Η Μαρία Λουκά γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Για τριάντα πέντε χρόνια δίδαξε σε διάφορα σχολεία της Κύπρου και αφυπηρέτησε από τη θέση της Διευθύντριας Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης. Για ένα διάστημα ήταν αποσπασμένη στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου, όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή σχολικών βιβλίων.
Έχει γράψει και σκηνοθετήσει για τους μαθητές της θεατρικά έργα, με τα οποία πήρε μέρος στους Παγκύπριους Αγώνες Σχολικού Θεάτρου, κερδίζοντας τρία πρώτα βραβεία και δύο επαίνους.
Υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού- Νεανικού Βιβλίου. Σήμερα, είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Παγκύπριας Οργάνωσης Προώθησης του Γραμματισμού και υπεύθυνη της Αναγνωστικής Λέσχης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λακατάμιας.
Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Δεκατέσσερα τραγούδια για ένα μικρό άγγελο, το παιδικό βιβλίο Ιστορίες της μικρής Φιλιώς (Βραβείο Λογοτεχνίας από τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου), το εφηβικό μυθιστόρημα Η Αφέντισσα της Λάρας (Βραβείο Λογοτεχνίας από τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου) και το λεύκωμα ποίησης και φωτογραφίας Όρη Λευκά. Τα Δεκαέξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα είναι το δεύτερό της μυθιστόρημα.
.
.
ΔΕΚΑΕΞΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΗΤΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ (2025)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Σε ένα γυμνάσιο της Λευκωσίας, μισό σχεδόν αιώνα μετά την τουρκική εισβολή και λίγο πριν την πανδημία του κορονοϊού, τρεις έφηβοι, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, εμπλέκονται σε ένα πειθαρχικό παράπτωμα που τους φέρνει αντιμέτωπους με τις συνέπειες των πράξεων τους. Θα τους επιβληθεί φυσικά η προβλεπόμενη από τους σχολικούς κανονισμούς ποινή, κάποιες ημέρες αποβολής, αλλά και το δικαίωμα εξαγοράς της με προσφορά εργασίας κοινωνικής ωφέλειας, δυνάμει ενός πιλοτικού προγράμματος του Υπουργείου Παιδείας.
Τα τρία παιδιά θα βρεθούν για λίγο έξω από τον κλειστό και προστατευμένο κόσμο του σχολείου τους και θα έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με νέες, άγνωστες καταστάσεις, με μια διαφορετική πραγματικότητα, όπου θα ακούσουν και θα μάθουν, θα δώσουν και θα πάρουν, βυθίζοντας τους εαυτούς τους σε μια πρωτόγνωρη για αυτά ώσμωση ιδεών και εμπειριών. Επιστρέφοντας στο σχολείο τους, θα αισθανθούν πιο ώριμα και πιο έτοιμα από ποτέ να κάνουν το επόμενο βήμα, να υιοθετήσουν πιο θετικές σκέψεις και να πάρουν κρίσιμες για τη ζωή τους αποφάσεις, μπαίνοντας σε έναν δρόμο γλυκόπικρο, ταραχώδη κι απρόβλεπτο. Αυτόν που οδηγεί στην ενηλικίωση.
ANTI ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Στο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, το διασημότερο θεατρικό έργο του Ιταλού συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλλο, οι θεατές παρακολουθούν τις πρόβες ενός θιάσου, όταν ξαφνικά εισβάλλουν στο θέατρο έξι χαρακτήρες οι οποίοι ζητούν από τον σκηνοθέτη να αναλάβει να γράψει την ιστορία τους και να την ανεβάσει. Οι χαρακτήρες ζητούν επίμονα να τους δοθεί ζωή, να τους επιτραπεί να αφηγηθούν την ιστορία τους. Για τον σκοπό αυτό, ο καθένας τους παρουσιάζει την ιστορία ιδωμένη από τη δική του οπτική γωνία. Ο Πιραντέλλο περιγράφει, στην εισαγωγή της έντυπης έκδοσης του έργου του, την απροθυμία του να αφηγηθεί τις θλιβερές εμπλοκές αυτών των έξι δυστυχισμένων, αλλά και την απόφασή του, την ίδια ώρα, να τους δώσει ζωή. «Οι χαρακτήρες αυτοί, ήδη υπάρχοντες στο μυαλό μου», λέει ο ίδιος, «ήταν πλάσματα του πνεύματός μου, ωστόσο ζούσαν ήδη μια ζωή που ήταν δική τους κι όχι δική μου πια, μια ζωή που δεν ήταν στη δύναμή μου να τους αρνηθώ πλέον».
Σαν τα έξι πρόσωπα του Λουίτζι Πιραντέλλο, έτσι και τα δικά μου δεκαέξι πρόσωπα ζουν ήδη μέσα μου, για μισό σχεδόν αιώνα, μια ζωή που είναι δική τους και που δεν είναι στη δύναμή μου να τους την αρνηθώ, όχι άλλο. Είναι πια καιρός να τ’ αφήσω να βγουν στο φως…
Μαρία Λουκά
ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ημέρα 2η, Τρίτη 25/2/2020
Η διευθύντρια
Αρχαία ιστορία είναι αυτή που μου λέτε, κύριε Αθανασίου μου. Τα είπαμε αυτά και άλλοτε και δεν είναι της ώρας. Τώρα προέχει ο γιος σας, η ασφάλειά του, η πρόοδός του και το καλώς νοούμενο συμφέρον του παιδιού. Για να μην αναφερθώ και σ’ όλα τα υπόλοιπα παιδιά, που δεν χρωστούν να ζουν σ’ ένα περιβάλλον εκρηκτικό και απειλητικό. Ας επικεντρωθούμε παρακαλώ στο θέμα μας. Ο γιος σας είναι διαρκώς γεμάτος ένταση. Μοιάζει με καζάνι που κοχλάζει όλη την ώρα. Ένα περιφερόμενο ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Δεν φαίνεται να μπορεί να το ελέγξει. Ως εκ τούτου μπλέκεται διαρκώς σε καβγάδες. Στο τελευταίο επεισόδιο παρενέβη σε μια διένεξη δύο συ μ μαθητριών του με τον καθηγητή της φυσικής. Όπως σας ανέφερε και τηλεφωνικά ο οικείος βοηθός διευθυντής, έβρισε, έσπρωξε, έριξε κυριολεκτικά κάτω τον καθηγητή και έφυγε σε έξαλλη κατάσταση από την τάξη, σκαρφάλωσε το κάγκελο της εσωτερικής αυλής και το ταρακουνούσε φωνάζοντας και βρίζοντας. Δεν απειλούσε με τη συμπεριφορά του μόνο την ασφάλεια και την ηρεμία που απαιτούνται για την ανάπτυξη σωστού μαθησιακού κλίματος μέσα στον σχολικό χώρο. Απειλούσε και τη δική του προσωπική ασφάλεια. Δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν έπεφτε στην τσιμεντένια αυλή από ένα ύψος τριών μέτρων. Η ψυχολόγος του σχολείου μας, σας έχω διαβεβαιώσει και άλλοτε, είναι εξαιρετική από κάθε άποψη και μπορεί να βοηθήσει. Έχει μελετήσει την περίπτωση του παιδιού πολύ προσεκτικά και έχει καταρτίσει ένα πρόγραμμα τακτικών επαφών μαζί του, για να το βοηθήσει να μάθει να διαχειρίζεται τον θυμό του και τα συναισθήματά του γενικότερα, ώστε να μπορεί να λειτουργεί στην προσωπική και σχολική του ζωή. Για να προχωρήσει όμως, χρειάζεται την ενυπόγραφη συγκατάθεση και των δύο γονιών. Σε κάποια φάση θα χρειαστεί να μιλήσει και μαζί σας όπως και με τη μητέρα, και σίγουρα, σε μεταγενέστερο στάδιο, θα έχετε και κάποιες κοινές συνεδρίες, όλη η οικογένεια μαζί.
«Για ποια οικογένεια μιλάτε; Είμαστε οικογένεια εμείς;»
«Εσείς είστε οι γονείς του! Ό,τι και να συμβαίνει μεταξύ σας, εσείς είστε η οικογένειά του!»
«Έβαλα άπειρες φορές την ουρά στα σκέλια για να κρατήσω ενωμένη αυτήν την οικογένεια, μα αυτή δεν είναι γυναίκα, δεν είναι μάνα αυτή!»
«Αυτή όμως έχει ήδη υπογράψει, εσείς όχι!»
«Γιατί εγώ να υπογράψω όταν αυτός μου κλείνει το τηλέφωνο!»
«Γιατί;»
«Τι γιατί;»
«Γιατί σας κλείνει το τηλέφωνο; Έχετε διερωτηθεί;»
«Γιατί του βάζει λόγια η μάνα του, για τι άλλο;»
«Εάν αυτό συμβαίνει, είναι από μόνο του ένας παραπάνω λόγος να χρειάζεται το παιδί τη στήριξή σας και όχι την απόρριψη».
«Να μη μου κλείνει το τηλέφωνο αν θέλει τη στήριξή μου. Και η μάνα του…»
«Άντε πάλι η μάνα του και η μάνα του! Κύριε Αθανασίου, εξαντλείτε την υπομονή μου. Εσείς έχετε, εξ’ όσων γνωρίζω, προχωρήσει με τη ζωή σας. Ξαναπαντρευτήκατε, κάνατε κι άλλο παιδί, έναν δεύτερο γιο. Αφήστε πια το παρελθόν! Είπαμε, αρχαία ιστορία!»
ΟΣΑ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΚΡΕΜΑΣΤΑΡΙΑ!
Την ίδια μέρα
Η φιλόλογος
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια! Ακούς εκεί θέλω να φαίνομαι καλή και να γίνομαι αρεστή! Συνάδελφος να σου πετύχει! Δεν φτάνει που ποτέ δεν νοιάστηκε, ποτέ δεν θέλησε να καταλάβει τους μαθητές του, να τους νιώσει, να κερδίσει τη συμπάθεια και την εκτίμησή τους, δεν φτάνει που δεν φρόντισε, δεν έλεγξε να τοποθετήσουν όλοι οι μαθητές τα κινητά τους στο ειδικό κουτί στην αρχή του μαθήματος, βγήκε κι από πάνω ύστερα, γιατί τα κρατούσαν και τα χρησιμοποιούσαν την ώρα που γυρισμένος έγραφε στον πίνακα. Μηδενική ανοχή στη χρήση κινητού την ώρα του μαθήματος! Πόσες φορές να μας το πει στις συνεδρίες του Καθηγητικού Συλλόγου η διευθύντρια; Αλλά ο κύριος είναι υπεράνω νόμων και κανονισμών, νιώθει απόλυτος άρχων στην τάξη του, ένας μικρός μονάρχης στο λιλιπούτειο κάστρο του, ένας δικτατορίσκος που γράφει τους πάντες και τα πάντα, που κάνει της κεφαλής του, κι αν κάτι στραβώσει εξ υπαιτιότητάς του, βγαίνει κι από πάνω
και ζητάει τα ρέστα. Μωρέ κούνια που τον κούναγε λέω γω! Του φταίξαν τώρα τα θέατρα και τα ποιήματα! Μα έτσι είναι, όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια!
ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΧΤΥΠΑΕΙ ΤΟ ΤΗΑΕΦΩΝΟ
Την ίδια μέρα
Ο Μιχαήλ
Κάθε που χτυπάει το τηλέφωνο, χτυπά μαζί και η καρδιά μου. Είναι Τετάρτη και δεν έχω τίποτε το απόγευμα. Ούτε κι ο μικρός έχει. Είναι η μέρα μας που βλεπόμαστε. Τον κάνω γούστο τον μικρό πολύ κι ας μην είναι κανονικός αδελφός μου κι ας μη μένουμε στο ίδιο σπίτι. Μόλις μπαίνω, παίρνει φόρα, τρέχει και πηδά πάνω μου. Πιάνεται και με τα τέσσερα στο κορμί μου και δεν μ’ αφήνει αν δεν τον γαργαλίσω, ώσπου να του λυθούν χέρια και πόδια. Είναι μόνο τεσσάρων αλλά είναι δυνατός και γυμνασμένος! Ένας μικρός πρωταθλητής! Εκείνος τον παρακολουθεί και τον καμαρώνει… Κοκκινίζει και κρυφογελά… Του κάνει νόημα κι ο μικρός μ’ αφήνει και τρέχει κοντά του. Τον βάζει να πατήσει και με τα δυο πόδια στην παλάμη του, πιάνει γερά τα δυο μικρά πέλματα και τα υψώνει ως απάνω, τεντώνοντας το χέρι. Ο μικρός τρεμουλιάζει μια στιγμή, αλλά καταφέρνει να μείνει ολόισιος και τεντωμένος. Αφού κάνει το κομμάτι του εκείνος, λυγίζει απότομα το χέρι του κι ο μικρός πέφτει με μια τσιρίδα στην αγκαλιά του. Τους βλέπω κλεφτά για μια μόνο στιγμή και γυρίζω απότομα αλλού το κεφάλι. Νιώθω τα μάτια μου να τσούζουν και θέλω να βάλω τις φωνές. Εμένα μ’ αγκάλιαζες έτσι ποτέ; Μ’ αγκάλιαζες έτσι εμένα; Δεν βγάζω όμως κανένα ήχο κι εκείνος ούτε που με κοιτάζει. Και τώρα κάθομαι μόνος στο σπίτι και φορτώνω! Είναι Τετάρτη και κανονικά θα με έπαιρνε τηλέφωνο εκείνος από νωρίς τ’ απόγεμα για να ’ρθει να με πάρει. Πάει πέντε κι ακόμα τίποτε. Με πήρε μια φορά η Χριστίνα και μια η Ελένη. Κάτι πάθανε αυτές οι δυο, δεν πάνε καλά στα μυαλά τους. Α, με πήρε και δυο φορές η μάνα μου από τη δουλειά, που ήθελε να ρωτήσει αν ήρθε να με πάρει εκείνος. Απαντώ σε όλους με υπομονή και χωρίς να υψώνω τη φωνή μου, αλλά μέσα στο κεφάλι μου η φωνή μου ακούγεται πολύ δυνατά, μπουμπουνίζει και κάνει το μυαλό μου να τρίζει… Απαντώ σε ό,τι με ρωτούν και σκέφτομαι τον μικρό που με περιμένει. Εκείνος δεν είναι η πρώτη φορά που μου το κάνει αυτό. Ξέρει ότι τον πάω τον μικρό πολύ και ότι κι αυτός με περιμένει κάθε Τετάρτη πώς και πώς και εντούτοις δεν έρχεται στην ώρα του να με πάρει κι από πάνω δεν παίρνει και τηλέφωνο. Τηλέφωνο δεν παίρνει γενικά δηλαδή κι άμα πάρει είναι για να μου την πει. Του τα πρήζει η μάνα μου καλά καλά, ότι δεν την ακούω και δεν διαβάζω και δεν συμπεριφέρομαι καλά στο σχολείο, τον κάνει Τούρκο κι ύστερα με παίρνει εκείνος και με αρχίζει στο πίρι πίρι και μου τη δίνει και του κλείνω εγώ το τηλέφωνο και τσαντίζεται εκείνος και δεν έρχεται να με πάρει την Τετάρτη κι ώσπου να έρθει η άλλη Τετάρτη και να ξεθυμώσει… Λες να τον πήρε κιόλας η διευθύντρια τηλέφωνο; Άντε πάλι, πάει η Τετάρτη μας, μικρέ, άσε γιατί είμαι να σκάσω κι η καρδιά μου πάει να σπάσει κάθε που χτυπάει το τηλέφωνο.
Η ΕΛΕΝΗ ΤΑ ΦΤΑΙΕΙ ΟΛΑ!
Την ίδια μέρα
Η Χριστίνα
Η Ελένη τα φταίει όλα! Δικό της ήταν το τηλέφωνο. Εγώ είχα το δικό μου στην τσάντα μου. Είναι άδικο να τιμωρηθώ κι εγώ. Εγώ προσπαθούσα να αντιγράψω από τον πίνακα κι αυτή όλο μού έδειχνε στο κινητό της ένα παιχνίδι που είχε κατεβάσει το προηγούμενο βράδυ. Και μετά ο φυσικός μας έσκυψε κάτω να σηκώσει τον μαρκαδόρο που του είχε πέσει στο πάτωμα. Και μετά… ε… μετά η Ελένη τράβηξε μια φωτογραφία. Και μετά… ε… μετά μού πέταξε το κινητό στα χέρια κι εγώ, τι να ’κανα, το ’ριξα μες στην τσάντα μου. Πόσες φορές να σας τα πω; Άντε πάλι και μετά! Μετά ο φυσικός τράβαγε την τσάντα να μού τη διαλύσει. Να του την άφηνα; Έχει δικαίωμα να μου πάρει την τσάντα; Όχι πέστε μου, έχει δικαίωμα; Κι ο Μιχαήλ τού το είπε, δεν έχεις δικαίωμα! Τι εννοείτε ο Μιχαήλ από πού ξεφύτρωσε; Ο Μιχαήλ είναι φίλος μου. Ναι, το ξέρω πως δεν θέλετε να κάνω παρέα με τον Μιχαήλ. Και με την Ελένη δεν θέλετε να κάνω παρέα. Τι θα πει αυτοί δεν είναι σαν κι εμάς; Για όλα τα παιδιά τα ίδια λέτε.
Ωραίοι γονείς είστε! Με ποιους θέλετε να κάνω παρέα τελικά, μου λέτε; Με τα σπασικλάκια; Ε; Τι εννοείτε να μην καθόμαστε για λίγες μέρες μαζί η Ελένη κι εγώ; Και τι θα πει να μην προκαλούμε; Μαμάαα! Μπαμπάαα! Αααα! Όχι δεν θέλω να συμμετέχω στο μάθημα! Όχι, δεν σταματώ να φωνάζω και όχι, δεν σταματώ να κλαίω! Θα φωνάζω και θα κλαίω όσο θέλω! Όσο να βαρεθείτε κι οι δυο και να μ’ αφήσετε ήσυχη! Αφού σας είπα, τι δεν καταλαβαίνετε; Η Ελένη τα φταίει όλα!
ΑΧ, ΑΥΤΗ Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ!
Ημέρα 4η, Πέμπτη 27/2/2020
Η Ελένη
Αχ, αυτή η Χριστίνα! Πάει να με τρελάνει! Στο σχολείο με αποφεύγει όλη μέρα. Στο τηλέφωνο δεν απαντά. Δεν με φτάνει που πήρε το κινητό μου η διευθύντρια για να το παραδώσει στον πατέρα μου -τιμωρία δήθεν, λες κι είμαι κάνα νιάνιαρο, στον κόσμο της αυτή ως συνήθως-, την παίρνω τη Χριστίνα στα κλεφτά από του αδελφού μου κι αυτή τι κάνει; Δεν απαντά! Κανονικά θα απαντούσε αμέσως, επειδή ο αδελφός μου της καλαρέσει. Μάλλον θα το κατάλαβε ότι εγώ είμαι που χτυπώ και ξαναχτυπώ και γι’ αυτό δεν το σηκώνει. Δεν την καταλαβαίνω ώρες ώρες. Πώς μπορεί και με γράφει έτσι; Ο αδελφός μου λέει πάει στοίχημα πως θα της πήραν τ’ αυτιά οι γονείς της να μη με κάνει παρέα επειδή την έμπλεξα. Εγώ την έμπλεξα; Επειδή δηλαδή κρατούσα το κινητό μου; Εγώ ήθελα μόνο να της δείξω το νέο παιγνίδι που κατέβασα το προηγούμενο βράδυ. Εκείνη μου το άρπαξε απ’ τα χέρια και φωτογράφισε τον φυσικό μας την ώρα που έσκυβε να σηκώσει τον μαρκαδόρο. Κι ύστερα έριξε το κινητό μέσα στην τσάντα της. Κι έρχεται σήμερα και μου λέει μην κάτσουμε μαζί και προκαλούμε, καλύτερα χώρια και να συμμετέχουμε στο μάθημα και άλλα τέτοια που σαν ν’ ακούω τη μάνα της. Έκατσε λοιπόν μόνη της κι όλο ψήλωνε το χέρι της να πει μάθημα και τα διαλείμματα έτρεχε σαν το ζόμπι κι ούτε που στεκόταν να μιλήσουμε. Πρώτη έβγαινε απ’ την τάξη, τελευταία έμπαινε. Με ποιους τριγύριζε μες στην αυλή ένας Θεός το ξέρει…
«Με τον Πέτρο…»
«Τι με τον Πέτρο;»
«Τριγύριζαν μαζί μες στην αυλή. Ή μάλλον δεν τριγύριζαν μαζί, αυτή συνέχεια τον τριγυρνούσε. Την είδε όλο το σχολείο εκτός από σένα».
«Με ποιον Πέτρο; Με τον… τον… ξέρεις ποιον!» φωνάζω πια εκτός ελέγχου.
«Πώς κάνεις έτσι; Νόμιζα ότι τον χώρισες…»
«Τον χώρισα! Και λοιπόν;»
«Και λοιπόν τι σε νοιάζει;»
«Είπα εγώ πως με νοιάζει; Εσύ, μικρέ, να κοιτάς τη δουλειά σου! Δεν ξέρεις εσύ! Δεν καταλαβαίνεις τίποτα! Ούτε ο μπαμπάς, ούτε η μαμά καταλαβαίνει, ούτε οι καθηγητές, κανένας δεν καταλαβαίνει! Άχρηστοι, άχρηστοι όλοι!»
«Εσύ με ρώτησες κι εγώ απάντησα! Και δεν είμαι μικρός, έναν χρόνο με περνάς! Και σταμάτα πια να ουρλιάζεις!»
«Θα ουρλιάζω όσο θέλω! αυτή η Χριστίνα!»
ΚΑΤΙ ΤΡΕΧΕΙ Μ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ…
Την ίδια μέρα
Η φιλόλογος
Κάτι τρέχει μ ’ αυτά τα κορίτσια… Από κει που ήταν φίλες -ίνκαρδιακές, πάνε να γίνουν άσπονδοι εχθροί. Στην αρχή τα απέδωσα όλα στο επεισόδιο με το κινητό. Δεν ήταν και λί¬γο πράγμα! Από τη μια στιγμή στην άλλη, παιδιά που δεν απα-σχόλησαν σοβαρά το σχολείο με αρνητικές συμπεριφορές, να αντιμετωπίζουν τώρα ολόκληρο Πειθαρχικό Συμβούλιο! Το κινητό ήταν βέβαια της Ελένης, αλλά αυτή λέει πως τη φωτο¬γραφία την τράβηξε η Χριστίνα. Η Χριστίνα πάλι λέει πως την τράβηξε η Ελένη. Ποιαν να πιστέψει κανείς; Δεδομένης και της στάσης των γονέων, που είναι υπερπροστατευτικοί στην περίπτωση της Χριστίνας και αδιάφοροι στην περίπτωση της Ελένης, αυτά τα κορίτσια βρίσκονται μπροστά στη μεγαλύ¬τερη πρόκληση της ζωής τους. Ένας γόρδιος δεσμός, με όλα τα υπόλοιπα παιδιά να μας ρίχνουν στάχτη στα μάτια. Όσο για τον Μιχαήλ που «χειροδίκησε» κιόλας, σύμφωνα πάντα με τον φυσικό, ως συνήθως κάνει την πάπια. Αποποίηση ευ-θυνών, στο πρότυπο του πατέρα δυστυχώς, μα και πάλι, αυτόν πιστεύω πως μπορώ να τον βοηθήσω να αναγνωρίσει τα λάθη του, είναι τόσο ανοικτός και ειλικρινής μαζί μου… Τα κορίτσια όμως είναι ερμητικά κλειστά και ζόρικα…
Μίλησα και με τις δυο, με την καθεμία ξεχωριστά, κι από τα λίγα που μου είπαν με έκπληξη διαπίστωσα ότι πιο πολύ κι απ’ το Πειθαρχικό τις τρώει κάτι άλλο, ή μάλλον κάποιος άλλος. Ναι, ναι, ο Πέτρος, αυτός είναι η πέτρα του σκανδάλου! Δεν πάει πολύς καιρός που ήταν ερωτευμένος με την Ελένη. Στην αρχή βέβαια ήταν φίλοι, ταίριαζαν σε πολλά και κάνανε καλή παρέα. Με τη νέα χρονιά κάτι άλλαξε μεταξύ τους. Έγινε η σκιά της, μοίραζε το σάντουίτς του μαζί της, σήκωνε την τσάντα της, την ακολουθούσε όπου πήγαινε. Έλιωνε και μόνο που την κοιτούσε. Αφού τον είχαν πάρει χαμπάρι όλοι στην τάξη κι έπεφτε βροχή το πείραγμα. Το ξέραμε φυσικά κι εμείς οι καθηγητές κι αντιδρούσαμε όπως αντιδρούμε συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις. Αποδοκιμασίες, παρατηρήσεις, επιπλήξεις, ακόμα και κουτσομπολιά! Ναι, ναι, κουτσομπολιά ή, ακόμα χειρότερα, κάναμε τα στραβά τα μάτια… όπως κάνουμε συχνά με τα ζευγαράκια στο σχολείο. Λίγοι από μας τους παρακολουθούσαμε διακριτικά, με στοργή και με τρυφεράδα και είχαμε την έγνοια τους.
Και ξαφνικά ένα πρωί ήρθε στο σχολείο η Ελένη και δεν του ξαναμίλησε. Λες και την πότισαν νερό της λησμονιάς το βράδυ, ξύπνησε και δεν θυμόταν την αγάπη του Πέτρου, το γλυκό του χαμόγελο, το γνοιάξιμό του… Από μακριά τον έβλεπε και άλλαζε κατεύθυνση… Αλλά κι εκείνος έσκυβε το κεφάλι όταν την έβλεπε, σαν να την είχε βλάψει σε κάτι, σαν να της είχε φταίξει… Ένα μυστήριο, που αντί να ξεδιπλωθεί σιγά σιγά και να λυθεί, ήρθε και κλείδωσε από το επεισόδιο του κινητού και ύστερα, όταν ο Πέτρος άρχισε να τρέχει πίσω από τη Χριστίνα… ή μήπως θα ’πρεπε καλύτερα να πω όταν η Χριστίνα άρχισε να τρέχει πίσω από τον Πέτρο;
Μήπως πρέπει στην τελική να μιλήσω με τον Πέτρο; Στο μεταξύ, όσο αυτές δεν μου μιλούν μα ούτε και μεταξύ τους μιλιούνται, δεν μου το βγάζεις απ’ τον νου πως κάτι τρέχει μ’ αυτά τα κορίτσια…
.
ΟΡΟΙ ΛΕΥΚΑ (2015)
ΠΟΙΗΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΚΑ.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΥΚΑΣ
Γεννήθηκε στα Λεύκαρα, όπου έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Λευκάρων, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως Τελωνειακός Λειτουργός στο Τελωνείο Λευκωσίας. Ασχολείται με τη χορωδιακή μουσική και είναι μέλος της Χορωδίας της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων
(ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.). Είναι ερασιτέχνης φωτογράφος και μέλος του Φωτογραφικού Ομίλου Λακατάμιας. Παρακολούθησε πολλά σεμινάρια για τη φωτογραφική τέχνη και έλαθε μέρος σε πολλές εκθέσεις φωτογραφίας. Σήμερα ζει στη Λακατάμια. Είναι παντρεμένος με τη Μαρία Λουκά και έχουν τρία παιδιά.
.
.
ΟΡΗ ΛΕΥΚΑ (2015)
.
.
ΟΡΗ ΛΕΥΚΑ
Σ’ αυτά τα όρη τα λευκά*
στο μεσοφρύδιτου Βουνού
πέτρα και φως
φως και φωτιά
φωτιά και ποταμοί
τυπώνουν και κεντούν*
ήχους και σχήματα.
Σ’ αυτά τα όρη τα λευκά
μέσα στις φλέβες του γκρεμού
πέτρα και φως
φως και φωτιά
φωτιά και ποταμοί
τυπώνουν και κεντούν
ρίμες και ρήματα.
Σ’ αυτά τα όρη τα λευκά
μέσα στις σκιερές αυλές
πέτρα και φως
φως και φωτιά
φωτιά και ποταμοί
τυπώνουν και κεντούν
δρόμους και σήματα.
.
.
.
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Μέσ’ από μια οξυκόρυφη καμάρα της αυλής
η ισορροπία του κόσμου
το κάλλος το απροσμέτρητο
η αλήθεια αυτοπροσώπως.
Έχεις αφήσει πίσω σου παμπάλαια καμαρόπορτα.
Πωρόλιθος και ξύλο, οικόσημα και πέτρινος σταυρός.
Έχεις διαβεί τον ηλιακό
και ιδού η αυλή των θαυμάτων.
Ολάνθιστες ροδιές ανακλαδίζονται στο φως.
Στη μέση σκιάζει το παλάτι*.
Χωριάτικο λινό της Ζώδιας* ανεμίζει
στροβιλίζονται τα κεντημένα μήλα* με τους ποταμούς*.
Το λασμαρί* κι ο δυόσμος* ξελιγώνουν.
Η ορτανσία αφέντρα και κυρά
εκβάλλει χρώμα σε κυματισμούς.
Στο γύρισμα της σκάλας ο φούρνος νοικοκύρης.
Ήρεμο αγκάλιασμα από θαύματα
που βάφει με λουλάκι* ο ουρανός.
.
.
.
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ
Ένα ξανθό πρωινό τ’ Απρίλη
ανέβηκα κατά το Κάστρο*.
Στάθηκα πλάι στις παλιές πέτρες
κι έβαλα αντήλιο προς τα Φραγκομάτα*.
Όμορφο που Όλεπε η Ρήγαινα τον κάμπο τέτοια εποχή
μέσα στις ανθισμένες αναθρήκες*!
Να το ‘νιώσε άραγε από ψηλά θωρώντας
τα κλάματα της Παναγίας*
πως σώθηκε το λάδι στο καντήλι της:
Κι ο Μαύρος* απ’ τη φοβερή σπηλιά πίσω απ’ το σκίνο
να πρόλαβε να νιώσει πριν τον βρει του ανιχνευτή το βόλι
πως ήρθε η ώρα του ν’ ανοίξει τα πανιά;
Σ’ αυτή τη γη ο ιδρώτας και το πείσμα των ξωμάχων
ξεθάβει μέσ’ απ’ τ’ άσπρο χώμα τάφους.
Κι αλλού λείψανα αρχαία η μάνα γη
κρατά μες στ’ άσπρα σπλάχνα της
και λίγα-λίγα ξεγεννά τα
πλάι στα νερά του χείμαρρου Σιρκάτη*
που εσύρκασε, αήδιασε το αίμα
απ’ τα κεφάλια που σαν πότηδες* κυλούσαν στη Σφαήνα*.
Λίγα-λίγα γεννά τα η μάνα γη
και παραδίνει τα στους δικαιούχους.
Μέσα σε λέξεις, ρήματα και ρίμες
η ρίζα κι η πανάρχαια λαλιά μας.
Λίγο σκαλίζουμε το πρόσωπο σαν χώμα
μεμιάς ξεθάβεται ο παλιός μας κόσμος.
.
.
.
ΠΟΡΤΕΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ
Ήμουνα λέει παιδί, αγόρι αμούστακο
-δυνάμενον παρόλ’ αυτά να οπλοφορεί-
για τους εχθρούς κίνδυνος θάνατος.
Τρέχω με δύναμη τρανή μες στα στενά σοκάκια.
Χτυπά σαν του λαγού η καρδιά στα καλντερίμια.
Πίσω μου ο Καπετάνος* με τη συντροφιά του
σταλμένοι από της Λευκωσίας τους Ρετόρους*.
θερίζει το σπαθί τους κι η φωτιά τους τρώει ανθρώπους
όσους απ’ τους Οθωμανούς* γλυτώσαν.
Γυρεύω κάπου να χωθώ ώσπου να πάψει η αντάρα.
Βρίσκω το σπίτι μου κλειστό, την πόρτα σφαλισμένη
και την πορτούλα της καρδιάς σφικτομανταλωμένη.
-Άνοιξε, πόρτα μου, άνοιξε τα φύλλα της καρδιάς σου!
Άνοιξε πόρτα μου άνοιξε, πάρε με στη σκιά σου!
-Από την πόλιν έρχομαι και στην κορφή κανέλα!
-Αδέρφια, με περιγελά κι εγώ πάω, χάνομαι!
Αδέρφια, μ’ αποστρέφεται κι εγώ έρχομαι απ’ τον ύπνο μου!
Έρχομαι και ξυπνώ και τι να δω:
Πόρτες παλιές, πόρτες κλειστές και πόρτες σφαλισμένες*
και οι καρδιές που καρτερούν διπλομανταλωμένες.
.
.
.
ΤΟ ΧΤΕΣ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ
Χτες κάθονταν στο χαμηλό σκαμνί
με το λινό αναδιπλωμένο στην ποδιά
κι ανιστορούσαν κόσμους κι ουρανούς αραχνερούς
να κολυμπούν σε ποταμούς αμματωτούς* κι αραχνωτούς*
και κλωνωτούς* κι αρΒαλωτούς*.
Σήμερα στέκουν στις αυλόπορτες
μοιράζουν χαιρετούρες και χαμόγελα
κάνουν Βιτρίνα τον παλιό δίσκο της γιαγιάς
με το γλυκό του κουταλιού και με το κρύο νερό
τον ίσκιο της ροδιάς και τ’ αεράκι του βουνού.
χτες έλιωναν τ’ ασήμι, του ‘διναν ψυχή
αποτυπώναν τη ζωή μέσα σ’ ανάγλυφες μορφές.
Σήμερα καμακώνουν τον καιρό
ανεβοκατεβαίνοντας σε δρόμο αμαξωτό.
Μα πάει το χτες, μας άφησε χρόνους πολλούς
και πορευόμαστε με φαγωμένα πρόσωπα στο σήμερα.
.
.
.
ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Κάθε πλαγιά και κάθε ξέφωτο
μιλούν για όνειρα φτερά
και παιδικά λημέρια
για τις εαρινές χαρές
και τα παιχνίδια του έρωτα.
Εδώ στις ασημιές ελιές
έχουν φωτιά οι άνθρωποι
σφυροκοπά τ’ αγιάζι τα παιδιά
το γέννημα είναι λιγοστό
η αγάπη περισσεύει.
Εκεί στα μονοπάτια του Βουνού
ανθίζουν Βάτα και μυριστικά
λίγοι καρποί κι ευρήματα της γης
και σκολιαρόπαιδα κάτω απ’ τις μυγδαλιές
με σχολικά πηλίκια στο χέρι.
Εικόνες παιδικές και μαγικές
σκηνές ενός αθέατου θιάσου
καλειδοσκόπιο που γυρίζει ρυθμικά
και μας τραβά στους κύκλους του
τυραννικά, λυτρωτικά, κανείς δεν ξέρει.
.
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΔΕΚΑΕΞΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΗΤΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ (2025)
ΜΕΝΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Fractal 06/05/2025
Tα δεκαέξι πρόσωπα της καλοσύνης των ανθρώπων
Το μυθιστόρημα της Μαρίας Λουκά Δεκάξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Βακχικόν, έχει φιλόδοξο τίτλο και μικρό μέγεθος.
Τα έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα είναι πιθανόν το πιο πρωτοποριακό έργο του θεατρικού κανόνα και γράφτηκε από την πένα του Πιραντέλλο. Πρωτοπαίχτηκε το 1921 και διερευνά ατάραχα τα όρια της πραγματικότητας και της φαντασίας όταν έξι πρόσωπα εισβάλουν σε μια θεατρική πρόβα και ζητούν συγγραφέα από τον θιασάρχη για ολοκληρώσει την ημιτελή τους υπόσταση που διψάει για ζωή και τέχνη. Όταν οι ηθοποιοί επιχειρούν να παίξουν στη σκηνή τα δραματικά γεγονότα που επικαλούνται ότι ζουν, τα πρόσωπα διαπιστώνουν πως οι ζωές τους δεν τους ανήκουν πλέον, έγιναν ρόλοι και ανήκουν στους ηθοποιούς που ανέλαβαν να τους ενσαρκώσουν. Αποχωρούν το ίδιο ξαφνικά, όπως ήλθαν, και στον θεατή αφήνουν το αίσθημα της ματαίωσης και της τραγικής μοναξιάς τους.
Στα Δεκάεξι πρόσωπα, το μικρό μυθιστόρημα της Μαρίας Λουκά, η σκηνή του θεάτρου είναι ένα γυμνάσιο της Λευκωσίας, γεμάτο με εφήβους και με τις ορμόνες τους. Τρεις από αυτούς, δυο κορίτσια που πριν ήταν φίλες και τώρα τις χωρίζει η άβυσσος και ένα αγόρι με εκρήξεις θυμού εφορμούν στον Θιασάρχη που είναι γυναίκα και Διευθύντρια σε θηριοτροφείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι ιστορίες ξετυλίγονται. Οι ήρωες μιλούν με τη δική τους φωνή, μονολογούν, αποκαλύπτονται για χάρη του αναγνώστη τους, ακριβώς όπως κάνουν τα εκατό τελευταία χρόνια, οι ηθοποιοί κάθε παράστασης του έργου του Πιραντέλλο. Η ματαίωση των τριών πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος δείχνει να προέρχεται από τις καθόλου φανταστικές δυσκολίες της πραγματικότητας τους. Γιατί στα παιδιά ως «πραγματικότητα» νοείται η οικογένεια. Αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα που γνωρίζουν και σταδιακά, χάρη στο σχολείο, έρχονται σε επαφή και εντάσσονται -πρώτα ο Θεός!- σε μια πρωτόλεια κοινότητα, που θα τους χαρίσει φίλους, κοινωνική ταυτότητα, λίγη μόρφωση και μια κάποια υποψία αυτοεκτίμησης για να μπορέσουν να συνεχίσουν την πορεία της ηλικιακής μεταμόρφωσης με όσο γίνεται μικρότερες απώλειες της αθωότητας.
Το χιλιοειπωμένο Τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρά μπουκάλια ισχύει για το βιβλίο, όπως ισχύει και για το έργο που είναι σημείο αναφοράς του. Εκατόν είκοσι σελίδες είναι το βιβλίο που περιέχει το θεατρικό κείμενο (η μετάφραση του Αλέξη Σολωμού) και κάπου τόσες είναι και το βιβλίο της Μαρίας Λουκά. Όποτε ο αναγνώστης ας μην περιμένει περιττές αναφορές για το αν αρέσουν στους πρωταγωνιστές τα γιουβαρλάκια και αν τα ρούχα τους είναι καλά συνδυασμένα με τα σνίκερς τους. Δεν υπάρχει χώρος για τέτοιου είδους φλυαρίες. Υπάρχει βέβαια μια μαύρη καβασάκι, πολλών κυβικών και με κράνος που στραφτοκοπάει, που εντυπωσίασε το έφηβο αγόρι. Και στην παρεξήγηση των δύο κοριτσιών τον πιο σημαντικό ρόλο παίζει ένα κινητό. Όμως αυτά τα αντικείμενα αφορούν την πλοκή του μυθιστορήματος. Είναι αφετηρία για συναισθηματικές και νοητικές μεταβολές που θα συμβούν στον ψυχικό κόσμο των παιδιών. Το βιβλίο ανήκει στην όλο και πιο σπάνια κατηγορία των βιβλίων που διαβάζεται περισσότερες από μια φορές. Το περιεχόμενο της ιστορίας είναι σαφές και κάπως «κλισέ»: κάποια από τα παιδιά ενός σχολείου έχουν και δημιουργούν προβλήματα και οι αφοσιωμένοι παιδαγωγοί προσπαθούν να ανταπεξέλθουν και να βοηθήσουν τα παιδιά. Η συγγραφέας όμως είναι ευφυέστατη και καταφέρνει να καθηλώσει τον αναγνώστη. Για χάρη του εμφανίζονται σαν χορός αρχαίας τραγωδίας τα πρόσωπα του Κέντρου Υποστηριζόμενης Διαβίωσης και Αποκατάστασης Αμφιτρίτη που ακόμα και με συγκλονιστική κυπριακή ντοπιολαλιά μιλούν (διδάσκουν, ή και τραγουδούν) την ιστορία της ζωής τους. Χρειάζεται λοιπόν δεύτερη ανάγνωση, πιο εμπεριστατωμένη, για να μελετηθούν τα μηνύματα αυτών των ιστοριών. Το να το θεωρήσω συγγραφικό εύρημα και να συγχαρώ την συγγραφέα νομίζω πως θα υποβίβαζε την δημιουργό. Το ίδιο ισχύει και για όσα προοικονομούνται από την χρονολογική επιλογή: το βιβλίο τελειώνει με το Πρωτόκολλο για τον Κορονοϊό να καταφτάνει στο σχολείο και την άγνοια των ηρώων για όσα δύσκολα πρόκειται να αντιμετωπίσουν να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, να τον αναστατώνει.
Το βιβλίο συστήνεται ιδιαίτερα για να διαβαστεί από εκπαιδευτικούς. Σε μία εποχή που οι ανθρωπιστικές αξίες εγκαταλείπονται, οι κοινώς αποδεκτές αλήθειες πλέον δεν υφίστανται, ενώ κυρίαρχες ιδεολογίες είναι ο ατομικισμός και ο σχετικισμός ίσως να είναι καιρός να συνειδητοποιήσει κάθε δάσκαλος την ηθική διάσταση του ρόλου του. Η ανθρωπότητα δημιούργησε τις εκπαιδευτικές δομές για να φροντίσει το πιο πολύτιμο αγαθό της, τα παιδιά. Νομίζω πως κάτω από κάθε πρόταση αυτού του βιβλίου βρίσκεται αυτή η βαθιά ανάγκη της Μαρίας Λουκά, που είναι καθηγήτρια, και διευθύντρια σχολικών μονάδων, να δείξει το δρόμο μιας υψηλής αποστολής μέσα από μια σκληρή καθημερινότητα: οι δάσκαλοί βοηθούν και διαπλάθουν τον χαρακτήρα των μαθητών τους. Οι ήρωες που αναλαμβάνουν να σηκώσουν το βάρος αυτής της κεντρικής ιδέας του κειμένου είναι η Διευθύντρια, η Φιλόλογος, η Ψυχολόγος, ο Γυμναστής και για αυτούς η συγγραφέας δεν μας δίνει κανένα απολύτως στοιχείο για να μας βοηθήσει να τους φανταστούμε, είναι μονόπλευροι χαρακτήρες, δεν έχουν δικά τους χαρακτηριστικά να τους ατομικοποιούν. Μόνο μια κοινή αποστολή έχουν, να στηρίζουν τα παιδιά (τους). Να τα σκέφτονται και να προσπαθούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει. Να τρέχουν μόνο για αυτά. Να ανησυχούν βαθιά και να χαίρονται απεριόριστα. Για να γραφτεί αυτό το βιβλίο δεν χρειάστηκαν πολλά υλικά, αλλά το βασικό υλικό αναγνωρίζεται εύκολα. Είναι μια πεντακάθαρη καλοσύνη που φωτίζει τον μικρόκοσμο του σχολείου τους, εκεί στην Κύπρο. Και παντού.
ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ
Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν όλοι οι εκπαιδευτικοί
literature.gr 07/04/2025
«Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Ιταλού συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλλο. Και «Δεκαέξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» της συγγραφέως από την Κύπρο, Μαρίας Λουκά. Η συγγραφέας εμπνέεται τον τίτλο του έργου της από το διασημότερο θεατρικό έργο του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα και μας προσφέρει ένα μυθιστόρημα- τοιχογραφία μαρτυριών δεκαέξι διαφορετικών προσώπων. Τα θραύσματα των εξομολογήσεών τους αποτελούν τον κορμό του μυθιστορήματός της.
Πρωταγωνιστής στις εξομολογήσεις και στο μυθιστόρημα είναι ένας παραβατικός και οργισμένος έφηβος, ο Μιχαήλ. Ένα δυσάρεστο επεισόδιο λαμβάνει χώρα στο σχολείο του και ο ίδιος βρίσκεται αντιμέτωπος με την ποινή της αποβολής, μαζί με άλλες δύο συμμαθήτριές του, την Ελένη και τη Χριστίνα. Οι τρεις νέοι θα εξαγοράσουν την ποινή τους δουλεύοντας για μία εβδομάδα σε ένα ίδρυμα κοινής ωφελείας, το Κέντρο Υποστηριζόμενης Διαβίωσης και Αποκατάστασης που φιλοξενεί ηλικιωμένους και ανθρώπους με κινητικά προβλήματα προς αποκατάσταση. Και αυτή η εβδομάδα που θα ζήσουν εκεί πρόκειται να τους αλλάξει όλους… Οι τρόφιμοι του κέντρου θα έχουν πολλά να τους πουν και να τους αφηγηθούν, πράγματα που θα τους κάνουν να δουν τη ζωή με άλλο μάτι.
Πέρα από τα παραπάνω, όμως, αυτό που μας εντυπωσιάζει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι, πρώτα πρώτα, η δομή του. Είναι εξαιρετικά πρωτότυπη η ιδέα της αφήγησης των ίδιων γεγονότων από πολλές πλευρές, όχι, όμως, με ισοκατανεμημένες αφηγήσεις, αλλά με σαφές προβάδισμα σε κάποιους από τους χαρακτήρες του έργου: στα τρία παιδιά, στη διευθύντρια του σχολείου, στην αγαπημένη τους φιλόλογο και την ψυχολόγο του σχολείου. Οι αφηγήσεις των υπολοίπων συμπληρώνουν απλά το παζλ.
Αυτό που αξίζει, όμως, να αναφερθεί, επίσης, είναι ο τρόπος που η συγγραφέας χειρίζεται και εκθέτει το όλο ζήτημα: ως εκπαιδευτικός-ας μην ξεχνάμε ότι η ίδια είναι φιλόλογος- που νοιάζεται για τα παιδιά και ασκεί το λειτούργημά της με κάθε υπευθυνότητα. Και στις μέρες μας που οι εκπαιδευτικοί αυτοί ολοένα και λιγοστεύουν, δυστυχώς, η αντίθεση αυτή φαντάζει ακόμη πιο έντονη ανάμεσα στους δύο αντιφατικούς χαρακτήρες του έργου: τον αδιάφορο και αντιπαθητικό φυσικό του σχολείου και τη γεμάτη έγνοια για τα παιδιά φιλόλογο.
Τα ενδοοικογενειακά προβλήματα που συνήθως ωθούν τα παιδιά σε τέτοιες παραβατικές συμπεριφορές είναι το άλλο μεγάλο θέμα του βιβλίου που θίγεται στις σελίδες του. Παιδιά που μεγαλώνουν με υπερπροστατευτικότητα ή αδιαφορία από τους γονείς, παιδιά από διαλυμένες με άσχημο τρόπο οικογένειες, ή από περιπτώσεις οικογενειακής κακοποίησης μπορούν εύκολα να εκδηλώσουν επιθετική συμπεριφορά. Το θέμα είναι οι εκπαιδευτικοί και οι ψυχολόγοι να εντοπίσουν τις ρίζες του προβλήματος, προκειμένου να το θεραπεύσουν.
Ένα μυθιστόρημα για τους νέους, για τη ματιά που έχουν οι νέοι σήμερα στο σχολείο τους, στους εκπαιδευτικούς, στην οικογένειά τους και στην κοινωνία που όλοι οι εκπαιδευτικοί θα έπρεπε να διαβάσουν προκειμένου να προβληματιστούν.
.