Η Ελένη Σακκά γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα και εθελοντικά σε κοινωνικό φροντιστήριο διδάσκοντας Αρχαία.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο. Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
Άφθαρτη ετικέτα (Το Σκαθάρι 2021)
Χρώματα Ελλιπή (Το Σκαθάρι 2022)
.
.
ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΛΛΙΠΗ (2022)
ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ II
Πονάνε οι λέξεις των ποιημάτων
σαν να ξυπνάνε οι συνειδήσεις
παράνομων εραστών
που ερωτεύονται παράφορα
το ιδανικό πρόσκαιρο
και εκστασιάζονται υποφέροντας
από ανείπωτη αγάπη.
Σχέση υπαρκτική με το αιώνιο
το τέλος κάδε ποιήματος
ξεκινά αναπόφευκτα
και ανατρέπει τη ζωή…
ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΛΛΙΠΗ
Μαζεύαμε κλαδιά και άχυρα
καλοκαίρι του Αϊ- Γιαννιού
για ν’ ανάψουμε φωτιές.
Συναγωνίζονταν οι φλόγες σε κάδε γειτονιά
τον ενθουσιασμό της νίκης μας.
Χορεύαμε ψηλά με πύρινα τραγούδια,
κυλιόμασταν σε βουνά απ’ αλωνισμένο σιτάρι,
σκαρφαλώναμε στα δέντρα
για να πιάσουμε τα σύννεφα
και να κάνουμε τον ήλιο μεγαλύτερο·
μας θάμπωναν οι ακτίνες του
και πέφταμε σε κούνιες
από παλιές κουρελούδες
που κρέμαγαν στα κλαδιά
ηλιοκαμένες γυναίκες
με μαύρα τσεμπέρια
και χρωματιστά φορέματα.
Φτιάχναμε πολιτείες ολόκληρες
με χώμα, νερό, πέτρες·
κι αδημονούσαμε
ο καυτός μεσημεριάτικος ήλιος
να τις στερεώσει στο παρόν.
Το βράδυ στο πιο ψηλό μπαλκόνι
προσπαθούσαμε να ζωγραφίσουμε
μα ήταν τα χρώματα ελλιπή.
ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
Πλαστικοποιημένο το πόσο
στην πίσω τσέπη του τζιν παντελονιού,
έτοιμο για επιβεβαίωση της φοιτητικής ιδιότητας
στους ελεγκτές των λεωφορείων,
της εποχής εκείνης στη Θεσσαλονίκη.
Στάση: πανεπιστήμια,
συνάντηση στο κυλικείο
μετά το πέρας των παραδόσεων
στο Α’ αμφιθέατρο της Θεολογικής.
Τρέφοντας από το κρύο
περιδιαβαίναμε τις εκθέσεις ζωγραφικής
στα υπόγεια της οδού Τσιμισκή,
εσύ χαμογελώντας
κι εγώ αναπολώντας
τις «Τέσσερις εποχές» της Ζώγιας.
Χαιρόμουν με τον ενθουσιασμό σου
να μου αποκρυπτογραφείς
τις μύχιες σκέψεις του ζωγράφου
-που υπέθετες- όταν δημιουργούσε.
Χαιρόσουν με τον ενθουσιασμό μου
που κατάφερα να βρω εισιτήρια Β’ εξώστη
στο φεστιβάλ κινηματογράφου τον Σεπτέμβρη.
Ύστερα, τα ξημερώματα
στο παγκάκι της Αριστοτέλους,
εγώ να γράφω ποιήματα που πληγώνουν
κι εσύ να ζωγραφίζεις σύννεφα
για να τα ταξιδέψουν.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
Συναντήθηκαν μέσα σ’ ένα ποίημα,
ακουμπούσε με τα χέρια του τα γράμματα
ένωνε φωνήεντα, σύμφωνα,
έβαζε τόνους όπου και όταν χρειαζόταν
αργά και σταθερά,
για να περιγράφει τις ηλιαχτίδες
που ανακάτευαν τα μαλλιά της.
Ήξερε τις πιο κρυφές της σκέψεις
όμως δεν τη γνώριζε.
Αναρωτιόταν τι να κοίταξε εκείνη τη στιγμή
και έμεινε αποτυπωμένη η τόλμη στα μάτια της.
Του έγραψε την απάντηση με στίχους,
που την παράβλεψαν αδιάφορα
ανυποψίαστοι αναγνώστες.
Χαμογέλασαν και οι δυο
για τον κοινό τους κώδικα.
Έγραφαν ασταμάτητα
για να λύσουν μαζί τα δεσμά της λήθης.
Αφουγκράστηκαν τις ηχηρές εκπνοές της σιωπής
και άρχισαν τα ποιήματα ν’ αναπνέουν.
Ό,τι αληθινό είχε χαθεί στη λήθη
αναστήθηκε αιώνια.
ΑΧΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Ζωγράφισε πάνω στα έγγραφα
ένα σπίτι με κήπο
και σμήνος χελιδονιών να πετούν,
με αχνές γραμμές για να μην είναι ορατό.
Απογοητευμένος γύρισε νύχτα στο σπίτι του,
από τον δρόμο με τα καφενεία,
παρατηρώντας ένα μεθυσμένο κορίτσι
κι έναν εξαρτημένο νεαρό σκυμμένο.
Κοίταξε τον καθρέφτη,
αναγνώρισε τα πρόσωπά τους,
κι ας μην έπινε, κι ας μην κάπνιζε.
Αισθάνθηκε θύμα και θύτης μαζί.
ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ
Διασχίζει περιλάμπουσα την οδό Μαντινείας·
ενώνει εποχές και ζωές περασμένου αιώνα.
Απογευματινό ημίφως
ημερεύει τον φόβο επερχόμενης τραγωδίας.
Γρήγοροι βηματισμοί,
πρόσωπα που αρνούνται να υποθάλψουν
τον θυμό της ανελευθερίας,
στην καθημερινότητα με τον χαμηλωμένο ουρανό
και τις αδούλωτες ψυχές.
Διασχίζει περιλάμπουσα την οδό Μαντινείας.
Καλύπτονται για λίγο οι λέξεις
εξορία, βασανισμοί,
σιωπή, δυσμενείς μεταθέσεις
απ’ τον μεταλλικό κουρδισμένο ήχο της.
Δεν φθάνω να τη δω,
σηκώνομαι σε ώμους δυνατούς.
Γεμίζουν τα μπαλκόνια.
Αχώρητη η πίστη στα τσιμεντένια δυάρια.
Διασχίζει περιλάμπουσα την οδό Μαντινείας,
και οι νεαρές μητέρες εξακολουθούν να ράβουν
φορεματάκια παιδικά με καρδιές στο στήθος,
τα μικρά καφενεδάκια να νεφελο-ορίζονται
απ’ τους καπνούς των τσιγάρων
και τα πιόνια του τάβλι,
οι φοιτητές να ονειρεύονται αγωνιζόμενοι
κι εγώ να πονάω για τα κέρματα
που της ρίχνουν απ’ τα μπαλκόνια.
ΕΝΘΥΜΙΟ
Διάβρωση της βάσης
του πέτρινου τοίχου
από την υγρασία
και τους κρύους χειμώνες.
Έντονο το τρίξιμο της πόρτας
από τους κραδασμούς της κίνησης σου.
Γρήγορη η φυγή σου. γυναίκα,
πληγές στους αγκώνες
και στα γόνατα.
Ένα παπούτσι
ενθύμιο της φυλακής σου!
ΔΙΑΤΡΗΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Σκονισμένα και άδεια τα ράφια
στο «κατώι της Αριστοτέλους».
Από χρόνια έχει πια αποκοιμηθεί
ο πολύχρωμος παπαγάλος
που αγέρωχος έστεκε γαντζωμένος
στον ώμο του αφεντικού του.
Πάλλονται οι λέξεις
ανάμεσα στους στίχους·
καρδιά που χτυπά,
σώμα σε αποσύνδεση.
Ανάσα αγωνίας και ενθάρρυνσης.
Εγκαταλείπουν οι εικόνες
τη μονοτονία της πόλης,
οδεύουν προς το άπειρο
μέσα από κρίσεις και επικρίσεις.
Στενά τα σκαλοπάτια ευρύχωρης ζωής
στο «κατώι της Αριστοτέλους».
Λάμπει πάντα από κει
το διάτρητο φεγγάρι.
Αχώρητα τα βιβλία
συνοδεύουν τις ψυχές.
Θα επιστρέφουν…
ΑΦΘΑΡΤΗ ΕΤΙΚΕΤΑ (2021)
ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ…
Τα ποιήματα ξυπνάνε τη νύχτα απ’ τη λήθη·
απεγνωσμένα ζητούν αποδέκτη
να τα αποτυπώσει, να τα απελευθερώσει…
Ανοίγω το παράθυρο να φέγγουν τ’ αστέρια·
απεκδύονται οι λέξεις
τις αλλοτριωμένες σημασίες,
τις παραποιημένες έννοιες
που χείλη ασεβή φόρεσαν βίαια πάνω τους,
για να διαπομπεύσουν την αλήθεια.
Γυμνές, ελεύθερες, αληθινές οι λέξεις,
κάτω από τ’ αστέρια,
ποιούν ζωή…
Η ΠΑΛΙΑ ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ
Σ’ εκείνη τη μικρή φτωχική γειτονιά της πόλης
με τα αδέσποτα σκυλιά
και τους περιθωριακούς μετανάστες
με παρασέρνει μια ανάγκη απόδρασης
στην άχρονη πραγματικότητα,
στο ταπεινό καφενεδάκι με το αμφιθέατρο για αυλή του.
Η ίδια πάντα ψιλόλιγνη ευγενέστατη κυρία
με το ατημέλητο ντύσιμο
και τη λάμψη της τέχνης στην έκφραση των ματιών της
σερβίρει ελαφρώς νωχελικά και βαριεστημένα.
Ύστερα χάνεται πάλι
μέσα στην ιστορία του θεάτρου,
μεταμορφωμένη σε παρακμιακή ηρωίδα
περασμένης εποχής.
Την ακολουθώ καθώς κινείται
ανάμεσα στα κουστούμια των παραστάσεων,
τεκμήρια του αέναου κύκλου της ζωής.
Πλησιάζω τα φαινομενικά άψυχα υφάσματα,
μοιάζουν περιβλήματα κούφια
που περιμένουν υπομονετικά
τον ήρωα που θα τα ζωντανέψει.
Τ’ αγγίζω, ανασαίνουν και γοητεύουν
έχουν σάρκα, οστά, κινούνται αθόρυβα, διακριτικά,
να μην ταράξουν το θόρυβο της ζωντανών.
Αναπνέει η άϋλη μορφή της Αντιγόνης,
περιφέρεται ασυμβίβαστη μέσα στους αιώνες,
ενώ το μυστήριο της γοητείας της λύνεται
με την κίνηση των πτυχών του χιτώνα της,
που εμπρός μου στέκει μεγαλοπρεπώς
μες τη λιτότητα του.
Η σύγκρουση γραπτού και άγραφου νόμου
καταλήγει σε τραγωδία.
Η ασημένια πόρπη στολισμένη με ρόδα και άνθη
απελευθερώνει το χιτώνα της
που γίνεται σύμβολο ελευθερίας και δημοκρατίας,
και πλανάται σαν αερικό στην ιστορία
η απάντηση του διλήμματος.
Η θλιμμένη ψυχή του Χάρολντ
φοράει το ανατρεπτικά αισιόδοξο κουστούμι της Μοντ,
ενώ εκείνη αυτοκτονεί.
Και εγώ παίρνω με ευλάβεια από τα νεκρά της χέρια
την παλιά φυσαρμόνικά τους
και συνεχίζω το τραγούδι τους…
ΑΦΘΑΡΤΗ ΕΤΙΚΕΤΑ
Τετράδιο παλιό με κιτρινισμένα φύλλα,
σελίδες ελαφρώς γυρισμένες,
κουρασμένες απ’ το χρόνο,
ετικέτα λιτή, άσπρη με μπλε χρώμα-
όνομα, μάθημα, τάξη, σχολικό έτος,
γράμματα μεγάλα καλλιγραφικά,
γεμισμένα με μελάνι στη μία πλευρά
για να σπάει η ομοιομορφία.
Μπλε ποδιά, άσπρος γιακάς, κορδέλα στα μαλλιά,
δάσκαλοι άκαμπτοι, αυστηροί, απόμακροι
βάζο με λουλούδια, βέργα στο πλάϊ.
Έτοιμοι για τιμωρία σε κάθε λάθος, σε κάθε γέλιο
εξαναγκασμένη σιωπή, παθητική προσήλωσή,
επικοινωνιακή λειτουργία σε αδράνεια.
Ύστερα ήρθαν άλλοι δάσκαλοι
εραστές της γνώσης, της αλήθειας, της αμφισβήτησης
και έγιναν τα τετράδια μεγάλα με λουλούδια και εικόνες,
με θέσεις, σκέψεις και αντιθέσεις
και έγινε η διδασκαλία δισυπόστατη,
να ταλαντεύεται ανάμεσα στη ζωή και στο πάθος,
να απορρίπτει στερεότυπα,
να ερωτεύεται τους μαθητές
και αυτοί ν’ αρχίσουν να γίνονται ποιητές…
Και εκείνη η ετικέτα,
που άντεξε στην πίεση και στη φθορά του χρόνου,
ν’ αλλάζει ταυτότητα και ν’ αυτοπροσδιορίζεται.
Όνομα: άνθρωπος, μάθημα: σκέψη ελεύθερη,
τάξη: απροσδιόριστη, σχολικό έτος: αιώνιο.
ΑΣΠΡΟ ΠΛΕΚΤΟ
Εκείνη τη νύχτα έκλεισες τα μάτια σου τόσο ήσυχα·
κουράστηκες να ζεις, μου είπες, πριν από καιρό
και τότε ξεκίνησες…
Σου κράτησα απαλά το γερασμένο σου χέρι
και ήταν τόσο ζεστό…
Ύστερα το φιλί στο παγωμένο σου μέτωπο…
Σε κάθε όνειρο μου είσαι εκεί,
να με σκεπάζεις απαλά
να μην κρυώσω, να μην ξυπνήσω.
Η αγκαλιά σου μυρίζει ακόμη το αγιόκλημα
που είχαμε σκαρφαλωμένο στις σκάλες,
τα κάτασπρα μακριά μαλλιά σου
σύννεφα που με νανουρίζουν
και εκείνος ο πόνος στην καρδιά
που πάντα καταλάβαινες ότι έχω
σταματά…
Δίπλα στο παράθυρο,
εκεί θέλω να σε θυμάμαι,
εκεί που κάθε απόγευμα έπλεκες
για να μπαίνει -έλεγες- το φως του ήλιου
που τόσο αγαπούσες, γιατί φώτιζε,
γιατί σε φώτιζε.
Θηλιά- θηλιά στο κάτασπρο πλεκτό
έβλεπες τη ζωή αλλιώς·
λύπες, χαρές, προσμονές, απουσίες,
όλα γίνονταν λουλούδια, σχέδια, όνειρα, παραμύθια
και ήταν τόσο όμορφα,
γιατί ήταν αληθινά…
ύστερα σιγά -σιγά σταμάτησες να πλέκεις,
ύστερα σιγά- σιγά κουράστηκες να ζεις…
ΑΓΙΟΤΗΤΑ
Αγγελικά φτερά σεργιάνιζαν στην πόλη
ολόλευκα, περήφανα-
δεν έβλεπα το φως
αλλά ένιωθα τη λάμψη τους
να με θαμπώνει, να με κυκλώνει.
Μορφή αγιογραφίας,
μανδύας ματωμένος,
χέρια υψωμένα στον ουρανό,
σκαρφαλωμένος πάνω σ’ εκείνη τη μεγάλη σιδερένια πόρτα
δε φώναζε συνθήματα,
μιλούσε με το Θεό,
γι’ αυτό δεν τον άκουγαν.
Δεν ήταν ένας, ήταν πολλοί
στα αμφιθέατρα, στις πορείες, στις συνελεύσεις,
στις παρέες των φοιτητών,
ανάμεσα σ’ αυτούς που ήθελαν και δεν μπόρεσαν
στο βουβό πόνο, στη θλίψη που δεν έφευγε,
στη δύναμη της ελπίδας,
στη δύναμη του αγώνα,
στην υψωμένη γροθιά που σκέπαζε μια αγκαλιά
για ισότητα, δικαιοσύνη, αξιοκρατία, ελευθερία, παιδεία.
Εραστές της ζωής, ασυμβίβαστοι, ανατρεπτικοί,
επαναστάτες απέναντι στην ηθικοτρομολαγνεία
των απανταχού κηρυγμάτων.
Από τότε ένας άγγελος στέκει πάντα εκεί
στην γκρεμισμένη πόρτα του Πολυτεχνείου,
για να συντροφεύει τις ψυχές που διαψεύσθηκαν.
ΔΡΑΠΕΤΗΣ ΕΓΩ…
Δύσκολος αυτός ο χειμώνας
πιο μελαγχολικός, πιο σιωπηλός, πιο κρύος.
Πίσω από ένα τζάμι η ζωή όλων των συγκρατουμένων μου,
πίσω από μια οθόνη τα συναισθήματα
ανίκανα να ταξιδέψουν χωρίς ανθρώπινη επαφή
και μπροστά μου στολές…
πολλές στολές απρόσωπες,
να μην μπορώ να διακρίνω μάτια,
να προσπαθούν να μας προφυλάξουν
από έναν επικίνδυνο ιό,
έχουν σκούρο χρώμα,
κράνη και ρόπαλα
έτοιμα σε κάθε απείθεια σκέψης,
σε κάθε κίνηση συλλογική.
Μόνος να περπατάς,
μόνος να σκέφτεσαι,
μόνος να ερωτεύεσαι
αυτό που προσφέρουν,
αυτό που καθορίζουν, αυτό που επιβάλλουν
και έτσι να ελέγχουν τα πάντα,
αλλιώς η τιμωρία κάνει θόρυβο πολύ
και έχει κόστος μεγάλο:
την απώλεια της ελευθερίας σε κάθε της έκφραση
στην καρδιά, στη σκέψη εκεί στοχεύει.
Δεν μπορώ να διακρίνω τον εχθρό
γιατί είναι αόρατος.
Όμως, τον αισθάνομαι να στοχεύει στο μυαλό μου.
Πόσο παράλογο μπορεί να γίνει το λογικό αναρωτιέμαι!
Μέσα στην οθόνη βλέπω και άλλες στολές
από κουστούμια με δεμένες γραβάτες,
τόσο σφιχτά δεμένες
που ο πόνος τους αντανακλά σε μένα.
Άνθρωποι με προσωπείο τόσο καλά φορεμένο,
δυσδιάκριτα τα αλλοιωμένα
ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους.
Αρκεί η λέξη κατανάλωση
και εμφανίζεται αμέσως
μειδίαμα χαμόγελου μακιγιαρισμένου,
δείγμα ψεύτικου συναισθήματος
πάνω στο ρομποτικό κατασκεύασμα
αναγκαίο για επιτυχημένη προώθηση,
περισσότερα κέρδη.
Αλλάξω θέση,
συνεχώς μετακινούμαι,
δεν θα γίνω στόχος,
όσο τελειοποιημένος κι αν είναι ο μηχανισμός.
Ανοίγω την πόρτα… φεύγω…
δραπετεύουμε πάντα εμείς οι ποιητές…
ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΣΩΘΩ…
Ήθελαν να φύγω, μα δεν τολμούσαν να μου το πούνε·
έπρεπε να φύγω, μα περίμενα χωρίς να ξέρω γιατί·
έκαναν το χρήμα δόγμα
την Εκκλησία φάρμακο και φαρμάκι
είδος ανταλλάξιμο και εξαγοράσιμο.
Πόσο λυπάμαι αλήθεια!
Το πέτρινο προαύλιο της γερασμένο
από καημούς και ελπίδες
χώρο υπαίθριου εμπορίου,
πολιτευτές και πολύτεκνοι
ονομάστηκαν και χαιρετίστηκαν ως «ευγενείς»·
ήταν οι έχοντες και οι λαβόντες.
Γυναίκες περιέφεραν εκεί αυτό που τους είπαν:
σιωπή, έλλειψη σκέψης και πονηριά,
για να φέρνουν χρήματα για φιλανθρωπία
με εκβιασμό πνευματικό.
Πόσο λυπάμαι αλήθεια!
Το είπαν φιλανθρωπία μα ήταν εξαγορά συνειδήσεων
και πρόσχημα
όχι από κακία, αλλά από υπερηφάνεια και αλαζονεία ·
«έχουμε ένα κράτος ληστρικό», είπαν,
«μα πριν μας κλέψει πρέπει εμείς να το κλέψουμε».
Πόσο λυπάμαι αλήθεια!
Μοναχικοί, ταλαίπωροι, εξαθλιωμένοι, εξαρτημένοι
έρχονταν για λόγο παρηγοριάς και ελπίδας
και φεύγαν πιο θλιμμένοι,
γιατί δεν υπήρχε ούτε χρόνος ούτε χώρος γι’ αυτούς.
Ποια φιλανθρωπία κάναμε άραγε
εμείς «του φιλόπτωχου»;
Είπαν πως είχα πειρασμό διαβολικό γιατί αντιδρούσα
μα ξέρω πως ένα χέρι αγγελικό
μ’ έβγαλε από κει μέσα,
μήπως και σωθώ…
ΑΠΟΥΣΙΕΣ ΥΠΑΡΚΤΕΣ…
Αιφνίδιος και βίαιος πάντα ο αποχωρισμός,
όταν ο θάνατος ακουμπήσει
το φθαρτό κουρασμένο σαρκίο.
Αυθόρμητη και αναγκαία
η απεικόνιση του θανάτου με μορφή αποκρουστική,
μήπως και φοβηθεί τη δύναμη της ύπαρξης
και καταφέρουμε να τον ξορκίσουμε.
Πληγώνει πολύ ο ακούσιος αποχωρισμός
εμάς τους εναπομείναντες συνταξιδιώτες.
Το αντιλαμβάνονται οι ψυχές
και ας μην αισθάνονται λύπη.
Έρχονται αμέσως και μας συντροφεύουν
με άλλη μορφή άϋλη, άφθαρτη
όχι γιατί τους κρατά ζωντανούς
η μνήμη της καρδιάς μας,
αλλά, γιατί αποδεσμεύτηκαν από το χώρο και το χρόνο
και ελεύθερες πια αγαπάν αιώνια.
Παγώνει στη μνήμη μας η εικόνα της νεότητας τους,
έτσι στέκουν δίπλα μας
και ας μη μπορούμε να τους αγγίξουμε.
Πληγώνει πολύ και ο εκούσιος αποχωρισμός
των ζωντανών,
έχει άρνηση, απόρριψη, μπορεί και απαξίωση.
Γίνονται ξένοι, αδιάφοροι
Και ‘γω πρέπει να συνηθίσω να ζω,
χωρίς την παρουσία τους.
Μπερδεύομαι πια,
δεν ξέρω ποιες παρουσίες
είναι ζωντανές ή νεκρές στη ζωή μου,
ποιες επιζητώ και ποιες αποφεύγω,
ποιες μ’ αγαπάνε και ποιες μ’ εχθρεύονται…
ΠΕΣΜΕΝΟΙ ΣΟΒΑΔΕΣ
Σκόρπιες οι λέξεις σε άσπρο χαρτί,
προσπάθεια η επιβίωση.
Εξόριστοι οι θεολόγοι της γενιάς μου,
αριθμοί οι ζωές σ’ ένα πίνακα ντροπής,
λοιδορούμενοι ως γερασμένοι ανίκανοι από την πολιτεία,
λόγω έλλειψης κοινωνικών κριτηρίων
και ψηφοθηρικών απαιτήσεων σε βελούδινα γραφεία.
Επαίτης της εκπαίδευσης η γνώση.
Εξόριστοι οι θεολόγοι της γενιάς μου
και από τις μητροπόλεις λόγω έλλειψης άλλων κριτηρίων.
Καταφύγιο βρήκαμε στα υγρά υπόγεια
ταπεινών Εκκλησιών
με πεσμένους σοβάδες σε κρύες στενάχωρες αίθουσες
κάτω απ’ το φωτοτυπημένο έργο του Γύζη.
Κρυφό σχολειό τα όνειρα φτωχών παιδιών
και εμείς μαζί τους, πάντα δίπλα τους
να κρατάμε άσβεστη τη φλόγα
της νεότητας τους για το αύριο,
γιατί το σήμερα είναι πικρό για όλους.
Επιτυχής η κάλυψη κενών της πολιτειακής αδυναμίας
από την εκκλησιαστική εξουσία.
Η εκπαίδευση σ’ έναν αγώνα «δούναι και λαβείν»
της εξουσίας αμφοτέρων.
Όμως, εμείς οι εξόριστοι θεολόγοι της γενιάς μου
αδιαφορούμε για τα κίνητρα,
παλεύουμε να κρατήσουμε ελεύθερο το πνεύμα
με αρχαία ρήματα, ουσιαστικά, έννοιες, σκέψεις,
παρέα μ’ εκείνα τα παιδιά,
που κάποτε μετά από χρόνια
το δάκρυ τους θα είναι σίγουρα διαμάντι.
ΠΝΟΗ
Στον βυθό ταξιδεύω
σε ναυάγια πνίγομαι·
κήποι ολάνθιστοι κάτω απ’ τη γη,
κοράλια αφηγούνται σε μια εκκωφαντική σιγή
ιστορίες και όνειρα ανθρώπων που πέρασαν.
Τη δίκιά μου ιστορία
τα κοράλια την ξέχασαν,
πουλιά την τραγουδούν ψηλά στον ουρανό
μα εγώ εκεί κάτω επιμένω να την αναζητώ.
Αστέρια τη φωτίζουν
και εγώ στον πυθμένα της θάλασσας αιμορραγώ,
ανάμεσα σε ξύλινα κουφάρια ακροβατώ,
λουλούδια και φύκια μ’ ακουμπούν
με θαλάσσια αύρα με χαιρετούν.
Δελφίνια και ψάρια στην επιφάνεια μ’ οδηγούν
χελιδόνι για να γίνω
να πετάξω ψηλά απ’ τη γη,
να σε δω να γελάς
και να μου χαμογελάς.
Τέχνη η ζωή,
μοναξιά η πληγή,
το χαμόγελο ελπίδα
και η αγάπη πνοή.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΛΛΙΠΗ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
ΠΕΡΙ ΟΥ 30/7/2022
Στη πρώτη της ποιητική συλλογή «Άφθαρτη ετικέτα» το 2021 η Ελένη Σακκά γράφει, μεταξύ άλλων στο πρώτο ποίημα – πρόλογο της συλλογής
« Γυμνές, ελεύθερες,/ αληθινές οι λέξεις,/κάτω από τ’ αστέρια,/ποιούν ζωή…»
Και ξεκινά το ταξίδι της στα μονοπάτια της ποίησης με όπλο μια ανοικτή και ξεκάθαρη ματιά στη γραφή της για τις αξίες της στη ζωή – Την αγάπη, τον έρωτα, την ελπίδα, την ελευθερία – αξίες πανανθρώπινες που στην εποχή μας δυστυχώς χάνονται μέσα στην απληστία και στα συμφέροντα κάποιων ανθρώπων και κάποιων εθνών.
Στη καινούργια της ποιητική συλλογή «Χρώματα ελλιπή» γράφει στο πρώτο ποίημα – πρόλογο:
Πονάνε οι λέξεις των ποιημάτων
σαν να ξυπνάνε οι συνειδήσεις
παράνομων εραστών
που ερωτεύονται παράφορα
το ιδανικό πρόσκαιρο
και εκστασιάζονται υποφέροντας
από ανείπωτη αγάπη.
Σχέση υπαρκτική με το αιώνιο
το τέλος κάθε ποιήματος
ξεκινά αναπόφευκτα
και ανατρέπει τη ζωή…
Η ποιήτρια έρχεται τώρα να εξετάσει σε βάθος αυτά που ανατρέπουν τη κανονικότητα της ζωής, που ματώνουν την αγάπη, τον έρωτα, την ελευθερία, την ελπίδα. Και μέσα από ποιήματα της συλλογής η ποιήτρια μεταφέρει στον αναγνώστη την αγωνία της για τη φθορά του χρόνου, τη μοναξιά, τις απογοητέψεις του σήμερα αλλά και του χτες γιατί η μνήμη τα επαναφέρει για να προσδιορίσει και να προφυλάξει το αύριο.
Γράφει στο ποίημα «Στιγμές»
Μια παράλογη σχέση με το ανέφικτο
κάθε ποίημα υπαρκτό η ανύπαρκτο
καρδιοχτυπά στο αναπάντεχα απρόβλεπτο
του παρελθόντος αλλά και του μάταιου μέλλοντος·
Οι αισθήσεις πάντα σε εγρήγορση προκαλούν αναστάτωση όταν εμποδίζεται η καρδιά να δεχτεί το δώρο της αγάπης γιατί όπως γράφει στο ποίημα «Το ψάθινο καπέλο»
Ο παφλασμός των κυμάτων μ’ αναστατώνει·
ενέχει τον θρήνο της διάψευσης,
τον στεναγμό της άμμου
απ’ το ηδονικό άγγιγμα της Θάλασσας
πριν ξεσκεπάσει τα κρυμμένα κοχύλια
και τα παρασύρει στον βυθό της.
Το παρελθόν και το παρόν εναλλάσσονται αρμονικά στη γραφή της ποιήτριας χαρίζοντας μας στίχους με έντονη εικονοποιία που διεγείρουν τα συναισθήματα του αναγνώστη ξυπνώντας τις δικές του σκέψεις και βιώματα.
Γράφει στο ποίημα «Αρχικό κοίταγμα»
Ανασύρεται από τη μνήμη
δύναμη σε βλέμμα παιδικό,
φωτιά παιχνιδιού σε χωμάτινες γειτονιές,
εσωστρέφεια ενοχική,
ατελεύτητη νιότη,
αθωότητα.
Και στο ποίημα «Χρώματα ελλιπή» που δίνει και το τίτλο στη συλλογή μας λέει:
Φτιάχναμε πολιτείες ολόκληρες
με χώμα, νερό, πέτρες·
κι αδημονούσαμε
ο καυτός μεσημεριάτικος ήλιος
να τις στερεώσει στο παρόν.
Με λόγο απλό, εξομολογητικό, γεμάτο συναίσθημα μας λέει η ποιήτρια στους «Τρείς στίχους» για το τώρα.
Τρεις στίχοι/ κάλεσμα μυστικό/ αποδοχή / παράδοση άνευ όρων./Βλέμμα στο φως, /εκθαμβωτικό το τώρα,/βραδιάζει, /ταξιδεύω πάντα/ στο τελευταίο βαγόνι του τρένου.
Και το ποίημα «Στο παγκάκι της Αριστοτέλους» που θεωρώ ότι χαρακτηρίζει τη Θεσσαλονίκη σε ποιόν δεν θα ξυπνήσει μνήμες και συναισθήματα που έζησε στο χτες και στο σήμερα. Πόσες «μύχιες σκέψεις» για να χρησιμοποιήσω δυο λέξεις της ποιήτριας, ξυπνούν στον κάθε αναγνώστη έστω κι αν βρέθηκε για λίγο στη πόλη. Οι αναφορές της Ελένης σε τοποθεσίες της Θεσσαλονίκης είναι όχι μόνο ξεχωριστές. Είναι μια εμπνευσμένη ποιητική και συναισθηματική παρατήρηση.
Σ’ ένα μπαλκόνι,
δύο τεράστιες θεατρικές κούκλες
μοιάζουν να με συμπονούν.
Μ’ ακολουθούν οι νότες του Χατζιδάκη
καθώς περπατώ
στην πόλη που γεννήθηκε.
μας λέει με νοσταλγία στο ποίημα «Ίσως»
Και στο ποίημα «Στην οδό Μαντινείας» η ποιητική της ματιά παρατηρεί:
Διασχίζει περιλάμπουσα την οδό Μαντινείας,
και οι νεαρές μητέρες εξακολουθούν να ράβουν
φορεματάκια παιδικά με καρδιές στο στήθος,
Ο εμπνευσμένος και συναισθηματικός λόγος της ποιήτριας μας για τη πόλη την οδηγούν σε εξομολογητικές βιωματικές παρατηρήσεις που είναι κρυμμένες πίσω από τις κλειστές πόρτες της. Γράφει στο ποίημα «Κεκλεισμένες οι θύρες»
Κεκλεισμένες οι θύρες
ανάλγητων ψυχών.
Λαμπυρίζει ο χρυσός
μέσα στη σιωπή μεγαλόφωνων ήχων
της ανοχής του πόνου,
της αποδοχής του δώρου
των τριάκοντα αργυρίων.
Και στο ποίημα «Μεταποίηση ζωής» με λόγο ωμό μας λέει!
Ξεσκίζεις τις σάρκες μου,
ξεπουλάς τα ματωμένα κομμάτια
σε παζάρι αχρήστων
με γέλωτες εκδικητικούς.
Δεν κατάφερες
να μεταποιήσεις τη ζωή σε χρήμα!
Η ματιά της Ελένης σε όλα όσα ανατρέπουν τη κανονικότητα της ζωής και φέρνουν τη μοναξιά και την απογοήτευση, η αγωνία της για την ανθρώπινη ύπαρξη, κάνουν τη γραφή της ρεαλιστική και γεμάτη δυνατές εικόνες.
Γράφει στο ποίημα «Αυτοκαταστροφή»
Σπάνε το γυάλινο τζάμι
και τα θραύσματα
τρυπάνε πρώτα τους ίδιους.
Δεν νιώθουν πόνο
έρχονται και με σηκώνουν
για να έχουν λόγο ύπαρξης,
και ν’ αντέχουν
τον μονότονο, θλιβερό τους βίο.
Και στο ποίημα «Διάτρητο φεγγάρι» μιλά για την αγωνία αλλά και το θάρρος για τη συνέχεια της ζωής.
Πάλλονται οι λέξεις
ανάμεσα στους στίχους·
καρδιά που χτυπά,
σώμα σε αποσύνδεση.
Ανάσα αγωνίας και ενθάρρυνσης.
Εγκαταλείπουν οι εικόνες
τη μονοτονία της πόλης,
οδεύουν προς το άπειρο
μέσα από κρίσεις και επικρίσεις.
Σ’ αυτό το ποιητικό της ταξίδι η Ελένη αφήνει τη μνήμη της ελεύθερη να την οδηγήσει στο πιο μακρινό χτες για να μας πει στο ποίημα «Μη φοβάσαι» ότι
Η ιστορία θυμάται,
δεν εκδικείται,
ματώνει τα δάκρυα, τις καρδιές,
και διδάσκει πάντα
μέσα από τον πρόσκαιρο
θάνατο της αλήθειας.
για να μας χαρίσει στη συνέχεια το ποίημα «Σμύρνη» και να αναφερθεί στα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό και να μας πει με λόγο συγκλονιστικό:
ενώ τα σπίτια συνεχίζουν ακόμη να καίγονται
κι οι στάχτες τους να σκεπάζουν
τα γδαρμένα κορμιά των βιασμένων γυναικών.
Τρόμος στα μάτια των παιδιών,
όταν αντικρίζουν τα σκοτωμένα κορμιά
στη θάλασσα του Αιγαίου.
Σε λίγους στίχους περιγράφει πολύ ζωντανά τις σφαγές από το τουρκικό στρατό. Αυτό το στρατό που έκανε τα ίδια στη Κύπρο το 74 και σήμερα επιβουλεύεται το Αιγαίο.
Η Ελένη Σακκά και στις δυο ποιητικές της συλλογές με λόγο καθαρό και γεμάτο αλήθειες αναφέρεται στις πανανθρώπινες αξίες, την αγάπη, τον έρωτα, την ελευθερία. Στα «Χρώματα ελλιπή» η ποιήτρια μας προχωρά παραπέρα και μας επισημάνει και τη τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τη μοναξιά, τη φθορά του χρόνου, τα ανθρώπινα λάθη και πάθη που κρύβουν πολλές φορές την ομορφιά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Με τις δυο πρώτες συλλογές της η Ελένη μας φανέρωσε ένα εξαιρετικό ποιητικό λόγο που είμαι σίγουρος ότι στη συνέχεια του έχει να μας χαρίσει ξεχωριστή ποίηση.
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΙΧΝΟΣ
FRACTAL 12/7/2022
Ο άνθρωπος ως καταγραφέας της ζωής
«Χρώματα Ελλιπή» ονομάζεται η νέα, δεύτερη σε σειρά, ποιητική συλλογή της Ελένης Α. Σακκά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σκαθάρι. Μια ποιητική συλλογή, στην οποία η δημιουργός ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο Αντικειμενικό και το Υποκειμενικό, προ(σ)καλώντας τον αναγνώστη να πράξει το ίδιο.
Η γραφή της, υπαρξιακή, εκλεπτυσμένη, γλαφυρή, με έντονη αφηγηματικότητα, υπαινικτική διάθεση, κατασκευή διαυγών εικόνων που κομίζουν συλλογικές παραστάσεις, αλλά και έντονη βιωματικότητα, που ενισχύει το στοιχείο του Υποκειμενισμού.
Οι προθέσεις της δημιουργού φανερώνονται μέσα στο έργο της και αποτελούν κάτι το αντικειμενικό, κάτι που καλείται ο επαρκής αναγνώστης να συλλάβει ορθά. Το υπολανθάνων αυτοαναφορικό στοιχείο των ποιημάτων, όμως, επιτρέπει στον αναγνώστη να «δώσει» το δικό του νόημα στο έργο, βασιζόμενος στις προσωπικές του νοητικές και συναισθηματικές δυνάμεις. Όταν το νόημα αυτό, ευνοείται πράγματι μέσα στο ίδιο το κείμενο, η μέθεξη έχει επιτευχθεί και ο αναγνώστης έχει κατορθώσει να συνομιλήσει με την ποιήτρια.
Χρώματα ελλιπή
Μαζεύαμε κλαδιά και άχυρα
καλοκαίρι του Αϊ- Γιαννιού
για ν’ ανάψουμε φωτιές.
Συναγωνίζονταν οι φλόγες σε κάθε γειτονιά
τον ενθουσιασμό της νίκης μας.
Χορεύαμε ψηλά με πύρινα τραγούδια,
κυλιόμασταν σε βουνά απ’ αλωνισμένο σιτάρι,
σκαρφαλώναμε στα δέντρα
για να πιάσουμε τα σύννεφα
και να κάνουμε τον ήλιο μεγαλύτερο·
μας θάμπωναν οι ακτίνες του
και πέφταμε σε κούνιες
από παλιές κουρελούδες
που κρέμαγαν στα κλαδιά
ηλιοκαμένες γυναίκες
με μαύρα τσεμπέρια
και χρωματιστά φορέματα.
Φτιάχναμε πολιτείες ολόκληρες
με χώμα, νερό, πέτρες·
κι αδημονούσαμε
ο καυτός μεσημεριάτικος ήλιος
να τις στερεώσει στο παρόν.
Το βράδυ στο πιο ψηλό μπαλκόνι
προσπαθούσαμε να ζωγραφίσουμε
μα ήταν τα χρώματα ελλιπή.
Οι στίχοι της Ε. Σακκά, εμπλέκουν αβίαστα τον αναγνώστη στη νοηματική τους, στη βαθιά ουμανιστική τους περιεκτικότητα, και τον οδηγούν σε ένα ταξίδι επανοικειοποίησης της πραγματικότητας, μέσα από καταστάσεις γήινες και εικόνες καθημερινές, που, όμως, αφήνουν πάντοτε ένα αβέβαιο βιωματικό αποτύπωμα. Αυτό, το -άλλοτε έντονο, κι άλλοτε δυσδιάκριτο- αυτοαναφορικό τους υφάδι, προσδίδει αφαιρετικότητα στο στίχο και τον καθιστά Ελλειπτικό.
Η λέξη Έλλειψη, άλλωστε, δηλώνει την αίσθηση κάποιας απουσίας. Ίσως, την ύπαρξη μιας παρουσίας λειψής, το έλλειμα της οποίας είναι τόσο πρόδηλο και μετρήσιμο, που αλλοιώνει την υπόστασή της -καθιστώντας την Ελλαττωματική, Ελλιπή.
Όταν είναι κάτι το ουσιώδες αυτό που έχει απολεσθεί, τότε ολόκληρη η ζωή βιώνεται ως ελλειμματική. Όταν είναι κάτι το απαραίτητο, αυτό που απουσιάζει -λες και έχει αποδιωχθεί-, τότε, εκείνο που έχει απομείνει, υπολείπεται ουσίας και νοήματος· παραμένει ένα απλό περίγραμμα, άδειο κέλυφος, ισχνή σκιά του εαυτού του, ανολοκλήρωτο και άτονο, σαν χρώμα Ελλιπές.
Στην περίπτωση τοιαύτη, η κάθε ουσία βιώνεται ως απούσα, εν την παρουσία της, [ «Σταμάτησαν τα σήμαντρα να χτυπούν // και ηχεί ο αντίλαλος της απουσίας τους», Γράφει η Ε. Σακκά στο ποίημα Κεκλεισμένες θύρες ] και η Έλλειψη, γίνεται όργανο οριοθέτησης και προσδιορισμού του υπαρκτού. Ο άνθρωπος, τελικά, ως καταγραφέας της ζωής, καθορίζεται από την υποστατική του ανεπάρκεια.
Επειδή, όμως, τίποτα στον κόσμο δεν δύναται να υπάρξει δίχως Ελλείψεις, ψεγάδια, ατέλειες και κενά, η αίσθηση της ανεπάρκειας -ενίοτε βασανιστική-, συχνά εξελίσσεται, σε κινητήρια δύναμη για την αναζήτηση της πληρότητας, την αναπλήρωση της απουσίας, τη διαχείριση της απώλειας και την εκπλήρωση των αδικαίωτων προσμονών.
Ποια Έλλειψη, άραγε, μπορεί να είναι οδυνηρότερη, από εκείνη που γευόμαστε όταν μας προδίδει η μνήμη, όταν οι θύμησες ξεθωριάζουν και ατονούν, σαν χρώματα Ελλιπή; [ «Έγραφαν ασταμάτητα// για να λύσουν μαζί τα δεσμά της λήθης… Ό,τι αληθινό είχε χαθεί στη λήθη// αναστήθηκε αιώνια», από το ποίημα Η μοναξιά της λήθης ]. Και τι περισσότερο -σε ορισμένες περιπτώσεις-, μπορεί να είναι η γραφή, πέραν του να αποτελεί, μια αγωνιώδη προσπάθεια διαφύλαξης στοχασμών και βιωμάτων, ώστε να διασωθούν από το αδυσώπητο πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου;
Κι αν η λησμονιά είναι επώδυνη, πολλές φορές, εξίσου αλγεινή είναι και η θύμηση·
και συνεπώς, εφάμιλλά οδυνηρά, γίνονται και τα ποιήματα που λειτουργούν ως εργαλεία αναμνησίας [ «Πονάνε οι λέξεις των ποιημάτων// σαν να ξυπνάνε οι συνειδήσεις», από το πρώτο ποίημα της συλλογής, Σαν πρόλογος ].
Κατά κάποιο τρόπο, μοιάζουν λιγάκι με όλους εμάς, τα ποιήματα της Ελένης Α. Σακκά· δείχνουν να αναζητούν τον βαθύτερο εαυτό τους, αυτόν που επικυρώνει την ύπαρξη του, μέσω της απουσίας του. Αρθρώνονται σαν σπαράγματα μοναξιάς, αξιώνοντας να γίνουν δίαυλοι ουσιαστικής επικοινωνίας -τέτοιας που θα άρει την ανωνυμία και τον (αυτό)αποκλεισμό του κάθε ξεχωριστού ατόμου της εποχής μας.
ΑΦΘΑΡΤΗ ΕΤΙΚΕΤΑ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
FRACTAL 27/7/2021
Η μνήμη της καρδιάς
«Εξαιρετικά δομημένα στην πλοκή τους τα ποιήματα της Ελένης Σακκά με λέξεις πολυσήμαντες καταδεικνύουν την αγωνία και τον πόνο της δημιουργού να αποδώσει τη σημασία των εννοιών που η ίδια θεωρεί ότι εκφράζουν και χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο ως δημιούργημα, όπως οι έννοιες: ελευθερία, αγάπη, ζωή, ελπίδα, απουσία, παρουσία.»
Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, στο οπισθόφυλλο της ποιητικής συλλογής «Άφθαρτη ετικέτα» της Ελένης Σακκά, που είναι και η πρώτη της παρουσία στη ποίηση. Ξεκινά ένα ποιητικό ταξίδι στο οποίο επικοινωνεί μαζί μας με μια ξεχωριστή γραφή και μας προετοιμάζει για το τι θα διαβάσουμε λέγοντας μας ότι «Τα ποιήματα ξυπνάνε τη νύχτα απ’ τη λήθη· απεγνωσμένα ζητούν αποδέκτη να τα αποτυπώσει, να τα απελευθερώσει…»
Στα τριάντα ποιήματα της συλλογής, η Ελένη, αφήνει ελεύθερα τα συναισθήματα της και αναπολώντας το χτες, μετρά τη καθημερινότητα. Τριάντα στιγμές της ψυχής, αφηγηματικές με προσωπικό και κοινωνικό προσανατολισμό.
Οι εικόνες του χτες που κρύβει στη ψυχή της, εικόνες που άντεξαν τη φθορά του χρόνου τυλιγμένες με άφθαρτες ετικέτες , γίνονται λέξεις για να τις διαβάσουμε. Γράφει στο ποίημα «Άφθαρτη ετικέτα», που δίνει και το τίτλο στη συλλογή.
«Τετράδιο παλιό με κιτρινισμένα φύλλα,
σελίδες ελαφρώς γυρισμένες,
κουρασμένες απ’ το χρόνο,
ετικέτα λιτή, άσπρη με μπλε χρώμα.»
για να κλείσει το ποίημα λέγοντας μας
«Και εκείνη η ετικέτα,
που άντεξε στην πίεση και στη φθορά του χρόνου,
ν’ αλλάζει ταυτότητα και ν’ αυτοπροσδιορίζεται.
Όνομα: άνθρωπος, μάθημα: σκέψη ελεύθερη,
τάξη: απροσδιόριστη, σχολικό έτος: αιώνιο.»
Εικόνες μέσα από τη καθημερινότητα που αντικρύζουμε ξαφνικά γίνονται η αιτία να ξεφύγουμε από τη πραγματικότητα και να αφήσουμε τη μνήμη ελεύθερη να μας ταξιδέψει στα δικά της μονοπάτια και σε σκέψεις που προκαλούν ανάμικτα συναισθήματα νοσταλγίας αλλά και θλίψης.
Στο ποίημα «Η παλιά φυσαρμόνικα» η ποιήτρια θέλοντας να αποδράσει από τη καθημερινότητα της, κάτι που όλοι επιδιώκουμε κάποιες στιγμές, βρίσκεται σε μια φτωχική γειτονιά και στο μικρό καφενεδάκι με το αμφιθέατρο στην αυλή και την ίδια πάντα κυρία που σερβίρει. Την ακολουθεί ανάμεσα στα κουστούμια των παραστάσεων και αφήνεται σε ένα κόσμο θεατρικό. Και η σκέψη στο θεατρικό αυτό ταξίδι την οδηγεί πρώτα στην Αντιγόνη και στη τραγωδία της σύγκρουσης γραπτού και άγραφου νόμου κι ύστερα στη ογδοντάχρονη και αισιόδοξη Μόντ και στον αυτοκαταστροφικό Χάρολτ. Ο Χάρολντ και η Μωντ, είναι οι ήρωες από το ομότιτλο έργο του Κόλιν Χίγκινς.
Γράφει η ποιήτρια:
«Η θλιμμένη ψυχή του Χάρολντ
φοράει το ανατρεπτικά αισιόδοξο κουστούμι της Μοντ,
ενώ εκείνη αυτοκτονεί.
Και εγώ παίρνω με ευλάβεια από τα νεκρά της χέρια
την παλιά φυσαρμόνικά τους
και συνεχίζω το τραγούδι τους…»
Και ένας άλλος ποιητής, ο Τόλης Νικηφόρου, γράφει για τη φυσαρμόνικα.
«ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια»
Η ποιήτρια κρατά ζωντανές αναμνήσεις για πρόσωπα αγαπημένα, για παιδικές και νεανικές στιγμές, μια μνήμη με ανοικτή αυλαία σε μια ξεχωριστή παράσταση και όπως μας εξομολογείται στο αντίστοιχο ποίημα «Ανοικτή αυλαία»
«Δεν είναι που αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό,
είναι που φοβάμαι μην ξεχάσω πως ήμουνα κάποτε παιδί»
Για ένα αγαπημένο πρόσωπο που έφυγε για πάντα ο λόγος της είναι ένα μοναδικό τραγούδι αποχαιρετισμού με ανάμεικτα συναισθήματα αγάπης, λύπης, νοσταλγίας και θλίψης. Γράφει στο ποίημα «Άσπρο πλεκτό»
«Σου κράτησα απαλά το γερασμένο σου χέρι
και ήταν τόσο ζεστό…
Ύστερα το φιλί στο παγωμένο σου μέτωπο…
Σε κάθε όνειρο μου είσαι εκεί
να με σκεπάζεις απαλά
να μη κρυώσω, να μη ξυπνήσω.
…
Δίπλα στο παράθυρο,
εκεί θέλω να σε θυμάμαι,
εκεί που κάθε απόγευμα έπλεκες.»
Και το άρωμα από ένα τριαντάφυλλο, «Το κόκκινο τριαντάφυλλο», στο ομότιτλο ποίημα είναι αρκετό να ζωντανέψει τη μνήμη.
«Η μυρωδιά του φωτίζει τις αναμνήσεις μου»
μας λέει η Έλενα, για να μας αποκαλύψει όμως στο τέλος ότι
«ο χρόνος βιάζεται, γερνά
Λίγα χρόνια μετά και αυτή την απαρνιέται.»
Κοιτάζοντας το σήμερα η ποιήτρια μας, στέκεται στο δύσκολο χειμώνα που περάσαμε, στον αόρατο εχθρό, τον επικίνδυνο ιό, που μας φυλάκισε στη μοναξιά και στην ανάγκη για ανθρώπινη επαφή για να δραπετεύσουμε από αυτόν τον αόρατο εχθρό.
Γράφει στο ποίημα «Δραπέτης εγώ»
«Πίσω από ένα τζάμι η ζωή όλων των συγκρατουμένων μου,
πίσω από μια οθόνη από συναισθήματα
ανίκανα να ταξιδέψουν χωρίς ανθρώπινη επαφή
και μπροστά μου στολές…
πολλές στολές απρόσωπες
να μη μπορώ να διακρίνω μάτια,
να προσπαθούν να μας προφυλάξουν
από ένα επικίνδυνο ιό…»
Η ποιήτρια μας έχει τη δική της ξεκάθαρη ματιά στη ζωή γιατί πιστεύει σ’ αυτό το δώρο του Θεού.
«Πάντα από παιδί με μπέρδευαν τα σημεία στίξης
τελείες, κόμματα, εισαγωγικά, παρενθέσεις, παύλες.»
μας λέει στο ποίημα «Αχ αυτές οι παύσεις» για να συνεχίσει λέγοντας μας
« τώρα ξέρω ότι μετά από κάθε σημείο στίξης
ακολουθεί μια παύση.
Πώς να χωρέσω τόσα συναισθήματα σε μια παύση,
πως να χωρέσω μια ζωή εν-τάξει;»
Kai στο ποίημα “Lock down” μας δίνει μιαν απάντηση.
«Αδιαπραγμάτευτο συστατικό του ανθρώπου η ελευθερία
κι ας φοβάμαι, ας κρυώνω, ας πεινώ…»
Και γι’ αυτή την ελευθερία γράφει στο ποίημα «Αγιότητα» για τους αγώνες των νέων ανθρώπων:
«για ισότητα, δικαιοσύνη, αξιοκρατία, ελευθερία, παιδεία
Εραστές της ζωής, ασυμβίβαστοι, ανατρεπτικοί,
επαναστάτες απέναντι στην ηθικοτρομολαγνεία
των απανταχού κηρυγμάτων
Από τότε ένας άγγελος στέκει πάντα εκεί
στη γκρεμισμένη πόρτα του Πολυτεχνείου.»
Η Ελένη, μέσα από τα ποιήματα της συλλογής μας δείχνει τις δικές της ηθικές αξίες, τα δικά της πιστεύω για τη ζωή και τον άνθρωπο και ξέρει να τιμά με το λόγο της αυτούς που αγωνίστηκαν κι έδωσαν τη ζωή τους.
Η ίδια έχοντας γευτεί την υποκρισία αυτών που, όπως γράφει στο ποίημα «Μήπως και σωθώ»
«έκαναν το χρήμα δόγμα
την εκκλησία φάρμακο και φαρμάκι
είδος ανταλλάξιμο και εξαγοράσιμο»
μπόρεσε να αντιδράσει, να ξεφύγει και να μας πει:
«ξέρω πως ένα χέρι αγγελικό
μ΄ έβγαλε από κει μέσα
μήπως και σωθώ.»
Παρ’ όλον που η Ελένη πιστεύει στη ζωή και χαίρεται την παρουσία των αγαπημένων της, δεν αγνοεί το πόσο πληγώνει ο ξαφνικός αποχωρισμός. Κάθε αποχωρισμός είναι και ένας μικρός θάνατος είτε είναι ο φυσικός ή ο έρωτας ή κάτι που αγαπάμε. Γράφει στο ποίημα «Απουσίες υπαρκτές»
Πληγώνει πολύ ο ακούσιος αποχωρισμός
εμάς τους εναπομείναντες συνταξιδιώτες.
Το αντιλαμβάνονται οι ψυχές
κι ας μην αισθάνονται λύπη.
Έρχονται αμέσως και μας συντροφεύουν
με άλλη μορφή άϋλη, άφθαρτη
όχι γιατί τους κρατά ζωντανούς
η μνήμη της καρδιάς μας,
αλλά γιατί αποδεσμεύτηκαν από το χώρο και το χρόνο
και ελεύθερες πια αγαπάν αιώνια.
Και στο ποίημα «Το μαρμάρινο βλέμμα» γράφει!
Μα η ζωή θα σε νικήσει
όσο κι αν τη πολεμάς
και εγώ δεν θα κουραστώ
να σε περιμένω
να σου μιλώ
να σε σκέφτομαι
να σ’ αγαπώ.
Η ευαίσθητη και κοινωνική ματιά της ποιήτριας μας δεν μπορεί να
να μη στραφεί και στους νέους ανθρώπους που το όνειρο τους να εργαστούν σβήνει μέσα στα γρανάζια της πολιτειακής αδυναμίας. Έτσι με αφορμή τη δικιά της ειδικότητα του Θεολόγου μας μιλά για τους εξόριστους συναδέλφους της. Κι ο λόγος της ευθύς και καθαρός περιέχει όλη τη πικρή αλήθεια για τη συμπαιγνία της κάθε είδους εξουσίας που όλοι γνωρίζουμε. Γράφει μεταξύ άλλων στο ποίημα «Πεσμένοι σοβάδες»
Εξόριστοι οι θεολόγοι της γενιάς μου,
αριθμοί οι ζωές σ’ ένα πίνακα ντροπής,
λοιδορούμενοι ως γερασμένοι ανίκανοι από την πολιτεία,
λόγω έλλειψης κοινωνικών κριτηρίων
και ψηφοθηρικών απαιτήσεων σε βελούδινα γραφεία.
Επαίτης της εκπαίδευσης η γνώση.
Εξόριστοι οι θεολόγοι της γενιάς μου
και από τις μητροπόλεις λόγω έλλειψης άλλων κριτηρίων.
Η ποιητική συλλογή της Ελένης Σακκά ξεκινά το ταξίδι της στα μονοπάτια της ποίησης με όπλο μια ανοικτή και ξεκάθαρη ματιά στη γραφή της για τις αξίες της. Τη ζωή, την αγάπη, τον έρωτα, την ελπίδα, την ελευθερία, αξίες πανανθρώπινες που στην εποχή μας δυστυχώς χάνονται μέσα στην απληστία και στα συμφέροντα κάποιων ανθρώπων και κάποιων εθνών. Στον αντίποδα όμως της αναλγησίας και της υποκρισίας πάντα θα υπάρχουν ποιητές και ποιήτριες που τα ποιήματα τους όπως αυτά της «Άφθαρτης ετικέτας» θα μας επαναφέρουν στη ψυχή τις ανθρώπινες αξίες.
Και όπως μας λέει η Ελένη στο ποίημα «Πνοή» το τελευταίο της συλλογής
Τέχνη η ζωή,
μοναξιά η πληγή
το χαμόγελο ελπίδα
κι η αγάπη πνοή.
.
Το κείμενο διαβάστηκε στη παρουσίαση του βιβλίου τις 14 Ιουλίου 2012 στην akti retzika Επανομής που οργάνωσαν οι εκδόσεις Το Σκαθάρι και το βιβλιοπωλείο Βιβλιούπολη.
.