ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΟΥ

Η Ξένια Καλαϊτζίδου γεννήθηκε στην Πένζα Ρωσίας και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδάσε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο ΑΠΘ και είναι πτυχιούχος του ινστιτούτου ρώσικης γλώσσας Αθηνών Πούσκιν. Τα ρωσικά είναι η μητρική της γλώσσα και η βασική γλώσσα μετάφρασης. Ασχολείται με τη δημιουργική γραφή και η κυριότερη γλώσσα στην οποία γράφει είναι τα ελληνικά. Ποιήματα, μεταφράσεις και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στο «ΕΝΕΚΕΝ», στις «Σημειώσεις της στέπας» και σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά. Έχει συμμετάσχει επίσης στην «Ανθολογία 77 βραβευμένων ποιητών στα Φεστιβάλ Ποιήσεως Θεσσαλονίκης 2000- 2005 της Ε.Σ.Λ.Ε.».  
Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Ένεκεν” η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο “Ήρωες άχαρων πόλεων”, ενώ το 2019 κυκλοφόρησε η μικρή ποιητική συλλογή της “Τα ψυχομετρικά” (αυτοέκδοση) η οποία και διανεμήθηκε δωρεάν σε μορφή ζιν.         

.

.

ΗΡΩΕΣ ΑΧΑΡΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (2015)

Εκτροφείο τίγρεων

ΟΙ ΤΙΓΡΕΙΣ ΤΗΣ ΒΕΓΓΑΛΗΣ

1.

Μια μέρα έφυγα.
Από τότε έγινα Μόγλης εθελοντής ανάμεσα στις τίγρεις.
Βγάλαμε παρατσούκλια, Μπαμπά, Αδέλφια και λοιπά—
η ώρα περνάει γρήγορα στη ζούγκλα.
Ακούγοντας τις σειρήνες των κυνηγών
οι τίγρεις της Βεγγάλης μαζεύονται γύρω από τη φωτιά μου.
Την αγκαλιάζουν χωρίς να ξέρω πότε θα ορμήσουν.
Η ομορφιά τους διαταράσσει τη συναίνεση
κι η οργή τους στήνει ενέδρα στην υποταγή.

2

Και μια μέρα πιάσανε μια τίγρη
και την έκλεισαν σε ένα κλουβί.
Είμαι δεμένη με το κλουβί
με ένα καλώδιο τηλεφώνου.
Μετά βίας ξημερώνει.
Θα δαγκώνουμε τα κλουβιά τους
μέχρι να βγούμε ή να πεθάνουμε
αλλά δε θα χορέψουμε στο τσίρκο τους. 

ΜΕΡΑ ΝΥΧΤΑ

Μέρα νύχτα μπαίνει μ’ ίδια αμοιβή:
Ποιος από τους δυο μας είναι στο κλουβί;
Μεσ’ στην τσέπη τρύπα, βράδυ που θα πας;
Μια τεχνογνωσία άχρηστης δουλειάς.

Απεργία πείνας, μια υπογραφή,
Μέρες νύχτες πίσω σε μια οροφή.
Απεργία πείνας, μία αγκαλιά:
Αραβία, Δύση, φως χωρίς μιλιά.

Πέρασε —κι ακόμα μέσα στα κλουβιά
Μαίνεται η πολύφωνη έρημη καρδιά.
Χάθηκε η ζωή μου, είπε μια φωνή
Και του τηλεφώνου κόπηκε η γραμμή.

Διάδρομοι με σήμανση, μια γροθιά φωνή
Και στο συρματόπλεγμα στάχτες και καπνοί.
Τέλειωσε ο χρόνος. Την Αμερική
Θα ανακαλύπτεις πάλι Κυριακή.

Σημειώσεις από το ποιητικό εργαστήρι
(ΙΣΚΡΑ 2009-2010)

ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ

Έγινα μορφή λευκοφορεμένη,
περιστέρι πάνω στα ερείπια
του Χρυσού Αιώνα που κατασκεύασαν άλλος
νύφη των υψηλών ιδανικών,
της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας
και της αστρονομίας
και άλλων πέτρινων τούβλων
στα χέρια των γλυπτών.
Είπαν πως δεν υπάρχει αγάπη
πιο ζεστή απ’ ότι στο δικό σου αίμα.
Μ’ αυτό χτυπάς κάρτα για να
περάσεις το κατώφλι.
Μ’ αυτό πληρώνεις την είσοδο
στο γενναίο νέο κόσμο.
Μ’ αυτό μιλάς στους άλλους
σαν ίσος προς ίσον.
Και με βάλανε κι εμένα
εκεί στη βιτρίνα τους
τρισχαριτωμένη
ηρωική κι ορμητική
σαν την αφίσα με την Πατρίδα Μάνα.
Μα εγώ δεν είχα ποτέ αδέρφια.
Μα εγώ τα βράδια φοβάμαι
και σκοτώνομαι στο δικό μου πόλεμο.
Και όταν το πρωί με ξυπνάνε
σειρήνες και καλέσματα για συνεντεύξεις
και αναμνήσεις για γονική αγκαλιά 
που ποτέ δεν γνώρισα
θέλω να τους πω:
κι εσείς κατηγορείτε τον Κίμωνα;
Μετά από χιλιάδες χρόνια, ακούστε,
κανείς δε θα διαβάζει
τις τραγωδίες σας.

Γραμμένα σε τοίχους

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΕΛΟΣ

Ίσως μικρή, καθόλου γοργόνα
σ’ ένα παραμύθι από απέραντο τσιμέντο:
κάτι λείπει.
Κάποιος λείπει.
Το κοινωνικό κενό φουντώνει
κι εμείς — στάση ετοιμότητας για το φαλιμέντο,
μπαλώνουμε σημαίες,
μπαλώνουμε πληγές,
δεν είναι η ώρα τους.
Αντίστροφη μέτρηση — πάλι —
και οι χωρίς φωνή,
χωρίς αρχές
μέσα στο δακρυγόνο
θα δουν το βήμα τους να ξεπροβάλλει. 

ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

Πόσο όμορφο είναι
να κολυμπάς στο ουράνιο τόξο
από μασημένο σελλοφάν,
μακριά από τον εαυτό σου;
Όσο και να ’ναι,
εγώ εδώ θα μείνω.
Πόσο ικανοποιητικό είναι
να διοικείς τα βότσαλα
στη φουρτούνα των άλλων;
Όσο και να ναι,
εγώ στην αμμουδιά θα στερέψω.
Πόσο ήσυχο είναι
να κοιμάσαι καταδότης;
Όσο και να ’ναι,
εγώ βρήκα τη γιατρειά μου
σε μια λίμνη ουρανού
απάνω στη λινάτσα
και τίποτα άλλο δε χρειάζομαι
για να νιώθω άνθρωπος

ΑΟΡΑΤΗ ΒΙΑ

Οι πόλεις γέμισαν αγρίμια.
Η παιδεία στο πνεύμα της εποχής:
Όλοι έμαθαν να ζητιανεύουν,
να σκούξουν
για τα αποφάγια του Άλλου
και αρπάζουν πισώπλατα.
Ψάρια στο απέραντο γαλάζιο της αγάπης,
ψάρια στο πιάτο μου,
όλα λάφυρα στο χαλινάρι του ζητιάνου:
μπουκάλι σπασμένο
η ψυχή του.
Όλα ράγισμα βαθύ στο χώμα της ερήμου
ποτισμένο
με αλάτι
με φάρμακα
με εφιάλτες το καταμεσήμερο της ζωής.
Ένας ακατάπαυστος
βιασμός
μετά αποφάγια των Άλλων. 

Η γενιά που περιμένει αλλαγές
перемен!

ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΚΟΜΕΙΟΥ

κάπου μακριά από την Ουκρανία

Όχι δε χρειάζεται.
Μην μπεις στον κόπο να πάρεις κάτι.
Μπες σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο
με δυο γωνίες
γιατί αυτό αρκεί.
Μια αηδία μπαίνει από τα παράθυρα
και καμία ηλιόλουστη μέρα,
κανένα καινούριο προϊόν
να τη διώξει δεν μπορεί.
Η οργή σου παστωμένη στις
ρητίδες των τοίχων
και τα μάτια της άγρυπνα.

Πόσα κελιά της μνήμης σου
τραντάζονται απ’ τις ατέλειες του σοβά;

Τις ξέρεις τόσο καλά.
Ξέρεις την αναγούλα.
Και τη στιγμή που ανοίγει το πηγάδι
όχι ότι δεν έχει πάτο
όχι ότι οι άλλοι δε βλέπουν
αλλά έχουν
κι άλλους πάτους να μετρήσουν
κι άλλους νεκρούς να κλάψουν
κι έτσι με όλο αυτό το πήγαινέλα
δεν ακούγονται τα κόκαλα που πέφτουν
εκεί που ήταν κάποτε ποτάμια.

Ματωμένες πατημασιές
στον τοίχο που απέμεινε.

Η παρωδία της πρωτοπορίας

ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ

Η μαγική χώρα του σήμερα
σας καλωσορίζει με τα διαφημιστικά της,
με την εκκωφαντική σιωπή
των beach bar.
Η άμμος που μυρίζατε ακόμα από τα έδρανα
ταξίδεψε χιλιόμετρα στις παντόφλες σας
και έπεσε
στο βωμό της προσαρμογής, κομματάκια.
Το άρωμα της νιότης μας
λύτρα στους σπόνσορες
και το αλάτι μας πνιγμένο
σε λάδι καρύδας.
Μα ούτε που καταλάβαμε
πως μπήκαν στα συρτάρια
τα φουστάνια-τα πέπλα-τα σερβίτσια
και μας φακέλωσαν και μας ξεσπίτωσαν.
Για πόσο ακόμα θα μοιάζει μακριά η Αμυγδαλέζα,
τα εργοστάσια θα δουλεύουν με τα ΜΑΤ
και θα καθόμαστε με το στόμα ανοιχτό
ζητιανεύοντας για τη ζωή μας;

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ

Πόσο παράξενα ακούγονται
τα βήματα σ’ αυτό το άδειο μέρος:
άσπρο δωμάτιο.
Μαύρο δωμάτιο.
Παιδικά παιδικά βήματα
της ρωσικής πρωτοπορίας
που παίζει κρυφτό με το τέρας.
Μακριά από τα μηχανικά του πόδια
και τα βρωμερά καυσαέρια.
Το τέρας δαγκώνει τη γάγγραινα στα πόδια του
ουρλιάζει και πέφτει.
Κι εμείς ουρλιάζουμε πια.
Αλλά τόσο καιρό
Όλα μούδιασαν,
όλα πουλήθηκαν,
όλα βάφτηκαν με νεόπλουτο ροζ,
όλα πνίγηκαν σε νάιλον σακούλες.
Ποιος μας σηκώνει τώρα;!
Σίγουρα
μόνο μια θύελλα απ’ την έρημο
σε κάθε σπίτι,
στο παγκάκι που παίζουν χαρτιά,
στην αλκοολική βιοτεχνία,
στον τεκέ.
Στο κάθε εκεί που μας έφτασαν.

ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ

Η ποίηση του υπαρκτού χειμώνα
—εποχή της εκκαθάρισης—
ορμώντας κρέμεται:
νήματα του χρόνου.
Νήματα του χώρου.
Κομμάτια σκόρπια
υφαντά πεπρωμένα
μα αδύνατον.
Καλώδια πραγμοσύνης
διασχίζουν τους αιθέρες μετρημένα.
Παράσταση
με όρνια, ρουφιάνους και χρήστες
καλοκαιριών του χθες.
Όλα απέναντι.
Η ποίηση της υποσαχάριας άνοιξης
μονοξείδιο του άνθρακα
για τους μετρητές.

Ενδοσκοπικά της τελευταίας δεκαετίας

ΤΟ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Και συνέβη ακόμη μια μέρα.
Την ξεφύλλισα σαν το τετράδιο.
Ο διάδρομος τρέχει πιο πέρα
Από το παραθύρι μου άδειο.
Αν η ύπαρξη κλείνει τα μάτια
Για το μέλλον, γιατί μού θυμίζει
Τα γαλάζια -ψηλά σκαλοπάτια
Τ’ ουρανού μας που θα μας αφήσει;
Στο παρόν είναι, όχι στο μέλλον
Ούτε στα εντελώς περασμένα.
Όμως είμαι εκείνα που θέλω
Να ’ναι άσχετα, να ’ναι χαμένα.

ΑΠΟΔΡΑΣΗ

Κάθε ξάστερο δειλινό… μόνο τα μάτια να κλείσω,
Μόνο να καταπιώ τ’ ουρανού τα κενά.
Μα τους μαύρους θεούς —δε θα μου ευχηθώ να ξυπνήσω
Κάτω από το ίδιο ταβάνι ξανά.
Μια φυγή στο απέραντο χρόνια θανάτου αξίζει
Και σαν λάβαρο βάφεται δάκρυ ζεστό.
Είναι λόγια, μού λένε —κι ο λόγος οστά τραυματίζει.
Και εισέρχεται μέσα στο σπίτι κλειστό.
Είναι λόγια, μου λένε —κι ο λόγος βουνά ξεσηκώνει
Και ανάβει καρδιές μες στους τύμβους παλιούς.
Ίδιος δολοφονεί, ίδιος πάλι αναζωπυρώνει,
Πως να τον χαλινώσω μ’ αρχές και ρυθμούς;
Κάθε γκρίζο πρωί… θέλω μόνο το δρόμο να χάσω,
Μη μου λέει κανείς πότε να κουραστώ.
Λίγα έζησα μα έχω τόσα πολλά να ξεχάσω
Που η μοίρα μου είναι σκυλάκι πιστό.
Χίλια πόδια περάσαν εκεί όπου έπεφτα κάτω,
Χίλια μάτια περάσαν χωρίς το γιατί,
Όλοι σαρξ εκ σαρκός μεγαλούπολης π’ όλο κοιμάται,
Μα γι’ αυτό ψάχνω χέρι να πιάσω,
Γι’ αυτό ψάχνω στυλό και χαρτί.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ

Ένα σπίτι σαν μελίσσι
μαζεμένο από κομμάτια
δανεικά μέχρι θανάτου,
σαν πολύχρωμη σκηνή,
έχει μάτια να μιλήσει,
χίλια μύρια έχει μάτια,
χίλια κύματα δικά του
και μια χώρα αχανή.
Έχει πρόσωπα στους τοίχους,
ιδρωμένα έχει άνθη,
κρύβει λύπες στην τσαγιέρα
και βιτρίνα τη χαρά.
Μόνο των κλειδιών ο ήχος
πότε φέγγει; Πότε θά ’ρθει;
Είναι πίσω, είναι πέρα,
πιο μακριά κάθε φορά.
Ένα σπίτι μες στον ήλιο
που αλύπητα στεγνώνει,
φώτα άγρια μαζεύει,
καθαρτήρια πυρκαγιά.
Μα σε όλη την υφήλιο
δεν υπάρχουν δολοφόνοι
σαν το φως που καταστρέφει
τη λεπτή του την καρδιά.

Δαιμονισμένοι

ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΝ ΕΣΤΑΛΗ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ

Ξανά η πανσέληνος με μια κατάμαυρη βάρκα
Βουλιάζει στους λάκκους, αργεί στην αιώνια μάχη…
Εγώ η Μιλένα Γιεσένσκα, εσύ ο Φραντς Κάφκα,
Μπορεί και αντίστροφα —πια διαφορά δεν υπάρχει—
Σαν δύο πουλιά τυφλωμένα στο άδειο γεφύρι,
Σαν πύργοι που κρύωσαν και στα ερείπια θα μείνουν,
Πού είμαι; Πού είσαι;
Χαράματος είδωλα μεσ’ στο σπασμένο ποτήρι.
Διαβάζεις εκείνα που δεν έχω γράψει ποτέ στη ζωή μου,
Γιατί;
Πάλι παίζουν κρυφτό με οσμές του θανάτου
Τα πνεύματα του παρελθόντος.
Σαν θύρα που τρίζει,
Ο πόνος αγριεύει, μα τα γραφόμενά του
Κρατώ στα τετράδια μου και από ’κει ψιθυρίζει,
Σπασμένος ρυθμός ηδονής… μα ο σκότος δε λιώνει,
Κυλά σαν βροχή και σαν τοίχος κρατάει τους όρκους.
Μού λέει το ρολόι, σε λίγο ξαναξημερώνει,
Τα όνειρα του ποιητή μου γυρίζουν απ’ τους άδειους δρόμους.

A.

Ασυναίσθητα
επαναλάβαμε πάλι ο ένας τον άλλον,
ήρωες άχαρων πόλεων
προσκολλημένοι στις μέρες που μας επιβάλλουν.

Αντιφάσεις—
μόνο αυτές συντηρούν τη ζωή,
μα εγώ ήδη πέφτω, πέφτω μέσα στον ουρανό μου.
Θα με πιάσεις;
Δεν μπορώ άλλο να ’μαι εξαίρεση δίχως νόμο.

Αφαιρούμαι
από κάθε πτυχή της πνιγμένης φωνής του μοιραίου.
Μην το εκλιπαρούμε
άλλο…
Γιατί με την κάθε καινούρια δύση
εγώ καταρρέω…

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Μουσικές που ξέβρασε το κύμα
παραμιλώντας
«όλα τα καλοκαίρια θα σε περιμένω
Και τώρα νομάδας της πόλης
σέρνω το κουφάρι μου
στις γυαλισμένες βιτρίνες,
της απόγνωσης αμφιβληστροειδείς.
Τα καλοκαίρια μας τα φάγανε
οι μπάτσοι
γιατί ξεχάσαμε μια φορά
να κλειδώσουμε.
Κι ούτε ένα ξύπνημα πια.
Δε θέλω άλλο να πονάς.

ΑΝΤΙ-ΣΤΡΟΦΕΣ.

Έγινα η μάνα μου
κι έχασα το παιδί μου
στο πανηγύρι
του Αγίου Ανυπέρβλητου.
Και γυρνούσαν τα αλογάκια
γλώσσα στο στόμα βουβό
του βυθού
και έτρεχα στην ακτή
ψάχνοντας.
Άμμος άμμος η φωνή
που ν’ ακούσεις.
Σταγόνα σταγόνα τα μάτια
που να δεις.
Σπασμένος καθρέφτης
η αγάπη σου,
χιλιάδες αμαλγάματα θανάτου.

.

ΤΑ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΑ (2019)

Απλά μαθηματικά

Η ακούσια λοιπόν παραθέριση
στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης
ξεκινάει από το α- αρνητικό για να γίνει
ολοκλήρωμα στο α- στερητικό.
Αυτή είναι η ακολουθία
από τον αριθμό π στον αριθμό ψ,
καθόλου άγνωστο
προνοητικό κι αμείλικτο
σαν στίγμα μελανό του ήλιου
της ανοιξιάτικης εργατιάς,
σαν δερματοστιξία κρυφή των ορυχείων
που ηλιαχτίδας δεν είδαν ματιά
πριν την ημέρα της απεργίας,
σαν ιμάντες –κορδελες θαρρείς–
για σκοπούς διακοσμητικούς
στο σπασμό του πολυσχιδούς πειράματος.
Έτσι, σε απλά και ανάποδα μαθηματικά,
συντελείται η αντίστροφη πορεία
προς τις βασικές έννοιες,
παρά και ενάντια στην ταραχή της.

*Η εφαρμογή της ινσουλινοθεραπείας (insulin coma therapy) στους νοσηλευόμενους με σχιζοφρένεια σταμάτησε στις ΗΠΑ και Ευρώπη γύρω στο 1970 αλλά συνεχίζεται σε άλλες χώρες.

Ιδεασμοί

Αυτή η κακιά συνήθεια της αναμέτρησης
με τη θλίψη που σιγοβράζει στις φλέβες,
με το δέρμα που χλωμιάζει με το διακόπτη,
με το γυαλί που ραγίζει με τους
Νευτώνειους ιδεασμούς
εκθρονίζει τα σκαλισμένα εν λευκώ
πρόχειρα μαύρα τετράγωνα
και άλλα σχήματα της τελειότητας
που τόσο αφιερωμένα τοποθέτησα
στην αποστειρωμένη αίθουσα
προσφορά στην τέχνη της αφαίρεσης.
Βλέπεις, στα σκαλοπάτια του ναού
το ποτάμι ρέει σκούρο
για να γεννήσει τον καταστροφέα,
μολυσμένο από φόβους,
συνωστισμένες δεισιδαιμονίες,
οδυνηρά ζωντανό.
Στα χνάρια της θεάς κι εγώ
αγκαλιάζω την αντανάκλαση
και σπαρταράει φεύγοντας
ώσπου να μιλήσει ο βυθός
με λόγια δικά μου.

*The Music Project: Parvathy Baul
Είναι μία από τις παραλλαγές του ινδουϊστικού μύθου για τον θεό Κρίσνα, υιό της Γιαμούνα η οποία είναι πνεύμα του ποταμού. Η αγαπημένη του Ράντα προσπαθεί να τον αγκαλιάσει αλλά, βλέποντας μόνο την αντανάκλαση στο νερό που ξεφεύγει από τα χέρια της, μπαίνει όλο και πιο μέσα στο ποτάμι ώσπου να χαθεί.
Στην παράδοση της Βεγγάλης, τα τραγούδια των περιπλανώμενων μουσικών Baul, αποτελούν μέρος της πνευματικής τους άσκησης που συνδυάζει στοιχεία του ταντρισμού, του σουφισμού και του βουδισμού, εκφράζοντας την “κοσμική αγάπη” μέσω της οποίας το σώμα και το πνεύμα έρχονται σε επαφή με το Απόλυτο.

Ξεψυχογράφημα

Πίσω από τη φθορά
του αφηγηματικού αμαλγάματος
ξεσκεπάστηκαν οι καθρέφτες
και βρέθηκε καταμεσής της κάμαρης
ένα κουτί ακέραιο
με τσαλαπατημένα έλκη
να ξεκλειδώνει ξεβολεμένα
να εφαρμόζει γάζες μεταχειρισμένες
να τις αποθηκεύει εκ νέου
και με το ρεύμα παγερό
της χτυπημένης πόρτας
να κλείνει προς τα μέσα
μαζί με τους σκληρούς έρωτες
και τους ξεπουλημένους αγώνες.

Latcho drom*

Όταν μια απαλά συννεφιασμένη
ίσως λίγο Κυριακή
θα τρεμοπαίζει στα ίδια πράσινα φύλλα,
νωπά ακόμα από το τυπογραφείο της φύσης,
θα ξαναγεννηθούμε κεραυνοβόλα
εγώ και μια στρατιά ψυχές
-όλες οι ψυχές μου, ίδιο χρώμα
με το βάθος του ουρανού-
και θα γίνουμε ένα ηλιοβασίλεμα
χωρίς ανέλπιδες λεπίδες
του παθολογικού πένθους,
πλήρες από νηνεμία,
βαρύ από τα φιλιά,
γεμάτο από ένα αχανές τίποτα κανενός
στρωμένο με παπαρούνες και άψινθο
να κατοικεί το δρόμο
πάνω στη ρόδα του ήλιου.

*”Latcho Drom” (“Ασφαλές Ταξίδι”) (1993): ταινία του Tony Gatlif για την ιστορία και την πορεία των τσιγγάνων.

~

“Η απόφαση του θανάτου κι ο θάνατος είναι ένας θαυμάσιος συνταιριασμός, που κανένας δεν έχει τη δυνατότητα να τον διασπάσει.”

“Δεν έχω πια καμιά ελπίδα κι όμως ξανοίγομαι για πρώτη φορά στην απέραντη και τρυφερή αδιαφορία του κόσμου. Έτσι για δοκιμή αιστάνομαι και υπάρχω ευτυχισμένος από παλιά και τώρα.”

“Θέλω να ζήσω. Και για να ζήσω πρέπει να δραπετεύσω. Να πηδήξω έξω από τον αδυσώπητο κύκλο του θανάτου και να ριχτώ σ’ ένα τρελό τρέξιμο ζωής. Βέβαια θα με πυροβολήσουν οι επαγγελματίες της τάξης, αλλά πάντα υπάρχει η ελπίδα να αστοχήσουν.”

– Albert Camus, “L’Etranger”

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΣΤH ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ

users.auth.gr/xkalaitz/

2020

Της οδύνης διδαχές

Κι αν έγιναν τα μάτια Αράλη,
άγονος βυθός περασμένης αλμύρας,
στέρφα από χρόνο,
αδύναμα,
η ρόδα του ήλιου κυλάει απυρπόλητη
αλλάζοντας μέρες ρυθμικά
με φτερωτούς χορούς.
Το φως της ξεριζωμένο
απ’ το θωρακικό κλουβί
χάσκει σπασμωδικά στην καθήλωση
και πέταλα οι άκρες της πληγής
ανοίγουν στον ουρανό.

Διαπίστωση

Όσο ακούω την αναπνοή σου
παλεύω να κρατήσω τη δική μου
να έχουμε απόθεμα οξυγόνου
στον βυθό της καταχνιάς
όπου ξεμείναμε.
Μα στο κενό του κρεβατιού ενδιάμεσα
απλώνεται η παιδική αρρώστια
της ακινητοποίησης
μην κουνηθώ κι η αλαβάστρινη
σιωπή μου θρύμματα
σκορπίσει το έργο τέχνης
άνευ νοήματος και ερμηνείας.
Τότε που ζήτησες ν’ ανοίξω τη βαλίτσα
να σου φέρω λίγα συντρίμμια
ξεχείλισε η αγάπη τους
δαγκώνοντας με πατερίτσες.

Δάκρυ

Από βυθό λησμονημένου αρχιπελάγους
ναυάγιο της θωρακικής μου κοιλότητας
ανόητα χάσκει.

Το νόσημα που ονοματοποίησες
όμηρος λαβυρίνθου πιθανοτήτων
ένα μηδενικό θέλημά σου να γίνει.

Βλέμμα αόμματο ανυπαρξίας
νερό από νεκρικό πέτρωμα
σαν όαση στραγγίζει.

Το δάσος εντός

Πάνω απ’ το θέατρο η πόλη βασιλεύει
στην πορφυρή του ήλιου μονοσημαντότητα.
Κυπαρίσσια τρανά ορθώνονται
πεύκα στοιχειωμένα σκύβουν
σκορπώντας αμφότερα νεφέλες απομεινάρια.
Οι μυστικές κρυψώνες μου έχουν χορταριάσει
στου Βυζαντίου τα τείχη.
Για φευγαλέα παράσταση της φτερωτής ορχήστρας
προς τι το ποδοπάτημα της ιστορίας;
Τα βήματα των ζώων δεν αμφιβάλλουν
όμως ο γρύλος
προάγγελος της νύχτας
παραφυλά το χτύπο
του σώματος στις πέτρες
μήπως γυρίσει για μια στιγμή
το καλοκαίρι.

Γράμμα στο παρελθόν

Αποφάσισα να συγχωρήσω
να χωρίσω τα “συν” κολλημένα στη μνήμη
όσα είπα “τέρας”.
Είκοσι χρόνια μετά
τα γράμματα στο μέλλον
γύρισαν πίσω
στις πέτρινες κάσες τους.
Στην αργοπορία του κουκουλωμένα
τα μισά σωθικά μου
σκοτώνονται με τα άλλα μισά κάθε μέρα
για την επικράτεια του φόβου.
Ψυχροπολεμικοί παγετώνες εμείς
εκτιθέμενοι σε ακτίνες Χ της αλήθειας
πλημμυρίζουμε τον κόσμο
γεμίζοντας τις βαθιές πληγές του.

Των φυτεμένων προσωπείων

Το σπίτι μου δεν παίρνει άλλο τους δρόμους,
η οχλοβοή δεν με εμποδίζει
ν’ ακούω το ρυθμό της καρδιάς μου
μέσα στο σώμα σου.
Το μαύρο μου πανωφόρι
κρεμασμένο στην πόρτα και άδειο,
μπορώ να δω την απουσία της πορσελάνης εντός του
και τον κήπο του πένθους παρατημένο.
Το πρώτο τραγούδι του ήλιου
θα κυλήσει άραγε μέσα απ’ τις κουρτίνες
λιώνοντας τις σιωπηλές μάσκες – έργα άλλων,
καίγοντας τη γύμνια της κρυμμένης φωνής;

2019

Υπόγεια διαδρομή

Εκείνος ο αχανής βυθός
πλημμύρισε της ανοιχτωσιάς μου
το αλησμόνητο χορτάρι
και το βράδυ χάσκει
δοκιμάζοντας τους τοίχους και το πάτωμα
του επίπλαστου κινδύνου —
πρόκληση θαρρείς για τα παράθυρα με φως
που δεν έχουν τι να διακινδυνέψουν —
μα όσο ματώνουν οι βράχοι
στην προσμονή να λυτρωθείς,
το κύμα ξαναχτυπάει στο μπετό.
Τα μπλοκ υψώνονται
στο κοιμητήριο των ονείρων
και γέρνω αναρριχώμενη
στην αγκάλη τους που γράφει κενό.
Κομματιάζεται ο φλοίσβος
πριν αγγίξει την κάψα της ημέρας,
χιονίζουν τα άνθη άκαρπα
στην τσιμεντένια θερμοκοιτίδα.
Κι όταν στα πέταλα ωχρά πήγα το σώμα μου ν’ αφήσω
όπως άφηναν οι πιστοί τα υποδήματα στο κατώφλι του ναού,
μπροστά στην κρίση του ηλιοβασιλέματος με πέτρωσε η ομορφιά,
ανάμνηση παντοτινή στα ακροδάχτυλα,
αλμυρά αφρισμένη που δεν άνθισε.

Του οίκου

Εσύ που αθόρυβα γλιστράς
σαν σκουλαρίκι ματωμένο
στα τρίσβαθα της άγριας πόλης
από σωλήνες σκοτεινούς –

Απ΄ την κομμένη γιασεμιά
να κλέψεις χρόνο μην πασχίζεις
κι ας πάγωσαν τα καλοκαίρια
των δυτικών σου συνοικιών –

Ό,τι γεννήθηκε μακριά
στην κάθοδο θα αντικρίσεις,
ό,τι ανοίκειο θυμήσου,
μην αποδράσει η ματιά.

Και στην κατάβαση οικτρή
σαν αναδύονται οι σκιες τους
και απαιτούν: απολογήσου!
Χτίσε το είναι σου ξανά.

Από τα κάστρα στο λιμάνι

Των δυναστών οι πέτρινες σκιές
μια θύμηση στεγνή
στης πλάσης τα βράγχια
που όλο λιγοστεύει
κι ανάμεσα στης περηφάνειας τους
την επιβλητική ξηρασία
ρετσίνι και πέταλα
ανάσα όλο κατάβαση
εκεί που το σώμα της πόλης
ανοίγει αγκαλιάζοντας το κύμα:
έτσι κάθε φορά στο ζενίθ
στο έρεβός μου να σε κρύβω
μακριά από πέτρινα δόντια και ρωγμές
μα ανοίγοντας τα δάχτυλα
γλιστράς ακέραιος στη γραμμή
που χωρίζει τον ουρανό από τη θάλασσα.

Parvaneh sho

Ο κόσμος είναι αγάπη λένε
που σε καλεί με τα φτερά της πεταλούδας
να φτάσεις ως την καθαρτήρια
αιώνια και τελευταία φλόγα –
χάρης απαύγασμα τόσο περσικά στρωμένο,
τόση κόλαση μέσα του λυτρωτική,
μα εμείς απ’ τα φτερά αιθέρια πιο λεπτοί
με το φαρμάκι αυτό ποτισαμε στη γέννα
χρόνια τώρα γεννιόμαστε στην
καμινάδα της αγάπης
που για να σε λύσει σε ματώνει
μα όλο σε λύνει μέχρι να ματώσεις –
δεν ξεπερνιέται η γλύκα της
κι αφού δεν έχω άλλους μύλους να νικήσω
την κάθε σπιθαμή θα παραδώσω αμαχητί
μέχρι να μας κατασπαράξει πάλι
η αγάπη.

*Ο τίτλος προέρχεται από το ποίημα του Τζαλαλουντίν Ρουμί (Jalaluddin Rumi) «Γίνε πεταλούδα»

Το άνθος του κακού

Δεν το ήξερες πως τ’ άνθη
έχουν αλλονών μιλιά
Μαργαρίτες μαδημένες
που βουβάθηκαν παλιά.
Τρέχουν χθεσινές νεράιδες
όλο ξέπλεκα μαλλιά
Να μη βρουν μεγάλο δρόμο
ξεραμένη ακρογιαλιά
Αδιαπέραστο σκοτάδι
δίχως όνομα σκυλιά.
Ποιός ημέρωσε τη νύχτα
ποιός ναρκώνει τα πουλιά.
Αναδύθηκε η φωνή του
στην κενή μου σιγαλιά
Κάποια δεύτερη πατρίδα
έλιωσε στην ερημιά.

Άσπρος κόσμος

Οι άνθρωποι ακόμα ποτάμι
στις ακέραιες όχθες της ταπεινότητας
ηδονιζόμενοι με εικόνες
επαναστάσεων περασμένων
εικόνες
πασών των αξιών
καταδικασμένοι στην ομιλία–
μιλάς
για όνειρα καλοκαίρια
σβησμένα
κι εγώ
φύλλο στον άνεμο
σκέπασμα στη φλέβα
που σιγοκαίει σιωπηλά
αφουγκράζομαι την πάχνη
σε κόσμο άσπρο
με σκόρπιο μελάνι.

Ελπίδα

Λευκό αλγεινό της ζάχαρης
στις αναπνευστικές υπόγειες διαβάσεις
κενό αναπότρεπτο
στο έγκλημα της αθωότητας
δεσμά αόρατα
στη γέννα του τραγουδιού
όλα θα διαλυθούν.

Στα τριάντα

Αυτή η παράσταση
με λίγη μετριοφροσύνη
στα τριάντα
ας κατεβάσει το διακόπτη
με κληρονόμους
τους κάδους ανακύκλωσης
βίαιους και ευτελείς
να κορεστούν
με λόγια χρωματιστά
σε ταινίες αθώων εποχών
και κενών ανθρώπων.

Το βιβλίο δίχως αφιέρωση

Εννέα μήνες από το πρώτο μας φιλί επί νέας τάξης
τυχαίο σαν τρομοκρατική ενέργεια.
Το μεγάλο σου έργο
είναι καρπός ενός έρωτα
που τον συνθλίβει το ουράνιο τείχος
προτού γεννηθεί.
Στα ερείπια του τείχους
στέκεις αγέρωχος
με την πρώτη σελίδα κενή.

2018

perpetuum mobile.

Μια μέρα ξύπνησα από ένα όνειρο πρωινό
λίγο πριν με στοιχειώσει
και χάσω το τελευταίο αστικό
για το σπίτι των θαυμάτων
και επειδή φοβήθηκα
πως μια ζωή θα ορίζομαι
πλέον κάθε μέρα
ξεπερνάω τα όριά μου.

ψυχοθηρία (εμπρηστές).

Πίσω από την αυλαία του δρόμου
έκτρωμα και τιμωρία:
αθώα
τα αρπακτικά σωρεία.
Καθρέφτης
μαυροφορεμένη πυργοδέσποινα
μακριά από όλες τις γωνίες της πόλης
όπου φάγαμε φόλες.
Οι άνθρωποι παίζουν παιχνίδια
όπως πριν
μέχρι που τα παιχνίδια αρχίζουν
να παίζουν με τους ανθρώπους.
Έτσι τα αρπακτικά πράγματα
μας βρήκαν.
Όταν θα έχουμε όμως
αρκετά αντισώματα
ένας περαστικός θα μας προσφέρει
ένα τυχαίο σπίρτο
και θα ανθίσουν πυρκαγιές
μπας και σβηστεί η ύβρις για τα καλά
από τα κατάστιχα της ιστορίας.

σενάριο για το παρόν.

Περπατώ σε μια γέφυρα
χτισμένη το ’40 από τους Ναζί
κουβαλώντας στην τσάντα τα δώρα
των μάγων του Σκλαβενίτη
-δήθεν μητρόπολη κι εμείς-
βλέποντας τα τραίνα
να εκτροχιάζονται
να πέφτουν από τον ορίζοντα
-η Γη επίπεδη τώρα γαρ-
κι ο φούρνος του βουνού
να καπνίζει τον ουρανό από ρυζόχαρτο
σαν γρίφος της Άπω Ανατολής
άλυτος: πως γίνεται
εμπόριο ηλεκτρονικής μουσικής
σε ένα μέρος χωρίς ρεύμα
πόσο καιρό τώρα;

imaginary disorder.

Προσπαθώντας να θυμηθείς
ποιος είσαι
εκμαίευσες από τον καθρέφτη
ένα Θέαμα.
Έτσι λησμόνησες
κάθε προσπάθεια.
Απλά αλλάζεις κανάλια
με κλωτσιές στον καθρέφτη
κι εκείνος
με μυριάδες μεταλλαγμένα μάτια
σιγά σιγά σε κοιτάζει.

ανθρώπινη νεκρή φύση.

στραγγαλισμού αγκαλιά
ψηφιδοτό αγιοσύνης
δια χειρός πνιγμός
μια θάλασσα νυχτός
περιαυτολογία καλοσύνης
ενάρετη πουστιά

!Αλληλεγγύη στους ηλιθίους!

αντιπερισπασμός διαρκείας
ταχυφαγεία μοναξιάς
για σένα τα πάντα
εξάρθρωσης υφαντά
μητρορραγία οξιάς
παραπλάνηση ολιγαρκείας

.Ανάγκη θαύματος το τίποτα.

οι αυτόχθονες μετανάστες.

Όταν η επέλαση του τσιμέντου
έσπρωξε τους ψηλοβλέμματους στην άκρη της ιστορικής αναστροφής
και παράγκες παραλλαγής
φύτρωσαν στα θερμοκήπια
κάποιοι είπαν πως η ματσέτα
είναι μια υπέροχη πυξίδα
στην πόλη των λύκων,
άλλοι φόρεσαν τα τομάρια που πήραν από αιχμαλώτους
και κάποιοι άλλοι γύρισαν
στον σκληρό τους παράδεισο για να ζήσουν.
Στα πολυτελή ιδρύματα δε χωρούσε η σαμάνικη προφητεία τους
για τον χειμώνα.
Ξεκίνησαν για να εξαγνιστούν
στην παγωμένη λίμνη
στη στέγη του κόσμου.
Ήθελαν να φύγουν από τους
κυρίαρχους της προσβολής
που έλεγαν πως θα κατακτήσουν τα αστέρια
και δεν κοιμούνταν δίχως χάπια
ούτε ξυπνούσαν δίχως σοκ –
όλα ειπώθηκαν για κείνους,
για τους οφθαλμοφάγους.
Γι’ αυτό τους άφησαν
για μέρη που εκείνοι δεν πίστευαν πως υπάρχουν,
για μέρη που προστατεύονται όπως μπορούν,
τα λουλούδια με κέρατα
κι οι αίλουροι με αγκάθια.
Πήγαν εκεί όπου στο πιάτο της Γης
κυλάει μόνο ο ήλιος
και τα άγρια άλογα τον εξημερώνουν.
Πήγαν να προσκυνήσουν
την απροσπέραστη ομορφιά
των απραγματοποίητων βάλτων
όπου ζουν οι παλιοί μονάχα
σαν αιωνόβια έλατα
και ανάμεσα στα μονοπάτια της ταϊγκά
βουλιάζουν τα νεκρογέννητα παλάτια
των αδερφικών πολέμων.
Περπατώντας για τόσες μέρες
τώρα λουόμενοι στην ομίχλη
μπροστά στο ναό του βουνού
περιμένουν να δεχτούν με ευλάβεια
το αραιό τους οξυγόνο.
Με χείλη απαλά των ταράνδων
που αναζητούν τους βλαστούς του βρύου
στο αιώνιο παγωμένο έδαφος
πίνουν τον έρωτα της οικουμένης
μακριά από ξένα βρώσιμα μάτια
ελεύθεροι.

Νερό, Περαία, Ιούνιος.

Μίλησαν για ολικό ξενέρωμα
όσοι ξέκαναν το νερό,
οι του έρωτα ξένοι.

Το νερό δε σταμάτησε ποτέ
να ξεπλένει τα φύκια στον φλοίσβο,
να αναπαύει τους ταξιδευτές
και να τρώει την πέτρα.

Άσπρη πέτρα ξέξασπρη
ή μαύρη σαν τη μέρα του φόβου;
Σ’ αυτήν την παρτίδα
ο βασιλιάς είναι γυμνός.

Στους γενναίους μόνο νερό κι αλάτι.

2017

η νεωτερική ανθρωπιά.

Ι

Όταν οι δρόμοι ντύθηκαν με χιόνι
ο μικρός Γαβριάς αυτοκτόνησε
γιατί ο χρόνος σάπισε αντί να παγώσει

ΙΙ

Μια ανάσα γεμάτη: νωπό βρώμικο ξύλο σιγοκαίει στο αντίσκηνο.
Μικρό παιδί σε θάλαμο ψυχιατρείου και ούτε μια ψυχή.
Ευλογίες άφθονες τα κουμπούρια.

ΙΙΙ

Η ανθρώπινη ομιλία κατά τόπους εξασθενεί καταλήγοντας στο ποτάμι της λήθης.
Εκείνο πλημμυρίζει τις όχθες του μυαλού με φωσφωριζέ όνειρα.
Έφταιξα που πήγα να τα κάνω ζωή αντί για τοξικά καιρικά φαινόμενα.

IV

Βλέποντας τα πράγματα στις θέσεις τους
αυτό που έχω να απαντήσω στις κομματικές θέσεις περί νυχιών
είναι πως βλέπω εργαζόμενες να κανονίζουν μαζί μανικιουρίστ
γιατί εκεί θα μιλήσουν ως γυναίκες χωρίς αφτιά μεντόρων.
Αυτό που έχω να απαντήσω στη γραμμή περί μη υγιεινής των ζώων
είναι πως βλέπω τις γειτονιές να βρωμίζουν από κούφιους ανθρώπους
που δε θα διακινδυνεύσουν τη ζωούλα τους ποτέ για τίποτα
σε αντίθεση με ένα σκύλο.
Αυτό που έχω να απαντήσω
στις διάφορες αναφορές περί κατάχρησης
στις θέσεις περί αρμόζουσας κοινωνικής και διαπροσωπικής συμπεριφοράς
στις πρωινοεσπερινές λιβανοψιθύρους σε χώρους δημόσιους και ιδιωτικούς
στα τελεσίδικα συμπεράσματα για τη συνείδηση των μαζών
και σε λοιπά συμπτώματα αποσύνθεσης
είναι:
παρακαλώ μην ενοχλείτε τους επιζώντες,
ας μείνει και κάτι ανθρώπινο
στον ανθρώπινο πολιτισμό.

αποχαιρετώντας τη Νέα Βάρνα.

Κοιτάμε ψηλά.
Πάνω από τον Φωτισμένο Βράχο
ρούχα χορεύουν,
σύννεφα παίζουν
και έχει βραδιάσει προ πολλού.
Το μικρό τσαντήρι
φεύγει πάλι για τον ουρανό
κι ίσως κάποτε
ίσως αυτή τη φορά
φωλιάσει.

εργοθεραπεία.

Πλανήτες ακατοίκητοι, κομήτες μπερδεμένοι
πίσω απ’ το τζάμι φαίνονται σε μια κοινή τροχιά
μα είναι του μυαλού φωτιά σε κάδρο κρεμασμένη
που μόνο του κλειδώθηκε σε άνυδρη σπηλιά.
Ποτήρι δεν ξανάγινε από κομμάτια χίλια
κι η ονειροπαγίδα μου δεν ξύπνησε ποτέ.
Βούτα, καρδούλα μου, ξανά για αδειανά κοχύλια
μαργαριτάρια ψάχνοντας στη χώρα του τοτέμ.

τα μπορώ και τα θέλω.

Σκόρπισαν οι μέρες στις αναβολές.
Ρίχτηκε ο χρόνος πάνω στις γραμμές.
Μαθημένα χέρια στύψαν τη στιγμή,
Έτσι ειν’ η πείρα, της ζωής μαμμή.
Όλο στα τραπέζια βρέχει συμβουλές:
“Έναστρος ο δρόμος, χτύπα εσύ και μπες.”
Πείτε πως χτυπάω πόρτες σαλονιών.
Κλείσε, αρχοντικό μου, μέσω χαρτονιών.

αδέσποτο τραγουδάκι.

Ένα κίτρινο φεγγάρι
κρεμασμένο στο φανάρι
αλυχτούσε απ’ το κρύο:
μια ζωή, ένα βιβλίο
που το γράφεις όπως θέλεις
στη γωνία μιας κυψέλης.
Άρα πότε θα γεμίσει
ένα ολόκληρο μελίσσι;
Μαίνεται εν καιρώ ειρήνης
ένας πόλεμος φρενήρης.
Ζούμε στο όνομα μιας βίλλας
κάτω απ’ το όριο της ξεφτίλας
και γυρνάμε σαν αγρίμια
μες στης πόλης τα συντρίμμια,
μες στης πόλης τα αποφάγια
αποφεύγοντας τα σκάγια,
μακριά από τα άγια.

2016

χειμώνες εντός.

Δεκέμβρης 2014-Φλεβάρης 2016, ευχαριστώ Θ.

Με τόσους ήλιους γίναν οι λέξεις κεχριμπάρια
Και σε πλανήτες μακρινούς ικρίωμα μας χτίζουνε
Κι εμείς εδώ με σαπιοκάραβα κουφάρια
Ερήμους από αλάτι ολομέτωπα διασχίζουμε.

Τα μάτια στέγνωσαν και στα πνευμόνια, όπως είπε ένας φίλος,
Ελέφαντας ολόκληρος —και ζώνη κατεχόμενη.
Κι ας λένε όλοι πως με τον καιρό τα αλέθει ο μύλος
Γιατί μονάχα σκόνη ξεσηκώνουν υποσχόμενοι.

Στο στέρνο της ζωής μαύροι ελέφαντες πατάνε
Και είπα σήκω πάμε να τους διώξουμε
Μακριά στις ζούγκλες τους… γιατί εκείνοι που αγαπάνε
Λόγια δεν έχουν και μορφές αδρές στον άνεμο να δώσουνε.

Και είπα έλα, όρκο στο φως που μέσα κουβαλάω,
Και μ’ απαντήσαν, τόσο φως, να λάμπει πού να γνώριζε.
Ποιος είδε με τι σκια τον ήλιο εγώ μετράω;
Όποιος το ξέρει, δρόμο βρίσκει στο σκοτάδι που όριζε.

Μ.

Όταν μετρώ τις ηλιαχτίδες
στην πίκρα ν’ αγκυροβολούν
γιατί μετρούσαμε παρέα
κύμα το κύμα της καρδιάς
στο νου τα μάτια σου ποτάμια
μέσα απ’ τα βράχια αντηχούν —
το κρύσταλλό τους όμως λέω
στο πάτωμα να μη σκορπάς.

Θα ψάχνεις μεσ’ στης μουσικής τη δίνη —
ατμός στο οινόπνευμα η ψυχή,
πού πάει να γίνει συννεφάκι;
Ποιούς ουρανούς θε να διαβεί;
Ποιά πολιτεία φωτισμένη
πάει να χαρίσει με βροχή;
Σαν του νερού τα παραμύθια
είναι η στάλα ακριβή.

Όταν μεσ’ στο χορό πως είμαι
λέω σε φίλους μου παλιούς
και μ’ απαντούν ότι ζηλεύουν
που ζω με χάρη κι ομορφιά,
θυμάμαι, μόνο που αναπνέω,
κατηγορώ και σβήνω ποιούς —
περίμεναν να μη χορεύουν
στις πίστες που έβαλαν φωτιά.

Μα οι μελωδίες μουσαμάδες
στους δρόμους πόλεων στοιχειών
απ΄τις ταράτσες κρεμασμένοι
που ζωγραφίζουν τη ζωή —
κάτω απ’ αυτούς καρδιές και κάννες,
μακριά απ’ τις βόμβες των εχθρών:
μόνο με πόνο οπλισμένοι
και μια αλήθεια φλογερή.

Έτσι και πάλι στο πλευρό σου
μαζί στη μάχη του φωτός
θα είναι οι μικροί ζωγράφοι
με ηχοχρώμα να χτυπούν
όσους μαυρίσαν τ’ όνειρό σου.
Μα ο όρκος σου ο πιο πιστός
μόνο στα μάτια σου να γράφει
για κύματα που αντηχούν.

απω-θήκη.

Αποθηκεύω προσωρινά
απομαγνητισμένα όνειρα
σκονισμένες δισκέτες
σε συρτάρια
σπιτιών που δε μένω πια
ανοίγω παράθυρα
να φύγουν τα αναλώσιμα της ημέρας
μόνο πουλιά ζώα λουλούδια
πόσο μεγάλος ο παράδεισος ενός παλιού στρώματος
ανάμεσα στις φωτιές της πόλης.

για κάποιους άγνωστος γνωστός για μερικούς.

Και τώρα πες μου
τι κάνουν τόσα δέντρα
από τόσα χαμένα δάση
κάτω από κείνο το πελώριο πιάτο
στον ουρανό;
Το τέλος του καλοκαιριού σαλεύει
και κοιτάνε πως θα το φάνε
μα τώρα καθαρά και ξάστερα
φαίνεται ο Ουρανός στο πιάτο
και η Γη καθόλου επίπεδη.
Τέτοιες ώρες αλυχτάνε οι φίλοι μου
σε αλάνες απάτριδες και σε μυθικά νησιά
για τις ίδιες φόλες,
ενωμένοι χώρια.
Δεν τελείωσε, θα διψάσουμε πάλι.
Ποιος ταξιδεύει στο γνωστό μου συννεφάκι
να φέρει για όλους;

.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Άννα Αχμάτοβα

Στη Μούσα. (1911)

Βλέπει η Μούσα μου η αδερφή
Χαρωπά το πρόσωπό μου.
Το δαχτυλίδι ‘χει κλέψει αυτή,
Το ανοιξιάτικο δώρο.
Μούσα! Δες, όλες αυτές ευτυχούν –
Κόρες, γυναίκες και χήρες…
Μα ας οι σάρκες μου διαμελιστούν,
Δε θα φορώ αλυσίδες.
Ξέρω το πως θα ξεσκίζω κι εγώ
Το απαλό χαμομήλι.
Θα υποστεί ο καθείς στη γη το
Έρωτος βασανιστήρι.
Μέχρι χαράματα καίω κεριά.
Αν και κανείς δεν μου λείπει,
Δε θέλω, δε θέλω να ξέρω για
Το πως φιλάνε εκείνη.
Και οι καθρέπτες θα πουν γελαστοί:
«Οι οφθαλμοί σου θαμπώνουν…»
Θα ψιθυρίσω: «Μου πήρε αυτή το δώρο το θεϊκό μου».

Αλεξάντρ Πούσκιν

-1821-

Πιστή Ελλήνων κόρη! μη θρηνείς τον ήρωα που πέφτει
Κι ο μόλυβδος του εχθρού το στήθος του τρυπά.
Μην κλαίς -εσύ δεν ήσουν που πριν απ’ την πρώτη μάχη
Του όρισες τη διαδρομή τιμής αιματηρά;
Προβλέποντας το χωρισμό βαρύ να μέλλει,
Ο σύζυγος σου έτεινε μεγαλειωδώς το χέρι,
Το βρέφος του ευλόγησε με δάκρυα ευθύς,
Όμως το λάβαρο το μαύρο λευτεριά είχε σημάνει.
Σαν τον Αριστογείτονα, μυρτιά έπλεξε γύρω απ’ το σπαθί,
Ορμώμενος στη μάχη και όταν είχε πια χαθεί,
Έργο μεγάλο κι ιερό ‘χε κάνει.

Μιχαήλ Λέρμοντοφ

Λευκό πανί

Ένα λευκό πανί μονάχο
Στο γαλανό της θάλασσας!
Στην χώρα μακρινή, τι ψάχνει;
Στον τόπο του, τι άφησε;
Στο κύμα, ο άνεμος αγριεύει
Και το κατάρτι του λυγά…
Αλίμονό του! Τύχη δε γυρεύει
Ούτε από τύχη είναι φυγάς!
Στα καταγάλανα νερά που πλέει
Με ηλιαχτίδα πάνω του χρυσή
Αυτός, αντάρτης, καταιγίδα θέλει
Λες κι ηρεμία σ’ αυτήν μπορεί να βρει…

Αλεξάντρ Βερτίνσκι

Κίτρινος Άγγελος

Στα ρεστοράν τα βράδια,
Στου Παρισιού το τσίρκο,
Σε τούτη την φτηνή ηλεκτρική Εδέμ,
Τα χέρια μου υψώνω
Από οργή και πόνο,
Λυπητερά στον κόσμο τραγουδώ.

Τζαζ μπάντες να βροντάνε,
Μαϊμούδες αγριεμένες
Δόντια σακάτικα μου δείχνουν για να δω.
Αλλήθωρος, πιωμένος,
Τους καλώ στα πελάγη
Και άνθη στη σαμπάνια τους πετώ.

Και το πρωί σαν σέρνομαι στο ενύπνιο βουλεβάρτο,
Ακόμη και παιδιά με φόβο τρέχουνε μακριά.
Κουρασμένος γέρο-κλόουν με σπαθί από χαρτόνι
Και το λαμπερό μου στέμμα σβήνει της ημέρας φως.

Τζαζ μπάντες να βροντάνε,
Μαϊμούδες να χορεύουν,
Χριστούγεννα με λύσσα προϋπαντούν.
Αλλήθωρος, πιωμένος,
Κοιμήθηκα στο πιάνο
Μ’ αυτή τη φασαρία γιορτινή.

Ρολόι χτυπά στον πύργο,
Κι οι μουσικοί να φεύγουν,
Στο δέντρο, φώτα κάηκαν ολοσχερώς.
Σβήνουν κεριά οι λακέδες,
Σίγασαν οι κουβέντες,
Το πρόσωπο πια να σηκώσω δεν μπορώ.

Και κατέβηκε Κίτρινος Άγγελος από το σβησμένο δέντρο,
Κι είπε: «Δύσμοιρε μαέστρο, πόσο έχετε κουραστεί!
Λένε ότι τραγουδάτε ταγκό στους τεκέδες, νύχτα,
Στον πανάγαθο ουρανό μας όλοι έχουν εκπλαγεί.»

Με το πρόσωπο στα χέρια, τα σκληρά άκουγα λόγια,
Δάκρυα σκούπιζα με φράκο, δάκρυα πόνου και ντροπής.
Και ψηλά στα μπλε ουράνια, σβήνουν του Θεού κεράκια,
Κίτρινος Άγγελος θλιμμένος χάνεται μες στη σιωπή.

1934

Παρίσι

Μετασοβιετική ρωσική ποίηση

Ποιήματα που γράφτηκαν από την εποχή της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ έως και σήμερα,

Βίκτωρ Τσόι

Περιμένουμε αλλαγές!

Αντί ζεστασιάς, γυαλί πρασινίζει, Αντί για φωτιά, καπνός,
Απ’ το διχτυωτό ημερολόγιο μια μέρα άρπαξαν.
Κόκκινου ήλιου απομεινάρια καίγονται
Κι αυτά της ημέρας μαζί,
Στη φλεγόμενη πόλη πέφτει βαριά σκιά.

Αλλαγές οι καρδιές μας απαιτούν,
Αλλαγές τα μάτια μας απαιτούν,
Με το γέλιο μας, με τα δάκρυά μας και το χτύπο της φλέβας
Αλλαγές! Περιμένουμε αλλαγές!

Ηλεκτρικό φως τη μέρα μας συνοδεύει
Το σπιρτόκουτο έχει αδειάσει
Στην κουζίνα μας όμως το μπλε λουλούδι του αερίου καίει.
Τσιγάρα στα χέρια μας, τσάι στο τραπέζι, να ένα σχήμα απλό.
Τίποτα άλλο δεν υπάρχει, όλα βρίσκονται μέσα μας.

Να παινευτούμε δεν μπορούμε για των ματιών μας τη σοφία
Μα ούτε για κινήσεις επιδέξιες χεριών,
Δεν τα έχουμε ανάγκη για να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον.
Τσιγάρα στα χέρια μας, τσάι στο τραπέζι, να πως κλείνει ο κύκλος
Και ξαφνικά φοβόμαστε να αλλάξουμε κάτι.

Aλεξάντρ Νεπόμνιασι

Αλυσίδα παραγωγής

Πρωί είναι ή βράδυ, ακριβώς δεν ξέρω:
Γκρίζα τείχη πέρα για πέρα.
Χαρές πανάθλιες, χάρτινες φάτσες,
Εύκολοι τρόποι να ξεχαστείς γαμάτα,

Να ενωθείς με το πλήθος σαν μπογιά χωρίς χρώμα,
Να τυφλωθείς, να μην ξέρεις για να μη φοβάσαι
Το παράξενο μυστικό στην ανάσα του ανέμου,
Τόσο ζωντανού σπινθηροβόλου ανέμου…

Στο βάθος του σύμπαντος καίγονται σαν κεριά,
Εκείνου που αρχίζει πίσω απ’ την κενή ματιά –
Οι σπίθες εκείνες ζουν, καίγονται σαν κερί,
Άρα δεν χάνει ακόμα το νόημα η ζωή.

Μεσ’ στους άδειους διαδρόμους σαν γαλάζιες φλόγες,
Σεληνόφως στα τζάμια απ’ τα κλαδιά τα ανήσυχα
Πιο πέρα, πιο πέρα…
Τελειώνουν, σβήνουν…
Κι εμείς μείναμε πάνω στα τζάμια, ανούσια λάσπη.
Κυλάμε πάνω στα τζάμια, αμίλητη λάσπη.

Είπε κάποιος κάτι για Θεό – και Θεός πια δεν υπήρξε,
Ενώ τα ξένα σκατά παράδεισο τα είπαν.
Κι η αγάπη μας κείτεται κάτω απ’ την πλαγιά,
Ένα σύνηθες πτώμα κάτω από μια σύνηθη πλαγιά.

Πάμε να γελάσουμε να την κλωτσήσουμε με τα πόδια,
Μη σε νοιάζει που είναι κρύα, θα την ζεστάνουμε, θα ξυπνήσει.
Θα κάτσουμε στα χαλίκια, θα ακουμπήσουμε στα γόνατα
Για να ακούσουμε τα ρωμαλέα τραγούδια των εμπορικών τρένων.

Και πίσω απ’ τον τοίχο -δυο βήματα- τα ελεύθερα άλογα,
Δεν γνώρισαν ποτέ το μαστίγιο, άγρια άλογα.
Κι εμείς φοράμε στεφάνια από λουλούδια
Και φεύγουμε στα χωράφια γεμάτα ανείπωτα χόρτα κι ωραία λόγια…

Μα αυτά με την άκρη του ματιού και για μια στιγμή μόνο:
Από ένα τέτοιο όνειρο, αφύσικο τόσο
Σε φυλάει, ασφαλές και γερό
Το κλουβί σου, όχι πολύ χρυσό.

Συζητήσεις για χρήματα.
Βραχυπρόθεσμα σχεδια.
Συνεχή παιχνίδια. Ξένα πρόσωπα.
Γάτες. Ποντίκια. Ποιος επιβίωσε;
Ο Κώδικας των καθημερινών επιστημών.
Μέρα. Πρωί. Μέρα. Νύχτα.
Και κλείνει ο κύκλος των πάντων.

Γουστάρεις να μασάς κάτι καλό, ανάλογα την παρούσα στιγμή.
Πρέπει να γίνεις σταθερό επιτόκιο στην χρηματηστηριακή.
Να κάνεις τα πάντα για να υπηρετήσεις την ανάπτυξή τους.
Μια καλή σταθερή μηχανή θα γίνεις

Χωρίς κολλήματα, με εγγύηση για περίπτωση βλάβης.
Η κρίση θυμού τελείωσε, μάτωσαν οι παλάμες.
Θα περάσει, θα’ ναι όλα ΟΚ, εσύ μόνο αύξησε την απόδοση
Και τώρα ξεκουράσου, αύριο πάλι η αλυσίδα παραγωγής…

Και πίσω απ’ τον τοίχο τα ίδια ανόητα άλογα
Τι διάολο τα θέλουμε τα ξενέρωτα άλογα.
Δύο βλαμμένοι με στεφάνια από λουλούδια
Φεύγουν στο χωράφι γεμάτο με τα ηλίθια τους όνειρα.

Χαζοπούλια. Ζωάκια. Νόμιζαν είδαν πέρα…
Τα ζωάκια, όρμησαν στον καιόμενο σιδηρόδρομο
Με τον σιδερένιο κρότο στα τελευταία μέτρα
Με τον σιδερένιο κρότο με την παιδική τους ελπίδα

Και οι ρόδες τους πατούσαν, πατούσαν, πατούσαν,
Τους πατούσαν, πατούσαν, πατούσαν, πατούσαν…
Και καθόμαστε και κοιτάμε, ακούμε τις κραυγές τους,
Θέλαμε να φύγουμε και βαριόμασταν να γυρίσουμε την πλάτη.

Και πίσω απ’ την πλάτη βρόντηξε η σιδερένια πόρτα,
Πανω απ’ το κεφάλι αστέρια και λωρίδες μιας ξένης σημαίας.
Η αλυσίδα παραγωγής προχωράει, η στάμπα χτυπάει.
Εδώ είναι η θέση σου.

Η αλυσίδα παραγωγής προχωράει, η στάμπα χτυπάει.
Εδώ είναι η θέση σου.

Δώσε στον εαυτό σου λίγη ξεκούραση, πάρε τον τόκο σου.
Εδώ είναι η θέση σου.
Εδώ είναι η θέση σου.
Εδώ είναι η θέση σου.

Δώσε μου θείε δώρα και χρήματα!
Φόρεσέ μου θείε περιλαίμιο και αλυσίδα!
Μόνο που έχω όρεξη κάποιον να δαγκώσω!
Μόνο που την αλυσίδα κάποτε θα κόψω!

Αχ ελευθερία, να κόψω ένα λαιμό!
Αίμα είναι αίμα κι όχι νερό!
Φωνές, γάβγισμα, γάβγισμα, σ’ έπιασα στα πράσα!
Όπως και να ‘χει- πάρτα!
Φάτο! Μάσα!

Μάσα πάνω στο χιόνι αιματηρά σημαδάκια
Και στα μάτια σου χορεύουν αγγελάκια
Και στα μάτια σου κόκκινα κυκλάκια
Και στα μάτια σου κόκκινα κυκλάκια…

Όπως και να ‘χει η αλυσίδα παραγωγής μας έχει τελειωμένους
Κι έχουν μείνει μόνο χαρτιά τσαλακωμένα
Κι έχουν μείνει μόνο λογαρισμοί αριθμημένοι
Κι έχουν μείνει λουλουδάκια πλαστικοποιημένα…

Στο βάθος του σύμπαντος καίγονται σαν κεριά,
Αυτού που είναι πίσω απ’ την κενή ματιά –
Ζουν άραγε αυτές οι σπίθες, καίγονται σαν κερί;
Ποιος θα πει ότι δεν χάνει το νόημα η ζωή;

Ποιος θα πει ότι δεν χάνει το νόημα η ζωή;
Ποιος θα πει;
Ποιος θα επιδείξει;
Ποιος θα αποδείξει;
Ποιος θα μιλήσει;
Θα χορέψουμε…

1992

Άλλα Γκορμπουνόβα

Άνοιξη υπό περιορισμό

φέτος, φοβάμαι, να δω δεν πρόκειται
ξύπνημα πεταλούδων

πώς θέλω πεύκου μίσχους να χαϊδέψω
σταχυών εριοφόρων χάδι πώς ποθώ

σε βρύα θέλω να ξαπλώσω
ακούγοντας δρυοκολάπτες να σφυροκοπούν

γνωρίζω, κάπου στα πέρα μέρη
θάμνοι βακκίνιου μικροί θα ενδυθούν
άνθη ροδαλά
ενώ λειχήνες ολούθε θα φυτρώνουν
σε ξαπλωμένων δέντρων τους κορμούς

βατράχων δε θα ακούσω σερενάτες
ούτε από αγριόχορτα τυχαία θα κοπώ

σε ίσκιους φτέρες θα ψηλώνουν
κούκων θ’ ακούγεται λαλιά
όσο ερυθρόχρωμα μυρμήγκια
δική τους επιδιορθώνουνε φωλιά

κι εκεί που καλαμιές πυκνά φυτρώνουν
των βίδρων ίχνη σχηματίζουν ατραπούς

κύκλους εφημερόπτερα θα κάμουν
που μέρα μια μόν’ έχουνε ζωή

καθώς στις πόλεις θα φυτρώνουνε τουλίπες
σε παρτέρια
των πικραλίδων χύνεται χυμός γαλακτερός
στα βουλεβάρτα·
κοτσύφια κι αηδόνια δε θα ‘χει πια για ποιον
να κελαηδούν
και όπως τρέχουν πάνω κάτω των γατιών
οι αγέλες
χτίζουν πετροχελίδονα φωλιές σε χαραμάδες
κάποιων κτιρίων παλαιών

έτσι θα είναι η άνοιξη
αυτή που στο δωμάτιο θα περάσω

2020

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.