O Δώρος Γεωργίου κατάγεται από τη Λεμεσό της Κύπρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία με μεταπτυχιακό στην Ειδική Εκπαίδευση. Είναι ερευνητής και ασχολείται με την συγγραφή δοκιμίων και λογοτεχνικών αναλύσεων.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή «ΟΥΜΑΜΙ» εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 2020 από τις Εκδόσεις Τεχνοδρόμιο.
.
.
ΟΥΜΑΜΙ (2020)
ΩΧΠΑΛΙΑΥΤΗ
Η Λουίζ Φερναντέζ Παπαδοπουλού είχε μανία
να τονίζει τη λήγουσα των πραγμάτων.
Λάτρευε τους Γάλλους
κι ήθελε να τους μοιάσει.
– Ενά κιλό ψαρί φρεσκό παρακαλώ.
Δε μιλούσε τη γλώσσα,
μα η προφορά της
σου ’δίνε την εντύπωση πως
σε μια άλλη ζωή,
η καλύτερη της φίλη
θα ονομαζόταν Σαρλότ.
Ήρθανε οι αρρώστιες κι οι λοιμοί,
για τη Λουίζ η πιο κατάλληλη εποχή.
Το στόμα της γέμισε φουσκάλες
κι ο τρόπος της δεν ήτανε χαριτωμένος πια.
Έμοιαζε να πονούσε η λέξη σαν την ξεστόμιζε,
φτύνοντας άθελά της τους περαστικούς
και τα κοκκινωπά της μάτια αλληθώριζαν
στη θέα της μεγάλης της μύτης
που πάντα ήτανε συναχωμένη.
– Ενά κιλό ψαρί φρεσκό παρακαλώ!!!
στρογγυλεύοντας περισσότερο απ’ το κανονικό
το πρησμένο της στόμα.
Ο ιχθυοπώλης την κοίταξε για μια στιγμή και σκέφτηκε:
«Τα ψάρια αν έβγαζαν κραυγή,
με τη λήγουσα θα ξόδευαν
την τελευταία τους πνοή…»
Της έδωσε ό,τι ήθελε
κι ύστερα έπεσε
σε μια βαθιά μελαγχολία.
ΝΕΑ… ΠΟΥΛΠΑ
Κατηγορώ τον εαυτό μου
που δεν ξέρει τι Θέλει.
Από τη μια,
οσφραίνεται τη δύναμη της πεποίθησής του,
από την άλλη,
την αφήνει για δυο μεγάλες μπάλες παγωτό.
Ο ασθματικός είναι δυο φορές τρελός,
αφού πρέπει παράλληλα να επιτηρεί
την παραγωγή των φλεγμονών του
και να τελειώνει τις προτάσεις
με μια απομίμηση επιθανάτιου βρόγχου
– παιχνίδι ασφαλείας.
Ποια η μεγαλύτερη πράξη ετερονομίας
– έχοντας καρφώσει το χαμηλότερο σημείο του Θεού –
απ’ το να βλέπει κατάματα την Παναγία
λέγοντάς της μη ενοχικά πως
δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς,
όλα ήταν βάσει σχεδίου.
Θα ’χει μπουφέ και καφέδες στην κηδεία;
Τώρα, να κλάψω ή να φάω σουφλέ σοκολάτας
πριν σταματήσει η αναπνοή μου;
Τέλος πάντων, τι έλεγα;
ΠΛΗΜΜΥΡΑ
Μεγάλωσα στο χαμηλότερο σπίτι
της γειτονιάς.
Το κατάλαβα καλά όταν ακούμπησα
το ταβάνι στα εννιά.
Αργά, χθες το βράδυ
πήγα μια βόλτα στην παραλία.
Δεν ξέρω να σας πω
αν οι ολόισιοι γιγάντιοι πύργοι
αριστερά και δεξιά
ξεφύτρωσαν απ’ τη μεγαλεπήβολη
επιθυμία μας ν’ αγγίξουμε τον Θεό
ή απ’ την ανέλπιστη ανάγκη
να σιγουρέψουμε την πτώση μας.
Ξέρω όμως
πως λίγο να υποκλίνονταν
στη θάλασσα και θα
γίνονταν γοητευτικότεροι.
Υπάρχει λόγος που
οι ψηλότεροι των φίλων μας
καμπουριάζουν τόσο πολύ-
θέλουν να μάθουν
τι διάολο ψιθυρίζουμε
όταν κλαίμε.
[έχω την υποψία πως
είπα το ίδιο πράγμα
τρεις φορές]
ΚΟΤΑ
Πάντα μου φώναζε να βγω έξω.
Ποτέ δεν ήθελα, μα πάντα το έκανα.
Έμπαινα με το ζόρι στη μικρή μπλε καμπίνα
του άτσαλου φορτηγού του.
Πίσω μας δεκάδες κοτόπουλα
πήγαιναν μάλλον για σφαγή.
Η φρικτή μυρωδιά τους με ανάγκαζε
να εφαρμόζω τακτική.
Μόνη μου έγνοια, ν’ αναπνέω μονάχα απ’ το στόμα
και να είμαι λακωνικός στις απαντήσεις μου,
αν μου απηύθυνε τον λόγο.
[Στα εφτά μου, πάντοτε σύγχυζα
το λακωνικό με το λαγωνικό]
Μ’ άφηνε στην τότε κακομοίρη γυναίκα του.
Έφτανε μετά από τρεις ώρες, με παραλάμβανε
και με επέστρεφε στο σπίτι.
Η άδεια κάσα μού επέτρεπε λίγες ανάσες
κι έτσι τον ρωτούσα για τα χαμένα πουλιά.
Μου έλεγε πως την επόμενη φορά θα
τα έφερνε και πάλι.
Κρυφά μέσα μου ήξερα πως
δε θα ήταν τα ίδια.
Μου φώναζε γεια σου
ψιθύριζα αντίο.
ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Είχα ένα σακάκι στο δημοτικό,
απ’ αυτά τα ωραία, τα αμερικάνικα.
Σχίστηκε από ένα ατύχημα, μια αταξία.
Το νούμερο ένα στο μανίκι έγινε μισό έντεκα.
Το χάρισα στο παιδί με τις πατερίτσες.
Σκληρά τα παιδιά και άμυαλα,
σκληρότερος και πιο άμυαλος εγώ.
Πήγα προχτές στην τράπεζα.
Τη βρήκα με την πληθώρα
των ευκαιριών που προσέφεραν εκεί
– λέρωσα και το παντελόνι μου,
αλλά ευτυχώς, μπορούσα να πάρω άλλο.
Ο ταμίας είχε πέντε ολοκαίνουργια δίπλα του –
μια επιπλέον υπηρεσία για τους πιο ανυπόμονους των
πελατών,
ατελείωτο στοκ.
ΚΑΚΟΠΕΤΡΙΑ
Μπήκε άξαφνα στο δωμάτιο
ανακοινώνοντας πως Θα πάμε διακοπές.
Ήταν η πρώτη φορά για μένα.
Χάρηκα όπως – σπανιότερα ίσως –
μπορεί να χαρεί ένα δωδεκάχρονο ντροπαλό αγόρι
που ποτέ του δεν είχε την ανάγκη να επιβαρύνει
τη μητέρα του με βλακώδη παιδικά θέλω.
Εκεί γνώρισα τη βουνίσια γοργόνα
του τετάρτου που με αγνοούσε
επιδεικτικά και τη γούσταρα γι’ αυτό.
Την έλεγαν Σοφία.
Συνάντησα τυχαία και τον Παναγιώτη,
ψάχνοντας και οι δύο τρόπο
να μπούμε δωρεάν στο Θερινό σινεμά
δίπλα απ’ το ξενοδοχείο. Τον βρήκαμε.
Ποτέ το ποπ κορν δεν είχε καλύτερη γεύση.
Επιπλέον, κατάλαβα πως το πρόγευμα
ήταν το καλύτερο γεύμα της ημέρας
– όχι το σημαντικότερο — το καλύτερο.
Πριν φύγουμε αγόρασα καινούργια παπούτσια,
αφού τα δικά μου τα είχα λιώσει προσπαθώντας
να φτάσω τη γλιστερή γοργόνα από τη μία,
και παίζοντας τον γενναίο με τον Παναγιώτη από την
άλλη
– ήταν η πρώτη ταινία στο σινεμά που είδα χωρίς να
πληρώσω.
Για κάποιο λόγο όταν επιστρέψαμε πίσω,
ένιωθα ψηλότερος.
Έτρεξα αμέσως στην ειδική πόρτα του σπιτιού
που πάντα χρησιμοποιούσα για το μπόι μου.
Δεν ψήλωσα ούτ’ ένα εκατοστό.
ΜΙΑ ΜΕΣΑΙΩΝ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΑΛΑΜΑΝΔΡΑ
Εξιλεωμένος κοίταζα την ουρά της
να ψάχνει το υπόλοιπο κορμί της.
Αυτό βρισκόταν κάτω απ’ το παπούτσι μου.
Παράξενη η αίσθησή του, σαν λάστιχο,
δύσκολα θα πίστευε κανείς πως υπήρχαν κόκαλα ή όργανα.
Μου παν οι παππούδες μου να το κάνω
μπας κι εμφανιστεί στον ύπνο τους
τρομάζοντάς τους μέχρι θανάτου.
Δεν υπήρξε καν το άβολο ενός διλήμματος,
από τη μία, η σιγουριά πως θα την έλιωνα,
αφού έστεκε εκεί μπροστά μου ακίνητη
καρτερώντας με σαν να το ήξερε
κι από την άλλη,
η μακρινή πιθανότητα να εμφανιζόταν κλείνοντας
το μάτι στη γιαγιά μου
η ώρα τέσσερις τα ξημερώματα.
Δεν ξέρω ποιος είναι ο πιο αμείλικτος,
αυτός που σκοτώνει ή οι χεσμένοι άνθρωποι που
βάζουν άλλους να κάνουν τη βρομοδουλειά τους.
Την είδα στ’ όνειρό την ίδια νύχτα.
Μου έλεγε πως «δεν πειράζει,
κατάλαβα γιατί το έκανες.»
[Μου θύμισε έναν φίλο μου στο γυμνάσιο
που τον έτρεμα, γιατί εγώ ήμουνα
που τον πρόδωσα στους δάσκαλούς του πως κάπνιζε.
Με κάλεσε μια μέρα στο σπίτι του,
άνοιξε με χαρούμενη ανυπομονησία το ψυγείο
και μου προσέφερε ένα απ’ αυτά
τα ψευδο-νόστιμα καβουροπόδαρα
με τη λαστιχωτή υφή.
Κάθισε αμίλητος μετά,
άναψε αδέξια ένα τσιγάρο
και με παρατηρούσε
καθώς άδειαζα το πακέτο
καταβροχθίζοντας τα υπόλοιπα,
χωρίς την άδειά του]
ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ
Άνοιξε προσεκτικά το δερμάτινο τσαντάκι του
με τα ειδικά εργαλεία σκαλίσματος
και σαν ένας άλλος Τειρεσίας παραμιλούσε,
«Να την κάνεις να νιώθει τόσο ξεχωριστή,
που να κινδυνεύεις να τη χάσεις για πάντα.»
Καχύποπτος εγώ τον κοίταζα καθώς έβαζε
τις τελευταίες πινελιές στην ομορφότερη
κουνιστή πολυθρόνα που είχανε δει τα μάτια μου.
Άκουσα πως
άδειασαν το μαγαζί του καημένου
μαραγκού προχθές το βράδυ.
Ζήτησα απ’ τη Δέσποινα έναν καφέ πικρό
κι αφού τον έφτιαξε και μου τον σερβίρισε,
έκατσε αμίλητη στην άλλη άκρη
του πιο σκληρού και άβολου
καναπέ του κόσμου
χαριτωμένα κουνώντας τα πόδια της πέρα-δώθε,
πιθανόν για να νιώσει άνετα.
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
(Μας φτάνει που ξέρουμε
πως πάμε κατά διαόλου.
Κάτι διαφορετικό απ’ αυτό
και θα μας έπιανε ο πανικός.)
Γι’ αυτό:
Οι δυνατότεροι από εσάς θα πρέπει να μας
αγγίζετε χωρίς να τρομάζουμε.
Οι δυνατότεροι από εσάς θα πρέπει
να θυσιάσετε το ένα σας αφτί.
Οι δυνατότεροι από εσάς θα πρέπει
να ελαφρύνετε τον πυρετό μας.
Οι δυνατότεροι από εσάς θα πρέπει
να κάψετε τα χείλια σας στο μέτωπό μας.
Οι δυνατότεροι από εσάς θα πρέπει
να μας βαλσάρετε στο τελευταίο λυκόφως
κι έτσι,
λικνίζοντας το κορμί σας για λίγο ακόμη,
να καταπιείτε τη σκιά που απομένει
κάνοντας υπόκλιση το σκύψιμό μας
σαν του παιδιού τις κωλοτούμπες
το πρωί των Χριστουγέννων,
ανάποδα κοιτάζοντας κι αθώα
το νέο το χάραμα.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΑΡΙΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ
DIALOGOS.COM.CY 4/4/2021
Δώρου Γεωργίου Ουμάμι ή αλλιώς, η αυτοβιογραφία του Δώρου Γεωργίου
Θέλω να γνωρίσω στους φίλους ένα νέο ποιητή, τον Δώρο Γεωργίου και να διατυπώσω κάποιες πρώτες σκέψεις μου που ήρθανε με την ανάγνωση του βιβλίου του, Ουμάμι, η πρώτη ποιητική του συλλογή που έχει κυκλοφορήσει το 2020 από τις Εκδόσεις Τεχνοδρόμιον.
Τον είδα για πρώτη φορά πριν καμιά δεκαριά χρόνια στο Καφενέυ, τότε που κάναμε τις «ποιητικές βραδιές της Δευτέρας». Ερχόταν μαζί με τον Γιώργο Νικολάου, [τα ονόματά τους αργότερα τα έμαθα] κάθονταν στο μπαρ πίνοντας αμίλητοι το ποτό τους παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα. Επεμβήκανε στην συζήτηση μόνο μια φορά, όταν φαίνεται δεν άντεξαν αυτά που άκουγαν. Ήταν οι κατά πολύ νεότεροι των θαμώνων στη σύναξη εκεί.
Μετά τον συναντούσα σποραδικά σε ποιητικές βραδιές συνήθως και με ένα κούνημα του κεφαλιού δηλώναμε αναγνωρισιμότητα. Αργότερα, όταν άρχισε να ανεβάζει ποιήματα στο διαδίκτυο, μου κίνησε το ενδιαφέρον και είπα, «να ένας νέος ποιητής που έχει και νέα ματιά». Όταν δε η «Νέα Εποχή» τού δημοσίευσε κάποια ποιήματα, ανάρτησα ένα σύντομο σχόλιο που έλεγα, « σημειώστε αυτό το όνομα» Τώρα που κρατώ στα χέρια μου τη συλλογή του, επιμένω στις εντυπώσεις που σχηματίστηκαν μέσα μου και επαναλαμβάνω, «σημειώστε το όνομα του νέου ποιητή».
Ο Δώρος Γεωργίου μας διηγείται ιστορίες από τη ζωή του. Το κάθε ποίημα και μια ιστορία που όταν τελειώνει, μένεις για λίγο σιωπηλός και τη σκέφτεσαι. Την ξαναδιαβάζεις και ανακαλύπτεις νέες οπτικές που υποστηρίζουν την αρχική σιωπή σου. Πριν πας στο επόμενο ποίημα, λες, «αυτό συνέβη και σε μένα». Εκεί είναι που η προσωπική εμπειρία μετατρέπεται σε πανανθρώπινη, δικαιώνεται ο ποιητής και συγχρόνως τινάζει στον αέρα τα περί «ποιητών δωματίου».
Γράφοντας τις ιστορίες του, συγχρόνως χαρτογραφεί τις ευαισθησίες του, το πως δηλαδή αντιλαμβάνεται και κατανοεί τον περιβάλλοντα χώρο. Η αντίληψη και η κατανόηση του χώρου, είναι βασικά η ειδοποιός διαφορά ενός ανθρώπου από τον άλλο, και στην ποίηση, ενός ποιητή από τον άλλο.
Ο Δώρος απομυθοποιεί γεγονότα, πρόσωπα και συμπεριφορές. Δεν το κάνει όμως εύκολα και με θυμό. Η διαδικασία είναι βασανιστική και την περιβάλλει με αγάπη και έγνοια, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Οι εκπλήξεις και οι ανατροπές διατρέχουν τα ποιήματά του. Με κομμένη ανάσα συνέχεια διερωτάσαι, «μα που θα με πάρει αυτός ο άνθρωπος».
Ο ποιητής Δώρος Γεωργίου είναι Ένας που νοιάζεται. Νοιάζεται για το τι πραγματικά συμβαίνει όταν είσαι μόνος στην αρένα και προσπαθείς να διαχειριστείς τα ατέλειωτα που κουβάλησες μαζί σου. Περισσότερο με μαρμαρένιο αλώνι μοιάζει. Και το γνωρίζεις από την αρχή, πως μάχες είναι αβυσσαλέες και δίδονται σώμα με σώμα με ελάχιστες πιθανότητες να είσαι ο νικητής, σε μια Πύρρειο νίκη.
Κι αν θα έκανα εδώ μια παρένθεση για τον «ποιητή δωματίου», τον υποτιμημένο από πολλούς, τίτλος για κάποιους που δεν ασχολούνται όπως νομίζουν με τα πανανθρώπινα προβλήματα, αλλά κλείνονται στο σκοτεινό τους δωμάτιο ασχολούμενοι μόνο με τον εαυτούλη τους, θα τους έλεγα πως αλλού είναι νυχτωμένοι. Οι ποιητές αυτοί, ως άλλοι μοναχικοί επιστήμονες που μάχονται στις άκρες των ακρών του τομέα τους, να αποκαλύψουν και να φωτίσουν έστω μια γραμμούλα από το άπειρο σκοτάδι που μας περιβάλλει, δίδοντας την προίκα στην ανθρωπότητα, έτσι λοιπόν και οι ποιητές αυτοί, κλεισμένοι όντως στο σκοτεινό τους δωμάτιο, διασπούν το μόριο, το άτομο, κατεβαίνουν στον πυρήνα και συναντούν τα πρωτόνια, τα νετρόνια, εκστατικοί βλέπουν γύρω τα ηλεκτρόνια, και συνεχίζουν την κατάβασή τους μέχρι τα συναντήσουν τα κουάρκ των ευαισθησιών τους. Παρατηρούν και προσπαθούν να αντιληφθούν και να κατανοήσουν τη διαδικασία που διέπει τη συμπεριφορά τους, γιατί η διαδικασία είναι η αλήθεια. Κι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα. Αν οι ποιητές που ασχολούνται με τα πανανθρώπινα περιγράφουν τη φρίκη του πολέμου, οι ποιητές δωματίου προσπαθούν να καταργήσουν τον πόλεμο.
Τα πιο πάνω, είναι μια απάντηση σε ένα ερώτημα που τέθηκε από τον Δώρο, σε μια συζήτηση που είχαμε επί του θέματος. Κι ακόμα ένα αυθαίρετο συμπέρασμα. Έχω ιδιαίτερη αγάπη στον Γρηγόρη Αυξεντίου και στον Κυριάκο Μάτση. Ήταν «ποιητές δωματίου».