ΝΤΙΝΑ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Η Ντίνα Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε στο Δερβένι Κορινθίας. Είναι λογίστρια, παντρεμένη με τον Νίκο Χρυσανθόπουλο και έχουν έναν γιο, τον Ανδρόνικο.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Αθόρυβοι μύθοι” (εκδόσεις Ζάθεον Πυρ 2015), “Caressing Myths” [ελληνικά-αγγλικά] (εκδόσεις Libros Libertab 2015) και «Απροσποίητα» (Βακχικόν 2017)
Έχει συμμετάσχει με ποιήματά της στις ανθολογίες : 1) 127 φωνές εκδόσεις Ομάδα Πρωτοβουλίας 2) Περί έρωτος εκδόσεις Όστρια 3) Ανθολόγιο Ποιήσεως εκδόσεις Όστρια 4)Ετερότητα – Craftbook II Εκδόσεις Μικρές εκδόσεις 5) Έκδοση συλλογικού έργου Συν Ποιείν 6) Neo Hellene Poets An Anthology of Modern Poetry 1750-208 εκδόσεις libros libertad-αγγλικά )7) Ανθολόγιο Ποίησης -εκδόσεις ευ 8) Θησαυροί της Άμμου εκδόσεις Δωδώνη -δίγλωσση έκδοση (ελληνικά αγγλικά) 9) Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες εκδόσεις Ρώμη δίγλωσσο έργο (ελληνικά -γερμανικά ).
“Αθόρυβοι κύκλοι”  (Βακχικόν 2023) είναι η τελευταία της ποιητική συλλογή!

.

.

ΑΘΟΡΥΒΟΙ ΚΥΚΛΟΙ (2023)

ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Καταραμένοι ποιητές,
αφήσατε τις θλιμμένες στιγμές σας
στα αχτένιστα μαλλιά μου-
να χτενίζομαι και κόμποι
να γίνονται οι στίχοι,
σάρκα μία με το χτενάκι.
Κι εγώ στεγνή, κατάστεγνη
με τ’ αχυρένια μου μολύβια,
άγκυρα να ’χω ρίξει στο χαρτί
οδυνηρά παρούσα στις σελίδες σας.

ΑΜΕΙΛΙΚΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Δεν κλαίω πια γράφοντας στίχους
και αναρωτιέμαι αν έχω στραγγίσει
από επιθυμίες
ή αν η έμπνευση είναι κλειδωμένη σε όργανα
που αγνοώ την ύπαρξή τους,
γιατί υπερφίαλοι μού φαίνονται εκείνοι που με έπαρση
μιλούν για ανθρώπινα πάθη
που κατέκτησαν πάνω από τόνους χαρτιού.
Ακόμα μπορεί να αγνοώ πως μέσα μου
ο χώρος είναι κατειλημμένος από επωάσεις ιδεών
που ο χρόνος θα δείξει αν θα αντέξουν τόση σιωπή.
Κι ο χρόνος αμείλικτα αφήνει τις αναμνήσεις σκιές,
ξεθωριάζουν οι αιτίες που τις προκάλεσαν
σαν τα ξεχασμένα στον ήλιο ρούχα
—ο ήλιος δεν είναι πάντα η καλύτερη επιλογή—
στα σκοτάδια φυλάσσεται η ωραιότητα των μυστικών μου
μέχρι να βρουν τον δρόμο τους.
Εκείνες ακριβώς τις στιγμές κοιτώ τους ανθρώπους
σταθερά μες στα μάτια.

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Τόποι συνάντησης
απογευμάτων στο Τριώτα
εν μέσω ερωτικών ιστοριών
—σε διάδραση με τους τοίχους—
πολιτικών αντιπαραθέσεων
και ποιητικών στίχων για αμφισβήτηση.
Μοναχικά ο καθένας αντιλαμβάνεται
τον λόγο του ως σπουδαιότερο.
Κανείς απ’ έξω δεν μπορεί να καταλάβει
τούτη τη μοναξιά που σπουδαία δεν δείχνει.
Μοναχική κι η διαπίστωση
πως το σαρκίο αλλάζει στάση
ανάλογα με την καρέκλα που βολεύεται
παίρνει ρόλο κομπάρσου
αφηγούμενο στίχους που δεν ακούει κανείς.
Χαρακτήρες γεννημένοι στη γη
αφήνουν κομμάτια τους απροστάτευτα
σε έπιπλα μεταμφιεσμένα
σε ένθερμο κοινό.

ΜΙΚΡΟΙ ΔΡΟΜΟΙ

Τις λένε διαδρομές δωματίου.
Δεν τρέχουν με του λαγού τη δύναμη
ή με την ελαφίσια ομορφιά.
Έχουν την περπατησιά της αγοράς,
εκδορείς λέξεων και κρεμασμένα αισθήματα
σαν εκλεκτά αμνοερίφια.
Έχουν ξεχάσει να διεκδικούν,
δικαιολογούν πως ένα δωμάτιο
μπορεί να γίνει παζάρι με σώματα ποθητά.
Περπατώντας αργά φτάνουν στην πόρτα.
Είναι οι ίδιοι πάντα στον χώρο
και με τους άλλους σε απόσταση.
Σαν βγουν απ’ το δωμάτιο και κατέβουν στην αγορά,
τίποτα δεν θα τους φανεί ξένο.
Τα σφαγεία των κενών είναι εγκεφαλικά.
Δεν τρέχει αίμα.
Ευτυχώς δεν υπάρχουν θύματα.

ΣΤΙΓΜΗ

Η προσευχή μαζεύει τον άνεμο,
τα ηλιάνθεμα, τα γυμνόχερα πάθη,
την Ανάσταση.
Το φιτίλι σιγοκαίει στην κούπα του καφέ,
πορσελάνινη με λουλούδια της άνοιξης.
Το χαλί της εξώπορτας πετά
σιμά στα νεροκάλαμα του έλους.
Εμείς γυμνοί φορούμε την αλήθεια,
δέρμα ξηραμένο από παλιά,
δεσμευμένες λέξεις στη γλώσσα,
πλέκοντας μ’ αδράχτια το ξέφωτο.

Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΚΟΗ

Ο ήχος του ήλιου μοιάζει με καταποντισμένο χειμώνα
και μελαγχολική είναι η σκέψη πως αναγκάστηκε σε παράδοση.
Όμως και οι μεγάλοι έρωτες παραδίνονται
στις μεγάλες προσδοκίες
και στη δικαιοσύνη της ομορφιάς,
γνωρίζοντας πως θα ηττηθούν από τα αυτονόητα.
Εσωτερικά έχουν φτιάξει αναχώματα
προλαβαίνοντας να μεγαλώσουν στον χώρο των αισθήσεων.

ΠΑΛΙΟΣΥΝΗΘΕΙΕΣ

Τα πρωινά σηκώνομαι νωρίς,
θαρρώ με ξυπνά η ηλικία,
η συνήθεια να ακούσω ειδήσεις
για το ποιο δόλωμα θα ρίξουν στα ψάρια.
Θυμώνω και λέω λέξεις αγοραίες
που αφορούν τον πλειστηριασμό των ευχών μου.
Δεν θέλω να πεταχτούν στα σκουπίδια,
θυμώνω που θα συνθλιβούν,
μπορώ να το κάνω με επιτυχία και μονάχη μου.
Ξυπνάω νωρίς και τσαλακώνω τα πρόσωπα
των παροικούντων στην εξουσία.
Στις λέξεις δεν δίνω σημασία,
χρόνια πολλά πιστεύω πως είναι πανανθρώπινες,
δεν μπορεί να αρπάξει κανείς τις δονήσεις
που έρχονται από τα έγκατα της ψυχής μου.
Έτσι περιστρέφομαι γύρω απ’ την κερδοσκοπία
των άλλων
και αργοπορώ να δοθώ στις επιθυμίες μου.

ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ

Τα μάτια της είναι πράσινα,
πεύκα γερμένα στη θάλασσα,
τα μάτια της ακουμπάνε στη θάλασσα.
Απ’ τα χέρια αφήνει μια ανθοδέσμη
καθαρά και μόνο από κοράλλια
—γιατί διάβασε πως είναι ζωντανοί οργανισμοί—
Δεν υπάρχει κάτι παράξενο στη γυναίκα,
βρίσκεται στη μέση του κάπου,
το γαλάζιο της σώμα έχει μια υποψία ουρανού
και πολλά σύννεφα.
Αναδύεται και βυθίζεται την ίδια στιγμή
κι έπειτα κοιμάται στο ίδιο πλευρό.
Ψιθυρίζει: «καλύτερη η σιωπή από λέξεις που πνίγονται»,
πάνω στο κεφάλι της σε υπνηλία η ποίηση
συνθέτει αγαπημένες συνήθειες.
Πότε γελώντας και πότε δακρύζοντας
συνεχίζει τον δρόμο της.

.

ΑΠΡΟΣΠΟΙΗΤΑ (2017)

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΗΛΙΑΝΘΟΥ

Ο ηλίανθος δεν είναι ερωτευμένος με τον ουρανό
μα ούτε με τον ήλιο.
Του ’παν «κοίτα ψηλά ετούτη είναι η θέση σου»
μα, αν και κούραση πολύ του προκαλεί,
ρίχνει το σώμα προς τη γη.
Μια παπαρούνα κόκκινη τα χείλη της προσφέρει
και σκύβει, σκύβει να την αγκαλιάσει
τα χείλη της να φτάσει.
Το σώμα του στη θέση τη γυρτή δεν είναι υποτέλεια
είναι του πάθους η ορμή
είναι αγάπη
είναι τραγούδι της χαράς που μέσα της γεννιέται.
Του ’δώσε κάτι, κάποτε που ακόμα το γυρεύει
δεν γνώρισε πιο κόκκινη σε ολόκληρη τη γη.
Εκείνη που ζωή έκανε τις μέρες που ανθίζει
και περιμένει τον καιρό να φτιάξει
του γλυκοψιθυρίζει πως ποτέ, ποτέ δεν είδε τέτοιο κίτρινο.
Κι έτσι ο καιρός γίνεται αόρατος.

ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΡΟΔΟΠΕΤΑΛΑ

Κοίταζα μακριά
σκεφτόμουν τις νίκες των λεπτών
που έδενε φιόγκους στη μεσολόβια χώρα
κι εσύ ανυποψίαστα δάγκωνες ένα μήλο.
Δεν είχα ερωτήσεις και πως μπορούσα
να μιλήσω σε μια διάθεση
που περιέφερε τη γοητεία της
νομίζοντας πως έρωτας είναι μια σκέψη
ανάμεσα σε φρούτα;
Το απόλυτο γυμνό ήταν παρόν, μα ήταν
και αόρατο.
Η διάκριση των πραγμάτων
είχε χρώμα και λέξεις και κορδέλες
οι φιόγκοι μπερδεύονταν ο ένας με τον άλλο
μια καθημερινότητα που είχε τη σειρά της.
Η καθοδική θλίψη άφησε το στίγμα της
καθώς η πτώση των αισθημάτων
δεν επέτρεπε το πλέξιμο.
Μια πινελιά χρειάστηκε να βάλω προσωρινά
και σου πέρασα στα χέρια κλωστές.
Αν μ’ αγαπάς θα γίνουν ροδοπέταλα.

ΛΑΝΣΕΛΟΤ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ

Οι ήρωές μου κλείστηκαν μέσα σε ταινίες
των σκοτεινών αιθουσών.
Οι μολυβένιοι στρατιώτες έλιωσαν από τα κλάματα
κάποτε αγαπήθηκαν πολύ, δεν άντεξαν τον χωρισμό.
Σίγησε η φωνή του Καραγκιόζη
και το Σινεμά ο Παράδεισος άφησε τα φιλιά.
Ο ταχυδρόμος δεν φέρνει γράμματα αγάπης.
Στο πλυντήριο βάζουμε το άσπιλο απορρυπαντικό
στην κατσαρόλα μακαρόνια με σάλτσα κολοκυθιού.
Τα φίδια για να τα εκδικηθούμε τα κάναμε παπούτσια.
Ο ορίζοντας ένα γεράνι και τα κοχύλια μέσα στο βάζο.
Ο γρύλος κουβαλάει τις νύχτες μας και τραγουδάει μονότονα
η έκρηξη ήταν του ηφαιστείου.
Νιώθω μικρή στη μοναξιά του κόσμου
ντύνομαι, μαγειρεύω και μιλάω στον γρύλο.
Βλέπω την έκρηξη στην τηλεόραση.
Μου λείπεις, Λάνσελοτ, μου λείπεις.

ΕΧΟΥΜΕ ΓΝΩΡΙΣΤΕΙ

Παρασκευή βροχών
στα χείλη η ερμηνεία της φιλαργυρίας
προσευχή με λαϊκά τραγούδια.
Κατάσταση ομηρίας στη χώρα του ποτέ
δεν βρήκα λέξεις αμαρτίας
συναγερμός στο τελικό το σίγμα.
Έπειτα μόνοι
λύσε μου τα σχοινιά
υπάρχουν σε αναμονή αγγίγματα
θέλω να περάσω τα χέρια στα μαλλιά μου.
Αναζητείται προφανές συναίσθημα.
Πρέπει να μάθουμε πώς έχουμε γνωριστεί.

Η ΓΥΑΛΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΑΝΤΕΛΕΣ

Στη γυάλα με τα χρυσόψαρα
η μνήμη.
Απούσα με συνείδηση.
Θυμίζει άντρες που ξαπλώνουν
μόνο μια φορά με μια γυναίκα
για να μην έχουν σχέση της εξάρτησης.
Δεδομένες οι κινήσεις.
Το αίμα να τρέχει γρήγορα
ανοίγει τη βαλβίδα και τρέχει
να ’χει να λέει ιστορίες για τα μυστήρια του σώματος.
Κανένα αντικείμενο για κανένα συναίσθημα.
Κάποτε εκτέθηκε το στήθος
όλοι είδαν ένα στήθος.
Δεν ήταν καν μια συσχέτιση ελευθερίας
ούτε καν πίνακας του Ντελακρουά.
Απρόσωπη η κοινωνία των ευκαιριών.
Δια αντιπροσώπου έρωτας
προσκολλημένος στον ναρκισσισμό.
Ματωμένα χείλη από το δάγκωμα των δοντιών.
Λεπτομερής απεικόνιση των συναισθημάτων.
Εκείνες οι δαντελένιες σκέψεις στη γυάλα
να ντύνουν τα χρυσόψαρα
αόριστα να καταπατούν τα όριά μας.
Καμιά υπενθυμιστική σημείωση στο περιθώριο

ΑΣΕΛΓΩ ΣΤΑ ΠΡΕΠΕΙ

Χτες βράδυ περπατούσα
στους δρόμους που έχω χαράξει τη σταθερή μου πορεία.
Τα πόδια μου σκόνταφταν σε νεράντζια.
Χαιρόμουν με τις σκιάσεις της λάμπας στα φύλλα
με τα «σ’ αγαπώ και μου λείπεις αγάπη»
γραμμένα στην άσφαλτο.
Ένιωθα το παιδί που σπρώχνει στην κατηφόρα
το λάστιχο των ονείρων του τρέχοντας κι όπου το πιάσει
και σαν νεράντζι που αφήνομαι στα πόδια μου
από την ανηφόρα να ξεφύγω.
Κι όσο από ψηλά και να κοιτώ τον ανοιχτό ορίζοντα
δεν είχα πόδια της λαχτάρας
μόνο τους χτύπους της βιασύνης να αναρριχηθώ σε έναν τοίχο.
Να ακουμπώ με σιγουριά στο ύψος των περιστάσεων
σαν νυχτολούλουδο αισθητικό των κήπων.
Μα τα βράδια ο έρωτας είναι ξεκάθαρος
δεν έχει με κάτι να μοιραστεί
παρά με το φεγγάρι ολόγιομο από τα σώματά μας.
Για τούτο το αίσθημα
στα μάτια μου υπάρχουν όλες οι πιθανότητες
να είμαι της νύχτας ο καρπός που αγαπά
να πάρει τη σκόνη της ζωής,
χωρίς τα φίλτρα στην ψυχή
να ασελγεί στα πρέπει.

ΣΕ ΟΤΙ ΑΓΑΠΑΩ ΣΩΠΑΙΝΩ

Σωπαίνω,
ο τελευταίος ήχος των λέξεων
είναι κουκίδα σε πτώση.
Η αναπνοή καρφώθηκε στην κουρτίνα
που γελούσε με την ηλιαχτίδα στο στήθος,
ανησυχία που μεγαλώνουν οι ρίζες του άνθους
που βλέπει στο παρελθόν
Πως κύλησαν οι ζωές μας
σε ετικέτες προϊόντων που αναγράφουν
εύγεστο;
Φοράω ένα μικρό σκουλαρίκι στο αυτί
κρύβεται πίσω από τα μαλλιά
σαν παθιασμένο φιλί στο στόμα.
Τα αναπαυτικά μαξιλάρια βουλιάζουν
στα χρώματα του καλειδοσκοπίου
βρέχονται από τις σταγόνες του ποτηριού με το νερό.
Η μέρα μικραίνει κι η ασπρόμαυρη φωτογραφία
ψάχνει το κόκκινο κάδρο
σαν έξοδος κινδύνου που δραπετεύει από την οθόνη
και χάνεται στις διασταυρώσεις,
Σωπαίνω
η αγάπη μοιάζει σαν κύμα
που δεν βυθίστηκε στη θάλασσα
τα θέλω έγιναν δίχτυα στα μπορώ.
Κάποιος μιλάει κι αλλάζει λεπτοδείχτες
λαθρεπιβάτης του χρόνου σε παρατεταμένη
αναμονή του κρύου.
Σωπαίνω
Είμαι όμορφη στα στολίδια μου
εγώ και το πανωφόρι μου,
στο δρόμο πολύχρωμα συναισθηματική
όταν τον εαυτό μου φυλακίζω.
Σε ότι αγαπάω σωπαίνω.

ΝΑ ΜΟΥ ΧΑΡΙΖΕΣ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μια θάλασσα δική μου να μου χάριζες
μια ακτή στην πόλη με του χειμώνα βότσαλα.
Στα απομακρυσμένα φώτα να κρεμούσες πανσελήνους
στο μπλε βαθύ να είναι οι άκριες της γης μου.
Μια βροχή δική μου να μου έφερνες να λούσω τα μαλλιά μου
για να τ’ αφήσω ελεύθερα στης αμυγδαλιάς το θρόισμα.
Τα ξασπρισμένα ξύλα να μου μάθαινες να κάνω τόξα
να τα έδινα στον έρωτα από το βάθρο να πετάξει.
Ένα στεφάνι για τα μαλλιά-να έφτιαχνες
από του άγριου βουνού τη ρίγανη και τους ανθούς της καστανιάς
στου χωραφιού τα κίτρινα σιτάρια να είμαι το αερικό
που παρασύρει ο άνεμος από ερωτική λαγνεία.
Ένα βραχιόλι να μου πέρναγες στο χέρι
φτιαγμένο από τις σπάνιες ανάσες των φιλιών
απ’ το κατώφλι των δαχτύλων σου τον κόσμο να γνωρίσω.

ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Περιμένω.
Δεν μιλώ.
Δεν αγγίζω.
Περιμένω τη βροχή.
Μια γραμμή κόκκινη
σχεδόν/πολύ.
Νύχτα ορίζεται.
Στερούμαι.
Κοιταζόμαστε στα μάτια
έρωτας/θάνατος.
Στερούμαι
την πιθανότητα αλήθειας.
Θυμάμαι να νιώσω.
Περιμένω.

ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ

Θα κατέβω στη στάση «Ακρόπολη»
με το μετρό νύχτα και τους ταξιδευτές του
που ’χουν ένα χαμόγελο ευτυχίας
προετοιμάζοντας την έξοδό τους.
Θα ανηφορίσω και θα μπω δεξιά
στο μικρό στενάκι
με το όνομα «οδός Ερωτόκριτου».
Υπάρχει ένα δέντρο που φανερώνει την ωραιότητα των σκιών του
ένα παράθυρο της μνήμης μου πάντα ορθάνοιχτο
και ένας φανοστάτης που ρίχνει με τον πιο ερωτικό τρόπο
το φως του σε ένα γιασεμί.
Θαρρώ πως λούζεται ή καίγεται
δεν μπόρεσα ακόμα να ερμηνεύσω το τι.
Εκεί στο πεζούλι, εκεί στο σημείο
που μελαγχολούν τα σαββατόβραδα
θα αναζητήσω τα μάτια σου στην πόλη.
Μαζί με το γιασεμί θα συντριβώ για μια στιγμή
λίγο πριν μετανιώσω που είπα
πως είναι δύσκολο πράγμα η αγάπη.

ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΜΕΝΑ

Μάτια με ορίζοντα στο μαβί χρώμα.
Μέρες αλόγιστου ταξιδιού
ροδοπέταλα ζουμπουλιών μοιάζουν βελούδινα.
Από τα καμπαναριά των έρημων ξωκλησιών
τραγούδι για το αυτί των εραστών.
Η ησυχία του ψηλού βουνού χάρισμα
και οι λόφοι που κάνουν τις κορφές μεγάλες.
Το μπλε που ασημίζει
της μοναξιάς λίγη χλωμάδα
στο σπίτι το μαξιλάρι της καρέκλας
το βάρος των ποδιών στη ζυγαριά.
Ο κεραυνός έσκισε το τζάμι στα δύο
λάμψη σαν εισιτήριο κουρασμένο
η ντροπή λαλήθηκε στα μάγουλα.
Το γνωστικότατο να μοιράζεις
υπεροψία ομίχλης
χέρια αχόρταγα σε στήθη πρόθυμα
ψέματα σε βιβλία που λείπουν σελίδες.
Κινήσεις που χορεύουν αγάπη
αρχάρια στην πίστα των φοβισμένων παπουτσιών.
Κάτι από μένα για σένα.

ΜΗ ΜΕ ΑΝΑΛΥΕΙΣ

Σε παρακαλώ, μη με αναλύεις,
μπορεί αλλού να βρεις όλο το φάσμα των χρωμάτων.
Μπορεί να δεις κάτι που μοιάζει πειρασμός
να μ’ ακουμπάς με τρόπο φωτεινό
που ανοίγει δίοδο στη σκοτεινιά.
Υπάρχουν χρώματα που φτιάχνονται κάθε στιγμή,
μα σαν με δεις να τρέχω, μη με ακουμπάς.
Δε τον αντέχω τον συνωστισμό.
Ζω στην Αθήνα, ζω μέσα στην τσέπη σου
στους δρόμους και στα αντικείμενα όσων μ’ αγάπησαν πολύ.
Σε κάποιο φύσημα,
σε μια παλάμη που έκλεισε κρατώντας
όλες τις παιδικές τις ζωγραφιές μ’ ουράνια τόξα.
Δεν μένω εκεί που οι άνθρωποι κατασκευάζουν μινιατούρες,
σπίτια, ζαχαρωτά και κούκλες.
Έχω παγιδευμένα αισθήματα μέσα στο σώμα μου
κι ίσως σου μοιάζουν
κάποιες φορές μες στα κλουβιά πετάνε αετοί.
Σε παρακαλώ, μη με αναλύεις, χωράω ολόκληρη σε ένα φιλί
που δε στριμώχνει την ψυχή.

.

ΑΘΟΡΥΒΟΙ ΜΥΘΟΙ (2015)

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Ω Ποιητές κρατάτε στο χρόνο
την ασάφεια σας.
Η θλίψη σας
κάτω από ένα καλοσχηματισμένο
μουστάκι ειδήμονα της τέχνης
που ξέρει μονάχα
μια λέξη, εγώ.

Κι η ποίηση που ακροβατεί
σε ονειρικά σχοινιά
όταν τα πόδια της έχουν πια
ματώσει
ξέρει πως είναι μόνη
και πως σε χέρια επικίνδυνα
γίνεται απλώς γελωτοποιός ονείρου.
Μα με χάρη μεγάλη και σοφία
από όσα έμαθε
αφήνει τις λέξεις
να παίζουν κάτω από τα εγώ
ανθρώπων που βίδωσαν
τα πόδια τη γη.

Η ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ

Από πότε μίκρυνε
η ψυχή των ανθρώπων;
Τη θυμάμαι τεράστια,
αγκαλιά.
Μα τώρα μήτε Αλκυονίδες μέρες
καν περιμένει.
Κι όλο απορία ρωτάει
πόσο μίκρυνε η αγάπη
κει που ακουμπούσε
στη πέτρα να ξεκουραστεί,
πέτρα έγινε.
Πόσο μίκρυναν οι εικόνες της
πού χάθηκαν
σε στενά,
εκεί που κάποτε
στεκόταν γιορτινό το πανηγύρι
κι η μπαλαρίνα στο λούνα πάρκ
γύριζε τη χαρά της;
Και πια συναντά απομεινάρια
ξεθωριασμένων παλιάτσων
τα πρόσωπά τους
μη αναγνωρίσιμα
μασκαράτα δήθεν ανίδεων
στο μέγεθος της.
Μα κείνη γνωρίζει καλά
τώρα η περιπλάνηση
της έμαθε
να βρει αντάμωμα
πέρα στα μεγάλα λιβάδια
κει
που κάνουν σπίτι κόκκινες παπαρούνες
και μήτε ανάγκη έχει πρόσκαιρη
γιατί ξέρει
πως στο τέρμα των λουλουδιών
δε θα ναι μόνη.

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ

Και έπειτα κοίταξα ψηλά
κοίταξα και μακριά στη θάλασσα
είχα μια λαχτάρα να τα δω όλα.
Κι έπειτα ονειρεύτηκα μεγάλα ταξίδια.
Μίλησα με τον αφρό της καθαρής σκέψης
μιας και ο δικός σου ήταν ασήμαντος
και η μόνη σου επιθυμία
να με κρατήσεις κοντά στη στεριά.
Βήματα μικρά στην αρχή
έγιναν γρήγορα τρέξιμο
και αυτό φυγή είναι
είπα ας το κάνω.
Και έπειτα μάλωσα με έναν άλλο εαυτό
χαρούμενο και ονειροπόλο
και ευτυχώς γιατί μου έδωσε κάτι
χρυσά κλειδιά.
Το δώρο μου για σένα
να ανοίγεις τα όνειρα ένα ένα
να ανοίγεις εκεί που δε μπορείς
που δε τολμάς και μη φοβάσαι
ίσως λιγάκι μόνο βραχείς.
Αλλά θυμήσου πόσο σου άρεσε
το παιχνίδι με τα κύματα.

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ

Βλέπω στο πάρκο τη μοναξιά της κούνιας
ένα βιβλίο κατάχαμα σπαράζει
ο κύκλος ασφυκτιά
στη μονότονη τροχιά του.
Μου έκλεψαν τον ονειροποιητή
και πως να κοιμηθώ,
ο φίλος έφυγε προς άγρα
πάθους της κάθε στιγμής.
Νυχτώνει και μαγειρεύω χημεία
να συντηρηθεί του κρεβατιού
η μελωδία της ζωής
στο σημείο που υπάρχει ρωγμή.
0 ουρανός μου πέταξε για άλλο
βολικό κρεβάτι
κι εγώ δεν είμαι πουθενά.
Καληνύχτα Κύριε Άντερσεν.

ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ

Όλη τη μέρα είμαι γυμνή
ορκίζομαι πως δεν ήξερα
πως αφορά το φως της μέρας
παρά μόνο σαν αστράφτει
κείνες τις ώρες που απολαμβάνεις
τη ταχύτητα του φόβου
που πλησιάζει κοντά σου.
Και οι άλλες μέρες παρόμοιες πρέπει να ήταν
ορκίζομαι μια στιγμή κρύωσα
ένα χνούδι που πέρασε απαρατήρητο.
Η συνέπεια απαιτούσε να φοράω φανέλα
κάλτσες και βολικά παπούτσια
η μονιμότητα εσώρουχα βαμβακερά.
Δεν έβλεπα εκείνο που βλέπουν οι άλλοι
τα βράδια που ασημίζουν περί μένα
να πετάξω κανένα ρούχο.
Υπέθετα πως αυτά αφορούσαν
τα όνειρα καλοκαιρινής νυκτός
μα έκανα λάθος.
Ζεστάθηκα όταν
η γύμνια κουκούλωσε το σώμα
μα πάλι ορκίζομαι πως δεν ήξερα.

ΚΡΥΦΟΚΟΙΤΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Καμιά φορά κοιτάζω στα κρυφά
τα μάτια σου
κι έχεις την αγωνία του ανθρώπου
κλεισμένου στο θάλαμο τηλεφώνου
που περιμένει τη ακρίβεια οδηγιών
ενός ανώνυμου τηλεφωνητή.
Αμήχανα προφέρεις συλλαβές
δεν ολοκληρώνεις τις λέξεις
στέκονται εκεί πριν τα χείλη,
τις δαγκώνεις με επίγνωση
αποθαρρυμένων ονομάτων.
Καμιά φορά κοιτάζω στα κρυφά
τη μονοτονία των χεριών
με την πλαστική σακούλα
που αγόρασες σε ευκαιρία
ένα συν ένα ένα δώρο
όταν κάτω από το λευκό μπλουζάκι
χτυπούν ακανόνιστα χτύποι
δεμένοι με αλυσίδα
στο γιλέκο των αιώνιων λόγων.
Μα παραμένει ατυχής
η κλήση του έρωτα σου
όσο κρυφοκοιτώ τα μάτια σου.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΑΦΟΡΕΣΜΟΙ

Της νύχτας οι πόθοι
χορεύουν
πάνω στη θάλασσα.
Πετάνε τα πέπλα τους
στα αερικά
της δωδεκάτης ώρας
για να τους φέρει κοντά
ματωμένα φεγγάρια,
που ηλικία δεν έχουν
παρά μόνο ηττημένους
αφορισμούς.

ΗΜΙΣΥ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ

Δεν ξεμπέρδεψα με το ήμισυ του παντός.
Οι ήρωες της οθόνης των θερινών σινεμά
από τα παιδικά χρόνια με κατασκοπεύουν.
Κάποιες φορές με τιμωρούν που κόβω
το ψωμί με τα χέρια
και άλλες κοροϊδεύουν την ανάγκη
να δίνω ανθρώπινη διάσταση
στους ανθρώπους.
Δεν ξεμπέρδεψα με το άσπρο τοπίο
που έχω καλύψει με ζάχαρη άχνη
με το καιρό καραμέλωσε
για να έρχονται οι μέλισσες να γονιμοποιούν
όνειρα μόλις βγαίνουν τα αστέρια.
Δεν ξεμπέρδεψα ακόμα με ασκήσεις
ελαφριών βημάτων στο δρόμο
η ησυχία επιβάλλεται.
Μα παραμένει σε ελευθερία το δικαίωμα
σωματικής έλξης
ένα κουτί χρώματα
ένα στυλό και ένα τετράδιο.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΑ

Ήταν αναμενόμενο
η εξοικείωση σκοτώνει
ία ερωτοτροπούντα κύτταρα
προερχόμενα των
συναισθηματικών πηγών.
Οι σημειώσεις απαγορεύονται
μπορούν να αποβούν μοιραίες
για τη γαλήνη του σύμπαντος κόσμου.
Απομακρυνόμαστε από τη θάλασσα
ίων εσωτερικών καταδύσεων
μα η υποκρισία αφήνει σημάδι.
Ρυτίδα οριζόντια και κάθετη
που διογκώνεται από τις κραυγές
ερεθιστικότητας που ασκείται
στο άκουσμα μικρών λέξεων
που επαναστατούν ακόμα
μιλώντας χαμηλόφωνα.

ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ ΘΑ ΓΙΝΩ ΦΙΛΙ

Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω φιλί
σε ναυάγια που δεν τα ανασύρει κανείς.
Να κολυμπώ με αισθήσεις που ο ήλιος
δεν τις βλέπει μήτε οι άνθρωποι.
Όταν θα μεγαλώσω θέλω να γίνω χρυσόψαρο
που βγήκε από τη γυάλα
και γλιστράει σε ιδρωμένες σταγόνες.
θα απομονώνω τις φωνές
που χρειάζονται γυάλα για να επιβιώσουν.
Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω εγώ
να αφήνω στα απάτητα βουνά καράβια
να συντροφεύουν θάλασσες που χάθηκαν
να περνώ κάθε Φθινόπωρο
να ρίχνω γιρλάντες και δάκρυα για συντροφιά.

ΠΑΛΙΟ ΚΛΕΙΔΙ

Να θυμάσαι το φιλί μου
Να θυμάσαι το άγγιγμα μου
ότι γέννησε η αρχαιότερη μνήμη
το κουβαλάς.
Σε στοιχειώνει
σε καταδιώκει στο χρόνο
στο μικρό χρόνο.
Σε ένα δέκατο του φιλιού
θα κοπεί το ρεύμα
θα είναι καλοκαίρι
θα σου επιτραπεί να έχεις
ώρες ευτυχίας με το μαγιό
μα όταν θα καπνίζεις
θα έρχεται χειμώνας.
Σήμερα – χτες ίσως σε δυο χρόνια
η εποχή θα είναι μια αβάσταχτη
κλειδαρότρυπα
που θα πασχίζει να κάνει χώρο
στο σκουριασμένο κλειδί
που θέση διακοσμητική
του έχουν δώσει.

ΜΕ ΛΥΣΣΑ

Χύθηκε ο καφές στο πάτωμα
και παρατήρησε τη συλλογή λεκέδων.
θα ’ταν ένα τσιγάρο καθάρισμα
μα είχαν εισχωρήσει σε χαραμάδες
στο κρεβάτι και στα νύχια,
πρέπει να αλλάξει τα σεντόνια.
Είναι σαν τους άλλους.
Τόση σπατάλη σε απορρυπαντικά
τόσος κόπος στη λεπτομέρεια
των πραγμάτων.
θα φτιάξει κέικ με κεράσια ζουμερά
να τρέχει χυμός
θα βρεθεί αλλού
που ο καφές
δε θα είναι φορτίο.
θα παρατηρεί μονάχα τη κίνηση του
ως που θα φτάσει
σαν ίο μήλο στη λαϊκή που έπεσε
και ακολούθησε τη πορεία του
για να αναρωτιέται ως που.
Της αρέσει η κατηφορική διαδρομή
όταν δεν έχει απαντήσεις.
Μα είναι σαν τους άλλους
και χτυπάει με λύσσα τα υλικά.

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

Αυτά τα κόκκινα παπούτσια
πάντα την πήγαιναν σε γιορτή,
να έχει να χαίρεται που άγρυπνά
με τις εξαιρέσεις κάθε μέρα
όταν σιωπά με την αργοπορία
των καραβιών που φεύγουν
στην άγονη γραμμή.
Με μια σταγόνα αρμύρα
στην άκρη των χειλιών,
χαρά και θλίψη οι αποχωρισμοί
μα πάντα δίπλα στην απορία
της μαργαρίτας που τούτες τις μέρες
παρέα της κάνει
όταν περιφέρει τα ερωτηματικά των πετάλων της
και τα ακουμπά δειλά πάνω
στα παπούτσια, σαν κάτι από την καρδιά της
πριν πετάξουν για συντροφιά των μουσικών
που περιμένουν τον ήχο στο μεταλλικό κουτί
να ξεχυθεί η μουσική μέχρι τις ψυχές
των ερωτευμένων ποιητών.
Μα κείνη πετάει πέταλα με όχι,
το παιδάκι της λέει, κορίτσι με τα
σγουριστά μαλλιά, κράτα τα κόκκινα
λουστρίνια και συμφωνεί
με την υποψία του πόθου στο φιόγκο τους.
Υπάρχουν πάντα αυτοί που περιμένουν
για μια αγκαλιά φορώντας πανοπλία.
Καιρός πανιά καιρός κουπιά φωνάζει
και τρέχει γιατί δουλειά έχει ακόμα.
Να μάθει μαργαρίτες να χορεύουν σε
κόκκινα παπούτσια.

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ

Και πώς να πω για κείνο που δε ξέρω;
Ωδή στη σιωπή
τα χέρια τρίβονται
στο στήθος παγωμένα μάταια.
Ζυγώνει Άνοιξη
και φοβάμαι
τις ρίζες που αντιστέκονται στον πειρασμό της.
Σώπασα γιατί ποθούσα
ίσως κάποτε
κι έβγαινα στην αυλή με τη σκούπα
να μαζέψω πεσμένα φύλλα,
όλα να είναι καθαρά.
Γυμνή μαθαίνω πως να τελειώνω σιωπές
μα
ανέξοδα θα αφήσω τη πραμάτεια μου στη μέση
να χαιρετήσω όσους ήδη έχουν φύγει.
Θα στραφώ στον κλειστό κήπο
να μαζέψω
πεσμένα χαμόγελα σιωπής
μα πάλι δε θα ξέρω.
Μόνο φοβάμαι που είναι εδώ.

ΕΝΑ ΟΧΙ ΣΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ

Κολλαρισμένο σεμέν
ο δίσκος με τα αγγελάκια.
Γλυκό με σιρόπι στο στόμα
εκεί μαζί με τις δαντέλες
η γραμμή του στήθους
καυτερή πιπεριά.
Στην αγκαλιά μου είπες
μυρίζεις λουκούμι τριαντάφυλλο
με οδηγούν παλιές μνήμες
που βγάζουμε μια στο τόσο
από το μπαούλο.
-Θυμάμαι τι σημαίνουν αυτές οι μυρωδιές
λεβάντα και ναφθαλίνη.
Σε κέρασα νερό να φύγει η γλύκα
από το στόμα
και είπα πως δε είμαι διαθέσιμη
για φιλοξενία.

ΕΡΩΤΑΣ

Στους ώμους φτερά
στα χέρια ο ήλιος
η ανάσα μυρίζει χαρά.
Στα πόδια αηδόνια
αναπαύονται με αγάπη
στο στήθος φυτρώνουν βλαστοί
στα ρούχα ράβει τζιτζίκια
κ αγγέλους.
Διάφανη έχει καρδιά
όλοι μπορούσαν να δουν
τον έρωτα να χορεύει.

ΦΛΕΒΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Το μεσημέρι πίνοντας κρασί με τη παρέα
αντίκρισα τη φλέβα στο μέτωπο
κι άπλωσα το χέρι στο πουθενά να την αγγίξω.
Ήσουν μακριά από τη στιγμή μου
κι ας υπήρχες στη σκέψη μου
θαμπός και ξεθωριασμένος.
Μια απαλή νότα
μια σελίδα βιβλίου
ένα σπασμένο ποτήρι στο πάτωμα.
Κοιτώντας το αυλάκι πάνω στο μέτωπο
μετρούσα τη ροή του αίματος,
τους χτύπους της καρδιάς δεν υπολόγισα.
Είχα τη βεβαιότητα πως ακανόνιστοι είναι
όπως και οι δικοί μου.

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΚΑΡΕΚΛΑΣ

Εκεί στην άκρη της καρέκλας
μόλις σχηματισμένη ρυτίδα
σχηματισμένο χαμόγελο
χέρια σε αναμονή.
Η θλίψη σου φτιάχνει
το πρόσωπο αλλιώς
πόδια σταυρωμένα
σε αναμονή.
Το χαμόγελο ρίχνει
τα μαλλιά στους ώμους
υπάρχει ακόμα κάτι ανάλαφρο
ένας κυματισμός στα όνειρα
της μισοτελειωμένης
κούπας καφέ.

ΦΙΛΟΞΕΝΩ ΟΝΕΙΡΑ

Φιλοξενώ όνειρα που δίχως εκπλήρωση
κολυμπούν για μια στάλα αρμύρα
κάθονται με ευχέρεια στου κρεβατιού
τη συνθήκη.
Όνειρα που σκαλωσιές γίνονται
στη θέληση του κορμιού
αρπάζουν τον αέρα
και πετάνε βαθιά στη θάλασσα
σανίδα σωτηρίας.

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΥΧΑΙΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

Συνάντησα έναν άντρα
με ένα φασιανό κολλημένο στα μαλλιά του
που σκέπαζε το φέγγρισμα των ματιών του.
Το πρόσωπο του ήταν απροσδιόριστο
στη χαρά ή στη λύπη,
στα χείλη του κολύμπαγαν ψάρια ποταμίσια.
Δημιουργούσε αντιφατικά συναισθήματα,
μάλλον ήταν ένας όμορφος άντρας
-εκείνος το ήξερε –
με τη στασιμότητα της απάθειας στους ώμους του.
Μου ήρθε η διάθεση να του αγγίξω το χέρι
λέγοντας του μη φοβάσαι,
ο ήλιος στέκεσαι στο μάγουλο σου.
Αμέσως μετά πρόσεξα το ανασηκωμένο ματόφρυδο
είδα την υπεροψία που έχουν αυτοί
που φυλακίζουν φασιανούς μέσα στο σώμα,
και χάθηκε η οικειοποίηση του αγνώστου.
Δεν αγαπώ τα ανέκφραστα τα πρόσωπα,
δίχως τη ρυτίδα στη μύτη στο μέτωπο ,
της προδοσίας τις μελαγχολικές γραμμές,
στα χείλη το παράπονο του τελευταίου του φιλιού.
Δεν αγαπώ τα ανέκφραστα χέρια
πως να στο πω,
τα καλοσχεδιασμένα στην παγερή ευγένεια,
που οι χειραψίες τους δεν κλείνουν το συναίσθημα,
έτσι σαν δώρο στη χαρά της γνωριμίας.
Η μέρα κύλησε ομαλά, μετέωρη, στο σφίξιμο
των πουπουλένιων στιγμών.

ΕΛΚΥΣΤΙΚΗ ΜΕΡΑ

Ένα πηχτό σύννεφο εγκλωβίζει την πόλη.
Η έννοια της ελευθερίας μας, σε εξόδους κινδύνου
παραμένει κλειστή στα εθνικά δίκτυα.
Θα χαιρόμασταν με τα λευκά βαμβακένια σύννεφα
ωφέλιμα θα γελούσαμε στην κούνια του σύμπαντος.
Είναι σαν να παραμονεύει η μελαγχολική φύση
να μας χαρίσει δικαιολογίες
με αφορμή τη χειμωνιάτικη χειραψία,
κρύα σαν τα κρύσταλλα,
που πλένουμε στον πολυέλαιο του σαλονιού μας.
Εφόσον υπάρχει η ασφάλεια της εκ των έσω αναζήτησης,
τραβάμε την κουρτίνα σε θλιβερές αποκαλύψεις.
Τα σύννεφα έχουν προορισμό το ταξίδι στο άγνωστο,
οι δρόμος μας είναι το ταξίδι ίσαμε τον διακόπτη.
Θα συνάψουμε σχέσεις σύντομα,
ο έρωτας μας θέλει μελαγχολικούς,
τα βυθισμένα στο μαλακτικό μαλλιά μας,
μιλούν για δυσδιάκριτες βροχοπτώσεις.
Είναι ωφέλιμο να σκεφτόμαστε πως θα ήταν μια ελκυστική μέρα.

10-1-2018 fractal

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ

Είναι μέρες αντίστροφες
που το ημερολόγιο θυμίζει καραμέλα.
Αυτό έκανα πέρυσι και αυτό πρόπερσι.
Ο φόβος της επανάληψης λέξεων
που δεν επισκευάζονται
δε μετατρέπονται και δε μεταποιούνται.
Η ματαιότητα ως να πηγαίνω να αγοράσω
ωδικά πουλιά
που θα τα κλείσω σε κουτιά.
Γραφές ημερολογιακής αλήθειας
είναι η μόνη αλήθεια που αντέχει χωρίς μελάνι.
Όπως να τρως σταφύλια που έχουν αφαιρέσει το ζουμί.
Ακίνδυνα σταφύλια
αλέκιαστα στις συναναστροφές
ερωτικές περιτυλίξεις κλεισμένες αεροστεγώς.
Μέρες που έρχονται για να κυλήσουν αντίστροφα
και πάλι από την αρχή
συνοδεύοντας την αυταρέσκεια της νίκης με τον εαυτό σου.

Δεν απειλούνται πρόσωπα
που ήθελαν κομμάτι από σένα
κομμάτι από αλλού και από αλλού.
Το ελάχιστο απειλή δεν είναι,
επιλογή ημερολογιακή είναι.

το βιβλίο net 13-2-2017

ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Αργά σε μια τόση μικρή νύχτα.
Σίγουρα κάποιος τραγουδάει για το χάραμα
καθισμένος στα σκαλιά της βιβλιοθήκης.
Κάθε λεπτό αποτελείται από αφηγήσεις χαμένων ψευδαισθήσεων,
από εκείνες που κράταγες με εμμονή
για να επιβεβαιώνεις την ύπαρξη της σάρκας.
Η νόηση της ψυχής
σε μια τέτοια μικρή νύχτα,
σίγουρα με κάποιον έχει ξαπλώσει και βλέπει τα αστέρια,
κάνει έρωτα, και νιώθει με κάθε ανάσα πως πεθαίνει.
Σίγουρα κάποιος κοιμάται αδιάφορος
βλέποντας παραλλαγές του ίδιου ονείρου κάθε βράδυ.
Η αίσθηση της αθανασίας βολεύεται προσωρινά
σε σκέψεις με μαθηματικούς υπολογισμούς
που σχεδόν πάντα καταλήγουν στο μείον.
Η νύχτα παραμένει για όλους λευκή.

το βιβλίο net 18.09.2017

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΘΟΡΥΒΟΙ ΚΥΚΛΟΙ
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

LITERATURE.GR 23/2/2024

Των αθόρυβων ανθρώπων

Κι αν οι δρόμοι παρέμειναν ανοιχτοί
δεν υπάρχει προορισμός ευτυχίαςi

Τη συναίσθηση του παρόντος καλλιεργεί η Ντίνα Γεωργαντοπούλου στην ποιητική της συλλογή Αθόρυβοι κύκλοι (Βακχικόν 2024). Ο χρόνος και η σχέση του με τη συνείδηση αποτελούν μέρος του ενδιαφέροντός της, όπως και η οντολογία του υλικού κόσμου μέσα από την επενέργεια της υποκειμενικότητας. Εσωτερική και αφαιρετική, ενίοτε κρυπτική η ποίησή της, με αντιπαραθέσεις εικόνων, προτείνει ένα ήθος αντίθετο στον ωφελιμισμό και τον κομφορμισμό. Συνομιλώντας με τις βαθύτερες διεργασίες του μυαλού και του ασυνειδήτου, καταλήγει σε μια αλυσίδα αισθήσεων οι οποίες αποτυπώνονται σε ελεύθερο στίχο και εστιάζουν στα απλά και καθημερινά.

Η Γεωργαντοπούλου επικεντρώνεται στους ανώνυμους ανθρώπους του αστικού κέντρου, στις στιγμές του βίου τους. Αφανείς ήρωες που παρότι πνίγονται στη βιοπάλη, περιορίζονται σε λίγα τετραγωνικά, ξέρουν να ονειρεύονται και να είναι ο εαυτός τους.

ΑΦΑΝΕΙΣ ΗΡΩΕΣ

Ο ήρωας δεν μιλά πολύ,
γεμίζει το στομάχι με εμπειρίες της ζήσης του.
Φυτεύει λουλούδια για τις μελλοντικές γενεές,
κρεμά τα ρούχα του δίπλα σε λογαριασμούς. […]

Πάει στο ψαράδικο κι αγοράζει μαρίδες.
Ο πατέρας του ήταν οποιοδήποτε,
η μάνα του μαγείρευε τις Κυριακές κοκκινιστό.
Η καθημερινότητα τον καταπίνει,
βγαίνει στη βεράντα με θέα ώς το επόμενο τετράγωνο,
βλέπει μακριά σε μέρη που δεν πήγε,
αγαπά τα ταπεινά γονατίσματα. […] (σελ. 11)

Κοινωνική η θεματική της συλλογής, πολιτική με την ευρύτερη έννοια του όρου, υπαινίσσεται τα τρωτά του σύγχρονου κόσμου, τη θεοποίηση του χρήματος, τον παραγκωνισμό του πνεύματος και της τέχνης, τον έλεγχο της σκέψης από αόρατους μηχανισμούς, την ανεργία, τη φτώχεια. Στηλιτεύει τη μαζοποίηση, τον καταναλωτισμό, τον ναρκισσισμό, τον πολιτισμό της ταχύτητας, την έπαρση.

ΟΔΥΝΗΡΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

Μπορώ να καταλάβω τον μέλλοντα λόγο,
τα κουρασμένα παπούτσια με λάσπη
που αηδία προκαλούν στα αστικά πατώματα.
Πρόσωπα ανέκφραστα,
πόρνες που κλαίνε πάνω στον ομφάλιο λώρο.
Την αξιοπρέπεια των ανώνυμων στίχων,
το ειρωνικό χαμόγελο του αδιάφορου επώνυμου,
την έπαρση που χτίζει το σώμα. […] (σελ. 22)

Έμμεσα καταγγελτικός ο λόγος, μάχεται κυρίως τον συμβατισμό, μια νοοτροπία που μεταδίδουμε στα παιδιά μας διά μέσου της αγωγής.

ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΕΜΕΙΣ

Γίναμε οι μανάδες μας,
γίναμε οι πατεράδες μας.
Φοβάμαι τα παιδιά μας θα γίνουν εμείς.
Θα μάθουν καλά το παιχνίδι της διπλωματίας
και της αστικής ευγένειας. […]

Τα παιδιά μας φοβάμαι ότι θα γίνουν εμείς.
Καλοί νοικοκυραίοι,
αναίμακτα θα φτιάχνουν έρωτες,
παγωμένα χαμόγελα και κλειστά πρόσωπα στις αισθήσεις. (σελ. 25)

Χωρίς ιδεαλισμούς, έχοντας απομυθοποιήσει μεγάλα λόγια και βαρύγδουπες διακηρύξεις, η Ντίνα Γεωργαντοπούλου ειρωνεύεται την υποκρισία και τη ρηχότητα, την εξωστρέφεια. Φόντο στην ποίησή της οι δρόμοι του άστεως, οι βιτρίνες, το μετρό. Πλάθει σκηνές μέσα στο σπίτι, με τη γυναίκα που μαγειρεύει, με την κούπα του πρωινού καφέ, στον περίπατο, στην ιδιαίτερη πατρίδα. Γήινη ποίηση, με υπερρεαλιστικές εικόνες που πηγάζουν από το ασυνείδητο και τη μνήμη να παίζει καθοριστικό ρόλο, επαναφέροντας εικόνες από την παιδική ηλικία, την εφηβεία, το σχολείο, τις πρώτες αγάπες. Το ποιητικό υποκείμενο εκφράζεται σε πρώτο εξομολογητικό πρόσωπο.

Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

[…] Μυρίζει αγιόκλημα,
ο νους μου τρέχει σε σένα.
Η αγάπη έχει το σχήμα αθόρυβων μύθων,
τα ανεκπλήρωτα στο ποτήρι
ξεδιψάνε τη δίψα.
Είσαι άνεμος στο Δερβένι,
ατέλειωτο γαλάζιο τα μάτια σου.
Ο νους μου τρέχει σε σένα,
το τετράδιο με το σκληρό εξώφυλλο
φυλαγμένο ομολογεί
της εφηβείας τους φόβους.
Δεν έζησα χωρίς χαρτί και μολύβι […](σελ. 33)

Ο έρωτας, παρών, αλλά χωρίς τον μύθο του, χορεύει με τα λάθη του,ii προσγειωμένος, αλλά αποδεκτός, ενώ η ποίηση ανευρίσκεται παντού, αποτελώντας καταφύγιο.

ΠΩΣ ΝΙΩΘΩ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Νιώθω το ποίημα
στο πρώτο ανοιχτό κουμπί της ζακέτας,
στα δάχτυλο που φτιάχνει σχέδια στη σκόνη,
στα κίτρινα φύλλα που οδηγούνται στη φυσική πτώση […]

Στην απόσταση και στο δίπλα του έρωτα,
στις στιγμές που αγνοούμε,
στις αιτίες της φθοράς, της γέννησης και της χαράς,
στα αμαρτωλά μήλα, σε ό, τι έρχεται και φεύγει
σε ό, τι μένει στην πενιχρή και εύθραυστη ψυχή μας. (σελ. 10)

Με επιρροές από τον μοντερνισμό και τους «καταραμένους ποιητές» (διήγαν ζωή έξω από το κοινωνικό πλαίσιο ή ενάντια σε αυτό), η ποίηση της Γεωργαντοπούλου αποπνέει μια αίσθηση μελαγχολίας. Επιρροές και από τον Γιώργο Σεφέρη ή τον Τίτο Πατρίκιο, τους ποιητές του μεσοπολέμου. Αισθαντική και εσωτερική η ποιητική φωνή, με παρηχήσεις, περιγραφές, αφηγηματικότητα, συμφιλιωμένη με τα τραύματα, εκπέμπει ανησυχία για την αστική υποκρισία και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Στον αγώνα κατά της σαθρότητας προτείνει την ενδοσκόπηση.

ΑΓΑΠΩ ΤΙΣ ΑΤΕΛΕΙΕΣ

Πολλά χρόνια στο μαξιλάρι μου
είχα βάλει τον Αύγουστο,
το εκρού μπλουζάκι και το καφέ παντελόνι,
και σαν ξάπλωνα τα έσχιζα, τα μύριζα
και το πρωί τα μπάλωνα
νομίζοντας πως είν’ απόδειξη αγάπης.
Κι όταν τα υφάσματα κουράστηκαν απ’ τη φθορά,
τα ρούχα κράτησα σε ζελατίνα στην ντουλάπα
χωρίς πρόσωπο, κρεμασμένα, χωρίς χέρια,
απλά κρεμασμένα, νομίζοντας πως είν’ απόδειξη μνήμης.
Τώρα δεν τα κοιτάζω,
πληρών τη μνήμη με ασφαλή αισθήματα
και διάθεση δεν έχω κακό να κάνω στον σκόρο.
Ξέρω πως μαθαίνουν κι αυτά να ζουν
με τις τρύπες στο σώμα τους. (σελ. 19)

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

LITERATURE.GR 13/2/2024

Αφανείς ήρωες της καθημερινότητας

Η Ντίνα Γεωργαντοπούλου με την προσφάτως εκδοθείσα, τέταρτη κατά σειρά, ποιητική της συλλογή, Αθόρυβοι κύκλοι (εκδόσεις Βακχικόν, 2024), μάς παραδίδει σαράντα ένα καλοδουλεμένα ποιήματα με λόγο άλλοτε περισσότερο αφηγηματικό και περιγραφικό και άλλοτε περισσότερο μοντερνιστικό και ερμητικό με εμφανείς τις επιρροές της από τη γαλλική ποιητική παράδοση και τη “σχολή” των καταραμένων ποιητών. Η ποίησή της αφενός βρίσκεται παντού σαν τη σκόνη που τρυπώνει ακόμα και στα πιο στενά σημεία ενός δωματίου και αφορά, κυρίως, στους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, τους ερωτευμένους και τους θυμωμένους, που συνομιλούν σε βεράντες, μπαλκόνια, στενούς χώρους που τους περιορίζουν εντός του αστικού τοπίου και αφετέρου αποπνέει μια αίσθηση μελαγχολίας, παρακμής και φθοράς. Στα ποιήματα της Γεωργαντοπούλου τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο έχουν οι αφανείς ήρωες της καθημερινότητας, τους οποίους αποδίδει ρεαλιστικά με τις αρετές και τα πάθη τους, χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποίησης. Σκιαγραφεί τις φιγούρες της σύγχρονης κοινωνίας που βλέπουμε καθημερινά στο δρόμο, στα μέσα μεταφοράς, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις πλατείες και οπουδήποτε αλλού. Ωστόσο, εκφράζει διακριτικά το παράπονό της για την παθητικότητα και την αδράνεια που διακρίνει τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος περιχαρακωμένος σε στενά – σχεδόν ασφυκτικά – όρια και υπό διαρκή επίβλεψη από μια έξωθεν “θεσμοθετημένη” νόρμα δεν δρα αλλά αποχαυνώνεται όλο και πιο πολύ. Η ποιητική φωνή, λοιπόν, αυτή τη χωροταξία στην ύπαρξη τη μετατρέπει με τους στίχους της σε χωροαταξία στη σκέψη1 επιδιώκοντας να κερδίσει την κατανόηση έστω και των λίγων, των ελαχίστων που θα προσεγγίσουν τη γραφή όχι ως κάτι εφήμερο και ουτοπικό αλλά ως μια εσωτερική ανάγκη, ως μια έξοδο κινδύνου από το σκοτάδι στο φως, από την ψευδαίσθηση στην αλήθεια. Αυτή η εσωτερική ανάγκη τεχνοτροπικά αποδίδεται με τη χρήση εσωτερικού μονολόγου και λόγου εξομολογητικού σε πρώτο πρόσωπο. Ακόμα μπορεί να αγνοώ πως μέσα μου/ ο χώρος είναι κατειλημμένος από επωάσεις ιδεών/ που ο χρόνος θα δείξει αν θα αντέξουν τόση σιωπή.2 Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιστροφή της παράδοσης, του ειωθότος, καθώς η ποιήτρια επιλέγει να συνταιριάξει την αλήθεια και την ειλικρίνεια με τις νυκτερινές ώρες, με τα ερεβώδη σαλπίσματα των σκέψεών της, της αναπνοής της και όχι με το φως του ηλίου. Ο ήλιος δεν αποτελεί την καλύτερη επιλογή, καθώς οι ακτίνες του ξεθωριάζουν ή τυφλώνουν την ωραιότητα ή την ασχήμια της αλήθειας.

Η ποιητική φωνή αποδίδει με ψυχραιμία τη μοναξιά της ποίησης και των ποιητών, μια κατάσταση τόσο αληθινή όσο και στυφή. Εκεί, όπου επικρατούν η έλλειψη, η ανοχή, το πρόσκαιρο και το φευγαλέο η ευτυχία διαβρώνεται και οι ποιητές αφηγούνται στίχους που κανείς δεν ακούει και είναι χαρακτήρες γεννημένοι στη γη/ (που) αφήνουν κομμάτια τους απροστάτευτα/ σε έπιπλα μεταμφιεσμένα/ σε ένθερμο κοινό3. Το ποιητικό υποκείμενο, τόσο εύθραυστο που δεν αντέχει ούτε τον παραμικρό θόρυβο, ταλαντεύεται μεταξύ μοναξιάς και εγωισμού σε έναν φαύλο κύκλο, όπου τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν προκαλεί έκπληξη. Εντούτοις, είναι εξαιρετικά προσγειωμένο, δεν ζει με αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, αντιθέτως με συνειδητότητα και βαθιά ενσυναίσθηση αγωνιά για ό,τι φέρει ο μέλλων λόγος, για τις επόμενες γενιές και την τύχη τους. Και όσο πικρό και απογοητευτικό κι αν φανεί, απεύχεται οι επόμενες γενιές να γίνουν «εμείς», απεύχεται την επαναληψιμότητα της ιστορίας και την κληροδότηση όσων κατατρύχουν τη γενιά στην οποία ανήκει το ίδιο. Ακόμα και στο τεμαχισμένο παρόν στο οποίο αναπνέει το ποιητικό εγώ η αλήθεια βαραίνει περισσότερο, την αλήθεια κοιτά κατάματα δίχως φόβο: Εμείς γυμνοί φορούμε την αλήθεια,/ δέρμα ξηραμένο από παλιά,/ δεσμευμένες λέξεις στη γλώσσα,/ πλέκοντας μ’ αδράχτια το ξέφωτο4.

Πρέπει να ειπωθεί ότι στην ποίηση της Γεωργαντοπούλου ακόμα και η αγάπη δεν παρουσιάζεται εξιδανικευμένη, καθώς αντιμάχεται τη μνήμη. Εξάλλου κάθε εξιδανίκευση είναι ανούσια, καθώς πάντα κάτι διαφεύγει της προσοχής μας, κάτι λησμονούμε. Η μνήμη, λοιπόν, συμπαρασύρει τις ατέλειες, τη φθαρτότητα της σάρκας και, κυρίως, του πνεύματος, τις πληγές μας και το αίτημα της ποιήτριας δεν είναι άλλο από το να προχωρούμε πάντα στον δρόμο της ζωής παρέα με τα τραύματα – παράσημά μας, συμφιλιωμένοι με τις πληγές μας. Και προς επίρρωση του παραπάνω λειτουργεί η ποιητική του χώρου στους στίχους της Γεωργαντοπούλου, στην οποία ακροθιγώς αναφερθήκαμε στην αρχή αυτού του σημειώματος. Στα περισσότερα από τα ποιητικά κείμενα της συλλογής ο χώρος είναι μικρός, στενός, ένα δωμάτιο, το οποίο μπορεί συγχρόνως να φιλοξενεί τον πιο αγνό και ολοκληρωμένο έρωτα αλλά και τις πιο φτηνές και αγοραίες συναλλαγές. Είναι οι ίδιοι πάντα στον χώρο/ και με τους άλλους σε απόσταση./ Σαν βγουν απ’ το δωμάτιο και κατέβουν στην αγορά,/ τίποτα δεν θα τους φανεί ξένο./ Τα σφαγεία των κενών είναι εγκεφαλικά./ Δεν τρέχει αίμα./ Ευτυχώς δεν υπάρχουν θύματα5. Από την άλλη, η αγάπη θεάται μέσα από το πρίσμα της ανάμνησης. Επιστρέφοντας στα χρόνια της εφηβείας το ποιητικό υποκείμενο περπατά ξανά σε δρόμους τώρα πια χαρμολύπης βιώνοντας ανάμικτα συναισθήματα. Παράλληλα, η ποιητική φωνή τοποθετείται στον χώρο. Προσδιορίζει τον δικό της προσωπικό χώρο, όπου αναπτύσσεται και δρα μέσα από τα σχήμα εγώ = εμείς και αντίστροφα παρατηρώντας την κάπως παράταιρη θέση της σε σχέση με όσα την περιβάλλουν. Δηλώνει έτσι και την εν προόδω συγκρότηση της ταυτότητάς της. Εμείς οι τρυφεροί παρατηρητές/ στον δρόμο, στις βιτρίνες και στο μετρό,/ στη φαντασία που σκεπάσαμε με/ πραγματικότητα.6 Στόχος της ποιήτριας αποτελεί η επανανακάλυψη μιας ξεχασμένης αλήθειας, ενόσω η πραγματικότητα πνίγει καθετί υγιές σε ‘εκλεκτές συγγένειες’. Η Ποίηση αφήνει την ελπίδα ν’ ανασάνει και την ώρα εκείνη η ποιήτρια μπορεί να ψελλίσει το πάθος της, να επιστρέψει στην προσδοκία, να χορέψει με τα λάθη της και να συνδιαλλαγεί (επί ίσοις όροις;) με τον έρωτα. Όμως και οι μεγάλοι έρωτες παραδίνονται/ στις μεγάλες προσδοκίες/ και στη δικαιοσύνη της ομορφιάς,/ γνωρίζοντας πως θα ηττηθούν από τα αυτονόητα.7 Η ποιήτρια, επίσης, αναφέρεται με συμπόνια και κατανόηση στον πλατωνικό έρωτα, στον έρωτα χωρίς ανταπόδοση και τις συνέπειές του στο ερωτευμένο πρόσωπο, οδυνηρές και αφόρητα μοναχικές. Είναι δε εύκολα ανιχνεύσιμη η γυναικεία παρουσία στο έργο της Γεωργαντοπούλου. Η γυναίκα, δυναμική, στοχαστική και με έντονη θηλυκότητα ψιθυρίζει: «καλύτερη η σιωπή από λέξεις που πνίγονται»,/ πάνω στο κεφάλι της σε υπνηλία η ποίηση/ συνθέτει αγαπημένες συνήθειες./ Πότε γελώντας και πότε δακρύζοντας/ συνεχίζει τον δρόμο της.8

Ολοκληρώνοντας τούτη τη σύντομη περιήγησή μας στους Αθόρυβους κύκλους πρέπει να πούμε ότι στην ποίηση της Γεωργαντοπούλου σταχυολογείται η διάθεση, κάποιες φορές ματαιωμένη, για αντίδραση και αντίσταση σε ό,τι κουρσεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σε ό,τι διαρρηγνύει τους ηθικούς φραγμούς. Ξυπνάω νωρίς και τσαλακώνω τα πρόσωπα/ των παροικούντων στην εξουσία. […] Έτσι περιστρέφομαι γύρω απ’ την κερδοσκοπία/ των άλλων/ και αργοπορώ να δοθώ στις επιθυμίες μου.9 Είναι οι στιγμές που το σώμα ασφυκτιεί σε θάλασσα και στεριά, δεν χωράει πουθενά και η ανάγκη να ξορκίσει την εσωστρέφεια και να μιλήσει για τα γεγονότα καθίσταται αδήριτη. Δεν φτάνει να συγχωρέσουμε τους εαυτούς μας και να βολέψουμε τη συνείδησή μας, δεν πρέπει να πιαστούμε στην παγίδα της συνήθειας και υποδυθούμε πως μείναμε ικανοποιημένοι/ απ’ την ανταλλαγή της πραμάτειας μας.10

1 Αναφορά στο ποίημα «Υπό σκιάν», σ. 12.
2 Από το ποίημα «Αμείλικτος χρόνος», σ. 14.
3 Από το ποίημα «Η μοναξιά της ποίησης», σ. 17.
4 Από το ποίημα «Στιγμή», σ. 30.
5 Από το ποίημα «Μικροί δρόμοι», σ. 26.
6 Από το ποίημα «Εμείς σε λίστες», σ. 28.
7 Από το ποίημα «Ό, τι δεν φτάνει στην ακοή», σ. 31.
8 Από το ποίημα «Μικροοργανισμοί», σ. 51.
9 Από το ποίημα «Παλιοσυνήθειες», σ. 40.
10 Από το ποίημα «Θέατρο χωρίς ρόλους», σ. 48.

.

ΑΓΑΘΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 9/3/2024

Αθόρυβοι κύκλοι ονομάζεται η τέταρτη ποιητική συλλογή της Ντίνας Γεωργαντοπούλου, προϊδεάζοντας για μια ποίηση χαμηλόφωνη, υπαρξιακής υφής, που μιλάει για τους κύκλους της ζωής που κλείνουν αθόρυβα, χωρίς να μας προειδοποιούν, και για τον χρόνο που γλιστράει από τα χέρια μας, σαν την άμμο. Επηρεασμένη από τους καταραμένους ποιητές, όπως δείχνει το εναρκτήριο ποίημά της, η ποιήτρια δίνει το στίγμα της: οι θλιμμένοι στίχοι τους γίνονται κόμποι στ’ «αχτένιστα μαλλιά» της, οδυνηρά παρόντες στα ποιήματά της.

Η ποιητική συλλογή, ωστόσο, δεν εκπέμπει θλίψη, αλλά μια ήρεμη μελαγχολία για όσα θλίβουν την ποιήτρια, και όλους μας, για τις μέρες που φεύγουν ανεπιστρεπτί, για την αθόρυβη καθημερινότητα που σκεπάζει σαν κουβέρτα λήθης αισθήματα και σκέψεις, για τη μοναχικότητα του ανθρώπου. Η Γεωργαντοπούλου παρατηρεί με ευαισθησία τους «αφανείς ήρωες» της καθημερινότητας, τους ανώνυμους ανθρώπους που ζουν χωρίς εξάρσεις και πολυτέλεια, που αρκούνται στα λίγα και όμως απολαμβάνουν κάθε στιγμή της στερημένης τους ζωή. Την πικραίνει η διαρκής επίβλεψη της ζωής μας, τα τείχη που χτίζονται γύρω μας, ο εφησυχασμός για τον εγκλεισμό μας, η αδιαφορία των ανθρώπων, η καταναλωτική μανία:

-Λόλα, να πάρε ένα μήλο-
συναίνεση της τροφής
που χορταίνει αχυρανθρώπους
και χρυσό χάρισμα από τη διδακτέα ύλη.
Εμείς ζούμε τους τίτλους του παρελθόντος.
Ποιος θα νιώσει τις λέξεις σου;
Ποιος θα διαβάσει τα μάτια σου;
Ποιος θα αισθανθεί την αγάπη σου; («Υπό σκιάν», σελ. 12)

Πολλά ποιήματα της συλλογής ανήκουν στην κατηγορία των αυτοαναφορικών. Είναι, δηλαδή, ποιήματα ποιητικής, που μιλούν γενικά για την ποίηση και κυρίως για το πώς νιώθουν οι ποιητές:

Νιώθω το ποίημα
στο πρώτο ανοιχτό κουμπί της ζακέτας,
στο δάχτυλο που φτιάχνει σχέδια στη σκόνη,
στο κίτρινα φύλλα που οδηγούνται στην φυσική πτώση
αφού πρώτα γίνουν κόκκινα,
στη βροχή που ανακαλύπτει χρόνους παλιούς,
στους πάγκους που πωλείται η ανεργία,
σε διαμερίσματα των πενήντα τετραγωνικών
που κοιμούνται θυμωμένοι και ερωτευμένοι άνθρωποι.
Στα βράδια που η κουβέρτα ζεσταίνει τα εναπομείναντα,
τα γενικά και αόριστα συναισθήματα […]» («Πώς νιώθω το ποίημα», σελ. 10)

Η ποίηση αποτελεί για την ποιήτρια μια απελευθερωτική δίοδο για όσα την πιέζουν, για τα προσωπικά αδιέξοδά της, για τη σκόνη που επικάθεται μέσα της από τις καθημερινές συναναστροφές, για τα κοινωνικά προβλήματα, την ανεργία και την ανέχεια, αλλά και για τον έρωτα, τον θυμό, τη φθορά. Θλίβεται ακόμα για τον «αμείλικτο χρόνο» που στερεύει την έμπνευση και ξεθωριάζει τις μνήμες.

Ο λόγος της είναι κυρίως αφηγηματικός. Σαν να έχει μπροστά της έναν καθρέφτη και μιλάει προς εαυτόν, εξομολογείται πάθη ποιητικά και κοινωνικά, χωρίς πάθος, ήρεμα κι αθόρυβα. Μια εξομολόγηση που ξεδιπλώνεται σταδιακά, σε ποιητικές «φέτες», πότε σύντομες και πότε εκτενείς. Κάθε ποίημα είναι μια μικρή εξιστόρηση με λόγο απογυμνωμένο από κάθε τι περιττό, στην οποία η ποιήτρια μας κάνει κοινωνούς στα συναισθήματα και τους προβληματισμούς της: για την έπαρση των επωνύμων, για τα ανέκφραστα πρόσωπα και τις επιτηδευμένες σχέσεις, για τη μοναξιά του ποιητή, αλλά και τον αγώνα της με τις λέξεις, ιδίως σε στιγμές που η ποίηση είναι σε «υπνηλία». Παρόλα αυτά «Πότε γελώντας και πότε δακρύζοντας / συνεχίζει τον δρόμο της» («Μικροοργανιαμοί», σελ. 51).

Οι στίχοι της Γεωργαντοπούλου χτίζονται με απλές λέξεις και εικόνες καθημερινές. Δεν είναι όμως εύκολο να διεισδύσεις στο βάθος τους, γιατί υπάρχει μια ενσυνείδητη κρυπτικότητα που κρατάει κλειστό το νόημα, επικαλύπτοντάς το με έναν λεπτό και εύθραυστο φλοιό. Πίσω από τον ήρεμο κουβεντιαστό τόνο και τη φαινομενική ουδετερότητα, που επιτυγχάνεται κυρίως με τη χρήση του γ´ ρηματικού προσώπου (και σπανιότερα με το α΄), υποκρύπτεται, πάντως, μια τρικυμιώδης ψυχική διάθεση, η οποία ωστόσο δαμάζεται με την αποστασιοσιοποιημένη ποιητική αφήγηση.

Στο σύνολό της η ποιητική συλλογή, μέσα από τα 41 ποιήματα που την απαρτίζουν, αποτελεί μια στοχαστική αναμέτρηση με τη συχνά τραυματική καθημερινότητα, με τις απογοητεύσεις και τις διαψεύσεις που τη συνοδεύουν, με το σκληρό κοινωνικό πρόσωπο της εποχής μας, το οποίο αντανακλάται τραυματικά στον ψυχισμό όσων ανθρώπων επιμένουν να βλέπουν ποιητικά τον κόσμο.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ VAKXIKON.GR

3/3/2024

“Αυτό που δένει τη συλλογή είναι η ανίχνευση συναισθημάτων και σκέψεων. Υλικά καθημερινά, απλά και γήινα σε μια εποχή που τρέχει γρήγορα. Οι στάσεις σε αυτά και η αξία που ένιωσα πως ήθελα να δώσω ώστε να μην φύγουν ως μη γενόμενα”. Η Ντίνα Γεωργαντοπούλου παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό τη νέα της ποιητική συλλογή Αθόρυβοι κύκλοι που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν και με αυτή την ευκαιρία μιλά μαζί μας στο περιοδικό.

Η ποιητική σας συλλογή «Αθόρυβοι κύκλοι»; μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε που την κρατάτε στα χέρια σας; Τι σημαίνει για εσάς αυτό το βιβλίο;

Είναι η προσωπική μου ελευθερία. Η ποίηση είναι ελευθερία. Το να μπορείς να είσαι ελεύθερος άνθρωπος είναι ότι πιο σημαντικό. Μπορώ να εκφράζομαι μέσω του ποιητικού λόγου γιατί αυτό είναι πιο εύκολο για μένα και ίσως είναι λίγο παράξενο μα όταν έχουν φύγει οι λέξεις από μένα και έχουν τυπωθεί σε ένα βιβλίο νιώθω σαν αναγνώστης των στιγμών μου.

Γιατί «Αθόρυβοι κύκλοι»; Τι «δένει» τα ποιήματα που θα διαβάσουμε στις σελίδες της συλλογής;

Αυτό που δένει τη συλλογή είναι η ανίχνευση συναισθημάτων και σκέψεων. Υλικά καθημερινά, απλά και γήινα σε μια εποχή που τρέχει γρήγορα. Οι στάσεις σε αυτά και η αξία που ένιωσα πως ήθελα να δώσω ώστε να μην φύγουν ως μη γενόμενα.

Αν έπρεπε να διαλέξετε μόνο ένα ποίημα από αυτή τη συλλογή ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;

Είναι δύσκολη η ερώτησή σας και θα σας απαντήσω “Η αγάπη μου” γιατί έχει σε συμπυκνωμένο λόγο κλεισμένους πολλούς κύκλους.

Πρόκειται για την τέταρτη ποιητική σας συλλογή. Τι σας κρατά σε ποιητική κίνηση;

Δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Η ανάγκη να εκφράσω αυτά που νιώθω, να απαλύνω τις αγωνίες μου μέσω της γραφής και η επικοινωνία τους, έτσι ώστε “αν κάποτε με ψάξουν να τραγουδάνε τα χαρτιά”.

Πώς λειτουργεί η έμπνευση; Γράφετε ποίηση θα λέγατε αυθόρμητα ή μετά από διεργασία των ερεθισμάτων σας;

Μπορώ να γράψω μια λέξη που μου δημιούργησε το ερέθισμα της στιγμής σε ένα κομμάτι χαρτι, στην άκρη του τραπεζομάντηλου στην ταβέρνα ή ακόμα μπορεί να είμαι στο σπίτι, στο σινεμά, οπουδήποτε και να με συγκίνησε βαθιά κάτι τόσο ώστε να θέλω να το αποτυπώσω σε ποίημα. Άλλες φορές επανέρχεται η στιγμή π.χ μέσα από ένα τραγούδι που άκουσα ή κάτι που διάβασα και επανεργοποίησε το συναίσθημά μου.

Τι είναι η ποίηση για εσάς και τι πιστεύετε ότι είναι η ποίηση για τον κόσμο;

Η ποίηση για μένα είναι αυτό που πρέπει να ανακαλύψω. Ένας καινούριος κόσμος που κάθε φορά μου γνωρίζει και έναν άλλο τόπο. Είναι η ελευθερία να πάω οπουδήποτε. Είναι η εκχώρησή μου στους άλλους. Η προσωπική εξομολόγηση κάτι που άλλοι κάνουν πηγαίνοντας π.χ στον πνευματικό τους.

Άλλωστε, τι θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση;
Είναι η γύρη των πραγμάτων του σύμπαντος που γράφει ο Ν.Βρεττάκος.

Όσον αφορά τον κόσμο δεν μπορώ να σας δώσω σαφή απάντηση μιας και είναι υποκειμενική υπόθεση. Έχω ακούσει να μιλούν για αυτή με γλυκά μα και με πικρά σχόλια. Θα σας απαντήσω με τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη “τότε όμως η ποίηση τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση”.

.

ΑΠΡΟΣΠΟΙΗΤΑ 
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

FRACTAL 8/3/2017

Είναι σημαντικό η ποίηση να βρίσκεται δίπλα στην ανθρώπινη ψυχή για να γίνεται αόρατος ο καιρός! Απροσποίητα η Ντίνα Γεωργαντοπούλου καταθέτει τις λέξεις τις που «θυμούνται να νιώσουν» οι ίδιες και θυμούνται να συνδεθούν με τον σύγχρονο αναγνώστη σε τόνους ειλικρινείς και συνάμα αισθαντικούς. «Καμιά σιωπή δεν θα ‘ναι άηχη/ καμιά σκιά δεν θα τρομάζει το παρόν. Κυρίως σε πρώτο πρόσωπο καταφεύγει σε μια διαρκή εξομολόγηση σκέψεων, ιδεών και συναισθημάτων χωρίς όμως να τείνει προς το μελό, ή να πέφτει στην παγίδα της υπερβολής.«Σήμερα, σε πρώτο πρόσωπο αποφασίζω να παραμείνω/ γυναίκα των επιθέτων/ ντροπαλή, μελαγχολική και αβέβαιη».

Μικρές πινελιές ζεστασιάς και προσμονής που φανερώνουν πόσο η ποιήτρια αγαπά τη μαγεία. Μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά: «Πάντα ήταν ζητούμενο να μοσχοβολούν/ οι αμίλητες αισθήσεις»

Μια γυναίκα που γράφει για το μέσα της τοπίο, για το βλέμμα της που οι άλλοι δεν θα μπορούσαν αλλιώς να ξεκλειδώσουν. Γράφει για τις σκοτεινές, μύχιες πλευρές της. Αγαπά, θυμάται, φοβάται, ονειρεύεται εξαγνίζεται. Αλλά έχει τον τρόπο της να τα διαχειρίζεται όλα αυτά μέσω της γραφής. Και πάντα θυμάται πως «υπάρχουν χρώματα που φτιάχνονται κάθε στιγμή» και έτσι πορεύεται. Τελευταίοι στίχοι του βιβλίου: «Σε παρακαλώ, μή με αναλύεις, χωράω ολόκληρη σε ένα φιλί, που δεν στριμώχνει την ψυχή.

Εξαιρετικό το ποίημα με τίτλο «Λάνσελοτ μού λείπεις».

.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Πριν από λίγο καιρό διαβάσαμε την ποιητική συλλογή της Ντίνας Γεωργαντοπούλου «Απροσποίητα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν» και διαπιστώσαμε ότι η πένα της ποιήτριας είναι πραγματικά απροσποίητη ακόμα και όταν μας βάζει να αντικρύσουμε πικρές αλήθειες και οικεία κακά. Τα ποιήματα της συλλογής είναι λιτά και πραγματικά «απροσποίητα» αφού η Ντίνα Γεωργαντοπούλου γράφει απλά και δεν καταφεύγει σε σύνθετα νοήματα και δαιδαλώδεις λαβυρίνθους.

Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής «Απροσποίητα» είναι ερωτικά. Έτσι έχουμε την πολύ όμορφη εικόνα ενός ηλίανθου, που σκύβει να φιλήσει μια παπαρούνα στο πρώτο ποίημα της συλλογής, ενώ σε άλλο ποίημα η Ντίνα Γεωργαντοπούλου γράφει: «σου πέρασα στα χέρια κλωστές. / Αν μ’ αγαπάς θα γίνουν ροδοπέταλα.»

Όμως, ο δρόμος του έρωτα δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Ο έρωτας δεν είναι μόνο καρδούλες και λουλούδια, κάτι, που η ποιήτρια το γνωρίζει καλά, όπως και το ότι πέρασε πια ο καιρός, που τα κορίτσια περίμεναν τον ιππότη του παραμυθιού. Ο ιππότης είτε δεν ήρθε ποτέ, είτε πέρασε κι έφυγε αφήνοντας πίσω του συντρίμμια. «Νιώθω μικρή στη μοναξιά του κόσμου», γράφει η Ντίνα Γεωργαντοπούλου συνοψίζοντας σε ένα στίχο όλη την απογοήτευση, που μπορεί να συναντήσει κανείς στο δρόμο του έρωτα.

Μέσα στην ποιητική συλλογή της Ντίνας Γεωργαντοπούλου υπάρχουν και ορισμένα υπαρξιακά ποιήματα, που δεν τους λείπει απαραίτητα το ερωτικό στοιχείο, αλλά υπάρχει μόνο ως υπολανθάνον, που απλά συνοδεύει τις ανησυχίες της ποιήτριας. Έτσι, έχουμε το γράμμα, που δεν φτάνει ποτέ στον παραλήπτη του και τη σχισμή της πόρτας, που το περιμένει και το νιώθει. Το γήρας παρομοιάζεται με σκουριά κι εδώ η ποιήτρια μας δίνει μερικούς συγκλονιστικούς στίχους: «Μα βγαίνω και ας φοβάμαι / σκέφτομαι συναρπαστικό πως είναι / να δίνεις την ανάσα σου στα σκουριασμένα.» Οι αναμνήσεις είτε καλύπτονται επιμελώς: «Η καρέκλα με το πλαστικό κάλυμμα / προστατευμένη από των ιστοριών την αφήγηση.», είτε πληγώνουν: «η λαιμόκοψη αφήνει σημάδια / σαν κολάρο που φοράνε στο σκύλο / στη βόλτα.»

Θα μπορούσαμε να γράψουμε κι άλλα, καθώς τα ποιήματα της συλλογής της Ντίνας Γεωργαντοπούλου «Απροσποίητα», είναι αρκετά, όμως, θα αρκεστούμε στα παραπάνω και θα αφήσουμε τον αναγνώστη να ανακαλύψει τις υπόλοιπες αρετές του βιβλίου, κάνοντας μόνο μια προτροπή προς την ποιήτρια: Να διατηρήσει την ποίησή της απροσποίητη.

.

ΑΓΑΘΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

Μια ανάγνωση

Πόσο διαφορετικά μπορεί να μιλήσει κανείς για ένα συναίσθημα τόσο κοινό, όσο ο έρωτας;
Μα τόσο διαφορετικά όσο το αισθάνεται ο καθένας. Και πόσο διαφορετικά μπορεί να μιλήσει για μια πραγματικότητα που δεν προσφέρει πια ιππότες και όνειρα αλλά μια στεγνή καθημερινότητα;
Τόσο διαφορετικά όσο πιο βαθιά και απροσποίητα την ζει κανείς, όπως η Ντίνα Γεωργαντοπούλου.
Με λέξεις καλογυαλισμένες, ζουμερές σαν ώριμα φρούτα, εκφράζει πλήθος συναισθήματα που συνωστίζονται μέσα της και περιμένουν ανυπόμονα να βγουν στον αέρα, να πάρουν σχήμα και μορφή, σα να θέλουν να ξορκίσουν το ανεκπλήρωτο.
Μπερδεμένα μέσα της, ανάμεικτα με σκέψεις μελαγχολικές, παγιδευμένα στα δίχτυα του προφανούς αλλά και τόσο δικού της, προσωπικού, βιώματος, γυρεύουν την έκφρασή τους σ’ ένα κόσμο που δε φαίνεται να υπόσχεται δώρα.
Ποίηση σχέσεων και ανθρώπινων επαφών που σιωπηλά την προσπερνούν, άλλοτε αδιάφορα κι άλλοτε αφήνοντας τα σημάδια του μέσα της. Ποίηση μοναξιάς και απουσίας, παρά την πληθωρικότητα των συναισθημάτων που εκφράζονται. Ποίηση σε πρώτο πρόσωπο, ανεπιτήδευτη, ειλικρινής, επιλέγει να δείχνει το πρόσωπό της αφτιασίδωτο.
Και ταυτόχρονα ποίηση πάθους, ωστόσο αντιστρόφως ανάλογου των εμπειριών που αποθηκεύονται στους στίχους. Μια ποίηση που ζητά απεγνωσμένα, εκλιπαρεί σχεδόν, αυτό που η ζωή δυσκολεύεται να δώσει, αυτό που όλοι τελικά επιζητούμε, μιαν ατόφια, απροσποίητη, πλήρη νοήματος, αυθεντική ζωή. Το αυτονόητο δηλαδή.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ

Η ποίηση σε πρώτο πρόσωπο
[…]
Σήμερα, σε πρώτο πρόσωπο αποφασίζω να παραμείνω
γυναίκα των επιθέτων
ντροπαλή, μελαγχολική και αβέβαιη.
Απηχεί ωριμότητα η απόφαση να μιλήσεις σε πρώτο πρόσωπο, αφήνοντας το άλλοθι που σε καλύπτει πίσω από ένα άλλο πρόσωπο (μοναχικό ή όχι αδιάφορο), καταθέτοντας ψήγματα του εαυτού σου έτσι απροσποίητα – όπως δηλώνει και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής. Γιατί η αληθινή ποίηση μόνο ως απροσποίητος λόγος μπορεί να σταθεί. Τα ποικιλόσχημα στολίδια αποκαλύπτουν την ποιητική ανεπάρκεια, ενώ η ειλικρίνεια της γραφής αποδίδει στον αναγνώστη τον ποιητή ακέραιο.
Η θεματική μιας ποιητικής συλλογής είναι ένα από τα ζητούμενα, νομίζω, μέσα στην πληθώρα των ποιητικών καταθέσεων. Διαβάζουμε συλλογές και αδυνατούμε να βρούμε τον κοινό τόπο συνάντησης των στίχων. Κι όμως, η συστέγαση των ποιημάτων κάτω από έναν κοινό τίτλο δεν συνεπάγεται και την ελάχιστη έστω νοηματική τους συγγένεια. Ούτε ισχύει αυτό που ισχυρίζονται κάποιοι, ότι ίσως το ύφος αποτελεί τη δικαιολογία της συνύπαρξης. Το ύφος ενός ποιητή είναι το υπόστρωμα (και όχι βέβαια μόνο το «φαίνεσθαι») για την έκφραση. Το θέμα όμως του ποιήματος έχει αλλού τις αφορμές του. Σε κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Τι είναι αυτό που παρακινεί τον ποιητή να εκφραστεί; Η αρχική του συγκίνηση από πού ξεχειλίζει;
Η παραπάνω σκέψη έρχεται αυθόρμητα από την πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων της Ντίνας Γεωργάντοπούλου. Η ποίησή της επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στον χώρο του έρωτα και της αγάπης. Μοιάζει να απευθύνει τον λόγο προς το ερώμενον πρόσωπο, πότε ως εκδοχή του απόλυτου έρωτα και πότε υπό το πρίσμα της κατασταλαγμένης αγάπης. Η αίσθηση που έχεις διαβάζοντας τους στίχους της είναι ότι αυτή ακριβώς η αγάπη μπορεί να μοιραστεί, ακόμα κι αν το μόνο που δύναται είναι το ελάχιστο περίσσευμά της – πολύτιμο όμως για κάποιους.
[…]
Έχω εξασφαλίσει την παρουσία σου
κομμένα λουλούδια που μπορώ να τα κάνω ό,τι θέλω.
Παρατηρώ πως τελικά τα μαδάς μόνος και πετάς τα πέταλα
και, Θεέ μου, υπάρχουν τόσοι μοναχικοί που τρέχουν
να πάρουν από ένα.
Η σχέση, λοιπόν, με το άλλο πρόσωπο, αυτό που σε παρακινεί να μιλήσεις, να δημιουργήσεις, να ζήσεις. Ναι, θα μπορούσε αυτό να είναι ο συνδετικός ιστός των ποιημάτων. Αρκεί να δειχθεί ότι η αντιμετώπιση του ερωτικού στοιχείου δεν έχει έναν ανούσιο λυρισμό και έναν αδιέξοδο ρομαντισμό, αλλά ίσα ίσα έχει σώμα γήινο, αληθινό και ζωντανό που πάλλεται από τους χυμούς του. Ακόμα κι αν ο έρωτας είναι βαθιά χαραγμένος στη μνήμη, αναμένοντας τη νέα αίσθηση της παρουσίας του.
Περιμένω.
Δε μιλώ.
Δεν αγγίζω.
Περιμένω τη βροχή.
Μια γραμμή κόκκινη
σχεδόν / πολύ.
Νύχτα ορίζεται.
Στερούμαι.
Κοιταζόμαστε στα μάτια
έρωτας / θάνατος.
Στερούμαι
την πιθανότητα αλήθειας.
Θυμάμαι να νιώσω.
Περιμένω.
Αλλά και η αγάπη, παντοδύναμη, έρχεται να καλύψει όλη τη φυγή, την απουσία των πιο σωματικών συναισθημάτων. Είναι η άλλη εκδοχή της συνύπαρξης με το έτερο διαφορετικό. Η βαθιά γνώση των αισθημάτων αποδεικνύεται σοφή. Βυθίζεσαι στον έρωτα και αναδύεσαι στην αγάπη.
[…]
Καμιά σιωπή δεν θα είναι άηχη
καμιά σκιά δεν θα τρομάζει το παρόν.
Δεν θα υπάρχει αναμονή στα κόκκινα παπούτσια
θα είναι τα παλιά, μα θα ’ναι υπέροχα καθώς χορεύω.
Οι χαρταετοί μου θα πετούν ψηλά, πολύ ψηλά.
Τίποτα δεν θα μπορεί να σταματήσει την αγάπη μου.
Η ποίηση της Ντίνας Γεωργαντοπούλου, όπως κάθε δημιουργία που εστιάζει στο απολύτως προσωπικό εσωτερικό τοπίο, βρίσκει τον δρόμο της για τον αναγνώστη. Με την ευθύβολη γλώσσα τον συναντά, στο σημείο εκείνο που νιώθεται ο κοινός τόπος. Άλλωστε το πεδίο όπου σχολιάζεται ο έρωτας αλλά και η αγάπη είναι προσφιλής τόπος, και ο υποψιασμένος αναγνώστης της ποίησης γνωρίζει πώς να πλησιάσει τον στίχο για να βρει την ψυχή του ποιητικού λόγου. Σ’ αυτόν τον χώρο δεν χάνεσαι. Όπως λέει και η ποιήτρια:
δεν έχω ρίξει σπόρους για τον γυρισμό
μα έχω κρατήσει το φως που πέφτει πάνω στις πέτρες
που μοιάζει με σκουριά το λιόγερμα και είναι αρκετό
Ίσως το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ποίησης να είναι αυτή η αυθόρμητη εναλλαγή του λυρικού ύφους με το απολύτως ρεαλιστικό. Η αιφνίδια μεταπήδηση από την απογείωση στην προσγείωση.
Η απόσταση θυμίζει καλοκαίρι που φεύγει.
Ίσως του χρόνου η επιστροφή να βρει
το θαμμένο ρολόι στην άμμο σε λειτουργία
κι ένα παράπονο στα καστανοκόκκινα φύλλα.
Θα δοθεί παράταση στον διαγωνισμό
του πιο καλοφτιαγμένου κόμπου στις συσκευασίες
με ένδειξη «ιδιοχείρως».
Αυτή η ισορροπία που επιτυγχάνεται, διασώζει την ποίηση από λυρικά ολισθήματα, που ποτέ δεν της βγήκαν σε καλό. Και καταδεικνύει την ώριμη ποιητική φωνή που ξέρει να αποφεύγει τις κακοτοπιές της εύκολης γραφής. Γιατί, να το πούμε κι αυτό, δεν έχει τελικά τόση σημασία το θέμα της ποίησης ούτε ο διαχωρισμός των ποιημάτων σε σχέση με αυτό. Ο αληθινός λόγος έχει βαθιά τη γνώση της αξίας του ελάχιστου σημαντικού, που εκφέρεται με λιτό και γήινο τρόπο, και μετράει πολύ σοφά το σωματικό του εκτόπισμα. Έτσι γράφεται ποίηση δυνατή, ένα αξιοπρόσεκτο δείγμα της οποίας έχουμε εδώ.
Ένα τελευταίο σχόλιο νομίζω αξίζει στην εικαστική συμμετοχή του Νίκου Χρυσανθόπουλου, που με το σκίτσο του στους τόνους του γκρίζου στο εξώφυλλο υπογραμμίζει τα σκοτεινά τοπία του έρωτα. Απλά, χαμηλόφωνα και υποφωτισμένα, ικανά να οδηγήσουν στις πιο μυστικές καταβυθίσεις.

.

ΑΘΟΡΥΒΟΙ ΜΥΘΟΙ
ΚΟΡΙΝΑ ΠΕΤΡΙΤΣΗ

Η πρώτη ποιητική συλλογή της Ντίνας Γεωργαντοπούλου έχει τον τίτλο «Αθόρυβοι Μύθοι». Εξαρχής αισθάνθηκα ότι συνειδητά η ασύνειδα η Ντίνα άφηνε ανοικτή την ερμηνεία στον αναγνώστη, τον αποδέκτη της γραφής της. Καταρχήν οι μύθοι. Η λέξη, όπως κάθε λέξη, φορτίζεται και μεταφέρει το περιεχόμενο, τη σημασία που κατά καιρούς έχει λάβει. Τι είναι λοιπόν οι μύθοι στην παρούσα συνθήκη του τίτλου; Παραμύθια; αλληγορικές αφηγήσεις; ιστορίες – πλάσματα της φαντασίας; ή μήπως υποθέσεις και εξελίξεις του δράματος της ζωής που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο και οι συν αυτώ; Κλίνω στο τελευταίο, αν και θεωρώ ότι κάθε άλλη ερμηνεία ή και όλες μαζί θα μπορούσε να είναι μια πιθανή εκδοχή.

Μύθοι «αθόρυβοι». Μύθοι χωρίς θόρυβο, ήσυχοι ή και απαρατήρητοι που παραμένουν μακριά από βαρύγδουπες δηλώσεις και προβολές. Ένοιωσα, ωστόσο, ότι η λέξη «αθόρυβοι» ήταν μάλλον γραμμένη ανορθόγραφα, αφού -αν και συνόδευε τους μύθους- απέδιδε μια ποιότητα χαρακτηριστική της δημιουργού, ανθρώπου χαμηλών τόνων που μένει μακριά από τους κούφιους θορύβους και έχει επιλέξει μια στάση ζωής που συνοψίζεται στην επικούρεια ρήση «Λάθε βιώσας». Τέλος διαπίστωσα ότι η λέξη «αθόρυβοι» υπηρετούσε μαγικά μια ακόμη λειτουργία, αυτή της επικοινωνίας του δημιουργού με το κοινό του, που γίνεται χωρίς θόρυβο ενοχλητικό, χωρίς παρεμβολές, αλλά άμεσα και ανεμπόδιστα.
«Άνθρωποι της τέχνης». Η συλλογή ξεκινά με ένα ποίημα αυτοαναφορικό. Η ποιήτρια μιλά για τους ανθρώπους της τέχνης που η θλίψη τους καλύπτεται από το προσωπείο της ειδημοσύνης και οδηγεί σε εγωτισμό επικίνδυνο. Η ποίηση, έννοια προσωποποιημένη, «ακροβατεί σε ονειρικά σχοινιά», όταν «τα πόδια της έχουν ματώσει», τη στιγμή μάλιστα που οι άλλοι «βίδωσαν τα πόδια στη γη».
Στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής οι πρωταγωνιστές είναι πρόσωπα καθημερινά και οικεία. Η Βίκη, η Λέττα, η Κατερίνα, οι φίλες. Η ματιά τους γυρνά στο παρελθόν, «εκεί που κάποτε στεκόταν γιορτινό το πανηγύρι», «στα όμορφα θαλασσινά βράδια που μόνο χαρά και έρωτας επιτρέπεται … λόγια των είκοσι», στο «τότε που σμίγανε και φλυαρούσαν για τους πρώτους έρωτες», σε «ένα μπουκάλι μισοτελειωμένη nivea από τις πρώτες διακοπές».
Οι μνήμες του παρελθόντος επανέρχονται και βιώνονται με μια διάθεση νοσταλγική, ίσως λίγο μελαγχολική, αλλά καθόλου πεσιμιστική. Η διαπίστωση ότι «η ψυχή των ανθρώπων…, η αγάπη μίκρυνε, καθώς κει που ακουμπούσε στην πέτρα να ξεκουραστεί πέτρα έγινε» ακολουθείται από τη βεβαιότητα «πως στο τέρμα των λουλουδιών δε θα είναι μόνη».
Πράγματι το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να αποδεσμεύεται από το παρελθόν και τη νεότητα. Δεν συμφιλιώνεται απλά με το παρόν και την καινούργια πραγματικότητα, αλλά απολαμβάνει την αλλαγή και τους νέους δρόμους που ανοίγονται: «και έπειτα μάλωσα με έναν άλλο εαυτό χαρούμενο και ονειροπόλο και ευτυχώς γιατί μου έδωσε κάτι χρυσά κλειδιά». Ταυτόχρονα όμως –όσο κι αν αυτό μοιάζει αντιφατικό- η δημιουργός αγαπά το χρόνο που πέρασε, το παρελθόν που είναι κομμάτι και κτήμα της: «Ο χρόνος μου είναι αγκαλιά και μια αλλαξιά ρούχα/ αρνούμαι να τα χαρίσω / αρνούμαι να χαριστώ».
Σε όλο το έργο διάχυτη η παρουσία ενός άλλου προσώπου στο οποίο συχνά η ποιήτρια απευθύνεται με μεγάλη αμεσότητα, με τρόπο που δηλώνει ότι η ύπαρξη και παρουσία του είναι τόσο αυτονόητη όσο και η δική της. Σε αυτόν, τον σημαντικό άλλο έδωσε δώρο τα χρυσά κλειδιά που κέρδισε, όταν μάλωσε με τον ονειροπόλο εαυτό της. «Για να ανοίγεις τα όνειρα ένα ένα» του είπε.
Ο έρωτας σημαντικός όσο τίποτε άλλο, θέμα κυρίαρχο και πανταχού παρόν. Έρωτας γήινος, σάρκινος χωρίς σεμνοτυφία και συνάμα χωρίς χυδαιότητα. Χωρίς φλύαρες και ανούσιες αναφορές στο πνεύμα και την ψυχική ένωση. Έρωτας που βιώνεται με το σώμα, το σώμα που καταλαμβάνεται από τη λίμπιντο και γίνεται κορμί. «Το σώμα έρμαιο των οργάνων του πολλαπλασιάζει τις παραβιάσεις των έλξεων», «ο έρωτας ασκεί βία κοντά στα ξημερώματα» και το «σεντόνι … διαισθάνεται πως παντού υπάρχουν αισθήματα» και αλλού: «Μα παραμένει σε ελευθερία το δικαίωμα σωματικής έλξης / ένα κουτί χρώματα / ένα στυλό και ένα τετράδιο». Ο έρωτας που επουλώνει τις πληγές, που κλείνει τα ρήγματα: Η χημεία για «να συντηρηθεί του κρεβατιού η μελωδία της ζωής σε αυτό το σημείο που υπάρχει ρωγμή».
Γενικότερα το σώμα και οι αισθήσεις του σε πρώτο πλάνο. Είναι το σώμα που βιώνει το χρόνο που περνά: «ο χρόνος να περάσει να μαζευτούν πολλές ρυτίδες». Είναι το σώμα και όχι η ψυχή αυτό που υποφέρει και πονά: «Είμαι γεμάτη τρύπες σκέφτηκα και το ‘πα δυνατά από παντού περνά ο εαυτός μου τρύπα και πόνος». Και είναι το σώμα που βιώνει τη μοναξιά ως ανυπαρξία: «Ο ουρανός μου πέταξε για άλλο βολικό κρεββάτι κι εγώ δεν είμαι πουθενά».
Και είναι πάλι το σώμα αυτό που ντύνεται την καθημερινότητα και απομυθοποιείται: «η συνέπεια απαιτούσε να φοράω φανέλα κάλτσες και βολικά παπούτσια / η μονιμότητα εσώρουχα βαμβακερά».
Η καθημερινότητα σύμμαχος του χρόνου, άλλη μια δύναμη φθοροποιός. Δύναμη ενάντια στον έρωτα: «Ήταν αναμενόμενο/ η εξοικείωση σκοτώνει / τα ερωτοτροπούντα κύτταρα», αλλά η καθημερινότητα τίθεται και ενάντια στον εαυτό που επιζητά πεισματικά την αυτοπραγμάτωσή του: «Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω εγώ».
Η γραφή καθαρά γυναικεία. Θηλυκή. Λίγοι στίχοι και το φύλο προδίδεται, χωρίς ωστόσο τίποτε γλυκερό. Κόκκινα παπούτσια και γόβες στιλέτο σύνεργα της γυναικείας σαγήνης- χρησιμοποιούνται με μια δόση αμηχανίας- μαζί με «μια σταγόνα άρωμα πίσω από κάθε αυτί». Εικόνες για όλες τις αισθήσεις, για κάθε κέντρο του σώματος: Οσμές: «Ο καπνός των τσιγάρων», «τα χνώτα του κονιάκ / μεθύσι πάθους». Ήχοι: «η κραυγή γίνεται τάλιρο σε ένα τζουκ μποξ που κλαίει». Γεύσεις «αγόρασα και ένα λουκουμά/ λερώθηκαν τα χείλια από ζάχαρη» Και χρώματα παντού. Αλληγορίες συναισθημάτων και καταστάσεων.
Η γλώσσα λυρική ανάμεικτη με αντιποιητικές καθημερινές εκφράσεις. Αποδίδει λυρικές εικόνες και εικόνες καθημερινότητας. Τοπία που παραπέμπουν στην Αρκαδία, αλλά και σε Νεκρές φύσεις, σκηνές κουζίνας πιο συγκριμένα. Αντιθέσεις σε αρμονία πλήρη. Ισορροπία στη σύνθεση, όπως και στην ψυχή του ποιητικού υποκειμένου.
Αυτή είναι μόνο η αρχή. Περιμένουμε τη συνέχεια.
Ντίνα ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανες.

Η Εισήγηση της Κορίνας Πετρίτση κατά την παρουσίαση του βιβλίου

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.