Η Φανή Αθανασιάδου γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί στην Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό μέλος της λογοτεχνικής ομάδας Ιδεοκύματα. Έχει συμμετάσχει σε εκδηλώσεις της Art Attack. Ποιήματα της έχουν βραβευτεί δημοσιευτεί σε έγκριτα έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και παρουσιάστηκαν σε ραδιοφωνικές εκπομπές Λόγου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Για το σύνολο του ποιητικού της έργου βραβεύτηκε από τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βορείου Ελλάδος, το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και τιμήθηκε από το Δίκτυο Γυναικών Θεσσαλονίκης, την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, την ομάδα Λόγου και Τέχνης “Ιδεομορφές” την Ε.Σ.Α.Ε.Α. Συμμετέχει σε Ανθολογίες και Διεθνή φεστιβάλ Ποίησης, έλαβε μέρος στο Ποιητικό Αναλόγιο γυναικών δημιουργών από 30 χώρες της Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας, σε διεθνή Συνάντηση ποιητών, στην Διεθνή Ποιητική εκδήλωση ΜΕΤΑ ΣΥΝΟPA/POST BORDERS και στο Φεστιβάλ «Η αντανάκλαση της αναπηρίας στην Τέχνη» που διοργανώνεται από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσίασε θεατροποιημένη ποίηση της στην Μονή Λαζαριστών. Θεατροποιημένη της ποίηση παρουσιάστηκε και στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Συμμετείχε ως ομιλήτρια για την λογοτεχνία/τον πολιτισμό/την τέχνη, όπως και για τα δικαιώματα των γυναικών και των πολιτών με αναπηρία, σε Ευρωπαϊκά Συνέδρια, Συμπόσια, σε Πανεπιστημιακές ημερίδες του Α.Π.Θ., του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στα Δημήτρια, και σε εκδηλώσεις της Γ. Γραμματείας Ισότητας φύλων. Έχει ασχοληθεί με το θέατρο, το ραδιόφωνο και τον κινηματογράφο. Ήταν ιδρυτικό μέλος πρωτοπόρας μικτής θεατρικής ομάδας με άτομα με και χωρίς αναπηρία και έλαβαν μέρος στο Παγκόσμιο
φεστιβάλ θεάτρου στο Εδιμβούργο. Έχει διασκευάσει θεατρικά έργα που ανέβηκαν σε θεατρικές σκηνές της Θεσσαλονίκης. Ήταν μέλος της Αυτόνομης Φεμινιστικής Ομάδας Γυναικών Θεσσαλονίκης. Αρθρογραφούσε ως freelance writer σε ηλεκτρονικές εφημερίδες και ηλεκτρονικά πολιτιστικά έντυπα. Παρουσίασε λογοτεχνική εκπομπή σε ραδιόφωνο της πόλης της Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε σε ταινία μικρού μήκους με θέμα την αναπηρία που προβλήθηκε στο “Micro μ” κινηματογραφικό φεστιβάλ.
Εξακολουθεί να γράφει, να δημιουργεί και να αγωνίζεται για μια κοινωνία αποδοχής και συμπερίληψης.
.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Παραλλαγές σ’ ένα σώμα (ΑΩ 2024)
Οι αναμνήσεις του Πατέρα μας… (Μπαρμπουνάκης 2023)
Άστεγη Αγάπη (Λογοτεχνών ποίηση 2016)
Δελτίο καιρού (Θεσσαλονίκη 2010)
Εκ των έσω (Αθήνα 1996)
Φωτεινές ανταύγειες και νυχτερινοί φόβοι της μοναξιάς (1987)
.
.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ Σ’ ΕΝΑ ΣΩΜΑ (2024)
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ Σ’ ΕΝΑ ΣΩΜΑ
Διαμέρισαν τα μέλη
όχι το ρουχισμό της
το προτίμησαν
ήταν πιο εύκολο και βολικό
να εξαφανίσουν μια ύπαρξη
παρά να διαχειριστούν τα υπάρχοντά της
απαιτούσε να αφιερώσουν
περισσότερο χρόνο και κόπο
κι η εποχή δεν είναι κατάλληλη
για τέτοιου είδους καθυστερήσεις.
Όταν λέμε ψωμί εννοούμε σώμα
κι όταν λέμε αίμα πίνουμε κρασί.
ΠΡΟΦΙΛ
Κάθετη πτώση
σε ορθογώνια συσκευασία
από νικέλιο η αλουμίνιο το υλικό
ελαφρώς ατημέλητη η παρουσία της
δυσδιάκριτη όμως από απόσταση
και με γυμνό μάτι η διαφορά
μια ομοιόμορφη μάζα
ομοιογενής στην ουσία
έτσι όπως ήθελαν να τη βλέπουν
με σκληρή τετραγωνισμένη ανατομία
και χαρακτηριστικά απαλού γυναικείου προφίλ
εντελώς ακίνδυνα
για το σύνολο του άμαχου πληθυσμού.
ΑΠΟΥΣΙΑ
(ο κόρφος της μάνας)
Είναι η απουσία
το σπίτι γεμίζει με φωνές
θραύσματα από αναμνήσεις
σκορπισμένες
στις πιο απόκρυφες γωνιές
στον κόρφο της μάνας
ένα ξεχασμένο σημειωματάριο στο τραπέζι
τη φέρνει προ των ευθυνών της
αποσιωπητικά σε κάθε λέξη
σε κάθε πρόταση
είναι τα λόγια που δεν κατάφεραν
να ειπωθούν ποτέ.
ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Και θα ’ναι ο χρόνος ένα αφήγημα
το βαθύ αποτύπωμα στο χιονισμένο τοπίο
η πυξίδα στην καταιγίδα που μαίνεται
η ευωδιά από τον φρεσκοπλυμένο κήπο
με τα ευεργετικά άνθη και τους καρπούς
το βράδυ όταν-γυρνά-κουρασμένος
απ’ τη δουλειά ο πατέρας
η στιγμή που ευλογεί
το ψωμί στο τραπέζι.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
Δεν ξέρω τίποτα
κι έπειτα με μάλωσαν τα όνειρα
που τ’ άφησα τα εγκατέλειψα
καταμεσής του δρόμου
άσπλαχνη μάνα με είπαν
κι έφυγαν χωρίς να ρίξουν ούτε μια ματιά πίσω τους
έστω ένα βλέμμα συμπονετικό
παρηγοριά για τον τελευταίο αποχαιρετισμό.
.
ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ… (2023)
«Πολλά χρόνια αργότερα, τώρα που γράφω τούτο το βιβλίο,
σκέφτομαι πως είναι το πιο δίκαιο μου “χρωστούμενο”.
Εκείνος ήταν ο πρώτος που πίστεψε στη γραφή μου.
Κι όμως, δεν πρόλαβε ποτέ να δει κάποια έκδοσή μου”.
Του πατέρα
Και θα ‘ναι ο χρόνος ένα αφήγημα
το βαθύ αποτύπωμα στο χιονισμένο τοπίο
η πυξίδα στην καταιγίδα που μαίνεται
η ευωδιά από τον φρεσκοπλυμένο κήπο
με τα ευεργετικά άνθη και τους καρπούς
το βράδυ όταν γυρνά κουρασμένος
απ’ τη δουλειά ο πατέρας
η στιγμή που ευλογεί
το ψωμί στο τραπέζι…
Φανή Αθανασιάδου
Πρόλογος…
Η αγάπη επίκαιρη πάντοτε,
ιδίως όταν το μίσος τριγυρνά στους δρόμους…
Κανείς δεν είναι τόσο πλούσιος
ώστε να μπορεί να εξαγοράσει το παρελθόν του…
Όσκαρ Ουάιλντ
Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον, έγραφε ο Σεφέρης. Αλλά αυτό το παρελθόν δεν μπορεί να είναι στείρα προγονολατρεία. 0 πατέρας μου, που λάτρευε τη γνώση ως πηγή της αλήθειας, δηλαδή της καλοσύνης και της σοφίας, ήξερε δίχως να το ονοματίζει αυτό που επισήμανε ένας άλλος μεγάλος των γραμμάτων, στην άλλη άκρη της γης, ο Μεξικανός Domenico Cieri Estrada θυμίζοντας το πανανθρώπινο ταξίδι όπου γης: «Αξίζει να
θυμάσαι το παρελθόν μόνο αν πρόκειται να χτίσεις το μέλλον».
Σκέφτομαι πολλές φορές ότι είναι μεγάλος πλούτος να γεννιέται και να μεγαλώνει κανείς σε μια κοσμοπολίτικη, ανοιχτή κοινωνία, γιατί έτσι γίνεται περισσότερο ανθρώπινος. Δηλαδή ανοιχτός στη διαφορετικότητα κάθε ανθρώπου, την οποία αποδέχεται και τιμά, χτίζοντας όχι μόνο έναν πλούσιο εσωτερικό κόσμο μα και φιλίες που στον αληθινό κι ανάλγητο πολλές φορές
κόσμο μας, κρατούν μια ολόκληρη ζωή.
Ο πατέρας μου το κατόρθωνε αυτό. Να δημιουργεί φιλίες. Να διαπερνά σύνορα κάθε είδους. Να μας θυμίζει να κρίνουμε την αξία του ανθρώπου και της ανθρώπου από τις πράξεις του και όχι από μια κλειστή κατάταξη κάθε είδους. Ο πατέρας μου έχτιζε γεφύρια τόσο πολύτιμα τόσο εύθραυ-στα και τόσο ανθεκτικά όσο κι ο ανειρήνευτος αγώνας των ανθρώπινων ανθρώπων να δημιουργήσουν μια ζωή λίγο καλύτερη. Δεν έχει σημασία αν το
κατόρθωσε σε μεγάλη κλίμακα. Σημάδεψε ανθρώπους με το πέρασμα του από αυτήν την γη. Πέρασε θάλασσες και ποτάμια. Κι όπως λέει η παροιμία «Μικρό γεφύρι, μεγάλο γεφύρι, κάποιος
θα περάσει».
Α. ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ…
Το μέλλον είναι εκατοντάδες χιλιάδες νήματα.
Το παρελθόν όμως είναι ένα ύφασμα που δεν μπορεί να ξηλωθεί.
Orson Scott Card,
1951-, Αμερικανός συγγραφέας επιστ. Φαντασίας
Η Αδριανουπολη, η πόλη από την οποία καταγόταν ο πατέρας μας, ήταν μια πολύ κοινοτική πόλη που αποτελούνταν από Αρμένιους, Εβραίους, Τούρκους, φυσικά Έλληνες, και μικρές κοινότητες Άγγλων και Γάλλων, απομεινάρια ίσως του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.
Από τη μεριά της γιαγιάς, μητέρας του πατέρα, η καταγωγή του ήταν από τις επιφανέστερες της Αδριανούπολης, το γένος Πολυχρονιάδη, και ο προπάππος μου υπήρξε μεγαλέμπορος και πηγαινοέφερνε εμπορεύματα με καραβάνια και καράβια από την Ρωσία.. Γι’ αυτόν τον λόγο κάθε Πρωτοχρονιά ο Μητροπολίτης της Αδριανούπολης έκανε εθιμοτυπική επίσκεψη στο αρχοντικό τους. Όπως μου έλεγε ο πατέρας το σπίτι της προγιαγιάς μου βρισκόταν στο κέντρο της παλιάς πόλης. Ήταν ένα τριώροφο νεοκλασικό με οικονόμο και υπηρετικό προσωπικό, καθώς και τροφό, ή «βάγια» όπως την έλεγε ο μπαμπάς μου, για το μεγάλωμα των παιδιών. Ένα ολόκληρο δωμάτιο ήτανε αφιερωμένο σε παλιές βυζαντινές εικόνες και αντίκες και λειτουργούσε ως εικονοστάσιο.
Ο μπαμπάς μου όταν ήταν μικρό παιδί κι επισκεπτόταν αυτό το δωμάτιο ένιωθε δέος, ενώ του προκαλούσαν μεγάλη εντύπωση σε σχέση με τον τρόπο φωτισμού τα μεγάλα πορσελάνινα φωτιστικά, τα οποία κατέβαιναν με ένα κορδονάκι σιγά σιγά για το άναμμα των κεριών. Το στρώσιμο του τραπεζιού ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία καθώς πανάκριβα πορσελάνινα πιάτα
και σερβίτσια Βοημίας, κρυστάλλινα ποτήρια και ασημένια και περίτεχνα μαχαιροπίρουνα, στόλιζαν κάθε φορά το τραπέζι.
Ο παππούς μου καταγόταν από το ξακουστό Ιλντιρίμ, ένα από τα προάστια της Αδριανούπολης. Εκεί, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, οι κάτοικοι ήταν αποκλειστικά Έλληνες, και μάλιστα «παλληκαράδες» σε τέτοιον βαθμό που δεν μπορούσαν καν να πλησιάσουν οι Τούρκοι.
Ο παππούς μου ερωτεύτηκε πολύ τη γιαγιά μου αλλά λόγω της ταξικής τους διαφοράς, οι δικοί της αρνούνταν να του τη δώσουν. Ο παππούς μου πείσμωσε κι αποφάσισε να αποδείξει την αξία του ανερχόμενος κοινωνικά. Άρχισε να δουλεύει πολύ σκληρά, κι άνοιξε το πρώτο του εμπορικό μαγαζί το οποίο τότε λεγόταν «Αποικιακά».
Μετά από κάποια χρόνια σκληρής δουλειάς, κι ενώ ο προπάππος μου πέθανε κι είχαν απομείνει μόνο γυναίκες από τη μεριά της γιαγιάς μου, και με την αυτοπεποίθηση ενός πια επιτυχημένου κι αυτοδημιούργητου ανθρώπου, τους ξαναχτύπησε την πόρτα, ζητώντας την σε γάμο ξανά, για να εισπράξει αυτή την φορά την αποδοχή τους.
Ο παππούς μου κατάφερε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους της Αδριανούπολης με μεγάλη οικονομική και κοινωνική επιφάνεια και με αρκετούς υπαλλήλους στη δούλεψή του. Συχνά συναντιόταν για το κλείσιμο εμπορικών συναλλαγών με επιτυχημένους Έλληνες, Εβραίους κι Αρμένηδες της πόλης, ακόμη και με τον Άγγλο ή τον Γάλλο πρόξενο.
Τα βράδια, όταν ο παππούς μου γυρνούσε από τη δουλειά με ένα μέρος από τα κέρδη της ημέρας άνοιγε το πουγκί/πορτοφόλι και καλούσε τον πατέρα μας και τα δύο αδέρφια του, τον Παύλο και τον Θανάση, να ξεχωρίσουν τις λύρες από τα γρόσια. Παράξενο παιχνίδι. Αλλά όπως ισχυριζόταν ο πατέρας μου αυτή η εξοικείωση με το χρήμα από την παιδική του ηλικία, τον βοήθησε να μην δίνει ιδιαίτερη σημασία στα λεφτά. Ένιωθε χορτάτος από δαύτα. Άλλα «χαρακτηριστικά» των ανθρώπων σήμαιναν πάντοτε περισσότερα γι’ αυτόν. Κι ήμουν κι εγώ μέτοχος σε αυτόν τον πλούτο, αφού με κοινώνησε στον βαθιά
ανθρωπιστικό του κόσμο.
Πατέρα το «ευχαριστώ» δεν ξέρω να στο πω με άλλον τρόπο, παρά με πράξεις και λέξεις. Και με την αντοχή κι απαντοχή απέναντι στις τόσες ατυχίες και δυσκολίες της ζωής μου, που η παιδεία σου μου έδωσε ως το μόνο αλώβητο σε όλες τις συνθήκες, ως το μόνο αληθινό εφόδιο δηλαδή κι ως το πιο ιερό μου φυλαχτό, και δικό σου «απομεινάρι».
Η σφαγή των Αρμενίων
Κανένας δεν είναι τόσο πλούσιος ώστε να μπορέσει να πληρώσει
για να πάρει το παρελθόν του πίσω.
Oscar Wilde, 1854-1900, Ιρλανδός συγγραφέας
Όμως ο πόνος κι ο άδικος θάνατος δεν έχουν πατρίδα. Λίγα χρόνια νωρίτερα, ένα Απριλιάτικο βράδυ του 1915, ακούστηκαν ν’ αλυχτούν τα σκυλιά της πόλης, τζάμια και πόρτες που έσπαζαν κι άνθρωποι που ούρλιαζαν από τρόμο ή εκδίκηση. Η Αδριανούπολη, συνδεδεμένη έτσι κι αλλιώς με τη μοίρα των χριστιανικών πληθυσμών της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την ομώνυμη της συνθήκη του 1829, έμελλε να γίνει θέατρο μιας ακόμη σύγχρονης «αρχαίας τραγωδίας». Της ίδιας τραγωδίας που δεν παύει ποτέ να επαναλαμβάνεται, της ίδιας, που δεν παύει ποτέ να στιγματίζει με μια ουλή βαθιά την ανθρώπινη ιστορία, καθώς οι νεότουρκοι είχαν αποφασίσει να «τελειώσουν» τις σφαγές που είχε ξεκινήσει ο Αμπντούλ Χαμίτ, ο αιματοβαμμένος Σουλτάνος, εξοπλίζοντας και χειραγωγώντας γι’ αυτό τον σκοπό Κούρδους και Καυκάσιους. Το τρελό κι ανάλγητο σκάκι που παιζόταν μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην περιοχή, ματαίωσε τη συμφωνία της Κωνσταντινούπολης του 1914 για έξι Αρμενικά βιλαέτια. Οι Αρμένιοι προορίζονταν και πάλι για τον ρόλο του εσωτερικού εχθρού, που κάθε λαός μπορεί να παίξει όταν σημάνει η ώρα του, ή μάλλον όταν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρών ολόκληρου του πλανήτη ή ενός κράτους.
Τα ποδοβολητά των αλόγων στους δρόμους, τα θρυμματισμένα τζάμια κι οι κραυγές των Αρμένιων κι Αρμενισσών της πύλης που σφαγιάζονταν εκείνη τη φοβερή νύχτα, στοίχειωσαν τις μνήμες του πατέρα μας από τότε. Στον δίπλα μαχαλά έμενε μία οικογένεια Αρμένηδων με τους οποίους είχαν στενή φιλία μα και ταξική συνάφεια, αφού ανήκαν στην μεγαλοαστική τάξη εκείνης της εποχής, που στις μικρότερες τουλάχιστον κοινότητες της περιοχής, δεν αποκόβονταν απ’ την κοινότητα και δεν ξεχνούσε την αλληλεγγύη. Η μικρότερη κόρη τους, ψυχοκόρη αργότερα στο σπιτικό των παππούδων μου, όταν όρμησε το Αραβικό ιππικό που είχαν φέρει οι νεότουρκοι για να σφάξουν στο σπίτι τους, σύρθηκε μικρό παιδί στην ντουλάπα. Κι από εκεί, με ανάσα κομμένη και καρδιά θρύψαλα για πάντα, είδε και άκουσε την κακοποίηση και τη σφαγή όλης τής οικογένειάς της.
Η κύρια ανάμνηση της φοβερής νύχτας της σφαγής από κείνο το μικρό κορίτσι που έτρεξε τρεμάμενο να κρυφτεί πίσω κι ανάμεσα στα βαριά ρούχα της εποχής, ακούγοντας ανήμπορο τους δικούς του να σπαράζουν, ήταν ενός σπαθιού που πέρασε ξυστά από το πρόσωπό της ψάχνοντας για απομεινάρια ζωής στην ντουλάπα. Ένα από εκείνα τα φοβερά γιαταγάνια που έκοβαν τα κεφάλια λες κι ήταν μίσχοι από τρυφερά φυτά, που πέρασε από τα ρούχα δίχως να την εντοπίσει κι όμως δεν την « εγκατέλειψε » ποτέ από τότε…
Η μοίρα της οικογένειας και της κοπέλας στοίχειωσε εξίσου την μνήμη του μπαμπά μαζί μετά βάσανα των δικών του. Ήξεραν, άλλωστε, όπως μου έλεγε πως ερχόταν και η δική τους σειρά. Την κουβαλούσε μέσα του και την μοίραζε με διακριτικό τρόπο και σε μας. Γιατί οι ευαίσθητοι άνθρωποι ζούνε πότε πότε με δανεικές μνήμες, αφού υιοθετούν τον πόνο των άλλων ανθρώπων και των άλλων πλασμάτων. Κι ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πατέρας μου.
Όμως, την έλεγε, δίχως να μνησικακεί, μα για ν’ αναδεικνύει τον πανανθρώπινο πόνο, ή μάλλον τον πόνο όλων των πλασμάτων της κοινής μας γης, ώστε κάποτε να βρεθούμε οι άνθρωποι μαζί με το πρόσωπο κι όχι το προσωπείο. Γιατί, παιδί της Ιωνίας όσον αφορά τη φιλοσοφική του υπόσταση, έλεγε συχνά εκείνο το ρητό του Ισοκράτη: Μηδενί συμφοράν
ονειδίσης. Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον.
Μες στου Βοσπόρου τα στενά…
Αλλά η ζωή δεν είναι μόνο λύπες. Σου προσφέρει απλόχερα σαν εξαίρεση και κάποιες χαρές ώστε να ξεχνιέσαι, δίχως να ξεχνάς. Γιατί ο πόνος τρυπάει κόκκαλα και γίνεται στοιχειό. Και δράκαινα και τέρας. Αλλά κι απαντοχή. Κι ελπίδα.
Όταν ο παππούς μου ήθελε να προσφέρει στην οικογένεια του χαρά, διακοπές μ’ άλλα λόγια, έπαιρνε την πολυτελή του άμαξα με τον σοφέρ κι έφτανε στην πόλη των 2 ηπείρων και των 3 θαλασσών. Την «μόνη πόλη» στον κόσμο για αιώνες… την ξακουσμένη πόλη, την Κωνσταντινούπολη! Εκεί τον περίμεναν για να τον φιλοξενήσουν σε βίλες σπάνιες γύρω από τον
Βόσπορο επιτυχημένοι έμποροι, Έλληνες κι Αρμένηδες κι Εβραίοι. Η θέα των καϊκιών που όργωναν το βαθύ κοκκινομώβ των νερών στον γαλαζορόζ ορίζοντα καθώς τα χρώματα του δειλινού αναλάμβαναν να παραδεχτούν μεγαλόφρονα την απέραντη ομορφιά του κόσμου όπως πλησίαζε το μούχρωμα, οι μακρινοί ήχοι της ιχθυόσκαλας, τα σουβλάκια με τα λαχταριστά θαλασσινά, τα κοφίνια με τα ψάρια, οι φωνές των ιμάμηδων που μπλέκονταν με τις καμπάνες των εκκλησιών, οι άνθρωποι με τα διαφορετικά ρούχα μα με τα όμοια χρώματα, όλα αυτά εντυπώνονταν βαθιά μέσα στο μυαλό του νεαρού αγοριού, επιβεβαιώνοντάς του πως ο κόσμος ήταν απέθαντος κι αρκετά
ανθεκτικός στην ομορφιά του για να αντέξει κάθε μελλοντική ασκήμια.
Β. ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ…
Τιμή: αδιαπραγμάτευτη
Κάποια μέρα κοιτάζοντας πίσω, τα χρόνια που αγωνίστηκες
θα σου φαίνονται τα πιο ωραία.
Ζ. Φρόυντ
Ελλάδα, ημέρες του πρώτου διχασμού του 20ου αιώνα. Βενιζελικοί εναντίον Βασιλοφρόνων. Η αδράνεια των παλιών, επιβεβλημένων δομών, απέναντι στην ρώμη αυτών που ονειρεύονταν περισσότερο από το μπόι τους, όπως αλληλοπλέκονταν στο μπερδεμένο ποτάμι της ιστορίας. Ο πατέρας μου,
πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη, δουλεύει, λόγω της μόρφωσής του, πρόσκαιρα στα δικαστήρια για να συντηρήσει την οικογένεια του. Οι μέρες περνούσαν κυοφορώντας τις αγωνίες των τόπων και των ανθρώπων, τις αγωνίες των καιρών. Ήταν τότε που ο πατέρας μου δέχθηκε την «πρόταση». «Άκου! Εάν ψηφίσεις εμάς, θα μονιμοποιηθείς!» του πρότεινε η προϊσταμένη του και μια και δυο φορές. Αρνήθηκε. «Δεν θα εξαγοράσω τη συνείδηση μου» απάντησε απλά, πρώτα στον εαυτό του και μετά σε κείνη.
Λίγα χρόνια μετά, στο άγριο στράτευμα της εποχής, ο πατέρας μου υπηρετούσε ως υπασπιστής σ’ έναν στρατηγό που θαύμαζε τις γνώσεις του και την προσωπικότητά του σε εποχές που, όπως και τώρα, σπάνιζαν…
«Θέλω να μονιμοποιηθείς και μπορώ να το κάνω!» του είπε. Κι ο πατέρας μου, με το θράσος της νιότης, απάντησε: «Εγώ καραβανάς δεν γίνομαι!»
0 πατέρας μου, για την ιστορία, δεν μονιμοποιήθηκε ποτέ, κι έτσι, όταν πέθανε και μας άφησε νέος, ούτε συντάξεις άγαμης θυγατέρας ούτε τα λοιπά καλά της κομματοκρατίας μπορέσαμε να γευτούμε. Σέβομαι τους ανθρώπους που τα γεύτηκαν και τα γεύονται, καμιά ανάγκη δεν μας κάνει αντιπάλους, μονάχα ανθρωπινότερους θα ‘πρεπε να μας κάνει, αλλά κατανοώ απόλυτα τον πατέρα. Και τον τιμώ και γι’ αυτό.
Βλέπετε… δεν ξέρω πόσο εύκολο ήταν για αυτόν και τι ζύγισε μέσα του. Αλλά η απάντηση που έδωσε πως «η συνείδηση του δεν ήταν για πούλημα», απέδειξε πως μπορεί τα χέρια του να ήταν άδεια μα η καρδιά του, το μέρος που φωλιάζει η αξιοπρέπεια μας, ήταν γεμάτη…
Ο πατέρας μου και η γραφή (μου)
Πολλά χρόνια αργότερα, τώρα που γράφω τούτο το βιβλίο, σκέφτομαι πως είναι το πιο δίκαιο μου «χρωστούμενο». Εκείνος ήταν ο πρώτος που πίστεψε στη γραφή μου. Κι όμως, δεν πρόλαβε ποτέ να δει κάποια έκδοσή μου. Πέθανε έναν μήνα πριν βγει το πρώτο μου βιβλίο. Αλλά υπάρχει, με μυριάδες «υπόγειους» τρόπους, σε καθένα από αυτά. Γράφει, σ’ έναν βαθμό, κι ας
είναι φιλτραρισμένα τα γραπτά μου από τη δική μου προσωπικότητα, μαζί μου. Κρατάμε μαζί το στυλό.
Εκείνα τα χρόνια, πριν πεθάνει ξαφνικά από τα καρδιακά προβλήματα που τον είχαν βρει, μα δεν τα είχε αντιληφθεί ή αδιαφόρησε, με προέτρεπε όλο και συχνότερα να καταθέτω γραπτά, πρώτα στον εαυτό μου κι έπειτα σιγά σιγά στους άλλους.
«Στείλε το στην εφημερίδα, είναι σημαντικό, γράφε στο περιοδικό, μπορείς να εμπνεύσεις κι άλλους». Κοινό, πανανθρώπινο, πρόταγμα γι’ αυτόν η γραφή. Γι’ αυτό και η επιλεγμένη παρένθεση στο κτητικό «μου» του τίτλου.
Ήταν στα 1981, θυμάμαι, που δημοσιογράφος της ΕΡΤ Αχιλλέας Χρυσοχόου (καλή του ώρα!) παρουσίασε στην βραδινή του εκπομπή περί μουσικής και ποίησης τα πρώτα ποιήματά μου στην οποία υπήρξε συμπαρουσιαστής με τη στιχουργό Ρόνη Σοφού, εάν καλά θυμάμαι.
Παρουσίαζαν «κλασικούς ποιητές» και στιχουργούς μεγάλους. Πού να τολμήσω; Μα ο πατέρας μου με προέτρεψε και πήρα τηλέφωνο να τους ρωτήσω. «Φυσικά! Είμαστε πάντα ανοιχτοί σε νέους ανθρώπους, διατηρώντας κάποια κριτήρια βασικά!» ήρθε η απάντησή τους. Έτσι πρωτακούστηκε ποίησή μου στα ερτζιανά. Λίγο καιρό αργότερα δέχθηκα τηλέφωνο τους. «Παρά το νεαρό της ηλικίας σας το ποίημα σας κέρδισε το κοινό κι εμάς. Είχε μία ασυνήθιστη ωριμότητα». Έτσι ξαναέστειλα ποίησή μου. Κι όταν με κάλεσαν στο στούντιο «να με γνωρίσουν» και να «με παρουσιάσουν», τότε, και μόνο τότε, γιατί ο πατέρας μου και η μητέρα μου με είχαν μάθει να μην το χρησιμοποιώ, τους είπα για την αναπηρία μου. Δεν ήταν έλλειψη ευγνωμοσύνης για την πρότασή τους. Ήταν αυτή που απέτρεπε τις εύκολες γι’ άλλους ανθρώπους μετακινήσεις. Ο κ. Χρυσοχόου πήρε την απόφαση και ήρθε στο σπίτι να μας γνωρίσει. Δημοσιογράφοι μιας άλλης εποχής. Δημοσιογράφοι που κάπου κρυμμένοι, υπάρχουν και σήμερα. Τον θυμάμαι να κάθεται στο σαλόνι δίπλα στον πατέρα μας, νεκρός όπως κι εκείνος πια, και να διαβάζουμε μαζί ποιήματά μου. «Αξίζει να εκδοθούν!» Με παραίνεσε. Ήταν ακόμη, μετά του πατέρα μου, ένα δείγμα. Τα μάζεψα σαν φυλαχτά της ζωής μου και τα έστειλα στο τυπογραφείο.
Η έκδοση ετοιμαζόταν, κι ήμασταν πια στο καλοκαίρι του 81, για κείνον τον Σεπτέμβριο. Ώσπου μια μέρα του Αυγούστου, λίγες μόλις βδομάδες πριν, μας χτύπησε το μεγάλο, το ανείπωτο κακό. Ο πατέρας μας πάθαινε καρδιακή προσβολή. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει. Μέναμε μόνη η μητέρα κι εγώ. Αλλά παρά την αληθινή, βαθιά απουσία του, σε τόσα που ακολούθησαν, ίσως και να μην πέθανε για μένα ποτέ.
Θυμάμαι πως στα τελευταία χρόνια της ζωής του, σαν προαίσθημα ίσως, θυμόταν όλο και συχνότερα τη μητρώα και πατρώα του γη. «Θα ‘θελα να επέστρεφα για μία τελευταία φορά να φιλήσω το χώμα της πατρίδας μου κι ας πέθαινα την ίδια στιγμή», τον θυμάμαι να λέει. «Γνωρίζω κάθε σπιθαμή, ακόμη κι αν μου δέσετε τα μάτια εγώ μπορώ να σας οδηγήσω στους τόπους που παίζαμε παιδιά». Ίσως, πατέρα, εκεί να έχει απαγκιάσει η ψυχή σου…
Όμως το μόνο που βρήκα ως «παρηγοριάς αντίδοτο» υπήρξε ένα ποίημα. Το έστειλα στο περιοδικό. Γυρνώντας ένα βράδυ από επίσκεψη στην αδερφή μου, βρήκα δυο γυναίκες να ψάχνουν τα κουδούνια της πολυκατοικίας. Η μία κρατούσε μια ανθοδέσμη.
– Θέλετε κάποια βοήθεια; Ρώτησε η μητέρα μου.
– Ψάχνουμε την κ. Φανή Αθανασιάδου, μας είπαν.
Σήκωσα το βλέμμα. Τις καλέσαμε επάνω. «Μας συγκλόνισε το ποίημα που διαβάσαμε «για τον πατέρα» και ήρθα ως υπεύθυνη ύλης να σας επισκεφθώ, παίρνοντας και μια δόκιμη δημοσιογράφο μαζί μου». Τα λουλούδια βρισκόταν πια στα δικά μου χέρια. Δεν υπάρχει ισάξιο της καλοσύνης. Κι ήταν, εκείνη η ανθοδέσμη, σα να μου την έστελνε εκείνος…
Επίλογος
Που να καταλάβετε όλοι εσείς γιατί εγώ
όρθιος στων χλευασμών την μπάρα
μέσα στο πιάτο την ψυχή μου αποθέτω.
Στο γεύμα μιας επερχόμενης εποχής
Βλ. Μαγιακόβσκι.
Γιατί ένα βιβλίο τάμα για «τις Αναμνήσεις του Πατέρα μου», του πατέρα μας, τούτη την εποχή με την παλιομοδίτικη για το εμπόριο γραφή που αποφεύγει το εύκολο γαργαλητό και μας προσκαλεί σε γνωστικό και συναισθηματικό ταξίδι; Άργησα, είναι αλήθεια, να το βγάλω, απασχολημένη από μυριάδες
προβλήματα. Όμως τελικά βγαίνει τώρα που έπρεπε! Τώρα που έφυγαν κα οι δυο μα λες κι έφεραν ως αντίδωρο οι ψυχές τους έναν άνθρωπο σαν την Ταμάρα στη ζωή μου. «Πρέπει να αφήνουμε το παρελθόν στη λήθη και το μέλλον στην Πρόνοια», έγραψε ο Ζακ Μποσέτ, Γάλλος κληρικός και συγγραφέας. Δεν είναι έτσι όμως! Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, σε κάθε ζήτημα που αφορά τον κόσμο μας, τη χώρα μας, την κοινωνία μας, τη γειτονιά
μας. Τη ζωή στη γη γενικότερα παρόλο που δρούμε στο περιορισμένο μας πεδίο.
Βλέπετε… Όσο περισσότερο OL κοινωνίες απογυμνώνονται εσωτερικά παράγοντας απόκληρους και πεινασμένους, όσο περισσότερο οι κοινωνίες μένουν το άδειο κέλυφος ώστε να ασκήσει η παγκόσμια κυριαρχία τις βουλιμικές επιδιώξεις της, όσο περισσότερο απομονωμένο και κυνικό είναι το κοινωνικό υποκείμενο που δημιουργούν και που τις συν-δημιουργεί, τόσο
μεγαλύτερη η ανάγκη για μια σύνθετη κι υπερπολυτελή θεατρική επίδειξη με μας μετόχους ως καταναλωτές και φευγαλέους (του δίωρου) συναισθηματικούς αποστάτες της «πραγματικότητας» μας, που θα ξεχνά ποιοι,-ες είμαστε και θα συσκοτίζει πού έχουμε ανάγκη να πάμε.
Την ίδια στιγμή, ακριβώς γιατί είναι εύθραυστη, η ιστορία του κάθε ανθρώπου, η δική σου κι η δική μου ιστορία, μέσα από τις διαφορετικές ανάγκες και τον ίδιο νόστο, μπορεί να είναι κλειδαρότρυπα για να δούμε φευγαλέα μια κουκίδα από το παλίμψηστο του αιώνιου, ακόμη και τις φευγαλέες μας μέρες. Εκεί που το στοίχημα για την πλήρωση ενός ταξιδιού που στο βάθος δεν κάναμε ποτέ, κι ας το μεταμφιέσαμε άτεχνα κι
αβανταδόρικα, βολικά και μαγικά, παράλογα κι αναγκαία μες στους αιώνες σε πόλεμο κι εξερεύνηση κι αγώνα για μια δίκαιη κοινωνία ή για προσωπική ευτυχία ή για αρπακτική επιτυχία ως μέσο «πλήρωσης», δεν τελειώνει ποτέ. Και όντως δεν τελειώνει ποτέ: «Είναι βέβαιο γιατί είναι αδύνατο», όπως έγραψε ο Τερτυλιανός.
Ο πατέρας μου (όπως και η λατρεμένη μου, ηρωική, μητέρα Μαρία, το γένος Τζιμτζή) μου έδωσαν την κατεύθυνση του δρόμου που θα έπρεπε να πάρω. Και σε δισάκι φθαρτό μα αιώνιο, τα εφόδια για να τον πάρω… Κι αυτό έκανε όλη τη διαφορά! Παίρνω λοιπόν από το χέρι τον πατέρα μου, παιδί
αυτός κι εγώ μεγάλη. Και τον καλώ να πιάσει τον νήμα αποξαρχής.
Σε ακούω πατέρα…
Σ’ ένα χρυσαφένιο δάσος διασταυρώθηκαν δυο δρόμοι κι εγώ
Λυπόμουν που δε γινόταν να τους ταξιδέψω και τους δυο,
Γιατί ένας μοναχός ταξιδευτής ήμουν, κι έτσι στάθηκα πολύ καιρό
Και κάτω κοίταζα και τους δυο,
μα κυρίως τον έναν τον πιο άγνωστο τον πιο μακρινό
Ως εκεί που έγερνε και μέσα στα αγριόχορτα χανόταν.
Μα είχε βήματα πολλά που απλωνόταν
Ύστερα κοίταξα τον άλλον, που ήταν εξίσου γητευτής
Καλώντας βήματα να ‘ρθουνε πάνω στο απάτητο χορτάρι επί γης
Στα φύλλα επάνω ούτε βήμα δε φαινόταν να ‘χει κάνει πίσω.
Κι αμφέβαλλα αν δα μπορούσα να επιστρέφω, να γυρίσω πίσω.
Μα αυτόν το δρόμο πήρα εγώ!
Σε κάποιο τόπο, δα το λέω μετά από χρόνια,
Πως σ’ ένα δάσος ήταν ένα σταυροδρόμι, κι εγώ –
Πήρα τον δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο, κι αυτό
Έκανε όλη τη διαφορά αιώνια.
Ρόμπερτ Φροστ
(ελεύθερη μτφ. Ελ. Καρασαββίδου)
.
ΑΣΤΕΓΗ ΑΓΑΠΗ (2016)
Άστεγη αγάπη
Άστεγη αγάπη δηλώσανε
για τόπο διαμονής ούτε συζήτηση
κάπου στις παρυφές ίσως
έξω από τα σύνορα των άλλων
προτίμησαν την απόσταση
σαν έρωτα εν δυνάμει
να ασκεί τον λόγο επάνω τους τη νύχτα,
όταν οι άλλοι κοιμούνται.
Η υπόσχεση της Λίλιθ
Η ροή του κόκκινου φύλλου
έτσι όπως το πέταξα τ’ ανάσκελα
στην άκρη του ποταμού
συμφωνία ανέμων πάνω απ’ τις κηλίδες τ’ ουρανού
ζάρωσαν τα μάτια να προσέχουν
κατά τη μεριά της Ανατολής,
προς τη πλευρά της φύσης
κι ο ήλιος ξέρανε τον χρόνο πάνω απ’ τα βλέφαρα της
να περιμένει είπε, κατά πως της μάθαν
να προσέχει το χρώμα
πάντα όμως υποταγμένη στη δύναμη του λιονταριού
και η υπόσχεση να αιωρείται φειδωλά
πάνω απ’ τον καλά κρυμμένο φόβο της.
Διακανονισμός
Απάντησε με συνοπτικές διαδικασίες
ίσως και λίγο παραπλανητικά
άλλωστε ποιον ενδιέφερε στ’ αλήθεια πώς
τα ‘βγαζε πέρα…
Εξάλλου ο απόηχος από τα λόγια των μεγάλων
που άκουγε όταν ήταν μικρή
ήρθε να συνηγορήσει υπέρ της
και να διώξει τις τυχόν ενοχές
από τα λεγόμενά της:
«Εις τας αδιακρίτους ερωτήσεις, ψευδείς απαντήσεις».
Έρημη χώρα
Έρημη χώρα η γη μου
πώς αξιώθηκα να τη διασχίσω σε τόσους χρόνους
κόντρα σε μοίρες μονοπάτια
μέσα από μωρούς τόπους κι ανθρώπους
και κάθε άνοιξη να ζω, να ξαποσταίνω στο κορμί μου
πικρή ανάσα που έτυχε να ανταμώσω
στη μέση μιας ζωής, ξένης ζωής για μένα
και τώρα χαίρω εκ του μακρόθεν
εξ αποστάσεως ως λένε
το νόημα παραβολής να προσπαθώ να ερμηνεύσω
μόνη εγώ,
στυφό φιλί να δίνω στα όνειρά μου.
Πρωτοχρονιάτικο
Ούτε που περίμενα
μια τέτοια έκβαση
να λάβει χώρα σε ένα μικρό δωμάτιο
κεκλεισμένων των θυρών
χωρίς πολλούς μάρτυρες
σχεδόν μεταξύ μας
να τελειώνει όπως-όπως η ιστορία
και να αποδοθεί η ημετέρα δικαιοσύνη
στο μέτρο του δυνατού
πριν βγουν τα μεσάνυχτα οι λύκοι στην πόλη
και παραμονεύουν
Παραμονή Πρωτοχρονιάς
να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα.
Γυμνά πόδια
Γυμνά πόδια
στις επάλξεις λοιπόν
όλη νύχτα διασχίζαμε δύσβατα μονοπάτια
για να φθάσουμε κάπου, να δούμε λίγο ουρανό
να ξαποστάσουμε
να βρούμε ένα κομμάτι ψωμί
κι ας ήταν από περισσέματα άλλων
όλη νύχτα συνεχίζαμε χωρίς σταματεμό
και ας μην μετακινήθηκε σπιθαμή παραπέρα
ο απέναντι τοίχος
από τον ακάλυπτο της διπλανής πολυκατοικίας.
Εμπόλεμη ρίζα
Μια εμπόλεμη ρίζα
απόμεινε στο χέρι της
έτοιμη να εκραγεί,
όπως καθάριζε τον κήπο
από σαρκοβόρα ζιζάνια
που κατέτρωγαν ύπουλα και σιωπηλά
τα καινούργια φυτά
αυτό που μπορούσε να κάνει
ήταν να απομονώσει ή να μεταφέρει τα υγιή
και απρόσβλητα στοιχεία
σε άλλο καθαρό έδαφος
Αρκεί να προλάβαινε…
ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ (2010)
ΑΠΡΙΛΗΣ
Βροχερός και επιρρεπής
αντίκρυ σ’ ένα καθρέφτη
σχηματίζω το όνομα του
μέσα από αντικρουόμενα αισθήματα
και συνθήματα
που κρατούν ενός λεπτού σιγή….
όσο η στιγμή για μιαν απόφαση
τόσο μακρινή ,
αλλά και τόσο κοντινή
ως την απόσταση που με χωρίζει
από το άνοιγμα της πόρτας
για να ξεχυθεί το άρωμα από τους μενεξέδες
που μάζεψε η μάνα
το πρωί από τον κήπο.
ΕΚΔΟΧΕΣ
Τα ταξίδια,
σαν νοερές μετουσιώσεις
με απομάκρυναν
από τις κουραστικές πορείες
των μεταπτώσεων μου
έτσι αποφάσισα να κάνω συχνά
αυτού του είδους τις διαδρομές
ήταν ανέξοδες, και το κυριότερο
με προστάτευαν επιμελώς
από τη σκοτεινή αιτία των παθών μου
κυρίως όταν αυτή έπαιζε
το ρόλο πρακτορείου
σε στιγμές τουριστικής αιχμής
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΝΙΟΒΗΣ
Ο ήχος των φλας,
αυτό το συνεχές γωνιακό
αναβόσβησμα των ματιών της
κατά πως της έπρεπε,
κατά πως πίστευε πως της έπρεπε,
στο λευκό δωμάτιο
την βρήκα στο λευκό δωμάτιο,
την βρήκαν στο λευκό δωμάτιο
αριθμός «16»
έτσι ξαφνικά και απρόσμενα
χωρίς να το περιμένει κανείς
τυλιγμένη με τη μοναδική της εσάρπα,
μόνο μ’ αυτή
κατά πως της έπρεπε,
κατά πως πίστευε πως της έπρεπε.
ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ
Οι μηχανοδηγοί των τραίνων
δεν συναντήθηκαν ποτέ
έστω κι αν οι τροχιές συνδέονταν
στο σύνηθες σημείο
της επικίνδυνης καμπής
ο χρόνος μέτρησε διαφορετικά τα πράγματα
άλλωστε το «ανάλογο»
δε συμπίπτει πάντα με το «ποθητό».
Ο ΚΑΙΡΟΣ
Στη Βρετάνη πάλι βρέχει ·
στη Κίμωλο τα πουλιά ζευγαρώνουν ·
η συνεύρεση στη μικρή τσαγερί ,
αποδείχτηκε τελικά πολύ ανιαρή ·
οι δρόμοι που ακολουθήσανε
δεν οδήγησαν πουθενά ·
είναι σαν τα χελιδόνια που περιμένεις
να ‘ρθούν με την Άνοιξη ,
κι εκείνα δε φθάνουν ποτέ .
Ο κύριος Σμιθ δοκιμάζει στη σάλα
το καινούργιο του κουστούμι
από πανάκριβο κασμίρ ,
ενώ συμπληρώνει την εμφάνιση
με την ομπρέλα απ’ το Λονδίνο .
Έξω βρέχει ακόμα . . .
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
η ιστορία διέκρινε τις αμυχές στο κορμί της
ότι προσπάθησε να περισώσει στο βλέμμα της,
ήταν το σκοτεινό του αποχαιρετισμού
ξεγέλασε τους γύρω της.
με ένα αμήχανο χαμόγελο
και μια περιπαικτική διάθεση, για το απρόσμενο
η το αναμενόμενο για κείνη
όταν γύρισε να δει απ το παράθυρο,
είχε αρχίσει να χαράζει
η νύχτα έδινε τη θέση της στην επομένη
της Κυριακής προσευχής
ΑΛΦΑ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ
Η νύχτα είναι όμορφη,
έναστρη,
μες τη σιγαλιά άραγε μ’ ακούς;
Ο Άλφα Κενταύρου
πολιορκεί την Κασσιόπη
οι αστερισμοί παίζουν τον έρωτα
στα μάτια των θνητών
η γη περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της,
και η Νιόβη καθρεφτίζεται
στα νερά του ποταμού Αχελώου.
Ο Μάριος ανακαλύπτει τις καμπύλες της
στη θέα της σελήνης.
Τα πυρίμαχα σκεύη
αποδεικνύουν καθημερινά τη χρησιμότητα τους
στη μαγειρική της νοικοκυράς,
ενώ τα παραμύθια
συνεχίζουν να επιμένουν στο τέλος
πως εμείς ζούμε καλύτερα από τους άλλους.
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ
«Δεν εξαργυρώνεται με τίποτα»
αναφώνησε το πλήθος στην Παταγονία
οι μώλωπες εξαπλώνονται
εξ αιτίας του σκώληκα
ενός σπάνιου μικροοργανισμού
διορατικός ως ήτο ο άρχοντας,
διέταξε τη θανάτωση του
και μαζί με αυτήν,
την εξαφάνιση
του επικίνδυνου είδους των αντιφρονούντων.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
Ένα ψαράκι
ένα ήμαρτον
μες στη σημαία
σαν σχήμα ή σαν σύμβολο
δεν ξέρω…
Όταν ξεχύθηκε το μανιασμένο πλήθος
στους δρόμους,
δε μπόρεσε να ξεχωρίσει,
δε μπόρεσε να διακρίνει
κι έτσι έσχισε μ’ απροσεξία
ένα κομμάτι ύφασμα,
που κάποιοι περαστικοί λέγαν
πως συμβόλιζε την ειρήνη.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Σε μια εκτέλεση
που κρατάει μόνο μια στιγμή,
όχι περισσότερο•
κι ας προετοιμαζόταν μια ολόκληρη ζωή
μέσα απ’ τους μύθους και τις παραδόσεις
και η αλήθεια ένας πικρός αντικατοπτρισμός
σαν τη θέα απ’ το αντικρινό παράθυρο
που βλέπει στη θάλασσα του γείτονα
όχι τη δικιά μας,
εκεί μονάχα θ’ αποσώσουμε, θα προβλέψουμε,
θα ρισκάρουμε και θα σωθούμε…
γιατί εκεί μονάχα μπορούμε να καθρεφτιζόμαστε
μαζί με τα εξαπτέρυγα
που κρατάνε οι ναύτες
την ώρα του εσπερινού.
ΜΗΔΕΙΑ
Το ποτήρι
πλάι στην ανθισμένη καμέλια ·
όλα τα πράγματα βαλμένα στη σειρά ,
με τάξη ,
εκτοπίζοντας την αταξία
που έφερνε η είσοδος του στο σπίτι
μακάριο μειδίαμα
που παράδερνε στα βράχια
σε μια διήγηση «άνευ όρων»
χωρίς ακροατές ,
παρά μόνο το λόγο του Ευριπίδη :
«η Μήδεια πήρε τα παιδιά της
μακριά από την προδομένη συζυγική κλίνη
του επίορκου Ιάσωνα» .
ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ
Σκοτεινές σκέψεις
πλησιάζουν απειλητικά
τον ουρανό της Σταχτοπούτας
κι’ εκείνη προσεύχεται στην καλή της νεράιδα,
γιατί η δωδεκάτη νυχτερινή πλησιάζει.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ
Κάποιος έρχεται•
εν δυνάμει, εν κινήσει… δεν ξέρω…
Σημασία έχει πως κάτι κινείται
στο βάθος του ορίζοντα-
ένας φάρος, μια φωτοβολίδα -προειδοποίηση πως
κάποιος κινδυνεύει- μια αστραπή
η φωνή χαμηλόφωνα διαβάζει στην ακτή
τον δέκατο στίχο από τήν Οδύσσεια του Ομήρου.
Αύριο αισίως φθάνουμε
στον πορθμό του Ευρίπου.
ΜΑΡΤΗΣ Ο ΜΗΝΑΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ
Η πρόσοψη του κτιρίου
ένα βλέμμα υπό σκιάν
μέσα στη σύγχυση της πόλης,
να προσπαθεί να περάσει,
ανάμεσα από κάδους σκουπιδιών
και παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα,
την αντίσταση των λιγοστών δέντρων
σ’ ένα παράκαιρα πνέοντα λίβα
μέρα μεσημέρι, Μάρτιο μήνα,
τον μήνα των ερώτων.
ΕΚ ΤΩΝ ΕΣΩ (1996)
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΑ Ή
ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ
Α
Η ιστορία μας τελείωσε.
Η επιστολή ονείρων αποτεφρώθηκε.
Τα εν οίκω μη εν δήμω ψιθύρισα
και η ηχώ της φωνής μου
συμφώνησε ξέπνοα
είναι που παραπαίω
αυτό φταίει,
επανέλαβα μέχρι να εξουθενωθώ
επανάληψη όχι, δε νομίζω
εξιλέωση ίσως ναι.
Β
Μειδιώ
για να τονίσω την τελευταία μαρμαρυγή.
Σπασμοί κατά περιόδους
στα άνω και κάτω άκρα
σημαδεύουν τί; αναρωτιέμαι
περίσκεψη, διάγνωση,
επανάληψη, αναμονή
προσφιλείς και συχνά συναντώμενες λέξεις
απαριθμώ
από το άλφα ως το ωμέγα
τίποτα δεν είναι τυχαίο
επιμένει η φίλη μου
και προσπαθώ να με πείσω
τίποτα, ψελλίζω
μακάρι, μακάρι αναφωνώ
ξέρεις, δεν αντέχω
τα εντελώς τυχαία
(με εκτροχιάζουν
από τον αυτοέλεγχο μου).
Γ
Καταιγισμός
από τα πυρά της φυγής.
Αναχώρηση
η αβάσταχτη ελαφρότητα του «είσαι»,
υποχώρηση
στο στρατόπεδο της ασφάλειας
«φυλάγονται καλύτερα έτσι τα νώτα»
όπως και να το κάνουμε
συνολική επίθεση των οργασμών
αναμένω,
στις κατά προτίμηση δική σου
ημέρες επιλογής
αναπολώ
ξανά και ξανά
το είδος της φυγής
είναι η επίσπευση
πριν την ημερομηνία λήξεως της αντοχής.
Καταιγισμός
από ήχους και σιωπές ένοχες
με ζωές παράλληλες
και μη συναντόμενες
στο γνωστό σημείο επαφής,
γίνεται αυτό που λέμε
ένας διαρκείας φόνος «εξ επαφής».
Καταιγισμός,
η καταιγίδα σάρωσε τα πάντα
κάτω από τη ροή της
η συνάντηση δέ διεσώθη
δε διαφύγαμε του πόνου
αβρόχοις ποσί.
ΔΟΥΝΑΙ-ΛΑΒΕΙΝ
Φθηνή εξαγορά
και καμαρώνει ανάσκελα
για το κατόρθωμα του
ούτε που το κατάλαβε πως έληξε
η εποχή των εκπτώσεων
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
( Περσικός ’91)
Αθέατο πεδίο
από κάλυκες ανθισμένων όπλων
γυμνή επιλογή άνευ λόγων
απόφαση γραμμένη
σε δόρατα δράκων
το σημάδι ηγεμών των αιώνων
έκρηξη στην έκλειψη πλανητών
«ακριβής συμμετρία’»
παρουσία των μεγάλων όρκων
η θυσία,
ως πρόβατο επί σφαγής οδηγείται
για τη συνέχεια.
(Α βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό
ποίησης του Γ Δημοτικού Διαμ. Θες/νίκης)
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ
Σημάδια και σημαίες
λάβαρα και λάθη,
ενοχές και ένοπλες συρράξεις
δρόμοι και δάδες
πύρινα λόγια και πράξεις
ταξίδι και τάξη στον κόσμο: παραλογισμός
κρυφτό με τα όπλα
πόλεμος, παραδώσεις
στιγμές και στάσεις με παύσεις
αναπολώ: έρωτες,
εκρήξεις και ευχές: αίμα
σημεία στίξης σε μηνύματα
σεισμός και λάβα ηφαιστείου,
γλοιώδη υποστρώματα και γυρολόγοι, ξεπουλούν
ζωή χωρίς απάντηση ζητώ
ζοφερή νύχτα κυλά και ρέει
απόσταση και ερώτηση: πού είναι;
τί, ποιός, γιατί…
Έκσταση…
φουσάτα φροϋδικά
νευρωτικές αποχρώσεις του νου
υστερία και υστερόγραφο: το τέλος
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Κόλακες από ατλάζι
οι εχθροί μας κυκλώνουν
και συ ακέφαλη πορεία
κείτεσαι καταμεσής του δρόμου
«ΔΙΛΗΜΜΑ»
Επανασύνδεση
οι λέξεις και οι σιωπές
τι μου καταμαρτυρούν;
ένα καλοκαιρινό ανάγνωσμα
σε επανάληψη
η διαφορά έγκειται
αυτή τη φορά
στην απόφαση του αναγνώστη.
«ΕΙΔΩΛΟ»
Αγκυλωτοί σταυροί
με καρφώνουν
και το βλέμμα σου,
διεστραμμένη άνοιξη που καλ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Απόσταση
η κυρίαρχη άμυνα
καραδοκεί να ανατρέψει
την υπάρχουσα ισορροπία.
Διαβάζω,
αποκαλύπτω και αποκαλύπτομαι
ή κλείνομαι ερμητικά στον κόσμο μου
κοροϊδεύοντας την ασφάλεια της φυγής
πορεύομαι
να πορευτώ πού;
η αγωνία αναπολεί εκ του ασφαλούς
η θέση μου
κράτα καλά τη θέση μου
είμαι καλά εκεί που είμαι
εκεί που κάθομαι
βλέπεις, δεν διακινδυνεύω τίποτα
μόνο τον εαυτό μου
αυτόν τον προσφέρω βορά
στους ελιγμούς
των ανελέητων «πρέπει».
ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ
Προσφώνηση
απαγγέλω: την ετυμηγορία του Νόμου
καταδιώκω: τον όρκο της σιωπής
καταδικάζω
το όνειρο της αποχής
στη διάρκεια μηδενικών αναφορών
επανεξετάζομαι
είναι το «γνώθι σαυτόν»
που με αποκαλύπτει
πίσω από βαρείς σιδερένιους λοστούς
υποχωρώ, υποκύπτω, συνθλίβομαι.
Στην Ιωλκό η επαγρύπνηση συνεχίζεται.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝ ΠΛΩ
Ταξίδια μακρόχρονων σιωπών
ιστορίες εν πλω
στην παράκτια συγκοινωνία απαντώ
τους κοινωνούς
των κρυφών συναντήσεων μας.
Αγέρι ,δρόμος μακρινή οπτασία
η τόλμη εν αναμονή
για το τελευταίο βήμα πριν την απόφαση
Θα ταξιδεύω μαζί σου
έστω κι’ αν είναι η φαντασία
ο δρόμος της φυγής.
«Θα φύγω» είπε
και δε θα γυρίσω ποτέ πίσω
αποκρίθηκα δε ξέρω, δε θυμάμαι
ο λόγος ξαπόσταινε πάντα ανάμεσα μας
μοναδικό εμπόδιο
ο δισταγμό του νου.
Αγνάντευα πάντα
από απόκρημνα σημεία
ήταν τα αγαπημένα μου
τις αναχωρήσεις των πλοίων,
των τραίνων των ανθρώπων
και καθώς οι αποχαιρετισμοί ξεμάκραιναν
άφηνα τους ασκούς των αναμνήσεων
να με πνίγουν.
ΜΕΡΑ ΤΗ ΜΕΡΑ
Η ιστορία μας τελείωσε.
Η επιστολή ονείρων αποτεφρώθηκε.
Τα «εν οίκω μη εν δήμω» ψιθύρισα,
και η ηχώ της φωνής μου
συμφώνησε ξέπνοα
είναι που παραπαίω
αυτό φταίει, επανέλαβα
μέχρι να εξουθενωθώ
επανάληψη; όχι,δε νομίζω
εξιλέωση; ίσως ναι.
ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ
ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΦΟΒΟΙ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ (1987)
ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
Ακούω παιδιάστικες φωνές
– τα πρώτα ανοιξιάτικα μηνύματα –
θάναι λέω
και βγαίνω στο δρόμο
τρέχοντας χαρούμενη
προσπερνώ τη γυναίκα
που πουλά τις αγαπημένες μου ανεμώνες,
μα σαν φθάνω στη γωνιά του δρόμου
το γέλιο σταματά
κάπου εκεί φοβάμαι
πως είναι κρυμμένο το άγνωστο
κι’ ίσως, ίσως μια σταγόνα αίμα
η ένα δάκρυ.
ΕΝΩΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ
Θ’ ανταμώσουμε,
στις τραυματισμένες ράμπες της νιότης μας
συνεχίζοντας τη πορεία
που διάβρωσε η μοίρα ,
με το ενωτικό χαμόγελο της αγάπης
και τα χαρακωμένα χέρια σφιχταγκαλιασμένα
να κυλούν τις ρόδες του χρόνου
και σαν φτάσουμε αντάμα
στο λόφο με τις πράσινες καμέλιες
και τα’άγουρα σταφύλια ,
θ’ατενίσουμε
με το ίδιο φωτεινό βλέμμα το μέλλον,
που θα μοιάζει
σαν νούφαρο που άνθισε
στην άκρη ενός γκρεμού.
ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ
Μη σκύβεις να φιλήσεις
το δάκρυ που κυλάει
πάνω στο χώμα
το τραίνο σφυρίζει αντίο
κι’ εσύ πρέπει να φύγεις,
αντίο καλέ μου.
Χιλιάδες ηλιοτρόπια
κάτω απ’ το γαλάζιο ανασεμό
τούτης της ανοιξιάτικης μέρας
γέρνουν πάνω στις ερωτευμένες μνήμες μας
και θυμίζουν το ευτυχισμένο όνειρο
που σκότωσε ο πόλεμος.
Το τραίνο σφυρίζει αντίο
κι’ εσύ φεύγεις
η σκιά του χωρισμού
καλύπτει το πρόσωπο σου
το δάκρυ κυλάει στο χώμα
και πεθαίνει
αντίο, καλέ μου.
ΣΗΜ. Τα ποιήματα από τις “Φωτεινές ανταύγειες” από
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=401278.0
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ – ΣΤΑΣΗ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ
ΜΕ ΜΙΣΟ ΦΤΕΡΟ
Με μισό φτερό πετώ
πάνω από τους ορυζώνες
της νοτιοανατολικής Ασίας
αποδημητικό πουλί
αλλάζω τόπους
φεύγω μακριά
με μισό φτερό
άλλοτε σαν καλαμάρι
γράφω για τους δρόμους της βροχής
τους αδιέξοδους διαδρόμους των οριζόντων
τα ανέστια σώματα των ανθρώπων
που κείτονται αζήτητα
με μισό φτερό πετώ
κι όταν γίνεται εικονικό μάτι
μπορώ να φαντάζομαι
πως ανεμπόδιστα ταξιδεύω παντού.
ΠΡΟΠΑΙΔΕΙΑ
Λεν μπορέσαμε ποτέ να φτάσουμε
αυτό το αμυδρό λίκνισμα του σώματος
αυτή την ανεπαίσθητη φάλτσα κίνηση
που φαίνεται στις μικρές λεπτομέρειες
τότε που κάθε ελαφρά μετατόπιση των πραγμάτων
κάθε μικρή μετακίνηση
αποκτά το δικό της νόημα
τη δική της σημασία
κι έπειτα να ακολουθούν
εκείνα τα ξέγνοιαστα πρωινά
να τα μοιραζόμαστε μαζί
στη βεράντα,
με θέα το πέλαγος.
Το ποίημα συμμετοχής Της Φανής στην εκδήλωση της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης με θέμα: Θεσσαλονίκη
Αυτή η πόλη
( Θεσσαλονίκη)
Απ’ το παράθυρο
το ‘ξερε, το ‘νοιωθε
άφησε πίσω
την πεπατημένη οδό
βάδισε σε στενά σοκάκια
από την Άνω πόλη ως τον Λευκό Πύργο
δυνατός ο Βαρδάρης
επαναλάμβανε με τα χείλη της
σύμφωνα και φωνήεντα
που σχημάτιζαν με τ’ όνομα την ιστορία
έφτανε ν’ ατενίσει τον Θερμαϊκό
τα νερά του που αμέσως γίνονταν κύματα από λέξεις
ποιήματα που σμίγαν
στον παρόντα ενιαίο χρόνο
θα μπορούσε να μείνει έτσι εκεί ακίνητη
μπροστά στη θάλασσα…
να καρτερά, να προσδοκά ν’ αποχαιρετά
χέρια και πόδια δεν υπήρχαν
όλα είχαν γίνει αυτή η πόλη.
Έρωτας
σαν προσευχή ,
ψίθυρος στα χείλη
μια φευγαλέα ανάμνηση
που ‘ρθε και κάθισε απρόσκλητη
στο περβάζι της σκέψης
κάποιο βλέμμα η μια διάθεση περαστική
τον άφησε στα μέρη μας
όταν βαρέθηκε να τον πολιορκεί
η μανία του ανέμου.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ Σ’ ΕΝΑ ΣΩΜΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
FRACTAL 23/4/2024
Το σώμα της ποίησης
Απ’ το ’98 η γνωριμία. Όταν πρωτοεκτίμησα τον άνθρωπο, την αγωνίστρια και τη δημιουργό. Ξέρω, δεν είναι η πιο αντικειμενική συνθήκη. Αλλά δεν είναι και τόσο σύνηθες να εκτιμάς βαθιά και την ποιήτρια και την ποίησή της – πολύ δε περισσότερο να βλέπεις τη μια να καθρεφτίζεται, να βεβαιώνεται και να προεκτείνεται μέσα από την άλλη. Πολλά και συγκινητικά θα είχα να πω για τη Φανή την Αθανασιάδου, το τι εκπροσωπεί, το πώς το παλεύει, το πόσες ορθοστασίες μάς διδάσκει. Φοβάμαι όμως ότι θα αποβεί σε βάρος των κρίσεών μου για το τελευταίο έργο της.
Μόνο για το έργο λοιπόν.
Καταγραφή
Έκκληση
άπλωσε τα δυο της χέρια
να προλάβει να σκεπάσει
ότι μπορέσει απ’ την ανοικονόμητη ζωή της
ένα ρούχο της νύχτας όλο κι όλο
έφτασε να την καλύψει
έπεσε σεντόνι στα λόγια
ξέχασε τι ήθελε να πει
επιλεκτική λήθη
τώρα ακούει ήχους από εντοιχισμένα ρολόγια
το ρυθμικό τικ-τακ
εναρμονισμένο με τη φορά της κουνιστής πολυθρόνας
όταν κάθεται και συλλογάται τι είχε τι έχασε
και πόσα χρωστά ακόμα
μαζί με κάτι ακατανόητους ψίθυρους που ξεστομίζει
στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα και αγέλαστα
φτου ξελευτερία.
Ολιγόστιχα ποιήματα, οικονομημένα και μεστά, με λέξεις που ξέρουν τι θέλουν να πουν, που είναι εκεί που είναι γιατί έχουν να πουν, δίχως να εντυπωσιοθηρούν, χωρίς να στραμπουλάνε χάριν ποιητικής παιδιάς τη γλώσσα, αλλά και χωρίς να χαρίζονται αμαχητί στους κανόνες, στην ορθέπεια και στις συμβάσεις της. Δύο οι κατευθύνσεις της ποιητικής γλώσσας της Αθανασιάδου: η προς τα έξω, στον κόσμο, και η προς τα μέσα, στην ατομική κατάσταση. Αλλά δεν πρόκειται για ξέχωρα πεδία, το ποιητικό υποκείμενο έχει συνείδηση του κόσμου, υπάρχει εντός του, βιώνει εντός του, αγωνίζεται εντός του και διαμορφώνεται εντός του.
Παραλλήλως υπάρχει μια αίσθηση έξωθεν απειλής και δοκιμασίας. Το κατά κανόνα αδύναμο και απροστάτευτο υποκείμενο εκτίθεται σε απειλές που το κυκλώνουν. Άλλοτε το διαμελίζουν, άλλοτε το καταδίδουν, άλλοτε το δακτυλοδεικτούν. Ψάχνω τα συντακτικά υποκείμενα του λόγου, απ’ όπου προέρχεται τούτη η απειλή «μέσα στο πλήθος με φώναξε, με ονόμασε» (Κατάδοση), «του χρωστούσε ένα υπόλοιπο λογαριασμού» (Χρέος), «ήταν πιο εύκολο να εξαφανίσουν μια ύπαρξη» (Παραλλαγές σ’ ένα σώμα), που παρ’ όλα αυτά δεν κατονομάζονται. Ποιος είναι, από πού προέρχεται, γιατί ασκείται λοιπόν αυτός ο κίνδυνος;
Στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής (Παραλλαγές σ’ ένα σώμα), ένα απροσδιόριστο «αυτοί» έρχεται να τεμαχίσει τα μέλη του ποιητικού υποκειμένου αλλά «όχι τον ρουχισμό της», δεν μένει τίποτα πέραν των υπαρχόντων της, καθότι «κι η εποχή δεν είναι κατάλληλη /για τέτοιου είδους καθυστερήσεις». Ένα άνευ εμπορικής αποτίμησης σώμα διαλύεται για να διατηρηθούν τα ενδύματά του. Η καπιταλιστική λογική της ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων και της εμπορευματοποίησης των πάντων βρίσκει σε τούτο τον διαμελισμό την ποιητική έκφρασή του. Πάει να πει, οι «αυτοί» είναι οι άλλοι, η κυρίαρχη ηθική, η ανδροκρατική ιδεολογία, οι κυρίαρχες αξίες, είναι ο κοινωνικός μας χώρος μέσα στις ιστορικές του συντεταγμένες.
Δεν είναι τυχαίο που το σώμα επανέρχεται διαρκώς στη ποιητική της Αθανασιάδου. Η ασκούμενη εξουσία πάνω του, η εικόνα του όπως διαμορφώνεται από τα βλέμματα των άλλων, οι αξιολογήσεις του όπως εγγράφονται από τα σχόλια των άλλων κατασκευάζουν την αφήγηση, ορίζουν την μορφή, το τετραγωνίζουν, το ομοιορφοποιούν, το χαρακτηρίζουν, το ακρωτηριάζουν, έτσι που να χάσει το εγώ την τελευταία κατοικία του, το ύστατο μετερίζι της αντίστασής του, να μείνει χωρίς τις αισθήσεις, χωρίς την αφή, μόνο με την ανάμνηση ενός ξεχασμένου σκιρτήματος.
Εδώ ακριβώς, ή μάλλον και εδώ, κείται η κατά την Αθανασιάδου λειτουργία της ποίησης, που δεν αρκείται στην περιγραφή του προβλήματος, δεν εξαντλείται σε οιμωγές θρήνου ούτε χαλιέται στη θρηνητική του εγώ.
Για την ιστορία
Κι ήρθαν τα καινούρια τρένα
εισβολή είπαν πως έγινε στην πόλη μας
δεν θα ’χε προλάβει να φέξει ακόμη
κι έτσι μας βρήκαν όλους στον ύπνο
που να προλάβεις ν’ αντιδράσεις τι να πεις
σε ένα προμελετημένο σχέδιο
μόνο χαζεύεις απ’ το παράθυρό σου
προσποιείσαι τον ξαφνιασμένο
για να ’χεις έστω μια δικαιολογία
όταν δηλώσεις μετά από χρόνια –
έτσι για την ιστορία–
πως εσύ τουλάχιστον ήσουν απών.
Η συρρίκνωση των δικαιωμάτων, ο εκφασισμός της κοινωνίας, η υπονόμευση της δημοκρατίας, το θέμα της προσφυγιάς, η φρίκη των γυναικοκτονιών, το πρόβλημα της οικολογικής καταστροφής, παρέα με την απώλεια αγαπημένων προσώπων, με το ζήτημα του έρωτα και τους λοιπούς περισπασμούς του εγώ, που επίσης δεν μένουν ανεπηρέαστοι από την κοινωνική ατμόσφαιρα, συνθέτουν την πληγή απ’ όπου ξεκινά ο ιδρυτικός λόγος της ποίησης. Μιας ποίησης που είτε ευθύβολα είτε διά των αρχαίων μύθων είτε υπαινικτικά λειτουργεί θωπευτικά της οδύνης όχι όμως ως παραμυθία ούτε ως εκτόνωση, αλλά ως έγερση και ως συμπλήρωση του βίου.
Για μια φορά και έναν καιρό…
Έπαιζε με τις λέξεις
τις έκανε φιγούρες χορού
σώματα που πολιορκούσαν τη νύχτα
πλάσματα ανέμελα συντροφικά
μα πρόσεχε να μην αγγίζουν το ένα το άλλο
μόνο να συντονίζουν μεταξύ τους τις κινήσεις
σύμφωνα με τη φορά του ανέμου
να αντιστέκονται
να αποφεύγουν τη συνήθεια
να γίνονται έρωτας.
Η ποίηση της Αθανασιάδου είναι μαζί με όλη την καρυωτακική οδύνη, όλο το υπαρξιακό άγος, όλες τις ομολογημένες ήττες, μια αγωνιστική ποίηση, μια ποίηση των μικρών και μεγάλων, των ανεπαίσθητων και ηρωικών (αλλά πάντα αφανών) εγέρσεων.
Δεν ξέρω αν έχει καμία λογοτεχνική αξία ό,τι θα πω, αλλά όταν βλέπεις αυτή τη ποιητική στάση να μεταστοιχειώνεται σε στάση ζωής, να ορίζει το βλέμμα, να κατευθύνει τη χειρονομία, να διαποτίζει τον λόγο της ανθρώπου-ποιήτριας, τα πράγματα τουλάχιστον στη δική μου αντίληψη καθίστανται ακόμη πιο ενδιαφέροντα.
Και δε θα διστάσω να το πω: δηλώ από δεκαετίες ποικιλοτρόπως ευγνώμων για τούτη τη μυσταγωγία της ποίησης.
.
ΑΣΤΕΓΗ ΑΓΑΠΗ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
Το δωμάτιο
Ένα απλό δωμάτιο
συνόδευε τα όνειρά της
λιτό (σαν τη σκέψη της)
χωρίς περιττά έπιπλα και αξιώσεις…
εκεί μέσα περιφερόταν
με τα λιγοστά αντικείμενα
τοποθετημένα στη σειρά
να θυμίζουν την τακτοποιημένη -φαινομενικά- ζωή της,
μόνο στις μικρές λεπτομέρειες
διέκρινες τη διαφορά
εκείνες τραβούσαν την προσοχή των άλλων
μα περισσότερο τη δική της,
σ’ αυτές έβρισκες κρυμμένες
λέξεις, φωνήεντα, συλλαβές
κάποιες φορές να αρθρώνονται ακόμα και κραυγές
που καλούσαν επιτακτικά σε βοήθεια…
Σ’ αυτό το απλό και λιτό δωμάτιο θα μπούμε και θα αναζητήσουμε αυτές τις κρυμμένες λέξεις, τα φωνήεντα και τις συλλαβές που όλα μαζί συνθέτουν τη ψυχή και το λόγο της Φανής, όπως αποτυπώνεται στα 38 ποιήματα της συλλογής της Άστεγη Αγάπη. Μια ψυχή ιδιαίτερα ευαίσθητη που απλώνει τη ματιά της παντού. Από τη Τιχουάνα, «πατρίδα του αποχαιρετισμού», όπως την ονομάζει η Φανή, στα σύνορα Μεξικού-ΗΠΑ με τους εκατοντάδες σταυρούς των θυμάτων που δοκίμασαν να περάσουν το τείχος και να αγγίξουν το Αμερικανικό όνειρο, μέχρι τη λίμνη Ασάλ στην Αφρική όπου οι φυλές των Αφάρ δίνουν τη καθημερινή μάχη επιβίωσης εδώ και δεκάδες χρόνια για να μας πει η ποιήτρια μας «ανάλογα με πόσους τόνους αλάτι θα μετέφερε/τόσο περισσότερο θα παρατεινόταν/η διάρκεια της ζωής του» και να καταλήξει στα δικά μας, στη καθημερινότητα της κρίσης της αβεβαιότητας, και όπως γράφει στο ποίημα «οι δύο όψεις» στις «σιωπηλές Κυριακές» μας «όταν η μοναξιά γίνεται θηλιά/ έτοιμη να μας πνίξει»
Μελετώντας τη μέχρι τώρα διαδρομή της ζωής της μπορούμε πιστεύω να αντιληφθούμε καλύτερα το πνεύμα και το λόγο της. Λέει η ίδια σε μια συνέντευξη της «Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά για λόγους προσβασιμότητας μετακόμισα και μένω μόνιμα στην Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησα να γράφω και να ασχολούμαι με την Ποίηση από 16 ετών. Μετά την εφηβεία μου αναγκάστηκα να αλλάξω πόλη γιατί στην Αθήνα δεν υπήρχε δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης, η προσβασιμότητα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη ,οπότε ως χρήστρια αναπηρικού καθίσματος έπρεπε να βρω κάποια εναλλακτική λύση για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Επιλέχθηκε η Θεσσαλονίκη επειδή από τη συγκεκριμένη πόλη είχαν ρίζες καταγωγής οι γονείς μου αλλά κυρίως γιατί την γνώριζα δεν μου ήταν άγνωστη, είχα μνήμες από συχνά ταξίδια που έκανα μαζί τους στην παιδική μου ηλικία.»
Μέσα στις δραστηριότητες της, εκτός από την έμπρακτη υπεράσπιση των ατόμων με αναπηρία, όπου έχει θέσει πολλές φορές το θέμα των χώρων πολιτιστικών και λογοτεχνικών εκδηλώσεων που δεν είναι προσβάσιμοι σε δημιουργούς ή θεατές με αναπηρία με αποτέλεσμα να αποκλείονται από τον πολιτισμό, η ίδια έχει επιδείξει μια έντονη πολιτιστική δραστηριότητα . Γιατί ξέρει πολύ καλά ότι ο αποκλεισμός που στερεί τη συμμετοχή, την επικοινωνία με άλλους ανθρώπους είναι μια επιβαλλόμενη μοναξιά που η ίδια την έχει βιώσει.
Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Ποιήματά της έχουν βραβευτεί και διακριθεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς Ποίησης, φιλοξενήθηκαν σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά, σε έντυπες ανθολογίες και σε ραδιοφωνικές εκπομπές Λόγου.
Το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσίασε θεατροποιημένη ποίηση της στη Μονή Λαζαριστών και στο Βαφοπούλειο Πνευματικό κέντρο έγινε θεατροποιημένη παρουσίαση ποιημάτων της. Την Παγκόσμια ημέρα Ποίησης (το 2013) τιμήθηκε από το Λύκειο Γιαννιτσών. Ασχολήθηκε με το θέατρο ως ιδρυτικό μέλος μικτής ομάδας ατόμων με και χωρίς αναπηρία και λάβανε μέρος στο Παγκόσμιο φεστιβάλ θεάτρου στο Εδιμβούργο και στις γιορτές ανοιχτού θεάτρου του Δήμου Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με θεατρικές ομάδες διασκευάζοντας θεατρικά έργα, συμμετείχε ως ομιλήτρια σε Συμπόσια και Εκδηλώσεις για τα δικαιώματα των πολιτών με αναπηρία, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά δημοσιογραφικά έντυπα και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ομάδας Ιδεοκύματα με λογοτεχνική δραστηριότητα.
Οι ευαίσθητες κεραίες της Φανής, οι εμπειρίες κι οι αγώνες της για τα άτομα με αναπηρία, οι δύσκολες συνθήκες της σημερινής κοινωνίας κάνουν τη ματιά της πιο ανοικτή, με μια πιο οικουμενική προσέγγιση. Αισθάνεται και βλέπει τον έντονο ατομικισμό που περιβάλλει τη κοινωνία μας, αποτέλεσμα της κρίσης, βλέπει τους ανθρώπους γύρω της να γίνονται ολοένα και πιο φειδωλοί στα αισθήματα και βλέπει την αγάπη να στέκεται άστεγος παρατηρητής των τεκταινομένων. «Άστεγη αγάπη» γράφει στο ομότιτλο ποίημα της συλλογής «έξω από τα σύνορα των άλλων» και για «για τόπο διαμονής ούτε συζήτηση»
Για την ίδια τη Φανή η αγάπη είναι ένα βασικό συστατικό της δημιουργίας που προσδιορίζει την ίδια τη ζωή και τη συνέχεια της. Και είναι η ασπίδα που προστάτευε μέσα στους αιώνες τη ζωή όταν «ξαφνικά και αναπάντεχα/άνοιξαν ταυτόχρονα οι ασκοί του Αιόλου/και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα» όπως γράφει στο ποίημα «Άνεμοι». Η αγάπη είναι μια μεγάλη αλήθεια, ίσως η πιο μεγάλη αλήθεια του ανθρώπου που πέρα από το χρόνο
«είναι ένα δένδρο αειθαλές, όχι φυλλοβόλο/για να χαρίζει απλόχερα τον ίσκιο της…» Γι αυτό και η απώλεια αγαπημένων προσώπων είναι μια «μακρόσυρτη σπαρακτική κραυγή/όμοια με μετανάστευση πουλιών/στα ενδότερα της χώρας» μας λέει στο ποίημα «Απώλεια»
Είναι ακόμα «ένα απρόσμενο πένθος που ήρθε μαζί με την άνοιξη/μέσα σ’ αυτή τη γέννα της φύσης/εκείνη να μιλά για το φευγιό της μάνας…» γράφει στο ποίημα «O τελευταίος αποχαιρετισμός»
Στο ποιητικό της λόγο η Φανή ανασύρει επίσης μέσα από τη Βίβλο πρόσωπα και τοποθεσίες και πολύ εύστοχα τα συνδέει και τα παραλληλίζει με τη σημερινή πραγματικότητα. Ο «νεογέννητος πρίγκιπας» θέλει «να οδηγήσει το λαό του/στη γη της Επαγγελίας,» μας λέει στο ποίημα «Μεσοποταμία»
και στο επόμενο ποίημα «Έρημη χώρα» συμπληρώνει «Έρημη χώρα η γη μου/πώς αξιώθηκα να τη διασχίσω σε τόσους χρόνους» Κι ο λόγος της γίνεται αιχμηρός λέγοντας μας ότι «για τα τριάκοντα αργύρια/έγινε η συναλλαγή» και στο ποίημα Πόντιος Πιλάτος μας λέει «Ένας ακόμα ρόλος/αυτός του Ποντίου Πιλάτου, /όπως ένιψε τα χέρια του/αποποιούμενος τις ενοχές του» Συμβολισμοί που μας παραπέμπουν σε καταστάσεις που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
Η ποιητική της γραφή λιτή και εκφραστική έχει περάσει πρώτα από ένα επίπονο στάδιο βίωσης, για να φτάσει σε μας ένας ποιητικός λόγος ξεχωριστός που μας μεταφέρει την αγωνία και το άγχος των ημερών μέσα από την ευαισθησία της. Ένας λόγος που κινείται μέσα στο χρόνο ανάμεσα στη μνήμη, τις θύμησες, την ιστορία, τις εμπειρίες και τη γνώση. «Απροσδιόριστος ο χρόνος/
όπως κυλάει το ρυάκι πάνω στη γη/…/ ανασκαλεύοντας ιστορίες από νερό και χώμα…/ » μας λέει στο ποίημα της « Ο Χρόνος»
και μιλώντας για τη μνήμη λέει στο ομότιτλο ποίημα. «Ξεχείλισε το ποτάμι/στην εκβολή της μνήμης.»
Το ποιητικό ταξίδι της Φανής Αθανασιάδου συνεχίζει και μ’ αυτή τη συλλογή να είναι ένα συναπάντημα και μια επικοινωνία με το καθένα από μας. Και όπως λέει η ίδια «Κάθε καινούργια ποιητική συλλογή μοιάζει με νέο σκαρί φτιαγμένο με μεράκι που μεταφέρει ποιήματα και τα προσφέρει ως αντίδωρο στους συνταξιδιώτες και αναγνώστε, μα και σε κάθε επιβάτη που θα τύχει να ανέβει σε κάποιο σταθμό του ταξιδιού.»
Κλείνοντας θέλω να ευχαριστήσω τη Φανή για τη τιμή που μου έκανε να μιλήσω για την Άστεγη Αγάπη και να της ευχηθώ να συνεχίσει το ταξίδι της στη ποίηση και στη ζωή με την ίδια δύναμη ψυχής και λόγου.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
Είναι η χώρα μας. Που λαθροβιεί, που ασχημονεί αλλά και που θάλλει. Αντλώντας από τις μοναξιές, τους αποκλεισμούς, τις διαφυγές και τους μύθους της. Για να διαμορφώσει τις κοινωνικές συνθήκες μιας νέας υπαρξιακής ερημίας. Όπου το εγώ εξορίζεται, φυλακίζεται, δραπετεύει, αλλά δεν παύει να υπάρχει. Να υπάρχει και να μαζεύει τα κομμάτια του ή να υπάρχει και να σκάβει στα ενδότερα ή να υπάρχει και να αναζητάει διαφυγές.
Λέω για το νέο ποιητικό σύμπαν της Αθανασιάδου, όπως στεγάζεται στην Άστεγη Αγάπη (εκδ. Λογότεχνον, 2016), κι είναι σαν να εικονογραφώ με ρεαλιστική διάθεση τον σύγχρονο, τον πολύ σύγχρονο κόσμο μας, στην εδώ εκδοχή και στην ευρύτερη, οικουμενική, διάστασή του.
Τούτος ο ρεαλισμός άλλοτε αιχμηρός κι άλλοτε αλληγορικός, δημιουργεί από άποψη γραφής και περιεχομένου την αίσθηση του οικείου. Τίποτα απ’ όσα και όπως εδώ λέγονται
δεν έχει κατιτί το φτιασιδωμένο ή το υπερβολικό. Ο λόγος της Αθανασιάδου από άποψη σύνταξης, λεξιλογίου, ρυθμού και υφολογικών επιλογών, δεν στραμπουλίζει τη γλώσσα και δεν εξωθεί στα άκρα τις εκφραστικές δυνατότητές της με απίθανους πειραματισμούς, αλλά αποπνέει τη σιγουριά μιας δοκιμασμένης στις τέσσερις προηγούμενες συλλογές της ωριμότητας, που καταφέρνει να στοιχίσει το τι με το πώς σε μια ρυθμική και εκφραστική ισορροπία.
Ως δείγμα γραφής προσκομίζω το ποίημα «Άνεμοι»:
Μεταβλητοί οι άνεμοι
δεν εστιάστηκε η προσοχή
στην ένταση ή την ταχύτητά τους
το ενδιαφέρον των ειδικών επικεντρώθηκε
στην κατεύθυνση από την οποίαν έπνεαν
αν ήταν βοριάδες ή νοτιάδες
ζέφυροι ή τραμουντάντες
για να μπορέσουν να βρουν την αιτία
που έτσι ξαφνικά και αναπάντεχα
άνοιξαν ταυτόχρονα οι ασκοί του Αιόλου
και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Το θέμα της Αθανασιάδου ακόμη και όταν βλέπεται στις πιο περίκλειστες ιδιωτικές διαστάσεις ενός δωματίου είναι πάντα εμποτισμένο με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Το ατομικό υποκείμενο είναι κοινωνικά προσδιορισμένο, η μοναξιά του φέρει έξωθεν αποκλεισμούς, κουβαλάει το άγος μιας θεσμοποιημένης αδικίας, γι’ αυτό ακριβώς η όποια στάση, ακόμη και αυτή που φαντάζει απολύτως ατομική διαφυγή, έχει το χαρακτήρα μιας πολιτικής χειρονομίας. Στην οποία χειρονομία προβαίνει με σύνεση, υπολογισμό και αξιοπρέπεια. Γιατί τα πρόσωπα της Αθανασιάδου δεν ελεεινολογούν, δεν ξιπάζονται, δεν κομπάζουν. Υποφέρουν πάντα σιωπηλά κι είναι απολύτως αληθινά μες τη σιωπή τους.
Ως δείγμα γραφής προσκομίζω το ποίημα «Εκδοχές»:
Προσπαθούσε να νιώθει άνετα
ανάμεσα σε δύο εκδοχές και δύο ανθρώπους
ίσως και δύο εποχές την άνοιξη και το φθινόπωρο
όπως του φέρναν στη μνήμη οι μυρωδιές και οι γεύσεις
το ακατάληπτο του πράγματος
βλέπεις, δεν ήταν γεννημένος για γενναίες αποφάσεις
και τη δειλία του, την είχε μετονομάσει σε ισορροπία.
Το πιο ενδιαφέρον σε όλα αυτά είναι η αίσθηση της συνέχειας που αφήνει κάθε ποίημα. Όχι σε συνάφεια με το προηγούμενο ποίημα, αλλά με ό,τι εννοείται σαν προγενέστερη πλοκή του ίδιου του ποιήματος. Τα ποιήματα της Αθανασιάδου μοιάζουν με μικρές ποιητικές ιστορίες, όπου πάντα λανθάνει κάτι σαν προηγούμενο στόρι. Το δε ποίημα εκφέρεται σαν ουρά, σαν κατακλείδα και σαν επιμύθιο, κατά κανόνα με μια ορισμένη ενδοκλιμάκωση που ξεκινάει από τους ήπιους τόνους της αρχής και καταλήγει στο ξάφνιασμα του τέλους.
Κοντά σε αυτά, ας σημειώσω και τούτο, που αν δεν κάνω λάθος εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ποιητική της Αθανασιάδου σε τόση μεγάλη τουλάχιστον έκταση. Αναφέρομαι στην καβαφικής και σεφερικής έμπνευσης αξιοποίηση του μύθου, και δη του σχετικού με την Παλαιά Διαθήκη με όλες τις εγνωσμένες αλληγορικές δυνατότητες που δίνει αυτή η τεχνική, δηλαδή την ιδιότυπη αξιοποίηση ενός γνωστού σημαίνοντος για τη μετάδοση ενός νέου σημαινομένου αλλά με τη διατήρηση μέρους ή συνόλου από τη μυθική αχλή που συνοδεύει το πρώτο.
Ξεχωρίζω: «Δωμάτιο», «Ανάγκη φυγής», «Διακανονισμός», «Άνεμοι», «Έρημη χώρα», «Οι δύο όψεις», «Πόντιος Πιλάτος». Σταματώ σε αυτά για να μην κουράσω. Έτσι κι αλλιώς όλη η συλλογή ξεχωρίζει.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙAΔΟΥ
ηλεκτρονικό λογοτεχνικό/πολιτιστικό περιοδικό Σκανδάλη
«Άστεγη Αγάπη» η νέα σας ποιητική συλλογή. Χρειάζεται στέγη η αγάπη; Κι αν ναι, γιατί;
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από εγωκεντρισμό και ατομικισμό. Οι άνθρωποι επιθυμούν διακαώς να αγαπηθούν πολύ περισσότερο απ’ ότι είναι διατεθειμένοι να αγαπήσουν σύμφωνα πάντα με τα δικά τους κριτήρια και την δική τους αντίληψη περί αγάπης. Αυτή η ανισομέρεια, η ανισοκατανομή την περιορίζει, την περιχαρακώνει. Έτσι η αγάπη μοιάζει να στέκεται σε μιαν άκρη, σε μια γωνιά άστεγη και να παρατηρεί, να παρακολουθεί εκ του μακρόθεν τους ανθρώπους. Από αυτό το σκεπτικό ή την διαπίστωση αν θέλετε προέκυψε και ο συγκεκριμένος τίτλος αυτής της ποιητικής συλλογής·«Άστεγη αγάπη».
Πώς ορίζετε την αγάπη; Τι αγαπάτε;
Η αγάπη είναι ένα από τα βασικά στοιχεία των κοσμογονικών συστατικών της δημιουργίας που προσδιορίζουν τη ζωή και κυρίως τη συνέχεια της. Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από τη μερικότητα της ύπαρξης του, της σκέψης του, άρα και αδυνατεί να συλλάβει το εύρος, τις διαστάσεις, το αμέτρητο βάθος της αγάπης. Την ορίζει ως συναίσθημα και την εκφράζει με διάφορους τρόπους σε ό,τι αισθάνεται γύρω του πως αγαπά.
Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δεν ξιπάζεται (= δεν καυχιέται), δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει. Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει. (απόσπασμα από τον Ύμνο της αγάπης, από την προς Κορινθίους Α’ επιστολή του Αποστόλου Παύλου)
Ίσως ακουστούν κοινότοπα αυτά που θα αναφέρω πως αγαπώ, όμως στη ζωή επειδή τίποτα δεν είναι δεδομένο, αυτό τα καθιστά περισσότερο εκτιμητέα. Αγαπώ τον ήλιο/τις ηλιόλουστες μέρες, τη θάλασσα, τη φύση, τη γαλήνη, την ειρήνη, τους ανθρώπους της καρδιάς μου, τα ερωτηματικά που μου γεννά ο έναστρος ουρανός όταν τον παρατηρώ τη νύχτα..
Οι εκτενείς αναφορές στην Αγία Γραφή (Ερυθρά θάλασσα, Τριάκοντα αργύρια, Πόντιος Πιλάτος, Σαλώμη, κλπ) υποδηλώνουν έναν θρησκευόμενο άνθρωπο; Ποια είναι η σχέση σας με το θείο;
Στη Βίβλο συναντάμε αρχετυπικούς χαρακτήρες και τοποθεσίες, που έχουν μείνει στη συλλογική κοινή ανθρώπινη μνήμη, και συχνά ανασύρονται απ’αυτήν. Η σημειολογία ο συμβολισμός τους περνά σε σημερινά πρόσωπα και καταστάσεις όπου μεταφορικά η με παρομοιώσεις αναβιώνουν με έναν τρόπο.Αυτό με γοητεύει και αποτελεί πρόκληση και δοκιμασία για την ποιητική γλώσσα.
Η σχέση με τον Θεό είναι μια προσωπική διαδρομή και το μονοπάτι αυτής της σχέσης είναι μια πορεία αυτογνωσίας και καλύτερης γνωριμίας με τον εαυτό μας, τους άλλους συνανθρώπους αλλά και με τη φύση, προκειμένου να επιτευχθεί το ποθούμενο· η ειρηνική συνύπαρξη και μια διαφορετική οπτική θέαση του κόσμου μας. Η πίστη, που είναι δύναμη και υπέρβαση, είναι ο δρόμος που ανοίγεται πέρα από την περιορισμένη γήινη αντίληψη και οδηγεί στο Θεό και στην αγάπη. Ο Θεός αγάπη εστί.
Τι επίγευση θ’ αφήσει στον αναγνώστη η «Άστεγη αγάπη»;
Ευελπιστώ να αφήσει τη γεύση της επιθυμίας να ανταμώνουμε και να ξανανταμώνουμε με τους αναγνώστες, να συναντιόμαστε και να κουβεντιάζουμε δημιουργώντας διαδραστική σχέση και αμφίδρομη πορεία ουσιαστικής επικοινωνίας, να βρεθεί ευρύχωρος, αγαπητικός χώρος εντός τους για να στεγαστούν και να μείνουν κοντά τους αυτά τα ποιήματα. Κάθε καινούργια ποιητική συλλογή μοιάζει με νέο σκαρί φτιαγμένο με μεράκι που μεταφέρει ποιήματα και τα προσφέρει ως αντίδωρο στους συνταξιδιώτες/τισσες-αναγνώστες/στριες,μα και σε κάθε επιβάτη που θα τύχει να ανέβει σε κάποιο σταθμό του ταξιδιού.
Μετά από τέσσερις επιτυχημένες ποιητικές συλλογές αισθάνεσθε να σας βαραίνουν οι προσδοκίες (Του εαυτού σας, Του αναγνωστικού σας κοινού, ..);
Σας ευχαριστώ γι’αυτό που λέτε. Το μη στατικό ενυπάρχει στη δημιουργία. Όπως και το ανικανοποίητο που ωθεί και γεννά τη συνεχή διερεύνηση,την ανίχνευση για νέους διαφορετικούς τρόπους ποιητικής έκφρασης όσο αυτό βεβαίως είναι εφικτό, μαζί με την κινητήρια δύναμη που είναι η αγάπη των ανθρώπων για τα ποιήματα (μου). Τότε η επιθυμία μεγαλώνει ακόμα περισσότερο για να κατορθώσω να τους προσφέρω το ευχαριστώ μου μέσα από τη γραφή με το οικείο, το προσφιλές για εκείνους πρόσωπο της Ποίησης. Άλλωστε αισθάνομαι ότι συνεχίζω να μαθητεύω. Αυτό προσφέρει την ταπείνωση και την επίγνωση που φέρει η ρήση του Σωκράτη εν οίδα ότι ουδέν οίδα, και ακριβώς αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να νιώθω ανοιχτή μα και να φιλτράρω κάθε καινούργια γνώση, ακόμα και την δυνατότητα να μπορώ να βλέπω τον κόσμο κάθε φορά με καινούργια ματιά.
Θυμάστε κάθε ποίημα σας υπό ποιες ψυχολογικές συνθήκες το γράψατε;
Κάθε ποίημα είναι ένα μικρό σύμπαν, ένας ολόκληρος κόσμος, μια εποχή, ένας τόπος με τους ανθρώπους του ή την ερημιά του, ένας δρόμος, μια περιπέτεια, μια δύσκολη ή όμορφη στιγμή, ένα σοκάκι, μια θάλασσα ή μια σκοτεινή γωνιά, ένας αγώνας προς την ελευθερία. Κάθε ποίημα που γράφω είναι κομμάτι αναπόσπαστο μιας ζωής, της ζωής μου και ως μέρος της αδυνατώ να το λησμονήσω… Θα ‘ταν σαν να έσβηνα πολύτιμες μνήμες…
Υπάρχει σταθερή πηγή έμπνευσης στη ζωή σας;
Αν και στη ζωή μου επιθυμώ να υπάρχουν κάποιες σταθερές παράμετροι (χωρίς να είναι εφικτό τις περισσότερες φορές), στην ποίηση στην έμπνευση συμβαίνει κάτι μαγικό όπως στη θεωρία του χάους.. Η ποίηση, η έμπνευση μοιάζει με κινούμενη άμμο, δε γνωρίζεις ποτέ που θα σε οδηγήσει…και αυτό αποτελεί το γοητευτικό στοιχείο του αγνώστου,του αβέβαιου. Αυτή είναι η πρόκληση που θα γεννήσει, θα δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να γεννηθεί ένα καινούργιο ποίημα.
Γιατί ποίηση; Πώς επιλέγει κανείς το «λογοτεχνικό του είδος»;
Δεν ξέρω αν με βρήκε κάπου κάπως η Ποίηση ή μέσα μου βαθιά την αποζήτησα και ανταμώσαμε σε κοινό τόπο, όμως από τότε που συμπορευόμαστε νιώθω την πληρότητα που προσφέρει η ποιητική γλώσσα ως μέσον έκφρασης, χωρίς βέβαια αυτό να εμποδίζει κάποιον/α που γράφει Ποίηση να μεταπηδήσει κ να δοκιμαστεί κ σε άλλα είδη της λογοτεχνίας.
Ένα ..έμπειρο μάτι την επιρροή ποιων λογοτεχνών θα μπορούσε να διακρίνει στην ποίησή σας;
Γνωρίζουμε ότι στην Τέχνη παρθενογένεση δεν υπάρχει. Έχουμε επιρροές, επιδράσεις από τόσους /ες συγγραφείς/ποιητές/ποιήτριες που έχουμε διαβάσει, ακούσει, έχουν καταγραφεί στην κυτταρική μας μνήμη. Όταν λοιπόν γύρω στην εφηβεία μου ξεκίνησα να γράφω, προσπάθησα να βρω να ακούσω και να ακολουθήσω την εσωτερική μου φωνή, τον ρυθμό, τον τρόπο που θα με οδηγούσε ώστε να βρω το δικό μου προσωπικό ύφος,.
Εκτός από το να γράφει ποίηση τι άλλο αρέσει στην Φανή Αθανασιάδου να κάνει;
Αγαπώ πολύ το θέατρο. Στο παρελθόν με φίλους είχαμε δημιουργήσει την πρώτη μικτή θεατρική ομάδα στην Ελλάδα αποτελούμενη από άτομα με και χωρίς αναπηρία. Μου αρέσουν και τα ταξίδια. Λόγω έλλειψης όμως προσβασιμότητας στα μεταφορικά μέσα αλλά και σε πολλούς χώρους, το ταξίδι μου συνήθως συνοψίζεται σε μια βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης με τη φαντασία μου να φτάνει σε τόπους μακρινούς και τη χαρά όταν μαθαίνω ότι ποιήματα μου ταξιδεύουν και διαβάζονται και σε άλλες χώρες.
Συνέντευξη στην Άτη Σολέρτη
Βακχικό τ. 31
“Η ποίηση σε χαλεπούς καιρούς ανθίζει”
Η Φανή Αθανασιάδου, παρά τις προειδοποιήσεις ενός ακόμα δελτίου καιρού, δεν διστάζει να ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου διασκορπίζοντας αυθεντικά, ουσιαστικά, ποιητικά κομμάτια του λόγου και της σκέψης της.
Διατηρείτε το http://vorioditikosanemos.blogspot.gr/. Θα ήθελα να σας ρωτήσω γιατί επιλέξατε αυτή την ονομασία για το blog σας;
Η ονομασία αυτή έχει διττή σημασία. Αφ’ ενός θέλω να δώσω το γεωγραφικό στίγμα του τόπου που μένω, ο Βορειοδυτικός άνεμος λέγεται και Βαρδάρης στη Θεσσαλονίκη. Aφ’ ετέρου η πνοή αυτού του ανέμου είναι αναζωογονητική, γεμάτη φρεσκάδα. Λόγω συνθηκών είμαι άρρηκτα δεμένη και επηρεάζομαι από τον καιρό και τα φαινόμενά του. Δε σας κρύβω όμως ότι στο βάθος αυτή η σχέση με γοητεύει. θα τολμούσα να πω πως είναι ερωτική, γι’ αυτό και την τελευταία ποιητική συλλογή μου την ονόμασα Δελτίο καιρού.
Η ποίησή σας κατά τη γνώμη μου καθρεφτίζει ένα σπάνιο είδος ευαισθησίας, διαποτισμένο με μια ακαθόριστη νοσταλγία, υπευθυνότητα, σοφία, ικανό πάντα να θέσει υπαρξιακά ερωτήματα στον αναγνώστη και να τον προβληματίσει έχοντας απώτερο σκοπό να του δείξει το παραπέρα… Κατά πόσο βιωματική είναι η γραφή σας;
Σας ευχαριστώ για τη διεισδυτική ανάγνωση και προσέγγιση της γραφής μου. Εφαλτήριο είναι το βίωμα αλλά και η εμπειρία που αποκτώ μαζί με ό,τι ζω. Όμως στη πορεία γίνεται ένα κράμα, ένας συνδυασμός γνώσης, γεγονότων, συνθηκών αλλά και παρατήρησης του κόσμου γύρω μου ώστε η ποιητική ματιά να αποκτά μια πιο ανοιχτή και οικουμενική προσέγγιση. Είναι μια συνεχής πορεία, ένα ταξίδι αναζήτησης αποκάλυψης, μία λυτρωτική διέξοδος και τελικά ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας μου της ύπαρξης.
Τι μπορεί να σας εμπνεύσει και συνεπώς να αποτελέσει για εσάς κίνητρο γραφής;
Είναι η στιγμή εκείνη η διαφορετική στιγμή που ονομάζουμε έμπνευση και όλα αλλάζουν γύρω μας και εντός μας αποκτούν άλλη διάσταση, άλλη σημασία, άλλα χρώματα, άλλο νόημα το ελάχιστο γίνεται σημαντικό, αποκτά αξία, και το μεγάλο γίνεται σπουδαίο. Έτσι μπορεί ένας δρόμος, ένα ξερό φύλλο που το παρασύρει ο άνεμος να γίνει η αφορμή για να γράψω ένα συμβολικό, αλληγορικό, υπαρξιακό ποίημα, ή ένα κοινωνικό γεγονός που θα με συγκλονίσει να μου δώσει το έναυσμα να γράψω ποιήματα με κοινωνικές ή πολιτικές προεκτάσεις όπως για παράδειγμα συνέβη με το Σαιντ Ντενί το εξεγερμένο προάστειο του Παρισιού, την Τιχουάνα τη συνοριακή πόλη του Μεξικού από την οποία εκατοντάδες φτωχοί άνθρωποι προσπαθούν να μεταναστεύσουν προς την Αμερική και πολλοί απ’ αυτούς στην προσπάθειά τους να περάσουν τα σύνορα πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες των συνοριοφυλάκων, τη λίμνη Ασάλ όπου οι φυλές που κατοικούν γύρω απ’ αυτή, για να εξασφαλίσουν την καθημερινή τους επιβίωση πρέπει να κουβαλήσουν και να μεταφέρουν συγκεκριμένη ποσότητα αλατιού.
Υπάρχουν ποιητές που σας έχουν επηρεάσει; Κάποιο κίνημα ή ρεύμα;
Παρθενογέννηση στη Τέχνη, στην Ποίηση δεν υπάρχει. Στη κυτταρική μας μνήμη είναι καταγεγραμμένα όσα προηγήθηκαν από την προφορική παράδοση όπως και από τα διαβάσματά μας προσλαμβάνουμε επίσης όσα προηγήθηκαν αλλά και όσα συμπορεύονται μαζί μας. Όμως πιστεύω όσοι/όσες γράφουμε Ποίηση επιθυμούμε κ θέλουμε να βρούμε το δικό μας προσωπικό ύφος γραφής και αυτό προσπάθησα να ανακαλύψω από τα πρώτα μου κιόλας ποιήματα. Είναι ποιητές/ποιήτριες που όταν διαβάζουμε ή ακούμε τον ποιητικό τους λόγο νοιώθουμε οικεία μαζί τους, σαν να μας συνδέει ένα είδος συγγένειας ακριβής, μονάκριβης. Έτσι νοιώθω με τους αγαπημένους μου ποιητές/ποιήτριες που είναι ο Κ. Καβάφης, η Κική Δημουλά, η Τζένη Μαστοράκη, η Ζέφη Δαράκη, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Αρης Δικταίος, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Νερούντα. Έχω μελετήσει λογοτεχνικά κινήματα/ρεύματα αλλά δεν ακολουθώ κάποιο. Ίσως επειδή η δημιουργικότητα δεν είναι στατική, περιέχει τη ρευστότητα, την κινητικότητα, το ανικανοποίητο, τη διαρκή αναζήτηση που ψάχνει συνεχώς νέες φόρμες, καινούργιους τρόπους έκφρασης.
Τι ψίθυρους σας φέρνει το πέρασμα του χρόνου;
Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν υπάρχει πράγματι χρόνος, αν είναι μια υπαρκτή μονάδα μέτρησης ή είναι κατασκεύασμα του ανθρώπου, για να μοιράσει, να διαιρέσει, να κατανοήσει το διάστημα που θα βρίσκεται και θα κατοικεί στον πλανήτη γη. Γι’ αυτό οι ψίθυροί του συχνά είναι συγκεχυμένοι και συνδέονται με τα πιο σημαντικά ή καθημερινά γεγονότα της ζωής, τις όμορφες ή δύσκολες στιγμές ή περιόδους, τις απώλειες αγαπημένων μας προσώπων. Τότε ο χρόνος αποκτά άλλη διάσταση, άλλο μέγεθος και τα ονόματα που του δίνουμε όπως παρελθόν-παρόν-μέλλον, κινούνται ανάμεσα στη μνήμη, τις θύμησες, τις αναμνήσεις, τη λήθη.. Ο χρόνος είναι αυτός που σηματοδοτεί την πορεία του ανθρώπου ερχόμενος μαζί του από τα βάθη της ιστορίας.
Ποια η σχέση σας με τα όνειρα;
Μαγική θα ‘λεγα. Η αλήθεια είναι πως έχω μια ιδιαίτερη σχέση, συναρπαστική με τα όνειρα. Αποτελούν για μένα έναν ανεξιχνίαστο κόσμο, μυστικό, άγνωστό μου, γεμάτο σουρρεαλιστικές εικόνες, ιστορίες που κάθε φορά με προ(σ)καλεί να τον αποκωδικοποιήσω και να προσπαθήσω να τον ερμηνεύσω. Όλη αυτή η διαδικασία μου ασκεί μια παράξενη, μοναδική γοητεία, έτσι αφήνομαι στον Μορφέα να με οδηγεί κοντά τους.
Ποια θεωρείτε πως είναι η μεγαλύτερη αλήθεια που μας λέει η ζωή;
Η αλήθεια δεν είναι μία, είναι πολλές διασπασμένες σε κομμάτια, διάσπαρτες. Κάθε άνθρωπος επιλέγει τη δική του αλήθεια, ίσως αυτή που τον εκφράζει. Γι’ αυτό έπλασε και τους μύθους για να τις συγκαλύπτει ή να τις αποκαλύπτει με τρόπο αλληγορικό, συμβολικό, επειδή συνήθως δεν αντέχει την αλήθεια γυμνή, ατόφια. Απαντώντας στην ερώτησή σας ποια θεωρώ ως μεγαλύτερη αλήθεια, θα ‘λεγα πως είναι η Αγάπη.
Τι δεν θα διαπραγματευόσαστε να χάσετε με τίποτα;
Την ελευθερία της σκέψης. Μπορεί το σώμα να εγκλωβίζεται κάτω από ορισμένες συνθήκες, όμως θεωρώ ότι πιο σπουδαίο ο άνθρωπος να περιφρουρεί, να προστατεύει όσο είναι δυνατόν την αυτονομία της σκέψης του. Μακριά από εξωγενείς, παραπλανητικές επιθέσεις όπως π.χ. παραπληροφόρηση, κατευθυνόμενες ειδήσεις από μια μαζικοποιημένη και αλλοτριωμένη συστημική πραγματικότητα γεμάτη στερεότυπα-πρότυπα που στόχο έχουν να πλήξουν, να ευνουχίσουν την ανεξαρτησία της σκέψης.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Η μοναξιά. Η ακούσια επιβαλλόμενη μοναξιά, εκείνη που σε αποκλείει από κάθε δυνατότητα πρόσβασης, μετακίνησης στη κοινότητα που σου στερεί τη δυνατότητα να μετέχεις, να συμμετέχεις ισότιμα, να επικοινωνείς με τους άλλους ανθρώπους. Και επειδή αυτό το είδος μοναξιάς το ‘χω βιώσει και το βιώνω, γνωρίζω και το μέγεθος του φόβου που προκαλεί.
Η μοναξιά, η μοναξιά
Η μοναξια, λοιπόν αναφώνησε
Σαν νάθελε την ίδια στιγμή να την ξορκίσει.
Γνωρίζουμε πως είστε ακτιβίστρια και πως έχετε υπερασπιστεί έμπρακτα τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία. Πόσο απροσπέλαστη μπορεί να φαντάζει η κοινωνία του σήμερα στα μάτια σας; Και πώς μετουσιώνεται άραγε μες στην ψυχή μιας αυθεντικής ποιήτριας, μέσα στη δική σας ψυχή;
Ο άνθρωπος είναι σύνθετο, πολύπλοκο, πολύπλευρο ον, έτσι και η αναπηρία είναι ένα χαρακτηριστικό, δεν καθορίζει όμως ολόκληρη την προσωπικότητα του ανθρώπου. Ας δούμε τα παραδείγματα της Φρίντα Κάλο, του Στήβεν Χώγκινκς, της Ελεν Κέλλεν, όλοι τους είχαν αναπηρία, αξιοποιώντας όμως τις ικανότητές τους, τα τάλαντά τους διέπρεψαν ο καθένας /η καθεμία στον τομέα τους και έχουν μείνει στη μνήμη των ανθρώπων όχι για την αναπηρία, αλλά για την επιτυχία τους, για την προσφορά στην Τέχνη, την επιστήμη, τον στοχασμό, τη γραφή. Από τη μέχρι τώρα διαδρομή μου στο χώρο της Ποίησης αλλά και την πορεία στον αγώνα μου για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των πολιτών με αναπηρία μεταξύ άλλων θέλω και αυτό να αναδείξω, ότι μπορεί να είμαστε διαφορετικοί αλλά αν έχουμε τις προσβάσιμες υποδομές και την ισότιμη αντιμετώπιση από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, μπορούμε να συμμετέχουμε και να προσφέρουμε όπως και οι υπόλοιποι πολίτες χωρίς αναπηρία σε όλους τους τομείς της ζωής. Η κοινωνία μας όμως δυστυχώς έχει άγνοια, έχει έλλειψη παιδείας γι’ αυτό και τους αντιμετωπίζει αρνητικά και με προκατάληψη. Υπάρχουν απροσπέλαστοι άνθρωποι με τέτοιες νοοτροπίες και συμπεριφορές, οι οποίοι δημιουργούν και συντηρούν τα υλικοτεχνικά εμπόδια, τους απροσπέλαστους χώρους δηλαδή πόσο επίκαιρος ο αγαπημένος μου θείος Καβάφης με τα Τείχη του. Πόσες φορές, πόσο συχνά ανατρέχω και σκέφτομαι δυνατά αυτό το ποίημά του. Ακόμα και οι περισσότεροι χώροι πολιτισμού όπου γίνονται πολιτιστικές/λογοτεχνικές εκδηλώσεις δεν είναι προσβάσιμοι και όσες φορές και αν το έχω θέσει αυτό το ζήτημα κανείς δεν ενδιαφέρεται να το λύσει, δηλαδή δημιουργοί με αναπηρία ή θεατές με αναπηρία που επιθυμούν να παρακολουθήσουν μια εκδήλωση να αποκλείονται, είναι ποτέ δυνατόν ο Πολιτισμός να συντηρεί και να διαιωνίζει τον αποκλεισμό; Πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχει Πολιτισμός με αποκλεισμό! Στην ποίησή μου έχω γράψει ποιήματα για την Αναπηρία, αλλά λόγω χαρακτήρα, των πιστεύω μου και του τρόπου που με μεγάλωσαν οι εκλεκτοί γονείς μου, έμαθα να μην γκετοποιώ την αναπηρία, να μην την απομονώνω, αλλά μαζί της να ανοίγομαι στον κόσμο, να με νοιάζουν και οι άλλοι, να διαμορφώνω άποψη και να συμμετέχω σε ό,τι, σε όσα συμβαίνουν και αφορούν τον άνθρωπο, το περιβάλλον ακόμα και το σύμπαν που μας περιβάλλει και αυτό φαίνεται από την διαφορετική θεματολογία των ποιημάτων μου.
Πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος προς την εσωτερική αλήθεια της ύπαρξής μας;
Είναι τόσο μοναχικός όσο μοναχική είναι η στιγμή που ερχόμαστε και φεύγουμε από τη ζωή. Όλη η ενδιάμεση διαδρομή αυτού του μυστηρίου που ονομάζουμε ζωή είναι μια διαρκής αναζήτηση, μια σιωπηλή κατάδυση στον εσώτερο εαυτό μας, ένα ταξίδι αυτογνωσίας γεμάτο εμπειρίες, λάθη και μαθήματα που καλούμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε -όσο μπορούμε- ώστε να καταφέρουμε να συναντήσουμε και να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και μέσα από αυτόν, τους άλλους.
Αλληγορία
“Δεν εξαργυρώνεται με τίποτα”
αναφώνησε το πλήθος στην Παταγονία
οι μώλωπες εξαπλώνονται
εξ αιτίας του σκώληκα
ενός σπάνιου μικροοργανισμού
διορατικός ως ήτο ο άρχοντας,
διέταξε τη θανάτωση του
και μαζί με αυτήν,
την εξαφάνιση
του επικίνδυνου είδους των αντιφρονούντων.
Πώς κρίνετε τη σύγχρονη κοινωνική και λογοτεχνική πραγματικότητα;
Η Κοινωνία βρίσκεται σε παρακμή. Ο κοινωνικός ιστός σε διάλυση. Όμως και πριν την περίοδο της κρίσης κάτω από την επίπλαστη ευμάρεια, αν δεν ανήκες στους προνομιούχους καταλάβαινες ότι η κοινωνία νοσούσε με την εμφάνιση της κρίσης η κατάσταση επιδεινώθηκε. Η λογοτεχνία, η Ποίηση σε χαλεπούς καιρούς ανθίζει. Διαφαίνονται προσπάθειες στον πεζό αλλά και στον ποιητικό λόγο. Νέοι άνθρωποι να θέλουν να προσπαθούν να βρουν και να δώσουν το στίγμα αυτής της εποχής. Νομοτελειακά μετά το σκοτάδι ή τον μεσαίωνα ακολουθεί το φως, η αναγέννηση, θα περιμένουμε λοιπόν να κυοφορήσει και να ανθίσει μια νέα λογοτεχνική πραγματικότητα/έκφραση. Άλλωστε η Τέχνη είναι απελευθερωτική και η Ποίηση η οδός προς την Ελευθερία. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ζαν Μορέν έχει πει ότι ο 21oς αιώνας θα είναι ο αιώνας της Ποίησης.
Ποια η σχέση σας με την ελπίδα;
Δεν πιστεύω στην ελπίδα. Η ελπίδα είναι ψευδαίσθηση, μας παραπλανεί να προσμένουμε, να περιμένουμε χωρίς συνήθως αυτή η αναμονή να ‘χει αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Η ελπίδα ακυρώνει την ισορροπία ανάμεσα στο νόημα και την ματαιότητα της ύπαρξής μας. Πιστεύω στη προσπάθεια, την πίστη την προοπτική, στην επιθυμία, το όνειρο, το στόχο. Στη θεωρία του χάους που περιλαμβάνει το απρόσμενο, το απροσδόκητο στη ζωή.
Ποια είναι τα επόμενά σας σχέδια; Αναμένεται να εκδώσετε κάποιο επόμενο βιβλίο;
Υπάρχει έτοιμο υλικό για την επόμενη ποιητική συλλογή ακόμα και ο τίτλος, όμως κάθε φορά πριν την έκδοση του επόμενου βιβλίου περιμένω να διαμορφωθούν ευνοϊκές, καλές συγκυρίες ώστε να ακολουθήσει η έκδοση.
Τέλος, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ που με τιμήσατε με αυτή τη διαδικτυακή συνομιλία, να ευχηθώ καλή επιτυχία στο έργο σας και να σας ζητήσω να κάνετε μια ευχή!
Δική μου η τιμή κ. Αργυροπούλου, σας ευχαριστώ πολύ όπως και το περιοδικό Βακχικόν για τη παρουσίαση/ τη φιλοξενία, η ευχή μου είναι να πορεύεστε με τη Ποίηση στο πλευρό σας, γιατί πιστεύω ότι η Ποίηση είναι η βαθύτερη ανάγνωση της ζωής.
Χριστίνα Λιναρδάκη
“Δελτίο καιρού” της Φανής Αθανασιάδου
Η Φανή Αθανασιάδου ασχολείται με την ποίηση από το 1986, όταν, έφηβη ακόμη, δημοσίευσε την πρώτη της ποιητική συλλογή «επιλογές» μετά από παρότρυνση του γνωστού δημοσιογράφου και ραδιοφωνικού παραγωγού της τότε ΕΤ2 (μετέπειτα ΝΕΤ) Αχιλλέα Χρυσοχόου. Έκτοτε δημοσίευσε άλλες δύο ποιητικές συλλογές, «φωτεινές ανταύγειες και νυχτερινοί φόβοι της μοναξιάς»(1987) και «εκ των έσω» (1996). Το «δελτίο καιρού» είναι η τέταρτη κατά σειρά συλλογή της.
Το «δελτίο καιρού» αντιμετωπίζει τον καιρό ως «προσωπικό καιρό συναισθηματικών αποχρώσεων, μετωπικών κοινωνικών-πολιτικών ρευμάτων και υπαρξιακών μεταπτώσεων. Ένα ταξίδι ζωής δηλαδή…», όπως αναφέρει το σημείωμα στο οπισθόφυλλο της έκδοσης.
Μέσα από ποιήματα σύντομα, σχεδόν ακαριαία, εξερευνεί τον καιρό ως «περιβάλλοντα χώρο και χρόνο» και σκιαγραφεί ένα άνθρωπο που θα ήθελε να ζει σε άλλες συνθήκες και σε εναλλακτικούς κόσμους γιατί η πραγματικότητα στην οποία μετέχει ούτε τον χωρά ούτε τον αφορά. Κι εκεί που χάνει την πίστη του, παραδίδεται ξανά στο όνειρο και ξαναβρίσκει την ελπίδα, παρότι γνωρίζει ότι η (κοινωνική, πολιτική και προσωπική του) πραγματικότητα είναι ουσιαστικά απροσπέλαστη.
Δυνατή εικονοπλάστης, αν και αρκετά αφηγηματική αρκετές φορές, συνθέτει έναν ποιητικό λόγο λιτό και στεγνό (απλές δομές, απλές λέξεις) που όμως καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον και να οδηγήσει σε πικρές συχνά συνειδητοποιήσεις, με τη συνειρμική διαδικασία να γίνεται το κυρίαρχο αλληγορικό σχήμα της συλλογής, συνδέοντας μνήμες, γεγονότα, επιθυμίες και συναισθήματα με ενδιαφέροντα τρόπο.
Στη Χριστίνα Αζοπούλου
Ποιος είπε ότι η ζωή έχει στεγνώσει από ποίηση, ένεκα των συνθηκών; Ποιος αρνήθηκε ότι έχουμε στερέψει από υλικά ονείρων; Η Φανή, με το χαμόγελό της και έναν πυθμένα γεμάτο αγάπη, φως και αλήθεια, μας εμπιστεύθηκε μέσα από έναν πλούτο λέξεων και συναισθημάτων, όλα εκείνα τα προαίωνια που ζουν στο DNA κάθε Έλληνα. Την ποίηση όπως την εμφύσησε ο Θεός στο σώμα μας, τα κύτταρά μας, την κάθε μας μιλιά, λαλιά, φωνή. Τι κι αν το σώμα δεν μπορεί να κινηθεί τόσο όσο θα ήθελε τώρα που η ψυχή της πεταρίζει; Τι κι αν μια κινητική – σωματική αναπηρία, δυσκολεύει όντως πρακτικά την ζωή, την καθημερινότητα, την αυτοδιάθεση; Η Φανή είναι αντράκι και παλεύει και από κοντά, αγαπημένοι όλοι, λογοτέχνες και άνθρωποι της τέχνης και του πολιτισμού, την υποστηρίζουμε και της δίνουμε τον λόγο, την αιτία και το αιτιατό της ανάγκης για την συνέχεια της προσφοράς, της αγάπης και της ειλικρίνειας. Κυρίες και κύριοι η αγαπημένη της Θεσσαλονίκης των Γραμμάτων και των Τεχνών, Φανή Αθανασιάδου.
Χριστίνα Αζοπούλου: Πες μου λίγα λόγια για σένα.
Φανή Αθανασιάδου: Θα προσπαθήσω όσο μπορώ να συνοψίσω την μέχρι τώρα ιστορία της ζωής μου και αυτό γιατί απαρτίζεται από πολλά διαφορετικά γεγονότα τα οποία και την χαρακτηρίζουν. Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά για λόγους προσβασιμότητας μετακόμισα και μένω μόνιμα στην Θεσσαλονίκη.Ξεκίνησα να γράφω και να ασχολούμαι με την Ποίηση από 16 ετών. Μετά την εφηβεία μου αναγκάστηκα να αλλάξω πόλη γιατί στην Αθήνα δεν υπήρχε δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης,η προσβασιμότητα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη,οπότε ως χρήστρια αναπηρικού καθίσματος έπρεπε να βρω κάποια εναλλακτική λύση για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Επιλέχθηκε η Θεσσαλονίκη επειδή από τη συγκεκριμένη πόλη είχαν ρίζες καταγωγής οι γονείς μου αλλά κυρίως γιατί την γνώριζα δεν μου ήταν άγνωστη,είχα μνήμες από συχνά ταξίδια που έκανα μαζί τους στην παιδική μου ηλικία.Παρ’όλα αυτά η απόφαση μου περιείχε ρίσκο. Έχω εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές,είμαι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Ποιήματά μου έχουν βραβευτεί-διακριθεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς Ποίησης,φιλοξενήθηκαν σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά (Οδός Πανός, Βακχικόν, Μανδραγόρας, Ενεκεν Ποιείν), σε έντυπες ανθολογίες του Πανεπιστημίου Μακεδονίας,του Συνδέσμου Εκδοτών Β.Ελλάδος και σε ραδιοφωνικές εκπομπές Λόγου. Tο Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσίασε θεατροποιημένη Ποίηση μου στη Μονή Λαζαριστών, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό κέντρο έγινε θεατροποιημένη παρουσίαση ποιημάτων μου σε σκηνοθεσία της Ελένης Καρασαββίδου. Την Παγκόσμια ημέρα Ποίησης (το 2013) τιμήθηκα από το Λύκειο Γιαννιτσών. Ασχολήθηκα με το θέατρο ως ιδρυτικό μέλος μικτής ομάδας ατόμων με και χωρίς αναπηρία λάβαμε μέρος στο Παγκόσμιο φεστιβάλ θεάτρου στο Εδιμβούργο,στις γιορτές ανοιχτού θεάτρου του Δήμου Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκα με τη σχολή Καλαμαρί και άλλες θεατρικές ομάδες διασκευάζοντας θεατρικά έργα. Συμμετείχα ως ομιλήτρια σε Συμπόσια κ Εκδηλώσεις για τα δικαιώματα των πολιτών με αναπηρία, αρθρογράφησα σε ηλεκτρονικά δημοσιογραφικά έντυπα (The e-charity magazine, Ellispoint), στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Στίγμα Λόγου. Ήμουν μέλος της Αυτόνομης Κίνησης γυναικών Θεσσαλονίκης. Έχω παρουσιάσει για ένα χρόνο λογοτεχνική εκπομπή στο Ράδιο Κιβωτός.
Χριστίνα Αζοπούλου: Πως δημιουργείται η ποίηση και από που πηγάζει;
Φανή Αθανασιάδου: Η ποίηση αποτελεί ένα συμπαντικό συστατικό δημιουργίας . Μοιάζει με ένα είδος bingbangη εκρηκτική στιγμή που η Ποίηση συναντιέται με τον ποιητή/την ποιήτρια και γεννιέται το ποίημα. Αρκεί αυτή η στιγμή που πολλοί ονομάζουν έμπνευση για να οδηγήσει το πεπερασμένο στο αιώνιο και το φθαρτό στο αθάνατο. Δεν είναι τυχαίο ότι στην αρχαιότητα οι ποιητές επικαλούνταν τις μούσες στην αρχή των έργων τους θέλοντας ίσως να επισημάνουν τη σπουδαιότητα της Τέχνης της Ποίησης.
Χριστίνα Αζοπούλου: Ποιες Ελληνίδες και Έλληνες ποιήτριες/ποιητές πιστεύεις ότι θα ήταν χρήσιμο να φιλοξενούμε στις βιβλιοθήκες μας;
Φανή Αθανασιάδου: Θα μπορούσα να προτείνω τους μεγάλους ποιητές/ποιήτριες μας όπως Καβάφη, Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσο,Δημουλά,Βρεττάκο και τόσους άλλους που απαρτίζουν το ποιητικό Πάνθεο της χώρας μας όμως θα το αποφύγω γιατί θεωρώ πως η Ποίηση ως τέχνη είναι ένα μακρύ ταξίδι αυτογνωσίας και αξίζει όσοι θελήσουν να τη γνωρίσουν να μυηθούν στον λόγο της να ταξιδέψουν μαζί της και με αυτό τον τρόπο να ανακαλύψουν και να γνωρίσουν τις ποιητικές φωνές με τις οποίες θα νοιώσουν οικεία και θα αποκτήσουν μαζί τους ένα είδος εκλεκτής μονάκριβης συγγένειας.
Χριστίνα Αζοπούλου: Ποια τα επόμενα ποιητικά σου σχέδια;
Φανή Αθανασιάδου: Είναι υπό έκδοση η Πέμπτη ποιητική μου συλλογή με τον τίτλο Άστεγη αγάπη από τις εκδόσεις Λογότεχνον. Επίσης θα συμμετέχω με ποιήματα μου στο Ανθολόγιο που ετοιμάζει το Κέντρο Ελληνικής γλώσσας και έχει ως θέμα την Αρχαιόμυθη Παγκόσμια Λογοτεχνία.
Χριστίνα Αζοπούλου: Πότε μπορεί να ειπωθεί ότι επέτυχε κάποια/κάποιος σαν ποιήτρια/ποιητής;
Φανή Αθανασιάδου: Ο/η ποιητής/ποιήτρια είναι ένας/μία (εξ)ερευνητής/(εξ)ερευνήτρια του εσωτερικού μας κόσμου αλλά και του κόσμου που μας περιβάλλει ένας αέναος ακούραστος ταξιδιώτης στο χρόνο που μαγεμένος από τα ανερμήνευτα προσπαθεί να τα προσεγγίσει να τους δώσει υπόσταση μέσω της δικής του ερμηνείας που είναι ο ποιητικός λόγος .Όταν το ποιητικό έργο καταφέρει να συναντηθεί με άλλους ανθρώπους, η επικοινωνία γίνει αμφίδρομη αντέξει στο χρόνο διατηρήσει ατόφια τη δύναμη και την αξία του τότε μπορούμε να μιλήσουμε και να πούμε πως η αποστολή της Ποίησης επιτεύχθηκε και η πορεία του ποιητή/ποιήτριας στέφθηκε με επιτυχία αφού κατάφερε μέσω της γραφής να αγαπηθεί και να μείνει στη μνήμη των ανθρώπων.
Χριστίνα Αζοπούλου: Πως θα έντυνες τις παρακάτω λέξεις: τύχη, ματαιοδοξία και ελπίς;
Φανή Αθανασιάδου: Ένας υπόγειος αντιφατικός συσχετισμός φαίνεται να συνδέει τις λέξεις αυτές ή μια παράξενη φυγόκεντρος δύναμη να απομακρύνει τη μία από την άλλη χωρίς να τους επιτρέπει να ‘χουν τη δυνατότητα να συναντηθούν ποτέ. Ίσως επειδή τελικά δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους. Τύχη ίσον προϋπόθεση. Θα μπορούσα να τη ντύσω με πλουμιστά ρούχα να περιφέρεται η ειμαρμένη των λόγων και των πράξεων προκειμένου να ανακαλύψει και να συνοδεύσει τους/τις ευνοούμενους/ες της. Η ματαιοδοξία κενή πεπερασμένη με ημερομηνία λήξης με ένα λιτό άχρωμο ρούχο να πορεύεται και να αναζητά τα θύματα της για να κοπάσει τη δίψα των επιδιώξεων της. Στην ελπίδα δεν πιστεύω,όμως υπάρχουν τόσοι πιστοί σ’αυτήν,που με δελεάζει να τη φανταστώ σαν μια λέξη πρωτόπλαστη γυμνή μονάχη να τάζει και να υπόσχεται τόσα πολλά στους ανθρώπους κι’έπειτα ως ψευδαίσθηση χωρίς αντίκρυσμα να χάνεται σαν πεφταστέρι που σβήνει πέφτοντας απ’τον ουρανό,η γείωση στην πραγματικότητα. «Τυχαία συνέβησαν όλα κι’ ας επένδυσε στη ματαιοδοξία Μια ελπίδα γεννήθηκε κάπου μακριά» (Ένας συνοπτικός ποιητικός ορισμός μου για την έννοια των τριών παραπάνω λέξεων).
.