινότητας. Ούτε το σημερινό σύστημα υγείας δεν θα μείνει στο απυρόβλητο από την κριτική διάθεση του ποιητή που μας καλεί, πάνω απ’ όλα, να σκεφτόμαστε, να μην δεχόμαστε άκριτα όσα μας σερβίρουν και να μην αφήσουμε την ευκαιρία της ζωής να πάει χαμένη.

Για πολλούς -στους οποίους συγκαταλέγομαι και εγώ- το κορυφαίο και πιο συγκλονιστικό ποίημα της συλλογής θα είναι το δίχως άλλο “Οι Θερμοπύλες του Μπίργκεναου”, ένας φόρος τιμής στους Ελληνοεβραίους που σκοτώθηκαν στο γερμανικό κολαστήριο του Άουσβιτς.

Αίσθημα νοσταλγίας και απαισιοδοξίας, καταδίκη της συνήθειας, των στείρων κοινωνικών κανόνων και των ευπρεπισμών, της πολλής δουλειάς που δεν μας αφήνει χρόνο για την ίδια τη ζωή, αλλά και τάση ενδοσκόπησης, κριτικής και αυτοκριτικής, όλα αυτά χαρακτηρίζουν το “Κοιμώμενο τσίρκο”.

“Ένα μπουλούκι ο κόσμος
απέραντο
τσίρκο ο πλανήτης
δίχως χορογραφία
από τη γέννηση στον θάνατο”.

Όλα αυτά με μια γλώσσα μεστή, καλοδουλεμένη και ρυθμική και με την διεισδυτική ματιά στα σύγχρονα προβλήματα που μονάχα ένας ποιητής μπορεί να έχει. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί, ότι ένα εξαιρετικά χρήσιμο επεξηγηματικό αλφαβητάριο όρων υπάρχει στο τέλος της συλλογής για όσους χρειαστούν διευκρινήσεις για ορισμένους από τους όρους που συναντώνται στα ποιήματα.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ Ε. ΧΑΡΙΣΤΟΣ

ΦΡΕΑΡ 16/1/2022

Ο Πασχάλης Κατσίκας, στην ποιητική συλλογή με τίτλο Το κοιμώμενο τσίρκο, περιδιαβαίνει την ανθρωπογεωγραφία της ιστορίας μέσα από εξαντλητική ανάλυση αιτιών, στάσεων και θέσεων που καθιστούν τον παράγοντα «άνθρωπο» πολιτιστικό προϊόν σε τεχνητή βάση αξιολόγησης. Το ίδιο το δρων υποκείμενο εξελίσσεται μέσα από έναν κόσμο μαζικής στασιμότητας. Αλλαγές στη μορφή, αλλά όχι στο περιεχόμενο. Μεταβολές στην υιοθέτηση της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά πλήρης άγνοια της ταυτότητας αυτής. Μια δαρβινικού τύπου εξωτερίκευση της πρωτόγονης φύσης, ενδεδυμένης με τα πλέον κοσμοκρατορικά τεχνάσματα της πρόσοψης του πολιτισμού. Ο ποιητής δεν καταγράφει απλώς τις νόρμες της κοινωνικής αναπαραγωγής. Εξάλλου, θέτει το ζήτημα της αυτονομίας του ατόμου μέσα σε ένα περιστρεφόμενα αυτοματοποιημένο σύνολο προτεραιοτήτων, αποτυπώνοντας στο μεγαλείο της υποκρισίας την ανεδαφική προέκταση ερμηνείας του γύρω μας κόσμου, από το συλλογικό γίγνεσθαι. Δεν καταγράφει, λοιπόν, απλώς τις νόρμες κοινωνικής αναπαραγωγής, αλλά εξετάζει ενδελεχώς το πεδίο αναφοράς του ιδίου προς τον εκάστοτε «άλλο», το τρίτο πρόσωπο της κατώτατης βαθμίδας κοινωνικής ιστορίας. Με άλλα λόγια, ο ποιητής μεταπλάθει στον συνομιλητή (βλ. αναγνώστη) την αποσύνθεση των δομικών στοιχείων της βιωμένης εμπειρίας. Προτού καταλήξει στο άτομο, ως μονάδα ύστατης ανακατεύθυνσης, επεξεργάζεται τις αιτίες, υλικές και μη, μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται το ζήτημα της ηθικής, συλλογικής και ατομικής. Πάντα υπό τον μανδύα της αντικειμενικής προσέγγισης, επεμβαίνει στην υποκειμενική θεώρηση των πραγμάτων.

Σε αυτό το στάδιο πρόσληψης της κινητικότητας των κοινωνικών αποτελεσμάτων ο ποιητής διαρρηγνύει το πέπλο της απομάγευσης μέσα από τον «υποβιβασμό» της ζωής στην αυταπόδεικτη αλήθεια, η οποία, ωστόσο, μοιάζει τόσο απομονωμένη μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Επρόκειτο για τον θάνατο ως σηματοδότηση της εργαλειακής χρήσης των κοινωνικών ρόλων και ιδιοτήτων. Ο θάνατος δεν ορίζεται ως η νομοτέλεια της φυσικής, υπαρξιακής, παρουσίας του ανθρώπου στο κοινωνικό περιβάλλον. Αντίθετα, βιώνεται ως η εθελούσια εκμηδένιση του υποκειμένου στους πολιτιστικούς ρόλους στους οποίους καλείται να ανταποκριθεί. Δεν είναι ο άνθρωπος που ορίζει το περιβάλλον του. Είναι η πολιτισμική προοπτική εκκοσμίκευσης του «λόγου» που μετατρέπει τον τελευταίο σε μοχλό μίας αθέατης υλιστικής αναβίωσης της πορείας του ανθρώπου μέσα στην ιστορία, ως χρόνο και ως χώρο. «Τραγικό το πόσο/φθαρτή είναι η σάρκα/πόσο ευάλωτη στο καυτό μέταλλο/άπαξ και το ’χεις νιώσει ποτέ δεν σ’ αφήνει/Έχοντας κερδίσει από ένα κομμάτι του/βυθιζόμαστε ολοένα» (σελ. 22) και η φθαρτή ύλη της καθημερινής δέσμης των αισθήσεων μεταφέρεται, με τρόπο ολοένα μηδενικό, στην πολλαπλή ερμηνευτική της θέσμισης των πραγμάτων. Πλέον, τα σύμβολα μιας περασμένης εποχής εξαλείφονται στο όνομα της αφετηρίας καινούριων προσδοκιών, δίχως ανταπόκριση. Όλα όσα νοηματοδοτούσαν την προσωπικότητα της συλλογικής δράσης, έχουν απωλέσει τη νιότη και τη ζωντάνια των στιγμών. Μετατράπηκαν πια σε μηχανοποιημένους αριθμούς της καταναλωτικής απόδειξης επιβίωσης, αντιστρέφοντας το καρτεσιανό «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» σε τεχνοκρατικό «καταναλώνω, άρα είμαι». Σε αυτή την πληθωρική επιβεβαίωση του ολικού αδιεξόδου ενός πολιτισμού που βάλτωσε στους τύπους και τις καθετοποιημένες «αλήθειες», ο ποιητής αντιπαραβάλει τη μόνη ενδεδειγμένη αλήθεια, δίχως εισαγωγικά και περιττές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Είναι ο έρωτας και η επιθυμία των ανθρώπων. Καμιά επιστημονική ανακάλυψη, ούτε και η ορθολογική πραγμάτωση των πολιτικών κερδοφορίας, δύναται να κατευθύνει, πόσο μάλλον να ρυθμίσει και να αντισταθεί, στη βούληση του ανθρώπου για έρωτα και ελευθερία. Μολονότι, ούτε ο πρώτος ούτε η δεύτερη αποκτούν προσωπικότητα, παρά μόνο τις αφαιρετικές επενδύσεις της σκέψης των συμβαλλόμενων μερών, ωστόσο, καθρεφτίζουν την αντοχή της ζωής σε άμεση αντιπαραβολή με τη φθαρτή ύλη του θανάτου.

Οι ιστορικές αναφορές, ανά τους αιώνες, αποκτούν σάρκα και οστά σε κάθε περίσταση. Είναι η επιταγή της κοινωνικής αυτοαναπαραγωγής μέσα από την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων που δημιουργείται στο επίκεντρο αυτοαναφοράς των συλλογικών αρνήσεων. Κάθε στιγμή κατά την οποία η μαζική δράση βρίσκεται σε αδιέξοδο, υπονομεύεται η μία μορφή έκθεσης των ταυτοτήτων για να ενδυθεί τις ταυτότητες που θα σύρουν τις μάζες, αγόγγυστα, στην ήττα της νέας στροφής της εμπειρίας. «Πού πήγαν οι Γίγαντες/οι Ήρωες και οι Θεοί;/Μείναμε μόνον εμείς, τ’ απολειφάδια/να εξυμνούμε επιτεύγματα/ιδέες που ποτέ δεν θ’ αγγίξουμε» (σελ. 32) και ο ποιητής οδηγείται με ασφάλεια στην παραγραφή του παρελθόντος ως μία επαναλαμβανόμενη φάρσα με στόχο τον άνθρωπο. Η τελευταία καταλήγει στην τραγωδία και τη μαζική διάψευση. Η ολική αποξένωση των ιδεών απ’ το προσκλητήριο αποδοχής, ο ενταφιασμός των βαθύτερων επιθυμιών και, ειδικότερα, η κατασκευή στρεβλών ιδεολογικών οριζόντων καταγράφονται ως τα ύστατα γνωρίσματα της νέας εποχής. Οι εξελίξεις τις οποίες αντικρίζει ο ανθρώπινος πολιτισμός ομοιάζουν, ολοένα περισσότερο, με την επαναφορά του ιστορικού χρόνου σε προμετωπίδα της ανανέωσης των συνθημάτων. Και ο ποιητής προειδοποιεί τον αναγνώστη για τα μελλούμενα. Εξάλλου, ετούτα δεν καμώνονται την καινοτομία στη ζωή. Αποτελούν επανάληψη, και δη κακοφτιαγμένη, μιας αλλοιωμένης μετάφρασης των όρων και των ορίων αυτής. Επομένως, ο ποιητής υπογραμμίζει με τον πλέον δεικτικό τρόπο το ολικό αδιέξοδο όπως ακριβώς ερμηνεύεται από τα εκάστοτε κέντρα εξουσίας και στρέφει το βλέμμα του, αποφασιστικά, στην εσωτερική αληθινή φύση του ανθρώπινου παράγοντα. Εκεί πρέπει να αναζητήσει ο τελευταίος τις δυνάμεις όπως ανορθώσει την ιστορία του και μαζί της την ιστορία του πολιτισμού, εκ θεμελίων.

«Λευτερωθείτε είναι/η μόνη θεραπεία» (σελ. 50).

.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

DIASTIXO.GR 04/12/2020

«Τεταρτημόρια» και «Ρετάλια»

Γεννημένος το 1971, ο Πασχάλης Κατσίκας εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Τεταρτημόρια το 2019, για να ακολουθήσουν το 2020 τα Ρετάλια, η δεύτερή του συλλογή, κι ενώ ο ποιητής βρίσκεται ήδη σε ώριμη ηλικία. Η όψιμη εμφάνιση του Κατσίκα στα γράμματα αποτυπώνει την κατακτημένη γνώση του συγγραφέα στην ενεργοποίηση ποιητικών τρόπων στη γραφή του, παράλληλα όμως αποδεικνύει τις προσλαμβάνουσες του λογοτέχνη σε διαρκή εγρήγορση, καθώς η προϋπάρχουσα γνώση αφήνεται να ζυμωθεί από εσωτερικές διεργασίες και να οδηγήσει στην εξέλιξη της γραφής.

Ο Κατσίκας καθιστά εξαρχής σαφές με τα Τεταρτημόρια ότι ποιητική γλώσσα για τον ίδιο είναι πρωτίστως η μεταφορική. Τα σώματα του ερωτικού ζεύγους ιονίζονται, πυρακτώνονται κι εκρήγνυνται, σε έκρηξη παραλληλιζόμενη με τις διαδικασίες του σύμπαντος που γεννούν «γαλαξίες και άστρα στο big bang» τους. Τα συμπτώματα της ζήλιας ανάγονται στις οργανικές εκδηλώσεις των καρδιαγγειακών ασθενειών. Οι σωματικοί νευρώνες αντιστοιχίζονται στα πλαστικά κλωνιά του χριστουγεννιάτικου έλατου, την ώρα που ο ήρωας, στην ανάμνηση του απόντος αγαπημένου προσώπου, βραχυκυκλώνει σαν τα λαμπάκια του έλατου, γίνεται ηχείο που νεκρώνει από την απουσία κι αδυνατεί να ουρλιάξει, εκφράζοντας την έσω οδύνη. Κι ίσως κάπως έτσι καταλήγει «Ολάκερη η ζωή μια εξόδιος ακολουθία».

Ο μεταφορικός λόγος του Κατσίκα χρωματίζεται από εικόνες που τον υπηρετούν στο ίδιο πνεύμα. Η ερωτική «Ψαύσις» του κορμιού, στο ομότιτλο ποίημα, διέρχεται από «χαράδρες» και «ηφαίστεια», που απεικονίζουν τα τοπία του γυναικείου ανάγλυφου. Οι μεταφορικές εικόνες του Κατσίκα αξιοποιούν μια ποικιλία αποτυπώσεων, οι οποίες μεταχειρίζονται την επιστημονική και την καλλιτεχνική γνώση από τομείς του επιστητού όπως η αστρονομία, η βιολογία, η ιατρική, η ιστορία, η μυθολογία, ακόμη και η θεολογία, αλλά και η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική ή η μουσική, και οδηγούν, διά των παραλληλισμών που επιχειρούν, στο στοχαστικό σχόλιο του ποιητή.

Η στοχαστική ποίηση του Κατσίκα δομείται σε δύο βασικούς πυλώνες: τον έρωτα και τον θάνατο. Η δύναμη του έρωτα μπορεί ακόμα και τη μητρική αγάπη να τη θέσει σε δεύτερη μοίρα, ενώ απεκδύει και τα παιδικά παιχνίδια από την αθωότητά τους. Η επικίνδυνη αυτή ισορροπία συναντά την απειλή της φθοράς, τον ίδιο τον θάνατο: «Χαίρομαι/ που ήρθε η ώρα να με θρηνήσουν», διατείνεται ο ποιητής, ενισχύοντας τα λεγόμενά του μ’ ένα θεολογικό «τετέλεσται». Όταν όμως, παράλληλα, εντάσσει τη ρήση του Χριστού στο δίπολο «Ατελής ή τετέλεσται;», συσχετίζει τη φθορά όχι με την άρνηση του αριστοτελικού «τέλους», δηλαδή του σκοπού της ολοκληρωμένης δημιουργίας, αλλά με την άρνηση του τέλους που δηλώνει τον τερματισμό. Με τον τρόπο αυτό, ο χωρισμένος σε «τεταρτημόρια» κύκλος συνθέτει τις ψηφίδες του αποδεχόμενος τη δημιουργία και διεκδικώντας τη ζωή.

Το διαρκές αλισβερίσι έρωτα-θανάτου συνεχίζει να απασχολεί τον Κατσίκα και στη δεύτερή του συλλογή, τα Ρετάλια. Στο ποίημα «Στο παζάρι της Ξάνθης», η ζωική ορμή της προμήθειας βιοτικών αγαθών συναντά τα ενδύματα που προορίζονται για τους νεκρούς. Ενόσω οι πωλητές διαλαλούν την τιμή της πραμάτειας τους στην τουρκική γλώσσα («μπιρ ευρώ», δηλαδή ένα ευρώ, ή «ικί ευρώ», δηλαδή δύο ευρώ κ.ο.κ.), ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να «αρπάξει» τα «μπες (=πέντε) ευρώ» και να τα μετατρέψει στην προστακτική του ρήματος «μπαίνω» της ελληνικής γλώσσας, διά της οποίας η σάρκα θάβεται, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της «από τη γέννηση στην/ αποσύνθεση με αποφόρια», «ώσπου να πεις μπες»!

Η στοχαστική ποίηση του Κατσίκα δομείται σε δύο βασικούς πυλώνες: τον έρωτα και τον θάνατο.

Την ώρα που τα ρετάλια συνθέτονται για να δημιουργήσουν το σάβανο του νεκρού, το ποιητικό υποκείμενο μεταβαίνει από την οδύνη για την απώλεια του πατέρα στην αγωνία για την έγκαιρη προετοιμασία του παιδιού, ώστε αυτό να μπορεί να διαχειριστεί την απώλεια όταν έρθει η σειρά του δικού του πατέρα. «Πρέπει να σου μιλήσω για το Ωμέγα/ Να μη φοβάσαι/ όταν σε αφήσω». Το σχόλιο του Κατσίκα καθίσταται πολυεπίπεδο, με τη μετάβαση από τον λόγο για τον θάνατο στη γλώσσα που συνθέτει ποίηση. Το «Ωμέγα» του ποιητή ακολουθεί πια την αντίστροφη πορεία από τη μεταφορά προς την κυριολεξία. Παύει να δηλώνει το τέλος, ως το τελευταίο γράμμα του αλφάβητου, και χρησιμοποιείται πια στην κυριολεξία του ως γράμμα που συνθέτει λέξεις. Οι λέξεις και τα σημεία στίξης παράγουν λόγο, αλλά η διαρκής μετακύλιση του αέναου κύκλου ζωής-θανάτου από τη φθορά στην αναγέννηση κι αντίστροφα βρίσκει ένα σημείο στίξης, το θαυμαστικό, να οριζοντιώνεται και να μετατρέπεται σε «τελεία και παύλα»!

Σ’ αυτόν τον ατελεύτητο κύκλο, το τέλος για τον Κατσίκα καθίσταται εντέλει και φορέας αισιοδοξίας. «Σε κάθε φωτογραφία/ βλέπω το τέλος μου/ σαν ατενίζουν με νοσταλγία/ όλοι αυτοί το παρελθόν». Πίσω από το τέλος παραφυλάει η μνήμη, η ανάμνηση του αποδημήσαντος, η οποία δεν σβήνει, και με τη νοσταλγία της τον διατηρεί στη «ζωή». Γι’ αυτό ακόμη και ο θάνατος εμπεριέχει ομορφιά: «Τώρα κατάλαβα/ πως τίποτε δεν ομορφαίνει/ χωρίς τον Θάνατο»· γιατί ο θάνατος, ξυπνώντας αναμνήσεις, τις ενδύει με πέπλο τρυφερότητας, εξαγνίζοντας τους απόντες κι αναδεικνύοντας, διά της απουσίας, την αξία τους. Η ίδια αγνότητα αντικατοπτρίζεται στον τίμιο μόχθο της μάνας: η ανάμνηση του μόχθου καθαγιάζει τη μάνα. Παράλληλα, μαζί με τα πρόσωπα ανασυντίθενται ολόκληρες εποχές, που ’χουν παρέλθει ανεπιστρεπτί· παραμένουν ωστόσο φορείς των χρωμάτων και των αρωμάτων τους, οσμών και γεύσεων του θρακιώτικου περιβάλλοντος: «Πότε πεθάναμε/ μαζί με τις βυσσινιές στα πεζοδρόμια/ δεν καταλάβαμε».

Η μετάβαση του Κατσίκα από την πρώτη του στη δεύτερη συλλογή τείνει να αναδείξει έναν ποιητικό σχεδιασμό που αφορά την εναλλαγή ζωής και θανάτου σ’ έναν αέναο κύκλο, μ’ όλα τα γυρίσματά του –πρβλ. τον εναρκτήριο στίχο από τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου: «Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου»– μα και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του: «ανακυκλώσιμοι θα ζούμε/ […] / χωρίς παράδεισο και κόλαση». Ο πλούσιος μεταφορικός pkatsλόγος του ποιητή διαγράφει, παράλληλα με τα νοήματα που εκφέρει, τον δικό του κύκλο από τη λυρική έκφραση της πρώτης συλλογής σε μία πιο προωθημένη δραστικότητα της αμεσότητας στη δεύτερη. Ας σημειωθεί τέλος ότι οι δύο συλλογές συνοδεύονται από ερμηνευτικά κείμενα της Ελισάβετ Αρσενίου η πρώτη και του Αντώνη Χαριστού η δεύτερη. Τα ίδια τα ποιήματα επιβεβαιώνουν πλήρως την εκτίμηση της Αρσενίου πως ποιήματα όπως αυτά του Πασχάλη Κατσίκα «γράφονται μέσα μας, στη λυρική αποθήκη του αρχετυπικού μας βίου».

.

ΡΕΤΑΛΙΑ
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

culturebook.gr/12/2/2021

Ο Πασχάλης Κατσίκας εμφανίζεται σε όψιμη ηλικία στα ελληνικά, γράμματα επιβεβαιώνοντας τη μη ύπαρξη γενεών στην ελληνική ποίηση, όπως το θέσαμε και παλαιότερα[1] (υποσημείωση). Τα «ρετάλια» (Γράφημα, 2020) είναι μόλις η δεύτερη συλλογή του. Είναι όμως εμφανής η γλωσσική ωριμότητα του δημιουργού, την οποία συνδέει με τον προβληματισμό μιας ώριμης βιολογικά ηλικίας. Χωρίς να καινοτομεί σε ζητήματα αισθητικής, προκαλεί την προσοχή μας με το στοχαστικό περιεχόμενο των συνθέσεών του (μείζονα διαταραχή, υστεροφημία). Το εξομολογητικό βίωμα (εικονικός πνιγμός) ή το ψευδοβίωμα (με την ποίηση, αερικά, μην φοβάσαι το Ωμέγα, τις νύχτες) γίνονται αφορμή για να παρασύρει τον ακροατή/αναγνώστη στις δικές του στοχαστικές ατραπούς.
Η σύνδεση του θανάτου με τη ζωή, η προβολή της φθοράς και του εφήμερου ανθρώπινου βίου φέρνουν στην επιφάνεια δύο κόσμους: του χτες και του σήμερα. Το φυσικό στοιχείο (πανίδα, ουράνια σώματα) και συμπλέκεται με το ανθρώπινο και την αγωνία του δημιουργού, όπως συναντάται μόνο στην ποίηση της περιφέρειας[2]. Οι ποιητές των περιφερειακών άστεων, κινούμενοι μεταξύ φύσης και πόλης, ενσωματώνουν το φυσικό περιβάλλον στη στιχουργική τους με έναν ιδιαίτερο εμπειρικό τρόπο. Δεν είναι τυχαία η απουσία της αστικής εικόνας∙ αντίθετα, διακρίνεται ένας προσανατολισμός προς το “ανθρώπινο” στοιχείο. Χώροι και πρόσωπα εμφανίζονται πολύ οικεία.
Η γλώσσα των ποιημάτων της συλλογής είναι προσαρμοσμένη στο στοχαστικό περιεχόμενο και την προσοχή του δημιουργού στο ανθρώπινο δράμα (στο παζάρι της Ξάνθης, βρέχει, στην αποικία του έρωτα). Άλλοτε μεταχειρίζεται αλληγορίες (ο μόδιστρος, στον Άδη είδα πουλιά, η κερασιά, οι βυσσινιές) για να εκφράσει μία αγωνία για τη φθορά και το αναπόφευκτο (μην φοβάσαι το Ωμέγα, ανακυκλώσιμοι, επανεκκίνηση, υστεροφημία, οικογενειακή φωτογραφία). Λιτή, σχεδόν προφορική, η γλώσσα του δένει λειτουργικά με το περιεχόμενο. Ρήματα και ουσιαστικά κυριαρχούν. Ο Κατσίκας μετασχηματίζει παρωδιακά διακείμενα από την αρχαία γραμματεία και τη μυθολογία σε σύμβολα και την έκφραση της αγωνίας για την τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης (στον Άδη είδα πουλιά, υστεροφημία, πατέρα, όνειρα, τελεία και παύλα).

.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Παρατηρητής 27/10/2020

O Πασχάλης Κατσίκας και η σύγχρονη τέχνη του λόγου του

Θα έλεγα ότι μια δημιουργική έκρηξη χαρακτηρίζει εσχάτως την παρουσία στου Πασχάλη Κατσίκα στα λογοτεχνικά πράγματα της Θράκης, και όχι μόνο. Εκτός από τις δύο ποιητικές του συλλογές «Τεταρτημόρια», 2019, σελ. 80, εκδ. Παρατηρητής της Θράκης και «Ρετάλια», 2020, σελ. 61, εκδ. Γράφημα, σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικές φωλιές, συναντά ο αναγνώστης και η αναγνώστρια ποικίλα πεζά και ποιήματα. Τα «Ρετάλια» είναι πολύ φρέσκια συλλογή. Με την ευκαιρία, όμως, της νέας δουλειάς του Πασχάλη Κατσίκα θα κάνουμε ένα περίπατο στην ωστώρα πορεία του, ξεκινώντας από ένα σύντομο εργοβιογραφικό σημείωμα. Ο Πασχάλης Κατσίκας (Reutlingen Γερμανίας 1971), ζει στην Κομοτηνή από το 1977. Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας και συστημάτων Πληροφόρησης του ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Εργάζεται στη Βιβλιοθήκη του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ποιήματα και πεζά του έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά: Ποιείν, Poeticanet, Εξιτήριον, Φρέαρ, Θράκα, Νότες Λογοτεχνίας, Λόγω Γραφής, Φτερά Χήνας, Fractal, Χάρτης, Ιστορίες Μπονζάι (Πλανόδιον), Ατέχνως, Περί Ου, Μονόκλ. Στα λογοτεχνικά περιοδικά: Μανδραγόρας (τεύχ. 58/2018 &60/2019), Οροπέδιο (τεύχ. 22/2019), Λογοτεχνικό Δελτίο (Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης, τεύχ.3/2019 & 8-9/2020) και στην εφημερίδα Παρατηρητής της Θράκης. Ο ίδιος ο δημιουργός μιλώντας για την ποίησή του ομολογεί άμεσα: «Οδηγήθηκα στην ποίηση μέσα από θανατηφόρες, στην κυριολεξία, διαδικασίες που διακυβεύουν την ανθρώπινη ζωή και τη φέρνουν αντιμέτωπη με τη πραγματικότητα του θανάτου, καθώς και τους καθημερινούς θανάτους συναισθημάτων που οδηγούν σε υπαρξιακές αναθεωρήσεις, αφήνοντας πάντοτε προοπτική στην ελπίδα και τον έρωτα». Σε άλλη συνέντευξή του λέγει κάτι που μου έφερε στο μυαλό ανάλογα προ πολλών ετών δικά μου συναισθήματα, όταν πήρα στα χέρια μου το πρώτο μου ποιητικό βιβλίο: «H αίσθηση του να κρατάς στα χέρια σου ένα βιβλίο, που ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τον πνευματικό σου κόπο, είναι πολύ διαφορετική από την αίσθηση του να το βλέπεις τμηματικά δημοσιευμένο σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Η μεγαλύτερη χαρά έγκειται στο ότι μέσω του βιβλίου, μπορείς να επικοινωνήσεις καλύτερα τα ποιήματά σου με τον κόσμο». Το πρώτο βιβλίο του κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις του «Παρατηρητή της Θράκης» με τον τίτλο «Τεταρτημόρια». Για τη συλλογή αυτή στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε ένα «συστατικό» κείμενο της καθηγήτριας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Δ.Π.Θ. Ελισάβετ Αρσενίου, η οποία ανάμεσα στα άλλα σημειώνει: «Ποιήματα σαν τα “Τεταρτημόρια” γράφονται μέσα μας, στη λυρική αποθήκη του αρχετυπικού μας βίου. Από κει ο δημιουργός τους, Πασχάλης Κατσίκας, άντλησε και δημιούργησε τη δική του λογοτεχνική αφήγηση. Οι ποιητικές πράξεις που αποδίδονται στο βιβλίο αυτό είναι συγχρόνως εκρηκτικές και στοχαστικές και μας καλούν η καθεμιά τους σε αναγνωστικές συναντήσεις γόνιμες, απολαυστικές, συγκινητικές ή και αποκαλυπτικές». Για την ίδια συλλογή ο, επίσης καθηγητής του ΔΠΘ, Χάρης Μιχαλόπουλος παρατηρεί: «Ο έρωτας, ο θάνατος, οι μνήμες (ειδικότερα οι παιδικές), η θάλασσα, η ανάγκη για λύτρωση και η συνεχής και ψυχοφθόρα συνομιλία και διαπραγμάτευση με το παρελθόν αποτελούν βασικούς θεματικούς πυλώνες της συλλογής. Στο ποίημα Η Αγάπη (σελ. 42) ο ποιητής κατορθώνει με ποιητική δραστικότητα να συμπυκνώσει σε λίγους στίχους κάποιες από τις θεματικές αυτές: «[Η αγάπη] Μετριέται σε προσκέφαλα / Στο συγχρονισμό των αναπνοών το ξημέρωμα / Στον εναγκαλισμένο ύπνο / που δεν τον ταράζει το ροχαλητό / Αποδεικνύεται σε δημόσια νοσοκομεία / με ξενυχτισμένα μάτια / να τον κοιτούν σαράντα ημέρες / απ’ την καρέκλα του συνοδού». Η δεύτερη συλλογή που πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε, τα «Ρετάλια» ξεκινά με ένα ποίημα του δημιουργού: «Εισέπνευσα τη ζωή / Εισέπνευσα και θάνατο / Στα δυο πνευμόνια μου κατοικούν / Νυχθημερόν κονταροχτυπιούνται / Μα εγώ ο ειρηνιστής / Φουσκώνω πολύχρωμα μπαλόνια / Να υψώνονται / στη στρατόσφαιρα / Σε καταφύγια παιχνιδότοπων / σας μεταφέρω / Που ο κρότος τους δεν φτάνει». Στη συνέχεια υπάρχει μια ευαίσθητη εισαγωγή / ματιά του Αντώνη Χαριστού, που ανάμεσα στα άλλα σημειώνει: «[…] Ο έρως, ο θάνατος, η ζωή εν κινήσει, οι στιγμές ως χρόνος και ως χώρος, η άρνηση και η θέση σκιαγράφησης μίας απάντησης στα ερωτήματα που ταλανίζουν τον εσωτερικό αθέατο κόσμο του καλλιτέχνη αναμετρώνται σε αντιπαράθεση με το Εγώ και με το Εμείς. Μία διαπάλη η οποία ατομικοποιεί το συλλογικό και αντίστροφα, συλλογικοποιεί το ατομικό έχοντας διασχίσει μία πορεία πρακτικής επαφής με τα διαδραματιζόμενα περιστατικά. Διότι, η συλλογή «Ρετάλια» αναγιγνώσκει εαυτόν ως περιστατικά μίας ανόθευτης αρμονίας συνειδήσεως και ηθικής. Η τελευταία μεταμφιέζεται σε πολλαπλούς ρόλους και ανταπαντά σε αντίστοιχες αφορμές εγχάραξης των αισθήσεων […] ». «Όλα μια μάζα αναμνήσεις»… Διάβασα με πολλή, θα έλεγα, ένταση τα ποιήματα της δεύτερης συλλογής. Προσπάθησα να ομαδοποιήσω τους άξονες της ευαίσθητης ποιητικής προσέγγισης του Πασχάλη. Λόγω Ξάνθης, προτάσσω το ποίημα: Στο παζάρι της Ξάνθης «Σε ρυθμό κηδείας / χωρίς να κρατούν τα προσχήματα / διέρχονται από τους πάγκους / οι επίδοξοι αγοραστές. […] Περνάμε από τη γέννηση στην / αποσύνθεση με αποφόρια / ό,τι πάρεις πέντε ευρώ / ή σάρκα θάφτηκε / ώσπου να πεις μπες». (μπες = πέντε στα τούρκικα). Από κει και πέρα πλούσια θεματολογία / άξονες: – Η εποχή μας – γεμάτος απορίες και ερωτήσεις ο ποιητής: «Στο ράφι με την επανάσταση; / Στους καταυλισμούς υποδοχής / με την αλληλεγγύη που μας απέμεινε; / Ταπεινός ή ταπεινωμένος;» – Παιδικές αναμνήσεις: «Δεν πήγα για αναρρίχηση / μπάντιμιντον ή τέχνες του πολέμου / Ολημερίς έπαιζα κυνηγητό τα καλοκαίρια / κρυφτό στο φως της μέρας / κι άκουγα παραμύθια απ’ τον παππού / για φίδια και φαντάσματα». – Σύγχρονη ζωή / Θρακικές αναμνήσεις: «Πάντοτε στη ζωή περπάταγες σκυφτή, / όχι από υποταγή, από τον πόνο λύγιζες / που σου ’τρωγε τη μέση […]Τώρα που ίσιωσαν τα κόκαλα / κι απέκτησες σπίτι φορητό, / μαζί μου θα σε πάρω / ολημερίς ν’ ακούς Θρακιώτικα κλαρίνα. / Θα ανοίγεις με τη βέργα φύλλο παραδοσιακό, / να γεύονται τα δισέγγονα τη νόστιμη μηλίνα». «Η Κερασιά – Δεν με αγάπησε, τότε, στην αρχή, / υπομονετικά την περίμενα ν’ ανθίσει […] Τόσο την έραινα με δάκρυα / πεισματικά αρνείται να βλαστήσει» – Ο αρχαίος λόγος στο υποσυνείδητο ή στο συνειδητό του ποιητή: «Σε άκουσα / σαν Ύμνο Ορφικό προς τον Απόλλωνα / όρχηση στις τραγικές του Αισχύλου παραστάσεις […] Θα γίνει Μινώταυρος κι Εφιάλτης / να σε ξυπνήσει / κάθιδρη με ταχυπαλμία / ή σαν Θησέας / το μίτο θ’ ακολουθήσει πίσω στην Αριάδνη / να μοσχοβολήσει ο ιδρώτας έρωτα». – Ο ποιητής παλεύει με την ποίηση, με τις διαστάσεις του χρόνου: «Σήμερα, είναι αύριο / Αύριο, είναι αργά για δάκρυα / Χθες, δεν έζησα». Κλείνοντας τον περίπατό μας στα «Ρετάλια» ευχαριστώ και συγχαίρω το νέο Θρακιώτη ποιητή τεχνίτη του λόγου Πασχάλη Κατσίκα. Λέγω ότι ο καλός ποιητής κρίνεται από το δεύτερο βιβλίο. Αυτό το κριτήριο το πέρασε επιτυχώς. Ένα δείγμα: ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ «Αρθούροι άνευ εξκάλιμπερ σ’ ένα Κάμελοτ που υμνεί τον Ρεμπώ τραγουδώντας Νταλάρα με ανθοστόλιστα στιχάκια για κατανάλωση πριν το ζευγάρωμα Σε γκανιότα στημένη του «μικτού» κακοζυγιασμένα ζάρια κολλημένα στη λούπα της κληρωτίδας που ζητούν να ξεχαρμανιάσουν το αλκοολίκι τους κυλάμε ενίοτε προς το στραπόν Με τα θηλυκά να γεννούν ασκούς από αίμα και κόκκαλα ενώ τ’ αρσενικά μόνον άχρηστα περιττώματα όσοι από εμάς φοβούνται το σκοτάδι σαν σεφ που δεν γεύτηκαν τα πιάτα τους θα ορέγονται μόνο την αθανασία».

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Μανδραγόρας 24/12/2020

Ο μόδιστρος

Με επιδέξια χέρια
ξετυλίγει τόπια ύφασμα
κόβει ολόισια τις αναμνήσεις
πετάει τα παλιά του υπογείου
που ’ναι φτηνότερα
εδώ και χρόνια μουχλιασμένα

Μου ράβει σάβανα
απ’ του ισογείου
να είναι σίγουρος
πως όσοι έρθουν
για τον τελευταίο ασπασμό
θα με θυμούνται αγέραστο.

Μην φοβάσαι το Ωμέγα…

…θα έβαζα ως τίτλο της συλλογής. Άλλωστε ο άξονας ζωής [και προεξάρχοντος θανάτου] δηλαδή το δίπολο αρχή-τέλος, Α και Ω, είναι η βασική παράμετρο της ποίησής του.

Ένας άλλος/ολόκληρος κόσμος του χθες με το παρελθόν να βαραίνει πάνω στο σκηνικό φορτίο/φορείο, λες, ολόκληρης ζωής. Διάλογος με όσα κυρίως συνέβησαν για να γραφτούν σήμερα –ώριμα πια– σε ποιητικό στίχο. Σίγουρα δεν είναι «ρετάλια» τα ποιήματα της 2ης συλλογής του Πασχάλη Κατσίκα. Είναι πολλές λέξεις/φράσεις/στίχοι που ρέουν για να διαβαστούν με ενδιαφέρον από τον αναγνώστη.

Τα εργαλεία του παλιά και σύγχρονα μπλέκονται μέσα σε μια νεκρή φύση γεμάτη εικόνες και μνήμες. Από τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, τον βασιλιά Αρθούρο του Κάμελοτ, τον συνονόματο Ρεμπώ και τον σύγχρονο Νταλάρα έως τον Ντον Τζοβάννι του Τίρσο δε Μολίνα με την περίφημη φράση του οποίου «Θα το πιστέψω όταν το δω» κλείνει το ποίημά του «Στο Άδη είδα πουλιά», όλα και όλοι δένονται ποιητικά σε στίχους.

Οι οικείοι κι ο τόπος του με τις κερασιές, τις βυσσινιές, τα παζάρια βρίσκουν πρόσφορο και φιλόξενο έδαφος στο βιβλίο: Απόκοσμες γάτες στο μπαλκόνι/ κίτρινα βλέμματα/ κοιτούν πίσω απ’ το τζάμι/ κατεβάζω αποτυχημένα τα στόρια/ περνούν μέσα από την ύλη/ φουντώνει το τρίχωμα, πηδώντας/ χώνουν τα νύχια στο κεφάλι// Ο νεκρός μου πατέρας/ με ξυπνά πριν έρθει η σειρά μου. [«Εφιάλτες»]. Στην ίδια κατεύθυνση και η «Οικογενειακή φωτογραφία», «Μνημόσυνο», αλλά και «Η κερασιά», «Οι βυσσινιές», ’Στο παζάρι της Ξάνθης», το «Βρέχει» ή το «Φιλμ νουάρ».

Εικόνες εικόνες εικόνες απώλειες απώλειες απώλειες… Κι όλα να στήνονται ποιητικά και να ιστορούνται σαν παραμύθι. Ασφαλώς θα εξελιχθεί η δουλειά του Πασχάλη Κατσίκα. Για την ώρα θα έλεγα πως ένα τελικό ξανακοίταγμα της συλλογής θα βοηθούσε ώστε να παραληφθούν κάποια ίσως περιττά άρθρα και προσωπικές αντωνυμίες, ίσως 4-5 στίχοι που θα έκαναν τα ποιήματα πιο δυναμικά [π.χ. οι 4 τελευταίοι της σελ. 16 ή οι 2 πρώτες στροφές της σελ. 19], ένας επανέλεγχος σε μερικούς στίχους του μέτρου και του ρυθμού ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη μουσικότητα του ποιήματος. Το ποίημα «Σουπιά» είναι ένα θαυμαστό δείγμα οικονομίας και ποιητικής ουσίας.

Μια παρατήρηση στο κασέ: συνήθως στην ποίηση τα περιεχόμενα μπαίνουν στο τέλος σε αντίθεση με τα περιεχόμενα στο δοκίμιο ή στην πεζογραφία που προηγούνται. Κι αξίζει να κλείνουμε το βιβλίο με ένα φύλλο λευκό.

 

ΤΕΤΑΡΤΗΜΟΡΙΑ
ΧΑΡΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 2/3/2020

Κάθε πρώτη ποιητική συλλογή πέρα από έκπληξη προκαλεί συνήθως και μια κάποια αμηχανία τόσο σε αυτόν που την έγραψε όσο και σε εκείνον που πρόκειται να τη διαβάσει. Ανεπαίσθητα και ενδεχομένως σε έναν βαθμό υποσυνείδητα τα ερωτήματα που γεννά το κείμενο έρχονται δεύτερα μπρος στα ερωτήματα που γεννιούνται για το ίδιο το κείμενο. Μιλώ για την αναγκαιότητα της έκθεσης όσον αφορά τον αναγνώστη και την ανάγκη του μοιράσματος όσον αφορά τον ποιητή. Πάνω σε αυτή τη λεπτή και εύθραυστη γραμμή ποιητής και αναγνώστης συγκλίνουν ή αποκλίνουν ζυγιάζοντας μέσα τους το κατεπείγον της γραφής, την ανάγκη της έκφρασης, αν θέλετε, που οδήγησε στην έκδοση του ανά χείρας βιβλίου. Είναι ένα στοίχημα που άδικα αλλά αναπόφευκτα δίνεται πολύ νωρίς που δοκιμάζει επίμονα και σκληρά τις αναγνωστικές σου προσδοκίες και απαιτήσεις. Ο Πασχάλης Κατσίκας με τα «Τεταρτημόριά» του καταφέρνει να κερδίσει το στοίχημα αυτό μέσα από έναν επιτυχή συγκερασμό ανάγκης για έκφραση, αισθητικού πειραματισμού και ποιητικής τόλμης.

Μπορεί τα τεταρτημόρια να αποτελούν τμήματα ενός κύκλου, στην προκειμένη περίπτωση, όμως, πρόκειται για ένα σώμα κειμένων που με σαφή δόμηση και διάταξη συναπαρτίζουν ένα συγκροτημένο και ενιαίο σύνολο. Ο έρωτας, ο θάνατος, οι μνήμες (ειδικότερα οι παιδικές), η θάλασσα, η ανάγκη για λύτρωση και η συνεχής και ψυχοφθόρα συνομιλία και διαπραγμάτευση με το παρελθόν αποτελούν βασικούς θεματικούς πυλώνες της συλλογής. Στο ποίημα Η Αγάπη (σελ. 42) ο ποιητής κατορθώνει με ποιητική δραστικότητα να συμπυκνώσει σε λίγους στίχους κάποιες από τις θεματικές αυτές: «[Η αγάπη] Μετριέται σε προσκέφαλα / Στο συγχρονισμό των αναπνοών το ξημέρωμα / Στον εναγκαλισμένο ύπνο / που δεν τον ταράζει το ροχαλητό / Αποδεικνύεται σε δημόσια νοσοκομεία / με ξενυχτισμένα μάτια / να τον κοιτούν σαράντα ημέρες / απ’ την καρέκλα του συνοδού».

Στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής (Διάττων αστήρ, σελ. 8) ο ποιητής γράφει με διάθεση, θα έλεγε κανείς, αυτοσύστασης: «Μεγάλο το ταξίδι / από την απεραντοσύνη του κόσμου έρχομαι (…) // Όπως εμφανίζομαι / έτσι και φεύγω ξαφνικά… μόνος…». Η έννοια του ταξιδιού διαπερνά τη συλλογή συνολικά. Ταξίδι στον χώρο, καθώς από το σπήλαιο της Αλταμίρας, το Έβερεστ και τη Ρώμη μέχρι την Ιαπωνία, την Πολωνία και την τάφρο των Μαριανών με έντονα χρώματα ο ποιητής ιχνογραφεί τη δική του ποιητική γεωγραφία. Αλλά και ταξίδι στον χρόνο, αφού διανύουμε χιλιάδες χρόνια από την πρωταρχή του σύμπαντος και το big bang μέχρι την κλασική αρχαιότητα και από την εποχή της Βίβλου και της Αναγέννηση μέχρι το πρόσφατο παρελθόν και το βιωμένο παρόν. Ίσως γι’ αυτό και να είναι τόσο έντονη η παρουσία της θάλασσας σε μεγάλο αριθμό ποιημάτων (ενδεικτικά αναφέρω: Θάλασσα των άλλων, Θαλασσόξυλο, Άμμος, Κοχύλια). Κύματα, άμμος, βάρκες, θαλασσόξυλα και κοχύλια επιπλέουν στην επιφάνεια αρκετών ποιημάτων τις περισσότερες φορές στο πλαίσιο ερωτικής ενατένισης και φιλοσοφικού αναστοχασμού.

Πρωτίστως, όμως, έχουμε να κάνουμε με ένα ταξίδι από τον έρωτα στον θάνατο και πάλι πίσω. Σε αυτό το ταξίδι κυρίαρχη είναι η λειτουργία της μνήμης. Δεν πρόκειται για μνήμη αποθετήριο εικόνων και συναισθημάτων, αλλά για μνήμη ζώσα, αιμάσσουσα και γι’ αυτό τυραννική. Μνήμη η οποία έχει τις ρίζες της –αναπότρεπτα- στο παρελθόν, όμως απλώνει τα κλωνάρια της και ανθίζει στο παρόν του ποιητή. Αυτή η μνήμη συναιρεί παρελθόν και παρόν σε ένα δίνοντας τη δυνατότητα στον ποιητή ακόμα και να παραβεί τη φυσική ροή των πραγμάτων, όπως συμβαίνει στο ποίημα Κεκοιμημένοι (σελ. 46), όπου ο ποιητής περνά ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο (από την ανατολή μέχρι τη δύση) παρέα με τους αγαπημένους του νεκρούς. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ζώσας μνήμης είναι το ποίημα Κίρκη (σελ. 44) (δεν πρόκειται για την περίφημη μάγισσα της Οδύσσειας αλλά για τον ομώνυμο οικισμό στα νοτιοδυτικά του νομού Έβρου, τόπο καταγωγής του ποιητή), όπου οι παιδικές αναμνήσεις έρχονται να επενδύσουν με παρελθόν το φυσικό περιβάλλον του παρόντος. Οι διδαχές του συνονόματου παππού Πασχάλη, αγιογράφου και πολιτικού εξόριστου στην υπερορία, απλώνονται στο σύγχρονο φυσικό τοπίο του χωριού και το συναισθηματικό τοπίο του ποιητή: «Σου έδειχνε το πέρασμα / μετά τη γαλαρία / Όπου στενεύει το νερό / να δρασκελίζεις σου δίδαξε / αντίκρυ // Πιο κάτω η καμήλα πνίγηκε // Σήμερα το ποτάμι στέρεψε / Τα ίδια φράγματα / αυτοεξόριστους σας έστειλαν / Στην Πολωνία εκείνον / για τις ιδέες του / Στην κοινωνία εσένα / για τον έρωτα».

Ιδιαίτερα, οι παιδικές μνήμες στοιχειώνουν το παρόν του ποιητή. To καταληκτικό ποίημα της συλλογής (Ατελής ή τετέλεσται;, σελ. 64) ξεκινά ως εξής: «Θρηνώ / γιατί αδυνατώ να επιστρέψω / στα παιδικά μου χρόνια». Αυτές οι παιδικές αναμνήσεις οδηγούν αναπόφευκτα τον αναγνώστη στη σχέση πατέρα-γιου, η οποία κατέχει κεντρική θέση στο ποιητικό σύμπαν της συλλογής. Πρόκειται ασφαλώς για μια σχέση θεμελιακή, ταυτοτική, η οποία, ωστόσο, βιώνεται από τον ποιητή πρωτίστως ως σχέση ανοιχτή. Ο ποιητής μπορεί να μπαινοβγαίνει στη σχέση αυτή με τρόπο διττό άλλοτε ως γιος και άλλοτε ως πατέρας. Με αυτόν τον τρόπο η πατρότητα μοιάζει να μπαίνει σε κατάσταση διαρκούς αναβολής, ενώ την ίδια στιγμή πραγματώνεται με τον πιο τρυφερό και ενίοτε τραυματικό τρόπο.

Μπορεί ο όρος «τεταρτημόριο» να παραπέμπει πρωτίστως στον κύκλο, όμως η έντονη βιωματικότητα της ποιητικής του γραφής του Πασχάλη Κατσίκα καταφέρνει αρκετές φορές να ξεπεράσει τον περιορισμένο χώρο ενός κύκλου αυτοναφορικότητας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δύο ποιημάτων με γεωγραφικό εντοπισμό στην περιοχή της Καβάλας. Πρόκειται για το ποίημα Νέα Πέραμος (σελ. 61) και το εξαιρετικό σε έμπνευση και ποιητική πύκνωση Του Αη Γιαννιού (σελ. 37), όπου ο Κατσίκας καταφέρνει να μετατρέψει το φαινομενικά ασήμαντο και τετριμμένο της οδήγησης με το παιδί δεμένο στο πίσω κάθισμα και την έξοδο από το τούνελ (πιστεύω πως πρόκειται για το τούνελ του Συμβόλου) σε πυκνή ποιητικά στιγμή συναίρεσης παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος: «Με ταχύτητα προβλεπόμενη / εξέρχομαι από το τούνελ / Στο πίσω κάθισμα δεμένος με ασφάλεια / σε οθόνη μόνος διασκεδάζεις / Πυρωμένες σκλήθρες στον αέρα / τρεμοσβήνουν τα φώτα της Καβάλας / Στο παρελθόν χρονοταξιδεύω / κάποιον Ιούνη τα’ Αη Γιαννιού (…) // Φευγαλεά ματιά σου ρίχνω / Αναγκαία η μοναχικότητα/όσο δεν γίνεται μοναξιά/Άραγε θα δεις ποτέ φωτιές του Αη Γιαννιού;»

Όμως το τεταρτημόριο είναι και μουσικός όρος, ο οποίο αναφέρεται στο μουσικό διάστημα που χωρίζει το ημιτόνιο σε δύο μέρη. Κι αυτό είναι κάτι που ο ποιητής φαίνεται να γνωρίζει, όταν στο ποίημα με τίτλο Δειλή μελωδία (σ.40) γράφει:

«Αδυνατώ να συνθέσω τις τελευταίες νότες/στις κουρδισμένες φλεβοχορδές / Της πιο δειλής μελωδίας / ακροατές / δεν θα σας καταστήσω». Και πράγματι δεν το κάνει.

Από τη συλλογή δε λείπει η αναφορά στο σύγχρονο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι, στα χρόνια της κρίσης, στο εδώ και το τώρα. Ωστόσο, το ότι κινείται και αναστοχάζεται στο παρόν δεν τον εμποδίζει να βουτά στο κοινό αποθετήριο της ελληνικής μυθολογίας και της κλασικής γραμματείας, προκειμένου να αντλήσει σύμβολα και αναφορές, τα οποία προσαρμόζει με επιτυχία στη ρητορική του εκάστοτε ποιήματος. Ξεχωρίζω το ποίημα Άμπελος (σελ. 23) (το οποίο αναφέρεται στον ομώνυμο ακόλουθο του θεού Διονύσου), όχι μόνο γιατί ο Κατσίκας ακολουθεί την εκδοχή του μύθου, όπως αυτή απαντά στο έργο του Οβιδίου Fasti (3.407 κ.εξξ.) αλλά κυρίως γιατί με χαρακτηριστικά οβιδιανό τρόπο κατάφερε να ανανεώσει και να εκσυγχρονίσει την οβιδιανή λογοτεχνική ανάμνηση με την αναφορά στα νάιλον προστατευτικά των σύγχρονων αμπελιών.

Τέλος, ένα άλλο αγαπημένο μοτίβο στη συλλογή αποτελεί η φωτογραφία. Όχι τυχαία, αφού η καταγραφή της πραγματικότητας γίνεται πολύ συχνά με τρόπο φωτογραφικό. Ο ποιητής ανακαλεί στιγμιότυπα ζωής, εικόνες, περιγραφές τις οποίες αποτυπώνει στο φιλμ της μνήμης, όπου εντυπώνονται όχι για αποθήκευση αλλά σε αναμονή για ανάκληση σε δεύτερη ευκαιρία ζωής. Γράφει στο ποίημα Αλμπουμίνα (σελ. 51): «Στο σκοτεινό θάλαμο της μνήμης / πασχίζω με συναισθήματα / απόχρωση να τους δώσω / Χαμένα τ’ αρνητικά / το φιλμ ζελατίνης δεν ανατινάζεται πια» και στο αμέσως επόμενο ποίημα (προσεκτικά τοποθετημένο σε συνέχεια) με τίτλο Συλλέκτης ψυχών (σελ. 52): «Στα έγχρωμα αρνητικά φυλά της οικογένειάς του / Τρέφοντας την ψευδαίσθηση / πως χρώμα αν τους δώσει / θα σπάσει η κατάρα του φακού / να ξαναζήσουν όλοι».

Όμως τα βιβλία πέρα από περιεχόμενο τους είναι σημαντικά και ως αντικείμενο, τα οποία μετέχουν της απτής πραγματικότητας. Τα κρατάμε, τα αγγίζουμε, τα βλέπουμε , τα μυρίζουμε. Αξίζει να αναφερθεί το άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα της έκδοσης, το οποίο εγγυήθηκαν ο Παρατηρητής της Θράκης και η TWO K Project σε επιμέλεια της εξαίρετης φιλολόγου και εκδότριας Τζένης Κατσαρή-Βαφειάδη. Η επιλογή του μικρού σχήματος, η ποιότητα του χαρτιού, η άψογη χρωματικά εκτύπωση του ζωγραφικού έργου της Αλεξάνδρας Μάντζαρη στο εξώφυλλο καθιστούν το έργο οπτικά ελκυστικό. Βρήκα, επίσης, την πλαισίωση του σώματος των ποιημάτων από δύο μαύρες σελίδες αμέσως μετά το εξώφυλλο και πριν από το οπισθόφυλλο, αυτό το ταξίδι από μαύρο σε μαύρο, εξαιρετικά εύστοχο, όπως επίσης και την καθαρή και λιτή γραμματοσειρά, η οποία οπτικοποιεί επιτυχώς την υφολογική λιτότητα και εκφραστική καθαρότητα της ποιητικής γραφής. Ιδιαίτερα όμως θα ήθελα να τονίσω την αντικατοπτρική διάταξη των ποιημάτων με την κατακόρυφη τοποθέτηση των τίτλων, η οποία αποτελεί ένα ευχάριστο ξάφνιασμα στον αναγνώστη. Η έκκεντρη αυτή οργάνωση του λόγου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ενός ημικυκλίου, καθώς με κέντρο τη ράχη του βιβλίου και τους τίτλους των ποιημάτων οι σελίδες περιστρέφονται κατά 180 μοίρες.

Ο Πασχάλης Κατσίκας με τα «Τεταρτημόριά» του περνάει το κατώφλι της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας με αυτοπεποίθηση, δυναμισμό και ευαισθησία που υπόσχονται δημιουργική συνέχεια.

.

ΖΩΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ

Η ποιητική συλλογή «Τεταρτημόρια» είναι η πρώτη απόπειρα του βιβλιοθηκονόμου Πασχάλη Κατσίκα να ενταχθεί στον χώρο της ποιητικής δημιουργίας και μάλιστα σε μεγάλη ηλικία.

«Ξεκίνησα να γράφω ποίηση τον Μάιο του 2016 –μας λέει σε συνέντευξή του– Οδηγήθηκα σ’ αυτήν μέσα από θανατηφόρες, στην κυριολεξία, διαδικασίες που διακυβεύουν την ανθρώπινη ζωή και τη φέρνουν αντιμέτωπη με την πραγματικότητα του θανάτου, καθώς και τους καθημερινούς θανάτους συναισθημάτων που οδηγούν σε υπαρξιακές αναθεωρήσεις, αφήνοντας πάντοτε προοπτική στην ελπίδα και τον έρωτα».

Ο Πασχάλης Κατσίκας μπαίνει δυναμικά με αξιώσεις στον κύκλο των σύγχρονων ποιητών με αυτή τη συλλογή, η οποία περιλαμβάνει 54 ποιήματα. Οι θεματικές στις οποίες εγγράφονται τα ποιήματα της συλλογής είναι ο έρωτας και ο θάνατος, αλλά και η ιστορία, η αρχαία ελληνική γραμματεία, η μυθολογία με τις οποίες έρχεται κάθε μέρα σε επαφή στη δαιδαλώδη βιβλιοθήκη του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας. Κατά συνέπεια, οι παραστάσεις από τον εργασιακό του χώρο μπολιάζουν την ποίησή του και φωλιάζουν σε αυτή, όπως στο ποίημα ΘΕΙΑ ΤΙΜΩΡΙΑ:

[…] Σαν Τάνταλος
βάρος έχω αβάσταχτο
θείας και αιώνιας καταδίκης

Μάνα Πλουτώ
μου χάρισες τα πάντα σε πλήρη αφθονία
Βασιλέας στέφθηκα
σε Άργος, Κόρινθο και στην Παφλαγωνία
Με αμβροσία και νέκταρ τράφηκα
στον Όλυμπο του Δία καλεσμένος

Η απληστία στον έρωτα
με έστρεψε
θυσία σιχαμερή
τον υιό μου να προσφέρω[…]

Η νοσταλγία, ο θάνατος, η λανθάνουσα ερωτική επιθυμία, ο πόνος, το παιχνίδι με το παρόν και το παρελθόν, συνιστούν δομικές ψηφίδες και συνάμα συνεκτικούς δεσμούς του ποιητικού σύμπαντος της συλλογής. Παράλληλα, μέσα από αλλεπάλληλες μετα-/παρα-μορφώσεις του ποιητικού εγώ και συνακόλουθες μετα-/παρα-μορφώσεις της εστίασης της ποιητικής αφήγησης δημιουργεί με μαεστρία ένα γόνιμο και πλούσιο κείμενο, πολυφωνικό και πολυεστιακό, στο ποίημα ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΙ:

[…] Κλειστές οι γρίλιες
σκοτάδι διάχυτο στην καρδιά τα ψυχοσάββατα.
Ο καρπός επιτηδευμένα κενός, ελαφρύτερος
το χρόνο δε δύναται θνητός να σταματήσει
Ο ήλιος πώς να σβήσει «στοιχεῖον» ακλόνητο την ώρα μαρτυρά

« Ἅμα ἡλίῳ ἀνέχοντι»
ανώφελο να κινηθώ οι Ερινύες καθήμενες στο στήθος

« Ὥρα ἀγορᾶς»
δυο κάτια στο ακροκρέβατο, κανιά κρεμασμένα
ο βρόχος στο λαιμό απουσιάζει [… ]

[…] « Ὄρθρου βαθέος»
παραδεχόμενος την ενοχή η ποινή ωρίσθη
σ’ επανάληψη να ζω αιώνια την ίδια μέρα

«Λυκαυγές»
λυκοτόμαρο η χαραυγή
εναλλαγές γκρίζου λευκού
σαν τη ζωή μας […]

Η αμεσότητα και η γλωσσική καθαρότητα της ποίησης κερδίζουν αμέσως τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας ανάγνωση. Η γλώσσα της ποίησης του Πασχάλη Κάτσικα, είναι μια γλώσσα ανοιχτή και ταυτόχρονα πολλαπλώς και εγγενώς εκρηχτική και απροσδόκητη, όπως απροσδόκητες είναι και οι λεξιλογικές συνάψεις που προκύπτουν μέσα από ένα παιχνίδι σχέσεων in presentia και in absentia στον παραδειγματικό και συνταγματικό άξονα: Ξαφνιαζόμαστε διαβάζοντας για παράδειγμα στον συνταγματικό άξονα Παράπλευρη ομορφιά σε τίτλο ποιήματος και αναπόφευκτα στον παραδειγματικό λανθάνει η παράπλευρη απώλεια. Στο ποίημα Άψυχος διαβάζουμε «ψήγματα αντίλαλου από γέλια και κλάματα»και ακριβώς η λέξη χρυσός in absentia μας φανερώνει το πόσο πολύτιμος είναι αυτός ο αντίλαλος από γέλια και κλάματα για το ποιητικό εγώ:

[…] Κυνηγώντας ψήγματα αντίλαλου
από γέλια και κλάματα
σκοντάφτω στα κρεβάτια, τον καναπέ
στα παιχνίδια που δεν μάζεψα απ’ το πάτωμα [… ]

[… ] αυταπατώμαι
ηλεκτρίζοντας τις μνήμες
για ν’ ανανήψω […]

Η ιδιαίτερη προτίμηση του για τέτοια παιχνίδια με τις συνάψεις ξεχωρίζει όχι μόνο για την απρόσμενη έκπληξη που προκαλεί στον αναγνώστη, αλλά κυρίως για τη λειτουργικότητα των γλωσσικών αυτών παιχνιδιών στο εκάστοτε ποιητικό πλαίσιο. Τέτοιου είδους παιχνίδια πέρα από το να δημιουργούν αμφισημίες και να προκαλούν ειρωνείες, στην πραγματικότητα αποτελούν ένα ιδιότυπο είδος μεταγλώσσας. Κι αυτό, γιατί μέσω της επικέντρωσης στο γλωσσικό υλικό, η γλώσσα τελικά αναδεικνύεται όχι απλώς ως ένα χρυσωρυχείο άντλησης πρώτης ύλης, αλλά πρωτίστως ως υλικό πολλαπλών σημαινομένων, που πάει να πει ένα πλούσιο γλωσσικό απόθεμα το οποίο προσφέρει και προσφέρεται σε πολλαπλές εγγραφές και αντιστοίχως σε πολλαπλές αναγνώσεις.

Ταυτόχρονα, όπως ο χαμαιλέοντας, το ποιητικό εγώ μεταμφιέζεται εκφέροντας λόγο που δανείζεται από διαφορετικά discourses. Το discourse της Ιατρικής στο Δωμάτιο 712 και στο Μέχρι Δακρύων, αντίστοιχα:

[…] Η φαντασία παράλογες εικόνες γέννησε
Ασυμπτωματική ασθένεια η ζήλια
συχνά φωλιάζει στην καρδιά
Ύπουλο ανεύρυσμα στο αορτικό τόξο
τα λάθη του παρελθόντος

Διακομισθείς συντριπτικό κάταγμα διεγνώσθη
στην ανιούσα αορτή
πίσω απ’ τον δεύτερο πλευρικό χόνδρο […]

[…] Τα βλέφαρα παρατηρώντας να συστέλλονται
σε σταθερά μεσοδιαστήματα που ολοένα μικραίνουν
νιώθω τις ωδίνες τους να αυξάνουν
Τείνοντας στο σημείο του πραγματικού τοκετού
αναγεννιέμαι στον πλακούντα των δακρύων της[…]

Το discourse της φυσικής στο Διάττων Αστήρ:

[…] Η σύγκρουση που ακολουθεί κοσμογονική
Προστατευμένη στη μέγιστη δυνατή πυκνότητα της ύλης σου
στην ελάχιστη εντροπία του σύμπαντός σου
το «πρωταρχικό άτομό»σου εξερράγη
Γέννησες γαλαξίες και άστρα στο big bang σου.

Το discourse της μουσική στο Κόκκινο βιολί:

[…] Η αγάπη
ήχος εκκωφαντικός
την ψυχή γρατζουνά
αναμοχλεύοντας τις θύμισες
καθώς σέρνεις το δοξάρι
στο κούφιο κορμί […]

Στην ίδια λογική του χαμαιλέοντα, ο κ. Κατσίκας δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει λεξιλόγιο λαϊκότροπο, όπως «σκουριάρικος» (μου άρεσε η λέξη, την είχα πρωτοσυναντήσει στην Αγέλαστη άνοιξη του Μ. Λουντέμη), «φούχτα», «βολοδέρνω», «τον μπάνιασε», «βατσινιές» το οποίο καταφέρνει με τέχνη να ενσωματώσει αρμονικά στο λυρικό γλωσσικό του ιδίωμα πλάι σε λόγιους τύπους όπως «εντροπία», «διελκυνστίδα», «φθαρτός», «ευρισκόμενος», «πενθούντων», «εξετελέσθη».

Η ποιητική πρόταση του Πασχάλη Κάτσικα είναι τολμηρή και αιχμηρή. Στον πυρήνα ποιημάτων της συλλογής όπως τα: Διάττων Αστήρ, Θαλασσόξυλο, Νεμούρι, Άψυχος, διακρίνεται ένας λανθάνων έρωτας, ο οποίος νοείται πρωτίστως ως διάλογος, ως ανοιχτή και διαρκής χειρονομία προς ένα «εσύ» που διαρκώς διαφεύγει, λανθάνει, επανέρχεται και πάλι χάνεται. Ο λόγος του δυνατός, γυμνός (μεταφορικά και κυριολεκτικά) δε φοβάται τα έντονα συναισθήματα και την εξίσου εμφατική δήλωσή τους.

Το παιχνίδι με το χρόνο και τον τόπο διατρέχει επίσης τη συλλογή. Μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, του εδώ και του αλλού, οι αναμνήσεις επανέρχονται ως υπόμνηση μιας αθωότητας που ανοίγει το παράθυρο σε μια εναλλακτική θεώρηση των πραγμάτων, όπως στο ποίημα Οι Ζίνες:

[…] Κάτω απ’ τα λιόδεντρα μου μάθαινες
τις σμαραγδένιες Ζίνες
να αιχμαλωτίζω με κλωστή
Φίλες και δέσμιες στο παιχνίδι μας
υπάκουες σε κάθε τράβηγμα […]

[…] Στο μεσογειακό όπως λιάζεσαι ανάσκελα το φως
δέντρο αειθαλές πάντα θα στέκεσαι […]
[…] Μετά από παγετό, χαλάζι κι άνεμο δυνατό
μολύνθηκαν οι ανεπούλωτες πληγές
Έπληξε η καρκίνωση τον γέρικο κορμό
οι Ζίνες σιώπησαν μετά τον ψεκασμό
μα η φωνή σου
– όχι

Η εναλλακτική πρότασή του δεν περιορίζεται αποκλειστικά στα στενά λογοτεχνικά πλαίσια. Πέραν των λογοτεχνικών αναζητήσεών του ή μάλλον παράλληλα προς αυτές, η ποίηση για τον κ. Κατσίκα –ευτυχώς– εξακολουθεί να διατηρεί κάτι από το πρωταρχικό της νόημα ως ποιήσεως, δηλαδή ως υπαρξιακής αναζήτησης, όπως στο ποίημα Αχέρων:

[…] Περνά τότε ο Ferryman τα ναύλα να ζητήσει
μα πού να βρω τον οβολό, λιτή η περιβολή μου
και ξαναβρίσκομαι με μιας
σε τρίκλινο πολυτελές γεμάτος σωληνάκια
Δίπλα μου όλοι έκπληκτοι
ρωτούν πώς ήταν το ταξίδι
τι μέρη εξωτικά αντίκρισα, πού ‘ναι οι φωτογραφίες

Το ένδυμά μου αποσβολωμένος κοιτώ
μέσα στην παραζάλη
Ποιός ήταν άραγε αυτός ο μετρ;
Ποιά υψηλή ραπτική τον ώθησε τσέπες να μην του βάλει;
Αέρινη η κατασκευή, κυρίως από πίσω

Βρε μπας κι ήταν το πανί λειψό
και σώθηκα από τύχη;

Πρόκειται εντέλει για μια ποίηση ώριμη και λυρικά εύστοχη. Μια ποίηση τολμηρή που προκαλεί συγκινήσεις και εντάσεις. Η υπαινικτικότητα και οι χαμηλοί τόνοι αναδεικνύονται για άλλη μια φορά σε βασικούς όρους της γλωσσικής και εικαστικής εκφραστικής δύναμης του ποιητή. Η ειλικρίνεια των συναισθημάτων, η δύναμη και η ένταση του ποιητικού λόγου, πάνω από όλα το εναγώνιο αίτημα για μια γραφή απαλλαγμένη από παροξυσμούς και λογοτεχνικούς καθωσπρεπισμούς τοποθετούν τα «Τεταρτημόρια» του Πασχάλη Κατσίκα, αν και πρωτόλειο, στο επίκεντρο της σύγχρονης ποιητικής γραφής στην Ελλάδα..

.

ΜΕΝΗ ΠΟΥΡΝΗ

ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΤΕΥΧΟΣ 23 Χειμώνας 2020-2021

Μια ιδιαίτερη και πολύ αξιόλογη ποιητική φωνή από την Κομοτηνή
συνιστά ο ποιητής Πασχάλης Κατσίκας με την πρώτη τη του κιόλας ποιητική συλλογή, Τεταρτημόρια (2019) Αντλεί την έμπνευσή του από τη ζωή, την καθημερινότητα, την επικαιρότητα. άλλα και την αρχαιότητα και τη νεότερη παράδοση. Σε αρκετά ποιήματα τής συλλογής συναντούμε και το προσωπικό στοιχείο. Ξεχωριστό ενδιαφέρον δείχνει ο ποιητής και για τις θετικές
επιστήμες, τη χριστιανική παράδοση και τη μυθολογία. Μια σύντομη περιδιάβαση στους τίτλους των ποιημάτων επιβεβαιώνει τα παραπάνω: Διάττων Αστήρ, Η εξίσωση της άνοιξης, Χωροχρονικό συνεχές, Στη ζώνη του Άδη, Κίρκη, Άχερων, Χους ει και εις χουν απελεύσει, Ανάσταση, Δευτέρα τής Πεντηκοστής.
Το μωσαϊκό της σύγχρονης πραγματικότητας περιλαμβάνει πλέον ερεθίσματα,
όρους και εικόνες από τούς τομείς των επιστημών πού παλαιότερα εμφανίζονταν πολύ πιο σπάνια και συνήθως σε πιο εκλαϊκευμένη μορφή. Σήμερα με τι σαφώς αμεσότερη και πληθωρικότερη ενημέρωση επί παντός επιστητού όλα μπορούν να γίνουν πιο προσιτό και απτά, ώστε να εμπνεύσουν ακόμη και την ποίηση. Ποιος είπε, όμως, ότι η αρχαία επιστημονική παράδοση δεν μπορεί να συνυπάρξει με τα αντίστοιχα δεδομένα τού παρόντος;

(χ2-χ= 0)
Απολλώνειο πρόβλημα οι εφαπτόμενοι κύκλοι των λαθών μας
παράλληλες ευθείες με ίδιο μήκος οι ζωές μας
Η σταθερότητα της αγάπης μου ωστόσο
λιποβαρής εμπρός στο παρελθόν σου
μεταβλητές τιμές σέ αόριστη εξίσωση
οι αλήθειες σου

Πολλαπλοί οι άγνωστοι
X καί Ψ αλλάζουν καθημερινό
όπως σκορπά ο άνεμος τα λόγια
[…]
(σελ. 13)

Σύμφωνα με υποσημείωση του ποιητή το Απολλώνιο πρόβλημα είναι ένα μαθηματικό πρόβλημα του σπουδαίου αρχαίου Έλληνα μαθηματικού Απολλώνιου του Περγαίου (262 π.Χ,-190 π.Χ.) σχετικό με
το αν μπορεί να κατασκευαστεί κύκλος που να εφάπτεται και στα τρία σημεία,
αν δοθούν τρία σημεία, τρείς κύκλοι ή τρείς ευθείες. Φαινομενικά ο έρωτας και τα μαθηματικά δεν δείχνουν να έχουν κάποια σχέση. Ωστόσο, ο ποιητής πολύ εύστοχα παραλληλίζει το δυσεπίλυτο αυτό μαθηματικό πρόβλημα, καθώς και οι δυο αυτές έννοιες έχουν κοινή αισιόδοξη αφετηρία μια και
χρειάζονται λεπτούς χειρισμούς, τύχη και φαντασία για να έχουν ευτυχή κατάληξη.
Το μυστήριο τής κοσμολογίας και του τρόπου με τον όποιο γεννήθηκε και λειτουργεί το σύμπαν γοητεύει τον άνθρωπο από τη δημιουργία του πρώτου ανθρώπινου πολιτισμού. Στο ποίημα της συλλογής Διάττων Αστήρ έχουμε έναν ευθύ παραλληλισμό τού έρωτα με έναν διάττοντα αστέρα, ένα μετέωρο του ουρανού που ζει για λίγες μόνο στιγμές και φτάνουμε ως τη γενεσιουργό δύναμη της Μεγάλης Έκρηξης όπου μέσα από την ένωση/σύγκρουση των
δυο σωμάτων των εραστών προκύπτει ένας νέος κόσμος:

Η σύγκρουση που ακολουθεί κοσμογονική/Προστατευμένη/στη μέγιστη
δυνατή πυκνότητα της ύλης σου/στην ελάχιστη εντροπία του σώματός σου/το -πρωταρχικά άτομό- σου εξερράγη/Γέννησες άστρα και γαλαξίες στο bigbang σου.
(σελ. 8)

Στο Χωροχρονικό συνεχές έχουμε μία συνάντηση δυο εντελώς διαφορετικών με μία πρώτη ματιά κόσμων, τής ορθολογικής επιστήμης και της άλογης μυθολογίας. Στο ποίημα βλέπουμε να προβάλλει η επιθυμία για την κατανόηση τού κόσμου και του σύμπαντος μέσα από την επιστήμη, αλλά
και της ζωής. Όσο. όμως και αν ο σύγχρονος άνθρωπος έχει εναποθέσει τις ελπίδες του στον επιστημονικό ορθολογισμό για να ερμηνεύσει τα μεγάλα μυστήρια της ύπαρξης η επιστροφή στην παρηγοριά που προσφέρει το ανεξήγητο της μεταφυσικής πίστης με πολλά πισωγυρίσματα μέσα στο
ρου της ιστορίας είναι αναπόφευκτη και κινητήριος δύναμη ταυτόχρονα.
Η αναγνώριση της λαϊκής και θρησκευτικής παράδοσης της Ελλάδας έχει
υπάρξει βασικό χαρακτηριστικό του έργου των περισσότερων νέων Ελλήνων ποιητών. Ο Πασχάλης Κατσίκας κινείται στην ίδια γραμμή δίνοντας σημαντικό χώρο στις παραδόσεις αυτές. Στο ποίημα Χούς ει και εις χούν απελεύσει
η αιωνιότητα της μεταθανάτιας ζωής με την υστεροφημία της μνήμης συναντιούνται κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα του θανάτου και τη
συνέχεια της ζωής. Θα μπορούσε να είναι ένα αιωνόβιο ελαιόδεντρο που έφτασε στο τέλος της γεμάτης προσφορά πορείας του ή ακόμη και μία Ανθρώπινη ψυχή. Στο ίδιο κλίμα και το ποίημα Ζωή μετά θάνατον:

[…]
Τα ισόβια δεσμά αποδεχόμενος
στη φυλακή επέστρεψα
μέχρι να σ’ αναστήσω
Μην με ρωτάς
η αλήθεια μου μισή
τη μάχη εδώ θα δώσω
εντός και έκτος σαρκίου
κόλαση και παράδεισος εδώ.
(σελ. 55)

Μεγαλόφωνη, εξωστρεφής και πολύ συναφής με τη σύγχρονη πραγματικότητα
η ποίηση του Π. Κατσίκα αντανακλά αέναους και επίκαιρους προβληματισμούς με αντίστοιχο ύφος και γλώσσα. Μοιρασμένη ανάμεσα στα γόνιμα στοιχεία του χθες και του σήμερα αποτελεί μία πολύτιμη γέφυρα μεταξύ όσων γνωρίζουμε και όσων θα μάθουμε.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.