ΔHMHTΡA ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953 και σπούδασε Νομικά και Φιλολογία. Εργάστηκε μέχρι τη συνταξιοδότησή της ως καθηγήτρια στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1974 και έκτοτε έχει εκδώσει δώδεκα βιβλία ποίησης , ένα με πεζά κείμενα και ένα με μεταφράσεις. Η ποίησή της έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, έχει δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά λογοτεχνίας και έχει συμπεριληφθεί σε ανάλογες ανθολογίες. Γραμματολογικά έχει τοποθετηθεί στη λεγόμενη γενιά του ’70, αν και νεότερες κριτικές θεωρήσεις εκτιμούν ότι τα χαρακτηριστικά των τελευταίων της έργων τη συνδέουν περισσότερο με τη γενιά του ’80. Το βιβλίο της «Ελάχιστα Πριν» (Νεφέλη 2005) συμπεριελήφθη στον βραχύ κατάλογο υποψηφίων για το κρατικό βραβείο ποίησης του 2006, ενώ για το βιβλίο της «Λιμός» (Νεφέλη 2007) της απονεμήθηκε το κρατικό βραβείο ποίησης του 2008.Το 2015 της απονεμήθηκε το βραβείο ποίησης του ηλεκτρονικού περιοδικού «Αναγνώστης» για το βιβλίο της «Το Ελάχιστο Ψωμί της Συνείδησης». Το 2018 της απονεμήθηκε το βραβείο “Ζαν Μορεάς” από το Γραφείο Ποίησης για το βιβλίο της “Παράκτιος Οικισμός”, “2017” .  Η ποίηση της έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.  Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Τα Άλογα του Μυροβλήτου, Αθήνα, 1974
Ηγησώ, Κείμενα, 1979
Χώμα, Κέδρος, 1985
Η προσευχή τον αναιδούς, Καστανιώτης, 1991
Το κυπαρίσσι των εργατικών, Καστανιώτης, 1995
Φορτίο, Καστανιώτης, 1997
Προς τα κάτω, Νεφέλη,1999
Ελάχιστα πριν, Νεφέλη, 2005
Λιμός, Νεφέλη, 2007 (Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, εκδόσεις Πατάκη, 2010
Ο τρόμος ως απλή μηχανή, εκδόσεις Πατάκη, 2012
Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, εκδόσεις Μελάνι, 2014
(Βραβείο Ποίησης του Περιοδικού Αναγνώστης )
Παράκτιος οικισμός, εκδόσεις Μελάνι, 2017
(Βραβείο «Ζαν Μορεάς» του «Γραφείου Ποιήσεως» )
Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, εκδόσεις Μελάνι, 2019
Ευγενής Ναυσιπλοΐα, εκδόσεις Μελάνι, 2021
Vingt – quatre battement et silence, ed. Le miel des anges, 2021
Agenda de la mala salud, ed. L’ arbol de la luz, 2022
Σε αβαρές φαλτσέτο, εκδόσεις Θράκα, 2024

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ

Συμμετοχή στο «4×4 Ποιήσεις», εκδόσεις ΑΩ, 2022,
με τη συλλογή Το σημειωματάριο της κακής υγείας.

ΠΕΖΑ

Ακτή στο φως του χειμώνα, Καστανιώτης, 1994

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Πιο μουσική απ’ τη μουσική, μικρό λυρικό αν&ολόγιο,
Νεφέλη, 2010.

.

.

ΣΕ ΑΒΑΡΕΣ ΦΑΛΤΣΕΤΟ (2024)

ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΟ

Γονάτισα μπρος στην ψυχή μου.
Ζήτησα να συγχωρεθώ.
Έστρεψε αλλού το πρόσωπό της.
Έτσι άρχισα να της μιλώ
Σε γλώσσα ξύλινου άλογου.
Τέτοιο ποτέ δεν απόχτησα
Ούτε ασφαλώς παιδική ηλικία.
Το δικό της το αστραποβόλο άτι
Το έσυρα σε μακρά εξημέρωση
Και το τελείωσα με μια πιστολιά.
Δεν θα σωθώ, λοιπόν. Και ποιος το αξίζει…
Αλλά δεν ντρέπομαι τον πανικό.
Μόνο του πνεύματος την εγκατάλειψη,
Να ’μαι έκθετη στη δυσφορία των άλλων,
Να ομολογώ σε τραυλό παραλήρημα
Ποιος ξέρει ποια θαμμένα μυστικά.
Ας μας το πει λοιπόν η Επιστήμη
Πώς παράγεται ένας όρθιος άνθρωπος,
Ένα μπόι σεβαστό στα κύτταρά του
Που κοιτάζει τον θεό καταπρόσωπο.
Αν μ’ ευνοήσουν οι σκιές του δάσους
Θα κρυφτώ σαν γέρικο άλογο
Κι εκεί κατά το νόμο ας με τελειώσει
Ο γνώριμος μου ο κρότος. Ο δειλός.

ΡΟΜΑΝΤΖΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

Ερωτευμένος με τη γέρικη παντόφλα
Μένει στη δούλεψή της ώρες.
Μετά σηκώνει την μουσούδα προς τη λάμπα
Όπως εσείς κοιτάτε το άστοργο φεγγάρι.
Δεν τις εισάκουσε ποτέ τις προσευχές σας
Ούτε πάνω από γεναριάτικο χιόνι,
Όταν θάβει το μέταλλό του την πόλη
Κι ο σπόρος κάθε πιθανής ανταπόκρισης
Παγώνει ως την άφαντη άνοιξη,
Ούτε πάνω από θάλασσα Αυγούστου,
Όταν ανοίγεται βασιλική οδός
Από τα πρώτα βότσαλα της παραλίας
Ως της θείας απουσίας τα κράσπεδα.

Αλλά ο Φλοξ δεν έχει τόση φαντασία.
Δεν νιώθει πως χρωστάνε στον πόθο του
Του γαλαξία τα φώτα τα ανέσπερα.
Έτσι επιστρέφει στη μασητική του ανάγκη
Το πολύ κουνώντας λίγο την ουρά του
Όπως εσείς γυρνάτε στις συνήθειές σας,
Μ’ ένα κομμάτι πάγου στα δόντια σας
Που κάνει να τραυλίζει η ψυχή σας.
Ή μ’ εκείνη την αλμυρή υγρασία
Που απομένει κάτω απ’ τα ρούχα σας
Όταν παλιώσει κάθε πόθος πια.

Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ

Το άγραφο χαρτί μ’ ένα «Μηδέν»
Ένας γέρο-θεός βαθμολογούσε
Κι όλο έπνιγε μες στα μουστάκια και τα γένια του
Τα προαιώνια χασμουρητά.
Το σκάει τότε απ’ το κλουβί ο παπαγάλος μου
Και στο πολύφωτο σκαρφαλωμένος αρχίζει
Να ξαναλέει «Μηδέν! Μηδέν! Μηδέν!».
Έξω χτυπούσε επίμονα το τζάμι
Η κλάρα μιας ροδακινιάς.

Πώς την κατάπιε την καταγωγή την παραδείσια
Η φύση του η μιμητική, συλλογίζομαι,
Καθώς γλιστράω μες στην προσευχή.

Και να! Σωπαίνει πια στον ώμο μου
Όσο κι εγώ απ’ την τυραννία κουρασμένος:
Να γρατζουνάς τα θεία τεφτέρια μάταια
Και να βουίζουνε οι πλάκες της γης
Η μια την άλλη πλησιάζοντας,
Να γράφονται στα τζάμια ιδεογράμματα
Από τους κρότους μιας άφαντης άνοιξης
Κι ατσαλάκωτο σαν ρούχο πεθαμένου
Ν’ απλώνεται κάτω από τόσα μάτια το χαρτί.
Τον φτωχό μου τον χρυσοπράσινο σκλάβο!
Με την γαμψή του μύτη θα προσυπογράψει
Το κενό της θεϊκής εντολής.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ TOY ΜΟΥΓΓΟΥ

Όσα έχω να πω θα τα είπα
Σε μιαν άλλη ζωή, ξεχασμένη.
Κι απ’ το στόμα μου, ορθάνοιχτη τρύπα,
Μόνο ο βήχας ο χρόνιος βγαίνει.
Και μ εκείνον θα πω μόνο τόσα
Όσα λένε στην άφωνη γλώσσα.

Πώς μιλούν με τα χέρια απλωμένα
Στη βροχή που ξεσπά θυμωμένη
Κάτι ελιές σε χωριά ρημαγμένα
Που ούτε σκύλος ούτε άνθρωπος μένει
Και ρωτούν ποιος θ’ ανάψει το βράδυ
Των αιώνων τ’ αζήτητο λάδι,

Πώς μιλούν χελιδόνια ζευγάρι
Που πετούν σε μικρά πεινασμένα
Και τα σκάγια τρελού έχουν πάρει
Στο φτερό απ’ τα δυο τους το ένα
Κι έτσι τ’ άλλο θα πάει στα μικρά του
Μοναχά την κρωξιά του θανάτου,

Έτσι εγώ κι ο χαζός εαυτός μου
Θα μιλώ στο ρυθμό και στον τόνο
Ενός άλαλου, γέρικου κόσμου
Που στο τέλος του όλο ζυγώνω.
Ε, λοιπόν, στον λαιμό μου το κρίμα
Αν θυμήθηκα τώρα τη ρίμα…

ΚΑΝΕΝΑΣ ΦΡΟΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ

«Θα συντρίβει στη γη, θα γίνει σκόνη,
Αν πέσει από κει ψηλά το θείο βλέμμα»,
Ψιθύρισε από την επιτύμβια εικόνα του
Σμίγοντας τ’ άσπρα φρύδια ο πατέρας.
«Γι’ αυτό κοιτάζει μόνον άστρα χιονοσκέπαστα.
Τόσο ακατοίκητα και τόσο ευτυχισμένα
Που τέτοιο βλέμμα δεξιώνονται υπάκουα.
Κι εσείς ας γνέψετε και ας χειρονομείτε,
Άσοφα, κακομαθημένα παιδιά».

Γύρισα τότε να κοιτάξω που περνούσε
Μια χελώνα κουβαλώντας στη ράχη της
Μια χούφτα χνουδωτά αγκαθάκια
Από ολιγόλεπτο μέσα στα χόρτα παρελθόν.
Σφύριζε πάνω κι απ’ τις δυο μας
Ο βρασμός ενός ακάματου σύννεφου.
Φαίνεται, διάβαζε από ψηλά
Τα ιερογλυφικά της βραδυπορίας της
Και οι ατμοί του ματαιοπονούσαν αναβάλλονται
Κάθε υποψία δυνατής βροχής.

Αποχαιρέτησα έτσι το φθινόπωρο
Και του πατέρα τις περιττές νουθεσίες.
Στράφηκα ανάγωγα προς τ’ άστρο της ημέρας.
Ανάτελλε από ψηλά προνομιούχο
Λάμποντας πάνω απ’ τ’ άσπρα του μαλλιά.

ΑΔΙΑΛΛΑΞΙΑ

Μ’ ένα σκοινί κατεβαίνω στη βδομάδα
Σιγά σιγά, από Δευτέρα ως Σάββατο.
Από εκεί ακούω τα διάπλατα
Φτερά του πιθανού δημιουργού μου
Ν’ αναστατώνουν τον κυριακάτικο όρθρο,
Όλες εκείνες τις εμμονικές καμπάνες.
Φαίνεται, πάλι κάποιος θα ‘χει αναστηθεί
Είτε απ’ τον ύπνο του πρωινού
Είτε από τη νυχτερινή ταφή του.
Με την πρώτη δαγκωματιά κι αυτής της ημέρας
Η ψυχή μου γίνεται αθάνατη.
Το σώμα εξακολουθεί να πεθαίνει.
Οι μώλωπες ανθούν σαν τριαντάφυλλα
Σπαρμένοι σ’ όλη την επιδερμίδα.
Έτσι γηραιά και ολάνθιστη
Περνώ στη συναναστροφή των αγγέλων.
Αυτοί μου βυθίζουν τα δόντια τους,
Εγώ το ακατάβλητο όχι.

Κι αρχίζουν πάλι να ταξιδεύουν τα σύννεφα
Αυτά με υπακοή κι εγώ με αυθάδεια.
Τρίβοντας λίγο τη δαγκωματιά τα βαφτίζω
Μεγάλα νούφαρα σε ανάστροφη λίμνη.
Πετάει το σώμα προς τα ρόδινα νερά
Μα η ψυχή μου εδώ. Γράφει στίχους.

PIANO FORTE

Μου χτύπησε το τζάμι μια ψυχή
Όπως λένε πως κάνουν τα σπουργίτια.
Όχι για ψίχουλα! Ζητούσε μουσική.
Ν’ ακούσει πώς ηχεί παλιό κρασί
Όταν μοιράζεται σε δυο ποτήρια.
Πώς ψιθυρίζει θερινή κουρτίνα
Όταν σύρεται απαλά να σκιάσει
Το φως ζεστού μεσημεριού.
Ή πώς σφυρίζει η τσαγιέρα ένα βράδυ
Που το χιονόνερο επιμένει ώρες
Και πια του παραδίνονται όλοι οι δρόμοι
Φέγγοντας ρουτινιέρικα αδειανοί.

Ω, εσείς που κλαίτε, εσείς που γελάτε,
Εσείς που φλυαρείτε ή που τραυλίζετε,
Πιο δυνατά, θε μου, πιο δυνατά!
Δεν ακούν τα πουλάκια τ’ αόρατα!
Νύχτα μέρα πετούν λυπημένα
Από την άμουση τη γη της κατοικίας τους
Γύρω απ’ τα σπίτια μας τα επτασφράγιστα
Για το δώρο του θρήνου ή του γέλιου μας,
Για τα πλήκτρα ενός κουταλιού στο φλυτζάνι,
Τα έγχορδα μιας φορεσιάς στην κρεμάστρα…
Μην τα ξεχνάτε έξω απ’ το τζάμι αδικημένα.
Πιο δυνατά! Πιο δυνατά! Πιο δυνατά!

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠ’ TO BREAKFAST

Ανέστη εκ νεκρών ο Κυβερνήτης
Κάπως παχύτερος ή γηραιότερος εφέτος
Και βούλιαξε στην παλιά πολυθρόνα του,
Θαλάσσιος δαίμονας σε θρόνο από φύκια.
Κατρακύλησε τότε στα χέρια μου
Με λερωμένα τα άμφιά του το φεγγάρι
Κι έσκασε σαν κρανίο από γυαλί
Το πρώτο φως της νέας ημέρας.
Χωρίς χρονοτριβή κι εγώ σηκώνομαι
(Βόσκει ο ουρανός στην καρδιά μου),
Μ’ έναν φτωχό καλλωπισμό
Βρίσκω τα κόκαλά μου ακέραια,
Και ρίχνομαι στη θεομαχία.
Δεν ζούνε βέβαια οι γεννήτορες,
Όμως οι απόγονοι δεν γεννήθηκαν στ’ αλήθεια.
Το θέρος έληξε μα δεν θ’ ακολουθήσει
Κάποιος χειμώνας ή άλλη εποχή.
Δικαιολογία δεν υπάρχει να γράφονται
Ανόμοια ψεύδη. Τα ίδια αρκούν.
Τόνοι νερού σπρώχνουν γλυκά τα γραφεία μας
Προς την αιώνια βασιλεία του αναστάντος
Επί του γένους μας των μονίμως θνητών
Κι όλους εξίσου αμείβει η υπέρβαρη Εξοχότης του
Μ’ ένα πρόγευμα κονδόρων και γυπών.

ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

Σαν κεφαλή ταριχευμένου λύκου,
Μακάβριο τρόπαιο κυνηγού
Που κάπου ασπρίζουν πια τα κόκαλά του
(Κανείς δεν είναι πάντα τυχερός
Όταν αναμετριέται με τ’ αγρίμια),
Στον τοίχο κρέμεται ο λεκές της υγρασίας,
Δόξα της οικογενειακής ιστορίας μου.
Μα τα δικά μου κόκαλα ανθούν
Καλά θαμμένα κάτω από τα χάχανα
Τόσης, στ’ αλήθεια, καρτερίας κι ευσέβειας
Που έχει κάθε πόνο απελπίσει.

Έξω η σκόνη από την Αφρική
Ταριχεύει πολίτες και μπάτσους.
Κορνάρουν με τα κυνηγετικά τους βούκινα
Κάτι φιλότιμα ασθενοφόρα.
Μες στα μεγάλα, μαύρα τους φτερά
Γιατροί διασχίζουν πάρκα και πλατείες
Κι αφήνουν στον γαλαξία τον γέρικο
Τ’ απόβλητα των χειρουργείων.
Μόνο το αηδόνι που ακόμη θυμάμαι
Ξηλώνει κλαίγοντας το σάβανο
Γύρω από ανθρώπους και λύκους
Και τυφλό από της φωνής του τ’ αρώματα
Φέρνει ως εδώ το φως της νύχτας.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

Πεινούσε ο λύκος κι όμως με συγχώρησε
Άφησε ανέγγιχτο το χέρι μου το ένα
Έτσι ξεκίνησε ο χειμώνας και προχώρησε
Κι άφησα πίσω μου τα τραύματα γραμμένα.
Κι αν η γραφή στο νόημα δεν φτάνει
Είναι που χύνω κάθε τόσο το μελάνι.
Κι όλο πετάω μουτζούρες μες στα δάση,
Κίτρινα φύλλα θα τις έχουνε σκεπάσει.

Με τα δυο δάχτυλα στα μάτια του χωμένα
Γυρίζει ο κόσμος γύρω απ’ την ουρά του.
Τα πατρικά τα σπίτια γίναν ξένα,
Τρίζουν οι πόρτες σα χαμόγελο θανάτου.
Σπουδές, πτυχία, παρτιτούρες του ωδείου,
Όλα γραμμένα με το βάμμα του ιωδίου
Κι ο σκοτωμένος το θεό του βλέπει
Χωμένος μέσα στου φονιά την τσέπη.

Μένω λοιπόν με την ορφάνια πενταγράμμου
Όπου δεν γράφτηκε η σωτήρια η νότα.
Μόνον ο βήχας απ’ τ’ αλλόκοτα όνειρά μου
Κάθε που μ’ έπνιγε στο ξύπνημά μου πρώτα
Κι εγώ, μετά από ’κείνο, άντε πάλι,
Να το ξανασηκώσω το κεφάλι
Ν’ αφήσω πίσω του κενού μου τα πειστήρια
Κάνοντας μια μουτζούρα εξιλαστήρια.

.

ΕΥΓΕΝΗΣ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ (2021)

ΔΕΞΙΩΣΕΙΣ

Έντρομη χτύπησε την πόρτα μου η νύχτα
Σαν να την κυνηγούσαν ληστές.
Δεν είχα λόγο να αρνηθώ καταφύγιο
Σ’ ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα.
Μπήκε. Ξημέρωσε έξω βίαια
Μ’ ένα άσπρο φως χειρουργείου.

Έτσι διδάχτηκα να δεξιώνομαι το τέλος.
Ως μια συνύπαρξη, ως πράξη καλοσύνης
Προς μια κυνηγημένη γυναίκα.
Στέκει στην άκρη της ζωής που μου μένει
Τυλιγμένη στα βαριά της παπλώματα.
Δεν απαιτεί, δεν καταγγέλλει, δεν ομολογεί.
Πιο συχνά δέχεται από τα χέρια μου
Αντί τροφής ένα μπουκέτο μαργαρίτες.
Όταν πλένω τα τζάμια μου τις βρίσκω
Σχεδιασμένες από την άχνα της πνοής.
Εκείνα αστράφτουν, η γυναίκα χαίρεται,
Εγώ, όπως είναι λογικό, σωπαίνω.

Χιονισμένη από σφαγή κι επιστήμη
Η πόλη έξω συνεχίζει να αναπτύσσεται.
Τρίζει η μεσοτοιχία ανεπαίσθητα
Σαν τα οστά παιδιού που μεγαλώνει
Χωρίς δικαίωμα στον θρήνο της αγάπης
Χωρίς ελπίδα σε σκοτάδι αγκαλιάς.

Η ΠΥΞΙΔΑ

Ο υπέργηρος ο σκύλος της Φανής
Πάσχει, μου εξηγούν, από άνοια.
Χάνει συχνά τον προσανατολισμό του.
Ξυπνά τη νύχτα, δεν αναγνωρίζει
Το περιβάλλον όπου έζησε και γέρασε,
Τον κυριεύει ο πανικός και κλαίει.

Εκείνη η νεραντζιά στη λεωφόρο
Φυτεύτηκε προ ετών μες στην πλακόστρωση,
Τάχα ένα δάνειο καλλωπισμού απ’ τη φύση.
Σάστισε, έχασε τον προσανατολισμό της.
Γέμισε ο κορμός παραμορφώσεις.

Ακμαίος ο πατέρας μου ακόμη
Χτυπήθηκε από το κακό.
Έμεινε έξι χρόνια στο κρεβάτι
Με πλήρη διαύγεια πνεύματος.
Όταν προσκλήθηκε, ακολούθησε αμίλητος.
Στιγμή δεν έχασε τον προσανατολισμό του.

Στοιβάζεται η θάλασσα στην πόρτα μας.
Στρώματα στρώματα νερού ώσπου ν’ αδειάσει.
Να μείνει ο βυθός με τις νεκρόκασες
Σαν να ’χει χάσει τον προσανατολισμό του
Κι αντί για το ζωτικό μας μυστήριο
Ν’ απομείνει ένα ανοιχτό ξεροπήγαδο
Που συνεχίζει να το στραγγίζει το φως.

ΣΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Κάποιος που δεν μπορώ ν’ αναγνωρίσω
Περπατά πάνω κάτω στο σπίτι μου.
Με μάτια κόκκινα απ’ την κούραση
Και κάτι σαν κελάηδισμα στον λόγο
Μου εξηγεί ότι διέσχισε την πόλη
Και την βρήκε σχεδόν ακατοίκητη.
Είδε το φως στο παράθυρό μου
Και ήξερε ότι θα τον δεχτώ.

Ω, εσείς, συνηθισμένα μου ενδύματα,
Φτερά καρφιτσωμένης πεταλούδας,
Εσείς, που αφήνετε το χνούδι
Της χαμένης σας υγείας στην ντουλάπα,
Εσείς, κουμπιά μου που κυλήσατε στο πάτωμα
Κι αφήσατε στην κρυφή ντροπή τους
Τόσα ξηλωμένα πουκάμισα,
Ακούτε αυτό το βήμα, αυτό το τραύλισμα;
Θα ντύσουμε έτσι φτωχικά τον θάνατο;

Όχι. Θα εφεύρω την κομψότητα.
Ένα άρωμα σιδερωμένων σεντονιών
Μπορεί να ντύσει έναν επισκέπτη
Όπως ντύνουν παραδείσιο πουλί τα χρώματα.
Έξω ο κόσμος εξακολουθεί να συντρίβεται.
Εδώ το φως σκυμμένο πάνω μας
Ρίχνει στους ώμους ένδυμα σωστό.

ΠΟΙΟΣ ΕΧΑΣΕ ΤΗΝ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΑΝΝΑ

Αυτή η γυναίκα, ενδεδυμένη πένθιμα,
Θα επιδίδεται σε άθληση κύρους.
Έχει μια τέτοια επιμέλεια στις κινήσεις της,
Μια τέτοια βεβαιότητα κινδύνου,
Σαν να στήνει το καινούριο σαλονάκι της
Καταμεσής στην τρύπα του όζοντος.
Γύρω της άλλες πένθιμες ώρες
Διώχνουν τους αρουραίους με τις σκούπες.
Στριμώχνονται μες στο παλτό κάποιας Άννας,
Που πήδηξε δεκαετής στην ομίχλη.
Τέλος διαλύονται με το κουταλάκι στο τσάι
Λίγο πριν η γυναίκα πάρει τον υπνάκο της
Πάνω στον γαλαξιακό της καναπέ.

Αχ, το γυάλινο, το σαστισμένο φεγγάρι!
Φυλλομετράει με το δάχτυλό του τα όνειρα,
Δεν είναι η μοίρα του να καταλάβει.
Απομακρύνεται. Πάλι οι σκούπες στο σκοτάδι.
Πάλι τα πρόσωπα των ποντικών ένα ένα.
Μόνο αρρυθμία. Δεν φοβάται πια.
Δεν θέλει να βιαστεί να γλιτώσει
Σαν να είναι κάποια που δεν εκκλησιάζεται!
Ξυπνάει από ελαφρά δυσπεψία.
Κλείνει την τηλεόραση και πέφτει
Για το υπόλοιπο της νύχτας στον πλανήτη γη.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

Καθώς κοιμόταν η μικρή Κωνσταντίνα
Μια κλωστή έπεσε ήσυχα στα χείλη της.
Ή θα περνούσε με φθαρμένη ζακέτα
Ένας παππούς από την ουράνια πόλη
Ή κάποιος αργόσχολος άγγελος
Μαδούσε πάνω της λινή μαργαρίτα.
Το παιδί μισάνοιξε τα χείλη του
Κι έτσι διδάχτηκε τη θεϊκή ραπτική.

Ας δούμε τώρα με ποιον τρόπο διδάσκονται
Ξυλουργική οι δυο συμμαθητές της,
Ο κοντούλης ο Δανιήλ και ο Γιάννης.
Μετά τη μάνα της εκείνοι την έκλαψαν
Που δεν ξύπνησε από τέτοιον ύπνο.
Αυτοί, λοιπόν, χτυπούν το ένα με τ’ άλλο
Τα ξυλοπάπουτσα των ξωτικών τα Χριστούγεννα.
Σπίθες πετάγονται! Πατάνε τα κλάματα
Και οι ξωθιές με ξεπαγιασμένα ποδάρια
Τους παραδίδουνε τα μυστικά.
Ξέρουνε πλέον πώς να φτιάξουν το κρεβάτι
Όπου μια νύφη θα κοιμάται ανενόχλητη.

Αν επομένως στην αυλή του σχολείου
Κόβουν και ράβουν ελάφια και σκίουροι,
Σσσστ! Ησυχία! Ο ουρανός είναι μικρός!
Αφήστε τα παιδιά να αποστηθίσουν!

ΕΥΓΕΝΗΣ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ

Ποιος έχει δύναμη να μας επιβάλει ποινή
Όταν φροντίζουμε την ψυχή μας μ’ αγάπη;
Δεν έχει ο θρήνος θράσος αιωνιότητας.
Σβήνει κι αυτός με κουρασμένο στεναγμό.
Μπορούμε, λέω, να απεκδυθούμε το σάβανο.
Ανάρμοστο είναι σε παλλόμενο σώμα.
Περνάει πάντα ένα πλοιάριο στ’ ανοιχτά
Ακόμη και αν είναι η ανάμνησή του,
Τόσες εικόνες στοιβαγμένες στον χαμό,
Τόσο υπερούσιο το απόθεμα της σκέψης.
Μπορεί να φεύγει ακόμη κι απ’ το μνήμα του
Κάποιο μικρό ιστιοφόρο,
Κανένα φασματικό ψαροκάικο,
Κάποτε αυτό γοήτευσε το βλέμμα
Καθώς διέπλεε έναν κόκκινο ουρανό.
Ας του προσθέσουμε κάποιο χρόνο αθανασίας,
Απόψε η θάλασσα με την τιτάνια σιωπή της
Συνοψίζει το χάος σε φιλία.
Αναπνέει σαν στήθος μωρού
Που αποκοιμήθηκε μπροστά στ’ αρμυρίκια
Μπορεί ο ήλιος καθώς εξαντλείται
Να αποσβήσει κάθε εγκατάλειψη.
Πανάξια θα είναι η ναυτοσύνη
Που αποπλέει προσπερνώντας τον θάνατο.

ΣΥΖΥΓΟΙ ΣΕ ΑΜΕΛΗΤΕΑ ΧΙΟΝΟΠΤΩΣΗ

Τον έχει λησμονήσει η νεότητα.
Η ωραιότητα δεν τον θυμήθηκε ποτέ.
Η υγεία πάντα, έτσι κι αλλιώς, αδιαφορούσε
(Υγρά του σώματος, διαμαρτυρίες
Σε απρόθυμους ακροατές στα φαρμακεία).
Η Μίνα προσπαθεί να μη μισήσει,
Δεν έχει βέβαια ανατραφεί γι’ αυτό!
Εξάλλου από χρόνια τώρα
Ξεχνάει τα κλειδιά της κάτω απ’ τ’ άστρα.
Αυτό εκείνος μόνο το αποδέχεται.
Προσεύχεται γι’ αυτήν κάθε βράδυ,
Και πάλι κρέμονται πορτοπαράθυρα.

Αλλά απόψε είναι μια Τρίτη του χειμώνα.
Χιονίζει ελαφρά απ’ τα χαράματα.
Δεν λέει να το στρώσει μα στην γλάστρα
Όλο και κάτι μένει, λευκή ύλη
Μιας αρχαίας εμμονής στην Ανάσταση.
Ασώματες χειρονομίες σκεπάζουν
Με λίγες τούφες παγερής αθανασίας
Την τριανταφυλλιά, σκυμμένη πια στο επέκεινα.
Και από τη θεία μακρινή εκπνοή
Το χιόνι υλοποιείται απαλύνοντας
Όσα δεν λησμονήθηκαν ακόμη,
Όσα εισακούστηκαν στη βραδινή προσευχή.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ

Είχε ένα ανάστημα που δεν του ανήκε,
Σαν σιδερένιο αντικείμενο απροσδιόριστης χρήσης.
Όταν κατόρθωνε να καθίσει
Από τα υποδήματά του διακρίνονταν
Δυο κάλτσες μάλλινες, ταπεινωμένες,
Τομάρια ζώων που πουλήθηκαν νωρίς,
Προτού βοσκήσουν το μερίδιό τους
Από τ’ απέραντα βοσκοτόπια του τόπου του.
Πάντα κάτι περίσσευε από κείνον,
Πότε κέρματα που ξεχειλώνουν τις τσέπες
Χωρίς να συμπληρώνουν ένα αντίτιμο,
Πότε μια γεύση καφέ σ’ όλη τη γλώσσα,
Πότε ο γιακάς απ’ το πουκάμισό του
Αρπαγμένος από τον λαιμό ή το σακάκι του.
Ωστόσο τι απαράμιλλη κομψότητα
Βρίσκει στο έναστρο κατάλυμά του!
Τι ανακούφιση! Δεν είναι ανάγκη ν’ αποκρύψει
Ότι εκείνος που δεν έχει αγαπηθεί
Δεν ξέρει πώς να δέσει μια γραβάτα.
Μιλάει ελάχιστα, στη γλώσσα μιας σφυρίχτρας
Που βρέθηκε σ’ ένα κουτί με ενθύμια.
Κι ανάμεσα στα πατικωμένα λουλούδια
Λιμνάζει ο ήχος της δικής του κοσμιότητας,
Το σφύριγμα ποιμενικής ανατολής.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Φορτωμένος καραβίσια σκουριά
Ήρθε κι εδώ απ’ το λιμάνι ο Αέρας.
Μόνος εγκάτοικος μιας πόλης
Ερημωμένης από πανδημία πανικού.
Γυροφέρνει τις πλατείες και στο τέλος
Σωριάζεται όπως όπως κατάχαμα
Κάτω απ’ τα στέγαστρα της λαχαναγοράς.
Ένας άστεγος σχεδόν, κοιμισμένος
Ανάμεσα σε φρούτα και μαρούλια
Που ξέφυγαν από τελάρα ή φορτηγά.
Εδώ, καθόλου δεν φυσά. Βαθύς ύπνος
Καταπίνει τον άσαρκο γίγαντα.
Τα λιγοστά ανοιχτά παράθυρα
Τα τρώει τ’ αλάτι που κουβάλησε
Απ’ τον νεώσοικο με τις παλιές λαμαρίνες.
Αυτές που πέταξε στην αποβάθρα,
Μπροστά στα γέρικα ποντοπόρα,
Άλλα παροπλισμένα κι άλλα
Χωρίς ποτέ να βγούνε στα νερά.
Το ροχαλητό του εδώ κι εκεί παρασέρνει
Τα στρατσόχαρτα όπου θα τύλιγαν ψάρια
Και το παπούτσι του τελευταίου πελάτη
Που το ‘βαλε στα πόδια ανάμεσα
Σε τρεις χιλιάδες άλλους νηστικούς.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Έχω πάντα έναν ίσκιο στο πρόσωπο:
Σηκώνει καταπάνω μου ο θεός
Την αρκουδίσια του πατούσα.
Αλλά δεν λέω λέξη. Μελετώ.
Με αποφεύγουν όλα τα λουλούδια
Μήπως τα φθείρει σκοτεινή φιλομάθεια.
Μα δεν μιλάω. Τον σπουδάζω τον τρόμο
Αυτού του τιτάνιου πέλματος.
Κρατώ για τον εχθρό με πείσμα
Το χαμόγελο του θαμμένου χρυσού.
Και ζω ακουμπώντας τα χείλη μου
Το ένα στην χάραξη του άλλου
Όπως επάνω στη λευκή κλωστή του ορίζοντα
Ακουμπούν ο ουρανός και η θάλασσα
Χωρίς ποτέ ν’ αγγίξει τ’ άστρα
Ο γιγάντιος ο βόγγος του νερού.

Σύντομα φεύγω. Και τα ποιήματά μου
Θα τα σαρκάσουν οι σεισμοί του καιρού.
Η αρχαία γλώσσα τους θα ταφεί στα ερείπια
Μιας πόλης αμαθών και δαρμένων.
Φωνάζουν, κλαίνε, ικετεύουνε
Και πάλι κατεβαίνει πάνω τους
Της σιωπής το τερατώδες πάτημα,

Ο κρότος τούβλων και σιδερικών.

.

ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΧΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ (2019)

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΜΜΑΤΟΣ

Πάλεψα, πάλεψα να την σηκώσω
Αυτήν τη νύχτα, πεσμένη κατάχαμα.
Την έσυρα από τις μασχάλες, της έπλυνα
Το πρόσωπο με τα ίδια μου τα χέρια.
Ώσπου άρχισε πάλι το χαμόγελό της να πλανιέται
Στη θλίψη, στη βιασύνη, στα χρήματα
Όπως ένα πουλί πετάει ανάμεσα
Σε πέτρινους σταυρούς νεκροταφείου.

Σήκω, καλή μου, σήκω, σκοτεινή μου!
Όρθια δες των εγκοσμίων το θέαμα:
Σπίτια που τα χαστούκισε η φλόγα.
Από ψηλά το ρολόι της Μητρόπολης
Κοιτάζει σαν μάτι με γλαύκωμα
Τ’ απομεινάρια της ρυμοτομίας.
Και μες στ’ αποκαΐδια ψάχνουνε
Οι υπουργοί τα βραβεία τους.

Να ορθώσεις μέτωπο και ανάστημα
Σαν βασιλιάς που τον θρυμμάτισε η μοίρα του.
Ό,τι αγαπήθηκε ν’ αγαπιέται για πάντα.
Όπως εκείνες οι ριπές χελιδονιών
Που διατρυπούν την ουράνια πλάκα
Προς τ’ ανοιγμένα στόματα των μικρών τους
Και μες στο πρωινό αντιφέγγισμα
Στήνουν θρηνητικό πανηγύρι.

ΕΠΕΙΓΟΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ

0 πόνος κάθισε στο στήθος μου
Σαν θεός με πρόσωπο λύκου.
Έστρεψε το κεφάλι και γρύλλισε
Τάχα σε κάποιο βιαστικό φεγγάρι.
Μα ήταν μόνον ο γαλάζιος προβολέας
Του ασθενοφόρου που περνούσε απ’ τα στενά.

Ω, μη σέρνεσαι, βρωμοσαλίγκαρο της καρδιάς!
Η άσπρη κλωστή σου με τραβάει απ’ τα πόδια.
Βλέπω το ράγισμα, ακούω τον κρότο
Κάποιος μου ρίχνει για σεντόνι τη θάλασσα
Χτυπά το σώμα μου κι ανεβαίνει
Ένα νησί φορτωμένο φύκια.
Γρυλλίζουν και ο οδηγός και ο νοσοκόμος
Καθώς τυλίγουνε με γάζα τόσο βάρος.
Αντί στους γιατρούς, στους γλάρους
Προλαβαίνουν ν’ αποδώσουν την ψυχή.

Μπροστά, σιωπηλό μαύρο μετάξι
Η άσφαλτος λειαίνεται εγκάρδια.
Πατούνε οι τροχοί -ω, μη φοβάσαι!-
Σε παρατεταμένες δαχτυλιές ενός αγγέλου.
Τινάζει τα φτερά και σημαδεύει
Πορεία πάνω στο πολύτιμο ύφασμα.
Να δεις που θα ’ναι η ιαχή της σειρήνας
Το καλωσόρισμα στην ανθισμένη γη.

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΕΓΓΟΝΩΝ

Με τα μαλλιά βαριά από χώμα
Κι ένα χαμόγελο χτιστό
Γέρνει το πρόσωπό της πάνω μου
Να με φιλήσει μια για πάντα.
Είναι η φυσική μου Θλίψη
(Ο θησαυρός του καθενός).
Μα σ’ ένα μάρμαρο γαλάζιο
Αφήνει αυτόν τον ασπασμό.
Εγώ, με κάμποσα άγρια κρίνα
(Ήδη χλωμά απ’ το βίαιο κόψιμο)
Και του πατέρα μου τις φαρδιές πλάτες
Χρόνια απλωμένες καταγής
Κρεμώ επάνω στα κλαδιά μια κούνια
Πλεγμένη απ’ τ’ άσπρα μου μαλλιά.
Για του παιδιού μου το παιδί και το παιδί του
Όταν θα τα καλέσει η θάλασσα
Κοπανώντας τις γιγάντιες φούστες της
Στις πόρτες της δικής τους Θλίψης.
Για χάρη τους με τα ζεστά μου χείλη
Σιγοσφυρίζω στον Θεό:
Κύριε, αν και το χαλινάρι Σου
Μου σκίζει το σαγόνι στα δύο
Στα παιδιά δεν κουνάω το δάχτυλο
Κουνώ το μυρωδάτο λίκνο.

ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Εργάζομαι, ψυχαγωγούμαι, μελετώ
Σαν να δειπνώ πλάι σε κομμένο κεφάλι.
Την κάθε ταραχή αποκρύπτω
Υψώνοντας τακτικά το ποτήρι
Στην πρόποση που μου ’μάθε ο θεός:
“Ας υγιαίνουν οι πενθούντες”, γιατί αυτοί
Θα παρηγορηθούνε κάποιο βράδυ, λέει
Θα τους διατρέξει από τα πόδια ώς το κεφάλι
Ένα βιβλίο ανήμερο. Στο τέλος
Θα στέψει με τα ολάνοιχτα φτερά του
Τον ακέφαλο συμπότη της ζωής.

Την ώρα αυτή που κάποιος μετράει
Τα τελευταία του λεφτά ή τηλεφωνήματα
Βουτάω μια μπουκιά ψωμί στο ξίδι.
Την πόλη την μαρμαρώνει το χιόνι.
Κανένα τοσοδούλι πλάσμα, ασβός ή μέλισσα
Δεν έχει χώρο πια για τη φυλή του
Τα κοπάδια τους πηδάνε στο κενό.

Δεν θα τελειώσει αυτός ο δείπνος
Αέρας σπρώχνει τα χαρτιά μου στη θάλασσα
Όλα των στίχων μου τ’ αναμμένα καντήλια
Στο κύμα. Να τα σβήσει το νερό.

Μήπως μιλήσουν πράγματι οι φλογίτσες

Όταν μείνει το ποτήρι μου αδειανό.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Κοιμάται η πόλη. Κάποιος ρίχνει την κυβέρνηση.
Κάποιος την πιάνει και την βάζει για ύπνο.
Σφουγγαρίζει ο προβολέας το πλατό
Κι αφήνει μεταμεσονύχτια χαμόγελα:
Καμία αναταραχή δεν θα διαρκέσει
Πέρα απ’ τον θάνατο των γεγονότων.

Κοιμάται η πόλη. Κάποιος έδειρε έναν σκύλο.
Κάποιος ρύθμισε μ’ ένα σκαμπίλι τα φανάρια.
Περνάει αστραφτερό και αθόρυβο
Το ίδιο πάντα αυτοκίνητο.
Κάνει αδιάκοπα το γύρο του κόσμου
Σε ακτίνα μιας θηλειάς στο λαιμό.

Κοιμάται η πόλη. Κάποιος έχασε τα ρέστα του.
Κάποιος άφησε το σπίτι νηστικό.
Βρέχει αστρικό αλάτι κι ασβεστώνει
Προϊσταμένη και αδελφές στις εκκλησίες.
Ή βήχει ή κλαίει ένας άγγελος
Που δεν τον πιάνουνε τα αντιβιοτικά.
Σύννεφα μόλις φωτισμένα ανθίζουνε
Με πέταλα-πλοκάμια στον φεγγίτη.
Και γλιστρά από τον ουρανό στα πλακάκια
Ένα διάφανο, φοβισμένο χταπόδι.

Αλλά πού πάει τέτοιο πλάσμα της θάλασσας;
Πού πάει αυτό το ασυγχώρητο λάθος;

ΣΤΗΝ ΟΡΟΦΗ

Κλωστή από του χελιδονιού το πόδι
Δένει το ένα με το άλλο δέντρο.
Πίσω απ’ το παρατημένο σπίτι
Το κυπαρίσσι απομένει άδετο
Αμφιβάλλοντας μέσα στη μαύρη καλύπτρα του
Για όλη τούτη την υφαντική τού Μάρτη.
Φέρνει η θάλασσα νομίσματα ν’ αγοράσει
Ολόκληρη την άυλη πραμάτεια
Καθώς ο ήλιος ανασηκώνεται
Με πρόσωπο καλότυχου εμπόρου
Πορώδες και γυαλιστερό
Σαν καλοπλυμένο πορτοκάλι.

Σπρώχνω την παλιόπορτα και μπαίνω.
Οι κάμαρες αναδίνουν την τάξη
Κερήθρας αδειανής απ’ το μέλι της.
Δεν έχει τίποτε λησμονηθεί από βιάση.
Εδώ αποφάσεις αμετάκλητες
Έχουν απλώσει το χρώμα της σκόνης.
Μόνο ένα μπλε του κοβαλτίου στο ταβάνι
Διάσπαρτο μέσα σε σπινθήρες τυρκουάζ
Μαρτυρά φυλακισμένο παγώνι
Που υπομένει πνιγηρή Αθανασία
Μέχρι να χτίσουν τα πουλιά της άνοιξης
Νήμα το νήμα την εφήμερη φωλιά.

ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΚΗΣΙΑΣ

Το πνεύμα της κατέρρευσε πλέον.
Και μόνο κάποια αναλαμπή απ’ τα βάθη
Τις αναμνήσεις τόσου πλούτου αναρριπίζει
Πώς λάμπει κάτω απ’ το νερό ένα ανάκτορο
Ανάμεσα σε αποικίες σφουγγαριών.

Η ομορφιά της όμως μένει στη ζακέτα της.
Ροδακινί, απαλή, σε ήπια πλέξη
Λησμονημένη πάνω στην καρέκλα
Σαν μακρόβιο, τρυφερό κατοικίδιο.
Ο γάτος ο αληθινός την εγκατέλειψε.
Και οι επτά θρυλούμενες ζωές του ήταν
Απλώς κάποια γουργουρητά και νιαουρίσματα
Ώσπου να σβήσει στο μεγάλο τζάκι η φωτιά.

Μένουν επίσης οι τίτλοι ευγενείας:
Αναρίθμητα βιβλία στη σκόνη.
Των τελευταίων χρόνων άκοπα. Άλλα πάλι
Μικρά βουνά επάνω στο κρεβάτι της
Προορισμένα να συντηρούν κάποια τύψη
Που τόσο σκέφτηκε τις ιστορίες αγάπης
Μα δεν τις καταδέχτηκε παρά μόνον
Με την υπογραφή των Άγγλων ποιητών.

Αν κάποιος της χρωστά χειροφίλημα
Είναι μόνον ο ουρανός του χειμώνα
Αυτός που τώρα κατεβαίνει τα σκαλιά.

ΠΩΣ ΠΕΡΝΩ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

Σε μια αγροικία από χιόνι
Καίει καταγάλανη φωτιά.
Μοιράζουν τράπουλα και παίζουν
Γύρω της οι ακέραιοι Μήνες.
Μόνος ο ανάπηρος Φλεβάρης
Περιφρονεί τη θαλπωρή.
Σαν της καρδιάς μου τον θαμμένο χτύπο
Με το γερό του πόδι σκάβει
Να χώσει την υπομονή
Σε μια λακκούβα μες στον πάγο.
Εξέγερση αδημονίας
Ανάβει γύρω του τριαντάφυλλα
Σε μια λιποθυμία αγάπης
Που δεν ανταποδόθηκε.
Σαν βλέφαρα μετά από κώμα
Ανοίγουν τα παραθυρόφυλλα.
Αναρριπίζουνε τα τραπουλόχαρτα
Κι η συντροφιά μελαγχολεί.
Σκυφτή επιστρέφει στην παρτίδα.
Βαδίζει εκείνος στην εξάντληση
Ξένος ανάμεσα στους τέλειους
Σχεδόν τρεκλίζει από το τραύμα.
Μα εγώ απαλά απαλά του δένω
Το ποδαράκι που πονεί.

ΠΑΛΙ ΚΑΛΑ

Έχω μπροστά μου ένα φύλλο χαρτί.
Και πιο μπροστά μου ένα δυσοίωνο μέλλον.
Μπορώ να πακετάρω αυτό το μέλλον
Τυλίγοντάς το σε αυτό το χαρτί.
Έτσι θα έχω δαπανήσει αμφότερα
Σε χρήση λιγότερο εχθρική απ’ την Ποίηση
Και πιο αξιοπρεπή απ’ την ελπίδα.

Έζησα όπως όλοι. Ανάρμοστα.
Καταπρόδωσα τον θείο πυρήνα.
Πολλές φορές κοπάνησα το κεφάλι
Πάνω στο μάρμαρο του τάφου μου
Σαν να ήταν η πόρτα του γείτονα.
Και να, που άνοιγε! Και με δάνειζε αλάτι.
Και παρέθετα δείπνο σε κόρακα.

Τακτοποίησα καθαρά τα ιμάτιά μου
Κι ας τα τραβολογούσαν όλη νύχτα τα σκυλιά.
Κυρίες, κύριοι, θα σας κληροδοτήσω
Σιδερωμένα παλιοκούρελα.
Γνωρίζω πως οι περισσότεροι
Θα προτιμήσετε τα δικά σας.
Δυο τρεις θα δουν τη Διαφορά.

Βέβαια, δεν σύχνασα σε εσπερίδες.
Α, ένα αίσθημα ντροπής το είχα.
Δάγκωσα χώμα στα κρυφά.

Παράκτιος οικισμός (2017)

ΠΕΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Στο τραπέζι είχε απομείνει ένα μαχαίρι.
Πρωτύτερα είχε κόψει ή τραυματίσει.
Τώρα η αχρησία το πάγωνε
Σαν πτώμα μικρού ζώου από ατσάλι.

Στο χαλί είχε απομείνει ένα πάτημα
Δεύτερο πόδι σαν να μην υπήρχε.
Εκτός κι αν αβαρές κι ανεμπόδιστο
Συμβάδισε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.

Μια φωνή απ’ την κοιλιά ως το λαρύγγι
Τραβούσε τα ξέφτια της μέσα μου.
Με τόση ορμή την είχε αρπάξει η νύχτα,
Που άφησε πίσω της ένα αυλάκι.

Αλλά δεν είδα ούτε τον φόνο ούτε τον δραπέτη.
Μόνο του φεγγαριού το κεφάλι.
Μπαινόβγαινε με πλήξη εδώ μέσα
Χωρίς να κλείνει τα παραθυρόφυλλα.

Έτσι, γευμάτισα με τον εαυτό μου
Κι έγειρα πια στο μαξιλάρι. 

ΦΙΛΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

Ας δώσουμε όνομα στον λόφο εκείνο!
Ανασηκώνεται απ’ τη γη κατάπληκτος
Σαν κάποιος που ξυπνά στο φέρετρό του.
Ας ονομάσουμε την εγκατάλειψη έλξη.
Χρόνο τον χρόνο η θνητότητα απλώνεται
Πάνω στο πρόσωπο σαν ανήσυχο όνειρο
Κι ο ύπνος συνεχίζεται γύψινος
Πάνω από στρέμματα σκόνης.
Λοιπόν, ας πούμε και την έγερση θρύλο.
Όλο και κάποιος θα μας έχει αγαπήσει,
Ώστε να τον κρατήσει ζωντανό.

ΛΟΒΟΤΟΜΗ

Αύριο θα συναντηθούν δυο αγόρια.
Θ’ αποτελειώσουν τον καβγά
Σ’ ένα χαμόσπιτο από κόκκινη λάσπη.
Καθένας έχει κιόλας στα μάτια του
Τον αποκεφαλισμό μιας γάτας.
Μα απόψε σμίγουν και τα δυο κουλουριασμένα
Στην αγκαλιά της ακατάδεχτης Μαίρης.
Θαμπό φεγγάρι τη μελαγχολεί
Και, μ’ έναν στεναγμό, τους παραδίνεται.

Αν ζήσουν, το πολύ να γίνουν άντρες.
Με χρήματα ή χωρίς. Σχεδόν ζωόφιλοι.
Να γεύονται το πατροπαράδοτο γεύμα
Σε σπίτι όλο ανεξιχνίαστους θορύβους.
Με αιμορροΐδες και προσβεβλημένη σύζυγο.
Τόσο θ’ αστράφτει πάνω απ’ τα ποτήρια το φεγγάρι
Που ολόκληρη η ωμή εφηβεία θα ημερεύει
Όσο κι ένα τουφεκισμένο γεράκι
Που το βαλσάμωσαν με τα φτερά ανοιχτά.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

Με το κεφάλι μου βαρύ από φρόνηση,
Στόχους πετυχημένους, μπαγιάτικους,
Και την ανάμνηση μιας μουσικής από κείνες
Που ενθουσιάζουνε σε γαλανές βραδιές
Έγειρα έξω απ’ το παράθυρό μου,
Να δω την πάνδημη κηδεία μου.

Πάγκοι απλωμένοι σ’ όλη τη λεωφόρο.
Ζαχαρωμένα φρούτα, λιβάνι,
Παιχνίδια πλαστικά και μικροτάματα.
Πίσω τους πωλητές χαμογελάνε
Σαν να ‘χουν πόνο ξαφνικό στα πλευρά.
Με κάτι κέρματα ασήκωτα
Πασχίζουν οι αγοραστές να πληρώσουν.
Μικρά παιδιά τα κουβαλάνε, ιδρωμένα,
Κι ο άγγελός μου τα χαρτζιλικώνει αδρά.

Τέλος, να ‘μαι κι εγώ με τ’ αλογάκι μου!
Πώς μου πηγαίνει το αστρικό μου φόρεμα!
Ποτέ μου δεν υπήρξα ωραία κι όμως τώρα
Κι ένα φεγγάρι θα ήταν χλωμότερο.

Πλήθος θλιμμένοι πανηγυριστές
Ακολουθούν στο ρυθμό της μπάντας
Ως τη στιγμή που κλείνω το παράθυρο
Και μες στα ξέφτια του φωτός σκορπίζονται
Γλείφοντας καραμελωμένα μήλα.

Τώρα μπορώ να σκύψω στα χαρτιά μου,
Να γράψω στίχους σαν και τούτους: Μάταιους.

ΤΟ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΔΩΡΟ

Με κατάλοιπα βαριάς δυσθυμίας,
Ίσως και βαριάς τροφής στο στομάχι,
Σέρνω απόψε τα βήματά μου στον κήπο
Πάνω σε τούτες τις αυτοκρατορικές παντόφλες,
Δώρο ενός φίλου που δεν ζει πια.

Τα πλουμιστά τα πράγματα δεν τ’ αγαπάω.
Όμως δεν κάνει να ‘ναι δίχως ανταπόδοση
Και η πιο άστοχη χειρονομία αγάπης.
Λοιπόν, μια τέτοια νύχτα, ας συρθούνε
Και τα μεταξωτά στα χορτάρια.
Κάθε μου πόδι ένα μικρούλι φέρετρο
Ψηλαφεί την γη που τον έχει
Χτυπώντας του διακριτικά την πόρτα.
Όταν μου ανοίξει, θα ‘μαστε κι οι δυο
Ντυμένοι απέριττα το λάλημα του γκιόνη.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Μ’ έναν κόκκο σιταριού
Μοιάζει να ‘χει συντηρηθεί το κοπάδι.
Αρμαθιασμένα πάνω στο κλαδί
Άλλα επιζούν, άλλα ψόφησαν,
Άλλα στέκουν μαδημένα, μισότυφλα.
Πίσω τους χάσκει αποβλακωμένος ο χειμώνας
Και τίποτε άλλο δεν μπορεί να κουνηθεί.

ΠΑΡΑΚΤΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ

Η θάλασσα. Η αστρική της νύστα.
Η δόνηση της άπαυτης πνοής της.
Τ’ ακοίμητα μεγαλειώδη βράχια.
Ω, προσπαθώ να διώξω από τον νου μου
Τη μαύρη πόλη της καταγωγής μου.
Μα έχει το ύφος απαιτητικού ζητιάνου
Που κολλάει τη μύτη του στο τζάμι
Και κοιτάζει μέσα στο σπίτι σου,
Όταν του κλείσεις την πόρτα.

Πόσο να ζήσουμε ξεχνώντας
Το πράο φεγγάρι ποτισμένο αλάτι.
Πόσο να πούμε το ψωμί προορισμό μας
Χωρίς ντροπή.
Πώς την καρδιά ενός γιγάντιου κήτους
Να ρίξουμε σ’ ελεεινό τηγάνι,
Πώς, ύστερα, υπό τη θυμηδία των κυμάτων,
Να μπούμε στην ουρά με καραβάνα
Και πώς στο τέλος τέτοιαν αλητεία
Να ξαναπείς ψυχή.

ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Ακουμπισμένη σε παχιά μαξιλάρα
Άσαρκη κεφαλή πατέρα
Που τον γηροκομούν βαρυγκωμώντας,
Μιλώντας του καθώς σε μωρό.
Έτσι στέκει ακόμη στην Πιερία
Το θρυλικό βουνό. Ως τον χειμώνα
Στον τόπο του θα ‘ναι μια απέραντη πεδιάδα,
Υποσέντονο ενός γέρου πεισματάρη
Που δεν πεθαίνει. Επιμένει να γερνά.

Η ΚΥΡΙΑ ΕΙΡΗΝΗ

Την πένθησαν ειλικρινά.
Μα με τα χρόνια
Παρηγορήθηκαν αυτοί που την αγάπησαν.
Μόνη της κάθεται πια στα σκαλοπάτια |
Και γευματίζει κίτρινα λουλούδια πελώρια
Τείνοντας στους περαστικούς τη βεντάλια:
«Προφυλαχτείτε! Με τον θερμόν αέρα
Λιώνουν τα πρόσωπα από παγωτό
Που τόσο λαίμαργα, τόσο απολαυστικά
Καταβροχθίζει ο έρωτας..»
Παιδάκια παίζουν μες στη βρόμικη ζάχαρη,
Αυτοκίνητα φρενάρουν στα φανάρια,
Κάποιος εντέλει θα ενοικιάσει
Αυτό το σπίτι με τα κίτρινα αποφάγια
Που έχουν μια τέτοια εγκάρδια μυρωδιά.

ΚΟΤΣΙΔΑΚΙΑ ΜΕ ΦΙΟΓΚΟ

Όταν τα δάχτυλα χτυπάνε ώρα στο τραπέζι
Και το κεφάλι μου ζυγίζει σίδερο,
Όταν το κινητό στέκει αχρείαστο στη θήκη,
Τσόφλι ενός τζίτζικα που ‘χει στεγνώσει,
Όταν η σκέψη μου είναι ρύζι με στάχτη,
Εξαίσιο έδεσμα για ψάρια,
Τότε αρχίζει να γελά από το κάδρο του
Ο πατέρας μου ο συχωρεμένος,
Ερασιτέχνης τενόρος και αντάρτης,
Που, αφού γέρασε στη ραπτική,
Έκαμε έξι χρόνια στο κρεβάτι,
Πριν παραδώσει την ψυχή.

Σκέφτομαι πόσο λίγο του ‘χω μοιάσει.
Και φάλτσα κι ούτε ένα κουμπί να ράψω.
Κι ούτε που σήκωσα ποτέ κεφάλι
Παρά μόνο για να φανταστώ τη φλόγα
Που κατακαίει τη σπηλιά του ουρανού.
Μέσα στ’ αποκαΐδια της βαδίζουν
Με πέδιλα από λευκές πεταλούδες
Οι πατεράδες με τα κοριτσάκια τους.
Εκείνοι σιωπούν κι αυτά ρωτάνε
Τραβώντας τους από το γύψινο μανίκι.

ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ

Με κάτι σαν αρχόμενη άνοια
Ή ίσως επειδή τα δάχτυλά της
Τα είχε η αρθρίτιδα παραμορφώσει
Τσαλάκωσε το ένταλμα πληρωμής
Και τραύλισε: «Δεν οφείλω».

Ω, αν ήμουν κάτω από αστρική βροχή
Κι είχα το θάνατο ξεχάσει,
Θ’ άκουγα κάθε σταγόνας το σφύριγμα
Σαν σήμα από τη θεϊκή φλυαρία.
Μα μπήκα απλώς στην ουρά με παλιόκαιρο.
Τρέχουνε σαν ν’ ανοίξανε τα νεφρά τους
Οι στοιβαγμένες οι ομπρέλες πλάι στην πόρτα.
Και το χαρτί που τσαλακώνουν φριχτά δάχτυλα
Ο μόνος κρότος από την καύση των άστρων.
Να δεις που οι νέοι πλανήτες θα είναι
Υπερήλικες σε δημόσιο ταμείο.

ΠΕΡΙΟΥΣ
ΙΑ

Αυτός ο αδελφός, αυτή η αδελφή μού γεννήθηκαν
Με πρόσωπο από πηλό σε σώμα δέντρου,
Με ρίζες που γραπώνουν την καρδιά μου,
Φουσκωμένη από ένα έρημο φως.

Δεν έχω πώς να θρέψω αυτά τ’ αδέλφια.
Ψίχουλα για πουλιά έμειναν στο ερμάρι.
Όλο μου το ψωμί φαγώθηκε, όλο το λάδι.
Το Αλλόκοτο θα μείνει πάλι νηστικό
Μέσα στη βουλιμία του Γελοίου.

Λάμπουν όμως οι παλμοί μες στο στήθος μου
Τρέφοντας τη συγγένειά μου με τη λάσπη.
Με δάχτυλα επιτήδεια την πλάθω
Σε βλέμμα αγάπης, σε αδελφικό παιχνίδι
Ανάμεσα σε κορμούς που χρόνια υψώνονται
Για να συναντηθούν κάτω απ’ το χώμα.

ΚΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ

Ξυπνά το έθνος και ανακλαδίζεται,
Προσδοκά να του χαμογελάσουν οι θεοί
Με αστραφτερή οδοντοστοιχία.
Πέφτει, όπως πάντα, σιγανή βροχή
Και κάποιες βόμβες σε νοσοκομεία.
Χώνει το χέρι του στην τσέπη και μετρά
Κάνα δυο τελευταία τσιγάρα.
Ανάβει ένα και κοιτάει την κάφτρα του
Μέχρι ν’ αποφοιτήσουν τα παιδιά…

Η ΣΠΙΘΑ

Είμαι ένα ρεύμα θερμό, ρόδινο,
Όπου κυλάνε τα πεσμένα φύλλα.
Και είμαι εκείνη που τραβάει τα δίχτυα
Και φέρνει πάνω τα θνητά.
Τ’ άλλα πηδούν και πάλι στο ποτάμι
Προς την απέραντη χαρά.
Είμαι τα ανέσπερα καντήλια
Που κρέμασε ο αέρας σ’ άδεια κάμαρα.
Και είμαι ο σκύλος που κλεισμένος μέσα
Κουνάει την ουρά σ’ ένα φάντασμα.

Με χίλια δυο μπουκέτα αστραποβόλα
Τραντάζει ο ήλιος τα μισόκλειστα παράθυρα.
Και είμαι εκείνη που κλαίει χαρούμενη,
Πώς ξέσπασε μια τόσο όμορφη μέρα;
Είμαι ο τυφλός με τη λάσπη στα βλέφαρα
Που νιώθει τα θαυματουργά τα δάχτυλα.
Πώς τη ζωή μου τόσο φως κάνει στάχτη;

Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης (2014)

ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Αν αυτή είναι η πρώτη ώρα της ημέρας,
Ας μείνει εκεί με τη δειλία της.
Ας σφιχτεί στο παλτό της ανήσυχη.
Κανείς δεν είναι τόσο ξεκούραστος
Που να μπορεί να την περιμαζέψει.
Αν πάλι είναι μήνας ολόκληρος
Κι έχουνε τόσο αραιώσει τα μαλλιά του,
Αφού μ’ έφερε ως εδώ ολομόναχος,
Ας μείνει στην αρρενωπή του θλίψη.
Ό,τι κι αν είναι αυτή η μουρμούρα της ομίχλης,
Ο ουρανός τραντάζεται κόκκινος
Σαν φούρνος που θα ψήσει τον χρόνο μου
Μέσα στ’ αδιάκοπα σφυρίγματα της μπόρας.

ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ

Ταχτοποιώντας τα χαρτιά καίω τα ξερόχορτα.
Καθαρίζοντας το ποτήρι μου εγκαταλείπω το στόμα.
Λησμονώντας
Εδώ τα ψίχουλα, εκεί τα κοράκια,
Μια ολόκληρη γενναία μέρα
Πενθώ.

Η θεία Ειρήνη επιστρέφει με το τσάι.
Μιλά για την επικράτεια των μηνυμάτων
Που θα ’πρεπε να τυλιχτούν σε ιώδιο.
«Τα τραύματα μιας κούπας», επιμένει
Ρουφώντας μια γουλιά, «τιμούνε
Την κούπα ως φέρετρο του γιασεμιού».

Στέκομαι όρθια σαν μαθήτρια
Επάνω στα ξεκοιλιασμένα μου μποτάκια.
Προνόμιο δεν υπάρχει στα πρόσωπα.
Είναι όλα ακριβή σαν το χάος.
Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης
Προσεύχομαι να κόβουμε στα δυο.

Η ΑΝΤΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Γέλια σαν άτακτα κρίνα
Απ’ το θαμπό το τζάμι στα χαρτιά μου
Στάζουν μια μυρωδιά αναχώρησης
Που δεν καταφέρνω να δέσω.
Σκόρπια τ’ αφήνω στο μελάνι
Αυτών των αβέβαιων στίχων.

0 κόσμος χαμογελά μουδιασμένα
Μπροστά στο θέαμα της πληγής.
Φαντάζεται πως θα υπάρξει χρόνος
Ή δεν φαντάζεται τίποτε,
Αγάπησε τ’ άνθη του τάφου του.
Κι όλο κάτι απομένει γαμήλιο,
Κάποιο χάχανο, μια βροχή από ρύζι,
Μια γυναίκα σε χηρεία παμπάλαια
Που φρεσκάρει το νερό στο ανθοδοχείο.

Μ’ έναν καγχασμό σαν βηχάκι
Χτυπούν δώδεκα. Στολίσου, Μάη…
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα της γύρης
Όλη η πόλη κατάμονη.

ΣΥΣΣΙΤΙΑ

Εκεί αφημένο, πάνω στην καρέκλα,
Το σακάκι που κουβάλησε τη μέρα μου
Το ένα μανίκι ρίχνει προς το πάτωμα
Σαν σκύλος μακριά παρατημένος
Που σκάβει με το πόδι του να κρύψει
Το φρέσκο κόκαλο της εξορίας.
Αλλά δεν άφησα στις τσέπες παρά κέρματα.
Αύριο θα ’χω να πληρώσω τα δάχτυλα
Που δίνουνε τα εισιτήρια στο ποτάμι
Με τέτοιους φλύαρους κορυδαλλούς απ’ το δάσος,
Απ’ όπου πέρασε το ένστικτο της ομίχλης
Αναβοσβήνοντας το φως.
Με το σκοτάδι το βαθύ του κυνηγού
Θα βγει η αλεπού απ’ τις παντόφλες.
Ύπνο κακό, σώμα με σώμα,
Οσφραίνεται ανάμεσα στα παπλώματα.
Περνάνε, λέει, πάνω απ’ τ’ απάτητα φύλλα
Κάποιοι που πάνε για συσσίτιο
Με το μυαλό στα χαρτοκούτια της στρωμνής τους,
Μήπως κλαπούν, μήπως τ’ αναστατώσει
Αέρας από κρύα πανωφόρια,
Καθώς γυρνάνε σε σπίτι χρεωμένο
Να κοιμηθούνε μέσα στα κλαριά… 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΟΣ ΙΙ

Έχει μιαν όψη που μπορείς να τυπώσεις
Σε γραμματόσημο.
Θα έδειχνε το ίδιο σπουδαίος
Σε μικροσκοπική εκδοχή.
Αβίαστα θα του απέδιδαν
Ιστορικά υπουργήματα
Και όχι μόνο το περιστρεφόμενο κάθισμα
Πίσω από το τζάμι του γκισέ.

Καημένος άνθρωπος… Ο καθένας
Χρειάζεται ένα ακλόνητο βασίλειο,
Αν είναι να διασχίσει σχολώντας
Πλατεία σκεπασμένη με χιόνι
Και το τρίξιμο της πόρτας του να ενθουσιάσει
Μόνο τον πεινασμένο γάτο του.

Ο ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΣ

Δεν ξέρω αν βγαίνει από ταραγμένο ύπνο
Ή αν πράγματι ξεσπάει κάτι μες στο νου του,
Όμως σηκώνει τα μάτια του πάνω μου
Δικάζοντας τη φυσική μου παρουσία:
Θα έπρεπε να λείπω απ’ εδώ!

Καλώς. Θα ζήσω μια συναλλαγή
Μέσα σ’ ανατιναγμένα τζάμια.
Χαρτιά σφραγίζονται μ’ ένα φτυάρι,
Που ρίχνει τα συντρίμμια πιο κάτω,
Σ’ ένα πηγάδι ξερό.
Καίει η άμμος που σκεπάζει τα χρήματα.
Του χώνουν ένα μαντίλι στο στόμα,
Και υπογράφει σχεδόν με σουγιά.

ΚΟΥΙΝΤΕΣ

Σβήνει ο ήλιος παραμένοντας
Ο ήρωας του δράματός του.
Παίρνει μαζί του στα βαθιά
Το ρημαγμένο ηθικό του.
Αύριο πάλι θα κρατήσω
Τα παγωμένα χέρια σου.
Θ’ ανάβουν πάνω στα βουνά
Σε συστοιχίες οι φλόγες.
Σκηνοθετεί η φύση ως όπερα
Ό,τι εγώ θα σου ψιθύριζα στ’ αυτί σου.
Αλλά δεν είναι ο σπαραγμός των φαινομένων
Λόγος να μη μαζεύω ένα ένα
Τα ψίχουλα από αυτό που ακόμη είσαι.

Η ΠPOTOMH

Φούσκωσε κι έπεσε το πρώτο άστρο
Σαν κεφαλή του Βαπτιστή στο χώμα.
Με κρύα δάχτυλα η δασκάλα
Βάζει στο πιάτο το ροδάκινο.

Λάβετε, φάγετε, δεν έχει άλλο.
Μασάτε, αποφοιτάτε, φτύνετε.
Μέσα στην τρίχινη νυχτικιά της
Έχει γεράσει σερβίροντας.

Αλλά με τα γυαλιά ταρταρούγας,
Τα δυο κρινάκια στο ανθοδοχείο,
Το ασήμι που παγώνει στα πόδια της,
Μένει σοφή σαν ένα μαχαίρι.
Ένας σεπτός αποκεφαλισμός.

ΜΑΡΙΕΣ ΜΕ ΠΑΧΝΗ

Στη Σμαράγδα

Ευλογημένη υπακοή, που η σκέψη μου
Δεν ξέρει να αναγνωρίζει…
Τζάμια υγρά, λίγο κόκκινο,
Κάποια ψελλίσματα επιστροφής
Σε πράγματα πολύ λυπημένα.
Σάρκα ανθισμένη σε μελάνι
Μ’ ένα δυο τριαντάφυλλα ακόμη
Από χαμένη επιστολή.
Μια Μαρία, σοβαρή μαθήτρια,
Που κρύβει τις βρεγμένες της κάλτσες
Βηματίζοντας διακεκομμένα
Από τον ύπνο της στο δικό μου.
Κάθε μάθημα της είναι αρεστό.
Και μια άλλη, που τα φαγωμένα μου νύχια
Αποθέτει στα μακριά της δάχτυλα,
Περιποιείται το δειλό νερό
Που αράχνιασε στα κυπαρίσσια.
Εξαίσιες εργασίες χωρίς άγγιγμα
Για το κρυμμένο νοικοκυριό των ριζών.
Ε, πρέπει να φυλαχτείτε, κορίτσια!
Είναι ένα αρπαχτικό η μελαγχολία μου
Με το ράμφος καρφωμένο στο χιόνι
Κι ανυπολόγιστο άνοιγμα φτερών…

ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ

Ήρθε και κάθισε δίπλα μου
Με μια ζακέτα από λέπια
Κι ένα ζευγάρι ασημένια γόνατα.
Η θάλασσα μετρούσε στα πόδια του
Χαρτονομίσματα,
Επέμενε να τον εξαγοράσει
Αυτόν τον ανυπόφορο Ύπνο.

ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΖΩΑ

Κρότος σαν δάχτυλο παιδιού στο τζάμι
Κι όμως δεν πέρασε άλλος απ’ τη λύπη μου
Κι αυτή δεν έμοιαζε μικρή μα σεβάσμια,
Μια λέαινα μετά το χάδι.
Ήθελα να προσηλωθώ, ν’ ακούσω
Αλλά μου έπεφταν τα γυαλικά,
Άλλαζε ο άνεμος συνέχεια βήμα,
Κάτι έψαχνε σ’ αυτές τις σπηλιές.

Όταν το σπίτι ησύχασε, την είδα
Τη δαχτυλιά στον ουρανό της ζούγκλας.
Καμπουριασμένος πάνω απ’ τ’ αγρίμια του
Άκουγε τα πολλά τους παράπονα.

Και μένα κάποιος μ’ άκουσε λοιπόν.

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ

Αν μου δοθεί ο πρώτος στίχος,
Η κυρία η ηλικιωμένη στον δεύτερο
Θα ξαναγίνει η μητέρα μου.
Ουδέποτε γνωστή κι όμως τι θλίψη
Αυτά τα βαριά της γεράματα…

Κάποτε προσηνής και σβέλτη
Μπαινόβγαινε σ’ αλλεπάλληλα οχτάωρα
Υπακοή, παραγωγή, αποταμίευση
Κι ένα μαύρο κουρτινάκι ανάμεσα
Σε πρώτη και δεύτερη κόρη.

Τώρα απλωμένη σε στρωσίδια δύσκαμπτα
Θερμαίνει με μια σόμπα χαλαζία
Ένα άδικα μεγάλο δωμάτιο.
Υπολογίζοντας με γουλιές αναπνοής
Πόσα μερόνυχτα υγείας
Εξασφαλίζει με αβέβαιη σύνταξη.

Κι ενώ η αρρώστια προχωρεί κατά το νόμο,
Ανάμεσα από τις θορυβημένες θυγατέρες
Παράνομα τρυπώνει η απλή φροντίδα
Ενός μεσημεριού με χρυσόσκονη.
Πλούσια πασπαλίζει το πάπλωμα
Σαν να είναι η πρησμένη γερόντισσα
Μια Αικατερίνη της μακράς δυναστείας
Που έφερε ένα έθνος ως τη θάλασσα,
Προτού φέρει με οικονομία το γιατρό.

ΤΡΕΙΣ ΝΟΥΒΕΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΑΟ

(Διαβάζονται τραγουδιστά ή παραδίδονται
στη συγκατάβαση των πεζογράφων)

Ι Η ΑΠΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΡΑΧΩΝ

Δέντρο του βάλτου ο κύριος Τιμόθεος,
Όταν η κόρη του πουδραριστεί
Και η γυναίκα του παχύνει,
Θα ψάξει για κλεμμένο χρυσό
Και μες στην οδοντοστοιχία του θα ’βρει.
Μα τώρα είναι τόσο χαρούμενος.
Βγαίνει ολοταχώς απ’ το φλοιό του.
Σκαρφαλώνει
Στα πάνω κλαριά του θανάτου του.
Θέλει να κελαηδήσει γλυκά
Τα τέσσερα ευαγγέλια των προγόνων.
Φλοπ! Φλοπ! Πηδάνε οι βάτραχοι
Όλο και πιο κοντά στη ρίζα…

Έχει το σπίτι του έξω απ’ την πόλη,
Τον φτωχό του έξω απ’ την πόρτα του,
Τον δικηγόρο του κατά του θεού,
Αν βγει μπροστά του λιμασμένος.
«Α, τι ανόητοι όσοι δεν προνόησαν
Και τους γαυγίζει απ’ τη μια η εκκλησία
Κι από την άλλη το καμπαναριό…»

ΙΙ Η ΑΠΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Απέναντι απ’ την παλιά εκκλησία
Στέκει ένα φόρτωμα κάρβουνο.
Και κάμποσοι μαρμαρωμένοι ανθρακωρύχοι
Που πέθαναν από την προσευχή.
0 ιερέας μ’ έναν πετεινό στον ώμο
Στην πίσω αυλή φυτεύει πιπερίτσες.
Κάθε τόσο του περνάν υποψίες.
Αγριοκοιτάζει προς το υπερπέραν
Και πάλι φταρνίζεται υπάκουα.

Το βράδυ, γεμάτο αγριοκέρασα
Μπαίνει μες στο χωριό όπου να ’ναι.
Μυξοκλαίνε του ήλιου τα χάλκινα.
«Τίποτε δεν μπορεί να γεννηθεί», μουρμουρίζουν,
«Κάτω απ’ τα κεραμίδια αυτά».
Δεν ακούν, τα φαντασμένα, δεν ακούνε
Το κλάμα του μωρού, τη χήρα,
Τη μαία την έμπιστη που κλείνει
Το παράθυρο αυτού του ποιήματος.

III Η ΑΠΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

«Τους πιο πολλούς τους μάντρωσαν στο κάτεργο.
Δυο τρεις τρυπώσανε στην εκκλησία»,
Ψιθύρισε στον παπαγάλο του,
Μόνο σύντροφο και αδελφό στην παράνοια,
0 Αδικημένος με το τρίτο χέρι.
Ανάμεσα στα χοντρά βιβλία του
Φτερούγιζε μια τόση δα προσδοκία,
Αγγελική, φουριόζα, οξύθυμη
Σαν το κρασί στην κανάτα.

«Στα χωράφια τα κουκουλωμένα με λάσπη
Αποτραβιούνται τα νερά»,
Απάντησε ο παπαγάλος.
«Βγαίνουνε από σπίτια οι Άλλοι.
Είναι εργατικοί. Κακομούτσουνοι
Από τη θλίψη και την άγρια νύχτα.
Κι όχι δυο τρεις. Παραπάνω.
Αλίμονο σου, ξαναχτίζουνε
Τον ουρανό στεγνό
Με κόκκινα, μεγάλα μάρμαρα».

ΤΟ ΣΟΦΟ ΔΕΙΠΝΟ

Είχε το ράμφος μιας ασήμαντης στιγμής
Καρφωμένο πάνω στην αγάπη του.
Τη σιγότρωγε χωρίς να την πιστεύει,
Ώσπου ξημέρωσε απρόθυμα
Με μια μικρή λιποθυμία.

Αναπνοή από την καφετιέρα
Κι ένας δυο άγγελοι απ’ τη μνήμη του
Κατοίκησαν κάτω απ’ το ταβάνι.
Με το φτερούγισμά τους το αργό
Πάλι βάφτηκαν με αίμα τα μάγουλα.

Ω, πώς μοιράζονται τα ελάχιστα
Πολλαπλασιασμένα από τον φόβο…
Σαν εκείνους τους πέντε άρτους
Η ερημιά γεμίζει τα ερμάρια
Για χιλιάδες ώρες μαζί…

Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

Καημένε αέρα, τρύπησε η σόλα σου
Πάνω από τη σαββατιάτικη Λάρισα
Και πάτησες το καρφί της βλαστήμιας
Που τίναζε στον ουρανό…
Όταν θα μπεις σε άλλη πόλη πληγωμένος,
Βγάλε τα αυτά τα παλιοπάπουτσα.
Και όχι επάνω απ’ τις ταράτσες τρεκλίζοντας
Αλλά ξυπόλητος μέσα απ’ τους δρόμους να περάσεις
Σαν χορευτής από λεπτή μεμβράνη
Που αφήνει πίσω του ελαφρύ αναστεναγμό,
Όχι πάνω στα ξαφνιασμένα κεφάλια,
Κυριακάτικα, τα χνάρια της πληγής σου.

ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ

Άσιτη, κουβαλώντας την οργή της,
Βαρώντας με τα τσόκαρά της το θώρακα
Πόλης θαμμένης βιαστικά και για πάντα,
Περνά η πομπή των συλληφθέντων
Πίσω της με τη γλώσσα έξω
Αγέλη βακτηρίων και ιών.

Εμείς, οι ελεύθεροι, στο οστεοφυλάκιο,
Μωρά με αφέψημα παπαρούνας
Στην κούνια ενός αργού δευτερόλεπτου
-Βρέχει μελάνι… – καταγράφουμε
Την επιστήμη της δολιοφθοράς.

Καθένας μας ένα πηγάδι βατράχια.

ΧΑΡΤΗΣ ΑΤΑΦΩΝ

Τι είναι ακριβώς αυτό το πένθος,
Ένα φουστάνι κατακόκκινο
Φορεμένο από ένα σκυλί;

Το ίδιο το μούτρο τού αφέντη του
Πουδραρισμένο με χόρτα;

Να κάθεται η καλόγρια μ’ ανοιγμένα
Τα ράσα της στα νερόφιδα
Και ν’ αφανίζει το σκουλήκι μήλα
Με την τρομπέτα του σάλιου του;

Τι είναι αυτό το καρναβάλι του θρήνου,
Γιατί αργοπορεί και ξεφτιλίζεται
Ανάμεσα σε τόσους μπεκρήδες;

Χωρίς κωδωνοστάσιο χυμένος
Όλος ο μούστος απ’ τα κρασοβάρελα
Μες στο μελάνι της σταματημένης καρδιάς;
Και να ρίχνει ο ουρανός την κοιλιά του
Έξω απ’ το βρώμικο πουκάμισο;

Τι χωριά είναι αυτά όπου ο θάνατος
Δεν έχει αρχοντιά κι έχει πάχος;
Σπίτια που βάζουνε το φέρετρο στο αλάτι
Και γνέφουν με το δάχτυλο «σώπασε!»
Στο άστρο που γρούζει πλάι στα γέρικα γατιά;

Τι πόλεις σε κηδεία ξεμανίκωτες
Σαν να τις κέρωσε μ’ ένα χαστούκι η ρεκλάμα
Και το σώμα διατιμημένο τυλίγει
Την ακαμψία μ’ ένα ρούχο τού συρμού;

Πώς σέρνεται η ακολουθία η νεκρώσιμη
Σαν πληθυσμός που σφουγγαρίζει στα γόνατα
Το χιονόνερο της άλλης ζωής του;

Και προς τα πού; Και γιατί; Κι ως πότε;
Και με ποιον κρότο τα μεγάλα πουλιά;

Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ

Κάτι έχει αυτός ο άντρας, κάτι έχει.
Κάτι έχει κρεμασμένο στον λαιμό του,
Ένα βραχνά, μια ποινή, μια πεποίθηση,
Κάτι που δένει τα νεύρα του
Με το λουρί του σκύλου απ’ την καρέκλα,
Όπου το ομοίωμά του κάθεται
Μ’ ολόκληρο το χοντροκόκαλο σώμα.
Και μέσα από τις μπογιές τις χυμένες
Απ’ άκρη σ’ άκρη στον ουρανό της βεράντας
Μπαίνει στο πλάνο φέρνοντάς του τον καφέ
Μια γυναίκα που δεν έχει ξαναδεί
Με τρίδιπλα σκεπασμένα χέρια.

Κι αν σιγήσει τούτη η πένθιμη άρια,
Πάλι θ’ ακούω με τα μάτια.
Πάλι με τα μαλλιά θα οσφραίνομαι.
Και θα ’μαι τόσο περιττή όσο η ζάχαρη
Μες στο ηχείο μιας μεγάλης καμπάνας.

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ

Από τα μέρη όπου οι σιδεράδες
Κάποτε φτιάχνανε με το φεγγάρι τα πέταλα
Κι όπου γινότανε το καλντερίμι μούσκεμα
Από τον κρότο φοβερών σφυριών,
Όπου άφαντοι, με την αναπνοή πιωμένη,
Κρυφοκοιτάζανε οι μικροί με τα καρφιά,
Από κει πέρασα με την προσήλωση πιστού.
Μέσα στο νου μου μοσκοβόλαγαν τα κίτρα
Σαν άστρα αυλής μοναστηριού.
Αν έφτανα στη χάρη Του θ’ άναβε
Λέξη προς λέξη τα καμπαναριά του στους βράχους…

Χαμογελώ… Ποιος ποτέ μετανιώνει,
Αν απατήθηκε αρκετά, ώστε να διασχίσει
Άφοβα τέτοιον ουρανό…

Ο ΚΟΥΑΣΙΜΟΔΟΣ ΩΣ ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΗΣ ΛΟΓΙΟΣ

Πέταξα το τετράδιο απ’ τα χέρια μου
Σαν να βρήκα στις σελίδες του ένα φίδι.
Μα ήταν μόνο το κουμπί μιας τελείας
Που κούμπωνε ως το λαιμό την παράγραφο.
Την έπνιξε ο γιακάς την ηρωίδα μου
Κι ο χρόνος της έπαθε λόξυγκα.

Έτσι περνώ τις χιονισμένες νύχτες,
Καμπούρης με κεφάλι καιόμενο.
Στη ράχη μου οι φιδοφωλιές φορτωμένες
Σφυρίζουν όλες γύρω από τ’ αυτιά μου.
«Κάθε εξιστόρηση δαγκώνει», σκέφτομαι,
«Γράψεις δεν γράψεις, φαρμακώνεσαι»,
Και δωσ’ του τα χαρτιά μου γεμάτα
Από τις άτσαλες πατημασιές ενός δύσμορφου.
«Ίχνη ορειβάτου», η κριτική αποφαίνεται.
Μπα, η μοίρα μου είναι. Ράβει τα κουμπιά της…

ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΣΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ

Πενικιλίνη και θνητότητα
Και κάτι παλαιό και παράλογο
Καταγράφουν τα βιβλία μπροστά μου.
Τα μολύβια μου σαν βελόνη πυξίδας
Στρέφονται τρέμοντας προς το βορρά
Κάθε φορά που το γραφείο μου διατρέχει
Ο χλευασμός μιας καλής ιδέας.
Θα έγραφα ανεπανάληπτο έπος,
Αν δεν είχα αρχίσει να γερνώ.

Πόσο τις άφησα τις λέξεις μου να σέρνονται
Ανάμεσα στον χρόνο και τη δύναμη
Σαν να ’χα το δικαίωμα να ελπίζω
Σ’ έναν καταυγασμό της συνείδησης
Από άλλον κι όχι αυτόν που ζούσα βίο,
Σαν μου όφειλε το άστρο αλάτι
Για το ψωμί των ηρώων μου,
Την ώρα που μπαγιάτευε δίπλα μου
Το μυστήριο της έρημης νύχτας…

Πόσο αργά, πόσο λίγο κατάλαβα
Οποιονδήποτε στίχο…
Καθένας μόνος του αξιώνει
Μια κλονισμένη υγεία και κυρίως
Την ηλικία που έχει απόψε ο ουρανός…

Ο τρόμος ως απλή μηχανή (2012)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Τρύπωσε θυμωμένος στη γωνιά του
Της ημέρας ο κάματος:
Να έχεις επί ώρες εκθέσει
Ψυχή και σώμα στη δημοσιότητα,
Να έχεις διαφημίσει το πνεύμα σου
—Πλην, με ελεγχόμενη προθυμία
Για κάθε πιθανό συμβιβασμό—
Και να πετάς απλώς τα παπούτσια σου
Προτού χωθείς στην πολυθρόνα…

Μια παλάμη σαρώνει τον αέρα
Με τον κόλαφο ενός πονοκέφαλου.
Τρέχουν με τα μποτάκια τους στον τοίχο
Τα τρένα από τις μυρμηγκοφωλιές.
Δεν θα σε πάρουν. Τι μεγάλος που είσαι,
Πλατύς και θλιβερός σαν πεταλούδα
Με μαύρα, φτερωτά επιφωνήματα…
Είσαι ένα στόμα που βυζαίνει το δάχτυλο,
Ένα κακό μωρό κουκουλωμένο.
Ποιος να σε θέλει μες στο χιόνι
Εκτός από το σουρωτήρι όπου κάθεσαι
Κι απ’ όπου τρέχουν και λεκιάζουν το χαλί
Τα εξαιρετικά σου προσόντα. 

ΕΠΑΙΤΗΣ

Δες τον. Με πτυχία και πέτρινο μουστάκι.
Σέρνει δυο τρία πεινασμένα κουτσούβελα
Και νιώθει παντελώς αγράμματος
Μπρος στον Παλαιό των Ημερών. Τον Πιστωτή του.

Σπρώχνει ένα κουτάβι στην κοιλιά του.
Μισεί και ντρέπεται και φοβάται.
Χάσκει το στόμα του από δύσπνοια.
Δεν προσδοκά καθαρό αέρα.

Όλη του η σκέψη μια μουντζούρα με το δάχτυλο
Πάνω στο όνομα, στην καταγωγή, στα κιλά του.
Σκιαγραφούμενος σ’ ένα γραμμάτιο
Περνά κατευθείαν στον Χάρο.

Ούτε κι εκεί δεκτός. Πρέπει πρώτα
Να ζητιανέψει τα ναύλα.

ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ

Κάθε φορά που ανοίγω το βιβλίο
Δραπετεύουν σαν τις κατσαρίδες τα γράμματα.
Μελετώ αχόρταγα λευκές σελίδες:
Ο λόγος, ο αντίλογος και ο θρήνος
Καταγράφονται με τ’ ανεπαίσθητα νεύματα
Ενός τυφλού που αισθάνεται να τον βλέπουν
Εκείνοι που έφυγαν απ’ το δωμάτιο.

Κάθε φορά που μετρώ με τα δάχτυλα
Ποτέ δεν μου χρειάζονται όλα.
Υπάρχουν λίγα ή λείπουν πολλά
Αυτό θα το αποφασίσει ο αέρας
Που ανοιγοκλείνει τα παράθυρα.

Κινώ τον μικροσκοπικό μου θεό
Από τη μικροσκοπική του κλωστίτσα.
Τον συντηρώ με γλυκίσματα
Στο μέγεθος του κεφαλιού της καρφίτσας.
Χρήσιμος, αβαρής και ιπτάμενος
Στη σμίκρυνση του σύμπαντος πλεονάζει.

Ω λίμνη με το καθαρό ασήμι.
Ω ουρανέ με τα γιγάντια φτερά.

ΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ

Σκέφτεται, προσμετρά, σταθμίζει
(Ρυτίδα κάθετη στο κούτελο),
Το αποφασίζει τελικά και μου δίνει
Ο τοκογλύφος το ελιξίριο νεότητας.
Γυαλίζει το εύσαρκο πρόσωπό του
Ως ένδειξη των καλών του προθέσεων
Και με υγρή παλάμη σφίγγει
Το χέρι μου, σχεδόν αδελφός.

Και να, η τούρτα γενεθλίων!
Η νύχτα με την αστρική κουρελαρία της,
Ο κρότος των μπαστουνιών των γερόντων.
Να, οι πνιχτές βλαστήμιες των γιατρών,
Οι ουρές μπροστά στα φαρμακεία,
Τα μάτια που καίνε σε βυθό μελανιού.
Να, ο συνωστισμός, τα σπρωξίματα, η ντροπή,
Τα δαγκωμένα τρόφιμα, η σκόνη,
Να, το απορριμματοφόρο του Δήμου
Που μαζεύει το πρωτογενές πλεόνασμα…

ΕΘΝΗ

I.

Άνθρωποι με χαρτιά καθαρά
Κι άλλοι με κάποιο ποινικό μητρώο,
Τελειόφοιτοι με πιστοποιητικό σπουδών
Και πιο πολλοί με δίπλωμα οδήγησης,
Χαπακωμένοι και νηφάλιοι,
Χρόνια μαζί και διαζευγμένοι,
Όλα τα έθνη στην ουρά ν’ απολαύσουνε
Τον Παρθενώνα με φεγγάρι.
Μέσα τους σαν από θαύμα
0 κολικός καταπραΰνεται.
Ώσπου να ξημερώσει θα ’ναι
Οι κληρονόμοι.
Θα μοιραστούν το γαλαξιακό υγρό.

II.

Τα έγγραφα και τα μητρώα,
Πτυχία και προγνωστικά,
Αρχές και θραύσματα αισθημάτων,
Τα εξιτήρια και οι διαγνώσεις,
Όλα τα έθνη στην ουρά να εισπράξουνε
Το επίδομα της ανεργίας.
Γύρω τους τα νερά δεν τραβήχτηκαν.
Ώσπου η πόλη να στεγνώσει θα ’ναι
Όρθιοι.
Σε κανέναν
Δεν θα παραχωρήσουν τη σειρά.

ΟΙ ΚΟΥΚΛΕΣ

Δεν είναι νεκρές! Δεν είναι νεκρές!
Είναι οι τσακισμένες κούκλες.
Ψυχές από ξύλο και πίτουρα.
Βλέπουνε με ζωγραφιστά ματάκια στο σκοτάδι.
Ανήμπορες να μετακινηθούν ψηλώνουν
Μέσα σε ρούχο από γυαλί.
Όταν θα κλείσουνε τα δώδεκα, θα σπάσει.

Κάθε τους βήμα
Τραβάει από τη γη το γρασίδι.
Είναι ο λαός των γάτων με τ’ άρβυλα.
Είναι ο Πινάκιο με τα χίλια αδέλφια.
Με αίμα πριονίζουν τη μύτη τους.
Αλείφουν το ψωμί τους με σάλιο.
Κόβουν τη φέτα στα δυο.
Σπάζουν τη θλιβερή εφηβεία τους.
Ίσως και να μιλούν ακόμη
Στη λησμονημένη γλώσσα των ανθρώπων.

ΕΜΠΡΑΚΤΩΣ

Αν ο χρόνος μου είναι η σκέψη,
Ο τόπος μου είναι το νόημα.
Τα μέσα μου είναι τα φτερά
Και ασαφής ο σκοπός μου.

Αν ο σκοπός είναι ο χρόνος μου,
Η σκέψη μου είναι τα φτερά.
Το νόημα είναι τα μέσα μου
Και ακαθόριστος ο τόπος.

Αν τρέμει το νερό στην πηγή του,
Το κλάμα εκείνου που διψά δεν ακούγεται.
Κάποιος πέταξε και του ‘φερε να πιει,
Για να ‘χει η σκέψη του νόημα.

ΝΑ ΞΕΡΩ

Χαράματα … τι όμορφη λέξη …
Αισθάνεσαι και τη ρωγμή και τον κρότο.
Κι ας τα διακρίνεις μετά βίας σε μια πόλη
Που κρύβει σαν ντροπή τα σκοτάδια της.
Ρίχνει η μέρα μέσα από το τζάμι
Τα πρώτα ντροπαλά αιμοπετάλια
Κι η αρρώστια σε καταλλαγή και επιφύλαξη
Στρώνει επάνω της τη νυχτικιά της
Περιμένοντας με ευπρέπεια το φως.

Να ‘μουν σ’ έν’ άλλο πρωινό με τα κλαδιά του
Καθώς τρέχουν να κρυφτούν τα ξωτικά.
Να κρέμονταν από τα φύλλα
Τα δακρυσμένα μου ψέματα.
Και με βλέμμα γηραιών γιατρών οι σπίνοι
Να μου φανέρωναν όλη την αλήθεια.

ΘΡΑΚΗ

Χτυπώ το χέρι στο κούτελο.
Πώς σκάβει την πληγή το φιλότιμο…
Αυτά τα λόγια είναι πένθιμα.
Σκύψε προς το μέρος μου, ιερέα.
Άσε το φτυάρι σου στα κυκλάμινα.
Μόνος σφυρίζω το αλληλούια.

Ακούω το νήμα που καίγεται.
Ό,τι θυμάμαι, με βλάπτει.
Ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει εδώ.
Κρατάει την ψαλτική το ποτάμι.
Θυμιάζουν τα φτερά του στις όχθες
Και αγκαλιάζουν το σώμα μου.

Θα ήθελα μια Τρίτη του μύθου
Να σπάσουν τα ράμματα της χλόης.
0 Νέστος ν’ ανασηκωθεί στην αφθονία του.
Κανένα μάτι να μην καταφέρει να βρει
Το μέρος όπου θ’ αφήσει τ’ αυγά του
Κι όλος ο κάμπος να σταθεί ζεστός.

ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ

A, κατεστάλη η εργάσιμη εξέγερση!
Το άστρο της νύχτας ενθρονίζεται.
Βηματίζω κατά το τύμπανό του.

θα κρύψει η λάμπα το άτριχο κεφάλι της
Μέσα στο πλήθος των παρατηρητών.
0 ύμνος των ροχαλητών θ’ αρχίσει.

0’ ανασυρθούν με τα παράσημά τους
Και φύκια στα λαμπρά υποδήματα
Δικαστικοί και τροπαιούχοι.

Και αυτό τι είναι; Η τήβεννος;
Το σάβανο; Το πάπλωμά μου;
Ακούω τον κρότο των κλωστών.

Μπα, ξεκινάει ρυθμικά η πνοή μου.
Δίνει το σύμπαν τον καθορισμένο χρόνο
Στον ατμό που βγαίνει απ’ το στόμα μου.

ΤΟ ΔΙΠΛΟΤΥΠΟ

Όλοι αυτοί οι γηραιοί Τιτάνες,
Όλες αυτές οι Μούσες οι ανδρόγυνες,
Όλη αυτή η συνοχή και η κομψότης
Περιλαμβάνονται στο ψηφοδέλτιό μας.
Έχουν τη δύναμη των πόθων μας,
Το φύλο των μυστικών μας,
Το γούστο που θα επιβραβευτεί.

Είναι ο τυφλός που με διαύγεια κρυστάλλου
Μεταφράζει το κορμί σε γεράματα.
Το νου σε σφηκοφωλιά φωνηέντων.
Τον σύντροφο σε σκόνη στο πέτο.
Το ίδιο το στόμα σε τροφή.

Κάθε τους κόκαλο σαπίζει στην τσέπη μας.
Κάθε τους νεύμα καταγράφεται
Ως η μία όψη του νομίσματος μας.
Η άλλη ο κρόκος του Συμπαντικού Αυγού.

Η ΚΑΝΤΑΔΑ

«Αυτό που βρέθηκε, αυτό που αποθηκεύτηκε,
Αυτό θα χαθεί.
Αυτό που ήχησε, αυτό που σήμανε,
Αυτό θα σωπάσει».
Πες το, πες το, το χαζό τραγουδάκι σου
Με μάτια κόκκινα και με πρησμένη γλώσσα.
Εσύ είσαι ο τροβαδούρος της κάνουλας.
0 ψάλτης από το κελάρι.

«Ό,τι χτίστηκε, στα κλαριά χτίστηκε.
Σε ράχη σκύλου».
Δεν θα σε πάρουνε στα σοβαρά, τραγούδα.
Είσαι ο άχρηστος και ο χαριτωμένος.
Μέσα στην κόλαση παραπατάς.

Λέγε το εσύ: «Είμαστε μόνοι.
Ό,τι σπάρθηκε, φυτρώνει σε κρανίο.
Βήχει ο χρόνος μας, το μαξιλάρι ιδρώνει».
Ε, μέθυσες, μέθυσες κάτω από την επιφάνεια.
Ωραία πάντα ταξιδεύει η ήπειρος
Πάνω στο γάλα των ωκεανών της.

ΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

Ησύχασε. Πιες λίγο νερό και ησύχασε.
Πράγματι, είναι ο ήλιος των δώδεκα,
Αυτός που εξαφανίζει τους ίσκιους.
Γύρω σου είναι οι Λευκές Κυρίες,
Η Προγιαγιά, η Αναπνοή και η Λήθη.
Ναι, πιες λίγο νερό ακόμη.

Είναι απλώς ένας χορός. Όταν εργάζονται οι άλλοι.
Το δάπεδο με σατινένια λάμψη.
Ήρθανε να κρατήσουν το χέρι σου.
Να δοκιμάσουνε τα πέλματά τους.
Δεν σε λησμόνησαν ανάμεσα σ’ αυτούς.

Κι εσύ για όλο το γιγαντιαίο λεπτό
Που οι δυο δείχτες ακουμπούν στο μεσημέρι
Χτύπα τα δάχτυλα και γείρε το κεφάλι.
Άσε τη μουσική ν’ αναστατώσει
Τ’ άσπρα μαλλιά τους, τ’ άσπρα τους πουκάμισα.
Κι ας σε φθονούν οι λυπημένοι συνάδελφοι
Που έχεις φαμίλια, που ανασαίνεις, που ξεχνάς…

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ

Στην αδελφή μου

Όταν τ’ άστρα ξεκουμπώνουν τα παράθυρα
Και μου δείχνουνε το δρόμο προς το πάρκο,
Βλέπω στο βάθος το πρόσωπο.
Τα άγρια μάτια, τα υγρά του μάγουλα.
Οσμή καπνού και μακρινά τριζόνια.

Στρίβω στην πόρτα το κλειδί: Νοστάλγησε…
Έφυγε νέος. Ως τις πρώτες λεύκες
Διστάζει ακόμη. Μένει πίσω μου.
Μωρουδιακά στο γρασίδι.

Τολμώ να του μιλώ με τ’ όνομά του:
«Απόστολε,
Χτες που ξεσκόνιζα την ωραία σου εικόνα,
Το τοπίο τού σερβάν σ’ αναγνώρισε».
Φλοίσβος στο ρούμι, αλάτι στο κερί.

Σβήνει ο θυμός κι οι δισταγμοί. Χαίρεται
Που είναι ανάμεσα σε τέτοια πλατάνια.
Για όλους μας ρωτά, έναν έναν.
«Αχ», λέει, τέλος, και κουνά
Σ’ αποχαιρετισμό το ναυτικό κασκέτο.
Χρυσός στα νύχια, ρόδινο γυαλί.

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΝΕΡΓΩΝ

Γνωρίζουν άριστα την τέχνη τους,
Εκείνος με το πράο μέτωπο εκ πείρας,
Ο άλλος, με τα φευγαλέα τικ, δια των σπουδών.
Και οι δύο την ασκούσαν αρτίως,
Εκείνος με το πράο μέτωπο συχνά,
Ο άλλος, με τα φευγαλέα τικ, δια βίου.

Και οι δύο δεν θα την ασκούνε στο εξής.
Τους φόρεσαν το σιδερένιο γάντι.
Πρέπει σε μέση ηλικία
Να πιστωθούνε στα νήπια.
Κάποιος αφανής κερματοδέκτης
(Εάν απλώνουν σταθερό το χέρι)
Θα τους προσπορίζει τα κόμιστρα
Από τον κεραυνό ως το χώμα.

Επ’ ελάχιστον, βέβαια. Ως την ώρα
Που τ’ άστρα, τα παιδιά και οι σύζυγοι
Θα τους κοιτάξουν με τη δυσπιστία του πένθους,
Με τα πελώρια μάτια της ποινής.

Α, τότε ποιος θα τους ακούσει να κλοτσάνε
Κάτω απ’ τα πόδια τους το ίδιο αυτό σκαμνί
Που κατασκεύασε ο ένας εκ πείρας
Κι ο άλλος, με τα φευγαλέα τικ, δια των σπουδών.

Η ΦΩΤΙΑ

Υπάρχουν κηπουροί που απεχθάνονται
Όλους τους κήπους που καλούνται να φροντίσουν
Πλην μίας γλάστρας με κοινά γαρύφαλλα
Που κάποτε είχαν δει ζωγραφισμένη.
Υπάρχει μία πρίμα μπαλαρίνα
Που έχει απολαύσει την πολυετή λατρεία
Αλλά είναι βέβαιη πως δεν την αγαπά
Το βραδινό της μαξιλάρι.

Α, θα ήταν μακρύς ο κατάλογος
Των κεραυνών που θρυμματίζονται αόρατοι,
Των πρώτων ή των τελευταίων τριγμών
Μιας πυρκαγιάς που κατακαίει τα δάση.
Θέλει ο δρυμός μια ακόμη αιωνιότητα,
Για να ομολογήσει την απληστία της θλίψης.

Η ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ

Η μονιμότητα της σκιάς πάνω στο πρόσωπο,
0 ανεξίτηλος λεκές του φουστανιού της,
Η τελευταία χάρη που είχε κάνει
Σε φίλο ή εχθρό με ανιδιοτέλεια,
Όλα εγγράφονταν στο φάκελό της,
Δεμένο με μαύρα βλέμματα.

Η κερασιά; Το θαλασσί γοβάκι;
Η μητέρα συνεχώς κουρασμένη;
Κι αυτά, κι αυτά! Και το λεωφορείο
Προσπερνώντας τους τάφους να παίρνει
Στροφή για σπουδές στην πρωτεύουσα.

Εμείς την ξέρουμε; Την ξέρετε.
Προσθέστε κάθε δυνατή εξέλιξη
Ως τη στιγμή που έκλεισε πίσω της
Οριστικά η πόρτα του γραφείου.
Και μόλις τελειώσει το ποίημα
Γράψτε από κάτω το όνομά της. 

Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Κλείνει τα πέταλά της η σονάτα.
Νυστάζει η ευωδιά της φυγής.
Μία μία παραιτούνται οι νότες,
Νοστάλγησαν την επιστροφή στον Θεό.
Μα έχω σωθεί. Ούτε χώμα στα χέρια
Ούτε πια βρόμικο πουκάμισο.
Σοφός, καθαρός, βαθιά θλιμμένος
Κατοικώ στον λιγοστό ουρανό
Που μου άξιζε από καταβολής κόσμου.

ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΑΣ ΖΗΤΑΤΕ

Περίπλοκο ρητό. Τι σημαίνει,;
Το αγκάθι ενός χειροφιλήματος; Πληγή από τούλι;
«Να έχετε με τους αγοραστές λεπτούς τρόπους».

Πώς, δηλαδή, να τους φερθούμε; Φιλόξενα;
Σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους;
Μέσα σε πνεύμα Μουσικής και Δημοκρατίας;
Ή, αφού ο πελάτης έχει πάντα δίκιο,
Να βγάλουμε απλώς το σκασμό;

Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ

Για τον μεγάλο ποιητή Καβάφη
Λένε : «Απόσταση, ειρωνεία, έρωτας».
Για τον μεγάλο ποιητή Ελύτη
«Ο ήλιος, ο Θεός, ο τόπος».
Άσε πια για τον Σολωμό ή τον Κάλβο.
Όσο πιο πίσω, τόσο πιο εύκολο.

Γι’ αυτό και οι ποιητές δεν πεθαίνουν.
Τους πνίγει η αγανάκτηση και αποφασίζουν
Να ζουν αιώνια και να υπερασπίζονται οι ίδιοι
Την τιμή τους από τα κουτσομπολιά του κόσμου.

Η ΣΥΝΟΔΟΣ

Τι γάμος! Ήρθε σύσσωμη η αδελφότητα
Των γαμπρών με τη νυχτερίδα στο πέτο!
Ποτήρια σαν αστερισμοί στην τροχιά τους,
Δάκρυα βροχή επί βουνού εδεσμάτων
Και στα ψυγεία, σε τρυφερή επαγρύπνηση
Κάτω απ’ το πέπλο, τα τεμάχια της νύφης.

ΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΡΕΣ

Δυο δυο περνούν οι Δεσποινίδες Έλεος.
Γέρνουν γλυκά την κεφαλή στο γαλάζιο.
Τη διαδρομή σχεδίασαν με χαμόγελο.
Το κρύβουν πίσω από τα μαύρα γυαλιά τους.

Κι αν λιώσουν απ’ τον πόθο τα τακούνια τους,
Πιρουέτες με υποδήματα Κίροφ.
Κι αν η καλή τους η καρδιά πρηστεί,
Λίμπιντο γιασεμιού, αβρή μνηστεία.

Να τις προσβάλουμε με τον εκνευρισμό μας; Όχι!
Να τις θολώσουμε πλησιάζοντας στο τζάμι; Ποτέ!
Καθώς πέφτουνε δυο δυο απ’ το Ζάλογγο, επιβάλλεται
Να χειροκροτήσουμε το θεαματικό φινάλε.

ΤΟ ΓΕΝΟΣ

Με μια πλερέζα ως το πιγούνι το βουνό
Κρύβει τα δάκρυα της χηρείας του όλη μέρα.
Το βλέπω, ως αύριο θα ξεσπάσει ο θρήνος.
Είναι πια προχωρημένο φθινόπωρο.

Πρέπει κανείς να βγει πολύ έξω απ’ την πόλη,
Για να τους βρει, πάππου προς πάππου,
Όλους τους τεθλιμμένους συγγενείς του.
Τα φύλλα, τα χορτάρια, τα νερά,
Τα μεγάλα τα χτυπήματα της μοίρας
Που προσέλαβαν θεία ταυτότητα.

Μέσα στην πόλη μόνο εμείς, εμείς.
Καθένας όλο του το σόι.

Ο ΠΡΟΑΙΩΝΙΟΣ ΦΤΑΙΧΤΗΣ

Ποιον έχουμε προδώσει και γιατί;
Γιατί φοβόμαστε ένα τέλος στην αγχόνη;
Γιατί ρίχνουμε το πρόσωπο στα χέρια μας
Όπως στην κατσαρόλα το αλάτι;
Σσστ! Έρχονται καταιγιστικές εξελίξεις.
Το φως θα κάνει τις κάμαρες στάχτη.
Θα βαδίζουμε προσεχτικά. Ένα ένα
Θα πατικώνουμε τα λουλουδάκια του τάφου
Στην καταισχύνη των γραφών και των τόκων.
Εδώ μια πίστωση, εκεί μια ομολογία,
Πιο πέρα μια επενδυτική στρατηγική.
Είμαστε ανθεκτικοί και αναλώσιμοι
Όσο και τα στατιστικά μας στοιχεία.
Ε, το ψωμί που γεύεται ο Ιούδας
Τα δάχτυλα του θείου προσώπου το ‘χουν κάψει
Με δυο Διαθήκες, υπογραφές και σφραγίδα.

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Εάν κατέρρεε ο Πύργος του Κάφκα,
Θα καταλύαμε στου Καρυωτάκη την Πρέβεζα
Στριμωγμένοι αλλά όχι άστεγοι.
Αν έπιαναν οι χωροφύλακες τη Φόνισσα,
Θα την έριχναν σε υγρό κρατητήριο,
Ώσπου να τελειώσει η ανάκριση
Του φοιτητή του Ντοστογιέφσκι.

Κι εμείς μ’ αυτούς κι αυτοί μαζί μας
Και μεταξύ τους με θλιμμένα μάτια
Όλοι γνωστοί. Φυλή διωγμένων.
Κάποιοι στο δρόμο από χάνι σε χάνι
Βγάζουν φτερά. Αλλά δεν φτάνουν πρώτοι.
Κοντά τους τρέχει η πεινασμένη μας καρδιά.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ ΜΕ ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ

I.

Θυμάμαι ακριβώς το πρόσωπό της:
Μάτια έως θανάτου κατάπληκτα.
Μπρος σ’ ένα χάδι θ’ απόμενε άπραγη
Και η λιγοστή του πνεύματός της ευφράδεια.

Κρατούσε ένα καλό κομμάτι κρέας.
Μέσα στην πούδρα από τ’ ασπρόμαλλα δάση
Σπίτια φτιαγμένα με τις χούφτες
Και γύρω νηστικά σκυλιά.

Προτού πηδήξει μέσα, στράφηκε
Και με τη χάρη έκπτωτης βασίλισσας
Επέδειξε το βιβλιάριο ενσήμων.

II.

Η μυρωδιά στρέφει το βλέμμα δεξιά,
Σ’ ένα πανέρι μυριστικά φρεσκοκομμένα
Και μέσα το κεφάλι του θύματος
Σαν υλικά μαγειρικής ή θυσίας.

Τα αποστρέφεσαι. Ο ανθρωπισμός επιβάλλει
Να στρέψεις το βλέμμα απέναντι,
Εκεί που ένας μικρός καταρράκτης
Πλένει τα πόδια της νεαρής.

Αλλά ο κορμός της άφαντος.
Τόσα ημερομίσθια, τόσες κρατήσεις
Δεν έπεισαν τον λαμπρό καλιτέχνη
Να ξαναβάλει το σώμα της στο πλάνο.

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Κοιτάζω το άγραφο ποίημα
Όπως κοιτάζετε τα τελευταία ψιλά σας.
Πώς θα τη βγάλουμε ως το τέλος του μήνα
Και να τρέχουν οι λογαριασμοί της ψυχής …
Άλλοτε, πάλι, χαμηλώνω το βλέμμα.
Καλώς. Δεν μπορεί να γραφεί.
Άλλος, αξιότερος, θα αφήσει για μένα
Τα έξοδα ενός μωρού
Με ζιπουνάκι του θανάτου.

ΣΤΟ ΜΙΣΟΣΚΟΤΑΔΟ

Αντίο, προς το παρόν, Εριφύλη.
Αντίο, Ρεβέκκα, Μιχαήλ, Χριστόφορε.
Αν τώρα αποσιωπώ το σώμα σας,
Στο λίγο φως, διαψεύδονται οι προσδοκίες
Να βρω για σας τον αρμόδιο στίχο.

Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι (2010)

Ι ΠΩΣ ΣΩΘΗΚΕ Ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ

ΤΟ ΚΟΥΤΙ

Όταν ανοίγω τον ουρανό, το βρίσκω
Το κρύο ρόδο που μ’ έσπειρε.
Μα όταν τον κλείνω, τίποτε.
Ούτε άνθισα ούτε έχω γεννηθεί.

ΟΙ ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ

Θυμάμαι εκείνους τους Λάρητες του Καβάφη,
Ανίσχυρους οικιακούς θεούς.
Θυμάμαι εκείνη την κλίση των ώμων μου
Μπροστά σε κάθε νέα δυσκολία.

Υπάρχει πάντα μια προσωπική αθεΐα
Που εκφράζεται με τη στάση του σώματος.
Πιο άκαμπτη, πιο ευθυτενής
Όσο το εικονοστάσιο αδειάζει.
Όταν πλέον συνοψιστείς σε μια κάθετο
Γερά μπηγμένη επί των πελμάτων,
Τότε επανέρχεται η καβαφική παρεούλα,
Φτωχοί αλλά περήφανοι συγγενείς.
Στασίδι βέβαια δεν τολμούν να ζητήσουν.
Στέκουν εκεί, γερμένοι πάνω στα μπαστούνια τους,
Και κάτι λένε ανάμεσα απ’ τα δόντια τους
Με το βλέμμα προς το κέντρο της γης.

ΟΛΟΙ ΞΕΡΕΤΕ ΠΟΥ

Το βρίσκει προφανώς γραφικό,
Μια τρυφερότης που επιδοκιμάζεται,
Να ταΐζει τα υπερτροφικά περιστέρια,
Να συνωθούνται αυτά προς τα σπόρια
Ανίκανα να μεταχειριστούν τα φτερά τους.
Εκπεπτωκότες δεινόσαυροι
Που μασουλάνε ψυχαναγκαστικά τζάμπα κόλλυβα
Από τον Άγνωστο εκείνο Στρατιώτη,
Άβολα ξαπλωμένου στο μνήμα του.
Τι οσφυαλγία, ο δυστυχής, στους αιώνες,
Με τι αγανάκτηση θ’ ανασταινόταν,
Για να γλιτώσει από τον Αφανή Πρωθυπουργό,
Που τροφοδοτεί των πουλιών τις δαγκάνες…

Ο ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Ας δούμε πώς μουντζουρώνεται,
Πώς πάει δαρμένος ως τον προσωπάρχη
Να καταγγείλει τη βία της άνοιξης
Ο θυμωμένος ουρανός.
Αυτή η μπόρα πρέπει να ξεσπάσει,
Αν θέλουμε να λειτουργούνε απρόσκοπτα
Οι φυσικοί μηχανισμοί
Και τις προσλήψεις του να συνεχίζει ασκόπως
Το σύμπαν.

Στους λογαριασμούς μου στάχτες.
Στις αναμνήσεις μου σκώμματα.
Και στα ελάχιστα τα μεγαλοπρεπή μου
0 τελευταίος πυρετός.

ΟΙ ΡΙΖΕΣ

Όλα όσα διδαχτήκαμε συγκλίνουν:
Εχθροί του νερού και του χώματος.
Αμαθείς, εμπαθείς, πληγωμένοι.
Βγαλμένοι από ένα κόκκινο πανί
Που ποιος ξέρει τι τύλιξαν μέσα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ

Αυτός ο υπερήφανος λαός μας
Με τέτοια πείρα στα οικιακά του
Κι όλο ξαφνιάζεται και όλο βάζει τις φωνές
Σαν νιόπαντρη νοικοκυρά που εντοπίζει
Μυρωδιά καμένου άστρου στο τηγάνι της.

Ο ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ

Ήρεμος. Σαν παπάς στην επαρχία.
Δυνατός. Σαν διεθνής τραπεζίτης.
Αστραφτερός. Σαν γαμήλιο πάρτι.
Κακός. Αλλά όχι άθλιος.
Ραδιούργος αλλά όχι ατάλαντος.
Θα είναι ως και συμπαθής σε κάποιους
Πρόθυμους πάντοτε να ευεργετηθούν.

ΠΩΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ ΟΙ ΑΣΣΥΡΙΟΙ

Ας φανταστούμε ένα λαό πανάρχαιο, γεννήτορα επιστημών, αιώνιων
θεσμών και εξαίσιας τέχνης, να κάθεται, σεβάσμιος γέροντας, πάνω
σε μια μεγάλη πέτρα και να ποιμαίνει βιβλικό κοπάδι μέσα σε
αμφίσημους συλλογισμούς: Μαλλί ή γάλα; Τροχός ή αθάνατος θεός;
Στη θάλασσα που ανοίγεται μπροστά του πλέει σχεδία μ’ ένα ναυαγό.
Το πεισματάρικο σκαρί τον θέλγει. Προσηλώνει το βλέμμα στον
πλου και, παρ’ όλα τα κουδούνια και τα βελάσματα, ξεχωρίζει τον
ναύτη που σιγοσφυρίζει την ακατανόητη λεξούλα «άτη». Διακρίνει
τη σκιά του επερχόμενου κυκλώνα να βαδίζει με θλιμμένη κομψότητα
κατά μήκος της σκελετωμένης ακτής. Ρήμα ή θάνατος; Πνιγμός
ή πτήση;
Τώρα την κίτρινη ομίχλη ας φέρει η νύχτα. Είμαι μόνος σαν τα
φαντάσματα, ένα άροτρο στον ουρανό. Στην πίσω πλευρά τον κρανίου
μου κρυώνει η σκέψη τον καλύτερον εαυτού μου. Ασσύριος ή Ναβαταίος; Έλληνας ή φανατικός; Α, τίποτα, στουπί και λινάρι, ένα
σημάδι στον κρόταφο, μια χώρα που θα γίνει νερό.

ΔΕΥΤΕΡΑ

Με πιπέρι και κρόκο
Και με μάτια ανυπόφορα
Μαγειρεύει ο θάνατος.
Την κεφαλή, το στομάχι μου
Με το βρασμό αναλίσκει
Και τη λύπη μου ωμή
Την αφήνει στο μάρμαρο.
Με τα δάχτυλα γεύομαι
Τον εαυτό μου.

ΤΡΙΤΗ

Γηραιά, με τις δερματικές κηλίδες
Σκεπασμένες πού και πού με λίγη πούδρα,
Αποφασισμένη να περάσει στο άγαλμά της
Ως -τάχατες- πνοή του καλλιτέχνη
Και έτσι κάποιον ακόμη θαυμασμό να αποσπάσει
Ολοκληρώνεται η Σταδιοδρομία μου ως δασκάλας 

ΤΕΤΑΡΤΗ

Τα ψίχουλα, το κερί, το ιμάτιο,
Το δέντρο που αισθάνεται μια Παρουσία,
Αυτά να τα κρατήσω στον εφιάλτη μου
Ή να τα παραδώσω στην αστυνομία;

ΠΕΜΠΤΗ

Πέμπτη με το μελάνωμα και τον ιβίσκο.
Ο κηπουρός μού το μαρτύρησε: Θα βρέξει.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Με τυραννούσαν τα νερά
Μετακινώντας απλώς τις βλεφαρίδες τους.

ΣΑΒΒΑΤΟ

Τηλεφώνησέ μου, βουή των κοχυλιών.
Γράψε μου κάτι στο μέτωπο.

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΛΕΙΠΕ

Το πρόβατο το απολωλός. Η Τραβιάτα.
Η Κυριακή με τις καμέλιες.
Για τον Κύριο σταθερή μέρα ακροάσεων.
Για τον Απόλλωνα των ρεμπετών Συννεφιασμένη.
Για μένα δυο πακέτα εφημερίδες
Με προφητείες για πνιγμένους και κουφούς.

ΤΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ

Γράφουν με το αίμα τους αλλά και μ’ ένα πινέλο
Στους τοίχους οι αδικημένοι άνθρωποι.
Έχουν και εργαλείο και αλφάβητο
Αλλά ποτέ αρκετό αίμα.

Πώς μένουν αποσβολωμένοι, συντρίμμια,
Όταν τους περισσεύουν τα λόγια
Ενώ αδειάζει ο κουβάς
Μέχρι σταγόνα…

Του δίνουν μια και τον πετάνε τότε
Τον άχρηστο κουβά, το τομάρι τους.
Τι να κηδέψεις τώρα;
Τα πινέλα;

Και μένουν άθαφτα αυτά και συσσωρεύονται
Ένα βουνό, ένας τύμβος από βούρτσες.
Το μνήμα της ξεραμένης βαφής.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΛΕΠΩ

Ποιος ξέρει πού γυρίζει, τέτοια νύχτα,
Του πατέρα μου η παιδική ηλικία.
Χωρίς φωνή και χωρίς βάδιση κι όμως,
Αν κρίνω από τα δάκρυα του, ο θεός
Του επιτρέπει να τη θυμάται,
Ο στυγερός, αφού τον κρέμασε πρώτα
Μ’ ένα καρφί από το πίσω τού κρανίου του. 

ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Εάν βαλθείς να επιλέξεις Νομάρχη,
Το αίμα, η ουρά και τα κέρατα
Δεν πρέπει να περιέχουν χρυσό!

ΕΞΩΣΗ

Την πόρτα μου άνοιξα και ήταν εκεί:
Πανύψηλος, με την καμπούρα ενός κύματος
Και στηριγμένος σε χοντρό ραβδί.

Με όλους συγκατοικεί κανείς, θλίψη, στέρηση,
Ακόμη και ο θάνατος μπορεί ν’ αφήσει
Χώρο για τους ζωντανούς μες στο σπίτι.
Μόνον ο πόνος του σώματος
Μετράει, ντούκου ντούκου, κάθε πόντο
Από την οροφή ως το πάτωμα
Και τέλος σε πετάει στο δρόμο
Ως νόμιμος ιδιοκτήτης. 

ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ

Θυμός τα ορατά διατρέχει..
Είδαν που πέρασε από τα δωμάτια
Κακόπιστος οφειλέτης.

Δεν θα επιστρέφει όσα πήρε.
Και δεν γιατρεύει, όπως διατείνονται,
Ο Χρόνος.

Αλλά από κάποιο άλλο χέρι υφαρπάσσονται
Τα απολεσθέντα
Και σαν να μην είχαν ποτέ υπάρξει
Αγνοούνται.

Ας του ζητούν. Δεν έχει τι να δώσει.
Μόνο επιστρέφει το χρεόγραφο
Κατάστικτο από διαδρομές εντόμων.
Αυτό πιστοποιεί νομίμως ότι

Εξόφλησες.

ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΧΑΡΤΙ

Με άνθος στην κομβιοδόχη
(Τέτοια φιγούρα ποιος θυμάται…)
Και με θλιμμένη συμπεριφορά
Μπροστά σ’ ένα ποτήρι μπίρα.
Κάπως δανδής, παλαιάς κοπής, δικής μας,
Κάπως περιπλανώμενος πότης.
Μ ένα συγκεχυμένο ιπποτισμό
Και μια ακόμη πιο θολή αυτοκατάκριση.

Δώστε του ένα όνομα, κάτι,
Η δική μου η πενιχρότητα των μέσων
Να μην τον σύρει στον αφανισμό.
Καθένας κατά βάθος ονειρεύεται
Μια τόσο απλή Δευτέρα Παρουσία. 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

(ή πώς παίρνονται οι αληθινές αποφάσεις)

Σαν τους ιχθύς και τους άρτους
Λίγος θάνατος πολλούς χορταίνει
Αποκαλύπτοντας τη θεία παρέμβαση
Με ακρίβεια διαιτολόγου.

Σπάνιο έδεσμα, ποιος το ’χει κάθε μέρα
Εν επιγνώσει… Όλοι ανίδεοι
Μεταβολίζουν τις φριχτές ουσίες.

Μια έκλαμψη όμως, ένα σκίσιμο στομάχου,
Κάνει συχνά τον πεινασμένο όχλο ομήγυρη,
Συντρόφους που μοιράζονται το τίποτε
Με αδελφική δικαιοσύνη.

Τότε κι η λίμνη λάμπει ολόκληρη απ’ τα ψάρια.
Τότε κι η αφθονία του κακού φαντάζει
Ωραιότης…

ΕIΣ TO ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ, ΠΑΤΕΡΑ

Με βλέμμα εξεταστικό Τον ατένιζες
Σαν να σκεφτόσουν: «Εσύ είσαι;
Πράγματι εσύ; Χμ… Βεβαίως».
Κι ούτε αγωνία ούτε πανικός: Αναγνώριση
Ενός αγγέλου αυτοκρατορικού από έναν άλλο,
Φτωχό, με τα φτερά του πάνω στο κρεβάτι.

Κι αν κατάπινες με γρήγορες γουλιές
Το τελευταίο σου μερίδιο αέρα,
Και αν, τέλος, έμεινε ορθάνοιχτο το στόμα,
Δεν ήταν βουλιμία ζωής ούτε τρόμος.
Μόνο φροντίδα να υποδείξεις το σπήλαιο
Απ’ όπου αρχίζει η οδός του μέλλοντος μου. 

 ΙΙ Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΚΛΗΡΟΔΟΤΩΝ

ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΟΥ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟΥ

«Μπορούμε να συμβαίνουμε μόνοι μας πάνω σ’ έναν τιποτένιο πλανήτη!
Ένα κεφάλι κουβαλά ό,τι και μια κοιλιά, τίποτε άλλο. Μπροστά
μας τα βουνά των εδεσμάτων αναδίνουν τις ερεθιστικές τους
οσμές ως βαναυσότητα προς την πείνα αλλά και ως κόλαφο στον
κορεσμό. Δικαιοσύνη. Η πρώτη όψη της θειότητάς μας. Η άλλη
είναι η τροφή. Μόνοι μας πλάθουμε την τροφή που τρώμε, από το
οικείο χώμα και το νερό, εμφυσώντας τους τη θρεπτική αξία με μία
και μοναδική εκπνοή. Αλλά ως μελαγχολικά υποκείμενα τούτο το
λέμε βλασφημία. Γενικά το αποτιμούμε ως πνεύμα, ενώ είναι παραγωγή.
Ντροπαλά ανασαίνει ενίοτε ένα κλωνάκι βασιλικός. Τότε
ξυπνάει μέσα μας η τέλεια αδιαφορία. Αν η αφή μας μπορούσε να
συλλάβει τις ποιότητες όλων των αγγιγμάτων, όλα θα μας εγκατέλειπαν
άτρωτους. Διασχίζουμε το νερό με αγνότητα. Άλλοι μετά θα
το φορέσουν, ένα υγρό βεστιάριο, που φιλοξένησε την απομάκρυνσή
μας. Για λίγο ελεύθεροι, δεν νοσταλγούμε! Όσο να μαραθεί ο κλώνος
τα δάκρυα μόνο διαιρούν το πρόσωπο, άπαυτα και απαλά σαν
ποτάμι, αλλά αυτό δεν είναι υποδούλωση. Είναι η πληρότης των
ωρών. Ύστερα μας ειδοποιούν οι Μοίρες. Αρπάζουν σφιχτά το στομάχι
μας, η καρδιά μας χτυπά ακατάστατα, γινόμαστε επινοητικοί
και λαίμαργοι, καθένας κι ένας πίδακας ιδεών. Παραγεμίζουμε το
στήθος με χόρτα, με λουλούδια και χρυσαφικά του αγρού, με κάθε
μανιτάρι τον κρύου. Λάμπουμε από το θυμό και τον πλούτο, σαν να
είμαστε αληθινά νοήματα, σαν να είμαστε αποδεικτικοί συλλογισμοί.
Άλλοι παχύσαρκοι από βεβαιότητα κι άλλοι σκελετωμένοι από πείσμα
καταστρώνουμε ωραιότατους βίους ή τους πενθούμε με αλαζονική
διάρκεια, ενώ συμβαίνει μόνο το εξής: Θα εκραγεί το ηφαίστειο
της Θήρας και θα αφανίσει το Μινωικό πολιτισμό αύριο το πρωί,
εννιά και δέκα. Αλλά δεν έχουμε τον αναγκαίο χρόνο, για να κατανοήσουμε
τη γη. Απ’ το παράπονο ως την ωμοφαγία η έκρηξη των
γεννητριών, μια διανοητική φαντασμαγορία, τα λαμπιόνια της πιο
κομψής Πομπηίας, ο θόρυβος της αγοράς. Κανένα καταχθόνιο ρεύμα.
Αύριο, γύρω στις εννιά, τα ουράνια θα είναι στη θέση τους,
λεπτοδείχτες σε πλήξη, θα ζυμώνουμε την τροφή του εγκεφάλου μας
μέσα σε παραδείσια αύρα. Καμία ενοχή. Καθόλου δάκρυα. Κανένα
αρωματικό κλωνάρι». Κάπου θα υπάρχει ένα στιλό. Προσυπογράψτε
αυτό το μανιφέστο τώρα. Ποιος θα προλάβει ν’ αρνηθεί συγκατάθεση
στα δέκα τελευταία λεπτά…

Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΚΛΗΡΟΔΟΤΩΝ

«Έλα, σκοτάδι, τίναξε το αλεύρι σου, κι εσείς, παιδιά, σπρώξτε τον
χοντρό παρακάτω! Πέθανε, δεν θα φέρει αντίρρηση» μας φώναξε
σβήνοντας με τις λιωμένες παντόφλες τον τις πατημασιές του
πεθαμένου. «Οι ηλικιωμένοι να καλυφθούν με χαρτί! Οι γυναίκες και
τα παιδιά με τα φύλλα! Η ζάχαρη και οι σταφίδες εδώ, θα φουρνίσουμε
τις συλλογικές αποφάσεις!» συνέχισε στεντορεία τη φωνή και
χτυπώντας το μπαστούνι τον στο τούβλο, που τον είχαν βάλει για να
στέκεται.
Σκύψαμε το κεφάλι υπάκουα κι αρχίσαμε να σκάβουμε για λίρες.
Θα πιάναμε τα φτυάρια και χωρίς την παρότρυνση, όμως η τόση
ένταση της φωνής υπεδείκνυε κίνδυνο θανάτου. Το φεγγάρι ρουθούνιζε
πάνω μας σαν το γουρουνάκι στο στάβλο και οι καλαμιές, καμένες,
τρυπώνανε απ’ τα δοκάρια της σκεπής ως τη γούρνα, όπου
κυλιότανε το φως. Εκεί μονάχα ο παπάς του χωριού τολμούσε, που
λες, να πλησιάσει, γιατί τα ζώα είχανε δαιμονιστεί και απαντούσαν
με πνιχτές βρισιές στα πνεύματα! Σκάβαμε χωρίς την παραμικρή
διακοπή, χωρίς νερό, τροφή ή ανάπαυλα, κι όποιον τον πρόδιδε η
αρρώστια του ή το πάχος τού σβήνανε τα χνάρια με τις παντόφλες,
για να μη γίνει η απογραφή, που θα επέβαλλε την επιδότηση του
ρόγχου ή χρονοδιάγραμμα επί των ιών.
Με τέτοια, λοιπόν, οργανωμένη εργασία, με τέτοιο συντονισμό
των φτυαριών, βρήκε η γενιά μας τις χιλιάδες λίρες, αυτές που τώρα
βρίσκετε εσείς μες στα δόντια μας, καθώς, σε ύπτια κολύμβηση,
ταξιδεύουμε ένας ένας γαλήνια προς τις αγέρωχες Ηράκλειες Στήλες
εκεί που χύνεται όλη η θάλασσα κάτω και αρχίζει η Νέα Σχολική
σας Χρονιά!

Η ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

Ήσυχα έπεφτε το βράδυ, σαν το κακό να μην υπήρχε στον κόσμο. Η
Θέληση, παγιδευμένη στ’ όνομά της, έσφιγγε γύρω από τους ώμους
την εσάρπα της, για να κρύψει κάτω από το θάλπος μια ράθυμη κι
αδύναμη καρδιά. Μπροστά της άκμαζαν κομμένα χρυσάνθεμα, που
έπρεπε να μπούνε στο νερό. Πήρε, λοιπόν, ένα μεγάλο βάζο και, πριν
τακτοποιήσει τα άνθη, έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του, όπου ένα
δαχτυλάκι υγρό χνούδι περιέτρεχε βυθό και τοιχώματα. Το όμορφο
πήλινο σκεύος έμοιαζε ανεστραμμένη κατοικία. Η πύλη ορθάνοιχτη
προς τον ουρανό, όπου είχαν κιόλας ανατείλει τ’ άστρα. Ο αόρατος
ιδιοκτήτης της είχε επιστρώσει τους τοίχους με μια στρώση θαλάσσιο
βελούδο, αν όχι με τα άλατα της εκπνοής. Έτσι, η Θέληση άνοιξε
τη βρύση και άφησε να συμβεί εκεί μέσα, σ’ αυτήν τη χειροποίητη
κοιλότητα, ό,τι συνέβη πριν εκατομμύρια χρόνια, όταν, τη θεία βουλήσει,
λένε, τα αιφνιδίως βυθισμένα φαράγγια δέχτηκαν χιλιάδες
τόνους νερού. Στα διάσπαρτα, τρομοκρατημένα βουνά τους θα σκάλωναν
κάποτε τα καράβια του ιερού κατακλυσμού. Εκείνη τώρα,

θεός του ανθοδοχείου της, είδε τη μικροσκοπική του θάλασσα να
ισορροπεί λίγο κάτω από το στόμιο σε εμφατική αναμονή. Σήκωσε
τότε την ανθοδέσμη μα, πριν την εμβαπτίσει εκεί, πρόλαβε να
παρατηρήσει κατάπληκτη, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά, πόσο
βομβούσαν λαμπερά τα χρυσάνθεμα, τα μόλις προ ολίγου θανατωθέντα.
Σαν να μην ήταν ο ακρωτηριασμός τους παρά ένα τίμημα για
τον παράδεισο και τώρα, μες στο δροσερό καθαρτήριο, να περιμένουν
πάνω στο τραπέζι τη μετάλλαξή τους σε ιδέες, που η πρώτη πρώτη
ευλογία του κόσμου θα φιλοξενήσει εγκάρδια.
Όταν εν τελεί έγιναν όλα σωστά και όλο το δωμάτιο διακοσμήθηκε
με τον κλασικό αυτόν τρόπο, η Θέληση ένιωσε πως δεν κρύωνε
πλέον, μπορούσε να χαλαρώσει την εσάρπα της και να επιτρέψει στο
χτύπο της καρδιάς της να υπακούσει στον κρυφό τον ρυθμό. Στερέωσε
τα μαλλιά ψηλά μ’ ένα μολύβι, φτιάχνοντας μια καινούρια εικόνα
της μπροστά στον απορημένο καθρέφτη. Εκείνος πάλι δεν μπορούσε
να συμμεριστεί την ψευδαίσθηση μιας τόσο τετριμμένης αλληλουχίας:
Ώμοι που τρέμουν, δυνατές αρτηρίες, ένα μπουκέτο προγραμμένο
στο νερό! Με άκρα λεπτότητα επομένως έστρεψε τον υδράργυρο
του προς τα μέσα. Παρατηρούσε εντατικά το βυθό. Έτσι απέδωσε το
νέο της είδωλο μόλις στο ασαφές περίγραμμά του. Η Θέληση δεν
θύμωσε γι’ αυτό. Στο κάτω κάτω η σαφήνεια ενός προσώπου… ω,
θεέ μου, ύλη από υποθέσεις, σύνθεση από μικροτραύματα. Ας δει ο
καθρέφτης ένα σκίτσο. Ας δει και η Θέληση στον καθρέφτη μια
κόμμωση αρχαϊκή κατορθωμένη μ’ ένα μέσο γραφής. Κι οι δυο
απεικονίζουν εκείνο που υποθέτουν πως μπορούν να δουν.
Κι ενώ επήλθε συμφιλίωση ανάμεσα σε δυο τρυφερά και δυο
ατσάλινα μάτια και τα εκατέρωθεν βλέμματα διέσχισαν τα αντίπαλα
προσωπεία ανεκτικά, ακούστηκαν τα πρώτα βήματα της νύχτας. Σε
λίγο μπήκε και η ίδια στο δωμάτιο σαν το κακό να μην υπήρχε στον
κόσμο. Άπλωσε τη δροσιά, επέβαλε τάξη, εξαφάνισε κάθε διακόσμηση
και απορρόφησε την ακάματη Θέληση σε ύπνο αναγεννητικό μες
στην καρδιά της.

Λιμός (2007)

Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2008

ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΣ

Των φυσικών των χαρισμάτων μαρασμός.
Των επίκτητων αποθερισμός,
Της υστερίας οργιώδης βλάστηση:
Αυτά με συγκροτούν ως μητέρα.

Αλλά ως ουρανός διαφέρω.

Διαθέτω όλα όσα κανείς δεν χρειάζεται:
Ασύνορη έκταση, βυθό αχανή, καρτερία,

Ως και το πάμφωτο φεγγάρι.

ΕΚΔΟΧΗ

Συνετός άνθρωπος και να ‘ναι εκτός εαυτού;
Μέρες που είναι, θα το δούμε κι αυτό.
Να βγάζει και να πετά το σακάκι του,
Ν’ αδειάζει μες στο δρόμο τις τσέπες
Και να εξατμίζεται εντός δευτερολέπτων
Σαν να ήταν από πτητική μελάνη.

Κι αυτό θα δούμε κι άλλα.
Τη βροχή να μένει ακίνητη πάνω απ’ τη χώρα,
Τα υδάτινα καρφιά της μετέωρα
πάνω από τον βρυχηθμό της πνοής μας.

Τα κρύα προβατάκια των άστρων
να βόσκουνε μια τέτοια βροχή
Και ο μονόφθαλμος ο παρατηρητής των πάντων
Να κλείνει πια το τερατώδες του βλέφαρο.

Έτσι μπορεί να τελειώσουν όλα.
Και ν’ απομείνουμε εκεί που ήμασταν πάντα:
Βλάκες γλυκά αποσβολωμένοι
Μες στο Χάος.

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τους στίχους που δεν έθρεψε η αγρύπνια μου,
Τους ατυχείς ή τους ουδέποτε γεννηθέντες,
Θα τους φορέσω απόψε έναν-έναν,
Πουκάμισο, πουλόβερ και παλτό,
Και θα βγω έξω, να ψαρεύω το φεγγάρι.
Με τέτοιο κρύο και να φιλοξενούνε οι καλαμιές
Ένα αηδόνι!
Οι λάμες της αστροφεγγιάς δεν το σκοτώνουν
Μα λέει, θεέ μου, κάτι τραγούδια στη γλώσσα του
Που όλο μου το σώμα μεταφράζει
Τρέμοντας κάτω απ’ τα βαριά μου ρούχα.

Ο ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ

Η Εύνοια έχει ορθώσει μέγα τείχος.
Άπαρτο από κάτι στίφη ακραίων σαν κι εμάς
Με αγνότητα βαρβαρική
Και τα μονόξυλα της στιχουργίας.
Πίσω του οι λαοί οι πολιτισμένοι
Λατρεύουνε τον αυστηρό θεό τους, εμπορεύονται
Και με εξαίσιους ύμνους μάς χλευάζουν,
Τους αδαείς, με την αβυσσαλέα πείνα.

Μη φαντάζεστε ότι θα συναινέσει η Εύνοια
Να μας εξαποστείλουν οι ιερείς τους μ’ ανταλλάγματα.
Το θέαμα και μόνον τέτοιου τείχους
Τα τρώει τα κόκαλα των βαρβάρων.

Αν και τη νιώθω τη λύσσα σας, αδέλφια,
-Πράγματι αξίζει να ’σαι και πιστός και πλούσιος-
Δεν είναι τάχα γελοίο αυτό το πετροβόλημα;
Δεν είναι αξιοδάκρυτο τέτοιο πείσμα;
Και τι είναι η Εύνοια μπροστά στο σκοτάδι;

Α, εγώ θα πάρω έναν υπνάκο εν ώρα μάχης…

ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, I.

Ο κόσμος χαμηλώνει τα φώτα.
Περνάει μέσα στον ατμό της η άνοιξη.
Μ’ ένα ουρλιαχτό μισοσφαγμένου
Σέρνει πίσω της το καλοκαίρι.

Κάποιος μαζεύει μέσα τα παιδιά.
Κάποιος άλλος τα δέρνει αλύπητα.
Τι θέλουνε στο δρόμο τέτοια ώρα;
Από παντού φυτρώνουν βρωμολούλουδα.
Άμα τα πιάσεις, θρυμματίζεσαι
Ή μένεις μόνο με την κοιλιά.

Κι εκείνα πίσω απ’ της γιαγιάς το φουστάνι
Ρουφάνε περίλυπα τη μύξα τους
Που δεν θα φτιάξουνε ξανά με το δεκανίκι τους
Ωραία κάστρα στην άμμο.

ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ

Κάποιος κατέβηκε από τη σκάλα.

Κάποιος άγγιξε το ποτήρι,

Κάποιος είδε τον ουρανό και τρέκλισε.

Κάποιος μου πρόσφερε μια ασπιρίνη.

Ένας κουβάς με απόνερα αδειάστηκε
Πάνω στις θεριεμένες τσουκνίδες.

Θα έχουμε ένα ήσυχο βράδυ.
Τα άστρα θα σκονιστούν απ’ την ανάσα μας.
Θα πούμε με του παπουτσιού τη μύτη
Ερωτόλογα στο χώμα της κάμαρας.

Κι ύστερα θα σε ντύσω με βιαστικές δαχτυλιές.
Θα σε ντύσω με το μάγουλο μου πάνω σου.
Θα σε ντύσω με σανίδες, με τίποτα.

Κάτι απ’ όσα έχω θα σου κάνει,
Καθώς θ’ ακούμε να πετά για πάντα η στέγη
Προς το δικό της τον προορισμό.

ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΘΕΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ

Σπίτια από λάσπη μες στον ουρανό χωμένα
Κατοικημένα από γενναία σώματα
Που άφησαν την ψυχή τους στα χέρια μου
Και την μεγάλωσα σαν δικό μου παιδί.

Όλοι οι χωρισμοί μ’ εμπιστεύτηκαν.
Και τα λουλούδια μ’ ένα τράνταγμα απ’ τη ρίζα
Τραβηγμένα απ’ το στήθος μου τα πήραν μαζί τους.
Αλλά μου είπαν : Σκέπασε τη γούβα.

Να κρατάς σε χαμηλή φωτιά τα αρώματα.
Και τα γέλια, τις πεταλούδες, τα ξαφνιάσματα
Σ’ ένα μικρό ποτηράκι.
Όταν γυρίσουμε θα πιούμε.

Έχω την κατοικία μου εδώ κάτω πλήρη
Με φυσαλίδες από φως παιχνιδιάρικο,
Τέτοιες ασώματες φωνές καλοαναθρεμμένες,
Που στάζουνε χυμό οι γυμνοί τοίχοι
Στο βιολετί και ιερό τους ασβέστωμα.

Και καμιά τους δεν αφήνω εγώ να κλάψει
Όταν κοιτά τον ουρανό.

ΠΕΡΣΕΑΣ ΕΝ ΘΛΙΨΕΙ

Και τώρα; Τι ακριβώς να το κάνεις
Το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας;

Δεν νιώθεις θριαμβευτής που το έκοψες.
Δεν σε λυτρώνει που δεν έχεις μαρμαρώσει.
Δεν σου είναι καν αποτρόπαιο, όπως κοιμούνται
Ήσυχα ήσυχα τα νικημένα φιδάκια.

Κοιτάς δεξιά – αριστερά, κανένας
Που να μην σε κοιτάζει εμβρόντητος.
Πρόσεχε, πρόσεχε, μη βάλεις τα κλάματα
Μπρος στις ζητωκραυγές του πλήθους.

Βρήκες το θάρρος, και οι θεοί συνέργησαν,
Είχες δεν είχες, το σκότωσες το τέρας.
Γιατί κοιτιέσαι τώρα μες στο καθρεφτάκι σου
Σαν να είχες εκκενωθεί από σπλάχνα;

Παράδωσέ το πια. Πάρε το έπαθλο.
Δεν είπα «πρόδωσε». Είπα «παράδωσέ το».
Εγώ δεν είμαι αυστηρή με τους ήρωες.
Θα τους κοίμιζα και μες στην αγκαλιά μου.
Μόνοι ακούν αυτό που θέλουνε ν’ ακούσουν.

Έλα, προχώρα προς την αποθέωση. Έτσι είναι.
Ήρωας ή όχι, πού να ξέρει ο άνθρωπος
Τι πάει κάθε φορά και σκοτώνει…

ÉGALITE

Έχω δει σ’ έναν μέτριο πίνακα
Μια λεπτομέρεια αριστουργηματική : ένα δέντρο
Φτιαγμένο από αληθινή σοφία και άνεμο.
Και σ’ ένα υποδειγματικής τέχνης τοπίο
Έναν πρόχειρο, αδικαίωτο λοφίσκο.

Πόσο αδελφικά συνυπάρχουν
Τις δυνατότητες και τα όρια μας σημαδεύοντας
Μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινή δημοκρατία
Όπου θεία πνοή
Ή θεία κλωτσιά
Μας έχει ρίξει ….

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Με τα δόντια του να στάζουν αίμα, αθώος,
Βουτάει όλος στα νερά.
Ως τα πέρατα το μουγκρητό του.
Σπίθες παντού πανικόβλητες,
Κυνηγημένες νυχτερίδες.
Τρελαμένος, ανυπεράσπιστος
Κουτρουβαλούσε την πλαγιά με τ’ αγκάθια του
Παμμέγιστος σκαντζόχοιρος πυρπολημένος.
Για να γλιτώσει τέτοιον απερίγραπτο πόνο
Ποιος δεν θα δάγκωνε ό,τι βρει μπροστά του;

Έτσι που έγινε, μια σφαίρα από εγκαύματα,
Έτσι που μαρτύρησε ανάμεσα μας,
Θα δώσει μια και θα μας τραβήξει μαζί του

Εκεί που τώρα χώνεται μ’ απόγνωση.

ΤΟ ΠΑΓΩΝΙ

Αν είναι δυνατό να μη γκρινιάζει,
Να μην είναι αστραφτερός και πανέξυπνος,
Να βλέπει τα πόδια του και να ντρέπεται,
Τότε και μόνο ίσως, τώρα πια,
Θα πρέπει να τον γράψω αυτόν τον στίχο.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Ο πατέρας μου χτυπάει τα χέρια στον αέρα:
Ένα κακό πουλί τον τυραννά.
Η μητέρα μου τυλίγεται με στάχτη:
Θέλει να μην την γνωρίσουν οι Άλλες,
Αυτές με τα κουρέλια στα μάτια.
Η αδελφή μου έχει τόσο ψηλώσει,
Που δεν την χωράει το δέρμα της.
Σφίγγει τα σωθικά της επάνω της.
Ο αδελφός μου κρύβει τη γυναίκα του
Μέσα σ’ ένα βρεγμένο σεντόνι.
«Σουτ!», γνέφει με το δάχτυλο, «σουτ!
Θα ξυπνήσετε το μωρό-εαυτό της.»
Ο άντρας μου φυτεύει καγχάζοντας
Τα μανιτάρια στο κρασί.
Θανάσιμος οικοδεσπότης.
Ο γιος μου χτυπάει το πόδι στο πάτωμα.
«Έξω», φωνάζει, «έξω όλοι!
Θ’ ανάψω τις οχτάχρονες φράουλες!»
Μια εδώ, μια εκεί περιφέρομαι
Σερβίροντας κακοψημένους στίχους.
Όλοι αποστρέφουν το πρόσωπο.

Στρέφω κρυφά ένα βλέμμα γάτας στο παράθυρο
Κι αρχίζει η βροχή που φαντάζομαι.
Τίποτε άλλο, μόνο αυτήν ακούω
Που με πλένει από την αρχή τού κόσμου.

Η ΤΡΟΧΙΑ

Κάποιος με το σεισμό των κραυγών του
Περνάει ξυστά από τον ύπνο μου.

Προς μια οδύνη τόσο οριακή
Έλκεται η ύπαρξη ντροπιασμένη

Την κλίση της τη φυσική προς τον νόμο
Και κάθε θαλπωρή αποτρέποντας.

Αλλά κλείνω τα μάτια ανέτοιμη:
Σκισμένος απ’ την κεφαλή ως τα νύχια.

Όταν τ’ ανοίγω, είναι πάλι εκεί.
Θα λάβει την ηλικία της Γαίας,

Ώσπου να σπάσουνε των αυτιών μου τα τύμπανα
Και να ξυπνήσω μες στο ίδιο τούτο σπίτι.

Κουφή και στο νερό και στο γάλα.

ΤΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΤΩΝ ΜΥΡΩΝ

Πατρίδα μου είναι η αρχαία πόλη Τίσις.
Από τα ρόδα της το φημισμένο άρωμα παράγεται
Που φορούν κατά τη μετενσάρκωση οι πότες,
Όταν περνούν από το αλκοόλ στη συγγνώμη.

Ασκώ το επάγγελμα του σκλάβου.
Α, ναι. Προσδίδεται αξιοπρέπεια στη Μοίρα,
Όταν κανείς την υπακούει αδιαμαρτύρητα
Καταφρονώντας την από τα βάθη της καρδιάς του.

Από τους κόπους μου ένα κομπόδεμα έχω:
Διαμάντια που ομοιοκαταληκτούν με τη νύχτα,
Μια καλλιεργημένη – αοιδού – φωνή
Κι ένα συκώτι που δεν το ‘καψα τελείως.

Έζησα και δεν έζησα. Όπως όλοι.
Κάμποσο η γέννησή μου τιμωρήθηκε
Και κανέναν δεν θα ωφελήσει ο θάνατός μου.
Άρα, καιρός να παρφουμαριστώ και να βγω έξω,

Να πάω να πιω, να γίνω λιώμα.

Ο ΚΟΡΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΗΣ

Ένας κορμός κυριολεκτικός.
Με τραχύ φλοιό, ρίζες και κλώνους.
Το φύλλωμα είναι μεταφορικό.
Άλλοτε εννοούμε αυτό, άλλοτε το άλλο
Και δώσ’ του μια εικόνα να αξίζει χίλιες λέξεις…

Μα ο κορμός κυριολεκτεί.
Έχει τα δαχτυλίδια, τις κουφάλες, τους ρόζους του
Ως και κάμποσων κεραυνών τα κούρβουλα
Ενσωματωμένα
Στα άλλα τα αποτυπώματα του χρόνου.
Και ασφαλώς αντιστέκεται παλικαρίσια στον άνεμο
Ως την ημέρα που θα πέσει.

Έτσι αγαπώ εγώ μα ποιος ξέρει
Αν θα ’ναι τόση η γενναιοδωρία των άστρων
Ώστε να στιχουργήσω κάποτε έτσι.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ Ο,ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΟΛΟΙ

Θα τα τακτοποιήσω όλα ένα-ένα
Στο ράφι του ή στο σωστό συρτάρι.
Κι εκεί θα μείνουν σαν θαμμένα στο χώμα.
Ενώ μπορώ ασφαλώς να κάνω πλούσιο
Εκείνον που η θεία πλευρά μου επιθυμεί.

Τι θλιβερό να διευθετεί η θνητότητά μας
Με πνεύμα σύνεσης και οικιακής οικονομίας
Όσα θα έπρεπε να σπαταληθούν ως το θαύμα
Και να μην έχουμε, οι σκιές οι τιποτένιες,
Το θάρρος του έμφυτου πλούτου μας.

(Κι εσύ, που ήσουν στα μέτρα της ψυχής μου,
Κι εσύ να ψεύδεσαι σαν κάθε τίμιο άνθρωπο…)

Ο ΛΙΜΟΣ

Το θυμό της καταιγίδας να φοβάσαι, λένε,
Ολόκληρα νοικοκυριά στη λάσπη.
Ή το θυμό της σκόνης της ερήμου
Που θάβει τα χωριά των πεινασμένων.
Ή το θυμό μιας άδικης τύχης
(Λες κι είναι τίποτε εδώ κάτω δίκαιο).

Μα όταν θυμώνουνε, όταν θεριεύουν τα τριαντάφυλλα,
Όταν παλεύουνε να τιναχτούν απ’ το σκοτάδι,
Όταν χυμάνε παντού τα αρώματα
Και η μαύρη σκέψη τους όλον τον κήπο σαρκάζει,

Τότε ποιος μπορεί να κοιμάται ήσυχος
Πως αγαπήθηκε ως και την τελευταία του γεύση,
Πως δεν θα τον θερίσει πείνα αγάπης …

…ΚΑΙ ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑ

Να με συνοδεύσετε; Χαριτωμένο.
Πρώτα να κάνετε θυσίες για μένα.
Κι όποιον κάνει τις πιο πολλές θα διαλέξω,
Μικρά μου αστραποβόλα πελαργόπουλα.

Θ’ ανέβω μ’ ένα σάλτο στα φτερά του.
Το βάρος μου εξαφανίζει η αγάπη.
Θα είμαι ελαφρύτερη κι από το πιο μικρό του σμήνους
Καθώς θα αποδημώ προς τα μέρη σας.

Κι όπως το ράμφος του θα σημαδεύει τον ορίζοντα,
Κι όπως τα σύννεφα θα υποχωρούν ένα-ένα,
Στους ώμους μου θα συντελείται το θαύμα:
Λίγο πριν μπούμε, θα πετώ με τα φτερά μου.

Μπρος απ’ την πύλη, πριν γυρίσει στα Έργα του,
Ας μου δώσει το φιλί της καληνύχτας.

Η ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΜΑΤΑΙΩΝ

Ρόδινη πόλη σε πανί βαμβακερό
Εδώ κι εκεί σταγμένο από μελάνι.
Οι στέγες από μαύρη ζάχαρη
Κι οι δρόμοι από λυπημένο αλάτι.

Πουλιά, αν περάσουν, θα ‘ναι από χαρτί.
Το πρόσωπο ενός γάτου για φεγγάρι.
Αλλά, αν περάσει ένα μωρό κουδουνίζοντας,
Πετρέλαιο φωτιστικό και κανέλλα
Θα το οδηγήσουν προς το στέκι του κινδύνου.
Εκεί θεοί, αντίπαλοι στα ζάρια,
Τα βρίσκουνε στη μοιρασιά και ρίχνουν πάλι.
Φουσκώνουνε τα χρυσαφένια παράθυρα
Από τους στεναγμούς της θείας ρουτίνας.
Τέλος, διπλώνουνε του μαντιλιού τις άκρες
Κάτι φιλότιμοι με τρίδιπλα παπούτσια
Κι η πόλη χώνεται όλη μες στο σάβανο
Εκτός από μια ροζ κηλίδα που σου μοιάζει.

Αυτή Η Κηλίδα Δεν Μπορεί Να Σβήσει.

ΤΟ ΑΙΤΙΟ

Στέκω αμήχανη κι ακούω και με ξαφνιάζει
Πώς πέφτει αιώνες στη σκεπή μου το χαλάζι.

Μα ούτε προφήτης ούτε υμνωδός:
Ένας που υπήρξε κι ένας άλλος εαυτός.

Ν’ αποκαλύψω, να εφεύρω, να εκφράσω;
Εγώ απλώς τα ιμάτιά μου να μοιράσω.

Κι αυτό ντροπή… καμώματα στημένα.
Ε, δεν σταυρώθηκα πιο πάνω απ’ τον καθένα…

Μα είτε καρφιά το πεις είτε χαλάζι είτε τριγμό,
Στέκω αμήχανη κι ακούω το ρυθμό.

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

ΙΙΙ. (Πρόπλασμα για τη μάσκα της)

Απλώνεις απαλά τη μαρμαρόσκονη
Με το δέρμα το ζεστό να δέσει,
Και με την κίνηση που αλλάζουμε σελίδα
Την αφαιρείς, για να δεις την αλήθεια:
Βλέφαρα που ανοίγουν στο βυθό.

V. (Προσφιλή εδέσματα)

Καθώς σέρνουνε τα δίχτυα οι ψαράδες
Και τα σπλάγχνα του βυθού αποκαλύπτονται
Και η ψαριά μετράει το χρόνο σπαρταρώντας
Κι όλοι εκδικούνται και μελαγχολούν και αγοράζουν,

Καθώς κι αυτό το σύνηθες άθλημα
Από θανατηφόρα κέρδη επιστέφεται
Και εργασία και χαρά και γραφικότης
Στάζουν μικρούς μεταλλικούς νεκρούς μ’ ανοιχτό στόμα,

Αρχίζουν οι χαρές των διακοπών.
Τα όστρακα, οι χαρόντειες βαρκάδες
Με το πανάκι στο μελτέμι και τη γεύση στα κάρβουνα
Από τα κόκκινα τα βράγχια υψηλής τιμής
Ολόφρεσκα από το μαρτυρικό τους τέλος.

Η ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΠΑΛΑΜΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

I.

Ένας άνθρωπος, κτήμα του εαυτού του και άθυρμα, καθώς βάδιζε
γύρω-γύρω απ’ το φως του, το είδε ξάφνου να πυκνώνει σε ύλη και
να πλάθει από εξουθενωμένα φωτόνια το ακόλουθο ηρωικό τοπίο:

Ποτέ πια σε χιόνι οπάλινο.
Ποτέ πια σε φλογερές αχτίνες.
Χαρτί, κιμωλία, κονίαμα.
Και το πιο μελαγχολικό λουλούδι
Είναι το τελικό μου πρόσωπο
Δευτερόλεπτα πριν από την εξέγερση του,
Όταν με πολεμοχαρή αξιοπρέπεια
Το πνεύμα στον εχθρό παραδίδει
Και ο βρυχηθμός της οργής της ανίσχυρης
Του γίνεται ο απαράμιλλος στίχος.

II.

Άλλος άνθρωπος μπρος στη σωρό των παθών του μέχρι καυτών δα-
κρύων καγχάζει επαιρόμενος ότι των γερόντων το ανάθεμα την τάξη
του φωτός δεν διασαλεύει:

Όπως το φως ως πεμπτουσία διατρέχει
Χώρο και χρόνο και ύλη και ενέργεια
Έτσι ο χρόνος μου δαγκώνει τα χείλη
Και χώρος μου η κοιλιά στο χώμα.
Ύλη μου οι στυγεροί μασητήρες
Που ύλη και ενέργεια άλεσαν
Σ’ απαρασάλευτο, κατάφωτο κενό.

ΙΙΙ

Άλλος άνθρωπος, ταραχών συνονθύλευμα, με απροσποίητη οικειότητα
θανάτου, γνωρίζοντας ότι οι νεφροί στάζουν αίμα, θέλγεται να απαντά
προς τους δαίμονες με κοσμικότητα επιχειρηματία:

Παρακαλώ, σπαρασσόμενα πνεύματα,
Μπορείτε σαν σε ουρανό να σιτίζεστε
Στου εγκεφάλου μου το ελάχιστο.
Τη διαχείριση των ακατάπαυστων δηγμάτων
Κάμποσο φως θ’ απαλύνει.
Ώστε με το υπόλοιπο να φαίνομαι
Σαν να μη λέρωσα με σας τα δυο μου χέρια.

IV.

Άνθρωποι που γεννούν τα γεγονότα και άνθρωποι που τα αποδέχονται
συνωστίζονται κάτω από το δέρμα ενός τυμπανιαίου ανθρώπου,
που τέτοιους προαιώνιους ομίλους καρτερικά κοιλοπονά και μ’ ένα
σπασμό του πλακούντα ή απλώς μια σύγκρουση πλακών και οι μεν
και οι δε ανέρχονται στο φως, εξίσου νεαροί και οι δύο για κάθε
πιθανή αγριότητα:

Μπορεί επομένως να σκίζεται,
Μπορεί να σπάζει στον αυχένα,
Να φέρει κακώσεις και μώλωπες,
Να όζει αιθυλικής αλκοόλης,
Την ώρα που το αναγγέλλει ο ορίζοντας,
Αυτό το φως που κυματίζει.

VII.

Άλλος άνθρωπος με ψευδαισθήσεις, που τροφοδότησε η ερμηνεία του
κόσμου και η αυταρέσκεια της κβαντικής φυσικής, συνοψίζει μια
ανεξάντλητη ποικιλία τρόμων σ’ ένα θριαμβευτικά μικρό αριθμό
δυνατοτήτων να ηγηθεί ο νους των πλασμάτων του:

Δεν θα είμαστε αιμοσταγείς μα δημοκράτες.
Θα κατανείμουμε τον πλούτο σαν τα όνειρα.
Όλοι θα έχουν και τροφή και εφιάλτες.
Δεν θα καταπονούμε το θώρακα:
Θα έρχεται η αναπνοή και θα φεύγει
Με την άνεση παλαιού αισθήματος
Που η μνήμη το κρατάει ζωντανό.
Και ποτέ, ποτέ δεν θα πεθάνουμε
Τινάζοντας τα πόδια στον αέρα.

VIII.

Ένας άνθρωπος δια βίου μαχόμενος με τον ένοικο του σφιγμένου του
στήθους (όχι δαίμονα ούτε ψυχή μα έναν κανονικό μικρό άνθρωπο,
σχεδόν παιδί) επιλέγει τη μοίρα του αυτόχειρα, με σκοπό να τον πάρει
μαζί του, δειλιάζοντας όμως μπροστά στο σκοτάδι κάνει μια ύστατη
προσπάθεια να συνδιαλλαγεί:

Θα ήθελες, μικρέ μου Πινόκιο,
Αν κατάφερνα ν’ ανοίξω τα σαγόνια μου
Και με δύναμη να πιέσω τους πνεύμονες
Σ’ όλη την έκταση της κραυγής μου,
Να βγεις κολυμπώντας στο φως;
Και ν’ αφήσεις να ενηλικιωθεί ακατοίκητο
Το περίλυπο κήτος;
Κι εγώ σαν άυπνος που εν τέλει αποκοιμήθηκε
Να σύρω πάνω μου τον ωκεανό κουρασμένο;

ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΕΡΙ ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑΣ

Ο άνδρας εκείνος θέλγεται απ’ την αδιάλλακτη εικόνα του μέσα στους
στίχους μου και εκτιμά ότι η βάση τους είναι οι νόμοι του αληθούς
και όχι του ωραίου. Η γυναίκα του, λιμναία και ευθύβολη, διαγράφει
αποφασιστικά τέτοιους στίχους απατώμενη ότι έτσι διαγράφεται και
η συντριβή της μαχητικής της προαίρεσης. Ένα παιδί συμπληρώνει
ασφαλώς αυτήν την πυρηνική οικογένεια. Αυτό το αποκαλούν
«παιδί- θαύμα» για την πρώιμη μαθηματική του δεινότητα, την οποία η
στιχουργική μου παραφράζει σε απερίγραπτη κατάθλιψη ή, πάντως,
σε στέρηση των λύσεων που, αντί της άλγεβρας, η ποίηση παρέχει.
Και οι τρεις επιβιβάζονται τώρα με πλήρη θερινή εξάρτυση σε πλοίο
που πηγαίνει στα νησιά και το οποίο παρακάτω εξαφανίζω. Τι μοίρα
θα τους δίνατε, φίλοι μου; Τα κύματα τους ωθούν σε μια μοίρα που
δεν θα ήθελα να συμπληρώσω μόνη, αφού δεν μου ανήκουν περισσότερο
απ’ όσο σε σας οι δικοί σας, οι σύζυγοι, εννοώ, και τα τέκνα
μέσα στην οργιώδη τους βλάστηση. Καθώς η γη δια της περιστροφής
της φθείρεται, θα μπορούσε να ελαττώνεται η θάλασσα και το
πλοίο να προσαράξει σε μη δηλούμενο στο χάρτη ύφαλο, πλασμένο
από ακαταμάχητες ρίμες. Εκεί ο άνδρας θα αποδείκνυε ότι δικαίως
τις εμπνέει καταβάλλοντας άοκνες προσπάθειες να συνδράμει το
κατάπληκτο πλήρωμα. Η γυναίκα του θα συγκρατεί την οργή της,
γιατί ποτέ δεν είχε συγκατατεθεί στην ιδέα ενός κοινού προορισμού.
Υποχώρησε για μια φορά και ιδού που επήλθε προσάραξη. Και ποιος
κατανοεί τέτοιες ρίμες, ερμητικές και τάχα παιγνιώδεις, και στην
ουσία χρήσιμες απλώς για να ταλαιπωρήσουν το πλοίο; Ο μικρός
μπορεί να λογαριάζει και, λίγο πριν τετραγωνίσει τον κύκλο, να τον
πλημμυρίζουν τα δάκρυα και να μουσκεύει ανεπανόρθωτα πλέον τις
-δυνητικά- ιστορικές σημειώσεις. Αλλά δεν επιδιώκω, πιστέψτε με,
τη χειραγώγηση της συλλογιστικής σας, δίνω απλώς ένα κοινότοπο
παράδειγμα, μέχρι κεραίας προβλέψιμο από τα δεδομένα των στίχων.
Καθένας το αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι παρά αθώα παρακίνηση,
και ας μην το καταλογίσει με το πρώτο στα μέσα τα πενιχρά της
φαντασίας μου.
Ενώ λοιπόν εκείνος μάχεται και συνεργάζεται με κάθε μέσον, ενώ
εκείνη σιωπά και μαίνεται, ενώ το παιδί φυσάει με θόρυβο τη μύτη
του σ’ ένα χαρτομάντιλο μουντζουρωμένο από τους μόνους άβροχους
λογαριασμούς του, αποσύρομαι από κάθε συνέχεια και σβήνω, όπως
προανήγγειλα, και το πλοίο και αφήνω να εικάσετε ελεύθερα το πώς
οι γυάλινες τούτες φιγούρες θα μπορούσαν να ενσαρκώσουν την πείρα
σας απ’ τη ζωή και τις εκπεφρασμένες ή άδηλες θέσεις σας για τον
οικογενειακό θεσμό. Θα καταλάβετε ότι η ποιητική τέχνη είναι κοινό
ταμείο του θείου ή, απλούστερα, η μόνη ελπίδα μας να κατοικήσου-
με τον ουρανό, αφού πολύ επιδέξια μας απαλλάσσει από το βάρος
το απελπιστικό της συσσώρευσης. Από την απέραντη αθλιότητα της
διαδικασίας συγκρατεί τη ματαιότητα του στόχου και της προσδίδει
ηθική και ιερότητα, γιατί αυτή είναι το ίδιον του ανθρώπου και όχι
-όπως η βιολογία διατείνεται- ο νους και η ορθία στάση.
Βέβαιη πως θα συνεχίσετε με αποτελέσματα απείρως λαμπρότερα
από τα δικά μου και υπερήφανη που απελευθέρωσα από τους δισταγ-
μούς τους εκατοντάδες επίδοξους ποιητές συνεισφέρω στο κοινό ταμείο
που λέγαμε τους παρακάτω αξεπέραστους στίχους:

«…φύκια ’ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της…»

Ελάχιστα πριν (2005)

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Εδώ είμαι, στο σπιτάκι του σκύλου.
Τρώω χώμα, πίνω φόβο,
Καμιά φορά κοιτάζω τ’ άστρα.
Ποτέ δεν έχασα το σεβασμό μου προς αυτά.
Κι αν τα γαυγίζω, δεν μου μένει πλέον
Άλλος τρόπος να γράψω στίχους

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Ψηλάφησα τον τοίχο.
Έκανα τόμους θεϊκών γραπτών
Ένα πτώμα.
Και κάτι ραψωδίες αναπνοής
Για το ακροατήριο των χοίρων.

ΦΑΓΙΟΥΜ

Αυτός ο κύριος με το μελιτζανί κουστούμι
Δεν είναι, βέβαια, το πνεύμα του λαχανόκηπου.
Με τόσο αιματώδη μάγουλα
Μάλλον, θα έλεγα, κρεατοφάγος.
Και η κυρία με το ακριβό περιλαίμιο
Δεν γέρνει έτσι το κεφάλι
Επειδή είναι σκύλος αλλ’ απλούστατα
Από το βάρος της κοκεταρίας.
Ο σατανάς που τους περιποιείται
Δεν είναι σατανάς αλλά ένα γκαρσόνι
Που βάλθηκε με υπερβάλλοντα ζήλο
Να αποσπάσει πουρμπουάρ.
Κι αυτό το θαλασσί φεγγαράκι
Που ανεβοκατεβαίνει σαν γιο-γιο στη δύση
Είναι η ματαιωμένη προσδοκία τους
Για ένα παιδί.

Όσο κι αν αυτοδιασυρθούν, δεν κρύβουν
Την αγιότητα των ονείρων τους.
Τόση απόγευση της ζωής, τόση αποστράγγιση
Τους κάνει άτρωτους στο γελοίο
Σαν ξόανα λησμονημένα σε τέμενος
Αποκλεισμένο από την άγρια βλάστηση
Με πρόσωπα μαύρα από τα κεριά
Προσκυνητών που έχουν όλοι πεθάνει.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

Τέτοια βροχή…
Δεν ξέρω αν έχει πράγματι
Κάτι να πει ο ουρανός
Μ’ αυτό το παραληρηματικό ξέσπασμα του.
Κάποτε ήταν μια ιδέα της ομορφιάς
Αυτή η μεταφυσική της φύσης.
Τώρα σκέτη βροχή.
Ούτε ωφέλιμη ούτε ανώφελη
Η προβολή συναισθημάτων.
Μου αρκεί να βλέπω αυτόν τον παχουλό, εκεί, στη στάση.
Έχει φορέσει μια σακούλα να προφυλαχθεί.
Τόσο απροετοίμαστο σε βρίσκει πάντα η ασφυξία.
Τόσο γεμάτο ελπίδες στο τυχαίο.
Με τόση εμπιστοσύνη σε πράγματα
Άσχημα και ευτελή.
Προσεύχομαι να με βρει ο θάνατος
Κάτω από μια κομψότατη ομπρέλα
Συνδυασμένη άριστα με το ταγιέρ.
Και να μην παίρνει ο φακός τις γαλότσες.

ΠΑΛΑΙΕΣ ΦΙΛΕΣ

Κυρίες ηλικιωμένες, θελκτικές.
Μαλλιά προς το ανεπαίσθητα γαλάζιο,
Λίγα κοσμήματα, άρωμα ακριβό,
Αν και βαρύ για τέτοιαν ώρα,
Τόσο πρωί, τόσο κοντά στη θάλασσα.

Το κύμα σκάει σχεδόν μπροστά στο τραπεζάκι τους
Κι αν λύσουνε με μια ευχή τα παλαμάρια,
Θα ταξιδέψουνε μ’ αυτό στ’ ανοιχτά
Η Σμαραγδή κι η Δομινίκη.

FAMILY SHOW

Κάθομαι μες στον εαυτό μου
Όπως μέσα στο βυθό.
Και αν η φύση μπορούσε να το αντέξει,
Θα έλουζε με φως την εγκατοίκηση,
Θα έλαμπε η ιερή σπηλιά,
Θα κρέμονταν μες στα νερά
Τα πόδια των αρχαίων πλασμάτων.

Βάναυσες άλλες αξιώσεις
Με ανασύρουν. Με πετάνε εδώ.
Κι αρχίζει η επιδρομή των ανθρώπων.

Όχι, δεν χρειάζεται να εξομολογηθώ.
Δεν χρειάζεται να μεταλάβω.
Θα έμενα και με λίγη υγρασία.
Δεν έχω πια δική μου θέληση.

Δεν πείθονται. Υποχωρώ.
Είναι όλοι τόσο ευτυχισμένοι.
Χτυπούν την πλάτη μου, με ενθαρρύνουν,
Με δείχνουν μ’ ενθουσιασμό μεταξύ τους,
Μου δίνουν χάπια, χάπια, χάπια.

Υποκριτές, που σας ταράζει το Τίποτα.
Κολυμβητές με τα κρανία στο χέρι.
Επιχειρηματίες του Τρόμου… 

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΑΣΤΕΓΟΥ

Αν είχα ένα σπίτι το χειμώνα,
Μέσα η φωτιά παντοδύναμη,
Έξω η θάλασσα να δέρνεται,
Θα πέθαινα χαμογελώντας.
Όχι ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου.
Αυτά είναι της ζωής, τα εναγώνια.
Χρειάζεσαι έναν ωραίο χώρο να πεθάνεις.
Κήπο μ’ ερωτιδείς στα σιντριβάνια,
Κούνιες στο δάσος με τις μηλιές,
Λησμονημένους περιπατητές
Ανάμεσα στα κουρεμένα παρτέρια.
Πρέπει να σε περιστοιχίζουν πράγματα όμορφα,
Πορσελάνη, κρύσταλλο, συνθέσεις με άνθη,
Παμπάλαιες επιστολές δεμένες, αρχειοφύλακας
(Αυτός με στολή και με γάντια)
Κι ένα άγνωστο στην οικογένεια χαμίνι
Σκαρφαλωμένο στη βελανιδιά.
Αφού τα δεις όλα αυτά και τόσα άλλα,
Έτσι σκόρπια κι αστραφτερά, χωρίς έγνοια
Να τα δέσεις σ’ ένα έλλογο σύνολο
– Είναι ώρα χαράς, όχι τάξης – ,
Μπορείς να πεις χωρίς μελαγχολία:
Για δες, υπάρχει, επιτέλους, υπάρχει,
Υπάρχει ένα ντεκόρ παραδείσου!
Απλώς, με το φωτισμό τον επόμενο
Δεν με περιλαμβάνει πλέον.

ΣΤΟ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ

Εδώ, ο τόμος των προβάτων.
Λήμμα «σφαγή»,
Διαβάζουμε:
Σφαγή.

Κι εδώ ο τόμος των Κρεοπωλών.
Διαβάζουμε το φριχτό πρόσωπο τους.
Τα κατακόκκινα αυτιά, τον επίδεσμο.
Τα χέρια αλειμμένα με κερί,
Τις ποδιές τις τριμμένες με στάχτη.
Και τη στάχτη.

Λεπτομερής περιγραφή και όμως
Κανείς
Ποτέ
Δεν έμαθε κάτι.

ΟΙ ΝΟΜΟΙ

Υπήρξαν και βασιλείς και βασίλεια.
Υπήρξε εποχή που η νεότητα
Επέτρεπε ένα βίο αφιλοσόφητο.
Τώρα η απόλυτη δημοκρατία.
Όλοι μετριοπαθείς, όλοι πένητες,
Όλοι στην εποπτεία των πραγμάτων.
Λες και τα πράγματα, καθώς κυλούν και σπάζουν,
Δίνουν δεκάρα τσακιστή.

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ

Γεννήθηκε από γονείς αναμενόμενους. Παρά τα όνειρα του,
Δεν θα αξίωνε από αστάθμητους παράγοντες
Μία λαμπρότερη καταγωγή.
Έκανε τις αναμενόμενες σπουδές. Παρά την επίπονη προσπάθεια,
Έλαβε αναμενόμενο βαθμό πτυχίου.
Παρά τη φυσική του ενδοτικότητα,
Ευτύχησε σε ρόλο Ροβεσπιέρου,
Πράγμα εντελώς αναμενόμενο
Απ’ όσους γνώριζαν την προσήλωσή του
Στις θεσμικές αξίες του έρωτα.
Συνταξιοδοτήθηκε, παρά τη βεβαιότητά του
Ότι είχε πολλά να δώσει ακόμη στο λειτούργημα.
Και, πράγμα ασφαλώς αναμενόμενο,
Αποσύρθηκε στην όμορφη Πρέβεζα.
Εκεί, στην παραλία, στη βόλτα,
Διασταυρώθηκε με τη σκιά του Καρυωτάκη
Και του φίλησε με δάκρυα τα χέρια,
Κάτι ελάχιστα αναμενόμενο.

ΦΩΤΑ ΠΟΡΕΙΑΣ

Επέζησα. Μα δεν θυμάμαι πια από τι.
Η μνήμη καταφέρνει να εντοπίσει μόνο
Βαριές συνέπειες από αίτια χαμένα.

Κάτι ξεσπούσε και τα σάρωνε όλα.
Άρχιζα απ’ το μηδέν. Ξεσπούσε άλλο.
Όχι αναπάντεχο. Το άκουγα να καγχάζει
Από μακριά. Δεν το ‘βαζα στα πόδια.
Πεισμάτωνα αφελώς. Οχυρωνόμουν.

Τώρα προσέρχομαι στο πεδίο της μάχης
Με το περιβραχιόνιο του νοσοκόμου.
Με προσοχή περισυλλέγω τους νεκρούς.
Κόσμια τους ενταφιάζω.
Μα δεν μπορώ να θυμηθώ κανέναν.
Τόσα όμορφα παιδιά σκοτωμένα
Θα άξιζαν κάτι περισσότερο
Από αυτήν εδώ την χούφτα χώμα.
Θα ‘πρεπε να μπορώ ν’ αναγνωρίσω
Την υπερήφανη Μητέρα – Επιθυμία
Που τα ‘στείλε στο μακελειό.
Να μπορώ να χτυπήσω μια πόρτα
Να παραδώσω τα λιγοστά τους κειμήλια.

Ας είναι… Κι αν προσκαλώ στο θρήνο το φεγγάρι,
«…Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά…».
Οι επιζώντες με το πορτατίφ του γραφείου.

ΨΗΦΟΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Πραγματικά, εξαίρετη ομιλία,
Σαν κοιμητήριο όπου κοσμούνται τα μνήματα
Με τα έργα περιωνύμων καλλιτεχνών

ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Σέρνεται σαν χαμένη ευκαιρία
Η τελευταία ώρα του απογεύματος.

Τέλος, το παίρνει απόφαση. Φεύγει.

Τρέμω μη στραφεί να δει πίσω της
Και μείνω εδώ για πάντα
Με φανερή ακόμη την ταπείνωση
Και χωρίς την προστασία της νύχτας.

ΠΑΡΕΕΣ

Ένα χαρούμενο πρωινό μέσα στον τάφο;
Γιατί όχι; Και η θρησκεία το επιτρέπει
Και οι ποιητικές μας αξιώσεις.
Καλείς τους νέους φίλους, μαζεύεστε
Σαν τα πουλιά πάνω απ’ το στάρι
Και τιτιβίζετε και σιγανοπετάτε
Κι ανακαλύπτετε πως μια φιλία
Ως και την αιωνιότητα μπορεί να κάνει υποφερτή.

Η ΡΟΗ TOΥ ΧΡΟΝΟΥ

Φως πρωινού χωρίς πολλή υγρασία.
Χαρτιά, καφές, κάποια τηλεφωνήματα.
0 κόσμος σε ειρηνική προχειρότητα.

Έπειτα, τα χιλιόμετρα εργασίας.
Τάξη και μόχθος. Έχει κάποιο αποτέλεσμα:
Γυμνάζεσαι σ’ ένα πηγάδι.

Τέλος, ένας λεκές τεράστιος.
Πέφτεις ολόκληρος επάνω, τρίβεις, τρίβεις.
Τα παρατάς, σβήνεις το φως και κοιμάσαι.

ΤΕΛΕΤΗ

Τα σκέφτομαι. Όλα μακριά…
Τα διαμάντια δεμένα με λευκόχρυσο,
Εκείνο το πένθιμο τσάι,
Η αναίδεια μιας ριπής του αέρα,
Το αιφνιδιασμένο παράθυρο,
Η βιαστική αποκατάσταση της θερμοκρασίας
Σ’ ένα δωμάτιο απ’ όπου
Η ζεστασιά είχε φύγει.

Όλα τόσο μακριά.
Η ευπρέπεια του αποχαιρετισμού,
Τα ψίχουλα από τα μπισκότα,
Το χάος.

Ύστερα η ζωή μέρα νύχτα,
Τούβλο πάνω στο τούβλο, ώσπου να χτίσεις

Αυτό το ρούχο που φοράς.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Πότε λάμπουν, πότε σωπαίνουν.
Πότε φτύνουν την ψυχή τους.
Αλλά ποτέ δεν σε κοιτούν με τρόπο
Που να επιτρέπει κάποια προσδοκία,
Μια διάθεση συναλληλίας, κάτι…
Τόση επιφύλαξη δεν είναι αλαζονεία.
Είναι η ξεκούραση της ερημιάς,
Είναι της μοναξιάς το ραχάτι,
Παραίτηση από κάθε κόπο
Νέο.

Θέλω να τα κοιτώ αυτά τα μάτια
Ξέρω να κρύβομαι κι εγώ μέχρι θανάτου.
Ξέρω ν’ αφήνω να θεριεύουν και να φθίνουν
Τ’ ανέκφραστα.
Πάντα αποθηκεύει το μισόφωτο
Όσα ποτέ δεν ζητήθηκαν.
Και τρέφεται απ’ αυτά με οικονομία,
Ώσπου να μείνουν κάτω από το κούτελο
Δύο τελευταίες κουταλιές σκοτάδι

ΑΤΙΤΛΟ

«Αγαπημένο μου παιδί,
Πρέπει να αντέχεις το Τέλος.
Δεν θα ’ναι ανάρμοστο, στο βεβαιώνω.
Θα ’ναι μια νύχτα χωρίς εφιάλτες.
Ο καιρός θα ’ναι δροσερός, η τροφή όση πρέπει
Ίσως και να μην έχει καν φανεί στη γωνία
Ο νυχτερινός αστυνόμος.
Η ψυχή θερμή ακόμη από το σώμα
Θα συμφωνεί με κάθε εγκατάλειψη.
Και ευγνωμόνως προς την μακρά φιλοξενία
Θ’ αφήνει άθιχτη την ομορφιά σου.
Ποια ομορφιά; Μα τα πελώρια μάτια
Με τη λύπη, με την εξέγερση,
Την καταβύθιση σε τυραννική ευφυΐα.
Τώρα κλειστά, σκεπασμένα
Σαν δίδυμα μωρά στην κούνια
Θα βλέπουν σε αθωότατο όνειρο
Άγραφους στίχους από ατόφιο χρυσάφι»

ΑΧΘΟΣ ΑΡΟΥΡΗΣ

«Αν έχει η θλίψη θάνατο; Έχει.
Όταν γεννιέται μία άλλη.
Και τι θα πει πώς τη γνωρίζεις τότε;
Τό σήμα δεν είναι ό,τι λέτε εσείς χαρά
(Αν πούμε πως υπάρχει κάποια
Που δεν μπορεί ένα κύμα να σαρώσει).
Είναι ο σφυγμός σου, όταν η γη βογγάει
Κάτω από τόσα χοντροπάπουτσα».

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ

Ο νόμος είναι σαφής: Χωρίς εξαίρεση
Όσοι ανήκουμε στην εποχή τον λίθου
Θα εγκαταλείψουμε απόψε τα σπήλαια
Και εντός των προσεχών ωρών θα εμφανιστούμε
Ενώπιον των Αρχών.
Ενώπιον; Πώς «ενώπιον»;
Αυτοί ποτέ δεν βγαίνουν απ’ το Διοικητήριο.
Θα συρθούμε με τις προβιές και τα τόξα μας
Ενώπιον του πλήθους των συγχρόνων.
Θ’ αστράψουνε τα φλας των φωτογράφων.
Θα μαγνητοσκοπηθεί κάθε μας κίνηση,
Κάθε μας γραφική χειρονομία.
Θα εκθέσουνε τα τριχωτά μας γυναικόπαιδα
Στον γελοίο φόβο των παιδιών τους,
Στη συγκατάβαση των ειδικών επιστημόνων.
Αυτοί διαβλέπουν στο σφραγισμένο μας στόμα
Προάγγελο γραφής.
Θα τη διαβάσουν για τους εκπροσώπους του τύπου.
Ύστερα τσούρμο θα οδηγηθούμε
Σε κάποιο από τα μεταγενέστερα οικήματα.
Θα μας κλειδώσουν και θ’ αφήσουν πια στο χρόνο
Την προσδοκώμενη εξέλιξη.
Και μόνον όποιος επιμένει
Ν’ αποτυπώνει τις παλάμες του στον τοίχο,
Ν’ ανάβει μέσα ‘κει τη φωτιά του,
Μόνον αυτός θα δει, εν τέλει, τις Αρχές,
Αλίμονο, ενώπιος ενωπίω.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

«Αίμα της δύναμης, νερό του φόνου,
Οργή της ομορφιάς, αταξία:
Αυτά τα τέσσερα πώς θα συντάξεις, βασιλιά μου,
Δεν το γνωρίζω.
Διαβάζω, όπως όλοι οι σοφοί,
Τα προφανή. Τα υπάρχοντα.
Όσα θροούν στα μελαγχολικά σου χείλη,
Όταν κοιμάσαι μοναχός,
Ενώ σκεπάζεται η βασίλισσα
Με τα φιλιά του κάθε κατεργάρη.
Έχεις μια ζωή πίσω σου
Κι άλλη μια, ακόμη παραπίσω,
Εκεί που δυο ποτάμια συγκλίνουνε
Προς το Στερέωμα της ύπαρξής σου.
Κι άλλες πιο πίσω και πιο πίσω,
Μέχρι το χέρι του Θεού, αν είναι.
Με ποιες ζαριές ρίχτηκαν τόσα άστρα
Κανείς δεν ξέρει, βασιλιά – Γαλαξία.
Σκέπασε το περιδινούμενό σου φως
Κάτω απ’ το πάπλωμα με πούπουλα χήνας.
Και σαν να είχες κάποιο βάρος
Κάνε τη γούβα σου στο μαξιλάρι.
Πρωί πρωί θα λάβεις αποφάσεις ειλημμένες.
Θα κάνεις κάμποσο από το καλό που φαντάζεσαι
Και όλο το κακό που μπορείς»

ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ

Πέρα απ’ τη γη, ίσως.
Κάτω απ’ τη γη, οπωσδήποτε.
Μιλώ για τη ζωή που υπάρχει .
Μικρό μου, φοβισμένο δευτερόλεπτο.

Το στήθος μας δεν χωρά τον αέρα.
Ούτε και ο αέρας μάς ανέχεται.
Είμαστε τα πουλιά του Άδη,
Μικρό μου, φοβισμένο δευτερόλεπτο.

Ε, και; Δεν μου λείπουν οι άλλοι.
Δεν έχουν χρόνο να μας αναστήσουνε.
Μόνο ο δικός μας χωρισμός με θλίβει,
Μικρό μου, φοβισμένο δευτερόλεπτο.

Είσαι η πεταλούδα που τρέμει
Στα δάχτυλα μου: Σ’ αφήνω.
Θυμήσου με όπου πας. Σου δίνω ζάχαρη,
Για ν’ απαλύνω τη θνητότητα σου.

Ακόμη λίγο απ’ το φτερό σου θα βλέπω. 

Προς τα κάτω (1999)

(Απόσπασμα 1 σ.11)

(Δωμάτιο υποδειγματικά καθαρό λίγες ώρες πριν ξημερώσει. Το κρεβάτι, το κομοδίνο, ένα ποτήρι νερό. Η γυναίκα στηριγμένη στα μαξιλάρια καταστρώνει το σχέδιο αποχαιρετιστήριας επιστολής. Όσο της επιτρέπει η ημικρανία. Γράφει υπερβολικά αργά. Αλλά με ασφάλεια. Κατευθύνεται από την προσδοκία ότι η γη κάποια στιγμή θα σταματήσει να γυρίζει: επ’ ελάχιστον. Τόσο μόνο όσο χρειάζεται ένας άνθρωπος για να πηδήξει σε μια Άλλη. Αυτή η διανοητική προσπάθεια καταγράφεται σ’ έναν καθρέφτη.)

– Πολύ λίγο φυσάει- όμως δεν θέλω ανοιχτό το παράθυρο. Ο κήπος έξω είναι τόσο υπαρκτός, φύλλα, κλαδιά, έντομα… μια
συμπαγής φυτική παρουσία. Πρωτόγονο, δεν είναι για μένα. Ελάχιστος αέρας μού φτάνει, μια σύνοψη εισπνοής-εκπνοής.
Ανασαίνω πολύ διακριτικά. Όπως ταιριάζει σε κληρονόμο που αποποιείται την κληρονομιά. Έβρισκα πάντοτε φτωχόν εκείνον που χαιρόταν υπερβολικά με τη βλάστηση.
Δεν θέλω ανοιχτό το παράθυρο. Λίγα πράγματα εξαπατούνε τόσο. Μπορώ ακόμη να αισθανθώ οργή, αν είναι για την ησυχία μου. Εκεί έξω ματαιοπονούν, αν και αθόρυβα. Μ’ ενοχλεί που πιστεύουν πως έτσι θα με σύρουνε στην εκκλησία της φύσης. Θέλω τη φύση όπως τη φαντάστηκα: άσιτη, ωχρή από αγάπη.
Η ακινησία μού θυμίζει κάτι. Ίσως γιατί δεν είναι αληθινή. Όταν ήμουν παιδί, ζούσα μέσα σ’ ένα μπουκάλι στη θάλασσα και κατά την αδιάκοπη περιφορά χαιρόμουνα, καθώς οι όγκοι του νερού μετακινούνταν και τα πανάρχαια τοπία άλλαζαν, ενώ εγώ παρέμενα εκεί μέσα, ένα θαυμάσια βολεμένο τζίνι. «Ας κρατούμε», επαναλάμβανα, «σιωπή». Στο σπίτι που γεννήθηκα αργότερα, η σιωπή ήταν, εξάλλου, νόμος και μόνο η λίμνη που σχημάτιζαν τα πρόσωπα —οι συγγενείς μου είχαν ρευστές φυσιογνωμίες— έκανε έναν υποδόριο θόρυβο όχι ικανό να με ταράξει. Αγνοούσα, με συνείδηση αθωότητας, ακόμη και ένα σκύψιμο κεφαλιού προς το μέρος μου, όταν αυτό φορτωνόταν αγγέλματα, όταν έβριθε από σημασίες. Στάθηκα απίστευτα προνομιούχα: κανείς ποτέ δεν μ’ εντόπισε. 

(Απόσπασμα 2 σ.26)

— Φίλοι διασχίζουνε το δάσος προς το μέρος μου. Η σκέψη τους μου φέρνει απέραντη θλίψη. Τόσο ριγμένοι στις αισθήσεις τους σαν να χουν μπει μες στο σάκο κι ό,τι απέμεινε από την ενσάρκωσή τους είναι εκείνο που τους κουβαλά. Τι πιστεύουν ότι μπορούν να βρουν; Βαδίζουν θαυμάσια όπως μια μύγα ανεβοκατεβαίνει στο μπουκάλι με την επίμονη και τις συνήθειες μύγας. Το πώμα αργεί πολύ να επηρεάσει τη φυσική της κατάσταση. Σε άλλες εποχές θα περνούσα τα δάχτυλά μου από τα μαλλιά τους. Αλλά η πίστη στην τρυφερότητα προϋποθέτει το χρόνο, ώρες, ημέρες, νύχτες, χρόνια που θα μπορούσαν να λικνιστούν απαλά, σαν τις βαρκούλες στη θάλασσα. Μια βεβαιότητα ήρεμης εναλλαγής της εργασίας με την ανάπαυση. Σε ποιο φύλλο θα μπορούσα να διαβάσω μια τόσο φυσική ιστορία χωρίς να δω πίσω απ’ τα δέντρα τα βλέμματα, ασώματα, κάρβουνα οργής, κλεφτές ματιές επιφύλαξης προς κάθε πρόσχημα αγάπης; Πώς να στηρίξω ένα χάδι, μια τόσο εμπράγματη απόλαυση, στην αυθυποβολή πως ο θάνατος δεν είναι παρά η διάρκεια, τα όρια αντοχής μιας φιλίας; Ο θάνατος είναι τίποτε, αν δεν ήταν, θα τον είχα γλιτώσει, ο καθένας θα μπορούσε να γλιτώσει αν συναντούσε κάπου το θάνατο. Μα πρέπει να βαλθείς να τον πιάσεις, να τον καρφιτσώσεις σαν έντομο, και να μπορείς να τον παρατηρείς κάπου κάπου. Εγώ δεν τις προσέχω πια τις λεπτομέρειες της φύσης. Ακούω τον βόμβο των εντόμων, ένα βρασμό από σταθερά ζουζουνίσματα και οι σκέψεις μου δεν μπορούν να διασώσουν ούτε τη μνήμη ούτε τη θέληση. Με το παράθυρο κλειστό θα μπορούσα να μεταφράσω αυτόν το θόρυβο σε λαλήματα, κελαηδισμούς, πεταρίσματα… Μια συνωμοσία σημάτων που αποζητούν την πρωτοβουλία μου. Πρέπει να μάθω αν χωρίς το χρόνο κάποια ελευθερία είναι δυνατή. Αν η θάλασσα μετεωρίζεται μέσα στο δίχτυ που την έχει ολόκληρη ψαρέψει. Θα είναι τόσο ειδυλλιακά να εγκαταλείπεις τον εαυτό σου; Αναμφίβολα οι άλλοι υπάρχουν. Μια ιδέα αλάτι μένει πάντα στο δέρμα μετά από έναν περίπατο. Εξάλλου είναι τόσο ασαφείς, κάθονται πάνω στα βράχια και περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό: χρειάζονται πράγματα που δεν είναι δικά μου και πρέπει να ζω για να τα βρίσκω. Πρέπει πολύ προσεχτικά να μετακινώ τον ορίζοντα, ώστε η αχανής θέα να περιορίζεται σ’ ελάχιστα τετράγωνα. Ανεπαίσθητα, όπως την ώρα που ο ήλιος γίνεται κάθετος. Τέτοια ώρα τους νανουρίζω σε μια κούνια κρεμασμένη από τις μασχάλες μου. Τα μωρά μου, τα καλά μου τα μωρά, θα βρω εγώ τη μητερούλα σας, θα σας περιθάλψω από μένα, αυτήν εδώ θα την θάψουμε, νάνι, ο…ο…ο, θα την θάψουμε εκεί που κατοικούν οι ρίζες. Νάνι… το λένε ύπνο αυτό… ύπνος είναι, με
το μίσχο του ως πάνω πάνω, μια συλλαβή συρτή από σύμφωνα, δεμένα σαν ουρά από το φεγγάρι. Νάνι, σας φρόντισα, σας έχω
φροντίσει, δεν πρέπει να ντραπώ τώρα στο τέλος, δεν το αντέχω να ντρέπομαι, όλη μου η ψυχή κοκκινίζει. Θέλω να φύγω χωρίς σεμνότητα, με όλη την αδιαντροπιά μου, να σας προσβάλω αποσύροντας τον εαυτό μου από την τάξη. Τι πείσμα
είν’ αυτό, τι παράνοια, ε, ναι, η συγκατάβαση εξέλιπε — πώς θα μπορούσα να επιβιώσω με αδιάλειπτη ημικρανία;

(Δεύτερο χαμόγελο. Σπηλαίου. Ο καθρέφτης το ανταποδίδει σκίζοντας το πρόσωπό της στα δυο.)
— Το αύριο, αγέρωχη προοπτική, μου διαλύει στο νερό ασπιρίνες.

(Απόσπασμα 3 σ.47)

(Κάνει βήματα μες στο δωμάτιο. Κάτι φορά. Ανακαλύπτει μες στη τσέπη ένα
απίστευτα μικρό, απίστευτο παραπονεμένο πράγμα. Το περιτρέχει αναγνωριστικά με τα δάχτυλα.)

Έρχεται ένας νέος αιώνας. Το άκουσα, το έχω διαβάσει. Τον φαντάζομαι; Τυμπανιαίο πάνω στα γυάλινα γοβάκια του. Μια λεπίδα προχωρεί μπροστά, κόβει τα χόρτα κι εκείνος πατάει, πολύ πολύ προσεχτικά, με μικρά βογγητά δυσφορίας. Όπως ένας σνομπ αυλικός που επισκέπτεται για λόγους πολίτικης τα εργαστήρια των ανακτόρων. «Γιατί θα έπρεπε να είμαι εγώ το θύμα αυτής της δοκιμασίας;»: αλλά οι σκέψεις του δεν διατρυπούν το κέλυφος ενός αυγού που κρεμασμένο από μια κλωστή ταλαντεύεται μες στο κρανίο του με τη συνέπεια εκκρεμούς που επωάζει τη στιγμή της αλήθειας. Είναι πατρικός και επιεικής, σφίγγει τα χέρια, παραγγέλλει στους γραμματείς σημειώσεις. Εκείνοι πάλι δεν γνωρίζουν γράμματα, άξεστοι που εξαγόρασαν τίτλους. Καμιά αμηχανία εντούτοις· η εθιμοτυπία δίνει μόνη της τα σήματα το ίδιο αποτελεσματικά και πρωτόγονα με το ταμ ταμ σ’ έναν άλλο πλανήτη, όπου η Μουσική και η Ζούγκλα καταγράφονταν σε βιβλία βαριά. Παρατηρώ τους τεχνίτες στους πάγκους τους, αναρωτιέμαι αν αυτός εκεί κάτω είναι νεκρός ή ζωντανός. Όπως όλοι οι προκάτοχοί του, διαθέτει την αξιοπρέπεια να υποκρίνεται, εμφανίζει ως σεμνότητα, ως ήρεμη αποδοχή της ιεραρχίας, την πιθανότητα να μην υπάρχει. Το βλέμμα του δεν μαρτυρά. Γαλακτώδες και διάτρητο από επαγγελματικές φιλοδοξίες κρατά τα μυστικά της συντεχνίας. Αν και καθόλου δεν θυμάται πια τους λόγους που αυτός κι οι σύντροφοί του οδηγήθηκαν σ’ αυτήν την ποινή, κάτι απ’ τη θλίψη της ανθίζει μέσα του με μεγάλα άσπρα λουλούδια. Μια γεύση από ζαχαρωτά επιμνημόσυνα, μια ζήλεια (αναπάντεχης έντασης!) για τους προγόνους του που, μετά τη βάρδια, έσβηναν τη δίψα τους στα μπαρ. Πόση εργασία, τι χιονόπτωση! Κι όμως χωριά δεν αποκλείστηκαν, δεν διεκόπησαν οι συγκοινωνίες. Ο αιώνας μπορεί να συνεχιστεί, μπορεί, αν θέλει, και να προελάσει, δεν θα διασπάσω γι’ αυτό την αλληλουχία των σκέψεων μου. Η μια δεν πηγάζει από την άλλη, η μια επικαλύπτει την άλλη, στρώσεις διαδοχικές, από σκέψεις, που προσπαθούν να πείσουν πως ο μηχανισμός που λειτουργεί υπάρχει. Εγώ ασφαλώς τη λειτουργία τη βλέπω, δεν βλέπω όμως το μηχανισμό. Δεν είναι σόφισμα αυτό, και η Αλίκη έβλεπε το χαμόγελο μόνο του, το πρόσωπο απουσιάζει πάντα, αν κι εγώ τώρα βλέπω μορφασμό. Σκέφτομαι πως δεν θα ’μαι εκεί όταν αποκρυσταλλωθεί η φιγούρα και αυτό με ανακουφίζει τόσο, που ο πονοκέφαλος υποχωρεί. Αέρας διατρέχει το στήθος μου, οι πνεύμονές μου δουλεύουν εμψυχωμένοι, αισθάνομαι το πέρασμα της ευεξίας σε πλήρη φιλική διαδρομή. Έζησα αρκετά αυτό που οι φίλοι μού περιγράφουν ως τον
τρυφερότερο εαυτό τους. Το ότι δεν συμφιλιώθηκα δεν φαίνεται να είναι μόνο πρόβλημα γηραιάς εποχής. Θυμάμαι, κάποτε, φορτωμένη χρυσάνθεμα, στάθηκα κάτω από έναν φανοστάτη. Ηρωίδα μιας φιλόδοξης αφήγησης διεκδικούσα χώρο στη σελίδα. Τρόμαξα όταν είδα ότι κρατούσα το γιο μου εκεί, μέσα σε ξαφνική κακοκαιρία, με μόνη του κουβέρτα εκείνο το δημόσιο φως. Αν είχα υπάρξει παιδί, θα ήξερα ίσως τι να κάνω, το βασικό μητρικό χρέος, πώς σώζει κανείς μια ψυχή από ένα γερό κρυολόγημα. Υπάρχει, μου είχαν πει, ένας κήπος των υπερβάσεων ολάνθιστος από λουλούδια του Οκτωβρίου, που τον διασχίζουν ζαλισμένες εκατοντάδες άλλες εποχές. Εκεί βαδίζεις σ’ απαλά δευτερόλεπτα που κάνουν την περιστροφή ενός έτους να διαρκεί πολύ περισσότερο. Διαθέτεις αναρίθμητους μήνες, ώσπου να τελειώσει η άνοιξη. Δεκάδες Μάρτιοι συνεχίζονται, αν και κυλούνε ήδη οι Αύγουστοι και αυτοί πολλαπλασιάζονται άπαυτα, παρόλο που οι πρώτοι Σεπτέμβρηδες έχουν αρχίσει να τους προσπερνούν. Και μόνον, έλεγαν, ο Οκτώβριος είναι Ένας: τριάντα αδιατάραχτες μέρες που δεν θα επανέλθουν ποτέ. Τέτοια αγαλμάτινα εικοσιτετράωρα έχουν τη μυρωδιά των βρεφών που η γένεση των νέων κυττάρων κάνει το σώμα τους εύοσμο. Τότε ακριβώς με μια κίνηση τρόμου πρέπει να διώξεις μακριά τους τις μέλισσες. Έμοιαζε πειστικό, καμιά επίσκεψη στο ιατρείο, καμιά υποψία αθεράπευτης μητρότητας. Με μέσα πρόχειρα προστάτεψα το δέρμα μου απ’ τον οξύτατο πόνο της επαφής με το φως, με κάποια, ας πούμε εξουθενωμένη ψιχάλα ανασυρμένη βιαστικά από το μπαούλο και σφιγμένη γύρω από τους ώμους μου ώστε αβίαστα να αποδίδεται η πλαστοπροσωπία της ομορφιάς. Το βέλο χαμηλά χαμηλά, μία κυρία αγέραστη, ένα προϊόν τεμαχισμού, ένα πορτοκάλι στα δύο: «Εσύ είσαι, μαμά; Εσύ είσαι;» Τραυλός ομιλητής μπροστά σε μια εκκεντρική φιγούρα. Το φως είχε εξαλείψει το περίγραμμα, όμως εκείνος άκουγε τους κρότους: «Θλίψη, να τι σε συμβουλεύω εγώ». «Μαμά; Θλίψη;» Ω, ομορφιά των αγρών των καλλιεργημένων αιώνες… Ω, τεχνικές των αρδεύσεων… φιλάνθρωπα μαθηματικά των σωλήνων… Αυτό το αγόρι είχε ίσκιο μες στο σπίτι του, θα ’πρεπε να χει φυγαδευτεί από εδώ, στις εξοχές με τους ανθρώπους που στέκουν με τα πόδια ανοιχτά και κοιτάζουν ακατάδεχτα προς τις πόλεις. Πώς θα με δει όταν βεβαιωθεί ότι η μόνη μητρική αρετή είναι ν απαρνηθείς τη θλίψη; Αν το είχε πάρει κάποιος ως εκεί… αν το είχε απασχολήσει κάποιος… θα άφηνα τώρα το κεφάλι στο βάρος του, αυτή η σακούλα με τον πονοκέφαλο θα μπορούσε να πεταχτεί κάπου. Κάτω απ’ το δέρμα μου διακρίνονται οι προαναγγελίες μία μία, αυτές που αλήθεψαν και οι άλλες, στοχασμοί μ’ εξωφρενικό αντικείμενο, την πιθανότητα, ας πούμε, ο άνθρωπος να μπορεί να ζήσει για έναν άλλο. Κάτω απ’ το δέρμα μου κολυμπάω και ακέφαλη, το εγκάρδιο, έντιμο πρόσωπο μπορεί να παραμένει στο μαξιλάρι. Εκείνος ο κολυμβητής διατηρεί όραση, θυμάται τον πολιτισμό του εγκεφάλου, τίποτε, τίποτε αποτρόπαιο στις απλωτές μου εκεί κάτω. Όμως εδώ πώς μπορώ να εξασφαλίσω τις πεποιθήσεις της διάρκειας, μια πιθανότητα αστραποβόλα, μια πλήρη νύχτα Χριστουγέννων; Θα πρέπει κάτι να έχω να του πω, το πόσο σεβασμό κατακτούμε με την πολυσχιδή
δραστηριότητα, ότι συχνά υπάρχουν κίνητρα ευγενή που θερμαίνουν δυνατά την έμπνευσή μας… Ότι ειλικρινά ταυτιζόμαστε με αισθήματα που μοιάζουν δικά μας… ότι η άγνοια μπορεί και να είναι ένα ελαφρυντικό για τους γελοίους. Εξάλλου είμαστε εργατικοί, ενθουσιάζουμε το κοινό μας. Το προτρέπουμε σε σταυροφορική αφοσίωση προς Ομορφιές που τρελαίνουν. Τις υποψιαζόμαστε, τις διανοούμαστε, τις οσμιζόμαστε. Αυτή η οσμή μας συντρίβει, ένα άρωμα οργασμικό, μία ευωδιά δηλητηριώδης. Δεν έχουμε άλλη εξιλέωση από το να παρακινούμε τους άλλους, να διαδίδουμε με φλόγα αποστόλου την πίστη. Είναι σαν να έχουμε αντικρίσει τον Άγιο στο δευτερόλεπτο του εξαγιασμού του: χνώτο θερμό, διπλό πεπρωμένο, μισό θνητού, μισό αθανάτου, και μια θαυματουργή παρέμβαση τα ενώνει σε καρπό θεοφιλίας. Ένα αιφνίδια ανεστραμμένο πηγάδι που εκχέει κρουνούς θυμιάματος. Μέσα τους η Σάρκα λάμπει. Α, πρέπει να μπορώ να το πω αυτό, πως θέλουμε να πέσουμε στα πόδια Του, να φιλήσουμε την άκρη του ρούχου Του, να υποσχεθούμε μ’ όλα μας τα δάκρυα αιώνια τύψη για τον εαυτό μας. Υπηρετούμε αυτόν τον ενθουσιασμό υποδυόμενοι με ειλικρίνεια τους μύστες. Ίσως κι αυτό να είναι ένα ελαφρυντικό αν κάποιος κάποτε μας κρίνει. Αν δει στα χρωμοσώματά μας τα ελάχιστα ψήγματα χρυσού. Αλλά οι ίδιοι πώς να επιτρέψουμε τέτοιες ανέσεις στη Βιολογία; Υποψιαζόμαστε, διανοούμαστε, οσμιζόμαστε. Δεν είναι αυτά βιολογικές λειτουργίες; Η υποψία δεν σκίζει τα ρούχα, δεν αποκαλύπτει τα όμορφα σώματα; Η σκέψη δεν επινοεί το τοπίο, δεν επιπλώνει το διαμέρισμα, δεν οργανώνει τις ιδανικές συναντήσεις; Η όσφρηση δεν ξεσηκώνει τον πόθο, δεν απλουστεύει τον προσανατολισμό; Ποια Ιατρική μπορεί να συγχωρέσει την απουσία της ψυχής; Δεν έχει εκεί αρμοδιότητα. Αυτός ο πόνος δεν την αφορά. Είναι τυφλή και ανίδεη μπροστά σε μια πληγή από γνώση. Εγώ συχνά παρηγορούμαι με την ελπίδα πως ένας πειστικός θάνατος επί σκηνής εμπνέει την ελπίδα της Ανάστασης. Πως θα υπέβαλλα
κάποιες τέτοιες ελπίδες. Θα πρέπει να το κρύψω αυτό; Δεν θέλω. Δεν θέλω να συρθώ στην καταξίωση. Θέλω να κάψω το συκώτι μου. Είναι ένας πλούτος να περιφρονείς τον εαυτό σου, είναι μια δύναμη να φτύνεις τα μούτρα σου. Η περιφρόνησή μου με τιμά, έχει την ηλικία της αφροσύνης μου, τη φρεσκάδα της αίρεσής μου. Αν ο κόσμος δεν μπορεί να είναι το έργο ενός νεαρού χειρώνακτα, γιατί θα έπρεπε να τον δικαιολογήσω;

(Απόσπασμα 4 σ.82)

Κατεβαίνω. Πολύ προσεχτικά και αργά. Η σκάλα εντελώς κατακόρυφη κι αυτές οι ψηλοτάκουνες γόβες… Όμως θέλω να είμαι ωραία. Το πέρασμα από τέτοια πασαρέλα πρέπει να είναι πραγματικά μεγαλόπρεπο. Πίσω μου η λίμνη θροεί παιχνιδιάρικα, ένα κάπως μελαγχολικό κουτσομπολιό. Το μονόξυλο αραγμένο στα καλάμια απορροφά την κλίση του τοπίου. Μπορώ να παρακολουθώ το διαβήτη να διευρύνει συνεχώς τους κύκλους του χωρίς να σκύβω πάνω απ’ το νερό. Κρατώ τη μία άκρη του σπάγκου, στην άλλη είναι το πρόσωπο ενός φίλου που είναι αδύνατο να θυμηθώ. Τον αγαπώ; Α, ναι, πάντα. Κάτι εντοπίζω κάτω από το στήθος μου… συγχέεται με το χτύπο της γόβας κάθε φορά που αλλάζω σκαλί. Προσπαθώ να το μεταφέρω… κατεβαίνοντας λικνιστικά. Ένας κοασμός με τρομάζει… ύστερα βλέπω την αθώα ύπαρξη να επαναλαμβάνει το σάλτο της… μια χούφτα σκούρα πράσινη σάρκα που την ξαφνιάζει η επίσκεψή μου. Και τ’ άλλα πνεύματα μοιάζουν ανήσυχα, ακούγεται το κλάμα του λύκου. Έχω την αίσθηση πως οι άκρες των δαχτύλων μου μου κρύβουν μια πληροφορία… πως έχουν ψηλαφίσει πόντο πόντο το μέτωπο, τα ζυγωματικά, το πιγούνι… πως, αν μπορούσα να τα βουτήξω στο νερό, το πρόσωπο εμβαπτισμένο στο διάλυμα, θα εμφανιζότανε σιγά σιγά, όπως στο θάλαμο του φωτογράφου. Αλλά δεν θέλω να το σπαταλήσω έτσι… το μόνο, που διατηρώ, αποτύπωμα. Κατεβαίνω ακόμη πιο βαθιά… με μια ακόμη πιο έξοχη κίνηση. Από το κέντρο της γης βλέπω τους προβολείς αναμμένους.

Φορτίο (1997)

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΟΔΟΙΠΟΡΟΥ

Κουβάλησε στη ράχη του ως εδώ
Τέτοιες πέτρες.
Το νερό, την άμμο, το φτυάρι.
Χάραξε στη γη το σκαρίφημα.
Λογάριασε τα εργατικά.

0 καημένος… Τώρα, που έκλεισε τα μάτια του, ας του πλέξω
Εγώ ένα γελεκάκι από λουλούδια,
Μαργαρίτες, σπάρτα, κυκλάμινα.
Ύστερα θα βαδίσω πάλι.
Μπορεί ένας λύκος με το βόλι στο πόδι του
Να ’ρθει εδώ πάνω, να τελειώσει κάποτε
Το σπίτι του.
Μα κι έτσι, ο σωρός των υλικών
Κάποια κατοικία τού γίνονται,
Ένα καλό, στον άνεμο, μνημείο.

ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΖΩΗ

Μπορώ να τον εξαπατήσω αυτόν, συλλογίστηκε.
Είναι καινούριος στα μέρη μας.
Κρύβεται από τους ανθρώπους.

Αλλά του γύρισε ο καθρέφτης ένα πρόσωπο
Ντόπιο, με γένια άγρια, πρησμένα μάτια.
Δεν ήταν μέσα ‘κεί χωροφυλάκοι.
Είχαν ξεμείνει στον καφενέ.
Για έναν σαν κι αυτόν δεν θ’ άφηναν
Χωρίς κρασί την κρύα νύχτα.

Λοιπόν, περίμενε στο πατρικό του σπίτι
Μονάχα τη φωτιά εξαπατώντας
Ως το πρωί.
Κάνα δυο ξύλα και της έδινε ζωή.
Και τη ζωή του, που ποτέ δεν ήρθε,
Λησμονούσε.
Κι άκουγε που γαβγίζανε δεμένα
Των μεθυσμένων τα σκυλιά.

ΥΙΟΘΕΣΙΑ

Η θάλασσα είχε δυο παιδιά.
Το ένα το βρήκε με το πρόσωπο στο βούρκο.
Τριγύρω τα κατάπληκτα ψάρια.
Το γύρισε, το ακούμπησε στην πέτρα
Και το μεγάλωσε.
Το άλλο, ξυπόλυτο, γυρνούσε στο γιαλό
Και φώναζε τον αδελφό του.

Όποιος νομίζει ότι δεν μπορεί η θάλασσα
Να γίνει μάνα
Έχει σφαίρα ξεχασμένη στο θώρακα,
Σε στρώμα δεν μπορεί να γείρει,
Πάει καιρός που χέρι δεν μετράει
Τον πυρετό του στο κούτελο.

Γι ’ αυτόν απόψε οι σπηλιές οι υποθαλάσσιες
Θ’ ανάψουν όλα τα καντήλια.
Θ’ ανεβαίνουνε με την ανάσα του
Οι φυσαλίδες της μητρικής προσευχής.
Ώσπου το βόλι το προδοτικό να σκουριάσει
Και να σκεπάσει χούφτα αλάτι
Το τρυπημένο μέρος της καρδιάς.

ΟΙ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

Ακολουθώντας το κυνηγημένο ζώο
Βρήκαν το σπήλαιο με τους σταλακτίτες
Α, πόσο άδικο είν’ αυτό…

Εκείνου τ’ άνοα μάτια ήξεραν
Να μετρούν σταγόνα σταγόνα
Το πέτρωμα του νερού.
Πώς όλοι αυτοί με τα γυαλιά
Διώχνουν το Χρόνο από την τρύπα του;

Ανήμεροι, με την ψυχή όλο νύχια,
Φωτίζουν, μετρούν, ερμηνεύουνε.
Ούτε τα δάκρυα του Κυρίου ακούνε
Που κατέρχονται
Ούτε απ ’ τη γη τις κρύες στήλες
Των αρχαίων των ψυχών που τα υποδέχονται.

Μόνο αν περάσει πάνω απ’ τα κεφάλια τους
Καμιά φορά νυχτερίδα περίτρομη,
Πέφτει ο φακός από το χέρι τους
Κι απελπισμένοι βλέπουνε το φως του
Να το ρουφάει αθόρυβα ως τον πάτο
Πλωτό, μεγάλο, προαιώνιο σκοτάδι.

ΤΟ ΛΑΓΟΥΜΙ

Κάτω απ’ τη γη περνούσε το μήνυμα.
Μα πάνω τίποτα δεν ακουγόταν.
Οι τυφλοπόντικες το πήγαιναν έντρομοι
Ο ένας στον άλλο.

Πάνω δεν ακουγότανε τίποτα.
Αιθρία. Είχαν οι γυναίκες βγει
Κι άπλωναν ρούχα.
Άλλες, μικρότερες, με τη φρεσκάδα του ύπνου,
Γερνάν επάνω απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα,
Πράσινα, καταπράσινα θεριεύανε
Κλαριά και φύλλα.

Πέρα, μια ταχτική καμπάνα
Ξαναπερνούσε από τον ουρανό.
Κι έσκιζε με την ουρά το χελιδόνι
Την πουπουλένια την πρωτομηνιά

Αχ, κρυφέ μου πόνε, αχ, θλίψη μου,
Άσ’ την να ταξιδεύει ασύλληπτη
Η χαρωπή οικουμένη.
Άσε τα πανιά να φουσκώνουν
Του άσαρκου καλοκαιριού.
Εμείς εδώ, κρυφακούοντας
Το θαμμένο τον τηλέγραφο
Του κρύου.

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Η βία είναι το χέρι μου
Όπως υπάρχει:
Το στόμα σου σφραγίζω και μετά
Σε παραδίνω.
Εγώ, εγώ σε παραδίνω,
Που ήρθες και μου τ’ ομολόγησες
Πώς τίποτα δεν είδες άλλο
Παρά τη γέννηση σου στον ύπνο σου
Σαν μια και μόνη μαχαιριά.

Όχι, δεν θέλω πάρε-δώσε μαζί σου:
Σ’ αυτούς να πας με τα στιβάλια
Τα φορτωμένα λασπουριά.
Σε κρίνουν φτύνοντας κουκούτσια,
Κλοτσώντας το σκυλί του ταβερνιάρη.
Το ματωμένο μάτι σκύβουν στο λαρδί
Κι αποφασίζουν.

Πάψε λοιπόν να γυρεύεις για λόγου σου
Καλή ζωή,
Εγώ και να σε σκότωνα θα μπορούσα,
Για να μην ακούω το κλάμα σου.
Πάψε να κρέμεσαι από πάνω μου ρωτώντας
Πού σε τραβάνε οι μεθύστακες.
Κρεμασμένο στο καρφί το σακάκι σου
Ποτίζεται καπνό.
Σαν κι εκείνους θα βρωμοκοπάς
Αν βγεις ποτέ από ’δώ μέσα.

Δεν έχω το κουράγιο, δεν μπορώ
Εγώ να ζήσω.
Έζησα κάποτε κουβαλώντας σε
Κάτω απ’ το ρούχο μου σαν σκύμνο.
Μασούσα τη τροφή και σου ’δινα,
Έδιωχνα με φωτιές τα πνεύματα.
Το σώμα μου γέμισε νυχιές.
Για δες πού μ ’ έσυραν με το φορτίο μου:
Με μια λερή ποδιά μέρα νύχτα
Να γεμίζω τις κούπες τους.

Λοιπόν, ας έρθει ο θάνατος να μας δικάσει
Και σένανε και μένα, αγαπημένε μου.
Από την μπόχα που δεν σ’ έσωσα
Εκείνος μπορεί να σε σώσει
Και την αβάσταχτη απορία σου
Να σβήσει μ’ ένα στεναγμό.
Και, όπως ταιριάζει σ’ έναν που σε πρόδωσε,
Σε μένα να ορίσει ζωή αιώνια
Εδώ, μες στα σκαμνιά τα τσακισμένα,
Μες στα βαρέλια και στις κάνουλες,
Μες στις γροθιές που κοπανάνε τα τραπέζια
Κι όλο ζητούν να ζω, να ζω.

ΗΜΕΡΕΣ ΔΟΞΑΣ

Πώς πρέπει λοιπόν να ζήσουμε,
Αναρωτήθηκε ο Αυτοκράτορας
Ρίχνοντας το πρόσωπο στα χέρια του.
Ούτε ο καμπούρης του απάντησε, ούτε ο Επίσκοπος
Ούτε η βαριά από το μαργαριτάρι
Νύφη.

Μέσα τον μια λιμνούλα έλαμπε στον ήλιο,
Αν και ο ήλιος δεν περνούσε από κει
Παρά μόνο σαν το κομμένο κεφάλι
Που είχε κυλιστεί στις σκάλες.

Έλαμπε, έλαμπε και γύρω στα καλάμια
Ξυπόλυτα μπαινόβγαιναν
Παιδιά του λαού.
Κάτι όμορφες είχαν απλώσει μπουγάδα.
Άχνιζε λουλάκι και νάρκισσος.

Φτωχέ… Γιατί δεν ρίχνεις στη φωτιά
Την Αυτοκρατορία…
Γιατί δεν ρίχνεις στάχτες στα μαλλιά σου…
Βαθιά, στον πάτο του νερού, κοιμάσαι
Όπως σε γέννησε η μάνα σου,
Ένα μωρό ανθρώπου, ένα γιο
Σπαργανωμένο με φύκια.

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Δες πώς συσσωρεύεται η κτίση
Κάτω απ’ το βλέμμα του ανθρώπου.
Τι απομένει… Έν’ απέραντο σεντόνι.
Τις άκρες του θα σηκώσει μονάχος.
Τον μπόγο θα φτιάξει της κατοικημένης γης,
Ακόμη και της στέπας και της θάλασσας.
Στον ώμο του θα τον φορτώσει
Και θα φύγει.

ΤΟ ΗΧΕΙΟ

Κι όπως πήρε το χώμα και το φύσηξε,
Ζωή δεν ήρθε. Μα ένα σφύριγμα
Όπως μέσα από κούφιο καλάμι.

Αλλά ένας ταπεινός επενόησε
Τον αυλό.
Κι ένας άλλος
Το στρόβιλο του αέρα μέσα από ένα
Χρόνια παρατημένο χωριό
Και πώς, περνώντας ο ταξιδιώτης
Κάτω από τα κρεμασμένα παράθυρα,
Σφίγγεται, σφίγγεται στο σακάκι του
Κι όλο σφυρίζει ένα σκοπό
Που ο κουρνιαχτός κουκουλώνει.

ΔΥΟ ΚΥΡΙΕΣ

Δεν έχω να βαδίσω αλλού
Παρά μόνο πάνω στα βήματά μου.
Έχουν από ώρα γυρίσει πίσω.
Άλλα -τώρα δα- ξεκινάνε.
Πάντα βαδίζει γύρω μου
Ο εαυτός μου.

Αλλά εσύ, μουσική, φοράς πούπουλα.
Δεν γράφεις χνάρι στον αέρα.
Κανείς ποτέ δεν θα μάθει
Τους περιπάτους μας.

ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ

Πεθαίνοντας το γιγάντιο πεύκο
Μου έγνεψε να πάω κοντά του
Και, πριν να σωριαστεί, μου παρέδωσε
Αυτό που κρατώ.

Στα χέρια μου λοιπόν δεν θα σπάσει.
Πάω σε τόπο που βλαστάνουν μόνο θάμνοι,
Σε σπίτια χτισμένα στον καπνό.
Εκεί, κανείς δεν σε ρωτάει.
Μόνο δουλεύουν όλοι, μέρα νύχτα,
Τσεκούρια, πλήκτρα, τρύπανα, σφυριά.
Μ’ όλο που δεν μπορώ να πιάσω ελεύθερα
Ούτε τα εργαλεία της δουλειάς μου,
Συχνά ούτε κι αυτό το ψωμί,
Αυτό δεν θα σπάσει στα χόρια μου.

Βάρος ασήκωτο στην καρδιά μου
Ν’ αφήσω τ’ ασήκωτο βάρος του.
Μ’ όλο που σπρώχνει ο κόσμος βιαστικά
(Ούτε και που το βλέπουνε, νομίζω),
Μόνο στον τάφο μου θα τ’ ακουμπήσω, κι εκεί πάλι
Θα το κρατώ με το σωρό της γης που θα ’μαι.

Ω, ταπεινή και φιλότιμη
Αιωνιότητα των ανθρώπων
Που τίποτε δεν αξιώθηκαν,
Που δεν τους δόθηκε καμιά δωρεά,
Μια μέρα θα το πάρεις στα χόρια σου
Με δάχτυλα τρυφερά και έμπειρα.
Και με ξόρκια στα πουλιά, μ’ ελπίδα,
Το βλέμμα θα ρίξεις τριγύρω.
Ας είναι τότε να περνά απ’ τον κόσμο πάλι
Η κουρασμένη μου ψυχή.

Η ΠΑΡΕΑ

Κάθισαν γύρω γύρω οι φίλοι
Κι ανάμεσα τους πέρασε ο κισσός
Και λίγος θόρυβος του δρόμου.
Όταν καλά τους έδεσαν οι έλικες
Και σκόρπισε η τελευταία σκόνη,
Σήκωσε ο πρώτος το ποτήρι του
Κι ευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια
Να τους σκεπάζει πάντα ο ουρανός
Με τη μεγάλη σοδειά του.

Δεν τους γνωρίζω. Τους φαντάστηκα
Σαν μια φυλή πεζοπόρων
Που πότε πότε σταματούν και μοιράζονται
Τα λιγοστά υπάρχοντά τους.
Συγκατανεύουν ο ένας στου άλλου την εξήγηση
Κι ύστερα, με του καπνού τα δαχτυλίδια,
Στέλνει ο καθένας στεναγμό στο πρόσωπο
Που τον κοιτάζει πάνω απ’ τ’ άστρα.

Δεν έχουν βέβαια όψη ανδρών σοφών.
Μοιάζουνε πιο πολύ συστάδα δέντρων
Γύρω από μια, ριγμένη από ψηλά,
Γιγάντια πέτρα.
Αυτήν την πέτρα ψηλαφώντας με τα δάχτυλα,
Διαβάζουν του Θεού το ζάρι.

Έτσι θα ’ταν καλά. Κι αν ακόμη
Δεν είναι η ζαριά παρά ένας
Και τελειωτικός πυροβολισμός.
Κι αν, αντί για το πέτρινο ιερό της,
Ανοίγει μοναχά μια τρύπα.
Κι αν όλοι οι φίλοι δεν είναι παρά ένας
Χτυπημένος άνθρωπος,
Έτσι θα ’ναι καλά. Μπορεί κανείς ν’ ακουμπήσει.
Μπορεί να βαδίσει χιλιόμετρα
Δανείζοντας τα δάκρυά του
Σε κάθε ίσκιο που τον προσπερνά.

Η ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ

Ο νεκρός με το γαλήνιο πρόσωπο
Μαθαίνω ότι είναι ο Ήλιος.
Ο άλλος, που ένας μορφασμός τον σφίγγει,
Είναι ο βράχος κάτω από τον ήλιο
Με μια και μόνη στην κορυφή
Ανθρώπινη κατοικία.

Μέσα κεί ζουν οι κατώτερες φυλές.
Με τα ζώα τους μαζί, σαν σε στάβλο.
Ανίδεοι αν γύρω απ’ την πέτρα
Σπάει το κύμα.

Όσες φορές ανοίγουν το παράθυρο
Ή βγάζουν για βοσκή τα πρόβατά τους,
Όλο ψηλά κοιτούν και θλίβονται.
Χώνονται πάλι μέσα βιαστικά
Και τρώνε τη ζωή τους στα δάκρυα.

Αλαζονεία ή σοφία δεν το ξέρω,
Αυτοκτονία ή ευπρέπεια.
Μα τόση φωτεινή παγερότατα,
Τόση διαφάνεια της φλεγόμενης μάζας,
Που καθησύχασε τα εκρηκτικά υλικά
Και φόρεσε αδαμάντινο καύκαλο
Πάνω στο πρόσωπο της αγάπης,
Δεν θα γίνε χωρίς τη θέληση μας.
Για να τελειώσουν όλα όπως τελείωσαν,
Πολύ θα έχουμε εργαστεί.

Όσοι με τρόμο κρύψαμε απ’ τα μάτια μας
Το τερατώδες φύλο της καρδιάς μας,
Όσοι χωρίς περιουσία δανείσαμε
Χρυσό απ’ των άλλων τα έσχατα όνειρα,
Εδώ τώρα, με τα ζωντανά και με τ’ άχερα,
Συνωστιζόμαστε.
Όσο και να μορφάζει η στέγη,
Όσο και η πέτρα να συρρικνώνεται,
Τα βροντώδη τα βλέφαρα έκλεισε.
Δεν μας βλέπει, δεν μπορεί να μας δει
Ο νεκρός εκεί πάνω.
Τις φλόγες του αργά αργά
Σαν πόνο που κανείς δεν εννόησε
Καταπίνει.
Την ξοδεμένη άπειρη ζέστα
Αφήνει στα περαστικά βουνά.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

2

(… όπου ο ποιητής μένει
ακατοίκητος )

Η θεία έμπνευση σ’ εγκατέλειψε, φίλε μου.
Τι σου μένουν πια; Οι επιθυμίες…
Μ’ αυτές δεν πας μακριά.
Το πολύ
Ως την εκπλήρωσή η τη διάψευση τους.

Αλλιώς, αλλιώς είναι
Όταν έρχεται να κατοικήσει μέσα σου
Των δαιμόνων το σόι.
Σέρνουν μαζί τους σαν δεμένο με φωτιά
Τον αργό θάνατό σου.

Είναι χαρούμενοι μες στα σπλάχνα σου.
Κάτω απ’ το στήθος σου είναι ζεστά.
Τρώνε από σένα και σκεπάζονται.
Έξω χειμώνας βαρύς.

Δεν είναι ότι θέλουνε να σ’ αφανίσουν.
Μα, όπως γίνεται ένας σεισμός
Κι αλλάζει ο θαμμένος πλευρό
Για να βολέψει τις αλυσίδες του,
Έτσι κουνάν και σπάνε τη σκέψη σου
Κι ερείπια κάνουν τα καλά σου έργα.

Λένε οι φίλοι: «Δέστε ένα πουλί!»
Λένε οι εχθροί: «Δέστε το κλουβί του».
Μα σένανε σε τρώνε οι δαίμονες
Και στον εαυτό σου, μοναχά σ’ αυτόν,
Σε μεταμορφώνουν.

Και τι είσαι τάχα χωρίς θεία έμπνευση;
Κάποιος που θ’ αγαπηθεί από τους ανθρώπους.
Κάποιος που όλα τα δώρα της νιότης του
Θα τα ξοδέψει.
Ή, αν είσαι απ’ τους πολύ λυπημένους.
Κάποιος που έκρυψε από το φως του ήλιου
Των δακρύων του τα μαργαριτάρια.

Με την έμπνευση διώκεσαι.
Δεν κυνηγούν το φόνο μα το πένθος.
Θέλει σπηλιές να βρίσκεις και ρουμάνια.
Θέλει να μη μοιραστείς ποτέ
Το ψωμί σου.

Έλα τώρα, μη σκαλίζεις τα χαρτιά σου.
Άλλο μην ταπεινώνεσαι.
Το βράδυ κλείνει τα παράθυρά του.
Κλάψε.

5

(… όποιος αγαπά την αλήθεια
εμένα δεν μ’ αγαπά )

Ω, καμιά πραγματικότητα
Εκτός από τούτη τη λίμνη
Μες στο χλομό αντιφέγγισμα
Του φθινοπώρου.

Η αστραπή ενσαρκώνεται.
Το κίτρινο φύλλο μουσκεύει.
Κατάκοπος απ’ την ανάστασή του
Ο πνιγμένος.

Το άνθος πάνω στο νερό, μες στον κύκλο του,
Είναι το πραγματικό πρόσωπό του.
Για να αναστηθεί, το εγκατέλειψε.
Μα τώρα, όπως περίλυπο επιπλέει,
Στρέφει σ’ αυτό με συμπάθεια
Το νέο του βλέμμα.

Καμιά, καμιά πραγματικότητα
Εκτός από τη σιγανή βροχή.
Αυτή λιχνίζει πάνω απ’ το γυαλί τα τιτιβίσματα.
Ψιθύρους ασαφών υποθέσεων
Πως τάχα φως θανάτου υπάρχει
Και έγερση από θλίψη απέραντη.

Ήχους αμφιβολίας, βήματα,
Κρύα σκόνη στον αέρα.
Ώσπου η οσμή των σταφυλιών
Πάλι το φόβο κάνει μέθη.
Γεύση από δεμένα στον ήλιο
Κι αραδιασμένα, μιλιά μακριά, σ’ ένα πιάτο,
Μαύρα, καλοπλυμένα τσαμπιά.

Τίποτε πιο αναληθές, πιο ταπεινό
Απ’ την αλήθεια.
Αν είναι ο ουρανός γεμάτος σύννεφα,
Τα σύννεφα είναι γεμάτα σπίτια.
Εκεί οι μέρες των μηνών κατοικούνε
Πριν κατεβούνε να ταφούν εδώ,
Καθώς, αιώνες πριν ξενιτευτούν,
Έχουν τάξει.
Ποτέ, ποτέ είκοσι τέσσερις ώρες
Δεν ερμηνεύουν τόσο βάρος στο στήθος μας.
Ω, από πόσο μακριά
Τις αποσκευές κουβαλάνε…

Κι αν έχουμε αγαπηθεί, αυτό δεν είναι
Πραγματικότητα.
Κι αν έχουμε αγαπήσει, αυτό δεν είναι
Όλη η αλήθεια.
Πρόσωπο νούφαρο και πρόσωπο στους ώμους
Ένας καθρέφτης από ασήμι τα διαιρεί
Και το πνεύμα επινοεί το τοπίο:
Εδώ τα φύκια, εκεί ο βυθός,
Πιο κάτω ο οικισμός που πλημμύρισε.
Παντού το ρύζι του ψιλόβροχου.
Πουθενά το ψωμί της αλήθειας.

Ακύμαντη από όχθη σε όχθη
Αντανακλά το εκτυφλωτικό ενδεχόμενο.
Ένας συλλογισμός την εμψυχώνει.
Οι κλωστές του ψαλιδίζονται στον αέρα
Κι ακούω το μέταλλο στο μέταλλο
Σαν προσευχή που επαίρεται
Βουίζοντας από υδρόβια δράση.
Ποιος γνωρίζει αν είναι μονάχος
Ή αν συνεχίζει τους περιπάτους του
Ο Άλλος πάνω στο νερό…

7

(… όπου τελειώνουνε κι αυτές
οι ιστορίες)

Ω, μέριμνα, ω, ερημιά…
Ας μαζέψω τα κουρέλια
Των πρώτων μου σκέψεων.
Ας δώσω περιθώρια να στρωθεί
Χαλί από χλόη.
Την αίθουσα του σύμπαντος διασχίζει
Κατήφεια και υπομονή.

Έφυγαν από τα σπίτια τους
Οι όψεις των πραγμάτων
Εδώ σκορπώντας μοναχά
Το φεγγοβόλημα,
Όλα εκείνα τα παμπάλαια σήματα
Που ξέρω ότι έχουν σωπάσει,
Τ’ ακούω όμως σαν φασματική
Οικουμένη των φίλων.

Ο θόλος κάτοπτρο απ’ όπου
Βρίσκει ο καπνός τα περάσματα.
Δρόμους ηχηρούς και απόκρημνους
Προς τη Χάρη.
Τέλματα στον αέρα, όπου βυθίζονται
Σε στρώματα διαδοχικά τα βλέμματά Του.
Μα εδώ μονάχα η Μουσική, κάποιοι τόνοι
Απ’ τις τροχιές των παρασίτων
Επάνω στα στεκούμενα νερά.

Ω, φροντίδα για το τίποτα.
Των καθημερινών συνήθειων
Διωκόμενα έθνη,
Ας ησύχαζε αυτός ο αέρας.
Τα βήματα των ενδυμάτων αφουγκράζομαι
Καθώς, φευγάτα από βαριές ντουλάπες,
Πάνε κατά το βάλτο.
Οικοδομήματα που αποκαλύπτουν άλλα
Κι αυτά άλλα και άλλα οικοδομήματα
Διαλύουν σαν από αχνό
Τέτοιοι φθόγγοι.
Κι εγώ είμαι ακόμη εδώ κι αδειάζουνε
Από κάθε σημασία τ’ αυτιά μου.

Δεν μπορώ, δεν μπορώ να καταλάβω.
Το κρουστό από τόσους ψιθύρους
Κάνει την αντοχή μου να σαλεύει.
Θα ’πρεπε να ’μουν αθάνατη
Πριν δω τις κορυφές τις χιονισμένες
Σαν σώματα που σκέπασαν για πάντα
Κάθε τους άγγιγμα…
Σαν τόσους αγαπημένους που θέλησαν
Να μου στρέψουν τη ράχη.

Σε μια κηλίδα κρότου που απλώνει
Τα βουνά θεμελιώνουν τους θρόνους τους.
Και κάτω τουρτουρίζουνε τα φώτα
Των βιομηχανιών.
Πυκνές διασχίζουνε τη στέπα
Συγκοινωνίες.
Πάνε κι έρχονται οι συρμοί.
Πτήσεις ανάβουν και χάνονται
Στο χαλάζι.
Τι θα ’πρέπε να ξέρω εγώ
Από μια τέτοια κακεντρέχεια,
Από μια τόσο υπεροπτική
Θεομηνία;

Κάποτε ζούσαν τα πρόσωπα
Όσο χρόνο ζει το φεγγάρι.
Η μπάλα ξέφευγε στα κύματα
Σαν μέσα από θεοσκότεινη κάμαρα
Και γύριζα να δω γιατί
Το πέλαγος σήκωνε το σπίτι.
Άκουγα το παφλασμό από το ηχείο,
Γέλιο ενός Τρίτωνα που απόμεινε εκεί κάτω,
Μες στα γκρεμίσματα των ανακτόρων του,
Μες στα σαβανωμένα κοριτσάκια
Που τίναζαν το τόπι πίσω στη στεριά.
Σήμαινε αυτό: θα χάσω έναν άνθρωπο.
Τη θέση του θα πάρω στο τραπέζι.
Ω, δεν θα τον αφήσω ποτέ
Να δειπνήσει ολομόναχος.

Τι σημαίνει, λοιπόν, τι σημαίνει
Αυτή η άηχη αναρρόφηση…
Χοάνη που σέρνει στο κέντρο της
Οικοσκευή και βιβλία.
Τέτοιο τραπεζομάντιλο, τόσα άνθη,
Με μια και μόνη κίνηση
Σηκώνει ο αέρας.
Μαγνητισμένα, με το σημάδι στο κούτελο,
Ακολουθούν στο ανάστροφο ποτάμι
Όσα σώθηκαν άδολα ζώα,
Λαγοί και πέρδικες κι ένας θλιμμένος
Ύπνος χειμερινός της αρκούδας.
Τα χνάρια τους, τα βαριά πέλματά τους
Το ρεύμα θάβει τραβώντας το δίχτυ του.
Τίποτα εδώ εκτός από τη σκέψη μου
Πλυμένη από την ψυχή μου.

Τι είναι; Τι είναι αυτό; Δεν έχει νόημα.
Αυτό δεν μιλά και δεν βλέπει.
Σαν μέσα σ’ ένα μπουκάλι
Το βόμβο κλείνει του κόσμου.
Νιάτα του σώματος, πόνος μυαλού,
Θνητή κι αθάνατη φιλονικία
Ούτε γνωρίζονται ούτε απαντούν.
Ένα σφυρί μονάχα το καρφί του
Μπήγει στο βουνό
Αλλάζοντας χρονολογίες.
Και κάθομαι κι ακούω και μετρώ
Τυχαία πάνω κάτω στο άπειρο.
Ώσπου κι αυτή η αντίσταση να γίνει
Μια μηχανική φλυαρία
Κάποιου που έχασε από χρόνια
Κάθε ακοή

Το κυπαρίσσι των εργατικών (1995)

ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΕΝΟΣ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Φως μικρό από μια παλάμη.
Χλόη στα σκεπάσματα.
Ταξιδεύει, αλλά δεν είναι νεκρός.
Τα θρύψαλα από τα γυαλιά του,
Η σκόνη από το σακάκι του,
Οι άσπροι αστράγαλοι, το πουπουλένιο στρώμα,
Όλα είναι ακόμη εδώ.

Ταξιδεύει, αλλά δεν είναι νεκρός.
Άκου που έρχεται το απόγευμα.
Κι ο θόρυβος από κηπουρικές φροντίδες
Και τα ψίχουλα τ’ αραδιασμένα στα πουλιά
Κι η μυρωδιά άδειας φωλιάς, το ποτιστήρι,
Συνήθειες ευλάβειας, τύποι ιδεών,
Το απερχόμενο νόημα
Ενός μικρού κιβώτιου μ’ εργαλεία,
Όλα είναι πάντα εδώ κι ακόμη
Η βουή μιας ύπαρξης που σήκωσε
Χέρια σαν δέντρο, ανάστημα καπνού.

«Αν οι πράξεις μας γυρεύουνε άφεση,
Αυτό είν’ όνομα καλό για την αγάπη.
Όσοι δεν είναι γύρω μου είναι μέσα μου.
Κι εγώ έχω το κουράγιο να τους βρω».
Έτσι γράφει το χαρτί που μας άφησε.
Βέβαια, δεν πήρε το πενάκι του.
Τα λυπημένα του ορθογραφικά.
Μα ό,τι είναι ορθό έναν ολόκληρο χειμώνα
Ζωή και θάνατος μεταμορφώνουν
Σαν τα μάτια που πετάει μια κλάρα,
Σαν το μπόλι, που μόλις πάει να δέσει
Επάνω στη σωστή χαρακιά.

Αλλά και πάλι θα μας γράφει. Θα μας γράφει…
Τις νέες ποικιλίες υακίνθων,
Μια πιο εγκάρδια βλάστηση αρωμάτων,
Τα υβρίδια των πηγών, τα πέτρινα πέταλα
Μιας εξαιρετικής διπτέρου ανεμώνης
Και πώς, με άπραγα τα χέρια πια,
Μόνος ο νους καλλιεργεί και συλλέγει,
Άκαρπο μόχθο, τρυφερότατο βλαστό,
Την απορία, τη θλίψη, την ευθύνη.

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΦΟΣΙΩΣΗΣ

Ο στρατιώτης πήγαινε μπροστά.
Σφύριζε με χάλκινους πνεύμονες
Πως είναι η ανελέητη εκδίκηση
Η πιο σοφή, η πιο παρθένα Δικαιοσύνη.
Τον ουρανό μαστίγωνε η παντιέρα του
Και χιόνι έπεφτε καινούριο.
Τη γούβα που άνοιγε το πάτημά του
Χιόνι δεν τόλμαγε να τη σκεπάσει.

Η Μοίρα του βάδιζε πίσω του.
Δούλα, που έχουν αχρηστέψει τα γεράματα.
Τα ρούχα της κουρέλια, κεφαλή σκυφτή.
Στη θέλησή του τέλεια υποταγμένη.

Όλη τη μέρα ανέβαινε, ώσπου
Κατάμαυρο, κρουστό μεταξωτό,
Τεντωμένο απ’ άκρη σ’ άκρη του ορίζοντα,
Σκίστηκε ξάφνου από εκατομμύρια άστρα.
Χέρια πατέρα τού άπλωσαν τα γέρικα έλατα.
Με σεμνό πόθο τον ετύλιξε η σελήνη.

Όχι, δεν βρήκε το θάνατο.
Όχι, δεν τον χτύπησαν κατάστηθα.
Ούτε χωσιά, ούτε ενέδρα, ούτε ατύχημα,
Ποντικοί, κάτι χοντροί αρουραίοι,
Είχαν εχθρούς και φίλους αφανίσει,
Είχαν ρημάξει τα σπαρτά.
Τύφλα, στουπί, κάθε βράδυ τον μαζεύει
Η δούλα του από τα σοκάκια.
Τρίζουν τα γέρικά της κόκαλα
Ως να τον βάλει στο κρεβάτι.
Σαν αποκοιμηθεί, του βρέχει το κεφάλι.
Κούτσα κούτσα τού φέρνει γιατρικά.

«Βαρύ είναι, γιε μου, το κεφάλι σου στα πόδια μου.
Βαρύτερο είν’ έξω το φεγγάρι.
Τρεκλίζει πάνω στην ταράτσα.
Τρομάζει το γάτο και τα πουλιά.
Γείρε. Ησύχασε. Καλά το ξέρω
Τρεις μέρες μόνο μένεις κάτω, στα σκοτάδια.
Τρεις μέρες.
Θα περάσουν πια».

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΒΑΡΚΑΡΗ

Η βάρκα του περίμενε δεμένη.
Μύριζε κερί και σάπια φύλλα
Και μια πανάρχαιη λακκούβα φως.

Μετά τόση οδοιπορία κουρασμένος,
Κάθισε λίγο, έβαλε τα πόδια του
Στο υποταγμένο ποτάμι.
Αναρίθμητες φυλές ψυχών ακολουθούσαμε.
Οσμή σπηλαίου μούσκευε τα ρούχα μας.
Μα άναβε ακόμη ο φώσφορος των ματιών
Γι’ αυτά που δεν θα ξαναβλέπαμε,
Μια πάπια αδιάφορη, που αγρυπνούσε,
Εκατομμύρια αεικίνητα έντομα,
Μια κλωστή από ασήμι
Γύρω από το παρατημένο ψαροκάλυβο.

Ύστερα, όλοι μπήκαμε στη βάρκα.
Σαν να μη χτύπαγε τον ποταμό κουπί…
Σαν να κυλούσε μαύρο μέλι…
Τις μακρινές πατημασιές μας στην όχθη
Μια μια τις άσπριζε το φεγγάρι.
Με το στήθος βαρύ από αγάπη
Μόνο ο βαρκάρης τραγουδούσε
Τόσο παρήγορα, τόσο γλυκά,
Που πια δεν κοιτάζαμε πίσω. 

Τώρα δεν θέλω να ταράξω άλλο τον ύπνο σου
Μόνο, όταν έρχεσαι εκεί που κοιμάμαι,
Δεν θέλω πια τ’ αγαπημένα σου δάκρυα
Μα το τραγούδι αυτό του βαρκάρη.
Σκύβω στ’ αυτί να σου το μάθω.
Μυρίζω πάλι τα μαύρα σου μαλλιά.

ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

Τα πρώτα φύκια της αυγής.
Το πρώτο λυχνάρι ενός χαμόγελου.
Τα πρώτα θρύψαλα ενός κύκνου.

Αλλά όχι. Είναι τα βήματα
Της χτεσινής βροχής.
Η επιφύλαξη
Ενός φίλου που άλλαξε.
Μια υγρή κορδέλα, κλεισμένο στο φάκελο.
Η απορία
Μιας χούφτας γεμάτης νερό.

Μα πιο πολύ
Είναι αυτός ο κρόταφος
Αυτή η κλίση του λαιμού
Αυτά τα πλήκτρα.
Είναι το δίχτυ από βλέμματα ομίχλης
Στο τέλος μιας μεγάλης ημέρας
Μπροστά σε φρούτα φρεσκοκομμένα,
Σε μια μικρή κούπα γάλα.
Είν’ ο κρυφός περίπατος της σκέψης,
Η φλαμουριά, το κιγκλίδωμα,

Η αθεράπευτη χηρεία της καρδιάς.

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ

«Έζησα χρόνους στη στεριά.
Καιρός να γυρίσω στη θάλασσα
Κι ούτε έχω πια να φοβηθώ
Μια γριά φουρτούνα σαν τη μάνα μου».

Αλλά η μάνα σου ήταν έλατο
Σ’ ένα βουνό επάνω στ’ άλλο.
Το φορτίο του χιονιού ανασήκωνε.
Έκρυβε το ζεστό χυλό στα κόκαλά της
Κι όταν ξεσπούσαν στον καιρό τους τα νερά
Με ρίζες άσειστες κρατούσε στεγνά
Σπίτι λαγού, φαμίλια της χελώνας.

Όπου και να γυρίσεις, όπου και να πας,
Η μάνα σου δεν είναι φουρτούνα
Μα η στεριανή, γεμάτη χνούδι υγρό, ζεστή σελήνη,
Που σ’ έχει στην αθανασία ταμένο
Και ξενυχτάει και σε μελετά. 

ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ

Κλείνουν στο κιόσκι τα φανάρια τα βιβλία τους.
Καθώς το σπίτι κατεβαίνει στα βαθιά
Σαν μυρωδιά ψωμιού που σβήνει
Απλώνεται το γεναριάτικο φεγγάρι.

Άραγε ακόμη ο κρεμασμένος είναι μόνος του…
Ν’ ακούστηκε το σπρώξιμο του σκαμνιού…
Να έλειψε η βραδινή του καληνύχτα…

ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ

Αθόρυβα, με πόδι πελεκάνου,
Πάνω στην άμμο που μισοκοιμάται
Φτάνει το πλήρωμα των ημερών.

Περνούν τα ψαροκάικα γεμάτα.

Δεν ζούνε πια αλλά κρίνουν
Ο ουρανός και η γη.

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ Σ’ ΕΝΑ ΝΥΧΤΕΡΙ

II

Βροχή ερχόταν: ο άπαυτος μουγγός της βρυχηθμός
μαζευότανε πίσω απ’ τα κοπάδια. Αφήσαμε το
άρρωστο κορίτσι καταγής κι ύστερα κάτσαμε κατάκοποι
στο χώμα. Καθώς τα ζώα σκορπίζονταν τριγύρω
μας, τ’ απορημένα τους μουγκανητά διώχναν τις σαύρες,
που έπλεναν στην αστραπή την ουρά τους: καθώς
χωνόντουσαν στις πέτρες, στάζανε πίσω τους τα ξέφτια
μιας ακατανόητης οργής. Βραδυκίνητο σαν αρκούδα
στο χιόνι πατούσε λόφο λόφο το φεγγάρι κι η
φουσκωμένη του κοιλιά, που κοπανιότανε εδώ κι εκεί
στα ερημοκλήσια, έσκασε τέλος σε δριμύ αγιάζι, λίγο
πριν έρθει το πολύ νερό και δέματα, κιβώτια, σάκοι
συρθούνε μες στη λασπουριά. Άχρηστοι από τον
πυρετό και την ανία ακούγαμε να πλατσουρίζει εκεί
πάνω κάτι που αναίτια είχε επινοηθεί και υπάρξει,
δέντρο ή άνθρωπος ή ερπετό. Η αρκούδα του χιονιού
μετάλλαζε σιγά σιγά σε μέγα πρόσωπο γυναίκας, που
όλο έσφιγγε στο στόμα το μαντίλι της κι όλο κουνούσε
το κεφάλι. Τέλος σκύβει και με μπράτσα γερά σηκώνει
το κορίτσι από το χώμα, διώχνει τις μύγες από
το πρόσωπό του και μπαίνει στο καμένο σπίτι, εκεί,
περνώντας με γαλήνια προσοχή πάνω από τα
γκρεμισμένα ντουβάρια.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ

Το σώμα αρφανό από νου,
Άκαμπτο πάνω στ τραπέζι,
Γι λίγες ώρες ακόμη φυλάσσει
Σεβάσμια σκεπασμένο με σεντόνι
Την ευπρέπεια το απόρρητου βίου του.
Ώσπου και η τελευταία αυτή σεμνότητα αποσπάται
Και σταθερό ανασύρει το νυστέρι
Του κάθε πόνου το απολίθωμα στο φως.

Μα ἡ ψυχή, που γύρω εκεί πετάει,
Κλαίει τον άλλον εξευτελισμό, όταν σύρθηκε
Να πρωτοκατοικήσει μες στο σώμα
Και γύρω κλάματα χαράς και θεία πρόσωπα,
Που έπρεπε ν’ αγαπηθούν προτού πεθάνουν.
Τον εξευτελισμό ν’ ανοίγεις το παράθυρο
Σ’ ένα ακατοίκητο πια σπίτι.

Κι ύστερα, όταν σύρθηκε από το σακάκι
Μπρος στον ανακριτή και το δακτυλογράφο.
Κι όταν, με το καπέλο χαμηλά στα μάτια,
Σύρθηκε στις ουρές για το επίδομα.

Αχ, αδύναμο, αδύναμο σώμα,
Επάνω στο βουνό φυτρωμένο,
Χτύπα τον με τις ματωμένες σου γροθιές, σπρώξ’ τον πέρα
Αυτόν τον άθλιο ουρανό.

Ο ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ

Μες στα βαρύτιμα του ρούχα, ισχνός. Υπέργηρος
Τα δάχτυλά του, φορτωμένα δαχτυλίδια,
Στην πολυθρόνα του ακουμπούν.
Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει τ’ αγριοπούλι
Σκοντάφτοντας στα λαβωμένα του φτερά,
Ώσπου δύο χούφτες μουσκεμένα πούπουλα
Να σκεπάσουν
Κούφια, μικρά, λεπτοκέλυφα κόκαλα.

Πες μου, τώρα, εσύ, κεφαλάκι του κρόκου,
Καρδιά της βιολέτας, χέρια και πόδια του άνηθου
Φουντωμένα μαλλιά του ανθισμένου αγκαθιού,
Πες μου εσύ, καρπερή οικογένεια
Του αραπόσιτου και του ρυζιού,
Την ύπαρξή μου ακολουθώ ή το Νόμο,
Το στήθος μου ή τον κρύο βοριά…

ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος
Κοντά στη σκάρα του ατμού,
Με του αδελφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια,
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη αγανάκτηση.
Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι και ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.

Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του
Γυναικείο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη,
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,
Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμία φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΙΤΙΑ

Την τροφή σου, την τροφή σου πού τη σέρνεις;

Εσύ μπορείς να ταφείς εδώ,
Με τις ανόητες τιμές των οικείων σου,
Σαν να ’σουν σ’ οτιδήποτε χρήσιμος.

Μα η τροφή σου, α, η τροφή θα μείνει άταφη.
Για τόση τροφή χώρος δεν υπάρχει.
Άρτων βουνά, εξωτικοί καρποί, γλυκίσματα.
Θα μείνουν στα σκυλιά και στα ποντίκια.

Να δούμε τώρα πώς θ’ αντέξει η ψυχή σου,
Ατροφική και αποστεωμένη,
Εξόριστου μακρά οδοιπορία,
Κάτεργο πείνας, βούρδουλα λιμού,
Πού θα ’βρεις, να γλυκάνεις τα χείλη σου,
Ψίχουλο που ούτε το πουλί χορταίνει.

ΣΤΗ ΣΚΙΑ

I

Κατέβαινε πέτρα την πέτρα απ’ το ποτάμι.
Λίγο στεκότανε ν’ αναπαυτεί στις όχθες
Και πάλι έπαιρνε το υγρό του μονοπάτι.

Όσο κι αν θες να θυμηθείς, δεν θα φτάσει
Ποτέ ως εδώ. Όσο κι αν σκύψεις στα χαρτιά σου.
Κι αν σε τυλίξει μυρωδιά από ρούχο γνώριμο,
Τα βήματά του δεν θ’ ακούσεις πια.

Αλλού περνά. Πλάι στα φλύαρα καλάμια.
Ανάμεσα απ’ τις ξαφνιασμένες πέστροφες.
Κάτω απ’ τα βλέμματα των πουλιών
Που πάνε κι έρχονται για τα μικρά τους.

Εδώ μια μόλις τραβηγμένη κουρτίνα,
Τα σπίρτα, το κερί, το κηροπήγιο.
Όλα όσα τίποτε δεν υποδέχονται
Κι όμως πανέτοιμα περιμένουν. 

ΣΤΗ ΣΚΙΑ

II

Μια πολυθρόνα σκεπασμένη με κουβέρτα.
Σταχτοδοχεία γεμάτα, άπλυτα ποτήρια.

Έζησε εδώ; Είδε το κεφαλάκι μιας κυρίας
Γερμένο με χάρη στον ώμο του;
Συνομίλησε με τη γαλάζια ψυχή της;

Φυσάει. Τα δέντρα δέρνονται.
Κάτω στο μόλο δεμένα τα καράβια.

Ποιον είδανε, λοιπόν, οι τοίχοι;
Ποιος σήκωσε τους ώμους μπρος απ’ το παράθυρο
Και στάθηκε να δει την προκυμαία;

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Μ’ αδέξιο βλέμμα και θνητό χαμόγελο
Και τα βρεγμένα ρούχα του στο χέρι
Στέκει εκεί, στο βάθος, ώρες,
Σαν να ’ρχεται πρώτη φορά στη ζωή.

Κι όμως πολλές φορές
Τέτοιο κορμί ξανάχτισε απ’ το τίποτα.
Φέγγει τώρα απτό και θελημένο
Σαν διπλή αγκαλιά τριαντάφυλλα.

Μα εγώ δεν μπορώ πια να πεθάνω.
Σκέπασαν τα μαλλιά τους ώμους μου.
Σκέπασε ο πάγος τα νερά.
Και κάτω ο χρυσός των ρευμάτων
Σπρώχνει τα ξύλα απ’ τα καράβια
Βαθιά, στην αδιατάρακτη νεότητα,
Όπου και η χαρά και η θλίψη οδηγούνε.

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Όλη τούτη την ατέλειωτη άνοιξη
Θ’ ακούς τη βοή της χλόης,
Που όλο κυλάει στην πλαγιά και ξετυλίγει
Τα ρείκια, τα νερά, τα βελάσματα.
Λεία και δροσερή περνά σαν φόρεμα
Πάνω απ’ το σώμα μιας μικρής κοπέλας,
Την ώρα που τραβάει ο κατάδικος
Τη μαχαιριά στο λαιμό της.
Το αίμα κυλάει ως το καλοκαίρι.
Ψοφάνε από το θειάφι του τα χόρτα
Και σέρνει εδώ κι εκεί ξέφτια απ’ το ρούχο της
Ένας απαρηγόρητος ήλιος.

Μα όταν οι πρώτες βροχές
Θ’ αρχίσουνε το σάρωμα των φύλλων,
Όταν δέσουν σταφύλια και κάστανα
Κι όταν, φτυαριές φτυαριές, ο χειμώνας
Σκεπάσει ως και στη φωλιά τους τ’ αετόπουλα,
Κουκουλωμένη κάτω από το χιόνι
Πάλι βαριά θ’ αναστενάζει η χλόη.
Για ένα πέρασμα με πόνο θερμό
Πάνω από τ’ απαλά της στήθη,
Για ένα τύλιγμα γύρω απ’ τη μέση της,
Για μια λιγόζωη χλιδή.

ΚΟΡΙΝΘΙΑ

Ι

Απλώθηκε το μεσημέρι του Νοέμβρη
Επάνω στα φρεσκοπλυμένα λεμονόδεντρα
Κι ο γάτος, δεινά μουσκεμένος,
Τινάχτηκε με ρίγος και βάλθηκε
Να λιάζεται σε μια προσήλια πέτρα.

Άμεμπτα είναι τα έργα του Θεού,
Σιγοτραγούδαγε ο καπνός από τις στέγες.

ΛΙΓΟ, ΤΟΣΟ ΛΙΓΟ ΦΩΣ

Στα κράσπεδα μιας γυάλινης εκκλησίας
Σκόρπιο λιβάνι της λύπης.
Φλόγα τρέμουσα της χαράς.
Ψωμάκι με το σταυρό του θανάτου μου,
Βαθιά ρυτίδα μιας λίμνης από σμάλτο.
Όταν απ’ το καμπαναριό κυλάνε τ’ άγρια ρόδα
Ως τη χελιδονοφωλιά του αντικρινού του μπαλκονιού,
Με κουρασμένα βήματα παίρνει το δρόμο
0 γέρικος ψαλμός κι ο ψυχογιός του,
Ένα λυπητερό τραγουδάκι,
Για τα μεγάλα μαύρα μάτια του Χριστού.

Ω, ΠΟΛΗ…

Μια αρχαιότατη έκδοση του Ομήρου,
Το χάδι ενός Σλάβου πρίγκιπα,
Ένα ασημένιο κουταλάκι άπραγο
Πλάι σε φίνα πορσελάνη
Κι αυτός ο αργός ρυθμός να σέρνει
Τα βήματά της
Από το υπνοδωμάτιο στο γραφείο.

Αυτά έχουν μείνει από εκείνη,
Τη διδασκάλισσα, την κόρη διδασκάλων,
Εκ Κωνσταντινουπόλεως. Και βεβαίως
Η εύνοια των θλιμμένων, που τη νύχτα
Γλιστρούν στο ταπεινό της κατάλυμα
Με τη θερμή, ψιθυριστή διαβεβαίωση
Ότι μπορεί, απ’ το μετέωρο παλάτι τους,
Να βλέπει, ως να σβήσουν τ’ άστρα,
Ανατολή και δειλινό στον Κεράτιο.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Τ’ ΑΣΤΡΑ

Ο τίμιος άνθρωπος πεθαίνει στο χώμα.
Το μάγουλό του πάνω στα λουλούδια,
Μια χούφτα χιόνι μες στις τσέπες του.

Είδες ποτέ πώς ανοίγει τα βλέφαρα
Έν’ αστροφώτιστο μεσονύχτι
Στο μαξιλάρι επάνω ενός βουνού
Σπαρμένου ως την κορυφή του;
Είδες πώς ανηφορίζει στις βραγιές
Ο μαύρος όγκος της σοδειάς που ετοιμάζεται;
Πώς ζουν στα σκοτεινά χαμόκλαδα
Τα μάτια του πετρίτη;

Έτσι πορεύεται όσο ζει ο τίμιος άνθρωπος
Και βρίσκεις σπίτι του ένα σπίτι,
Στο κασελάκι του κοπίδι και σφυρί.
Πρωί αλλάζει με υπομονή τον επίδεσμο
Και νύχτα βγάζει με προφύλαξη
Απ’ το υπόγειο το βαρυποινίτη.
Την αγελάδα ξεγεννά, κηδεύει
Τον γκρίζο γάτο, μόνο του συγκάτοικο.

Όσο γερνάει, τόσο πιο σκληρά εργάζεται.
Καθώς τσουγκρίζει το ποτήρι στην καράφα
Στο βροχερό, κυριακάτικο τραπέζι του,
Ανησυχεί, που πίσω του θ’ αφήσει
Κόπους που κανείς δεν θ’ αναλάβει.
Ξέρει τι θάνατος τον περιμένει.
Όταν ανάβουνε τα φώτα του δρόμου,
Τον βλέπει πάντα εκεί, στην κολόνα,
Χωμένον στο πηλήκιο και τη χλαίνη του.

Αλλ’ όταν του χτυπά την πόρτα, δεν ανοίγει.
Θροΐζοντας σαν τον αυλό της κρύας χλόης
Σηκώνεται από τη γη ο τίμιος άνθρωπος,
Δίχως βιάση καθετί συγυρίζει
Και μ’ ένα σήκωμα των ώμων φεύγει μόνος
Για τ’ οργωμένο, το κατάφυτο βουνό.

Ύστερα μπαίνει η χωροφυλακή στο σπίτι
Και, τι παράξενο, και δίχως νοικοκύρη
Γεμίζει μόνο του με κρασί το ποτήρι,
Ένα φανάρι κάτω στο υπόγειο
Στο ζώο που κοιλοπονά παραστέκεται
Κι ασύλληπτο ανηφορίζει στις βραγιές
Το μεσονύχτι.

Η προσευχή του αναιδούς (1991)

Ι ΟΡΥΧΕΙΟ

ΟΙ ΦΙΛΟΙ

Εδώ αρχίζει το ταξίδι.
Από τούτες τις πλαγιές που ανασαίνουν
Χωρίς ψυχή. Απ’ αυτά τα δέντρα
Που μου τα χουν όλα από καιρό συγχωρέσει
Κι άλλο δεν ακούνε παρά
Το πέρασμα του νερού στο φαράγγι.

Θα πάω. Έχω τη μάταιη χάρη
Πως άκουσα το λόγο του Θεού:
Περπατούσε ακόμη στα κύματα.
Έκλαιγε, ώσπου τα νερά ανεβήκαν.
Όταν τραβήχτηκαν, δε βρήκα
Παρά τα πούπουλα από τα φτερά.

Εδώ αρχίζει η φιλική αιωνιότητα
Όπου κάθε στεναγμός εκπληρώνεται
Όπου το αίμα χαμογελά πικραμένο
Και κάθε στέρηση σωπαίνει
Και το πουλί στο κλουβί θυμάται
Μια καστανιά με ρίζες στο ποτάμι
Μέχρι τις πρώτες μακρινές τουφεκιές.

Κι αν αγάπησα, κι αν δεν είχα
Πού ν’ ακουμπήσω δίκαια τη ζωή μου,
Η φυλή μου έχει ευγένεια.
Έχει η καταγωγή μου χρυσό.
Θ’ ακούσω τώρα από κοντά το φεγγάρι
Τους οκνηρούς καπνούς των πλοίων
Που εκεί αράζουν.
Φοβάται
Αυτός που έχει λουλούδια στο στήθος
Εκείνος με τ’ άσπρα μάγουλα.

Αλλά εσείς, ακριβοί μου φίλοι,
Κόμποι του χορταριού, μαργαριταρένιοι,
Που θέλησα σώμα σας και ψυχή σας
Και στη δούλεψή σας έκλαψα,
Πού θα ’στε σεις σ’ αυτήν την τιμωρία
Σ’ αυτήν τη γαλήνια βία
Όπου δεν έχουν φίλους τα βουνά…

ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΥΔΙΑ

Κάτω απ’ τη ροδακινιά καθόταν ένας
Που ήθελε ν’ αγαπήσει ξανά.

Να του πάμε ένα πανέρι με κλωσόπουλα.
Να του πάμε το πληγωμένο κουνέλι.
Και με το χέρι μας μέσα στα μαλλιά του
Να του πούμε τις συμβουλές της αγάπης.

Τη νύχτα να ’σαι ανήσυχος για κείνη.
Να κρατάς στο προσκέφαλό της
Την κουδουνίστρα των στεναγμών.
Κάθε μέρα να λιώνεις για χάρη της
Τρία ζευγάρια σιδεροπάπουτσα.
Ό,τι θέλει να μην της δώσεις
—Εσύ δεν είσαι φτωχός, μα πλούσιος—
Παρά, όσα δε βάζει ο νους της.
Και πάλι εσύ να χρωστάς
Ως το θάνατο.

Κι αν ποτέ δεν έρθει,
Τότε να βάλεις τα καλά σου.
Τότε ρίξε στραβά το καπέλο σου
Κι έλα εδώ, στην αμμουδιά, το βραδάκι,
Να βλέπουμε όλη νύχτα από πάνω μας
Το βασιλικό φεγγάρι.

Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

Ακούγονται τα βήματά μου.
Φάνηκε η μαύρη μου βαλίτσα.
Δυνάμωσε η οσμή της γης.
Στη λάσπη πάω μ’ ένα στεφάνι στα μαλλιά
Από τα ωραία λουλούδια της χώρας μας.

Ποιος δε με γνώρισε, συμπατριώτες;
Ποιος κρύβεται πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα;
Ποιος πιάνει τάχα βιαστική δουλειά;
Εγώ είμαι. Χειμώνιασε κι έρχομαι.

Ωραία, θα περπατήσω μόνος.
Αν είχε η αγάπη φως, δε θα τρέματε
Που ζείτε μέσα στην ντροπή.
Αν ξέρατε ο ένας τον άλλον,
Θα ’χαν οι πόθοι μας αξίωση.
Κάθε καλό μάς είναι ξένο,
Χωμένοι ως τ’ άστρα μες στα γηρατειά.

Κάθομαι σκεφτικός στην πλατεία.
Βλέπω το παρατημένο ποδήλατο.
Εδώ έπρεπε να ’χει ένα δέντρο
Και γύρω άλλα, μικρότερα.
Το πόδι μου μισό στα νερά.
Το πανωφόρι μου κουδουνίζει.
Μα εσείς φοβάστε το Θεό
Και σέβεστε τους υπουργούς του. 

Έλα, καρδιά μου, να προσευχηθούμε.
Πού; Στο ζεστό μας κορμί.
Δεν κουράστηκε, δεν είπε φτάνει.
Έρχεται μπόρα. Τα πουλιά ταράζονται.
Οι κρωξιές τους μυρίζουν νερό.
Να ’χα μια θέση μες στο σπίτι σας.
Τα μάτια μου κλαίνε για σας.

Περνάν τα φύλλα, τα τρελά κοπάδια τους.
Πίσω μένουν τα κλαριά.
Το κάθε ορατό σιγοφέγγει
Μες στην κρυφή του χρήση ακέραιο,
Μες στον προορισμό του φιλικό.
Ποια πόρτα θα μ’ αφήσει απ’ έξω,
Ποιο παιδί δε θα τρέξει στα πόδια μου…
Εγώ θα πω: αυτά είναι τα βουνά.
Αυτά τα σπίτια.
Εκεί κάτω φουσκώνει η. θάλασσα.
Ποιος φθονεί το θερμό αεράκι
Που μέσα μας μπαινοβγαίνει για να μιλούμε;

Ήρθα να μείνω. Σφίγγομαι στο ρούχο μου.
Λοιπόν, ας με δεξιωθεί το χιόνι.

ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΝ ΤΗ ΝΙΚΗ

Για τα κορίτσια που αγαπούν τη νίκη
Ασώπαστο κωδωνοστάσιο.
Βιολέτες ναι, βιολέτες όχι.

Έχουν μαύρα μαλλιά, μεγάλα μάτια,
Θαρρείς πως έχουν, μα δεν έχουν, σώμα,
Οι πυργοδέσποινες των απορρήτων.

Έλα γι’ αυτές να πούμε, τριζόνι
Κι εσύ σοφή γιαγιά κουκουβάγια,
Κι εσύ τριφύλλι κι εσύ ασπραγκάθι
Κι εσύ απαρηγόρητο εκκλησάκι.

Ανάμεσά μας αλλά πιο ψηλά.
Μόλις που αγγίζουμε το φόρεμά τους.
«Νιώθω μια δύναμη να φεύγει από μένα»,
Λέει μαζί τους η βελανιδιά.
Τρομάζει η πηγαδίσια αράχνη.

Και κείνες πάντα για τη νίκη,
Πολύ νεαρές, πολύ θλιμμένες,
Ενάρετες ποτέ.
Αγνές.

Τι ποδαράκι στο γυαλί… 

Τι μακρινή βρυσομάνα…

Ψύχρα ιερού μεσονυκτίου.

Υπερουράνια χλαλοή.

ΣΤΑ ΞΕΝΑ

Εκεί, στο δάσος με τα κυπαρίσσια,
Είν’ ένα μυστικό βενζινάδικο
Όπου άγρυπνά ο χοντρός με το σκύλο.
Δεν περνούν από κει μεγάλοι δρόμοι.
Μονάχα λύκοι νηστικοί
Και μερικοί νυχτερινοί φορτηγατζήδες
Με τα σπασμένα τζάμια στο κούτελο.

Πέρα, στην έρημη λεωφόρο,
Γυρνούν οι ρόδες στον αέρα
Βαρύ τραγούδι των τροχών
Για κείνον που αδιάφορος κοιμάται
Με μάτια ορθάνοιχτα στο κρύο
Για τη βροχή που ξέσπασε κουφός.

Ω, μακρινά βουνά του πόνου,
Όπου γεννήθηκαν και ζήσαν οι οδηγοί
Και κάτι απόχτησαν
Άλλοτε σαν εργατικά μυρμήγκια
Κι άλλοτε με την μπίρα και τα χαρτιά,
Ένας λιγότερος απόψε.
Πέφτει η δροσιά της νύχτας
Σαν μοναχής γυναίκας νυχτικιά.
Ένας λιγότερος. Κανείς ως το πρωί δε θα το μάθει
Εξόν από το νυσταλέο σκύλο,
Που υποδέχεται τον αθόρυβο ίσκιο τους.
Τ’ αθάνατά τους φορτηγά τ’ αφήνουν
Πρώτη φορά για μια μικρή πεταλούδα.
Και μες στη μυρωδιά της βενζίνας
Αχούνε που γλιστρούν κυπαρισσόμηλα.
Ο γέρος δεν κουνιέται από τη θέση του.
Ξέχειλος μες στην πέτρινή του πολυθρόνα
Εισπράττει.

Απόψε να κουρνιάσει η χελώνα.
Έντομο μην ανάψει κάτω απ’ τ’ άστρα.
Γιατί είναι κάτι σπίτια που περιμένουνε
Στου φεγγαριού το αραιό λιβάνι
Κι εκείνος που μετρούσε την αϋπνία τους
Δε θα ξανάρθει πια από το πρατήριο.
Τώρα χαϊδεύει μια γριά αλεπού.
Μιλάει τη γλώσσα του γκιώνη.

Πλένε το δρόμο, βροχή.
Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει.

ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΥΛΕΥΤΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΥΛΟ

Ο ηγέτης δε φορεί τα καλά του.
Τα καλά φορούν τον ηγέτη τους.

Ο δούλος φορεί τα καλά του.
Και τα καλά τον δείχνουνε πιο δούλο.

Ο ηγέτης είν’ αφεντικό και δούλος.
Δούλος του Αφεντικού κι αφεντικό των δούλων.

Ο δούλος είναι πάντα δούλος.
Και μόνο τύραννος στον άλλο δούλο.

Μια μέρα ο δούλος βάδιζε σ’ ένα χωράφι.
Είδε στο βάθος ένα σπίτι.
Τα παράθυρά του λάμπαν σαν νερό.
Έφεγγε η στέγη.
Ένα πουλί τού είπε: Μην πας.
Έν’ άλλο: Πήγαινε, τρέχα.
Το τρίτο έπαιζε με τα μικρά του
Στα χαμηλά κλαριά, στα λουλούδια.
Κι είπε ο δούλος: «Θα ’χουμε άνοιξη.
Θα ’χει γεμίσει το ποτάμι.
Δουλειές που θα ’χουνε σ’ αυτό το σπίτι…
Μετέωρο αυλάκι η σκόνη του ήλιου
Θα μπαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο
Και μια κοπέλα με τα πόδια γυμνά
Θ’ ανεβοκατεβαίνει συνεχώς τις σκάλες».
Κοίταξε τότε κι είδε τα ρούχα του.
Ποιος δουλευτής φοράει τέτοια ρούχα;
Η κερασιά φοράει τα κεράσια της.
Η πλαγιά τα μυστικά της.
Ένα σύννεφο το υγρό του χνούδι.
«Ούτε το δέρμα σου δε φοράς, φουκαρά μου.
Ούτε ενός πουλιού το φτέρωμα.
Ούτε μιας ακρογιαλιάς τις άσπρες πέτρες.
Ρούχα φοράς. Τα καλά σου.
Και φυσάει το μαρτιάτικο αεράκι.
Εδώ κι εκεί
Σιγοπετάει η τελευταία υγρασία.
Τα ξύλα, που ’ναι για να μαζευτούνε πια, στεγνώνουν.
Κουδουνίζουνε στη μέση της κοπέλας
Πλήθος τα κλειδιά της αποθήκης,
Κυδώνια, μήλα, καπνιστά.
Ποιος δουλευτής φοράει τέτοια ρούχα;
Άλλο δέντρο δεν υπάρχει στο χωράφι.
Άλλο δε θα μου μιλήσει πουλί».

Σπίτι, που λάμπουν τα παράθυρά σου,
Φέγγε του δουλευτή να βαδίζει,
Φέγγε του δέντρου να μην κοιμηθεί.

ΤΟ ΦΩΣ

Έχασε εκείνον που αγαπούσε
Ή δεν τον γνώρισε ποτέ.
Κι όμως. Τι λαμπερή γυναίκα.
Μες στο κλειστό το φόρεμά της
Σαν μες στη χλόη κολυμπά
Κι όταν σερβίρει τσάι με κανέλα
Όλους μάς δένει μια βουβή αναπνοή
Από χαρούμενο κρεβάτι.
Παιδιά δεν της άφησε ο χρόνος
Ή δεν απόχτησε ποτέ.
Κι όμως. Τι τρυφερή μητέρα.
Σαν φεύγουμε, διορθώνει το κασκόλ μας.
Δεν περιμένει να γυρίσουμε.
Αν αργήσουμε, δε μας μαλώνει.
Πόνους συχνά ζητούμε ξεχασμένους
Για να γείρουμε λίγο στα πόδια της.
Παρότι φύγαμε και μίλια μακριά της,
Δε χάσαμε ποτέ τα χνάρια της.
Με το αργό, λυπημένο της βάδισμα,
Περπατάει με διάκριση μέσα μας
Σαν μια σκιά πάνω στον τοίχο.
Άλλοι ανταμώνουν νευρικά κορίτσια
Και δείχνουνε υπομονή,
Γιατί θυμούνται που Εκείνη κάποτε
Τους είχε προσεχτικά σκουπίσει
Το λίγο αίμα μιας ιδιοτροπίας.
Άλλοι γερνούν στο τραπουλόχαρτο.
Κι αίφνης, τους πνίγει τ’ άρωμά της και σηκώνονται-
Πέρα τραβούν, στο βραδινόν αέρα,
Και μόνοι ως το πρωί σ’ ένα παγκάκι
Ψάχνουν να βρουν αν θα τους έδινε συγχώρεση,
Ποια, μέσα απ’ τα φιλιά της, συμβουλή.
Τι τρυφερή, τι λαμπερή γυναίκα.
Μονάχα, να, δε μας κοιτούν πάντα τα μάτια της.
Μας βλέπουν, ναι. Και, πιο συχνά, προβλέπουν.
Όμως επίμονα τα βρέχει μια υγρασία
Άλλου θεάματος, φριχτού ή ωραίου.
Ύστερα, πότε πότε σηκώνεται
Δίχως καν μια ευγενική καληνύχτα
Και κάπου κρύβεται, ποιος ξέρει,
Σαν άγριο πουλί μες στα φτερά του.
Να είναι τάχα αυτά μηνύματα
Κάποιου οριστικού χωρισμού
(Πώς θα μπορούσε ποτέ να μας αφήσει;)
Ή κάποια λογική φειδώ στην καλοσύνη…
Όπως και να ναι, όταν έρχεται η άνοιξη
Κι οι αόρατες ανθίζουν κερασιές
Κι όλα χαρούμενα επιστρέφουνε
Χωρίς λόγο και χωρίς τέλος,
Εκείνη είναι πάντα εδώ, κοντά μας,
Βουνό μεγάλο που άγρυπνά κατάφυτο
Απ’ τις πηγές του ως κάτω πια, τη θάλασσα,
Όπου αποθέτει κάθε του κλαράκι
Και σμίγει με τ’ αρχαία νερά.

Ο ΑΠΟΙΚΟΣ

Εκείνος ο δύσμοιρος άνθρωπος,
Που βαδίζει με τον μπόγο στην πλάτη
Χρόνια τώρα,
Έχει ακόμα δύναμη. Το λέει η καρδιά του.
Οι ώμοι, βέβαια, έχουν πια κυρτώσει.
Πέσαν, αραίωσαν τα μαλλιά.
Τραυλίζει αντί να μιλά.
Τα ρούχα του άλλαξαν πολλές φορές επάνω του
Όπως το δέρμα του φιδιού.
Περνάει από χωριά.
Ψυχές ντυμένες τ’ αλλοκαιρινά τους
Τριγυρνούν εκεί εργαζόμενες
Έναν άκαρπο μόχθο.
Περνά από πόλεις. Μες στο βρώμικο θόρυβο
Μόλις που οσφραίνονται τη φτώχεια του,
Μόλις που ακούν το πέρασμά του
Σαν νόμισμα παλιό που ζυγίζεται
Κι όλο ζυγίζεται απ’ το χρυσοχόο.
Σαν ένα μικρό ξάφνιασμα (αυτό φτάνει)
Από γεροντική, ενός πατέρα ίσως, κατάρα.
Άδικη. Που είχαν φοβηθεί. Κι είχαν ξεχάσει.
Πολλές φορές έχει σταθεί μπρος στη θάλασσα.
Λέγοντας: «Θα περάσω
Πατώντας πάνω. Με φτερά».
Κι ύστερα μένει στους ίσκιους μέσα.
Δένει το ξεσκισμένο του φλάμπουρο
Στο καλάμι του για δισάκι.
Δύσμοιρος, δύσμοιρος άνθρωπος.
Χωρίς φίλους, χωρίς απογόνους.
Μες στο ξεπατωμένο του καπέλο
Συχνά φωλιάζει —τι άλλο— η ξιπασιά.
Την άπατη γεμίζοντας κοιλιά του εδώ κι εκεί,
Ούτε υπόληψη θυμάται πια, ούτε αισχύνη.
Σώμα και νου παραδίνει
Στην κούραση, στην οργή, στο χρήμα.
Αυτά του σκάβουνε το πρόσωπο.
Τόσο νωθρό τον κάνουν, τόσο γέρο,
Που κι οι άσαρκες πνοές των ξωτικών
Να παρασέρνουνε τη θέλησή του,
Να του σκορπούν τα λίγα υπάρχοντα,
Γελοία να τον κάνουνε να τρέχει
Πίσω από κείνο το καπέλο.
Κι αλίμονο. Στη μαύρη νύχτα μέσα
Θυμάται που ήτανε συμπατριώτης
Ενός γερακιού.
Μ’ ενός αγγέλου το παιδί στην αγκαλιά
Πως βάδισε από τη Σμύρνη στην Αθήνα.
Πως χώθηκε ως τη μέση στο χιόνι
Μετά.
Πως κρύφτηκε στα ρουμάνια.
Πως σκότωσε με το μαχαίρι.
Και πως σπιτώθηκε όπως όπως
Μετά. Αυτός. Ένα γεράκι.
Τώρα βαδίζει με τον κουρελομπόγο του
Σχεδόν τυφλός. Σχεδόν χορτάτος.
Στ’ αντικρινά βουνά
Μια τόση δα γραμμούλα φως, νομίζει,
Ή, μοναχά, ένα κοινό ξημέρωμα
Που κανείς δεν μπορεί ν’ αποφύγει.
Όπως και να ’ναι, έχει ακόμη δύναμη.
Το λέει, το λέει η καρδιά του.

ΣΟΝΑΤΙΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΑΛΗ

Σ’ ένα μαγαζί κλειστό, φωτισμένο άτονα πίσω από
τα βαριά ρολά του, το πανωφόρι μιας μικρής υπαλλήλου.
Μέσα στην τσέπη της το πορτοφόλι και κει η
φωτογραφία της στα χιόνια με το χοντρό σκουφί της
εκδρομής.
Έλα τώρα, νύχτα εσύ, και σύρε
Τα γκρίζα σύννεφα στο ταβάνι.
Ψιλό ψιλό το χιόνι, αφράτο ύστερα,
Άρχισε να το στρώνεις στα υφάσματα,
Να κουκουλώνεις ένα ένα τα τόπια,
Ν’ απλώνεις σε πάγκους και βιτρίνες
Τις κρύες τούφες της αδιάκοπης σιωπής.
Ναι, θα κατέβουμε ως το θάνατο,
Πώς σκύβεις πάνω απ’ το πηγάδι.
Θ’ ακούσουμε το νυχτοπούλι
Να κράζει, αραιά και πού, αμετάπειστο,
Το ταίρι του μες στα βουνά.
Κι ύστερα, μες στο γενναριάτικο φεγγάρι,
Κάτω απ’ αυτόν το χιονισμένο λόφο,
Θα ’ρθει η κοπέλα για το μεροκάματο
Τρέμοντας σαν από το φως μιας πορσελάνης
Που ονειρεύτηκε. Σαν από το φλοιό ενός
Ανεκτίμητου βλέμματος αγάπης.

ΗΧΟΣ ΜΙΚΡΟΣ ΠΛΑΓΙΟΣ

Ονειρεύτηκα μια βαρκούλα.
Πίσω της έτρεχε ο σκύλος.
Έξω τα δίχτυα μπάλωνε
Το φεγγάρι.

Μέσα στο φάρο κατοικούσε
Μονάχη της η ψυχή του φύλακα.
Κουβάλαγε ένα βαζάκι μέλι
Ψάχνοντας πού να τ’ απιθώσει, χωρίς
Να ταράξει τον ύπνο μου.

Έλα, καλέ μου φίλε, να το πούμε
Αυτό το σονέτο για νυχτοπούλια
Πάνω στο ίδιο μαξιλάρι.
Ξημερώνει.
Ο κόσμος που θέλησε ο Θεός
Θα δει ξανά το φως χωρίς λόγο.
Όσο κρύωνα, να μην κρυώνω
Είναι τάχα ασυγχώρητη έπαρση;

ΙΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΑΙΔΟΥΣ

(Απόσπασμα)

Άνθρωποι του Θεού, ψίχουλα του Διαβόλου.
Μετά το χιόνι κατεβαίνουν τα σπουργίτια
Και χορταίνουνε.

Στην πλαγιά ενός ψηλού βουνού, πάντα πνιγμένου
στις ομίχλες, ανέβαινε σιγά σιγά ένας γεροντάκος κι
ο σκύλος του μαζί, μια μπρος, μια πίσω.
Στη σκάλα ενός παλιού σπιτιού ανέβαινε σιγά σιγά
μια πλύστρα με τους μπόγους της δεξιά κι αριστερά
και στον καθένα πάνω το σαπούνι.
Στο μπαλκονάκι της Ιουλιέτας ανέβαινε σιγά σιγά
ένας φαντάρος με τα κορδόνια στ’ άρβυλα λυτά και
φυλλαράκια στο γιακά του.
Κύριε, αν ήταν να προσευχηθώ,
Θ’ ανέβαινα ως την αυλή σου
Κρατώντας τον στην αγκαλιά μου ακόμη
Εκείνον που είχα αγαπήσει.
Βάρος δε θα ’τανε τ’ ωραίο σώμα
Αλλά ο σωπασμένος νους, ύπνος μιας βρύσης.
Κύριε, αν ήταν να προσευχηθώ,
Θα ζήταγα να μην ξεχάσω.
Τι κλίση που έχουν στην αθανασία
Ο κρύος αέρας, τα πατήματα στην άμμο…
Φρέσκα, θαρρείς, τα πάντα ξεκινούν
Για το σκοτάδι
Και μοναχά το χέρι ενός Εχθρού
Με γερνά και τη μνήμη μου παίρνει.
Ω, Κύριε,
Δε θα σου έλεγα τα μυστικά μου.
Δε θ’ άφηνα να μπεις μες στην κάμαρα.
Πίσω απ’ την πόρτα θα στοίβαζα τα έπιπλα
Κι ας ξέρω πως μονάχα η επιθυμία σου
Αρκεί να σπρώξει και να τα σωριάσει.
Πόσο αδύναμοι οι δικοί μου οι πόθοι, τι είμ’ εγώ
Που έτσι σπρώχνεις, που ζητάς να πάρεις…
Ω, Κύριε, δεν έχεις μεγαλείο,
Μα ένα μακρύ μακρύ χέρι.
Τόσο φτωχό σε κάνει η απληστία σου,
Που φθόνος, λέω, θα ’ταν κι η ενσάρκωσή σου
Κι όχι αγάπη.
Εξόν κι αν ήταν έρωτας. Γιατί λένε
Πως είσαι καλός
Κι η χάρη σου τα τελευταία δέντρα μεγαλώνει.
Γιατρεύεις τα πουλιά και τα κρατάς
Στη χούφτα σου όταν πετούνε.
Μήπως, λοιπόν, είσαι αθώος; Μήπως θέλεις να χαρείς;
Μήπως έχεις
Πολύ μεγάλη φαντασία για μένα;
Όμως, γιατί να σ’ το χαρίσω και τούτο
Το τελευταίο κουρέλι, την αλαζονεία μου,
Εσένα, που χωρίς ζέστη και κρύο
Αιώνια ζεις;
Κύριε, αν δε με ήθελες έτσι,
Γιατί ακούω απόψε το τριζόνι,
Επίμονο παρά ποτέ, να ψάλλει
Το Θόρυβο της ύπαρξής του;
Λέει πως είναι κάτω εκεί ένα σπιτάκι
Μονάχο κι όμως πλούσιο σαν μια πόλη.
Όσο σε χίλιους δρόμους περπατάς
Μες στους διαδρόμους του.
Τόσος είναι ο συνωστισμός της απουσίας,
Που ο αέρας γίνεται υφάδι και τον σέρνεις
Εδώ κι εκεί.
Λέει, δε γίνεται αυτή τη γάζα να τραβήξεις
Χωρίς γυμνός να μείνει ο διπλανός σου.
Αν κι είναι μίλια μακριά, ανασαίνει
Σαν τριαντάφυλλο.
Γιατί η αναπνοή του ακούραστη εκεί μένει
Που έζησε.
Αν ήταν, Κύριε, να προσευχηθώ,
Θα ’σκιζα εκείνο το πανί, κείνη τη γάζα,
Να ξαναδώ όχι το ρόδο, μα το πρόσωπο,
Τα χείλη, τα μάτια, τη φωνή.
Μια μια θα ξήλωνα τις κλωστές
Από τα μάγουλα, το λαιμό, το στήθος,
Όπως ο κηπουρός που ανοίγει αυλάκια
Και σωστά μοιράζει το νερό.
Αχ, Κύριε, δεν έχεις δίκιο
Που την ψυχή κυνηγάς, έναν αέρα.
Εύθυμη, μυρωδάτη είν’ η ψυχή
Σαν τη φτερνούλα ενός μωρού, που του κάνουν
Χαρές τα μεγαλύτερά του αδέλφια.

Χώμα (1985)

ΜΙΚΡΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ

Αν ζούσε ο θεός θα μετρούσε το χρόνο με τη μουσική, τη
βλάστηση με το γάλα του σύκου, το θάνατο με το μοναχογιό του.
Ο γέρος θα γελούσε ακράτητος θρυμματίζοντας τα ίδια
του τα δόντια.
Και τα βουνά, τρελά, θα κουτουλούσαν με πείσμα την
ουράνια πλάκα.

Φυσούσε λίγο κι οι μνηστήρες εκοιτούσαν το αίθριο
μελαγχολικοί να γεμίζει από περαστικά κίτρινα φύλλα.
Πέρα, στα βασιλικά βοσκοτόπια, τα ζωντανά θα είχανε πλαγιάσει.
Δούλοι σαρώνανε χωρίς μιλιά τα ψίχουλα από τα τραπέζια.
Έσβηνε ή χαμηλή φωτιά κι έπινε ή νύστα την πρώτην
ελαφριά ψυχρούλα. Ο αργαλειός της δεν ακουγόταν.
Από ώρα, είχε αρχίσει πια να ξηλώνει.

Δεν εφοβότανε τα μαύρα χόρτα ακόμη. Την έγλειφε θερμός
αφρός και την εμάλασσε ένα λαίμαργο σφουγγάρι,
ατμός της εβύζαινε τα μικρά στήθη. Στο βάθος μόνο, στον
ιδρωμένο καθρέφτη, ένα λιβάδι μ’ ένα δίπατο σπίτι και
μπρος μια αυλή όπου κυμάτισε ξάφνου παχύ παχύ
κατάμαυρο χορτάρι.

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΝΥΜΦΟΥΣ

(σε δίστιχα για σφυρίχτρα οδοιπόρου)

Ξεκινήσαμε με τη μικρή Ανδριανή
και κάτι σκουριασμένα βουναλάκια.

Ο γάτος της τής έγλειψε τους αστραγάλους,
το φίδι την έκλαιγε στα δοκάρια.

Ο διάβολος πολύ χαριτωμένος
με τ’ οργανέτο ακολουθούσε στη σκιά:

«Ανδριανή, έλεος των κάκτων,
καλοσύνη του ακάθαρτου νερού

η σηκωμένη σου μυτούλα στο βάλτο
το καλαμένιο πόδι στον πηλό.»

Παράθυρα ανοιγοκλείνουν δίχως κρότο,
Γειτόνισσες και χωρικές μάς κοιτούν:

«Ποιος παίρνει με κορμί διψασμένο
δρόμο που δεν τον πάει στον ουρανό;

Οσμή από πουλί σκοτωμένο
φτερό από χαμένο καιρό.»

Άρχισε να φυσά στο νυφικό της
στις λεμονιές μια σιγανή βροχή.

Τέφρα της μέλισσας αδάκρυτη
την πάει στην υποψία του ρυθμού.

Θυμάται να μετρά ένα ένα
τα πηγάδια που μας άνοιγε η ηχώ.

Τέλος τινάζεται σαν από ύπνο
και οι φτέρνες της αγγίζουν το νερό.

Εκεί την έχασα και πάω μονάχος
με τ’ οργανέτο μου να παίζει τυφλό.

(σε τετράστιχα για τον ανήφορο)

Μην κλαίτε πια, ψιθύρισα απ’ τη φυλακή μου,
στην άλαλη οικουμένη των παθών
μόνο οι ξαφνικές καταιγίδες
κλαίνε τα κόκαλα των δυνατών.

Προσκεκλημένη σε φιλική πανδαισία
μ’ ένα πολλαπλασιασμένο κορμί
θα βρω τη φίλη του τρελού, τη δική μου
κι από τις έντιμες κοπέλες τη μικρή.

Ως εκείνη την ανεκπλήρωτη άνοιξη,
ταπεινές μελωδίες, ντροπαλή μιμική.

Η θάλασσα χωρίς ορίζοντα ανασαίνει
όπως η μνήμη μετά τη βροχή.
Την άγονη πατρίδα μου θ’ αφήσω
προς μιαν ανέσπερη δροσερή διαμονή.

Εκεί, οι υπερήφανοι βασιλεύουν
το φως ανάβει ερημική μεταλαμπή
κι ό,τι επέζησε, θριαμβεύει
ό,τι αντέχει, θα στεφανωθεί.

Ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΥ

Στη Στυλιανή

Σκεφτόταν η μητέρα του Χριστού τα ρημαγμένα της νιάτα
και πώς η θεϊκή σπορά κατάκαψε τα σωθικά της. Από το
ανοιχτό της πορτόφυλλο το ποτάμι της βουνοπλαγιάς
έμπαινε σπίτι και μια καρδιά προφήτη στα εικονίσματα
χτυπούσε ακριβώς την ώρα.
Σκεφτόμουνα κι εγώ τί βιάζει την πασχαλίτσα πάνω στη
μολόχα την ώρα που οκνός γλιστράει στον ύπνο του ο
ουρανός του Μαΐου.
Αν έχει, ας πει ο αέρας κάτι.

ΑΡΓΑ

στην Ειρήνη

Το σπίτι ζούσε κει αιώνες
και μόνο το παράθυρό του κυμάτιζε
σαν την παλάμη του Θεού όταν διώχνει
τη θλίψη από τα βλέφαρά του.

Το ’βλεπε με το κιάλι ο καπετάνιος
κι όσο το πλοίο γλιστρούσε στο βυθό
τόσο καλύτερα άκουε τη μουσική του.

Θάλασσα, θάλασσα,
καρένα του καραβιού, μουσκεμένο πηδάλιο,
ρεύμα τρεμάμενο της ράθυμης άμμου.

Μικρός σαν πάντα λιμνάζει
όσος απάνω απ’ το κεφάλι μου ουρανός.

ΣΥΜΒΙΑ

Ονομάζομαι ’Ιωάννα
ήμουν σύζυγος του ποιμένος
που βόσκει τις αγέλες των προβάτων του
ανά τα όρη και τις πεδιάδες,
Εκείνος έκαμε το σώμα μου
ένα θαλάσσιο ψάρι
που η θάλασσα το γλείφει πάνω κάτω.
Τόσο λευκό όσο κι ο ουρανός
τις μέρες που χάνει το χρώμα του.
Μια τέτοια μέρα είπε θα ’ρθει να με βρει
κι ακόμα…

ΜΕ ΤΑΞΗ

Στρατιώτη με τον κατάφορτο σάκο
έχεις ένα νόμισμα ανάμεσα στα δόντια.

Ο βοριάς τσακίζει τις ψαρόβαρκες,
γεμίζει ξύλα τα νερά, μουσκεύει
το αγριεμένο σκυλί στην προκυμαία.

Δε θα με δεις λοιπόν, δε θα μ’ ακούσεις;
Έχεις μια κόκκινη επιστολή στο αμπέχονο.

Ο σκύλος μπορεί να τη διαβάσει.
Μπορεί με τη λαχανιασμένη του γλώσσα
να σπρώξει το κεφάλι σου κάτω από τη λάμπα.

Δίνεις καλό σημάδι εκεί, στρατιώτη.
Ακόμη και ο άνεμος της πατρίδας
θα σ’ αναγνώριζε απ’ τα χρυσά κουμπιά.

ΑΜΜΟΣ

Ω ανήμερη Βαβυλώνα,
τη νυφούλα αυτή να τη δεχτείς
σ’ ένα καπηλειό φωτισμένο
αλλά χωρίς τον κάπελα τον τυχοδιώκτη
και με την κάνουλα του βαρελιού κλειστή.

Οι άκακοι εραστές ακόμη
μέσα στη σκόνη τη ζητούν.
Ποιος με δαδί και ποιος με πυροφάνι.
Αλλά κανένας με τη μουσική.

Κι όταν αναπαυτεί απ’ το δρόμο
μια λέαινα ας σπρώξει την πόρτα
ή ακόμα κι ένας μικρός σκόρπιός.
Κι ας της το πει: ξεθεμελιώθηκε η πόλη.
Κάθεσαι κάτω από ’να δέντρο.

Κάθομαι κάτω από ’να δέντρο
Γράφω στο σκύλο μου να ’ρθει:
Σημάδι ο καπνός· θα τον βλέπεις
στ’ αριστερά σου πίσω απ’ τα βουνά.

ΕΠΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

I

Είν’ ο τρελός μελισσοκόμος;
Είναι το καμίνι των αριθμών;
Είναι ο στυλοβάτης του άλσους;
Είναι ο τύραννος της κυψέλης;
Είναι ο σταθερός χαλασμός;
Ή ένας κύριος με ντέφι;

II

Κατεβαίνεις από το αυτοκίνητό σου
με το τιμόνι στην κοιλιά.
Ακόμη συνεπής και χρήσιμος
μόνο λιγάκι ξαφνιασμένος.

IΙΙ

Η θρυαλλίδα, η επιμελής, η σύντομη.
Άλλες θυμίζουν την ισχνή Βερονίκη
και άλλες την τρελή Βασιλική.
Μπορώ να κάτσω στη σκιά σου κλαμένη
με τα κορίτσια μου σιωπηλά.
Αρκεί να μου έρχεσαι πότε πότε
και να μου γνέφεις φιλικά.

IV

Όποιος ξοδεύει το άστρο του πού θα κατοικήσει;
Μαρμαρωμένοι πυροβολισμοί σημαίνουν τις στροφές προς
τη Δύση.

V

Η μητερούλα θαρρεί πως μεγάλωσα
Μου θυμίζει τα καθήκοντά μου.

Ω δούκα των σιντριβανιών!
Ω εξοχότητες των άστρων!

VI

Παρακαλώ να μη σ’ αγαπήσουν
παρά μόνο με θερμή αφοσίωση.
Επειδή εγώ σ’ αγαπούσα
με τη ρομφαία μου.

VII

Ο στρατηγός μες στο κάρο
η χήρα στην παρέλαση
και ο φαντάρος που τραυλίζοντας συγχωρεί.

ΧΕΛΙΔΟΝΑ

Τί παγωμένη άνοιξη ήταν εκείνη.
Μ’ ένα φύσημα του άνεμου
το σώμα σου έγινε νερό.
Χώνευε ο ουρανός τη θράκα του
για σένα κλαίγοντας, χαρούμενέ μου,
που κρυώνεις μέσα στο βουνό.

Τί παγωμένη άνοιξη ήταν εκείνη.
Όλη μέρα περπατούσα και δε σ’ έβρισκα.
Έχασα τα μαλλιά και τα ρούχα μου.
Σφύριζα σαν ένα καλάμι, γοερά.
Ξύπνησε ο βάτραχος και με κοιτούσε
όπως κοιτούνε μες στα σωθικά των
όσοι ακούσαν το χτύπο του Βορρά.

Τι παγωμένη άνοιξη, τι αέρας…
Η θάλασσα γέμισε φύλλα
ένα που κολυμπούσε με τ’ άνθος του
κι εν’ άλλο, χλωρό, με την κλάρα
σαν να σ’ άκουγε μες στον αφρό.

Ξημερώνοντας φάνηκαν τα πρώτα σπίτια.
Η στέγη τους ακόμη στα νερά, μα ολοένα
φαινόταν το παράθυρό των.
Ήθελαν κάτι να μου πουν; Δε θα μάθω.
Όταν θα φτάσω
χαμομήλια θα κυνηγιούνται τριγύρω στην καρδιά σου.
Τακ τακ! Το χρυσό της σκαθάρι
θα ξεδιπλώνει τα φτερά.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

στην ‘Ελένη

Ήθελα να ’μουν αδελφή σου
Να ’χα τα μαλλιά και τα μάτια σου
Το κεφάλι σου στον ώμο μου το χειμώνα
κι εξουσία στις επιστολές σου.

Έρχεται η μυρωδιά του τσαγιού
Κατιτί σαν κουτάλι στο φλιτζάνι,
Εκεί δίπλα μια μοναχοκόρη
αρχίζει το απόγευμά της.

ΗΓΕΜΟΝΙΑ

Η συντριβή είν’ η αρχή του ονείρου
η μέρα που γεννάται το βουνό
και πάνω στην ψηλή κορυφή του
κάθεται μια κατοπινή μητέρα
με τη φτερούγα της στο ανεμοβρόχι.

Εσύ, αγάπη μου, να με θυμάσαι
Να με κοιτάζεις απ’ τα σκοτεινά
Κι όταν βουίζει ο αέρας, κι όταν πέφτει.
Κι όταν χωρίς αιτία
χτυπάνε τα παράθυρά σου.

Να με καλείς με τ’ όνομά μου
εδώ ψηλά που μεγαλώνω
σαν το δέντρο.

ΚΤΙΣΜΑ

Φθινόπωρο, αρχή αρχή, τις μέρες που οι βροχές εξελίσσονται
σε ξαφνικές καταιγίδες, η αδελφή μου Θεοδώρα
φέρνει συνήθως στον κόσμο το καινούριο παιδί της. Η
αδελφή μου είναι γερή και ωραία κι οι δυνατές βροχές την
καρπίζουν αντί να πνίγουν τις μυριάδες των σπόρων, τα
πλήθη των ριζών και των βολβών της. Αυτή η εξαιρετική
ωραιότητα μεγαλώνει τη νύχτα της γέννας, όταν το αίμα
της, γεμάτο, ξεκινά τη χαρωπή τελετή. Με το πρόσωπο
κολλημένο στο τζάμι η Θεοδώρα βλέπει ώρες και ώρες το
νερό να κατεβαίνει κρουνηδόν. Πράγματα απέξω ελάχιστα
διακρίνει, λίγο το δρόμο, τις κατοικίες κάπως, όσες ακόμη
διατηρούν το φώς. Ορυμαγδός από σύννεφα πού
συγκρούονται την κρατάει σε πλούσια ταραχή. Θυμάται… Το
φθινόπωρο στην πόλη μας έχει την ορμή του θέρους στο
χωριό της. Όπως εδώ η βροχή, εκεί το φώς ξεσπά σε
δέσμες πλατιές, ανάμεσα από ελιές και κυπαρίσσια κι οι
κότες φτερακίζουν μακριά του ξαφνιασμένες. Μπαίνει ο
λίβας από τα ρουθούνια, τα τζιτζίκια σταματούν τα μεσάνυχτα
και κλαίνε τα σκυλιά από τη δίψα. Η ρίζα της ελιάς
τρελαίνεται, χτυπά σε λίγες ώρες φλέβα κι όταν τα
ξημερώματα, φυσάει – φρύγανα και σιγοκαμένα κλαράκια – οι
ετοιμόγεννες που έχουνε κακονυχτήσει ξυπνούν με μάτια
υγρά, στεφανωτά και καλόκαρδα, μάτια σκυλιού που
κλαίει από δίψα. Μα ούτε το θέρος έπληξε ποτέ τη
Θεοδώρα. Δροσιά που έρχεται ολόισια από τους αστραφτερούς
της ώμους, της ανεβάζει ως τ’ όμορφο πρόσωπο
υγρήν αχλή από τελειωμένα χάδια, που την κρατούνε
δροσερή και ωραία. Όταν ο ήλιος καίει το χόρτο, γι’ αυτήν
γλυκαίνει τα σταφύλια, που τα κρουστά και ζουμερά
τσαμπιά των αρμέγουν δίχως χορτασμό από το κούρβουλο
όλα τα υλικά της ζωής των. Μα το κούρβουλο και χωρίς το
τσαμπί του, μες’ από κάμποσα κρυφά δαχτυλίδια δουλεύει
ώστε να σαλεύουν ολόγερες οι ζωντανές, γαλακτερές κλωστές
του. Έτσι, όταν πιάνει παιδί η Θεοδώρα, κάθεται το
μεσημεράκι στην αυλή της, το φώς της κάνει διάφανη την
κοιλιά της και το παιδί, καλά βολεμένο, χουζουρεύει στην
ξαφνική ζεστασιά ρουφώντας απ’ τον ομφαλό τις τροφές
της μάνας και τινάζοντας πότε πότε το πόδι του από
χτυποκάρδι περαστικό. Παχύς και μαλακός νότιος άνεμος
φουσκώνει τη σιωπή της αγροικίας και τρυπώνουνε τα
ζούδια ζαλισμένα κάτω από τ’ αναμμένα λιθαράκια. Σέρνουν
με τα ψιλούτσικα πόδια των σώσματα από λασπερή
δροσιά μες’ απ’ τα φύλλα και τότε παίρνουν να φουσκώνουν
τα στήθη της, να γίνονται κατάφυτα, να υψώνουν το
μοναδικό καμπαναριό των κι αφήνουν να κυλήσει απ’ τα
φυλλώματα θερμή οσμή της ερημίας. Πέφτει το κυπαρισσόμηλο
απ’ την κλάρα και φέρνει ξαφνικό χαμό στο μυρμήγκι
και τότε αρχίζουνε οι ρώγες της να στάζουν, σταυρώνει
τ’ αφράτα χέρια πάνω στην κοιλιά της κι η σιγανή
αναπνοή του μωρού της τυλίγει τα χωματερά βουνά σε
νεφελάκια: ακούει αμίλητη να περνούνε μες’ απ’ τα σωθικά
της κοιτάσματα νερού που σιγοθρέφουν βολβούς, χορτάρι
κι αφανέρωτες ρίζες. Ο τοκετός έρχεται τέλος με την
ορμή της βλάστησης: σύντομοι, δυνατοί σπασμοί και σε λίγο
κλαίει το παιδί ξαφνιασμένο ανάμεσα στα παχιά της
πόδια. Η Θεοδώρα απλώνει το χέρι, βρίσκει το φύλο του
μωρού με τη χούφτα και ήρεμα μας ψιθυρίζει: «άλλος
ένας…».

Ηγησώ (1979)

ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙΑ

Υπό τα κόκκινα νερά το φεγγάρι
Αφαιρεί το πτίλωμα των νεκρών.

ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ

Χώματα το στόμα σου. Μυρωδιά από χώμα.
Θρύμματα κόκκινου ήλιου και ξερά μαλλιά.
Ό,τι πιάνω είναι στεγνό. Δεν πονάει.

ΕΙΠΕ Ο ΓΕΡΟΣ

Πέθανε χρεωμένος, ναι, στην αγάπη της.
Τα στρογγυλά της στήθη βουερά τραγουδούσαν
Σαν θηρία κύματα που τα καράβια
Με το φορτίο του καφέ και της μπανάνας
Τσακίζουν πρώτα σε κατάκορφα βράχια
Και τα ρουφούν μετά ξύλο – ξύλο.

ΧΛΩΡΙΔΑ

«Ω σπάνια, σπάνια πράσινα κορίτσια
Με φούστες κόκκινες και χρυσά δαχτυλίδια.
Μυρίζουν πράσινο σαπούνι και μελάνι.
Πρωί τα πάνε για περιτομή οι μαμάδες
Μέσα απ’ αυτά τα σκονισμένα μονοπάτια»

Έλεγαν κλαίγοντας τα κυπαρίσσια.

ΣΑΥΡΑ

Πλίθινα ανάκτορα. Κουφά υπερώα.
Έκαιε ο ήλιος. Πλίθινοι κολλήγοι.
Το νήπιο τότε
Μ’ ένα τυφλό αναφιλητό μπουσουλάει
Από την εποχή του Χαλκού
Στην εποχή του Σιδήρου. 

ΙΩ

Μεγάλη γαλάζια θάλασσα. Ουρανός των αιώνων
Γαλάζιοι λόφοι άσπροι λόφοι.

Μακριά μακριά τ’ άσπρα χαλίκια
Που τα σαρώνω με την μαύρη μου φτερούγα.

ΕΠΑΡΧΙΑ

Απόβροχο υφαίνοντας την πνοή των βάλτων
Αέναος περιοδεία της Αυγούστας
Και στο μαντρί να λευκαίνονται
Τα οστά των προβάτων. 

ΜΑΝΙΑΤΙΚΟ

Βρήκε τον θάνατο και την παραμυθία
Ο ήρως το ευλογημένο αγόρι
Που θα ‘φερνε τα λάφυρα των αρετών.
Μου γράφουν το φεγγάρι τον ταράζει
Μ’ ένα στρόβιλο θαλασσινών αριθμών.
Και καθ’ ομοίωση των ταπεινών λυπάται.
Έλα εσύ γυναίκα με τα στήθη
Κανάκεψε το το εριφάκι του χάρου. 

ΟΙ ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΣΤΗΛΗ

— Σε κλαίω κοπέλα μου.
— Όχι έμενα.
Τις κόκκινες πλεξούδες μου.

— Τα σπουργίτια ψάχνουν για ψίχουλα.
— Όχι εκείνα.
Ο πέτρινος, ο νηστικός χειμώνας. 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Γλυκιά μου άνοιξη σε λέω. Γιατί εσύ θα δεις
Τον ουρανό να σιγοκαίει πάνω απ’ τα δουλεμένα χωράφια.
Και τα φυτά ν’ αλλάζουν φτέρωμα.
Ορθώνεις θυμωμένο το κεφάλι
Ένα δέντρο γεμάτο πουλιά
Κι από το μαύρο φύλλωμα αναθρώσκουν
Οι καπνοί και τα βούκινα της φυλής σου
Κι η άχνα η γαλακτερή της πρωίας.

ΣΦΗΚΑ

Ράβει ένα κουμπί. Στο δάχτυλο αίφνης
Παχιά στρογγυλή σταγόνα αίμα
Κι η βελόνα προχωρεί στον ουρανό
Με μια μπαμπακερή κλωστή απ’ το καλάθι. 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

«Μα κύριέ μου, κύριέ μου ο καιρός
Σακάτεψε την ξυλεία μας. Γι’ αυτό
Βρυχάται η ανύπαντρη Μαρία».

Παραπονιόταν ο μικρός Χριστός
Που τον εράβδιζεν ο άπληστος πατριός του.

ΑΠΛΟΙΑ

Σαν ήτανε κορίτσι η Ιφιγένεια
Λέρωσε το φαντό της μεσοφόρι
Με μια σταγόνα αίμα. Από τότε
Καραβιές για την Αυλίδα τα κορίτσια.

ΕΠΟΧΕΣ

Πάνω στο χιόνι, λένε. Στις κρύες πέτρες.
Κι ύστερα με το ματωμένο του στόμα
Την έκαμε και την ξανάκαμε γυναίκα.

ΕΛΛΗΝΑΣ

Με τον θάνατο του πατέρα έχασε το φως του
Λένε, με τον δικό του θάνατο το ξαναβρίσκει.
Αλλά, χρόνια στο σκοτάδι, αλλιώς
Σχημάτισε όρη πρόσωπα και σκεύη
Κι ανάμεσα στα πράγματα και τη σκιά τους
Συχνά έρχεται η σκιά τον σκοτωμένου
Και ζητιανεύει σε κατάφωτους δρόμους.

ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

Ζω μακριά απ’ τον Άρειο Πάγο, τα σχολεία.
Έκπτωτος αρχιτέκτων των ουρανών.
Ιδές παιδί, δεν βρέχει στην πατρίδα.
Δεν ακούει η ψυχή σύρσιμο χυμών.
Ιδρωμένα πρόβατα με μάτι σφαγμένου
Ελιά που τηνε χτύπησε δάκος
Κι από βαθιά ανάκτορα
Τα στήθη που θηλάσαμε κι έχω φιλήσει.

ΘΕΜΙΣ

Νυχθημερόν κατέγραφεν ο συμβολαιογράφος
Έπιπλα, σκευή των κεκοιμημένων.
Τώρα άνεμος υγρός καταγράφει
Το επανωφόρι και το επίχρυσο στυλό του. 

ΕΙΔΥΛΛΙΟ

Θέλησε να της κάμει δώρα. Αλλ’ εκείνη
Εσκέπαζε με τα μεγάλα της φτερά
Το εφηβαίο.

ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ

Επιμένοντας να μάθει την φωνή του
Τιτίβισε σιγανά στον αιώνα.

Η πόλη ζει και μεγαλώνει τα παιδιά της.

Τα άλογα του μυροβλήτου (1974)

Τη Βερενίκη προσεύχομαι

Η παρρησία των εποχών
ανθοφορία των βρύων
πάνω στο βράχο που κοιμούνται
τα άλογα τού Μυροβλήτου•
όπως κειμήλια πενθίμων ενιαυτών
όπως Δευτερονόμιο ερήμων ήχων.

Απεδήμησαν. Δεν περπατούν απόγευμα στην πλατεία
οι νεαρές εκείνες κυρίες.
Μόνο κάτω από τη γαλάζια μου ομπρέλα
αγαπούν κάποτε να μειδιούν.
Πώς θα κρατήσω τα ωραία των όμικρον;
Τί φτερά τα παίρνουν… Βαδίζω.
Το βαθύ μου φόρεμα
πάνω από παλαιές εκκλησίες
όπως τα στέφανα του υμεναίου στα χόρτα.
Τα στέφανα του υμεναίου
στο σκοτεινό νερό.

Το Δεσποτάτο.
Ψηφίδες.
Αίμα θα ρεύση. Μαύρο άλογο
δρασκέλισε το ιερό.
Αίμα θα ρεύση.

Ω δεν μπορώ. Θα πεθάνω στο σώμα μου; Θα πεθάνω μακριά
από το σώμα μου σ’ έναν αγρό όπου οι γεννήτορες μου φθάσουνε
με κάνιστρα αυλούς και σμύρνα -ωραίοι όπως νεόνυμφοι
στο ενθύμιό των- και θα ακολουθεί η καλή μου μάμμη με τις
πευκοβελόνες και το κουκούλι της μουριάς• και εγώ ακόμη δεν
θάχω τελειώσει να ξεφυλλίζω το αραποσίτι και θα χαμογελάσουν
και θα μου πουν, το όνομά σου σημαίνει γη μητέρα, και
θα αγαπήσω όλα τα ομοιώματα που εσχεδίαζα νυχθημερόν
ένα κομμάτι κεραμίδι και θα ακολουθήσω και θα πω λ ά μ ν ω
Λάμνω στον έμορφο πόντο.

Ενώ αναπαύονταν οι θεριστές για δείπνο και άπλωναν ήδη το
πολύχρωμο ύφασμά των ούριος άνεμος διέδωσε το νέο με τον
απόκτυπο σημάντρων και εφρικίασε η τρυγόνα η πορφυρά πώς
θάπινε νερό σαράντα μύρων.
Ένα γυμνό παιδί και η γυμνή του μητέρα.

Τ’ ανάλεκτα τ’ αρίφνητα τ’ ανομολόγητα.
Τί αχλή λαδιού η αναπνοή των ελαιώνων…
Ω Ρουθ αγάπη μου, σαν θέαινα,
στην κλίνη των μικρών λατόμων, σαν σπαθί της Δαμασκού.
(Ανοίγονται και το πέλαγος τρέχει
στον βαθύ ομφαλό του κήτους, πώς
σμίγεις σαν πέρδικα με τα φιλήματά σου;)
Εδώ κοιμούνται οι κάλυκες των ποταμών. Το άγος.

Μην απατάσθε σκανδαλίζεται ο Κύριλλος μ’ εκείνους τους
ωραίους άνδρες. Με τους κοχλίες των καλούν όχι το ζεύγος
νεογνά ορτύκια που ετίναξαν τα ράμφη των προς τους μαστούς
της Παρθένου. Αλλά καλούν το όψιμο φως που ήδη διέρρηξε
τα ιμάτιά του τινάζοντας και στον τέταρτο άνεμο το καπέλο
των με τα παρόχθια άνθη. Στον Τροπικό των αστερισμών
διανοίγουν τώρα τούς πλόες των όπου οι γυναίκες της οπώρας
και των τόσων φύλλων πλέον δεν σεμνύνονται για το σώμα
των, πλέον δεν πετούν βαθύχροες στα έκπαγλα στηθαία όπου
οι κισσοί των ερώτων μας αναρριχώνται, αλλά ορθούνται με
τους ώμους των οι θόλοι των θαλασσινών σπηλαίων, καθώς
αναγεννούν οι αστερίες τα άκρα των και διανοίγονται τα όστρακα
σε στίλβοντες γόνους. Την ώρα εκείνη λάβετε τα δρέπανα
και θερίσατε τον ξανθό θησαυρό των ώστε οι λόγοι μας να
ρεύσουν όπως πρώτα ηλιοφάνεια του χειμώνος, όταν τα βρέφη
θα έχουν λευκανθή υπέρ χιόνα θηλάζοντας τον οδυρμό. Και
τα πένθη.

Τόσο νέοι. Κτερίσματα για την νεότητά των.

Κάτω από τις κερασιές ερημικού νυμφώνος
ψυχή του ποθητού αδελφού μου
θρύμματα του μεσονυκτίου από
το μυθικό τρικάταρτο Νικηφόρος
και μητέρα μου στο Βόσπορο
με το κύμα με το ερύθημα
της ταπεινής Υπερμάχου
γυναίκα δίχως μυστικά
στα νηπενθή της ηλικίας των φύλλων,
τα αρσενικά παιδιά της ελάφου
αιφνιδιάζουν τις πηγές χωρίς αιδημοσύνη.

Περιώνυμος άνεμος
σχήμα της χελιδόνας, σκεύος
μικρό χαλκούν
και η μητέρα μου στο κοιμητήριο,
ιδού η εικόνα μαχομένων αγγέλων
ιδού ακόμη το πλατύτερο κύμα
των ουρανών και οι αρραβώνες με τα ξίφη
Μαχητική εποχή ζεύγη των ήχων
που θρυλούνται

Λεξιτόκος η ρωγμή των οραμάτων.

Η ψυχή μου ερημική και πολύφθογγη• ευδόκιμη πολυανθής
νεοτάτη. Η ψυχή μου ανηλεής η ψυχή μου αέτωμα περίγλυπτο
Κυκλαδικό όπου ακούονται οι  φτερουγισμοι των αχτίδων
και έπειτα χάνονται ανεπίληπτοι προς τους βαθείς ευκαλύπτους.
Η ψυχή μου αρτιγέννητο άλογο, στους χαλινούς του
τα λεπτότατα άνθη και τα ηδυπαθή παρωνύμια των βορεινών
οροπεδίων, που δύο σπάνιοι ποταμοί περιρρέουν, ενώ οι κατοικίες
με τις γκρίζες στέγες αραιές περιίπτανται στην αχλή των.
Η ψυχή μου ο βαπτιστής με την θεία ένδεια που αναχωρεί επί
τα ίχνη των οραμάτων των νεκρών Εμμανουήλ και ήδη παλινωδεί
με τους θυσάνους των από την υγρασία μιας νεκρής πολίχνης.
Πλέον δεν πενθώ εσαεί θα λευκαίνονται
τα οστά ωραιότατης ελευθερίας.
Με τα χείλη της σπεύδω στην αιδώ
προσευχόμενων νηπίων.
Τα συλλογίζομαι. Τί εξαιρετική ώρα χιονιού
και όχι άνεμων. Ένας επαινετός θάνατος
βαθαίνει αυτό το μεγαλοπρεπές βελούδο. Άνθη και μικροί
θησαυροί.
Γνωρίζω ακόμη την ιστορία του νέου
και της χρυσής άμμου που τον εσκέπασε. θα ήταν άνοιξη
Αλλά φοβάστε πλέον τις εποχές; Πώς σάς νέμονται
Με τα ρίγη των; Με το σπαθί των.

Όπως τα πετεινά του χειμώνος όπως οι αυτόχειρες με τους
αμαράντους οι νεκροί μας συλλέγουν μεθυστικά ιστορήματα
σημειούμενα επί κυλίνδρων διφθέρας περί την λόχμη ενός άνυδρου
τόπου, οπού οι πόες των επιτύμβιων γαλακτώνουν το εφηβαίο
των γονιμικών θεοτήτων. Βαθειά στην κρυπτή των εγκωμίων
εγκυμονούν οι αλησμόνητες πέρδικες πίνοντας το αναφιλητό
των τεθνεώτων με τα κοσμήματα της υπερμάχου μέθης.
Οι νεκροί μένουν ένα δίφυλλο γέρμα πάνω από τον κλαυθμό
των εφήβων και, όταν βαπτίζωνται, αλγεινοί αστέρες περιφέρουν
τις λυχνίες των καίουσες είτε χαράσσουν σκαριφήματα
πάθους ανά τα ερείπια ανεξήγητων κτισμάτων, όπου κατέλυσαν
οι απανταχού κωπηλάτες με τα φληναφήματα και τους
νυγμούς των μυστικών των.

Οι χάριτες των συλλαβών δεν ανατρέπουν
την αλγεινή μυθολογία των.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΕΓΓΟΝΩΝ

Αφιερωμένο στην αδελφή μου

«Με τα μαλλιά βαριά από χώμα
Κι ένα χαμόγελο χτιστό
Γέρνει το πρόσωπό της πάνω μου,
Να με φιλήσει μια για πάντα.
Είναι η φυσική μου Θλίψη
( Ο θησαυρός του καθενός).
Μα σ’ ένα μάρμαρο γαλάζιο
Αφήνει αυτόν τον ασπασμό.
Εγώ, με κάμποσα άγρια κρίνα
( Ήδη χλωμά απ’ το βίαιο κόψιμο ),
Και του πατέρα μου τις φαρδιές πλάτες
Χρόνια απλωμένες καταγής,
Κρεμώ επάνω στα κλαδιά μια κούνια
Πλεγμένη απ’ τ’ άσπρα μου μαλλιά.
Για του παιδιού μου το παιδί και το παιδί του,
Όταν θα τα καλέσει η θάλασσα
Κοπανώντας τις γιγάντιες φούστες της
Στις πόρτες της δικής τους Θλίψης.
Για χάρη τους με τα ζεστά μου χείλη
Σιγοσφυρίζω στο Θεό:
Κύριε, αν και το χαλινάρι Σου
Μου σκίζει το σαγόνι στα δυο,
Στα παιδιά δεν κουνάω το δάχτυλο,
Κουνώ το μυρωδάτο λίκνο».

ΠΑΤΡΙΚΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ

Είναι οι ώρες του απογεύματος
Που ο ήλιος κάθεται μες στη ζεστή του στάχτη
Τόσο παχύς και τόσο απελπισμένος
Όσο ο καθένας μες στην πολυθρόνα του,
Όταν βλέπει μόνος το ματς
Κι ανοίγει τη δεύτερη μπίρα του.
Απλώνεται μια λαδιά στον ουρανό
Από μικροχαρές, μικροβλαστήμιες
Και τα μισόλογα των νυσταγμένων περιστεριών
Που τα μπουκώνουν σπόρια οι τουρίστες,
Προτού κι αυτοί και ο Άγνωστος Στρατιώτης
Φωτογραφηθούν με τον χάρο.

Κάτω απο τον υμένα ενός απόβροχου
Ένας μικροβυθός. Ατλαντίδα τσέπης.
Σπίτια, αρνιά προκατακλυσμιαία,
Πνιγμένα ανάμεσα σε κριάρια Τελωνείων.
Αόρατα έντομα της Πυροσβεστικής
Τρίζουνε στον αρχαίο ρυθμό τα έλυτρά τους
Και το γέρικο μαμούθ σαστισμένο
Σαρώνεται από το βαρύ νερό.
Έχει ένα πρόσωπο γιγάντιου μωρού που αντικρίζει
Πρώτη φορά ηλιοβασίλεμα
Και δεν μπορεί, στην υδαρή του κουνουπιέρα,
Να φανταστεί Ανατολή.

ΑΣΤΙΚΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

Λένε,τον Πύργο Τηλεπικοινωνιών
Καίτοι νεόδμητο, τον τύλιξαν οι φλόγες.
Λαμπάδιασε ως τον έκτο, λένε,
Με μια ριπή Δρακόμορφου Θεού!
Ανοησίες. Αν καίγεται, δεν θα ‘ναι από κατάρα
Αλλά από κάποιο ταπεινό βραχυκύκλωμα.
Γιατί θα πρέπει να διαφεντεύει τον κόσμο
Κάτι χειρότερο από τη λάσπη του;
Ποιος σε γεννά και δεν σε καταπίνει…

Και πράγματι, εκατέρωθεν τέτοιας λαμπάδας
( Φαντάσου, από κράσπεδα ως κεραία!),
Τόνοι βροχής, λασποκαταρράχτες,
Σαν να υγροποιούνται τα καημένα τ’ άστρα
Και μέσα σε υγρές από το κρύο νυχτικιές
Αλλάζουν οι άνθρωποι πλευρό προς το φεγγάρι,
Λιωμένο πια, ένας λεκές στη μαξιλάρα.
(Φωτιά, σου λέει, και ριπές τεράτων…)

Πώς να σωθούμε, απελπισμένη καρδιά μου,
Πού να τρυπώσει αυτό το μούτρο,αυτό το τρέμουλο;
Μου τρίβεται σαν το παλιό χαρτί
Κάθε που ρίχνω το πρόσωπο στα χέρια.
Πού είναι άλλα σπλάχνα σε μια κούπα στάχτη;
Άλλο στόμα σαστισμένο απ’ την πείνα του;
Άλλη σφυρίχτρα αέρα από ψηλά;

ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Εργάζομαι,ψυχαγωγούμαι, μελετώ
Σαν να δειπνώ πλάι σε κομμένο κεφάλι.
Την κάθε ταραχή αποκρύπτω
Υψώνοντας τακτικά το ποτήρι
Στην πρόποση που μου ‘μαθε ο θεός:
“Ας υγιαίνουν οι πενθούντες”, γιατί αυτοί
Θα παρηγορηθούνε κάποιο βράδυ, λέει,
Θα τους διατρέξει από τα πόδια ως το κεφάλι
Ένα ανήμερο πουλί και στο τέλος
Θα στέψει με τα ολάνοιχτα φτερά του
Τον ακέφαλο συμπότη της ζωής.

Πού είναι τώρα ένας ποταμός δακρύων,
Την ώρα αυτή που κάποιος θα μετράει
Τα τελευταία του λεφτά ή τηλεφωνήματα,
Που ένα χωριό το μαρμαρώνει το χιόνι;
Κανένα τοσοδούλι πλάσμα, ασβός ή μέλισσα,
Δεν έχει χώρο πια για τη φυλή του,
Τα κοπάδια τους πηδάνε στο κενό.

Ω, ανήσυχη, δειλή μου προσευχή,
Πότε τελειώνει αυτός ο δείπνος
Να σηκωθώ από ‘δω, να πάω στη θάλασσα
Μ’ όλα των στίχων μου τ’ αναμμένα καντήλια,
Μήπως και πράγματι, καθώς τα σπρώξω στο νερό,
Παρηγορήσουν οι μικρές φλογίτσες…

ΠΑΥΣΗ

Είχε αράξει στην πολυθρόνα του
Με κάμποσα νωθρά σκυλιά τριγύρω
Μόνος σαν γέρικο έθνος
Λησμονημένο μέσα στα βουνά.

Κάτι σύννεφα που μύριζαν τσάι
Περνούσαν πάνω απ’ το σπίτι του.
Τακτοποιούσε την μπερδεμένη του σκέψη
Αυτή η ευωδιαστή μεταμφίεση.

Από τις άγριες βιολέτες ανάμεσα
Στα καλαμπόκια και τις ντοματιές του
Αναγνώριζε πως είχε πεθάνει.
Αλλά θερμή, γεμάτη κουδουνίσματα
Από των άλλων τα κοπάδια η μέρα
Ξημέρωνε σε μακρινή επικράτεια.
Το γάλα ήταν ακόμη ποθητό.

Τότε θυμήθηκε που επάνω στο ρούχο του
Η προσευχή του αποκοιμήθηκε σαν μέλισσα
Και με το χέρι ακόμη πρόθυμο
Δοκίμασε να την ξυπνήσει.
Η ζωή δεν μπορεί να ‘ναι εγκατάλειψη,
Η τροφή δεν θα ‘ναι πλεκτάνη.
Ίσως αρχίσει να ξαναγυρίζει η γη λίγο λίγο,
Αν σηκωθεί και πάει να βάλει
Νερό στους σκύλους και τσαγιέρα στη φωτιά.

ΕΠΕΙΓΟΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ

Ο πόνος κάθισε στο στήθος μου
Σαν θεός με πρόσωπο λύκου.
Έστρεψε το κεφάλι και γρύλλισε
Τάχα σε κάποιο βιαστικό φεγγάρι.
Μα ήταν μόνον ο γαλάζιος προβολέας
Του ασθενοφόρου που περνούσε απ’ τα στενά.

Ω, μη σέρνεσαι, βρωμοσαλίγκαρο της καρδιάς!
Η άσπρη κλωστή σου με τραβάει απ’ τα πόδια.
Βλέπω το ράγισμα, ακούω τον κρότο,
Κάποιος μου ρίχνει για σεντόνι τη θάλασσα,
Χτυπά το σώμα μου κι ανεβαίνει
Ένα νησί φορτωμένο φύκια.
Γρυλλίζουν και ο οδηγός και ο νοσοκόμος
Καθώς τυλίγουνε με γάζα τόσο βάρος.
Αντί στους γιατρούς, στους γλάρους
Προλαβαίνουν ν’ αποδώσουν την ψυχή.

Μπροστά, σιωπηλό μαύρο μετάξι,
Η άσφαλτος λειαίνεται εγκάρδια.
Πατούνε οι τροχοί – ω, μη φοβάσαι! –
Σε παρατεταμένες δαχτυλιές ενός αγγέλου.
Τινάζει τα φτερά και σημαδεύει
Πορεία πάνω στο πολύτιμο ύφασμα.
Να δεις που θα ‘ναι η ιαχή της σειρήνας
Το καλωσόρισμα στην ανθισμένη γη.

ΦΛΕΓΟΜΕΝΑ ΛΑΒΑΡΑ

Πρώτα πέσανε τα τείχη δυτικά.
Φάνηκε η θάλασσα με μια λεπίδα.
Το πλοίο είχε αράξει μες στη νύστα του.
Κι από τη χαρακιά του ονείρου του το σκάγανε
Καραβάνια φοβισμένα ποντίκια.
Σ’ όλο το μήκος της ακτογραμμής διασταυρώνονταν
Φαντάροι με μπανταρισμένα κεφάλια.
Κρώζανε πότε πότε βραχνά
Αιρέσεις, πεποιθήσεις, τραγουδάκια,
Τυφλά παιδιά με τη φωνή του γλάρου.

Σιγά σιγά δεν έμεινε πέτρα.
Μπορώ πια να σ’ αγαπάω, πατρίδα,
Σαν στομαχόπονο που με κόβει στα δυο.
Σαν φεγγάρι από μισοσβησμένη στάχτη
Που πλέει πάνω από τον αεροδιάδρομο.
Εκεί φουσκώνει σαν ζυμάρι ο τάφος μου.
Κι ο ναύτης ο χλομός βαλσαμωμένος
Με τον γαλαζωπό καπνό του φουγάρου του
Μου γνέφει από τ’ αντικρινά νερά.
Μείναμε εμείς και τα θαλασσοπούλια.
Αυτά τραβούν από τ’ αμπέχονο και θάβουν
Τους νεαρούς της πατρίδος φρουρούς.

Φλοπ! Φλοπ! Αραιές αστραπές
Ξεδιπλώνουν τις μεγάλες παντιέρες.

Η ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ ΤΩΝ ΚΕΛΑΗΔΙΣΜΩΝ

Καθώς περνούσαν της Ησυχίας τ’ απόνερα
Έριξα τη βαλίτσα μου μέσα.
Έβλεπα να την παίρνει το ρεύμα
Μ’ όλα τ’ αηδόνια του ρουχισμού πεθαμένα.
Κι όμως. Λαλώ με τα κόκαλα
Εκείνον τον αιωνόβιο ψίθυρο
Που μου έχει αναθέσει η φαντασία.
Λέω, γυμνός είναι ο βουβός, όχι ο πένης.

Γύρω η πεδιάδα. Τα διάσπαρτα
Σπίτια από σάρκα πελιδνή στο απόβραδο.
Ο σκελετός του πάρκου μαυρισμένος,
Τον πλένει με υπομονή το χιόνι.
Το γέρικο αεροδρόμιο
Στην επαρχιακή του καρτερία.
Κοτσύφια, κάργιες, δρυοκολάπτες,
Η γλώσσα πέτρινη, το ράμφος ανοιχτό.

Με κάθε περαστικό παζαρεύω
Τον λυγμό, τον βήχα, το μούγκρισμα,
Σαν να ήταν ο θρήνος το νόμισμα
Που, όταν κυλά, αγοράζει.
Αλλά όταν κλωτσάει ο άνεμος
Σαν άρρωστο σκυλί την καρδιά μου,
Με το ουρλιαχτό που γεννήθηκα
Μ’ αυτό απαντάω στα μουγκά πουλιά.

ΑΕΝΑΗ ΠΡΕΜΙΕΡΑ

Έφτασα νύχτα στην καμένη πόλη
Μ’ άλλους πολλούς που ακολουθούσαν το σήμα της:
Μια τρίλια διαπεραστικής κραυγής
Σαν τραύλισμα σακατεμένου σκύλου.
Στους δρόμους βούιζε ανειρήνευτο πλιάτσικο.
Μιλιούνια τρέχαν στα χαλάσματα που κάπνιζαν.
Λεηλατήθηκαν ναοί και υπουργεία.
Λάφυρο ως και του πρωθυπουργού
Οι λινομέταξες παντόφλες.
Γάτοι με τις ουρές αναμμένες
Χώνονταν έξαλλοι στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Φυτίλια οι τόμοι της Παλιγγενεσίας μας.

Ως και το Θέατρο καιγόταν ακόμη.
Ωστόσο απ’ τα παράθυρά του κυμάτιζε
Με μια γιγάντια χειρονομία ένα ποτάμι.
Εκεί πετούσαν απ’ το μαυρισμένο βεστιάριο
Κουστούμια άκαυτα, βαριά βελούδα,
Μεταξωτά σαν τα φτερά των αγγέλων.
Και τα γοβάκια, οι πουέντ, οι κόθορνοι
Χόρευαν με αυστηρή κομψότητα
Κατά τις εντολές αρχαίων στίχων.
Τέλος, με την περούκα του άθιχτη,
Πουδραρισμένος με σοφία, βάδισε
Επάνω στα νερά ο Πρώτος Ρόλος.

Η ΓΥΑΛΙΝΗ

Ξημερώνει κουρασμένος Γενάρης.
Με τον πρώτο καφέ ξεσπά η μπόρα.
Φτιάχνει η βροχή γυναίκα από γυαλί
Στημένη πάνω από ένα κενοτάφιο.
Έξω η πόλη επιμεταλλώνεται.
Τ’ αστέρια εγγράφονται στον ουρανό
Μ’ ευκρίνεια αλουμινίου.
Σπάζει τότε η γυναίκα και ενσαρκώνεται
Μαζεύοντας μ’ ένα φαράσι τα γυαλιά της.

“Να αντέχουμε. Να ασκούμε την τέχνη μας
Μ’ ένα χαμόγελο που μοιράζει
Πρώιμα μήλα με την γεύση του ουρανού.
Κάθε μας θλίψη να ταφεί μ’ επιμέλεια
Αφού σάρωσε ό,τι ήταν να σαρώσει,
Και το σώμα βαρύ από την ύλη του
Να κάνει το επόμενο βήμα”.

Αμμοβολή από αναρίθμητα τζάμια
Τον ψίθυρό της αποκρυσταλλώνει.
Σαύρες τρέχουνε μακριά απ’ τα θραύσματα,
Το μνήμα τις πανικοβάλλει.
Έτσι, τα τραύματα ηρεμούν κατά τη φύση τους.
Και μέσα από την αναπάντεχη διαφάνεια
Φέρνει το σάρωθρο την τάξη των δακρύων,
Που λάμπουν όσο προχωράει το φως.

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΜΜΑΤΟΣ

Πάλεψα, πάλεψα να την σηκώσω
Αυτήν την νύχτα, πεσμένη κατάχαμα.
Την έσυρα από τις μασχάλες, της έπλυνα
Το πρόσωπο με τα ίδια μου τα χέρια.
Ώσπου άρχισε πάλι το χαμόγελό της να πλανιέται
Στη θλίψη, στη βιασύνη, στα χρήματα
Όπως ένα πουλί πλανιέται ανάμεσα
Σε πέτρινους σταυρούς νεκροταφείου.

Σήκω, καλή μου, σήκω, σκοτεινή μου!
Όρθια δες των εγκοσμίων το θέαμα:
Σπίτια που τα χαστούκισε η φλόγα.
Από ψηλά το ρολόι της Μητρόπολης
Κοιτάζει σαν μάτι με γλαύκωμα
Τ’ απομεινάρια της ρυμοτομίας
Και μες στ’ αποκαϊδια ψάχνουν
Οι υπουργοί τα βραβεία τους.

Να ορθώσεις μέτωπο και ανάστημα
Σαν βασιλιάς που τον θρυμμάτισε η μοίρα του.
Ό,τι αγαπήθηκε ν’ αγαπιέται για πάντα.
Όπως εκείνες οι ριπές χελιδονιών
Που διατρυπούν την ουράνια πλάκα
Προς τ’ ανοιγμένα στόματα των μικρών τους
Και μες στο πρωινό αντιφέγγισμα
Στήνουν θρηνητικό πανηγύρι.

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

Κοιμάται η πατρίς πάνω στον χάρτη της
Σαν παχύσαρκη γριά που ξεχειλίζει απ’ το φέρετρο.

Κρεμάει ο νεωκόρος πάνω της
Του φεγγαριού την κερένια μάζα
Κι εκείνο στάζει, στάζει ως τη χάση του
Με τη βελούδινη ματιά του σκλάβου
Που υπηρετεί χωρίς να δίνει συγχώρεση.

Κι αυτό θ’ αποσυρθεί, αφού λιώσει,
Στο πρώτο σκοτάδι της Γένεσης.

Δες πώς φέγγουν σκαρφαλωμένα στη νύχτα
Τα κουφάρια των οικισμών και των θερέτρων.
Κρεμασμένος από τη δοκό του δημαρχείου
Ταλαντεύεται μετρώντας δευτερόλεπτα
Ο αιρετός κοινοτάρχης.
Περιμένουμε να σημάνει χαράματα
Μ’ ένα τίναγμα των λουστρινιών του.

Κι όπως στη μούχλα που γλείφει τους τοίχους
Οι σιλουέτες των αγγέλων εμφανίζονται,
Παρατημένα τα άμφιά τους στα στασίδια
Σαν ν’ άλλαξαν πουκάμισο τα φίδια
Σήπονται αργά κατά τους νόμους της αλήθειας
Όταν κανείς αλήθεια δεν χρειάζεται.
Όταν κάνει η απάτη ακατανόητο
Τον θάνατο ενός υπέρβαρου θεού.

.

.

ΠΕΖΑ

Ακτή στο φως του χειμώνα (1996)

Ι
ΑΚΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

Μια φωτεινή παραβολή
Για συμπολίτες, εραστές και φίλους

(Τρία αποσπάσματα)

Το κορίτσι

Πιστέψτε με, έφτασε χθες βράδυ, άκουσα καθαρά —εσείς κοιμόσασταν ήδη, εγώ τελείωνα για λογαριασμό μου το βιβλίο που σας διαβάζω— άκουσα καθαρά τον κραδασμό από το αγκυροβόλημα της πλατείας, κατέβηκα μάλιστα στο υπόγειο να δω μην έμπασε νερά. Όταν ανέβηκα, πήρα την πολυθρόνα μου από πλάι σας και τη μετέφερα σιγά σιγά στο παράθυρο. Δεν μου κόλλαγε ύπνος. Κι ύστερα ξέρετε πια πόσο αγαπώ το χειμώνα, τίποτε δεν μου κάνει συντροφιά γλυκύτερη από τις αστραπές και το κρύο. Τράβηξα λοιπόν την κουρτίνα, εσείς είχατε κουκουλωθεί ως τ’ αυτιά. Και τότε τον είδα. Ανέβαινε φανερά κουρασμένος προς την ΑΚΤΗ, θα γνώριζα το βήμα του, το σουλούπι του, ακόμη και μετά από άλλα τόσα χρόνια, ακόμη και στο πιο πηχτό σκοτάδι. Τώρα όμως οι λάμπες του δρόμου έκαναν ακόμη αρκετή δουλειά. Έσερνε κάποιο δέμα ή κιβώτιο, κάθε τόσο τ’ ακουμπούσε και το εξέταζε. Δεν ήθελα ούτ’ εγώ να το πιστέψω, μ’ έπιασε τρέμουλο, δείτε, και τώρα ακόμη τρέμω. Όμως στ’ αλήθεια πήγε στην ΑΚΤΗ, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε.
   Η πρώτη σκέψη μου, τ’ ομολογώ, ήταν να τρέξω κοντά του. Σας πονάω τώρα, μα δεν πρέπει να φαντάζεστε ότι σκέφτηκα να σας εγκαταλείψω. Θα γύριζα, θα σας ξυπνούσα, ξέρω γω; Αλλά δοκίμασα να σηκωθώ από την πολυθρόνα κι ήταν αδύνατο. Είχα βαρύνει σαν να μ’ είχαν δέσει με βαρίδια. Τα πόδια, τα χέρια, τη μέση μου, τα ’νιωθα εντελώς αγκυλωμένα. Το μόνο που δούλευε εντατικά ήταν ο νους μου: τον έβλεπα να προχωρεί στη ρεσεψιόν, να συναντά τον κύριο Ισίδωρο —αυτός τον αγαπούσε, κυρία, ποτέ δεν συμμερίστηκε την αποστροφή σας— ο κύριος Ισίδωρος θα τον θυμόταν, θα τον αναγνώριζε οπωσδήποτε, θα έβγαινε από τον πάγκο του σίγουρα, θα του άνοιγε τη γέρικη αγκαλιά του και δεν θα τον οδηγούσε στο δωμάτιο πριν από ένα ποτήρι ζεστό γάλα. Τώρα θ’ ανέβαινε με το κουτί του στην κάμαρα, θα ήτανε ζεστά εκεί μέσα, και λίγο πριν να κλείσει τα μάτια του θα περνούσα ξανά από το μυαλό του. Γιατί δεν αμφιβάλλετε βέβαια, όσο κι αν αυτό σας τρομάζει, ότι για μένα γύρισε, για μένα.
   Καθώς τα φανταζόμουν όλ’ αυτά βιδωμένη στην πολυθρόνα μου, άρχισε ξαφνικά να χιονίζει. Α, τι καλό σημάδι αυτό! Θα πέσουν οι αέρηδες, θα ησυχάσουμε, θα ομορφύνει όλος ο τόπος. Αν δεν φοβόμουνα μη σας ξυπνήσω, θα άρχιζα να σιγοτραγουδώ. Το ’κανα βέβαια από μέσα μου, ένα γλυκό, χαρούμενο τραγούδι που σκάρωνα εκείνη τη στιγμή και που μιλούσε —τι παράξενο!— για ένα φτερό πουλιού που ξέκοψε, λέει, από το σώμα του μονάχο κι άρχισε να στριφογυρίζει στον αέρα. Ξέρω, ήταν το χιόνι που έβλεπα, οι εμπνεύσεις μου είναι πάντα τόσο φτωχές, ποτέ δεν κατάφερα να φτιάξω τραγούδια σαν εκείνα που γράφουν τα βιβλία σας, εκείνα με τα οποία μ’ έχετε αναθρέψει, όμως έχω πάντα καλή φωνή και δεν καταδέχτηκα ποτέ να τη δανείσου στα μεγαλεία των άλλων. «Τραγούδα μου ό,τι λέει η ψυχή σου», αυτό δεν μου λέγατε πάντα; Γιατί όμως, γιατί, Θεέ μου, όταν τραγουδούσα γι’ αυτόν, κλείνατε τα παράθυρά μας; Καλά, καλά, μην ταράζεστε, όμως ποτέ δεν έχει ακούσει τη φωνή μου, κανέναν δεν αφήνατε να μ’ ακούσει, και για τους άλλους ποιος σκοτιζότανε, όμως αυτός δεν έπρεπε να ξέρει αυτό το μεγάλο μου χάρισμα; Ω, δεν αγανακτώ, μην ταράζεστε, ποτέ δεν λησμονώ τι σας χρωστάω, δεν είναι μόνο ευγνωμοσύνη, σύμφωνοι, είν’ αγάπη. Νομίζετε ότι θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που σας πρωτοείδα στην πόρτα του σπιτιού μας εκείνο το απόγευμα… Ο πατέρας μου είχε μόλις πεθάνει, ο σκύλος του τον παράστεκε εμβρόντητος με το μουσούδι πάνω απ’ το προσκέφαλό του. Εγώ καθόμουν έξω, στο σκαλί, μασουλούσα το ψωμί μου κι έφτυνα πότε πότε τα ψίχουλα για να τραγουδήσω κάτι. Σας βλέπω τότε με το μπλε σας φόρεμα και τα μαλλιά σας σηκωμένα ψηλά σαν μια φωλιά πάνω σε δέντρο. Με το λευκό σας μπαστουνάκι, αντί να βρίσκετε το δρόμο σας, κρατούσατε το ρυθμό του τραγουδιού μου. Πήρατε λίγο χώμα, μπήκατε, ρίξατε ήσυχα επάνω του κι ύστερα στραφήκατε σ’ εμένα. «Εσύ θα ’ρθεις μαζί μου. Πάμε». Καθόλου δεν με τρόμαζαν τα μάτια σας, ολότελα λευκά σχεδόν κι όμως με κάποιο ιδιαίτερο βλέμμα. Τα προτιμούσα από τ’ άγρια μάτια του πατέρα μου, ύστερα κατακόκκινα απ’ τον πυρετό, τέλος σβησμένα. Τα δικά σας ήταν δυο σταλαξιές πηγμένο γάλα. Ακολούθησα. Θυμάμαι κάθε λουλουδάκι και κάθε αγκάθι που πάτησα κατεβαίνοντας από το βουνό. «Τα πόδια σου θα ξαναγίνουν τρυφερά», μου είπατε, «θα φορέσεις παπούτσια». Δεν ξέρω γιατί, αυτό με φόβισε, μ’ άρεσε να σκουπίζω την πατούσα μου με την παλάμη πριν να κοιμηθώ, πρασινισμένη από τα χορτάρια, ήξερα άλλωστε πια να αποφεύγω τις κακοτοπιές. Όμως κατέβαινα στην πόλη πίσω από ένα τεράστιο μπλε φόρεμα κι έβρισκα το βήμα μου στο ρυθμό του μπαστουνιού σας και σε λίγο θα ήμουν εκεί που λένε πως κουνιούνται οι δρόμοι και πως περνάνε μεγάλα νερά κάτω ακριβώς από τα σπίτια, πως έχει μήλα στα καφάσια αντί στα δέντρα και πως οι άνθρωποι φτιάχνουν με τα χέρια τους πράγματα που πουλάνε αντί να τρώνε. Δεν θα ξανάβλεπα ποτέ, ποτέ, το μεγάλο τριχωτό χέρι του πατέρα μου να σπρώχνει μπρος μου το πιάτο μου κι ύστερα να γυρίζει τη ράχη του βουλιάζοντας μπροστά στη φωτιά.
Α, ποιος ξέρει πώς θα ήταν να πατήσω εκεί που υπάρχουνε μάρμαρα.
   Ήταν κρύα. Πολύ κρύα. Γι’ αυτό και όχι, εδώ που τα λέμε, επειδή εσείς επιμένατε, δέχτηκα και φόρεσα παπούτσια. Ω, δεν σημαίνει βέβαια αυτό ότι μπορούσε να σας αρνηθώ και κάτι. Και ποιος μπορεί; Όλοι αυτοί οι λογιστές κι οι δικηγόροι με τα γυαλιά και τα γκρίζα μουστάκια, όλοι αυτοί οι προμηθευτές της ΑΚΤΗΣ, που, σφίγγοντας τις τεράστιες κοιλιές τους μέσα στα σκούρα κοστούμια τους, περνούνε χρόνια τώρα από το σπίτι μας, δεν σας αρνήθηκαν ποτέ τους τίποτε, λένε όλο ναι και δίνουν εξηγήσεις και ούτε τολμούν να σηκώσουν τα μάτια τους προς το πηγμένο σας βλέμμα.
Κι έτσι δεν 
έχουν δει ποτέ καλά κι εμένα, από παιδί με κρατούσατε όρθια πίσω σας, μπορούσανε να βλέπουν μόνο τα κουμπιά της μπλούζας μου κι ωστόσο κάμποσοι τα κοίταζαν και αυτά κι έτσι σιγά σιγά με βάλατε καθιστή να σκύβω πάνω από το εργόχειρό μου. Αλλά πάλι μου τρέμαν τα δάχτυλα, τα χάρτινα λουλούδια σκίζονταν ή γίνονταν κακότεχνα τότε, κι αυτό μπορούσε να σημάνει για σας το λόγο μιας ολονύχτιας θλίψης. Δεν τολμούσα να τρυπώσω στην αγρύπνια σας, λυπόμουν να σας φαντάζομαι όρθια μέσα στο δωμάτιό σας όλη νύχτα, πότε μπροστά στον καθρέφτη σας, πότε μπροστά στο τζάμι. Ωστόσο δεν τολμούσα να μπω, ήξερα ότι βλέπατε καλά το πρόσωπό σας τη νύχτα, ότι μελετούσατε μία μία τις ρυτίδες του, ότι περνούσατε και σκουπίζατε συνέχεια ένα κραγιόν πάνω στα χείλη. Κανείς καλύτερα από σας δεν θα μπορούσε να διακρίνει την κίνηση της νύχτας στο δρόμο, ποιος έμπαινε, ποιος έβγαινε στην ΑΚΤΗ, ποιος περπατούσε στους δρόμους. Εσείς, κρατώντας με τρυφερά από τους ώμους, με πήρατε μια νύχτα στο κρεβάτι σας και αραδιάζοντας πάνω στα σεντόνια μεταξωτά χαρτιά, πέρλες και κρέμες, βαζάκια με τονωτικά κι αρώματα, με μυήσατε στην τρομερή δύναμή σας. Μην κλαίτε, ξέρω, το ’χω χάσει πια το χάρισμα, εσείς πιστεύετε ότι εκείνος μου το πήρε, ίσως και να ’ναι αλήθεια αυτό, μα πώς αλλιώς θα τον έβλεπα αν δεν σήκωνα λιγάκι το κεφάλι μου μέσα στο φως της ημέρας, την ώρα, αχ Θεέ μου, την ώρα που ακουμπούσα τις τσάντες μπρος από τον πάγκο του κυρίου Ισίδωρου κι εκείνος, βιαστικός όπως πάντα, ετοιμαζότανε να βγει
προς τα εμπορικά;

Το αγόρι

Κάθε φορά που χάνω το σώμα μου, ξέρω πως το ’χει πάρει αυτός. Ποτέ δεν θα σταματήσει λοιπόν να με κλείνει μες στη βαλίτσα του; Τι λογής πατέρας είν’ αυτός, που ποτέ δεν λογάριασε τη θέλησή μου; Ένα οποιοδήποτε πρωινό σηκώνεται, ετοιμάζεται, φεύγει. Πού πας; Δουλειές. Τι δουλειές; Τ’ άλλα παιδιά ξέρουνε όλα τι δουλειά κάνει ο πατέρας τους, πολλά τον έχουν κιόλας δει να δουλεύει. Εγώ απομένω εδώ όσο λείπει και δεν ξέρω. Νιώθω μονάχα συνεχώς το κούνημα καθώς με κουβαλάει εδώ κι εκεί, με τον καιρό ξεχωρίζω πια κι αν μπαίνουμε σε τρένο ή σε πλοίο. Το πιο πολύ σε πλοίο μπαίνουμε, ακούω τη βουή της θάλασσας, είναι κάτι τεράστιο, κι αυτό κλεισμένο σε μια μεγαλύτερη βαλίτσα, στο μαντίλι μάλλον ενός γίγαντα που τύλιξε εκεί μέσα τα πάντα, να βγει μια βόλτα στην εξοχή. Όπως μου τύλιγε κάποτε τα σταφιδόψωμα η κυρία Θεώνη. Η κυρία Ήβη δεν ξέρει από τέτοια, τίποτε δεν ξέρει αυτή, ούτε να στρώσει σωστά ένα τραπέζι, μ’ αφήνει και τα κάνω όλα μόνος μου, κανένας δεν το ξέρει αυτό, πως τα κάνω όλα μοναχός μου. Όλο παράπονα είναι το μάτι τους, πως τα κάνω όλα λάθος, πως δεν βγάζω το ψωμί που μου δίνουνε, πως μ’ έχουνε μαζέψει από τους δρόμους και να μην είμαι τεμπέλης κι αχάριστος. Δεν είμαι. Δεν είμαι! Εγώ τα κάνω όλα σωστά, όπως μου τα ’μάθε η κυρία Θεώνη, προσέχω εγώ, η κυρία Ήβη όμως ποτέ της δεν ευχαριστιέται, θέλει να μ’ έχει δεμένο στη φούστα της, να δίνει όλο διαταγές, όλο θυμώνει η κυρία Ήβη. Δεν θέλει να της μιλάω λέει, εντάξει, δεν θέλει να της μιλάω, όμως σε ποιον να μιλάω εγώ; Χθες το ’σκασα, πήγα στα σπιτάκια που έχουνε βάλει τους φίλους μου, κάθισα απ’ έξω, στο πεζούλι, και τους μίλησα. Σήμερα όμως χιονίζει, πού να πάω. Αν βάλω το παλτό και το σκούφο μου, θα τα λεκιάσει το χιόνι, και να στεγνώσουν, μένει ο λεκές. Κανείς δεν καθαρίζει τα ρούχα μου, δεν μπορώ να τα φοράω λερωμένα, γίνονται πιο βαριά και δεν μπορώ πια να τα σηκώσω, θα με σκεπάσουν όλο καμιά μέρα. Πώς πετάμε τα άπλυτα το ένα πάνω στο άλλο, ποιος θυμάται ποιο είναι κάτω κάτω… Πώς θα με βρει ποτέ ο πατέρας μου; Εκείνος ήθελε να είμαι καθαρός, με χτένιζε, έστρωνε προσεχτικά τη χωρίστρα, «Είσαι ένα όμορφο, καλό παιδί», μου ’λεγε, μ’ έπαιρνε από το χέρι και βγαίναμε μεγάλη βόλτα μέσα στην πόλη. Τι όμορφα που ήτανε τότε, τα μαγαζιά ήταν το πιο όμορφο απ’ όλα, τόσα μαγαζιά φωτισμένα, με ψεύτικους ανθρώπους πίσω από τα τζάμια να φοράνε καπέλα και γραβάτες, αληθινά καπέλα και γραβάτες. Άλλα με ψεύτικα πουλιά και δέντρα, στις μύτες τους κρατούσαν δαχτυλίδια, δύο μάλιστα κρατούσαν απ’ τις άκρες του ένα αληθινό περιδέραιο. Πιο κάτω ήταν ένα με παιχνίδια, ακατανόητα παιχνίδια από πηλό, σπάζανε αμέσως, όλοι το ’ξέραν, κανείς δεν τ’ αγόραζε, -πήλινα αλογάκια ή κάρα, κάτι μεγάλες πήλινες μέλισσες, ο πατέρας τις έλεγε σκαραβαίους. Κανένας δεν τα αγόραζε, τους έσπαζαν, του πατέρα δεν του σπάσανε ποτέ, τα ’παίρνε τυλιγμένα στο χαρτί, μου τα ξετύλιγε, «Παίξε», μου έλεγε, «είναι για να παίζουμε. Παίξε». Πώς να παίξω μέσα στο δρόμο, τουλάχιστον αν ήταν κι οι φίλοι μου, μ’ έπιανε μια ντροπή, τι να κάνω, κατέβαζα τα μάτια στη γη, ντρεπόμουνα να παίζω ολομόναχος εκεί, καταμεσής του δρόμου. Όταν ξανασήκωνα τα μάτια, δεν ήταν πια εκεί τα πήλινα έντομα, ούτε το χέρι του πατέρα μου ένιωθα, με κρατούσε ακόμη κι ωστόσο ήταν σαν να το είχε χώσει μες στην τσέπη. Συνεχίζαμε τον περίπατό μας, τώρα στεκόμασταν μπροστά στα υφασματάδικα, χιλιάδες τόπια αραδιασμένα στα ράφια, μπαίναμε μέσα να αναζητήσουμε ύφασμα για μια φορεσιά για μένα. Δεκάδες γυναίκες εκεί, όλο γυναίκες συνωστίζονταν εκεί μέσα, νέες με τούλι στα καπέλα τους, άλλες ώριμες, μ’ ένα βαρύ γουναρικό γύρω από τους ώμους, άλλες σχεδόν αφανισμένες από τα γεράματα κι όμως στημένες πάνω στα μαύρα τους μποτίνια, ψάχναν με δάχτυλα γεμάτα δαχτυλίδια την ποιότητα ενός υφάσματος. Υπάλληλοι μικροσκοπικοί και γρήγοροι τους κατέβαζαν πότε το ’να, πότε τ’ άλλο, χαμογελούσανε ζωγραφιστά, όπως οι πήλινοι σκαραβαίοι, ψαλίδιζαν, μετρούσαν, διπλώνανε. Όταν εμείς μπαίναμε μέσα, στην αρχή δεν άλλαζε τίποτε, λίγα λεπτά μετά όμως, η μία μετά την άλλη, όλες κοιτούσανε κλεφτά τον πατέρα, πάλι γύριζαν στη δουλειά τους, πάλι τον κοιτάζανε, οι υπάλληλοι αργοπορούσαν. Έσβηνε σιγά σιγά το μπογιατισμένο τους χαμόγελο, εγώ καλά καλά δεν τους έβλεπα πίσω από μια τέτοια μουντζούρα, όλοι κοιτούσανε κλεφτά τον πατέρα. Το ήξερα πως ήτανε όμορφος, εγώ όμως δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί, κι εγώ είχα ίδια μαλλιά, ίδια μάτια, κανείς δεν με κοιτούσε εμένα, με σπρώχνανε, τάχα αθέλητα, για να βρεθούνε λίγο πιο κοντά του. Μπορεί στ’ αλήθεια και να μη με βλέπανε, τόσο στένευε γύρω μας ο κύκλος που δεν τους έβλεπα κι εγώ, μόνο φούστες μεταξωτές ή βελούδινες, μαύρα λεία παλτά, παπούτσια και παπούτσια με κουμπώματα χρυσά και με φιόγκους. Τραβούσα τότε το σακάκι του, ήθελα να με πάρει αγκαλιά, δεν μπορούσα να ανασάνω εκεί κάτω. Ποτέ δεν με πήρε. Σερνόμουν όπως όπως στα πόδια του, τραβούσα το σακάκι του, άκουγα να ’ρχεται από ψηλά η φωνή του: «Θέλω κάτι πολύ απαλό
για το 
παιδί, κάτι πολύ ελαφρύ, κάτι που να μη λερώνει». Ποτέ δεν φόρεσα εγώ καινούριο ρούχο. Πάντα μ’ αυτά περπατούσαμε, μ’ αυτά που φοράω και τώρα, μένουνε πάντα καθαρά γιατί ποτέ δεν βγαίνω έξω όταν χιονίζει ή όταν βρέχει, δεν κάθομαι να παίζω καταγής. Από το δήμαρχο δεν ζήτησα άλλα, με βάλαν στη δουλειά και δεν μου φτιάξανε μια φορεσιά για τη δουλειά μου, η κυρία Ήβη φορά, φορά την κάτασπρη ποδιά της κυρίας Θεώνης. Η δύστυχη η κυρία Θεώνη… «Πρέπει ν’ αφήσεις το παιδί ήσυχο», του έλεγε, «ή παρ’ το πια μαζί σου για πάντα. Κοίτα τα μάτια του, αυτό κλαίει, κρυφά από σένα κλαίει, δεν καταλαβαίνεις;» Έσκυβε αυτός το κεφάλι και δεν μίλαγε, ποτέ του δεν της απαντούσε, καθόταν εκεί, πλάι στον πάγκο της, με το κεφάλι σκυμμένο. Άνοιγε τότε το ντουλάπι και του ’δίνε κάτι που μύριζε γλυκύτατα, του ’σπρώχνε μπρος του ένα ποτήρι κρασί, εκείνος σήκωνε τα μάτια του —δεν ξέρω, νόμιζα πως τη φιλούσε τότε— και τα χαμήλωνε χωρίς ν’ απαντήσει. «Άφησε το παιδί ή παρ’ το», του ’λεγε πάλι εκείνη σιγανά, «θες δε θες, ο καιρός θα περάσει. Δες, εγώ απόκτησα κόρη κι η κόρη μου άλλη,
να τη εκεί, 
αυτό το παχουλό κουτό κορίτσι». Τότε καθότανε κι εκείνη, φαινότανε κουρασμένη ξαφνικά, με τράβαγε γλυκά πάνω στα πόδια της κι άρχιζε αργά αργά να με χορεύει μουρμουρίζοντας κάτι θολό. Ο πατέρας μου έριχνε το κεφάλι πάνω στον πάγκο της, έβλεπε μοναχά τα μαλλιά του, πυκνά κατάμαυρα μαλλιά, κανένας άλλος άντρας μες στην πόλη δεν είχε τα μαλλιά του πατέρα μου. Οι μυρωδιές κι οι άχνες της κουζίνας σταματούσανε στον αέρα και τους τρεις μας, μονάχα τους τρεις μας, μας κούναγε γλυκά κάτι τεράστιο, κάτω απ’ το πάτωμα περνούσε, το άκουγα, κάτι κλεισμένο στο μαντίλι ενός γίγαντα, που ’χε τυλίξει μέσα κει τα πάντα και πήγαινε μια βόλτα στην εξοχή.

Ο κύριος Ισίδωρος

Κοιμηθείτε. Ύπνο γλυκό, χρυσά μου, ύπνο γλυκό. Εγώ είμ’ εδώ, κοιμηθείτε. Τώρα γυρίζει πίσω στη μάνα του, Αύριο πάλι. Άλλη δεν έχει αυτός στον κόσμο από την Ήβη, ας τον μαλώνει, κάνει η Ήβη για μάνα του, με το
καιρό θ’ αγαπηθούνε οι δυο, θα δείτε. Αυτή γι’ αυτόν, εγώ για σας. Ύπνο γλυκό, εγώ είμ’ εδώ, κοιμηθείτε, Αύριο πάλι, αύριο πάλι, χαζοπούλια μου. Κοιμηθείτε. Το μέτωπο στη γη, όοολοι, έτσι…

ΙΙ
ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΚΑΤΩ

Δέκα σκοτεινά παραμύθια
Για ζώα, για πουλιά και για κτίσματα

ΟΙ ΦΙΛΟΙ

Οταν ψόφησε το άλογό μας, πήγε η ψυχή του στο Θεό και του ’πε: «Πού είναι το δικό μου παχνί;» Ο Θεός χαΐδεψε τα μακριά του γένια ντροπιασμένος: ολόκληρος κήπος και δεν είχε ούτε μια γωνιά για το άλογο. «Σύρε», του λέει, «κι όπου βρεις, να μείνεις». Βάδιζε, βάδιζε το άλογο, βρήκε ανάμεσα σε δύο σύννεφα μια βρύση. Γύρω δεν έβλεπε ψυχή. «Όχι εδώ», λέει τότε, «δεν θα με βρει εδώ ο αφέντης μου». Πίνει και φεύγει. Βάδιζε, βάδιζε, φτάνει στη μέση τ’ ουρανού, βρίσκει ανάμεσα σε δύο σύννεφα τα χάμουρά του πεταμένα. Σκύβει θλιμμένο να τα οσμιστεί, γλιστρούν εκείνα, πέφτουν, πέφτουν, φτάνουνε πάλι στη γη. Να τα, μπροστά μου εδώ, τα παίρνω και τα κρατώ και τα κοιτώ και το ξέρω: το άλογό μου είναι πάντα πάνω κει.

Ο ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΣ

Μόλις που είχαμε προλάβει να κλείσουμε την καταπακτή και να τραβήξουμε από πάνω της το χαλί και το κρεβάτι του αρρώστου, όταν μπήκαν οι στρατιώτες στο σπίτι. Χτύπησαν πρώτα βροντερά την πόρτα κι όσο να πω να ξεκλειδώσω, είχανε ήδη ορμήσει μέσα με τα όπλα τους καταπάνω μας. «Πού είναι;» φώναζε ο επικεφαλής. «Πού είναι;» «Δεν ξέρω», ψιθύρισε η μητέρα, ενώ τα δύο μικρά κρύβονταν κιόλας με κλάματα στις φούστες της. Ο επικεφαλής ήρθε με μια δρασκελιά κοντά μου, μ’ άρπαξε από τα μαλλιά, κόλλησε το κεφάλι μου στον τοίχο. «Πού είναι;» Η μάνα σκέπασε με τις παλάμες της τα μάτια των μικρών και στύλωσε πάνω μου τα δικά της. «Δεν ξέρω», ψιθύρισα. Βρέθηκα μ’ έναν μπάτσο καταγής, σηκώθηκα, ακούμπησα ξανά στον τοίχο. Ο επικεφαλής πλησίασε στο κρεβάτι. «Είναι άρρωστος», του είπε καθαρά η μάνα. Αυτός του σήκωσε απότομα τα μαξιλάρια, τον έφερε κάτω από το πρόσωπό του. Καθώς τα χέρια του αρρώστου κρεμάστηκαν και ο ρόγχος του δυνάμωσε αμέσως, τον άφησε να πέσει πάλι με μια έκφραση βαθιάς αποστροφής. «Πού είναι;» ούρλιαξε ξανά. «Όλοι τον είδαν που τριγύρναγε εδώ, ήτανε πληγωμένος γερά, δεν μπορεί να ’χει πετάξει». Και μ’
ένα νεύμα διέταξε τους στρατιώτες του ν’ αρχίσουν.
   Το καθετί μέσα στο σπίτι ρημάχτηκε. Πετάχτηκε έξω ως κι ο ρουχισμός απ’ τις ντουλάπες, τα κάδρα από τους τοίχους ξεκρεμάστηκαν, ψηλάφησαν, έψαξαν ρημάζοντας κουζίνα, υπνοδωμάτια, δώμα. Ύστερα βγήκαν στην αυλή, ξήλωσαν την αποθήκη σε σανίδες, πέταξαν σπίρτο κι άναψαν φωτιά. Άρχισαν να πετούν εκεί μέσα τα πράγματα που δεν είχαν σπάσει, έπιπλα, αγαλματίδια, βιβλία, ως και πιατικά. «Πού είναι;» ούρλιαζαν. «Πού είναι; Τον βρήκατε, τον περιποιηθήκατε, εδώ είναι. Ζωντανός στο βουνό δεν θα γυρίσει». Η μάνα έσφιγγε κοντά της τα μικρά και τα χε καταφέρει να
σωπάσουν, όταν άρχισαν να πετούν στη φωτιά ένα ένα τα ζώα της αυλής μας, όσα δεν πρόλαβαν να το σκάσουν. Κάηκαν ζωντανά τα κλωσόπουλα, που έπαιζε ο Απόστολος, και το κουνέλι της Μαρίας, ενώ το άλογο το πυροβόλησαν πρώτα.
   Θα είχε έρθει κι η σειρά μας, όταν έσβησε στο προσκέφαλό του ο άρρωστος. Οι στρατιώτες ειδοποίησαν το διοικητή κι εκείνος έδωσε την εντολή: «Πάρτε από δω το κουφάρι!» Τον σήκωσαν με το κρεβάτι του μαζί, θέλοντας, ποιος ξέρει πώς, να τον προσβάλουν, το χαλί μπλέχτηκε στα πόδια τους και φάνηκε η καταπακτή. Μ’ απίστευτα ουρλιαχτά και χάχανα στριμώχτηκαν επάνω απ’ το κρικέλι. Με δύο πυροβολισμούς στον αέρα ο διοικητής επέβαλε την τάξη. Ύστερα αστράφτοντας από οργή και ευτυχία το τράβηξε δυνατά. Στο άνοιγμα της καταπακτής —Θεέ μου, Θεέ μου, αν έφτιαξες τους αγγέλους για μας…— ο αετός μας ήταν κιόλας εκεί, γραπωμένος με τ’ αγκίστρια των νυχιών του από τη δοκό, με τις τεράστιες φτερούγες του ορθάνοιχτες, με μάτι ζωηρό, ολόλαμπρο, με το βασιλικό λοφίο του ανάτριχο, με το γάντζο του ράμφους του ανοιχτό. Άστραφτε μες στο μισοσκόταδο πάνω στα ολόφτερα, παντοδύναμα πόδια, σάμπως να ήτανε μόλις λουσμένος σε όλη τη δροσιά των αστραπών, σάμπως μόλις να ’χε τινάξει από το σκοτεινόξανθό του φτέρωμα το φρέσκο γεναριάτικο χιόνι. Τινάχτηκαν όλοι τους πίσω. Ο αετός μας —Θεέ μου, Θεέ μου, δεν ακούς πια, δεν βλέπεις, δεν νοιάζεσαι…— όρμησε, γιατρεμένος πια, προς το άνοιγμα, πλαταγίζοντας τις σπάθες των φτερών του πάνω από τους πεσμένους διώκτες του. Διέσχισε το δωμάτιο, χύθηκε έξω. Χτυπώντας πάντα τα φτερά σαν φοινικόκλαδα, υψώθηκε στον αέρα και χάθηκε προς το βουνό το φορτωμένο πάγους, προς το δάσος. Τρέξανε πίσω του εκείνοι τουφεκώντας με απόγνωση, ώσπου έγιναν κάτι κουκίδες που τις ξεχώριζες μονάχα από τους κρότους και τη λάμψη των πυκνών τους πυροβολισμών.
   Το σπίτι μας γίνηκε στάχτη. Εμείς, αφού θάψαμε τον πεθαμένο, πήραμε ένα μπιτόνι νερό και ξεκινήσαμε πεζή για το δάσος.

ΜΥΡΩΔΑΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ

Μόλις γύρισε από τη δουλειά ο θείος Ισίδωρος, πέταξε παλτό και παπούτσια, έπλυνε πρόσωπο και χέρια με θόρυβο κι ύστερα στάθηκε στη μέση της κουζίνας και είπε: «Θα τον στείλουμε πίσω, στ’ αδέλφια του». Η θεία πήγε να σβήσει. «Τι λες;» ψέλλισε. «Τι λες τώρα;» «Είπα, θα πάει με τους άλλους». «Και θ’ αφήσουμε το σπίτι ορφανό;» «Το σπίτι είναι ορφανό», ύψωσε τη φωνή ο θείος Ισίδωρος και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
   Η θεία κάθισε κι εκείνη. Για λίγη ώρα δεν μίλησε κανείς. «Βάλε να φάμε», μουρμούρισε τέλος ο θείος. Η θεία, σαν σε ομίχλη, υπάκουσε. Κανένας τους δεν άγγιζε το πιάτο. «Είναι μήνας τώρα που τον έχουμε εδώ. Θα συνηθίσει. Θα γυρεύει να μείνει». «Ας μείνει. Τόπο δεν πιάνει». «Οι άλλοι τον γυρεύουνε, το ξέρεις. Κλαίνε και τον γυρεύουνε. Δεν μπορούμε να χωρίσουμε τα παιδιά». «Δεν τα χωρίσαμε εμείς, Ισίδωρε». Χτύπησε το χέρι, του στο τραπέζι: «Μη μιλάς πια γι’ αυτό σου είπα. Τώρα είναι όλοι πάλι μαζί. Και μόνο τούτος είναι χώρια». Η θεία έσκυψε το κεφάλι. Πέρασε ώρα. Τέλος η σιωπή μύρισε από το πουκάμισό μου. «Το πουκάμισό του μοσκοβολάει», τόλμησε πάλι η θεία. Ο θείος έριξε το πρόσωπο στα χέρια του. «Άννα», είπε σιγανά τώρα, «δεν είναι εδώ μέρος για παιδιά. Είμαστε γέροι πια, δεν το βλέπεις;» «Όχι και τόσο γέροι, Ισίδωρε. Σε πήραν στη δουλειά, το είδες». «Δεν έχουν άλλους τώρα». «Εμένα η μάνα μου έζησε πολύ». «Κι εμένα». «Βλέπεις; Άσ’ το παιδί στο σπίτι, Ισίδωρε». «Το παιδί το γυρεύουν τ’ αδέλφια του σου είπα». «Η μάνα κι ο πατέρας του όμως όχι». «Δεν έχω μήνυμά τους, είν’ αλήθεια. Μα για να το γυρεύουν τ’ αδέλφια του…» «Η αδελφή σου θέλει που είναι εδώ, το νιώθω. Κι αυτό το θέλει. Μύρισε! Μύρισε!» Του άρπαξε το χέρι και το ’σφίξε. Τα μάτια της έλαμπαν από χαρά. Το πουκάμισό μου μοσκοβολούσε πάλι δυνατά. Ο θείος Ισίδωρος έσπρωξε το πιάτο του. Έκανε την καρέκλα του πίσω. Η θεία τα μάζεψε όλα και τα γύρισε ξανά μες στην κατσαρόλα. Άρχισε να του φτιάχνει τον καφέ του. Του τον έφερε και μαζί τα τσιγάρα του. «Καλό παιδί», ψιθύρισε ο θείος Ισίδωρος τραβώντας την πρώτη ρουφηξιά. Άναψε αργά το τσιγάρο. «Καλό παιδί», είπε κι εκείνη μ’ ελπίδα. «Μας νοιάζεται, μας τιμά. Μας έχει καλύτερα από μάνα και πατέρα». Ο καπνός γυρόφερε λίγο την καράφα κι άρχισε ν’ ανεβαίνει ψηλά. Τα φρύδια του θείου έσμιξαν σε σκέψη που δεν κατάφερνε να ξεμπλεχτεί. «Πάψε. Σε τύφλωσε ο εγωισμός. Το παιδί θέλει τ’ αδέλφια του». Έσβησε το τσιγάρο του μισό και ήπιε με θόρυβο το νερό του. «Να του ετοιμάσεις το στάρι του». Έλυσε τότε την ποδιά η θεία Άννα και την απίθωσε στη ράχη της καρέκλας. Ύστερα κρέμασε το κεφάλι της στο στήθος κι άρχισε ένα κλάμα μουγγό, χτυπώντας μόνο πότε πότε τα χέρια της πάνω στα γόνατα. Ο θείος Ισίδωρος ξανάναψε τσιγάρο και στύλωσε το βλέμμα του στο μάρμαρο του νεροχύτη. Σε μια ραγισματιά μαζευότανε σκουριά και αλάτι. Πέρασε τα χοντρά του δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του, στέναξε κι έσβησε πάλι το τσιγάρο του μισό. Ύστερα σηκώθηκε δύσκολα κι άνοιξε το μικρό παράθυρο, ακόμη νοτισμένο από την κατσαρόλα. Μπήκε αγιάζι τσουχτερό. Η θεία Άννα σφίχτηκε στο σάλι της. Εκείνος ξανακάθισε βουβός. Βάλθηκε να σουρώνει με τα δάχτυλα μια γωνιά της ξεχασμένης του πετσέτας. «Να του ετοιμάσεις το στάρι του», ξανάπε τέλος.
   Εισπνέοντας τότε άπληστα τον καθαρό γεναριάτικο αέρα, φούσκωσε το πουκάμισό μου, μοσκοβόλησε και, οδηγημένο από τη λαχτάρα του γυρισμού, μα πιο πολύ από συμπόνια κι αγάπη, άπλωσε τα μανίκια και άρχισε να πετά προς το ανοιχτό παραθύρι.
Τους αποχαιρετούσα περνώντας πάνω από τα γκρίζα κεφάλια τους, που ανάγειραν να μ’ αντικρίσουν μια τελευταία φορά, κι ανακατώνοντας μια ιδέα τα μαλλιά τους. Ύστερα βγήκα απ’ το παράθυρο, διέσχισα τη μισοκαμένη πόλη κι αφού ταξίδεψα ώρες και ώρες, έφτασα κάποτε στο λόφο όπου βρισκόμουνα κι εγώ κι η μάνα κι ο πατέρας και τ’ αδέλφια μου και δώδεκα συχωριανοί μου που δεν άντεξαν ημερών πορεία στο χιόνι,
όπως μας 
σήκωσαν απ’ τα κρεβάτια μας, μόνο με τα πουκάμισά μας. Βρήκα και σκάλωσα στο θάμνο, απ’ όπου μ’ έσυρε στην ξενιτιά η θεία Άννα. Παράξενο, ήταν ακόμη γεμάτος με τα μικρά μικρά θαλασσιά λουλουδάκια του.

Ο ΦΟΥΡΝΟΣ

Μετά τις πρώτες βροχές ακολούθησε μεγάλη κατολίσθηση κι όλος ο οικισμός καταπλακώθηκε μαζί με τους λιγοστούς του κατοίκους. Τα συνεργεία διάσωσης μόχθησαν δυο τρεις μέρες, ύστερα οι νέες βροχές ματαίωσαν κάθε άλλη προσπάθεια και μόνο μήνες αργότερα, όταν ο τόπος στέγνωσε και καθαρίστηκε, ο ιερέας του γειτονικού χωριού φρόντισε για την ταφή των οστών των θυμάτων. Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε στα ερείπιά του και ο τόπος παραδόθηκε στη βοσκή.
Το χειμώνα, που έφευγαν τα κοπάδια, νερά και χιόνια ανανέωσαν το χόρτο και σύντομα ούτε τα ερείπια δεν διακρίνονταν, το καθετί καταχώθηκε κι ο αέρας ακουμπούσε θάμνους. Μόνος που σώθηκε ένας φούρνος. Χτισμένος πάνω σε μικρό βράχο που ξεφύτρωνε, φαίνεται, μέσα στην ίδια την αυλή του πλακωμένου σπιτιού, δεν απειλήθηκε από τα χόρτα. Κι όταν ο τόπος όλος έγινε μια χορταριασμένη μαγούλα, ο φούρνος απόμεινε έξω, παράταιρος, με σκουριασμένη πια την πόρτα του αλλά το μάνταλό της στη θέση του. Βέβαια, αν το άγγιζε απρόσεχτο δάχτυλο, θα γινότανε κι εκείνο σκόνη.
Όταν το φούρνο τον σκεπάζανε τα χιόνια, όπως το καθετί τριγύρω, η πόρτα αυτή θαρρούσες ότι έφραζε λαγούμι προς την καρδιά του βουνού, όπου, αν χωνόσουν, έφτανες σε τόπο μαύρο και πυρακτωμένο. Το καλοκαίρι όμως έμοιαζε φιλόξενος, καθώς τον σκαρφαλώναν τα κατσίκια και στέκονταν για λίγο στην καμπούρα του σαν σε καλό παρατηρητήριο, απ’ όπου μπορούσανε να μετρήσουνε ένα ένα τα ραδίκια μες στα σπάρτα. Η φυσική του πέτρινη βάση, κάποτε ασπρισμένη κι αυτή, ξανάχε πάρει με τα χρόνια τα χρώματα των πετρωμάτων της. Κουβάλαγε μ’ απέραντη εγκαρτέρηση το άχρηστο χτίσμα, σαν να ήξερε πως δεν θα το σκεπάσουν παρά οι αράχνες που θα βγουν από μέσα του όταν ολόκληρο κατοικηθεί.
   Χειμώνα καλοκαίρι, χειμώνα καλοκαίρι αυτό, ένα πρωί η σκουριασμένη πόρτα έπεσε. Μια γραμμή από αραιή κόκκινη σκόνη μονάχα έφραζε τώρα το στόμιο. Κι όπως φυσούσε ένα βοριαδάκι, καθόλου ασυνήθιστο τις τελευταίες ημέρες του Μάρτη, γρήγορα σκόρπισε εδώ κι εκεί τη σκόνη, εκτός από κάτι μικρά κομμάτια από το άγκιστρο του σύρτη. Αυτά είχανε κάμποση ύλη ακόμη μέσα τους για ένα κουδούνισμα πάνω στο βράχο. Παράξενο, δεν είχε αράχνες. Το φως, τρυπώνοντας ανυπόμονα μέσα στο σκοτεινό του κουβούκλιο, το ’δείχνε καθαρό καθαρό, σχεδόν σαν μόλις σκουπισμένο, εκτός από μια δυο χούφτες στάχτη, κι αυτή όμως καλά σαρωμένη σ’ ένα μικρούλη σωρό. Νοικοκυρεμένα πυρότουβλα, όπως έπρεπε αρμοσμένα, μαύρα βέβαια από την παλιά τους χρήση, κλείνανε γύρω γύρω κι από πάνω ένα πρώτης τάξεως σπίτι, τουλάχιστον για τα τεμπέλικα ζώα, και η φουσκωμένη, στρεβλή μα όχι σάπια ακόμη πινακωτή, που είχε αποτεθεί στην άκρη, μπορούσε να ’ναι μια χαρά το κρεβάτι τους.
   Όταν ο φούρνος κατοικήθηκε πάλι, όλος ο οικισμός πέρασε πλέον σε νέα φάση της ιστορίας του. Μόνο που δεν την ξέρουμε ακόμη, γιατί όταν τρώμε το ψωμί, μόνο την πείνα μας χορταίνουμε.

.

 Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Ε Σ

ΣΕ ΑΒΑΡΕΣ ΦΑΛΤΣΕΤΟ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 25/5/2024

Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ώριμη από καιρό και ακάματη θεραπαινίδα του λόγου έχει χαράξει τη δική της πορεία – σημαντική και ανυπόκριτη – στη σύγχρονη ελληνική ποίηση εκπροσωπώντας κατά το μερτικό της τη γενιά του ʼ70 και, παράλληλα, ξεφεύγοντας από τα στενά γραμματολογικά όρια της γενεαλογικής κατάτμησης της λογοτεχνίας, καθώς συνεχίζει με το έργο της και τη φυσική της παρουσία να πλουτίζει τόσο την προσωπική της συγκομιδή όσο και αυτή της ποίησης πειραματιζόμενη με ποικίλους τρόπους και μέσα και πάνω απ’ όλα με των λέξεων το βάρος. Έτσι πολύ πρόσφατα, κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις Θράκα το 17ο ποιητικό της βιβλίο, όπου το εξώφυλλο κοσμεί το ακρυλικό σε καμβά έργο του Αμερικανού εξπρεσιονιστή Paul Jenkins (1923-2012) Phenomena Kwan Yin του 1969. Το βιβλίο φέρει τον παιγνιώδη και κάπως απρόσμενο τίτλο Σε αβαρές φαλτσέτο, συνοδευμένον με τον παραμυθητικό υπότιτλο μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα. Το φαλτσέτο, εν συντομία, είναι φωνητική τεχνική που επιτρέπει στον τραγουδιστή να τραγουδάει νότες οξύτερες από την κανονική του φωνητική έκταση. Συνοδευμένο από το επίθετο «αβαρής», θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η ποιήτρια βλέπει τους στίχους της υπό το πρίσμα μιας ανάλαφρης – ίσως και αμήχανης – παιγνιώδους διάθεσης, όπου επιχειρεί να υπερκεράσει τα όποια φυσικά ή βιολογικά εμπόδια και να διατρανώσει τη δική της αλήθεια, όπως αυτή έχει σμιλευθεί στο πέρασμα των χρόνων. Γι’ αυτό είναι συχνή η αναφορά ή, καλύτερα, η επιστροφή της στα χρόνια που τόσο γρήγορα πέρασαν, τα οποία πλέον γυρνούν ως μνήμες τσιγκλώντας το θυμικό της και ωθώντας την να τραβήξει από την τσέπη της τη φαλτσέτα της ποίησης, ώστε να πολεμήσει τον παλιό εαυτό και να εμπεδώσει την αυτοκυριαρχία του τωρινού εαυτού της. Το κοφτερό μαχαίρι των στίχων της, επομένως, τής επιτρέπει να ξεστομίσει με φωνή στην αρχή άναρχη και άναρθρη αλλά στην πορεία στιβαρή και μεστή νότες μελωδικές που υπερβαίνουν σε έκταση τη φθαρτότητα και τη θνητότητα της ύπαρξής της – τις οποίες έτσι κι αλλιώς αποδέχεται και περιφρονεί – αλλά συνταιριάζουν απόλυτα με την ανάγκη και τον αγώνα να διατηρήσει άσβεστη τη φλόγα του πνεύματός της.

Το βιβλίο περιλαμβάνει 48 ποιήματα εκ των οποίων τα περισσότερα είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο και καλύπτουν την έκταση 24 στίχων έκαστο κατά μια σχεδόν εμμονική και αυτοπροκαλούμενη τάση της ποιήτριας, κάποια είναι γραμμένα σε ομοιοκατάληκτο και, κυρίως, ρυθμικό στίχο (τα οποία, συνήθως, επιγράφονται ως «τραγουδάκια») και κάποια ποιητικά κείμενα μοιάζουν περισσότερο με μικροσκοπικά διηγήματα, τα οποία όμως δεν στερούνται ποιητικότητας, άρα θα μπορούσαμε κάλλιστα να τα θεωρήσουμε πεζά ποιήματα. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι τα ποιήματα είναι τοποθετημένα στο βιβλίο με τρόπο τέτοιον, ώστε να δίνεται η εντύπωση μιας αόρατης κλωστής που τα συνέχει και τα συγκρατεί μεταξύ τους, τουλάχιστον από άποψη θεματική. Όσον αφορά στην ποιητική γλώσσα της Χριστοδούλου, αυτή διακρίνεται από την έντονη υπαινικτική και ελλειπτική υφή της, καθώς και από την ανατρεπτική – στους καταληκτικούς στίχους των ποιημάτων – διάθεση. Γενικότερα, στα ποιητικά της κείμενα η Χριστοδούλου διανύει μια απόσταση μεταξύ του οικείου και του ανοίκειου, μεταξύ του ρεαλιστικού και του φανταστικού ή σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και του μαγικού. Άλλωστε, ως προς την επίρρωση αυτής της θέσης λειτουργεί η προσφιλής ακροβασία της ποιήτριας μεταξύ ζωής και θανάτου, ύπαρξης και ανυπαρξίας, πραγματικότητας και ουτοπίας. Γι’ αυτό κάποιες φορές βλέπουμε στα ποιήματά της το ρεαλιστικό να μην είναι ρεαλιστικό και το φαντασιακό να αποδεικνύεται αληθινό μέσω των λεκτικών συνάψεων που δημιουργεί. Κάποια από τα ποιητικά κείμενα του βιβλίου προσιδιάζουν στο δημοτικό τραγούδι και τα λαϊκά παραμύθια των οποίων η σοφία κρύβεται στο επιμύθιό τους‧ ένα επιμύθιο το οποίο προετοιμάζεται από τους εναρκτήριους στίχους και θεμελιώνεται προοδευτικά. Ας φωτίσουμε το ποίημα «Αγροτοποιμενικόν» (σ. 11): «Όταν εστέφθη βασιλεύς ο κοινοτάρχης μας/ Χαρές κι ελπίδες στο δύσμοιρο χωριό μας./ Καταχωνιάσαμε τα ματωμένα πουκάμισα/ Και νύχτα μέρα μ’ ενθουσιασμό μελετούσαμε/ Τη γλώσσα, το ανάστημα, τη βάδιση/ Του λαμπρού μέλλοντός μας./ Θα σηκώναμε το βλέμμα ο ένας στον άλλο!/ Θα γευόμασταν τη σιωπή ως πιθανότητα!/ Το γάλα θα ήταν αρκετό και για το φίδι/ Προτού το διώξουν τρομαγμένο μακριά/ Της φιλαρμονικής οι λαμπρές παρελάσεις./ Θ’ αφήναμε μια κραυγή κατάπληξης/ Μπροστά στο κόκκινο φουντωτό συννεφάκι/ Που θα έσπρωχνε σιγά σιγά ο ήλιος/ Κατά τη Στέγη Αψύχων και Ψυχών.// Ω, σώπασε, άγριο κουβεντολόι! Πάψε!/ Εσείς, καλύβια γονατισμένα απ’ το χιόνι,/ Στάβλοι για πληθυσμούς νυχτερίδων/ Κι ακούραστα σαγόνια της θάλασσας,/ Ούτε κουβέντα πια! Να περάσει/ Επάνω σας η ουράνια πλάκα./ Το βουνό σαν γιγάντιο ψάρι/ Το ξελέπισε φωτιά. Και τώρα// Το τηγανίζουν οι ηρωικώς πεσόντες.» Βλέπουμε τον αλληγορικό και κρυπτικό λόγο της ποιήτριας, όπως και τη μυθική αχλή με την οποία επενδύει τα γραφόμενα.

Το ποιητικό εγώ συχνά μιλά σε πρώτο πρόσωπο επιτείνοντας την αυτοαναφορικότητα αλλά ακόμα και όταν μιλά σε τρίτο πρόσωπο, η βιωματική – εμπειρική διάσταση ποτέ δεν εξαλείφεται συλλήβδην. Συχνά ετεροκαθορίζεται από τον χρόνο, τη γλώσσα, τη ροή των ανθρώπων και των πραγμάτων και τη σχέση μαζί τους, αναζητεί τον τόπο και τον τρόπο με τους οποίους γαλουχείται και υφίσταται στην ευθραυστότητα και την ευαισθησία του. Στις ποιητικές της πρόζες η Χριστοδούλου εξισορροπεί την περιγραφικότητα με την κρυπτικότητα του νοήματος. Ας δούμε απολύτως ενδεικτικά το ποίημα «Συμφιλίωση» (σ. 16): « – “Δεν είσαι από τα μέρη μας”, ψιθύρισα, “έχεις μάτια υπερβολικά γαλανά, σχεδόν τοποθετημένα στο πρόσωπο από εξαίρετο τεχνίτη υαλουργίας. Και τα μαλλιά σου πάλι, αστραφτερά, μεταλλικά, τόσο άκαμπτα που φαντάστηκα ότι φορούσες κάποιο βέλο, μέρος της εθνικής στολής άγνωστης χώρας. Αλλά έχει μυρωδιά απαλή, αυτό το αναγνωρίζω, και σφίγγοντάς σου κατά τον χαιρετισμό το χέρι βρήκα και την αφή σου θερμή, παρόλο που είχε απομείνει στην παλάμη σου λίγη πούδρα από άλλο, βαριά μακιγιαρισμένο πρόσωπο, που πρέπει να ʼχες προηγουμένως χαϊδέψει.”/ – “Ήσουν ανέκαθεν παρατηρητικός”, χαμογέλασε ο άλλος, “ασκήθηκες από παιδί να παίζεις μόνος, αυτό βοηθά να επινοεί κανείς συντρόφους στις λεπτομέρειες των υλικών σωμάτων. Από αυτές πηγάζουν τ’ αόρατα. Το ήξερα πως δεν μπορώ να σε ξαφνιάσω, πως η τρυφερότητά μου σου αξίζει.”/ Κι έτσι, με άφησε να ακουμπήσω το κεφάλι πάνω στον ώμο του, να αναστενάξω από ειλικρινή κατανόηση και σχεδόν από συνήθεια να νυστάξω. Όταν πια για τα καλά με πήρε ο ύπνος, τότε μόνο μου σκέπασε με πούδρα το βυθισμένο χαμόγελο.» Παράλληλα, η ποίηση της Χριστοδούλου διακρίνεται για τη σύγκλισή της με τη ζωγραφική, μια σχέση αμφίδρομη και διαχρονική. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ο Σιμωνίδης ο Κείος (6ος – 5ος αι. π.Χ.) ονομάζει τη ζωγραφική «ποίησιν σιωπῶσαν», ενώ αντίστροφα χαρακτηρίζει την ποίηση ως «ζωγραφίαν λαλοῦσαν» . Τον ίδιο παραλληλισμό ποίησης και ζωγραφικής διατυπώνει και ο Οράτιος, (1ος αι. π.Χ.) χρησιμοποιώντας τη λατινική φράση «ut pictura poesis», δηλαδή «η ποίηση είναι όπως η ζωγραφική». Ορισμένα από τα ποιήματα του εν λόγω βιβλίου αποκρυπτογραφούν ένα υπαρκτό ή δυνάμει εικαστικό έργο φωτίζοντας τις επιμέρους λεπτομέρειές του.

Πρέπει, ακόμα, να σημειωθεί ότι από την ποίηση της Χριστοδούλου δεν απουσιάζει ο κοινωνικός σχολιασμός άλλοτε πιο λεπτεπίλεπτος και άλλοτε περισσότερο δριμύς, όπως συμβαίνει στα ποιήματα «Ιστορική εκκρεμότης» (σ. 32) και «Το πτυχίο» (σ. 40), όπου ο λόγος αφορά στην απάνθρωπη και ειδεχθή μεταχείριση των προσφύγων και των μεταναστών και την κακοποίηση και την ενδοοικογενειακή βία αντίστοιχα. Ζητήματα και τα δύο, δυστυχώς, διαχρονικά, μείζονα και ανεπίλυτα. Η ευαισθησία του ποιητικού εγώ το οδηγεί σε ένα κομμάτιασμα του εαυτού με γνώμονα την προστασία της ψυχής και του νου που όλο δραπετεύουν από την ειρκτή του φθαρτού, επιπόλαιου και αφερέγγυου σώματος. Και όταν η ποιητική φωνή αισθάνεται να πνίγεται, να μην μπορεί να αρθρώσει φθόγγο ούτε να βρει μια έξοδο κινδύνου ανοιχτή, καταφεύγει να τεχνουργεί στίχους φαντασιακούς που φλερτάρουν με τον σουρεαλισμό, όπως σταχυολογούνται στα ποιήματα «Συμβαίνουν αυτά» (σ. 29), «Ιδιοκατοίκησις» (σ. 36) και «Τα φυλλοβόλα» (σ. 47).

Αξίζει, τέλος, να δούμε και ένα από τα ομοιοκατάληκτα – τα τραγουδάκια – της Χριστοδούλου με τίτλο «Το τραγουδάκι του πυροβολισμού» (σ. 37): «Πώς βουλιάζουν τα πόδια στην άμμο/ Και με κόπο πατάς παραπέρα,/ Πώς το σώμα σωριάζεται χάμω/ Σαν το βρίσκει κατάστηθα η σφαίρα,/ Έτσι φτάνω στα χρόνια που γράφω,/ Στων φτωχών λέξεών μου τον τάφο/ Και το ξέρω πως πριν με σκεπάσει/ Θα μου ρίξει η άγραφη φράση.// Όσο τ’ άστρα κρυώνουν χαμένα/ Στη βουβή τ’ ουρανού αλφαβήτα/ Κι όπως σβήνοντας πια ένα ένα/ Του νοήματος γράφουν την ήττα/ Τόσο κάποιος μ’ ελπίδα κι αυθάδεια/ Θα γεμίζει τετράδια άδεια/ Και θα ντρέπομαι εγώ που τελειώνω/ Μ’ έναν άρρυθμο στίχο και μόνο.// Όμως είδα τον μετέωρο δρόμο/ Των πουλιών το πρωί απ’ τα δάση/ Στου θεού του ασπρομάλλη τον ώμο/ Ν’ ακουμπά για ευλογία ή στάση./ Το γαλάζιο είδα φως στα φτερά τους/ Να τυλίγει βολές και θανάτους/ Και ξανά να πετούν στον αέρα/ Προς τον στίχο: “Αθάνατη Μέρα”.» Στα ποιήματα αυτού του είδους εμπεδώνεται η αιδώς και κατ’ επέκταση ο σεβασμός του ποιητικού εγώ απέναντι στον εαυτό του και τους δυνητικούς αναγνώστες. Η ήττα του νοήματος ανατρέπεται από την εγγενή μουσικότητα των ήχων που χαρτογραφούν την ύπαρξη της ποιητικής φωνής, μια ύπαρξη στέρεη και επ’ ουδενί άρρυθμη. Η ντροπή που νιώθει το ποιητικό εγώ εξισώνεται με τη γνώση απέναντι στην ανημποριά του, με τη μοναξιά που το κατακλύζει στον καθημερινό αγώνα επιβίωσης και τη θέσφατη θνητότητά του. Η Δήμητρα Χριστοδούλου μετέρχεται τόσο της τρυφηλότητας όσο και της βαναυσότητας του χρόνου έχοντας πλήρη επίγνωση για όσα συνιστούν τις βρώμικες ελπίδες και την ωμότητα της βιωτής, τα βουνά της αδικίας και τα σπαράγματα του δικαίου, το κόκαλο του βίου και το γνώριμο χώμα, τη σωματοποιημένη αθλιότητα του κόσμου και την εξαΰλωση καθετί υλικού. Αυτά και άλλα πολλά αντιμάχεται με τους στίχους της η ποιήτρια καταθέτοντας στο χαρτί εξιλαστήριες «μουντζούρες» όπως γράφει στο τελευταίο ποίημα της συλλογής της («Τραγουδάκι για το τέλος ενός βιβλίου», σ. 55) μπολιάζοντάς τες με ανεξίτηλες αναμνήσεις και πολλή αστρόσκονη.

.

EΥΓΕΝΗΣ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

The Greek Newspaper and the Greek Radio of Florida 6/12/2021

Διαβάζοντας την ποίηση της η αίσθηση της καταφυγής εξανεμίζεται μπροστά στην ενεργό δύναμη της τραγικότητας των ανθρώπινων αισθήσεων και καταστάσεων, θέτοντας σε κίνηση τη διαδικασία του νου να πραγματοποιεί την υπέρβαση μέσα από τον ανθρώπινο λόγο.

Στίχοι από τον ομώνυμο τίτλο ευγενής ναυσιπλοΐα
Ποιος έχει δύναμη να μας επιβάλει ποινή
Όταν φροντίζουμε την ψυχή μας με αγάπη;
Δεν έχει ο θρήνος θράσος αιωνιότητας.
Σβήνει κι αυτός με κουρασμένο στεναγμό.

Κάθε στίχος ξεκινά με κεφαλαίο γράμμα έχοντας την αυτονομία της πλήρους έκφρασης που μπορεί από μόνος του να στέκει αυτάρκης νοηματικά.

Η ενεργητική σύνταξη στίχων που προβάλλουν το πρόσωπο ή το πράγμα που ενεργεί συμβαίνει με σαφήνεια και είναι πάντα σχετικός με το θέμα.

Άλλοι πάλι στίχοι με εμφανή την παθητική σύνταξη τονίζουν κυρίως το υποκείμενο ή κάτι που δέχεται το αποτέλεσμα μιας ενέργειας.

Στίχοι από το ποίημα: Ίκαρος

Θλιμμένος, νευρικός σχεδόν αγράμματος,
Μετά το Λύκειο ευτυχώς σερβιτόρος,

Λόγος εύκαρπος που αναφέρεται στην υπόληψη της ζωής και του ανθρώπου και κυρίως καταφέρνει να επεκτείνεται με επιτηδειότητα στην ανίχνευση των αρχών ύπαρξης και συγκρότησης οντολογικών προβλημάτων.

Άρτια δομημένη η μορφική διάταξη του λόγου, υποβάλλει τις λέξεις σε πρωταρχικά μέσα που εκφράζουν άψογα το θέμα, αισθητικά και αφηγηματικά, δημιουργώντας το νόημα που υπηρετεί κυρίως σε πολλούς στίχους με τη μορφή του ονειρικού. Προβλέποντας η ποιήτρια τις πιθανές απορίες του αναγνώστη δεν αφήνει κάτι στην τύχη του κι αποδίδει ξεκάθαρα το νόημα με σαφήνεια και λεκτική καθαρότητα.

Στίχοι από το ποίημα:

Διδακτική των πρακτικών τεχνών

Καθώς κοιμόταν η μικρή Κωνσταντίνα
Μια κλωστή έπεσε ήσυχα στα χείλη της.
Ή θα περνούσε με φθαρμένη ζακέτα
Ένας παππούς από την ουράνια πόλη
Ή κάποιος αργόσχολος άγγελος
Μαδούσε πάνω της λινή μαργαρίτα.
Το παιδί μισάνοιξε τα χείλη του
Κι έτσι διδάχτηκε τη θεϊκή ραπτική.

Δίχως υπερβολές, με εσωτερική δράση παρατηρεί διαπιστώνει κι απομονώνει -αποστασιοποιημένη- σκέψεις από τη θεματική των γεγονότων, χαρακτηριστικό που εγγενώς, εμφανίζουν το προσωπικό της ύφος.

Από αυτό το βιβλίο, αλλά και από το συνολικό έργο της, γίνεται εμφανής η εσωτερική της κατεύθυνση μέσα από τις αναζητήσεις, τις αγωνίες και τον θαυμασμό για τη ζωή που βιώνει ως παράλληλη δράση και την οποία προβάλλει με ασίγαστη προσπάθεια μέσω της άψογης μορφής της ποιητικής έκφρασης.

Με λεκτική λιτότητα και στωικότητα, στα ποιήματα της συλλογής βρίσκονται σημεία επαφής με περιστατικά ζωής περισσότερο ανιχνεύσιμα καθώς μετατρέπονται σε εικόνες. Η ποιήτρια, στα ποιήματα της αντλεί τα θέματα της από ένα ευρύτερο φάσμα του αστικού τοπίου με τεχνική και εκφραστικό τρόπο που αγγίζουν το νατουραλιστικό διάκοσμο καθώς σε πολλά από αυτά διαφαίνεται η απεικόνιση της πραγματικότητας.

Με στοχαστική διάθεση, κι άλλοτε με σαρκασμό και ειρωνεία εύκολα μεταπηδάει από τον λυρικό λόγο στη ρεαλιστική αποτύπωση, ενώ με σπάνια εκφραστικότητα ενώνει άρρηκτα το δραματικό στοιχείο δημιουργώντας ένα συμβολικό – αλληγορικό – προσωπικό ποιητικό σύμπαν.

Όλες οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι φαντασιώσεις, οι επινοήσεις, είναι ορατά μέσα από την αλληλουχία των λέξεων.

Ώριμη γραφή με λέξεις σωστά τοποθετημένες έτσι ώστε οι ρίζες τους να δίνουν απόλυτα νοήματα που λειτουργούν με σαφήνεια μέσα απ’ το ανθρώπινο συναίσθημα.

Γραφή που μπορεί και προσφέρει νόημα και πνοή στη μοναδικότητα των στιγμών.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Φορτωμένος καραβίσια σκουριά
Ήρθε κι εδώ απ’ το λιμάνι ο Αέρας.
Μόνος εγκάτοικος μιας πόλης
Ερημωμένης από πανδημία πανικού.
Γυροφέρνει τις πλατείες και στο τέλος
Σωριάζεται όπως όπως κατάχαμα
Κάτω απ’ τα στέγαστρα της λαχαναγοράς.
Ένας άστεγος σχεδόν, κοιμισμένος
Ανάμεσα σε φρούτα και μαρούλια
Που ξέφυγαν από τελάρα ή φορτηγά.
Εδώ, καθόλου δεν φυσά. Βαθύς ύπνος
Καταπίνει τον άσαρκο γίγαντα.
Τα λιγοστά ανοιχτά παράθυρα
Τα τρώει τ’ αλάτι που κουβάλησε
Απ’ τον νεώσοικο με τις παλιές λαμαρίνες.
Αυτές που πέταξε στην αποβάθρα,
Μπροστά στα γέρικα ποντοπόρα,
Άλλα παροπλισμένα κι άλλα
Χωρίς ποτέ να βγούνε στα νερά.
Το ροχαλητό του εδώ κι εκεί παρασέρνει
Τα στρατσόχαρτα όπου θα τύλιγαν ψάρια
Και το παπούτσι του τελευταίου πελάτη
Που το ‘βαλε στα πόδια ανάμεσα
Σε τρεις χιλιάδες άλλους νηστικούς.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ

www.bookpress.gr 2/2/2022

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα ποιήματα τής Δήμητρας Χριστοδούλου με τον τίτλο Ευγενής ναυσιπλοΐα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις καλαίσθητες εκδόσεις Μελάνι. Η αρτιότητα του στίχου, η απαιτητική εικοσιτετράστιχη σύνθεση – απαιτητική, γιατί χρειάζεται πειθαρχία, εσωτερικό μέτρο (και μέτρημα) για να ολοκληρώσει η ποιήτρια τον συγκεκριμένο αριθμό στίχων. Και η Δήμητρα Χριστοδούλου το πετυχαίνει σαν να έχει ένα σύμφυτο, ένα εγγενές γλωσσικό ρολόι εντός της που την ειδοποιεί μέχρι ποιο σημείο πρέπει να αναπτύξει το θέμα ως την κορύφωση, και μετά ν’ αρχίσει η αποκλιμάκωση ως τον 21ο-22ο στίχο, οπότε στους δυο τρεις τελευταίους, να συμβεί η ανατροπή ή το θυμοσοφικό επιστέγασμα. Και αυτήν την ιδιότυπη, προσωπική τεχνική, χρησιμοποίησε η ποιήτρια και στις δυο τελευταίες της συλλογές. Τόσο στα πενήντα οκτώ ποιήματα της συλλογής «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή» (εκδ. Μελάνι, 2019) όσο και στις πενήντα έξι ποιητικές συνθέσεις της πρόσφατης έκδοσης.

Πέραν όμως αυτής της τεχνικής των είκοσι τεσσάρων στίχων (που φαίνεται να «συνδέει τον ποιητικό με τον φυσικό χρόνο»), μεγαλύτερη ακόμα είναι η εντύπωση που προκύπτει από τη ζοφερή ατμόσφαιρα των ποιημάτων. Ατμόσφαιρα που κατακλύζει όλες τις συνθέσεις τής συλλογής – ένας βαθύς μέσα σαρκασμός. Ο οποίος μοιάζει να πληγώνει τελικά αυτόν που τον διατυπώνει (δηλαδή τον αφηγητή, το ποιητικό υποκείμενο), παρά εκείνους τους οποίους αφορά (τους χωρίς συνείδηση των πραγμάτων). Αυτό διαφαίνεται λ.χ. στο ποίημα «Σύντροφοι Ύπνου» (σελ. 11), «Το φύλο των Αγγέλων» (σελ. 23), στον «Ίκαρο» (σελ. 28) και αλλού. Κάποιες φορές ο σαρκασμός γίνεται κάτι λιγότερο, μια ειρωνεία ας πούμε, που όμως χαράζει κι αυτή σαν κοφτερό μαχαίρι π.χ. «Για ένα σπάνιο όνομα»:

«Την διαβεβαίωνε πως δεν θα είναι μόνη.
Ούτε όσο ήταν πάνω από τη γαμήλια τούρτα της
Ούτε βέβαια όσο μόνη ήταν
Το βράδυ που άρχισε να γερνά
[..]
Πείσθηκε. Έβαλε τη θηλιά στον λαιμό της
Κι έφυγε βιαστικά, για να γίνει
Άλλη μια Μαίρη στον Παράδεισο». (σελ. 30)

Η ποιήτρια εισάγει τον αναγνώστη σταδιακά σ’ ένα λαβύρινθο, σ’ ένα δυστοπικό περιβάλλον όπου τα αντικείμενα, οι εικόνες της, η αίσθηση που αποπνέουν –ή μήπως η δίνη τους;– γίνεται συνεχώς και πιο απειλητική. Και μ’ έναν παράδοξο τρόπο μεταφέρεται ο αναγνώστης στην πραγματικότητα που (εξακολουθούμε να την) ζούμε. Στην αρρωστημένη κατάσταση που (ακόμα) βιώνουμε.

Με νοηματικές συνάψεις που μοιάζουν περισσότερο με παραλλαγές αγωνίας (σαν τις πινελιές στις διάφορες εκδοχές της «Κραυγής» του Μουνκ), η Δήμητρα Χριστοδούλου συνθέτει τους δικούς της ποιητικούς πίνακες. Και δίνει, παραστατικά, ζοφερά ψυχικά τοπία.

Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά και φιλολογία. Εργάζεται στη δημόσια μέση εκπαίδευση. Έχει εκδώσει δεκατρία βιβλία ποίησης, ένα βιβλίο µε πεζά κείμενα και ένα με μεταφρασμένη αρχαία ελληνική λυρική ποίηση. Ποίησή της έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Το 2008 της απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο της Λιμός, ενώ το 2014 πήρε το Βραβείο Ποίησης του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Αναγνώστης για το βιβλίο της Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης.

Δυσπρόσιτη, στ’ αλήθεια, ποίηση που αποδίδει όμως ενεργά, εύγλωττα τη σύγχυση των καιρών. Με τρόπο αναγνωρίσιμο. Ποίηση όπου κυριαρχεί η απογοήτευση, η αίσθηση μιας ματαιότητας –αλλά πιο ισχυρή από ποτέ– ακόμα και για την αποτελεσματικότητα τής (ποιητικής) τέχνης:

«Εδώ δεμένος στην τυφλή του αιωνιότητα
Νιώθει τουλάχιστον το βάρος των ποδιών του:
Μόνος του δια παντός και στην πέτρα».

Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί να μοιραστώ μαζί σας το ποίημα «Ίκαρος» (σελ. 28) της συλλογή. Απηχεί με τον πιο λεπτό και υπαινικτικό τρόπο το μέγεθος μιας οδύνης.

ΙΚΑΡΟΣ

«Θλιμμένος, νευρικός, σχεδόν αγράμματος,
Μετά το Λύκειο ευτυχώς σερβιτόρος,
Φοράει το φούτερ του το εμμονικό το κατάμαυρο
Και ρίχνεται στο κοσμικό μυστήριο,
Σ’ όλο αυτό το πανδαιμόνιο των άστρων.

τα μπερδεμένα του βήματα.
Όσο βαθαίνει η νύχτα τόσο μοιάζουνε
Με το μπουσούλημα του μωρού που ανάθρεψα
Μέσα σε τόσα φτεροκοπήματα δαίμονα,
Μέσα σε τέτοιον πανικό αγάπης.
Κι ύστερα, άντρας πια, στράφηκε και είδε
Όσα βλέπουν σαλτάροντας στο χάος
Κομήτες σε τυφλή διαδρομή.

Τη μοναξιά μου, την οργή, τη βλακεία μου,
Να λυπηθούν δεν θέλω απόψε οι στίχοι
Μα σιγανά, ένα ένα, να ανάψουνε
Τα φώτα της σαββατιάτικης πόλης.
Οι φίλοι του ν’ ανεβούν στις ταράτσες
Να του κουνούν το χέρια, να σφυρίζουνε,
«Πέτα, πέτα!» να του λεν’ στοιχηματίζοντας,
«Καλός θεός υπάρχει, σπινθηρίζουν
Ολόχαρες οι φωλιές της σελήνης.
Ποιος μπορεί να μη σε πάρει αγκαλιά,
Ποιος θα μπορέσει να σου αρνηθεί μια θέση …

.

ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 8/1/2022

Η εφιαλτική συνθήκη ενός κόσμου που μοναχικά συμπορεύεται με τη θηριωδία καταγράφεται από τη Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου με την απαράμιλλη μαεστρία της σε δόμηση στίχου θαυμαστή, με αποτέλεσμα να εγγράφεται είτε πρωτοπρόσωπα με τη δύναμη του σαρκασμού και της νηφάλιας στοχαστικής διαπίστωσης είτε με τον φακό της στραμμένο στο δράμα των άλλων. Η συνείδησή της πάντα σε θαυμαστή εγρήγορση μετέρχεται μέσω της ποίησης και των συμβολισμών της τη διπλή θέαση του δράματος κρατώντας την πρέπουσα απόσταση που της επιτρέπει να φτάνει σε υψηλής ποιότητας αποφθεγματικούς στίχους. Στο μικροσκόπιο της γραφής της μπαίνουν όλοι. Ο εαυτός και οι άλλοι, το εγώ και ο κόσμος. Το τέλος που το δεξιώνεται σαν νύχτα κυνηγημένη από ληστές. Οι αμφισημίες και οι μοναδικές μεταφορές, η τόλμη της να χρησιμοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητες της γλώσσας και να τις μετουσιώνει σε δομικά στοιχεία ενός μονόπρακτου που αφηγείται τη ζωή μας, όλα ένας συγκλονισμός για τη δραματική επέλαση του τέλους που σηκώνει σαν αλεπού το σεντόνι μας να φανούν τα χαλάσματα που είμαστε. Η νύχτα και ο ουρανός, το παραμύθι και ο εφιάλτης του, το ουράνιο και το χθόνιο, μικρά παιδιά πεθαμένα που αποστηθίζουν τον ουρανό μαθαίνοντας ραπτική και ξυλουργική. Οι σύζυγοι υπομένουν την ύπαρξη που φθίνει και προσεύχονται αν και «κανείς πια δεν υπογράφει με ρομφαία». Η άπνοια παντού, ακόμα και στην ποίηση, που κάνει τους ποιητές να μέλπουν μια επιγραμματική ραψωδία, / Να τη ζηλέψουν κατά φαντασίαν κριτικοί / Και να τη θάψουν κάτω από βέβαιο χιόνι.
Το χιόνι και η σκόνη η μοίρα των ποιητών και η πικρή διαπίστωση της ματαιότητας αφού:

[…] «Δες τώρα. Εσύ και η εποποιία σου
Σε μια βιβλιοθήκη των σοφών.
Υπάρχει μόνο λίγη σκόνη
Που μπορεί προσεχτικά να αφαιρεθεί
Πίσω από εκείνα τα παραπετάσματα.
Μοιάζεις σχεδόν επινοημένος. Μα η αλήθεια
Έχει πάντα μια φυσική βαρβαρότητα».[…]
«Εκπεπτωκότες»

Η ύπαρξη συνομιλεί με τον χρόνο του απογεύματος και τον χρόνο της νύχτας, με το άνυδρο να διαποτίζει τα πάντα και να κινεί το ακίνητο του βαλτωμένου ονείρου. Όμως υπάρχει η ποίηση, η άλλη, η αιώνια, η όντως ποίηση.

[…]«Ο Ιησούς ήταν μεγάλη ποίηση
Αυτή που τρέφει πεντακισχιλίους,
Με ελάχιστο πραγματικό ψωμί και λίγα ψάρια,
Αυτή που αφήνει το νερό αρυτίδωτο
Ενώ πατάει με βάρος Θεού».[…]

Η αστική μοναξιά και θλίψη, ο πόνος των απλών ανθρώπων απέναντι στον θάνατο της ελπίδας, η ομοιομορφία της άχρωμης ζωής που στριμώχνεται στα τετραγωνικά της σύμβασης και της ανέχειας ζώντας και ψευτοζώντας, αλλά και το πλήθος των εικόνων που αναβοσβήνουν το νόημα σαν φανοί θυέλλης που καλούν σε βοήθεια, είναι το σκηνικό που στήνει η γραφή της Χριστοδούλου, προκειμένου να παιχτεί το έργο του ανεκπλήρωτου με την ελπίδα κάποια στιγμή να κατέβει. Μια ποίηση που αναδεικνύει τον λαβύρινθο και κάνει έκκληση για τον μίτο της εξόδου που αναζητά να της χαριστεί.

Την διαβεβαίωνε πως δεν θα είναι μόνη.
Ούτε όσο ήταν πάνω από τη γαμήλια τούρτα της
Ούτε βέβαια όσο μόνη ήταν
Το βράδυ που άρχισε να γερνά.
Την διαβεβαίωνε ότι θα άνθιζε γύρω της
Ένα φλερτ ευκαιριών και περιστάσεων,
Εκδρομούλες (οικονομικές) στα χιόνια,
Ένα τσάι κυριών ή σινεμά.
Θα ήταν όμως η μοναδική μ’ αυτό το όνομα!
Βαφτιστικό μιας ιερής φιγούρας, προσκυνούμενης!
Οι άλλες κυρίες με ασημένιο κουταλάκι
Απλώς θα ανάδευαν λίγο γάλα στο ρόφημα.

Αυτά της έταζε η βαριά της θλίψη
Κάθε πρωί που στριμωχνόταν στο μετρό
Με αναρίθμητες γυναίκες που είχαν
Ίδια ζακέτα, ίδια κιλά, ίδια ένσημα. […]
«Για ένα σπάνιο όνομα»

Η ευγενής ναυσιπλοΐα αποφεύγει τα λυρικά νερά των συγκινησιακών εξάρσεων αλλά είναι πικρή και στέρεα. Ο συναισθηματισμός φιλτραρισμένος κινεί υποδόρια τη γραφή και ανασύρει το βάθος των στοχασμών που με δωρική οικονομία τείνουν να συμφιλιωθούν με το βίωμα του επερχόμενου τέλους. Το τέλος των ψευδαισθήσεων, της μάταιης αναμονής των επουράνιων φτερών που όμως αρκεί ένα πλεούμενο στο βάθος ή η ανάμνησή του, κάποτε ακόμα και η επινόησή του, για να γίνει η αφορμή να προσπεραστεί ο θάνατος.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

https://www.booktimes.gr 30/1/2022

Από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες ποιήτριες της γενιάς της, αν όχι η σημαντικοτάτη φιλόλογος ποιήτρια, ολιγογράφος και προσεκτική στην έντεχνη διατύπωση νοημάτων σε οριστική μορφή, όπου δεν χρειάζεται να επανέλθει αφού προηγήθηκε φιλόπονος εργασία μακρών χρονικών περιόδων. «Ποιήτρια τεχνίτις» είναι όρος που θα χαρακτήριζε την κυριότερη (ακόμα ενεργή) εκπρόσωπο της θρυλικής «γενιάς του 1970», που συνεχίζει να παρακολουθεί την πραγματικότητα και το πνευματικό γίγνεσθαι με ενεργειακή καθαρότητα τόση που περνάει πολλές φορές αθέλητα στον χώρο του αυτοδυνάμου (που πόρρω απέχει του αυτονοήτου άλλων ομοτέχνων της). Απρόβλεπτη και απρογραμμάτιστη η γραμμική ροή της γραφής της, άψογα δομημένη, ευρύθμως ταξινομημένη, οδεύει μέσα από παραδοσιακές αφηγηματικές τεχνικές προς την ελευθερία της έκφρασης και του ελευθέρως τεκμαιρομένου συμπεράσματος, όπως παραδείγματος χάριν εις το ποίημα «Συμπολιτεία»: «Πέφτει ένα κουρέλι φως πάνω στα φύλλα / Από το τελευταίο απομεινάρι φεγγαριού / Σαν τη φανέλα του βαρυποινίτη / Απλωμένη στα συρματοπλέγματα. / Απόψε κάποιος σκάβει στο πιάτο του / Χωρίς να θέλει πια να φάει. / Ο χτύπος τού ρολογιού στον τοίχο, / Αυτός βυθίζει το πιρούνι στο σφαχτό. // Είναι αργά; Μπορεί και όχι. / Μπορεί να τρέμει ακόμη το θήραμα / Αρπαγμένο από το λαιμό. / Μπορεί και η πόλη / να τρέμει ακόμη ανεπαίσθητα / Από εκείνον τον ιστορικό σεισμό. / Μπορεί απλώς να τρέμει από το κρύο / Κάποιος που δεν θα συναντήσουμε ποτέ. // Μα ξημερώνει. Θα μαζέψει την μπουγάδα του / Εκείνο το ταπεινωμένο αστέρι. / Θα σηκώσουμε το κακό στην πλάτη / Σαν να ’χουμε αρπάξει τη ζωή μας / Από τον τόπο του εγκλήματος. / Τη θέλησή μας θ’ αξιώσει στα τυφλά / Η μυρωδιά της οδοντόκρεμας. / Και θα ζήσουμε. Καθαροί και ξένοι.». Κάθε στίχος αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα, ακόμα κι όταν δεν ολοκληρώνεται το νόημα στον προηγούμενο. Παραδοσιακή στίξη, ευπρόσιτες μεταφορές, παρομοιώσεις αποδεκτές από το αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο της Λογικής, ένας λόγος στητός, κρουστός, σαν αρχαϊκής Κόρης το παράστημα. Η δραματικότητα είναι απολύτως συμβατή με τη μετανεωτερική συνθήκη. Κάποια μη νοησιαρχική ασάφεια στο δίστιχο «Ο χτύπος του ρολογιού στον τοίχο, / Αυτός βυθίζει το πιρούνι στο σφαχτό», είναι απολύτως νεωτερικό τέχνασμα που θα μπορούσε να ανήκει σε κείμενο του λεγομένου «θεάτρου τού παράλογου». Προφορικού τύπου ρητορικότητα ολοκληρώνει το ποιητικόν επίτευγμα. Η βατότητα του στίχου και η φιλικότητά του προς τον υποψήφιο «επαρκή αναγνώστη» προσθέτει αξία στο χρηματιστήριο των σύγχρονων λογοτεχνικών αστερισμών κι ενεργειακών κυματισμών που επηρεάζουν την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» μιας εποχής άκρως προκλητικής κι ενδιαφέρουσας, που δεν θα μεγαλουργήσει όμως αν δεν στηριχτεί στην Παράδοση. Όπερ σοφώς, σαφώς πράττει η Δήμητρα Χριστοδούλου.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 31/1/2023

Ένα μοναδικό αμάλγαμα αρχαιομάθειας και μελαγχολίας

Η κομψότητα τού ύφους, σε συνδυασμό με την περιγραφικότητα τού στίχου και την παραστατικότητα τής αφήγησης δημιουργεί ένα μοναδικό αμάλγαμα αρχαιομάθειας και μελαγχολίας.

ΣΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Κάποιος που δεν μπορώ ν’ αναγνωρίσω
Περπατά πάνω κάτω στο σπίτι μου.
Με μάτια κόκκινα απ’ την κούραση
Και κάτι σαν κελάηδισμα στον λόγο
Μου εξηγεί ότι διέσχισε την πόλη
Και την βρήκε σχεδόν ακατοίκητη.
Είδε το φως στο παράθυρό μου
Και ήξερε ότι θα τον δεχτώ.

Ω, εσείς, συνηθισμένα μου ενδύματα,
Φτερά καρφιτσωμένης πεταλούδας,
Εσείς, που αφήνετε το χνούδι
Της χαμένης σας υγείας στην ντουλάπα,
Εσείς, κουμπιά μου που κυλήσατε στο πάτωμα
Κι αφήσατε στην κρυφή ντροπή τους
Τόσα ξηλωμένα πουκάμισα,
Ακούτε αυτό το βήμα, αυτό το τραύλισμα;
Θα ντύσουμε έτσι φτωχικά τον θάνατο;

Όχι. Θα εφεύρω την κομψότητα.
Ένα άρωμα σιδερωμένων σεντονιών
Μπορεί να ντύσει έναν επισκέπτη
Όπως ντύνουν παραδείσιο πουλί τα χρώματα.
Έξω ο κόσμος εξακολουθεί να συντρίβεται.
Εδώ το φως σκυμμένο πάνω μας
Ρίχνει στους ώμους ένδυμα σωστό.

Νεοκλασικισμός δυναμικός, με ελάχιστα ψήγματα ρομαντισμού, ρεαλισμός ενίοτε καταλλήλως μεταπλασμένος ώστε να είναι ανεκτός από τον διαθλαστικό καθρέφτη μιας ατελείωτης εσπέρας…

Η ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

Είναι η αγάπη μου ήσυχη.
Σαν Χριστός που κοιμάται σε φάτνη.
Όταν ξυπνάει είναι ελάχιστα ιδρωμένη
Και ψελλίζει ντροπαλά «νερό!».
Είναι αδύναμη, δεν κάνει θαύματα,
Μόνη γλιστράει σε μετάξι αθανασίας.
Λοιπόν, μπορούσε να ΄χει την ωραιότητα
Ενός πλάσματος θνητού και υδρόβιου
Που αγνοεί το φυσικό του μυστήριο
Όπως ο κύκνος πάνω στα νερά.
Κι όμως. Η αγάπη μου είναι ασχημούλα.
Φοβάται να μιλά δυνατά.
Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πώς
Πέρασε δίπλα του έγερση νεκρών.
Είναι η αγάπη μου ανεξάντλητη.
Κάθε χαμένο χάδι αναπληρώνει
Όπως εκείνα τα λασπερά πλασματάκια
Που αναγεννούν τα κομμένα άκρα τους.
Κι ούτε περνάει από το νου μας πως είναι
Θεοί που έχασαν τα προνόμιά τους
Αλλά όχι τους κρυφούς αιώνες τους.
Ένα στροβίλισμα εαυτού, μια μπόρα
Καταπάνω στην πέτρα που με σκέπασε
Και απ’ όπου αναβλύζει ο ουρανός.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

Διαβάζοντας προσεκτικά αυτά τα ποιήματα, όπως διαβαίνω προσεκτικά ανάμεσα στις φθινοπωρινές αλέες από φόβο μην ξεμυαλίσω τα φίλεργα μυρμήγκια και μεταμορφωθούν παρευθύς σε ευθυνόφοβα τζιτζίκια, δεν ξέρω εάν θα ήθελα να τα δω ανεπτυγμένα σε μορφή διηγήματος ή και νουβέλας. Η μικρή φόρμα συναρπάζει το σύγχρονο κοινό περισσότερο στην πεζογραφική της εκδοχή.
Εδώ συναντάμε συμπυκνωμένα, σαν αρώματα που προέκυψαν από εκχύλισιν μυρίων νάρδων, φιλοσοφικά νοήματα, στοχασμούς που διεκδικούν μια πρωτοτυπία, εικόνες και ήχους τόσο αρμοστά μεταξύ τους όπως εκείνα τα μεγαλιθικά μνημεία που δεν χωράει μήτε η κόψη ενός ξυραφιού ανάμεσα στα δομικά τους στοιχεία.
Αυτός είναι και ο ορισμός τής τέχνης: εάν είναι ορατές οι ραφές, τότε βλέπουμε το εργόχειρο από την πίσω του πλευρά.
Το τεχνούργημα βεβαίως ως συναιρούν πολλαπλούς κώδικες είναι απείρως πολυπλοκότερο από ένα δισδιάστατο εικονικό εγχείρημα.

ΕΥΓΕΝΗΣ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ

Ποιος έχει δύναμη να μας επιβάλει ποινή
Όταν φροντίζουμε την ψυχή μας μ’ αγάπη;
Δεν έχει ο θρήνος θράσος αιωνιότητας.
Σβήνει κι αυτός με κουρασμένο στεναγμό.
Μπορούμε, λέω, να απεκδυθούμε το σάβανο.
Ανάρμοστο είναι σε παλλόμενο σώμα.
Περνάει πάντα ένα πλοιάριο στ’ ανοιχτά
Ακόμη και αν είναι η ανάμνησή του,
Τόσες εικόνες στοιβαγμένες στον χαμό,
Τόσο υπερούσιο το απόθεμα της σκέψης.
Μπορεί να φεύγει ακόμη κι απ’ το μνήμα του
Κάποιο μικρό ιστιοφόρο,
Κανένα φασματικό ψαροκάικο,
Κάποτε αυτό γοήτευσε το βλέμμα
Καθώς διέπλεε έναν κόκκινο ουρανό.
Ας του προσθέσουμε κάποιο χρόνο αθανασίας,
Απόψε η θάλασσα με την τιτάνια σιωπή της
Συνοψίζει το χάος σε φιλία.
Αναπνέει σαν στήθος μωρού
Που αποκοιμήθηκε μπροστά στ’ αρμυρίκια
Μπορεί ο ήλιος καθώς εξαντλείται
Να αποσβήσει κάθε εγκατάλειψη.
Πανάξια θα είναι η ναυτοσύνη
Που αποπλέει προσπερνώντας τον θάνατο.

Το διακύβευμα εδώ δεν είναι η εικόνα αλλά ο τρόπος που συνυφαίνονται αλλότριοι κωδικοί προκειμένου να ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες τού Μυστηρίου, που είναι ούτως ή άλλως συνώνυμο τής ποιητικής λειτουργίας και ως προς αυτό διαφέρει από την πεζολογία.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Φορτωμένος καραβίσια σκουριά
Ήρθε κι εδώ απ’ το λιμάνι ο Αέρας.
Μόνος εγκάτοικος μιας πόλης
Ερημωμένης από πανδημία πανικού.
Γυροφέρνει τις πλατείες και στο τέλος
Σωριάζεται όπως όπως κατάχαμα
Κάτω απ’ τα στέγαστρα της λαχαναγοράς.
Ένας άστεγος σχεδόν, κοιμισμένος
Ανάμεσα σε φρούτα και μαρούλια
Που ξέφυγαν από τελάρα ή φορτηγά.
Εδώ, καθόλου δεν φυσά. Βαθύς ύπνος
Καταπίνει τον άσαρκο γίγαντα.
Τα λιγοστά ανοιχτά παράθυρα
Τα τρώει τ’ αλάτι που κουβάλησε
Απ’ τον νεώσοικο με τις παλιές λαμαρίνες.
Αυτές που πέταξε στην αποβάθρα,
Μπροστά στα γέρικα ποντοπόρα,
Άλλα παροπλισμένα κι άλλα
Χωρίς ποτέ να βγούνε στα νερά.
Το ροχαλητό του εδώ κι εκεί παρασέρνει
Τα στρατσόχαρτα όπου θα τύλιγαν ψάρια
Και το παπούτσι του τελευταίου πελάτη
Που το ‘βαλε στα πόδια ανάμεσα
Σε τρεις χιλιάδες άλλους νηστικούς.

Η περίφημη «ανοικείωση» συνεπάγεται την ανασύνταξη των φθαρμένων γλωσσικών μονάδων έτσι ώστε να παράγονται αν όχι καινοφανή νοήματα τουλάχιστον να ενεργοποιείται ο συνδημιουργικός εγκέφαλος τού επαρκούς αναγνώστη με τρόπο ανάστροφο από τις αντιληπτικές του διεργασίες. Με άλλα λόγια, το μετείκασμα να προκαλεί ανάστροφα ψυχοσωματικές κινήσεις (κάτι ανάλογα με τα σολωμικά «κινήματα τής ψυχής»). Τότε η οργανική μονάδα που λέγεται σώμα και φυσικά διόλου δεν αφίσταται τής ψυχής ή τού πνεύματος λειτουργεί ως εάν να εδέχετο αδιόρατα ερεθίσματα που μέσω των ηλεκτρομαγνητικών οδών θα προκαλούσαν βιοχημικές αντιδράσεις που θα δημιουργούσαν κάποιο «φάντασμα» στον εγκέφαλο. Όταν η Τέχνη όμως είναι υψηλή όλη αυτή η διαδικασία είναι αντιστρεπτή: είναι τόσο ισχυρό το φαντασιακό δημιούργημα που γίνεται οντότητα και με ηλεκτρομαγνητικό θα έλεγα τρόπο προκαλεί βιοχημικές αντιδράσεις.

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΟΣ

Όταν το τιμημένο Βυζάντιο
Ατίμασε τη ναυτική δύναμη του
Ξεπουλώντας την με πανικό κι απληστία
Σε κείνες τις ιταλικές δημοκρατίες,
Η δεσποσύνη, ευσεβής και λογία,
Έσπρωξε το σκαμνάκι απ’ τα πόδια της
Και σχεδόν πρόλαβε να τα δει να τινάζονται
Πριν η θηλιά να σφίξει το λαιμό της,
Πριν ασχημίσει απ’ το δικαίωμα του Χάρου
Το τσακισμένο κεφάλι της τ’ όμορφο.
Την σκέφτομαι καθώς βλέπω τη θάλασσα
Γέρικη, μπερδεμένη στα φύκια της,
Γεμάτη αμήχανες βραχονησίδες
Και πολυμήχανα δεξαμενόπλοια.
Σχεδόν τη βλέπω στο παράθυρό της πάλι .
Μασάει θλιμμένη την άκρη της πλεξούδας της.
Πίσω της, κάτω από την κούπα του καφέ,
Τόμοι χρυσόδετοι και κοινές εκτυπώσεις.
Αν πεις για προσδοκία θείας πρόνοιας,
Κανείς πια δεν υπογράφει με ρομφαία.
Πάλι αγγίζει μ’ ανήσυχα δάχτυλα
Το σημάδι του σκοινιού στο λαιμό της.

Να ρεμβάσει; Να κλωτσήσει το σκαμνί;

Να βρει την ποίησή μου ανυπόφορη;

Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η υψηλή Τέχνη και ειδικά η Λογοτεχνία είναι πάντα ο εξ ορισμού εχθρός απολυταρχών, φασιστών και δυναστών παντός είδους. Γιατί Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΔΙΕΓΕΡΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΚΙΝΗΣΗ… Προς τι; Προς τα εμπρός, οπωσδήποτε.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Έχω πάντα έναν ίσκιο στο πρόσωπο:
Σηκώνει καταπάνω μου ο θεός
Την αρκουδίσια του πατούσα.
Αλλά δεν λέω λέξη. Μελετώ.
Με αποφεύγουν όλα τα λουλούδια
Μήπως τα φθείρει σκοτεινή φιλομάθεια.
Μα δεν μιλάω. Τον σπουδάζω τον τρόμο
Αυτού του τιτάνιου πέλματος.
Κρατώ για τον εχθρό με πείσμα
Το χαμόγελο του θαμμένου χρυσού.
Και ζω ακουμπώντας τα χείλη μου
Το ένα στην χάραξη του άλλου
Όπως επάνω στη λευκή κλωστή του ορίζοντα
Ακουμπούν ο ουρανός και η θάλασσα
Χωρίς ποτέ ν’ αγγίξει τ’ άστρα
Ο γιγάντιος ο βόγγος του νερού.

Σύντομα φεύγω. Και τα ποιήματά μου
Θα τα σαρκάσουν οι σεισμοί του καιρού.
Η αρχαία γλώσσα τους θα ταφεί στα ερείπια
Μιας πόλης αμαθών και δαρμένων.
Φωνάζουν, κλαίνε, ικετεύουνε

Τότε ο ποιητικός λόγος καθίσταται δραματικός αφού παράγει σκηνικά αποτελέσματα στο θέατρο τού μυαλού μας (ή στο αντικειμενικό έξω θέατρο).

ΚΕΝΟ ΑΕΡΟΣ

Αχ, ο κομψός ο κύριος Κίμων! Άσπρισε
Και μόνος του επισκέπτης ο γιατρός του.

Αν ήταν ποιητής, η φαντασία
Θα του προσπόριζε έναν γάτο στα πόδια του
Ή κι ένα δυο ενοχλητικά εγγόνια
Να καυγαδίζουν για τον κουμπαρά – γουρουνάκι.
Καλύτερα, έναν τόμο του Σεφέρη
Στα πόδια κάπως πιο νέας συζύγου
Που θα είχε πια αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα της,
Παιδιά είναι, ας μη δίνει σημασία,
Τις Κυριακές έτσι παγώνει κάθε ηφαίστειο,
Αφού έχει αδειάσει το πιθάρι του
Προ αιώνων πάνω στ’ άσπρα τους μαλλιά.

Μα ο κύριος Κίμων, αφού μου τηλεφώνησε,
Να μου ζητήσει ευγενικά ένα άστρο,
Αναζητεί με αβέβαιη μνήμη τη γραβάτα του,
Γνωρίζει ότι το μεταξωτό διαφέρει,
Κι όταν έλθει ο γιατρός με τον χιτώνα του
Κι εκείνο το πλασματικό βλέμμα φίλου,
Θα χρειαστεί να είναι αντάξιος του εαυτού του,
Την ώρα που με την συμβατική του ευφράδεια
Θα συνταγογραφεί εκείνος περιπάτους
Ακόμη λίγες μέρες μέσα στα δωμάτια,

Ακόμη λίγες αθόρυβες μέρες.

Η προφορικότητα (με την συνήθη έννοια) είναι εχθρός τής ποιητικότητας και δεν οδηγεί πάντοτε σε αληθοφάνεια, η οποία ούτως ή άλλως δεν είναι επιθυμητή αυτή καθ’ εαυτή.

Τι όμορφο που σε θυμάμαι.
Σαν φεγγάρι που λιώνει στο νερό.
Μιλούσες με βαθιά βεβαιότητα.
Σπάνια βέβαια σε μένα μα στον δαίμονα
Που κρυφοκοίταζε πίσω απ’ το φως της κουρτίνας
Τάχα αιχμάλωτος της θείας εντολής.
Εγώ το ήξερα πως αποφάσιζες ο ίδιος
Όμως σεβόμουνα τον κρότο της χλόης
Που φύτρωνε εκείνο το φθινόπωρο
Με απροσδόκητα θερμή προθυμία
Όπου κι αν πέρναγες να επιτελέσεις
Τ’ αυτοκρατορικά σου καθήκοντα.

Δες τώρα. Εσύ και η εποποιία σου
Σε μια βιβλιοθήκη των σοφών.
[…] Υπάρχει μόνο λίγη σκόνη
Που μπορεί προσεχτικά να αφαιρεθεί
Πίσω από εκείνα τα παραπετάσματα.
Μοιάζεις σχεδόν επινοημένος. Μα η αλήθεια
Έχει πάντα μια φυσική βαρβαρότητα.
Μπορεί σε μιας νύχτας την ανάμνηση
Να βουβάνει ως και τ’ ακοίμητα τριζόνια
Και μες στο δάσος του χειμώνα ν’ ακούγεται
Μόνο το πέρασμα απαλού ξεσκονόπανου
Που φροντίζει περιττή οικοσκευή.

Ο ΜΙΝΩΣ, ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ

Κάποια περαστική φιλομάθεια
Θα του χάρισε το ένδοξο όνομά του.

Τα πραγματικά desiderata τής ποιητικής αναδημιουργίας είναι – ακόμα και στην μετανεωτερική συνθήκη – η μέθεξις, η έκστασις, η κάθαρσις…

Αυτά επιτυγχάνονται απολύτως από την προσεκτικά ανάγνωση αυτού του επιμελημένου τόμου με τις ακροποδητί ονειροβασίες μέσα από τοπία εξαϋλωμένα, εξωραϊσμένα, εξιδανικευμένα…
[…] Φορτωμένος καραβίσια σκουριά
Ήρθε κι εδώ απ’ το λιμάνι ο Αέρας.
Μόνος εγκάτοικος μιας πόλης
Ερημωμένης από πανδημία πανικού.
Γυροφέρνει τις πλατείες και στο τέλος
Σωριάζεται όπως όπως κατάχαμα
Κάτω απ’ τα στέγαστρα της λαχαναγοράς.
Ένας άστεγος σχεδόν, κοιμισμένος
Ανάμεσα σε φρούτα και μαρούλια
Που ξέφυγαν από τελάρα ή φορτηγά.
Εδώ, καθόλου δεν φυσά. Βαθύς ύπνος
Καταπίνει τον άσαρκο γίγαντα.
Τα λιγοστά ανοιχτά παράθυρα
Τα τρώει τ’ αλάτι που κουβάλησε
Απ’ τον νεώσοικο με τις παλιές λαμαρίνες.
Αυτές που πέταξε στην αποβάθρα,
Μπροστά στα γέρικα ποντοπόρα,
Άλλα παροπλισμένα κι άλλα
Χωρίς ποτέ να βγούνε στα νερά.
Το ροχαλητό του εδώ κι εκεί παρασέρνει
Τα στρατσόχαρτα όπου θα τύλιγαν ψάρια
Και το παπούτσι του τελευταίου πελάτη
Που το ‘βαλε στα πόδια ανάμεσα
Σε τρεις χιλιάδες άλλους νηστικούς.

Ας διέλθουμε κρατώντας την ανάσα μας ανάμεσα σε στιχουργήματα στέρεα δομημένα που αναπαριστούν μορφές αρχετυπικών θηρίων, ακίνδυνων για τον επαρκή αναγνώστη.

Έντρομη χτύπησε την πόρτα μου η νύχτα
Σαν να την κυνηγούσαν ληστές.
Δεν είχα λόγο να αρνηθώ καταφύγιο
Σ’ ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα.
Μπήκε. Ξημέρωσε έξω βίαια
Μ’ ένα άσπρο φως χειρουργείου.

Έτσι διδάχτηκα να δεξιώνομαι το τέλος.
Ως μια συνύπαρξη, ως πράξη καλοσύνης…

Η ούτως ή άλλως ευκταία χαρμολύπη, που παράγει ανεπιστρεπτί αισθητική ηδονή, συνεπικουρείται εδώ από μια ισχυρή ποιητική τεχνική κι οδηγεί σε μεταστοιχείωση τού Γνωστού χωρίς να επιμένει σε ιχνηλασία τού Αοράτου μέχρι να ανά-καλυφθεί…

Ο,ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Η Θεονόη, η Αμαρυλλίς και η Φαίδρα,
(Σπάνια ονόματα, σεβάσμια, απαλά)
Αποδίδονται στις χάρτινες βαρκούλες,
Αυτές που κάθεται και φτιάχνει στον κήπο
Κι ύστερα αφήνει να τις σπρώχνουν σαλιγκάρια
Μισοβρεγμένες από τη νυχτερινή δροσιά.
Ο Αστυάναξ, ο Θεοφιλής και ο Τίμων,
Είναι τα ονόματα για το βαρύ πεπρωμένο,
Τα δίνει σε δενδρύλλια που δεν έζησαν,
Ασύμβατα στο χώμα της αυλής.
Η Φλοξ, το Οιάκιον και ο Πίδαξ,
Αυτά πάλι είναι ονόματα ηπείρων:
Η μία κάτω από τους ιστούς της αράχνης
( Ένας εργένης δεν μπορεί να το αποφύγει).
Τις άλλες δύο τις ψάχνει στον χάρτη,
Δεν καταλήγει πού να έχουν βυθιστεί.
Του μένουν το Παλτό κι η Παλιά Πίπα
Μ’ αυτά βαπτίζει πράγματα απολεσθέντα,
Άλλα μες στον χειμώνα του Γκόγκολ
Και άλλα σε μια υπόθεση του Χολμς.

Μ’ αυτά τα ονόματα, σκιές λατρεμένες,
Φορτώνει νύχτες τα χαρτιά του ο Γιάννης,
Κρυφός ποιητής, διαβητικός, μικρέμπορος,
Γιος ενός Παύλου και μιας Παρασκευής.

Λόγος δυναμικός, κρουστός, ιδιόλεκτος στερεά, προνεωτερική δόμηση, γεωμετρική θα έλεγα ιεράρχηση των πρώτων υλών, που δεν είναι πάντα τα συναισθήματα, αλλά μία ιδέα, που λειτουργεί υποδόρια ως «υπόθεσις εργασίας». Αυτή και η διαφορά τής ποιητικής τής δεινής φιλολόγου Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου από άλλες ομότεχνές της, σύγχρονες ή και πεπερασμένες.
Με πόση αίσθηση υπεροχής αυτή η νύχτα
Αποκαλύπτει τον τελικό προορισμό.
Σαν Ιάπωνας πολεμιστής που επιδεικνύει
Την τεχνική αποκεφαλισμού αιχμαλώτων.
Πράγματι, έχει κάτι το τρομαχτικό ή γελοίο
Και πάντως τόσο μακρινό και ανοίκειο
Όσο κι αυτός ο φόρτος επιθέτων
Που καταπλάκωσε τους παραπάνω στίχους,
Μια φλυαρία των ενστίκτων
Μπροστά στη σιωπή.

Η αληθής αγωνία τής ποιητικής φωνής δεν τελειώνει, δεν εξαντλείται εδώ, στο μεσοδιάστημα δύο βιβλίων.
Εδώ τελειώνει η βουκολική μυθιστορία.
Νεκροί σε Σιδηρά Ακαδημία
Εμπνέουν την πολεοδομία και το φλερτ.
Νευρώνες σε συνάψεις προς νευρώνες
Εκπέμπουν σήμα παιχνιδιάρικης χαράς.
Όπως γελάει το κρανίο αρχανθρώπου
Στα χέρια ενός ερωτευμένου αρχαιολόγου
Έτσι η τροχαία, μοριακός μηχανισμός,
Κορνάρει με ακατάσχετο γέλωτα.
Κι είμαστε όλοι τα βαμπίρ ενός ρομάντζου
Που έχασε δέντρα και νερά και πεποίθηση.

Τα σάβανά μας ανεμίζουν απαλά.

ΌΤΑΝ Ο/Η ΠΟΙΗΤΗΣ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΠΩΣ ΝΑ ΣΤΡΕΨΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟΠΟ ΠΕΛΕΚΙ ΤΗΣ ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΏΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΤΟΥ/ΤΗΣ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ, ΤΟΤΕ Η ΠΟΙΗΣΗ ΞΑΝΑΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟΝ ΤΕΛΕΣΦΟΡΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΗΣ.

.

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

https://neoplanodion.gr 30/11/2021

Η ευγενής ναυσιπλοΐα είναι το 15ο ποιητικό βιβλίο της Δήμητρας Χριστοδούλου. Πενήντα ποιήματα γραμμένα όλα σε είκοσι-τέσσερις στίχους. Η αυστηρή οικονομία του στίχου και η συνύπαρξη μιας στέρεας νοητικής κατασκευής με τη ρίζα του υπαρξιακού απελπισμού αλλά και της συμπάθειας είναι ένας μόνιμος και γοητευτικός τρόπος στην Χριστοδούλου, Εδώ πρυτανεύει ο κομψός, ώριμος και βέβαιος ποιητικά πλους στη διπλή ζωή της συνείδησης που αδρανεί, ενώ ο νεκρός της περιφέρεται στις χαμένες δυνατότητες ή στις ανείπωτες διαστάσεις του υπαρκτού. Η εγκατοίκηση του φαινομενικά ακίνδυνου, τετριμμένα καθημερινού από τον εφιάλτη του, την εκκρεμότητά του, την ειρωνική διπλοτυπία του, η διεμβόλιση της προφάνειας με εκείνη την ασταθή ύλη του αμφίσημου είναι τα υλικά και τα κέρδη μιας ανάγνωσης που αφήνει στιβαρό χνάρι στον νου της ψυχής. Ποιήματα γερά δομημένα στη ρυθμική, ειρωνικά αποστασιοποιημένη, ενίοτε αφοριστική φράση, συχνά σε ενεστωτική ρηματική διατύπωση, καταγράφουν δήθεν διαπιστωτικά και ψύχραιμα τη χασματική συνθήκη της ύπαρξης που τελείται ταυτόχρονα στα στιγμιότυπα του βίου και στην παράλληλη δράση της συνείδησης που επανεγγράφει αυτά τα συμβάντα οδηγώντας τα στην επικίνδυνη περιοχή μιας ανησυχαστικής διαύγειας ή, άλλες φορές, στην επίκληση μιας ουρανόθεν λύτρωσης.

Στη συλλογή μετέρχεται δύο κύριους τρόπους, τα πρωτοπρόσωπα στοχαστικά της αυτοπαρατήρησης και τα πορτρέτα των ανθρώπων της διπλανής πόρτας που μοιάζουν συχνά με μονόπρακτα της μοναχικής ζωής εντός του θηριώδους άστεως. Στα μεν πρώτα, η αυτοαντανάκλαση, ο στοχασμός, ο αυτοσαρκασμός κάποτε, τα πάθη του εγώ στοιχισμένα με τα πάγκοινα πάθη. Στα δεύτερα, τα μικροδράματα της μοναξιάς, οι τελετουργίες της μόνωσης. Και στα δυο οι αποσιωπήσεις και οι στρεβλώσεις ενός εντοιχισμένου στη φρόνηση βίου.

Γι’ αυτό και τα περισσότερα, λίγο-πολύ, καταπιάνονται με την καθημερινότητα του αστικού μικροσυμβάντος, του μονήρους εγκλείστου της πόλης, την αυτιστική ρουτίνα της οικογενειακής και συζυγικής συμβίωσης, την άπνοια της ζωής των απανταχού μοναχικών. Αυτά μαζί με νύξεις για την πανδημική μας απομόνωση και την ηγεμονία των απανταχού εξουσιαστικών μηχανισμών. Ριπές χρεογράφων, φάκελοι αποπληρωμής αυθαιρέτων, πανδημία πανικού είναι η υπόρρητη συνθήκη της υπαρξιακής μέγγενης που συνθλίβει. Η υπόκωφη θηριωδία της πόλης είναι πανταχού παρούσα καθώς το άστυ λειτουργεί στην Χριστούδουλου ως ο τόπος του μη πραγματικού, ως το κατεξοχήν άτοπο της ζωής. Το άνυδρο αστικό τοπίο, στο οποίο σταθερά κινείται η ποίησή της, μας καθιστά όλους «τα βαμπίρ ενός ρομάντζου / Που έχασε δέντρα και νερά και πεποίθηση». Ο άλλος χώρος του ανοιχτού ορίζοντα συρρικνώνεται σε «μουσείο υπαίθρου» όπως δηλώνει το ομώνυμο ποίημα:

Το πατρικό μου τελειώνει εδώ. Στην προϊστορία
Όπου ο κάμπος είναι υπερούσιος,
Κατοικημένος από τις πνοές των συμβάντων.
[…]
Τρακτέρ μαρμαρωμένα στο παχνί τους,
Ο κάθε ορνιθώνας στο επέκεινα,
Το κάθε βέλασμα στον πηλό.
Το σπίτι μες στον κάμπο αχειροποίητο
Οι τοίχοι κρέμονται από τα γένια του Κυρίου.
Κι αυτός ο φουκαράς από τα άστρα Του,
Γέρικα, μακρινά, μισοκαμένα.

Στα πρωτοπρόσωπα ποιήματα έχουμε συχνά ένα εγώ που συνομιλεί με τον χρόνο (τη μέρα, τη νύχτα, το απόγευμα) και ο χρόνος υποστασιοποιείται ως μια έλευση που αναγγέλλει το τέλος των προθεσμιών ή ως το τραυματισμένο νόημα της χαμένης τρυφερότητας του κόσμου.

Δεξιώσεις

Έντρομη χτύπησε την πόρτα μου η νύχτα
Σαν να την κυνηγούσανε ληστές.
Δεν είχα λόγο να αρνηθώ καταφύγιο
Σ’ ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα.
Μπήκε. Ξημέρωσε έξω βίαια
Μ’ ένα άσπρο φως χειρουργείου.

Έτσι διδάχτηκα να δεξιώνομαι το τέλος.
Ως μια συνύπαρξη, ως πράξη καλοσύνης
Προς μια κυνηγημένη γυναίκα.
[…]
Χιονισμένη από σφαγή κι επιστήμη
Η πόλη έξω συνεχίζει να αναπτύσσεται.
Τρίζει η μεσοτοιχία ανεπαίσθητα
Σαν τα οστά παιδιού που μεγαλώνει
Χωρίς δικαίωμα στον θρήνο της αγάπης
Χωρίς ελπίδα σε σκοτάδι αγκαλιάς.

~.~
Σύντροφοι ύπνου
Καλώς το αυτό το απόγευμα! Το ξέρω.
Θα έχει την τύχη άρρωστου παιδιού
Που κοιτάζει τον γούνινο αρκούδο του
Από μια μακρινή γωνιά του παραδείσου.
Όμως καλώς το. Έρχεται από πόλεμο.
Και είδε το κακό και το έπραξε.
και πάλι αξίωσε τον αληθινό εαυτό του,
Να, εκείνο το μεγάλο ρόδο στον ορίζοντα
Που τραυματίζεται από τα ίδια του τ’ αγκάθια.
[…]

Κυρίως όμως η συλλογή παρακολουθεί τον μικρό νοικοκυρεμένο άνθρωπο (ο εργένης, ο οργισμένος νέος, η εργαζόμενη νοικοκυρά, οι αποξενωμένοι σύζυγοι, ο γερασμένος άνθρωπος) που ζει την παραισθητική του πραγματικότητα ως υπνοβασία της ζωής και την καθημερινότητα ως τον κολλώδη βυθό ενός ονείρου. Άνθρωποι σταματημένοι στον προσωπικό τους θάνατο έλκονται από τη μυστική ακινησία του σκοπού τους και μέσα σε αυτή μισοαντιλαμβάνονται την αστοχία της ζωής:

Τη διαβεβαίωνε πως δεν θα είναι μόνη.
Ούτε όσο ήταν πάνω από τη γαμήλια τούρτα της
Ούτε βέβαια όσο μόνη ήταν
Το βράδυ που άρχισε να γερνά.
Τη διαβεβαίωνε ότι θα άνθιζε γύρω της
Ένα φλερτ ευκαιριών και περιστάσεων,
Εκδρομούλες (οικονομικές) στα χιόνια,
Ένα τσάι κυριών ή σινεμά.
[…]
Αυτά της έταζε η βαριά της θλίψη
Κάθε πρωί που στριμωχνόταν στο μετρό
Με αναρίθμητες γυναίκες που είχαν
Ίδια ζακέτα, ίδια κιλά, ίδια ένσημα. […]

Σε αυτόν τον άλαλο αυτοματισμό του βίου, η ασυναρτησία της κοινωνικής τερατογένεσης και η απουσία μιας συνεκτικής υπαρξιακής αναγωγής, συχνά, όπως σε παλαιότερες συλλογές (π.χ. στο Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι), παρατίθενται σε μια γκροτέσκα συμπερίληψη:

Φασματική βιοποικιλότης

Ένα παιδί τυφλό κι εμβρόντητο
Ένας παχύσαρκος παιδονόμος
Δυο τρεις νεόπτωχοι από νεόπλουτο σόι
Κι ένα καμένο δέντρο που δαγκώνει.
Λίγο πιο πάνω ακατανόητο ξωκλήσι.
Τα κόκαλο ενός γαϊδαράκου από πέρσι
Μια σφηκοφωλιά ακατοίκητη
Κι ένα καμένο δέντρο που δαγκώνει.
Πιο πάνω ακόμη, ένας θεός που πλήττει.
Προσκυνητές κάτι τζιτζίκια διασωθέντα
Ένα αποτύπωμα πατούσας αρχαγγέλου
Κι ένα καμένο δέντρο που δαγκώνει. […]

Στην ποίηση της Χριστοδούλου συναντάμε μια διαρκή προσήλωση στο διαφυγόν, την άπιαστη ύλη ενός ονείρου, συνδυασμένη όμως με την αίσθηση του τετελεσμένου που σου αφήνει η ρηματική διατύπωση (φράσεις αποφθεγματικές, οριστική έγκλιση, συχνή τομή του στίχου): αυτό γειώνει αφενός το νόημα, κάνοντάς το απατηλά βατό στον αναγνώστη, και, από την άλλη, δημιουργεί ειρωνική ένταση ανάμεσα στην ποιητική ύλη και την ρητορική της κατάστρωση. Έτσι αποτρέπεται η συναισθηματική κλιμάκωση, έναντι της έξαρσης προκρίνεται το λιτό καταστάλαγμα ενός τετελεσμένου που μόνο σε λανθάνουσες ανάσες φαίνεται να νοσταλγεί τη λυρική του εκτόνωση ή καταγωγή. Ιδιάζον στοιχείο της γραφής της η συστρωμάτωση του βιωμένου και του διυλισμένου μες στο σιγαστήρα του νου συμβάντος. Προκύπτει έτσι ένας ήρεμος στην επιφάνειά του πικρός στοχασμός που αρέσκεται στην αυτοϋπονόμευση. Εκεί ακριβώς βρίσκει το βήμα του και τη βαθύτητά του. Αυτή βέβαια η συγκρατημένη δωρικότητα κρύβει μέσα της την λυρική της αναφώνηση. Η μελετημένη οικονομία, η σμιλεμένη ευφάνταστα φράση, τα έμμονα ποιητικά της θέματα παράγουν έναν ακόμα στιβαρό σταθμό σε μια συγκροτημένη και ώριμη από καιρό ποιητική πορεία. Αυτή η πορεία, όσο κι αν διαλέγεται ευαίσθητα με την κοινωνική συνθήκη γύρω, είναι πάντα προσηλωμένη στην υπαρξιακή αναζήτηση. Το μέγα θέμα δε αυτής της αναζήτησης όλα τα είδη του θανάτου. Η ευγενής ναυσιπλοΐα είναι ένας πλους που περιπλέει τον θάνατο, επιθυμώντας να τον προσπελάσει για τον προσπεράσει:

Περνάει πάντα ένα πλοιάριο στ’ ανοιχτά.
Ακόμη κι αν είναι η ανάμνησή του.
[…]
Κάποτε αυτό γοήτευε το βλέμμα
Καθώς διέπλεε έναν κόκκινο ουρανό.
Ας του προσθέσουμε κάποιο χρόνο αθανασίας.
Απόψε η θάλασσα με την τιτάνια σιωπή της
Συνοψίζει το χάος σε φιλία.
Αναπνέει σα στήθος μωρού
Που αποκοιμήθηκε μπροστά στα αρμυρίκια.
Μπορεί ο ήλιος καθώς εξαντλείται
Να αποσβήσει κάθε εγκατάλειψη.
Πανάξια θα είναι η ναυτοσύνη
Που αποπλέει προσπερνώντας τον θάνατο.

ΔΑΦΝΗ ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΒΑΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 10/12/2022

Υπάρχουν πίνακες της ποίησης που σκιαγραφούν με ακρίβεια τη ζωή μας. Πίνακες που φέρνουν τόσο έντονα στο νου την αντιστοιχία ποίησης και ζωγραφικής, ώστε να διαμορφώνουν μπροστά στα μάτια και μέσα στην ψυχή του αναγνώστη ένα υπέροχα τέλειο σύνολο. Παρόμοιοι πίνακες συνήθως ακτινοβολούν ομορφιά και συναίσθημα, χώρια οι εικόνες που σχηματίζουν – παρόμοιους πίνακες συναντάμε και στην ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου «Ευγενής Ναυσιπλοΐα», που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Μελάνι.

Η θάλασσα μέσα στην οποία βυθίζεται η Δήμητρα Χριστοδούλου είναι βαθιά, και τα μηνύματα τα οποία εκπέμπει πολυσήμαντα και σε πολλά επίπεδα. Και προφανώς βυθίζεται, χωρίς να βουλιάζει. Παιδί μιας γενιάς της οποίας η δεδομένη πλέον ωριμότητα μας προσφέρει όλο και πιο κατασταλαγμένα δείγματα ποιητικής έκφρασης, της γενιάς του ’70, η Χριστοδούλου δεν εξαιρείται από τον κανόνα: τα ποιήματά της, αποτύπωση μιας φιλοσοφημένης, όσο και θλιμμένης περιδιάβασης της σημερινής ζοφερής πραγματικότητας και της ζωής μας, καταλήγουν σε ένα πολύ μεστό και δυνατό σύνολο.
Η «Ευγενής Ναυσιπλοΐα» αποτελείται από 50 ποιήματα, γραμμένα το καθένα, αυστηρά, σε 24 ελεύθερους στίχους, κι εδώ έρχεται η πρώτη, δομικής φύσεως, παρατήρηση που θα επιχειρήσουμε: το κάθε ποίημα συνιστά και τον δικό του μικρόκοσμο, και οικοδομεί την δική του, αριστοτεχνικά δομημένη ιστορία – η τέχνη της ποιήτριας με την θαυμαστή προσαρμογή και πειθαρχία της σε αυτό το συγκεκριμένο μέγεθος ποιημάτων, το οποίο γνωρίσαμε ήδη στην ποιητική συλλογή της «Εικοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή» το 2019, είναι πλέον γεγονός.
Οι άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η ποιητική της Χριστοδούλου στην «Ευγενή Ναυσιπλοΐα», είναι τρεις: η αυτοπροσωπογραφία μέσω της αυτοπαρατήρησης, οι προσωπογραφίες άλλων ανθρώπων ως μονάδων, με φόντο πάντα την δυσοίωνη πραγματικότητα της εποχής μας, και η περιγραφή του κόσμου και της πραγματικότητας ως συνόλων. Εδώ, θα πρέπει να προσθέσουμε και την εκτύλιξη του έξω και του μέσα κόσμου – του υλικού, που μας περιβάλλει, σε συνδυασμό με τον άυλο, τον εσωτερικό, τον κόσμο των συναισθημάτων. Ο έξω κόσμος ανοίγει την πόρτα στο δωμάτιο των συναισθημάτων της ποιήτριας.
Και το σεργιάνι της στον κόσμο τούτο μόνο χαρούμενο δεν είναι· πρόκειται για μια περιδιάβαση πικρή, και γεμάτη σαρκασμό, που αναδίνει όχι απλή θλίψη, αλλά πραγματική οδύνη, με κύρια θεματική της τον θάνατο, κυριολεκτικό και μεταφορικό.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής («Δεξιώσεις», σελ. 7), μας χτυπά με ένα απόλυτα δυνατό ξάφνιασμα μιας έξοχα εικονοπλαστικά δοσμένης προσωποποίησης, από αυτές που σπάνια συναντά κανείς σε ποιητικά έργα, και μας δίνει το πρώτο στίγμα για την συνέχεια:

Έντρομη χτύπησε την πόρτα μου η νύχτα
Σαν να την κυνηγούσαν ληστές.
Δεν είχα λόγο να αρνηθώ καταφύγιο
Σ’ ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα.
Μπήκε. Ξημέρωσε έξω βίαια
Μ’ ένα άσπρο φως χειρουργείου.

Με παρόμοιες προσωποποιήσεις είναι γεμάτο το βιβλίο, ενώ η εικονοπλασία, ο μεταφορικός λόγος και οι παρομοιώσεις που τις συνοδεύουν, οικοδομούν με καίριες ψηφίδες το μωσαϊκό του κόσμου μας.

Χιονισμένη από σφαγή κι επιστήμη
Η πόλη έξω συνεχίζει ν’ αναπτύσσεται.
Τρίζει η μεσοτοιχία ανεπαίσθητα
Σαν τα οστά παιδιού που μεγαλώνει
Χωρίς δικαίωμα στον θρήνο της αγάπης
Χωρίς ελπίδα σε σκοτάδι αγκαλιάς

γράφει η ποιήτρια παρακάτω στο ίδιο ποίημα. Τα παιδιά, όπου εμφανίζονται, δεν είναι παρά οι αθώοι αποδέκτες ενός απαράδεκτου κόσμου. Η πόλη και τα συναισθήματα που προκαλεί, είναι πανταχού παρόντα. Ένα δεύτερο, μικρό, αλλά εκπληκτικό παράδειγμα συνδηλώσεων εδώ:

Κρατώ με δάχτυλα ιδρωμένα την ψυχή μου,
Ό,τι απομένει από ψυχή, ένα τόπι,
Μια κούκλα πάνινη μ’ αντισώματα ανθρώπου.
Κηλίδες ήλιου σε κυκλώπεια κτίσματα
Ανοίγουνε κάθε πρωί τα σαγόνια
Σαν τροπικά λουλούδια σαρκοφάγα
Και με το πρώτο νευρικό κορνάρισμα
Όποιον καθυστερεί τον καταπίνουν
……………………………………………………….
Μας τρέφει μια τεράστια μπουκιά από σύννεφο
Που απλώνει την χυμένη κρέμα του στους δρόμους.
Θα μπουκωθούμε απ’ όσα διώχνει το στομάχι
Και θα χορτάσουμε από τη συντριβή τ’ ουρανού

(«Βρώσις και πόσις», σελ. 10). Να τι εμπεριέχει η πόλη, λοιπόν. Έναν κόσμο όπου δεν χωρά ούτε το φως, ούτε η αγάπη, ούτε η ομορφιά· αλλά η συντριβή του ουρανού. Εξάλλου η λέξη «θρήνος» επαναλαμβάνεται συχνά-πυκνά στα ποιήματα με όλο το συναισθηματικό φορτίο της, ενώ το φεγγάρι…

Άχ, το γυάλινο, το σαστισμένο φεγγάρι!
Φυλλομετράει με το δάχτυλό του τα όνειρα,
Δεν είναι η μοίρα του να καταλάβει.

(«Ποιος έχασε την πολύτιμη Άννα», σελ. 20). Η «πολύτιμη Άννα» είναι ένα από τα πρόσωπα που σκιαγραφείται από την ποιήτρια στο έργο της, ένας άνθρωπος «της διπλανής πόρτας» μας, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, των οποίων τα πορτραίτα αποδίδονται με χαρακτηριστική ενάργεια και λεπτομερή καταγραφή των χαρακτηριστικών των υποκειμένων τους, αποβαίνοντας καίρια για την πιστότητά τους.

Θλιμμένος, νευρικός, σχεδόν αγράμματος,
Μετά το Λύκειο ευτυχώς σερβιτόρος,
Φοράει το φούτερ του το εμμονικό το κατάμαυρο
Και ρίχνεται στο κοσμικό μυστήριο,
Σ’ όλο αυτό το πανδαιμόνιο των άστρων.

Ακούω τα μπερδεμένα του βήματα.
Όσο βαθαίνει η νύχτα τόσο μοιάζουνε
Με το μπουσούλημα του μωρού που ανάθρεψα
Μέσα σε τόσα φτεροκοπήματα δαίμονα,
Μέσα σε τέτοιον πανικό αγάπης.
Κι ύστερα, άντρας πια, στράφηκε και είδε
Όσα βλέπουν σαλτάροντας στο χάος
Κομήτες σε τυφλή διαδρομή

Τη μοναξιά μου, την οργή, τη βλακεία μου,
Να λυπηθούν δεν θέλω απόψε οι στίχοι
Μα σιγανά, ένα ένα, να ανάψουνε
Τα φώτα της σαββατιάτικης πόλης.
Οι φίλοι του ν’ ανεβούν στις ταράτσες
Να του κουνούν τα χέρια, να σφυρίζουνε,
«Πέτα, πέτα!» να του λεν στοιχηματίζοντας,
«καλός θεός υπάρχει,σπινθηρίζουν
Ολόχαρες οι φωλιές της σελήνης.
Ποιος μπορεί να μην σε πάρει αγκαλιά,
Ποιος θα μπορέσει να σου αρνηθεί μια θέση…»

(«Ίκαρος», σελ. 28). Το συγκεκριμένο, υπέροχο ποίημα δεν το καταγράφουμε ολόκληρο μονάχα σαν δείγμα προσωπογραφίας, αλλά και χάριν της ύψιστης τραγικότητας και του μητρικού πόνου που αναδίνει. Με ανάλογη παραστατικότητα και λεπτομέρεια σκιαγραφείται εξίσου και η προσωπογραφία της ίδιας της ποιήτριας στο ποίημα «Οργανογράμματα», στη σελ. 16:

Ο αρχιτέκτων αυτής της άγριας νύχτας
Κοιτάζει μέσα από τα ματογυάλια του
Και με διακρίνει καθαρά.
«Να», λέει, «μία ντροπαλή κυρία
Άναυδη μπρος στη χρήσιμη βλακεία της.
Μεγάλη για ν’ αποτιμά τον βίο
Αλλά μικρή να σώσει ως κι ένα γάτο
Που τον σέρνει εδώ κι εκεί η λασπουριά»

Ποίηση που βυθίζει το μαχαίρι ως το κόκκαλο της ανθρώπινης συνθήκης, της κοινωνικής συνθήκης, της συνθήκης της απάνθρωπης πραγματικότητας που μας περιβάλλει, εκφράζεται με μια γραφή λιτή και εύστοχη συνάμα, με πυκνά νοήματα, συμπύκνωση εννοιών, και χωρίς περιττά ψιμύθια, όπως αρμόζει στην γνήσια καλή ποίηση. Μια γραφή που προχωρά σε τόσο σωστές, και τόσο καίριες παρεμβάσεις και παρατηρήσεις γύρω από την ζωή.
Η Χριστοδούλου δεν παραλείπει να καταγράψει ακόμη και την δική μας ισοπεδωμένη όσο και ισοπεδωτική αντίδραση απέναντι σε έναν κόσμο που συντρίβεται:

Μα ξημερώνει. Θα μαζέψει την μπουγάδα του
Εκείνο το ταπεινωμένο αστέρι.
Θα σηκώσουμε το κακό στην πλάτη
Σαν να ’χουμε αρπάξει τη ζωή μας
Από τον τόπο του εγκλήματος.
Τη θέλησή μας θ’ αξιώσει στα τυφλά
Η μυρωδιά της οδοντόκρεμας.
Και θα ζήσουμε. Καθαροί και ξένοι.

(«Συμπολιτεία», σελ. 13). Άλλωστε είναι γεγονός πως

Κανένας δεν ζητάει συγγνώμη……
……………………………………………..
Πίνω έναν βιαστικό καφέ. Στην τηλεόραση
Πιάτα υψηλής γαστρονομίας για αστέγους.
Με εξαγνίζει όπως όπως η ανάγκη
Κι ορμάω από τον έκτο στο κενό.

(«Συνεχής απαλλαγή», σελ. 49). Ο θάνατος σε πρώτο πλάνο. Ακόμη και οι κατατοπιστικότατοι τίτλοι ενός εκάστου των ποιημάτων, βρίθουν από σαρκασμό. Το μόνο όπλο της ποιήτριας απέναντι σε τούτη την καταστροφή, είναι η «Ευγενής ναυσιπλοΐα» στην σελίδα 33, ένα ποίημα που ποτίζει βάλσαμο την ψυχή μας, και το οποίο μεταφέρει επιπλέον και την χάρη του τίτλου του σε ολόκληρη τη συλλογή, σαν να θέλει να μεταλαμπαδεύσει στον αναγνώστη μια κρυφή ελπίδα για το καλύτερο. Ένα ποίημα που μέλπει με νότες γλυκύτητας, τις οποίες κουβαλά ούτως ή άλλως στα σπλάχνα της η Δήμητρα Χριστοδούλου. Με αυτές, επιθυμούμε και να κλείσουμε το μικρό κριτικό αφιέρωμά μας στην ποιητική της συλλογή.

Ποιος έχει δύναμη να μας επιβάλει ποινή
Όταν φροντίζουμε την ψυχή μας μ’ αγάπη;
Δεν έχει ο θρήνος θράσος αιωνιότητας.
Σβήνει κι αυτός με κουρασμένο στεναγμό.
Μπορούμε, λέω, να απεκδυθούμε το σάβανο.
Ανάρμοστο είναι σε παλλόμενο σώμα.
……………………………………………………………..
Μπορεί να φεύγει ακόμη κι απ’ το μνήμα του
Κάποιο μικρό ιστιοφόρο,
Κανένα φασματικό ψαροκάικο,
Κάποτε αυτό γοήτευσε το βλέμμα
Καθώς διέπλεε έναν κόκκινο ουρανό.
Ας του προσθέσουμε κάποιο χρόνο αθανασίας,
Απόψε η θάλασσα με την τιτάνια σιωπή της
Συνοψίζει το χάος σε φιλία.
…………………………………………………………………
Μπορεί ο ήλιος καθώς εξαντλείται
Να αποσβήσει κάθε εγκατάλειψη.
Πανάξια θα είναι η ναυτοσύνη
Που αποπλέει προσπερνώντας τον θάνατο.

.

ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΧΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ (2019)

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

culturebook/16/3/2020

Νιώθω παράξενα σήμερα, καθώς προσπαθώ, οι σημειώσεις με τις σκέψεις και τα σχόλιά μου για τα πενήντα ποιήματα της συλλογής ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ, της Δήμητρας Χριστοδούλου, να συγκροτήσουν ένα ενιαίο κείμενο για τις ανάγκες αυτής της παρουσίασης. Ο τηλεοπτικός δέκτης δίπλα μου ανοιχτός εικονοποιεί το δράμα με τους πρόσφυγες και παγώνει το αίμα. Ακροβατώ χωρίς σκοινί δίχως βεβαιότητες πια για το θαυμαστό εθνικό αφήγημα και τον εθισμό στη βλάβη. Πληθαίνουν γύρω μου νεκροί χωρίς ονόματα κι απελπισμένοι στο βωμό της σωτηρίας, αποσαθρώνουν τους μικρόκοσμους, γκρεμίζοντας με ματωμένα χέρια τα δικά μας πρόσωπα. Και πάνω στην ώρα μια ανάρτηση στο fb της ποιήτριας: «Ποιος χαρταετός, ποια Καθαρά Δευτέρα…”Περίλυπος εστί η ψυχή μου…” Σφιγμένη είναι η καρδιά όλων μας, πιστεύω. Από τη μια τα αναρίθμητα πλήθη των δυστυχισμένων που σπρώχνονται επιθετικά προς στη χώρα μας, από την άλλη η εξαντλημένη πια αντοχή των νησιωτών, το αδιέξοδο, ο γενικευμένος τρόμος. Η πολιτική μας ηγεσία ερίζουσα και ανεπαρκής. Η διεθνής αδιαφορία. Θα κρατήσουμε την ψυχραιμία μας; Θα καλλιεργήσουμε τον συναινετικό λόγο; Θα συντηρήσουμε αναμμένη τη φλόγα του ανθρωπισμού μαζί με την ανησυχία και τον πόνο για τον τόπο μας; Δεν ξέρω τι να σκεφτώ, αλήθεια…»

Αγαπητή Δήμητρα, δεν έχω απάντηση, παρά μόνο μια σκέψη, ιδιαιτέρως παρηγορητική για εμένα: Ποίηση είναι και η φωνή των άλλων…

Με τη σκέψη αυτή ξαναπιάνω το νήμα κι επιστρέφω σ’ ό,τι αποκόμισα από το ταξίδι στον ποιητικό λόγο της Δήμητρας Χριστοδούλου.

Θα μπορούσε να είναι προτροπή, ή σύνθημα, ανάμεσα στα τόσα που φυλλορροούν κι εναποτίθενται στη εύφορη πεδιάδα του νου για να εκκολαφτούν και να καρπίσουν ως όροι ζωής. Όμως η διαδρομή, είναι ένας χρόνος που μετριέται αντίστροφα και χτίζει το τέλος, τη σιωπή, αφού η φυσική θλίψη, είναι ο θησαυρός του καθενός, κι αυτό δεν επιδέχεται αμφισβήτηση καμιά. Όμως, πώς φτάνουμε ως εκεί και τι να σημαίνουν οι χτύποι, μήπως είναι η ηχώ των καθημερινών πραγμάτων, ή το κολαστήριο της πραγματικότητας;

Η ποιήτρια με τους ποιητικούς της τρόπους καταφέρνει να συγκινήσει και να αποδιοργανώσει τις όποιες σίγουρες απαντήσεις. Μας αφήνει να αισθανθούμε και να κουραστούμε στο πέλαγος κι όχι σε κάποια απάνεμη ακτή. Η ζωή μας λέει είναι αλλού, εκεί που αναγνωρίζεις την αλήθεια και κατακτάς τη συγκίνηση. Οι τρεις θεματικοί άξονες πάνω στους οποίους αναπτύσσεται η ποιητική της είναι, το αστικό τοπίο –ο δημόσιος χώρος της πόλης, τα παιδιά ως φορείς της συνέχειας της ζωής, αλλά και ως τα έχοντα την αρμοδιότητα και το θάρρος να κατανοήσουν τον απευθυντικό λόγο της ποιήτριας και τέλος η υπαρξιακή αγωνία, το επέκεινα του βίου.

Προσκεκλημένη στο Αρχοντόσπιτο, βρίσκει Ένα θρυμματισμένο βάζο/ Και μια κηλίδα από λυγμό/ Και το γρασίδι πατημένο[…]Κάποια ανθέμια από χρυσάφι/ που ζούσανε στην οροφή/ Τα σύλησε η ανατροφή μου:/ Στη θέση μου έπρεπε να μείνω/ Ένα παιδί που τρέφει πένθος/ Αντί τα οστά μου, Κόκαλο Σουπιάς. Αριστοτεχνικά η Δήμητρα Χριστοδούλου στήνει το σκηνικό της παρακμής των πραγμάτων και των ανθρώπων με το πέρασμα του χρόνου κι αφήνει …σφίγγοντας όρθια το μπαστούνι/ Κυρία πια, με το μελάνι, τη θλίψη/αλήθεια στις εξώθυρες των παιδιών, όχι κουνώντας τους το δάχτυλο, αλλά το μυρωδάτο λίκνο.

Μιλάει για την προκλητική απάθεια των εφησυχασμένων, για τη σύντομη ευημερία του μικροαστού πολίτη που απολαμβάνει το μοναχικό του κύρος ως έκπληκτος θεατής της προσδοκίας του:

Είναι οι ώρες του απογεύματος/ Που ο ήλιος κάθεται μες στη ζεστή του στάχτη./ Κι ο γείτονας παχύς και απελπισμένος/ Κάθεται μες στην πολυθρόνα του./ Βλέπει μονάχος του το ματς/ Κι ανοίγει τη δεύτερή μπίρα του./ Στον ουρανό απλώνεται λαδιά/ Από μικροχαρές, μικροβλαστήμιες/ Από μισόλογα νυσταγμένων περιστεριών./ Τα ‘χουν μπουκώσει σπόρια οι τουρίστες/ Προτού κι αυτοί και ο Άγνωστος Στρατιώτης/ Φωτογραφηθούν με το χάρο.[…]

Στις μικρές στιγμές της βιωτής των ανθρώπων η ποιήτρια αντικρίζει τα φθαρμένα υλικά της ρουτίνας, το εμφιαλωμένο χρέος των αστών που μηρυκάζουν την ασφάλεια και σωτηρία τους, αδιαφορώντας για ό,τι γύρω τους συμβαίνει.Συμμετέχει παρ’ όλα αυτά ενεργεί και στηλιτεύει. Οι στίχοι της γυμνωμένοι και ελεύθεροι μεταλλάσσονται σε κραυγές. Όπως γράφει στο Επείγον περιστατικό […] Βλέπω το ράγισμα, ακούω τον κρότο/ κάποιος μου ρίχνει για σεντόνι τη θάλασσα/ Χτυπά το σώμα μου κι ανεβαίνει/ Ένα νησί φορτωμένο φύκια.

Ως ενεργό μέλος του δημόσιου χώρου, η Δήμητρα Χριστοδούλου, δεν βολεύεται στην ησυχία και την ουδετερότητα, αλλά εκφράζοντας τα ανομολόγητα, αξιοποιεί τα απτά ντοκουμέντα και ονοματίζει τη σήψη:

[…]/ Την ώρα αυτή που κάποιος μετράει/ Τα τελευταία του λεφτά ή τηλεφωνήματα/ Βουτάω μια μπουκιά ψωμί στο ξίδι./ Την πόλη την μαρμαρώνει το χιόνι./ Κανένα τοσοδούλι πλάσμα, ασβός ή μέλισσα/ Δεν έχει χώρο πια για τη φυλή του/ Τα κοπάδια τους πηδάνε στο κενό./… (Βιβλίο στο κύμα)

Και δεν διστάζει στο εξαίρετο ποίημα Ακολουθία να μας δηλώσει πως Κοιμάται η πατρίς πάνω στο χάρτη της/ Σαν παχύσαρκη γριά που ξεχειλίζει απ’ το φέρετρο.

Ως πολιτική ποιήτρια η Χριστοδούλου, στη συλλογή ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ, δεν αρκείται στην κοινωνική κριτική και την ανάδειξη ποιητικά των γεγονότων, ίσως για να γλυκαίνει ο πόνος των ανθρώπων, αλλά δοκιμάζεται και η ίδια από την ευτέλεια και το κακό. Σαρκάζει και σαρκάζεται, θυμώνει και αρνείται, γίνεται ό,τι δεν της ζήτησαν κι αμφισβητεί ως ποιήτρια. Ανασκευάζει το τερατώδες και παρόλη τη θλίψη αντιστέκεται, καθώς βλέπει αλλιώς τα πράγματα, όπως την παλιά μοτοσυκλέτα σαν μωρό δεινόσαυρου μες στα παλιά σιδερικά, ή το πλαστικό κουβαδάκι στην άμμο, μνημείο κι αυτό των διακοπών περασμένων.

Η Δήμητρα Χριστοδούλου ζει στην ποίηση τη ζωή που θυμάται κι επανέρχεται. Έζησε όπως όλοι, ανάρμοστα, μας παρηγορεί και δάγκωσε χώμα στα κρυφά. Έτσι θεωρεί ιερό καθήκον της να παλέψει με το λόγο της για να της δοθεί η χάρη να ταπεινωθεί, καθώς αναρριπίζουνε τα τραπουλόχαρτα οι ακέραιοι (διάβαζε άνθρωποι) μήνες μες στη γενικευμένη μελαγχολία, εκείνη νοιάζεται για τον κουτσοφλέβαρο (τον ανάπηρο, τον πρόσφυγα, τον άστεγο, το απόκληρο, τον ταπεινωμένο):

[…] Ξένος ανάμεσα στους τέλειους/ Σχεδόν τρεκλίζει από το τραύμα./ Μα εγώ απαλά του δένω/ Το ποδαράκι που πονεί.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 7/3/2020

Οι είκοσι τέσσερις ώρες της Δήμητρας Χριστοδούλου

Η ίδια η ποιήτρια στην εισαγωγική της παράγραφο ορίζει:

Στο βιβλίο αυτό περιέχονται πενήντα ποιήματα για την πόλη, τα παιδιά και τον θάνατο. Όλα γραμμένα σε ακριβώς είκοσι τέσσερις στίχους, με μόνη εκ προθέσεως εξαίρεση το ποίημα με τον τίτλο <σχόλιο>. Έτσι προλογίζει η ίδια η ποιήτρια την συλλογή της με τρόπο έντιμο, ευκρινή και ξεκάθαρο.

Η πρώτη ερώτηση που μας έρχεται στον νου είναι γιατί η ποιήτρια αυτοπεριορίζεται; Γιατί μόνη της θέτει ένα δύσκολο και σκληρό κανόνα; Η απάντηση είναι γιατί μπορεί. Γιατί η Δήμητρα Χριστοδούλου έχει το ταλέντο και αυτό που θα λέγαμε τεχνογνωσία, αν ίσχυε βέβαια κάτι τέτοιο στην ποίηση. Για μία τόσο έμπειρη και ικανή ποιήτρια αυτός ο περιορισμός θα έλεγα ότι ίσα ίσα αντί να καταστείλει την δημιουργικότητά της την εντείνει, αντί να συρρικνώσει ή να κάνει έκπτωση στο νόημα του ποιήματος για να μπορέσει να χωρέσει ή αντίθετα να εκταθεί, κατά ένα περίεργο τρόπο οδηγεί το ποίημα να ανθίζει μέσα στον φράχτη του.

Η Δήμητρα Χριστοδούλου βάζει ένα στοίχημα με τον εαυτό της και το κερδίζει. Και συγκεκριμένα:

Η ποίησή της είναι γεμάτη εικόνες. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς στίχους αν και όλη η συλλογή είναι ένα κολάζ από απρόβλεπτους και ανατρεπτικούς πίνακες.

Από ψηλά το ρολόι της Μητρόπολης/Κοιτάζει σαν μάτι με γλαύκωμα/Τ’ απομεινάρια της ρυμοτομίας.

Τα αστέρια εγγράφονται στον ουρανό./Με ευκρίνεια αλουμινίου.

Ο πόνος κάθισε στο στήθος μου/ Σαν θεός με πρόσωπο λύκου./ Έστριψε το κεφάλι και γρύλλισε/Τάχα σε κάποιο βιαστικό φεγγάρι./ Μα ήταν μόνον ο γαλάζιος προβολέας/Του ασθενοφόρου που περνούσε απ’ τα στενά.

Στην κλασσική και εμβληματική ταινία του Σεργκέι Άιζενσταιν «Οκτώβρης» απόλυτος πρωταγωνιστής είναι το μοντάζ, το οποίο ο σκηνοθέτης αποκαλεί «διανοητικό μοντάζ». Απότομα και γρήγορα κοψίματα στις επαναστατικές σεκάνς, σκηνές στις οποίες εμφανίζονται οι κάννες των όπλων με απότομο πέρασμα στα πρόσωπα των επαναστατών που δίνουν την εντύπωση πυροβολισμού, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει εκπυρσοκρότηση. Το διανοητικό αυτό μοντάζ του Αϊζενστάιν έδωσε νέα διάσταση κι άλλη αισθητική στον κινηματογραφικό όρο. Έτσι ο Αίζενστάιν μπόρεσε να αναδείξει έντονα εσωτερικά νοήματα αλλά και αφηρημένες πνευματικές έννοιες.

Η Δήμητρα Χριστοδούλου κάνει κάτι αντίστοιχο στην ποίηση. Ένα διανοητικό μοντάζ καθώς αριστοτεχνικά μας οδηγεί από πλάνο σε πλάνο για να μας δώσει την εικόνα της παραλυσίας, του ζόφου, της κατακερματισμένης πραγματικότητας μίας πολιτείας που αποσυντίθεται, μίας πολιτείας υπό διάλυση. Στην συλλογή αυτή ξετυλίγεται μία ολόκληρη κινηματογραφική ταινία σε πολλαπλά πολύχρωμα, παράδοξα, όμορφα, απίστευτα, πρωτότυπα πλάνα:

Ως και το θέατρο καιγόταν ακόμη./Ωστόσο απ’ τα παράθυρά του κυμάτιζε/Με μία γιγάντια χειρονομία ένα ποτάμι/Εκεί πετούσαν απ’ το μαυρισμένο βεστιάριο/Κουστούμια άκαυτα/βαριά βελούδα/Μεταξωτα σαν τα φτερά των αγγέλων/ Και τα γοβάκια, οι πουέντ, οι κοθόρνοι/Χόρευαν με αυστηρή κομψότητα/Κατά τις εντολές αρχαίων στίχων./Τέλος με την περούκα του άθιχτη/Πουδραρισμένος με σοφία, βάδισε/Επάνω στα νερά ο Πρώτος ρόλος.

Για να επανέλθουμε λίγο στην αρχική παράγραφο που έχουμε ήδη αναφέρει. Πολλές φορές το κλειδί μίας συλλογής το κρύβει ο ποιητής στην είσοδο, κάτω από το χαλάκι.

Όταν διάβασα την πρώτη αυτή εισαγωγική παράγραφο αναρωτήθηκα γιατί η ποιήτρια εξαιρεί το ποίημα με τίτλο «ΣΧΟΛΙΟ» από τον αυτοπεριορισμό της. Μετά ξαναδιαβάζοντας όμως κατάλαβα ότι αυτό ακριβώς το ποίημα είναι το επίκεντρο, το μάτι του κυκλώνα, ο πυρήνας της συλλογής.

Καμπάνες από άκρου είς άκρον μες στη χώρα/Ή πυρκαγιά ή εθνική γιορτή θα είναι./Ή αφίχθηκε στο κεντρικό αεροδρόμιο/το φέρετρο το σκεπασμένο με σημαία/που μες στην ένταση της διεθνούς περιοδείας/Το λησμονήσαμε στην γκαρνταρόμπα/. Εκτός κι αν άλλαξε η γεωγραφική μας θέση. Μπορεί. Τόσοι έχουν μεταμεληθεί, τόσοι δηλώνουν πλέον/ Χορτοφάγοι.

Απόλυτα συμπυκνωμένο, σαρκαστικό, εύστοχο ποίημα.

Ο εθνικισμός καταρρέει, μας λέει η Δήμητρα. Τα φέρετρα με τους νεκρούς πληθαίνουν. Στο φέρετρο με την σημαία κείτεται το πτώμα της πατρίδας. Υπάρχει άραγε μία μετατόπιση; Η καινούργια τάξη των πραγμάτων είναι διαφορετική; Οι κρεοφάγοι μετατράπηκαν σε χορτοφάγους από μόδα ή από συνείδηση; Η αριστερά φόρεσε τα άμφια της δεξιάς, η δεξιά προσεταιρίστηκε την φρασεολογία της αριστεράς; Άλλαξε η γεωγραφική μας θέση; Οι φασίστες έπαψαν να σκοτώνουν νεαρά παιδιά σαν τον Παύλο Φύσσα; Με τους λύκους ή με τις μέλισσες;

Όλα αυτά η Δήμητρα Χριστοδούλου δεν τα γράφει. Τα υπονοεί. Και ο αναγνώστης ακούει τους εικοσιτέσσερις χτύπους, τους εικοσιτέσσερις στίχους, τις είκοσι τέσσερις ώρες μίας και μόνο ημέρας και διαβάζει την σιωπή. Και η σιωπή στην συλλογή αυτή είναι πιο φλύαρη από ποτέ.

Η Δήμητρα γράφει μόνον τον στίχο στο ποίημα Η ΠΑΡΗΓΟΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

Αν πράγματι υπάρχει ο Κάτω Κόσμος/Βάρδια κρατούν εκεί οι Λύκοι.

Η Δήμητρα γράφει μόνον τους στίχους

Να σωριαστούν με μιας σαν παλιοσίδερα/Το κλειστό στόμα/ο πανικός/η στέρηση/Κι ανάμεσα στις σφυρίχτρες των άστρων/Να αστράφτει ατσάλινη η βαριά μου σιωπή/

Και μέσα από την σιωπή αυτή ξεπροβάλλει όλο το σύμπαν της ανομίας.

Σαν σκύλους ξαμολάν τα περιπολικά τους/ Η αστυνομία και η Θεία Πρόνοια. Παντού τα ίχνη, πουθενά τα σώματα

Εδώ πρέπει να σταματήσουμε λίγο και να εξετάσουμε την έννοια

της πόλης στην ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου.

Η λέξη «πόλη» για την Δήμητρα Χριστοδούλου έχει την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης.

Η ελεύθερη πολιτεία, το σύνολο των πολιτών, η ιδιότητα του πολίτη. Αυτή την εσωτερική διασταλμένη πόλη υπηρετεί η ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου που είναι ακριβώς η ποίηση της πολιτείας δικαίου, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της ειρήνης, της ακεραιότητας. Αυτή είναι η ιδεατή πατρίδα της. Η άλλη, η γενέτειρα είναι αυτή που την πληγώνει διαρκώς.

Σιγά σιγά δεν έμεινε πέτρα/Μπορώ πια να σ’ αγαπάω, πατρίδα/Σαν στομαχόπονο που με κόβει στα δύο

Σ’ αυτή την ποιητική συλλογή η ποιήτρια γεννά συνέχεια κόσμους πολυποίκιλους και ενδιαφέροντες που όλοι έχουν ένα κεντρικό άξονα, δεν υπάρχει σε όλη την συλλογή ούτε μία επανάληψη, ούτε μία κοινοτοπία, ούτε μια φλύαρη αμηχανία, αντίθετα δομημένα άψογα τα ποιήματα και μάλιστα με τον περιορισμό των εικοσιτεσσάρων στίχων (όσο και οι ώρες μίας ημέρας) που η ίδια θέτει, συνθέτουν ένα ολόκληρο «οικοσύστημα» που μιλάει για μία πατρίδα, για μία ελπίδα, για μία διάψευση, για την ανθρώπινη μοίρα ειδικά και γενικά, για τους ανθρώπους γύρω μας, για τους ανθρώπους μέσα μας, οι στίχοι αστραφτεροί και στιλπνοί, τα φυλλώματα της γραφής πυκνά κρύβουν την έκπληξη που ξεπηδάει αιφνιδιαστικά, πηκτή η ροή χωρίς κανένα κενό, μία αστείρευτη φαντασία τόσο καλά τιθασευμένη ώστε κάθε λέξη να αποκαλύπτει, να κρύβει αλλά και να σημαίνει, κάνει την συλλογή να αποκτά βάρος να ριζώνει στο ποιητικό έδαφος και στην συνέχεια να φουσκώνει, να απογειώνεται, να μας διαπερνά, να μας αφορά.

Ο χρόνος στην συλλογή μετριέται με τους χτύπους ενός τεράστιου κοσμικού ρολογιού που χτυπάει τις ώρες, κυρίως όμως μετριέται με την σιωπή, την πρωταρχική ουσία της Ποίησης. Αυτή η συλλογή αποτελεί ένα άψογο δείγμα γραφής όπου η έμπνευση και η τεχνική παντρεύονται, όλα ισορροπούν όμορφα και η Ποίηση ρέει αβίαστα όπως άλλωστε οφείλει.

Η ποίησή της Χριστοδούλου είναι σκληρή, σαρκαστική, ραπίζει, χτυπάει. Η ποίηση της είναι ευρεία, συμβολική, κοινωνική, αλληγορική.

Η ποίησή της είναι

η φωνή του εξόριστου αρχαγγέλου/Που βάλθηκε να συμμαζεύει τα φτερά του/ Σε αντίσκηνα σε τρώγλες του θανάτου/Ενώ τα όργανα της τάξης αναγγέλλουν/Πως πρέπει να παραδοθεί ο δαρμένος/ ο σκύλος/ο φονιάς/ ο ξένος όπως γράφει η ίδια.

Το σύμπαν της Δήμητρας είναι η Έρημη Χώρα. Οι άνθρωποι που το αποτελούν είναι οι Κούφιοι Άνθρωποι. Η φωνή της Δήμητρας Χριστοδούλου διασχίζει τον χώρο και τον χρόνο, διαλαλεί και προφητεύει, προειδοποιεί και εξαγγέλλει όπως κάνουν όλοι οι σπουδαίοι ποιητές μέσα στον χρόνο.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

“Η Αυγή”, 23.2.2020

Σαράντα εννέα εικοσιτετράστιχα ποιήματα κι ένα εννεάστιχο, το «Σχόλιο» της σελίδας 25 – στο κέντρο ακριβώς αυτής της δομημένης κατοικίας, όπου στεγάζεται μια θλίψη κρυστάλλινη, που όταν δεν αναλύεται σε δάκρυα, γίνεται χιόνι, γίνεται τσακισμένο ρολόι που εξακολουθεί να μετράει το Χάος πάνω από μια Δημιουργία ατυχή.
Αυτή η αντίληψη του θεού, άλλοτε ως δράκοντα κι άλλοτε ως άστοχου, αδέξιου χωροτάκτη μηχανικού, που δεν ήταν στην καλύτερη στιγμή του όταν έπλασε τον κόσμο και μαζί μ’ αυτόν έναν Κήπο της Εδέμ που διόλου ασφαλής και σφραγισμένος στο Κακό δεν αποδείχτηκε. Μόνο που το Κακό εδώ έχει τη μορφή της ανίας, της πλήξης, της μη-Αγάπης, της ανεπίδοτης φιλότητας. Το Καλό δεν είναι κατάκτηση, αλλά απουσία, μια εγγενής κληρονομιά που φέρουμε στα κύτταρά μας σαν νοσταλγία προς τα Άνω, χωρίς αυτό το άνω όμως να είναι επιθυμητό ή καλύτερο από το κάτω.
Η πολυβραβευμένη Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου σε αυτή την δέκατη τέταρτη ποιητική συλλογή της είναι κοντά πλέον στους αρχαίους δραματικούς ποιητές, αφού η θλίψη της δεν είναι λυρική, δεν είναι καν προσωπική, αλλά διαμαρτυρία για τη μοίρα της ανθρωπότητας. Το εμείς είναι που λιώνει σε χιλιάδες σπασμένα κρύσταλλα, που αναλύεται σε χιόνι και σιωπή, αναγκαστική, όχι το εγώ. Η ποιητική φωνή που ομιλεί είναι απλώς μια μάσκα, ένα τραγικό προσωπείο, μέσα από το οποίο περνάει όση αλήθεια κι όσο φως δεν αντέχει ο καθημερινός, βιοποριστικός λόγος.

Η πόλη της είναι άθλια πόρνη που μιμείται τον εαυτό της. Καμία σχέση με την καβαφική Ιθάκη. Ουδεμία νοσταλγία. Ουδείς εξιδανικευμένος παράδεισος της παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά, μέχρι να πάρουν και το απολυτήριό τους, από έφηβοι γίνονται πεδία μαχών που δεν επέλεξαν εκείνα να εμπλακούν, είναι αξιολύπητα κι αγριωπά, είναι συμπαθητικά κι αποκρουστικά, σαν ανδρείκελα φριχτά στο κουκλοθέατρο ενός σύμπαντος ατελούς.
Αυτό είναι το κλειδί για να αποκωδικοποιηθεί αυτή η ποίηση φυγής από το απτό αστικό τοπίο: ζούμε μέσα σε έναν κόσμο εν εξελίξει, όλα γύρω μας είναι ένα ατέλειωτο εργοτάξιο, δεν απαιτείς την τελειότητα του πλατωνικού κόσμου των Ιδεών, δεν έχει θέση εδώ, σε αυτή την Κόλαση που δεν μπορεί να ευελπιστεί σε κάποιο Καθαρτήριο. Ακόμα κι ο τσεχωφικός Θείος Βάνιας συνάντησε τον έρωτα πολύ αργά στη ζωή του, έτσι που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στις αψιμαχίες του.
Μια παραίτηση φιλοσοφικού τύπου υποφώσκει κάτω από αυτά τα απολύτως συνεκτικά και πιστά στον εαυτό τους γραφτά, που αποκτούν δική τους οντότητα, πέραν ενδεχομένως από τις προθέσεις εκείνης που τα δημιούργησε, τους έδωσε γραμμές και στήλες, απότομες περικοπές, διασκελισμούς, παρηχήσεις και σποραδικές ομοιοκαταληξίες, συνήθως σκωπτικές.
Είναι πολύ συγκρατημένη ετούτη η ποιητική έκφραση για να αποφεύγει τεχνηέντως την παγίδα της αυτοαναφορικότητας. Ακόμα κι όταν αυτοβιογραφείται η «παλαιά διδασκάλισσα» (σσ. 50 και 51) υπερισχύει η άπειρη τρυφερότητα για τον πλησίον, που δεν γίνεται έμπρακτη αγάπη αλλά έγγραφη προσευχή, ένυλη απόδειξη ευγνωμοσύνης για τη διασταύρωση τροχιών που δεν θα ξανασυναντηθούν πια. Ο ρομαντισμός παλεύει με τον νεοκλασικισμό σ’ αυτή την ποιητική και νικάει κατά κράτος. Αν δεν ήταν τόσο χαμηλόφωνα θα μπορούσαν ίσως να ενταχθούν αυτά τα στιχουργήματα στο πάντα επίκαιρο κίνημα «Θύελλα κι Ορμή» (Sturm und Drang), έχουν όμως αυτή την ανατολίτικης κοπής θηλυκότητα που τα προφυλάσσει από τις υπερβολές της τεστοστερόνης.
Κι όσο κι αν δεν υπάρχει βεβαίως «αντρική» και «γυναικεία» ποίηση, μήτε –φυσικά– «ενεργητική» και «παθητική», έτσι και δεν μπορείς να καλύψεις αυτή τη σπουδή θανάτου με ολιγόλεκτη επιγραφή σαν επιτύμβια ταινία. Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου δεν μελετάει τον δικό της θάνατο, αλλά τον θάνατο μιας συλλογικότητας που κάποτε θα λέγαμε ανθρωπότητα, κείτεται όμως τώρα πια –κομμάτια και κρύσταλλα– στο χαοτικό ψηφιδωτό ενός κόσμου που δεν βγάζει νόημα, μιας κι ο δημιουργός του πέταξε «τα άτυχα σχέδια στη γη» (σελ. 49).
Η θλίψη πρωταγωνιστεί σ’ αυτό το βιβλίο. Η θλίψη του Αισχύλου στον «Προμηθέα Δεσμώτη» που τα βάζει, τολμάει να τα βάλει με την ουράνια εξουσία των αθανάτων νέων θεών. Κρυστάλλινη θλίψη που λιώνει σε σταγόνες-εικόνες κι επιτύμβια ποιήματα μιας ζήσης αποξεχασμένης στη ρυπαρή ραστώνη μιας πόλης, στην επιθυμητή υπνηλία της μοναξιάς. Μεταιχμιακή εφηβικότητα που ερωτοτροπεί με το θάνατο σ’ ένα αστικό τοπίο διόλου ενθαρρυντικό, δίχως οσμές, εκτός ίσως από τη μυρωδιά της βενζίνης. Και σαν είναι πάντα ένας καλοδεχούμενος χειμώνας με τη νύχτα και τη λευκάδα του. Το πιο πλήρες κι εκφραστικό ποίημά της είναι –κατά την ταπεινή μου γνώμη– τα «Αστικά ευαγγέλια» στη σελίδα 17. Αλλά σε κάθε ποίημα ανακεφαλαιώνεται με τη μία ή την άλλη μορφή το ίδιο τραγικό υπαρξιακό αδιέξοδο. Μιας νόησης που νοσταλγεί κάτι ανώτερο, γιατί, απλούστατα, κάπου βαθιά στα κύτταρά της το θυμάται και το απαιτεί. Εδώ. Τώρα. Ας όψεται ο «Ιερός αναλφαβητισμός» (σελ. 49).
Σαράντα εννέα παραλλαγές της ίδιας παραδομένης λύπης με ένα εμβόλιμο σχόλιο ανάμεσά τους. Οι είκοσι τέσσερις στίχοι αντιστοιχούν σε είκοσι και τέσσερις χτύπους και οι εννέα με τη σιωπή. Ο Χρόνος πανταχού παρών και στο προτελευταίο ποίημα «Η χρησιμότης του εκνευρισμού». Το τελευταίο, με ειρωνικό τίτλο «Πάλι καλά», μοιάζει σαν επιτύμβιος απολογισμός στη διαθήκη μιας άλλης, αφού η ποιήτρια έχει συνείδηση της αιωνιότητας κι αναφέρεται στο άφευκτο σα να πρόκειται για μια αναχώρηση. Απλή. Που τακτοποιούμε τα γραψίματα στο συρτάρι και μοιράζουμε τα κουρελιασμένα μας άμφια στους ζητιάνους. «Καλοσιδερωμένα παλιοκούρελα. / Γνωρίζω πως οι περισσότεροι / θα προτιμήσετε τα δικά σας. / Δυο τρεις θα δουν τη Διαφορά». Υπόγειο σχόλιο για τους πιθανούς ειλικρινείς αποδέκτες μιας ποίησης χειρουργικής.

ΔΑΦΝΗ ΜΑΡΙΑ ΓΚΥ-ΒΟΥΒΑΛΗ

“Fractal” 11/12/2019

Ποίηση για την πόλη, τα παιδιά και τον θάνατο

Ένας ολόκληρος κόσμος. Ένας κόσμος και με τις δυό σημασίες της λέξης: Ένα σύμπαν, κι ένα κόσμημα. Καθώς φέτος συμπληρώνει 45 χρόνια ενεργού παρουσίας στο λογοτεχνικό στερέωμα της χώρας μας, η πολυβραβευμένη ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου, προικίζει την βιβλιοθήκη μας με ένα ακόμη ποιητικό βιβλίο αδιαμφισβήτητης ομορφιάς, ωριμότητας και μεστότητας. Ο λόγος για την δέκατη τέταρτη ποιητική συλλογή της, η οποία, με τον τίτλο «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μελάνι.

Ένας ολόκληρος κόσμος: Οι ολοκληρωμένοι κύκλοι νοημάτων, ξεκινούν από τον εντυπωσιακό συμβολισμό του τίτλου που παραπέμπει σε ένα εικοσιτετράωρο, ή αλλιώς, στους είκοσι τέσσερις χτύπους του ρολογιού. Αυτοί οι χτύποι υποδεικνύουν και τον αριθμό των στίχων του καθενός από τα 49 ποιήματα της συλλογής (το 50ό, που τοποθετείται κάπου ανάμεσα στα υπόλοιπα, εξαιρείται), ενώ το κάθε ποίημα συνεχίζει αυτούς τους ολοκληρωμένους κύκλους νοημάτων εξατομικεύοντάς τους: αποτελεί από μόνο του μια ολότητα, και υφαίνει την δική του ολοκληρωμένη ιστορία, μεταδίδοντας στον αναγνώστη μια αίσθηση πληρότητας.

Η ίδια η ποιήτρια, μας ενημερώνει σε εισαγωγικό σημείωμά της στην αρχή του βιβλίου, ότι η θεματολογία της συλλογής είναι η πόλη, τα παιδιά και ο θάνατος. Τρία θέματα που στέκουν αυτόνομα, ή και αναμειγνύονται δημιουργικά μέσα σε κάθε ποίημα.

Ποια είναι η πόλη;

«Πάλεψα, πάλεψα να την σηκώσω
Αυτήν τη νύχτα, πεσμένη κατάχαμα…

……………………………………..

Σπίτια που τα χαστούκισε η φλόγα.
Από ψηλά το ρολόι της Μητρόπολης
Κοιτάζει σαν μάτι με γλαύκωμα
Τ’ απομεινάρια της ρυμοτομίας.
Και μες στ’ αποκαΐδια ψάχνουνε
Οι υπουργοί τα βραβεία τους…»

(«Ο νόμος του στέμματος», σελ. 9). Η εικόνα μας φέρνει στο νου την πυρπολημένη Αθήνα του Μαΐου του 2010. Αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική άποψη της πόλης. Τα πολλά πρόσωπά της διαγράφονται από την Δήμητρα Χριστοδούλου τόσο στο φως της ημέρας όσο και στο σκοτάδι της νύχτας, σκιαγραφούνται μέσα σε όλη τους την τσιμεντένια ασχήμια, αντιπαραβάλλονται με την γλυκύτητα της φύσης, κι όταν όλα γύρω μας μεταβάλλονται σε μια πικρή στάχτη από τις φλόγες, τότε

«Φυτίλια οι τόμοι της Παλιγγενεσίας μας.»

(«Αέναη πρεμιέρα», σελ. 11). Στάχτη οικοδομημάτων και αξιών, υλικών και άυλων πραγμάτων, της ίδιας μας της ζωής.

Ο θάνατος εδώ είναι μεταφορικός, ενώ συχνά η έννοια της πόλης επεκτείνεται και στην έννοια της πατρίδας. Διότι όταν τα «λάβαρα» είναι «φλεγόμενα», τότε

«Μπορώ πια να σ’ αγαπάω, πατρίδα
Σαν στομαχόπονο που με κόβει στα δυό.»

(«Φλεγόμενα λάβαρα», σελ.12). Το έλκος αυτής της αγάπης εκφράζεται με πόνο, πικρία και θλίψη. Μια θλίψη που προβάλλει διάχυτη σε όλα τα ποιήματα, ενώ σε πολλά, όπως στα «Εγκεκριμένα Θηράματα» (σελ. 30) όπου καυτηριάζεται η γραφειοκρατία, η ποιήτρια την εναλλάσσει με ειρωνεία και σαρκασμό:

«Σαν ζώο που ξυπνά από χειμέρια νάρκη
Αφού τράφηκε καιρό απ’ τον εαυτό του
Σηκώνει ο υπάλληλος τα μάτια πάνω μου…
…………………………………………..
Μα δεν μουγκρίζει «ελάτε αύριο», απλώς
Χάνεται με το κυλιόμενο κάθισμα
Σαν να έπεσε μέσα σε πηγάδι.

Μετά από τέτοια ξαφνική σωτηρία
Μπορώ να συνεχίσω τον δρόμο μου
Κόβοντας μπρος μου θεριεμένη βλάστηση
Με το κοινό μου κουζινομάχαιρο…»

Άλλωστε επανειλημμένως εμφανίζεται στα ποιήματα της Δήμητρας Χριστοδούλου η καταγγελία της εξουσίας, του νόμου και της τάξης, από την βίαιη εφαρμογή των οποίων δεν εξαιρούνται ούτε οι μετανάστες, ούτε οι πρόσφυγες:

«Μόνο η φωνή του εξόριστου αρχαγγέλου
Που βάλθηκε να συμμαζεύει τα φτερά του
Σε αντίσκηνα, σε τρώγλες του θανάτου
Ενώ τα όργανα της τάξης αναγγέλλουν
Πως πρέπει να παραδοθεί ο δαρμένος
Ο σκύλος, ο φονιάς κι ο ξένος.»

(«Ρίμες του τυχερού για τον άλλο», σελ. 42).

Με την ίδια ευαισθησία ψυχής, ακόμη και με τρυφερότητα, η ποιήτρια προσεγγίζει και το θέμα των παιδιών, που τα παρουσιάζει μέσα σε όλη τους την αθωότητα, ως επί το πλείστον ως θύματα της σκληρότητας της ζωής και της κοινωνίας, και όσων δεν τα αγαπούν. Ακόμη και η πόλη μπορεί να θανατώσει την παιδική ηλικία:

«Το απόβροχο άπλωσε στην άοσμη πόλη.
Έπρεπε να εγκαταλείψει το ποδήλατο.
Να την διασχίσει με την ηλικία των ανδρών…

Εδώ περνώντας ένα αγόρι την διάβαση
Φθάνει ασπρομάλλης σ’ απαστράπτουσα χώρα.
Ή θρηνούν πίσω του συντρίμμια των τροχών
(Η σέλα, το φανάρι, το τιμόνι)

Ή μπρος του ανοίγονται κατάμαυρα φτερά.»

(«Δίλημμα νεαρού ποδηλάτη», σελ. 33).

Όπως βλέπουμε δε, ο θάνατος μέσα σε όλ’ αυτά είναι διάχυτος. Ο θάνατος ο μεταφορικός, αλλά, σε κάποια ποιήματα, και ο κυριολεκτικός. Η Δήμητρα Χριστοδούλου πολύ συχνά δεν διστάζει να τα βάλει ακόμη και με τον Θεό για τις συμφορές που ταλανίζουν όχι μόνο τούτη τη χώρα, αλλά και την ανθρωπότητα ολόκληρη. Παράδειγμα το υπέροχο ποίημα «Το άσυλο του Παραδείσου» στη σελ. 35, από το οποίο παραθέτουμε εδώ δύο στροφές προς τέρψιν του αναγνώστη:

«Όταν το ρόδο θα είναι πια ανυπόταχτο
Και το άρωμα του ρόδου μια απορία
Τότε εκείνος ο θεούλης ο πάμπτωχος
Πικρά θα κλάψει που δεν μπόρεσε
Να φτιάξει πράγματι για δυο γυμνούς ανθρώπους
Έναν απολέμητο κήπο…
……………………………………

Κι όταν του κόσμου όλου η αναίτια ύπαρξη
Θα έχει από τον κρότο τρομάξει
Τότε θα με καταπραΰνει η αγάπη.
Εκείνη το πέρασμά μου συμπόνεσε
Την θεϊκή ανημποριά εκείνη
Τη φιλοξένησε σιωπηλά».

Άρα, υπάρχει αντίδοτο: Η αγάπη, η οποία εμφανίζεται σε πολλά ποιήματα ως η αξία εκείνη που θα προσφέρει τελικά την λύση, και το φως της γαλήνης. Και όχι μόνον αυτή, αλλά και η μουσική, και βέβαια η ίδια η ποίηση:

«Αχ, και να γνώριζα, τέτοιες στιγμές, κάποιο έγχορδο!
Τι όμορφα που μετράει το χρόνο μια κιθάρα!…
………………………………………………….

Δεν υπάρχουν ακόρντα θνητά.»

(Η παρηγόρηση των εγχόρδων» σελ. 27).

Κι εδώ επανερχόμαστε στον τίτλο του βιβλίου «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή». Διότι η σιωπή δεν σημαίνει μονάχα τον θάνατο, σημαίνει και ακριβώς το αντίθετο: Την ελπιδοφόρα και λυτρωτική εκείνη διεργασία, η οποία παράγει την κραυγή της ποίησης:

«Κι ανάμεσα στις σφυρίχτρες των άστρων
Να αστράφτει ατσάλινη η βαριά μου σιωπή.»

(«Η τελευταία νεότης», σελ. 26). Ή, πάλι όπως λέει η ποιήτρια στο «Η παρτιτούρα των κελαηδισμών», στη σελ. 21,

«Κι όμως. Λαλώ με τα κόκαλα
Εκείνον τον αιωνόβιο ψίθυρο
Που μου έχει αναθέσει η φαντασία.
Λέω, γυμνός είναι ο βουβός, όχι ο πένης.»

Το 50ό ποίημα της συλλογής μάλιστα, το «Σχόλιο», το οποίο βρίσκεται στην σελίδα 25, και είναι το μόνο που δεν έχει είκοσι τέσσερις στίχους, δίνει το δικό του ξεχωριστό στίγμα, και μοιάζει να σχολιάζει επίσης με τον δικό του, και δη ειρωνικό τρόπο, την ζοφερή κοινωνικοπολιτική κατάσταση που αντιμετωπίζουμε όλοι σήμερα.

Όλος ετούτος δε ο κόσμος των ελευθερόστιχων ποιημάτων της Δήμητρας Χριστοδούλου υφαίνεται μέσα από εκπληκτικές εικόνες, παρομοιώσεις και προσωποποιήσεις, κι έναν λόγο από τον οποίο αναβλύζει πηγαίο το συναίσθημα, παρόλο που δεν είναι ρομαντικός. Αντίθετα, ο λόγος της είναι ρεαλιστικός και οι φράσεις και οι λέξεις που χρησιμοποιεί, καίριες. Βρίσκουν τον στόχο τους στην καρδιά του αναγνώστη, οικοδομώντας ένα υπέροχο σύνολο.

Θα ολοκληρώσουμε την παρούσα παρουσίασή μας με μια αναφορά στο τελευταίο ποίημα, το «Πάλι Καλά» (σελ. 58), που συγγράφεται με την μορφή επιλόγου σε ολόκληρη τη συλλογή, και με το οποίο η ποιήτρια κλείνει το βιβλίο απευθυνόμενη στους αναγνώστες της, γεμάτη αυτοσαρκασμό:

«Κυρίες, κύριοι, θα σας κληροδοτήσω
Σιδερωμένα παλιοκούρελα.
Γνωρίζω πως οι περισσότεροι
Θα προτιμήσετε τα δικά σας.
Δυο τρεις θα δουν τη Διαφορά.

Βέβαια, δεν σύχνασα σε εσπερίδες.
Α, ένα αίσθημα ντροπής το είχα.
Δάγκωσα χώμα στα κρυφά».

ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ

“Η Καθημερινή”/ “Τέχνες και Γράμματα”, 24.11.2019

Λες και ήταν χθες…

εκδ. Μελάνι, σελ. 58

Η Δήμητρα Χριστοδούλου (γενν. 1953) έχει οπωσδήποτε κατακτήσει την ιδιαίτερη θέση της στην ελληνόφωνη ποίηση από τη δίκαια βραβευμένη συλλογή της «Λιμός» (Νεφέλη, 2007). Επανέρχεται, έκτοτε, κάθε δύο-τρία χρόνια με βιβλία που επιβεβαιώνουν τα ώριμα πλέον χαρακτηριστικά της. Το ύφος, ο τόνος, η μορφή αλλά και το θεματικό εύρος, που με συνέπεια καλλιέργησε, συγκροτούν το συμπαγές, αναγνωρίσιμό της έργο: «Κι εγώ, μ’ εκείνη τη στριγγλιά που γεννήθηκα/ Μ’ αυτή απαντάω στα μουγκά πουλιά/ Σαν να ήταν ο θρήνος το νόμισμα/ Που αγοράζει κελαδήματα τερπνά» διαβάζουμε στο «Η παρτιτούρα των κελαηδισμών», στην υπό συζήτηση συλλογή.

Ενα θάρρος συναισθήματος, δηλαδή ένας έξυπνος λυρισμός που αναλαμβάνει ρίσκα, έχοντας καταφέρει να κουρδίσει κατά το συγκεκριμένο του γούστο τη λύρα αξιοποιεί, στην περίπτωση της Χριστοδούλου, αυτό που με την παλιά, τη σχολική έννοια, θα λέγαμε «εκφραστικό πλούτο», τον οποίο αναμφισβήτητα διαθέτει.

Τι ακριβώς εννοούμε σήμερα με αυτό; Συνθηματικά θα λέγαμε: κατασκευή λειτουργικών εικόνων, με μουσικότητα. Η ποιήτρια γνωρίζει τα μυστικά της παμπάλαιης τέχνης, και σχεδόν κάθε τυχαίο δείγμα των ποιημάτων και των στίχων του βιβλίου το επιβεβαιώνει, είτε μιλά για την πόλη, είτε για τα παιδιά είτε για τον θάνατο, όπως αισθάνεται υποχρεωμένη να εξηγήσει σε ένα εισαγωγικό σημείωμα της τελευταίας αυτής συλλογής της (θα πρόσθετα, ωστόσο, ότι αυτή η επιμονή που εκφράζεται στην ερμηνευτική προς τον αναγνώστη υπόδειξη βρίσκεται οριακά έξω από τον ποιητικό της έλεγχο).

Είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες η συζήτηση για τη σύγχρονη απαξίωση της ποίησης. Η εμπεδωμένη αυτή πεποίθηση επηρεάζει, πιστεύω, με τη σειρά της, μεγάλο μέρος της σημερινής ποιητικής γραφής, που ποικιλοτρόπως επιχειρεί να αναμετρηθεί μαζί της. Η Χριστοδούλου δεν τη λαμβάνει υπόψη. Αυτό είναι έκδηλο, για παράδειγμα, σε ποιήματα όπως

«Το τρίτο θρανίο», εμφανώς γραμμένο με έναυσμα μια συγκεκριμένη ανθρώπινη περίπτωση (όμοια όπως και η ροκ μπαλάντα «Η τελευταία νεότης»). Η ποιήτρια όχι μόνο συνθέτει το ποίημα αλλά και το χαρίζει, ρητά, στον άνθρωπο που αποτέλεσε την αφορμή της έμπνευσής της. Πρόκειται για χειρονομία με υψηλή ποιητική ποιότητα αλλά και μια σχεδόν αδικαιολόγητη για τα σύγχρονα ποιητικά μας ήθη φυσικότητα: είναι εξόχως παλιομοδίτικη. Υπό αυτό το πρίσμα φωτίζονται και τα άλλα ποιήματά της. Δεν εννοώ ότι η Χριστοδούλου ενδοσκοπείται ναρκισσιστικά, εκτός τόπου και χρόνου – κάθε άλλο.

Στα ποιήματά της, ειδικά των τελευταίων ετών, η πραγματικότητα και η ιστορία, ο δημόσιος χώρος, καταλαμβάνουν ευρύχωρη θέση, ιδωμένα πάντοτε υπό την αυστηρά προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή της οπτική – ας διαβαστεί, αντί άλλων, το ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Ρεπορτάζ» από την υπό συζήτηση συλλογή. Εννοώ ότι μοιάζει να θεωρεί, χωρίς ποιητική αγωνία, φυσικό γεγονός ότι η ποίηση βρίσκεται ανέκαθεν, έτσι κι αλλιώς, εκτός τόπου και χρόνου. Γράφει, λοιπόν, με κάθε πρόσφορη αφορμή, επιδεικνύει την ευχέρειά της, χαρίζει απλόχερα τα ποιήματά της, με τον τρόπο των παλαιών ποιητών, σαν να μην αποτελεί προϋπόθεση για κάτι τέτοιο το δαφνοστέφανο, που πλέον δεν προβλέπεται.

«Κοιμάται η πόλη. Κάποιος έχασε τα ρέστα του./ Κάποιος άφησε το σπίτι νηστικό./ Βρέχει αστρικό αλάτι κι ασβεστώνει/ Προϊσταμένη και αδελφές στις εκκλησίες./ Ή βήχει ή κλαίει ένας άγγελος/ Που δεν τον πιάνουνε τα αντιβιοτικά./ Σύννεφα μόλις φωτισμένα ανθίζουνε/ Με πέταλα-πλοκάμια στον φεγγίτη./ Και γλιστρά από τον ουρανό στα πλακάκια/ Ενα διάφανο, φοβισμένο χταπόδι» – μια βιρτουόζικη περιγραφή από το «Ρεπορτάζ», κι ας μετριούνται πια σε ελάχιστα δάχτυλα όσοι μπορούν να την απολαύσουν.

ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

«Η ΑΥΓΗ»22/10/2019

«Όλα των στίχων της τα αναμμένα καντήλια»

Επιχειρώ ταπεινά να γράψω την αίσθησή (μου) ως αναγνώστριας για την πρόσφατη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή» (εκδ. Μελάνι). Είναι το δέκατο τέταρτο ποιητικό έργο μιας λογίας ποιήτριας με εμφανές στίγμα στα ποιητικά δρώμενα, βραβεύσεις του έργου της που ανήκει ηλικιακά στην αμφιλεγόμενη κατηγορία «γενιά του ’70» και που εγώ ήρθα σε επαφή με το έργο της και την ίδια με τον καινούργιο τρόπο επικοινωνίας της εποχής μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Έτσι, αναρτήσεις με υπό έκδοσιν ή παλαιότερα ποιήματα εναλλάσσονται με κείμενα πιο ευθύβολης κοινωνικής δυσανεξίας και κριτικής για τα παρόντα, με τον ίδιο υπογράφοντα, τον ίδιο κτήτορα της άυλης σελίδας κόβοντας εκ των πραγμάτων τον Γόρδιο δεσμό για την ανταπόκριση ή μη του ποιητή σε υπαρξιακές ή κοινωνικές αγωνίες. Χωρίς δίχτυ ασφαλείας ο Ποιητής εκτίθεται, εκθέτει ίσως την ποίησή του, αντιπαραθέτοντας τον αποφαντικό με τον ποιητικό λόγο με μια χρονικότητα που αποκαλύπτει και σημαίνει. Αυτό φυσικά δεν εξαντλεί τη δύναμη ενός έργου τέχνης που παραδίδεται με τη μορφή ενός βιβλίου που περιέχει ποιήματα με αυστηρό και ίσο αριθμό στίχων -πλην ενός- με μια ανεξάντλητη δύναμη δημιουργίας όχι ενός δυστοπικού κόσμου του Αλλού, αλλά «πειράζοντας» και κοιτώντας με μια μαγική ματιά το εγγύς, το πλησίον, το καθημερινό. Μεταμορφώνοντας δηλαδή τον κόσμο της καθημερινότητας σε μια καινή ανατρεπτική συνθήκη.

Διαβάζω την ποίησή της και νιώθω να με εμπλέκει όλο και περισσότερο σε αυτήν την ατμόσφαιρα του ύπνου και του θανάτου. Ευγνώμων για τη μαγεία, όση πικρία και να προκαλεί η αποκάλυψη. Προκαλεί συγκίνηση και ταραχή – ταχυκαρδία όντως ο θάνατος από πτώση μιας Ακριβούλας στην πρωτεύουσα, όπως καρφώνεται στην άσφαλτο πέφτοντας από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας και ο αντίκτυπος εκεί στην άλλη μεριά -εκεί που βρίσκονται οι Σκιαθίτες ψαράδες του Παπαδιαμάντη και ο ένας ο εντριβής αναγνώστης της ποίησης, αυτός που γνωρίζει τη γλώσσα των φωκών ή το θρηνητικό μινύρισμα των χελιδονιών.

Ποίηση αλυσίδα εικόνων και συμβόλων -δεν γνωρίζω και δεν θα μάθω αν πρόκειται για σκηνοθεσία ή ελεύθερο συνειρμό- ή και τα δύο. Πεταλούδες, πέτρινα ράμφη βουβών πουλιών, τραυματίες πολέμου σε θαλάσσιο σκηνικό, Άγγελοι -ο Άγγελός της τώρα οδηγεί μηχανή-, φωτογραφίες που ζωντανεύουν, το αλάτι των άστρων, η εξιλέωση μιας παλιάς δασκάλας, τα γυαλικά των αστεριών… Μια φαντασμαγορία αφύπνισης για να βιώσεις εις βάθος τη μελαγχολία, το αναπότρεπτο του πόνου, την συμπόνια.

Αισθάνομαι ως αναγνώστης μεγάλη ταραχή, συγκλονισμό από την ανάγνωση. Αναπνέω τo σχετίζεσθαι με τον συμπαντικό πόνο, τη φύση, τα πουλιά και πάλι μου διαφεύγει αν και με περιέχει η πέτρινη γλώσσα, το βωβό ράμφος, η στριγγλιά της γέννας. Αρχέγονες αισθήσεις που ανακαλεί το πρώτο κλάμα, η μετάβαση της ενηλικίωσης, το πένθος, η συμπόνια, η αίσθηση του θανάτου, εικόνες που «καλεί» η ποιήτρια για τη μεταμόρφωση του κόσμου της, του κόσμου μας, με τεχνική αρτιότητα αλλά και ελαφράδα. Έχω την αίσθηση πως το κάνει ονειροπολώντας, ανακατεύοντας στη σούπα της με ασημένιο κουταλάκι ή σκαλίζοντας αφηρημένα με το πόδι της το χώμα ενός ακαλλιέργητου κήπου. Ποίηση της δωρεάς – ποίηση μεγάλη δωρεά στον αναγνώστη. «Όλα των στίχων της τα αναμμένα καντήλια» να ανάψουν μέσα του επιτέλους τον κρυφό του λύχνο της ψυχής.

Ανθολογώ -όσο ο χώρος το επιτρέπει- δυο μικρά αποσπάσματα από ποιήματα της συλλογής:

Όταν μια πεταλούδα θα είναι πια η ζωή μου / κι η μνήμη της ζωής μου άλλη μία / Τότε μαζί προσεκτικά θα πεταρίζουνε / Για να μη δει το τελευταίο ρόδο / Ότι στο σύμπαν έχουν απομείνει / Μονάχα δυο ζευγάρια φτερά. (Το άσυλο του παραδείσου)

Φτάνει επί τέλους με τα εκκωφαντικά του βήματα / Και καβαλάει ο λαμπροφόρος ο Αρχάγγελος / Αστράφτει τότε η μοτοσυκλέτα ολοκαίνουργια / Καθώς μαρσάρει προς τον ουρανό // Έτσι κι εγώ θα ήθελα να φύγω. Να σαλτάρω / Στην πίσω θέση να τον αρπάξω από το ρούχο! / Να σωριαστούν με μιας σαν παλιοσίδερα / Το κλειστό στόμα, ο πανικός, η στέρηση / κι ανάμεσα στις σφυρίχτρες των άστρων / Να αστράφτει ατσάλινη η βαριά μου σιωπή

ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

www.bookpress.gr, 11.9.2019

«Δες πώς φέγγουν σκαρφαλωμένα στη νύχτα…»

Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου συγκαταλέγεται σε έναν ευρύ κύκλο ποιητών που πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970. Σ’ αυτή τη λεγόμενη γενιά του ’70 παρατηρεί και διαπιστώνει κανείς κοινούς ιδεολογικούς και ποιητικούς τόπους, όπως είναι το αντιπολεμικό πνεύμα, η αντίδραση και απόρριψη της ηδονικής απάθειας, του εφησυχασμού και του στείρου ρομαντισμού. Kι ακόμη, η επίδραση από τον ελληνικό μοντερνισμό, όπως διαμορφώθηκε από την ποίηση του Σεφέρη και του Εμπειρίκου αλλά και με επιδράσεις από την ποίηση του Καρυωτάκη και του Καβάφη. Φυσικά, οι κοινοί τόποι δεν εμπόδισαν τους ποιητές αυτής της γενιάς να διαμορφώσουν και να διατηρήσουν στοιχεία ποιητικής ιδιοπροσωπίας.

Με τις αναπόφευκτες επιδράσεις που δέχτηκε συνολικά η γενιά της, αλλά και με ένα ευδιάκριτο ατομικό στίγμα, η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου εμφανίστηκε επισήμως στα ποιητικά πράγματα το 1974 με τη συλλογή Τα Άλογα του Μυροβλήτου (ιδιωτική έκδοση). Μετά από αυτό το τόλμημα της νεαράς και άγνωστης τότε πρωτοεμφανιζόμενης ποιήτριας, και σε διάστημα 45 χρόνων, ακολούθησαν άλλες δώδεκα ποιητικές συλλογές.
Η πρόσφατη συλλογή (Ιούνιος 2019) φέρει τον τίτλο Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή. Όπως προλογικά σημειώνει η ποιήτρια, ο αριθμός 24 (εικοσιτέσσερα) αφορά στη στιχαρίθμηση των 49 από τα 50 ποιήματα της συλλογής. Εξαίρεση, το εννιάστιχο ποίημα που φέρει τον τίτλο «Σχόλιο». O τετράλεξος τίτλος συνιστά ένα σχήμα μεταφοράς όπου το αριθμητικό επίθετο είκοσι τέσσερις προσδιορίζει τη λέξη χτύποι, γεγονός που παραπέμπει στους αντίστοιχους καρδιακούς χτύπους, ενώ ο σύνδεσμος και συνδέει το ζεύγμα των δύο λέξεων με τη λέξη σιωπή. Προς θεού, όχι μετά αλλά και σιωπή.

Όχι μόνον οι παροικούντες, αλλά και οι υποψιασμένοι αναγνώστες γνωρίζουν ότι χωρίς συναίσθημα δεν γράφεται ποίηση. Σε κάθε λέξη και φράση, σε κάθε στίχο ανιχνεύονται λιγότερα ή περισσότερα ψήγματα του έσω κόσμου και ψίθυροι καρδιάς, ενώ μέσα στη σιωπή της γραφής αλλά και της ανάγνωσης ακούγονται λόγια ανείπωτα, θόρυβοι παράξενοι, και είναι στιγμές που οι λέξεις σαν τρομακτικά πετούμενα χτυπούν με τα ράμφη τους τη μνήμη. Εκκωφαντική, λοιπόν, η σιωπή που ενυπάρχει στους εικοσιτέσσερις στίχους-χτύπους του καθενός από τα ποιήματα της συλλογής, πλην ενός. Με αυτό το εύληπτο, εντέλει, μήνυμα που εκπέμπει ο τίτλος, η ποιήτρια καλεί τον αναγνώστη να αφουγκραστεί, μέσα από την τελετουργία της ανάγνωσης, όχι μόνον την ηχητική εκφορά των λέξεων, αλλά και τις συνακόλουθες σημάνσεις, όπως και το «επέκεινα» που εκρέει από την εικονοπλασία και την παρασημαντική του ποιητικού λόγου.

Στα πολλά ποιήματα της συλλογής, και ειδικότερα σ’ αυτά που η ποιήτρια αποκαλεί «ποιήματα της πόλης και του θανάτου», κυριαρχεί ένα τοπίο καταθρυμματισμένο. Η φθορά που εξακολουθητικά υφίσταται ο κόσμος από την παράνοια που χαρακτηρίζει ισχυρούς και αδύναμους, αποτυπώνονται με το μαύρο χρώμα του θανάτου. Παντού ερείπια. Και «η ποίησις καταφύγιο όπου φθονούμε». (βλ. Καρυωτάκης: «Είμαστε κάτι…») Γιατί η πάλη με τη νύχτα είναι βασανιστική:

Πάλεψα, πάλεψα να την σηκώσω / Αυτήν τη νύχτα πεσμένη κατάχαμα. / Την έσυρα από τις μασχάλες, της έπλυνα / Το πρόσωπο […] / Ώσπου άρχισε πάλι το χαμόγελό της να πλανιέται / […] Όπως ένα πουλί πετάει ανάμεσα / Σε πέτρινους σταυρούς νεκροταφείου.

(«Ο νόμος του στέμματος»)

Όμως, την άδοξη πάλη δεν τη διαδέχεται η παραίτηση. Η ποιήτρια επιχειρεί να δαμάσει τα σκοτάδια και να ανατρέψει το κλίμα της θρηνωδίας. Στο ποίημα «Η γυάλινη» προς στιγμή ακούγεται μια φωνή που μοιάζει ικανή να ανασυστήσει το περιβάλλον και να αποδιώξει το κακό όνειρο:

«Να αντέχουμε. Να ασκούμε την τέχνη μας / Μ’ ένα χαμόγελο που μοιράζει / Πρώιμα μήλα με τη γεύση του ουρανού. / Κάθε μας θλίψη να ταφεί μ’ επιμέλεια…».

Μάταια όμως.

Αμμοβολή από αναρίθμητα τζάμια / Τον ψίθυρό της αποκρυσταλλώνει.

Η εικόνα είναι φρικτή. Παντού αποκαΐδια. Η λεηλατημένη πόλη μοιάζει με θέατρο παραλόγου:

Έφτασα νύχτα στην καμένη πόλη / Μ’ άλλους πολλούς […] / Ως και το θέατρο καιγόταν ακόμη / Ωστόσο απ’ τα παράθυρά του κυμάτιζε / […] ένα ποτάμι. / Εκεί πετούσαν από το βεστιάριο / Κουστούμια άκαυτα, βαριά βελούδα / Τέλος, με την περούκα του άθικτη / Πουδραρισμένος με σοφία, βάδισε / Επάνω στα νερά ο Πρώτος Ρόλος.

(«Αέναη πρεμιέρα»)

Ο ελεύθερος στίχος εκφέρεται με ώριμο λόγο. Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γνωρίζει πολύ καλά να τον διαχειρίζεται, χωρίς ποτέ να μπαίνει στον πειρασμό να τον καλλωπίσει με ψιμύθια. Αντίθετα η επιλογή των λέξεων και η εκφορά των σχήματος της μεταφοράς, ιδίως αυτής, που δίνει ζωή και πνοή στον ποιητικό λόγο, γίνονται με ιδιαίτερη φροντίδα και επιμέλεια. Επιπροσθέτως, χαρακτηριστική είναι η άνεση με την οποία η ποιήτρια πλάθει πρωτότυπες εικόνες, οι οποίες συνεργούν στη πρόσληψη των μηνυμάτων, διεγείρουν τις αισθήσεις, και μεταβάλλουν την αναγνωστική εμπειρία σε διαβατήριο για την είσοδο στα μυστικά μονοπάτια της ποίησης.

Υπέροχο δείγμα μιας τέτοιας εικονοποιίας εμπεριέχεται στο ποίημα «Ακολουθία»:

Δες πώς φέγγουν σκαρφαλωμένα στη νύχτα / Τα κουφάρια των οικισμών και των θερέτρων. / Κρεμασμένος από τη δοκό του δημαρχείου / Ταλαντεύεται μετρώντας δευτερόλεπτα / Ο αιρετός κοινοτάρχης. / Περιμένουμε να σημάνει χαράματα / Μ’ ένα τίναγμα των λουστρινιών του.

Ακόμη, ανάλογο είναι και το δείγμα στο ποίημα «Η τελευταία νεότης», όπου η εικόνα μεταβάλλεται σε σκηνικό πολλών συμβολισμών και στοχασμών. Σ’ αυτό, η φθεγγόμενη πρωτοπρόσωπη φωνή –η φωνή της ποιήτριας– αναζητεί και συνάμα σκηνοθετεί τρόπους μιας μελλοντικής φυγής. Ξαφνιάζει, ωστόσο, ευχάριστα ο δημιουργικός τρόπος με τον οποίο η Χριστοδούλου κατορθώνει να συνταιριάξει τα μεταξύ τους ανόμοια:

Κοιτάζω ώρες την παλιά μοτοσικλέτα / λησμονημένη σαν μωρό δεινοσαύρου / Μες στα παλιά σιδερικά […] Ταπεινωμένη μες στις λαμαρίνες […]

Μα, δες, χαμηλόφωνα ακούγεται η μπάντα! […] / Φτάνει με τα εκκωφαντικά του βήματα / Και καβαλάει ο Αρχάγγελος / Αστράφτει τότε η μοτοσυκλέτα ολοκαίνουργια / καθώς μαρσάρει προς τον ουρανό.

Έτσι κι εγώ θα ήθελα να φύγω. Να σαλτάρω / Στην πίσω θέση, να τον αρπάξω απ’ το ρούχο! / Να σωριαστούν με μιας σαν παλιοσίδερα / Το κλειστό στόμα ο πανικός, η στέρηση […].

Η συλλογή εμπλουτίζεται και με μια ομάδα ποιημάτων στα οποία κυρίαρχη είναι η παρουσία παιδιών. Ενδεικτικά, το ποίημα «Δίλημμα νεαρού ποδηλάτη» καταγράφει τη αναγκαστική διαδρομή και τραγική εμπειρία ενηλικίωσης του παιδιού που επιχειρεί να διασχίσει την πόλη. Όμως…:

Έπρεπε να εγκαταλείψει το ποδήλατο. / Να την διασχίσει με την ηλικία των ανδρών. / Αλλά η πόλη μας είναι από λάμψη / […] Εδώ περνώντας ένα αγόρι τη διάβαση / Φθάνει ασπρομάλλης σ’ απαστράπτουσα χώρα. / Ή θρηνούν πίσω του συντρίμμια τροχών / (η σέλα, το φανάρι, το τιμόνι) / Ή μπρος του ανοίγονται κατάμαυρα φτερά.

Το εγχείρημα του παιδιού να διανύσει τη δική του πορεία σε μια πολιτεία που πάσχει από φτιασιδωμένη λάμψη, όπου «Στιλπνοί οδοδείχτες δείχνουν γυάλινα οδοστρώματα»,ανακαλεί στη μνήμη το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Η ποίησις είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου».

Όμως, η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου δεν αρδεύει από χρυσοφόρες πηγές λέξεις, εικόνες και φωνήματα. Η καθημερινότητα με τα μικρά ή μεγάλα πάθη και παθήματα των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, τροφοδοτούν τη θάλλουσα πηγή απ’ όπου εκρέει ο ποιητικός της λόγος. Αυτό αποκαλύπτει ο αναγνώστης στοποίημα «Νέος ερωτευμένος με άγγελο», όπου παράλληλα διαπιστώνει ότι η λεπτή ευαισθησία που τη χαρακτηρίζει, αναπόφευκτα συνδέεται με την ιδιότητά της ως καθηγήτριας φιλολόγου:

Ήταν τόσο χλωμός που φαντάσθηκα / Πως είναι ενσάρκωση θεού που κρυώνει / […] Δεν περπατά, σαλεύει ανάμεσά μας / Σε σιωπηλό βασανισμό. / Μα ήταν μόνο ένας απόφοιτος Λυκείου / Στο τέλος μιας ημέρας βροχερής / […] Έχει ήδη βαθμολογηθεί οικτρά / Στις εξετάσεις απανωτών γενεθλίων.

Η τονικότητα του ποιητικού λόγου της Δήμητρας Χριστοδούλου παραμένει αξιοπρεπώς χαμηλή, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την αξία και την εμβέλεια του έργου της. Αυτό μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης από όλα τα ποιήματα της συλλογής και όχι μόνο από αυτή τη σύντομη περιδιάβαση.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 17/09/2019

Η πόλη-τα παιδιά-ο θάνατος

Ακριβώς είκοσι τέσσερις στίχους αριθμεί το κάθε ποίημα, όπως είκοσι τέσσερα είναι τα γράμματα της αλφαβήτου ή όπως είκοσι τέσσερα μόνον τα χτυπήματα της ώρας που ορίζουνε τον χρόνο μιας ημέρας. Και αρκούν, όταν η ποίηση θέλει να πει τα απαραίτητα, χωρίς τίποτε να περισσεύει από τα λόγια της, όταν μόνον έτσι φθάνουν στον αποδέκτη οι λέξεις της σαν χτυπήματα κοφτά και αγγίζουν τον μέσα κόσμο. Η Δήμητρα Χριστοδούλου επί μακρόν ποιούσα λόγο ποιητικό φθάνει τώρα στο πρόσφατο έργο της να πει το αυτονόητο: το λίγο είναι αρκετό.

Στο εισαγωγικό της μικρό σημείωμα διευκρινίζει πως τα νέα της ποιήματα μιλούν για την πόλη, τα παιδιά και τον θάνατο. Και σκέφτομαι πόσο σοφά δένουν μεταξύ τους τα τρία αυτά στοιχεία της θεματικής της.

Η πόλη είναι το πλαίσιο, ο χώρος που χρειάζονται για να σταθούν τα πρόσωπα των ποιημάτων της, ώστε να μην αιωρούνται χωρίς σώμα και ψυχή. Ταυτόχρονα είναι ο χώρος για να μπορέσει και η ίδια η ποιήτρια να οριοθετήσει τον δικό της λόγο – απολύτως προσωπικό και σκληρά απαιτητικό στην πολυσημία του. Μια πόλη που μέσα της θα βρεθεί:

Μόνο η φωνή του εξόριστου αρχαγγέλου/Που βάλθηκε να συμμαζεύει τα φτερά του/Σε αντίσκηνα, σε τρώγλες του θανάτου/Ενώ τα όργανα της τάξης αναγγέλλουν/Πως πρέπει να παραδοθεί ο δαρμένος/Ο σκύλος, ο φονιάς κι ο ξένος.

Μέσα σ’ αυτή την πάσχουσα πόλη, που σαν σώμα ανθρώπινο με πνοή θνήσκουσα καρκινοβατεί και περιμένει από κάπου μια λύτρωση, έχουν τόπο να σταθούν τα παιδιά; Παιδιά που κάποτε παίζαν – τώρα όχι. Που άλλαξαν πια τον τόπο κατοικίας και σαν λύκοι-αγρίμια, που τους βρήκε απρόσμενα η θεία σφαίρα, κρατούνε τον θεό σε εγρήγορση, μην ξεχαστεί και δεν σημαδέψει τον επόμενο στόχο της κυρίαρχης βούλησης. Παιδιά σε μια έσχατη φωτογραφία να χαμογελούν χαμένα στον χρόνο. Αυτά μπορούν να χαμογελούν ή και να γελούν ακόμη. Τα άλλα τριγυρνούν μέσα στην πόλη με την αρχαία λάμψη και ακουμπούν το ποδήλατό τους σε χαμηλό τοιχίο. Και τότε η πόλη ανταποκρίνεται, συμπάσχει:

Κατεβαίνοντας από ασήκωτη θλίψη/Ευθύς ο τοίχος ψήλωσε ως τα άστρα.

Και η γραφή; Σωπαίνει ή μιλά; Η ποιήτρια σε αυτοαναφορικές της εκδηλώσεις θα δώσει την τραγική προέκταση του ποιητικού της λόγου.

Κι ανηφορίζω σιγά σιγά προς το άστρο μου/Ψιθυρίζοντας αδέξιους στίχους/Σαν Κυριακή που σιγοψιχαλίζει./Σαν χειμωνιάτικη γιορτή.

Πώς να αποδώσει το σκηνικό της μέλλουσας ταφής σωμάτων και ψυχών;

Φτωχά παιδιά, σκυλιά κυνηγημένα./Πληγιασμένα σε κάθε πόντο του κορμιού./Έτοιμα να δαγκώσουν ως το κόκαλο/Χέρι που θα τους δώσει νερό./Κάθε που σκύβω πάνω στα χαρτιά μου/Ακούω το κλάμα τους προς τ’ άστρα.

Η συνειδητοποίηση του ποιητικού χρέους απέναντι στον πόνο των ανθρώπων – κι ας λέμε πως μας νοιάζει μόνο η αισθητική του λόγου (Τέχνη κι αυτή)· όταν ξεχειλίζει η θλίψη, το ποίημα ακολουθεί. Αδύναμο μπροστά στο σκηνικό του τρόμου, ωστόσο δυνατό μέσα από τις διττές του σημασίες, από το νόημα της κάθε λέξης που ξετυλίγεται σε παρηγορητικά λόγια, θαυμαστό ίαμα του πόνου.

Κι ο θάνατος; Αυτός παντού, κυρίαρχος, άρχοντας του τόπου και των ψυχών, να θυμίζει πως ό,τι νοείται για ζωή, ζωή δεν είναι παρά μια υπόσχεση του τέλους – μόνη βεβαιότητα. Μας δίνει η ποίηση βεβαιότητες; Ίσως όχι, αφού από τη φύση της είναι πάντα δεμένη με ένα ερωτηματικό. Ακολουθεί, όμως, ετούτο το θεατρικό σκηνικό με πιστότητα· η ποίηση της Χριστοδούλου αγαπά τη θεατρικότητα του λόγου σε τέτοιο βαθμό που να μπορείς να δεις περίοπτα τα πρόσωπα του εκλεκτού μα και τραγικού της θιάσου να περνούν από μπροστά σου – το καθένα κι ένας ρόλος σε σοφή διδασκαλία από την ποιήτρια. Ίσως γι’ αυτό η αίσθηση του θανάτου μέσα στα ποιήματά της (αν και τώρα πιο ξεκάθαρη από παλαιότερα ποιήματα) απηχεί την αμφιβολία αν είναι όλο αυτό αληθινό ή ίσως μια ακόμη θεατρική εκδοχή ενός επινοημένου σκηνοθετικά τοπίου. Παρήγορη και ως προς αυτό η ποίηση.

Το μόνο ποίημα που ξεφεύγει από τον αυστηρό κανόνα των είκοσι τεσσάρων στίχων τιτλοφορείται Σχόλιο και όντως σχολιάζει όλα τα υπόλοιπα με τον τρόπο του.:

Καμπάνες από άκρου εις άκρον μες στη χώρα.
Ή πυρκαγιά ή εθνική γιορτή θα είναι.
Ή αφίχθηκε στο κεντρικό αεροδρόμιο
Το φέρετρο το σκεπασμένο με τη σημαία
Που μες στην ένταση της διεθνούς περιοδείας
Το λησμονήσαμε στην γκαρνταρόμπα.
Εκτός κι αν άλλαξε η γεωγραφική μας θέση.
Μπορεί. Τόσοι έχουν μεταμεληθεί, τόσοι δηλώνουν πλέον
Χορτοφάγοι.

Και είναι τότε που η ποίηση εν πλήρει συνειδήσει γίνεται ο σχολιαστής της ζωής (ή μάλλον της προσωπικής μα και εθνικής συμφοράς) και με τον λόγο να ακουμπά πάνω ακριβώς στην πληγή ομιλεί υπαινικτικά μα και προφητικά. Η απώλεια είναι μπροστά μας σε τοπίο ανελέητο μέσα στην πλήρη αδιαφορία ή την ανικανότητα να το κατανοήσουμε. Ακόμη και η ειρωνεία, σαρκαστικό συμπλήρωμα του λόγου, αποτυπώνει το κακό, τη συμφορά. Η ποιήτρια ολοκληρώνει τα είκοσι τέσσερα χτυπήματα των ποιημάτων της με την επίγνωση ενός ρόλου πολύτιμου μα συχνά υποτιμημένου από τους αδαείς:

Κυρίες, κύριοι, θα σας κληροδοτήσω/Σιδερωμένα παλιοκούρελα./Γνωρίζω πως οι περισσότεροι/Θα προτιμήσετε τα δικά σας./Δυο τρεις θα δουν τη Διαφορά.

Μια ποίηση που, κατά την ομολογία της ίδιας της ποιήτριας, χρειάστηκε κι αυτή το αίμα της· Δάγκωσα χώμα στα κρυφά, θα πει.

ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

Poeticanet /3/5/2020

Η ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου, αγαπημένη και ξεχωριστή για τη δυναμική των εικόνων της, τις τολμηρές μεταφορές και τη γενικότερη μετατόπιση που επιχειρεί, κατορθώνει να ειδωθεί αλλιώς η συνθήκη του αστικού τοπίου, του ασφυκτικού χρόνου και της αβοήθητης ύπαρξης.

Ένα αξιοθαύμαστο σκηνικό που στήνεται με προσοχή και γνώση, με σκοπό στη μικρή περιοχή των στίχων να ανεβεί ένα έργο που δεν αναπαριστά απλώς αλλά λειτουργεί ως πλάγιο σχόλιο της βιωμένης απόγνωσης. Είναι απόλαυση η καλειδοσκοπική σύνθεση λέξεων και συνδυασμών που διεγείρουν την άλλη όραση δίχως φλυαρίες και πόζα, αλλά με την ίδια πάντα προσοχή, ώστε μέσα από ένα σκηνικό ακριβείας να μεταδοθεί η ατμόσφαιρα αλλά και ταυτόχρονα να ολοκληρωθεί ένα άξιο κείμενο. Και αυτό είναι το πλέον σημαντικό και βέβαια το ζητούμενο στην ποίηση, κάτι που το υπηρετεί πιστά η Δήμητρα Χριστοδούλου. Να παιχτεί τελικά ένα έργο, που σημαίνει να ακουστεί ο λόγος, όπως αυτός κατοικεί στους στίχους, και είναι εκείνος ακριβώς που φεύγοντας από τη σελίδα έχεις τη δυνατότητα να τον πάρεις μαζί σου. Ένας λόγος φορητός για το αφόρητο και μια αίσθηση χρέους που αποφεύγοντας τον διδακτισμό και την ευκολία καταφέρνει να χαράξει εκείνο το αποτύπωμα που ευεργετικά μάς αλλοιώνει.

Στην ποίηση της Χριστοδούλου και συγκεκριμένα και στην τελευταία της συλλογή αναδύονται ανάγλυφοι στη μακέτα στίχοι – χερσόνησοι όπου σώζεται το νόημα και το καίριο βρίσκει τη θέση του.

Μιλώ για τους αποφθεγματικούς στίχους που έχουν μια δική τους ζωή, ανεξάρτητη από την καθωσπρέπει οικογένεια του ποιήματος. Στίχοι – ατίθασα παιδιά που φεύγουν να βρουν την τύχη τους μακριά από την ασφάλεια της στέγης, που επιβιώνουν μόνοι τους και βγάζουν –βρέξει, χιονίσει− το ψωμί τους. Είναι οι στίχοι που, αν απομονωθούν απ’ τους υπόλοιπους, λάμπουν απ’ το δικό τους φως.

Ό,τι αγαπήθηκε ν’ αγαπιέται για πάντα «Ο νόμος του στέμματος»
Στην ποίηση η δύναμη του λόγου εκπορεύεται από τη λέξη, και η φράση, προκειμένου να μην αποτελεί άλλον έναν φραγμό που περιορίζει, ευχής έργο θα ήταν να μετατρέπεται σε πρόταση. Μια πρόταση πρόσταγμα και προτροπή, προκειμένου να εξαναγκάσει τα πράγματα να συμβούν, να υπάρξουν. Η πρόταση εδώ αγγίζει δύο καθοριστικές συνισταμένες του βίου. Την αγάπη και τον χρόνο. Η αιωνιότητα του αισθήματος και η αέναη ύπαρξή του πάνω και πέρα από τη ζωή είναι μια σύλληψη που ενδεχομένως κρύβει εντός της τη λύση των ισορροπιών που κλονίζονται.

Η βαρύτητα της ενέργειας που εκλύει το αίσθημα και η κατάκτησή του να συμβαίνουν εις το διηνεκές ως ένα βάρος πανάλαφρο που προστίθεται στην ανθρωπότητα άπαξ και διά παντός.

Να αντέχουμε. Να ασκούμε την τέχνη μας / Μ’ ένα χαμόγελο που μοιράζει / πρώιμα μήλα με τη γεύση του ουρανού / Κάθε μας θλίψη να ταφεί μ’ επιμέλεια / Αφού σάρωσε ό,τι ήταν να σαρώσει / Και το σώμα βαρύ απ’ την ύλη του / Να κάνει το επόμενο βήμα «Η γυάλινη»
Οι προτάσεις της Δήμητρας συνεχίζονται και όλα τα ζοφερά αντιστρέφονται και παρουσιάζονται με λέξεις θαρραλέες και κινούμενες με κατεύθυνση μέλλοντος.

Η τέχνη, αυτή η πολυτελής ματαιοπονία που σώζει και που η χαμογελαστή άσκησή της κατάγεται από το αμόλυντο μήλο του εδεμικού ουρανού, δεν είναι παρά η άλλη πρόταση στο ανυπόφορο. Και η αντοχή, γιατί είμαστε από καλή γενιά που δεν ονειρεύεται μόνο αλλά διατάζει το αύριο με λέξεις που έχουν γεύση πρώιμου καρπού. Προτείνεται, μάλιστα, και το τρόπος της άσκησής της, η τακτοποίηση της θλίψης και ο επιμελής ενταφιασμός της είτε μέσα μας είτε στην τέχνη μας, ώστε να μην εκτείνεται σε όλο το εύρος της επιφάνειας του λόγου αλλά σαν υπαινιγμός και απόηχος να τολμά να μεταφέρει τη βαριά ύλη μας μπροστά.

Η ζωή δεν μπορεί να ’ναι εγκατάλειψη / Η τροφή δεν θα ’ναι πλεκτάνη. / Ίσως αρχίσει να ξαναγυρίζει η γη λίγο λίγο / Αν σηκωθεί και πάει να βάλει / Νερό στους σκύλους και τσαγιέρα στη φωτιά. «Η λύση»
Είναι ταλέντο και ευφυΐα να μπορείς να μιλάς για τα δύσκολα και για τα μη περεταίρω αναποδογυρίζοντας την κλεψύδρα από το σημείο μηδέν αναγγέλλοντας επανεκκίνηση. Η Δήμητρα καταγγέλλει την εγκατάλειψη που βιώνει ο άνθρωπος και ζητάει έλεος και συμπόνια, γιατί στην περιοχή της ερημίας ο βίος πεθαίνει.

Κι ούτε η τροφή γίνεται να είναι αποτέλεσμα διεργασιών και δολοπλόκων χειρισμών. Τα δικαιώματα δικαιώματα πρέπει να παραμένουν, αν θέλουμε να ξαναβάλουμε μπροστά τη μηχανή της γης και της ζωής μας. Και η εικόνα εναργέστατη μέσα στην ευγλωττία της να παρουσιάζει τον τρόπο της πιο ακτιβιστικής μας δυνατότητας:

Αν σηκωθεί και πάει να βάλει / Νερό στους σκύλους και τσαγιέρα στη φωτιά.

Το εγώ έξω από τη συρμάτινη περίφραξη του ναρκισσισμού του να μεριμνά για τη φύση, τα ζώα και να εισέρχεται στη θέρμη της απλότητας που κοχλάζει σαν ένα τσάι που είτε θα το μοιραστεί με άλλον είτε θα το αφήσει να συντροφεύει τη ροή του χρόνου σε μία στιγμή.

Γιατί θα πρέπει να διαφεντεύει τον κόσμο / Κάτι χειρότερο από τη λάσπη του; «Αστικά ευαγγέλια»
Και βέβαια η εξουσία και η αμείλικτη άσκησή της δεν μπορεί να είναι κάτι χειρότερο από τη λάσπη των χοϊκών εκπροσώπων της μα δυστυχώς είναι.

Στη Μαρία Νεφέλη, στο ποίημα «Πάτμος», γράφει ο Ελύτης:

Κρίμας κρίμας κόσμε / σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί· / και κανείς κανείς δεν έλαχε / δεν έλαχε ν’ ακούσει ακόμη / καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών / καν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονειρεύτηκα.

Ποιος σε γεννά και δεν σε καταπίνει. «Αστικά ευαγγέλια»
Ο Φρανθίσκο Γκόγια στην Ισπανία ζωγραφίζει απευθείας επάνω στους τοίχους του σπιτιού του ένα έργο που ανήκει στους Μαύρους Πίνακες της περιόδου 1819-1823. Το έργο ονομάζεται «Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του» και απεικονίζει τον ελληνικό μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Τιτάνας Κρόνος τρώει αμέσως μετά τη γέννησή τους τα παιδιά του, φοβούμενος ότι θα τον ανατρέψουν παίρνοντάς του την εξουσία, όπως και ο ίδιος έκανε στον δικό του πατέρα. Η απορρόφηση του τέκνου από τον γεννήτορα υποδεικνύει την πηγή όλων των νοσημάτων του ψυχισμού που μάχεται να ανακαλύψει τη δική του περπατησιά.

Είναι η φυσική μου Θλίψη / (Ο θησαυρός του καθενός). «Η μπαλάντα των εγγονών»
Η περιουσία μας, τα πένθη και οι απώλειές μας. Όλα τα μη γενόμενα και τα βιαίως αποκολληθέντα. Η αρχική εκδίωξη από τον Παράδεισο, πιο μετά από τη μήτρα της μάνας και βέβαια όλες οι παραλλαγές των πρώτων αυτών εκδιώξεων.

Η Χριστοδούλου ξέρει και τολμά να κοιτά το θηρίο κατάματα. Οι ελλείψεις και τα ανολοκλήρωτα των λαών και των πόλεων, της ψυχής και του σώματος, όλα όσα αφήνουν τη θλίψη να επικαθίσει σαν γύρη στην ψυχή. Η αλλεργία των θλίψεων. Αυτή είναι η φυσική της θλίψη, ο θησαυρός του καθενός, δήλωση ανάλογη με του Σαίξπηρ στον Άμλετ: «Δεν έχω έχθρα για κανέναν. Όμως μέσα μου κοιμάται μία λύπη. Πρόσεχε, μην μου την ξυπνάς. Η λύπη, όταν την ξυπνάς, γίνεται θάνατος. Μην μου ξυπνάτε τη λύπη μέσα μου. Αφήστε την να κοιμηθεί. Να γαληνέψει. Και να ξεχαστεί. Μη μου ξυπνάς, αυτά που αφήνω να κοιμούνται».

Κύριε, αν και το χαλινάρι Σου / Μου σκίζει το σαγόνι στα δύο / Στα παιδιά δεν κουνάω το δάχτυλο / Κουνώ το μυρωδάτο λίκνο. «Η μπαλάντα των εγγονών»
Η επιτομή της γενναιοδωρίας και της τρυφερότητας. Ευπρέπεια και περηφάνια και εσωτερικός πολιτισμός είναι η πρόταση της Δήμητρας, όταν η ύπαρξη δεν γίνεται εκδικητική λόγω των δεινών που έχει περάσει, με αποτέλεσμα, αντί να επιλέγει τον πληκτικό διδακτισμό, να προτιμά να λικνίζει το μυρωδάτο μέλλον των παιδιών.

Λαλώ με τα κόκαλα / Εκείνον τον αιωνόβιο ψίθυρο / Που μου έχει αναθέσει η φαντασία. /Λέω, γυμνός είναι ο βουβός, όχι ο πένης. «Η παρτιτούρα των κελαηδισμών»
Η παντοδύναμη ποίηση τής ψιθυρίζει τα ευρήματα της φαντασίας, τής εκμυστηρεύεται την απώτερη στόχευση της γραφής. Της αποκαλύπτει πως τη γυμνότητα δεν την προκαλεί η ένδεια αλλά η αμέτοχη σιωπή. Ο ποιητής εδώ, το δρων πρόσωπο της κοινωνίας, ονομάζει τα πράγματα, προκειμένου να τα αλλάξει.

«Ας υγιαίνουν οι πενθούντες», γιατί αυτοί / Θα παρηγορηθούνε κάποιο βράδυ, λέει / Θα τους διατρέξει από τα πόδια ώς το κεφάλι / Ένα βιβλίο ανήμερο. «Βιβλίο στο κύμα»
Μακάριοι οι πενθούντες την ύπαρξη ότι αυτοί θα ελεηθούν, όταν ο λόγος περισυλλέξει σε κάνιστρο το παράπονό τους, για να το αδειάσει μετά ολόκληρο μέσα σε ένα βιβλίο. Το σώμα του κειμένου δωρεά και παρηγορία στο σώμα του όντος που υπέφερε.

Καμία αναταραχή δεν θα διαρκέσει / Πέρα απ’ τον θάνατο των γεγονότων. «Ρεπορτάζ»
Φράση, ρητό και γνωμικό, που λειτουργεί σαν οξυγόνο σε ασφυξία. Επαγγελία που την αποστηθίζω για τα δύσκολα που έρχονται.

Τότε εκείνος ο θεούλης ο πάμπτωχος / Πικρά θα κλάψει που δεν μπόρεσε / Να φτιάξει πράγματι για δυο γυμνούς ανθρώπους / Έναν απολέμητο κήπο. «Το άσυλο του παραδείσου»
Όταν η Χριστοδούλου αποφασίζει να μιλήσει, δεν κρατά τα προσχήματα, δεν μασάει τα λόγια της. Βρήκε το λάθος και το έλλειμμα και δεν φωτογραφίζει απλώς τον υπεύθυνο. Τον κατονομάζει και τον οικτίρει. Ένας Θεός ολομόναχος που δεν τα κατάφερε. Ένας πατέρας πάμπλουτος που άφησε τα παιδιά του απροστάτευτα σε περιοχή εμπόλεμη και ναρκοθετημένη.
Όποιος τριγυρίσει σε όλα τα βιβλία της Χριστοδούλου θα μαζέψει κι άλλα, πολλά ακριβά μαργαριτάρια. Το δικό μου καλάθι από την παρούσα συλλογή γέμισε με αυτά και θεώρησα χρέος μου να μην ευλογηθώ μόνον εγώ με τον πλούτο τους και να σας τα μοιράσω.

.

ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ

OANAGNOSTIS.GR 21/3/2020

Ο μετρονόμος της σιωπής

Η Δήμητρα Χριστοδούλου στο τελευταίο της βιβλίο, μέσα από 49 ποιητικές «ιστορίες» εικοσιτεσσάρων στίχων, αρθρώνει τον κόσμο της συγκεντρώνοντας συσπειρωτικά κάποια από τα σπαράγματα και τα ινδάλματα του ποιητικού της βίου· κάτι που, ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί φορμαλιστικά περιοριστικό, η ποιήτρια κατορθώνει να το αναγάγει σε πεδίο παράλληλων ομόκεντρων αφηγήσεων, σε έναν κόσμο συμπαγή, εύληπτο, με κατανοητή άρθρωση ενός λόγου που δεν χάνει τίποτα από το συμβολιστικό και αλληγορικό του βάρος. Οι ιστορίες της μιλούν για πρόσωπα που αυτοβασανίζονται πότε βουβά πότε μονολογώντας, έτσι ώστε παρουσιαζόμενα σε διαφορετικές ηλικιακές φάσεις της ζωής τους, να σκιαγραφούν υπαινικτικά μιαν ιδιότυπη πορεία από την παιδικότητα στην ενηλικίωση. Καθώς δηλαδή ιχνηλατείται εκείνη η οδυνηρή γραμμή που οδηγεί από την αθωότητα στην ενοχή, στην προσπάθεια να παγιώσουμε τις σχέσεις μας με τα πράγματα και τους άλλους, και οι οποίες με την πάροδο των ετών, με τη φθορά που φέρνουν τα γηρατειά και η ανημπόρια, μία μία ακυρώνονται, σιγά σιγά τις βλέπουμε να ξηλώνονται αφήνοντάς μας γυμνούς.

Η ποιήτρια από την πρώτη σελίδα προαναγγέλλει ότι στο βιβλίο της περιέχονται 50 ποιήματα 24 στίχων –με μιαν εξαίρεση σημαδιακή, το «Σχόλιο»‒ ποιήματα για την πόλη, τα παιδιά και τον θάνατο. Τρεις διαιρετικές κατηγορίες που προκύπτουν ωστόσο με διαφορετική η κάθε μία διαιρετική βάση. Ποιήματα, λοιπόν, για την πόλη, για εκείνον τον χώρο όπου συμβιώνουμε καθώς προσπαθούμε να μοιραστούμε τον χρόνο μας, τα 24 σημεία του που κλείνουν την παροντική μας ημέρα· αλλά και την αναστοχαστική μας νύχτα, όπου εισβάλλει κυριαρχικά το παρελθόν με όλα τα πρόσωπα και τις μνήμες που μας σημάδεψαν· 24 σημεία που εμπεριέχουν και τα περιορισμένα σε αριθμό φωνήματα του λόγου, τα 24 γράμματα, πρώτη ύλη που χρησιμοποιούμε για να ανακατασκευάσουμε το προσωπικό μας εκφώνημα. Και καθώς προχωρά το αφήγημα της πόλης των 24 χτύπων, ο ορίζοντας του μέλλοντος κόσμου μικραίνει και περιορίζεται η οπτική μας. Μια που τα παιδιά ‒ο δεύτερος θεματικός πυρήνας του βιβλίου‒ στα οποία ανήκει το μέλλον αυτό, άλλα τα έχουμε στο μακρινό παρελθόν συναντήσει, άλλα τα έχουμε ήδη αποκτήσει ή/και είμαστε εμείς οι ίδιοι: έχουμε ήδη εγκαταλείψει για πάντα τον κόσμο τους· με τον πόνο της επιστροφής να παλινωδεί ανάμεσα στην ουτοπία και τη σκληρή καθημερινότητα. Κάπως έτσι ορίζεται και το τρίτο θέμα, ο θάνατος: ως απολογισμός, ως απουσία, ως αναμέτρηση εν τέλει με τον διαφυγόντα χρόνο που δεν επιστρέφει.

«Τον κήπο έκλεινε χαμηλό τοιχίο.
Εκεί ακούμπησε ο μικρός το ποδήλατο
Κατεβαίνοντας από ασήκωτη θλίψη.
Ευθύς ο τοίχος ψήλωσε ως τ΄άστρα.
Όλες χαθήκανε οι πνοές των αρωμάτων.
Ολισθηρό υμένα υγρασίας
Το απόβροχο άπλωσε στην άοσμη πόλη.
Έπρεπε να εγκαταλείψει το ποδήλατο
Να την διασχίσει με την ηλικία των ανδρών.

[…]

Εδώ περνώντας ένα αγόρι την διάβαση
Φθάνει ασπρομάλλης σ’ απαστράπτουσα χώρα
Ή θρηνούν πίσω του συντρίμμια των τροχών
(η σέλα, το φανάρι, το τιμόνι)
Ή μπρος του ανοίγονται κατάμαυρα φτερά.» (σ.33)

Ελέγχοντας τον ελάχιστο κοινό διαιρέτη αυτών των τριών υποθεμάτων, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα κυρίαρχο θέμα: τι διασώζει η μνήμη, τι εγκαταλείπουμε στη λήθη. Δηλαδή: τι, εν τέλει, είναι αυτό που αποτελεί το κέντρο και το νόημα του ταξιδιού μας σε έναν κόσμο ακατανόητο στο βάθος του. Θυμόμαστε, λοιπόν, για να ξεχάσουμε ό, τι μας θλίβει; Το οξύμωρο αυτό σχήμα δεν παύει να εμφανίζεται ως μηχανισμός αμυντικός: μας προστατεύει από τον μηδενισμό· και δραστικός: δημιουργεί τη συνθήκη της δημιουργίας. Συνακόλουθα το σημαίνον δεν είναι ποια πεπραγμένα επιλέγουμε να ιστορήσουμε όσο ποια ανθρώπινη συνθήκη μνημειώνουμε. Έτσι αποφεύγουμε τον κίνδυνο να μιλήσουμε για άτοπα, άχρωμα ή ανώνυμα παραμύθια.

«‘Ένα θρυμματισμένο βάζο
Και μια κηλίδα από λυγμό
Και το γρασίδι πατημένο
Γύρω από το παλιό χαλί
Μόνον αυτά βρήκα στη σάλα
Όταν με κάλεσαν να μπω
Κάποια ανθέμια από χρυσάφι
Που ζούσανε στην οροφή
Τα σύλησε η ανατροφή μου:
Στη θέση μου έπρεπε να μείνω

Αντί τα οστά μου, Κόκαλο Σουπιάς.» (σ.19)

Η ποιητική φωνή δεν είναι παντογνώστρια ούτε του συλλογικού ούτε του ατομικού παρελθόντος, γιατί δεν μπορεί να είναι, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, παρά μόνο μνημονικά επιλεκτική. Και κάτι τέτοιο εμπεριέχει αναπόφευκτα τη συνθήκη της σιωπής. Άρα. Για να γίνει κάτι τέτοιο ποιητικά δραστικό πρέπει να αποστάζεται από τον διάλογο της επιλογής της εικοσιτετράστιχης μορφής με τα κενά της, δηλαδή την σιωπή. Η ποιήτρια επιλέγει για την κάθε ιστορία μία συγκεκριμένη στιχουργική προθεσμία: 24 στίχους. Ό, τι ανάμεσα παρεμβάλλεται δεν είναι παρά ό, τι λείπει, δηλαδή η σιωπή τους. Ό, τι δεν λέγεται μετά το τέλος δεν είναι παρά η έλλειψή τους, δηλαδή η αποσιώπηση. Το αίτημα της αρμονίας, της ισορροπίας, της οριοθέτησης ενός χώρου, που γεωδαιτείται δύσκολα ήδη από τα χρόνια του μοντερνισμού. Εδώ το όριο περιορίζει το χάος, χωρίς να υποτάσσεται σε κοινά, συλλογικά αποκρυσταλλωμένα μορφώματα, αλλά τίθεται ως μια ιδιοσυγκρασιακή φραγή: 24 χτύποι και σιωπή. 49 και 1 κείμενα. Τρία θέματα. Αυστηρή η ποιήτρια με τον εαυτό της θέτει ένα στίγμα με το οποίο αναμετράται και καλεί τον αναγνώστη να αναμετρηθεί κι εκείνος.

«Να πώς μας εγκατέλειψε για πάντα
Το εκδρομικό μας εικοσιτετράωρο:
Έσυραν τα θαλασσοπούλια μια κραυγή
Και το’ σκασαν επάνω απ’ το κεφάλι του.
Κι αυτός που βάδιζε πάνω στο ήσυχο κύμα
Ήταν απλώς ένας καμπούρης γεροντάκος
Κάθε που στήριζε το μπαστούνι στο νερό
Κρυφά απ’ τον βυθό αναστέναζε

Η ψυχή της γης τραυματισμένη» (σ.53)

Η αινιγματική εκκρεμότητα στις ποιητικές αυτές ιστορίες αμβλύνεται συγκριτικά με τα προηγούμενα βιβλία της ποιήτριας, ενώ οξύνεται η δραματική λειτουργία τους. Η περισσότερο διαυγής οπτική αυτών των ποιημάτων μάς επιτρέπει να εννοήσουμε ευκολότερα τα πάθη τους. Ιδίως εκεί όπου το ποιητικό πρόσωπο μιλά πλέον από τη θέση της ωριμότητας και σύμφωνα με το ήθος της εμπειρίας του γήρατος που οφείλει να μεταδοθεί στους νεότερους.

«Κρεμώ επάνω στα κλαδιά μια κούνια
Πλεγμένη απ’ τα’ άσπρα μου μαλλιά
Για του παιδιού μου το παιδί και το παιδί του
Όταν θα τα καλέσει η θάλασσα
Κοπανώντας τις γιγάντιες φούστες της

Στις πόρτες της δικής τους Θλίψης» (σ.18)

Οι αλλεπάλληλες αυτές εικόνες προκαλούν συγκινησιακή ένταση μέσω της αίσθησης του απολογισμού προσώπων απλών, καθημερινών, προορισμένων να αφυπνιστούν λίγο πριν τον θάνατό τους: με έναν τέτοιον τρόπο μνημειώνονται ως σύμβολα της ανθρώπινης περιπέτειας.

«Είχε αράξει στην πολυθρόνα του
Με κάμποσα νωθρά σκυλιά τριγύρω
Μόνος σαν γέρικο έθνος
Λησμονημένο μέσα στα βουνά

[…]Από τις άγριες βιολέτες ανάμεσα
Στα καλαμπόκια και στις ντοματιές του
Αναγνώριζε πως είχε πεθάνει
Αλλά ξημέρωνε γεμάτη κουδουνίσματα
Από των άλλων τα κοπάδια η μέρα.
Σε άλλη μακρινή επικράτεια

Το γάλα ήταν ακόμη ποθητό.» (σ.14)

Καταλαβαίνουμε επομένως γιατί αναφέρθηκε νωρίτερα ότι προβάλλει η υπαρξιακή διάσταση: μέσα από απλές στα υλικά τους και γι’ αυτό τόσο συγκλονιστικές εικόνες ως ένα σκηνικό μύησης και αυτοσυνειδησίας, όπου το ποιητικό πρόσωπο θα διανύσει ανάστροφα σε πραγματικό ή μνημονικό χρόνο τη ζωή του, αναβιώνοντας τις προσωπικές του σχέσεις, τα λάθη και τις ενοχές του, κάνοντας έναν απολογισμό. Καταχρηστικά ας την ονομάσουμε και πορεία ψυχοσυναισθηματικής ολοκλήρωσης, αφού διαφαίνεται συνεχώς το πέρασμα από τον εφησυχασμό και την ενοχή στη συνειδητοποίηση και την κάθαρση.

«Κοιτάζω ώρες την παλιά μοτοσικλέτα
Λησμονημένη σαν μωρό δεινοσαύρου
Μες στα παλιά σιδερικά
Εκθέτει τα γιγάντιά της κόκαλα

Ταπεινωμένη μες στις λαμαρίνες
Προϊστορία ακατάβλητης δύναμης
Που υπάκουσε σε βαριά γηρατειά.[…]

Φτάνει επιτέλους με τα εκκωφαντικά του βήματα
Και καβαλάει ο λαμπροφόρος ο Αρχάγγελος
Αστράφτει τότε η μοτοσικλέτα ολοκαίνουργια
Καθώς μαρσάρει προς τον ουρανό.
Έτσι κι εγώ θα ήθελα να φύγω. Να σαλτάρω
Στην πίσω θέση, να τον αρπάξω απ’ το ρούχο!
Να σωριαστούν με μιας σαν παλιοσίδερα
Το κλειστό στόμα, ο πανικός, η στέρηση
Κι ανάμεσα στις σφυρίχτρες των άστρων

Να αστράφτει ατσάλινη η βαριά μου σιωπή.» (σ.26)

Στο ποίημα αυτό, όπως και σε αρκετά άλλα του βιβλίου, το σωματικό στοιχείο κυριαρχεί λιγότερο με τις συνδηλώσεις της σωματικής ηδονής και περισσότερο με την αγωνία μήπως γκρεμιστούμε, μήπως δεν αντέξουμε, με την αγωνία κυρίως της φθοράς, της ασθένειας και του θανάτου.

Αλλά η ποιητική φωνή επιμένει παρόλο το μάταιο της προσπάθειας (πώς αλήθεια να αντιπαλέψουμε την θνητότητά μας;) –ή ακριβώς εξαιτίας αυτής της ματαιότητας: η Δήμητρα Χριστοδούλου όπως κάθε αληθινός ποιητής προσφέρει το ποιητικό της σώμα βορά κι ας γνωρίζει πως πρόκειται για θυσία σε κόσμο, το πλείστον, χορτοφάγων. Καθόλου αυτό δεν την πτοεί. Γιατί ξέρει πως μοίρα της είναι η Ποίηση και άρα στο βάθος η ελπίδα ότι μπορεί να αγγίξουμε, έστω για λίγο, κάποτε τον άλλον· σ’ αυτήν τη δύσβατη πορεία μας κόντρα στη σιωπή.

«Έχω μπροστά μου ένα φύλλο χαρτί
Και πιο μπροστά μου ένα δυσοίωνο μέλλον
Μπορώ να πακετάρω αυτό το μέλλον τυλίγοντάς το σε αυτό το χαρτί.
Έτσι θα έχω δαπανήσει αμφότερα
Σε χρήση λιγότερο εχθρική απ’ την Ποίηση
Και πιο αξιοπρεπή απ’ την ελπίδα.[…]

Τακτοποίησα καθαρά τα ιμάτιά μου
Κι ας τα τραβολογούσαν όλη νύχτα τα σκυλιά
Κυρίες κύριοι θα σας κληροδοτήσω
Σιδερωμένα παλιοκούρελα
Γνωρίζω πως οι περισσότεροι
Θα προτιμήσετε τα δικά σας
Δυο τρεις θα δουν τη Διαφορά
Βέβαια δεν σύχνασα σε εσπερίδες
Α, ένα αίσθημα ντροπής το είχα.

Δάγκωσα χώμα στα κρυφά.» (σ.58)

ΠΑΡΑΚΤΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

FRACTAL 07/02/2018

«Μ’ ένα χαμόγελο θνητό και δίβουλο μπήκε στη σκέψη μου το φεγγάρι»

Η ιδιαίτερη η γραφή της ΔΧ αποτυπωμένη με ένα καθ’ όλα προσωπικό ύφος που μπορεί να ανιχνεύει μέσα από τις λέξεις έννοιες που αξιολογούν τις αιτίες και τα αιτιατά της ανθρώπινης ψυχής.
Ευαίσθητος δέκτης της πραγματικότητας δεν μπορεί να μην καταγράψει από την εξωτερική όψη των πραγμάτων την εσωτερική τους διάσταση.
Με επίγνωση του μάταιου επικοινωνεί συνειρμικά με τις λέξεις που παρά τη συμβολική τους λειτουργία, το σύνολο του κάθε ποιήματος παραμένει ευθύ, θερμό και ανοιχτό ανασύροντας μέσα από τις επείγουσες βουλές του -που χαρακτηρίζονται από διαύγεια, δραματική ένταση και αισθητική ποιότητα- την προσέγγιση κάποιων αισθήσεων που ασφυκτιούν μέσα στις συμβατικότητες της καθημερινότητας.
Γλώσσα που ταιριάζει απόλυτα στο ύφος των πολλαπλών αποχρώντων εννοιών με τόνο που γίνεται ολοένα και πιο επιβλητικά καταιγιστικός ο ρυθμός δυναμώνοντας τις εντυπώσεις που δημιουργούν εικόνες να τρέχουν με κινηματογραφική ταχύτητα και ν’ αφήνουν την εντύπωση ότι η δυναμική αυτή στο σύνολο των ποιημάτων εμπεριέχει μια κραυγή αγωνίας.
Σε ετούτο αναμφίβολα συμβάλει που κάθε στίχος ξεκινάει με κεφαλαίο γράμμα ακόμα κι όταν λείπει κάποιο σημείο στίξης δίνοντας την έμφαση μιας αυτόνομης δυναμικής μέσα στο σύνολο του ποιήματος

Από το ποίημα: Το τσίμπημα

Μακριά στη γραμμή του ορίζοντα,/ Είναι το σπίτι μου. Βαδίζω, φεύγει./Στα παράθυρα του ο ήλιος/ Μοιάζει θλιμμένο παχουλό μωρό/ Που του ανεβαίνει ο πυρετός του.

Κι άλλο ένα παράδειγμα από το ποίημα: Περί το τέλος της ημέρας

Στο τραπέζι είχε απομείνει ένα μαχαίρι/ Πρωτύτερα είχε κόψει ή τραυματίσει./ Τώρα η αχρησία το πάγωνε/ Σαν πτώμα μικρού ζώου από ατσάλι.

Η δραματική ένταση των ποιημάτων αποδίδουν επ’ ακριβώς τη συγκινησιακή φόρτιση ως να πρόκειται η ποιήτρια να έχει αποκτήσει τη συνείδηση του μάταιου και εφήμερου των ανθρώπινων πραγμάτων και να προσπαθεί, χωρίς όμως να αφήνεται, ούτε για μια στιγμή, να παρασυρθεί από την απογοήτευση μέσα στα αδιέξοδα τους. Αντίθετα, με λόγο καθαρά υπολογιστικό και υπολογίσιμο δίνει το προσωπικό της στίγμα στο εφιαλτικό παρόν ενός κόσμου που βρίσκεται εγκλωβισμένος στην εσωτερική του απομόνωση και, με πένα σαν καταφύγιο καταφέρνει να προφυλάσσει το όνειρο μέσα στην ποίηση της, με Το κατάλληλο δώρο

Με κατάλοιπα βαριάς δυσθυμίας,/ Ίσως και βαριάς τροφής στο στομάχι,/ Σέρνω απόψε τα βήματα μου στον κήπο/ Πάνω σε τούτες τις αυτοκρατορικές παντόφλες,/ Δώρο ενός φίλου που δεν ζει πια.

Στην ποικιλότροπη γραφή της, η ποιήτρια, κατορθώνει να δώσει νόημα και πνοή στη μοναδικότητα των στιγμών. Με λεκτική ευχέρεια καταγράφει ότι σαν σκέψη, βίωμα ή ιδέα περνάει απ’ το μυαλό της.
Οι στίχοι της εμπεριέχουν όλα τα νοήματα που μπορούν να υπάρξουν γιατί παρουσιάζονται αυτούσια και δυνατά σύμφωνα πάντα με τις ανάγκες των ανθρώπων, ακόμη και σ’ ένα παράκτιο οικισμό με κυματίζουσα θάλασσα.

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

ΦΡΕΑΡ 24/12/2017

Μακριά, στη γραμμή του ορίζοντα

Ο Παράκτιος οικισμός, όταν τελείωσα την πρώτη ανάγνωση, μου άφησε στον νου αυτή την εικόνα:

Ένα πορτοκαλί φως, όπως όταν βραδιάζει κι ανάβουν τα πρώτα φώτα. Θάλασσα σκούρη γκρίζα που συναντά έναν βαρύ ουρανό. Σπίτια άσπρα, κάπως σκυφτά, κολλημένα μεταξύ τους, και σαν σκεφτικά. Λεπτομέρεια: το φως να διαχέεται μέσα από τα στενά παράθυρα αλλά και στην ατμόσφαιρα.

O Παράκτιος οικισμός της Δήμητρας Χριστοδούλου δεν έχει τουριστικό χαρακτήρα ούτε χαρούμενα χρώματα και life style ατμόσφαιρα. Θα αναλύσουμε τα στοιχεία του στη συνέχεια.
Το ομώνυμο ποίημα της συλλογής ανοίγει με μια εικόνα: τη θάλασσα με την «αστρική της νύστα», τη δόνηση από την άπαυτη πνοή της, τα «ακοίμητα μεγαλειώδη βράχια». Το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στην πόλη της καταγωγής που θέλει να ξεχάσει, αλλά η μνήμη επιμένει.
Θα πρότεινα το ποίημα αυτό να διαβαστεί παράλληλα με το ποίημα «Ανεπιστρεπτί». Το ποιητικό υποκείμενο μεταφέρεται βίαια στον γενέθλιο τόπο από έναν άγριο άνεμο που χαστουκίζει. Εικόνες γεμάτες αλάτι και αλμύρα και στα δυο ποιήματα. Εικόνες- μεταφορές που έχουν κέντρο κάτι οικείο και αποκτούν στη συνέχεια εξωπραγματικές διαστάσεις, κρατώντας κάτι από την αρχική οικειότητα. Όπως το ελεεινό τηγάνι στο οποίο ρίχνουμε την καρδιά ενός τεράστιου κήτους, και μπαίνουμε ύστερα στη σειρά με καραβάνα («Παράκτιος οικισμός», σ. 27) Ή η αίσθηση πως παστώνει μια κομπρέσα αρμύρα τον τρόμο σου, / Κειμήλιο βρώσιμο δακρύων/ Όπου μουσκεύεις φουρνιστό ψωμί («Ανεπιστρεπτί», σ. 19).
Ας είναι οι παραπάνω αναφορές παραδείγματα για τον τρόπο που δουλεύονται οι εικόνες-μεταφορές από την ποιήτρια –θα επανέλθω ωστόσο.
Από εκεί και πέρα μια βροχή θαμπώνει τα τζάμια, μουσκεύει μνήμες και παλιές φωτογραφίες, γίνεται γλιστερό το βάδισμα κατά μήκος του χρόνου και πώς να κρατηθεί το ποιητικό υποκείμενο. Όμως, ευτυχώς, μικρή η ζημιά, μόνο το λούκι κάπου θα μάτωσε, / Ακούω που κλαψουρίζει απ’ έξω/ Κατεβάζοντας νερά απ’ την ταράτσα. («Η καλή παρέα», σ. 35)
Να ορίσουμε, λοιπόν, κεντρικό άξονα της συλλογής τον χρόνο. Η παράμετρος «χρόνος» σπάει σε τρεις διακλαδώσεις: «μοναξιά», «συνομιλία με τους απόντες», «κοινωνική έγνοια», που φυσικά τέμνονται και μπλέκονται μεταξύ τους. Προϋπόθεση πάντα η μνήμη.
Φυσάει ένας αέρας μυστήριος, φέρνει το ποιητικό υποκείμενο στην άκρη της μοναξιάς. Τη μοναξιά που είτε τη διαπιστώνει σε άλλους και την περιγράφει ως ευαίσθητος παρατηρητής είτε τη βιώνει το ίδιο. Παραδείγματα:
Και οι μαργαρίτες σε θρήνο έξαλλο στον λόφο/ Που έτσι καταντάει κανείς μες στο κρύο/ Περιμένοντας ένα τηλεφώνημα. («Το Πάσχα των άλλων», σ. 32)
Ή Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε/ Που ενθουσίαζαν οικογενειακά στιγμιότυπα/ Και παρατάσσονταν οι συγγενείς σε δείπνο […] Είμαι τόσο υπέροχα μόνη! («Συναπτά έτη», σ. 36)

Έτσι φθάνει εκεί που συνομιλεί με απόντες αγαπημένους.
[…] Σέρνω απόψε τα βήματά μου στον κήπο/ Πάνω σε τούτες τις αυτοκρατορικές παντόφλες/ Δώρο ενός φίλου που δεν ζει πια./ Τα πλουμιστά πράγματα δεν τ’ αγαπάω./ Αλλά δεν κάνει να ’ναι χωρίς ανταπόδοση/ Και η πιο άστοχη χειρονομία αγάπης. («Το κατάλληλο δώρο», σ. 21)
Ταυτόχρονα, η αίσθηση ενός τέλους αρχίζει να φαίνεται απέναντι. Απειλή; Στοχασμός, ψύχραιμη αντιμετώπιση και σαρκασμός, μαύρο χιούμορ. «Μετά το σινεμά μια μπύρα» λέγεται το ποίημα, και το ποιητικό υποκείμενο συμπληρώνει Ίσως και δεύτερη. Μα ως εκεί/ Επιστροφή στο σπίτι. Ένα βιβλίο,/ Η τηλεόραση χωρίς τον ήχο, ανοιχτή. […]
Στο δωμάτιο όμως υπάρχει ένας περίεργος επισκέπτης, «Αυτός», με «τα μαλαματένια ρούχα». Ένας καπνός, άφαντος, από σιγοκαμμένα γράμματα Τον κάνει πράο. Σχεδόν βρέχει/ Το κρύο σακάκι του με κάποιο δάκρυ,/ Ο Υποκριτής! Όσο να γελαστείς/ Πως σκύβει πάνω σου απλώς/ Για να του διηγηθείς την ταινία (σ.17)
Σε έναν περίγυρο λαϊκού πανηγυριού, των παλαιότερων χρόνων, το ποιητικό υποκείμενο βλέπει, σαν σε ονειροφαντασιά, την πάνδημη κηδεία του. Ανάμεσα σε μικροπωλητές, ζαχαρωτά, πλαστικά παιχνίδια, μικροτάματα, παιδάκια και τον απαραίτητο άγγελο, εμφανίζεται με ένα φόρεμα αστρικό, ιδιαίτερα χλωμή ωστόσο. Πλήθος θλιμμένοι πανηγυριστές/ Ακολουθούν στον ρυθμό της μπάντας/ Ως τη στιγμή που κλείνω το παράθυρο/ Και μες στα ξέφτια του φωτός σκορπίζονται/ Γλείφοντας καραμελωμένα μήλα./ Τώρα μπορώ να σκύψω στα χαρτιά μου, Να γράψω στίχους σαν και τούτους. Μάταιους. («Το πανηγύρι», σ. 18)
Ο τελευταίος στίχος να διαβαστεί μέσα στο πλαίσιο του σαρκασμού, για το αναπόφευκτο της ζωής τέλος. Ταυτόχρονα, να προσεχθεί ο ρυθμός και η επιλογή των λέξεων, ως εξαιρετικό δείγμα για το πώς η ποίηση αντιμάχεται αυτή τη ματαιότητα.
Στα σημεία που ο χρόνος συναντά τους απόντες και η μνήμη ορίζει τη δική της οπτική, αναδύονται οι τρυφερές λεπτομέρειες.
«Κοτσιδάκια με φιόγκο» επιγράφεται το ποίημα που αναφέρεται στον πατέρα, σαφέστατος υπαινιγμός στην τρυφερή σχέση, μόλο που τώρα οι πατεράδες με τα κοριτσάκια τους βαδίζουν πάνω στ’ αποκαΐδια της φλόγας του ουρανού, συντελεσμένος ο θάνατος του πατέρα. Μέσα στ’ αποκαΐδια της βαδίζουν/ Με πέδιλα από λευκές πεταλούδες/ Οι πατεράδες με τα κοριτσάκια τους./Εκείνοι σιωπούν κι αυτά ρωτάνε/ Τραβώντας τους από το γύψινο μανίκι. (σ.37)
Η κοινωνική έγνοια της ποιήτριας εκφράζεται παραστατικά με μια ματιά στην πόλη που ξεπέφτει, σαν υπέργηρη με άνοια, την Αθήνα («Καρτ ποστάλ, σ.16). Υπερήλικας και ίσως με αρχόμενη άνοια, πραγματικά και όχι μεταφορικά, και η γυναίκα που τσαλακώνει το ένταλμα πληρωμής. Να δεις που οι νέοι πλανήτες θα είναι/ Υπερήλικες σε δημόσιο ταμείο («Κοσμογονία», σ.40)

Κι αφού το ταπεινό ανάγεται στο σύμπαν –προσέχουμε και τον τίτλο «Κοσμογονία», φοβερός σαρκασμός για έναν θεό που νίπτει τας χείρας του στις συμφορές των υπηκόων του στο ποίημα «Μοιρασμένα καθήκοντα»:
Μα αφού ευθύνονται για τη δεινή παιδεία τους,/ Για τους θανάτους των κοπαδιών και των παιδιών τους,/ Αντιπαρέρχεται την οχληρή μουρμούρα τους/ Το έργο του είναι ν’ απλωθεί σοφά η νύχτα,/ Ας κάνει κι η αστυνομία τη δουλειά της. (σ. 41)
Μια εικόνα από την καθημερινότητα έρχεται να συμπληρώσει τον προβληματισμό: Μπρος από το μηχάνημα της τράπεζας/ Κυλάει ένας ασώματος ιδρώτας («Δώδεκα», σ. 45)
Οπότε το σύντομο εξαιρετικό ποίημα-εικόνα που εστιάζει σε έναν άνδρα που καπνίζει, μαζί με τους σαρκαστικούς στοχασμούς του ποιητικού υποκειμένου για τη σύγχρονη θλίψη, δίνουν μια φέτα ζοφερότητας ενός κόσμου σε κρίση, της δυστυχίας που αυξάνεται, της ανήμπορης αντίδρασης.
Ξυπνά το έθνος και ανακλαδίζεται,/ Προσδοκά να του χαμογελάσουν οι θεοί/ Με αστραφτερή οδοντοστοιχία. […] Χώνει το χέρι του στην τσέπη και μετρά/ Κάνα δυο τελευταία τσιγάρα./ Ανάβει ένα και κοιτάει την κάφτρα του/ Μέχρι ν’ αποφοιτήσουν τα παιδιά… («Καλή εβδομάδα», σ.47)
Χαμηλόφωνα και διακριτικά, χωρίς ηχηρές φωνές και διατυπώσεις, η Χριστοδούλου μπλέκει τον ατομικό με τον συλλογικό πόνο, καθώς το άτομο και τα πάθη του είναι το παράδειγμα που λειτουργεί πολλαπλασιαστικά στη σκέψη.
Ωστόσο, θεματικοί άξονες, υπερώνυμα και υπώνυμα δεν θα είχαν τη σημασία που παίρνουν στα ποιήματα της συλλογής, αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη γλώσσα που τα εκφράζει. Ποιητική γλώσσα δυνατή, που τα εκφραστικά μέσα την υπηρετούν και την αναδεικνύουν, χωρίς να την οδηγούν στην εκζήτηση. Λέξεις από διαφορετικά επίπεδα λόγου: καθημερινές ή πιο σπάνιες, τρυφερές, μεταξένιες ή σκληρές, πάντα διαλεγμένες προσεχτικά, τοποθετημένες στον στίχο με τρόπο που τίποτα να μην περισσεύει. Έτσι, το ατομικό ενώνεται με το σύμπαν. Το μικρό και καθημερινό ντύνεται με την αστρική σκόνη. Ο εσωτερικός ρυθμός πάντοτε παρών. Θέλω να δώσω ένα δώσω ακόμη ένα παράδειγμα, δυο στίχους που δείχνουν τη δύναμη των εικόνων, των εκφραστικών μέσων, των λέξεων: Μια φωνή απ’ την κοιλιά ως το λαρύγγι/ Τραβούσε τα ξέφτια της μέσα μου («Περί το τέλος της ημέρας», σ. 9)
Συγκεφαλαιώνοντας: Όλα μοιάζουν να κινούνται στο μεταίχμιο: η αθωότητα και η ενοχή, το φως και το σκοτάδι, η κοινωνική έγνοια και η υπαρξιακή αναζήτηση – πασπαλισμένες με ειρωνεία, για να φύγει το μεγάλο βάρος. Μικρές τρυφερές λεπτομέρειες και μνήμες γίνονται εικόνες και κρατούν από το χέρι την οδύνη της πραγματικότητας.

Ποίηση σμιλεμένη στο έπακρο
Ο Παράκτιος οικισμός, χτισμένος σε ένα όριο με το άγνωστο απέναντι, είναι ο στοχασμός του ποιητικού υποκειμένου για το όριο αυτό, με το βλέμμα στο παρελθόν, στο παρόν αλλά και στο μέλλον, στοχασμός καθόλου πεισιθάνατος, μελαγχολικός ωστόσο, με επίγνωση, σαρκασμό του χρόνου και των συνεπειών του αλλά και με φως γι’ αυτό που ακόμα υπάρχει. Το ποιητικό υποκείμενο, μολονότι αντιλαμβάνεται το απέναντι, εντούτοις εμμένει στο εδώ, με όλες του τις αντιξοότητες.
Την ίδια στιγμή, η συγγραφέας αγγίζει ένα συγγραφικό όριο. Ο παράκτιος οικισμός της γραφής της είναι ένας σταθμός στην, επώδυνη πάντα, πορεία των κειμένων, αποτελεί όμως και το πέρασμα σε μια γραφή ωριμότητας, είναι ένα γύρισμα σελίδας με ποίηση που περιμένουμε.
Χαμηλώνουν τα φώτα. Το πορτοκαλί του δειλινού χάνεται, γίνεται σκούρο γκρίζο. Ο αέρας εξακολουθεί να φυσάει, δυνατά. Αγριεύει η θάλασσα. Ένας δρόμος φιδοσέρνεται ως τη μεγάλη πόλη. Ένα ταμιακό μηχάνημα λήψεως χρημάτων αγρυπνά μόνο. Η σκόνη αιωρείται τριγύρω. Στο δωμάτιο, ένα κοριτσάκι ντυμένο αστρική σκόνη, έχει ανοιχτό μπροστά του ένα τετράδιο, και γράφει, στίχους, ποιήματα. Ένα κόκκινο καραμελωμένο μήλο στερεωμένο στο ποτήρι, δίπλα της.
[Το κείμενο παρουσιάστηκε σε μια πρώτη μορφή στην εκδήλωση για το βιβλίο που έγινε στη Θεσσαλονίκη, στη Στέγη της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, στις 10 Νοεμβρίου 2017. Ο στίχος του τίτλου προέρχεται από το ποίημα της συλλογής «Το τσίμπημα», σ. 16.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

ΦΡΕΑΡ 14/5/2017

Τα θαυματουργά δάχτυλα που αναπλάθουν

Ο οικισμός είναι παράκτιος. Η θάλασσα του Γκέρχαρντ Ριχτερ διατρέχει το εξώφυλλο και ξεβράζει γυρίνους τους στίχους μέσα στο βιβλίο. Μέσα στην συλλογή υπάρχει ένα μαχαίρι σαν πτώμα μικρού ζώου από ατσάλι, γιατί οι στίχοι της Δήμητρας Χριστοδούλου αφήνουν μικρές επιδέξιες χαρακιές τόσο στο μυαλό όσο και στην καρδιά. Στην κοσμογονία του σύμπαντος της συλλογής υπάρχουν άλλοτε ένα μισοφέγγαρο στον γάντζο του, άλλοτε ένας ήλιος, θλιμμένο, παχουλό μωρό και μερικές φορές ένα μαύρο άστρο από το οποίο χύνεται καρβουνόσκονη. Έντεχνα και με μεγάλη δεξιοτεχνία η ποιήτρια κτίζει το σκηνικό μέσα στο οποίο θα εξελιχθούν τα σαράντα ποιήματα της δέκατης τέταρτης ποιητικής συλλογής της.

Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο παράκτιος οικισμός του τρόμου, που τις νύχτες θάβεται κάτω από την θάλασσα; Ένα είναι σίγουρο γράφει η Δήμητρα Χριστοδούλου. Δεν είναι πια ο τόπος μας. Ερημιά. Η εφηβεία στραγγαλίζεται, οι νέοι υφίστανται την λοβοτομή των ελπίδων και των προσδοκιών τους. Αυτό το ατέλειωτο πανηγύρι εκποίησης που μοιάζει με κηδεία, που είναι η κηδεία, στην οποία τα όνειρα θάβονται με την συνοδεία της μπάντας είναι πια ξένη γη. Οι αξιοπρεπείς αστοί πηγαίνουν στην όπερα, ενώ ζητιάνοι κατακλύζουν τους δρόμους. Ένας καθεδρικός ναός ξεκοιλιάζεται. Μπροστά σε έναν αδιάφορο θεό-Πόντιο Πιλάτο τα κοπάδια και τα παιδιά θανατώνονται. Νέοι πλανήτες θα συνωστίζονται υπερήλικες στα δημόσια ταμεία. Όσο για την αστυνομία, αυτή θα κάνει πάλι όπως πάντα την δουλειά της. Η ίδια η ποίηση γραμμένη σε δυσανάγνωστες πινακίδες, προορισμένη μόνο για τα νυχτοπούλια.

Και από την άλλη η εσωτερική μοναξιά. Ένα ζευγάρι πλουμιστές παντόφλες, το δώρο ενός φίλου που έφυγε. Ένα τηλεφώνημα που δεν έγινε ποτέ. Ένας μαλαματένιος άντρας που σε περιμένει όταν γυρνάς από το σινεμά και σκύβει πάνω σου υποκριτικά για να του διηγηθείς τάχα την ταινία, ενώ στα χέρια του κρατάει την θηλιά.

Υπάρχουν νεκροί στο βιβλίο, φέρετρα, φαντάσματα παιδιών, η δασκάλα με το ασημί ταγιέρ σαν φιδόδερμα, ο πατέρας που γελά από το κάδρο του, κοριτσάκια κρεμασμένα από το γύψινο μανίκι των πατεράδων που επιζητούν μία απάντηση στην επίμονη ερώτησή τους. Κινούνται αργά όπως μέσα σε υδράργυρο και μας γνέφουν. Υπάρχουν παρουσίες που πάλλονται μέσα στα χαρτόδετα βιβλία τους και κατακλύζουν την κάμαρα με σπλάχνα από το αλκοόλ καμένα. Αυτή η αδελφοσύνη των ποιητών που υπήρξαν και αυτών που θα υπάρξουν, των ανθρώπων που είναι μάρτυρες, που καταγράφουν με τον δικό τους τρόπο τις εποχές.

Η Δήμητρα Χριστοδούλου σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Η ειρωνεία της είναι λεπτή, αλλά σκληρή. Να δεις που θα έχω ένα εύθυμο τέλος/Ως κάποιος που του τραβάνε την καρέκλα του/ Και σωριάζεται φαρδύς πλατύς στο χώμα. Μιλάει για τα ανείπωτα, για τον Ιερό Τρόμο, για το Μεγάλο Τελικό Ανέκδοτο. Για την έρημη χώρα, για την απονέκρωση, για την μοναξιά. Για την ματαιότητα. Και ταυτόχρονα για την αλληλεγγύη του πηλού, την μαγεία της δημιουργίας, την αδελφότητα των ευαίσθητων ανθρώπων. Μιλάει για το πώς όλα περνούν και χάνονται. Αλλά και για το πώς μπορούν να διασωθούν.

Η Δήμητρα Χριστοδούλου είναι μία ποιήτρια που παρατηρεί γύρω της, δεν ομφαλοσκοπεί, δεν περιεργάζεται από μέσα τα τοιχώματα του μικρόκοσμου της. Οι κεραίες της είναι ευαισθητοποιημένες, μεταφέρει στιγμιότυπα της ασφυκτικής και απάνθρωπης καθημερινότητας διαθλασμένα όμως από την καλειδοσκοπική ματιά της ποίησης. Τα φουσκωμένα λεωφορεία, η γραφειοκρατία, η απελπισία, η φτώχια, η ανεργία περνούν από τον εύκαμπτο σωλήνα της ποίησης και μετασχηματίζονται σε κοχλάζουσες εικόνες, που ζωντανεύουν πάνω στο χαρτί. Ο φακός της δεν καταγράφει, αλλά μεταμορφώνει την πραγματικότητα, χωρίς να την ωραιοποιεί, την μετουσιώνει σε τέχνη. Και αυτή ακριβώς είναι η ελπίδα που προτάσσει η ποιήτρια.

Τον επαναπροσδιορισμό της πραγματικότητας μέσα από την τέχνη. Καινούργια όρια, καινούργια γη.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ13 Νοεμβρίου 2017

Μια ανάγνωση
Στα μέρη μας, με τόση άγρια βλάστηση,
Έτσι απλά ενσαρκώνεται όποιος λείπει.
Φοράει την πέτσινη ποδιά, τις γαλότσες,
Τις αποσιωπήσεις, τη θαμμένη οργή, τη θλίψη,
Κλωτσάει τα σαπισμένα ξύλα προς το μέρος μας,
Παραμερίζει τις τσουκνίδες και το βλέμμα του
Μας σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια».

(Ο ξεναγός).

Όλη η ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου “μας σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια”. Ο Ξεναγός μας στον “Παράκτιο οικισμό” της, είναι η ίδια, και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει. Είναι ένας κουρασμένος έως απαυδισμένος κηπουρός-ξεναγός, συνεχώς μου θύμιζε τον Κάρολο Μπωντλαίρ, που αρκετά γνωρίζω, μιας και το περιβόλι της αρδεύουν επίσης τέσσερα πέντε Spleen, η βαθύτατη μελαγχολία της ποιήτριας, σπαρακτική και σχεδόν κατασπαράσσουσα το υποκείμενο “ποιήτρια”, αφού αφορά σχεδόν τα πάντα και μοιάζει με αποχαιρετισμό. Θαρρείς πως αισθάνθηκε στη στροφή ετούτη της ζωής και της τέχνης της το απόλυτο “μάταιον” του κόσμου, και κατόρθωσε να βρει και τις λέξεις για να το πει.

Άρχισε η μέρα κοιτάζοντας πίσω της
Με το ανάστροφο βλέμμα του αρρώστου
Που κοιτάζει σ’ ένα μαύρο χωνί.

…………………………………………..

Το καναρίνι ακουγόταν ακούραστο
Με τον ενθουσιασμό του σκλάβου που πείστηκε
Πως είναι εδώ το σίγουρο τέλος.

(Διασπορά)

Ή στο “Κατά κανόνα”:

Βγήκα λοιπόν να δω το μαύρο άστρο
Που είχε κρεμαστεί ψηλά. Τα ρουθούνια του
Πάλλονταν μ’ ανυπόφορη θλίψη.

Με τέτοια τελεσιδικία απόγνωσης και συμπερασμάτων οφείλεις να τα βγάλεις πέρα διαβάζοντας την καινούρια της δουλειά στον “Παράκτιο Οικισμό”. Αυτό που σε κρατά είναι μονάχα η ομορφιά των στίχων της. Αληθινή ‘πηγή λαλέουσα’ η Δ.Χ., θα εξορύξει την λέξη και θα την ενθέσει εκεί που είναι χρειαζούμενη και μόνο. Χαρά της ανάγνωσης λοιπόν, σπάνιο αίσθημα στις μέρες μας, που θάλλει μέσα στην απόλυτη, σχεδόν ασυμβίβαστη, θλίψη των ημερών και των στίχων ήδη από το εισαγωγικό ποίημα:

Μια φωνή απ την κοιλιά ως το λαρύγγι
Τραβούσε τα ξέφτια της μέσα μου.
Με τόση ορμή την είχε αρπάξει η νύχτα,
Που άφησε πίσω της ένα αυλάκι.

( Περί το τέλος της ημέρας)

Στα δυο αστικά ποιήματα, “Καρτ Ποστάλ” και “Μετά το σινεμά μια μπύρα”, ο σπαραγμός για την “ακατοίκητη πατρίδα” ανεβαίνει περισσότερο, “τρέμει ξεδοντιασμένο το χτενάκι της Ακρόπολης” και “η Αθήνα με το βλέμμα της άνοιας”….

παιδιά κι εγγόνια δεν γνωρίζει πια
μόνο τον υδαρή πολτό θορύβων
που παρατείνει τον βίο της…

ώσπου η ποιήτρια θα τολμήσει πλέον “Το πανηγύρι”, μ’ ένα εγώ που οικτείρει ειρωνικά την ιδιότητά του:

Να δω την πάνδημη κηδεία μου
…………………………………..
Τώρα μπορώ να σκύψω στα χαρτιά μου,
Να γράψω στίχους σαν και τούτους: Μάταιους.

Κι αν εδώ κυριαρχεί ο αυτοσαρκασμός, όσο και η καρυωτακική μνήμη της διασκέδασης στην κηδεία του ποιητή, πλην ανεστραμμένη και πανηγυριώτικη, μέχρι και των μικρών παιδιών ασχολία με “Ζαχαρωμένα φρούτα, λιβάνι,” “Κι ο άγγελός μου τα χαρτζιλικώνει αδρά”, στο επόμενο ποίημα “Ανεπιστρεπτί”,

Ακούς τη θάλασσα να χτυπάει
Κι ο κάτω κόσμος ανεβαίνει ανοιχτός
…………………………………………..
Παστώνει μια κομπρέσσα αρμύρα τον τρόμο σου
Κειμήλιο βρώσιμο δακρύων

Η μεταφορά και η μετωνυμία, η πρωτοτυπία της εικόνας που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη της, είναι τα όπλα της Δήμητρας στον “μάταιο”, όπως τον λέει, αγώνα της για αφύπνιση, πηγή τους όμως είναι η βαθύτατη απόγνωση ενός ανθρώπου που αρνείται να παραμυθιαστεί και να παραμυθιάσει, επειδή δεν αντέχει πια την βαριά αλυσίδα της αυταπάτης. “Ντυμένη απέριττα το λάλημα του γκιώνη” (Το κατάλληλο δώρο), γίνεται η Κασσάνδρα μας,

Έτσι κι αλλιώς, πίσω από κάθε ταυτότητα
Κρύβεται μια πικρή ιστορία χλεύης

Κι όμως, κι όμως, στο ποίημα που τιτλοφορεί την συλλογή, το “Παράκτιος οικισμός”, αποκαλύπτεται με απόλυτη σαφήνεια το «γιατί» αυτής της απόγνωσης. Είναι η απώλεια “της ψυχής” αυτή “η αλητεία” που την σπρώχνει, αυτή η υλική προσήλωση “στο ψωμί προορισμό μας/ χωρίς ντροπή”, “στην καραβάνα”, που την εξοργίζει, αυτή η αδηφαγία, κι εκείνη η λήθη “Πόσο να ζήσουμε ξεχνώντας το πράο φεγγάρι ποτισμένο αλάτι”. Κι εκεί βρήκα, εγώ τουλάχιστον, τον όμοιό μου, την αδερφική της φωνή να υψώνεται ρωμαλέα, όσο και πικρή, για όσα χάνονται και κινδυνεύουν σαν οριστικά από τα πολύτιμα. Κι εδώ η καρδιά του μικρού αλλά σημαντικού αυτού βιβλίου.
Ώσπου φτάνουμε στο εξαιρετικό “Συλλείτουργο”, όπου όλα θα κορυφωθούν για να αθωωθούν,

Μ’ ένα χαστούκι του παλιού θεού
Κυλάει απ’ το καμπαναριό η καμπάνα
Στη σκοτεινή μου κάμαρα

όπου ο σκληρός άγιος και ο υπότροπος μέθυσος θα οδηγηθούν μέσα από τα κλάματά τους, και την ποίησή της, σε μια συμφιλίωση σε αυτό το «… μέταλλο βαριά ταπεινωμένο” με έναν “ανεπαίσθητο παλμό εγκαρδίωσης” “Νταν Νταν, άλλος δεν έμεινε στη γη”.

Και, Αφήνει στο κομό τον Ντοστογιέφσκι στο “Συμβαίνουν αυτά”.
Ακολουθεί η “Καλή Παρέα” όπου «μικρούληδες άνθρωποι σαν εμένα, αθροιζόμαστε σαν τα σπουργίτια πίσω από το τζάμι «, Τα κοτσιδάκια με φιόγκο”, και το καταπληκτικό “Το τελετουργικό”:

Ήθελε να σημάνει κάτι αλλά
Μέσα στην υπνηλία της αλήθειας
Χανόταν του ονείρου η εγρήγορση.

Δεν θέλω να πω άλλα, η πολλή ανάλυση βλάπτει την καλή ποίηση, ελπίζω να σας κέντρισα τόσο που να την διαβάσετε.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ

ΑΥΓΗ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ 24/9/17

Μ’ όλη τη θνητότητα, ένας λόγος

Με το τελευταίο της ποιητικό πόνημα, η ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου, στην οποία έχει αποδοθεί ήδη μια ιδιαίτερη θέση μέσα στη γυναικεία ελληνική γραμματεία, εκθέτει για μια ακόμα φορά τις σταθερές ορίζουσές της που εμπεριέχουν μια υπαρξιακή και μια κοινωνική συνιστώσα, σε σφιχτοδεμένους πάντα πλοχμούς.
Με το πρώτο κιόλας ποίημα “Περί το τέλος της ημέρας” που διαλέγει να παρουσιάσει και που, με τον τίτλο του, δεν αποτελεί μόνο αρχή, αλλά συμπέρασμα και τελείωμα, καταδηλώνεται η απουσία και η μοναξιά. Κανένα ίχνος προσώπου που πέρασε από το δωμάτιο δεν υπάρχει και μόνη συντροφιά το αδιάφορο φεγγάρι. Πρωτύτερα το μαχαίρι που κείται στο τραπέζι σαν πτώμα, έχει κόψει ή τραυματίσει. Μια σπαρακτική φωνή του ποιητικού υποκειμένου αυλακώνει τη νύχτα. Σε αυτό το πρώτο, αλλά και στα περισσότερα επόμενα ποιήματα της συλλογής, μια δραματική σκηνοθεσία καθιστά φανερή την οδύνη της ύπαρξης, τη μόνωση του ανθρώπινου όντος που παλεύει με σχέσεις αδιέξοδες και με τον εαυτό του, ο οποίος όμως είναι τελικά η μόνη αξιόπιστη συντροφιά, κάτι που φυσικά στο πρόσωπο της ποιήτριας μας αφορά όλους. Οι άνθρωποι μακρινοί και ξένοι, “δυο χωριστά μνημεία από αλάτι” ακόμα και την θεωρητικά πιο ευτυχισμένη τους στιγμή (όπως απεικονίζονται π.χ. στις φωτογραφίες του γάμου τους), αλλού ένας άνθρωπος μιλάει στο τηλέφωνο μόνος του, ή το κινητό κάποτε “στέκει αχρείαστο στη θήκη”, η ποιήτρια γευματίζει με τον εαυτό της, ακόμα και οι χειρονομίες αγάπης μεταξύ προσώπων, κάποτε είναι δυνατόν να αποβούν άστοχες. Τα όντα ανταλλάσσουν μόνο το ακίνητο βλέμμα τους σε μια βουβή προσπάθεια επικοινωνίας. Οι μέρες μοιάζουν άρρωστες. Η έλευση και της ίδιας της άνοιξης μοιάζει σαν απλό αστείο, όταν δεν μπορεί να είναι εικόνα της καρδιάς, ο ήλιος “θλιμμένο μωρό που του ανεβαίνει ο πυρετός του”, οι “μαργαρίτες σε θρήνο έξαλλο”, ελάχιστες οι ενδείξεις αρμονίας και ευεξίας. Το σκηνικό είναι κυριολεκτικά πεισιθάνατο.

Πάρα πολλές, στα σαράντα ποιήματα της συλλογής οι εκφράσεις που υπενθυμίζουν διαρκώς το αναπότρεπτο, το κραταιό γεγονός. “Δαχτυλίδι σε λειψανοθήκη”, “θάφτηκε στη μορφίνη της γύρης”, “ο λόφος σηκώνεται…σαν κάποιος που ξυπνά στο φέρετρό του”, “η θνητότητα απλώνεται”, “σαπισμένα ξύλα”, “ο κάτω κόσμος ανεβαίνει ανοιχτός”, “κάθε μου πόδι ένα μικρούλι φέρετρο”, “προσκυνητές θαμμένοι σε χοντρά βιβλία”, το βουνό που στέκεται “σαβανώνοντας” τις γενιές, η σκέψη “ρύζι με στάχτη”. “Αν είχα το θάνατο ξεχάσει” λέει κάπου η ποιήτρια, προφανώς στην περίπτωσή της αυτό δεν είναι δυνατό, η ματαιότητα είναι το σαράκι του πνεύματος, που δεν ανακουφίζεται ούτε με την Τέχνη. Διότι τι είναι η Τέχνη -εκτός των άλλων- από μια λήστευση αθανασίας; Αλλά εδώ, φαίνεται ότι η Τέχνη στιγμές-στιγμές πιο πολύ υπενθυμίζει αυτή την οδύνη, παρά την αποσιωπά και την ημερεύει. Το κεντρί της μέλισσας που αισθάνεται να έχει κάτω από το δέρμα η δημιουργός, αποτελεί έκφραση που καταδεικνύει την διαρκή ανησυχία και αγωνία της.
Παρόντα επίσης το γήρας και η φθορά, με αναφορές πχ στην αρθρίτιδα και στην άνοια. Σε άσκηση μιας φιλοσοφικής μελέτης θανάτου, θα δοκιμάσει να φανταστεί τη μέρα της κηδείας της, σαν να κοίταζε από ψηλά την αναχώρηση ενός τρίτου. Τότε πάλι η τραγική διαπίστωση για τη ματαιότητα ακόμα και των στίχων. Των στίχων που “και ο θάνατος και η αθανασία θα χλευάσουν”. Ύστερα, σε άλλο σημείο όμως, μοιραία η αντιστροφή, επειδή :“Μ’ όλη του τη θνητότητα ένας λόγος/ Τη φλόγα του ψελλίζει ανάμεσά μας”. Ναι λοιπόν: η Τέχνη μας είναι ακριβή. Η επίγνωση της συγγένειας με το χώμα, οδηγεί σε εξομοίωση των ανθρωπίνων υπάρξεων και στην τεταμένη ενσυναίσθηση. Τη συμπόνοια προς όλα τα ομοιοπαθή όντα, την αδελφοποίηση. “Να πατώ με συμπόνοια/ Ανάμεσα από τις κεφαλές/ Τόσων σωμάτων βυθισμένων στο χώμα.” διαβάζομε κάπου, ή “με ρίζες που γραπώνουν την καρδιά μου”, όταν μιλάει για τα θεωρούμενα αδέλφια της. Ακόμα και τα ζώα που υφίστανται κάποτε το αποτέλεσμα της ανθρώπινης διαστροφής (ο κρεμασμένος σκύλος, η αποκεφαλισμένη γάτα, το τουφεκισμένο γεράκι), υπεισέρχονται στον κόσμο του οίκτου της ποιήτριας. Γι’ αυτά, όπως και για τον άνθρωπο όμως, η σωτηρία είναι προσωρινή. Όπως άλλωστε προσωρινή και η ζωή.
Στο πλαίσιο της κοινωνικής συνιστώσας συναντάμε εμβόλιμα στίχους για ουρές με καραβάνες (ο σχετικός συνειρμός οδηγεί στη χώρα της οικονομικής κρίσης), την εξ ανάγκης ονομασία του ψωμιού σαν προορισμό (ενώ προφανώς δεν θα έπρεπε να είναι ο μόνος), για πατέρες που τους γηροκομούν βαρυγκωμώντας, παρούσα επομένως θεωρώ και η αξιακή κρίση (διότι δεν φαίνεται εδώ να ομιλεί απλώς για ένα βουνό), πουλιά που συντηρούνται με ένα κόκκο σιταριού (προτείνοντας θεωρώ και εδώ εικόνες αλληγορικές), τοπία με καμμένα σπίτια και ξεχασμένα φονικά, υπερήλικες που συνωστίζονται στα δημόσια ταμία, μηχανήματα τράπεζας που συμμετέχουν στην ταλαιπωρία των ανθρώπων, ένα έθνος άπραγο που περιμένει τη βοήθεια των θεών, μετρά τα τελευταία του τσιγάρα (τις τελευταίες δυνατότητες ή πόρους που διαθέτει), ενώ τα παιδιά του γερνούν χωρίς ελπίδα. Διαπιστώνει την περιρρέουσα μιζέρια, εντοπίζει τα προβλήματα, συμπάσχει. Εκφράζοντας έτσι με μέσα καθαρά ποιητικά -και χωρίς ποτέ αυτό να το απεμπολεί προς χάριν των σημαινομένων- τη μεγάλη μερίδα του κόσμου που υποφέρει. Ίσως λοιπόν ο τίτλος του βιβλίου, εκτός από τον τόπο του ομώνυμου ποιήματος, να αφορά ολόκληρη την με άφθονες ακτογραμμές χώρα μας που αυτή τη χρονική στιγμή βρίσκεται σε δυσκολία και στέρηση. Θα έλεγε κανείς ότι και η αναφορά στον Πλάτωνα σε κάποιο σημείο του κειμένου -υπό την σκιά του ανδριάντα του οποίου τελούνται τα τεκταινόμενα- αποτελεί μια διερώτηση εάν ο κόσμος των ιδεών έχει χρεοκοπήσει. Ή πάλι -και όπως τα moto που επιλέγει για την αρχή του βιβλίου αφήνουν να εννοηθεί- ίσως ο τίτλος να αφορά την αγωνιώδη προοδευτική προσέγγιση ενός αναπόφευκτου τέλους που ήδη το κατοικούμε, ή μας κατοικεί.
Η ποιήτρια -με τον καθιερωμένο ήδη από ετών ιδιαίτερο τρόπο γραφής της- πλέκει τους στίχους της χρησιμοποιώντας πολλαπλές εναλλαγές εικόνων και σκέψεων, μη διστάζοντας να στολίζει κατά περίσταση τα ουσιαστικά της με καίρια επίθετα, που θα αναδείξουν τις σημασίες της. Αναμειγνύει σε αξεδιάλυτο σώμα εικόνες της καθημερινής πραγματικότητας της εποχής με άλλες κατασκευασμένες στη φαντασία και με τολμηρές μεταφορές και αφηγηματικούς ελιγμούς προχωρεί στις επισημάνσεις της αποφεύγοντας να γίνεται άμεσα διδακτική. Μάλιστα οι εναλλαγές αυτές συχνά οικοδομούν μια κρυπτικότητα των επί μέρους θεμάτων της προς όφελος όμως της ποιητικότητας του κειμένου. Αλλά καμία ευφορία δεν αποδίδει σε αυτή τη συλλογή η ποιητική γραφίδα. Ελάχιστες οι στιγμές της χαράς και διακόπτονται σχεδόν πάντα από το αντίθετό τους. Ένα “γλυκό φως φεγγαριού” συνοδεύεται από “χρήσιμες ενοχές”, κάποιος “κλαίει χαρούμενος” την πιο όμορφη μέρα, η άνθηση συμπορεύεται με τη δυσμορφία και μόνο κάπου κάπου μια τρυφερή εικόνα γλυκαίνει την καρδιά, πχ. η θύμηση της ηλικιωμένης δασκάλας, ή του πατέρα με το κοριτσάκι του που βαδίζουν παρέα “με πέδιλα από λευκές πεταλούδες”. Εν μέσω ενός δυστοπικού ρεαλιστικού περίγυρου, μόνο στον ύπνο, δηλαδή στα όνειρα, επιτρέπεται η πολυτέλεια “μιας πηγής με κυκλάμινα”, η πολυτέλεια δηλ. της ακέραιας ομορφιάς.
Σημειώνω επίσης (σε αυτήν μα και σε προγενέστερες συλλογές της) τη χρήση συχνά λέξεων όπως πάπλωμα, παντόφλες, νυχτικό, ρόμπα, μαξιλάρια, σεντόνια (αλλά όχι αυτά του έρωτα), και πίσω της να κλειδώνονται οι πόρτες, που παραπέμπουν σε οικείο περιβάλλον και επιτρέπουν ίσως την κειμενική δόμηση ενός ασφαλούς εσωτερικού χώρου κατάλληλου για την περίσκεψη που το ποιητικό υποκείμενο απαιτεί από τον εαυτό του, ή θέλοντας έτσι να υπονοήσει και εν συνεχεία να εξορκίσει έναν εφησυχασμένο εαυτό, που ωστόσο καθόλου στα δικά μας μάτια δεν είναι τέτοιος. Μετρώντας τις ώρες της, νοιώθει αδύναμο ανδρείκελο και βαριά τη σκιά της ευθύνης, “φοβάται όλα αυτά που αντέχει”, επειδή μάλλον θεωρεί ότι η αντοχή τελικά την αδρανοποιεί, ενώ η στάση της προς το ανώτατο ον -που, αν και αόρατο και φάντασμα, κατά συνεπαγωγή όντως υπάρχει- μοιάζει να είναι η γνωστή μιας θεοδικίας, αφού τα πλάσματα φαίνονται αφημένα στη δυσκολία και το θάνατο. Αλλού όμως και μόνο το φως του ήλιου φέρνει δάκρυα χαράς.
Καθώς, με τον τρόπο της ποίησης και “υπέροχα μόνη” συνεχίζει να αγωνίζεται -και σε αυτό το βιβλίο- η Δ. Χριστοδούλου στον επίπονο στοχαστικό της στίβο, ανακαλούνται στη μνήμη μας τα λόγια του συναδέλφου της, παλαιότερου ποιητή Γιώργου Σαραντάρη- ότι “Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ”.

ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ

BOOKPRESS 18/8/2017

«Μ’ ένα χαμόγελο θνητό και δίβουλο»

«Ξυπνώ απ’ το γάβγισμα. Μετά/ Διακρίνω αμυδρά ένα πρόσωπο./ Θερμαίνεται με εξωανθρώπινο χρώμα./ Μοιάζει αργόσχολο και περιττό/ Σαν φως πάνω σε πατημένο χιόνι…» (Η κυρία με το σκυλάκι, σελ. 10).

«Άρχισε η μέρα κοιτάζοντας πίσω της/ Με το ανάστροφο βλέμμα τού αρρώστου/ Που κοιτάζει σ’ ένα μαύρο χαρτί…» (Διασπορά, σελ. 11)

«Ξυπνά το έθνος και ανακλαδίζεται,/ Προσδοκά να του χαμογελάσουν οι θεοί/ Με αστραφτερή οδοντοστοιχία…» (Καλή εβδομάδα, σελ. 47)

Κάνοντας τη μικρή αυτή αναφορά στην ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου, ξεκινώ από τρία χαρακτηριστικά δείγματα ποιημάτων της στα οποία στήνει εξαρχής ένα δυνατό σκηνικό και μπάζει μέσα σ’ αυτό τον αναγνώστη. Απ’ όπου στη συνέχεια τον ξεναγεί πότε σ’ έναν κόσμο απόντων (Η κυρία με το σκυλάκι), πότε στα μυστήρια του χρόνου (Περί το τέλος της ημέρας), άλλοτεσε καταστάσεις καθημερινές (Μετά το σινεμά μια μπίρα), στη ματαιότητα της γραφής (Το πανηγύρι) και στο χώρο και την ιστορία (Παράκτιος Οικισμός). Ενίοτε με αυτοσαρκασμό (Κοτσιδάκια με φιόγκο) . Πάντως όχι με νοσταλγία ούτε με τη θλίψη του επερχόμενου τέλους, ούτε καν με την αίσθηση μιας ματαιότητας. Αλλά με τη βεβαιότητα ότι «πάντα ρει». π.χ.: «Μ’ ένα χαμόγελο θνητό και δίβουλο / Μπήκε στη σκέψη μου το φεγγάρι. /Θα το ’χε σκάσει από καμένα σπίτια/ Ή από κάποιο ξεχασμένο φονικό/ Και τάχα ήθελε μια πρόσκαιρη ανακούφιση,/ Να παραστήσει μιαν επιτραπέζια λάμπα,/ ένα κουτό, παλιό φωτιστικό/ Που γέρασε ήσυχα σε τίμιο σπίτι. Τα χαρτιά μου αναρρίπισε ο ερχομός του/ Με την αναπνοή της Τέχνης./ Με τόσο γλυκό φως, τόσο γνώριμο/ Να σβήνει την αιωνιότητά του/ Και κάθε ενοχή να κάνει χρήσιμη / Σιγολάμποντας πάνω απ’ το πιάτο/ Όπου απόμειναν μικρές μπουκιές!/ Α, φαίνεται, αυτό θα λένε εκεί ψηλά/ Αθανασία.» (Ένας ρόλος, σελ. 31)
«Οι λέξεις της –μία και μία– συγκροτούν μια γλώσσα κρουστή, δυνατή. Σαν τη φυσική πνοή. Γι’ αυτό έχει κανείς την εντύπωση ότι παρακολουθεί έναν αγώνα αντοχής όπου το ποιητικό υποκείμενο κρατάει τον δυναμικό του ρυθμό αδιάπτωτο, ώσπου να φτάσει στο τέλος της ποιητικής του αφήγησης και να μπει η τελεία.» (Στην επόμενη ποιητική σύνθεση, το ίδιο).

Η ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου είναι χαμηλόφωνη αλλά με εσωτερική ένταση που οφείλεται, πιστεύω, σε δύο χαρακτηριστικά της γνωρίσματα: Πρώτον στην καθαρότητα των εικόνων της και δεύτερον στην ικανότητα να αφηγείται μια ιστορία με αρχή-μέση-τέλος με τη μέγιστη δυνατή ελλειπτικότητα, αλλά τόσο όσο να φτάνει ο ποιητικός λόγος στον αναγνώστη της και να τον κερδίζει.
Μιλώντας γενικά, έχω την εντύπωση ότι κάθε ποιητική συλλογή είναι ένα πέρασμα μέσα σε δάσος. Σε άγνωστους, σκοτεινούς χώρους. Μπορεί να βγεις στο ξέφωτο αλλά μπορεί και να χαθείς. Και προκειμένου να τριγυρνάς άσκοπα έως βασανιστικά, πολλές φορές διακόπτεις τη δοκιμασία και σταματάς στη μέση την πορεία. Το ταξίδι σ’ ένα άλλον κόσμο έχει αποτύχει και ξαναγυρνάς στις γνώριμές σου βεβαιότητες. Στον ποιητικό κόσμο της Δήμητρας Χριστοδούλου μπαίνω πάντα με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

ΤΑ ΝΕΑ 10/06/2017

Λυρική καταγγελία, σφυροκόπημα ενοχής

«Παράκτιος οικισμός», η δέκατη τρίτη συλλογή της πολυβραβευμένης ποιήτριας, είναι το πλέον μαχητικό, ευφυώς στρατευμένο βιβλίο της

Η ταυτότητα του ευκίνητου, εξομολογητικού υποκειμένου, το οποίο μεταβαίνει όντως με ιδιαίτερη άνεση από το ένα γένος στο άλλο, συμπεριλαμβανομένου του ουδετέρου, παρέχεται με υποδειγματική σαφήνεια στο επιλογικό κομμάτι της συλλογής. Η ομολογία επιβεβαιώνει, μεταξύ άλλων, το ποιητικό ήθος, το οποίο συνέχει το κείμενο από την υποβλητική του έναρξη ώς το εγκαυστικό τέλος του. Ασφαλώς το κύκνειο άσμα θα μπορούσε να διαβαστεί και στη θέση του προλόγου, αποδεικνύοντας αμέσως στην πράξη την αυστηρή κυκλική συνέπεια, η οποία διέπει το όλο έργο. Παραθέτω επί λέξει τα εξής χαρακτηριστικά αποσπάσματα για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Είμαι ένα ρεύμα θερμό, ρόδινο, / Οπου κυλάνε τα πεσμένα φύλλα. / Και είμαι εκείνη που τραβάει τα δίχτυα / Και φέρνει πάνω τα θνητά […] Είμαι τα ανέσπερα καντήλια / Πού κρέμασε ο αέρας σ’ άδεια κάμαρα. / Κι είμαι ο σκύλος που κλεισμένος μέσα / Κουνάει την ουρά σ’ ένα φάντασμα […] Και είμαι εκείνη που κλαίει χαρούμενη, / Πώς ξέσπασε μια τόσο όμορφη μέρα; / Είμαι ο τυφλός με τη λάσπη στα βλέφαρα / που νιώθει τα θαυματουργά τα δάχτυλα». Η επαγγελματική φιλολογική κατάρτιση της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου έχει ήδη τεθεί ασμένως προ πολλού στην υπηρεσία του εξειδικευμένου ποιητικού τολμήματος: η καθ’ όλα παραγωγική αυτή ώσμωση διαφαίνεται από την πρώτη κιόλας, επιμελή προσέγγιση και του παρόντος εγχειρήματος. Ο λόγος, φρονώ, ακούγεται με τη φυσικότητα, φέρ’ ειπείν, του φλοίσβου. Η επαναφορά ιδρύει ακουστική ηδύτητα. Η δε επαφή με την πραγματικότητα προβλέπει, μεταξύ άλλων, την επαναδιαπραγμάτευση του προσώπου με ό,τι το ίδιο πιστεύει ότι είναι χρόνος. Εξού και η έντονη αίσθηση της ροής, η οποία σπεύδει την κατάλληλη στιγμή να επιστρέψει στην πηγή της. Ο ρυθμός αποτελεί το πρώτο μέλημα της σύνθεσης. Είναι το σφυροκόπημα μιας συλλογικής ενοχής. Αντιλαμβάνομαι ότι η διαρκής υπόμνηση του χρέους απέναντι στον Εαυτό προκαλεί τη διέγερση του ρήματος. Το κάθε ποίημα προοικονομεί εμμέσως πλην σαφώς το άλλο. Το επόμενο σχεδόν τεκμαίρεται, ενώ το προηγηθέν αφορά κατά κανόνα το κοντινό ή και απώτερο μέλλον.
Οι τρεις τρόποι
Με τρεις τρόπους φρονώ ότι μπορούμε να μελετήσουμε το σημερινό πολλαπλό μήνυμα της δικαίως πολυβραβευμένης αυτής δημιουργού, χαρακτηριστικής εκπροσώπου της πολυφωνικής γενιάς του ’70, όπως κατατίθεται στην πρόσφατη αυτή, δέκατη τρίτη κατά σειρά, συλλογή της των σαράντα ποιημάτων. Πρώτον, ως λυρική καταγγελία για τα όσα θλιβερά συμβαίνουν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Δεύτερον, ως εκ βαθέων εξομολόγηση μιας αναστοχαζόμενης ύπαρξης για τα όσα την αφορούν κατ’ αποκλειστικότητα. Δηλαδή, άμεσα και διαχρονικά. Και τρίτον, ως μονόπρακτο δράμα του ανθρώπου εν γένει, ο οποίος πασχίζει να αποδείξει ότι όντως είναι ο ζωτικός φορέας πολιτισμικών αξιών. Πολλές μάσκες ακυρώνονται από τη δράση της εμπνευσμένης αποδόμησης, εδώ και τώρα. Από την άποψη αυτή, η εν λόγω συλλογή είναι το πλέον μαχητικό, ευφυώς στρατευμένο βιβλίο της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου. Τα ποιήματα συνοψίζουν, κατά τα άλλα, τα κυριότερα κεφάλαια της βιοτής, όπως τη σπουδάζει ένας ομολογουμένως βαθύνους παρατηρητής. Συγκρατώ ότι η κατασταλαγμένη πείρα των αλλεπάλληλων σαρωτικών βλεμμάτων του συγκεκριμένου δημιουργικού λόγου εξακολουθεί να διοχετεύεται στις οδούς και στις παρόδους του ποιήματος με τάξη. Η προσήλωση στις προδιαγραφές της επιδέξιας συνύπαρξης χαρακτηριστικών δεδομένων της εξ αντικειμένου πραγματικότητας και των προϊόντων αμιγώς φαντασιακής υφής αποδίδει και πάλι καρπούς. Το τελικό αισθητικό προϊόν δεν αντανακλά, όπως θα περίμενε ο βιαστικός αναγνώστης, τη θλίψη ενός ισοπεδωτικού αφανισμού τού εγώ, αλλά την προοπτική της επανεμφάνισής του, μέσα από τα παρ’ ολίγον ερείπιά του, ως του δικαιότερου κριτή των όσων δοκίμασαν να το παγιδεύσουν. Πρόκειται για την πνευματική αλκή, η οποία παραμένει αλώβητη και άφθιτη παρά τα όσα ενάντια έχουν κατά καιρούς υψωθεί. Εξού και η πτήση στην κατακλείδα του ποιήματος που τιτλοφορείται «Δώδεκα». Ητοι: «Κατακόκκινα σαν ρόδα σε κόλλυβα / Χώνονται στον αέρα δευτερόλεπτα. / Αν ήμασταν πουλιά, αν πετούσαμε, / Με ράμφη πεινασμένα καταπάνω τους / Πόσες ψυχές θα είχαμε σώσει». Ανάλογα ισχύουν για την ανάκτηση του πολυτιμότερου υλικού που διαθέτει εξ ορισμού η ύπαρξη, δηλαδή: «Πώς την καρδιά ενός γιγάντιου κήτους / Να ρίξουμε σ’ ελεεινό τηγάνι, / Πώς, ύστερα, υπό τη θυμηδία των κυμάτων, / Να μπούμε στην ουρά με καραβάνα / Και πώς στο τέλος τέτοιαν αλητεία / να ξαναπείς ψυχή».
Η αίσθηση της διαστολής
Επισημαίνω ότι η «ακατοίκητη πατρίδα» και η «κατάκοιτη χώρα», όπως ακριβώς προκύπτουν στο τρίτο και ενδέκατο κατά σειρά ποίημα, με τίτλους αντιστοίχως «Διασπορά» και «Ανεπιστρεπτί», εντοπίζονται ασφαλώς σε κάθε σημείο του πλανήτη μας, όπου η αλλοτρίωση, ο ατελεύτητος εξανδραποδισμός του ατόμου, προσπαθεί να αντικαταστήσει τη γνώση του όντος. Δεν ξεχνώ βέβαια ότι η ποιήτρια διακρίνεται τόσο για τις ευρύτερες υφολογικές της μέριμνες στο πεδίο των προωθημένων κειμενικών εμπεδώσεων όσο και για τη χρόνια τριβή της με θέματα της γενικής λογοτεχνίας. Εξού και η επιμονή μου να διαβάζω τον «Παράκτιο οικισμό» σαν να ήταν γραμμένος και για μια χώρα της Εγγύς Ανατολής, του Ειρηνικού Ωκεανού ή ακόμα και της Νότιας Αμερικής. Υφίσταται άλλωστε έντονη σε πλείστα σημεία και η αίσθηση της διαστολής της σκηνής, της διεύρυνσης των δεικτών σε ασυνήθη πέρατα, σε μια χωροταξία έξω από τα κατά κανόνα ισχύοντα στον χώρο της τρέχουσας παραγωγής στίχων. Εννοώ: «Μακρυά, στη γραμμή του ορίζοντα, / Ανοιγοκλείνει ένα στόμα. / Βλέπω την κόκκινη γλώσσα / Που πλαταγίζει στον φάρυγγα / Μιαν άυλη μπουκιά από κρότους». Το δε «μαύρο άστρο από το οποίο χύνεται καρβουνόσκονη», το οποίο απαντά σε κρίσιμο σημείο της συλλογής, θα μπορούσε να φανεί με την ίδια ευκολία και στο οπτικό πεδίο ενός κατοίκου των Αντιπόδων. Η εμβέλεια του ποιητικού ρήματος συνιστά αδιαμφισβήτητο κεκτημένο, κοντολογίς, η ταχύτητα πρόσληψης της ουσίας των σχέσεων που μας συνδέουν με τα πρόσωπα αλλά και με τα πράγματα ασφαλώς και αυξάνεται, όταν αξιοποιείται στο έπακρο το δίδαγμα από ποιητικές αποκρυσταλλώσεις, όπως αυτές τις οποίες παρέχει η ποιότητα των εκφάνσεων του «Παράκτιου οικισμού».

ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Η ΑΥΓΗ 8/11/2015

Σαν να υπήρχε λόγος

Διακρίνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τους εξής ενδεικτικούς αφορισμούς από το «Συνεκτικό υλικό», το εξηκοστό πέμπτο ποίημα του βιβλίου: « …ένα σύμπαν αναίτιο. / Ένα ανομολόγητο σφάλμα. / Να ζήσουμε σαν να υπήρχε λόγος. / Να πεθάνουμε σαν ν΄ αξίζει τον κόπο. / Να πειθαναγκαστεί η αιωνιότητα / Να ριχτεί για τα καλά στη βιοπάλη». Με τρεις τρόπους φρονώ ότι μπορούμε να διαβάσουμε την ειδική πρόταση της πολυβραβευμένης Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, όπως κατατίθεται στην ως άνω, πλέον πρόσφατη, συλλογή της. Πρώτον ως διερμηνεία ενός φαινομένου ατομικής και συλλογικής πτώσης, με εμφανείς όμως αναλαμπές ηθικής ανόρθωσης, η οποία ακυρώνει προσώρας την ολική ματαίωση του υποκειμένου. Δεύτερον ως εμπέδωση της παραγωγικής, απρόσκοπτης συνάρθρωσης του αβαρούς, ενίοτε διφορούμενου γράμματος με την ad hoc βαρύνουσα ποιητική έννοια. Και τρίτον ως ευθεία αναγωγή του τρέχοντος κρίσιμου ή δήθεν ασήμαντου συμβάντος σ΄ ένα σταθερό δείκτη νοσταλγίας των πρωτογενών κοιτασμάτων του εγώ.
Στο θέατρο της γλώσσας, η δυναμική του σωματικού ρήματος της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου παραμένει το υπογραμμίζω αυτό, αμείωτη. Με ιδιαίτερη συνέπεια τηρεί τις υφολογικές δεσμεύσεις, τις οποίες η ίδια θεωρεί ικανές και αναγκαίες εκ προοιμίου. Μόνιμος στόχος παραμένει η γόνιμη διαχείριση ακόμη και του ελάχιστου υλικού, ώστε μέσω αυτού να προκύψει το μέγα ποθούμενο, ήτοι το εννοιολογικά μείζον. Ο στίχος διατηρεί φανατικά τα του εαυτού, αρνούμενος ν΄ απεμπολήσει το παραμικρό από όσα δικαιωματικά του ανήκουν. Εξ ου και η ασφάλεια των εκφορών του καθοριστικού, καλώς συγκερασμένου λόγου. Ο τελευταίος γνωρίζει πώς να συνέχει το παρόν έργο σε όλη του την έκταση. Η οιονεί επιγραμματική, αποφθεγματική έκφανση εμπεριέχει, βάσει συγκεκριμένου προγράμματος της λεκτικής δράσης, τόσο την πανθομολογούμενη όσο και την άλλη, την απόκρυφη βάσανο ενός εξόφθαλμα ανορθολογικού βίου. Το ποίημα συνιστά κατά συνέπεια σκεύος οδύνης. Το δε απόθεμα των συναφών μαρτυριών κατανέμεται με γραμματική και συντακτική προσοχή. Άλλωστε η επαγγελματική φιλολογική κατάρτιση της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου έχει ήδη τεθεί ασμένως προ πολλού στην υπηρεσία του ποιητικού τολμήματος. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό χωρίο από την κομβική «Διαθέσιμη ύλη»: «Πόνος μού κάθεται στο στήθος / Όπως αρνί μες στο χιόνι / Μου ανοίγει μια ρίζα φαγώσιμη / Κι ανάμεσα στα χάλκινα φύλλα / Αστράφτει θρεπτικό φθινόπωρο. / Λάμπουνε οι πάγοι σ΄ ένα θέρετρο / Kάτω από μαλακή βραχνάδα /Και βλέπω στην άμμο το χνάρι μου. / Εκεί παραθερίζω με μπαστούνι,/ Δυο πατημασιές και μια τρύπα». Τα ισόβαρα φορτία επιβεβαιώνουν στην πράξη την επιμέλεια που έχει ασκηθεί σε μακροχρόνια, είναι φανερό, βάση. Σκαρί επιτήδειο, εξειδικευμένο σε μεταφορές σημαινόντων, το ποίημα αποτελεί διακριτή ετεροτοπία.
Η κατασταλαγμένη πείρα των αλλεπάλληλων σαρωτικών βλεμμάτων του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος διοχετεύεται στις οδούς και στις παρόδους του ποιήματος με εργαλειακό μέτρο, με προσήλωση δηλαδή στις προδιαγραφές αρμονικών συσχετισμών. Κι εδώ ακριβώς η πολιτική της σύνθεσης στο Ελάχιστο ψωμί της συνείδησης συναντά ένα μέρος του συντάγματος των παλαμικών κανόνων, όπως διατυπώθηκαν το 1925. Εστιάζομαι στα εξής: «την ποίηση αδυνατώ να τη συλλάβω έξω από το στίχο. Και με την αντίληψη αυτήν, τα ζητήματα της μετρικής τέχνης είναι στην προοπτική μου ισομέγεθα και ισοδύναμα με τα προβλήματα της ποιητικής πνοής, είναι ομοούσια ή ομοιοούσια». Όπως έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των δημιουργικών αποστάξεων των λογοτεχνών της γενιάς του εβδομήντα, η διεξοδική γραφή της Δ.Χ. Χριστοδούλου, στους αντίποδες των προσπαθειών πολλών ετέρων, οι οποίοι έμειναν οργανικά μάλλον ανεξέλικτοι, προβάλλει δεόντως την προσέγγιση μιας διαφορετικής πτυχής του προσώπου του κόσμου, ο οποίος κατ΄ ανάγκη μας περιβάλλει. Επιστρατεύεται βεβαίως, μεταξύ άλλων: οι αθέλητες μνήμες, οι εποικοδομητικοί συγκερασμοί ποικίλων αντιφάσεών μας, οι απαραίτητοι υπαινιγμοί, οι αποκρυπτογραφήσεις αρκετών μηνυμάτων από τον χώρο του υπέρλογου, οι επανακτήσεις αρκετών από όσα νοούνται ως αγαθά, οι άκρως φιλελεύθερες χρήσεις των συνειρμών, οι επινοήσεις φιλίων συντεταγμένων ονείρου, οι αποδελτιώσεις στιγμών έκστασης ενός χρόνου που δεν σπαταλήθηκε πλήρως. Η αλήθεια, η απόδοση της ταυτότητας, η οριοθέτηση της ατομικότητας συνιστούν εν τέλει εδώ υποθέσεις μουσικής.

Από τον ένα τίτλο στον άλλο εξελίσσονται, επαναδιαμορφώνονται, ακινητοποιούνται προφανώς για να αυτοσυγκεντρωθούν, επανακάμπτουν, τυποποιούνται και αλληλοϋποστηρίζονται διαδοχικώς τα διαβήματα εκείνα της ύπαρξης, τα οποία θέλουν να την αναβαθμίσουν, παρά τις όποιες δεδηλωμένες, εγγενείς αδυναμίες, σε όντως Πρόσωπο. Στο μεταξύ, η γραφή στην προκειμένη περίπτωση συνεχίζει να υποστηρίζει ακράδαντα ότι οι όποιες αξίες, οι όποιες παράμετροι των ποιοτήτων του βίου διερμηνεύονται, αποκαθίστανται και κατοχυρώνονται πάντα στο πρόσφορο έδαφος της εξ υποκειμένου θέασης του περιρρέοντος είναι. Διακρίνω τα εξής από τη «Διαστρωμάτωση», το κατά σειρά εξηκοστό έκτο ποίημα της συλλογής: «Εμείς οι ελεύθεροι, στο οστεοφυλάκιο, / Μωρά με αφέψημα παπαρούνας / Στην κούνια ενός αργού δευτερόλεπτου / – Βρέχει μελάνι…- καταγράφουμε / Την επιστήμη της δολιοφθοράς. / Καθένας μας ένα πηγάδι βατράχια». Όσο κι αν οι αισθήσεις μάς παγιδεύουν σε καθημερινή βάση, θα υφίσταται πάντα η δυνατότητα της απεμπλοκής του ένδον ψεύδους και της ακόλουθης προαγωγής της βιωμένης αλήθειας σε βάθρο αντοχής. Ό,τι δηλαδή καταδηλώνει σε μια προσέγγιση δεύτερου βαθμού το Ελάχιστο ψωμί της συνείδησης.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

Oanagnostis 23/4/2015

Πριν κοπάσει ο απόηχος της συζήτησης για τον Τρόμο ως απλή μηχανή (Πατάκης 2012) η Δήμητρα Χριστοδούλου (ΔΧ) επανέρχεται με Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης από τις εκδόσεις Μελάνι. Από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής γίνεται φανερό πως η σκέψη της ποιήτριας εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια δημιουργική εμπλοκή με την υπαρξιακή αγωνία, τη μοναχικότητα, το περιθώριο της ζωής, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Δηλαδή με θέματα καθόλου νεόκοπα, που κατά τεκμήριο απασχολούν την ποίηση διαχρονικά, και μάλιστα σε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά την έντεχνη γενικώς παραγωγή της εποχής μας. Άρα, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, η ΔΧ από την άποψη του περιεχομένου κινείται σε χώρο γνώριμο και χιλιοδουλεμένο από πολλούς συμπορευόμενους εργάτες του λόγου. Γι’ αυτό θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να διερευνηθεί το κατά πόσο με την παρούσα προσθήκη της βελτιώνονται τα ζητήματα ποίησης ή κατατίθεται κάποια ανατρεπτική πρόταση. Μάλλον όμως είναι νωρίς για να εκτιμηθεί κάτι τέτοιο. Άλλωστε, η ίδια η ποιήτρια μας καθοδηγεί, αφού δεν αποφεύγει να εμπλέξει την άκρως ευαισθητοποιημένη σκέψη της με τους άστεγους, τους πρόσφυγες, τους πεινασμένους, τους φτωχούς, τους ανίσχυρους ταλαιπωρημένους της τρίτης ηλικίας, τους εγκλωβισμένους στο θλιβερό διαμέρισμα κάποιας πολυκατοικίας, τους λυπημένους, για να στραφεί σε κάτι επαναστατικό που πιθανόν δεν θα αντιπροσωπεύει τα παραπάνω στοιχεία, τα οποία σχετίζονται τόσο στενά με τις αγωνίες της, που δε λένε να κοπάσουν: Κι αν σιγήσει τούτη η πένθιμη άρια, / Πάλι θ’ ακούω με τα μάτια. / Πάλι με τα μαλλιά θα οσφραίνομαι. / Και θα ’μαι τόσο περιττή όσο η ζάχαρη / Μες στο ηχείο μιας μεγάλης καμπάνας. (σ. 83) Ωστόσο, από τους πρώτους στίχους των ποιημάτων μάς κατακλύζει μια διαφορετική αίσθηση, που καθιστά διακριτά τα ποιήματα της συλλογής: είναι η μοναδικότητα με την οποία εκφράζονται οι αναφορές της για πράξεις ασήμαντες και γεγονότα επουσιώδη που κατά συρροή εξελίσσονται δίπλα μας καθημερινά χωρίς να έλκουν την προσοχή μας. Παρατηρούμε δηλαδή με αμείωτο ενδιαφέρον τη ΔΧ να χρησιμοποιεί ως προσφιλές μέσο διατύπωσης την αποσταθεροποίηση της φυσικής κατάστασης των πραγμάτων, στα οποία αποδομεί την κλασική λειτουργία και με ευρηματικότητα να εκθέτει τα νοήματα ή να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα με βάση την αντιστροφή της συμβατικότητας του λόγου: Ένα ζευγάρι βολικά παπούτσια / Βόσκουν ανάστροφα το νήμα στο χαλί / μηρυκάζοντας την πανίδα του σκώρου. (σ. 12) Ή Ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο / Ο Ύπνος το απίθωσε στη χλόη / Μέσα σ’ ένα απόβροχο κίτρινο / που δεν μπορούσαν να φθείρουν τα φώτα. (σ. 65) Φαίνεται ότι για τη ΔΧ ποίηση δεν είναι μόνο «η άλλη γλώσσα», είναι μια διαρκής ανατροπή των συμβάσεων και ορισμένες φορές μια σκόπιμη νέφωση των νοημάτων για να αποκαλυφθεί το άλγος και ο ζόφος που καταλαμβάνουν τον ατομικό και κοινωνικό μας βίο: Αυτό είναι χαρτόνι. Αυτό γύψος. / Αυτό ποτήρι που αναποδογύρισε. / Έχει γεύση συντηρημένου συμβάντος, / Σχήμα διαλυτό στο κρύο, / Φωνή πουλιού που επαναλαμβάνει / Κάποιο παράγγελμα: / Κάποιος πρέπει να εργαστεί με άγρια χέρια // Πόνος μου κάθεται στο στήθος / όπως αρνί στο χιόνι. / Μου ανοίγει μια ρίζα φαγώσιμη / Κι ανάμεσα στα χάλκινα φύλλα / Αστράφτει θρεπτικό φθινόπωρο. / Λάμπουνε οι πάγοι σ’ ένα θέρετρο / Κάτω από μαλακή βραχνάδα / Και βλέπω στην άμμο το χνάρι μου. / Εκεί παραθερίζω με μπαστούνι, // Δυο πατημασιές και μια τρύπα. («Διαθέσιμη ύλη», σ. 33)

Η ΔΧ σε πλείστες περιπτώσεις επιδιώκει να πραγματοποιήσει ένα μοναχικό ταξίδι στο χρόνο, θεωρώντας ότι η ταύτισή της με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφει εμπλουτίζει τη μελαγχολική εικόνα της ποίησής της: Ήμουνα πάντα ένα άχαρο παιδί / Με μια βαλίτσα στο χέρι. / Άφηνα πίσω μου ένα απόγευμα / Χλωμό σαν γάλα στο πιατάκι της γάτας / Και μετακόμιζα σ’ ενηλικίωση / πιο ακατοίκητη απ’ τον ουρανό. Ακόμη και την ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης, να αντιμετωπίζει με στωικότητα τους κινδύνους, τη φθορά, το απευκταίο, την κατατάσσει σε μια ψευδεπίγραφη γενναιότητα, που προκύπτει από φρούδες ελπίδες για κατάκτηση του Παραδείσου: Πόσο αργά γερνούν, πόσα λίγα μαθαίνουν, / Οι άνθρωποι ενώ σιγοπεθαίνουνε. / […] / Ακούνε των διαβόλων το τραύλισμα, Κάθε πρωί σκύβει στ’ αυτί τους η Κόλαση. / Κι αυτοί εκεί, με τα παιχνίδια, τα βιβλία τους, / Τόσο γενναία, τόσο πένθιμα νέοι… (σ. 71)

Ο ρόλος της στην εξέλιξη της αφήγησης είναι μαρτυρικός. Ενώ ως πρόσωπο βιώνει τη θλίψη και την απομόνωση από το γκρίζο περιβάλλον της πόλης και της, εν πολλοίς, πληγωμένης φύσης που την περιβάλλει, έστω κι αν την αναπολεί από το περίκλειστο διαμέρισμα που διαμένει, ταυτόχρονα διατηρεί το βλέμμα της στραμμένο με τη μέγιστη συμπάθεια στην περιπέτεια των ανίσχυρων συνανθρώπων της, όχι μόνο οικείων, όπως η υπέργηρη μητέρα της, αλλά και όσων τα πάθη προβάλλονται στην κονίστρα της καθημερινότητας και στηλιτεύει τους συμπολίτες για την αδιαφορία τους: Άσιτη, κουβαλώντας την οργή της, / βαρώντας με τα τσόκαρά της το θώρακα / πόλης θαμμένης βιαστικά και για πάντα, / περνά η πομπή των συλληφθέντων […] // Εμείς οι ελεύθεροι στο οστεοφυλάκιο / [ …] // Καθένας μας ένα πηγάδι βατράχια. (σ. 77) Υποφέρει για τις ιδιαιτερότητές της στον ίδιο βαθμό που υποφέρει για τους άλλους. Ίσως υποφέρει περισσότερο επειδή υποφέρουν οι άλλοι. Όπως και να ’χει το πράγμα η πληγή βρίσκεται στο δικό της σώμα όπως και στο σώμα της πάσχουσας κοινωνίας. Ενώ η ματιά της είναι στραμμένη ενδοσκοπικά στον εαυτό της, στον κόσμο της, παρατηρεί τα κατάβαθα της ψυχής της και ανακαλύπτει πως εκεί συγκατοικούν μαζί της όλοι οι πάσχοντες, οι αδύναμοι, οι αποκλεισμένοι. Είναι ένα κομμάτι από εκείνους κι εκείνοι είναι κομμάτι από αυτήν. Η ποίηση που παράγει αφορά όλους, κι εκείνη και τους άλλους. Αφορά και τον τόπο, την πόλη, η οποία άλλοτε είναι προέκταση και άλλοτε αντικατοπτρισμός των δυστυχισμένων κατοίκων της: Μια ολόκληρη μουντζουρωμένη πόλη / που αργά διαλύει με το κουταλάκι της η φτώχεια… Η καταβύθισή της σε μια αποπνικτική σκοτοδίνη έχει μοναδική διέξοδο τον ποιητικό λόγο όπως αναβλύζει σύντομος, δραματικός, συχνά άκρως αλληγορικός, έμμεσα εξομολογητικός, μια απλοϊκή μεταφορά σχεδιασμένη / Αδέξια στα χαρτιά ενός εγκλείστου.

Η ποίηση της ΔΧ λάμπει από ανεπιτήδευτη καθαρότητα ζώντας σε μια εσωτερική μοναξιά. Εξαιτίας της ομολογεί ότι Γράφω για να ιδρύσω χειμώνα. (σ. 84) και λίγο μετά συμπληρώνει «Κάθε εξιστόρηση δαγκώνει», σκέφτομαι / «Γράψεις δε γράψεις, φαρμακώνεσαι» (σ. 88) Και μόνο γι’ αυτή τη συμπληρωματική στις προηγούμενες αναφορές στάση προς τη γραφή-ζωή αξίζει την προσοχή μας.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ

BOOKPRESS 22 /3/2015

Ποιητικά τοπία εν κινήσει

Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, η 12η ποιητική κατάθεση της Δήμητρας Χριστοδούλου, ύστερα από «σαράντα χρoνάκια ρίσκου», όπως εκείνη επιμένει να δηλώνει, θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ως υπόδειγμα ποιητικής συμπύκνωσης και αισθητικής. Ήδη η λέξη ελάχιστο στον τίτλο και η δυνατή μεταφορά ενός λιμασμένου και πάσχοντος υπαρξισμού σε κοινωνικό πλαίσιο δίνουν το στίγμα. Ο ποιητικός λόγος, γέννημα ή απόηχος της εποχής του, είναι δυνατόν να «κοινωνικοποιηθεί» και να κοινωνηθεί με τη δυναμική και ανατρεπτική του παρουσία, ως σχόλιο θέασης του κόσμου, χωρίς να εξαρτάται απαραίτητα από μία κραυγαλέα θεματική «καταγραφής της καθημερινότητας», για να τοποθετηθεί απέναντι στην εποχή του.

H θεματική της ποιήτριας, υπαρξιακή και κοινωνική, έβρισκε και συνεχίζει να βρίσκει έμμεσες διόδους και διακριτικούς διαύλους, για να υπηρετήσει τους στόχους της. Η παρατήρηση αυτή ενισχύει την πεποίθηση, που συνάδει και με μία προσωπική άποψη για την Αισθητική, ότι δεν είναι η ιδέα της «στρατευμένης» ή έντονα πολιτικοποιημένης, με την έννοια ενός μανιφέστου, ποίησης, που ανατρέπει, αλλά ο τρόπος της ποίησης που ανατρέπει την ιδέα, εισάγοντάς την σε έναν ιδεατό χώρο, που αντιτίθεται σε αυτόν από τον οποίο προέρχεται.

Και ακριβώς σε αυτήν την κλίμακα τοποθετείται η ποιητική γραφή της Χριστοδούλου. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να ανατραπεί η ιδέα, όταν ο τρόπος παρουσίασής της είναι στερεοτυπικός; Είναι σαν να πολεμούμε, ζωγραφίζοντας όπλα στο τετράδιο! Από τι είδους ποίηση, λοιπόν, έχουμε ανάγκη σήμερα όσοι αγαπούμε την ποιητική γραφή και ποια θέση καταλαμβάνει, άραγε, ο λόγος της Δήμητρας Χριστοδούλου; Έχουμε ανάγκη από τη στρατευμένη ποίηση, από την καθαρά κοινωνική ποίηση, από την ποίηση που διαμαρτύρεται προτάσσοντας ένα οργισμένο θυμικό και δημιουργώντας «στυλ», από την απέλπιδα ποίηση που κλείνεται στον εαυτό της θρηνώντας την απώλεια του υποκειμένου με διαφορετικούς κάθε φορά τρόπους, από εύθραυστους έως καθαρά παραληρηματικούς; Καθένας, ασφαλώς, μπορεί να δώσει την απάντησή του αναλόγως με τον τρόπο που ο ίδιος καθρεφτίζεται στην ποίηση που επιλέγει για να «αναμετρηθεί» μαζί της. Η όποια, ωστόσο, προσωπική προτίμηση δεν μας εμποδίζει να εντοπίσουμε χαρακτηριστικά που δίνουν, άλλωστε, και τον πολύ ιδιαίτερο τόνο στην ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου, καθιστώντας την μία από τις σημαντικότερες εν ζωή ελληνίδες ποιήτριες.

Η συλλογή Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης (πολυσχιδής τόσο στη σύλληψή της όσο και στις επιλογές των τρόπων της, ώστε να μην μετατρέπεται σε απλοϊκή, πεζόμορφη, εγκεφαλική, στεγνή, επιθετική, απολογητικά αφηγηματική ή αφηγηματικά απολογητική, χλιαρή ή υπερβολικά συναισθηματική) λειτουργεί στον άξονα μιας ιδιαίτερης και αξιοσημείωτης προσωπικής διαλεκτικής. Σε αυτόν του λιτού-ανοίκειου.

Στην παρούσα συλλογή, η ποιήτρια επιλέγει να αφηγηθεί με δύο τρόπους: είτε παρουσιάζει μία ανοίκεια ιστορία με λιτό τρόπο, ή μία λιτή, με την έννοια του οικείου, ιστορία, με ανοίκειο τρόπο. Ας δούμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στο ποίημα Ένοικοι βυθού, αν και το συμβάν για το οποίο μας προδιαθέτει ο τίτλος είναι υπερρεαλιστικό, οι περιγραφές είναι απλές, μεστές, δανεισμένες από εικόνες της καθημερινότητας. Σε 23 στίχους οι γλωσσικές ανατροπές είναι ελάχιστες, αν εξαιρέσουμε τον πρώτο στίχο, που δημιουργεί μία ιδιαίτερα εικόνα (Ήρθε η γυναίκα, με κλωστές στα δόντια) και την ψυχολογική ανατροπή των στίχων: Ξεκαρδισμένοι σε κάτι γέλια/ Ματώνανε όσοι φτύνανε νερό. Αντιθέτως στη Διαστρωμάτωση, ποίημα με τίτλο, θα λέγαμε, άκρως τεχνοκρατικό και με τραχύ επίσης ήχο, ίσως και «αντιποιητικό», παρατηρείται ένας καταιγισμός από μαγικές εικόνες και ανατροπές, που καταφέρνουν να περάσουν τις γλωσσικές αποφάνσεις από το υλικό στο άυλο, από το πραγματικό στο φαντασιακό, από την εξωτερική πραγματικότητα στο συναίσθημα και εν τέλει στη συνείδηση. Κι όλα αυτά ισορροπημένα με λεπτότητα και ακρίβεια. Στη Διαστρωμάτωση, επιπλέον, διαφαίνονται καθαρά και με ποικίλους τρόπους τόσο η μαεστρία όσο και οι διαφορετικές τεχνικές της ποιήτριας. Ακολουθούν ενδεικτικά 3 στίχοι: Eμείς, οι ελεύθεροι, στο οστεοφυλάκιο, /Μωρά με αφέψημα παπαρούνας / Στην κούνια ενός αργού δευτερολέπτου.

Κύρια είναι η χρήση απλών αλλά δυνατών ρημάτων, που δημιουργούν κίνηση και ήχο, ενεργοποιώντας τις αισθήσεις και δίνοντας ώθηση στη δράση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα ποιήματα της συλλογής στίχο με στίχο μετατρέπονται εντέλει στο σύνολό τους σε πίνακες, φωτογραφίες ή σκηνικά θεάτρου. Η Χριστοδούλου εν ολίγοις δημιουργεί και, εν συνεχεία, σκηνοθετεί ποιητικά τοπία εν κινήσει. Ο τόπος της ποίησης αποκτά χρόνο, διά μέσου των μεταβλητών στοιχείων του, ενώ ο χρόνος της δράσης του ποιητικού υποκειμένου ορίζεται σε έναν τόπο, διά μέσου μιας εμπράγματης οροθέτησής του με πολύ απλά και καθημερινά υλικά.

Εκ παραλλήλου δημιουργούνται ατμόσφαιρες, ακούγονται φωνές, βήματα, λόγια, σταλαγματιές, φτυσιές∙ τα φώτα χαμηλώνουν, ανάβουν κεριά, ήλιοι, φακοί, ζωγραφίζονται γαλάζιοι ουρανοί, σκούρες βροχές… με την τεχνική της εισαγωγής σε κάθε στίχο του υλικού εκείνου που μας ανοίγει με ένταση την πόρτα για την ιστορία/σκηνικό ήδη από τον πρώτο στίχο. Ας δούμε κάποια παραδείγματα έναρξης της δράσης:

Ταχτοποιώντας τα χαρτιά καίω τα ξερόχορτα.
Κάθε μέρα επισκέπτομαι τον τάφο σου
Άρχισε πάλι να σκουραίνει η βροχή
Φούσκωσε κι έπεσε το πρώτο άστρο
Aντί να μιλάς, φταρνίζεσαι
Πέταξα το τετράδιο από τα χέρια μου
Λεκιάζει η Έμιλυ το Φόρεμά της
Μουσκεύει τα χαρτιά του στη θάλασσα
alt

Αυτή ακριβώς η ποιητική επιλογή συνιστά και μία θέση ανατροπής: Το λιτό προσυπογράφει μια γεμάτη και τρισδιάστατη θέαση της Αισθητικής. Θα ήταν άστοχο να προσπαθήσουμε να ονοματίσουμε την ποιητική εικόνα που παράγεται ως ιμπρεσσιονιστική, ρομαντική, ρεαλιστική ή υπερρεαλιστική, για τον απλό λόγο ότι ο αναγνώστης βρίσκεται κάθε φορά απέναντι σε διαφορετικά σύμπαντα, που δημιουργούνται περισσότερο από την επιλεκτική μείξη υλικών που ανήκουν σε διαφορετικές συλλήψεις, οπτικές και κατ’ επέκτασιν απεικονίσεις της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, μια ρεαλιστική εικόνα μπορεί να αναμιχθεί κάλλιστα με μία υπερρεαλιστική θέαση, η οποία πολύ συνειδητά κουβαλά ένα καλά προστατευμένο –από άποψη ποιητικής δόμησης– συναίσθημα και ταυτόχρονα το αναποδογύρισμα που προκαλεί την έκπληξη, και μας γαντζώνει αδύναμους στη δυνατότητα της γλώσσας:

Οι άνθρωποι με τρύπα στο γάντι τους/ Κάνουν ανθοκομία στο χιόνι
Και τα κοκόρια μεθυσμένα τραβούν / Από τις νυχτικιές τα φαντάσματα…
Έτσι μου ’ρχεται να το σκάσω απ’ τον Θάνατο / Κουκουλώνοντας τη γειτονιά μ’ ένα σκούφο
Ξεκαρδισμένοι σε κάτι γέλια/ Ματώνανε όσοι φτύνανε νερό
Δεν απουσιάζουν οι νεολογισμοί που εξυπηρετούν τη δημιουργία κυρίως της εικόνας:

Πείτε μου αν ζει ο φεγγαρόσκυλος του πόθου (…)
Είναι ακόμη εκεί ο αραχνοκέφαλος/ Με τα μαυρόφυλλα της τράπουλας στο χέρι;(…)
Η ποιήτρια δεν διστάζει, επίσης, να δημιουργήσει με τη μεταφορά και τους εκρηκτικούς συνδυασμούς ένα καινούργιο σύμπαν χρησιμοποιώντας απλά υλικά, υλικά, όμως, που από μόνα τους είναι κοινότοπα.

Oλόκληρο οικοδομικό τετράγωνο/ Ο ύπνος το απίθωσε στη χλόη/ Μέσα σ’ ένα απόβροχο κίτρινο/ Που δεν μπορούσαν να φθείρουν τα φώτα (…)

Εκείνο που ωστόσο είναι σημαντικό, στην προσπάθεια δημιουργίας ανατρεπτικής εικόνας, και που τοποθετεί την ποίηση της Χριστοδούλου σε υψηλά επίπεδα Αισθητικής, είναι η επανανοηματοδότηση του υλικού μέσα στο ποίημα.

Το φεγγάρι με άγρια κολόνια/ Τρίβει τις δακρυσμένες μουντζούρες/ Και φτερουγίζει μ’ όλα της τ’ αρώματα/ Απ’ άκρη σ’ άκρη η αστροφεγγιά (…)

Είναι οι άξονες όπου το υπερρεαλιστικό στοιχείο αποκτά νόημα και διανοίγεται για ερμηνεία στον αναγνώστη. Πρόκειται για μία μεγάλη αρετή της ποίησης της Δήμητρας Χριστοδούλου, καθώς κατορθώνει να βρίσκει το μέτρο και την ισορροπία ανάμεσα στο νόημα, που είναι αντιμέτωπο με τη λογική, και στην Αισθητική, η οποία σχετίζεται με τη φαντασία. Ελάχιστοι ενασχολούμενοι με την ποίηση κατορθώνουν να συνδυάσουν με επιτυχία και τις δύο παραμέτρους, δίνοντας από τη μία έναν φρέσκο και πρωτότυπο αέρα στην ποίηση και έχοντας τη δυνατότητα, από την άλλη, να διαφυλάξουν στο ακέραιο τεχνικά το οικοδόμημα. Είτε βρισκόμαστε, κατά κύριο λόγο, ενώπιον κοινότοπων και άνοστων αποφάνσεων είτε παραληρηματικών. Είναι, βεβαίως, εμφανής η κοπιαστική εργασία της κατασκευής των ποιημάτων και η έμφαση στη λεπτομέρεια, διότι πρόκειται πραγματικά περί ποιητικής κατασκευής και όχι περί «προσωπικής εκτονωτικής διαδικασίας».

Είναι γνωστό ότι η ποίηση γράφεται κυρίως με ρήμα και ουσιαστικό, ενώ υποδέχεται φειδωλά, χωρίς να τα απορρίπτει, τα υπόλοιπα μέρη του λόγου. Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης αποτελεί, κατά την άποψή μου, μία ποιητική συλλογή, η οποία, με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να έρθει σε επαφή με ξεχασμένα χαρακτηριστικά της ποίησης, λόγω εκείνης της ιδιαιτερότητας του δημιουργού, ο οποίος μετασχηματίζει με δύναμη τον κόσμο διά μέσου μίας αυστηρά προσωπικής, και γι’ αυτό αναγνωρίσιμης, σφραγίδας. Βασικές αρχές του ποιητικού λόγου, που συνιστούν εν τέλει και ζητούμενο, είναι αυτές της αμεσότητας, της μεστότητας και του καίριου, που οδηγούν στην πολυπόθητη, πολυσυζητημένη και παρεξηγημένη, σε πλείστες περιπτώσεις, έννοια της «σαφήνειας». Πού μπορούμε, άραγε, να τοποθετήσουμε την παρούσα συλλογή σε σχέση με τα προαναφερόμενα και για ποιου είδους «σαφήνεια» μπορούμε να συζητάμε, όταν αγγίζουμε το πεδίο της Αισθητικής; Είναι αυτός ο ίδιος τύπος της σαφήνειας που αγγίζει ένα δοκίμιο, μια ομιλία, ένα άρθρο, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο, έναν κατάλογο εστιατορίου; Eίναι, άραγε, η απόρριψη του ερμητικού και η αποδοχή ενός λόγου καθημερινού· η απόρριψη μιας ανατρεπτικής μεταφοράς και χρήσης μιας ιδιότυπης λέξης προς χάριν μιας κοινότοπης; Η απόρριψη μιας φιλοσοφικής ιδέας προς χάριν μιας εκλαϊκευμένης ιδεολογικής γενίκευσης; Η απόρριψη ενός συναισθήματος που παγιώνεται σε εξπρεσιονιστικές ή υπερρεαλιστικές εικόνες προς χάριν μιας «απλής» και «λιτής» ονομαστικής του παράθεσης;

Θα έλεγα ότι αυτά συνιστούν ψευτοδιλήμματα και αμήχανες, εν ολίγοις, θέσεις όταν προσπερνάμε αβασάνιστα το χώρο της Αισθητικής, αποδίδοντας μέγιστη σημασία στο «νόημα», σαν να εφηύραμε την ποίηση για να νοηματοδοτήσουμε τον κόσμο μέσα στην ασχήμια του! «Η τυφλή θέληση να περισωθεί το γόητρο της προσωπικής ύπαρξης μάλλον, παρά ν’ απελευθερωθεί τουλάχιστον από το φόντο της γενικής τύφλωσης με μιαν απερίφραστη καταδίκη της αδυναμίας και της εμπλοκής της, επιβάλλεται σχεδόν παντού. Γι’ αυτό κυκλοφορούν στον αέρα τόσες απόψεις για τη ζωή και κοσμοθεωρίες, και γι’ αυτό προβάλλουν εδώ τόσες αξιώσεις, επειδή τελικά σχεδόν πάντα στοχεύουν στην επικύρωση μιας εντελώς ασήμαντης ιδιωτικής κατάστασης», αναφέρει ο Walter Benjamin. Και, κατά τον ίδιο τρόπο, για να περάσουμε στο χώρο της λογοτεχνίας –ειδικά ύστερα από τη μεταμοντέρνα αποδόμηση–, και για την άμεση εξυπηρέτηση κάποτε «αδύναμων» προσωπικών επιλογών, δημιουργήσαμε μία καινούργια «θεωρία περί απλότητας», παρερμηνεύοντας κάποτε τα λόγια ταλαντούχων δημιουργών, που θέλουν την ποίηση «απλή», δηλαδή απαλλαγμένη από βερμπαλισμούς και ρητορείες κούφιες, όχι όμως και απαλλαγμένη από υψηλή και ραφιναρισμένη γλώσσα, όχημα υψηλών ταυτόχρονα νοημάτων· όχι όμως απαλλαγμένη από ήχους, συνδυασμούς, εικόνες, που σηματοδοτούν πολλαπλά το συγκείμενο, απαιτώντας αυξημένη ευαισθησία, φαντασία, ανατρεπτικό πνεύμα, συναισθηματική και πνευματική ωριμότητα.

Χαρακτηριστικός επίσης είναι ο τρόπος διαπλοκής των εξωτερικών με τα εσωτερικά τοπία, καθώς δανείζουν το ένα στο άλλο την ετερότητά τους, η οποία στην ουσία συνιστά την διαφορετική όψη του ίδιου νομίσματος, τη στάμπα του κόσμου στο εγώ και του εγώ στον κόσμο, ιδωμένα όμως μέσα από το κάτοπτρο της Αισθητικής, που μόνον η ευαισθησία και η τολμηρή παρατήρηση του κόσμου μπορούν να εγγυηθούν. Στην παρούσα συλλογή, άλλωστε, διαφορετικές όψεις αναπτύσσονται σε ομάδες ποιημάτων, που είτε συνομιλούν μεταξύ τους είτε εξερευνούν μία διαφορετική οπτική ή λεπτομέρεια του ίδιου θέματος.

Σε μεγάλες σταγόνες η βροχή διαιρέθηκε. / Κάθε μια την κρεμάει με τάξη/Στην ορφάνια του το δέντρο του κήπου. / Η γυναίκα που θα είχε την όψη μου, / Αν τα νερά δεν μου έριχναν παπλώματα, / Περνάει μ’ έναν πόνο στα πλευρά / Αφήνοντας πατημασιές από ζυμάρι. / Πάντα μια κλίνη για μια βάδιση, / Ιδού η συνοπτική μου βιογραφία…. (Απόσπασμα από το ποίημα Ήταν πάντοτε έτσι)

Tέλος, δεν είναι σπάνιες οι στιγμές υποδόριας ειρωνείας και αυτοσαρκασμού του ποιητικού υποκειμένου, που προσπαθεί να «εγγραφεί» στο χώρο διά μέσου του λόγου, απομυθοποιώντας μεν τη ρομαντική πλευρά της ποιητικής πράξης, αναδεικνύοντας δε την ίδια ακριβώς στιγμή το μεγαλείο της μέσα από τη δημιουργία ενός μακάβριου πίνακα εξαιρετικής ομορφιάς όπως, για παράδειγμα, στο ποίημα Ο Κουασιμόδος ως φυσιολάτρης λόγιος, απ’ όπου και ο στίχος: «Ίχνη ορειβάτου», η κριτική αποφαίνεται.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

“Η Αυγή”, 1.3.2015

Υπαρξιακή και κοινωνική αγωνία

Αναφερόμενος στην αμέσως προηγούμενη συλλογή της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου (Ο τρόμος ως απλή μηχανή, 2012), μιλούσα για έναν περίτεχνο διακριτικό συγκερασμό που επιχειρούσε -και επιτυχώς πραγματοποιούσε- δύο στοιχείων ή, αλλιώς, δύο στάσεων ζωής εκ πρώτης όψεως αντίθετων μεταξύ τους και ασύμπτωτων, όπως είναι η υπαρξιακή αγωνία και ο εναγώνιος κοινωνικός προβληματισμός. Κι επισήμαινα ότι η αναμφισβήτητη ιδιοτυπία και η υψηλής στάθμης δραματικότητα που χαρακτηρίζει την ποίησή της οφείλεται, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, στο γεγονός ότι οι συνεχείς καταβυθίσεις που πραγματοποιεί στα έγκατα της ύπαρξης -κάποτε και της ανυπαρξίας, αν σκεφτεί κανείς τη συλλογή της με τον δηλωτικό τίτλο Προς τα κάτω, 1999- δεν της περιορίζουν τη «θέα» προς τον κόσμο που την περιβάλλει και μέσα στον οποίο ζει και βιώνει την ατομικότητα και την κοινωνικότητά της, την υπαρξιακή μοναξιά της και την, δι’ αυτής, συμμετοχικότητα στα δρώμενα της εποχής της.

Όπως τότε, έτσι και τώρα, τα δύο αυτά στοιχεία, η αγωνία της ύπαρξης και ο κοινωνικός προβληματισμός αποτελούν δύο ομόκεντρα, ακατάπαυστα αλληλοκαλυπτόμενα πεδία, στις μεταβαλλόμενες διαστάσεις των οποίων η ποιήτρια εναποθέτει το προσωπικό της πάθος, επιδέξια και πειστικά ενσαρκωμένο, παρά το επίφοβο και επίβουλο υλικό που είναι οι λέξεις. Μόνο που τώρα δεν πλαγιοσκοπείται απλώς, με λέξεις σύμβολα και λέξεις-οδοδείκτες, η νοσηρή πραγματικότητα, αλλά διεμβολίζεται κάποτε άμεσα και επιθετικά, με σαφή την πρόθεση να καταδειχτούν τα αίτια αλλά, κυρίως, οι δυσβάσταχτες, λανθάνουσες ή προφανείς, συνέπειες μιας κοινωνικής ασχημίας ή ενός σκοτεινού μηχανισμού που αδιαλείπτως παράγει και στοιβάζει στο κέντρο και στις παρυφές της πόλης τα κοινωνικά του απόβλητα: επαίτες, λαθρομετανάστες, άστεγους, που «πάνε για συσσίτιο / Με το μυαλό στα χαρτοκούτια της στρωμνής τους», άνεργους, υποσιτισμένους ή νηστικούς, εγκαταλελειμμένους συνταξιούχους, ρακένδυτες ψυχές και άλλους αναξιοπαθούντες, θύματα της εποχής, που αναγκάζονται να εφευρίσκουν νέους τρόπους για την αντιμετώπιση παλιών, πάγιων αναγκών τους, με το ενεχυροδανειστήριο να προηγείται του αρτοποιείου και του θεραπευτήριου.

Σε ένα της ποίημα μάλιστα δηλώνει ευθέως, απερίσπαστα, την αλλαγή, τη ρήξη μάλλον που αισθάνεται να έχει συντελεστεί μέσα της, με τη βίαιη εισβολή στη ζωή της εικόνων και ήχων μιας πραγματικότητας που σίγουρα γνώριζε την ύπαρξή της, της ήταν δύσκολο, ωστόσο, να τη φανταστεί τόσο κοντά της, τόσο στενά συνυφασμένη με την καθημερινότητά της και ως αιτία εσωτερικών ρωγμών και ανατροπών, που θα την οδηγούσαν σε υπαρξιακής βαρύτητας αναθεωρήσεις της σχέσης της με τον εαυτό της και με τους άλλους. Λέει: «Είχα κάποτε καταγωγή θηρίου, / Ορμούσα στην αθανασία ασυλλόγιστα, […] / Τώρα σηκώνω τον ξένο πόνο / Όσο και τον δικό μου. Έκανα / Ξανά θνητό το ηλιοβασίλεμα». Κατόπιν αυτού στρέφεται προς τις μικρές, ασήμαντες αιωνιότητες της κάθε μέρας αφήνεται στους ακατάπαυστους, ρυθμικούς ήχους των πράξεων και των πικρών σκέψεων των ανώνυμων ηρώων της «μουτζουρωμένης πόλης», «που αργά διαλύει με το κουταλάκι της η φτώχεια», καταγράφοντας συμβάντα και καταστάσεις της ζωής τους, πλην όμως όχι όπως ακριβώς συμβαίνουν, αλλά παρατηρώντας τες από την πίσω μεριά της οθόνης της πραγματικότητας, αναπλασμένες κατά τις επιταγές της συνείδησης και της δεσπόζουσα υπαρξιακής της αγωνίας.

Κάθε ποίημα, τουλάχιστον κάθε ποίημα απ’ αυτά που ανταποκρίνονται στο κυρίαρχο πνεύμα της συλλογής, δημιουργώντας το κιόλας, είναι και μια λυπημένη μπαλάντα γραμμένη για ανθρώπους ηττημένους, χαμένους στον βυθό της πόλης, που είναι σαν «κυβάκια της ζάχαρης / Μέσα σε μια τεράστια κούπα από τσιμέντο». Ακόμα και όταν γίνεται απολύτως προσωπική, ακόμα και όταν βυθοσκοπεί -όπως πολύ καλά ξέρει και κάνει- ακόμα και τότε αισθάνεται κανείς να παρεμβάλονται, φανερά ή υποδορίως, σκηνές, ήχοι ή απόηχοι της καθημερινότητας φοβισμένων απλών ανθρώπων, που εναγωνίως επιζητούν να αυτοεπιβεβαιωθούν ως υπάρξεις μέσα από τα μάτια των άλλων. Και δεν σταματάει να επιχειρεί αφηγηματικές προσεγγίσεις πτυχών της αιωνιότητας, όπως και όπου διαισθητικά την εντοπίζει στην καρδιά και των πιο ασήμαντων εκδοχών της κάθε μέρας, στον «σπαραγμό των φαινομένων», στα «λόγια ανθρώπων που κρύβουν το πρόσωπο». Τη στέργει σ’ αυτό η ενδιάθετη μελαγχολία της, που η ίδια χαρακτηρίζει «αρπακτικό» «Με το ράμφος καρφωμένο στο χιόνι / Κι ανυπολόγιστο άνοιγμα φτερών», για να μπορεί να σκεπάζει και να θάλπει τον πόνο των άλλων.

Τα ποιήματα της συλλογής, όπως επισήμανα ήδη, δημιουργούν έναν πολύ γοητευτικό, συχνά και ιδιαιτέρως συγκινητικό, συνδυασμό προσωπικής οδύνης, υπαρξιακής και κοινωνικής αγωνίας. Και ο αναγνώστης τους δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί με την καθαρότητα με την οποία αποδίδεται, μάλλον δημιουργείται μία ατμόσφαιρα ζόφου, καθώς η απελπισία τείνει να γίνει μία αρραγής και συμπαγής ουσία που όμως, παρά το συμπαγές της ουσίας της, μοιάζει να γίνεται ευπρόσβλητη σε κάποιες αιφνίδιες ριπές νοσταλγίας για κάποιαν άλλη εποχή, για μιαν εποχή αθωότητας, όπου τα πρόσωπα, τα πράγματα και οι καταστάσεις περιβάλλονταν προστατευτικά από το ακόμη ανόθευτο όνομά τους. Επίσης, δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από το πόσο περίτεχνα και με πόση νηφαλιότητα η ποιήτρια χειρίζεται, αντιμετωπίζει ένα πραγματικά επικίνδυνο υλικό, στην καρδιά του οποίου συναντώνται και συνυπάρχουν αρμονικά διαφορετικής προέλευσης αγωνίες, διαφορετικές ηλικίες και διαφορετικά πάθη διαφορετικών ανθρώπων. Κυρίως όμως δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από τη σπάνια καθαρότητα της έκφρασής της, από το πόσο αδιαμαρτύρητα οι λέξεις προσαρμόζονται στο κειμενικό τους περιβάλλον, σαν οικειοθελώς υποταγμένες στις προθέσεις της, με απώτερη συνέπεια να μη φαίνεται μόνο το μέσον απόλυτα κατακτημένο, αλλά και ο εκάστοτε στόχος να είναι ευκρινής στο κέντρο ακριβώς του πεδίου στόχευσης.

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

diastixo.gr, 18.2.2015

Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης,

Είναι ένα αρπαχτικό η μελαγχολία μου
Με το ράμφος καρφωμένο στο χιόνι
Κι ανυπολόγιστο άνοιγμα φτερών…

Νοσηλεία, τροφή, ποίηση και η εξάντληση… θάνατος. Αυτή η θεματική πύκνωση, κατά τη γνώμη μου, ταιριάζει (δεν τολμώ να πω αντιπροσωπεύει) στην τελευταία, προσώρας, ποιητική συλλογή τής, βραβευμένης με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Λιμός, το 2008, Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, επίμονης φιλολόγου αλλά και εμπνευσμένης σκηνοθέτιδος επαγγελματικά ερασιτεχνικών παραστάσεων, επιβραβευμένων, με τη σειρά τους, τόσο με την πάντα ενθουσιώδη υποδοχή του κοινού όσο και με την άκρως επαινετική κριτική συναδέλφων επαγγελματιών του θεατρικού χώρου. Η Χριστοδούλου, βέβαια, δεν επαναπαύεται σε οποιουδήποτε είδους δάφνες. Όχι μόνον διότι είναι περισσότερο σεμνή ή μετριόφρων από όσο συνηθίζεται, αλλά διότι ο λόγος για τον οποίο ασχολείται με τη γραφή δεν συνιστά μια στοχευμένη διαδικασία αλλά συνιστά ανάγκη υπαρξιακή, ανάγκη επικοινωνίας με τους λίγους ευτυχισμένους δυστυχείς που απολαμβάνουν το ίδιο το γεγονός της συν-εννόησης, μέσα στην τύρβη ενός κόσμου ελλιπούς νοήματος· με εκείνους, δηλαδή, με τους οποίους η Χριστοδούλου προσεύχεται να κόβει «το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης στα δυο».
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να επιχειρήσω να σας εισαγάγω, έστω επί τροχάδην (ή μήπως είναι καλύτερα έτσι;), σε μία ποίηση η