ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Ο Ανδρέας Στυλιανού γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1970. Σπούδασε Διεύθυνση Τουριστικών Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Μπόρμουθ Αγγλίας. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο Στέρλινγκ Σκωτίας και στην Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Εργάστηκε σε μεγάλους ιδιωτικούς οργανισμούς στην Κύπρο.
Σήμερα εργάζεται σε Δημόσιο Οργανισμό. Είναι επίσης Λέκτορας στο Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης. Συμμετείχε σε διάφορα εκπαιδευτικά σεμινάρια στην Κύπρο και στο Εξωτερικό (Ην. Βασίλειο, Βέλγιο, Ελβετία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Σουηδία, Ην. Αραβικά Εμιράτα). Έδωσε διαλέξεις σε θέματα της ειδικότητας του στο Εξωτερικό.
Τα βιβλία του Αναζητώντας τον άλλο Οδυσσέα (αυτοέκδοση 2008), Η Ευτυχία είναι στο μυαλό (Εκδόσεις Πάργα 2014) και Όταν ο άγγελος έβγαλε φτερά (Εκδόσεις Γκοβόστη 20200 κυκλοφόρησαν στην Κύπρο και την Ελλάδα. Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου (ΕΛΚ).

.

.

ΟΤΑΝ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΒΓΑΛΕ ΦΤΕΡΑ (2020)

ΦΑΙΔΩΝΑΣ

Το πήρε στην αγκαλιά του. Το κρατούσε όπως κρατούνε ένα μικρό παιδί. Αυτό το απολάμβανε και έκλεινε ναζιάρικα τα μάτια. Βυθιζόταν στην αγκαλιά του μικρού Ιάσονα. Ένιωθε ασφάλεια και απέραντη γαλήνη. Ήτανε ένα άσπρο κουταβάκι με μαύρες βούλες. 0 πατέρας του ήταν ένα μαύρο σκυλί ατημέλητο. Βρόμικο με τα χόρτα και τα χώματα να έχουν γίνει ένα με το δέρμα του. Ένας σκέτος αλήτης. Η μητέρα του ήταν ένα άσπρο και πανέμορφο σκυλί. Λευκίππη, το όνομα που της έδωσαν τα παιδιά. Πώς έσμιξαν αυτοί οι δυο;
Γενετήσιο ένστικτο. Έκαναν μαζί έντεκα κουταβάκια. Μια ολόκληρη ποδοσφαιρική ομάδα που θα έπαιζε στο σκυλοπρωτάθλημα αν γινόταν κάτι τέτοιο. Το καθένα είχε τη χάρη του. Κοιτάζοντάς τα, θα μπορούσες να μαντέψεις τι χαρακτήρα θα ανέπτυσσαν όταν μεγαλώσουν. Τα μαύρα, έμοιασαν του πατέρα τους. Άρχισαν πρώτα να γαβγίζουν και να τα θέλουν όλα δικά τους. Έτρεχαν πρώτα να βυζάξουν από τη μαμά τους. Τα λευκά έμοιασαν της μητέρας τους. Ήτανε πιο ήσυχα, γλυκά, συμπαθητικά, λεπτές ψυχές. 0 μικρός Ιάσονας τα χαΐδευε και τα αγαπούσε. Ήτανε σαν να έχει πολλά μικρά αδελφάκια. Ήτανε το μικρότερο παιδί στην οικογένεια. Τα άλλα παιδιά ήτανε πολύ μεγαλύτερα. Παρόλο που προσπαθούσε να τους ακολουθάει και να τους μιμηθεί, δεν τα πολυκατάφερνε. Ένιωθε ότι επικοινωνούσε καλύτερα με τους μικρούς του φίλους. Τα αγκάλιαζε, τα χάιδευε και αυτά δέχονταν απλόχερα την αγάπη του. Η αδυναμία του, ο Φαίδωνας, το άσπρο σκυλί με τις μαύρες βούλες και τα έξυπνα ματάκια.
Μετά από μια κουραστική μέρα όλο τρέξιμο και παιχνίδι ο μικρός αποκοιμήθηκε στην αναπαυτική πολυθρόνα. Δίπλα του, ο Φαίδωνας, φαίνεται να αποκοιμήθηκε και αυτός. Από κάτω από την πολυθρόνα, ξαπλωμένη η Λευκίππη και, δεξιά και αριστερά της, όλα τα κουταβάκια που είχαν και αυτά πέσει στην αγκαλιά του Μορφέα.
0 πατέρας του πλησίασε. Τον πήρε αγκαλιά για να τον βάλει στο κρεβάτι του. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Σε λίγο έσβησε το φως. Ήτανε βράδυ, το φεγγάρι ολόγιομο σε καλούσε να ονειρευτείς.

.

ΒΕΡΟΛΙΝΟ

Το ταξίδι στο Βερολίνο, ήταν πολύ σύντομο. Τρεις μέρες και δυο νύχτες, μόλις που κατάφερα να πάω σε δυο εστιατόρια και να επισκεφθώ μια χριστουγεννιάτικη αγορά. Και αυτήν με τον φόβο μήπως γίνει καμιά τρομοκρατική επίθεση. Οι χριστουγεννιάτικες αγορές ήταν στόχος των εξτρεμιστών του ισλαμικού κράτους. Από αξιοθέατα, δεν είδα σχεδόν τίποτα, ούτε, άλλωστε, είχα ιδιαίτερο κέφι εκείνον τον καιρό για τουριστική περιήγηση. Κατάφερα και περπάτησα ένα βράδυ που έκανε κρύο μέχρι την πύλη του Βρανδεμβούργου. Ήθελα να δω από κοντά το σύμβολο της πρώην Δυτικής Γερμανίας, που τώρα πια ήταν μια ενιαία και δυνατή χώρα που διαφέντευε και τις οικονομίες άλλων χωρών. Με όλο το τρέξιμο, έλεγα πριν να φύγω από το Βερολίνο να κάνω ένα κούρεμα. Δεν έχω βέβαια τα προνόμια να έχω κεφάλι με πυκνά σγουρά μαλλιά. Έστω αυτά τα λιγοστά, που έχω, λέω να τα κουρέψω. Μου ήρθε αυτή η επιθυμία να κάνω ένα κούρεμα γουλί, από τότε που πήρανε τα λεφτά των καταθετών από τις τράπεζες και το ονόμασαν κούρεμα καταθέσεων, με το Βερολίνο να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήθελα από τότε να βγάλω το άχτι μου. Από τότε η λέξη κούρεμα παραπέμπει στο μεγάλο κούρεμα που έγινε τότε. Πανί με πανί γίναμε τότε.
Δεν ξέρω γιατί δεν το είπανε κλοπή. Ίσως να διάλεξαν μια πιο εξευγενισμένη λέξη. Ο Πρόεδρος είπε στον λαό ότι του έβαλαν το πιστόλι στον κρόταφο. Αλήθεια, ψέματα, η πρώτη πρόταση που απέρριψε η Βουλή των αντιπροσώπων, πιθανόν να είχε λιγότερες συνέπειες από αυτό που έγινε στην συνέχεια. Σωστό οικονομικό ολοκαύτωμα. Πρώτα τα πήραν οι τραπεζίτες. Η «ελίτ», που ήξερε από πρώτο χέρι τι συνέβαινε κατάφερε και βγήκε όπως πάντα αλώβητη από αυτό. Έβγαλε τα λεφτά της στο εξωτερικό. Λέγεται, για λογαριασμούς στην Ελβετία και κάποιες άλλες οικονομικά εύρωστες χώρες του εξωτερικού. Λέγεται ότι και κάποιοι Ρώσοι έβγαλαν τα λεφτά τους την περίοδο μάλιστα που ήταν κλειστές οι τράπεζες. Αυτός που πλήρωσε περισσότερο, όπως πάντα ο ανυποψίαστος μέσος πολίτης, με άλλα λόγια ο κοσμάκης. Σε κάθε χώρα κάποιοι κινούν τα νήματα, κάποιοι φανερά και κάποιοι μακριά από τα φώτα, ήσυχα και σιωπηλά. Μετά επιμένουν ότι «μαζί τα φάγαμε». Πώς είναι δυνατόν; Πότε τα φάγαμε; Εμείς πού ήμασταν;
Μα φυσικά εμείς δεν φάγαμε τίποτα. Νηστικοί αλλά χορτασμένοι από τα ψέματα. Μπουχτίσαμε. Άλλοι οι θύτες, άλλα τα θύματα. Τα θύματα της κλοπής και της ασυδοσίας. Θύματα μιας πολύ βαθιά διαβρωμένης κοινωνίας. Μάθαμε κάτι, άραγε; 
Το ψάρι, λένε βρομάει από την κεφαλή. Όχι μόνο από την κεφαλή. Από παντού βρομάει. Πνίγομαι. 0 πρώην Διοικητής δήλωνε στους δημοσιογράφους, όταν τον έβγαλαν από τη φυλακή, ότι αναπνέει ελεύθερα. Εμείς δεν βλέπω πότε θα αναπνεύσουμε ελεύθερα. Απολύσανε τον καθηγητή στερώντας όλα του τα δικαιώματα, δήθεν για πειθαρχικό αδίκημα. Τον κατηγορήσανε, τάχα για εξύβριση προϊσταμένου. Στήσανε και Δικαστήριο. Τους είπε γλείφτες και αυτοί βαλθήκανε να κατασπαράξουν όπως τους γύπες. Θίγηκε η αξιοπρέπειά τους. Οι γλείφτες και οι γυμνοσάλιαγκες έχουν αξιοπρέπεια; Παύσανε, λέει, τον δημοτικό σύμβουλο επειδή δεν ήταν δημότης. Ήτανε ο μόνος; Κατά τα άλλα οι ανακρίσεις για την κατάρρευση της οικονομίας συνεχίζονται, όπως συνεχίζονται και τα έργα για ανάπλαση της πλατείας Ελευθερίας, η διερεύνηση των σκανδάλων του χρηματιστηρίου, η
απόδοση ευθυνών για το αεροπορικό δυστύχημα της ΗΛΙΟΣ, η απόδοση ευθυνών για την έκρηξη στο Μαρί, η διερεύνηση της τύχης ενός εκάστου των αγνοουμένων, οι συνομιλίες για επίλυση του κυπριακού, εδώ και σαράντα πέντε χρόνια, όπως και πολλά άλλα παραμυθιάσματα. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

.

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Μπήκε αρκετά κουμπωμένη στην αίθουσα του ανθρωπολογικού εργαστηρίου όπου σε ένα τραπέζι ήταν ο σκελετός τού μέχρι πρότινος αγνοούμενου άνδρα της.
Στον τοίχο ήταν κολλημένη η φωτογραφία του, που ήταν στον φάκελό του στην Υπηρεσία Αγνοουμένων. Εκεί όπου την βρήκαν και την τύπωσαν οι επιστήμονες. Λίγο πιο πέρα βρισκόταν τοποθετημένη η εικόνα της Παναγίας. Μπροστά της ένα καντήλι αναμμένο.
Πλησίασε το τραπέζι, φίλησε με τρυφερότητα το κρανίο του εκεί που κάποτε βρίσκονταν τα πυκνά μαύρα του μαλλιά. Έκανε τον σταυρό της. Προσκύνησε πρώτα την εικόνα της Παναγίας και μετά τη φωτογραφία του. Έμεινε να τον κοιτάζει. Πόσο λαχταρούσε να του χαϊδέψει τα μαλλιά. Δεν υπήρχαν πια. Τίποτα δεν είχε απομείνει από το σώμα του. Μονάχα τα κόκαλα. Τι σου είναι ο άνθρωπος τελικά! Ψυχή, σάρκα και οστά και μετά τίποτα. Χώμα…
Είχε δώσει μάχη με τα παιδιά της για να πάει στο ανθρωπολογικό εργαστήριο να τον δει. Τα παιδιά της φοβόντουσαν μήπως και δεν αντέξει στην εικόνα του σκελετού πάνω στο τραπέζι. Της είπαν ότι ίσως να μην ήταν και τόσο καλή ιδέα να πάει εκεί.
Άντεξε σαράντα ολόκληρα χρόνια, σαράντα μαρτυρικά χρόνια. Πώς να μην αντέξει μια ακόμη μαρτυρική στιγμή; Τη στιγμή της αλήθειας. Της αλήθειας που όλοι ευχόντουσαν να ήταν ψέματα.
«Είσαστε τυχεροί! Βρήκαμε ολόκληρο τον σκελετό μαζί με το κρανίο», είπαν στους συγγενείς οι ανθρωπολόγοι.
«Υπάρχουν περιπτώσεις που παραδίδουμε ένα μέρος του σκελετού ή κάποια μόνο οστά στους συγγενείς για να κάνουν την ταφή», συμπλήρωσαν μετά από λίγο για να τους επιβεβαιώσουν πόσο τυχεροί ήταν.
Είχε δεχθεί δυο σφαίρες στο πρόσωπο, μία στο αριστερό μάτι και μία στο σαγόνι. Δεν φάνηκε από τις ανθρωπολογικές εξετάσεις, αν είχε δεχθεί άλλες σφαίρες στο σώμα του.
Τον αναγνώρισε από τα χρυσά δόντια. Στον πυρετό της μάχης, δεν τον έψαξαν ούτε του τα αφαίρεσαν. Τον έριξαν μέσα σε ένα αμυντικό ανάχωμα μαζί με άλλους εννέα, στο χωριό Τέμπλος σε έναν ελαιώνα με μεγάλες γέρικες ελιές. Ήτανε ο μεγαλύτερος από όλους. Ήτανε τότε τριάντα χρονών, οι άλλοι ήτανε παλληκάρια των δεκαοκτώ και είκοσι χρονών.
0 Ελαιώνας…
0 Χριστός δεν προσευχήθηκε σε έναν Ελαιώνα πριν την προδοσία, τη σύλληψή του και τελικά την καταδίκη του; 
«Διψώ», είπε ο εσταυρωμένος. Του έδωσαν ξύδι αντί νερό.
0 Ιούδας που πρόδωσε τον Ιησού για τα σαράντα αργύρια μετάνιωσε. Δεν μπορούσε να ανατρέψει ωστόσο την πορεία των γεγονότων. Τους πέταξε τα
αργύρια και κρεμάστηκε. Λέγεται ότι ούτε το δέντρο άντεξε το βάρος της αμαρτίας του.
Αχ Ελλάδα, χώρα του ήλιου και της θάλασσας. Γη ευλογημένη. Γη της ελιάς.
Πόσο αγαπούσε την Ελλάδα. Ανέπνεε και ζούσε για την Ελλάδα με όλο του το είναι.
Οι στρατηγοί και οι ακόλουθοί τους δεν μετανόησαν. Παρέμειναν αμετανόητοι. Έδωσαν το παιδί της Ορθοδοξίας στους φονιάδες. Το παγούρι του, το είχε κρεμασμένο πάνω του ως την τελευταία του στιγμή. Δεν ήπιε νερό. Δεν πρόλαβε. Το μαχαίρι και το πιρούνι τα είχε στην τσέπη του παντελονιού του. Δεν έφαγε. Τη χτένα, την είχε στην τσέπη του. Δεν χτένισε
τα μαλλιά του. Αυτά τα έφαγε το χώμα. Το δανεικό πράσινο πουκάμισο, αν και τον έσφιγγε, δεν το έβγαλε. Έμεινε πάνω του ακόμα και όταν έλιωσε το σώμα, κρατώντας τα οστά του. Μαζί και οι συνθετικές μωβ κάλτσες, που κάποτε αγκάλιαζαν τα πόδια του. Οι καφετιές κυνηγετικές μπότες δεν υπήρχαν πια. Ίσως του τις αφαίρεσαν ή έλιωσαν στο χώμα.
Πέρασαν σαράντα χρόνια μέχρι να τους βρει η αρχαιολογική σκαπάνη. Σαράντα χρόνια κελαηδούσαν τα πουλιά στον ελαιώνα. Τους δρόσιζε ο καθαρός αέρας, το νοτισμένο χώμα. Λεπτό, πράσινο χορτάρι πάνω από τα κεφάλια τους και όχι σφαίρες.
Τώρα βρίσκεται στο χωριό του, στο προαύλιο του Αγίου Σπυρίδωνα, του γείτονα, του αγίου της παρηγοριάς και της προσευχής. Είναι κάτω από τρεις
λυγερόκορμες πανέμορφες λεύκες. Κυματίζει πάνω στον τάφο του η γαλανόλευκη σημαία. Τώρα είναι ελεύθερος.

.

ΟΤΑΝ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΒΓΑΛΕ ΦΤΕΡΑ

«Αλογάκι χοπ χοπ χοπ, βάδιζε προσεκτικά…» και, στο πόδι της νονάς, η βαφτιστήρα που έδειχνε να απολαμβάνει αυτό το παιχνίδι.
Μετά το παιχνίδι, η νονά έπρεπε να φύγει για να πάει να ξεκουραστεί. Την επόμενη μέρα, όπως μας είπε είχε ένα σημαντικό ραντεβού.
Το σημαντικό ραντεβού, όπως μάθαμε την επομένη ήταν με τον γιατρό στο νοσοκομείο. Τα νέα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Της ανακοίνωσε ότι από τις διαγνωστικές εξετάσεις φάνηκε να υπήρχε σοβαρό πρόβλημα στο αίμα. Η νονά ήταν πολύ σοβαρά άρρωστη και έπρεπε επειγόντως να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Μας ανακοίνωσε τα νέα από το τηλέφωνο και ήθελε να έρθει να δει τη βαφτιστήρα.
Όταν ήρθε εκείνο το απόγευμα, τα μάτια της ήτανε κόκκινα από το κλάμα. Η βαφτιστήρα κοιμόταν. Μας ζήτησε να μην την ξυπνήσουμε. Μας εξιστόρησε με αναφιλητά, πώς της έγινε διάγνωση για επιθετική λευχαιμία και πως έπρεπε να εισαχθεί επειγόντως στο νοσοκομείο για θεραπεία. Φάνηκε από την αρχή ότι είχε θέληση να παλέψει για αυτό. Δεν έμεινε όμως για πολύ, βιαζόταν. Θα έπρεπε να φτιάξει τις βαλίτσες της και να αγοράσει και κάποια πράγματα πρώτης ανάγκης. Ο αποχαιρετισμός πολύ βιαστικός. Είδε τη βαφτιστήρα της από μακριά, από τη χαραμάδα της πόρτας του υπνοδωματίου. Της έστειλε φιλάκι, που ήταν απαλό σαν αεράκι.
Τις επόμενες φορές που μιλήσαμε ήτανε από το τηλέφωνο. Παρακολουθούσαμε την πορεία της αρρώστιας της και τη μάχη που έδινε διαδικτυακά, αφού φρόντισε και δημιούργησε μια ομάδα για ανταλλαγή μηνυμάτων. Ήτανε το κανάλι διατήρησης κάποιας επαφής με τον έξω κόσμο. Μακριά από την οδυνηρή για εκείνην πραγματικότητα, που φρόντιζε και ωραιοποιούσε για τους άλλους, όπως πάντα. Έτσι ήταν πάντα. Δεν άλλαζε καθόλου χαρακτήρα, ούτε και στα κάτω της.
Ξέραμε όλοι, από την αρχή, ότι θα το παλέψει. Ήτανε πεισματάρα και αυτό ήταν παρήγορο για εμάς. Την μέρα του Αγίου Νεκταρίου έγινε η μεταμόσχευση μυελού των οστών στο Νοσοκομείο Παπανικολάου στην Θεσσαλονίκη. Δότης ο ένας της αδελφός.
Η ελπίδα ότι η πορεία της ασθένειας θα ανακοπτόταν και θα άρχιζε πολύ σύντομα η ανάρρωση γεννήθηκε σε όλους. Οι επόμενοι μήνες θα ήταν καθοριστικοί. Όλοι ανέμεναν, με τη ζωή κατά τα άλλα να κυλά ομαλά για τους περισσότερους με τη σκέψη στα Πεύκα της Θεσσαλονίκης, όπου έμενε με τους δικούς της, κοντά στο νοσοκομείο.
Δεν είχε πολλή όρεξη και το φαγητό της ήταν πολύ λίγο. Αυτό συνέχισε για αρκετό καιρό μέχρι που χρειάστηκε να ξαναμπεί στο νοσοκομείο. Ο οργανισμός της αντιδρούσε στο μόσχευμα. Άρχισε και η ίδια να νιώθει πολύ αδύναμη. Υπέφερε, αλλά δεν άφηνε να φανεί ο πόνος στους δικούς της. Δεν ήθελε να στεναχωρεί κανέναν.
Ονειρευόταν ότι θα επέστρεφε σπίτι της νικητής και θα έκανε ένα μεγάλο πάρτι. Έψαχνε τα ρούχα που θα φορούσε για τη μεγάλη γιορτή και αυτό έπαιρνε ώρες και μέρες ολόκληρες. Αμ, ο κατάλογος των καλεσμένων; Σίγουρα θα έπρεπε να γίνει υπαίθριο πάρτι για να χωρέσουν όλοι οι γνωστοί και φίλοι. Από τον φιλικό και εργασιακό χώρο, χωρίς υπερβολή, ήταν εκατοντάδες. Ήταν εξωστρεφής σαν χαρακτήρας- γι’ αυτό και είχε πολλούς φίλους. Η δουλειά της στις δημόσιες σχέσεις στον Ημικρατικό Οργανισμό, της πήγαινε γάντι. Είχε αυτό το ταλέντο και αυτό ήταν αποδεκτό από όλους. Το απεδείκνυε, άλλωστε, καθημερινά με τις επιτυχίες στις εκδηλώσεις που οργάνωνε. Ήτανε όμως σωστό στρατιωτάκι. Πειθαρχημένη και αφοσιωμένη στον σκοπό και στον οργανισμό για τον οποίο εργαζόταν.
Δυστυχώς τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και η οδύσσεια συνεχιζόταν με τη μεταφορά της αυτή τη φορά σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο στη Γερμανία.
Η τελευταία ελπίδα. Η ελπίδα πάντα πεθαίνει τελευταία. Αυτό είναι ευτύχημα για τους ανθρώπους.
Ένα απόγευμα, έφυγε. Πέταξε σαν άγγελος στον ουρανό.
0 αποχαιρετισμός της ήταν οδυνηρός. Πλήθος κόσμου στον ναό του Θεού Σοφίας, που αποδείχτηκε μικρός για να χωρέσει τόσο πολλούς. Πρόβλεψε ότι δεν θα χωρούσαν όλοι στο διαμέρισμά της, ούτε όμως στο περίγυρο της πολυκατοικίας της. Αυτή ντυμένη στα λευκά, σαν άγγελος, αν και δεν θα διάλεγε το λευκό το χρώμα για το φόρεμά της στο πάρτι της. Της άρεσαν τα χρώματα και της πήγαιναν τα χρώματα. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, γαλήνιο. Της έλειπαν όμως τα φτερά. Αυτά της τα φύλαγε ο θεός.

.

Ο ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ

Πόσο ανόητοι, είμαστε πράγματι με το να νομίζουμε ότι εμείς κινούμε τα νήματα για να κατευθύνουμε πρόσωπα και καταστάσεις για να εξυπηρετήσουν τα δικά μας σενάρια σε μια ταινία που δεν ορίζουμε.
Αγνοούμε, το προφανές ότι άλλος γράφει το σενάριο και κινεί τα νήματα και αυτός δεν είναι ο άνθρωπος. Κομπάρσος είναι ο άνθρωπος και τίποτα παραπάνω. Αλίμονο, όμως αν πιστέψει ότι είναι κάτι παραπάνω.
Τότε θα μάθει. Θα του συμβεί κάτι και θα τον διδάξει ότι ο μύρμηγκας δεν κάνει να αποκτήσει φτερούγες. 0 μύρμηγκας είναι για τα της γης. Να δουλεύει και να κουβαλάει δέκα φορές το μπόι του. Χλαπ, κάποιος να του τη δίνει από πάνω και να μην ξέρει από πού του ήρθε. Χλαπ και χάνεται. Μετά τίποτα, ένα κενό. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Την ίδια ώρα μυριάδες άλλοι συνεχίζουν το βάσανο της μέρας. Κατά μυριάδες να κουβαλούν και να αποθηκεύουν την τροφή στην μυρμηγκοφωλιά. Να εργάζονται αδιάκοπα. Όταν κάποιοι φεύγουν, κάποιοι άλλοι να συνεχίζουν στη θέση τους. Έρχονται και φεύγουν κατά μυριάδες. Γεννούν κατά μυριάδες.
0 κόσμος τους είναι αυτό που κάνουν, τα καθημερινά τους. Δεν έχουν ταυτότητα, ούτε μοναδικότητα. Έχουν όμως έναν σκοπό.
Τι είναι ο άνθρωπος; Τι αφήνει όταν φεύγει;
Γεννά, αν γεννήσει ένα δυο παιδιά, ίσως και παραπάνω. Μεγαλώνει, γερνάει και μετά πεθαίνει. Ποιος ο σκοπός της ζωής του; Ποια η κληρονομιά του; Τα παιδιά του θα ζήσουν και αυτά τη ζωή τους. Θα διανύσουν τον χάρτη τους και μετά; Θα αφήσουν και αυτά κανα δυο κουτσούβελα και ο κύκλος συνεχίζεται.

Η ζωή έχει αρχή και τέλος για τον καθένα. Αυτό είναι σίγουρο. Η αρχή και το τέλος και προπάντων το τέλος. Η αρχή και το τέλος δεν είναι μέρος του ίδιου νομίσματος; Κουβαλάμε το τέλος της ζωής μας από την γέννηση μας. 0 φόβος του θανάτου άλλους παρακινεί να ζήσουν και άλλους παραλύει. Πότε είναι η αρχή και πότε το τέλος; Ένας μονάχα ξέρει. Εκείνος που γράφει το σενάριο και σκηνοθετεί την ταινία της ζωής μας.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ Κ0ΥΝΙ0Σ

Εφημερίδα Αλήθεια 10/4/2021

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων. Κείμενα μικρά σε έκταση με μεγάλες και, κυρίως, με αιχμηρές προεκτάσεις. Ο Ανδρέας Στυλιανού σκιαγραφεί και αποτυπώνει το μέγα μυστήριο της ζωής, που όσο περισσότερο προσπαθεί κάποιος να το ερμηνεύσει, τόσο περισσότερο χάνεται στους απειράριθμους λαβύρινθους του. Στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας μετακινείται από τη χαρά στη λύπη, από την ελπίδα στην απελπισία, από τη ζωή στον θάνατο, αφού, σύμφωνα με το σκεπτικό του, είναι όψεις του ιδίου νομίσματος. Και το κάνει μέσω συγκινητικών ιστοριών οι οποίες ξαφνιάζουν ευχάριστα με την αμεσότητά τους.
Η τελευταία πράξη στο δράμα των αγνοουμένων: ένα κουμπί, μια κτένα’ το λιωμένο χαρτονόμισμα. Η ασθένεια που πέφτει σαν αστροπελέκι: λόγια
παρηγοριάς στους αποστειρωμένους θαλάμους, ενθαρρυντικά κτυπήματα στην ωμοπλάτη, λεκτικές εμψυχώσεις: “όλα θα πάνε καλά” κι ας ξέρεις ότι τίποτα δεν θα πάει καλά. Βαθιά νοσταλγικός, τρυφερός και ευαίσθητος, δυνατός στο στήσιμο εικόνων, αρκετά συχνά σαρκαστικός, ακολουθεί σταθερά τον αφηγηματικό του ρυθμό, οι διηγήσεις του σφύζουν από ειλικρίνεια. Αγάπη,
έρωτας, πόνος, μοναξιά, εγκατάλειψη: γροθιές που διπλώνουν τον αναγνώστη.
Και κάπου ένα σκυλί να γαυγίζει, σιωπηλά, τα αινίγματα που μας συνοδεύουν από τη στιγμή που γεννιόμαστε έως τη στιγμή που πεθαίνουμε. Κι ο θάνατος; Τι είναι, άραγε, ο θάνατος, πέρα από το βιολογικό τέλος; Μας περιμένουν,
μήπως, στην άλλη όχθη, η γιαγιά που έσβησε, αβοήθητη, στην ψάθινη καρέκλα, ο παππούς που τον βρήκε μια ασθένεια με παράξενη ονομασία,
ο θείος που, το καλοκαίρι της προδοτικής λάβας, φόρεσε βιαστικά το χακί πουκάμισο και έτρεξε στο πολεμικό μέτωπο όπου τον βρήκαν, σαράντα
χρόνια μετά, θαμμένο με άλλα οκτώ παλικάρια;
Ο Ανδρέας Στυλιανού αντλεί τις εμπνεύσεις του από τον περίγυρό του αλλά, κακά τα ψέματα, ο περίγυρός μας είναι ολόκληρο το σύμπαν: σκοτεινό
με φωτεινά διαλείμματα, φωτεινό με σκοτεινά διαλείμματα.

.

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

Η συλλογή διηγημάτων του Αντρέα Στυλιανού αρχίζει με προοίμιο και τελειώνει με έναν επίλογο. Σ’ αυτή την αρχή και το τέλος ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να προβεί σ’ έναν γενικότερο σχολιασμό και να οριοθετήσει τις θεματικές των κειμένων του. Είναι η αγωνία της γραφής, στιγμές της καθημερινής ζωής, κοινωνικά ζητήματα, ο εφήμερος έρωτας, η τρέχουσα επικαιρότητα, οι συνέπειες της εισβολής, ο αγνοούμενος πατέρας, η απώλεια, το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής, ο υπαρξιακός στοχασμός. Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο κλείνει με ανοικτά και αναπάντητα ερωτήματα: Τι είναι ο άνθρωπος, τι αφήνει όταν φεύγει, Ποιος ο σκοπός της ζωής του, Ποια η κληρονομιά του, Πότε είναι η αρχή και το τέλος. Η άποψη του συγγραφέα είναι πως: «Αγνοούμε το προφανές ότι άλλος γράφει το σενάριο και κινεί τα νήματα και αυτός δεν είναι ο άνθρωπος. Κομπάρσος είναι ο άνθρωπος και τίποτα παραπάνω». Αυτό που πιστεύει ακράδαντα και αναδεικνύεται μέσα από τα αφηγήματά του είναι πως ο άνθρωπος οφείλει να διάγει τη ζωή του με αξιοπρέπεια και ότι κυρίαρχο χαρακτηριστικό του βίου του πρέπει να είναι η αγάπη προς την οικογένεια και τον πλησίον. Αυτή πρέπει να είναι η έγνοια του και όχι η επιφάνεια και ο πλούτος.
Αφορμή σχεδόν όλων των κειμένων είναι τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, οι μνήμες που διανθίζονται με σκέψεις και στοχασμούς για όσα συμβαίνουν. Πρόκειται για ρεαλιστικά αφηγήματα, στα οποία πρωταγωνιστούν απλοί άνθρωποι, της καθημερινότητας.
Ορισμένα από τα αφηγήματα αναφέρονται στον αγνοούμενο πατέρα, ο οποίος εμφανίζεται συχνά στα κείμενα του Ανδρέα Στυλιανού. Το πρώτο του βιβλίο (είχε μεσολαβήσει το «Η Ευτυχία είναι στο μυαλό»-2014), «Αναζητώντας τον άλλο Οδυσσέα» (2008), ήταν αφιερωμένο σ’ αυτόν. Στο «Αναζητώντας τον άλλο Οδυσσέα» προσπαθούσε να ανασυνθέσει την εικόνα του πατέρα του μέσα από τις δικές του αναμνήσεις, τις αφηγήσεις της μητέρας, των φίλων και των συγγενών του, ακόμα και τα προσωπικά αντικείμενα που εκείνος άφησε πίσω του τον τραγικό Ιούλιο του 1974. Στην πρόσφατη συλλογή πάει ένα βήμα πάρα πέρα, καθώς μεσολάβησε η ανεύρεση των οστών του σε ομαδικό τάφο, στο Τέμπλος της Κερύνειας, και η ταφή του στο κοιμητήριο του Αγίου Σπυρίδωνα, στη Δευτερά. Ο στόχος του συγγραφέα είναι προφανής: να διασώσει τη μνήμη του πατέρα και να τονίσει τη θυσία του που σημάδεψε τραγικά και τη δική του ζωή από την παιδική ηλικία ώς σήμερα.
Σημαντική θεματική του βιβλίου είναι τα προσωπικά δράματα, τα σκληρά κτυπήματα της μοίρας που δοκιμάζουν τους ανθρώπους, οι ασθένειες που οδηγούν στο τετελεσμένο ή ο αιφνίδιος θάνατος. Σε μια σειρά από κείμενα, κύριο πρόσωπο είναι η Μαρία. Σ’ αυτά σκιαγραφείται η προσωπικότητά της και παρουσιάζονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέστηκε η αναχώρησή της από τη ζωή, καθώς και ο αντίκτυπος που αυτή είχε στους οικείους της.
Ιδιαίτερα συγκινητικά είναι τα διηγήματα “Ο γέρος” και “Αλέξανδρος”. Στο πρώτο, ένας γέροντας ζει στο παρελθόν, στη μακρά του μνήμη, λόγω του αλτσχάιμερ. Ο συγγραφέας αναπαριστά τη ζωή και τις ρευστές σκέψεις του, προσεγγίζοντας την οπτική του γωνία και αξιοποιώντας, σ’ έναν βαθμό, τη ροή της συνείδησης. Θίγει έτσι το θέμα της κοινωνικής αναλγησίας απέναντι σε τέτοια ζητήματα και ιδιαίτερα απέναντι στην τρίτη ηλικία. Στο διήγημα ο “Αλέξανδρος”, ένας πατέρας χάνει μετά από την κόρη και τη σύζυγό του και τον 15χρονο γιο του από καρκίνο.
“Ο γέρος” (απόσπασμα)
Ξύπνησε. Έξω ήταν σκοτάδι. Στο δωμάτιο ήταν μόνος. Με την αδύνατη όρασή του διέκρινε κάποιους ανθρώπους μέσα σε ένα ορθογώνιο γυαλί να συνομιλούν.
«Ποιοι είσαστε;» Δεν παίρνει καμία απάντηση. Εκείνοι τον αγνοούν. Συνεχίζουν την κουβέντα τους.
«Πού είμαι;» διερωτάται. «Αυτό δεν είναι το σπίτι μου».
Σηκώθηκε έβαλε τις παντόφλες του. Πήρε το μπαστούνι του, που το είχε ακουμπισμένο στον τοίχο. Με αργά βήματα άνοιξε την πόρτα. Βγήκε έξω στον δρόμο. Σκοτάδι. Νεκρική σιγή. Οι φωνές των ανθρώπων που βρίσκονταν μέσα στο κουτί δεν ακούγονται πλέον. Δεν αναγνώριζε τίποτα από τη γειτονιά.
«Μα πού πήγαν όλοι;»
«Δεν υπήρχε κανείς να ρωτήσει πώς να πάει στο σπίτι του. Περπατούσε αργά στην άκρη του δρόμου με στήριγμα το μπαστούνι του. Έφτασε στο καντούνι που βρισκόταν ένα τσιμεντένιο σπίτι. Παλαιότερα ήταν πλινθόκτιστο και ήτανε το σπίτι της αδελφής του, της Χριστίνας του Συμεού».

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.