Ο Δημήτρης Κρουσταλιάς γεννήθηκε το 1955 στο Βόλο όπου ζει και σήμερα.
Είναι πτυχιούχος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών της Παντείου.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Γυμνή Αλήθεια Βόλος 1983
Πορφυρές συνοικίες Πύλη 1984
Πόλεις Ελάχιστου Φωτός SOL 1985
Ωλέανδροι Δωδώνη 1985
Άλλο Όνειρο Δωδώνη 1986
Πρόσωπα σε Αμφορείς Δωδώνη 1986
Πανταχώρα Δωδώνη 1987
Ο Ξανθός Βασιλιάς Τροπικός Καλάν της 1987
Κάρτα Απεριορίστων Διαδρομών Καλάντης 1988
Ο Αυτοκράτορας του Κόνδορα Δωδώνη 1989
Αμφίδρομοι Εραστές Καλάντης 1989
Φιγάλεια Καλάντης 1990
Με τα Φτερά των Συμπληγάδων Όμηρος 2002
Αρμοί Λαβυρίνθων Οδός Πανός 2οη
Πύλη Πορφύρας Ενδυμιών 2016
Νέα Ιθάκη Νοών 2018
Έχουν τα πάθη ουρανό 2020 Νοών
Έχουν τα πάθη ουρανό 2020 (Βιβλίο δεύτερο) Νοών
Έχουν τα πάθη ουρανό 2020 (Βιβλίο τρίτο) Νοών
Στο Ροδώνα (Νοών 2021)
Ιώ, λάμπεις (ΑΩ εκδόσεις 2022)
Πληγή στη νοσταλγία (ΑΩ εκδόσεις 2022)
Ιερή μέρα (ΑΩ εκδόσεις 2023)
.
.
ΙΕΡΗ ΜΕΡΑ (2023)
ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
Με τις προθέσεις χάνομαι
ατέλειωτες οι γλώσσες, οι παρθένες όψεις
και συνοδοιπόρων κύκλοι απ’ τα ιερότερα
με την κρυφή επιμονή της Ιστορίας.
Χάνομαι, χάνονται προστασίες της μνήμης
απ’ το μάτι υπεροχής ακόμα μιας δέσμης
στον ιδιαίτερο τόνο του πόνου των μυστικών
ως το κρίμα των χρόνων που δεν σβήνουν.
Χάνομαι μέσα απ’ την τυραννία
με το κάθε αμφιλεγόμενο σύμβολο.
Ένας ουρανός με την ηρωική κατεύθυνση
των χρωμάτων κι αυτής της γης ο πόνος.
Πώς ζεστάθηκε με τόσο αίμα αυτό το χώμα.
Χρώματα ρυάκια, σε βουνά σκληρή αμέλεια
του χρόνου ανοίγει η θύρα
η ώρα της χώρας κι αυτής της ανάγκης
του φωτός με την πιο παλιά αγωνία.
Ενώνονται κι οι άχρονες σκιές με το άδικο.
Χάνομαι μέσα απ’ τις μνήμες αέναου Ροδώνα
κι η ύβρις μακριά από τόσο φως των ονείρων.
ΚΑΘΕ ΑΥΓΗ ΛΥΤΡΩΝΕΙ
Με φως απ’ των αμνών τον καιρό
ζωντανή μια αυγή που επιστρέφει
αέναης ηδονής σπορά κυκλωτική.
Παρθένα η ρίζα πιο βαθιά χαρίζει
χαρίζεται ο δόλος με τόσα πολλά
μιας ακόμα αδίστακτης εκστρατείας.
Σταυροί και με ασήκωτο χρυσάφι
νεκροί απέραντοι, ζωντανός ήχος
αόρατο παιχνίδι της ώρας η μέθη.
Φως από κολαστήρι κι άλλοι θεοί.
Κελαηδίσματα μοναχικών πουλιών
με τον νέο μας αμάραντο, πολύπτυχη
γνώση από αρχαία μουσική
σε μακρινό πόθο με αφύσικη φυλακή.
Των πρέπει όμως σκληρή η μοίρα.
Με το φως και μιας άξιας προτίμησης
ξενιτιά πάνω απ’ το πρώτο μας λευκό
μαντήλι κι όπως είναι το αξιότερο σώμα.
Ρωτώ και πάλι τον πιο βαθύ ουρανό.
ΜΕ ΠΟΙΟ ΠΟΙΗΜΑ Η ΜΟΙΡΑ
Με το χρώμα και με όλο το σώμα
οδηγεί, ζει στον λιθοσωρό μια λάμψη
κι ο ζεστός αέρας από άλλον ουρανό.
Με θεία συμπόρευση ακλόνητο δώρο
φωτίζεται όσο και το πρώτο μας φίδι
που κλείνει με την απόλυτη προσευχή.
Εγώ κι εσύ πονάμε, δεν συγχωράμε.
Μοίρα της Μήλου χρώμα στην ιστορία
με έσχατες επιθυμίες, πιο συνωμοτικές
στην αύρα ενός πλούτου που άργησε.
Αέναοι δημιουργοί, λαβωμένοι πόθοι.
Με ποιο ποίημα τώρα η χρυσή βροχή
κι η πάλη απ’ τη φρενίτιδα των εποχών.
Υπάρχει ένας ρεμβασμός επικίνδυνος
με όσα μάτια ζουν και για όσα κρίνουν.
Μοίρα με το χώμα και με το σώμα εκεί
και ποιος είναι εδώ, ροδαλός ο έρωτας
που γίνεται έσχατο δώρο παρηγοριάς.
ΧΩΡΟΣ ΤΩΝ ΔΙΣΤΑΓΜΩΝ
Στον χώρο μου που η μεγάλη μάχη
ανασταίνει ακόμα παλιούς οδηγούς.
Στον χώρο μου ανατολές και δύσεις
πριν γεννηθούν, γράφουν στο χάος
και πριν σβηστούν απ’ τα ίδια λάθη.
Δε χάνεται και η αχίλλειος φτέρνα
δε χάνεται κι η ευωδιά, φως μαζεύει.
Ο δισταγμός με κρατά όπως πάντα
δε με ρωτά, δίνει χώρο στον δήμιο.
Δε χάνομαι, προτρέχει κι η μνήμη
τόσων χρυσών θεών οι δρόμοι ξανά.
Είμαι τώρα ζεστός για να σε κρατώ
θεού ή δαίμονα ανάγκη χωρίς σταυρό.
Είμαι ανάμεσα στο δικό τους χρώμα
ανάμεσα στο υγρό χώμα και το σώμα.
Είμαι κατάδικος πάλι που αδιαφορώ
που κρέμομαι από κραυγή φλεγόμενη.
Στον χώρο μου χορός των δισταγμών
κι οι μύχιοι φόβοι αιώνια αστράφτουν.
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ
Να σ’ αγαπώ
να σ’ ακουμπώ
να σε θυμάμαι
αλήθειες που κατευοδώνεις
στα χρόνια που κρίνονται.
Να σ’ αγαπά
αηδόνι κι ο άγγελος
με της χαράς το μέτρο
ως την απάτητη κορυφή.
Μιλάς, μου γελάς
κι ο χορός των ρόδων
για σένα να οδοιπορεί.
Να σ’ αγαπώ, Μητέρα
να σ’ αγαπώ για πάντα.
.
ΠΛΗΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ (2022)
ΔΑΝΑΙΔΕΣ
ΑΓΑΥΗ
Ευάλωτη μέσα στους χώρους σου
όπου αρχίζεις κι όπου τελειώνεις
μνήμη απ’ το ίδιο πεδίο της δόξας
λέξη κάτω απ’ τον τραγικό ουρανό,
Ευάλωτη και με το άνθισμά σου
η χαρά σου ακόμα κρύβει όχθες
ζωής, ως τη σφαγή που διετάχθης.
Τώρα πια αστέρι κρύβει ο τάφος.
Ο μνηστήρας δεν έχει πια όνομα
δρόμοι με το μετάξι στο σκοτάδι
και ομήρους απ’ την άδικη πράξη.
Ο δικός σου Λύκος πολλά δεν είδε
έμεινε μετέωρος στη δική σου νίκη
στο όλο ηδονικό σου μετακύλισμα.
ΓΛΑΥΚΗ
Λίγα φύλλα, μοναδικά και τα χρυσά
σημάδια, ρημάδια του βίου του Άλκη
και της βασκανίας οι οδοί, οι μόνιμοι
με σένα το μαύρο σκηνικό να ρουφάνε.
Με την εξάντληση της βαριάς σου σκιάς
αχρείαστοι οι νόμοι οι τόσο διχαστικοί
οι καημοί, οι κατερχόμενοι όλοι μένουν
προς γνώσιν και μιας άχρωμης απαθείας.
Κρατούν τα σφάλματα και τα ωραία μας
εσύ λες αδιαλείπτως πως κλαις με πείσμα
κι ο ένας ήχος σου, τελευταίος σύντροφος.
Τείχος αδιαπέραστο και μοιραίες λέξεις
με ακαθόριστο και το φως της απώλειας.
Άρμα, τόσο παράξενο, τόσο απαιτητικό.
ΔΙΩΞΙΠΠΗ
Πάντα κρατά ο έρωτας μια τιμή
κι ο Αίγυπτος μια χρυσή ασπίδα
με τόση αφοσίωση στον ρεμβασμό
που ακούει με άλλο ουράνιο κύμα.
Έρωτας πάντα κι όσο πιο γλυκός
η αγάπη που όσο δεν ανηφορίζει
όσο η χάρη της δεν ολοκληρώνει
καρφώνει μόνον ο κρυφός καημός.
Πάντα έχει ο έρωτας την τιμή του
η ηδονή να σαρκάζει, να τιμωρεί
να συμπληρώνει ακόμα στα χρόνια.
Λέξη χρυσή μεγαλώνει πια η ορμή
το γλυκό κρασί του πόθου χύνεται
σαν ποίημα που σφοδρά χτυπιέται.
ΕΥΡΙΔΙΚΗ
Γελάς, όταν και το ελάχιστο σε καλεί
το όραμα του Δρύα λευκή μένει σελίδα
στο δώρο του φωτός η αγωνία μεγάλη
θρηνούν πάντα κι ο χρυσός και το στάρι.
Μικρό κάθε πουλί κι όσο πιο ντελικάτο
ο παλμός να κρατά όλος με τον έρωτα
στα πιο γλυκά χάδια για μια αποστολή.
Θύρες ανοίγουν, δεν κρύβουν τραύματα.
Μια γοητεία όσο κι η άσκεπη πατρίδα
δε σε φυλά με φως, αγνό, δοκιμασμένο
κι όταν εσύ διχάζεσαι απ’ τα βλέμματα.
Κοντά στο πώς των λευκών λουλουδιών
όπως όπως, σώζεσαι με πιο μεγάλο ρόδο
κι άλλο, τόσο κόκκινο, αέναο κι εκστατικό.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Το όνομά σου με τόσα κύματα μνήμης
ζεστές οι σταγόνες αλύγιστης ομορφιάς
κι ως τα βάθη μιας Απολλώνιας γαλήνης
που φτάνει κι ο ήχος στιγμών τυραννικών.
Χνάρια απ’ όλα τα πάθη του Περισθένη
μέσα απ’ το φως δρασκελιές μιας γενιάς
να σ’ απειλεί και με το κάθε κρύο βράδυ
η ίδια ερωτική φωλιά που δεν ξάπλωσες.
Ζωές μικρών νυχτερίδων που ανησυχούν
απ’ τα εργώδη βογχητά ένας άλλος λόγος
γόνιμης φήμης για το καθαρό μπόλιασμα.
Απ’ την αρχή σε γαλουχεί μια περιουσία
δε χάνεται ο έρωτας, χωρίζονται οι νέες
σπίθες κι όλα κλειστά δε μένουν τα μάτια.
ΚΕΛΑΙΝΩ
Μεταξύ των κενών αποπλανιέται κι η ρίζα
μεταφέρονται οι θρύλοι απ’ το ανήκεστο.
Του Τπέρβιου οιμωγές απ’ τα μακρινά λόγια
των ίδιων κόμπων που έμειναν με μια θλίψη.
Κρύβονται αγκάθια σε μέτρα των ειδυλλίων
αιώνιων διχασμών φώτα της παραπλάνησης
γίνεται πιο πολύ το φαρμάκι κι όπου χύνεται
ας προσαχθούν πάλι, ατελέσφοροι οι έρωτες.
Η μοναδικότητα να σ’ αφήνει, ώρες πολλές
κι οι μαύρες λεπτομέρειες της τελικής οδύνης
μέσα απ’ την ξιπασιά και της χαμένης ηδονής.
Στην εντολή και στον θόρυβο, στο κάθε νεύμα
μέχρι την απαραβίαστη στιγμή των όλων παθών
και των πυρήνων στη φωτιά με προφήτη άνεμο.
ΟΙΜΗ
Μικρή εσύ κι όπως οι θάλασσες σε άφησαν
ραγίζεις σ’ ένα ποίημα που όλο πάλι ανθεί
σε ένα νέο τοπίο μιας λεηλατημένης χαράς.
Τρομάζει η μνήμη κι ο νόστος από βαθιά.
Για τα μεγάλα οιδήματα και του Άρβυλου
ποιος κλειδούχος στη λίγη σοφία φαντάζεται
διστάζει η μαγεία στην έλλειψη ύπνων καλών.
Από λόγο βαθύ ίδιο κι ένα κόκκινο λουλούδι.
Μικρή εσύ μέσα στην έκσταση όπως πετάς
κι η οδύνη απ’ τη θάλασσα να σε ακολουθεί
να βλέπει τα μικρά και τα μεγάλα τραύματα.
Σε χαϊδεύει, ένας αέρας άρωμα προστασίας
άλμα θυσίας, ο επιδέξιος δήμιος να διστάζει.
Χαμένη η ηδονή, πέφτει το χαλασμένο μήλο.
ΡΟΔΗ
Γιατί γεμίζει μια ψυχή απ’ τη θωπεία της μέρας
γιατί σε μια νίκη των καημών προσδοκά η σπίθα.
Των ατελείωτων ψαλμών μεγάλες οι αντιξοότητες
παραμένουν υγρά νούφαρα και του πιο υπέροχου.
Ένα βασίλειο είναι κι αυτό με την παιδική σπορά
ζυγίζεται στο φως κάθε φορά όλο και πιο δυνατά
με τη γοητεία των κυμάτων όπου θέλγονται σκιές
και του Ιππόλυτου δεν κλείνουν, πονούν τα μάτια.
Γιατί επιμένουν και τα φιλιά μιας πρώην έχθρας
γιατί συσπειρώνεται μια γενιά σαν κυλάει το αίμα
κι η προδοσία, θωπεία ακόμα, άτρωτη μια ελπίδα.
Μέρες βαπτισμένες, χίμαιρες με χρυσή πανοπλία
γεμίζουν ψυχές, αγκιστρωμένα μιας αγκαλιάς λόγια.
Είναι πια ίδιος πατέρας μπροστά με κολακεία μαζί.
ΣΘΕΝΕΛΗ
Λέξη μοιραία απ’ το πιο ωραίο σου πρόσωπο
δροσιά στα χείλη, ρέει των δακρύων ο μύθος
κι απ’ τα μεγάλα πουλιά των άξιων οι γνώσεις
με όλα τα φτερά που ανοίγουν της ευκαρπίας.
Χαμόγελα ζωής, ανίκητη τώρα λέξη στα βαθιά
μια γοητεία συνοδεύει τη μορφή του Σθένελου
ακολουθεί με μια σκιά απ’ το πλευρό της τιμής
της ιερότερης αγάπης, σαν δονείται κι ο αρμός.
Ασίγαστη, ιερή λέξη, μένει του άστρου η ελπίδα.
Βέβαιοι οι τρόποι απ’ το σκιάχτρο της ομίχλης
κουρνιαχτός της δόξας ο αναπάντεχος κλήρος.
Της σαγήνης ο νους κι οι θυμοί κάθε αγκαλιάς
απ’ όλον τον οίκο των χαμένων που θα οδηγούν
στο βαθύ χρυσό και του άλλου αδήλωτου πόνου.
ΦΑΡΤΙΔΑ
Τόπος γεμάτος κι ο άνθρωπος όσα πολλά ακούει,
ο άνθρωπος, ο δικός σου παλμός κι ο μνηστήρας
μυστικών αρχείων ζωγράφος με μάτια απ’ τη μέθη.
Σφαγείο σιωπής, με μια ηδονή κι όλα πια δένονται.
Η μέρα, η μαύρη μέρα στην αγωνία της υπεροψίας.
Ο Ευρυδάμας έχασε και το ηδύ των φωνηέντων του
πέρασε μέσα απ’ τον θηλυκό λόγο μοιραία κλεψύδρα
χύθηκε το αίμα του, ο δικός του ο ήλιος τώρα πίπτει.
Ιδανικό, ψηφιδωτό ποίημα, μένει δρόμος λαχτάρας
χωρίς εύνοια πια από θρυλικό μεράκι στη νέα εξορία.
Χνάρι χρυσό κι ο πόλεμος που είναι, μπορεί να ξεχνά.
Τόπος και τρόπος, τα μεγάλα αγκάθια ακόμα τρυφερά
κι απ’ τα βαθιά μονοπάτια στη θέληση της προσευχής.
Πλάνες έρχονται, τόσο νωρίς και τόσο αργά στα χάδια.
ΧΡΥΣΙΠΠΗ
Μυστική ζωή, τώρα ξέρεις ν’ αγκαλιάζεις ένα ρόδο
τιμή κάθε πνοής, τιμή όταν καλείς με το δίλημμα
σκορπίζεται η στάχτη κι όπου πας αργά, πολύ αργά.
Μυστική ζωή του Χρύσιππου ένα μήνυμα να κρατά.
Μεγάλη πυρά, μεγάλη πείρα, παντού με μια ομορφιά,
γεννά κι ο χρόνος πάντα, τα πολλά τον σταυρώνουν.
Ευδόκιμη η ταφή κι ανέλπιστη, δίκαιοι οι σαρκασμοί
κι ένα νέο παράθυρο ανοίγει απ’ το βάρος της πέτρας.
Έχουν όνομα, έχουν κι άλλο νόημα ποτάμια θρυλικά,
έχουν μάτια της ευμένειας με κύκλους της αμφιβολίας
μ’ αιώνιο ράπισμα της άπειρης λαγνείας που κρύβουν.
Είναι καθαρός στην πιο μεγάλη πομπή του ο ουρανός.
Η δική σου θάλασσα κι όλη η φωτιά, θνητή οντότητα
Μέτρο άριστο κι όταν οι τύψεις στο φως περιττεύουν.
ΩΚΥΠΕΤΗ
Μέσα απ’ την απέραντη ηλικία της ηδονής
ίδια σχολαστικό της κάθε πτυχής το δέος
ίδια η κραυγή, πάντα φτάνει στον μαίανδρο
για το ολόλευκο λουλούδι που μόνη πλάθει.
Είναι η φωλιά σου απ’ την πιο ανίκητη φύση
είναι των αιώνιων πραγμάτων, των οραμάτων
είναι νέα πηγή, είναι στη φύση των ονομάτων
για τόσους λάγνους ακόμα με τους άκληρους.
Μέσα απ’ την απέραντη ηλικία της ηδονής
ξεφεύγει κι ο Λάμπος, ας έκλεισαν οι δρόμοι.
Δεν υπερέχεις, με τις ομηρείες πια ταξιδεύεις.
Όλα οργώνονται κι ανοίγουν χρώματα χρυσά
που ζητούν απ’ τη Σφίγγα το γλυκό χαμόγελο.
Όλα, είναι γύρω απ’ το μάλαμα, μες στη φωτιά.
ΠΛΗΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
A’
Ποιος ποιεί, ποιος χαίρεται πλάνο βαθύ
ποιος ορίζει φως, το πρωινό γλυκαίνει
φαντάζεται τ’ ανθρώπινα αρώματα
ή μια ψυχή κι απ’ την άλλη της όψη
με νέα ματιά απ’ το βάθος της κόψης.
Όλα μαζί κι η θέση μας πια σκοτεινή
πριν απ’ τα μίση, πριν ο κόσμος βυθιστεί
κι όσο σε βλέπει το φως ομορφότερη
γυναίκα πιστή που σαν ξαναχτίζεις
πέφτουν οι ορίζοντες, νέοι ουρανοί.
Ποιος ποιεί, ποιος γεύεται πλάνο βαθύ
πόσο ουράνιο φως σε φρίκη θαλασσινή;
Εγώ που ξέρω, κατάλευκες κι οι θηλές
ακόμα πίνουν γάλα θρυλικά μωρά
και των αβύσσων που έμειναν πίσω.
Κλαίει η ζωή στα αστόχαστα λόγια.
Κλαίει ο θεός και η έρημη ψυχή.
Να ’ρθω και πώς ακόμα ονειρεύομαι
μέσα σε χαλάσματα κόσμων κοντινών.
Ποιος ποιεί, ποιος χαίρεται πλάνο βαθύ.
ΣΤ ’
Πώς ζουν, μαζεύονται μεγάλες αγάπες
όσο μοχθούν στη ζωή γυρεύουν τιμές
περήφανες οι λέξεις με βαθιές πληγές
σαν μέλισσες φτερουγίζουν τα ιερά
του Ομήρου η γνώση και του Αιγέα.
Μνήμη γλυκιά πάλι τον οίκτο φέρνεις
σκιάς αλήθεια παιδεύεις και παιδεύεσαι
κι ένας παλμός φλόγας μοναδικότητα
μικρές ηδονές των μελανών μας τόπων.
Πώς ζουν, μαζεύονται άλλες αγύρτισσες
σε μια κόλαση που δεν κλείνει τα μάτια.
Μοιραίο φιλί πόσο ξανά βλασταίνεις
μεγάλος θυμός ανάμεσα στα σκέλια
που ανταμώνονται οι ρόλοι στον δόλο.
ΙΓ ’
Νους κάθε πατρίδας, ο πιο φωτεινός
μέχρι το κλέος που θα επιστρέφει
στην ίδια ακαριαία αγωνία.
Μένω οδηγός χωρίς ψεύτικα μάτια
γίνομαι κριτής και στροβιλίζομαι
η άνοιξη εισχωρεί, άνθρωποι μεθούν
πάλι στη βάση της σκοπιμότητας
για τον ανατέλλοντα των όλων θεό.
Νους κι ο οίστρος ολοένα να καλεί
ντύνεται ο κήπος των άστρων τη δόξα
ήλιος στον χρόνο, ήλιος χωρίς θρόνο.
Δέκτης μέσα από δακρυσμένα μάτια
στην προτίμηση ιερών του έρωτα
απ’ της πρώτης μας άλωσης τα ίχνη.
Πρώτα και δεύτερα χέρια ηδονών
ένα νησί της Κίρκης πάλι στολίζουν.
Πάλλεται η αλήθεια σαν συνήθεια.
Νους κάθε πατρίδας, οίκος μυθικών.
ΙΗ’
Δε γελάστηκα, παραμένεις χάος
ο δαμαστής του μοιραίου βγάζει πόνο
το δηλητήριο στο κολοσσιαίο
που κρίνει και κάθε ερπετού τη μορφή.
Ωραία η άλλη όχθη, η μοιραία
πολύσημη αμφιβολία γηράσκεις.
Είναι ο κύκλος, ο κήπος της οφειλής
ο άλαλος μήνας της εκδίκησης.
Δε γελάστηκα, μένει πάντα ο σπόρος
απ’ το ίδιο Αυγουστιάτικο φεγγάρι
τα μάτια βλέπουν, ολοένα αρδεύουν.
Ο Οδυσσέας δε χάνει την ελπίδα
κι αν το σώμα βράδυνε, με ήλιο ζεστό
σφιχτά αγκαλιάστηκε, να μη μολυνθεί.
Η λευκότητα των κόσμων ίδια μένει.
ΚΔ’
Στη δίνη με το όνομα που ακούω
μέσα απ’ τη χαρά άστρο με κρύβει
στη μέθη, στον πόνο τον πιο ακριβό
που δε χάνεται για όσο θα οδηγώ.
Οι ηδονικοί μας τόποι πώς δένονται
πώς οι λέξεις ανοίγουν τον Ροδώνα
άκρη με άκρη για μια βέβαιη πληγή.
Όλα αχούνε, σαρκάζουν και ρεμβάζουν
στη δίνη κρατάνε με τα ονόματα
με το φως των παθών που αιμορραγεί.
Μέρες του πλούτου κι εγώ μ’ ένα κροντήρι
για το περισσότερο κρασί του τόπου.
Στο υπέρθυρο ιάματα να φτάνουν
απ’ τον ίδιο γιαλό για τον αγνό σκοπό.
Γεννούν ελπίδες, αχτίδες το δίλημμα.
Γλυκός ήχος με το μυστικό μας άνθος
ο χρόνος μας χώρος μνήμης και τέφρας.
ΚΖ’
Έχει το βάθος της η χρυσή ασπίδα
στάζουν πάθη τα μάτια του Αχιλλέα
οι αμέλειες κι οι προδοσίες λαλούν
κι ο πρώτος αγώνας με το ξημέρωμα
για να δείχνει την πόλη και την προκοπή.
Ματώνουν πτυχές μεγάλων ονείρων
ζυγίζονται λέξεις της παραμυθίας
κι όσο πιο κοντά οι ρυτίδες στο πένθος
αθώοι αφορισμοί της ηδονής.
Έχει το βάθος της η χρυσή ασπίδα
όλη την υπεροψία, βαθιά μέσα
που καθαρό το φως κρατά τον ουρανό.
Από ακριβά όνειρα μια άλλη εξουσία
στο ποίημα με το χρυσό κλουβί μαζί.
ΛΒ’
Απείρου τόλμη το αύριο πάσχει
και μια στιγμή με το βάρος του φιδιού
όλο να γυρίζει μια ρανίδα αίμα.
Γράφει στη λευκή σελίδα μια αρωγή
κι εκεί που σκεπάζεται η μορφή σου
η μακάρια και με έπη φωτεινά
στο πρώτο φτερούγισμα των περάτων.
Αγωνίες φωτός μιλούν στην τέχνη.
Ο δρόμος φέρνει κι άλλους στο συμπόσιο
απ’ το αγκαθωτό στεφάνι βαθιά
μιλούν άνθη, κόκκινα, ψυχωμένα.
Στηρίγματα ουράνιων ωκεανών
ρεύματα των παθών πώς μεγαλώνουν
πάνω απ’ το όριο που πιστεύουμε
κι η τίμια αντοχή μας στην αλήθεια.
Πόσοι αθάνατοι, πόσοι ξεδίψασαν!
Απείρου τόλμη στο αύριο πάσχουν
σταθερά δώρα, απείραχτα λουλούδια.
ΛΘ’
Γυναίκα, λευκό ρόδο που γίνεσαι
που κρατιέσαι, χωρίς φόβο ξεμακραίνεις
με τόσες ίριδες κοινούς μάρτυρες
στο φοβερό άρμα σου πριν προσδεθείς.
Γυναίκα, λευκό ρόδο που γίνεσαι
που στοχάζεσαι για το αίμα της ζωής
με ερωτικούς πόθους εξόριστους
όπου πας με ασήμι και με χρυσό.
Γυναίκα, λευκό ρόδο που γίνεσαι
μέσα απ’ τα ρεύματα των ερπετών
περνάς στα βάθη των γρίφων της αυγής
πάλι, ως τα σύνορα πικρών σπερμάτων
και δε σε κρατούν άλλο τα αρώματα.
Γυναίκα, λευκό ρόδο που γίνεσαι
με το δέλτα της ζωής γλυκό όνειρο
των πόνων η πλάνη σε κύκλους γαμψούς.
Χωρίς τον έρωτα του Οιδίποδα
γυναίκα, λευκό ρόδο που γίνεσαι.
MB’
Γέννησαν σκοτεινά λευκά λουλούδια
γέννησαν διαμάντια που μνήμες κρατούν
μιλούν υγρά χείλη μυριάδες βλέμματα
κι από λέξεις κρυμμένες αχνές σκιές.
Γέννησαν οι δυσπιστίες της αφής
ιδιαίτερες στιγμές γέννησαν διχασμούς
και έρωτες που ναυαγούν τόσο ρηχά.
Ήχοι απ’ το βεληνεκές οραμάτων
στα αόρατα κάθε πικρής στιγμής
κι από ένα κοχύλι που αδειάζει
όλη η ζωή πάλι για το έντρομο
για το ιερό της βαθιάς ελπίδας.
Γέννησαν μεγάλων γυρισμών λάμψεις
το φιλί του τρόπου με λευκό ρόδο.
Γέννησαν τόσων πουλιών τινάγματα
και στην εσώτερη ζωή που έλκεται
απ’ το ίδιο φως το ιριδίζον πάθος.
Ο ίδιος ξαφνικός κήπος τόσων παθών
έρωτας, που σε καιρούς μας απαντά
μας βλέπει κι όταν ξυπνά τη χίμαιρα.
Χτίζω κι εγώ, δακρύζω, πάντα χτίζω.
ΜΣΤ’
Αδημονούν, βγάζουν φτερά μ’ εγκώμια
της αγάπης τα σπέρματα όσα γεννούν
και ονείρων γράμματα πικρών ουρανών.
Ρόδο απ’ την αλήθεια ζητάς ακρίβεια
σε νύχτα αλαφιασμένη που βρυχάται!
Κλάσμα ζωής ο ανθός ψηλά που πονά.
Ρίζα χιονιού ποίημα βασανισμένο
αγάπης μακρινής που νιώθεις την πάλη.
Γλυκά περιφέρεσαι λευκό ποίημα
των τρόμων το σημείο σ’ ακολουθεί.
Σώμα συνωμοσίας, φωτιάς πέρασμα
νόστος με καθαρές στιγμές των αγίων
ζητάς στη μέθη φως της περηφάνιας.
Λουλούδι λευκό το φως της αλήθειας
μ’ αγάπη όπου περνάς κι ομολογείς.
Άνεμος στα καίρια μεγάλος πόνος.
Χωρίς λαγνεία, η μοίρα κι η πορφύρα.
Φως πώς πάσχεις.’ Φως λόγων, ελεύθερο
Άνθος απ’ του έρωτα τη μοσχοβολιά,
ανάγκες ξυπνάς για μια τιμή ακόμα.
ΝΑ’
Πέπλο, κάθε φορά πιο ελεύθερο
κύμα γεννιέται από λαμπρούς ήχους
νέος ήλιος, νέοι ίσκιοι επιμένουν
κι ένας δικός μας θεός ορέγεται
στον βέβαιο θρήνο των μυημένων.
Θεοί στα πιο βαθιά πάλι ανθίζουν
κι άλλοι θεοί από λαούς με πάθη
και τόσα πειστήρια μέσα στο δίχτυ.
Πέπλο με το έλασσον όπου ρέει
το φως για όλα τα εξόριστα νησιά.
Πέπλο απ’ τη δύναμη κάθε καρδιάς
σε κρυμμένα χαλκεία ευδαιμονίας
και μελιστάλακτων καθαρών ποιητών.
Όσο η ηδονή δοκιμάζεται
όσο η αλήθεια σε στέρεο δρόμο.
Φέρνει αθανάτους, υψηλότερη η
ροή ν’ ακολουθεί, ν’ ακουμπά φόβους.
Επιμένουν οι μύστες των λουλουδιών.
Πέπλο, κάθε φορά πιο ελεύθερο
κι αν έκφυλη ζωή σε στρώματα γκρίζα
λέξεις της ιέρειας σαν πειρασμοί
να καίγεται μπροστά το περιτύλιγμα
μ’ ένα σκίρτημα ερωτικό της πνοής.
Βαθιά που ταιριάζει νιώθει το κρίμα.
ΝΕ’
Είναι μια Ιατρεία ταπεινής ζωής
μέσα υπάρχει της
λέξης το άρωμα
και μηρυκασμών η τροφή της ποινής.
Τα πάντα με τους πιο μεγάλους σταυρούς
με τόσα ρεύματα ερπετά ρέοντα.
Είναι μια λατρεία γόνιμης ζωής
ακόμα με τη σκιά μέρος του πόνου
ρόδο εξόριστο ακμαίας ηδονής.
Πλέκονται τόσα μεγάλα όνειρα
λυτρωμός μιας απαίτησης κι αιώνιο
σώμα, που οδεύει στο δέλτα του φωτός.
Δίπλα στο άγαλμα κι ένας δήμιος
ένα σοφό βρέφος που μας κυβερνά
κι ο κρυφός δόλος στο εγώ του θεού.
Είναι μια λατρεία που διχάζει ζωές
με κοπάδια από ύαινες και λύκους.
Ένα κέντρο ιστορίας και λαγνείας
χωρίς φαντασία στη ρητορεία
με φλόγες ορατές σ’ όλο το Σύμπαν.
Στο διάβα μας ο πόνος των ουραγών
και λέξης χρώμα τέχνης αγαπημένης
πρόσωπο των αιώνων οφειλόμενο.
Κρύβουν φαρμάκι καθρέφτες των χρόνων
εσύ τρέμεις, πόσο πια, εύπιστη λέξη.
ΝΘ’
Μάτια μέσα στους Δελφούς που ανοίγουν
μια ποίηση για τον άφθαρτο έρωτα.
Αγάπησαν πολλούς οι θεοί, πόνεσαν
κι οι νόμοι, ανείδωτοι εγωισμοί,
τόσα μάτια στην αιώνια Πυθία.
Με τα χρώματα των χώρων η λέξη
όταν γίνεται η ρέουσα πηγή πληγή
λαλούσα, λατρεύεται με ηδονή.
Με κάθε λέξη μεγάλης ανόδου
μάτια κέντρα, στα θαυμαστά μια γλύκα.
Τέτοιο μαντείο προσφέρει ηνιόχους
βάλσαμο στην πηγή, έχουμε πλάσει λέξεις
που ορίζουν σκέτο πια το φαρμάκι
σε δρόμο άδικο που χύνεται αίμα.
Μάτια μέσα στους Δελφούς πόση χλιδή
συνωμότης των θρόνων ιερός χρόνος
χώρος αλώβητος κι άλλος κανένας
ποιητής ή μάντης στην ίδια προσμονή.
Κρύβονται χάρες, η φύση μαρτυρική.
ΞΣΤ
Νέος έρωτας κι η πνοή που κρατά
παλλόμενη η ψυχή κι ο ουρανός
πονά με τη νωχέλεια των άστρων.
Χτίζουν μεσάνυχτα, σκίζονται ζωές
δέντρα ψηλά και με θυμό μεγάλο.
Έρωτας που γυρίζει, που εμψυχώνει.
Φίλοι κι εχθροί, άλαλα μυστήρια
φως ανασαίνει επίγεια αφή
όρκων, παθών, πόθων ανεκπλήρωτων.
Αέναος, μόνος, μια ίδια ουλή.
Κύκλοι κατάδικοι πίσω δε γύρισαν
επίορκοι, που έκρυψαν τα πρόσωπα.
Αέναος, έρωτας ζεστός κρατά
φως κι όλοι ψάχνουμε για το πέλαγος.
Φωνή Στεντόρεια κρυφών ασπασμών.
Μέσα απ’ τον ίδιο πλούτο η άξια
περιουσία μικρών λειτουργιών
ανέγγιχτη, σαν όλα τα πολύτιμα.
Δεν προσφέρει μάρτυρες η αθανασία
του ρόδου οι γενιές όλες ακριβές
σπάνιες, μακριά απ’ το στοίχημα
σε μια σύζευξη λαμπερών ονείρων.
ΞΘ
Πλάθει ο ίδιος μύθος με τη φωτιά
η ευγονία χτυπά ήλιου καμπάνα
του πιο δίκαιου τα σύννεφα οργής
σύννεφα πρώιμης ευχής στη νιότη.
Γραφή στο σύμπαν η τιμή μας στο φως.
Πλάθει και στάζει ηδονή των σοφών
μέλλοντα σκιάζει έμβρυα και σκιάχτρα.
Στάδια μνήμης, σχίσματα αθλητών
άλματα ρητορείας πικρών αγώνων
αιώνιων τρόμος κι ο απρόσμενος
που μεθά ταύρος στο ίδιο ποίημα.
Οι αρένες σ’ αμέτρητες φυλακές
του πόνου οι μυρωδιές ακάθεκτες.
Πλάθει και στάζει της γαλήνιας λέξης
έρωτας που φτάνει τον παλιό εχθρό
κι η πλάνη της ερημιάς πάλι φωτιά.
Ποιήματα λατρείας και αίματος
βάθος πληγής με σημάδι ακλόνητο
απ’ τα ίδια μοναδικά καπρίτσια
απέναντι στο απαλότερο χάδι.
Στίχοι, ίσκιοι, των ευχών μας οι πλόες.
ΟΔ’
Με πόνο πάντα μιλάς, ρόδο πιστό.
Προϋπάρχουν όλα με το όνομά σου
κι η αλλόκοτη Σφίγγα άλλη γυναίκα.
Με τον άνεμο στην άμετρη οδύνη
και με κάτι άλλο μέσα απ’ το δείπνο
στην αρχή με τη σκιά της εξέλιξης
μέσα απ’ το σώμα που απλώνεται
ως τη μυστική των χρόνων μας στέψη.
Αθώα χρόνια μέσα απ’ τον κήπο
κι ο έρωτας να δίνει το γλυκό του φως.
Αστέρια στα μεγαλεία της χάραξης
αστέρια σε γειτονιές μεγάλης πλάνης.
Με πόνο να μας μιλάς, ρόδο πιστό,
πλέκονται και μαρτύρια άλλης όχθης.
Στη θάλασσα με τόλμη ανοίγονται
δρόμοι, για το πέρασμα των πλοηγών.
Ζεστό κοίταγμα μ’ ένα πιστό σκυλί.
Ποιοι μάρτυρες σέρνονται, σε ποιες ταφές;
Όσο είσαι κοντά μου μ’ ένα όνειρο
δόξα των λόγων στης χαράς το μέτρο
κι ο στίχος του μέλλοντος στους αιώνες.
ΟΣΤ’
Να πάμε και σε μήτρες των φοβερών
να πάμε με προσευχές και με δάκρυα
πριν μπλέξουμε και πριν τα χαρίσουμε
τα λευκά μας πέπλα τα πολύτιμα.
Να πάμε σε μια σπάνια κορύφωση
με μάτια της τιμής και με φιλί ζωής
και αξίες της Γης που ζει η μονάδα.
Να πάμε, εραστές, μ’ οφειλές του μάντη
μέσα στον πυρήνα μεγάλης πληγής
και στη δαιδαλώδη μεριά των αιώνων.
Να πάμε, πάντα βαριά η αλυσίδα
βέλη πάλι μαζί της στην κορώνα
κι ο λαβύρινθος με λύπες μιας πνοής.
Λείπει η ασπίδα πιο βαθιάς ηδονής.
Ο Μινώταυρος μας κρατά το στέμμα
κι ίδιος ο βωμός με σπέρμα πολύχρονο.
Πονάμε, ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος.
Πονάμε, γιατί τα λευκά μας σταυρώνουν.
ΠΔ
Βγαίνουν με την άβυσσο, πόσο διψούν
παλιές ηδονές για τα λαμπρά πέλαγα.
Απ’ το άβατο σ’ έναν τόπο κοινό
μ’ ανέλπιστα της πλοκής τα ελέη.
Βαθύτερα και κρυφά με τον πηγεμό
αλλόκοτο φως έχουμε αφήσει
και στη διάρκεια των ιδιαίτερων
παρορμήσεων μ’ άλματα των μαντείων.
Των δαιμόνων οι λάμψεις πόσο μοιάζουν
με τους ίδιους παλμούς, τους πιστούς φρουρούς
στον τόπο με τόσα γράμματα για σένα
Αντιγόνη μόνη που δε σε ξέχασαν.
Πολλά χέρια κι αληθινά, πώς κρέμονται;
Έρχονται από παντού, μένουν στεγνά
κι εγώ σε βρίσκω στη μεγάλη θάλασσα
σαγήνη μεγάλων, λευκών λουλουδιών.
Αθώοι σύντροφοι για το αλλόκοτο
φως, στη λαιμητόμο να ακολουθούν
με τα μυστήρια μιας φύσης κραταιής.
ΡΒ ’
Θέλω μια πατρίδα, θέλω μια ελπίδα
χωρίς πόνους της κόλασης ικεσία.
Εικόνες ποθητές από μια άνοιξη
θέλω στο όνειρο των αστερισμών.
Θέλω έρωτες στο κενό του φωτός
στα μεγάλα παράδοξα μιας πατρίδας
μιας αγωνίας τον ευάλωτο ρυθμό.
Θέλω στεφάνια φωτεινών πραγμάτων
απ’ τον θυμό κλονισμένου άρχοντα
απ’ τον φόβο κάθε πικρής αλήθειας
στρώματα στη “λάμψη των λαιμητόμων.
Θέλω στην όαση αρχαίου ονείρου
θέλω μια πατρίδα, θέλω μια ελπίδα
μια αρχή, χωρίς γενιά και εξουσία.
Προπομποί μνημείων, μαύρων σημείων
καταραμένοι σε ενήμερες πτώσεις.
Αγνή πομπή, ρόδων αθανασία
υψηλός βαθμός θησαυρών ασύλητων.
Θέλω πράξεις και λαών οδοιπόρων
αδελφικών μυστικά μ’ όλο το κύρος.
Θύελλες πια στων τύψεων το εύρος.
Θέλω μια πατρίδα, θέλω μια ελπίδα
το σκήπτρο λάμπει, πρασινίζει ο κάμπος
και στον κιλλίβαντα όρθια η ψυχή.
ΡΓ
Άρωμα μνήμης μέσα στον αντίλαλο
του πόθου με τον πολύσημο πόνο
στα μετρημένα βήματα μιας αλήθειας
που παιδεύεσαι, Νέμεση λαίμαργη.
Πικρή στιγμή αγάπης με ένα φιλί
και του χαμένου η τύψη μια γλώσσα
για το βλέμμα, για μια λαχτάρα άλλη
κι όταν γονατίζει κι όταν απελπίζει.
Άρωμα απ’ το άπειρο με τις βδέλλες.
Πόθος πλεύσης με ταραχή του νόστου.
Έλκονται στον ψαγμένο τόπο οι μοίρες
απ’ το λευκό βότσαλο θεών κι ανθρώπων
μέσα απ’ την υπεροπλία της γλώσσας
στην πρώτη ομορφιά, με γραφή ζωής.
Αρωμα μνήμης μένει στον αντίλαλο
σα σκιές απλησίαστα χρώματα
και φύσης κραταιής ο λόγος κίνητρο.
PΖ’
Δειλά ο έρωτας ρέει άγραφος
του αθανάτου δε λύνεται το ξόδι
και της σαγήνης οι μορφές άλαλες
όρνεα ομιλητικά που μας πνίγουν.
Με προσμονή ακόμα χείλη υγρά
και τ’ αλγεινά χωρίς φροντίδα μένουν.
Στον κόρφο με μια αλήθεια για όλα
γόνιμες κι οι μαρτυρικές αγκαλιές.
Μοιραία πορεία, μένει ιδανικό
και μιας πικρής κολακείας μονοπάτι.
Δειλός ο έρωτας που ρέει άγραφος
κι είναι ακόμα ο νόμος των παρθένων.
Μοσχομυρίζουν, απ’ το φως γυρίζουν
άνθη απ’ τον ίδιο οίκο, για μια πνοή
και για της βαθιάς θέλησης τα χείλη.
Πόση δίψα, αμέλεια ασύγγνωστη.
Μιλώ κι εγώ, εναγωνίως προκαλώ.
ΣΓ’
Κάθε έρωτας πληγή και χάρισμα
ένας κι ανάμεσά μας αρώματα
με γράμματα, με μεγάλα αγάλματα.
Πόσοι απελπίζονται με το πένθος
μα του καθαρού ουρανού λάμπει το φως.
Ώρα πια και των ανοιχτών πληγών μας
ώρα των ευχών στον τόπο των φιλιών.
Έτσι ή αλλιώς, πόσοι λυγμοί και ρυθμοί
ο οίστρος μ όσα η αγάπη δεν ξεχνά.
Ίδιος έρωτας νοσταλγός μιας νύχτας
κι όταν δοξάζεται κι όταν βαραίνει
βγαίνει ο πλούτος απ’ τα ερείπια.
Μένουν βλέψεις που το φως φιλοξενούν
βγαίνει κι άλλο ψηλότερα απ’ τις “λέξεις.
Κάθε έρωτας πληγή και χάρισμα
για τόσα γλυκά, χαμηλωμένα μάτια.
Πάλι διστάζει, πάλι η ζωή εδώ
μνήμη που την ίδια προτίμηση στάζει.
Με τον πλουσιότερο πόνο της καρδιάς
νέος έρωτας, άστρο της συντροφιάς
άσπρο βότσαλο μ’ έναν χαιρετισμό
σε αρχείο θεϊκό μ’ όλη τη ζωή.
.
ΙΩ, ΛΑΜΠΕΙΣ (2022)
ΔΕΣΜΕΥΣΗ
Είναι στη δική μου μοίρα
να σ’ αγαπώ χίλιες φορές
να ξεπερνώ χίλιες φωτιές.
Γυρίζεις
σπάνιας ακροθαλασσιάς
αντηλιά μαγεύεις
κι ανθίζει το πέλαγος.
Ίδια δίψα
γόνιμη, χωρίς φθόνο
η λευκή σελίδα.
Γεννάει το τραγικό
το χρυσό μας μήλο.
Σ’ ακούω, Ιώ των φιλιών,
κι απ’ το ασεβές περνώ.
Γυρίζεις λευκό λουλούδι
βαφτίζεσαι πάλι στον πηλό.
Τα θύματα ντρέπομαι
μικρά βλαστάρια που βαδίζουν.
Μπορώ να σε λαχταρώ
να σ’ αγαπώ χίλιες φορές
να ξεπερνώ χίλιες φωτιές.
ΑΘΕΑΤΟΣ ΔΕΣΜΟΣ
Κοινή η πορεία των οργασμών
καυτές οι ανάσες αιχμαλωτίζουν
ανάμεσα στις χαρές του ελεύθερου.
Μ’ αμφιβολίες χύνουν το αίμα
όλα τα μικρότερα που περιμένουν
απ’ το άγιο κι απ’ το ισχυρό.
Όλο το δαιμόνιο με το φως του.
Ονομάζουμε το ρόδο πιστό οδηγό
στον ουράνιο δρόμο χωρίς φραγμό
ως την άλωση που ισούται με φόβο
κι ως τον έντιμο δεσμό, τον αθέατο
ΓΙΑΣΕΜΙΑ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ
Μέσα μου σύμπαν που με γεμίζεις νότες,
σπινθήρες των ματιών της μεγάλης θύρας.
Μέσα μου, η ιέρεια Γη, βοή, κραυγή πολεμική,
βροχές, χιόνια, αηδόνια, πικρά ζεστά κορμιά.
Η ζωή της γραμμής μου έχει τρόμους,
νύχτες άγριες και άγιες, τέρματα προσφιλή,
έχει λαχτάρες της πρόσκλησής σου.
Μέσα μου σύμπαν ολοήμερα ρίχνεις δίχτυα
σε πράγματα, σε πόθους, γλυκό μάτι και φρύδι
μιας εποχής ατάραχης, χωρίς έγνοιες σφαλμάτων.
Ο ζεστός αέρας και των ονείρων μένουν πέρατα,
της υπέργειας μουσικής χρώματα και ολόγυρα
της θάλασσας, μήπως οι θρόνοι, οι θρήνοι της ζωής;
Όπως υπάρχει ακόμα βυθισμένο το όνομα της πίστης,
όλα πια να με καλούν ιερά κάποτε κι επικίνδυνα,
σώματα σκοτεινά, στόματα, λεπρά εχθρών ακούσματα.
Μέσα μου σύμπαν που με γεμίζεις νότες,
σ’ ερωτεύομαι, οι αναμετρήσεις μας κάμπτονται.
Κρύβεσαι, αγάπη μου μύχια, τόσο φιλόξενη, τόσο υγρή,
αγνή σε μια στεριά,
σ’ ένα μυστικό ακόμα που λικνίζεται το πάθος.
Μέσα μου, η ιέρεια Γη,
λευκά γιασεμιά που μένουν και με γιατρεύουν.
ΠΡΙΝ ΓΥΡΙΣΟΥΝ
Πριν γυρίσουν τα νερά, πριν η γενιά φοβηθεί τη σκιά.
Πριν τη στροφή, στη θέα των ονείρων, γοητείες ζωής.
Με την παρουσία των παθών πίσω απ’ τη μάσκα ιδιοτέλεια
όλα προλειαίνουν με μια αλαζονεία.
Αιώνια γύρω απ’ τη γυναίκα
αιώνια γύρω απ’ τη γονιμότητα.
Πριν γυρίσουν τα νερά για την επίπονη μάχη ενάντια στο
φθόνο, των ματιών μας δυνάστες, ως κύματα του έρωτα
και της θάλασσας, της αέναης καρδιάς η πατρίδα.
ΙΩ, ΛΑΜΠΕΙΣ
Μ’ αφήνεις να λάμπω, ώρες γλυκές μαζί σου
κι οι δαίμονες μικρές λεπτομέρειες της οδύνης
απ’ έξω φως κι οι ομορφιές χαμένης ηδονής.
Ιώ,
μ’ αφήνεις, λάμπουν μετάξια που σέβονται,
κάποιοι πάλι ορέγονται ομορφιές σκοτεινές
κορύφωση κρατάς, με αρχές που επέβαλες.
Ιώ,
κάθε θαύμα με τα αγκάθια και με τα γινάτια
με τα χαμόγελα των πιο καθαρών ουρανών,
με πιστές θάλασσες, ως τα στενά κελιά μας.
Νύχτα κι ασπροφορείς.
Ιώ,
ομορφιά μου απόλυτη κι απαραβίαστη,
με φως, μ’ ευγνωμοσύνη των οργασμών,
ως στον πυρήνα με τον προφήτη άνεμο.
ΜΝΗΜΗ ΣΤΙΓΜΗ
Είμαι με μια άσωτη μνήμη
άχρονα λύτρα των ηδονών ακολουθούν
κι όποιες ανέδειξαν μια ταραγμένη εποχή
κορυφές λέξεων που με κάνουν έφηβο.
Όσα ξέρω κι υποφέρω
στην ασωτία πιο κάτω αρμονικοί οι συρμοί.
Ενήμεροι λεηλατούνται οδοί απ’ τα πάθη
σ’ όλο το πηγαίο χωρίς λησμοσύνη
κι ένα κηροπήγιο, επίκαιρο, σαγηνευτικό.
Δεν είμαι χωρίς τον αμείλικτο ορίζοντα.
Όσο πιο μακριά απ’ την εύνοια του τυράννου
στη δόνηση που έχει σταλάξει η σκοτεινιά
κι ο ουρανός βλέπει, άνθη απ’ το κορμί.
Προδοσίες δε γύρεψα
με μια άσωτη μνήμη
σε μια άσωτη στιγμή.
ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ
Εσύ κι εγώ είμαστε πόνος
στην αθωότητα ως το ξημέρωμα
στο ημέρωμα κάθε τύψης νιώθουμε
πιο δυνατοί, πιο λατρεμένοι.
Εσύ κι εγώ μπροστά στην ακτή
του φωτός είμαστε άνθη
σ’ ένα βάρος του πένθους των περιπάτων
απ’ την αλήθεια, ως τη ρίζα της.
Εσύ κι εγώ, πιο κάτω οι στάχτες
κρυφές βολές των σαρκασμών
στήριγμα απ’ το αγόγγυστο μέρος
θεών της καρδιάς που παραστέκουν.
Εσύ κι εγώ σφραγίδα στη βεβαιότητα
όπου γυρίζει, όπου σφραγίζει ο ήλιος
με τόσα μάτια απ’ το ποθητό κενό
μεγάλης ανάγκης που δεν έχει λείψει.
Εσύ κι εγώ των ανείδωτων στίχων
υψηλότερης θάλασσας να έχουμε μάτια.
Εσύ κι εγώ είμαστε πόνος.
Δε λείπουμε, δε χαμηλώνουμε τα μάτια.
IV
Στην πρώτη γραμμή χρυσό κρατάς το άστρο
Δε σβήνει, η ιδέα, ματωμένη απ’ το αγνάντεμα
Πάμε πίσω απ’ το παραβάν, πάμε στ’ αστέρια,
πάνε οι ήχοι, οι βέβαιοι, ιδανικοί τιμωροί
Άνθρωποι μολύνουν, κακιώνουν άλλοι κι άλλοι
σαν δένονται οι αθάνατοι, οι συνωμοτικοί
Δε γλιτώνει η προσευχή απ’ τον ελιγμό τους
δροσιά και βία ακόμα στην αιωνιότητα
Στην πρώτη γραμμή, για μια ζωή με τα έμβρυα
σαρκάζομαι κι απ’ τα έργα του έρωτα
Αρεστός κάθε φλόγας με τις ολάνθιστες λέξεις.
IX
Με θέλεις για το στόλισμα
με θέλεις για το εικόνισμα
γλυκά που μ’ ερωτεύτηκες
γλυκά που με ταπείνωσες.
Γλώσσα ήρωα και του τάφου
σκουλήκια τροφή μυρμηγκιών
αφήνουν τρόμους παραισθήσεων
με λόγο κομμένο και ραμμένο.
Με θέλεις ζωηρό κι αθάνατο
με θέλεις χωρίς φως Μινώταυρων
με τους σταυρούς ψηλότερα
όσο αποκλείεις κι άλλους φίλους.
Δεν έχεις προστάτες
καινούργιες σημαίες υψώνεις
δεν έχεις φως ευγενικών χρωμάτων
ακόμα κι η ύβρις σε κρατά.
Ιώ, όπου δεν πεθαίνεις
με νοσταλγία κατεβαίνεις
ένα κι ένα τα πιο χαρούμενα
τα μαρμάρινα σκαλιά.
Στέρεα σ’ ένιωσαν
ο άνεμος της ψυχής
ο άνεμος της γλύκας μας φίλος
κι η δόξα που νοστάλγησαν
μάτια.
Η ευκρίνεια καιρών κρίνει
με σένα ταιριάζει των παθών η ταφή
και τον έρωτα πιο λαμπρό κρατούν
όσοι ρωτούν, πόνοι αγιάτρευτοι.
.
ΣΤΟ ΡΟΔΩΝΑ (2021)
Σαγήνη βγάζει η πληρότητα
στον πλούτο κρατά η σελίδα
κι όταν λικνίζονται μ’ ελπίδα
μικρά γιασεμιά γιατρεύονται
* *
Βιάζονται μοναδικοί καρποί
κι όταν άλλοι λαοί θερίζονται
κι όταν στρώνεται θανάσιμα
σάστισμα της αγάπης το κρίμα.
Φωνή απ’ τα πικρά, απ’ τα αγνά
τ’ αληθινά, τα ψηλά λικνίσματα.
Κάλλη, απροσδιόριστα λαμπρά
με τόσο άρωμα από μια πατρίδα
λευκό γιασεμί της υπερηφάνειας
ξέγνοιαστο, ιδανικά πεπλοφόρο.
Ιχνευτής στο μάτι ένας άγγελος.
* *
Πάλι μέσα στη μήτρα των παθών
ο μαύρος πηλός αντί των ανθών
Όταν εισχωρεί μέσα στα όνειρα
ο αειφόρος θρύλος των αγκαθιών
μένει κι όλο τρυπά με δόρυ χρυσό
της ευγονίας αμέτρητα σπέρματα
Ψηλώνει μέσα στο φως η αψίδα
τόσων ηδονικών και ξάστερων
* *
Δε θέλω να μου ανήκεις
έχεις άλλο δικό σου θεό
ολοένα ανοίγει η πληγή
με το Εγώ που αγάπησες
αθάνατο φως τη Μούσα
* *
Του γυμνού κάλλους όλα
μνημεία ημίθεων οιμωγές
κι ο άνθρωπος χορευτής
χειροκροτεί και νοιάζεται.
Όταν τα είδωλα μπορούν
κι αυτά θ’ ανασταίνονται.
Πρώτο πρώτο χάρισμα
αναπότρεπτα ηδονικό
γυμνό ακολουθεί μαχαίρι.
Οδηγεί φως στο λουλούδι
οδηγεί την κρυφή εκδίκηση.
* *
Μεγάλο ύψος που θυμάμαι
ακόμα τον πρώτο θηρευτή
στο σοφό σκοτεινό κείμενο
με την ηδονική μας σπατάλη
* *
Παρηγόρα χείλη
να δίνουν πλούτο
κι όταν αγαπούν
ψηλά οικοδομούν
* *
Ανοίγουν της αθανασίας μας οι τόποι
έχουν απ’ την τέχνη στάξει τα δάκρυα.
Δέηση η Ποίηση όπου κι αν μας κρατά
να φαίνεται όλο το δικό της πρόσωπο
όλη με τη δική της ευκρίνεια σε γραμμή
πολύ ψηλά που μαζεύονται τα αγκάθια.
Ωστόσο, φαίνεται η πιο μεγάλη αρένα
με τόσα ξεφτίσματα βγαίνει ο Ταύρος
όλος φύεται κι ο ένδοξός μας Ροδώνας.
Όσα ξοδεύονται κρατάνε τους έρωτες
διδάσκονται με αγωνία στα περάσματα
κι όσα δεν παίρνουν πίσω τ’ αρώματα.
Έλκονται οι τύψεις με τρικυμίες μεγάλες,
* *
Μέγας τοξότης των λαών
γλυκιάς πνοής οι θρήνοι
θρόνοι λίκνων μοναδικών
κι οι ερέτες να περιμένουν
* *
Κρατούν κοπάδια λευκών πουλιών
μικρότερων λαών προσκυνήματα.
Βάθη της ενοχής μνήμες χρωμάτων
στην κάθε εκτροπή των μνηστήρων.
Με γρίφους η σκέψη όπως πενθεί
πρωτόπειρη στη σκιά των χρυσών.
Κρατούν αναλαμπές στις πόλεις
με τα καθημερινά μας καπρίτσια
κι οι δημιουργίες που βάλλονται.
Ο ήλιος σημαδεύει στην απουσία.
Διαβάζουμε ερείπια των λίγων
αθάνατα μέλη αιώνες φωτίζονται.
* *
Συμπαντικό το βλέμμα μου τίμιο
παρθένο ποτάμι με γήινα κορμιά
όσος μόχθος ατέρμονων παθών
με ηδονισμό κατάλοιπο σφαγών
με μια λέσχη μνήμης των θυμάτων
και τόσο αίμα όσο φως στα σκεύη
* *
Φως των χρυσών μάλαμα ως τη ρίζα
που επιμένουν λαβωμένα της μνήμης.
Ταιριάζει μια κόλαση ακόμα περιμένει,
σπαράζει μια φωνή για τ’ αλληλέγγυα
σήμερα που όλα η ομορφιά τ’ αλλάζει.
Ο ερμαφρόδιτος κλαίει, άλλοτε γελάει
μάχομαι κι εγώ που ακόμα σκιάζομαι
με τόσα πολύχρωμα φίδια των δρόμων
και με σφραγίδες οίκων πιο λαίμαργων.
Νωρίς η χρυσή τομή και αιώνιο το χέρι
που το ασπάζομαι με μια υποψία νίκης.
Ο θυμός κρατάει δεν είμαστε τελευταίοι
αντέχει ο αντίλαλος από άλλη πατρίδα.
Ό, τι δεν κάνουμε να βγαίνει, ν’ απορεί
μέσα από σκόνη ευωδιά και άξιες ώρες.
Φως των χρυσών με πιο γρήγορο θάρρος.
Τι είναι ο θρόνος, ο πόνος για μια αρχή
στο χρώμα η λέξη, στο φως ο χωρισμός
πολιτεία τόσο ποτισμένη με δηλητήριο.
Βγαίνει απ’ το στόμα του Λύκου η τροφός
η αγωνία απ’ την τέχνη της προσευχής.
* *
Όνειρα αθροίζουμε ακόμα
ισχυρά κάστρα κι ελεύθερα
με τα χάδια όλη η ομορφιά
ως γνώρισμα μιας ψυχής
* *
Είμαι αληθινός και είμαι σπόρος δικός σου
φως δίνεσαι, απ’ την πατρίδα δε χωρίζεσαι,
χαρίζεται το όλο με μαρτυρίες της Άνοιξης.
Δόλωμα από παντού ξεγνοιασιά μιας μέρας
σαν προστασία πρώτη λέξη απ’ τον πυρήνα
η στροφή, η επιστροφή λευκών γιασεμιών
χαρά του λόγου, χωρίς φαρμάκι οσμή θεού.
Ο άνθρωπος κι ο λίβας, οι ενοχές της ιέρειας.
* *
Ονόματα κρυμμένα του ονείρου
με τους καθρέφτες που δένονται
μένουν αναλογίες στη δίκαιη ζωή
χωρίς αλαζονεία ψυχή του άνθους
ένας κι ένας ουράνιοι βλαστοί μας
* *
Λάμπει ο κύκλος ο κρυφός που βλέπει
φεύγουν γρήγορες, άσωτες ζωές, ιερές.
Δαίμονας αλήθειας, ηδονή κατάσαρκα
ομολογία της ενοχής για το μαύρο αίμα.
Κόμποι πάλι λύνονται, δένονται δάκρυα
πολύτιμη η πληρότητα που ανταμείβει,
που απαιτεί, στην παλιά γέφυρα γνέφει.
Στρέφει χωρίς το Εγώ, το όλον της Ιέρειας
η αιωνιότητα μελιστάλαχτη επιστρέφει
πρόθυμη και πιστή, χωρίς λύπες λάμπει.
* *
Ιδέα των ελεύθερων
των πολιορκημένων
όσο πιο υπερήφανο
ως το πέρας το αίμα
* *
Νωρίς σε θρηνώ, νωρίς αιώνια πέτρα.
Όνειρα τον άντρα δείχνουν
σκορπίζεται η στάχτη των θεριών
μέλι γλυκό καθαρότεροι οι ουρανοί
στα περάσματα όρκοι μιας ηδονής
δένουν ίχνη νίκης των πατρίδων.
Τιμές χωρίς άλλοθι γλυκαίνει η στιγμή
αγκαλιάζεται των ενοχών μυστική ζωή
φως εποχών νέος έρωτας στη συνάρτηση
της αυταπάτης που η ευφροσύνη γυρίζει.
Μικρά τόσα θαύματα φτιάχνουν πίδακες.
Βία πιο πολύ διψά, βιάζεται για τη λάμψη.
* *
Λέξη της Ιστορίας
σταυρώνεις εμένα
στο φως οι έριδες
κλήρος της σαγήνης
* *
Φωτοστέφανο ζητάει
για την Ποίηση η τιμή.
Γερνάς μέτρο σταθερό
μια τύψη με τόσο χάος.
Πολλά και τα στόματα
πολλά τα μάτια, μεγάλα.
Οι λέξεις όταν λάμπουν
όταν οι πιο λιτές πονάνε
κι όταν εκλεκτά γελάνε
βγάζουν κι άλλα φτερά.
Σκοτεινό σημείο χτίζεται
σπέρμα απ’ το χαμόγελο
με το περίσσευμα τέχνης
μοιραίας ακόμα σαγήνης.
Μια τοιχογραφία το φως
λέξεις που ομορφαίνουν
με τα κοντινότερα πλάνα.
* *
Από μια φωνή
από μια κραυγή
σχίζεται η λέξη
η λέξη μας μόνη
όσο πιο πειστική
με τη φυλλοβολή
* *
Φαντάζομαι άπειρους
αγγέλους ανθρώπους
της μοναδικότητας.
Δυνατές βγαίνουν ιαχές
όχι για να σταυρώσουν.
Με όλο το προσκύνημα
κατεβαίνει και η φωτιά
κάθε νέο ποίημα απορεί
επιμένει η περγαμηνή.
Κάτοπτρο ελευθερίας
νους που προσπερνά
όλη την πρώτη λαγνεία
για τη διάπυρη Ιστορία.
Κάτοπτρο προσφέρει
κι η ισότητα δεν αργεί
για μια χαμένη χρυσή
των αιωνίων ασπίδα.
* *
Ρόδο ερχόμενο καίει η πληγή
Ρόδο των θεών σταυρωμένο.
Ποιος φταίει και ποιος αδικεί
φλόγες μαρτυρούν και κρίνουν
παλεύεις στην πίσσα αγωνίας.
Είσαι καλό
η θάλασσα κρύβει ουρανό
όλη η γενιά με δώρα του ήλιου.
Είσαι και φλέγεσαι με τους ψαλμούς.
Όποιος κεντά κλήρος της θάλασσας
φαρμάκι πληγή που ακόμα διψά
σταγόνα όλα τα κρατά
σπονδή γενναία.
Ο σταυρός δικός μας
ώριμα παιδιά βγάζουν σημαία
στην Αθανασία.
* *
Δεν ησυχάζω
τρομάζω θαύμα
μένω στο τραύμα.
Τίμιο κορμί στην Ιστορία ξαναβγαίνει
ο έρωτας σάρκα λέξης ζεστής
κι όταν δικάζεται η άγια πομπή στο Κοίλο.
Μάτια του Ροδώνα μεγάλα τα κύματα,
αιμορραγούν προφήτες των ευγενικών ψυχών,
ένα μπουμπούκι αγιάτρευτο με ρόλους και σκιές.
Όλα παρουσιάζονται, όλα μοιράζονται
ο αθέατος Ροδώνας κι ο κρυμμένος θεός.
Γυναίκα θεών Μητέρα
δάκρυα της ευγονίας που το φως μας όρισε.
Γυναίκα των οδηγών του πλούτου η φοβέρα
ανέλπιστο το δάσος κι ο ίδιος χαμένος πόλεμος.
Δεν ησυχάζω
τρομάζω θαύμα
μένω στο τραύμα.
.
ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΠΑΘΗ ΟΥΡΑΝΟ (2020)
(ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ)
ΛΕΥΚΩΜΑ ΜΝΗΜΗΣ
Μήνας πια και χρυσός
ο μήνας που τόκο δίνει
το δικό του στο αληθινό
θαύμα μεγάλο πέλαγος.
Αμάραντο να στρέφεται
βαθιά να με αγκαλιάζει.
Ιμάντες κρατούν το δίκιο
χώμα από αυλή της ζωής.
Αδημονούν γλυκές λέξεις
απ’ την αναστημένη πόλη
δαιμονικές οι μέρες όλες
στον καπνό που χάνονται.
ΟΙΩΝΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΕΣ
Ανάστασης σπέρμα
κόψη των αειφόρων
γεμίζει μια προσευχή.
Γράφει κι ο ιριδισμός
κρίματα της αγάπης
με κρυφούς καημούς.
Οιωνός μια θάλασσα
σπίτι γυμνό χειροκροτεί.
Λύτρα μαζεύουν δάκρυα
λαβές σε χάος πολέμου
μ’ όλο το συνταίριασμα
αδηφάγα τέχνη μεγάλη.
ΦΡΟΥΡΟΣ
Όσο πιστός γίνεται
γλυκός πια ποιητής
στα πικρά στα μικρά
σε όλα τα αιχμηρά
με μεγάλο στοίχημα
από δείπνο μυστικό.
Ο ποιητής ν’ ακούει
αμφίδρομος τρόμος
σε χνάρια βεβαιωμένα.
Φρουρός πια ο ίδιος.
Έντομα ενοχλητικά
φίδια μύρια πρόσωπα.
ΜΙΤΟΣ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ
Δίνες αγάπης πρόλαβαν
χρυσά κουβάρια με όλα
όταν ξετυλίγονται αργά
πάλι σε δάση αγαπημένα.
Με την ηλικία των παθών
ζυγίζονται μάταιοι πόθοι.
Ηλικίες πάντα ταιριάζουν
σκόνη μαύρη με το άπειρο.
Δίνες χρυσές στο στερέωμα
εθισμός με το μαργαριτάρι.
Πλοκή στο έσχατο θέρετρο
της στιγμής βαθιά σταγόνα.
ΑΓΚΑΘΙ ΚΑΙ ΦΛΟΓΑ
Πέλμα θανατηφόρο
με το μυθικό στίγμα
σαν μένει όλη η τύψη
απ’ τη φιλόξενη ανάσα
κι ο τύμβος της γλύκας
ποτέ πια λησμονημένος.
Με σένα απ’ τα μάτια
η τυραννία που πέφτει
με το χτύπημα απαντά
της ρίζας ολοκαύτωμα.
Απλώνεται πάλι λόγος
όχθες της σωφροσύνης.
ΓΔΥΝΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Αναζητούν οι έρωτες
απ’ τα σκοτεινά σημεία
αρχεία που πληγώνουν.
Μαύρες μένουν πορφύρες
που συνενοχές θυμίζουν
και με χρησμούς χτίζουν.
Φωλιάζουν σαν ηλιαχτίδες
οι εστίες της όλης ηδονής
των ωραίων κατατρεγμένων.
Στην απεραντοσύνη φθορά
φως σκαλί των προορισμών
και των μνησίκακων τα δώρα,
A
Όσα ζουν
θαυμάζουν και θαυμάζονται.
Μπόλιασμα κρυφό άλλο δε μένει
ο άγγελος κι ο θεός στο νεφέλωμα.
Δικοί μας έρωτες ακούν, προσκυνούν,
δικοί μας πάντα με την ιερή σαγήνη
απ’ τους αιώνες βγάζουν μεγάλο πόνο,
απ’ την Ελένη των Ελλήνων
κι απ’ την Ελένη των Τρώων.
Όσα ζουν χωριστά ξανάρχονται.
Είναι μιας Πύρρειας νίκης οι θυμοί
οι ξυλοδεσιές καημοί που φυτρώνουν.
Είναι τόσα έκπληκτα μάτια,
είναι τα αφανέρωτα της πλήξης
των εξοχοτήτων μας τα πικρά λόγια.
Μάτια πάλι που μας ονομάζουν,
μάτια πάλι που μας φαρμακώνουν.
Δρόμοι αρχέγονοι αέναοι είναι παλμοί.
Μήτρα αξόδευτη αστράφτει η πέτρα.
Λευκό το λουλούδι που φωτίζεται και ζει.
Α5
Όπως οι τύψεις, όπως οι σκιές τους
γόνιμες οι μέρες με τόσα παράφορα
ως τη λαλίστατη αιχμή των σπιτιών.
Δια των ευχών άρτια πηγή η πληγή,
μέσα στη δίνη οι μακάριοι γράφουν
με αποδείξεις τα στερνά της γνώσης.
Οι αφορμές για τη μεγάλη θέληση
φλόγες υψηλές όσα έργα φωτίζουν.
Νερό και αίμα οι ήχοι και οι παλμοί
στο πρώτο ασκί που βάζουν σημάδι.
Α9
Όπως ο θρόνος κρέμεται
έρωτας γελά σε μια ματιά
που του ρίχνουν οι ερινύες,
που τρέχουν κι ατιμάζουν.
Όμως η ηδονή, η διάδοχη
γαλήνη που οπλίζεται και
προσδοκά, γιασεμί λευκό
γίνεται του γυμνού ονείρου,
Όπως τα δάκρυα ως βολές
στην αντίθεση του άνθους.
Όλα τα πρέπει κι η ομηρία.
Α15
Όταν η βολή θα ευφρανθεί
με όλο το ιερό προσκύνημα
μέσα στο άπειρο του τόπου
η χρεία της μοναδικότητας.
Δυνατή ιαχή, όλη σταυρώνει
μέσα στην κατάκτηση νοερά.
Φαντάζεται ένα άλλο μαχαίρι
με την αρχαία ηδονική λαβή.
Λάμπει μεγάλη ερωτική λέξη.
Γινάτι φθάνει το αίμα φθονεί
η ίδια μήτρα του κολοφώνα.
Α21
Όταν μεθούν λαμπρότερα βράδια
ίδια φαντάσματα ακούν, μας κυνηγούν
γελούν πολύ, όταν τόσα πικραίνονται.
Όταν ματώνουν κι όταν αγριεύουν
θάλασσες μεγάλες κορυφές πατούν,
των πουλιών πολύτιμα φτερά κόβονται.
Οι αψεγάδιαστοι με μια ριπή ακόμα
του ανέμου ο ρυθμός να μας ακολουθεί
φως που σαρκάζει, που δε μηρυκάζει.
Οι Ολύμπιοι κι όλοι οι μικροί μας Θεοί,
όλοι εκεί μέσα στο σημαδεμένο κλουβί.
Τόσα σώματα με τα μεγάλα μας πάθη
και η μικρή αοιδός της πρώτης νιότης,
σαν εκδίκηση στο ακριβό βελούδο πάλι.
Α28
Ρωτάει ο ουρανός, γιατί το φίδι όλο σφυρίζει,
γιατί ένας ακόμα άντρας ερωτικά πισωγυρίζει
κι ο στεναγμός ρουφάει απ’ το πιο βαθύ χρώμα.
Κρύβεται το πρόσωπο, αναρριχώνται οι φίλοι,
πάνω σε μυθικά γερά κλαδιά οι νέοι σύντροφοι.
Αιώνες της οδύνης με τα πιο σοφά ανοίγονται.
Πέφτει το χιόνι, πέφτει το χαλάζι απαράλλαχτα
με τα βουνά να κλαίνε που ρωτούν για την Τροία.
Η κατοικία της μνήμης με το καθαρό της βόλι,
με μια άλλη τυραννία που επιβάλλει το πένθιμο.
Φως στο στήθος περνάει μέσα απ’ το βλέμμα
πέρα απ’ το στέμμα κι από συμπόσια εκλεκτά.
Επιμένουν οι βαθύτεροι οργασμοί της μνήμης
φόβοι της αλήθειας, της αγρύπνιας το χρώμα .
Ο ουρανός ρωτάει, ο χώρος γίνεται πιο σοφός.
Πλησιάζουν να μας πλήξουν μοναδικές σκιές.
Σέρνονται φίδια στον ακλόνητο της ζωής δρόμο.
Όλα βγαίνουν μ’ ένα κλείσιμο ματιού των θεών.
ΑΧΡΟΝΗ ΛΑΜΨΗ
Δέξου εμένα,
δέξου τους μυροβόλους έρωτες,
στο κενό που δε θα υπάρξουν
βιαστές των μεγάλων λειτουργιών σου.
Φλόγα της αμφισβήτησης βγαίνεις
με την ολοκλήρωση της ισημερίας
με τα ζωντανά πουλιά στον κοιτώνα
στην άχρονη λάμψη μέσα στο χειμώνα.
Άνθη άλικα,
άνθη απείραχτα,
ζητούν τρυφερότερα χάδια.
Ολοένα έρχεσαι λέξη της ανάληψης
ο ιβίσκος σου μονοπώλιο έγινε
η φήμη σου όλη πια ελευθερώνεται.
Δέξου εμένα,
δέξου απ’ το μαγνάδι αυτό
το πρόσωπο της παράφορης ηδονής.
Δέξου χωρίς τη χλεύη των στεναγμών
αναντικατάστατη τη ζωή των αχτίδων.
Δώρο θεών η στιγμή της ευχαριστίας
δρόμοι άχρονοι, δρόμοι πιο φωτεινοί.
ΘΑΛΑΣΣΑ ΗΔΟΝΗΣ
Απ’ το μέσα αστέρι
στην ηδονή που σκέφτομαι εσένα
μέσα απ’ την αφή σε τόσα πολύτιμα
που θαυμάζω στην επιστροφή,
που ρεμβάζω στη μεγάλη περιπέτεια
ως τη στέρεα μνήμη,
ως το βλέμμα
που σα θεά ρεμβάζεις.
Απ’ τον ήλιο
θάλασσα ηδονής σε φέρνει,
σε παίρνει πάλι,
σε παίρνουν αιώνες θαυματουργών
κι όλα γίνονται κύματα,
γίνονται ερινύες,
φωτιές
και με το χέρι απλωμένο.
Μάρτυρας θεός του πόνου
ηδονικός θεός που δε φεύγει.
ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ
Σ’ αναζητούν,
πάντα σε ξεπερνούν τα δάκρυα.
Τόσο κοντά και τόσο μακριά,
ή
λάθρα στη Γη των μεγαλείων σου
ηδονική κραυγή του ολέθρου,
σκιά που βγαίνεις
κι ο έρωτας με σημασία
ως το απέραντο.
Σ’ αναζητώ,
βρίσκεσαι όπου μ’ ακούς,
μέλη μα της ζωής και της θέλησης,
ντροπή της πληγής που μένει τώρα
που σε κρατώ,
αρχή στο ιδανικό
στο δικό σου βλέμμα,
που μαζί σου ακτινοβολώ.
Γράφουν οι λύπες
σε ζητώ απ’ τις κρυφές σου λέξεις
που λάμπουν στην ποίηση των καιρών
κι όταν νιώθουν τη μεγάλη φωτιά,
στο μονοπάτι της πιο γλυκιάς ζωής.
Μοχθηροί υπαινιγμοί
στη ροή του παλιού εφιάλτη επιμένουν
αληθινές ροδίζουν οι λέξεις
αληθινές, αιώνια λάμνουν.
Σ’ αναζητώ με το δικό μου φιλί.
Αλήθεια δική μου η δίνη
στην ανάμνηση που δεν υποχωρεί
κι όταν μας κρατούν τα ξένα χέρια.
Κοίλο ν’ ανθίζεις
στο σώμα και στο χρώμα,
στην ερημία των χρόνων
που οι αγάπες δοκιμάζονται.
Ηχηρές ανορθογραφίες
στο χώμα της έκρηξης,
η αρχή της μνήμης
πιο βαθιά πληγή
των μεγάλων ερώτων.
Η θέαση των απόλυτων ηδονών
σε μια κόλαση που σ’ αγαπά βαθιά.
Η ΠΝΟΗ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ
Πού πας;
0 ίδιος ρόλος
ο ίδιος πόνος.
Ρόδο της οδύνης πού πας;
Τι φέρνεις απ’ το μελλοθάνατο σπέρμα;
Απλώνονται ανθρώπινα δίχτυα
απ’ την ταραχώδη μονοτονία
τόσων γραμμάτων και αριθμών.
Πού πας;
Γίνεσαι παιχνίδι της φωτιάς.
Σφιχτά με αγκαλιάζεις.
Άλλοτε αγαλλιάζεις
άλλοτε σφαγιάζεις.
Μικρός ή μεγάλος ήρωας
απ’ τον αντίλαλο των παθών.
Ρέουν μυστικά
με τον αέρα και με το νερό.
Αλήθεια ή ψέμα δικός σου ο λαβύρινθος.
Πού πας
ένας οδοστρωτήρας λύπης
πάνω απ’ τα πέπλα της μέθης;
Πετρώνουν της μήτρας οι αναπνοές.
Ένα άλλο κρυφό μονοπάτι
με κάθε μικρό πρόβατο
στον αντίλαλο
να με ακολουθεί.
Πού πας;
Που με πας;
Ρόδο, εσύ που σφιχτά με αγκαλιάζεις.
.
ΕΧΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ ΟΥΡΑΝΟ (2020)
(ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ)
Ι
Χρόνος στο χρώμα
ο πάνοπλος ουρανός.
Ρόδο, μόνο φως.
Δεν τελειώνουμε
η τέχνη όπου πάει
αρχή φρόνησης.
Ο Ηνίοχος
πολύδονη η ματιά,
όλη η φωτιά.
Ψηλά στο φιλί
τα ραγισμένα φτερά
ποθούν το κοίλο.
Υπέρ του ρόδου
μονοπάτι η φυχή
χωρίς τυράννους.
Αγνή κοιτίδα
όλο αλήθειες είσαι
θρήνους και ψαλμούς.
Έκπληκτο ρόδο
κόκκινο ως τη ρίζα
που ομορφαίνει.
Ηδονών βροχή
αιθέρια σώματα
να ακολουθούν.
Με σημαδεύουν
χρυσοί ήλιοι μεγάλοι
οι γαλαξίες.
Έρχομαι, δέξου
με, χωρίς μια πρόφαση
δηλητήριο.
Σώμα με σώμα
Ολύμπιοι οι κέδροι
κρύβουν μόνο φως.
Όσο αστράφτουν
σκήπτρα μιας εξουσίας
όπλα στην τέχνη.
ΙΙ
Κόβεις και ράβεις
μέθη με μια σύρραξη
στο αλλόκοτο.
Πρώτος ντρέπομαι
όλων των κολαστηρίων
τα ανθίσματα.
Σακάτης σπόρος
έπαινος στην ηδονή
μισή η ζωή.
Σκύβω και φιλώ
υποψία ωδίνης
ακόμα χάος.
V
Λούζει ο ήλιος
αθέατης κορυφής
τα παράφορα.
Όσο έντιμη
βολή της ηλικίας
μακριά με πας.
Ξετυλίγεται
των ερώτων ο μίτος
στο θείο κορμί.
Ως Οδυσσέας
για τις κατολισθήσεις
μιλώ στο λουλούδι.
Γλυκό το χάδι,
φλόγα με μια αγκαλιά
να μη διστάζω.
Σε συλλαβίζω
ιερό φως σου λέω:
Θεία η Ρωμηά.
Σχεδόν μοιραίος
με κρυφές σημειώσεις
όρκους παλεύω.
IX
Πλάϊ στη μνήμη
ο θεός και ο πότης
σκιές ηδονής.
Ποια ευμένεια;
Πνεύμα πόθους γητεύεις
στα εδώλια.
Φως που εκπνέει
εγώ που αιμορραγώ
ψηλά κρέμομαι.
Αχτίδες φωτός
μέσα στον Παρθενώνα
πόρνη αγία!
Άντρες στα χνάρια
το θυμίαμα νιώθουν
ζυγό θυσίας.
Κι αν διχάζονται
πολλαπλοί χρυσοί κόμποι
αφομοιώνονται.
Μέσα στο λίβα
μοίρα λησμονημένη
φωλιά ηδονής.
Πάλι με έλκουν
ίχνη των δανεικών μας
πνοών και οίκων.
Ιερός μαστός
χάσμα δειλού έρωτα
στο όλο βρίσκει.
Με φως εταίρας
άκρατη η ηδονή
η πιο σφαλερή.
Ηλιομαζώχτρα
πλούσια και τα δικά
μας γραφήματα.
Με σελάγισμά
του ονείρου χάρισμα
κλείνει την πληγή.
Όσα ξεπηδούν
είναι ηνία φωτιάς,
ο φθόνος όλος.
Κόψη ονείρου
γίνεσαι ποτέ χρώμα;
Γόνιμο χώμα;
XIV
Πρόταγμα καιρών
αγγίζει τα σπέρματα
τα ατέρμονα.
Δώρα ουρανών
οι κήνσορες τα κρατούν
για να απειλούν.
Γυμνό λάφυρο
ζωφόρος παραμένει
κλώνος της μορφής.
Πόθους των αγνών
μια Νέμεση λαίμαργη
τρέμει κι ενώνει.
Στα κατοπινά
των σπλάχνων Οδύσσειες
και δαγκωματιές.
Ως τον κρατήρα
κόψη να μην τελειώνεις
πουλί που λαλείς.
Φθόγγος στο κελί
σπόρος που αναθαρρεί
πένθος δε μένει.
Να μην κιοτεύει
χρυσοφόρο αντίκρυ
ζεστό πέλαγος.
Πνοή στο φιλί
κρατά η μνήμη
που ανατέλλει.
Δικός μου αγρός
διψά όλη η ζωή.
Θεός και μόνος;
Δύουν στη χαρά
τα χέρια όλα βαριά
να στοιχίζονται.
Άλλα δε λέμε
άλλα ο νους δε βλάπτει.
Ζήτω και χαίρε.
Κενό το γράμμα
ο λυγμός του αέρα
παραχαράκτης.
Πόνοι έρχονται
σαν έσχατοι συνοδοί
οι συνήγοροι.
Άγρυπνοι όλοι
οι ήχοι των μύριων
λεονταρισμοί.
Όμορφο πλάσμα
απ’ την ψίχα των οστών
ζέση των φίλων.
XVIII
Ορίζεις γήρας
μυστικά στο άρωμα
νάματα ψυχών.
Γνωρίζει το φως
μυρίζει κάθε ανθός
που δε βιάζεται.
Αγνοί άνθρωποι
με όλες τις πληγές τους
όλο πιο μέσα.
Ολοφύρονται
Κούροι, Καρυάτιδες
όσοι έμειναν.
Μιλά το ρόδο
γερνά η ποιότητα
ακριβών δόξα.
Άλλη η πληγή
η πηγή των κριμάτων
και των θαυμάτων.
Χαρές και χάρες
δεν έγιναν εποχών
ματαιότητες.
Ποιος ευθύνεται
ο τρόμος κυριαρχεί
πριν ανατείλει.
Χρυσοί οι κόμποι
με μίσχους ευφρόσυνους
να μας πλανεύουν.
Η προσευχή μας
από μεγάλα κεριά
βρίσκει το σώμα.
Μέσα σου βλέπω
σε μια στιγμή παρθένα
όταν προσέχω.
Πώς εφάπτεσαι
χρυσή στο άρμα άκρη
του γυμνού κόσμου.
XXIII
Συνταράσσεται
σε δίλημμα μεγάλο
μπαίνει ο ανθός.
Μνεία στη ρίζα
ασύμβατο στο δράμα
της Αίθρας τάμα.
Βάζει σφραγίδα
το νησί που πυρπολεί
με τόσο πόνο.
Γρίφοι τέλειοι
ο μνηστήρας, ο καρπός
αίμα αγάπης.
Φρουρός ιδεών
μεγαλόψυχα ζεστός
στο δαιμόνιο.
Όμως ο λόγος
φως που αναρριχάται
και σμιλεύεται.
Ο ΜΙΤΟΣ ΤΩΝ ΑΕΙΦΟΡΩΝ
Ο ΟΒΟΛΟΣ
Διαβάζεις στην αγωνία
πυρακτώνεσαι αστέρι
πρώτη φορά το ταίρι
λάμψη ευχή στα ηνία.
Ζει κρυφά η μία καρδιά
που ευδαιμονίες ξέρει
κι ο γιαλός σαν περιστέρι
μπρος στη χρυσή αμμουδιά.
Διαβάζω σαν γονατίζω
ίδιο σαρκίο κουβαλώ
απ’ τον πρώτο οβολό
για το ποίημα φροντίζω.
Όπου χωράει το δάκρυ
ενώνεσαι γλυκός καρπός
κρατάει ψηλά ο σκοπός
ευχές, θεών δοξάρι.
ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ
Αγκαλιάζονται τύψεις
οι έρωτες επιμένουν
οι γέφυρες όπου σέρνουν
απομεινάρια της θλίψης.
Ο φόβος έχει οδηγό
τα σκιρτήματα δένουν,
τά αιώνια ανεβαίνουν
με μια σκιά που ξεναγώ.
Βουλιάζει στο φιλήδονο
Μινώταυρος που μιλάει
τα παρθενικά κρατάει
κι άδειες καρδιές αλίμονο.
Αν στο νησί ξανάρθει
μια παρωδία της ψυχής
της καθολικής ευχής
κι ο οιωνός που επάρθη.
Αγρυπνούνε τόσοι φόβοι
πλουταίνει ο κρυφός τόμος
που μια νέα λαιμητόμος
μαύρων, λευκών, λαιμούς κόβει.
ΠΡΟΣΜΟΝΗ
Κόμπος στο αντάμωμα
μια γέννηση απ’ το αγνό
του έρωτα κορμί λιγνό
ο ερχομός σου άρωμα.
Μνήμη όρθια προχωράς
χύνουν δάκρυ τα λουλούδια
να ποτίζονται τραγούδια
σκοτεινή πλευρά χωράς.
Με τα πέπλα της ηδονής
επιστρέφει η κερκίδα
πόρτα την πόρτα ελπίδα
πλούτος τέτοιας προσμονής.
Λόγος να γυρίζει πάλι
κοφτερός και αστραφτερός
στρέφει, δε μένει ο λεπρός
κι ο αφορισμένος θάλλει.
ΑΒΑΤΟ
Μαύρη σφραγίδα θέλω
τα πάθη όλα γυρίζουν
ζωές το φως στηρίζουν
για τον πικρό Οθέλλο.
Σπέρμα ευχών ακουμπώ
ανοίγουν ζεστές αγκαλιές
γλυκές ματιές υγρές ελιές
στα βάθη αυτά πριν μπω.
Κλαίει μαζί κι ο ουρανός
φτερουγίζουν περιστέρια
δώρα μαζεύουν τα χέρια
λαλεί ο πρώτος πετεινός.
Πέφτουν ζεστές σταγόνες
φεγγάρια ερωτεύονται
πονάνε και πλανεύονται
απ’ το αρχείο αιώνες.
Όταν κι εγώ σε θέλω
μ’ ευφροσύνη σαν διάγω
για τον «έντιμο» Ιάγο
μαύρο φως να αγγέλλω.
ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΜΙΣΗ
Μέσα στο κρυφό ταξίδι
κρύβουν βωμούς τα χείλη
στάχτη καημών σαν ύλη
απ’ το μέλι και το ξίδι.
Δεν είσαι μισή οδύνη
φαύλος δρόμος οι αρπαγές
κρύβουν ήλιους με σφαγές
σκιές η αλήθεια σβήνει.
Κάκτοι όλο ψηλώνουν
κύκλοι, κυρτοί και γαμψοί
νικητές, άρχοντες κομψοί
όλα τα κεριά δε λειώνουν.
Άλλη αιχμή οι ελπίδες
κρύβει φωτιά μια ηδονή
ζεστή καρδιά κι η καλλονή
με ανθηρές νησίδες.
Αφήνουν στα μυρωδικά
των μίτων τους λευκά φτερά
αλήθειες γάργαρα νερά.
Φωτιές του κοίλου ανθίζουν
σελαγίζεις αθάνατη
Πυθία, να σε βαφτίζουν.
ΠΥΡΕΤΟΣ
Ακυβέρνητες πλήξεις
αντηχούν βρισιές του πλήθους
με τους αγέραστους μύθους
άλλη γενιά να ανοίξεις.
Απλώνονται τα μοιραία
της αγωνίας βήματα
μια έκπληξη στα θύματα
λέξεις φωτιά στα ωραία.
Ζουν οι μελλοθάνατοι
πέρα απ’ το Ζάλογγο
στον ερωτικό ίλιγγο
που φωτίζουν αθάνατοι.
Σώματα με τόσα πάθη
ερίζουν ψυχρά ερπετά
σε έργα πιο αγαπητά
σκληρής αλήθειας βάθη.
Με βάρη των πραγμάτων
ο δικαστής τελευταίος
πυρετός απευκταίος
προχωρημένων δραμάτων.
ΡΟΔΟ ΚΑΙ ΑΡΜΑ
Επιθυμίες ορίζουν
όνειρα χωρίς θάνατο
στης ψυχής το αθάνατο
πολλές γενιές ερίζουν.
Μπορούν και διορθώνουν
των πολέμων τα άρματα
μιας εφηβείας πράγματα
ήδιστο φως να υψώνουν
Ανταμώνουν οι θάλασσες
καταστάλαγμα στάχτης
μιας ικεσίας ο φράχτης
ένα σφύριγμα κι άνθισες.
Ποιος προδίδει όνειρα
στα ιερά και ώριμα
ποιος όρκος χωρίς νόημα
τοίχοι γυμνοί ολόγυρα.
Πού πας ρόδο με οδύνη
κάθε ανθός σου λάμπει
στα ανθρώπινα πριν μπει
μια ανεμπόδιστη δίνη.
.
ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΠΑΘΗ ΟΥΡΑΝΟ (2020)
Θύμα ή θύτης
ο έκπτωτος άγγελος
μαθαίνει να φυλλομετρά
αλλάζει είδωλα στη φωτιά
στην καταδεκτική ανάσταση
του αιώνιου ελαιώνα.
Ήχος και δροσιά οργασμός για το φιλημένο μας σύμπαν.
Ο στίχος αγωνιά με το κερί στη λεπτομέρεια.
Εκτοπισμένα, στάζουν ουρανό γλυκό τα ποιήματα.
Με λόγο με φως
η ορμή στην ανάγκη
βάζει σημάδια.
*
Αργεί το κρυφό εγκώμιο
αργεί η παρθενική αγάπη
αργούν τα ποθητά κόκκινα άνθη.
Εσύ κι εγώ στη μεγάλη νομή
είμαστε ο πόνος, είμαστε ένα
με μια ηδονή, με μια κραυγή.
Άλλος μάστορας όλος χρώμα των μύθων κρατά τη ρότα.
Δέσμιοι των παθών λαμπρό φως ράβουμε υπερήφανα.
Κόμποι και καρποί αλλόκοτα ράκη να βγάζουν τα φτερά.
Γλυκός έφηβος
ο άγγελος που πονά,
που συνωμοτεί.
*
Θάλασσα λαχταρώ
το γάλα και το αίμα
απ’ το ιδεώδες σώμα
στο χώμα στο χρώμα
της ηδονής το όνειρο
της ηδονής το κλειδί.
Όνειρο πλέκει ο πήλινος υγρός δίσκος φαντάζεται.
Πώς φυλλορροούν πάθη, πώς ομολογούν στο ζεστό στίβο.
Πώς ανθοβολούν, οι στίξεις αγωνιούν, δεν ολιγωρούν.
Ρωγμή του κακού
το πιο ζεστό άγγιγμα
προαναγγέλλει.
*
Υποκλίνεσαι
λουλούδι που μοσχοβολάς
δε βιάζεσαι δε θρηνείς
στο φως που σ’ αγκαλιάζει
η μέλισσα σε οδηγεί
με την αιώνια πραμάτεια.
Μάτια ζητούν οι έπαινοι μαζεύονται λαιμοί χάλκινοι.
Έλκει το τάμα η παπαρούνα στο νόστο υποφέρει.
Μίτος χρυσός με όλη την πικρή αλήθεια κρύβει βόλι.
Ρίχνεις πετονιά
δαιμονικής ακρίβειας
ματαιότητα.
*
Μια λέξη σαν ασπίδα
μεγάλο πλήθος διεκδικεί
συναρπάζεις πρώτη αυγή
στο θόλο που επιμένει
να γράφει το μόνιμο όνειρο
με το αίμα της ελευθερίας.
Φως μαχαίρι του λόγου με τραύμα βαθύ στο πιο γόνιμο.
Ν’ ανοίγω να μην πνίγομαι σπέρμα και φως ο σελαγισμός.
Συμφιλιώνεις λέξεις που καρφώνεις βέλος αθάνατο.
Δέντρο ανθίζει
απ’ τη θάλασσα πάνω
κι απ’ το άδικο.
*
Γλυκοθάνατο αστέρι
μπορείς και ραίνεις
μιας αλήθειας είσαι
το δακρυσμένο φως
εδώ που γράφουν
την Ιστορία οι φήμες.
Ανήκουστη λεηλασία κρατούν τα αγκάθια αίμα.
Θωπεύουν αγάπες λευτερώνονται οι μυθικές σκιές.
Τα πρόσωπα αγαπημένων ουρανών σαν υπέρθυρα
Ωφελούν φλόγες
ζεστά αποτυπώνουν
πλάνα των φίλων
*
Νησί όταν σαστίζεις
νησί απ’ τα πάθη μου
απ’ το ελάχιστο φως
με της επαφής το πάθος
μνήμη όλη που χαράζει
ήδη η αθάνατη γραμμή.
Μαζί σου κουράγιο αιώνιο μια ατέλειωτη δίψα.
Υγρός ομφαλός της αγωνίας κρατά τον επίλογο.
Όσα οδηγούν προστάγματα των ρόδων να μένουν εκεί
Αναπάντεχα
γράμματα των οιωνών
δολιχοδρομούν.
*
Πολλά λαχταρούν
στο ημίφως των λευκών
με τα πένθη που κρατούν
και των μυθικών η ασπίδα
στη βάσανο της ειρωνείας
έλκει χρυσούς σταυρούς.
Μιλάς στο όνειρο αρχοντικό κοράλλι σαν αιώνιο.
Ζεσταίνονται χέρια την ώρα μηδέν μπροστά στον ουρανό.
Είναι εδώ ένας πίδακας στο φως να λούζει τον κόσμο.
Μαζί μας λαλούν
πουλιά που μεταγγίζουν
πάθη αγίων.
*
Ψάχνεις στασίδι
η αχτίδα γαλουχείς
και το φίδι κατεβαίνει
ως το δέλτα των γυμνών
των κακών και στείρων
που αιώνες αναπαύονται.
Τα ιδανικά σαλπίσματα οι γενεές τα πληρώνουν.
Έχουν τα πάθη ολόχρυση στο σταυρό την καταιγίδα.
Νωπό στεφάνι χύνει σταγόνες αίμα του όρκου πολλών.
Εύγλωττη ώρα
κρατούν μεγάλα φτερά
όσοι γυρίζουν.
*
Μεθούν στον έρωτα
βήματα φωτιάς ανθίζουν
ενώ ακουμπά στο σύνορο
το σύνολο του πολύτιμου
ο χλευασμός της αγάπης
και ένας Μίδας θεός.
Ποιον στεφανώνεις δίνη ποιον ονομάζεις ποταμό φωτιάς;
Πνεύμα όταν νικάς ηδονικά ξεσκεπάζεις τις λόγχες.
Στα θεμέλια της ποίησης πολύς πόνος ν’ αποδράσεις.
Ζεσταίνει πολλούς
αθάνατος μανδύας
που δεν ξεφτίζει.
*
Όλα τα πάθη γυρνάνε
αγέρωχο το ταξίδι που ζουν
αιώνιο το δίχτυ που κρατούν.
Το άλικο το πιο ζεστό
των φώτων και του ρόδου
στη ρωγμή της συγκίνησης.
Όλη η αλήθεια ζεσταίνει κορμιά ανοίγουν θυρίδες.
Τραύμα μυθικό στα πιο ξακουστά πάθη έλκονται λάμψεις.
Για τα μπαλώματα σκληρών αιώνων κι οι ήλιοι ντρέπονται.
Υμνούν ρήγματα
πλάσματα που ερίζουν
φυγές προκαλούν.
*
Με την ποίηση
ιδιαίτερο το φως
ανατρέπει αλήθειες
με τα μείζονα φίλων
τόξα και μάτια
αγγίγματα άγια.
Αθέατοι οι στίχοι που ευλαβικά τείνουν το χέρι.
Αναζητάμε το φως κι αυτό κομίζει αναστημένους.
Μικροί αθλητές ν’ απλώνονται οι ευχές λίκνου μεγάλου.
Υγρή η ελιά
ψηλά μπορεί να κρύβει
νέες ωδίνες.
*
Πόσο άρωμα πια
δόλωμα και φήμες
μικρής βασίλισσας.
Πάθη κρατούν οι χώροι
πορφύρα λεηλασίας
μιας άκρατης ηδονής.
Ο ναός δίνει μέγας πόνος που ο φόβος εισέρχεται.
Στο λευκό κελί των σπόρων πένθη έλκονται με το τραύμα.
Πένθη ή χαρές τα χέρια χρυσοφόρα να στοιχίζονται.
Θωπεύουν θύρες
θωπεύουν μνήμες κάστρων
λαός με λαό.
*
Τόπος ενοχής
των δεινών ο μέγας
χάρτης των ουρανών
σκιά και ελπίδα
καταιγίδα της ζωής
χωρίς άλλο λιμάνι.
Νέα μητέρα στην ηχώ των ονείρων ο επίλογος.
Άλλα να λέμε κι ο ζεστός αδελφός ο πρώτος, ο αγνός.
Εξακολουθεί, ρέει ζεστό το γάλα της αθώωσης.
Ράβδοι του χρυσού
εχθρότητες αιώνων
σαρκάζουν πολλούς.
*
Λέξεις οι ψυχές
στο πρώτο νεύμα
γίνονται νύμφες
με τους εμβρόντητους
αλλοτινούς ποιητές
του αβάσταχτου είναι.
Σώμα λυρικό σε απειλούν κηλίδες κοφτές σελίδες.
Ήθος ανθίζει, στολίζονται όνειρα μάντη ή άλτη.
Επιβάλλει το ποίημα ρητορική άκρη ο νόστος.
Βουνό ακόμα
λουλούδι ακέραιο
και λαλίστατο.
*
Πιο νέα μπουμπούκια
ρουφάνε το δηλητήριο
γεύονται στη συντριβή
στα κύματα την ύβρη
με οργωμένα σώματα
που σε όλα ακολουθούν.
Ζουν οι επαίτες που ζητούν ακάνθινο στέμμα της καρδιάς.
Για την ουσία σπέρματα ριζωμένων πόθων δεν αργούν.
Μέχρι το πέρας της περιπέτειας θα οργώνει ο νους.
Μέλλουσα γενιά
τα φτερά στερημένα
όταν σκιάζουν.
*
Πολυτάλαντο νησί
με τη θωπεία απ’ το όλο
στον ίλιγγο παραμένεις
άκρη άγκυρας χρυσής
κορυφογραμμή γαλάζια
με αγωνία και γνώση πολλή.
Θραύονται κρίνοι, εκλεκτοί οι χώροι όλοι νέοι θεοί
Προδίδεις σπίθα το δοξασμένο κύκλο που ακολουθεί.
Δίνεις σήμα αγνή υψηλότητα για τον οβολό μου.
Γράφω για σένα
σιντριβάνι αλήθειας
σε κάθε πέτρα.
*
Σωστές μορφές του θεού
όσο τρομάζουν ακρογιάλια
με τα ερπετά που σέρνονται
πηγές φλογερών ασπασμών
και των σαρκασμών ακόμα
ποινές της φυγής ως το φως.
Μένει η γαλάζια συνήθεια με την αλήθεια αστράφτει.
Μέσα στη φωτιά βαδίζει οινοχόος με στέρεους φόβους.
Οι Ελευθερίες στο μέτρο της πνοής των νησίδων μας.
Μικρές καμπάνες
μιλούν για εξύψωση
για πίστη πολλή.
*
Με τις κραυγές και με το φως
του μαινόμενου Μινώταυρου
σπαθιών και σπιτιών η λάμψη.
Ωδίνες της μοιραίας πράξης
εξακολουθούν με το ίδιο σημάδι
στο αθέατο μεταξωτό μαγνάδι.
Φίδι γελάς και στο δηλητήριο ο θάνατος λάμπει.
Μυστικό ορμέμφυτο για μια λύση ακόμα εύγλωττη.
Δε λείπουν ποθητοί εραστές αέναη η προσθήκη.
Όλη η πτήση
αδηφάγα η τέχνη
ποθεί δυνατά.
*
Με τη δημιουργία πάλλεται
της περιουσίας μου ο ανθός.
Είναι η ώρα των ενθουσιασμών
της άφθαρτης τέχνης
να μην τελειώνει ο φθόνος
κι ο έρωτας που τρέχει το ίδιο τυφλός.
Τέλειο φως σημαδεύω, τέλειο φως ελπίδας μνήμη.
Φαντάσματα υποταγμένα και όπου μένουν θαμμένα.
Άλαλος, δειλός, με μυρωδιές του χρόνου ο μόνος πόνος.
Νύχτα σαν κόμπρα
ο θάνατος για σένα
πια, δε συμβαίνει.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΙΕΡΗ ΜΕΡΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
Εφημερίδα του Βόλου ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 17/12/2023
Κυκλοφόρησε πρόσφατα μία ακόμη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κρουσταλιά, η οποία αυτή τη φορά τιτλοφορείται «Ιερή μέρα» και βρίσκεται υπό τη σκέπη των εκδόσεων «ΑΩ», ενώ το εξώφυλλο κοσμείται με ένα έργο της εικαστικού Τίνας Κόντογλη. Μπορεί να έχουν προηγηθεί άλλες 20 δικές του ποιητικές συλλογές, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι κάθε καινούργια του συλλογή δεν μας μεταφέρει σε κάτι νέο, ανοίγοντας ταυτόχρονα καινούργια μονοπάτια με βαθύτατα νοήματα, προεκτάσεις σε κάποιες περιπτώσεις παλαιότερων ποιημάτων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ποίηση δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι πρέπει απαραίτητα να προσφέρει κάτι καινούργιο αποκλειστικά. Η ποίηση, κάλλιστα, μπορεί να αποτελέσει πεδίο συνεχούς αναστοχασμού και ανατροφοδότησης για κάθε άνθρωπο…
Η περιδιάβαση στα νέα ποιήματα του Δημήτρη Κρουσταλιά αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον από τη στιγμή που σ’ αυτά κυριαρχεί το στοιχείο της φύσης, ο έρωτας, η αγωνία, ο έντονος στοχασμός, οι συναισθηματικές διακυμάνσεις και βαθύτερα συναισθήματα που δεν καλύπτουν απλές, επιφανειακές ανάγκες του ανθρώπου, αλλά έρχονται να αναπληρώσουν το κενό που μπορεί να νιώθει κάποιος μέσα του για οποιοδήποτε λόγο…
Η μαγεία, άλλωστε, της ποίησης δεν είναι να ερμηνεύσουμε τα ποιήματα απαρέγκλιτα με βάση τα όσα έχει κάθε ποιητής στο μυαλό του κατά την ώρα
της σύνθεσης. Η μαγεία της ποίησης είναι να κατορθώσουμε να δώσουμε τη δική μας, προσωπική ερμηνεία, εκείνη που θα καταφέρει να μας γεμίσει ψυχικά και συναισθηματικά, εκείνη που θα αποτελέσει το δικό μας, «μικρό μυστικό», σε μια κοινωνία γεμάτη από απογοητεύσεις και αρνητικά συναισθήματα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω, αυτούσιο, ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής του έργου:
ΧΟΡΙΣ ΑΦΟΡΜΗ
Χρόνος στη γραμμή, χώρος και στη γραφή
είναι κι άλλος θεός που χαίρεται στις νεφέλες.
Με κόκκινο το στεφάνι γλυκοθάνατο αστέρι
χωρίς αριθμούς και χωρίς μεγάλα ονόματα.
Ανοίγει στο φως η θύρα του άντρα πρόσταγμα
σαρκασμών καμπύλη κι ατέρμονων οργασμών.
Αιώνια μια ελιά στο μάγουλο της ίδιας μάνας
κι από φλόγες της ιστορίας σωρεύονται πλούτη
σε έργα απαστράπτοντα μια ποινή κυκλώνουν
για να σημαδέψουν, για να αλλάζουν με τη ζωή
χωρίς κωμωδίες και χωρίς άλλες τραγωδίες
στον χώρο με τις λέξεις που πολλοί θα κλάψουν.
.
ΙΩ, ΛΑΜΠΕΙΣ
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
ΣΤΙΓΜΑ ΛΟΓΟΥ 18/10/2022
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΡΟΥΣΤΑΛΙΑ (ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΉ ΤΟΥ “ ”)
[..] Αιώνια γύρω απ’ τη γυναίκα
αιώνια γύρω απ’ τη γονιμότητα. […]
(ΠΡΙΝ ΓΥΡΙΣΟΥΝ, σελ. 25)
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κρουσταλιά Ιώ, Λάμπεις, (εκδόσεις ΑΩ 2022), έχει ως θεματική της τον έρωτα. Ο ποιητής, με αφόρμηση τον αρχαιοελληνικό μύθο για την Ιώ, την ιέρεια της Ήρας, πλάθει τον δικό του ερωτικό λόγο, τη δική του ερωτική μυθολογία.
Την Ιώ την ερωτεύτηκε ο Δίας εξαιτίας της ομορφιάς της. Το γεγονός υπέπεσε στην αντίληψη της Ήρας. Προκειμένου να την προφυλάξει από τη ζήλεια της, ο Δίας τη μεταμόρφωσε σε λευκή αγελάδα. Η Ήρα ζήτησε να αφιερώσουν την όμορφη αγελάδα στη χάρη της και έβαλε τον Άργο με τα εκατό μάτια να την ελέγχει.
Αναζητώντας τροφή η Ιώ-αγελάδα περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη. Από όπου περνούσε, φύτρωναν λουλούδια. Ο Δίας ενωνόταν με την αγαπημένη του με τη μορφή ταύρου. Σεβόμενος ωστόσο τα πάθη της, έστειλε κάποια στιγμή τον Ερμή να σκοτώσει τον Άργο. Ο Ερμής απελευθέρωσε τη γυναίκα, όμως η Ήρα έστειλε μια βοϊδόμυγα. Κόλλησε στα πλευρά της και την έκανε να τρέχει σαν τρελή για να απαλλαγεί από το μαρτύριο.
Έτρεξε κατά μήκος των ακτών (εξαιτίας της ονομάστηκαν Ιόνιο Πέλαγος), διέσχισε τα στενά του Βόσπορου (πήραν το όνομά τους από το πέρασμα της αγελάδας: βοός πόρος), περιπλανήθηκε σε μέρη ποικίλα, ώσπου κατέληξε στην Αίγυπτο. Εκεί, παίρνοντας ξανά τη μορφή της, γέννησε τον Έπαφο, τον γιο της από τον Δία, από τον οποίο ξεκινούν οι μεγάλοι βασιλικοί οίκοι της Αιγύπτου και του Άργους.
Η Ήρα οδήγησε την Ιώ σε νέες περιπλανήσεις, αυτή τη φορά προκειμένου να βρει τον γιο της που τον είχαν απαγάγει οι Κουρήτες κατ’ εντολήν της. Ο Δίας από τον θυμό του τους σκότωσε, ενώ η Ιώ περιπλανιόταν. Όταν βρήκε τον γιό της, ξαναγύρισε στην Αίγυπτο και παντρεύτηκε τον βασιλιά της χώρας Τηλέγονο. Εκεί ίδρυσε ναό της Δήμητρας (οι Αιγύπτιοι την λάτρευαν με το όνομα Ίσιδα). Όταν η Ιώ πέθανε, ο Δίας την καταστέρισε. Σήμερα είναι δορυφόρος του πλανήτη Δία.
Το έργο του Δημήτρη Κρουσταλιά Ιώ, Λάμπεις, γραμμένο σε δεύτερο ρηματικό πρόσωπο και δύο άτιτλες ενότητες, απευθύνεται στην Ιώ. Από τον γοητευτικό μύθο ο ποιητής κρατά στοιχεία (Iώ, αστέρι, Κουρήτες) και απευθύνεται γενικότερα στη γυναίκα, τη δική του Ιώ, μια γυναίκα ποθητή προς την οποία δεσμεύεται συναισθηματικά, εκφράζοντας αιώνια λατρεία και αφοσίωση.
Είναι στη δική μου μοίρα
να σ’ αγαπώ χίλιες φορές
να ξεπερνώ χίλιες φωτιές […]
Σ’ ακούω, Ιώ των φιλιών,
κι απ’ το ασεβές περνώ.
Γυρίζεις λευκό λουλούδι
Βαφτίζεσαι πάλι στον πηλό. […]
Μπορώ να σε λαχταρώ
να σ’ αγαπώ χίλιες φορές
να ξεπερνώ χίλιες φωτιές.
(ΔΕΣΜΕΥΣΗ, σελ. 7)
Επιθυμώντας να διατυπώσει τον θαυμασμό, αλλά και τον πόθο του προς το ερώμενο πρόσωπο, διανθίζει την ποιητική του γλώσσα με λέξεις αισθησιακές και ερωτικές, (οργασμών, ανάσες, πόθος, άλωση). Παράλληλα, με στομφώδη λόγο, επικλήσεις και επαναλήψεις, που προσδίδουν έμφαση, με μετωνυμίες, μεταφορές, σχήμα κύκλου, αναδεικνύει την ένταση και το πάθος, την ηδονή, αλλά και την ολοκλήρωση που προσφέρει το ερωτικό συναίσθημα.
[…] Όσο είμαι κοντά κι εσύ με κρατάς, νιώθω μια μεγάλη δύναμη
της πρώτης μου χαράς απ’ το ουράνιο δικό σου χέρι.
(ΠΡΩΤΗ ΧΑΡΑ, σελ. 28)
[…] Ιώ,
ομορφιά μου απόλυτη κι απαραβίαστη,
με φως, μ’ ευγνωμοσύνη των οργασμών,
ως στον πυρήνα με τον προφήτη άνεμο.
(ΙΩ ΛΑΜΠΕΙΣ, σελ. 29)
Ο έρωτας, το αναπόσπαστο αυτό στοιχείο της βιολογικής μας ύπαρξης, στην ποίηση του Κρουσταλιά αποτυπώνεται με την ένταση των ρομαντικών. Η γυναικεία φύση εξιδανικεύεται. Παρουσιάζεται με συμπαντική οπτική. Είναι η αναπαραγωγός της ζωής μέσω μιας ηδονής που συνδέεται με τη συνέχεια του κόσμου. Ο χρόνος, ή ο πόνος που προκαλεί, δεν ταράζουν την αιωνιότητα του ερωτικού συναισθήματος.
Όσο όμως μπορώ, λουλούδι λευκό μένω, και τι είναι ο
χρόνος, τι είναι μέσα στο δηλητήριο ένα μαρτύριο αγάπης; […]
(ΦΩΣ ΜΕΓΑΛΕΙΩΝ, σελ. 30)
[…] Η ζωή της γραμμής μου έχει τρόμους,
νύχτες άγριες και άγιες, τέρματα προσφιλή,
έχει λαχτάρες της πρόσκλησής σου. […]
(ΓΙΑΣΕΜΙΑ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ, σελ. 18)
Η ποίηση του Δημήτρη Κρουσταλιά είναι γεμάτη αισθήσεις. Το ερωτικό συναίσθημα κατακλύζει το ποιητικό υποκείμενο. Σαν πρόβατο ακολουθεί το πρόσωπο που ποθεί.
[…]
Μες στις αυλές του κόσμου ένα αστέρι κρατά το κλειδί με
την απουσία και του λευκότερου
Αγνή μου ψυχή δε θ’ αρνηθείς τις αναταράξεις
Δε θ’ αρνηθείς τις κατολισθήσεις
Ανάμεσά μας το αφερέγγυο, το αμαρτωλό κι εγώ σαν
πρόβατο να σ’ ακολουθώ
Μια φύση ακόμα από ελαφρόμυαλους
Πώς γνέφω, πώς καρτερώ
Πώς οδηγώ με σένα!
(ΙΙ, σελ. 46)
Εκτός από τον έρωτα, η συλλογή του Κρουσταλιά Ιώ, λάμπεις αναφέρεται και στη γραφή, (εκφράζει δηλαδή μια αυτοαναφορικότητα), όπως και στο ιδανικό ενός καλύτερου κόσμου πέρα από φθόνους, αλαζονεία, ιδιοτέλεια· έναν κόσμο ο οποίος θα μπορέσει να σταθεί δίπλα στον έρωτα και τον πόθο, τη συνέχεια και την εξέλιξη.
[…] Μια γοητεία απ’ την καθολική μαρτυρία
για έναν κόσμο, αληθινό ή ψεύτικα ιδανικό,
πλάι στην τεχνική της ζωής, της ποθητής λαγνείας. […]
(ΟΙ ΓΟΗΤΕΙΕΣ, σελ. 19)
Η ποίηση του Κρουσταλιά διακρίνεται από έντονο λυρισμό, [Μικρό παιδί/ του ρόδου και της αυγής/ μαζεύω χρώματα/ στη μέθη των αρωμάτων (σελ. 26)], αλλά και από γλώσσα τόσο πληθωρική που κάποιες φορές καταλήγει σε στίχους κρυπτικούς και ασύνδετους. Διακρίνεται από ρυθμό, ομοιοτέλευτα, αλλά και ομοιοκαταληξία σε κάποιους στίχους.
[…] Με θέλεις για το στόλισμα
με θέλεις για το εικόνισμα
γλυκά που μ’ ερωτεύτηκες
γλυκά που με ταπείνωσες. […]
(ΙΧ, σελ. 54)
Η συλλογή του Δημήτρη Κρουσταλιά Ιώ, λάμπεις είναι ένας ύμνος στον έρωτα, τη γυναίκα, την ηδονή, την ποίηση.
[…] Μένουν οι εραστές κι όταν, δειλά, τα κίτρινα φύλλα πέφτουν.
(ΟΤΑΝ ΠΕΦΤΟΥΝ, σελ. 27)
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ
ΠΕΡΙ ΟΥ 2/4/2022
ΑΝΕΛΠΙΣΤΑ Χαμόγελο απ’ το δικό σου σταυρό φως απ’ το τάμα του γενναίου λίκνου. Ο στίχος που δε λησμονεί σέβεται. Σύνορα κόλασης για μια αλήθεια ευωδιάζουν, ιδανικά μας τυραννούν! Βγαίνουν και ερπετά που κυριαρχούν που ρημάζουν, που φτάνουν στο αέτωμα. Δίκαιη μια γραφή δίκαια, όλων των θεών τα ανέλπιστα.
Μια συλλογή ποιημάτων «Ιώ Λάμπεις» από τις εκδόσεις ΑΩ, με θεματική τον έρωτα που έτσι ή αλλιώς είναι ένας από τους σοβαρότερους πυλώνες της ποίησης.
Ευδιάκριτο είναι επίσης το ύφος του ποιητή όπου σε πολλά ποιήματα του το νηφάλιο πάθος της γραφής του εναρμονίζεται απόλυτα με μία λιτότητα που δεικνύει το χαρακτηριστικό της ποίησης του και τη γνησιότητα του ποιητικού του λόγου, ώστε να μην περνά απαρατήρητη.
Ακόμη και στην ποιητική της πρόζα, κείμενα που εμπεριέχονται στο βιβλίο, βρήκα ότι το βασικό μοτίβο θεμάτων τους που απασχολούν τις σκέψεις του, και στην προσπάθεια του να δώσει απαντήσεις, δεν είναι άλλο από τη διαχρονικότητα της τυραννίας του έρωτα που κάνει τον άνθρωπο θεατή στο συναισθηματικό του κόσμο, ως ο βασικός σκηνικός χώρος χαράσσοντας μια ενδελεχή τομή στο ποιητικό του corpus, δηλαδή το σύνολο γραπτών του ποιητή.
Σαν εικόνες σκόρπιες ενός πάζλ αποτυπώνονται οι δημιουργικές σκέψεις του επάνω στο χαρτί, αναπτύσσοντας μια συνοχή και δημιουργώντας ένα σύνολο από συναισθήματα που επανακαθορίζουν στη ζωή κύκλους που περιστρέφονται από τις πλέον σημαντικές καταστάσεις και αναζητήσεις που βιώνει ο άνθρωπος… ευτυχία, έρωτα, αγάπη, απώλεια, μοναξιά,.
Γραφή ως άλλη αναζήτηση της προσωπικής του θέασης μέσα από μία ζωντανή, τολμηρή και ασυμβίβαστη εκφορά λόγου σε διαρκή αναζήτηση προς το ευ, στηλιτεύει με σεμνότητα και ήθος τα κακώς κείμενα.
.
Έχουν τα Πάθη Ουρανό
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
Περιοδικό “Οδός Πανός” 190 Απρίλιος-Αύγουστος 2021
Διαβάζοντας τους ποιητές
Δημήτρης Κρουσταλιάς, Έχουν τα Πάθη Ουρανό, Βιβλίο πρώτο & Βιβλίο δεύτερο, εκδόσεις Νοών 2020
Πρώτο και δεύτερο μέρος μιας ποιητικής τριλογίας (σε αναμονή για το τρίτο
μέρος) με τον εύγλωττο τίτλο που παραπέμπει στο μέγεθος των παθών αλλά και πιθανόν στο τέλος τους, με την ποιητική άδεια ή την ιαματική βοήθεια. Το πρώτο μέρος ένα ποίημα μόνο, το δεύτερο χωρισμένο σε δύο κομμάτια, με είκοσι τέσσερα ποιήματα λατινικής αρίθμησης και ακόμα τριάντα ένα ποιήματα υπό τον τίτλο «Ο μίτος των αειφόρων», σε σταυρωτή ομοιοκαταληξία αυτά – όλα στεγασμένα κάτω από τον γενικό τίτλο των δύο συλλογών. Έχει πάντοτε ενδιαφέρον η κατάθεση μιας ποιητικής σύνθεσης με ενιαία θεματική και προφανή συνέχεια, καθόσον καταδεικνύει την ωριμότητα της δημιουργίας, αλλά και τη διάρκεια της γέννησης και της ωρίμασης του ποιήματος – η γραφή ταυτίζει τη διάρκεια της με την ανάγκη της έκφρασης, της αποφόρτισης από το άχθος μιας ζωής εν πάθει. Μιλώ, δεν ησυχάζω, δε βάζω στο ποίημα. Η ποικιλία ως προς τη μορφή (ελεύθερος στίχος, ομοιοκαταληξία, διάσπαρτα χαϊκού) είναι ενδεικτική μιας αναζήτησης ως προς τον κάλλιστο τρόπο της έκφρασης, ακόμα και αν (όπως εδώ) διασπά την ευκταία ενότητα που προμηνύει ο κοινός τίτλος των δύο συλλογών. Τα καλύτερα ποιήματα επιλέγουν την πιο απλή, λιτή μορφή, ενσωματώνοντας στο ελάχιστο των λέξεων το νόημα όλης (πιθανόν) της συλλογής.
Χρόνων εμμονή τα σύννεφα απλώνονται στον Καιάδα.//Λέξη πιο κοφτή με χωρίς καμώματα διώχνει το ψέμα.//Ποιος όμως μπορεί το μεγάλο πένθος του να μην ακούει;//Ιέρεια Γη/ηδονή μέχρι τέλους/κρατάς σφραγίδα.
.