Η Πολύνα Γ. Μπανά γεννήθηκε το 1968, στη Δράμα, όπου και κατοικεί. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ. καθώς και του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (ΜΑ) στην Τοπική και Περιφερειακή Ανάπτυξη και Αυτοδιοίκηση. Είναι δικηγόρος και, συγχρόνως, νομική σύμβουλος του Δήμου Δράμας. Έχει μελετήσει, επίσης, τη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία (Diplôme d’ Études Françaises-2ème degré, Οption: Littérature) καθώς και την ιταλική γλώσσα (Diploma di Lingua Italiana). Δραστηριοποιείται συστηματικά, με την ιδιότητα της προέδρου του πολιτιστικού σωματείου «Σύλλογος Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας», επί σειρά ετών, στη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων και δράσεων. Ασχολείται συστηματικά, επίσης, από 25ετίας, με την παρουσίαση βιβλίων λογοτεχνίας στο πλαίσιο αντίστοιχων εκδηλώσεων. Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο “Τα ποιήματα του 2017” [εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων]. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολόγια.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων (εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2017)
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Μικρές Ρωγμές (Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία 2022)
.
.
ΜΙΚΡΕΣ ΡΩΓΜΕΣ (2022)
Ενότητα Ι
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΣΥΝΘΗΚΗ
ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΡΧΗ
Δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν, ίσα ίσα, να τελειώσει το Λύκειο. Κι αυτό με το ζόρι. Δεν είχε κλίση, άλλωστε, ούτε στα θετικά ούτε στα φιλολογικά μαθήματα. Δεν είχε κλίση πουθενά. Ή, τουλάχιστον, δεν πρόλαβε να την ανακαλύψει. Την πρόλαβε η μάνα της που
την γαλούχησε, από μικρή, σχεδόν νηπιακή ηλικία, με την ιδέα ενός «καλού» γάμου και της εμφύσησε, εγκαίρως, την υπέρτατη γυναικεία αρχή ότι απόλυτη προτεραιότητα κάθε ξύπνιας γυναίκας αποτελεί η επιτυχής σύναψή του.
Η πορεία, λοιπόν, ήταν προδιαγεγραμμένη για τη Ματούλα, ευθύς εξαρχής. Σειρά απανωτών δεσμών από τα μέσα ακόμη της εφηβείας, χορεία υποψήφιων μνηστήρων, αλλεπάλληλες υποσχέσεις αιώνιας πίστης και αγάπης, πάντα μ’ απώτερο στόχο την «αποκατάσταση» και βασικό κριτήριο επιλογής του εκάστοτε «δεσμού», την καταλληλότητά του προς τούτο.
Γρήγορα, πολύ γρήγορα, βρέθηκε αρραβωνιασμένη με τον πλέον αποκατεστημένο απ’ όλους τους υποψήφιους. Εργολάβος δημοσίων έργων, ο Τάσος, ήταν κοντά στα τριάντα τέσσερα όταν πρωτογνώρισε τη δεκαεπτάχρονη τότε Ματούλα, πατημένα τριάντα έξι όταν την παντρεύτηκε, κάτι λιγότερο από τριάντα επτά όταν απέκτησαν τον γιο (ήταν, εξάλλου, η αιφνίδια εγκυμοσύνη της Ματούλας που επέσπευσε τον γάμο ή, μάλλον, για την ακρίβεια, που οδήγησε τον Τάσο στην εσπευσμένη απόφαση να την «πάρει») και γύρω στα σαράντα όταν απέκτησαν την κόρη.
Μετά το δεύτερο παιδί, η εικοσιτριάχρονη πλέον Ματούλα εκτίμησε ότι εκπλήρωσε και με το παραπάνω τις υποχρεώσεις της απέναντι στη θεμελιώδη αναπαραγωγική λειτουργία του θεσμού του γάμου και κανείς δεν θα μπορούσε να της προσάψει τίποτα σχετικώς. Αγνόησε, λοιπόν, την επιθυμία του συζύγου της για τρίτο παιδί και αρνήθηκε να καταστεί εκ νέου
έγκυος, αποστομώνοντάς τον με το ατράνταχτο επιχείρημα:
«Έχεις τον γιο για διάδοχο στην επιχείρηση, έχεις και την κόρη για να καμαρώνεις. Τι το θες το τρίτο παιδί;»
Η πραγματική, όμως, αιτία για την πεισματική αυτή άρνηση της Ματούλας για περαιτέρω τεκνοποίηση δεν ήταν άλλη από τον φόβο ότι, μετά από δύο γέννες στη σειρά και με πατημένα, πλέον, τα είκοσι τρία, μια τρίτη γέννα θ’ απειλούσε, σχεδόν με βεβαιότητα, να χαλάσει τη σιλουέτα της. Και η Ματούλα δεν διακινδύνευε, για τίποτα στον κόσμο, να χαλάσει η σιλουέτα της.
Η σιλουέτα της ήταν το μεγάλο της όπλο, το βαρύ πυροβολικό της. Αυτή ήταν που την έφτασε εκεί που βρισκόταν σήμερα. Σύζυγος μεγαλοεργολάβου, με τριώροφη μεζονέτα στην ακριβότερη περιοχή της πόλης, εξοχικό στο βουνό αλλά και στη θάλασσα, ταξίδια στην Ευρώπη τουλάχιστον δυο φορές τον χρόνο, δικό της τζιπ μεγάλου κυβισμού, γκαρνταρόμπα από γνωστούς οίκους μόδας και με κατ’ οίκον κομμώτρια, μανικιουρίστα, πεντικιουρίστα και μασέζ. Μία επώνυμη κυρία, με προσκλήσεις από τα πιο εκλεκτά μέλη της high
society της πόλης, πρόσβαση στις πιο must παρέες της πόλης, πρώτο τραπέζι πίστα στα πιο hot ξενυχτάδικα της πόλης.
Και επειδή κανείς ποτέ δεν ξέρει πώς θα τα φέρει αυτή η γαμημένη η ζωή, και επειδή, το ’ξερε ήδη η Ματούλα, είχε αρχίσει κιόλας να ψιλοβαριέται τον Τάσο -μεγάλωνε και βάραινε και δεν της ταίριαζε πια και τόσο-, ίσως χρειαζόταν, στο εγγύς μέλλον, να βάλει και πάλι μπροστά τα μεγάλα της όπλα.
Γι’ αυτό και την χρειαζόταν τη σιλουέτα της η Ματούλα και κανένα βυζανιάρικο στον κόσμο δεν θα της τη χάλαγε.
.
Ενότητα ΙΙ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ
ΠΟΛΥΦΕΡΝΟΣ ΓΑΜΠΡΟΣ
Το ήξερε ότι ήταν περιζήτητος. «Κελεπούρι» όπως συνήθιζε να του υπενθυμίζει η μάνα του, πάνω στην άοκνη προσπάθειά της να τον αφυπνίσει για να μην πέσει στα δίχτυα καμιάς επιτήδειας. Νέος. Εμφανίσιμος. Πτυχιούχος Ιατρικής. Με το τελευταίο μοντέλο της Porsche. Της Porsche του μπαμπά. Με πολλά λεφτά. Τα λεφτά του μπαμπά. Διάδοχος ιδιωτικής
μαιευτικής κλινικής. Της κλινικής του μπαμπά. Πρώτης κλινικής, με διαφορά, σε πελατεία, σ’ όλη την ευρύτερη περιοχή. Σωστό χρυσωρυχείο.
Κυκλοφορούσε, λοιπόν, στα νυχτερινά στέκια της πόλης, με τον ανάλογο αέρα. Αισθανόταν και έδειχνε περιζήτητος. Ένιωθε, με φανερή ικανοποίηση, τα βλέμματα των γυναικών, μικρότερων και μεγαλύτερων, στραμμένα όλα πάνω του. Άκουγε τους ψιθύρους από τα γύρω τραπέζια που ρωτούσαν να μάθουν ποιος είναι. Έβλεπε τις σχετικές κινήσεις. Και κείνος, χαλαρός, σίγουρος, ανοιχτός, έκοβε κίνηση και περίμενε.
Με τη Σόφη βρέθηκαν τυχαία στην ίδια παρέα ένα βράδυ, σ’ ένα από τα γνωστά ξενυχτάδικα. Ξανθιά, με κατακόκκινα χείλια και νύχια, αβυσσαλέο ντεκολτέ χωρίς στηθόδεσμο και ένα μίνι ανύπαρκτο μ’ όλα τα μπούτια έξω, του την έδωσε αμέσως. Εκείνη, πάλι, μόλις έμαθε ποιανού γιος ήταν, της την
έδωσε αμέσως. Προτού τελειώσει η βραδιά, χαμουρεύονταν για τα καλά στο πίσω κάθισμα της Porsche. Αυτό ήταν. Κόλλησαν. Και δεν πέρασε πολύς καιρός -συγκεκριμένα, ούτε χρόνος- που η Σόφη άρχισε να φορτώνει και να θέλει γάμο.
«Διάλεξες την πρώτη τσουλάρα που σου άνοιξε τα σκέλια της! Σου διέφυγε, όμως, μια μικρή λεπτομέρεια: ότι τα ’χε ανοίξει, προηγουμένως, σε κάθε αρσενικό αυτής της πόλης! Ρώτησα κι έμαθα εγώ!» ωρυόταν η μάνα του. Δεν της έδινε ιδιαίτερη σημασία. Ήταν φουλ ερωτευμένος με τη Σόφη. Ήταν και
γαμώ τις γκόμενες η Σόφη και, ναι, πρώτη στο κρεβάτι. Αυτό ήταν που έπαιζε τον πρώτο και τον τελευταίο ρόλο για κείνον. Γιατί μόρφωση και πτυχία δεν χρειάζονται οι γκόμενες. Ούτε καμιά ιδιαίτερη ευφυΐα ή καλλιέργεια. Άσε που, όταν τις έχουν, γίνονται ζόρικες και κακός μπελάς για τον άντρα. Εξάλλου, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν χρειάζεται για να κάνουν καλό κρεβάτι, να σου μαγειρέψουν κάνα καλό στιφάδο ή να βάλουν τα μικρά για ύπνο. Αλλά, πάλι, έτσι ήταν πάντα η μάνα του. Κτητική απέναντι του. Κι ανικανοποίητη με όποια κι αν της έφερνε. Θα της περνούσε. Ήταν θέμα χρόνου. Πάντα την έριχνε στο τέλος τη μάνα του. Είχε τον τρόπο του. Με το μαλακό και με δυο τρεις επιδέξιες γαλιφιές.
Για τον πατέρα του δεν ανησυχούσε. Είχαν ακριβώς τα ίδια γούστα στις γυναίκες: φανταχτερές και περπατημένες. Όσο πιο φανταχτερές και περπατημένες, τόσο το καλύτερο. Εξάλλου, και η μάνα του στα νιάτα της, όταν την πρωτογνώρισε ο πατέρας του, δεν ήταν και καμιά αθώα περιστερά. Πώς αλλιώς θα τον τύλιγε τον μαιευτήρα η Ποπάρα απ’ την κάτω γειτονιά; Φρόντισε να μείνει έγκυος γρήγορα γρήγορα, τον στρίμωξε και το σόι της τον πατέρα του για να την αποκαταστήσει. Άλλο τώρα που η ίδια κάνει πως τα ξέχασε. Στο κάτω κάτω, η Σόφη τέλειωσε κι ένα Γυμνάσιο, ενώ η μάνα
του ούτε στην πρώτη Γυμνασίου δεν κατάφερε να πάει.
.
Ενότητα ΙΙΙ
ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΗΘΙΚΗ
ΟΛΙΓΟΝ ΑΠΟ ΞΥΛΟ
Όχι, δεν είχε κανένα παράπονο απ’ τη ζωή του. Όλα δούλευαν ρολόι. Η δουλειά του μπορεί να είχε μεγάλο άγχος και πίεση, όπως κάθε πετυχημένου ελεύθερου επαγγελματία, αλλά οι απολαβές τον αποζημίωναν και με το παραπάνω. Είχε βγάλει χοντρά λεφτά τα προηγούμενα χρόνια. Το ίδιο και με
τον γάμο του. Η γυναίκα του ήταν σπάνια περίπτωση. Μεγάλωνε τα τρία τους παιδιά υποδειγματικά. Δεν είχε μάτια πάρα μόνο για κείνον. Έπινε νερό στ’ όνομά του. Κι από εμφάνιση; Έσκιζε! Γυναικάρα με τα όλα της. Να δεις πώς
την κοίταζαν οι άντρες, όπου κι αν πήγαιναν. Σαν ξερολούκουμο! Αλλά αυτή ούτε που το πρόσεχε. Τόσο πιστή και αφοσιωμένη του ήταν.
Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα. Μετά τόσα χρόνια γάμου, δεν τον ερέθιζε πλέον. Δεν τον άναβε σαν άντρα. Ήταν τόσο βαρετή και προβλέψιμη στο κρεβάτι. Χωρίς φαντασία. Χωρίς τσαγανό. Δοκίμασε να της δείξει κάποια
πράγματα. Δοκίμασε ν’ ανανεώσει τη σχέση τους. Προσπάθησε να την πείσει να πειραματιστούν. Μέχρι και κασέτες την έβαλε να δει, μπας και ξεσηκώσει καμιά ιδέα. Όμως εκείνη όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε, αλλά σοκαρισμένη αρνήθηκε, λέγοντας του, μ’ αναφιλητά, ότι για να θέλει να της κάνει κάτι
τέτοιο, φαίνεται πως δεν την αγαπά και δεν τη σέβεται πια.
Κι έτσι την άφησε ήσυχη. Δεν την αγγίζει καθόλου. Και η ίδια είναι τόσο συνεσταλμένη και σεμνή που δεν τολμά καν να του το ζητήσει, παρόλο που φαίνεται πόσο πολύ το θέλει.
Είναι ένας χρόνος τώρα που σ’ ένα απ’ τα ξενυχτάδικα της περιοχής, γνώρισε τη Λουντμίλα. Βουλγάρα, τραγανή και, κυρίως, πρόθυμη για όλα. Τα βρήκανε με τη Λουντμίλα. Ταίριαζαν αμέσως τα γούστα τους στο κρεβάτι. Την φτιάχνει
όταν την χτυπάει πάνω στη φάση τη μεγάλη. Τρελαίνεται κανονικά. «Κι άλλο» του λέει «παιδαρά μου, κι άλλο!» Και κείνος νιώθει άλλος άνθρωπος, ανανεωμένος, μετά. Όλη η ένταση και το στρες της δουλειάς φεύγουν, εκτονώνονται. Κι αν καμιά φορά, πάνω στη μεγάλη έξαψη, την χτυπάει κομματάκι παραπάνω, της ζητά πάντα συγνώμη, μετά. Δεν το θέλει, απλώς έτσι φτιαγμένος που είναι, παρασύρεται…
Μόνο που η γριά, η μάνα της, δείχνει να μην τον χωνεύει καθόλου, γιατί θα βλέπει τις μελανιές και τα πρηξίματα και θα τα βάζει μαζί του. Πού να ’ξερε ότι η ίδια η θυγατέρα της καραγουστάρει!
.
Ενότητα VI
Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΕΥΔΟΚΙΜΕΙ
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΤΟΣΟ ΜΑ ΤΟΣΟ ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΟ ΕΙΔΟΣ
Ανέκαθεν αγαπούσε την ποίηση. Από μικρό παιδί, στο νηπιαγωγείο, που απήγγειλε το πρώτο του ποίημα στη σχολι-κή γιορτή και όλοι τον χειροκρότησαν. Αυτό ήταν. Από τότε μαγεύτηκε. Στο Δημοτικό και, μετέπειτα, στο Γυμνάσιο, διδάχθηκε όλους τους κλασσικούς ποιητές: Σολωμό, Κάλβο, Παλαμά. Τον Σεφέρη και τον Ελύτη τους διάβασε, αργότερα, ως νεαρός. Τον Καβάφη, με τα τολμηρά ερωτικά ποιήματα, δεν τον είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Ο ίδιος ήταν και παρέμενε λάτρης και θιασώτης της ομοιοκαταληξίας.
Μόλις τελείωνε το ωράριό του στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν ως τμηματάρχης Β’, επέστρεφε σπίτι του, έτρωγε με τη γυναίκα και τα παιδιά του και, αμέσως μετά, έσπευδε ν’ απομονωθεί στο πίσω καθιστικό, το οποίο έκανε και χρέη γραφείου, και αφοσιωνόταν στο γράψιμο. Έγραφε μετά μανίας ποιήματα. Πάντα με ομοιοκαταληξία. Με πατριωτικό περιεχόμενο, επικό ύφος και θέματα απ’ την αρχαία και νεότερη ελληνική ιστορία. Αγαπημένη του ιστορική περίοδος: η Ελληνική Επανάσταση του ’21. Δεν χόρταινε να εκθειάζει και να εξυμνεί τον ηρωισμό των Ελλήνων. Άπειρα τα ποιήματά του μ’ αυτό το θέμα.
Τα πονήματα του, τα ’χε στείλει σε όλους σχεδόν τους γνωστούς εκδοτικούς οίκους, χωρίς επιτυχή αποτελέσματα. Κάποιοι του έστειλαν μία απορριπτική, πλην όμως, ευγενική κι ενθαρρυντική επιστολή (κάτι σχετικό με το ότι τα ποιήματά του έχουν σπέρματα γνήσιας δημιουργίας και να συνεχίσει την προσπάθεια έως ότου αυτή ευοδωθεί), κάποιοι άλλοι δεν μπήκαν καν στον κόπο να του απαντήσουν. Δεν πτοήθηκε. Τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με δικά του έξοδα. Και μετά, την επόμενη και την επόμενη και την
επόμενη. Τη διακίνηση των εκάστοτε συλλογών του, την εμπιστευόταν στο μοναδικό βιβλιοπωλείο της πόλης. Όμως, δυστυχώς, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του φίλου του βιβλιοπώλη, ο οποίος κάθε φορά τις ενθρόνιζε στην πλέον περίοπτη θέση της προθήκης του βιβλιοπωλείου, οι συλλογές
του δεν πουλιόντουσαν. «Η ποίηση δεν πουλάει…» τον παρηγορούσε στερεότυπα ο φίλος του, κάθε φορά που περνούσε -και περνούσε σχεδόν καθημερινά- απ’ το βιβλιοπωλείο, με την κρυφή λαχτάρα να έχει πωληθεί έστω ένα αντίτυπο.
Οι κούτες με τις τυπωμένες ποιητικές συλλογές είχαν καταλάβει, πλέον, σχεδόν ολόκληρο το πίσω καθιστικόγραφείο, η γυναίκα του είχε αρχίσει να μη βλέπει με καλό μάτι την ποιητική του αυτή υπερδραστηριότητα. Είδε κι
απόειδε κι αυτός και άρχισε να δωρίζει τις συλλογές του προς πάσα κατεύθυνση. Μάλιστα είχε πάντα μαζί του μερικά αντίτυπα και με το που έβλεπε γνωστό στον δρόμο, στην αγορά, στο καφενείο, του χάριζε κι από ένα. Πάντα με μία περισπούδαστη και πνευματώδη αφιέρωση.
Πήγαινε, αδιακρίτως, σ’ όλες τις λογοτεχνικές εκδηλώσεις και τις παρουσιάσεις βιβλίων, ξεμονάχιαζε τον ομιλητή μ’ επιδέξιο τρόπο, του συστηνόταν ως ντόπιος ποιητής (το «δημόσιος υπάλληλος» το αποσιωπούσε τεχνηέντως) και του χάριζε ένα αντίτυπο απ’ όλες τις ποιητικές του συλλογές, παρακαλώντας τον, συγχρόνως, να του πει την έγκυρη γνώμη του, γιατί «η γνώμη σας πολύ βαρύνει για μένα», όπως έλεγε σε όλους, μα όλους, ανυπερθέτως. Έτσι, βρέθηκε με μια πολύ ωραία συλλογή από διάφορες επαγγελματικές κάρτες που αναφέρονταν ολιγογράφως, γενικώς και αορίστως, στις «ποιητικές του ικανότητες».
Σιγά σιγά, στις κοινωνικές του εξόδους κι επαφές, όταν τον σύστηναν σε κάποιον, δίπλα στο «δημόσιος υπάλληλος» έσπευδε να προσθέσει και το «ποιητής», προκαλώντας ανθυπομειδιάματα στους παρισταμένους και φέρνοντας σ’ εμφανή αμηχανία τη σύζυγό του, ενώ, κάθε φορά που εκείνη
δε βρισκόταν στο πλάι του, δήλωνε αποκλειστικά και μόνο «ποιητής».
Όταν, κάποια στιγμή, θέλησε να τυπώσει την δέκατη έκτη, συναπτή ποιητική συλλογή με τα τελευταίας εσοδείας ποιήματά του για την Ελληνική Επανάσταση του ’21, αποσύροντας και πάλι μια γενναία δόση χρημάτων απ’ τον τραπεζικό τους λογαριασμό, η σύζυγός του πάτησε πόδι, επισημαίνοντάς του, μ’ ανυποχώρητη αυστηρότητα, ότι δεν μπορούσε να κατασπαταλά άλλο τα λεφτά που προορίζονταν για τις σπουδές των παιδιών τους για να κάνει αυτός το «ψώνιο» του -έτσι, ακριβώς, το έθεσε- και πως, από δω και πέρα, εάν ήθελε να κάνει κάτι πραγματικά δημιουργικό στον ελεύθερο χρόνο του, ας έγραφε τετράστιχα για το ημερολόγιο της ενορίας τους, να κάνει και την καρδιά του παπά-Λάμπη που τόσες φορές του το ’χε ζητήσει και κείνος απαξίωνε.
Μετά την ψυχρολουσία και το αρχικό σοκ, συνήλθε πολύ γρήγορα και την επομένη κιόλας μέρα ακύρωσε την παραγγελία του στο τυπογραφείο κι έκατσε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια μπροστά στην τηλεόραση για να γράψει τα τετράστιχα του παπά-Λάμπη.
.
Η ΚΑΤΑΦΑΝΗΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ ΤΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ (2017)
ΑΠΑΝΘΡΩΠΟ
Το στόμα κινείται,
μορφάζει,
πλήττει,
επιπλήττει,
μέμφεται,
χειρονομεί (σείοντας το δάκτυλο),
επιτίθεται,
συντρίβει.
Αποτελεί, με διαφορά, το πλέον απάνθρωπο σημείο
της ανθρωπογεωγραφίας του σώματος.
ΡΩΓΜΗ
Μικρή ρωγμή, αίφνης,
εγκαταστάθηκε στο πρόσωπο,
εκχέουσα
σκέψεις κι αδήριτη αλήθεια,
κι η μέχρι πρότινος ενδεδυμένη αυτού μη-έκφραση
δεν είναι, πλέον, ικανή να τη στοκάρει (ή επουλώσει;)
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΤΙΝΙΑ
Στη -δική μου- «μικρή»
Η αδελφή μου παραπονιέται, μια ζωή,
πως, όταν είμαστε παιδιά,
δεν έπαιζα ποτέ
και
κείνη, εξαιτίας μου,
μεγάλωσε,
παίζοντας μπάλα
(και συνομιλώντας)
μ’ έναν τοίχο.
Δεν έχω τι να πω.
Δεν ξέρω αν ψεύδεται ή λέει αλήθεια.
Δε θυμάμαι τίποτα απ’ τα παλιά.
Έχω,
μονάχα,
μια θολή εικόνα, στο μυαλό,
πως τρέχω σ’ έναν αγρό,
κρατώντας ένα κίτρινο μικρό χαρταετό
-και-
μια θαμπή φωτογραφία, στο συρτάρι,
όπου μορφάζω στον φακό,
φορώντας κόκκινα δετά πατίνια.
ΝΕΥΜΑ
Μια ζωή αισθανόμουν ανάδελφη,
αδυνατώντας να ενταχθώ σε οποιαδήποτε ομάδα
(ακόμη και στην πιο μικρή, κυτταρική παρέα).
Ομαδικά παιχνίδια κι αθλήματα,
σχολικές εορτές και παρελάσεις
μου προκαλούσαν ασφυξία,
σ’ όλη την εφηβεία.
Δε συζητώ καν για ένταξη σ’ οργανωμένες ομάδες:
η σκέψη μόνο ήταν ικανή γι’ αλλεργική αντίδραση.
Κι όλη αυτή,
η εφ’ όρου ζωής δυσανεξία
οφείλεται,
αποκλειστικά,
σε μια αστραπιαία κίνηση,
σ’ ένα στιγμιαίο νεύμα της κεφαλής,
από τις απαρχές του -δικού μου- κόσμου:
όταν,
τετράχρονη μικρή,
ξεφεύγοντας από τη χειροπέδη της γιαγιάς μου,
έτρεξα
σε μια παρέα διερχόμενων παιδιών,
ρωτώντας τους, περιχαρής κι ανυποψίαστη,
αν ήθελαν να πάω κι εγώ μαζί τους,
για να με χαστουκίσει ο αρχηγός
μ’ ένα ξερό κι ανεξιχνίαστο «όχι»
που, εκ των υστέρων, ενήλικη, απέδωσα
σ’ ένα αδιόρατο κούνημα του κεφαλιού
της προαιώνια έντρομης γιαγιάς μου
-παρά την τόσο απλή, ώριμη εξήγηση,
το τόσο πρώιμο αίσθημα απόρριψης
ποτέ δεν επουλώνεται-.
Όπως καταλαβαίνετε,
είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα
πως ένα φευγαλέο νεύμα
μπορεί ν’ αλλάξει την πορεία μιας ολόκληρης ζωής.
Υπήρξα θύμα
τέτοιου νεύματος.
ΣΙΛΙΚΟΝΟΥΧΑ ΧΕΙΛΗ
Υπήρξαν φορές
που πάνω στην προσπάθεια
να κρατήσω το στόμα μου κλειστό
για να μην εφορμήσει η γλώσσα κι επιτεθεί,
είχαν πρηστεί τόσο τα χείλη,
που φίλοι που ’χαν να με δουν καιρό,
με ρώταγαν, με γνήσια απορία,
αν έχω προσθέσει σιλικόνη.
ΝΑΥΤΙΑ
Έσκυψα το κεφάλι
πάνω από τα βιβλία της δουλειάς
κι όταν το σήκωσα,
είχαν περάσει είκοσι (και πλέον) χρόνια.
Το ξανα-έσκυψα γρήγορα,
γιατί, πλέον, δεν (ανα)γνώριζα
μήτε τον κόσμο
μήτε αυτούς που τον κατοικούν
κι όλο αυτό μου προκάλεσε, αίφνης,
μια ελαφρά ναυτία.
Προτιμώ, αναφανδόν, τα φωνήεντα.
Ναι,
πάντα είχα μια σκανδαλιστική ροπή προς τα φωνήεντα.
Με καθηλώνει, από μικρή, η καταφανής εξωστρέφειά τους.
Ενώ,
είν’ αλήθεια
-ανώφελο να τ’ αρνούμαστε-
πως τα σύμφωνα μπορούν να γίνουν,
μερικές φορές,
τόσο στριφνά και κακότροπα.
Κι αυτό, αποκλειστικά από ταμπεραμέντο ή ψυχρό καιρό.
Η ΦΑΝΕΡΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ
Προτιμώ, αναφανδόν, τα φωνήεντα.
Ναι,
πάντα είχα μια σκανδαλιστική ροπή προς τα φωνήεντα.
Με καθηλώνει, από μικρή, η καταφανής εξωστρέφειά τους.
Ενώ,
είν’ αλήθεια
-ανώφελο να τ’ αρνούμαστε-
πως τα σύμφωνα μπορούν να γίνουν,
μερικές φορές,
τόσο στριφνά και κακότροπα.
Κι αυτό, αποκλειστικά από ταπεραμέντο ή ψυχρό καιρό.
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΚΡΟΑΣΕΩΣ
Κάθε δυο χρόνια
-μ’ εξαίρεση τα δίσεκτα-,
τη δεύτερη Τρίτη του τέταρτου μήνα,
δέχομαι, στο γραφείο μου,
για ολιγόλεπτη -ο χρόνος είναι πολύτιμος- ακρόαση,
τον άλλο μου εαυτό.
Και,
χωρίς καν να του προτείνω να καθίσει,
καμώνομαι
ότι αφουγκράζομαι και στοχάζομαι
τα «δίκαια» αιτήματα
που εκείνος, ασθμαίνων -η πίεση χρόνου γαρ-,
κάθε φορά, εγγράφως, μου υποβάλλει
περί αποκαταστάσεως της κοσμοθεωρίας ΜΑΣ,
» αναθεωρήσεως των προτεραιοτήτων ΜΑΣ,
» επιστροφής στις πραγματικές (;) αξίες ΜΑΣ
κ.λ.π., κ.λ.π.,
αναχαιτίζοντάς τον,
βιαστικά,
με έξυπνα τσιτάτα
περί της τέχνης του εφικτού
» ρεαλισμού,
» επαφής με την πραγματικότητα κ.λ.π., κ.λ.π.,
και
οδηγώντας τον,
με τρόπο -μαλακά πλην αποφασιστικά,
προς την έξοδο .
Τον ενδιάμεσο χρόνο,
έχω δώσει, από ετών, εντολή στη γραμματέα μου,
να μ’ απαλλάσσει από την παρουσία του
κι όταν αυτός εμφανίζεται απρόσκλητος
(κάτι που συνηθίζει τις πιο απίθανες ώρες),
να τον ξεφορτώνεται, με τη δικαιολογία ότι «είμαι εκτός»
ΠΕΡΙ ΑΤΕΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΖΩΔΙΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ
Μισώ τις ατέλειες.
Ίσως,
έχει να κάνει με τον περφεξιονισμό
που αναμφίβολα χαρακτηρίζει το ζώδιό μου
-γνωστό τοις πάσι ότι οι Ζυγοί είναι τελειοθήρες-.
Βγάζοντας, όμως, έγκαιρα,
τα χοντρά, μυωπικά γυαλιά μου,
δεν τις καλοβλέπω
και, συν τω χρόνω,
έμαθα να τις παραβλέπω
(πρωτίστως τις δικές μου).
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΡΟΛΩΝ
Στη δική μου «εκείνη»
Μικρή,
με φρόντιζε εκείνη,
με μια βεβαιότητα αδιατάρακτη.
Σαράντα χρόνια μετά,
τη φροντίζω εγώ,
και κείνη αφήνεται στα χέρια μου,
σαν το μικρό παιδί που υπήρξα στα δικά της.
ΦΡΟΥΔΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ
Έγινα σαράντα επτά
κι ακόμη δεν ξέρω τίποτε, με -σχετική- βεβαιότητα.
Το γήρας πλησιάζει, πλέον, επικίνδυνα…
Πού είναι η συμπαρομαρτούσα σοφία που μου έταξαν;
‘
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ
ΔΗΛΩΝΩ «ΟΙΚΙΑΚΑ» ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ
Ο χρόνος έχει παγώσει και συρρικνωθεί
στις καθημερινές οικιακές ασχολίες.
Χρειάσθηκε ένας άγνωστος ιός,
μια πανδημία
&
μια απαγόρευση κυκλοφορίας,
λίγο μετά την είσοδό μου στα πενήντα,
για να με καθηλώσει
η ευκολία
με την οποία το πόδι μου γλίστρησε
μες στο στενό γοβάκι της απλής νοικοκυράς,
απ’ την οποία ευπειθώς κράτησα τις αποστάσεις
(υψώνοντας, από μικρή,
στη δική μου βραχονησίδα,
την κυματίζουσα σημαία
της πιο αδιαπραγμάτευτης,
γυναικείας ενδυνάμωσης).
Ως γνωστόν,
σχεδόν ποτέ και σε κανένα
δε δίνεται η ευκαιρία
να περιηγηθεί
στην αντιπέρα της δικής του κοσμοθεωρίας, όχθη.
Και ναι μεν, το γοβάκι ήτανε, πλέον,
αμετάκλητα μικρό για τα μέτρα μου (και τα σταθμά μου),
αλλά, για ένα δίμηνο-τρίμηνο,
υπήρξε μία εξόχως σπάνια θητεία
στην άλλη πλευρά των -γυναικείων- πραγμάτων.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ (ΚΑΙ ΤΡΙΓΜΟΙ)
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ SARS-CoV-2
Η πιο σκληρή νέα πραγματικότητα
εκτυλίσσεται μέσα στο σπίτι
και όχι εκτός.
Ο κατ’ οίκον εγκλεισμός και
ο διαρκής αναγκαστικός συγχρωτισμός
επισύρουν την πιο βίαιη αναμέτρηση
με τη μέχρι πρότινος λανθάνουσα (;) υποψία
ότι λίγο γνωριζόμαστε
κι ακόμη λιγότερο συμπαθιόμαστε,
αν και, υπό νορμάλ συνθήκες,
συνθέτουμε -αυτό που λένε- οικογένεια.
Άλλο, όμως, να συναγελαζόμαστε με χρονόμετρο,
συνωθούμενοι, το πρωί, μπροστά στο μπάνιο
και καθήμενοι, το βράδυ, μπροστά στην τηλεόραση,
(διάγοντας, βολικά, όλη τη μέρα μας, με «ξένους»:
φίλους, συναδέλφους & συμμαθητές/συμφοιτητές)
κι άλλο να σκουντουφλάμε, συνεχώς,
ο ένας πάνω στον άλλο,
αγωνιώντας
πως κάτι πρέπει (να βρούμε για) να πούμε.
Δημοσιεύτηκαν στον Ποιητικό Πυρήνα στις 9/6/2020
ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ
Με «διέγνωσε» γρήγορα, πολύ γρήγορα.
Από τη δεύτερη, κιόλας, ημέρα νοσηλείας.
–Καταναγκαστική.
Συρρικνώνοντας όλα όσα υπήρξα μια ζωή πενήντα-τόσων χρόνων,
σε μια
και μόνο
λέξη,
απότοκη της πιο μπανάλ τυπολογίας.
Ώστε
να μη χωρεί, πλέον, καμία αμφιβολία
για τη συμφυή μου αδυναμία
να υποδυθώ μια υγιή προσωπικότητα,
μιμούμενη, επιτυχώς,
τους μέσους συνετούς ανθρώπους
που βρίθουν ένα γύρο.
ΑΤΙΤΛΟ/ΑΤΑΞΙΝΟΜΗΤΟ
Πάντοτε έβγαινα μπροστά
και σήκωνα προθύμως
το βάρος της –εκάστοτε– συνολικής ευθύνης.
Με γέρασε πρόωρα.
Και τώρα, στα πενήντα μου,
που φρέναρα απότομα,
πατώντας pause για λίγο,
κατάλαβα αναδρομικώς
πως έπασχα απλώς
από το «σύνδρομο του αρχηγού»
που διάφοροι αδιάφοροι φορτώσανε στους ώμους μου
κάποια στιγμή που είχα αφαιρεθεί και δεν κοιτούσα.
Δημοσιεύτηκαν στο «Μανδραγόρα» στις 27/5/2020
.
ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΚΟΜΗ ΓΑΜΟ
Στη μνήμη τον Έντουαρντ Άλμπι
και στη δική τον, α π α ρ ά μ ι λ λ η
«Βιρτζίνια Γουλφ»
Ι. ΦΟΒΟΥ!
Φοβού/Φοβείσθε
τη συσσωρευόμενη πικρία
που κουλουριάζεται και σίζει υψίσυχνα
μέσα από το γουργουριστό σιφόνι του νιπτήρα.
Φοβού/Φοβείσθε
την υφέρπουσα μνησικακία
που ελλοχεύει και πετάγεται από την κρυψώνα της,
κάθε φορά που κάποιος θα σηκώσει το χαλί του σαλονιού.
Φοβού/Φοβείσθε
τις ανικανοποίητες επιθυμίες
που σιγοβράζουνε, σε χαμηλή φωτιά,
μέχρι να γίνουν αχνιστά, καλομαγειρεμένα απωθημένα.
Και, πάνω απ’ όλα,
φοβού/φοβείσθε
την προβολή
όλων αυτών (κι ετέρων τινών παρεμφερών)
στον Άλλο.
II. ΣΤΟΥΣ ΕΜΠΟΛΕΜΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ ΕΝΟΣ ΒΙΕΝΝΕΖΙΚΟΥ ΒΑΛΣ
Αλήθεια,
πόσα ζευγάρια
στροβιλίζονται γύρω μας,
σ’ ένα σφικτό εναγκαλισμό,
εκτελώντας,
αριστοτεχνικά,
ένα ξέφρενο βαλς
υπέρτατης Εχθροπραξίας;
ΙΙΙ. ΥΠΟ ΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΤΩΝ ΤΥΜΠΑΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Έλεγχος
Σύγκρουση.
Ισοπαλία.
Αναδίπλωση.
(εκ νέου) Εφόρμηση.
Κατατρόπωση.
Θρίαμβος (του Ενός)
Υποταγή (του Άλλου)*
Και πάλι,
Έλεγχος,
Σύγκρουση…και ούτω καθεξής.**
* «Στον έρωτα ισχύει ό,τι και στον πόλεμο: Ουαί τοις ηττημένοις!» (Ναπολέων Βοναπάρτης). ** θαρρείς και, κατά την έξοδό τους από την εκκλησία (το δημαρχείο, το συμβολαιογραφείο), τους δίδεται δωρεάν αντίτυπο τον κλασικού εγχειριδίου «Η Τέχνη του Πολέμον»τον κινέζου στρατηγού Sun Tzu (544-496 π.Χ.), με υπογραμμισμένα τα εξής κρίσιμα σημεία: «...Όλος ο πόλεμος βασίζεται στην παραπλάνηση ...Έτσι, όταν μπορούμε να επιτεθούμε πρέπει να δείχνουμε ανήμποροι όταν χρησιμοποιούμε τις δυνάμεις μας, πρέπει να δείχνουμε αδρανείς· ...Ρίχνε δολώματα για να παραπλανήσεις τον εχθρό. Προσποιήσου αταξία και τσάκισέ τον ...Αν ο αντίπαλός σου είναι ευερέθιστος, προσπάθησε να τον εκνευρίσεις. Να υποκρίνεσαι ότι είσαι αδύναμος, ώστε να γίνει αλαζόνας. Αν ξεκουράζεται, μην τον αφήσεις σε ησυχία .. .Κάνε επίθεση, όταν είναι απροετοίμαστος. Να εμφανίζεσαι εκεί που δεν σε περιμένει...».
Δημοσιευμένα στο περιοδικό Οδός Πανός τχ 188 Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2020
Οι δύο όψεις του ίδιου παραχαραγμένου νομίσματος
Από τη μια,
οι ευκαιριακοί φτωχοδιάβολοι:
κλεφτρόνια,
πρεζόνια,
εκδιδόμενες/-οι
Εν ολίγοις,
όλοι οι γνωστοί
«συνήθεις ύποπτοι»
που παρελαύνουν & εναλλάσσονται,
με την ταχύτητα του φωτός,
μπροστά στην έδρα της Δικαιοσύνης,
αμήχανοι, σιωπηλοί κι αόρατοι,
χωρίς
συνήγορο,
υπερασπιστική γραμμή
και…
(οποιαδήποτε) ελπίδα,
εκ προοιμίου, ένοχοι και καταδικαστέοι.
Κι από την άλλη,
τα άξια τέκνα αξιότερων οικογενειών,
που, για τα σύνθετα -συνήθως- κρίματά τους,
μετέρχονται
τα πιο περίτεχνα,
απαλλακτικά επιχειρήματα,
(συχνά εξικνούμενα & κινούμενα
στη σφαίρα της λογικής ακροβασίας)
και αθωώνονται
λόγω επιτευχθείσας αμφιβολίας.
Ποιος ήταν, να δεις, αυτός
που πρώτος άρθρωσε
(κι όλοι, νεότεροι, «το ’χαμέ δέσει κόμπο»)
πως
όλοι είμαστε ίσοι;
Το διδαχθήκαμε, δε μπορεί,
κάποια στιγμή, στη Νομική…
Συγχωρείστε με,
αλλά,
πάνω στο συνεχή φόρτο της δουλειάς,
δε συγκρατώ πια όλες τις λεπτομέρειες
και το ’χω πλέον, από ετών, τελείως λησμονήσει.
Δημοσιευμένα στο περιοδικό δεκατα τεύχος 62 καλοκαίρι 2020
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΙΚΡΕΣ ΡΩΓΜΕΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
ΠΕΡΙ ΟΥ 25/2/203
Η Πολύνα Μπανά μετά το πρώτο της βιβλίο, τη ποιητική συλλογή «Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων» (Σαιξπηρικόν, 2017) επανέρχεται το 2022 με τη συλλογή διηγημάτων «Μικρές Ρωγμές» Εκδόσεις Nίκας). Εκτός από μάχιμη δικηγόρος και Νομική Σύμβουλος του Δήμου Δράμας, όπου ζει, η Πολύνα δραστηριοποιείται εδώ και δεκαετίες σε πολιτιστικές και λογοτεχνικές εκδηλώσεις και δράσεις με την ιδιότητα της προέδρου του πολιτιστικού σωματείου «Σύλλογος Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας». Επίσης από το 2021 είναι υπεύθυνη για τις παράλληλες λογοτεχνικές εκδηλώσεις Αίθρια λογοτεχνικά απογεύματα του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού μήκους Δράμας.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες σε συνδυασμό με τη μάχιμη δικηγορία και τη τριβή μέσα στη κοινωνία που ζει , οδηγούν τη Πολύνα στη μελέτη της ανθρώπινης φύσης και συμπεριφοράς και που είναι ευδιάκριτα στα αφηγήματα της στις «Μικρές Ρωγμές». Κι αυτά τα μικρά και τόσο ζωντανά αφηγήματα, τα γεμάτα από συμπεριφορές καθημερινών ανθρώπων διαβάζοντας τα, έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις ταινία μικρού μήκους χάρις στη ξεχωριστή και πετυχημένη γραφή της συγγραφέως. Μια γραφή που πηγάζει μέσα από την αγάπη της Πολύνας για τα πολιτιστικά δρώμενα αλλά και τη μάχιμη δικηγορία που τη φέρνει σε επαφή με τα καθημερινά προβλήματα και γεγονότα της κοινωνίας μας.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε έξη ενότητες, η κάθε μια με τη δικιά της εικόνα στη ανθρώπινη νοοτροπία και συμπεριφορά. Είναι ιστορίες που όλοι λίγο πολύ έχουμε ακούσει να συμβαίνουν στη κοινωνία μας.
Στη πρώτη ενότητα τα πέντε αφηγήματα έχουν θέμα τη ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΣΥΝΘΗΚΗ.
Στο πρώτο αφήγημα της ενότητας, «Παιχνίδια του μυαλού» βλέπουμε ένα ζευγάρι που μετά από πολλά χρόνια γάμου, η καθημερινότητα τους γίνεται αφόρητη, μια και ο σύζυγος μιλά ακατάπαυστα για όλα τα θέματα που του έρχονται στο μυαλό, η σύζυγος ακούει αδιάφορα και στο τέλος γίνεται ο καυγάς που κρατάει μέρες. Κι όταν επέλθει ένας θάνατος τι ακολουθεί;
Στο επόμενο αφήγημα «Η καλύτερη φίλη των καταστηματαρχών» η ηρωίδα είχε σαν επιτακτική ανάγκη την καθημερινή επίσκεψη στην αγορά για να ξεσκάσει από τη ρουτίνα με τις δουλειές του σπιτιού, το καυγά με τα παιδιά και το σύζυγο με αποτέλεσμα να γεμίζει το σπίτι πολλές φορές με άχρηστα πράγματα. Και οι καταστηματάρχες και υπάλληλοι των καταστημάτων τις έδειχνα τη χαρά τους στις καθημερινές επισκέψεις της. Όσο για τις φιλενάδες της, είχαν κι αυτές μια θέση στη σκέψη της όταν ψώνιζε ρούχα και κοσμήματα.
Στην «Υπέρτατη γυναικεία αρχή» η ηρωίδα, όπως τα περισσότερα κορίτσια μιας άλλης εποχής μεγάλωνε γαλουχημένη από τη μάνα της για ένα καλό γάμο, πράγμα που βέβαια πέτυχε. Καλό γάμο, παιδιά, καλή ζωή. Και μετά τι;
Για τη «Μια τόσο τίμια κατανομή των οικογενειακών βαρών» στο επόμενο αφήγημα η εργαζόμενη γυναίκα είναι και σύζυγος και μητέρα και ακούραστη νοικοκυρά έχοντας τη φροντίδα για τα πάντα στο σπίτι. Και όταν περιμένει τα πεθερικά για δείπνο τότε στη ξεχωριστή φροντίδα έχει και την αυστηρή κριτική.
Και στο τελευταίο αφήγημα της ενότητας «Delete στην αναπαραγωγική λειτουργία του γάμου» έχουμε τη γυναίκα που δεν θέλει να κάνει παιδιά. Πως θα αντιμετωπίσει άραγε τους δικούς της ανθρώπους που μπορεί να μη συμφωνούν με την άρνηση της;
Η επόμενη ενότητα έχει σα θέμα την ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.
Και στο πρώτο αφήγημα ήρωας του ο «Πολύφερνος γαμπρός» Και όταν ένας τέτοιος γαμπρός επιλέξει μια γυναίκα για σύζυγο και μάλιστα μοντέρνα και εντυπωσιακή ποιος θα αντιδράσει; Φυσικά η μαμά! Και ο γαμπρός τι θα κάνει;
Στο επόμενο αφήγημα το «Κόκκινο μανό» έχουμε τη περπατημένη ηρωίδα που αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να βρει τον κατάλληλο, πλούσιο γαμπρό και αρχίζει την αναζήτηση στα νυχτερινά στέκια έχοντας εμπιστοσύνη στη μεγάλη της εμπειρία με τους άνδρες.
Ακολουθεί η «Ποπάρα» όπου η μητέρα του γαμπρού βλέποντας την υποψήφια νύμφη της θύμισε τον εαυτό της, αντιδρά αλλά μάταια, συμβιβάζεται και αρκείται να έχει το πρώτο λόγο σε άλλο θέμα σχετικά με το γάμο.
Και η ενότητα κλείνει με το αφήγημα «Πρώτος μαιευτήρας της πόλης» όπου εδώ βλέπουμε το σκεπτικό και την αντίδραση του πατέρα του υποψήφιου γαμπρού που συμφωνεί με το σκεπτικό του γιού για τη ζωηρή και φανταχτερή νύμφη ενώ διαφωνεί πλήρως η μητέρα. Ποιανού άραγε υπερισχύει η άποψη;
Ακολουθεί η ενότητα ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΗΘΙΚΗ. Στα δυο αφηγήματα της
«Ολίγον από ξύλο» και «Επιβίωση» οι ήρωες τους, δυο άντρες με οικογένεια, απολαμβάνουν τα περισσότερα που ήθελαν στη ζωή τους, ωραία και αξιόλογη σύζυγο, παιδιά και γενικά μια όμορφη οικογενειακή ζωή που δεν σκέφτονται καθόλου να τη χαλάσουν. Με το πέρασμα του χρόνου όμως αναζητούν την εξωσυζυγική σχέση, που βέβαια την βρίσκουν για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Ποιες οι επιπτώσεις άραγε;
Στην επόμενη ενότητα ΔΙΠΤΥΧΟ «ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ» και στα δυο αφηγήματα της η συγγραφέας μας μιλά για τη προσφιλή διασκέδαση στα μπουζούκια. Στο «Πρώτο τραπέζι πίστα» ο ήρωας μας δούλευε σκληρά όλη τη βδομάδα αλλά το Σαββατόβραδο ήταν ο πιο τακτικός θαμώνας στα μπουζουξίδικα της περιοχής του όπου απολάμβανε μόνος τη περιποίηση των ανθρώπων του μαγαζιού και το πρόγραμμα, πάντα στο πρώτο τραπέζι πίστα. Κι αυτός βέβαια απολάμβανε και καμάρωνε γι’ αυτή τη ξεχωριστή περιποίηση ώσπου ένα θλιβερό γεγονός έδειξε την αληθινή πραγματικότητα.
Στο επόμενο αφήγημα «Η ζωή χωρίς» βλέπουμε έναν άλλο τακτικό θαμώνα στα μπουζούκια. Εδώ ο ήρωας μας είναι θαυμαστής μιας συγκεκριμένης τραγουδίστριας και έχει μάτια μονάχα γι’ αυτή αν και ποτέ δεν είχε το θάρρος να τη πλησιάσει και να της μιλήσει πράγμα που κάνανε πολλοί άλλοι θαμώνες.
Θα τα καταφέρει άραγε;
Μια άλλη νυχτερινή διασκέδαση εκτός από τα μπουζούκια είναι τα μπαράκια
που στην ενότητα NIGHT LIFE έχουμε δυο αφηγήματα. Στο πρώτο με το τίτλο «Οι ραγδαίες επιπτώσεις της κοινωνικής καταξίωσης ενός μπάρμαν» βλέπουμε το όνειρο ενός μπάρμαν. Ποιο ήταν αυτό; Μπάρμαν στο καλύτερο ξενυχτάδικο της πόλης. Ήταν γι’ αυτόν όνειρο ζωής, ήταν η κορυφή της κοινωνικής ανόδου. Όλοι οι πελάτες θα ήθελαν να τους σερβίρει, αυτός θα ξεχώριζε τους καλύτερους και θα τους χάριζε την εύνοια του. Όσο για τα κορίτσια θα λιώνανε γι’ αυτόν. Και πιο πολύ θα χαιρόταν που ο πατέρας του θα αναγνώριζε το λάθος του που τον ήθελε να σπουδάσει.
Στο επόμενο αφήγημα «Sweet Sixteen» βλέπουμε το δεκαεξάχρονο κοριτσάκι που προσπαθεί να πείσει τους γονείς να της επιτρέψουν να ξενυχτά στα μπαράκια με τη παρέα της ως το πρωί κάθε Παρασκευή και Σάββατο. Τα καταφέρνει και χαίρεται την απόλυτη ελευθερία της στα μπαράκια της πόλης της ικανοποιώντας τη κάθε της επιθυμία χωρίς όρια.
Στην έκτη ενότητα Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΕΥΔΟΚΙΜΕΙ
η συγγραφέας μας γράφει για τους λογοτέχνες και το βιβλίο.
Στο πρώτο αφήγημα «Η ποίηση είναι ένα τόσο μα τόσο παρεξηγημένο είδος»
η Πολύνα μας μιλά για ένα ποιητή που ξεκίνησε από μικρό παιδάκι να διαβάζει ποίηση και στη συνέχεια μεγαλώνοντας άρχισε να γράφει κι ο ίδιος ποίηση και μάλιστα με ομοιοκαταληξία με θέματα από την αρχαία και τη νεότερη Ελληνική ιστορία και κυρίως για τους ήρωες το 21. Ετοίμαζε συνεχώς βιβλία αλλά κανένας εκδοτικός οίκος δεν ανέλαβε την έκδοση. Έτσι άρχισε να τα εκδίδει ο ίδιος αλλά στο μοναδικό βιβλιοπωλείο της πόλης του που τα έδινε κανένας δεν αγόραζε. Έτσι τα χάριζε, όσα μπορούσε και τα υπόλοιπα στα στοίβαζε στο σπίτι του. Κι όταν ετοίμασε το δέκατο έκτο βιβλίο του για έκδοση τότε ήρθε η αντίδραση από το σπίτι για τα χρήματα που ξόδευε. Ποιο θα είναι άραγε το επόμενο του βήμα;
Στο επόμενο αφήγημα «Βαριά κουλτούρα» βλέπουμε το νεαρό μαθητή να διαβάζει ξένους συγγραφείς, όπως Ντοστογιέφσκι Κάφκα, Έλιοτ, να βλέπει ταινίες στη τηλεόραση και να ακούει κλασσική μουσική. Είχε τη δικιά του κουλτούρα, ξένη για όλους τους άλλους τους οποίους θεωρούσε υποανάπτυκτους. Έτσι περίμενε να φύγει μακριά από τη πόλη και να πάει για σπουδές. Δυστυχώς όμως απέτυχε τρεις φορές στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο και μάλιστα στην έκθεση και έτσι παρέμεινε στη πόλη του. Πως θα τα κατάφερνε να συμβιώσει με τους υποανάπτυκτους συμπατριώτες του;
Και κλείνοντας το βιβλίο η Πολύνα, ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ μας μιλά στο τελευταίο αφήγημα της για ένα λαχειοπώλη ο οποίος γυρνώντας στους δρόμους της μικρής του πόλης για να πουλήσει τα λαχεία γινόταν αντικείμενο πειραγμάτων και κοροϊδίας από τους συμπολίτες του. Στην αρχή θύμωνε με την αγένεια και τη κοροϊδία που δεχόταν. Όμως με το πέρασμα του χρόνου είδε και τα θετικά των συμπεριφορών που τον έκανα ανεκτικό.
Έδωσα μια εικόνα για όλα τα αφηγήματα της συλλογής όπως μας τα παρουσιάζει η Πολύνα. Την εικόνα μιας επαρχιακής πόλης με τις συμπεριφορές των ανθρώπων, τις αντιθέσεις τους, τις επιδιώξεις και τις επιθυμίες τους. Όχι πως δεν υπάρχει η ίδια εικόνα και στις μεγάλες πόλεις. Απλά μέσα στις μεγαλουπόλεις οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και έτσι δεν γίνονται γνωστά όμοια συμβάντα ή όταν κάποια γίνονται γνωστά είναι ανώνυμα. Αντίθετα στη περιφέρεια που οι άνθρωποι γνωρίζονται, πολύ εύκολα γίνονται τα πάντα γνωστά. Η γλώσσα της Πολύνας είναι απλή, καθημερινή και γεμάτη ζωντάνια που κάνει τον αναγνώστη να συμμετέχει στο κάθε αφήγημα και να κρίνει τα δρώμενα και τις συμπεριφορές
κι’ ακόμα, όπως προανέφερα, να αισθάνεται ότι απολαμβάνει για το κάθε αφήγημα και μια μικρή ταινία. Και αυτό είναι μια επιτυχία στη γραφή της Πολύνας Όσο για τους ήρωες, στη σκέψη του αναγνώστη σίγουρα έρχονται κάποια παρεμφερή γεγονότα που ο ίδιος άκουσε να συμβαίνουν.
.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΡΤΟΜΑΤΣΙΔΗΣ
Περιοδικό “Μανδραγόρας 20/1/2023
Η Πολύνα Μπανά είναι ακούραστος πρωτεργάτης του πολιτισμού στην πόλη της –την Δράμα. Η ίδια είναι ποιήτρια που με πολύ ενθουσιασμό και ενέργεια ασχολείται συνεχώς με το βιβλίο –οργανώνει παρουσιάσεις και κάθε είδους πολιτιστικές εκδηλώσεις. Γνωρίζει πολύ καλά τις καταστάσεις τόσο στα καλλιτεχνικά, όσο και στον πραγματικό, μη λογοτεχνικό κόσμο. Ίσως να την βοηθάει και η ιδιότητά της του δικηγόρου, που αναγκαστικά, αποκτά παραστάσεις και πρέπει να αντιμετωπίσει την αυθεντική ζωή, την πίσω αυλή της κοινωνίας. Βασικό στοιχείο που χρησιμοποιεί – είναι η μέθοδος των αντιθέσεων. Τις συγκεντρώνει δημιουργώντας ένα επικίνδυνο μείγμα, που όταν ακολουθήσει η έκρηξη, θα λάμψουν οι χαρακτήρες των ηρώων.
Το περιβάλλον όπου κινούνται οι ήρωες της είναι η Δράμα. Η Πολύνα με θάρρος αποκαλεί την γενέτειρα της όχι με το καλοπροαίρετο κι εύηχο «περιφέρεια», μα με τον σκληρό όρο: «επαρχεία». Αναφέρεται στα επαρχιώτικα ήθη που ας μη ξεχνάμε, είναι προϊόν νοοτροπίας κι όχι καταγωγής. Μπορείς να τα συναντήσεις τόσο στην Δράμα, όσο και στο κέντρο της Αθήνας, ή στην Νέα Υόρκη. Ποιες όμως είναι οι ιδιαιτερότητές τους, τα κύρια χαρακτηριστικά τους;
Η ζωή στην επαρχία είναι πολύ πιο εύκολη, επειδή όλοι γνωρίζονται. Οι περισσότεροι ακόμη από το δημοτικό, όπου ήταν συμμαθητές. Γι’ αυτό και στις υπηρεσίες τα καψόνια είναι λιγότερα, γίνονται εξυπηρετήσεις, διευκολύνσεις, η αγενής συμπεριφορά είναι κατακριτέα και η συμπάθεια και συμπαράσταση εμφανή.
Κι ακριβώς επειδή όλοι γνωρίζονται η ζωή στην περιφέρεια μερικές φορές γίνεται κόλαση. Εδώ δεν μπορείς να λάμψεις σαν προφήτης, επειδή όλοι σε θυμούνται πως σαν μαθητής ήσουν ένα ταλαίπωρο βλαμμένο, που το κοροϊδεύανε. Κι επειδή νιώθεις να σε πνίγει ο τόπος σου, ψάχνεις για ευκαιρίες στην Πρωτεύουσα, με την ελπίδα πως θα βρεις εκεί το εφαλτήριο, ή έστω το καταφύγιο για τις πληγωμένες σου φιλοδοξίες
Οι σχέσεις στην μικρή πόλη δεν είναι πολύπλοκες. Τα σχήματα είναι καθαρά, οι απαγορευμένοι έρωτες πιο δραματικοί κι όλα αυτά επιτρέπουν στους συγγραφείς να δίνουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των ηθών.
Στην επαρχία σύμφωνα με τα αφηγήματα της Πολύνας, θα συναντήσεις μια σχεδόν σουρεαλιστική συνύπαρξη αντιθέσεων στις νοοτροπίες, όπου με άνεση συμβαδίζουν το παμπάλαιο μαζί με το υπερμοντέρνο, που ακόμη δεν το έχουν κατανοήσει καλά, καλά κι όμως βιάζονται να το μιμηθούν, να το εφαρμόσουν με πείσμα επειδή «έτσι το απαιτούν οι καιροί», προσαρμοσμένο όμως στις φτωχές τους αντιλήψεις. Βλέπουμε σύγχρονα κοριτσάκια δεκαεννέα χρονών με μυαλά της δεκαετίας του πενήντα. Να έχουν ως σκοπό της ζωής τους όχι την εξέλιξη και την σταδιοδρομία, μα την αποκατάσταση, μέσω του γάμου. Σαν να βυθιζόμαστε στην ατμόσφαιρα του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου. Ταυτόχρονα και σε απόλυτη αντίθεση, μα και σύγχυση, ό ίδιος χαρακτήρας με θράσος στοιχηματίζει, πως θα καταφέρει μέσα σε 30 λεπτά να ξεμυαλίσει και να πηδήξει τον μπάρμαν στις τουαλέτες του καταστήματος. Βλέπουμε κυρίες της καλής κοινωνίας, με ένδοξο, ερωτικό παρελθόν, να γίνονται αυστηροί κριτές των ηθών. Μεγαλογιατρός γυναικολόγος να ενθουσιάζεται με την κάπως «παρδαλή» μέλλουσα νύφη του με το σκεπτικό πως επειδή έχει γλεντήσει τα νιάτα της, μετά τον γάμο θα γίνει αφοσιωμένη νοικοκυρά. Προφανώς παρηγορείται με το γαλλικό ρητό πως η γυναίκα πρέπει να έχει παρελθόν κι ο άντρας μέλλον. Μας εντυπωσιάζουν ψυχολογικές αντιθέσεις, που ορίζουν πολυδιάστατους χαρακτήρες. Μια χήρα που δεν χώνευε τον άντρα της εν ζωή, κατανοεί, μετά τον θάνατό του πως η βάση της σχέσης τους ήταν το ειλικρινές, αμοιβαίο μίσος, αυτό που της έδινε την ευκαιρία να ξεσπάει επάνω του με όλη της την κακία… Επανεκτιμάει τον γάμο της σαν μια πετυχημένη συνύπαρξη αντιθέσεων, κάτι περίπου σαν την ίδια τη ζωή στην επαρχία. Είναι χαρακτηριστικό, πως η συλλογή αρχίζει ακριβώς με αυτό το διήγημα, αναφορά σε μια σχέση αδιαφορίας και μίσους. Η λέξη αγάπη απουσιάζει!
Μια άλλη ιστορία είναι με τον «κουλτουριάρη» που διαβάζει Έλιοτ, Έζρα Πάουντ κι ακούει μονάχα Γ’ Πρόγραμμα, μα δεν καταφέρνει να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο, επειδή κόβεται τρεις φορές …στην έκθεση!!!
Διαβάζουμε για τον φτωχό μεροκαματιάρη, που μόλις και με το ζόρι τα βγάζει πέρα οικονομικά, μα είναι τακτικός θαμώνας στα μπουζούκια, κάθεται πρώτο τραπέζι πίστα και εξοδεύει όλα του τα λεφτά σε σαμπάνιες και γαρύφαλλα, για τις τραγουδίστριες, τις οποίες αν και πεθαίνει να το κάνει, δεν τολμάει να αγγίξει – είτε επειδή είναι ντροπαλός, είτε επειδή θέλει να τον θεωρούν «τζέντλεμαν». Το κατάστημα του το ανταποδίδει, με φιλοφρονήσεις, τεμενάδες και κωλοτούμπες, δηλώνουν φανατικοί φίλοι του, που όμως δεν γνωρίζουν καν το όνομα του. Και είναι η μοναδική φορά που η συγγραφέας θα παραιτηθεί από τον ρόλο του ουδέτερου, ανεπηρέαστου παρατηρητή, που μόνο καταγράφει τα γεγονότα, για να μας θυμίσει αγανακτισμένη το ξεχασμένο, πραγματικό όνομα του ήρωα της.
Μόνο εδώ στην επαρχία μια γυναίκα θα χρειαστεί να προσποιηθεί μπροστά στο κοινωνικό της περιβάλλον πως δήθεν έχει πρόβλημα υγείας, για να δικαιολογήσει την απόφασή της να μην κάνει παιδί.
Ναι, στην μεγαλούπολη χάνεσαι στην πολυκοσμία. Ευτυχώς! Ευτυχώς;
Ναι, στην μεγαλούπολη δεν χρειάζεται να απολογείσαι σε κανέναν.
Κανείς δεν σε ξέρει, άρα όλα επιτρέπονται!
Γι’ αυτό εκεί όλοι είναι νευρικοί, εριστικοί, αποξενωμένοι κι… ελεύθεροι.
Θυμόμαστε τη φράση του Σαρτρ πως «Η κόλαση είναι οι άλλοι» κι αναρωτιόμαστε: ποιοι άλλοι – αυτοί που σε γνωρίζουν από μικρό παιδί μα δεν τους αντέχεις, που σε ζηλεύουν, σχολιάζουν και μισούν, ή οι άλλοι, που σε αγνοούν που δεν σε λογαριάζουν, που αδιαφορούν πλήρως για την ύπαρξη σου.
Τι θέλουμε τελικά; Να μας αγαπάνε, μα να μην νιώθουμε καμία υποχρέωση προς αυτούς που μας αγαπάν; Ή, να μην μας αγαπάνε και να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο από υποχρεώσεις, φορτικούς, συγγενείς και περιβάλλον;
Δεν μπορείς να μην τα σκέφτεσαι όλα αυτά, διαβάζοντας το βιβλίο της Π. Μ.
Με κάθε της μικρό διήγημα, συμπληρώνεται η ολική σφαιρική εικόνα της ζωής στην επαρχία. Μια ξεχασμένη κι από τον Θεό πόλη, καταστραμμένη από το κλείσιμο των εργοστασίων κι από την οικονομική κρίση, που δέχεται την χαριστική βολή από την πανδημία. Όλα θα τα βρείτε εδώ:
Το βιβλίο αποτελείται από έξι ενότητες – κύκλους, όπου η κάθε μία περιέχει διηγήματα που εστιάζουν στο ίδιο βασικό μοτίβο. Σε κάποια από αυτά, όπως: «Η οικογένεια στο μικροσκόπιο» και «Τρέχουσα ηθική» η αφήγηση είναι σπονδυλωτή – βλέπουμε το ίδιο θέμα από την οπτική γωνιά των διαφόρων ηρώων που συμμετέχουν. Τα αφηγήματα είναι μικρά, η γλώσσα ζωντανή, διαβάζονται απνευστί. Η συγγραφέας αποφεύγει να πάρει άμεσα θέση προς τα θέματα που θέτει, αφήνει τον καθένα μόνο του να φτάσει στα απαραίτητα συμπεράσματα. Αν όμως ο αναγνώστης προτιμάει να μη χαλάσει τη καλή του διάθεση, να μη προβληματιστεί, να ψάχνει μοναχά να περάσει κάπως η ώρα… Τότε, η συλλογή με τα διηγήματα της Πολύνας Μπανά δεν είναι γι’ αυτόν. Ας βρει κάτι άλλο.
Θα τελειώσω με τους στίχους ξένου τραγουδιού σε ελεύθερη μετάφραση: «Στην μικρή πόλη, δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα σπουδαίο, εκτός από το να ερωτευτείς!»
.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
diastixo.gr 18/1/2023
Η Πολύνα Μπανά πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή της Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων (Σαιξπηρικόν, 2017), όπου, μέσα από μια εξομολογητική ποίηση, μας άνοιξε εσωτερικά τοπία και ενδοψυχικές θεάσεις. Στις Μικρές ρωγμές (Νίκας, 2022), μια συλλογή σύντομων διηγημάτων, η Μπανά εστιάζει κυρίως σε τοπία διαπροσωπικών σχέσεων και ψυχοκοινωνικών μοτίβων που αναδεικνύουν προβλήματα που μας απασχολούν ως άτομα και ως συλλογικότητες, καθώς νοσηρές παραδοχές, συμβάσεις και ματαιοδοξίες υποσκάπτουν την είσπραξη νοήματος και την αυτοπραγμάτωση του ατόμου.
Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ένα εξαίρετο άτιτλο έργο του Σερραίου εικαστικού Βασίλη Βαφειάδη: ένα ανδρικό πορτρέτο, από το οποίο αναδύεται μια δραματική εσωτερικότητα. Στη φωτεινή πλευρά του διαχέεται το κόκκινο της ζωής, ενώ στην άλλη πλευρά το σκούρο προς μαυριδερό κόκκινο καλύπτει το μισό πρόσωπο εκτεινόμενο προς τη φωτεινή πλευρά, απειλώντας να το επικαλύψει ολόκληρο. Το πορτρέτο λες και αναπαριστά το φωτεινό και το μαύρο του ανθρώπινου ψυχισμού και της ζωής, όπου ωστόσο το μάτι στη φωτεινή πλευρά καλύπτεται από μια γκριζωπή σκιά, ενώ το άλλο κάτω από τη σκοτεινότητα εκφράζει μια διάθεση να αντισταθεί στο μουντό και το άχαρο, μια περισυλλογή και διάθεση ανίχνευσης του εαυτού. Άλλωστε, μέσα από σκοτεινές και τραυματικές εμπειρίες που βιώνει το άτομο, μπορεί να αναπτύξει διεργασίες ανίχνευσης της αλήθειας του που θα το πάνε στο φως. Το πορτρέτο στο κάτω μέρος πλαισιώνεται από μαύρο φόντο, που εκτείνεται και στο οπισθόφυλλο, το οποίο εγχαράσσουν κάποιες γκριζωπές ρωγμές. Οι Μικρές ρωγμές συνομιλούν με τον πίνακα, καθώς τόσο η λεκτική όσο και η εικαστική απεικόνιση με τη δυναμική τους προκαλούν αναστοχασμούς ανίχνευσης και επίγνωσης του μαύρου που απειλεί να καταπιεί τη φωτεινότητα της ψυχής και της ζωής μας.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Τάσο, τον αγαπημένο σύζυγο της συγγραφέα, τον εφ’ όρου ζωής συνοδοιπόρο, όπως αποκαλείται από την ίδια.
Με τις Μικρές ρωγμές η Πολύνα Μπανά, μέσα από ήρωες που ζουν στη σύγχρονη ελληνική επαρχία, μιλά για τη ζωή, τις ανησυχίες, τις στάσεις και δράσεις τους, μιλά για τα όνειρα, τις προσδοκίες και τις ματαιώσεις τους, τις ποιότητες των διαπροσωπικών σχέσεων και τις συμβάσεις που τις πνίγουν, αναδεικνύοντας τον επαρχιωτισμό από τον οποίο διακατέχεται το άτομο. Για τη γυναίκα, για τον άνδρα, τους μύθους και τα μυθεύματα που τους τρέφουν. Τις νόρμες και τις προκαταλήψεις, τα ταμπού και τις προσδοκίες, το φαίνεσθαι και το τάχα μου, ενώ μέσα από τον καθρέφτη του φαίνεσθαι αναδύεται το είναι των ηρώων με τις ματαιώσεις, τις ψευδαισθήσεις τους, τον καθωσπρεπισμό και τη διπλή ηθική τους, καθώς και τη δίψα τους για επιβολή και ικανοποίηση. Η συγγραφέας με τα σύντομα σεκάνς ανατέμνει την ψυχοκοινωνική εικόνα των ηρώων, αφήνοντας τον αναγνώστη να υποθέσει, να φανταστεί ή να σκιαγραφήσει ο ίδιος το όλο προφίλ της προσωπικότητάς τους.
Το βιβλίο προλογίζει ο καλός ποιητής, κριτικός και πολυσχιδής δημιουργός Κωνσταντίνος Μπούρας, ο οποίος δίνει το στίγμα της συγγραφέα και τα θετικά του βιβλίου και ο οποίος αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η ματιά μήτε φιλάνθρωπος μήτε μισάνθρωπος. Κι εδώ έγκειται η πρωτοτυπία αυτής της γραφής» (σσ. 10-11).
Οι Μικρές ρωγμές χωρίζονται σε έξι ενότητες, οι τίτλοι των οποίων αποτελούν σημαινόμενα εμπλουτίζοντας το περιεχόμενο της συλλογής, ενώ παράλληλα προϊδεάζουν και καθοδηγούν τον αναγνώστη. Στην πρώτη ενότητα, με τίτλο «Η γυναικεία συνθήκη», μέσα από πέντε διηγήματα σκιαγραφούνται νόρμες και συμβάσεις που καθορίζουν τη γυναικεία συνθήκη, ωθούν τη γυναίκα σε αμυντικούς μηχανισμούς και στάσεις που την απομακρύνουν από την ουσία του πραγματικού εαυτού της και τη βίωση νοήματος. Η γυναίκα άλλοτε δίνει προτεραιότητα στο φαίνεσθαι και στην εξωτερική της εμφάνιση, άλλοτε διακατέχεται από καταναλωτική βουλιμία για να εκδικηθεί τον σύζυγο και να χορτάσει το κενό που την κατακλύζει, άλλοτε πάλι ενώ πατά «Delete στην αναπαραγωγική λειτουργία του γάμου» καταφεύγει στο ψεύδος της ανικανότητας για τεκνοποίηση, για να μην ομολογήσει πως δεν επιθυμεί να τεκνοποιήσει, και έτσι να αποφύγει να έρθει αντιμέτωπη με το κοινωνικό πρότυπο της γυναίκας-μητέρας και την κοινωνική κριτική. Στο διήγημα αυτό η συγγραφέας θέλει να αναδείξει τη σημαντικότητα και αναγκαιότητα της αξιακής αρχής που αναφέρεται στη μητρότητα ως προσωπική επιλογή της ίδιας της γυναίκας και όχι ως έξωθεν επιβολή στη γυναίκα. Τα αισθήματα κενού και η έλλειψη αυτοπραγμάτωσης περισσεύουν στις ζωές των γυναικών, όπως στο διήγημα «Η καλύτερη φίλη των καταστηματαρχών», όπου διαβάζουμε: «Το κενό, όμως, παρέμενε. Το αίσθημα αποτυχίας ότι δεν αξιοποίησε το πτυχίο της (το οποίο, παρεμπιπτόντως, είχε πάρει με άριστα, μετά από λυσσαλέο διάβασμα τεσσάρων ετών), ότι δεν εργάστηκε και δεν σταδιοδρόμησε, ότι δεν έβγαλε τα δικά της χρήματα, ότι δεν υπήρξε ποτέ ανεξάρτητη (από την οικονομική εξάρτηση από τον πατέρα πέρασε κατευθείαν σε αυτήν του συζύγου), αναδυόταν στην επιφάνεια σαν ογκώδες παγόβουνο» (σ. 21).
Η δεύτερη ενότητα, «Οικογένεια στο μικροσκόπιο», αποτελείται από τέσσερα διηγήματα, όπου οι ήρωες είναι τα μέλη μιας οικογένειας και η ερωμένη του γιου. Εδώ η συγγραφέας ακτινογραφεί μια μικροαστική οικογένεια στην προσπάθεια των μελών της να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ευτέλεια και την ευπρέπεια, καθώς αγωνίζονται να εδραιώσουν το κοινωνικό τους στάτους. Καυτηριάζει τη διπλή ηθική και την ευκολία με την οποία καταχωνιάζουν το ταπεινό ή όχι και τόσο κοινωνικά αποδεκτό παρελθόν τους, μόλις πετύχουν να εδραιώσουν κάποια κοινωνικοοικονομική επιφάνεια και μπορέσουν να ενταχθούν στον υποτιθέμενο καλό κόσμο των μικροαστικών προτύπων. Έτσι, η σύζυγος του μεγαλογιατρού, η άλλοτε Ποπάρα με τ’ όνομα, δεν αποδέχεται στους κόλπους της ευυπόληπτης οικογένειάς της την ερωμένη του γιου της, την «πρώτη τσουλάρα» όπως τη χαρακτηρίζει, παρά το βεβαρημένο και σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυπο παρελθόν και της ιδίας.
Οι Μικρές ρωγμές της μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε στον καθρέφτη τον κρυφό και ανομολόγητο εαυτό μας.
Οι τρεις επόμενες ενότητες, «Τρέχουσα ηθική», «Δίπτυχο “Μπουζούκια”» και «Night life», αναφέρονται σε θέματα ηθικής, όπως διαμορφώνονται στον χώρο των σκυλάδικων της νυχτερινής επαρχίας και στις νόρμες της πιάτσας, τα οποία διαχέονται ως ποθητά αλλά και κενόδοξα ή ακόμη και νοσηρά φαινόμενα στον ιστό της κοινωνίας. Στην προτελευταία ενότητα, «Η τέχνη στην επαρχία ευδοκιμεί», η συγγραφέας σαρκάζει τη ματαιοδοξία και τη μωροφιλοδοξία που υποκρύπτουν οι άνθρωποι της τέχνης, της ποίησης και της «βαριάς» κουλτούρας, ενώ στην τελευταία ενότητα, «Αντί επιλόγου», μιλά για το χάος κάτω από τα φαινόμενα και τα προσωπεία.
Πρόκειται για ένα καλογραμμένο βιβλίο με τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή, όπου η ρέουσα αφηγηματική γραφή αλλά και οι διαπλοκές των ηρώων κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η συγγραφέας, συναισθηματικά αποστασιοποιημένη, με υποδόρια ειρωνεία και σαρκασμό σκιαγραφεί τις ρωγμές που αναδεικνύουν τα απόκρυφα στις ζωές των ηρώων. Ο λόγος άλλοτε δοκιμιακός και άλλοτε καθημερινός και άμεσος, εμπλουτισμένος με λέξεις και φράσεις της πιάτσας, όπως: «Διάλεξες την πρώτη τσουλάρα που σου άνοιξε τα σκέλια της!» (σ. 37), «Πού να ’ξερε ότι η ίδια η κόρη της καραγουστάρει» (σ. 50), «Είναι και γαμώ τους γκόμενους» (σ. 73) κ.λπ. Μ’ αυτόν τον τρόπο σκιαγραφείται η σχιζοειδής συνθήκη των ηρώων και γίνεται πιο ευκρινές το χάσμα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και την πραγματική τους υπόσταση. Κάτι ιδιαίτερο που χαρακτηρίζει τις ιστορίες της Μπανά είναι ότι το κάθε διήγημα περιγράφει ξεχωριστά τη στάση και τη συμπεριφορά του κάθε εμπλεκόμενου στην ίδια διαπροσωπική συνθήκη, έτσι που ο αναγνώστης μοιράζεται με τον αφηγητή την πολυπρισματική εικόνα των δυναμικών και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ηρώων και γνωρίζει πράγματα για τους ήρωες και τη ζωή τους, για τις σχέσεις τους και τον απέναντί τους, που οι ίδιοι μπορεί να τα διαισθάνονται αλλά να μην τα γνωρίζουν επακριβώς, ή να θέλουν να τα ξεχάσουν.
Η συγγραφέας, ασκούμενη δικηγόρος στη Δράμα, έρχεται σε άμεση επαφή με τα κακώς κείμενα, με αντιδικίες και φαινόμενα ακραίων συμπεριφορών, απ’ όπου ενδεχομένως αντλεί επιπρόσθετο υλικό για να πλάσει τους ακραίους χαρακτήρες της, οι οποίοι ωστόσο μπορεί και να μην είναι και τόσο ακραίοι, αλλά να αποτελούν τη μικροαστική νόρμα του επαρχιωτισμού, η οποία εν δυνάμει, ή και εν τοις πράγμασι, κρύβεται μέσα στον καθένα μας, έστω με κάποια επιμέρους χαρακτηριστικά της. Περιγράφει σενάρια σχετικά με το χάος και την εύθραυστη επιφάνεια της φαινομενικά τακτοποιημένης ζωής των ηρώων της, κάτω από την οποία οργιάζουν η ανθρώπινη μοναξιά, η συναισθηματική πενία και τα ψυχικά αδιέξοδα. Βεβαίως, όταν έχεις ανοιχτές τις κεραίες είναι ασφυκτικό να ζεις στην επαρχία και να υφίστασαι τη μικροαστική νοοτροπία του επαρχιωτισμού – όμως, έτσι κι αλλιώς, και ολόκληρη η χώρα μια επαρχία δεν είμαστε; Νομίζω πως αυτό υπαινίσσεται και η συγγραφέας, ότι δηλαδή το πρόβλημα είναι ο επαρχιωτισμός που μπορεί να υφίσταται οπουδήποτε και σε οποιονδήποτε. Καταδεικνύεται άλλωστε έμμεσα στην ενότητα «Αντί επιλόγου», όπου γράφει: «Λένε ότι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα που διακρίνει μια μεγαλούπολη από μια μικρή πόλη, όπως και η δική τους, είναι ότι η δεύτερη μπορεί, ανά πάσα στιγμή, ν’ απαριθμήσει και να κατονομάσει τους “τρελούς” της, τις δικές της αναγνωρίσιμες, γραφικές φιγούρες» (σσ. 88-89). Σ’ αυτή την ενότητα η συγγραφέας, μέσα από τον «τρελό του χωριού» στο πρόσωπο ενός λαχειοπώλη, μας φανερώνει γιατί έγραψε τις Μικρές ρωγμές.
Οι ιστορίες των ηρώων της Πολύνας Μπανά κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τις διαπροσωπικές διαπλοκές τους, τις ορέξεις, τις αδυναμίες και τα πάθη τους, τα αισθήματα μοναξιάς και κενού, τις ματαιώσεις και τα στραπάτσα τους, τη διπλή ηθική, τα ταμπού και τις προκαταλήψεις τους, τη διάθεση επιβολής και ελέγχου, την πρεμούρα για κοινωνικοοικονομική ανέλιξη με όποιο τίμημα, τη διάσταση μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι, που οδηγούν στην αλλοτρίωση του ατόμου και το καθιστούν ξένο προς po g bana23τον Άλλον, και κυρίως προς τον ίδιο του τον εαυτό. Οι Μικρές ρωγμές της μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε στον καθρέφτη τον κρυφό και ανομολόγητο
.
Η ΚΑΤΑΦΑΝΗΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ ΤΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ
BOOKPRESS.GR/ 13/5/2019
Σ’ ένα μικρό, αεροστεγές, γυάλινο βάζο
Ἡ πρώτη ἐπαφή μ᾿ ἕνα νέο βιβλίο, πού λαβαίνεις καί εἶσαι ἕτοιμος νά γυρίσεις τίς σελίδες του, γίνεται βέβαια μέ τόν τίτλο του. Τό βιβλίο γιά τό ὁποῖο πρόκειται τώρα νά γίνει λόγος ἐπιγράφεται Ἡ καταφανής ἐξωστρέφεια τῶν φωνηέντων καί εἶναι συλλογή ποιημάτων. Ἕνας τίτλος πού μᾶλλον σέ ἀπωθεῖ παρά σέ σπρώχνει νά ἀνοίξεις τόν τόμο. Κυρίως γιατί τό ἐπίθετο «καταφανής» δέν προσδιορίζει κάτι οὐσιαστικό, ἐνῶ θυμίζει ρητορική κορόνα. Ἔπειτα καί τό οὐσιαστικό «ἐξωστρέφεια» δέν μοῦ φαίνεται πώς ἀκριβολογεῖ. Τό πράγμα πάντως σώζεται κάπως ἀπό τό ἀσυνήθιστο γεγονός ὅτι ὁ τίτλος ἀναφέρεται σέ γράμματα του ἀλφάβητου. Μετά τήν ἐπιγραφή ἀνοίγω καί διαβάζω τά πρῶτα πέντε λιγόστιχα κείμενα. Ἀπογοήτεψη: ἀφηρημένες ἔννοιες καί γενικότητες, τά συνηθισμένα ἁμαρτήματα ὅσων δέν ἔχουν πατήσει στό «πρῶτο σκαλί». Συνεχίζω μέ τό ἐκτενέστερο ἕκτο κείμενο πού ἐπιγράφεται «Τά κόκκινα πατίνια». Σ᾿ αὐτό ὁ λόγος γίνεται ἀρκετά συγκεκριμένος, χωρίς νά φαίνεται ὡστόσο πώς πατᾶμε ἀκόμα σέ ἀσφαλές ποιητικό ἔδαφος. Πάντως ἕνα θετικό βῆμα, ἀπό τή μεριά τῶν συγκεκριμένων ἀναφορῶν, ἔχει γίνει. Ἀκολουθεῖ τό ἕβδομο κείμενο, πού ἐπιγράφεται «Λίαν εὔθραυστον», τό ὁποῖο καί παραθέτω.
Συχνά,
οὐρλιάζω μέσα μου: «Παρακαλῶ πολύ φερθεῖτε μου μέ καλοσύνη, τείνω νά γίνομαι χίλια κομάτια».
Ἴσως
ἄν τύλιγα,
στό στέρνο μου,
μιά πλαστική ταινία
μέ τή γνωστή ἐπιγραφή «ΛΙΑΝ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ»…
ὅμως,
ποιός θά μέ πάρει πιά
στά σοβαρά
καί ποιόν θά πείσω,
ὅταν,
ἀπό μικρή,
πάσχισα
γιά τήν περί τοῦ ἀντιθέτου ἐντύπωση
καί, πλέον,
ἐπιτυχῶς
τούς ἔχω ξεγελάσει ὅλους
γιά τήν ἀδιάτρητη πανοπλία μου
–καί–
τήν παντός καιροῦ ἀνθεκτικότητά μου;
Στό ποίημα δέν ἔχουμε ἕνα γενικό ἀπολογισμό, ἀλλά μιά ἐπιμέρους ἐπισήμανση. Ἀρκετή ὡστόσο γιά νά μᾶς ὑποψιάσει γενικότερα γιά τό τί μᾶς συμβαίνει, διότι, ἄν καί εἶναι μιά ἀτομική περίπτωση, σύμφωνα μέ τίς κοινές μας ὑπαρκτικές καταβολές ἔχει εὐρύτερη ἰσχύ.
Σ᾿ αὐτούς τούς στίχους παρατηροῦμε ὅτι, πέρα ἀπό τήν τάση γιά τή συγκεκριμένη διατύπωση, ἔχουμε νά κάνουμε μέ ὁρισμένο ἐσωτερικό διαλογισμό. Τό ποιητικό ἐγώ μᾶς μιλάει γιά τή διάσταση πού διαπιστώνει ἀνάμεσα στό πρόσωπο καί στό προσωπεῖο του ἤ, ἀλλιῶς, ἀνάμεσα στό δικό του εἶναι καί φαίνεσθαι. Τό πρῶτο, αὐθεντικό, εὔθραυστο καί ἑτοιμόρροπο, τό δεύτερο, σκηνοθετημένο, σταθερό καί ἄκαμπτο. Σέ μιά σχέση τέτοια πού τό πρόσωπο νά ὑποφέρει ἀπό τούς περιορισμούς πού συνεπάγεται τό προσωπεῖο. Εἶναι θά ἔλεγε κανείς σάν τό ποιητικό ἐγώ, δηλώνοντας αὐτή τή σχέση, νά λογοδοτεῖ στή συνείδησή του για τό λάθος του νά σκηνοθετήσει ἕνα τέτοιο προσωπεῖο. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ἀρθρώνεται ἕνας λόγος εἰς ἑαυτόν, προϊόν ἀνιχνευτικῆς προσπάθειας πού ἔχει προηγηθεῖ. Κάποια στιγμή δηλαδή τό ἐγώ ἀναμετράει τό ἔχει του καί ἐντοπίζει τά σύν καί τά πλήν του. Στό ποίημα δέν ἔχουμε ἕνα γενικό ἀπολογισμό, ἀλλά μιά ἐπιμέρους ἐπισήμανση. Ἀρκετή ὡστόσο γιά νά μᾶς ὑποψιάσει γενικότερα γιά τό τί μᾶς συμβαίνει, διότι, ἄν καί εἶναι μιά ἀτομική περίπτωση, σύμφωνα μέ τίς κοινές μας ὑπαρκτικές καταβολές ἔχει εὐρύτερη ἰσχύ. Ἥ, ἀλλιῶς, τό ποίημα ἀναφέρεται σέ στοιχεῖα πού ἀνήκουν στόν κοινό παρονομαστή τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Κάτι πού τό κάνει ἀναγνωρίσιμο εὐρύτερα ὡς περίπτωση πού ἀφορᾶ τόν καθένα καί ταυτόχρονα τό καθιστᾶ ἰδιαίτερα πειστικό. Στήν ἴδια συλλογή θά συναντήσουμε καί ἄλλα ποιήματα παρόμοιου προσανατολισμοῦ. Ἀντιγράφω τό συγγενικό «Μετακόμιση».
Κάθε τόσο,
ἔκλεινα σ᾿ ἕνα μικρό, ἀεροστεγές, γυάλινο βάζο,
τά αἰσθήματα πού δέν ἔδειξα,
τίς σκέψεις πού δέν ἄρθρωσα,
τά λόγια πού δέν ἐκστόμισα,
τίς ἐξηγήσεις πού δέν ἔδωσα,
στίς κρίσιμες καμπές τῆς ζωῆς μου.
Χρόνο τόν χρόνο,
τά βάζα στοιβάζονταν
καί, πλέον,
ἔχουν γεμίσει τά ράφια ὅλα τῆς ἀποθήκης.
Πρέπει νά βρῶ ἕνα μεγαλύτερο σπίτι.
Εὔκολα ξεχωρίζει κανείς σ᾿ αὐτούς τούς στίχους τή στάση τοῦ ὑποκείμενου πρός τά μέσα του πεπραγμένα. Ὅπως καί στό προηγούμενο, μᾶς μιλάει γιά τίς συνέπειες πού προκάλεσε ὁρισμένη συμπεριφορά του. Ἀπό καιρό, λέει, καί μάλιστα «στίς κρίσιμες καμπές τῆς ζωῆς» (του): αἰσθήματα πού ἔπρεπε νά δείξει δέν ἔδειχνε, σκέψεις πού ἔπρεπε νά ἀρθρώσει δέν ἄρθρωνε, λόγια πού ἔπρεπε νά ἐκστομίσει δέν ἐκστόμιζε, ἐξηγήσεις πού ἔπρεπε νά δώσει δέν ἔδινε. Ἀλλά τί ἔκανε; Ἁπλῶς ὅλα αὐτά τά «ἔκλεινε» –μεταφορικά ἐννοεῖται– σέ μικρά ἀεροστεγή βάζα. Καί πιά (κατά τήν καβαφική ρήση) «κάθεται καί ἀπελπίζεται τώρα», γιατί τά βάζα πού ἀποθήκευε τά ἀπωθημένα του γέμισαν τόν διαθέσιμο χῶρο καί θά πρέπει νά βρεῖ ἕνα ἄλλο «μεγαλύτερο σπίτι» γιά νά κατοικήσει καί νά βολέψει τά ὁλοένα περισσότερα βάζα. Ὅπου βέβαια, στό νέο σπίτι, ἡ ἱστορία αὐτή δέν θά τελειώσει… Κάπως ἔτσι. Φυσικά πρόκειται γιά τό ἀποτέλεσμα ἑνός αὐτοέλεγχου, πού γιά νά φτάσεις σ᾿ αὐτό χρειάζεται πρῶτα νά τό ἀνιχνεύσεις, ἔπειτα νά τό χαρτογραφήσεις καί τέλος νά τό ἐκφράσεις. Λίγα λόγια γιά τό τελευταῖο, τήν ἔκφραση.
Ὅ,τι θέλει νά πεῖ τό λέει μέ ἄκρα καθαρότητα καί ἀκρίβεια. Καμιά προσπάθεια νά δείξει κάτι περισσότερο, βαθύτερο, σπουδαιότερο, ἀπό αὐτό πού ἔχει νά πεῖ. Ὑποθέτω πώς ἡ ποιήτρια, πέρα ἀπό τήν ἐγγενή κλίση της, ἔχει μαθητέψει σέ δάσκαλους πού εἶχαν τέτοιες ἐκλεκτικές ἕξεις.
Λέγεται πώς ἡ ποίηση συνιστᾶ συμπυκνωμένο λόγο. Πόσο συμπυκνωμένο ὡστόσο καί μέ ποιόν τρόπο γίνεται αὐτό, μένει ἀόριστο ἤ ὅπως χωράει στήν ἀντίληψη τοῦ καθένα. Στό παραπάνω ποίημα ἡ συμπύκνωση παίρνει τή μορφή μιᾶς ἄκρας λιτότητας. Μέ 12 στίχους καί ἡμίστιχα μᾶς δίνονται τά στοιχεῖα μιᾶς ὁλοκληρωμένης ἐμπειρίας. Πρόκειται, καθώς πιστεύω, γιά ἐκφραστικό ἐπίτευγμα. Δύσκολα, φαντάζομαι, θά μποροῦσε νά στιχουργήσει κανείς τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ ποιήματος, χωρίς νά φτάσει σέ πολύστιχα κείμενα. Τό κυριότερο πάντως εἶναι ὅτι ἔχουμε μπροστά μας μιά ἐκφραστική πραγμάτωση πού ὅσο εἶναι λιτή, ἄλλο τόσο εἶναι καθαρή καί εὐκρινής. Ὅ,τι θέλει νά πεῖ τό λέει μέ ἄκρα καθαρότητα καί ἀκρίβεια. Καμιά προσπάθεια νά δείξει κάτι περισσότερο, βαθύτερο, σπουδαιότερο, ἀπό αὐτό πού ἔχει νά πεῖ. Ὑποθέτω πώς ἡ ποιήτρια, πέρα ἀπό τήν ἐγγενή κλίση της, ἔχει μαθητέψει σέ δάσκαλους πού εἶχαν τέτοιες ἐκλεκτικές ἕξεις, στόν Δ. Σολωμό, στόν Κ. Καβάφη, στόν Κ. Καρυωτάκη, στόν Γ. Σαραντάρη, στόν Ν. Ἐγγονόπουλο, στόν Μ. Σαχτούρη. Ἄς διαβάσουμε τώρα ἀκόμα ἕνα ποίημα ἐσωτερικοῦ διαλογισμοῦ. Ἐπιγράφεται «Δικαίωμα ἀκροάσεως».
Κάθε δυό χρόνια
–μ᾿ ἐξαίρεση τά δίσεκτα–
τή δεύτερη Τρίτη τοῦ τέταρτου μήνα,
δέχομαι, στό γραφεῖο μου,
γιά ὀλιγόλεπτη –ὁ χρόνος εἶναι πολύτιμος– ἀκρόαση,
τόν ἄλλο μου ἑαυτό.
Καί,
χωρίς κάν νά τοῦ προτείνω νά καθίσει,
καμώνομαι
ὅτι ἀφουγκράζομαι καί στοχάζομαι
τά «δίκαια» αἰτήματα
πού ἐκεῖνος, ἀσθμαίνων –ἡ πίεση τοῦ χρόνου γάρ–,
κάθε φορά, ἐγγράφως, μοῦ ὑποβάλλει
περί ἀποκαταστάσεως τῆς κοσμοθεωρίας ΜΑΣ,
» ἀναθεωρήσεως τῶν προτεραιοτήτων ΜΑΣ,
» ἐπιστροφῆς στίς πραγματικές (;) ἀξίες ΜΑΣ
κ.λ.π., κ.λ.π.,
ἀναχαιτίζοντάς τον,
βιαστικά,
μέ ἔξυπνα τσιτάτα
περί τῆς τέχνης τοῦ ἐφικτοῦ
» ρεαλισμοῦ,
» ἐπαφῆς μέ τήν πραγματικότητα κ.λ.π., κ.λ.π.,
καί
ὁδηγώντας τον,
μέ τρόπο – μαλακά πλήν ἀποφασιστικά,
πρός τήν ἔξοδο.
Τόν ἐνδιάμεσο χρόνο,
ἔχω δώσει, ἀπό ἐτῶν, ἐντολή στή γραμματέα μου,
νά μ᾿ ἀπαλλάσσει ἀπό τήν παρουσία του
κι ὅταν αὐτός ἐμφανίζεται ἀπρόσκλητος
(κάτι πού συνηθίζει τίς πιό ἀπίθανες ὧρες),
νά τόν ξεφορτώνεται, μέ τή δικαιολογία ὅτι «εἶμαι ἐκτός».
Τώρα, καθώς βλέπουμε, τόν ἔλεγχο (ἤ τόν αὐτοέλεγχο) τόν ἀναλαβαίνει ὁ δεύτερος ἑαυτός τοῦ πρόσωπου πού μᾶς μιλάει. Αὐτός, ὁ δεύτερος ἑαυτός, ἔρχεται ἀπρόσκλητα γιά νά ἀποκαλύψει τίς ἠθικές παραχωρήσεις πού συνεπάγεται ἡ δημόσια καθημερινή ζωή τοῦ ὁμιλητῆ. Τό ποίημα δέν ἔχει τή λακωνική λιτότητα τοῦ προηγούμενου, ἀλλά καί δέν φαίνεται νά περισσεύει κάποια λέξη του. Μάλιστα γιά τήν ἐκφραστική οἰκονομία του προκρίνεται ὁρισμένο διαλογικό σχῆμα. Τό κείμενο, τυπικά, μᾶς δίνεται ὡς ἐσωτερικός μονόλογος τοῦ ὁμιλητῆ. Ἕνας μονόλογος ὡστόσο πού πραγματώνεται μέ τόν τρόπο ἑνός ἔμμεσου διαλογικοῦ σχήματος. Καθώς ἡ παρουσία τοῦ δεύτερου ἑαυτοῦ δέν δίνεται μέ εὐθύ λόγο, ἀλλά μέ λίγες φράσεις πλάγιου λόγου. Ἔτσι, μ᾿ αὐτόν τόν εὑρηματικό τρόπο, ἔχουμε μιά ἐξαιρετικά συμπτυγμένη μορφή ἔκφρασης. Ἐνῶ ταυτόχρονα προκύπτει καί μιά ὑποτυπώδης θεατρική δράση1.
Τά τρία ποιήματα πού παράθεσα πλαισιώνονται μέσα στή συλλογή καί ἀπό ἀρκετά ἄλλα τοῦ ἴδιου προσανατολισμοῦ. Ὡς ὁμάδα θά τούς ἔδινα τόν τίτλο: ποιήματα αὐτοσυνειδησίας. Ἐκτός ἀπό αὐτή τήν ὁμάδα ἔχουμε καί μιά δεύτερη. Οἱ δυό ὁμάδες δέν χωρίζονται μέ κάποιο διακριτικό σημάδι, οὔτε τυπώνοντα χωριστά στόν τόμο. Ἄλλωστε, ἄν τά δοῦμε ἐποπτικότερα, διέπονται ἀπό τό ἴδιο ἐρευνητικό πνεῦμα. Τά ποιήματα τῆς δεύτερης ὁμάδας θά μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν ὡς ποιήματα τοῦ εἰρωνικοῦ χαμόγελου. Παραθέτω ἕνα δεῖγμα πού ἐπιγράφεται «Ἀποστολή ἐξετελέσθη».
Ὅταν
ὁ, ἔμπλεος νοήματος, βρυχηθμός μου
δέν ἐπαρκεῖ,
τό μεστό κατανοήσεως, νεῦμα τῆς κεφαλῆς μου
δέ φτάνει
ἤ/καί
τό, ὑπερχειλίζον συμπαραστάσεως, χαμόγελό μου
δέν εἶναι ἀρκετό,
τότε
ἐπιστρατεύω,
μ᾿ ἀξιοζήλευτη ἑτοιμότητα,
μιά, στρατηγικά ἐπιλεγμένη
ἀπ᾿ τό ἐφεδρικό μου ὁπλοστάσιο, λέξη,
ὅπως «ἀνυπερθέτως», «ἀναφανδόν»
ἤ
–τό ἀγαπημένο μου– «κουροφέξαλα»,
καί, ὦ τοῦ θαύματος,
ἡ ἐπικοινωνία μου μέ τούς ἄλλους
ἕχει ὁλοκληρωθεῖ ἐπιτυχῶς.
Τό ὑποκείμενο μονολογεῖ πάλι, ἀλλά μέ ἀντικείμενο τούς ἄλλους, τίς ἀνθρώπινες σχέσεις του. Ὅταν λοιπόν μπουχτίζει μέ τή σοβαροφάνεια, τήν ὑποκρισία, τήν ἀνοησία, κοντολογίς μέ τίς χοντράδες τῆς παρέας του, παίρνει θέση «ἐπί σκοπόν». Καί ρίχνει μιά καπνογόνο βολή, λ.χ., «ἀνυπερθέτως» ἤ «ἀναφανδόν» – λέξεις χωρίς μέτρο καί στόχο.
Τό πρῶτο πού βλέπουμε στούς παραπάνω στίχους εἶναι ἡ ἐξωστρέφειά τους. Τό ὑποκείμενο μονολογεῖ πάλι, ἀλλά μέ ἀντικείμενο τούς ἄλλους, τίς ἀνθρώπινες σχέσεις του. Ὅταν λοιπόν μπουχτίζει μέ τή σοβαροφάνεια, τήν ὑποκρισία, τήν ἀνοησία, κοντολογίς μέ τίς χοντράδες τῆς παρέας του, παίρνει θέση «ἐπί σκοπόν». Καί ρίχνει μιά καπνογόνο βολή, λ.χ., «ἀνυπερθέτως» ἤ «ἀναφανδόν» – λέξεις χωρίς μέτρο καί στόχο. Ἄλλοτε ὅμως, ὅταν αὐτή ἠ βολή δέν εἶναι τόσο καθαρτήρια, προχωράει σέ πιό ἔνσφαιρη δράση, π.χ., «κουροφέξαλα». Καί τότε τό περιβάλλον προσγειώνεται στήν πραγματικότητα καί ἡ ἐπικοινωνία κάνει διάνα. Ἔτσι ἤ κάπως ἔτσι, χοντρικά εἰπωμένο. Κάποτε ἕνας φίλος μου μοῦ ἔλεγε πώς σέ ἀνάλογες περιπτώσεις ὁρισμένο ἄτομο ἀμολοῦσε μιά ξεγυρισμένη πορδή κι ἔμειναν ὅλοι νά κοιτάζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Μάλιστα, συμβαίνουν κι αὐτά. Ἡ ποιήτρια βέβαια τά εἶπε τόσο διακριτικά, πού κάποιοι ἀναγνῶστες ἴσως θά δυσκολευτοῦν νά μποῦν στή σημασία τοῦ ποιήματος. Ἄς προσέξουμε ἐδῶ τήν ἐλαφρά γλωσσική ἀπόκλιση συγκριτικά μέ τά ποιήματα τῆς προηγούμενης ὁμάδας. Ἐκεῖ εἴχαμε τόν τύπο τῆς καθομιλούμενης, γλώσσα πιό ἐμπειρικοῦ χαρακτήρα, ὅπου τό σημαῖνον ἔχει κυρίως εὐθεία σχέση μέ τό σημαινόμενο. Τώρα, στή δεύτερη ὁμάδα ἡ γλώσσα κλίνει πρός τό λόγιο-καθαρευουσιάνικο τυπικό, ὅπου ἔχουμε ἔμμεση, κυρίως διανοητική, σχέση ἀνάμεσα στό σημαῖνον καί στό σημαινόμενο. Ἔτσι ὁ λόγος τῆς ποιήτριας δηλώνει πιό ἔμμεσα καί πιό ἤπια αὐτό πού θέλει νά ἐκφράσει. Στό μεταξύ δέν παύει νά συνθέτει τό ποίημα, ὅπως καί τά πρηγούμενα πού εἴδαμε, ὅπως καί τά ἑπόμενα πού θά δοῦμε, μέ τά λιγότερα λόγια. Ἄν λ.χ. συμπτύξουμε τό «Ἀποστολή ἐξετελέσθη» σέ κανονικούς στίχους χωρίς ἡμίστιχα, βγαίνει τό ἀκόλουθο σχῆμα:
Ὅταν ὁ, ἔμπλεος νοήματος, βρυχηθμός μου δέν ἐπαρκεῖ,
τό, μεστό νοήματος, νεῦμα τῆς κεφαλῆς μου δέν φτάνει
ἤ/καί τό, ὑπερχειλίζον συμπαραστάσεως, χαμόγελό μου
δέν εἶναι ἀρκετό,
τότε ἐπιστρατεύω, μ’ ἀξιοζήλευτη ἑτοιμότητα,
μιά, στρατηγικά ἐπιλεγμένη ἀπ᾿ τό ἐφεδρικό μου ὁπλοστάσιο,
λέξη, ὅπως «ἀνυπερθέτως», «ἀναφανδόν» ἤ
–τό ἀγαπημένο μου– «κουροφέξαλα»,
καί, ὦ τοῦ θαύματος, ἡ ἐπικοινωνία μου μέ τούς ἄλλους
ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ἐπιτυχῶς.
Σύνολο ἐννιά στίχοι πού συγκροτοῦν ἕνα σύντομο κείμενο. Παραθέτω τώρα ἕνα ἄλλο ποίημα τῆς ἴδιας κατηγορίας. Λέγεται «Ἐπιστροφή στή μήτρα».
Ὅταν,
ἄθελά μου,
τυχαίνει νά παρευρεθῶ,
σά μάρτυρας,
σέ ὁποιεσδήποτε σκηνές
ἐντάσεων,
ἀντεγκλήσεων
δριμέων κατηγορῶ
ἤ
ἁπλῆς ζηλοτυπίας
(καθόσον ἐγώ δέν προκαλῶ ποτέ τέτοιες συρράξεις –
δέν τό ἐπιτρέπει ἡ ἀγωγή μου
ἤ μήπως ἡ ἔπαρσή μου;),
τότε,
κλείνω τή μύτη καί βυθίζομαι ἀργά,
στ᾿ ἀτάραχο σκοτεινό νερό,
ἀρνούμενη ν᾿ ἀναδυθῶ,
προτοῦ λήξουν οἱ ἐχθροπραξίες
κι
ἀπομακρυνθοῦν ὅλοι οἱ τραυματίες
(μέχρι σήμερα στά σαράντα ἑπτά μου,
ἡ καλύτερη ἐπίδοση σ’ αὐτήν τήν κατάσταση ἄπνοιας
εἶναι δυόμιση ὧρες, τριάντα τρία λεπτά
καί πενήντα ἕνα δευτερόλεπτα).
Σ᾿ αὐτό τό ποίημα ἡ στάση τοῦ ὑποκείμενου ἀπέναντι στούς ἄλλους εἶναι περίπου ἡ ἴδια μ᾿ ἐκείνη πού εἴδαμε στό προηγούμενο. Στάση ἀρνητική ὥς ἀπωθητική, ἀλλά ταυτόχρονα καί μ᾿ ἕνα εἰρωνικό χαμόγελο νά αἰωρεῖται πάνω ἀπό τούς στίχους τοῦ κείμενου, ὅπως ἀκριβῶς καί στό προηγούμενο ποίημα. Κι εἶναι αὐτό τό χαμόγελο πού κολάζει τήν κατάσταση καί ἐλαφρώνει τό ὅλο κλίμα.
Παίρνει ἀρνητική στάση, ἀλλά μέ ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης σχετικότητας. Ἔτσι ἀντί νά φτύνει, ἀντί νά εἰρωνεύεται ἀπό ἐγωκεντρική σκοπιά, προτιμάει νά αἴρεται σέ μιά ἀδιόρατη, εἰρωνική μέν, χαμογελαστή δέ, ἀντίδραση.
Θά μιλοῦσα γιά σάτιρα ἄν δέν μεσολαβοῦσε αὐτό τό κάτι. Στή σάτιρα δέν χωράει «ἀλλά», τό πνεῦμα εἶναι ἐπιθετικό καί ἀσυμβίβαστο. Στήν περίπτωση γιά τήν ὁποία μιλάω ἔχουμε διαφορά. Ἡ ποιήτρια ἀφήνει μιά χαραμάδα γιά τήν κατανόηση καί τήν καλή καρδιά. Παίρνει ἀρνητική στάση, ἀλλά μέ ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης σχετικότητας. Ἔτσι ἀντί νά φτύνει, ἀντί νά εἰρωνεύεται ἀπό ἐγωκεντρική σκοπιά, προτιμάει νά αἴρεται σέ μιά ἀδιόρατη, εἰρωνική μέν, χαμογελαστή δέ, ἀντίδραση. Αὐτή ἡ ἀδιόρατη στάση εἶναι μιά ἐλάχιστη παρουσία μέσα στό ποίημα, ἕνα τίποτα θά ἔλεγε κανείς. Εἶναι ὡστόσο αὐτό πού κάνει τή διαφορά στήν πλάστιγκα τῆς ἀξιολογικῆς διάκρισης. Ἀντιγράφω ἕνα ἀκόμα ποίημα τῆς δεύτερης ὁμάδας. Λέγεται «Περί ἀτελειῶν καί ζωδίων ὁ λόγος».
Μισῶ τίς ἀτέλειες.
Ἴσως,
ἔχει νά κάνει μέ τόν ὑπερφεξιονισμό
πού ἀναμφίβολα χαρακτηρίζει τό ζώδιό μου
–γνωστό τοῖς πάσι ὅτι οἱ Ζυγοί εἶναι τελειοθῆρες–
Βγάζοντας ὅμως, ἔγκαιρα,
τά χοντρά, μυωπικά γυαλιά μου,
δέν τίς καλοβλέπω
καί, σύν τῶ χρόνω,
ἔμαθα νά τίς παραβλέπω
(πρωτίστως τίς δικές μου).
Τά βέλη τώρα, ὅπως γίνεται φανερό, ἄν καί δέν ἐξαιροῦνται οἱ ἄλλοι, στρέφονται περισσότερο πρός τό ἴδιο τό ἐγώ, μέ τό ἴδιο ἐπίσης εἰρωνικό χαμόγελο. Ἄν δέν εἴχαμε ἀντιληφτεῖ νωρίτερα αὐτή τή σχετικά ἐφεκτική στάση τοῦ ὑποκείμενου ἀπέναντι στούς ἄλλους, ἡ μαρτυρία τούτου τοῦ ποιήματος μᾶς ἀνοίγει τόν δρόμο νά τό προσέξουμε. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε γενικότερα πώς ἡ ποιήτρια «παίζει» μέ τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες χωρίς νά ἐξαιρεῖ τόν ἑαυτό της. Πολύ λίγοι νεοέλληνες ποιητές, καί γενικότερα λογοτέχνες, γράφουν χωρίς νά ἐξαιροῦν τόν ἑαυτό τους ἀπό τά κακά πού θίγουν. Ἡ τάση εἶναι νά τά ρίχνουμε ὅλα στούς ἄλλους. Κι ἕνας σοβαρός λόγος, πού λείπει τό συγκαταβατικό χαμόγελο ἤ, ἀλλιῶς, τό χιοῦμορ ἀπό τή νεοελληνική λογοτεχνία, σχετίζεται μ᾿ αὐτό τό θέμα.
Ἡ ποιητική συλλογή γιά τήν ὁποία μιλῶ εἶναι ἡ πρώτη πού ἔβγαλε ἡ Πολύνα Μπανᾶ. Ἡ πρώτη μετά ἀπό σαράντα ἑφτά χρόνια, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἔμμεσα ἡ ἴδια. Ἄλλοι ποιητές φτάνουν στόν βασικό σκοπό τους μετά ἀπό πέντε ἤ δέκα συλλογές. Στή συγκεκριμένη περίπτωση δέν χρειάστηκαν τόσες. Ὅμως αὐτή ἡ πρώτη προϋποθέτει κι ἐκεῖνες πού δέν κυκλοφόρησαν. Τί θέλω νά πῶ. Θέλω νά πῶ ὅτι δέν φτάνει κανείς σ᾿ ἕνα τέτοιο ἀποτέλεσμα μέ μιά πρώτη ἀπόπειρα. Σίγουρα ὑπῆρξε μικρή ἤ μεγάλη, μᾶλλον μεγάλη, προετοιμασία. Αὐτό, φαντάζομαι, ὑπονοοῦν τά πέντε πρῶτα κείμενα τοῦ τόμου, πού μαρτυροῦν ἀπό τί στενορύμια πέρασε ἡ προσπάθεια τῆς ποιήτριας. Παρόμοια ἔνδειξη, ἄν καί σέ πιό ὥριμο στάδιο πιά, μᾶς ἐπιτρέπουν νά θεωρήσουμε ὁρισμένα πλεοναστικά στοιχεῖα πού συναντοῦμε σέ λίγα κείμενα τοῦ τόμου. Ἐννοῶ κυρίως ὁρισμένα σημεῖα ὅπου ἔχουμε ρητορικούς ἐπιρρηματικούς ἤ ἐπιθετικούς προσδιορισμούς. Γιά νά γίνω σαφέστερος θά σχολιάσω ἕνα ποίημα πού θά μποροῦσε νά εἶναι ἐξαιρετικό, ἀλλά, ὥς ἕνα βαθμό, χωλαίνει ἀπό τήν ἄποψη πού μόλις σημείωσα. Τό ποίημα λέγεται «Λιθοβολισμός». Οἱ πρῶτοι τέσσερεις στίχοι καί ἡμίστιχα εἶναι οἱ ἀκόλουθοι:
Ἤμουν ἀδιάντροπα χαρούμενη
μέσα στό πολύχρωμο παιδικό φόρεμά μου;
Ἤμουν ἀβάσταχτα πολύχρωμη
μέσα στό καινούργιο παιδικό φόρεμά μου;
Ἤμουν ἀφόρητα διαφορετική
μέσα στό πολύχρωμο, καινούργιο φόρεμά μου;
Οἱ στίχοι χωρίς τά ἐπιρρήματα αὐτά δίνουν ὅλα ὅσα χρειάζεται ἡ ποιητική οἰκονομία τῆς ἔκφρασης. Μάλιστα χωρίς αὐτά ἀκούγεται εὐκρινέστερα ἡ κειμενική φωνή τῆς ποιήτριας, ἐνῶ ἡ συμμετοχή τους θολώνει μᾶλλον τήν καθαρότητα τῆς φωνῆς αὐτῆς.
Ἐδῶ τά ἐπιρρήματα «ἀδιάντροπα», «ἀβάσταχτα», «ἀφόρητα», ξεπερνοῦν κατά πολύ τήν ἐκφραστική ἀνάγκη πού ἔρχονται νά καλύψουν. Οἱ στίχοι χωρίς τά ἐπιρρήματα αὐτά δίνουν ὅλα ὅσα χρειάζεται ἡ ποιητική οἰκονομία τῆς ἔκφρασης. Μάλιστα χωρίς αὐτά ἀκούγεται εὐκρινέστερα ἡ κειμενική φωνή τῆς ποιήτριας, ἐνῶ ἡ συμμετοχή τους θολώνει μᾶλλον τήν καθαρότητα τῆς φωνῆς αὐτῆς. Ἀνάλογους ἐμφατικούς προσδιορισμούς συναντοῦμε πολύ λίγους στό σῶμα τῆς συλλογῆς, τῆς ὁποίας ἡ ποιοτική στάθμη δέν μειώνεται ἀπό τήν περιορισμένη παρουσία τους.
Μίλησα ὅμως γιά κειμενική φωνή. Πράγματι. Ἡ εἰλικρίνεια τοῦ λόγου καί ἡ χωρίς ὅρους ἔρευνα τοῦ προσωπικοῦ καί τοῦ γενικότερου γίγνεσθαι, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀκούγεται μέ ἀρκετή εὐκρίνεια ὁρισμένη φωνή. Ὅταν διαβάζουμε τά ποιήματα, νιώθουμε ὅτι κάποιος μᾶς μιλάει. Αὐτό συμβαίνει σέ κάθε ἀνάγνωση, ὅτι δηλαδή πάντα κάποιος μᾶς μιλάει μέσα ἀπό τά κείμενα. Ἐκεῖ ὅμως πού εἶναι τό κρίσιμο σημεῖο δέν εἶναι στό κάποιος, ἀλλά στήν ταυτότητα τοῦ κάποιου. Ἄν ἔχει σαφή ταυτότητα ἤ ἀσαφή καί ἀόριστη. Ἄν ἔχει ἀναγνωρίσιμο πρόσωπο ἤ νεφελῶδες. Ἄν ἔχει, μ᾿ ἄλλα λόγια, συγγραφική προσωπικότητα ἤ ὄχι. Σύμφωνα μέ αὐτά, ὅταν μιλάω, γιά τήν κειμενική φωνή τῆς συγκεκριμένης ποιήτριας κάτι σημαίνει. Σημαίνει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ὅτι ἔχει βρεῖ τόν ἑαυτό της, τό ἔδαφός της καί τό ἀντικείμενό της. Κι ἕνα ἀσφαλές σημάδι γιά τοῦτο εἶναι ἡ ἀπουσία ἄλλων γνωστῶν ποιητικῶν φωνῶν στό ἔργο της – μέ δισταγμό θά σημείωνα μόνο τήν ἀνεπαίσθητη σκιά τοῦ Μ. Σταχτούρη στό ποίημα πού ἐπιγράφεται «Καταιγίδα ἐν κρανίω». Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποιητικῆς ἀνεξαρτησίας ἀποτελεῖ ἡ ἰδιότυπη κάποτε χωροθέτηση στίς σελίδες τῶν στίχων καί τῶν ἡμίστιχων. Δέν εἶναι κάτι ἄγνωστο ἡ σκαλωτή τοποθέτηση τῶν ἡμίστιχων. Οὔτε ὁ σχηματισμός θεματικῶν ἀντικειμένων μέ στιχική διάταξη, ἀλά Γ. Ἀπολυναίρ. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ σκαλωτή γραφή τῶν ποιημάτων δέν ἀποτελεῖ πρωτοτυπία τῆς ποιήτριας. Κάποτε ὅμως μᾶς ξαφνιάζει ἡ ἐλευθερία της στήν χωροθεσία τῶν στίχων. Π.χ. στό πρῶτο μέρος τοῦ ποιήματος «Διορία» ἔχουμε τό ἀκόλουθο σχῆμα.
Μοῦ ἔδωσαν δυό μέρες διορία
γιά ν᾿ ἀλλάξω
μέσα κι ἔξω.
Ν᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπό:
(α) ραγάδες,
(β) φλεβίτιδα,
(γ) κυτταρίτιδα,
(δ) συμπλέγματα,
(ε) ψυχαναγκασμούς,
(στ) αὐταπάτες,
καί
(ζ) ἀκυρωμένα ὄνειρα.
(χωρίς σειρά προτεραιότητας)
Κάτι ἀνάλογο παρατηροῦμε στό ποίημα «Τό μόνο πού μένει», στό ποίημα «Ἐπιμύθιο, κ.ἄ. Θά πρέπει νά πῶ ὅτι σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις ἡ χωροταξική ἐλευθερία συμπορεύεται μέ τήν ποιητική εὑρηματικότητα στό περιεχόμενο.
Τελειώνοντας θέλω νά πῶ ὄτι ἐδῶ καί 20-25 χρόνια ἡ ἑλληνική ἐπαρχία ἔχει πάρει ἀπό τήν πρωτεύουσα τά πρωτεῖα στόν τομέα τοῦ διηγήματος. Δέν ἐννοῶ στήν ποσότητα ἀλλά στήν ποιότητα. Σ᾿ αὐτή τήν ἐξέλιξη πρωτοστατεῖ ἡ βόρεια Ἑλλάδα, ὅμως καί ἡ νότια δέν μένει ἄνεργη. Στό μυθιστόρημα καί στήν ποίηση ὑπερέχει αἰσθητά ἡ πρωτεύουσα. Στό μεταξύ ἔχουμε τά πρῶτα σημάδια ὅτι κάτι ἀξιοπρόσεχτο ἀρχίζει νά παρατηρεῖται καί στήν ποίηση τῆς ἐπαρχίας, ἡ ὁποία μέχρι τώρα εἶχε μείνει πολύ πίσω. Ἕνα τέτοιο σημάδι μᾶς ἔρχεται ἀπό τή Δράμα μέ τή συλλογή τῆς Πολύνας Μπανᾶ. Λέγεται ὅτι τό δεύτερο βιβλίο ἐπικυρώνει ἤ ὄχι τό πρῶτο. Ἄν καί ὅ,τι θετικό ἔχει ἡ πρώτη συλλογή τῆς Μπανᾶ παραμένει μόνιμο ἀπόκτημα, μολαταῦτα ἡ δεύτερη συλλογή της θά ἔχει τή σημασία της.
.
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
DIASTIXO.GR/15/1/2019
Ένα γενναίο κοριτσάκι, που αν και το πετροβολά μια παρέα παιδιών επειδή φοράει ένα ασυνήθιστο φουστάνι, συνεχίζει απτόητο τον δρόμο για τον προορισμό του.
«Προς υπεράσπισή τους», γράφει η Πολύνα Μπανά στην πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων, «ήταν ένα ιδιαιτέρως παρδαλό κι αφύσικα πρωτότυπο» φόρεμα. Ένα κοριτσάκι που δεν παίζει με την αδελφούλα του, αλλά τρέχει με έναν κίτρινο χαρταετό. Που φορά δετά κόκκινα πατίνια. Που δεν καταδέχεται να φορέσει ένα συμβατικό χαμόγελο στις φωτογραφίες, για να αποσπάσει την εύνοια του περιβάλλοντος. Που ως γυναίκα, ως αντίδραση απέναντι στα πράγματα, κάνει «μία σύσπαση μυών σ’ ένα υποτιθέμενο μειδίαμα/ μειλίχιο, στραβό και άτονο/ με το οποίο προσπαθεί να ορθώσει ανάστημα που υπολείπεται κατά είκοσι τρεις πόντους τουλάχιστον του (εκάστοτε) ύψους των περιστάσεων». Μία φύση ανυπόταχτη και αντισυμβατική.
Όπως το φόρεμα που φορούσε εκείνη την ημέρα το ποιητικό υποκείμενο προκάλεσε τον λιθοβολισμό, έτσι και αυτή η συλλογή είναι ασυνήθιστη και πρωτότυπη. Και ευτυχώς, αυτό για την ποίηση είναι τόσο απαραίτητο, όσο και ο αέρας που αναπνέουν οι στίχοι. Και επισύρει τον θαυμασμό και όχι τον λιθοβολισμό. Ποια στοιχεία όμως κάνουν αξιομνημόνευτη αυτή την ποιητική συλλογή;
Πρώτα πρώτα, είναι η συλλογή μίας έμπειρης ποιήτριας. Σε καμία περίπτωση ο αναγνώστης δεν θα μπορούσε να υποθέσει ότι είναι η πρώτη της συλλογή, αν δεν υπήρχε η πληροφορία στο εξώφυλλο. Και αυτό γιατί η Πολύνα Μπανά φαίνεται να γνωρίζει τα μυστικά της ποιητικής τέχνης. Συγκεκριμένα:
1. Υπάρχει αφαίρεση και συμπύκνωση, κάθε λέξη σημαίνει και είναι απαραίτητη στην οικονομία του ποιήματος. Δεν επιδίδεται σε μελοδραματικές και περιττές φλυαρίες, ο τόνος είναι κοφτός και λιτός. «Μια ζωή», γράφει η ίδια, «υπήρξα χειρουργικά προσεκτική στην επιλογή των εκφερόμενων λέξεων». Και αποδείχτηκε πολύ χρήσιμο στην ποίηση, όπου το στοιχείο αυτό είναι πολύτιμο.
2. Χρησιμοποιεί τον λυρισμό και το δραματικό στοιχείο σε πολύ σωστή δοσολογία, τίποτε δεν ξεχειλώνει, τίποτε δεν δακρύζει υπερβολικά, αντίθετα υπάρχει πάντα κάτι ανάλαφρο που κάνει τον αναγνώστη να χαμογελάσει τρυφερά.
3. Χρησιμοποιεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο και το χρησιμοποιεί άψογα. Μιλώ για τον αυτοσαρκασμό, που αστράφτει στη συλλογή και κόβει σαν μαχαίρι – αιχμηρό, έξυπνο, γρήγορο αυτοσαρκασμό που περνάει σαν γρήγορος φασιανός μέσα από τους στίχους και κρύβεται στους θάμνους, όπως θα έλεγε ο Στίβεν Γουάλας. Το χιούμορ της Πολύνας Μπανά είναι συχνά πικρό, πάντα όμως εύστοχο και πετυχημένο.
4. Υπάρχει η λάμψη στην ποιητική της Πολύνας Μπανά. Εκείνη η απαραίτητη σπίθα που υποδηλώνει ένα ποιητικό ταλέντο που, όσο και αν το λιθοβολήσουν, θα συνεχίσει τον δρόμο για τον προορισμό του.
5. Ο λόγος της είναι άμεσος. Στοχεύει κατευθείαν στην ψυχή και συγκινεί χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα. Γι’ αυτό και η συγκίνηση του αναγνώστη επέρχεται ακαριαία και τον πλημμυρίζει.
6. Η Πολύνα Μπανά γνωρίζει καλά ποιο είναι το πιο σημαντικό. Ότι ο ποιητής που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τις λέξεις, που φοβάται την έκθεση, που θέλει να συγκαλύψει και να φορέσει το πλαστικό χαμόγελο ή το ξύλινο δάκρυ για να εμφανιστεί όμορφος στις φωτογραφίες, δεν μπορεί να εκπληρώσει την τέχνη του. Η Πολύνα Μπανά είναι γενναία. Σφίγγει τα δόντια και εκτίθεται με τη γενναιότητα που τη χαρακτηρίζει από μικρή. Εκθέτει τις ραγάδες, τους ψυχαναγκασμούς, την κυτταρίτιδα, τα παιδικά της τραύματα, ξεδιπλώνει και αποκαλύπτει στον αναγνώστη ενσταντανέ φλας από τη ζωή της, την υπαρξιακή της αγωνία, τους φόβους, τις ελπίδες της. Τον περφεξιονισμό και τη μυωπία της. Ξετυλίγει τις αναμνήσεις και μας προσφέρει φέτες από τη μνήμη της. Τις παλινδρομήσεις της ανάμεσα στα ρήματα ρέω και καταρρέω, όπως γράφει. Και ο αναγνώστης χαμογελάει και δακρύζει με το κοριτσάκι που η Πολύνα μάς αποκαλύπτει τόσο γενναιόδωρα ότι ήταν. Και αναγνωρίζει τον εαυτό του στη γραφή της.
7. Έχει διαμορφώσει μία προσωπική γραφή. Χρησιμοποιεί δύσκαμπτες λέξεις, στρυφνές και κακότροπες, λέξεις καθαρεύουσας που μπορεί κανείς να συναντήσει σε επίσημα έγγραφα, όπως οι λέξεις πλην όμως, αναφανδόν, αίφνης, μέχρι πρότινος, ανυπερθέτως, συν τω χρόνω, γενικές στην καθαρεύουσα όπως δικαίωμα ακροάσεως, υψίστης, κατανοήσεως, υπερχειλίζον συμπαραστάσεως, αποκαταστάσεως, αναθεωρήσεως, δριμέων κατηγορώ, συνεπούς, μετοχές όπως εκφερομένων, συμπαρομαρτούσα κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, καταφέρνει να ενσωματώσει αυτές τις λέξεις άψογα και να τις μετατρέψει σε μία γραφή ποιητική. Οι λέξεις της μας κλείνουν το μάτι με όλα τα φωνήεντά τους να μας χαμογελούν. Τα σύμφωνα πάλι σφίγγουν τα στενά τους στόματα με συγκατάβαση.
«Προτιμώ αναφανδόν τα φωνήεντα» γράφει η ποιήτρια. «Ναι/ πάντα είχα μία σκανδαλιστική ροπή προς τα φωνήεντα/ […] /Ενώ,/ είν’ αλήθεια/ –ανώφελο να τ’ αρνούμαστε–/ πως τα σύμφωνα μπορούν να γίνουν/ μερικές φορές/ τόσο στρυφνά και κακότροπα./ Κι αυτό αποκλειστικά από ταμπεραμέντο ή ψυχρό καιρό».
8. Η ποιήτρια έχει αποκτήσει, όπως γράφει η ίδια, «την αναπόδραστη επίγνωση της νομοτέλειας των πραγμάτων και της ατέλειας της ανθρώπινης φύσης». Γνωρίζει ότι υπάρχει ο άλλος εαυτός, γνωρίζει ότι υπάρχει η άλλη πραγματικότητα, γνωρίζει ποια από τις δυο πραγματικότητες πραγματικά σημαίνει.
polina mpana«Εξάσκηση μου χρειάζεται, απλώς εξάσκηση» γράφει. «Και θα κατακτήσω τους μηχανισμούς, τις καθημερινές αβρότητες. Καλημέρα σας, τι κάνετε, πώς είστε, χωρίς να σκύβω το κεφάλι ή να γυρνώ από την άλλη».
Της εύχομαι ποτέ να μην τους μάθει.
ΚΟΣΜΑΣ ΧΑΡΠΑΝΤΙΔΗΣ
FRACTAL 09/10/2018
«Η εξωστρέφεια των φωνηέντων του κόσμου και η άμυνα του ποιητή»
Γνωρίζω την Πολύνα Μπανά όχι μόνο ως πετυχημένη και εκλεκτή συνάδελφο δικηγόρο αλλά και ως βασικό συντελεστή του πολιτισμού της πόλη της, της Δράμας, μέσα από τις ποικίλες δράσεις και θέσεις που έχει αναλάβει κατά καιρούς, επιδεικνύοντας δυναμισμό, συνεχή παρουσία και πολιτιστική κατάθεση. Τα τελευταία δε, τέσσερα χρόνια είχαμε ήδη δημοσιευμένα δείγματα της ποιητικής της δουλειάς, αλλά μόνο μέσα στο 2017 ήρθε η ποιητική της συλλογή με τον τίτλο «Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων», από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν της Θεσσαλονίκης, σε μία επιμελημένη έκδοση, διακοσμημένη μ’ έναν υπέροχο πίνακα του Φαίδωνα Πατρικαλάκι, ειδικά καμωμένο για το βιβλίο. Κι έτσι γνωρίσαμε τον ποιητικό της κόσμο. Έναν κόσμο ιδιαίτερο για τους εξής λόγους:
(1) Γιατί είναι μία συλλογή ποιημάτων ωριμότητας.
Το βιβλίο αυτό απαρτίζεται από τριάντα πέντε ποιήματα, μίας ποίησης προσωπικής, ιδιαίτερης, επιμελημένης και καυστικής που σκιαγραφούν τον αγώνα και την πορεία μίας γυναίκας του σήμερα. Είναι ποιήματα αφηγήσεων και μικρών ιστοριών που επιμελημένα κρύβονται κάτω από τους στίχους και σκιαγραφούν την πορεία μέσα στο χρόνο της ποιήτριας ή της περσόνας της. Ταυτόχρονα, είναι και μία κατάδυση στην προσωπική της κόλαση, λιγότερο στον δικό της παράδεισο. Συχνά παλεύουν με την απώλεια. Ακόμη και των προσώπων. Θα μπορούσαν, κάλλιστα, να ειδωθούν και σαν εγγραφές ενός προσωπικού ημερολογίου που περιγράφουν την πορεία μιας ενήλικης, επαγγελματία-εργαζόμενης γυναίκας σήμερα, με επιστροφές στο παρελθόν όσο κι αν διατείνεται ότι «δεν θυμάται τίποτα από τα παλιά.»
Σαφέστατα, η θέαση του παρελθόντος γίνεται από την σκοπιά του σήμερα, μέσα από τη ματιά της αφηγήτριας, μίας σαρανταεπτάχρονης γυναίκας που έχει καταφέρει να κατονομάσει το παρελθόν της, να βρει τις αστοχίες του, να επισημάνει τις ρωγμές του, να το καταστήσει υπεύθυνο για τη μετέπειτα πορεία της. Παράλληλα, η θέαση του παρελθόντος δεν στερεί από την φωνή την επαφή με το παρόν και την εξέλιξη του υποκειμένου μέσα στο χρόνο, για να φτάσουμε μέχρι το παροντικό σήμερα που σώρευσε εμπειρία και γνώση για να θεάται το βιωμένο χρόνο, με σοφία και διάθεση απολογισμού.
Η πορεία της δημιουργού είναι εξασφαλισμένη, κτισμένη με επιμονή από την ίδια : «Δεν το’ βαλα στα πόδια, δεν επιτάχυνα καν το βήμα, παρά συνέχισα κι έφθασα στον αρχικό προορισμό μου», σημάδι που υποδεικνύει τη δημιουργική στόφα της ποιήτριας. Κι όλα αυτά, μάλιστα, σε ώριμη ηλικία, αφού τότε:
Μικρή ρωγμή, αίφνης,
εγκαταστάθηκε στο πρόσωπο,
εκχέουσα
σκέψεις κι αδήριτη αλήθεια,
κι η μέχρι πρότινος ενδεδυμένη αυτού μη-έκφραση
δεν είναι, πλέον, ικανή να τη στοκάρει (ή επουλώσει;).
(2) Γιατί ο υπαρξιακός πυρετός είναι τόσο αληθινός και ανυπόκριτος που ποιεί ήθος.
Από την «αδήριτη αλήθεια» ξεκινάει η Πολύνα Μπανά για να καταγράψει έναν υπαρξιακό κύκλο, με εναγώνια ερωτήματα και αμφιβολίες για τις πράξεις και το αποτέλεσμα των πράξεών μας, για τις απορρίψεις μιας ζωής, για το «πυρ αδιακρίτως και προς πάσα κατεύθυνση», για την «κρατημένη γλώσσα» και το «κλειστό στόμα», τις κοινωνικές συμβάσεις που μας ωθούν να μην είμαστε ο εαυτός μας.
Ίσως, όλη η ποίησή της είναι η αναζήτηση και η ερμηνεία ενός αυθεντικού εαυτού, ενός εαυτού που χάθηκε ανάμεσα στις συμπληγάδες της ζωής, τις απαιτήσεις μιας δύσκολης δουλειάς, την τύρβη του βιοπορισμού και της επαγγελματικής καταξίωσης, ενώ συχνά κατατρυχόταν από το ερώτημα «ποιά είναι η πιο πραγματική ζωή, αυτή που ζούσε στο μυαλό της ή αυτή που διεκπεραίωνε καθημερινά». Και στο ποίημα -αναφέρομαι στο ποίημα «Παιχνίδια αντίληψης»-, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα «ποιά είναι η πραγματική», υπονοώντας την πνευματική ζωή, καρπός της οποίας είναι αυτό το βιβλίο.
Αυτή η πνευματική ζωή, η οποία στη ζωή της Πολύνας συμβάδισε με αυτή της δουλειάς, της έντονης και απαιτητικής δικηγορίας, οδηγεί στην ποθητή αυτογνωσία και απεικονίζεται, τέλεια, στο μεστό και σύντομο ποίημα με τίτλο «Ναυτία» :
Έσκυψα τα κεφάλι
πάνω από τα βιβλία της δουλειάς
κι όταν το σήκωσα,
είχαν περάσει είκοσι (και πλέον) χρόνια.
Το ξανα-έσκυψα γρήγορα,
γιατί, πλέον, δεν (ανα)γνώριζα
μήτε τον κόσμο
μήτε αυτούς που τον κατοικούν
κι όλο αυτό μου προκάλεσε, αίφνης,
μια ελαφρά ναυτία.
Θέλω, στο σημείο αυτό, να επισημάνω ότι η ματιά της Μπανά είναι άμεσα εξομολογητική και αυτοκριτική. Δεν χαρίζεται κυρίως στον εαυτό της. Κι αυτό είναι το μεγάλο χάρισμά της. Η βαθιά αυτοκριτική της ποιεί ήθος, ήθος ποιητικό που δίνει στα ποιήματά της ένα μεγαλείο και τα κάνει πιο αληθινά και πιο απτά. Μας μιλούν και μας αγγίζουν προσωπικά γιατί δεν κρύβουν, δεν ωραιοποιούν, δεν συγκαλύπτουν. Δεν κρύβονται για να μην αποκαλύψουν τη γύμνιά τους, στέκονται ανοιχτά και χαώδη και μας προκαλούν.
(3) Γιατί μέσα στην τραγωδία και το πόνο εισχωρεί το χιούμορ και η ειρωνική ανατροπή.
Με χιούμορ και με ειρωνική αντιμετώπιση της καθημερινότητας, αλλά και του ίδιου του κόσμου που έχτισε ο εαυτός για να προστατευθεί, φιλοτεχνούνται μερικά από τα πιο ωραία ποιήματα της συλλογής, όπως «Η σημασία της τεχνικής στο κλασικό μπαλέτο», «Αποστολή εξετελέσθη», ακόμη το «Επιστροφή στη μήτρα», «Περί ατελειών και ζωδίων ο λόγος». Η γυναίκα που στέκεται αμήχανη στο σταυροδρόμι της ζωής, τόσο ως τεχνοκράτισσα επιστήμων όσο και ως άδολη παιδούλα, επιστρέφει στο παρελθόν ψυχαναλυόμενη για να θεραπεύσει συμπτώματα αλλά και να συγκροτήσει τον πνευματικό εαυτό που θα τη διασώσει και θα τη δικαιώσει. Και στο σημείο αυτό μου θυμίζει το Νίκο Καζαντζάκη που ικετεύει λίγο χρόνο ακόμη -αναφέρομαι στο ποίημά της με τίτλο «Λίγο χρόνο ακόμη» :
Δώστε μου λίγο χρόνο ακόμη.
Εξάσκηση μου χρειάζεται,
απλώς εξάσκηση,
και
θα κατακτήσω τους κρυφούς μηχανισμούς
της συνεπούς αλληλεπίδρασης με τους άλλους,
αποδίδοντας αριστοτεχνικά
τις καθημερινές αβρότητες και κοσμιότητες
(«Καλημέρα σας!», «Τι κάνετε;», «Πώς είστε;»)
χωρίς να σκύβω το κεφάλι ή να γυρνώ βιαστικά
απ΄την άλλη.
Τι κι αν έφτασα, αισίως, τα σαράντα επτά…
Θέλω, πάντα, τόσο πολύ να σας μοιάσω!
(4) Γιατί πρόκειται για μία ποίηση που δεν υποκρίνεται την υψιπετή, αλλά κάνει τη δουλειά της με σεμνά υλικά, παρμένα από τη γλώσσα της ζωής και μπολιασμένα με το λεξιλόγιο του επαγγέλματος.
Μιλώντας απλά και περνώντας τις λέξεις ξανά και ξανά, διαπιστώνεις ότι η Μπανά διαμόρφωσε μία δική της γλώσσα που δεν είναι ασκημένη στην ποίηση της αφαίρεσης και της αόριστης γενικολογίας αλλά είναι προσγειωμένη στο λεκτικό της καθημερινότητας, έχοντας τον αέρα της «μαγκιάς» αλλά και του επαγγελματικού-δικηγορικού στιλβώματος. Όλα εισχωρούν από παντού και κάνουν την ποίησή της ανοιχτή, αληθινή, ευέλικτη, αποκαλυπτική. «Διετέλεσα ικανή», «μικρή ρωγμή εκχέουσα», «πλήττεσαι απ’ την πραγματικότητα», «ελισσόμενη, με αενάως ρευστή χάρη», «την παντός καιρού ανθεκτικότητά μου», «η εφ’ όρου ζωής δυσανεξία», «υπήρξα θύμα τέτοιου νεύματος», «απολαμβάνοντας πλήρους ατιμωρησίας», «προτιμώ, αναφανδόν, τα φωνήεντα», «το υπερχειλίζον συμπαραστάσεως, χαμόγελό μου», «η συμπαρομαρτούσα σοφία που μου έταξαν». Μια ζωντάνια που εκχύεται από τους χυμούς μιας γλώσσας που δεν περιορίζεται μόνο στην καθημερινή τριβή της γλώσσας αλλά ενσωματώνει, οργανικά, και χυμούς από την επαγγελματική γλώσσα της ποιήτριας. Και η ένταξη αυτή γίνεται τόσο έξυπνα και λειτουργικά που δημιουργεί ένα ιδιότυπο κώδικα και προσδίδει τη διαφορετικότητα στην ποίηση της Πολύνας Μπανά.
Σίγουρα όσοι γνωρίζουν τη Μπανά μπορεί και να αναρωτηθούν γιατί αποφάσισε να αυτοβιογραφηθεί κι αν το ποίημα είναι ή δεν είναι ένα προσωπικό στριπτίζ, όπου όλα αποκαλύπτονται, ακόμη κι όσα οι ίδιοι θελήσαμε να κρατήσουμε κρυφά. Έχω την εντύπωση ότι η καλή ποίηση ξεκινά από την αυτοβιογραφία. Μπορεί και δεν πρέπει να καταλήγει ή να περιορίζεται εκεί. Όμως, ξεκινά από εκεί. Και σκαρώνει ένα παίγνιο με το άλλο. Και, συχνά, το παίγνιον ήμαστε εμείς.
Όσοι προσέρχονται στην ποίηση οχυρωμένοι και ελάχιστα αθώοι, δεν μπορούν να γράψουν και μένουν στο μικρό, καλλιεπή μεν, αλλά αστάθμητο και ξεπερασμένο μέσο όρο. Για να πετάξει η ποίηση χρειάζεται εαυτός και, μάλιστα, τολμηρός. Όπως αυτός με τον οποίο η Μπανά περιέλουσε το βιβλίο της και, στη συνέχεια, του έδωσε φωτιά. Μια φωτιά που καίει και περνά σε όλους μας. Θέρμη και φωταψία μαζί, το αποτέλεσμά της. Και το αισθανόμαστε μόλις επικοινωνήσουμε με τα ποιήματά της.
Δώστε της, ναι δώστε της κι άλλο χρόνο ακόμη: της χρειάζεται για να συνεχίσει να γράφει, να δώσει κι άλλα. Έχει τη διάθεση να αισθάνεται «ανάδελφη». Όμως, δεν πρέπει να μείνει ανάδελφη, τόσο αυτή, όσο και τα ποιήματά της.
ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Περιοδικό “Κοράλλι”, τχ. 17, Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2018
Μια χειρουργικά προσεκτική ποίηση
Ο λόγος και η γλώσσα και η γλώσσα του λόγου και η άλογη κάποτε χρήση της ως λόγου αιχμηρού και άδικου, ως μέσου με το οποίο συντελούνται όλες οι προβολές και οι προσβολές, οι εξιλασμοί και τα απαλά εγκλήματα τού «άρα», του εύκολου επιρρήματος της παρανόησης και των απλουστευμένων γενικεύσεων, η γλώσσα της διαστρέβλωσης, του διασυρμού και των συμπερασμάτων. Μα, θα μου πείτε πως όλα είναι θέμα απλής επιλογής, αφού το εργαλείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ρόλο διπλό άλλοτε συμφιλίωσης και άλλοτε διαβολής, άλλοτε συνένωσης και άλλοτε διάλυσης. Και όλα αυτά η γλώσσα ή πιο συγκεκριμένα το στόμα που με τρόπο ευφυή η Πολύνα Μπανά περιγράφει τη σκοτεινή του πλευρά:
Το στόμα κινείται,/ μορφάζει, / πλήττει, / επιπλήττει, / μέμφεται, / χειρονομεί (σείοντας το δάκτυλο,) / επιτίθεται, / συντρίβει. // Αποτελεί, με διαφορά, το πλέον απάνθρωπο σημείο / της ανθρωπογεωγραφίας του σώματος.
«Απάνθρωπο»
Είναι η ώρα που η γλώσσα -διαυγές κάτοπτρο της θολής συνήθως ψυχής- αναλαμβάνει να εκστομίσει ή και -με τα πιο σύγχρονα μέσα- να καταγράψει όλα τα σχηματικά και επιθετικά που δίνουν στον θύτη δύναμη και εξουσιαστική ισχύ.
Η διαδικασία περιγράφεται με την ακριβή αποτύπωση της εικόνας. Όλα ξεκινούν, όπως λέει, από μια μικρή ρωγμή που εγκαταστάθηκε στο πρόσωπο,/ εκχέουσα / σκέψεις κι αδήριτη αλήθεια[…]
«Ρωγμή»
Αναφερόμενη στη ρωγμή του στόματος σχολιάζει με τρόπο σοφό την κατά καιρούς απάνθρωπη λειτουργία του. Ως εκ τούτου, στη λεκτική και άδικη επίθεση που σίγουρα όλοι έχουμε υποστεί, η Πολύνα προτείνει με τρόπο ευφάνταστο μιαν ιδιάζουσα σιωπή. Είναι μία σιωπή προσεκτική, συνειδητή και, όπως λέει, σιλικονούχα. Μία απόλυτη και βίαιη απαγόρευση στη γλώσσα να αντιτάξει στην άδικη επίθεση την υπεράσπισή της. Μια εσωτερική προσταγή στο όργανο του λόγου να μην εμπλακεί στο παιχνίδι της λεκτικής αντεπίθεσης και των δικαιολογιών, όταν μάλιστα το πινγκ-πονγκ των κατηγοριών συμβαίνει εν θερμώ.
Γράφει στο ποίημα «Σιλικονούχα χείλη»:
Υπήρξαν φορές // που πάνω στην προσπάθεια / να κρατήσω το στόμα μου κλειστό / για να μην εφορμήσει η γλώσσα κι επιτεθεί, // είχαν πρηστεί τόσο τα χείλη, // που φίλοι που ’χαν να με δουν καιρό, / με ρώταγαν, με γνήσια απορία, / αν έχω προσθέσει σιλικόνη.
Η ποίηση της Πολύνας Μπανά είναι ποίηση καθρέφτης και ποίηση εξομολογητήριο και ποίηση κατάθεση κατηγορούμενου με το χέρι στο ευαγγέλιο της δικής της ιερής αλήθειας. Εκείνο, μάλιστα, που την απασχολεί βαθιά είναι η ίδια η επικοινωνία με τον άλλον και η αλήθεια της, η διερώτησή της απέναντι στο αιχμηρό και ακαριαίο που κάποτε γίνεται η γλώσσα, που δεν είναι άλλη από την πραγματική αιτία όλων των αποσχίσεων που ταλανίζουν τις σχέσεις. Απέναντι, λοιπόν, στην ανεξέλεγκτη εκδηλωτικότητα των φωνηέντων εκείνη προτείνει την παρατεταμένη σιωπή των σιωπηλών συμφώνων που δε διασχίζουν το έρκος των οδόντων αλλά, αντί για την απρόσεκτη και βίαιη εκφορά του λόγου, επιλέγουν τον αυτοέλεγχο και τη συστολή που ουδέποτε ερεθίζει. Η λείανση, το φιλτράρισμα και η προσοχή, η σιωπή και η επανεξέταση, μπορεί να παραπέμπουν σε μια αποστειρωμένη τυπική συναναστροφή, εντούτοις κάποτε διασώζουν με ασφάλεια την επικοινωνία. Υπάρχει, βέβαια, και το ανάλογο τίμημα για όλην αυτή την επιλογή που εντοπίζεται στη σταδιακή απονέκρωση των συναισθημάτων, καθώς όσο λιγότερο εκφράζονται αυτά τόσο τελούν εν αχρηστία.
Μια ζωή υπήρξες τόσο χειρουργικά προσεκτική / στην επιλογή των εκφερόμενων λέξεων: // Λέξεις λιμαρισμένες, πανταχόθεν στρογγυλές / κι αποστειρωμένα ουδέτερες, // μην τυχόν και (προ)καλέσεις, (εξ)ερεθίσεις, (εξ)εγείρεις, // που έπαψες από καιρό πια να κατέχεις / πώς να εκφράζεις -αλλά και να νιώθεις- / τα συναισθήματά σου.
«Κλινική περίπτωση»
Μάλιστα, η άμυνά της κατέληξε σε αντίδραση απωθημένη, στοιβαγμένη σε βάζα που ολοένα αυξάνονταν, καθώς προτιμούσε από τη ματαιότητα των εξηγήσεων την εύγλωττη σιωπή που εντός της κατέστελλε το εν ενεργεία ηφαίστειο. Σε καμία περίπτωση ωστόσο δε θεωρεί τη στάση αυτή μειονεξία, ήττα και ένδειξη ενοχής αλλά σοφία εγκαρτέρησης και αυτοπροστασίας. Δεν είναι, άλλωστε, όλοι ανθεκτικοί στον εκφοβισμό και εφοδιασμένοι με αντιστάσεις στην επίθεση.
Κάθε τόσο, / έκλεινα σ’ ένα μικρό, αεροστεγές, γυάλινο βάζο, // τα αισθήματα που δεν έδειξα, / τις σκέψεις που δεν άρθρωσα, / τα λόγια που δεν εκστόμισα, / τις εξηγήσεις που δεν έδωσα, / στις κρίσιμες καμπές της ζωής μου. / Χρόνο με τον χρόνο, / τα βάζα στοιβάζονταν // και πλέον, έχουν γεμίσει τα ράφια όλα της αποθήκης. // Πρέπει να βρω ένα μεγαλύτερο σπίτι.
«Μετακόμιση»
Βέβαια, η συνήθεια της συσσώρευσης απωθημένων αντιδράσεων δεν ήταν για την Μπανά κάτι που αποκτήθηκε από την πείρα και τις κακοτοπιές του βίου. Παιδιόθεν, όπως γράφει, έσφιγγε «υπέρ το δέον» τα δόντια, κάτι που σιγά σιγά με τον καιρό κουράστηκε να κάνει.
[…]Και τώρα που τα δόντια μου βουβάθηκαν / και δήλωσαν παραίτηση /-η γλώσσα, βλέπετε, είχε αποδράσει, / για μέρη πιο ζεστά, πολύ νωρίτερα-, / η μόνη αντίδραση που μου ’μεινε απέναντι στα πράγματα / είναι / μια σύσπαση κάποιων μυών σ’ ένα υποτιθέμενο μειδίαμα, / μειλίχιο, στραβό και άτονο, / με το οποίο προσπαθώ, κακήν κακώς, να ορθώσω / ανάστημα, / πλην όμως / το τελευταίο πάντα υπολείπεται, / κατά είκοσι τρεις πόντους τουλάχιστον, / του (εκάστοτε) ύψους των περιστάσεων.
«Σφιγμένα δόντια»
Η Μπανά εκ φύσεως ευγενική και μάλλον αλλεργική σε εντάσεις και αντεγκλήσεις επιλέγει από την αρένα των όποιων εχθροπραξιών κι ενώ αυτές είναι εν εξελίξει εκείνη να επινοήσει μιαν ιδιότυπη φυγή-κατάδυση, να μεταφερθεί δηλαδή στην ατάραχη μήτρα των σκοτεινών νερών, για να αναδυθεί μόνο τη στιγμή εκείνη που θα έχει λήξει η όποια συμπλοκή. Ουσιαστικά, με όλα τα ποιήματα των εξαιρετικών μεταφορών και των θεατρικών εικόνων μάς παρουσιάζονται οι πολλαπλές σκηνές του ίδιου έργου της ανθρώπινης αδυναμίας να εμπλακεί στην αντιαισθητική λογομαχία και στο ανελέητο «κατηγορώ». Και επειδή, όπως λέει, λόγω αγωγής ή ενδεχομένως και έπαρσης αδυνατεί να εμπλακεί, κλείνει τη μύτη και βυθίζεται αργά σε ατάραχο σκοτεινό υδάτινο περιβάλλον. Θεωρώ ότι δε θα μπορούσε πιο αριστοτεχνικά να αποδώσει την εικόνα της ειρήνευσης που έχει ανάγκη η ψυχή την ώρα του οποιουδήποτε πολέμου. Το υγρό στοιχείο που επιφέρει μέσα από τη ροή τη σύνδεση με την πηγή και παραπέμπει στο αρχικό λίκνο του όντος είναι η ασφαλής επιλογή τού «εγώ» να επιστρέψει στην αρχή του, τότε που δε διαφαίνονταν πουθενά τα νέφη των ανταγωνισμών. Έτσι λοιπόν ένα ανελέητο και διαρκές φρενάρισμα των παρορμήσεών της, μια αδικαιολόγητη στοχοποίησή της από μικρό παιδί, ένας άγαρμπος και βίαιος αποκλεισμός απ’ τα ομαδικά παιχνίδια, ένας ζηλόφθων λιθοβολισμός και βέβαια ένα νεύμα τής πάντα έντρομης γιαγιάς στάθηκαν ικανά να αναπτύξουν τις αντιστάσεις της και να εντείνουν το πείσμα της, ώστε, αν και σιωπηλή, αγέρωχη να φτάνει τελικά στον αρχικό προορισμό της. Εντούτοις, όσο κι αν τα παρατεταμένα σίγμα της σιωπής αποδείχτηκαν στο παρελθόν ότι την προστατεύουν, εκείνη δηλώνει τελικά πως προτιμά, αναφανδόν, τα φωνήεντα, μια και τα σύμφωνα κρύβουν καμιά φορά μέσα τους βαθύ σκοτάδι και γίνονται -είτε εκ φύσεως είτε από ψυχρό καιρό- κακότροπα και στριφνά.
Το άλλο ζήτημα που θίγεται και σχολιάζεται ποιητικά στη συλλογή είναι ο χρόνος και η διαχείρισή του σε σχέση πάντα με τις προτεραιότητες που η ίδια κάθε φορά φαίνεται ότι θέτει. Μια σκληρή και ανελέητη αυτοκριτική στα πλαίσια της οποίας παρουσιάζεται ο εαυτός της απορροφημένος από την τύρβη του επαγγέλματος να εστιάζει σε ένα παρόν που ολοένα ωστόσο της ξεφεύγει, με αποτέλεσμα να ζει στην ψευδαίσθηση του άπειρου χρόνου την ίδια ώρα που το υποτιθέμενο «τώρα» έχει ήδη μεταμφιεστεί σε παρελθόν. Το γλίστρημα του χρόνου μέσα απ’ τα δάχτυλά της περιγράφεται με ένα φευγαλέο ανασήκωμα του κεφαλιού απ’ τα βιβλία της δουλειάς, καθώς και με την αιφνιδιαστική συνειδητοποίηση ότι τα χρόνια έγιναν ανεπιστρεπτί καπνός. Ο ακυρωμένος βέβαια εαυτός, του οποίου τα δίκαια αιτήματα υφίστανται μόνιμη διαγραφή άμα τη εμφανίσει τους στην ίδια, της αποκαλύπτει καθαρά την αδυναμία της να διαχειριστεί τον άπιαστο καιρό. Με γλώσσα διαυγή και ειλικρινή, με ύφος αυτοσαρκασμού και ειρωνείας ανατέμνει τα ανθρώπινα και μέσα από την απεύθυνση σε δεύτερο ενικό δημιουργεί την οικειότητα με τον αναγνώστη, ο οποίος συναντά στη γλαφυρή γραφή της κάτι απ’ τον δικό του εαυτό. Άκρως ανθεκτική και ιδιαζόντως ξεροκέφαλη τα βάζει με τον χρόνο, υποτιμά και αγνοεί προκλητικά τις προειδοποιήσεις, πεισμώνει και αρνείται κατηγορηματικά να υποκύψει στη σύνεση, δεν κατεβάζει την ταχύτητα. Με τον ίδιο τρόπο που αρνούνταν άλλοτε ν’ αλλάξει την πορεία της, όταν τα βίαια παιδιά ανελέητα την πετροβολούσαν. Είχε λιώσει τότε το παρδαλό φουστάνι της -την αιτία της χλεύης και του διασυρμού της- και διασχίζοντας τις πολεμικές κραυγές προχώρησε αγέρωχη μέχρι τον τελικό προορισμό.
Ο προορισμός και η ακάθεκτη πορεία ώς αυτόν, η υπεράσπιση του εαυτού παρά τη συστηματική και άδικη επίθεση, η ανάγκη να διασωθεί μες στον ορυμαγδό των ανταγωνισμών και γεγονότων, η απορία της για τη σοφία που, αν και της έταξαν ότι θα ’ρθει μόλις θα μεγαλώσει, όμως -όπως γράφει- είναι ήδη στα 47 και αργεί η σοφία να φανεί. Θα έλεγα ότι η σοφία δεν πρόκειται να ’ρθει, απλούστατα γιατί από μικρή την είχε. Ήταν εκείνη η σοφία των λουλουδιών που εκπυρσοκροτούσαν το διαφορετικό πάνω στο φόρεμά της, ήταν η σοφία των παιδικών ποδιών που επιτάχυναν και αρνήθηκαν τότε να σταματήσουν στον εκφοβισμό, ήταν η σοφία της υφασμένης αραιά ψυχής της που τη φορούσε κατάσαρκα πιο φόρεμα και από φόρεμα, για να την προστατεύει. Η περηφάνια της ήταν η σοφία της κι αυτή θαρρώ πως δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Μια σοφία που, αν και ανδρώθηκε, όπως λέει, με τα φτυσίματα οργής του Μπορίς Βιάν ή και τα ποιήματα μίσους της Σύλβιας Πλαθ, εκείνη είναι αυτή που την κάνει να αναρωτιέται στο ποίημα «Επιμύθιο» γιατί άραγε να μην μπορεί τίποτα και κανέναν να μισήσει.
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΦΡΕΑΡ 13/04/2018
Η καταφανής εξωστρέφεια ενός εσωστρεφούς ποιητικού υποκειμένου – της
Πολύνα Μπανά,
Αρίθμηση σε ποίημα, τι θα λέγατε; Ναι, δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Αντιποιητικό; Θα μπορούσε. Αλλά, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, όλα είναι θέμα χρήσης. Ενσωμάτωσης στο ποίημα, στον ποιητικό λόγο, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται ξαφνιαστική αποτελεσματικότητα. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το πρώτο ποίημα στο οποίο συναντούμε τέτοια αρίθμηση:
Το μόνο που μένει, μετά από λίγο,/ είναι:/ 1) Κάποιες ιδιόχειρες αφιερώσεις σ’ εσώφυλλα βιβλίων./ 2) Η μνήμη της φωνής/ (για κάποιον λόγο, ανεξήγητο, / σου είναι πιο εύκολη από κείνη της μορφής). […] 4) Σκόρπιες κουβέντες (κυρίως απ’ τα χρόνια που σε μεγάλωνε)./ 5) Σπαράγματα εκφράσεων («Το μόνο που μένει», υπότιτλος Στη – δική μου – μνήμη του, σ. 29). Αρίθμηση, λοιπόν, που γίνεται ποιητικά αποδεκτή, παρόλο που ξαφνιάζει.
Η Πολύνα Μπανά στην πρώτη ποιητική συλλογή της στήνει αρχικά ένα σκηνικό: κέντρο το στόμα, και η ομιλία, και το εκφραστικό συναίσθημα μέσω αυτού.
Το στόμα κινείται,/ μορφάζει,/ πλήττει,/ επιπλήττει,/ μέμφεται,/ χειρονομεί (σείοντας το δάκτυλο),/ επιτίθεται,/ συντρίβει. («Απάνθρωπο», σ. 19)
Μετά, το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στις εκφραστικές λέξεις που μπορούν να απογειώσουν αλλά και να καταρρακώσουν. Και στη μη-έκφραση που τελικά εξωτερικεύεται.
Κατόπιν, περνά σε προσωπικές ποιητικές αναφορές. Μέσα από στιγμιότυπα σαν φωτογραφίες, εξωτερικεύει μνήμες και συναισθήματα, θυμάται, αναρωτιέται, αμφιταλαντεύεται, συμπεραίνει. Μια οξεία ματιά στον εσωτερικό κόσμο. Από ένα υποκείμενο «λίαν εύθραυστον» – τίτλος ποιήματος της συλλογής.
Η καταφανής εξωστρέφεια ενός εσωστρεφούς ποιητικού υποκειμένου. Υπάρχουν δύο άξονες: ο περίγυρος, οι άλλοι, οι κοινωνικές συμβάσεις, τα στερεότυπα. Και από την άλλη, το ευαίσθητο άτομο μέσα στην πραγματικότητα.
Συχνά,/ ουρλιάζω μέσα μου:/ «Παρακαλώ πολύ,/ φερθείτε μου/ με καλοσύνη,/ τείνω να γίνομαι χίλια κομμάτια». («Λίαν εύθραυστον», σ. 15)
Το πρόβλημα είναι πως το ποιητικό υποκείμενο είχε δώσει από μικρό την αντίθετη εντύπωση, και μάλιστα επιτυχώς, ώστε να τους πείσει όλους, πως δήθεν είναι ανθεκτική και άτρωτη ίσως:
και, πλέον,/ επιτυχώς/ τους έχω ξεγελάσει όλους/ για την αδιάτρητη πανοπλία μου
– και – / την παντός καιρού ανθεκτικότητά μου; (ό.π. σ. 15)
-Η γλώσσα υποβλητική αλλά και δυναμική, δίνει ενέργεια σε φθόγγους, φωνήεντα και σύμφωνα, και προβάλλουν οι λέξεις με τη δική τους ιδιότυπη μορφή κάθε φορά.
Μια ζωή υπήρξες τόσο χειρουργικά προσεκτική/ στην επιλογή των εκφερόμενων λέξεων
Λέξεις λειασμένες, «λιμαρισμένες», «αποστειρωμένα ουδέτερες», ώστε να μην πληγώνουν, να μην προκαλούν μην τυχόν και (προ)καλέσεις, (εξ)ερεθίσεις, (εξ)εγείρεις πώς να μην παραμορφωθούν όμως έτσι και τα συναισθήματα, αφού καλουπώνεται η έκφρασή τους που έπαψες από καιρό πια να κατέχεις/ πώς να εκφράζεις – αλλά και να νιώθεις –/ τα συναισθήματά σου. («Κλινική περίπτωση», σ. 24)
Η προσπάθεια του αυτοέλεγχου κρατάει χρόνια, και είναι αθροιστική και τακτική:
Κάθε τόσο,/ έκλεινα σ’ ένα μικρό, αεροστεγές, γυάλινο βάζο,/ τα αισθήματα που δεν έδειξα,/ τις σκέψεις που δεν άρθρωσα,/ τα λόγια που δεν εκστόμισα,/ τις εξηγήσεις που δεν έδωσα,/ στις κρίσιμες καμπές της ζωής μου.(«Μετακόμιση», σ. 25)
Κάποτε βέβαια αυτή η προσπάθεια ξεπερνάει τα όρια και αντανακλά στο πρόσωπο του ποιητικού υποκειμένου:
Υπήρξαν φορές/ που πάνω στην προσπάθεια/ να κρατήσω το στόμα μου κλειστό/ για να μην εφορμήσει η γλώσσα κι επιτεθεί,/ είχαν πρηστεί τόσο τα χείλη,/ που φίλοι που ’χαν να με δουν καιρό,/ με ρώταγαν, με γνήσια απορία,/ αν έχω προσθέσει σιλικόνη («Σιλικονούχα χείλη», σ. 23)
Και το ποιητικό υποκείμενο συνειδητοποιεί πως ζει και μια παράλληλη με την πραγματική ζωή: Έχω ζήσει μια ολόκληρη,/ παράλληλη ζωή,/ μες στο μυαλό μου./ […]Στο παρελθόν,/ συχνά αναρωτιόμουν/ ποια είναι πιο πραγματική./ Τώρα τελευταία,/ ποια είναι η πραγματική. («Παιχνίδια αντίληψης», σ. 28)
Στα ποιήματα κυριαρχεί το α΄ ενικό ρηματικό πρόσωπο, το ποιητικό υποκείμενο που μιλά για τον εαυτό του. Ενίοτε, εμφανίζεται το β΄ ενικό πρόσωπο, σαν αναφορά σε άλλον. Το ποιητικό υποκείμενο σε έναν εσωτερικό μονόλογο, αφού τελικά στο ίδιο και στις καταστάσεις της ψυχής του γίνονται οι αναφορές.
Η ατμόσφαιρα συνολικά στα ποιήματα της συλλογής αναπαριστά μια αιώρηση του ποιητικού υποκειμένου ανάμεσα στη συγκράτηση και στο ξέσπασμα. Ανάμεσα στην άρθρωση και στη μη άρθρωση λέξεων και συναισθημάτων. Ανάμεσα στο πληγωμένο συναίσθημα και στη λογική ισορροπία. Στην κατάρρευση και στην αντίσταση μονίμως αιωρούμενη στην άκρη του/ – εσωτερικού – γκρεμού, με το ’να πόδι στο κενό. («Μεταξύ ρημάτων», σ. 13)
Οι λέξεις επιστρατεύονται, για να περιγράψουν την αιώρηση αυτή. Και, παρά τη δηλωμένη προτίμηση στα φωνήεντα, λέξεις επιλεγμένες προσεχτικά, που ακουμπάς και γλιστράς και στα σύμφωνά τους, γλώσσα εναργής, πλούσια, καθημερινή αλλά και λόγια, χωρίς εκζήτηση, χωρίς υπερβολές. Αν το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται μονίμως σε μια ασταθή πραγματικότητα, η ποιητική γλώσσα δίνει ένα στέρεο πλέγμα, που περιγράφει αλλά και, πιθανότατα, ανακουφίζει και προστατεύει.
Τα ποιήματα συχνά έχουν την οργάνωση ενός λογικού συλλογισμού, με τους στίχους-προκείμενες να οδηγούν σε ένα τμήμα-συμπέρασμα. Τα ποιήματα αυτής της οργάνωσης είναι πιο αφαιρετικά, σχετικά σύντομα. Και η κορύφωση βρίσκεται στο τελευταίο τμήμα, με τη συμπύκνωση του νοήματος.
Ταυτόχρονα, συστατικό στοιχείο της ποίησης της Πολύνας Μπανά αποτελεί η αφηγηματικότητα. Λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένα ποιήματα που αφηγούνται ιστορίες. Σε κάποιες περιπτώσεις είμαστε πολύ κοντά σε ποιητικές μικροαφηγήσεις, άλλωστε τα όρια στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι σαφή. Κάποτε, ένα τμήμα του αφηγηματικού ποιήματος μπορεί να έχει τη λογική οργάνωση που προαναφέρθηκε: Όπως καταλαβαίνετε,/ είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα/ πως ένα φευγαλέο νεύμα/ μπορεί ν’ αλλάξει την πορεία μιας ολόκληρης ζωής./ Υπήρξα θύμα/ τέτοιου νεύματος. («Το νεύμα», σ. 20)
Το λίαν εύθραυστο και εσωστρεφές υποκείμενο. Οι αναδρομές στο παρελθόν, με μνήμες που ενισχύουν την αίσθηση της εσωστρέφειας. Η παιδική αθωότητα και ο αυθορμητισμός, να προσκρούουν στις συμβάσεις των ενηλίκων αλλά και στη γνωστή σκληρότητα των παιδικών ομάδων. Η ευαισθησία που δοκιμάζεται μέσα από τις αναπάντεχες συγκρούσεις, τις άγουρες διαψεύσεις. Η πρόωρη ωριμότητα που δίνει αφορμές για τη στροφή στον εσωτερικό κόσμο αλλά και για στοχασμό.
Στο παρόν, το ποιητικό υποκείμενο κάνει απολογισμούς, αρθρώνει επιτέλους λέξεις που ως εκείνη τη στιγμή της έπρηζαν τα χείλη, αναμετρά κέρδη και ζημίες από την έκφραση ή τη μη-έκφραση των συναισθημάτων. Από τη συγκράτηση στην έκρηξη και πάλι πίσω. Έρχεται αντιμέτωπη με το γήρας, με τη φθορά και τον θάνατο.
Ο εξομολογητικός τόνος του ποιητικού υποκειμένου χαρακτηρίζεται από έλλειψη μελοδραματισμού. Από μια απόσταση ασφαλείας που προσπαθεί να κρατήσει και ως προς τον εσωτερικό κόσμο και ως προς τις εξωτερικές ενοχλήσεις. Η δύσκολη αυτή αποστασιοποίηση μέσω της γλώσσας εξασφαλίζει τη μέθεξη του αναγνώστη σε μεγαλύτερο ποσοστό, γιατί τον κάνει να σκεφτεί ανάλογες δικές του εμπειρίες και να τις αναλύσει. Να προσθέσουμε σε όλα τα παραπάνω ένα ηχόχρωμα που θα το έλεγα πικρό σαρκασμό, ακόμη καλύτερα σπαρακτικό σαρκασμό.
Έργο: Thomas Barbey
Το απόσταγμα μελαγχολικό. Όπως η βροχή, η μουντή, λασπώδης και θολή που μουλιάζει τα πάντα, γίνεται βεβαιότητα πως στο κεφάλι του υποκειμένου εισέρχεται
Ότι αυτή κατέρχεται, αποκλειστικά,/ μες στο κεφάλι μου:/ μουντή, λασπώδης και θολή,/ μουλιάζοντας – και – μουδιάζοντας τα πάντα. («Καταιγίδα εν κρανίω», σ. 26)
Ή στο «Επιμύθιο», όπου η συνειδητοποίηση μιας αποστασιοποίησης από την πραγματικότητα, που σίγουρα κρύβει φιλοσοφική αντιμετώπιση, αλλά πάντως απασχολεί και ανησυχεί το ποιητικό υποκείμενο: Εγώ/ που παθιαζόμουν/ με το καθετί,/ […] να μη μπορώ,/ πλέον,/ να ενθουσιαστώ/ και,/ κυρίως,/ να μισήσω/ τίποτα και κανέναν. (σ. 47)
Τελικά πάντως παραμένει η αίσθηση της δύναμης, του προχωρήματος. Πρόκειται για ένα από τα αφηγηματικά ποιήματα της Μπανά. Το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται ένα περιστατικό από την παιδική ηλικία, που του δίνει ταυτόχρονα αφορμή για στοχασμό.
Ήμουν αδιάντροπα χαρούμενη/ μέσα στο πολύχρωμο παιδικό φόρεμά μου;/ Ήμουν αβάσταχτα πολύχρωμη/ μέσα στο καινούριο παιδικό φόρεμά μου;
Αναρωτιέται, γιατί έγινε, αναίτια στην ουσία, στόχος μια ομάδας μεγαλύτερων παιδιών, και μάλιστα με λιθοβολισμό. Με τη ματιά του σήμερα το υποκείμενο της κακοποίησης, του bullying όπως λέμε τώρα, ανιχνεύει τον τρόπο που επέδρασε το περιστατικό στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της. Δεν την πτόησε, συνέχισε να προχωρά αποφασιστικά, δεν υποχώρησε στα χτυπήματα και, πολύ σπουδαίο επίσης, δεν έκρυψε στην ντουλάπα το επίμαχο φουστανάκι.
(το δε ιδιαιτέρως παρδαλό και αφύσικα πρωτότυπο/ – προς υπεράσπισή τους –/ παιδικό εκείνο φόρεμα, το έλιωσα φορώντας το) («Λιθοβολισμός», σ. 16-17)
Αυτή η αίσθηση θεωρώ πως πρέπει να είναι και η τελική επίγευση από την ανάγνωση της συλλογής. Ένα λίαν εύθραυστο ποιητικό υποκείμενο, που ωστόσο δεν θραύεται, αλλά συνεχίζει την πορεία του, με τις ευαισθησίες να γίνονται σκευή πολύτιμη – τουλάχιστον στην ποιητική έκφραση.
ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΕΞΑΡΧΟΥ
ΘΕΥΘ Τ6 ΔΕΚ 2017
Η Πολύνα Μπανά, στην πρώτη συλλογή της, εκπορθεί την πύλη της Ποίησης με το Στόμα, «το πλέον απάνθρωπο σημείο της ανθρωπογεωγραφίας του σώματος», το πιο ανθρώπινο σημείο. Το ίδιο λέμε. Από αυτό το στοματικό χάος, η Μπανά κάνει την ηρωική της έξοδο στο ά-λεκτον. Διαβαίνει τα σύνορα της εκλεκτής χώρας, που ονομάζεται Ποίηση, «με το ’να πόδι στον γκρεμό», με την α-τελή φύση της (με την έννοια του μη τέλους) και τη φιλάρχαιη μοναξιά της, που την καθιστά Άνθρωπο.
Πιάνει το νήμα της ζωής ως αντίσταση κατάφασης στη φθορά του τελεσίδικου και δημιουργεί μια πράξη εγκαινίων, γεννώντας τον κόσμο από την αρχή. Τον
δικό της κόσμο, σαν έκρηξη ενεργειακή, ανεπιφύλακτη και ζωτική. Σαν τελετουργικό μύησης σε ένα χώρο και χρόνο, όπου δεν χρωστά τίποτε και σε κανέναν. Ενδύεται μόνο την ύψιστη όραση, που βλέπει με έκπληξη το εγκόσμιο και το αόρατο. Με την τραγικά αυστηρή φωνή, που την κατοικεί. Μια φωνή που την ακούνε μόνο η δύναμη της ψυχής και ο παλμός της καρδιάς. Που δεν κρύβει τίποτε. Απλώς, σημαίνει. Η Μπανά την συλλαμβάνει με όχημα τη διαστολή και συστολή των λέξεων, την κάνει κομμάτια και την ανασυσταίνει με μαχητική διάθεση μέσα από ανεξάντλητες προσεγγίσεις του διαφεύγοντος
απόηχου.
Η γραφή της γίνεται η εξορία του περιττού, γίνεται συμμάζεμα του λόγου, γίνεται σπασμός, σπαραγμός μέχρι την απόλυτη παραδοχή. Στο σημείο εκείνο τελείται ο πολλαπλασιασμός και η σύνδεσή του, όπου φτάνει. Με άλλα λόγια, η ποιήτρια καταφεύγει στην ιερότητα της λέξης, εκεί όπου το μυστήριο της δικής της εμπειρίας συναντά τον Άλλον. Με μια «καταφανή εξωστρέφεια»,
που εκθέτει, σε κάθε αναδιπλούμενη εκδοχή του, το ανυπόφορο.
Η Μπανά γράφει μια ποίηση, που αποδεσμεύει τη σιωπή με μαχαίρι κοφτερό. «Ανοίγει πυρ» προς τα μέσα, για να ανατινάξει την ένδον χώρα, ως προσωδία του μυστικού, ως προσευχή, για να διαχυθεί η κραυγή και να αναδυθεί η μνήμη της συναισθηματικής κρύπτης. Εκείνο που γοητεύει είναι ότι η κραυγή αυτή δεν είναι της παραφοράς απότοκη. Πρόκειται για κραυγή, που έχει εσωτερικευθεί με βάσανο μοναχική και αδέκαστη. Το απόσταγμα, που φτάνει στα μάτια μας και τα αυτιά μας, είναι η εκ θεμελίων αλήθεια, η χωνεμένη πληγή που γενναιόδωρα προσδοκά να αναστοχαστεί δημοσία και φωναχτά
το ανείπωτο. Είναι ο ίδιος ο Άνθρωπος, η αρχή και το τέλος του. Μόνο αυτό. Χωρίς να επιδιώκει να υποκαταστήσει το σύμπαν. Θέλει, απλώς, να χωρέσει σ’ αυτή τη μοναδική και πρωτοφανή εικόνα της ανθρώπινης ύπαρξης, χρησιμοποιώντας τη στοχαστική εμβέλεια και δυναμική του λόγου της.
Η ποιήτρια χαρτογραφεί με την ακρίβεια ανατόμου τον εντόσθιο έσχατο κίνδυνο, δίνοντας υπόσταση στο απόρρητο. Αναλαμβάνει τη Ουσιαστική προσφορά της με αιφνιδιαστικές συσπάσεις, ούτως ώστε να πολιορκήσει πανταχόθεν την αρρώστια του Ανθρώπου χωρίς προσχήματα και περιστροφές. Καταφέρνει να εξαντλήσει την άδυτη περιοχή υπερβαίνοντας την αντοχή της. Σωματική και ψυχική.
Η γραφή της Μπανά συνδιαλέγεται με τα πάθη και τις ελλείψεις μιας «κλινικής περίπτωσης», που αρχίζει τη ζωή της πέρα από τις λέξεις. Και αυτή ακριβώς είναι η απογειωτική της λειτουργία. Η κατά μέτωπον
προσφυγή της στο εφήμερον του βίου, αποδίδοντας το ως μαρτυρία/μαρτύριο μέσα από την αρετή του ποιείν.
Πρόκειται για δημόσια ομολογία, την οποία αναλαμβάνει ολοκληρωτικά και ολοκληρωτικά την καθιστά ορατή, με μόνο εφόδιο την ατέλεια του ανθρώπινου όντος, χωρίς να δεσμεύει ή να παρηγορεί ως άνθρωπος κανέναν άνθρωπο.
Όσο καιρό επέστρεφα στην ανάγνωση των ποιημάτων, όλο και περισσότερο ένιωθα να βαθαίνει τούτη η καταγγελτική φωνή, όλο και πιο πολύ έπιανα το νήμα της τραγικότητάς της έως το έλκος, που έχει βγάλει ρίζες στα
κύτταρα. Κάθε στίχος της Μπανά είναι ανάσταση θαμμένων πτωμάτων, που αναζητούν να βρουν έσωθεν ανταπόκριση σε ένα Άλλο, ατομικό ή συλλογικό. Με πρόσβαση κατευθείαν στο σύμπαν, για να έχουν μεγαλύτερη
συνείδηση του πόνου, ως ανθρώπινης συνθήκης.
Η ποίηση της Μπανά εκχωρείται άπασα στον ρυθμό της εσωτερικής δαπάνης, της προσωπικής διακινδύνευσης, της ρήξης που γίνεται συμβάν ανελέητο και
λυτρωτικό συγχρόνως. Μπροστά στην Ωραία Πύλη της κοινωνούν εκατέρωθεν ποιητής και αναγνώστες «με τα φτυσίματα οργής του Μπορίς Βιάν/ την εκλεκτική παρακμή του Μπουκόφσκι/ -και-/τα ποιήματα μίσους της
λατρεμένης μου Πλαθ». Εξάλλου, αυτή είναι η μέγιστη αποστολή της Ποίησης. Να ανοίγει το σκοτεινό στόμα προς όλους, φέροντας μια νέα ιερότητα, η οποία δεν αναπαράγει τα κεκτημένα.
ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
BOOKPRESS.GR 5/11/2017
Μονίμως αιωρούμενη στην άκρη του γκρεμού»
«Η ποίηση σε βρίσκει» γράφει ο Τίτος Πατρίκιος, υπονοώντας ότι η χάρη της δεν αρνείται στους ένδον κραδασμούς εξόδους ηρωικές, μεταπλασμένες σε εικόνες κρυπτικές και ήχους λοξούς. Αυτά, πρωτίστως για τους ήδη μυημένους. Το ίδιο όμως συμβαίνει και για τους σφαζομένους μειλιχίως εραστές της ποιήσεως που εγκολπώνονται αενάως Αφόρετα Θαύματα και το μόνο που διεκδικούν είναι να τα εκθέσουν στα ραφεία των εκδοτικών οίκων για να πάρουν κι αυτά τον δρόμο τους.
Κάπως έτσι –και όχι χωρίς εύνοια– ήρθε και με βρήκε, με τιμητική ιδιόχειρη αφιέρωση, η επίσημη πρώτη της Πολύνας Μπανά, με τίτλο εξαιρετικά εύστοχο και στεγασμένη από εκδοτικό οίκο που, κατά πώς φαίνεται, ξέρει να «παίζει» με τις λέξεις και να αυτοσαρκάζεται, εφόσον το όνομα Σαιξπηρικόν παραπέμπει σε φελινικά ομοιοτέλευτα.
Ένας χωρίς επιτηδεύσεις ποιητικός λόγος που εξαρχής αποκαλύπτει την πρόθεση της ομιλούσας φωνής να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ενός ποιήματος εν προόδω με τα υλικά μιας αφηγηματικής αυτοεξομολόγησης σε τόνο και ύφος ειρωνικό και αυτοσαρκαστικό. Θα έλεγα μάλιστα ότι αν σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά προσθέσουμε και την εντέχνως κρυπτόμενη λεπτή ευαισθησία της ποιήτριας, τότε θα μπορούμε να μιλάμε χωρίς δισταγμό για ένα μίγμα ποιητικής πρωτοτυπίας.
Η ανάγνωση της συλλογής άρχισε με εκείνη τη διάθεση με την οποία διεξέρχεται κανείς βιβλία πρωτοπαρουσιαζόμενων, ενώ την ίδια στιγμή ευελπιστεί για τη φανέρωση του απροσδόκητου. Αυτό ακριβώς συνέβη με την ποίηση της Πολύνας Γ. Μπανά.
Το βιβλίο Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων είναι ένας χωρίς επιτηδεύσεις ποιητικός λόγος που εξαρχής αποκαλύπτει την πρόθεση της ομιλούσας φωνής να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ενός ποιήματος εν προόδω με τα υλικά μιας αφηγηματικής αυτοεξομολόγησης σε τόνο και ύφος ειρωνικό και αυτοσαρκαστικό. Θα έλεγα μάλιστα ότι αν σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά προσθέσουμε και την εντέχνως κρυπτόμενη λεπτή ευαισθησία της ποιήτριας, τότε θα μπορούμε να μιλάμε χωρίς δισταγμό για ένα μίγμα ποιητικής πρωτοτυπίας.
Η ποιητική αφήγηση αρχίζει με την αποστασιοποίηση της ακουόμενης φωνής η οποία, κοιτώντας μέσα από τον διαθλαστικό καθρέφτη του υποσυνειδήτου, εστιάζει στο στόμα που «κινείται / μορφάζει / πλήττει / επιπλήττει / μέμφεται / χειρονομεί / (…) επιτίθεται (σείοντας το δάκτυλο) / επιτίθεται / συντρίβει» («Απάνθρωπο») και μετά «Καίει / γλυκαίνει / και πάλι καίει…» («Γλυκύτητα»). Φτάνει όμως η στιγμή της σταδιακής αποκάλυψης: «Μικρή ρωγμή, αίφνης, / εγκαταστάθηκε στο πρόσωπο, εκχέουσα, σκέψεις κι αδήριτη αλήθεια» («Ρωγμή»). Τότε «Κλείνεις τα βλέφαρα και φαντασιώνεσαι την ύπαρξή σου» («Αμέσως»).
Αμέσως μετά αρχίζουν να καταγράφονται οι διαπιστούμενες αλήθειες και πρώτα αυτές που έχουν να κάνουν με την τραγική διάσταση μεταξύ του ατομικού Είναι και του Φαίνεσθαι: «Από τη μία / ελισσόμενη, με αενάως ρευστή χάρη / (…) ανάμεσα στα γεγονότα της καθημερινότητας / κι από την άλλη, / μονίμως αιωρούμενη στην άκρη / του γκρεμού / με το ένα πόδι στο κενό» («Μεταξύ ρημάτων»).
Η ίδια φωνή, με προθέσεις ειλικρίνειας, στρέφεται στο παρελθόν και αναζητεί στο πρώιμο στάδιο της ζωής, αυτό της παιδικής ηλικίας, την αλήθεια για την αστάθεια που κλονίζει το ώριμο τώρα. Στο ποίημα «Λιθοβολισμός» χαρακτηριστικό είναι το τριπλό ερώτημα-απορία – συγχρόνως και ομολογία: «Ήμουν αδιάντροπα χαρούμενη / μέσα στο πολύχρωμο παιδικό φόρεμά μου; / Ήμουν αβάσταχτα πολύχρωμη (…); / Ήμουν αφόρητα διαφορετική (…); (…) μόλις / ξεμύτισα, / φορώντας το περήφανη, πετροβολήθηκα / ανελέητα, από παρέα μεγαλύτερων παιδιών». Η απάντηση δίδεται στα ποιήματα που ακολουθούν, «Ελέω Ενσταντανέ» και «Νεύμα», με τα οποία δηλώνεται η πρώιμη διαπίστωση μιας παιδικής και εφηβικής αυτεπίγνωσης που λειτουργούσε ως αντίσταση και ανάχωμα στην ισοπεδωτική ομοιομορφία.
Ωστόσο η εικόνα με τα στοιβαγμένα αεροστεγή βάζα που ασφυκτιούν στα ράφια («Μετακόμιση») και που μέσα σ’ αυτά, όπως ομολογεί το ποιητικό υποκείμενο: «έκλεινα (…) τα αισθήματα που δεν έδειξα / τις σκέψεις που δεν άρθρωσα», αποκαλύπτει την έκταση ενός διογκούμενου εσωτερικού δράματος. Το δράμα αυτό άλλοτε μεταβάλλεται σε ανάγκη φυγής («Πρέπει να βρω ένα μεγαλύτερο σπίτι») και άλλοτε προβάλλει επιτακτικά ως επίμονη αναζήτηση νέων τρόπων επικοινωνίας: «Προτιμώ, αναφανδόν, τα φωνήεντα / (…) Με καθηλώνει, από μικρή, η καταφανής εξωστρέφειά τους (…) τα σύμφωνα μπορούν να γίνουν, / μερικές φορές, / τόσο στριφνά και κακότροπα. / Κι αυτό, αποκλειστικά από ταμπεραμέντο ή ψυχρό καιρό» («Η φανερή γοητεία των φωνηέντων»). Τι συμβαίνει, όμως, όταν όλα αυτά αποδεικνύονται ανώφελα; Η απάντηση εκπλήσσει: «τότε / κλείνω τη μύτη / και βυθίζομαι αργά, / στ’ ατάραχο σκοτεινό νερό, / αρνούμενη ν’ αναδυθώ / προτού λήξουν οι εχθροπραξίες / κι απομακρυνθούν όλοι οι τραυματίες» («Επιστροφή στη μήτρα»).
Το τίμημα της εμμονικής –γι’ αυτό και αδιαπραγμάτευτης– απόφασης να παραμένει κανείς ανυποχώρητος και ασυμβίβαστος υπακούοντας σε ένα ισχυρό εγώ, ακόμη και όταν όλα συγκλίνουν σε λογικές υποχωρήσεις που διασώζουν τις συμβιωτικές σχέσεις, αυτό το τίμημα, το πληρώνει ακριβά. Γι’ αυτό και η καταβύθιση στο “σκοτεινό νερό”, ασχέτως του ότι μοιάζει με αδυναμία και φυγή, συχνά οδηγεί στην “αντίπερα όχθη”.
Ασφαλώς, το τίμημα της εμμονικής –γι’ αυτό και αδιαπραγμάτευτης– απόφασης να παραμένει κανείς ανυποχώρητος και ασυμβίβαστος υπακούοντας σε ένα ισχυρό εγώ, ακόμη και όταν όλα συγκλίνουν σε λογικές υποχωρήσεις που διασώζουν τις συμβιωτικές σχέσεις, αυτό το τίμημα, το πληρώνει ακριβά. Γι’ αυτό και η καταβύθιση στο «σκοτεινό νερό», ασχέτως του ότι μοιάζει με αδυναμία και φυγή, συχνά οδηγεί στην «αντίπερα όχθη». Αν ανατρέξουμε στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, αυτή η όχθη θα ισοδυναμούσε με τη σωτηρία του κατατρεγμένου εκείνου πλάσματος, της Φραγκογιαννούς, από τους διώκτες της. Όμως, ο συγγραφέας προτιμά να αφήσει την ηρωίδα του να πνιγεί στη θάλασσα, ελάχιστα βήματα πριν φτάσει στον βράχο με το εκκλησάκι του Άη Σώστη. Η σκηνή, εκτός των άλλων, παραπέμπει στις εξαγνιστικές ιδιότητες του νερού. Όμως, εδώ το «σκοτεινό νερό» δεν έχει καμιάν απολύτως σχέση με την ανάγκη ενός συνειδησιακού καθαρμού. Αντίθετα, πρόκειται για μια καταβύθιση στα έγκατα ενός καλά οχυρωμένου (;) εγώ.
Στο ποίημα «Δικαίωμα ακροάσεως» η φθεγγόμενη φωνή συνομιλεί με το alter ego. Αυτή η ενώπιος ενωπίω συνομιλία αποτελεί ένα σημείο αιχμής στην εξέλιξη του ποιήματος εν προόδω, όπως εξαρχής ορίσαμε το όλον της συλλογής. Η φαινομενική υπεροχή του ομιλητή αποκαλύπτεται από την αφωνία του ετέρου «συνομιλητή», ο οποίος «εμφανίζεται απρόσκλητος / (κάτι που συνηθίζει τις πιο απίθανες ώρες)» και όχι από την αλαζονική στάση του πρώτου ο οποίος ομολογεί ότι: «χωρίς καν να του προτείνω να καθίσει (…) αναχαιτίζοντάς τον, / βιαστικά, / με έξυπνα τσιτάτα / περί της τέχνης του εφικτού / (…) και οδηγώντας τον, / με τρόπο-μαλακά πλην αποφασιστικά / προς την έξοδο.» Οπότε, το θέμα της υπεροχής υποχωρεί και αποκαλύπτεται η αίσθηση μιας μάλλον επιδερμικής επίκλησης συμβιβασμού, αφού από αυτή δεν λείπει η ειρωνεία. Αυτή η αίσθηση είναι διάχυτη στο ποίημα «Λίγο ακόμη», όπου το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει να συνομιλεί πιο πολύ με το εγώ, παρά με τους άλλους προς τους οποίους φαινομενικά και μόνο απευθύνεται: «Δώστε μου λίγο χρόνο ακόμη. / Εξάσκηση μου χρειάζεται, / απλώς εξάσκηση, / και / θα κατακτήσω τους κρυφούς μηχανισμούς / της συνεπούς αλληλεπίδρασης με τους άλλους, / αποδίδοντας αριστοτεχνικά / τις καθημερινές αβρότητες και κοσμιότητες».
Τα δύο τελευταία ποιήματα αυτής της εξομολογητικού χαρακτήρα ποιητικής αφήγησης, μαζί με τις αλήθειες που κομίζουν, έρχονται να φανερώσουν με εμφαντικό τρόπο μία τεχνηέντως επικαλυπτόμενη, σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, αγωνία. Χωρίς κανένα ενδοιασμό η ποιήτρια αποκαλύπτει: «Έγινα σαράντα επτά / κι ακόμη δεν ξέρω τ ί π ο τ α, με –σχετική– βεβαιότητα. / Το γήρας πλησιάζει, επικίνδυνα… / Πού είναι η συμπαρομαρτούσα σοφία που μου έταξαν;» («Φρούδες υποσχέσεις»). Και στο «Επιμύθιο» ομολογεί: «Εγώ / που ανδρώθηκα βίαια / με τα φτυσίματα οργής του Μπορίς Βιάν / την εκλεκτική παρακμή του Μπουκόφσκι / –και– / τα ποιήματα της μίσους της λατρεμένης μου Πλαθ, / να μη μπορώ πλέον, / να ενθουσιαστώ / και / κυρίως / να μισήσω / τ ί π ο τ α κ α ι κ α ν έ ν α ν.
Εν τέλει, η ποίηση που ακροπατεί, που δεν επαίρεται, που ξέρει να σέβεται τις λέξεις και τον εαυτό της, θέλγει.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ
FRACTAL 08/11/2017
Αντλώντας από τη Μνήμη
Η Πολύνα Μπανά είναι μια νέα ποιήτρια, αλλά θεραπεύει την ποίηση, τις τέχνες και τα γράμματα εδώ και πολλά χρόνια. Γνωστή πνευματική προσωπικότητα της Δράμας με αξιόλογη δραστηριότητα στα πολιτιστικά πράγματα της πόλης της, εξέδωσε τα ποιήματά της για πρώτη φορά φέτος με τον γενικό τίτλο «Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων». Η συλλογή της, η οποία έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, περιλαμβάνει 35 ποιήματα γραμμένα με προσωπικό ύφος και μια ιδιαίτερη τεχνική που κάνει την ποίησή της ευδιάκριτη από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Η τεχνική αυτή συνίσταται στην λιτότητα της έκφρασης, την αμεσότητα, την ειλικρίνεια, τον ρεαλισμό και συχνά τον αυτοσαρκασμό. Ο λόγος της εξωστρεφής, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου, θίγει κοινωνικά, αλλά και υπαρξιακά θέματα ασκώντας κριτική και καυτηριάζοντας τα κακώς κείμενα. Ένας τόπος που μοιάζει ιδανικός, ή μάλλον εξιδανικευμένος για την ποιήτρια είναι η παιδική ηλικία και οι μνήμες που συνδέονται με αυτήν. Γράφει κάπου λοιπόν:
«Έχω,
Μονάχα,
Μια θολή εικόνα στο μυαλό,
Πως τρέχω σ’ έναν αγρό,
Κρατώντας ένα κίτρινο μικρό χαρταετό
-και-
Μια θαμπή φωτογραφία, στο συρτάρι,
Όπου μορφάζω στο φακό,
Φορώντας κόκκινα δετά πατίνια.
Η μνήμη είναι η μεγάλη δεξαμενή απ’ όπου οι ποιητές και οι συγγραφείς αντλούν συχνά το υλικό τους και το επεξεργάζονται με βάση τις αισθητικές τους επιλογές. Η μνήμη στην περίπτωση της Πολύνας Μπανά μπορεί να είναι «ένα συρτάρι με κλειδιά, ταυτότητες, ληγμένα διαβατήρια, σκόρπιες κουβέντες, σπαράγματα εκφράσεων, είναι ωστόσο προσωπική υπόθεση, επιλεκτική και άκρως μοναδική», όπως δηλώνει. Η μνήμη παίζει κεντρικό ρόλο εδώ, καθώς χρησιμοποιείται ως άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι ποιητικές εικόνες, οι λέξεις και οι αισθήσεις. Στο ποίημα «Μετακόμιση» μέσα απ’ την επιστροφή στο παρελθόν γίνεται μια αποτίμηση των πράξεων, ή μάλλον των παραλείψεων που με τα χρόνια μεταμορφώνονται σε βαζάκια γεμάτα από τα τραγικά «δεν» της ζωής μας και αυξάνονται τόσο πολύ που οι ένοικοι αναγκάζονται να μετακομίσουν. Όμως η μνήμη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον χρόνο. Ο χρόνος φαίνεται να απασχολεί την ποιήτρια. Σε κάποιο ποίημα ζητάει λίγο χρόνο ακόμα για να εξασκηθεί στους κρυφούς μηχανισμούς των ανθρώπινων σχέσεων, ενώ αλλού σκύβει το κεφάλι πάνω απ’ τα βιβλία της δουλειάς κι όταν το ξανασηκώνει έχουν περάσει ήδη είκοσι και πλέον χρόνια. Ο χρόνος εγείρει φυσικά και τα υπαρξιακά ζητήματα. Κι εκεί η ποίηση της Πολύνας Μπανά γίνεται υπαρξιακή, θίγει πανανθρώπινα προβλήματα και αποκτά ένα διαφορετικό βάθος. Σ’ ένα άλλο ποίημα άκρως εξομολογητικό με τον τίτλο «Δικαίωμα Ακροάσεως» η ποιήτρια έρχεται αντιμέτωπη με τον άλλο της εαυτό. Γράφει λοιπόν:
«Κάθε δυο χρόνια
-με εξαίρεση τα δίσεκτα-
Τη δεύτερη Τρίτη του τέταρτου μήνα,
Δέχομαι, στο γραφείο μου,
Για ολιγόλεπτη-ο χρόνος είναι πολύτιμος- ακρόαση,
Τον άλλο μου εαυτό……..»
Η ποιήτρια συνομιλεί με τον εαυτό της, ακούει τα «δίκαια» αιτήματά του, δικαιολογείται για τις πράξεις της, αλλού υπεκφεύγει με διάφορα τεχνάσματα και τελικά τον αποπέμπει. Στον ενδιάμεσο χρόνο όμως, όπως γράφει, δίνει εντολή στην γραμματέα της να την απαλλάσσει από την παρουσία του λέγοντάς του ότι «είναι εκτός». Πρωτότυπο και παραστατικό ποίημα σκιαγραφεί τις εσωτερικές συγκρούσεις με το εγώ μας χρησιμοποιώντας τις εκφράσεις του νομικού επαγγέλματος -είναι άλλωστε μαχόμενη δικηγόρος και η ίδια – τις οποίες μετουσιώνει σε ποιητική γραφή.
Μιλώντας γενικά για την ποίηση της Πολύνας Μπανά θα έλεγα ότι διακρίνεται για την πρωτοτυπία της, την ευαισθησία, αλλά και την ρεαλιστική ματιά στα πράγματα. Ακόμα κι όταν μιλάει για τα αισθήματά της αποφεύγει τις λυρικές εκφράσεις, η ποίησή της βρίσκεται στον αντίποδα του λυρισμού, είναι σαρκαστική, εξομολογητική και κυρίως βιωματική. Κυρίαρχο ρόλο παίζουν η μνήμη, η αίσθηση του θανάτου, το μάταιο των ανθρώπινων πράξεων, οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων. Διαπνέεται επίσης από μια έντονη φιλοσοφική διάθεση, αλλά και χιούμορ που κάνει την γραφή της παιγνιώδη και έξυπνη.
Η οικονομία του λόγου όμως είναι η μεγάλη της αρετή. Η ποιήτρια επιλέγει και μετράει προσεκτικά τις λέξεις, δεν λείπει, ούτε περισσεύει καμία.
«Μια ζωή υπήρξες τόσο χειρουργικά προσεκτική
Στην επιλογή των εκφερόμενων λέξεων
Λέξεις λιμαρισμένες, πανταχόθεν στρογγυλές
Κι αποστειρωμένα ουδέτερες…» δηλώνει και η ίδια στους στίχους της.
Εξωστρεφής, καταγγελτική, αλλά ταυτόχρονα τρυφερή και νοσταλγική η Πολύνα Μπανά μας αφηγείται τα βιώματά της μ’ ένα δικό της ποιητικό ιδίωμα. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητά της. Έχει ταυτότητα που διακρίνεται με την πρώτη ματιά, κάτι που λείπει από τους περισσότερους σύγχρονους ποιητές. Δεν σε κουράζει αντίθετα σε αιφνιδιάζει και σε αφοπλίζει με την ειλικρίνεια, τον ευρηματικό της λόγο και τον αυτοσαρκασμό της.
ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ
FRACTAL 29/11/2017
ΝΑΥΤΙΑ, ή «όταν υπολείπε(σ)αι κατά είκοσι τρεις πόντους τουλάχιστον / του εκάστοτε ύψους των περιστάσεων”.
Τριαντατέσσερα ποιήματα, μια ποιητική συλλογή, η πρώτη της Πολύνας Γ. Μπανά από τη Δράμα, που δεν γράφει μόνο το όνομά της ανορθόδοξα, αλλά με δική της επινοημένη στρατηγική επιστρατεύει λέξεις ανοίκειες για την επικοινωνία της με τους άλλους, όπως περιγράφει στο εξαιρετικό ποίημά της ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΞΕΤΕΛΕΣΘΗ,σελ.33.
ΜΕ ΣΦΙΓΜΕΝΑ ΔΟΝΤΙΑ, σελ.35, προσπαθεί «κακήν κακώς, να ορθώσ (ει) ανάστημα, πλην όμως το τελευταίο πάντα υπολείπεται, κατά είκοσι τρεις πόντους τουλάχιστον , του εκάστοτε ύψους των περιστάσεων».
Ημερολογιακές σελίδες τα ποιήματα ιστορούν εν ολίγοις τη ΝΑΥΤΙΑ της ύπαρξης, την παγίδα της αφοσίωσης στη δουλειά και την αλλοτρίωση του να χάνεις τον εαυτό σου, σχεδόν να γίνεσαι ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, όπως στα ομώνυμα ποιήματα των σελ.24 και 27.
Παραθέτω το ποίημα ΝΑΥΤΙΑ:
Έσκυψα το κεφάλι /πάνω από τα βιβλία της δουλειάς / κι όταν το σήκωσα, / είχαν περάσει είκοσι( και πλέον ) χρόνια.
Το ξανα-έσκυψα γρήγορα, / γιατί, πλέον, δεν ( ανα )γνώριζα / μήτε τον κόσμο /μήτε αυτούς που τον κατοικούν / κι όλο αυτό μου προκάλεσε αίφνης, μια ελαφριά ναυτία.
Όλα αυτά με κομψότητα και με στιλ, σε μια συνεχή αυτοανάλυση και πάντα υπό την ΦΑΝΕΡΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ, σελ. 31, για την καταφανή τους εξωστρέφεια. ΜΕΤΑΞΥ ΡΗΜΑΤΩΝ, σελ.13, εύθραυστο το ποιητικό υποκείμενο κάτω από την πανοπλία που έχει -καβαφικός απόηχος- για να μοιάζει ανθεκτικό, ΛΙΑΝ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ, σελ.15.
«Αδιάντροπα χαρούμενη, αβάσταχτα πολύχρωμη και αφόρητα διαφορετική», επισείει θριαμβευτικά το κατόρθωμα «του χαρακτήρα που έμελλε να κτίσει», παρόλο τον ΛΙΘΟΒΟΛΙΣΜΟ, σελ.16, ανάδελφη ωστόσο και με δυσανεξία προς τις ομάδες, θύμα ενός νεύματος απόρριψης-ΝΕΥΜΑ, σελ.19.
Στο ποίημα ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΜΕΝΕΙ, κωδικοποιεί σχολαστικά την πατρική αγάπη που έλαβε- «κι έπειτα; / Έπειτα συνεχίζεις να γελάς, να φιλάς, να κοιμάσαι», τιμώντας στο τέλος τη γέννηση του πατέρα, ανορθόδοξα πάλι. Στην υπέροχα τρυφερή ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΡΟΛΩΝ, σελ.44, καταγράφεται με απλότητα η σχέση με τη μητέρα.
Ισχυρή και ισχυροποιημένη το ποιητικό υποκείμενο, σαρκάζει και σαρκάζεται με χιούμορ σκηνοθετώντας ακρόαση του άλλου της εαυτού, στο ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΚΡΟΑΣΕΩΣ, σελ.36, και ΠΕΡΙ ΑΤΕΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΖΩΔΙΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ, σελ.40, διατεινόμενη ότι αγνοεί ούτως ή άλλως «τους κρυφούς μηχανισμούς της συνεπούς αλληλεπίδρασης με τους άλλους»- ΛΙΓΟ ΧΡΟΝΟ ΑΚΟΜΗ, σελ.39.
Χαριτωμένα επαναστατεί στις ΦΡΟΥΔΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ,46, για την έλλειψη βεβαιοτήτων και στο ΕΠΙΜΥΘΙΟ, σελ.47,για την απάθεια στην οποία καταλήγει μεγαλώνοντας.
Κι εμείς, διαβάζουμε το ημερολόγιο και τα αυτοσχόλια της ποιήτριας που έχει ωριμάσει και παρόλες τις διακηρύξεις της πως θέλει να μας μοιάσει, όλους εμάς , μια χαρά νιώθει- έτσι καταλαβαίνουμε – μέσα στον κερδισμένο με τα χρόνια εαυτό της, εκφρασμένον ποιητικά με γοητεία και αυτογνωσία.
ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ
«ΔΙΟΔΟΣ 66100», τεύχος 13, Φεβρουάριος 2018
Τι συμβαίνει όταν μια ποιήτρια-δικηγόρος αφιερώνεται στη μία πλευρά της ιδιότητάς της και ταξιδεύει στα βάθη της ποίησης; Μήπως μεταφέρει στη σελίδα τη δισημία της δικαστικής ατμόσφαιρας; Αν όχι, τότε γιατί, ενώ η μνήμη είναι το κυρίαρχο στοιχείο της ποιητικής συλλογής της Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων, η Πολύνα Μπανά επιτρέπει στο ποιητικό Εγώ να κλείσει την πόρτα στις αναμνήσεις, να ανακοινώσει ευθέως ότι δεν θυμάται «τίποτα απ’ τα παλιά»; Ετυμολογικά η λέξη «μνήμη» συγγενεύει με τη λέξη «μαντική». Και όντως οι αντιδράσεις της ποιήτριας σε παιδική ηλικία προβλέπουν και συνάμα χτίζουν το μέλλον της. Συνειδητά προσπαθεί να μη θυμάται, ανοίγει ωστόσο τις αποθήκες του ασυνειδήτου και αφήνει τον επαναστάτη, που όλοι μας κάποτε κρύβαμε μέσα μας, να ξεφύγει από το χώρο της ποιητικής μυθοπλασίας και να αφηγηθεί κατορθώματα που δείχνουν πώς διαμορφώθηκε ο σημερινός της εαυτός. Για ένα κορίτσι κατακτητή, γεννημένο με αυτογνωσία, ακόμη και ο εκφοβισμός γίνεται πηγή γενναιότητας: «πετροβολήθηκα, / ανελέητα, / από παρέα μεγαλύτερων παιδιών», μας εκμυστηρεύεται, για να συνεχίσει: «Δεν το ’βαλα στα πόδια». Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν βρίσκουν μια απλή λύση, δεν παίζει με τον γόρδιο δεσμό. Βλέπει τους διώκτες της αφ’ υψηλού, για να μπορέσει να φτάσει τελικά ψηλά, ως ηθική και δημιουργική οντότητα.
Ελεύθερο πνεύμα, η ποιήτρια αρνείται να μπει σε πλαίσια, αρνείται να συμβιβαστεί. Μικρή δεν χαμογελούσε στο φακό. Συνεχίζει να μη χαμογελά ποτέ κατά παραγγελία. Κατανοεί πολύ νωρίς ότι αν δεν πούμε και δεν κάνουμε όσα μας λέει η καρδιά μας, σύντομα δεν θα μας χωράει ο τόπος. Το ποίημα «Μετακόμιση» δεν είναι τυχαία μια κορυφαία στιγμή της προσωπικής της αφήγησης:
Κάθε τόσο,
έκλεινα σ’ ένα μικρό, αεροστεγές, γυάλινο βάζο,
τα αισθήματα που δεν έδειξα,
τις σκέψεις που δεν άρθρωσα,
τα λόγια που δεν εκστόμισα,
τις εξηγήσεις που δεν έδωσα,
στις κρίσιμες καμπές της ζωής μου.
Χρόνο τον χρόνο,
τα βάζα στοιβάζονταν
και, πλέον,
έχουν γεμίσει τα ράφια όλα της αποθήκης.
Πρέπει να βρω ένα μεγαλύτερο σπίτι.
Ούτε είναι τυχαίες οι λέξεις «δεν εκστόμισα» που επιλέγει για να εκφράσει την άκαιρη σιωπή. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, με τον τίτλο «Απάνθρωπο», το στόμα δεν είναι σύμβολο της άρθρωσης και εκφοράς του λόγου, της επικοινωνίας, ή της τροφής και της ανατροφής, είναι μια άβυσσος που τρομοκρατεί και απειλεί να καταπιεί οτιδήποτε τολμά να το πλησιάζει. Βρίσκεται μεταφορικά στο σημείο που ο άνθρωπος απαρνείται την ανθρωπιά του. Ανάγεται σε μετωνυμία της αχαλίνωτης εκφοράς, που οδηγεί σε συμφορά. Και όταν η ποιήτρια προσπαθεί να κρατήσει το στόμα της κλειστό, πρήζονται τα χείλη της: επικίνδυνα τα ανοιχτά, αφύσικα τα κλειστά χείλη.
Δύσκολο να ανακαλύψεις τον πραγματικό εαυτό σου, όταν η ζωή μας υπάρχει μόνο όσο έχουμε τα μάτια κλειστά, την ίδια στιγμή που η μη ύπαρξη κινείται επιδεικτικά μέσα στην πραγματικότητα. Μικρή πάσχιζε να δώσει μια εικόνα του εαυτού της σαν προσωπικότητα με υπεράνθρωπη δύναμη. Τώρα η περσόνα έχει αντικαταστήσει το πραγματικό πρόσωπο. Είναι πλέον πολύ αργά να πείσει για το αντίθετο: «επιτυχώς / τους έχω ξεγελάσει όλους», μας ανακοινώνει θριαμβευτικά. Το ποιητικό Εγώ συνομιλεί με τον εαυτό του, τον κρίνει, τον κατακρίνει, του υποδεικνύει τα λάθη του, όταν είναι πολύ αργά για βελτιώσεις. Πρόκειται για αυτοσαρκασμό ή μήπως για πραγματική κατάκτηση της σοφίας; Με τα χρόνια που περνούν αντιλαμβάνεται ότι όλοι οι σοφοί έκαναν λάθος. Γήρας δεν σημαίνει σοφία, εκτός αν πιστεύουν ότι σοφία είναι να σηκώνεις τα χέρια ψηλά, να παραιτείσαι από την επιθυμία για αντίσταση που υπέβοσκε μέσα σου.
Τα ποιήματα, καθώς δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα κενά ανάμεσα σε στίχους, μοιάζουν ως ένα βαθμό με ιδεογράμματα. Αντίθετα, ωστόσο, με τα ιδεογράμματα (Guillaume Apollinaire, Calligrammes), δεν παραπέμπουν σε εικόνες και αντικείμενα, ενώ κυρίαρχη λειτουργία τους είναι να ενισχύουν την πολυσημία. Δημιουργούν παράλληλες ζωές, το τότε και το τώρα, καθώς τα κενά γίνονται άβυσσος και μας τρομάζουν. Νιώθουμε ότι είναι έτοιμα να καταβροχθίσουν τον αναγνώστη, να τον παρασύρουν στην αδηφάγο μνήμη του ποιητικού Εγώ, όσο και αν η θεά Μνημοσύνη κρατά τις πόρτες της κλειστές, κατ’ εντολή της ποιήτριας.
Ο τίτλος του ποιήματος «Η φανερή γοητεία των φωνηέντων» όπως και ο τίτλος της συλλογής γεννούν ποίηση αλλά και κραυγές. Τι ακριβώς είναι φωνήεν; Ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου «φωνήεις», είναι αυτό που διαθέτει φωνή, ικανότητα για ομιλία, αυτονομία –κατ’ εικόνα και ομοίωσιν της ποιήτριας–, μπορεί δηλαδή να εκφωνηθεί χωρίς να στηρίζεται σε κάτι άλλο, αντίθετα με τα σύμφωνα, που συν-εκφέρονται, συμφωνούν, συμβιβάζονται. Τα φωνήεντα είναι όντως εξωστρεφή από τη φύση τους.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Πολύνας Μπανά είναι μια εξομολόγηση που γοητεύει με την ευθύτητά της, την εμπνευσμένη τέχνη της και τη λιτή όσο και εύστοχη τεχνική της. Με τον ιδεογραμματικό τρόπο γραφής της, δημιουργεί μια μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο εγώ που περιγράφει ή αφηγείται και το εγώ στον καθρέφτη που μας τρομάζει, δύο πρόσωπα/προσωπεία που παλεύουν να μας αφυπνίσουν. Είναι ένα ποιητικό βιβλίο που θα κατακτήσει όλους τους προσεχτικούς αναγνώστες του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΡΤΟΜΑΤΣΙΔΗΣ
ΘΕΥΘ Τ.8 ΔΕ.2018
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του έργου της Πολύνας Γ. Μπανά είναι η αμεσότητα με την οποία επιλέγει να μας πει τις δικές της αλήθειες αλλά και το γεγονός πως όλα τα ποιήματά της έχουν μία σαφήνεια και είναι κατανοητά. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει τα γραπτά της κι αυτό το θεωρώ σημαντικό. Έτσι, μπορούμε άνετα να προσδιορί-σουμε τη θεματολογία της γραφής της. Προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήθελα να ξεκινήσω με την επιθυμία της να ερμηνεύσει, με το δικό της τρόπο και γλώσσα, όλες τις βασικές έννοιες, όπως, φερ΄ειπείν, τί είναι «απάνθρωπο», τί είναι «γλυκύτητα», ποιές είναι οι «ρωγμές», από τις ο-ποίες «εκχέονται σκέψεις κι αδήριτη αλήθεια» που δεν επιτρέπουν το «στοκάρισμά» τους ή την «επούλωση» του όποιου τραύματος -αναφέρομαι στα θέματα των πρώτων ποιημάτων της συλλογής με τίτλους «Απάνθρωπο», «Γλυκύτητα» και «Ρωγμή».
Περαιτέρω, μία πηγή από την οποία η ποιήτρια αντλεί πολλά από τα θέματά της είναι το Παρελθόν. Δεν πρόκει-ται, όμως, για μία γεμάτη νοσταλγία ωραιοποίησή του, κάθε άλλο. Το παρελθόν είναι αφορμή για βασανιστικές αναλύσεις. Η ίδια είναι αυστηρός κριτής του εαυτού της, από τη θέση πλέον της ωριμότητας. Έτσι, στο ποίημα «Τα κόκκινα πατίνια» επιμένει να συγκρατήσει από το παρελ-θόν μόλις δύο θολές εικόνες, οι οποίες, όμως, δίνουν νό-ημα στην τωρινή της ύπαρξη, στο πώς αντιλαμβάνεται σήμερα τον εαυτό της. Πιο συγκεκριμένα, στο δεύτερο μέρος του ποιήματος αναφέρει: «Δε θυμάμαι τίποτα απ΄ τα παλιά./ Έχω,/ μονάχα,/ μια θολή εικόνα, στο μυαλό,/ πως τρέχω σ’ έναν αγρό,/ κρατώντας ένα κίτρινο μικρό χαρτα-ετό/ -και-/ μια θαμπή φωτογραφία, στο συρτάρι,/ όπου μορφάζω στον φακό,/φορώντας κόκκινα δετά πατίνια.».
Μέσα από τους στίχους της, η ποιήτρια εκφράζει τις ανησυχίες της, ανοίγει ντροπαλά τα εσώψυχά της, προσπαθεί να κατανοήσει συμπεριφορές και πράξεις. Μπορεί μία ιστορία από το παρελθόν να σταθεί η αφορμή για να προβάλει την ακεραιότητα του χαρακτήρα της και να διαφυλάξει κι υπερασπιστεί κάποιες επιλογές της –όπως γίνεται στο ποίημα «Λιθοβολισμός». Το ίδιο συμ-βαίνει, επίσης, και στα ποιήματα «Ενσταντανέ» και «Νεύμα». Τυπικά, στο πρώτο, ένα παιδάκι επιμένει να μη χαμογελάει, κατά παραγγελία, μπροστά στον φακό, την ώρα που το φωτογραφίζουν, ενώ στο δεύτερο, η ποιήτρια αναρωτιέται αν κάτι μικρό, όπως ένα νεύμα, μπορεί να αλλάξει την πορεία μίας ολόκληρης ζωής, για να δηλώ-σει, στο τέλος, «Υπήρξα θύμα τέτοιου νεύματος». Και τα δύο, όμως, ποιήματα, στο βάθος, ξεπερνάνε, κατά πολύ, την αφορμή για την οποία έχουν γραφτεί. Πρόκειται για κάτι σημαντικότερο: για τη σχέση και τη σύγκρουση του ατόμου με τους άλλους, ανεξαρτήτως αν θα τους ονομά-σουμε «περιβάλλον» ή «κοινωνία». Εδώ, όμως, θα μπο-ρούσαμε να μιλήσουμε και για τη μοναξιά του ατόμου απέναντι, μα και μέσα, στο σύνολο ή για τη σύγκρουση του εσωτερικού κόσμου με τον έξω κόσμο. Η σύγκρου-ση αυτή μπορεί να εκδηλωθεί ποικιλοτρόπως: μπορεί να εκφραστεί μόνο με διαφορετικές ως προς την ποιότητα και τις λεπτομέρειες, αναμνήσεις από ένα κοινό γεγονός -όπως γίνεται στο «Παιχνίδια μνήμης», μπορεί, όμως, να εκφραστεί και με την αποκάλυψη αδιάκριτων αληθειών, όπως γίνεται στο «Ατιμωρησία».
Πάλι για τις αλήθειες, οι οποίες, όμως, σ΄αυτή την περίπτωση, δεν ξεστομίζονται, είναι το ποίημα «Κλινική περίπτωση»: οι λέξεις που αναγκάζεται να χρησιμοποιή-σει είναι, όπως η ίδια γράφει: «λιμαρισμένες, πανταχόθεν στρόγγυλες/ κι αποστειρωμένα ουδέτερες,/ μην τυχόν και (προ)καλέσεις, (εξ )ερεθίσεις, (εξ)εγείρεις,», με αποτέλε-σμα να παύει πια να ξέρει πώς να εκφράσει αλλά και να νιώσει τα συναισθήματά της. Στην προσπάθεια να μην πληγώσει το περιβάλλον της, πληγώνεται η ίδια, με απο-τέλεσμα να συσσωρεύει «τα αισθήματα που δεν έδειξα,/ τις σκέψεις που δεν άρθρωσα,/ τα λόγια που δεν εκστό-μισα/ τις εξηγήσεις που δεν έδωσα,/ στις κρίσιμες καμπές της ζωής μου.» -αναφέρομαι στο ποίημα «Μετακόμιση». Το ίδιο μοτίβο συναντάμε και στο ποίημα «Η φανερή γοητεία των φωνηέντων», του οποίου στίχος έδωσε τον τίτλο στη συλλογή και στο οποίο η ποιήτρια ξεκάθαρα δηλώνει: «Ναι, πάντα είχα μια σκανδαλιστική ροπή προς τα φωνήεντα/ Με καθηλώνει, από μικρή, η καταφανής εξωστρέφειά τους». Κι εδώ το δίλημμα είναι αν είναι προτιμότερο να εξωτερικεύσουμε ή να αποσιωπήσουμε, να έρθουμε σε σύγκρουση ή να την αποφύγουμε και, σε τελική ανάλυση, να ζήσουμε πραγματικά ή όχι. Γιατί τα απωθημένα οδηγούν σε μια ζωή που δε βιώθηκε και προκαλούν την αναζήτηση του πώς να ζει κανείς; Οδη-γούν στην «Καταιγίδα εν κρανίω» και στη «Ναυτία» και δεν πρόκειται μόνο για τους τίτλους των επόμενων ποιη-μάτων, μέσα στην προσεκτικά μελετημένη αλληλουχία τους στη συλλογή, μα και για τις ίδιες τις συνέπειες αυτής της σύγκρουσης, πότε εσωτερικής πότε εξωτερικής, με το γύρω κόσμο. Η μη αποδοχή του φέρνει την ανάγκη να δημιουργηθεί ένας εναλλακτικός κόσμος, όπου το πρό-σωπο θα νιώθει άνετα και με τον εαυτό του μα και με το περιβάλλον. Αναφέρομαι στο ποίημα «Παιχνίδια Αντί-ληψης»: «Έχω ζήσει μια ολόκληρη,/ παράλληλη ζωή/μες στο μυαλό μου./ Μια ζωή/ τε-λείως διαφορετική/ απ’ αυτήν/ που διεκπεραιώνω καθη-μερινά./ Στο παρελθόν,/συχνά αναρωτιόμουν/ ποιά είναι πιο πραγματική./ Τώρα τελευταία,/ ποιά είναι η πραγματική.».
Στην αντιπαράθεση ατόμου/συνόλου, το άτομο θα πρέπει να σχεδιάσει τις αμυντικές του τακτικές, με τις ο-ποίες, όσο μπορεί κι όπως μπορεί, θα διαφυλάξει την α-ξιοπρέπειά του. Σε τέτοιου είδους τεχνικές αναφέρεται, με ιδιαίτερο αυτοσαρκασμό, στο ποίημα «Αποστολή εξε-τελέσθη». Μία άλλη αμυντική στάση είναι η…«Επιστροφή στη μήτρα» -η απομόνωση, δηλαδή, σε ασφαλές περιβάλλον λόγω αμηχανίας από διάφορες κα-ταστάσεις. Σε αυτό το ποίημα υπάρχει, επίσης, και ο ω-ραίος αυτοσαρκασμός:
«(καθόσον εγώ δεν προκαλώ ποτέ τέτοιες συρράξεις –
δεν το επιτρέπει η αγωγή μου
ή μήπως η έπαρσή μου;)»
Μια τρίτη αμυντική στρατηγική, όπως τη βλέπου-με να ξεδιπλώνεται στο ποίημα «Σφιγμένα δόντια», είναι: «μία σύσπαση κάποιων μυών σ΄ένα υποτιθέμενο μειδία-μα,/ μειλίχιο, στραβό και άτονο,/ με το οποίο προσπαθώ, κακήν κακώς, να ορθώσω/ ανάστημα,/ πλην όμως/ το τε-λευταίο πάντα υπολείπεται,/ κατά είκοσι τρεις πόντους τουλάχιστον,/ του (εκάστοτε) ύψους των περιστάσεων.». Όπως διαπιστώνουμε, ο αυτοσαρκασμός είναι, τελικά, η τελευταία αμυντική γραμμή της ποιήτριας.
Στη θεματολογία της Πολύνας Μπανά δε μπορεί να λείψει και η σχέση της με τον Χρόνο. Κι εδώ δεν πρό-κειται για το παρελθόν, μα για χρόνο που αντιμετωπίζει την άλλη πλευρά της ζωής –το θάνατο. Και βέβαια, νικάει η ζωή, μιας που προτιμάει σαν ημέρα μνήμης κι απόδο-σης τιμών στον εκλιπόντα πατέρα της, τη μέρα των γενε-θλίων του κι όχι αυτή της κοιμήσεώς του. Αναφέρομαι στο ποίημα «Το μόνο που μένει». Εδώ κάνει κι ένα ω-ραίο λογοπαίγνιο στο μότο του ποιήματος «Στη -δική μου- μνήμη του». Στη σχέση με τον Χρόνο αναφέρεται και σε άλλα ποιήματά της, όπως στο ποίημα «Αντιστροφή ρόλων», μα και στις «Φρούδες υποσχέσεις», στο οποίο παρατηρούμε και μία απογοήτευση για τη σοφία «που μου έταξαν», η οποία, όμως, δεν έρχεται, τελικά, με την ηλικία. Για να ισχυριστεί στο επόμενο και τελευταίο ποί-ημα της συλλογής, στο «Επιμύθιο», πως, με το πέρας του χρόνου, όχι μόνο χάνει το νεανικό της ενθουσιασμό μα, κυρίως, δε μπορεί πια «να μισήσει τίποτα και κανέναν» Και, ίσως, αυτό είναι η ωριμότητα -να μη μπορείς να μι-σήσεις, να κατανοείς τους άλλους και, ίσως, να τους συγ-χωρείς. Και πάλι στον Xρόνο – αυτή τη φορά σε ένα από τα γνωρίσματά του, τη συχνότητα με την οποία επανα-λαμβάνονται τα φαινόμενα, δηλαδή τον ρυθμό, αναφέρε-ται στο ποίημά της “Chorus line”.
Μετά τη θεματολογία, θα ήθελα να αναφερθώ και στα εκφραστικά μέσα που χειρίζεται η ποιήτρια, στη φόρμα που πλάθει. Πρώτο απ’ όλα είναι η γλώσσα. Αν και τα ποιήματά της είναι κατανοητά, η γλώσσα της δεν είναι καθόλου καθημερινή και συνηθισμένη. Θα μπο-ρούσε, μάλιστα, να δυσκολέψει τον αναγνώστη. Όπως, παραδείγματος χάριν, οι λέξεις «έμπλεο», «πανταχόθεν» «εκχέω», «αναφανδόν» και «ανυπερθέτως» που αναφέρ-θηκαν παραπάνω. Και δεν πρόκειται μόνο για τις αμυντι-κές επιλογές της όπως τονίσθηκε πιο πάνω, όπου εσκεμ-μένα χρησιμοποιεί εκλεπτυσμένες εκφράσεις. Οι λέξεις αυτές έχουν γίνει ο απαραίτητος και μοναδικός τρόπος έκφρασής της με τον οποίο μπορεί να αποδώσει έννοιες και συναισθήματα, είναι οργανικά συνδεδεμένες με τον τρόπο που σκέφτεται και μιλάει και, για καλό ή για κακό, με το επίπεδό της. Τονίζω το υψηλό επίπεδό της και μη νομίζετε πως αυτό δεν ευθύνεται, ώρες-ώρες, και για τις αμηχανίες της και για τις μοναξιές της, για τις επάρσεις μα και για τους αυτοσαρκασμούς της. Έχουμε το γλωσσικό φαινόμενο, όπου η εκλεπτυσμένη γλώσσα χρησιμοποιεί-ται σαν άμυνα, μα, ίσως, και σαν αντίσταση κατά της αρ-χής, σαν κόντρα σε κάποιο κατεστημένο, ανεξαρτήτως από την ταξική προέλευση του ατόμου που χρησιμοποιεί τη γλώσσα. Πρόκειται όχι μόνο για ιδεολογική θέση μα και για αισθητική πλατφόρμα και, γιατί όχι, για την αί-σθηση του χιούμορ. Το υψηλό μορφωτικό επίπεδο δε σημαίνει, απαραίτητα, και συγκεκριμένη ταξική καταγωγή ή υποχρεωτική αποδοχή πραγμάτων και νοοτροπιών. Και είμαι βέβαιος πως κάπου εδώ είναι οι επιρροές από τον Μπορίς Βιαν και τον Τσαρλς Μπουκόφσκι, σε αμφότε-ρους τους οποίους αναφέρεται στο τελευταίο ποίημά της «Επιμύθιο».
Εκτός, όμως, από την ιδιόμορφη γλώσσα, η ποίη-ση της Πολύνας Μπανά έχει και τη δική της δομή και στήσιμο του κάθε ποιήματος. Αγαπημένη της τεχνοτροπία είναι η αντίθεση, όπου συνήθως το δεύτερο μέρος έρχε-ται σε αντίθεση με το πρώτο και μέσα από αυτή την ανα-τροπή φτάνουμε στο αποτέλεσμα – που είτε είναι το ξε-καθάρισμα της ιδέας, είτε μας οδηγεί στο επιθυμητό συ-ναίσθημα που η ίδια επιδιώκει. Συχνά, αυτό γίνεται με εγκεφαλικό τρόπο, είτε με λογοπαίγνια είτε με αφηρημέ-νες έννοιες. Οι εικόνες που χρησιμοποιεί δεν είναι φτιαγ-μένες για να μαγέψουν ή να αποπλανήσουν τον αναγνώ-στη, είναι λιτές, χρησιμεύουν για να διευκολύνουν την προώθηση της ιδέας και μόνο. Χαρακτηριστικό παρά-δειγμα αποτελεί το ποίημα «Το μόνο που μένει», όπου έχουμε ένα καταιγισμό από αφηρημένες έννοιες κι εικό-νες που εναλλάσσονται ραγδαία μεταξύ τους. Μέχρι κι ο τίτλος της συλλογής της αντιπροσωπεύει αυτήν την προ-τίμησή της. Γιατί, όμως, τόσες αφηρημένες έννοιες κι όχι εικόνες, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος. Ο σκοπός της τέχνης είναι η συγκίνηση, η δημιουργία συναισθήματος, που θα μας οδηγήσει στην ιδέα. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με εικόνες που διεγείρουν τον συναισθηματικό μας κό-σμο, είτε με έννοιες που θα ξεκλειδώσουν εικόνες ή θα επιδράσουν άμεσα στο συναίσθημα. Δεν πρέπει δε, να ξεχνάμε πως οι σύγχρονοι άνθρωποι και, φυσικά, οι δη-μιουργοί αντλούν ένα μεγάλο μέρος των παραστάσεων και των εμπνεύσεών τους από τοπία, καταστάσεις, συ-γκρούσεις που μπορεί να μην έχουν δει άμεσα, να μην έζησαν οι ίδιοι, μα έχουν βιώσει μέσα από την τέχνη (τη λογοτεχνία, το θέατρο ή τον κινηματογράφο). Άλλωστε, ή ζεις τη ζωή ή γράφεις για τη ζωή. Ο Ζορμπάς, όπως γνω-ρίζουμε, είχε τις αυθεντικές εμπειρίες, τα βιώματά του, όμως, τα περιέγραψε ο λόγιος Καζαντζάκης. Σκεφτόμα-στε, εξάλλου, όχι μόνο με εικόνες, μα και με αφηρημένες έννοιες, τις οποίες, όμως, εκλαμβάνουμε ως κάτι εντελώς φυσικό. Ζούμε με αυτές, αισθανόμαστε με τη βοήθειά τους και, γιατί όχι, δημιουργούμε τέχνη χρησιμοποιώντας αυτές τις κατηγορίες, κάτι που με μεγάλη επιτυχία κάνει η Πολύνα Μπανά στο ποιητικό της έργο.
Συμπερασματικά, στην ποίηση, η Πολύνα Μπανά ακολουθεί το δικό της δρόμο. Είναι μια πορεία μοναχική και δύσκολη. Τα ποιήματά της, αν και κατανοητά, κρύ-βουν μέσα τους το βάθος αλλά και την αγωνία της αναζή-τησης ενός ευαίσθητου και σκεπτόμενου ατόμου. Και το τελικό αποτέλεσμα τη δικαιώνει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Ο καθρέφτης της Ποίησης
Με την «Καταφανή εξωστρέφεια των φωνηέντων» η Πολύνα Μπανά μας συστήνει για πρώτη φορά ολοκληρωμένα την ποίησή της, αν κι έχουν προηγηθεί κατά καιρούς δημοσιεύσεις ποιημάτων της σε λογοτεχνικά περιοδικά. Στην περίπτωση της Μπανά ήδη από τον τίτλο δηλώνεται το περιεχόμενο και ο σκοπός της συλλογής. Τα ποιήματά της αποτελούν φωναχτές εξομολογήσεις και νοσταλγικοί αναστοχασμοί πάνω στο χαρτί. Επιδιώκουν τη γενναία εξωστρέφεια, χωρίς μισόλογα, υπαινιγμούς και:
Λέξεις λιμαρισμένες, πανταχόθεν στρογγυλές
κι αποστειρωμένα ουδέτερες
(ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, σελ. 24)
Επομένως, δεν είναι τυχαία η επιλογή των φωνηέντων, για να συλλαβίσουν την εξομολόγησή της. Σε αντίθεση με τα σύμφωνα, τα φωνήεντα διακρίνονται για τη μεγαλύτερη ηχηρότητά τους. Είναι πιο εκφραστικά σε σχέση με τα «τόσο στριφνά και κακότροπα» σύμφωνα, όπως δηλώνει κι η ποιήτρια. Επιπλέον, τα φωνήεντα διαθέτουν συλλαβική και νοηματική αυτονομία, συνιστούν δηλαδή από μόνα τους συλλαβές, ακόμη και λέξεις. Πόσα επιφωνήματα αποτελούνται από ένα και μόνο φωνήεν. Άλλωστε κι η ποίηση, σύμφωνα με τον Βαλερύ, είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος, η έκλαμψη μιας έντονης συγκίνησης ή μιας βαθιάς αλήθειας, όπως στην περίπτωση της Μπανά.
Η γλώσσα, που επιλέγει η ποιήτρια για να αρθρώσει την αλήθεια της, κουβαλά την ωριμότητα και την ωμότητα της βιωμένης εμπειρίας. Πλάθει τα ποιήματά της όχι με εξεζητημένες, χιλιοειπωμένες και ποιητικά φθαρμένες εικόνες. Προτιμά απλές, οικείες, καθημερινές στιγμές κι έναν λόγο άμεσο, εξομολογητικό, ενίοτε ειρωνικό («ματώνω[…] με γλυκύ τρόπο») και αυτοσαρκαστικό, κάποιες στιγμές νοσταλγικό, χωρίς λυρικά ψιμύθια, δίχως λεκτική και υφολογική επιτήδευση. Μέσα από την απλότητα –και όχι απλοϊκότητα- της γλώσσας της, που διατηρεί ωστόσο την πολυεπίπεδη νοηματοδότηση, ο αναγνώστης καταφέρνει και τρυπώνει στον πυρήνα του ποιήματος και στο αρχικό αίσθημα που πιθανότατα το γέννησε.
Κάθε δυο χρόνια
–μ’ εξαίρεση τα δίσεκτα-,
τη δεύτερη Τρίτη του τέταρτου μήνα,
δέχομαι, στο γραφείο μου,
για ολιγόλεπτη –ο χρόνος είναι πολύτιμος- ακρόαση,
τον άλλο μου εαυτό.
(ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΚΡΟΑΣΕΩΣ, σελ. 36)
Η ποίηση της Μπανά δε διεισδύει σε περίπλοκες αναλύσεις ούτε επιβάλλει στον αναγνώστη μια συγκεκριμένη στάση ή ένα συγκεκριμένο συναίσθημα. Τα ποιήματά της αρκούνται σε μια παράταξη εικόνων και στιγμών, αφήνοντας την ευθύνη στον αναγνώστη να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα. Κάθε στίχος και κάθε λέξη αποκτούν τον χώρο τους στη γεωγραφία του ποιήματος, διατηρώντας τη νοηματική τους αυτοτέλεια, αλλά παράλληλα και τη διασύνδεσή τους με το υπόλοιπο ποίημα. Η Μπανά επιλέγει προσεκτικά ποιες λέξεις θα αυτονομήσει είτε με διαφορετική στοίχιση είτε τοποθετώντας τες σε μεμονωμένους στίχους, ώστε η ποιητική της έκφραση να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής. Σε ορισμένα μάλιστα ποιήματα οι στίχοι είναι κοφτοί σαν μαχαιριές, που σε ξαφνιάζουν τόσο πολύ, ώστε παλεύεις μέσα σου να τους εκλογικεύσεις.
Ίσως,
αν τύλιγα,
στο στέρνο μου,
μια πλαστική ταινία
με τη γνωστή επιγραφή «ΛΙΑΝ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ»…
(ΛΙΑΝ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ, σελ. 15)
Αν επιχειρούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε τα ποιήματα της συλλογής, θα διακρίναμε τρεις άξονες αναφοράς. Στον πρώτο άξονα η Μπανά ιχνογραφεί τη σχέση του ποιητικού της εαυτού με τους άλλους. Αυτή η σχέση δομείται πάνω σε ψυχαναγκαστικές προσαρμογές, αναγκαίες τυπικότητες, ψεύτικα μειδιάματα και μια επίπλαστη ικανοποίηση. Στην πραγματικότητα, αυτή η σχέση λειτουργεί πίσω από προσωπεία απάθειας, στημένα ενσταντανέ και πνιγμένα λόγια, που αποκρύπτουν το εύθραυστο της ύπαρξης και τη βαθιά δυσανεξία προς τους άλλους. Ο ποιητικός εαυτός αντιπαλεύει την τυραννία του φαίνεσθαι, άλλοτε παραιτούμενος και άλλοτε «ανοίγοντας πυρ αδιακρίτως.
τότε,
κλείνω τη μύτη
και βυθίζομαι αργά,
στ’ ατάραχο σκοτεινό νερό,
αρνούμενη ν’ αναδυθώ,
προτού λήξουν οι εχθροπραξίες
κι
απομακρυνθούν όλοι οι τραυματίες.
(ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΜΗΤΡΑ, σελ. 34)
Ο δεύτερος άξονας αναφοράς είναι η σχέση του ποιητικού εαυτού με τη μνήμη. Η μνήμη έρχεται κι αποχωρεί επιλεκτικά, άλλοτε θολή με τη νοσταλγική πατίνα του παρελθόντος κι άλλοτε σαν ανεπούλωτη πληγή που αιμορραγεί. Ίσως γι’ αυτό και κάποτε προτιμάται η βολική λήθη. Πάντως, στην ποίηση της Μπανά το παρελθόν βρίσκεται σε μια διαρκή διαλεκτική σχέση με το παρόν και το μέλλον, καθορίζοντας μια εφ’ όρου ζωής στάση απέναντι στα πράγματα.
Κι όλη αυτή,
η εφ’ όρου ζωής δυσανεξία
οφείλεται,
αποκλειστικά,
σε μια αστραπιαία κίνηση,
σ’ ένα στιγμιαία νεύμα της κεφαλής,
από τις απαρχές του -δικού μου- κόσμου
(ΝΕΥΜΑ, σελ. 19)
Ο τρίτος άξονας αναφοράς, συμπερασματικός των δύο προηγούμενων, είναι ο αυτοπροσδιορισμός του ποιητικού εαυτού. Ο τελευταίος ισορροπεί πάνω σε εσωτερικές λεπτές κλωστές και γκρεμούς, ταλαντεύεται σε υπαρξιακά διλήμματα ανάμεσα στο φαίνεσθαι της εξωτερικής ζωής, που «διεκπεραιώνει καθημερινά» και στο είναι ή μη είναι μιας εσωτερικότητας, που κρύβει επιμελώς. Ποιος είναι λοιπόν ο αληθινός εαυτός; Μήπως είναι εκείνος ο άλλος εαυτός, ο παραγκωνισμένος, που εμφανίζεται απρόσκλητος και ανατρέπει όλες τις βεβαιότητες; Το σίγουρο είναι ότι μέσα από τους στίχους η ποιήτρια αναζητά εναγωνίως ν’ αρθρώσει τ’ όνομά της, για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της.
Χωρίς εκείνον να μ’ ονοματίσει
είμαι ανύπαρκτη
(περνώ μπροστά από καθρέφτες
κι απουσιάζει παντελώς
η αντανάκλασή μου).
(ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑ, σελ. 42)
Κλείνοντας, θέτω σκοπίμως ένα ερώτημα, που κανονικά θα έπρεπε να απαντηθεί στην αρχή. Γιατί η πρωτοπρόσωπη ποιητική εξομολόγηση της Μπανά μπορεί να αφορά κάποιον άλλο πέρα από την ίδια την ποιήτρια και ίσως κάποιους οικείους της; Η απάντηση βρίσκεται στον τίτλο του άρθρου. Η Ποίηση λειτουργεί πάντα ως καθρέφτης, που ανάγει αυτόματα το ατομικό και συγκεκριμένο σε οικουμενικό και γενικό. Η ποίηση της Μπανά αντανακλά για τον καθένα μας τις αγωνίες, τις ρωγμές και τα αδιέξοδα ενός μεταμοντέρνου εαυτού, που αποζητά την ταυτότητα ή καλύτερα το πρόσωπό του.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
“Μανδραγόρας”, τχ. 57, Δεκέμβριος 2017
Η εσωστρεφής ποιητική ειρωνεία της Πολύνας Μπανά
Μολονότι έχουμε υπογραμμίσει το βαρύ αποτύπωμα της ειρωνείας στην «ποίηση της αγανάκτησης» , ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκφραση της σε δημιουργούς με τέτοια γεωγραφική διασπορά και ηλικιακή απόσταση. Ο σαρκασμός όμως δεν αποτελεί απλά μία εκφραστική διέξοδο για την άρνηση προς το κοινωνικό κατεστημένο (Καρυωτάκης) μα και προς το ίδιο το άτομο, ακόμη και αν αυτοαναιρείται και το ποιητικό εγώ κινδυνεύει να ταυτιστεί με τον ποιητή εκθέτοντας τον/την στο κοινό. Εξάλλου, και τούτη η προσωπική έκθεση αποτελεί ένα σύμπτωμα της εποχής.
Στην περίπτωση της Πολύνας Μπανά («η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων» σαιξπηρικόν 2017) μοιάζει με έναν μηχανισμό αυτογνωσίας, τον οποίο επιστρατεύει με μία αλληγορική διάθεση διδακτικής προσέγγισης. Ωστόσο, η απουσία του διδακτικού β’ προσώπου που αντικαθίσταται από το αυτοαναφορικό βίωμα και το πρωτοενικό υποκείμενο αναιρεί κάθε διδακτικό ύφος, αποφεύγοντας την ύβριν της δημιουργού ακριβώς ότι διδάσκει.
Έτσι, στιχουργώντας στο πνεύμα της εποχής, η ποιητική ειρωνεία διαπνέει όλες τις συνθέσεις της συλλογής. Πρόκειται όμως για μία ανατρεπτική ειρωνεία που έρχεται να ακυρώσει συχνά όσα αποδέχεται ο ακροατής/αναγνώστης ως δεδομένα (απάνθρωπο) ή άλλοτε ως δηκτική άρνηση (αμέσως, τα κόκκινα πατίνια, φούρνος) και αντίθεση (ρωγμή, μεταξύ ρημάτων, λίαν εύθραυστον) σε όσα έθεσε στοχαστικά νωρίτερα (στη μετακόμιση, λιθοβολισμός) αυτοακυρώνοντας συχνά τον ποιητικό αφηγητή (νεύμα, τα κόκκινα πατίνια).
Εξάλλου, συχνά το ποιητικό εγώ δίνει μία αίσθηση ατόμου αντικοινωνικού (αποστολή εξετελέσθη, νεύμα, ατιμωρησία) και μοναχικού (τα κόκκινα πατίνια, νεύμα, λιθοβολισμός, λίγο χρόνο ακόμη) που αντιμετωπίζεται με ισχυρές δόσεις αυτοσαρκασμού (σφιγμένα δόντια, επιστροφή στη μήτρα δικαίωμα ακροάσεως, διορία, περί ατελειών και ζωδίων ο λόγος).
Έτσι, η ποιητική της αποκτά έναν χαρακτήρα γεφυρώματος με όσα έπληξαν στην πλημμύρα τη δημιουργό. Άλλωστε, η ίδια ειρωνεία διακρίνεται ακόμη και σε διακειμενικές αναφορές (φούρνος, επιμύθιο), καθώς αντιμετωπίζει με σεβασμό και σαρκασμό ταυτόχρονα καλλιτέχνες που άφησαν ανεξίτηλη την παρουσία τους στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Ας μην παραβλέψουμε όμως και την τόλμη με την οποία η ποιήτρια προσπερνά κάθε προηγούμενη στιχουργική τοποθέτηση στο χώρο της ελευθεροστιχίας, υιοθετώντας μία πολυκύμαντη στοίχιση. Λέξεις και ημιστίχια μένουν μόνα, ακανόνιστα ως προς τη γραμμική διατύπωση του στίχου, μετέωροι. Έτσι, αισθητοποιείται μία διαρκή κίνηση που διαπνέει τη στιχουργία της και ταυτόχρονα με πειραματική διάθεση και μία “οπτική” ειρωνεία αναζητά νέες διαδρομές έκφρασης.
Κι αξίζει να υπογραμμίσουμε και τον στοχαστικό χαρακτήρα της ποιητικής της διά της μνήμης (το μόνο που μένει) για την οποία και φιλοσοφεί (παιχνίδια μνήμης, παιχνίδια αντίληψης) με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις που ενσωματώνει στο ατομικό αυτοδιηγητικό βίωμα.
Ενδιαφέρον δε παρουσιάζει η αλληγορική χροιά συνθέσεων της συλλογής με υπαρξιακές συμπεριφορικές-προεκτάσεις (η φανερή γοητεία των φωνηέντων, η σημασία της τεχνικής στο κλασικό μπαλέτο, αποστολή εξετελέσθη) και στοχαστικές προσεγγίσεις για τη ζωή τη φθορά και τον θάνατο (περί ατελειών και ζωδίων ο λόγος, αντιστροφή ρόλων, λίγο χρόνο ακόμη, διορία, το μόνο που μένει).
Επιλογικά, η «ποίηση της αγανάκτησης» επανέφερε σε κεντρική θέση την ειρωνεία, ήδη βέβαια γνωστή στην ποίηση από την εποχή ακόμα της Επτανησιακής Σχολής (Σολωμός, Κάλβος) ή τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη ή τον αξιολογότατο Σουρή. Και τούτη η εκφραστική διέξοδος υποτιμήθηκε σε μία ελιτίστικη εκδοχή από τους “σοβαρούς” ποιητές που αναζητούσαν τα “μεγάλα” θέματα.
Λησμονήθηκε πως η ειρωνεία έχοντας ως βασικό χαρακτηριστικό της την αντίθεση ανάμεσα στο φαινόμενο και το πραγματικό, προκαλεί από μόνη της συγκίνηση, γιατί λειτουργεί διαμέσου της φαινομενικής απουσίας. Άλλωστε, έχουμε πολλούς αξιόλογους σύγχρονούς μας ποιητές που αξιοποιούν τη δυναμική της ποιητικής ειρωνείας .
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
Δίοδος, 66100, τεύχος 15
Διαβάζοντάς το πρώτο ποιητικό βιβλίο της Πολύνας Μπανά, Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017, μου ήρθαν στο νου οι στίχοι του Σουηδού ποιητή Γκούναρ Έκελεφ, “Ένας κόσμος είναι κάθε άνθρωπος, κατοικημένος/από πλάσματα τυφλά σε σκοτεινή εξέγερση/ενάντια στο βασιλιά Εγώ που κυριαρχεί πάνω τους./Σε κάθε ψυχή χιλιάδες ψυχές φυλακισμένες,/σε κάθε κόσμο, κρυμμένοι κόσμοι χιλιάδες/κι αυτοί οι τυφλοί, αυτοί οι κάτω κόσμοι/παρότι ατελείς, πραγματικοί και ζωντανοί είναι,” (από το ομώνυμο ποίημα “Ένας κόσμος είναι κάθε άνθρωπος, κατοικημένος” Γκούναρ Έκελεφ, Färjesång, 1941, Άπαντα τα ποιήματα, 1976, μτφ Δ. Κ.-Χ. )
“Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.” μας λέει ο Γιώργος Παυλόπουλος στο ποίημα του “Τα κλειδιά”.
Η ποιητική συλλογή της Πολύνας Μπανά, η οποία κυκλοφορεί κιόλας σε Β΄ έκδοση αρχίζει με το ποίημα Απάνθρωπο//Το στόμα κινείται,/μορφάζει,/πλήττει,/επιπλήττει,/μέμφεται,/χειρονομεί (σείοντας το δάκτυλο),/επιτίθεται,/συντρίβει.//Αποτελεί, με διαφορά, το πλέον απάνθρωπο σημείο/της ανθρωπογεωγραφίας του σώματος.
Με το πρώτο ποίημα μας βομβαρδίζει η ποιήτρια. Λέξεις ραπίσματα, χαστούκια! Είναι ποτέ δυνατόν; Το στόμα η πρώτη και από τις πλέον σημαντικές λιμπιντικές ζώνες, όπου εδρεύει το αντανακλαστικό του πιπιλίσματος και όπου μέσω του θηλασμού ικανοποιείται το σημαντικότερο ένστικτο του ανθρώπου αυτό της αυτοσυντήρησης, όπου εδρεύει το αισθητήριο της γεύσης και όπου πετυχαίνεται η ικανοποίηση της γεύσης και η κατάποση της τροφής, το στόμα όπου οι φωνητικές χορδές, το στόμα ως όργανο της εκφοράς του λόγου μέσω του οποίου έχουμε εξανθρωπιστεί να χαρακτηρίζεται από την ποιήτρια ως “ το πλέον απάνθρωπο σημείο/ της ανθρωπογεωγραφίας του σώματος”;
Ναι, όμως το στόμα είναι και βουλιμικό επίσης, το στόμα κατασπαράζει επίσης. Τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά με τις λέξεις που εκστομίζει.
Γνωρίζουμε πως οι λέξεις έχουν πολλαπλές έννοιες και σημαινόμενα, έννοιες διττές και αμφίσημες. Θα σε φάω, λέμε όλο αγάπη προς το ερωτικό αντικείμενο ή στο λατρευτό βρέφος αλλά και θα σε φάω με την έννοια θα σε καταπιώ, και με την έννοια του θα σε λιανίσω, θα σε κατασπαράξω.
Θεωρώ ότι η διάχυτη αποτύπωση της αμφισημίας και της διττότητας των φωνηέντων, των λέξεων, των πραγμάτων και των φαινομένων, της ζωής και του κύκλου της μέχρι το τέλος, της ζωής και του θανάτου αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ποιητικής συλλογής και χάρισμα θα έλεγα που εντυπωσιάζει.
Η Πολύνα Μπανά μέσα από το ποιητικό υποκείμενο μας ανοίγει το τεταρτημόριο του Κρυφού Εγώ της. Σύμφωνα με το Παράθυρο των Τζο, Χάρυ, ένα πολύ ενδιαφέρον μοντέλο που σκιαγραφεί το Εγώ σε αλληλεπίδραση με τον Άλλον, το τεταρτημόριο του Κρυφού Εγώ αφορά σε συνειδητό υλικό του ψυχισμού και του εαυτού για το οποίο δεν είμαστε καθόλου περήφανοι και γι’ αυτό το κρύβουμε με τη σιωπή ή το καμουφλάρουμε πίσω από προσωπεία.
Και τα προσωπεία έχουν μεγάλο ψυχικό κόστος και δυσχεραίνουν την αυτογνωσία μας αλλά και την επικοινωνία μας, όπως και την ανάπτυξη πιο ώριμων και υγειών συναισθηματικών δεσμών με τον Άλλον.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ανοίγοντας το Κρυφό κι απόκρυφο, το μη δημοσιοποιούμενο δηλαδή Εγώ, ανασύρεται ψυχικό υλικό και από το τεταρτημόριο του Άγνωστου Εγώ, που αντιστοιχεί στο Ασυνείδητο του ψυχισμού μας κατά την Ψυχαναλυτική θεωρία. Αυτό το ψυχικό υλικό στη συνέχεια ενσωματώνεται στο τεταρτημόριο του Δημοσιοποιημένου Εγώ (γνωστού στον εαυτό και στους άλλους) με αποτέλεσμα να επιδρά θετικά στην αυτογνωσία και θετικότερη αλληλεπίδραση του υποκειμένου.
Θέλει πολύ γενναιότητα να ανοίξουμε, να φανερώσουμε μέρος του Απόκρυφου Εγώ μας, ακόμη κι όταν το κάνουμε μέσω της τέχνης, μέσω του ποιητικού υποκειμένου.
Αυτό που μας ταρακουνά στην ποιητική συλλογή ωστόσο είναι, ότι το γενναίο και απροκάλυπτο άνοιγμα του Κρυφού Εγώ του ποιητικού υποκειμένου και σε μεγάλο βαθμό της ίδιας της ποιήτριας λειτουργεί ως καθρέφτης που μας φέρνει αντιμέτωπους με το δικό μας Απόκρυφο Εγώ, τις δικές μας ματαιώσεις, τα στίγματα, τα ελλείμματα και τα τραύματα που φέρουμε όλοι μας.
Αυτό μαζί με τα πολλά ερωτήματα ενδοσκοπικού και διαπροσωπικού ενδιαφέροντος που εγείρει το ποιητικό βιβλίο της Πολύνας Μπανά εντυπωσιάζουν και κερδίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ποιήματα ενδοσκόπησης, ενδοπροσωπικού περιεχομένου και διαπροσωπικών σχέσεων με τέσσερα απ’ αυτά αφιερωμένα στους Σημαντικούς άλλους, στη μητέρα, τον πατέρα, την αδελφή, τον ερωτικό σύντροφο.
Η ποίηση λειτουργεί κι επιτελεί το έργο της όταν προτείνει έμμεσα δίχως διάθεση διδακτισμού. Πολύ περισσότερο όταν θέτει ερωτήματα στον αναγνώστη. Κυρίως όμως λειτουργεί και επιτελεί το έργο της η ποίηση όταν πυροδοτεί και γεννά ερωτήματα στον αναγνώστη.
Παραφράζοντας τον Σαίξπηρ θα διατυπώσω ορισμένα από τα ερωτήματα που εγείρουν τα εξωστρεφή φωνήεντα της Πολύνας Μπανά: Να δεις ή να μη δεις; Να πεις ή να μη πεις; Να είσαι ή να φαίνεσαι; Πρόσωπο ή προσωπείο; Εγώ ή Εγώ ο Άλλος; Εγώ με τον Άλλον; Και γιατί απέναντι στον Άλλον; Και οι σημαντικοί άλλοι και η απώλειά τους; Και ποιό το νόημα της ζωής; Και η μνήμη τί; Και ο χρόνος; Και η ζωή; Κι εγώ ποιός; Πραγμάτωση και πώς; Συμφιλίωση με τον Εαυτό και τον Άλλον και πώς; Να πεις και πως να το πεις; Να πρήζονται τα χείλη απ’ τις δαγκωνιές της σιωπής ή να καταβροχθίζει το στόμα βουλητικά τον Άλλον. Να δω ή να μη δω;
Και βέβαια ο τρόπος που το πράττει η ποιήτρια, ο τρόπος εκφοράς του ποιητικού λόγου της. Λόγος λιτός και καθαρός, δωρικός, απέριττος χωρίς λυρισμό, αντιποιητικός και ποιητικός ωστόσο, στοχαστικός, λέξεις και στίχοι διάσπαρτοι στο άσπρο χαρτί, λόγος βιωματικός και αυτοβιογραφικός που όμως ξεφεύγει από τη σφαίρα της αυτοαναφορικότητας και κερδίζει το ενδιαφέρον του άλλου γιατί τον αγγίζει σε θέματα που τον αφορούν και λειτουργεί όπως προανέφερα ως καθρέφτης διερεύνησης του Κρυφού Εγώ και γενικότερα του εαυτού και της αυτογνωσίας του.
Ύφος αυτοσαρκαστικό, στεγνό και συνάμα παλλόμενο από την υγρασία της ανάγκης για αυτοαποδοχή του πραγματικού του ολόκληρου Εγώ στη σφαίρα τουλάχιστον του συνειδητού ψυχισμού και του Είναι.
Παλλόμενο από την υγρασία της ανάγκης για αποδοχή επίσης, για βαθύτερη και ουσιαστική βίωση της στιγμής στο εδώ και τώρα, της βίωσης του υπάρχειν, σε αντιδιαστολή με την πραγματικότητα των στιγμών που χάνονται άδοξα.
Η ειρωνεία, ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός αποτελούν το πρόσχημα για να τεθούν ερωτήματα. Αποτελούν το παραβάν για να κρύψουν την κραυγή, τον σπαραγμό και το πένθος για τον εαυτό που απωθήθηκε, για το εγώ που σίγησε, για αρεστά κι επιθυμητά φωνήεντα που ωστόσο χίμηξαν να κατασπαράξουν, για τον χρόνο που χάνεται, για τις πολύτιμες στιγμές που φεύγουν ανεπιστρεπτί δίχως πραγμάτωση και χαρά του υποκειμένου.
Όμως ο θεωρητικός της υπαρξιακής ψυχολογίας ο Αβραάμ Μάσλοου θέτει στην κορυφή της πυραμίδας των πανανθρώπινων αναγκών, την ανάγκη αυτοπραγμάτωσης. “Ύψιστο καθήκον της ζωής η χαρά, μη το ξεχνάς” λέει σ’ έναν στίχο της με τα χείλη του πατέρα η Γιλά Μοσάεντ, (Δέρμα από πεταλούδες, 2018, εκδόσεις intellectum, μετάφραση, Δ. Κ.-Χ.).
Το ποιητικό υποκείμενο είναι σα να καταθέτει το ενορατικό του απόσταγμα μετά από διεργασίες ψυχαναλυτικής εμπειρίας. Ανοίγει ρωγμές κι αποκαλύπτει τα παιδικά τραύματα, το τρυφερό κι ευαίσθητο παιδί που φέρουμε μέσα μας, αυτό με την κόκκινη πεταλούδα στο κεφάλι και τα φτερά, που για να το δούμε θέλει να άρουμε το αραχνοΰφαντο μπερντέ της απώθησης, όπως στον κρυμμένο πίνακα του Φαίδωνα Πατρικαλάκι. Η σπουδαία ψυχαναλύτρια Άλις Μίλερ έχει εντρυφήσει και έχει καταθέσει τις θεωρητικές και θεραπευτικές εμπειρίες της σχετικά με την καταδυνάστευση και τη σίγαση της εσωτερικής φωνής του παιδιού στο όνομα της έγνοιας και της φροντίδας των σημαντικών άλλων και τις καταλυτικές επιδράσεις τους στη δόμηση της προσωπικότητάς του. Κάτι όπως το Νεύμα της γιαγιάς στο ομώνυμο ποίημα του βιβλίου στη σελ. 19.
Ο χρόνος, η μνήμη, η αυτονομία και η εξατομίκευση, η ένταξη στη ομάδα και ο αποκλεισμός από την ομάδα, το παιδικό βίωμα και τραύμα και η επίδρασή του στην δόμηση της προσωπικότητας και στην πορεία του βίου, ο εσωτερικός διάλογος, το νόημα της ζωής και η αυτοπραγμάτωση, η ζωή και ο κύκλος της, το γήρας και το επέκεινα. Θέματα και ερωτήματα που αγγίζουν τον κάθε άνθρωπο και ενίοτε τον ταλανίζουν.
Στο ποίημα Ναυτία, σελ. 27 το ποιητικό υποκείμενο με μαεστρία μας ωθεί να στοχαστούμε σε υπαρξιακά ερωτήματα που αφορούν το νόημα, την ουσία και τη βίωση της ζωής. Παράλληλα πενθεί για τις λανθασμένες προτεραιότητες, για τις στιγμές, τα χρόνια που φεύγουν ανεπιστρεπτί πάνω στα επαγγελματικά βιβλία ανούσια πολλές φορές, στα πρέπει, στις άδειες στιγμές ενδεχομένως. Πένθος ως απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί η αντίσταση και στη συνέχεια η συμφιλίωση, η αποδοχή του εαυτού ως όλον και ν’ αγγίξει αισθήματα πληρότητας και γαλήνης πάντοτε στο εδώ και τώρα. Για την αναζήτηση και βίωση της εγγύτητας πέρα από ψυχικούς μηχανισμούς άμυνας κι επιτηδεύσεις.
Πόσος σπαραγμός και ποιές κραυγές αναδύονται μέσα από τον αυτοσαρκασμό και την μομφή προς τον εαυτό στο ποίημα, Λίαν εύθραυστον, σελ 15 με τους στίχους “ και, πλέον,/επιτυχώς/τους έχω ξεγελάσει όλους/”.
Στο ποίημα Δικαίωμα ακροάσεως σελ 36-37 με ψυχρότητα, ωμότητα σχεδόν, όπως και με χειρουργική ακρίβεια και μεθόδευση το προσωπείο του Εγώ των συμβάσεων και του φαίνεσθαι εξοπλισμένο με ψυχικούς μηχανισμούς άμυνας της άρνησης και της απώθησις εξοβελίζει και αποκλείει από το δικαίωμα ακροάσεως την εσωτερική φωνή του Άλλου Εαυτού, όπως από παιδί το ποιητικό υποκείμενο εξοβελίστηκε με ένα νεύμα κι ένα χαστούκι από την ομάδα των μεγαλύτερων παιδιών στο ποίημα Νεύμα, σελ. 19-20.
Θα ήθελα να κλείσω με το ποίημα Αντιστροφή ρόλων αφιερωμένο στη μητέρα της ποιήτριας, σελ. 44. που αφορά στον αρχετυπικό και τον πλέον στενό συναισθηματικό δεσμό των διανθρώπινων σχέσεων, αυτόν μεταξύ μητέρας και παιδιού και δη μητέρας και κόρης, ο οποίος φέρει την καταγωγή του από την εποχή των σπηλαίων και την μητριαρχική εποχή, όπου το γένος συσπειρώνονταν γύρω από την μητέρα και από τη μητέρα στην κόρη. Μια σχέση που ακόμη μέχρι σήμερα έχει μια πολύ ιδιαίτερη έκφανση στην ελληνική κουλτούρα. Τόσο που οι Dunkas & Nickelly διερευνώντας την παρακολουθώντας ψυχοθεραπευτικά “Νύφες” Ελληνίδες μετανάστριες στην Αμερική για να διατυπώσουν την εικόνα και τα αίτια της ψυχικής διαταραχής των “Νυφών”μίλησαν για το “Σύνδρομο της Περσεφόνης”. Στο ποίημα σκιαγραφείται η αμφισημία της αμφίδρομης σχέσης με εναλλασσόμενους ρόλους, εστιάζοντας στη εγγύτητα και στο άγγιγμα αίσθησης συμφιλίωσης με τον εαυτό, με τον άλλον αλλά και με τον κύκλο της ζωής, όπου η αμοιβαία έγνοια και η εναλλαγή ρόλων σηματοδοτούν και προσεγγίζουν το εμείς της συγκατάβασης στη ζωή και τον κύκλου της στο Ενιαίο Όλον.
Στο τελευταίο ποίημα με τίτλο Επιμύθιο σελ. 47 “να μη μπορώ,/πλέον,/ να ενθουσιαστώ/ και,/ κυρίως,/ να μισήσω/τίποτα και κανέναν.”
Ο στίχος να μισήσω με τη παθολογία που φέρει το συναίσθημα του μίσους οδηγούν τους συνειρμούς σε ενδεχόμενα τραύματα που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφτεί. Ενδεχομένως εδώ να υπάρχουν ακόμη πληγές ανέγγιχτες που θα αιτιολογούσαν την συνέχεια στην ποιητική δημιουργία της Πολύνας Μπανά.
Τα ερωτήματα που θέτει η ποιήτρια στα δυο τελευταία ποιήματα, μαζί με το κόκκινο του τίτλου στο εξώφυλλο, με το κόκκινο στον υπέροχο άτιτλο πίνακα του Φαίδωνα Πατρικαλάκι κριμένο ωστόσο πίσω από διάφανο φύλλο ρυζόχαρτου ως κουρτίνα και παραβάν, καθώς και τα κόκκινα πατίνια του ομώνυμου ποιήματος σελ. 14, δεμένα, με τις ρόδες να παρεμβάλλονται ανάμεσα στο πέλμα και το έδαφος παρεμποδίζοντας το σταθερό πάτημα, προκαλώντας αστάθεια και τσούλισμα συνάμα, όλα αυτά θα μπορούσε να τα δει κανείς ως την αρχή και συνέχεια επόμενης ποιητικής συλλογής της Πολύνας Μπανά.
Προσωπικά θα κλείσω όπως είπα παραθέτοντας το υπέροχο ποίημα: Αντιστροφή ρόλων//Μικρή, /με φρόντιζε εκείνη,/με μια βεβαιότητα αδιατάραχτη.//Σαράντα χρόνια μετά,/τη φροντίζω εγώ,/και εκείνη αφήνεται στα χέρια μου,/σαν το μικρό που υπήρξα στα δικά της.
.
Τη συγκίνηση που είχα βιώσει διαβάζοντας ποιήματα της στην κριτική της bookpress ξαναενιωσα και τώρα. Συγχαρητήρια, καλή δημιουργική συνέχεια κι ευχαριστούμε αυτό το blog που μας φερνει ένα βήμα πιο κοντά σε ανθρώπους χαρισματικούς.