Η Νίκη Μαραγκού γεννήθηκε στις 23 Μαίου 1948 στη Λεμεσό. Η Κύπρια λογοτέχνης και ζωγράφος έχασε τη ζωή της σε τροχαίο, στις 7 Φεβρουαρίου 2013 κοντά στη πόλη Φαγιούν της Αιγύπτου (100 χλμ από το Κάιρο).
Ποια ήταν η Νίκη Μαραγκού? Στο τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε το 2012 «Δεκαοκτώ αφηγήσεις» και στη τελευταία σελίδα γράφει η ίδια το βιογραφικό της.
«Γεννήθηκα στη Λεμεσό το 1948. Ό πατέρας μου ήταν από την Αμμόχωστο και η μάνα μου από την Κοζάνη. Αυτό με βοήθησε να διατηρήσω μια πλατιά εικόνα του ελληνικού ορίζοντα μεγαλώνοντας στο ανατολικότερο σημείο του. Υπήρξαμε μια τυχερή γενιά πού βίωσε ακραίες καταστάσεις. Από τη γιαγιά μου στον αργαλειό, από τους γύφτους με αρκούδες πού χόρευαν, στους σημερινούς υπολογιστές. Σπούδασα στο Βερολίνο κι έπειτα χρειάστηκα τα αποχαυνωτικά μεσημέρια της Λευκωσίας για να θυμηθώ ποια είμαι. Έκανα διάφορες δουλειές, δίδαξα κεραμική σε τυφλούς, εργάστηκα δέκα χρόνια στο θέατρο, έκανα εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής. Το κεντρικό σημείο όμως στη ζωή μου ήταν πάντα η σχέση μου με τη γλώσσα, την αρχαία, τη βυζαντινή, τη νέα. Έτσι, έγινα βιβλιοπώλης για 27 χρόνια, για να έχω όλα τα βιβλία πού θέλω και γι’ αυτό ξαναπήγα στο Πανεπιστήμιο ψάχνοντας λέξεις για τα νέα παιγνίδια μου.»
.
.
.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΑ ΑΠΟ ΚΗΠΩΝ, πoίηση, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 1980.( Κρατικός έπαιvoς πoίησης 1981)
ΑΡΧΗ IΝΔIΚΤΟΥ, πoίηση, Λευκωσία, 1987. (Κρατικό βραβείo πoίησης 1988)
ΜIΑ ΣΤΡΩΣΗ ΑΜΜΟΥ, διηγήματα, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝIΩΤΗ, 1990.(Κρατικό βραβείo πεζoγραφίας 1991)
ΠΑΡΑΜΥΘIΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 1994.
ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ, μυθιστόρημα, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 1998 (κρατικό βραβείο πεζογραφίας)
ΓΙΑΤΡΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΕΝΝΗ, μυθιστόρημα, Εκδόσεις ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ, Αθήνα 2003
ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ, 2000 Λευκωσία.
SELECTIONS FROM THE DIVAN, Λευκωσία 2001
UND SIE FEIERTEN HOCHZEIT, 2001 Κολωνία
RECIPES FOR KATERINA, 2003
SEVEN TALES FROM CYPRUS, Nicosia 2003
DIVAN, ποιήματα 1967-2000, Ροδακιό, Αθήνα 2005, βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών
Doktor ot Bneha, Foundation of Bulgarian Literature, Sofia 2005
Din Famagusta la Vienna, Editura Meronia, Bucureşti 2005
From Famagusta to Vienna, Athens, 2005
Το παλικάρι με το τάσι, Αθήνα 2005, Εκδ. Ταξιδευτής
Ο τσαγγάρης και ο βασιλιάς. Αθήνα 2005, Εκδ. Ταξιδευτής
NICOSSIENSES, με τον Λιθουανό φωτογράφο Arunas Baltenas, Βίλνιους, Λιθουανία 2006
Μια νύχτα με τον Αλέξη (φωτογραφίες και κείμενο για τον ζωγράφο Αλέξη Ακριθάκη), Αθήνα 2007
Ο δαίμων της πορνείας, διηγήματα, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2007
Von Famagusta nach Wien, Kitap Verlag, Klagenfurt, 2008
From Famagusta to Vienna, Αραβική Έκδοση από τις εκδόσεις Rimal, Βηρυτός 2010
From Famagusta to Vienna, Eloquent books, USA 2010
ΓΕΖΟΥΛ, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2010
18 Αφηγήσεις, Ροδακιό, Αθήνα 2012
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
ΑΛΕΧΑΝΔΡΙΑ, (μετάφραση από τα γερμανικά) του Γιοαχίμ Σαρτόριους εκδ.Ροδακιό, Αθήνα 1999
ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ
1975 Γκαλερύ Αρχ. Μακαρίου ΙΙΙ, εγκαίνια Αδαμάντιος Διαμαντής
1982 Κοχλίας, Λευκωσία, εγκαίνια Γ.Π. Σαββίδης
1987 μαζί με τον Ανδρέα Καραγιάν, Γκαλερύ Γκλόρια, Λευκωσία
1990 Γκαλερύ Γκλόρια
1990 Οδός Αθηνών, Λεμεσός
1991 Abu Feisal, Λευκωσία
1996 Γκαλερύ Γκλόρια
2012 Αισχύλου 83
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ
1993 Μπιενάλε Γραφικών Τεχνών, Λουμπλιάνα
1996 Μπιενάλε Αλεξανδρείας
Προς Αμυδράν ιδέα (2013)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ
Επειδή μιλώ για τριαντάφυλλα,
για τη διάχυση του φωτός,
την ανημποριά της αγάπης,
και την παροδική ζωή μας,
μη νομίζετε, φίλοι από τον βορρά,
ότι αυτό που συνέβηκε το 74
δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου,
κάθε μέρα.
Το φεγγάρι ξεπροβάλλει σα μια φέτα καρπουζιού
από τη θάλασσα
και η πεθαμένη μητέρα μου στη βεράντα του
σπιτιού μας στην παραλία της Αμμοχώστου να μας
φωνάζει να βγούμε από το νερό.
Είδα έναν πίνακα που ζωγράφισε τις προάλλες
στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Καρπάσι.
Μιας ταβέρνας που την αποτελούσαν κλεμμένες
καρέκλες, κλεμμένα τραπεζομάντηλα, κλεμμένες
πόρτες, κλεμμένα χερούλια.
-Είναι της μάνας μου, είπα στον ταβερνάρη, εδώ
είναι γραμμένο το όνομα της.
-Τώρα όμως είναι δικό μου, είπε ο άντρας που ήρθε
από το μέρος που ανατέλλει ο ήλιος,
(έτσι μου τον περιέγραψε η γυναίκα του).
-Είναι δικό μου τώρα, είπε, ganimet,*
έτσι το λένε στα τουρκικά.
ganimet λάφυρο πολέμου
Ο ΦΙΛΗΣΥΧΟΣ ΕΡΩΣ
Τα σημεία των καιρών έδειχναν
πως πλησίαζε το τέλος του κόσμου
κι έτσι ο Ιωάννης ο Κύπριος
ο καλύτερος μαθητής του Jacopo
βιαζόταν να τελειώσει τη μέλλουσα κρίση στον
τρούλο
δεν το παρενοχλούσε πια νυχθημερόν ο φιλήσυχος
έρως
έβαζε τα χρώματα στη σειρά,
το χονδροκόκκινο, την όχρα,
και απλά ξεκινούσε κάθε πρωί
τη δουλειά.
ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ ΦΩΤΙΑΣ
Αργεί το μνημόσυνο
και κοιτάζω τις τοιχογραφίες.
Κάτω από τη σκηνή της ανάστασης
σε μαύρο φόντο
κλειδιά, καρφιά, αλυσίδες,
υλικά του Άδη,
όπως αυτά που έβρισκα
στο χώρο στάθμευσης του κοιμητηρίου
απομεινάρια από τη φωτιά του
Μεγάλου Σαββάτου.
Τα μάζευα για να της φτιάξω ένα έργο.
Ιούνιος 2008
ΑΓΙΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ KIRKLAR TEKKE
Στον Τεκκέ
υπήρχε μια σκιερή αυλή
ένα περιβόλι με αμυγδαλιά
ροδιά και συκιά
για να τρώνε οι πιστοί
κι ένα αρχαίο πηγάδι
με νερό.
Οι δερβίσηδες ήταν σαράντα
38 Τούρκοι και 2 Έλληνες.
Εκεί ήταν θαμμένοι και οι τεσσαράκοντες
μάρτυρες της Σεβάστειας, αλαμάνοι. Άγιοι,
που ήρθαν από την Παλαιστίνη.
Στο πανηγύρι στις 9 Μαρτίου
μαζεύονταν χριστιανοί και Οθωμανοί
και γιόρταζαν μαζί.
ΤΡΟΟΔΟΣ
Είδα στο βουνό
το ύδωρ των αετών*
την θαυμαστήν μπαμπακόπετραν
μα πιο πολύ ατένισα
τις πτυχώσεις,
τα λαμπρά ενδύματα,
τα πορφυρά,
το στόλισμα του ξύλου,
με το χονδροκόκκινο, την ώχρα, τα χρυσά,
τους μαίανδρους, τα φύλλα και τους πάνθηρες
που τα έτρωγε όλα σιγά-σιγά
το σαράκι.
Η ΧΑΡΟΥΠΙΑ ΣΤΟ GOOGLE
Στον Νίκο Νικολάου
Το δωμάτιο που είχε χωματένιο πάτωμα
ήταν το πιο ζεστό,
έφερνε στη θεία νερό
να το ραντίζει και να το σκουπίζει.
Κάθε βράδυ
περιδιάβαζε το σπίτι και τον κήπο,
θυμόταν ακόμα και τις τρύπες από τα καρφιά στον τοίχο.
Έμπαινε σ’ όλα τα σπίτια στο Βασίλι,
μετρούσε τα βήματα μέχρι την Κανακαριά
τριγύριζε στα γύρω χωριά.
Όταν είδε στο Google Earth την χαρουπιά
όπου άφηνε το τράκτορ δωδεκάχρονος
και έτρεχε
πρώτα στο θάμνο με τα σκίνα
και μετά στη θάλασσα
για να μην κάψει τα πόδια του
έκλαψε πικρά.
ΧΩΡΙΣ ΨΩΜΙ
Ο Αλύπιος που κατασκεύαζε σέλες
και ο γείτονάς του σκαλιστής σεντουκιών,
ο Πέτρος που μάζευε αυγά της ακρίδας
και ο Γιώργος Μηνάς που πουλούσε παστέλι
μαζεύτηκαν στην Κάτω Πλατεία
την Piazza di Basso,
να διαμαρτυρηθούν για την έλλειψη ψωμιού
γιατί ο Ρήγας έστελνε με τα πλοία
όλο το σιτάρι στη Βενετία
και έμενε η Λευκωσία χωρίς ψωμί
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ
Όλοι αυτοί που παίρνουν το λεωφορείο
από το «άγαλμα»
ή δίνουν εκεί ραντεβού
πάνω στα τείχη της Λευκωσίας
ξέρουν άραγε πως το «άγαλμα» αυτό
με την μπέρτα και το όρθιο ανάστημα
είναι ο Διονύσιος Σολωμός
που κοιτάζει απορημένος πάνω από την τάφρο
προς το “nandos flame grilled chicken”
γιατί η λέξη φλόγα κάτι του θυμίζει.
ΡΑΜΑΖΑΝΙ ΣΤΟ ΚΑΪΡΟ
Πήγαμε με την Αν στα εγκαίνια
μετά το βράδυ στο παζάρι στο Φιασιάουι
κόσμος παντού, γυναίκες να καπνίζουν ναργιλέ,
ήπια σαλέπι με καβουρδισμένα αμύγδαλα
φουντούκια, σταφίδες.
Εκείνη ήπιε χυμό από ρόδι και μάγκο
με τους κόκκους του ροδιού να επιπλέουν.
— Ο κροκόδειλος που κρεμόταν στο ταβάνι,
είπε η Αν είναι ο ίδιος με αυτόν που κρεμόταν παλιά
στο τζαμί Μπαρκούκ.
Γυρνώντας στο ξενοδοχείο μεσάνυχτα, αγόρασα
μια ζακέτα με λουλούδια.
Αδύνατον να κοιμηθώ.
ΓΑΛΑΝΑ ΜΑΤΙΑ
Η Αγγελική έλεγε
καθώς καθόμασταν στο Φίλοιστρον
και τρώγαμε μεζέδες
ότι η μάνα της
πρόσεξε πόσο γαλανά
ήταν τα μάτια του άντρα της
όταν του τα έκλεισε
για τελευταία φορά.
ΚΗΠΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ
Να σε αφήνουν τα άλογα στην Πύλη
να περνάς από σιντριβάνια,
κήπους νυχτερινούς,
νούφαρα, υάκινθους,
μήλα των Εσπερίδων.
Το φως τα ανατρέπει όλα,
αλλά εσύ επιμένεις να διασχίζεις τα άδυτα,
τα σκοτεινά, τα αμίλητα
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ
Επιστρέφοντας
βήμα βήμα
στο καλτερίμι του παλιού χειρογράφου
περιμένω το σύνηθες θαύμα
που είναι κρυμμένο με επιμέλεια
στην 25η σελίδα.
Οι φαγωμένες πλάκες λάμπουν στη βροχή,
οι βάρκες ανεβοκατεβαίνουν τον Βόσπορο
και ο έρωτας μου φαίνεται
υπόθεση πια μακρινή.
Συνεχίζω λοιπόν την ανάγνωση.
ΑΥΡΙΟ
Αύριο
θα ανατείλει ο ήλιος στην ώρα του
γιατί ο κόσμος τούτος
έχει κανόνες απαράβατους
και περιγράμματα αμετακίνητα
που δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω
κρατώ λοιπόν την ψευδαίσθηση
της ελευθερίας
και ευφραίνομαι
στην θέα των καραβιών με φώτα
στην παραλία της Λεμεσού
διαβάζοντας για την Άννα Λουζινιάν
που κυκλοφορούσε με τον παπαγάλο της
ενώ στον γάμο της ένα γιγάντιος αετός περπατούσε μέσα στο πλήθος
κινώντας μηχανικά τις φτερούγες
ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Περασμένα μεσάνυχτα
βροχή, άνεμος δυνατός
μόνη στο σπίτι
η αίσθηση της μοναξιάς σχεδόν ηδονική
όπως το απόγευμα
που έκοβα φρούτα στην κουζίνα
ήρεμα
και τα ρούχα που άπλωσα
έσταζαν τιπ, τιπ, τιπ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Οι οδοκαθαριστές μάζεψαν τα φύλλα
όμως μέχρι το άλλο πρωί
είχαν ξαναγεμίσει οι δρόμοι
και μια ψιλή βροχή
τα μαλάκωσε
έτσι που πατούσα μαλακά
και προσεκτικά
προχωρώντας στα μονοπάτια της μνήμης
σε σταθμούς υπογείου που άλλαξαν
μαλλιά λευκά
μέλη βαριά
νέα παιδιά,
η γυναίκα μπήκε στην κουζίνα
κι αυτός έκλεισε την πόρτα
πέρασαν σαράντα χρόνια.
ΣΤΟ ΚΑΙΡΟΥΑΝ
Στο Καϊρουάν άκουσα τους αργαλειούς της Αμμοχώστου
όπως τους περιγράφουν παλιοί χρονικογράφοι
ήπια από το νερό του πηγαδιού
που ενώνεται υπόγεια με τη Μέκκα.
Το νερό ξεπήδησε όταν ο Όκμπα σκόνταψε
σε χρυσό κύπελλο στην άμμο και έκτισε εκεί την πόλη.
Ο σιδεράς Αμόρ Αμπάντα,
που είχε το χάρισμα της προφητείας
κατασκεύασε τεράστιες άγκυρες
για να κρατούν την πόλη
αγκυροβολημένη στη στεριά.
Έτσι περπάτησα με ασφάλεια στα παζάρια
είδα τις γυναίκες με τα ενδύματα
που τα συγκρατούσαν
χρυσές πόρπες
και τον γεροντάκο
που περνούσε σε φοινικοβελόνες
ένα ένα τα γιασεμιά.
Τα πουλιά έπιναν νερό από τις παλάμες των νεκρών.
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Είναι στιγμές που μένω έκθαμβη
μπροστά σ’ αυτό το μυστήριο,
μπροστά σ’ αυτό το θαύμα του κόσμου
το θαύμα που είναι μια γλώσσα,
το θαύμα που είναι μια θρησκεία,
το θαύμα που είναι μια ορχήστρα,
όλα αυτά που έφτιαξε ο άνθρωπος με υπομονή και γνώση
αλλά πιο πολύ μένω έκθαμβη μπροστά στο θαύμα
του μεταξοσκώληκα που μπλέκει το κουκούλι του
που θα το υφάνουν νεαρά παιδιά σε σκοτεινά δωμάτια
στη Μπενάρες και θα το μεταφέρουν στις αγορές
πάνω σε καμήλες
που απλώνουν το πόδι για να μη βουλιάζουν στην άμμο.
ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΣΤΙΣ 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου
τη μέρα που ο τουρκικός στρατός
μπήκε στην Αμμόχωστο
και ο Κωνσταντής οκτάχρονος
έφυγε με την οικογένεια του,
πάει και καθαρίζει την παραλία
από τα αποτσίγαρα, τα πλαστικά,
τα τενεκεδάκια, τα κουκούτσια τα γυαλιά.
ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
Αυτό που λένε «νεκρή ζώνη» δεν υπάρχει
γιατί πάντα ανήκε σε κάποιους ζωντανούς.
Στο σκοινί με τα ρούχα της μνήμης
μικρές φανέλες σκάζουν στον ήλιο
ένα αγόρι πέφτει κάτω
και πληγώνει το γόνατο του
Μια γυναίκα κλαίει.
Ευτυχώς η γη δε γνωρίζει τίποτα γι’ όλα αυτά
και διακοσμεί τους πεσμένους τοίχους με κισσό
τις πληγές με παπαρούνες
τους τάφους με θυμάρι
ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ
Σκέφτομαι τις γυναίκες που ξυπνούσαν
με το άστρο της πορνής για να ζυμώσουν
Τις Χριστιανές με προζύμι που είχαν φτιάξει
από τον αγιασμό της ημέρας του Σταυρού
και τις Τουρκάλες με νερό από τα πρωτοβρόχια.
Και οι δυο κουβαλούσαν τα βρέφη στη ράχη τους
και τη γνώση τους για την ιερότητα της ζωής.
Οι άντρες τους καμιά φορά το ξεχνούσαν.
ΔΕΝ ΤΗΣ ΠΗΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Για την επέτειο του θανάτου της μητέρας μου
Δεν της πήρα λουλούδια αλλά σηκώθηκα νωρίς
να βρω ψάρι καλό στην αγορά
βρήκα και μήλα καθιστά για τάρτα
έτσι όπως τα έφτιαχνε αυτή,
μες τις καλές της μέρες.
Στρούντελ και σνίτσελ απ’ τη Βιέννη
και σβίγγους όπως η θεία Ματίνα.
Δεν της πήρα λουλούδια
αλλά έσβησα στην ώρα του τον φούρνο
για να προλάβω την συνάντηση στο μαγαζί
πήρα τον Γιώργο από το σχολείο
κάναμε μαζί μπάνιο το σκυλί
κι ύστερα ήθελε να του διαβάσω εφτά βιβλία
Δεν της πήρα λουλούδια,
κατάφερα όμως να δουλέψω δυο ώρες
στον υπολογιστή.
Πήγα να δω και την κυρία Δήμητρα,
με κατάλαβε από τη φωνή μου
Είχα καιρό να πάω να την δω, της πήρα γλύκισμα
νηστίσιμο
και κάθισα κοντά της και μου έλεγε.
Δεν της πήρα λουλούδια
κλάδεψα όμως τη λουίζα και έβαλα λίπασμα
στα δέντρα. Μετακίνησα τις γαρδένιες έτσι που να
πιάνουν ήλιο το πρωί
και φύλαξα τα ρούχα τα χειμερινά,
με προσοχή να μην τα φάει ο σκόρος
Με προσοχή αντιγράφω τις κινήσεις της
πως έπλαθε ζυμάρι, έβαζε λάδι στα κιχιά,
ανέβαινε, κατέβαινε, και όλους τους εφρόντιζε.
Δεν της πήρα λουλούδια
μα προσπαθώ ισάξια τ
ούτο το σπίτι να φροντίζω,
τούτο το σπίτι και τους ένοικους του
όπως με έμαθε αυτή σωστά και μετρημένα.
Με προσοχή αντιγράφω στις κινήσεις της
με προσοχή να μην τις φάει ο σκόρος.
ΜΗ ΔΩΣΕΙΣ ΣΑΠΟΥΝΙ
Μη δώσεις σαπούνι
γιατί μπορεί να ξεπλύνει την αγάπη
μπορεί να ξεπλύνει τα δάκρυα
μπορεί να ξεπλύνει το νεκρό
μπορεί να ξεπλύνει τα σημάδια
από τον ιδρώτα, από το σπέρμα σου
μη δώσεις σαπούνι
μπορεί να γλιστρήσεις πάνω στα μάρμαρα του χαμάμ
και να μην είμαι εκεί για να σε αρπάξω.
Η ΤΡΟΜΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ
Την τρομερή στιγμή που
η Αριάδνη είδε το πλοίο του Θησέα
να χάνεται στον ορίζοντα
δεν την ξέχασε ποτέ.
Και δεν την παρηγόρησε
ούτε το χρυσό στεφάνι του Διόνυσου
ούτε η corona borealis
που έλαμπε κάθε βράδυ στον ουρανό.
.
DIVAN (2005) 1967-2000
Αρχή Ινδίκτου
ΟΝΕΙΡΕΤΗΣΙΑ
Καθώς προσπαθείς να ισορροπήσεις
στο σπίτι με τους εξαίσιους ανεμοδείκτες
ανάμεσα στην ενήδονη και την ασκητική ζωή
όπως λέει ο Άραβας ποιητής
είναι μια γέφυρα λεπτότερη απ’ την τρίχα
που τη διαβαίνεις πάνω στο άτι του έρωτα
ένας αέρας από τη δύση σε τυλίγει
ούτε ηδύς ούτε αλγεινός
και η εγγύτητα των ανατολικών συνόρων
την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει πίσω από τα κεραμεία
και ο ελληνικής καταγωγής ερμηνευτής του κορανίου
ανάβει τη λάμπα του
μνήμην ποιείς
της άμμινης κύτης
άλλα και του φενόλου και του χιτώνος
ιδιόχρωμου, λευκού,
γράψον το όνομα εις χαρτάριον
ή εις φύλλον
ονειρετησία.
ΑΡΧΗ ΙΝΔΙΚΤΟΥ
Αρχή Ινδίκτου
που μπορεί να είναι και Μάρτης
όταν πάλι σε αλώνει ο έρωτας
δεν αντιστέκεσαι
φτιάχνεις ένα άγαλμα
και το κοσμείς με τιμές και όργια
που εφάπτονται της μνήμης
μαράθων, θριδάκων, λέκτρων,
το πράσινο του παγονιού
στις φτερούγες του Αρχάγγελου
οι μέρες με τους ένθεους φίλους
πριν απ’ την Καθαρά Δευτέρα
ομόπτερου έρωτος χάριν
και οι άλλες στο Rajastan
η ακινησία που τις ακολουθεί
ενός ανθρώπου διαβασμένου που αγωνίζεται
να βρει την εσωτερική φωτιά
την αναχώρηση από την ηδονή
πού πρόβλεψαν οι αστρολόγοι
όταν στις υπαίθριες κουζίνες
στο έμπα του νέου χρόνου
οι οδηγοί των ρίκσο κοιμόντουσαν ο ένας πλάι στον άλλο
περπάτησες ως το ξενοδοχείο
ενώ γίνονταν ερωτικές οι αόρατες πόλεις
οι δρόμοι, τα φύλλα.
ΥΠΕΡ ΑΥΤΩΝ
Το σταχτόχρωμο πέτρωμα — σάρδιο,
με τις ερυθρές αποχρώσεις
φανερώνει το μυστικό τοπίο της ψυχής
αιθάλεια, ανεμόεσσα,
τώρα που τελειώνουν τα ταξίδια
σε πόλεις που οι τοίχοι τους
είναι ζωγραφισμένοι με πλοία
Ραβέννα, Βουκουρέστι, Κωνσταντινούπολη,
Οδησσό, Σμύρνη, Πέργαμο, Αλεξάνδρεια,
η θάλασσα σκουριάζει το σίδερο
και ξεφυλλίζει τη μπογιά
καιρός να μαζευτείς στο σπίτι σου
να αξιωθείς να γράψεις
υπέρ αυτών
γράμματα μη ειδότων.
Λήμνος – Λευκωσία, φθινόπωρο 1987
ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ
Το κρεβάτι γλίστραγε από δύση σ’ ανατολή
άντίϋετα άπό τή φαινομενική κίνηση των άστρων.
Μ. Γϊουρσενάρ, ’Άβυσσος
Το μεσημέρι στο Ναύπλιο
Ο χρόνος μαζεύεται σε αμμωτό
οι καφέδες ακινητοποιούνται στα φλιτζάνια
τα νερά αντανακλούν μες στα ποτήρια
τον Τίβερη
περίεργα πουλιά
κι αυλές όπου εξάγουν ίασεμόλαδο
το βουητό της μύγας
τετραγωνίζει τα μωσαϊκά
ένας κύκλος, ένας ρόμβος, δύο ψαθάκια,
τρία συμβολαιογραφεία, τέσσερα μπαστούνια,
πέντε γλόμποι
παίζοντας μ’ ένα νόμισμα του Ιουστινιανού
αραδιάζω τα λόγια σου πάνω στα φύλλα
πού ανεπαίσθητα κινεί
ένας ξαφνικός μεσημεριάτικος άνεμος
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΔΙΟΝΥΣΗ
Ουκ αν έχομεν ειπείν βεβαίως
ούτ’ αλκυόνων περί ούτ’ άηδόνων
Λουκιανός
Γιατί ρε Διονύση,
δεν είναι εύκολο να μίλα κανείς σήμερα
με βεβαιότητα ούτε για αλκυόνες ούτε για αηδόνια
όταν κατοικεί σε σπίτι
που δε θυσιάστηκε πετεινός στα θεμέλιά του
κι ούτε έχει κοιμηθεί σε στρώμα
με σταυρούς ραμμένους στις τέσσερις γωνιές του
όπου πέφταν τα νομίσματα
χρυσά και αργυρά
κι οι σπόροι από βαμβάκι και σησάμι
ή έχει χυθεί μαζί με τους άλλους στους δρόμους
ως βαθιά μέσα στη νύχτα
στα λαμπρά φωτισμένα σπίτια
με τούς Λάζαρους ντυμένους με κίτρινα λουλούδια
και γύρω απ’ τα γεμάτα άνθη στρώματά τους
στέφανα και δημητριακά
πουλιά ερπετά πέταλα
αλεύρι μάραθο κεριά και μέλι
πιο μαλακά απ’ τον ύπνο
Έτσι Διονύση,
μέσα στο γενικό θαλάσσωμα
της ανακρίβειας
των αισθημάτων
πίνοντας καφέ, Παρασκευή πρωί,
δεν έχω παρά να σου πω
πως σε πεθύμησα πολύ.
ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΡΑΣΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ
Όποιος περάσει στην άλλη όχθη
δε γυρίζει πίσω ποτέ
με το καράβι που μια ζωή συναρμολογούσε
με σκοινί γέρο και ξύλο αρωματικό
θα ταξιδέψει τις δώδεκα ώρες της νύχτας
και το πρωί θα τριγυρνά
σε συνοικίες αράπικες
μικρομάγαζα στολισμένα
με χρωματιστά λαμπιόνια
γλυκά αμύγδαλα ποτά
θα μπαίνει μες στα σπίτια τα κτισμένα με πλιθάρι
θα βάζει στα μαλλιά του λάσπη
και θα πενθεί όπως κι αυτοί τον Άδωνη.
Ανάμεσα στους κίονες
με τ άνθη του λωτού και του παπύρου
θα βλέπει κάποτε αργά το απόγευμα
κάποια ρωμαϊκή επιγραφή
κάποιον άγιο χριστιανό ζωγραφισμένο
ή ένα άλογο ή μια ρομφαία
και θα ξαναθυμάται
μόνον σαν μια σκιά σαν αστραπή
την περασμένη του ζωή
το γενεαί πάσαι τούς ευκάλυπτους στο κυβερνείο
τον τοίχο τον ψηλό με τα γυαλιά
κάποτε ακόμα και τη θάλασσα
αύτη αλήθεια πια σαν όνειρο τη θάλασσα.
Έτσι θα εντρυφείς μες στη σιωπή σου
θα κουβαλείς μια μουσική που πέτρωσε
θ’ ακούς τα κρόταλα το φίδι το αιγυπτιακό
μόνη εσύ θα τα ακούς
μόνη εσύ θα τα διηγείσαι.
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΕΜΕΣΙΑΝΟΣ
Στη γυναίκα έφτανε η μέρα
και η υπακοή στα σήματα των ζώων
Εκείνος, μόνο ο ύπνος και ο έρωτας του θύμιζαν
πως ήταν θνητός
μηχανικός στο φτωχό συνεργείο
με τα ωραία τα βλέφαρα τα δυνατά του χέρια
τα χείλη της Χαρούλας ’Αλεξίου στην αφίσα
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ στην καρφωμένη πόρτα του λουτρού
πλάι στα ναυτιλιακά γραφεία της πόλης
που δεν ταξιδεύει πια
που δεν χασομερεί δεν παίζει
που της αρνήθηκαν τα γηρατειά της
γέμισε πράκτορες μεσίτες μερσεντές
γυναίκες έντρομες
που μόνο να ψωνίζουν ξέρουν
να θυμάται την καμπύλη της ράχης της
ενώ χαλαρώνει τις βίδες
τα άσπρα τα στήθη την κοιλιά
καρποί και κολοκύθες που στεγνώνουν πάνω στα δώματα
με τον αχό της μάχης
μόνος αητός και παντοδύναμος, τουρκομεγαλωμένος
εγκλωβισμένος και αγνοούμενος μες στη δική του πόλη
Λεμεσιανός μηχανικός από τον Άη Αντώνη
και η μέρα με αέρα φωτεινή
τα ήμερα δέντρα οι σκιές
η κρήνη του ήλιου
η θάλασσα της Λεμεσού στο βάθος.
DIVAN
ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ TOΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
Οι άνεμοι, του Σεπτέμβρη
φέρνουν τα πέταλα της βουκεμβίλιας
στο μαγαζί
κοσμούν το πάτωμα
ακούω τα ψιθυρίσματα των φύλλων
κάτι σαν
«αμφιπότατε», «πότε»
«πάντα»
κάτι μου έρχεται να πω
μα τρέμω μην ταράξω την ευτυχία.
Σεπτ. 1988
ΒΡΟΧΗ ΣΤΗ ΦΙΚΑΡΔΟΥ
Η Μαρία πέρασε τα δάχτυλά της
πάνω από το πανί
το υφαντό που σκέπαζε το τραπέζι
ήχησε το ξύλινο κουτάλι
στην πήλινη κούπα
ανακαλώντας ήχους
παλιότερους από μάς
έτσι όπως η μυρωδιά
που έβγαινε από το λινό
και οι πρώτες σταγόνες της βροχής
στις σκληρές γωνιές της πέτρας
φέρναν μαζί τους
μέσα από ένα λουτρό φωτός
αφηγήσεις της Χαλιμάς
σε κάμαρες χαμηλοτάβανες κλειστές
στρωμένες με κιλίμια
διηγήσεις του Πρωτομάστορα
Μιχαήλ Χριστόφορου Γούναρη έκ Φαρμακά
που ήταν κεραμιδάς, παρπέρης, κοφινάς,
χτίστης, μαχαλεπάρης.
Το μολυβί χρώμα της πέτρας
είναι συνέχεια του ουρανού
Όκτ. 1988
Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ
Ανήμερα του Προφήτη Ηλία
στη Φανερωμένη, άπλωνε ο διάκος
τη σημαία για το μνημόσυνο των πεσόντων,
«Η εις ουρανόν πυρφόρος ανάβασις»
άναψα κερί και κοίταξα τις φαγωμένες ζωγραφιές του θόλου
«θα τον έπιανε σίγουρα ίλιγγος πάνω στις σκαλωσιές»,
σκέφτηκα.
ΟΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΕΣ
Παρέα με το γεωμέτρη και τον κηροπλάστη
φύτεψα φέτος τριανταφυλλιές στον κήπο
αντί να γράφω ποιήματα
την εκατόφυλλη από το σπίτι με το πένθος στον Άγιο Θωμά
την εξηντάφυλλη που έφερε ό Μίδας από τη Φρυγία
την Μπαγκσιανή που ήρθε από την Κίνα
μοσχεύματα από τη μοναδική μουσσιέττα που επέζησε
μες στην παλιά την πόλη
άλλα προπαντός τη Rosa Gallica πού έφεραν οι σταυροφόροι
που αλλιώς τη λέμε και δαμασκηνή
με το εξαίσιο άρωμά της.
Παρέα με το γεωμέτρη και τον κηροπλάστη
άλλα και τον τετράνυχο, τον τίγρη, το φυλλοδέτη
τη μηλολόνθη, τη χρυσόμυγα
το αλογάκι της Παναγίας πού τα τρώει όλα
θα μοιραστούμε φύλλα, πέταλα, ουρανό στον αφάνταστο αυτό κήπο
κι αυτοί κι εγώ περαστικοί.
Γενάρης 1993
ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Τα σύμφωνα, τα φωνήεντα,
από τον λάρυγγα, τα χείλη, τα δόντια
σχηματίζουν την κοινή Αλεξανδρινή
δε με βοηθάει όμως για να σου πω
αυτό ποy νιώθω
μένω αναγκαστικά στη ρευστότητα
του κειμένου
στο σχολιασμό του επιμελητή
και την αδυναμία του έρωτα
όλα τούτα τα πρωινά με βροχή.
1993
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Κι όμως το γέλιο αντηχούσε
στην αυλή του Άγιου Λαζάρου
καθώς περπατούσαμε στον άδειο δρόμο
πριν από το δείπνο.
Μιλούσες για την αίθουσα
Όπου πρωτακούστηκαν οι θρήνοι
για τον Αλέξανδρο
σου ‘λεγα για τη ματιά που έριξα
στον άλλο κόσμο
πίσω από τα κλουβιά με τα γεράκια
και τις κουκουβάγιες
όπου το ένα ψαθί άγγιζε τ άλλο,
ευτελή κλουβιά
καμωμένα με καλάμια από τα έλη του νότου
δεμένα πρόχειρα με νήμα
νήμα όπως αυτό που ενώνει τις ζωές μας.
Οι ψυχές ετοιμάζονταν για το μεγάλο ταξίδι
στις ακτές της Συρίας, στην Πέτρα, την Ιεριχώ,
δρόμοι του Στράβωνα, του Πτολεμαίου,
για να φτάσουν σούρουπο
στην Πύλη των Λεόντων.
Τη θυμάσαι την κουκουβάγια πού έκλαιγε, εκεί
πάντα το βράδυ, ιδία ώρα?
Οκτ. 1993
ΠΑΡΑΛΟΓΗ
Κουνάει ακόμα το καράβι
μια δεξιά, μια αριστερά,
ή και βουλιάζει
σε ταραγμένο ύπνο
μαύρα νερά
περάσματα
φτερουγίσματα πουλιού
ρηχό βουβό
σαν κλάμα \
που δεν φαίνεται
που δεν το βλέπει άλλος
αχνό τρεμούλιασμα χειλιών
παίξιμο των βλεφάρων
βάραθρο ανοίγει στην καρδιά
και πέφτω όλη μέσα
ψάχνω ένα λόγο να πιαστώ
κλαδάκι να πατήσω
μα όλο πέφτω σε βαθύ
και πιο πυκνό σκοτάδι
μη δεις μην ακούσεις μάτια μου
τί λένε τα πουλάκια.
Δεκ. 1994
ΜΑΓNAYPA
Ακόμα κι αν έχεις περάσει από τη Μαγναύρα
και έμαθες ν’ αμφισβητείς την εγκυρότητα
του γραπτού λόγου
δε μπορείς καθόλου να εξηγήσεις
πως κάποτε χωρίζει το σώμα και η ψυχή
πως παίρνει καθένα άλλο δρόμο
το σώμα αναζητά το οικείο χάδι
ενώ η ψυχή το άγνωστο
ευφραίνεται στις σιωπές
στην αβέβαιη κίνηση του νέου άντρα
που κάθεται στη μέση της ομήγυρης
και μέ τα μάτια ελαφρά κλεισμένα
παρακολουθεί.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΑ ΕΠΟΧΗΣ
ΣΕ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ
Σε μυστικές ομάδες ετοιμάζω την αναχώρηση μου
σε μια γωνιά το πανέρι με τα νήματα
και τις χρωματιστές κλωστές
στην άκρη του τραπεζίου τα τετράδια και οι μπογιές
στο ντουλάπι το μπλε παντελόνι
και η μεταξωτή μπλούζα με τους αγγέλους
Οκτώ το πρωί
το ροζ δωμάτιο σχεδόν όμορφο
σε μια γωνιά ένας πόθος πού ξεραίνεται
δίπλα ο περδικοδέτης του και το κερένιο τάμα
στο πάτωμα γυάλες γεμάτες λάζαρους
σήμερα πρέπει να φύγω.
Γιαλούσα 1974
ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
—Κάθε φορά που περνούσα από δω, είπε η γυναίκα του Θωμά,
με πονούσε το στομάχι,
τώρα θέλω να μείνω εδώ,
από την ταράτσα φαίνεται το χωριό,
—Δε μπορώ να ησυχάσω εδώ, είπε ο Αντώνης
είχα πορτοκάλια στο χωρίο,
—Δε θα πάρω δάνειο από την κυβέρνηση, είπε ο Αντρέας,
το μωρό της Χρυστάλλας έκλαιγε,
ο άντρας της δεν είχε στείλει ακόμα τις προσκλήσεις
για την Αυστραλία,
ο κάμπος απλωνόταν κίτρινος και αποπνικτικά ζεστός,
και η κυρία Ελένη είχε πάει με τα εφτά παιδιά της
στη θάλασσα
με το λεωφορείο του καταυλισμού
ΤΡΙΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
Ούτε που το φαντάστηκα πως μου ’μελλε
η ώριμη γνώση
η κατάφαση του πάθους
και η αβεβαιότητα του έρωτα
μια Κυριακή με Μάλερ πάνω από τη θάλασσα
με τα τζάμια να λάμπουν στο απογευματινό φως
και τις μικρές ακροπόλεις
πάνω στις ταράτσες
για τούς ουράνιους και τους θαλασσινούς θεούς
χωρίς πουθενά για να πιαστώ
Να φεύγουν με το φως τα σμαραγδένια τα νερά
πάνω από την πλατεία που σκοτείνιαζε
τις ομπρέλες που αραίωναν
αφήνοντας πίσω χώμα, λάσπη, πέτρες και κλαράκια
σελίδες τετραδίων, καράβια μέ φώτα
πράξεις ανώφελες αλλά αναγκαίες,
κύβους, κολόνες, τριγωνάκια.
ΤΑ ΑΠΟ ΚΗΠΩΝ
ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ακόμα ένα καλοκαίρι
μέσα στα σχήματα και τα χρώματα
της νεκρής του θάλασσας
πίσω απ’ την πόρτα με τα καφασωτά
άλλο πού να βουλιάζεις μέσα μου
άλλο που να βουλιάζεις μέσα μου
τότε που τα ‘χα όλα μα δεν ήξερα
την ένταση τη διάρκεια την ομογένεια του σώματος μου
την περιστέφανη τις κοιλάδες την ελεούσα
στην άκρη των χειλιών στο βάθος της παλάμης
αποικία της θάλασσας
αύριο θα ‘ρθω να σε βρω
αργά το απόγευμα
θα στάζω από παντού νερό κι αλάτι
πλάι στο θαλασσινό κρεβάτι
εσύ θα στέκεσαι ακίνητος
στη διχάλα των αισθητών πραγμάτων
με φύκια φύλλα φτέρη να ορίζουν τη θέση της ψυχής σου
τώρα πού θα υποστείς σ’ όλα σου τα μέλη την καταστροφή
φυγάς θεόθεν κι αλήτης
οχι προφήτης οδηγός θεραπευτής
εγώ πού κινούμουν στο ρυθμό σου σ’ αποχαιρετώ
έχουν έρθει οι ονειροτόκες μέρες
τα θαλασσοκτόνα λόγια
ο ανεμοπλάστης απέραντος ουρανός
ΝΑ ΜΗΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Να μην τελειώνεις με το παρελθόν
να το πλησιάζεις τόσο
που να φαίνονται από μακριά οι φωτιές
κι ύστερα πάλι ν’ απομακρύνεσαι
μετά απ’ τον βαθύ τον ύπνο
πλάι στην ακίνητη λίμνη
το μεσημέρι
με την αραιή φιλτραρισμένη της ζωή
τη σμίκρυνση του φόβου
και τον homo ludens
και τη συκιά την άκαρπη
όπου πρωτάκουσες απόγευμα το θρόισμα του φιδιού
και μάζεψες ύλες ταις αμαρτίες ενώπιον σου
η μια να σου χαϊδεύει τα μαλλιά
η άλλη νι σου φτιάχνει τα ρούχα
η τρίτη να κάθεται στα πόδια σου και νι σου τραγουδάει
μην κλαις μικρή Ερμιόνη
πλάι στον αρχαίο ερειπιώνα
κοίτα τι λαμπερά φτερά άκου τραγούδια
ξέχασε τα σύντομα διαστήματα του θανάτου
τα πεύκα στον ανήφορο
πριν απ’ τις τουρκικές γραμμές
τις σκοτεινές τις τρύπες τ’ ουρανού
θα ’ρθει πάλι η μαμά σου
θα δεις, θα ’ρθει πάλι η μαμά σου
Αγλαντζιά, καλοκαίρι 1977
ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΡΗ ΖΩΗ ΣΟΥ
Με την υγρή ζωή σου
να σου κολλά ανάμεσα στα πόδια
και να μη σ’ αφήνει
να ετοιμαστείς για τη συνηγορία
την εσωτερική σου αναχώρηση για το νότο
ο άντρας που κάθεται κάτω απ’ το γυμνό δέντρο
για τρία χρόνια και δεν βλέπει τίποτα
ούτε το ξύλο που σπρώχνει το χώμα προς τα πάνω
ούτε τους πολλούς τους οικτιρμούς σου
μέχρι πού έγινες μικρή και ασήμαντη
κουρασμένη διψασμένη
μόνη
να πλανιέσαι μες στους ανθισμένους κάμπους
και τους μικρούς βυζαντινούς σου ουρανούς
με κίτρινα σχεδιασμένα συννεφάκια
Γιαλούσα, άνοιξη 1974
ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Εσύ που με το αλφαβητάρι της θάλασσας στο χέρι
μου ’μαθές γραφή κι ανάγνωση
τη γεύση τού αχινού
το φιλί της αχιβάδας
το κυμάτισμα των φυκιών
και τα μικρά τα πράσινα τα ξέφωτα
απ’ όπου έμπαινε ορμητικά το πέλαγος
πού χάθηκες και ποιός
πρωτοστατεί τώρα στα κύματα
πώς μ’ άφησες κι έφυγα
συλημένη κι ελεύθερη μες στους νεκρούς
σφίγγοντας τα δικά σου λόγια τ’ απογεύματα
τού Αη Μέμνιου στην ατέλειωτη σειρά με τ’ αυτοκίνητα
πού κάθε τόσο σταματούσαν οι εθνοφρουροί
«Προσδοκώ ανάσταση των αμμουδιών» είπες
στην ’Αμμόχωστο στο έμπα του Σεπτέμβρη
τραβιέται πίσω η θάλασσα και σχηματίζονται μικρές λίμνες
Μη μου μιλάς για το βαθύ κρεβάτι
το σπίτι με τις αγριοσυκιές
τις πέτρες τις αστραφτερές
και τις επαναληπτικές φωνές
σε λίγο θα ’ρθουν οι βροχές
κι ή παραλία θα ’ναι έρημη χωρίς σκιές
ΣΤΗ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
Στη Λεμεσό μια θάλασσα θολή
κι αδιόρατη
σα να ’πεσε γκρίζο χιόνι
στους κυματοθραύστες και στην προκυμαία
και στο παλιό το σπίτι
με την πλαϊνή τη σκάλα και τα εμπορικά
κοιμισμένο στα φύλλα τού υμενόκαλου
Όμως είναι άλλο πράγμα η θάλασσα
έτσι που σου αφήνεται
έτσι που σε σέρνει
έτσι που σου απλώνεται πέρα από τους ευκάλυπτους
φορτωμένη αροδάφνες σάπιο ξύλο θαλασσινά λουτρά
άλλο πράγμα η θάλασσα
έτσι που εισχωρεί στην πόλη καλπάζοντας στις γωνιές
σκαρφαλώνει στις ταράτσες
μπλέκεται στα φαρμακεία
φτάνει στα δικαστήρια
σέρνοντας μαζί της καρίνες και χαρταετούς
μια μυρωδιά από χαρούπια
σκουριά φιλιά ναυάγια
για να με ξαναφέρνει κάθε πρωί
στον αληθινό μου προορισμό
ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΑΝ ΚΛΩΣΤΗ
Τη νύχτα μας επήραν στο Σεράι.
Από κείνη τη νύχτα δεν ξαναείδα
τον πατέρα μου.
Κατάθεση Χριστάκη Μαύρη
Ένα φεγγάρι σαν κλωστή
πάνω απ’ τη Λευκωσία
20 του ’Ιούλη 1979,
πάνω από τη γη όλο ξεχνάς
το κοφτερό μαχαίρι
ΘΑ ΞΑΝΑΒΡΕΙΣ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΟΥ
Θα ξαναβρείς τα βήματά σον
Τάκης Σινόπουλος
Θα ξαναβρείς τα βήματά σου
Θα σκαρφαλώσεις σε βουνά περήφανα
Δίπλα σε ρίζες καλαμιού μες στο νερό θα ξαναβρείς
τα βήματά σου
θα κοιμηθείς στο ’Άβατο
θα πιεις νερό απ’ το βαθύ πηγάδι
θα μπεις στο ιερό το μυρωμένο με λιβάνι
με τις μετόπες και τους ρόδακες
και τα περίτεχνα φατνώματα της οροφής
θα βρεις τον Ύπνο και τον ’Όνειρο την Ηπιόνη
και την Ιασώ κι απ’ το βαθύ λήθαργο θ’ ανασύρεις
δεντροστοιχίες καστρόπορτες δρόμους με πέτρες
απογεύματα στο Ναύπλιο
χωρίς σύντροφο πια εξόν για το κρεβάτι σου
με μια ευτυχία πλατάνου ή βαθυπράσινου νερού
μια Κυριακή να αιωρείται μες στα δέντρα
ένα κελάηδισμα πουλιού να μπαίνει μες στις λέξεις σου
ένα αχνό πορτοκαλί στην άκρη των νησιών
Παλιά ’Επίδαυρος
ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΠΑΣΙΑ
«Ελείφκαν μου οι ώρες τζει πάνω», είπε,
«ώσπου να ρίξω τα δίχτυα μου
να πάω στου Μελισσάκρου
ετέλειωνεν η μέρα
και εξύπνουν που τα χαράματα
μεν χάσω ούτε λεπτόν»
Τώρα γυμναστής σ’ ένα απογευματινό Γυμνάσιο
γυρίζει τα καφενεία
τα κέντρα της Λευκωσίας
τις χαρτοπαικτικές λέσχες τον ιππόδρομο
προσπαθώντας μάταια να σκοτώσει
τ’ ατέλειωτα μεσημέρια
τα πρωινά
«τουλάχιστον να ’ταν η θάλασσα κοντά»
ΑΡΧΕΣ TOT ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
Αρχές του Σεπτέμβρη στην Αγία Νάπα
γαλήνεψαν οι σορκοί
κάτω από την επιφάνεια του νερού
νιώθω παντού την παρουσία σου
Φθινόπωρο 1976
.
18 Αφηγήσεις (2012)
Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ
Όταν έστραφήκαν οι αιχμάλωτοι, τζιαί έπέρασεν καιρός, τζιαί δεν ηρτεν κανένα μήνυμα, εκατάλαβα ότι ό άντρας μου ήταν χαμένος. Είπα στον εαυτό μου: «Μαρία, είσαι πέντε μηνών έγκυος, έχεις δυο μωρά, με τον άντρα μου θα εζούσαν τούτα τα μωρά μια χαρούμενη τζιαί καλή ζωή, έτσι πρέπει να ζήσουν, κάμε την καρδιά σου πέτρα, ούτε κλάματα ούτε τίποτε, έχεις μωρά νά άναγιώσεις.» Έτσι έκαμα, εστάθηκα τζιαι εμεγάλωσα τα μωρά μου, σε ένα σπίτι που δεν ήταν σπίτι με πένθος, σε ένα σπίτι κανονικό. Επαρασταθήκαν μου τα αδέρφια μου, ή μάνα μου, ας έν’ καλά. Βέβαια ήταν δύσκολο να γεννήσω, να μεν έσιει παπά το μωρό, ερωτούσαν με τα μωρά: «Πότε έν’ να ‘ρτει ό παπάς μας;» έλεά τους: «Έτο μια νύχτα έν’ να χτυπήσει ή πόρτα, τζιαί έν’ να ‘ρτει ο παπάς σας.» Τι εμπορούσα να απαντήσω, εν ήξερα ούτε εγώ, αφού ό γιος μου πού αρραβωνιάστηκε άκουσα τον που έλεε της νύφης μου ότι έγινεν δεκαοκτώ χρονών τζιαί ακόμα κάθε φορά που εκτύπαν η πόρτα ενόμιζεν ότι έν’ να ‘ν’ ό τζιύρης του. Τον πρώτον καιρόν εθώρουν τον Αντρέα στον ύπνο μου, κάθε νύχτα, ότι είχα να συζητήσω μαζί του, έλεά του τα στον ύπνο, είχα παράπονο, έλεα γιατί να μείνει, γιατί να μεν φύει όπως οι άλλοι. Μια νύχτα είδα τον εστέκετουν στο χωράφι, κοντά στη μάντρα, είπα του: «Γιατί, γιατί εν έστράφηκες κοντά μας;» «Μαρία», άπάν- τησέν μου, «ήθελα αλλά εν εμπορούσα». Που τότε εν τον εξαναεΐδα στον ύπνο μου.
Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΚΚΑΣ
Ό άντρας μου είχε δύο σκυλιά κυνηγετικά. Τη Λάσσυ τζιαί τον Πέτρο, δυο σκυλιά πανέμορφα. Τα είχαμε στο περβόλι στο Κάτω Βαρώσι. Τους είχαμε δικό τους κλουβί μεγάλο. Μια εβδομάδα πριν την εισβολή έσκαψαν το χώμα τζιαί βγήκαν. Φοβηθήκαμε μην τα χάσουμε τζιαί κάναμε τσιμέντο τό πάτωμα. Για να μην μπορούν να φύγουν. Είκοσι οκτώ χρόνια ακόμα τα βλέπω στον ύπνο μου
Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΜΙΝΕ
Ετο, κόρη μου, το ’63 έγιναν κάτι φασαρίες στον Άι-Σωζόμενο, το διπλανό χωρκό τζιαί ειδοποίησαν μας να φύουμεν, έφοηθήκαμεν τζιόλας. Είχα τέσσερα μωρά, ο μιτσής έπαιζε μέσα στην αύλή, είχα αυλή με τοίχο γυρόν-γυρόν τζιαί έπιασα τα δκυό μωρά μου, που κάθε χέρι έναν, τζιαί έφυα, επήα στη Λουρουτζίνα, που ήταν χωρκό τούρκικο. Μες στη βιάση μου εν είδα ότι το μιτσίν το μωρό εν είσιεν παπούτσια τζιαί επήρα το ανυπόλυτο. Κλάμα τα μωρά, θέλουμε τον παπά μας, που έν’ ο παπάς μας, ήρτεν ο άντρας μου, εβοήθησέ μας ο αρφός μου τζιαί ηύραμεν σπίτι στη Λευκωσία, άμμα ήμαστεν δκυό οικογένειες μέσα στο σπίτι, εμαλλώναν τα μωρά, ήταν δύσκολα, είπα του αρφού μου που ήταν ζαπτιές να μου εύρει άλλο σπίτι ας έν’ τζιαί μιτσίν. Ηύρεν μου έναν άλλον δκυό κάμαρες ίσια που μας εχώρεν. Επήαν τα μωρά σχολείο. Επεράσαν λλία χρόνια, σαν να εσάσαν τα πράματα, λαλεί μου ό άντρας μου: «Θέλω να πάω πίσω στο χωρκό μου.» Εν’ αλήθκεια στην Ποταμιά επερνούσαμεν πολλά καλά, είχαμεν τζιαί χωράφκια τζιαί κτηνά. Έπαίρναμεν το γάλα στον τζιύρη του Συλλούρη πού έκαμνεν χαλλούμια τζιαί έδίαν μας πάντα, είχαν έτσι ύπόγειο τζιαί εβάλαν τα τυρκά τζιαί κάθε μέρα άλατίζαν τα για να γίνουν, καλά πλάσματα. Ήθελα τζιαί εγώ να πάω στο χωρκό μου, αλλά για τα μωρά εν είσιεν σχολείο τούρκικο. Είπεν μου ό τζιύρης μου: «Άφησ’ μου τά μωρά κοντά μου νά πηαίνουν σχολείο, τζιαί πάτε εσείς πίσω.» Έπήαμεν. Άλλα πάλε το ’74 έξεσπιτωθήκαμεν. Εγυρίσαμεν τρία σπίθκια ώσπου τζιαί έδώκάν μας ένα σπίτι στο Άκάκι. Πριν πού μας ήταν μέσα ο στρατός τζιαί έν άφησαν τίποτε, να τα φυλάξουμε των πλασμάτων πού ήταν δικό τους το σπίτι. Το σπίτι που κάθουμαι έν’ του ανιψιού του γιατρού του Πίπη, αν τούς ήξέρεις. Πάω στην Ποταμιά, στες γειτόνισσές μου, κάμνουν χαρά άμα με δουν, τηλεφωνούν μου να πάω. ‘Αμαν μπορώ, πηαίνω, ίντα νά κάμουμε, κόρη μου, εγεράσαμεν. Οι τωρινοί ούτε μπορούν νά καταλάβουν τι βάσανα επεράσαμε, έν πειράζει, να με γίνει όμως πόλεμος, να μέ ξαναγίνει έτσι κακόν, τζι’ έν πειράζει, να τα ξηχάσουμεν.
Ο δαίμων της πορνείας (2007)
NICOSSIESES (απόσπασμα)
…Η διαχωριστική γραμμή έκοβε την πόλη στη μέση ακριβώς, στην οδό Ερμού. Ήταν η περιοχή που περνούσαμε σχεδόν καθημερινά με τη μητέρα μου. Ατέλειωτα μακρόστενα μαγαζιά με γυαλικά, πιάτα, ποτήρια, παιγνίδια, ένας καταρράκτης χρωμάτων, τα πρώτα τότε πλαστικά που με εντυπωσίαζαν με τα χρώματά τους, εμαγιέ κούπες κινέζικες με ψάρια ζωγραφισμένα. Η περιοχή ερήμωσε, τα μαγαζιά μεταφέρθηκαν αλλού, σκόρπισαν, στο καφενείο SPITFIRE μόλις που διαβάζεις πια την επιγραφή, μια παλιά βέσπα σε μια χορταριασμένη βιτρίνα, σάκοι με άμμο, χαρακώματα. Έφυγα το 1965 από τη Λευκωσία. Πήγα στο Βερολίνο για σπουδές, εκεί βίωσα μιαν άλλη Λευκωσία, τη νοσταλγία της. Γύρισα πίσω το 1970. Βρήκα μια πόλη αρκετά αλλαγμένη, είχα αλλάξει όμως και εγώ, είχα χάσει τα νερά μου και δεν μπορούσα πια ούτε να γράψω, ούτε να ζωγραφίσω. Έγραφα άρθρα σε εφημερίδες «για τις νέες τάσεις του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού» για τα οποία έπαιρνα πολύ καλά σχόλια, αλλά είχα μπολιαστεί από τη βορειοευρωπαϊκή θλίψη. Είχα χάσει τα μολύβια μου. Μόνον τα αποχαυνωτικά μεσημέρια της Λευκωσίας με βοήθησαν να ξαναθυμηθώ ποια είμαι. Η απραξία και οι φοινικιές στον ορίζοντα. Και η θάλασσα. Πριν από την εισβολή του 1974 η Λευκωσία ήταν σχεδόν μια παραθαλάσσια πόλη. Σε είκοσι λεπτά βρισκόσουν στη θάλασσα, ανέβαινε το αυτοκίνητο στο βουνό κι ο δρόμος κατέβαινε κα¬τακόρυφα προς την Κερύνεια, προς τη θάλασσα, μια μαγεμένη θάλασσα. Συχνά κλείνω τα μάτια και κάνω νοερά το ταξίδι αυτό προς τη θάλασσα. Πάνε πια 26 χρόνια. Για να πας πια σε αντάξια θάλασσα θέλεις δυόμισι ώρες ταξίδι. Η θάλασσα χάθηκε από την καθημερινότητα της πόλης. Κοιτάζοντας προς το βορρά το βουνό του Πενταδάκτυλου, που κρύβει τη θάλασσα, βλέπω μια τεράστια τουρκική σημαία σχηματισμένη πάνω στο βουνό. Αποφεύγω να κοιτάζω το βορρά…
ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 23/5/2013
Στις 23 Μαΐου 2013 σε εκδήλωση στη Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης κάναμε μια εκδήλωση προς τιμή της όπου μίλησαν για τη ζωή και το έργο της οι Βικτωρία Καπλάνη, Αρχοντούλα Διαβάτη, ο Βασίλης Καραγιάννης και ο Ανδρέας Καρακόκκινος .
Βικτωρία Καπλάνη
Διαβάζοντας τη Νίκη Μαραγκού
Η Νίκη Μαραγκού έρχεται στα γράμματα από το δρόμο του Καβάφη. Δρόμος με ευρύτατους ορίζοντες, μας οδηγεί σε μια πλατιά αντίληψη του ελληνισμού στο χώρο και στο χρόνο μέσα από τη γλώσσα, τη δομή της αίσθησης, το συγκερασμό και τη δημιουργική αφομοίωση ιδεών και εκφραστικών μέσων για την αναπαράσταση και την κατανόηση του κόσμου. Το φιλοπερίεργον πνεύμα της την ωθεί να παρατηρεί, να διαβάζει, να ερευνά. Αναγνώστρια φανατική μελετά με πάθος ιστορία, ενδιαφέρεται για την αρχαιολογία, τη ζωγραφική, την αγιογραφία, τη φωτογραφία και τη λογοτεχνία. Λατρεύει τα παραμύθια, τις λαϊκές αφηγήσεις, τη μαγειρική και τις λαϊκές τέχνες. Το ποιητικό και πεζογραφικό της έργο είναι ενιαίο. Η Μαραγκού είναι συγγραφέας και κάθε φορά επιλέγει το είδος του λόγου που ταιριάζει στο υλικό που έχει να εκφράσει. Γι’ αυτό άλλοτε επιλέγει τον ποιητικό λόγο, άλλοτε την προσωπική αφήγηση ή το διήγημα και σε άλλες στιγμές το μυθιστόρημα, κάποιες φορές γραμμένο με πιο παραδοσιακό τρόπο (Γιατρός απ’ τη Βιέννη) και άλλοτε πάλι εφαρμόζοντας σ’ αυτό πιο μοντέρνες τεχνικές στην αφήγηση (Γεζούλ).
Ο λόγος της μεστός και περιεκτικός ξέρει να εστιάζει στο καίριο και ουσιαστικό και χαρακτηρίζεται από την απουσία συναισθηματικών εξάρσεων και εκρήξεων. Δεν εκφωνείται ποτέ εν βρασμώ ψυχής, παρά αφού η ένταση έχει καταλαγιάσει. Η αφήγηση, η περιγραφή και το λιτό εύστοχο σχόλιο πάνω σε μια λεπτομέρεια χαρακτηρίζουν την τεχνική των περισσοτέρων ποιημάτων της. Το πρώτο πρόσωπο έχει πολύ διακριτική παρουσία στον ποιητικό της λόγο και δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να σχηματίσει με ακρίβεια το πορτρέτο ούτε να υποθέσει τη βιογραφία του ποιητικού υποκειμένου, παρά μόνο να διασταυρωθεί μ’ έναν άνθρωπο που νοιάζεται βαθιά για την ανθρώπινη κατάσταση. Έναν άνθρωπο που έχει αποδεχτεί τη θνητότητα και το φθαρτό των πάντων, που είναι συμφιλιωμένος με την παραδοχή ότι όλα χάνονται, όλα ενέχουν το στοιχείο της απώλειας. Οι έρωτες, οι άνθρωποι, οι πόλεις. Η εμμονή στην αναζήτηση των λέξεων από όλες τις περιόδους της ιστορίας της γλώσσας είναι φανερή στα ποιήματά της καθώς και η συνομιλία με άλλους ποιητές και συγγραφείς από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Τα ποιήματά της μπορούμε να τα χωρίσουμε αρκετά αυθαίρετα και σχηματικά, χάριν περιγραφής, σε τρεις μεγάλες ομάδες, που σε μεγάλο βαθμό αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοεπικαλύπτονται. Τα ποιήματα της Κύπρου είναι μια ομάδα, εκείνα των ταξιδιών η δεύτερη και η τρίτη εκείνα που λειτουργούν περισσότερο ως σχόλια ή αυτοσχόλια με ένα πνεύμα αναστοχασμού και μια πιο ευδιάκριτη φιλοσοφική διάθεση. Στα περισσότερα ποιήματα το ποιητικό υποκείμενο παίρνει αποστάσεις από το βιωματικό υλικό, καθώς αυτό μεταπλάθεται σε τέχνη. Είναι φανερό ότι αντιλαμβάνεται πρωτίστως νοητικά τον κόσμο και ελέγχει τα έντονα και βαθιά συναισθήματά του. Αυτή η συναισθηματική απόσταση καθιστά τον ποιητικό της λόγο πιο δραστικό, καθώς ο πόνος δεν εκδραματίζεται, αλλά παραμένει στο υπόστρωμα του ποιήματος και προκαλεί τις δονήσεις στη γλώσσα.
Ο γενέθλιος τόπος, η Κύπρος, τροφοδοτεί τη γραφή της με εικόνες, μνήμες και λέξεις. Τα ιστορικά δραματικά γεγονότα του νησιού και τα συλλογικά τραύματα που αυτά προκάλεσαν, υπογείως διατρέχουν όλο το έργο της. Στο βάθος το πρόβλημα της Κύπρου μοιάζει να κινεί τα νήματα της γραφής της με διακριτικότητα και ποιητική αφαίρεση. Η διαμαρτυρία, η καταγγελία για το κακό δηλώνονται άλλοτε πιο φανερά κι άλλοτε υπαινικτικά μέσα από στιγμιότυπα του καθημερινού βίου, μέσα από τις έγνοιες των ανθρώπων, χωρίς κραυγές και συνθήματα. Η Μαραγκού συνομιλεί με τον τόπο, την ιστορία και τον πολιτισμό του, όχι με έναν στενά εννοούμενο και μίζερο πατριωτισμό, αλλά με αληθινή αγάπη και σεβασμό προς όλους τους κατοίκους αυτού του τόπου, με κατανόηση και στη μοίρα του αντιπάλου. Δεν προκρίνει σε καμιά περίπτωση την έχθρα, το μίσος και το φανατισμό αλλά την ειρήνη και το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και τη ζωή. Όποιος, άλλωστε, αγαπά πραγματικά το γενέθλιο τόπο του, σέβεται και το γενέθλιο τόπο των άλλων.
Άνθρωπος με δυτική παιδεία, ενστερνίζεται πολλές αρχές της δυτικής σκέψης, αλλά βρίσκει το κέντρο της στον κόσμο της Ανατολής. Η φιλοσοφία της Ανατολής αντιλαμβάνεται το συντονισμό του ανθρώπου με τη ροή της ζωής, τη δύναμη του να αλληλεπιδρά ενεργειακά με το σύμπαν και την ενότητα του χρόνου. Αυτές οι βασικές αρχές γοητεύουν τη Μαραγκού και τις ενσωματώνει στο καλλιτεχνικό της σύμπαν. Η ευρυμάθεια και η ανοιχτή ματιά της αφήνουν τα περιθώρια για να συνυπάρχουν στο έργο της η Ανατολή και η Δύση.
Αν κοιτάξουμε και το αφηγηματικό της έργο, θα παρατηρήσουμε ανάλογες τάσεις και συμπεριφορές. Το έπος της καθημερινότητας κι οι ανθρώπινες σχέσεις μέσα στο χρόνο είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Μαραγκού. Οι ήρωές της πρόσωπα ιστορικά, προερχόμενα από το οικογενειακό ή το ευρύτερο κοινωνικό της περιβάλλον και δίπλα σ’ αυτά πρόσωπα που επιμελώς πλάθει η φαντασία για να μπολιάσει την πραγματικότητα με διαφορετικές αντιλήψεις, στάσεις κι οπτικές, προκειμένου εκείνη να αναπαρασταθεί και να αποκαλυφθεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πληρότητα. Μέσα από τα πρόσωπα και τη δράση τους αναβιώνουν κι ανασταίνονται δημιουργικά διάφορες εποχές.
Η Μαραγκού παίρνει σελίδες της ιστορίας του 19ου και 20 αιώνα και μέσα σ’ αυτές ενσωματώνει πολλά γεγονότα της ζωής της και της οικογενειακής της ιστορίας. Βαδίζει παράλληλα, ανακαλύπτει τα σημεία επαφής και εκλεκτικής συγγένειας με πρόσωπα αλλοτινών εποχών που μέσω της συναισθηματικής ταύτισης τής γίνονται οικεία και κατορθώνει να τα ψυχογραφήσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά. Αν εξαιρέσουμε μερικές αφηγήσεις, όπου δηλώνονται κάποια πραγματολογικά στοιχεία του βίου της, τα αυστηρά προσωπικά της βιώματα μεταπλάθονται και καθρεφτίζονται στο σώμα των φανταστικών ηρώων ή ακόμη και κάποιων ιστορικών προσώπων. Αξίζει να επισημανθεί ότι η συγγραφέας δεν ψυχαναλύει τους ήρωες της. Δεν αναλώνεται καν σε ψυχολογικές αναλύσεις και αφήνει μέσα από σκηνές του καθημερινού βίου να φαίνονται οι περίπλοκες διαδρομές των αισθημάτων.
Κοσμοπολίτες πολλοί ήρωες της Μ. κοσμοπολίτισσα κι η ίδια. Το ταξίδι, η περιήγηση, προσφιλής της ενασχόληση, επιδρά στη διαμόρφωση του ψυχικού της πεδίου και τροφοδοτεί το αφηγηματικό της έργο με εμπειρίες, εικόνες και γνώσεις. Περιπλάνηση σε χώρες της Δύσης και κυρίως της Ανατολής, μελέτη με ενσυναίσθηση της ζωής σε άλλους τόπους, άλλες εποχές και διαφορετικές συνθήκες της δίνουν τη δυνατότητα με λογισμό και όνειρο, με φαντασία και γνώση να συλλάβει την αίσθηση, την αντίληψη, την ανάσα και το βηματισμό της ζωής που είχαν οι άνθρωποι που έζησαν άλλοτε και αλλού. Ανήσυχη περιηγήτρια η Μαραγκού αναζητά να κατανοήσει την αλληλεπίδραση ανθρώπου και τόπου. Οι πόλεις, οι τόποι με τη στρωματογραφία αιώνων που κουβαλούν κεντρίζουν διαρκώς το ενδιαφέρον της, όπως και οι ποικίλοι τρόποι , οι παραλλαγές με τις οποίες οι άνθρωποι υποδέχονται τη ζωή, τη μοίρα, το θεό και το θάνατο. Όλη αυτή η αναζήτηση της επιτρέπει να αντιλαμβάνεται τη ζωή με περισσότερη ανοιχτοσύνη και να συμπεριφέρεται με την ευρύτητα πνεύματος που διαθέτει ένας πολίτης του κόσμου.
Το ταξίδι υπάρχει πάντα στις αφηγήσεις της. Επιστρέφει σε μέρη αγαπημένα μέσω του λόγου και κοινωνεί τη γνώση και την εμπειρία που της χάρισαν. Κάθε χορταριασμένος τόπος έχει μνήμη κι αυτή τη μνήμη η συγγραφέας θέλει να την αποκαλύψει, γιατί κρύβει ακριβά μυστικά, πολύτιμα δώρα. Υπάρχει ένα εσωτερικό νήμα που δίνει ενότητα στο αφηγηματικό της έργο. Τάσεις και διαθέσεις, παρόμοια ερωτήματα και προβληματισμοί, τόποι και ιστορικά γεγονότα επανέρχονται, ήρωες και περιστατικά ξαναγυρίζουν πολλές φορές αθόρυβα και διακριτικά για να προστεθεί κάθε φορά μια καινούρια λεπτομέρεια.
Η Μαραγκού αναβιώνει έναν κόσμο που συχνά ερχόταν αντιμέτωπος με οριακές καταστάσεις, που θεωρούσε δεδομένο τον αγώνα για την επιβίωση και δεχόταν την περιπέτεια, τη μεταβολή της τύχης με μαχητικότητα, αλλά και όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν με αποδοχή και καρτερικότητα. Έναν κόσμο που ως συλλογική μνήμη τον κουβαλάμε μέσα μας, έναν κόσμο που αναγνωρίζει την αξία της ζωής και παλεύει γι’ αυτήν, έναν κόσμο που για τους νεότερους είναι πιο κοντά στο παραμύθι και το θαύμα. Οι ήρωες της Μαραγκού σε όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουν είναι άνθρωποι με βίο πολυτάραχο και περιπετειώδη και τα γεγονότα τα ιστορικά αλληλοεπιδρούν με τις εσωτερικές τρικυμίες της ψυχής τους. Κάπως έτσι όμως είναι και η ζωή, ένα αξεδιάλυτο μίγμα αυτού που βιώνουμε
και στο βάθος σκεφτόμαστε για αυτήν και αυτού που οι συνθήκες οι ιστορικές δημιουργούν.
Η απλότητα και η αμεσότητα χαρακτηρίζουν τις αφηγήσεις της Νίκης Μαραγκού. Μοιάζει η τέχνη της με κείνη των παραμυθάδων που όσο επώδυνα και τρομερά πράγματα κι αν αφηγούνται, αυτό που μένει στο τέλος είναι η γλύκα και η ομορφιά της ζωής. Απουσιάζει η υπερβολή, η επιτήδευση, απουσιάζει ο ναρκισσισμός και η νοσηρότητα. Στην πάλη του φωτός με το σκοτάδι, το φως κερδίζει τις μάχες και παραμένει στόχος κι αυτοσκοπός. Από τα βιβλία της μένει η κατάφαση στη ζωή, η αποδοχή της ζωής όσο δύσκολη, σκληρή και τραγική κι αν είναι.
Τα γυναικεία πρόσωπα στο έργο της Μαραγκού παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία. Γυναίκες αρχόντισσες, αστές, διανοούμενες, λαϊκές κι αγράμματες που μεταφέρουν τη σοφία της φύσης, το πνεύμα διάκρισης που έχουν κατακτήσει μέσα στις δυσκολίες και τους κόπους, που προτάσσουν την αξία της ζωής, της αγάπης, της ειρήνης και της εστίας. Γυναίκες που δημιουργούν, που αναζητούν το δικό τους δρόμο στην τέχνη και τη ζωή. Γυναίκες γήινες σε επαφή με το συγκεκριμένο που γνωρίζουν την ενέργεια της γης και της φύσης, συμφιλιωμένες και με το άλογο στοιχείο της ύπαρξης το μαγικό και παραμυθένιο. Γυναίκες που γνωρίζουν την αξία της προσφοράς, της φροντίδας, γυναίκες που δημιουργούν νόστιμα φαγητά, ανοίγουν φύλλο με τέχνη, υφαίνουν αριστουργήματα στους αργαλειούς, νοικοκυρές με τα προσεγμένα σπίτια τους αρχοντικά ή φτωχόσπιτα, σπίτια με τη φτερούγα της στοργής και της αγάπης.
Αξίζει να σταθούμε στο τελευταίο της βιβλίο με τον τίτλο «18 αφηγήσεις». Εδώ η Μαραγκού καταγράφει αφηγήσεις γυναικών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που δέχτηκαν να της μιλήσουν για τις ανατροπές που η ζωή τους έχει υποστεί, εξαιτίας των παιχνιδιών της ιστορίας, τόσο στη δεκαετία του 60, όσο και μετά την εισβολή. Από τις αφηγήσεις τους προκύπτει μια ιστορία της Κύπρου, έτσι όπως δεν θα την έγραφε κανένας ιστορικός, ιδωμένη από τη ματιά των ηττημένων. Και ηττημένοι σ’ αυτή την ιστορία είναι κυρίως αυτοί που δε ρωτήθηκαν και μόνο κλήθηκαν, θέλοντας και μη, να υποστούν τις συνέπειες του ανελέητου πολιτικού παιχνιδιού. Μια ιστορία γραμμένη από τις γυναίκες, βιωμένη από την οπτική του φύλου τους, αφηγημένη στη δική τους ντοπιολαλιά. Η μόνη παρέμβαση της συγγραφέως είναι να διαγράφει τα περιττά λόγια, τις επαναλήψεις, να επεξηγεί ό,τι δεν είναι κατανοητό, ώστε να προκύπτει ένα κείμενο μεστό και αναγνώσιμο.
Η Νίκη Μαραγκού, όπως ισχυρίζονται οι άνθρωποι που τη γνώρισαν, κυκλοφορούσε πάντα με ένα μπλοκ. Όχι μόνο για να γράφει, αλλά και για να ζωγραφίζει. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τη σημασία που έχει η ζωγραφική στη συνολική πολιτισμική παρουσία της Νίκης Μαραγκού. Ζωγράφιζε ακουαρέλες, έκανε κολάζ, χαρακτικά, αγιογραφίες. Στα περισσότερα έργα της απουσιάζει η προοπτική, μια ένδειξη ότι η τέχνη της έχει επιρροές από τη βυζαντινή ζωγραφική. Το ενδιαφέρον της για τους ανθρώπους, τα τοπία και για τα απλά καθημερινά πράγματα φαίνεται και στη ζωγραφική της, όπου σχεδιάζει προσόψεις κτιρίων, αντικείμενα του σπιτιού, νεκρές φύσεις, διακοσμητικά σχέδια με έντονα χρώματα, αλλά και προσωπογραφίες. Τα υδατοχρώματα ευνοούν τη διαφάνεια και το λυρισμό στις εικόνες της.
Στις μέρες μας, όπου η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα, τώρα που η Ελλάδα κι η Κύπρος δοκιμάζονται σκληρά μέσα στο απάνθρωπο παιχνίδι του σύγχρονου οικονομικού πολέμου και που έχουν αρχίσει φανερά και απροκάλυπτα πάλι να χτίζονται τείχη, να χαράζονται με βία οι διαχωριστικές γραμμές και να ακούγεται η ρητορεία του μίσους, τέτοιες φωνές, όπως αυτή της Νίκη Μαραγκού μας υπενθυμίζουν ότι η ζωή πάντα παλεύει για να υπάρχει, μας δίνουν το κουράγιο, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, να πατάμε στη γη και προπαντός να μην χάνουμε την ανθρωπιά μας.
Αρχοντούλα Διαβάτη
Δεν της πήρα λουλούδια
Γνωριστήκαμε στην Διεθνή έκθεση βιβλίου, εδώ, στη Θεσσαλονίκη, μπρος στο σταντ του Ροδακιού όπου είχες εκδώσει τότε το Γιατρό από τη Βιέννη κι εγώ Στη μάνα του νερού. Ανταλλάξαμε τα βιβλία μας με αφιέρωση, εγώ γεμάτη προσδοκίες για την τύχη του πρώτου βιβλίου κι εσύ συγκρατημένη – είχες πίσω σου δρόμο μακρύ στην ποίηση και στη ζωγραφική, στη δραματουργία και στο παραμύθι, στα διηγήματα, στις μεταφράσεις και στο μυθιστόρημα. Πολυβραβευμένη, καταξιωμένη, μια τυχερή γυναίκα.
Επικοινωνούσαμε με μηνύματα ηλεκτρονικά που γεφυρώνονταν με επισκέψεις ανάμεσα στα άλλα ταξίδια σου ξανά και ξανά στη Θεσσαλονίκη, καλεσμένη κάθε τόσο από συλλόγους και σε συνέδρια ή σταθερά καλεσμένη στη Διεθνή Έκθεση βιβλίου. Και μια δική μου επίσκεψη υπήρξε μια φορά, στη Λευκωσία, μαζί και μια παρουσίαση του βιβλίου μου στον ΚΟΧΛΙΑ, στο δικό σου βιβλιοπωλείο, από σένα βέβαια με τη γνωστή σου γενναιοδωρία, και αυτή την παράξενη ακτινοβολία ενός πνευματικού ανθρώπου με γνώση και ήρεμη καλοσύνη.
Και τα μηνύματα συνεχίστηκαν – ευχές και ποιήματα και φωτογραφίες ταξιδιών και μικρά κείμενα ή ανήσυχες αιτιάσεις κάποτε- από μένα κυρίως για τη δύσκολη δημιουργικότητα τη δική μου ή τον αρνητισμό των εκδοτών. Μου έστειλες ζωγραφισμένες χειροποίητες -όπως τις έλεγες- ευχές για το νέον έτος 2013, και σου έστειλα τον Ιούνιο την κριτική στα Νέα -δεν την είχες δει;- για τις Δεκαοκτώ Αφηγήσεις, από το ΡΟΔΑΚΙΟ και πάλι. Στη μέρα της γυναίκας μου έστειλες φέτος Το προζύμι, ενώ πέρυσι την ίδια μέρα μου είχες στείλει το ποίημα για την επέτειο του θανάτου της μητέρας – Δεν της πήρα λουλούδια.
Και μετά ήρθε κεραυνός η είδηση του θανάτου σου από τροχαίο στο Φαγιούμ, στην Αίγυπτο που αγαπούσες να μελετάς κι όλο εκεί ήθελες να γυρνάς πάλι και πάλι, στην Αίγυπτο του αγαπημένου αλεξανδρινού που αυτός ήταν το πρώτο σου ηδονικό διάβασμα όταν ήσουνα παιδί και σου άρεσε να αντιγράφεις τους ποιητές. Μια Πέμπτη, στις 7 Φεβρουαρίου 2013 – κι ας έμοιαζες άτρωτη έτσι ήρεμη, ευλογημένη θαρρείς, μητέρα και γιαγιά και κοσμοπολίτισσα και καταξιωμένη συγγραφέας και ανήσυχη και δημιουργική: μια πανοπλία αγάπης απέναντι στη συνηθισμένη κακοτυχία και φθορά. Μια πανοπλία που, τελικά, δεν τη φόρεσες πολύ. Αλίμονο.
Τι μεγάλη λύπη, τι μεγάλη απώλεια για τους δικούς σου ανθρώπους και για την Κύπρο, έναν τόπο όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη, για τους φίλους σου στον κόσμο όλο. Τώρα είσαι ακόμα στα κοινωνικά δίκτυα με τις φωτογραφίες και τα λόγια σου, ένα ανοιχτό βήμα να ερχόμαστε και να ανταλλάσσουμε λύπη και ποιήματα. Xτες μάλιστα, στις αναγγελθείσες μέλλουσες εκδηλώσεις στο facebook ήταν καρφιτσωμένα τα γενέθλιά σου, σαν να μην έφυγες ποτέ, στις 23 Μαΐου.
Ξεφυλλίζω τα ποιήματά σου – Προς αμυδράν ιδέαν, Ποιήματα 2003-2013.
Μια πρώτη εκτύπωση από το ΡΟΔΑΚΙΟ, παλιά μήτρα των ποιημάτων σου και σήμερα πάλι της νέας υπό έκδοσιν συλλογής. Είναι μια δίγλωσση έκδοση -αγγλικά, ελληνικά–, η μετάφραση από τα ελληνικά της Ξένιας Ανδρέου. Τα της Κύπρου, Τα Αλεξανδρινά, Περίπλους, Τα Αμετάφραστα, οι επιμέρους ενότητες. Ταξιδιώτης, flaneur, αναζητάς αδιάκοπα την ταυτότητά σου στις χώρες της Ευρώπης, στην Αίγυπτο ή στην Τουρκία ,στον μυστηριακό κόσμο της Ανατολής ή σταθερά στις κοινότητες της Κύπρου, συνομιλώντας με τους λαϊκούς ανθρώπους, κερδίζοντας ολοένα σε ωριμότητα, ήρεμη καλοσύνη και σοφία. Ωστόσο, «μη νομίζετε, φίλοι από το βορρά,/ ότι αυτό που συνέβηκε το’ 74 / δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου/, κάθε μέρα.».
Φτιάχνεις τα ποιήματά σου με απλά χωμάτινα υλικά της καθημερινότητας, της ιστορίας και της μνήμης με έναν ήρεμο στοχασμό στο τέλος, κερδίζοντας έμπνευση από τις ασταμάτητες διαδρομές σου στο χώρο και στο χρόνο. Τα σκηνοθετείς μετά αφήνοντας για το τέλος πάντοτε μια συγκινημένη σκέψη σαν κατακλείδα.
«…Όταν είδε στο Google Earth τη χαρουπιά / όπου άφηνε το τράκτορ δωδεκάχρονος / κι έτρεχε / πρώτα στο θάμνο με τα σκίνα / και μετά στη θάλασσα /Για να μην κάψει τα πόδια του / έκλαψε πικρά.».
Δεν ενδίδεις στην παραγραφή της μνήμης και την αλλοτρίωση, «αυτό που λένε νεκρή ζώνη δεν υπάρχει», γιατί « Στο σκοινί με τα ρούχα της μνήμης / μικρές φανέλες σκάζουν στον ήλιο.». Εσύ ανένδοτη κοιτάζεις νοσταλγικά μέσα σου «τον αιωρούμενο κήπο / που ήταν η Κερύνεια…»
Γιατί οι γυναίκες ξέρουν οι Χριστιανές και οι Τουρκάλες «αυτό που οι άντρες τους καμιά φορά το ξεχνούσαν» – « και οι δυο κουβαλούσαν τα βρέφη στη ράχη τους / και τη γνώση τους για την ιερότητα της ζωής».
Υπάρχει το αύριο. «Αύριο / θα ανατείλει ο ήλιος στην ώρα του…», παρόλο που στον ΠΕΔΟΥΛΑ, «Στριφογυρίζουν τα κλήματα / στις έρημες αυλές / φυτεμένα από άλλες γενιές / σκαρφαλώνουν στις σιδεριές / σε μια άναρχη διάταξη, / ένα χάος από κλαδιά, ξερά τσαμπιά,/ χωρίς πουλιά /, ανεβαίνουν προς τον ουρανό, / κατεβαίνουν προς το πλακόστρωτο / με τα σάπια κίτρινα φύλλα / μάρτυρες μιας ζωής που τέλειωσε./»
Στα ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΑ η γυναίκα περιδιαβαίνει στις ημέρες του ταξιδιού με τις αισθήσεις ζωντανές ζωγραφίζοντας εικόνες μιλώντας μας εμπιστευτικά σε πρώτο πρόσωπο «…τα καροτσάκια πουλούν / φούλια , γλυκοπατάτες, αχιβάδες με λεμόνι, σπόρια /. Νοικιάζουν πατίνια για τα παιδιά.» Ή σε άλλο ποίημα, «ήπια σαλέπι με καβουρδισμένα αμύγδαλα / φουντούκία, σταφίδες.»
Στον ΠΕΡΙΠΛΟΥ, τα μπλε παπούτσια ενός άντρα, προφανώς ενός αγαπημένου άντρα, είναι ένα ποίημα που παραπέμπει σε ένα τότε που φέρνει δάκρυα ασταμάτητα και ίσως συνδέεται με το ποίημα επιστρέφοντας, όπου «και ο έρωτας μου φαίνεται / υπόθεση πια μακρινή / Συνεχίζω λοιπόν την ανάγνωση» και λιγότερο με το ποίημα Περασμένα μεσάνυχτα, όπου «…η αίσθηση της μοναξιάς σχεδόν ηδονική…».
Εδώ διαβάζω και το ποίημα Δεν της πήρα λουλούδια, αποθέωση της αγαπημένης μητέρας, γυναίκας αεικίνητης «μες τις καλές τις μέρες», «με προσοχή αντιγράφω τις κινήσεις της», κι αυτό είναι αρκετό. Εξάλλου οι γυναίκες και στο Βουκουρέστι «…φροντίζουν να ανατέλλει ο ήλιος στη σωστή ώρα / κάθε μέρα.»
Περιδιαβάζοντας ζωγραφίζει εικόνες, όπως ΣΤΟ ΚΑΙΡΟΥΑΝ, «και το γεροντάκο (είδα)/ που περνούσε σε φοινικοβελόνες / ένα-ένα τα γιασεμιά. /Τα πουλιά έπιναν νερό από τις παλάμες των νεκρών» ή μένεις έκθαμβη μπροστά στο μυστήριο του κόσμου, στη Μπενάρες.
Κάποτε σταματά την αγχωμένη περιδιάβαση: ΚΑΝΕΝΑ ΑΛΜΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ, μεγαλύτερο απ’ τη φθορά,λέω εγώ, «μόνο βήματα αργά/ που μου επιτρέπουν να παρατηρώ / τον κάλυκα του άνθους / πώς τεντώνεται/ τις τελευταίες ακτίνες/ να αγγίξει/ του φωτός…». Να μη μας αιφνιδιάσει το αναπότρεπτο τέλος.
Με τα Συρόμενα φύλλα φαίνεται η ανάγκη για μια νέα ταξινόμηση /καθώς προχωρούμε προσεκτικά / στην αρχή διστακτικά / σε μια καινούρια διάταξη, μέχρι το ποίημα, Σαν λιμπελούλα, όπου διακηρύσσεται δοξαστικά η πίστη σε έναν ευτυχισμένο έρωτα επιτέλους, μια συνεχή ευτυχία / που πεταλίζει γύρω μου / σαν λιμπελούλα. Αλλά «…καθώς το μαλακό φως του φθινοπώρου / άναβε τους φοίνικες στο παράθυρο» – ακριβή μεταφορά για την δειλινή εκείνη μεταιχμιακή ώρα – μια εμπνευσμένη παρομοίωση μετά για μια ερωτική σχέση βραδυφλεγή και δύσκολη της παρακμής των ημερών μας, που δυσκολεύεται να μεταδώσει τη φλόγα και την έκρηξη, «που (όμως) ξαφνικά ανάβει και φωτίζεται / όπως οι φοίνικες στο παράθυρο, / αφήνοντας όλα τ’ άλλα στο σκοτάδι», ξημερώνει.
Αντίο ή Γεζούλ( =όλα χάνονται ) και πάλι αντίο.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΤΤΑΛΙΔΟΥ ΣΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Η εικαστικός μιλά για τη μητέρα της Νίκη Μαραγκού
Ο Φιλελεύθερος Παρασκευή, 21 Ιουνίου 2013
Η Νίκη με έμαθε να έχω ενθουσιασμό για τα μικρά και τα μεγάλα θαύματα
Η Νίκη Μαραγκού έφυγε σε μια πολύ δημιουργική περίοδο της ζωής της, προτού προλάβει να δει τυπωμένες δυο σημαντικές εκδόσεις που είχε στα σκαριά. Την ποιητική συλλογή «Προς αμυδράν ιδέαν», ποιήματα 2003-2013, εκδόσεις Ροδακιό, και ένα άλλο βιβλιαράκι, με τον τίτλο «Θάλασσα», εκδόσεις Rimal, με ένα κείμενο της ίδιας και φωτογραφίες της Μεξικανής μεταφράστριας και φίλης της Σέλμα Ανσίρα. Τα δυο αυτά βιβλία παρουσιάστηκαν πρόσφατα στην Αθήνα, στο Βερολίνο και στη Λευκωσία. Την έκδοσή τους προώθησε η κόρη της, εικαστικός Κατερίνα Ατταλίδου, η οποία μας μίλησε για τη μητέρα της και για όσα έμαθε να αγαπά μαζί της… Κλείσαμε ραντεβού στο σπίτι της Νίκης Μαραγκού στον Άγιο Δομέτιο. Ένα όμορφο αστικό σπίτι τις δεκαετίας του ’60 γεμάτο με έργα της ίδιας, αναμνηστικά από ταξίδια της και πολλά βιβλία. «Εδώ έρχομαι κάθε μέρα τα πρωινά, καταγράφω τα βιβλία της και φροντίζω το σπίτι», θα μου πει η Κατερίνα.
Ήταν ολοκληρωμένα τα τελευταία βιβλία της Νίκης προτού φύγει;
Η ποιητική συλλογή ήταν σχεδόν έτοιμη και η παρουσίαση είχε οριστεί για τον Μάρτιο. Συγκεντρώνει τα ποιήματά της των 10 τελευταίων χρόνων. Μέρος των ποιημάτων τα εξέδιδε σε χειροποίητα βιβλιαράκια που τύπωνε μόνη στον υπολογιστή, τα έδενε με μια κορδέλα και τα χάριζε σε φίλους. Μετά από το ξαφνικό συμβάν του Φεβράρη ένιωσα την επείγουσα ανάγκη να ζητήσω από την εκδότριά της Τζούλια Τσιακίρη να προχωρήσει με την έκδοση. «Η Θάλασσα» ήταν ένα κοινό όνειρο της Νίκης και της Σέλμας και βοήθησαν στην ολοκλήρωσή της και οι δύο αδελφές της Νίκης, η Άννα και η Μαρίνα καθώς και η εκδότριά της Νόρα Σιάουα.
Απ’ ό,τι ξέρω ετοίμαζε μια σειρά ζωγραφικά έργα για τα Καβάφεια, εμπνευσμένα από την πόλη Φαγιούμ. Τι έγινε με αυτά τα έργα;
Ναι, υπάρχει μια σειρά από μονοτυπίες που έγιναν για τα Καβάφεια, η οποία πιθανόν να εκτεθεί το φθινόπωρο στο σπίτι του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια. Επίσης, βρήκα στο γραφείο της κάποια κείμενα για την Αλεξάνδρεια, με τα οποία έφτιαξα με τη βοήθεια του φίλου της Νίκου Νικολάου ένα βιβλιαράκι σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, το οποίο έχει ήδη σταλεί στην Αλεξάνδρεια.
Στον πρόλογο του «Προς αμυδράν ιδέαν» γράφεις ότι η Νίκη έφυγε σε μια στιγμή της ζωής της πολύ δημιουργική και ευτυχισμένη. Αυτό το στοιχείο σού έδωσε δύναμη να αντιμετωπίσεις τον θάνατό της;
Η είδηση με βρήκε ανέτοιμη και αδύναμη. Χάρη σε ένα ένστικτο πρωταρχικό, αλλά και χάρη στη σοφία και συμπαράσταση του γιου μου, και γενικότερα όλης της οικογένειας και των φίλων μας, μπόρεσαν να γίνουν όλα όπως έπρεπε. Το ταξίδι στην Αίγυπτο, ο αποχαιρετισμός του σώματος, το πέρασμα από το σπίτι, η επιστροφή στη γη, η φροντίδα του τάφου. Το τελετουργικό υπήρξε πολύ πηγαίο, βαθύ και σημαντικό.
Σε έκανε να δεις τη ζωή αλλιώς ο θάνατός της;
Συνειδητοποίησα πόσο εύθραυστοι και ευάλωτοι είμαστε. Πώς μια στιγμή μπορεί να ανατρέψει τα πάντα. Πως είναι καλά να χαιρόμαστε κάθε στιγμή που είμαστε ζωντανοί. Η Νίκη έφυγε σε μια στιγμή όπου ήταν ευτυχισμένη και αυτό με οδηγεί σαν φάρος. Νιώθω πως ο καλύτερος τρόπος να τιμήσω τη μνήμη της είναι να αγαπώ τη ζωή και τους ανθρώπους με την ίδια χαρά και δημιουργικότητα με την οποία η ίδια διέσχισε τη ζωή.
Τι την έλκυε στην Αίγυπτο;
Διάβασα σε ένα κείμενο της ιδίας πως στην Αλεξάνδρεια έβρισκε τα κομμάτια ενός παζλ που είχε την ανάγκη να συμπληρώσει. Πιστεύω πως την έλκυαν τα επίπεδα της ιστορίας που είναι εμφανή σ’ αυτή την πόλη, οι άνθρωποι και οι ρυθμοί. Επίσης, όταν βλέπω φωτογραφίες της παραθαλάσσιας αυτής πόλης σκέφτομαι πως ίσως να έβρισκε εκεί κάτι από τις μνήμες της Αμμοχώστου. Συνήθιζε να πηγαίνει συχνά με τον φίλο της ζωγράφο Αντρέα Καραγιάν και να περνά μέρες φτιάχνοντας ακουαρέλες σε διάφορα σημεία της πόλης.
Πώς οδηγήθηκε στη ζωγραφική;
Η γιαγιά μου η Καίτη ζωγράφιζε και έφτιαχνε ξυλόγλυπτα. Ήταν μια δυναμική γυναίκα από την Κοζάνη, μαία στο επάγγελμα. Κρατούσε την κλινική του παππού, μεγάλωνε τις κόρες της και στον ελεύθερο της χρόνο είχε φτιάξει μια απίστευτη σειρά από λάδια με ελαιοχρώματα, εξαιρετικά προχωρημένα για την εποχή της. Εκτός από τις αντίκες, το σπίτι του παππού ήταν γεμάτο με τα έργα της. Ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους…
Οπόταν θα ‘λεγες ότι η ζωγραφική ήταν στο DNA σας;
Ίσως. Η Νίκη είχε την ανάγκη να δημιουργεί από πολύ νωρίς. Τα ημερολόγιά της ήταν πάντα διακοσμημένα, ζωγραφισμένα. Αργότερα, στο Βερολίνο εμφάνιζε μόνη της τις ασπόμαυρες φωτογραφίες που τραβούσε. Δούλεψε για χρόνια τον πηλό, τη χαρακτική, μάζευε πάντα αντικείμενα με τα οποία δημιουργούσε μικρές κατασκευές, και είχε πάντα στην τσάντα της το κουτί με τις ακουαρέλες και το μπλοκ ζωγραφικής. Θεωρούσε ότι η δημιουργικότητα είναι το πιο μεγάλο δώρο για τον άνθρωπο.
Οι αδερφές Μαραγκού, η Νίκη και η Άννα, θεωρούνταν αντισυμβατικές και προοδευτικές για την εποχή τους. Τι καθόρισε τον χαρακτήρα τους;
Είχαν καλή μόρφωση και ταξίδεψαν πολύ νέες. Είχαν ανοίγματα προς τη ζωή. Πιθανόν να έπαιξε ρόλο και το Βαρώσι που ήταν ένα κέντρο για τις νέες ιδέες και τάσεις. Η Νίκη περνούσε τα καλοκαίρια ατελείωτες ώρες στη βιβλιοθήκη του θείου της Μήτσου Μαραγκού με τις πολύτιμες και σπάνιες εκδόσεις. Μετά πήγε στο Βερολίνο, όπου έζησε τον Μάη του ’68, μια πολύ ιδιαίτερη εποχή. Έκανε παρέα με καλλιτέχνες όπως τον Αλέξη τον Ακριθάκη. Η Νίκη ήταν ανοιχτή και απενοχοποιημένη, περισσότερο κι από τις γυναίκες του σήμερα.
Η αγάπη της θάλασσας
Στα βιβλία και στους πίνακές της πρωταγωνιστεί η θάλασσα. Πώς εξηγείς αυτή την αγάπη;
Η αγάπη της για τη θάλασσα είναι συνδεδεμένη με το Βαρώσι. Κάθε φορά που υποψιαζόταν ότι ίσως να υπήρχε μια πιθανότητα να επιστρέψουμε, έλαμπε ολόκληρη. Την πρώτη φορά που πήγαμε μαζί, παρόλο που η εικόνα της πόλης ήταν τόσο σκληρή, η Νίκη ήταν σαν μαγεμένη με τη θάλασσα. Μου έλεγε: «Δες την άμμο, έχεις δει πιο ωραία άμμο στη ζωή σου; Δες την πέτρα την «καμήλα» όπου κολυμπούσαμε… έλα να κολυμπήσουμε ώς εκεί».
Πηγαίνατε ταχτικά στην Αμμόχωστο;
Πιο συχνά πηγαίναμε μαζί στο Ριζοκάρπασο, όπου κάναμε με τον Στέφανο Καράμπαμπα, τον σύντροφό μου, μαθήματα τέχνης στα παιδιά. Πήγαινε συχνά στην Κερύνεια με τον στενό της φίλο Πέτρο Αντωνίου και κολυμπούσε. Της άρεσε να πηγαίνει στα βαθιά και γυρνώντας προς τη στεριά να παρακολουθεί την κορυφογραμμή του Πενταδάκτυλου.
Σ’ έναν στίχο γράφει «μην νομίζετε φίλοι στον βορρά ότι αυτό που έγινε το ’74 δεν απλώνει σαν λεκές στη ζωή μου κάθε μέρα».
Την πονούσε η κατάσταση και την άγγιζε βαθύτατα. Αλλά δεν αναλωνόταν σε οποιουδήποτε είδους παράπονο. Στη ζωή της δεν στεκόταν να μακρηγορήσει για τα δυσάρεστα. Ο μεγάλος πόνος και η αγάπη της για την Κύπρο υπάρχει βαθύς μέσα στο συγγραφικό της έργο.
Είχε φίλους στα κατεχόμενα;
Είχε πάρα πολλούς φίλους Τουρκοκύπριους που ήρθαν στην κηδεία της και στην παρουσίαση του βιβλίου στην Πύλη Αμμοχώστου. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή και υπήρξε η πρώτη Κύπρια που βιβλίο της μεταφράστηκε στα τουρκικά.
Πώς ήταν στις φιλίες της;
Ήταν πολύ καλή φίλη, αγαπούσε τους φίλους της, τους φρόντιζε. Όποτε πήγαινε ένα ταξίδι είχε το συνήθειο να γράφει ένα κείμενο που το έστελλε στους φίλους της και ήταν σαν να πήγαιναν και αυτοί στο ταξίδι. Χάριζε τα βιβλία της, άνοιγε το σπίτι της και φιλοξενούσε συχνά κόσμο. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν ήξερε τι σήμαινε φθόνος, κακία.
Τα βιβλία και ο Κοχλίας
Γιατί άνοιξε τον Κοχλία;
Για να έχει τα βιβλία που ήθελε και δεν έβρισκε και για να συμβάλει στην κίνηση ιδεών στον κυπριακό χώρο. Ο Κοχλίας ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό βιβλιοπωλείο. Ήταν ένα κέντρο πολιτισμού.
Τι βιβλία διάβαζε;
Τα πιο σημαντικά βιβλία στη ζωή της ήταν τα ιστορικά μυθιστορήματα και γενικότερα τα ιστορικά βιβλία. Όποτε δούλευε σ’ ένα νέο μυθιστόρημα μπορούσε να περάσει κάποια χρόνια να μελετά την περίοδο για την οποία έγραφε, σε βιβλία και σε βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο.
Εσύ τι μνήμες έχεις από τον Κοχλία;
Το ’80, όταν άνοιξε το βιβλιοπωλείο, ήμουν εφτά χρονών. Περνούσα όλα μου τα απογεύματα ανάμεσα στα βιβλία. Μου άρεσε πολύ να τα συγυρίζω και να τα ταξινομώ.
Τι οδήγησε στο κλείσιμο του βιβλιοπωλείου;
Όταν άνοιξαν τα μεγάλα βιβλιοπωλεία στη Λευκωσία επηρεάστηκε πολύ η δουλειά. Όταν της έγινε η προσφορά από τον Κυριάκου να το αγοράσει, ήταν έτοιμη να αφιερωθεί σε άλλα πράγματα. Και η Νίκη είχε αυτή την απίστευτη ικανότητα, όσο πολύτιμο και να ήταν κάτι, να μπορεί να το αφήνει όταν πια δεν είχε τη χρησιμότητά του. Μετά τον Κοχλία ξεκίνησε να γράφει, να ζωγραφίζει και να ταξιδεύει με απίστευτο ρυθμό.
Ποιο θεωρείς το πιο σημαντικό της έργο;
Η ίδια θεωρούσε τις «Δεκαοκτώ αφηγήσεις» ως το πιο σημαντικό. Αγαπούσε πολύ αυτό τον τόπο και με τις «Δεκαοκτώ αφηγήσεις» ήθελε να δώσει φωνή στις γυναίκες της Κύπρου. Είναι ένα έργο ζωής. Δημιούργησε σχέσεις με τις γυναίκες, πήγαινε ξανά και ξανά και τις άκουγε, περνούσε χρόνο μαζί τους έτσι ώστε να αφομοιώσει τον λόγο τους. Εγώ αγαπώ όλα της τα βιβλία και βρίσκω ιδιαίτερα σπουδαία τη νέα της ποιητική συλλογή. Τα ποιήματά της έχουν μια αμεσότητα και με αγγίζουν βαθειά.
Έχεις βρει στο σπίτι της υλικό που δεν είναι γνωστό;
Υπάρχουν τα τετράδια ταξιδιών της. Όποτε ταξίδευε είχε ένα τετράδιο όπου σχεδίαζε. Επίσης υπάρχουν ταξιδιωτικά διηγήματα, όλη η αλληλογραφία της. Ακόμη δεν έχω ψάξει όλο το υλικό. Η Μεξικανή φίλη της Σέλμα Ανσίρα, μου εισηγήθηκε να γίνει ο χώρος ένα μουσείο λογοτεχνίας. Κάθε αντικείμενο εδώ έχει μια ολόκληρη ιστορία. Έχει ένα έπιπλο γεμάτο με βιβλία από τη βιβλιοθήκη του Μήτσου του Μαραγκού, τα οποία αγόρασε από παλαιοπώλες στο εξωτερικό.
Πιστεύεις ότι το έργο της μπορεί να αξιοποιηθεί από την πολιτεία;
Το πλούσιο συγγραφικό της έργο αναφέρεται στον τόπο με μια σύγχρονη ματιά. Θα ήταν πιστεύω πολύ σημαντικό κάποιο από τα βιβλία της να διδάσκεται στα σχολεία. Επίσης οι «Δεκαοκτώ αφηγήσεις» είναι ένα έργο που θα χαιρότανε να έβλεπε να ανεβεί σε θεατρική παράσταση ιδιαίτερα από τον ΘΟΚ με τον οποίο είχε μακροχρόνια σχέση. Επίσης είναι σημαντικό κάποια στιγμή να γίνει μια αναδρομική έκθεση με όλο το ζωγραφικό της έργο.
Σε σένα τι έμαθε η Νίκη;
Η Νίκη ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος και χαρισματικός άνθρωπος. Μου έμαθε να έχω ενθουσιασμό και περιέργεια για τα μικρά και τα μεγάλα θαύματα της ζωής. Χάρη στη Νίκη έχω μια επείγουσα αίσθηση ότι είναι πολύ σημαντικό να λέω ευχαριστώ για το θαύμα της ύπαρξης, για ό,τι έχω, και μετά να ξεκινώ τη μέρα μου. Η αγάπη της για τη ζωή, η δημιουργικότητά της, η χαρά της, η δεκτικότητά της, η τρυφερότητά της, η διακριτικότητά της και η αμεσότητα και η ειλικρίνεια με την οποία προσέγγιζε τα πάντα είναι τα μαθήματα που έχω να εμπεδώσω!
Κέντημα με φθαρμένες κλωστές
Νίκη Μαραγκού
Γεζούλ μυθιστόρημα, εκδόσεις Εστία
Το βιβλίο αυτό ξεκίνησα να το γράφω κομμάτι κομμάτι, σαν ένα πάτσγουερκ, καμωμένο με παλιά υλικά, ένα κέντημα με φθαρμένες κλωστές. Ξεκίνησα από τη γειτονιά τού Ψυρρή, όπου με έφερε μια περίεργη σύμπτωση, έψαξα εκεί τ’ αχνάρια μιας άλλης εποχής, και άρχισα να αφηγούμαι μια παλιά ιστορία, βασικά για να μιλήσω για το σήμερα.
Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι η Τερέζα Μακρή (Λούλα), που ενέπνευσε τον Βύρωνα, χωρίς το όνομα του να αναφέρεται πουθενά στο βιβλίο. Παρακολουθούμε την ανάδυση της γυναίκας αυτής πέρα από την εποχή της. Ξεκίνησα στα τυφλά, μέσα από μια περίεργη παρόρμηση, και άρχισα να διαβάζω για την περιοχή και την εποχή. Για την Αθήνα δηλαδή στις αρχές του 19ου αιώνα. Περπατούσα με τις ώρες στους δρόμους τού Ψυρρή, στην περιοχή γύρω από την Ακρόπολη, ανέβαινα στο Αστεροσκοπείο, στα δρομάκια πίσω από την Πνύκα, στους βράχους απ’ όπου φαίνονταν η Αίγινα και τ’ άλλα νησιά. Πήγαινα στη Γεννάδειο, στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβαζα τις αφηγήσεις των περιηγητών. Και κομμάτι κομμάτι άρχισε να κτίζεται η ιστορία.
Ξεκίνησε μια περιπέτεια που με πήρε στην Αθήνα του 19ου αιώνα, στην Αίγινα, την Κέρκυρα, το Μεσολόγγι, την Κωνσταντινούπολη, αλλά και την Αμμόχωστο του Μεσοπολέμου, και στο σήμερα των Bodyshop και Starbucks. Ταξίδεψα στα διάφορα μέρη όπου συγκεντρώνεται η δράση.
Ιστορικές λεπτομέρειες φώτιζαν ξαφνικά μια ολόκληρη εποχή και έτσι γίνεται το μυθιστόρημα αυτό κι ένας οδηγός της Αθήνας, χωρίς να είχα μια τέτοια πρόθεση από την αρχή και συγχρόνως μια σπουδή για το πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα, μια και ανοίγω στον αναγνώστη τα χαρτιά μου. Αυτή είναι και για μένα η γοητεία της γραφής, βουτιά σε βαθιά νερά, χωρίς καθόλου να ξέρω πού θα με βγάλει αυτή η περιπλάνηση. Δεν έχω ποτέ πρόγραμμα ή πλάνο όταν γράφω, ξεκινώ και όπου με βγάλει η τύχη, η τέχνη και η τόλμη, που έλεγε και ο Ελύτης, τα τρία Τ. Ψάχνοντας λοιπόν βρέθηκα με ανθρώπους που μου είπαν ιστορίες, έμαθα πράγματα και θάματα, πήγα στην Κωνσταντινούπολη, που την ήξερα καλά, αλλά που αυτή την φορά έπρεπε να τη δω με άλλο μάτι, όπως θα την έβλεπε μια Αθηναία που θα βρισκόταν εκεί την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου, έψαξα τους στρατώνες, τα παλιά τζαμιά, τις διαδρομές με τα βαποράκια. Πήγα στη Σαλαμίνα, όπου κατέφευγαν οι Αθηναίοι όταν τα πράγματα γίνονταν δύσκολα στην Αθήνα, πήγα στην Αίγινα του Καποδίστρια στα δύσκολα εκείνα χρόνια που κτιζόταν το νέο ελληνικό κράτος, στην Αγία Πετρούπολη των Τσάρων, αλλά και στην Αμμόχωστο, τη δική μου Αμμόχωστο των παιδικών μου χρόνων, που βρίσκει πάντα τρόπο να μπαίνει από το παράθυρο ακόμα και σ’ ένα βιβλίο η δράση του οποίου συγκεντρώνεται κυρίως στην Αθήνα του 19ου αιώνα.
Ο περίεργος τίτλος του βιβλίου Γεζούλ είναι από ένα παλιό πλακάκι που αγόρασα κάποτε στο Κάιρο, η λέξη αυτή στα αραβικά σημαίνει «όλα περνούν, όλα χάνονται». Είχα πάντα δυσκολία να βάζω τίτλους στα βιβλία, είναι το σημείο που μπλοκάρω και δεν μπορώ πια να σκεφτώ. «Γεζούλ» λοιπόν, όλα περνούν και χάνονται, ή μήπως όχι;
«Ξεκίναγα από Ασωμάτων και έφτανα στον Κεραμεικό κοιτάζοντας τα σπίτια, τους δρόμους, τους Αέρηδες από την Αιόλου, να δω με τα δικά της μάτια, να αποκλείσω τα μαγαζιά, τους νέγρους με τις τσάντες, τα Benneton, τα Bodyshop, να δω τη θέα της Ακρόπολης όπως θα την έβλεπε εκείνη από τα διάφορα σημεία του δρόμου. Και καμιά φορά στεκόμουν έκθαμβη μπροστά σε κάποιο κτήριο, κάποια εσοχή του δρόμου, κάποιο ετοιμόρροπο μπαλκόνι, με μια αίσθηση λες και ήθελαν κάτι να μου πουν σε μια γλώσσα που όμως δεν γνώριζα, που δεν ήμουν σε θέση να αποκρυπτογραφήσω. Περπάταγα λες και ήμουν τυφλή για όλα τα σημερινά, και τα μάτια έψαχναν να βρουν αυτά που δεν διακρίνονται εύκολα, τα κρυμμένα και παλιά».
«Ελευθεροτυπία»/ «Βιβλιοθήκη», τχ. 627, 30.10.2010
Επιμέλεια Μισέλ Φάις
ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ:
Πάμπος Κουζάλης
Αγαπητέ Ανδρέα. Επειδή είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτώ ότι η φωνή της Νίκης σίγησε για πάντα κι ότι δεν θα την ξανασυναντήσω σε κάποια από τις ποιητικές συναντήσεις μας εντός ή εκτός Κύπρου, θέλω να πιστεύω ότι λείπει σε ένα από τα πολλά κι αγαπημένα ταξίδια της. Μόνο που αυτή τη φορά δεν θα λάβω σε ένα email της λίγα από τα χρώματα, τις γεύσεις, τι ομορφιές, τις εικόνες που αντίκριζε κι ήθελε να μοιραστεί μαζί μας. Το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω για τη Νίκη τη μέρα που την αποχαιρετήσαμε ήταν οι εξής στίχοι:
Στο πένθος το γλυκύτατο
του μακρινού Φαγιούμ
τόσο κοντά γιατί επήγες, Νίκη;
Ενύσταξεν η ψυχή σου;
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 22/01/2011
«Γεζούλ» σημαίνει στα αραβικά «όλα χάνονται». Για την Κύπρια Νίκη Μαραγκού, η λέξη αυτή ως τίτλος στο καινούργιο μυθιστόρημά της αποκτά συμβολική σημασία, καθώς ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας αγώνας να μη χαθούν κάποια πράγματα, εκ πρώτης όψεως ασήμαντα
Στα παλιότερα μυθιστορήματα και διηγήματά της, αρχίζοντας από το 1991(«Μια στρώση άμμου» , «Είναι ο πάνθηρας ζωντανός» , «Γιατρός από τη Βιέννη»και «O Δαίμων της πορνείας»), η Νίκη Μαραγκού αναστήλωνε με χαρισματική τέχνη και διέσωζε πρόσωπα και στιγμές της πρόσφατης ελληνικής και κυπριακής ζωής, συχνά στηριγμένη σε αυτοβιογραφικό υλικό. Σήμερα χτίζει μια σύνθεση με παράλληλες αφηγήσεις για πρόσωπα από διαφορετικές εποχές.
Τα δυο κεντρικά γυναικεία πρόσωπα έχουν κοινό σημείο εκκίνησης τη γειτονιά του Ψυρή στην Αθήνα. Η πρώτη από τις δυο, η Λούλα, γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί στις αρχές του 19ου αιώνα. Στο πατρικό της, το σπίτι του προξένου της Αγγλίας Προκόπιου Μακρή, φιλοξενήθηκε το 1809 ο λόρδος Βύρων. Η Λούλα δεν είναι άλλη από τη Θηρεσία ή Τερέζα Μακρή, την περίφημη «κόρη των Αθηνών», την παιδούλα που ερωτεύτηκε ο ποιητής τουChild Ηarold. Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των προσώπων και οι συνθήκες διαβίωσής τους αποδίδονται ελλειπτικά- ο Βύρων αναφέρεται στο βιβλίο ως ο «Εγγλέζος» και το όνομά του αναγράφεται μόνο στο οπισθόφυλλο. Η αφήγηση της ιστορίας της Λούλας, του γάμου της με έναν άλλο Εγγλέζο, των ταξιδιών της και των περιπετειών της εκτυλίσσεται παράλληλα με την αφήγηση μιας άλλης γυναίκας, που βρέθηκε έπειτα από τις δικές της περιπλανήσεις και αναζητήσεις στη γειτονιά του Ψυρή της σύγχρονης Αθήνας, και ξεδιπλώνει αποσπασματικά, σε λόγο πρωτοπρόσωπο και συχνά εξομολογητικό, θραύσματα μνήμης από ιστορίες ζωής, της δικής της και άλλων.
Κριμαία και Κύπρος
Οι ιστορίες των δυο γυναικών μοιάζουν να απλώνονται σε έναν κοινό χάρτη μετακινήσεων σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, της Ευρώπης και της Μεσογείου, από τα κέντρα και τις υπό κατασκευή πρωτεύουσες των νέων κρατών στις εξίσου σκονισμένες επαρχιακές πόλεις και αντιστρόφως- στοιχειοθετώντας έναν τρόπο ζωής τόσο οικείο για τον μείζονα ελληνισμό του 19ου αιώνα, «αυτόχθονα» και «ετερόχθονα», που οι περιπέτειές του συνεχίστηκαν και σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα: Αθήνα, Αίγινα, Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Κέρκυρα, Πειραιάς, Μάλτα, Κωνσταντινούπολη, Αγία Πετρούπολη, Μεσολόγγι, Αμμόχωστος.
Οι παράλληλες αφηγήσεις των δυο γυναικών πλαισιώνουν η μια την άλλη σε ένα ιστορικό φόντο από σημαντικά γεγονότα, την Ελληνική Επανάσταση, τον Κριμαϊκό Πόλεμο, διεθνείς συρράξεις και διπλωματικά επεισόδια στην Ελλάδα και αλλού, όπως τα «Πατσιφικά» στην Αθήνα του 1849-50, που είχαν ως συνέπεια τον αποκλεισμό του Πειραιά. Οι ιστορικές αναφορές φτάνουν μέχρι την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Το βιβλίο, κεντημένο με το υλικό της ιστορίας, διαφοροποιείται ωστόσο ριζικά από άλλα σύγχρονα μυθιστορήματα με ιστορικό θέμα- μία από τις κυρίαρχες τάσεις της πεζογραφίας μας. Η συγγραφέας, αν και γράφει, όπως και άλλοι ομότεχνοί της, ύστερα από προσεκτική τεκμηρίωση και μελέτη ιστορικών ντοκουμέντων, καθώς γίνεται αντιληπτό στον έμπειρο αναγνώστη, ωστόσο υπονομεύει ό,τι θα μπορούσε να υπηρετήσει μια κυρίαρχη ιστορική αφήγηση, την τελεολογία της και τα όποια μηνύματά της: δεν έχουμε μια ιστορία, αλλά ιστορίες ζωής, που μένουν ανοιχτές, ακόμη κι όταν κλείνουν βιολογικά με τον θάνατο, καθώς συνεχίζονται και αναδιπλασιάζονται στη φαντασία άλλων ανθρώπων, μέσα από τα σκόρπια τεκμήρια που άφησαν με τις ιστορίες τους και τα υλικά ίχνη τους, τα χαμένα σπίτια της αναγκαστικής προσφυγιάς τους, και τα αντικείμενά τους.
Κοινωνικοί ρόλοι
Η συγγραφέας, δουλεύοντας με το υλικό της καθημερινότητας των ανθρώπων, τους παρουσιάζει κυρίως μέσα από τις απλές δραστηριότητές τους, τις χειρονομίες τους, τις προσωπικές στιγμές τους, καθώς εργάζονται, χτίζουν, ράβουν, μαγειρεύουν, ντύνονται, παίζουν, διασκεδάζουν, κι ενώ ουσιαστικά παράγουν και εδραιώνουν έθιμα, κινήσεις, συμπεριφορές, θεσμούς, με τους οποίους προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις στοιχειώδεις, οριακές τραυματικές καταστάσεις της ζωής, που κορυφώνονται στον έρωτα και τον θάνατο. Αυτές οι οριακές καταστάσεις αποτυπώνονται στα πρόσωπα του βιβλίου με μεγάλη τέχνη, ως χαρακτηριστικά και μυστικά των διαφορετικών επαγγελμάτων και κοινωνικών ρόλων μιας παρελθούσας εποχής: γιατρός, νοσοκόμα, πολεμιστής, αρχιτέκτονας, παλαιοπώλης, μοδίστρα, ζωγράφος, πρόξενος, νοικοκυρά.
Η Λούλα και η χήρα μητέρα της βιώνουν τις δύσκολες στιγμές της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους και παλεύουν με την ένδεια, που τροφοδοτεί και συνδαυλίζει τη δημιουργικότητά τους: επινοούν και εξοικονομούν, μαγειρεύουν, ράβουν, εγκαινιάζουν νέα επαγγέλματα. Παράλληλα, η σύγχρονη αφηγήτρια ιχνηλατεί με τα μάτια, ψαύει με τα χέρια τα υλικά ίχνη αυτού του παρελθόντος που καλύπτει και μακρινότερα σημεία της Μεσογείου, στις συχνές επισκέψεις της σε ένα παλαιοπωλείο στου Ψυρή, όπου μέσα από τα αντικείμενα οδηγείται σε παράξενους συσχετισμούς που αγγίζουν τα όρια της μαγείας, όπως σε αντίστοιχες επισκέψεις των ηρώων του Μπαλζάκ στον θαυμαστό και παράξενο κόσμο των παρισινών παλαιοπωλείων.
Τα αντικείμενα αυτά, ένα κεραμικό, μια ζωγραφιά, ένα κέντημα, αλλάζουν χέρια, όπως αλλάζουν οι τύχες των ανθρώπων, συμβολίζοντας μια πρόταση για την ανθρώπινη συνύπαρξη σε τόπους με μακραίωνο πολυεθνικό παρελθόν, σφραγισμένους από τη βάσανο των διακοινοτικών συγκρούσεων.
Βασιλική Χρίστη
ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
20.07.2012/diavasame.gr
Ιστορίες γυναικών
Η Νίκη Μαραγκού συγκέντρωσε στο καινούριο βιβλίο της, που κυκλοφόρησε εν μέσω μιας κρίσης που απλώνεται και βαθαίνει συνεχώς, δεκαοκτώ αφηγήσεις γυναικών από την Κύπρο.
Οι αφηγήσεις αυτές διατρέχουν διάφορες εποχές μέχρι να φθάσουν στο παρόν ή, αντίθετα, ξεκινούν από το παρόν γυρνώντας πίσω, όπως στα παραμύθια: αποικιοκρατία, ΕΟΚΑ, διακοινοτικές ταραχές, τουρκική εισβολή. Η Ελισάβετ θυμάται το σπίτι της με την αυλή και τα δέντρα στο κατεχόμενο σήμερα Καρπάσι – οι πουζαλίνες (=τα μούρα) που μάζευε ανεβασμένη στο δέντρο γίνονται το σύμβολο μιας ζωής όχι ακριβώς ανέφελης, σίγουρα όμως ευτυχισμένης. Όλες οι γυναίκες προέρχονται από αγροτικές οικογένειες και είναι συνηθισμένες στις γεωργικές εργασίες, ακόμη και τις βαριές. Δουλεύουν σκληρά, είναι ανθεκτικές στις δυσκολίες, καρτερικές και αφοσιωμένες στην οικογένειά τους. Όπως η Σουσάννα, που ο αυστηρός πατέρας της τής στέρησε μια εκδρομή με τον αρραβωνιαστικό της – και που είχε καημό ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια για να φορέσει στο γάμο της. Εκτός από τις γεωργικές εργασίες, οι γυναίκες ασχολούνται με όλων των ειδών τις οικιακές εργασίες, με τη φροντίδα των παιδιών και βεβαίως των συζύγων τους. Υπομένουν μια μοίρα που διάλεξαν οι ίδιες ή (συνήθως) που διάλεξαν άλλοι γι΄ αυτές, με εγκαρτέρηση και αυταπάρνηση. Όπως η Ασπασία, που στάθηκε στον άντρα της σε όλα τα σκαμπανεβάσματα της επαγγελματικής του ζωής χωρίς να βαρυγκωμήσει ποτέ. Κάποιες παρακολούθησαν μόνο μερικές τάξεις του δημοτικού, άλλες πήγαν γυμνάσιο και άλλες, πιο τυχερές, μορφώθηκαν λίγο παραπάνω. Όπως η Δήμητρα που ήταν δασκάλα, μα σταμάτησε να δουλεύει όταν παντρεύτηκε. Με τα αγγλικά που γνώριζε μεσολαβούσε στους βρετανούς αξιωματούχους για να βοηθήσει τους χωρικούς. Η Κούλα, πάλι, βοηθούσε όλο τον κόσμο και με τις ενέργειές της πέτυχε να κτιστεί ένα γηροκομείο σε κρατική γη.
Οι δεκαοκτώ γυναίκες, Ελληνοκύπριες και Τουρκοκύπριες, αφηγούνται στην κυπριακή διάλεκτο και η συγγραφέας, που έχει ακούσει τις ιστορίες τους πολλές φορές, τις κατέγραψε σε ένα μαγνητόφωνο ή σε ένα σημειωματάριο αφαιρώντας αυτά που δεν είχαν ενδιαφέρον, τις επαναλήψεις, επεξηγώντας κάτι που θα ήταν ακατανόητο, έτσι ώστε να βγαίνει ένα σφιχτό κείμενο που να έχει κάτι να πει, όπως αναφέρει στη σύντομη εισαγωγή της. (Σε υποσελίδιες σημειώσεις επεξηγούνται οι λέξεις που πιθανόν να μην γνωρίζει ο αναγνώστης.) Αν και οι αφηγήσεις είναι αυθεντικές, το κοινό σημείο που τις ενώνει είναι ακριβώς αυτή η παρέμβαση της συγγραφέως (ή επιμελήτριας) που τις επέλεξε. Κάτω από τις γραμμές διακρίνεται ο ένας και μοναδικός αφηγητής που ενδύεται τα πρόσωπα αυτών των γυναικών και αφήνει να τον/την οδηγήσουν στα μονοπάτια της γραφής. Οι λέξεις μεταπλάθονται και φτιάχνουν εικόνες κι από κει γεννιούνται οι προσωπικές ιστορίες της καθεμιάς, τα μικρά και τα μεγάλα επεισόδια της ζωής τους, ο πόνος, η νοσταλγία, η προσμονή, η αγάπη.
Μαρίνα Σχίζα
Έφυγε ταξιδιάρισσα και ελεύθερη
Ο Φιλελεύθερος 10 Φεβρουαρίου 2013
Τα ταξίδια ήταν η ζωή της, όπως πολύ όμορφα διατύπωσε σε μια από τις συνεντεύξεις της στον «Φ»: «Υπήρξα μεγάλη ταξιδιώτισσα ιδιαίτερα στα νεανικά μου χρόνια. Στο τέλος του πρώτου χρόνου στο πανεπιστήμιο αγόρασα για 30 λίρες ένα αυτοκίνητο. Και γύρισα με αυτό την Ευρώπη, την Τουρκία, τα Βαλκάνια. Θυμούμαι μια φορά οδηγούσα έξω από την Πράγα ανάμεσα σε τανκς. Είχε γίνει εισβολή και δεν το είχα πάρει μυρωδία. Ήμουν ατρόμητη τότε. Μια άλλη φορά μου κτύπησε το αυτοκίνητο ένα λεωφορείο έξω από τη Σμύρνη. Τότε στην Τουρκία τα λεωφορεία δεν είχαν ασφάλεια. Μου έφτιαξαν το αυτοκίνητο σε ένα συνεργείο στη Σμύρνη. Εμαθα πολλά σ’ αυτά τα ταξίδια».
Η Νίκη ήταν περίεργη, όπως χαρακτήριζε πολλές φορές τον εαυτό της. Με την έννοια ότι την ενδιέφερε να παρατηρεί αυτό που γίνεται γύρω της. «Μπορείς να γράψεις μόνο όταν είσαι σε θέση να παρατηρήσεις. Να σιωπήσεις και να ακούσεις».
Τα τελευταία δύο μηνύματα που πήρα από τη Νίκη παραμένουν ακόμα στο Inbox του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Το πρώτο στις 10 Δεκεμβρίου 2012 με το οποίο με πληροφορούσε ότι «στις 12.12.12 (ημέρα της συντέλειας του κόσμου κατά τους Μάγια) θα προβληθεί το βίντεο της Βουβούλας Σκούρα «Νίκη Μαραγκού Επιφάνειες νερού» στο Λουτρό των Αέρηδων στην Πλάκα στα πλαίσια της έκθεσης Αφροδρίτη 2012 ιεροί και βέβηλοι καθαρμοί». Το δεύτερο μήνυμα, ήρθε λίγες μέρες αργότερα, στις 18 Δεκεμβρίου με μια ηλεκτρονική ευχετήρια κάρτα και τον χαιρετισμό «Μέσα στα πλαίσια της γενικής οικονομικής περισυλλογής, αντί να ταχυδρομήσω τις χειροποίητες κάρτες μου, σας στέλνω τις ευχές μου για τα Χριστούγεννα και τον Καινούργιο Χρόνο ηλεκτρονικά!»
Η Νίκη λες και το ήθελε η τύχη, έφυγε την περασμένη Πέμπτη σε ένα από τα ταξίδια της στην Αίγυπτο, την οποία αγαπούσε ιδιαίτερα. Ταξίδεψε για το Κάιρο την περασμένη Παρασκευή 1η Φεβρουαρίου, όπου είχε διευθετήσει να κάνει εκδρομή στην πόλη Φαγιούμ, με μια ομάδα που αποτελείτο από ταξιδιώτες, ερευνητές, καλλιτέχνες από διάφορες χώρες του κόσμου. Μαζί θα πήγαινε και ο στενός της φίλος Ανδρέας Κάραγιαν, ο οποίος μετάνιωσε την τελευταία στιγμή. Η Νίκη επέμενε να πάει. Δύο μέρες μετά την άφιξή της στο Κάιρο, επικοινώνησε με τον Ανδρέα για να του πει ότι σκεφτόταν να επιστρέψει καθώς τα πράγματα ήταν δύσκολα εκεί. Καθώς άρχισαν να φτάνουν στο Κάιρο και τα άλλα μέλη της ομάδας «πολύ ενδιαφέροντες προσωπικότητες», όπως είπε στον Ανδρέα, άλλαξε γνώμη. Ένας άλλος λόγος που ήθελε να παραμείνει ήταν γιατί είχε αρχίσει να κάνει μια σειρά από μονοτυπίες εμπνευσμένες από το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή, τις οποίες θα παρουσίαζε στα Καβάφεια στην Αλεξάνδρεια τον ερχόμενο Μάρτιο.
Η Νίκη είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για την Ανατολή. Το διατύπωσε πολύ εύστοχα ο Αλέξης Ζήρας (Ελευθεροτυπία, Ιανουάριος 2004): «Στον κόσμο της Νίκης Μαραγκού συνυπάρχει η ανατολική ραθυμία, η ηδυπάθεια και η αστραφτερή πνευματικότητα της δυτικής παράδοσης».
Η σχέση της Κύπρου με την Ανατολή, και η ιστορία πάντα με απασχολούσαν, είχε πει σε μια της συνέντευξη. «Κάπως με βοήθησε και η οικογενειακή μου ιστορία σ’ αυτό. Ο πατέρας μου ήταν από την Αμμόχωστο και η μάνα μου από τη Μακεδονία. Αυτό με βοήθησε να διατηρήσω μια πλατειά εικόνα του ελληνικού ορίζοντα μεγαλώνοντας στο ανατολικότερό του σημείο.
Αισθάνομαι επίσης ότι υπήρξαμε μια τυχερή γενιά που βίωσε ακραίες καταστάσεις. Από τη γιαγιά μου στον αργαλειό, τους γύφτους με αρκούδες να χορεύουν όταν ήμουν μικρή στη Μακεδονία, στους σημερινούς υπολογιστές, την παγκοσμιοποίηση. Είναι λες και σε μια γενιά πέρασα όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Θυμάμαι το μαγείρεμα με ξύλα, το ζύμωμα του ψωμιού, όπως αυτά γίνονταν για χιλιάδες χρόνια. Στις επόμενες γενιές αυτά θα είναι ιστορία. Νιώθω πολύ τυχερή για αυτά τα βιώματα. Και νομίζω με βοήθησαν πολύ στο γράψιμο. Με έκαναν να καταλάβω πράγματα.
Μέσα από αυτή τη ζεστή παρατηρητικότητά της και αγάπη για τον άνθρωπο και τον τόπο, η Νίκη έγραψε ποίηση, πεζογραφικό έργο, δημιούργησε ζωγραφικό έργο. Αρχικά ξεκίνησε να γράφει ποίηση. Ποιήματά της κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1980 (Τα από κήπων, εκδ. Άγρα), ενώ για τη συλλογή «Divan» βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Κάποια στιγμή πέρασε στην πεζογραφία. Σχεδόν χωρίς να το καταλάβει. Για χρόνια πήγαινε συχνά και έβλεπε τον Ευάγγελο Λουίζο που ζούσε σε μια πολυκατοικία στη Λευκωσία. Της διηγιόταν τις ιστορίες του, τις ιστορίες της Αμμοχώστου. Όταν πέθανε σκέφτηκε να γράψει κάπου αυτές τις ιστορίες. Όταν ξεκίνησε μπλέχτηκαν με τις δικές της μνήμες της Αμμοχώστου και έτσι γράφτηκε το πρώτο μυθιστόρημα το «Είναι ο πάνθηρας ζωντανός». Όταν το έγραφε ζούσα νοερά για 2-3 χρόνια στην Αμμόχωστο του ‘60. «Ήταν κάτι μαγικό». Το δεύτερο μυθιστόρημα «Γιατρός από τη Βιέννη» της πήρε πολλά χρόνια. Είχε υλικό από τις ζωές των γονιών της.
Το παιγνίδι με τις λέξεις ήταν μαγικό για την ίδια. «Από πολύ μικρή ηλικία θυμάμαι ότι έπαιζα με τις λέξεις. Οι παραμονές μου στο σπίτι του θείου μου Μήτσου Μαραγκού στην Αμμόχωστο έπαιξαν ένα ρόλο. Ήταν ένα σπίτι πάνω στη θάλασσα γεμάτο πίνακες του Πολ Γεωργίου, όπου περνούσα ώρες στη βιβλιοθήκη του. Εκεί αναπτύχθηκε η σχέση μου με τα βιβλία. Εκεί πρωτοδιάβασα Καβάφη στα φυλλάδια που κυκλοφορούσε ο ίδιος στην Αλεξάνδρεια. Εκεί μετροφύλλησα τα βιβλία του Τσεσνόλα, άρχισα να καταλαβαίνω τι θα πει ιστορία. Εκεί έμαθα τη μυρωδιά του παλιού βιβλίου. Κι ο πατέρας μου ήταν ξεχωριστός άνθρωπος. Χειρουργούσε καθημερινά από τα χαράματα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να διαβάζει κάθε μέρα τρεις αθηναϊκές εφημερίδες. Η μητέρα μου είχε αυτό που θα ονομάζαμε «ελληνικό δαιμόνιο», έκανε στην κλινική τη δουλειά πέντε υπαλλήλων. Από αυτήν έμαθα να χαίρουμαι αυτό που κάνω, είτε είναι να μελετώ, είτε να μαγειρεύω, είτε να παίρνω τους σκύλους περίπατο. Και είχα εμπνευσμένους δασκάλους στο Γυμνάσιο. Από ‘κει και πέρα η γραφή είναι κάτι μυστήριο. Είναι κάτι σαν την αναπνοή. Έρχεται από μόνη της.»
Με το μάτι στραμμένο πάντα στην αγαπημένη της Αμμόχωστο, από το 2004 και μετά την επισκεπτόταν συχνά. Μάζευε μνήμες και εικόνες. Το τελευταίο της βιβλίο «Δεκαοκτώ αφηγήσεις» (Το Ροδακιό, Μάιος 2012) είναι αφιερωμένο στις γυναίκες της Κύπρου με ρίζα ελληνική ή τούρκικη, γυναίκες που συνάντησε στις ελεύθερες περιοχές, αλλά και στα κατεχόμενα. Ελισάβετ, Κοραλλία, Ασπασία, Σουσάννα, Δήμητρα, Μαρία, Μουσεϊντέ Χανούμ, Μαρίκκα, Φροσούλα, Ναζίφ, Χαρίκλεια, Γιαννούλα, Ευαγγελία, Κούλα, Μαρίτσα, Εμινέ, Άννα, Μαρούλα. Γυναίκες που αφηγούνται ό,τι έβλεπαν τα μάτια τους κι ό,τι έζησαν πριν τις χωρίσει η τραγωδία του 1974 στην Κύπρο. Η Νίκη Μαραγκού συγκράτησε από τα λεγόμενα τον ανθό, πυκνώνοντας, δένοντας ή συναρτώντας λεπτομέρειες και αρμούς: «Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, όπου κανείς δεν είναι πια σίγουρος για τίποτα, οι γυναίκες αυτές είχαν μια δωρική, αρχέγονη γνώση του σωστού και του δικαίου, που με άφηνε άναυδη και με βοηθούσε να ζήσω με διάκριση. Από τις αφηγήσεις τους περνά η αποικιοκρατία, ο αγώνας της ΕΟΚΑ, η εισβολή αλλά προπαντός η καθημερινότητά τους. Και βγαίνει τελικά μια εικόνα της Κύπρου, που δύσκολα θα μπορούσε να αποδοθεί από έναν ιστορικό ή έναν κοινωνιολόγο.»
Ζωγραφική
Μεγάλη αγάπη της Νίκης εκτός από το γράψιμο ήταν η ζωγραφική. Την πρώτη ατομική της έκθεση την έκανε το 1975. Τα εγκαίνια έκανε τότε ο Αδαμάντιος Διαμαντής. Ακολούθησαν άλλες έξι ατομικές εκθέσεις με τελευταία το 1996 στην Γκαλερί Γκλόρια στη Λευκωσία. Τοπία της Κύπρου και άλλων τόπων που επισκεπτόταν. Φωτεινά χρώματα που αποκάλυπταν την αγαπησιάρικη σχέση που είχε με τη φύση, τους ανθρώπους και όλα τα ζωντανά.
Το 1987 είχε εκθέσει μαζί με τον Αντρέα Κάραγιαν με τον οποίο ζωγράφιζε συστηματικά στη φύση. Πήρες μέρος στην Μπιενάλε Λουμπλιάνας (1993) και Καΐρου (1996), ενώ συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις στην Κύπρο και το εξωτερικό. Από το 1996 και μετά παρ’ όλο που συνέχισε σποραδικά να ζωγραφίζει συγκεντρώθηκε στη συγγραφή. Έκανε όμως ακουαρέλες, χαρακτικά, κολλάζ και ακρυλικά. Και τις παρουσίασε σε έκθεση που έκανε τον περασμένο Μάιο στον χώρο τέχνης πολλαπλών χρήσεων «Αισχύλου 83», στην ομώνυμη οδό, στην Παλιά Λευκωσία. Τίτλος της «τι είναι η πατρίδα μας, μην είναι οι κάμποι;» παρμένο από το ποίημα του Κώστα Ουράνη.
Αυτή την πατρίδα αναζητούσε η Νίκη, μέσα στους τόπους που επισκεπτόταν και τους ανθρώπους που γνώριζε. Έφυγε ταξιδιάρισσα και ελεύθερη, με ένα μπλοκ ζωγραφικής και ένα τετράδιο στο χέρι, στον δρόμο προς την πόλη Φαγιούμ για να εμπνευστεί, να γράψει, να ζωγραφίσει. Ήθελε να δει από κοντά τα περίφημα νεκρικά πορτρέτα των ρωμαϊκών χρόνων, προορισμένα για ταφική χρήση συνοδεύοντας τον νεκρό στον άλλο κόσμο… Δεν πρόλαβε.
.
Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥ