ΧΑΡΑ ΧΡΗΣΤΑΡΑ

H Xαρά Xρηστάρα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1957. Σπούδασε στο Παρίσι κοινωνιολογία, γλωσσολογία, εθνολογία και εθνομουσικολογία και είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος κοινωνικής ανθρωπολογίας από την E.H.E.S.S. Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Έχει εκδώσει δεκαέξι ποιητικές συλλογές και τρεις συγκεντρωτικές εκδόσεις. Η Χαρά Χρηστάρα έφυγε από τη ζωή στις 19 Δεκεμβρίου 2021.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ποιήματα 1981-2015, Μανδραγόρας 2015
Αυτοανθολόγηση 1981-2010, Μανδραγόρας 2014
Παρουσίες – απουσίες, Μανδραγόρας 2014
Δωρικά, Μανδραγόρας 2010
Ποιήματα 1981-2008, Μανδραγόρας 2009
Υπόγεια ρεύματα, Μανδραγόρας 2008
Οπτικό πεδίο, Νέα Πορεία 2002
Το παρασύνθημα ξεχάστηκε, Νέα Πορεία 2002

 

βιβλιο

 

ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ (1986-1990)

ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ

Ελαφροκίνησε την άκρη
των δάχτυλων του ποδιού
κι έχυσε μέσα μου τον έρωτα
επάνω που κοιμόταν

το ανάκτορο του στήθους της
ανέμισε απ’ την αναπνοή της

ανοίγοντας τα βλέφαρα γίναν λουλούδια

έγινα δύτης στον ωκεανό της ομορφιάς
κι ο αφρός της επιφάνειας
τραγούδησε το όνομα
Αφροδίτη

αγγίζοντας το βάθος του κορμιού της
υψώθηκα
ως το μελάνι της γραφής

το τίναγμα του κεφαλιού της
μου υποσχέθηκε
μολύβι από τα βλέφαρά της

σταλαγματιές από τα μάτια της
στεριώσανε ένα σταλακτίτη

ανηφορίζοντας την απορία μου
την έσφιξα στην αγκαλιά μου

κι απ’ την ανάσα της
απελευθέρωσα φιλιά

 

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ

Λυγμός ανασηκώθηκε μέσα μου το άγγιγμά της
Στα μακριά της δάχτυλα χαμογελώντας τότε
κυλίστηκα στα πόδια της γεμάτη αναμονή

Ανάσες απ’ το βλέμμα της με φίλησαν στα μάτια
Ανυποψίαστα όνειρα τύλιξαν το κορμί της
Ο έρωτας ξεχύθηκε με ορμή στα βλέφαρά της

Κι ανηφορίσαμε μαζί

ΑΝΑΦΥΛΛΗΤΟ

Το φύλο της αναδεύτηκε
σαν αναφυλλητό
υψώθηκε ως τα μάτια μου
με φίλησε στο στόμα

η ηχηρή του αναπνοή
ξεπήδησε σαν δύτης
προβάλλοντας απ’ το νερό

ημερωμένη ύστερα
πέταξε ως τ’ αστέρια

ΜΕΣΗ ΛΥΣΗ

Σαν έπιασα στο χέρι το μολύβι
τα τιτιβίσματα καλοκαιριάτικων πουλιών
έψαλαν τη χαρά μου

Όμως η αποξένωση
από κρυφά κομμάτια του εαυτού μου
όρθωσε τείχος από θόρυβο
σαν πόλη πού γκρεμίζει ανελέητος σεισμός

Δεν μένει πια παρά να
πετάξω
στην τελική ευθεία του κινδύνου

αναζητώντας
τα στερνά μου απομεινάρια

αναχαιτίζοντας
την ιερή μανία τους
πού διαλύει τούς αρμούς
κάθε συνθετικής προσπάθειας
κάθε προσπάθειας μέσης λύσης

ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Στην αδελφή μου Χριστίνα

Ταξίδεψα σέ
λιβυκή χώρα ηβική
με πρόδωσαν
οι γερανοί του Ιβύκου

Τί απομένει;

Τις πύλες τού Άδη να περάσω
την Ευρυδίκη για να βρω
κρατώντας λύρα
με λυρικά τραγούδια
να ξορκίσω
τον Κέρβερο, τούς φύλακες και τούς θεούς
του Κάτω Κόσμου
μα στην επιστροφή να μην κοιτάξω πίσω

Δίκιά μου η Ευρυδίκη
για να μείνει

ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ

Στην Κασσιανή Φελέκη

Μοναχικοί περίπατοι
στην παραλία των λέξεων

οι γλάροι πάνω από τη θάλασσα
κρωγμοί
λόγια ανείπωτα
πού έχουν έτσι μετεμψυχωθεί

κι άλλα πού έχουνε μεταναστεύσει
σέ κλίματα θερμά
σέ ξένους τόπους
απ’ οπού ο γυρισμός
είναι σαν χάντρα πού ακτινοβολεί
σαν δάκρυ
σαν διαμάντι

σαν πυρσός που σιγοκαίει
μα κινδυνεύει να φουντώσει
σαν χάδι
σα σιωπή

 

ΝΕΡΟ, ΛΙΓΟ ΝΕΡΟ

Στον Θεμιστοκλή Κατριό

Ο λύκος πάνω από το σώμα
αυτό είναι ένα καινούργιο πρόσωπο
—κάθε μου πρόσωπο σέ άλλο ήχο—

Έσπασε η συνέχεια των πραγμάτων
ρωγμές στην άλλοτε στιλπνή επιφάνεια

ψεύτικα λόγια καρδαμώνουν τη σιωπή

μια εσωτερική αναταραχή
αναβοσβήνει φώτα S.O.S.
και κρούει κώδωνα κινδύνου

Παλιός γνώριμος
ο θόρυβος, ο θόρυβος που σκούζει

έφεξε
και οι δουλειές της νύχτας
υφάνανε τα σήμαντρα της μέρας
που σωπαίνει

Νερό, νερό
λίγο νερό

 

ΑΝΑΛΑΜΠΕΣ ΣΩΜΑΤΩΝ (1981-1991)

ΣΦΡΙΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΙΝΟ

ΦΛΟΙΣΒΟΣ ΦΙΛΙΩΝ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ

Τα φύλλα της γραφής φτεροκοπούν
στου φλοίσβου των φιλιών το συναπάντημα

στην παραλία νιότης
νυχτερινής
καλοκαιριάτικης

στη μνήμη των σωμάτων
πού χαράχτηκαν από την έλξη τους

στο αναμμένο κάρβουνο της γλώσσας
που ανασαίνει συνωμοτικά
να κάψει τους φραγμούς
που την παιδεύουν

Βρίσκομαι ’κει
που το παρόν είν’ ένα με το παρελθόν

μόνον υπάρχω

ο χρόνος δεν κυλά να μας χωρίζει—
το πριν το τώρα το μετά να διαμελίζει

σε κάποιο τέρμα να οδηγεί τα βήματα μας
αργά και σταθερά

Βυθίζομαι στις πρώτες,
τις χαμένες μνήμες

 

MUSIQUE DE CHAMBRE

Χρώματα, σχέδιο, πινελιές των αισθημάτων
– όλες οι αισθήσεις μου να συμμετέχουν-
χτυπούν ένα κουδούνι ελπίδων

Ομίχλη,
σύννεφο καπνού στο βλέμμα
και μέσα από κει να ξεπροβάλλουν
φιγούρες ποθητές, αγαπημένες,
που μου φεύγουν

μέσα σέ νότες μουσικής στο πιάνο
σέ νότες μέσα λαμπερές μελαγχολίας
κρυστάλλινες

Το κύλισμα των ήχων
φανερώνει ελλείψεις

Μαχαίρι
δίκοπο η γοητεία

 

ΜΟΝΟΠΕΤΡΟ

Στον φλοίσβο το γλυκόφωνο
τ’ όνομα της Σαπφώς ηδονικό

και το μονόπετρο όρθιος φαλλός
μέσ’ απ’ τη θάλασσα να με κοιτάει

πλάι στα φώτα
που αχνίζουν στο σκοτάδι
κάτω από λάμψεις φεγγαριού
και αστεριών

Κατρακυλώντας μέσ’ στη νύχτα τις πλαγιές σου
μέσ’ στα βελούδινα τα στήθη σου γλιστρώντας

το βάθος σου άγγιξα που σπαρταράει
με σμίλη σκάβοντας σιωπηλά
στους κραδασμούς σου

Οι κινήσεις μακραίνουν τα χέρια τους
πάνω από προεξοχές
βράχων τής φαντασίας

Ο στίχος ξεχασμένος
στη μέση του ονείρου μου-

ιστός τής κίνησης
μιας λόγχης

ΣΤΡΟΒΙΛΟΙ

Στρόβιλοι γύρω
απ’ τ’ όνομά σου

λυγμός στο σκάμμα
τής φωνής μου

φούγκας φιγούρες αιματόβρεχτες
περιδινούμενες σαν τη σελήνη

 

ΣΚΑΜΜΕΝΗ ΑΠΟ ΣΕΝΑ

Σκαμμένη από σένα
χαραγμένη ή φωνή μου

μέχρι τη ρίζα μου
ο λυγμός
μου βυθίζεις μέχρι τη ρίζα
το μαχαίρι

μέχρι τον πυρήνα

Με πυρπολούν οι ελπίδες
οι αβέβαιες

φωτιά τα λόγια
και τα χάδια σου
που αδίσταχτα τρυπώνουν μέχρι
το μεδούλι

Σκάβεις, σκαλίζεις μέσα μου
αμετανόητα ακατάπαυστα
με φτυάρια
με σκεπαρνιά

πιο τρυφερά εργαλεία
περίμενα από σένα
πόνους πιο γλυκούς

νόμισα θα ‘σουν δίπλα μου
θωπεία καθαρτική
μέσα μου υγρό μαλακτικό-
όχι υλικό εκρηκτικό
όχι φλόγα

Τώρα που χόρεψες μπροστά μου
τώρα που μου μίλησες

τώρα που όλα εκείνα μου αρνήθηκες

σκαμμένη από σένα
χαραγμένη
τρέμοντας μη ραγίσει
η φωνή

μέσα στη συντριβή φλεγόμενο
το σώμα μου
ασθμαίνουσα η ψυχή μου

Στόμα χαώδες ταραγμένης ερημιάς
παραφυλά να με καταβροχθίσει

 

ΧΕΡΙΑ ΓΙΑΣΕΜΙΟΥ

ΣΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ

Οι βραδινές μου επιθυμίες
δεινές σαν κοντοστέκονται
στης άνοιξης τις πόρτες

Κατηφορίζοντας πλαγιές
σπαρμένες από λόγια

πληγή να
αφουγκράζομαι τις ώρες
τις σκοτεινές
στιγμές τής μοναξιάς

 

ΑΚΡΗ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ

Βλεμμάτων πληγωμένων πλάγιες

κάθοδοι σκέψεων

ανάσες σιωπής

Στην άκρη των
συλλογισμών
στην άκρη
των ανέμων
κάθετα
λόγια
πολυσήμαντα

ΣΚΙΑ ΑΠΟ ΚΟΧΥΛΙΑ

Ψαύοντας τις πληγές
μιας ολομόναχης
σκιάς από κοχύλια
κι από παρουσίες
ανασαίνω

Συγκρατημένα λόγια
σιβυλλικά
με σημασίες πολλαπλές
διπλές
τριπλές

ΚΡΥΦΕΣ ΑΝΑΠΝΟΕΣ

Κρυφές αναπνοές
κρυμμένες αντιρρήσεις

κάτω από την άνοιξη
να κουφοβράζουνε

Για την αδυναμία μου
στενάζω

 

ΚΟΡΜΟΣΤΑΣΙΑ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟΥ

ΑΧΟΣ ΣΩΜΑΤΩΝ

Αχός
σωμάτων πού σωπαίνουν

Βρύσες σε δράση
βήματα,
των ήχων του κρυστάλλου
ιστορίες

Σταγόνες τής βροχής στο βράχο
μέσα σε χάδια φεγγαριού

 

ΜΝΗΜΕΣ ΠΑΙΔΙΚΕΣ

Χωρίς ημερομηνία στη σελίδα
οι λέξεις σταματούν να τρέχουν

και κατεβάζουν κύμα
μνήμες παιδικές

Κλαίει η αλυσίδα
των προσώπων μου

η ώρα της δύσης σβήνοντας
άσπρη γραμμή

ΦΡΑΣΕΙΣ ΕΜΠΟΛΕΜΕΣ

Σβήνομαι απ’ το χάρτη μου

ανοίγοντας το βήμα μου
ακόμη κυνηγώ τον εαυτό μου

κινήσεις αναρίθμητες
φράσεις εμπόλεμες-

Έχω τη γεύση υποδόριου
κινδύνου

 

ΜΑΚΡΟΥΛΗ ΑΝΑΠΑΥΛΑ

Στέκομαι πάνω στο κύμα
στέκομαι πάνω από μια φράση

κρέμεται μακρουλή ανάπαυλα
πάνω στις λέξεις

Στριφογυρίζω γύρω της
να την ανακουφίσω

από το δισταγμό
το διχασμό

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΓΡΑΦΗ (1991-1994)

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Η πέννα η στεγνωμένη απ’ τον καιρό
ξάφνου ανάβει,
καπνούς πετάει
σαν αλογίσια χνώτα σέ βαρύ χειμώνα

Τα λόγια εξαϋλώνουν και εξαϋλώνονται
σε στρόβιλο αναπάντεχο ευτυχίας,
σαν τη στιγμή της αναγνώρισης αρχαίας τραγωδίας·
τα λόγια σαν βγαλμένα από τη γη

Όπως η φλόγα όμως από δράκου στόμα
παραμονεύει πάλι η σιωπή
και το κονταροχτύπημα μαζί της αναπόφευκτο

Είναι τάχα το μέταλλό μου τόσο δουλεμένο
ώστε ν’ αντέχει μιαν ολόκληρη ζωή την αναμέτρηση;

 

ΠΡΩΤΗ ΜΟΡΦΗ

Στη μητέρα μου

Πρώτη μορφή
το πρώτο άλλο κορμί
πρώτη αγάπη

Αόριστό βελούδινο θερμό
ν’ αντέχει όλη την πίεση
την πείνα και τη δίψα

να δέχεται
πρώτα φιλιά,

την ψαύση
την ανασκαφή
την εξερεύνηση·

αφήνεται
να το θαυμάζω και να το μισώ
να το πετροβολώ να το σκοτώνω
να το θέλω

και κείνο είναι όμορφο
καθώς ευάλωτο κι αήττητο μαζί

Πρώτη μορφή
το πρώτο άλλο κορμί
πρώτη μου αγάπη

ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Ανίχνευση
βυθομέτρηση
ναυάγιο αύτανδρο·
μέσ’ απ’ τα δάχτυλα ατέλειωτα
κυλάει ανέγγιχτη η ζωή

Θέλησα να σ’ αγγίξω και δεν μπόρεσα·
το χιόνι απ’ τα παράθυρα κοιτάζοντας
ο μέσα εαυτός σε άφησε να φύγεις

Εδώ, στη ματωμένη πιά γραφίδα μου
σμιλεύεται η αγάπη μου για σένα

Τώρα σ’ αναζητώ
τα ίχνη της αφήνοντας
στο παγωμένο χιόνι
και σπινθηροβολούν επάνω του
μικρές, τόσο μικρές στιγμές της ευτυχίας
μικρές, τόσο μικρές ποιητικές στιγμές

ΤΟΠΙΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (I)

Λουλούδια κι άνεμος
με συνεπαίρνουν

με τις αμίλητες φιγούρες
μέσ’ στο σκοτάδι ν’ αναδεύουν

Στιγμές-στιγμές
αντιπαρέρχομαι τα λόγια
που σαλεύουν μέσα μου

στιγμές-στιγμές
το άρωμά τους αναπνέω

και μεγεθύνομαι

μέσα μου μεγεθύνομαι
και ψαύω τις πληγές μου

Ένα αστέρι παρακολουθώ
ένα αστέρι αγγίζω

που με κοιτά
και το κοιτώ

που με ρωτά
και το ρωτώ
εκείνο πάνω σέ περιστροφές
κι εγώ στο παραμιλητό μου

 

ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΗ ΑΝΟΙΞΗ (1994-1997)

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΟΨΗ

Σβηστός φέτος ο δρόμος με τα φώτα
δεν με καλούν οι αναλαμπές τους

δείχνει τη σκοτεινή της όψη η γιορτή·
μάλλον ένα ποτάμι σκοταδιού
χάσκει ανάμεσα στις φωταψίες

Είναι εκεί να μου θυμίζει
τις λυπημένες κορυφές των δέντρων
που υψώνουν το ανάστημά τους
αντίσταση σ’ όλες τις ήττες

είναι εκεί να μου θυμίζει
τις διπλές όψεις των πραγμάτων
τη σιωπή μέσα στα λόγια
την απουσία μεσ’ στην παρουσία
το βαθύ σκάμμα που στηρίζει κάθε κτίσμα

είναι εκεί να επιτρέπει
στη φαντασία
στο στοχασμό ν’ ανοίγει τα φτερά του
να χάνει η επανάπαυση το έδαφος της

Εκεί, στη μέση από τα φώτα
το άγριο λυπημένο χάσμα
ανοίγει αιμοβόρο στόμα
να ροκανίσει το θεμέλιο που συντηρεί
τις τεχνητές ανίερες ισορροπίες

 

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ

Και τώρα το τέλος της γιορτής
οι δρόμοι ξαναβρίσκουν το σκοτάδι
τα λίγα φώτα που απόμειναν
μοναχικά και ξεχασμένα

Επιστροφή στις γνώριμες συνήθειες
ο καπνός αλλάζει μυρωδιά
η μέρα μεγαλώνει
η πάλη ξαναρχίζει η καθημερινή
και πεταρίζει η καρδιά στο ξανασμίξιμο
σαν στη «Σονάτα των αποχαιρετισμών»

ΠΥΡΓΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ

’Έκρυψε το λεπτό του πρόσωπο
την όψη τη θολή και τη στοχαστική
πίσω απ’ τα σύννεφα που ανάερα αναδεύουν,
το φεγγάρι

Έχασα το συνομιλητή μου
τον έμπιστο
που του φανέρωνα νοερά
τις πιο αντίπαλές μου σκέψεις

την σιωπηλή σελήνη
που ανεπηρέαστα
ακολουθεί την τροχιά της
κρυφά η φανερά
αδιάλειπτα

Ποια η μορφή που παίρνει
στο μυστικό της καταφύγιο;
Ποιος ο εσωτερικός της διαλογισμός;

Πύργοι και θρύλοι
στήνουν κυκλικό χορό
γύρω απ’ τις λεπτές σκιές,
από το φως της

Η ΝΥΧΤΑ ΧΑΜΗΛΩΝΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Δεν βρίσκω τον εαυτό μου
μέσα από τα λόγια μου,
η νύχτα χαμηλώνει το φεγγάρι

κλείνουν κι ανοίγουν
οι παλάμες των χεριών
γύρω απ’ την πέννα μου
μα ο στίχος με αρνείται

τα φώτα αναβοσβήνουν στον ορίζοντα
κι ο δρόμος πέρα προχωράει δαιδαλώδης

Η πολιτεία ήσυχη απλώνεται
στον ύπνο αφημένη
κι η νύχτα η πολυπλόκαμη
σκεπάζει και χαϊδεύει τα όνειρα
τους πόνους και τα δάκρυά μας

ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Πιο γρήγορα, μακριά απ’ τα γεγονότα
η φαντασία καλπάζει

Δεν είμαι μόνη κι όμως το νομίζω
οι διακυμάνσεις μου πληθαίνουν
χωρίς ο άλλος να λαβαίνει γνώση

Στριφογυρνούν στο νου ιδέες κι υποθέσεις
που τις γεννά η πληγωμένη ευαισθησία

και μόνη φωτεινή στιγμή προβάλλει
εκείνη που θα νοιώσεις πως λαθεύεις’
πως δεν γυρνά μονάχα γύρω σου ο κόσμος

Τότε ο γνήσιος πόνος θα σ’ αγγίξει
θα έρθει η συντριβή να σε λυτρώσει

θ’ απλώσει το χέρι η επαφή
θα αναστήσει την ψυχή σου

 

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ

Βουτάω πάλι στη σιωπή μου
η κάμψη των αισθήσεων
σταματά την κρίση
να νοιώσω ελεύθερη πασχίζω

παιχνίδι στήνει ατέλειωτο
η απουσία με την παρουσία
δεν μένει παρά να το ακολουθήσω

 

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Παρανοώντας την αγάπη
το μίσος κρίνοντας λαθραίο
την ύστατη ώρα
διακρίνω μονοπάτια
προς της ψυχής μου τις αβύσσους

Πού οδηγεί της κακίας η γοητεία
το πείσμα αυτό της μεγαλομανίας
η αδυσώπητη κραυγή απελπισίας
από την απουσία της προσέγγισης;

Κυκλοφορούν στο νου μου οι σκέψεις
τριγύρω μου κοιτάζω απορημένα
αν τα ερωτήματα αυτά
μονάχα εμένα βασανίζουν

Ψαλμός όμως αιμάτινος
όλα αυτά στην παρουσία
και στη στιγμή που την κερδίζω
—που τη χάνω;—

ΣΤΙΛΒΩΜΕΝΑ ΛΟΓΙΑ

Στιλβωμένα λόγια
κρύβουν τον πόνο
Διερωτώμαι πάλι.
Το σκοτάδι μέσα μου πότε θα τελειώσει:

Το καίριο ερώτημα
άλλα ερωτήματα πυκνά το ακολουθούν
Μόνον αυτά τις ώρες γεμίζουν
και ο ορίζοντας χωρίς κατάφαση

Κοιτάω γύρω
κι ο κόσμος ξένος
ξένος στο πρόβλημα
στη λύση ξένος

Ποιόν περιμένω τότε
να βάλει μια τελεία
δίχτυ ασφάλειας να ρίξει;

 

ΡΙΖΩΝΟΥΝ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Όψιμη κατάθεση κρυφή
Ριζώνουν οι στίχοι και αναδεύουν
σαν το θεριό της θάλασσας
που αδιάκοπα σαλεύει
όμοιοι με τις κινήσεις της ψυχής
που υποδόρια ξεδιπλώνονται
μακριά απ’ την κοινή θέα,
με της επιθυμίας τους νόμους
που ανυπόταχτα με ζώνουν,
με του θανάτου τη μοιραία στιγμή

 

ΕΚΣΚΑΦΗ

Το χρώμα της σελίδας δυσδιάκριτο
αναζητώ τους ήχους
που θα το βάψουν κόκκινο
Κατακόρυφη πτώση
από το ανάχωμα της εκσκαφής
κλαυθμός για την βαθιά πληγή που αφήνει

Αναπολώ το σκούρο δέρμα του καλοκαιριού
η σήμανση θολή μα καίρια
λόγχες αστράφτουν στον ορίζοντά μου
βυθίζονται στα έγκατα της σκέψης και του πόθου
Καλημέρα στο πρωινό τραγούδι του κορυδαλλού
ανάρρωση από τον κυκεώνα της ορμής
συνταίριασμα απαράμιλλο του νου και της ψυχής μου

ΑΠΟΔΡΑΣΗ

Μια νύξη από νόημα με γυροφέρνει
ο νους μου αντιστέκεται
Η στιγμή μου ξεγλιστράει
Η αναγέννηση δεν έρχεται
Κάτω από το στέρνο μου βαθύ πηγάδι

Ξεκινώ τότε να σκάβω
ν’ ανοίξω τρύπα ν’ αποδράσω
από τη φυλακή μου
Γρανιτένια πετρώματα συναντώ
κι αρχίζω να ονειρεύομαι
όπως στο παραμύθι
ν’ ανοίξει με λόγια μαγικά η θύρα
που με έχει παγιδεύσει

 

ΓΑΛΑΖΙΟ ΚΟΧΥΛΙ

Σαν το κομμάτι σάρκας
που αποσπάει το νυστέρι
τραβιούνται από μέσα μου τα λόγια
ενώ μαζί με τη βροχή
που ακούγεται τριγύρω
θέλω να κυλήσω
σε ποτάμια του δρόμου
που τη γη ανακουφίζουν

θέλω να έρθω μέσα απ’ τα νερά τους
το χώμα το δικό σου να ποτίσω
να καθαρθώ απ’ το ξέσπασμα της μπόρας
ν’ ανέβω στο ποτήρι σου να το γεμίσω
με τη δροσιά των χειλιών σου να ενωθώ
κι ο άνεμος έξω ας φυσάει

 

Η ΘΥΕΛΛΑ

Σκληρός ο απογαλακτισμός
με κάνει να νομίζω πως τα χείλη μου
δεν θα γνωρίσουν πια καμμία υγρή γεύση

Η νύχτα ολόφωτη και γιορτινή
κι εγώ σε σκοτεινή γωνία
βλέπω, παρατηρώ, δεν συμμετέχω
Οι στοχασμοί στριφογυρνούν χωρίς ανάσα
και περιμένουν την ανατροπή
την ώρα που η θύελλα θα βουίζει
θα παρασύρει τη σκεπή του κόσμου
θ’ αστράψει ο ουρανός
μπροστά στα θαμπωμένα μάτια μας

και τότε θα σε δω και θα με δεις
με βλέμμα νεογέννητο

 

ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ

Αθέλητη κίνηση να κρυφτώ
Ακατάλληλη στιγμή για μια τυχαία συνάντηση
Φορώ τους στίχους σαν βαρύ επανωφόρι
Κλείνομαι στο φρούριό τους
αποδημώ σε πυρωμένη γη
ο αέρας καίει τα ρουθούνια μου
Με περιμένεις πάλι κάπου εκεί
να αναμετρηθώ
να αφεθώ

Σε τριγυρίζω χωρίς να το ξέρεις
σε περιεργάζομαι, σε προκαλώ)
Οι πολεμικές μου προσπάθειες
πέφτουν στο κενό δεν ήσουν παρά
αυτό που η ίδια τοποθέτησα μπροστά μου

 

ΟΜΙΧΛΕΣ

Γυρίζω και ξαναγυρίζω στον τόπο
που με πρωτοάγγιξε η ανάσα σου
κυκλοφορώ στα δάση σου
που κυκλώνουν τις πεδιάδες μου και τα ποτάμια
με τους αβυσσαλέους καταρράκτες της οργής
τα καμένα σπαρτά μου
τις γυμνές μου ρίζες
που έχουν απανθρακωθεί

Ταξιδεύω τις σκέψεις μου στη χώρα σου
στη δική σου βλάστηση
την περιγράφω να οργιάζει
να πνίγει την αμφιβολία
να πανηγυρίζει την εξάπλωσή της με γλυκύτητα
ν’ αποδεσμεύει στους αιθέρες
το τραγούδι του αηδονιού

κι ομίχλες
που προσφέρονται στο φως
να τις διαπεράσει και να λάμψουν

 

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ

Λίπασμα ή στάχτη
από τα προσανάμματα της φλόγας
όπου στροβιλίστηκα
απορροφιέται αργά-αργά πιο μέσα
φέρει τον σπόρο της εξέγερσης
που μυστικά συνωμοτεί
υφαίνει την δράση της υπόγεια
ώσπου ο καρπός της να φανεί στο φως της μέρας
να τρίξει ανάμεσα στα δόντια μου
να με στυλώσει μετά την απεργία πείνας
ν’ αποκαταστήσει σταδιακά το βάδισμά μου
καθώς παίζει μαζί μου το τρομερό ράγισμα
και προσπαθώ να βρω το συγκολλητικό

το πρόσωπό μου ολόκληρο

 

ΣΥΓΚΑΛΥΨΕΙΣ

Ποιο μήνυμα ζηλόφθονο
μου εναντιώνεται;
Ποιος ήχος ακανόνιστος τρελλαίνει την ακοή μου;
Πως θα περάσω απέναντι
χωρίς οι στρόβιλοι της ασφάλτου να με καταπιούν·
Τα πορτόφυλλα κλείνουν
Παραδέρνω έξω απ’ τον νυμφώνα
Οι συγκαλύψεις ελλοχεύουν απειλητικές
Κατρακυλώ στο βάθος σήραγγας
που οδηγεί στους υπονόμους
Κάνω να σηκώσω κεφάλι
ασώματη συνεχίζω

Σου ζητώ μια ευκαιρία και με προλαβαίνεις
Πέφτουν οι αντιστάσεις μου
Χαμογελώ ασυναίσθητα

 

ΠΤΗΣΗ

Παίρνω ν’ ανεβαίνω και να κατεβαίνω
αγκαθερά κλιμακοστάσια
η χούφτα μου τρίζει
από το κέλυφος της δοκιμασίας
Στα όνειρά μου βλέπω πως πετώ
Δεν πετώ, γλιστρώ
επικίνδυνα στα σκαλοπάτια
Με σταματάει το πλατύσκαλο
σαν σωτηρία και σαν απαγόρευση
‘Ωστόσο η γεύση από το κατρακύλισμα
πτήση και πτώση
χαράχθηκαν αγκαλιασμένες στα κύτταρά μου

Στα επεισόδιά μου γράφουν κάθε βράδυ
τον επίλογο

 

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Τώρα που κοπάζει της ψυχής μου ο κουρνιαχτός
και σε ξένη δύναμη παραδίνομαι
πως να μιλήσω για τις ώρες τούτες
που οι τελευταίοι σφαδασμοί της θέλησής μου
αντιστέκονται στον ύπνο;

Σωπαίνουν οι εσωτερικές κραυγές
το μήνυμα της άνοιξης
πασχίζω να μη σβήσει
στη νέα κατάσταση υποταγής
ενότητα αναζητώ με τον παλιό εαυτό μου

ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ (1996-1998)

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ

Σκάψιμο γύρω απ’ το αγιόκλημα
Η φύτρα του στεριώνει με την εποχή
Ελέγχω τα υποστυλώματα της γέφυρα
που με φέρνει στη δική σου όχθη

Εξετάζω το έδαφος που βράζει
Καθημερινές κινήσεις
της αναζήτησης μιας άλλης σφαίρας
Πυροδοτώ υπερβάσεις εξαντλητικές
Τα πόδια μου λυγίζουν
από το βάρος της προσπάθειας

νοιώθω να λειώνω
και να διασκορπίζομαι
στην ατμόσφαιρα που σε τυλίγει

 

ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Η κιβωτός μου
ταξιδεύει μεσοπέλαγα
σαλεύει με το κύμα
Οι κραδασμοί την εκτινάξουν στα ύψη
Ύστερα πάλι πέφτει
και πάλι ανεβαίνει

Ο άνεμος που ξελόγιασε τη θάλασσα
δεν λέει να σταματήσει
ώρες πολλές κρατάει το σκαμπανέβασμα
ο κίνδυνος μεγάλος

Τα λόγια στέκονται στα χείλη
όπως το λεμόνι για τη ναυτία
Τα παίρνω πίσω
Στέλνω σήμα να με περισυλλέξουν

Σφίγγω στα δόντια το κλαδί μου
και όσα θέλει να σου πει

 

ΠΑΡΑΖΑΛΗ

Μυστικά αντηχούν οι λέξεις
και μόνο εγώ ακούω τον αντίλαλο
Σε βαθύ φαράγγι κατεβαίνω
αδιαφορώντας για τον κίνδυνο
Σύντροφό της κάνει την άγρια βλάστηση η ψυχή
και φιλικά χαιρετίζει τα θηρία που την κατοικούν

Μπορώ τάχα να σ’ αφήσω
τούτη την εικόνα μου να δεις
ν’ ανασάνεις τις αναθυμιάσεις της φωτιάς
από την κρούση της πέτρας
που επιχείρησα σαν τον πρωτόγονο
προσπαθώντας κοντά μου να σε φέρω;

 

Ο ΧΡΗΣΜΟΣ

Χρησμοί
που με τη σιβυλλική τους ρήση
με κυκλώνουν
Το τοπίο μου τάζει ανακούφιση
και δεν το πιστεύω
Η θάλασσα μπροστά μου αεικίνητη

Μπαίνω σε αινίγματα με θολόν ορίζοντα
οπού δηλώνεται ο άδοξος πνιγμός μου
Κανείς δεν είν’ εκεί να με καθησυχάσει
σε καρτερική εποπτεία να με σηκώσει

να εισβάλω στο χώρο
διεκδικώντας

 

ΤΟΠΙΟ

Οι γραμμές της βουνοκορφής εισχωρούν
και σβήνουν μέσα μου
ξεθυμαίνουν τη δίψα τους
στην υδροφόρα περιοχή μου
αφήνοντας μια μελωδία
να φτάσει στ’ αυτιά
και κατευνάζοντας την ένταση
απ’ τις φουρτούνες μου

Δέντρο παράξενο απλώνει
τα πορτοκαλιά του άνθη
κι άλλο με φύλλα ασημένια παραδίπλα
ερωτεύεται τον κάματό μου
και σείεται ελαφρά σαν να μου γνέφει

Το πουλί που περιίπταται
μου δείχνει το δρόμο
καλώντας με να μιμηθώ το πέταγμά του
Από τα έγκατα μου ανηφορίζει
ένας γλυκός πόνος
που χτυπιέται στα τοιχώματα των σπλάχνων
κι αφήνει στον αέρα μυρωδιά
που προσπαθεί να σου στείλει
το μήνυμά μου

 

ΔΙΑΨΕΥΣΗ

Το τοπίο μπροστά με ξαφνιάζει
Είχα καιρό ν’ ανοίξω τα μάτια
να το κοιτάξω
Οι βροντές της μπάρας που έρχεται
τα σύννεφα που σκέπασαν τον ήλιο
ο θόρυβος του δρόμου
που συνεχίζει ανεπηρέαστα
η φλόγωση των δάχτυλων
καθώς περιμένει τις σταγόνες της βροχής
για να καλμάρει
ο πυρετός μου τέλος ακατέβατος

σχηματίζουν ένα παλιρροϊκό κύμα
έτοιμο να πνίξει τις ακτές
να πλημμυρίσει τα κατώγια μου
έτσι που θέλησε η τύχη ν’ αντιστρατευθεί
τις προσδοκίες μου

 

ΤΟ ΝΗΜΑ

Ο άνεμος παίρνει την αγάπη μου
μου ξεφεύγει βαθύς αναστεναγμός
μεγάλη η κλίση του εδάφους
και κατρακυλώ στο πιο χαμηλό σημείο του
καθώς δεν ξέρω με τι σχοινιά ορειβασίας
να γλυτώσω τον κατήφορο
πως να κρατηθώ απ’ το νήμα που μας ένωσε
με ποιες λέξεις να το διασώσω
πως ν’ αποφύγω να χρησιμέψει για ικρίωμα
αλλά να μεταδίδει ανάμεσά μας
και την πιο απαλή μας δόνηση

όχι πια θανατερούς κραδασμούς

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ

Η αναθεώρηση των συμφωνηθέντων
κρούει τη θύρα μου σε ώρα αμέριμνου ύπνου
ο νηφάλιος αυτοσχεδιασμός του ονείρου
διακόπτεται βίαια
η πλησμονή των εικόνων του με παίρνει παραμάσχαλα
και ξεχύνεται στο δρόμο
στρίβει στα σοκάκια
λιγοθυμώ
με συνεφέρνει ανώνυμο χτύπημα στο μάγουλο
ριψοκινδυνεύω ν’ αναγνωρισθώ
καθώς η περιπλάνησή μας συνεχίζεται

ώσπου η ώρα του πρωινού
σημαίνει την επιστροφή
και παραδίδομαι σε νέο ύπνο
χωρίς όνειρα

 

ΚΥΛΙΟΜΕΝΑ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

Κυλιόμενα πετρώματα
ανηφορική διαδρομή
προς τα που βαδίζω άγνωστο
κι ακόμα ασαφείς οι παραπομπές
σε μελλοντική ευτυχία

Ξεκολλώ από τη λάβα
που ξεστόμισε το ηφαίστειο της φαντασίας
κι αφήνω το δάκρυ να κυλήσει ικετευτικά
στον ίδιο μου τον εαυτό
να αποδεσμευθώ απ’ τις παγίδες μου
να γλιστρήσω ως την πιο βαθιά προσδοκία
περιμένοντας να φέξει πάλι
μια συνετή μέρα

να με λυτρώσει απ’ τους κυκλώνες μου

 

ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ

Καμένα απολιθώματα λαμπρής εποχής
στην πετρωμένη μου σιωπή
Το πυροτέχνημα της λύπης
σβήνει τη δίψα του στο αίμα μου
και η βροχή από λάμψεις
κατακλύζει τον ορίζοντα

Το φράγμα που χωρίζει τον μέσα κόσμο από τον έξω
αφήνει την πικρή του γεύση
να διαπεράσει τις κλειδώσεις
για να ραγίσει τέλος απ’ την πίεση
που του ασκεί η αντίστασή μου

η ανάγκη του άλλου
δριμεία σαν χιονοθύελλα

 

ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ

Οι ιστορίες μου πλέκουν στεφάνι
πάνω από την πόλη
κι αυτό κατρακυλά στους λόφους της
τα φύλλα του σκορπίζουν
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
προσφέρουν το άρωμά τους στους ανθρώπους
περιμένουν να καούν από τη ζέστη
ν’ απλώσουν τη στάχτη τους ολόγυρα
να πανηγυρίσουν έτσι το θέρος που πλησιάζει
να καρφωθούν στα μαλλιά σαν

απομεινάρια μιας εκστατικής παλινδρόμησης
προς τα παιδικά μου χρόνια

 

ΘΡΟΪΣΜΑΤΑ

Θροΐσματα ενός μεγάλου δέντρου
Ξαναβρίσκω τη γωνία μου μετά από καιρό
Κρυφές δυνάμεις ξετρυπώνουν
από το ένδυμα της σιωπής
Αποδέχομαι τα ερωτηματικά
που χορεύουν γύρω μου
αναδιφώ το έδαφος
χι αναζητώ τα υδροφόρα του κοιτάσματα
όπου οι ουσίες της ύπαρξης
είναι διαλυμένες
ανάκατες με δηλητήρια κι ωφέλιμα υλικά

Περιμένω αυτή η υγρασία
να ξεπηδήσει στην επιφάνεια της γης
η αποκάλυψή της να ποτίσει το χώμα μου
για να σωθούν τα δέντρα μου απ’ τον καύσωνα

καρποί αυτογνωσίας να θρέψουν στα κλαδιά τους

 

ΥΠΟΣΧΕΣΗ

Μετά από την καταχνιά
όπου βυθίστηκε ο κόσμος
και δεν ήξερες πιά αν θα τελειώσει
η αγάπη φωτίζει πάλι τον ουρανό

Κύματα της θάλασσας
φέρνουν στην ακτή το άρωμά της
μυριάδες στίγματα χρωμάτων
κατακλύζουν τον ορίζοντα

Σε βρίσκω ξανά
να έρχεσαι με τον αέρα
της τελευταίας ώρας της μέρας
να πλημμυρίζεις τη στεγνή μου κοίτη
να υπόσχεσαι
νύχτες με πλήθος γαλαξίες

 

ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Μυστική διαδρομή
με ενώνει με το ύψωμα απέναντι
Είναι τάχα αυτή που φέρνει
και τη σκέψη μου κοντά σου;

Τα κομμάτια μου τα έφερε
το κύμα στην ακτή
ζουλήχτηκα από μυλόπετρες
πήρε να σαπίζει το αίμα μου

Και τώρα που τα δέντρα σείονται απ’ τον άνεμο
που το σύννεφο ταξιδεύει αμέριμνο
που το μονοπάτι του βουνού
στριφογυριστό με καλεί

να ’μαι πάλι ολόκληρη
ελεύθερη για τον κίνδυνο
αφημένη στο ποτάμι
που εκβάλλει στη θάλασσά σου

 

ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ (1997-1999)

 

ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Η ΣΠΗΛΙΑ

Ησυχία γύρω
Ποών δαίμονα θ’ αντιμετωπίσω πάλι;
Κρυφά τα νοήματα που με περιτριγυρίζουν
Κλείνω τις πόρτες μου
κι ανοίγω ένα φεγγίτη στη σπηλιά μου
όπου κατέφυγα αναζητώντας
υψιπετείς διαδρομές της φαντασίας
Ελπίζω να ξεγλιστρήσω απ’ τις δαγκάνες
που με κρατούν σφιχτά
κι εμποδίζουν τις αποκρυπτογραφήσεις

Θολό τοπίο και στη σελίδα μου
ενώ πασχίζω ν’ ακουμπήσω
μέσα στην ομίχλη αυτή
σε κάποιο βραχίονα να με σηκώσει
το άγγιγμά του να διαπεράσει τις ίνες μου
ο χώρος να φωτίσει από μητρικό χαμόγελο
να με γεμίσει υποσχέσεις 

 

ΑΠΟΔΡΑΣΗ

Το περιβάλλον συνηθισμένο
και ζητώ να αποδράσω
μεσ’ απ’ τα κλαδιά του δέντρου
που σκιάζει τη θέα μου
να βρω διέξοδο προς τα πάνω
ν’ ανοίξει δ ουρανός να με δεχθεί
λευκό σύννεφο να πλανηθώ στα πλάτη του
να στείλω τα μηνύματά μου από ψηλά
σ’ όσους στρέψουν το βλέμμα προς εμένα

να μυηθώ στα ουράνια χρώματα
το δάκρυ μου βροχή να πέσει στο έδαφος
το χώμα να ποτίσει
αυτή η περιπλάνηση στους αιθέρες
να μου δώσει νέα εποπτεία του κόσμου
πιο σοφή απέναντι στα ταλανίσματά του
κι απέναντι στο δικό μου σκαμπανέβασμα 

 

ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΑ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Η υποταγή μου σιωπηλή
υποθαλάσσια η εξέγερσή μου
Κρατώ την αναπνοή μου κάτω απ’ το νερό
και βάφω μενεξεδιά την παρειά μου
κουβαλώντας ένα πένθος μέσα μου
και μια αναμονή:
Το καρδιοχτύπι μου θ’ ανοίξει τάχατες ξανά
το δρόμο προς εσένα
τραγούδι θ’ ακουστεί πάλι απ’ τα χείλη μας
σαν νικητήριο άσμα στην απόσταση;

 

ΠΥΡΚΑΓΙΑ

Κατηφορικά μονοπάτια
με βγάζουν σ’ ένα ξέφωτο
Λύνονται τα κορδόνια μου
βυθίζομαι στη λάσπη
Τα μάτια μου γεμίζουν ιριδισμούς
από τη λάμψη σου
Με οδηγεί τώρα αυτή
εδώ που έχω καταβαραθρωθεί
αλλά της αντιστέκομαι

Όμως να, μικρές σπίθες
προοιωνίζουν τη νέα φλόγα
που θ’ ανάψει από τα έγκατα μου
για ν’ απλωθεί
να κάψει ό,τι απόμεινε από τους δισταγμούς μου
να φωτίσει πανηγυρικά το χώρο
να θεραπέψει την αρρώστια που πλανιέται
να φανεί το πρόσωπό μου
και να δω
με βλέμμα καθαρμένο

 

ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΛΟΓΙΑ

Ξεχασμένα λόγια στο χαρτί
τώρα αναβιώνουν
με καλούν να ξαναμπώ στους κύκλους τους
να μεθύσω απ’ το άρωμα της εποχής τους
να χαμηλώσω το βλέμμα στη βλάστηση τριγύρω τους
να πετάξω μαζί τους προς τις αναμνήσεις

Η περισυλλογή αυτή ανανεώνει το αίμα μου
και για λίγη ώρα νομίζω πως διασχίζω
μια αχανή έκταση όπου η επερχόμενη καταιγίδα
θα ξεπλύνει τις αναθυμιάσεις της πραγματικότητας

ΟΡΘΙΟΣ Ο ΚΑΙΡΟΣ

ΠΩΣ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Βουλιάζει στο σκοτάδι
Σιγά-σιγά τα μάτια της ανασύρουν
κάτι σαν κλεφτοφάναρο, σαν πρωινό άστρο
Αφουγκράζεται κάποια φωνή,
φωνές που την περιπαίζουν και την λοιδορούν
Τα σανίδια στο πάτωμα βγάζουν αγκίδες
που πληγώνουν τα πόδια της
Αυτό το αποκρουστικό πλάσμα
που κολλάει επάνω της
γίνεται ένα με το κορμί της,
είναι το κορμί της
της ορίζει που θα σταθεί, που θα κατευθυνθεί
κόβει στα δυο την ύπαρξή της
Ίσως ένα χέρι,
αν ένα χέρι μπορούσε να την τραβήξει
από αυτή την καθημερινότητα

«Ορφανή, ορφανή» της φωνάζουν οι κάτω όροφοι
«Έλα μαζί μας σ’ αυτό το κρεβάτι των οργίων»
επιμένουν έξω απ’ το παράθυρό της οι σειρήνες

ΨΑΧΝΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΕΝΑ ΨΗΛΟ ΚΛΑΔΙ

Κάτι αναδεύει μέσα της
κι ύστερα χάνεται
Μια λεπτή γραμμή από αισθήματα
κάνει να ξεμυτίσει προς τα έξω
Κάθε της βήμα και μια φράση
δεν ξέρει ποιόν απ’ όλους τους τόνους να διαλέξει
χάνει την ισορροπία της, ζαλίζεται

Ψάχνει να βρει ένα ψηλό κλαδί με πλατιά θέα
να κρεμαστεί από ’κει
αναζητεί απεγνωσμένα να ξαναγγίξει εκείνο το κορμί
να την μεθύσει ο παλμός του

 

ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ

Βουτάει και ξαναβουτάει την πέννα της στο μελάνι
Τα γράμματα χορεύουν μπροστά της
και δεν βγάζει τσιμουδιά
Το μεγάλο δισκίο που κατάπιε
την οδηγεί σε λήθαργο
μόνο που ξεφυσά κάπου-κάπου από οργή
για την παράδοσή της , ,
μάχεται σιωπηλά να ξαναβρεί τον μυϊκό της τόνο
να ξανανιώσει τις μικρές χαρές από συναπαντήματα
λέει: όχι άλλο, δεν θα ξαναγίνει
και πάλι αφήνεται στη χημική του δράση
στην τεχνητή γαλήνη

όπου τα όνειρα
σαν θέατρο σκιών σβήνουν
μόλις τραβήξεις τις φιγούρες

 

ΚΥΡΙΑΚΗ

Την άλλη μέρα ανομβρία
και κρύο γέρο
Λέξη δεν ξεμυτίζει
Η έμπνευση στριμώχνεται στο μοναχικό τοπίο
χτυπάει το στήθος με τα χέρια γροθιές
Εδώ χρειάζεται μια νέα καταιγίδα
ν’ αστράψει ο ουρανός, να εκτονωθεί
αλλά τίποτε, ρεπό
Αύριο θα κυλήσουν όλα ομαλά
με δουλειές, υποχρεώσεις και χαμόγελα
σήμερα όμως δεν υπάρχει ούτε αύριο, ούτε χτες

Εκείνη κρατιέται στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού
Ο δρόμος άδειος
Η κρίση θα περάσει
αλλά άφησε το ίχνος της
σε μια σελίδα μισοτελειωμένη
που πήρε τη θέση της μέσα στις άλλες
και μόνο αυτή ξέρει τη διαφορά της

 

ΛΕΥΚΟ ΕΝΔΥΜΑ

Και κάποια στιγμή θα πρέπει
να φύγει από τη θέση
Δεν ξέρει τι να περιμένει τότε
Καινούργιες λέξεις
νέα εικόνα του εαυτού της
όπως η λευκότητα του χιονιού
μεταμορφώνει την πόλη
και δεν σκέφτεσαι
ξεχνάς πως το λευκό ένδυμα
λασπώνει τέλος
και ξανά στην οικεία καθημερινότητα.

 

ΝΥΧΤΑ ΜΕΡΑ

Το λιμάνι σιωπηλό
Ο ακήρυχτος πόλεμος
της νύχτας με τ’ αστέρια
ανεβοκατεβάζει τη σημαία
στο κοντάρι που λυγίζει ο άνεμος

Η μέρα που θα χαράξει
κυοφορεί αμέτρητες συμπληγάδες
για να διαβεί εκείνη ανάμεσα
και η αναπνοή της
να φουσκώσει με θαλασσινό αέρα τα πνευμόνια της
μέχρι τις τελευταίες απολήξεις

Μια περήφανη λάμψη απ’ τα μάτια
κι από τα μαλλιά της
θ’ ανασηκώσει τότε το πέπλο της σιωπής
και μικρά άκακα έντομα
θα χορέψουν στην ατμόσφαιρα
θα πλημμυρίσουν με το βόμβο τους
τα ακουστικά πεδία της

Ύστερα θα γυρίσει στα ιερά χώματα
των πατρίδων της
περιμένοντας να νοιώσει τα πόδια της
να πατούν σε έδαφος νοτισμένο
από λαμπρή βροχή μεσημεριού
στην έξοχή μεσοκαλόκαιρο

ΜΕΣΑ ΕΞΩ

Αναμαλλιασμένα όνειρα
πικρή χλόη

Το τοπίο ξυπνάει μέσα της την
που συνταράζει και τη φύση
δένει με τους παλμούς της

Σκόρπια λόγια
τρελλή βουνοκορφή
που της τρυπάει τα μάτια
Τα βήματά της μέσα έξω

Αναπολεί κι έρχεται ο ήλιος
να κάψει τέλος το κελί της

Σβήνει παλινδρομεί
χτυπημένη από ψηλό κύμα
το αναμμένο κάρβουνο η ψυχή της

 

ΟΠΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ (1999-2002)

 

ΤΟ ΠΑΡΑΣΥΝΘΗΜΑ ΞΕΧΑΣΤΗΚΕ

ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ

Ιωνικές κολώνες στο οικοδόμημά μας
η σύζυγος του πρωτομάστορα
θαμμένη στα θεμέλια

Τα συνεργεία διάσωσης
σε απέλπιδες προσπάθειες

Όμως ο τελευταίος σεισμός απεγκλωβίζει
κάποιες ανάγκες συμφιλίωσης

Ποιος κόσμος θα στήσει τους καταυλισμούς του
Για πόσο το αβέβαιο παρόν
θα κρύβει το πρόσωπό του
από τα βλέμματά μας;

ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Κρυφές αναλαμπές του αισθήματος
Θέλω να τις αποκαλύψω
Φοβάμαι μήπως χάσουν
την πυρακτωμένη ύλη τους

Αναπολώ στιγμές ανακούφισης
από τις συστροφές εντός μου
διαλυτικές για τον ιστό των σκέψεων

Πού να πατήσω για να διαβώ αντίπερα
πού να κοιτάξω για να δω το πρόσωπό μου;
Το προσωπείο του πάθους
πώς να το απογυμνώσω;

Κάθομαι πάνω σέ χόβολη
έτοιμη να εκτιναχθώ στο διάστημα
Γυρνώ πισώπλατα στο βλέμμα εκείνο
Πασχίζω ν’ αντικρύσω κατάματα
το είδωλό μου στον καθρέφτη

ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΕΙΣ

Εξόρμηση
προς μακρινή πατρίδα
με καλλιέργειες απέραντες

Μνήμες και πόνοι
σαν το ξεκόλλημα βράχου σε κατολίσθηση

Κι υστέρα, τώρα
απόκρημνα όρη
να ανεβεί η σκέψη
το χέρι ν’ απλωθεί
ν’ αγγίξει τα σύννεφα
απ’ την εξάτμιση του υγρού
που συσσωρεύθηκε στην κοίτη
των παλίνδρομων κινήσεων τού μέσα κόσμου
και αρδεύει τίς εκτάσεις του

ώσπου να εισβάλει η πλημμύρα
των γεγονότων

Παιχνίδια τής ζωής
παιχνίδια τού θανάτου 

 

Τ0 ΠΑΡΑΣΥΝΘΗΜΑ ΞΕΧΑΣΤΗΚΕ

Επικήρυξη κεφαλών
Λιμνάζει σε κρατήρα ηφαιστείου
η αδικία
παραβίαση κατάφορη των ισορροπιών
Λουφάζουν οι ηγεσίες

Αθέατη η εξέγερση
Η απεργία πείνας
δεν απέδωσε

– Τίς εί;
Το παρασύνθημα έχει ξεχαστεί
Σέ σύγχυση οι δυνάμεις μας
Σοφά λόγια δεν βρίσκουν ανταπόκριση

Άγρια θηρία στην αρένα
έτοιμα να κατασπαράξουν
τους κρατούμενους του καθεστώτος

Μα ούτε και οι μάρτυρες μας
βρίσκουν θέση στον παράδεισο

ΟΠΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ

Καθημερινό άγος
χωρίς παρακίνηση της σκέψης

Ψαύω ωστόσο
τις κινήσεις της οργής
το δίπολο
της αγάπης με το μίσος

Την πέτρα
πως θα την κυλήσω
να φράξει τις διόδους
απ’ όπου ξετρυπώνουν
τα παραληρήματα μου;

Πως να κατευνάσω
τα βήματά μου
δώθε-κείθε;

Η άνοιξη της νέας περιόδου
που μου δόθηκε από
καλοπροαίρετα μηνύματα
πως να διανύσει τον κύκλο της
χωρίς να την προλάβει
πρόοδος χειμώνας;

Το αναπεπταμένο πεδίο του κόσμου
που μπαίνει στις διερευνήσεις μου
αναμετριέται με τους εφιάλτες
με τα ατέλειωτα σκαμπανεβάσματα όπου
οποίος μ’ αγάπησε
με μίσησε

και η γλυκεία του παρουσία
άνοιξε τέλος χαίνουσα πληγή
φόρεσε το μανδύα του διώκτη
Παίρνω πάλι το δρόμο
αναζητώντας τούτη τη φορά
τον εαυτό μου

το δρόμο παίρνω πάλι
που με ενώνει με τον κόσμο

Ανήφορος-κατήφορος
το βάδισμά μου ασθμαίνει

όμως θα τον δω τον ορίζοντα
ίσως και να πετάξω 

 

ΚΑΛΠΑΣΜΟΙ

Πώς να στεριώσει το βήμα μου
στον κυκεώνα αυτόν της παλινδρόμησης;

Πώς η αχτίδα του ήλιου
να εισχωρήσει σ’ αυτή την ανήλιαγη τρύπα
που χαντακώθηκα;

Χλιμιντρίσματα αλόγου
που με παίρνει μακριά
η επόμενη κίνηση

Αν μπορούσα
να ελέγξω τη ρότα του

να αδράξω τη χαίτη του
να καλπάσω ατέρμονα—

Ήρεμη τώρα η διαδρομή
Μαλακά τα πατήματα

Ίσως στη στροφή που έρχεται
η φροντίδα ενός άλλου χεριού
να πλατύνει το δρόμο

ΟΠΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ

Στη Ρούλα Αλαβέρα

Ασυνάρτητα
τα λόγια

Κάθονται στο λαιμό μου
και κλυδωνίζουν το πλοίο
που με φέρνει στις νέες χώρες

Που θα σταθούν
τα φληναφήματα
του εσωτερικού τοπίου;

Πως θα διανυκτερεύσω
στον ξένο τόπο
που φιλοξενεί την αγωνία μου;

Το κάλεσμα της ζωής
γκρεμίζει από ψηλά
τις αντιστάσεις μου
στο οπτικό πεδίο
που αναπάντεχα
ανοίχτηκε μπροστά μου

Οι πόλεις μας
τα καταφύγιά μας
λιμοκτονούν
από την άρνηση στο πέταγμα
μπρος σε οθόνες
οπού τα μηνύματα μπερδεύονται
σε ακατάσχετη φλυαρία
χωρίς την πνοή
που θα τα ανέβαζε
πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα

σε θέα απέραντη
σε λόγο κρουστό
σε νέες διαστάσεις
στην κατανόηση
του αδύνατου
του περιφρονημένου

Επιστρέφω
από το στριφογύρισμα
σε άδειους δρόμους
πίσω στο κάθισμά μου
προσπαθώντας να ορίσω
τον τόπο που μου ανήκει

το βλέμμα μου
που να το στρέψου
ώστε να δω
την καταιγίδα που πλησιάζει
πάνω από τις άνυδρές μας κατοικίες
να μας προσφέρει τέλος
λίγη δροσιά

στον καύσωνα
που άλλαξε σε έρημο
τις πόλεις μας
τις εξοχές μας 

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ

Αντίστροφη μέτρηση
Η λύση ανέφικτη
κι η κραυγή καταλήγει στο κλάμα

Τι υπονοούν οι δείκτες του ρολογιού
με τον προκαθορισμένο χτύπο τους;

Αν τρελαίνονταν ξαφνικά
κι έμοιαζαν με τους χτύπους της καρδιάς μου-

Βαθιά θαμμένα
τα υπολείμματα της σκέψης μου

θαμμένος βαθιά
ο θησαυρός που μου χαρίστηκε

Οι αναθυμιάσεις της φωτιάς
που έκαψε όλα τα παλιά ενθύμια
τρυπούν την όσφρησή μου
και με τρέπουν σε φυγή

Δρομολόγιο χωρίς επιστροφή
χωρίς καμμία στάση

Πώς ν’ αναστήσω πιά
νέα δέντρα στην αυλή μου
χωρίς απ’ την αρρώστια
να υποφέρουν;

Ποια μουσική κλίμακα
θα δώσει νέους ήχους
στην ταλαιπωρημένη ακοή μου;

Ψηλόλιγνες φιγούρες
στον ορίζοντα
Με καλούν προς το μέρος τους
να στήσουμε χορό

ΗΧΩ

Καθηλωμένα ρήματα
Κτυπήματα υπόκωφα

Υπομένω αγόγγυστα
το γρύλισμα μέσα στο στήθος μου
οπού ανάκατα τα λόγια περιμένουν
να τα ανασύρω προς τα έξω

Η καινούργια μου πατρίδα
διαγράφει στον χάρτη τα όριά της

Γεύομαι το ψωμί της
σαν αντίδωρο
και το κρασί της μετάληψης
με στεριώνει μετά από πολύ καιρό

Ο αυτοέλεγχος λυγίζει ωστόσο
και ξεκινώ λυπητερό τραγούδι
που απλώνεται σε πλατεία πεδιάδα
Ενώ τα μακρινά βουνά
φέρνουν πίσω την ηχώ του

Ρωμαλέα νοιώθω ξαφνικά
τα άκρα μου
έτοιμα για νέα εξερεύνηση

 

ΤΟ ΦΩΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΥΠΑΚΟΥΕΙ (2003)

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ

Η κάθοδος σε κατηφορική πλαγιά
αποσυντονίζει τους χτύπους της καρδιάς

Η λεία επιφάνεια χαρακώνεται
απ’ το ακατέργαστο διαμάντι
που βρέθηκε στην κατοχή μου

Ακανόνιστες φράσεις και διακυμάνσεις
καρποί από λειψές συνομιλίες
βυθίζονται σε μαύρη τρύπα του γαλαξία

Το κλεινόν άστυ
που φιλοξενεί τους κύκλους μας
ανοίγει σαν βεντάλια
ν’ αγκαλιάσει τους πόθους
και τις αμαρτίες μας

Κλειστά ωστόσο τα παράθυρα
της κατοικίας μου
Μέσα οι στρόβιλοι της σκέψης
διαχωρίζουν στο πινάκιο
την ήρα από το στάρι

Πετούμενα, θηρία και πουλιά τριγύρω
υποδαυλίζουν όμως την πορεία
προς την έξοδο

 

ΤΟ ΦΩΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΥΠΑΚΟΥΕΙ

Σκόρπια υλικά κατεδαφίσεως
Καμμιά φροντίδα για την ανακύκλωση
Το ίδιο σκόρπια και τα ρήματα

Οι κλώνοι των γραμμάτων
εξαπατούν τα αφελή πληρώματα των καραβιών

Λάμπει όμως, να, μία πυγολαμπίδα
κι η νυχτερίδα πού πετά μονάχη
εγκαταλείπει προς στιγμήν
την αιμοβόρα φύση της
και περιμένει

Κάτι γεννιέται άραγε;
Πλάσμα ή άνθρωπος
ιδέα ή λέξη
σπόρος ή καρπός;

Σιωπές γεμάτες
Αγωνία και αναταραχή

Ξεγελαστήκαμε πολλές φορές
και πάλι ελπίζουμε

κι’ ας έχουμε χειμώνα
στους καταυλισμούς μας

Το φως δικούς του νόμους υπακούει
Άλλοτε θέλει κι άλλοτε δε θέλει
το πρόσωπο του να μάς δείξει

Μετανοείτε και προσεύχεσθε.

 

ΑΤΙΘΑΣΗ ΩΡΑ

Ατίθαση ώρα
Την αρπάζω από τη χαίτη της
για να με ταξιδέψει στο λαβύρινθο

Η θέα χάνεται
Τόσο ταχύς ο καλπασμός

Οι λεπτοδείκτες επιταχύνουν τον κτύπο τους
Σύγχυση, λοιπόν, και στο χρόνο

Δειλά αναδύεται
από το λάρυγγα η φωνή

Καλεί τους φίλους
καλεί και τους εχθρούς
να υψώσουν ανάστημα
να αναμετρηθούνε

Κι ύστερα, ξαφνικά,
απόλυτη ησυχία

Άλλοι, κρυφοί ρυθμοί
ξεπηδούν μέσα στη σιωπή

Επί τέλους η θέα επανέρχεται
Η ομίχλη βαρεία που τη σκεπάζει
Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα
Το λευκό τοπίο μας εξαγνίζει

Ήταν η αγάπη
που ’χτίσε τις νέες αντιστίξεις

 

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΥΣΤΙΚΗ

Η οιμωγή πού ξεπήδησε απ’ τα σπλάχνα
φέρνει πίσω καταχωνιασμένες μνήμες

Λάμψη υπέργεια καταυγάζει
τα μονοπάτια των ιστών τής σκέψης
Τα νήματα πού οδηγούν σέ λύσεις
είναι από εύκαμπτο και τρυφερό υλικό

Απέραντα τοπία από βλάστηση
αναζητούν το βλέμμα που θα τα κοιτάξει
κι υπόσχονται νέες ερμηνείες τής ζωής

Ακούραστα βαδίζουμε και βαδίζουμε
Κάποια ώρα γεμάτη κατάφαση
το κουκούλι της πλέκει αναπάντεχα

Ίσως ο νους δεν είναι ακόμη έτοιμος
να γευτεί τον καρπό της

Μα ο καιρός έχει γυρίσματα
κι είν’ από στερεό μέταλλο ή σκαπάνη μας

Λειτουργία μυστική
κινεί το δοξάρι της
στης ψυχής τα κατάβαθα
να υμνήσει τον πόνο 

ΨΙΘΥΡΟΙ

Χλιαρά τα νάματα της σκέψης
Πύρινες γλώσσες όμως κατακαίουν
τους τρυφερούς μίσχους των λουλουδιών
Η κόλαση ανοίγει σαν χοάνη
να δεχθεί δικαίους και άδικους

Κλειδωμένες οι παρακαταθήκες πυρομαχικών
Με υπονοούμενα οι συνεννοήσεις μας
Οι δηλώσεις ελλειποβαρείς
Λυπημένες κι οι κορφές των δέντρων μας
Βουλιάζει και η τελευταία βραχονησίδα
της θάλασσας μας

Κανένα σημείο στον ορίζοντα
Μόνο ψίθυροι από στόμα σε στόμα
και ο ήλιος κρυμμένος
πίσω από τα σύννεφα

 

ΚΥΚΛ0Σ ΕΠΟΧΩΝ

Κυοφορείται μια αναλαμπή
Οι φράσεις πάνε κι έρχονται
κρυφομιλούν, αναρωτιούνται

Συνωμοσία εκτυλίσσεται
Λέξεις-κλειδιά οι συνωμότες

Όμως η κλίμακα προς τη σιωπή
έχει στηθεί
Βρίσκομαι πια στα πόδια της
Τρίζουν υπόκωφα τα σκαλοπάτια της

Πόσες στροφές του κεφαλιού προετοιμάζονται
στο νόημα της άρνησης;

Πέφτει η αυλαία του δράματος
Κι ο σπόρος των καινούργιων λέξεων
θάβεται βαθιά στο χώμα του φθινοπώρου
για να βλαστήσει κάποτε
ο κύκλος των εποχών
θα ξανοίξει

 

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ (2003-2004)

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

Ο επισκέπτης ανατάραξε τα νερά
Τα κοχύλια της θάλασσας
βγήκαν στην επιφάνεια
Σαν κάλεσμα βούιξε
στ’ αυτιά μου ο αχός τους

Τα κύματα, με περιτύλιξαν
Η όραση χάθηκε
Ανοιγόκλεισαν τα παραθυρόφυλλα
του αυθαίρετου στην παραλία

Το βέλος που φύλαγα στη φαρέτρα μου
για ενδεχόμενο πολεμικού
επεισοδίου εξαφανίστηκε

Το οπλοστάσιό μου παραδόθηκε
σε ισχυρούς μέσω συγχώνευσης

Κόσμους της φαντασίας πλάθει η μνήμη
Ήρεμα ξεγλιστράω προς τα ’κει
σαν κυριακάτικη απόδραση 

 

ΤΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΑΠΡΟΣΙΤΑ

Η κατωφέρεια ήταν παραπλανητική
τα λύματα των κατοικιών μας
εκβάλλουν στις υπώρειες της

Τα καταφύγια απρόσιτα
Ποιος υπονομεύει τη σωτήρια μας
σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης σκοτεινό

Η περιγραφή των αποτελεσμάτων
της συνόδου κορυφής
παίζει ανενόχλητα

Μια μικρή φράση
που ξεφεύγει και πετά στον αέρα
στροβιλίζεται,
κολλά στ’ αυτιά μου

Μόνο ένας άνεμος θα ξεσκεπάσει
τα σπίτια μας, θ’ αποκαλύψει
τις ρωγμές τους

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Εγκαταλελειμμένες οι εστίες μας
Τα δράματα που εκτυλίσσονται
σπέρνουν τον πανικό

Κρυφά νοήματα αποπλανούν
τις λέξεις μας, τα σώματά μας

Η συνείδηση πάσχει
από κεραυνοβόλες ανατροπές
Πως θα ξαναχτίσουμε τα σπίτια μας;
Λείπουν τα υλικά, λείπουν τα χέρια

Καθιστική διαμαρτυρία στους δρόμους
κι ύστερα τίποτε
Έρμαια ασύστολων παθών εμείς
θα κατηφορίσουμε σε Άδη άθεο

Μα περιμέναμε τέτοια εξέλιξη
ακούγοντας τους πανηγυρικούς
μονόλογους των ηγετών μας 

 

ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ

Αποκεφαλίζονται τα όνειρα
Ο ψαλμός διαλύεται εις
τα εξ ων συνετέθη

Γλιστερό πλατύσκαλο
οδηγεί στα υπόγειοι όπου
ο εγκλεισμός σε παιδική ηλικία
έδωσε τη γεύση
της πρώτης τιμωρίας

Λυπητερά καλέσματα
από τους τάφους, των προγόνων

Τα ερωτηματικά δεν καταφέρνουν
να διασώσουν τις μνήμες
χωρισμών και διερευνήσεων της νιότης

Ούτε και κατακάθισε η σκόνη
στο χαλί της εισόδου
σκουπίσαμε τα υποδήματά μας

Κόκκοι άμμου μένουν στα πνευμόνια
από την εισπνοή του άνεμου

Μετέωρη η σκέψη
η ελπίδα μετέωρη 

 

ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ (2004)

ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ

Κατακόμβη σκοτεινή
των πρώτων χρόνων

Σκληρή έπαρση, μετά,
και συντριβή των θείων

Δάση και ξέφωτα
αδιάβατα από ξερόκλαδα

Ο ξενώνας του χωρίου αντίξοος
Τα δωμάτιά του πνιγηρά

Κυλά πηχτό
το αίμα απ’ το φεγγάρι

 

Η ΚΙΝΗΣΗ ΜΑΣ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΙΚΗ

Η ανάπλαση του χώρου
δεν φέρνει τα βήματά μας
πιο κοντά στο στόχο τους

Παλινδρομική η κίνησή μας
επιτρέπει μόλις μια αχτίδα ήλιου
να μας φωτίσει το μέτωπο

Κλείνει η δίοδος
προς κατεχόμενες περιοχές

Πνιχτά μηνύματα
απ’ τη χαμένη πατρίδα

Υποψιάζομαι τέλος
στις γιορτές μας

Παραδέρνουν με τα κύματα
ακόμα κι οι ναυαγοσώστες 

 

ΥΠΕΝΘΥΜΗΣΗ

Το κεραμίδι ετοιμόρροπο στη στέγη
0 προστάτης μας κλινικά νεκρός

Η πλατεία της πόλης γεμάτη
απ’ τις κομμένες κεφαλές των συντρόφων

Ο εμφύλιος σπαραγμός
αδειάζει τα σπίτια μας
ροκανίζει τα θεμέλιά τους

Μεσαίωνας και στις αδελφικές μας σχέσεις
Πως θα ξαναβρεθούμε ομοτράπεζοι;

Απελπισμένα δονείται
της εκκλησίας μας η καμπάνα
να υπενθυμίσει την ανάσταση νεκρών 

 

ΤΟ ΧΑΣΜΑ (2006)

Η ΦΛΟΓΑ

Αποδημήσεις και δυσαρμονίες
Πτώση και ανάπαυση

Διάπλατες κινήσεις
βολιδοσκοπούν το μέλλον
με διάθεση παραίτησης

Αναμμένα κεριά στο τραπέζι
φέγγουν δυσοίωνα τα μέτωπά μας

Ο ήλιος δεν εισχωρεί
στο καταγώγιό μου
Πως να πετάξουν στον ορίζοντα
τα χιλιάδες πουλιά
που αποκοιμήθηκαν στην αυλή μου
κουβαλώντας ελπίδες
μα πίνοντας νερό φαρμακωμένο;

Η θάλασσα φουσκώνει από οργή
για τον κορεσμό, τον άρτον και…

Ανασηκώνω τα μάτια
κι αναζητώ μια χαραμάδα φως
ν’ ανάψει πάλι τη φλόγα μου
ας είναι απροσδιόριστη και χαμηλότονη,
αρκεί ωστόσο ζωντανή 

 

ΕΝΑΕΡΙΟ ΝΑΥΑΓΙΟ

Τα κενά αέρος έφεραν αναταράξεις
Η κλίση προς το έδαφος
προετοιμάζει την πρόσκρουση

Εναέριο ναυάγιο αύτανδρο
κι υστέρα ο θρήνος

Πως να κοιτάξεις ξανά τον ουρανό;
Πως να ξανακτίσεις τα σπίτια σου
εκεί που χάθηκαν τόσες ζωές;

Στον ύπνο βυθίστηκε η πολιτεία μας
κι ούτε τα σήμαντρα των εκκλησιών
μπορούν να την ξυπνήσουν

Μεσαίωνας στις ψυχές
και τ’ ακρογιάλια

Θα ξεμυτίσει πάλι η μέρα
να μας τραβήξει από το λήθαργο

Στην ταλαιπωρημένη
απ’ τον κατακλυσμό πεδιάδα μας
0ι κρουνοί του νερού
θα θρέψουν νέες ρίζες στα βλαστά μας
θ’ αστράψουν στα φύλλα τους δροσοσταλίδες
από τη λάμψη του ήλιου
που περιμένουμε στα σκοτεινά
τόσον καιρό 

 

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

Τα βήματά μου χαράζουν κύκλους
Κι δ ύπνος λειαίνει τις γωνίες της ημέρας

Καυτός αέρας πνέει πάνω απ’ το κεφάλι μου
Μια σκάλα γλιστερή με οδηγεί εκεί
που οι μορφές χάνονται στο σκοτάδι
και ψάχνω απεγνωσμένα να διακρίνω
κάτι από τις καμπύλες του κόσμου
κάτι από τις καμπύλες τις οικείες

Μια σιγανή αύρα αρχίζει
να μπαίνει τώρα στο υπόγειο
Με γλυκύτητα χαϊδεύει τις ψυχές
που κρύβονται εκεί μέσα,
τον πόνο και τον κόπο τους
Μόλις που ακούγεται η φωνή τους
Με ικετεύει να τις συντροφέψω

Θα βγω στο φως της μέρας άλλος άνθρωπος
Θ’ αναζητήσω κάποια αλήθεια
Θ’ αντισταθώ στον κεραυνό της καταιγίδας
Ίσως θα στρέψω και το βλέμμα προς τα πάνω 

 

ΚΛΕΙΣΤΑ ΧΑΡΤΙΑ

Μέσα στη νύχτα
ακούω τούς παλμούς μου

Αναχαιτίσεις πτήσεων
διακόπτουν τον ύπνο

Ό απαραίτητος κλυδωνισμός
πνέει τα λοίσθια

Νέες περιπτύξεις
κάτω απ’ το φεγγάρι
πού διεισδύει νωχελικά στην κλίνη

Κρυφές ανάσες σιγοκαίνε
τις εντολές για την επαύριο

Σιγοπατώ κι απογειώνομαι

Κλίμακες νοερές
με ανεβάζουν ψηλά
ώσπου η θέα χάνεται

Σέ ποιο μονοπάτι
θα με περιφέρει τ’ όνειρό;

Κλειστά χαρτιά
λαβωμένες ελπίδες

 

ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ (2008)

ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

Στη μνήμη του Τηλέμαχου Αλαβέρα

Ξημέρωσε δύσκολη μέρα
Το δάκρυ στάθηκε στα βλέφαρα

Άνοιξε η καταπακτή
Δέχθηκε το σώμα του

Κάτω απ’ τις πύλες της αβύσσου
υπόγεια ρεύματα κυλούν
Λιποψυχία και θάρρος
κονταροχτυπιούνται ανελέητα

Το περιτύλιγμα τής σιωπής
γεμάτο ρωγμές, ενώ

το κράμα των συναισθημάτων
φέρνει εξελίξεις απρόβλεπτες
και η προσμονή μιας ανάτασης
τσακίζει τα φτερά της
στους βράχους της θάλασσας

 

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ

Γλιστερές επιφάνειες
δείχνουν προς τον στόχο
Αιμάτινες σταγόνες στο διάβα μου

0ι διαστρωματώσεις της ελπίδας
στο υπέδαφος τής αναζήτησης
μ’ εφοδιάζουν με τον μίτο
στο λαβύρινθο πού διανύω

0ι κινήσεις κυκλικές
μα η ευθεία γραμμή
περιμένει την ώρα της

Φτάνουν στ’ αυτιά οιμωγές
νεκρών αγαπημένων απ’ τον Άδη

Ο Μινώταυρος παραμονεύει
κάπου στο τέρμα τής διαδρομής
κι εγώ ακονίζω το μαχαίρι

θα πέσει τέλος το θηρίο
λαβωμένο από το χέρι μου
ή θα παγιδευτώ στα μονοπάτια
του λαβύρινθου για πάντα;

 

ΕΙΡΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Απόκρυφη η περιήγηση του πάθους
Γυμνά καλώδια ρεύματος αγγίζω
και η ηλεκτροπληξία παραμονεύει

Τα δέντρα χάνουν τα φύλλα τους
Οι κυανόκρανοι της περιοχής
μοιράζουν δώρα
Ειρηνευτικές δυνάμεις τους αποκαλούνε

Το τραύμα όμως δίπλα στην καρδιά πυορροεί
Με κόπο έχω γλυτώσει τη ζωή μου

Η εγκατάλειψη βουίζει
ακόμη στ’ αυτιά
σαν εκκωφαντική σιωπή

Ο οδυρμός δεν
σε φέρνει πίσω

Πότε θα λάμψει ξανά η παρουσία
να με βγάλει απ’ το κατώγι του πένθους; 

 

Η ΚΡΑΥΓΗ

H νύχτα απλώνει τις φτερούγες της
πάνω απ’ τα όνειρα

Η κραυγή που ακούστηκε
ξεριζώνει τη δύναμη

Ως πότε θα περιφέρομαι γυμνή
στην αναζήτηση της,
ως πότε θα μου αρνείται το παιδί μου;

’Ίσως μια μέρα να κοιτάξω προς τα πάνω,
ίσως δύναμη τότε να ξαναβρώ 

ΑΝΟΙΓΟΚΛΕΙΝΩ ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ

Η πέννα έχει στομώσει και
η φόρμα μ’ εκδικείται
Το νόημα διαφεύγει
’Έφτασε η ώρα της αλήθειας

Πως να σελώσω το άλογο
με τέτοια καταιγίδα;
Και πως να καλπάσω στον ορίζοντα
όσο σημαίνει η προσευχή για τους νεκρούς;

Κατηφορικός ο δρόμος προς την κόλαση
Ριψοκίνδυνα βλέμματα όμως
με ανεβάζουν στον ουρανό

Κλιμακώνονται οι ρίψεις νερού
στην χοάνη της τόλμης
άλλα το παρελθόν θεριεύει

Το λυκαυγές με βρίσκει
εξουθενωμένη, σε καλή διάθεση
’Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα
και στέκεται μπροστά
η καινούργια μου αγάπη 

ΚΛΕΙΣΤΑ ΜΑΤΙΑ

Η ώρα της ευφορίας
έχει περάσει
Τα γκρίζα σύννεφα
σκέπασαν τη σελήνη

Κλιμακωτά επανέρχονται οι φροντίδες
Ο γύρω θόρυβος γιγαντώνεται
Δεν ακούω τη φωνή μου
Γεννοβολούν οι σιωπές

Σιγή και μεσ’’ στις τάφρους των συναισθημάτων
Κλειστά μάτια αφήνουν
το χάδι να κυλήσει στους ώμους

Η καινούργια μέρα ίσως έτσι
ξεκινήσει καλλίτερη
0 βουβός πόνος
ίσως στραφεί σε μια ανάταση 

 

ΑΝΑΣΕΣ ΚΡΑΤΗΜΕΝΕΣ (2008)

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Το βλέμμα θόλωσε
Τα βλέφαρα σφάλισαν

Ένα πουλί πέταξε
π ορίζοντα κλειστό

Μικρό έντομο ανηφόρισε
προς την ομίχλη

Κρυφή σπίθα από τον πόνο μου
άναψε το καντήλι προσευχής

Ανασηκώθηκε κουρνιαχτός
από τα βήματα της περιπλάνησής μου

Η ανάσα κράτησε
μέσα της την αναμονή
και γέμισε με άνθη του χειμώνα
την παγωμένη αυλή

Η ώρα πέτρωσε
Τίποτε πια δεν κινείται γύρω

θα έρθει επί τέλους η ώρα της συνάντησης
να σβήσει μια στιγμή την αγωνία μου; 

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Η ανοιξιάτικη καταιγίδα
ανέμισε τα φτερά της
πάνω από τον ύπνο μου
Οι νυχτερίδες πέταξαν
γύρω απ’ τα όνειρα

Στην αυγή της μέρας
οι εφιάλτες έβγαλαν το πανωφόρι τους
και ντύθηκαν ρούχα ανάλαφρα
που μ’ έκαναν να τους ξεχάσω
χαρούμενες τραγούδησαν οι ηλιαχτίδες

Ο πρωινός άνεμος
έφερε αναμνήσεις
Περιμένω τώρα τη στιγμή
που θα τις αγκαλιάσει το παρόν,
ένα να γίνουν με τον έρωτά μου 

 

ΤO ΦΟΡΤΙΟ

Η συσκότιση κραδαίνει τα σκήπτρα της
Κλειστά λόγια
κυκλοφορούν επίμονα στο νου

Πώς να τα πω,
ώστε η ανταύγεια μιας παρουσίας
να φωτίσει τους λαβυρίνθους μου;

Απρόσιτες οι βουλές του μέλλοντος
Κρυφή ελπίδα φτεροκοπάει

Η μορφή σου κάνει την εμφάνισή της
Σαν χάδι παίρνει το φορτίο μου
και ανασαίνω ξανά
τον αέρα ενός είδους ευτυχίας 

 

ΚΛΕΙΣΤΟΦΟΒΙΑ

Κλείνω πιά την πόρτα στην κλειστοφοβία
Απαλό το πέταγμα προς τον ορίζοντα
με φέρνει σε σύμπαν πρωτόγνωρο

Ανασαίνω βαθιά τον αέρα του
Ανοίγω το βλέμμα στα τοπία

Οι αλλαγές δεν βιάζονται
Καιροφυλακτούν,
να φέρουν στο νου μου νέα τάξη

Παρόν και παρελθόν αγκαλιάζονται
κι υστέρα χωρίζουν
για να βαδίσουμε στο άγνωστο μέλλον

Μακάρι να σημάνει ανατροπή.

 

ΔΩΡΙΚΑ (2010)

ΔΩΡΙKO

Κυκλικές αμφιθυμίες
ξυπνούν την κόλαση μέσα μου

Απ’ όπου κι αν πάω να κρατηθώ
το υποστύλωμα σωριάζεται

Αναζητώ να εστιάσω
σε κάτι που διαρκεί

λόγια απλά και δωρικά
τέλος με διασώζουν

Όμως τίποτε δεν έχει τελειώσει
Η κόλαση ξανάρχεται
Ευφυή τεχνάσματα επινοώ
για να γλιτώσω

Δεν υπάρχει απάντηση
θύελλα των καιρών

 

Η ΚΡΥΠΤΗ

Οι αναμνήσεις σωρηδόν
Άδειο το οστεοφυλάκιό μας
Σκόρπια τα οστά

Άδεια και η κρύπτη
όπου φιλάγαμε τα μυστικά μας

Κλεπταποδόχοι λυμαίνονται την περιουσία μας
Η ομάδα μας, ωστόσο, στην κορυφή
Ο επόμενος αγώνας οδηγεί σίγουρα στη σύρραξη

Αναρωτιέμαι για το μέλλον
για να ομορφύνω το παρόν 

ΜΟΝΑΧΙΚΟ

Κλειστή η σελίδα μου
Η αναμονή της ανθοφορίας
με σκοτώνει

Ωστόσο στο απυρόβλητο
οι διαλογισμοί μου
Κατρακυλώ στην ενδοχώρα
των ποιημάτων

Κλιμακωτά επανέρχονται
στο νου οι δεσμεύσεις
Ως πότε θα σημαίνει
ανατροπή των δεδομένων;

Ήπια αντίδραση
βάζει σε τάξη τη μοναχικότητα μου 

 

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Δύναμη ενδογενής καταληστεύει
τις φωνητικές χορδές μου
Παρά ταύτα λιπαίνονται
οι ιμάντες της μηχανής μου

Η είδηση της ατιμωρησίας
διαδίδεται υπόγεια από στόμα σε στόμα
Κοπωμένοι οι μαχητές μας

Ανοιγοκλείνω την εξώπορτα
Πολύ αργά για διαφυγή

Η φαιά μου ουσία
εξαντλείται ποικιλόμορφα
Πνέει τα λοίσθια η εξομολόγησή μου
Μα πως να εκστομίσω μία κατακλείδα
όταν δεν προλαβαίνουμε τις εξελίξεις;

 

ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ-ΑΠΟΥΣΙΕΣ (Καλοκαίρι 2014)

Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ

ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΚΑΦΕ ΖΟΥΡΝΑΛ

Την κυρία Όλγα
πρόσφυγα από το Ουζμπεκιστάν
που μου σέρβιρε τον καφέ
στις οκτώ το πρωί
άλλα όχι νωρίτερα

την Ρούλα, χήρα σαράντα χρόνων
με δυο παιδιά

την Τζούλια, τη χαρούμενη
από το καζακστάν
– σπούδαζε τουριστικά επαγγέλματα-

ην Έλλη με την μακριά
ολόσγουρη κόμη
που μου ’φερνε τις ελίτσες με το ποτό

την Ξανθίππη, το αφεντικό,
-όλοι την αγαπούσαν κι
όλοι την φοβόνταν—

την Ελένη, την κουνιστή που κοίταζε
πως θα πάρει πουρμπουάρ
τον ευγενή Βαγγέλη
όμορφο μελαχρινό

την Μαρία την μικρή χαριτωμένη
-θα σπούδαζε θέατρο— 
και τον αδελφό της τον ακόμα πιο
μικρό, μαθητής, γαρ,
που χαιρετούσε φασιστικά
μολονότι γλυκός και τρυφερός
όλους αυτούς τους έχασα
όταν το Ζουρνάλ
όπου περνούσα τα καλοκαίρια μου
και τους χειμώνες μου
έκλεισε… 

 

ΕΚΛΕΙΣΕ ΚΑΙ Η ΠΥΞΙΔΑ

Έκλεισε, είπαμε, το καφέ Ζουρνάλ.
Έκλεισε δίπλα και η Πυξίδα.

Η Ράνια που αγωνιζόταν
να την κρατήσει
με νύχια και με δόντια
μικρή παλεύοντας με τους
μεγάλους της δουλειάς
έλαβε απρόσμενα
τελειωτικό χτύπημα
από ασυνείδητο γιατρό…

Τόσα χαμόγελα καθημερινά
περνώντας από ’κει
τόσες καλημέρες
τόση εκατέρωθεν συμπάθεια
για τα ειπωμένα και
τα ανείπωτα
με την ίδια και την φίλη της.

Τέλος οι παραγγελίες
των βιβλίων.

Τέλος το βιβλίο μου
στην βιτρίνα
με την γαλάζια τουλίπα
περιποιημένο, τυλιγμένο
ίδια στο χρώμα του εξώφυλλου.

Το βιβλιοπωλείο Πυξίδα έκλεισε. 

ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΜΟΥ

Η ΝΕΥΡΟΛΟΓΟΣ ΜΑΣ

Η Ε. στα νιάτα της η πιο ωραία
κοπέλα της σχολής της

τώρα μεσήλικη
φτασμένη νευρολόγος
που όλοι εκτιμούν
παλεύει ωστόσο
για τον επιούσιο
στην κρίση…

Άνθρωπος της αγάπης
του καθήκοντος
μ’ ενδιαφέροντα πολλά.
«-Εγώ, δεν βάζω όρια», μου λέει.

Την έχω ταράξει στα τηλεφωνήματα
πότε για μένα πότε
προπαντός
για τη μαμά.

Εκείνη πάντα άψογη,
διαθέσιμη.

Μια δυο φορές σαν άργησα
μου είπε πως της λείπω.

Αναντικατάστατη σαν
την ψυχαναλύτριά μου. 

Ο ΠΡΩΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ ΜΟΥ

Τον πρώην ψυχίατρό μου
τον εγκατέλειψα για δεύτερη
φορά
μάλιστα, μ’ άσχημο τρόπο.

Του ’στειλα μήνυμα πως
πάω σ’ άλλον γιατρό.
Αφού η νέα συνεργασία
εδραιώθηκε
να, το καινούργιο μήνυμα
εφτάμισι η ώρα το πρωί:
«Εννοείται ότι το ραντεβού
μετά το Πάσχα ακυρώνεται».

Χρωστάω όμως
σ’ αυτόν πάρα πολλά…

Είκοσι χρόνια πιο παλιά
μου έδωσε το νέο φάρμακο
που είχε μόλις βγει
και μ’ έσωσε στην κυριολεξία.

Με είχε τότε σε υποστηρικτική:
«-Δεν θα δίνουμε ερμηνείες»
μου είπε.

Μα, εγώ, συνηθισμένη απ’ τις
ψυχαναλύσεις. 
αυτοαναλυόμουνα – αυτοαναλυόμουνα
εκείνος άκουγε κι άκουγε.

Με την αυτοανάλυση
και την υπομονή του
ορίστε, σε κάθε διακοπές του
τα ποιήματα
κάποια απ’ τα καλύτερά μου.

Ας είχα μάτια
μόνον για τη φίλη μου.

Το διδακτορικό;
Χάρις σ’ αυτόν το τελείωσα.

Όταν είχε πια γραφτεί
και σταμάτησαν τα ποιήματα
ήταν η πρώτη φορά
που αποφάσισα να φύγω.

Δεν θέλησα να τον ξαναδώ.

Πάντως μου βγήκε
σε καλό
όπως και τώρα.
Ωστόσο, πάντα θα τον αγαπώ.
Αν τυχαία στην γειτονιά
τον συναντήσω
θα μου στοιχίσει να
κοιτάξει αλλού…

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

ΕΠΟΧΗ

Η εποχή μας
η χιλιοκατηγορημένη
με τις κρίσεις οικονομίας και αξιών
έχει κάποια καλά.

Πόσοι θα ήτανε
σε άσυλα
χωρίς ψυχοθεραπευτές και φάρμακα.

Πόσοι θα πέθαιναν
από υπέρταση
σάκχαρο
καρδιά
εγκεφαλικά.

Ακόμη θα υπήρχαν
αγράμματοι ολότελα
να σκάβουν τα χωράφια τους
με το άροτρο.
Οι νέοι που τώρα
δουλεύουν σερβιτόροι, πουλητές
θα το ’καναν με γνώσεις
μονάχα δημοτικού.

Οι συγγραφείς
θα διόρθωναν χειρόγραφα
με το μολύβι
θ’ αντέγραφαν τις διορθώσεις  
ξανά και ξανά.

Οι τυπογράφοι θ’ άλλαζαν
μία μία τις ψηφίδες με τα γράμματα
χειρωνακτικά.

Περισσότεροι άπο σήμερα
-ακόμη χειρότερο –
θα πίναν βρώμικο νερό
και θα ’τρώγαν μόνον πατάτες.

Τα κορίτσια θα ’μεναν
παγιδευμένα
με τον σύζυγο και τα παιδιά τους
χωρίς καμία άλλη ασχολία
εξόν οικιακά.

Οι επιστήμονες
θα παιδεύονταν στη δουλειά τους
χωρίς το διαδίκτυο.

Μεγάλα πνεύματα
θα χάνονταν απ’ την ζωή
απ’ τα τριάντα, τα σαράντα,
τα πενήντα τους.

’Έχει η εποχή μας
κι αυτή κάποια καλά… 

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ

Τόσα καλά έχει η εποχή μας
μα, προς το παρόν,
για τόσο λίγους.

Πόσοι χωρίς γιατρούς
και φάρμακα
τα ψιλοβολεύουν ή
να πεθάνουν κινδυνεύουν.

Άλλοι μονάχα με τις βασικές σπουδές
στις πόλεις και τις επαρχίες.

Οι νέοι με ημιαπασχόληση
ή και καθόλου.
Μεσήλικες χάνουν την δουλειά τους
κάθε μέρα.
Γέροι με συντάξεις πενιχρές
η και χωρίς.
Συγγραφείς άνευ έκδοτη
καθώς εκδοτικοί οίκοι κλείνουν
η λειτουργούνε με κυκλώματα.

Δεν είναι λίγοι οι
αναλφάβητοι στο διαδίκτυο.
Υποβαθμισμένη
η ανθρωπιστική παιδεία.

Κάποιοι ψάχνουν
στα σκουπίδια για φαΐ
ή υποσιτίζονται.

Γυναίκες
κακοποιημένες, βιασμένες.
Παιδιά σε εκμετάλλευση. 

Επιστήμονες σε ανεργία
ή με περικοπές στα
ερευνητικά προγράμματα.

Πόσα πνεύματα μικρά,
μεγάλα ή μεσαία
ξεχασμένα
που, όμως, όλα έχουν
κάτι να προσφέρουν.

Είμαστε ακόμη
μακριά από το ιδανικό…

 

ΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ

ΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ ΜΑΣ

Στην μητέρα μου

Πέρασα από το εξοχικό μας
σήμερα.
Τόσες αναμνήσεις παιδιόθεν.

Στον κήπο
ο γερο-πλάτανος εκεί
με την σκιά
και την δροσιά του’
πλατανάκι στα παιδικά χρόνια.

Οι φλαμουριές, τεράστιες
η συκιά, η κερασιά,
η καρυδιά
οι ευκάλυπτοι, τα πεύκα,
οι ιτιές, οι ροδοδάφνες
όλα στη θέση τους.

Το σπίτι, έρημο.

Με πόσα όνειρα το χτίσαμε,
κάτι λίγα καλοκαίρια
πόσο το χαρήκαμε…

Τώρα κλειστό,
αραχνιασμένο.

Μπήκα μια στιγμή
τα έπιπλα σκεπασμένα
με σεντόνια,
το μαγιό της μητέρας,
λερωμένο, 
δεν θα το φορέσει ποτέ πια.

Δυο φορές σταυροκοπήθηκα.
Μία μέσα
μια απέξω.

Πήρα ένα ρούχο
κι έφυγα.

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

tvxs 15/2/2016

Αναζητώντας την παρουσία υπόγειων ρευμάτων στην ποίηση
της Χαράς Χρηστάρα

Η Θεσσαλονίκη ιστορικά μετά την ενσωμάτωσή της στην ελληνική επικράτεια ακολουθούσε τις δικές της λογοτεχνικές διαδρομές, χαράσσοντας νέα ρεύματα και καινοτομώντας ποιητική, πολύ μακριά από το αθηναϊκό επίκεντρο. Με την εισαγωγή του «εσωτερικού μονολόγου» στην εποχή που κυριαρχούσε ο υπερρεαλισμός, τις δύο ποιητικές τριανδρίες και τα περιοδικά της, τη «Διαγώνιο» (1958-1983, με εκδότη και διευθυντή τον Ντίνο Χριστιανόπουλο) και «Τραμ» (1971 και 1976-1978, με διευθυντή τον Καλοκύρη και εκδότη τον Κάτο που εισήγαγε το νεοϋπερρεαλισμό στη γενιά του ’70) η Θεσσαλονίκη ακολουθούσε τη δική της λογοτεχνική πορεία.

Μιλώντας βέβαια για την ποίηση στη Θεσσαλονίκη, δεν αναφερόμαστε σε μία επαρχιώτικη τοπικότητα, αλλά για ένα καινούριο κεφάλαιο στην μεταπολεμική νεοελληνική λογοτεχνία καθιερώνοντας έναν ποιητικό εσωτερικό μονόλογο. Η λογοτεχνική διαφοροποίηση στη Βόρεια Ελλάδα ήδη εμφανίζεται από το Μεσοπόλεμο και συνεχίστηκε με σημαντικές καινοτομίες στην ποίηση έως αργά.

Σε αντίθεση προς τους Αθηναίους της γενιάς του ’30 που μπόλιασαν την ποίησή τους με την εθνική ιδέα (Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Εγγονόπουλος κ.ά.), οι Θεσσαλονικείς δεν ενδιαφέρθηκαν για κάποιο «εθνικό σκοπό» μια και η πόλη είχε πάντα έναν χαρακτήρα πιο κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό (έστω και ως παράδοση και μνημειακές παραστάσεις) που ενισχύθηκε με τις προσφυγικές μετακινήσεις.

Μεταπολεμικά, η πρώτη τοπική ποιητική τριανδρία (Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης) καινοτόμησε -έναντι του αθηναϊκού σουρεαλισμού της γενιάς του ’30 και των διαδόχων τους- εισάγοντας πολλά πεζολογικά χαρακτηριστικά και καθιερώνοντας μία ποίηση απογοήτευσης και περιθωριοποίησης. Και η ποιητική καινοτομία στη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκε με την τριανδρία των Χριστιανόπουλου, Ασλάνογλου και Ιωάννου που ενσωμάτωσαν την καταπίεση -που εισήγαγαν οι αριστεροί- στη λογική του εσωτερικού μονολόγου -που προϋπήρχε- υπό τη μορφή μιας ερωτικής κοινωνικής απομόνωσης με καβαφικά πεζολογικά χαρακτηριστικά και αίσθημα καρυωτακικής απογοήτευσης.

Η Χαρά Χρηστάρα ανήκει στη Θεσσαλονικιώτικη γενιά του ’80. Ακολουθεί τον «εσωτερικό μονόλογο» που όρισε η λογοτεχνική παράδοση της πόλης και ακολούθησαν πολλοί ποιητές υπό την έντονη καβαφική και καρυωτακική επιρροή. Πρόκειται για ποίηση κάθαρσης κι ανθρωποκεντρική. Η ποίηση της Χρηστάρα είναι προσωπική και κινείται σε υπαρξιακό επίπεδο.

Η ποίησή της είναι γεμάτη «υπόγειους βρυχηθμούς και σιωπές ανθρώπων που αναζητούν τα όριά τους. Ποίηση με εσωτερικές βυθίσεις και ανέλπιστες σωτηρίες της ψυχής και του σώματος»1. Κατά τον Ζήρα «όλη η ποίηση της Χρηστάρα είναι αφιερωμένη στο πένθος που αισθάνεται η ύπαρξη, αδυνατώντας να ισορροπήσει τον μέσα και τον έξω κόσμο της». Ακολουθεί το ύφος και τη διαδρομή των ατομικών κλειστοφοβικών και μελαγχολικών αναζητήσεων της γενιάς του ’80. Εξωτερικεύονται με ένα αίσθημα βουβού πόνου.

Χαρακτηριστική αυτού του ύφους είναι η ποιητική συλλογή «υπόγεια ρεύματα» (Μανδραγόρας, 2008). Την ποιήτρια απασχολεί ο χρόνος και το μέλλον (Μινώταυρος) με τη μνήμη (μεσημέρι), τα όνειρα (η κραυγή) και ο θάνατος αγαπημένων φίλων (υπόγεια ρεύματα). Άλλοτε, η ποιήτρια αναζητά ή θυμάται αόριστα την αγάπη εντείνοντας το αίσθημα της μοναξιάς και της απομόνωσης μέσα στο απρόσωπο άστυ (εσωτερικό τοπίο, άρνηση, χάθηκε το φεγγάρι, αναβιώσεις, βήματα). Ταυτόχρονα όμως ανθολογούνται αλληγορικές συνθέσεις με κοινωνικές αναφορές (εξελίξεις, εποπτεία, ειρηνευτικές δυνάμεις) και μεταφορική μνημόνευση των δυσκολιών της ζωής (κύκλοι, ικεσίες, έλλειψη, ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα).

Η γλώσσα της είναι σύνθετη και πληθωρική. Ο λόγος της Χρηστάρα εμπλουτίζεται με επίθετα, διατηρώντας σαφείς αποστάσεις από την υπερβολή· αρκετά συχνή είναι και η χρήση επιρρηματικών κι εμπρόθετων προσδιορισμών, που ομολογουμένως έχουν αδικηθεί διαχρονικά από ποιητές μέσα στην αναζήτηση μίας λιτής έκφρασης. Ωστόσο, τούτοι -παράλληλα, με την αξιοποίηση μετωνυμικών σχημάτων και μεταφορών- προσφέρουν μία ξεχωριστή δυναμική στις διατυπώσεις μέσα από το “ασκητικό” ύφος που δημιουργούν και αισθητοποιούν περιγραφές ή αφηγήσεις «απρόσωπες».

Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο ρόλος των ερωτηματικών προτάσεων (ευθείες ερωτήσεις) που συχνά επιλέγει ως εκφραστικό μέσο. Τούτες -συχνά ρητορικές- προσδίδουν μία αμεσότητα στο λόγο της συνδέοντας την αβεβαιότητα και την αδημονία με την υπαρξιακή προσέγγιση (αφού στην πραγματικότητα μένουν αναπάντητα). Μάλιστα το γεγονός ότι οι ερωτήσεις εκφράζονται σε α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο, δίνει την αίσθηση της εκμυστήρευσης ως προσωπική αναζήτηση.

Ο -ελεγχόμενα «απότομος»- στίχος της αποφεύγει τόσο την πρόζα και τα πεζολογικά χαρακτηριστικά όσο και το μεταμοντέρνο θρυμματισμό, ενώ ο στιχουργικός ρυθμός εντείνει το μελαγχολικό ύφος της συλλογής. Οι διατυπώσεις διατηρούν μία «αοριστία» με τον περιορισμό οριστικών άρθρων σε πολλά υποκείμενα ρημάτων. Τούτο σε συνδυασμό με την περιγραφική στιχουργική καθιστά πιο βαρύ συναισθηματικά το κλίμα και πιο απρόσωπο.

Η συνειρμική δε εικονοπλασία, με αποκρυσταλλωμένες επιρροές από το νεοϋπερρεαλισμό, διαμορφώνει ένα ποιητικό κάδρο κλειστού χώρου, συχνά θολό και άχρωμο. Η «θολότητα» εκφράζει ακριβώς την υπαρξιακή αγωνία και το αίσθημα αμφιβολίας για ένα απαισιόδοξο μέλλον. Η εικαστική τούτη «θαμπάδα» αισθητοποιείται με τη συχνή παρουσία αφηρημένων εννοιών στις περιγραφές και τα σκοτεινά τοπία της.

Οι αντι-κοινωνικές περιγραφές της διαμορφώνουν ένα σταθερό μοτίβο. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγοι άνθρωποι εμφανίζονται στα κάδρα της Χρηστάρα, αναδεικνύοντας το αίσθημα της μοναξιάς και της απομόνωσης. Στην εικαστική διακρίνονται νότες ρομαντικής διάθεσης που αισθητοποιούνται με λιτές εικόνες από τη φύση (φυλλοβολία, πουλιά, σύννεφα και βροχή, φεγγάρι), χαρακτηριστικές όμως κι αυτές του γενικότερου αισθήματος αβεβαιότητας και μελαγχολικής αγωνίας.

Αντίθετα, στην τελευταία της συλλογή («παρουσίες απουσίες», Μανδραγόρας, 2014) διαμορφώνει ένα διαφορετικό ύφος με χαρακτηριστική εκφραστική οικονομία και απόλυτη σαφήνεια.
Γιατί αυτό που εντυπωσιάζει στην ποιητική της είναι η απέριττη γλώσσα. Δίχως εκφραστικά στολίδια, σε μία αποκορύφωση προφορικής λιτότητας, η ποιήτρια συναρπάζει τον αναγνώστη. Το λιτό ύφος επιτρέπει την ανάγνωση να προχωρά ανεμπόδιστα συνταράσσοντας βήμα βήμα τον αναγνώστη/ακροατή. Η εκφραστική απλότητα προσδίδει μία αυτοβιογραφική διάσταση στην ποίησή της και αφήνει ελεύθερο το συναίσθημα, χωρίς να αποσπούν την προσοχή σχήματα λογοτεχνικά και εικόνες.

Αυτή η εκφραστική ολιγάρκεια εκπέμπει μία σιγουριά, μία βεβαιότητα, ότι ο ποιητικός λόγος πατά στην απλότητα κι όχι στον επιτηδευμένο λόγο και το βερμπαλισμό· ότι η ποίηση οφείλει να «γλιστρά» στην ψυχή του αναγνώστη και να τον συγκλονίσει. Και τούτο δύναται να επιτευχθεί ακόμα με μία καθαρά δωρική έκφραση. Και ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας με τις μικρές καθημερινές ιστορίες -προσωπικές ή κοινωνικές- ενισχύει την προφορικότητα που διακρίνει το ύφος της δημιουργού.

Εξάλλου, το αφηγηματικό ύφος της Χαράς Χρηστάρα, δίχως να καθοδηγεί τον αναγνώστη, του επιτρέπει εκείνος να πλάσει ελεύθερα το ποιητικό φόντο. Αδιαφορεί χαρακτηριστικά για την εικονοπλασία. Το κάδρο και το εικαστικό περιβάλλον αναδύεται -συνειρμικά- από τις ανάγκες της αφηγηματικής προσέγγισης. Ο αφηγηματικός/ποιητικός χώρος άλλοτε είναι εξωτερικός άλλοτε εσωτερικός. Στη «γειτονιά» κινείται από έξω προς τα μέσα, όπως απαιτεί η αφήγηση μιλώντας για ένα κατάστημα, όπως και στις ενότητες «για την εποχή μας» και στο «εξοχικό». Αντίθετα στους «γιατρούς» της ο χαρακτήρας της παρουσίασης απαιτεί κλειστό χώρο, σαν ιατρείο. Εκεί η ποιητική της κινείται σε χώρο «δωματίου», όπου το κοινωνικό βίωμα μετατρέπεται σε εκμυστήρευση και υπαρξιακή κραυγή αγωνίας και φόβου.

Την ίδια όμως στιγμή η δημιουργός εκθέτει τους προβληματισμούς της για την κοινωνία και τα άτομα. Η κρίση με τα κλειστά μικρά καταστήματα, ο ρόλος της γυναίκας («ο Σταύρος μένει ανοιχτός»), η ομοφυλοφιλία («η ψυχαναλύτριά μου»), οι σχέσεις των γειτόνων και τα ανώνυμα -μα τόσο οικεία- στέκια που δένονται με τους θαμώνες («έκλεισε το καφέ Ζουρνάλ») παρελαύνουν μπροστά μας, ζωγραφίζοντας έναν κόσμο που χάνεται στην ασφυξία της κρίσης («γειτονιά»). Στο ίδιο πνεύμα και οι κοινωνικές ανισότητες όπου λίγοι απολαμβάνουν τη σύγχρονη ποιότητα ζωής με τις ανέσεις της («για την εποχή μας») και τις κοινωνικές παθογένειες (ενδοοικογενειακή βία, αδυναμία να διακριθούν όσοι το αξίζουν). Ταυτόχρονα, -σε μία υπαρξιακή προσέγγιση- θέτει την ψυχική υγεία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της μαζί με την αυτοκτονία και την εμπιστοσύνη («οι γιατροί μου»).

Η αυτοαναφορικότητα διαμορφώνει ένα πρωτοπρόσωπο εξομολογητικό ύφος. Και αν στις συνθέσεις «γειτονιά» και «για την εποχή μας» τούτη καλύπτεται από το κοινωνιοαφηγηματικό ύφος, στην ενότητα «οι γιατροί μου» (και «στο εξοχικό») είναι εμφανές. Και δεν είναι τυχαίο που επέλεξε μόνο λειτουργούς της ψυχικής υγείας προκειμένου να εκθέσει τις δικές της αγωνίες μέσα από τις αλληλεπιδραστικής φύσης εκμυστηρευμένες προσωποπαρουσιάσεις.

Ένα χαρακτηριστικό στην ποιητική της Χρηστάρα είναι ότι τα ποιήματα των ενοτήτων συμπληρώνουν το ένα το άλλο κλιμακωτά σαν μία σκάλα. Αν και διατηρούν την ποιητική αυτοτέλειά τους, στην ουσία κάθε σύνθεση «παρά» βαθμιδωτά στην προηγούμενη, σαν κεφάλαια ενός ποιητικού μυθιστορήματος μέσα στην κοινωνική κι οικονομική κρίση.

Η ποίηση -και η Τέχνη γενικότερα- στηρίζονται στο συναίσθημα. Δεν έχουν ανάγκη ούτε κάποιο διδακτικό ύφος ούτε ρητορείες. Με απλά υλικά διαμορφώνουν το συναίσθημα του δέκτη. Και η ποίηση τούτο για να το πετύχει δεν έχει ανάγκη από επιτηδευμένα υλικά. Με γλώσσα λιτή μπορεί να μεταφέρει τα πιο σύνθετα αισθήματα. Η ποιητική γραφή της Χαράς Χρηστάρα είναι ξεχωριστή, ιδιαίτερη, καθαρά προσωπική. Κινείται μεταξύ των σύγχρονων αστικών προβλημάτων όπως τα βιώνουμε ατομικά και αποζητά την προσωπική κάθαρση μέσα από την ποίηση. Αν και με τον καιρό κινήθηκε σε πιο συλλογικές αναζητήσεις, τούτες εκφράζονταν αλληγορικά και κρυπτικά.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ

FRACTAL 27/8/2014

Ποιήτριες της Θεσσαλονίκης

Η Χαρά Χρηστάρα γράφει ποίηση γεμάτη υπόγειους βρυχηθμούς και σιωπές ανθρώπων που αναζητούν τα όριά τους. Ποίηση με εσωτερικές βυθίσεις και ανέλπιστες σωτηρίες της ψυχής και του σώματος. Κατά τον κριτικό Αλέξη Ζήρα «όλη η ποίηση της Χρηστάρα είναι αφιερωμένη στο πένθος που αισθάνεται η ύπαρξη, αδυνατώντας να ισορροπήσει τον μέσα και τον έξω κόσμο της» «Ανασηκώνω τα μάτια / κι αναζητώ μια χαραμάδα φως / ν’ ανάψει πάλι η φλόγα μου ´ / ας είναι απροσδιόριστη και χαμηλότονη, / αρκεί ωστόσο ζωντανή».

 

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

τοβιβλιονετ 13/11/2015

Αναζητώντας την παρουσία υπόγειων ρευμάτων στην ποίηση της Χαράς Χρηστάρα

Η Θεσσαλονίκη ιστορικά μετά την ενσωμάτωσή της στην ελληνική επικράτεια ακολουθούσε τις δικές της λογοτεχνικές διαδρομές, χαράσσοντας νέα ρεύματα και καινοτομώντας ποιητική, πολύ μακριά από το αθηναϊκό επίκεντρο. Με την εισαγωγή του “εσωτερικού μονολόγου” στην εποχή που κυριαρχούσε ο υπερρεαλισμός, τις δύο ποιητικές τριανδρίες και τα περιοδικά της, τη «Διαγώνιο» (1958-1983, με εκδότη και διευθυντή τον Ντίνο Χριστιανόπουλο) και «Τραμ» (1971 και 1976-1978, με διευθυντή τον Καλοκύρη και εκδότη τον Κάτο που εισήγαγε το νεοϋπερρεαλισμό στη γενιά του ’70) η Θεσσαλονίκη ακολουθούσε τη δική της λογοτεχνική πορεία.

Μιλώντας βέβαια για την ποίηση στη Θεσσαλονίκη, δεν αναφερόμαστε σε μία επαρχιώτικη τοπικότητα, αλλά για ένα καινούριο κεφάλαιο στην μεταπολεμική νεοελληνική λογοτεχνία καθιερώνοντας έναν ποιητικό εσωτερικό μονόλογο. Η λογοτεχνική διαφοροποίηση στη Βόρεια Ελλάδα ήδη εμφανίζεται από το Μεσοπόλεμο και συνεχίστηκε με σημαντικές καινοτομίες στην ποίηση έως αργά.

Σε αντίθεση προς τους Αθηναίους της γενιάς του ’30 που μπόλιασαν την ποίησή τους με την εθνική ιδέα (Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Εγγονόπουλος κ.ά.), οι Θεσσαλονικείς δεν ενδιαφέρθηκαν για κάποια “εθνικό σκοπό” μια και η πόλη είχε πάντα έναν χαρακτήρα πιο κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό (έστω και ως παράδοση και μνημειακές παραστάσεις) που ενισχύθηκε με τις προσφυγικές μετακινήσεις.

Μεταπολεμικά, η πρώτη τοπική ποιητική τριανδρία (Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης) καινοτόμησε -έναντι του αθηναϊκού σουρεαλισμού της γενιάς του ’30 και των διαδόχων τους- εισάγοντας πολλά πεζολογικά χαρακτηριστικά και καθιερώνοντας μία ποίηση απογοήτευσης και περιθωριοποίησης. Και η ποιητική καινοτομία στη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκε με την τριανδρία των Χριστιανόπουλου, Ασλάνογλου και Ιωάννου που ενσωμάτωσαν την καταπίεση -που εισήγαγαν οι αριστεροί- στη λογική του εσωτερικού μονολόγου -που προϋπήρχε- υπό τη μορφή μιας ερωτικής κοινωνικής απομόνωσης με καβαφικά πεζολογικά χαρακτηριστικά και αίσθημα καρυωτακικής απογοήτευσης.

Η Χαρά Χρηστάρα ανήκει στη Θεσσαλονικιώτικη γενιά του ’80. Ακολουθεί τον “εσωτερικό μονόλογο” που όρισε η λογοτεχνική παράδοση της πόλης και ακολούθησαν πολλοί ποιητές υπό την έντονη καβαφική και καρυωτακική επιρροή. Πρόκειται για ποίηση κάθαρσης κι ανθρωποκεντρική. Η ποίηση της Χρηστάρα είναι προσωπική και κινείται σε υπαρξιακό επίπεδο.

Η ποίησή της είναι γεμάτη «υπόγειους βρυχηθμούς και σιωπές ανθρώπων που αναζητούν τα όριά τους. Ποίηση με εσωτερικές βυθίσεις και ανέλπιστες σωτηρίες της ψυχής και του σώματος»[1]. Κατά τον Ζήρα «όλη η ποίηση της Χρηστάρα είναι αφιερωμένη στο πένθος που αισθάνεται η ύπαρξη, αδυνατώντας να ισορροπήσει τον μέσα και τον έξω κόσμο της». Ακολουθεί το ύφος και τη διαδρομή των ατομικών κλειστοφοβικών και μελαγχολικών αναζητήσεων της γενιάς του ’80. Εξωτερικεύονται με ένα αίσθημα βουβού πόνου.

Χαρακτηριστική αυτού του ύφους είναι η ποιητική συλλογή «υπόγεια ρεύματα» (Μανδραγόρας, 2008). Την ποιήτρια απασχολεί ο χρόνος και το μέλλον (Μινώταυρος) με τη μνήμη (μεσημέρι), τα όνειρα (η κραυγή) και ο θάνατος αγαπημένων φίλων (υπόγεια ρεύματα). Άλλοτε, η ποιήτρια αναζητά ή θυμάται αόριστα την αγάπη εντείνοντας το αίσθημα της μοναξιάς και της απομόνωσης μέσα στο απρόσωπο άστυ (εσωτερικό τοπίο, άρνηση, χάθηκε το φεγγάρι, αναβιώσεις, βήματα). Ταυτόχρονα όμως ανθολογούνται αλληγορικές συνθέσεις με κοινωνικές αναφορές (εξελίξεις, εποπτεία, ειρηνευτικές δυνάμεις) και μεταφορική μνημόνευση των δυσκολιών της ζωής (κύκλοι, ικεσίες, έλλειψη, ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα).

Η γλώσσα της είναι σύνθετη και πληθωρική. Ο λόγος της Χρηστάρα εμπλουτίζεται με επίθετα, διατηρώντας σαφείς αποστάσεις από την υπερβολή· αρκετά συχνή είναι και η χρήση επιρρηματικών κι εμπρόθετων προσδιορισμών, που ομολογουμένως έχουν αδικηθεί διαχρονικά από ποιητές μέσα στην αναζήτηση μίας λιτής έκφρασης. Ωστόσο, τούτοι -παράλληλα, με την αξιοποίηση μετωνυμικών σχημάτων και μεταφορών- προσφέρουν μία ξεχωριστή δυναμική στις διατυπώσεις μέσα από το “ασκητικό” ύφος που δημιουργούν και αισθητοποιούν περιγραφές ή αφηγήσεις “απρόσωπες”.

Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο ρόλος των ερωτηματικών προτάσεων (ευθείες ερωτήσεις) που συχνά επιλέγει ως εκφραστικό μέσο. Τούτες -συχνά ρητορικές- προσδίδουν μία αμεσότητα στο λόγο της συνδέοντας την αβεβαιότητα και την αδημονία με την υπαρξιακή προσέγγιση (αφού στην πραγματικότητα μένουν αναπάντητα). Μάλιστα το γεγονός ότι οι ερωτήσεις εκφράζονται σε α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο, δίνει την αίσθηση της εκμυστήρευσης ως προσωπική αναζήτηση.

Ο -ελεγχόμενα “απότομος”- στίχος της αποφεύγει τόσο την πρόζα και τα πεζολογικά χαρακτηριστικά όσο και το μεταμοντέρνο θρυμματισμό, ενώ ο στιχουργικός ρυθμός εντείνει το μελαγχολικό ύφος της συλλογής. Οι διατυπώσεις διατηρούν μία “αοριστία” με τον περιορισμό οριστικών άρθρων σε πολλά υποκείμενα ρημάτων. Τούτο σε συνδυασμό με την περιγραφική στιχουργική καθιστά πιο βαρύ συναισθηματικά το κλίμα και πιο απρόσωπο.

Η συνειρμική δε εικονοπλασία, με αποκρυσταλλωμένες επιρροές από το νεοϋπερρεαλισμό, διαμορφώνει ένα ποιητικό κάδρο κλειστού χώρου, συχνά θολό και άχρωμο. Η “θολότητα” εκφράζει ακριβώς την υπαρξιακή αγωνία και το αίσθημα αμφιβολίας για ένα απαισιόδοξο μέλλον. Η εικαστική τούτη “θαμπάδα” αισθητοποιείται με τη συχνή παρουσία αφηρημένων εννοιών στις περιγραφές και τα σκοτεινά τοπία της.

Οι αντι-κοινωνικές περιγραφές της διαμορφώνουν ένα σταθερό μοτίβο. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγοι άνθρωποι εμφανίζονται στα κάδρα της Χρηστάρα, αναδεικνύοντας το αίσθημα της μοναξιάς και της απομόνωσης. Στην εικαστική διακρίνονται νότες ρομαντικής διάθεσης που αισθητοποιούνται με λιτές εικόνες από τη φύση (φυλλοβολία, πουλιά, σύννεφα και βροχή, φεγγάρι), χαρακτηριστικές όμως κι αυτές του γενικότερου αισθήματος αβεβαιότητας και μελαγχολικής αγωνίας.

Αντίθετα, στην τελευταία της συλλογή («παρουσίες απουσίες», Μανδραγόρας, 2014) διαμορφώνει ένα διαφορετικό ύφος με χαρακτηριστική εκφραστική οικονομία και απόλυτη σαφήνεια.

Γιατί αυτό που εντυπωσιάζει στην ποιητική της είναι η απέριττη γλώσσα. Δίχως εκφραστικά στολίδια, μέσα στο απόλυτο της προφορικής λιτότητας η ποιήτρια συναρπάζει τον αναγνώστη. Το λιτό ύφος επιτρέπει την ανάγνωση να προχωρά ανεμπόδιστα συνταράσσοντας βήμα βήμα τον αναγνώστη/ακροατή. Η εκφραστική απλότητα προσδίδει μία αυτοβιογραφική διάσταση στην ποίησή της και αφήνει ελεύθερο το συναίσθημα, χωρίς να αποσπούν την προσοχή σχήματα λογοτεχνικά και εικόνες.

Αυτή η εκφραστική ολιγάρκεια εκπέμπει μία σιγουριά, μία βεβαιότητα, ότι ο ποιητικός λόγος πατά στην απλότητα κι όχι στον επιτηδευμένο λόγο και το βερμπαλισμό· ότι η ποίηση οφείλει να “γλιστρά” στην ψυχή του αναγνώστη και να τον συγκλονίσει. Και τούτο δύναται να επιτευχθεί ακόμα με μία καθαρά δωρική έκφραση. Και ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας με τις μικρές καθημερινές ιστορίες -προσωπικές ή κοινωνικές- ενισχύει την προφορικότητα που διακρίνει το ύφος της δημιουργού.

Εξάλλου, το αφηγηματικό ύφος της Χαράς Χρηστάρα, δίχως να καθοδηγεί τον αναγνώστη, του επιτρέπει εκείνος να πλάσει ελεύθερα το ποιητικό φόντο. Αδιαφορεί χαρακτηριστικά για την το κάδρο και το εικονοπλαστικό περιβάλλον αναδύεται -συνειρμικά- από τις ανάγκες της αφηγηματικής προσέγγισης. Ο αφηγηματικός/ποιητικός χώρος άλλοτε είναι εξωτερικός άλλοτε εσωτερικός. Στη «γειτονιά» κινείται από έξω προς τα μέσα, όπως απαιτεί η αφήγηση μιλώντας για ένα κατάστημα, όπως και στις ενότητες «για την εποχή μας» και στο «εξοχικό». Αντίθετα στους «γιατρούς» της ο χαρακτήρας της παρουσίασης απαιτεί κλειστό χώρο, σαν ιατρείο. Εκεί η ποιητική της κινείται σε κλειστό χώρο, όπου το κοινωνικό βίωμα μετατρέπεται σε εκμυστήρευση και υπαρξιακή κραυγή αγωνίες και φόβου.

Την ίδια όμως στιγμή η δημιουργός εκθέτει τους προβληματισμούς της για την κοινωνία και τα άτομα. Η κρίση με τα κλειστά μικρά καταστήματα, ο ρόλος της γυναίκας, η ομοφυλοφιλία, οι σχέσεις των γειτόνων και τα ανώνυμα -μα τόσο οικεία- στέκια που δένονται με τους θαμώνες παρελαύνουν μπροστά μας, ζωγραφίζοντας έναν κόσμο που χάνεται στην ασφυξία της κρίσης.

Στο ίδιο πνεύμα και οι κοινωνικές ανισότητες (λίγοι απολαμβάνουν τη σύγχρονη ποιότητα ζωής με τις ανέσεις της) και τις κοινωνικές παθογένειες (ενδοοικογενειακή βία, αδυναμία να διακριθούν όσοι το αξίζουν). Ταυτόχρονα, -σε μία υπαρξιακή προσέγγιση- θέτει την ψυχική υγεία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της μαζί με την αυτοκτονία και την εμπιστοσύνη.

Η αυτοαναφορικότητα διαμορφώνει ένα πρωτοπρόσωπο εξομολογητικό ύφος. Και αν στις συνθέσεις «γειτονιά» και «για την εποχή μας» τούτη καλύπτεται από το κοινωνιοαφηγηματικό ύφος, στην ενότητα «οι γιατροί μου» (και «στο εξοχικό») είναι εμφανές. Και δεν είναι τυχαίο που επέλεξε μόνο λειτουργούς της ψυχικής υγείας προκειμένου να εκθέσει τις δικές της αγωνίες μέσα από τις αλληλεπιδραστικής φύσης εκμυστηρευμένες προσωποπαρουσιάσεις.

Ένα χαρακτηριστικό στην ποιητική της Χρηστάρα είναι ότι τα ποιήματα των ενοτήτων συμπληρώνουν το ένα το άλλο κλιμακωτά σαν μία σκάλα. Αν και διατηρούν την ποιητική αυτοτέλειά τους, στην ουσία κάθε σύνθεση “παρά” βαθμιδωτά στην προηγούμενη, σαν κεφάλαια ενός ποιητικού μυθιστορήματος μέσα στην κοινωνική κι οικονομική κρίση.

Η ποίηση -και η Τέχνη γενικότερα- στηρίζονται στο συναίσθημα. Δεν έχουν ανάγκη ούτε κάποιο διδακτικό ύφος ούτε ρητορείες. Με απλά υλικά διαμορφώνουν το συναίσθημα του δέκτη. Και η ποίηση τούτο για να το πετύχει δεν έχει ανάγκη από επιτηδευμένα υλικά. Με γλώσσα λιτή μπορεί να μεταφέρει τα πιο σύνθετα αισθήματα.

Η ποιητική γραφή της Χαράς Χρηστάρα είναι ξεχωριστή, ιδιαίτερη, καθαρά προσωπική. Κινείται μεταξύ των σύγχρονων αστικών προβλημάτων όπως τα βιώνουμε ατομικά και αποζητά την προσωπική κάθαρση μέσα από την ποίηση. Αν και με τον καιρό κινήθηκε σε πιο συλλογικές αναζητήσεις, τούτες εκφράζονταν αλληγορικά και κρυπτικά.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.