ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης γεννήθηκε στις 17 Απριλίου 1916 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και εργάστηκε ως δικηγόρος. Την πρώτη του ποιητική εμφάνιση την έκανε σε ηλικία είκοσι ετών, στο πρωτοποριακό περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες», με την εκδοτική ομάδα του οποίου συνδέθηκε στενά. Έκτοτε, αφιερώθηκε στην ποίηση με πάθος και συνέπεια.

Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Φύλλα Καπνού». Συνολικά, το ποιητικό του έργο περιλαμβάνει 22 ποιητικές συλλογές. Διακρίθηκε και ως δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Μετέφρασε κυρίως γάλλους, ισπανούς και λατινοαμερικάνους ποιητές, μεταξύ των οποίων οι Μποντλέρ, Λόρκα, Απολινέρ, Μαλαρμέ, Νερούδα και Ελάρ.

Για τους νεότερους ομοτέχνους του, ο Τάκης Βαρβιτσιώτης αποτελούσε σημείο αναφοράς. Υπήρξε ο τελευταίος επιζών ποιητής της παλιάς λογοτεχνικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης και της λογοτεχνικής συντροφιάς του φαρμακείου του Ν. Γ. Πεντζίκη, συνεργάτης των θρυλικών περιοδικών, «Κοχλίας» και «Μορφές».

Η ποίησή του είναι λυρική, ενορατική, μυστικιστική, στα βήματα του νεοσυμβολισμού, με επιρροές και από τους υπερρεαλιστές ποιητές Πολ Ελάρ και Πιερ Ρεβερντί. «Η ποίησή του εκμηδενίζει τις υλικές αντιστάσεις και το βάρος των πραγμάτων, ώστε να προβάλουν με την ονειρική τους υπόσταση και να δείξουν την όψη του κόσμου πιο ωραία. Έτσι, η ζωή κοιταγμένη απ’ το πρίσμα της τέχνης, αποβάλλει τη σκληρότητά της, συμφιλιώνει τις αντιθέσεις της και ξαναγυρίζει σε μια κατάσταση παιδικής αθωότητας, όπου τα πράγματα είναι ακόμα “κρύσταλλα των ονείρων” και “τραγουδούν” μέσα σε μυθικούς καθρέφτες», επισημαίνει ο μελετητής του έργου του Κώστας Στεργιόπουλος.

Ο Βαρβιτσιώτης υπήρξε από τους πιο πολυμεταφρασμένους και πολυβραβευμένους έλληνες ποιητές. Είχε τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1959), το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1985), το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών (1977), το Βραβείο Ουράνη (1987), το Βραβείο Ποίησης του Δήμου Θεσσαλονίκης (1959), το Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων (1992), το Χρυσό Μετάλλιο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου (1987).

«Είναι καιρός να καλλιεργηθεί η ιδέα ότι η ποίηση –όπως και η τέχνη γενικότερα– είναι ένας σταυρός μαρτυρίου, που τον σηκώνουν μοναχά άνθρωποι σημαδεμένοι από τη μοίρα, μία νόσος εκ γενετής. Με δύο λόγια δημοκρατία, σοσιαλισμός, χριστιανισμός είναι το τρίπτυχο που αντιπροσωπεύει και συμπυκνώνει την πνευματική μου υπόσταση», έλεγε σε συνέντευξή του, με αφορμή την απονομή του βαλκανικού βραβείου ποίησης «Αίμος» το 2006.

Ήταν μέλος της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών και επισκέφθηκε ως επίσημος προσκεκλημένος τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διάβασε ποιήματά του κι έδωσε διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Πρίνστον, Γέιλ, κ.α.). Επίσης, επισκέφθηκε με πρόσκληση του Υπουργείου Πολιτισμού τη Ρουμανία και την Ισπανία. Έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών, σε φεστιβάλ και άλλες διεθνείς συναντήσεις ως εκπρόσωπος της Ελλάδας.

Τιμήθηκε με το Παγκόσμιο Βραβείο Μυστικιστικής Ποίησης «Φερνάντο Ριέλο» στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Νέα Υόρκη, 1988), με το παράσημο του Ιππότη του Γαλλικού Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών από το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας (1989) και το ευρωπαϊκό Βραβείο Χέρντερ από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1994) με το αιτιολογικό ότι «είναι εκπρόσωπος εκείνης της πλειάδας των ελλήνων ποιητών που έχει συμβάλει μ’ έναν τρόπο ζωτικό και απρόοπτο στην παγκόσμια λογοτεχνία της εποχής μας, και το πλούσιο ποιητικό έργο του αποτελεί μια κορυφαία στιγμή της σύγχρονης ελληνικής λυρικής ποίησης, βρίσκοντας αναγνώριση και έξω από την πατρίδα του».

Το Μάρτιο του 1995 εκλέγεται μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας «Μιχαήλ Εμινέσκου» που εδρεύει στη Ρουμανία, στις 23 Νοεμβρίου 1995 του απονέμεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χρυσό μετάλλιο τιμής για τη μεγάλη συμβολή του στα ευρωπαϊκά γράμματα, ύστερα από πρόταση της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών, και στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους τού απονέμεται από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος.

Στις 15 Μαρτίου 1997 του απονέμεται εκ μέρους του Ιταλικού Κράτους στη Ραγκούλα της Σικελίας, και σε επίσημη τελετή που έγινε στο κυβερνείο της πόλης αυτής, το Διεθνές Βραβείο «Ίμπλα: μία γέφυρα για την Ευρώπη». Τον Οκτώβριο του 1997 το Αριστείο της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών από το Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού και στις 10 Ιουνίου 1998 το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Στις 3 Δεκεμβρίου 1998 εκλέχθηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 9 Αυγούστου 1999.

Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης πέθανε την 1η Φεβρουαρίου 2011, σε ηλικία 95 ετών.

Φωτογραφία: Γιάννης Βανίδης.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ
1949 Φύλλα ύπνου
1951 Επιτάφιος
1955 Χειμερινό ηλιοστάσιο
1955 Το ξύλινο άλογο
1955 Αλφαβητάριο
1959 Η γέννηση των πηγών [Βραβείο Ποιήσεως των Δώδεκα, Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης]
1963 Το πέπλο και το χαμόγελο
1971 Η μεταμόρφωση
1975 Η φθινοπωρινή σουίτα και άλλα ποιήματα
1977 Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία [Βραβείο Ποιήσεως της Ακαδημίας Αθηνών]
1979 Η Άννα της απουσίας
1980 Ενωμένα χέρια
1981 Σύνοψη A
1982 Σύνοψη Β
1983 Καλειδοσκόπιο
1984 Η ατραπός [Α’ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως]
1985 Fragmenta ή Ή βλάστηση των ορυκτών
1986 Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους μαζί με το Δοξαστικό τής Ελευθερίας    Βραβείο Ουράνη της ’Ακαδημίας ’Αθηνών, 1986
1987 ’Ακόμα ένα καλοκαίρι
1988 Σύνοψη Γ
1992 Φαέθων
1993 Η θαυμαστή αλιεία [Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Fernando Rielo στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, Νέα Υόρκη 1988]
1995 Νήματα τής Παρθένου  δίγλωσση έκδοση τής Παγκόσμιας ’Οργάνωσης τών Ποιητών, Euroeditor, Λουξεμβούργο 1995
1997 Νήματα τής Παρθένου, Εκδόσεις Κέδρος
1997 Άρωμα ενός κομήτη, Εκδόσεις Καστανιώτη
1998 Όχι πια δάκρυα, Εκδόσεις Κέδρος
1999 Τα δώρα των μάγων, ’Εκδόσεις Καστανιώτη
2000 ΑΤΡΙΟΝ Εκδόσεις Κέδρος
2002 Μικρά ερωτικά εγκώμια Εκδόσεις Αρμός
2002 Όμως το χιόνι πάντα μένει Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ
2003 Ποιήματα 1941-2002, Εκδόσεις Καστανιώτης
2008 Ο διάπλους του καθρέφτη, Εκδόσεις Αρμός
2010 Υδατόσημα, Εκδόσεις Μπίμπης Στερέωμα
2011 Δακτυλιόλιθοι, Εκδόσεις Μπίμπης Στερέωμα
2011 Quasi una fantasia, Εκδόσεις Μπίμπης Στερέωμα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Σαίν-Τζών Πέρς, ’Εκδόσεις Νέα Πορεία, 1959
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ποιήματα, ’Εκδόσεις Φιλολογική, 1964
Πάμπλο Νερούντα, ’Εκλογή από το έργο του, ’Εκδόσεις Εγνατία 1971 και Νεφέλη 1982
’Αλαίν Μποσκέ, ’Εκδόσεις Εγνατία, 1976
Στεφάν Μαλλαρμέ, Ποιήματα, ’Εκδόσεις Αρμός 2000

ΔΟΚΙΜΙΑ
Ποίηση και ποιητικά θέματα του Γ. Σαραντάρη, 1958
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: ένας περιπαθής του ενστίκτου, 1964

ΒΙΒΛΙΑ74

.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1941)

ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Έφυγες
Και οί καθρέφτες έχουν σβήσει

Ακόμα θυμούμαι
Το χέρι σου
Πού αναζητούσε τον ήλιο

Έμεινε μόνο
Ένα φθινόπωρο
Μια μακρινή ομίχλη
Το παράπονο της υδρορροής

Κι όταν νυχτώνει
Κάποια βροχή από άστρα
Που φέγγει

Πίσω από τη μνήμη

ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ

Ένα βρέφος ξανθό
Αναπνέει τα σύννεφα

Λησμονημένος ήχος
Ρυτιδώνει τη μνήμη
Τον ουρανό

Διαλύεται σε πρίσματα η οροφή

Το ερειπωμένο ρολόι
Ανάστησε τη μουσική

Ένα μπουκέτο άγγελοι
Κρυμμένο άρωμα
Στο παγωμένο δωμάτιο
Ακούονται βήματα

Οι παιδικές ημέρες επιστρέφουν
Γεμάτες χιόνια

Η συνοδεία του χρόνου
Περιφέρεται αόρατη
Μέσα στην καταχνιά

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΛΥΚΟΦΩΣ

Ο άνεμος
Λίγα φύλλα
Κάποια πτυχή

Μια βροχή αμνημόνευτη
Συνεχής
Τά φώτα που φεύγουν

Και το πένθιμο βαλς

Πίσω απ’ τούς τρόμους
Απ’ τα παραπετάσματα
Του δειλινού
Ο καθρέφτης αναζητεί
Μια χαμένη ανταύγεια

Βλέμμα που αγκαλιάζει
Ολόκληρο το διάστημα

Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΙΩΠΗ

Η φωτεινή σιωπή
Σταλάζει
Από τα χείλη της πρωίας

Ένα γέλιο κατρακυλά
Μικρό χαλίκι

Λουλούδια
Και πάλι λουλούδια

Σα κάθε λουλούδι
Ένα βιολί

Κρατούμε στη χέρια μας
Την καρδιά των κοριτσιών

Ωραίο κουτί

Του ήλιου θύμηση
Θρεμμένη
Με των πουλιών τα κρύσταλλα

Και με το πάθος των εποχών

Ένα σπιρούνι
Στην πλαγιά του ανέμου

.

ΣΤΟΝ FEDERICO CARCIA LORCA (1946)

Τι να ’γιναν τα πρόσωπά μας,
Τι να ’γivav τα φιλιά μας;
Πού να ’ναι τάχα το χρυσάφι των ωρών
Πού θα κυλήσουν οι μνήμες,
Μήπως εφύτρωσε στο κλεισμένο στόμα
Ένα κίτρινο σπαρτολούλουδο;
Ποια πένθιμα πουλιά μιας θύελλας,
Ποια τρομερά παραπετάσματα
Μας κυνηγούν ακόμα;

Στου ύπνου σου τη σημαία
Γέρνει το σήμαντρο μιας ανεμώνας.
Πράσινα αστέρια πέφτουνε στη θάλασσα
Ν’ αυτοκτονήσουν.
Ο γυάλινος φόβος
Παραμονεύει μέσα στις φλέβες μας.
Το αίμα σου έχυνε ιώδιο
Και χρωματίζει
Το χειμερινό τζάμι της απουσίας σου.

Στην αίθουσα των πάγων
Χορεύουν οι κρίνοι.
Στους ατλαζένιους ανέμους
Είναι κρυμμένοι κατάφωτοι καβαλάρηδες,
Που μυρίζουν γιασεμί και όνειρο.

Ένα κορίτσι τρομαγμένο
Αναλύθηκε σε μουσική.
Ένα βλέφαρο ετοιμοθάνατο
Δε θα φτάσει την άνοιξή του.
Ο ουρανός κηδεύει
Τις πεθαμένες κούκλες του.

Μια θύμηση από νάρδους και τέφρα
Δένει τα χέρια της τρυφερής ζωής μας.
Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια;
Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά;
Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυτά.
Οι γυναίκες μας φόρεσαν όλα τα δάκρυα
Κι όλα τα φώτα λησμονήθηκαν
Στο κοιμητήριο της πάχνης.

Φωνή δική μου,
Παντοτινή μου φίλη,
Που βγαίνεις απ’ την πέτρα
Κι έχεις επάνω σου τρία γαρούφαλλα
Και τρεις λαβωματιές,
Ντυμένη με τούς καπνούς της νοσταλγίας μου,
Θαμμένη μες στον άνεμο τού νότου.
Ναρκωμένη ανταύγεια των αηδονιών.

Αναμμένη φλογέρα
Στα χείλη του ύπνου,
Του χιονιού,
Της νωπής αθωότητας,
Της χλόης κάτω απ’ τα καινούργια στάχυα,
Στα χείλη του καιρού
Με τα κόκκινα χρώματα.

NUSCH ELUARD (1946)

Το πουλί αγκάλιασε τη σιωπή τον.
Έγινε λάμψη ξαφνικά
Γοητευμένο από το πένθος των κεριών.

Όραμα απίστευτο,
Χρώματα σφιχταγκαλιασμένα
Του χειμωνιάτικου δειλινού.

(’Εξαφανίστηκαν
Μέσα στα μάτια
Της αγαπημένης.)

Θα τυλιχτούνε
Τα μικρά παιδιά
Με τα τυραννισμένα τους χαμόγελα,

Οι φτωχοί εργάτες
Με το τρύπιο πανωφόρι
Της δυστυχίας τους,

Τα ολοπόρφυρα άστρα
Με κατάμαυρο
Βελούδο.

Μια πληγή πιο βαθιά
Θα φιλοξενήσει για πάντα
Την ευγένεια.

Κι όλα τα δάκρυα
Θα μείνουν αιχμάλωτα
Σ’ έναν καθρέφτη,

Κι όλη η στοργή μας
Κι όλες οι ελπίδες μας,
Ένα τριαντάφυλλο από φως.

Που θα ’ρθει από τ’ ανοιχτό παράθυρο
Ν’ απορροφήσει
Τη μοναξιά τον ποιητή.

Δεκέμβριος 1946

.

ΕΩΘΙΝΗ ΕΛΕΓΕΙΑ (1947)

Τώρα την αυγή, τώρα η αυγή χαράζει…

Είχα ξεχάσει τη φωνή μου
Μες στα σκοτάδια.

(Κοιμισμένες στάχτες,
Τρομαγμένα βλέμματα,

Δέντρα σκελετωμένα,
Πληγές του χειμώνα.)

Κι ήρθε ο Απρίλης
Με τ’ αμέριμνα φώτα των λουλουδιών.

Οι πεταλούδες γράφουνε στη χλόη
Τ’ όνομά τους,

Τα ποταμάκια ανιστορούν
Τα παιδικά τους χρόνια,

Οι φλογέρες
Τα χθεσινά μας δάκρυα.

Και το βράδυ
Ένα μάτι ατάραχο
Χαμογελάει
Μέσα σε κάθε λάμπα.

Τυλιγμένος ακόμα μ’ επιδέσμους
Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια
Μιας απαλής ομίχλης,
Όπου αγρυπνούν σβησμένα κεριά.

Μόλις μιλώ,
Για να διατηρήσω
Την ελπίδα.
Όμως κοιτάζω
Κοιτάζω πιο ψηλά.

Προς τους ανεμοδείχτες,
Προς τα μνήματα των περιστερών,
Προς τα ορόσημα του χαμογέλιου,

Εκεί που σταυρώνουν τα σπαθιά τους
Ο παγωμένος αγέρας και η αστραπή.

***

Ερειπωμένα δάση.
Ελάφια μου τυραννισμένα,

Ποιος θα μας πει την εποχή
Ποιος θα μάς πει την ώρα
Που τα φιλιά θα ξαναβρούν
Το νυφικό τους χρώμα;

Ποιος θα μας δείξει πάλι
Τη γαλήνη των μονοπατιών,
Ποιος τα προσκέφαλα των ίσκιων,

Κάποια μέρα θ’ ακτινοβολήσει
Η παπαρούνα του ύπνου μας,

Ή ένα. ρυάκι,
Που η αθανασία του θα ’ ναι από αίμα.

Μα τώρα, ίχνος αντηλιάς
Ούτε πουλί ασυννέφιαστο,
Ούτε πουλιού καθρέφτης.

Όλα τα πέταλα κλειστά
Και κάθε κρίνου αναλαμπή
Από καιρό θαμμένη.

***

Άστρα ή θέλετε κι όλο φωτίζετε;
Άστρα τί θέλετε και μας κοιτάτε;

Δε μας νοιάζει πια τίποτα,
Μας νοιάζει μόνο η καλοσύνη.

Ακέρια, σίγουρη παρηγοριά,
Ζέστη σαν ένα πανωφόρι.

Μάς νοιάζει η αλήθεια,
Το ψωμί,
Το ταπεινό λυχνάρι,
Το έμπιστο φως,
Η μάνα που θρηνεί.

«’Αγόρι μου, άγριο θυμάρι τον βουνού,
Κορίτσι που γεννήθηκε
Στην όχθη μιας τριανταφυλλιάς
Ποιος θα μου φέρει το κορμί σου,

Κανένα χέρι δεν είναι τόσο απαλό
Να μαζέψει την τέφρα των χειλιών.

Κανένα πρόσωπο δεν είναι τόσο καθαρό
Να σκουπίσει τα δάκρυα.

Κανένα στόμα δεν είναι τόσο τρυφερό
Να μου μιλήσει για την αθωότητα».

«Μανούλα μου, μην κλαις,
Μη μελετάς τα μάρμαρα,
Μην ξεριζώνεις τα μαλλιά σου.
Μονάχα κάλεσε τη μουσική.

(Νιφάδες, νιφάδες, νιφάδες,
Κάτασπρες, ρόδινες, γαλάζιες,

Ρολόι επίσημο της άνοιξης,

Χόρτο πικρό, κοχύλι μιας αυγής.
Που το φιλήσανε τα χελιδόνια.)

Μονάχα κάλεσε τους ανεμόμυλους.
Μπορεί οι φτερούγες τους να σε δροσίσουν.

Ή ακόμα την ανάσα,
Την πολύ χλωμή ανάσα
Των γιασεμιών.

Πάνω στου λόφου το χαλί
Βλέπω να λάμπει ένας σταυρός».

***

Θα ’ρθουν χαρούμενα παιδιά
Που θα τρυγήσουν τα λιπόθυμα χρώματα,

Θα ‘ρθουν κορίτσια
Που θ’ ανεμίσουνε τις σημαιούλες των αγρών,

Ορφανεμένες Κυριακές
Μ’ όλη την αίγλη μιας καμπάνας
Εωθινής.

Και δεν ξεχνώ μήτε τα δέντρα με τους καρπούς των,
Μήτε και τον ιδρώτα εκείνων που τα πότισαν
Για να ψηλώσουν.

Τα φύλλα δίνουνε τα χέρια τους,
Μοιράζονται τη φτώχεια της ζωής τους.

Μεσ’ απ’ τα στίφη των νεκρών
Πορεύεται η ελπίδα.

Ένας χείμαρρος πλημμυρίζει
Τα στεγνά καλοκαίρια.

Η αγάπη ανοίγει, καρτερεί
Το βλέφαρο του ήλιου.

.

ΡΥΑΚΙΑ (1947)

ΑΚΟΥΣΕ ΤΗ ΒΡΟΧΗ

Άκουσε τη βροχή

Τα τυλιγμένα ονόματα
Μέσα στη λησμονιά

Στα μαραμένα κρύσταλλα
Ξυπνούν χορεύτριες

Άκουσε τη βροχή

Τα παιδικά σου χρόνια
Φορτωμένα θύμηση
Λευκή και γαλάζια

Ο κρίνος της λάμπας
Το σπαθί
Και η καρδιά σου

Άκουσε τη βροχή

Μια πεταλούδα πέταξε
Απ’ το τετράδιο

Μες στο κοχύλι της
Ανάβει
Ένα φως

Η μουσική

ΕΙΔΥΛΛΙΟ

Ποιος αποκοίμισε
Το χιόνι
Κι έμεινε αγνό για πάντα
Σαν ένας τάφος

Ποιος ανασαίνει
Τα βλέφαρα των ατμών

Τ’ άσπρα γαρύφαλλα
Με τ’ αθώα τους χείλη

Ο ανεμοστρόβιλος κάτω στη γη
Λικνίζει
Τους ίσκιους

Τα νυφικά φορέματα

Το πρόσωπο με τις αναλαμπές

Ένα χαμόγελο
Που έγινε χλόη

ΜΝΗΜΕΣ

Όταν ο άνεμος τρέχει έξω
Γεμάτος φώτα

Το αραχνιασμένο πέπλο
Του καιρού
Εξαφανίζεται κάτω απ τη στέγη

Η νύχτα κρύβει
Χιονισμένα πουλιά

Μάτια τυφλά
Που υπομένουν ελπίζοντας
Τη σκληρή τους μοίρα

Κασετίνες με όνειρα
Που τρομάζουν

Αναζητούμε τα χείλη μας
Ανάμεσα στους παγετώνες

Οι μνήμες έρχονται
πλημμυρισμένες
Από ιριδισμούς αίματος

Σώματα φωτεινά
Τυλιγμένα σε γέλια

Είδωλα κοριτσιών

ΤΕΛΟΣ

Να οι ρυτίδες πάνω στα τζάμια
Τα σκεπασμένα παράθυρα
Μ’ ανώφελες ελπίδες
Η θύελλα
Με τις κρυστάλλινες κουρτίνες της

Να το αίμα που στάζει
Μες στα ποτήρια
Τα παιδιά λείψανα
Το χιόνι απλώνοντας τω χέρι του
Να τω κίτρινο στόμα
Τα σκουριασμένα λόγια
Κι η πένθιμη δουλειά με τ’ άροτρο
Στις πεδιάδες του μίσους
Τα καλύτερα μάτια
Κυλούν μες στον άνεμο

Η βροχή διαλύει
Όλα
Τα σχέδια
Όλα
Τα πρόσωπα

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΓΙΟΡΤΗΣ

Του ανέμου η τραγική φωνή
Της μοναξιάς οι μυρωδιές
ξυπνήσανε τα φώτα

Κοίταξε ακόμα μια φορά
Τ’ αποδημητικά πουλιά
Τούς μυθικούς θανάτους

Χάρισε στο περιστέρι
Την άσπρη γαρδένια των χεριών σου

Διάβασε στα σύννεφα
Τη θλίψη των ματιών σου

Και μες στα χρώματα του πυρετού
Τη λάμψη των χειλιών σου

Στα ερημικά δωμάτια
Δακρύζουν
Τα λυχνάρια

ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ

Είναι πάντα

Η μικρή
Συντριμμένη καρδιά
ξυπνώντας τις σπίθες

Δρόμοι γυμνοί
Γεμάτοι στάχτη
Ευνοϊκοί αντίλαλοι του κινδύνου

Ο άνεμος
Οι σκοτεινές ρωγμές
Πάνω στα πρόσωπα

Το πεταμένο γάντι της θλίψης

Κάποια συνάντηση στην καταιγίδα

Πληγή που λάμπει
Στο παρελθόν

Απλοϊκό λουλούδι
Που μιλεί
Στον ύπνο μας

(Δε θα μπορέσουμε ποτέ
Να σμίξουμε τη φωνή μας
Με τη δική του)

Η μακρινή πηγή
Το τραγούδι της που διπλώνεται
Στον ίσκιο

Τά τρομαγμένα απ’ το χιόνι τοπία

Όταν καλπάζουμε μαζί με τον άγγελο
Προς την ίδια ελπίδα

.

ΦΥΛΛΑ ΥΠΝΟΥ  (1949)

ΩΡΑΙΟ ΑΣΤΡΟ

Κοιμούμαστε
Με τούς αγγέλους μαζί κοιμούμαστε

Ένα φτερό μας αγγίζει

Με κάτι ρόδες παλιές
Σχεδόν χαλασμένες
Ερευνούμε τα κοιμητήρια

Παίρνουμε από το χέρι τη μνήμη

Η ελπίδα λάμπει πάνω στα χόρτα

Προχωρούμε σε δάση στρωμένα
Με χείλη από γαρύφαλλα
Που τα ξεπροβοδούν γαλάζιες κορδέλες

Αόρατα λουλούδια μας ακολουθούν
Χλωμά κορίτσια
Και παιδιά πεθαμένα

Κλεισμένοι στην πτήση μας
Αναζητούμε
Ένα ωραίο άστρο
Με κάτασπρα φύλλα

Ν’ αντέχει στον άνεμο

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ

Έ να πέπλο βουτηγμένο στη δυστυχία
Δίχως ανταύγειες

Μια νύχτα πυκνή που τη ριγώνουν οι αστραπές

Το άδειο φως της λάμπας
Και οι σκιές
Που κινδυνεύουν στην άκρια κάθε φύλλου

Όταν αγγίζουμε τη γαλήνη με τις γαλάζιες πτυχές
Των ήμερων τα δάκρυα
Που λάμπουν πάνω στο χώμα
Αφήνοντας τον ύπνο μας στη σκόνη του ήλιου

Όταν προσμένουμε ν’ ανοίξουν
Τα γκρίζα λουλούδια της περιπέτειας

Το πρώτο άστρο που πέφτει
Πάνω στη στέγη

Κι ένα βλέφαρο κλειστό
Διπλωμένο
Κρυμμένο βαθιά μέσα μας

ΔΙΧΩΣ ΜΟΥΣΙΚΗ

Στα μαραμένα φύλλα
Αιωρείται η εποχή

Ο κήπος είναι γεμάτος κομμένα χέρια

Κλείστε μου την καρδιά
Κλείστε μου τα μάτια

Έχω απηυδήσει να συλλέγω θανάτους

’Αλίμονο
Οι παπαρούνες μονάχα
Ξαναβρίσκουν
Το αίμα τους στη χλόη

Ου άνθρωποί πια δε γνωρίζουν τη μουσική

Τα δέντρα εξαφανίστηκαν

Έμεινε μόνο ο ουρανός

ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΟ

Θρυμματίστηκε ο καθρέφτης μου
Και το χαμόγελό μου

Πίσω απ’ τα σύννεφα
Μια λευκή μορφή
Με περιμένει
Μακραίνοντας του χαμογέλιου μου τα θρύμματα

Ύστερα έρχεται το σκοτάδι
Μια αιχμή λαμπερή
Ένα μεγάλο μάτι πού αργοπορεί σε κάθε γραμμή
Το κρύο και η αλήθεια

Ένας καπνός πού βγαίνει από το στήθος μου

ΕΡΕΙΠΙΑ

Το κλειστό βιβλίο
Το λυπημένο βιολί
Ο ραγισμένος άγγελος που αγρυπνεί

Πού είστε παιδικά μου χέρια
Με λησμονήσατε
Μα δεν μπορώ
Δεν έχω πια τα μάτια μου να κλάψω

Η βροχή αποκλείστηκε στον κήπο

Απ’ τα κλαδιά των δέντρων κρέμονται
Καρδιές
Μικρά φώτα
Ο ήχος μιας καμπάνας
Η προσευχή

Ακόμα καπνίζουν
Των ημερών τα ερείπια

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Παιδική ώρες

Θάνατοι των ημερών
Ωραίοι
Σαν ώριμα μήλα

Όταν μας πρόσμεναν
Στην άκρη του έρημου δρόμου
Κάποια τεφρή χαρά
Ένα παιχνίδι χαλασμένο

Όπως προσμένουμε οι νεκροί να μας μιλήσουν
Οι νεκροί που ποτέ δε θα μιλήσουν

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Στο δάπεδο
Ένα σβησμένο κερί

Του φεγγαριού τα μέταλλα
Πάνω στις στέγες

Νύχτα ενδόμυχη
Σαν κάμαρα κλειστή

Δυο σκονισμένα γάντια κιτρινίζουν
Πίσω απ’ τα τζάμια τ’ ουρανού

Ο θάνατος είναι καθρέφτης

Ποιός είπε πώς δε μιλούν οι νεκροί

Μέσα στη σιωπή φυτρώνουν
Τα λόγια τους σαν το χορτάρι

Με κλειστές πόρτες
Με κλειστά παράθυρα

Έρχεται ή βροχή

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης
Μη λυπηθείτε φίλοι μου
Μη λυπηθείτε

Θα πνεύσει ένας άνεμος φορτωμένος
Νεκρά φύλλα
Φωνές λησμονημένες

Αθόρυβα θα περάσετε
Το παγερό παράθυρο
Που ανοίγει προς τη νύχτα
Νύχτας σκληρή
Πιο τρομερή κι απ’ όλους τους ανέμους
Πιο άδεια κι απ’ την απουσία

Θα ‘ναι βαθιά η τρυφερότητά σας
Και το φιλί της αγάπης
Θα σας φωτίσει

Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης
Μη λυπηθείτε φίλοι μου
Μη λυπηθείτε

Ας ταξιδέψει ο χαμόγελό σας
Από στόμα σε στόμα

.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ (1951)

Όλα τα χέρια δεν είναι κλώνοι τριανταφυλλιάς
Όλα τα δάχτυλα δεν κατοικούν σε δροσερά ποτάμια
Όλα τα αηδόνια δεν είναι στολίδια χαράς

Τα κομμένα φύλλα περιπλανιούνται γύρω απ’ τα δέντρα
Τ’ άλογα τρέχουν αλαφιασμένα στα μονοπάτια
Τ’ άνθη ετοιμάζουν το φέρετρο των εποχών

Χαρείτε την άνοιξη χαρείτε

Τα πιάνα λησμόνησαν τους καπνούς των πεθαμένων παιδιών
Οι λάμπες δεν προστατεύουν τα όνειρά τους

Ένα μικρό κυκλάμινο ολομόναχο
Προσεύχεται μπροστά στη δύση

Κι όλα τα κορίτσια γονατιστά
Χαρίζουν τα μάτια τους στις βιολέτες

***

Κοιμητήριο τούτης της χρονιάς
Σκαμμένο με το φώς των δακρύων
Εγκαταλειμμένο στην αρχαιότερη βλάστηση
Τόσο γαλήνιο σαν τέλμα φθινοπωρινό
Τόσο γλυκό για ν’ αγαπήσεις το θάνατο

Πυρακτωμένα αγκάθια μέτωπα γυμνά
Σκληρό κοράλλι του μαρτυρίου

***

Είχε μάθει την αθωότητα των φτερών
Τα κρίνα του αγρού
Τη ζεστασιά των καρπών

Είδε τούς κήπους σπαρμένους με παιδικά χαμόγελα
Και μ’ άσπρα λουλούδια

Είδε τις στέγες που έλειωναν ρόδινες
Στα πρώτα φιλήματα του καλοκαιριού

Είδε γυναίκες που ξερίζωναν τα μαλλιά τους
Άντρες ανυπεράσπιστους να τους σκοτώνουν

Είδε τέσσερα νεκρά περιστέρια
Να φρουρούν
Την καρδιά τού μοναχικού Ρόδου

Είδε τη διαφάνεια
Να τινάζει πάνω στα κρύσταλλα
Την αγγελική κόμη της

***

Τα σύννεφα κρεμνούν τις εικόνες τους

θρυμμάτισε το δοξάρι της η χαραυγή
Ο ουρανός έχει χιονίσει τα πρώτα του βλέφαρα

Θρηνείστε τον Άδωνη

Τα πράσινα κλωνάρια τού κορμιού Του
Τη γαλάζια φλέβα της υπομονής Του
Τον καρφωμένο ήλιο του στήθους Του
Τα μαργαριτάρια των ματιών Τον
Τ ή λαμπερή ομίχλη τής φωνής Του
Τον ματωμένο ίσκιο της νυφικής κλίνης των μαλλιών Του

Φυλάξτε τα διασκορπισμένα μέλη Του
Μέσα στα πιο λευκά σεντόνια
Για να ’ρχεται κάθε άνοιξη να τ’ ανταμώνει

Κι ας απλωθούν τα δάκρυα
Να γίνουν πέπλα γιασεμιών
Και να ντυθούν τα χρώματα τ’ ουράνιου τόξου
Κι ας ανεβούν την κλίμακα των αρωμάτων

***

Παστάδες του όρθρου
Οι τάφοι πληθαίνουν

Η ανθρώπινη σάρκα
Χάνει το βάρος της

Μια στάλα αίμα μεγαλώνει μεγαλώνει
Ώσπου να γίνει ρόδο
Ώσπου να γίνει ανεμώνη
Κηλίδα φωτεινή
Μάτια ευρύχωρα πιο στιλπνά
Κι απ’ όλη τη θάλασσα
Λάμψη και τρόπαιο της καρδιάς

***

Όλη τη μέρα
Τα σκουριασμένα καρφιά πάνω στο δέντρο

Και τη νύχτα
Το κηροπήγιο του ύπνου της σελήνης

Κοίμισε η φλόγα τον καθρέφτη της
Κι απομακρύνεται με τους κορυδαλλούς

.

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ (1955)
(Χρονικό της κατοχής)

1

Επάνω στην πέτρα
Ένα μάγουλο ρυτιδωμένο
Που εξατμίζεται

Ένα μάτι που ικετεύει
Γεμάτο σκόνη
Γεμάτο όνειρα

Στον κήπο που βυθίζεται
Σ’ άλλες εποχές
Το δέντρο Απογυμνώνεται
Τα χειμωνιάτικα πένθη του

Πέρα απ’ τη θύμηση
Ο παγωμένος ύπνος

Οι μακρινές καλύβες
Καπνίζοντας μικρά φώτα

Ο θάνατος έρχεται
Χαρίζει το προσωπείο του

Από χλωμό ιδρώτα
Σχηματίζεται η σιωπή

2

Το κάρβουνο σωριάζεται με στεναγμούς
Το κάρβουνο καταχωνιάζει
Ρημάζει όλες τις στέγες

Μέσα στον άνεμο
Θρυμματισμένα τζάμια
Περίμενα το άστρο
Που κάθε κλωνάρι του είναι πράσινο

Κι έμεινα μόνος
Με την πυξίδα της λύπης
Μες στην καρδιά

Τα μάτια μου πλημμύρισαν
Από φόβους
Από ύποπτες σκιές

Τώρα βαδίζω στην τύχη
Ελπίζοντας πως θα το ξαναβρώ
Μες στο υπόγειο με τους κρυφούς φεγγίτες

3

Η τρομερή αγωνία του χεριού μου
Παραμερίζει οράματα

Στους έρημους δρόμους
Που φωτίζονται απ’ τη βροχή
Οι σκοτωμένοι σηκώθηκαν όρθιοι
Μένουν ασάλευτοι
Δε μιλούν

Ένα σεντόνι κάτασπρο
Πασχίζει να με καλύψει

Το σούρουπο εισχωρεί
Μέσα στις φλέβες μου

Μια παλάμη εξαρθρωμένη
Σφαλεί τα μάτια της ήμέρας

4

Άρρωστα χρώματα
Σηκώθηκαν από την κλίνη τους
Και τριγυρνούν ποτίζοντας
Όλα τα σπίτια με χλωροφόρμιο

Τα φώτα ετοιμοθάνατα
Μεταμφιεσμένα
Συνοδεύουν την ανάρρωση της βροχής
Παρηγορούν τη νέα τυφλή κοπέλα

Αγνό δάκρυ που αναπαύεται
Στη μνήμη μου για πάντα

5

Η φλόγα ανεβαίνει ανεβαίνει
Η φλόγα απελπίζεται

Λουλούδια κόκκινα
Μάτια ολοφώτεινα
Ταξιδεύουν μέσα στη νύχτα

10

Ερείπια πού κρύβουν μέσα τους όλη τη βλάστηση
Ερείπια πού μοιράζουν φωτεινά μπουκέτα
Που διασώζουν τη φτώχεια την αγνότητα
Ερείπια ακατάλυτα
Υψωμένα ενάντια στη μοναξιά

11

Χώμα όπου φυλάγονται χαμένα βήματα
Αίμα και φλόγες

Κρύπτη όπου καίγονται φτερά
Σιωπηλές καμέλιες

Χόρτο απαλό που φυτρώνει
Σε στόματα πολύ σκληρά

Χιονοστρόβιλοι που προμηνούν
Μια διαφορετική διαφάνεια

12

Τα ράμφη των πουλιών
Ματώνουν τα στήθη της άνοιξης
Διαιωνίζουν πληγές
Σχεδιάζουν θύελλες

Επικίνδυνα αρώματα
Περιζώνουν την εσπέρα

Πιο πάνω οι ωραίες κοπέλες
Με τα κομμένα κεφάλια
Τραγουδούν τους καταρράχτες

13

Τα παιδάκια τρέχουν ακόμα
Κρύβουν με κίνδυνο τούς αθώους
Αγαπούν τους τρελούς

Κοιμούνται πάντα μες σ’ έναν καθρέφτη

Με τα μικρά τους χέρια
Ξεθάβουν μιαν αχτίδα
Θάβουν τον τρόμο και την πείνα

.

ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΟ  (1955)

ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΠΥΡΕΤΟ

Μέσα στον πυρετό
Που ενεδρεύει στο δάσος
Ο μικρός καταρράχτης θα ‘ρθει

Στα καταχωνιασμένα παράθυρα
Θ’ ανθίσει το κοράλλι
Ίσως το βλέφαρο της βροχής

Το χιόνι θ’ αχτινοβολήσει πάνω στα χείλη σου

Της νύχτας ο βαθύς ρυθμός
Θε ν’ ακουστεί
Για τελευταία φορά στα όνειρά σου

Και η κόμη σου θα εξαφανιστεί
Κάτω απ’ τη γη

Σαν ένας λύχνος μες σε μια κρύπτη

ΝΥΧΤΑ ΨΥΧΡΗ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ

Νύχτα ψυχρή του Νοέμβρη
Χάρισε μου τα παγωμένα χείλη σου

Χάρισε μου το σώμα σου
Σκεπασμένο με τ’ άστρα

Κάμε να κυλήσει
Από τον ουρανό των χειλιών σου
Ο φωτεινός λόγος
Που πάντα περίμενα

Φέρε με πιο κοντά στην αληθινή ζωή
Χτες ακόμα ήμουνα παιδί
Που πίστευε στην αγαθότητα του χιονιού

Η κάμαρά μου είναι γεμάτη
Από τρομαγμένα βλέμματα
Από το πράσινο χορτάρι της αναμονής

Βοήθησέ με να μείνω απλός
Σαν ένα δέντρο μέσα στη θύελλα
Σαν ένα φύλλο που παραμιλεί

Τόσο απλός
Όπως το πρώτο βρύο της χρονιάς

Όπως το κέρινο φως
Γύρω απ’ τα δάχτυλα μιας πεθαμένης

ΟΤΑΝ ΔΕ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙΣ

Όταν δε θα υπάρχεις
Όταν δε θα υπάρχουμε
Και τα χέρια σου θα ταξιδεύουν
Να βρουν μιαν άλλη ζωή
Ν’ αγκαλιάσουν μιαν άλλη πιο απέραντη θάλασσα
Ν’ ανάψουν κι αλλού τούτο το άστρο
Που μένει πάντα αιχμάλωτο
Μέσα στη λάμπα

Θα προχωρήσω με τον ανεμοστρόβιλο
Κάτω απ’ τα ψηλά κυπαρίσσια
Ν’ ανταμώσω τον ίσκιο σου
Σταυρωμένο πάνω στα ρόδα
Ενός άυλου κήπου

Ίσοι μέσα στη σιωπή
Δε θα μας μένει παρά μια υπόσχεση
Που μας ξεπερνά

Και τούτο το έμπιστο δέντρο
Στολισμένο με δάκρυα

ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ

στον Γιώργο Θέμελη

Εξόριστος μες σ’ ένα μακρινό χιονοστρόβιλο
Κρυμμένος πάντα μες στην ομίχλη
Απλώνεις το χέρι σου στα πιο ταπεινά πράγματα

Στον καπνό πού στέφει το τζάκι
Στο κλειδί που σκουριάζει στην έρημη πόρτα
Στη μικρούλα φωτιά του χειμώνα

Ξυπνάς τη βροχή που κοιμάται
Μες σ’ ένα γυάλινο φέρετρο

Ξυπνάς τ’ αρώματα των κάμπων
Και ντύνεσαι τη μελωδία τ’ ουράνιου τόξου

Έτοιμος για τη συγκομιδή του κενού

Η ΑΝΑΜΜΕΝΗ ΛΑΜΠΑ

στον Γιάννη Σβορώνο

Η αναμμένη λάμπα
Ψηλά στην οροφή

Μες στην ασφάλεια της σιωπής της
ξαναβρίσκεις τα ματόκλαδα
Ενός πολύ μικρού κοριτσιού

Στο φωτεινό κύκλο της
Το σάβανο
Μιας πρωινής αναλαμπής

Και πίσω από το καπνισμένο γυαλί της
Όταν θραύεται ξάφνου
Τον ήχο μιας ανυποψίαστης μουσικής

Ένα χαμόγελο γλυπτό

Τα χείλη μιας νεκρής
Που περιμένουν ανέλπιδα
Στο σκοτάδι

ΑΚΟΥΣΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Άκουσε τα παιδιά που βόγγουν μες στα υπόγεια
Πατημένα απ’ τα βαριά σύννεφα
Που έχουν κατέβει πάνω στη γη

θυμήσου το μακρινό σφύριγμα του τραίνου

Τη φωτεινή αναχώρηση
Που έζησες μονάχα στ’ όνειρό σου

Το ρολόι του σταθμού
Σημαίνει πάλι μεσάνυχτα

Το χιόνι πέφτει αδυσώπητο
Σκεπάζοντας όλα
Σκεπάζοντας ακόμα και το κιτρινωπό φανάρι του δρόμου
Που ξαγρυπνάει ολομόναχο

Η σιωπή σχίζει τον άνεμο σαν ένα μαχαίρι

Τα φώτα θρηνούν σωριασμένα
Στην αποκοιμισμένη άμαξα τον χειμώνα

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ

Κάποτε ήταν ένα παιδί
Σαν ένα διάφανο γυαλί
Ένα πολύ μικρό παιδί
Μ’ έναν ήλιο στο στήθος

’Ένα παιδί τα χέρια του
Και τίποτ’ άλλο μες στα χέρια του
Παρά μια λάμψη

Ένα παιδί που ξεψυχούσε κάθε αυγή
Ένα γυαλί με μια ρωγμή
Με μιαν ασήμαντη ρωγμή

(Έχω κι εγώ δυο χέρια τώρα
Ένα βλέμμα ένα στόμα μια ρωγμή

’Ένα πολύ σκληρό γυαλί
Που κομματιάζει τη ζωή)

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα

Έθαψαν το μαντήλι της μητέρας
Που σκούπιζε τα μάτια τους κάθε πρωί
Το μαντήλι το λεκιασμένο απ’ το αίμα

Το σπίτι έρημο αγρυπνεί
Τ’ αδέρφια παίζουνε κρυφτούλι

Η νύχτα φθάνει επίβουλη κρυφή

Οι ίσκιοι κατεβαίνουνε πάνω στους τοίχους
Όλο και κατεβαίνουν
Και τ’ αδέρφια τους μετρούνε
Τους μετρούν και κλαίνε

ΕΙΝ’ 0 ΣΤΕΓΝΟΣ ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ

Είν’ ο στεγνός χείμαρρος

Η δυστυχία με τα ρικνά δάχτυλα
Που έκρουσε τη θύρα μου
Μια σιωπή από χιόνι απλώθηκε
Στα δώματα της αμφιλύκης

Οι νεκροθάφτες του ύπνου μου
Πέταξαν όλες τις χαρές μου
Όλα τα όνειρα
Σ’ ένα βαθύ χαντάκι

Και τώρα σκαλίζω
Σκαλίζω ακατάπαυστα
Για να φυτρώσει πάνω στο χώμα
Λίγη πράσινη χλόη

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Βαθιά μες στο σκοτάδι αναγνωρίζω την αυγή
Βαθιά μες στην αυγή αναγνωρίζω την Ωραία Πύλη
Βαθιά μες στην Ωραία Πύλη αναγνωρίζω την αγάπη
Βαθιά μες στην αγάπη αναγνωρίζω την Παρθένο Μαρία

Μητέρα μου σ’ αναγνωρίζω

Όταν κοιμάσαι με τους ίσκιους
Όταν μαντεύονται τα βήματά σου
Στα βήματα της φθινοπωρινής βροχής
Όταν το χέρι σου το ευσπλαχνικό συνάζει
Τα πρώτα δάκρυα των λουλουδιών

Γιατί ’σαι η αγάπη και η Ωραία Πύλη και η αυγή

.

ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ (1955)

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ

Δεν ξέρω τι με λύπησεν εκείνο το πρωί

Να ’ταν ο άνεμος που με καλούσε
Τα μάτια σου τ’ αρίφνητα απ’ τον πόνο
Το πράο φθινόπωρο
Η επίσημη στιγμή που προμηνούσε
Μιαν απουσία μακρύτερη απ’ το χρόνο

Δεν ξέρω τί
Μα γύρω μου ακόμα αναριγούσε
Η έναστρη πνοή σου
Το βλέμμα σου με του ήλιου την καταγωγή

Κι εγώ δε φανταζόμουνα ποτέ πως στη μορφή σου
Θα κατοικούσαν τόσοι αποχαιρετισμοί.

ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΠΑΣΧΑ

στον Ν. Γ. Πεντζίκη

Κορίτσια αχνά μ’ ανέμελα χεράκια
Μοιράζουν βάγια και χρυσά κεράκια

Τα φώτα δάκρυα χαράς σταλάζουν
Κι από την τόση λάμψη ευωδιάζουν

Μες στις υδρίες καίγεται η αλόη
‘Εν’ άστρο κρύβεται βαθιά στη χλόη

Γνέθει ο άνεμος την προσευχή του
Στα ρόδα πνίγει την αναπνοή του

Τρέχουν για να ’βρούνε τα χελιδόνια
Ένα φιλί θαμμένο μες στα χιόνια

Για ν’ αγκαλιάσουν τρέχουν μιαν αχτίνα
Του γυρισμού τα πρώτα πρώτα κρίνα

Η κόμη του ήλιου σμίγει με το κύμα
Μύριες φωνές σκιρτούν σε κάθε μνήμα

Ένα παιδί τα μάτια σιγοκλείνει
Κι η μέρα απ’ την πολλή ομορφιά της φθίνει

ΚΟΡΗ ΜΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΛΕ ΜΟΥ

για την Άννα

Κόρη μου κορυδαλλέ μου
Μίλησε μου για τη φλόγα

Μίλησε μου για το ρόδο
Που χορεύει στο μάγουλό σου

Για το χαμόγελο που σμίγει
Με το ναι της μαργαρίτας

Μίλησε μου για τις νιφάδες
Για την κρυφή τους συνάντηση
Μες στους καθρέφτες

Η αγάπη σου είναι απλή
Όπως το μάτι τον ελαφιού
Όπως το χόρτο στο μονοπάτι

Πάμε να γείρουμε μαζί πάνω στις πέτρες
Να στεφανώσουμε τα ερείπια
Με τα μικρά σου δάχτυλα από ροδαμούς
Με τα μικρά σου δάχτυλα από πάχνη

Ώ γιορτινό μου φως
Πολλαπλή μου άνοιξη

ΟΧΙ ΜΟΝΑΧΑ

Όχι μονάχα γιατί έμεινες νεκρή
Κοντά σ’ ένα ποτάμι
Όταν ο άνεμος κυλούσε
Όλα τα φύλλα πάνω στη γη

Όχι μονάχα γιατί πέρασες απ’ όλα τα μονοπάτια
Με τη χλοϊσμένη εσθήτα σου
Ανατέλλοντας πάντα μεσ’ από την αιώνια
Παιδική ηλικία των κορυφών

Αλλ’ ακόμα γιατί μου δίδαξες
Την αθωότητα των εποχών
Ψιθυρίζοντας σ’ όλους τους ίσκιους
Τη μοναδική βεβαιότητα

Σε ονομάζω άνθος του βουνού
Σε ονομάζω μοναξιά
Αυγή των ματιών μου
Μνήμη του έρωτα

ΕΙΣΑΙ ΟΜΟΡΦΗ

Είσαι όμορφη
Σαν ένα φιλί

Είσαι μελλούμενη
Όπως η χλόη της άνοιξης που θα ’ρθει

Είσαι πορφυρή
λειώνοντας όλους τους παγετώνες

Πρώτη χαρά της γέννησης
Πρώτη βαθμίδα της αναλαμπής

Πάντοτε αόρατη
Πάντοτε ορατή

Και μες στο αίμα σου
Εν’ άστρο πάντα ταξιδεύει

ΜΑΖΙ ΚΟΙΜΟΥΜΑΣΤΕ

Μαζί κοιμούμαστε
Μαζί ξυπνούμε

Μοιραζόμαστε τον μεγάλο ήλιο
Το ζεστό ψωμί

Κι η πιο μικρή σταγόνα της βροχής
Ξέρει όλα τα μυστικά μας

Το λυκόφως απλώνει επάνω μας
Την έμπιστη φτερούγα του

Μπροστά μας ο δρόμος ανοίγεται
Προς όλους τους ορίζοντες

Ο χρόνος αχτινοβολεί
Απάρθενο λουλούδι

ΗΡΘΕΣ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ

Ήρθες κοντά μου
Με την εύνοια των χελιδονιών

Μου μίλησες
Με τη σιωπή των άστρων

Και το χαμόγελό σου έτρεμε
Πάνω στα χείλη σου

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΕΝΟΣ ΠΟΥΛΙΟΥ

Γεννήθηκες κάτω απ’ τον ίσκιο ενός πουλιού

Μεγάλωσες σα μια ανταύγεια
Πλάι στο ρυάκι της εξοχής

Μια υπόσχεση έθρεφες
Κοντά στο τζάκι το χειμώνα

Μια υπόσχεση άφησες την άνοιξη
Ν’ αντιλαλήσει σ’ όλες τις ανηφοριές

Μια στάλα αίμα

Πιο ζεστή κι από τη μνήμη σου
Που ακόμα καίει

Κι έτσι όπως ήρθες έφυγες
Αδιόρατη

Τα βήματα του ήλιου ακολουθώντας

ΟΤΑΝ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

στον Γιώργο Γεραλή

’Όταν ο ουρανός διασκορπίζεται ένδοξα
Και τ’ άστρα ταξιδεύουν
Στη νηνεμία της νύχτας

Πόσο άθικτη μαγεία
Πάνω στη λίμνη

Κανείς δεν ξέρει πότε
Θα ξημερώσει

Κάποια πηγή
Αναβλύζει από άγνοια

Προαιώνιο χιόνι σκεπάζει
Τα βλέφαρα των λουλουδιών

Η θύμηση έπειτα
Ενός άλλου κόσμου

.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ (1959)

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Αναζητώντας τον ήλιο μέσα στα μάτια σου,
Αναζητώντας τον ίσκιο σου μέσα στα μάτια όλων των λουλουδιών,
Πλανιέμαι ακούραστος, μα δε σε βρίσκω πουθενά.

Ούτε στου δάσους το τρεχούμενο νερό,
Ούτε στα σύννεφα τα μακρινά της δύσης.

Μην ακολούθησες την κλίμακα μιας μουσικής μες στο λυκόφως,
Η μήπως έχεις αποκοιμηθεί το φωτεινότερο ύπνο σου
Μέσα σε κάποιους αιωνόβιους κάλυκες
Χαρίζοντάς τους το αίμα σου
Και δεν περιμένεις παρά να φυσήξει μιαν αυγή
Για να ροδίσει ολόκληρος ο ουρανός
Από την τρομερή ομορφιά σου,

Τα χέρια σου δυο πληγωμένα πουλιά
Και οι καθρέφτες σου παραχωμένοι.

Κι όμως υπάρχεις παντού,
Παντού μαντεύω τα ίχνη σου.

Έχεις κάτι από τον γλιστερό και πένθιμο άνεμο,
Κάτι απ’ το άρωμα της αστραπής.

Κάθε πρωί μου προσφέρεις το χαμογέλιο σου,
Για να λουστώ,
Κάθε βραδιά το άστρο σου,
Να το φιλήσω.

Είσαι η μέρα κι είσαι η νύχτα.
Είσαι η ελπίδα κι είσαι το φως.
Το πρόσωπό σου θα ’ ναι το πρόσωπο το δικό μου
Ύστερα από τις μέρες κι ύστερα απ’ τις νύχτες.

Ζωγράφισε τα μάτια μου γαλάζια,
’Άφησε τα μαλλιά μου να χυθούν στον καταρράχτη,
Κύλησε τα δάκριά μου να φυτρώσουν
Στους έρημους κήπους που κατοικείς.

Αύριο θα μπορέσουμε να ξαναγεννηθούμε μαζί,
Αύριο θα μπορέσουμε να κλάψουμε μαζί,
Πάνω απ’ τη θάλασσα που έχει επικίνδυνα υψωθεί
Και πάει να κατακλύσει το ζεστό χώμα της νοσταλγίας μας.

ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕΣ

Δεν άκουσες λοιπόν, Δεν άκουσες
Η σιωπή της νύχτας σε καλεί.
Η θύελλα έξω περιφέρει τον πορφυρό λύχνο της.
Ω πόσα σκιρτήματα, πόσοι κρίνοι
Στις παρυφές της αστραπής!

Το τρομαγμένο πουλί
Αγκαλιάζει τη λάμψη πολύ σφιχτά,
Πλέκει ένα δίχτυ μαζί της
Να αιχμαλωτίσει το βλέμμα σου.

Δεν άκουσες λοιπόν, Δεν άκουσες;
Το σκοτάδι σε παρακολουθεί
Πιο επίμονα κι από το φως.
Τα βλέφαρά σου χρωματίζονται
Από το πένθος της βροχής
Κι ένα φιλί σκάβει βαθύτερη την πληγή σου.

’Άφησα την αυγή ν’ αναζητήσω τη σάρκα,
Τη διάφανη παιδική σάρκα.
Που γίνεται λουλούδι κι υστέρα καπνός, άστρο νεκρό.

Άφησα την άνοιξη για να μάθω το μυστικό,
Το μεγάλο μυστικό που δε μαθαίνεται,
Να το χωρέσω στο σώμα μου να βλαστήσει.
Δέθηκα με την προσμονή για να μάθω τη νύχτα.
(Μια προσμονή πέρα από κάθε προσμονή.)

Και τώρα πάλι βρίσκομαι γεμάτος άγνοια μπροστά σου,
Εκεί που πνέει ο άνεμος μιας τέλειας χαραυγής,
Εκεί όπου αναδύονται τα μικρά φώτα των ναυαγίων,
Ελπίζοντας να πιώ λίγο ουρανό μέσα στα χέρια σου,
Ή ν’ αγκαλιάσω ένα σύννεφο νεκρό μες στα μαλλιά σου.

Η ΓΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ 0 ΚΟΣΜΟΣ

στον Οδυσσέα Ελύτη

Τη γη επιμένεις να δοξάζεις,
Μα η γη δεν είναι αυτός ο κόσμος.
Είν’ ένα σμάρι από μυρτιές,
Είν’ ένα σμάρι ροδοδάφνες,
Απ’ του νερού τη χάρη ευνοημένες.

Ουράνια φώτα που ανυφαίνουνε
Για την αιωνιότητα μια μουσική,
Για τη ζωή μια σιωπηλή
Πομπή από σκόρπια φύλλα
Και για το θάνατο ένα φίλντισι σκληρό.

Η γη είν’ ετούτα τα πουλιά,
Που λούζονται μες στη χρυσή καλοκαιριάτικη βροχή
Και ξάφνου γίνονται λουλούδια.
Η ανατολή μέσα στην άλλη ανατολή
Προτού ξυπνήσουνε τα ρόδα.

Είναι το αθώο βλέφαρο
Που κάποτε θ’ αναπαυτεί πάνω στο χώμα,
Μια μητρική καρδιά,
Είν’ ένα στήθος που τ’ οργώνουνε
Τα δίκαια χέρια τα φτωχά.

Βάλε τ’ αυτιά σου κι άκουσε
Το αίμα της που με το αίμα σου ανεβαίνει
Κι ορμάει σε πίδακες προς τ’ άστρα,
Κι υστέρα μες στην υπερκόσμια μοναξιά
Μια λάμψη πιο λευκή ολοένα σχηματίζει.

Μες στα σκοτάδια ολόκληρος βυθίσου,
Κάποια γλαυκή ανερεύνητη πνοή
Τα χείλη σου να δεις πως ξεφυλλίζει,
Τα δέντρα αυτά που κάθε ρίγος τους
Είν ένα ρίγος της αρχέγονης καταγωγής σου.

Τότε θα νιώσεις πως η γη
Δεν είναι βάρος υλικό, μα ο έρωτας που ελπίζεις,
Ένα χαμόγελο θεϊκό στην άκρη ενός φτερού,
Χιόνι που διαλύεται σε χίλια πρίσματα εκτυφλωτικό,
Η καμπύλη της χαράς και των κυμάτων η καμπύλη.

Τότε θα νιώσεις πως η γη
Είναι του ύφους ο ίλιγγος, το έπαθλο μιας νίκης,
Το σώμα της αγαπημένης σου, ο δρόμος που οδηγεί
Απ’ της νυχτιάς το βόρβορο
Ίσαμε το άρωμα της αμφιλύκης.

ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΠΟΤΕ ΣΟΥ

Μην πεις ποτέ σου δεν είν’ όμορφη η ζωή
Όταν θα δεις το φως να χαμηλώνει,
Όταν τα φύλλα τα ξερά θα πέφτουνε στα πόδια σου
Κι όλα τα σήμαντρα θα χαιρετούν τους ίσκιους
Μην πεις δεν είναι όμορφη η ζωή.

Ο λόφος θα ντυθεί με των ματιών σου την αχλύ,
Τα χέρια θ’ αγκαλιάζουνε την επιτύμβια στήλη,
Και της φωνής σου το πουλί θα μένει πάντα σταυρωμένο.
Όμως μην πεις δεν είναι όμορφη η ζωή.

Της μέρας οι ήχοι δε θα φτάνουν ως τα χείλη σου τα ωχρά,
Ούτε οι ανοίξεις πια θα τραγουδούν κάτω απ’ τα βλέφαρά σου,
Μόνο ένα σύννεφο καμιά φορά θα σε δροσίζει την αυγή
Κι ένα λουλούδι θα πενθεί μετέωρο τη σιωπή σου.

Χρόνια και χρόνια θα περάσουνε, μα εσύ να τη ζητήσεις
Το χρώμα σου να ξαναδείς μες στων αγγέλων το σκιόφως,
Μη λησμονήσεις τ’ άσπρα τριαντάφυλλα,
Μην αμελήσεις τ’ ουρανού τη γύρη,
Μην πεις δεν είναι όμορφη η ζωή.

Την ακατάλυτη μοίρα της πέτρας μη φθονήσεις,
Τ’ άσπιλα μάρμαρα, την παγωμένη στάλα,
Την άφθιτη, που κρέμεται απ’ το δέντρο του καιρού,
Ούτε ένα όνομα γυμνό και πικραμένο σαν τον ύπνο σου.

Μόνο κατέβα πιο βαθιά, πολύ βαθιά, μέσα στην κοίτη
Της γης, όπου ξαπλώνουνε τις ρίζες τους τα κυπαρίσσια,
Ώσπου η βραδιά να γείρει ατάραχη να εμπιστευθεί
Το πιο απόκρυφο άστρο της μες στην υγρή σου κρύπτη.

Κι ύστερα σχίσε της αράχνης τον πλοκό που σε τυλίγει,
Ανασηκώσου με τα οστά γεμάτα μουσική,
Κι αν είν’ ο ίσκιος σου τόσο πλατύς, τους δυο μας να σκεπάσει.
Μα πρόσεξε μη γελαστείς, μη λησμονήσεις,
Μην πεις ποτέ σου δεν είν’ όμορφη η ζωή.

Ο ΣΚΟΤΑΔΙ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Το σκοτάδι, ο θάνατος,
Είναι η μεγίστη απορία μας,
Η συντριβή του φτερού και του μίσχου,
Ένας ανήλεος καταιγισμός
Από θρυμματισμένα μάρμαρα,
Που μας σκεπάζουν.

Γι’ αυτό πασχίζουμε κάθε πρωί
Ν’ ανακαλύψουμε το φως,
Κι όπως απόκριση δεν παίρνουμε καμιά,
Δεν ξέρουμε αν το φως υπάρχει.
Κι αρχίζουμε ν’ αναζητούμε
Κάποια μορφή αγαπημένη,
Κάποιαν απίθανη μορφή,
Σα μια πτυχή μέσα στα σύννεφα,
Σαν ήχο απόκοσμης μουσικής.

Και λέμε τότε μέσα μας δειλά:
«Ίσως αυτή θα ’ναι το φως,
Η θαυμαστή κατάφαση που περιμένουμε,
Όπως εν’ άνθος που ξύπνησε
Μέσα στην έκπαγλη λευκότητά του,
Όπως το μαγεμένο πουλί,
Όπως του ρόδου η ομίχλη…»

Μα πάλι δεν ακούγεται
’Ίχνος απόκρισης κανένα,
’Εκτός από τον παφλασμό
Τον ατελεύτητο της νύχτας,
Εκτός από τα χείλη μας που σμίγουνε
Με τα πιο βάναυσα χείλη της νύχτας,

Δίχως απόκριση να παίρνουμε καμιά,
Δίχως ποτέ ν’ ανακαλύπτουμε το φως.

.

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΣ ΕΠΟΧΕΣ (1961)

ΑΝΟΙΞΗ

Νικήθηκε ο θάνατος
Με το χαμόγελο τον δέντρου

Τώρα μπορούμε να εισχωρήσουμε
Μέσα στο ανάκτορο των εποχών

Να ξαναγεννηθούμε ολόφωτοι
Στην αγκαλιά της θάλασσας

Ν’ αλλάξουμε τα μάτια μας
Με δυο γαλάζια σύννεφα

Αγνοί να γείρουμε το σούρουπο
Και να ξυπνήσουμε πιο ωραίοι

Μια παπαρούνα ν’ ανταμώσουμε
Στα βλέφαρα των εραστών

Τον ύπνο που αχτιδοβολεί
Από την ευωδιά του κρίνου

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Αμέριμνος στοχάζεται και πράος ο ουρανός
Εγκαταλείπεται σε πορφυρές εκμυστηρεύσεις

Σ’ έναν απέραντο παράδεισο μεταμορφώνεται η αυγή
Και το ποτάμι σε βασίλισσα κατάφορτη μαργαριτάρια

Μπουκέτα γίνονται τα όνειρα
Δεμάτια γίνονται τα στάχυα

Ο έρωτας και ο καιρός έχουν την ιδία λάμψη
Άνθη και δέντρα απορροφούν αχόρταγα το φως

Και μια νεράιδα τραγουδά του ήλιου τη χαρά
Σ’ όλες τις σκιές μοιράζοντας τα διάφανά της πέπλα

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Πόσο νωθρά κυλούν οι ώρες
Ο ουρανός κατέβηκε πιο χαμηλά

Οι καπνοδόχες ορθώνονται πολύ ψηλά
Ένα χέρι αόρατο ανυφαίνει τους καπνούς των

Πράσινα τέλματα βουβά
Φωτίζονται με τα λυχνάρια

Μ’ ένα φιλί το βασιλόπουλο
Ξυπνάει την κοιμωμένη

Ξυπνάει την όμορφη βροχή
Που βιάζεται ν’ αναγγείλει τους γάμους της

Μες στ’ αστρολούλουδα υποφώσκει ένα λυκόφως
Πιο ωραίο γίνεται το κοιμητήρι

Μακριά στη λίμνη με τα νούφαρα
Πνίγεται η Οφηλία

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Όλοι κοιμούνται μες στα σπίτια τους
ίχνη από δάκρυα παντού

Πόσο φοβούνται τα παιδιά
Πως τρέμουν οι καθρέφτες

Τ’ άστρα μαζεύονται στην οροφή
Περήφανη αποξενώνεται το εκμαγείο της η σιωπή

Μέσα στον κήπο τα κλαδιά
Μιαν άσπρη ντύνονται μελωδία

Βαθιά στο δάσος η παιδούλα αποκοιμιέται
Μ’ ένα χρώμα λυπημένης τριανταφυλλιάς

Και μόνη ακούγεται η φωνή του ξυλοκόπου
Και του ανέμου η πένθιμη βοή

Η χλόη ανακαλύπτει πως δεν έχει μνήμη
Ξυπνά η στάχτη ανάμεσα στα πεθαμένα φύλλα

.

ΔΕΚΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (1962)

ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ ΕΡΧΕΣΑΙ

Μέσα στον ύπνο μου έρχεσαι
Απαράλλαχτη
Και σ’ αναγνωρίζω

Με σάρκα ζωντανή
Στιλβωμένη από τη πίκρα της θάλασσας
Με ήχο κοχυλιού

Και όμως ταχύτερη
Κι από τη λάμψη ενός πουλιού
Πιο ευδιάλυτη
Κι απ’ την καρδιά του σύγνεφου
Έτοιμη πάντοτε να ξαναρχίσεις
Τη θαυμαστή ιστορία σου

Ομίχλη και νερό
Ομίχλη και όνειρο

.

ΤΟ ΠΕΠΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ (1963)

ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

Των βουνών αδελφή
Που η σαγήνη σου εξασθενίζει
Του ανθρώπου τη συστολή

Και τη χλωμάδα
Του αποκοιμισμένου φύλλου αφυπνίζει

Θα σε παρακαλούσα να κατέβαινες
Μες στου σπιτιού μας την αυλή
Μα η σιωπή σου με φοβίζει
Και δεν μ’ αφήνει ούτε στιγμή

Σωπαίνω λοιπόν και υπομένω
Το άπειρο φως σου περισυλλέγοντας
Από τη χειμωνιάτικη τούτη γη

Και υπομένω και πάλι σωπαίνω
Γιατί το ξέρω πως είσαι
Του αιώνιου η προσμονή

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Πάνω στην όψη του αποκοιμίζει
Τη λάμψη ενός κεριού
Όμως βαθύτερα μέσα του
Ανακαλύπτει πολλά πράγματα
Που τραγουδούν

[Όπως όλα τα πράγματα τραγουδούν
Όταν κλείνουμε μέσα μας
Κάτι από την ψυχή τους]

Κι είναι τα πράγματα τούτα
Κρύσταλλα των ονείρων
Λείψανα φτερών
Και χιόνια
Πολλά χιόνια

Κι είναι τα πράγματα τούτα
Γύψινα χέρια κοριτσιών
Μια κόμη που χλωμιάζει
Πολλαπλασιασμένες ανταύγειες
Παιχνιδίσματα ματιών

Κι ακόμα βαθύτερα μέσα του
Κάποιο θανάσιμο ψύχος
Ένα παράξενο σκληρό βλέφαρο
Που όλο τεντώνεται
Για να φυλάξει το μοναδικό
Υδάτινο μάτι του που τρέμει.

ΟΜΟΡΦΙΑ ΔΙΧΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟ

Σ’ εσένα που ήρθες
Απ’ έναν κόσμο που δεν γνωρίζω
(Μοναδικό άσυλο της λησμονιάς)

Που ο άνεμος σμιλεύει
Στοχαστικά την κατατομή σου

Κι ο χρόνος απομακρύνεται
Τρομαγμένος
Δίχως ν’ αγγίζει την όψη σου

Σ’ εσένα που είσαι
Ένα κομμάτι νύχτας
Μες στη μοναξιά του κόσμου
Σχεδιάζοντας μεθυσμένα αστέρια
Και πετάγματα πουλιών

Αδιαπέραστη ιδεατή
Λυπημένη
Σαν ένα σύννεφο που βουλιάζει στα έλη

Φάντασμα της ομίχλης
Που σιγοπερπατεί

Τρέχω χαρούμενος
Να σε προϋπαντήσω

Να σε ξαναγεννήσω
Κάτω απ’ τον ήλιο
Πιο αληθινή.

ΧΙΟΝΙ

Εκεί ψηλά πια δεν υπάρχει κανένας

Μακριά σημαίνουν καμπάνες

Έξω η νύχτα παραμονεύει
Γεμάτη φυλλώματα
Ορθάνοιχτα μάτια
Εχθρικούς καθρέφτες

Νεκρά τα πλοία μες στην ομίχλη

Η σιωπή μια πληγή δίχως όνομα

Το δάσος βελούδινο
Μια παιδούλα κοιμάται στον ίσκιο του

Απ’ την ανάσα της
Γεννιούνται αδιάκοπα
Άστρα λευκά

.

ΩΚΕΑΝΙΔΕΣ (1965)

ΑΣΥΓΚΡΙΤΕ ΩΚΕΑΝΕ

Ασύγκριτε ωκεανέ
Μου μίλησες πριν να σε ιδώ ακόμα
Πάνω από τους ορίζοντες πάνω απ’ τις πεδιάδες
Πάνω απ’ τη μνήμη πάνω απ’ τους καπνούς των καραβιών
Με τα καινούργια χείλη σου που ανθίζουν στον αφρό σου
Με τους κυκλώνες σου που κάνουνε να ταξιδεύουν ως εδώ
Τόσες μυριάδες βλέφαρα κοράλλινων κοριτσιών
Με την ατέλειωτη κόμη σου διάστιχτη από αστερισμούς
Με κοίταζες με τα πελώρια γαλάζια μάτια σου
Τα πιο γαλάζια κι από τ’ όνειρο
Που σ’ ένα δάκρυ τους χωρεί το φως όλου του κόσμου

Ω χάρισέ μου τώρα το φτερωτό σου άλογο
Το καταπράσινο άλογό σου
Κι εσύ ουρανέ μια κοφτερή μαρμαρυγή
Για να χτενίσω τη χαίτη του

ΟΤΑΝ ΤΑ ΧΕΡΙΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ

Όταν τα χέρια τ’ ουρανού κλώθουν των ίσκιων τα παραπετάσματα
Και σμίγει η θύμηση της γης με μιαν ηχώ νεκρώσιμης καμπάνας
Όταν πλαγιάζει σ’ ένα νέφος από μαύρες τουλίπες η αστραπή
Και τα μάτια ονειρεύονται ένα πένθιμο χρώμα
«Θα γεννηθείς ξανά» λέει ο καιρός
«Θα γεννηθείς ξανά» λένε τ’ αστέρια
«Θα γεννηθείς ξανά» αποκρίνεται το φλάουτο του νερού
«Θα γεννηθείς ξανά» αποκρίνονται τα φώτα των πουλιών
Και μια φτερούγα απέραντη μια ολόλευκη φτερούγα
Διώχνει μεμιάς τα σύννεφα διώχνει μεμιάς τα σκότη
Και μ’ ένα θρόισμα τραγουδά «εδώ είν’ η αθωότητα εδώ η γαμήλια ώρα»
Ο έρωτας σηκώνεται και πολεμάει το χάρο
Οι κρίνοι ανακαλύπτουνε ωραία καινούργια μάτια
‘Ένα καινούργιο αλφάβητο με γράμματα από φως
Που μας μαθαίνει πως οι άνθρωποι να δίνουνε τα χέρια
Πω? να φορούν την άνοιξη να συναλλάζουν τις καρδιές

Η ΩΡΑΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Μες σ’ έναν κήπο ξεφυλλίζει
Χιλιάδες φώτα μοναχή
Τι όμορφα που τη στολίζει
Μια ολόχρυση βροχή

Έχει του άνεμου την ορμή
Του ποταμού τη λυγεράδα
Πιο πελιδνή κι από αστραπή
Πιο άσπιλη κι από νιφάδα

Είναι τα χέρια της μικρές σχεδίες
Που ταξιδεύουνε στον ουρανό
Ίσως ροδόχροα περιστέρια
Που καταυγάζουν τον ωκεανό

Μα ξάφνου ως πάλι ανοιγοκλείνουν
Πελώρια βλέφαρα πάνω στη γη
Κι ανθοβολούν οι παγετοί
Μεμιάς να την καλωσορίσουν

Είναι ολοκαίνουργια είναι λευκή
Χαρούμενος μες στα μαλλιά της
Ο ήλιος ναυαγεί

.

NOVISSIMA VERBA (1971)

1

Μόλις μπόρεσα να προσέξω
Το στιλπνό πουλί
Π ον κάθισε στην άκρη τον κρεβατιού μου
Τη μέρα που ήρθες πάλι
Να με συναντήσεις
Μόλις πρόφτασα τα μάτια σου
Που μέσα τους ξανάκλεισαν
Τους εφτά ουρανούς
Με τις γλαυκές ανεμώνες τους
Και το χαμόγελό σου που ξετύλιγε
Έν’ ανθοπέταλο από χιόνι

2

Αρρώστησε ο ουρανός να ονειρεύεται
Το άτονο βλέμμα σου
Τις κατάχλομες ντάλιες σου
Που ανάβουν μες στα νέφη
Από τον πυρετό τους
Κι αυτές τις άσπρες νιφάδες
Που σκεπάζουν το μονοπάτι σου
Πιότερο ακόμα
Κι από το μελάνι της νύχτας

3

Όσο κι αν ήταν αποτρόπαιη
Η νεκροφόρα που σε πήρε
Αναζητώ κάθε πρωί
Μέσα στη λάσπη
Τ’ αχνάρια των τροχών της
Όπου ακτινοβολούν ηράνθεμα
Όπου θροΐζουν αρχαγγελικά φτερά

4

Άπλωσε μου το χέρι σου
Τώρα που έγινε κλωνάρι Αμυγδαλιάς
Γιατί όσο ο καιρός περνάει
Τα μακρινά σου λόγια μοιάζουνε
Με σύννεφα χλωμά
Και τα δικά μου έχουν στερέψει
Κι όλο μαζεύω μόνο φρύγανα
Κι όλο μαζεύω πεταμένες μαργαρίτες
Για να σ’ απαντήσω

5

Όχι δεν έχουμε αποχωριστεί
Παραδομένος ακόμα στην αίγλη σου
Κάτω απ’ την άλλη άκρη τ’ ουρανού
Μέσα στον κύκλο μιας ανταύγειας
Που ολοένα εξασθενίζει
Κατεβαίνω την τάφρο που ξαναπρασινίζει
Ρωτώ τον άνεμο τα ερείπια τον κεραυνό
Μήπως τουλάχιστο απομείνει μες στα χέρια μου
Ένα κουρέλι από τη λάμψη σου που τρέμει

6

Κάποτε ’ίσως η φλόγα της λάμπας
Κάποτε ίσως το πάθος τον καιρού
Να πυρπολήσει τούτα τα χαρτιά μου
Μα θα μπορέσουν άραγε οι στάχτες τους ποτέ
Να καταπνίξουν τα μάτια σου
Που εξακολουθούν να λάμπουν
Κάτω απ’ τα σφαλιγμένα σου βλέφαρα;

7

Η νυχτερινή βροχή
Σέρνεται ανάμεσα απ’ τις θλιβερές
Καμπές του φθινοπώρου
Κουβαλώντας πυρόξανθα φύλλα
Κι άστρα νεκρά
’Αναταράζει την απέραντη σιωπή σου
Μέσα στην πιο θαυμαστή της άνοιξη
Και ξοδεύει όλη τη θεσπέσια χάρη της
Για να δροσίσει την πληγή μου

8

Το σεληνόφωτο σφυρηλατεί
Τα μυστικά του σύνεργα
Για να εκπορθήσει τα τζάμια των παραθυριών
Να σαγηνέψει τα πουλιά
Να πήξει τη μενεξεδένια λάσπη
Να ζωντανέψει μέσα στο τζάκι
Τον απαράμιλλο θρύλο σου

.

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ (1971)

Σ’ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΩ ΠΑΛΙ

Σ’ ανακαλύπτω πάλι
Ω επισκέπτρια νυχτερινή
Μαστιγωμένη απ’ όλους τους ανέμους
Και υψώνω ένα δέντρο
Για να στηρίξω τη λύπη μου
Και ξεδιπλώνω έναν ουρανό
Για να προετοιμάσω την πτήση μου
Ίσαμε σένα

Πόσο μακρύς ο δρόμος
Για να φτάσω την ερημιά των ματιών σου
Για ν’ ανασύρω τα μάτια σου
Μέσ’ απ’ τη στάχτη του καιρού
Να ξεχωρίσω τα λόγια σου
Που ολοένα ξεμακραίνουν
Και μόλις ακούγονται
Ίδιο ανατρίχιασμα νερού

.

ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΛΙΒΑΔΙ

Θα ‘μαστε μόνοι εγώ κι εσύ
Και δε θα υπάρχουν πια
Ούτε αποχωρισμοί ούτε αναχωρήσεις
Ούτε μέρα ούτε νύχτα
Και θα ‘χει τόσο κάποια λάμψη απεριόριστη απλωθεί
Πάνω στα πρόσωπά μας
Που θα ελευθερωθούν τα βλέφαρα απ’ τον γύψο

Θα προχωρήσουμε μαζί στην όχθη του φωτός
Και τα δικά σου βήματα θ’ απορροφήσουν τα δικά μου
Μια σκουριασμένη αξίνα κι ένα φτυάρι θα ‘ναι πάντα εκεί
Να μου θυμίζουνε το τρομερό εκείνο απόγευμα μιας Κυριακής
Θα περπατήσουμε μαζί σ’ ένα γαλάζιο λιβάδι
Κι από τους λόφους θ’ αναβλύζει
Κάποιο ανάκουστο τραγούδι
Που ποτέ δε θα τελειώσει

.

ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1972)

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΡΧΙΖΕΙ

Η μουσική αρχίζει από την άκρη των χειλιών σου
Περνάει μεσ’ απ’ τα μάτια σου
Ξεχύνεται στα μαλλιά σου
Και διαγράφοντας τους πιο απίθανους κυματισμούς
Ανοίγει ένα φεγγίτη στο στήθος μου
Για να εγκατασταθεί μες στην καρδιά μου

’Όμως σε λίγο ξαναθυμάται τον ουρανό
Και βγαίνει πάλι έξω
Ανάβει σπινθήρες πάνω στα κρύα παγωμένα τζάμια
Φωτίζει την αραχνιασμένη κάμαρα
Λάμπει μαζί με τη φλόγα μέσα στο τζάκι
Και κάνει τη στάχτη ν’ αποκοιμηθεί

Ύστερα σμίγει με τον ήχο της βροχής
Καβαλάει το άλογο του χιονιού
Και σκαρφαλώνει στις απόκρημνες ακτές της σελήνης
Η ακόμα πιο ψηλά στα περιβόλια τ’ ουρανού
Πίσω απ’ την πάχνη των γιασεμιών
Πίσω απ’ τα βλέφαρα των ίσκιων

Στήλη καπνού εκεί ψηλά στην άλλη άβυσσο
Πηγή νερού εδώ σιμά μες στη βραχοσπηλιά
Κόρη του ιλίγγου και της αστραπής
Προσφέροντας μια δέσμη ρόδα σε όλους τους δυστυχισμένους
Ηγεμονίδα μιας φωτεινής θύελλας μέσα στην έρημο των νεκρών
Αναστάσιμο σήμαντρο μέσα σε μια κατακερματισμένη αιωνιότητα

ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Σου γράφω τούτη την επιστολή
Όπως κανείς ανάβει ένα λυχνάρι
Όπως χιονίζει στο περιβόλι
Όπως βρέχει πάνω στις στέγες
Όπως στενάζουν οι καπνοδόχες
Όπως χτυπάει η πένθιμη καμπάνα του κοιμητηριού

Σου γράφω τούτη την επιστολή
Όπως ανθίζουν οι αμυγδαλιές
Όπως κυλάει το ρυάκι
Όπως κοιμούνται τα πουλιά μέσα στην πρασινάδα
Όπως σμίγουν τα στόματα των εραστών
Σχηματίζοντας ένα τριαντάφυλλο

Σου γράφω τούτη την επιστολή
Όπως κανείς ερωτεύεται για πρώτη φορά
Όπως ανοίγει ένα μπουμπούκι
Όπως μοιράζουν ελπίδες τα ρολόγια
Όπως σκάβει μες στον χειμώνα τις πέτρες η σιωπή
Όπως σκεπάζει ο ουρανός τα σκελετωμένα δέντρα

Σου γράφω τούτη την επιστολή
Με όλα μου τα σύννεφα
Με όλα μου τ’ αστέρια
Με την κορυφή του κυπαρισσιού
Για να μου χαρίσεις ένα ποτάμι
Για να μου χαρίσεις ένα όνειρο με τα φτερά του παγωνιού

Σου γράφω τούτη την επιστολή
Γιατί ο άνεμος παραμονεύει πίσω από την πόρτα
Γιατί μπορεί να μη σε ξαναδώ
Γιατί αξίζεις πιότερο κι απ’ τη ζωή μου

ΩΡΑ ΠΟΥ ΜΟΝΟ ΕΣΥ

Τώρα που μόνο εσύ μπορείς να με παρηγορήσεις
Αγκάλιασε με μ’ έναν έξαλλο εναγκαλισμό
Να μεταμορφωθώ σε μια καμέλια που ονειρεύεται
Που όλο ονειρεύεται την ομορφιά σου
Απόκρυφα σιωπηλά
Όπως ονειρεύονται τα κάρβουνα και η στάχτη

Να πλησιάσουν πιο πολύ τα χέρια μας τα πρόσωπά μας
Και να ενωθούν εξαφανίζοντας το διάστημα που μας χωρίζει
Μες σε μια σύσπαση οδυνηρή
Καθώς την ώρα ενός ναυαγίου

Ν’ ανοίξουνε μεμιάς τα βλέφαρά σου
Ίδια με πόρτες και παράθυρα φτωχών φιλόξενων σπιτιών
Σ’ ένα διαβάτη έρημο που περιπλανιέται μέσα στη νύχτα
Και κάποια λέξη να διασχίσει το σκοτάδι
Για να γνωρίσω τ’ όνομά σου καλύτερα από το δικό μου

Πρωί πρωί να κατεβεί ο ήλιος στο περβόλι
Να μη φορούνε πένθιμες ταινίες τα λουλούδια
Μήτε να είναι καρφωμένα τα πουλιά στον ουρανό
Και να ’σαι πάντα η ίδια πάντα εσύ

Κι όταν αδιάφορο το σούρουπο θα ‘‘ρθει
Και παρασύρει ο άνεμος μαζί σου όλα τα φύλλα
Να μείνει μόνο το άρωμα απ’ το ανέπαφο κορμί σου
Κι η ανοιχτή μου πάντοτε πληγή

.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΣΟΥΙΤΑ (1975)

ΟΤΑΝ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ…

στον Μίλτο Σαχτούρη

Όταν ο ποιητής
Ανοίγει τα μάτια του
Στο καθημερινό θαύμα
Εμφανίζονται σιγά – σιγά
Όλα τα πένθιμα φαντάσματα
Όλα τα όνειρα τα λυπητερά
Σαν κεριά που καπνίζουν

Τότε με το χλωμό του δάκτυλο
Χαράζει τ’ αρχικά της αστραπής
Πάνω στη στιβαγμένη σκόνη
Πάνω στο πρόσωπο της χρονιάς
Που γέρνει
Μαστιγωμένο απ’ όλους τους ανέμους
Αλλάζει τη λάσπη
Σε κρουνούς από φωτεινό αίμα
Μεταμορφώνει το θάνατο
Σ’ ερωτικό τραγούδι

Ω ποίηση αναμάρτητη
Εμπιστευμένη στη δροσιά της θύελλας
Ω ποίηση ατελεύτητη
Φτεροκόπημα χελιδονιών

.

ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΑΙΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΟ ΜΑΡΙΑ (1977)

Καθώς μια μέρα εγώ κοιτούσα στην ακρογιαλιά
Τόσους σπαρμένους σκελετούς
Εκεί ψηλά στην αυτοκρατορία του ήλιου
Κάτω από την ολόασπρη φτερούγα του καλοκαιριού
Άκουσα μια φωνή απαλή να ψιθυρίζει
«Κύλησε πάνωθέ τους νύχτα καταγωγική
Το φωτεινό τούτο ποτάμι σου που ονομάζεται τρυφερότητα
Προαιώνιες λάμψεις ξεχυθείτε
Άστρα να φέξουν οι πληγές
Κρατήσου θάνατε σε υποταγή»

Κι ήσουν Εσύ Μεγαλόχαρη
λευκότητα άσπιλη και μυστική
Κεντημένη με ίσκιους και με βλέμματα πουλιών
Κι ήσουν Εσύ Γλυκοφιλούσα με το χαμόγελό σου
Οριακό χαμόγελο
Ανάβρυσμα από φύλλα
Πρώτο πέταγμα των μελισσών
‘Εωθινή δροσιά σ’ όλους χαρίζοντας ελπίδες
Του πρίσματος ακμή
Μελάνη αχνή μενεξεδένια σχεδιάζοντας
Χορούς αγγέλων και άρπες
λάμψη και σύννεφο όπου πνίγεται η ίριδα
Μετάξινη κλωστή που μας συνδέει με τον πυλώνα τ’ ουρανού

***

Χάριτος πλήρωμα δίκαιη ζυγαριά ω ελληνικό καλοκαίρι
’Ομορφιά του κόσμου χαραγμένη στις πλάκες που σκεπάζουν
Τις στέγες των νησιώτικων σπιτιών
Απιθωμένη στα ύψη ανάμεσα σε λαμπερά ξίφη ,
Η μέσα στη δροσιά των θαλασσών που ξεδιπλώνονται καταπόρφυρες
από αίγλη
Ταξίδεψέ μας με το πιο βροχερό σου όνειρο μιας καλοκαιριάτικης θύελλας
Κάνε μας ν’ αρμενίσομε με τα εγκώμια των μελτεμιών σου
Ανάστησε όλους τους άνεμους
Για να μας αποσπάσουν από το υνί του χρόνου
Και κοίμισε μας στην εκθαμβωτική πεδιάδα της αιωνιότητας
Μες στην αστραφτερή της σκόνη
Δεκαπενταύγουστο μαζί με την Κεχαριτωμένη και Αειπάρθενο
Μαζί με το σμαράγδι του απειρόκακου ύπνου Της που θροΐζει
Κάτω από τα μεγάλα τόξα των μοναστηριών
Πάνω απ’ τις πολιτείες μας
Στους ατέλειωτους κύκλους των ουρανών
Τους φορτωμένους με σήμαντρα και σάλπιγγες ασημένιες
Για να πανηγυρίσουμε ξανά τους υμέναιους μας με τη Διαφάνεια

***

Των άγιων τα πρόσωπα είναι λυπημένα:
Είναι τα βλέφαρα των ίσκιων ματωμένα:

Τη μαργαριταρένια στάλα
Ρωτώ να μάθω εγώ γιατί

Οι ανεμοδείχτες είν’ αργοί σταματημένοι;
Είν’ οι χελώνες από λύκους κυκλωμένοι;

Τη μαργαριταρένια στάλα
Ρωτώ να μάθω εγώ γιατί

Σταυρώνουν πάντα τους αθώους οι δυνατοί;
Ρεύουν στης ένδειας την αυλόπορτα οι φτωχοί;

Τη μαργαριταρένια στάλα
Ρωτώ να μάθω εγώ γιατί

Συλλέγει ο άνεμος νεκρών παιδιών τη σκόνη;
Βουλιάζουν τα όνειρα στον χρόνο την οθόνη;

Τη μαργαριταρένια στάλα
Ρωτώ να μάθω εγώ γιατί

Το ολόαγνο δάκρυ Σου Αγία Μητέρα

***

Πίσω από τον καθρέφτη ο θάνατος
Πίσω απ’ το ρόδο η οιμωγή

Πάνω απ’ το αέτωμα του νυφικού κοιτώνα
Το μαύρο σάβανο της λήθης

Μέσα στην κάτασπρη σελίδα του ορίζοντα
Το πύρινο άλογο της καταιγίδας

Κι έρχεσαι Συ Πανώρια Ευαγγελίστρια
Ηδύτητα απροσμέτρητη Παρθένος Μαρία
Φως αβασίλευτο κι έρωτας τον φωτός
Αυγή και βλέφαρο της αυγής
Κι όλα μεμιάς αναγαλλιάζουν

Τ’ άσπρα σεντόνια αχολογούν στα λιακωτά
Κλώθουν Ανάερα φιλιά στους Αργαλειούς οι ανυφάντρες
λαμποκοπούν ξανά της γης τα περιβόλια

Κι είν η αγάπη Σου
Δέντρο πλατύφυλλο καταμεσής στον κόσμο

Κι είν η αγάπη Σου
Η μόνη σωτηρία

.

Η ΑΝΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ (1979)

Η ΑΝΝΑ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΤΗ ΖΩΗ

Η Άννα επιθυμούσε τη ζωή
Η Άννα δεν επιθυμούσε το θάνατο
Κι ο θάνατος ήρθε να την επισκεφθεί
Και δεν κατόρθωσε ν’ απομακρύνει
Το μεγάλο σύννεφο
Αυτό το μπουκέτο από μαύρα λουλούδια
Που την είχε ερωτευθεί
Και κρύφτηκε τρομαγμένη
Πίσω από ένα φύλλο
Πίσω από έναν ουρανό
Πίσω από μια παπαρούνα
Πίσω από έναν σταυρό

ΘΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΨΩ ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΑΝΑΒΛΥΖΕΙ

Θα την περιγράφω έτσι όπως αναβλύζει
Από την σκοτεινή της πηγή

Έναστρη
Ιλιγγιώδης?
Ορμητική σα χείμαρρος

Και γύρω της να υφαίνεται
Και να ξαναϋφαίνεται με τα μαλλιά της
‘Ένα σύννεφο που ματώνει

Ωστόσο πάντοτε
Ασύγκριτα εκθαμβωτική

Μια σύσπαση φωτεινή

Νεφέλη αποκρυσταλλωμένη
Σε θάλαμο νυφικό

Ίδια η διαφάνεια

ΕΦΥΓΕ ΞΑΦΝΙΚΑ

’Έφυγε ξαφνικά
Δίχως ν’ αφήσει
Τα ίχνη από τα δάχτυλά της
Πάνω στο πιάνο

Ούτε εν’ αστέρι τουλάχιστον απ’ τα μαλλιά της
Στην οροφή
Ούτε ένα άρωμα στις κλειδαριές

Δίχως ν’ αφήσει
Τη φωτεινή γραμμή
Που αφήνουν τα τραίνα
Στο πέρασμά τους

Έφυγε απλή και γαλήνια
Σαν τη νύχτα
Σκαλί σκαλί κατεβαίνοντας
Για ν’ αποθέσει το σώμα της
Στην τελική δυναστεία των πάγων

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΑΛΟΓΟ

Υπάρχει κάποιο άλογο
Με τα εφτά χρώματα της ίριδας
Άθικτο σιωπηλό σεληνιακό
Π ον σχεδιάζει έναν ίσκιο με την οπλή του
Και σημαδεύει με το αιθέριο αίμα του
Την κίτρινη έκταση μιας ερήμου

Υπάρχει κάποιο άλογο
Αληθινός άγγελος των γιασεμιών και των κρίνων
Που ανοίγει τον πυλώνα
Ενός ουρανού που δεν είναι
Παρά η σελίδα ενός βιβλίου
Από παραμυθία με νεράιδες

Υπάρχει κάποιο άλογο
Εισβολή της λευκότητας
Καλπασμός των υδάτων
Στρόβιλος από κομμένα φτερά
Ηχώ του αποσκελετωμένου
Φωτεινού κορμιού της

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Πίσω απ’ τον τοίχο
Ένα θρόισμα από φτερούγες
Που ξανακλείνουν

Διασκορπισμένα μέλη
Και γύψινα ομοιώματα

Στις χαραμάδες της πόρτας
Οι λυγμοί του ανέμου

Κι εκεί βαθιά μες στο σκοτάδι
Το κοραλλένιο σου πρόσωπο
Καταφαγωμένο

Πάνω στο τραπέζι
Δυο μαραμένα λουλούδια που τρεμουλιάζουν
Σαν αναμμένα κεριά
Φτωχικό μνημόσυνο
Στ’ απολιθώματα της ομορφιάς σου

Προς την έξοδο
Μεγάλε? σκάλες οδηγούν
Σε κάποιαν αίθουσα που τη στολίζουν
Άρπες αραχνιασμένες

ΟΙ ΣΚΕΛΕΤΟΙ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Οι σκελετοί των πουλιών
Τ’ άδεια κουτιά τα σίδερα
Τα τυλιγμένα με τα βρύα της σκουριάς
Τ’ Ατέλειωτα δάκρυα στην άκρη του ορίζοντα
’Εκεί όπου άλλοτε ανάτελλαν
Τα ωραία σου λόγια σαν αστέρια
Και η δροσιά φορούσε διαδήματα
Στο μέτωπο όλων των λουλουδιών

Τώρα φοβούμαι να προφέρω τ’ όνομά σου
Οι μελανές κηλίδες όλο απλώνονται πάνω στους τοίχους
Μες στους θαλάμους των ετών
Και δεν απόμεινε παρά μονάχα
Το ξεθωριασμένο τοπίο της σιωπής
Κι εκείνη ακόμα η σύντομη νύχτα
Σχεδιασμένη στη θύμησή μου
Με το αχνό ιδεόγραμμα μιας αστραπής

ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΑΣ

Το σπιτάκι μας
Αρωματισμένο Απ’ τα σύννεφα
Ταξιδεύει

Η σελήνη λικνίζεται
Πάνω στο μίσχο της

Κι όλες οι στέγες λαμποκοπούν

Όμως εσύ
Κάτω από ποια χωματένια φτερά
Κάτω από ποιαν υπόγεια φτέρη
’Έκρυψες για πάντα το πρόσωπό σου,

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΓΗ

Πριν από την αυγή
Προβάλλουν δυο χέρια
Και παρ’ όλη τη λάσπη
Άνθη
Φυλλώματα
Ένα δέντρο μ’ αστέρια

Ύστερα εκείνη
Κίτρινος ήλιος
Πάνω σε κατάμαυρα νερά

Η ΑΝΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Άννα πουλί στο αλώνι του χωριού
Ανάμεσα στα κίτρινα φύλλα
Τρεχαντήρι στη θάλασσα

Άννα μάτι άλογου μαστιγωμένου
Λεπτή βελόνα μέρας βροχερής

Άννα χαμόγελο που λειώνει μέσα στου ήλιου το χρυσάφι
Όνομα ανταύγεια από βόρειο σέλας

Άννα δαχτυλίδι καταπράσινο από σμάλτο
Αστέρι πολικό

Άννα πύργος που τον δέρνει η καταιγίδα
Χιόνι του άλλοτε που ξανάρχεται
Άννα των δακρύων
Άννα της απουσίας
Άννα της παλινόρθωσης
Άννα παντοτινή

ΑΨΥΧΗ ΕΣΥ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΗ

Άψυχη εσύ αινιγματική
Πιο σκοτεινή κι απ’ τη μεμβράνη της εσπέρας
Σαν όταν σβήνουμε το φως
Μες στ’ όνομά σου τυλιγμένη το μενεξεδί
Με τα ωραία σου μάτια ζωγραφισμένα
Επάνω στην περγαμηνή
Κάποιας νεκρώσιμης ακολουθίας

ΕΔΩ ΜΕΣ ΣΤΟ ΨΥΧΡΟ ΓΑΛΑΖΙΟ

Εδώ μες στο ψυχρό γαλάζιο
Που περικλείουν τα βλέφαρά σου

Εδώ που επιστρέφει αλώβητος ο ουρανός

Εδώ που τα πιο έξοχα χρώματα της ίριδας
Αντισταθμίζουν την άβυσσο

ΒΛΕΠΩ Ν’ ΑΝΘΙΖΟΥΝ 0Ι ΝΕΚΡΟΙ

Βλέπω ν’ ανθίζουν οι νεκροί
Η αστραπή να φράζει το σκοτάδι
Κι εσύ ζωσμένη μ’ ένα σπαθί
Να ξαναγυρνάς από τη χώρα των κρίνων

.

ΕΝΩΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ (1980)

14

Με κοιτάζεις
Ένα ρουμπίνι ανάβει
Στο βυθό της θάλασσας
Ένας άλικος κύκλος
Με περισφίγγει

Μιλάς
Βουίζουν μέλισσες
Σε μια κυψέλη
Μια αιμάτινη σφραγίδα
Αποτυπώνεται στο στήθος μου

Σωπαίνεις
Γεννιούνται περιστέρια
Παγώνουν τα δάκρυα

Χαμογελάς
Λάμπουν ατέλειωτες
Δροσοσταλίδες
Ένα χέρι αόρατο μ’ οδηγεί
Στον προθάλαμο του ονείρου

.

ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ (1983)

ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΕ ΛΕΥΚΟ ΕΛΑΣΣΟΝ

Θα κλείσουμε σ’ ένα κλουβί
Τη λάμψη το πουλί
Την άνοιξη κι ένα γαλάζιο μάτι,
Το σύννεφο και την αυγή

Θα κλείσουμε σ ένα κλουβί
Το χιόνι ένα κομμένο χέρι
Την άρπα το βιολί
Για να μη μας ξεφεύγει τίποτα

Ύστερα θα ξυπνήσουμε
Την όμορφη αποκοιμισμένη
Πίσω απ’ το μαύρο παραπέτασμα
Να μας μιλήσει
Και θα κυλήσουν άστρα από τη φωνή της
Τ όσα άστρα όσες
Συλλαβές θανάτου
Είχε προφέρει στον ύπνο της
Για να φυτρώσουν ξίφη αστραφτερά
Και να καταλυθούν οι δεσμοί

Τέλος θ’ ανάψουμε ξανά
Κόκκινες λάμπες σαν πληγές
Τις πέντε αχτίδες που μου χάρισες
Τα πέντε αγκάθια που σε μάτωσαν
Για να φέξει ό κόσμος όλος μια στιγμή
Για να γίνει κάτασπρος
Όπως ήταν από την αρχή.

ΜΟΝΑΧΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

στον Στέλιο Αρτεμάκη

Μονάχα με την ποίηση
Δε θα χαθούν ποτέ
Τα μεγάλα ιστιοφόρα της αυγής
Ούτε τα φώτα ούτε η χαρά
Ούτε τα δέντρα ούτε η νύχτα

Μονάχα με την ποίηση
Θα ‘μαστε ακόμα ικανοί
Να βλέπουμε και ν’ αγαπούμε
Να ονομάζουμε τα πράγματα

Με τις πιο καθημερινές λέξεις
Να λέμε το ψωμί ψωμί τη σκάφη σκάφη
Και μ’ ένα βλέμμα να οδηγούμαστε
Σε μιαν αλήθεια οριστική

Μονάχα με την ποίηση
Θα μεγαλώσουνε τα στάχυα
Και τα στήθη των κοριτσιών
Το ποτάμι θ’ απομείνει ποτάμι
Η θάλασσα θάλασσα
Κι ο ουρανός ουρανός

Μονάχα με την ποίηση
Θ’ ανακαλύψουμε ξανά τ’ αστέρια
Μέσα στις καπνοδόχες
Κι όλη τη θλίψη που ενδημεί
Στο βάθος των ματιών
Και θα μπορέσουμε να ξαναβρούμε
Το γενέθλιο χωριό μας
Παραχωμένο μες στα χιόνια

Μονάχα με την ποίηση
Θ’ ανακαλύψουμε ξανά τον έρωτα
Και πατώντας από κλωνί σε κλωνί
Κι από ελπίδα σ’ ελπίδα
Θα εγκαθιδρύσουμε
Την αγνή βασιλεία των φτερών

.

Η ΑΤΡΑΠΟΣ (1984)

ΕΙΝΑΙ Η ΩΡΑ

Είναι η ώρα που κλείνουν τα παράθυρα
Που η μικρή κόρη της σελήνης
Περνάει ανάμεσα από το φεγγίτη
Και τα καράβια ταξιδεύουν
Πάνω στα νερά της μουσικής

Είναι η ώρα που ένα αόρατο σπαθί
Πλανιέται πάνω από τα χείλη μας
Και δυναμώνει η λάμψη των φιλιών
Που η μαύρη νύχτα ξεπετιέται από τ’ αρμάρια
Και βουλιάζουν οι στέγες κάτω από την πάχνη των πουλιών

Είναι η ώρα που κυλάει μέσα στις φλέβες μας
το αίμα όλων των αγαπημένων μας νεκρών
Και πού ευωδιάζουν τα λείψανα σαν άνθη πορτοκαλιάς
Πού αποτυπώνεται πάνω στα τζάμια
Η κίτρινη κόμη της λησμονιάς

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Ό τελευταίος καπνός
Στην όχθη τ’ ουρανού

Πίσω απ’ το τζάμι
Χέρια κάτασπρα
Ικετεύουν σαν πουλιά

Κι ένα λυχνάρι θρυμματίζεται
Σχηματίζοντας
Μικρές κόκκινες φλόγες

Τότε
Κάποια παιδούλα
Αρχίζει να γράφει
Το πιο ωραίο της ποίημα

ΠΟΙΟΣ ΕΚΡΥΨΕ ΣΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΜΑΣ

Ποιος έκρυψε στις φλέβες μας
Ήχους περιστεριών,

Στους τοίχους φύτρωσαν φτερά

Ο χρόνος έμεινε βουβός απόψε
Κι όλα τα λόγια μας συντρίβονται
Στο κρύσταλλο του κενού

Τα παραθυρόφυλλα τρίζουν ορθάνοιχτα
Ο άνεμος φεγγοβολεί
Φέρνει ως εδώ τη μυρουδιά του χόρτου

Στου καραβιού την πλώρη υψώθηκε
Σα θυρεός
Το πεπρωμένο μας

ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΝΕΡΟΠΟΝΤΗΣ

Ακολουθώντας τα ίχνη της νεροποντής
Κάτω απ’ τη θλίψη των κεραμιδιών
Μες στη μοναχική υδρορροή
Ή μες στις μαύρες οπές των φτερών
Θα διαφυλάξω στα μάτια μου
Αυτό το πιο στερνό ρόδο της δύσης
Την απόκρημνη αυτή ακτή
Και το ναυαγισμένο πλοίο
Με το ιστίο του σαν προσευχή
Που μετατρέπει το θάνατο
Σε μια μικρή
Πολύ μικρή τελεία
Λευκή

ΑΓΓΙΖΩ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ

Αγγίζω το μάρμαρο
Δεν αποκρίνεται

Αγκαλιάζω τον καπνό
Δραπετεύει μες απ’ τα χέρια μου

Μελετώ τη γραφή των άστρων
Όμως κουράζομαι ανώφελα

Μιλώ μονάχος
Οι καθρέφτες δε μ’ αναγνωρίζουν

Φωνάζω με δύναμη για να βεβαιωθώ
Πως είμαι ακόμα ζωντανός

Τέλος βουλιάζω σ’ αυτό το μάτι
Που είναι πάντα ανοιχτό

Σ’ αυτό το μάτι σου
Σωστό πηγάδι

.

FRAGMENTA ‘H Η ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ (1985)

Χορεύτριες κόρες εσείς της αλλαγής
Κυλήστε τη ρόδα των θαυμάτων
Χαράξτε έναν κύκλο μαγικό

***

Νύχτα από συραμμένες βλεφαρίδες
Νύχτα βουβή
Όταν σημαίνει πένθιμα η καμπάνα
Του αποτεφρωμένου ονείρου

***

Κάθε βραδιά το χαμόσπιτο
Εγκαταλειμμένο στα δόντια των ανέμων
Στηρίζεται μονάχα στο λυχνάρι τον

***

Τρέξτε καλόγνωμες νεράιδες
‘Ο μοναχικός καβαλάρης
’Αποκοιμήθηκε στην πηγή
Μόνο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
Προστατεύει τον ύπνο του

***

Το φανάρι του δρόμου
Μετράει κάθε νύχτα
Τις κίτρινες χάντρες
Της φωτορροής του

***

Η σελήνη με τον ασημένιο μανδύα της
Τυλίγει ένα άλογο νεκρό
Πάλι οι πληγές ανοίγουν
Τα κόκκαλα αρχινούν ν’ ασπρίζουν στο κοιμητήρι

Ο καιρός των λουλουδιών έχει τελειώσει

***

Κόκκινο χιόνι
Κόκκινο χιόνι
Στη σκεπή
Στο περιβόλι ανθίζει
Ένα κομμένο χέρι

***

Μαρμαρυγή που παιχνιδίζει
Μέσα σ’ ερείπια
Πουλί σκεπασμένο με στάχτη
Κάτασπρη πάχνη
Που τυλίγει την πηγή
Ο τελευταίος αποχαιρετισμός της
Πυρπολημένος από φώτα

***

Οι κουρτίνες του καιρού
Κιτρινίζουν
Απ’ την πληγή της θύελλας
Κατρακυλούν
Οπάλινα βλέφαρα
Το φως πιά δεν ανοίγει
Τα λευκά φτερά του
Απομένουν οι λάμπες που χιονίζουν
Όλη τη νύχτα

***

Βεατρίκη σύζευξη των χρωμάτων
Διαφάνεια που έρχεται από πολύ ψηλά
Από το φως τ’ ουρανού
Από την τήξη της χιονοστιβάδας
Απ’ των αγγέλων τη σιωπή
Ανταύγεια σμαραγδένιων νερών
Σε βενετσιάνικο παλάτι

***

Καθώς χαμόγελο στη δύση του
Καθώς φεγγοβολή αργοπορημένη
Το ρόδο σου προσφέρει ακόμα τους ιριδισμούς του
Η άνοιξη την καλημέρα της
Ο ουρανός την πιο γαλάζια τον κόρη
Μα ολοένα ο θάνατος φυσάει
Αμείλικτος ο θάνατος
Φυσάει από παντού

***

Κάποτε το φιλί
Αλλάζει όχθη
Τα χείλη συντρίβονται
Το πρόσωπο επαναλαμβάνεται
Παραμορφωμένο μες στον καθρέφτη
Ωστόσο εκεί στο υπόγειο
Κάτω από μιαν απόκρυφη ρωγμή
Ένας τυφλός συνεχίζει
Την αδυσώπητη μελωδία του

***

Βαθιά συρτάρια από ξύλο παλαιό
Που ευωδιάζουν
Με σκουριασμένες κλειδαριές
Ηχηρά μονάχα από τη σιωπή
Μέσα τους ακτινοβολεί
Η πιο παράξενη μυστική νύχτα

***

Βήματα νεκρών που απομακρύνονται ολοένα
Σώματα πουλιών βαλσαμωμένα
λυπημένα βλέμματα χωρισμένων εραστών

***

’Οργισμένες αχτίδες που διαπερνούν τον ορίζοντα
Ίχνη που αφήνει ο ουρανός
Ύστερα από τη θύελλα
Ύστερα από την τελευταία πτώση
Του αγγέλου

***

Καλοκαίρι χαρά των δέντρων
Είχες από φύλλα που αλλάζουν συνεχώς
Λεύκωμα κόρης είκοσι χρονών
Χρυσό κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες

***

Ο Σεπτέμβρης πλησιάζει διστακτικός
Σα λάμπα που μόλις άναψαν το φιτίλι της
Σαν άλογο φοβισμένο
Που ραντίζει με στάχτες τις πολιτείες

.

ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗ ΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ (1986)

Στον Γιάννη Ρίτσο

1

Έμποροι δυνάστες στρατηγοί
Μην τολμήσετε να συντρίψετε τα χέρια
Που κρατούν το φως
Αιώνες ανθρώπινων ονείρων
Θα σκεπάσουν τα μάτια σας
Με μαύρα ηλιοτρόπια
Ατσάλινα νύχια
Θα ξεσχίσουν τα πρόσωπά σας
Κι αγριεμένα πληρώματα
θα σας κρεμάσουν
Στο πιο πένθιμο κατάρτι
Την πιο πένθιμη νύχτα του χρόνου
Για να μάθετε πώς μονάχα η λευκή ανθοφορία
Του τοκετού της αγάπης διαρκεί

2

Δήμιοι με το πρόσωπο του θανάτου
Δε θα μπορέσετε ποτέ να εξαφανίσετε
Το γαλάζιο ενός αθώου ματιού
Ανάμεσα από τις καμένες σάρκες
Κι από τα μελανιασμένα κορμιά
Ανάμεσα από τις σταυρωμένες ανοίξεις
Ανάβει πάντα για νεκρούς και ζωντανούς
Ο δαυλός της δικαιοσύνης

3

Για να πυκνώσει το φως
Και να γεννήσει το πουλί
Για να νικήσει ό άνεμος
Τους πρώτους δισταγμούς του
Και να φωνάξει ή θάλασσα ελευθερία
Πρέπει να ‘ρθουν οι λατόμοι
Γεμάτοι οργή
Να πελεκήσουν τα πέτρινα σύννεφα
Που πλάκωσαν όλες τις πολιτείες
Να πελεκήσουν τ’ αγάλματα
Mε τις μαύρες καρδιές
Να ξεχειλίσει το αίμα
Να πνίξει τούς δολοφόνους

4

Όσο υπάρχουν ποιητές
Τα πουλιά θα πετούν
Και τα δέντρα θ’ ανθίζουν
Δε θα μπορούν ανίερα χέρια
Να σταματήσουν την άνοιξη
Να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια
Αυτούς πού πιστεύουν ακόμα
Πώς είναι τ’ όνειρο δυνατό

5

Ύστερα από τόσα εκατομμύρια πτώματα
Από τόσες ανοιχτές πληγές
Πριν από την έκλυση της φοβερής αστραπής
Η μαυρίλα καταπίνει τον ήλιο
Τα μάτια συστέλλονται
Μικραίνουν οι άνθρωποι
Χάνουν το πρόσωπο τους
Φορούν για παράσημα τη ντροπή
Και την καταφρόνια
Ίσως είναι κι αυτός ένας τρόπος
Να θυμηθούνε πάλι την ομορφιά
Να ξαναφτιάξουν έναν κόσμο καλύτερο
Από την αρχή

6

‘Απαγόρευσαν τα παιδιά να τραγουδούν
Τους πεθαμένους να χαμογελούν
Απαγόρευσαν τα πληγωμένα αλόγα
Να ερωτεύονται τη σελήνη
Τους σακάτηδες να έχουν δεκανίκια
Με τ’ αναμμένα μάτια τους
Πυρπόλησαν και το μικρότερο χορτάρι
Έφραξαν τέλος όλους τούς φεγγίτες

7

Φως υπερούσιο
Απρόσιτο φως
Από ποια ύφη κατεβαίνεις
Σ’ αυτή την καταματωμένη γη
Όπου σέρνονται ακόμα οι άνθρωποι
Ανάμεσα στον τρόμο και την ελπίδα
Άσπιλο φως
Που δεν έχεις ούτε αρχή ούτε τέλος
Και που η μέρα παρατείνει την ηγεμονία της
Για να σε διαφυλάξει
Πότε λοιπόν θα κατορθώσεις
Ν’ αποδιώξεις το βαθύ
Βαθύ σκοτάδι αυτού του κόσμου.

8

Δεν έχει πιά σημασία
Να κόβουμε μαραμένα τριαντάφυλλα
Να σφίγγουμε ένα χέρι
Που βγαίνει μέσα από μια πέτρα
Όπως εν άστρο
Ανάμεσ’ από τα ερείπια
Να προσπαθούμε νά γλυτώσουμε
Ένα μονάχα πλοίο πού κινδυνεύει
Να κατοικούμε πολιτείες
Που δε γνωρίζουν τον ύπνο
Να ζούμε πάντα μονάχοι
Mε μια παγωμένη φτερούγα
Και μ ένα γυάλινο μάτι πού μας τρομάζει
Ν’ αγκαλιάζουμε ένα σύννεφο
Που ταξιδεύει προς τη δύση
Σημασία έχει ν αγκιστρωθούμε πάλι
Γερά πάνω στη γη
Όπως η μέλισσα στο λουλούδι
Να ξαναχτίσουμε ένα σπίτι
Να μας χωράει όλους μαζί

9

Χρειάζεται σιωπή
Πολλή σιωπή
Πυκνό χορτάρι
θράκα πολλή
Από μέρες περασμένες
Που αδιάκοπα να τη φυσάς
Δεμάτια στάχυα σύννεφα
Δάκρυα πικρά
Πέτρες πυρακτωμένες
Σκόνη χρυσή από κοπανισμένα αστέρια
Κι ένας καλόβολος άνεμος
Που να τα πάρει όλα μαζί
Και να τα πάει στην άλλη αυγή
Σα μυθικό καράβι
Για να χαθεί ό χειμώνας νικημένος
Για να ντυθούνε των νεκρών τα κόκκαλα
Με φώς
Ν’ αναστηθεί η φωνή τους
Μ’ έva στρόβιλο φτερών
Στα δάχτυλά τους ν αντηχήσουν οι φλογέρες

10

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού
Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα
Στους ναυαγισμένους
Ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα
Που δεν χάνονται
Ακόμα κι όταν κλείσουμε τά μάτια
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν
Αίμα και φως
Παίζοντας μια σάλπιγγα
Που συναδέλφωνε όλους τούς ανθρώπους
Που έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι
Και να γίνουν κίτρινη σκόνη
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
‘Ολομόναχοι σ’ ένα κελλί
Κρυμμένοι άλλοτε σ’ ένα σεντούκι
Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι
Σε μια λουρίδα ήλιου
Που θα μπορούσε να τη σβήσει
Ακόμα και το χέρι
Ενός αδιάφορου επισκέπτη
Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή
Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια
Μαζεύοντας μ’ ένα φτυάρι τα χιόνια
Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση
Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό

.

ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  (1987)

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΙΑ ΚΟΝΤΕΥΕΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ

Το καλοκαίρι πιά κοντεύει να τελειώσει
Κι ο άνεμος μετακινεί
Τα φύλλα που τρέμουν
Και τις φωνές των πουλιών
Μας προσκαλεί να ξαναρχίσουμε
Τις παλιές μεταναστεύσεις

ΧΤΙΣΑΜΕ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΕΝΑΝ ΠΥΡΓΟ

Χτίσαμε αγάπη μου έναν πύργο
Από πέτρα
Ψηλά στη ράχη του βουνού
Και φυτέψαμε σκιές σ’ όλους τους τοίχους
Και περιμένουμε ν’ αναφανούν
Οι πρώτες εξαίσιες κηλίδες
Τα πρώτα κρύσταλλα
Αυτό το φως που θ’ ασημώσει τα πουλιά
Και που θα ντύσει ξάφνου τη σάρκα μας
Με μι’ αστραπή
Μες στην γλυκειάν ανάσα του Σεπτέμβρη

ΑΝΕΜΕ ΕΣΥ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

στον Γ. Θ. Βαφόπουλο

’Άνεμε εσύ της θάλασσας
Που τριγυρνάς αδιάφορος
Για τη χαρά και για τον πόνο των ανθρώπων
Που ψηλαφείς πότε χλιαρός και πότε παγωμένος
Το ηλιοκαμένα δέρμα τους
Που διαπερνάς ορμητικός
Την άβυσσο του ωκεανού
Σαν άγριο περιστέρι
Και που χαρίζεις σ’ όλους τους τυφλούς
Τα πιο ακριβά στολίδια σου
Άνεμε εσύ της θάλασσας
Που τραγουδάς την όλβια ηλικία της
Και με σταλαγματιές νερού
Ραντίζεις τ’ άστρα στα επουράνια
Μαστίγιο αστραφτερό
Που όλες τις βάρκες στη στεριά συνάζεις
Κανένας τώρα δε σε συλλογιέται
Κανένας δε ζητάει το φιλντισένιο σου άλογο
Κανένας δεν ακούει τη μουσική σου
Αλλ’ όμως άνεμε της θάλασσας εσύ
Αγαπημένε φίλε μου άκουσε
Εγώ που τόσα καλοκαίρια
Ολόρθος πάλεψα μαζί σου
Και που με νίκησες
Δεν σε ξεχνώ
’Αν θες μπορείς να φύγεις για την ώρα
Και να κρυφτείς όπως σου πρέπει
Ψηλά στο πιο άθικτο γαλάζιο

Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΧΩΡΑ

Σ’ αυτή τη χώρα που τη διαφεντεύουν
Η φωτιά και το σίδερο
Οι ερειπωμένοι τοίχοι ζωντανεύουν
Μόνο τη νύχτα
Όταν φυσάει ο δυνατός αγέρας
Πλημμυρίζοντάς τους
Με πένθιμους μικρούς φεγγίτες

ΟΧΙ ΕΔΩ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ

Όχι εδώ σ’ αυτό το σκοτεινό τετράγωνο
Εδώ συρρέουν τα πένθη
Οι απώλειες
Τα δάχτυλα του καπνού

Κι εγώ θέλω τους άσπρους τοίχους
Το πράσινο φύλλο που δεν κιτρινίζει
Της θάλασσας τον αφρό
Αυτό το φως το λαμπερό δίχως κηλίδες
Το άγνωστο και μακρινό ακρωτήρι
Θέλω τον έρωτα
Να τραγουδήσω θέλω δυνατά
Με όλο μου το σώμα
Για να ξυπνήσω τα βουνά
Να επινοήσω ένα παραμύθι

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΞΕΡΩ

στη μνήμη τον Γιώργου Σαραντάρη

Ο ουρανός υπάρχει το ξέρω
Υπάρχουν ακόμα οι πέτρες δίχως φωνή
Τα βράχια τα γυμνά για τους απλούς ανθρώπους
-Όπου θα μπορούσε να φυτρώσει ένα θαυμάσιο λουλούδι
Που θα ‘ταν η ίδια η αθωότητα
Υπάρχει τέλος η φωτιά
Η δυνατή φωτιά που εξαγνίζει

ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΕΣΥ ΤΡΙΣΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ

Κοιμήσου εσύ τρισευτυχισμένη κοιμήσου
Σ’ αυτόν τον κήπο που φιλοξενεί
Το πιο αδυσώπητο πορφυρό χρώμα
Μορφή γαλήνια σάμπως χαραγμένη σε γυαλί
Βουβή αντανάκλαση που συνεχίζεται
Πένθιμο πλοίο η μάλλον όχι
Φως απροσμάχητο που αναιρεί
Του κραταιού θανάτου την άρνηση

ΣΩΜΑ ΕΞΟΥΘΕΝΩΜΕΝΟ

Σώμα εξουθενωμένο
Απ’ τη μεγάλη νύχτα της αναμονής
Φτερούγες παραλυμένες
Από το μένος της ανεμορριπής
Δε θ’ ανασηκωθείτε πιά
Παρά μονάχα στο άκουσμα
Της άπεφθης λαλιάς της
Ουρανοδόξαρο ενός τέλειου ύμνου

ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΕΣΥ

Ψυχή μου εσύ
Αναλλοίωτη
Λευκή φτερούγα
Διάφανη
Αλαβάστρινη
Κρυστάλλινε οβελίσκε
Άσμα εωθινό
Άρπα
Μέσα σε μιαν ανεξάντλητη
Πλημμυρίδα από φως

ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Το άλογο της νύχτας
Πέρασε από μπροστά μου χαρούμενο
Πηγαίνοντας να σμίξει με τον πέτρινο λόφο
Μόλις που πρόφτασα να το κοιτάξω
Καθώς χυμούσε ασυγκράτητο
Δίπλα στο πρώτο αστέρι
Που φάνηκε στον ορίζοντα
Ένας θαυμάσιος ασημοποίκιλτος επενδύτης
Το καταχώνιασε κάτω από τους κροσσούς του

ΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Οι καθρέφτες ήταν πάντα
Ο πιο μεγάλος μου έρωτας
Μέσα τους κάθε νύχτα φθινοπωριάζει
Βρέχει όλο χάρτινες χρωματιστές κούκλες
Βουβές μορφές απελπισμένες
Αναθρώσκει μια καινούργια σκιά
Μια νυχτωδία του Chopin
Ανταμώνονται τα τρομαγμένα ελάφια
Κι είναι τα παγωμένα τους δάκρυα
Των φαντασμάτων η σιωπή
Μέσα τους κρύβονται κάθε νύχτα
Οι μικρές πεθαμένες

ΜΙΛΑΤΕ ΠΙΟ ΣΙΓΑ

Μιλάτε πιο σιγά

Ο χειμώνας επιβάλλει τη σιωπή
Και τ’ ουρανού η αιθάλη
Το περίγραμμα της νύχτας

Ο πυρετός πολύτιμος πιά τώρα
Όπως η στάχτη μιας ανεμώνας
Κατέβηκε πάνω στα έλη

Μιλάτε πιο σιγά
Σε λίγο
Θα μας περιτυλίξει όλους
Η σκουριά
Το περιδέραιο από παγετώνες
Το αδηφάγο σκοτάδι

ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΙ ΑΦΗΣΕΣ ΑΚΟΜΑ

Αλήθεια τι άφησες ακόμα ν’ απομείνει εσύ
Ω λόγε μου κατακερματισμένε
Λόγε παρόμοιε με μακάβρια νεανική πομπή
Μαδημένο μπουκέτο
Πένθιμο άστρο της αβύσσου
Τί άλλο άφησες λοιπόν αλήθεια τί
Φθαρμένο από το φως και τί από το σκοτάδι
Πού να μην είναι προσωπεία ή σκελετοί;

.

ΦΑΕΘΩΝ   (1992)

ΑΚΟΥΣΕ ΤΩΡΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ

Άκουσε τώρα τη σιωπή
Την πιο μεγάλη σιωπή
Που στη σχισμή της παγωμένης στέρνας
Παρεισφρέει
Που ανοίγει την πύλη
Της αβύσσου
Το πέπλο αναμερίζοντας της αυταπάτης
Και πρόσεξε πιο πίσω σου
Το άρμα το περιφλεγές
Που καταπίνοντας θρυμματίζεται
Το άλογο το φτερωτό
Που έρχεται να σε πάρει

ΑΙΓΛΗ ΑΠΡΟΣΜΕΤΡΗΤΗ

«Ὃθι τροπαὶ ἠελίοιο»
ΟΜΗΡΟΥ, Ὀδύσσεια

Αίγλη απροσμέτρητη
Δυσμική
Ω ύστατο ρήγμα
Όπου το φως ετοιμοθάνατο
Εξαντλεί
Όλο το λαμπερό του σμάλτο

Ψημένη γη
Εκεί κάτω
Στην εσχατιά του ορίζοντα
Μεταλλαγμένη σε υδρία
Που όμως αρνείται
Τη σποδό των εποχών
Κι εγκωμιάζει
Το αναλλοίωτο γαλάζιο

Ακατανίκητη αστραπή
Στην έμβαση της νύχτας
Που το σέλας της απεργάζεται
Αμετάπειστο
Την αθανασία

Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΦΑΝΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ

στον Κώστα Τσιρόπονλο

Η συνοδεία των διάφανων κοριτσιών
Ξεκίνησε κιόλας μέσα στο κρύο και τη μοναξιά
Για να εξαλείφει τον ακάνθινο στέφανο
Χιλιάδων βασανισμένων
Για να εξορύξει το μάτι
Του νέου Κύκλωπα
Για ν’ απαλλάξει και πάλι από τα καρφιά
Το σώμα του Θεού της αγάπης

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ

Η μοναξιά και η σιωπή
Δυο φίλες τώρα πεθαμένες
Κάνουν καμιά φορά ν’ ανθίσουν
Τα κοιμητήρια

ΑΦΗΣΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ ΑΝΟΙΧΤΕΣ

στον Μίχ. Στασινόπουλο

‘Αφήστε όλες τις πόρτες ανοιχτές
Και να μην έχουν κλειδαριές
Να μπει ο άνεμος με την αρραβωνιαστικιά τον
Να μπει η βροχή με το νυφιάτικο πέπλο της
Να μπει η άνοιξη με την τρομπέτα της
Να μπει η αγάπη μοναχή
Να μας φωτίσει

ΑΣ ΜΗΝ ΑΜΑΥΡΩΝΟΥΜΕ ΤΗ ΣΤΙΛΒΗ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ

Ας μην αμαυρώνουμε τη στίλβη τ’ ουρανού
Ας μην ρυπαίνουμε ποτέ
Το αργυρόχροο φέγγος της σελήνης
Θα είμαστε άραγε αύριο ικανοί
Να εξασφαλίσουμε και πάλι
Σε όσους ζωντανούς
Μιαν έναστρη διαμονή;

ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Στον αιώνα μας
Ο χρόνος είναι πελιδνός
Μέσα μας κάνει περισσότερο κρύο απ’ έξω
Τα βασανιστήρια είναι του συρμού
Οι πληγές αναθάλλουν
Και τα παιδιά μας παίζουν
Γύρω από ένα κρεματόριο
Ενώ η μέρα πλησιάζει στο θλιβερό της τέλος
Μπορείς να βρίσκεσαι ταυτόχρονα
Στη γη και στην κόλαση

ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΑΤΣΑΛΙΝΟ ΡΟΔΟ

στην Clέο και στον Justo Jorge Vadron

Αδέλφια μου σας μιλώ
Από τα βάθη μιας άλλης
Μελλούμενης εποχής
Από τα βάθη της μοναξιάς μου
Για να προαναγγείλω

Αυτή τη λάμψη τη μεταλλική
Που θα ‘ρθει
Να σας σαβανώσει

Το καινούργιο ατσάλινο ρόδο
Που θα εκραγεί

Ένα πελώριο σχισμένο μάτι
Μυ αβυσσαλέα ρωγμή

Τις αμμουδιές που θα σελαγίζουν
Από μυριάδες σκελετούς

Τις αποτυπωμένες πληγές μας
Πάνω στο πτώμα μιας σειρήνας
Και τους πυρακτωμένους υετούς

Ένα μαύρο πουλί
Που με το αίμα του θα στολίσει
Τις σελίδες μιας άλλης βίβλου

Που θ’ ακολουθήσει
Τη νεκρική μας πομπή

Που θ’ ανιστορήσει τη φρίκη μας
Στης αιωνιότητας την περγαμηνή

ΔΕΞΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Δέξου αναγνώστη το λόγο του ποιητή
Οι λέξεις τον θα δυναμώσουν την ανθρωπιά σου
Θα ζεστάνουν τη μοναξιά σου
Θ’ αποτυπώσουν επάνω στο σώμα σου
Ένα ουράνιο τόξο
Ή έναν αγρό γεμάτο λουλούδια
Θα σου μιλήσουν για την άνοιξη για την αυγή
Για τον ετοιμοθάνατο ήλιο
Για τ’ όνειρο τη θάλασσα τη σιωπή
Για το φως που μπορεί κάθε τόσο
Μιαν ωραιότερη να γεννήσει φυγή

Πρόλαβε αναγνώστη
Οι στίχοι γρήγορα κι αυτοί παλιώνουν
Τώρα οι άνθρωποι κατασκευάζουν
Καινούργιους ήλιους
Καινούργιους πλανήτες
Από πηγμένη σκόνη κι αστραφτερή
Όλα έχουν απανθρακωθεί
Έχει πετρώσει το ψωμί μας
’Έχασαν τη γεύση τους οι καρποί
Δεν ξεπεζεύει ο άνεμος
Από το φτερωτό του άλογο
Μες στην αυλή μας
Ούτε τ’ αστέρια κατεβαίνουν
Να τ’ ανταμώσουμε στην ακρογιαλιά

Κι ο ποιητής ολομόναχος πιά
Και δίχως μύθους απομακρύνεται
Δραπετεύει
Αφήνοντας να ξεφυλλίσει
Το τελευταίο τον ποίημα
Μες στο κενό
Βιάσου αναγνώστη
Ανοίγουν κιόλας οι τάφοι
Ένας τάφος
Κι άλλος ένας
Κι άλλοι πολλοί ακόμα
Ένα ολόκληρο κοιμητήρι
Κάνε πιο γρήγορα
Ίσως κι εσύ μπορείς να δραπετεύσεις
Πάνω στις ασημένιες αστραπές
Που εκτοξεύει με τη φυγή του

ΚΙ ΑΝ ΟΛΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΠΕΘΑΝΕΙ

Κι αν όλα δεν έχουν πεθάνει
Κάτω από το άργυρό φεγγάρι
Κι αν όλα δεν έχουν πεθάνει
Θάψε ό,τι βρεις
Σιωπηλέ μου καθρέφτη

Όμως να ξέρεις πως οι πεταλούδες
Παρακαλούν να τις λησμονήσεις
Πως τ’ άστρα απομακρύνονται
Από τον λαμπερό σου τάφο
Πως τα λουλούδια
Σπινθηροβολούν από μόνα τους
Απεχθάνονται τις δικές σου λάμψεις
Και η αυγή
’Επιθυμεί να φιλήσει πρώτα
Τη μουσκεμένη χλόη

Κι αν όλα δεν έχουν πεθάνει
Κάτω από τ’ άργυρό φεγγάρι
Θυμήσου τα ναυαγισμένα παιδιά
Που η όψη τους έχει πάρει
Μια πελιδνή χροιά
Θυμήσου τα πληγωμένα πουλιά
Που τραγουδούν ακόμα

Κι αν όλα δεν έχουν πεθάνει
Κάτω από το άργυρό φεγγάρι
Κι αν όλα δεν έχουν πεθάνει
Θάψε ό,τι βρεις
Σιωπηλέ μου καθρέφτη

ΠΑΡΑΧΩΜΕΝΟΣ ΜΕΣ ΣΤ’ ΟΡΥΧΕΙΟ

Παραχωμένος μες στ’ ορυχείο
Της αποτρόπαιης αυτής εποχής
Απορρίπτω κάθε ψήγμα χρυσού
Αγαπώ τις πέτρες τη σκουριά
Τα οξειδωμένα παλιοσίδερα
Γυρεύω επίμονα να βρω
Τ’ ολοφώτεινο μάτι ενός λουλουδιού
Μα δεν ανακαλύπτω τίποτα
(Μονάχα οι μέλισσες ανακαλύπτουν ακόμα
Καινούργια λουλούδια)

Όλα πια έχουν παλιώσει
Κι όμως ακόμα καρτερώ
Κι Αμίλητος μες στο κελί μου παραμένω
Κι άλλη δεν έχω δικαιολογία να ζω
Παρά να γράφω ποιήματα

Οι λέξεις είναι τώρα το δικό μου πεπρωμένο

.

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΛΙΕΙΑ (1993)

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ

Αιχμάλωτος
Μέσα στο φωτεινό κύκλο
Της λάμπας μου
Πως ν’ αποφύγω την αρπάγη της νύχτας
Τον θανάτου τη συνωμοσία
Πως να μπορέσω ν’ ακολουθήσω τη σήραγγα
Τον αίματός μου
Για να φτάσω εδώ βαθιά
Στο μυστικό μου πυρήνα
Πως να βουλιάξω μες στο ασήμι
Του καθρέφτη
Πως να κατέβω εκεί πιο χαμηλά
Για να ξανάβρω
Την έκρηξη των χρωμάτων
Έναν καιρό αλλοτινό
Στεφανωμένο μ’ ένα μουσικό πεντάγραμμο
Τη γαλάζια τελετή μες στο λιβάδι
‘Η πως ν’ ανέβω με την κλίμακα της φωτιάς
Για να βρεθώ ψηλά
Πολύ ψηλά
Στο σύνορο το τελευταίο
Σε κάποιαν άλλη αντιστροφή
Εκεί όπου φλέγεται
Των τάφων το ξερόχορτο
Η λιτανεία των χρυσανθέμων

ΛΟΓΙΑ ΘΑΜΠΑ ΠΙΑ ΤΩΡΑ

Escritura: silencio que canta
OCTAVIO PAZ

Λόγια θαμπά πια τώρα
Και δίχως ασήμι
Αποστεγνωμένα
Που τ’ απογύμνωσε ο καιρός
Κι ένα άρωμα πικρό
Μόνο αναδίνουν
Λόγια περίλυπα
Στερνά
Ίδιο φθινόπωρο παραχωμένο
Κι όμως ολόφωτα
Δοξαστικά
Βουβό τραγούδι
Μακρόσυρτο ως τον ουρανό

ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ

Στην αυλή των θαυμάτων
Της νύχτας ο πυρετός
Κάνει να βλαστήσουν
’Αναρίθμητα μάτια λουλουδιών

Και ξάφνου να φανερωθεί
Η μεγαλοπρέπεια ενός κήπου
Που ποτέ δεν υπήρξε

Ασημένια μπουμπούκια
Σκεπασμένα μ’ ένα πένθιμο τούλι

Λυχνίες που ψυχορραγούν

Σταλαγματιές από αίμα
Που έχουν ανθίσει

Χέρια με ρόδινα γάντια
Που ανασέρνουν από τις πέτρες
Το στυγνό τους χαμόγελο

ΠΟΙΟ ΔΑΚΡΥ

Ποιο δάκρυ
Φωτεινό
Θα γεννηθεί
Από την απουσία σου;
Ποιο λυπημένο πουλί
Που τρέμει τώρα
Φυλακισμένο μες στον καθρέφτη
Θα θρονιαστεί περίλαμπρο
Επάνω στο βλέφαρο
Της ημέρας;

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Χτύπησε εκείνη το πόδι της
Στο έδαφος τρεις φορές
Και γεννήθηκε ο χορός
Και αναδύθηκαν τ’ άσπρα καράβια
Από τα πικρά κύματα
Και κατρακύλησαν τ’ αστροπελέκια
Για ν’ αστράψουν οι ερειπωμένοι τοίχοι
Κι ο Δεκέμβρης τίναξε τις νιφάδες του
Για να χορτάσουν οι μαύρες ρίζες
Και σκεπάστηκε επιτέλους
Με νυφιάτικα πέπλα
Η επικήδεια πομπή

ΑΔΙΑΦΘΟΡΗ ΠΥΡΚΑΓΙΑ

Αδιάφθορη πυρκαγιά
Που κομίζεις την ένθεη γνώση
Τους αγλαούς προσφέροντας ανθούς σου
Παρόμοια με τριανταφυλλιά
Κατάφορτη από λάμψεις
Κι υψώνεις ως τον ουρανό
Άφωνα εγκώμια
Την προαιώνια μου διδάσκεις εσύ
Φωτεινή αρχή
Μα και της τέφρας την αλήθεια
Την αδυσώπητη συντριβή

ΜΗΝ ΚΛΑΙΤΕ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΟΥΣ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

στη μνήμη του
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου

Μην κλαίτε καθόλου τους πεθαμένους ποιητές
Αλλά κοιτάξτε τούτο το άνθος
Που ταξιδεύει
Τούτη την κόρη που σκορπίζει
Χιλιάδες κάνιστρα κατάφορτα από αστραπές
Με τα μακριά της χέρια
Όλο αθωότητα
Και με μια δύναμη φανταστική

Μην κλαίτε καθόλου τους πεθαμένους ποιητές
Και μη ζητάτε τη στάχτη τους
Ο θάνατός τους είναι μόνο
Ένα πέπλο λευκό
Μια μεγάλη πληγή
Με γιασεμί αρωματισμένη
Ίσκιος πυκνός μιας εξορίας
Ο θάνατός τους είναι μόνο
Ένα άγαλμα υψωμένο στο φως
Μια σιωπή από σταυρωμένα χέρια
Μια μαραμένη μνήμη του χειμώνα
Που ωστόσο ξανανθίζει με χίλια χρώματα

ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Σε περιμένω
Έλα γρήγορα
Σε περιμένω

Για κάθε λέξη που σου γράφω
Χάνω το αίμα μου
Και τα μάτια μου
Παραμένουν ορθάνοιχτα
Δίχως βλέφαρα
Θα ’ναι ίσως νωρίς ακόμα
Εκεί που βρίσκεσαι
Όμως εδώ
Η νύχτα έρχεται
Πολύ σύντομα
Με τη μεγάλη της σιωπή
Και με τα εφιαλτικά της
Όνειρα

Αν έρθεις
Τούτη τη χρονιά
Δε θα χιονίσει
Μαύρους μενεξέδες

Ο ΧΙΤΩΝΑΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

στον Μάνο Χατζιδάκι

Ο χιτώνας τον ποιητή
Διαποτισμένος από το χαλάζιο τον αίμα
Πάντα επιστρέφει στη γη

Ενώ τα χέρια τον
Όλο και μεγαλώνουν στον ουρανό

Και μένει ο ίδιος ολόγυμνος
Αδιάφθορος
Εκεί ψηλά
Να μας φωτίζει

Κι από τα μάτια τον αναδύεται
Το πένθιμο ανάκρουσμα
Μιας μουσικής

Ο λυγμός μονάχα
Της σιωπής

ΛΟΙΠΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝ’ ΑΣΤΕΙΟ ΝΑ ΦΑΝΤΑΖΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ

Λοιπόν δεν είν αστείο να φαντάζεται κανείς
Πως όλα κάποια μέρα θα τελειώσουν
Πως υπάρχουν ωραία σεντούκια
Από πεύκο αρωματισμένο
Που μας προσμένουνε να κοιμηθούμε για πάντα
Μαζί τους κάτω απ’ το χώμα
Πως σμίγοντας το μάτι μας
Me το μάτι του καθρέφτη
Νιώθουμε πόσο γρήγορα έχουμε γεράσει

Και 7τόσο γρήγορα γλιστρούμε
Me? στο άσημένιο του χιόνι
Πως τώρα θα γνωρίσουμε καλύτερα
Τον γαλάζιο θάνατο των εραστών
Τη δυσμική αγωνία των ρόδων
Πως ακόμα μας περισσεύουν
Μερικές μόνο λέξεις αγάπης
Σαν ήχος πένθιμης κωδωνοκρουσίας
λοιπόν δεν είν’ αστείο να φαντάζεται κανείς
Πως κάποια μέρα θα ’χουμε φύγει συ αλήθεια
Δε θα κατέχουμε πια τίποτα σ’ αυτή τη γη
Και θα ’χουμε απ’ όλα τα προνόμιά μας αποξενωθεί

ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΠΙΑ Ο ΧΟΡΟΣ

Τελείωσε πιά ο χορός
Εκείνη αδιάφορη
Σ’ ένα παλιό σεντούκι
Πέταξε τη μάσκα της
Και τα κόκκινα γάντια

Τώρα αγκαλιάζει
Τη φτερούγα της φυγής της
Και στα μαλλιά της αρμενίζουνε
Τρικάταρτα καράβια

ΑΚΟΜΑ ΘΥΜΟΥΜΑΙ

Ακόμα θυμούμαι
Εκείνο το φθινόπωρο
Στη Νέα Υόρκη
Τα ηλεκτρικά γαρύφαλλα
Και τους ατμούς
Μες στις απέραντες αίθουσες
Και σένα που διάβαινες
Με τα μαλλιά σου τα πλατινένια
Στιλπνή σαν αυγουστιάτικο φεγγάρι
Αθέατη μουσική
Όμοια με κάτασπρη
Νεκρική
Προσωπίδα

ΝΑ ΗΤΑΝΕ ΑΡΑΓΕ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΙΟΥ ΤΟ ΙΣΤΙΟ

Να ήτανε άραγε του καραβιού το ιστίο
Ή η γοργόνα που θησαύριζε
Τα χρώματα τον δειλινού
Απ’ το βαθύ γαλάζιο ίσαμε το λουλακί
Για να προβάλουν πάλι όλα μαζί
Το άλλο πρωί μες στο λουλούδι;

Μα ίσως να ’τανε μόνο το βλέφαρο
Μιας όμορφης κοπέλας

Κι εγώ γιορτάζω τώρα το χρυσάφι
Ενός ονείρου και της ώχρας

ΟΜΟΡΦΗ ΜΟΥ ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ

Όμορφή μου Αμαρυλλίδα
Έτσι εγώ σ’ ονομάζω
Και να ενοικήσω επιθυμώ
Στην άχραντη σιωπή σου
Που τρέφεται μόνο
Με λάμψεις εκθαμβωτικές.
Ακούοντας μέσα στο αίμα μου
Της ευφροσύνης σου τον παλμό

Τα μάτια σου είναι μια ήπειρος
Που θρονιάστηκε στο γαλάζιο
Μι’ αδιάκοπη περιπλάνηση
Μια ολόκληρη ιστορία
Που συγχέεται με τον ουρανό

Κάθε μου ποίημα μέσα σου
Μιαν άνοιξη εγκυμονεί
Και κάθε πόνος μου μεταμορφώνεται
Σ’ ένα άστρο της λησμονιάς

Μαζί σου δεν υπάρχει πιά δυστυχία
Μαζί σου ο θάνατος έχει καταλυθεί
Μαζί σου υπάρχει μόνο
Ένας ήλιος που ακτινοβολεί
Με όλη σου την αλλοφροσύνη

ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΜΗ ΣΟΥ

Το χέρι μου στην κόμη σου
Αναζητώντας
Τα νήματα της αστραπής
Το αρωματισμένο νέφος
Του φεγγαριού τις αχτίδες
Τη μυστική φτερούγα
Του αγγέλου

.

ΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ (1995)

1

Η σιωπή το χιόνι και η πορσελάνη
Πάντα ματώνουνε τις νύχτες του χειμώνα

14

Έστω και μια μονάχα όμορφη κοπέλλα είν’ ικανή
Ν’ αλλάζει τον προσανατολισμό της μέρας

18

Ο ποιητής είναι ταγμένος να φιλά
Όλες τις όμορφες κοιμώμενες του κόσμου

31

Απόκοσμη ομορφιά του ποιητικού λόγου
Γυάλινη υπόκρουση
Που κατάγεται από τη σιωπή
Περίσσευμα της ευφροσύνης των θεών

32

Ο ποιητής τα πράγματα ονομάζοντας
Τα σώζει από το θάνατο

62

Την εφιαλτική τούτη νύκτα με τις άγριες παπαρούνες
θα πρέπει να δρασκελίσω όλα τα βάραθρα
Να ανασυνθέσω με το φως το πρόσωπο της
Το συννεφιασμένο
Από την αχλή του χρόνου.

63

Το αρχαίο μας ειδύλλιο;
Μια χιονισμένη έκπληξη
Κι ένας δαυλός
Που δεν απόμειναν παρά μονάχα
Τ’ αποκαΐδια του

80

Να πλησιάσω πάσχισα τις κορυφές
Εκεί που φλέγεται άφθαρτος ο ουρανός
Το λόγο μου για να εμπλουτίσω
Με το απολλώνειο φως
Και με το ρόδο του Ορφέα

85

Πλήθος άγγελοι πενθηφορούντες
Στροβιλίζονται
Στη χειμαρρώδη πρόσπτωση
Του υετού

87

Μέσα στον στρόβιλο του βαλς
Έγιναν διάφανοι οι χορευτές
Κι εκείνη εξαφανίστηκε
Κάτω από τον αυτοκρατορικό της μανδύα

89

Η Περσεφόνη με την καταχθόνια συνοδεία της
Στολίζει την άνοιξη με αποτρόπαιους σκελετούς
Χαρίζει την ομορφιά της σελήνης
Σε βουβά φαντάσματα

90

Μαβιά η μορφή της κάτω από το χιόνι
Διαιωνίζει μιάν υποχθόνια βλάστηση

107

Άφησε πίσω σου ολόκληρη τη συγκομιδή σου
Και φύγε όπως ήρθες
Με τα χέρια αδειανά
Η αθωότητα μόνο διαρκεί

.

ΑΡΩΜΑ ΕΝΟΣ ΚΟΜΗΤΗ (1997)

Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ

Τ’ όνομα της
Ιερογλυφικό
Άνθος σκιάς
Μετεωρίτης
Έμβλημα αποτυπωμένο
Πάνω στο μέτωπο
Το αγλαό
Της Αφροδίτης

ΑΥΤΗ Η ΑΚΑΘΕΚΤΗ ΦΩΤΟΠΛΗΜΜΥΡΑ

Αυτή η ακάθεκτη φωτοπλημμύρα
Προαναγγέλλει
Μιαν υποχθόνια άνοιξη
Την απαστράπτουσα κι όλας ίριδα
Πίσω απ’ τα βλέφαρά μας

Ω ΠΡΟΑΙΩΝΙΟ ΡΟΔΟ

Ω προαιώνιο ρόδο
Εξαίσια αποκάλυψη
Ματωμένα χείλη που σμίγουν
Ψίθυρος πορφυρός
Δοξολογία απεριόριστη
Χορός σιωπηλός
Φαντασμάτων μεταμφιεσμένων
Στη μνήμη ενός αρώματος
Μεθυστικού
Σχεδόν εξουθενωτικού

Η ΔΟΞΑ ΜΙΑΣ ΥΣΤΑΤΗΣ ΦΛΟΓΑΣ

Αποθαυμάζοντας τη δόξα
Μιας ύστατης φλόγας
Αναλογίζομαι πάντα
Τη τέφρα των εραστών
Το οστεοφυλάκιο των εποχών

Η ΓΥΝΑΙΚΑ-ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Κάθε γυναίκα κρύβει
Μια πεταλούδα στο στήθος της
Και κάθε φορά που την αφήνει ελεύθερη
Αναβιώνουν χιλιάδες όνειρα

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ ΠΙΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ

Υπάρχει κάτι πιο συγκλονιστικό
Από τη σιντεφένια όψη του τρόμου
Από την κλειστή παλάμη τον τάφου
Από τη θλίψη του χαμένου καιρού
Υπάρχει το γαλάζιο
Ενός ματιού παιδικού

ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ΜΟΥ Η ΕΚΦΟΡΑ

Πέρασα τη ζωή μου
Σπέρνοντας φώτα
Στην παρθένα έκταση του χιονιού
Στον αναπεπταμένο χάρτη του έρωτα
Υφαίνοντας ένα μανδύα
Με ήχους μουσικούς
Ή χαράζοντας λέξεις
Μέσα σε μια κατακόμβη
Αποπνιχτική
Κι όλα τα πράγματα νεκρά
Συναπαρτίζουν τώρα
Μιαν εκθαμβωτική πομπή
Κι ακολουθούν ομόθυμα
Του ονείρου μου την εκφορά

TO ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΜΗ ΣΟΥ

Το χέρι μου στην κόμη σου
Αναζητώντας
Τα νήματα της αστραπής
Το αρωματισμένο νέφος
Του φεγγαριού τις αχτίδες
Τη μυστική φτερούγα
Του αγγέλου

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο ποιητής με όλο το χρυσάφι του
Και τη χλωράδα ενός βασιλιά
Αναμετράει κάθε στιγμή το βάραθρο
Αποκαθαίρει το διάστημα
Κομίζει την ξαστεριά

ΣΤΕΦΑΝΩΜΕΝΗ ΜΕ ΚΑΤΑΜΑΥΡΑ ΠΟΥΛΙΑ

Στεφανωμένη με κατάμαυρα πουλιά
Συγχέεται με τη νύχτα
Και χλωμοί καβαλάρηδες
Καλπάζουν στον ύπνο της
Μα είναι πάντα φωτεινή
Και το πρωί
Ένα γυάλινο σήμαντρο
Αναγγέλλει το ξύπνημά της

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

Είν’ η στιγμή να ξεκινήσουν τα ιστιοφόρα μας
Επαληθεύοντας υποσχέσεις της παιδικής ηλικίας
Ακολουθώντας τη ραψωδία των άνεμων
Συνεχίζοντας το μεγάλο ποίημα της αυγής

ΠΟΛΥ ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ

Πολύ αγάπησα τη σιωπή
Κι έφυγα πέρα μακριά
Στα ύφη στις οροσειρές
Πιο πέρα από τη θάλασσα
Προς τ’ ουρανού τα βάθη
Εκεί που χάνονται οι γραμμές
Οι φωτεινές των πλοίων
Για να ξανάρθω ένα πρωί
Όπου θα κατοικούν μονάχα σκιές
Ανάλαφρες
Φωνές τόσο απαλές
Όπως το χιόνι
Με πόρτες πάντα ορθάνοιχτες
Και μ’ ανθισμένες κλειδαριές

ΧΑΙΡΕΤΕ ΚΟΡΕΣ ΜΟΥ

Χαίρετε κόρες μου

Ρυτιδωμένα είναι τώρα
Τα χείλη σας
Που δε φιλώ
Παρά μονάχα στ’ όνειρο

Τεφρός ο μανδύας μου
Απ’ την αιθάλη του χρόνου

Τα φώτα αμυδρά
Και τρέμουν μέσα στα κλαδιά

Ω ας γιορτάσουμε μαζί το καλοκαίρι
Ακόμα μια φορά

ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Αυτά τα λουλούδια
Που ανοίγουν κάτω απ’ τη σκιά
Τάσο κρυφά
Μ άτια της μνήμης
Εκπληκτικά
Απεριόριστα
Μάτια του έρωτα
Θαυμαστά
Που τα διασχίζουν
Αόρατα πλοία
Φανταστικά
Αυτά τα λουλούδια
Που απλώνουν αδιάκοπα
Λάβαρα γιορτινά
Και πολύχρωμες σημαιούλες

ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟ

Ένα πουλί αινιγματικό
Που βυθίζεται
Μες στη χοάνη του χρόνου
Που απομακρύνεται από το φως
Και ξανακλείνει μέσα τον
Τα σκοτάδια
Την πάχνη
Τα δάκρυα
Τους αποχωρισμούς
Τον παγετό
Ένα πουλί αινιγματικό
Που ταξιδεύει
Προς την ακτή του μυστηρίου

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Κάτω απ’ τα φύλλα του φθινόπωρου
Το αποκοιμισμένο φως
Ο τάφος της χαράς μου
Το σώμα της που πια δεν ήταν
Παρά ένα χαμόγελο φευγαλέο
Μια μουσική που αναδύονταν
Από τα χείλη της ανάμνησης

ΛΑΜΠΑ ΘΥΕΛΛΗΣ

Λάμπα θυέλλης
Που όλο κουβαλάς
Το πένθος και τη μοναξιά
Μες στον καπνό σου
Υποκλίνομαι μπροστά σου
Και σφίγγω μες στα χέρια μου
Το ματωμένο πρόσωπά σου

Ώ πόσο είν’ όμορφα μαζί σου
Στην ερημική μου κλίνη
Όπου ξεθυμασμένους πόθους μου συνάζω
Κι όπου ανασταίνεις με τη φλόγα σου
Ό ,τι αλύπητά ρημάζω

.

ΟΧΙ ΠΙΑ ΔΑΚΡΥΑ (1998)

ΟΧΙ ΠΙΑ ΔΑΚΡΥΑ

Μάτωνε σαν ένας ουρανός
Σε ώρα καταιγίδας
Έκλεινε τα μάτια του
Για να μη βλέπει
Του κόσμου την κακομοιριά
Και μες στον ύπνο του αναφωνούσε
Όχι πιά δάκρυα

Τώρα προσάραξε
(Ώ θεία παιδική ηλικία!
Ω ποίηση εσύ
Χαρά ασυγκράτητη
Που μάς ελκύεις στα ύψη!)
Τώρα προσάραξε
Σε μια τρισόλβια χώρα
Σαγηνευμένος από το φως το αμάραντο
Πέραν του πόνου
Πέραν του τάφου

ΑΞΙΟΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΠΛΟΤΗΤΑ

Σταγόνα – σταγόνα
Λέξη προς λέξη
Φύλλο το φύλλο
Μπουμπουκιάζει
Η αγριοτριανταφυλλιά
Μπουμπουκιάζει
Ο χρόνος
Με τα γαλάζια του χρώματα
Τα κόκκινα
Τα χρυσαφιά

Κι η μέρα
Ένα στέμμα με πορτοκαλάνθια
Φορεί

’Αξιοθαύμαστη απλότητα!
Χαρά ιερή!

Σας περιμένω
Με τα χέρια μου ανοιχτά

ΣΤΗ ΣΥΝΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Στη συντομία της ζωής
Ας ήταν να κατείχαμε
Τούτη την καυτερή σταλαγματιά
Του ήλιου
Που ελευθερώνει τούς παγετώνες
Που δυναμώνει την υπομονή
Τούτη την άφατη τρυφερότητα
Που μας σώζει από την πνιγμονή

ΣΤΙΣ ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΠΕΔΙΑΔΕΣ

Θ’ αναχωρήσω ένα πρωί
Όταν θα έχουν όλα τα ρολόγια σταματήσει
Και θα προχωρήσω μακριά απ’ τα κοιμητήρια
Μακριά από τους σταθμούς
Εκεί ψηλά στον ορίζοντα
Για ν’ ανταμώσω χιλιάδες γαλάζιες κοπέλες
Που κοιμούνται χρόνια τώρα λησμονημένες
Στις ουράνιες πεδιάδες

Η ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΚΟΡΗ

Στην ελάχιστη ανασαιμιά των ροδών
Στο ανοιγοκλείσιμο ενός ματιού
Που στίλβει από έρωτα
Καταχωνιάζεται ο θάνατος
Ξαναπροβάλλει το θαύμα

Κι από την άλλη όχθη του χρόνου
Σε μιαν άκατο
Η ασημένια κόρη

ΑΝ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΣΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αν ύστερα από τόσα ποιήματα
Δεν επιζήσει ο λόγος μας

Αν ύστερα από τόσα πουλιά
δεν επιζήσουν κάποιοι κελαηδισμοί τους

Τότε σίγουρα θα σταματήσει
Η τελετουργία της άνοιξης
Θα ξεφτίσει το φως
Θα εξατμισθεί το άρωμα
Της αστραφτερής του λόγχης

ΓΟΝΑΤΙΣΤΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ

Γονατιστός πάνω στην πέτρα
Με απόηχους από καμπάνες νεκρικές
Κι ολοφυρμούς
Και με τριγμούς ανατριχιαστικούς
Μιας ραγισμένης βάναυσα
Πορσελάνης
Ανάμεσα σε ματωμένα βλέφαρα
Εξακολουθώ να ελπίζω

ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΦΛΕΒΕΣ ΜΕΛΑΝΕΣ

Αίμα και φλέβες μελανές
Και αρτηρίες που μέσα τους κυλούν
Όνειρα εφιαλτικά
Τριγμοί των οστών
Λεπίδες που σπιθοβολούν
Σεντόνια μουσκεμένα από δάκρυα
Δε με φοβίζετε πιά τώρα

Προχωρώ για ν’ αρχίσω
Να ξαναρχίσω τον εαυτό μου
Μέσ’ απ’ το θάνατο
Να χαρίσω τ’ όνομά μου
Σε μια κάτασπρη
Χιονοστιβάδα

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Το βράδυ που σβήνουν τα χαμόγελα
Ο καπνός ξεδιπλώνει το πένθος του
Μέσα στο τζάκι
Σχηματίζοντας γκρίζα λουλούδια
Που γλιστρούν κρυφά προς τα έξω
Από την καπνοδόχο

Τότε εκείνος μεταμορφώνεται
Σ’ έναν μικρό πρίγκιπα
Και φιλά με πάθος
Τη μικρή του αγαπημένη
Που ρυθμίζει
Τον χορό των ονείρων του

Κι από το φιλί του ξεχύνεται
Ένα γαλάζιο κύμα
Κι από τις φλέβες το αίμα του
Που αρχίζει να ταξιδεύει
Πάνω στα τζάμια
Ψιθυρίζοντας
Μια πανάρχαιη μουσική

Ω ΕΣΥ ΨΙΘΥΡΙΣΤΗ

Ώ εσύ ψιθυριστή κι άυλη ανάμεσ’ απ’ τίς σκιές
Και σ’ έναν κήπο φθινοπωρινό αποκλεισμένη
Έλα και πέρασε αδιόρατη απ’ τίς φυλλωσιές
Και χάρισέ μου μιαν αχτίδα σου να με θερμαίνει

ΜΕΣ’ ΑΠ’ ΤΟΝ ΣΤΡΟΒΙΛΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΦΟΡΑΣ ΜΟΥ

Μέσ’ απ’ τον στρόβιλο τής παραφοράς μου
Δεν αναδύεται πιά τίποτα
Μόνο ένα όνειρο αθώο
Που διατρέχει τις κόρες των ματιών μου
Τις διεσταλμένες ακόμα
Από του έρωτα την ατροπίνη

ΑΠ’ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΑΣΗ

Απ’ των θαυμάτων την παρέλαση
Μες στη ζωή μου
Περισυλλέγω μόνο
Την έκλυση της αστραπής
Των διαβατάρικων πουλιών την τρυφερότητα
Τις άγριες βιολέτες της καταιγίδας
Τα χιόνια που σωριάζονται
Χρόνια πιά τώρα μες στους καθρέφτες
Τ’ άστρα που εκπέμπουν όσες φωνές
Έχουν σωπάσει για πάντα
Τα κίτρινα δάχτυλα του καπνού
Το άρωμα της λύπης
Που αναδίνουν
Τα σβησμένα λυχνάρια
Το δάκρυ το αναντικατάστατο
Που λάμπει
Μέσα στην καρδιά της αγαπημένης

ΕΓΝΟΙΑ ΜΟΥ ΤΩΡΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ

Έγνοια μου τώρα μοναδική
Να διασώσω τη χαρά
Που κρύβεται
Στα μάτια μόνο των παιδιών
Το θαύμα εκείνο
Το αλλοτινό
Ή αίφνης
Τούτη την κόρη
Την πανέμορφη
Που κρατώντας στην αγκαλιά της
Έναν αμφορέα
Είν’ έτοιμη να ναυαγήσει
Στον ουρανό

.

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ (1999)

ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ

Ανακάλυψα μια νέα
Μυστική γραφή
Ίδια σκιά που ξετυλίγεται
Δαντελωτή
Μες στη ραγίσματα της μέρας
Ιδεόγραμμα χαραγμένο
Με το δάκτυλο της Περσεφόνης
Υπόγεια φλέβα
Που όμως ακτινοβολεί
Σκιά πλατύφυλλη
Σωρευτική
Θεοσκότεινο άνθος
Σφραγισμένο
Με τη σιωπή

ΤΟ ΡΗΜΑΓΜΕΝΟ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΟ

Αυτό το ρημαγμένο κλειδοκύμβαλο
Εξαπολύει με τα πλήκτρα του
Φθόγγους μεταλλικούς
Τόξα οδύνης
Παλιούς σκοπούς
Οξειδωμένους
Κίτρινες αγωνίες
Επάλληλους εφιάλτες
Επιτύμβια αντιφεγγίσματα
Όνειρα σχεδιασμένα
Με κατάμαυρο μελάνι
Μαγικούς φανούς
Αστροκεντημένα κρέπια
Αξέχαστους εσπερινούς

Αυτό το ρημαγμένο κλειδοκύμβαλο
Είν’ εάν κλείθρο του μυστηρίου

ΚΑΠΟΙΑ ΜΕΡΑ

Κάποια μέρα
Θα βαδίσεις πάνω στα ίχνη μου
Να με συναντήσεις
Γυμνή
Όπως την πρώτη μέρα της δημιουργίας
Με το αίμα όλων των νεκρών
Και με το αίμα όλων των ζωντανών
Πάνω στα χείλη σου
Παγωμένο

Κι όταν σημάνει η ώρα
Θα είσαι όμορφη πολύ
Όμως μικρή
Τόσο μικρή
Σαν μια νιφάδα χιονιού
Ή τόσο απέραντη
Σαν τον ωκεανό
Στιλπνή
Και θα προφέρεις μόνο τ’ όνομά μου
Και θ’ απομένεις έξω από το χρόνο
Αγάπη μου παντοτινή

ΑΝΔΗΡΑ ΤΗΣ ΕΣΠΕΡΑΣ

Άνδηρα της εσπέρας
Λειμώνες απέραντοι
Όπου ανθίζουν οι φτερούγες των εραστών
Ενώ ο ουρανός εκτοξεύει
Την απειλή μιας αστραπής

Άνδηρα της εσπέρας
Κοιμητήρια πλάι σε μια θάλασσα
Όπου αρμενίζουν αποχαιρετισμοί
Και αναδύονται ναυάγια
Με κουρελιασμένα ιστία

Άνδηρα της εσπέρας
Μενεξεδένιοι ορίζοντες όπου ο ήλιος βασιλεύει
Και κρέμονται οι λυγμοί
Από του φεγγαριού τις αχτίδες
Στεφάνι ακάνθινο ασημένιο

ΟΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΙΑΖΟΥΝ

Όλα τα χέρια κρουσταλλιάζουν
Όταν για πάντα μας αποχαιρετούν
Η μουσική που δε χωρούσε
λίγο πιο πριν στον ουρανό
Τρύπωσε τώρα σ ένα κουτί
Και μ έναν τόνο θλιβερό
λέει ολοένα ,και ξαναλέει
Πως όλα σβήνουν τόσο αθόρυβα εδώ πέρα
Μαύρα κυκλάμινα παντού φυτρώνουνε
Στα μάτια μέσα στον αέρα
Παπαρούνες μαύρες
Κάτω από τη σιωπή

ΑΓΝΟΤΗΤΑ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗ

Τελείωσε πιά και τούτο το ζεστό
Καλοκαιριάτικο απομεσήμερο
Μες σε’ χρυσάφια κι αμέθυστους
Απαύδησε πυρολυμένος ο ουρανός
Και μια τεράστια μαύρη φτερούγα
Ξετυλίγοντας τη σιωπή της
Το ενταφίασε διά παντός

Καιρός να φύγω αγαπημένη
Ω εσύ αγνότητα σταυρωμένη!
Σ’ ένα άλλο φως να βυθιστώ
Και δε μου χάρισες ακόμα ούτ’ ένα
Κέρινο σχήμα της μορφής σου
Και δε μου χάρισες ακόμα ούτ’ ένα
Ετοιμοθάνατο φιλί σου.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ

Δεκέμβρης
Κι επιστρέφει ο ουρανός
Με την κορνίζα μόνο
Ενός καθρέφτη
Απογυμνωμένος

Δεκέμβρης
Κι επιστρέφει ο ουρανός
Μ’ ένα φέρετρο να επιπλέει
Στην απεραντοσύνη του
Καταρρακωμένος

Δεκέμβρης
Κι επιστρέφει ο ουρανός
Με μιαν εφτάχορδη λύρα
Και μ’ όλο το ασήμι του
Αλλαγμένος

Δεκέμβρης
Κι επιστρέφει ο ουρανός
Με μια φάτνη
Και μ’ ένα δέντρο χριστουγεννιάτικο
Στολισμένος

ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Τη βλέπω αλώβητη να ξεπροβάλλει
Από τα βάθη των καιρών
Δίχως να ξέρω την καταγωγή της
Δίχως να ξέρω το γιατί
Σαν θύελλα έρχεται με την αλουργίδα της
Με σαγηνεύει με τη φωνή της
Κι ύστερα χάνεται σε μια στιγμή

Είναι ολάκερος ο εαυτός μου
Η σωτηρία μου και ο χαμός μου
Πόσο η καρδιά μου την ποθεί
Πόσο η καρδιά μου τη φροντίζει
Με την ανάσα ενός πουλιού
Κι ένα της θαύμα καρτερεί
Όπως ο πρίγκιπας του παραμυθιού

Ανέγνοιαστη όλο φτερουγίζει
Μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι
Ψάχνει να βρει τον ουρανό
Πρωί και βράδυ φωσφορίζει
Σαν άγγελος σ ένα πηγάδι
Και σαν νεράιδα στο προσκεφάλι μου
Αφήνει πάντα ένα μαργαριτάρι

Κλείνω την πόρτα μου ερμητικά
Να νοιώσω τον έρωτα τη χαρά
Μα ένας άνεμος σφοδρός μαζί της
Κλίνη απαλά να με κοιμίσει
Και ευθύς ο Ορφέας με τη φωνή μου
Θέλει πια τώρα να τραγουδήσει

Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ

Ποτέ του δε φοβήθηκε το θάνατο
Περνούσε πάντα ανέπαφος
Ανάμεσ’ από τους καθρέφτες
Σε μιαν άλλη χώρα
Στη χώρα των θαυμάτων
Για ν’ ανταμώσει την Ευρυδίκη
Κι απίθωνε κάθε χρονιά
Το κατασπαραγμένο σώμα του
Σ’ έναν κοιτώνα νυφικό
Να ξανανθίσει

Άρχοντας των γαλάζιων κρίνων
Τη φωνή του δάνειζε στις πέτρες
Στα φυτά
Σε όλα τ’ άψυχα
Κι όλο ξεδίπλωνε
Του μυστηρίου τα φτερά
Μες στις αβύσσους τ’ ουρανού
Ή στην πολύφλοισβη τη θάλασσα
Και με τη λύρα την εφτάχορδη
Σταματούσε
Τα σκληρά διαμαντένια βήματα
Του θανάτου

Γιε του Απόλλωνα εσύ
Ασύγκριτε Ορφέα
Με τα ξανθά σου τα μαλλιά
Στεφανωμένα υάκινθους
Και με την εύμολπη λαλιά σου
Με τα γαλάζια μάτια σου
Όπου ενδημούν
Του ήλιου τα φιλιά
Τα φίλτρα της σελήνης
Εχθρέ του ερέβους ακατάβλητε
Που αψήφησες τον Άδη
Του φωτός εραστή
Που ανέβηκες πολύ ψηλά
Στο απρόσιτο άντρο του κεραυνού
Στην έπαλξη των ανέμων
Ανάσυρε το πέπλο το αστροκεντημένο
Και τον υμέναιο ετοίμασε τον θαυμαστό
Ο ουρανός να σμίξει με τη γη
Και ν’ ακουστεί ξανά η πιο μυστική
Των πραγμάτων μουσική

Με σκόρπια όλα τα μέλη σου
Στ’ άγρια κύματα παραδομένα
Καλείς ακόμα την Ευρυδίκη
Και με τη λάμψη ενός πυρσού
Ξαναπροβάλλει η πένθιμη μορφή σου
Στενάζουν τα ποτάμια τα βουνά
Απ’ τις χορδές της λύρας σου
Και φέγγει αμάραντη
Η μνήμη τ’ ουρανού

Ευοί! Ευοί!
Ας ξανανθίσουν τώρα οι νάρκισσοι
Στης Κασταλίας την πηγή
Ευοί! Ευάν!
Ας λάμψει το άγιο φως
Των ελευθερωμένων ψυχών
Έξω απ’ τον κύκλο των γεννήσεων
Έξω απ’ τον κύκλο των αστερισμών
Ας λάμψει ο ήλιος
Ο μέγας ήλιος
Της αιώνιας αλήθειας
Ο επουράνιος έρωτας
Κι εσύ ένας θεός αληθινός
Παρόμοιος πάντα με τον εαυτό σου
Να ’ρθεις ξανά πάνω στο άρμα σου
Που θα το σέρνουν κύκνοι

Ευοί! Ευοί!
Δεν πέθαναν ακόμα οι θεοί
Δεν πέθανε η ομορφιά
Ούτε η αθωότητα
Ούτε κι ο έρωτας
Σ’ αυτόν τον κόσμο
Ευοί! Ευάν!
Δεν πέθανες Ορφέα.

1.ΤΡΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

JOHAN SEBASTIAN BACH

Συνομιλία του Θεού με τον εαυτό του
Την πρώτη μέρα της Δημιουργίας
Μνημείο-σύνθεση βαρύτιμων μολπών
Ακατάλυτο
Που απορροφά
Κάθε άλλη λάμψη αυτού του κόσμου
Της φούγκας απαράμιλλη αρχιτεκτονική
Φθόγγοι ενός οργάνου εκκλησιαστικού
Επίμονα αυστηροί όπου φτερουγίζουν
Αστραφτερά πουλιά
“Υμνοι προάγγελοι νύχτας αιώνιας
Ύμνοι προάγγελοι αιώνιου φωτός
Ύμνοι επουράνιοι
Σαν άνθη βαθυκύανα που λαμπυρίζουν
Επάνω σε μίσχους ηλεκτρικούς
Μες σε ναό καθεδρικό που ως ξαναζούμε
Τ’ άγια πάθη του Κυρίου
Μα και την ένδοξή Του Ανάσταση
Ξάφνου όλα γίνονται
Πάλι καινούργια

WOLFGANG AMADEUS MOZART

Ειρμός από άστρα και σύννεφα
Αληθινή του Διός συμφωνία
Εμπλουτισμένη
Με το ασημένιο άνθος μιας αστραπής
Ουράνιο τόξο συνθεμένο με δάκρυα
Και με βλέμματα σφιχταγκαλιασμένων εραστών
Γαλήνια μελωδία που αναδύεται
Από την αυτοκρατορία των ήχων
Ίδια με άγγελο που ξεδιπλώνει τα φτερά του
Πασχίζοντας έναν ουρανό
Γεμάτο ξίφη που σελαγίζουν
Με μιαν αβρότητα υπερφυσική
Για να μας χαρίσει στο τέλος
Μιαν άρπα κρυστάλλινη
Ένα ενυδρείο από αθώα φωτεινά μάτι
Μια διαφάνεια
Αφάνταστα λυτρωτική

FREDERIC CHOPIN

Χλωμοί καβαλάρηδες από ίασπι
Που ξεπροβάλλουν ανέπαφοι
Αναμεσ’ απ’ τη καταιγίδα
Κάτασπρα πλήκτρα ή αστραπές
λησμονημένες θύμησες
Από το μοναστήρι της Valdemosa
Παρόμοιες με σταλαγματιές βροχής
Ερημικής υδρορροής
Μπαλάντες και πρελούδια και νυκτωδίες
Ρόδα υπόχροα φυματικά
Καθώς πληγές που τραγουδούν
Μαζούρκες βαρκαρόλες πολωνέζες
Σμαράγδινοι καταρράχτες
Η δάκρυα που αναθάλλουν
Σε κήπους φθινοπωρινούς
Διάχυτη μελαγχολία
Άρωμα εξαίσιο και φως
Που ωστόσο ζωντανεύει
Ακόμα και τα πεθαμένα βλέφαρα
Η ανοίγει τη βεντάλια του έρωτα
Μέσα στο στρόβιλο των βαλς
Πένθιμο εμβατήριο όπου
Η αιωνιότητα καθρεφτίζεται
Και γαληνεύει

2.ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑΣ

1

Σώματα εσείς πολύτιμα
Μιας αμνημόνευτης αυγής
Αμετακίνητα
Ορυκτά
Του χρόνου έγκλειστοι ρυθμοί
Σ’ έναν υπόγειο λαβύρινθο
Πέτρινα πρόσωπα
Αινιγματικά
Με απειράριθμα χρώματα
Και με λυγμούς καταχωμένους
Πόσο εγώ νιώθω
Τη σπαραχτική σιωπή σας
Που έρχεται από το σκοτάδι
Το φως του ήλιου αναζητώντας
Η την αστροφεγγιά!

2

Μελανιασμένη πέτρα
Που ο άνεμος όλο και ξύνει τις πληγές της
Το θάνατο ψελλίζοντας
Διαρκώς
Πιο μεγάλη κι από ένα χέρι
Ορθάνοιχτο
Που συγκροτεί όλη τη μέρα
Τα κύματα
Κι όλη τη νύχτα
Πλημμυρίζει από άστρα

3

Και τι δε θα ’δίνε
Το μάτι τούτο
Το παραχωμένο
Για να μπορεί ένα βλέμμα του
Να τρεμοπαίζει
Σ έναν καθρέφτη
Έστω θαμπό
Και δακρυσμένο

4

Ενώ κοιμάται η θάλασσα
Το αίμα ποτίζει την κατάμαυρη άμμο
Κι ο ουρανός ατελεύτητος
Αφήνει να περιπλανηθεί
Η θύμηση ενός άστρου
Ή να κατρακυλήσει
Ένα βλέφαρο ασημένιο
Επάνω στη χλαμύδα
Του αρχέγονου πένθους

5

Η γη εδώ κλεινά στα σπλάχνα της
Λόγια φορτωμένα με σκοτάδι
Κι άλλοτε λόγια από ήλεκτρο
θλιμμένα μάτια λουλουδιών
Φύλλα που έχουν μεταναστεύσει
Χρώματα υποτονικά
Κι ένα άσπρο άλογο
Που καλπάζει, τις νύχτες
Όταν δεν έχει φεγγάρι
Κλείνει ακόμα
Πανάρχαιους έρωτες
Ορυκτά
Πανέμορφους σταλαχτίτες
Γυάλινους σκελετούς
Και μικρούς γαλαξίες
Προσμένοντας ν’ ανθίσει
Το ουράνιο ρόδο
Προσμένοντας πότε επιτέλους θα χορέψουμε
Αγκαλιά με τον ήλιο

.

ΑΤΡΙΟΝ (2000)

ΑΠΙΘΑΝΟΣ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ

Γυμνή εποχή
Με το ξεθυμασμένο της άρωμα
Και με το διάφανο ψύχος της
Που ωστόσο συμπυκνώνεται
Σ’ έναν απίθανο αστερισμό

Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΤΗΣΗ

Ώ ψίθυροι νυχτερινοί
Σφιχτοπλεγμένοι ανάμεσα στους θάμνους
Όπου το ρόδο πάντα επιτελεί
Το λεπτεπίλεπτο έργο του
Ώ ψίθυροι ερωτικοί
Που προετοιμάζετε
Τη μεγάλη μυστική πτήση

ΓΑΛΗΝΙΑ ΑΝΑΔΥΣΗ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ

Γαλήνια ανάδυση των χρωμάτων
Με της ημέρας τον ερχομό
Παρουσία του χρόνου τελετουργική
Εκθαμβωτική άνθηση
Πού σπινθηροβολεί
Σε χιλιάδες μπουμπούκια

Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Πώς να μπορέσει άραγε κανείς
Ν’ αποκρυπτογραφήσει τον ήχο
Της σιωπής
Ν’ ανακαλύψει τις πτυχές
Από το σάβανο της νύχτας
Την ύστατη λάμψη
Ενός λόγου
Φασματικού;

ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΑΛΚΟΟΛ

Ας μη μετρούμε πιά τις μέρες μας
Κεριά σβησμένα
Σε κλειστά
Ερημικά δωμάτια
Μα να προσφέρουμε τα χείλη μας
Σέ νέες κοπέλες
Πού ή φευγαλέα ματιά τους
Χάνεται
Μες στην ομίχλη του αλκοόλ
Ή στη γαλάζια ανταύγεια
Των άστρων

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΗΤΗ

Απ’ τις πληγές μου περιμένω ν’ αναβλύσει
Μια σπίθα αιώνια φωτεινή
Ένα κατάλευκο περιστέρι
Ο μύθος ενός κομήτη

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

Ο καθρέφτης της σελήνης
Είvaι γεμάτος χιονοστιβάδες
Και όνειρα που θρηνούν
Ο καθρέφτης της σελήνης
Είναι γεμάτος απ’ τίς ασημένιες λάμψεις
Των ματιών της
Και τρέμει

ΘΡΟΙΣΜΑ ΗΧΩΝ

Θρόισμα ήχων
Τη νύχτα
Κάτω απ’ τον λύχνο μου

Θρόισμα ’ίσκιων
Τη νύχτα
Στη δεντροστοιχία

Θρόισμα λάμψεων
Τη νύχτα
Στα δάχτυλα των νεκρών

ΜΕΓΑΛΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΑΠΟ ΧΙΟΝΙ

Μεγάλο λεύκωμα από χιόνι
Ή από αίμα παγωμένο
Σαν αρτηρία σιωπηλή
Αποκομμένη
Δίχως σφυγμό
Με τις σελίδες του που αναθυμούνται
Ειδύλλια παλαιά
Όπου ακόμα ακούγονται
Οι χτύποι τής καρδιάς

ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ ΜΙΑΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ

Σφαλιγμένα χείλη
Γλυπτών κοριτσιών
Κηροπήγια απ’ οπού κρέμονται λυγμοί
Ένας άνεμος που σκορπίζει τη φρίκη
Και μέσα στην πάχνη
Ακρωτηριασμένα αγάλματα
Πληγωμένοι κύκνοι
Που κουβαλούν ωστόσο
Το στέμμα μιας νεράιδας

ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ ΤΗΣ ΑΓΧΟΝΗΣ

Το σχοινί τής αγχόνης
Όλο και περισφίγγει το λαιμό του

Και στον ερειπωμένο πύργο του
Κάθε βράδυ απειλητικά
Ένας άνεμος σφοδρός
Ξαναζωντανεύει

Δεν του απομένει για ν’ ανασάνει
Παρά ένας πένθιμος
Μικρός φεγγίτης

ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΑΠΟ ΛΥΧΝΟΥΣ

Συγκομιδή από λύχνους
Πάνω στη μαραμένη χλόη
Του χειμώνα που επιζεί
Και μια κοπέλα ασθενική
(Άτονη φλόγα κάτω από γυαλί)
Βλέπει χαρούμενη τα χιόνια
Ν’ απομακρύνονται

Σ’ ΑΝΑΖΗΤΩ

Σ’ αναζητώ
Από το παγωμένο στόμα
Το γλυπτό
Πάνω στην πέτρα του τάφου
Ίσα με τη μέντα που ευωδιάζει

Από τις ρίζες τις βαθιές του ελέβορου
Ίσα με το ρουμπίνι της παπαρούνας
Της καταπόρφυρης από θυμό

Από την τέφρα
Του απανθρακωμένου ονείρου
Ίσα με την απροσπέλαστη
Ουράνια φλόγα

ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ

Ακόμα κι αν έχεις εξαφανιστεί
Ακόμα κι αν έχεις αποδημήσει
Όπου και να ‘σαι θα σε ξαναβρώ
Το πρόσωπό σου μου ανήκει
Απαραποίητο μέσα στον άνεμο

Η ΑΤΕΡΜΟΝΗ ΟΥΡΑΝΙΑ ΙΠΠΑΣΙΑ

στον Ηλία Κεφάλα

Μακριά απ’ την αίθουσα
Με το άφθαρτο ρόδο της φωτιάς
Με πόρπες και φώτα πολύχρωμα
Κι ονείρου προσωπίδες
Αρχίζει η απέραντη έκταση του κενού
Η ατέρμονη ουράνια ιππασία
Όπου παραμονεύουν όλες οι κακοτυχίες
Η λέμβος η γεμάτη στεναγμούς
Η νύχτα με τις αδηφάγες παπαρούνες

ΟΛΑ ΕΓΙΝΑΝ ΞΑΦΝΙΚΑ

Όλα έγιναν ξαφνικά
Και τώρα τίποτα δεν απομένει

Τίποτ’ άλλο από σημάδια
Κάποιων χεριών πάνω σε σώμα
Συρρικνωμένο κι άνανθο
Που το ’χουν βαλσαμώσει

.

ΜΙΚΡΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΕΓΚΩΜΙΑ (2002)

1. Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ

Έχεις αγάπη μου την ηλικία τον μύθου
Όταν τη νύχτα υψώνεις έως τα χείλη μου
Το κύπελλο με το αίμα σου που κοχλάζει

*****

Πάνω στα βλέφαρά σου ανακαλύπτω
Το πένθος ενός κάτασπρου πουλιού
Πιο μυστικό κι από την έκλειψη της σελήνης

*****

Είσαι γυμνή
Και τα χέρια σου με σφιχταγκαλιάζουν
Και κλείνω για πάντα το βιβλίο μου των αποχωρισμών

*****

Η μορφή σου διαρκώς με παραμονεύει.
Όπου κι αν βρίσκομαι και στολίζει
Τη σιωπή μου μ’ ένα φωτοστέφανο

*****

Ένα φιλί σου μόνο είν’ αρκετό
Να εξαφανίσει το ψύχος
Ν’ ανάψει ένα ρόδο μες στον καθρέφτη

*****

Δεν υπάρχουν πια λέξεις ικανές
Ούτε σημάδια από το νύχι του χρόνου πάνω στο σώμα μου
Όταν σμίγουν τα χείλη μας

*****

Απόψε όλα τα κρύσταλλα ευωδιάζουν
Από το φως της πανσέληνου
Και η θύμηση σου ξεπροβάλλει, σαν ανθισμένο γιασεμί

*****

Μάταια θα έλαμπαν τα δάκρυα στα μάτια σου
Και η σκόνη των άστρων στα βλέφαρά σου
Αν δεν το είχα προσέξει

*****

Σε βρίσκω πάντοτε και παντού
Με το δοξάρι ενός βιολιού που εναποθέτει
Σιωπηλές συγχορδίες και δάκρυα στα μάτια σου

*****

Κιόλας· ανάβλυσε της τέρψης η πηγή
Πώς όμως θα μπορέσω να ξεχάσω
Το ατλάζι του στήθους σου που τόσο φεγγοβολεί;

*****

Ας προσπαθήσω ακόμα μια φορά
Με τα χείλη σου με τα χέρια σου
Να ξαναρχίσω τη ζωή μου

*****

Τι γρήγορα που λιώνει μαζί σου
της αδράνειας ο παγετός
Όταν το χέρι, σου αγγίζει το χέρι μου
Όπως η άνοιξη αγγίζει το χειμώνα

*****

Ο ίσκιος σου ξεδιπλώνει στον τοίχο
Τα διάφανα φτερά του κι ένα σμαράγδι
Ξάφνου πέφτει από την οροφή πάνω στην κόμη σου

*****

Κοιμάσαι άμορφη κι απλή
Και τα δυο χέρια σου μεγάλα ηλιοτρόπια
Σκεπάζουν τη νύχτα προμηνούν τη χαραυγή

*****

Φωλιάζει μέσα σου ή νοσταλγία των τροπικών
Ποσό βαθειά να νιώθεις άραγε την έξαρση τον πυρετού
Πού ντύνει τα μαλλιά σου με χρυσάφι

*****

Το σκοτεινό το σώμα σου επιμηκύνει τη νύχτα
Μεταμορφώνεται σ’ έναν διάττοντα
Και διασκορπίζεται έπειτα σε πρίσματα φωτεινά

*****

Όταν γέρνει, ο ήλιος γέρνεις κι εσύ
Με τα χείλη σου ματωμένα
Και ξεφυλλίζουν τα χάδια σου σε φθόγγους μουσικούς

*****

Πίσω απ’ το τζαμί βλέπω των άστρων τον ωκεανό
Και τα λεπτά σου δάχτυλα που εκτείνονται
Ίδιες· χορδές μιας άρπας

*****

Σήμερα γράφω για σένα
Για τ’ αποκοιμισμένα στήθη σου και κρεμνώ
Το πιο στιλπνό μου άστρο στο λαιμό σου

2. Ο ΑΦΡΑΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

Θ’ ανακαλύψουμε μαζί
Καινούργιους ουρανούς
Καινούργια χρώματα της χαραυγής
Μύριες θαυμάσιες εικόνες

Όμως μη βιάζεσαι
Μάθε να χρησιμοποιείς
Τη σιωπή
Να εισδύεις μέσα σου
Στο πιο βαθύ σκοτάδι
Του εαυτού σου
Όπου μονάχα ο λόγος ενδημεί
Κάτω απ’ τ’ αστραφτερά
Φυλλώματα

*****

Φέρε μου εκείνον τον αμφορέα
Με το πιο διάφανο νερό της πηγής
Που ήπιαμε τόσο διψασμένοι
Και φτιάξε με τα χέρια σου
Ένα όργανο μουσικής
Που θα γίνει το έμβλημα
Της αγάπης μας

*****

Αναδύεσαι από τη σκιά
Κι έρχεσαι προς εμένα
Και δεν έχεις τίποτ’ άλλο στα χέρια σου
Παρά μονάχα την αγάπη σου
Που μοιάζει
Με μια στάλα αίμα
Πάνω στο πρόσωπό σου
Με μια στάλα αίμα
Που όμως αξίζει
Όσο κι όλο το φως

*****

Άνοιξη: με το βλέμμα σου υπόσχεσαι μια λάμψη
Καλοκαίρι: χαρίζεις στο ρόδο το χαμόγελό σου
Φθινόπωρο: στολίζεις με δάκρυα τα νεκρά φύλλα
Χειμώνας. το χιόνι φαντάζει ρόδινο στην αγκαλιά σου

*****

Όσο ο σφυγμός σου θα ρυθμίζει τους χτύπους της καρδιάς μου
Όσο η ίριδα των ματιών σου θα πολλαπλασιάζει την παρουσία σου
Όσο θα πλέω επάνω στο μετάξι του κορμιού σου
Όσο τα χείλη σου θα θωπεύουν τον ύπνο μου
Όσο ο ουρανός θα κατεβαίνει ως τις αιχμές του στήθους σου
Όσο το σμάλτο τής σελήνης θα στεφανώνει την κόμη σου
Δε θα φοβούμαι μήπως κατρακυλήσω στην άβυσσο

*****

Τόσο ανεκλάλητη ήταν η χαρά μας
Που μήτε οι μανιασμένοι άνεμοι μπορούσαν να την παρασύρουν
Μήτε τα νέφη να την περιτυλίξουν
Με την κατάμαυρη χλαμύδα τους
Μήτε ακόμα να την τρομάξει η υπόκωφη κραυγή
Που ανεβαίνει από τα βάθη των τάφων

*****

Παντού ερείπια και θάνατος
από την άλλη μεριά της τάφρου
Που θα μας χωρίζει
Θα ‘χω τουλάχιστον πάνω στα χέρια μου
Τα φωτεινά σημάδια
Της αλλοτινής παρουσίας σου ;

*****

Δάκρυα χαμόγελα σιωπές
Άυλα νήματα που οδηγούν
Στη φλογερή παλίρροια της ματιάς σου
Όπου η ζωή μου τρέμει πάντα
Μαζί με τη δική σου

*****

Τα μάτια σου πέταξαν πάνω μου
Από τώρα τα λευκάνθεμά τους
Για να φωτίσουν το σκοτάδι
Όπου θα με φυλακίσουν οι ώρες
Όταν δε θα σ έχω κοντά μου

*****

Πάνω στο σώμα μου
Τα δάχτυλά σου δε θ’ αγγίζουν
Παρά μονάχα πληγές
Που μόλις έχουν κλείσει

Όμως όταν ανοίγεις την αγκαλιά σου
Το στήθος σου φαρδαίνει ίσαμε το άπειρο
Πέφτει η κέρινη μάσκα μου
Κι είμαι έτοιμος να πετάξω

*****

Μέσα στις σπίθες της θράκας
Τα φλογισμένα χείλη της

Μέσα στο αίμα των νεφών
Ό άφραστος ύμνος της

Μέσα στις κόρες των ματιών της
Ο κόσμος όλος

*****

Φώναξα τ’ όνομά σου στον ύπνο μου
Μα τίποτα
Μόνο το φως το πελιδνό
Απ’ τα φανάρια του δρόμου

Φώναξα τ’ όνομά σου στον ύπνο μου
Μα τίποτα
Μόνο ένα ξίφος που λόγχιζε
Την καρδιά μου

*****

Για σένα τώρα πού αφηγούμαι
Λέξη προς λέξη τη ζωή μου
Και να συνθέσω προσπαθώ
Κάποια καινούργια μελωδία
Πια δεν υπάρχουν πένθη
Μήτε δάκρυα μήτε αποχωρισμοί
Είσαι η ανάνηψη είσαι η νηνεμία
Και παρατείνεις αδιατάρακτη
Του ονείρου την εποχή

*****

Άφησα το φωτεινό σου λίκνο
Και πλανιέμαι ξάγρυπνος
Μέσα στη νύχτα
Πού ξετυλίγει τον μανδύα της
Πάνω σ’ όλους τούς κυρτούς ώμους
Πάνω σ’ όλα τα βουβά πρόσωπα

Γύρισα τέλος στην κάμαρά μου
Και το κερί μου ματώνει
’Από τη θύμησή σου

3. ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΩΡΙΩΝΑ

Δεν γυρεύω άλλη λάμψη
Από τη λάμψη των ματιών σου
Βόρειο σέλας
Σύντομη αστραπή
Βολταϊκό τόξο

Δεν γυρεύω άλλο τριαντάφυλλο
Απ’ το τριαντάφυλλο της σάρκας σου
Κόκκινο αίμα συμπυκνωμένο
Σε μια φυλή
Απάνθισμα της αβύσσου.

Δε γυρεύω άλλη νύχτα
Από τη νύχτα της μορφής σου
Νύχτα ολόφωτη
Ανεξίτηλη
Κρουνός από άστρα

*****

Κάθε μου λέξη πια δεν είναι
Παρά μια σκιά της ομορφιάς σου
Και στη φωνή σου παραμονεύουν
Πολύ παράξενες συλλαβές
Ήχοι βιολιού πού μαγνητίζουν

Κι όταν η κόμη σου μεταμορφώνεται σε μια
Νεροποντή από μαύρους κρίνους
Κι από φθόγγους ερωτικούς
Κανένα φθινόπωρο δεν αναδίνει
Τόσους ατμούς μεθυστικούς

*****

Μια που θα ’χει πια περάσει τ’ όμορφο καλοκαίρι
Μ όλους τους ώριμους καρπούς
πεσμένους πάνω στους φράχτες
Θα μου μιλήσεις μόνο
με το παιχνίδισμα των βλεφάρων σου
Και με τα όνειρα της καινούργιας χρονιάς
Που ωστόσο αλίμονο! τα καταπίνει πάντα
Ο χρόνος μες στους μαιάνδρους του

*****

Έρχομαι από μια χώρα εσπερινή
Με σκοτεινούς καθρέφτες όλο στάχτες
Και ρόδα μέσα τους πού ματώνουν
Έρχομαι από μια χώρα σιωπηλή
Από βασάλτη ολόκληρη
Συννεφιασμένη μουσική
Και να περάσω προσπαθώ
Αυτή την άβυσσο που με κυκλώνει
Να προσαράξω σε μιαν άλλη ερημιά
Εκεί πού ανοίγει η αγκαλιά σου στοργικά
Γεμάτη από αστρολούλουδα και σκόνη

*****

Μι’ ανάλαφρη πνοή
Γλιστράει πάνω στην κόμη σου
Ξεγυμνώνει το στήθος σου τον λαιμό σου
Και η αυγή κυλάει
Μέσ’ απ’ τα χείλη σου
Μέσ’ απ’ το ανθόφυλλο
Του κορμιού σου

*****

Δεν ταξιδεύω μήπως κάθε μέρα
Ανάμεσα απ’ το βλέμμα σου;
Δεν γράφω μήπως κάθε νύχτα
Στον ουρανό επάνω τής κλίνης μου
« Σ’ αγαπώ »;

*****

Μπροστά στα σκοτεινά παράθυρα της χρονιάς
Φοβούμαι ν’ ανοίξω τα μάτια μου
Κι ‘έρχεται ξάφνου ένα φως από τη μορφή σου
Τρεμάμενο παρόμοιο με τον αστερισμό του Ωρίωνα
Κι επαναφέρει ευθύς όλα τα όνειρα
Όλη τη λάμψη της χαράς μου

*****

Όταν βραδιάζει το χαμόγελό σου
Σκεπάζεται από πάχνη και καπνό
Όμως τα χέρια σου εκτείνονται
Εκτείνονται ολοένα μελωδικά
Σαν ένα τόξο της διαφάνειας

*****

Ένα χαμόγελο σου φτάνει
Για να υψώσω του άσματος
Την καμπύλη

Ένα χαμόγελο σου φτάνει
Για να πλέξω τον ιμάντα
Που θα μ’ ανεβάσει έως το φως

Ένα χαμόγελο σου φτάνει
Για να φιλοτεχνήσω από ρόδο ένα ήλεκτρο
Που θα με ζεστάνει

*****

Μάτια μου τόσο υποταγμένα
Στο γαλάζιο του πελάγους
Μάτια μου αποκαμωμένα
Θα με συνδράμετε ποτέ
Για να την δώ
Ως θα την έβλεπα
Ανέγγιχτη παρθενική
Την πρώτη μέρα της ζωής μου

*****

Μες στων ματιών σου την απεραντοσύνη
Τη νυχτερινή
Μια σελήνη μονάχα επιπλέει
Φωτεινή
Καθώς υπόλειμμα φωσφορικό
Ενός ναυαγίου

*****

Κυριακή πρωί
Κι ανάμεσα στα χείλη σου
’Εξαφανίζεται ό χρόνος

Κυριακή πρωί
Κι ανάμεσα στα δόντια σου
Λάμπει το μήλο της ηδονής

*****

Δεν; Είναι ο άνεμος της θάλασσας
Που αποκαλύπτει το σώμα της
Και ασημώνει τα μαλλιά της
0ύτε ένας χείμαρρος από αρωματισμένη στάχτη
Είναι η έλξη ενός γαλαξία

Αν την αγγίξεις
Ανοίγει το στήθος της
Κι αναπηδάει ένα μπουκέτο από υάκινθους

Αν την φιλήσεις
Ανοίγει ο κάλυκας του ύπνου της
Και οι δαντέλλες των ονείρων της υπνοβατούν
Σε αλπικές επάνω κορυφογραμμές

*****

Τεράστιο νέφος η κόμη της
Ξετυλίγεται προς όλους τους ορίζοντες
Ενώ τριγύρω της υφαίνονται
Και ξαναϋφαίνονται
Τα πλοκάμια της αβύσσου

Άνασσα της νύχτας
Που η λάμψη της ξεπερνά
Τη λάμψη των άστρων

.

ΟΜΩΣ ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΠΑΝΤΑ ΜΕΝΕΙ (2002)

ΟΜΩΣ ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΠΑΝΤΑ ΜΕΝΕΙ

Η νύχτα βούλιαξε
Μες σε μια τάφρο από μενεξέδες

Κιόλας ξημέρωσε

Όμως το χιόνι πάντα μένει
Εκεί στην άκρη της αυλής
Ή εδώ πάνω στα χείλη
Μιας αθεράπευτης ουλής

Ακούω μια πένθιμη μουσική
Ψίθυρους οιμωγές
Από έναν άλλο κόσμο
Ενώ πάνω στο χέρι μου μια νιφάδα
Επιβεβαιώνει έστω για μια μόνο στιγμή
Του αιώνιου την αναλαμπή
Ανανεώνει την υπόσχεση
Ν’ αποτινάξουν τα δάχτυλά μου
Κάθε σκουριά που έχει συσσωρευθεί
Να ετοιμάσουν για το θάνατο
Μια γιορτινή στολή
Και με την άφατη λευκότητά τους
Μιαν άνθιση καινούργια
Υποχθόνια σιωπηλή.

Η ΠΙΟ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΧΑΡΑ

der harte Taler der Trame
PAUL CELAN

Στα διεσταλμένα μάτια μου
Οι διάφανες σκιές που στροβιλίζονται
Και η ανεξίτηλη αυτή χαραγματιά
Που ολοένα εκτείνεται
Ίσαμε την πιο σκοτεινή χαρά

Όμως ακόμα πιο πολύ
Μια οικειότητα
Από βαθιά γαλάζια νερά
Η αβυσσαλέα σιωπή
Τ’ αδυσώπητα όνειρα
Η γόνιμη αθωότητα

ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΧΩΜΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΩΠΟ

Πάνω στο χώμα το κοκκινωπό
Όλα φλέγονται
Όλα μπουμπουκιάζουν
0ι πέτρες πυρακτωμένες
Βουλιάζουν
Στον ποταμό
Κι ανάμεσα στους θάμνους
Ακτινοβολούν
Αμέτρητα
Θαλερά χέρια

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ

Ένα μεγάλο
Πληγωμένο πουλί
Πλανιέται αδιάκοπα
Κυνηγημένο
Από άγριους ανέμους
Κι από αστραπές

Να ετοιμάζει άραγε
‘Εν’ ακάνθινο στεφάνι
Ή ένα στεφάνι πλεγμένο
Με γαλάζια
Ολοφώτεινα μάτια;

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΠΕΡΙΛΑΜΠΡΟΣ

Ό χειμώνας περίλαμπρος
Απλώνεται εδώ χάμου
Σαν ένα σώμα που ξεχειλίζει από άστρα
Σα μια λάμπα που φωτίζει
‘Ολοσκότεινους δρόμους όπου γυαλίζουν
Αποτυπώματα παγωμένα

Όλα κρυστάλλινα λαμποκοπούν
Όλα περίτρομα φτερουγίζουν
Κι απομένει πάνω στους ώμους μας
Ένας μανδύας από χιόνι
Κι απομένει πάνω στα χείλη μας
Μια λάμψη φιλντισένια

ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΠΙΑ ΤΙΠΟΤΑ

Δεν βλέπω πια τίποτα
Κανένας ήχος δεν χαϊδεύει την ακοή μου
Απ’ όλα τα χρώματα
Θυμούμαι μονάχα την ώχρα
Κι απ’ ύλες τις μελωδίες
Τη μουσική μονάχα χαίτη
Του νερού

Χιόνια πολλά
Και πάλι χιόνια

Έπαψα τώρα να μιλώ
Κι όταν καμιά φορά μιλώ
Μέσα στην άχραντη σιωπή
Κάθε μου λέξη ανασκιρτά
Σαν αστραπή
Και προεκτείνει
Το αίνιγμα της νύχτας

ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ

Χρώματα εσείς του δειλινού
Που ολοένα λιγοστεύετε
Αποχρώσεις που γίνεστε
Πιο χλωμές
Ένδοξες άμαξες παλιές
Απολησμονημένες
Στις αποβάθρες της ομίχλης
Και λίθοι πολύτιμοι
Που παρασύρεστε προς την άβυσσο
Είστε αέναοι σπινθηρισμοί
Όπου η ομορφιά
Γεννιέται και πεθαίνει
Σέ μια στιγμή
Μνήμες όπου δεν απομένει
Παρά ένα άστρο που πενθεί

ΑΥΤΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΜΙΛΑ

Ο ποιητής
Αυτός ο αθώος
Αυτός ο μάγος
Ο θαυματοποιός
Ο μυστηριώδης δαμαστής των λέξεων
Που λατρεύει την ομορφιά
Αυτός ο μικρός θεός που μιλά
Και με το λόγο του γίνεται φως

ΕΣΥ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Εσύ πέρα απ’ το θάνατο
Έχοντας τώρα εγκαταλείψει
Το φέρετρο
Κι εγώ να περιμένω
Να ξαναγυρίσεις
Αλώβητη
Μες σ’ ένα κάνιστρο
Από αμέθυστους

ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΧΑΜΟΣΠΙΤΟ

Σέ τούτο το χαμόσπιτο
Το ερημικό
Όπου κατάφυγα
Τώρα στο τέλος
Ματώνει το βλέμμα μου
Ματώνει το φως
Ματώνει και το κρύσταλλο
Το μοναδικό

ΟΤΑΝ ΟΙ ΔΕΙΧΤΕΣ ΤΟΥ ΡΟΛΟΓΙΟΥ ΣΤΑΜΑΤΟΥΝ

Όταν οι δείχτες του ρολογιού
Σταματούν

Ανατριχιάζουν οι σειρήνες
Πού είναι κρυμμένες
Μες στους καθρέφτες

Ξαναπαίζεται το δράμα
Του ηλιοβασιλέματος

Οι νεκρικές μάσκες
Αφήνουν να πέσουν
Τα βλέφαρά τους

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

στη μνήμη του Γιώργου Γεραλή

1.

Ώ χαμηλά
Πολύ χαμηλά

Στην άκρη του τάφου
Όπου σμίγουν τα χείλη σου
Μ’ ένα οριζόντιο χαμόγελο

Ώ χαμηλά
Πολύ χαμηλά

Όπου τα σφαλιγμένα μάτια σου
’Ονειρεύονται
Ένα μπουμπούκι από φώσφορο
Που αργεί ν’ ανθοβολήσει

Ω χαμηλά
Πολύ χαμηλά

Στην άκρη τού παγετώνα
Στην άκρη πέρα εκεί
Όπου κατά τη δύση
Πλανιέται ή μουσική
Των πεθαμένων φύλλων

2.

Υμέναιος λευκός
Και τα ενωμένα χέρια τώρα
Παράδεισος κλειστός
Όπου το μάτι συναντά το κενό
Και η σελήνη έρπει ανάμεσα
Σε ξεραμένα χόρτα

Το χαμόγελο τής χορεύτριας
Παγωμένο
Και το μοναδικό περιστέρι
Νεκρό

Δαντέλλες και δάφνινα στεφάνια
Επάνω στον επιτύμβιο λίθο

Ύπνος χωρίς αναπαμό

3.

Φάνηκε ξάφνου
Κάποιος σπινθηρισμός
Κοντά στους μενεξέδες

Κάτι σαν απαλή φωνή
Μες στην ομίχλη
Ή σαν αχνό
Σκιαγράφημα

Και δεν είδαμε τίποτ’ άλλο

Μήτε χέρια μήτε πρόσωπο
Μήτε έναν μαύρο επενδυτή

Μόνο έναν άγγελο
Πού πέρασε από μπροστά μας
Γεμάτος αίματα

Και δίχως να προφέρει
Ούτε μια λέξη

ΛΥΡΙΚΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ

1.

Τινάχτηκες ολόκληρος μέσα στο φως
Για να εξυμνήσεις τη χαρά
Μα κιόλας έπεσε ξανά
Του αίματος το παραπέτασμα
Ύπνος και θάνατος
Κι αργά τη νύχτα μια κραυγή
Που ακούγεται φριχτή
Σ’ ένα άλλο όνειρο

2.

Πιο πέρα από τούτο το κίτρινο άστρο
Μέσα από μιαν ανταύγεια χρυσή
Ξεφυτρώνουν δυο χέρια
Δείχτες αλάθητοι τ’ ουρανού
Δυο χέρια ευλύγιστα
Τα χέρια σου που ξετυλίγουν
Το νήμα της ομορφιάς
Ενός αθέατου Απριλίου
Μυστηριώδους
Κι ο χρόνος σπινθηροβολεί
Κι ένα ολοφώτεινο δάκρυ
Κατρακυλά
Πάνω στο μάγουλό μου

4.

Μια συλλογή από αμφορείς
Πανάρχαιους κρύβει ο ουρανός
Που τώρα σε σκεπάζει
Κάτω από βλέφαρα μαβιά
Κάποιας Μαρίας-Νεφέλης
Και χαίτες σκοτεινές
Από δυσπρόσιτες αυγές
Και λέξεις μυστικές
Μια συλλογή από σμάλτινους
Αστερισμούς τής μνήμης

6.

Τώρα που έχεις αποδημήσει
Κι όλα λυγίζουν πιο θλιβερά
Θέλω να ζήσω επιτέλους
Ανάλαφρος σαν τη φωτιά
Που υψώνεται κατακόρυφα
Με το ανυπέρβλητο ανάστημά σου
Και να μπορώ πια να εμπιστεύομαι
Κάθε στιγμή της ζωής μου
Στον ανεμοστρόβιλο
Στις πιο ψηλές
Σιωπηλές κορυφογραμμές
Στα ερημικά ξωκκλήσια
Στα πιο λαμπικαρισμένα πάθη
Αγαπώ τον ίλιγγο τις πέτρες
Όλες τις πέτρες τις οξώπετρες
Που τις ακονίζει το αστροπελέκι
Τις ρωγμές τους τις ανεξερεύνητες
Την αυστηρή τους γεωμετρία
Τους γαλαξίες
Τους μεθυσμένους πλανήτες
Κι ολοένα αναζητώ
Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Τον ίππο τον λευκό
Κι εσένα αδελφέ μου Οδυσσέα
Τον εστεμμένο του αναβάτη

.

Ο ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΏΤΗΣ
ΜΙΛΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΚΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΏΤΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Να μιλήσει κανείς για την ποίησή του, να θελήσει να την ερμηνεύσει σημαίνει, κατά κάποιον τρόπο, να προδώσει τη σιωπή, να προδώσει το μυστικό, το μυστήριο που εγκαθιδρύει η σιωπή. Και όπως κάθε μυστικό, έτσι και η ποίηση θα χάσει τη μαγεία της αν προσπαθήσει κάποιος να την εξηγήσει λογικά. Ή ποίηση είναι ένα Θαύμα, μία ζωντανή εμπειρία, η πιο καθαρή και άμεση μορφή γνώσης, ένας έρωτας κεραυνοβόλος, αν θέλετε, είναι μουσική, είναι προνομιακή κατάσταση χάριτος πού προκύπτει από μία κατάχρηση οικειότητας με τη σιωπή. Δεν είναι πάντως μία οποιαδήποτε ρητορική. Δεν θα μιλήσω επομένως για την ποίηση μου προβαίνοντας σε φιλολογικές αναλύσεις, θα προσπαθήσω μόνο να δώσω μία συνοπτική έστω εικόνα των ποιητικών έργων μου, να ανακοινώσω ορισμένα σχόλια δικά μου και μερικούς στοχασμούς μου που αφορούν το ποιητικό μου έργο, που προορίζονται για δική μου χρήση κι είναι καταχωρημένα σ’ ένα προσωπικό μου ημερολόγιο, ελπίζοντας πάντα πως όλ’ αυτά θα βοηθήσουν σε μία καλύτερη προσέγγιση με την ποίηση μου, αλλά ποτέ βέβαια ότι θα υποκαταστήσουν την άμεση μαγική της επενέργεια, αν βέβαια διαθέτει αυτή την ικανότητα.
Γιατί χωρίς να προϋπάρξει από την πρώτη στιγμή αυτή η συνήχηση ψυχών, αυτός ο κεραυνοβόλος έρωτας εκ μέρους των αναγνωστών απέναντι της, όλα τα σχόλια και όλες οι αναλύσεις θα είναι μάταιες. Και, επιτέλους, ας το καταλάβουν όλοι ο ποιητής δεν κατασκευάζει για να είναι σε θέση να εξηγήσει… Η ποίηση δεν είναι εγκεφαλική κατασκευή, δεν είναι εργαστήρι. Είναι μία δωρεά της φύσης.

ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ονομάζονται πρώτα ποιήματα αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τα πρώτα που έγραψα. Είναι τα πρώτα ποιήματα πού νόμισα πώς θα μπορούσα να παρουσιάσω ή που τόλμησα να παρουσιάσω, ύστερα από ποιητικές ασκήσεις δέκα περίπου χρόνων που άρχισαν γύρω στο 1932 και ύστερα από τις επίμονες παροτρύνσεις τού Γ. Σαραντάρη και τού Οδυσσέα Ελύτη.
Στίχοι σύντομοι σαν τολύπες μουσικής που ευθύς εκπνέουν, σαν αγγίγματα φτερού, σαν ανταύγειες επάνω στη στιλπνή επιφάνεια ενός κατόπτρου. Μνήμες, σβησμένες φωνές και άστρα νεκρά που στέλνει ο βουλιαγμένος ουρανός της πρώτης ευτυχίας, κίτρινα φύλλα πεσμένα από ένα μακρινό και νοσταλγικό παρελθόν, «παιδικές ημέρες πού επιστρέφουν γεμάτες χιόνια».
Στίχοι που φέρνουν επιδράσεις περισσότερο μουσικών παρά ποιητών. Οι σκιές τού Φρειδερίκου (Frederic) Chopin και του Claude Debussy, δύο μουσουργών που βρίσκονται τόσο κοντά στην ψυχή μου, είναι συχνά παρούσες για να μαρτυρούν την αποτυχία κάποιου που θα ήθελε να γίνει μουσικός και που, αν οι περιστάσεις τον ευνοούσαν περισσότερο, ίσως να γίνονταν μουσικός. Στα πρώτα ποιήματα κυριαρχεί η τεχνική, μία ένδειξη πως η τέχνη μπορεί να είναι κάποτε ένα υψηλό και ανώφελο παιχνίδι πού διαθέτει μίαν αυτάρκεια.

ΦΥΛΛΑ ΥΠΝΟΥ

Τα «Φύλλα ύπνου» γράφτηκαν τον καιρό της κατοχής, δηλαδή άπω το 1942 έως το 1944. Το πατρικό μου σπίτι στην Εγνατία οδό είχαν επιτάξει οι γερμανικές αρχές κατοχής κι εγώ με τους γονείς μου υποχρεωθήκαμε να μετοικήσουμε αρχικά στην οδό Σωκράτους, σ’ ένα σχεδόν ερειπωμένο Αρχοντικό σπίτι με κλεισμένα πάντα τα παραθυρόφυλλα από τους ιδιοκτήτες, με κονσόλες και πολλούς καθρέφτες (ο καλύτερος βρίσκεται τώρα ως δωρεά στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών) και μεγάλους διαδρόμους με παλαιικά ρολόγια, με αυλή και με ωραίο κήπο και αργότερα κοντά στην Αγία Σοφία σ’ ένα υπόγειο όπου η κάμαρά μου αφάνταστα στενή και δίχως παράθυρο, μ’ ένα φεγγίτη μονάχα, έμοιαζε σωστό κελί Από μία τέτοια κλειστή, ασφυκτική ατμόσφαιρα γεμάτη προδομένα όνειρα, όπου γλιστρούσαν όλα σαν σκιές και χάνονταν και αυτοδιαλύονταν, ενώ έξω παραμόνευε ο θάνατος και σέρνονταν η δυστυχία, ο τρόμος και η νύχτα της σκλαβιάς, είναι διαποτισμένα τα «Φύλλα ύπνου». Πολλοί εξαπατήθηκαν από τα διάφορα λουλούδια και τ’ αστέρια και τις φαντασμαγορίες που περιέχουν αυτά τα ποιήματα. Δεν είναι όμως καθόλου διακοσμητικά στοιχεία, όπως θα νόμιζε κανείς. Είναι αντίθετα πολύ θανάσιμα πράγματα κατά βάθος όπως εύστοχα σημείωσε ο εξαίρετος αισθητικός, ποιητής και φίλος μου Τάσος Γιανναράς, που αλίμονο είχε τόσο τραγικό τέλος, είναι τα νεκροστολίσματα ενός απίστευτα κεραυνωμένου ιδανικού που στα πόδια του κλαίει η μνήμη, η τρυφερότητα, η πίστη, ένα κοπάδι φευγαλέες και σαν τρομαγμένες εικόνες, κυνηγημένες από το φώς, κυνηγημένες κι από το θάνατο».
Τα «Φύλλα ύπνου» έχουν ως προμετωπίδα τους εξής στίχους από τις “Illuminations” του Αρθούρου Ρεμπώ , (Arthur Rimbaud): “Et tourne du cote de I’ombre je vous vois, mes filles, mes reittes” («και γυρισμένος προς τη μεριά τον ίσκιου σας βλέπω κόρες μου, βασίλισσές μου») στίχους πού αποτελούν το κλειδί νομίζω για την κατανόηση της τεχνικής αυτών των ποιημάτων. Οι κόρες και οι βασίλισσες δεν είναι άλλες από τις οπτασίες, από τα οράματα του Ποιητή που δεν είναι μόνο βασίλισσες που τον εξουσιάζουν, αλλά και κόρες του που εξουσιάζονται από αυτόν. Δηλαδή μ’ άλλα λόγια, όχι εγκατάλειψη στο υποσυνείδητο, στο τυχαίο και στο υπέρλογο μέσα σε μία κατάσταση ύπνωσης, όπως θα συνέβαινε σύμφωνα με μίαν ορθόδοξη υπερρεαλιστική μέθοδο, αλλά συνεργασία μαζί τους και εποπτεία και επιλογή που χωρίς αυτή δεν υπάρχει τέχνη. Ο ποιητής πρέπει να γίνει ένας μάγος αυτής της Ισορροπίας και συνδιαλλαγής. Εδώ ο ύπνος δεν είναι μία παθητική κατάσταση που καταδικάζει στην αδράνεια. Είναι μία κατάσταση προνομιούχα. Όπως πολύ σωστά έλεγε ο ποιητής Rend Char: «Αν ο άνθρωπος κάποτε δεν έκλεινε κατά έναν τρόπο υπέροχο τα μάτια του θα κατέληγε να μην βλέπει πια ό,τι αξίζει να το δει κανείς». Αντίθετα λοιπόν με την ευτέλεια και τη μετριότητα της κοινής ζωής και της συνηθισμένης εγρήγορσης, ό ύπνος με την έννοια πού θέλω να δώσω είναι ένα κάλεσμα σε μίαν «άρρητη γέννηση», μία καταφυγή σ’ έναν ενδότερο χώρο, στην απαγορευμένη περιοχή τού θαυμαστού, πίσω από τον καθρέφτη, θα μπορούσα να πω, χρησιμοποιώντας ένα αγαπημένο μου σύμβολο, δηλαδή σε μίαν άλλη πραγματικότητα εξωπραγματική, όπου οι στίχοι δεν είναι παρά τα λάφυρα αυτής της πραγματικότητας, κάποια φύλλα πού κατόρθωνα να περισυλλέξω με την απόχη του ύπνου σε στιγμές μεγάλης σιωπής. Λέξεις που ακούγονται σα μέσα σε ύπνο, πού τις υπαγορεύει βαθύτερη ψυχή, όχι όμως αυτοματισμός η εγκατάλειψη στο υποσυνείδητο, αλλά «αποκάλυψη της ομορφιάς της θαμμένης μέσα ατά πράγματα» (όπως λέει ό Joe Bousquet). Το ποίημα δεν είναι ανταύγεια του πραγματικού, αλλά δημιουργεί μίαν άλλη πραγματικότητα. Μία αισθητική της διαφάνειας. Λατρεία της φαντασμαγορίας.
Έτσι σ’ αυτά τα ποιήματα, η μορφή είναι κάτι το πρωταρχικό, ένα αρχέτυπο, όπως οι Ιδέες τού Πλάτωνα, τα αντικείμενα χάνουν το βάρος τους, κάθε βαρύτητα εξαφανίζεται και όλα μένουν μετέωρα ανάμεσα στο άπειρο και το μηδέν ενώ το περιεχόμενο, η ύλη τείνει ν’ απορροφηθεί, «εξατμίζεται», όπως παρατήρησε πολύ σωστά ό αλησμόνητος ποιητής και φίλος μου Γ. Θέμελης και «μένει μόνο ή μουσική ουσία της σε ιριδόχρωμες εικόνες πλαισιωμένες με λευκά διαστήματα πυκνής σιωπής». Ποίηση τού ελάχιστου όπου «η σιωπή μιλάει». Όπως έγραψε ό Π. Σπανδωνίδης ύστερα από 44 ολόκληρα χρόνια η ποιητική αυτή τέχνη μου, αυτή η αισθητική της σιωπής, όπως την χαρακτήρισε η κριτική, δικαιώνεται τώρα από έναν διάσημο ποιητή της εποχής μας, τον μεξικανό Octavio Paz και από αισθητικούς περιωπής όπως ό Maurice Blanchot κaι η Susan Sontag για τούς όποιους το ιδεώδες της σιωπής έχει υψωθεί σε πρώτο κανόνα σπουδαιότητας στη σύγχρονη αισθητική.

ΡΥΑΚΙΑ

Τα «Ρυάκια», η σειρά ποιημάτων που ακολουθεί, συνεχίζουν κατά κάποιο τρόπο τα «Φύλλα ύπνου». Εδώ υπάρχει ίσως μία μεγαλύτερη απλότητα και διαφάνεια, μία έμπνευση που αφήνεται περισσότερο ελεύθερη στη φυσική της ροή. «Ένας έρωτας για τη λεπτομέρεια και ταυτόχρονα ή χαμηλόφωνη έκφραση μίας απελπισίας ουσιαστικής σαν το αίμα», όπως παρατήρησε ό νεοελληνιστής και μεταφραστής μου Pierre Albony.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

Ό «Επιτάφιος» είναι η αμέσως επόμενη ποιητική μου σύνθεση, ο «Σείριος της ποιητικής δημιουργίας μου» σύμφωνα με τη γνώμη του Αντρέα Εμπειρικού. Γραμμένο το 1951 υποδηλώνει τον σημερινό σταυρωμένο άνθρωπο, τη σταυρωμένη ομορφιά και την ελπίδα της ανάστασης. Το ποίημα αυτό, μολονότι εμπνευσμένο από την ορθόδοξη βυζαντινή παράδοση, δεν είναι θρησκευτικό με τη στενή σημασία του όρου. Το θέμα του Επιταφίου στην περίπτωση αυτή μ’ ενδιαφέρει κυρίως από την αισθητική του άποψη, όπως μ’ ενδιαφέρει και η αισθητική των Ευαγγελίων. Πάντοτε από μικρό παιδί μου προσκαλούσε ζωηρή συγκίνηση η περιφορά του Επιταφίου και η γιορτή του Πάσχα που είναι διαποτισμένη από τα αρχαία ειδωλολατρικά έθιμα. Το σώμα του Θεού της αγάπης ανάμεσα στις ανεμώνες και τα γιασεμιά την ανοιξιάτικη νύχτα με τις μυροφόρες που το αλείφουν με μύρα δεν είναι άλλο από το σώμα του Άδωνη. Από τους θρήνους και το αίμα του Άδωνη βλάστησαν το ρόδο και η ανεμώνα. Προσωποποίηση της άνοιξης που μαραίνεται για να ξανανθίσει. Φθορά και ανάσταση της ύλης. Έτσι το ποίημα από ελεγείο θανάτου γίνεται τραγούδι της ζωής. Αλλά ταυτόχρονα η ομορφιά της ειδωλολατρικής αρχαιότητας μπαίνει στην υπηρεσία της χριστιανικής αγάπης. Το ποίημα τελειώνει με μία επίκληση προς τη Μητέρα του θεού, προς την Παρθένο Μαρία που είναι η γονιμότητα και η καλοσύνη, η Ζωοδόχος Πηγή και με την πίστη ότι ο άνθρωπος μονάχα με την αναβίωση των γυναικείων άξιων, της καρδιάς και των αισθήσεων θα ξανακερδίσει τη χαμένη ενότητα με τον εαυτό του και με το σύμπαν, θα επικοινωνήσει με τις στοιχειώδεις δυνάμεις της φύσης, θα ξαναβρεθεί σε κείνη την παραδεισιακή κατάσταση, σε κείνη την πρωτόγονη αθωότητα -πέραν του καλού και του κακού- και μέσα στην έκσταση θα συμφιλιωθεί με το θάνατο. Και το κοιμητήρι ακόμα αποπνέει γαλήνη και αγνότητα, προμηνά μία χαρμόσυνη κυοφορία, οι τάφοι γίνονται
«…του όρθρου».
Αν η δικαίωση των αθώων και των φτωχών είναι απαραίτητες, δέν είναι λιγότερο απαραίτητες η αγάπη, η ποίηση, η τέχνη ” ce benefice de Vextreme fraicheur ” («αυτό τό ευεργέτημα της άκρας δροσερότητας») όπως διακηρύσσει η Andre Breton. Είναι ολοφάνερη η συγγένεια που παρουσιάζει το ιδεολογικό περιεχόμενο του Επιταφίου με το μήνυμα του Άγγελου Σικελιανοΰ, όπως εκπορεύεται από το έξοχο και μνημειώδες ποίημά του «Μοτέρ θεού», και την ιδέα της γήινης σωτηρίας από τη γυναίκα, του υπερβατική προορισμού της γυναίκας και μάλιστα της γυναίκας-παιδί. Ας θυμηθούμε ακόμα σχετικά τους στίχους τσυ Goethe (Γκαίτε): “Das ewig-weibliche zieht tins hinan” («το αιώνιο θήλυ μας έλκει προς τα άνω»).
Στον «Επιτάφιο» ταυτίζεται η ομορφιά με την καλοσύνη και η φροντίδα να εξυπηρετηθεί η υπόθεσή του ανθρώπου με τη λατρεία της ομορφιάς. «Γιατί μέσα ατά σκοτάδια μας», καθώς λέει ό Ren£ Char, «δεν υπάρχει μία μόνο θέση για την Ομορφιά. Όλες οι θέσεις είναι για την ομορφιά». Όπως παρατήρησε προ ετών ο Αείμνηστος κριτικός Π. Σπανδωνίδης «ο Επιτάφιος παραμένει ένα ποίημα όπου καταβάλλεται προσπάθεια οι εικόνες να μην προκύπτουν από την απλή ακτινοβολία ενός μαγικού κλειδοκυμβάλου της ψυχής, άλλα να προσφέρονται εφοδιασμένες με μίαν ουσία που αποτελεί το περιεχόμενο συγκεκριμένων στιγμών της ψυχής». Σημειώνω πως την ποιητική αυτή σύνθεση έχει μελοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις.

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ

Το «Χειμερινό ηλιοστάσιο» γράφτηκε το 1948, τέσσερα χρόνια μετά την απελευθέρωση, δηλαδή ένα χρονικό διάστημα ικανό να υποβοηθήσει οποιαδήποτε εσωτερική διεργασία και μετουσίωση των δραματικών εκείνων γεγονότων και είναι ένα χρονικό του πολέμου και της κατοχής, χρονικό μίας ανθρωπότητας που διανύει τη χειμερινή περίοδο. Ένα χρονικό όμως που δεν αποσκοπεί να παρουσιάσει το ωμό γεγονός, μία βάναυση πραγματικότητα, ούτε ν’ αποτελέσει ένα σχόλιο περισσότερο ή λιγότερο λυρικό της πρόσφατης ιστορίας μας, άλλα που φιλοδοξεί να είναι κάτι άλλο, η πεμπτουσία αυτής της πραγματικότητας αποκρυσταλλωμένη σε κάποιες συντμήσεις αστραφτερές. Όπως με τόση διεισδυτικότητα σημείωσε ένας κορυφαίος ποιητής μας, ο Γιάννης Ρίτσος, «μία εξαίσια ευαισθησία δονεί κάθε λέξη και μία σπάνια αβρότητα καμπυλώνει το στίχο που πάνω του διακριτική, προσπαθώντας από ποιητική σεμνότητα και γνώση του ελληνικού μέτρου να μείνει αόρατη, τρεμοπαίζει μία βαριά σταγόνα αίμα». Γιατί η ποίηση δεν είναι προορισμένη να υπηρετεί σκοπούς ξένους προς τη δική της νομοτέλεια. Κάθε σκοπός, περιορισμένος από το χρόνο, είναι καταδικασμένος να ξεπεραστεί ιστορικά. Ενώ η ποίηση είναι απεριόριστη, δίχως όρια, η δύναμή της εκτείνεται πέρα από τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δημιουργεί μία στιγμή ευρύτερα ανθρώπινη, δεν είναι απλώς σκόπιμη ή ωφέλιμη, είναι δηλαδή υπάρχει με την υποστασιακή έννοια τού όρου, υπάρχει σε όλη την έκφραση, το βάθος και την πολλαπλότητά της. Είναι λόγος που αποτείνεται και στο παρόν και στο μέλλον. Η στρατευμένη ποίηση, η ποίηση του γεγονότος, τότε μονάχα είναι άξια του ονόματος της όταν δεν περιορίζεται στην άμεση πολιτική ή οποιαδήποτε άλλη σκοπιμότητα, έστω ανακαλύψουμε ξανά, να επιστρέψουμε στις αυθεντικές πηγές της ύπαρξης. Το πρώτο ποίημα αυτής της συλλογής, το «Μικρό μνημείο στο δυτικό άνεμο» αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μίαν ουβερτούρα, μίαν εισαγωγή πολύ χαρακτηριστική. Είναι μία ωδή, ένας ύμνος στο δυτικό άνεμο, στον άνεμο της ευφορίας και της γονιμότητας που με τη γλυκιά πνοή του αυξαίνει τη βλάστηση και ωριμάζει τους καρπούς, άλλα και κάθε τι ωραίο. Την έμπνευση υποβοηθούν μνήμες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Ο Ζέφυρος είναι ο εραστής της Χλωρίδος και πατέρας του Καρπού. Από την ένωσή του με την Άρπυια Ποδάργη γεννήθηκαν οι ταχείς ίπποι του Αχιλλέα. Μία επίκληση σε μία μειλίχια θεότητα για να απαλλάξει από τα δεινά τούς ανθρώπους, να τούς επαναφέρει στον αληθινό προορισμό τους, στη γήινη αποστολή τους, να τους υπενθυμίσει μερικές αλήθειες που λησμονήθηκαν και που είναι επείγον, όπως ανάφερα, να ανακαλυφθούν ξανά. Αν στη ζωή, όπως και στη φύση, έφτασε ο χειμώνας, αν η περίοδος που διανύει η ανθρωπότητα είναι χειμερινή, ωστόσο για να θυμηθούμε το στίχο του Σέλεϋ (Percy Bysshe Shelley), «μπορεί ν’ αργήσει η άνοιξη;»
Το ποίημα «Αναζητώντας τον ήλιο» της ίδιας συλλογής είναι ή μυθοποίηση μίας αγαπημένης ύπαρξης. Πίστη στη μεταμορφωτική δύναμη του έρωτα που δε μπορεί παρά να ταυτίζεται με την ίδια την Ποίηση. Πίστη πως μονάχα ο έρωτας και η ποίηση μπορούν να μάς αναγεννήσουν.
Με το ποίημα «Δεν άκουσες;» συντελείται μία εσωτερική αναδίπλωση στον εσωτερικό χώρο, ένα είδος εσωτερικού μονολόγου. Ο ποιητής αιχμάλωτος της μοναξιάς, αντιμέτωπος προς τα όνειρά του, μέσα σ’ ένα πένθιμο σιωπηλό λυκόφως όπου ακούγονται μονάχα οι χτύποι της καρδιάς προσπαθεί ν’ αποκρυπτογραφήσει το βαθύτερο μυστικό της ύπαρξης. Απογοήτευση και μάταιη αναζήτηση. Η θύελλα και το σκοτάδι μάς κυκλώνουν από παντού. Ίσως η μεγαλύτερη σοφία βρίσκεται σε μία στάση θείας αφέλειας απέναντι στον κόσμο, σ’ αυτή την υπέροχη, μακάρια άγνοια, όπως την ονομάζουν οι μεγαλύτεροι μυστικιστές, μία άγνοια όμως διαφορετική από την κοινή άγνοια, που ξεπερνά όλα τα αντικείμενα της ανθρώπινης επιστήμης και που τελικά είναι η ίδια μία υπέρτατη επιστήμη και σοφία. Εκ νέου λοιπόν έξοδος από το εγώ, από το μυστικό όνειρο προς μία κοινή ελπίδα. Νοσταλγία μίας ηλιακής ποίησης. Ανανέωση της εμπιστοσύνης στην αγάπη που μόνη αυτή μπορεί ακόμα να μας προσφέρει λίγο φως, λίγο ουρανό ή μίαν αχνή έστω, σαν ένα σύννεφο νεκρό, και φευγαλέα αίσθηση της ομορφιάς.
Το ποίημα «Η γη δεν είναι αυτός ο κόσμος» είναι αφιερωμένο στο φίλο μου ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και όχι βέβαια τυχαία. Έχει μίαν άμεση σχέση με την ποιητική ιδεολογία του.
Ο συριανός και η γη δεν είναι δύο ολότελα διαχωρισμένες πραγματικότητες, ασυμφιλίωτες μεταξύ τούς. Αν αγαπήσουμε τη γη ως τα έσχατα, θα νιώσουμε πως είναι ενωμένη με τον ουρανό. «Το επίγειο μυστήριο», λέει ό Ντοστογιέφσκι (Dostoyevsky), «έρχεται σε επαφή με το μυστήριο των άστρων». Να μία βαθύτερη χριστιανική άποψη. Όχι παραίτηση από τα εγκόσμια, από τα γήινα. Η γη να γίνει ουράνια, ο ουρανός να γίνει επίγειος. Η γη η ίδια περικλείνει μίαν υπόσχεση αθανασίας και ο ουρανός γίνεται κάποτε περισσότερο οικείος, προφέρει με τη σιωπή του έναν λόγο πιο πειστικό και πιο αποκαλυπτικό από τον ανθρώπινο λόγο. Αρκεί ν’ αποκτήσουμε εκείνη την ιδιαίτερη εσωτερική ωριμότητα που απαιτείται για να γίνουμε ικανοί να τον ακούσουμε. Ένας πολύ μεγάλος ποιητής, ο Χέλντερλιν (Holderlin), μάς έχει προειδοποιήσει;

“Ich verstand die Stille des Athers
Der Menschen Worte verstand ich nie“

(«Τή σιωπή τ’ ουρανού την κατανοούσα
τον ανθρώπινο λόγο δεν τον κατανοούσα ποτέ»)

Το ποίημα «Μην πεις ποτέ σου δεν είν’ όμορφη η ζωή» είναι ένα είδος μοντέρνας μπαλάντας που εκφράζει όλη την αγάπη, την κατάφαση και την πίστη προς τη ζωή, που μ’ όλες τις πίκρες της και τα βάσανα είναι «μέγα καλό και πρώτο». Καθαρά ελληνική και σολωμική αντίληψη. Ας θυμηθούμε τους θαυμάσιους στίχους του Σολωμού: «Γλυκεία ή ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα». Κι αυτό το ποίημα, όπως όλη η συλλογή, ανταποκρίνεται στο όραμα μίας πάντοτε επερχόμενης άνοιξης, μίας νέας κάθε τόσο κυοφορίας που είναι εμπιστευμένη «στη γύρη τ’ ουρανού».

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΚΑΝΤΑΤΑ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΕΣ ΦΩΝΕΣ

Το πολύ υψηλό παράδειγμα τού Johann Sebastian Bach και η θλίψη που ένιωθα για τη σημερινή στέγνα των ψυχών μας και για τον συμβατικό και ψεύτικο τρόπο που γιορτάζεται η μεγάλη αυτή μέρα της χριστιανοσύνης στην καταναλωτική κοινωνία μας, αποτέλεσαν το έναυσμα για να γράψω αυτή την καντάτα, που το βαθύτερο νόημά της βρίσκεται σ’ αυτούς τους στοχασμούς: αληθινά Χριστούγεννα μπορούν να γιορτάσουν μόνο τα παιδιά. Θα κατορθώσουμε άραγε να ξαναγίνουμε παιδιά και να ψιθυρίσουμε μία προσευχή, έναν ψαλμό μέσα σ’ αυτή την ανθρωπότητα που πρόδωσε τον εαυτό της δυναστευμένη από έναν ιλιγγιώδη μηχανικό πολιτισμό; Πάντως το θαύμα βρίσκεται μέσα μας, πολύ κοντά μας, τριγύρω μας. Φτάνει μόνο να ανακαλύψουμε τον αληθινό εαυτό μιας, να επιστρέψουμε στις πρώτες πηγές της ύπαρξής μας.

ΤΟ ΠΕΠΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Στο «Πέπλο και το χαμόγελο» περιέχονται ποιήματα που γράφτηκαν από το 1958 μέχρι το 1962.
Η πρώτη σειρά των ποιημάτων έχει ως προμετωπίδα έναν αφορισμό για την τέχνη, του μεγάλου ζωγράφου Georges Braque που τόσο θαυμάζω. «Η πρόοδος στην τέχνη δεν συνίσταται στο να επεκτείνει κανείς τα όριά της, αλλά στο να τα γνωρίσει καλύτερα». Ο εξαίρετος αυτός δάσκαλος της σύγχρονης τέχνης, που θεωρώ σαν ένα νεώτερο Ιωάννη Σεβαστιανό Μπάχ (Johann Sebastian Bach) της ζωγραφικής για την άκρα αυστηρότητα, τελειότητα και οικονομία των εκφραστικών μέσων, μου πρόσφερε μαζί με τον ποιητή Pierre Reverdy το πιο πολύτιμο στήριγμα στις προσωπικές μου πεποιθήσεις. Όχι λοιπόν επέκταση, αλλά εμβάθυνση, συμπύκνωση και γνώση των ορίων κάθε τέχνης. Έτσι «Το πέπλο και το χαμόγελο» δεν είναι παρά το απόσταγμα μίας ποίησης που αναδύεται από τη σιωπή για τόσο λίγο, όσο χρειάζεται ν’ ακουστεί ο ήχος μίας χορδής που ξαναβυθίζεται πάλι μέσα στη σιωπή, μίας ποίησης που δεν είναι παρά μία μεγάλη απουσία, η απουσία μιας όμορφης κοπέλας που αποκαλύπτεται για μία στιγμή μονάχα να μας προσφέρει ένα χαμόγελο και ύστερα πάλι κρύβεται αμέσως πίσω από το πέπλο της. Γιατί μονάχα ανασύροντας το πέπλο της, το πέπλο των αισθητών πραγμάτων, ανακαλύπτουμε την κρυμμένη ομορφιά, τη βαθύτερη πραγματικότητα. Αυτή λοιπόν η απουσία, αυτή η σιωπή είναι εκείνες που κάνουν ώστε τα ποιήματά μου να τείνουν από μία εσωτερική αναγκαιότητα να εγκαταστήσουν στη μεγαλύτερη έκταση των τοπίων τους τη δυναστεία του χιονιού. Ποίηση που κυμαίνεται ανάμεσα στα δάκρυα και το χαμόγελο, ανάμεσα στη χαρά και το πένθος, ποίηση όπως το ουράνιο τόξο ενός χαμόγελου που περνά το πέπλο του πένθους και των δακρύων. Πύκνωση ψυχικών καταστάσεων, επίμονη και εξαντλητική αναζήτηση που επιδιώκει να καταλήξει στο ένα ποίημα, στο μοναδικό και απόλυτο ποίημα, σ’ εκείνο που θα συμπυκνώσει στο υπέρτατο όριο την ψυχική και την πνευματική εμπειρία μου.

ΔΕΚΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Τα «Δέκα ερωτικά τραγούδια» είναι το τρίτο μέρος της συλλογής μου «Το πέπλο και το χαμόγελο». Μία φωτοχυσία ερωτικού λυρισμού, μία μετάσταση σε μία χώρα απίθανη που καλύπτεται ολόκληρη απ’ τη λάμψη της ερωτικής αλήθειας, της μόνης ίσως αλήθειας σ’ αυτόν τον κόσμο, εκτός από το θάνατο. Αλλά και μία συνεχής σύμπτυξη του ποιήματος ώσπου να γίνει καθαρή λυρική ουσία, ώσπου να συγχωνευθέν όλοι οι χρωματικοί τόνοι του μέσα σ’ ένα καθάριο φως, ολόγυμνο, μέσα στην απλότητα του λευκού. Απόπειρα για μία ποιητική τέχνη δύσκολη αλλά και πολύ απλή ταυτόχρονα, αυθόρμητη αλλά και υποκείμενη στην πιο αυστηρή κάθαρση. Νομίζω πως τίποτα δεν χαρακτηρίζει καλύτερά την πρόθεση με την οποία γράφτηκε η σειρά αυτή των ποιημάτων μου όσο ο στίχος αυτός του αμερικανού ποιητή Conrad Aiken; “Alas! were the whole language turned to birds” {«Αλίμονο, ας ήταν ο λόγος ολόκληρος να μεταμορφώνονταν σε πουλιά»), δηλαδή να γίνονταν ο λόγος μία πτήση πουλιών, ανάλαφρος, αιθέριος, μουσικός σαν τα πουλιά, να μη μας πρόδινε όπως μας προδίδει και η πιο τέλεια ποιητική έκφραση, να μη διέφευγε έξω από το ποίημα ό,τι είναι πιο ουσιαστικό, να μην έμενε άρρητο ό,τι ακριβώς θ’ άξιζε να ειπωθεί…
Όμως, Αλίμονο!, το ξαναείπα. Το ποίημα θα είναι πάντα μία προσμονή και η ποίηση μία απουσία, ένα ασύλληπτο όνειρο που διαφεύγει όλες μας τις ενέδρες, μία κατάσταση που βρίσκεται πιο κοντά στη σιωπή, στην αφασία, παρά στα λόγια που προφέρονται Ή ακόμα θα είναι κάτι που, όπως οραματίστηκε ο Stephane Mallarme στο περίφημο σονέτο του, μοιάζει με την αιχμαλωσία ενός κύκνου σε μία παγωμένη λίμνη, μ’ εκείνον το διάφανο παγετώνα των πτήσεων που έχουν παγιδευτεί. Ένα ναυάγιο πάντα, έστω περιφανές. Δεν Απομένει λοιπόν παρά να κρίνουν οι άλλοι κάθε φορά, τί μπόρεσε να διασώσει απ’ αυτό το ναυάγιο ο ποιητής.

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Όλα τα ποιήματα που αποτελούν τη συλλογή αυτή είναι αφιερωμένα στη μνήμη της μητέρας μου πού πέθανε στις 23 τού Γενάρη τού 1965 και κυριαρχούνται από το συγκλονιστικό βίωμα του θανάτου, Από την τραγική έκφραση του πεπρωμένου όπως μας αποκαλύπτεται με τη ζοφερή βιαιότητα του θανάτου. Όπως σημείωσε η κριτική εδώ η τέχνη μου φθάνει την πλήρη ωριμότητά της, στο αποκορύφωμα της λεπτότητας, αφού μπορεί να εμφανίζει σ’ αυτό οριακές καταστάσεις κάτω από το προσωπείο μίας απλότητας συγκινητικής, «μίας απλότητας αληθινά αξιοζήλευτης που εισάγει στην περιοχή της μεταφυσικής»… (Κ. Στεργιόπουλος).
Όσο για μένα, θέλησα με τον πιο απλό λόγο, χωρίς εξεζητημένα ευρήματα, να μεταμορφώσω ακόμα και το θάνατο σε ομορφιά, να διασπάσω τον αδιάσπαστο παγετώνα της σιωπής, να καταλύσω τα φράγματα της αβύσσου, μεταφέροντας από την άλλη όχθη ορισμένα φευγαλέα μηνύματα του αόρατου, ύστερα από μίαν οδυνηρή συσπείρωση στον εαυτό μου, ύστερα από μίαν εμπειρία που είχε για στόχο της το Απόλυτο και που δεν ήταν δυνατό παρά να αποκλίνει όλο και περισσότερο προς τη σιωπή, με τη «Μεταμόρφωση» προσπάθησα να οικοδομήσω έναν καινούργιο αναγεννημένο λόγο πάνω στη θανάσιμη αυτή πραγματικότητα της σιωπής και ν’ αποσπάσω για λίγο από τη νύχτα του τάφου τα κουρέλια έστω μίας γιορτινής λάμψης, να υψώσω στην αιώνια σημασία του ένα υποκειμενικό, αλλά τρομακτικά επίσημο γεγονός. Τί άλλο όμως μπορεί να είναι η ποίηση παρά ένας στιγμιαίος υμέναιος με τη ζωή και το θάνατο, μία φρικίαση πού προσπαθεί να εγγραφεί στη ροή του χρόνου;
Ο τίτλος του πρώτου ποιήματος της συλλογής αυτής “Lacrimosa” («Δακρυρροούσα») δεν είναι άσχετος προς το ομώνυμο μουσικό μέρος Από το Requiem του Mozart, αλλά και ολόκληρο τούτο το ποίημα, νομίζω πως καταυγάζετε από το διηνεκές, το ανέσπερο εκείνο φώς, lux perpetua, που εκπέμπει η θεία αυτή μουσική, η τόσο ικανή να ενσταλάζει στην ψυχή μας την υπέρτατη γαλήνη και μακαριότητα.
Εξάλλου η προμετωπίδα που έχω βάλει στο δεύτερο μέρος της συλλογής αύτής “Novissima verba” («Ακροτελεύτιος λόγος») και που αποτελείται από έναν στίχο του Λόρδου Βύρωνος από το Childe Harold “Oh Time! the beautifier of the dead, Adorner of the ruin…” («Ώ Χρόνε που εξωραΐζεις το θάνατο, πού στολίζεις τα ερείπια») χαρακτηρίζει νομίζω αρκετά όλο το περιεχόμενό της.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΣΟΥΙΤΑ

Ή «Φθινοπωρινή σουίτα» με την εσωτερική μουσική της δομή αποτελείται από τρεις ποιητικές ενότητες. Η πρώτη ενότητα που φέρει και τον γενικό τίτλο είναι μία σειρά ποιήματα γραμμένα παλαιότερα (Από το 1964 έως το 1970) που κάποτε αποκτούν μία δραματική ένταση και όπου κυριαρχούν το αίσθημα της μοναξιάς και το άγχος του θανάτου χωρίς ωστόσο να παύει, ν’ αναφαίνεται κάποια ελπίδα. Πάντα λοιπόν «ανάμεσα στην αγωνία και την ελπίδα» για να επαναλάβω τα λόγια του μεγάλου μουσουργού W. A. Mozart που χρησιμοποίησα ακριβώς ως προμετωπίδα αυτής της σειράς. Για τη συλλογή αυτή περιορίζομαι να παραθέσω τα σχόλια του Ιταλού νεοελληνιστή Antonello Colli που θεωρώ πολύ ουσιαστικά. Γράφει λοιπόν ότι «με τα τελευταία έργα του (και εννοεί τη Φθινοπωρινή σουίτα και τα άλλα ποιήματα) ο νεοέλληνας αυτός ποιητής βρίσκεται στη λίστα των πιο σπουδαίων ποιητών του καιρού μας προσεγγίζοντας κορυφώσεις ομορφιάς που προκαλούν ρίγη είτε γιατί απομονώνουν πυρήνες που ακτινοβολούν από κοσμικό μυστήριο, είτε γιατί διαλύονται σε τούτη την απόκρυφη και πυκνή εκφραστική απλότητα που είναι η ιδιαιτερότητα της αληθινής ποίησης».

ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τα «Τρία ερωτικά ποιήματα» γραμμένα μεταγενέστερα (το 1972) αποτελούν την τρίτη ενότητα της συλλογής αυτής και συμπληρώνουν όσα άλλα ποιήματα έχω αφιερώσει κατά καιρούς στο αιώνιο αυτό κίνητρο κάθε καλλιτεχνικής και γενικότερα ανθρώπινης δημιουργίας και κάθε ανώτερης παρόρμησης, δηλαδή τον έρωτα, που είναι «η ψυχή της μεγαλοφυΐας» για να χρησιμοποιήσω και πάλι τα λόγια του αθάνατου Mozart.

ΩΚΕΑΝΙΔΕΣ

Οι «Ωκεανίδες» γράφτηκαν παλαιότερα, τω 1963-1965 όταν κατά τη μετάβασή μου στην Αμερική είχα διαπλεύσει τον Ατλαντικό ωκεανό, και αποτέλεσαν τη δεύτερη ενότητα της συλλογής. Είναι μία πρόσκληση για μία ζωή πιο ελεύθερη, πιο ανθρώπινη και πιο φιλική, τέτοια που αποτελεί το βάθρο και του «Αίνου». Γενικότερα, όλα τα ποιήματα των παραπάνω συλλογών μου γράφτηκαν χωρίς καν έναν ιδιαίτερο προγραμματισμό, σε μίαν απόλυτη εγκατάλειψη, για τη χαρά μονάχα να γράψω με τον τρόπο μου ώραία ποιήματα.

ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
Μαζί με το ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

(1972-1973)
(Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών)

Τα «Δέκα ποιήματα» είναι αφιερωμένα στο Γιάννη Ρίτσο και το «Δοξαστικό» στον Παντελή Πρεβελάκη, δύο άξιους υπερασπιστές της ελευθερίας. Εδώ η συνείδηση του ποιητή εξεγείρεται κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, που, επί μία ολόκληρη επταετία, είχε φιμώσει την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, και η οργισμένη φωνή του υψώνεται στεντόρεια μέσα από τη -φαινομενική- ηπιότητα της. Στη συνέχεια θα υμνήσει την ελευθερία με ευφρόσυνες, δοξαστικές νότες.

Η ΑΝΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ (1973-1974)

«Ή Άννα της απουσίας» αποτελεί κατά κάποιον τρόπο συνέχεια της ποιητικής συλλογής μου «Ή μεταμόρφωση» που εκδόθηκε τό 1971 και που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη της μητέρας μου και είναι κι αυτή δημιούργημα του τραγικού βιώματος αυτού του θανάτου.
Αντίθετα τα «Ενωμένα χέρια» (1975) είναι ποιήματα ερωτικά. Έχουμε λοιπών ένα δίπτυχο έρωτα και του θανάτου, δυο οριακές καταστάσεις που είναι και δυο βασικά θέματα όλης της ποίησής μου.
Για την ποιητική συλλογή μου «Η Άννα της απουσίας» θα ήθελα να σημειώσω ότι ένας παρόμοιος τίτλος όπως π.χ. «Η απουσία της Άννας» δε θα είχε ποτέ την ίδια βαρύνουσα σημασία με τον τίτλο «Η Άννα της απουσίας». Με τον δεύτερο τίτλο μεγεθύνεται η αίσθηση της απουσίας, η Άννα γίνεται η παρουσία της απουσίας της, προσωποποιείται πια η απουσία της και καθίσταται κυρίαρχη και δραματική. Η λέξη απουσία δεν χρησιμοποιείται εδώ με την τρέχουσα σημασία, έχει μίαν έννοια οντολογική, την έννοια μίας «καθαρής» παρουσίας, δηλαδή μίας παρουσίας χωρίς περιορισμούς. Επομένως η Άννα ανήκει και σ’ αυτού του είδους την απουσία που είναι «καθαρή» παρουσία, έξω από τις διαστάσεις της αντικειμενικότητας, μία παρουσία ατελεύτητη, δίχως όρια.

ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ (1972-1976)

Το «Καλειδοσκόπιο» είναι ένα πολύπτυχο ή ένα πολύεδρο όπου συγκεντρώνονται διάφορες όψεις της τέχνης μου, μία πανοραμική άποψη της μέχρι τότε ποιητικής εμπειρίας μου που τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Το καλειδοσκόπιο, όπως ξέρουμε από την καθημερινή πραγματικότητα, είναι ένα μαγικό αντικείμενο. Μάς προσφέρει ένα μικρό φανταστικό σύμπαν μεταβαλλόμενο κάθε στιγμή και γεμάτο ομορφιά. Αν όμως θελήσουμε να ψάξουμε να δούμε τί κρύβει μέσα του δε θα βρούμε παρά μόνο μερικά πολύχρωμα συντρίμμια. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με τον πραγματικό κόσμο. Τον καλύπτει ένα πέπλο. Και μόνο η ποίηση μπορεί να διαπεράσει αυτό το πέπλο και να ανακαλύψουμε άλλες φανταστικές ομορφιές που κρύβονται πίσω του. Έτσι η ποιητική αυτή συλλογή μου καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμών και όπως επισήμανε η κριτική «είναι κάτι σαν Adorno, στά “Minima moralia”, ότι «το όλον είναι αναληθές». Τα “Fragmenta” μαρτυρούν την προτίμησή μου σε μία ποίηση καίρια «γεννήτρια των πιο αυστηρών μορφών όπως η πέτρα» η «διστακτική μπροστά στο χαρτί που υπερασπίζεται τη λευκότητά του», μία ποίηση που αποκλίνει προς τη σιωπή, που υπόκειται στη σαγήνη των εκλάμψεων και που φιλοδοξεί ν’ ανακαλέσει στη μνήμη τον Ηράκλειτο και τη Σαπφώ, το Νοβάλις (Novalis) και το Χέλντερλιν (Holderlin), το Ρεμπώ (Rimbaud) και το Μαλλαρμέ (Mallarme).

ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (1987)

Μία σειρά ποιημάτων που αντικατοπτρίζουν τη σπαραχτική θλίψη και την αγωνία για την αδυσώπητη, την αμείλικτη ροή του χρόνου και την αναπόφευκτη φθορά μας. Ο τίτλος το επιμαρτυρεί. Πέρασε ακόμη ένα καλοκαίρι και ποιός ξέρει αν θα προλάβουμε ένα άλλο. Είμαστε εγκλωβισμένοι, όπως λέει και ο Ζάν Κοκτώ (Jean Cocteau), «μέσα σ’ ένα εξπρές, σε μία ταχεία αμαξοστοιχία που κατευθύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς την άβυσσο». Ωστόσο μέσα στην απελπισία μας δεν πρέπει να παύσουμε ν’ αναζητούμε έναν άλλο κόσμο πιο ευφρόσυνο, μία οικείωση με το θαύμα.

ΦΑΕΘΩΝ (1983-1984)

Η συλλογή αυτή αποτελεί μίαν ανταπόκρισή μου στην έκκληση της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών (της όποιας έχω τη μεγάλη τιμή να είμαι Αντιπρόεδρος) για τη διάσωση του πλανήτη, ο όποιος, όπως είναι γνωστό, διατρέχει το μέγιστο κίνδυνο να εξαφανιστεί εξαιτίας της αλόγιστης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων του, της φρενιτιώδους υπερπαραγωγής και της βιομηχανικής ανάπτυξης. Ο άνθρωπος έγινε μαθητευόμενος μάγος με την εντατική χρησιμοποίηση της πυρηνικής ενέργειας και κινδυνεύει να επαληθεύσει τον παλαιό μύθο και να γίνει ένας νέος Φαέθων. Ποιήματα της συλλογής αυτής έχουν περιληφθέν στην Ανθολογία με τίτλο “Espaces” («Χώροι») και υπότιτλο «Σε αναζήτηση μίας οικολογίας του πνεύματος», που κυκλοφόρησε στις Βρυξέλλες το 1988 από την Παγκόσμια Οργάνωση των Ποιητών, κατά τη λήξη του «Έτους προστασίας τού περιβάλλοντος». Στην ίδια Ανθολογία περιέχονται ποιήματα των διασημότερων ευρωπαίων ποιητών, καθώς και των δικών μας Οδυσσέα Ελύτη και Νικηφόρου Βρεττάκου. Στη συλλογή μου «Φαέθων», αντικατοπτρίζοντας την εφιαλτική πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου σ’ αυτόν τον αιώνα μας που αποτελείται μόνον από «κόκαλα νεκρών», όπως γράφω σε κάποιους στίχους μου, προσπαθώ να περισυλλέξω μέσα σ’ ένα θλιβερό ηλιοβασίλεμα «όθι τροπαί Ήελίοιο», «τα πετρωμένα μήλα τον θανάτου». Έτσι υποβάλλονται μερικές εικόνες αληθινής αποκάλυψης, χωρίς, ωστόσο, να χάνουν τη φωτεινότητά τους. Κάτι που επισήμανε ιδιαίτερα ο καθηγητής και διευθυντής του πανεπιστημιακού ινστιτούτου ευρωπαϊκών σπουδών της Γενεύης Henry Schwam κατατάσσοντας με, σε άρθρο στην εφημερίδα “Le Matin”, ανάμεσα στους “allumeurs de reverberes”, δηλαδή στους φανοκόρους εκείνους ποιητές που όταν η νύχτα κατεβαίνει πάνω στο φώς, φωτίζουν τους απροσδιόριστους δρόμους του μέλλοντος μας και θέτουν τις βάσεις ενός μεταβιομηχανικού πολιτισμού.

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΛΙΕΙΑ (1985-1992)

(Παγκόσμιο Βραβείο Μυστικιστικής Ποίησης
του Ισπανικού Ιδρύματος Fernando Rielo)

Είχα την εξαιρετική εύνοια η ποιητική αυτή δημιουργία μου να τιμηθεί με μία πολύ υψηλή διεθνή διάκριση. Το «Παγκόσμιο Βραβείο Μυστικιστικής Ποίησης τού Ισπανικού Ιδρύματος Fernando Rielo» στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, σε επίσημη τελετή στην αίθουσα Dag Hammarskjold Auditorium.
Στο αιτιολογικό της απόφασης της κριτικής επιτροπής αναφέρονται τα εξής: «Η σύγχρονη ελληνική ποίηση έχει μεγάλους δημιουργούς, ώστε να μπορεί να προσφέρει στον κόσμο της λογοτεχνίας σπουδαία έργα σμιλεμένα στα υπέροχα αγκωνάρια ενός λόγου στιλπνού, που αποκαλύπτει το αίσθημα στην πιο απλή απογύμνωσή του. Σε τέτοιες συντεταγμένες πρέπει να εγγραφεί και το έργο τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, που, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης όταν βυθιστεί στην υποβλητική του ατμόσφαιρα, είναι γεμάτο δύναμη, πάθος, ευσυνειδησία, τρυφερότητα, αθωότητα, φώς και σιωπή».

ΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ (1987-1988)

Ο τίτλος «Νήματα της Παρθένου» έχει διφορούμενη σημασία. Υποδηλώνει στίχους πολύ σύντομους, συμπυκνωμένους, επιγραμματικούς, σαν ανεπαίσθητα θραύσματα που μοιάζουν με τις γνωστές εκείνες ανεμοκλωστές όταν αιωρούνται στον ουρανό κάποιες όμορφες φθινοπωρινές ημέρες και ονομάζονται αλλιώς, στη λαϊκή διάλεκτο, «Κλωστές της Παναγιάς» ή «σαν πτυχές μίας σκοτεινής δαντέλας που συγκρατεί το άπειρο», σύμφωνα με μία ρήση τού Mallarme, η όποια χρησιμοποιείται, άλλωστε, ως προμετωπίδα της ποιητικής αυτής συλλογής. Ο ίδιος, όμως, τίτλος υποδηλώνει και κάτι ακόμη: τα λαμπρά εκείνα νήματα που κλώθει αόρατη η Παρθένος Μαρία και που, ως ένας άλλος μίτος της Αριάδνης, μας οδηγούν να βρούμε, ψηλαφώντας μέσα από το λαβύρινθο του χρόνου, τη σωτήρια εκείνη διέξοδο προς το θείο, προς μία πνευματική ή ποιητική μετουσίωση.

ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΕΝΟΣ ΚΟΜΗΤΗ (1989-1990)

Ό τίτλος της συλλογής αυτής είναι εμπνευσμένος από ένα ποίημα τού Holderlin:

«Αν ήθελα να ‘μουν ένας κομήτης; θαρρώ πώς ναι
Γιατί έχουν τη γληγοράδα των πουλιών,
ως άνθη ξεπετιούνται όλο φωτιά…»

Ο πάντοτε αναμάρτητος έρωτας είναι και εδώ παρών, ντυμένος το λεπτοϋφή χιτώνα, εξαγνισμένος από το θρήνο τού θανάτου.
Πίσω, όμως, και πέρα από το θάνατο, η ομορφιά παραμένει ανέγγιχτη, μετουσιωμένη στη γαλάζια λάμψη ενός παιδικού ματιού.

ΟΧΙ ΠΙΑ ΔΑΚΡΥΑ (1992-1993)

(Διεθνές Βραβείο Gottfried von Herder από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης)

Η ποιητική αυτή συλλογή μου εμπεριέχει κάποιες στιγμές ηθελημένης αισιοδοξίας μέσα στην αδυσώπητη κυριαρχία του θανάτου που μάς περιβάλλει από παντού και «μέσα στο θλιβερό κλέος των αποτρόπαιων ήμερων μας». Δεν είναι τυχαίο ότι έχει ως προμετωπίδα τούς έξης στίχους της Σαπφώς: «Σωστό δεν είν’ σε σπίτια ποιητών θρήνοι ν’ ακούγονται· δεν μας αρμόζουν τέτοια». Πιστεύω ότι ο άνθρωπος σήμερα, ιδιαίτερα ο ποιητής, έχει ανάγκη από τη χαρά περισσότερο από κάθε άλλη φορά, από την άλλη εκείνη χαρά που πρέσβευε ο Γ. Σαραντάρης, και που δεν είναι παρά η ποίηση. Ο Σαίντ Τζών Πέρς (Saint John Perse) είναι ένας από τους μεγάλους ποιητές της εποχής μας που κατανόησε αυτή την αλήθεια. «Ορκίστηκα», γράφει, «εις πείσμα του καιρού μας, να μην υποδέχομαι παρά τη χαρά». Γιατί η χαρά ήταν το μόνο σκήπτρο που του απόμεινε στην αδυσώπητη εξερεύνηση του ανάμεσα στους αιώνες, μέσα στο απέραντο οστεοφυλάκιο των εποχών. Και βέβαια θα αναφέρω εδώ όσα άλλα θαυμάσια σημειώνει ο δικός μας κορυφαίος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά χαρτιά»: «Η ποίηση», λέει, «μας απομακρύνει από τον κόσμο τέτοιο που τον βρίσκουμε, τον κόσμο της φθοράς και έρχεται μία στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για την ανάσταση».
Σ’ αυτούς τους αδυσώπητους καιρούς, σ’ αυτόν τον κόσμο τον ανήσυχο, τον ηδονιστή, τον κυνικό και εγωπαθή, η ποίηση μόνον παραμένει «αναμάρτητη, εμπιστευμένη στη δροσιά της θύελλας», όπως αναφέρω σε κάποιο ποίημά μου. Μάς αποκαλύπτει τον ίδιο τον εαυτό μας, μίαν αθάνατη ψυχή μίαν αιώνια ανάγκη του γαλάζιου, αυτού του «αξιολάτρευτου γαλάζιου» και μας καλεί «να προσευχηθούμε όλοι μαζί πάνω από το ολάνθιστο σώμα του Ιησού». Να υμνεί λοιπόν κανείς τη χαρά, τη ζωή, τον έρωτα είναι ίσως η πιο χρήσιμη και επαναστατική πράξη στις μέρες μας. Γιατί σήμερα που η ανθρωπότητα απειλείται με θάνατο, η αποστολή του ποιητή διευρύνεται, είναι υποχρεωμένος να αγωνιστεί για τον εξανθρωπισμό του πραγματικού. Και μία ποίηση χωρίς μύθους, χωρίς εικονογραφική φαντασία, χωρίς μία ερωτική στάση απέναντι στη ζωή ασφαλώς θα οδηγείται στη φθορά και την παρακμή.
Μία ομιλία μου για την «Ελληνολατρία τού Φρειδερίκου Χέλντερλιν» στο Συμπόσιο Ευρωπαίων συγγραφέων, στο Βίρσμπουρκ (Wurzburg), και ένα ποίημά μου, τό “Liebliche Blaue” («Αξιολάτρευτο γαλάζιο»), αφιερωμένο στη μνήμη του Χέλντερλιν, έγιναν αφορμή να μου απονεμηθεί λίγο αργότερα (1994) το Διεθνές Βραβείο Herder από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης, αφού μέλη της κριτικής επιτροπής που απονέμει το βραβείο αυτό συμμετείχαν στο συμπόσιο, εντυπωσιάστηκαν από την ομιλία μου και εν συνέχεις γνώρισαν το ποιητικό έργο μου μεταφρασμένο.

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ (1991-1995)

Αν υποθέσουμε ότι ο ποιητής είναι κι αυτός ένας μάγος, ένας γητευτής, ποιά δώρα θα μπορούσε να προσφέρει στους ανθρώπους, στους κατά εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού αδελφούς του -όπως άλλοτε οι τρεις μάγοι προσέφεραν στον Χριστό σμύρναν, χρυσόν και λίβανον- εκτός από λέξεις, από αυτές τις λέξεις τις ζωοποιές, από τις μαύρες αυτές κουκκίδες πάνω στο λευκό χαρτί, όταν ανάμεσα τους ενδημεί αιωνιότητα;
Αυτά λοιπόν τα δώρα-ποιήματα με τις λέξεις που τα συναπαρτίζουν και αποτελούν μία μυστική γραφή, ένα προσωπικό ιδίωμα που ανακάλυψε ο ποιητής ύστερα από μία μακρόχρονη περιπλάνησή του στα δώματα της χαράς, όταν είχε παραδοθεί στη σαγήνη του έρωτα ή ύστερα από τη διείσδυσή του στο βασίλειο του Άδη, στην επικράτεια του θανάτου, για να υποκλέψει το μαύρο ρόδο της Περσεφόνης έρχεται τώρα να τα χαρίσει στους αδελφούς του.

ATPIΟΝ (1994-1995)

Η νέα αυτή ποιητική συλλογή μου υπαινίσσεται έναν λόγο που αναδύεται από τα άδυτα της ψυχής, ενδόμυχο, κατακερματισμένο, φασματικό -ίσως μάλλον σαβανωμένο- έτσι που είναι σα να ψιθυρίζει κάποιος έγκλειστος μερικές λέξεις στον περίβολο μίας μονής.

ΜΙΚΡΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΕΓΚΩΜΙΑ (1993-1996)

Ένας ύμνος αδιάπτωτος με στίχους σύντομους, επιγραμματικούς, που εγκωμιάζουν τον έρωτα, την αγάπη που, όπως γράφει ο Ντάντε (Dante) «εισδύει σε όλο το σύμπαν και ακτινοβολεί».

ΟΜΩΣ ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΠΑΝΤΑ ΜΕΝΕΙ

(1996 -1998)
Παρ’ όλη την άρνηση του θρήνου και την ανάγκη που έχουμε να χαρούμε και να γιορτάσουμε μίαν άνοιξη καινούργια, το χιόνι και ο χειμώνας περίλαμπρος παραμένει ακτινοβολώντας από το ψύχος και η άλλη εποχή όπου μέρα μέ τή μέρα γλιστρούμε, αλίμονο!, μεγαλώνει αδιάκοπα και μάς ωθεί να βουλιάξουμε μες σε μία τάφρο από μενεξέδες, δηλαδή μάς ωθεί προς το θάνατο.

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.