Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη γεννήθηκε στην Αμμόχωστο το 1967. Σπούδασε Παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές σε θέματα διαχείρισης κρίσεων και διαμεσολάβησης. Είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου Master of Arts στην Εκπαιδευτική Ηγεσία και Πολιτική.
Είναι διευθύντρια σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης και διετέλεσε Αντιπρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ποίηση:
Ξεκλειδώνοντας την Αλφαβήτα, (Πήλιο 2011)
Στιγμές Αλκυονίδες, 2012
Εκ του Σύνεγγυς, (Φαρφούλας 2014), (βραχεία λίστα για τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας Κύπρου – Το έργο μεταφράστηκε στα Σερβικά από το Κέντρο Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.)
Αειθαλής θάλασσα, (Μελάνι 2017)
Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα, (Βακχικόν 2020)
Λυκόσκυλα (Βακχικόν 2024)
Διηγήματα:
Οι ψυχές βαδίζουν μόνες, (Πήλιο 2011)
Συμμετοχή στις δίγλωσσες ποιητικές ανθολογίες:
«Poetic and visual routes on Aphrodite’s island», Ακτίς, 2012
«Pane e poesia», La Vita Felice, 2015
«Anthologie de la poésie chypriote contemporaine «, Editions Variations, 2016
.
.
ΛΥΚΟΣΚΥΛΑ (2024)
ΛΥΚΟΣΚΥΛΑ
Σωσίβιο ήτανε πιστεύω οι αισθήσεις τους.
Εκείνες με γλιτώσανε.
Σαν έτρεχαν οι σκύλοι προς το μέρος μου,
(με τα σαγόνια και τα σάλια)
είδανε άραγε το γαλανό που μάρκαρε τις χούφτες μου;
Διέκριναν το κίτρινο της ακακίας στα μαλλιά μου;
(Από θαλασσινό μεθύσι επέστρεφα.)
Οσμίστηκαν τα εκρηκτικά που είχα φορέσει στον λαιμό
Είδαν το ναρκοπέδιο στα μάτια μου;
Άκουσαν την πατρίδα
που μέσα μου αλυχτούσε;
(Ένα σκυλί αδέσποτο κι αυτή.)
Πάντως το ρύγχος τους ακούμπησαν στα πόδια μου.
Μύρισαν κάθε ίχνος που περπάτησα,
υγρές σπηλιές και κάμπους ανθισμένους.
Μα εκείνο που με έσωσε θαρρώ, ήταν η γεύση
(η κορωνίδα των αισθήσεων).
Η γεύση, ναι.
Είναι γνωστό πως τα σκυλιά μισούν την πίκρα.
Δεν την αντέχουν.
Η πίκρα μ’ έσωσε, καθώς πικρό το αίμα
της πικρής φυλής μου.
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΜΗ ΛΕΙΑ
στην Έλενα Τουμαζή
«Μα αν έφευγες, δεν θ’ άκουγες
της κουκουβάγιας το σοφό τραγούδι.
Ούτε το φως στα μάτια της
θα αντίκριζες αν έφευγες.
Πάντα να ξέρεις στην υπομονή
φωλιάζει η γνώση.
Να βλέπεις μέσα όχι απέξω.
Να ακούς τη μελωδία που δομεί τη λέξη.
Τον ήχο που πυροδοτεί
του μίτου την ανάφλεξη.
Να μένεις ελευθέριος στον λαβύρινθο
λατρεύοντας το Άλφα και το Ωμέγα,
υμνώντας τα μικρά πανσέληνα
φεγγάρια του Σεπτέμβρη
μικρό πουλί που κρύφτηκε
στου Νου τη φυλλωσιά
να μην το βρουν
τα σαρκοβόρα».
Είπε, η γάτα μου η Μήδεια, λευκή
της Αφροδίτης κόρη, που γνωρίζει
της σιωπής τη γλώσσα και την ωμή λεία.
ΜΑΓΕΜΑΤΑ
στην Άννα Μαραγκού
Και πλέξαμε μαγιάτικο στεφάνι
σαν έκαναν αρχαίες
της Μεσογείου γυναίκες.
Το λασμαρί της θάλασσας
και τ’ ουρανού το κυπαρίσσι.
Γεράνια για την Κύπριδα
τ’ αειθαλή κλαδιά της μυρσινιάς
και τους ανθούς της λεμονιάς.
Και παίξαμε τσουκνίδα και μολόχα
σαν έκαναν κορίτσια
της Μεσογείου αρχαία.
Γυμνόποδα πάνω στα βράχια
μες στης ασπαλαθιάς τη ρίζα.
Αγκάθια που ορίζουν την οδύνη
μα και το φάρμακο της νιότης,
άνθη πικρά και μαγεμένα.
ΜΙΚΡΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΣΤΑ ΛΙΜΝΙΑ
Μνήμη Παντελή Μηχανικού
Στα παλιά μας σπίτια
μπήκαν πολιτικοί μηχανικοί
να διορθώσουν τη φθορά.
Ξηλώνουν την παλιά ζωή
ταπετσαρία τοίχου ξεφτισμένη.
Χώνουν στον χρόνο τον μικρό σουγιά
και ξύνουν τη σκληρή πληγή.
Στον παλιό μας κάμπο
άλογα χλιμιντρίζουν στις αυλές,
ελεύθερες ψυχές που θυμιατίζουν,
σαν τρέχει ο νήλιος, σαν τρέχει
στο φεγγάρι, σαν τρέχει μαγεμένη
αρχαία φωνή μέσ’ απ’ το χώμα
αστράφτουν τάφοι Ελληνικοί.
Στην παλιά μας θάλασσα
πέντε καράβια άστρα φτερά
ακοίμητοι φρουροί του βάθους.
Κρατούν το ψέμα τους σημαία
στην άμμο ομπρέλα ξεσκισμένη.
Πάνω σε πεύκα χοντροκαύκαλα
χίλια τζιτζίκια ηχοδομούν το τέλος.
Ωστόσο ακόμη κατεβαίνει το λαμπρό
κοφίνι κάθε βράδυ στην αυλή του Αγίου,
όταν παιδιά που πίστεψαν στα παραμύθια,
παιδιά της Σαλαμίνας και της Έγκωμης,
ξυπόλυτα επιστρέφουν για να χτίσουν
ένα μικρό μπαλκόνι στα Λιμνιά.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Σκυφτοί κομπάρσοι εξόριστοι λιχνίζουνε στ’ αλώνι,
κοιμίζουν το γλυκό ψωμί σε μάλλινο σεντόνι.
Χρόνους σε χέρι μητριάς υπομονής ζυμάρι,
βορά στα φαύλα στόματα σουλτάνου μακελάρη.
Αιμορραγούν τα σώσπιτα στου χρόνου το μαντάλι
βουνά σκυφτά και προσκυνούν του ξένου το κεφάλι.
Πεύκα γονατιστά φιλούν αρχαία παραλία,
χαράτσι, λύτρα δεν ξεχνώ σε χώρα εναλία.
Είναι που έμεινε σκυφτό το προδομένο σώμα,
είναι που φανερώθηκαν μικροί θεοί από χώμα.
Μια γκρίζα ναρκοθέτηση πικρή εμφύλια ζώνη,
σκιώδη τα λημέρια τους και πολεμούσαν μόνοι.
Υπάρχει ένα κομμάτι γης το βλέμμα να φυτεύεις
και να βλασταίνει η πίκρα σου σαν πάψεις να πιστεύεις.
Υπόκλιση φανατική, τυφλή στις περιστάσεις,
αλισβερίσι Ανατολής γίναν οι καταστάσεις.
Υπάρχει άραγε ουρανός αν θέλεις να πετάξεις,
σαν ένας μύστης του καιρού το νήμα του ν’ αδράξεις;
Χτυπούν καμπάνες μυστικά στου Μαχαιρά τα όρη,
μακάρι να τις άκουγαν, αθάνατε Γρηγόρη.
Meta-ΠΟΙΗΣΗ
Μάθε πώς ρίχνονται
οι ποιητές στην ανακύκλωση.
Ξεχωριστά οι χάρτινοι από τους τενεκέδες,
εδώ οι πλαστικοί, εκεί τα μείγματα.
Αλλού οι τοξικοί, εκείνοι με τις μπαταρίες,
οι επαναφορτιζόμενοι, συνήθως
—κρατάνε λίγο ακόμη—
οι στο βύσμα γραπωμένοι.
Κάποιοι που μπαίνουν στο συρτάρι
για τη meta-νόηση,
οι vintage που πωλούνται ακριβά
ή που ανταλλάζονται,
οι που meta-βιβάζονται.
Των προνομίων ποιητές, των διεθνών
απορριμματοφόρων, οι μάρκες ποιητές
που meta-γράφουν διπλομπαλωμένοι.
Οι πασπαρτού, μην τους πετάτε, υπάρχει
αν αγαπάτε, η κομποστο-ποίηση.
Πλούσιο, σκούρο, άοσμο και θριφτό
τέλειο λίπασμα για την ανθοφορία
νάρκισσων και αναρριχητικών.
Προσεκτικά λοιπόν να γίνεται
ο διαχωρισμός.
Με ρέγουλα.
.
ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΚΟΥΡΕΜΑ (2020)
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΟΣ
ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΚΟΥΡΕΜΑ
Κάθε που άλλαζε ο καιρός
συνήθως τον Οκτώβρη
τον έπιανε μελαγχολία.
Αποτραβιόταν στο γιαλό
και σιωπούσε.
Όταν επέστρεφε
με γκρίζα μάτια βορινά
ρωτούσε:
«Άραγε βρέχει στο Καρπάσι;»
Όταν ανοίξανε τα οδοφράγματα
τους πήραν εκδρομή
στο μοναστήρι τ’ Αποστόλου.
Έκτοτε δεν ξαναρώτησε.
ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Πήγανε
Κι όταν επέστρεψαν αρρώστησε.
Και δεν τον άφηνε ο Πενταδάκτυλος
να κλείσει μάτι.
Κάθε που βράδιαζε δυο μαύρα κυπαρίσσια
στέκονταν μες στο φως του.
Και δεν τον άφηναν τα βράχια
να μιλήσει
καθώς είχαν σφηνώσει στο λαιμό
όλα τα κάστρα του βουνού.
Κι ούτε να ακούσει πια μπορούσε
αφού οι σκιές του τόπου πυροβολούσαν
ανελέητα το μυαλό του.
Ήθελε να μην είχε επιστρέψει.
ΟΙΩΝΟΣ
Κι αν επιστρέφεις
για φωτογραφίες και προσευχές,
εστίαζε τουλάχιστον στους οιωνούς.
Μια άδεια καρέκλα,
ας πούμε, στην Αμμόχωστο·
που κάθεται και περιμένει
τον επόμενο.
.
ΜΕΓΕΘΗ
Όταν εκφωνούνται
τα μεγάλα λόγια
στους μεγάλους ναούς
οι αγνοούμενοι
στα μικρά τους φέρετρα
δολοφονούνται
με μικρές επαναλήψεις.
ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Πάντα ένας Ισκαριώτης
μας βγάζει από τη δυσκολία
αναλαμβάνοντας αυτός το χρέος.
Να οδηγεί στα πάθη
και στην αιώνια δόξα
τους Χριστούς του κόσμου.
Να διευκολύνει την υποκρισία
του κομπάρσου πλήθους
στο αλισβερίσι.
Να καίγεται στο πυρ
του ενός φιλιού που ένωσε
το Θάνατο με την Αθανασία.
ΣΤΙΣ ΑΛΥΚΕΣ
Ο ερχομός τόσων πουλιών
μας βρήκε απροετοίμαστους καθώς
δεν είχαμε φορέσει εγκαίρως
τα καθαρά φτερά μας
κι έτσι ματαιώθηκαν οριστικά
οι προγραμματισμένες πτήσεις.
Παρεμπιπτόντως, μήνες τώρα,
φήμες διαδίδονται ασυστόλως
πως έχουν μολυνθεί εφέτος τα πουλιά,
αφού με δυσκολίες χαμηλοπετώντας
από τα πορφυρά πεδία των μαχών
στα σκοτεινά πελάγη των αμάχων
κάτω από τα αθώα ροζ φτερά τους
μαζεύουνε ρυπαντικά φορτία
-κορμιά μελανιασμένα, χεράκια παιδικά,
παντελονάκια, σωσίβια πλαστικά-.
Εν πάση περιπτώσει,
ήταν πολλές της λίμνης οι γαρίδες
και τα υποδέχτηκαν θερμά,
όταν χαράματα κατέφθασαν
Αύριο λοιπόν, κι εμείς
στις Αλυκές ολόχαροι θα πάμε
για ειδυλλιακές φωτογραφίες
με τους ταξιδευτές της Μεσογείου.
Εκ του μακρόθεν εννοείται.
ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΚΕ
Οι άνθρωποι πορεύονται στην όχθη μιας ερήμου
ζητώντας το γλυφό νερό να πιούν της γνώσης,
ξυπόλυτοι προσκυνητές ανίδεοι φωτογράφοι
ενός αποδημητικού παρόντος.
Το πράσινο χαλί κι ένας μετέωρος λίθος
κρυφά περάσματα των φοινικόπτερων,
φύκια πικρά ξερά αρμυρίκια
μια πόλη αντίστροφο αντιφέγγισμα
υγρός καθρέφτης αλμυρός.
Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά
τι είναι δικό μας ποιο το ξένο;
Ποιος άκουσε τους μυστικούς
της καλαμιάς ψιθύρους;
Οι γάτες του προφήτη βέβαια
αυτές γνωρίζουν
όταν κάποιες βραδιές αρχαίες
νωχελικό φεγγάρι φανερώνει
ασημοκαπνισμένη την ελιά,
τη φοινικιά σκιά ρομφαία.
Οι γάτες καταγράφουν
με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους
τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες την αλυκή
κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες,
λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες
η Ουμ Χαράμ κι η Παναγιά Φανερωμένη
ΤΟ ΝΕΟ ΤΕΛΟΣ
Ο πόλεμος αυτός που ζήσαμε μητέρα
φαίνεται πως δεν τέλειωσε αλλά
σφυροκοπούν
μες το κεφάλι,
γρονθοκοπούν,
θρέφουν το φόβο.
Είμαστε στην πυρά
πυρακτωμένη χώρα.
Άνθρωποι παγωμένοι σε πυρακτωμένη χώρα.
Λιώνουν τα παγωμένα μάτια μας
μπρος στις οθόνες,
τα πόδια ακίνητα λιώνουν ανήμπορα
ωσάν παγόβουνα ξεριζωμένα.
Επέστρεψα στο σπίτι μας, μητέρα
κι ήταν πυρακτωμένη εικόνα.
Κεντήματα που
πάγωσαν στην σκόνη
όταν την αποφράδα εκείνη
άνθρακας λάβα ανθρώπινη
κατρακυλούσε η ζωή
κι οι μυρωδιές ψωμί αχνιστό
του Δεκαπενταυγούστου
Μητέρα θέλω σαν χείμαρροι να ξεχυθούν οι φόβοι μας,
να πλημμυρίσει αυτό το σταυροδρόμι
να καθαρίσει ο σταύλος.
Ένας παρθένος Νώε να καλέσει τα νέα πλάσματα.
Να φέρει αυτός ο πόλεμος το νέο τέλος.
ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΣΤΟ ΛΑΠΤΟΠ
ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΣΤΟ ΛΑΠΤΟΠ
Αγάπανθοι τα ριζωμένα μπλε
πυροτεχνήματα.
Σονάτα κάτω απ’ την κληματαριά
το σεληνόφως.
Μετέωρα ακτινίδια τα σύννεφα
κι ο τζίτζικας στην καστανιά
το γρίφο φανερώνει:
Μα ζει;
Μαζί;
Μα ζει!
Μαζί!
ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΕΡΩΔΙΟ
Από το τζάμι αχνοφέγγει βιαστική μια φιγούρα.
Ομίχλη κουρτίνα κρύβει τη θάλασσα.
Κερνάει σταγόνες το πλυμένο πλατάνι
κι ασπρόμαυρη γάτα στην ξύλινη πόρτα
με την ουρά χαϊδεύει αργά τις ομπρέλες.
Σκαρώνει ανέκδοτα η πνευματώδης παρέα,
αστράφτουν γυμνές στα καλντερίμια οι λέξεις
κι ενώ στον ήχο ένα λιβάδι δακρύζει
αναμμένα τσιγάρα καπνίζουν τα μάτια.
Προκλητικά ενός γελοίου το όνειρο ρίχνει
στο διπλανό τραπεζάκι λαθραίες ματιές
περιμένοντας κάποιος να γίνει σκιά του.
«Κάτι θα μείνει» λέει ο δάσκαλος φεύγοντας
Το θέμα όμως δάσκαλε δεν είναι να μείνει
αλλά αμέσως να φύγει η γάτα που ζητάει
να κρατάει ομπρέλα Ιούλη μήνα στο Πήλιο.
ΚΕΝΤΗΜΑΤΑ
Τα βράδια πλέκει στο ημίφως
διάτρητο υφαντό με βελονάκι.
Ισορροπία λεπτή στα δάχτυλα της
νήμα τυλίγεται το παρελθόν.
Μετρά τους πόντους ρυθμικά.
Πόσοι γεννήθηκαν και πόσοι φύγανε.
στους τοίχους φωταψίες ασπρόμαυρες
σεντούκια με ξυλόγλυπτες γυναίκες.
Στα τραπεζάκια βελονόκομπος
κέντημα πρωτινό η γηθοσύνη
προικιά αιχμηρά τρυπούν το δέρμα.
-Αχ, πότε πέρασαν τα χρόνια;
Η Καλλιρρόη σιγοτραγουδώντας
αραχνοφέγγει πλάι στο γιασεμί.
ΟΝΕΙΡΟ
Στην Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου
Είδα πως μας είχαν στριμώξει
στις σελίδες του χάρτινου πύργου.
Εφιαλτικά ανέτειλε στις υποσημειώσεις
ένα μικρόψυχο σκοτάδι
με σώμα ανθρώπινο.
Είδα στα μάτια του την έρημο
είχε τη γλώσσα του φιδιού.
Καθώς ήταν τα φώτα χαμηλά,
μεγάλωνε η πικρή σκιά του.
Τότε ακούμπησα στο χέρι
της ναρκοσυλλέκτριας.
«Έλα» ψιθύρισε «Πάμε στο Φως»
και προχωρήσαμε.
ΣΥΝΟΡΑ
Για όνομα του Θεού
αν υπάρχει Θεός,
τα παγωμένα πόδια
των παιδιών
χαρτογραφούν με αίμα
την Ευρώπη.
Σύνορα είναι
τα παγωμένα χέρια,
τα παγωμένα μάτια
για όνομα του Ανθρώπου,
αν υπάρχει Άνθρωπος.
ΚΟΡΕΣ
Είναι οι κόρες της σελήνης.
Κρατούν στα χέρια τους
βελούδο και μαχαίρι
πλειάδες σε αγγείο ερυθρόμορφο.
Κρατούν στα μάτια τους
το μύθο του αρχαίου κάλλους.
Η Μαργαρίτα
Η Γεωργία
Η Θεοδώρα
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Άλογες μνήμες σε καλούν,
κίτρινες μαργαρίτες
πλέκουν γιρλάντα.
Οι παπαρούνες στο τιμόνι σου,
μικρή μου ποδηλάτισσα,
πυξίδα στεφανώνουν.
Και πώς να μη γυρίσεις;
Τα καστανόχρυσα μαλλάκια σου
χαίτη των πιο λευκών ονείρων μου
καλπάζουν μες την αγκαλιά μου.
.
ΑΕΙΘΑΛΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑ (2017)
Άγκυρες είναι τα λόγια
όταν σαλπάρεις
δεν τα χρειάζεσαι
Μόνο λευκά πανιά σιωπής
όρτσα στην εκκωφαντική
ελευθερία των ανέμων
Θ
Χάρη στην κεντητή της ζώνη,
θάμπωνε τους θνητούς
και τους αθάνατους
η Κύπριδα
Το Θέλγητρον
την καθιστούσε ποθητή
Η θελκτική της ικανότητα
το σώμα το αειθαλές,
το θηλυκό της θάμπος
Θαλασσογέννητη
Θαλασσοκράτειρα
Θαλασσοπούλι
Όχι Θεά
Μια θαλπωρή για τους θνητούς
στο θολοσκέπαστο θαλάμι
Μια θαρραλέα θεατρίνα
Θήλυ και θήκη και θηλή
Θνητή που νίκησε το θάνατο
την κάθειρξη και τη θλιβή
θάλλοντας στην αθανασία
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Νερό και χώμα για το ποίημα
να πάρει σώμα στον τροχό
τα χέρια να του δώσουν σχήμα
να γίνει πλάσμα ζωντανό
Γυρίζει ο δίσκος πήλινο θραύσμα
στην πεθαμένη Σαλαμίνα
βαθιά στο στόμα κρύβω το τραύμα
το εναποθέτω σε μια βιτρίνα
Στον κλίβανο το ποίημα εξαγνίζω
με αλοιφές που αντέχουν προδοσία
αγγείο βαθύ οξυπύθμενο σκαλίζω
περιρραντήριο για τη λατρεία
Έχω ένα ποίημα πήλινο
βαθύ και το λαξεύω
η σπείρα και ο μαίανδρος
κρατούν το αποτύπωμα
Κραδαίνω καπνιστήρι πήλινο
θυμίαμα το ποίημα
η μνήμη αιμορραγεί
με καθαιρεί και με καθαίρει
Είμαι διάτρητο αγγείο
φλοίσβος σε λήκυθο λευκή
πλάσμα και πλάστης
Είμαι η Κύπριδα – Δεν θα χαθώ
ΤΡΙΚΥΜΙΑ
Συχνά φορούσα ενοχές ψηλοτάκουνες
στα πεζοδρόμια του πόθου γυρνούσα
γριά με ρόδινα μάγουλα μάτια πανσέληνα
Παλίρροιες πλημμύριζαν την κοιλιά μου
κι άπλωνα επίθεμα το βλέμμα του Κένταυρου
να σταματήσω την αιμορραγία
Νεκρό σκυλί στην άκρη του δρόμου
γαύγιζες να γυρίσω μα ήταν ήδη αργά
καθώς κανένας Οδυσσέας
δεν πήρε ποτέ μαζί του ένα σκύλο
Στα διόδια πλήρωνα τύψεις
αντάλλαζα τις αλυσίδες με φρούτα
Το νεκρό σκυλί ούρλιαζε μα ήταν αργά
Ήταν ήδη αργά να γυρίσω
Κάποιες φορές για κεφάλι είχα ένα ρολόι
Τικ τακ τικ τακ με καλούσε ρυθμικά
στα δευτερόλεπτα -αδιάκοπα, αλύπητα –
μα εγώ περιστρεφόμουν
σε λευκή χορογραφία δερβίσηδων
Γύρω στροβιλίζονταν δέντρα
παραλίες νεκρά περιστέρια μισοφέγγαρα
Τικ τακ τικ τακ το ρολόι της θλίψης μου
Το καρουζέλ με τα μαρμάρινα άλογα
φυγοκεντρούσε τη μνήμη
Ίσως γι’ αυτό ξεχνούσα το νεκρό σκυλί
Ίσως γι’ αυτό δεν ήθελα να το πάρω μαζί μου
Με κούραζαν τα πελώρια μάτια του
Με εξαντλούσε το υποτελές βλέμμα
Κυρίως εκείνο το γαύγισμα
κάθε που χτυπούσε η καμπάνα
Τα βράδια όταν επιστρέφω
ξαπλώνω πλάι και σου φωνάζω
Μα εσύ δεν έρχεσαι πια
Επειδή ο χρόνος είχε περάσει ανεπιστρεπτί
νοτισμένο προσωπείο η ζωή διαλύεται
Θλιβερή αγωνία των φθαρμένων προσώπων
καθώς η αλήθεια ραγισμένος καθρέφτης
τη φθορά παγιδεύει
Η σιωπή είναι το πιο δυνατό μοιρολόι
«Η θάλασσα μας τους έφερε»
«Η θάλασσα με παρέσυρε»
Και τότε σκύβοντας πάνω απ’ τη μοίρα
θρήνησες με την Πειθώ και τις Ώρες
Ίσως για κείνο το παιδί που αναδύθηκε
κι ύστερα χάθηκε
Ευτυχώς ο πόνος αφορά
τις νευρικές απολήξεις
ο πνιγμός ασφυκτικό τετέλεσται
μόνο των ζωτικών οργάνων
Ως εκ τούτου βυθιζόμενη
παραμένω αθάνατη
ΝΗΣΙ
Οι Βαλκυρίες κολυμπούν
με τον Αττίλα στη Μεσόγειο
Τέλος εποχής
Ανατολή
Ναυαγοί στην κόκκινη θάλασσα
βαρκούλα χλωμή μισοφέγγαρη
παιδιά φοβισμένων ανθρώπων
παιδιά γερασμένων ελπίδων
η μεγάλη Θεά απλωμένη στο ανάχωμα
αναδυόμενη μετανάστρια
επαναστάτης οπλισμένη
μάρτυρας των πληγών
Η μάνα θάλασσα;
Η αρχαία θεά;
Η Ερινύα; Η Αστάρτη;
Ποια και ποιος ο φόβος;
Ματωμένο το φεγγάρι στην Ανατολή
Μαρμάρινο το κεφάλι στη Δύση
Ωσάν να ήταν πάντα η μοίρα
των ταπεινών και των ημίθεων πατρίδα
να θάβουμε πολλές φορές τον ίδιο απόντα
Φινάλε διάφανο λιποβαρές
δίχως εκτόπισμα χορός υδρόβιος
υπότιτλοι κυματισμοί ακροτελεύτιο
Άνωση δίχως όρους σχεδόν ένωση
αμφίβια σώματα χελιδονόψαρα
Ήλιος παρών αρμύρα πανταχόθεν
δίχως εκπτώσεις αναχωρώντας
πάντα επιστρέφεις
δίχως εσένα
ΑΕΙΘΑΛΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η θάλασσα είναι γυναίκα
Τα ζωντανά βαθιά νερά είναι αλμυρά
Μην πιείς ακόμα κι αν πεθαίνεις από δίψα
Αν είναι ήρεμη μπορείς να νιώσεις καπετάνιος
Αν αγριέψει γίνε πειρατής
Τα μυστικά της τα κρατά βαθιά κρυμμένα
Για να τα μάθεις γίνε δύτης
ή ψάρι αν προτιμείς
Οι νίκες της είναι ναυάγια
Όσα καράβια την παλέψανε
κι έφτασαν στα λιμάνια
δεν τα θυμάται πια
Είναι της γης εκείνα πεθαμένα
Η θάλασσα είναι γυναίκα
είναι γυναίκα η θάλασσα
Η θάλασσα φοράει δαντέλα
κάθε παλίρροια μέρα
κάρβουνο απλώνει στις σκιές
σαν έρθει άμπωτη σελήνη
φωτοδός να μαρτυρήσει βάθη εβένινα
Η θάλασσα αιμορραγεί
τις ώρες της θλιβής
κυοφορώντας την ανάδυση
.
Εκ του σύνεγγυς 2014
ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΟΣΗΜΟ
Παιδί στο προσφυγόσημο
ξυπόλυτο σαράντα χρόνους
ρακένδυτο και δακρυσμένο
πλάι στο συρματόπλεγμα
θέλει ελεύθερο να περπατήσει
να ζήσει θέλει
να ξεκολλήσει επιτέλους
την παιδική ψυχή από το έρεβος
Εκατομμύρια γράμματα συνόδεψε
σε φάκελους σημαδεμένους
Δεν ωφελεί
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Διανύεις αποστάσεις επί τόπου
κρατώντας πυξίδα ένα μισοφέγγαρο ήλιο
που ανατέλλει και δύει μαζί σου
Φαύλη ανακύκλωση ευχών
Του χρόνου στα σπίτια μας
Του χρόνου στα σπίτια μας
Του χρόνου
Ποιου χρόνου;
Πορεύεσαι
Εναποθέτεις ελπίδες
Μνήμες ανακαλείς
Πορεύομαι πλάι σου καιρό
Δεν ξεχνώ αλλά ούτε και θυμάμαι
ΛΗΔΡΑΣ
Πέραν του οδοφράγματος
χρόνος ανάδρομος
χώρος αλαλάζων
ουρανός πλατύτερος
μνήμη αιχμηρή
Η χώρα ενδότερη
στρώματα ιστορίας
σώματα μυθολογίας
χώματα και ονόματα
φιλολογία
Εκεί
η πατρίδα ψυχή
πτώμα σε Προκρούστειο κλίνη
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Για να σε λησμονήσω
ξαπλώνω στην άμμο σου
και μαζεύω φωτόνια
Ύστερα τα αλείβω
με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
φυτρώνουν εντός μου
και τότε ανατέλλω
μηδενικά φορτισμένη
πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ
.
ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Στον Άγιο Θέρισσο της Αιγιαλούσας
περπάτησαν ως κάτω στο γιαλό
για τον αγιασμό των υδάτων
εξόριστοι σαράντα χρόνους
αμίλητοι, αγέλαστοι, αλύτρωτοι
και το βλέμμα περιστέρι νεκρό
σε κατεχόμενους ουρανούς
εβεβαίου του πόνου το ασφαλές
ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΕΣ
Εγκλωβισμένες οι γυναίκες
στο Καρπάσι
με τ’ αρμυρίκια
και του γιαλού το χρώμα
τις μνήμες ξαναβάφουν
κάθε Μεγάλη Πέμπτη
Κι εμείς αλλού
ψυχές εγκλωβισμένες
σε χρώμα πλαστικό
βάφουμε τις ελπίδες
ανεξίτηλα, σχεδόν χυδαία
κάθε Μεγάλη Μέρα
και κάθε Νύκτα Μεγαλύτερη
ΙΟΥΛΗΣ
Οι σειρήνες
ήχος μνημόσυνος
μνήμες ερινύες
ερινύες μοίρες
μοίρες ερπύστριες
Παρελθόν αγνοούμενο
παρόν εγκλωβισμένο
μέλλον αιχμάλωτο
Δύναται ο ήχος
να πυροδοτήσει τη μνήμη;
Ιούλης καύσωνας
κατακτητής
Ελέω λειψυδρίας
λειψανδρίας προπάντων
Μονόλεπτη σιγή
μονόλεπτη ντροπή
μονόλεπτος σκασμός
Ύστερα
ψυχές ρακένδυτες
μπάνια στις παραλίες
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ
Μετά από κείνη
την ειρηνική επέμβαση
καπνίσαμε οι περισσότεροι
το τελευταίο μας τσιγάρο
Έκτοτε κυκλοφορούμε φαντάσματα
στο θίασο του Καραγκιόζη
Τα βράδια μετά την παράσταση
κοιμόμαστε ανάλαφρα
στα όνειρα των παιδιών
κρατώντας σφικτά
παραμάσχαλα τις ενοχές μας
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Όλα τα δώρα
ο Αύγουστος τα έφερε
Το κόκκινο
του έρωτα και της φωτιάς
Το μαύρο
της προσφυγιάς και του θανάτου
Το γαλανό
της Αμμοχώστου και της προδοσίας
Και το λευκό
της αθωότητας και της απελπισίας
Όλα τα χρώματα
από τον Αύγουστο τα πήρανε
κι αφήσανε ασπρόμαυρα τα καλοκαίρια
ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΡΑ
Περιμέναμε την άνοιξη
και την ανάσταση
Λησμονήσαμε
ότι προηγούνται
αιώνες τώρα
η προδοσία
και η σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι Πιλάτοι
και Ιούδες
Αιώνες τώρα
μας φιλούν
ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΧΡΥΣΟΣ
Ασύγκριτου συναισθηματικής αξίας
κι εθνικής απαξίας
Ανθεκτικός στην επίδραση τοξικών ουσιών
και άλλων υγρών
-όπως αίμα, αδικοχαμένων ηρώων
δάκρυα, ορφανών και γυναικών
ιδρώτα, τίμιων αγροτών-
ασφαλισμένος για αιώνες
σε θυρίδες τραγικής ιστορίας
Πωλείται σε τιμή ευκαιρίας
ελλείψει αιδούς κι ελευθερίας
ΡΗΤΟΡΙΚΗ
Ας συζητούν λοιπόν οι κύριοι δικαστές
ας αποφαίνονται οι δικηγόροι
περί ηθικών και ατιμωτικών αδικημάτων
Κάθε Ιούλη θα δικάζεται το παρελθόν
και θα αποδίδεται
επιλεκτική δικαιοσύνη
Οι ήρωες ενίοτε θα τιμώνται
στα μνημεία της προδοσίας
και οι προδότες στα μνημεία της ασυδοσίας
ΣΕ ΞΕΝΟ ΤΟΠΟ
Ύστερα ήτανε κι ο ουρανός τους
τόσο γαλανός, τόσο απέραντος
και τόσο βαθύς
που μύριζε θάλασσα.
Εκεί πνίγονται άραγε
οι απελπισμένοι τους;
Στον ουρανό;
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
Στην αποβάθρα του Κάστρου
τις Κυριακές συνωστίζονται
ακίνητοι με το βλέμμα καρφωμένο
στη γραμμή του ορίζοντα
εκείνη την απατηλή γραμμή
την πύλη ενός παράδεισου
δίχως σταθμούς και τρένα
με βάρκες ξεβρασμένες
σε παραλίες κατεχόμενες
Αύριο ο κύριος και η κυρία
θα τους πληρώσουν
για την απελπισία τους
ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Και κάποιες φορές γινόμαστε
σαν εκείνους τους βιολιστές
που όλη μέρα ξοδεύονται
στα πεζοδρόμια της ιστορίας
μαζεύοντας κέρματα
και το βράδυ γυρνούν
στο σπίτι άχρωμοι
άοσμοι και μικροί
σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία
σε σμίκρυνση
ΛΥΣΗ
Πρόσφυγες στο εξής
μέσα στη λήθη
Ποιος από κείνους
θα θυμάται το νησί;
Έχουν υπογραφεί οι συμφωνίες
οι χάρτες τα μνημόνια και τα ψηφίσματα
Τώρα πολιτογράφηση
μόνο στο Οικόπεδο Δώδεκα
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Αρνούμαι ποιήματα
ασπρόμαυρα να γράφω
σε παλαιούς καθρέφτες
να κοιτάζω αρνούμαι
ποιήματα με χιτώνες
και μανδύες με κουράζουν
θέλω τις λέξεις μου γυμνές
να κολυμπούν στον ήλιο
και γλάρος το μολύβι μου
να παρασύρει στ’ ανοικτά
την αλφαβήτα
ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΕΓΓΥΣ
Θα τα πούμε
από κοντά είπες
Όχι, δεν θέλω
τα κοντινά τα ψέματα
με βλάπτουν
οι χειραψίες
οι εναγκαλισμοί
οι ασπασμοί
Δεν ωφελούν
.
Στιγμές Αλκυονίδες (2012)
Στιγμές Αλκυονίδες
Ο χρόνος; Άχρωμος, άχραντος και άχρονος. Στριμωγμένος ανάμεσα σε μνήμες, γεύσεις, χρώματα, μετεικάσματα. Εντούτοις αμόλυντος. Οι μήνες δώδεκα, οι ώρες δώδεκα κι οι στιγμές μας τόσες. Μετρημένες κι αμέτρητες. Στιγμές αλκυονίδες, ως στιγμές καλοκαιρίας. Με την Αλκυόνη εντός κι εκτός μας, δέσμια τ’ ουρανού και της θάλασσας. Την Αλκυόνη με τη μπλε φτερούγα μισανοιγμένη, ελεύθερη των ανθρώπων και φυλακισμένη των Θεών εγκλωβισμένη στην αγκαλιά του αδιαπέραστου ορίζοντα. Εκεί μετρώ δώδεκα. Είναι στιγμές. Είναι αλκυονίδες. Και το ξέρω. Το ξέρεις κι εσύ. Μαζί τις ζήσαμε. Μετά χτυπά ο πανδαμάτωρ μεσάνυκτα. Στεκόμαστε αντίκρυ. Ενός λεπτού σιγή, στη μνήμη του χρόνου που σκοτώσαμε αδίκως. Του το οφείλουμε. Αιωνία του η μνήμη.
I
Ήσουν
η γεύση του Αυγούστου
κι ήταν
η πρώτη μέρα του χειμώνα
II
Τις ώρες της μνήμης
τις ώρες της λήθης
πάντα επιστρέφεις
Βροχή μου
III
Είναι ό, τι ζήσαμε
φυλακισμένο
Πίσω από πόρτες
κλειστά παράθυρα
Σφικτοδεμένο
Δίχως αέρα
VI
Σε ψιθυρίζει ένα κοχύλι
Σε τραγουδούν τα κύματα
Σε αφουγκράζεται η καρδιά μου
Η μνήμη σου βροχή διαττόντων
Μέσα σ’ ένα κλειστό δωμάτιο
Με κατακλύζεις
VII
Ακόμη κι άμα δεν έρχεσαι
είναι υπέροχο
που εγώ σε περιμένω
XII
Μελαγχολικά απογεύματα
κυοφορούν τη σιωπή σου
Ας μη γεννηθεί ως λέξη
Ας παραμείνει αμόλυντη
εκκωφαντική κι αμετανόητη
ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ
Και μετά τη σιωπή, ο λόγος σου. Νερό γάργαρο, μέλι παχύρευστο, βραχύ φωνήεν, ακριβό. Ο λόγος σου κι η σιωπή σου. Ανατολή και Δύση. Αρχή και τέλος. Παρακαλώ σε. Να μιλάμε για να μοιραζόμαστε ένα κομμάτι σύννεφο. Δίνοντας χώρο στον ουρανό να μπαίνει απ’ της ψυχής μας το παράθυρο. Επιτρέποντας στη βροχή να κρυφοκλαίει, κάτω απ’ των ονείρων τα λευκά σεντόνια. Να μιλάμε για να φυτρώσει επιτέλους της ζωής το δέντρο. Πέρασε το φθινόπωρο. Θυμάσαι τη φυλλορροή; Θα φύγει και φέτος η άνοιξη. Το ξέρω βέβαια, με λόγια δεν ανθίζει τίποτα. Ήλιος χρειάζεται και θέρμη. Αέρας λευτεριάς και ύδωρ. Ωστόσο μην ανησυχείς. Αν όμορφα τον σπόρο φύτεψες κι αν είσαι για τον ήλιο ευγνώμων, εκεί που θέλει και όπως θέλει εκείνος θα φυτρώσει. Κοίτα, το χελιδόνι στην αφετηρία επιστρέφει. Μπορούμε κι εμείς. Να μιλάμε λοιπόν. Εν αρχή ην ο λόγος. Και ο λόγος ην προς τον Θεόν. Και Θεός ην ο λόγος.
ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ
Ψιθύρισα:
-Θέλω ν’ αγγίξω την Αλήθεια
Tα όρια να ψηλαφίσω
στην άκρη του γκρεμού να περπατήσω
στη θάλασσα της μέσα να χαθώ
Ψιθύρισες:
-Μη βιάζεσαι
Νωρίς ζητάς στην τρικυμία της
απέναντι να πλεύσουμε
Μείνε σιμά
Τα νώτα μας να προφυλάξουμε
τη μοίρα μας στα μάτια να κοιτάξουμε
Μείνε σιμά
Στη δίνη μιας μεγάλης καταιγίδας
στο μάτι του πιο κόκκινου κυκλώνα
στη χώρα της Αλήθειας λιποτάκτες
λαθραία να αποδράσουμε
Διαβαίνοντας την πύλη των ονείρων
στον ήλιο να παραδοθούμε
Λευκή σημαία η ελευθερία
Ακούς καρδιά μου;
Ψιθυριστά να ονειρεύεσαι
ΜΑΖΙ ΣΟΥ
Το λίγο γίνεται πολύ
το πολύ λίγο
όταν τολμήσω να το μοιραστώ
μαζί σου
Το λάθος γίνεται σωστό
το σωστό λάθος
όταν τολμήσω να τ’ ονειρευτώ
μαζί σου
Είναι η αίσθηση που γίνεται
ψευδαίσθηση
μαζί σου
ΤΡΙΑΝΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
Καρδιά μου
σ’ ακούω
Αρκούν
τριάντα δευτερόλεπτα
Είκοσι λέξεις
μόνο
και δέκα παύσεις
Επιχορήγηση ευτυχίας
σταδιακά
σε δόσεις μη θανατηφόρες
ΑΣΦΥΞΙΑ
Μεσημέρι στη Γλάδστωνος
Αλλεπάλληλοι στραγγαλισμοί
μιας αλήθειας εφτάψυχης
που αρνείται να πεθάνει
Μεσημέρι στη Γλάδστωνος
δολοφονία εκ προμελέτης
του μέλλοντος
του προσδοκώμενου
του ποθητού
Μεσημέρι στη Γλάδστωνος
ασφυξία εξ αμελείας
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Σε κείνη τη φωτογραφία
δίπλα στη θάλασσα
είδα το προσωπείο
Τη μάσκα που φορούσες χρόνια
ίσως για αιώνες
Τη διέκρινα ψηλαφίζοντας
το ειρωνικό παιχνίδι των ελπίδων σου
Με βοήθησε βέβαια ο ήλιος
καθώς το φως του παλιρροιακό
αποκάλυψε το θλιβερό κενό σου
Κάποτε σε σκέφτομαι
Άραγε βρήκες τις συντεταγμένες της ελευθερίας;
Ή μήπως χάθηκες κρατώντας την ψευδοπυξίδα των ονείρων
ΕΝΑΣ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΑΚΟΜΑ
Άκουσε λοιπόν το μύθο: Στης Αμαθούντας τα παράλια βρήκαν λιμάνι ο Θησέας κι η Αριάδνη Αφροδισία, φεύγοντας απ’ του Μίνωα το μυθικό παλάτι. Αγαπηθήκανε στα σταυροδρόμια του λαβύρινθου, στα χνάρια σκιασμένων αναμνήσεων. Περιπλανήθηκαν σε σκοτεινούς διαδρόμους, εκτός χώρου και χρόνου, σε διαλείμματα διεγέρσεων. Οραματίστηκαν το «δυνατόν γενέσθαι». Στη σπηλιά ξέφωτα επινόησαν, πανάρχαιους αεραγωγούς εντόπισαν, χωρίς πυξίδα κεκλεισμένοι, δεμένοι με του μίτου την ελπίδα. Βάδισαν στις σκιές, ακροβάτες του βάθους. Λάτρεψαν το λαβύρινθο, του έδωσαν υπόσταση. Τώρα στο ακρογιάλι ξαπλωμένοι, κοιτάζουνε τον ουρανό, ελπίζοντας ν’ αναδυθεί ένας Λαβύρινθος ακόμα.
ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ
Μετρώ τον κόσμο
με το μοιρογνωμόνιο
της αισιοδοξίας
Χαράζω κάθετα
την ευθεία της αφετηρίας,
οριζόντια
την ευθεία του τέρματος
Σημείο συνάντησης
η ορθή γωνία
της λογικής
Γράφω το μυστικό
στο μηχανισμό των Αντικυθήρων
Αετός επιτέλλει εσπέριος
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Τι όμορφα που λάμπει μέσα μου
αυτός ο Ήλιος
ο φωτοδότης
ο ζωοδότης
Τις ώρες της ανατολής που ελπίζω
της δύσης τις στιγμές που τον ευγνωμονώ
Τις μέρες τις νεφοσκεπείς
στα βάθη μου ελλοχεύει
Φοίβος ή Απόλλωνας ή Κυβερνήτης
το πιο λαμπρό αστέρι τ’ ουρανού
ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Σαν βγήκες μόνος για τον πηγαιμό
το διαπίστωσες
Εσύ ήσουν ο Πολύφημος
οι Φαίακες εσύ κι οι Λαιστρυγόνες
Η Καλυψώ, η Κίρκη, οι Σειρήνες
προσωπεία δικά σου
Εσύ η Ιθάκη
ταξίδι η καρδιά σου
Πηνελόπη και Τηλέμαχος
οι όψεις της σκιάς σου
Όλα εσύ Οδυσσέα
Πιστό σκυλί το σώμα σου
να περιμένει
Μνηστήρες φόβοι
το μυαλό σου σφετερίζονται
Πάρε το τόξο σου
Εξόντωσέ τους
Ρίξε στις μνήμες σου
το νηπενθές κρασί
και νάρκωσέ τες
Οδυσσέα πολύτροπε της Τροίας
και του Κόσμου Μυθοπλάστη
Δούρειος Ίππος η ψυχή σου μόνη
και μέσα όλα τα ταξίδια σου
φυλακισμένα
«Πολυμήχαν’ Ὀδυσσεῦ, ἴσχεο, παῦε δὲ νεῖκος ὁμοιί̈ου πολέμοιο» *
ΨΕΥΔΟΝΙΚΗ
Έτσι χαμηλά που διάλεξες
να τοποθετηθείς
κάτω
κοντά στο «τίποτα»
δίπλα στο «ανώδυνα»
κινδύνεψες με το «όλα» να ενωθείς
σε ψευδομάχες ματαιότητας
σύμμαχος και συνένοχος
αφού το «όλα» και το «τίποτα»
στην ίδια μάχη πολεμούν
τους ίδιους δαίμονες παλεύουν
φτιαγμένα από το ίδιο υλικό
το θάρρος
Φαίνεται δεν το γνώριζες
κι έτσι ακούσια, σχεδόν αναίμακτα
εσύ ο δειλός, τη μάχη κέρδισες
Όλα μα πάλι τίποτα
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ
Τα προσωπεία πέφτουν
ως κύμβαλα αλαλάζοντα
Η συνείδηση
ζύμη αλήθειας
πείραξη φόβου ή ψεύδους
Ανατροπή
Θλιβερός λιποτάκτης το παρόν
Σφετεριστής το παρελθόν
πένθιμο εμβατήριο στην μπάντα του χάους
Τότε εμφανίζεται συνήθως η παιδική σου αθωότητα
ως από μηχανής θεότητα
Φοράει ένα διάφανο φουστάνι
και τραγουδά γλυκά ύμνους πανάρχαιους
Σε παίρνει απ’ το χέρι και σε γλιτώνει
σε μεγαλώνει, σε μαλακώνει
Είναι η στιγμή της αλήθειας σου
αυτής που γνώριζες παιδί
Της αλήθειας η στιγμή, της προαιώνιας
εκείνης με το πρόσωπο τ ‘ ολόλευκο
που δεν μπορούν να τη χαλάσουν ευτυχώς
τα προσωπεία
ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ: ΕΠΙΛΟΓΟΣ, ΣΤΑΣΙΜΟ, ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΣ ΦΑΥΛΟΣ
Εγώ: Πορεύομαι από χθες δίχως στάση. Τις παύσεις αποφεύγω, τα διάκενα, τα ενδιάμεσα. Υπάρχω εν πορεία, διατελώ εν ενεργεία, εν οδώ. Αν τολμήσω μιαν ανάσα, αν σταματήσω, τα σκαλοπάτια θα με κατεβάσουν ή θα με ανεβάσουν σε παράδεισο ή κόλαση. Θα μ’ οδηγήσουν σε πορείες κυλιόμενες, σκάλες πτυσσόμενες, σε λαβυρίνθους ηδυπάθειας. Ζητώ επιλογή: Σ’ έναν παράδεισο αν θέλω να κατέβω -ποιος αποκάλεσε την κάθοδο αμαρτία;
Εσύ: Υπάρχεις και άρχεις και αργείς και καταργείς και καταργείσαι. Είναι μια μικρή πλαγιά χιονισμένη. Εσύ την επινόησες. Απ’ το τσιμέντο ξεπροβάλλουν γιασεμιά και γαρδένιες. Με περιμένεις εκεί στη μέση της σκάλας. Η σιωπή προσθέτει σκαλοπάτια στον αέρα που δονείται εκκωφαντικά. Η κάθοδος μεγαλώνει, η άνοδος μεγαλώνει. Η είσοδος, η έξοδος, η οδός. Όλα μαζί συνονθύλευμα. Αφετηρία και τέρμα και διαδρομή. Απλώνεις το χέρι με οδηγείς. Πού; Αγνοείς. Αγνοείς κι αγνοείσαι.
Εμείς: Κρατάμε σφικτά ο ένας τον άλλο στη μέση της σκάλας . Χαμένοι δεσμώτες. Ηλεκτροφόρα καλώδια γαρδένιας και γιασεμιών μας τυλίγουν. Ηλεκτρικές εκκενώσεις ανθοφορούν στις καρδιές μας. Ανεβαίνουμε. Ανεβαίνουν μαζί μας οι μικρές κόκκινες ανάσες. Κατεβαίνουμε. Οι γαρδένιες κατεβαίνουν μαζί μας. Δίπλα το ασανσέρ χρονοβαγόνι χωρίς χάρτη πορείας. Ένα – Μηδέν – Υπό το μηδέν – Στάση.
Είναι μια μικρή χιονισμένη πλαγιά. Εσύ την επινόησες.
Εκεί παγώσαμε το χρόνο στα σκαλοπάτια.
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΗΣΗ
Το φιλί
χέρια φτερά
ελεύθερη πτήση
Η αγάπη
αγγέλων οδός
ψυχών χορός
Τα σώματα ανάδυση
στον ουρανό
κατάδυση στο γαλανό
Ελεύθερη πτώση
Κράτα με
Σε κρατώ
Σήκωσέ με ψηλά
Πιο ψηλά
Μαζί σου
Πετώ
ΕΠΟΧΕΣ
Κι ύστερα οι εποχές εναλλάσσονταν τυχαία
Άνοιξη φθινόπωρο χειμώνας
φθινόπωρο, φθινόπωρο
Το καλοκαίρι θνησιγενές και αγνοούμενο
στο περιθώριο της ζωής μας πεταμένο
με στρώματα δειλίας σκεπασμένο
περίμενε της κρίσεως την ώρα
Κι εσύ κρατούσες στο χέρι τα βιβλία και μου ‘ λεγες
για τη δροσιά του νοτισμένου χώματος
τη ζεστασιά του διχασμένου σώματος
Έπειτα η αγάπη ακατάσχετα φυλλορροούσε
Ο έρως ο αειθαλής κιτρίνιζε κι αιμορραγούσε
κι ενώ συνέβαινε η άνοιξη για αιώνες
μας βρήκε το φθινόπωρο μοναχικούς θαμώνες
Φόρεσε η καρδιά διπλό πουκάμισο
χάλασαν οι καιροί στο ενδιάμεσο
Μια ελπίδα φόνισσα, λευκό μαχαίρι
με χιόνι σκότωσε το καλοκαίρι
ΑΝΑΚΡΙΣΗ
Μιαν αύρα
μια γαλήνη αναπολώ
ίσως ανάμνηση ή όνειρο
Σίγουρα για να πω δεν ξέρω
Μα ρίγος νιώθω
όταν τα μάτια σου
το σώμα μου ανακρίνουν
δίχως οίκτο
Φαντάσου να φαινόταν κι η ψυχή μου
ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ
Ανάμεσα στο πιθανό
και το απίθανο
πιθανολογείται ο έρωτας
άπειρες
οι πιθανότητες λάθους
καθώς στη θεωρία
των παιγνίων
οι ενδιάμεσες αποδράσεις
εκμηδενίζονται ως
απλά ενδεχόμενα
στατιστικώς ασήμαντα
ΤΟ ΚΑΔΡΟ
Φως σκοτεινό
ο μαύρος πάνθηρας
βλέμμα βαθύ
σε κάδρο βελούδινο
πάνω στον άσπρο τοίχο
στο εφηβικό του στρώμα απέναντι
Τα βράδια στ’ όνειρό του
ζωντανεύει το αγρίμι
αίμα και σάρκα
μάταια γυρεύει
Πεινασμένο
επιστρέφει κάθε πρωί
πίσω στο κάδρο
Κι εκείνος μόνος πια συνεχίζει
να υφίσταται
ως πάνθηρας σε κάδρο
Ένα μαύρο, βελούδινο αιλουροειδές
περήφανο μα λαβωμένο
Κάποια βράδια βέβαια
ο πάνθηρας επιστρέφει
κι αυτός
τον αφήνει να κατασπαράξει
την καρδιά του
όχι από φόβο ούτε απ’ αγάπη
Από οίκτο
ΤΕΛΟΣ
Θα κρατήσω για πάντα στο κέντρο μου
το ουράνιο τόξο που μου χάρισες
να βάφω τις αναμνήσεις και τα όνειρα
Ήλιε μου
Και θα φαντάζομαι πως ταξιδεύεις μαζί μου
μέχρι το τέλος της διαδρομής
εκεί που τελειώνουν τα ψέματα
Θα ονειρεύομαι πως φτάνεις μαζί μου
στη χώρα του «κάποτε» εκεί που διαγράφονται
όλες οι προηγούμενες διαδρομές
Στα σταυροδρόμια και στα ξέφωτα της ουτοπίας
εκεί που όλες ελπίδες γίνονται βροχή και χιόνι
στα χέρια σου
Ήλιε μου
Εκεί που τελειώνει ο δρόμος
.
ΞΕΚΛΕΙΔΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΦΑΒΗΤΑ (2011)
ΞΕΚΛΕΙΔΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΦΑΒΗΤΑ
Απύθμενα
βάθη
γονυπετής
διένυσα
επιθυμώντας
ζωή
ήλιο
Θεό.
Ικετεύοντας
και
λοιδορώντας
μοίρες
νυκτερινές.
Ξέροντας
ότι
πέρασαν,
ρήμαξαν,
σκότωσαν,
τέλειωσαν.
Ύστερα
φεύγοντας
χρωμάτισα
ψεύτικα
ωροσκόπια.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Έψαξε
εκείνος
την καρδιά της,
το χέρι του εκείνη.
Πόθησε
γυμνό το κορμί της
εκείνος,
γυμνή την ψυχή του
εκείνη.
Βάδισαν μοιραία
σε παράλληλους δρόμους
σε προορισμούς διαφορετικούς
χωρίς σταυροδρόμια.
Έπλεξαν
γέφυρα συνάντησης
με τις κλωστές του ονείρου.
Εκείνος μετέωρος
πάνω απ’ το φόβο,
δίπλα στον πόθο
κάτω απ’ τα θέλω.
Εκείνη ισορροπώντας
ανάμεσα
στις επιθυμίες και τις νόρμες.
Μες στη μέση
του κόσμου,
στη μέση
του χρόνου
συναντήθηκαν.
ΟΛΙΚΗ ΕΚΛΕΙΨΗ
Συναντηθήκαμε
στο μονοπάτι του ήλιου
όταν συνέβαινε ήδη
μια έκλειψη.
Στην πρώτη επαφή
η δαγκωματιά της σελήνης
οριοθέτησε
την πορεία
προς το σκοτάδι,
την απουσία φωτός.
Απόκοσμη αίσθηση
στις σκιώδεις ζώνες.
Διαδοχικά,
με ταχύτητα φωτός
εναλλάσσονταν
λευκές και μαύρες επιφάνειες,
επεισόδια από τη ζωή μας.
Ελάχιστα δευτερόλεπτα
πριν το τέλος
οι φωτεινές χάντρες
αστραπιαία χάθηκαν
κι όταν έμεινε
η τελευταία απ’ αυτές,
επιβλητικό
το στέμμα του ήλιου,
εμφανίστηκε,
τοποθετώντας μας
στο κέντρο του κύκλου,
έγκλειστους
στο μαργαριταρένιο δαχτυλίδι.
Κι αμέσως μετά
ο μαύρος δίσκος της σελήνης
πήρε τη θέση του ηλίου
σηματοδοτώντας
την ολική έκλειψη.
Εμείς ακόμα εκεί
παραμένουμε.
Υπομένουμε.
Επιμένουμε.
Αθεράπευτα μόνοι
κι αφόρητα ανθρώπινοι.
ΣΤΟ ΦΑΡΟ
Μέχρι το Φάρο
απόγευμα του Απρίλη
περπατήσαμε παρέα.
Στα βραχάκια
της κοινής πορείας μας
σταθήκαμε
μουσκεμένοι ως τα γόνατα
μ’ αρμυρό νερό, γλυφό.
Στ’ άσπρα βότσαλα
τις ανείπωτες ελπίδες
ζωγραφίσαμε
με αρμυρίκια
και μελάνι κόκκινο.
Ο Φάρος, είπες
άντεξε το βάθος
και το σκοτάδι
μιας θάλασσας
γνώριμης
μα ολωσδιόλου ξένης.
Ο Φάρος, είπα
στην ίδια θέση
αιώνες τώρα
να ξεγελά τους ναυτικούς
-και τους χαμένους, είπες-
με φωτεινά καμώματα
κι αντικατοπτρισμούς.
Ο Φάρος,
ολόγραμμα της επιθυμίας,
οφθαλμαπάτη, συμφωνήσαμε.
Μέχρι το Φάρο περπατήσαμε
εκείνο του Απριλίου το δείλι
κι ήταν η θάλασσα
καθρέφτης
κι ο Φάρος σκοτεινός
και ψεύτης.
ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΒΡΟΧΗ
Μα τελικά αυτό ήσουν;
Μια σκιά;
Μια νεφέλη;
Τώρα εξηγείται
το μέγεθος,
η αστάθεια,
το γκρίζο.
Αυτό το απροσδιόριστο γκρίζο.
Ούτε μαύρο,
ούτε άσπρο.
Μια νεφελώδης σκιά.
Κρίμα.
Μπορούσες τουλάχιστον
βροχή να γίνεις.
ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ
Κατάφερε να φυτέψει
μιαν άσπρη ελπίδα
έξω απ’ τον τοίχο της φυλακής του.
Έσκαβε μήνες, χρόνια.
το τούνελ της απόδρασης.
Και τώρα, να!
Χωρά το χέρι του ολόκληρο.
Μέχρι τον αγκώνα.
Βούλιαξε στο χώμα μυστικά.
Τα δάκτυλα ελεύθερα
τον σπόρο φύτεψαν,
στα τυφλά ψαχουλεύοντας
κι ένα λουλούδι φύτρωσε.
Tώρα αυτός ανασαίνει
με μιαν αίσθηση ελευθερίας.
Όταν βγει, θα έχει άνθη
να φτιάξει ένα μπουκέτο.
ΣΤΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Έκανα την ευχή
χαζεύοντας πυροτεχνήματα.
Έκανα την ευχή,
τρελή ευχή,
ν’ ανέβω εγώ ξανά
στο κόκκινο αλογάκι
στο καρουζέλ του χρόνου.
Και να με ταξιδέψει
στην αρχή
να κάνω κύκλους πάλι,
να γίνω ένα παιδί.
Έκανα την ευχή,
κύκλους να κάνω!
Ν’ ακούσω πάλι
μουσική,
να ζαλιστώ.
Να δω ξανά τα πρόσωπα
τ’ αγαπημένα
των παιδικών μου φίλων,
Τα χρώματα
τα ξεχασμένα
των παιδικών μου ελπίδων.
Ν’ ανέβω αν γίνεται ζητώ
στο καρουζέλ του χρόνου!
ΣΤΟ ΑΛΦΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ
Θα ταξιδέψεις στο Άλφα του Κενταύρου
με κείνη την απρόσωπη αποστολή
αφήνοντας πίσω σου
τα καλοκαίρια και τους χειμώνες;
Θ΄ αναζητήσεις περιπλανήσεις μαγικές
στις αστρικές λεωφόρους;
Θα καταφέρεις να λησμονήσεις
τη θάλασσα,
τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος
μετά τη βροχή;
Ή μήπως θα πάρεις μαζί σου
τριαντάφυλλα κατεψυγμένα
να οσμίζεσαι
τις κρύες γαλαξιακές νύκτες;
Θα κρύψεις
το σπέρμα
και το χώμα
σε διαστημικές μποτίλιες
και κάψουλες μελλοντικής επιστροφής;
Γελώ.
Γνωρίζεις βέβαια αυτό
που πρόκειται
να πράξεις,
Άνθρωπε.
ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Η ανάμνηση,
άρωμα της ψυχής
λάβα από κοιμισμένο ηφαίστειο.
Αόρατη, ανυπόστατη, επαναλαμβανόμενη μαχαιριά,
δίκοπη ρομφαία, πύρινη
η ανάμνηση!
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Μια πεταλούδα:
Ανάλαφρο αντιφέγγισμα ψυχής,
μετείκασμα παράδεισου.
ΑΕΝΑΩΣ
Πόσους αιώνες κρύβει η στιγμή;
Κι άνοιξη πόσους χειμώνες;
ΚΟΚΚΙΝΟ
Το πρωτόγνωρο
δεν αλλάζει ούτε ξεχνιέται.
όσες μάσκες κι αν του φορέσεις!
Και το κόκκινο είναι κόκκινο
ακόμα και ξεθωριασμένο!
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗ
Ελευθερία και μεταμφίεση
έννοιες αντιφατικές,
διαμετρικά αντίθετες.
τοξικά αντικείμενες.
Αδύνατη η συνύπαρξη.
Η μεταμφίεση
ακυρώνει την ελευθερία.
Η ελευθερία
διαβρώνει τη μεταμφίεση.
Αταίριαστη η μάσκα
στο πρόσωπο του λεύτερου.
Καταστροφική η θύελλα της ελευθερίας,
ανατρέπει τα προσωπεία
κι αποκαλύπτει
γυμνή την ύπαρξη.
Απολογούμαι.
Ύβρις.
Απορώ και πώς το σκέφτηκα.
ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
Τα χρώματα
που σε τυλίγουνε
τα βράδια
είναι
τα χάδια.
Τα χρώματα
που σου μαγεύουν
την καρδιά
είν’ τα φιλιά.
Είναι τα σώματα,
είναι τα στόματα
τ’ ανένδοτα.
Τα χρώματα.
της ευτυχίας
και του έρωτα
ονόματα.
Είναι τ’ Απρίλη
η δροσιά
και τα αρώματα,
μιας πεταλούδας
τα εφήμερα
καμώματα,
τα χρώματα.
ΦΕΥΓΩ
Το ρήμα «φεύγω».
Αινιγματικό, άταχτο
ζωντανό.
Δηλώνει προπάντων κίνηση,
συναισθήματα
φευγάτα ή φευγαλέα,
τέλος ή αρχή μιας ιστορίας
ή μιας χημείας.
Υπάρχει μέσα του
ολοφάνερα και μυστικά
το ευ
η αρχή του καλού.
Φεύγω.
Αντιφατικό εγχείρημα.
Συνήθως σημαίνει «έρχομαι»
περισσότερο
απ΄όσο σημαίνει «φεύγω».
ΦΩΝΟΚΙΒΩΤΙΟ
Η ψυχή που καλέσατε
δεν ανταποκρίνεται.
Παρακαλώ
δοκιμάστε
αργότερα.
Η κλήση σας
προωθείται
στο φωνοκιβώτιο
των ανεκπλήρωτων
υποσχέσεων.
.
ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΜΟΝΕΣ (2011)
Διηγήματα
Τα γενέθλια
Τα γενέθλια ήταν πάντοτε για εκείνον η κατάκτηση ακόμα μιας κορυφής. Η εξερεύνηση ενός ακόμα κλάσματος του άπειρου χωροχρόνου, η απόκτηση ακόμα λίγης σοφίας, το ανέβασμα ακόμα λίγο ψηλότερα. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που τον έκαναν να χαίρεται κάθε χρόνο στα γενέθλιά του. Ενθουσιαζόταν σαν παιδί, τα περίμενε και τα σχεδίαζε. Τα θεωρούσε σταθμούς στη ζωή του, παρόλο που γνώριζε πως ήταν απλά μια μέρα, άλλου ενός τριακοσιοεξηνταπενθήμερου ταξιδιού γύρω από τον ήλιο. Τι σήμαινε αυτή η χαρά; Τι του συνέβαινε; Παλιμπαιδισμός; Υπεραισιοδοξία; Δε γνώριζε. Αυτό που ήξερε ήταν ότι κάθε χρόνο κάμποσοι φίλοι, ακόμα και κάποιοι μαθητές του, έρχονταν σπίτι του την παραμονή της 21ης Ιουνίου, απροειδοποίητα τις περισσότερες φορές, για να του ευχηθούν. Κι εκείνος κάθε χρόνο μαγείρευε κι έκανε ετοιμασίες σαν να είχε μεγάλη γιορτή, άναβε όλα τα φώτα του σπιτιού και της ψυχής του και τους υποδεχόταν ολόχαρος! Κι όλα εκείνα τα υπέροχα συνέβαιναν το μεσοκαλόκαιρο, στο θερινό ηλιοστάσιο. Αισθανόταν τυχερός, αφού γεννήθηκε την πιο μεγάλη μέρα του χρόνου, πράγμα που σήμαινε σύμφωνα με τη μάνα του, πως θα είχε και πιο μεγάλη ζωή.
«Στις 21 Ιουνίου, είναι το θερινό ηλιοστάσιο. Δηλαδή, σταματάει ο ήλιος. Ή αν θέλετε, η γη σταματάει, στην ελλειπτική τροχιά της γύρω από τον ήλιο. Η 21η Ιουνίου είναι η αρχή του καλοκαιριού, είναι το χρονικό σημείο για το οποίο έγραψε ο Σαίξπηρ το όνειρο καλοκαιρινής νυκτός.» Οι μαθητές του είχαν ακούσει αυτή την ιστορία πολλές φορές. Ίσως γι’ αυτό του ’χαν δώσει και το παρατσούκλι «Σαίξπηρ». Κάτι που φυσικά δεν τον ενοχλούσε καθόλου, αντίθετα τον έκανε να κρυφοκαμαρώνει, αφού ο Σαίξπηρ ήταν από τους αγαπημένους του θεατρικούς συγγραφείς.
Έτσι τα είχε σκαρώσει εκείνο το μαγικό βράδυ. Σαν θεατρική παράσταση. Όλα έπρεπε να είναι τέλεια. Το φαγητό, το κρασί, τα γλυκά, η μουσική, τα φώτα, τα κεριά. Τα κεριά. Τα υπέροχα, μαγικά κεριά. Πάντα άναβε κεριά τις νύκτες. Τα προτιμούσε από το ψυχρό και κουραστικό ηλεκτρικό φως. Του θύμιζαν το ομώνυμο ποίημα του Καβάφη και συνήθως ανάβοντάς τα, σιγοψιθύριζε την πρώτη στροφή:
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας,
σαν μια σειρά κεράκια αναμένα
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Ναι, εκείνη ήταν η αγαπημένη του στροφή. Στην πραγματικότητα απεχθανόταν το υπόλοιπο ποίημα το οποίο τον άγχωνε υπερβολικά. Εκείνο το:
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων…
ήταν απελπιστικά μαύρο και εκείνος προτιμούσε τα λαμπερά χρώματα. Οι χειρότεροι στίχοι όμως, οι πιο εφιαλτικοί ήταν οι τελευταίοι:
Δεν θέλω να γυρίσω, να μη δω και φρίξω,
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.
Το βραδάκι πλησίαζε και η χαρά του κορυφωνόταν. Παλιότερα όταν εκείνη ζούσε, ήταν μαζί του και τον βοηθούσε. Έβαζε τις γυναικείες πινελιές στο σκηνικό και τον μάλωνε όταν εκείνος ήταν υπερβολικά αγχωμένος. Τον καλομάθαινε και συνήθιζε να του λέει πως ήταν ο πρίγκιπάς της. Εκείνη έφτιαχνε τα γλυκά, τα φαγητά, όλες τις μαγικές συνταγές της που οι γεύσεις τους ήταν τελείως διαφορετικές, ξεχωριστές, καλύτερες απ’ όλα τα εδέσματα που είχε ποτέ κανείς δοκιμάσει. Τα τελευταία χρόνια ακόμα και μετά την ασθένεια της ενώ ήταν μαζί του, ουσιαστικά ήταν απούσα. Τα γαλανά της μάτια είχαν πάρει μια ανοικτή απόχρωση προς το γκρίζο και το βλέμμα της ήταν μονίμως απλανές.
Κάποτε δεν τον αναγνώριζε. Τον ρωτούσε ποιος ήταν κι εκείνος αναγκαζόταν να της σιγοτραγουδήσει στο αυτί ένα παιδικό νανούρισμα. Ένα νανούρισμα που του τραγουδούσε εκείνη, από την πρώτη κιόλας νύκτα της ζωής του, όταν τον πρωτοπήρε στην αγκαλιά της για να τον θηλάσει και να τον αποκοιμίσει. Το ίδιο νανούρισμα που συνέχιζε να του σιγοτραγουδά: «Αγια-Μαρίνα και κυρά π’ αποκοιμίζεις τα μωρά…» Εκείνος ήταν πάντα το μωρό της κι εκείνη είχε φυλάξει στο μυστήριο λαβύρινθο του μυαλού της, μόνο εκείνη τη μελωδία, μόνο εκείνη την πληροφορία. Η ασθένεια του Αλτσχάιμερ, ήταν η κατάληξη της υπέροχης αυτής γυναίκας που στάθηκε δίπλα του μέχρι το τέλος της. Ήταν μια από στις ασθένειες τις οποίες φοβόταν το περισσότερο.
Μια εκφυλιστική πάθηση που κατάφερε να διαταράξει και να αποδιοργανώσει καταστρέφοντας, όλες τις νοητικές λειτουργίες του εγκεφάλου της. Όταν όμως τον άκουγε να τραγουδά το νανούρισμα, συνέχιζε μαζί του κι εκείνη, με τη μελωδική, βελούδινη φωνή της και τότε η σχέση τους ξαναχτιζόταν κι ένα μαγικό παρόν διέγραφε την άνοια. Καθόταν δίπλα της στον μενεξεδί καναπέ, εκείνη διόρθωνε τα χρωματιστά μαξιλάρια και σιγοτραγουδούσαν το νανούρισμα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Ήταν κάτι σαν ταινία με αντεστραμμένους ρόλους. Η μάνα που γινόταν παιδί και το παιδί που γινόταν γονιός και κρατούσε στα χέρια το γερασμένο σώμα. Εκεί, σ’ εκείνο τον καναπέ, ένα απόγευμα τη νανούρισε, κι εκείνη κοιμήθηκε για πάντα ευτυχισμένη. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, άλλαξαν πολλά από τότε.
Διόρθωσε και τις τελευταίες ατέλειες στα μαξιλαράκια του καναπέ με το ξεθωριασμένο πια μενεξεδί χρώμα, άναψε τα φώτα της μπροστινής βεράντας, έβαλε λίγο κρασί στο ποτήρι του, κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα και χαϊδεύοντας τη γάτα του, ευχήθηκε στον εαυτό του «Ευτυχισμένα γενέθλια». Ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένος. Ήταν αρκετά καλά στην υγεία του και παρόλα τα ογδόντα πέντε του χρόνια μπορούσε να αυτοσυντηρείται. Στα γενέθλιά του δεν ήρθε κανείς. Ήταν αρκετά χρόνια που σταμάτησαν όλοι να τα θυμούνται. Δεν είχε όμως σημασία. Η ουσία ήταν ότι τα θυμόταν εκείνος! Ζούσε και περίμενε με δέος και λαχτάρα να γιορτάσει και τα επόμενα.
« Χρόνια Πολλά αγαπημένε μου εαυτέ! Καλά κρατάς! Συνέχισε να με αγαπάς και μαζί με μένα όλο τον κόσμο! Να ζήσουμε!» Έσβηνε τα κεριά απαγγέλλοντας την αγαπημένη του πρώτη στροφή από τα «Κεριά»:
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας,
σαν μια σειρά κεράκια αναμένα
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ
ΑΜΜΟΧΩΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
16 Φεβρουαρίου 2014
Υπάρχω. Πριν από τον πόλεμο και μετά, υπάρχω. Ένα παιδί που είδε πολλά, βίωσε περισσότερα, ένα παιδί μεσήλικο. Απλώνομαι, κρύβομαι, μαζεύομαι σ’ ένα όστρακο που μεταφέρω συνέχεια. Κουβαλώ καλύτερα. Είναι η ταυτότητά μου. Είμαι και δεν είμαι: Ελληνίδα, Κυπραία, Ελληνοκύπρια, Ευρωπαία, γυναίκα. Τι είμαι; Η συνείδησή μου κακοποιήθηκε, την εγκλώβισαν εμπνευσμένοι ή και ανίδεοι δάσκαλοι σε σκοτεινά δωμάτια με άχρωμα συνθήματα που μεταμφίεζαν με το χρώμα του ουρανού ή και του ήλιου ανάλογα με τις τάσεις, τις εγκυκλίους, τα ψηφίσματα. Τόση πλάνη…
Τα τελευταία γεγονότα με τις απάτες των τραπεζικών, των πολιτικών και των πολιτικάντηδων με πνίγουν. Κι άλλη τόση πλάνη. Θέλαμε εδώ και χρόνια να γίνουμε Ευρωπαίοι. Το προσπαθούσαμε και δυσκολευόμαστε. Το μεσογειακό ταμπεραμέντο δύσκολα ρίχνει τις θερμοκρασίες του. Κι όμως να που μάθαμε μέσα σε μια νύχτα, να στεκόμαστε στην ουρά για την ανάληψη μετρητών, για λίγα τρόφιμα στο κοινωνικό παντοπωλείο, να στεκόμαστε για ώρες χωρίς να σπρώχνουμε, χωρίς να χαμογελάμε, χωρίς να φωνάζουμε. Και η μνήμη, πουλί αποδημητικό, τραβάει όπου θέλει, με πάει πίσω σε κάποια άλλα συσσίτια, σε άλλες ουρές, εκεί στους προσφυγικούς καταυλισμούς του 1974, στα αντίσκηνα, εκεί που έζησα ξανά παρόμοια και χειρότερα.
Θέλω να ξετυλίξω το κουβάρι, να ξαναδιαβάσω την ιστορία από την αρχή μου. Να δω ποια είμαι, πού ζω, ποια είναι η χώρα μου και ποιοι οι άνθρωποί της, ποιο είναι το μέλλον μας εδώ σ’ αυτό το Φάρο που αναβοσβήνει αιώνες τώρα, στο ακρωτήρι της Δύσης ή μήπως είναι στο ακρωτήρι της Ανατολής; Θα επιστρέψω στην πατρώα γη, στα κατεχόμενα. Το αποφασίζω αμέσως, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Δεν ξέρω γιατί αναδύθηκε αυτή τη στιγμή η ανάγκη τούτη. Θέλω να επιστρέψω έστω ως επισκέπτης, ως τουρίστας για την ακρίβεια. Να τραβήξω ενδεχομένως και μερικές φωτογραφίες για να τακτοποιήσω ξανά τις μνήμες και να έρθω σε επαφή με την αλήθεια. Να διαγράψω το παραμύθι. Όχι την ιστορία. Η ιστορία δεν διαγράφεται. Ούτε και ξαναγράφεται. Να γιατρέψω τις πληγές και να πιω ζωή από τις πηγές. Σάββατο πρωί θα είμαι εκεί. Χαίρομαι. Όχι, δεν χαίρομαι. Μπορεί και να χαίρομαι. Δεν ξέρω. Νομίζω περισσότερο λυπάμαι.
Επιστρέφω λοιπόν ως πρόσφυγας που λαμβάνει άδεια να μπει για λίγες ώρες σπίτι του για να το δει, να θρηνήσει, να συνειδητοποιήσει κι όμως να φύγει πάλι. Πορεύομαι προς το παρελθόν μου για να ξεκαθαρίσω το παρόν μου και να ονειρευτώ ελεύθερα το μέλλον μου. Επιστρέφω προσωρινά. Ταπεινά και πένθιμα πορεύομαι, όπως κάθε Μεγάλη Παρασκευή, όταν ακολουθώ την πομπή του Επιταφίου. Έτσι νιώθω. Ακολουθώ ένα άγιο σώμα που υπάρχει επειδή το πιστεύω, ένα σεπτό σώμα βασανισμένο, που όμως κάποτε θα αναστηθεί. Είμαι ήδη στο οδόφραγμα. Στην πράσινη γραμμή. Εκείνη που χωρίζει το νησί μου στα δύο. Στο Νότο και στο Βορρά. Ζω στο Νότο. Τα όνειρα και οι εφιάλτες μου όμως, πολλές φορές έρχονται από το Βορρά. Εκεί γεννήθηκα. Είναι όνειρα σκονισμένα, καπνισμένα, αμμόχωστα. Ίσως έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου, για να τα ερμηνεύσω, να ξεσκεπάσω το θαμμένο παρελθόν. Να το ξεσκονίσω σαν ξεχασμένο ιερό βιβλίο και να το ξαναδιαβάσω ή να το ξαναγράψω ή έστω να το χρωματίσω. Γιατί πρέπει να ομολογήσω πως τα αμμόχωστα όνειρά μου είναι μαυρόασπρα.
Ο ένστολος στέκεται απέναντι μου. Με κοιτάζει κατάματα, το ίδιο κι εγώ. Του δίνω την ταυτότητά μου, συνεννοούμαστε αμέσως. Ξέρει ποια είμαι, ξέρει τι θέλω, ίσως και να με κατανοεί ή να με συμπονά, ή απλώς κάνει τη δουλειά του. Μπορεί και να με μισεί. Είναι πάνω κάτω στην ηλικία μου. Θέλω να τον ρωτήσω από πού είναι μα δεν το κάνω. Δεν είναι ένας συμπατριώτης μου αυτή τη στιγμή, είναι ένας ένστολος και στέκεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν μου. Αν συμπεριφερθώ ψύχραιμα, θα με αφήσει να περάσω. Με ξανακοιτάζει, μου επιστρέφει τα έγγραφα και μου επιτρέπει να περάσω απέναντι. Στο Βορρά. Περνώ. Κι αμέσως ξεκινά μια ταινία μαυρόασπρη, με ήχο και μυρωδιές. Από το ίδιο σημείο πέρασα στο Νότο πολλά χρόνια πριν με άλλους ανθρώπους, άλλα συναισθήματα, άλλες ελπίδες, άλλους φόβους. Στις 14 Αυγούστου, το 1974, κυνηγημένη από τις ερινύες που καταριούνται τη χώρα μου αιώνες τώρα. Οι ήχοι και οι μυρωδιές επιστρέφουν. Κι εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου. Ανοίγω τα μάτια μου, τα μάτια της ψυχής μου, να μη χαθώ.
Κουβαλώ αυτά τα μάτια από τότε που θυμάμαι. Δεν είναι πίνακες, ούτε καθρέφτες. Είναι πηγάδια. Πηγάδια δίχως πυθμένα. Άβυσσος η ματιά και κάπου ένα αντιφέγγισμα. Αυτά τα μάτια με οδηγούν ετούτο το πρωινό, ετούτο τ’ ανοιξιάτικο πρωινό τ’ Απρίλη. Ω! Πόσα χρόνια τ’ ονειρευόμουνα, πόσα βράδια το λαχταρούσα. Τα χέρια μου καρφωμένα στο τιμόνι. Η ψυχή μου καρφωμένη στη μνήμη. Το σώμα μου καρφωμένο στην ιστορία. Έχω μαζί μου συνεπιβάτες, συνοδοιπόρους τ’ αδέλφια μου και τα παιδιά μου. Είναι μαζί μου και δεν είναι. Δεν είμαι η μάνα τους τώρα, είμαι απλώς ένα κορίτσι που πάει σπίτι του, που έχει να πει τόσα πολλά κι όμως δε λέει τίποτα. Στόμα κλειστό, ερμητικά κλειστό να μην πληγώσει τη σιωπή, να μην πει κάτι λάθος, επιτρέπονται μόνο μικρές κραυγές χαράς, αυθόρμητες, άναρχες, άλογες. Είμαστε πέντε μικρά παιδιά που γυρίζουμε στο σπίτι μας. Γιατί ετούτο το πρωινό γίνομαι πάλι εφτά χρονών. Και τρέχω και πετώ και γελώ και φωνάζω και σιωπώ. Είμαι εφτά χρονών και δεν λογαριάζω κανέναν. Και σιωπώντας ουρλιάζω την αλήθεια μου. Κάνω βουτιές στη μνήμη, μακροβούτια στο τότε, μακροβούτια στο πριν. Κατάδυση στο παραμύθι μου; Είμαι ήδη στην Αμμόχωστο. Όχι στα όνειρα πια, τα αμμόχωστα. Στην Αμμόχωστο.
Ευτυχώς τα μάτια μου είναι πηγάδια χωρίς πυθμένα, επειδή είναι απύθμενη η χαρά μου. Δεν ακολουθώ πια τον επιτάφιο. Κρατώ λευκή αναμμένη λαμπάδα κι αφού είμαι εδώ, αφού υπάρχω εδώ έστω και στιγμιαία, είναι Ανάσταση. Ανοίγω το τζάμι του αυτοκινήτου μου να καταπιώ το γλυκόθερμο αέρα του τόπου μου. Να καταπιώ το γλυκόπικρο νόστο. Κι αφήνω την ψυχή μου να εξατμιστεί, να αναβλύσει, να γίνει δάκρυα ζεστά και να κυλήσει. Να κυλήσει και να κυλιστεί στο χώμα της πατρίδας μου. Δάκρυα φυλαγμένα τόσα χρόνια στο χρονοντούλαπο των ονείρων μου και της οργής μου.
Ο τόπος μου! Ο τόπος μου! Ο τόπος μου! Ο κάμπος της Μεσαορίας. Ο τόπος μου! Ναι, έτσι είναι, όπως τον έβλεπα τα βράδια στα όνειρά μου – κάθε βράδυ- από τα μικράτα μου. Όπως τον περιέγραφε ο παππούς, όπως τον έντυνε με παραμύθια η γιαγιά, όπως τον θρήνησε η μάνα μου. Ο τόπος μου! Αρχαίος τόπος, του Ομήρου. Ο κάμπος μας κατάσπαρτος, απλωμένος, ευλογημένος, ευάλωτος, ταπεινός όπως αυτούς που τον καλλιεργούσαν. Η θάλασσα. Η θάλασσα της Σαλαμίνας γαλανή, μυστήρια, απέραντη. Γνώριμη, αγαπημένη σαν μητέρα, πανίσχυρη, αρχαία θεότητα. «Θυμάσαι που μ’ αγκάλιαζες με τη δροσιά σου, θάλασσα των παιδικών μου ονείρων;» Ρουφώ με λαιμαργία τις αρχαίες εικόνες και μόνο αυτές είναι ο καημός κι ο θαυμασμός μου. Ο κάμπος, τα κυπαρίσσια, οι αμμουδιές, τα χωράφια, τα περβόλια, η θάλασσα, τα χαλίκια, ο ουρανός, τα βουνά. Όλα τ’ άλλα είναι μικροσκοπικά, ασήμαντα, προσωρινά, ψεύτικα, θνητά κι αυτά που βλέπουν τα απύθμενα μάτια μου είναι γιγάντια, αειθαλή, αληθινά. Είναι ο τόπος μου! Σταματώ τ’ αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Ρίχνομαι στο κατάσπαρτο μ’ αγριολούλουδα χωράφι κι αφήνω τη φύση να με χαϊδέψει. Τον ήλιο των προγόνων μου να μου ζεστάνει το πρόσωπο και τους ώμους. Τον αγέρα να με καλωσορίσει με χαστούκια στ’ αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Το χώμα, το χώμα. Το χώμα που πατούν τα πόδια μου. Το άγιο χώμα της Μεσαορίας, το ποτισμένο με αίμα και ιδρώτα χώμα, του τόπου μου!
«Τότε ο Οδυσσέας ξυπνά από τον ύπνο που κοιμόταν, στα χώματά του. Κι ωστόσο δεν την αναγνώρισε την πατρική του γη, τόσον καιρό που έλειψε στα ξένα. »
Μα εγώ την αναγνώρισα, την ξέρω την πατρική μου γη. Αιώνες κι αν έλειπα γνωρίζω κάθε μια της σπιθαμή. Τα χέρια και τα μάτια με οδηγούν σωστά. Είμαι μπροστά στο πατρικό μου κι είμαι εφτά χρονών και σχολνώ απ’ το σχολείο και με περιμένει η μάνα κι η γιαγιά με φαγητό αχνιστό κι αγκάλες. Είμαι στο σπίτι μου. Στους ίσκιους της βεράντας. Προχωρώ. Το γιασεμί είναι εδώ κι ας γέρασε. Τα είδε όλα. Τα βλέπει όλα. Βλέπει κι εμένα. Με αναγνωρίζει.. Τ’ αγριόχορτα, στον κήπο και στην αυλή. Το νούμερο του σπιτιού στον τοίχο. Από το λερωμένο τζάμι η ζωή μας, ταινία μαυρόασπρη. Κρυφοκοιτάζω. Είναι η μάνα μου εκεί; Είναι η ψυχή της ή δεν είναι τίποτα; Περπατώ στην αυλή. Ακουμπώ στον τοίχο του σπιτιού της γιαγιάς. Στο στάβλο, στο σσώσπιτο, στο φούρνο, στο σιμιντίρι. Ακουμπώ την ψυχή μου στο παρελθόν. Δεν ακούω τίποτα. Μόνο μυρωδιές. Όχι χρώματα, ούτε ήχους.
Μας ανοίγουν. Μπαίνω μέσα. Η κουζίνα. Η μάνα μου, νεαρή κοπελίτσα μαγειρεύει και μου χαμογελά. Είμαι εφτά χρονών και κάθομαι εκεί στο τραπέζι και τρώω με τ’ αδέλφια μου. Ανοίγω τα ντουλάπια. Μέσα είναι η προίκα της μάνας μου. Τα θυμάμαι πολύ καλά εκείνα τα φλιτζάνια με τις κοπέλες πάνω στις κούνιες, με τα ωραία φορέματα και τα ξανθά μαλλιά. Η μάνα μου δε μας άφηνε να τ’ ακουμπήσουμε. Ήταν το καλό της σερβίτσιο. Μα εγώ τις γνωρίζω πολύ καλά αυτές τις κοπέλες γιατί παίζω μαζί τους και τραγουδώ όταν κρυφά τρυπώνω στο σαλόνι και χαζεύω τα γυαλικά και τα σερβίτσια και τις φωτογραφίες. Φώτο Βασιλείου, Αμμόχωστος 1972. Γεννήθηκε ο αδερφός μου. Στη φωτογραφία χαμογελάμε. Από εκείνο το χαμόγελο μένει πια μόνο ο χαμός. Προχωρώ στο σαλόνι. Οι κουρτίνες κρέμονται από τα παράθυρα, θλιβερές, σκονισμένες, ξεχαρβαλωμένες μνήμες. Κόκκινο, βασιλικό βελούδο. Έτσι τις παράγγειλε η μάνα μου. «Μα δε βρέθηκε ένα χέρι να τις κατεβάσει και να τις πλύνει; Όπως τις έπλενε πάντα η μάνα μου με κρύο νερό και σαπούνι και μετά τις σιδέρωνε κι ύστερα ξυπόλυτη τις κρεμούσε πάλι με αργές κινήσεις σαν σε ιεροτελεστία.» Όλα με αργές κινήσεις να τα ζήσω θέλω, να μην τελειώσουν, να τα χορτάσω ακόμα λίγο.
Ξυπόλυτη πάνω σε κρύα μάρμαρα. Έτσι μου άρεσε να γυρίζω μέσα στα δωμάτια. Το πάτωμα. Τα μάτια μου ψάχνουν στο πάτωμα. Εκεί γκρέμισα το δίχρονο αδελφό μου και μάτωσαν τα χείλια του την ημέρα της εισβολής. Ήμασταν εκεί όταν ακούσαμε τους βομβαρδισμούς και τ’ αεροπλάνα. Σκούπισα με το φουστάνι μου το αίμα από το παρκέ, μην το δει η μάνα μου και στεναχωρηθεί. Στο υπνοδωμάτιό της. Δεν μ’ αφήνουν να μπω. Είναι κλειδωμένο. Το σέντε. Το σέντε ήθελα να το δω. Να το εξερευνήσω. Εκεί κρύβονταν τα φαντάσματα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα στολίδια του, η αμαξού και οι κούκλες μου. Τώρα πια μπορώ να πάρω μια καρέκλα και ν’ ανέβω να δω. Δεν είναι εδώ η μάνα μου, και τ’ αδέλφια μου δε θα με μαρτυρήσουν. Αρπάζω μια καρέκλα. Ανεβαίνω, μου φαίνεται πως ανεβαίνουν μαζί μου κι άλλοι, ψυχές που πλανιούνται στο χώρο. «Δεν γίνεται», είπε αυτός που μένει στο σπίτι μου. «Δεν μπορείς ν’ ανέβεις εκεί πάνω. Δεν το επιτρέπω». Κατεβαίνω από την καρέκλα, κάτω, χαμηλά στο πάτωμα. Κατεβαίνουν και οι άλλοι μαζί μου, πένθιμα.
Γιατί; Γιατί; Δεν υπάρχει απάντηση. Κι ούτε μ’ ενδιαφέρει αυτή την στιγμή. Τόσα ερωτήματα, τόσα χρόνια, έμειναν μετέωρα, αναπάντητα. Αυτό, γιατί ν’ απαντηθεί; Τι σημασία έχει άλλωστε τώρα πια; «Δεν επιτρέπεται.» Τελεία και παύλα. Κι είχα μια κρυφή ελπίδα πως θα ‘βρισκα εκεί πάνω τη τσάντα μου τη σχολική με τα βιβλία μου της Πρώτης Δημοτικού και τα τετράδια με τα στρογγυλά γράμματα. Νομίζω, πως γι’ αυτήν ήρθα και αυτήν αναζητούσα τόσα χρόνια. Μα δεν είναι εδώ. Το σπίτι είναι εδώ μα η ζωή μας, όχι. Τα έπιπλα είναι εδώ, μα τα κορμιά μας όχι. Η ψυχή μου είναι εδώ εγκλωβισμένη και ήρθα να την ελευθερώσω. Ήρθα να ανοίξω τα παράθυρα, να φύγει επιτέλους, να πετάξει ελεύθερη όπου θέλει. Να βλέπει κι άλλα όνειρα, όχι μονάχα όνειρα προσφυγικά.
Βγαίνω έξω. Πνίγομαι. Στην αυλή πίσω απ’ τα αγριόχορτα ήταν το ανάχωμα. Το είχα ξεχάσει εντελώς. Και τώρα να το. Ζωντανεύει και τούτη η μνήμη, μαζί του ζωντανεύει κι ο παππούς μου. Τρεις μέρες και τρεις νύκτες έσκαβε με τον δεκαεξάχρονο εγγονό του. «Εκεί μέσα θα κρυφτούμε όταν αρχινήσουν οι βομβαρδισμοί», είπε. Και ο λόγος του ήταν προσταγή. Κατεβαίνω με δέος τα έξι χωματένια σκαλοπάτια και ακουμπώ το δροσερό χώμα. Εκεί στα σκοτεινά, αφουγκράζομαι τις συζητήσεις των μεγάλων για το κακό που μας βρήκε. Για τους φόνους, τους βιασμούς, τα ορφανά, τους ανθρώπους που τους έδιωξαν από τα σπίτια τους. Αισθανόμουν ασφαλής εκεί, στο πρόχειρο καταφύγιο και ήξερα πως ο παππούς θα μας έσωζε. Τις κόρες του, τη γιαγιά και τα εγγόνια του. Οι γαμπροί του έλειπαν στον πόλεμο. Ποιον πόλεμο αλήθεια; Και με τι όπλα; Τους είδα τους θείους μου και τον πατέρα μου, να φεύγουν. Δεν γνώριζα πού πήγαιναν μα φοβήθηκα να ρωτήσω. Στο ανάχωμα έχουν φυτρώσει κίτρινες μαργαρίτες. Μια μυρμηγκοφωλιά στο βάθος και σαλιγκάρια στα τοιχώματα. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρθηκαν να κλείσουν το μικρό λαξευτό τάφο. Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως κάποια παιδιά να παίζουν ακόμα κρυφτό εδώ μέσα, ίσως και να φτιάχνουν γιρλάντες με τις μαργαρίτες.
Βγαίνω έξω, φεύγω. Κλείνω αργά την καγκελόπορτα πίσω μου. Τότε, την έκλεισε η γιαγιά μου. Πήρε μαζί της τα κλειδιά. «Γιαγιά μου, δεν κατάφερες να επιστρέψεις. Έφυγες. Κι ο παππούς. Κι η μάνα μου. Μα αν ερχόσουν τώρα μαζί μας θα ‘ταν χειρότερα γιατί το σπίτι σου, τα κλήματά σου, το νοικοκυριό σου δεν είναι πια εδώ. Ή μήπως έχετε έρθει ήδη πριν από μένα;»
Ο άνθρωπος, μας φέρνει δυο τρεις φωτογραφίες και μας τις δίνει. Οικογενειακές φωτογραφίες. Η θεία Νιόβη με το θείο Λούκα, τη μέρα του γάμου τους. «Σου μοιάζει η γυναίκα», λέει. «Μόλις σε είδα θυμήθηκα τη φωτογραφία». Ο ξάδελφός μου, ο Μιχάλης με κοντό παντελόνι και τιράντες. Στηρίζεται πάνω σε μια κολόνα. «Φώτο Βασιλείου, Αμμόχωστος, 1970». Τις αρπάζω. Να τις πάρω μαζί μου θέλω. Οι φωτογραφίες είναι η μνήμη, είναι οι άνθρωποι. Δεν ταιριάζουν εδώ. Πρέπει να τις πάρω μαζί μου. Τι να τις κάνει ο ξένος; Γιατί τις φύλαξε άραγε; Ο άνθρωπος σκύβει να μου κόψει ένα κλαδί γιασεμί. Να το φυτέψω λέει. Θα πιάσει. Δεν το παίρνω. Δεν το θέλω. Να μείνει εκεί που είναι. Εγώ έφυγα πριν τόσα χρόνια. Μεγάλωσα. Τώρα πια δεν είμαι εφτά χρονών.
Η εκκλησία του Αη-Γιώρκη είναι μπροστά μου. Το σπίτι μου είναι χτισμένο απέναντι από το καμπαναριό. Πηδώ πάνω από την καγκελόπορτα της εκκλησιάς αφού την έχουν δεμένη με χοντρές σκουριασμένες αλυσίδες. «Σαράντα χρόνια αλυσοδεμένη η καγκελόπορτά σου Αη-Γιώρκη μου, γιατί δεν πήρες τ’ άλογο και το σπαθί σου; Γιατί δεν έγινες κοφίνι γεμάτο φωτιά να σε δουν και να σε προσκυνήσουν; Πώς άντεξες όλα τούτα τα χρόνια μόνος σου γεράκο μου; Πού κρύφτηκες; Γιατί εσύ δεν ήρθες μαζί μας. Ήσουν εδώ. Έμεινες να προσέχεις το χωριό είπε η γιαγιά». «Και δε θα πειράξουν τα σπίτια μας κόρη μου. Φοβούνται τον Άγιο». Αυτά έλεγε η γιαγιά μου, η Αγγελού, που τον ήξερε τον Άγιο μας γιατί μιλούσε μαζί του κάθε δειλινό και μας κάπνιζε με φύλλα ελιάς λέγοντας ξόρκια κι ευχές αρχαίες, που σίγουρα τα ‘χε μάθει από τον Άγιό μας. «Σαν τρέχει ο νήλιος, σαν τρέχουν τ’ άστρα, σαν τρέχει το φεγγάρι…» Μια μισοσπασμένη καρέκλα. Αυτή έμεινε στην εκκλησιά μας. Ούτε εικόνες, ούτε ξυλόγλυπτοι σκάμνοι, ούτε παγκάρι, ούτε τέμπλο, ούτε πολυέλαιοι. Τίποτα. Χώρος ασφυκτικά κενός, γεμάτος παρούσες απουσίες. Ο σταυρός στο καμπαναριό; Οι τοιχογραφίες; « Άη-Γιώρκη μου, πού πήγες; Έφυγες κι εσύ τελικά; Και τώρα ποιος θα προσέχει τα σπίτια και τα χωράφια μας;»
Στο δρόμο της επιστροφής δεν είμαι πια εφτά χρονών. Τα μάτια μου δεν είναι πια απύθμενα. Δεν ονειρεύομαι πια. Ξέρω! Είδα! Φεύγω από το σπίτι μου και δεν είμαι εφτά χρονών. Δε φοβάμαι και ξέρω πού θα πάω αυτή τη φορά. Περνώντας στο Νότο αισθάνομαι πως τέλειωσε ακόμα μια κηδεία. Έθαψα τις αναμνήσεις μου. Έκλαψα τους νεκρούς μου. Ξεχρέωσα με τις Ερινύες. Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού που έκτισα με το σύντροφό μου. Τώρα είμαι σίγουρη. «Ξέχνα τα, ξέχασέ τα επιτέλους! Ή ξαναθυμήσου τα αλλιώς. Πρόσφυγας, δεν είσαι πρόσφυγας πια. Πρέπει να ξεκολλήσεις, να το ξεπεράσεις, να προχωρήσεις! Έκτισες μια καινούρια ζωή, ανήκεις εδώ, ανήκεις παντού, δεν ανήκεις πουθενά, είσαι ελεύθερη.»
«Μητέρα, τώρα ξέρω τι θα απαντώ όταν με ρωτούν από πού είμαι!» Ο γιος μου; Είναι ο γιος μου αυτός που μου μιλά; Είχα πάρει μαζί μου και τα παιδιά σ’ αυτό το ταξίδι; Μα πώς τα ξέχασα τόσες ώρες; Σε ποια ντουλάπια της μνήμης και της λήθης τα κλείδωσα; Τι λέει Θεέ μου; Και γιατί αυτά του τα λόγια με πληγώνουν; Γιατί αυτές του οι λέξεις, μου προκαλούν ρίγος και φόβο; Στ’ αυτιά μου αντηχούν από τα βάθη των αιώνων τα λόγια του Τηλέμαχου. «Αλλά του λόγου σου, τράβα στην κάμαρη σου και κοίτα τις δουλειές σου. Το τόξο όμως είναι των ανδρών υπόθεση, όλων και προπαντός δική μου, αφού σε μένα ανήκει το κουμάντο του σπιτιού».
«Γιε μου, γιε μου και πώς θα καταφέρεις να διώξεις εσύ και η γενιά σου τους μνηστήρες και τα μνημόνια από τον τόπο μας; Και δεν είναι πια απλά τα πράγματα. Ποτέ δεν ήταν άλλωστε. Δεν είναι καλύτερα να εργαστούμε όλοι μας για την ειρήνη, για την αλληλεγγύη; Έχουμε κουράγιο να θάψουμε κι άλλους νεκρούς; Έχουμε την πολυτέλεια να ορίζουμε τη μοίρα μας ακόμη; Και είναι το δίκιο με το μέρος μας ολότελα;»
Δεν ξέρω τι να πω. Ποιος την γνωρίζει την αλήθεια; Αυτό που βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου πια, είναι ένας ήλιος που συνεχίζει ν’ ανατέλλει στον αρχαίο κάμπο της Μεσαορίας κάθε μέρα ολόχρυσος. Είναι τα χρυσαφένια σπαρτά που αιώνες τώρα φυτρώνουν και ωριμάζουν στα χωράφια. Ακούω τη θάλασσα, στοργική μητέρα, που συνεχίζει να τραγουδά το υπέροχο τραγούδι των κυμάτων σ’ όλες τις γλώσσες. Αφουγκράζομαι τον άνεμο να πολιορκεί τα διψασμένα δέντρα της πατρίδας μου. Τη βροχή, λυτρωτικά να πέφτει και να ξεπλένει τα σκονισμένα σπίτια της πατρίδας μου. Βλέπω παιδιά να περπατάνε σαν από πάντα, ξυπόλυτα στα χώματα. Να στέκονται στην άκρη κάποιου χωματόδρομου, να μας χαμογελούν και να κρατάνε κυκλάμινα και μιτσικόριδα. Αυτά τα μιτσικόριδα εναποθέτω με ευλάβεια κι ελπίδα στα χέρια των δικών μου των παιδιών. Δεν έχω κάτι άλλο.
.
Μπλε Ιστορίες, τέλος του 2014…
Α
Τελευταίες μέρες του 74. Η μάνα μου αποφασίζει να μας στείλει με την αδελφή μου να μείνουμε για λίγες μέρες στο Anzio Refugee Camp στις Βρετανικές Βάσεις Δεκέλειας. Εκεί μέσα σε στρατιωτικές παράγκες μένουν μετά την τουρκική εισβολή ο παππούς και η γιαγιά μαζί με την οικογένεια της μεγάλης τους κόρης. Η αδελφή μου, έξι χρονών, κλαίει και οδύρεται κρατώντας σφικτά το φουστάνι της μάνας μας.
«Θα έρθει ο Αη Βασίλης, ο Εγγλέζος. Θα σας δώσει δώρα», λέει η μάνα μου. Πάμε. Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς οι Εγγλέζοι μαζεύουν μόνο τα παιδιά, σε μια μεγάλη αίθουσα. Είναι το εστιατόριο του στρατοπέδου. Τραπέζια, μπαλόνια, πιάτα με φαγητό. Έρχεται μέσα στη φασαρία κι ένας Αη Βασίλης ξερακιανός, ασπρουλιάρης και μας δίνει τα δώρα του… «Happy New Year! Happy New Year!»
Το κεφάλι μου βουίζει. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο τη γιαγιά να μας περιμένει. Τα μάτια της συναντούν τα δικά μου και δακρύζουν…
Τα βράδια της παραμονής στα σπίτια μας, στα Λιμνιά Αμμοχώστου βάζαμε στο τραπέζι κουμανταρία, κουλούρια ζυμωμένα από τα μυρωμένα χέρια της και τον εκαρτερούσαμε. Ερχόταν μυστικά και δεν τον βλέπαμε. Κάποτε τον ακούγαμε να ψάλλει ύμνους βυζαντινούς…
Η μνήμη είναι ένα ματωμένο κουβάρι που όμως ξετυλίγεται ανερυθρίαστα…
Άη Βασίλη, βασιλιά δείξε τζιαι φανέρωσε….
Σαράντα χρόνια από τότε…
Β
Αυτή είναι η Αγγελική, 7 χρονών, μαθήτρια της Β´ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Καλογερά. Μένει προσωρινά μαζί με την οικογένειά της και άλλους πρόσφυγες από την Αμμόχωστο, στη Λέσχη Λάρνακας. Μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο πέντε οικογένειες – περίπου τριάντα άτομα. Τα βράδια κοιμούνται σε κουβέρτες στο πάτωμα. Συχνά έρχονται στη Λέσχη κάποιες κυρίες και τους φέρνουν ρούχα και φαγητό. Είναι Δεκέμβρης του 1974.
Η Αγγελική δεν χαμογελά. Φορά ένα κόκκινο πουλόβερ που της έδωσαν τις προάλλες στα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού. Η μαμά της σήμερα την πάει για φωτογράφιση αφού προηγουμένως περάσουν από το κομμωτήριο της Άννας όπου κόβονται δίχως οίκτο οι βελούδινες κοτσίδες που πέφτουν πλούσια στους ώμους της. Κλαίει και διαμαρτύρεται η Αγγελική αλλά η μαμά λέει πως δεν υπάρχει αρκετό νερό για λούσιμο των μαλλιών.
Δεν χαμογελά λοιπόν παρόλο που ο φωτογράφος, της το ζητά με χίλιους τρόπους. Η φωτογραφία πρέπει να βγει για να σταλεί σε μια οικογένεια Ελλήνων στη Θεσσαλονίκη που θέλουν να τη γνωρίσουν. Μαζί με τη φωτογραφία, η Αγγελική θα στείλει κι ένα ευχαριστήριο γράμμα.
«…Είμαι η Αγγελική Παναγή. Σας γράφω για να σας ευχαριστήσω για τα ρούχα που μου στείλατε και για τα λεφτά. Όμως εγώ θέλω να πάω σπίτι μου. Σε λίγες μέρες είναι Χριστούγεννα και νομίζω ότι κάθε παιδί πρέπει να χαίρεται. Μόνο στο σπίτι μου χαίρομαι. Θέλω να επιστρέψω! Εύχομαι του χρόνου τα Χριστούγεννα να ελευθερωθούμε και τότε θα σας καλέσω στο σπίτι μου!…»
Σαράντα χρόνια από τότε… Η Αγγελική στέκεται απέναντί μου χωρίς χαμόγελο -μάτια μόνο- κάθε φορά που πρέπει να υπερασπιστώ ένα παιδί, του οποίου καταπατούνται τα δικαιώματα.
Αν τα καταφέρω, η Αγγελική χαμογελά…
.
ΣΤΙΧΟΙ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΛΥΚΟΣΚΥΛΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ
LITERATURE.GR 12/4/2024
Ένα βιβλίο πολυεπίπεδο
Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη έχοντας ήδη στο ενεργητικό της πέντε ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων, κατέχει τα λογοτεχνικά μέσα και τους τρόπους δομώντας μια ξεχωριστή, δική της προσωπική γραφή, της οποίας τα συστατικά στοιχεία αφενός έχουν αφομοιωθεί και ωριμάσει στον νου και την πένα της δημιουργού και αφετέρου τίθενται κάθε φορά στη βάσανο της εξέλιξης και της επανανοηματοδότησής τους υπό το πρίσμα της συγγραφικής πρόθεσης, η οποία ανανεώνεται και μεταβάλλεται σταδιακά. Έτσι, παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό το έκτο κατά σειρά ποιητικό της βιβλίο, ένα βιβλίο πολυεπίπεδο, με τον υπαινικτικό και απρόσμενο τίτλο Λυκόσκυλα (εκδόσεις Βακχικόν, 2024). Το ομώνυμο ποίημα είναι αυτό, το οποίο μάς εισαγάγει στο βιβλίο. Η ποιητική φωνή μετερχόμενη συμβολικά το συγκεκριμένο ζώο ανοίγει έναν άρρητο διάλογο με τις αισθήσεις. Οι αισθήσεις γίνονται το (ανοίκειο) σωσίβιο που σώζει το ποιητικό εγώ από τα σκυλιά που θέλουν να το κατασπαράξουν. Η όραση, η οσμή και προπάντων η γεύση κρατούν τα σκυλιά σε απόσταση αναπνοής απ’ το παρ’ ολίγον θύμα τους. Η γεύση, ναι./ Είναι γνωστό πως τα σκυλιά μισούν την πίκρα./ Δεν την αντέχουν./ Η πίκρα μ’ έσωσε, καθώς πικρό το αίμα/ της πικρής φυλής μου. (σ. 9) Είναι η πίκρα το σημείο καμπής, στο οποίο εξ αρχής επιζητεί να καταλήξει η ποιητική φωνή και μάς προετοιμάζει γι’ αυτό το σημείο με τους στίχους που προηγούνται.
Είναι η πίκρα που λογοτεχνικά εξυφαίνεται με την εκμετάλλευση ενός ακόμα ζώου, του ουροβόρου όφι, στο επόμενο ποίημα. Είναι το φίδι που δίνει την εντύπωση ότι τρώει την ουρά του (ουρά + βορά) τη στιγμή που ελίσσεται γύρω από τον εαυτό του και δαγκώνει την ουρά του αφαιρώντας το παλιό του δέρμα. Η καινοτομία, εντούτοις, της ποιήτριας δεν έγκειται στο επίπεδο του συμβόλου, αλλά στην καθαυτό διεργασία του φιδιού. Η Καϊμακλιώτη, δηλαδή, δεν χρησιμοποιεί την αλληγορική διάσταση που θέλει το ουροβόρο φίδι να σημαίνει τη νέα αρχή, την αναγέννηση, τη σοφία ή την στροφή στην πνευματικότητα από την φθαρτότητα του σώματος. Αντιθέτως, ιχνηλατεί την όρεξη και τη λαιμαργία του ζώου που άκριτα καταβροχθίζει τα πάντα, ακόμα και την ίδια του τη σάρκα. Να φαγωθεί να τελειώνει ο ζόφος (σ. 10) γράφει στην τελευταία στροφή αυτού του ποιήματος. Η διεργασία του φιδιού σημαίνει το πυκνό σκοτάδι, τον τρόμο, τον ζόφο που απειλεί ό,τι βρίσκεται κοντά του και πρέπει να τελειώνει μια και καλή, ώστε να αποσοβηθούν περαιτέρω επιπτώσεις – καταστροφικές για τον πάσχοντα ψυχισμό. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η παρουσία του αλόγου στο επόμενο ποίημα. Τα άλογα συμβολίζουν το «εμείς», την ποιητική φωνή μαζί με το αγαπημένο της πρόσωπο και κινούνται ελεύθερα και αγέρωχα κι ας είναι περικυκλωμένα από μια δική τους φυλακή. Μαζί καλπάζοντας μες στο αλμυρό νερό/ γράφαμε κύκλους στον τροχό της ιστορίας/ μνήμη των δρόμων ιπποδύναμη, λαχτάρα. (σ. 11). Στίχοι ευθύβολοι, των οποίων η αποτίμηση κρύβει μια δόση πικρίας. Τα πόδια και τα φτερά των αλόγων, όμως, διαχρονικά αποδίδουν το αίσθημα της δύναμης, της αισιοδοξίας, της αυταπάρνησης και της ελπίδας. Και αυτή η προοπτική εμφωλεύει στην καρδιά και τον νου του ποιητικού υποκειμένου, στα μύχια της λέξης, στα μύχια της νύχτας (παραφράζοντας από το ποίημα «Αδέσποτη γάτα», σ. 12).
Τα ποιητικά κείμενα της συλλογής διαπνέονται από την κοινωνική κριτική ματιά της ποιήτριας. Η τίσις, η τιμωρία και η συντριβή εκείνου που διέπραξε ύβριν, τεντώνεται μεταξύ πλάνης (άτης) και δυστοπίας, μεταξύ απάτης και αγάπης. Οι μνήμες ενός Μάρτη ξυπνούν τη μεθυσμένη επανάσταση που λαγοκοιμάται μιαν αξημέρωτη αυγή. Η ελευθερία ή και η ελευθεριότητα γίνονται το αίτημα και η προσευχή κάτω απ’ τα φεγγάρια του Σεπτέμβρη. Σκυφτοί κομπάρσοι εξόριστοι λιχνίζουνε στ’ αλώνι,/ κοιμίζουν το γλυκό ψωμί σε μάλλινο σεντόνι./ Χρόνους σε χέρι μητριάς υπομονής ζυμάρι,/ βορά στα φαύλα στόματα σουλτάνου μακελάρη. (Από το ποίημα «Τραγούδι», σ. 34). Οι παραπάνω στίχοι είναι ενδεικτικοί της κοινωνικής άποψης της δημιουργού, η οποία τεχνουργεί στίχους δυναμικούς, πυκνούς και εκφραστικά λιτούς εντείνοντας με τον τρόπο αυτό την αισθητική συγκίνηση που προκαλεί το ποίημα ως όλον. Η Καϊμακλιώτη γράφει μια ευχή και συνάμα ένα εμβατήριο για τις κακουχίες που κατατρύχουν τους ανθρώπους, για τα θύματα, για τους διωγμένους, για τους πνιγμένους απανταχού της γης. Οι στίχοι της είναι – δυστυχώς – διαχρονικά επίκαιροι, καθώς αντανακλούν την κρατική αναλγησία, την υπονόμευση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, το μακέλεμα αθώων ψυχών. Η αλήθεια διακορεύεται, η ουσία των ρημάτων αλλοιώνεται από ωραίες και ψευδείς προθέσεις (αναφορά στο ποίημα «Δούρεια φερέφωνα», σ. 37) και το ξόδεμα του εαυτού υπερτονίζει τη μετριότητα και, κυρίως, την απάθεια, την αδιαφορία για ό,τι συντελείται γύρω απ’ τον άξονα του πρώτου. Φωτογραφίσαμε αυτάρεσκα/ τη ζοφερή ματαιοδοξία./ Σκιαγραφήσαμε απερίσκεπτα/ ζωή σε δόσεις και την εκδώσαμε./ (σώματα – ασώματα). (Από το ποίημα «Ασώματα σώματα», σ. 41)
Παράλληλα, η ποιητική φωνή δεν χάνει την αισθαντικότητα και την ευαισθησία της απέναντι στην οδύνη, στη σκληρή γνώση της υπομονής. Απέναντι στα αγκάθια που τρυπούν την ψυχή και το κάλεσμα του έρωτα που συμπληρώνει τον κύκλο του θανάτου. Έναν κύκλο μοιραίο και, σίγουρα, ανερμάτιστο. Η ποιητική φωνή αντιμετωπίζει κατάματα και με συνέπεια τον χρόνο που διαρρηγνύει την κενότητα, τη ρίζα των πληγών, την κατάδυση και την ανάβαση από και σε έναν κόσμο που μοιάζει με σπίτι. Ένα σπίτι στο οποίο η σιωπή και η λήθη κινούν τα νήματα των ζωικών ενστίκτων, της γλώσσας και του αίματος. Ας ακούσουμε την ποιητική φωνή που μοιάζει να μάς καλεί κοντά της: Στο αμφίρροπο φόντο/ ανατέλλει ένα κρίνο/ αναστέλλει τη νύχτα. (Από το ποίημα «Famagusta touring», σ. 24) Η φθορά, ο χρόνος, οι πληγές όλα ανανοηματοδοτούνται, όλα αλλάζουν όψη και υφή όταν το βλέμμα στρέφεται στο παρελθόν, όταν οι φορείς της νιότης, τα παιδιά πιστεύουν στα παραμύθια. Τότε όλα αναγεννιούνται και απ’ τη ζωοδότρα αρχέγονη Μήτρα αναφύονται τα καλά κι ωφέλιμα ένστικτα. Τα όμορφα αλλά περασμένα πια. Γι’ αυτό και η γυάλινη σιωπή επιχειρεί να ξεχάσει τον εσωτερικό νόστο, να τον παρακάμψει, γιατί είναι μια επιστροφή, ένα γυρισμός επώδυνος, είναι η μνήμη που κρύβει στα σπλάχνα της τα λάφυρα – τάματα (αναφορά στο ποίημα «Ροή αέναος», σ. 30) και είναι προτιμότερο το κλειδί της μνήμης να παραμείνει κρυμμένο επιμελώς. Παρά ταύτα η ένωση μοιάζει αναγκαία συνθήκη, λυτρωτική και ποθητή. Είσαι το φως κι εγώ η γραφή./ Σκιές τρεμοπαίζουν στην ένωση./ Υγρή και περιρρέουσα η μνήμη./ Σχεδόν μας αγκαλιάζει ο γνόφος. […] Έλα θέλω ν’ ανταμωθούμε στο χείλος. (Από το ποίημα «Camera obscura», σ. 40)
Η ποιητική συλλογή ολοκληρώνεται με δύο ποιήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ποιήματα ποιητικής, καθώς αναφέρονται στην ίδια την ποιητική τέχνη και, κυρίως, στους ποιητές. Θα λέγαμε ότι το ποίημα «Meta-ποίηση» είναι ένα εύστοχο σχόλιο, ένα δουλεμένο και φροντισμένο τοπίο, το οποίο αποδίδει τα αντί-ποιητικά τεκταινόμενα στον συγκεκριμένο χώρο, στο ποιητικό συνάφι. Η ποιήτρια με γλώσσα αιχμηρή μάς καλεί να ξεχωρίσουμε τους αληθινούς ποιητές/ποιήτριες από όλους εκείνους που στο όνομα της ποίησης καπηλεύονται τις λέξεις σε ένα παιχνίδι διπλωματίας, δημοσίων σχέσεων, εξυπηρέτησης ιδίων και ιδιοτελών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων. Η ποιήτρια μιλά για όλους εκείνους που λυμαίνονται την ποίηση, εξαγοράζονται και ξεπουλούν την όποια τέχνη τους για μια συμμετοχή σε κάποιο – πάντα διεθνές και παγκόσμιο – φεστιβάλ, σε ένα βραβείο, σε μια ναρκισσιστική τάση να ξεχωρίσουν και να αναρριχηθούν προασπίζοντας το αλισβερίσι μεταξύ των λύκων-φίλων τους και λιβανίζοντας ο ένας το «έργο» του άλλου. Σίγουρα, επομένως, αυτή η μετά – ποίηση έχει να πει πολλά σε πολλούς και, ίσως, είναι εξ επίτηδες τοποθετημένο το ποίημα αυτό στο τέλος της συλλογής. Ίσως είναι το απόσταγμα αλλά και η αντανάκλαση της κοινωνίας μας μέσω των συμβάντων στην ποίηση σήμερα και πάντα.
.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ-ΛΑΖΑΡΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 4/5/2024
Στοιχεία λογοτεχνικής ιδιοπροσωπίας στο έργο της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, Λυκόσκυλα
«Νομίζεις πως δραπετεύεις και πέφτεις τρέχοντας μέσα στον εαυτό σου»
Τζέιμς Τζόις, Οδυσσέας
Επιχειρώντας να ξεκλειδώσει κανείς τη νέα ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, υποχρεωτικά πέφτει μέσα στα προηγούμενα έργα της. Το βιβλίο, που τιτλοφορείται «Λυκόσκυλα» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, δεν είναι μια ακόμη συλλογή που προστίθεται στα προηγούμενα έργα. Η ποιήτρια με την αυτοσυνειδησία, που έχει κατακτήσει μέσα από την εμπειρία και το βίωμα, αντλώντας από μια βαθύτερη πηγή στοχασμού και μελέτης, προχωρεί πιο αποφασιστικά, πιο τολμηρά να συναντήσει τον αναγνώστη έχοντας στο ενεργητικό της ως εφαλτήριο πέντε ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων. Αποφασίζει να δώσει περισσότερα κλειδιά στον αναγνώστη και τολμά να φανερώσει τη λογοτεχνική ιδιοπροσωπία της και όσα συνιστούν την ποιητική της.
Ο τίτλος «Λυκόσκυλα» μπορεί να ιντριγκάρει τον αναγνώστη. Ωστόσο διαδραματίζει ένα ρόλο πιο ουσιαστικό από το να εξάψει την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Μαζί με το ομώνυμο ποίημα είναι το κλειδί, που μας εισάγει στο ποιητικό σύμπαν και μας αποκαλύπτει το ποιητικώς ζην της Αγγέλας Καϊμακλιώτη.
Με την ανάγνωση του πρώτου ποιήματος της συλλογής, «Λυκόσκυλα», μας αποκαλύπτεται ένα γεγονός. Με διαύγεια, καθαρότητα εικόνων και θαυμαστή οικονομία κατατίθεται η απειλή, που δέχεται το ποιητικό υποκείμενο από την αναπάντεχη συνάντησή του με τα λυκόσκυλα. Αποτυπώνεται ένα συγκλονιστικό βίωμα. Η ανάγνωση του ποιήματος σε ένα πρώτο επίπεδο, ως ακραίο βίωμα και γεγονός, προσφέρει την αισθητική απόλαυση και τη συγκίνηση. Στη συνέχεια μας μεταφέρει σε έναν έσω κόσμο, σε έναν έσω χώρο, αυτόν της ανθρώπινης ύπαρξης και της αναζήτησης νοήματος. Είναι ένα κλειδί που λειτουργεί για κάθε ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη. Η τέχνη της εκκινεί από τον έξω κόσμο και με την ιδιαίτερη, αποκλίνουσα και διεισδυτική ματιά της η ποιήτρια συλλαμβάνει το μέσα μυστήριο.
Η εξέλιξη που δικαιώνει σε κάθε περίπτωση την έκδοση ενός λογοτεχνικού έργου είναι φανερή και ευδιάκριτη στα εξής:
α) Εμβάθυνση και εσωτερικότητα.
Η εσωτερικότητα δεν πρέπει να εκληφθεί βέβαια ως εσωστρέφεια και απομόνωση. Είναι η κίνηση του ποιητικού βλέμματος από την παρατηρούμενη εξωτερική εικόνα προς τον μέσα κόσμο και από την εμπειρία προς την πνευματική σύλληψη, μια σύζευξη κι όχι καθρεφτισμός, σύζευξη γεγονότος και νοήματος.
Η έμπνευση που έχει πυροδοτήσει τα περισσότερα ποιήματα είναι φανερό πως προέρχεται από γεγονότα ή από συναντήσεις και συνομιλίες με συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως δηλώνουν και οι αφιερώσεις. Τόποι, δημόσιοι χώροι και ιδιωτικοί, που συμπλέκονται με το βίωμα, τη μνήμη, τον μύθο, την ιστορία ακόμη και το προσωπικό τραύμα, γίνονται αφορμές και θέματα στο έργο. Σε όλα τα ποιήματα η υλικότητα εικόνων, μεταφορές, συζεύξεις, αντιθέσεις, φωτίζουν τα «μύχια της ψυχής», την ιερότητα του τραγικού, την πολυπλοκότητα και το δυσθεώρητο βάθος των ανθρωπίνων, το απροσπέλαστο Νόημα.
Η «Ελλειπτική Γεωμετρία», ένα ποίημα μινιμαλιστικής αφετηρίας με ένα παιγνίδι ανοίκειας και οικείας εικόνας, αφαιρετικό και με απροσδιόριστο το γεγονός που στάθηκε η αφορμή της γραφής του, ανήκει οργανικά στη συλλογή σαν ένα είδος υπερβατικής αποκάλυψης και σύνοψης.
«Το πρωινό
βελούδο του νερού
η τέλεια σφαίρα,
στην ένωση αλμυρό
και στην αφαίρεση
προπάντων.
Το σύμπαν ύστερα
μαχαίρι του βυθού
τέμνει καθέτως
τη σιγουριά κάθε
παράλληλης ευθείας
που ξεστράτισε.
Δεν είναι ο χρόνος
αλλά το γεγονός
που τόλμησε
να ψηλαφίσει το νερό
κυματισμός να γίνει
του ωραίου κενού»
β) Τα γλυπτικά συντάγματα που δημιουργεί η ποιήτρια είναι ένας ιδιότυπος και προσωπικός τρόπος έκφρασης. Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα «Πετάνε τ’ άλογα» για να γίνουν πιο κατανοητά τα σχόλια που ακολουθούν.
Ήταν στην παραλία των αλόγων.
Το χαλινάρι κράτησα γερά και
μπήκαμε στη θάλασσα δεμένοι.
Άφησα τ΄ άλογο να πάρει το δικό του
μα εκείνο μ΄ ακολούθησε πιστά.
έτσι γεννήθηκε το μυστικό μας.
Ελεύθεροι μες στη δικιά μας φυλακή
κι ας ήταν σκουριασμένα τα καρφιά
στα πέταλα, λυμένοι κόμποι στο καπίστρι.
Μαζί καλπάζοντας μες στο αλμυρό νερό
γράφαμε κύκλους στον τροχό της ιστορίας
μνήμη των δρόμων ιπποδύναμη, λαχτάρα.
Πόδια σπασμένα απ’ τον αγώνα, μα φτερά
σε πλάτες δυνατές που γνώρισαν μαστίγιο
και πως πετάνε τ’ άλογα όταν γεράσουν.
Πρόκειται για ένα γλυπτικό σύνταγμα όπου άλογο και αναβάτης συμπλέκονται. Δεν ξεχωρίζουν σώματα, ούτε καρφιά, ούτε πέταλα. Δεν διακρίνουμε σε ποιου τις πλάτες πέφτει το μαστίγιο, σε ποιες μαστιγωμένες πλάτες φυτρώνουν τα φτερά. Το μαστίγιο πηγαινοέρχεται, πέφτει στον αναβάτη, στο άλογο και τα φτερά φυτρώνουν στις μαστιγωμένες πλάτες. Δεν είναι συνήθης μεταφορικός λόγος. Οι ιδιότητες ανταλλάσσονται ανάμεσα στα σώματα. Οι στίχοι είναι ευθύβολοι και διαυγείς και όλο το ποίημα αναπτύσσεται με την ορμή αλόγου.
γ)Διαύγεια, πυκνότητα, ρυθμός και μουσικότητα είναι τα χαρακτηριστικά της συλλογής. Καμιά περιττή λέξη. Σφιχτοδεμένη σύνθεση και πειθαρχία των ποιημάτων σε μια καλοδουλεμένη αρχιτεκτονική. Το βήμα με το οποίο κερδήθηκε η διαύγεια είναι η εμπιστοσύνη της ποιήτριας στην προσωπική της φωνή. Χωρίς δισταγμό σε αυτή τη συλλογή αποφασίζει πως η επιζητούμενη από κάθε καλλιτέχνη πρωτοπορία δεν είναι τόσο βαρύνουσα που να νοθεύει την γνησιότητα. Δεν αναστέλλει ούτε και το ρυθμό και τη μουσικότητα που διαθέτει ως τάλαντο η ποιήτρια και δεν το θυσιάζει σε μόδες και λογοτεχνικές θεωρίες. Δοκιμάζει μάλιστα με επιτυχία ακόμη και έμμετρα ποιήματα. Παρατίθεται ενδεικτικά το ποίημα «Τραγούδι». Συνέχεια, ανανέωση κι ανέλιξη μιας ποιητικής παράδοσης με θέμα την Κύπρο και τη μοίρα της.
Σκυφτοί κομπάρσοι εξόριστοι λιχνίζουνε στ’ αλώνι,
κοιμίζουν το γλυκό ψωμί σε μάλλινο σεντόνι.
Χρόνους σε χέρι μητριάς υπομονής ζυμάρι,
βορά στα φαύλα στόματα σουλτάνου μακελάρη.
Αιμορραγούν τα σώσπιτα στου χρόνου το μαντάλι
βουνά σκυφτά και προσκυνούν του ξένου το κεφάλι.
Πεύκα γονατιστά φιλούν αρχαία παραλία,
χαράτσι, λύτρα δεν ξεχνώ σε χώρα εναλία.
Είναι που έμεινε σκυφτό το προδομένο σώμα,
είναι που φανερώθηκαν μικροί θεοί από χώμα.
Μια γκρίζα ναρκοθέτηση πικρή εμφύλια ζώνη,
σκιώδη τα λημέρια τους και πολεμούσαν μόνοι.
Υπάρχει ένα κομμάτι γης το βλέμμα να φυτεύεις
και να βλασταίνει η πίκρα σου σαν πάψεις να πιστεύεις.
Υπόκλιση φανατική, τυφλή στις περιστάσεις,
αλισβερίσι Ανατολής γίναν οι καταστάσεις.
Υπάρχει άραγε ουρανός αν θέλεις να πετάξεις,
σαν ένας μύστης του καιρού το νήμα του ν’ αδράξεις;
Χτυπούν καμπάνες μυστικά στου Μαχαιρά τα όρη,
μακάρι να τις άκουγαν, αθάνατε Γρηγόρη.
δ) Η σωματικότητα και σωματοποίηση είναι μια ακόμη ιδιοτυπία της ποίησης της Αγγέλας Καϊμακλιώτη. «Γυναικεία και αναβράζουσα εσωτερικότητα», σωματικότητα και σωματοποίηση χαρακτηρίζουν κυρίως ένα από τα προηγούμενα έργα της με τίτλο «Αειθαλής θάλασσα». Τα ποιήματα «Γυναίκα» και «Τρικυμία» είναι ενδεικτικά. Το ατελεύτητο, η απεραντοσύνη και το αειθαλές της θάλασσας επανέρχονται συχνά στα έργα της. Ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με τη θάλασσα και στρέφεται στο χρόνο, στη μνήμη, στο μύθο, στην ιστορία. Συνδέεται με το προσωπικό τραύμα. Με τρόπους ακόμη ωριμότερους συναντούμε και πάλι τη γυναικεία εσωτερικότητα και τη σωματικότητα. Στα «Λυκόσκυλα» είναι ευδιάκριτη η εγκαθίδρυση μιας πατρίδας πάνω στο σώμα.
Σωσίβιο ήτανε πιστεύω οι αισθήσεις τους.
Εκείνες με γλιτώσανε.
Σαν έτρεχαν οι σκύλοι προς το μέρος μου,
(με τα σαγόνια και τα σάλια)
είδανε άραγε το γαλανό που μάρκαρε τις χούφτες μου;
Διέκριναν το κίτρινο της ακακίας στα μαλλιά μου;
(Από θαλασσινό μεθύσι επέστρεφα.)
Οσμίστηκαν τα εκρηκτικά που είχα φορέσει στον λαιμό;
Είδαν το ναρκοπέδιο στα μάτια μου;
Άκουσαν την πατρίδα
που μέσα μου αλυχτούσε;
(Ένα σκυλί αδέσποτο κι αυτή.)
Πάντως το ρύγχος τους ακούμπησαν στα πόδια μου.
Μύρισαν κάθε ίχνος που περπάτησα,
υγρές σπηλιές και κάμπους ανθισμένους.
Μα εκείνο που με έσωσε θαρρώ, ήταν η γεύση
(η κορωνίδα των αισθήσεων).
Η γεύση, ναι.
Είναι γνωστό πως τα σκυλιά μισούν την πίκρα.
Δεν την αντέχουν.
Η πίκρα μ’ έσωσε, καθώς πικρό το αίμα
της πικρής φυλής μου.
Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη χρησιμοποιεί ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, όπως πολυσημία λέξεων και φράσεων, συνειρμούς, προσωποποιήσεις, παύσεις, υπαινιγμούς, ειρωνεία, μεταφορές, αναλογίες εικόνων και αφηρημένων εννοιών, συζεύξεις, αντιθέσεις. Κάθε φορά η ποιήτρια εμφανίζεται με ακόμη πιο ώριμη χρήση των εκφραστικών μέσων.
ε) Ο «Ουροβόρος» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αλληγορική αφήγηση και εκδραμάτιση μέσα σε δεκαεννέα στίχους. Δομείται πάνω σε τέσσερις τετράστιχες στροφές. Ο τέταρτος στίχος κάθε στροφής είναι παρενθετικός, σχολιασμός και επιτονισμός. Το ποίημα τελειώνει με ένα τρίστιχο στο οποίο φανερώνεται μέσα από μια ελικοειδή ανάβαση της έντασης, ένα φίδι. Ένα φίδι που τρώει την ουρά του. Μια εικόνα εντυπωσιακή που αποκαλύπτεται με κινηματογραφικό τρόπο.
Αρχικά τους γονείς του είχε φάει
τις επιθυμίες τους αμέσως μετά.
Χειμερία σιωπή ακολούθησε
(στη σπηλιά δεν πεινάει).
Ήρθε η όρεξη τρώγοντας πάλι
τα μάτια, τη μύτη, το στόμα, τ’ αυτιά
τ’ α κ ρ ο δ ά χ τ υ λ α
(το κυνήγι εξαντλεί).
Συνεχίζει καταπίνοντας λαίμαργα
τα βάθη, τα πλάτη, τα ύψη, τα μη
τ α σ ώ μ α τ α
(πατρίδα και μήτρα αχώνευτα).
Με τα ρούχα του τρώγεται τώρα
τον αιμάτινο του Νέσσου χιτώνα
της Σαλώμης τα σάρκινα πέπλα
(με τις πλύσεις στενεύουν τα ρούχα).
Να φαγωθεί να τελειώνει ο ζόφος.
Ένα φίδι που βγάζει το δέρμα του.
Ένα φίδι που τρώει την ουρά του.
Στο ποίημα «Νόστος» η λιτότητα και η αρχιτεκτονική πειθαρχία με δύο ισάριθμες σε στίχους στροφές, προσδίδουν μια μεγαλύτερη ένταση στις συζεύξεις και στις αντιθέσεις.
Και στο κλειστό παράθυρο
μπροστά, λαχτάρισε.
Έριξε βλέμμα πέτρινο κλεφτά
τη γυάλινη σιωπή να σπάσει·
να μπει στο σώμα του σπιτιού
να ξαποστάσει.
Και στο κλειστό παράθυρο
μπροστά, θυμήθηκε.
Έριξε πέτρα πίσω του κι αλάτι
τον γυρισμό του να ξεχάσει·
να βγει απ’ το σώμα του σπιτιού
να ξαποστάσει.
Στις Δοκιμές του ο Σεφέρης αναφέρει για το ύφος ως ιδιοπροσωπία: «Γλώσσα και ύφος είναι πράγματα συνυφασμένα και χωνεμένα το ένα με το άλλο. Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Φτάνει να είσαι πραγματικός άνθρωπος, και έχεις ύφος. Καλό ή κακό δεν έχει σημασία, είναι πάντα ύφος. Αντίθετα, ο εξουδετερωμένος άνθρωπος είναι χωρίς ύφος. Το μη ύφος είναι απάνθρωπο. Έτσι μπορούμε να φανταστούμε ακόμη μια σκιά ανθρώπου (και στη δυστυχισμένη μας εποχή η γνώση φαίνεται να παράγει πολλές τέτοιες σκιές), που να ξέρει θαυμάσια μια γλώσσα και να μην έχει διόλου ύφος. Στην άκρη της διάκρισης αυτής βρίσκουμε τη διάκριση του χειροποίητου και του μηχανοποίητου – ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος»
Τα «Λυκόσκυλα» ανήκουν στα χειροποίητα έργα, επειδή πέρα από τον γλωσσικό πλούτο και την παιδεία που έχει η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, ως πραγματικός άνθρωπος παράγει τέχνη. Χειροποίητη τέχνη με το προσωπικό της ύφος.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟ 15/6/2024
ΑΦΗΣΤΕ ΤΑ ΛΥΚΟΣΚΥΛΑ ΝΑ ΣΑΣ ΜΥΡΙΣΟΥΝ
Με την έκτη ποιητική συλλογή που φέρει τον επιθετικό, αλλά και πολύσημο τίτλο Λυκόσκυλα, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, μετά από μια έντονη εκφραστική κρίση που την οδήγησε, μάλιστα, στην πρόσκαιρη δήλωση ότι δεν θα ξαναγράψει, επιστρέφει πιο δυναμικά στο αλωνάκι της ποίησης, διατηρώντας τους βασικούς θεματικούς και μορφολογικούς άξονες της δουλειάς της, αλλά κι από την άλλη συμπληρώνοντας και επεκτείνοντάς τους, φτιάχνοντας ποίηση αξιόλογη. Πιο συγκεκριμένα, ενώ εντοπίζουμε τον κυρίαρχο -και στις προηγούμενες συλλογές της- πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό με έμφαση στο τραύμα της τουρκικής εισβολής, της ημικατοχής και της προσφυγιάς, στην ανά χείρας συλλογή αυτή η δεσπόζουσα αίσθηση της πίκρας (δεν είναι τυχαίο ότι η προηγούμενη συλλογή της τιτλοφορείται Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα) συνυφαίνεται για πρώτη, ίσως, φορά τόσο βαθιά και σύνθετα με τον έντονο υπαρξιακό προβληματισμό-βίωμα της ποιήτριας, αλλά και με την κυρίαρχη αίσθηση προσωπικού και κοινωνικού αδιεξόδου μέσα σε έναν κόσμο αλλοτριωμένο και έκπτωτο.
Το τραύμα του τόπου, λοιπόν, μαζί με το τραύμα της ύπαρξης, με άλλα λόγια, η φιλοσοφικά βιωμένη εθνική και υπαρξιακή αγωνία που χρωματίζει τις σελίδες της ανά χείρας συλλογής με παρούσα την ποιητικά γόνιμη αγωνία της μοναξιάς, της αναπόδραστης φθοράς, του θανάτου και του χρόνου συνδυάζεται λειτουργικά με την αποδέσμευση μιας ορισμένης σκοτεινότητας του νοήματος -όχι ωστόσο στο σημείο που να καθιστά το κείμενο αναγνωστικά δύσβατο- η οποία συμπληρώνεται μοντερνιστικά αφενός με μιαν αυξημένη δραματικότητα, και αφετέρου με τη στροφή της ποιήτριας σε πιο παραδοσιακές φόρμες (π.χ. τραγούδι, χρήση ομοιοκαταληξίας)˙ μορφές οι οποίες αφενός επαναφέρουν το αισθητικό ζήτημα της «επαναμάγευσης του στίχου» και της ρυθμικότητας-μουσικότητας του ποιητικού λόγου και αφετέρου επιχειρούν να ελαφρύνουν το βαρύ, πικρό κλίμα ιδιωτικού και συλλογικού αδιεξόδου που κυριαρχεί στη συλλογή. Και στους τρεις, επομένως, κυρίαρχους χώρους-τόπους όπου εκτυλίσσεται η ποιητική δράση (Προβηγκία-Νότια Γαλλία, κατεχόμενη και ελεύθερη Κύπρος) έχουμε για πρώτη φορά δύο ισότιμες και δεσπόζουσες θεματικές που άλλοτε συνυπάρχουν χωρίς να εφάπτονται, τις περισσότερες φορές, ωστόσο, διεισδύουν η μια μέσα στην άλλη, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά δυναμικό και διαλεκτικό αισθητικό πεδίο που αφομοιώνει τον πόνο, την υπαρξιακή αγωνία και τη θλίψη, αναβρύζοντας αγάπη για τον άνθρωπο, την ομορφιά, τη ζωή, την ελευθερία και την τέχνη.
Το εναρκτήριο και ομώνυμο ποίημα της συλλογής Λυκόσκυλα αποτυπώνει την αποκαλυπτική εμπειρία του φόβου και της ποιητικής αφύπνισης του ποιητικού υποκειμένου μετά την απρόσμενη επίθεση που δέχτηκε από αδέσποτα σκυλιά σε παραλία του νησιού «Σαν έτρεχαν οι σκύλοι προς το μέρος μου, / (με τα σαγόνια και τα σάλια)». Στο ποίημα, ωστόσο, αυτή η έντονη εσωτερική εμπειρία δεν αποτυπώνεται με άμεσο και απόλυτο τρόπο, αλλά αντίθετα αναπτύσσεται έμμεσα, υπαινικτικά και γι’ αυτό αισθητικά λειτουργικά μέσα από τα αλλεπάλληλα ερωτήματα-υποθέσεις που τίθενται από το ποιητικό υποκείμενο για να εξηγήσει την απρόσμενη αλλαγή της συμπεριφοράς των σκυλιών. Η ηρωίδα, λοιπόν, αναρωτιέται αν τα σκυλιά που ολοένα πλησιάζουν επικίνδυνα προς το μέρος της μπορούν να αντιληφθούν με τις οξυμμένες αισθήσεις τους σημαντικά στοιχεία της υπαρξιακής και εθνικής της ταυτότητας, της εμπειρίας και της ζωής της. Αναρωτιέται, λοιπόν, αν διέκριναν «το γαλανό στις χούφτες», «το κίτρινο της ακακίας στα μαλλιά», «τα εκρηκτικά στον λαιμό», «το ναρκοπέδιο στα μάτια» ή αν ακόμη εντόπισαν το ανοικτό τραύμα του τόπου μέσα της που γίνεται ακόμη εντονότερο την άνοιξη που αναγεννιέται η φύση «Άκουσαν την πατρίδα/ που μέσα μου αλυχτούσε;/ (Ένα σκυλί αδέσποτο κι αυτή)».
Αφού, λοιπόν, είδαν, άκουσαν και μύρισαν «κάθε ίχνος που περπάτησα/ υγρές σπηλιές και κάμπους ανθισμένους», αφού ακούμπησαν το ρύγχος τους στα πόδια της ηρωίδας, τα σκυλιά σωτήρια αποχωρούν, καθώς δεν αντέχουν την έντονη εσωτερική της πίκρα.
Η ηρωίδα σώνεται τελικά από την αίσθηση της πικρής γεύσης που μεταφέρει μέσα στο αίμα, μέσα στα γονίδια, μέσα στην ψυχή της, γεγονός που αποκαλύπτει ότι τα σκυλιά δεν αντιλαμβάνονται μόνο την εξωτερική εικόνα του είναι, αλλά οσμίζονται βαθύτερα τόσο την εσωτερική-υπαρξιακή όσο και την κληρονομημένη εθνική πίκρα. Το ποίημα κλείνει συγκλονιστικά αφενός με το αναγνωστικό άνοιγμα από το προσωπικό υπαρξιακό δράμα στο συλλογικό, σύγχρονο τραύμα του τόπου που συνυφαίνεται άρρηκτα με την τραγικά διαχρονική ιστορική μοίρα του νησιού˙ άνοιγμα το οποίο εντείνεται ακόμη περισσότερο στους δύο καταληκτικούς στίχους του ποιήματος με τη δραματική και υπαινικτικά εύστοχη διακειμενική σύνδεση με το γνωστό ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Οι γάτες του Άι-Νικόλα», καθώς οι γάτες που έφερε σύμφωνα με τον μύθο η Αγία Ελένη στο νησί, χάθηκαν τελικά κι αυτές, τρώγοντας χρόνια «το αίμα το φαρμακερό των ερπετών»: «αιώνες φαρμάκι˙ γενιές φαρμάκι».
Μα εκείνο που με έσωσε θαρρώ, ήταν η γεύση
(η κορωνίδα των αισθήσεων).
Η γεύση, ναι.
Είναι γνωστό πως τα σκυλιά μισούν την πίκρα.
Δεν την αντέχουν.
Η πίκρα μ’ έσωσε, καθώς πικρό το αίμα
της πικρής φυλής μου.
Αν στο πρώτο ποίημα της συλλογής η δράση τοποθετείται στην ελεύθερη Κύπρο με πρωταγωνιστές τα αδέσποτα σκυλιά, στο ποίημα «Αδέσποτη γάτα» μεταφερόμαστε στην Προβηγκία με πρωταγωνιστή τη γκριζούλα γάτα του Λούκ. Παρατηρώντας τη γάτα που γουργουρίζει ανέμελα και ακούει στο όνομα «Grisjke», η σκέψη του ποιητικού υποκειμένου μεταφέρεται στη δική της γάτα, στην οποία αντί να δώσει ένα χαριτωμένο όνομα όπως «Λευκή» που συμβολίζει την αθωότητα, την έχει ονομάσει «Μήδεια», γιατί «Ασυγχώρητη πλέον αυτή/ τα δικά της γατιά έχει φάει!». Η σύγκριση, ωστόσο, ανάμεσα στα ονόματα των δύο γάτων που εκκινεί συνειρμικά σε ξένο τόπο (Προβηγκία), δεν είναι στην πραγματικότητα καθόλου επιφανειακή ή τυχαία, καθώς σε πρώτο επίπεδο οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο σε μια βαθύτερη υπαρξιακή ενδοσκόπηση προς «τα μύχια της λέξης/ τα μύχια της νύχτας». Σε δεύτερο και βαθύτερο, ωστόσο, επίπεδο, η έντονη αντίθεση ανάμεσα στο χαριτωμένο όνομα «Γκριζούλα» και στο μυθικό, ασήκωτα τραγικό και σκοτεινό όνομα «Μήδεια», υποδηλώνει συνειρμικά και υπαινικτικά τη δεσπόζουσα αντίθεση ανάμεσα στο ασφαλές, ειδυλλιακό και ελεύθερο τοπίο της ξένης Προβηγκίας από τη μια, και στο επικίνδυνο και ασφυκτικό περιβάλλον της πατρίδας (Κύπρος, Ελλάδα) που τρώει τα ίδια τα παιδιά της από την άλλη. Το ποίημα κλείνει αλληγορικά και πολύσημα με την υπαρξιακή καταβύθιση της ηρωίδας, η οποία αντιλαμβάνεται τη μικρότητα και την περατότητα του ανθρώπου μέσα στην απεραντοσύνη του κόσμου «Μια νύχτα λευκή σε Ακτή Κυανή/ μια γάτα ναζιάρα «Γκριζούλα».
Στο ποίημα «Famagusta touring» η δράση μετατοπίζεται στην κατεχόμενη Κύπρο και πιο συγκεκριμένα στην περίκλειστη Αμμόχωστο, την οποία πολύ πρόσφατα έχει αρχίσει να ανοικοδομεί και να εκμεταλλεύεται τουριστικά το παράνομο κατοχικό κράτος. Σε αντίθεση, πάντως, με τον τίτλο του ποιήματος που υποδηλώνει αρχικά μια χαρούμενη και ανέμελη τουριστική εκδρομή, το ποίημα αποτυπώνει εξαρχής μιαν επικίνδυνη τουριστική εμπειρία σε μια πόλη γεμάτη προειδοποιητικές πινακίδες και ετοιμόρροπα κτήρια, καυτηριάζοντας ειρωνικά την παραβίαση των διεθνών συνθηκών και την πρόσφατη τουριστική εκμετάλλευση της ερειπωμένης πόλης από το κατοχικό καθεστώς. Η έντονη, πάντως, ειρωνική και σαρκαστική διάθεση του ποιήματος εντείνεται ακόμη περισσότερο αφενός από τη μείξη της αγγλικής και της ελληνικής γλώσσας και αφετέρου από έναν ασυνεχή και θραυσματικό ποιητικό λόγο, στοιχεία που καταδεικνύουν τόσο την επικινδυνότητα της συγκεκριμένης τουριστικής εμπειρίας όσο και το παράλογο-άδικο της εν λόγω τουριστικής εκμετάλλευσης από τους μη νόμιμους κατοίκους-κατακτητές της πόλης.
Attention – Το κτίριο
μπορεί να καταρρεύσει!
Αλλόθροα τα πλήθη συρρέουν
κέραμοι – λίθοι – πλίνθοι
η λήθη – ατάκτως
εκτάκτως – η αταξία
ως ίωση – Attention!
Προσοχή – The building
may collapse!
Δεν φέρουμε ουδεμία
ευθύνες – θίνες – αμμόχωστες
λίμνες αρχαίες και θάλασσες.
Κι αν καταρρεύσουν θα
παρασύρουν κι εσένα.
Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι στην τρίτη στροφή τα ειρωνικά βέλη του ποιητικού υποκειμένου δεν στρέφονται μόνο προς τους ξένους τουρίστες που με ιδιοτέλεια και αδιαφορία συγκαλύπτουν το διεθνές αυτό έγκλημα, αλλά κυρίως προς τους ίδιους τους Ελληνοκύπριους, οι οποίοι έχοντας διαγράψει το τραύμα της εισβολής, την αιμάσσουσα μνήμη και την εθνική τους αξιοπρέπεια «στους τοίχους κατά συρροή η Ένωση», συναγελάζονται τώρα αδιάντροπα με τον κατακτητή τους «συναγελάζονται dark coffee», ο οποίος έχει σκοτώσει, έχει βιάσει, έχει εκδιώξει, έχει καταστρέψει και συνεχίζει να κατέχει με τη βία και να εκμεταλλεύεται την περιουσία τους.
Προβληματισμένη, πάντως, από την απογοητευτική στάση μέρους των συμπατριωτών της, η πρόσφυγας από την Αμμόχωστο ποιήτρια Αγγέλα Καϊμακλιώτη προβάλλει έμμεσα τη στέρεα άποψη ότι η δικαιοσύνη είναι η μόνη ηθική δύναμη που θα αποκαταστήσει την ισότητα, θα καταργήσει το μίσος και θα θεμελιώσει την ειρήνη. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μαύρη-σκοτεινή μορφή τουρισμού «ελληνοτουρκικό dark tourism», το ποίημα στην τελευταία στροφή υποδεικνύει μιαν άλλη πιο φωτεινή μορφή επίσκεψης: την επίσκεψη του πονεμένου πρόσφυγα στον τόπο, στο σπίτι και στις ρίζες του, μέσα από την οποία ανατέλλει το κρίνο της μνήμης, της δικαιοσύνης και της επιστροφής. Συμπληρωματικά αναφέρω ότι το μείζον θέμα-δράμα της συνεχιζόμενης κατοχής και του ακρωτηριασμένου νόστου των Ελληνοκύπριων προσφύγων μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων εντοπίζεται και στα ποιήματα «Σπίτια», «Μικρό μπαλκόνι στα Λιμνιά», «Νόστος», «Capo Bonandrea» και «Ακανθούσα».
Παρακαλώ για μια σέλφι!
Στο αμφίρροπο φόντο
ανατέλλει ένα κρίνο
αναστέλλει τη νύχτα.
Σε αρκετά, πάλι, ποιήματα της συλλογής (π.χ. «Υμνωδία», «Ακανθούσα», «Μαγέματα») κυριαρχεί μια γυναικεία ποιητική όραση που εξερευνά με προσοχή και διαίσθηση το μυστήριο του κόσμου (χλωρίδα και πανίδα), καθώς η γυναικεία φύση συνδέεται άρρηκτα με τις αναγεννητικές και μυστηριακές ιδιότητες της κυπριακής γης και αποτυπώνει υπαινικτικά την ελπίδα της ποιήτριας για δικαιοσύνη και ελευθερία. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι γυναίκα-μάνα-φύση-ελευθερία, ταυτίζονται πολύσημα και δυναμικά στην ανά χείρας συλλογή με τρόπο ώστε να προβάλλεται ο ελεύθερος, ερωτικός και γόνιμος χαρακτήρας της μεσογειακής γυναίκας και φύσης. Γυναίκα και φύση, ωστόσο, στη συλλογή δεν αποτελούν μόνο τις μυστηριακές και αντιφατικές μήτρες-δυνάμεις που συντηρούν τη ζωή και διασφαλίζουν τη διαιώνισή της, αλλά αποτελούν παράλληλα τα αρχέτυπα δοχεία τόσο του συλλογικού-εθνικού όσο και του ιδιωτικού και φυλετικού πόνου.
Η γυναικεία, ωστόσο, ποιητική όραση της Καϊμακλιώτη -τόσο στην παρούσα συλλογή όσο και στις προηγούμενες- δεν παράγεται από τη συνειδητοποιημένη αποφασιστικότητά της να γράψει ως γυναίκα που φιλοδοξεί να αποκαλύψει συγκρουσιακά τις διαφορές των φύλων. Αντίθετα, επειδή απουσιάζει ακριβώς αυτή η πρόθεση, η ποιητική αλήθεια προκύπτει στον δρόμο με έναν πιο λεπταίσθητο και ουσιαστικό τρόπο, ο οποίος εγγυάται ένα καθολικότερο και αισθητικά δραστικότερο αποτέλεσμα. Σκοπός, εξάλλου της ποίησης, δεν είναι να επαναλαμβάνει το ορατό, αλλά να φωτίζει το αθέατο, κι αυτό υπερβαίνει τη συγγραφική βούληση. Και ίσως αυτό ακριβώς το σημείο επιχειρεί να φωτίσει η ποιήτρια στο ποίημα «Συνομιλία για την ωμή λεία», το οποίο, όχι τυχαία κατά την άποψή μου, διαλέγεται δημιουργικά με την πρωτοπόρο της γυναικείας γραφής στην Κύπρο Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα. Ας ακούσουμε το ποίημα το οποίο αφιερώνεται με αγάπη στην Έλενα Τουμαζή.
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΜΗ ΛΕΙΑ
στην Έλενα Τουμαζή
«Μα αν έφευγες, δεν θ’ άκουγες
της κουκουβάγιας το σοφό τραγούδι.
Ούτε το φως στα μάτια της
θα αντίκριζες αν έφευγες.
Πάντα να ξέρεις στην υπομονή
φωλιάζει η γνώση.
Να βλέπεις μέσα όχι απέξω.
Να ακούς τη μελωδία που δομεί τη λέξη.
Τον ήχο που πυροδοτεί
του μίτου την ανάφλεξη.
Να μένεις ελευθέριος στον λαβύρινθο
λατρεύοντας το Άλφα και το Ωμέγα,
υμνώντας τα μικρά πανσέληνα
φεγγάρια του Σεπτέμβρη
μικρό πουλί που κρύφτηκε
στου Νου τη φυλλωσιά
να μην το βρουν
τα σαρκοβόρα».
Είπε, η γάτα μου η Μήδεια, λευκή
της Αφροδίτης κόρη, που γνωρίζει
της σιωπής τη γλώσσα και την ωμή λεία.
Αρκετά, επίσης, ποιήματα της συλλογής στρέφονται κατά της κοινωνικής αδικίας και της πνευματικής έκπτωσης και αποκαλύπτουν την έντονη κοινωνική κριτική και οπτική της ποιήτριας. Πιο συγκεκριμένα το επίκαιρο κοινωνικό ζήτημα της οικονομικής, αλλά κυρίως πνευματικής κρίσης του τόπου αλλά και γενικότερα του κόσμου, καθώς και η εναγώνια προσπάθεια υπεράσπισης και επίτευξης μιας παγκόσμιας κοινωνικής δικαιοσύνης αποτυπώνονται ως ατομικό και, κυρίως, ως συλλογικό βίωμα. Λεπτά ειρωνική και ενίοτε σαρκαστική, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη στιγματίζει με παρρησία την κοινωνική αδικία, την απληστία και τη ματαιοδοξία των ισχυρών, τον αναδυόμενο ρατσισμό, τον παραλογισμό και τον φθόνο. Τολμά, δηλαδή, να μιλήσει για το βαθύτερο σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης, ακόμα και των ίδιων των ποιητών (βλ. το ποίημα «Μeta-ΠΟΙΗΣΗ») και με αυτό τον τρόπο αποτελεί έναν πνευματικό άνθρωπο που αντιστέκεται σε έναν αλλοτριωμένο, απάνθρωπο και ηθικά διαβρωμένο κόσμο χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείπει την πίστη της στη ζωή και στον άνθρωπο.
Στο ποίημα «Ουροβόρος», όμως, αυτή η πίστη στο μέλλον φαίνεται στιγμιαία να ραγίζει, καθώς το ποίημα δεν στηλιτεύει μόνο την ανικανοποίητη απληστία και την έλλειψη μέτρου που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος, χαρακτηριστικά που έχουν οδηγήσει τόσο στην επικράτηση της κοινωνικής αδικίας (φτώχεια, ανεργία, πόλεμοι, μετανάστευση, θάνατος) όσο και σε μιαν οικολογική κρίση χωρίς προηγούμενο, αλλά παράλληλα αποδομεί ειρωνικά τη συμβολική και αρχέτυπη αναπαράσταση του ουροβόρου, του φιδιού που αναγεννάται τρώγοντας τον εαυτό του. Πιο συγκεκριμένα, ο ουροβόρος δεν συμβολίζει εδώ την πανάρχαιη μυθολογική αναπαράσταση του αιώνιου κύκλου της αυτοαναγέννησης και της αιώνιας ζωής ούτε παραπέμπει σε έναν άπειρο κύκλο ανανέωσης της ζωής. Αντίθετα, αποτελεί αλληγορία του ίδιου του ανθρώπινου είδους που με την άπληστη, κοντόφθαλμη και αλόγιστη συμπεριφορά του οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκατανάλωση και την αυτοκαταστροφή.
Να φαγωθεί να τελειώνει ο ζόφος.
Ένα φίδι που βγάζει το δέρμα του.
Ένα φίδι που τρώει την ουρά του.
Συνοψίζοντας, η πρόσφατη και καλαίσθητη εκδοτικά συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη Λυκόσκυλα, μεταποιεί λογοτεχνικά τραυματικά, προσωπικά και συλλογικά βιώματα και συμπυκνώνει αισθητικά μιαν ωριμότερη και καθολικότερη πολιτικοκοινωνική και συγγραφική στάση. Μέσα από το ιδιωτικό, αλλά και το συλλογικό τραύμα, η ποιήτρια οδηγείται σε μια πιο φιλοσοφική και στωική θέαση της ζωής, η οποία στηρίζεται γερά στην ώριμη συνειδητοποίηση της απεραντοσύνης του κόσμου και του χρόνου, αλλά ταυτόχρονα και στην κατανόηση της ασημαντότητας του ανθρώπου που, ωστόσο, τολμά να συνομιλεί με το επέκεινα. Γι’ αυτό και το βιβλίο αυτό αποτελεί, κατά την άποψή μου, το επιστέγασμα της ποιητικής της ωριμότητας, καθώς ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα εισπράξει στο τέλος τις αρετές ενός προσωπικού ύφους, την ψυχική ταπεινότητα, τη μουσικότητα του λόγου, την ευρηματική εικονοποιΐα, τον διάλογο με την παράδοση, αλλά κι ένα πνευματικό φτερούγισμα από το εφήμερο μέχρι το θείο.
.
ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΚΟΥΡΕΜΑ (2020)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
12/7/2020
Με την πέμπτη κατά σειρά ποιητική συλλογή Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα (Βακχικόν 2020) η Αγγέλα Καϊμακλιώτη αξιοποιεί τις κατακτήσεις της προηγούμενής της ποιητικής διαδρομής σφραγίζοντας μια ποιητική πορεία ιδιαίτερα δημιουργική και γόνιμη. Η συλλογή αποτελείται από δύο, ίσες περίπου σε ποιήματα, ενότητες [«Ημερολόγιο οδοφράγματος» και «Μπετόβεν στο λάπτοπ»] που διαχωρίζουν αισθητά τις δύο θεματικές δεσπόζουσες του βιβλίου, οι οποίες και αποτελούν θεματικές σταθερές του έργου της ποιήτριας: α) το ανεξίτηλο «πολιτισμικό τραύμα» της εισβολής και ο βαρύς καημός της κατοχής συνυφασμένα λειτουργικά με μια ανατρεπτική κοινωνικά ποιητική όραση και β) ο υπαρξιακός προβληματισμός που προοικονομεί τη σχέση του ανθρώπου-γυναίκας με τη θνητότητα και τη γλώσσα. Λεπτά ειρωνική και, βεβαίως, βαθιά υπαρξιακή και ερωτική, η Καϊμακλιώτη αποτελεί παραδειγματική περίπτωση μιας γυναίκας που εξεγείρεται από τη μια απέναντι στην εθνική και κοινωνική αδικία χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείπει από την άλλη την πίστη της στην ποίηση, στη ζωή, στον έρωτα, στο ανεξερεύνητο και στο θαύμα. Και έτσι δημιουργεί ένα τρυφερό σύμπαν που αποπνέει αγάπη για τον άνθρωπο και την τέχνη.
.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
16/7/2020
Ποιος; Ο νοσταλγός. Είναι κάποτε στην ποίηση κάποιοι κοινοί τόποι: ο πόθος που μένει ανοιχτός στους ορίζοντες, κι όταν πραγματοποιηθεί εξουθενώνει. Κι εδώ, ο πρόσφυγας, ο εξόριστος του παραδείσου, όταν επιστρέψει στην πραγματικότητα του πρώην παραδείσου, θρηνεί, συννεφιάζει.
Κάποτε λες, δεν είναι ανάγκη να προχωρήσεις στην ανάγνωση. Διάβασες το ομότιτλο της συλλογής ποίημα, συνέλαβες το ήμισυ του παντός. Ίσως, αλλά θα χάσεις τα άλλα μαγευτικά και πρωτότυπα πολυμερώς και πολυτρόπως. Όπως, όταν ξέρεις καλά ελληνικά, μπορεί να ποιείς, όπως στο ποίημα «Συκοφαντίες». Ετυμολογείς, υπονοείς.
Η ποιήτρια μας συνήθισε στις ωραία εκφρασμένες μεγάλες αλήθειες: «εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός». Κλασσική ρήση. Αλλά πώς εικονίζεται; Με εικόνες της ζωής της δικής μας, της καθημερινής, του τόπου και των ανθρώπων του. Προσγειωμένος άνθρωπος, που εκφράζεται ωραία, εικονικά, λακωνικά, σοφά.
Ιστορικές αλήθειες πραγματικότητα, τραγωδία και σαρκασμός, μεστά ποιήματα, με όλη την προδοσία του Ιούλη του ’74, τον ηρωισμό και την αυτοθυσία, την εξάρτηση όλων από τον ένα, τους δυο, τους τρεις. Αλλά και η καταπάτηση από τον δυνατό των πάντων. Για ν’ ακολουθήσουν οι αντιστροφές και οι ψευδολογίες. Ζήσαμε και ζούμε τόσες ραγισμένες επιφάνειες, τόσα τραγικά ή αποκρουστικά πίσω από την επιφάνεια κι η ποιήτρια τα συλλαμβάνει, οπλίζει τις λέξεις και πυροβολεί, αποκαλύπτοντας την αλήθεια. Δεν είναι μόνο τα φαινόμενα τραγικά, οι στιγμές που ζουν οι άνθρωποι, οι ανατροπές. Είναι περισσότερο η εσωτερική εξουθένωση, η απώλεια εαυτού. Η ποιήτρια εμβαθύνει και αποκαλύπτει.
Τραυματικές εμπειρίες είχαν όσοι επισκέφτηκαν τους γενέθλιους τόπους μετά τη βίαιη έξωση, και μετά από καιρό. Ο παθών το βιώνει, ο ποιητής το εκφράζει, καθρέφτης ψυχής.
Είναι και η πόλη. Η σχέση με την αλωμένη πόλη είναι ζωντανή. Ένας διάλογος σαν με τη μάνα. Το απορείν όμως παραμένει αναπάντητο, σαν να ‘χασαν τη μιλιά τους οι πόλεις και τα χωριά μας. Η ελπίδα στο μικροσκόπιο, στη εστία του φακού.
Κι οι νεκροί μας. Αντιθέσεις στη ζωή μας συνήθεις, για μας , όχι για όλο τον κόσμο, δεν έχουν όλοι αγνοουμένους, δεν τους φέρνουν όλους σε μικρά σεντούκια στις μεγάλες εκκλησίες. Λίγα λόγια, αντιθέσεις, εικόνες, το ποίημα, στο βάθος η ποιήτρια μασά πικροδάφνες. Αντιθέσεις στη φύση, στη ζωή, συνύπαρξη των άνω και κάτω, της μιάς οδού του Ηρακλείτου.
Ο μεγάλος κόσμος χωρεί στη μικρογραφία, η πόλη στο τσίρκο. ΄Ετσι μπορεί να φωτιστεί καλύτερα το δράμα, και να σχολιαστεί καίρια, κέντρο, κεντρί. Στη ζωή μας, στα παράξενά μας χρόνια, εκδηλώσεις ομαδικής παράκρουσης και εκμετάλλευσης του αρχαίου μας πολιτισμού από σύγχρονους κατευθυνόμενους και μηχανοποιημένους επιστήμονες κεντρίζουν τη γνησιότητα της ποιητικής ψυχής που ήρεμα καυτηριάζει, πιστή στα βαθύτερα εντός της.
Μια τραγική μικρογραφία μπορεί να αποδοθεί σε δημοσιογραφική γλώσσα και όμως να αποτελεί ποίημα, με την πικρή γεύση της ποιήτριας και τη γενικευμένη κοινωνική μας εικόνα. Το ίδιο και με σημαδιακά πρόσωπα. Ο ένας αντί των πολλών, ο τύπος αντί του όλου, το φαίνεσθαι αντί του είναι. Η ευφυής ευρεσιτεχία ανανεώνει την ποίηση, ιδιαίτερα όταν κρατά τις διαιώνεις και παγκόσμιες διαστάσεις της .
Η εστίαση στη ζωή των εγκλωβισμένων, των προσφύγων, του ενθάδε και του εκεί, της τοπικής διάστασης του ανθρώπου, όλα αυτά απομονώνουν ευαίσθητες χορδές που η ποιήτρια κρούει απαλά, ώστε να γινόμαστε μέτοχοι της ζωής και του πόνου των άλλων, του βαθύτατα κρυμμένου έως αφανούς. Εκείνοι που παρέμειναν εγκλωβισμένοι, ζουν ίσως μια διπλή ζωή, μπορεί να μην την μαντεύουν. Με την ποίηση όμως κοινωνούμε των αντιθέτων και βαθύτατων μυστηρίων. Η ποίηση έχει τη δύναμη να διαγράφει τα οξέα και καταστροφικά εξωτερικά, και να φωτίζει τις εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου, που από τη λαϊκή του παιδεία γνωρίζει να υποφέρει στωικά, κι όλα αυτά στο ποίημα να χαράσσονται με μια μικρή ανεπαίσθητη κίνηση.
Η Ιστορία συμπλεκόμενη με το ζοφερό παρόν και πρωτότυπα εκφρασμένη με την πληρούσα τον χρόνο μας μαγική γλώσσα εκπέμπει μηνύματα αορίστου χρονικής εμβέλειας έως διηνεκούς.
Εκτός από τα μικρά – επιγραμματικά ποιήματα, διαβάζουμε και μακρότερα, σαν μια συνομιλία ή εξομολόγηση, στον πληθυντικό αριθμό, με κατακλείδα σχεδόν Καβαφική.
Η πυκνότητα στη γραφή, η σύλληψη εκ βαθέων, όχι μόνο εαυτής αλλά και των όντων, φυσικών και πολιτισμικών, η σύλληψη της συνύπαρξης των αντιθέτων μαζί με το επιλεγμένο λεξιλόγιο, σφιχτοδεμένο και ρυθμικά στο φυσικό λόγο δοσμένο, αποτελούν δείγματα τέχνης σοβαρού πλαστουργού, που πλέκει τους στίχους του μουσικά με τα μοτίβα και τα ρεφραίν του.
Η σατιρική διάθεση βρίσκει διεξόδους σε εικόνες και παρηχήσεις, λογοπαίγνια και ομοιοκαταληξίες. Πάντα όμως στο τέλος η κάθαρση και η ελπίδα, ο διάλογος με τον αγαπημένο άλλο, η ζώσα πραγματικότητα.
Κάπου εδώ τελειώνει μια ενότητα, ήδη δική μας, γνωστή από το 1974.
Η σύναξη των καλών τεχνών, ζωγραφικής, μουσικής, των φυσικών ήχων και των ανθρωπίνων ερμηνειών τους, αλλού δυνατά ποιήματα ρεαλισμού και διαφυγής στη φαντασία και στο ονειρικό κόσμο του ωραίου, της αρμονίας των ήχων και του παιγνίου των λέξεων, φωτοσκιάσεις, όπου το ποιείν εκ του μη όντος γίνεται πραγματικότητα.
Ταξίδια σε ξένους τόπους, η επαφή με το πνεύμα τους, συνταξιδιώτες κι εμείς: έμψυχος κόσμος, νοερός.
Συναντήσεις απρόσμενες είναι πάντα μια ποιητική έκπληξη. Μερικοί ποιητές την καλλιεργούν ιδιαιτέρως. Αντιφάσεις ποίησης και ζωής, φύσης και ανθρώπινου σεβαστού πολιτισμού, σκηνές βγαλμένες από την ίδια την σκηνοθέτη, σκηνογράφο, γραφέα σεναρίων ποιητικών.
Οι λέξεις της γλώσσας μας είναι πλούτος, είναι και παιχνίδι, μουσική, ανθρώπινη επικοινωνία. Είναι και τα βάσανα του ανθρώπου που δεν έχουν τελειωμό. Μα η ποιήτρια θα τα βλέπει από τη δική της οπτική γωνία και ιδιοσυγκρασία, ευαισθησία και γλωσσικό πλούτο, για να μας δίνει έργο άρτιο, μεστό ιδεών, σκηνών, μουσικής, ζωγραφικής τέχνης εκ του περισσεύματος της καρδιάς αυτής.
ΥΓ. Εν τέλει, να σημειώσουμε πως μια ανάγνωση ποιητικής συλλογής και μια καταγραφή των γεννημάτων της ανάγνωσης –όπως καλή ώρα εδώ- μπορούν να συνυπάρχουν. Το παρόν όμως από μόνο του ποτέ δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το ποιητικό έργο. Εκείνο είναι το άγαλμα. Από εκεί πηγάζει η πάσα αγαλλίαση.
.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΦΙΤΗ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 07/7/2020
(σχολιασμός ποιημάτων από την ενότητα «Ημερολόγιο Οδοφράγματος»)
Η Αγγέλα έζησε την εισβολή, έζησε τον ξεριζωμό και την προσφυγιά, έζησε και ζει, ακόμη τον νόστο για τη χαμένη πατρίδα.
Οι πικροδάφνες, αλλιώς ροδοδάφνες (στην κυπριακή αροδάφνες), είναι το πρώτο διπολικό ποιητικό σήμα: ο ιδιαίτερα χαρακτηριστικός και κοινός θάμνος της κυπριακής χλωρίδας είναι τόσο τοξικός όσο όμορφα είναι τα άνθη του. Το δηλητήριο που ρέει σε όλα τα μέρη του φυτού είναι θανατηφόρο. Γιατί η Αγγέλα να θέλει να κουρέψει τις πικροδάφνες; Κάπου διάβαζα πως οι πικροδάφνες είναι σκληραγωγημένο φυτό, μεγαλώνει ακόμη και στα πιο δύσκολα εδάφη, τα πιο άγονα και είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό φυτό. Οι πικροδάφνες, η Κύπρος; Ίσως.
Η ενότητα «Ημερολόγιο οδοφράγματος» με παραπέμπει εξαρχής στα σεφερικά Ημερολόγια Καταστρώματος, πιθανολογώ στο Γ’, το αφιερωμένο στην Κύπρο. Εντούτοις δεν θέλω να επιχειρήσω καμία ανάγνωση με όρους διακειμενικότητας, θα το τολμήσω μόνο αν το ποίημα με εξαναγκάσει να προβώ σε συσχετισμούς για λόγους αποκωδικοποίησης του μηνύματός του.
Το ομώνυμο πρώτο ποίημα της συλλογής σηματοδοτεί το ύφος της. Το ποίημα ολοκληρώνεται σε δεκατρείς στίχους και το τέμνει ο έβδομος:
ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΚΟΥΡΕΜΑ
«Κάθε που άλλαζε ο καιρός
συνήθως τον Οκτώβρη
τον έπιανε μελαγχολία.
Αποτραβιόταν στο γιαλό
και σιωπούσε.
Όταν επέστρεφε
με γκρίζα μάτια βορινά
ρωτούσε:
«Άραγε βρέχει στο Καρπάσι;»
Όταν ανοίξανε τα οδοφράγματα
τους πήραν εκδρομή
στο μοναστήρι τ’ Αποστόλου.
Έκτοτε δεν ξαναρώτησε»
Ο χρόνος της προσμονής του πρόσφυγα αποτυπώνεται στον επαναληπτικό παρατατικό χρόνο των οκτώ πρώτων στίχων. Η προσμονή της επιστροφής τερματίζεται με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Η επίσκεψη στο μοναστήρι του Αποστόλου Αντρέα ήταν, για τον ήρωα του ποιήματος, τουλάχιστον αποκαρδιωτική. Ο έβδομος στίχος, «με γκρίζα μάτια βορινά», είναι ο μοναδικός στο ποίημα ο οποίος περιέχει επιθετικό προσδιορισμό, δύο επίθετα μάλιστα. Τα μάτια είναι γκρίζα και βορινά επειδή ήτανε πάντοτε προσανατολισμένα προς τον κατεχόμενο Βορρά και ο Βορράς είναι γκρίζος λόγω των κατακτητών; Δεν έχει τόση σημασία η ερμηνεία όσο το συναίσθημα που προκαλεί η ανάγνωση του ποιήματος σε μένα τουλάχιστον: αυτά τα δύο μάτια, τα γκρίζα και βορινά, έχουν αντιληφθεί το τέλμα του κυπριακού προβλήματος και έχασαν κάθε ελπίδα.
ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Πήγανε
Κι όταν επέστρεψαν αρρώστησε.
Και δεν τον άφηνε ο Πενταδάκτυλος
να κλείσει μάτι.
Κάθε που βράδιαζε δυο μαύρα κυπαρίσσια
στέκονταν μες στο φως του.
Και δεν τον άφηναν τα βράχια
να μιλήσει
καθώς είχαν σφηνώσει στο λαιμό
όλα τα κάστρα του βουνού.
Κι ούτε να ακούσει πια μπορούσε
αφού οι σκιές του τόπου πυροβολούσαν
ανελέητα το μυαλό του.
Ήθελε να μην είχε επιστρέψει
Το ποίημα αυτό πραγματεύεται την ίδια συγκλονιστική εμπειρία με το πρώτο, την επίσκεψη στα κατεχόμενα μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων.
Ήθελε να μην είχε επιστρέψει στην κατεχόμενη γη; Ήθελε να μην επισκεπτόταν την κατεχόμενη γη; Ή ήθελε να μην είχε επιστρέψει στις ελεύθερες περιοχές, να είχε παραμείνει εκεί, στη γη την κατεχόμενη; Το ρήμα «πήγανε» του πρώτου στίχου στέκει μόνο, ένας στίχος το ίδιο, πήγανε, πού πήγανε; Μόνο σε έναν τόπο ήθελε το ποιητικό υπιοκείμενο να πάει, είναι σαφέστατο αυτό, στην κατεχόμενη γη. Και όταν επέστρεψε αρρώστησε. Αρρώστησε επειδή θέριεψε μέσα του ο νόστος. Δεν ήθελε να επιστρέψει από την κατεχόμενη πατρίδα. Ήθελε να μείνει εκεί. Η εμπειρία της επίσκεψης τον καθηλώνει, του αφαιρεί οποιαδήποτε επαφή με το περιβάλλον, τον αρρωσταίνει. Ο νόστος τον παραλύει.
Στο «Ημερολόγιο Οδοφράγματος»[3] ο Γιώργος ο τρελός «δεν θέλει να επιστρέψει. Δεν έχει λέει ταυτότητα». Ο πρωταγωνιστής του ποιήματος έχει όνομα, το σύνηθες Γιώργος. Έχει, επίσης, μόνιμο χαρακτηριστικό την τρέλα, είναι ο Γιώργος ο τρελός. Ο Γιώργος ο τρελός βρίσκεται εγκλωβισμένος στο παρόν της εισβολής. Η τρέλα του είναι απότοκο της εισβολής:
O Γιώργος ο τρελός γυρίζει
Τον χρόνο στο μηδέν.
Απόσταση βολής.
[…]
Ποιος άνεμος χορεύει;
Ποιος φωνάζει;
Πού είναι η θάλασσα;
Και προς τα πού είναι η έξοδος;
Έφυγαν τα παιδιά;
Γλύτωσαν οι γυναίκες;
Άρματα κατευθύνονται
Δίχως αντίσταση
Δίχως τη συνοδεία πεζικού.
[…][4]
Στο επτάστιχο ποίημα «Μεγέθη» η φωνή της Αγγέλας συναντά εκείνη του Μόντη. Θα μπορούσε κανείς να ανακαλέσει το ποίημα «Διάλεξη στη Λευκωσία» και να το συναναγνώσει. Ακούγεται οικείος ο θυμός της Αγγέλας μα καθόλου δεν αφαιρεί από το ποίημά της η μνήμη του ποιήματος του Μόντη. Η αντίστοιξη «μεγάλος – μικρός», στο ποίημα της Αγγέλας, δεν κουβαλά μόνο την απέχθεια προς την υποκρισία. Η αντίστοιξη των μεγεθών, στο ποίημα της Αγγέλας, έχει μια αιχμηρότερη λειτουργία. Το σκηνικό των μεγάλων ναών μου φέρνει στο μυαλό τις «υπέρογκες αρχιτεκτονικές» του σεφερικού «Νεόφυτος ο έγκλειστος μιλά». Αιχμηρότερη η αντίστοιξη των μεγεθών στο ποίημα της Αγγέλας αφού τα μεγέθη που συγκρίνονται είναι ο τόπος υποδοχής και τα φέρετρα των νεκρών αγνοούμενων Κυπρίων. Εντούτοις, ο θάνατος είναι παρών στην τελετή της κήδευσης των νεκρών αγνοούμενων. Στο παρόν της αφήγησης συντελείται η δολοφονία, οι νεκροί δολοφονούνται από τους ίδιους τους συμπολίτες τους, οι οποίοι επαναλαμβάνουν λόγους επικήδειους, κενούς περιεχομένου. Επτάστιχο και το ποίημα αυτό. Η ποιητική μορφή συρρικνώνεται στα πιο απαραίτητα για να δομηθεί η ποιητική εικόνα. Μια ρίμα, «εκφωνούνται – δολοφονούνται» είναι, ίσως, η συγκλονιστική καταδίκη της υποκρισίας της πολιτικής ηγεσίας από την Αγγέλα.
ΜΕΓΕΘΗ
Όταν εκφωνούνται
τα μεγάλα λόγια
στους μεγάλους ναούς
οι αγνοούμενοι
στα μικρά τους φέρετρα
δολοφονούνται
με μικρές επαναλήψεις.
Το ποίημα «Οι γάτες του Τεκκέ» δηλώνει, ήδη στον τίτλο του, τον διάλογο με το σεφερικό ποίημα «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα». Ο γνωστότατος Τεκκές της Χαλά Σουλτάν (ή “Τέμενος της Ουμ Χαράμ”) βρίσκεται στη Λάρνακα, απέναντι από τον παλιό διεθνή αερολιμένα, δίπλα από την Αλυκή. Πρόκειται, σύμφωνα με τους μωαμεθανούς της Κύπρου, για το τρίτο σημαντικότερο μνημείο στον κόσμο, μετά την Καάβα στη Μέκκα και το ιερό του Μωάμεθ στη Μεδίνα.
Το τζαμί αυτό προσελκύει κάθε χρόνο πολλούς επισκέπτες, κυρίως κατά την περίοδο των γιορτών του ραμαζανιού και των μπαϊραμιών. Σημείο αναφοράς στο μνημείο αυτό είναι ο τάφος της Ουμ Χαράμ. Ο τάφος προφυλάσσεται από τα περίεργα μάτια με πράσινο παραπέτασμα, το χρώμα του παράδεισου. Πάνω από τον τάφο υπάρχει τρίλιθο οικοδόμημα. Ο ένας λίθος βρίσκεται στο κεφάλι και ο άλλος στα πόδια του λειψάνου, ενώ ο τρίτος λίθος καλύπτει το σώμα και πιστεύεται πως αιωρείται στον αέρα πάνω από τους άλλους δύο λίθους.
H Ουμ Χαράμ, ήταν από τους πρώτους πιστούς του Μωάμεθ και ένας από τους ανθρώπους που τον βοήθησαν στις πρώτες του δραστηριότητες και στη φυγή του από τη Μέκκα στη Μεδίνα το Σεπτέμβριο του 622. Ήταν σύζυγος του Ουβάδα Ιμπντ-ας-Σαμίτ, ενός από τους πρώτους ακολούθους του Προφήτη και θεία του Ανάς Ιμπντ Μαλίκ, του πιστού υπηρέτη και γραμματέα του. Το έτος 649, όταν ο Χαλίφης Ούθμαν Ιμπν Αφφάν διέταξε τον κυβερνήτη της Συρίας Μωαβία να εισβάλει στην Κύπρο, η Ουμ Χαράμ άρπαξε την ευκαιρία και ακολούθησε τον στόλο. Μετά την αποβίβασή της στο νησί, η Ουμ Χαράμ έπεσε από το άλογό της και σκοτώθηκε. Η Ουμ Χαράμ θεωρήθηκε αγία γυναίκα. Πάνω από τον τάφο της κτίστηκε λίγο πριν το 1787 τέμενος με την ονομασία Χαλά Σουλτάν Τεκκέ[5].
ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΚΕ
Οι άνθρωποι πορεύονται στην όχθη μιας ερήμου
ζητώντας το γλυφό νερό να πιούν της γνώσης,
ξυπόλυτοι προσκυνητές ανίδεοι φωτογράφοι
ενός αποδημητικού παρόντος.
Το πράσινο χαλί κι ένας μετέωρος λίθος
κρυφά περάσματα των φοινικόπτερων,
φύκια πικρά ξερά αρμυρίκια
μια πόλη αντίστροφο αντιφέγγισμα
υγρός καθρέφτης αλμυρός.
Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά
τι είναι δικό μας ποιο το ξένο;
Ποιος άκουσε τους μυστικούς
της καλαμιάς ψιθύρους;
Οι γάτες του προφήτη βέβαια
αυτές γνωρίζουν
όταν κάποιες βραδιές αρχαίες
νωχελικό φεγγάρι φανερώνει
ασημοκαπνισμένη την ελιά,
τη φοινικιά σκιά ρομφαία.
Οι γάτες καταγράφουν
με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους
τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες την αλυκή
κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες,
λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες
η Ουμ Χαράμ κι η Παναγιά Φανερωμένη.
Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει εδώ για τη μυθική μέθοδο του Έλιοτ και του Σεφέρη μα προτιμώ να δω πρώτα το σκηνικό του ποιήματος, τη σκηνοθεσία και τα δρώντα πρόσωπα καθώς το ποίημα αυτό περιέχει έντονο το δραματικό στοιχείο και τη θεατρικότητα.
Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι συστήνουν την ενότητα Α στην οποία πρωταγωνιστούν οι άνθρωποι. Θα μπορούσε κανείς να ονομάσει ανθρωπολογική την ενότητα αυτή. Στην όχθη όχι ενός ποταμού μα μιας ερήμου πορεύονται οι άνθρωποι ζητώντας να πιουν το γλυφό νερό της γνώσης. Οι στίχοι της σεφερικής «Άρνησης» αναδύονται αυτόματα:
«Στο περιγιάλι το κρυφό / κι άσπρο σαν περιστέρι / διψάσαμε το μεσημέρι· / μα το νερό γλυφό».
Θα μπορούσε, επίσης, να ανακαλέσει κανείς το σεφερικό «ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε» από την «Ελένη».
1. Οι άνθρωποι πορεύονται στην όχθη μιας ερήμου
2. ζητώντας το γλυφό νερό να πιούν της γνώσης,
3. ξυπόλυτοι προσκυνητές ανίδεοι φωτογράφοι
4. ενός αποδημητικού παρόντος.
«Ξυπόλυτοι προσκυνητές ανίδεοι φωτογράφοι ενός αποδημητικού παρόντος».
Θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να συνδέσει τους ξυπόλητους προσκυνητές με το Τέμενος της Ουμ Χαράμ, της αμέσως επόμενης ενότητας, μα ξυπόλητοι προσκυνητές εντοπίζονται και στον Χριστιανισμό. Πιο σημαντικό είναι, νομίζω, πως οι προσκυνητές αυτοί είναι ανίδεοι φωτογράφοι ενός αποδημητικού παρόντος. Και είναι ανίδεοι οι φωτογράφοι αυτοί επειδή δεν έχουν επίγνωση πως το παρόν αποδημεί. Μετακινείται, μεταναστεύει το παρόν ή πεθαίνει; Αποδημητικά, όμως, είναι και τα πουλιά της αλυκής, τα φλαμίγκο, τα «φοινικόπτερα» του έκτου στίχου.
Η επόμενη ενότητα εισάγει τον τόπο του ποιήματος, την Αλυκή της Λάρνακας. Το πράσινο χαλί και ο μετέωρος λίθος παραπέμπουν σαφώς στον τάφο της Ουμ Χαράμ. Η πόλη, η υγρή και αλμυρή, είναι η ίδια η Αλυκή. Τα φλαμίγκο η ποιήτρια τα αποκαλεί με την επιστημονική τους ονομασία, «φοινικόπτερα» (από το «φοινός» = πορφυρός, βαθυκόκκινος) και αναρωτιέμαι αν θέλει να ανακαλέσει τους αρχαίους Φοίνικες που σχετίζονται ιστορικά με το νησί και την πόλη της.
5. Το πράσινο χαλί κι ένας μετέωρος λίθος
6. κρυφά περάσματα των φοινικόπτερων,
7. φύκια πικρά ξερά αρμυρίκια
8. μια πόλη αντίστροφο αντιφέγγισμα
9. υγρός καθρέφτης αλμυρός.
Ίσως ο συσχετισμός που επιχειρώ να μην είναι ολοσδιόλου αυθαίρετος. Μάλλον η επόμενη ενότητα υποστηρίζει την ανάγνωση αυτή:
10. Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά
11. τι είναι δικό μας ποιο το ξένο;
12. Ποιος άκουσε τους μυστικούς
13. της καλαμιάς ψιθύρους;
14. Οι γάτες του προφήτη βέβαια
15. αυτές γνωρίζουν
16. όταν κάποιες βραδιές αρχαίες
17. νωχελικό φεγγάρι φανερώνει
18. ασημοκαπνισμένη την ελιά,
19. τη φοινικιά σκιά ρομφαία.
Και πώς να μην ανακαλέσω στο σημείο αυτό το δίστιχο
«κι άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζοντας τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία» από το σεφερικό «Διάλειμμα χαράς»;
Η πύρινη ρομφαία των Χερουβείμ χρησιμοποιείται μεταφορικά ως έκφραση της θεϊκής δικαιοσύνης.
Ποιο είναι το θέμα δικαιοσύνης που απασχολεί την ποιήτρια; Η απάντηση κρύβεται σε μια ερώτηση εθνικής αυτογνωσίας.
«Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά
τι είναι δικό μας ποιο το ξένο;»
Την απάντηση τη γνωρίζουν «οι γάτες του προφήτη», οι γάτες εκείνες που διαμένουν στον Τεκκέ της Χαλά Σουλτάν.
Η απάντηση κρύβεται στην τελευταία ενότητα του ποιήματος.
20. Οι γάτες καταγράφουν
21. με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους
22. τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες την αλυκή
23. κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες,
24. λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες
25. η Ουμ Χαράμ κι η Παναγιά Φανερωμένη.
Η παλαιά εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης βρίσκεται επί την ομώνυμη οδό στην νότια πλευρά της πόλης της Λάρνακας, στο δρόμο προς την αλυκή. Ακριβώς δίπλα από την εκκλησία βρίσκεται ένας αρχαίος δίχωρος λαξευτός τάφος του 1200 π.Χ., ο οποίος μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε ως κατακόμβη και ως τόπος λατρείας των κατατρεγμένων χριστιανών. Στα νεότερα χρόνια ο χώρος που βρισκόταν ο τάφος μετατράπηκε σε παρεκκλήσι και τόπος προσκυνήματος για τους κατοίκους της επαρχίας.
Σύμφωνα με την παράδοση κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες [1-3ος αιώνας μ.Χ.], ο τάφος χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας των κατατρεγμένων Χριστιανών. Ανακαλύφθηκε γύρω στο 1870 λίγο πριν έρθουν οι Άγγλοι. Από τότε ο υπόγειος τάφος μετατράπηκε σε παρεκκλήσι και έγινε τόπος προσκυνήματος για τους Λαρνακείς. Έθιμο παλιό των προσκυνητών ήταν να κρεμούν μικρά κομμάτια υφάσματος στη σιδερένια περίφραξή του ή στις γύρω μεριτσές [είδος θάμνου ή μικρού δέντρου που ευδοκιμεί σε ελώδες ή υφάλμυρο έδαφος], επικαλούμενοι την Παναγία για βοήθεια προς τους πάσχοντες συγγενείς τους[6].
20. Οι γάτες καταγράφουν
21. με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους
22. τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες την αλυκή
23. κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες,
24. λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες
Δύο μορφές σεπτές και αγίες, «η Ουμ Χαράμ κι η Παναγιά Φανερωμένη»,
δύο μορφές γυναικείες που ονομάζονται αδερφές και που γίνονται αγρότισσες, κρατούν τσαπιά και ανοίγουν λάκκους στην αλυκή για να φυτέψουν αμπελώνες. Πόσος μάταιος ο κόπος των αν σκεφτεί κανείς την εξαρχής καταδικασμένη προσπάθεια να καλλιεργηθεί η αλυκή. Από την άλλη, μην είναι αυτό το μόνο θαύμα που μπορούμε να αναμένουμε; Μην είναι εφικτή η σύγκλιση των αντιθέσεων και αντιπαλοτήτων μόνο μέσω της θείας παρέμβασης;
Προτού κλείσω το κείμενό μου τυχαία εντοπίζω μια θρησκευτική παράδοση σχετική με την Αλυκή:
«Στη θέση της Αλυκής υπήρχε τον καιρό του Αγίου Λαζάρου ένα αμπέλι. Ο Άγιος που περνούσε από εκεί, δίψασε και ζήτησε λίγο σταφύλι από τη γυναίκα-ιδιοκτήτη του αμπελιού. Εκείνη αρνήθηκε και για να την τιμωρήσει, μετέτρεψε το τεράστιο αμπέλι σε αλυκή. Όταν μάζευαν το αλάτι, πριν από πολλές δεκαετίες, οι εργάτες Ισχυρίζονταν ότι σκάβοντας έβρισκαν ρίζες και κορμούς αμπελιού. Λέγεται μάλιστα, πως στο μέσο της αλυκής βρίσκεται πηγάδι με γλυκό νερό, γνωστό ως “πηγάδι της «ρκάς» δηλ. της γριάς»[7].
Και τώρα Αγγέλα; Θα έχω άδικο τώρα να σκεφτώ την αλυκή ως σύμβολο της Κύπρου και τη σημερινή πολιτική κατάσταση ως τιμωρία; Και αν είναι έτσι, αν πληρώνει ο τόπος τούτος τα κρίματά του, θα έρθουνε ποτέ η η Ουμ Χαράμ και η Παναγιά Φανερωμένη με τα τσαπιά τους να ανοίξουν λάκκους και να φυτέψουν αμπελώνες;
.
ΑΝΤΗΣ ΡΟΔΙΤΗΣ
ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟ 13/7/2020
ΝΑΙ, ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΚΟΥΡΕΜΑ
Το σκεφτόμουν συχνά ή μάλλον περισσότερο το ένιωθα παρά το έβαζα σε λέξεις. Ότι τριάντα χρόνια όνειρα να επιστρέψουμε στους αγαπημένους και απαγορευμένους τόπους, ήταν όνειρα επιστροφής στον χρόνο παρά στον τόπο. Εκείνο το συναίσθημα έγινε θύελλα βουβής θλίψης όταν μπορούσαμε πια να επιστρέφουμε. Ο χρόνος απουσίαζε, κι όπου ο χώρος ήταν ακόμα ο ίδιος, ο απών χρόνος νέκρωνε και τον χώρο. Έχανε τις διαστάσεις του, το χρώμα του, την αναπνοή του, γινόταν κάτι σαν στημένο σκηνικό.
Αυτό το συναίσθημα της αμετάκλητης απώλειας, της συνειδητοποίησης ότι δεν υπάρχει επιστροφή, συνάντηση μ’ εκείνο που διατηρούσαμε ζωντανό στη φαντασία μας, αποτυπώνεται στο πρώτο ποίημα της συλλογής Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα, της Αγγέλας Καϊμακλιώτη:
Κάθε που άλλαζε ο καιρός,
συνήθως τον Οκτώβρη,
τον έπιανε μελαγχολία.
Αποτραβιόταν στον γιαλό
και σιωπούσε.
Όταν επέστρεφε
με γκρίζα μάτια βορινά
ρωτούσε:
«Άραγε βρέχει στο Καρπάσι;»
Όταν ανοίξανε τα οδοφράγματα
τους πήραν εκδρομή
στο μοναστήρι τ’ Αποστόλου.
Έκτοτε δεν ξαναρώτησε.
Ένα από τα πολλά που δεν ξέρουμε είναι τι είναι οι ποιητές. Πάντως, όταν ένας λαός διαβάζει τους ποιητές του, ενισχύει τη συνοχή του. Ο λόγος για τον οποίο η Πολιτεία δίνει μια ελάχιστη σημασία στους ποιητές, έχει να κάνει με το πόσο η Πολιτεία έχει συναίσθηση των απρόσωπων συστημάτων που ορίζουν τη λειτουργία της, τα οποία δεν ευνοούν τη συνοχή των λαών. Αντίθετα, ευνοούν την απομόνωση του κάθε ατόμου μέσα στον εαυτό του, την αποκοπή του από το σύνολο, τον εγκλεισμό του στα προσωπικά «δικαιώματά» του (που είναι το δόλωμα αλλά και η παντιέρα των ανίδεων), τη συγκέντρωση της προσοχής του στα ατομικά του συμφέροντα. Έτσι διευκολύνεται η κυριαρχία των απρόσωπων, αυτονομημένων συστημάτων. Η ποίηση είναι μια αντίσταση. Μια απόπειρα ουσιώδους επικοινωνίας με τους άλλους. Η ποίηση μάχεται να κρατήσει τον άνθρωπο στο ύψος του.
Από τα πενήντα τόσα ποιήματα της συλλογής της Αγγέλας Καϊμακλιώτη τα μισά σχεδόν επικεντρώνονται στα τραγικά γεγονότα των δεινών της πατρίδας. Ένα υποτίθεται «ξεπερασμένο» θέμα, μετά από 45 τόσα χρόνια, πάντα, όμως, άμεσα συνδεδεμένο με τη συνοχή των ανθρώπων της Κύπρου. «Εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός», λέει η ποιήτρια στο ποίημα «Συκοφαντίες». Για να μπορέσει να προσθέσει ο αναγνώστης: «Εντός; Πολύ εντός μάλιστα, τόσο εντός, που έχει στρογγυλοκάτσει σπίτι μας, πετώντας εμάς έξω». Υπάρχει, βλέπεις, κι ο αόρατος Αττίλας, που αυτόν μάχεται να φανερώσει η ποίηση. Η ποίηση της Α.Κ. νιώθει την αλήθεια, ξέρει καλά τι γίνεται και το λέει. Όχι με περισπούδαστες, περίπλοκες και δυσνόητες, στεγνές, επιστημονικές μελέτες, μα με τα πιο πειστικά λόγια, εκείνα που πηγάζουν άμεσα και απλά μέσα από την καρδιά.
Μετά από μια «επίσκεψη» στον Πενταδάχτυλο, κάποιος χάνει τη φωνή του. Δεν μπορεί να μιλήσει, έχουν σφηνώσει στον λαιμό του «όλα τα κάστρα του βουνού». Κι από την άλλη είναι η θλίψη για το αμάρτημα του μίσους, του αναπόφευκτου μίσους για εκείνους που καταργούν την ελευθερία μας. Σε μια περιφορά Επιταφίου, που γίνεται απόγευμα στο Ριζοκάρπασο, για τις απαγορεύσεις των νέων δυναστών, μια γριά, που βάζει «την παλάμη αντήλιο να θαυμάσει / το ανθομύριστο ξυλόγλυπτο κουβούκλιο» που πλησιάζει, τα υγρά της μάτια αντικρύζουν στο φόντο του Επιταφίου το καμπαναριό με δίπλα τον μιναρέ, «λευκή ρομφαία στ’ ουρανού το καταπέτασμα. / Κι εκείνη ρίχνοντας το βλέμμα χαμηλά, σταυροκοπήθηκε».
Στο ποίημα «Δελτίο ειδήσεων», (σ. 26) η ποιήτρια κατορθώνει με ελάχιστους στίχους ν’ ασκήσει σκληρή κριτική τόσο στην έλλειψη ιστορικής συνείδησης όσο και στην αποκρουστική τακτική των ΜΜΕ να συνδέουν άμεσα και αδίστακτα θέματα θεμελιωδών ανθρωπίνων συναισθημάτων με γεγονότα εντελώς άσχετα, πρόσκαιρης, μηδαμινής σημασίας.
Η αίσθηση γλώσσας, ακρίβειας στην έκφραση, με απέριττο συνδυασμό λέξεων, με ρυθμό και συχνά εσωτερική –την πιο γλυκιά– ομοιοκαταληξία δείχνουν πως η Α.Κ. δεν είναι η περίπτωση της περαστικής ποιήτριας. Άλλωστε αυτή είναι η πέμπτη έκδοση ποιημάτων της. Ο λυρισμός, η πικρία για τον εκτροχιασμό του πολιτισμού που πάει να γίνει ένας και μοναδικός παγκόσμια, η κριτική γι’ αυτό και η τραγική σάτιρα (π.χ. στα ποιήματα «Γκρι» και «Ποιητική βραδιά», σ. 56 και 65), που τη συνοδεύει δεν είναι τα μόνα χαρακτηριστικά των στίχων της. Δεν λείπει το αποκαλυπτικό της αληθινής μας κατάστασης όραμα, που σαν ασταμάτητη, καταρρακτώδης βροχή (ποίημα «Μετά τη βροχή», σ. 31), σκάβει το υπέδαφος των ψυχών και της ταυτότητάς μας βγάζοντας στην επιφάνεια ό,τι έχουμε μέσα μας κρυμμένο. Τόση αλήθεια δεν αντέχεται, «βροχή σταμάτα», γράφει προς το τέλος του ποιήματος.
Σ’ ένα από τα πιο δυναμικά της ποιήματα, τη «Φρικωδία» (σ. 35), χρησιμοποιεί με περισσή τέχνη οκτώ φορές το ουσιαστικό «φρίκη» και τρεις το ρήμα «φρίττω». Δεν θα παραθέσω απόσπασμα. Ψάξτε το ποίημα. Το ίδιο ισχύει και για το ποίημα «Χερσόνησος» (σ. 40), που κατορθώνει μέσα σε δέκα στίχους, να δώσει όλη την απόσταση από τον έρωτα στον έρωτα, από τον μικρό στον μέγιστο, από τον γήινο στον ουράνιο, ποίημα αντάξιο της από αρχαιοτάτων χρόνων «μαστόρισσας» του τόπου, της Αφροδίτης. Σε ποιήματα όπως το «Εκτέλεση» (σ. 51) και «Επανάσταση» (σ. 53), οι προσεγγίσεις της σε εικόνες κλισέ παίρνουν διαστάσεις επίθεσης κατά του εχθρού των δεδομένων εικόνων, επίθεσης από σημείο εντελώς απρόσμενο, ώστε η άλωσή τους να είναι ισότιμη με αναποδογύρισμα, μια απογύμνωση-αποκάλυψη ενός από τα πολλά μυστήρια που κρύβει μέσα της και η πιο ανυποψίαστη κοινοτυπία.
Αν είναι κάτι που θα ήθελα να μην υπάρχει στην ποίηση τής Αγγέλας είναι το ίδιο που δεν θέλω να υπάρχει στην ποίηση όλων όσοι παίρνουν χαρτί και μολύβι να γράψουν στίχους: τα μυστηριώδους περιεχομένου ποιήματα (ελάχιστα στη συλλογή της Αγγέλας), είτε επειδή ανταποκρίνονται μόνο σε προσωπικές ανάγκες έκφρασης είτε επειδή δεν έχουν κατορθώσει τελικά να φτάσουν τον σκοπό τους. Η ποίηση πρέπει να είναι σαφής και ξεκάθαρη, να πυροδοτεί άμεσα την ανταπόκρισή μας σ’ αυτό που νιώθουμε για αληθινό.
Τελειώνοντας το σύντομο αυτό κείμενο θα ήθελα να κάνω την παρατήρηση ότι στη νέα γενιά ποιητών της Κύπρου η παρουσία τού γυναικείου φύλου υπερτερεί κατά πολύ του ανδρικού, που δείχνει καταπονημένο, στερημένο αληθινού ταλέντου, σχεδόν ξοφλημένο, χαμένο στα χρηματοοικονομικά, στα αυτοκίνητα και στα ποδόσφαιρα.
Ήδη το δεύτερο, μακράς πνοής συνθετικό ποίημα, μετά την 9η Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη, χαρακτηριστικό της εθνικής μας αλλά και της πανανθρώπινης δοκιμασίας έχει γραφτεί (2013) από γυναίκα, τη Στέλλα Βοσκαρίδου. Και δεν είναι μόνο αυτές οι δυο ποιήτριες της νέας γενιάς που κάνουν τη διαφορά. Υπάρχουν κι άλλες που ανέφερα παλαιότερα. Ένα είναι το σίγουρο. Στην καταδυναστευμένη που αντέχει Κύπρο, όπου ο νους μάχεται ακόμα ενάντια στην επιπολαιότητα, την έλλειψη ευθύνης και την υποκρισία του «πατριωτισμού» που κρύβει προσωπικά και κομματικά συμφέροντα και αδυναμίες, το γυναικείο φύλο δείχνει να παραλαμβάνει άξια την πνευματικότητα του τόπου.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ
FRACTAL 21/07/2020
Ποιητικά σύνορα
Πάει καιρός που βλέποντας τα φυτά της διαχωριστικής νησίδας στη νέα Εθνική Οδό Αθηνών Λαυρίου να έχουν φουντώσει και να καταλαμβάνουν ανέμελα μέρος της ασφάλτου, σκεφτόμουν ότι «οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα», είναι ζήτημα οδικής ασφάλειας αλλά από την άλλη, ευτυχώς τις πρόλαβα έτσι, άναρχες, πανέμορφες, ανυπόταχτες, ζωηρές, είναι θέμα Φύσης.
Λίγο πριν από τον κοροναιϊικοφόβο υποχρεωτικό εγκλεισμό, είχα βρεθεί στην Κύπρο, ιχνηλατώντας τα βήματα της Αφρόεσσας στις ακτές, του Απ. Παύλου στην Πάφο, του Σεφέρη στις Πλάτρες και του Διωγμένου Πολίτη στην Αμμόχωστο (ακόμα με κατατρύχει η καταθλιπτική μεταθανάτια ώχρα των άρον-άρον εγκαταλελειμμένων της κτιρίων). Έχοντας επισκεφτεί το πλουσιότατο σε μουσειακά εκθέματα βιβλίων υπόγειο του βιβλιοπωλείου «Ελλάς» στη Λευκωσία, κουβαλούσα μαζί μου στο αεροπλάνο της επιστροφής μεταξύ άλλων το βιβλίο του αείμνηστου Μάνου Κράλη, με υπογραμμισμένους τους στίχους1:
«Καλοκαίρι της πίκρας
Δίψα κατσικιού που μασουλάει την πίκρα του κοντά στις πικροδάφνες
Κέντρισμα της μέλισσας, ρόδι ανοιχτό στο δάγκωμα του ήλιου
Πήρες μες στις δαγκάνες σου τη μέρα και την έθαψες στην άμμο.»
Αργότερα ήρθε στα χέρια μου το βιβλίο της Αγγέλας Καϊμακλιώτη (ΑΚ στο εξής) ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΚΟΥΡΕΜΑ, πυροδοτώντας ξανά αλληλουχίες στοχασμών για την Τυχαιότητα, τη Μοίρα, την Ανάγκη, τη Μνήμη, τον Πόνο, την Ελπίδα.
Αυτός ο αειθαλής, ανθεκτικός, τοξικός μα τόσο όμορφος θάμνος που φυτρώνει και επιβιώνει ακόμα και στα πιο άγονα εδάφη, ήλθε να σημάνει κάτι και μάλιστα τρις. Γιατί σε μένα; Κάποιος λόγος θα υπάρχει.
Ως να τον βρω, αναρωτιέμαι: Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα για να φανούν τα αραχνιασμένα-σκουριασμένα από τα πολλά χρόνια συρματοπλέγματα, τα οποία καραδοκούν πίσω από το φυσικό προπέτασμα του κάλλους; Για να αφυπνιστεί η Αλήθεια; Για να δείξουν το πώς η Ομορφιά μπορεί να μετατραπεί σε Λήθη καμουφλάροντας τη βία; Ή θέλουν κούρεμα, όπως οι τόσο ανθεκτικές μας ελπίδες, για να μπορέσουν οι με τα δοκιμασμένα-πολυκαιρισμένα συρματοπλέγματά τους εξουσιαστές να οριοθετήσουν τις ελευθερίες μας, παρεμβαίνοντας στο πεπρωμένο των λαών; Η ΑΚ ρωτάει:
{Πώς έγιναν οι γελωτοποιοί
γενάρχες πεπρωμένων;}
Όχι μόνο παραποιώντας την Ιστορία, αλλά παρεμποδίζοντας τη γνώση της, δολώνοντας τη φάκα με κάθε ηδύ των αισθήσεων δέλεαρ. Γιατί ο στόχος είναι να γίνουν και γενάρχες δεδομένων. Πόσοι είχαν και πόσοι έχουν επίγνωση αυτού που λέει ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης:
«Και, μείνας αμελέτητος
από την Ιστορίαν
αύριο θα τιμωρηθώ
γι’ αυτήν μου την μωρίαν;»
Η άγνοια και δη η ιστορική, είναι πολύ επικίνδυνη. Σε συνδυασμό με τον ανθρωποκτόνο έλεγχο των ΜΜΕ, οδηγεί σε αγκαθωτά συρματοπλέγματα στην ψυχή, σε ύπουλα υψωμένα άυλα σύνορα. Γιατί
{Σύνορα είναι
τα παγωμένα χέρια,
τα παγωμένα μάτια
για όνομα του Ανθρώπου,
αν υπάρχει Άνθρωπος}.
Ένα είναι το ευρέως παραδεκτό, επιβεβαιωμένο από την Ιστορία, αρχαία και σύγχρονη:
{Αν ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια
εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός}.
Προειδοποιούσε ο ποιητής Λουκής Παπαφιλίππου:
«όσο κλειστά τα μάτια σου
τόσο κλειστοί οι καιροί σου»
Πρώτο βήμα; Ανοίγεις τα μάτια. Προσπαθείς να δεις τα σύγχρονα σημάδια. Διαπιστώνεις την πραγματικότητα, τον ζόφο της υποκρισίας, της εγωπάθειας και της εκμετάλλευσης:
{Όταν εκφωνούνται
τα μεγάλα λόγια
στους μεγάλους ναούς,
οι αγνοούμενοι
στα μικρά τους φέρετρα
δολοφονούνται
με μικρές επαναλήψεις.}
Δεν σου λένε τίποτε τα συνθήματα, πολλώ δε μάλλον τα κούφια. Σε κούρασε το φανφαρώδες επίθετο «βιώσιμη» μπροστά από το ουσιαστικό «λύση». Βιώσιμη για τους πολιτικούς σημαίνει μεσοβέζικη για τους άλλους. Βαρέθηκες τα λόγια, σαράντα έξι χρόνια τώρα. Όχι πια επίθετα. Ζητάς ουσία. Ανεπίθετα Ουσιαστικά. Σε έχουν ποτίσει με το ζόρι γάλα από τα στήθη της Άξεστης Εισβολής, τοξικό, αιμάτινο:
{Κόκκινο γάλα του χαμού μάς έχεις πλημμυρίσει˙
γεμίζεις τα βαθιά πηγάδια και τις λίμνες του νησιού}.
Αναζητάς στο γλαυκό των γέρικων ματιών μια σπίθα. Δοκιμάζεις. Αλλά:
{«… Τις πόρτες τις κλειστές μην τις χτυπήσεις.
Δεν έχει εκεί παιδιά να σου ανοίξουν».
Είπε, ο γέροντας των εκατό χρονών
που κράτησε μες στη ματιά του
το λουλακί της εγκατάλειψης.}
Εγκατάλειψη. Αν την ψηλαφίσεις εκ του σύνεγγυς, μπορεί να καταστραφείς. Αν κάνεις το χατίρι στον καμένο να τον πας να δει από κοντά τα αποκαΐδια, μπορεί και να τον χάσεις. Η ΑΚ το γνωρίζει καλά:
{Πήγανε.
Κι όταν επέστρεψαν αρρώστησε.
/…/ Ήθελε να μην είχε επιστρέψει}.
Στα κιτάπια της ψυχής και της μνήμης, ο καταγεγραμμένος πόνος, αφορμώμενος από εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία δρουν ως τελεστές, αυξομειώνεται κατά το δικό του αυτόνομο δοκούν. Δεν θέλει πολύ για να «σπάσεις». Αρκεί
{Μια άδεια καρέκλα,
ας πούμε, στην Αμμόχωστο˙
που κάθεται και περιμένει
τον επόμενο}
ή ένα άγαλμα ενός αδικοχαμένου παιδιού:
{… τα μπρούτζινα παιδιά /…/
Νομίζω τα λυπάμαι καθώς
στη θάλασσα ποτέ τους
δεν θα κολυμπήσουν,
καθώς ποτέ τους δεν θα πέσουν
κάτω να χτυπήσουν.
Στη γυάλινη πλατεία
αιώνια θα γερνούν
αγέραστα
τα μπρούτζινα παιδιά.}
Αν είσαι ποιητής, ο ορείχαλκος θα σου μιλήσει. Στην καρέκλα, η Απουσία καθήμενη θα σου γνέψει. Κι εσύ, μπορεί να απαντήσεις, με τους δικούς σου στίχους ή με αυτούς της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου :
«Επιζήσαμε τόσων νεκρών
και ημερών ημιθανών
Τώρα στην άλλη σκέψη πια
ποιος θάνατος μπορεί να μας σκοτώσει;»
Ελπίζεις. Σε αναστύλωση, ανακαίνιση, επισκευή. Σε νέα ζωή. Δεν γκρεμίζεις το παρελθόν. Το εκμεταλλεύεσαι. Το αγκαλιάζεις. Από τη λαβωμένη ώριμη μήτρα, ακόμα και από τη βιασμένη, μπορεί κάλλιστα να ξεπηδήσει νέα, άσπιλη ζωή:
{Ελπίζω σαν σπίτι παλιό
που απλώνει στον ήλιο
τα λευκά του σεντόνια.}
Έχεις άλλα όπλα, ανίκητα, αν είσαι γυναίκα:
{Γυναίκα δύσκολο πατρόν
παρθένα
θηλάζει τις σελίδες}.
Οπότε εστιάζεις. Στην Ιστορία ως Αντιλήθη, ως Γνώση, ως συγκριτικό ανάγλυφο υπόβαθρο του χάρτη των επόμενων κινήσεών σου. Στην επιβίωση, στο τώρα, ως αναγκαία προϋπόθεση ανατροπών. Στο αύριο, στο μέλλον, στο παιδί:
{Κι αν για ψωμί
το χέρι του απλώσει το παιδί,
μην αρνηθείς
καρδιάς αντίδωρο
προσκέφαλο να κοιμηθεί.
Είναι καθρέφτης το παιδί.
Να το κοιτάζεις.}
Η πέμπτη ποιητική συλλογή της ΑΚ, επικεντρώνεται στους προβληματισμούς και στα μεγάλα ζητήματα με τα οποία έρχεται σε επαφή ένας επαΐων πολίτης στο κυπριακό σήμερα, το οποίο είναι στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο status quo, της Σκύλλας της τουρκικής εισβολής και της Χάρυβδης της επιθετικής γεωπολιτικής. Ατυχώς η κατάσταση αυτή επαναλαμβάνεται σε πολλά μέρη της γης με ποικίλους τρόπους, συνεπώς το βιβλίο δεν αφορά μόνο στη νήσο της Αμαθουσίας Αφροδίτης. Ο χρόνος, ο πόνος, οι λαβωματιές της ατομικής και της συλλογικής μνήμης αλλά και οι προτροπές της, ο έρωτας, οι λέξεις, η ποίηση, ο θάνατος, παλεύουν μέσα από το χαρτί να σπάσουν τα συρματοπλέγματα της υποταγής που είναι καλά κρυμμένα μέσα στις πικροδάφνες της παραποίησης.
Αν σε μελλοντική ανθολόγηση είχα τη δυνατότητα να επιλέξω μόνο ένα ποίημα, θα διάλεγα το εξής:
{ΧΩΜΑ
Όταν ο άνδρας επιστρέφει
για την κηδεία του πατέρα,
ο πικρός καφές στο αεροπλάνο,
ο πικρός καφές στα ΚΤΕΛ
μικραίνει την απόσταση,
γλυκαίνει την ανάμνηση.
Όταν ο άνδρας κάθεται
στο γραφείο τελετών,
ένα μέτρο από το νεκρό σώμα,
ένα μέτρο από το ξύλινο φέρετρο,
μεγαλώνει η απόσταση,
πικραίνει η ανάμνηση.
Ύστερα η απόσταση,
η ανάμνηση και ο καφές
έχουν την ίδια γεύση.
Χώμα.}
Διαβάζοντάς το, μια πικροδάφνη μου ψιθύρισε:
«ξαναδιάβασέ το μα αντί “πατέρας” βάλε “ΚΥΠΡΟΣ ΟΤΑΝ ΜΙΑ, ΠΡΟ”,
όπου “γραφείο τελετών” βάλε “ΟΗΕ”,
όπου “ξύλινο φέρετρο” βάλε “Αττίλα γραμμή”».
Ιδού ένα από τα κρυμμένα μεγαλεία του ποιήματος.
Ιδού η Ποίηση αυτοπροσώπως.
ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ
texnesonline /3/10/2020
Στο ερώτημα που τίθεται συχνά «Τι προσφέρει η ποίηση;» την απάντηση μπορεί να τη βρει κανείς διαβάζοντας ετούτο εδώ το βιβλίο.
Η ποίηση κρατά ζωντανή τη μνήμη των ανθρώπων για να μπορούν να μένουν αναλλοίωτα τα συναισθήματά τους στο χρόνο, όποια κι αν είναι αυτά. Γιατί οι άνθρωποι δεν πρέπει ποτέ να πάψουν να νιώθουν και να αισθάνονται άνθρωποι. Γιατί ως άνθρωποι κουβαλούν στην πλάτη τους μια ιστορία και χωρίς αυτήν την καταργούν ως ουσία αποτελώντας απλά μια τυχαία ύπαρξη, μια μικρή κουκίδα στη μέση του πουθενά. Η ιστορία των ανθρώπων είναι εκείνη που τους χαρακτηρίζει, τους προσδιορίζει και τους καθοδηγεί. Όλες οι μνήμες του παρελθόντος, που άλλοτε ευχάριστες κι άλλοτε δυσάρεστες εγκαθίστανται στην ψυχή τους, αναμιγνύονται με το αίμα τους, γίνονται ένα με τη σάρκα τους.
Η ιστορία δεν είναι απλά μια απλή, στεγνή αφήγηση των όσων τελέστηκαν στο μακρινό ή κοντινό παρελθόν. Η ιστορία μπορεί και οφείλει να διεγείρει το συναίσθημα, για να μπορεί ταυτόχρονα να εξελίσσεται σε οικεία και άξια μνήμης. Η ιστορία πρέπει να διαχέει ένα αίσθημα τιμής για όλους εκείνους που στάθηκαν άξιοι να ονειρευτούν και να παλέψουν για το δικό τους μέλλον, το δικό μας σήμερα. Οφείλουμε να τιμούμε το παρελθόν, αν θέλουμε να μας σέβεται το παρόν μας, αν θέλουμε να ονειρευόμαστε το μέλλον μας με θάρρος και αισιοδοξία. Και σ’ αυτό μας βοηθάει σημαντικά η ποίηση.
Με ποίηση η Αγγέλα Καϊμακλιώτη ανασκάπτει σιγά σιγά το παρελθόν, φέρνοντας στην επιφάνεια της σκέψης μνήμες, άξιες λόγου, άξιες προσοχής, άξιες μεγάλης τιμής, σεβασμού κι ευγνωμοσύνης. Γιατί το παρελθόν, όσες πληγές κι αν κουβαλά, είναι αυτό που έχτισε το παρόν μας, αυτό που μας καλεί κάθε φορά να το τιμούμε, να το σεβόμαστε, να στεκόμαστε στα θετικά του και να παραδειγματιζόμαστε από τα λάθη του.
«Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα» τιτλοφορείται η τελευταία της ποιητική συλλογή, η πέμπτη στον αριθμό, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν», μια συλλογή που την αφιερώνει στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την Κύπρο.
Στο οπισθόφυλλό της γράφει:
«Άνυδρο θαλασσόκρινο νησί μου,
αρχαίος βολβός στην άμμο
του παλιού καιρού.
Έφυγαν τα καράβια τους και πάλι.
Δεν έφεραν κρασί και λάδι
να γεμίσουν τα πιθάρια.
Μόνο στα λαδιασμένα σώματα
με δείχτες αντηλιακούς
νυχτόβιες πεταλούδες ανασαίνουν.
Αντέχεις;»
Σκληρός ο λόγος της, ωμός πολλές φορές, συμπαγής και πυκνός, χωρίς βερμπαλισμούς και τερτίπια, όπως άλλωστε αρμόζει στην ψυχρή αλήθεια για να αποτυπώσει ξεκάθαρα τη γύμνια της, για να τρυπώσει ταχύτερα και ουσιαστικότερα στην ψυχή του αναγνώστη.
«Όταν εκφωνούνται
τα μεγάλα λόγια
στους μεγάλους ναούς,
οι αγνοούμενοι
στα μικρά τους φέρετρα
δολοφονούνται
με μικρές επαναλήψεις.» (Σελ. 18)
Ένα νησί που δοκιμάστηκε τόσες φορές από τη μοίρα του, που υπέφερε μακροχρόνια, που μάτωσε, που πλήρωσε τους αγώνες του με θυσίες, ένα νησί με τόσους πολλούς ήρωες να κείτονται στο χώμα του, καταντά εν τέλει να απομένει ένα νησί «των μεγάλων λόγων» εκείνων, που στην ουσία ευθύνονται για την τωρινή κατάντια του. Αλήθεια, πόσους ήρωες μπορεί να χωρέσει ένας τέτοιος μικρός τόπος, πόσους ακόμα; Πόσα δάκρυα απώλειας να ρίξει; Πόση απέραντη πατριωτική αγάπη να σκορπίσει; Πόσοι αιματοβαμμένοι αγώνες καταγράφηκαν στις σελίδες της ιστορίας του; Πόση πίκρα ένιωσε στις φλέβες του; Πόσο σπαραγμό σπατάλησε; Ψυχές που ουρλιάζουν από τ’ άδικο, που μένουν ξάγρυπνες από τον πόνο, ακόμα οδύρονται, γιατί τολμήσανε να διεκδικήσουν το αυτονόητο, που τελικά δεν το κερδίσανε..
«Βρέχει.
Σχεδόν με θράσος.
Άρα η ανατροπή
δεν είναι πλέον
απλή πιθανότητα.
Να μπαίνει το καλοκαίρι
με κλαυσίγελο
κι εσύ να ξοδεύεις
αντηλιακά με δείχτες.» (Σελ. 19)
Ο αναγνώστης διαβάζει και ταυτόχρονα θυμάται πάλι την ιστορία του. Δάκρυα πένθους στάζουν καυτά πάνω στο δέρμα του, καθώς γίνεται πλέον απόλυτα αισθητό το μέγεθος της απώλειας που τον κυκλώνει.
«..Κι εσύ Γρηγόρη
καλύτερα μην,
καλύτερα μην
ξυπνήσεις ακόμη.
Αργεί πολύ.
Αργεί η Ανάσταση.» (Σελ. 27)
Ποιος μπορεί τάχα να δει φως μες στο σκοτάδι; Ειρωνεία; Αυτό το σκοτάδι ακόμα υπάρχει. Και πληθαίνει. Σκοτάδι στην ψυχή. Βαριά η μνήμη όταν γίνεται άγριο παρόν.
«Ως ειρωνεία ή ερινύα
θα παραμείνουν θερινές
οι ώρες των κατεχομένων.» (Σελ. 32)
Μεγάλη αίσθηση προκαλεί το ποίημα «ΦΡΙΚΩΔΙΑ» στη σελίδα 35. Η ποιήτρια αφήνει στην άκρη για λίγο τον ελεύθερο τρόπο γραφής της και εκφράζεται μετρικά. Μουσικά, θα λέγαμε. Ναι, άνετα θα μπορούσαμε να ακούσουμε τη μελωδία του πίσω από τους στίχους. Στίχους που καυτηριάζουν, μαστιγώνουν συνειδήσεις με το γάντι, προβληματίζουν, αποκρυπτογραφούν σκοτεινές σκέψεις, απεικονίζουν τη σκληρή πραγματικότητα, έτσι όπως φαίνεται και είναι.
«..Φρίττω που η φρίκη μας
δεν έχει πρόσωπο – μόνο πλοκάμια.
Φρίττω που η φρίκη μας
δεν έχει νόημα – μόνο
μπαϊράμια.
Φρίττω που η φρίκη μας
στα καφωδεία – μια φρικωδία.» (Σελ. 35)
Συγκλονιστικό το ποίημα «Το νέο τέλος» στη σελίδα 36. Το παρόν μας δεν έχει ξεφύγει από την κατάρα του πολέμου. Ευχή όλων το τέλος του να σημάνει μια νέα αρχή. Επιθυμία η ελπίδα. Ναι, ο άνθρωπος μπορεί ακόμα και ελπίζει στο ζωογόνο και φωτεινότερο αύριο.
«Αδύνατο να σκοτώσεις
φεγγάρι πανσέληνο..» (Σελ. 41)
«Μελετώ τον Νοέμβρη με τα κόκκινα φύλλα
σ’ έναν έμψυχο κόσμο νοερό
προσδοκώντας τα επόμενα θαύματα
ανερυθρίαστα.» (Σελ. 45)
Ωστόσο, το παρελθόν πονάει πολύ. Η εγκατάλειψη πονάει. Κι αρκεί ένας αναστεναγμός για να φανερώσει το μέγεθος της ψυχικής οδύνης που ακόμα βαραίνει το είναι μας.
«Τις πόρτες τις κλειστές μην τις χτυπήσεις.
Δεν έχει παιδιά εκεί για να σου ανοίξουν.
Είπε ο γέροντας των εκατό χρονών
που κράτησε μες στη ματιά του
το λουλακί της εγκατάλειψης.» (Σελ. 48)
«Αχ, πότε πέρασαν τα χρόνια;» (Σελ. 50)
Κι έπειτα έρχονται πάλι στη μνήμη οι φρικιαστικές εικόνες που σκότωσαν τη ζωή που πάλευε ν’ ανθίσει.
«Πάτησε το κουμπί κλείστρου
έσπευσε δίπλα τους στα τρία μέτρα
και η λυχνία του χρόνου
αναβοσβήνοντας απέναντι
έδωσε τη χαριστική βολή.» (Σελ. 51)
Εικόνες, αλήθεια, που θα θυμίζουν πάντα τις πληγές του παρελθόντος, σημάδια χαραγμένα βαθιά μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, που ακόμα περιβάλλονται από την ιδιαίτερη υπόστασή τους, αυτή που τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους οργανισμούς της γης. Μα, άραγε υπάρχει, αναρωτιέται η ποιήτρια. Ο άνθρωπος είναι στ’ αλήθεια Άνθρωπος; Νιώθει Άνθρωπος; Ερωτήματα που θέτει η ίδια προβληματίζοντας και τον ίδιο τον αναγνώστη.
«Σύνορα είναι
τα παγωμένα χέρια,
τα παγωμένα μάτια
για όνομα του Ανθρώπου,
αν υπάρχει άνθρωπος.» (Σελ. 57)
Γιατί ο πόνος δεν τελειώνει ποτέ; Γιατί ο ξεριζωμός ακόμα ορίζει τη λύση στη δυστυχία; Είναι στ’ αλήθεια λύτρωση; Λύτρωση από τι; Το μίσος δυναστεύει ολοκληρωτικά πια τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ενάντια στον άνθρωπο. Απανθρωπιά. Τελικά η ιστορία δεν μας μαθαίνει τίποτα. Το παρόν ζωγραφίζεται ως απομεινάρι του παρελθόντος, μα γίνεται ολοένα και χειρότερο από εκείνο. Κι επεκτείνεται, παγκοσμιοποιείται.
«Γερνάνε τα παιδιά στη Σούδα.
Κανένας δεν ακούει τη φωνή τους.
Ήρθαν χειμώνα πέρσι
κι ήρθε χειμώνας φέτος.
Οι βάρκες πλαστικές΄
η ελευθερία χάρτινη.» (Σελ. 58)
Τα δύο τελευταία ποιήματα της συλλογής έρχονται να ελαφρύνουν λίγο τη βαριά ατμόσφαιρα που δημιούργησαν όλα τα προηγούμενα. Μια νότα χαράς προβάλει. Ο αναγνώστης δεν πρέπει να αγνοήσει, ούτε να παραβλέψει τη σπουδαιότητα του αισθήματος αυτού. Η ευθυμία αποτελεί προτέρημα όσων τολμούν να προχωρούν και να αντιστέκονται στη σκοτεινιά της μιζέριας που προκαλεί η κακουχία. Σατυρικά τα ποιήματα αυτά, κυρίως το προτελευταίο, κάτι που ξαφνιάζει τον αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα τον επαναφέρει στο αρχικό ερώτημα: «Τι προσφέρει η ποίηση;». Όλα όσα αναφέρθηκαν κι ακόμα τόσα. Η ποίηση πλάθει συνειδήσεις, ζωγραφίζει εικόνες, ανατρέχει στο παρελθόν, προκαλεί, καυτηριάζει, συντροφεύει, τροφοδοτεί, καθησυχάζει, ονειρεύεται και τόσα άλλα ακόμα που έχει απόλυτη ανάγκη ο αναγνώστης.
Η ποιητική συλλογή «Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα», με αυτή την απόλυτα ταιριαστή εικόνα στο εξώφυλλό της, είναι μια συλλογή που κουβαλά στις σελίδες της όλη την ιστορία της Κύπρου κι όχι μόνο. Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, άξια υπηρέτρια του λόγου, έφερε εις πέρας ένα μεγάλο φορτίο και κατάφερε να περάσει σπουδαία μηνύματα στον αναγνώστη, κι ανάμεσά τους το ακόμα πιο σπουδαίο, ότι δεν πρέπει ποτέ και κανείς να ξεχνάει την ιστορία του.
Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όλους.
Ας είναι καλοτάξιδο!
Λίγα λόγια για την ποιήτρια, Αγγέλα Καϊμακλιώτη:
Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη γεννήθηκε στην Αμμόχωστο. Είναι κάτοχος πτυχίου παιδαγωγικών και μεταπτυχιακού τίτλου στην εκπαιδευτική ηγεσία και πολιτική. Έχει επίσης μεταπτυχιακές σπουδές σε θέματα διαχείρισης κρίσεων και διαμεσολάβησης. Είναι διευθύντρια σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, πρόεδρος της Πολιτιστικής Ένωσης Λάρνακας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Πολιτισμού για Παιδιά και Νέους. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Για το εκπαιδευτικό της έργο έχει τιμηθεί με Gold Award στα βραβεία Cyprus Education Leaders Awards. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Έργα της έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες ποίησης και λογοτεχνικά περιοδικά. Η ποιητική της συλλογή Εκ του Σύνεγγυς έχει μεταφραστεί στα σερβικά και στα αγγλικά. Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα είναι η πέμπτη ποιητική συλλογή της.
.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 19/12/2020
Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα είναι η πέμπτη ποιητική συλλογή της Κύπριας ποιήτριας Αγγέλας Καϊμακλιώτη που πρωτοεμφανίστηκε στα Νεοελληνικά Γράμματα το 2011. Ήδη, από τον τίτλο, μπορεί να διαμορφώσει κανείς κάποιες πρώτες προσδοκίες που κινούνται προς την κατεύθυνση της ανανέωσης, της αναγέννησης και της ανατροφοδότησης του φυσικού κόσμου και, συνεκδοχικά, του ανθρώπινου βίου. Πιο συγκεκριμένα, το ρήμα του τίτλου «θέλουν», με την έννοια του «χρειάζονται», αναδεικνύει ένα είδος επιταγής, μία καίρια και επιτακτική ανάγκη η οποία, εν προκειμένω, αποκτά συμβολικό χαρακτήρα. Το κούρεμα της πικροδάφνης, του γνωστού αυτού μεσογειακού φυτού με τα εντυπωσιακά άνθη, πραγματοποιείται νωρίς την άνοιξη ή, εναλλακτικά, μετά το τέλος της ανθοφορίας, προκειμένου έτσι να μπορεί να διατηρηθεί συμπαγές και ακμαίο το φύλλωμά του. Από το πρώτο, λοιπόν, αυτό επίπεδο σημαινομένων μπορεί κανείς να αποπειραθεί τη μετάβαση σε ένα δεύτερο επίπεδο, όπου η έννοια και η λειτουργία της εκκαθάρισης προβάλλει ως προϋπόθεση και ζητούμενο για τη συνέχιση της ίδιας ζωής.
Η συλλογή κινείται στο γνωστό και από το έργο άλλων Κυπρίων ποιητών κλίμα του σπαραγμού και της οδύνης για την τραγική μοίρα του νησιού της Κύπρου και αυτή η διάθεση είναι που δίνει τον ρυθμό και τον τόνο. Στην πρώτη ενότητα της συλλογής, τα ποιήματα, στην πλειοψηφία τους μάλλον ολιγόστιχα και γραμμένα σε ελεύθερη φόρμα, φέρουν έντονη τη σφραγίδα της θλίψης, της εναγώνιας θλίψης για την απώλεια του γενέθλιου τόπου. Πολλά από τα ποιήματα παρουσιάζονται σαν στιγμιότυπα, σαν μικροϊστορίες μέσα στις οποίες παρουσιάζεται, σε αδρές γραμμές, η σκληρή πραγματικότητα της εισβολής και οι αντιδράσεις των ανθρώπων: Πήγα στο σπίτι, στον συνοικισμό,/ για να τον δω./ Τον βρήκα στην αυλή ξυπόλητο/ να κόβει φρούτα./ Άκουσες τις ειδήσεις; Ρώτησα./ Όχι. Απάντησε κοφτά./ Για την πατρίδα λέω, άκουσες;/ Όχι. Δεν ξέρω τίποτα./ Και σβέλτα ανέβηκε/ στην ανεμόσκαλα/ έκοψε ασπρόσυκο/ και μου το πρότεινε./ Πάρε. Είναι αζιμούθιο,/ σπόρος και γάλα μητρικό./ Αν ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια,/ εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός./ Είπε και πικρογέλασε. («Συκοφαντίες»). Το καταλυτικό γεγονός της εισβολής, όμως, δεν διεγείρει μόνο τη θλίψη της ποιήτριας και των ανθρώπων που περνούν από τα ποιήματά της, αλλά και την οργή της για τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύτηκαν τις θυσίες των αγωνιστών όλοι εκείνοι που αποδείχθηκαν κατώτεροι της περίστασης που ζητούσε θάρρος και γενναιότητα: Όταν εκφωνούνται/ τα μεγάλα λόγια/ στους μεγάλους ναούς,/ οι αγνοούμενοι/ στα μικρά τους φέρετρα/ δολοφονούνται/ με μικρές επαναλήψεις. («Μεγέθη») Στην πραγματικότητα, αυτό που προεξάρχει στα ποιήματα της ενότητας αυτής είναι ο διχασμός του ποιητικού υποκειμένου και των ανθρώπων της Κύπρου ανάμεσα στο τώρα και στο τότε, ανάμεσα στο εκεί και το εδώ, διχασμός που προκύπτει με ευθύτητα και αντικατοπτρίζει τον διχασμό του ίδιου του νησιού. Έτσι, μέσα από μια αμφίδρομη πορεία το νησί εικονίζεται στους ανθρώπους του και οι άνθρωποι στο νησί τους. Η ποιήτρια στέκει ανάμεσα για να διαπιστώσει με πίκρα και πικρία το αδιανόητο παιχνίδι που στήθηκε εις βάρος του τόπους της και των ανθρώπων του, να εκδηλώσει τα αμφίθυμα συναισθήματά της που ταλαντεύονται ανάμεσα στον πόνο, τη θλίψη, το θυμό, αλλά και την αγάπη για το ανθρώπινο στοιχείο που παρέμεινε αλώβητο από την καταστροφή. Το ύφος της αποκτά διάφορες αποχρώσεις πάντα όμως πάνω στη γραμμή του ιστορικού και ταυτόχρονα προσωπικού απολογισμού, με χαρακτηριστικότερη αυτή της πικρής ειρωνείας που άλλοτε κυλά στην επιφάνεια του ποιήματος και άλλοτε κάτω από αυτήν.
Στη δεύτερη ποιητική ενότητα, που φέρει τον παράδοξο τίτλο «Ο Μπετόβεν στο Λάπτοπ», παρατηρείται μία στροφή προς τον εαυτό, τα ποιήματα δηλαδή εμφορούνται από μια έκδηλη αυτοαναφορικότητα, σαν διάθεση και τάση. Η ποιήτρια πραγματοποιεί ένα άνοιγμα προς την φύση για να μπορέσει να εντοπίσει αναλογίες με τη δικής της υπόσταση, τη δική της πορεία στη ζωή. Θέματα όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η ποίηση και η τέχνη γενικότερα, ο χρόνος, παρελαύνουν εδώ για να καταδείξουν τον διαμεσολαβητικό ρόλο της ποίησης στην επιθυμία του ανθρώπου να ανακαλύψει τον εαυτό του και τον κόσμο: Τις νύχτες τα ρολόγια/ εγκαταλείπουν τις επάλξεις/ δεν είναι συμπολεμιστές./ Προχωρούν ανεξέλεγκτα./ Καταλαμβάνουν πεδία./ Τις νύχτες τα ρολόγια/ με φοβίζουν./ Αλλάζουν, σχήματα κυλούν/ και αγνοούν τα περιγράμματα. («Επανάσταση») Η Καϊμακλιώτη εδώ γίνεται σαφώς περισσότερο «ποιητική», με την έννοια της συν-κινητικής εξομολόγησης και της προσωπικής δημιουργίας που φτάνει στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης για να πραγματοποιήσει τη διερεύνηση και την ανατομία της ανθρώπινης ψυχής.
Ιδιαίτερη θέση μέσα σε αυτή την ενότητα έχουν τα ποιήματα για το παιδί και την παιδικότητα. Η ποιήτρια προσεγγίζει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτήν την ηλικιακή φάση και τα χαρακτηριστικά της για να αρθρώσει έναν λόγο ειλικρινή, απλό, ουσιαστικό όπως ακριβώς είναι και η παιδική ψυχή. Είναι μια σπάνια περίπτωση αυτή μέσα στην νεοελληνική ποίηση στο βαθμό που το παιδί προσεγγίζεται μόνο από τη σκοπιά της παιδικής ηλικίας του ποιητικού υποκειμένου και όχι από τη σκοπιά του ανεξάρτητου, αυθύπαρκτου όντος που διαθέτει τα δικά του χαρακτηριστικά και γνωρίσματα: Κι αν το παιδί νερό ζητήσει,/ μην παραλείψεις·/ η δίψα του έφτασε στο συρματόπλεγμα/ και θα το πνίξει./ Κι αν για ψωμί/ το χέρι του απλώσει το παιδί,/ μην αρνηθείς αρνηθείς/ καρδιάς αντίδωρο/ προσκέφαλο να κοιμηθεί./ Είναι καθρέφτης το παιδί./ Να το κοιτάζεις. («Να το κοιτάζεις») Ξεχωριστή μνεία, όμως, αξίζει να γίνει και στο ποίημα «Ποιητική βραδιά» για τον παιγνιώδη του χαρακτήρα και τη σαρκαστική ειρωνική διάθεση απέναντι στον ματαιόδοξο ποιητή που επιθυμεί να μνημειωθεί μέσα στο χρόνο: Τη στιγμή που απαγγέλει στο μικρόφωνο/ οι κυρίες χύνουν δάκρυ μεγαλόφωνο./ Μα κι ο ίδιος πια δονείται, μεταλλόφωνο.// Κι όταν επιτέλους πέσει χειροκρότημα/ για της ποίησης το σπουδαίο κληροδότημα,/ θα τον ταλανίσει πάλι το ερώτημα:/ «Μήπως έφτασε η ώρα/ να μ’ ακούσει κι άλλη χώρα;»
Μέσα στην συλλογή αυτή της Καϊμακλιώτη ενυπάρχει και πάλλεται η αλήθεια. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την τέχνη του αληθούς και κυρίως του απροσποίητου. Γιατί αυτό το οποίο καταδικάζει η ποιήτρια – το ψέμα, την αναλήθεια, την πόζα, την επιτήδευση – το έχει πρώτα εκείνη αποβάλλει κάνοντας πράξη τη μέγιστης αξίας απόφανση και συμβουλή, ότι η ομορφιά βρίσκεται στην απλότητα. Ο ποιητικός της λόγος κατορθώνει να φτάσει στον αναγνώστη με άκρα αμεσότητα και να του μεταγγίσει όλη τη συγκίνηση που δονεί τις λέξεις, την ψυχή δηλαδή του ποιήματος.
.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
CULTUREBOOK.GR/4/9/2020
Ποίηση με ταυτότητα κυπριακή
Αν η ποίηση οριοθετείται από τις γέφυρες που ο χείμαρρος της –ατομικής ή συλλογικής– καταστροφής γκρέμισε, τότε σίγουρα αυτή αποτελεί μία προσπάθεια με συλλογική συνείδηση εκ μέρους του δημιουργού να βοηθήσει ώστε να χτιστεί μία καινούρια γέφυρα. Εξάλλου, ο ποιητής δεν μένει κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, αλλά συμμετέχει και συμπάσχει με την κοινότητα στο ίδιο δράμα. Και αν προσανατολιστούμε στην κυπριακή ποίηση, οφείλουμε να την εξετάσουμε στο σύγχρονο πλαίσιο ποιητικής παραγωγής μα και σε συνάρτηση με τα βαθιά χνάρια που άφησε η γενιά του ’74 ή νεότεροι δημιουργοί (πχ Φροσούλα Κολοσιάτου[i]).
Και δεν αποτελεί υπερβολή η θέση ότι μεγάλο μέρος της κυπριακής λογοτεχνίας σφραγίζεται από τις μακρόχρονες πολιτικές περιπέτειες της Μεγαλονήσου με έναν πολιτικό κι εθνικό χαρακτήρα. Αναμφίβολα, η ειρήνευση που ακολούθησε το δράμα και η είσοδος του ΚΑ΄ αιώνα με την οικονομική ευημερία μα και την οικονομική κρίση στη νήσο, επέτρεψαν την καλλιέργεια μιας ποίησης μακριά τα συγκλονιστικά/μαρτυρικά γεγονότα του παρελθόντος (χωρίς όμως να ξεχνιούνται) επέτρεψαν το συγχρωτισμό με την εθνική ελληνική ποίηση και την ανάδειξη νέων χαρακτηριστικών, υπαρξιακών και κοινωνικών. Σε ένα τέτοιο κλίμα εντάσσουμε και την Αγγέλα Καϊμακλιώτη με τις τρεις τελευταίες ποιητικές της συλλογές, «εκ του σύνεγγυς», «αειθαλής θάλασσα» και την πρόσφατα εκδοθείσα «οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα» (βακχικόν, 2020).
Η ποίηση της Αγγέλας Καϊμακλιώτη είναι ήπιων τόνων. Η δημιουργός συνεχίζει την παράδοση των Κύπριων ποιητών που διαπραγματεύονται την Εισβολή και τον ξεριζωμό στη Μεγαλόνησο. Μολονότι όμως οι επιδράσεις από την ποιητική της διχοτόμησης είναι έντονες, η Καϊμακλιώτη ακολουθεί τη δική της διαδρομή συνδέοντας το βίωμα με την μυθοπλασία με μία λυρική διάθεση που την απομακρύνει από την κυπριακή παράδοση, αφήνοντας την ποίησή της ανοιχτή. Εισάγοντας στοιχεία ειρωνείας και ισχυρές δόσεις σαρκασμού («εκ του σύνεγγυς») εντείνει το κλίμα –και ταυτόχρονα– κλιμακώνει τη συναισθηματική ένταση . Και τούτη η ειρωνεία εκφράζεται άλλοτε με αρνήσεις και άλλες φορές με εσωτερικές αντιθέσεις («εκ του σύνεγγυς»). Η ποιητική ειρωνεία ως εκφραστική οδός ενισχύει το συναίσθημα του πόνου και της οργής. Ο ακροατής/αναγνώστης συμμετέχει ενεργά καλύπτοντας τα κενά που αφήνουν οι –σύντομες ειδικά– συνθέσεις (οιωνός). Οι ρωγμές στον ποιητικό κείμενο μεγαλώνουν με τις αντιθέσεις (μεγέθη, βρέχει, γριά στο Ριζοκάρπασο) και τα υπονοούμενα (συκοφαντίες, οιωνός, μεγέθη) και αφήνουν ελεύθερη την αναγνωστική πρόσληψη να ακολουθήσει τις αγωνίες της ποιήτριας και να στοχαστεί για το κυπριακό δράμα. Το κοινό είναι εκ των προτέρων σε κατάσταση πόνου και θλίψης για τη Διχοτόμηση (κι ό,τι αυτό σημαίνει).
Τόσο η συλλογή «εκ του σύνεγγυς» όσο και το πρώτο μέρος από τις «πικροδάφνες» είναι αφιερωμένα στο κυπριακό δράμα. Χαμηλόφωνα και με οικονομία στίχου η δημιουργός ακολουθεί τις διαδρομές της σύγχρονης κυπριακής ποίησης με επίκεντρο το κυπριακό δράμα και με κριτική ματιά στις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις. Η μνήμη καθίσταται ο βασικός μοχλός της στιχουργίας της συνδέοντας το δραματικό παρελθόν με το διχοτομημένο παρόν που ακόμα αναζητά λύση. Η μνήμη συνδέεται με το κοινωνικό παρελθόν και το κοινό βίωμα. Η ατομική εμπειρία του ποιητικού “εγώ” συναντά τη συλλογική. Η ποιητική της φωνή γίνεται η φωνή του τόπου της.Παρά το γεγονός ότι πραγματεύεται ένα τέτοιο ζήτημα, δεν υποπίπτει σε εθνικιστικές εξάρσεις. Κυριαρχεί το συναίσθημα του προσφυγικού πόνου (οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα, συκοφαντίες, ημερολόγιο οδοφράγματος, επίσκεψη, οιωνός, ρεπορτάζ), χωρίς να γίνεται μελοδραματικό, και η αναζήτηση ηρώων (δελτίο ειδήσεων, αργεί). Το κυπριακό βίωμα στην ποίησή της αποκτά μια υπαρξιακή διάσταση μέσα στην εντοπιότητά του.
Η έκφρασή της, κοφτή με ισχυρό δεσμό εσωτερικού στιχουργικό ρυθμού, διακρίνεται από τη χρήση ήπιων συμβολισμών και αλληγοριών. Πειραματίζεται με τον στίχο τόσο με ήπιες μεταφορές όσο και με παρηχήσεις και επαναλήψεις ή δημιουργεί δικές της λέξεις (βλ. «εκ του σύνεγγυς», «αειθαλής θάλασσα»). Μα οι πειραματισμοί αυτοί εντάσσονται ομαλά στη στιχουργική της χωρίς να διαταράσσουν το ρυθμό ή τη συναισθηματική ένταση μα υπακούοντάς τα. Η συνειρμική κίνηση του στίχου –ως αποτέλεσμα ποιητικής ωρίμανσης– συνδέει τις θρυμματισμένες εικόνες στο ποιητικό βιτρό και ταυτόχρονα επεκτείνει τη στοχαστική υφή τους. Ο μετωνυμικός λόγος υποστηρίζει τη συναισθηματική ένταση και την εικαστική αποτύπωση. Ειδικά στην «αειθαλή θάλασσα» ο μεταφορικός λόγος εμπλουτίζει τον ποιητικό προβληματισμό με παράλληλα επίπεδα ανάγνωσης, κάτι που υιοθετείται και στις «πικροδάφνες».
Την ποιητική της διανθίζει το φυσιολατρικό στοιχείο με πλήθος εικόνων από τη φύση που εισάγονται αβίαστα στη στιχουργική, προσδίδοντας έντονες λυρικές νότες μέσα στη χαμηλόφωνη ποιητική. Το φως στις τελευταίες συλλογές είναι διαρκώς παρών, περιορίζοντας δραστικά το σκοτάδι που σκέπαζε τη συλλογή «εκ του σύνεγγυς», μολονότι στις «πικροδάφνες» η απογοήτευση για το αμετάκλητο του κυπριακού δράματος είναι διάχυτη. Το φυσικό στοιχείο συμπλέκεται με το κυπριακό βίωμα (νοτιοδυτικά του παραδείσου, στις αλυκές, η ζωή εν τάφω, συκοφαντίες) ορίζοντας μία ποιητική ανοιχτών οριζόντων. Τα πουλιά, η βροχή, οι γάτες και η χλωρίδα συνδέουν το βίωμα με τον τόπο σε μια ποιητική εν-τόπια, στην οποία η ιθαγένεια λειτουργεί ως θεμέλιο προβληματισμού και πόνου (κρινάκια του γιαλού). Η εικαστική της ενισχύεται με ένα πεζό λόγο, συχνά αντιποιητικό (οι γάτες του Τεκκέ, το νέο τέλος).
Η θάλασσα κυριαρχεί σε όλες τις συλλογές της. Την αξιοποιεί συμβολικά και την εκθέτει ως πυρήνα της προβληματικής της. Με τούτη ως θεματικό θεμέλιο, η Καϊμακλιώτη οικοδομεί την ποιητική της υπαρξιακή, κοινωνική, ερωτική όλη χτίζεται πάνω στο αιώνιο σύμβολο της θάλασσας (χερσόνησος, ουτοπία, εμβόλιμη, απόγευμα στον ερωδιό). Η συλλογή «αειθαλής θάλασσα» αποκτά χαρακτήρα ενιαίας ποιητικής σύνθεσης, με θέμα τους μεταφορικούς μετασχηματισμούς που η θάλασσα –κυρίαρχο στοιχείο στην κυπριακή ποίηση– απέκτησε στη λαϊκή κουλτούρα. Γίνεται γυναίκα, αποκτά ερωτική διάσταση ή συνδέεται με την Αφροδίτηκαι την θαλασσοκυπριακή καταγωγή της και ενίοτε με τα ναυτικά δράματα και την ποιητική («αειθαλής θάλασσα»). Άλλοτε κοινωνικές και πολιτικές αλληγορίες αναδύονται από τους στιχουργικούς κυματισμούς με ευαισθησία και συγκίνηση για το δράμα των σύγχρονων προσφύγων και μεταναστών.
Η Καϊμακλιώτη εντάσσει στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος με απόλυτη αρμονία στην ποιητική της παράλληλα με κοινωνικά στιγμιότυπα. Ξεχωρίζει η ευαισθησία με την οποία βλέπει τα παιδιά (σύνορα, παιδιά στη Σούδα, να το κοιτάξεις, αθανασία). Διακρίνεται μία οικειότητα με πρόσωπα και χώρους προσωποποιεί τοπωνύμια ή έννοιες, ενώ συχνά τα τοπωνύμια παρελαύνουν, παράλληλα με τον θρήνο των προσφύγων και των εγκλωβισμένων. Έτσι προσδίδει μία υφή λυρισμού ή μοιρολογιού με στοχαστικές ενίοτε επεκτάσεις («εκ του σύνεγγυς»).
Αυτό που ξεχωρίζει την Καϊμακλιώτη από ομοτέχνους της που επικεντρώνονται γύρω από τη θεματική της Εισβολής, είναι η υπαρξιακή υφή με την οποία εκθέτει τον πόνο για το παρελθόν, διαμορφώνοντας μία ποιητική έκφραση η οποία μέσα από τον βιωματικό της χαρακτήρα αγγίζει το κοινό με θέρμη.
Το αμετάκλητο και η μνήμη κυριαρχούν, ορίζοντας τον υπαρξιακό τόνο μπροστά στο αναπόφευκτο και προσδίδοντας συχνά μία τάση ελεγειακού θρήνου για τον τόπο. Παρά την τάση που διακρίνεται στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση να αφήνει πίσω της τα τραγικά γεγονότα της διχοτόμησης, η Καϊμακλιώτη επιμένει να τα επαναφέρει, συνδέοντας τον χωροχρόνο της κυπριακής γης (ενότητα ημερολόγιο οδοφράγματος). Σε μια εποχή που διαρκώς ακούγονται φωνές συμβιβασμού με το πολιτικό παρασκήνιο και τις διαρκείς εντάσεις, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη θυμάται και αρνείται ποιητικά να αποδεχτεί το σκιαγραφούμενο μέλλον, ακόμα κι αν αυτό αμετάκλητα δεν αλλάζει.
.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
LITERATURE.GR 18/5/2020
Τα μοβ αθάνατα
Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη είναι η ίδια αυτά τα ποιήματα. Μια θεματολογία κάπως ντεμοντέ για την εποχή των συμβιβασμών διαμορφώνει τους στίχους της, ένα είδος σοφής απόγνωσης πηγάζει από την λεπτή στιχουργική της. Στις ακτές της πατρίδας της γεννήθηκαν θεοί, στις πηγές της εκβάλλουν τα άγια νερά που δίνουν σχήμα, μορφή και χρόνο στα ποιήματα της συλλογής της Οι Πικροδάφνες θέλουν κούρεμα των εκδόσεων Βακχικόν. Στις ελεγείες της γεννιέται και πεθαίνει χίλιες φορές ξανά η Κύπρος, ετούτη η ύστατη και αξεπέραστη καταστροφή του ελληνικού κόσμου. Ο άνεμος στην συλλογή της φυσά γεμάτος μέλι και ζάχαρη και πίκρα. Στις επιδέξια επιλεγμένες λέξεις των ποιημάτων απλώνεται το κύλημα καθώς λένε του χρόνου που με τον καιρό ανακτά το ιερατικό, λευκό του κεφάλι. Οι στίχοι της βαδίζουν όπως ηφαίστεια και τραντάζουν σαν σεισμοί τις καλοβαλμένες ζωές της ευρωπαϊκής μας ολοκλήρωσης. Μες σε αυτές τις συνθήκες η κυρία Καϊμακλιώτη συλλαβίζει οιωνούς για μια άλλη, μελλοντική πολιτεία που σήμερα δεν γνωρίζει, δεν κατέχει την επίγνωση της συντριβής που φθάνει. Επειδή, όσα συνέβησαν κάποτε στην Κύπρο, πολλάκις στάθηκαν αιτία και αφορμή για μεγάλους χαλασμούς. Επειδή σε αυτόν τον ιδιωτικό και κοινόχρηστο συνάμα χώρο της πατρίδας στήνονται μαρμάρινες σκηνογραφίες και ουδείς ανασταίνεται. Μες στα κιβούρια εκείνων που χάθηκαν κοιμάται το πνεύμα και το μέτρο της συντροφικότητας, ξαγρυπνούν σύμβολα και παιδιά με λιονταρίσια καρδιά. Τα ποιήματα της Πικροδάφνης που φέρνουν στο φως οι εκδόσεις Βακχικόν, επαναφέροντας στο προσκήνιο την ποιητική ματιά μιας καταξιωμένης δημιουργού, συνοψίζουν την σκληρή εμπειρία. Την εικόνα και το ρήμα που καθιερώνει δίχως αμφιβολία ένα είδος ηθικής επιταγής, αναλλοίωτης, αλησμόνητης, σταθεράς αιώνιας του ελληνισμού. Κάπου κάπου προβάρουν οι λέξεις τα στερητικά τους τα φωνήεντα, μετουσιώνονται σε μυστικές σκηνογραφίες, φτιαγμένες από τον υπαινιγμό μιας ποίησης οργανικής. Και η γλώσσα που κυλά, όλο εκπλήξεις, διακοσμείται με την ένταση μιας γλώσσας που αντικρίζει εκ νέου την θέση της μες στην ροή της παράδοσης. Την ροή της βιογραφίας της ίδιας της Κύπρου που μες στο αρχιπέλαγος της παγκόσμιας ιστορίας τραβά τον μοιραίο, τον κρίσιμό της δρόμο. Η ποιήτρια επιστρέφει με ποιήματα επιτάφια που όλο περιφέρονται στην άλλη πλευρά της ταπετσαρίας. Τα ποιήματα της Αγγέλας Καϊμακλιώτη χαρίζουν εκ νέου στο πνεύμα του παρελθόντος την δυνατότητα να υπάρχει. Λόγος κρυπτικός και μια λεπτή αίσθηση ειρωνείας συνιστούν τα συνθετικά υλικά των καλύτερων της στίχων. Αυτό το κοκκινάδι στα χείλη της Κύπρου δεν είναι χρώμα θανάτου. Όσα σκοτώθηκαν πριν μισό αιώνα ποτέ δεν δαμάστηκαν. Μέσω της λειτουργίας της ποιήσεως μπορούν να υπάρξουν. Σαν ένα είδος ομορφιάς που αντέχει και υφίσταται πλάι στην αίσθηση και το συντελεσμένο του τρομερού.
Και είναι βέβαιο πως η ετυμηγορία των καιρών θέλει χαμένη για πάντα την παλιά ένταση της ζωής. Ωστόσο, μες στα ποιήματα, ετούτο το σημείωμα ακράδαντα πιστεύει πως φυλάσσεται μια ιδέα, πως κατοικούν χρώματα και φωτισμοί που νομίσαμε χαμένα. Οι στίχοι μεταμορφώνονται σε καταφύγια και εποπτεία βαθιά των κειμηλίων που μας καθορίζουν. Στους στίχους κρατιέται ζωντανή η σταγόνα που δείχνει τα μεγάλα μας ποτάμια και της ψυχής μας οι κραδασμοί. Μες στις πρόζες και τα μετρικά κοιμάται το αθώο παράπονο και η λογική κραυγή που τραγούδησε κάποτε ο Βολταίρος. Και η μνήμη μεταμορφώνεται σε κάτι δυναμικότερο, σε κάτι λιγότερο στατικό. Εντός του αρχιπελάγους ενός ποιήματος κρύβεται η καρδιά. Οι λέξεις παίρνουν νέες σημασίες από το σώμα που αγνοείται, από το μηλίγγι και την πέτρα. Οι στίχοι ξεσταχιάζουν στο συρματόπλεγμα του εξωφύλλου της συλλογής που δικαιωμένη κερδίζει άξια μια θέση μες στην ελληνική, ποιητική παραγωγή. Είναι χρονικό και ιστορική καλλιγραφία τα ποιήματα της κυρίας Καϊμακλιώτη. Αργά μεταμορφώνονται σε σεμνό και σκληρό τραγούδι με μια ευφυΐα διακεκριμένη και ευγενική που μόνο το αυθεντικό αιώνια θα αναβλύζει.
.
ΜΑΝΩΛΗΣ Μ. ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΗΣ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 28/5/2021
Ανεκπλήρωτοι πόθοι και διαψευσμένες ελπίδες
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, όσα συνέβησαν τότε, αλλά και όσα ακολούθησαν μέχρι σήμερα, προσδιόρισαν καθοριστικά τη σύγχρονη Ιστορία της Μεγαλονήσου και χαράχθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη των κατοίκων της. Επηρέασαν, επίσης, σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο γραφής, το ύφος και τη θεματολογία της σύγχρονης κυπριακής λογοτεχνίας.
Η βαρβαρότητα του Αττίλα, η προσφυγιά, οι αγνοούμενοι και ο διαμελισμός της νήσου γκρέμισαν το όραμα και τις ελπίδες των Κυπρίων να συνεχίσουν τη ζωή τους σε μια πατρίδα που θα ακολουθούσε τη δική της ελεύθερη πορεία.
Η τελευταία ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη με τίτλο «Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Βακχικόν», αποτυπώνει αυτούς ακριβώς τους ανεκπλήρωτους πόθους και τις διαψευσμένες ελπίδες. Το γεγονός, μάλιστα ότι η ποιήτρια έζησε την εισβολή και γεύθηκε την πίκρα του ξεριζωμού προσδίδει στα ποιήματα της συλλογής έντονο βιωματικό χαρακτήρα.
Η πρώτη ενότητα υπό τον τίτλο «Ημερολόγιο οδοφράγματος» παραπέμπει συνειρμικά στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄» του Σεφέρη, που, ως γνωστόν, περιέχει ποιήματα που αναφέρονται στην Κύπρο. Από το πρώτο ποίημα της ενότητας, ομότιτλο με τη συλλογή, δηλώνεται ο νόστος για τον γενέθλιο τόπο. Σαν άλλος Οδυσσέας ο ανώνυμος πρόσφυγας, αποτραβηγμένος στην παραλία, στρέφει το βλέμμα του προς τον κατεχόμενο βορρά.
Κάθε που άλλαζε ο καιρός,/συνήθως τον Οκτώβρη,/ τον έπιανε μελαγχολία./Αποτραβιόταν στον γιαλό/ και σιωπούσε./ Όταν επέστρεφε/ με γκρίζα μάτια βοριν ρωτούσε:/«Άραγε βρέχει στο Καρπάσι;».
Τα συναισθήματα, όμως, αλλάζουν, όταν επιστρέφει στον χαμένο παράδεισο των παιδικών χρόνων ως επισκέπτης στο μοναστήρι τ’ Αποστόλου και βρίσκεται ενώπιον μιας εικόνας που τη συνθέτουν η φθορά, η απουσία, η σιωπή και η εγκατάλειψη. Αυτή η εικόνα τού έγινε κόμπος στον λαιμό και γι’ αυτό δεν θέλησε να επαναλάβει την επίσκεψη, έκτοτε δεν ξαναρώτησε.
Η απόφαση για επιστροφή ή και η άρνηση για επιστροφή στις κατεχόμενες περιοχές αποτελεί κεντρικό θέμα και σε άλλα ποιήματα. Τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται βρίσκονται αντιμέτωπα με διλήμματα. Να επιστρέψουν; Πώς θα αντέξουν όσα θα αντικρίσουν; Να μην επιστρέψουν; Πώς να τιθασεύσουν την επιθυμία να ξαναδούν τον τόπο, όπου γεννήθηκαν;
Στη συλλογή περιλαμβάνονται ποιήματα που αγγίζουν όλες τις χρονικές φάσεις της τελευταίας περιπέτειας της Κύπρου. Δεν περιορίζονται μόνο στην περιγραφή εικόνων που παρουσιάζουν οι κατεχόμενες περιοχές, ούτε στη βαριά συναισθηματική φόρτιση όσων τις επισκέπτονται ή δεν τις επισκέπτονται. Το ποιητικό υποκείμενο διακηρύσσει την κοινή πεποίθηση ότι εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός, με αποτέλεσμα η μικρή πατρίδα με το μεγάλο παρελθόν να μείνει εκτεθειμένη σε θανάσιμους κινδύνους, στην πιο κρίσιμη στιγμή. Εκφράζει θυμό για τα εγκληματικά λάθη, τις παραλείψεις, την ανεπάρκεια και τα συμπλέγματα εκείνων που άναψαν το πράσινο φως για την τουρκική εισβολή.Αποδοκιμάζει και όσους εκ των υστέρων, στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους, σπεύδουν να καρπωθούν το αίμα των άλλων, για να θυμηθούμε τον Σεφέρη. Γι’ αυτούς που εκμεταλλεύονται το αίμα όσων έπεσαν στο πεδίο της τιμής και του καθήκοντος και σπεύδουν να εκφωνήσουν βαρύγδουπους επικήδειους λόγους.
Όταν εκφωνούνται/ τα μεγάλα λόγια/ στους μεγάλους ναούς,/ οι αγνοούμενοι/ στα μικρά τους φέρετρα/δολοφονούνται/ με μικρές επαναλήψεις.
Η ποιήτρια σκάβει με τη μνήμη της το παρελθόν και επικαλείται σκλαβωμένους τόπους της Μεγαλονήσου, ανοίγει διάλογο με την καρτερική Αμμόχωστο, την ιδιαίτερη πατρίδα. Είναι και αυτός ένας τρόπος αντίστασης, παρηγορίας αλλά και αίσθησης του χρέους να σταθούν όλοι στο ύψος που απαιτούν οι περιστάσεις, να διατηρηθεί άσβεστη η ελπίδα της επιστροφής στο πατρογονικό χώμα.
Πότε η ανάσταση;/ Ποιος θα φωνάξει επιστροφή;/ Αμμόχωστος· /κοντά μισό αιώνα/καρτερούν σε./ Θα τους καλέσεις;
Το καταθλιπτικό παρόν βαραίνει στα περισσότερα ποιήματα και κορυφώνεται στο προτελευταίο με τον τίτλο «Φρικωδία», όπου παρουσιάζεται το σημερινό αδιέξοδο, το άλυτο δράμα, η κακοφορμισμένη πληγή της νήσου. Πρόκειται για ποίημα που παραπέμπει στην «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη. Με μελαγχολική διάθεση η ποιήτρια αναφέρεται στις παρανομίες που ο εχθρός διαπράττει στη νήσο ανεμπόδιστα, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν, προφανώς με την ανοχή αν όχι με την ενθάρρυνση των ισχυρών, ενώ οι άνθρωποί της αντιδρούν με σπασμωδικές ενέργειες.
Φρίκη οι φρεγάτες που αρμενίζουν/στις μαύρες θάλασσες και στα οικόπεδα/ […] την Κυριακή διαδήλωση/ στα οδοφράγματα […]Φρίττω που η φρίκη μας/ δεν έχει πρόσωπο-μόνο πλοκάμια.
Η δεύτερη ενότητα της συλλογής με τίτλο «Μπετόβεν στο λάπτοπ» περιέχει 27 ποιήματα. Από αυτά εκείνα που ανήκουν στην ίδια θεματική με την πρώτη ενότητα είναι ελάχιστα. Τα περισσότερα εξωτερικεύουν απόψεις που σχετίζονται με την ανθρώπινη ύπαρξη, τον έρωτα, τον χρόνο, τον θάνατο, τη γλώσσα και την παιδική ηλικία. Ο τόνος εδώ είναι περισσότερο προσωπικός και σε μερικά ποιήματα ειρωνικός αλλά σατυρικός, όπως, για παράδειγμα στα δύο τελευταία ποιήματα «Ποιητική βραδιά» και «Έβρεξε λέξεις».
«Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα», πέμπτη ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, συγκεντρώνουν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποιοτική ποίηση. Τα θέματα στα οποία αναφέρεται, τα μηνύματα που εκπέμπει, η ευαισθησία, ο πυκνός λόγος, το προσεγμένο λεξιλόγιο, οι εικόνες, ο άνετος χειρισμός των εκφραστικών μέσων, τα σχήματα λόγου συνιστούν σημεία στα οποία η ποιήτρια ενδιατρίβει με ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια. Η ποίηση της Αγγέλας Καϊμακλιώτη δικαιολογημένα έχει αποσπάσει πολύ θετικά σχόλια της κριτικής και είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει τη δημιουργική της πορεία με έργα υψηλής έμπνευσης.
.
ΣΤΕΛΛΑ ΑΛΕΞΙΟΥ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 05/8/2021
«Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα» της Αγγέλας Καϊμακλιώτη: Στίχοι που εκφράζουν θυμό, οργή, απογοήτευση και μια διαμαρτυρία γύρω από τις ορατές αδικίες.
«Άνυδρο θαλασσόκρινο νησί μου,/ αρχαίος βολβός στην άμμο/ του παλιού καιρού. Έφυγαν τα καράβια τους και πάλι. Δεν έφεραν κρασί και λάδι/ να γεμίσουν τα πιθάρια. Μόνο στα λαδιασμένα σώματα/ με δείχτες αντηλιακούς/ νυχτόβιες πεταλούδες ανασαίνουν. Αντέχεις;»
Πέμπτη ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2020 στην Αθήνα από τις Εκδόσεις Βακχικόν. Με μια πρώτη ανάγνωση αισθάνεσαι πως η ποιήτρια πρωτοπορεί μέσω του μελαγχολικού τοπίου που οικοδομεί στα ποιήματά της και εμπνέεται από γεγονότα, επεισόδια, τραύματα που μολύνουν την ιδεατή ανθρώπινη συνύπαρξη. Με ακομπλεξάριστο τρόπο οι στίχοι της εκφράζουν θυμό, οργή, απογοήτευση και μια οξύτατη διαμαρτυρία γύρω από τις ανάρμοστες συμπεριφορές, τις ορατές αδικίες. Στις αναγνώσεις που ακολουθούν διαπιστώνεις πως «Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα» υποστηρίζονται από τη μια από ιστορικά γεγονότα και από την άλλη καταλήγουν να λαμβάνουν τον ρόλο ενός κοινωνικού καθρέφτη.
Τη συλλογή συναποτελούν δύο ενότητες: Η μία φέρει τον τίτλο «Ημερολόγιο οδοφράγματος» και η άλλη «Μπετόβεν στο λάπτοπ». Η πρώτη ενότητα σφυρηλατείται προπαντός από τα γεγονότα του ξεριζωμού του 1974 και η ποιήτρια ανασύρει –όντας η ίδια τραυματισμένη από αυτόν– τις ανεπούλωτες πληγές που άφησε στο πέρασμά του: τη γη που χάθηκε, τον ανθρώπινο σπαραγμό, το δράμα των αγνοουμένων, τον πόθο για μια ανέφικτη επιστροφή, τη φοβερή ολιγόλεπτη επίσκεψη στην πατρώα γη× στιγμές μιας διχασμένης ζωής, που καταλήγουν να μοιάζουν σαν «μια πινέζα στην καρδιά», για να θυμηθούμε την επιφυλλίδα που ο Γ. Π. Σαββίδης δημοσίευσε για την Κύπρο τον μαύρο εκείνο Αύγουστο του 1974. Το «Ημερολόγιο οδοφράγματος» με μια ορθή δόση ειρωνείας προϊδεάζει τον αναγνώστη για όσα θα αναδυθούν στην ενότητα που ακολουθεί: το ηθικό ξεπούλημα, την έπαρση, την αλαζονεία, τον ναρκισσισμό× συμπεριφορές που εκκρίνονται μέσα σε μια κοινωνία που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε αξίες μιας άλλης εποχής και στις δικές της που αρχίζει να διαμορφώνει, και, ταυτόχρονα, να αντισταθεί με τα εχέγγυα που διαθέτει σε αυτές που την κάνουν να δυσφορεί και να θλίβεται, όπως φαίνεται στο ποίημα «Γκρι» [Προπάντων ήθελε/ να γράφεται ο τίτλος του. Ο τίτλος ήταν βασικός, σημαντικός,/ τεράστιος. Να γράφεται οπωσδήποτε/ με έντονη γραφή και πλάγια. Να φαίνεται. Να τον διαβάζουν. Και δίπλα το μικρό του/ όνομα και επίθετο. Να ξέρει το ακροατήριο/ ποιος κρύβεται μέσα/ στο γκρι κουστούμι] και στο ποίημα «Ποιητική βραδιά», στο οποίο ο λυρικός τόνος καταλήγει ένας σαρκαστικός εσωτερικός μονόλογος [Ένας ποιητής στιλάτος που κυοφορεί/ καμαρώνει και κορδώνει και μακρηγορεί/ και θαρρεί πως το κοινό του μόνο αυτόν θωρεί. Αν σκεφτεί καμία λέξη κάπως ασαφή/ τα στιχάκια του σκαρώνει εις το πι και φι/ και τα ντύνει με βελούδο και χρυσαλοιφή. Τη στιγμή που απαγγέλει στο μικρόφωνο/ οι κυρίες χύνουν δάκρυ μεγαλόφωνο. Μα κι ο ίδιος πια δονείται, μεταλλόφωνο. Κι όταν επιτέλους πέσει χειροκρότημα/ για της ποίησης το σπουδαίο κληροδότημα,/ θα τον ταλανίσει πάλι το ερώτημα:/ «Μήπως έφτασε η ώρα/ να μ’ ακούσει κι άλλη χώρα;»].
Αλλού η ποιήτρια περιγράφει γεγονότα που συμβαίνουν γύρω της, όπως το φρικτό έγκλημα στο ποίημα «Μετά τη βροχή». Η ελπίδα, ωστόσο για την εμφάνιση μιας αχτίδας φωτός που θα διαφυλάξει τα πιο τίμια αγαθά και να μη λησμονηθεί το χριστιανικό πνεύμα σκιαγραφείται με έναν ευρηματικό τρόπο στο ποίημα «Φωτός συχνότητες».
Εναργής ποιητική γραφή που αναμιγνύει ένα παρελθόν που έχει θαφτεί μέσα στις μνήμες του και ένα παρόν σχεδόν αδυσώπητα «κακοτράχαλο». Μια καλαίσθητη και επιμελώς φροντισμένη έκδοση στην οποία η Αγγέλα Καϊμακλιώτη μας δίνει τη δυνατότητα να περιηγηθούμε σε ποικίλα θέματα χρησιμοποιώντας έξυπνα τις απαραίτητες υφολογικές εναλλαγές που δημιουργούν ένα πλέγμα συναισθημάτων φτιαγμένο από ένα γυναικείο ποιητικό βλέμμα.
Καταληκτικά, επιστρέφω στον αινιγματικό τίτλο της συλλογής. Αναλογίστηκα, αφού την ανέγνωσα με απόλαυση, ότι μετά το κούρεμά τους οι πικροδάφνες με την ατσαλένια ανθεκτικότητά τους θα κοσμήσουν γεμάτες δύναμη και ενέργεια τον κήπο που τις χρειάζεται και πως διαβάζοντάς τες μπορούμε να πράξουμε κατά το δοκούν για την καλύτερη ανθοφορία τους. Για την ανθοφορία, εν γένει, του άνυδρου θαλασσόκρινου νησιού μας!
.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ Τ, 7 / 2022
Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα
(Αθήνα, Βακχικόν, 2020)
Πριν από μερικά χρόνια, σε επιστημονικό συνέδριο που ήταν αφιερωμένο σε
έναν σημαντικότατο, και ζώντα τότε, ποιητή, κάποιος εξ Ελλάδος πανεπιστημιακός υποστήριξε ότι στο έργο του συγκεκριμένου ποιητή υπάρχουν ευδιάκριτες πλατωνικές απηχήσεις. Ο ποιητής, ο οποίος ήταν παρών στο συνέδριο, ομολόγησε στον διπλανό του ότι ποτέ στη ζωή του δεν είχε διαβάσει Πλάτωνα και ότι όσα ανέφερε ο πανεπιστημιακός πόρρω απείχαν από την πραγματικότητα.
Το περιστατικό αυτό, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο, δείχνει, για να θυμηθούμε τον Ε. D. Hirsch, ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο εκπέμπει αποκλειστικά και μόνο τα νοήματα του δημιουργού του, και, άρα, δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία αν ένας φιλόλογος-μελετητής έχει εντοπίσει, π.χ., «είκοσι [εξωσυγγραφικά] λάμδα» ή «είκοσι [επίσης εξωσυγγραφικά] δέλτα» σε κάποιο ποιητικό έργο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, η «εκτός συγγραφικής πραγματικότητας» ανακοίνωση του εξ Ελλάδος πανεπιστημιακού φαίνεται να
επιρρωνύει την άποψη ότι, τελικά, στα λογοτεχνικά κείμενα δεν μπορεί να υπάρξει μια σταθερή ερμηνεία, κυρίως επειδή, κατά τον G. Gadamer, η πρόσληψη του νοήματος καθορίζεται από τους χρονικούς και προσωπικούς ορίζοντες του κάθε αναγνώστη – ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι ο R. Barthes χαιρέτισε «τον θάνατο του συγγραφέα».
Οι παραπάνω διευκρινίσεις είναι, πιστεύουμε, αναγκαίες, όταν κανείς καταλαμβάνεται από την έντονη επιθυμία να παρουσιάσει το ποιητικό έργο μιας λογοτέχνιδος, η οποία, κατά τη διαδικασία της σύνθεσης, σε πολλά σημεία υπερβαίνει το εμφανές – το πρώτο, ας πούμε, σημασιολογικό επίπεδο – και κατηφορίζει ώς κάτω, στις πιο απόκρημνες και δύσβατες περιοχές του διανοητικού και θυμικού της κόσμου. Επομένως, η παρουσίαση της τελευταίας ποιητικής συλλογής της Αγγέλας Καϊμακλιώτη είναι μεν ιδωμένη μέσα από την
υποκειμενική ματιά ενός καλοπροαίρετου αναγνώστη, αρκετές από τις αποτιμήσεις του οποίου δεν ξεφεύγουν, ασφαλώς, από τη σφαίρα του φευγαλέου ιμπρεσιονισμού, αλλά, την ίδια στιγμή, όταν το περιεχόμενο δεν είναι καταληπτό, ο αναγνώστης αυτός δεν διστάζει να καταφύγει στην ίδια την ποιήτρια: είτε διαβάζοντας/παρακολουθώντας πρόσφατες – διασαφηνιστικού χαρακτήρα – συνεντεύξεις της είτε υποβάλλοντας, μέσω γραπτών ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τις απορίες του.
Η συλλογή, η πέμπτη στη σειρά για την Α. Κάίμακλιώτη, τιτλοφορείται Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα (Αθήνα, Βακχικόν, 2020), αρθρώνεται σε δυο θεματικές ενότητες («Ημερολόγιο οδοφράγματος» και «Μπετόβεν στο λάπτοπ»), αποτελείται από 52 ποιήματα (τα 25 εντάσσονται στην πρώτη ενότητα και τα επόμενα 27 στη δεύτερη· πρόκειται συνήθως για ολιγόστιχα ποιήματα από 6 ώς 44 στίχους [μέσος όρος: 15,73 στίχοι ανά ποίημα· σύνολο στίχων και των 52 ποιημάτων: 818]) και εκτείνεται σε 72 σελίδες).
Οι Πικροδάφνες… είλκυσαν το ενδιαφέρον αρκετών κυπριών και ελλαδιτών μελετητών, στις βιβλιοκριτικές των οποίων συμπεριλαμβάνονται εύστοχες και ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις που απεικονίζουν με ενάργεια το ποιητολογικό πορτρέτο της συγκεκριμένης συλλογής. Για παράδειγμα, και εντελώς τηλεγραφικά, επισημαίνεται ότι τα ποιήματα της συλλογής, αφενός, παρομοιάζονται με «μικροϊστορίες μέσα στις οποίες παρουσιάζεται, σε αδρές γραμμές, η σκληρή πραγματικότητα της εισβολής και οι αντιδράσεις των ανθρώπων»
(Ευσταθία Δήμου), και, αφετέρου, «με ακομπλεξάριστο τρόπο […], εκφράζουν
θυμό, οργή, απογοήτευση και μια οξότατη διαμαρτυρία γόρω από τις ανάρμοστες συμπεριφορές [και] τις ορατές αδικίες» (Στέλλα Αλεξίου). Επίσης, γίνεται αναφορά στις «επιδέξια επιλεγμένες λέξεις των ποιημάτων», στη «λεπτή αίσθηση ειρωνείας» και στον «κρυπτικό λόγο» (Απόστολος Θηβαίος), ο οποίος είναι «συμπαγής και πυκνός, χωρίς βερμπαλισμούς και τερτίπια» (Στέλλα Πετρίδου), καθώς και στην πυκνότητα της γραφής και στη «σύλληψη της συνύπαρξης των αντιθέτων μαζί με το επιλεγμένο λεξιλόγιο» (Στέλιος Παπαντωνίου). Στην πρώτη θεματική ενότητα «κυριαρχεί το συναίσθημα του προσφυγικού πόνου» (Δήμος Χλωπτσιουδης), ενώ στη δεύτερη «ο τόνος […] είναι περισσότερο προσωπικός» (Μανώλης Στεργιούλης). Γενικά, πέρα από την «αίσθηση […] ακρίβειας στην έκφραση» και την «τραγική σάτιρα» (Άντης Ροδίτης), η συλλογή «επικεντρώνεται στους προβληματισμούς και στα μεγάλα ζητήματα με τα οποία έρχεται σε επαφή ένας επαΐων πολίτης στο κυπριακό σήμερα» (Γιώργος Ρούσκας)· άλλωστε «η ποίηση […] προκαλεί τη σκέψη και τη συναίσθηση της ενοχής, [κυρίως] όταν η σιωπή των πολλών επιτρέπει την αυθαιρεσία της εξουσίας των λίγων» (Διώνη Δημητριάδου). Ας αναφερθεί, τέλος, ότι, με βάση τις βιβλιοκριτικές αυτές, από τα 52 ποιήματα της συλλογής ξεχωρίζει περισσότερο το σατιρικό/λογοπαικτικό, και πρόσφατα μελοποιημένο, ποίημα «Φρικωδία». Παραθέτουμε τη β’ στροφή (στ. 9-17) του ποιήματος αυτού, όπου η ποιήτρια, με την τεχνική του κολάζ, παρουσιάζει διάφορες (οπτικές, γευστικές [αλλά όχι εύγευστες], οσφρητικές και ηχητικές) εικόνες που συναρμολογούν το προφίλ τής εν Κύπρω εξαχρείωσης και διαφθοράς:
Φρίκη ο επίσκοπος με τη μαγκούρα,
τα διαβατήρια και τα πλυντήρια,
φρίκη το ουίσκι τα μαύρα πούρα
οι καλικάντζαροι στα δικαστήρια.
Φωνές, ταλέντα, πολιτικοί, μοντέλα
την Κυριακή διαδήλωση
στα οδοφράγματα
κόκκινες λίμνες, λευκά μπουρδέλα.
Βρέχει δυο χρόνια χαμός στα φράγματα.
Όσον αφορά τον – ευφυέστατο, κατά την άποψή μας – τίτλο της συλλογής, αξίζει να διαβάσει κανείς τις διάφορ(ετικ)ες ερμηνείες που δόθηκαν από ορισμένους από τους παραπάνω βιβλιοκριτικούς. Πάντως, αν και η προσοχή μας είναι λογικό να εστιάζει στη λ. «πικροδάφνες» (και ειδικότερα στο α’ συνθετικό της, το οποίο φαίνεται να προαναγγέλλει τη μελαγχολική διάθεση με την οποία είναι διαποτισμένη, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της, η συλλογή [βλ. και ρ. «πικρογέλασε» στο ποίημα «Συκοφαντίες»]), η πρόκριση της λ. «κούρεμα», αντί της πιο αναμενόμενης, ενδεχομένως και «νεοελληνικότερης», λ. «κλάδεμα», δείχνει ότι ο θεματικός άξονας της συλλογής είναι κυπριακός. Εξάλλου, από τη στιγμή που το ρ. «κουρεύω» σημαίνει, κυρίως, «κόβω τα μαλλιά κάποιου ανθρώπου (ή, έστω, το τρίχωμα κάποιου ζώου)», και μόνο δευτερευόντως χρησιμοποιείται με τη σημασία «κόβω τα κλαδιά ή τα φύλλα κάποιου φυτού», δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι η παρουσία της λέξης αυτής προσδίδει στις «πικροδάφνες» και ανθρώπινες ιδιότητες. Για τον τίτλο της συλλογής η ίδια η ποιήτρια, σε πρόσφατη συνέντευξή της στη Στ. Αλεξίου, αναφέρει ότι οι «πικροδάφνες» παραλληλίζονται με τις «ελιές» και τις «τερατσιές» του Κ. Μόντη, και είναι ταυτισμένες με τους Ρωμιούς της Κύπρου, τους «αειθαλείς», «ανθεκτικούς» και «αυτοφυείς» κατοίκους του νησιού, οι οποίοι, αν και «το φαρμάκι και η πίκρα» μετατράπηκαν πλέον σε «τοξική ουσία, […] συνεχίζουμε να ανθίζουμε, να αντέχουμε και να υπάρχουμε στα πεζοδρόμια της ιστορίας».
Είναι σαφές ότι η πρώτη θεματική ενότητα της συλλογής, με τον σεφερογενή τίτλο «Ημερολόγιο οδοφράγματος», αφορά την κατεχόμενη Κόπρο (λυρισμός της Εντοπιότητας) και «αποτυπώνει», όπως σωστά έχει παρατηρήσει ο Μ. Στεργιούλης, «τους ανεκπλήρωτους πόθους και τις διαψευσμένες ελπίδες [των Κυπρίων]»· ενώ η δεύτερη ενότητα, με τον «ξενικό» τίτλο «Μπετόβεν στο λάπτοπ», διαπνέεται από έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα (λυρισμός του Εγώ), όπου κυριαρχούν ο έρωτας, ο θάνατος, η τέχνη της ποιητικής δημιουργίας, η φύση και η παιδικότητα (Ε. Δήμου), καθώς, κάποτε, και μια
υπερρεαλίζουσα αύρα, η οποία, ωστόσο, είναι εμβαπτισμένη στην κολυμβήθρα του εξορθολογισμού.
Από τα 52 ποιήματα της συλλογής ξεχωρίζουμε ιδιαίτερα τα εξής: «Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα» (σ. 11): τα μοναδικά επίθετα του ποιήματος («γκρίζα», «βορινά»), τοποθετημένα με μαεστρία ακριβώς στη μέση του ποιήματος (στ. 7), σε συνδυασμό με την κρίσιμη λ. «εκδρομή», επιτείνουν την τραγικότητα σε ένα σύνθεμα με σαφείς πολιτικούς -αντινεοκυπριακούς προσανατολισμούς·
«Ψευδολογία» (σ. 13): ο «ελαφρός ατομικός οπλισμός» (ως δηλωτικό της προδοσίας;) του έφεδρου ανθυπολοχαγού Μιχαήλ Παναγή, του κληρωτού λοχία Χριστάκη Μηνά και του έφεδρου καταδρομέα Γιώργου Κολάνη, η έντονη παρουσία του αριθμού τρία («1023», «τρία παιδιά», «Λά-πη-θος»), τα επιτυχημένα επαναληπτικά σχήματα και το καταληκτικό λογοπαίγνιο (ψευδό-) ενισχύουν το βασικό μήνυμα του ποιήματος, δηλ. την «ψευδαίσθηση», κατά την Αθηνά Τέμβριου, «που κυριαρχεί θεληματικά ή μη στις ζωές των ανθρώπων»·
«Επίσκεψη» (σ. 15): εδώ δεσπόζουν το σκοτάδι, οι τύψεις και ο προσωποποιημένος Πενταδάκτυλος (οι στίχοι «[…] οι σκιές του τόπου πυροβολούσαν /ανελέητα το μυαλό του» είναι, στη σύλληψή τους, εντυπωσιακοί)·
«Μεγέθη» (σ. 18): οι καλοβαλμένες αντιθέσεις φέρνουν στην επιφάνεια την τραγική αλήθεια όσον αφορά τους επαναλαμβανόμενους επικήδειους για τους αγνοουμένους μας·
«Γριά στο Ριζοκάρπασο» (σ. 25): η γριά (ίσως η ίδια η Κύπρος;) του άρτιου αυτού ποιήματος αντιλαμβάνεται μια θλιβερή πραγματικότητα, την απειλητική παρουσία των Τούρκων στο Ριζοκάρπασο, και, ως αντίβαρο, κάνει το σημείο του σταυρού: «Κι εκείνη ρίχνοντας το βλέμμα χαμηλά / σταυροκοπήθηκε»·
«Δελτίο ειδήσεων» (σ. 26): ο εκφωνητής εδώ είναι το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο διαπιστώνει με πικρία ότι σήμερα δεν υπάρχουν ήρωες·
«Εκτέλεση» (σ. 51): το ποίημα αυτό θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε μια παγκόσμια ανθολογία με λογοτεχνικά κείμενα για τη φωτογραφική μηχανή·
«Γλυκόξινα ορεκτικά» (σ. 54): πρόκειται για εξαιρετικό ποίημα ποιητικής·
«Σύνορα» (σ. 57): απογυμνωμένο από περιττά φραστικά στολίδια, το ολιγόστιχο αυτό ποίημα χαρτογραφεί τα όρια της ανθρώπινης καλοσύνης απέναντι στα παιδιά που υποφέρουν·
«Κόρες» (σ. 61): υμνητικό-θυγατρικό ποίημα, όπου η ταύτιση της Μαργαρίτας, της Γεωργίας και της Θεοδώρας με αρχαιοελληνικές θεότητες (κόρες της Σελήνης, Πλειάδες) αναδεικνύει, ανάμεσα σε άλλα, την πολιτισμική ιδεολογία (αλλιώς: τον αρχαιοελληνισμό) της ίδιας της ποιήτριας.
Ωστόσο, το ποίημα που αποτελεί τη ναυαρχίδα της προσεγμένης και αξιοσύστατης αυτής συλλογής είναι, κατά τη γνώμη μας, το «Ψ (Π. Σ.)» (σ. 21). Το παραθέτουμε ολόκληρο:
Ψ (Π. Σ.)
στον Σωτήριο Παστάκα
Ο δόκτωρ Ψ με στηθοσκόπιο
εντόπισε δονήσεις
στα αρχαία μάρμαρα της Σαλαμίνας.
Έριξε νόμισμα σε κάθετο άξονα
συντεταγμένων πόνων
και αποφάνθηκε:
«Συστήνεται ανάπαυσις σε πέτρινα εδώλια,
καθώς το σχήμα και η διάταξή τους
είναι ιδανικά για το φιλτράρισμα θορύβων
πάσας ιστορικής οδύνης».
Ύστερα άναψε λευκό Winston
σε φόντο πέτρινο και αναχώρησε.
Ο Σωτήριος Παστάκας (γένν. Λάρισα 1954) είναι ποιητής και ψυχίατρος, και Ο δόκτωρ Ψ [και οι ασθενείς του] (στ. 1) ο τίτλος της μοναδικής, έως τώρα, συλλογής διηγημάτων του (Μελάνι, 2015′ Ψ = Π. Σ. = Παστάκας Σωτήριος). Σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία της ποιήτριας (σε ιδιωτική συζήτησή μας σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης), ο Σ. Παστάκας ζήτησε από την ίδια, τον σύζυγό της και την ποιήτρια Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου να τον πάρουν στην Αμμόχωστο και τη Σαλαμίνα. Η συγκίνηση του λαρισαίου ποιητή, όταν βρέθηκε στη Σαλαμίνα (Οκτώβριος 2016), ήταν πολύ έντονη. Άναψε τσιγάρο και δάκρυσε αμίλητος. Το παραπάνω ποίημα αποτελεί επεξεργασμένη ανάμνηση της Α. Καϊμακλιώτη από εκείνη την «επίσκεψή» τους στην αρχαία Σαλαμίνα. Το σκηνικό εκτυλίσσεται στο θέατρο της πόλης του Τεύκρου, ενώ το ποίημα αρύεται τη θεματική του από τις συζητήσεις που γίνονταν τότε για το αν πρέπει να ανεβάζονται ή όχι αρχαίες τραγωδίες. Τη μέρα της άφιξής τους στη Σαλαμίνα, ο χώρος έμοιαζε με σκουπιδότοπο (ύβρις), επειδή το προηγούμενο βράδυ κάποιο τουρκικό συγκρότημα είχε συναυλία στο ρωμαϊκό θέατρο. Αντικρίζοντας την εικόνα αυτή, η ποιήτρια αισθάνθηκε μεγάλη απελπισία και θυμό, και προχώρησε στη σύνθεση του ποιήματος. Μάλιστα, η ευρηματική έμπνευσή της να δανειστεί το προσωπείο του Σ. Παστάκα, έτσι ώστε, ύστερα από τη στηθοσκοπική εξέταση των αρχαίων μαρμάρων και την (ψυχιατρική) διάγνωση, να καταλήξει στη θεραπευτική αγωγή που πρέπει να ακολουθηθεί (τιμωρία), συνιστά την κορυφαία στιγμή του ποιήματος.
Καταληκτικά, η συλλογή Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα εμπεριέχει όλα εκείνα τα συστατικά που επιβεβαιώνουν το αυτονόητο, ότι η συγκεκριμένη συλλογή θα απασχολήσει και άλλους μελετητές στο μέλλον, μια και αρκετά (επιμέρους ή και πιο εξειδικευμένα, συνήθως) σημεία εξακολουθούν να παραμένουν ασχολίαστα ή αδιερεύνητα. Για παράδειγμα, αξίζει να διερευνήσει κανείς τους λόγους για τους οποίους οι τούρκοι καταχτητές δεν κατονομάζονται σε κανένα ποίημα και να παρατηρήσει με ποιους εναλλακτικούς τρόπους η ποιήτρια υπαινίσσεται ή δηλώνει την παρουσία τους. Έπειτα, καλό είναι να γίνει συστηματική παρουσίαση της ανθρωπογεωγραφίας και της ποιητικής πανίδας (π.χ. της γάτας) και χλωρίδας (π.χ. της πικροδάφνης) της συλλογής, του αποφθεγματικού χαρακτήρα ορισμένων ποιημάτων (π.χ. «Είναι καθρέφτης το παιδί. / Να το κοιτάζεις» [«Να το κοιτάζεις», σ. 59]), των αναπάντεχων (θρησκευτικών κ.ά.) συμφυρμών (π.χ. Ουμ Χαράμ και Παναγιά Φανερωμένη [«Οι γάτες του Τεκκέ», σ. 30]), του διακειμενικού φάσματος (π.χ. με Κ. Μόντη, Γ. Σεφέρη, Γ. Ρίτσο, Κ. Π. Καβάφη, ίσως κ.ά.), των ετυμολογικών
σχημάτων (π.χ. «Φρίττω που η φρίκη μας / στα καφωδεία – μια φρικωδία»
[«Φρικωδία», σ. 35]), των λογής λογοπαιγνίων (π.χ. «Μα ζει; / Μαζί;» [«Μπετόβεν στο λάπτοπ», σ. 39]), της στιχουργικής (όπου υπάρχει), του ρόλου των ερωτηματικών προτάσεων (π.χ. «Πότε η ανάσταση; / Ποιος θα φωνάξει επιστροφή;» [«Κατακλυσμός», σ. 16]), κτλ.
.
ΑΕΙΘΑΛΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
FRACTAL 23/8/2017
Η εκκωφαντική ελευθερία των ανέμων
Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη με την «Αειθαλή θάλασσα», τη νέα της ποιητική σύνθεση, σαλπάρει για τις θάλασσες της Μεσογείου σ’ ένα σαγηνευτικό ταξίδι εικόνων και αισθήσεων αφιερωμένο στην ελευθερία. 11 ποιήματα στήνουν ένα μαγικό παιχνίδι λέξεων: Θ, Αφροδίτη, Γυναίκα, Άμπωτη, Ανάδυση, Τρικυμία, Ανατολή, Ταξίδι, Νησί, Αειθαλής θάλασσα, Αποδημία. Μνήμες, παλινωδίες, αναζητήσεις προσωπικές και υπαρξιακές. Στο τέλος η ανάδυση κυοφορείται, η αθανασία κερδίζεται και οι λέξεις πλημμυρίζουν φως.
Ποιήματα ποιητικής, αυτοαναφορικά και σχετικά με τα σύγχρονα γεγονότα στην Κύπρο και τη Μεσόγειο. Ο αρχαίος κόσμος σε μια συνομιλία με τη σύγχρονη εποχή. Η Ουρανία από το Καρπάσι της κατεχόμενης Κύπρου ενώνεται με την Ουμ Χαράμ που βρίσκεται θαμμένη στο Κίτιο. Η Παναγιά η Κανακαριά η Αφέντρικα, η μισοκατεστραμμένη εκκλησιά στην Καρπασία, συναντιέται με τα νεκρά παιδιά της Μεσογείου σ’ ένα μουσείο αποδημίας, σε μια πινακοθήκη ζώντων εκθεμάτων. Η Ανατολή και η πολύπαθη Κύπρος. Η Μεσόγειος κι οι λαοί της. Η ελιά, το παντοτινό σύμβολο της ειρήνης. Όλα ενωμένα σ’ ένα ποιητικό ταξίδι γλυκόπικρο, αυτογνωσίας και θλίψης.
Συνειρμική εναλλαγή στίχων, έντονος λυρισμός, εμφανής ή υποφώσκουσα παρουσία του ελληνικού στοιχείου. Σε πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη γραφή, με περιορισμένη στίξη και χαλαρή λογική ακολουθία, μετωνυμική χρήση του λόγου και ιδιαίτερη εικονοποιία, που ξαφνιάζει.
Το υλικό των ποιημάτων πλασμένο από αρχαίο πηλό. Αμφορείς, σπείρες, μαίανδροι και λήκυθοι το διακοσμούν. Ένα εντυπωσιακό περιβάλλον ελληνικής παράδοσης δημιουργείται. Αναδίδει τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και φωτίζει τα γήινα χρώματα, τα μεσογειακά. Ο αναγνώστης ορά και ευφραίνεται. Η μνήμη, βέβαια, δεν παύει να αιμορραγεί ανακαλώντας οδύνες. Η ποίηση με τη μαγική της δύναμη όμως επουλώνει τα τραύματα. Έτσι, το ποιητικό υποκείμενο παραμένει διαρκώς αισιόδοξο.
Νερό και χώμα το ποίημα
να πάρει σώμα στον τροχό
τα χέρια να του δώσουν σχήμα
να γίνει πλάσμα ζωντανό
Γυρίζει ο δίσκος πήλινο θραύσμα
στην πεθαμένη Σαλαμίνα
βαθιά στο στόμα κρύβω το τραύμα
το εναποθέτω σε μια βιτρίνα
Στον κλίβανο το ποίημα εξαγνίζω
με αλοιφές που αντέχουν προδοσία
αγγείο βαθύ οξυπύθμενο σκαλίζω
περιρραντήριο για τη λατρεία
Έχω ένα ποίημα πήλινο
βαθύ και το λαξεύω
η σπείρα και ο μαίανδρος
κρατούν το αποτύπωμα
Κραδαίνω καπνιστήρι πήλινο
θυμίαμα το ποίημα
η μνήμη αιμορραγεί
με καθαιρεί και με καθαίρει
Είμαι διάτρητο αγγείο
φλοίσβος σε λήκυθο λευκή
πλάσμα και πλάστης
Είμαι η Κύπριδα- Δεν θα χαθώ
Το ταξίδι είναι θαλασσινό. Στα νερά της Μεσογείου όμως ζει η Κύπριδα. Αναδύθηκε από τη θάλασσα. Έτσι την ονόμασε ο Όμηρος. Οι Έλληνες κλασσικοί την είπαν Αφροδίτη. Και είναι η αιώνια ομορφιά. Στην Κύπρο «τη θαλασσοφίλητη» λατρεύονταν, ενώ προσωποποιούσε τον έρωτα, τη γονιμοποίηση, την ηδονή. Ο ‘Ίμερος και η Πειθώ ήταν οι συνοδοί της. Το ποιητικό υποκείμενο καταφεύγει στο μύθο. Έναν μύθο όμως που προσαρμόζεται στις σύγχρονες συνθήκες. Γιατί η μεγάλη Θεά απλωμένη στο ανάχωμα, στις μέρες μας είναι αναδυόμενη μετανάστρια, επαναστάτρια οπλισμένη, μάρτυρας πληγών. Βρίσκει «ματωμένο το φεγγάρι στην Ανατολή, μαρμάρινο το κεφάλι στη Δύση».
Εξαιρετική σύνθεση το ποίημα Θ, με παρήχηση του γράμματος, αφιερωμένο στη Θεά της Μεσογείου.
Χάρη στην κεντητή της ζώνη
θάμπωνε τους θνητούς
και τους αθάνατους
η Κύπριδα
Το Θέλγητρον
την καθιστούσε ποθητή
Η θελκτική της ικανότητα
το σώμα το αειθαλές
το θηλυκό της θάμπος
Θαλασσογέννητη
Θαλασσοκράτειρα
Θαλασσοπούλι
Όχι Θεά
Μια θαλπωρή για τους θνητούς
στο θολοσκέπαστο θαλάμι
Μια θαρραλέα θεατρίνα
Θήλυ και θήκη και θηλή
Θνητή που νίκησε το θάνατο
την κάθειρξη και τη θλιβή
θάλλοντας την αθανασία
Ο ήλιος. Η θάλασσα. Το αιγαιακό φως, που με τη δύναμή του αποκαλύπτει την αέναη κίνηση του πνεύματος. Ενός πνεύματος που ξεκινά δυναμικά από τον Όμηρο, για να συνεχίσει να συλλαμβάνει αλήθειες πρωτογενείς, δίκαιες, ανθρωπιστικές, απελεύθερες, ακόμη και σήμερα.
Η «Αειθαλής θάλασσα» λούζεται από το φως της αλήθειας και της ομορφιάς. Οι νύχτες είναι πανσέληνες. Ρόδο δαμασκηνό μεγαλώνει στον κήπο. Γεύση αρμυρή. Ζεστός ο γαλαξίας. Ο συνειρμός κατ’ ανάγκη παραπέμπει στην Κύπρο που ανασαίνει στον ίδιο χάρτη. Με την ελληνικότητα και την ομορφιά της. Αλλά και με το σπαρακτικό της πόνο, από το 1974 έως σήμερα.
Μια χαμηλόφωνη προσωπική εξομολόγηση που φέρνει στο φως έναν εαυτό θρυμματισμένο. Ένας υπόρρητος ερωτισμός που εκφράζει τον αναζητητικό εαυτό, αλλά και ένα εσωτερικό κλάμα, βουβό, σπαραξικάρδιο, για την πατρίδα και την ιστορία της.
Κράτησα μια απόσταση ασφάλειας
από το Φόβο και τον Ίμερο
Τους έστελνα την άλλη μου ψυχή
με την ανεστραμμένη γέφυρα
Μήτρα και όαση εκείνη
αίμα και χτυποκάρδι
Αφουγκραζόμουν στις σκιές
το ξόδεμα και την ανάγκη
Καθήμενη σε δείπνα μυστικά
τους έβλεπα με Βούδα και Χριστό
με τους προδότες μαθητές
και με τις πόρνες αλήθειες
να συναγελάζονται
Τα βράδια μάζευα ρωγμές
θρύψαλα και φαρμάκι
έβαφα κόκκινα φτερά
και τους νανούριζα
μια ψυχή μαριονέτα
ένας δούρειος ήχος
στην οικτρή ενοχή τους
Τα φθαρμένα πρόσωπα, ο ραγισμένος καθρέφτης, η υποκριτική θλίψη του καλοζωισμένου δυτικού για την τραγωδία που παίζεται καθημερινά στη Μεσόγειο: «δήθεν δακρύσαμε, δήθεν πονέσαμε, τα πνίξαμε κι ύστερα φτιάξαμε κολιέ με το μαργαριτάρι τους δήθεν πενθούντες». Η θάλασσα στη Μεσόγειο ξεβράζει «παιδιά νεκρά κοχύλια». Ο πόνος για την έκπτωση του ανθρώπου κατατρύχει το ποιητικό εγώ.
Αλλά και προσωπικοί μετεωρισμοί. Στα πεζοδρόμια του πόθου φορά ενοχές ψηλοτάκουνες. Παλίρροιες πλημμυρίζουν την κοιλιά. Μα εκείνο περιστρέφεται σε λευκή χορογραφία δερβίσηδων. Γράφει ποιήματα πύρινα. Γυρνά ανυπόδητο το καλοκαίρι. Μαζεύει φως που περισσεύει. Πλέκει δερμάτινο χιτώνα να ντύνει το γυμνό χειμώνα. Θρέφει με τα ζωντανά του στήθια παιδιά και ανταμώνει ποιητές. Άλλοτε, πλέοντας χωρίς σωσίβιο, νικιέται από το ηδονικό μεθύσι των κυμάτων. Όσο για την ποίηση, μειδιά, γιατί γνωρίζει πλέον πως «δολοφονούν σχεδόν αναίμακτα δίχως αποτυπώματα οι ποιητές υπό το φως της πανσελήνου μνήμης».
Πίνακες του Σαγκάλ ή του Νταλί οι στίχοι. Εξπρεσιονισμός και υπερρεαλισμός σε μια παράξενη και υπέροχη σύνθεση. Η Ελληνική φύση. Η ιστορία. Η αίσθηση της ζωής. Μια ποιητικά αναπλασμένη πραγματικότητα κι ένας μεθυστικός χορός υπό τον ήχο των λέξεων. Η «Αειθαλής θάλασσα».
Η θάλασσα είναι γυναίκα
Τα ζωντανά βαθιά νερά είναι αλμυρά
Μην πιείς ακόμα κι αν πεθαίνεις από δίψα
Αν είναι ήρεμη μπορείς να νιώσεις καπετάνιος
Αν αγριέψει γίνε πειρατής
Τα μυστικά κρατά βαθιά κρυμμένα
Για να μάθεις γίνε δύτης
ή ψάρι αν προτιμάς
Οι νίκες της είναι ναυάγια
Όσα καράβια την παλέψανε
κι έφτασαν στα λιμάνια
δεν τα θυμάται πια
Είναι της γης εκείνα πεθαμένα
Η θάλασσα είναι γυναίκα
είναι γυναίκα η θάλασσα
Η θάλασσα φοράει δαντέλα
κάθε παλίρροια μέρα
κάρβουνο απλώνει στις σκιές
σαν έρθει άμπωτη σελήνη
φωτοδός να μαρτυρήσει βάθη εβένινα
Η θάλασσα αιμορραγεί
τις ώρες της θλιβής
κυοφορώντας την ανάδυση
Αειθαλής η ποίηση. «Μείγμα εύγευστων δηλητηρίων, σε χρυσά δελεαστικά ποτήρια. Δαίμονας που μπαίνει ξαφνικά στο σώμα προκαλώντας γόνιμο σεληνιασμό». «Αειθαλής» και η «θάλασσα» της Αγγέλας Καϊμακλιώτη. Έξοχος ποιητικός σκοπός χαρμολύπης που τον τραγουδάει άγγελος γονατιστός κάτω από μιαν ελιά, με εκτυφλωτικό ήλιο, αύρα θαλασσινή και γλώσσα ελληνική.
Ο αναγνώστης γεύεται την ηδονή της ποίησης μέσα από το υπέροχο εκχύλισμα φωτός που εκπέμπει η συλλογή. Κερδίζει όμως και την αισιοδοξία μιας αθανασίας ποιητικού χαρακτήρα. Γιατί το ποιητικό υποκείμενο μπορεί να καταβυθίζεται σε τόπους αλγεινούς, όμως δηλώνει αθάνατο. «Ευτυχώς ο πόνος αφορά τις νευρικές απολήξεις και ο πνιγμός είναι το ασφυκτικό τετέλεσται μόνο των ζωντανών οργάνων. Ως εκ τούτου βυθιζόμενη παραμένω αθάνατη».
.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
lexitanil 3/3/2018
Αγγέλα Καϊμακλώτη, «Αειθαλής θάλασσα», Μελάνι, 2017
Αν η ποίηση οριοθετείται από τις γέφυρες που ο χείμαρρος της –ατομικής ή συλλογικής– καταστροφής γκρέμισε, τότε σίγουρα αυτή αποτελεί μία προσπάθεια με συλλογική συνείδηση εκ μέρους του δημιουργού να βοηθήσει ώστε με φθόγγους και συναισθήματα να χτιστεί μία καινούρια γέφυρα. Εξάλλου, ο ποιητής δεν μένει κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, αλλά συμμετέχει και συμπάσχει με την κοινότητα στο ίδιο δράμα.
Και αν προσανατολιστούμε στην κυπριακή ποίηση, οφείλουμε να την εξετάσουμε στο σύγχρονο πλαίσιο ποιητικής παραγωγής μα και σε συνάρτηση με τα βαθιά χνάρια που άφησε η ποιητική του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, ο οποίος «διαμορφώνει μία ποιητική συνείδηση που συνδέεται άμεσα με το ηρωικό παρελθόν του απελευθερωτικού αγώνα κατά της βρετανικής κυριαρχίας κι αργότερα πιο ώριμη με τη Διχοτόμηση και την Κατοχή της Μεγαλονήσου»[1], χωρίς βεβαίως να παραβλέπουμε την εξίσου δυναμική των Κώστα Μόντη, Λεύκιου Ζαφειρίου ή της σύγχρονης Φροσούλας Κολοσιάτου[2].
Και δεν αποτελεί υπερβολή η θέση ότι μεγάλο μέρος της κυπριακής λογοτεχνίας σφραγίζεται από τις μακρόχρονες πολιτικές περιπέτειες της Μεγαλονήσου με έναν πολιτικό κι εθνικό χαρακτήρα. Βέβαια, η ελλαδική κριτική για δεκαετίες δεν αντιμετώπιζε την κυπριακή ποίηση ως ισότιμη. Οι σχετικές μελέτες ήταν υπερβολικά λίγες και μόνο τα τελευταία χρόνια –δειλά, είναι η αλήθεια, προς το παρόν– στράφηκαν προς την λογοτεχνική παραγωγή της Μεγαλονήσου[3].
Αναμφίβολα, η ειρήνευση που ακολούθησε το δράμα και με την είσοδο του ΚΑ΄ αιώνα με την οικονομική ευημερία του μα και την οικονομική κρίση στη νήσο, επέτρεψε την καλλιέργεια της ποίησης μακριά τα συγκλονιστικά/μαρτυρικά γεγονότα του παρελθόντος (χωρίς όμως να ξεχνιούνται)· επέτρεψε το συγχρωτισμό με την εθνική ελληνική ποίηση και την ανάδειξη νέων χαρακτηριστικών, υπαρξιακών και κοινωνικών.
Σε ένα τέτοιο κλίμα οφείλουμε να εντάξουμε και την Αγγέλα Καϊμακλιώτη με τις δύο τελευταίες ποιητικές της συλλογές, «εκ του σύνεγγυς», και «αειθαλής θάλασσα» (Μελάνι, 2017).
Η ποίηση της Αγγέλας Καϊμακλιώτη είναι ήπιων τόνων. Χαμηλόφωνα και με οικονομία στίχου η δημιουργός ακολουθεί τις διαδρομές των θεμελιωτών της σύγχρονης κυπριακής ποίησης με επίκεντρο το κυπριακό δράμα και με κριτική ματιά στις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις. Η μνήμη καθίσταται ο βασικός μοχλός της στιχουργίας της συνδέοντας το δραματικό παρελθόν με το διχοτομημένο παρόν που ακόμα αναζητά λύση. Η ποιητική της φωνή γίνεται η φωνή του τόπου της.
Η δημιουργός συνεχίζει την παράδοση των Κύπριων ποιητών που διαπραγματεύονται την Εισβολή και τον ξεριζωμό στη Μεγαλόνησο. Είναι χαρακτηριστικό πως η συλλογή «εκ του σύνεγγυς» είναι αφιερωμένη στο κυπριακό δράμα, μία και οι αναφορές στην εθνική τραγωδία καλύπτουν το σύνολο σχεδόν του ποιητικού βιβλίου.
Αυτό όμως που ξεχωρίζει την Καϊμακλιώτη από ομοτέχνους της που επικεντρώνονται γύρω από τη θεματική της Εισβολής, είναι η υπαρξιακή υφή με την οποία εκθέτει τον πόνο για το παρελθόν, διαμορφώνοντας μία ποιητική έκφραση η οποία μέσα από τον βιωματικό της χαρακτήρα αγγίζει το κοινό με θέρμη.
Και έχει σημασία να σημειώσουμε πως η δημιουργός, ούσα –κοινωνιολογικά– δεύτερης γενιάς θύμα του ξεριζωμού, ενδύει τον ποιητικό προβληματισμό με ισχυρές δόσεις σαρκασμού[4]. Η ποιητική ειρωνεία ως εκφραστική οδός εντείνει το συναίσθημα του πόνου και της οργής συγκινώντας το κοινό. Ας μην παραβλέπουμε πως το κοινό είναι εκ των προτέρων σε κατάσταση πόνου και θλίψης για τη διχοτόμηση (κι ό,τι αυτό σημαίνει). Έτσι η Καϊμακλιώτη εισάγοντας στοιχεία ειρωνείας[5] εντείνει το κλίμα και ταυτόχρονα κλιμακώνει τη συναισθηματική ένταση. Και τούτη η ειρωνεία εκφράζεται άλλοτε με αρνήσεις[6] και άλλες φορές με εσωτερικές αντιθέσεις[7].
Η μνήμη συνδέεται με το κοινωνικό παρελθόν και το κοινό βίωμα[8]. Η ατομική εμπειρία του ποιητικού «εγώ» συναντά τη συλλογική. Άλλωστε το συχνό α’ πληθυντικό ή ακόμα και το ψευδοδιαλογικό β’ πρόσωπο σε αφηρημένα αντικείμενα εκφράζουν ακριβώς τούτη τη συλλογική διάσταση της ποιητικής της.
Η έκφρασή της, κοφτή με ισχυρό δεσμό εσωτερικού στιχουργικό ρυθμού, διακρίνεται από τη χρήση ήπιων συμβολισμών και αλληγοριών[9]. Πειραματίζεται με τον στίχο τόσο με τον αλληγορικό λόγο όσο και με παρηχήσεις[10] και επαναλήψεις[11] ή δημιουργεί δικές της λέξεις[12]. Μα οι πειραματισμοί αυτοί εντάσσονται ομαλά στη στιχουργική της χωρίς να διαταράσσουν το ρυθμό ή τη συναισθηματική ένταση μα υπακούοντάς τα.
Ο πλούσιος μετωνυμικός της λόγος[13] υποστηρίζει πλήρως τόσο τη συναισθηματική ένταση όσο και τη σαγηνευτική εικαστική αποτύπωση. Και ειδικά στην «αειθαλή θάλασσα» ο μεταφορικός λόγος εμπλουτίζει τον ποιητικό προβληματισμό με παράλληλα επίπεδα ανάγνωσης.
Έτσι η αναζήτηση της ποιήτριας απλώνονται σε ένα ευρύτερο πεδίο δίχως όμως να υποβιβάζει το συναίσθημα ή τις αισθήσεις προς όφελος του στοχασμού. Η συνειρμική κίνηση του στίχου –ως αποτέλεσμα ποιητικής ωρίμανσης– συνδέει τις θρυμματισμένες εικόνες στο ποιητικό βιτρό και ταυτόχρονα επεκτείνει τη στοχαστική υφή τους[14].
Αξίζει δε να σημειώσουμε το έντονο φυσιολατρικό στοιχείο που διανθίζει την ποιητική της. Βέβαια γενικότερα η κυπριακή ποίηση βρίσκεται πολύ κοντά στην ελλαδική «ποίηση της περιφέρειας»[15] με πλήθος εικόνων από τη φύση που εισάγονται αβίαστα στη στιχουργική.
Κατά ανάλογο τρόπο και η Καϊμακλιώτη εντάσσει –πέραν της τιτλικής θάλασσας– στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος με απόλυτη αρμονία στην ποιητική της παράλληλα με κοινωνικά στιγμιότυπα[16]. Άλλωστε, διακρίνεται μία οικειότητα με πρόσωπα και χώρους[17]· προσωποποιεί τοπωνύμια ή έννοιες, ενώ συχνά τα τοπωνύμια παρελαύνουν[18], παράλληλα με τον θρήνο των προσφύγων και των εγκλωβισμένων[19]. Έτσι προσδίδει μία υφή λυρισμού[20] ή μοιρολογιού[21] με στοχαστικές ενίοτε επεκτάσεις[22].
Και τον ποιητικό λυρισμό εντείνει η συμβολική αξιοποίηση της θάλασσας στην τελευταία της συλλογή η οποία αποτελεί τον πυρήνα της προβληματικής της. Με τούτη ως θεματικό θεμέλιο, η Καϊμακλιώτη οικοδομεί την ποιητική της· υπαρξιακή[23], κοινωνική, ερωτική όλη χτίζεται πάνω στο αιώνιο σύμβολο της θάλασσας.
Έτσι η «αειθαλής θάλασσα» αποκτά χαρακτήρα μιας ενιαίας ποιητικής σύνθεσης με θέμα τους μεταφορικούς μετασχηματισμούς που η θάλασσα –κυρίαρχο στοιχείο στην κυπριακή ποίηση– απέκτησε στη λαϊκή κουλτούρα. Άλλοτε γίνεται γυναίκα[24] άλλες φορές αποκτά ερωτική διάσταση[25] ή συνδέεται με την Αφροδίτη[26] και την θαλασσοκυπριακή καταγωγή της και ενίοτε με τα ναυτικά δράματα[27] και την ποιητική[28]. Άλλοτε κοινωνικές και πολιτικές αλληγορίες αναδύονται από τους στιχουργικούς κυματισμούς[29] με ευαισθησία και συγκίνηση για το δράμα των σύγχρονων προσφύγων και μεταναστών[30].
Το έντονο λυρικό στοιχείο συνεπαίρνει τον ακροατή/αναγνώστη αναδύοντας οσμές θαλασσινής αύρας και μία χαμηλόφωνη αισιοδοξία. Τόσο η λυρική ατμόσφαιρα όσο και ο μεταφορικός λόγος δροσίζουν με στάλες αισιοδοξίας τη συλλογή. Εξάλλου, το φως είναι διαρκώς παρών ενώ το σκοτάδι που σκέπαζε τη συλλογή «εκ του σύνεγγυς» περιορίζεται δραστικά. Έτσι η ποίηση γίνεται μία παγκόσμια γλώσσα που φωτίζει τη θάλασσα μέσα στο χρόνο.
Επιλογικά, η σύγχρονη κυπριακή ποίηση, επηρεασμένη από τις ισχυρές παρουσίες της «γενιάς του ‘74», μα με χρονική απόσταση από τα τραγικά συμβάντα της Εισβολής και της Διχοτόμησης πλησίασε και παρακολούθησε την ελλαδική λογοτεχνική παραγωγή μπολιάζοντάς την με τη δυναμική και τους προβληματισμούς της νήσου, χωρίς όμως να καταλήξει δορυφόρος μίας «εθνικής ποίησης».
.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
Η ταύτιση του ποιητή με την ποίηση θέλει μεγάλη δύναμη, κι η Αγγέλα Καϊμακλιώτη το κατόρθωσε στη ποιητική της συλλογή «Αειθαλής Θάλασσα».
Αιώνια ζώσα και αναδύουσα την Αφροδίτη, την Ομορφιά και τον Έρωτα, προεικόνισε ήδη στο ποίημά της «Αμμόχωστος» στη συλλογή «Εκ του Σύνεγγυς» την πορεία προς την ταυτότητα ποιήτριας- ποίησης, αρχίζοντας από τον εξωτερικό σωματικό εαυτό της που εισδέχεται εκ των έξω προς τα μέσα τα στίγματα της γενέτειρας Αμμοχώστου.
‘Υστερα από την αναγκαία σιωπή, αφέθηκε ελεύθερη να γνωρίσει τον εαυτό της και την Τέχνη της, με το θηλυκό στοιχείο δεσπόζον, πολύπτυχο, που αίρεται στην αθανασία, πλάθει εαυτήν και πλάθεται ως άγαλμα, οδηγούσα στην κάθαρση καθαιρόμενη.
Μέσα στο ίδιο το σώμα της ως θάλασσα δέχεται τον γονιμοποιό ουρανό, έλκοντάς μας στα βάθη του μύθου και των πρώτων αληθειών του Ανθρώπου.
Ο παράδεισός της έχει στη γωνιά του το φίδι, τον δούρειο ίππο, την προδοσία, όχι μυθικές συλλήψεις αλλά ιστορικές πραγματικότητες που φιλοσοφημένα αποδέχεται, αφού χωρίς αυτές τις ρωγμές και χωρίς τη βίωση της προδοσίας και της τραγικότητάς μας δεν πληρούμεθα ως άνθρωποι με τη σφραγίδα της ενοχής.
Από τη θάλασσα αναδύθηκε η Αφροδίτη αλλά και από αυτήν ξεβράστηκαν μικρά και μεγάλα ναυάγια συγκλονιστικά.
Μέσα στο χώρο και στο χρόνο, το είναι και το μη είναι, την στάση και την κίνηση, τον θάνατο και την αθανασία, σε μια ζωντανή διαλεκτική, όπως την συλλαμβάνει και τη εκφράζει η ευαισθησία της ποιήτριας, μετέχουμε για λίγο στις δυνατές αυτές συλλήψεις, από την άβυσσο στο φως, από το θάνατο στη ζωή, από το άτομο στην ανθρωπότητα μαζί με όλα τα υπάρχοντα από αρχαιοτάτων χρόνων και βιώνουμε στην ποιητική αυτή συλλογή τη σύλληψη του Ανθρώπου και της πορείας του με ένα ποιητικό λόγο ελεύθερο και καθαρό.
Ήδη η Αγγέλα Καϊμακλιώτη με τη συλλογή της «Αειθαλής Θάλασσα» ανέβηκε σκαλοπάτια και μας ανέβασε.
http://wwwsteliospapantoniou.blogspot.gr/2017/08/blog-post.html?spref=fb
.
ΜΑΡΙΑ ΠΥΛΙΩΤΗ
εφημερίδα Αλήθεια, 28/9/2017
Την ποιήτρια Αγγέλα Καϊμακλιώτη πρωτογνωρίσαμε μέσα από ένα ποίημα της δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εποχή (Άνοιξη 2016, αρ.Τ. 327). Ήταν ένα ξάφνιασμα για μένα εκείνο το ποίημα (Οι γάτες του Τεκκέ). Προσωπικά το θεωρώ ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματα των νέων ποιητών τα τελευταία χρόνια. Οι εικόνες του, ο ρυθμός του, άριστα συνδυασμένα με τη σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα… Στη συνεχεία γνώρισα και τα βιβλία της. Ιδιαιτέρα τα ποιητικά της φέρουν ένα νέο αέρα στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση. Δεν μπορείς να μην τα προσέξεις. Από το «Ξεκλειδώνοντας την Αλφαβήτα» (2011), το «Στιγμές Αλκυονίδες» (2012), «Εκ του σύνεγγυς» (2014), ίσαμε το πρόσφατο της που έχουμε τώρα στα χεριά μας: «Αειθαλής θάλασσα» (2017).
Η ποιήτρια, χωρίς βιασύνη, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς δεκανίκια, βαδίζει μ’ επιτυχία τον δρόμο της ποίησης με πολύτιμο εφόδιο της το ταλέντο και την έμφυτη εργατικότητα της. Ψάχνει και από τα βάθη της ψυχής και του μυαλού της αντλεί μνήμες, εμπειρίες, μα και παράλληλα διαμορφώνει το προσωπικό της στυλ σε κάθε της ποίημα: «Άγκυρες είναι τα λογία/όταν σαλπάρεις/δεν τα χρειάζεσαι/ Μονό λευκά πανιά σιωπής/όρτσα στην εκκωφαντική/ ελευθερία των ανέμων.
Στίχοι που εισάγουν στην ποιητική διαδρομή της ποιήτριας, στην «Αειθαλή θάλασσα» με το πρώτο ποίημα που τιτλοφορείται (Θ). Η ποιήτρια παίρνοντας ένα γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου δημιουργεί ήχους δικούς της, σημαντικούς στο πρώτο αυτό ποίημα της. Ήχοι, παρηχήσεις, μια σύλληψη που ξεκινάτε από τα βάθη της ιστορίας, τη μυθολογία ακόμα για να μας πει τον μύθο της Κύπριδας όπου: «Μια θαλπωρή για τους θνητούς/στο θολοσκέπαστο θαλάμι/Μια θαρραλέα θεατρίνα/θήλυ και θήκη και θηλή/Θνητή που νίκησε τον Θάνατο/την κάθειρξη και τη θλιβή/θάλλοντας στην αθανασία».
Η ποίηση της Αγγέλας Καϊμακλιώτη δεν είναι αποτέλεσμα αυτοματισμού, βιαστική κι εφήμερη όπως πολλών ίσως άλλων της ίδιας γενιάς, δεν παρασύρεται στο θολό κι ακατανόητο, το ρηχό, αλλά πρόκειται για μια ποίηση μελετημένη, προβληματισμένη ακόμα κι εκεί όπου εμφανίζονται σουρεαλιστικά στοιχεία. Η Αφροδίτη (σελ. 12-13), από τα ωραιότερα της συλλογής. Πρωτότυπο, πλούσιο λεξιλόγιο, θεματογραφία ξεκάθαρη, που ξεκινάει, όπως είπαμε πιο πριν, από τη μυθολογία-ιστορία και φτάνει με μια θαυμαστή αλληλουχία στις μέρες μας, όπου μιλάει και λέει κλείνοντας: «Δε με φοβίζει βέβαια το σκοτάδι στο μουσείο/αντίθετα το απολαμβάνω /καθώς κι άλλες γυναίκες/του νησιού έρχονται να με συνοδέψουν/η Ουρανία από το Καρπάσι/η Ουμ Χαράμ από το Κίτιο/η Αροδαφνούσα απ’ την Καντάρα/η Παναγιά η Κανακαριά η Αφέντρικα/ «Θα πάμε;» με ρωτούν/«Μα ήδη φτάσαμε», απαντώ».
.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ-ΛΑΖΑΡΟΥ
Το Θ του θάλλω και του θνήσκω
Θ ( θήτα) είναι ο τίτλος του πρώτου ποιήματος στη νέα ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη. Κυκλοφόρησε φέτος με τον τίτλο «Αειθαλής Θάλασσα» από τις εκδόσεις Μελάνι.
Τι είναι άραγε αυτό το Θ που απαντάται 28 φορές στο ποίημα; Η θέση του μέσα στο στίχο καθώς και η επανάληψή του, άπαξ σε κάποιους στίχους, δις ή και τρις σε άλλους δημιουργεί την αίσθηση μιας μουσικής αλλά κυρίως κυκλοφορεί μια ουσία που διαπιστώνουμε ότι διατρέχει το σώμα όλης της συλλογής. Δεν είναι δηλαδή απλώς ένα ευφυές παιγνίδι λέξεων. Είναι ένα κλειδί για να ξεκλειδώσουμε το έργο. Το Θ ( θήτα) ήδη εμφανίζεται στον τίτλο κι είναι το θήτα του ρήματος θάλλω που ζευγαρώνει με το αεί. Κι είναι επίσης το θήτα της θάλασσας που είναι ουσία αειθαλής και το αρχετυπικό σύμβολο της μήτρας.
Στις επόμενες εμφανίσεις του είναι φανερό πως επαναλαμβάνεται το Θ του θάλλω και της αθανασίας, το Θ της θηλυκότητας στην Αφροδίτη/ Γυναίκα/ Θάλασσα. Ίδε: αθάνατους, αειθαλές, θηλυκό, θαλασσογέννητη, θαλασσοκράτειρα, θαλασσοπούλι, θήλυ, θήκη, θηλή, θάλλοντας, αθανασία. Εισάγεται όμως και το Θ του θανάτου. Ίδε θνητούς, θνητούς, θνητή, θάνατο. Σε μια τρίτη κίνηση το κλειδί του θήτα μεσολαβεί μετέχοντας εξίσου στις δύο όψεις του αυτού νομίσματος και είναι ο Πόθος: θάμπωνε, θέλγητρο, ποθητή, θελκτική, θάμπος. Το στριφογύρισμα του νομίσματος ενέχει πάντα και τον κίνδυνο: κάθειρξη, θλιβή. Παρηγορητικά προσφέρεται η θαλπωρή αλλά και το αμφίσημο θολοσκέπαστο θαλάμι. Μια θαρραλέα θεατρίνα γυρίζει το κλειδί. Εναρμονισμένη στην αμφιθυμία και τις αντιθέσεις που συμβολίζει η θάλασσα.
.
«ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΚΕ»
ΜΑΡΙΑ ΠΥΛΙΩΤΟΥ
ΜΙΚΡΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΤΕΥΧΟΣ 42/2017
Αναδημοσίευση στην εφημερίδα Αλήθεια Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017
Μια συνάντηση: Γιώργος Σεφέρης – Αγγέλα Καϊμακλιώτη
Κοιτάζοντας ένα περσινό τεύχος του περιοδικού Νέα Εποχή (τχ. 327, Άνοιξη, 2016), στάθηκα στο ποίημα «Οι γάτες του Τεκκέ» της νέας ποιήτριας Αγγέλας Καϊμακλιώτη. Ο τίτλος αποδίδει μια οικεία εικόνα, που συνδέεται με τον χώρο εκείνο που, χρόνια τώρα, ελκύει καθημερινά επισκέπτες, τουρίστες μα και ντόπιους από τις δύο κοινότητες, άλλοι για να χαρούν το τοπίο, την Αλυκή, να τραβήξουν φωτογραφίες, ιδιαίτερα τον χειμώνα με τα αποδημητικά πουλιά, και άλλοι για να μπουν στο ιερό τέμενος, αφήνοντας τα παπούτσια τους στον προθάλαμο, και να γονατίσουν για να προσευχηθούν. Ανόμοιοι μα στο βάθος όμοιοι άνθρωποι, σ’ έναν χώρο ιερό, μοιάζουν να ελκύονται από κάτι κοινό. Εικόνες καθημερινές, κι οι γάτες τριγύρω να τρέχουν ψάχνοντας για καμιά σαύρα. Μια τέτοια εικόνα σ’ έναν ασυνήθιστο τόπο, τον Τεκκέ, γίνεται πηγή έμπνευσης για την ποιήτρια που γράφει αυτό το ενδιαφέρον ποίημα.
Το ποίημα ξεκινά εισάγοντάς μας στον έξω και τον έσω χώρο του ιερού τεμένους των μουσουλμάνων, με το «πράσινο χαλί και τον μετέωρο λίθο» στο βάθος· και έξω, «κρυφά περάσματα φοινικόπτερων / φύκια πικρά ξερά αρμυρίκια / μια πόλη αντίστροφο αντιφέγγισμα / υγρός καθρέφτης αλμυρός». Η ποιήτρια χρησιμοποιεί συμβολικά στοιχεία για να καταγράψει καταστάσεις ρεαλιστικές. Διερωτάται: «Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά / τί είναι δικό μας ποιο το ξένο;» και τότε διαπιστώνουμε πόσο βαθιά και πόσο ελεύθερα η ποιήτρια σκέφτεται και πονεί για όσα συγκλονιστικά συμβαίνουν στον τόπο μας. Ιδού το κλειδί-σύμβολο: οι γάτες που τριγυρνάνε στον χώρο και στον χρόνο. «Οι γάτες του προφήτη βέβαια / αυτές γνωρίζουν» λέει η ποιήτρια «με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους / τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες στην Αλυκή / κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες / λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες / η Ουμ Χαράμ κι η Παναγιά Φανερωμένη».
Δεν ξέρω πόσες φορές στάθηκα σ’ αυτούς τους στίχους, τους τόσο υποβλητικούς στην απλότητά τους. Η ποιήτρια δεν κάνει «κήρυγμα», δεν εκφράζει καμιά «ιδεολογία»· παρά μόνο δίνει μια εικόνα ανθρώπινη και συνάμα μια πονεμένη όψη. Η Κύπρος, εξάλλου, δεν λείπει από την ποίησή της.
Ειδικά το μοτίβο με τις γάτες έφερε στη μνήμη μου το γνωστό ποίημα του Γιώργου Σεφέρη, «Οι γάτες τ’ Άι Νικόλα», γραμμένο πριν από μισό χεδόν αιώνα (1969). Το ποίημα αυτό δεν πρόλαβε να δημοσιευτεί στη συγκεντρωτική έκδοση του 1968. Δημοσιεύτηκε, όμως, σε εφημερίδες και περιοδικά αλλά και στον συλλογικό τόμο των Δεκαοχτώ κειμένων (1970), σαν αντίδραση, όπως λέχθηκε τότε, του ποιητή στη δικτατορία και σε όσα συμβαίνουν στην Κύπρο, χρόνια τώρα. Το ποίημα περιλαμβάνεται, βέβαια, στις επανεκδόσεις των Ποιημάτων του.
Ο ποιητής-ταξιδευτής κι αφηγητής βρίσκεται ανήμερα Χριστουγέννων σ’ ένα πλοίο, τραβώντας για το Κάβο Εάτα: «ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι»· «και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη / λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού». Κι ο ποιητής θυμάται τη γάτα που είχε τα μάτια της Σαλώμης και πως κοίταξε τον θάνατο κατάματα καθώς ξεψυχούσε… Και εδώ υπάρχει η γάτα-σύμβολο για όσα θα αφηγηθεί στη συνέχεια ο ποιητής. Η αφήγηση ανταμώνει την ιστορία, τα δύσκολα χρόνια που διάβηκε το νησί: «Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας / – σαράντα χρόνια αναβροχιά – ρημάχτηκε όλο το νησί· / πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια. / Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι, / χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου / και φαρμακερά».
Ύστερα ήρθαν οι γάτες. Σύμφωνα με τον θρύλο που καταγράφεται σε κυπριακά σχολικά εγχειρίδια, η αγία Ελένη έφερε τις γάτες στο νησί, να φάνε τα φίδια, ν’ ανασάνει ο κόσμος. Ο ποιητής διευκρινίζει: «Το μοναστήρι τ’Άι Νικόλα το είχαν τότε / Αγιοβασιλείτες καλόγεροι / κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια / κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή · / τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν». Οι καμπάνες χτυπούσαν κάθε αυγή κι οι γάτες ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη να ξεκάνουν τρώγοντας τα φίδια: «Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες / ξολόθρεψαν τα φίδια». Και το κακό χάθηκε. Όμως χάθηκαν και οι ίδιες· δεν άντεξαν το πολύ φαρμάκι: «Τί να σου κάνουν οι ταλαίπωρες /παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα/ το αίμα το φαρμακερό των ερπετών./ Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
Στις 8.12.1953 ο Σεφέρης είχε γράψει σ’ ένα λεύκωμα: «Στην Κύπρο κάθε πέτρα λέει ένα παραμύθι». Η αγάπη του ποιητή για το νησί μας, η γνωριμία του με τον τόπο και τους ανθρώπους (από τις Πλάτρες ίσαμε την Αγία Νάπα, από το Δάλι ίσαμε την Κερύνεια και αλλού) κι η θλίψη του έχουν μνημειωθεί στα ώριμα και ανθεκτικά ποιήματά του.
«Κάθε ποίηση που αντέχει στο χρόνο είναι νέα και συζεί σαν νέα με την πιο νέα» γράφει ο Ανδρέας Καραντώνης στο βιβλίο του Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση (1958). Γι’ αυτό ένιωσα ικανοποίηση και μια κρυφή χαρά που το ποίημα της Α. Καϊμακλιώτη «Οι γάτες του Τεκκέ», συνειρμικά και μόνο, έφερε στη μνήμη μου τις «Γάτες τ’Άι Νικόλα» του Σεφέρη. Η Α. Καϊμακλιώτη γεννήθηκε το 1967, λίγα χρόνια προτού αποδημήσει ο νομπελίστας ποιητής (1971). Αυτή τη συνάντηση των δύο ποιημάτων με τις «γάτες» τη βλέπω σαν συνάντηση πάνω απ’ το χάος που λέγεται αδικία, πόνος, που λέγεται κι αγάπη, φως κι έγνοια για την Κύπρο. Οι «Γάτες τ’ Άι Νικόλα» είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη. Οι «Γάτες του Τεκκέ» από τα πρώτα της Καϊμακλιώτη· και μάλιστα η τελευταία το έγραψε προτού προλάβει να γνωρίσει εκείνο του ποιητή.
Γιῶργος Σεφέρης – Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα
Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός,
οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.
«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα…», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«… καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
…ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
– σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ –
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.
Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.
(Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969)
Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Οι Γάτες του Τεκκέ
Οι άνθρωποι πορεύονται στην όχθη μιας ερήμου
ζητώντας το γλυφό νερό να πιουν της γνώσης
ξυπόλυτοι προσκυνητές ανίδεοι φωτογράφοι
ενός αποδημητικού παρόντος
Το πράσινο χαλί κι ένας μετέωρος λίθος
κρυφά περάσματα των φοινικόπτερων
φύκια πικρά ξερά αρμυρίκια
μια πόλη αντίστροφο αντιφέγγισμα
υγρός καθρέφτης αλμυρός
Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά
τι είναι δικό μας ποιο το ξένο;
Ποιος άκουσε τους μυστικούς
της καλαμιάς ψιθύρους;
Οι γάτες του προφήτη βέβαια
αυτές γνωρίζουν
όταν κάποιες βραδιές αρχαίες
νωχελικό φεγγάρι φανερώνει
ασημοκαπνισμένη την ελιά
τη φοινικιά σκιά ρομφαία
Οι γάτες καταγράφουν
με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους
τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες την αλυκή
κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες
λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες
η Ουμ Χαράμ κι Παναγιά Φανερωμένη
.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΝΕΥ ΤΕΥΧΟΣ 64/ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2017
Ύστερα από τρεις ποιητικές συλλογές και ένα βιβλίο με διηγήματα, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη (Αμμόχωστος 1967) (φαίνεται ότι διαμορφώνει μια πιο ουσιαστική ποιητική φωνή με τα ώριμα ποιήματα που στεγάζονται στην Αειθαλή θάλασσα. Η θάλασσα και η γυναίκα, οι αιώνιες μήτρες της ζωής, επανέρχονται και εναλλάσσονται (κάποτε ταυτισμένες) ως οι κύριοι
θεματικοί άξονες στα εννέα ποιήματα του βιβλίου.
«Η θάλασσα είναι γυναίκα», «φοράει δαντέλα», «αιμορραγεί», «κυοφορώντας την ανάδυση» («Αειθαλής θάλασσα»). Η θάλασσα/γυναίκα μοιάζει με αρχαία
θεά. συνδέεται με την Αφροδίτη, την Ερινύα και την Αστάρτη αλλά και με άλλες εμβληματικές γυναικείες μορφές που σημάδεψαν την ιστορία και τη μυθολογία της Κύπρου, την Ουρανία, την Ουμ Χαράμ. την Αροδαφνούσα και την Κανακαριά.
Όμως η θάλασσα δεν είναι μόνο πηγή ζωής, η αρχέτυπη μήτρα που γέννα τον άνθρωπο. Όπως συμβαίνει στη λογοτεχνία, η θάλασσα είναι και τόπος θανάτου. συμβολίζει το ταξίδι, τη φυγή και εξελίσσεται, τελικά, σε μια θανάσιμη αγκαλιά. Η ποιήτρια θέλησε να συνδέσει τη διάσταση αυτή με το σύγχρονο δράμα των προσφύγων, αφού χιλιάδες άνθρωποι από την εμπόλεμη
Ανατολή ή από χώρες της Αφρικής θαλασσοπνίγονται στην προσπάθεια τους
να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη και να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή. Ειδικά το ποίημα «Ανατολή» επικεντρώνεται στο δράμα των προσφύγων, και
μάλιστα αποτυπώνεται με δυνατή, σαρκαστική γλώσσα η περίπτωση του τρίχρονου Αϊλάν από τη Συρία, που κοινοποιήθηκε πλατιά στα ΜΜΕ: «Παιδιά
μικρά κοχύλια / ξέφραζε η θάλασσα / εκεί που απλώναμε δήθεν αθώοι /
την ομορφιά του κόσμου / κόκκινο φανελάκι / παντελονάκι μπλε βαθύ /
τόσο βαθύ και τόσο μπλε / δήθεν δακρύσαμε / και τόσο κόκκινο που αιμορραγεί / δήθεν πονέσαμε / Ψέματα τέλος / Τα πνίξαμε κι ύστερα φτιάξαμε κολιέ / με το μαργαριτάρι τους / δήθεν πενθούντες».
Τα ποιήματα «Αφροδίτη» και «Ανάδυση» ξανοίγονται και σε ποιητολογικά ζητήματα: Στο πρώτο η ποιητική διαδικασία παραβάλλεται με το πλάσιμο ενός αγγείου στον τροχό, όπου φτιάχνεται ένα «ποίημα πήλινο», γα να λειτουργήσει ως Θυμίαμα στην «πεθαμένη Σαλαμίνα»: «Στον κλίβανο το ποίημα εξαγνίζω /με αλοιφές που αντέχουν προδοσία / αγγείο βαθύ οξυπύθμενο σκαλίζω / περιρραντήριο για τη λατρεία». Τελικά, η ποιήτρια ταυτίζεται με το δημιουργημά της. το πήλινο ποίημα-θυμίαμα, αλλά και με την Αφροδίτη: «Είμαι διάτρητο αγγείο / φλοίσβος σε λήκυθο λευκή / πλάσμα και πλάστης / Είμαι η Κύπριδα – Δεν θα χαθώ». Στην «Ανάδυση» η ποιήτρια καλείται να αντιμετωπίσει την κριτική των ομοτέχνων της. που επαινούν, αφενός, την ποιητική φωνή της και επισημαίνουν, αφετέρου, τα «δεσμά». τις δυσκολίες και απαιτήσεις της ποιητικής γραφής: «Όταν αρχίνησα να τραγουδώ) / εκείνοι κραύγασαν: / Εύγε και έρρωσο αγγελική φωνή / αγάπα τώρα τα δεσμά σου».
Στις καλύτερες στιγμές της συλλογής, η Αγγέλα Καΐμακλιώτη μάς πείθει ότι χειρίζεται με επάρκεια τα εκφραστικά της μέσα και κατορθώνει να αρθρώσει έναν πλούσιο και ουσιαστικό ποιητικό λόγο, να εμφυσήσει ποιητική
πνοή στα θέματά της. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, όταν βαραίνει η
υπέρμετρη σκοτεινότητα. όταν η επιτήδευση της μορφής λειτουργεί σε βάρος
του περιεχομένου, τότε διαταράσσεται. κατά την αντίληψή μου. η ισορροπία
του ποιητικού λόγου και ενδεχομένως αυτός αποβαίνει ανενεργής* σε τέτοιες
περιπτώσεις (λ.χ. «Άμπωτη». «Τρικυμία». «Νησί») η επικοινωνία με τον
αναγνώστη αναστέλλεται ή δεν ολοκληρώνεται.
Βέβαια χαιρόμαστε και με το παραπάνω τις πιο καλές στιγμές της συλλογής. όπως για παράδειγμα το παιχνίδι με το γράμμα θήτα στο πρώτο ποίημα. που αποτελεί έναν ύμνο στην Κύπριδα και γενικά στη γυναίκα· ενδεικτικά: «Μια θαλπωρή για τους θνητούς / στο θολοσκέπαστο θαλάμι / Μια θαρραλέα θεατρίνα / Θήλυ και θήκη και θηλή / Θνητή που νίκησε το θάνατο / την κάθειρξη και τη θλιβή / θάλλοντας στην αθανασία»· ή το ποίημα
«Γυναίκα», στο οποίο αποτυπώνεται με αλληγορικές εικόνες η αρχετυπική
ερωτική ένωση της γυναίκας με τον άντρα: «Έχω ένα σώμα κήπο / μέσα
του μεγαλώνει / ρόδο δαμασκηνό / πέταλα ανοίγει φέγγει / σπηλιά θαλασσινή / γεύση αρμυρή χρυσή / βροχή με πλημμυρίζει // Ζεστός ο γαλαξίας / στα πλάτη χύνεται / αφήνοντας γεύση βυθού / στην τρικυμία / κι εσύ γλαυκός / ο σόμπας κόσμος / καλπασμός κυμάτων / στο ναό μου //
Επειδή είμαι η θάλασσα / κι εσύ ο ουρανός / και στον ορίζοντα / το σμίξιμό μας ανατέλλει / γίνομαι ποίημα πύρινο».
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 18/6/2018
Ωρίμανση και πειραματική διάθεση
Αυτό που διαπιστώνεται διά γυμνού οφθαλμού ή μάλλον με την πρώτη ματιά είναι η αισθητική ωρίμανση της ποίησης της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, από συλλογή σε συλλογή. Αυτό διακρίβωσα παρουσιάζοντας τη συλλογή «Εκ του σύνεγγυς» (2014) σε σύγκριση με τη συλλογή «Στιγμές Αλκυονίδες». (2012) Αυτό διαπιστώνω και τώρα που, με αυτό το σημείωμα, παρουσιάζω τη νέα και τελευταία συλλογή «Αειθαλής θάλασσα». (2017) Η ποιήτρια πειραματίζεται συνεχώς, δοκιμάζει, τολμά. Εμπλουτίζει διαρκώς τα τεχνοτροπικά της μέσα, τα εκφραστικά της εφόδια. Διευρύνει και συνάμα εξειδικεύει περαιτέρω τις θεματικές της.
Η ποίηση της Καϊμακλιώτη, από την Κύπρο ελαύνεται και στην Κύπρο απολήγει, όπου κι αν περιδιαβεί στο μεσοδιάστημα. Οι όποιες θεματικές ή αισθητικές περιπλανήσεις ή και παρεκκλίσεις είναι μόνο αποσπασματικά επεισόδια στη συνολική, την ολική ποίησή της. Αυτή παραμένει πάντα κυπροκεντρική, κυπρογενής και κυπρίζουσα, ας μου επιτραπεί το λογοπαίγνιο: «Οι Βαλκυρίες κολυμπούν / με τον Αττίλα στη Μεσόγειο / Τέλος εποχής / Ανατολή / Ναυαγοί στην κόκκινη θάλασσα / βαρκούλα χλωμή μισοφέγγαρη / παιδιά φοβισμένων ανθρώπων / παιδιά γερασμένων ελπίδων / η μεγάλη Θεά απλωμένη στο ανάχωμα / αναδυόμενη μετανάστρια / επαναστάτρια οπλισμένη / μάρτυρας των πληγών». (σελ. 24)
Ολόκληρη η συλλογή αποτελεί ένα εγχείρημα ιστορικής αποτίμησης της πατρίδας μας ανά τους αιώνες. Πρόκειται για μια συνολική και συνάμα συνοπτική ματιά. Κάποτε επιχειρείται συγκερασμός έμμετρου και ελεύθερου στίχου, με τον τελευταίο όμως να κατισχύει πασιφανή νίκη. Οι λέξεις, κυρίως τα ρήματα, προσδίδουν καίριες και ακαριαίες νοηματοδοτήσεις στα νέα ποιήματα της Κ. Πχ: «Κραδαίνω καπνιστήρι πήλινο / θυμίαμα το ποίημα / η μνήμη αιμορραγεί / με καθαίρει και με καθαιρεί». (σελ. 12)
Η πειραματική διάθεση της Κ. είναι διακριτή από το πρώτο κιόλας εισαγωγικό – δοξαστικό ποίημα για την Κυπρίδα. Αυτό το ποίημα θα μπορούσε παράλληλα να χαρακτηριστεί και ως ένα αισθητικό γύμνασμα με το γράμμα «Θ». Η ποιήτρια δοκιμάζει την ευρηματικότητα, τη φαντασία, τους λεκτικούς – εκφραστικούς ορίζοντες της. Το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο είναι: «Μια θαρραλέα θεατρίνα / Θήλυ και θήκη και θηλή / Θνητή που νίκησε το θάνατο / την κάθειρξη και τη θλιβή / θάλλοντας στην αθανασία». (σελ. 11)
Οφείλω να σημειώσω ότι η ματιά της Κ. γίνεται ολοένα και πιο συμπαντική, η σκέψη της ολοένα και πιο βαθιά, στοχαστική, φιλοσοφημένη. Η εικονοποιΐα της πιο πλαστική. Ο συναισθηματισμός είναι πλέον πιότερο ελεγμένος και η νόηση πιο καλλιεργημένη. Όλα αυτά συνιστούν ποιοτικό άλμα στην ποίησή της, η οποία πλέον ερωτοτροπεί με την αμφισημία, αλλά και την πολυσημία: «Όταν πληθαίνουν / τα ναυάγια στο βυθό / η θάλασσα εξατμίζεται / Όταν βαθαίνουν οι ουρανοί / η θάλασσα επιστρέφει / ως βροχή παλινωδούσα / Δίχως σωσίβια έπλευσα / κι όταν με νίκησε το ηδονικό / μεθύσι των κυμάτων / αναδύθηκα κραδαίνοντας / τα φίδια της μικρής Θεάς θρέφοντας / με τα ζωντανά μου στήθια τα παιδιά». (σελ. 16)
Δεν θα έλεγα ότι η Κ. γράφει «γυναίκεια» ποίηση, με την συμβατική έννοια του όρου και τα προβλεπτά χαρακτηριστικά, τόσο από πλευράς θεματικής, όσο και από πλευράς αισθητικής. Ωστόσο, πιστεύω ότι αξιοποιεί με επάρκεια όλες τις «θηλυκές» αρετές της ποίησής της. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην ηδονιστική αισθαντικότητα που απαντάται, ούτως ή άλλως, στην ποίησή της, αλλά και σε μια γυναικεία ιματζινιστική διάθεση: «Συχνά φορούσα ενοχές ψηλοτάκουνες / στα πεζοδρόμια του πόθου γυρνούσα / γριά με ρόδινα μάγουλα μάτια πανσέληνα / Παλίρροιες πλημμύριζαν την κοιλιά μου / κι άπλωνα επίθεμα το βλέμμα του Κένταυρου / να σταματήσω την αιμορραγία». (σελ. 18)
Ωστόσο, γενικά πιστεύω ότι όταν η ποιήτρια ξεφεύγει από την υπαρξιακή θεματική, τη φιλοσοφική θεώρηση των πράγματων, τον αισθησιασμό και τον αισθητισμό, όταν αγγίζει ζητήματα κοινωνικής – ουμανιστικής υφής, η ποίησή της γίνεται πιο διαυγής και βατή, τα κλειδιά της πιο εύχρηστα, πιο λειτουργικά: «Παιδιά νεκρά κοχύλια / ξέβρασε η θάλασσα / εκεί που απλώναμε δήθεν αθώοι / την ομορφιά του κόσμου / κόκκινο φανελάκι / παντελονάκι μπλε βαθύ / τόσο βαθύ και τόσο μπλε / δήθεν δακρύσαμε / και τόσο κόκκινο που αιμορραγεί / δήθεν πονέσαμε / Ψέματα τέλος / Τα πνίξαμε κι ύστερα φτιάξαμε κολιέ / με το μαργαριτάρι τους / δήθεν πενθούντες». (σελ. 20-21)
Όμως, στο βιβλίο δεσπόζουν οι στίχοι υπαρξιακής αναζήτησης με φιλοσοφικό υπογάστριο, αλλά και μια πεσιμιστική διάθεση. Στην προκειμένη περίπτωση οι διαυγείς, ευκρινείς συμβολισμοί, αποδίδουν – κατά την άποψή μου – και καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα: «Αιώνια πορεύεσαι δίχως φύλλο πορείας / κρύβεις το πολύτιμο φορτίο / καρφωμένο στην καρδιά σου / γνωρίζεις λες τα όρια και το βάθος / υποψιάζεσαι τον ίλιγγο της πτώσης». (σελ. 22)
Σ’ αυτή τη συλλογή τα πλείστα ποιήματα της Καϊμακλιώτη παραπέμπουν σε υπόγειες, σε υποδόριες ή και λανθάνουσες αλληγορίες. Παραπέμπουν επίσης σε συμβολισμούς δύσβατους, δύσκολους, που χρειάζονται περισσή προπαίδεια και εμπειρία, προκειμένου να αποκωδικοποιηθούν. Αυτό κάνει την ποίησή της περισσότερο υποβλητική και μυστηριακή. Η αισθητική της ποίησής της βελτιώνεται. Ωστόσο, η προσβασιμότητα σ’ αυτή την ποίηση μάλλον διαβρώνεται.
Θα ήθελα όμως να ολοκληρώσω την παρουσίαση με το πιο λυρικό ποίημα της συλλογής, που αποπνέει και συγκινησιακή φόρτιση αλλά και θηλυκή αισθαντικότητα. Είναι το «Αειθαλής θάλασσα» απ’ όπου πήρε τον τίτλο της ολόκληρη η ευσύνοπτη συλλογή. Παραθέτω, ως κατακλείδα, τους πρώτους, ιδιαίτερα παραστατικούς, στίχους: «Η θάλασσα είναι γυναίκα / Τα ζωντανά βαθιά νερά είναι αλμυρά / Μην πιεις ακόμα κι αν πεθαίνεις από δίψα / Αν είναι ηρεμεί μπορείς να νιώσεις καπετάνιος / Αν αγριέψει γίνε πειρατής». (σελ. 26)
.
ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΕΓΓΥΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
Ο χαμένος τόπος και χρόνος στην ποιητική συλλογή
Με αρκετή επιφύλαξη, αντιλαμβανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, ανταποκρίνομαι κάθε φορά, όχι συχνά αλήθεια, που κάποιος ποιητής μου ζητά να πω ή να γράψω για το βιβλίο του.
Είναι ο δισταγμός της αδιάκριτης παρέμβασης σε ένα πνευματικό έργο που έχει ξεφύγει από τα χέρια του ίδιου του δημιουργού του και τοποθετείται πια, αυτόνομα στον κόσμο.
Ενός κώδικα συμβολισμών και αλληγορικών πολλές φορές σχημάτων, κι’ εσύ καλείσαι να παραστήσεις τον επιτήδειο αποκωδικοποιητή, για συλλήψεις, που πολλές φορές ούτε ο ίδιος ο ποιητής έχει σαφή και ξεκάθαρη αιτιολογία και ερμηνεία.
Και το πιο δύσκολο, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις το δίλημμα να παραμερίσεις τα κατά την υποκειμενική σου άποψη, ελλείμματα και θα χτίσεις αποκλειστικά στα αξιόλογα και αξιοσημείωτα, προδίδοντας τη συνείδηση και την αισθητική σου.
Ευτυχώς, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, όσο την γνώρισα, ανήκει στην περιορισμένη εκείνη κατηγορία ανθρώπων που δέχεται την αμφισβήτηση, φαινόμενο σπάνιο στη συνήθως υπερφίαλη κατηγορία των ποιητών. Ως εκ τούτου, το δίλημμα εξέπεσε από τα αρχικά στάδια της γέννησης του.
Τι έπρεπε λοιπόν να κρίνω σε αυτό το βιβλίο; Μα τι άλλο από αυτό που και ο πιο αμύητος αναγνώστης κάνει εγγενώς: Την ποιητική πνοή του ανέμου που φύσηξε τους στίχους. Μπορεί η Α.Κ. να σε αναγκάσει να σταματήσεις; Να σου προκαλέσει το μαγικό επιφώνημα που μόνο η αληθινή τέχνη καταφέρνει να σχηματίσει στα χείλη; Τι άλλο είναι η δηλαδή η ποίηση;
Είναι αποδεκτό πως μια παρουσίαση είναι αδύνατον να συμπεριλάβει λεπτομερείς θέσεις για το σύνολο του βιβλίου. Αυτό που κρατά κανείς είναι το αποτύπωμα που αφήνει στη διψασμένη για συγκινήσεις και πρωτοτυπία ύπαρξη, η δύναμη του λόγου.
Θα μιλήσω ως ποιητής κατά κύριο λόγο, ίσως και ως λίγο δημοσιογράφος αλλά σίγουρα όχι ως κριτικός που δεν είμαι.
Ως ποιητής, που συνάντησε διαβάζοντας το «Εκ του Σύνεγγυς», μιαν αδιατάρακτη οδύνη, ένα παρατεταμένο λυγμό, τον λυγμό της απώλειας της αγαπημένης πόλης μαζί και της απώλειας ενός σημαντικού τμήματος των παιδικών χρόνων.
Της απώλειας ενός μέλλοντος, γιατί κάθε απώλεια τόπου, είναι συνάμα και απώλεια χρόνου, χρόνου δικού μας, κλεμμένου και λεηλατημένου. Χρόνου ξεριζωμένου από το υπόστρωμα του ηλικιακού εδάφους, αιωρούμενου στην μαύρη τρύπα του αβέβαιου.
Στο βιβλίο καταγράφεται ένα έγκλημα που η ποινική δικαιοσύνη δεν μπορεί να εγκαλέσει γιατί συντελέστηκε στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής εκεί που το χέρι του νόμου δεν φτάνει, αλλά και να έφτανε, πως θα μπορούσε να απαλύνει τη θλίψη και την οδύνη;
Στο ποίημα «Παιδί στο προσφυγόσημο» η ακόλουθη εικόνα :
Παιδί στο προσφυγόσημο
Ξυπόλυτο σαράντα χρόνους
Ρακένδυτο και δακρυσμένο
Πλάι στο συρματόπλεγμα
Θέλει να ελεύθερο να περπατήσει
Να ζήσει θέλει
Να ξεκολλήσει επιτέλους
Την παιδική ψυχή από το έρεβος
Εκατομμύρια γράμματα συνόδεψε
Σε φακέλους σημαδεμένους
Δεν ωφελεί.
Όπου η Αγγέλα Καϊμακλιώτη αφήνει την έγερση του ερεθίσματος να ωριμάσει, αφαιρώντας το περιττό, όπως κανείς διεισδύει στο βάθος των πραγμάτων και αφουγκράζεται τους παλλόμενους πυρήνες, εκεί και οι καλύτερες στιγμές της συλλογής.
Ακόμα ένα τέτοιο παράδειγμα το ποίημα «Τραγική ειρωνεία» ένα από τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής και από τα πιο μεστά που διάβασα τον τελευταίο καιρό:
Όσο κι αν το προσπάθησα
Να ξεχωρίσω δεν κατάφερα
Αν ήταν αλλοθρήσκων
Ή ομοθρήσκων οι καρδιές
Που κάποια χέρια σκάλισαν
Σε τοίχο στη μοιραία πόλη
Επέζησαν εντούτοις του πολέμου.
Μέσα από λίγους στίχους, η ποίηση αναδεικνύει την ουσία. Χωρίς αχρείαστους διδακτισμούς και με έμφαση στην λεπτομέρεια, υπαινικτικά και ανεπιτήδευτα, η ποιήτρια καταφέρνει να υπερυψώσει το ποίημα στην κορυφή της κλίμακας, να του επιτρέψει την πραγμάτωση. Να καταδείξει τον συμβολισμό. Να σε παραπέμψει σε αυτό που μπορείς να υποθέσεις και όχι να ετυμηγορήσεις. Αυτό που μπορείς συνειρμικά φανταστείς: Ότι κάποιοι νέοι στην ελεύθερη και γεμάτη σφυγμούς ζωής, Αμμόχωστο, εκδήλωναν έτσι τον έρωτα τους, την αιώνια τους δέσμευση χωρίς να υπολογίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα αιώνιο, ότι εκεί πέρα κάποιοι ερωτεύονταν, δίχως να υποψιάζονται την επικείμενη καταστροφή και δεν έχει σημασία αν ήταν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, μπορεί να ήταν και από τα δύο, ότι οι βόμβες δεν κατέστρεψαν τις ζωγραφισμένες από άδολο, τρεμάμενο χέρι καρδιές, ότι δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ τι απέγινε εκείνος ο έρωτας, αν ολοκληρώθηκε ή όχι, ότι η συγκυρία τα έφερε με τρόπο που αυτή η εικόνα πέρασε μέσα από το βλέμμα της Καϊμακλιώτη, έγινε ποίημα, μπήκε σε βιβλίο και να ‘μαστε εδώ απόψε να την εισπράττουμε, εμείς, και κάποιοι από εμάς που δεν είδαν ποτέ την Αμμόχωστο αλλά μπορούν να συγκλονιστούν από την αντίφαση της αθωότητας από τη δραματοποίηση της.
Όπου η Α.Κ. επιχειρεί να πολιτικολογήσει όπως για παράδειγμα τα ποιήματα «Οκτώβρης του 2013» ή «Λύση», ή αίσθηση μου είναι ότι δεν αποφεύγει αχρείαστες πεζολογίες, διακηρύξεις και διατυπώσεις πολιτικών θέσεων, που θα μπορούσαν να αφεθούν να εννοηθούν διακριτικότερα ή με κάποια δόση αμφιβολίας για την ορθότητα τους. Και ο υποφαινόμενος έχει γράψει πολιτικού περιεχομένου ποίηση, η ποίηση είναι από μόνη της μέγιστη πολιτική πράξη και η ποιητική γραφή δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται στα στενά όρια μιας επαναλαμβανόμενης εσωστρέφειας. Το θέμα είναι οι επιφυλάξεις μας να υπερισχύουν των πολιτικών προσλαμβάνουσων μας.
Όπως προφανώς συνάγεται, το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής είναι αφιερωμένο στην Αμμοχώστο, πόλη στην οποία η ποιήτρια έχει γεννηθεί και περάσει τα πρώιμα χρόνια της ηλικίας της μέχρι την Α’ τάξη του Δημοτικού. Πόλη την οποία λόγω της προδοσίας και της τουρκικής εισβολής, η Καϊμακλιώτη όπως και τόσοι άλλοι Αμμοχωστιανοί δεν ευτύχησαν να γευτούν στην πλήρη καρποφορία της. Αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν, προλαβαίνοντας να πάρουν μαζί τους, λίγα υπάρχοντα αλλά και το άρωμα κάποιων χρόνων βίου. Ως εκ τούτου, το απόσταγμα τούτου του αρώματος είναι ελλειπές και το παράπονο, η πίκρα αυτής της βίαια και άδικα διακοπείσας όσμωσης με τον γενέθλιο χώρο, είναι διάχυτα στη συλλογή. Όπως διάχυτη είναι και η αίσθηση της διάψευσης, αφενός, του φυσιολογικού οράματος για μια ομαλή ανάπτυξη στον γνώριμο τόπο, αφετέρου, για άρση της αδικοπραγίας.
Το ποίημα «Αιώνες Τώρα» ενδεικτικά:
Περιμέναμε την άνοιξη
Και την ανάσταση
Λησμονήσαμε ότι προηγούνται
Αιώνες τώρα
Η προδοσία
Και η σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι Πιλάτοι
Και Ιούδες
Αιώνες τώρα
Μας φιλούν.
Η ποιητική συλλογή Εκ του Σύνεγγυς, αποτελεί την εικονοποιεία μιας πραγματικότητας, ελλοχεύουσας μέσα στον κοχλάζοντα πυρήνα της μνήμης. Μιας πραγματικότητας που συνθλίβει, αποσπασμένης από το καθημερινό εξωτερικό γίγνεσθαι το οποίο έχει πάψει να τραντάζει συχνά τις εσωτερικές χορδές της ψυχής μας, αποδεικνύοντας πως η απώλεια μέρους της πατρίδας, επιμηκυνόμενη στον χρόνο, μπορεί να μετατραπεί σε σιωπηρή συνήθεια, αποκαρδιωτικά συμβατή με τη ζωή μας.
Ωστόσο, από καιρό εις καιρό, εμφανίζονται έργα τα οποία μας υπενθυμίζουν αυτό που χάσαμε. Και δεν χάνεις μόνο αυτό που είχες. Χάνεις και αυτό που θα μπορούσες να αποκτήσεις. Εμφανίζεται ποίηση που μας υπενθυμίζει αυτό που ξέραμε, κατά την προσφιλή έκφραση μιας αγαπημένης Κύπριας φιλόσοφου.
Με μια έννοια, το Εκ του Σύνεγγυς το εκλαμβάνω όχι απλώς ως μια ελεγεία για τη χαμένη πόλη αλλά και ως ένα πυκνόμετρο πολλών χαμένων ζωών και μιας υπερμεγέθους ποσότητας χαμένου χρόνου. Το εκλαμβάνω και ως μια μάχη με το ανίκητο, όσο και μια αντίσταση, ένα προσκλητήριο αν όχι για έγερση, τουλάχιστον για συνειδητοποίηση πως το αποτέλεσμα, πια δεν μπορεί να είναι νικηφόρο γιατί ήδη οι ζημιές που καταμετρούνται είναι ανεπανόρθωτες. Στο ποίημα «Πρόσφυγες», ο συμψηφισμός της μνήμης με τη λήθη γεννά την εξής στιχοπλοκή:
«…πορεύομαι πλάι σου καιρό.
Δεν ξεχνώ αλλά ούτε θυμάμαι».
Ένα γύμνασμα μνήμης είναι και το ποίημα «Αμμόχωστος» το οποίο υπερβαίνει της αναπόλησης, αφαιρώντας τις επιχωματώσεις που αδρανοποιούν την αφή της αυτογνωσίας.
«Για να σε λησμονήσω
Ξαπλώνω στην άμμο σου
Και μαζεύω φωτόνια
Ύστερα τα αλείβω
Με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
Φυτρώνουν εντός μου
Και τότε ανατέλλω μηδενικά φορτισμένη
Πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ»
Διαβάζοντας τη συλλογή, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται τόσο κινηματογραφικά όσο και ψυχογραφικά, αισθάνθηκα την εξής εικόνα: Την Αγγέλα Καϊμακλιώτη σε αγώνα δρόμου να τρέχει και να προσπαθεί να πιάσει σφικτά την άκρη της κλωστής που συγκρατεί τα κομμάτια της μνήμη της. Η καυτή ανάσα αυτού του αγκομαχητού, της συσσωρευμένης απόγνωσης, διάχυτη και στο ποίημα «Μετάληψη» όπου διατυπώνεται μάλλον απελπισμένα η δέσμευση ενός προσωπικού «δεν ξεχνώ».
«Τα σα εκ των σων, Αμμόχωστος
Ορκίζομαι να ρίχνω λάδι εσαεί
Στης μνήμης το ανέσπερο καντήλι»
Στο «Εκ του Σύνεγγυς», η Α.Κ. πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό το ζητούμενο για κάθε ποιητή. Να δώσει τις σωστές αναλογίες στις χημικές ενώσεις των λέξεων, ώστε αυτές να αντέξουν το βάρος του ποιήματος. Διότι, κατά την άποψη μου, δεν είναι οι λέξεις το ουσιώδες μέρος της ποίησης, οι λέξεις είναι το μεταφορικό μέσο της πνοής, το μονοπωλιακό μέσο της υλοποίησης της. Ας μην αποθεώνουμε τις λέξεις λοιπόν, ας αποθεώσουμε την πνοή που τους έδωσε προστιθέμενη αξία, χρησιμοποιώντας μια έκφραση της εποχής μας.
Εξαίρετο όσο και ενδεικτικό παράδειγμα, συναντούμε στο ποίημα «Βαρωσιώτες» όπου η ποιήτρια μιλά για τους γέρους Βαρωσιώτες «φαντάσματα προγόνων σε ψυχές εφήβων», καταλήγοντας :
«Τις Κυριακές
Περνούν σκυφτοί τα οδοφράγματα
Βυθίζονται στη θάλασσα και κρυφοκλαίνε»
Και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, η Α.Κ. πετυχαίνει ένα αξιοπρόσεκτο ποιητικό αποτέλεσμα, ειδικά όταν αξιοποιεί τη ζωντανή μαρτυρία ανθρώπων, εκλιπόντων ή μη, ξεσκεπάζοντας από τις γάζες της λήθης την κακοφορμισμένη πληγή, συνοψίζοντας τις αναρίθμητες παραμέτρους του ανείπωτου.
«Του αγνοούμενου ΙΙ»
«…Φέτος με ταυτοποίησαν
Δεν ήρθες στην κηδεία
Η μάνα μας κρατά ακόμα τη φωτογραφία.
Εσύ;»
Θα μπορούσα να μιλώ για ώρες για όσα διάβασα στο «Εκ του Σύνεγγυς». Ωστόσο, όταν κανείς μιλά πολύ για ποίηση, δεν επιτρέπει στην ίδια την ποίηση να μιλήσει. Και τα σημαντικά μονάχα η ποίηση μπορεί να τα πει, χωρίς να έχει ανάγκη από ενδιάμεσους και μεσολαβητές, ασκητές της πολυλογίας, ενώ η ποίηση αποκορυφώνει το ελάχιστο σε μείζων.
Κλείνοντας θα ήθελα να προσθέσω τα εξής:
Το βιβλίο της Α.Κ. με οδήγησε ξανά στο συγκλονιστικό ποίημα του κορυφαίου όσο και αποσιωπημένου μας ποιητή Παντελή Μηχανικού «Ονήσιλος».
Στην πραγματικότητα τόσο αυτή η συλλογή όσο και όλες οι άλλες των Κυπρίων ποιητών, τα πεζογραφήματα και όλα τα έργα τέχνης που αναφέρονται στην ιστορική μας μοίρα όπως αυτή καθορίστηκε το 1974, αποτελούν την τραγική εκπλήρωση της προφητείας του Ονήσιλου.
Από τότε, όλοι μας είμαστε παιδιά του Ονήσιλου, η εθνική μας πορεία καθορίζεται από την προφητεία του, η οποία αργά αλλά δυστυχώς σταθερά επαληθεύεται όχι μια φορά, αλλά συνεχόμενα με τον πιο τραγικό και συνάμα, τιμωρητικό τρόπο.
Τον τρόπο του ανήμπορου βλέμματος, του βλέμματος επί του βουβού Πενταδάκτυλου, της έρημης πόλης της Αμμοχώστου, της αφόρητα νεκρής ζώνης και τόσων άλλων περιοχών μας, που η δυνατότητα της οπτικής επαφής μαζί τους ή της απλής επίσκεψης, συνιστά τον θρίαμβο της ουτοπίας μέσα στην οποία ζούμε. Μιας ουτοπίας που παραγγέλλει πως αφού τα βλέπουμε είναι ακόμα εκεί και παραβλέπει πως απέχουν από εμάς σαράντα ολόκληρα χρόνια.
*Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι ποιητής και δημοσιογράφος και το κείμενο διαβάστηκε στη παρουσίαση της ποιητικής συλλογής.
ΜΑΡΙΑ ΠΥΛΙΩΤΟΥ
Εφημερίδα Αλήθεια 1/12/2016
Για την Αγγέλα Καιμακλιώτη γνώριζα ελάχιστα ως πριν ένα χρόνο. Κάποια ποιήματα της σε ανθολογίες και περιοδικά. Και μ’ αυτά τα λίγα είχα εύκολα διακρίνει put νέα σημαντική φωνή Θυμάμαι πόση εντύπωση που είχε κάνει το ποίημά της «Οι γάτες του Τεκκέ», στίχοι που μ’ άφησαν έκπληκτη για την
πρωτότυπη εικόνα τους και το μήνυμά τους (Νέα Εποχή. τεύχος 327). Έχω, λοιπόν, στα χέρια μου το «Εκ του σύνεγγυς». το πρώτο της ποιητικό
βιβλίο που διαβάζω, και το πρώτο ολοκληρωμένο βιβλίο της. μετά τα διηγήματα της «Οι ψυχές βαδίζουν μόνες» (εκδ. Πήλιο. 2011). Από την ίσαμε
τώρα επαφή μου με τη δουλειά της διαπιστώνω με συγκίνηση, ακόμα μια φορά, τη μεγάλη ευαισθησία της ποιήτριας και την αγάπη της για τον τόπο της: την Κύπρο. Ίσως είναι η μόνη κυπροκεντρική μας ποιήτρια. Τόσο τα διηγήματά της. όσο και η «Εκ του σύνεγγυς» ποίησή της αυτό μαρτυρούνε: τον πόνο, την ανησυχία γι’ αυτά που έχει περάσει ο τόπος, για όσα συμβαίνουν τα 42 τούτα
χρόνια
«ΕΚ του σύνεγγυς», λοιπόν, ξεκινάμε την ανάγνωση και τη διερεύνηση της ποιητικής αυτής δουλειάς που, απ’ την πρώτη σελίδα της. σε καθηλώνει με μια εικόνα: Παιδί στο προσφυγόσημο (σελ- 11). Τι έμπνευση, αλήθεια, και τι δυνατός συμβολισμός το γνωστό παιδί που εκατομμύρια γράμματα συνόδεψε, σε φακέλους σημαδεμένους! «Ξυπόλητο σαράντα χρόνους/ ρακένδυτο και δακρυσμένο/ πλάι στο συρματόπλεγμα/ θέλει ελεύθερο να περπατήσει / να ζήσει θέλει/ να ξεκολλήσει επιτέλους/ την παιδική ψυχή από το έρεβος».
Τι να πει κανείς και για τα επόμενα. Εναγώνιες φωνές συχνά σπαρακτικές όπου «φαύλη ανακύκλωση ευχών/του χρόνου στα σπίτια μας/ του χρόνου στα
σπίτια μας / του χρόνου/ Ποιου χρόνου;» (σελ. 13).
Η ποιήτρια γνωρίζει καλά πως όσο είναι δεμένη με τον τόπο της θα βλέπει πάντα το δράμα της πατρίδας μπροστά, γύρω και μέσα της. «Εκεί/ η πατρίδα ψυχή/ σώμα σε Προκρούστειο κλίνη» (σελ. 15). και σίγουρα θα ζει και θα επιμένει να ζυμώνει τις μνήμες της με τις γροθιές… «Μεσαορία/κι εσύ/ αλώνιζε τα ματωμένα στάχυα/και κράτα σπόρο καθαρό/ αντίδωρο και πρόσφορο/ για τους επόμενους» (Το ιερό ψωμί. σελ. 17).
Η ποίηση της Αγγέλας Καΐμακλιώτη είναι μοντέρνα, σύγχρονη και διαχρονική, υποβλητική. Και το πιο σημαντικό, προσωπική. Δεν θυμίζει, στο στυλ ιδιαίτερα, κάποιο ή κάποιους άλλους ποιητές. Ο αγώνας της. το αναλαμβάνεσαι από την πρώτη στιγμή είναι να διαμορφώσει ένα δικό της τρόπο έκφρασης Και το πετυχαίνει όσο λίγοι. Μια ποιήτρια που το ήθος, η σεμνότητα και η απλότητά της την καθιερώνουν ως μία από τις πιο σημαντικές ποιητικές φωνές του τόπου μας. Ήδη οι προσκλήσεις σε εκδηλώσεις, τόσο στον τόπο μας όσο και στο εξωτερικό, οι μεταφράσεις ποιημάτων της σε διάφορες γλώσσες δείχνουν πως η αναγνώριση είναι συνεχής και σταθερή. Αναγνώριση; Ναι. δεν χρειάζονται «βραβεία» και
οι κάθε λογής αμφιλεγόμενες «διακρίσεις» εδώ κι αλλού. Η ίδια η δουλειά της. μια δουλειά που φέρει πάν’ απ’ όλα την προσωπική της σφραγίδα και
την αληθινή της αγάπη για τον τόπο της. για τον οποίο «αρνείται ποιήματα ασπρόμαυρα να γράφει» κι όπου θέλει «τις λέξεις της γυμνές να κολυμπούν
στον ήλιο» και το μολύβι της σαν «γλάρος να παρασύρει στ’ ανοιχτά την αλφαβήτα».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Ο Φιλελεύθερος 25 Μαΐου 2015
Θεματική ‘74 αλλά με σύγχρονη οπτική
Με τη νέα και τρίτη στη σειρά ποιητική συλλογή της η Αγγέλα Καϊμακλιώτη αλλάζει άρδην τη θεματική της στόχευση μετακινουμένη από την ερωτική ποίηση στη δημοσιολογική. Αιχμή του δόρατος στην όλη θεματική προσέγγισή της η κυπριακή τραγωδία, όχι όμως ως στατικό γεγονός του 1974, αλλά ως απότοκο φθοροποιών διεργασιών μέσα στην κυπριακή κοινωνία στη σύγχρονη εποχή, στις μέρες μας δηλαδή. Η Αγγ. Κ. δεν γράφει για να αναθεματίσει αίτιους και πρωταίτιους, αλλά για να ψέξει, να μεμφθεί, να οικτίρει, ενίοτε και να συμπονέσει σύγχρονους και συνομήλικους συμπατριώτες της, που έζησαν, όπως και η ίδια, την κυπριακή τραγωδία στην πρώιμη παιδική τους ηλικία.
Εξ ου και εναρκτήριο ποίημα στη συλλογή είναι το «Παιδί στο προσφυγόσημο», όπου η ποιήτρια σημειώνει: «…θέλει ελεύθερο να περπατήσει / να ζήσει θέλει / να ξεκολλήσει επιτέλους / την παιδική ψυχή από το έρεβος / εκατομμύρια γράμματα συνόδεψε / σε φακέλους σημαδεμένους / Δεν ωφελεί». (σελ. 11) Όλη η ουσία του ποιήματος συμπυκνώνεται στον τελευταίο στίχο: «Δεν ωφελεί», όπου με πίκρα και απογοήτευση συμπεραίνεται το μάταιο και ανώφελο της όποιας αγωνιστικής προσπάθειας και διάθεσης.
Την αδιέξοδη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο όποιος αγώνας του κυπριακού λαού ενάντια στην κατοχή η ποιήτρια σκιαγραφεί λακωνικά και αποφθεγματικά ως εξής: «Δεν ξεχνώ αλλά ούτε και θυμάμαι». (σελ. 13)
Παρ’ ολ’ αυτά, κάθε άλλο παρά διάθεση παράδοσης και ειρήνευσης με τα δεδομένα και τα τετελεσμένα της κατοχής διακρίνει τους στίχους της Αγγ. Κ.: «Τα σα εκ των σων, Αμμόχωστος / ορκίζομαι να ρίχνω λάδι εσαεί / στης μνήμης το ανέσπερο καντήλι». (σελ. 19)
Γι’ αυτό και όπου εντοπίσει τον συμβιβασμό, την παραδοχή ή την αποδοχή η ποιήτρια σπεύδει να καταδικάσει όχι με βδελυγμία ή αποστροφή αλλά με πόνο ψυχής. 0πως πχ στους «Βαρωσιώτες» όπου λέει: «Τις Κυριακές περνούν σκυφτοί / τα οδοφράγματα / βυθίζονται στη θάλασσα / και κρυφοκλαίνε». (σελ. 20)
Αυτός ο πόνος ακριβώς είναι διάχυτος παντού, σ’ ολόκληρο το βιβλίο, ίσως το μοναδικό συναίσθημα που δεν αλλοίωσε ή δεν κατασίγασε ο χρόνος, ο πανδαμάτωρ χρόνος. Όπως πχ στο ποίημα «Θεοφάνεια» που η ποιήτρια λέει: «…και το βλέμμα περιστέρι νεκρό / σε κατεχόμενους ουρανούς / εβεβαίου του πόνου το ασφαλές». (σελ. 21)
Ο ψόγος, η μομφή, ο σαρκασμός, κάποτε και ο καγχασμός αφορούν το σήμερα. Το χθες, το 1974, είναι το έναυσμα, το ερέθισμα για να ειπωθούν πράγματα, φρέσκα, σύγχρονα, σημερινά. Έτσι, πχ το επετειακό «Ιούλης» είναι απλώς η αφορμή: «Ελέω λειψυδρίας / λειψανδρίας προπάντων / Μονόλεπτη σιγή / μονόλεπτη ντροπή / μονόλεπτος σκασμός / Ύστερα / ψυχές ρακένδυτες / μπάνια στις παραλίες». (σελ. 24)
Η αντικατοχική θεματική, από μόνη της, a priori, εμπερικλείει πολλούς κινδύνους διολίσθησης σε μεγαλοστομίες, σε πομπώδεις ρητορείες, σε άγαρμπους διδακτισμούς και άλλες ατραπούς. Πιστεύω πως είναι προς πίστη της Αγγ. Κ. το γεγονός ότι, κατά την άποψή μου, κατάφερε να τιθασεύσει αυτή την «έμφυτη ροπή» που έχει η συγκεκριμένη θεματική σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Δεν κατάφερε όμως να την εκμηδενίσει εξολοκλήρου. Έτσι, αραιά και που, κάποια ψήγματα διδακτισμού ή μεγαλοστομίας της ξεφεύγουν. Πχ «Εσύ που πέρασες σκυφτός / τα οδοφράγματα / το ξέρεις / Δεν είναι δρόμοι η πατρίδα /ούτε οικόπεδα / είναι τα όνειρα και οι ανάσες / κάτω από κλήματα / σε καθαρές αυλές /…». (σελ. 30)
Ακόμη ένα ψήγμα πομπώδους προσέγγισης απαντούμε και στο ποίημα: «Πωλείται χρυσός»: «Πωλείται σε τιμή ευκαιρίας / ελλείψει αιδούς κι ελευθερίας». (σελ. 34)
Έχω την άποψη πως η ποιήτρια καθίσταται πιο εύστοχη, πιο λειτουργική και πιο καίρια στις επισημάνσεις της, όταν οι στίχοι της κυριαρχούνται από το στίγμα της μομφής, του ψόγου, της κριτικής αποτίμησης: «Κι εμείς / ενδοτικοί σπουργίτες / αναμεταδίδουμε / φλυαρίες χελιδονιών / και λοιπών αποδημητικών / για δήθεν ερχομό / της άνοιξης». (σελ. 33)
Η δημοσιολογική κριτική της ποιήτριας πιστεύω ότι αποφέρει αξιοσημείωτους καρπούς, κυρίως όταν επιστρατεύεται η σαρκαστική ειρωνεία και μια διάθεση αποδόμησης και απομυθοποίησης των πραγμάτων και των δεδομένων. Πάνω σε αυτή τη θεματική μα και υφολογική προσέγγιση από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου θεωρώ το ποίημα: «Του Αη Γιωρκού του Σπόρου» (σελ. 40) όπου «Ο Αη Γιώργης καβαλάρης στον άσπρο Πήγασο / …νικά τον δράκο στον αιώνα / σε μαρμαρένιες εκκλησιές / μάχες κλιματιζόμενες / …». Για να καταλήξει με το απαισιόδοξο μήνυμα πως «Η κόρη μάταια τον περιμένει / ο δράκος πια ημιθανής αργοπεθαίνει / αποστρατεία αυτεπάγγελτη εγγυημένη».
Εν μέρει εκτός κεντρικής θεματικής, προς το τέλος της συλλογής, η ποιήτρια καταθέτει και ένα ποίημα ποιητικής. Στην ουσία μια διακήρυξη προθέσεων, την οποία και καταφέρνει να εφαρμόσει σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό: «…ποιήματα με χιτώνες / και μανδύες με κουράζουν / θέλω τις λέξεις μου γυμνές / να κολυμπούν στον ήλιο /…». (σελ. 49)
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΑΧΡΗΣ
Τρίτη ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη , το έργο της «Εκ του σύνεγγυς» μοιάζει με μία επαναπροσέγγιση του πολιτικού δράματος της πατρίδας της , της Κύπρου , μέσα από το φακό μιας λυρικής περιήγησης στις κατεχόμενες περιοχές του νησιού . Το μολύβι της ποιήτριας ανασηκώνει τον κρυμμένο πόνο , διαγράφει τις διαστάσεις της απουσίας , ρίχνει φως στα μάτια των ανθρώπων που απόμειναν οριστικά μισοί .Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο η μνήμη , εργαλείο επαναφόρτισης της ιστορικής συνείδησης των ανθρώπων , ανάγεται σε κινητήριο μοχλό της ποιητικής έμπνευσης και σε πρωταρχικό αίτημα του ποιητικού υποκειμένου [Απερίσκεπτα / Απενεργοποίησες τη μνήμη / Αδρανοποίησες τη φωνή / Ακύρωσες τη ζωή σου / Αρνήθηκες /το Α το στερητικό / στη λήθη να προσάψεις / Φοβήθηκες μη γίνεις αλάτι/ σαν τη γυναίκα του Λωτ] . Η δε γενέθλια πόλη της ποιήτριας , η Αμμόχωστος , μια ιδιόμορφη νεκρόπολη, είναι πανταχού παρούσα , με το παρελθόν και το παρόν της , και ανυψώνεται σε σύμβολο της ζωής που τελεί υπό το ζυγό της ξένης κατοχής . Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτος ο τρυφερός σύνδεσμος που ενώνει την πόλη με το ποιητικό υποκείμενο , σχέση που θυμίζει παλιούς εραστές που αποζητούν την αποκάθαρση από το ερωτικό πάθος ,αλλά στο τέλος αδυνατούν [Για να σε λησμονήσω /ξαπλώνω στην άμμο σου / και μαζεύω φωτόνια / Ύστερα τα αλείβω /με ευλάβεια στο δέρμα μου /Μικροσκοπικά αστέρια /φυτρώνουν εντός μου/ και τότε ανατέλλω / μηδενικά φορτισμένη/ πανδέκτης και πανσέληνος αλλού/ Μα δε σε λησμονώ ] . Κι ενώ η ποιήτρια γράφει ποιήματα με πολιτική απόχρωση , αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνει να διαθλάσει το πολιτικό μήνυμα σε μικρά λυρικά στιγμιότυπα , μέσα στα οποία συνυπάρχουν το όμορφο και το τραγικό . Έτσι , το μήνυμα μεταφέρεται στον αναγνώστη φιλτραρισμένο με εικόνες νοσταλγικές και κάποτε πολύ τρυφερές , ενώ την ίδια στιγμή μέσα στους στίχους παρελαύνουν πρόσφυγες , μετανάστες , αγνοούμενοι , παιδιά που αγγίζουν συρματοπλέγματα , σύγχρονοι Οθέλλοι , «γκρεμισμένα σώματα» των γερόντων , όλα παρουσίες σε έναν τόπο διαρκώς απόντα και διαρκώς ακυρωμένο. Από την άποψη της τεχνικής , τα ποιήματα αναπτύσσονται κατά κανόνα σε λίγους στίχους μέσα σε ένα κλίμα μετρημένης συναισθηματικής φόρτισης .Η ποιήτρια , ευτυχώς , αποφεύγει με έντεχνο τρόπο την παγίδα της υπερβολής ή της επιτήδευσης , με αποτέλεσμα να αναδύεται αβίαστα μέσα από την ανάγνωση η αίσθηση της ειλικρίνειας. Εκτός αυτού , εναλλάσσει συνεχώς τα αφηγηματικά της υλικά , χρησιμοποιώντας ισορροπημένα την αφήγηση , την περιγραφή , το μονόλογο , το διάλογο ,την εξομολόγηση ,τον επιφωνηματικό λόγο , χαρίζοντας στο ύφος των ποιημάτων της μία ποικιλία η οποία τονώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και βοηθά την ίδια να εκφράσει πολυπρισματικά το μήνυμά της . Κι όπως γράφει η ίδια στο ποίημα «Αισιοδοξία» : Αρνούμαι ποιήματα / ασπρόμαυρα να γράφω/ σε παλαιούς καθρέφτες/ να κοιτάζω αρνούμαι/ ποιήματα με χιτώνες / και μανδύες με κουράζουν/ θέλω τις λέξεις μου γυμνές/ να κολυμπούν στον ήλιο / και γλάρος το μολύβι μου/ να παρασύρει στ’ ανοικτά/ την αλφαβήτα . Αυτή είναι λοιπόν η ποιητική της Αγγέλας Καϊμακλιώτη , πολύχρωμη και συνάμα γυμνή . Γυμνή από εκείνα τα στοιχεία που βαραίνουν τον ποιητικό λόγο και τον κάνουν δύσκαμπτο και νωθρό.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ
Η ποιητική δημιουργία της Αγγέλας Καϊμακλιώτη
Η ποίηση της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, καθώς αναδύεται από το γυναικείο αισθητήριο ενός ευαίσθητου ψυχισμού, αναβλύζει τη χάρη μιας λυρικής, λιτής ποιητικότητας, μεστής, ωστόσο, πυκνών νοημάτων και φιλοσοφικών συλλήψεων, που ενορχηστρώνονται κάτω από τις αισθαντικές χορδές εύρυθμης ερωτικής παιδαγωγίας. Στη συνεκτική διαλεκτική δόμηση σημαινόντων και σημαινομένων οι άξονες της θεματικής της περιστρέφουν τις περιάκτους τής υποβλητικής σκηνογραφικής της εικονοπλασίας γύρω από καθημερινά δρώμενα, μεταστοιχειώνοντάς τα από το «τόδε τι» στο «τι έστιν», στην καθολική τους ουσία και στην ενυπόστατη μεταφυσική τους προοπτική.
Μέσα από τις αναζητήσεις και τις ανατάσεις, τις πτώσεις και τις μεταπτώσεις, αλλά και τις ενσυνείδητες μετατοπίσεις έως τις αέναες ορμέμφυτες πτήσεις ο ποιητικός της λόγος, αποβάλλοντας κάθε περιττό φορτίο επουσιώδους κοινοτοπίας, μας απογειώνει στην περιοχή των ορατών ονείρων και των κρυπτικών αθέατων οραμάτων. Με εύληπτους, εντούτοις, αποκωδικοποιητές της αλληγορικής σημειολογίας, των αινικτικών συμβολισμών και των εύοπτων συνειρμικών συνδηλώσεων. Έτσι, με πυξίδα τις τρεις ποιητικές της συλλογές, την ακολουθούμε στο ταξίδι της δικής της ποιητικής Ιθάκης, σταθμεύοντας σε ελκυστικούς προορισμούς των απέραντων εσωτερικών της τοπίων και αποκτώντας «τες καλές πραγμάτειες» μιας εύκαρπης συγκομιδής.
Απ’ όσα συναπεκόμισε ο Ζήνων Ζαννέτος, προλογίζοντας την πρώτη της συλλογή, που, ευστόχως, τιτλοφορεί «ξεκλειδώνοντας την αλφαβήτα», παραθέτουμε ενδεικτικά κάποια ψήγματα των κριτικών του αποτιμήσεων, που δεν διαψεύδουν τις δικές μας αναγνωστικές προσεγγίσεις:
«Με λογική χειραγωγία η ποιήτρια οδηγείται από τον διάλογο του έρωτα στη μονόλογη κατάφαση ή υπέρβασή του, με εικόνες του λογισμού, πιο πολύ, παρά του θυμικού, όπως συνηθίζεται στην ποίηση και, μάλιστα, στον πρωτοβηματισμό της. […] Στα ποιήματα της «Αλφαβήτα» συναντάει κανείς λυρικούς στίχους με πρωτότυπη ειδή, αλλά και γνώμες έννοιες για τον έρωτα από τον υπαρξιακό κήπο της συγκίνησης, της θλιβής και της γηθοσύνης της ποιήτριας, με ιδιαίτερη γραφή και τρόπο».
Αποσπούμε κάποια αυτοτελή επιγραμματικά ποιήματα αποφθεγματικής απήχησης, που επαληθεύοντας τα προρρηθέντα αντικατοπτρίζουν το ήθος και το ύφος της ποιητικής γραφίδας: «Μια πεταλούδα: / Ανάλαφρο αντιφέγγισμα ψυχής, / μετείκασμα παράδεισου». «Πόσους αιώνες κρύβει η στιγμή; / Κι η άνοιξη πόσους χειμώνες;». «Όσο το σκέφτομαι / τόσο το πιστεύω, / πως η αγάπη / είναι σονέτο για πιάνο, / για τέσσερα χέρια όμως».
Πέραν από τις αντιστικτικές συγχορδίες και τις παλινωδίες του ερωτικού απολογισμού, η ποιήτρια μοιράζεται με τον αναγνώστη ασθματικές υπαρξιακές εκμυστηρεύσεις, που καταγράφουν από το Α έως το Ω τής «Αλφαβήτα» της συνειδητά βήματα και αυτεπίγνωστες διαδρομές ζωής, ένα οιονεί αυτοβιογραφικό χρονικό, όπως προϊδεαστικά συναρθρώνεται στο πρώτο της ποίημα με ρηματικές και ουσιαστικές αποφάνσεις: «Απύθμενα / βάθη / γονυπετής / διένυσα / επιθυμώντας / ζωή / ήλιο / Θεό. / Ικετεύοντας / και / λοιδορώντας / μοίρες / νυκτερινές. / Ξέροντας / ότι / πέρασαν, / ρήμαξαν, / σκότωσαν, / τέλειωσαν. / Ύστερα / φεύγοντας / χρωμάτισα / ψεύτικα / ωροσκόπια».
Οι στοχαστικές ανασκοπήσεις τής ποιητικής της προβληματικής, όπως η αναβίωση της πρώτης αθωότητας, η έννοια της ελευθερίας, του χωροχρόνου και της ανθρωπογνωσίας στο αντιθετικό ή αντιφατικό δίπολο των φυγόκεντρων και κεντρομόλων τάσεων μέσα από τα γήινα ή διαστρικά ταξίδια, όπως εμφαίνεται στο ποίημα «Στο Α του Κενταύρου», στοιχειοθετούν κομβικά θεματολογικά σημεία.
Οι μνήμες και οι αναμνήσεις, ωστόσο, των άπειρων και πεπερασμένων εμβιώσεων του χρόνου επανέρχονται στις «Στιγμές Αλκυονίδες», τη δεύτερη συλλογή τής Καϊμακλιώτη. Ακαριαία στιγμιότυπα αντίρροπων κραδασμών και παρατεταμένων δονήσεων στη χρωματική κλίμακα των λέξεων και των νοηματικών τους εμβαθύνσεων συνιστούν οι «Στιγμές» της πρώτης ενότητας. Κάτω από το φωτονικό μικροσκόπιο ανιχνεύουμε και πάλι τον ερωτικό πυρήνα εναλλασσόμενων σκέψεων και συναισθημάτων:
«Όταν σε σκέφτομαι βαθαίνω / Κι όταν σε αγαπώ πλαταίνω». Το ονειρικό σύμπαν, η άλλη όψη του πραγματικού ως Πλατωνική ανάμνηση τού ενοραματικά υπαρκτού κόσμου των ιδεών της ποιήτριας διατρέχει πολλά από τα ποιήματα και των τεσσάρων μερών της συλλογής. Αφουγκραζόμαστε κάποια σπαράγματα:
«Διαβαίνοντας την πύλη των ονείρων / στον ήλιο να παραδοθούμε / Λευκή σημαία η ελευθερία». «Πίσω απ’ την πόρτα του ονείρου / στη διασταύρωση του απείρου». «Οδοιπόροι της άλλης όψης του φεγγαριού». «Μιαν αύρα / μια γαλήνη αναπολώ / ίσως ανάμνηση ή όνειρο». Άλλα ποιήματα αποτυπώνουν το οξύμωρο της χαρμολύπης και άλλα παλινδρομούν μεταξύ αισιόδοξης και απαισιόδοξης αίσθησης ή εξισορροπούν τη ματαίωση της απώλειας με τη νοσταλγική αναπόληση της πλήρωσης, αλλά και την κατάφαση της ζωής στην απαντοχή της προσδοκίας. Από την τρίτη ενότητα, που αξιοποιεί με απομυθοποιητικές μεταπλάσεις Ομηρικούς ήρωες, ανασύρουμε ένα παράδειγμα: «Εσύ όμως / γυναίκα Πηνελόπη / γεννήθηκες να περιμένεις / […] / πίνοντας φίλτρα / μητέρας, κόρης, αδελφής / τρώγοντας κάθε βράδυ / από το κόκκινο καρβέλι της αγάπης».
Στην «Εκ του σύνεγγυς» πρόσφατη συλλογή ο μνησιπήμονας πόνος της ημικατεχόμενης πατρίδας επανακάμπτει δριμύτερος με την κατασταλαγμένη απόσταση των σαράντα χρόνων τής Αισχύλειας Κυπριακής Τραγωδίας. Ο τουρκοπατημένος τόπος, οι πρόσφυγες, οι νεκροί, οι αγνοούμενοι και οι εγκλωβισμένοι, αλλά και ο ενδοτισμός της προδοσίας, της απάθειας και της λήθης μνημειώνουν ανεξίτηλα με τόνους σχετλιαστικής ειρωνείας τους στίχους της Αγγέλας Καϊμακλιώτη. Ενδεικτικά επιλέγουμε: «Πατρίδα είναι μνήμη αυτογενής / τα άλλα είναι μνημόνια / συνθήκες νικημένων».
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ
ΑΚΤΗ Τ.106 ΑΝΟΙΞΗ 2016
«Εκ του σύνεγγυς», εκδ. Φαρφουλάς, 2014
Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη εμφανίστηκε μόλις τα τελευταία χρόνια στο ποιητικό προσκήνιο. Ωστόσο, η ποιητική συλλογή «Εκ του σύνεγγυς» είναι η τρίτη και μ’ αυτήν η ποιήτρια ήδη έχει κατακτήσει έναν ώριμο ποιητικό λόγο, το δικό της προσωπικό ύφος.
Πρόκειται για χαμηλόφωνη ποίηση, στην οποία κυριαρχεί η οικονομία του στίχου, ο καταγγελτικός λόγος, εν πολλοίς μια απαισιόδοξη ματιά.
Οι κύριοι θεματικοί άξονες της συλλογής είναι η κατεχόμενη γη (κυρίως η γενέθλια πόλη Αμμόχωστος) και γενικά οι συνέπειες της τούρκικης εισβολής, η κριτική για τη σύγχρονη κοινωνική, οικονομική και πολιτική επικαιρότητα και κατά δεύτερο λόγο το θρησκευτικό και ερωτικό στοιχείο και ζητήματα ποιητικής.
Το βιβλίο είναι διαποτισμένο με τον πόνο και τη νοσταλγία για την Αμμόχωστο. Στην ποιητική τοπιογραφία περιλαμβάνονται ακόμα η Μεσαορία, το θέατρο της Σαλαμίνας, η Αιγιαλούσα, ο Άγιος Θέρισσος, το Καρπάσι και η Καρπασία, σύμβολα της σκλαβωμένης πατρίδας. Ενδεικτικά παραθέτουμε το ποίημα Επέτειος: Βγήκε στο γιαλό/ανοικτά του Άη Φίλωνα/με τη μικρή βάρκα «Καρπασία»/Είδε δύο τούρκικες φρεγάτες/Έριξε δίκτυ/για σκάρους και κουρκούνες/Πεθύμησε περήφανος να ψάλλει/τον Εθνικό τους Ύμνο/αλλά τραγούδησε γλυκά «Το γιασεμί»/Ήταν εγκλωβισμένος/σαράντα χρόνους/εκεί στη μέση του γιαλού.
Την ενότητα της συλλογής ενισχύουν οι αναφορές σε: ομαδικούς τάφους, συρματόπλεγμα, προσφυγόσημο, μισοφέγγαρο ήλιο, οδόφραγμα, αγνοούμενοι, εγκλωβισμένοι, πρόσφυγες, παραλίες κατεχόμενες, μνημόσυνο, Δεν ξεχνώ, πραξικόπημα, παρελάσεις, ψηφίσματα, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, επέτειοι (Ιούλιος, Αύγουστος). Αλλά και το ποίημα «Εκ του σύνεγγυς», που έδωσε τον τίτλο και θέτει ευθύς εξαρχής το στίγμα του θεματικού προσανατολισμού της ποιήτριας, παραπέμπει στις συνομιλίες για τη λύση του κυπριακού, όσο κι αν μόνο συνεκδοχικά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιο, αφού σε πρώτο επίπεδο αυτή η πρόθεση υποκρύπτεται κάτω από το ερωτικό στοιχείο.
Ο ποιητικός λόγος έρχεται να ελέγξει τη συνείδηση και τα πεπραγμένα μας, π.χ. το Δεν ξεχνώ που, ούτε ως απλό σύνθημα, χωρίς ουσία, δεν υφίσταται πια, και το Ναι ή το Όχι (Στον τύμβο: Πίσω από κάθε ηρωικό Όχι/κείτονται αναρίθμητα/δολοφονημένα Ναι/σε ομαδικούς τάφους/και λίκνα πεσόντων).
Πάντως, αυτό που δεσπόζει στη συλλογή είναι η μνήμη. Η μνήμη και η λήθη που λειτουργούν ως μέτρο για να δοκιμαστεί η ευαισθησία ή η αναγλησία μας, η ανθρωπιά, οι ενοχές μας: «απενεργοποίησες τη μνήμη», «Δεν ξεχνώ αλλά ούτε και θυμάμαι», «τα πλήθη μπαινοβγαίνουν δίχως μνήμη», «μνήμη αιχμηρή», «στης μνήμης το ανέσπερο καντήλι», «ήχος μνημόσυνος/μνήμες ερινύες», «τ’αηδόνια/δε σ’ αφήσανε να κοιμηθείς/όπου κι αν πήγαινες/Ήταν η μνήμη», τα «μνημόνια», «μνημεία της προδοσίας», «όσα θυμόμαστε κι όσα ξεχάσαμε».
Η κοινωνικοπολιτική κριτική επεκτείνεται και σε άλλα ζητήματα της τρέχουσας επικαιρότητας όπως οι μετανάστες και κυρίως η οικονομική/ηθική κρίση, («πωλείται χρυσός», «μνημόνιο», «τραπεζικές θυρίδες», «τραπεζίτες»), οι μικροκομματικές και χρεοκοπημένες ιδεολογίες, το φυσικό αέριο («τώρα πολιτογράφηση/μόνο στο Οικόπεδο Δώδεκα»).
Η συχνή παράθεση λέξεων και φράσεων από την εκκλησιαστική γλώσσα και παράδοση είναι ένα ακόμα συνεκτικό στοιχείο της συλλογής: πρόσωπα και γεγονότα της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης, όπως ο Λωτ, ο Ιούδας, ο Πόντιος Πιλάτος, η σταύρωση, τα εξαπτέρυγα, η μετάληψη, τα πρόσφορα και το αντίδωρο, τα Θεοφάνεια.
Τα αντιθετικά σχήματα και το οξύμωρο (μνήμη και λήθη, «σ’ αυτή την ταπεινότητα την υπεροπτική», «χειροκροτούν περήφανα και υποκλίνονται», «την πιο εκκωφαντική σιωπή μας»), οι αμφισημίες, οι υπαινιγμοί, ενίοτε η ειρωνεία και ο σαρκασμός, αλλά και η ευαισθησία, ο λιτός στίχος, η εντύπωση του προφορικού λόγου και ο διάλογος, η παράδοση (ιστορική, μυθολογική, θρησκευτική, ποιητική) και η έντονη διακειμενικότητα (Σεφέρης, Ελύτης, Κάλβος, Καβάφης, Χαραλαμπίδης) είναι χαρακτηριστικά στοιχεία του ποιητικού λόγου της Αγγέλας Καϊμακλιώτη.
Τελικά, χωρεί αισιοδοξία στη συλλογή «Εκ του σύνεγγυς»; Η αισιοδοξία χάνεται μέσα στη λήθη, στη λησμονιά, στην αναγλησία, στις πληγές που χάσκουν ανοιχτές, στη ζοφερή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Αλλά, ευτυχώς, η ελπίδα διασώζεται στη μνήμη και στο ποίημα (ποιητικής-καθόλου τυχαίο!) Αισιοδοξία: Αρνούμαι ποιήματα/ασπρόμαυρα να γράφω/σε παλαιούς καθρέφτες/να κοιτάζω αρνούμαι/ποιήματα με χιτώνες/και μανδύες με κουράζουν/θέλω τις λέξεις μου γυμνές/να κολυμπούν στον ήλιο/και γλάρος το μολύβι μου/να παρασύρει στ’ ανοικτά/την αλφαβήτα.
ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Εφημερίδα ο Φιλελεύθερος 13 Οκτωβρίου 2013
Όλα τα ποιήματα της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Στιγμές Αλκυονίδες», η οποία κυκλοφόρησε το 2012 από τις εκδόσεις «Πήλιο», είναι είτε ερωτικής είτε υπαρξιακής πνοής είτε και τα δυο μαζί.
Θεωρώ ωστόσο ότι η ποιήτρια πετυχαίνει καλύτερα αποτελέσματα στην ερωτική θεματική, ενδεχομένως γιατί εδώ οι εμπνεύσεις της είναι πιο βατές και πιο συγκεκριμένες. Π.χ. στο «Έκπτωτος Άγγελος» (σελ. 49), ανάμεσα σ’ άλλα, λέει: «Υποψία φτερών ελαφραίνει / τους ώμους σου / έκπτωτος Άγγελος / Εσύ / Εσύ μου».
Γενικά, στη θεματική της Αγγ. Κ. δεσπόζει η ερωτικο-λυρική διάθεση, αλλά ουδόλως απουσιάζει και μιας μορφής φιλοσοφική προσέγγιση: «Το νόημα της ζωής / μισοκρύβεται πίσω από το νοητό / παλεύει με το ανόητο / και νικά το αδιανόητο». (σελ. 9)
Ιδιαίτερα πετυχημένα βρίσκω τα ευσύνοπτα, λειτουργικά και καίρια ποιήματα της πρώτης ενότητας του βιβλίου. Λόγος λιτός, απλός και ευθύς, όπως στο πρώτο ποίημα της συλλογής: «Ήσουν / η γεύση του Αυγούστου / κι ήταν / η πρώτη μέρα του Χειμώνα». (σελ. 6)
Εύστοχο θεωρώ και τον τρόπο που η Αγγ. Κ. θεματοποίησε στην ποίηση της την ερωτική προσμονή: «Ακόμη κι άμα δεν έρχεσαι / είναι υπέροχο / που εγώ σε περιμένω». (σελ. 12)
Η δύναμη του στίχου της Αγγ. Κ. είναι η απλότητα και η λιτότητα. Όποτε πετυχαίνει την οικονομία του λόγου, τη λακωνικότητα, συνδυάζοντάς την με φαντασία και βαθύτερη σκέψη, το αποτέλεσμα είναι αξιοπρόσεκτο. Όπως στο «Μαζί σου» (σελ. 22), όταν λέει: «Το λίγο γίνεται πολύ / το πολύ λίγο / όταν τολμήσω να το μοιραστώ / μαζί σου / Το λάθος γίνεται σωστό / το σωστό λάθος / όταν τολμήσω να τ’ ονειρευτώ / μαζί σου / Είναι η αίσθηση που γίνεται ψευδαίσθηση / μαζί σου».
Όποτε η ποιήτρια ξεφύγει από τα τετριμμένα, όποτε επιστρατεύσει τη φαντασία ή την ακρίβεια των λέξεων, το αποτέλεσμα είναι απείρως καλύτερο. Όπως στο «Εποικοδομητική ασάφεια» (σελ. 27) όταν, ανάμεσα σ’ άλλα, λέει: «Μπορούσες άραγε / το “σ’ αγαπώ” εκείνο / αντί να το προφέρεις / να το προσφέρεις;».
Θεωρώ ότι το αποτέλεσμα είναι καλύτερο και όταν υπάρχει προσχεδιασμένη και συμμετρική αρχιτεκτονική δόμηση ενός ποιήματος. Όπως συμβαίνει στο «Ειμαρμένη» (σελ. 35). Εδώ χρησιμοποιούνται οι Μοίρες, ως ποιητικές μορφές, αλλά και ως μέσο ποιητικής μετάπλασης ιδεών και συναισθημάτων, με υπαρξιακό υπόβαθρο.
Γενικά, η συμμετρική ανάπτυξη μιας ποιητικής ιδέας βοηθά την Αγγ. Κ. να πετύχει καλύτερα αισθητικά αποτελέσματα. Όπως συμβαίνει και στο «Αυτογνωσία», (σελ. 36) όταν λέει: «Μετρώ τον κόσμο / με το μοιρογνωμόνιο / της αισιοδοξίας / Χαράζω κάθετα την ευθεία της αφετηρίας, / οριζόντια / την ευθεία του τέρματος / Σημείο συνάντησης / η ορθή γωνία / της λογικής…». Εδώ, κατά την άποψή μου, φαίνεται καθαρά ότι η ευκρίνεια και ο ορθολογισμός, ουδόλως μπορούν να αποδυναμώσουν αισθητικά μια ποιητική ιδέα, φτάνει αρωγός στην όλη προσπάθεια να είναι η φαντασία, η ευαισθησία και η βαθύτερη σκέψη.
Η Αγγ. Κ. ανατρέχει συχνά στην ελληνική μυθολογία αναζητώντας μορφές και ποιητικά σχήματα αισθητικής μετάπλασης ποιητικών ιδεών, είτε πάνω στην ερωτική είτε πάνω στην υπαρξιακή θεματική, που είναι και οι πλέον προσφιλείς της. Συχνά όμως, λυπάμαι να παρατηρήσω, περιορίζεται στην απλή αναπαραγωγή των μυθολογικών προτύπων, μη προσθέτοντας σύγχρονες πινελιές ή μη δημιουργώντας ανατροπές από τα καθιερωμένα. Όταν το πράττει, όπως π.χ. στο «Του Οδυσσέα» (σελ. 41), το αποτέλεσμα είναι αξιοσημείωτο. Και το αξιοσημείωτο έγκειται στο ότι στη μορφή του Οδυσσέα, εμπερικλείονται ως εσωτερική αντιπαλότητα τα πάντα, και ο Πολύφημος, και οι Λαιστρυγόνες, και οι Σειρήνες, αλλά και οι Μνηστήρες. Πρόκειται για μια πρωτότυπη ανάγνωση του γνωστού μύθου που δικαιώνεται αισθητικά.
Έχω όμως ακόμη μερικές παρατηρήσεις να σημειώσω. Συχνά-πυκνά οι στίχοι της ποιήτριας γίνονται συμβατικοί, προβλεπτοί και ως εκ τούτου λιγότερο λειτουργικοί και επαρκείς αισθητικά. Π.χ. στο ποίημα «Το δέντρο της ζωής» (σελ. 56), μεταξύ άλλων, λέει: «Άσε τον άνεμο να σε μαστιγώσει… / Τη βροχή να σε ξεπλύνει… / Το χιόνι να σε παγώσει… / Τον ήλιο να σε ζεστάνει…». Ούτε μια ανατροπή, ούτε μια έκπληξη, ούτε ένας αιφνιδιασμός που να δικαιώνει το όλο εγχείρημα.
Γενικά, θα ήταν πολύ καλύτερα αν η Αγγ. Κ. απέφευγε τις κοινότοπες, τετριμμένες και πολυχρησιμοποιημένες φράσεις και εκφράσεις-κλισέ, όπως «στην άκρη του γκρεμού να περπατήσω» ή «τη μοίρα μας στα μάτια να κοιτάξουμε» ή «στο μάτι του (πιο κόκκινου) κυκλώνα» (σελ. 20), που όλες μαζί εντοπίζονται σε ένα και μόνο ποίημα, διαβρώνοντας το αισθητικό αποτέλεσμα και μειώνοντας την εμβέλεια της αρχικής ποιητικής ιδέας.
Ακόμη ένα ενδεικτικό παράδειγμα ποιήματος που κατατρύχεται από την κοινοτοπία είναι και το «Μεσοπέλαγα» (σελ. 25), στο οποίο τη μια «η αγάπη / μας βρήκε ναυαγούς μεσοπέλαγα», και την άλλη «μας παράτησε / η αγάπη ναυαγούς μεσοπέλαγα». Δεν φτάνει που καταγράφεται μια προφανής κοινοτοπία, επαναλαμβάνεται κιόλας μέσα σε ελάχιστους στίχους για να… εμπεδωθεί καλύτερα.
Θέλω όμως να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με το ποίημα που θεωρώ ως την καλύτερη στιγμή ολόκληρου του βιβλίου. Αναφέρομαι στο «Ονειροπληξία» (σελ. 54) που κρίνω ως το καλύτερο, κυρίως για την ακρίβεια, την παραστατικότητα και την ευρηματικότητά του. Το παραθέτω ολόκληρο. «Να αποφεύγεται καλύτερα / η γείωση ονείρων / εν μέσω βροχής / και καταιγίδων / εξαιρετικά επικίνδυνο εγχείρημα / Αλεξικέραυνα είναι τα όνειρα / μόνο των καλοκαιρινών διαδρομών».
.
ΞΕΚΛΕΙΔΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΦΑΒΗΤΑ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ
στην εφημερίδα Αλήθεια 7/8/2012
Εκτός από τον πεζό, η Αγγέλα Καϊκακλιώτη ξεχωρίζει και στον ποιητικό λόγο, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας, ή καλύτερα μελετώντας, την ποιητική της συλλογή «Ξεκλειδώνοντας την αλφαβήτα»(Εκδόσεις Πήλιο). Μπορεί, άραγε, η ποίηση να ξεκλειδώσει την αλφαβήτα; Και μήπως, άμα την ξεκλειδώσει και μετά, δεν θα βρεθεί ενώπιον μιας άλλης σειράς γραμμάτων που, και αυτά, θα προστατεύονται πίσω από δρύινες πόρτες, κρατώντας απ’ έξω τους ποιητές; Γράφω υπαινιχτικά, όπως, φυσικά, και η Αγγέλα Καϊμακλιώτη που μετατρέπει εικόνες της καθημερινότητας, της δικής της και άλλων, σε μελαγχολικά, ως επί το πλείστον, ποιήματα που, ωστόσο, αφήνουν και τη φωτιά της ελπίδας να σιγοβράζει. Η αγάπη, σε όλες τις μορφές της, ο έρωτας, επίσης σε όλες τις μορφές του, οι αναμνήσεις που, σαν πουλιά κελαηδούν ή κρώζουν, οι αγωνίες που μας ακολουθούν σαν σκιές, τα όνειρα, ανεκπλήρωτα ή μη, οι ραγισμένοι καθρέφτες, αλλά και οι παραμορφωτικοί, διατρέχουν τη συλλογή σαν ποτάμια.
Οι στίχοι της Καϊμακλιώτη, ξέχειλοι από τρυφερότητα, θροίζουν σαν φύλλα του φθινοπώρου και, ταυτόχρονα, ιχνογραφούν, μπροστά στα μάτια μας, ένα κόσμο που, συνήθως, ή σχεδόν πάντοτε, μονάχα οι ποιητές, με την αιχμηρή τους ματιά και το ανεξάντλητο απόθεμα εμπνεύσεων, μπορούν να ξεχωρίσουν μέσα στην πολυκοσμία της ρηχότητας.
«Κατάφερε να φυτέψει/μιαν άσπρη ελπίδα/έξω απ’ τον τοίχο της φυλακής
του/Έσκαβε μήνες, χρόνια/το τούνελ τηςαπόδρασης/Και τώρα, να!/Χωρά το χέρι του ολόκληρο/Μέχρι τον αγκώνα/Βούλιαξε στο χώμα μυστικά/Τα δάχτυλα ελεύθερα/τον σπόρο φύτεψαν/στα τυφλά ψαχουλεύοντας/κι ένα λουλούδι φύτρωσε/Τώρα αυτός ανασαίνει/με μιαν αίσθηση ελευθερίας/Όταν βγει, θα έχει άνθη/να φτιάξει ένα μπουκέτο».
Σημειώνει, μεταξύ άλλων, στον πρόλογό του ο Ζήνων Ζαννέτος: «Με λογική χειραγωγία, η ποιήτρια οδηγείται από το διάλογο του έρωτα στη μονόλογη κατάφαση ή υπέρβασή του, με εικόνες του λογισμού, πιο πολύ, παρά του θυμικού, όπως συνηθίζεται στην ποίηση, και μάλιστα, στον πρωτοβηματισμό της. Διαχειρίζεται τα εφικτά του έρωτα ονειρευόμενη τον απόλυτο λόγο του,
που τον θεωρεί ευλογία. Βέβαια, τα εφικτά, πραγματώνονται μέσα στις δυνατότητες της κοινωνικής ασφυξίας, αλλά και στις βεγγαλικές εκπυρώσεις της υπαρξιακής ελευθερίας του προσώπου».
Και λίγο πιο κάτω: «Στα ποιήματα της Αλφαβήτα συναντάει κανείς λυρικούς στίχους με πρωτότυπη ειδή, αλλά και γνώμες έννοιες για τον έρωτα από τον υπαρξιακό κήπο της συγκίνησης, της θλιβής και της γηθοσύνης της ποιήτριας, με ιδιαίτερη γραφή και τρόπο. Και τούτο καταγράφεται στις αρετές της ποίησης της Καϊμακλιώτη».
ΕΛΕΝΗ ΜΟΥΖΟΥΡΑ
Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος
Αν με τον άνεμο επιθυμήσεις να χορέψεις
φύλλο να γίνεις ή φτερό
και κείνος θα σε παρασύρει
σε χορογραφίες παθιασμένες,
με φιγούρες οργισμένες.
Σε μιαν εκρηκτική περιστροφή
στο μονοπάτι των σιφώνων
αίφνης θα σ` οδηγήσει.
Εκεί που αποτολμούν ταξίδια μόνο οι τρελοί,
λίγο προτού ξεσπάσουν καταιγίδες.
Με αυτό το ποίημα αντί βιογραφικού μας συστήνεται η Κύπρια ποιήτρια Αγγέλα Καϊμακλιώτη. Σαν τον άνθρωπο που επιθύμησε να χορέψει με τα φτερά του ανέμου στην ποιητική της δημιουργία. Και πιο κάτω, αφιερώνει αυτή τη ποιητική συλλογή στους αναγνώστες της «σ` όσους κρατάνε φυλαγμένο του παραδείσου αντικλείδι και όσους μαζί μου πορευτήκανε στης αλφαβήτας το ξεκλείδωμα» γράφει. Ακόμα πιο κάτω «του Απρίλη μου» όπως αναφέρει στη δεύτερη αφιέρωσή της, καθώς μας προετοιμάζει να βαδίσουμε μαζί της στις τροχιές του έρωτα.
Στο εξώφυλλο μια γυναίκα, κεντρική μορφή του ποιητικού έργου, βαδίζει ξυπόλυτη στο χορτάρι με κατεύθυνση τη θάλασσα, ίσως ανέμελα. Η πορεία στη ζωή σαν περιδιάβαση που ξεκλειδώνει στη ψυχή προβληματισμούς, αναμνήσεις κι αντιφάσεις. Το δίπολο της ζωής, της ύπαρξης, του έρωτα καθώς ίσως τα αφήνει πίσω της βαδίζοντας. Μπροστά της η ομορφιά της φύσης, η θάλασσα, η ελευθερία από τις συμβάσεις, συναισθήματα, σκέψεις, αναμνήσεις που αποτυπώνονται υποδηλωτικά. Ποτέ φανερά. Παρόλα αυτά όμως στη διάθεση του υποψιασμένου αναγνώστη, αυτού που μπορεί να ερμηνεύσει τους μυστικούς κώδικες. Με το δεξί της χέρι ελαφρά ανασηκωμένο σαν να συγκρατεί τα μαλλιά ή τη ψυχή της στον άνεμο, είτε σε μια στάση μυστικού χαιρετισμού του αναγνώστη της ή /και του έρωτα. Ξυπόλυτη. Ελεύθερη από συμβάσεις.
Ξεκινά την περιδιάβαση της ψυχής της και το χορό με τον άνεμο της ποίησης στα 45 συν ένα ποιήματα ξεκλειδώνοντας την αλφαβήτα της.
Σε μια ακροστιχίδα της αλφαβήτας βαδίζει από στίχο σε στίχο, με εύγλωττη λιτότητα και πυκνότητα σε μια εσωτερική καταβύθιση για την εύρεση και ανάσυρση της ουσίας της. Μια ενδοσκόπηση δραματική σε α΄ ενικό πρόσωπο, κατανυκτική, μέσα από την οποία περιδιαβαίνει από το Α για να φτάσει στο Ω, επιθυμώντας, αναζητώντας το φως και το Θεό, μη αγνοώντας όμως τις μοίρες που πέρασαν και ρήμαξαν, όπως λέει, αλλά συνεχίζοντας χρωματίζει τα ψεύτικα ωροσκόπια της ελπίδας της.
Ποιητικός λόγος έξυπνος, ευρηματικός, λιτός και πυκνός. Συχνά μονολεκτικός, εύγλωττα λακωνικός, που ρέει και οδηγεί τον αναγνώστη σε επίπεδα, κύκλους, σπειροειδή ελιγμούς, που ωστόσο ολοκληρώνονται με μια εσωτερική συμμετρία. Ο λόγος, που ξεκινά σαν ρυάκι, γίνεται γάργαρο νερό στο ποτάμι των συναισθημάτων, συχνά φουσκώνει σε χείμαρρο για να γαληνέψει και πάλι γυρνώντας στην αφετηρία του, στην πηγή του ή τον αέναο κύκλο της ζωής.
Ενδεδυμένη πάντα με το φιλοσοφικό μανδύα της αναζήτησης. Με έναν απόηχο θλίψης, πόνου για όσα ανακαλύφθηκαν στο καταστροφικό χτες, μέσα από την ενδοσκόπηση της αναζήτησης της μοίρας του ανθρώπου, χωρίς βεβαιότητα ή με μια αίσθηση ανθρώπινης ευθύνης. Σαν μουσική υπόκρουση, μια υποψία Καβαφικού στοχασμού οδηγεί σε ήχους πότε φιλοσοφικούς, πότε διδακτικούς και πότε θλιμμένους.
Κυρίαρχη παρουσία ο έρωτας. Ο άντρας, η γυναίκα και ο τρόπος που ο καθένας τους τον βιώνει. Η ποιήτρια βαδίζει σε ένα δραματικό εσωτερικό διάλογο, πότε σε έναν ακόμα πιο δραματικό μονόλογο, με μια λανθάνουσα ειρωνεία, ή και αυτοσαρκασμό που ενίοτε μετατρέπεται σε έναν ιδιόμορφο κυνισμό προς τη ζωή, τη σιωπή, την αγάπη. Το λογοπαίγνιο αγαπημένο της μοτίβο και ο τίτλος κάθε ποιήματος να ανασύρεται μέσα από το ποίημα, πότε ως επωδός, πότε ως συμπέρασμα και πότε ως αφετηρία, δομικό στοιχείο ισορροπίας και εσωτερικής αρμονίας.
Κύκλοι θεματικοί, τεχνικοί, φιλοσοφικοί και γλωσσικοί, που ταξιδεύουν μέσα στη γλυκύτητα και το ρομαντισμό της λυρικής ποίησης και πότε σε ένα στροβιλισμό που σε καλεί να ερμηνεύσεις το κρυφό μήνυμα κάποιου κεκαλυμμένου ή/και πρόδηλου έρωτα. Κεντρικό θέμα, πάντα ο έρωτας. Ο έρωτας, δημιουργός, ο αντρικός, ο γυναικείος έρωτας. Όπως αποτυπώνεται στο ποίημα Συνάντηση: « Έψαξε εκείνος την καρδιά της, το χέρι του εκείνη/ Πόθησε το γυμνό κορμί της εκείνος, γυμνή την ψυχή του εκείνη./Βάδισαν μοιραία σε παράλληλους δρόμους/σε προορισμούς διαφορετικούς χωρίς σταυροδρόμια./ Έπλεξαν γέφυρα συνάντησης με τις κλωστές του ονείρου. Εκείνος μετέωρος πάνω απτο φόβο, δίπλα στον πόθο κάτω απ
τα θέλω./Εκέινη ισορροπώντας ανάμεσα στις επιθυμίες και τις νόρμες./Μες τη μέση του κόσμου, στη μέση του χρόνου συναντήθηκαν Σελ 11.
Από το α΄ ενικό καθώς κινείται στο β΄ ενικό φτάνει στο α΄ πληθυντικό από το εγώ στο εμείς, για να συνεχίσει ξανά στο εγώ. Λόγος συχνά αφηγηματικός και εσωτερικός, καθώς ζωγραφίζει εικόνες και θεατρικά δρώμενα στη φαντασία μας, αλλά και βαθιά προσωπικός καθώς περιγράφει το εσωτερικό της ψυχής. Σπειροειδής πορεία, αρχή και τέλος που γίνεται ξανά αρχή για να οδηγήσει στην συμμετρία και την αρμονία.
Μέσα από την εσωτερική καταβύθιση εντοπίζει και ανασύρει τα λάθη της, όπως στο ποίημα με τίτλο «Λάθος» ή τραγικές διαπιστώσεις όπως «κι ο φάρος σκοτεινός και ψεύτης». Προβληματίζεται για την κυκλική πορεία των πραγμάτων. Γράφει: «Τότε μόνο θα κλείσεις τον κύκλο. Όταν το τέλος γίνεται η αρχή και η αρχή το τέλος», σελ 17. Και πάντα ο έρωτας πότε σαν μια σχέση ανάλαφρη, πότε απουσία, πλάνη ή θάλασσα που μπορεί να σε ταξιδέψει, μα και να σε πνίξει, να σε αναρροφήσει, αλλά πάντα ιδιαίτερος.
Πότε γυρίζει τη ψυχή για ν` αγναντέψει τη φύση και να νικήσει το χρόνο, πότε γυρνώντας ξανά στο α΄ ενικό ανακαλύπτει το οξύμωρο στη διπολικότητα της ζωής, μια διπολικότητα που οδηγεί μέσα από το ζευγάρωμα αντιθέσεων στην ισορροπία και την αλήθεια, όπως στο ποίημα Οξύμωρο σελ. 25. Για να καταλήξει και πάλι στον έρωτα. Τον πανταχού παρόν κεκαλυμμένο ή φανερό πρωταγωνιστή αυτής της ποιητικής συλλογής. Η ποιήτρια ταξιδεύει στα φτερά της χαρμολύπης, στο Α του Κενταύρου καθώς αναζητά τα ίχνη που άφησε ο έρωτας του. Πότε σαν ανάμνηση, πότε σαν φωτιά «το σκοτεινό εγώ που αναφλέγεται και γίνεται φως κόκκινο» σελ 33, γράφει. Και μέσα από αυτή τη φωτιά το δύο να γίνεται ένα και ξανά δύο, αντίθετα με κάθε μαθηματικό κανόνα ή θεώρημα.
Ακολουθεί μια σειρά από ολιγόστιχα ακόμα ποιήματα, όπου συνεχίζει μόνιμη επωδός ο έρωτας, όπως στο ποίημα Γυμνό:. «Στο γυμνό της σώμα εναπόθεσε τη γυμνή ψυχή του». Το σώμα και η ψυχή και η συνεχής διαφωνία ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα που παρουσιάζεται σαν το δίπολο φεγγαριού και ήλιου, ελευθερίας και μεταμφίεσης, υποκειμενικότητας ή υποψίας παραίσθησης και ελευθερίας, για να καταλήξει στον έρωτα ως γλυκόπικρο ταξίδι, όπου το δίπολο εμπεριέχεται και συγκατοικεί μέσα στην ίδια λέξη.
Ώσπου πια το ταξίδι ολοκληρώνεται στο οπισθόφυλλο, με τη γυναικεία μορφή να απομακρύνεται θολή και το συμπέρασμα πως, γλυκόπικρος ή όχι ο έρωτας, ο καθένας τον χρωματίζει με τα δικά του χρώματα. Και το ποιητικό επιμύθιο στο ποίημα:
Σονέτο για πιάνο
«Όσο το σκέφτομαι/ τόσο το πιστεύω,/ πως η αγάπη/ είναι ένα σονέτο για πιάνο, /για τέσσερα χέρια όμως».
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΖΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής από το μουσικό και λογοτέχνη κ. Στέφανο Ζυμπουλάκη, στις 26 Ιανουαρίου στο Μουσείο Θέασης
Όταν ο έρωτας γίνεται ζωή και η ζωή το φως της ποίησης, τότε η καρδιά φλογίζει το όνειρο, τη μορφή και η ποίηση γίνεται τραγούδι. Η ψυχή τραγουδά, ονειροπολεί, διανθίζει το μίσχο του έρωτα κι ο νους στην εγκεφαλικότητα του ανασαίνει το αίσθημα, το λυρισμό, τη μουσική και την αρμονική ζωή του χρώματος του στίχου. Βιώματα προσωπικά σ’ ένα διάλογο χρωματικής διαύγειας, με τον εσωτερικό της κόσμο και σ’ ένα ύμνο δόξας, προσωποποιούν την ερωτική της ευαισθησία, σε όλα τα επίπεδα της ψυχής της.
Ο έρωτας ζει παντού και πάντοτε. Και το πάντοτε, ένα φωτοβόλο αστέρι στο φεγγαρόφωτο μιας λίμνης ερωτικής, όπου το αηδόνι τραγουδά χωρίς την Καρχηδονική ερημοσύνη, αλλά τραγουδά με το φεγγάρι και την ανταύγεια του «σ’ αγαπώ», του «σε λατρεύω», του «σε ποθώ», μέσα στο αιώνιο φιλί της προσδοκίας και τον ορισμό του Πλάτωνα, ότι ο Έρωτας σε θεληματική νοημοσύνη και έκφραση, είναι η ένωση της ψυχής μετά της σαρκός, και όχι όπως θα όριζε ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος ότι ο Έρωτας είναι η μεγαλυτέρα ευφυΐα των ηλιθίων ή η μεγαλυτέρα ηλιθιότης των ευφυϊών.
Η ερωτική ποίηση της Αγγέλας Καϊμακλιώτη είναι ποίηση Αγγελινή, όπου ξεκλειδώνοντας την αλφαβήτα των συναισθημάτων της σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης καρδιάς, γίνεται ποίηση ομορφιάς. Είναι ποίηση ζωής και πάνω απ’ όλα ένθεης δημιουργίας. Όταν διαβάζεις την ποίηση της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, ανασαίνεις αίσθημα, συναίσθημα, λυρισμό και χρησμό ερωτικού σκιρτήματος.
«Το παλιό μας πιάνο μες στη σάλα/ η σκιά σου το βαραίνει,/ήπιε η ψυχή σου στάλα, στάλα/ και κλειστό την ανασαίνει.», όπως θα έλεγε ο ποιητής Μάνος Κράλης.
Ο ερωτικός Μπετόβεν στη σονάτα υπό το σεληνόφως, εναρμονίζεται με τους κραδασμούς της ποιήτριας Αγγέλας, για πιάνο για τέσσερα χέρια και δονούνται τα πλήκτρα κι οι χορδές, όπου η συνοδεία χρωματίζει κι ενδυναμώνει το ερωτικό αηδόνι με το πετάλ της διάρκειας, της μέθεξης, της πνευματικής ευφορίας, της οξυδέρκειας και πάνω απ’ όλα, της ενόρασης, σε μια λίμνη όπου ο κύκνος χορεύει και το αηδόνι στο οπάλινο κύμα της χαράς ρυθμίζει την έκφραση του αιώνιου και του μεταφυσικού. Ένας ο ορίζοντας της ερωτικής ποίησης της Αγγέλας Καϊμακλιώτη. Το φτερούγισμα της ευτυχίας που οδηγεί στη λύτρωση και την εσωτερική αποκατάσταση.
Το χρώμα, η φωνή, ο άνθρωπος, η γυναίκα και ο ουρανός, σε μια σύζευξη ερωτικής ευαισθησίας και έξαρσης, όπου η πραγματικότητα γίνεται στοιχείο λύτρωσης και φωσφορίζει ανθούς, ως μορφή και ύπαρξη, που οδηγεί σαν προσευχή, στην αναστάσιμη ελευθεροποίηση των πράξεων, των παθών, των ανατάσεων σ’ ένα κερί από ανθόφυλλα αγάπης, ευτυχίας και οραματισμών για το αύριο, για το μεθαύριο, για το πάντοτε, για το αιώνιο.
Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη είναι ποιήτρια. Είναι δημιουργός με έκφραση και υποβλητικότητα. Δεν γράφει απλά, δεν απεικονίζει θεωρητικά το ερωτικό στοιχείο. Ζει μονάχα το λίπος της καρδιάς. Γίνεται ένα με το στίχο σε μελίρρυτη γραφή, μουσική και εσωτερικότητα ροής.
Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη ζωγραφίζει, μορφοποιεί, μα δεν αντιγράφει. Θερμαίνει μονάχα το οξυγόνο της ποίησής της μέσα από την ανθρώπινη ανάσα. Τούτα τα γραφόμενα μου χωρίς υπερβολή και υπέρβαση τα τεκμηριώνω με την προσωπική μου κατάθεση στο έργο της με το θετικό αποδεκτό, και του ομιλείν ποιητικά στην πράξη, απαγγέλλοντας τα πιο κάτω ποιήματά της, όπου το μόριο και το κύτταρο της ερωτικής της ποίησης γίνεται Θούριος Αγάπης, λύτρωση ακουαρέλας, γαρούφαλλο ομορφιάς και αιθέριας ποιητικής καταξίωσης. Εδώ η ποίηση της, είναι ποίηση και η καρδιά της ωριμότητα με το προσωπικό της ύφος, το βάθος και το χαρακτήρα της.
Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη γράφει και προδιαγράφει τον αυριανό ποιητή, όπου το ουράνιο πνεύμα αισθητοποιεί την ψυχή με τον κόσμο του υπαρκτού και διαχρονικού στίχου, σ’ έναν κύκλο ζωής σε αδιάλειπτο βίο ανθοφόρησης.
Κι όπως θα έλεγε ο ιδρυτής του σουρεαλιστικού μανιφέστου, γάλλος Andre Breton για την ποίηση της, είναι το παιγνίδι των λέξεων μετά του ρυθμού στο κάνιστρο του θεϊκού έρωτα, της καρδιάς και του ανθρώπινου κόσμου. Με τον ίδιο τρόπο θα χρωμάτιζε σαν ορισμό της ποίησης ο έλληνας νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ότι η ποίηση « είναι ο διαλογισμός των λέξεων σε φθόγγους ηχηρούς όπως η θάλασσα με το κύμα για να τραγουδά ελεύθερος ο γλάρος τον έρωτα της ψυχής μαζί με το κύτταρο της καρδιάς και το φως του σώματος.
Για την ίδια όμως προσωπικά η ποίηση είναι η τέχνη με την οποία προκαλούνται αισθήσεις, εντυπώσεις, συγκινήσεις με την ιδιαίτερη χρησιμοποίηση της γλώσσας καθώς αυτή μεταχειρίζεται την ηχητική, τους ρυθμούς, την αρμονικότητα των λέξεων και των φράσεων με εικόνες.
ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΜΟΝΕΣ
(διηγήματα)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
20 Μαΐου 2012
ΤΟ ΚΑΤΕΡΓΟ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ
Η εμφύλια διαμάχη ψυχής και σώματος, το νεορομαντικό ανοίκειο που βιώνει η ψυχή επί γης πασχίζοντας –και πάσχοντας– να αισθανθεί τον κόσμο «κόσμο της» και οι παράλληλες ατομικότητες που πορεύονται μοναχικά μες στη βουή των ανθρώπινων σχέσεων, είναι ο άξονας πάνω στον οποίο έλκονται τα δέκα διηγήματα της παρούσας συλλογής. Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη αποδίδει σχεδόν αξιωματική διάσταση σε αυτήν τη συνθήκη. Αν η μοναχικότητα συνιστά γγενές στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης, ο απομονωμένος άνθρωπος «δομείται» στις προεκτάσεις αυτής της συνθήκης και σίγουρα δεν μας είναι κάτι ξένο. Αντιθέτως, είναι το αναπόφευκτο και πραγματικό – και συχνά αυτό που δεν βρίσκει κάθαρση πουθενά.
Άλλωστε, η κάθαρση σπάνια είναι το τέλος της απώλειας. Οι ήρωες της Καϊμακλιώτη, ακόμα και στις περιπτώσεις που βιώνουν ένα είδος κάθαρσης, ουσιαστικά παραμένουν μετέωροι –και άρα απολύτως ανθρώπινοι– στο πένθος τους. Και το πένθος είναι καθαρά προσωπική υπόθεση. Καθένας μπορεί να το βιώσει εντελώς διαφορετικά. Ακόμα κι αντιφατικά. Το πένθος δεν εκχωρεί μέρισμα στο πώς πρέπει να δοκιμαστεί αυτή η εμπειρία. Έτσι, η απώλεια βιώνεται άλλοτε ως αμετάκλητη, δίχως περιθώριο επαναφοράς, κι άλλοτε ως απαραίτητη δοκιμασία ή οφειλή που αξιώνει η αγάπη από τον άνθρωπο.
Σε αυτή την οφειλή εδράζεται και η έννοια του «απομονωμένου ανθρώπου ». Καθότι δεν πρόκειται για την οντότητα που διαχωρίζει τον εαυτό της από τις ποικίλες εκφάνσεις του μοντέρνου τρόπου ζωής –όπως θα τον ορίζαμε στις απαρχές του προηγούμενου αιώνα– μα αντιθέτως ζει μέσα από αυτές –χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ήρωες του διηγήματος «Μια φορά υπάρχουμε» και η σχέση τους που αποτελεί «προϊόν» επικοινωνίας στο πλαίσιο μιας ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης. Το άψυχο, ψυχρό και απειλητικό περιβάλλον για τις ανθρώπινες σχέσεις παραμένει ζωντανό, ωστόσο οι συνθήκες με τις οποίες μπορούμε να το ορίσουμε, έχουν πλέον μετασχηματιστεί. Ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει τα συναισθήματά του –ή καλύτερα, κτίζει τον συναισθηματικό του κόσμο– σε μια επίπλαστη πραγματικότητα όσον αφορά την ανθρώπινη επαφή, γι’ αυτό όμως όχι και αναγκαστικά επίπλαστη εφόσον η πραγματικότητα παίρνει μορφή μέσα στη διάνοιά του. Η συναισθηματική ασφάλεια του σύγχρονου απομονωμένου όντος αναζητείται σε ένα φαινομενικά προστατευτικό πλαίσιο που συγχρόνως ρίχνει τοίχους ανάμεσα στους ανθρώπους. Το φυσικό περιβάλλον όπου θα αναπτυχθούν οι ανθρώπινες σχέσεις, έχει επεκτείνει τα εκφυλισμένα όριά του ακόμα και στον κόσμο της τεχνολογίας. Ο εσωτερικός μονόλογος αντικαθιστά την επαφή με τον Άλλον, εγκολπώνει τα γεγονότα και τα αποκαλύπτει ως μια εσωτερική ερμηνεία αποξένωσης, η οποία εξωτερικεύεται με όρους απώλειας και εγκατάλειψης. Από ποιον και τι μοιάζει ασαφές. Ωστόσο, αυτή είναι και η τραγικότητα του πένθους για τους ήρωες της ανά χείρας συλλογής διηγημάτων.
Έτσι, τα διηγήματα της Καϊμακλιώτη αναπτύσσονται «κάθετα». Καταβυθίζονται στη συναισθηματική δοκιμασία των πρωταγωνιστών με φόντο την εξέλιξη της πλοκής. Ή για την ακρίβεια, πλοκή είναι οι συναισθηματικές εξάρσεις και ο αναστοχασμός των σχέσεων. Πλοκή είναι το πένθος και το κάτεργο της απώλειας, όπου «στέλνεται» κάθε άνθρωπος ξανά και ξανά, και απ’ όπου επιστρέφει –αν επιστρέψει– οριστικά αλλαγμένος. Ομολογουμένως, αυτή η αλλαγή μεταδίδεται σχεδόν φυσιολογικά από τη συγγραφέα. Η Καϊμακλιώτη δεν επιλέγει το σχήμα της ανατροπής –ακόμα και σε διηγήματα που πιθανώς θα «σήκωναν» αποτελεσματικά αυτή την εκφορά– αλλά οδηγεί σταδιακά τους ήρωές της σε αυτή την κατάσταση, δίνοντας την αίσθηση πως το συναίσθημα της απώλειας ενυπάρχει ήδη στους ήρωές της και απλώς κάποιος εξωτερικός παράγοντας το ενεργοποιεί και το φέρνει στην επιφάνεια. Η μετατόπιση προς την απώλεια φαντάζει τόσο ανεπαίσθητη σε ορισμένα από τα αφηγήματα του βιβλίου που δίνεται η εντύπωση πως ο άνθρωπος βιώνει ούτως ή άλλως την πληγή. Μένει να στραφεί ο καλειδοσκοπικός φακός επάνω της.
ΖΗΝΩΝ ΖΑΝΝΕΤΟΣ
Η υπαρξιακή μοναχικότητα με τη μορφή διηγηματικής σταυρο-βελονιάς, στη γραφή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη.
Κυοφορώ την αλήθεια αιωνίως τροφοδοτώντας τη με σισύφεια όνειρα. Εκκρεμώ ανάμεσα στο ύψος και το βάθος. Είμαι η φωνή. Σε στιγμές αγωνίας κραυγάζω: Υπάρχει νίκη; Υπάρχει διέξοδος; Υπάρχει νόημα; Σιωπώ και αφουγκράζομαι. Διαισθάνομαι πως τοκετός αναμένεται παραμονές του κάποτε και καταγράφεται στα δευτέρια του τίποτε. Έστω ότι γίνεται. Θα βρίσκεσαι εκεί για τα συγχαρητήρια ή θα ξαναχαθείς στον πηγαιμό για τις Ιθάκες;
Σε ένα ιδιαίτερα καλαίσθητο τόμο των εκδόσεων «Πήλιο» η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, η νεοεμφανισθείσα με τη συλλογή «Ξεκλειδώνοντας την Αλφαβήτα», 2011, ποιήτρια, δημοσιεύει δέκα (10) δοκιμές του πεζού της λόγου, (10) δέκα διηγήματα που εκπλήσσουν ευχάριστα τον αναγνώστη τους. Τίτλος των διηγημάτων, «Οι ψυχές βαδίζουν μόνες».
Τα διηγήματα διακρίνονται:
1.για την ευανάγνωστη απλότητά τους
2.για τη νεωτερική διαπραγμάτευση του μύθου τους (αντιηρωϊσμός, ψυχογραφική εικόνιση του διπλανού μας συνοδοιπόρου ή του ίδιου του εαυτού μας, στοχασμικό μετέωρο το ζητούμενο του μύθου)
3.για την εμπλοκή της ηλεκτρονικής τεχνολογίας ως διαμορφωτή του νέου ένδον κόσμου του προσώπου και του ήθους του
4.για την ειλικρινή και μέχρι παιδικής αθωότητας προσέγγιση της σύγχρονης μοναξιάς του προσώπου, με βάση την ψυχική και πνευματική υγεία και όχι τα ψυχεδελικά καμώματα του συρμού, που «πρωτοπορούν», πλεοναστικά, στη σύγχρονη, νεοελληνική πεζογραφία για εντυπωσιασμό.
Και σε άλλη ευκαιρία – προσεγγίζοντας την αξιόλογη διηγηματογραφία του Κώστα Λυμπουρή και επιβραβεύοντας την απλότητα και την καθαρότητα της διατύπωσής του – εξέφρασα τις προσωπικές μου ενστάσεις για τη θεματολογία της νεοελληνικής πεζογραφίας, που, σήμερα, θεωρεί ως δείκτη νεωτερικότητας και καταξιωμένης γραφής τον ασθμαίνοντα ρυθμό της ψυχοπάθειας και το παραλογικό παραλήρημα του λόγου της Ζωής.
Όμως, σήμερα, δε ζει μόνον ο υπαρξιακά και ψυχικά ρημαγμένος άνθρωπος, το σπαρασσόμενο κοινωνικό πρόσωπο, που βιώνει, δραματικά, τη δυστυχία της μοναξιάς. Συμβιώνει και το υγιές πρόσωπο, που, ενδεχομένως, προβληματιζόμενο μονάζει, πνευματικά όμως αγωνίζεται να κατανοήσει την ατμόσφαιρα της σύγχρονης μοναχικότητας και με ορθολογία να την υπερβεί. Στο αλωνάκι της συμβίωσης ομφαλοσκοπείται αφ’ ενός η σύγχρονη δυστυχία του προσώπου με όρους ψυχοπάθειας και άρρωστης ψυχονεύρωσης και αφ’ ετέρου ενδοσκοπείται η μονολογία της αγωνιώσας συνείδησης, που επικαιροποιεί διαχρονικά προβλήματα της ψυχής και τα ανατέμνει με αυτογνωστική παρατηρητικότητα, προσδίδοντάς τους νέα δυναμική μέσα στο σύγχρονο κοινωνικό κλίμα. Την εξεικόνιση αυτή του ένδον κόσμου του σημερινού προσώπου την ανα-γιγνώσκουμε στη λογοτεχνία με τις εκφράσεις και τους ρυθμούς του επικοινωνιακού λόγου.
Η γραφή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη στον τόμο των διηγημάτων «Οι ψυχές βαδίζουν μόνες» επιλέγει την απλότητα και την κλασική διατύπωση για να αποτυπώσει τη διεργασία της ψυχής και το διάλογο της με τη σύγχρονη καθημερινότητα. Τα διηγήματα της έχουν την αρετή της ακριβούς παρατήρησης και καταγραφής των ψυχικών εκπυρώσεων του μύθου, αλλά και την ευτυχή δομική σύζευξη της ενδογενούς μονολογίας του προσώπου με τη βιοτική του δράση σ’ έναν κύκλειο μύθο, όπου δοκιμάζεται το ήθος του προσώπου, στη βάσανο του με τον κοινωνικό λόγο του περιβάλλοντος κόσμου.
Κάθε διήγημα μυθοποιεί μια κεντρική και κυρίαρχη υπαρξιακή αγωνία ενός προσώπου, κατά την οποίαν το Εγώ, δουλωμένο στο ίδιον πάθος της διάκρισης, της καταξίωσης, της ελεύθερης ατομικής έκφρασης και διάχυσής του προς τον αντί κείμενο κόσμο, αυτοδιαψεύδεται, καθώς διαρρηγνύεται η ύφανση του ονειρικού του κόσμου. Τότε το Εγώ, πεπτωκός, γειώνεται σε εισόδιο άνοιγμα νέου, αδιόρατου και εν μυστηρίω κύκλου ζωής, τον οποίον η Κλωθώ μοίρα θα υφάνει από τα καταληκτήρια νήματα της περιπέτειας του μύθου του διηγήματος. Καθώς κλείνει ο κύκλος του μύθου, ο ήρωας του διηγήματος, ενώπιος ενωπίω, στη σιωπή, έτσι σοφός και μόνος, συνειδητοποιεί, χωρίς θρηνωδία, τις απαντήσεις της υπαρξιακής του αγωνίας και την ψυχική γεύση της περιπέτειάς του. Η σιωπή του τέλους του μύθου του διηγήματος μοιάζει με θυρανοίξιον ψίθυρο, ανείπωτο, μιας άλλης ποιότητας ζωής, με λειψόφτερο Εγώ και χειραγώγιμη ονειροπολία.
Μια άλλη αρετή των διηγημάτων της Αγγέλας Καϊμακλιώτη είναι ο μη αναμενόμενος, αλλά ξαφνιάζων τρόπος, με τον οποίον κλείνει τον κύκλο της εκπύρωσης του μύθου. Κάθε τέλος διηγήματος συναιρεί τις εκφάνσεις του μύθου της ψυχικής περιπέτειας σε ενότητα γνώμης – σκέψης, γνώσης, πείρας – σ’ έναν κύβο ηθικού στάγματος ζωής, που λειτουργεί ως μυστικός κώδικας αξιολόγησης και αποτίμησης του παρελθόντος χρόνου του προσώπου, αλλά και ως εν δυνάμει θυρανοίξιου της βιωματικής περιπέτειας του μέλλοντος χρόνου. Το τέλος, ως δομική τεκτονική Αρμονία[1] του μύθου, περαίνει καθαίροντας την ύπαρξη των παθημάτων της, ενώ πολιορκεί, ανεπιγνώτως, στη σιωπή, το νεύμα του μέλλοντος χρόνου.
Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει πως η υπαρξιακή δραματική μονολογία κάθε διηγήματος, κυρίαρχος λόγος έμπνευσης και τρόπος γραφής της διηγηματογραφίας της Καϊμακλιώτη, συνιστά τη δύναμη και συνάμα την αδυναμία της λογοτεχνικής της γραφής. Αδυναμία, γιατί ο λόγος της Τέχνης και ο σκοπός της, το τέλος δηλαδή κατά την αρχαιοελληνική έννοια, πρέπει να ταυτίζεται και να προβληματίζει το ενδιαφέρον του κοινού των αναγνωστών και όχι να εξαντλείται ως ατομική περιπτωσιακή περιπέτεια ενός μύθου. Η πνευματική διεργασία του αναγνώστη, ως συμ-πάθεια και ως συν-έργεια με τα δρώμενα του διηγηματικού μύθου, συνήθως πηγάζει από την ομοείδεια και τη συνάφεια της υπαρξιακής προβληματικής της κοινότητας των προσώπων και όχι από τον ατομικό περιπτωσιογενή λόγο ενός μύθου. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο μηχανισμός της ηθικής κάθαρσης του αναγνώστη, ως επενέργεια της Τέχνης. Είναι αυτό που άλλοι αποκαλούν κοινωνική αποστολή και άλλοι ιδεολογική στράτευση της λογοτεχνίας.
Το βέβαιον είναι πως, η Καϊμακλιώτη, με κατακτημένη απλότητα τόσο στη γλωσσική διατύπωση, όσο και στη σύνολη καλλιλογική του μύθου σκευή, αλλά και με ενδιαφέρουσα πλοκή της περιπέτειας του διηγηματικού μύθου και με το απρόσμενο του τέλους, του δίκην έμμεσου επιμυθίου τέλους, δομεί με επιτυχή τεχνική και δόκιμο λογοτεχνικό λόγο διηγήματα άξια επαίνου και αξιολογικής γραμματολογικής επιβράβευσης. Η πεζογραφία της Κύπρου καλοδέχεται ένα νέο δημιουργό, με αισιόδοξα τα βήματα της μελλοντικής δημιουργικής ανέλιξης και κατάθεσης.
1.Αρμονία: Η αρχαιοελληνική τεκτονική γλώσσα ονομάζει «Αρμονία» τον τελευταίο πελεκητό λίθο, με τον οποίο έκλειε ο κώνος θολωτού Μυκηναϊκού τάφου των Βασιλέων και ολοκληρωνόταν με αυτόν η ενάρμονη καλλιτεχνική κατασκευή του βασιλικού κτίσματος
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ
ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΜΟΝΕΣ
Τα ολιγοσέλιδα αυτά διηγηματικά κείμενα, δοσμένα με παραδοσιακούς και νεωτερικούς τρόπους εφευρετικής εύληπτης γραφής, ανήκουν στον ποιοτικό χώρο του λογοτεχνικού είδους
Εξ αναδρομικής οφειλής, αλλά και με αναπόδραστο το χρέος προς τον άνθρωπο των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων και των ύποπτων καιρών μας μέσα από την αλήθεια της λογοτεχνικής τους πρόσληψης, στεκόμαστε ιδιαίτερα στα δέκα ψυχογραφικά διηγήματα της Αγγέλας Καϊμακλιώτη υπό τον ενδεικτικό τίτλο του περιεχομένου τους «Οι ψυχές βαδίζουν μόνες», που κυκλοφόρησαν το 2011 από τις εκδόσεις Πήλιο.
Εκ προοιμίου σημειώνουμε κάτω από την οπτική της δικής μας ανάγνωσης ότι τα ολιγοσέλιδα αυτά διηγηματικά κείμενα, δοσμένα με παραδοσιακούς και νεωτερικούς τρόπους εφευρετικής εύληπτης γραφής, ανήκουν στον ποιοτικό χώρο του λογοτεχνικού είδους.
Χωρίς να θηρεύουν την πρωτοτυπία επίπλαστης σφραγίδας με υφολογικές επιτηδεύσεις σουρεαλιστικών ή ιδιόρρυθμων αποτυπώσεων, εγγράφονται στην έκφραση μιας αφαιρετικής συνεκδοχικής λιτότητας, της επικοινωνιακής αμεσότητας μιας διαλεκτικής στοχαστικής διάθεσης με ενδιάθετους μονολόγους ή ασθματικούς σύντομους διαλόγους, καθώς και μιας πηγαίας λυρικής ποιητικότητας, δίχως εξάρσεις μελοδραματικών τόνων ή συναισθηματικών υπερβολών.
Ζωντανεύοντας σε τριτοπρόσωπη αφήγηση με χρώματα και σχήματα σκηνικής υποβλητικότητας πρόσωπα, προσωπεία και δρώμενα, εξωτερικά φαινόμενα του χωροχρόνου ή στιγμιότυπα του φαντασιακού τοπίου και του εικονικού κυβερνοχώρου, στάσεις ζωής και υπαρξιακές εναγώνιες αναζητήσεις αυτοσυνειδησίας και εσωτερικής ταυτότητας, η συγγραφέας δεν αναπαριστά, απλώς, την πραγματικότητα, αλλά τη διευρύνει στο βάθος και το επέκεινα μιας άλλης ανθρωπινότερης διάστασης.
Όπως, ακριβώς, και δεν σκιαγραφεί τους χαρακτήρες των μοναχικών ή αυτοπαγιδευμένων ηρώων της στο προσκήνιο των δράσεων και των αντιδράσεών τους, αλλά συνυφαίνοντας τα αφηγηματικά νήματα του σύγχρονου μίτου της Αριάδνης εισδύει από τον λαβύρινθο ενός περίεργου και απρόσωπου κόσμου στα άδυτα του ψυχισμού τους, για να προβάλει διαθλαστικά καθημερινές διαδρομές και απρόβλεπτες ανατροπές στην προοπτική της μελλοντικής τους πορείας.
Στο πρώτο διήγημα, που επιγράφεται «Παράνομη στάθμευση», η σημειολογία της στάθμευσης και της παρανομίας από το οδικό επιφανειακό επίπεδο εκτείνεται στο ψυχοδιανοητικό πεδίο μιας αδικημένης γυναίκας και αποκρυπτογραφείται στην αμετακίνητη για δεκαπέντε χρόνια στάθμευση σε έναν άτυχο γάμο.
Εκεί όπου είχε σταθμεύσει καταδυναστεύοντάς την «παράνομα» και κακοποιώντας την απάνθρωπα ο πρώην σύζυγός της. Για τούτο «κι εκείνη όφειλε να την πάρει τη ζωούλα της και να τη μετακινήσει. Να την οδηγήσει αλλού. Αλλού…». «Η απελευθέρωση του ανθρώπου ή θα ’ναι πλήρης ή δεν θα υπάρξει καθόλου», σημειώνει στο μυθιστόρημά του ο Κούντερα «Η ζωή είναι αλλού» και η ηρωίδα εδώ αποφασίζει την προσωπική επαναστατική της υπέρβαση: «Ένα άλλο ταξίδι […] ελευθερίας, μακριά από την αναγκαιότητα».
Ή όπως αλλιώς το διατυπώνει η Σιμόν ντε Μπωβουάρ στην «Προδομένη γυναίκα»: «Είναι το μέλλον. Η πόρτα προς το μέλλον [που] θ’ ανοίξει».
«Τα γενέθλια» του δεύτερου διηγήματος αφήνουν μια στυφή αίσθηση μοναξιάς, αλλά ταυτόχρονα και μιας ηρωικής κατάφασης για τη συνέχιση της ζωής στο πρόσωπο του μονήρους ηλικιωμένου δασκάλου, που δεν τον επισκέπτεται πια κανείς στα γενέθλιά του.
Γι’ αυτό και τα «σκαρώνει» μόνος του «σαν θεατρική παράσταση», προσβλέποντας στις μελλοντικές μέρες της αισιόδοξης στροφής των καβαφικών «Κεριών». Κι αν ανήμερα των γενεθλίων του, την 21η Ιουνίου «η γη σταματάει την ελλειπτική τροχιά της…», αυτός θα εξακολουθήσει να κινείται στη δική του τροχιά για την ολοκλήρωση του επίγειου κύκλου του. Φωτίζοντας, ωστόσο, η συγγραφέας τις παλαιότερες μέρες του με τους ανεστραμμένους ρόλους της υιικής στοργής για την άρρωστη μητέρα του, μάς προϊδεάζει στη θεματική του επόμενου διηγήματος, όπου ο κεντρικός ήρωας αναπλάθει άλλες τρυφερές στιγμές συντροφικότητας με τη δική του μητέρα, ξαναζωντανεύοντας την αναπάντεχη φυγή της λόγω της ανίατης ασθένειας.
Η «Οπτική γωνία» μπορεί να μην είναι η ίδια υπό την έποψη του εξωτερικού χώρου για τον υπουργό του ομώνυμου διηγήματος, που άλλοτε ως νέος «ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο», αλλά παραμένει στις ενδότερες προδιαγραφές της πανομοιότυπη, εφόσον θα διεκδικούσε τώρα «δωρεάν παιδεία».
Εάν, εντούτοις, μη επιτυγχάνοντας τον στόχο του, παρομοιάζεται με «ένα μικρό ποτάμι», που χύνεται «στον πιο θορυβώδη χείμαρρο», ο δημόσιος υπάλληλος του επόμενου διηγήματος πλέκεται στον «ιστό της αράχνης» της δόλιας επιτήδειας συναδέλφου του.
Σε κάποια άλλα δίκτυα, της διαδικτυακής εικονικής «αράχνης» πλέκεται στη συνέχεια και ένας άλλος ήρωας, για να διαβάσει κάποια μέρα στην οθόνη του υπολογιστή του και περισσότερο του μυαλού του τη μη αναστρέψιμη προειδοποίηση: «…Κι εσύ που εξουσιάζεις μόνο την τωρινή στιγμή, αναβάλλεις τη χαρά. Κι η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές της».
Στο βιβλίο, επιπλέον, συναντούμε και τους αφανείς ήρωες των περιθωρίων ή των παρασκηνίων. Αυτούς, αφενός, που συναισθανόμενοι τη δική τους μη αναγνωρισμένη αξία μαζεύουν την πίκρα αρνητικών συναισθημάτων έναντι άλλων, που επιδίωξαν τη «λάμψη» της κοινωνικής προβολής, και αυτούς, αφετέρου, που αφήνοντας τους προβολείς να φωτίσουν τους μικρούς μαθητές τους, αρκούνται στην ηθική ικανοποίηση μιας ευχαριστήριας χριστουγεννιάτικης κάρτας.
Το συνοπτικό μήνυμα εστιάζεται στην αποφθεγματική υπόμνηση του πρώτου από τα δύο αυτά παραπληρωματικά διηγήματα: «Δεν χρειάζεται να σβήσεις το φως από το κερί του διπλανού σου, για να φωτίσει ή να ζεστάνει η λάμψη από το δικό σου».
«Η Αγαπημένη» και «Οι ψυχές βαδίζουν μόνες», που δανείζει και τον τίτλο στη διηγηματική συλλογή, είναι τα δύο τελευταία διηγήματα, όπου οι πρωταγωνιστές τους τρέφονται με την ψευδαίσθηση της ερωτικής εξιδανίκευσης, για να ανακαλύψουν, εντέλει, την απάτη μιας άλλης στημένης «εικονικής» πραγματικότητας.
Στον αλληλένδετο διηγηματικό της περίπλου η Αγγέλα Καϊμακλιώτη καταφέρνει να μας ταξιδέψει με την εύπλοια τής γραφίδας και τους ούριους ανέμους της ψυχής της, έτσι που «οι ψυχές [να μη] βαδίζουν μόνες».
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 16/5/2024
Ποίηση για την Αγγέλα Καϊμακλιώτη είναι «η τέχνη της συμπύκνωσης των εικόνων, των αφηγήσεων και των αισθήσεων, σε μια κάψουλα εντάσεων με αναγεννητικές ιδιότητες». Η έκτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Λυκόσκυλα», από τις εκδόσεις Βακχικόν, γεννήθηκε μέσα από μια μοναχική οδοιπορία όπου συνάντησε τα σκυλιά αυτά, γεγονός πραγματικό αλλά ταυτόχρονα ποιητικό και αλληγορικό.
-Είχατε πει ότι μετά τις «Πικροδάφνες» δεν θα ξαναγράφατε ποίηση. Τι σας έκανε να αλλάξετε γνώμη;
Με τις «Πικροδάφνες» ένιωσα ότι ολοκληρώνεται ένας κύκλος. Έκανα μια μικρή παύση προσπαθώντας να ακούσω καλύτερα την εσωτερική φωνή. Στράφηκα σε αναγνώσματα φιλοσοφικά, έκανα ταξίδια, διοργάνωσα συναπαντήματα λογοτεχνικά, επεδίωξα συναντήσεις ανθρώπων και ιδεών. Μέσα από την ποιητική μου σιωπή ήθελα να γεννηθεί το καινούριο. Άρχισα τότε να γράφω και να δημοσιεύω χρονογραφήματα, μικρές ιστορίες και εκπαιδευτικά άρθρα. Το καινούριο γεννήθηκε σε μια μοναχική οδοιπορία όπου συνάντησα τα λυκόσκυλα, γεγονός πραγματικό αλλά ταυτόχρονα τόσο ποιητικό και αλληγορικό. Ήταν μια στιγμή πνευματικής αφύπνισης σε έναν άλλο κόσμο που ζει και πάλλει φυσικά, νομοτελειακά. Αναπόφευκτα άρχισε να ρέει ξανά η ποιητική φλέβα και να με οδηγεί σε νέες νοητικές συλλήψεις.
–Τι συνδέει την προηγούμενη ποιητική σας συλλογή «Οι Πικροδάφνες θέλουν κούρεμα» με τα «Λυκόσκυλα» που κυκλοφόρησαν πρόσφατα;
Αυτό που συνδέει τις δύο συλλογές είναι το πικρό αίμα της φυλής μας. Στις «Πικροδάφνες», η πίκρα ρέει σαν δηλητήριο στις φλέβες μας, ένας μιθριδατισμός που ωστόσο μάς διασώζει. Στα «Λυκόσκυλα» ρέει σαν απωθητικό, «είναι γνωστό πως τα σκυλιά μισούν την πίκρα», που πάλι μας διασώζει.
–Στο ποίημα «Famagusta Touring» γράφετε: «Στο αμφίρροπο φόντο ανατέλλει ένα κρίνο αναστέλλει τη νύχτα». Είσαστε αισιόδοξη για το μέλλον της πόλης που γεννηθήκατε;
Αν η Αμμόχωστος χαθεί, αυτό θα είναι αποτέλεσμα μιας σειράς λανθασμένων πολιτικών πράξεων. Είμαι αισιόδοξη με την έννοια ότι, αφού τα πράγματα έχουν οδηγηθεί στο χειρότερο σημείο, οτιδήποτε ακολουθήσει θα είναι προς το καλύτερο. Φυτρώνουν ακόμη στην χρυσή άμμο τα κρίνα του γιαλού, κι αυτό από μόνο του είναι άκρως αισιόδοξο.
–Δυο ποιήματά σας είναι αφιερωμένα στην Έλενα Ρεμπελίνα και την Άννα Μαραγκού. Τι θαυμάζετε σ’ αυτές τις γυναίκες;
Η Έλενα Τουμαζή, μια πολύ σημαντική ποιήτρια, σε όλη της της ζωή αναζητούσε το φως, την ελευθερία, την ομορφιά. Το ποίημα που της αφιερώνω έχει σχέση με τις τελευταίες μας ιδιωτικές συνομιλίες. Με την Άννα Μαραγκού μας συνδέει η αγωνία για την Κύπρο, αλλά και μια αρχαία, δυνατή, γυναικεία, κυπραία φωνή που αγωνίζεται να κρατηθεί και να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη.
–Η νέα σας ποιητική συλλογή προέκυψε από συνομιλίες με ανθρώπους που ζουν στα κατεχόμενα, τις ελεύθερες περιοχές και την Προβηγκία. Τι σημαίνουν για σας αυτοί οι τόποι και οι άνθρωποι;
Οι τόποι φέρουν ανεξίτηλα τα σημάδια των πολιτισμών που φιλοξενούν ανά τους αιώνες. Είναι σαν παλίμψηστα κείμενα που περιγράφουν την πορεία του ανθρώπου. Σκοτεινές και φωτεινές σελίδες εναλλάσσονται. Οι άνθρωποι είναι οι συγγραφείς αυτών των κειμένων. Ιστορήματα αγάπης και σκότους, συρράξεων και μόχθου, το αέναο ταξίδι του Οδυσσέα οίκαδε. Έτυχε πρόσφατα να περιπλανηθώ στους αμπελώνες της νότιας Γαλλίας, να συνομιλήσω με ανθρώπους αλλοδαπούς, αλλόγλωσσους μα όχι ξένους. Να καθίσω σε φιλόξενες αυλές στο Ριζοκάρπασο και στο Λα Καντιέρ–ντ’ Αζούρ, να περπατήσω στα όρη και στους γκρεμούς της Καρπασίας και της Προβηγκίας, να πορευθώ με Βαρωσιώτες στις πεθαμένες γειτονιές της Αμμοχώστου. Ποίηση είναι η τέχνη της συμπύκνωσης των εικόνων, των αφηγήσεων και των αισθήσεων, σε μια κάψουλα εντάσεων με αναγεννητικές ιδιότητες. Αυτά προσπάθησα να διαφυλάξω γράφοντας τα «Λυκόσκυλα».
-Έχετε μια σημαντική δράση στα πολιτιστικά της Λάρνακας, την πόλη όπου ζείτε σήμερα. Πώς είδατε τη νέα δυναμική που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια σ’ ό,τι αφορά τις τέχνες στην πόλη;
Ζω και δημιουργώ στη Λάρνακα για πενήντα χρόνια. Περπάτησα κάθε δρόμο της, γνωρίζω την ιστορία της, εργάστηκα με πάθος στα σχολεία της, αφιέρωσα ατελείωτες ώρες σε λογοτεχνικά και πολιτιστικά δρώμενα. Η νέα δυναμική που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια δεν είναι τυχαία. Είναι αποτέλεσμα σοβαρής και συστηματικής εργασίας των ανθρώπων και των ομάδων που δραστηριοποιούνται στον πολιτιστικό τομέα. Είμαστε συντονισμένοι, έχουμε όραμα και εργαζόμαστε με ζήλο. Υπάρχει ενθουσιασμός και καθημερινή συμμετοχή από πολίτες όλων των ηλικιών. Ο πολιτισμός συμβαίνει με χίλιους τρόπους, ακούγεται δυνατά σε κάθε δρομάκι, τον συναντάμε σε κάθε πλατεία. Και είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτό.
.
.
ΣΤΕΛΛΑ ΑΛΕΞΙΟΥ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 20/8/2021
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
Τη γνώρισα μέσα από την πρόσφατη ποιητική της συλλογή «Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Συνομίλησα με την Αγγέλα Καϊμακλιώτη για τις Πικροδάφνες, την ποίηση και την τέχνη.
-Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα. Αινιγματικός τίτλος και κάπως παραπλανητικός. Θα ήθελα να μου πείτε τα στοιχεία που οδήγησαν στο όνομα του τίτλου της συλλογής.
Ο Κώστας Μόντης έγραψε «εμείς τζιαμέ, ελιές τζιαι τερατσιές πάνω στον ρότσον τους» αντικατοπτρίζοντας τους Κύπριους εκείνης της εποχής που ήταν κατεξοχήν αγρότες, ανθεκτικοί, παραγωγικοί, άνθρωποι του μόχθου και της υπομονής. Εγώ γράφω για τις Πικροδάφνες. Είμαστε οι Πικροδάφνες. Μεγαλώνουμε σε αυτό το ακροκέραμο του ελληνισμού αιώνες τώρα, αειθαλείς και ανθεκτικοί, γίναμε εκ των πραγμάτων αυτοφυείς καθώς η εθνική μοναξιά, μας έχει ρίξει στο έλεος των ανέμων, σε άνυδρα εδάφη. Το φαρμάκι και η πίκρα έγινε πλέον τοξική ουσία που μας πλημμυρίζει. Παρόλα αυτά συνεχίζουμε να ανθίζουμε, να αντέχουμε και να υπάρχουμε στα πεζοδρόμια της ιστορίας. Το «κούρεμα» ως σημαινόμενο, ας παραμείνει ελεύθερο να ερμηνευθεί από τον αναγνώστη.
-«Ένας επαρκής αναγνώστης συχνά ανακαλύπτει στα γραπτά άλλες τελειότητες από εκείνες που ο συγγραφέας έβαλε και συνέλαβε και τους αποδίδει πιο πλούσιες έννοιες και απόψεις», γράφει ο Μονταίν σε δοκίμιό του. Εισπράττετε την άποψη αυτή μέσω των διαφόρων κριτικών ή και συζητήσεων που γίνονται για το έργο σας;
Θα έλεγα πως η αποτίμηση ενός λογοτεχνικού έργου είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των κρίσεων άλλων αναγνωστών ή κριτικών. Η ανάγνωση της λογοτεχνίας δεν είναι ένα είδος μονόδρομης επικοινωνίας, αλλά βασίζεται στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη. Η σχέση αυτή αφορά στον ενεργητικό αναγνώστη, αυτόν δηλαδή που θα προσεγγίσει το ποιητικό κείμενο με διάθεση εξερευνητή ή αναζητώντας μια αισθητική απόλαυση. Έχει συμβεί, επαρκείς αναγνώστες του έργου μου να οικειοποιούνται ένα ποιητικό κείμενο, να το ερμηνεύουν με απρόσμενο τρόπο, να εντοπίζουν τις μυστικές του πηγές και τα ξέφωτα. Αυτό όμως δεν είναι και το ζητούμενο; Η αποκάλυψη δηλαδή του νοήματος ή των νοημάτων, να δημιουργήσει νέες αισθητικές προσεγγίσεις ή να προκαλέσει πρωτότυπες νοητικές προσλήψεις, συνεισφέροντας με αυτό τον τρόπο στην οικοδόμηση της διηνεκούς λογοτεχνικής πορείας.
-Σε πρόσφατη συνέντευξή σας ξεχωρίσατε τον Κ.Π. Καβάφη. Τι είναι αυτό που σας ελκύει στην καβαφική ποίηση;
Αγάπησα πολύ νωρίς τον ποιητικό τρόπο του Καβάφη. Κυρίως την τραγική ειρωνεία ως ποιητική προσέγγιση του κόσμου και των γεγονότων. Το βλέμμα του ποιητή που μετεωρίζεται αδιάκοπα ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και στην ειρωνική του φαντασία. Είναι ο τρόπος του, είναι μια ζωτική ανάγκη να παίρνει την απαιτούμενη απόσταση από τα πράγματα και τα τεκταινόμενα για να αντιμετωπίσει τη σύγκρουση ανάμεσα στη βαθύτερη επιθυμία και στην πραγματικότητα. Η καβαφική ειρωνεία λειτουργεί πρωτίστως στην απουσία και στη σιωπή, στις σκέψεις και στα συναισθήματα που υπονοούνται, που κρύβονται πίσω από τις λέξεις. Υπάρχει μια λιτότητα, μια αποσιώπηση, μια υπεροπτική ταπεινότητα που όμως λειτουργεί εκκωφαντικά οδηγώντας στη συγκίνηση και στην κάθαρση.
Η ΣΑΤΙΡΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
-Επιστρέφω στις Πικροδάφνες και συγκεκριμένα στην ενότητα «Μπετόβεν στο λάπτοπ». Τρία ποιήματα τα οποία έχω ξεχωρίσει δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, πως μέσα από αυτή τη συλλογή προκύπτει η ανάγκη για έναν κόσμο πιο όμορφο και πως μοχθείτε γι’ αυτό: «Γκρι», «Ποιητική βραδιά», «Έβρεξε λέξεις». Συνειρμικά αναλογίζομαι τους Εαυτούληδες του Γιάννη Σκαρίμπα: «Α! … τι θίασος λίγον τι από αλήτες/ μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους/ έτσι ως έμοιαζαν – με πρησμένες τις μύτες –/ παλιάτσους». Στίχοι που αντιστέκονται στους «παλιάτσους», τους «Τίτλους», τους «κόλακες», τους «νάρκισσους». Κατορθώνει η ποίηση να τους ξορκίσει;
Τα ποιήματα τα οποία έχετε ξεχωρίσει έχουν σατιρική διάθεση. Η σάτιρα στον ποιητικό λόγο είναι ένας άλλος τρόπος προσέγγισης του κόσμου που προτιμώ όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Είναι φαρμάκι και φάρμακο, είναι το αλάτι του λόγου που καυτηριάζει τις ασθένειες της κοινωνίας, την ηθική αισχρότητα και την παρακμή. Από αρχαιοτάτων χρόνων, αυτοί οι «παλιάτσοι», οι «κόλακες», οι «νάρκισσοι», οι «σαλτιμπάγκοι», οι «ληστές», οι «καλικάντζαροι», πρόσωπα που αναφέρονται στις «Πικροδάφνες», παρουσιάζονταν στο αρχαίο δράμα, ως «σάτυροι», ως «τραγοπόδαροι», ως «κερασφόροι» ακόλουθοι των ξέφρενων Βακχικών οργίων που ακολουθούσαν τις μεγάλες τραγωδίες. Γράφω λοιπόν και σατιρική ποίηση, νομίζω πως ταιριάζει σε αυτούς τους καιρούς της ηθικής αισχρότητας που διανύουμε. Έχω την βαθιά πεποίθηση πως η σάτιρα είναι κατεξοχήν πολιτική ποίηση, ένας μοχλός αντίστασης στη διαφθορά, η οποία δυστυχώς έχει πλήξει τις δομές της κοινωνίας, τα ήθη και το σύστημα των αξιών σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και εκκλησιαστικό επίπεδο.
Η ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
-Ενεργή ποιήτρια, εναργής γραφή. Ο στίχος ρέει με φυσικότητα στις Πικροδάφνες και ο σύγχρονος αναγνώστης αισθάνεται μια εξοικείωση με τη γραφή σας. Συν-βιώνει, συμπορεύεται εντέλει γοητεύεται. Κλείνω με τη Μαρία Πολυδούρη, μια γυναικεία μορφή της Γενιάς του ’30, και ένα ποίημα της συλλογής Ηχώ στο χάος, στο οποίο απευθύνεται στον ρυθμό και στη ρίμα: «Χαίρε, Ρυθμέ και Ρίμα./ Σας χαιρετίζω». Εσείς πως θα χαιρετίζατε τα δύο αυτά ποιητικά εργαλεία;
Θέλω να είναι ειλικρινής και τίμια με τον εαυτό και με τη γραφή μου. Είναι ο μόνος τρόπος επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό. Για να συγκινήσεις, άρα να πείσεις, πρέπει προηγουμένως να συγκινηθείς βαθιά από αυτά για τα οποία γράφεις. Η ποίηση όπως και κάθε είδος τέχνης έχει τους δικούς της κανόνες, μέσα από τους οποίους πραγματώνεται και συγκινεί. Για την ποίηση δομικά στοιχεία είναι ο εσωτερικός ρυθμός και μια ιδιαίτερη καλλιέργεια του λόγου. Δεν είναι εύκολο να ορίσουμε τι είναι και πώς επιτυγχάνεται αυτός ο εσωτερικός ρυθμός. Ίσως είναι η επιτυχημένη εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, ή ακόμα η κατάλληλη επιλογή και τοποθέτηση λέξεων έτσι ώστε να δημιουργείται μια μουσικότητα. Για τα σατιρικά ποιήματα προτιμώ την εξωτερική ομοιοκαταληξία, ή ρίμα, επειδή δημιουργεί μια θεατρική διάθεση. Βεβαίως ένας σωστός ρυθμός και μια προσεγμένη ρίμα δεν κάνουν ένα καλό ποίημα. Χρειάζεται και μια άλλη ουσία συνδετική, χρειάζεται η εμπνευσμένη επίσκεψη των λέξεων και των νοημάτων, αυτή που θα οδηγήσει τον/την δημιουργό στο ξέφωτο, εκεί δηλαδή όπου θα συμβεί η πραγματική και άξια λόγου ποίηση.
.
ΙΩΣΗΦ ΑΡΝΕΣ
TVXS 26/5/2020
Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη γεννήθηκε στην Αμμόχωστο. Είναι κάτοχος πτυχίου παιδαγωγικών και μεταπτυχιακού τίτλου στην εκπαιδευτική ηγεσία και πολιτική. Έχει επίσης μεταπτυχιακές σπουδές σε θέματα διαχείρισης κρίσεων και διαμεσολάβησης. Είναι διευθύντρια σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, πρόεδρος της Πολιτιστικής Ένωσης Λάρνακας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Πολιτισμού για Παιδιά και Νέους. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Για το εκπαιδευτικό της έργο έχει τιμηθεί με Gold Award στα βραβεία Cyprus Education Leaders Awards. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Έργα της έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες ποίησης και λογοτεχνικά περιοδικά. Η ποιητική της συλλογή Εκ του Σύνεγγυς έχει μεταφραστεί στα σερβικά και στα αγγλικά. Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα είναι η πέμπτη ποιητική συλλογή της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;
Η γλώσσα ως μια θεϊκή εφεύρεση, όπως το έθεσε Σωκράτης στον Πλατωνικό Κρατύλο, τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα, έχουν αλλάξει το νοητικό σύμπαν του ανθρώπου και δημιούργησαν τον πολιτισμό. Οι λέξεις και ο μυστικός τους κόσμος αποτελούσαν για μένα παιδιόθεν, την ώθηση και την πρόκληση για στοχασμούς, μονολόγους, σοφίσματα και γραφές. Αυτό που με ωθεί λοιπόν να γράφω είναι μια βαθύτερη ανάγκη να αμφισβητώ και να διευρύνω την πραγματικότητα κάνοντας αυθαίρετες αντιστοιχίσεις εννοιών και αντικειμένων. Έτσι θέτω τις λέξεις αντιμέτωπες με τις συνέπειες τους και δίνω στα γεγονότα, μέσω των λέξεων και της γραφής, διαστάσεις που ξεπερνούν τον χώρο και τον χρόνο, αποδίδοντας δικαιοσύνη και εξισορροπώντας τις αντιφάσεις του βίου μου. Διατηρώ δηλαδή τις δομές των συναισθημάτων και των αισθήσεων, αναδομώντας ή ανατρέποντας τα γεγονότα. Το ζητούμενο για μένα είναι γράφοντας να δημιουργώ ένα καινούριο νοητικό πεδίο, μέσα στο οποίο να γεννιέμαι ως άλλη και να γεννώ το άλλο. Οι λέξεις είναι οι σπόροι μου.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσάς να καταφέρετε να εκφράσετε τη σκέψη σας πάνω στο χαρτί;
Η γραφή είναι μια δεξιότητα αναμορφωτική. Μέσα από την παλιρροιακή δίνη των συλλογισμών και των αισθήσεων μπορεί να αναδυθούν ιστορίες ή ποιητικές φόρμες που εκφράζουν βαθύτερα ένστικτα, εικόνες ή ανάγκες. Απροσδόκητα συμβαίνει η σύλληψη της ιδέας. Το δύσκολο μέρος είναι η σχηματοποίηση του αφηρημένου σε κειμενικό σώμα και το εύκολο είναι να εκφραστεί στο χαρτί. Η διαδικασία είναι δημιουργική και ανακουφιστική, θα τολμούσα να πω λυτρωτική. Δεν είναι θέμα δηλαδή ευκολίας ή δυσκολίας. Για μένα ήταν θέμα ζωτικό, ζωοφόρο και ζωογόνο. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για μια μέλισσα να μετατρέψει τη γύρη σε μέλι; Απλώς συμβαίνει σε μια θαυμαστή αλλά αναπόδραστη πορεία .
Ποιες είναι οι επιρροές σας;
Με έχουν επηρεάσει τα μεγάλα κείμενα: Τα αρχαία έπη, οι αρχαιοελληνικές τραγωδίες, οι δοξαστικοί ψαλμοί. Με έχουν συνεπάρει οι μεγάλες ιδέες: η ελευθερία, η αρετή, ο έρωτας. Με έχουν γοητεύσει τα μεγάλα πνεύματα: Ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης, ο Αϊνστάιν. Έχω διαβάσει πολύ, έχω ονειρευτεί πολύ, έχω εργαστεί πολύ, έχω αγαπήσει πολύ. Αυτές είναι οι επιρροές μου. Θέλω να γράφω γιατί νιώθω ότι κάθε φωνή έχει αξία και λόγο ύπαρξης στη δημιουργία της παγκόσμιας φωνής, ενός παλίμψηστου φωνητικού κειμένου που κυλάει μέσα στο αρχαίο ποτάμι της ιστορικής συνείδησης.
Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σας;
Κεντρικό θέμα σε όλες τις προσεγγίσεις της γραφής μου είναι ο άνθρωπος. Πώς το είχε πει κάποτε ο Μπρετόν; «Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση». Με απασχολεί η σχέση του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα χώρο, το ταξίδι του και η δράση του μέσα στο χρόνο, το μεγαλείο του όταν αναμετριέται με την παντοδυναμία της φύσης, η αγάπη του για την αθανασία, όταν συνομιλεί με το θεϊκό στοιχείο. Διερευνώ τα όρια του εαυτού, τη δυναμική και τη δυνατότητα του να σχετιστεί και να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Να υπερβεί την ανθρώπινη φύση του, να βυθιστεί στα έγκατα της ύπαρξης ή να αναδυθεί σε ουράνια ύψη. Ό, τι κι αν γράψω έχει χαρακτήρα υπαρξιακό ακόμη κι αν φαίνεται απλό. Κυρίως όταν φαίνεται απλό.
Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.
«Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα», εκδόσεις Βακχικόν, 2020, ένας ακόμη ποιητικός τίτλος, το έκτο μου βιβλίο. Ένα βιβλίο με πενήντα δύο ποιήματα, μοιρασμένο στα δύο, με διαφορετικούς υπότιτλους. Το πρώτο μέρος με υπότιτλο «Ημερολόγιο Οδοφράγματος» και το δεύτερο μέρος με υπότιτλο «Μπετόβεν στο λάπτοπ». Τίποτα δεν είναι τυχαίο, όλα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Τα υπόλοιπα βέβαια αφήνονται στον αναγνώστη που καλείται αν επιθυμεί να αποκωδικοποιήσει ή να συμμετάσχει στο ποιητικό γίγνεσθαι. Άλλωστε ένα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ. Ίσως μάλιστα κάποια ποιήματα να γίνονται καλύτερα ή να ολοκληρώνονται ενώ ωριμάζουν μέσα στις σελίδες του βιβλίου ή ακόμη όταν ανθίζουν μέσα στην σκέψη του αναγνώστη που τα ερμηνεύει ή τα κατανοεί ή τα απολαμβάνει.
Οι πικροδάφνες μου, έχουν εκδοθεί μέσα σε ένα παγκόσμιο κυκεώνα, στη δίνη της Πανδημίας του 21ου αιώνα, στο μεταίχμιο θα έλεγα δύο εποχών. Τίποτα δεν θα είναι πλέον όπως το γνωρίσαμε, γινόμαστε μάρτυρες και πρωταγωνιστές ιστορικών γεγονότων. Παρόλα αυτά ένα τυπωμένο βιβλίο, ποιητικό ντοκουμέντο μιας εποχής, φτιαγμένο από χαρτί και μελάνι, που έχει σελίδες, μήκος και πλάτος, που είναι δηλαδή ένα σώμα με βάρος, υφή και μυρωδιά, μπορεί να έχει και μια άλλη σημασία σήμερα, καθώς μεταβαίνουμε στην εποχή των διχτύων, της τηλεκπαίδευσης, των ασώματων επαφών και των αόρατων κινδύνων.
Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Συγγραφέας γεννιέσαι κι αν το πιστέψεις γίνεσαι. Αν έχεις την ικανότητα να ερμηνεύεις ως θαύματα τα πράγματα που για άλλους απλώς συμβαίνουν, αν μπορείς να διακρίνεις σκιές και φώτα πίσω από τα σώματα και τις λέξεις, αν καταφέρνεις να αφηγείσαι ιστορίες με τρόπο που δεν έχουν ειπωθεί ξανά, τότε θα έλεγα πως έχεις γεννηθεί συγγραφέας. Για να γίνεις όμως συγγραφέας πρέπει να εργαστείς σκληρά κι εντατικά. Δεν υπάρχει δημιουργία χωρίς κόπο.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τομέα της λογοτεχνίας τι θα ήταν αυτό;
Θα ήθελα η λογοτεχνία να συνεχίσει να ανθίζει και να μοσχοβολάει κάνοντας την ζωή μας καλύτερη, γεμίζοντας δημιουργικά το χρόνο μας. Οι συγγραφείς να μπορούν ελεύθερα να γράφουν. Η λογοτεχνία να έχει χώρο και χρόνο στο σχολικό πρόγραμμα μέσα σε συνθήκες αισθητικής απόλαυσης. Θα ήθελα να συνειδητοποιήσουν όσοι βρίσκονται στα ψηλά δώματα όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, ότι τόσο η προώθηση της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση όσο και η ενίσχυση της λογοτεχνικής παραγωγής είναι σημαντικές επενδύσεις για την κοινωνική ευημερία και την ανάπτυξη του πολιτισμού.
Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια;
Η συγγραφή είναι μια ενασχόληση που με ευχαριστεί. Υπάρχουν έργα στον υπολογιστή μου που είναι σε εξέλιξη. Πεζά και ποιητικά δρώμενα που προσδοκούν να γίνουν σώματα. Ο χρόνος θα δείξει. Διατελώ ευτυχώς σε μια δημιουργική ροή που επιμένει να καλλιεργεί τα μνημονικά της ίχνη φυτεύοντας τους σπόρους των λέξεων. Επομένως όσο οι νοητικές μου δυνάμεις αντιστέκονται στη λήθη θα γράφω.
Μια ποιήτρια καταθέτει- Συνέντευξη με την ποιήτρια Αγγέλα Καϊμακλιώτη
Του Αντρέα Πολυκάρπου
Η ποίηση δύναται να γίνει η κραυγή του ανθρώπου, η δύναμη του λόγου του. Είναι πεδίο αγώνα, αρένα. Εκεί ο ποιητής θα ορθώσει το ανάστημα του
Μέσα στην ποίηση της Αγγέλας Καϊμακλιώτη κυριαρχεί το ανολοκλήρωτο συναίσθημα της απουσίας αλλά και του στιγμιαίου μιας φευγαλέας ερωτικής – κάποιες φορές- ολοκλήρωσης. Ψεύτικη ολοκλήρωση με ένα συναίσθημα που γίνεται βίαιο εξαιτίας της ανακολουθίας της ίδιας της δομής της ζωής.
Έψαξε
εκείνος
την καρδιά της,
το χέρι του εκείνη.
Πόθησε
γυμνό το κορμί της
εκείνος,
γυμνή την ψυχή του
εκείνη.
Βάδισαν μοιραία
σε παράλληλους δρόμους
σε προορισμούς διαφορετικούς
χωρίς σταυροδρόμια.
Έπλεξαν
γέφυρα συνάντησης
με τις κλωστές του ονείρου.
Στην ποίηση της δεν χωράνε συναισθηματισμοί και δεν εμφιλοχωρεί το απαισιόδοξο μιας σύγχρονης μανιέρας που έχει καταντήσει νόθα.
Αντιλαμβάνεται τα γύρω της δρώμενα και τα δίνει μέσα από μια ποιητική ματιά συνυφασμένα με την υπαρξιακή αγωνία της συνέχειας του συναισθήματος και του δίκαιου μοιράσματος ανάμεσα σε εραστές αλλά και σε κοινωνικά όντα εν γένει.
Κατάφερε να φυτέψει
μιαν άσπρη ελπίδα
έξω απ’ τον τοίχο της φυλακής του.
Έσκαβε μήνες, χρόνια.
το τούνελ της απόδρασης.
Και τώρα, να!
Χωρά το χέρι του ολόκληρο.
Μέχρι τον αγκώνα.
Βούλιαξε στο χώμα μυστικά.
Τα δάκτυλα ελεύθερα
τον σπόρο φύτεψαν,
στα τυφλά ψαχουλεύοντας
κι ένα λουλούδι φύτρωσε.
Tώρα αυτός ανασαίνει
με μιαν αίσθηση ελευθερίας.
Όταν βγει, θα έχει άνθη
να φτιάξει ένα μπουκέτο.
Αντιλαμβάνεται τις σκιερές γωνιές της ψυχής αλλά δεν θέλει να αλλάξει κάτι. Δεν επιδιώκει με διδακτισμό να κρίνει. Αφήνεται στην ποιητική καταγραφή νιώθοντας την ανάγκη να δώσει με τη γραφή της όλα αυτά που οι άλλοι προσπερνούν.
Παρατηρεί, γράφει και νιώθει τους παλμούς των γύρω της τους οποίους και φιλτράρει μέσα στη χοάνη των στίχων.
Η έντονη μελαγχολία της δεν εγγράφεται σε ένα μαύρο καμβά αλλά αφήνει μιαν ανοιχτή χαραμάδα στις τίντες των χρωμάτων.
• Πως αντιμετωπίζετε την ποίηση: ως μια ταυτότητα ή ως μια ετερότητα μέσα στη σύγχρονη ζωή;
Αισθάνομαι ότι βιώνω την ποίηση ως έκφραση των συλλογικών αναπαραστάσεων σε σχέση με τα δικά μου βιώματα και ομολογώ πως την αντιμετωπίζω κυρίως ως ταυτότητα. Ταυτότητα που σχετίζεται πρωτίστως με τον τόπο μου και την εποχή μου.
Σε πρόσφατα ποιητικά ταξίδια στο Μιλάνο και στην Κωνσταντινούπολη επέλεξα να διαβάσω ποιήματα που σχετίζονταν με την ταυτότητα μου ως πρόσφυγας, ως γυναίκα, ως πολίτης του κόσμου που παρακολουθεί με αγωνία τις περιπέτειες των μεταναστών στη Μεσόγειο και στην Ευρώπη.
Έτσι δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι η ποιητική ταυτότητα μπορεί να είναι μονοδιάστατη ή δεδομένη αφού χαρακτηρίζεται από την ρευστότητα που μας συνοδεύει αναπότρεπτα, κατά τη διάρκεια της περιπέτειας της ζωής, χρονικά και χωρικά.
Αφού η πραγματικότητα μετατρέπεται, το ποιητικό «εγώ» επιλέγει συχνά να εκφράζεται ως «εσύ», «αυτό», «εμείς», «αυτοί».
Υφίσταται ας πούμε μια υποσυνείδητη ταυτότητα που με προτρέπει να αλλάζω, αναζητώντας συνέχεια τη θέση μου στο γίγνεσθαι. Ως εκ τούτου χρησιμοποιώ την ποίηση ως όπλο που καταργεί τα στερεότυπα καθώς θέτει συνεχώς νέα ερωτήματα.
• Ο ποιητής είναι μια περσόνα γύρω από τις λέξεις ή λειτουργεί με έναν ενστικτώδη ορμεμφυτισμό;
Ο ποιητής είναι μια ιδιαίτερη περσόνα. Κάποτε ταυτίζεται με τις λέξεις του οι οποίες είναι έννοιες, είναι σημασίες. Κρύβουν πίσω τους την ιστορία και τις «δομές του αισθάνεσθαι».
Ο ποιητής είναι ταυτόχρονα ο υπερασπιστής αλλά και ο χτίστης αυτών των δομών και της ιστορίας. Τα εργαλεία του είναι οι λέξεις.
Εντούτοις, ίσως η έμπνευση να συνδέεται περισσότερο με τον ενστικτώδη ορμεμφυτισμό. Θα σας αναφέρω ένα στίχο μου ο οποίος γεννήθηκε στο πλαίσιο αυτό: «Κάθε μου ποίημα για την άνοιξη, φυτρώνει ανεξέλεγκτα κι ερυθροφέγγει».
Ο ποιητής χρησιμοποιεί την έμπνευση ως πρώτη ύλη και χτίζει το ποίημα με τις λέξεις του, οι οποίες έχουν ένα ειδικό βάρος.
Έτσι πειραματίζεται με τις λέξεις και διαμέσου των λέξεων δημιουργεί ή και εξελίσσει την ποίηση ή και τον εαυτό του.
• Μπορεί η τέχνη να κλείσει τις πληγές των ανθρώπων μέσα σε μια ενδότερη υπαρξιακή διαλεκτική;
Νομίζω, πως ναι! Πολλοί έχουν μιλήσει για την θεραπευτική ιδιότητα της ποίησης, όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο αλλά κυρίως μέσα από αυτή την υπαρξιακή διαλεκτική.
Θυμάμαι πως όταν είχαμε παρουσιάσει την ποιητική μου συλλογή «Εκ του Σύνεγγυς», που εκδόθηκε το 2014 και στην οποία συμπυκνώνονται βιώματα της κυπριακής τραγωδίας του 1974, σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα, είχαν έντονη συγκινησιακή φόρτιση, παρόλο που για το θέμα αυτό έχουν γραφτεί τόσα πολλά.
Ένα ποιητικό κείμενο, με συγκεκριμένο ποιητικό ύφος, σε ανάλογη χρονική στιγμή, δοσμένο πετυχημένα με λέξεις που έχουν βαρύνουσα σημασία μπορεί να αναπτυχθεί ως διάλογος και να απαλύνει ατομικές ή συλλογικές πληγές.
Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί με όλες τις μορφές της τέχνης. Εξάλλου η τέχνη είναι μια πανανθρώπινη γλώσσα.
• Πιστεύετε ότι ακολουθείτε το δρόμο άλλων ποιητών ή ακολουθείτε μια μοναχική πορεία μέσα στη γραφή σας;
Παρόλο που πιστεύω πως οι ψυχές βαδίζουν μόνες, τα ποιητικά μονοπάτια οδηγούν στο ίδιο μέρος.
Πολύ νωρίς στη ζωή μου είχα γοητευτεί από τους μεγάλους ποιητές:
Από τον Όμηρο αρχικά και μετά από τον Καβάφη, στην εφηβεία από τον Ρίτσο και το Σαίξπηρ, νεότερη από το Σεφέρη, τον Έλιοτ και τον Πεσσόα. Αυτοί υπήρξαν οι δάσκαλοι μου.
Στην ποίηση τους εντοπίζω ακόμα τον εαυτό μου, μπορώ να συνομιλήσω με τα κείμενα τους. Όμως η γραφή μου είναι το δικό μου ποιητικό αποτύπωμα. Οι πατημασιές όσο ασήμαντες κι αν είναι αφήνουν το δικό τους ίχνος ακόμα και στα χιλιοπατημένα λημέρια της ποίησης.
• Ποιές εικόνες κρατάτε μέσα σας από τη ζωή σας; Ποιές εικόνες με άλλα λόγια εφορμούν στη γραφή σας;
Στη γραφή μου υπάρχουν οι άνθρωποι και οι τόποι που αγάπησα, που αγαπώ και που θα αγαπήσω. Εκφράζομαι ποιητικά επειδή αγαπώ, καθώς θεωρώ πως κάθε μορφή δημιουργίας σχετίζεται άμεσα με την αγάπη.
Στον αντίποδα της αγάπης υπάρχει ο φόβος, ο οποίος επίσης υπάρχει στη γραφή μου. Αναγνωρίζω και χαίρομαι την προφητική διάσταση του ποιητικού λόγου που ενίοτε προηγείται των γεγονότων.
Αυτή τη μαγική ιδιότητα της ποίησης, την υποσυνείδητη, την είχε εκφράσει τόσο πετυχημένα ο Φρόυντ με τη φράση: «Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί».
Επομένως, τα πάντα μπορούν να εφορμήσουν στη γραφή μου υπό το πρίσμα της αγάπης ή του φόβου ακόμα και μέσα από ασυνείδητες διαδικασίες, ως γνώση ή ως επίγνωση.
• Ποια ερωτήματα καλείται να απαντήσει ο ποιητής διαχρονικά αλλά και στο παρόν που ζούμε;
Νομίζω πως καθένας από μας θέτει ο ίδιος τα ερωτήματα που τον απασχολούν ή που τον βασανίζουν, αν αναφερόμαστε στα υπαρξιακά ερωτήματα. Απαντήσεις δεν υπάρχουν καθώς η ίδια η πραγματικότητα διαμορφώνει συνεχώς την αλήθεια. Ο ποιητής δεν είναι φιλόσοφος παρόλο που τον απασχολούν οι υπαρξιακοί γρίφοι.
Η λογική είναι εργαλείο του φιλοσόφου με το οποίο αποπειράται να δώσει απαντήσεις. Αν τα ερωτήματα είναι κοινωνικοπολιτικά, οικονομικά ή επιστημονικά, απαντήσεις καλούνται να δώσουν οι επιστήμονες.
Ο ποιητής γεννά συναίσθημα. Ενώ απορεί για το αιώνιο γίγνεσθαι και την αγωνία της ύπαρξης, απαντά στα δικά του ερωτήματα, τα οποία δεν υπακούουν στους φυσικούς νόμους ή στη λογική.
• Ποιο το νόημα της λέξης στην ποίηση; Μια απλή μορφή έκφρασης ή ένα ψυχικό αποτύπωμα;
Γλώσσα και νόηση είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Θα τολμούσα να ισχυριστώ πως ίσως λέξη και σκέψη αποτελούν τις δύο όψεις του ποιητικού νομίσματος, του ποιήματος. Η λέξη για τον ποιητή δεν είναι μια απλή μορφή έκφρασης αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η ψηφίδα με την οποία θα δημιουργήσει το δικό του ψηφιδωτό.
Για να αναπτυχθεί το ψηφιδωτό σε έργο ποιητικής τέχνης θα πρέπει ο ποιητής να διαλέξει σωστά τις κατάλληλες ψηφίδες- λέξεις έτσι ώστε στην άλλη όψη του ποιήματος να υπάρχει η σκέψη, το νόημα. Η κολλητική ουσία – καθοριστική για τη στερεότητα του ψηφιδωτού – είναι η ψυχή του ποιητή, αυτό που λέμε νόηση, ας το πούμε ψυχικό αποτύπωμα.
• Είναι η ποίηση το καταφύγιο του ανθρώπου;
Η ποίηση δύναται να γίνει η κραυγή του ανθρώπου, η δύναμη του λόγου του. Είναι πεδίο αγώνα, αρένα. Εκεί ο ποιητής θα ορθώσει το ανάστημα του, τις περισσότερες φορές ανυπεράσπιστος κι εκτεθειμένος και θα παλέψει με τα όπλα και τα εργαλεία του, που είναι οι λέξεις.
Η ποίηση είναι μορφή δημιουργικής αντίστασης. Μπορεί όμως να λειτουργήσει και ως προσωρινό καταφύγιο. Στα καταφύγια ξεκουράζεται άλλωστε το σώμα και το πνεύμα του ανθρώπου.
• Μπορεί ο κόσμος να ζήσει ποιητικά;
Ο κόσμος ζει ποιητικά από την αρχή της ιστορίας. Η πορεία του ανθρώπου στη γη έχει καταγραφεί κι εκφραστεί ανέκαθεν, ποιητικά, μέσα από ύμνους, ψαλμούς, έπη, δημοτικά τραγούδια και μοιρολόγια. Πιστεύω πως θα συνεχίσει να ζει και να πορεύεται ποιητικά εις τους αιώνες.
Συνέντευξη της Αγγέλας Καϊμακλιώτη στο Γραφείον Ποιήσεως
και στον Αντώνη Σκιαθά
1. Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντί σας τον εαυτό σας όταν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;
Η Αγγελική είναι ένα αεικίνητο, αισιόδοξο παιδί που ονειρεύεται πολύ. Αγαπά τη θάλασσα, τα βιβλία και τους ανθρώπους. Είναι μαχήτρια και δεν τα βάζει κάτω εύκολα. Στα εφτά της χρόνια γίνεται πρόσφυγας. Για την Αγγελική, κομβικό χρονικό σημείο ήταν η τουρκική εισβολή του 1974 όταν εκδιώχθηκε βίαια από το σπίτι της. Αφήνοντας πίσω τη μητέρα-πόλη Αμμόχωστο, μετά από παραμονή σε προσφυγικούς καταυλισμούς, την φιλοξένησε η θετή-μητέρα πόλη, η Λάρνακα, στην Αγγλική Λέσχη, ένα κτίριο που μετατράπηκε εκτάκτως σε προσωρινό καταφύγιο προσφύγων. Τα σημεία -σύμβολα που καθόρισαν τη ζωή της, βρίσκονταν όμως έξω από το χώρο και το χρόνο και ήταν τέσσερα: Απέναντι από τη Λέσχη ήταν και είναι μέχρι σήμερα το Μουσείο Πιερίδη. Εκεί μπαίνοντας λαθραία, στην αυλή του μουσείου, ανάμεσα στους σπασμένους κίονες, τα αγάλματα και τους αμφορείς περνούσε τις ώρες της η Αγγελική κι όταν την εντόπιζαν, κατέφευγε με τις ώρες στο βιβλιοπωλείο Εστία που βρίσκεται και λειτουργεί μέχρι σήμερα δίπλα από τη Λέσχη. Εκεί χανόταν ανάμεσα στους τόμους των βιβλίων και των παραμυθιών. Και μετά όταν επέστρεφε στη Λέσχη αντίκριζε στην είσοδο τον τεράστιο σωρό από ρούχα που μάζευε ο Ερυθρός Σταυρός για τους πρόσφυγες. Και βέβαια, λίγα μέτρα πιο πέρα, πίσω από όλα, πάνω από όλα ήταν η θάλασσα, η πηγή ζωής, η έμπνευση, η ελευθερία. Αυτοί ήταν λοιπόν οι βασικοί άξονες της ζωής της: Ιστορία και πολιτισμός, ελληνικά γράμματα, κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, ελευθερία. Πάνω σ’ αυτούς τους άξονες βαδίζοντας από τότε η μικρή Αγγελική, συνάντησε την Αγγέλα, η οποία σήμερα είναι διευθύντρια στο μεγαλύτερο σχολείο της ίδιας πόλης που τη φιλοξένησε το 1974 και συνεχίζει να είναι αεικίνητη, αισιόδοξη και μαχητική.
2. Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;
Η φωνή μου είναι η φωνή του τόπου μου. Αισθάνομαι ότι εκφράζω την ιστορία του, τους ανθρώπους του, τους φόβους και τις ελπίδες του. Ότι έχω χρέος να εκφράζω ποιητικά τον ελληνικό λόγο της Κύπρου. Σε πρόσφατο ποιητικό ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη είχα την ευλογία να απαγγείλω μεγαλόφωνα στην ελληνική γλώσσα. Αυτό θα συνεχίσω να κάνω. Η ποίηση είναι η παγκόσμια γλώσσα, μέσω της οποίας οι άνθρωποι ανεξάρτητα από τις διαφορές μας, προσεγγίζουμε την έννοια του θεϊκού στοιχείου στη ζωή μας. Είναι η συνεκτική ουσία της ταυτότητας των λαών αλλά παράλληλα και το όχημα με το οποίο συναντώνται οι πολιτισμοί. Έχω την αίσθηση μιας ευλογίας όταν η φωνή μου εκφράζεται ποιητικά και μιας ιδιαίτερης τιμής επειδή εκφράζεται ελληνικά.
3. Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;
Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, ο οποίος γεννήθηκε όπως κι εγώ, στην Αμμόχωστο. Αναφέρομαι βέβαια στον Κώστα Μόντη. Η κοινή μας καταγωγή, η αγάπη για την Κύπρο και τους ανθρώπους της, το καίριο και η αλήθεια των εκφερόμενων διαπιστώσεων στην ποίησή του, η επιδίωξη όχι του λυρισμού ή των ωραιοποιήσεων, αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας στη γραφή του είναι στοιχεία που αισθάνομαι ότι με συνδέουν με το μεγάλο ποιητή. Τον συνάντησα σε μια τρυφερή ηλικία όταν σπούδαζα στην Παιδαγωγική Ακαδημία και μάλιστα είχα την τόλμη να του δώσω το τετράδιο με τα πρωτόλειά μου για να μου πει αν αξίζουν. Η ενθάρρυνση που πήρα από αυτόν είναι κάτι που με συγκινεί έντονα σαν πατρική συμβουλή, τριάντα χρόνια μετά.
4. Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας ;
Είμαι τυχερή γιατί επαγγελματικά ανήκω στο χώρο της εκπαίδευσης κι έτσι ευτυχώς δεν περιμένω χρηματική ανταμοιβή από την ποίηση ή τη λογοτεχνία. Γράφω ποίηση γιατί αυτός είναι ο τρόπος που ζω, είναι μια βασική ανάγκη αλλά και σύμπτωμα του χαρακτήρα μου. Αισθάνομαι ότι μέσα από την ποίηση απελευθερώνω τη βαθύτερη εσωτερική φωνή και αυτό το βιώνω ως μια μορφή ελευθερίας. Εντούτοις γνωρίζω μέσα από τη δράση μου στο διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, ότι αρκετοί ποιητές δυσκολεύονται να εκδώσουν ή να παρουσιάσουν στο κοινό το έργο τους, καθώς τα βιβλία ποίησης πληρώνονται από τον ίδιο τον ποιητή και δυστυχώς δεν υπάρχουν ούτε προτείνονται στα ράφια των μεγάλων βιβλιοπωλείων. Ως Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου στηρίζουμε όσο μπορούμε τα μέλη μας για να παρουσιάσουν το έργο τους στο κοινό και να κάνουν κάποιες πωλήσεις.
5. Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι΄ αυτές;
Όταν κάποιος ζει ποιητικά δεν είναι δύσκολο να τον επισκεφθούν οι ιστορίες και τα σενάρια καθώς αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλός του. Η ιδέα είναι η σημαντική αρχή του κειμένου, ο λόγος, η άμωμος σύλληψη. Κατατίθεται αιφνίδια ως ζωηρή εικόνα ή έντονο συναίσθημα στο μυαλό και στην καρδιά. Αυτό που προκύπτει ως κείμενο είναι το προϊόν μιας δημιουργικής αλλά επίπονης διεργασίας. Αν υπάρχει φώτιση γεννιέται ποίηση και λογοτεχνία. Ο λογοτέχνης πρέπει να αποτυπώσει στο χαρτί το θαύμα, αυτό το κάτι που θα καταφέρει να ταράξει το μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη, που θα τον κάνει κοινωνό του θαύματος. Η καλή λογοτεχνία είναι πάντα ακαριαία, καίρια και διεισδυτική ανεξαρτήτως χώρου και χρόνου.
6. Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από αυτές των ομότεχνών σας;
Σκέφτομαι και γράφω με ποιητικό τρόπο παιδιόθεν. Εντούτοις άργησα πολύ να εκδώσω. Ίσως αυτό να είναι μια διαφορά. Όμως δεν με αφορούν οι ομοιότητες ούτε οι διαφορές με ομότεχνους. Αυτό που θέλω είναι να συνεχίσω να γράφω. Να συνεχίσω να μετατρέπω τα σκοτάδια μου σε φως. Μεγαλώνοντας, αντιμετωπίζω την ποίηση ως μαραθώνιο δρόμο όπου αυτό που μετράει αλλά και αξίζει τελικά είναι η αντοχή και οι ψυχικές δυνάμεις του αθλητή-ποιητή. Μια μοναχική διαδρομή που απαιτεί συνέπεια, ρυθμό και χρόνο.
7. Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;
Οι λογοτεχνικές αψιμαχίες είναι φαινόμενο διαχρονικό και αναπόφευκτο. Στις μέρες μας αντικείμενο διαξιφισμού είναι συνήθως οι λογοτεχνικές διακρίσεις και τα βραβεία. Θα ήταν ευχής έργο αν οι αψιμαχίες είχαν ως θέμα τους τις υψηλές ιδέες και τις πνευματικές αντιθέσεις γιατί τότε θα αναπτυσσόταν ένα δημιουργικός διάλογος.
8. Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;
Γράφω εφόσον ζω και έχω την ικανότητα και την αντίληψη να προσλαμβάνω τα θαύματα της ζωής όταν αυτά συμβαίνουν είτε γύρω μου είτε μέσα μου. Κυοφορώ τα ποιητικά θραύσματα και τις ποιητικές προσλήψεις του βίου μου τα οποία ενδέχεται να γεννηθούν οποιαδήποτε στιγμή. Δεν υπάρχει σχέδιο ή προμελετημένη πορεία. Αντίθετα, γοητεύομαι από το αναπάντεχο και την ανατροπή. Το μόνο δεδομένο είναι υποθέτω πως θα συνεχίσω να πορεύομαι και να αντιστέκομαι ποιητικά.
9. Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που η ίδια φιλοτεχνείτε;
Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν ξεχνιούνται. Θα ήθελα να παραμείνω στις καρδιές των ανθρώπων που με αγάπησαν. Εκεί θέλω να βρίσκεται το πορτρέτο που φιλοτεχνώ. Δεν έχω φιλοδοξίες λογοτεχνικές ούτε ζητώ δάφνες. Αν οι μαθητές μου, τα παιδιά μου, οι φίλοι μου και όσοι βρήκαν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους μέσα στα γραπτά μου, έχουν μια θέση για το πορτρέτο μου στον τοίχο της καρδιάς τους, αυτό είναι αρκετό. Πιστεύω πολύ στις ανθρώπινες σχέσεις. Οι άνθρωποι ολοκληρώνονται μέσα από τις συναντήσεις τους με τον άλλο. Ο χρόνος είναι σχετικός αφού η στιγμή μπορεί να φιλοτεχνήσει το ωραιότερο πορτρέτο και να το κάνει να φαίνεται ή να βιώνεται ως αιώνιο.
10. Πώς ορίζετε το ποίημα που «αντέχει τον χρόνο»;
Το ποίημα που αντέχει στο χρόνο είναι αυτό που δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε ή να θυμόμαστε ποιος το έγραψε. Αυτό που σιγοψιθυρίζουμε αυθόρμητα στις μικρές ή στις μεγάλες μας στιγμές, έστω κι αν από αυτό θυμόμαστε μόνο κάποιους στίχους. Σκεφτείτε τα δημοτικά τραγούδια και τα νανουρίσματα. Ανθεκτικά και διαχρονικά είναι επίσης τα μεγάλα έργα που άλλαξαν την ιστορία και την ανθρωπότητα. Είναι εντυπωσιακή η δύναμη της ποίησης. Και είναι πολλά τα παραδείγματα όπου ένα ποίημα ή ένα ποιητικό έργο ξεσήκωσε λαούς και τους οδήγησε στην ελευθερία. Σκεφτείτε τους εθνικούς ποιητές. Η ποίηση είναι το μεταφορικό μέσο της γλώσσας, του πολιτισμού και των δομών του αισθάνεσθαι δια μέσου των αιώνων.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 11/1/2015 ΜΕ ΤΟΝ ΠΙΕΡΗ ΠΙΕΡΗ
Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε την τελευταία σας ποιητική συλλογή;
Αφορμή. Μια προκλητική λέξη: το έναυσμα, η πρόφαση, η δικαιολογία. Ξέρετε οι ποιητές βρίσκονται πάντα σε κατάσταση αφορμής. Τα πάντα – σκέψεις, γεύσεις, παραστάσεις, αρώματα, μνήμες – μπορούν να εκραγούν μέσα τους και να γίνουν στίχοι. Αν η στιγμή της έκρηξης είναι φωτισμένη, μπορεί να συμβεί και η ποίηση. Μια τέτοια στιγμή ήταν θαρρώ για μένα το έναυσμα για να γράψω αυτό το κεφάλαιο της μαρτυρίας μου. Όλο αυτό το εγχείρημα είναι μια μορφή μαρτυρίας. Ήμουν λοιπόν στην κατεχόμενη Αμμόχωστο, την πόλη όπου γεννήθηκα, όταν καρφώθηκε στο μυαλό μου η πρώτη ιδέα. Ήταν πρωτίστως έντονο συναίσθημα που εκφράστηκε ως λόγος. Αν υπάρχει λοιπόν αυτό που λέτε, η αφορμή για τη δημιουργία της συλλογής «Εκ του Σύνεγγυς», είναι ίσως εκείνοι οι πρώτοι στίχοι για τη γενέθλια γη, την Αμμόχωστο.
Πώς επιλέγεται ποιο ποίημα θα μπει τελικά σε μια συλλογή και ποιο όχι;
Η διαδικασία της επιλογής είναι επίσης μια δημιουργική ενασχόληση. Όταν τα συναισθήματα και τα βιώματα γίνουν λόγος, όταν αισθανθώ ότι τέλειωσα το συγκεκριμένο ταξίδι, ότι προς το παρόν οφείλω να σιωπήσω, τότε αρχίζει η σταχυολόγηση. Μαζεύω τα γραπτά μου, τα αλωνίζω και όσα είναι σπόρος καθαρός, προσφέρονται για να γίνουν ψωμί-αντίδωρο. Εκεί υπάρχει πια ένα κείμενο που κατατίθεται ως μαρτυρία. Κάποια ποιήματα εξαιρούνται. Στην τελευταία συλλογή μου αισθάνομαι ότι κυρίως διέγραψα παρά έγραψα στίχους. Συνειδητά, μέσα από τις σιωπές, τα διάκενα, όσο πιο πυκνά μπορούσα, σκιαγράφησα τις μνήμες μου από τα τελευταία σαράντα χρόνια της ζωής στο νησί μας. Από το 1974 ως στο 2014. –
Ποιος στίχος σας είναι πιο έντονα χαραγμένος στο μυαλό σας;
Νομίζω πως στο μυαλό μου δεν υπάρχουν χαραγμένοι στίχοι. Οι στίχοι μου γεννιούνται, κυοφορούνται και μετά γράφονται. Στο μυαλό μου είναι μονίμως χαραγμένοι οι άνθρωποι και οι τόποι που αγάπησα. Θα έλεγα όμως πως αν γεννηθεί κάτι καινούριο, ένα ποιητικό σπινθήρισμα ας πούμε, τότε αυτό κρυφοκαίει και με ταλαιπωρεί μέχρι να γίνει στίχος και να καταγραφεί. Άρα με αυτή την έννοια μπορώ να ομολογήσω πως χαραγμένος στίχος στο μυαλό μου αυτή τη στιγμή είναι ο στίχος που δεν έγραψα ακόμη.
Μέσα απ’ τα ποιήματά σας κάνετε μια αναδρομή στο παρελθόν ενώ φαίνεται η αγωνία για το παρόν και το μέλλον. Τι είναι αυτό στο οποίο προσδοκείτε;
Έχω διαβάσει κάπου και νομίζω πως με εκφράζει σε μεγάλο βαθμό, ότι το παρελθόν είναι φάρος, όχι λιμάνι. Αν επιθυμούμε να βελτιώσουμε το παρόν μας και να δημιουργήσουμε το μέλλον μας, πρέπει να γνωρίζουμε και σεβόμαστε το παρελθόν μας. Με αυτή την έννοια αγωνιώ. Με αυτή την έννοια μνημονεύω το παρελθόν, αλλά ζω έντονα το παρόν και αισιοδοξώ για ένα καλύτερο μέλλον. Βρίσκομαι επαγγελματικά στο χώρο της εκπαίδευσης. Εκεί που καλλιεργείται η νέα γενιά, η ελπίδα μας, η μόνη σανίδα σωτηρίας. Τι προσδοκώ; Άλλη μια προκλητική λέξη αφού παραπέμπει στο σύμβολο της πίστεως. Προσδοκώ λοιπόν, ανάσταση του τόπου μας και ζωή του μέλλοντος των παιδιών μας. Αυτή είναι η αγωνία και η προσδοκία μου. Μου φαίνεται βέβαια πως δεν είναι αρκετές οι διαπιστώσεις και οι προσδοκίες. Χρειάζεται μεν το όραμα και η ελπίδα αλλά προπάντων η σκληρή δουλειά για να πάνε καλά τα πράγματα. Τα τελευταία γεγονότα που μας συνταράζουν, τα σκάνδαλα, οι αποκαλύψεις, η οργή του κόσμου, η απαίτηση για δικαιοσύνη, ίσως είναι η αρχή της εξυγίανσης. Θέλω να είμαι αισιόδοξη.
Πώς είναι να γράφει κανείς σήμερα έχοντας αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα; Είναι εύκολο να απομονωθείτε;
Γράφω επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Είναι μια βαθύτερη ανάγκη. Και δεν είναι κάτι που μπορώ να το ερμηνεύσω. Απλώς συμβαίνει. Ενίοτε είναι λυτρωτικό. Θα έλεγα ότι συνήθως προηγείται του γραψίματος μια φάση έντονης απογοήτευσης ή απομάγευσης του κόσμου. Μια περίοδος ασφυξίας. Εκεί η μοναχικότητα είναι πλέον επιλογή και δεν συνδέεται απαραίτητα με την παρουσία ή την απουσία άλλων ανθρώπων. Είναι η στιγμή που το δημιουργικό μέρος του εαυτού μου, η ποιήτρια, «αποσύρεται εντός της» για να μορφοποιήσει αυτό που κυοφορεί. Δεν είναι θέμα ευκολίας ή δυσκολίας. Είναι θέμα ανάγκης και μπορεί να συμβεί οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή. Άλλωστε ο κόσμος είναι κυρίως έμψυχος και νοερός αφού τα σημαντικότερα συμβαίνουν έτσι κι αλλιώς εντός μας. Οι αφορμές ενδεχομένως ανιχνεύονται στην «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» αλλά δεν είναι η ουσία.
Σήμερα, ποιο βιβλίο βρίσκεται δίπλα στο κομοδίνο σας;
Συνήθως δεν είναι ένα βιβλίο, είναι τουλάχιστον πέντε. Διαβάζω παράλληλα, ανάλογα με την ψυχική μου διάθεση. Σε κάποια έργα, μου αρέσει να επιστρέφω και να τα ξαναδιαβάζω. Αισθάνομαι ότι κάθε φορά φωτίζεται μια νέα οπτική, μια γωνιά που ήταν αθέατη στην προηγούμενη ανάγνωση ή ότι βαδίζω σε μονοπάτια που προσπέρασα βιαστικά και θέλω πια να τους αφιερώσω χρόνο, να ανακαλύψω τα κρυμμένα δώρα, τις αλήθειες. Αυτή τη στιγμή διαβάζω ξανά «Το άρωμα», του Πάτρικ Ζίσκιντ και «Το βιβλίο της ανησυχίας», του Φερνάντο Πεσσόα
ΠΙΕΡΗ ΠΙΕΡΗΣ
Κυρία Καϊμακλιώτη είμαι φανατική θιασώτης της ποίησής σας!! Είστε εξαιρετική!! Δεν έχω λόγια να εκφράσω τον θαυμασμό μου.
Σας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο! Άργησα πολύ να το δω. Να είστε καλά, Ιωάννα!