ΕΛΕΝΗ ΣΑΚΚΑ

 

Η Ελένη Α. Σακκά γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι τακτικό μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος. Συμμετείχε επίσης στα εξής συλλογικά λογοτεχνικά έργα: Ό,ΤΙ ΧΑΡΤΟΚΟΠΤΕΙ ΕΝ ΤΩ ΑΜΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΕΙ – Ανθολογία ελληνικών ποιημάτων, (Γιώργος X. Θεοχάρης εκδόσεις «Ρώμη», 2021), ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (Επιμέλεια – Ανθολόγηση Δρ. Χριστίνα- Παναγιώτα Μανωλέα, εκδόσεις «Κύμα» 2022), ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – Συλλογικός τόμος ιστορικού διηγήματος 1900-1930, (εκδόσεις «Γράφημα», Απρίλιος 2022), 100 ΧΡΟΝΙΑ ΣΜΥΡΝΗ (εκδόσεις «Διάνοια», Ιούλιος 2022) και ΒΑΡΔΑΡΗΣ ποιητική συλλογή δομημένου ρεαλισμού (εκδόσεις «Γράφημα», Ιανουάριος 2023).
Δημοσιεύει ποιήματα και κριτικές αναφορές στο «Λογοτεχνικό Δελτίο», έντυπο φιλολογικό περιοδικό του Φ.Ο.Ε. και σε λογοτεχνικούς ιστότοπους όπως: fractal, poein, Θράκα κ.ά. Ποιήματα και κριτικές για το έργο της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς ιστότοπους, (όπως: fractal, Έννεπε Μούσα, Περί Ου, Φτερά Χήνας, Ologramma, Όλα είναι λέξεις, booksitting, Ποιητικοί Διάλογοι κ.λπ.) και στα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά: Ένεκεν, Νόημα, Σύναξη.

Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:

Άφθαρτη ετικέτα (Το Σκαθάρι 2021)
Χρώματα Ελλιπή (Το Σκαθάρι 2022)
Το πορφυρό της φλέβας σου  (Γράφημα 2023)
Ρωγμή στο βλέμμα σου  (Το Σκαθάρι 2024)

.

 

 

.

ΡΩΓΜΗ ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΟΥ (2024)

ΕΡΗΜΟΣ ΒΙΟΣ

Στο διάβα της ζωής
συνάντησα ανθρώπους μοναχικούς
με αναγνώριζαν αμέσως
κι ας τους αντίκρυζα για πρώτη φορά.
Είχαν μορφές ασκητικές
και ρυτίδες στο μεσόφρυδο
κάναν παρέα στους επαίτες
και τραγουδούσαν με πλανόδιους μουσικούς.
Τάιζαν στα περιστέρια την τελευταία
μπουκιά απ’ το κουλούρι.
Ύψωναν γροθιά στους αγώνες
και πείσμωναν με το κακό.
Έκρυβαν τα συντρίμμια στο σώμα τους
και χαμογελούσαν ακόμα και με μία καλημέρα.
Κι όταν τα βράδια χόρευαν γυμνοί
κάτω από τ’ αστέρια
όλο και κάποιο ποίημα γεννιόταν.

 

ΠΟΡΕΥΣΗ ΖΩΗΣ

Καρφιά στα χέρια και στα πόδια.
Μια μάνα κάτω από κάθε σταυρό
λοιδορείται και σταυρώνεται
απ’ τους ευσεβείς συμπάσχοντες
της σύγχρονης ιστορίας.
Από ποιόν άραγε να πρωτοζητήσουν
συγγνώμη οι δήθεν αναμάρτητοι θνητοί;
Υπεροπτικά και αλαζονικά πορεύονται
αγνοώντας το φθαρτό του βίου τους.
Ας είναι.
Κοινός ο θάνατος
κοινή και η Ανάσταση.

 

TO ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΜΕΙΖΟΝ

Πώς να φυλάξω σε λέξεις
τη λαχτάρα των βημάτων σου
τη ζεστασιά των χεριών στο σώμα
τους χτύπους της καρδιάς
τις δονήσεις της σκέψης
πίσω απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα
που δεν προλαβαίνει ν’ ανοίξει απ’ τον πόθο.
Μέσα στις παλάμες σου το πρόσωπό μου
ν’ αφαιρείς ένα ένα με ευλάβεια
τα βαρίδια των λογισμών
κι ύστερα γυμνός και ξυπόλητος
να μου χαμογελάς
πάνω στο κρύο μάρμαρο.

Πώς να φυλάξω σε λέξεις
ό,τι απέμεινε απ’ την ευτυχία;

 

ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ

Ασεβής στον εαυτό μου πορεύτηκα
επιτρέποντας την αμείλικτη διαπόμπευση
των διαψεύσεων της ακέραιης ζωής τους
στις πληγές των τραυμάτων μου.
Ορθώνω το σώμα να στέκει ασάλευτο
πατώ στις μύτες των ποδιών
τεντώνω τους ώμους προς τα πίσω
τα χέρια χαλαρά αφήνω.
Ανάλγητη η ετυμηγορία των ενόρκων:
λιθοβολισμός ή απαγχονισμός.
«Λιθοβολισμός» εκέκραξαν
«για να ’ναι ο θάνατος αργός και βασανιστικός
να πονάει με κάδε πέτρα
που ρίχνουμε στο κορμί της
όλοι να μετέχουμε στης απώλειας τη χαρά.
Κι αν ίσως μείνουν τα γραπτά της
δα τα γελοιοποιήσουμε»
απεφάνθησαν με βεβαιότητα.
Αγνόησαν όμως την τόλμη των λέξεων
που συγχωρεί το φθόνο.

 

ΡΩΓΜΗ ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΟΥ

Ζέστανες τις παλάμες των χεριών μου
την πιο κρύα νύχτα του χειμώνα.
Άκουγα προσεκτικά κάδε σου λέξη
κι ύστερα πάλι χανόμουν
στις ανεπαίσθητες εκφράσεις
του προσώπου σου.
Νιώθω τη ζέστη του κορμιού
καθώς μ’ αγκαλιάζεις απ’ τη μέση.
Γέρνεις πλάι μου και σιγοτραγουδάς
δίχως τα χείλη ν’ αγγίζουν το δέρμα μου.
Σε υπερυψωμένα σκαμπό
αντικρυστά καθόμαστε.
Τα μάλλινα κασκόλ μας περιπλέκονται ερωτικά
γελάς με παιδική αθωότητα
κι άλλοτε συννεφιάζεις επικίνδυνα.
Φοιτητές, όπως τότε στην εκδρομή στο Πήλιο.
Μα εκείνες τις σιωπές στα βλέμματα
ακόμη τις φοβάμαι.

 

ΡΙΝΙΣΜΑΤΑ ΦΩΤΙΑΣ

Αναζητώ τη μορφή σου και σε βρίσκω
σ’ εκείνη την απόμερη γωνιά
ν’ αντικρύζεις το ηλιοβασίλεμα του Αιγαίου
συγγράφουμε τότε με αναπνοές φωτός
τις εκλάμψεις του ήλιου που μας χαρίστηκε
απ’ το παρελθόν της νιότης.
Ελκτικές οι δυνάμεις των αισθήσεων
γήινη επιζητούν εκπλήρωση.
Αμφίρροπη απομάκρυνση διατακτικών βημάτων
προφυλάσσει από τη σύγκρουση με τη φωτιά
αξόδευτη να παραμείνει η φλόγα
απ’ τη φθορά των αναμνήσεων.
Φυλάσσεται με σεβασμό
στην αγκαλιά, στα αγγίγματα
μέχρι τη δύση του ήλιου.
Τα ξημερώματα γίνεται ποίηση
που ταξιδεύει για να συναντήσει
τα μάτια σου.

 

ΘΡΟΪΣΜΑ ΗΧΟΥ

Αποσιωπήθηκε και παρέμεινε άρρητο
ό,τι δεν άντεξε να ειπωθεί
κι άρχισε να κυριεύει το νου
να δολώνει την όραση.
Αφορμή κατακλυσμού γίνεται.
Η θάλασσα καταπίνει
τα χρώματα της δύσης.
Διασχίζεις αλώβητος
τις συμπληγάδες για να με προφυλάξεις
απ’ την ορμή των κυμάτων.
Κι όταν η αντάρα κοπάσει
και η θάλασσα εντός μας ημερεύει
η ερημία των ήχων της φύσης
συλλαβίζει σε πρωτόγνωρο αλφάβητο:

Μου λείπεις.

 

ΠΡΙΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ

Πέντε η ώρα τα χαράματα
κι η αστραπή του ήλιου
συμπλέκει τα όνειρα και τις επιθυμίες.
Κρατώ το σημείωμά σου στα χέρια που γράφει
«Δεν μπορώ να μη σε σκέφτομαι»
και η απόσταση καταρρέει
μπροστά στο ιδρωμένο κορμί
και στην αίσθηση της απουσίας.
Καθώς εκπληρώνεται ο μύθος
η τραγική φύση του έρωτα
πασχίζει να παραμείνει άτρωτη
στη σκέψη και μόνο
του αγγίγματος σου.

.

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Η αντωνυμία «σου», αν η διαπιστωτική φράση του τίτλου απευθυνθεί κάποτε στον ίδιο τον εαυτό της/του γράφουσας/-οντος, μπορεί να εκληφθεί και ως «μου». Κάποιες φορές, μία τόση δα ρωγμή σε ένα βλέμμα, είτε στο βλέμμα του άλλου είτε στο δικό μας, στο οποίο αυτό καθρεφτίζεται, έχει τη δύναμη να ανατρέψει τα πάντα, φέρνοντας στην επιφάνεια όσα πιεζόντουσαν στον βυθό του ματιού, ο οποίος δεν είναι άλλος παρά ο καθρέφτης του βυθού του υποσυνειδήτου. Η ρωγμή αφήνει να εισχωρήσει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να εξέλθει φως, καταργώντας το άβατο, όπως μία ρωγμή σε ένα κρύσταλλο το σπάζει ξαφνικά, καταργώντας τη συνέχεια. Μία μόνο χαραγματιά, μπορεί μεταξύ άλλων να γίνει απολογισμός ζωής (Ζωή είναι και πορεύεται / κι ας λείπει η αφή), μηχανισμός εκρηκτικής πυροδότησης ενός Έρωτα (Οι παλμοί της καρδιάς εναρμονίζονται /με το τώρα της αιωνιότητας), τέχνης σπέρμα (απαρχή ποιήματος), ανατροπής λαχτάρα (Κάδε Πέμπτη πρωί στο mon frere / αναμένει την ανατροπή της ζωής της), μοναξιάς γκρεμός (Ναυαγούν οι συναντήσεις μας / κι εγώ / πνίγομαι πια στην απουσία σου), ήττας απαρχή (Ηττημένοι βρεθήκαμε κι οι δυο), φαντασίας καλπασμός (Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να τους ενώνει / σε εύθραυστο σχήμα καρδιάς), λέξεων εξάρτυση {αιχμή δόρατος η κάδε σου λέξη), τραγικής κατάληξης χαράδρα (το λουλούδι της κορυφής του Επιταφίου. /Στον τάφο της κόρης το άφηνε).

Σε κάθε περίπτωση όμως, γίνεται ταυτόχρονα και μία χαραγή στη μνήμη, γιατί μέσα από αυτή «… ο χρόνος / επανέρχεται κάποτε άτρωτος / από τις διαψεύσεις / για να εκπληρώσει μ’ ένα φιλί / ό,τι θεωρείται λησμονημένο.» Μόνο μέσα στο βάθος της ρωγμής του βλέμματος της αυτογνωσίας ο άνθρωπος θα ανακαλύψει ότι «Ξενιτεμένοι και πεθαμένοι / μοιράζονται το ίδιο φαγητό.»

Η ίδια η ποίηση άλλωστε, τι άλλο είναι παρά ρωγμή στο βλέμμα του Ορατού;

.

ΤΟ ΠΟΡΦΥΡΟ ΤΗΣ ΦΛΕΒΑΣ ΣΟΥ (2023)

Εισαγωγή από Νίκο Μυλόπουλο

Με γραφή τρυφερή, ρέουσα αβίαστα, βατή και ανθρώπινη η Ελένη Σακκά μας συστήνεται εκ νέου με το τρίτο ποιητικό της βιβλίο, επηρεασμένη από τα πάγια ερεθίσματα των ποιητών που δεν είναι άλλα από τις ανθρώπινες σχέσεις, τον χρόνο και φυσικά τον έρωτα.
Αφήνοντας στα προηγούμενα βιβλία της την αυτοεξομολόγηση και την αυτοκριτική για πράξεις που δεν καρποφόρησαν και λέξεις που δεν ειπώθηκαν στο παρελθόν, έρχεται πιο ώριμη και πιο απελευθερωμένη να μας χαρίσει στο καινούργιο ποιητικό της τοπίο ποιήματα ολιγόστιχα όπου το συναίσθημα πλημμυρίζει και πλήθος εικόνων που θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν έργα των μεγάλων ιμπρεσιονιστών όπως ο Μονέ και ο Βαν Γκογκ.
Ποίηση βιωματική, ρεαλιστική όπου γλαφυρά περιγράφεται η δύναμη του έρωτα και οι εκρήξεις που αυτός προκαλεί σε όσους έχουν την τύχη αληθινά να τον ζήσουν, ποίηση που όμως δεν είναι μονοθεματική τη στιγμή που αλλού έχει σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά και άλλοτε θίγει σοβαρά χρονίζοντα κοινωνικά θέματα.
Μεγάλης δύναμης οι ακροτελεύτιοι στίχοι στους οποίους με ύφος συχνά εξομολογητικό προκαλούν έντονες συγκινήσεις, άλλοτε ανατροπές και άλλοτε ερέθισμα για καθαρότερη σκέψη και βαθύτερο λογισμό.
Η πορεία της Ελένης Σακκά στην ποιητική γραφή και όχι μόνο, έχει χαρακτήρα εξελικτικό και εύχομαι η προσπάθειά της αυτή να αναγνωρισθεί αναλόγως.

 

ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ III

Ρηγματώνονται οι σχέσεις με τα χρόνια
και το κύμα αδυνατεί
να διαβρώσει και να λειάνει
την τραχιά επιφάνεια των βράχων.
Τότε οι λέξεις γίνονται στίχοι
εκεί, στο απόκρημνο ακρωτήρι
της ποίησης.

 

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΔΡΕΠΑΝΙΩΝ

Βράδιαζε νωρίς τον Ιούλη του ’74
κάλυπταν τα παράθυρα με μπλε καραβόπανα
να μη φαίνεται το φως της λάμπας.
Χτυπούσαν δυνατά οι καμπάνες κι οι σειρήνες.
Φαντάροι με φύλλα πορείας
και παιδικές ζωγραφιές για ενθύμιο.
Σφιχτές αγκαλιές και δάκρυα
αγωνία με λέξεις άγνωστες.
Ήχος αεροπλάνου ν’ ακούγεται
και να σείεται το ξύλινο δάπεδο.
Εικόνες με μαυροφορεμένες γυναίκες
και φωτογραφίες αγνοουμένων στα χέρια τους.
Σκηνές στερεωμένες στο έδαφος
παιδιά να τρέχουν τριγύρω.
Χάρτινα κουτιά γεμάτα ρούχα και κουβέρτες
κλαίγαμε για να πείσου με
να χωρέσουν τα παιχνίδια μας
δώρο για τα παιδιά της Κύπρου.
Μάθαμε να χορεύουμε τον χορό των δρεπανιών
κι ας έλεγαν πως ήταν μόνο για άνδρες.
Παίζαμε πόλεμο ανάμεσα στα δέντρα
και πάντα νικούσαμε τους κακούς
πιστεύοντας χωρίς απώλειες.

 

ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ

Βιαστικά και ατημέλητα,
τοποθετώ τα ρούχα μέσα στη βαλίτσα.
Δεν χωράνε και τα πιέζω με τα χέρια μου
κάθετα βάζω τα βιβλία.
Νιώθω να με παρακολουθεί η ματιά του.
Δυσανασχετώ
και ανοίγω τις πόρτες και τα παράθυρα
να μπει οξυγόνο.
Ο αέρας σκορπίζει τις λευκές κόλλες χαρτιού
παντού στο σπίτι.
Ύστερα σέρνω τη βαλίτσα με δύναμη
και την κατεβάζω απ’ τα σκαλοπάτια.
Στα τσιμεντένια πλακάκια του πεζοδρομίου
ο θόρυβος από τα ροδάκια
ακούγεται εκκωφαντικός
στην ψυχή μου.

 

ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΟΥ ’68

Σηκώνω τα χέρια ψηλά·
με τους βραχίονες καλύπτω
το μέτωπο και τα μάτια
τη στιγμή που ο ένοπλος αστυνομικός
με χτυπά στο κεφάλι με γκλομπ.
Λυγίζουν τα γόνατα και πέφτω στο προαύλιο
μπροστά στη φιλοσοφική σχολή
της Σορβόννης στο Παρίσι.
Νιώθω τα χέρια παράλυτα
καθώς μου πατάει τα μαλλιά με την αρβύλα.
Μόνο τα λουλούδια του Μάη μυρίζω
στο διπλανό παρτέρι
κι ακούω το σύνθημα των φοιτητών:
La poesie est dans la rue.

 

ΕΡΩΣ

Όσοι τον αρνήθηκαν τους εκδικήθηκε
σε υπεροψία ατομικότητας.
Προκλητικά δυσοίωνο το μέλλον
όταν ο χρόνος τον ταπεινώνει
προσπαθώντας να τον κρατήσει δέσμιο
σε ψεύτικους εναγκαλισμούς.
Υπερβατικός και ακατάληπτος.
Εάν τον αποδεχθείς κυριεύει τη σκέψη
οδηγεί σε αυθυπέρβαση του εγώ.
Ανυπότακτος στη λογική
και άνομος στην ηθική.
Εμμονικός στις λεπτομέρειες των αισθήσεων
προκαλεί αναπόφευκτες συγκρουσιακές ενώσεις
αφήνοντας στην απομάκρυνσή του
αμοίραστη ερημιά.

 

ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ

Επιτακτική η εντολή του γραπτού μηνύματος
με κεφαλαία γράμματα
η κυρίαρχη λέξη για έμφαση.
Ένα «σε παρακαλώ» στην αρχή
και διττό θαυμαστικό στο τέλος,
ίσως για να μετριάσει
το ασυμβίβαστο των αντιθέσεων.
Φθείρεται και ξοδεύεται η ζωή μου
σε αναλύσεις αναίτιες
και ανέκφραστα συναισθήματα.
Αδυνατώ να σου απαντήσω
έστω κι αν μου το επέτρεπες.
Παγωμένο μου δάκρυ
πάνω στο χαρτί θέλω να λιώσεις. 

 

ΤΟ ΠΟΡΦΥΡΟ ΤΗΣ ΦΛΕΒΑΣ ΣΟΥ

Οι πτυχές απ’ το λινό πουκάμισο
γλιστράνε στο σταρένιο δέρμα
ενώ τα αιμοφόρα αγγεία που διαγράφονται
απ’ τον καρπό μέχρι τον αγκώνα
αρχίζουν να διαστέλλονται.
Συστέλλεται τότε το ολόγραμμα
της φωτεινής Σελήνης
ενώ τα βλέφαρά σου αδυνατούν να σηκώσουν
τη νοητή αιχμή του στελέχους της φωτιάς
και παραδίνονται νικημένα από τη φλόγα.
Ενσταλάζονται τότε στους οφθαλμούς
υδάτινες αισθήσεις
και κορυφώνεται η κάθαρση του αποχωρισμού.
Ύστερα συσπώνται οι μύες
και αποκολλάται γαλήνια
η ενότητα των σωμάτων
καθώς άρρητες λέξεις
εκφέρονται με βλέμματα
έως ότου αποκοιμηθούν τρυφερά
στην αγκαλιά σου.

 

ΣΤΑΛΕΣ ΓΡΑΦΗΣ

Βροχή οι σταγόνες αγάπης στα μάτια
καθώς οι παλμοί της καρδιάς
γράφουν ποιήματα δίχως στίχους
με τα αποσιωπητικά
να διαπνέεται από φως
η μελαγχολία της ημέρας.
Ο ήχος της φωνής διαπεραστικά ήρεμος
με μια συμπάσχουσα αδιόρατη βεβαιότητα
δύναμης που επιμένει
ν’ αντιστέκεται στο κακό και στο κίβδηλο.
Συ μπλέκει με κινήσεις απαλές και γαλήνιες
τα δάχτυλα των κουρασμένων του χεριών
ενώ αφήνεται στη θέρμη της γραφής μου.
Νιώθω το χαμόγελό του να διαπερνά
την απόσταση και ν’ ακουμπάει
πάνω μου σαν χάδι.
Νιώθει τις λέξεις μου να προσμένουν
το αναπόφευκτο.

 

.

ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΛΛΙΠΗ (2022)

ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ II

Πονάνε οι λέξεις των ποιημάτων
σαν να ξυπνάνε οι συνειδήσεις
παράνομων εραστών
που ερωτεύονται παράφορα
το ιδανικό πρόσκαιρο
και εκστασιάζονται υποφέροντας
από ανείπωτη αγάπη.
Σχέση υπαρκτική με το αιώνιο
το τέλος κάδε ποιήματος
ξεκινά αναπόφευκτα
και ανατρέπει τη ζωή…

ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΛΛΙΠΗ

Μαζεύαμε κλαδιά και άχυρα
καλοκαίρι του Αϊ- Γιαννιού
για ν’ ανάψουμε φωτιές.
Συναγωνίζονταν οι φλόγες σε κάδε γειτονιά
τον ενθουσιασμό της νίκης μας.
Χορεύαμε ψηλά με πύρινα τραγούδια,
κυλιόμασταν σε βουνά απ’ αλωνισμένο σιτάρι,
σκαρφαλώναμε στα δέντρα
για να πιάσουμε τα σύννεφα
και να κάνουμε τον ήλιο μεγαλύτερο·
μας θάμπωναν οι ακτίνες του
και πέφταμε σε κούνιες
από παλιές κουρελούδες
που κρέμαγαν στα κλαδιά
ηλιοκαμένες γυναίκες
με μαύρα τσεμπέρια
και χρωματιστά φορέματα.
Φτιάχναμε πολιτείες ολόκληρες
με χώμα, νερό, πέτρες·
κι αδημονούσαμε
ο καυτός μεσημεριάτικος ήλιος
να τις στερεώσει στο παρόν.
Το βράδυ στο πιο ψηλό μπαλκόνι
προσπαθούσαμε να ζωγραφίσουμε
μα ήταν τα χρώματα ελλιπή.

 

ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Πλαστικοποιημένο το πόσο
στην πίσω τσέπη του τζιν παντελονιού,
έτοιμο για επιβεβαίωση της φοιτητικής ιδιότητας
στους ελεγκτές των λεωφορείων,
της εποχής εκείνης στη Θεσσαλονίκη.
Στάση: πανεπιστήμια,
συνάντηση στο κυλικείο
μετά το πέρας των παραδόσεων
στο Α’ αμφιθέατρο της Θεολογικής.
Τρέφοντας από το κρύο
περιδιαβαίναμε τις εκθέσεις ζωγραφικής
στα υπόγεια της οδού Τσιμισκή,
εσύ χαμογελώντας
κι εγώ αναπολώντας
τις «Τέσσερις εποχές» της Ζώγιας.
Χαιρόμουν με τον ενθουσιασμό σου
να μου αποκρυπτογραφείς
τις μύχιες σκέψεις του ζωγράφου
-που υπέθετες- όταν δημιουργούσε.
Χαιρόσουν με τον ενθουσιασμό μου
που κατάφερα να βρω εισιτήρια Β’ εξώστη
στο φεστιβάλ κινηματογράφου τον Σεπτέμβρη.
Ύστερα, τα ξημερώματα
στο παγκάκι της Αριστοτέλους,
εγώ να γράφω ποιήματα που πληγώνουν
κι εσύ να ζωγραφίζεις σύννεφα
για να τα ταξιδέψουν.

 

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Συναντήθηκαν μέσα σ’ ένα ποίημα,
ακουμπούσε με τα χέρια του τα γράμματα
ένωνε φωνήεντα, σύμφωνα,
έβαζε τόνους όπου και όταν χρειαζόταν
αργά και σταθερά,
για να περιγράφει τις ηλιαχτίδες
που ανακάτευαν τα μαλλιά της.
Ήξερε τις πιο κρυφές της σκέψεις
όμως δεν τη γνώριζε.
Αναρωτιόταν τι να κοίταξε εκείνη τη στιγμή
και έμεινε αποτυπωμένη η τόλμη στα μάτια της.
Του έγραψε την απάντηση με στίχους,
που την παράβλεψαν αδιάφορα
ανυποψίαστοι αναγνώστες.
Χαμογέλασαν και οι δυο
για τον κοινό τους κώδικα.
Έγραφαν ασταμάτητα
για να λύσουν μαζί τα δεσμά της λήθης.
Αφουγκράστηκαν τις ηχηρές εκπνοές της σιωπής
και άρχισαν τα ποιήματα ν’ αναπνέουν.
Ό,τι αληθινό είχε χαθεί στη λήθη
αναστήθηκε αιώνια.

 

ΑΧΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ζωγράφισε πάνω στα έγγραφα
ένα σπίτι με κήπο
και σμήνος χελιδονιών να πετούν,
με αχνές γραμμές για να μην είναι ορατό.
Απογοητευμένος γύρισε νύχτα στο σπίτι του,
από τον δρόμο με τα καφενεία,
παρατηρώντας ένα μεθυσμένο κορίτσι
κι έναν εξαρτημένο νεαρό σκυμμένο.
Κοίταξε τον καθρέφτη,
αναγνώρισε τα πρόσωπά τους,
κι ας μην έπινε, κι ας μην κάπνιζε.
Αισθάνθηκε θύμα και θύτης μαζί.

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ

Διασχίζει περιλάμπουσα την οδό Μαντινείας·
ενώνει εποχές και ζωές περασμένου αιώνα.
Απογευματινό ημίφως
ημερεύει τον φόβο επερχόμενης τραγωδίας.
Γρήγοροι βηματισμοί,
πρόσωπα που αρνούνται να υποθάλψουν
τον θυμό της ανελευθερίας,
στην καθημερινότητα με τον χαμηλωμένο ουρανό
και τις αδούλωτες ψυχές.

Διασχίζει περιλάμπουσα την οδό Μαντινείας.
Καλύπτονται για λίγο οι λέξεις
εξορία, βασανισμοί,
σιωπή, δυσμενείς μεταθέσεις
απ’ τον μεταλλικό κουρδισμένο ήχο της.
Δεν φθάνω να τη δω,
σηκώνομαι σε ώμους δυνατούς.
Γεμίζουν τα μπαλκόνια.
Αχώρητη η πίστη στα τσιμεντένια δυάρια.

Διασχίζει περιλάμπουσα την οδό Μαντινείας,
και οι νεαρές μητέρες εξακολουθούν να ράβουν
φορεματάκια παιδικά με καρδιές στο στήθος,
τα μικρά καφενεδάκια να νεφελο-ορίζονται
απ’ τους καπνούς των τσιγάρων
και τα πιόνια του τάβλι,
οι φοιτητές να ονειρεύονται αγωνιζόμενοι
κι εγώ να πονάω για τα κέρματα
που της ρίχνουν απ’ τα μπαλκόνια.

ΕΝΘΥΜΙΟ

Διάβρωση της βάσης
του πέτρινου τοίχου
από την υγρασία
και τους κρύους χειμώνες.
Έντονο το τρίξιμο της πόρτας
από τους κραδασμούς της κίνησης σου.
Γρήγορη η φυγή σου. γυναίκα,
πληγές στους αγκώνες
και στα γόνατα.
Ένα παπούτσι
ενθύμιο της φυλακής σου!

ΔΙΑΤΡΗΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Σκονισμένα και άδεια τα ράφια
στο «κατώι της Αριστοτέλους».
Από χρόνια έχει πια αποκοιμηθεί
ο πολύχρωμος παπαγάλος
που αγέρωχος έστεκε γαντζωμένος
στον ώμο του αφεντικού του.
Πάλλονται οι λέξεις
ανάμεσα στους στίχους·
καρδιά που χτυπά,
σώμα σε αποσύνδεση.
Ανάσα αγωνίας και ενθάρρυνσης.
Εγκαταλείπουν οι εικόνες
τη μονοτονία της πόλης,
οδεύουν προς το άπειρο
μέσα από κρίσεις και επικρίσεις.
Στενά τα σκαλοπάτια ευρύχωρης ζωής
στο «κατώι της Αριστοτέλους».
Λάμπει πάντα από κει
το διάτρητο φεγγάρι.
Αχώρητα τα βιβλία
συνοδεύουν τις ψυχές.

Θα επιστρέφουν…

 

 

ΑΦΘΑΡΤΗ ΕΤΙΚΕΤΑ (2021)

ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ…

Τα ποιήματα ξυπνάνε τη νύχτα απ’ τη λήθη·
απεγνωσμένα ζητούν αποδέκτη
να τα αποτυπώσει, να τα απελευθερώσει…
Ανοίγω το παράθυρο να φέγγουν τ’ αστέρια·
απεκδύονται οι λέξεις
τις αλλοτριωμένες σημασίες,
τις παραποιημένες έννοιες
που χείλη ασεβή φόρεσαν βίαια πάνω τους,
για να διαπομπεύσουν την αλήθεια.
Γυμνές, ελεύθερες, αληθινές οι λέξεις,
κάτω από τ’ αστέρια,
ποιούν ζωή…

 

Η ΠΑΛΙΑ ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ

Σ’ εκείνη τη μικρή φτωχική γειτονιά της πόλης
με τα αδέσποτα σκυλιά
και τους περιθωριακούς μετανάστες
με παρασέρνει μια ανάγκη απόδρασης
στην άχρονη πραγματικότητα,
στο ταπεινό καφενεδάκι με το αμφιθέατρο για αυλή του.
Η ίδια πάντα ψιλόλιγνη ευγενέστατη κυρία
με το ατημέλητο ντύσιμο
και τη λάμψη της τέχνης στην έκφραση των ματιών της
σερβίρει ελαφρώς νωχελικά και βαριεστημένα.
Ύστερα χάνεται πάλι
μέσα στην ιστορία του θεάτρου,
μεταμορφωμένη σε παρακμιακή ηρωίδα
περασμένης εποχής.
Την ακολουθώ καθώς κινείται
ανάμεσα στα κουστούμια των παραστάσεων,
τεκμήρια του αέναου κύκλου της ζωής.
Πλησιάζω τα φαινομενικά άψυχα υφάσματα,
μοιάζουν περιβλήματα κούφια
που περιμένουν υπομονετικά
τον ήρωα που θα τα ζωντανέψει.
Τ’ αγγίζω, ανασαίνουν και γοητεύουν
έχουν σάρκα, οστά, κινούνται αθόρυβα, διακριτικά,
να μην ταράξουν το θόρυβο της ζωντανών.
Αναπνέει η άϋλη μορφή της Αντιγόνης,
περιφέρεται ασυμβίβαστη μέσα στους αιώνες,
ενώ το μυστήριο της γοητείας της λύνεται
με την κίνηση των πτυχών του χιτώνα της,
που εμπρός μου στέκει μεγαλοπρεπώς
μες τη λιτότητα του.
Η σύγκρουση γραπτού και άγραφου νόμου
καταλήγει σε τραγωδία.
Η ασημένια πόρπη στολισμένη με ρόδα και άνθη
απελευθερώνει το χιτώνα της
που γίνεται σύμβολο ελευθερίας και δημοκρατίας,
και πλανάται σαν αερικό στην ιστορία
η απάντηση του διλήμματος.
Η θλιμμένη ψυχή του Χάρολντ
φοράει το ανατρεπτικά αισιόδοξο κουστούμι της Μοντ,
ενώ εκείνη αυτοκτονεί.
Και εγώ παίρνω με ευλάβεια από τα νεκρά της χέρια
την παλιά φυσαρμόνικά τους
και συνεχίζω το τραγούδι τους…

 

ΑΦΘΑΡΤΗ ΕΤΙΚΕΤΑ

Τετράδιο παλιό με κιτρινισμένα φύλλα,
σελίδες ελαφρώς γυρισμένες,
κουρασμένες απ’ το χρόνο,
ετικέτα λιτή, άσπρη με μπλε χρώμα-
όνομα, μάθημα, τάξη, σχολικό έτος,
γράμματα μεγάλα καλλιγραφικά,
γεμισμένα με μελάνι στη μία πλευρά
για να σπάει η ομοιομορφία.
Μπλε ποδιά, άσπρος γιακάς, κορδέλα στα μαλλιά,
δάσκαλοι άκαμπτοι, αυστηροί, απόμακροι
βάζο με λουλούδια, βέργα στο πλάϊ.
Έτοιμοι για τιμωρία σε κάθε λάθος, σε κάθε γέλιο
εξαναγκασμένη σιωπή, παθητική προσήλωσή,
επικοινωνιακή λειτουργία σε αδράνεια.
Ύστερα ήρθαν άλλοι δάσκαλοι
εραστές της γνώσης, της αλήθειας, της αμφισβήτησης
και έγιναν τα τετράδια μεγάλα με λουλούδια και εικόνες,
με θέσεις, σκέψεις και αντιθέσεις
και έγινε η διδασκαλία δισυπόστατη,
να ταλαντεύεται ανάμεσα στη ζωή και στο πάθος,
να απορρίπτει στερεότυπα,
να ερωτεύεται τους μαθητές
και αυτοί ν’ αρχίσουν να γίνονται ποιητές…
Και εκείνη η ετικέτα,
που άντεξε στην πίεση και στη φθορά του χρόνου,
ν’ αλλάζει ταυτότητα και ν’ αυτοπροσδιορίζεται.
Όνομα: άνθρωπος, μάθημα: σκέψη ελεύθερη,
τάξη: απροσδιόριστη, σχολικό έτος: αιώνιο.

 

ΑΣΠΡΟ ΠΛΕΚΤΟ

Εκείνη τη νύχτα έκλεισες τα μάτια σου τόσο ήσυχα·
κουράστηκες να ζεις, μου είπες, πριν από καιρό
και τότε ξεκίνησες…
Σου κράτησα απαλά το γερασμένο σου χέρι
και ήταν τόσο ζεστό…
Ύστερα το φιλί στο παγωμένο σου μέτωπο…
Σε κάθε όνειρο μου είσαι εκεί,
να με σκεπάζεις απαλά
να μην κρυώσω, να μην ξυπνήσω.
Η αγκαλιά σου μυρίζει ακόμη το αγιόκλημα
που είχαμε σκαρφαλωμένο στις σκάλες,
τα κάτασπρα μακριά μαλλιά σου
σύννεφα που με νανουρίζουν
και εκείνος ο πόνος στην καρδιά
που πάντα καταλάβαινες ότι έχω
σταματά…
Δίπλα στο παράθυρο,
εκεί θέλω να σε θυμάμαι,
εκεί που κάθε απόγευμα έπλεκες
για να μπαίνει -έλεγες- το φως του ήλιου
που τόσο αγαπούσες, γιατί φώτιζε,
γιατί σε φώτιζε.
Θηλιά- θηλιά στο κάτασπρο πλεκτό
έβλεπες τη ζωή αλλιώς·
λύπες, χαρές, προσμονές, απουσίες,
όλα γίνονταν λουλούδια, σχέδια, όνειρα, παραμύθια
και ήταν τόσο όμορφα,
γιατί ήταν αληθινά…
ύστερα σιγά -σιγά σταμάτησες να πλέκεις,
ύστερα σιγά- σιγά κουράστηκες να ζεις…

 

ΑΓΙΟΤΗΤΑ

Αγγελικά φτερά σεργιάνιζαν στην πόλη
ολόλευκα, περήφανα-
δεν έβλεπα το φως
αλλά ένιωθα τη λάμψη τους
να με θαμπώνει, να με κυκλώνει.
Μορφή αγιογραφίας,
μανδύας ματωμένος,
χέρια υψωμένα στον ουρανό,
σκαρφαλωμένος πάνω σ’ εκείνη τη μεγάλη σιδερένια πόρτα
δε φώναζε συνθήματα,
μιλούσε με το Θεό,
γι’ αυτό δεν τον άκουγαν.
Δεν ήταν ένας, ήταν πολλοί
στα αμφιθέατρα, στις πορείες, στις συνελεύσεις,
στις παρέες των φοιτητών,
ανάμεσα σ’ αυτούς που ήθελαν και δεν μπόρεσαν
στο βουβό πόνο, στη θλίψη που δεν έφευγε,
στη δύναμη της ελπίδας,
στη δύναμη του αγώνα,
στην υψωμένη γροθιά που σκέπαζε μια αγκαλιά
για ισότητα, δικαιοσύνη, αξιοκρατία, ελευθερία, παιδεία.
Εραστές της ζωής, ασυμβίβαστοι, ανατρεπτικοί,
επαναστάτες απέναντι στην ηθικοτρομολαγνεία
των απανταχού κηρυγμάτων.
Από τότε ένας άγγελος στέκει πάντα εκεί
στην γκρεμισμένη πόρτα του Πολυτεχνείου,
για να συντροφεύει τις ψυχές που διαψεύσθηκαν.

 

ΔΡΑΠΕΤΗΣ ΕΓΩ…

Δύσκολος αυτός ο χειμώνας
πιο μελαγχολικός, πιο σιωπηλός, πιο κρύος.
Πίσω από ένα τζάμι η ζωή όλων των συγκρατουμένων μου,
πίσω από μια οθόνη τα συναισθήματα
ανίκανα να ταξιδέψουν χωρίς ανθρώπινη επαφή
και μπροστά μου στολές…
πολλές στολές απρόσωπες,
να μην μπορώ να διακρίνω μάτια,
να προσπαθούν να μας προφυλάξουν
από έναν επικίνδυνο ιό,
έχουν σκούρο χρώμα,
κράνη και ρόπαλα
έτοιμα σε κάθε απείθεια σκέψης,
σε κάθε κίνηση συλλογική.
Μόνος να περπατάς,
μόνος να σκέφτεσαι,
μόνος να ερωτεύεσαι
αυτό που προσφέρουν,
αυτό που καθορίζουν, αυτό που επιβάλλουν
και έτσι να ελέγχουν τα πάντα,
αλλιώς η τιμωρία κάνει θόρυβο πολύ
και έχει κόστος μεγάλο:
την απώλεια της ελευθερίας σε κάθε της έκφραση
στην καρδιά, στη σκέψη εκεί στοχεύει.
Δεν μπορώ να διακρίνω τον εχθρό
γιατί είναι αόρατος.
Όμως, τον αισθάνομαι να στοχεύει στο μυαλό μου.
Πόσο παράλογο μπορεί να γίνει το λογικό αναρωτιέμαι!
Μέσα στην οθόνη βλέπω και άλλες στολές
από κουστούμια με δεμένες γραβάτες,
τόσο σφιχτά δεμένες
που ο πόνος τους αντανακλά σε μένα.
Άνθρωποι με προσωπείο τόσο καλά φορεμένο,
δυσδιάκριτα τα αλλοιωμένα
ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους.
Αρκεί η λέξη κατανάλωση
και εμφανίζεται αμέσως
μειδίαμα χαμόγελου μακιγιαρισμένου,
δείγμα ψεύτικου συναισθήματος
πάνω στο ρομποτικό κατασκεύασμα
αναγκαίο για επιτυχημένη προώθηση,
περισσότερα κέρδη.
Αλλάξω θέση,
συνεχώς μετακινούμαι,
δεν θα γίνω στόχος,
όσο τελειοποιημένος κι αν είναι ο μηχανισμός.
Ανοίγω την πόρτα… φεύγω…
δραπετεύουμε πάντα εμείς οι ποιητές…

 

ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΣΩΘΩ…

Ήθελαν να φύγω, μα δεν τολμούσαν να μου το πούνε·
έπρεπε να φύγω, μα περίμενα χωρίς να ξέρω γιατί·
έκαναν το χρήμα δόγμα
την Εκκλησία φάρμακο και φαρμάκι
είδος ανταλλάξιμο και εξαγοράσιμο.
Πόσο λυπάμαι αλήθεια!
Το πέτρινο προαύλιο της γερασμένο
από καημούς και ελπίδες
χώρο υπαίθριου εμπορίου,
πολιτευτές και πολύτεκνοι
ονομάστηκαν και χαιρετίστηκαν ως «ευγενείς»·
ήταν οι έχοντες και οι λαβόντες.
Γυναίκες περιέφεραν εκεί αυτό που τους είπαν:
σιωπή, έλλειψη σκέψης και πονηριά,
για να φέρνουν χρήματα για φιλανθρωπία
με εκβιασμό πνευματικό.
Πόσο λυπάμαι αλήθεια!
Το είπαν φιλανθρωπία μα ήταν εξαγορά συνειδήσεων
και πρόσχημα
όχι από κακία, αλλά από υπερηφάνεια και αλαζονεία ·
«έχουμε ένα κράτος ληστρικό», είπαν,
«μα πριν μας κλέψει πρέπει εμείς να το κλέψουμε».
Πόσο λυπάμαι αλήθεια!
Μοναχικοί, ταλαίπωροι, εξαθλιωμένοι, εξαρτημένοι
έρχονταν για λόγο παρηγοριάς και ελπίδας
και φεύγαν πιο θλιμμένοι,
γιατί δεν υπήρχε ούτε χρόνος ούτε χώρος γι’ αυτούς.
Ποια φιλανθρωπία κάναμε άραγε
εμείς «του φιλόπτωχου»;
Είπαν πως είχα πειρασμό διαβολικό γιατί αντιδρούσα
μα ξέρω πως ένα χέρι αγγελικό
μ’ έβγαλε από κει μέσα,
μήπως και σωθώ…

 

ΑΠΟΥΣΙΕΣ ΥΠΑΡΚΤΕΣ…

Αιφνίδιος και βίαιος πάντα ο αποχωρισμός,
όταν ο θάνατος ακουμπήσει
το φθαρτό κουρασμένο σαρκίο.
Αυθόρμητη και αναγκαία
η απεικόνιση του θανάτου με μορφή αποκρουστική,
μήπως και φοβηθεί τη δύναμη της ύπαρξης
και καταφέρουμε να τον ξορκίσουμε.
Πληγώνει πολύ ο ακούσιος αποχωρισμός
εμάς τους εναπομείναντες συνταξιδιώτες.
Το αντιλαμβάνονται οι ψυχές
και ας μην αισθάνονται λύπη.
Έρχονται αμέσως και μας συντροφεύουν
με άλλη μορφή άϋλη, άφθαρτη
όχι γιατί τους κρατά ζωντανούς
η μνήμη της καρδιάς μας,
αλλά, γιατί αποδεσμεύτηκαν από το χώρο και το χρόνο
και ελεύθερες πια αγαπάν αιώνια.
Παγώνει στη μνήμη μας η εικόνα της νεότητας τους,
έτσι στέκουν δίπλα μας
και ας μη μπορούμε να τους αγγίξουμε.
Πληγώνει πολύ και ο εκούσιος αποχωρισμός
των ζωντανών,
έχει άρνηση, απόρριψη, μπορεί και απαξίωση.
Γίνονται ξένοι, αδιάφοροι
Και ‘γω πρέπει να συνηθίσω να ζω,
χωρίς την παρουσία τους.
Μπερδεύομαι πια,
δεν ξέρω ποιες παρουσίες
είναι ζωντανές ή νεκρές στη ζωή μου,
ποιες επιζητώ και ποιες αποφεύγω,
ποιες μ’ αγαπάνε και ποιες μ’ εχθρεύονται…

 

ΠΕΣΜΕΝΟΙ ΣΟΒΑΔΕΣ

Σκόρπιες οι λέξεις σε άσπρο χαρτί,
προσπάθεια η επιβίωση.
Εξόριστοι οι θεολόγοι της γενιάς μου,
αριθμοί οι ζωές σ’ ένα πίνακα ντροπής,
λοιδορούμενοι ως γερασμένοι ανίκανοι από την πολιτεία,
λόγω έλλειψης κοινωνικών κριτηρίων
και ψηφοθηρικών απαιτήσεων σε βελούδινα γραφεία.
Επαίτης της εκπαίδευσης η γνώση.
Εξόριστοι οι θεολόγοι της γενιάς μου
και από τις μητροπόλεις λόγω έλλειψης άλλων κριτηρίων.
Καταφύγιο βρήκαμε στα υγρά υπόγεια
ταπεινών Εκκλησιών
με πεσμένους σοβάδες σε κρύες στενάχωρες αίθουσες
κάτω απ’ το φωτοτυπημένο έργο του Γύζη.
Κρυφό σχολειό τα όνειρα φτωχών παιδιών
και εμείς μαζί τους, πάντα δίπλα τους
να κρατάμε άσβεστη τη φλόγα
της νεότητας τους για το αύριο,
γιατί το σήμερα είναι πικρό για όλους.
Επιτυχής η κάλυψη κενών της πολιτειακής αδυναμίας
από την εκκλησιαστική εξουσία.
Η εκπαίδευση σ’ έναν αγώνα «δούναι και λαβείν»
της εξουσίας αμφοτέρων.
Όμως, εμείς οι εξόριστοι θεολόγοι της γενιάς μου
αδιαφορούμε για τα κίνητρα,
παλεύουμε να κρατήσουμε ελεύθερο το πνεύμα
με αρχαία ρήματα, ουσιαστικά, έννοιες, σκέψεις,
παρέα μ’ εκείνα τα παιδιά,
που κάποτε μετά από χρόνια
το δάκρυ τους θα είναι σίγουρα διαμάντι.

 

ΠΝΟΗ

Στον βυθό ταξιδεύω
σε ναυάγια πνίγομαι·
κήποι ολάνθιστοι κάτω απ’ τη γη,
κοράλια αφηγούνται σε μια εκκωφαντική σιγή
ιστορίες και όνειρα ανθρώπων που πέρασαν.
Τη δίκιά μου ιστορία
τα κοράλια την ξέχασαν,
πουλιά την τραγουδούν ψηλά στον ουρανό
μα εγώ εκεί κάτω επιμένω να την αναζητώ.
Αστέρια τη φωτίζουν
και εγώ στον πυθμένα της θάλασσας αιμορραγώ,
ανάμεσα σε ξύλινα κουφάρια ακροβατώ,
λουλούδια και φύκια μ’ ακουμπούν
με θαλάσσια αύρα με χαιρετούν.
Δελφίνια και ψάρια στην επιφάνεια μ’ οδηγούν
χελιδόνι για να γίνω
να πετάξω ψηλά απ’ τη γη,
να σε δω να γελάς
και να μου χαμογελάς.
Τέχνη η ζωή,
μοναξιά η πληγή,
το χαμόγελο ελπίδα
και η αγάπη πνοή.

 

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΟ ΠΟΡΦΥΡΟ ΤΗΣ ΦΛΕΒΑΣ ΣΟΥ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ

https://www.culturebook.gr 23/8/2023

«Ένα ανοιγοκλείσιμο της πόρτας η ποίηση»

Η Ελένη Α. Σακκά στην τρίτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Το πορφυρό της φλέβας σου» (εκδόσεις Γράφημα, 2023) προϊδεάζει τον αναγνώστη | την αναγνώστρια, ήδη από το πρώτο της ποίημα, αφενός για το περιεχόμενο του βιβλίου και αφετέρου για την ποιότητα των ποιημάτων που θα ακολουθήσουν. Η ποιήτρια γνωρίζει καλά, πώς ο χρόνος επηρεάζει και καθορίζει και προσδιορίζει και δίνει σχήμα και μορφή σε κάθε ύλη, σε κάθε ιδέα, σε κάθε αίσθημα, σε κάθε σχέση -για/με τον άνθρωπο. Όμως οι σχέσεις αυτές δεν διαβρώνονται και δεν λειαίνονται ούτε απαλύνονται ούτε μαλακώνουν, αντιθέτως ρηγματώνονται και γίνονται όλο πιο τραχιές, σκληρές και απόκοσμες. Όσο περνά ο αδηφάγος και ανελέητος χρόνος, τόσο απομακρύνεται ο άνθρωπος από τον άνθρωπο, τόσο πέφτουν σε λήθη η αρχική μνήμη και τα πρωτόγνωρα συναισθήματα. Στενάχωρη η διαπίστωση αυτή, μα η ποιήτρια δεν πτοείται, καθώς έχει ανακαλύψει την ίαση μέσω της ποίησης, όπου οι λέξεις γίνονται παρήγοροι στίχοι που απελευθερώνουν και οδηγούν στην κάθαρση του πνεύματος και εντέλει στην κάθαρση της ίδιας της ύπαρξης μας. Γράφει η ποιήτρια:

Σαν πρόλογος ΙΙΙ

Ρηγματώνονται οι σχέσεις με τα χρόνια
και το κύμα αδυνατεί
να διαβρώσει και να λειάνει
την τραχιά επιφάνεια των βράχων.
Τότε οι λέξεις γίνονται στίχοι
εκεί, στο απόκρημνο ακρωτήρι
της ποίησης.

Ο ποιητής Νίκος Μυλόπουλος χαρακτηρίζει στο προλογικό του σημείωμα την ποίηση της Σακκά βιωματική και ρεαλιστική. Και δεν θα μπορούσε να είναι πιο εύστοχος αυτός ο χαρακτηρισμός, καθώς πολλά από τα ποιήματα της Ελένης Σακκά αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα του “δομημένου ρεαλισμού” που ευαγγελίζεται ο Φιλολογικός Όμιλος Ελλάδος, όπου και είναι ενεργό μέλος του, η ποιήτρια μας. Για να καταλάβουμε ίσως τα χαρακτηριστικά και τις προεκτάσεις του δομημένου ρεαλισμού παραθέτω την παρακάτω πρόταση από το δοκίμιο του Αντώνη Ε. Χαριστού «Τι είναι ο δομημένος ρεαλισμός -Εισαγωγή στην τεχνοτροπία» (εκδόσεις Γράφημα, 2023): […] στον δομημένο ρεαλισμό, ο πνευματικός δημιουργός, δεν περιγράφει, αλλά κατασκευάζει μια ζωντανή εικόνα, τη στιγμή της κορύφωσης της, έχοντας διευρύνει, στη συνείδηση του, το πεδίο αιτιακών σχέσεων που προϋπάρχουν. […] (σελ. 18). Σε πολλά ποιήματα της Ελένης Σακκά αναδεικνύονται τα παραπάνω χαρακτηριστικά του δομημένου ρεαλισμού. Πράγματι η ποιήτρια δεν περιγράφει απλά κάποια κατάσταση ή κάποιο γεγονός παραθέτοντας σε/με στίχους μια περιγραφική αφήγηση, αλλά έντεχνα κατασκευάζει, στέκει, ακουμπά θα έλεγα, πάνω στον δομημένο ρεαλισμό για να δώσει χώρο και χρόνο στους στίχους της, ζωντανεύοντας σε εικόνες τα αρχικά της ερεθίσματα. Γράφει η ποιήτρια στο ποίημα Χωρίς επιστροφή (σελ. 43):

Το τζάμι του βαγονιού 4γ είναι θολό
καθώς ταξιδεύω για Παρίσι.
Στην αριστερή μου παλάμη
σφίγγω το εισιτήριο
τη στιγμή που ο ελεγκτής με το δεξί του χέρι
μ’ αγγίζει στον ώμο και ξυπνώ.
Ξημέρωσε Χριστούγεννα μου λέει
και του δίνω το τσαλακωμένο εισιτήριο.

Επίσης ευδιάκριτοι είναι σε αρκετά ποιήματα οι προβληματισμοί της ποιήτριας καθώς και οι διαδρομές του νου της, αναζητώντας την αιτιότητα, την σχέση δηλαδή μεταξύ του αίτιου και του αιτιατού. Ευδιάκριτα όμως είναι και τα λογοτεχνικά δαιδαλώδη μονοπάτια που παρέχει η διερεύνηση αυτή. Ενδεικτικό παράδειγμα οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος Γη της Αμοργού (σελ. 18), όπου διαφαίνεται η διερεύνηση στο πεδίο των αιτιακών σχέσεων που προϋπήρχαν: Στο παλιό κοιμητήριο της Χώρας/ ο σταυρός που σχηματίζω με το σώμα μου/ γίνεται ένα με τους ξύλινους σταυρούς/ των κεκοιμημένων. Ξεκάθαρα η ποιήτρια προβάλλει την αιτιώδη συνάφεια των δυο καταστάσεων, όπου οι ξύλινοι σταυροί των νεκρών ενσωματώνονται στη στάση του σώματος της.

Ωστόσο θα ήθελα να αναφερθώ και σε εκείνα τα ποιήματα και σε εκείνους τους στίχους της Ελένης Σακκά που είναι πιο αφαιρετικοί, υπαινικτικοί αλλά εξίσου περιεκτικοί. Στίχοι που δεν παρέχουν απλά μια ποιητική πληροφορία, που δεν συμπλέκουν απλά ένα ποιητικό στιγμιότυπο, αλλά που συμπυκνώνουν τον ποιητικό ψυχισμό της ποιήτριας. Γιατί η αφηρημένη σκέψη, η αφηρημένη έννοια της ποίησης και η αφηρημένη ιδέα της ποιητικής τέχνης, καθώς φυσικά και η αμφισημία των λέξεων, είναι τα στοιχεία που προκαλούν ερεθίσματα, που προκαλούν το αίσθημα και το συναίσθημα του αναγνωστικού κοινού, που ενεργοποιούν την φαντασία. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η αφηρημένη σκέψη αποτελεί μια από τις γνωστικές δραστηριότητες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να προσεγγίζει το όραμα της πληρότητας της ποιητικής μιας εικόνας ή της εικονοποιίας ενός ποιήματος. Και η τέχνη της ποίησης -κατά την ταπεινή μου άποψη- αυτό ακριβώς υπηρετεί και σ’ αυτό αποσκοπεί. Στην πληρότητα της ποιητικής προσέγγισης. Στην υποκειμενική πληρότητα της ποιητικής προσέγγισης, μέσω της αφαίρεσης. Μέσα από εικόνες, μυρωδιές και ήχους, να διεγείρει και να διεγείρεται το συναίσθημα. Να βλέπεις τις εικόνες, να μυρίζεις τις μυρωδιές και να ακούς τους ήχους· και να [συν]αισθάνεσαι όσα θέλει να πει τελικά, όσα θέλει να μεταφέρει, να επικοινωνήσει ο/η δημιουργός. Πολλοί στίχοι της Σακκά -όπως οι παρακάτω που θα παραθέσω- αφήνουν περιθώριο νομίζω, σε όποιον | όποια θέλει και το επιθυμεί να αφαιρεθεί και να αφεθεί, να βυθιστεί και να παρασυρθεί στον απύθμενο βυθό της ποίησης της. Και έτσι, να ξεκινήσει και να ακολουθήσει το υπέροχο και μοναδικό νοητό ταξίδι που παρέχουν τα ποιήματα της συλλογής αυτής. Γράφει η ποιήτρια λοιπόν: Ένα ταξίδι στ’ ανοιχτά./ Καμιά μοναξιά,/ κανένας χειμώνας / τώρα πια μέσα στο βλέμμα των ματιών σου/ στη θέρμη του κορμιού σου/ στο άγγιγμα των δαχτύλων σου. (απόσπασμα από το ποίημα Ανείπωτες σιωπές, σελ. 13) ή Δεν μου αρκεί να μ’ αγαπάς·/ τις εύηχες συλλαβές των λέξεων/ επιζητώ ν’ αποκρυπτογραφώ/ κάθε που σε διαβάζω./ Στοχαστικά και ανατρεπτικά/ τα ρήματα των παλμικών κινήσεων των γραμμών. (απόσπασμα από το ποίημα Ατέρμονος έρωτας, σελ. 21) ή Δυο ημερομηνίες: της γέννησης και του θανάτου./ Άραγε αναρωτιέμαι θα βρεθεί κάποιος/ να χαράξει τ’ όνομά μου;/ Το ενδιάμεσο κενό το έχω χαράξει μόνη μου/ με λέξεις, σιωπές και δάκρυα. (απόσπασμα από το ποίημα Το ξύλινο μπαούλο, σελ. 22) ή Κι όταν στο άνοιγμα της σάρκας/ των πορφυρών κοχυλιών/ ενώνονταν οι αισθήσεις τους/ ο πόθος και το πάθος της αγάπης τους/ εκρήγνυνται πάνω σε ολόλευκες σελίδες απελπισμένων ποιητών. (απόσπασμα από το ποίημα Ναυάγια που πλέουν, σελ. 28) κ.α.

Κλείνοντας θα ήθελα να σταθώ και στην αμφισημία του τίτλου της συλλογής της Σακκά. Με την φράση «Το πορφυρό της φλέβας σου» επέλεξε η ποιήτρια να τιτλοφορήσει την συλλογή της, δάνειο από το ομότιτλο ποίημα της συλλογής. Και με αυτόν τον τίτλο και με αυτόν τον τρόπο υμνεί, εύχεται και ευλογεί το πορφυρό εκείνο χρώμα, που εκπροσωπεί και αντιπροσωπεύει το χρώμα του έρωτα και της αγάπης, των έντονων και εξαιρετικά δυνατών δηλαδή συναισθημάτων. Πορφυρό είναι όμως και το χρώμα του αίματος που ρέει μέσα στις φλέβες μας, και όσο ρέει το αίμα, τόσο παίζει η ροή αυτή τον ρόλο του εγγυητή για την διασφάλιση της ζωής, συνυπογράφει δηλαδή την εγγύηση για την ίδια την ύπαρξη· γεγονός που προκαλεί συναισθήματα ευγνωμοσύνης και χαράς για την συνύπαρξη των ανθρώπων-εραστών. Μπορεί όμως πορφυρό να είναι και το χρώμα του αίματος που στάζει από μια φλέβα, από μια τραυματισμένη (κομμένη ίσως;) φλέβα, πράγμα που προκαλεί δεύτερες και τρίτες σκέψεις και επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες και εξηγήσεις. Δεν είναι πάντα οι σχέσεις ρόδινες, ενίοτε γίνονται απελπιστικές, αδιέξοδες και καταστροφικές. Κοινή εξάλλου δεν είναι η παραδοχή ότι τους ποιητικούς στίχους τούς προσλαμβάνουμε ανάλογα με την ψυχοσυναισθηματική μας εκάστοτε κατάσταση; Μπορεί δυο αναγνώστες | αναγνώστριες να διαβάζουμε παρέα, τους ίδιους ακριβώς στίχους, στην ίδια ακριβώς στιγμή του χρόνου, αλλά να καταλαβαίνουμε παντελώς διαφορετικά πράγματα. Και αυτό μπορεί να οφείλεται στα προσωπικά και τα αναγνωστικά μας βιώματα που συνήθως διαφέρουν. Μπορεί όμως να οφείλεται και στον ψυχισμό μας που είναι εντελώς διαφορετικά δομημένος ή στη συναισθηματική μας φόρτιση (εκείνης της στιγμής) που ενδέχεται να είναι πολληεπίπεδη ή/και διαμέτρου αντίθετη. Όμως αναρωτιέμαι, αυτό δεν είναι εντέλει το μεγαλείο της ποίησης; Αν συμφωνήσουμε με τον βραβευμένο Αμερικανό ποιητή Carl Sandburg ότι Ποίηση είναι το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας αφήνοντας αυτούς που κοιτάζουν να μαντέψουν τι ήταν αυτό που φάνηκε για μια στιγμή τότε θα συμφωνήσουμε και ότι το πορφυρό χρώμα έχει πολλές αποχρώσεις, όπως πολλές αποχρώσεις και πολλαπλές αναγνώσεις έχουν και τα ποιήματα αυτής της συλλογής. Και είμαι βέβαιη ότι η ποιήτρια Ελένη Α. Σακκά όχι μόνο μας ανοιγόκλεισε την πόρτα της ποίησης της, αλλά μας προσκάλεσε να την ακολουθήσουμε και στα ενδότερα, για να ανακαλύψουμε και το εσωτερικό της.

.

ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

 

FRACTAL 6/01/2024

Με διαρκείς θεματικές αλλαγές

Με γραφή τρυφερή, ρέουσα αβίαστα, βατή και ανθρώπινη η Ελένη Σακκά, μας συστήνεται εκ νέου με το τρίτο ποιητικό της βιβλίο «Το πορφυρό της φλέβας σου» από τις εκδόσεις Γράφημα, επηρεασμένη από τα πάγια ερεθίσματα των ποιητών, τις πολύπλοκες δηλαδή ανθρώπινες σχέσεις, τον χρόνο με την αναπόφευκτη φθορά που σημαδεύει τα πάντα και το οξυγόνο της ζωής που δεν είναι άλλο από το δώρο του έρωτα.

Αφήνοντας στα προηγούμενα βιβλία της την αυτοεξομολόγηση και την αυτοκριτική για πράξεις και λέξεις που δεν καρποφόρησαν εμφανίζεται τώρα πιο ώριμη, πιο απελευθερωμένη και πιο αποφασιστική και με ποιήματα ολιγόστιχα ως επί το πλείστον μας πλημμυρίζει με συναίσθημα, υψηλά νοήματα και ένα ατέλειωτο πλήθος εικόνων.

Ποίηση συχνά βιωματική, καθαρή και κατανοητή, με θαυμάσια χρήση της ελληνικής γλώσσας και άλλοτε ρεαλιστική, αλληγορική και εξαιρετικά εικονοπλαστική περιγράφει με συγκινητική τρυφερότητα την δωρεά του έρωτα ενώ παράλληλα θίγει με τρόπο ολοκληρωτικό, σοβαρά χρονίζοντα κοινωνικά θέματα αλλά και καταστάσεις με ξεκάθαρη πολιτική βάση και χαρακτηριστικά.

Στο πρώτο ακόμη ποίημα με τίτλο ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ κατακεραυνώνει όχι τον χρόνο όπως φαίνεται από μια πρώτη ματιά αλλά την αδυναμία των συμβατικών σχέσεων που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία και που τελεσίδικα καταλήγουν άδοξα, κουραστικά και επώδυνα. Και συνεχίζει στα δύο επόμενα περιγράφοντας αυτές τις δυσκολίες που προκαλούν βαθύτατα ψυχικά τραύματα αθέατα στους πολλούς που μόνο όσοι τις βιώνουν τις γνωρίζουν. Εδώ υπάρχει και ένα βαρύ «κατηγορώ» στη συντηρητική και βαθιά υποκριτική ελληνική κοινωνία.

Αλλάζοντας τελείως ύφος στο αμέσως επόμενο την «ανερμήνευτη ζωή» πλημμυρίζει από συναίσθημα τονίζοντας τα χαρακτηριστικά μιας πρώτης συνάντησης δύο βαθιά ερωτευμένων.

Κρατώντας τον αναγνώστη σε εγρήγορση αλλάζει θέμα και συνεχίζει με ένα εξαίσιο αντιπολεμικό ποίημα με πολύ δυνατούς ακροτελεύτιους στίχους γεμάτους πικρές πλην αναπόφευκτες αλήθειες. «Πόλεμος πατήρ πάντων» περιγράφει ο Ηράκλειτος μια ιστορία που αρχίζει με την εμφάνιση του ανθρώπουήδη από τον Κάιν και συνεχίζεται μέχρι σήμερα και μέχρι την τελική εξαφάνιση μας.

Κι αμέσως μετά πάλι αλλάζοντας αριστοτεχνικά ύφος μάς συγκινεί με την ευαίσθητη εικόνα ενός πλανόδιου νεαρού μουσικού που εκπέμπει γαλήνια συναισθήματα.

«Ανείπωτες σιωπές» το επόμενο ένας ακόμη ύμνος στην αγάπη που μόνον αυτή κατατροπώνει τη φθορά αλλά και τον ίδιο τον χρόνο.

Με τον γαλλικό τίτλο «Liberte» η συνέχεια που αποτελεί ένα έξοχο αντιρατσιστικό μανιφέστο, ποίημα ύψιστης τιμής στη γυναίκα και την ισότητα.

Στο «βλέμμα φωτός» αναφέρεται με μοναδική ομορφιά στην λάμψη των ματιών ανθρώπων βαθιά ερωτευμένων που συνομιλούν σιωπηλά με απίστευτη όμως γλυκύτητα.

Μια δυνατή στάση στην ανάγνωση του βιβλίου αποτελεί η «μοναχική αναχώρηση» όπου μαςσυγκλονίζειμε το πως βιώνεταιη δραματική αίσθηση ενός προαναγγελθέντος χωρισμού.

Στην» «ανάσα αφής» ο τελευταίος στίχος είναι μεγαλειώδης.

«την κοίταξε βαθιά στα μάτια

Κι άφησε στα χείλη της άλλο ένα ποίημα».

Με άλλη μία αλλαγή σκηνικού μας μεταφέρει στη «γη της Αμοργού» θέλοντας με στίχους δυνατούς να τιμήσει τους νεκρούς παρομοιάζοντας τον εαυτό της με νεκρό αν και ζωντανή, σε στιγμές μέγιστης θλίψης.

Ενώ στον «άστεγο βίο» ένα βαρύ κοινωνικό «κατηγορώ» για την αναλγησία των συν-ανθρώπων και της πολιτείας μπροστά στους ανήμπορους και τους αδύναμους που καθημερινά πληθαίνουν. Άλλο ένα δείγμα τρυφερής ευαισθησίας που λιγοστεύει.

Με «το σύνθημα του 68» τιμά τη φοιτητική εξέγερση του Μάη του 68 στη Γαλλία και παράλληλα τιμά τους αγώνες ενάντια στη βία και την αυθαιρεσία της εκάστοτε εξουσίας με ένα υπέροχο ακροτελεύτιο στίχο στα Γαλλικά lapoesieestdanslarue.

Όπως μαρτυρά και ο τίτλος του επόμενου «ατέρμονος έρωτας» η ποιήτρια αναζητά τον έρωτα χωρίς συμβιβασμούς στην ολότητα του .

Συνεχίζοντας την χαρισματική εναλλαγή θεμάτων και συναισθημάτων γεγονός που καθιστά άκρως ενδιαφέρουσα την ανάγνωση του βιβλίου «στο ξύλινο μπαούλο» υπάρχουν βιογραφικές αφηγήσεις από την παιδική αθώα ηλικία μέχρι σήμερα ενώ παράλληλα στο τέλος αποκαλύπτει μύχιες μεταφυσικές ανησυχίες.

«στην αποτυχημένη παράσταση» συγκλονιζόμαστε από ένα αποκαλυπτικό προοίμιο χωρισμού που περιγράφεται με τρόπο συγκλονιστικό.

Και συνεχίζει με διαρκείς θεματικές εναλλαγές όπου «στην αδιέξοδη έκβαση» και αμέσως μετά «στη συνάντηση» αφιερώνει στο πρώτο ένα έντονα πολιτικό ποιητικό κείμενο και στο επόμενο ιδιαίτερες ερωτικές στιγμές.

Ο «έρως» είναι το ποίημα εκείνο όπου ο έρωτας απομυθοποιείται, απογυμνώνεται και υποκύπτει, κάθε φορά όταν δεν είναι εξαιρετικά δυνατός και κυρίως αμοιβαίος στην αμείλικτη φθορά του χρόνου.

Ύστερα μας παρουσιάζει την «αναχώρηση πορείας» όπου περιγράφονται εικόνες της καθημερινότητας με κοινωνική χροιά, ποίημα σαφώς επηρεασμένο από την τεχνοτροπία του δομημένου ρεαλισμού.

Στα επόμενα τρία στη σειρά ποιήματα αναδεικνύονται ο ερωτικός πόθος, οι τρυφερές αναμνήσεις από τα ξένοιαστα φοιτητικά χρόνια αλλά και η βαθιά πληγή που αφήνει μια λέξη πικρή ανάμεσα σε δύο συντρόφους μιας και τέτοιες σκληρές λέξεις σκληρές ποτέ δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Ενώ τα επόμενα δύο είναι αφιερωμένα σε νεκρούς, είτε σε προσφιλή πρόσωπα που δεν βρίσκονται πλέον ανάμεσα μας, με το δεύτερο να αφορά τον αδικοχαμένο μαθητή Μιχάλη Καλτεζά ο οποίος έπεσε θύμα αστυνομικής βίας στα 15 του χρόνια στην επέτειο του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου του 1985.

«Το χαμόγελο της λύπης» αποτελεί ένα πλήρως μεταφορικό ποίημα με συγκρουόμενες και αντιθετικές έννοιες και έξοχους τελευταίους τέσσερεις στίχους

«τα μεσάνυχτα όταν ανοίγουμε
Την πόρτα να φύγουμε
Έχει πια ξημερώσει
Στις ζωές μας».

Και συνεχίζει με την «απρόσμενη αναχώρηση» όπου περιγράφεται πάλι με τρόπο συγκλονιστικόη προετοιμασία και η ψυχική οδύνη πριν από ένα χωρισμό.

Φθάνοντας στα 2/3 του βιβλίου βρισκόμαστε μπροστά στο «πορφυρό της φλέβας σου» που αποτελεί και τον τίτλο της συλλογής και είναι μια μοναδική ωδή προς ερωτευμένους.

Αργότερα μας μεταφέρει σε μια υπέροχη σκηνή ενός θερισμού, μια εικόνα που κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελεί έναν τέλειο ιμπρεσιονιστικό πίνακα.

Στα προσεχή τρία ποιήματα κυριαρχούν στίχοι που περιγράφουν με τρόπο ρεαλιστικό τις πάντα δύσκολες ανθρώπινες σχέσεις, τα βαθιά ψυχικά τραύματα που συχνά προκαλούν και που οι τρίτοι αδυνατούν να κατανοήσουν ενώ τονίζει πως σε καταστάσεις ψυχικής εξουθένωσης ένα και μόνο επιπλέον πρόβλημα μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να καταρρεύσει.

Το «χωρίς επιστροφή» αποτελεί αναμφισβήτητα το κορυφαίο ολιγόστιχο της συλλογής

«ξημέρωσε Χριστούγεννα μου λέει
Και του δίνω το τσαλακωμένο εισιτήριο».

Με τη «γραφομηχανή» αναφέρεται με τρόπο εμφατικό στα ίσα δικαιώματα στις γυναίκες σημειώνοντας την πολύ σημαντική ημερομηνία της28ης Μαΐου 1952 με το δικαίωμα του εκλέγεσθαι και στις γυναίκες.

Και κλείνει την συλλογή με τις «στάλες γραφής» ένα άκρως εξομολογητικό ερωτικό ποίημα.

Η πορεία της Ελένης Σακκά στην ποιητική αλλά και την δοκιμιακή γραφή έχει χαρακτήρα εξελικτικό και αλματώδη και η προσπάθεια αυτή ήδη αναγνωρίζεται εμπράκτως.

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΤΣΗΣ

ΠΟΙΕΙΝ 27/12/2023

Υπάρχω θα πει μελαγχολώ

Στο «Πορφυρό Της Φλέβας Σου» είδα σώματα. Διέκρινα άκρα, δάχτυλα και μάτια. Μικρές, ανεπαίσθητες λεπτομέρειες στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ένιωσα χάδια, χαμόγελα, δάκρυα, μπορεί και ανοιχτές φλέβες που από μέσα τους έρρεε ζεστό κατακόκκινο αίμα.

Η νέα συλλογή της Ελένης Σακκά είναι γεμάτη ανθρώπους. Είδα παρουσίες και απουσίες, συναντήσεις και αποχωρισμούς. Είδα όμως και παρελθόν. Αρκετό παρελθόν. Συνάντησα και προσωπικές στιγμές που αφορούν τους περισσότερους από εμάς. Ορισμένες μάλιστα φορές σκιαγραφεί παράπλευρες ιστορικές αφηγήσεις συγκεκριμένων γεγονότων.

Συμπαθώ την μελαγχολία που αποπνέει ο ποιητικός στίχος. Και η μελαγχολία είναι δομικό στοιχείο και της ποιήτριας. Άλλωστε, δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν μπορεί να υπάρξει ποιητικός λόγος χωρίς το παραμικρό ίχνος μελαγχολίας. Ας μη γελιόμαστε, ο άνθρωπος είναι κατουσίαν ον μελαγχολικό.

Η μελαγχολία δεν είναι ακριβώς συναίσθημα. Πρόκειται για κατάσταση εφάμιλλη της ύπαρξης. Υπάρχω θα πει μελαγχολώ. Όπως ο ποιητικός λόγος δεν είναι απλώς πεδίο έκφρασης συναισθημάτων. Περισσότερο εκφράζουμε ψιθύρους ή κραυγές για το αδικαίωτο της ύπαρξης. «Ολόλευκες σελίδες απελπισμένων ποιητών», γράφει η Ελένη Σακκά. Υπάρχει μάλιστα σοβαρό ενδεχόμενο η μελαγχολία να είναι προϊόν απελπισίας ή και το αντίστροφο.

Ωστόσο, εντόπισα ένα ρήμα στην εν λόγω συλλογή που το θεωρώ “κλειδί” για την ανάγνωσή της: πρόκειται για το ρήμα “φεύγω”. Φεύγουμε. Δεν είμαστε σχεδόν ποτέ βέβαιοι για το που. Απλώς, φεύγουμε. Και για καλή ή κακή μας τύχη, καταλήγουμε στο απόκρημνο ακρωτήρι της ποίησης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ποιήτρια. Αν και εδώ που τα λέμε, η ποίηση μοιάζει περισσότερο με γκρεμό. Και αλίμονο σε εκείνον που τον προσεγγίζει.

«Οδεύουμε σε αφύλακτες διαβάσεις», γράφει κάπου αλλού. Πράγματι, είμαστε εκτεθειμένοι από παντού. Όσο κι αν θεωρούμε ότι προσέχουμε, το απρόοπτο καραδοκεί. Η ζωή είναι ένα πεδίο ανεπανόρθωτης έκθεσης. Παίρνει σάρκα και οστά μόνο όταν βρούμε το θάρρος να την εκθέσουμε. Όχι τόσο στα μάτια και τις ζωές των άλλων, αλλά κυρίως στον ίδιο μας τον εαυτό. Δεν θα δούμε κάτι που πρόκειται να μας ξαφνιάσει. Μεγαλώσαμε πια. Ίσως αντικρίσουμε το φθαρμένο μας δέρμα, τα ταλαιπωρημένα μας μάτια, σημάδια από το ανελέητο του χρόνου και του παρελθόντος. Σημάδια χαράς και πόνου. Κυρίως πόνου: «Κανείς δεν ήξερε πόσο πονούσε», γράφει η ποιήτρια σε έναν στίχο της. Κατά βάθος οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται, ούτε συμμερίζονται εύκολα τον πόνο του άλλου. Ποιος όμως κατάφερε να ξορκίσει τον πόνο;

Ή ποιος τόλμησε να καταστείλει το εμμονικό πρόσωπο του έρωτα; «Ο έρωτας μας αναγεννά» γράφει η Ελένη Σακκά στη σελίδα 13, «και καταργεί τον χρόνο». Και είναι πράγματι έτσι. Μόνο που ο έρωτας όχι μόνο μας αναγεννά, αλλά και μας δολοφονεί, μας διαλύει, μας σακατεύει και αμβλύνει επικίνδυνα την αίσθηση του χρόνου. Τον κάνει να φαίνεται ανελέητος και καθόλου καταπραϋντικός ή θεραπευτικός. Είμαστε δέσμιοι του χρόνο. Βήμα δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς να μας ακολουθεί. «Διάττοντες αστέρες οι στιγμές μας», αναφέρει η ποιήτρια. Αναγνωρίζοντας το παροδικό των στιγμών και το ελάχιστο της ύπαρξης. «Φθείρεται και ξοδεύεται η ζωή μου / σε αναλύσεις αναίτιες / και ανέκφραστα συναισθήματα», θα πει κάπου αλλού.

Πάντως, στη σελίδα 18 και στο ποίημα με τίτλο «Γη της Αμοργού» εντόπισα τους πιο ενδιαφέροντες στίχους της συλλογής: «ο σταυρός που σχηματίζω με το σώμα μου / γίνεται ένα με τους ξύλινους σταυρούς / των κεκοιμημένων». Μονάχα αυτό το τρίστιχο θα μπορούσε να διασώσει όλη την έως τώρα ποιητική της.

«Δεν μου αρκεί να μ’ αγαπάς», αναφέρει η ποιήτρια στη σελίδα 21. Κι αναρωτιέμαι, αν η αγάπη δεν είναι αρκετή, τί περισσότερο ζητάμε; Όπως και να ’χει, καταλήξαμε να ζούμε μία ζωή χωρίς αγάπη και συγχώρεση. Τουλάχιστον αυτό επισημαίνει η ποιήτρια στη σελίδα 23. Αυτή είναι η τιμωρία μας: να ζούμε μία ζωή χωρίς αγάπη και συγχώρεση.

Η Ελένη Σακκά τολμά να εκτεθεί. Και καταθέτει στίχους που αξίζει κανείς να τους δώσει σημασία. Μπορεί να γίνεται υπερβολικός λόγος στις ημέρες μας (σε καταχρηστικό βαθμό) για λογοτεχνία, ποίηση, εκδόσεις, ανάγνωση, ας μην τρέφουμε όμως αυταπάτες. Εκείνο που μας απομένει είναι η επιστροφή στην πολύτιμη μοναξιά και η ανάγκη μας να έρθουμε λίγο πιο κοντά. Και η ποίηση της Ελένης Σακκά καταφέρνει να μας φέρει κοντά.

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 10/2/2024

Ρηγματώνονται οι σχέσεις με τα χρόνια
και το κύμα αδυνατεί
να διαβρώσει και να λειάνει
την τραχιά επιφάνεια των βράχων.
Τότε οι λέξεις γίνονται στίχοι
εκεί, στο απόκρημνο ακρωτήρι
της ποίησης.

Είναι το πρώτο ποίημα με τίτλο «Σαν πρόλογος ΙΙΙ» της συλλογής «Το πορφυρό της φλέβας σου» της Ελένης Σακκά που όπως και στις δυο προηγούμενες ποιητικές συλλογές της το 2021 και 2022, η ποιήτρια είχε κι εκεί σαν πρώτο ποίημα το Σαν πρόλογος Ι και ΙΙ αντίστοιχα, δίνοντας μας έτσι μια συνέχεια στο ποιητικό ταξίδι που ξεκίνησε αλλά και τα θέματα που την απασχολούν στο πέρασμα του χρόνου και είναι εγκλωβισμένα στη ψυχή και στον συναισθηματικό της κόσμο. Έγραφε στο πρώτο της βιβλίο και στο πρώτο ποίημα μεταξύ άλλων:

« Γυμνές, ελεύθερες,/ αληθινές οι λέξεις,/κάτω από τ’ αστέρια,/ποιούν ζωή…»

και στη δεύτερη ποιητική της συλλογή έγραφε:
το τέλος κάθε ποιήματος/ξεκινά αναπόφευκτα/και ανατρέπει τη ζωή…»

Η ποιήτρια ξέρει ότι ο χρόνος επηρεάζει τις σχέσεις των ανθρώπων και τις κάνει πιο δύσκολες και σκληρές. Κι όταν οι σχέσεις ρηγματώνονται και δεν λειαίνονται τότε οι λέξεις που ποιούσαν ζωή την ανατρέπουν και για την Ελένη οι λέξεις γίνονται στίχοι. Στίχοι που αναδύονται μέσα από γεγονότα της ζωής που ο χρόνος τα έχει ξεπεράσει και που έχουν αγγίξει την Ελένη. Στίχοι βιωματικοί και ρεαλιστικοί που ζωγραφίζουν τους προβληματισμούς, τον ψυχισμό και τα έντονα συναισθήματα της ποιήτριας.

Γράφει στο ποίημα «Επώδυνο άγγιγμα»

Απέφευγε επιμόνως να κοιτάξει
το άδειο ποτήρι από νερό
που μαρτυρούσε ότι κάποιος καθόταν πλάι της.
Γυαλίζουν τα κέρματα που άφησε πριν φύγει.
Πήρε το ποτήρι σχεδόν ευλαβικά
το χάιδεψε κι ύστερα βάζοντας δύναμη
το έσπασε μέσα στην παλάμη της.

Τα έντονα συναισθήματα των ανθρώπων σε σκληρές στιγμές μεταφέρονται από τη ποιήτρια με ρεαλισμό στους στίχους του ποιήματος. Και κλείνοντας το ποίημα μας λέει:

Κανείς δεν πρόσεξε πως το τραπέζι
άλλαξε χρώμα από το αίμα.
Κανείς δεν ήξερε πόσο πονούσε.

Το πορφυρό αίμα που φεύγει από τις φλέβες και απλώνεται στο τραπέζι, μας οδηγεί κατευθείαν στο τίτλο της συλλογής «Το πορφυρό της φλέβας σου» αλλά και στο ομότιτλο ποίημα όπου η ποιήτρια μας μιλά για μια άλλη πλευρά του πορφυρού χρώματος.

Γράφει στο ομότιτλο ποίημα:

Ύστερα συσπώνται οι μύες
και αποκολλάται γαλήνια
η ενότητα των σωμάτων
καθώς άρρητες λέξεις
εκφέρονται με βλέμματα
έως ότου αποκοιμηθούν τρυφερά
στην αγκαλιά σου.

Εδώ το πορφυρό της φλέβας μας οδηγεί σε μια αντίθετη εικόνα από αυτή που είδαμε στο «Επώδυνο άγγιγμα». Στους στίχους του ποιήματος η ποιήτρια μας χαρίζει μια εικόνα του πορφυρού γεμάτη από αγάπη και έρωτα. Ο έρωτας και το πορφυρό του χρώμα είναι διάχυτος σε αρκετά ποιήματα της συλλογής όπου η ποιήτρια , μας χαρίζει όμορφες εικόνες με τους στίχους της.

Γράφει στο ποίημα «Ανάσα αφής»

Μη σταματήσεις ποτέ να μ’ αγαπάς.
Την κοίταξε βαθιά στα μάτια
κι άφησε στα χείλη της άλλο ένα ποίημα.

Αποζητά έτσι η ποιήτρια μας, όπως και ο κάθε ερωτευμένος, την αιωνιότητα του έρωτα.

Και στις «Ανείπωτες σιωπές» μας λέει :

Ο έρωτας μάς αναγεννά
και καταργεί τον χρόνο
δίνει υπόσταση στις στιγμές
αντέχει στην αιωνιότητα.
Σ’ αγαπώ σε κάθε σου συλλαβή
σε κάθε σου ανάσα
σε κάθε σου χαμόγελο.

Στο το ποίημα «Ατέρμονος έρωτας» η ποιήτρια μας φτάνει στο αποκορύφωμα της γραφής της για τον έρωτα για να μας πει.

Την ερωτική σου ματιά να διαγράφει
το περίγραμμα του κορμιού επιζητώ
καθώς η χροιά της φωνής σου
διαπερνά τους ακουστικούς μου πόρους ως κάλεσμα
αναζητώντας με την όσφρηση
τη γεύση θαλάσσιας αύρας.
Την ολότητα επιζητώ των αισθήσεων σου
στην πιο ατέρμονη στιγμή.

Εκτός από τον έρωτα και τα έντονα συναισθήματα των ανθρώπων στις δύσκολες στιγμές, η ποιήτρια απλώνει τη ματιά της σε διάφορα θέματα που την απασχολούν ή γεγονότα που άκουσε ή έζησε.
Στο ποίημα «Ο χορός των δρεπανιών» η Ελένη περιγράφει πολύ ζωντανά τον Ιούλη του 74 της Κύπρου, ένα ποίημα που με συγκίνησε ιδιαίτερα, οι σειρήνες του πολέμου, τ΄ αεροπλάνα που βομβάρδιζαν, οι γυναίκες και τα παιδιά στα αντίσκηνα της προσφυγιάς, ο χορός του δρεπανιού που αν και αντρικός τον χόρευαν οι γυναίκες δείχνοντας τον αγώνα τους να προστατέψουν τα παιδιά τους. Και βέβαια τη προσφορά του Ελληνικού λαού στους πρόσφυγες λέγοντας μας:

Χάρτινα κουτιά γεμάτα ρούχα και κουβέρτες
κλαίγαμε για να πείσουμε
να χωρέσουν τα παιχνίδια μας
δώρο για τα παιδιά της Κύπρου

Και σ΄ ένα άλλο ποίημα «Το σύνθημα του ’68» μας ταξιδεύει στο Παρίσι του 68 και τον ξεσηκωμό των φοιτητών, τη κατάληψη του πανεπιστημίου της Σορβόννης τις διαδηλώσεις και τις οδομαχίες που ακολούθησαν.
Γράφει η Ελένη για τις οδομαχίες των φοιτητών με την αστυνομία:

Λυγίζουν τα γόνατα και πέφτω στο προαύλιο
μπροστά στη φιλοσοφική σχολή
της Σορβόννης στο Παρίσι.
Νιώθω τα χέρια παράλυτα
καθώς μου πατάει τα μαλλιά με την αρβύλα.

Η ευαίσθητη ποιητική ματιά της για τον άνθρωπο που υποφέρει όπως τον άστεγο στη γωνία Τσιμισκή και Αριστοτέλους δεν την αφήνει αδιάφορη.
Γράφει στο ποίημα «Άστεγος βίος»:

Προσπαθεί να στριμώξει το σώμα
στο σκληρό χάρτινο κουτί
Αριστοτέλους και Τσιμισκή
στην είσοδο βιτρίνας καταστήματος.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς.

«Το πορφυρό της φλέβας σου» είναι ένα ποιητικό ταξίδι στο οποίο η ποιήτρια καλεί τον αναγνώστη να ταξιδέψει με τα ποιήματα της συλλογής σε όμορφες στιγμές που χαρίζει το πορφυρό χρώμα του έρωτα αλλά και σε γεγονότα του χτες που τις σημάδεψε το πορφυρό χρώμα του αίματος.
Και όπως πολύ σωστά γράφει ο Νίκος Μυλόπουλος στην εξαιρετική εισαγωγή του στη συλλογή «το συναίσθημα πλημμυρίζει και πλήθος εικόνων που θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν έργα των μεγάλων ιμπρεσιονιστών όπως ο Μονέ και ο Βαν Γκογκ»

 

.

ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΛΛΙΠΗ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 30/7/2022

Στη πρώτη της ποιητική συλλογή «Άφθαρτη ετικέτα» το 2021 η Ελένη Σακκά γράφει, μεταξύ άλλων στο πρώτο ποίημα – πρόλογο της συλλογής

« Γυμνές, ελεύθερες,/ αληθινές οι λέξεις,/κάτω από τ’ αστέρια,/ποιούν ζωή…»

Και ξεκινά το ταξίδι της στα μονοπάτια της ποίησης με όπλο μια ανοικτή και ξεκάθαρη ματιά στη γραφή της για τις αξίες της στη ζωή – Την αγάπη, τον έρωτα, την ελπίδα, την ελευθερία – αξίες πανανθρώπινες που στην εποχή μας δυστυχώς χάνονται μέσα στην απληστία και στα συμφέροντα κάποιων ανθρώπων και κάποιων εθνών.

Στη καινούργια της ποιητική συλλογή «Χρώματα ελλιπή» γράφει στο πρώτο ποίημα – πρόλογο:

Πονάνε οι λέξεις των ποιημάτων
σαν να ξυπνάνε οι συνειδήσεις
παράνομων εραστών
που ερωτεύονται παράφορα
το ιδανικό πρόσκαιρο
και εκστασιάζονται υποφέροντας
από ανείπωτη αγάπη.
Σχέση υπαρκτική με το αιώνιο
το τέλος κάθε ποιήματος
ξεκινά αναπόφευκτα
και ανατρέπει τη ζωή…

Η ποιήτρια έρχεται τώρα να εξετάσει σε βάθος αυτά που ανατρέπουν τη κανονικότητα της ζωής, που ματώνουν την αγάπη, τον έρωτα, την ελευθερία, την ελπίδα. Και μέσα από ποιήματα της συλλογής η ποιήτρια μεταφέρει στον αναγνώστη την αγωνία της για τη φθορά του χρόνου, τη μοναξιά, τις απογοητέψεις του σήμερα αλλά και του χτες γιατί η μνήμη τα επαναφέρει για να προσδιορίσει και να προφυλάξει το αύριο.

Γράφει στο ποίημα «Στιγμές»

Μια παράλογη σχέση με το ανέφικτο
κάθε ποίημα υπαρκτό η ανύπαρκτο
καρδιοχτυπά στο αναπάντεχα απρόβλεπτο
του παρελθόντος αλλά και του μάταιου μέλλοντος·

Οι αισθήσεις πάντα σε εγρήγορση προκαλούν αναστάτωση όταν εμποδίζεται η καρδιά να δεχτεί το δώρο της αγάπης γιατί όπως γράφει στο ποίημα «Το ψάθινο καπέλο»

Ο παφλασμός των κυμάτων μ’ αναστατώνει·
ενέχει τον θρήνο της διάψευσης,
τον στεναγμό της άμμου
απ’ το ηδονικό άγγιγμα της Θάλασσας
πριν ξεσκεπάσει τα κρυμμένα κοχύλια
και τα παρασύρει στον βυθό της.

Το παρελθόν και το παρόν εναλλάσσονται αρμονικά στη γραφή της ποιήτριας χαρίζοντας μας στίχους με έντονη εικονοποιία που διεγείρουν τα συναισθήματα του αναγνώστη ξυπνώντας τις δικές του σκέψεις και βιώματα.
Γράφει στο ποίημα «Αρχικό κοίταγμα»

Ανασύρεται από τη μνήμη
δύναμη σε βλέμμα παιδικό,
φωτιά παιχνιδιού σε χωμάτινες γειτονιές,
εσωστρέφεια ενοχική,
ατελεύτητη νιότη,
αθωότητα.

Και στο ποίημα «Χρώματα ελλιπή» που δίνει και το τίτλο στη συλλογή μας λέει:

Φτιάχναμε πολιτείες ολόκληρες
με χώμα, νερό, πέτρες·
κι αδημονούσαμε
ο καυτός μεσημεριάτικος ήλιος
να τις στερεώσει στο παρόν.

Με λόγο απλό, εξομολογητικό, γεμάτο συναίσθημα μας λέει η ποιήτρια στους «Τρείς στίχους» για το τώρα.

Τρεις στίχοι/ κάλεσμα μυστικό/ αποδοχή / παράδοση άνευ όρων./Βλέμμα στο φως, /εκθαμβωτικό το τώρα,/βραδιάζει, /ταξιδεύω πάντα/ στο τελευταίο βαγόνι του τρένου.

 

Και το ποίημα «Στο παγκάκι της Αριστοτέλους» που θεωρώ ότι χαρακτηρίζει τη Θεσσαλονίκη σε ποιόν δεν θα ξυπνήσει μνήμες και συναισθήματα που έζησε στο χτες και στο σήμερα. Πόσες «μύχιες σκέψεις» για να χρησιμοποιήσω δυο λέξεις της ποιήτριας, ξυπνούν στον κάθε αναγνώστη έστω κι αν βρέθηκε για λίγο στη πόλη. Οι αναφορές της Ελένης σε τοποθεσίες της Θεσσαλονίκης είναι όχι μόνο ξεχωριστές. Είναι μια εμπνευσμένη ποιητική και συναισθηματική παρατήρηση.

Σ’ ένα μπαλκόνι,
δύο τεράστιες θεατρικές κούκλες
μοιάζουν να με συμπονούν.
Μ’ ακολουθούν οι νότες του Χατζιδάκη
καθώς περπατώ
στην πόλη που γεννήθηκε.

μας λέει με νοσταλγία στο ποίημα «Ίσως»
Και στο ποίημα «Στην οδό Μαντινείας» η ποιητική της ματιά παρατηρεί:

Διασχίζει περιλάμπουσα την οδό Μαντινείας,
και οι νεαρές μητέρες εξακολουθούν να ράβουν
φορεματάκια παιδικά με καρδιές στο στήθος,

Ο εμπνευσμένος και συναισθηματικός λόγος της ποιήτριας μας για τη πόλη την οδηγούν σε εξομολογητικές βιωματικές παρατηρήσεις που είναι κρυμμένες πίσω από τις κλειστές πόρτες της. Γράφει στο ποίημα «Κεκλεισμένες οι θύρες»

Κεκλεισμένες οι θύρες
ανάλγητων ψυχών.
Λαμπυρίζει ο χρυσός
μέσα στη σιωπή μεγαλόφωνων ήχων
της ανοχής του πόνου,
της αποδοχής του δώρου
των τριάκοντα αργυρίων.

Και στο ποίημα «Μεταποίηση ζωής» με λόγο ωμό μας λέει!

Ξεσκίζεις τις σάρκες μου,
ξεπουλάς τα ματωμένα κομμάτια
σε παζάρι αχρήστων
με γέλωτες εκδικητικούς.
Δεν κατάφερες
να μεταποιήσεις τη ζωή σε χρήμα!

Η ματιά της Ελένης σε όλα όσα ανατρέπουν τη κανονικότητα της ζωής και φέρνουν τη μοναξιά και την απογοήτευση, η αγωνία της για την ανθρώπινη ύπαρξη, κάνουν τη γραφή της ρεαλιστική και γεμάτη δυνατές εικόνες.

Γράφει στο ποίημα «Αυτοκαταστροφή»

Σπάνε το γυάλινο τζάμι
και τα θραύσματα
τρυπάνε πρώτα τους ίδιους.
Δεν νιώθουν πόνο
έρχονται και με σηκώνουν
για να έχουν λόγο ύπαρξης,
και ν’ αντέχουν
τον μονότονο, θλιβερό τους βίο.

Και στο ποίημα «Διάτρητο φεγγάρι» μιλά για την αγωνία αλλά και το θάρρος για τη συνέχεια της ζωής.

Πάλλονται οι λέξεις
ανάμεσα στους στίχους·
καρδιά που χτυπά,
σώμα σε αποσύνδεση.
Ανάσα αγωνίας και ενθάρρυνσης.
Εγκαταλείπουν οι εικόνες
τη μονοτονία της πόλης,
οδεύουν προς το άπειρο
μέσα από κρίσεις και επικρίσεις.

Σ’ αυτό το ποιητικό της ταξίδι η Ελένη αφήνει τη μνήμη της ελεύθερη να την οδηγήσει στο πιο μακρινό χτες για να μας πει στο ποίημα «Μη φοβάσαι» ότι

Η ιστορία θυμάται,
δεν εκδικείται,
ματώνει τα δάκρυα, τις καρδιές,
και διδάσκει πάντα
μέσα από τον πρόσκαιρο
θάνατο της αλήθειας.

για να μας χαρίσει στη συνέχεια το ποίημα «Σμύρνη» και να αναφερθεί στα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό και να μας πει με λόγο συγκλονιστικό:

ενώ τα σπίτια συνεχίζουν ακόμη να καίγονται
κι οι στάχτες τους να σκεπάζουν
τα γδαρμένα κορμιά των βιασμένων γυναικών.
Τρόμος στα μάτια των παιδιών,
όταν αντικρίζουν τα σκοτωμένα κορμιά
στη θάλασσα του Αιγαίου.

Σε λίγους στίχους περιγράφει πολύ ζωντανά τις σφαγές από το τουρκικό στρατό. Αυτό το στρατό που έκανε τα ίδια στη Κύπρο το 74 και σήμερα επιβουλεύεται το Αιγαίο.

Η Ελένη Σακκά και στις δυο ποιητικές της συλλογές με λόγο καθαρό και γεμάτο αλήθειες αναφέρεται στις πανανθρώπινες αξίες, την αγάπη, τον έρωτα, την ελευθερία. Στα «Χρώματα ελλιπή» η ποιήτρια μας προχωρά παραπέρα και μας επισημάνει και τη τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τη μοναξιά, τη φθορά του χρόνου, τα ανθρώπινα λάθη και πάθη που κρύβουν πολλές φορές την ομορφιά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Με τις δυο πρώτες συλλογές της η Ελένη μας φανέρωσε ένα εξαιρετικό ποιητικό λόγο που είμαι σίγουρος ότι στη συνέχεια του έχει να μας χαρίσει ξεχωριστή ποίηση.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΙΧΝΟΣ

FRACTAL 12/7/2022

Ο άνθρωπος ως καταγραφέας της ζωής

«Χρώματα Ελλιπή» ονομάζεται η νέα, δεύτερη σε σειρά, ποιητική συλλογή της Ελένης Α. Σακκά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σκαθάρι. Μια ποιητική συλλογή, στην οποία η δημιουργός ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο Αντικειμενικό και το Υποκειμενικό, προ(σ)καλώντας τον αναγνώστη να πράξει το ίδιο.

Η γραφή της, υπαρξιακή, εκλεπτυσμένη, γλαφυρή, με έντονη αφηγηματικότητα, υπαινικτική διάθεση, κατασκευή διαυγών εικόνων που κομίζουν συλλογικές παραστάσεις, αλλά και έντονη βιωματικότητα, που ενισχύει το στοιχείο του Υποκειμενισμού.

Οι προθέσεις της δημιουργού φανερώνονται μέσα στο έργο της και αποτελούν κάτι το αντικειμενικό, κάτι που καλείται ο επαρκής αναγνώστης να συλλάβει ορθά. Το υπολανθάνων αυτοαναφορικό στοιχείο των ποιημάτων, όμως, επιτρέπει στον αναγνώστη να «δώσει» το δικό του νόημα στο έργο, βασιζόμενος στις προσωπικές του νοητικές και συναισθηματικές δυνάμεις. Όταν το νόημα αυτό, ευνοείται πράγματι μέσα στο ίδιο το κείμενο, η μέθεξη έχει επιτευχθεί και ο αναγνώστης έχει κατορθώσει να συνομιλήσει με την ποιήτρια.

Χρώματα ελλιπή

Μαζεύαμε κλαδιά και άχυρα
καλοκαίρι του Αϊ- Γιαννιού
για ν’ ανάψουμε φωτιές.
Συναγωνίζονταν οι φλόγες σε κάθε γειτονιά
τον ενθουσιασμό της νίκης μας.
Χορεύαμε ψηλά με πύρινα τραγούδια,
κυλιόμασταν σε βουνά απ’ αλωνισμένο σιτάρι,
σκαρφαλώναμε στα δέντρα
για να πιάσουμε τα σύννεφα
και να κάνουμε τον ήλιο μεγαλύτερο·
μας θάμπωναν οι ακτίνες του
και πέφταμε σε κούνιες
από παλιές κουρελούδες
που κρέμαγαν στα κλαδιά
ηλιοκαμένες γυναίκες
με μαύρα τσεμπέρια
και χρωματιστά φορέματα.
Φτιάχναμε πολιτείες ολόκληρες
με χώμα, νερό, πέτρες·
κι αδημονούσαμε
ο καυτός μεσημεριάτικος ήλιος
να τις στερεώσει στο παρόν.
Το βράδυ στο πιο ψηλό μπαλκόνι
προσπαθούσαμε να ζωγραφίσουμε
μα ήταν τα χρώματα ελλιπή.

Οι στίχοι της Ε. Σακκά, εμπλέκουν αβίαστα τον αναγνώστη στη νοηματική τους, στη βαθιά ουμανιστική τους περιεκτικότητα, και τον οδηγούν σε ένα ταξίδι επανοικειοποίησης της πραγματικότητας, μέσα από καταστάσεις γήινες και εικόνες καθημερινές, που, όμως, αφήνουν πάντοτε ένα αβέβαιο βιωματικό αποτύπωμα. Αυτό, το -άλλοτε έντονο, κι άλλοτε δυσδιάκριτο- αυτοαναφορικό τους υφάδι, προσδίδει αφαιρετικότητα στο στίχο και τον καθιστά Ελλειπτικό.

Η λέξη Έλλειψη, άλλωστε, δηλώνει την αίσθηση κάποιας απουσίας. Ίσως, την ύπαρξη μιας παρουσίας λειψής, το έλλειμα της οποίας είναι τόσο πρόδηλο και μετρήσιμο, που αλλοιώνει την υπόστασή της -καθιστώντας την Ελλαττωματική, Ελλιπή.

Όταν είναι κάτι το ουσιώδες αυτό που έχει απολεσθεί, τότε ολόκληρη η ζωή βιώνεται ως ελλειμματική. Όταν είναι κάτι το απαραίτητο, αυτό που απουσιάζει -λες και έχει αποδιωχθεί-, τότε, εκείνο που έχει απομείνει, υπολείπεται ουσίας και νοήματος· παραμένει ένα απλό περίγραμμα, άδειο κέλυφος, ισχνή σκιά του εαυτού του, ανολοκλήρωτο και άτονο, σαν χρώμα Ελλιπές.

Στην περίπτωση τοιαύτη, η κάθε ουσία βιώνεται ως απούσα, εν την παρουσία της, [ «Σταμάτησαν τα σήμαντρα να χτυπούν // και ηχεί ο αντίλαλος της απουσίας τους», Γράφει η Ε. Σακκά στο ποίημα Κεκλεισμένες θύρες ] και η Έλλειψη, γίνεται όργανο οριοθέτησης και προσδιορισμού του υπαρκτού. Ο άνθρωπος, τελικά, ως καταγραφέας της ζωής, καθορίζεται από την υποστατική του ανεπάρκεια.

Επειδή, όμως, τίποτα στον κόσμο δεν δύναται να υπάρξει δίχως Ελλείψεις, ψεγάδια, ατέλειες και κενά, η αίσθηση της ανεπάρκειας -ενίοτε βασανιστική-, συχνά εξελίσσεται, σε κινητήρια δύναμη για την αναζήτηση της πληρότητας, την αναπλήρωση της απουσίας, τη διαχείριση της απώλειας και την εκπλήρωση των αδικαίωτων προσμονών.

Ποια Έλλειψη, άραγε, μπορεί να είναι οδυνηρότερη, από εκείνη που γευόμαστε όταν μας προδίδει η μνήμη, όταν οι θύμησες ξεθωριάζουν και ατονούν, σαν χρώματα Ελλιπή; [ «Έγραφαν ασταμάτητα// για να λύσουν μαζί τα δεσμά της λήθης… Ό,τι αληθινό είχε χαθεί στη λήθη// αναστήθηκε αιώνια», από το ποίημα Η μοναξιά της λήθης ]. Και τι περισσότερο -σε ορισμένες περιπτώσεις-, μπορεί να είναι η γραφή, πέραν του να αποτελεί, μια αγωνιώδη προσπάθεια διαφύλαξης στοχασμών και βιωμάτων, ώστε να διασωθούν από το αδυσώπητο πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου;

Κι αν η λησμονιά είναι επώδυνη, πολλές φορές, εξίσου αλγεινή είναι και η θύμηση·
και συνεπώς, εφάμιλλά οδυνηρά, γίνονται και τα ποιήματα που λειτουργούν ως εργαλεία αναμνησίας [ «Πονάνε οι λέξεις των ποιημάτων// σαν να ξυπνάνε οι συνειδήσεις», από το πρώτο ποίημα της συλλογής, Σαν πρόλογος ].

Κατά κάποιο τρόπο, μοιάζουν λιγάκι με όλους εμάς, τα ποιήματα της Ελένης Α. Σακκά· δείχνουν να αναζητούν τον βαθύτερο εαυτό τους, αυτόν που επικυρώνει την ύπαρξη του, μέσω της απουσίας του. Αρθρώνονται σαν σπαράγματα μοναξιάς, αξιώνοντας να γίνουν δίαυλοι ουσιαστικής επικοινωνίας -τέτοιας που θα άρει την ανωνυμία και τον (αυτό)αποκλεισμό του κάθε ξεχωριστού ατόμου της εποχής μας.

 
ΑΦΘΑΡΤΗ ΕΤΙΚΕΤΑ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (ΛΕΥΚΗ) ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ

TETRAGWNO.GR 3/7/2023

Η συγγραφέας και θεολόγος Ελένη Σακκά γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η «Άφθαρτη ετικέτα» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή που εκδίδει, ενώ έχει κυκλοφορήσει από τις ίδιες εκδόσεις ακόμη μία με τίτλο «Χρώματα Ελλιπή» επίσης από τις εκδόσεις Το σκαθάρι.
Η Ελένη Σακκά παρουσιάζει σε αυτή την πρώτη της συλλογή, μία λογοτεχνική ωριμότητα την οποία σπανίως συναντούμε σε πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, και δη ποιητές. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στα τριάντα ποιήματα του βιβλίου της επίκεντρο της συγγραφής, αλλά και των σκέψεών της είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και όχι η φύση. Τα περισσότερα από τα ποιήματά της έχουν ως συγγραφική αφετηρία έννοιες όπως ο Θεός, η ίδια η φύση της ποιητικής και της γνώσης, η ελευθερία, η τέχνη, ο θάνατος, το θέατρο, αλλά κυρίως οι αναμνήσεις.

Οι αναμνήσεις της ίδιας αλλά και η νοσταλγία που νιώθει παίζουν σημαντικό ρόλο ως εμπνευστές για τις ποιητικές δημιουργίες της.

«Νεότητα,
γκρεμίζεις ζωές,
για να χτίσεις τα πάντα από την αρχή.
Όμως, ας ξαναγύριζα και ’γω σ’ αυτήν
και ας έκανα τα ίδια λάθη»

«Δεν είναι που αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, είναι που φοβάμαι μην ξεχάσω πως ήμουν κάποτε παιδί…»

Η απώλεια αγαπημένων προσώπων, η μελαγχολία για τα χρόνια που περνούν και δεν ξανάρχονται είναι διάχυτη σε πολλά από τα ποιήματα. Μέσω των αναμνήσεών της, η Σακκά προσπαθεί να βρει τη δική της θέση στη ζωή και τον κόσμο, αλλά και να φτάσει στην αυτογνωσία. Το όχημα της έκφρασής της είναι η δική της ποιητική για τον εαυτό της, αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο ως ολότητα.

Τα ποιήματα είναι άκρως συναισθηματικά και περιγραφικά και δημιουργούν συγκεκριμένες και σαφείς εικόνες στον νου του αναγνώστη. Προσωπικά ξεχώρισα το ποίημα «Αερικό», ένα ποίημα που είχε την πρωτοτυπία να αντλήσει έμπνευση από την Οδύσσεια του Ομήρου, το «Ανοιξιάτικο πουλί της Νιότης», τη «Νεότητα», αλλά και το «Αχ αυτές οι παύσεις» με την εκπληκτική κατακλείδα του «Πώς να χωρέσω τόσα συναισθήματα σε μία παύση, πώς να χωρέσω μια ζωή εν-τάξει;» Κάποια από αυτά είναι πιο αμφίσημα και αλληγορικά.

«Τέχνη η ζωή,
μοναξιά η πληγή,
το χαμόγελο ελπίδα
και η αγάπη πνοή»

Η ποίηση χρειάζεται στις ζωές μας προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο, το μέσο για να διατηρούμε ατόφιο το παιδί που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Όπως παραδέχεται εξάλλου και η ίδια στο ποίημά της με τίτλο «Δραπέτης εγώ…» η ποίηση είναι ο τρόπος να δραπετεύει από την καθημερινότητα:

«Ανοίγω την πόρτα… φεύγω… δραπετεύουμε πάντα εμείς οι ποιητές…»

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ 

FRACTAL 27/7/2021

Η μνήμη της καρδιάς 

«Εξαιρετικά δομημένα στην πλοκή τους τα ποιήματα της Ελένης Σακκά με λέξεις πολυσήμαντες καταδεικνύουν την αγωνία και τον πόνο της δημιουργού να αποδώσει τη σημασία των εννοιών που η ίδια θεωρεί ότι εκφράζουν και χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο ως δημιούργημα, όπως οι έννοιες: ελευθερία, αγάπη, ζωή, ελπίδα, απουσία, παρουσία.»

Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, στο οπισθόφυλλο της ποιητικής συλλογής «Άφθαρτη ετικέτα» της Ελένης Σακκά, που είναι και η πρώτη της παρουσία στη ποίηση. Ξεκινά ένα ποιητικό ταξίδι στο οποίο επικοινωνεί μαζί μας με μια ξεχωριστή γραφή και μας προετοιμάζει για το τι θα διαβάσουμε λέγοντας μας ότι «Τα ποιήματα ξυπνάνε τη νύχτα απ’ τη λήθη· απεγνωσμένα ζητούν αποδέκτη να τα αποτυπώσει, να τα απελευθερώσει…»
Στα τριάντα ποιήματα της συλλογής, η Ελένη, αφήνει ελεύθερα τα συναισθήματα της και αναπολώντας το χτες, μετρά τη καθημερινότητα. Τριάντα στιγμές της ψυχής, αφηγηματικές με προσωπικό και κοινωνικό προσανατολισμό.
Οι εικόνες του χτες που κρύβει στη ψυχή της, εικόνες που άντεξαν τη φθορά του χρόνου τυλιγμένες με άφθαρτες ετικέτες , γίνονται λέξεις για να τις διαβάσουμε. Γράφει στο ποίημα «Άφθαρτη ετικέτα», που δίνει και το τίτλο στη συλλογή.

«Τετράδιο παλιό με κιτρινισμένα φύλλα,
σελίδες ελαφρώς γυρισμένες,
κουρασμένες απ’ το χρόνο,
ετικέτα λιτή, άσπρη με μπλε χρώμα.»

για να κλείσει το ποίημα λέγοντας μας

«Και εκείνη η ετικέτα,
που άντεξε στην πίεση και στη φθορά του χρόνου,
ν’ αλλάζει ταυτότητα και ν’ αυτοπροσδιορίζεται.
Όνομα: άνθρωπος, μάθημα: σκέψη ελεύθερη,
τάξη: απροσδιόριστη, σχολικό έτος: αιώνιο.»

Εικόνες μέσα από τη καθημερινότητα που αντικρύζουμε ξαφνικά γίνονται η αιτία να ξεφύγουμε από τη πραγματικότητα και να αφήσουμε τη μνήμη ελεύθερη να μας ταξιδέψει στα δικά της μονοπάτια και σε σκέψεις που προκαλούν ανάμικτα συναισθήματα νοσταλγίας αλλά και θλίψης.
Στο ποίημα «Η παλιά φυσαρμόνικα» η ποιήτρια θέλοντας να αποδράσει από τη καθημερινότητα της, κάτι που όλοι επιδιώκουμε κάποιες στιγμές, βρίσκεται σε μια φτωχική γειτονιά και στο μικρό καφενεδάκι με το αμφιθέατρο στην αυλή και την ίδια πάντα κυρία που σερβίρει. Την ακολουθεί ανάμεσα στα κουστούμια των παραστάσεων και αφήνεται σε ένα κόσμο θεατρικό. Και η σκέψη στο θεατρικό αυτό ταξίδι την οδηγεί πρώτα στην Αντιγόνη και στη τραγωδία της σύγκρουσης γραπτού και άγραφου νόμου κι ύστερα στη ογδοντάχρονη και αισιόδοξη Μόντ και στον αυτοκαταστροφικό Χάρολτ. Ο Χάρολντ και η Μωντ, είναι οι ήρωες από το ομότιτλο έργο του Κόλιν Χίγκινς.
Γράφει η ποιήτρια:

«Η θλιμμένη ψυχή του Χάρολντ
φοράει το ανατρεπτικά αισιόδοξο κουστούμι της Μοντ,
ενώ εκείνη αυτοκτονεί.
Και εγώ παίρνω με ευλάβεια από τα νεκρά της χέρια
την παλιά φυσαρμόνικά τους
και συνεχίζω το τραγούδι τους…»

Και ένας άλλος ποιητής, ο Τόλης Νικηφόρου, γράφει για τη φυσαρμόνικα.

«ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια»

Η ποιήτρια κρατά ζωντανές αναμνήσεις για πρόσωπα αγαπημένα, για παιδικές και νεανικές στιγμές, μια μνήμη με ανοικτή αυλαία σε μια ξεχωριστή παράσταση και όπως μας εξομολογείται στο αντίστοιχο ποίημα «Ανοικτή αυλαία»

«Δεν είναι που αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό,
είναι που φοβάμαι μην ξεχάσω πως ήμουνα κάποτε παιδί»

Για ένα αγαπημένο πρόσωπο που έφυγε για πάντα ο λόγος της είναι ένα μοναδικό τραγούδι αποχαιρετισμού με ανάμεικτα συναισθήματα αγάπης, λύπης, νοσταλγίας και θλίψης. Γράφει στο ποίημα «Άσπρο πλεκτό»

«Σου κράτησα απαλά το γερασμένο σου χέρι
και ήταν τόσο ζεστό…
Ύστερα το φιλί στο παγωμένο σου μέτωπο…
Σε κάθε όνειρο μου είσαι εκεί
να με σκεπάζεις απαλά
να μη κρυώσω, να μη ξυπνήσω.

Δίπλα στο παράθυρο,
εκεί θέλω να σε θυμάμαι,
εκεί που κάθε απόγευμα έπλεκες.»

Και το άρωμα από ένα τριαντάφυλλο, «Το κόκκινο τριαντάφυλλο», στο ομότιτλο ποίημα είναι αρκετό να ζωντανέψει τη μνήμη.
«Η μυρωδιά του φωτίζει τις αναμνήσεις μου»
μας λέει η Έλενα, για να μας αποκαλύψει όμως στο τέλος ότι

«ο χρόνος βιάζεται, γερνά
Λίγα χρόνια μετά και αυτή την απαρνιέται.»

Κοιτάζοντας το σήμερα η ποιήτρια μας, στέκεται στο δύσκολο χειμώνα που περάσαμε, στον αόρατο εχθρό, τον επικίνδυνο ιό, που μας φυλάκισε στη μοναξιά και στην ανάγκη για ανθρώπινη επαφή για να δραπετεύσουμε από αυτόν τον αόρατο εχθρό.
Γράφει στο ποίημα «Δραπέτης εγώ»

«Πίσω από ένα τζάμι η ζωή όλων των συγκρατουμένων μου,
πίσω από μια οθόνη από συναισθήματα
ανίκανα να ταξιδέψουν χωρίς ανθρώπινη επαφή
και μπροστά μου στολές…
πολλές στολές απρόσωπες
να μη μπορώ να διακρίνω μάτια,
να προσπαθούν να μας προφυλάξουν
από ένα επικίνδυνο ιό…»

Η ποιήτρια μας έχει τη δική της ξεκάθαρη ματιά στη ζωή γιατί πιστεύει σ’ αυτό το δώρο του Θεού.

«Πάντα από παιδί με μπέρδευαν τα σημεία στίξης
τελείες, κόμματα, εισαγωγικά, παρενθέσεις, παύλες.»

μας λέει στο ποίημα «Αχ αυτές οι παύσεις» για να συνεχίσει λέγοντας μας

« τώρα ξέρω ότι μετά από κάθε σημείο στίξης
ακολουθεί μια παύση.
Πώς να χωρέσω τόσα συναισθήματα σε μια παύση,
πως να χωρέσω μια ζωή εν-τάξει;»

Kai στο ποίημα “Lock down” μας δίνει μιαν απάντηση.

«Αδιαπραγμάτευτο συστατικό του ανθρώπου η ελευθερία
κι ας φοβάμαι, ας κρυώνω, ας πεινώ…»

Και γι’ αυτή την ελευθερία γράφει στο ποίημα «Αγιότητα» για τους αγώνες των νέων ανθρώπων:

«για ισότητα, δικαιοσύνη, αξιοκρατία, ελευθερία, παιδεία
Εραστές της ζωής, ασυμβίβαστοι, ανατρεπτικοί,
επαναστάτες απέναντι στην ηθικοτρομολαγνεία
των απανταχού κηρυγμάτων
Από τότε ένας άγγελος στέκει πάντα εκεί
στη γκρεμισμένη πόρτα του Πολυτεχνείου.»

Η Ελένη, μέσα από τα ποιήματα της συλλογής μας δείχνει τις δικές της ηθικές αξίες, τα δικά της πιστεύω για τη ζωή και τον άνθρωπο και ξέρει να τιμά με το λόγο της αυτούς που αγωνίστηκαν κι έδωσαν τη ζωή τους.
Η ίδια έχοντας γευτεί την υποκρισία αυτών που, όπως γράφει στο ποίημα «Μήπως και σωθώ»

«έκαναν το χρήμα δόγμα
την εκκλησία φάρμακο και φαρμάκι
είδος ανταλλάξιμο και εξαγοράσιμο»

μπόρεσε να αντιδράσει, να ξεφύγει και να μας πει:

«ξέρω πως ένα χέρι αγγελικό
μ΄ έβγαλε από κει μέσα
μήπως και σωθώ.»

Παρ’ όλον που η Ελένη πιστεύει στη ζωή και χαίρεται την παρουσία των αγαπημένων της, δεν αγνοεί το πόσο πληγώνει ο ξαφνικός αποχωρισμός. Κάθε αποχωρισμός είναι και ένας μικρός θάνατος είτε είναι ο φυσικός ή ο έρωτας ή κάτι που αγαπάμε. Γράφει στο ποίημα «Απουσίες υπαρκτές»

Πληγώνει πολύ ο ακούσιος αποχωρισμός
εμάς τους εναπομείναντες συνταξιδιώτες.
Το αντιλαμβάνονται οι ψυχές
κι ας μην αισθάνονται λύπη.
Έρχονται αμέσως και μας συντροφεύουν
με άλλη μορφή άϋλη, άφθαρτη
όχι γιατί τους κρατά ζωντανούς
η μνήμη της καρδιάς μας,
αλλά γιατί αποδεσμεύτηκαν από το χώρο και το χρόνο
και ελεύθερες πια αγαπάν αιώνια.

Και στο ποίημα «Το μαρμάρινο βλέμμα» γράφει!

Μα η ζωή θα σε νικήσει
όσο κι αν τη πολεμάς
και εγώ δεν θα κουραστώ
να σε περιμένω
να σου μιλώ
να σε σκέφτομαι
να σ’ αγαπώ.

Η ευαίσθητη και κοινωνική ματιά της ποιήτριας μας δεν μπορεί να
να μη στραφεί και στους νέους ανθρώπους που το όνειρο τους να εργαστούν σβήνει μέσα στα γρανάζια της πολιτειακής αδυναμίας. Έτσι με αφορμή τη δικιά της ειδικότητα του Θεολόγου μας μιλά για τους εξόριστους συναδέλφους της. Κι ο λόγος της ευθύς και καθαρός περιέχει όλη τη πικρή αλήθεια για τη συμπαιγνία της κάθε είδους εξουσίας που όλοι γνωρίζουμε. Γράφει μεταξύ άλλων στο ποίημα «Πεσμένοι σοβάδες»

Εξόριστοι οι θεολόγοι της γενιάς μου,
αριθμοί οι ζωές σ’ ένα πίνακα ντροπής,
λοιδορούμενοι ως γερασμένοι ανίκανοι από την πολιτεία,
λόγω έλλειψης κοινωνικών κριτηρίων
και ψηφοθηρικών απαιτήσεων σε βελούδινα γραφεία.
Επαίτης της εκπαίδευσης η γνώση.
Εξόριστοι οι θεολόγοι της γενιάς μου
και από τις μητροπόλεις λόγω έλλειψης άλλων κριτηρίων.

Η ποιητική συλλογή της Ελένης Σακκά ξεκινά το ταξίδι της στα μονοπάτια της ποίησης με όπλο μια ανοικτή και ξεκάθαρη ματιά στη γραφή της για τις αξίες της. Τη ζωή, την αγάπη, τον έρωτα, την ελπίδα, την ελευθερία, αξίες πανανθρώπινες που στην εποχή μας δυστυχώς χάνονται μέσα στην απληστία και στα συμφέροντα κάποιων ανθρώπων και κάποιων εθνών. Στον αντίποδα όμως της αναλγησίας και της υποκρισίας πάντα θα υπάρχουν ποιητές και ποιήτριες που τα ποιήματα τους όπως αυτά της «Άφθαρτης ετικέτας» θα μας επαναφέρουν στη ψυχή τις ανθρώπινες αξίες.
Και όπως μας λέει η Ελένη στο ποίημα «Πνοή» το τελευταίο της συλλογής

Τέχνη η ζωή,
μοναξιά η πληγή
το χαμόγελο ελπίδα
κι η αγάπη πνοή.

.

Το κείμενο διαβάστηκε στη παρουσίαση του βιβλίου τις 14 Ιουλίου 2012 στην akti retzika Επανομής που οργάνωσαν οι εκδόσεις Το Σκαθάρι και το βιβλιοπωλείο Βιβλιούπολη.

.

 

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.