ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΜΑΡΙΝΗ

Η Κωνσταντίνα Μαρίνη είναι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μητέρα τριών παιδιών και εργάζεται ως φαρμακοποιός στο Χαλάνδρι, όπου γεννήθηκε. Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει συμμετάσχει σε δύο συλλογικές ποιητικές εκδόσεις, ενώ το 1995 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Πεταλούδα Συλλογής, εκδόσεις Ερμείας και το 2018 η δεύτερη με τίτλο Τα χέρια και ο χρόνος, εκδόσεις Κέδρος.

.

.

.

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ (2018)

ΤΑ ΑΥΤΟΦΥΗ

Τα χέρια και ο χρόνος

I

Το χέρι του πατέρα μου
θυμάμαι
μ’ εμπιστοσύνη αφημένο στο δικό μου
για να περάσουμε το φανάρι
στην πλατεία.
Παιδί αυτός κι εγώ μεγάλη.
Σ’ εκείνη την αμείλικτη
αντιστροφή των ρόλων
πού ο χρόνος μόνο ξέρει να επιβάλλει.

IV

Το χέρι μου κοιτώ
τώρα που γράφει
και τρέχει πάνω στο χαρτί
πίσω απ’ το ποίημα,
νωπό ακόμα για να το προλάβει.
Απλώνει ο χρόνος πάνω του
και το αφυδατώνει.
Κηλίδες καφετιές της ηλικίας.
Κι η ξηρασία
που υποδόρια επελαύνει.

Οι επισκέψεις της μητέρας μου

I

Το παλιό μπαστούνι
κι η ομπρέλα σου
κρεμασμένα στην είσοδο
πίσω απ’ την πόρτα,
σαν ξόβεργες ακίνητο
έχουν κρατήσει τον καιρό,
πίσω στην ηλικία εκείνη που ακόμα
μπορούσες να τα χρησιμοποιείς.
Και αυτή φορώντας τώρα,
μ’ επισκέπτεσαι συχνά
κάθε φορά που πέφτει πάνω τους
το βλέμμα μου.
Εξάλλου γι’ αυτό το στιγμιαίο ξεγέλασμα
τα κράτησα.
Να με καθησυχάζουν κάθε τόσο
πως μόλις έχεις φθάσει τάχα.
Ότι περπάτησες μες στη βροχή
και ήρθες μόνη τόσο δρόμο να με βρεις.
Να δεις από κοντά το νέο μου σπίτι.

Ένα παιδί μετράει τον χρόνο

στον Αλφάνσο-Λεωνίδα

Δώδεκα δωδεκάτου
του δύο χιλιάδες δώδεκα.
«Κοίτα», μου είπες,
«ποτέ ξανά δεν θα προλάβουμε
να είναι έτσι ταιριασμένοι οι αριθμοί!»

Μικρός, τρία χρόνια
προτού κλείσεις τα δώδεκα,
διέκρινες στο βάθος το όριο.
Τον χρόνο μέτρησες
πρώτη φορά
με το ανθρώπινό του βάρος.

Αγρυπνία*

I

στη ζωγράφο Ηρώ Νικοπούλου

Βαθιά μεσάνυχτα, βγαίνει στους δρόμους
η ξαγρύπνια σου,
διασχίζοντας την κοιμισμένη πόλη.
Έξω απ’ τις πόρτες τους ξένους ύπνους
αφουγκράζεται,
πίσω απ’ τους τοίχους τις ανάσες
που ανθίζουν στο σκοτάδι, όλο χρώματα.
Άλικο του έρωτα
και τριανταφυλλί απ’ του μωρού τα ρόδα.
Ώχρα από της αρρώστιας το προσκέφαλο,
η μελανιά απ’ τον πόνο της απώλειας
και το σταχτί της έγνοιας κατακάθι,
σμίγουνε όλα μαζί, διαλύονται
μες στο λευκό της άυπνής σου νύχτας…

* Σχόλιο σ’ έναν ομότιτλο πίνακα της.

.

ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

Κυρα-Μαρίκα

Κλειστό το σπίτι της ακόμα
και βουβό
μέχρι ν’ αποφασίσουν
τί θα κάνουνε μ’ αυτό
οι κληρονόμοι.
Όμως η βυσσινιά
απτόητη στον κήπο θάλλει.
Την είδα φορτωμένη
με καρπούς,
σαν χέρια
να κουνάει τα κλαριά της.
Κι έσταξε η μνήμη
βύσσινο γλυκό
πάνω σε άσπρο παγωτό
καϊμάκι.
Βράδια καλοκαιριού
στον ανθισμένο, τότε, κήπο της.
Μελαχρινή, ξερακιανή γειτόνισσα,
φιγούρα αναπόσπαστη
των παιδικών μου χρόνων.
Μου φάνηκε πως άνοιξε
η πόρτα η κλειστή
και βγήκε,
παρ’ όλο της τον θάνατο,
καλούδια, σαν τη βυσσινιά
φορτωμένη
να μας κεράσει πάλι.

Ευτυχία

Τίποτα στη ζωή της
και στην όψη της
δεν επαλήθευε
όσα υποσχόταν
το όνομά της.
Σκουρόχρωμα όλα
πάνω της.
Μόνο πίσω από τούς
χοντρούς φακούς
σπίθιζε κάπου κάπου
ένα χαμόγελο
κι η ξεχασμένη λάμψη
μιας ζωής που είχε
για άλλους ξοδευτεί.
Πνίγηκε στη θάλασσα,
δίχως κανείς να καταλάβει πώς,
το πρώτο πρωινό του Αυγούστου.

Στην επιστροφή, στο πούλμαν,
στην άδεια θέση δίπλα στο παράθυρο,
κάτι κέρματα είχαν γλιστρήσει
από την τσέπη της ρόμπας της
Καθώς ξεντυνόταν
για να πέσει στο νερό
θα είχε τον νου της
να τα βρει γυρνώντας…

Συμμαθήτριες

στην Α.

Διπλανές στο θρανίο
έξι χρόνια στο γυμνάσιο.
Χώρισαν υστέρα οι δρόμοι.
Σπουδές κι οι δυο,
γάμο μετά η μια,
σπίτι, παιδιά, δουλειά.
Καριέρα και ταξίδια η δεύτερη,
και στα τελευταία η αρρώστια της.
Ανήμερα τής γιορτής της,
Δεκαπενταύγουστο,
έφυγε.
Κι έκλεινε τους έξι μήνες
ο άντρας τής άλλης τότε…

Στο ίδιο θρανίο έξι τάξεις.
Τριάντα τόσα χρόνια πριν.
Τα χώρεσε όλα μια στιγμή,
όταν της ανακοίνωσαν το νέο στο τηλέφωνο
και κατακερματίστηκε ο χρόνος
και μπερδευτήκαν τα κομμάτια του σαν σ’ όνειρο.
Και βρέθηκε,
έφηβη και μεσήλικη μαζί,
καταμεσής
στη σχολική αίθουσα,
να στέκει δίπλα μόνη.
Με μια άδεια θέση στη ζωή
και στο θρανίο δίπλα της.

Ξένος πόνος

Όπως το κέρμα που αφήνεις
στου ανάπηρου την ανοιχτή παλάμη
κι ύστερα φεύγεις βιαστικά,
ένοχα κουβαλώντας πάνω σου
την αρτιμέλειά σου.
Έτσι καμιά φορά
και με το ποίημα,
σαν πας ν’ αγγίξεις ξένο πόνο,
ένοχα και δειλά το γράφεις.
Κλεφτά μαζί με τη συμπόνια
γλίστρα ασυναίσθητα κι η σκέψη
πως κάτι άλλο δικό σου
κείνη την ώρα ξεχρεώνεις,
πιο εύκολα όμως
κι από απόσταση ασφαλείας.
Όσο κι αν σ’ έχει βασανίσει ο στίχος
μέχρι να στρογγυλέψει και να λάμψει
πάνω στο χέρι που η λύπη του άλλου
σου έχει απλώσει…

.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ*

μνήμη Αγγελικής Ελευθερίου

Τελευταίο απόγευμα

Στη σάλα μέσα τη μεγάλη
φυσάει ένας άνεμος
παλιός,
όπως αυτός που ανέμιζε
άλλοτε
τα μαλλιά και τα μαντίλια σου.
Απέναντι στον τοίχο
η θάλασσα
και κάτι γκρίζο και δυσοίωνο
πυύ ξεπροβάλλει αργά
και πλησιάζει.
Σαλεύει η κουρτίνα στο παράθυρο
ολόλευκη, στο χέρι κεντημένη.
Κρυμμένη μες στις σταυροβελονιές
σου γνέφει κάθε τόσο η μάνα σου,
εκεί στον καναπέ
όπου κάθεσαι
προβάροντας πάλι και πάλι
τον τελευταίο ρόλο σου…

Το σπίτι

«Ωστόσο εγώ θα συνεχίσου να μετρώ την ηλικία μου
στα ξένα σπίτια…»
Αγγελική Ελευθερίου

Τελειώνοντας ο μήνας
θα παραλάβει τα κλειδιά
ο ιδιοκτήτης.
Το μέτρημα θα έχει μέρες
σταματήσει.
Ωστόσο εσύ θα παραμένεις
πενθώντας
τον τελευταίο σου νεκρό,
το σπίτι σου.
Αόρατη θα συνεχίζεις
ρίζες ν’ απλώνεις,
ντύνοντας με ίσκιους και με φυλλωσιές
τις κάμαρες
καθώς θ’ απογυμνώνονται
μία μία.

*Τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής της

.

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ   ΣΥΛΛΟΓΗΣ  (1995)

Όρος συνύπαρξης

Κι η μοναξιά
γύρω από τη ζωή μου τώρα
κουλουριάζεται και ησυχάζει·
θεριό που εξημερώθηκε με τον καιρό
συνήθειες και χαρίσματα κατοικίδιου αποκτώντας
υπό τον όρο
να μην ενδώσω
για να μην ενδώσει :
εγώ ,στα φευγαλέα σου νεύματα κι έρθω ξανά
κι αυτή ,όταν μετά ξαναβρεθούμε πάλι οι δυό μας
στα άγρια ένστικτά της και με κατασπαράξει.

Επέτειος

Περνώντας τα χρόνια
Μετράμε τα χρόνια
που είμαστε μαζί.
Μαζεύουμε χρόνια
Νομίσματα- χρόνια .
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα
στου χρόνου το διάλειμμα σιωπούμε
ν’ αφουγκραστούμε
τον ήχο που κάνει
το καινούργιο μας νόμισμα
πέφτοντας πάνω στα παλιά.
Και συνεχίζουμε
Εξαργυρώνοντας
σιωπές κι αποσιωπήσεις
Εξαγοράζοντας
τη συγκατάβαση του χρόνου
Νομίσματα-χρόνια
Αντίτιμο κι ανταμοιβή
Για ό,τι κρατάει κι αντέχει στο χρόνο
Για ό,τι κρατάμε και δεν του το χαρίζουμε.

Πεταλούδα συλλογής

Ίσως η επίμονη προσήλωσή του πάνω μου
ή ίσως μόνο η ματαιοδοξία μου,
ίδια να κρατηθώ μέσα στο χρόνο,
να ’ταν εκείνο που με τράβηξε
προς την απόχη του συλλέκτη
και μ’ έφερε εδώ πέρα,

εδώ , όπου δεν είμαι πια
παρά μονάχα δείγμα από ένα είδος
και υπάρχω πίσω απ’ το γυαλί
σαν μια φωτογραφία του εαυτού μου·
από το χρόνο ξεκομμένη, ακίνητη
ανήμπορη ν’ αλλάξω ή να πετάξω
Παγιδευμένη μέσα στη διάρκεια
Άφθαρτη και νεκρή συγχρόνως.

Υπάρχουν

Υπάρχουν
Περιστασιακοί και παράταιροι
στο περιθώριο της σκέψης μου
Απωθημένοι
Παρεμβάλλονται
Προκλητικοί κι επίμονοι
στο κέντρο της ζωής μου.
Δικαιωμένοι
από την αναμφισβήτητη
ισχύ του πλήθους.
Τους μύθους
αποφασισμένοι να διατηρήσουν
Και να ζήσουν
Θα με κοιτάξουν ύποπτα
Και θα με αμφισβητήσουν.
Άνθρωποι
που υπάρχουνε συνωστισμένοι
Άνθρωποι
που συνωστίζονται
για να ’ναι υπαρκτοί
Άνθρωποι
που ζουν, γερνούν και φεύγουν
έτσι ανύποπτοι
για τη λεηλασία της ζωής μου
τώρα
Ύποπτοι.

Καθρέφτης

Είσαι μια τάση φυγής
εγκλωβισμένη στους τοίχους
μιας άδειας κάμαρας.

Είσαι μια απόπειρα ζωής
σπαταλημένη στην αναμονή
κάποιου επερχόμενου θανάτου.

Είσαι μια απόφαση εξέγερσης
σταματημένη στου μυαλού σου
τα σιδερένια οδοφράγματα.

Τρίτη ηλικία

Τον ακούω
Να κάνει βόλτες
έξω απ’ το δωμάτιο.
Βήματα πάνω-κάτω, πάνω-κάτω
Ξεκινούν
Μετά από λίγο σταματούν
Γυρνούν
και ξαναρχίζουν.
Σαν να μη θέλει ποτέ να φτάσει
Σαν να μην έχει πού να φτάσει
Διασχίζοντας
Τούτο τ’ άδειο τοπίο τ’ απαράλλαχτο
πού ’γιναν τώρα οι μέρες του.

Το παράπονο της φωτογραφίας

Έτσι να έκανα
και ν’ άπλωνα
μέσα από τη φωτογραφία ,
το χέρι μου
και ν΄ άγγιζα
τους ώμους του που γείραν πια
και τα’ άσπρα του μαλλιά
να χάιδευα
για μια στιγμή μονάχα, έστω.
Έτσι , σαν να μη μεσολάβησε
ποτέ ο θάνατος μου
κι είκοσι τόσα χρόνια αργότερα
άντρας μεγάλος πια
να μπορούσα
ν’ αγκαλιάσω τώρα
σαν γιός κι εγώ το γέρο μου πατέρα.

Γενέθλια του αδερφού μου

3 Ιανουαρίου 1959
3 Ιανουαρίου 1989
Τριάντα χρόνια
Μα όχι όλα δικά σου
Μισά εσύ
Μισά το κάδρο
με τη φωτογραφία σου
που κρέμεται στον τοίχο
και ίδιον σε κρατάει τόσα χρόνια
Στην στάση εκείνη την τυχαία
που σ’ ακινητοποίησε ο φακός
Με ρούχα ,χτένισμα, χαμόγελο
Όλα πρόχειρα
Καθώς δεν το ’ξερες , ότι μ’ αυτά
θα πέρναγες στην αιωνιότητα.

3 Ιανουαρίου 1959
3 Ιανουαρίου 1989
Τριάντα χρόνια
Μα όχι όλα δικά σου
Μισά εσύ
Μισά η ρυτίδα
εκεί ανάμεσα στα μάτια της
που χάσκει και βαθαίνει με τα χρόνια

Καθώς εκείνη επιμένει
Να γέρνει πάνω από τη μνήμη σου
Σε στάση επαπειλούμενης αυτοκτονίας.

3 Ιανουαρίου 1959
3 Ιανουαρίου 1989
Τριάντα χρόνια
Δικά σου τα μισά
1η Ιουνίου 1973
Έγινε η μοιρασιά.

Σύμβαση

Διάφανα τα τείχη
Και δε φαίνονται.
Κάθε φορά κι απ’ την αρχή
μελοδραματικά
τ’ ανακαλύπτεις
Έτσι καθώς κινάς να φύγεις
Κι αυτά μένουνε
στην ίδια θέση πάντα,
σταθερά να παρεμβάλλονται
στην απόπειρα ανάμεσα
και στη φυγή.
Περιγράμματα αξεπέραστα και στέρεα
που το σχήμα μιας ζωής
αμετάκλητα ορίζουν.
Διάφανα τα τείχη
Και μπορείς
έτσι πιο εύκολα να τ’ αγνοήσεις
Πως δεν υπάρχουν να προσποιηθείς
Κι εντός ορίων άνευ όρων
Ν’ αφεθείς
Να ζήσεις.

Εξουθένωση

Λέξεις στροβιλίζονταν για χρόνια γύρω σου
Με την κίνηση την υπνωτισμένη
των εντόμων γύρω από την ηλεκτρική λάμπα
Κι όταν τράβηξες ξαφνικά
το βλέμμα σου από μένα
κι έσβησες το φως
Τις είδα να σωριάζονται εξουθενωμένες
πάνω στο λευκό των χαρτιών μου
Και να γίνονται ποίημα γραμμένο για σένα.

Κυριακής απόγευμα

Είχες το χρώμα
των άχρωμων Κυριακών μου
κάτι από τον ήχο
των μουσικών
που σταματούσανε τη σκέψη μου
στο ίδιο πάντοτε σημείο
Όταν ,
γερμένη σ’ αιωρούμενα μπαλκόνια ,
κατρακυλούσα στην αυταπάτη
μιας αναπόφευκτης αυτοκτονίας.

Λευκό απόγευμα

Κι όλο το κοίταγες
Τ’ άσπρο χαρτί
όλο τ’ απόγευμα
Σκυμμένη πάνω του
αναποφάσιστη
Τ’ άσπρο χαρτί
ένα κενό
απλωμένο μπροστά σου
κι εσύ στο χείλος του
εκλιπαρούσες και περίμενες
για τη μοιραία λέξη, το χέρι
που θα σ’ έσπρωχνε
μέσα του να πέσεις.

Παράταση

Μνήμη Λευτέρη Μακαρατζή

Σήμερα
δε θα βγεις για εφημερίδα
δε θα ’ρθεις για καφέ
Η είδηση έφτασε πριν από λίγο
όχι μ ’αυτά τα λόγια ασφαλώς
αλλιώς το έλεγε
μα εμείς αυτό ας πούμε μόνο
σαν να ’ναι η απουσία σου
ζήτημα μιας ημέρας μοναχά.
Και θα ’ναι σαν να παρατείνουμε έτσι
λιγάκι παραπάνω τη ζωή σου
όσο καθυστερούμε να προφέρουμε
τη λέξη εκείνη
που θα μας χωρίσει οριστικά
ανοίγοντας μια τάφρο ανάμεσα μας
με το δικό μας «αύριο πάλι» απ’ τη μια μεριά
και το δικό σου το «ποτέ ξανά» από την άλλη.

Απόδραση

Τις πιο πολλές φορές
εκείνη έλειπε απ’ τη ζωή της
κάτι σαν έξοδος κινδύνου
κάπου μέσα της βαθιά
Την άνοιγε κι έφευγε
όταν τριγύρω όλα γίνονταν
αφόρητα πραγματικά
όταν σχεδόν την έφθαναν
όλα όσα είχε ονειρευτεί και περιμένει…

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ-ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ

Ξεμάκρυνε
και κάθισε μονάχη
στην άκρη του γιαλού
να ξαποστάσει
Σκουρόχρωμη μαντήλα
τυλιγμένη, γύρω απ’ το πρόσωπό της
η πατρίδα της,
όση της είχε απομείνει
Η υπόλοιπη ,
ερείπια και κομμάτια
μες το βλέμμα.
Πίσω της ένα πλήθος φορτωμένο
προχώραγε σκυφτό
Ζωές που είχαν γίνει ξαφνικά
αποσκευές και βάρος.

Πάει καιρός,
χαμένη μες το πλήθος,
πού θα έχει φτάσει τώρα πια
κανείς δεν ξέρει.

Γυναίκα ξένη,
που ξεμάκρυνες και ήρθες
στου υπολογιστή μου την οθόνη

Πάνω στην άμμο,
δίπλα στα βρεγμένα σου παπούτσια,
με την απαντοχή της πέτρας
σε βρήκε να κάθεσαι του φωτογράφου ο φακός
Έχοντας δει όλη τη φρίκη,
βράχος που μάζεψε
όλο τον άνεμο, όλη την αλμύρα , όλη τη βροχή
σιωπηλά το πέλαγος αγναντεύεις τώρα.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Το ποίημα είναι πάντα εκεί
και περιμένει να το γράψεις
Ανοιχτός λογαριασμός ,
μια εκκρεμότητα διαρκής
Μια οφειλή , ό,τι χρωστάς
στη μέρα ,
αλλά προπάντων στην στιγμή,
εκείνη που ξεχώρισες,
κομματάκι σπασμένο γυαλί
που λαμπύριζε μεσημέρι στην άμμο.
Και πρέπει
ακέραια να την σώσεις τώρα.
Κι ας κοπείς.

(περιοδικό Νησίδες τευχ. 18)

ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Η φούρια του μεσημεριού
πίσω , μέσα στο σπίτι
έχει κοπάσει
Αστράφτουνε στον νεροχύτη
καθαρά τώρα τα πιάτα
Στου πλυντηρίου το φινιστρίνι
παφλασμός κι αφροί
Mια τρικυμία έγκλειστη
έχει μόλις ξεσπάσει .
Κι αυτή στου μπαλκονιού ακουμπά
την κουπαστή .
Με ονειροπόλο βλέμμα ,
καπνίζοντας, σαλπάρει κάθε μεσημέρι .
Ένα τσιγάρο δρόμος κι έχει φθάσει
στην άλλη της ζωή
Προτού το πρόγραμμα τελειώσει
θα έχει προλάβει να γυρίσει
για να απλώσει .

(Περιοδικό Νησίδες τευχ.18)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΩΝ 9.00μμ

Οι γκρεμισμένοι τοίχοι, τα ερείπια
και τα μάτια,
σκούρα να μας κοιτάζουνε
μέσα από το γυαλί.
Και το βλέμμα
να ξεχειλίζει απ’ την οθόνη,
καυτό να χύνεται μολύβι
στάμπα ,
στου σαλονιού μας πάνω
το καλό χαλί.

ΟΡΤΑΝΣΙΕΣ ΣΕ ΚΗΠΟ

I

Κοριτσάκια στο πράσινο
μέσα χωμένα,
μπαλαρίνες σκυφτές
μες τα φύλλα
Τα φουρό τους τα ροζ
στρογγυλά , φουντωτά
ανεμίζουν στον ήλιο.

II

Φθινοπώριασε,
μείναν μόνο τα φύλλα
οι χορεύτριες οι μικρές
έχουν φύγει,
τα φουρό τους τα ροζ
σκορπισμένα στο χώμα.
Περσεφόνες μικρές,
υπάκουα επιστρέψαν
κάτω απ’ την γη,
στο σκοτεινό νυφικό τους κρεββάτι .

(Δημοσιευμένο στον ιστότοπο «Δίχως ρίζες ουρανό δεν βρίσκεις»)

ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ

Μνήμη Μ.Π

Νύφη στ’ άσπρα ντυμένη, χιονονιφάδα
Μια νύχτα του Γενάρη
στροβιλιζόσουν και χόρευες
Μακρινός ακόμα τότε ο ήλιος
κάποιου Μάρτη σκληρού
που θα σ ’έλιωνε.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

ΔΑΦΝΗ ΜΑΡΙΑ ΓΚΥ-ΒΟΥΒΑΛΗ

FRACTAL 18/03/2020

Η άρπα της ποίησης

Η σιωπή της δημιουργίας. Ή αλλιώς, η δημιουργική σιωπή της γέννησης. Αυτήν αισθάνεσαι, καθώς το μάτι σου αναγιγνώσκει μια-μια τις λέξεις, διαβάζει έναν-έναν τους στίχους. Μην ξεχνάμε ότι το ουσιαστικό «ποίημα» προέρχεται από το ρήμα «ποιώ», που σημαίνει δημιουργώ, γεννώ εκ του μηδενός.

Κι ύστερα, η φωνή της ζωής. Αυτήν ακούς σαν λαγαρό ποταμάκι που ρέει μέσα στις φλέβες σου, καθώς διατρέχεις με το βλέμμα ένα-ένα τα ποιήματα τούτης της ποιητικής συλλογής, από την αρχή ως το τέλος τους, ακόμη κι αν το θέμα τους ουσιαστικά φιλοσοφεί πάνω στην φθορά του ανθρώπου.

Διότι, τι είναι ένα ποίημα; Ο λόγος γίνεται σήμερα για τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Κωνσταντίνας Μαρίνη με τον ξεχωριστό τίτλο «Τα χέρια και ο χρόνος», (εκδόσεις Κέδρος), κι εμείς σας παραθέτουμε αποσπάσματα από «Το αυτοφυές ποίημα» της σελίδας 18, σαν απάντηση στο ερώτημα:

«Μές στη σχισμή της μέρας
χωράει το ποίημα.
Εκεί φυτρώνει.
Χορταράκι ελάχιστο στην αρχή
Μια λέξη, ένας στίχος, μια ρωγμή
στης καθημερινότητας πάνω
την τσιμεντένια πλάκα
και πετιέται αναπάντεχο.

………………………….

Ψηλώνει λίγο λίγο και τεντώνεται.
Λυγερό και επίφοβο πάντα,
καθώς ζυγιάζεται διαρκώς
ανάμεσα σε δύο ενδεχόμενα.
Να ποδοπατηθεί πριν την ώρα του
μες στο τρεχαλητό της μέρας.
Ή εύρωστο και δυνατό,
πλάσμα κι αυτό, με ψυχή μέσα του
τη θέση του να βρει στο φως, να ζήσει.»

Αυτή είναι η θέση την οποία κατέχει το ποίημα στην καρδιά της Κωνσταντίνας Μαρίνη. Και στο παρόν βιβλίο, ο κήπος των ποιημάτων της στεγάζεται κάτω από έναν τίτλο ξεχωριστό, και απόλυτα ξεκάθαρο: «Τα χέρια και ο χρόνος». Διότι τα χέρια αποτελούν ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά σύμβολα της παρόδου του χρόνου, και της ανθρώπινης φθοράς.

Κορυφαίο θέμα της συλλογής της λοιπόν, ο χρόνος. Ο χρόνος, με ό,τι αυτός εμπεριέχει: Την ζωή, τον έρωτα, τον πόνο, την αρρώστια, τον θάνατο (κυριολεκτικό και μεταφορικό), ακόμα και το μέλλον και την αθανασία. Και βέβαια, την μνήμη. Ευαίσθητη, τρυφερή, νοσταλγική, μαργαριτάρι μέσα σε όστρακο:

«Σ’ έκλεισε μέσα του ο χρόνος
σε ασφάλισε,
εβένινο σκοτάδι, όστρακο.
Μνήμη ακριβή, μαργαριτάρι
μυστικά τώρα, θα λαμπυρίζεις μέσα του».

(«Επέτειος», σελ. 30).

Η ποιήτρια ξεκινά την επικοινωνία της με τον αναγνώστη συστήνοντάς του τέσσερα στενά, πολυαγαπημένα πρόσωπα: τον πρώτο γεννήτορά της, τον πατέρα της, κατόπιν τον δεύτερο, (χωρίς να τον κατονομάζει), δηλ. την μάνα, ύστερα το πρόσωπο του χαμένου συντρόφου της, και τελευταία, τον ίδιο τον εαυτό της, και μάλιστα με την ποιητική της ιδιότητα. Όλα, σε μια μικρή ενότητα αποτελούμενη από τέσσερα ποιήματα, από την οποία έλκει τον τίτλο του και ολόκληρο το βιβλίο:

«Τα χέρια της μιλούσαν
μια δική τους γλώσσα πάντα.
Όταν γελούσε και χαιρόταν
φτεροκοπούσαν σαν πουλιά ολόγυρά της.

………………………………..

Καθώς πέφταν επάνω της τα χρόνια
βούλιαζε μέσα της και χωνευότανε βαθιά ο πόνος.
Ακουμπισμένα αυτά στα γόνατά της, άπραγα,
στον καναπέ όπου καθόταν,
χτυπούσαν μόνο ρυθμικά σαν παλαμάκια
το ένα τ’ άλλο
παιδιά θαρρείς, που είχαν ξεχαστεί
ανέμελα να παίζουν
και δεν μεγάλωναν μαζί της….»

(«Τα χέρια και ο χρόνος, ΙΙ», σελ. 12).

Όλα τα ποιήματα της Μαρίνη είναι ουσιαστικά αφιερωμένα με βαθιά, τρυφερά συναισθήματα, και περιγράφουν, σκιαγραφούν πρόσωπα και εικόνες, τα οποία αποδιπλώνονται στο χαρτί με λόγια ψυχής, μοναδικές παρομοιώσεις, ακόμα και φιλοσοφική διάθεση, σαν ζωγραφικοί πίνακες. Και μέσα σ’ αυτά, ξεπροβάλλουν αντικείμενα-σύμβολα της παρόδου του χρόνου: μια φωτογραφία, ένα παλιό μπαστούνι, μια ομπρέλα ξεχασμένη, ένα πορσελάνινο κειμήλιο.

«Το παλιό μπαστούνι
κι η ομπρέλα σου
κρεμασμένα στην είσοδο
πίσω απ’ την πόρτα
σαν ξόβεργες ακίνητο
έχουν κρατήσει τον καιρό…»

Λέει παραδείγματος χάρη στο ποίημα «Οι επισκέψεις της μητέρας μου, Ι» στη σελ. 22, ενώ στο ποίημα «Λεπτομέρεια από ένα θάνατο» (σελ. 33) περιγράφει:

«Κράτησε ως την ύστατη στιγμή σφιχτά
το αγαπημένο χέρι.
Ίσως όχι πλέον
για να κρατηθεί από την ζωή.
Αλλά όπως τότε που ταξίδευαν
και φθάνανε μαζί σε νέους τόπους
ήθελε κάπως να της πει
γι’ αυτό που τώρα μόνος του
αντίκριζε πρώτη φορά
και δεν μπορούσε πια
να μοιραστεί μαζί της…»

Στον αντίποδα αυτής της ατμόσφαιρας, στέκονται τα δύο ποιήματα «Στο βάθος του καθρέφτη», στη σελ. 26, και «Μάης», στη σελ. 28, που αφιερώνονται στις δυό κόρες της, την νεαρή Αναστασία και την μικρότερη Χαρίκλεια αντίστοιχα, και τα οποία εμπεριέχουν το αντίδοτο της φθοράς και του θανάτου, δηλαδή τα νιάτα, τη συνέχεια, τη ζωή και το μέλλον. Αυτά πάντα υπάρχουν, εφόσον ο χρόνος είναι ένας κύκλος, όπως υπάρχει και η πολύχρωμη και φωτεινή αθανασία που φέρνει ο έρωτας:

«Η βουκαμβίλια στο παράθυρο,
της αγάπης μας
ο μυστικός ο κήπος
ο αμάραντος».

(«Η βουκαμβίλια στο παράθυρο», σελ. 34).

Ανάλογα συναισθήματα αισιοδοξίας και άνοιξης, κυριολεκτικής και μεταφορικής, αναβλύζουν και από το ποίημα «Το πρώτο χελιδόνι» (σελ. 36), ενώ δεν μπορούμε να μην ξεχωρίσουμε και το «Ένα παιδί μετράει το χρόνο» (σελ. 29), που η Μαρίνη αφιερώνει στον μικρό της γιο, και του οποίου ο τίτλος δίνει το στίγμα των συλλογισμών της:

«Μικρός, τρία χρόνια
προτού κλείσεις τα δώδεκα,
διέκρινες στο βάθος το όριο.
Τον χρόνο μέτρησες
πρώτη φορά
με το ανθρώπινό του βάρος».

(«Ένα παιδί μετράει τον χρόνο», σελ. 29).

Όλα τα ποιήματα της συλλογής είναι ελευθερόστιχα, είδος που καθιερώθηκε επίσημα από τους ποιητές της δεκαετίας του ’30, και μπορούμε να πούμε μάλιστα ότι τα ποιήματα της πρώτης ενότητας είναι βιωματικά, (γι’ αυτό τιτλοφορούνται και «Τα αυτοφυή»), ενώ σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται και ονομαστικές αφιερώσεις στην γνωστή ποιήτρια και εικαστικό Ηρώ Νικοπούλου. Η ποίηση της δεύτερης ενότητας, με τον τίτλο «Οι ζωές των άλλων», είναι αφιερωμένη σε τρίτα πρόσωπα, γνωστά (γείτονες, φίλους, συγκάτοικους) αλλά και άγνωστα (όπως το χαρακτηριστικό ποίημα «Ξένος πόνος» στη σελ. 53, που ξεδιπλώνει την αγάπη και τον πόνο του πλησίον και για τον πλησίον). Και τέλος, η τρίτη ενότητα, με τον τίτλο «Μια γυναίκα», είναι αφιερωμένη στην μνήμη της ηθοποιού και ποιήτριας Αγγελικής Ελευθερίου, αδελφής του γνωστού ποιητή και στιχουργού Μάνου Ελευθερίου, και αντανακλά εξίσου τον τίτλο της πρώτης ποιητικής συλλογής αυτής της τελευταίας.

Ολοκληρώνοντας αυτή μας την παρουσίαση, μπορούμε να πούμε ότι η ποιητική συλλογή «Τα χέρια και ο χρόνος» της Κωνσταντίνας Μαρίνη μοιάζει με άρπα, οι χορδές της ευαισθησίας, της αγάπης και της τρυφερότητας της οποίας, αναπέμπουν μια γλυκιά μουσική, τόσο πονεμένη και νοσταλγική, όσο όμως κι αισιόδοξη, που πραγματικά αξίζει ν’ ακούσει κανείς. Διότι μήπως η ποίηση δεν είναι μουσική και η μουσική, ποίηση;

ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

στο περιοδικό “Νέα Ευθύνη”. τ. 48-49/2020

Η ΣΤΕΡΕΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

(Για την ποιητική συλλογή Τα χέρια και ο χρόνος της Κωνσταντίνας Μαρίνη)
Στο πασίγνωστο νεανικό δοκίμιό του «Παράδοση και ατομικό ταλέντο» ο αμερικανός ποιητής κι εμβληματικός εκπρόσωπος του μοντερνισμού Θωμάς Έλιοτ αμφισβήτησε ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα της λυρικής ποίησης, τη ροπή προς την προσωπική εξομολόγηση. Γράφει σχετικά: «Η ποίηση δεν είναι έκλυση συναισθήματος, αλλά απόδραση από το συναίσθημα· δεν είναι έκφραση προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα». Η άποψη του Έλιοτ έχει σαφώς πολεμικό χαρακτήρα: πρόθεση του ήταν να επιτεθεί στον εξομολογητικό ναρκισσισμό και την υπερβάλλουσα ρητορεία μιας ορισμένης ρομαντικής παράδοσης. Τι όμως εννοούσε με απόδραση από την προσωπικότητα; Προέκρινε άραγε μια ποίηση της οποίας το υλικό δεν θα έιχε σχέση με τα πιο προφανή μας βιώματα; Ή μια ποίηση στην οποία τα συναισθήματα θα παρουσιάζονταν μέσω μιας μυθικής μεθόδου; Εννοούσε αυτά αλλά όχι μόνο αυτά. Σ’ ένα μεταγενέστερο δοκίμιό του, αφιερωμένο στον μεγάλο ιρλανδό ποιητή Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, ένιωσε την ανάγκη να γίνει σαφέστερος: «Υπάρχουν», γράφει, «δύο είδη απόσβεσης της προσωπικότητας στην τέχνη: το ένα είναι κάτι που διαθέτει εκ φύσεως ο επιδέξιος τεχνίτης αλλά μπορεί ν’ αποκτηθεί σταδιακά κι από τον ώριμο καλλιτέχνη. Το πρώτο αυτό είδος αφορά ό,τι ονόμασα ποίημα ανθολογίας […]. Το άλλο είδος απόσβεσης της προσωπικότητας έχει σχέση με την ικανότητα του ποιητή να εκφράζει, μέσα από μια έντονη προσωπική εμπειρία, μια γενική αλήθεια· διατηρώντας το ειδικό βάρος της εμπειρίας του, κατασκευάζει από αυτήν ένα σύμβολο γενικής σημασίας». Νομίζω ότι τα δύο είδη απόσβεσης του Έλιοτ (τα οποία στην πραγματικότητα είναι αξιολογικά κριτήρια) σε τελευταία ανάλυση ταυτίζονται. Κι αυτό γίνεται σαφές αν αναλογιστούμε ότι το πρώτο είδος αναφέρεται στο ζήτημα της μορφής: η απόσβεση της προσωπικότητας πραγματοποιείται όταν το ποίημα είναι άρτιο μορφικά. Ωστόσο, η μορφή στην ποίηση έχει διπλή λειτουργία: αφενός, συντελεί στη δημιουργία μεγαλύτερης έντασης κατά την πρόσληψη του ποιήματος κι αφετέρου, ανυψώνει, χάρη στον ιδιαίτερο φωτισμό της, το εκφραζόμενο βίωμα, όσο στενά προσωπικό κι αν είναι αυτό, σε όψη της πανανθρώπινης εμπειρίας.
Όπως κι αν έχει, με όποιο τρόπο κι αν θεωρηθούν τα κριτήρια του Έλιοτ, τα ποιήματα της Κωνσταντίνας Μαρίνη τα πληρούν, κατά τη γνώμη μου, απολύτως. Άλλοτε χάρη στη μορφική τους αρτιότητα, άλλοτε χάρη στο γεγονός ότι εκφράζουν βιώματα γενικής σημασίας, και τις πιο πολλές φορές χάρη σ’ ένα συνδυασμό και των
δύο, απεκδύονται την ανεκδοτολογική τους διάσταση και ξεπερνούν τον αυτοβιογραφικό τους χαρακτήρα.
Ίσως ο προσφορότερος τρόπος για ν’ αποδειχτεί ο ισχυρισμός μου είναι να δούμε προσεκτικά ορισμένα χαρακτηριστικά της ποιήσεώς της. Κατ’ αρχάς, τα θέματά της: πηγή τους είναι η καθημερινότητα του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος. Η ματιά της, αδιαφορώντας για τις υψιπετείς ωραιοποιήσεις της πραγματικότητας ή για τις καταβυθίσεις στον παραλογισμό της ύπαρξης, αγκιστρώνεται στο κοινό βίωμα.
Στην πρώτη της συλλογή1 επικεντρωνόταν σε τρία θέματα: τον έρωτα, τον θάνατο και τη μοναξιά. Στην τωρινή συλλογή συνεχίζει την επεξεργασία των δύο πρώτων θεμάτων –όσον αφορά όμως το αίσθημα της μοναξιάς (που φαινόταν να κυριαρχεί στην πρώτη συλλογή, άλλοτε μόνο του κι άλλοτε σε σύμπλευση με την αναζήτηση ή την απώλεια του έρωτα), τώρα δίνει τη θέση του σε αισθήματα που γεννά η οικογενειακή ζωή: η διαβίωση στα πλαίσια μιας γαμήλιας σχέσης, η φροντίδα των παιδιών, το άγχος της απομάκρυνσής τους από το μητρικό βλέμμα. Πρόκειται για αισθήματα που αναπαριστώνται χωρίς περιττές λεπτομέρειες, χωρίς γριφώδεις υπαινιγμούς, με λίγες αδρές πινελιές. Κι αυτός είναι ένας πρώτος λόγος που κατορθώνει και προκαλεί το ενδιαφέρον μας. Διότι παρουσιάζει καταστάσεις που αφορούν όλους μας και με τις οποίες ως αναγνώστες ή ακροατές της ποιήσεώς της εύκολα μπορούμε να ταυτιστούμε.
Την κεντρική θέση στον καμβά της αναπαριστώμενης καθημερινότητας καταλαμβάνει το γεγονός του θανάτου. Όχι του θανάτου ως άγχους για το επερχόμενο τέλος, αλλά του θανάτου ως απώλειας αγαπημένων προσώπων. Η ποιήτρια πρώτα απ’ όλα θρηνεί τον πρόωρο χαμό του αδερφού της. Ακολούθως, αναθυμάται τους γονείς της κι εκφράζει τη θλίψη της για την αποδημία τους. Σε τούτη την ομάδα ποιημάτων οι περιγραφές των γονέων, ίσως επειδή πρόκειται για πρόσωπα που δεν έφυγαν πρόωρα αλλά έζησαν ένα ικανό διάστημα χρόνου, όσο κι αν αποτελούν μαρτυρίες πένθους, ταυτόχρονα συνιστούν και δοκιμές ανάστασης. Οι γονείς απεικονίζονται από την πλευρά της ζωντανής παρουσίας τους, δηλαδή από την οπτική γωνία του παρελθόντος. Ο θρήνος οδηγείται στο φόντο και το προσκήνιο καταλαμβάνει η μνήμη με την παρηγορητική λειτουργία της:
Μα πιο συχνά,
όταν βρεθώ σε σκοτεινό δωμάτιο,
μέχρι ν’ ανοίξω το παράθυρο,
ή να φτάσω τον διακόπτη,
έτσι όπως ψηλαφητά κι εγώ αγγίζω
έπιπλα και τοίχους,
μπαίνω για λίγο
μες στη νύχτα που έζησες.
Σε ξαναβρίσκω,
δρόμο ν’ ανοίγεις
με τα τυφλά σου χέρια,
και με τη μέσα λάμψη σου
μοναδικό σου φως
να ημερεύεις, ακόμα τώρα,
τα σκοτάδια.
«Οι επισκέψεις της μητέρας μου ΙΙΙ» (σ. 24)2
Ας σημειωθεί ότι στην πρώτη συλλογή της Μαρίνη, από τα 25 ποιήματα που περιλαμβάνει, μόνο ένα μιλά για εξαγορά του χρόνου (το ποίημα «Επέτειος»), ενώ στα πρόσφατα ποιήματά της υπάρχουν αρκετά που δίνουν την αίσθηση, οσοδήποτε διαποτισμένη με πίκρα, υπέρβασης της φθοράς. Αξιοσημείωτο είναι επίσης κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξη γι’ αλλαγή στάσης της ποιήτριας απέναντι στον κόσμο: ενώ στην πρώτη συλλογή το μοτίβο της αυτοκτονίας έκανε συχνά-πυκνά την εμφάνισή του, εδώ απουσιάζει τελείως.
Εντύπωση προκαλεί και μια σειρά ποιημάτων αφιερωμένη σε πρόσωπα της γειτονιάς της. Το ποιητικό υποκείμενο, ζώντας με σχετικά περιορισμένες κοινωνικές επαφές, παρουσιάζεται ν’ ανακαλύπτει κάποτε ότι η παρουσία των γειτόνων έχει μεγαλύτερη του αναμενομένου σημασία, λειτουργώντας ως υποκατάστατο μιας αυθεντικής κοινωνικής ζωής.
Ως προς το ύφος, η ποίηση της Μαρίνη διακρίνεται για την εκφραστική της απλότητα αλλά και τη στοχαστική της διάθεση. Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι ένας ακόμη λόγος που συντελεί ώστε τα ποιήματά της ν’ αποκτούν έναν γενικό χαρακτήρα. Αίφνης σ’ ένα ερωτικό ποίημά της, το συμπέρασμα των τελικών στίχων διατυπώνεται με διανοητικούς όρους ολοκληρώνοντας πολύ όμορφα το νόημα:
Ούτε ο έρωτας, ούτε η ελπίδα.
Μόνο η αφή εντέλει,
αυτό που από ό,τι ζήσαμε
θα πεθάνει τελευταίο.
«Τα χέρια και ο χρόνος ΙΙΙ» (σ.14)
Ένα άλλο γνώρισμα της ποιήσεώς της είναι η ευρηματικότητα. Ευρηματικότητα όχι με την έννοια της εντυπωσιακής εικόνας, του σπάνιου επιθέτου ή της εξεζητημένης διατύπωσης, αλλά με την έννοια της ποιητικής ιδέας. Κάθε της ποίημα στηρίζεται σε μια κεντρική ποιητική σύλληψη που αποκαλύπτεται σταδιακά και φωτίζει την πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται. Ας πάρουμε, δείγματος χάριν, το ποίημα «Το πρώτο χελιδόνι» κι ας προσέξουμε πώς σταδιακά ένα κλαδί ανθισμένης μυγδαλιάς φέρνει με το φως του κι εντελώς πειστικά την άνοιξη:
Ήταν ένα κλαρί
ανθισμένης μυγδαλιάς
που κάποιος το ’κοψε
κι απόμεινε στον δρόμο
πεταμένο.
Κρατούσε ακόμα
πάνω του το φως.
Φεγγοβολούσανε σαν άστρα
τ’ άσπρα ανθάκια στο σκοτάδι.
Λυπήθηκε τόσο νωρίς να ξεραθεί
κι είπε στην πρώτη ευκαιρία
στο ρούχο ενός περαστικού
να γαντζωθεί.
Έτσι έγινε και ήρθε
χθες το βράδυ αναπάντεχα
στο σπίτι μας η άνοιξη.
Ανύποπτη την κουβαλούσε
στο παλτό της η φίλη που μας επισκέφτηκε.
Κι έγινε αυτή,
δίχως να το ’χει φανταστεί,
το πρώτο φετινό μας χελιδόνι.
«Το πρώτο χελιδόνι» (σ.36)
Κορυφαία ποιήματα από τούτη την άποψη είναι «Οι επισκέψεις της μητέρας μου», «Κηπουρική τη μνήμης», «Η βουκαμβίλια στο παράθυρο», «Λεπτομέρεια από έναν θάνατο», «Σύζυγοι», «Τελετή» και «Ξένος πόνος».
Σε τέτοιου είδους ποιήματα, όπου η ποιητική ιδέα είναι το παν, οι εικόνες οφείλουν να υπηρετούν την αρχιτεκτονική του συνόλου. Οι εικόνες της Μαρίνη δεν έχουν το στοιχείο του εντυπωσιασμού, δεν αποσπούν την προσοχή του αναγνώστη και γι’ αυτό δεν υπονομεύουν τελικά το ποίημα. Ωστόσο, όταν τις απομονώσεις, διαπιστώνεις πόσο καλοφτιαγμένες και διάβροχες συναισθήματος είναι. Παράδειγμα:
Το παλιό μπαστούνι
κι η ομπρέλα σου
κρεμασμένα στην είσοδο
πίσω απ’ την πόρτα,
σαν ξόβεργες ακίνητο
έχουν κρατήσει τον καιρό.
«Οι επισκέψεις τη μητέρας μου» (σ.22)
Συχνά, για να μεταδώσει την ποιητική της ιδέα, η Μαρίνη δεν εκφράζεται με ρεαλιστική αμεσότητα αλλά χρησιμοποιεί σύμβολα: αίφνης, σ’ ένα της ποίημα ποιητικής, το «χορταράκι ελάχιστο» που φυτρώνει στη σχισμή της μέρας, αποτελεί σύμβολο του ποιήματος και συνακόλουθα της ποιητικής διαδικασίας. («Το αυτοφυές ποίημα», σ. 18). Στο ποίημα «Η βουκαμβίλια στο παράθυρο», βλέπουμε το λουλούδι να μεταμορφώνεται σταδιακά σε σύμβολο της συζυγικής αγάπης.
Για τη ρυθμική οργάνωση των ποιημάτων της, η ποιήτρια μεταχειρίζεται τον ελεύθερο στίχο. Μερικές φορές πρόκειται για μικρό σε έκταση ελεύθερο στίχο, σαν του Σαχτούρη ή του Εγγονόπουλου (όπως, ας πούμε, στο ποίημα «1η Ιουνίου πάντα»), συνηθέστερα όμως για λίγο πιο εκτεταμένο. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση τείνει προς την έμμετρη ρυθμική αγωγή:
Να ποδοπατηθεί πριν την ώρα του
μες το τρεχαλητό της μέρας.
Ή εύρωστο και δυνατό,
πλάσμα κι αυτό, με ψυχή μέσα του,
τη θέση του να βρει στο φως, να ζήσει.
«Το αυτοφυές ποίημα» (σ.18-19)
Από τους παραπάνω πέντε στίχους, μόνο ο πρώτος είναι ελεύθερος, οι υπόλοιποι απαρτίζουν τυπικούς ιάμβους. Σαν μια γενική παρατήρηση, θα λέγαμε ότι, όταν ο στίχος της είναι εκτεταμένος, πλησιάζει στην παραδοσιακή μετρική, το αντίθετο όταν είναι βραχύς. Σε κάθε περίπτωση οι στίχοι της δημιουργούν μια καλαίσθητη ρυθμολογία, αντίστοιχη της εκφραστικής απλότητας, που συντελεί στη δραστικότητά τους.
Η καλαισθησία της Μαρίνη φαίνεται και στον τρόπο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα. Σε γενικές γραμμές (υπάρχουν κάποιες λίγες εξαιρέσεις) δεν συναντούμε στα πρόσφατα ποιήματά της αταίριαστη λέξη ή δύσκαμπτη γλωσσική σύνταξη που να υπονομεύει την πρόσληψη του συνόλου. Απεναντίας: διαρκώς πέφτει κανείς πάνω σε φαινομενικά απλές, στην πραγματικότητα ευτυχείς διατυπώσεις:
Κάνοντας τις δουλειές στο σπίτι
με μια αργόσυρτη προσήλωση
«Τα χέρια και ο χρόνος» (σ.12)
Λες και τα λουλούδια
[…]
πιο ακέραιο να σε κράτησαν εντέλει
από τη δική μου τη συνοπτική
εύθρυπτη μνήμη.
«Κηπουρική της μνήμης» (σ. 17)
Όλα αυτά τα γνωρίσματα της ποιήσεως της Μαρίνη, η αρχιτεκτονική διάταξη, η αμεσότητα των εικόνων, ο ρυθμικός λόγος, η προσεγμένη γλώσσα, έχουν, πιστεύω, ένα κοινό στοιχείο: διαθέτουν μια στερεότητα, απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός ασφαλούς οικοδομήματος. Κι είναι τούτη η στερεότητα των υλικών, που αποτελεί το μέτρο της επιτυχίας της.

.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΙΔΗΡΑ
Περιοδικό “Κοράλλι” Τ. 19 Οκτώβριος 2018 – Μάρτιος 2019

ΕΝΟΧΑ ΚΟΥΒΑΛΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΟΥ ΤΗΝ ΑΡΤΙΜΕΛΕΙΑ ΣΟΥ

Επέλεξα το στίχο αυτό για να χαρακτηρίσω το σύνολο του έργου της Κων/νας Μαρίνη γιατί εκφράζει την αγωνία, την ενοχή, την ευαισθησία και την συναίσθηση που διατρέχει όλα της τα ποιήματα. Σαν η αρτιμέλειά σου ν’ αποτελεί ύβριν απέναντι στην αναπηρία, όπως μας αφηγείται στο ποίημά της «Ξένος πόνος».
Μόλις τελείωσα την πρώτη ανάγνωση, κλείνοντας το βιβλίο και φορτισμένη με εικόνες προσωπικές δικές της μα και ταυτόχρονα τόσο οικείες σε όλους μας, ένιωσα διάχυτη βαθιά μέσα μου αυτήν την υφάλμυρη γεύση που έχουν τα δάκρυα και η θάλασσα. Τη γνήσια συγκίνηση που μόνο η αληθινή ποίηση μπορεί να προσφέρει.
Όλα τα κείμενα έχουν μια γνησιότητα και μια επιτυχή ποιητική μετάπλαση του εξομολογητικού κυρίως υλικού. Στα περισσότερα ποιήματα καταπιάνεται με το θέμα της απώλειας και του θανάτου, όπου δίνεται με μεγάλη λιτότητα η σχέση των οικείων νεκρών με τους ζώντες.
Το βιβλίο αποτελείται από τρεις ενότητες: τα ΑΥΤΟΦΥΗ, τις ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ και τη ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ με τρία ποιήματα αφιερωμένα στην μνήμη της αγαπημένης φίλης ποιήτριας Αγγελικής Ελευθερίου. Τα θέματά της μικρά, καθημερινά, μετουσιωμένα σε μια αρμονική συμφωνία λέξεων και συναισθημάτων. Η απλή της γραφή κορυφώνεται και γίνεται αισθαντική στην πρώτη ενότητα, νοσταλγική στην δεύτερη και αλγεινή στην τρίτη ενότητα του βιβλίου.
Στην πρώτη ενότητα με ξεχωριστή γυναικεία ευαισθησία μιλά για την ανθρώπινη μοίρα, την φθορά, την μνήμη, τον χαμό αγαπημένων προσώπων. Τα σημαντικά και τα ασήμαντα της καθημερινότητας αναβαθμίζονται σε ποιητικό λόγο. Από το πρώτο κιόλας ποίημα ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ που αναφέρεται στα χέρια του πατέρα, της μάνας, του έρωτα και στα δικά της διαφαίνεται ο προσωπικός ποιητικός της τρόπος, που στίγμα του είναι η ευρηματικότητα, η αιφνίδια προοπτική και η χρήση του παραλληλισμού: Λέει στο δεύτερο ποίημα για τα χέρια της μάνας: ακουμπισμένα αυτά στα γόνατά της, άπραγα/στον καναπέ όπου καθόταν/χτυπούσαν μόνο ρυθμικά σαν παλαμάκια/το ένα τ’ άλλο/ παιδιά ,θαρρείς, που είχαν ξεχαστεί/ανέμελα να παίζουν/ και δεν μεγάλωναν μαζί της.
Στο σύνθετο αυτό ποίημα, καθώς και στα περισσότερα διακρίνουμε μια εικονοπλαστική δύναμη, ικανή να μεταφέρει και την πλέον οδυνηρή διαπίστωση: Σαν έφυγε/στο στήθος της επάνω διπλωμένα/κόκκινα και πρησμένα απ’ τους ορούς/με τα σημάδια απ τις βελόνες/σαν από καρφιά/μαρτυρούσανε με τον δικό τους τρόπο/για τον σταυρό που είχε κουβαλήσει στη ζωή της.
Ο πρόωρος χαμός, ένα από τα θέματα που την απασχολούν, αντιμετωπίζεται σαν τραγική απώλεια, που τονίζεται μέσω της μνήμης και αντιπαραβάλλεται με τις χαρές και την ομορφιά της ζωής, ενισχύοντας την αγάπη μας γι’ αυτήν. Η ποίηση της δεν κραυγάζει, αλλά απογειώνει το δράμα με χαμηλούς τόνους που ωστόσο διαπερνούν την ψυχή με την αιχμηρότητά τους. Η καθαρότητα του νοήματος συνεπικουρείται και υποστηρίζεται από μια άρτια τεχνική. Αντιπροσωπευτικό το εξαίρετο ποίημα 1Η ΙΟΥΝΙΟΥ ΠΑΝΤΑ, με το έξοχο κλείσιμο να σημαδεύει την επιτυχή κατάληξη του ποιητικού εγχειρήματος: Μια εφηβεία ανέπαφη/που σπαρταρούσε ακόμα/ τρυφερή/ κάτω απ’ τη σκόνη/ και τα χρόνια./Σχεδόν συνομήλικος/ με τα παιδιά μου πια/Όμως πλέον/ούτε γιος ούτε αδελφός/Ένα παιδί/ που είχε χαθεί/ μονάχα.
Γενικά τα ποιήματα αυτά που αναφέρονται στο χαμό αγαπημένων προσώπων επιβεβαιώνουν την παραμυθητική δύναμη της ποίησής της και απαλαίνουν το άλγος της απώλειας, διαφυλάσσοντας την μνήμη αυτού που έφυγε σαν σε ένα άλμπουμ, όπου αποτυπώνεται ό,τι δεν γίνεται αλλιώς να φωτογραφηθεί. Χρησιμοποιώντας απλά, εκφραστικά μέσα και μια γλώσσα λιτή και άμεση, αποδίδει την άλλη εκδοχή των πολλές φορές άψυχων πραγμάτων: Το παλιό μπαστούνι/ κι η ομπρέλα σου/κρεμασμένα στην είσοδο/ πίσω απ’ την πόρτα/σαν ξόβεργες ακίνητο/έχουν κρατήσει τον καιρό/πίσω στην ηλικία εκείνη που ακόμα/ μπορούσες να τα χρησιμοποιείς, γράφει στο σύνθετο ποίημα ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ.
Η ποιήτρια επικεντρώνει την προσοχή μας σε κάθε σημείο που μπορεί να ξεφύγει άμεσα από την αντίληψή μας και το οποίο ασκεί ουσιαστική επιρροή στα συναισθήματα και στις διαθέσεις μας. Δηλαδή με την μοναδική της ευαισθησία πιάνει αυτό το άδυτο μικρό κάτι που μας διαφεύγει, επιτρέποντάς μας να προσεγγίσουμε το ανεξιχνίαστο του ονείρου, την ποίηση δηλαδή: Κι εγώ σαν ξένη τώρα πια,/ περνώντας/ επάνω της κάθε φορά κοιτάζω/ κάτι, που κανείς άλλος/ δεν βλέπει/Το χνάρι από τον αγκώνα/και το βαθούλωμα που έχει αφήσει/Σαν να είχε λιώσει τότε ώς και το τσιμέντο/ που πάνω του είχε ακουμπήσει/πριν τόσα χρόνια ο πατέρας/ του γιου του τον χαμό για να θρηνήσει.
Στα τρία ποιήματα που η Κ.Μ. αφιερώνει στα παιδιά της βλέπουμε έναν προσωπικό τρόπο μυθολόγησης, με την σοφή αφέλεια των παιδιών, όπου ξεκινώντας από το ατομικό κατορθώνει οι στίχοι να εξακτινώνονται, έτσι που ο αναγνώστης, που δεν έχει γνωρίσει τα αναφερόμενα πρόσωπα,να μπορεί να τα αντικαταστήσει με τις δικές του εμπειρίες και μνήμες. Τα παιδιά πάντα μας γεμίζουν τρυφερότητα, μάς αποσπούν στον κόσμο τους και μάς κάνουν να ξεχνούμε την φθορά.
Η ποιήτρια συχνά χρησιμοποιεί μια συνδυαστική τεχνική. Δηλαδή εντοπίζει στοιχεία αντίθετα μεταξύ τους, τα οποία όμως καταφέρνει να συσχετίσει μέσα από μία αφανή νοηματική τους συγγένεια. «Το αυτοφυές ποίημα» οικοδομείται πάνω σ’ αυτό το ζεύγμα παράταιρων στοιχείων και παρά την ανομοιότητά του με το ελάχιστο χορταράκι, ξεπηδούν και τα δύο αναπάντεχα από το τίποτα: Μες στη σχισμή της μέρας/ χωράει το ποίημα. Εκεί φυτρώνει. Χορταράκι ελάχιστο στην αρχή./ Μια λέξη, ένας στίχος, μια ρωγμή/ στης καθημερινότητας πάνω την τσιμεντένια πλάκα,/ και πετιέται αναπάντεχο.
Επίσης στο αισθαντικό ποίημα Η ΒΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ,
με τον γνήσιο λυρισμό, την λεπτότητα των αισθημάτων και την ευγένεια της σκέψης, η βουκαμβίλια αναβαθμίζεται σε ακοίμητο φρουρό για να φυλάει τους χειμώνες και τα καλοκαίρια την αγάπη του ζευγαριού:
Η βουκαμβίλια στο παράθυρο/ φρουρός ακοίμητος/φυλάει τις νύχτες και τις μέρες μας/με τον δικό της χρόνο/λογαριάζει τον καιρό μας.
Στην δεύτερη ενότητα, ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ, μιλά για ανθρώπους της πλαϊνής πόρτας που στις μοναχικές πορείες τους παραπαίουν ανάμεσα σε μνήμες και σε όνειρα, σε αυταπάτες και διαψεύσεις.
Με μια ελλοχεύουσα διαβρωτική πίκρα, έναν υπόγειο σπαραγμό, ποιητική καθαρότητα, νηφαλιότητα και στιβαρότητα μαζί, αισθαντικότητα πλούσια αλλά προσεκτικά μελετημένη, μεταπλάθει βιωματικά στοιχεία σε ποιητικό λόγο, όπως στο ξεχωριστό ποίημα ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΙ : Κι η μέρα μου που μένει/ξηλωμένη στη μια της άκρη τώρα/Εκεί που ακουμπούσε/η ζωή του πάνω της//Κάθε μέρα στις έξι το πρωί.
Ὁ λόγος της απτός και επικοινωνιακός, ζεστός αλλά και δραματικός, συνδυασμός εξαίρετος για να μπει κανείς μέσα στο ποίημα και να βγεί από κει συγκινημένος αλλά και συγγενεμένος. Στην ποίησή της υπάρχει ένας αόρατος παρών που παραμονεύει πίσω από το μελάνι των λέξεων, που υπολογίζει τον ήχο, που μετατρέπει τον χρόνο σε μουσική σιωπή, όπου αναμνήσεις και συγκινήσεις αλληλοσυμπληρώνονται.
Γενικά, στα ποιήματα της δεύτερης ενότητας, είναι διάχυτη η νοσταλγία και η αγάπη για έναν κόσμο που επιμένει να μην αλλάζει και που ωστόσο είναι πολύ ελκυστικός.
Στην τρίτη ενότητα, στα τρία ποιήματα τα αφιερωμένα στην ποιήτρια Αγγελική Ελευθερίου η Κ.Μ. κάνει μια κατάθεση ψυχής, χωρίς εξάρσεις, ήρεμη, ξεκάθαρη. Η ποιήτρια βλέπει τον κόσμο σωματικά με λέξεις που γίνονται τρυφερές αφές, ανθρώπινης ζεστασιάς. Η ποίησή της είναι γήινη αλλά και αέρινη σαν μουσική, μεταφυσική με τον πιο φυσικό τρόπο.
Η ζωή αντιγράφει πολλές φορές την τέχνη, με βαρύ τίμημα συχνά: Ωστόσο εγώ θα συνεχίσω να μετρώ την ηλικία μου/σε ξένα σπίτια, μας λέει η Α.Ε. και είναι οι στίχοι που χρησιμοποιεί σαν moto η Κ.Μ. στο τελευταίο ποίημά της ΤΟ ΣΠΙΤΙ: Αόρατη θα συνεχίζεις/ρίζες ν’ απλώνεις/ντύνοντας με ίσκιους και με φυλλωσιές/τις κάμαρες/καθώς θ’ απογυμνώνονται/μία μία.
Από την πρώτη της εμφάνιση ο ποιητής Νίκος Φωκάς είχε ήδη επισημάνει την ποιητική της παρουσία, ώριμη πλέον με το προσωπικό της ύφος και λόγο. Η καινούργια της συλλογή ισχυροποιεί περαιτέρω την ιδιαίτερη φωνή της, παγιώνοντας αυτό που βαθύτερα υπάρχει: το ποιητικό της είναι.
Αλήθεια, θα ‘λεγε κανείς, πού πήγαν τόσοι άνθρωποι που χάθηκαν; κι εδώ ακριβώς έρχεται το βιβλίο της για να μας απαντήσει ότι δεν χάθηκαν, αλλά μετοίκησαν στην απέριττη ποίησή της, να κατοικούν ήσυχα, γλυκά και προφυλαγμένοι για πάντα.

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

FRACTAL 1/11/2022

Οι λέξεις που χτίζουν στίχους ενίοτε συμμορφώνουν το χάος των συναισθημάτων. Ως έμφυτη τάση η Κωνσταντίνα Μαρίνη καταγράφει τον δικό της έσω κόσμο με τη συλλογή που απαρτίζεται από 29 ποιήματα με τον γενικό τίτλο: «Τα χέρια και ο χρόνος». Με εμφανή πρόθεση ο τίτλος γίνεται αντιληπτός από το πρώτο ομώνυμο ποίημα.

Τα χέρια και ο χρόνος

Το χέρι του πατέρα μου
θυμάμαι
μ’ εμπιστοσύνη αφημένο στο δικό μου
για να περάσουμε το φανάρι
στην πλατεία.
Παιδί αυτός κι εγώ μεγάλη.
Σ’ εκείνη την αμείλικτη
αντιστροφή των ρόλων
που ο χρόνος μόνο ξέρει να επιβάλλει

Έμπλεη συναισθημάτων η ποιήτρια καταγράφει μέσω των βιωμάτων της· σαν να προσπαθεί να ξορκίσει τα κακώς κείμενα της ζωής. μπροστά στη λευκή σελίδα ως μία λευκή κάρτα η οποία δεν έχει καμιά αντιληπτική αναφορά και συχνά προκαλεί αγωνία. Είναι η ανησυχία που συχνά προκαλείται μέχρι να γραφτούν οι πρώτοι στίχοι και να κατανοήσει πως ο φόβος παρόλο που διεγείρεται από εξωτερικές καταστάσεις στην πραγματικότητα πηγάζει από τον εσωτερικό συναισθηματικό της κόσμο, καθώς για τα ζητήματα που απασχολούν την πνευματική της διάσταση είναι για ανθρώπους που πέρασαν στη ζωή της με το δικός τους αντιληπτό περιεχόμενο.
Είναι στην πραγματικότητα η επαφή της με το άγνωστο, από μία σημαντική ανθρώπινη κατάσταση που προκαλεί ενδιαφέρον βγάζοντας στην επιφάνεια πολύ βαθιά προσωπικά περιεχόμενα πού την ωθούν να ρίξει φως στα σκοτάδια του νου εκεί που κυριαρχούν οι άσβεστες μνήμες.

Πάνε χρόνια
που δεν ξανασυναντήθηκαν
το χέρι σου με το δικό μου.
Άν ζεις ή πέθανες δεν ξέρω.
Παρ’ όλα αυτά η αίσθηση επιμένει.
Χνούδι που έχει κολλήσει
αθέατο στα δάχτυλά μου,
έτσι που να νομίζω
ότι αγγίζω ακόμα τα δικά σου πότε πότε.
Ούτε ο έρωτας, ούτε η ελπίδα
Μόνο η αφή η εν τέλει,
αυτό που από ό,τι ζήσαμε
θα πεθάνει τελευταίο.

Η επαφή με την απώλεια συμπεραίνουμε στα ποιήματα της Κωνσταντίνας Μαρίνη, πως είναι οι μνήμες της που αποζητούν να εκφραστούν από μια πολύ βαθιά επιφάνεια που αναγκαστικά την ωθούν σε μια ψυχική έρευνα βγαλμένη από τον προσωπικό της κόσμο.
Κάθε στίχος ως η συνέπεια του χρόνου, αποσαφηνίζει την πραγματικότητα αποσκοπώντας στην εξύμνηση των συναισθημάτων της δίνοντας έτσι το απόλυτο νόημα στις σχέσεις της με τον ανθρώπινο παράγοντα.

Οι επισκέψεις της μητέρας μου

Το παλιό μπαστούνι
κι η ομπρέλα
κρεμασμένα στην είσοδο
πίσω από την πόρτα,
σαν ξόβεργες ακίνητο
έχουν κρατήσει τον καιρό,
πίσω στην ηλικία εκείνη που ακόμα
μπορούσες να τα χρησιμοποιείς.
Και αυτή φορώντας τώρα,
με επισκέπτεται συχνά
κάθε φορά που πέφτει πάνω τους
το βλέμμα μου.
Εξάλλου γι’ αυτό το στιγμιαίο ξεγέλασμα
τα κράτησα.
Να με καθησυχάζουν κάθε τόσο
πως μόλις έχεις φθάσει τάχα.
Ότι περπάτησες μες στη βροχή
και ήρθες μόνη Τόσο δρόμο να με βρεις.
Να δεις από κοντά το νέο μου σπίτι.

Με λέξεις υπάκουες στο χρόνο ζωντανεύουν φέρνουν ενώπιον μιαν γλυκιά πραγματικότητα στο επίπεδο της ψυχικά συνειδητής πλευράς της ποιήτριας ωθώντας τη δημιουργική δυναμική της με μια πνευματική ολοκλήρωση που προσφέρει μόνον η αληθινή αγάπη για τον Άλλον.
Η ποιήτρια με βαθιά ματιά ερμηνεύει τις εμπειρίες της ακολουθώντας τη ζωή και τα περιεχόμενα της ερμηνεύοντας την πραγματικότητα ως παιδί που επανεξετάζει το παρελθόν με βασική διαίσθηση που κατευθύνει το ύφος των ποιημάτων της.

.

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ   ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 23/4/1996

Η Ντίνα Μαρίνη έβγαλε και αυτή μια ποιητική συλλογή, το 1995, από τις εκδόσεις «Ερμείας»: την Πεταλούδα συλλογής. Τα κείμενά της χαρακτηρίζονται από την εξαιρετική ισορροπία που παρουσιάζουν ανάμεσα στα εκφραζόμενα και στην έκφρασή τους. Δύσκολα συναντάει κανείς πρώτη συλλογή με τόση πληρότητα στο σημείο αυτό. Επιπλέον η Μαρίνη κινείται στα βαθιά νερά της ύπαρξης. Αφήνοντας στην άκρη όλες τις προσχηματικές τάσεις του εγώ, στέκεται ενώπιος ενωπίω και κατευθύνει την ευαισθησία της σε ό,τι αγγίζει βαθύτερα τον εαυτό της.
Έχει επίσης παιδεύσει το λόγο της σε βαθμό που να. υπηρετεί τους στόχους της
με πολλή ακρίβεια. Έτσι καταφέρνει να φέρνει στην επιφάνεια εκλεκτά ψήγματα από το
βιωματικό της μεταλλείο. Εκλεκτά ως περιεχόμενο αλλά και ως μορφική πραγμάτωση.
Αν η Μαρίνη επαληθεύσει τις υποσχέσεις που δίνει με την πρώτη συλλογή της, θα
συζητηθεί πολύ τις επόμενες δεκαετίες. Οπωσδήποτε όμως το πρώτο της βιβλίο δεν
δίνει μόνο υποσχέσεις. Αποτελεί και καθεαυτό ποιητικό δεδομένο:

«Κι η μοναξιά / γύρω από τη ζωή μου τώρα / κουλουριάζεται και ησυχάζει· / θεριό
που εξημερώθηκε με τον καιρό / συνήθειες Κάι χαρίσματα κατοικίδιου αποκτώντας / υπό
τον όρο / να μην ενδώσω / για να μην ενδώσει: / εγώ, στα φευγαλέα σου νεύματα κι έρθω ξανά / κι αυτή, όταν μετά ξαναβρεθούμε πάλι οι δυο μας / στα άγρια ένστικτά της και
με κατασπαράξει».

.

ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ

ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ Δεκέμβρης 1995

ΘΑ ΑΡΧΙΣΩ την παρουσίαση της πρώτης αυτής ποιητικής δοκιμής μιας νέας ποιήτριας, της Ντίνας Μαρίνη, με την ακριβή περιγραφή του βιβλίου της, ώστε και αυτοί που δεν το έχουν δει να λάβουν μια σωστή πρώτη αντίληψη του αντικειμένου μας, πριν προσπαθήσουμε από κοινού να το εμβαθύνουμε. Το βιβλίο Πεταλούδα συλλογής των εκδόσεων Ερμείας, περιλαμβάνει, μετά την αφαίρεση των λευκών σελίδων, 26 σελίδες ποιητικού περιεχομένου με 25 συνολικά ποιήματα, πράγμα που σημαίνει ότι εκτός από την περίπτωση ενός μόνο ποιήματος που εκτείνεται σε δύο σελίδες, τα υπόλοιπα περιορίζονται σε μία. Όπως βλέπουμε πρόκειται για μια λεπτή πλακέτα, κάτι αρκετά συνηθισμένο για μια πρώτη συλλογή νέου ποιητή η ποιήτριας. ’Αρκεί να θυμίσω ότι η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Σεφέρη Στροφή ήταν ακόμα πιο ισχνή σε αριθμό σελίδων. Η αίσθηση του λιγοστού στην προκειμένη περίπτωση εντείνεται ακόμα περισσότερο στο ξεφύλλισμα του βιβλίου, όπου τα ποιήματα εμφανίζονται όχι μόνο ένα σε κάθε σελίδα, όπως είπαμε, αλλά και με λίγους, σύντομους ως επί το πλείστον το καθένα στίχους. Μένει τώρα να δούμε αν η ολιγοστιχία και βραχυστιχία αυτή εξαγοράζονται κατά κάποιο τρόπο από κάποια αντιστρόφως ανάλογη προς αυτές ποιητική προσφορά οπότε και η προσπάθεια της ποιήτριας θα έχει δικαιωθεί.
Ας δούμε ορισμένα τυπικά χαρακτηριστικά της ποίησης της Ντ. Μ. όπως αυτά γίνονται άμεσα αντιληπτά και στην πιο επιπόλαια ανάγνωση των κειμένων της. Θα έλεγα ότι εν πολλοίς είναι τα ίδια με ευάριθμων άλλων ποιητών συνομηλίκων της, ποιητών που έχουν αισίως μπει η μπαίνουν ήδη στην τέταρτη δεκαετία του βίου τους. Η κυρίαρχη και ομαδική ως ένα σημείο αίσθηση και εμπειρία της γενιάς αυτής, όπως τουλάχιστον συνάγεται από την ποίησή της, έχει πολλά αλληλοεπικαλυπτόμενα και αλληλοενισχυόμενα ονόματα. Λέγεται: Μοναξιά, διάψευση, απελπισία, άκρα εσωστρέφεια, ματαίωση του ονείρου, κατάθεση των όπλων, έλλειψη σκοπού η κατεύθυνσης, μη επικοινωνία, αποξένωση από τη φύση, αδιαφορία για το γενικό ή το συνολικό κ.ο.κ. Παρόμοια η παραπλήσια χαρακτηριστικά ως αποτέλεσμα μιας ορισμένης βίωσης της εκάστοτε κοινωνικής η ανθρώπινης πραγματικότητας είναι ανιχνεύσιμα σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ποίησης ώστε να μην είναι ταυτόσημα με την τρέχουσα ποιητική γενιά. Ας θυμηθούμε μόνο την αυτοκτονική διάθεση της γενιάς του 1920 της γενιάς του Καρυωτάκη και του Ουράνη. ’Ακόμα περισσότερο όμως παρ’ ότι στην ποίηση της γενιάς εκείνης, ο έρωτας, ένα από τα θέματα και της σημερινής γενιάς, είναι ένας έρωτας μη ερωτικός,
θα μπορούσα να πω, μη ελκυστικός και οπωσδήποτε χαμένος κάπου στο δεύτερο η το τρίτο πλάνο του ποιήματος – φαινόμενο οφειλόμενο εν πολλοίς κατά τη γνώμη μου στο γεγονός ότι, καθόλου δεν μετέχει σ’ αυτόν η ελπίδα ή η υπόσχεση αλλά ούτε και η φύση που έστω και φθινοπωρινή, έστω και χειμωνιάτικη κάνει πάντα τη θλίψη και την απώλεια γοητευτική όπως ας πούμε στην ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη ή ακόμα και του Καρυωτάκη. Το φαινόμενο αυτό του μη ερωτικού έρωτα είναι αρκετά πρωτόγνωρο στη σημερινή φάση της ποίησής μας.
Δεν θα επιμείνω όμως στα γενικά χαρακτηριστικά της γενιάς της Ντίνας
Μαρίνη, διότι αλλιώς κινδυνεύω να αδικήσω την ποιήτρια, εφόσον η άξια της ποίησής της οφείλεται νομίζω όχι στην ομοιότητα με την ποίηση των συνομηλίκων της αλλά ακριβώς στη διαφορά της απ’ αυτήν, διαφορά της οποίας ορισμένα σημεία θα προσπαθήσω να απομονώσω. Διότι όταν λέμε γενικά ότι ένα ποίημα η μια ποίηση έχει ως θέμα τη Μοναξιά η τον Θάνατο η την Απελπισία, ουσιαστικά δεν λέμε τίποτα γι’ αυτήν, όσο δεν μιλάμε
για τα μέσα της, την τεχνική της, την αποτελεσματικότητά της, την ευρηματικότητά της: όσο δεν μιλάμε για την μοναδικότητα του ποιήματος, για την ενικότητα του ποιητή. Για τη Μοναξιά, τον Θάνατο, την Απελπισία, τον Έρωτα έχει γράψει απειρία ποιητών και καλών και κακών και μέτριων. Δεν είναι επομένως το θέμα που καταξιώνει την ποίηση αλλά είναι ο τρόπος, η τεχνική και η προσωπικότητα φυσικά πίσω απ’ αυτά που καταξιώνουν η απαξιώνουν το θέμα. Για να χρησιμοποιήσω δύο όρους της σύγχρονης γλωσσολογίας: Δεν είναι τα σημαινόμενα που μας ενδιαφέρουν στην ποίηση· αυτά παραμένουν αναλλοίωτα άνά τους αιώνες· αλλά τα σημαίνοντα διότι αυτά είναι που αλλάζουν από ποιητή σε ποιητή. Ποια είναι λοιπόν τα σημαίνοντα στην ποίηση της Ντ. Μ. και πώς αυτά καταξιώνουν (αν
καταξιώνουν) τα σημαινόμενα;
Νομίζω πως ο ασφαλέστερος τρόπος να καταλήξουμε σε μία απάντηση είναι να δούμε ένα η περισσότερα ποιήματα από κοντά και να εξετάσουμε τη λειτουργία των επιμέρους στοιχείων τους, τη μεταξύ τους διασύνδεση, αλλιώς: να δούμε το ποίημα ως αρχιτεκτόνημα και να μελετήσουμε α) τα υλικά του β) τη στατική του – να δούμε δηλαδή αν στέκει. ‘Επιλέγω για τον σκοπό αυτό το πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Όρος συνύπαρξης». Σας το διαβάζω.

Όρος συνύπαρξης

Κι η μοναξιά
γύρω από τη ζωή μου τώρα
κουλουριάζεται και ησυχάζει·
θεριό που εξημερώθηκε με τον καιρό
συνήθειες και χαρίσματα κατοικίδιου αποκτώντας
υπό τον όρο
να μην ενδώσω
για να μην ενδώσει :
εγώ ,στα φευγαλέα σου νεύματα κι έρθω ξανά
κι αυτή ,όταν μετά ξαναβρεθούμε πάλι οι δυο μας
στα άγρια ένστικτά της και με κατασπαράξει.

Χρειάζεται ψυχραιμία και αυστηρότητα στην ανάλυση ενός ποιήματος. Αν αυτή τη στιγμή έχοντας επανειλημμένα διαβάσει το ποίημα αυτό, εξακολουθώ ως αναγνώστης να κατέχομαι από μια ειλικρινή αισθητική συγκίνηση μετά τόσες αναγνώσεις, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι θα συμβεί το ίδιο και με όσους το ακούνε για πρώτη φορά, ούτε ότι η δική μου συγκίνηση θα υπερεκχειλίσει σε όλη την αίθουσα, οσοδήποτε κι αν ευχόμουν να συμβεί κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό θα είμαι προσεκτικός και μεθοδικός. Το ποίημα θα μπορούσε να λεχθεί ερωτικό η πιο σωστά αντιερωτικό, σύμφωνα με όσα είπαμε. “Η θα μπορούσε να ονομαστεί ποίημα της μοναξιάς η της απόγνωσης – στην ποιητική γλώσσα συνώνυμα όλα αυτά. “Ας παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του. ’Αρχίζει με μία μετρίως ενδιαφέρουσα άπό ποιητική άποψη εικόνα της μοναξιάς, γυρεύοντας ίσως από μας πίστωση χρόνου και υπομονή, όπως συμβαίνει πολύ συχνά με τα καλά ποιήματα σε αντίθεση με τα ποιήματα που εννοούν κάθε στίχος τους να είναι έκπληξη η αποκάλυψη όταν δεν είναι παρά η παροδική λάμψη του φωτός πάνω σ’ ένα κοινό γυαλί. Η εικόνα εν προκειμένω είναι απλώς λειτουργική, αναγκαία. Λειτουργικά και αναγκαία είναι όλα τα υλικά της Ντ. Μ., οι εικόνες, οι λέξεις της. Δεν αποχωρίζονται από το σύνολο και δεν προβάλλονται καθεαυτά. Λέει η ποιήτρια: Η μοναξιά / γύρω από τη ζωή μου τώρα / κουλουριάζεται και ησυχάζει. Προσωπικά μπορώ να φανταστώ μια πολύ πιο αιφνιδιαστική η πρωτότυπη εικόνα της μοναξιάς. Όμως η ποιήτρια μου λέει: Σωστά, άλλα ως εδώ δεν περιμένω ακόμα τίποτα από τον αναγνώστη μη βιάζεσαι λοιπόν. Και συνεχίζει με μια δεύτερη εικόνα αμέσως μετά την πρώτη παρομοιάζοντας τη μοναξιά με θηρίο που όμως έχει εξημερωθεί μέχρι σημείου να έχει συμπεριφορά κατοικίδιου ζώου: Θεριό που εξημερώθηκε με τον καιρό συνήθειες και χαρίσματα κατοικίδιου αποκτώντας. Η εισαγωγή στο ποίημα της έννοιας του κατοικίδιου ζώου σε σχέση με τη μοναξιά υποβάλλει έμμεσα και υποχθόνια, δηλαδή ποιητικά, την αίσθηση της μονιμότητας της μοναξιάς στη ζωή της ποιήτριας ως κατεστημένης τάξεως, για την όποια έχει πάψει να έχει η ίδια αντίρρηση. Ωστόσο η κατεστημένη αυτή τάξη τελεί υπό έναν όρο. Και αντιλαμβάνομαι στο μεταξύ ότι το ποιητικό μου ενδιαφέρον βρίσκεται σε εγρήγορση α) από την παρομοίωση της μοναξιάς με εξημερωμένο θεριό (παρομοίωση αρκετά πειστική και νόμιμη αλλά και ανησυχητική ταυτόχρονα) β) από την κάποια αδημονία μου να ακούσω τον όρο. Και συνεχίζει η ποιήτρια: Υπό τον όρο να μην ενδώσω / για να μην ενδώσει δηλαδή, υπό τον όρο να μην ενδώσω εγώ η Ντ. Μ., για να μην ενδώσει κι αυτή, δηλαδή η μοναξιά. Να μην ενδώσω εγώ σε τι; να μην ενδώσει η μοναξιά σε τι; Το ακούμε αμέσως παρακάτω: εγώ, στα φευγαλέα σου νεύματα κι έρθω ξανά / κι αυτή, όταν μετά ξαναβρεθούμε πάλι οι δυο μας / στα άγρια ένστικτά της και με κατασπαράξει. Ας προσεχτεί ο στίχος: εγώ στα φευγαλέα σου νεύματα. Ας προσεχτεί αυτό το αναπάντεχο σου. Ώστε λοιπόν έκτος από τη μοναξιά και την ίδια την ποιήτρια, υπάρχει κι ένα τρίτο πρόσωπο στο ποίημα: το ερωτικό πρόσωπο του άντρα προφανώς, στο όποιο μάλιστα η ποιήτρια αποτείνεται, και σχετικά με το όποιο η μοναξιά έχει προειδοποιήσει την ποιήτρια: Μην ενδώσεις στα φευγαλέα του νεύματα με συνέπεια να με καταργήσεις έμενα, γιατί όταν θα έχεις και πάλι απογοητευτεί και αναγκαστικά επιτρέψεις σε μένα, τότε δεν θα με βρεις όπως πρώτα κατοικίδιο, αλλά επειδή θα έχεις παραβεί τον όρο της συμφωνίας μας θα ενδώσω κι εγώ στα πραγματικά μου φυσικά κι από υποφερτή που είμαι τώρα θα γίνω απειλητική, ως το σημείο να σε εξοντώσω. — Το ποιητικό μου ενδιαφέρον έχει τώρα πραγματικά οξυνθεί καθώς γίνομαι μάρτυρας ενός πολύ κλειστού λογικού συνόλου μη αποκεκομμένου όμως από τη συγκινησιακή αφετηρία που το παρήγαγε. Με άλλα λόγια καθώς γίνομαι μάρτυρας ενός τέλειου, αλλά σοβαρού παιχνιδιού, καθώς γίνομαι μάρτυρας της απόδειξης ενός ευκλείδειου θεωρήματος με συγκινησιακό περιεχόμενο, με όλη την ικανοποίηση που συνεπιφέρει μια τέτοια απόδειξη. Προσέξετε παρακαλώ την έκφραση συγκινησιακή αφετηρία. Διότι η κλειστή λογική του ποιήματος αυτήν και μόνο επιδιώκει να διασώσει. Και πράγματι η λογική συνοχή και ακολουθία των μερών, μερών καθαρά τεκτονικών, χωρίς τον παραμικρό λυρικό διάκοσμο, μερών που υπακούουν σε μια στατική η γεωμετρική αναγκαιότητα, δεν θα αρκούσε να με συγκινήσει αισθητικά αν επρόκειτο απλώς για ένα άπνοο κατασκεύασμα, με άλλα λόγια αν το όλο δεν υπερέβαινε τα μέρη του, αν το όλο δεν είχε μια ειδική φόρτιση μεγαλύτερη από κείνη των μελών του, όπως συμβαίνει με κάθε γνήσιο αρχιτεκτόνημα. Γιατί αυτό συμβαίνει στο συγκεκριμένο ποίημα. Τα μέλη δηλαδή του ποιήματος χωρίς ιδιαίτερο βάρος καθευατά, έχουν ως λειτουργία να φορτίζουν το όλο.
Αυτή είναι λίγο-πολύ η τεχνική της Ντ. Μ. και στα εικοσιπέντε δείγματα γραφής που μας παρέχει η συλλογή της: Η κλειστή λογική του ποιήματος, σε αντίθεση με την λογική του ανοιχτού ποιήματος, όπως λέγεται, μιας ορισμένης κατηγορίας σύγχρονων η και παλαιότερων ποιητών, ανοιχτού ποιήματος όπου ο καθένας μπορεί να διαβάσει ό,τι θέλει η τίποτα.’Εδώ η έννοια του ποιήματος, υπαγορευμένη από μια Α ποιητική συνείδηση πίσω
απ’ αυτό, είναι υποχρεωτική για τον αναγνώστη. Πρόκειται για μια τεχνική σκληρή και αντιλυρική σε αντίθεση με μια γραφή ενδοτική, συναισθηματική, κλαψιάρικη – πάντα πάνω στη θεματολογία της μοναξιάς, του ματαιωμένου έρωτα, του θανάτου. Τι να σου κάνει ένα πανανθρώπινο και διαχρονικό θέμα όταν η γλώσσα που το αναπαράγει δεν έχει τη δύναμη, το ταλέντο και τη μοναδικότητα μιας ατομικότητας!
Τα ίδια τεκτονικά η γεωμετρικά χαρακτηριστικά, χωρίς διάκοσμο ή συναισθηματισμό, που επισημάναμε στο ποίημα «Όρος συνύπαρξης», θα ξαναβρούμε και στο ποίημα «’Εμείς», ακόμα πιο τυπικά μάλιστα εδώ, ακόμα πιο προωθημένα: Σας το διαβάζω:

Εμείς

Αποκλεισμένοι σ’ αποπνικτικά δωμάτια,
απόβραδα ζεστά, καλοκαιριού,
στο όνομα κάποιας εσωστρέφειας απροσδιόριστης
βασανιστικής και αναπόφευκτης,
με διαβήτες, μοιρογνωμόνια
κι ευκλείδειους συλλογισμούς
επιχειρήσαμε ακόμα μια
σμίκρυνση του κύκλου.

Επιρρεπείς σ’ αδυναμίες κρυφές
κοινές και ανομολόγητες,
χωρίς καμμιά διορατικότητα
ή έστω γνώση γεωμετρική
δε λογαριάσαμε ποτέ
την ελάχιστη σμίκρυνση του κύκλου.

Ανασφαλείς ,μοναχικοί κι αυτοεξόριστοι
μείναμε αποκλεισμένοι στ’ αποπνικτικά δωμάτια
επιχειρώντας αλλεπάλληλες σμικρύνσεις
ώσπου εκφυλίσαμε τον κύκλο σε σημάδι.

Το ποίημα λέγεται «’Εμείς» – τίτλο που αποτελεί ευφημισμό για τον πραγματικό του τίτλο: Εγώ, η διαφορετικά, για μια ακόμα φορά Μοναξιά η ακόμα Απόλυτη ενδοστρέφεια ή Αδιαφορία για το σύνολο. Κι ενώ ένας άλλος ποιητής αυτής η προηγούμενης γενιάς θα μιλούσε για το εγώ του σε συνάρτηση με τη φύση μέσα στην όποια το εγώ καθρεφτίζεται, το εγώ της δικής μας ποιήτριας δεν έχει πουθενά να καθρεφτιστεί, εφόσον γύρω
του είναι το κενό, έχει όμως κάπου να αναγνωριστεί: στον κύκλο – στον αφηρημένο κύκλο. Τι λέει το ποίημα; Αν το ανακρίνουμε πιεστικά νομίζω πως θα μας ομολογήσει τα εξής: Το πληρέστερο και πειστικότερο σύμβολο για ένα εγώ του είδους της ποιήτριάς μας, αλλά φυσικά όχι μόνο αυτής, είναι ο κύκλος, καθότι αυτάρκης στον εαυτό του όπως αναγκαστικά αυτάρκης και η ποιήτρια στον δικό της. Είναι ένας κύκλος αρκετά μικρός, δηλωτικός του περιορισμένου ψυχικού χώρου της ποιήτριας, χώρου με τον όποιο ταυτίζεται και ο όποιος είναι η αποκλειστική της ενασχόληση. ’Επιχειρεί τώρα μια περαιτέρω σμίκρυνσή του χρησιμοποιώντας όπως λέει: διαβήτες, μοιρογνωμόνια και ευκλείδειους συλλογισμούς. Και αυτό: αποκλεισμένη σ’ αποπνικτικά δωμάτια / απόβραδα ζεστά καλοκαιριού. Για ποιο λύγο επιχειρεί τη σμίκρυνση; Η μεν ποιήτρια μας λέει, εξαιτίας κρυφών αδυναμιών, έλλειψης διορατικότητας αλλά και γνώσης γεωμετρικής· εγώ δε προσθέτω, εξαιτίας του γεγονότος ότι απασχολημένη αποκλειστικά με τον εαυτό της (μη έχοντας με τι άλλο να ασχοληθεί, εφόσον όλα τα άλλα δεν έχουν καμμία άξια) μικραίνει, συρρικνώνεται η ίδια κατά αδήριτη αναγκαιότητα από μόνη της. Τι σημασία όμως έχει για την ποίηση αυτή ή οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία; Αυτό που κατά τη γνώμη μου έχει σημασία είναι η ίδια η εικόνα του κύκλου που σμικρύνεται· αυτό που έχει σημασία είναι το ίδιο το παιχνίδι της σμίκρυνσης του κύκλου που συνεχίζεται και μετά την πρώτη σμίκρυνση – ανεξάρτητα από ερμηνείες. Αυτό που έχει σημασία είναι τα πάθη του συμβόλου, οποιοδήποτε είναι αυτό, εν προκειμένω του κύκλου. Το παιχνίδι του κύκλου που ολοένα σμικρύνεται έχει τη δική του άξια, τη δική του αυτάρκεια έως την τελική κατάληξη του κύκλου που ύστερα από διαδοχικές σμικρύνσεις περιορίζεται σε στιγμή. Δεν ξέρω επακριβώς τι σημαίνει αυτή η ακραία σμίκρυνση του κύκλου σε στιγμή. Αλλά και δεν μ’ ενδιαφέρει. Η πιο σωστά μ’ ενδιαφέρει δευτερευόντως. Γιατί; Διότι με συναρπάζει το δράμα του κύκλου αυτό καθεαυτό, το δράμα των σμικρύνσεών του. Δεν με συναρπάζει η ερμηνεία του φαινομένου. Υποπτεύομαι φυσικά ότι το δράμα του κύκλου είναι :και το δράμα της ποιήτριας, εφόσον έχω ήδη αναγνωρίσει στον κύκλο το πληρέστερο και πειστικότερο σύμβολο για ένα εγώ του είδους της ποιήτριας. Ωστόσο, μόνο μέσα από το δράμα ενός συμβόλου συλλαμβάνεται το δράμα του δημιουργού. Κι εδώ το σύμβολο είναι ο κύκλος. Αν το σύμβολο ήταν άλλο, όχι ο κύκλος, αλλά — ας πούμε — μια πεταλούδα, κι εφόσον το ποίημα διέθετε τον ίδιο βαθμό δραστικότητας, όπως εδώ, τότε θα συνελάμβανα το δράμα της ποιήτριας μέσω του συμβόλου της πεταλούδας, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Πεταλούδα συλλογής» που δίνει και το όνομά του στην πλακέτα. Η πρωτοτυπία όμως του ποιήματος «Εμείς» είναι ότι το δράμα εδώ δεν άφορά ένα ζωικό πλάσμα που σαν τέτοιο ευκολότερα υποκαθιστά τον άνθρωπο, αλλά ένα κύκλο. Πως δραματοποιείται ένας κύκλος; Πως ενανθρωπίζεται ένας κύκλος; Αυτό είναι κάτι που δεν το ξέραμε ως τώρα, πριν δηλαδή από την ύπαρξη του συγκεκριμένου ποιήματος. Κι είναι από την απόσταση ακριβώς αυτή από το ανθρώπινο υποκείμενο, στο όποιο παρ’ όλα αυτά το σύμβολο μας παραπέμπει, και ταυτόχρονα από την βίαιη — παρά την απόσταση — σύζευξη μαζί του, που εκλύεται η ποίηση, από την παρασημαντική δηλαδή του κύκλου και των παθών του, παθών που αρνούνται α<α — ας σημειωθεί — να γίνουν αφορμή για ρητορεία, για διαμαρτυρία, για καταδίκη της κοινωνίας, για πολιτική στράτευση. Επέλεξα για την παρουσίαση αυτή δύο από τα καλλίτερα και πιο πρωτότυπα ποιήματα από τα 25 της συλλογής. Θα μπορούσα να είχα επιλέξει άλλα τέσσερα η πέντε ακόμα, εξίσου καλά και πρωτότυπα- αλλά αυτό: θα τα ανακαλύψετε εσείς και πιστεύω ότι θα δοκιμάσετε την ίδια έκπληξη διαβάζοντάς τα που δοκίμασα κι εγώ, αν κι ίσως όχι στην πρώτη η τη δεύτερη ανάγνωση. Πιστεύω ότι θα εντυπωσιαστείτε όσιό την χτυπητή τους γυμνότητα αλλά και από την αυστηρή τους λογική που μας οδηγεί με απλότητα και ασφάλεια από το σημείο Α στο σημείο Β, έως το σημείο Ω, και που μας χρησιμεύει ως οδηγός προκειμένου το βαθύτερο συγκινησιακό βίωμα να μην συντελεσθεί σε μια ποιητική γενίκευση και ασάφεια. Η λογική λοιπόν και η συγκρότηση· να ένα δυνατό προσωπικό χαρακτηριστικό της ποίησης αυτής· η λογική — σε αντίθεση με την αοριστία η την επιδεικτικότητα μεγάλου μέρους της σύγχρονης παραγωγής — όπως την αναγνωρίζουμε και την καταφάσκουμε σ’ ένα μοντέρνο αρχιτεκτόνημα, ίσως της σχολής του Bauhaus. Kι όπως σ’ ένα τέτοιο αρχιτεκτόνημα το εξωτερικό του κτιρίου αποκαλύπτει το εσωτερικό η αντιστοιχεί τέλεια προς αυτό, χωρίς να αυτονομείται και να αυτοπροβάλλεται, το ίδιο και στα ποιήματα της Ντ. Μαρίνη υπάρχει μια παρόμοια αντιστοιχία εξωτερικού και εσωτερικού η αλλιώς συγκίνησης και μορφής. Και όπως στο αρχιτεκτόνημα εκείνο τα μέλη υπάρχουν για χάρη του συνόλου και όχι το σύνολο για χάρη των μελών, έτσι κι εδώ ούτε μια λέξη παραπάνω απ’ όσες χρειάζονται, εξ ου και η ολιγοστιχία αλλά και η βραχυστιχία που αναφέραμε στην αρχή.
Ως άνθρωπος και φίλος της Ντίνας, θα της ευχόμουν αντί να μικραίνει συνεχώς τον κύκλο της, αντίθετα να τον διευρύνει ώστε να περιλάβει σ’ αυτόν και κάτι από το συνολικό δράμα της ανθρωπότητας και της εποχής, γιατί ομολογώ ότι παρακολουθώ με κάποια ανησυχία τη συνεχή σμίκρυνση του κύκλου. Ως ποιητής όμως απέναντι σε μια ποιήτρια, αισθάνομαι ότι δεν έχω το δικαίωμα ούτε και για μια τέτοια ευχή. Την προτρέπω λοιπόν να κάνει ό,τι θέλει. Κι αν κάτι πρέπει να της ευχηθώ είναι μόνο να συνεχίσει να γράφει, όσο ακόμα είναι καιρός, όσο ακόμα ο κύκλος δεν έχει γίνει με τα χρόνια στιγμή.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.