ΜΑΡΙΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ

.

Η Μαρία Πασχαλίδου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και στο Δημοτικό Ωδείο Βόλου απ’ όπου απέσπασε και το δίπλωμά της με Άριστα παμψηφεί και έπαινο στο φαγκότο. Έχει πτυχίο στα ανώτερα θεωρητικά και στο πιάνο και συνεχίζει έως και σήμερα. Καθηγήτρια μουσικής, ανώτερων θεωρητικών και ενεργό μέλος στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης από το 1993. Έχει συνεργαστεί με όλες τις ορχήστρες της πόλης. Μέλος χορωδιών από την παιδική ηλικία, μουσικών ensembles και soloist. Είναι τακτικό μέλος στην Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος και στην Αμφικτυονία Ελληνισμού, Ποιήματά της, δημοσιεύονται στα λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδας και της Κύπρου. Η ποίησή της, έχει μελοποιηθεί από τον μουσουργό, Δημήτριο Θέμελη.

.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ
«Έστω μια ζωή» Εκδόσεις ΓΕΡΜΑΝΟΣ (2016)
«γιατί μπορώ» Εκδόσεις ΓΕΡΜΑΝΟΣ (2017)
«Μνήμη Θανάτου» Εκδόσεις ΓΕΡΜΑΝΟΣ (2018)
“εσύ, είσαι αγάπη” Εκδόσεις ΓΕΡΜΑΝΟΣ (2019)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Συλλέκτες αναπνοών (ΓΕΡΜΑΝΟΣ 2020)

.

.

ΣΥΛΛΕΚΤΕΣ ΑΝΑΠΝΟΩΝ (2020)

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
…/…

Ο έρωτας είναι η ακραία βίωση της ανοιχτής πληγής του, που δεν θα κλείσει ποτέ. Γιατί πρέπει, ο άνθρωπος να υπακούσει στην ολοσχερή δαπάνη του. Να ξοδευτεί, να κατασπαταληθεί, να διαιωνίσει την απουσία, την απώλεια, την έσχατη θυσία του, στον ολοκληρωτικό του παροξυσμό, στην απύθμενη μεγαλοθυμία του. Μόνο με την ολοκληρωτική γύμνια της ψυχής του, πραγματοποιεί την απόλυτη προσφορά, το άνοιγμά του, δίχως κανέναν ενδοιασμό, συστολή, επιφύλαξη. Η καθαρή είσοδός μας μέσα στον άλλον επιτυγχάνεται μόνο μέσα από το ξόδεμα. Μέσα από μια επαναληπτική, ακατάσχετη προσφορά αποθεμάτων που πολλαπλασιάζονται και ανανεώνονται χάρη στην αποφασιστική απογύμνωσή μας. Χάρη σε αυτή την πορεία, δημιουργείται η ευτυχία, που φτιάχνει όλα όσα μας επιτρέπουν να προχωράμε βαθειά μέσα μας και μέσα στον άλλον, εξαλείπτοντας κάθε στοιχείο προσωπικής εκπόρνευσης.
Προσπαθώ με τον λόγο μου να αποδείξω πως η ψυχή και το σώμα, είναι πέραν των κοινότυπων λέξεων. Είναι το «εδώ και τώρα». Είναι η έκσταση. Είναι το άκρον Σημείον.
Είναι η εγκατάλειψη των ασφαλών και προκατασκευασμένων απόψεων, είναι η σπαρακτική, ανθρώπινη υπόσταση, η ουσιαστικότερη λειτουργία του πλάσματος.
Έτσι, αν νοιώσεις έκθετος από τη γύμνια των περιγραφών, αν μείνεις μόνος με τον εαυτό σου, επανεξέτασε τους προβληματισμούς σου και τις συνισταμένες τους, τις απόψεις για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Δες μακριά, πέρα από την περιπλάνηση, τα φαινόμενα και τα ανείπωτα του συμβατικού. Διεκδίκησε το βλέμμα σου, να κοιτάς, την βαθειά αιτιολογία των γεγονότων, την ουσία των πράξεων, την πηγή την απάτητη, την χωρίς παύση και ανάπαυση, που όλοι ανεξαιρέτως κουβαλάμε μέσα μας και που δεν μπορούμε να αντικρίσουμε, παραγράφοντάς την.

στη ράχη της θάλασσας,
οι καημοί πυρπολούν
τις αναλαμπές του πόθου…
με τους πυρομάχους,
μαρμαίρω το φως
το πιο φεγγερό που υπάρχει
καθηλώνει
εκπλήσσει
εκστασιάζει
ελκύει
… όποια κι αν ορίσεις
θεματική ρίζα,
είμαι το γήινο πέταλο στην πλάτη σου
ως αποστρέφω το βλέμμα
προβάλλει η θυσία σου,
στην πιο βαθειά ουλή
~ καθώς θα ανεβαίνεις γυμνότοπους
θα φυτρώνουν της αθανασίας οι σπόροι
~ το αμάχι του πάθους
άπαρτο κάστρο για πάντα…

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΤΗ

Εκείνη κι Εκείνος
Παρθενογένεσις

Τη συνάντησε τα μεσάνυχτα τυχαία. Απλώς την κοίταξε γιατί ένοιωσε ευχαρίστηση από τον αέρα που διαπερνούσε το ζωηρό της περπάτημα. Απόλαυση το φευγιό της μέχρι να στρίψει το πλακόστρωτο. Έτρεξε παρακάμπτοντας με ιδιαίτερη κομψότητα. Τότε, είδε τα σκούρα μάτια της. Ολίγο μελαγχολικά με την αγριάδα ζώου. Τον ερεύνησε με χορευτικές απαλές κινήσεις του κορμιού και σπαρταριστά σιωπηλά υπονοούμενα που έντυναν ολοκόκκινα τα ποθητά της χείλη.
Στην πλατεία, πιάσανε ξέχωρα τραπεζάκια, κάπως διπλανά και με τα ζεστά τους ροφήματα, βάλθηκαν να ξεγελούν την ανάγκη τους για αγγίγματα ψυχής και τη νύστα
τους από τα ξενύχτια.
Έπινε αυτός, τις δικές της γουλιές, τις διαιρούσε τυραννικά σε μικρές αναρίθμητες, απειράριθμες με καυτό περιεχόμενο, που τρυπούσε ηδονικά τα νηστικά του σπλάχνα.
Της έδινε χρόνο, χρόνο πολύ, σχεδόν την εξωθούσε να επεξεργαστεί την ιδέα της ένωσης, της εξαίρετης συγκατάβασης. Τόσο χρόνο, αργό χρόνο και ώριμο, που εκείνη, όταν η ύστατη ρανίδα ροφήματος εξαντλήθηκε, συνέχισε να προσποιείται, δίχως δυσκολία κι ενδοιασμό, πως έπινε από εκείνο το πολλαπλασιαζόμενο υγρό.
«Πάμε κάπου μαζί…», «Πού;» «Όπου…»
Σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους άρον των άρον, «σταύρωσον αυτόν» σκέφθηκε μέσα στο κουρασμένο της μυαλό και οι παλάμες της έκαιγαν σα να φόραγε μάλλινα γάντια, καλοκαιριάτικα.
Πήρανε το πρώτο λεωφορείο που πέρασε από μπροστά τους. Υπερπλήρες, σαρδέλες σε κονσέρβα κι ένας ίδρως, να τρέχει απαλά στη ραχοκοκαλιά, σα γαργαλητό φτερού.
Στριμωχθήκανε όπως να ναι, με τα βλέμματά τους, σχεδόν στην ευθεία και δύο ανάσες αθλητών, τη στιγμή της λήξης του μαραθώνιου.
Γλίστρησε το χέρι απαλά, με τέχνη και τόσο ανάλαφρα ανάμεσα στους μηρούς της, σηκώνοντας με δεξιοτεχνία το διάφανο ύφασμα του λευκού φορέματος της. Διαπιστώνοντας το ανατρίχιασμά της και την πλήρη παράδοση από το απαλό κλείσιμο των βλεφάρων, ευχόταν να μη διαταράξει με καμία λανθασμένη κίνηση την απροσδόκητη απολαυστική ταραχή της, από ‘κείνο το μαγικό χέρι, το δικό του. Μήπως ο συνωστισμός ήταν ικανός να την ξεγελάσει ώστε να νομίζει πως ήταν άλλου η χειρονομία; Μήπως τον απατούσε με το δικό του το χέρι;
Μόλις σήμανε η στάση, πετάρισε το βλέμμα της, το χέρι τραβήχτηκε απότομα κι έγινε η έξοδος από το όχημα, φυσικά κι απλά, δίχως κανένα υπονοούμενο στα μάτια και στη
φωνή.
Σ’ εκείνον τον βελούδινο βαθυκόκκινο καναπέ του γραφείου του, έπαιξε τα δάχτυλα των ποδιών της, σα να καλούνε λιλιπούτεια ζωάκια, δίνοντας τα μικρά απαλά φιλία κι έπειτα,
γλίστρησε σε πόρτες μαγικές, απολαμβάνοντας την καλοκαιρία και τα στενά περάσματα. Το μικρό της φόρεμα, διατηρούσε χαλαρούς δεσμούς με το αναίσχυντο στήθος της. κάνοντάς τον να πιστεύει πως βίωνε την τελεία οπτική πλάνη.
Όταν ελαφρώς αυτή ανασηκώθηκε έσταζαν στο πλούσιο, στέρνο της μικρά ακατέργαστα διαμάντια και οι αχτίδες του ήλιου που κρυφοκοιτούσαν, τα μεταμφίεζαν σε αστρικούς σχηματισμούς, χαλαρούς και γλυκόχρυσους, περιπλεγμένους με τρόπο ερωτικό κι ανέμελο, Αλήθεια, δεν είχε δει ποτέ ξανά στη ζωή του, ομορφότερο κόσμημα από τον αρωματισμένο ιδρώτα της. Μακροσκελής κ, αναρριχώμενος, αντιτιθέμενος στο μελαχροινό της δέρμα, φαίνεται πως, ουδόλως την έντυνε. Τη γύμνωνε ομορφότερα, προσθέτοντας κι άλλη ένταση στα ήδη αγωνιζόμενα μέλη της.

πρόσωπο ης Άνοιξης

που χαμογελάς μοναχό σου…

θα υπάρξουν κι άλλες ημέρες
για να υποφέρω

την αυγή,
τα ξυπνήματα,
των πουλιών τη φωνή…

το δροσερό σου βήμα,

έφερε πάλι το μουδιασμένο όνειρο
μεταξύ ζωής και θανάτου

κάποιος προσπάθησε
μα δεν έμαθε
πως στη γυμνή γη επάνω,

αντανακλάται ο ουρανός

και ξεχύνονται,

οι χείμαρροι της καρδιάς μου

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΑΤΗ

Τρισεύγενη και Ιώσηπος
Το παραμύθι των θεών

Είναι αλήθεια, πως υπάρχουν πολύ όμορφες ιστορίες εραστών, σε μελαγχολικά βιβλία. Ιστορίες για την αγάπη στον ουρανό, τον έρωτα στη γη, για τρανούς άντρες που
εξουσιάζουν την ψυχή και το κορμί γυναικών. Για κορίτσια με συσσωρευμένο ερωτισμό και σοφία, που χρωματίζουν τη σκούρη ζωή των αγοριών, τρεμοπαίζοντας θαυμάσια με τα
ταλαντευόμενά τους ένστικτα.
Μα εγώ, θα σας διηγηθώ μία άλλη ιστορία, που εμφανίστηκε μπροστά στην ουράνια τροχιά μου. Τη μαγική συνεύρεση της Τρισεύγενης και του Ιώσηπου, του γιου, του θεού
της σιωπής.
Εκεί, κοντά στους απαλούς στεναγμούς των νούφαρων, στο ποτάμι που ο άνεμος ενώνει το δάσος με τους ψιθύρους των πλασμάτων, η Τρισεύγενη, κόρη μισόρφανη, που ζούσε στο κοντινότερο μικρό χωριό των ανθρώπων, βουτούσε στα βάθη του, παίζοντας με τα λουλούδια, τα δροσερά πλημμυρίσματα και τις φτέρες, που παραμόνευαν κάθε λάγνα κίνηση της νεανικής της γύμνιας.
Κάποτε, ο Δρόσος ποταμός θύμωσε. Ήταν τότε που η ασημένια σελήνη, αποφάσισε να μείνει ασάλευτη. Τότε, που πήρε όρκο, να πάψει να καθρεπτίζεται, στα σαστισμένα του
νερά, από την ομορφιά της.
Η φαινομενική απουσία της, εξασθένισε τον Δρόσο. Ούτε μία μικρή σκιά της, δεν τον διαπερνούσε πια κι αυτός, με μοναδική του συντροφιά τις σκιές των μικρών του ήχων, μαράζωνε καθώς περνούσε ο καιρός, με αργά, ανιαρά βήματα.
Εκτός από το λιτανευτικό ρυθμό της κίνησης των φύλλων και των λουλουδιών που έκαναν το μυαλό του να ταξιδεύει σ’ έναν παράλληλο μαγεμένο κόσμο, αιωνίως δοξασμένο, να δροσίσει, τα χείλη του, σβήνοντας τους κόκκους της σκόνης κάθε λησμονιάς, αποφάσισε να αναζήτησε, τη σωτηρία του, βαδίζοντας γοργά, στα άδυτα της ομορφιάς, με την ανάσα του αφημένη, παραδομένος, να περικυκλωθεί, από το ασυγκράτητο φως, των στιγμών και των αδόκητων ερώτων.
Ένα προχωρημένο πρωινό, που η λάμψη του ήλιου ήταν δυνατή κα, πάλλευκη σα λάμα μαχαιριού, τρυπώνοντας με θράσος, μέσα στα πυκνά φυλλώματα, διαπερνώντας το
νερό σαν κεραυνός από το υπερπέραν, ένα κορίτσι χλωμό, με διάφανο λινό χιτώνα και στα μαλλιά άνθια μικρά πολύχρωμα κ, απέριττα, ήρθε να ξαποστάσει, στη δροσιά του. Λεπτή, αλλόκοσμη, η γεμάτη σαγήνη Τρισεύγενη, απόθεσε το ένδυμά της στη δροσιά της όχθης του ποταμού και με βήματα αιθέρια, εκλεπτυσμένα, μικρά και αθόρυβα, βύθισε στο νερό του, το λυγερό κορμί της.
Παραδομένη στη μυστηριακή του δύναμη, όσο αυτό της ξέπλεκε τα εβένινα μαλλιά, πρόσφερε τα λουλούδια της κόμης της, στην απολαυστική ύφανση της ροής του.
Με τα υπέροχα μάτια, κλειστά από την απόλαυση που της προσέδιδε η αίσθηση του νερού, ένοιωθε να βρίσκεται υπό την παραληρηματική επήρεια της δύναμής του.
Στο μεγαλείο της εξαίσιας Τρισεύγενης, με αργά και ήρεμα βήματα που σταμάτησαν μπροστά της, πολύ αθόρυβα, δίχως λέξη, ενώ δεν μπορούσε να κρύψε, τον υπέρτατο
θαυμασμό και την ερωτική λαχτάρα από το βλέμμα του ο νεαρός Ιώσηπος, έκρυψε το τρέμισμα της ανάσας του, βουτώντας απότομα στον ποταμό.
Ο Ιώσηπος, ένα πανέμορφο πλάσμα χωρίς μιλιά. γιος του θεού της Σιωπής, βρίσκονταν τώρα δίπλα στη θνητή επίσης άλαλη, γυναίκα από το χωριό των ανθρώπων, το πιο
κοντινό στο δάσος, στο οποίο αυτός, κατοικούσε από την ήμερα της γέννησής του.
Το κορίτσι δεν τρόμαξε. Όλοι γνώριζαν για τον πανέμορφο ημίθεο. Μάλιστα, πολλά θηλυκά πλάσματα, όλων των ηλικιών, περιδιάβαιναν το δάσος, γεμάτα περιέργεια και αγωνία, μήπως τον συναντήσουν. Να ενώσουν τα μάτια τους με τα δικά του, τα ανερμήνευτα, τα γεμάτα θεία πνοή! Ήταν για όλες τους, μία περιπέτεια, ένα όνειρο που τις υπνώτιζε, παρακινώντας την καρδιά τους, να το ανακαλύψουν. Οι άντρες, πίστευαν πως ήταν απλά, ένας μύθος. Ένα γυναικείο σκαρίφημα του νου, μία ερεθιστική φαντασίωση. Έτσι νόμιζαν, μια που το αγόρι, εμφανίζονταν μόνο σε αυτές.
Η Τρισεύγενη, ένοιωθε τώρα τη ματιά του, να τη διαπερνάει απαλά. Πριν φύγει από το χωριό, είδε ένα όνειρο. Εκείνο το βράδυ, το παραμιλητό στον ύπνο της, ξύπνησε
τ’ αδέρφια της. Λέξεις μπερδεμένες, διαφορετικές, θαρρείς από άλλον κόσμο ανώτερο. Η μάνα, της σκούπισε το μέτωπο από τον ιδρώτα και είπε: «ή άρρωστο είναι, ή το παίρνουν οι θεοί για να γεννήσει τα παιδιά τους». Το ξημέρωμα, σαν ανηφόρισε για το δάσος, κανένας δεν έβγαλε λέξη. Μόνο η μάνα της, ψέλλισε: «αντίο αερικό μου, σε αγαπάω».
Μια ηδονή, ελκυστική, γλυκειά, μια έκσταση σαγηνευτική, κατέκλυσε την ύπαρξή της. Σαν μία νέα ζωή, πλημμύρισε τα σπλάχνα της!
Ήταν ξαφνικά, πιο μεγάλη, πιο δυνατή! Άνθιζε μέσα στο φως του δικού της ουρανού! Μέσα στο νερό, τα ποιητικά χέρια του Ιώσηπου, περιδιάβαιναν αυτάρεσκα, κάθε πόντο του κορμιού της. Από εκείνη τη στιγμή, του πρώτου θεϊκού αγγίγματος, η ακριβή κόρη, λησμόνησε το παρελθόν της, για πάντα.
Τα δροσερά του χείλη σύρρονταν μέσα στο υγρό στοιχείο από το λαμπερό λαιμό, στο σφριγηλό στήθος και από αυτό, όλο και πιο βαθειά και χαμηλά. Εκείνη, βυθισμένη στη
δική της ονειροπόληση, με μικρές γλυκασμένες και άναρθρες κραυγές, μια έδενε, μια έλυνε τα λεπτά της δάκτυλα με τα δικά του. Μια έμενε μετέωρη από το πάθος και μια
μελαγχολούσε, μέσα σ’ αυτόν το συρφετό που ποθούσε, με όλη της την ψυχή.
Άλλοτε, έδινε την εντύπωση πως χάνονταν απόλυτα -νεκρή των ερώτων- και άλλες φορές με αχαλίνωτα βραχνά γέλια, άγγιζε τον πειρασμό. Τον χάιδευε, τον φυλάκιζε στις υγρές της παλάμες και ύστερα, σε κατάσταση μέθης και παραισθήσεων φιλούσε παράφορα τον βυθισμένο στο κάλλος της, Ιώσηπο.
Στις στιγμές των οργασμών, σήκωνε τα μάτια της ψηλά, κυττάζοντας τον ουρανό. Ατένιζε το χρώμα του, λιγωμένη, ποθούσε να γίνει ένα μαζί του αιώνια, να διαλυθεί στο πλούσιο απέραντο, να ενωθεί με τις ψαλμωδίες των αγγέλων.
Ίσως και οι δυο τους, κόντευαν να φθάσουν τα όρια της τρέλας. Το αίμα τους, κόχλαζε, τα φιλιά τους, μεθούσαν τη βλάστηση. Κατακυριευμένοι από τις αισθήσεις, έλιωναν στο απόγειο της ευτυχίας!
Το νεαρό της άνθος, ξέχειλο από ουράνιες δροσοσταλίδες, λαμπύριζε στο φως του ήλιου.
Αγκαλιασμένοι, βυθισμένοι στα βάραθρα της μέθης, ανάπνεαν πια, με αργούς ρυθμούς, σε ξέγνοιαστες στιγμές ανάπαυλας και ηρεμίας, στις καταπράσινες όχθες.
Ο Ιώσηπος, μεταμόρφωσε με τον έρωτά του την Τρισεύγενη σε θεά. Μαζί, ανακάλυψαν έναν ατελεύτητο ορίζοντα, με παραδείσιους ουρανούς και φλεγόμενα αστέρια. Οι δύο
παρθένοι, μεγέθυναν το άπειρο, χαρίζοντας σάπφειρους και σμαράγδια στο σύμπαν.
Τη χρυσή βροχή των πόθων τους, τη διαδέχονταν από εκείνη τη στιγμή, βελούδινες νύχτες, ημέρες με γλυκύτατο φως και μία υπέρτατη ευτυχία, όπως εκείνη που προκαλεί
στα νερά του ποταμιού, η χλωμή αντανάκλαση του φεγγαριού.
Ναι, το καθρέπτισμα της σελήνης, στο νερό του Δρόσου επέστρεψε! Η ερωτική ένωση της Τρισεύγενης και του Ιώσηπου, επανέφεραν το φως. Ένα φως ζωηρό που αποσπάσθηκε ακαριαία απ’ το φιλί τους κι εκτοξεύθηκε στο πιο απομακρυσμένο σημείο του ουρανού. Φως αιθέριο, σαν απέραντο σμήνος από χρυσοποίκιλτες μικρές πεταλούδες, κατάστικτες από ακτίνες, ζωηρές και χαρούμενες. Μπουκέτα ομορφιάς, διάφανα και λαμπερά.
Έτσι γεννήθηκε ο θεός του Έρωτα, που κι αυτός, σαν τους γονείς και τον παππού του, δε μιλούσε, μα άκουγε τη σιωπή ερμηνεύοντάς τη, σα μουσική και τη φορούσε, σοφό στολίδι στο λαιμό…

Η σιωπή μου,
γεμάτη από λόγια τσαλακωμένα
είναι αυτό ακριβώς που με πείθει
πως
κάποιος σίγουρα υπάρχει
να μου κοιμίσει τα ναυάγια
με το θλιμμένο βλέμμα του
το σπάνιο ρίγος,
να μου χαρίσει…

.

ΕΣΥ, ΕΙΣΑΙ ΑΓΑΠΗ (2019)

Νομίζω πως το μελάνι,
είναι το υποκατάστατο
του αίματός μου.
Βουτώ την πένα μου μέσα του,
όπως βουτάει το ατέλειωτο φιλί
στις φλέβες μου.
Πρόσεχε μη φθαρεί
η αφή,
η γραφή
και η αγάπη.

*

Ο έρωτας συνδέεται με το χρόνο
ποιός είναι ικανός να ψάλλει το έναστρο φιλί της λατρείας
μου;
έχω τόσο αγαπήσει να γίνω φωτιά
να φτιάχνω ανάπαυλες στη ζωή των ανθρώπων
για να σταθμεύουν…
η ανάσα μου,
να είναι γέννηση
εκείνος ο γλυκός ήλιος στο παλιό πάτωμα
και να έχει το όνομα της νοσταλγίας…
τί μας κάνει κάποιους πιο σκληρούς από άλλους;
γιατί να μισούμε, γιατί να πληγώνουμε;

*

Μέσα στο ασύνορο του καλοκαιριού το φως,
στο θρόισμα των δέντρων
στη σείστρα των τζιτζικιών
εμβαθύνουν τα ορόσημα των ερώτων
κάμαρες σμίγουν τα κορμιά
που γυρεύουν τη μέθη
καρποί πάνδημων πόθων
κι ανεξάντλητων τεχνασμάτων
στις όχθες των καιρών
κάτω από τη σάρκα
μια γύμνια κι ένα φιλί,
στον τόπο της μοναξιάς…
μέσα στην αήττητη πυρά της μεσημβρίας,
οι τοίχοι
ξεχειλίζουν έρωτα και ιδρώτα
το βλέμμα τους περνάει τους φλοιούς
κυλώντας σαν ωραίος θάνατος στις αρτηρίες
το μυστικό και τη φυγή λαξεύουν
τους μύθους στα μάτια
και στα μυστήρια τη μεγαλοπρέπεια
ανάσκελα γυμνό στον ήλιο,
το σπίτι έζησε πολλές ζωές…

*

Αγαπώ τη λέξη του
που ψάχνει στα χείλη μου,
την τελευταία συλλαβή…
Ίσως πρόκειται για τη σιωπή της δημιουργίας.
Ίσως είναι η καθυστέρηση της έκρηξης.
‘Ετσι όρισαν οι Μοίρες,
πατώντας στα ακροδάχτυλα
της εκπλήρωσης των χρησμών.
Έπειτα είπαν,
πως επιβάλλονται τα σκιερά διαστήματα
και ό,τι δε δικάζει τις πράξεις,
τα βήματα,
την ερωτική υποταγή.
Οι πόθοι επιστρέφουν άνευ προειδοποιήσεων,
πλάι σε πορφυρά πελάγη σημαδεμένων οδοιπόρων.
Όσο κι αν με πυροβολούν
με το βαλσαμωμένο ευ ζην,
οι πληγές μου κινούνται αργά
με εξαιρετική επιχορήγηση έμπνευσης.
Στριγκλίζει η καλοσύνη δίπλα μου
και γίνεται η επιβεβλημένη μου μοναχικότητα.
Εκεί λοιπόν, επλάσθη η Ιθάκη
μοναδική
-νήσος σαν το όνειρο-
για να φέγγει το υγρό μου άπειρο.

*

Τώρα κατεβαίνουν οι ομίχλες
αυτό ζητώ
μην αγγίζεις την καρδιά των ποιητών
είναι φτωχός και άδικος ο κόσμος
στο μέτρο της αγάπης
λησμονείς τη θάλασσα
το φλογερό σφύριγμα
όμως εγώ παντού αποζητώ,
τη μοίρα των νοσταλγικών μου εγκαταλήψεων
την παράλογη φυγή μου
μέσα μου βραδιάζει
και κάθε καρδιά που μ’ αγάπησε μεταναστεύει
εκεί που αστράφτει δυνατά
για να μην είναι μάταιο το φορτίο
χάσματα
σε στήθια κι οργασμούς που έντυσαν γιορτινά
τις ψυχές
είναι ζεστό το σ’ αγαπώ
και η μοναξιά περνάει μέσα σε μίαν άλλη
για να είμαι σίγουρη,
πως αχόρταγα
ποθώ
ίσως αυτό να είναι τα νιάτα
να μην ομοιοκαταληκτείς

*

Η σωστή ώρα είναι η ασύμμετρη
ψηλαφεί σαν τύφλη κι ερωτεύεται
κανένα «όχι» δεν έχει ηχώ

αν μπορούσα
πόσο θα ‘θελα
να καρφώσω χάμω τις στιγμές μας
μη και φύγουν

*

Τρυφερά θα σε αγγίξω εκεί που βλασταίνεις,
θα σ’ αφήσω να αναδύεσαι από τα στήθια μου,
θα σ’ αφήσω να γνωρίσεις το απαράλλαχτο κόκκινο φιλί
της νιότης,
θα σ’ αφήσω να είσαι η αγκαλιά μου
και να φύεσαι από την αγάπη που έχεις γνωρίσει μέσα μου
να είσαι το γλυκό άκοπο χάδι μου…
Διακρίνω των ανθρώπων τις γλώσσες
άλαλες θαρρείς από αγκαθωτούς ουρανίσκους,
με υπόνοιες πως υπάρχει ο θάνατος,
μα παύουν ευθύς
αντικρίζοντας το βλαστάρι της παρεπόμενης ελπίδας
μου…
Το όνομα σου σκαλίζω
στις ξερές κοίτες των παλαιών χειμάρρων,
σφίγγοντας δυνατά την τροφοδότρα κλίνη με τα όνειρα.
Χέρια της ανάσας μου
Χέρια των ζεστών και υγρών εκτάσεων
Χέρια των εύφορων αναστεναγμών
Χέρια του εραστή
ανείπωτα παράφορα χέρια…!
Θα σβήσω τα έρημα φώτα μου,
θ’ ανάψω το φτερούγισμα
μ’ εμπιστοσύνη
στο πλήθος των δακτύλων μας,
στους καταρράκτες που χυμούν,
στο φράγμα της ζωής μας.

*

Πιστεύεις στον έρωτα,
που γεννιέται μέσα στον ανοιχτό
διαβήτη των μπράτσων σου,
πιστεύεις στην πουπουλένια σκάλα,
που απλώνεται από τη ζωή μου στη ζωή σου.
Κάπου, ίσως ήμασταν μαζύ,
ζευγάρι που σμίλευε τις αγάπες
κι έπειτα,
τις πέταγε στη θάλασσα
σαν γλυπτά αρχαία.
Οι μεγάλοι πόθοι,
είναι καταδικασμένοι στην ανυπαρξία.
Ίσως γι’ αυτό παρατηρώ το κενό
και πειραματίζομαι με τις άκριες των αχτίδων.
Είσαι μία βόλτα, στου κόσμου την περιστροφή.
‘Ενα μεγάλο άγγιγμα, πριν τους αιώνιους δρόμους.
‘Ετσι γκρεμίζονται τα τείχη,
τα κάστρα και οι πύργοι που με φυλούν,
πλημμυρίζοντας τους ποταμούς μου.
Σε συναντώ και πάλι απόψε,
σε ολονύκτια ανάδρομη πορεία.
Επίκτητη προϋπόθεση επιβίωσης,
η ελαστική καρδιά.
Παρακαταθήκη ζωής, εμπύρετη.
Κανένα μονοπάτι δε χάνεται,
αν είναι αληθινό.

*

Βρήκα
τη μαγική συλλαβή
στα χείλη που ψάλλουν τη λάμψη
κι ακίνητα πληγώνουν σα μαχαίρι
ξέρω να διαβάζω,
όσα το βλέμμα λέει
όσα ποτίζει το κορμί στο φίλημά του
όσα βαραίνουν τις απόκρυφες γραφές
ρίγος
η ανταύγεια της ψυχής στο δέρμα
ηχώ σε μέθη
παλάμη ανοιχτή
κι άναρθρα μέλη αγκυλωμένα
σ’ εφάρπαξα
με φονική βοή
και στήθια πάνοπλα
~ πόσο σ’ επόθησα πληγή ~
εσύ λαξεύεις την πείνα μου
για Έρωτα

.

.

ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ (2018)

Εποπτεύω ψυχές
γαντζωμένες σε μυστικούς μαργαρίτες
στις Στέγες του Κόσμου…
οργώνω
του Στίγματος εκείνο,
το δυσερμήνευτο
για τα όσα θα δεις
για τα όσα θ’ ακούσεις…
ήρθα κι ομολογώ τα μυστήρια,
που είδα και θαύμασα
-άφραστα όλα –
στον τόπο που ανήκω,
μυσταγωγία πρωτόγνωρη
σε ανθρώπους,
που μοσχοβολούν αγάπη…

* * *

Εάν σκορπίσεις τη φωτιά
και μ’ ένα φύσημα πετάξει,
τις λάμψεις που σε διεκδικούν
την αιωνιότητα των στιγμών
με κρότο
και με σαλεμένα νεύματα,
ρίξε πυρσούς
και σταυρωτές δέσμες φωτός
στις σκιές που προβάλλουν,
όταν πετάγεσαι στον ύπνο σου…
~ είναι είδος δίχως ταίρι οι ποιητές ~
Άνθη παντέρημα,
άγρια με χρώμα φωτεινό
στην άκρη του γκρεμού…
Καπνίζουν ήρεμοι,
την κιβωτό των «ανθρώπων»…

* * *

Ευτυχώς έχω τις λέξεις…
ειδάλλως θα ήμουν το ανθολόγιο,
της άτεγκτης κραταιάς πραγματικότητας.
…και δε θα κατάφερνα ποτέ να δω,
το χλευαστικό παρόν της.

* * *

Είμαι η καταιγίδα
σε ρεπερτόριο σιωπών
έχω το κλάμα
που γεννιέται, πεθαίνει και ξαναγεννιέται
ιδού,
παραμένω βίαιη και σιωπηρή
ακίνητη και αναστατωμένη
να μαρτυρώ τα ένστικτα
και τους απώτερους σκοπούς τους…

* * *

Γύρω μου
παντού μίαν έρημος γεννάται
με το όνειρο σταθερά τοποθετημένο
στην κλίνη
ταΐζοντας με αναμνήσεις
με παλάμες που περιγελούν,
της ημέρας την ανία
φλυαρώντας ακατάπαυστα…
εμένα,
δε με γέννησε ’κείνος
που τους θάνατους λυπάται,
μα πληγή
ανθεκτική,
στην επίθεση του φόβου.

* * *

Όταν οι συγκινήσεις αναβάλλονται επ’ αόριστον,
η μετάλλαξη κάνει τη μνήμη να χαθεί στο «κάποτε»
καταμεσής στον χρόνο,
μαχαίρι διπλοπρόσωπο…
Κι όλα φαντάζουν επιμελείς διαλογισμοί
φευγαλέων ανθρώπων και στιγμιαίων εντυπώσεων.
Τότε άραγε κλαίμε για τον χαμό
ή για τη σωτηρία των δακρύων μας;

* * *

Αυτό που όλοι βλέπουν
είναι τα όριά τους,
στην ανάσα μας…
Αισθάνθηκα να λείπω
~ σα να είμαι απ’ έξω ~
σε σκηνές και στιγμές που ζω…
Τελικά,
όλα προχωράνε καλά
και χωρίς εμάς…
Εντούτοις,
όλοι βλέπουν
αυτό που επιμένει να λείπει:
την πληρότητα της προσοχής
κι αυτό που κρατά πραγματικά:
Την αλήθεια

* * *

Μεγαλώνω
με τη γύμνια κάτω από τα χείλη,
βήμα χαμένων αλφάβητων
και θρύμματα διαδοχικών εαυτών…
στον έναστρο πυθμένα της ζωής μου,
δεν περιμένω άφεση
δεν ελπίζω χάρη
κι ας είμαι επιδέξια
σε κάθε είδους διαπραγμάτευση…
με ώτα
καλώς εξασκημένα στην ηχώ,
προχωρώ
των αιχμών,
σχοινοβάτης.

* * *

Να μιλάτε
με λόγια θεμέλια,
με λόγια καθάρια
που δεν ξαποσταίνουν στις ψυχές
σε πείσμα της ανέφικτης ουτοπίας.
Να ξεσπάτε
σα λάμψη
σαν έκρηξη της γήινης φλόγας
σα λαχτάρα γι’ αυτό που θα γίνει
κι από φόβο να τρέμετε,
μη τυχόν δε συμβεί.

* * *

Έτσι τελειώνει η ζωή.
Κατακρήμνιση άνοιξης
και κάτι να σου λύνει,
τον κόμπο στο λαιμό…
Σφαγμένη,
που ανασαίνει ακόμα.


* * *

Ο κόκκινος κρίνος,
θυσιάστηκε
χάριν της παγίδας
που σου στολίζει τις ώρες,
για να μεταφυτευτείς
~ εν αγνοία σου ~
στην καρποφορία του βόμβου
και των άγριων κρότων,
στην πανσπερμία και στο τρέμουλο
στο μαρτύριο της προσευχής,
ωσάν ήχος κρυστάλλινος που φλογίζει
τα σείστρα ταμπούρλων
στη σύσπαση του κόλπου
και στο μούδιασμα της αυγής.
Η ημέρα γυρνάει σε νύχτα,
σαν κλειδί…

* * *

Μηδενίσαμε την απόσταση,
από το χώρο
από το χρόνο
από το φιλί,
από τ’ αγκάλιασμα…
και είναι για εμάς
αποκαθήλωση
πριν το παραλήρημα
της εκσπερμάτωσης
πριν το στεφάνωμα
των στεναγμών
πριν την ανάσταση
των ψυχών…

* * *

Αυτός,
είναι η μυρίπνοη ελπίδα μου
η προσδοκία μου σε παραφορά
των αξιώσεων μου η εξέγερσις
και μίαν υπόσχεση,
άνεμος να σμιλεύσει
την απόκοσμη μέθη μου…
αναδύεται
έφιππος ψυχεγέρτης
ανυπόμονος λειτουργός,
φύλακας των άμαχων ποταμών μου
εκείνων,
που πολλαπλασιάζουν το σπέρμα του…
το γραφτό μας,
είναι ετούτο που σύναξε
στις σχισμές των πόθων,
στις ρωγμές των ονείρων…

* * *

Τα ενδύματα του
που θάλλουν τα ακροδάχτυλά μου
τα άνθη μου
που ανοίγουν οι επιθυμίες του
τα μαλλιά μου
που κρύβονται τα όνειρά του
τα μάτια μου
βυθός που φωσφορίζουν,
οι μύχιες σκέψεις του
τα χείλη του
που πάνω απιθώνω τ’ ολόφρεσκο δάκρυ μου…
κάτι λιγότερο από ζητιάνοι
που από τον πόνο τους
αναδύεται θησαυρός.
το συμπέρασμα του Κόσμου…

* * *

Το βλέμμα μου σκιρτά και δονείται
-σπέρμα πυκνό-
και γίνεται θάλασσα…
ανοίγει σα δάκρυ η άμμος
και πάνω απ’ τα σκυμμένα χρυσά σχοινιά του Ηλίου,
κυματίζω…
όλα τα μυστικά
άγρια παντάγρυπνα πουλιά
τρέμουν στο Φως που σπαράχθηκε,
στου απόηχου το χνώτο…
διαβαίνοντας του Ανθρώπου τις πύλες
μιλώ με φωνές σιγανές
που μου αναθέτουν,
των ευχών το απόκρυφο…

* * *

Για τον έρωτα των ποιητών
και την ενσάρκωση της πρωινής τους ονείρωξης,
ο άνεμος επιστρέφει πάντα από τη θάλασσα…
Δε το ξέρεις;
Στους στενούς επικίνδυνους δρόμους, περπατάω ανέμελα
και στα σκοτάδια,
ομορφαίνω τα βράδια μου…
Για τον έρωτα των ποιητών
αραιώνουν τα σπίτια
και μεθυσμένα άσματα τρεκλίζουν,
πίσω από μισόκλειστα παντζούρια…
Δεν το ξέρεις;
Λάγνα, πρωτόγονα ξεφωνητά της ψυχής μου
και της σάρκας μου τ’ άρωμα,
σκίασε τ’ άστρα…
Σαν κοιτάζεις πίσω απ’ τα κάγκελα,
κουράζεσαι να υποφέρεις
και υποταγμένη τραβάς,
~για τον έρωτα των ποιητών~

* * *

Γυναίκα,
ήδη έχουν σιγήσει οι δρόμοι
κι έγνοια καμία δε θα ‘ρθεί
να σε δαγκώνει,
στις πληγές
στα ανοιχτά σου στήθια
στον ύπνο
στην αθώα κάμαρά σου…
Γυναίκα,
πλάσθηκες για την οδύνη
για ν’ αγαπήσεις τ’ όνειρο
και για των πάντων την ματαιότητα την άπειρη,
με κλαγγή να καρδιο~χτυπήσεις…
Γυναίκα,
σου αρνούνται διαρκώς,
μέχρι και την ελπίδα
μα εσύ πάντοτε θα χαμογελάς
με αιχμάλωτη καρδιά
κι ας ξέρεις
πως
τα μάτια σου λάμπουν,
παρά μόνο κάτω από τα δάκρυά σου…
Κάθε γράμμα σου ένα κλειδί,
εκπορεύει τη μουσική των αγγέλων
του κόσμου τον τροχό
του πικραμένου ήλιου μου τη φλόγα…
Στριφογυρίζω,
σβούρα στους κύκλους των ματιών σου
και μοιάζω με ναός ερειπωμένος
που μέσα του φωλιάζει η άνοιξη…
Η αγάπη μου ανυπόμονη…
Τα δεπτερόλεπτα χτυπούν αργά
και η καρδιά μου ξεπερνά το δείκτη.
Η ουσία μου ζει
στην ερημιά μιας σελίδας λευκής.
Εκεί σε συναντώ.
…και μ’ αγαπάς αστράφτοντας
καταμεσής του ύπνου μου…

* * *

Στέκεσαι,
εκεί που ο ήλιος πάει και γέρνει
αργά το απομεσήμερο
κι όταν το δείλι κοπάζει,
μεταμορφώνεσαι σε αιωνιότητα..
τότε,
το μεγαθήριο του Κόσμου
βυθίζει στη ρίζα του
συντρίμμια αναίμακτα πια,
μιας καρδιάς ολοζώντανης
σε κορμί πεθαμένο…
εσύ,
φτερουγίζεις αφήνοντας χνάρι
στο άσπιλο ανέγγιχτο
~ παλμού ανταύγεια ~
δέος τρικυμισμένο
σε βάθη μακρινά,
σαλεύοντας
στις αναβάσεις των αδύτων μου.

* * *

Στ’ όνειρό μου,
τ’ όνομά του αρθρώνω
και οι γεύσεις της νύχτας
ενώνονται στα χείλια με το θάνατο…
η ψυχή μου
χαράζει στην επιφάνειά του,
εύθραυστες πατημασιές
και στο βάθος του ακούγεται,
το γλυκό μου τραγούδι…
«φανερώσου…», μου είπε…
για μια μόνο στιγμή
κι ύστερα κρύψου,
στην ευωδία των κορμιών
στων φιλιών τις θείες δονήσεις…
και θα’ ναι πάλι, σαν τότε που φυλακιστήκαμε
στους ακατόρθωτους συνδυασμούς
της θωπείας που άχνιζε,
στην ωριμότητα της παραφροσύνης…

* * *

Είπε πως τα μάτια μου,
είναι ξεχειλισμένα πάθος και όνειρο…
κι έπειτα,
τραγούδαγε γλυκά τον πόνο και την αγάπη του
χωμένος – χάιδι αγγέλου – στο λαιμό μου…
το αίμα κύλησε γοργά
και ό, τι είχε ησυχασμό,
ήταν τώρα ικανό
για τη μεγάλη τρέλα…

* * *

Άναψε τη δάδα
και η φωτιά φούντωσε…
κύκλωσε τις ψυχές,
άνοιξε διάπλατα τις χαραμάδες
γοργές γλώσσες γλύψανε
και τσουρούφλισαν τις επιφάνειες…
ύστερα,
προχώρησαν βαθειά
καταπονήθηκαν αντάμα
και δυνάμωσε η φλόγα…
με αλόγιαστη σπατάλη,
πιλάτεψε ολόγυρα τους τορνεμένους καμπυλωτούς μηρούς
και περίχυσε τρέμοντας,
ανώγια και κατώγια…
κόπος μάταιος,
χρυσάφι που έλιωνε απάνω της
και χανόταν…

* * *

Από το ζώον
στον Άνθρωπο,
χρειάστηκαν χρόνια χιλιάδες…
ωστόσο,
αρκεί μονάχα μια στιγμή
για την αντίθετη κατεύθυνση…

.

.

ΓΙΑΤΙ ΜΠΟΡΩ (2017)

Ως δραπέτης,
κινούμαι σε ανεστραμμένους ουρανούς
βρίσκοντας στηρίγματα
ψηλαφώντας ερείσματα
κι ενδίδω ανεπιφύλακτα
χωρίς αποστάσεις ασφαλείας,
στα ακραία λυρικά
και σε κάθε γοητευτικό κέλευσμα…
όσο
περισσότερο υπερισχύει η απροσδιοριστία
γοητεύομαι από την επιγραμματικότητα του πρώιμου
και τη μορφική του τελειότητα…
όσο
η διάχυτη μελαγχολία
και της ψυχής το άλγος
λεπτουργούν και θερμαίνουν το είναι μου,
τόσο ποιητικά
διεγείρομαι…

* * *

Μάτωσε ο θάνατος κι ο έρωτας
κι έχουν φως κοινό…
τώρα οι στίχοι μου
θα γρατζουνάνε
και η επιβίωσή τους
θα λογίζεται για δύο
ο χρόνος μου τελείωσε
και ο θόρυβος της απόστασης
θα ’ναι ο δείκτης
των αυτεξούσιων ημερών…
Ποτέ η ζωή,
δε ράβεται στα μέτρα μου
και στης αντιπαλότητας μου τις επαναστάσεις
υπολείπεται των προσδοκιών μου…
Δε θέλω να μάθω ποτέ,
τις ασύχαστες του εαυτού μου
αντί – θέσεις…

* * *

Με καθηλώνει
το θάμβος που δε γεννάται…
γιατί βλέπω,
εκείνα μόνο
που είμαι ανίκανη να συναντήσω
αναπετάγματα που κατοικούν
στ’ ανάκατα των κόμπων και του τίποτα
πνίγω σε μέρες και σε νύχτες
κι εντός της διαδοχής τους
στα κραυγαλέα φώτα,
βαδίζω απαθής
και στις ανθρώπινες απουσίες,
παρηγορώ την αμείλικτη υπερ-βολή μου.
η Συντέλεια της Άνοιξης
ακινητεί τον άγονο όρθρο,
του μαρτυρικού μου μυστικού
για να γίνομαι,
ο στίχος ενός άλλου

* * *

Από το καταπονημένο
αναδύεται το μυστήριο της φωτιάς…
μυσταγωγία άμαχη και άναυδη
που αφήνεται για πάντα να ψυχομαχεί…
είναι που κάθε Ανατολή
βυθίζομαι στην άγνοια του καθημερινού,
επουλώνοντας
τ’ ανέσπερα σημάδια μου…

* * *

Χτίσαμε έναν τοίχο και κλειστήκαμε
κρατούμενοι απεγνωσμένοι
σαν άγγελοι που τους εμάδησαν τα άσπιλα φτερά…
πάνω σ’ ένα παλιό κενό, ηφαίστειο σκονισμένο,
έφεραν πέτρινες ψυχές κόκκινο χρώμα κι αίμα αμόλυντο
έρωτα – αμνό σε σπαραγμό…
απόθεσαν στα πόδια μας το μύθο
κι έπειτα χάθηκαν,
θαρρείς και όλοι εκείνοι είχαν το δίκιο
κι εμείς
μονάχα δάκρυ άνομο,
οι άμοιροι
οι άγονοι και οι αποκαμωμένοι…

* * *

Προχώρησα
και βρήκα στα ενδότερα,
τον Έρωτα γυμνό να υπνώνει
και μίαν Ονείρωξη να σέρνεται,
στην κορυφή της ράχης του…
να μπαίνει αδιάφορη
σε μια ναρκωτική μελαγχολία,
ώσπου το βλέμμα του
με πόθο στράφηκε,
σε ’κείνο το αυλάκι από δάκρυα
– κύμα χαράς και πίκρας συντριβή –
μέσα σε γλυκό τραγούδι…
βλέπουμε τα θαύματα
τριγύρω μας να υπάρχουν
κι ας μας νεκρώνει ο θάνατος
χωρίς καν να το νοιώθουμε…
γύρω μας οι κόσμοι θα φεγγοβολούν,
αδιαφορώντας για τη μεγαλόπρεπη συντριβή μας…

* * *

Στο μικρό μου τον ύπνο
η ψυχή μου γεννάει ένα ταξίδι…
στη θάλασσα,
γίνομαι ήχος
και στο πανάρχαιο βάθος της.
θανατώνω τη φυγή μου…
εύχομαι,
ο δρόμος να ’ναι μακρύς
ν’ ανατέλλω σιγά
κι όταν δύω με πάταγο να είναι
σε κάθε πραότητα του ορίζοντα.
κάποιος μου έμαθε
πως η ομορφιά χάνεται,
όταν δεν έχεις να δεις πουθενά..

* * *

Η άδεια έκφραση
σμίγει με αφαίρεση.
Μα ίσως και να ’ναι
ασφαλές μέσον για ταξίδια
κι ευμετάβλητη αφθονία.
Αναρωτιέμαι,
αν τα φαντάσματα
εγκαταλείπονται μεταξύ τους,
όπως οι άνθρωποι
με τα περίτεχνα αντίγραφά τους
σε μορφή χειραψίας και “θαυμαστών”…
Τι κρίμα να χαίρεσαι στον λιθοβολισμό
πιστεύοντας πως κέρδισες πολύτιμους λίθους…

* * *

ΟΝΕΙΡΟΙ

Κάποιο ρίγος,
μίας ενσαρκωμένης ανάμνησης
φλέγεται βουβά
επισφραγίζοντας την απόκοσμη ερημία μου…
κι από τα βάθη του ρευστού ήλιου
που δικαιώνει καίγοντας
ό,τι αδύναμο κατάματα να το κοιτάξει δεν μπορεί,
αναρπάζομαι
σε στοίβες κλαυθμών,
αποτεφρώνοντας ένα σημείο σύνορο
ρόχθο της άπειρης στιγμής,
εξαγνισμένο
όπου ολόκληρο το παρελθόν μου αναπηδά
– χαμένος περιπατητής –
σ’ αυτό που θα ήθελα,
να έχω ζήσει…

* * *

Σ αυτή τη γη,
τη στερημένη από Φως
την υγρασία γεμάτη
τη φυτεμένη με αγκάθια ξερά
κι ανθρώπους να παιδεύονται να καρφωθούν
στη σκέψη των άλλων,
προτίμησα
να πλάσω την ιδέα σου…
να σου γράφω ύμνους
να σου χαρίζω σγουρά τριαντάφυλλα
και γυμνός στο νου μου να στέκεις,
επίσημος παραστάτης
της ερειπωμένης προσμονής
και των ανάπηρων τέλειων ονείρων…
σήμερα πάλι περιμένω,
θράσους απόσταγμα
να ντύσει την κόψη της αμαρτίας μου
κι εμείς μονάχοι να στέκουμε
πάνω απ’ τον Άθλο μας,
ασφυκτικοί του Πηγαίου Φωτός…

* * *

Είχες
δυο παλάμες αγγελόμορφες φτερούγες
με σκλαβιά γερασμένη
στον λαίμαργο ρυθμό της ζωής…
οι στίχοι μου το ανάμεσα
και η έλλειψη
μίαν έμπνευση,
γρίλιας το φωτεινό σημείο…
Το αφώτηγο γιόμισε αποφλοίωση
τρέμοντας μη χαθούνε τα “πριν”
μην τα “μετά” δε γνωρίσουμε…
ποιος αλήθεια μπορεί να αισθανθεί
πως κανένα γνήσιο δεν έχει ταυτότητα;

* * *

Μιav δέσμη ρίγους…
κάτι που πέρασε
σαν εποχή αόριστη και χάθηκε
σα να ’ρθε κάτι,
φτερουγίζοντας
πλανήθηκε τραντάχθηκε κι ανάβλυσε…
ο σπαραγμός του ευφρόσυνου σπασμού μου
ρυτίδωσε στα μάτια σου τ’ ανάμεσα, σα θλίψη…
για μια στιγμή με κάρφωσε
κι έμεινε για πάντα,
μνήμα…

* * *

Αυτός,
είναι όλοι εκείνοι που πέρασαν
και δεν ήρθαν ποτέ…
σε ποιά ανείπωτα μέρη
την πλήρωση ασπαίρει
στα μαινόμενα σπλάχνα μου;
σταλάζουν αργά
μυσταγωγίες πρωτόγονες,
που εξοργίζουν τη λύπη
μέχρις όχου η αυγή
νουθετήσει δεσποτική,
τα ενδιαιτήματα
των απροσκύνητων κόρφων μας…

* * *

Εδώ,
ο παθιασμένος των ζαφειριών
γιατρεύεται μέσα στις φλόγες
και τους λευκούς του θρύλους ματώνει…
κάθε μεταμόρφωση
είναι ο κύκλος του πόνου
και η ομορφιά της οδύνης,
μελωδίες βαθαίνει
στα ζεστά λαγόνια του Έρωτα…
~ μη φωνάζεις το Θάνατο ακόμη ~
μέσα στο στόμα μου,
έκρυψα την Αιωνιότητα…

* * *

Ο ήχος της ερωτικής κραυγής,
μοιάζει σταγόνα από μαγικό φαρμάκι.
Καίει και μεταλλάσσει…
Ίσως μια φιλία σε νυχτερινό πόθο
Την ευθύτητα σε μυστικοπάθεια
Κρυψίνοια, μπέρδεμα συνεννόησης.
Η ετοιμολογία πολεμάει σε άνιση μάχη,
διασταυρώνονται τα κοφτερά της ξίφη.
0 ήχος της ερωτικής κραυγής,
δε γερνάει ποτέ.
Σφριγηλός, αυτόνομος, νεανικός,
αναβιώνει αναστενάζοντας
και φαντάζει αδιαπέραστος,
όταν καταλήγει.
Ανελέητος και αποφασισμένος
σε μεταμορφώνει,
όπως η ομορφιά του φεγγαριού
αν αφεθείς
και τα υγρά μάτια σου κυλήσεις
στο φως του,
πληθωρικά…

* * *

Ήρθε και φούντωσε ρομφαία γυμνή
κι έπειτα χάθηκε σε άνθους και σε βύσσινα μέσα…
μία λάμψη επέταξεν σπίθες,
σπαθιά χρυσαφιά κι εμβλήματα
θείον Εγκόλπιον στο έδαφος χύθηκεν…
Εάλω η γυνή,
εκοιμήθη η περιφιλημένη…
– η Γη μου αλίσκεται κι εγώ έτι ζω;
κι αίφνης,
τόσοι Αιώνες χωρέσανε
σε μία μονάχα στιγμή,
λαβωμένη…

* * *

Ποτέ δε φοβήθηκα
τις συνέπειες της ηδονής και του Έρωτα,
σαν κάνω πράξη τους στίχους…
είναι υπέροχη η γεύση και η μνήμη τους
– χαράζει η πένα του επάνω μου –
γεννιούνται τα χείλη
κι ακουμπούν στα γλυκόσαρκα λόγια…
αντιστρέφεται τότε της προσμονής η χαρά
και τα σώματα χωρίζονται
από το προσωρινό ζωντανό…
ο αγέρας γεμίζει υποσχέσεις,
τη φθορά καταργεί
ξεσκεπάζει όλο και πιο μεγάλες εξάρσεις
και τα μάγουλά μου χρωματίζει
στις αποχρώσεις του πνιγμένου λυγμού…
θα μονολογώ
από της ψυχής μου το στόμα
και δε θα φοβηθώ
που πλαγιάζω με το γνωστό
ονειρευόμενη το λατρεμένο μου Άγνωστο…

* * *

Μας έδεσε,
όρκος μυστικός
ο αγαπών τους αδάμαστους ελιγμούς
του απόλυτου ιδεώδους
κι ενεδύεται με καμάρι ξέχωρο,
τα πορφυρά ενδύματα…
χορηγός υποδημάτων λαμπρών και αγίων
πείσμων μαχητής,
καταγάγει νίκη ερώτων
κι εξέγερσις αναστάτωσης
στον κορεσμό των αισθήσεων,
στη διακόρευση των παθών…
ασφαλής και βέβαιος,
θαμπωμένος από του αξιώματος τη λάμψη
ορκίζεται,
“ελεύσεται ως κλέπτης ψυχής και ηδονής εν νυκτί”
αφήνοντας δια παντός ανοικτή,
την πύλη των πόθων του…

* * *

Ο χειμώνας μου,
είναι φιλί σπαρακτικό
της θλιμμένης θάλασσας…
αγάπη που παλεύει σε πλημμύρα
ουρανός που ξεχύνει κοπάδια καρπών,
του ανέμου συντρίμμια σπρωγμένα…
σα βγαίνει το πρώτο αστέρι,
φιλώ τον άγγελο που κρύβεις
στα φοβισμένα μάγουλά σου
και τη φωνή που γλυκαίνει τη γενειάδα,
με ομίχλη αρρενωπή
στα όνειρα των αγαλμάτων
λαθεύοντας,
ξύπνησα την πονεμένη Γη
και φλόγισαν τον ήλιο οι πληγές της…
– μουγκρητό, οι μουγκές μου θύμησες –
θα βρω του γλυτωμού τον δρόμο…
η λιποθυμισμένη θλίψη,
ντύνει τη γενναία χαρά μου
είμαι κορμός ερημικός
δίχως παλμό
χωρίς κλαδιά
και άνθη άρρυθμα
πέτρα που δε φοβάται τις σκιές
το αίμα μου
πλέκει σύμβολα στο ημίφως
Κλαίω
γιατί το εφήμερο δεν είναι αίνιγμα
και πάντοτε επιστρέφει
Κλαίω
για όλα τα άλυτα
που οι άνθρωποι τα θεωρούν λυμένα
Κλαίω
για το μυστήριο
που εξατμίζεται από τις αγκαλιές μας
Κλαίω
γιατί όλα όσα αγγίζω
βιάζονται
Κλαίω
γιατί διψώ για γρίφους
μέσα σε ασφυκτικά, άδεια και σιωπηλά ακροατήρια
Κλαίω
που αγνάντευα την ανατολή,
μα ήταν δύση
Μένω
και περισώζω λυπηρότητες,
αυτοκτόνους, αιχμές και υπολείμματα
Σας ξεγελώ και αφανίζομαι
Στην αλλαγή μου ταξιδεύω κι εξαφανίζομαι…
Την πιο ανεξακρίβωτη στιγμή
σε εξακρίβωσα μέσα μου.
Τώρα,
είμαι εύφλεκτη,
φτιαγμένη από το υλικό των ελεύθερων πτώσεων.
Μονολεκτικός σεισμός.
Απαγορεύεται το άγγιγμα.

.

.

ΕΣΤΩ ΜΙΑ ΖΩΗ (2016)

~ Χρόνων ορισμοί ~

Όσο κι αν την καρδιά σου ανοίξω
υπάρχει πάντοτε μέσα
μία μικρότερη…
υπάρχει πάντοτε μέσα
μία κλειδωμένη…
Βρίσκω τη στάχτη
που μοιάζει με σκόνη
-αυτά τα μπερδεύω διαρκώς-
Ξεχάστηκα
κι ακουμπώντας τα δάχτυλα στο μαχόμενο Φως
μουτζούρα δε βγήκε
μα διάβασα,
το κενό της επιφανειακής των ανθρώπων γαλήνης.
Κι ήταν αυτό της Σύμπραξής μας, το γνώριμο θαύμα,
που έλαμψε πρώτα
και μετά ανελήφθη
απάνω στον όρκο που φύτεψες
στο ανάβλυσμα της κομπιασμένης μας μνήμης.
Τώρα τις σκιές δε φοβάμαι.
Πως άλλωστε γυμνή να προφέρω
με πληγή παρατεταμένη στου ταξιδιού τις πατούσες…
Θα προσκυνώ τον πληγωμένο σου ίσκιο
και θ’ αφήσω τους υπόλοιπους να χαίρονται
τη μικρή τους τελειότητα…

* * *

Να μου χάριζες τώρα μιαν αγάπη…
και να μεθύσω πάνω στα σχοινιά της.
να χαθώ…
Στην ανία των άλλων,
άλτες δρόμους να γεννώ
και όρκους στης ποίησης την ευγενή άμιλλα…
Διψώ
να περνώ τη σιωπή στις λέξεις μου
και τις λέξεις στη σιωπή μου…
Πεινώ
γι’ αυτό αγαπώ
να λερώνω τα τετριμμένα
με των φτερών μου τη σκόνη…
Πονώ
Ίσως και να’ ναι ο λόγος
που παθαίνω
ολική έκλειψη στον λυρικό μου πλανήτη…
Παρατηρήστε προσεκτικά το φαινόμενο.
Προσοχή,
αν αποκατασταθεί η όρασή σας,
λυπάμαι…

* * *

Άστοργο
του κόσμου κύτταρο νεκρό,
αίσθημα σε μέγα βάθος
άγραφων στίχων…
Εσύ που σέρνεις περιτυλίγματα διωγμών
και μυστικά αιώνων.
Κυμαίνομαι.
Ερμηνείες γραφής
δίνω στην ανύψωση των ονείρων.
Φρίττω,
μα η ποίηση αποκρίνεται
σε πιο πολλά διλήμματα
απ’ τους ανθρώπους…
Αυτή, μου δόθηκε εξ’ αρχής
και τίποτα δεν πήρε πίσω.

* * *

Δαμαστή,
γνωρίζω τον λόγο που χτυπάς τις ψυχές.
Ζηλεύεις το χρώμα των άγριων ενστίκτων.
Εκδικείσαι των σπλάχνων σου την απογείωση…
Βρήκα τα φτερά σου, στον Ίκαρου την αγκαλιά,
λιωμένα…
Σκέψου τώρα, τι αλλόκοτο έχεις να ντυθείς
μεσ’ του κλουβιού τη γη,
λες κι εκδικείσαι το ελεύθερο φευγαλέο…
Όταν η τελευταία είδηση του σιωπητήριου
θα αναγγείλει το ξημέρωμα,
εσύ,
εντός ακριβού ενυδρείου
θα συνθλίβεις τις μισοπνιγμένες πλεύσεις…
Περιμένω τη συναίνεση των Συμπληγάδων,
την μετονομασία σου σε Γητευτή…
Λυτρώσου
στον ολοφυρμό της ανυπακοής
θεόγυμνος από τιμωρία και μίσος…

* * *

Εγώ
τον ουρανό μου
τον φτιάχνω με πτώσεις.
Κι όσοι ζούνε με ψευδαισθήσεις
πως δοξάζονται σιμά του,
σκύβοντας
θα συναντήσουν
τα παράταιρα πόδια τους γυμνά
κι ανίκανα
να ατενίσουν
και να αγγίξουν,
το χαμένο τους χαμένο.

* * *

Άκου,
τα μάτια κλείνω
και η οφθαλμαπάτη ξεθεώνεται στην ακαταστασία μου
Τώρα,
πιστεύω όσα γίνονται μονάχα,
κι αυτά που με θάρρος προπορεύονται
Κάθε χρώμα
κι ένα εσύ…
Κάθε ήχος
η αποσιωπημένη νοσταλγία της θλιμμένης μας γλώσσας…
Ό,τι πονάει στ’ αλήθεια
ξύπνιο γεννιέται
καίγοντας,
ανεμοστρόβιλους με ρόδων μορφή.
Άκου,
ψάχνω για την αυγή
να μου πλανέψει το αίμα

* * *

Οι θύμησες μου κατακερματισμένες
Η μουσική μια ψεύτρα επανάσταση
μνήμης αόριστη επανάληψη
Ίσως και να’ χω λάθος
που πάτησα στ’ αστέρια ένα ένα,
μη και βραχώ
μη και πνιγώ
στο άστατο απροσμέτρητο του χρόνου.
Αν μνήμη είχε ο αγέρας,
αν της κάμαρας τα όνειρα μιλούσαν
αν οι φωνές που κυνηγούν τις νύχτες,
λιώνανε πάνω στα κορμιά μας…
Θα’ χαμέ θησαυρίσει
απ’ της ψυχή μας τις αυθόρμητες κινήσεις,
από των αισθήσεων τα τεντωμένα βάσανα…
Ζω για τότε
που θα ‘μαι αθάνατη.

* * *

Ανάγλυφα σύμβολα ζωής
εκπλήξεις αναλλοίωτες
του χρόνου οι διαστάσεις
Μια ευτυχία άξαφνη,
σε φυλαγμένα βήματα
λουλούδια, δέντρα και παιδιά,
γάργαρο γέλιο ανθρώπων…
Σ’ έναν καθρέπτη κατάθολο
φαίνεται η ζωή μας
Αυτά που φοβηθήκαμε
κι όσα αναβάλλαμε,
αμείβοντας τους πόθους μας
με πρέπει και αγκάθια.
Λησμονημένα όνειρα
πουλιά σε θεομηνία,
άστρα σε μαύρο ουρανό
λευκά άνθια σε πέτο.
Κλεψύδρα η ζωή
που τόσο βίαια τρέχει…

* * *

Το γέλιο
από το αίμα μου νυχτώνει,
σβήνει και βρέχεται
δένοντας την πληγή του
Κλοτσάει τις ώρες
τα δεσμά
σε πανηγύρι τρέχει
Πορφύρα ντύνεται
κι αίνιγμα λύνει
Πάνω στα μάγουλα
παράπονο λιώνει,
ανθάκι γίνεται
στίχος μπαλάντας,
μικρός παλμός μιας ανεμώνης…
Βαφτίζομαι σε ένδοξη πάλη
αιθέριων γυμνών σκιών
και μια σταγόνα τρέχει,
όσο γελώ.

~ Ενός λεπτού φυγή
το δρομολόγιο του Ανθρώπου~

Τα μεσημέρια μου είναι ετοιμόρροπα
και ψάχνω καθημερινά τις άγονες γραμμές τους…
Διαγράφουν αφηρημένα
τους δείκτες της λύπης
στο συστρεφόμενο δάκρυ μου…
Κάτι σα βάσανο.
κατρακυλούν στις διαθέσεις της φυγής μου
μα δε συμπίπτουν με τίποτα.
Ξαπλώνουν εκπληρωμένα κοντά μου
πικρίζοντας
στη σκέψη των απουσιών
που ποτέ δεν κατέγραψα…
Μεθούν και ξεμεθούν στις αναδιπλώσεις των φιλιών μου.
Ευτυχώς.
ο υπερχρόνος εραστής μου
χώνεται στη θυσία μου
και στην προφητεία της αιώνιας αϋπνίας μου.
Μακροζωία είναι οι λέξεις
που ευδοκιμούν στη σιωπή
και οι όρκοι
στην αρπαγή των αμετάφραστων
φρουρούμενων
στίχων μου.
Δεν λιγοστεύει η ψυχή
από κανέναν κλέφτη.

* * *

Σκέφτηκα,
να κάνω περισσότερη ποίηση
απ’ όση γράφω…
ώστε κάθε ξεκίνημα στίχου
να είναι μονάχα,
η αφετηρία.
Από ατολμία
δε μένουμε
δε φεύγουμε
δε θέλουμε
Οι ζεύξεις των ψυχών αθόρυβα αποδημούν.
Τι τραγικό! και ειρωνικό!
Ακόμη και αυτό, δε μας ανήκει…

* * *

Ίσως είναι το τέλος
μπορεί όμως να είναι μία αρχή,
νήμα που ενώνει της ζωής τις πτήσεις,
εκείνες που οι άλλοι ονομάσανε πτώσεις…
Όταν μιλώ για Έρωτα,
ο λόγος θέλω έντεχνος να’ ναι
να ματώνει τ’ άστρα η απαίτηση
και στα μάτια ένας ύμνος απώλειας
να θυσιάζει την αθώωση του,
στο αρχέγονο της αθανασίας περίβλημα
-με αντικατοπτρισμό-
Το αναμμένο δέρμα
είναι ο βρασμός του σεβασμού
και της σάρκας το άρωμα
των αγγέλων το μύρο…
Η στενωπός,
άνευ όρων παράδοση
λέγεται ποίηση
στης ακοής μου τη συνουσία,
οργιάζει ιέρεια του άλγους μου.
Είναι η άλλη όψη
στιγμιαίου θριάμβου,
του φλέγοντος εαυτού μου.

* * *

Ευπρόσδεκτο το αβέβαιο των εκδοχών.
Και ό,τι σκοτώνει τον θάνατο.
Για μένα όλα λιγόστεψαν
σε μία σταγόνα ωκεανό
κι επιτέλους το μέτρημα χάνω.
Καίγομαι,
ανυπομονώντας
για τη στάχτη μου.

* * *

Οι πληγές μου,
μια θάλασσα άγνωστη
αναδύονται στων ματιών του
τη διπλή Σελήνη…
Το φιλί,
φωτιά δανεική και βουλιάζει
ψυχορραγώντας απέθαντο…
Τώρα,
δίνω στις λέξεις τη σημασία τους,
χάρη στο “σ’ αγαπώ” του…
Γι’ αυτό,
μη ρωτάτε…

* * *

Πάρε με μαζύ σου,
μόνο συγκράτησε το όνειρο και την εξάπλωσή του,
μην τρελαθούμε…
Δεν έχω σκιά
αλλά αποτύπωμα δύστυχου πάθους
στον βηματοδότη του τρελού μου παλμού.
Βάλε τις αμαρτίες στην τσέπη
μη χρειαστεί να πληρώσουμε…
Την ουσία μας λήστεψε η ζωή
μα έκρυψα στη γυμνή γνώση κέρμα χρυσό
Λέω να μείνω εντός μου
έλα με τα λογικά σου χαμένα.
Παράδεισος έκθετος
να μπορεί το απροφύλακτό μας
να ορθώνει μ’ έκσταση τ’ άστρα.
Μακάρι να κρατούσε ο έρωτας όσο κι ο θάνατος.

* * *

Πως αντέχουμε οι άνθρωποι
το άγγιγμα να μεταγλωττίζουμε
σε φαντασία…
Κι εκείνο το βλέμμα
που τα σημάδια μας
ποτέ δε θα’ βρει γυμνά,
χαίρεται να αιμορραγεί αλλόφωνο.
Στην ηδονή,
κρεμόμαστε παραδομένοι.
Άρα πονάμε,
χωμένοι βαθιά
σε σύδεντρο ασυδοσίας χαμένοι…
Να ‘ταν να γίνουν τα γράμματα οργασμοί
κάθε απουσία αγκαλιά
κι αυτά τα άγονα τηλεφωνήματα,
υγρά φιλιά
στα ετοιμόρροπα μεσάνυχτα.

* * *

Την ώρα που κοιμάσαι,
ασχολούμαι με την πορφυρή των φτερών σου τη σκόνη.
Το αμάραντο άνθος των πύρινων αγγέλων σου,
προσκυνώ μαγεμένη
στα λευκά σου μελίγγια…
Τώρα πια.
της νύχτας τα στίγματα χαράζουν για εμάς,
που ποτέ δε θα παζαρέψουμε.
ελεύθεροι να ονειρευόμαστε.

* * *

Όλα τούτα που κοιτώ,
με μάτια δεν τα βλέπω…
Φέρνω την απόσταση στα χέρια μου σιμά,
μίαν αρπαγή ξεχειλισμένη
κι ας είναι τόσο μακρινή.
Ανάμεσα στα στήθη των καιρών
γραμμή χαρακωμένη ο μισεμός…
Το χρώμα των χειλιών περιγελά
τον μέγα άρπαγα,
το υπερβατικό του Έρωτα θεριό.
Πιέζομαι και σπάω σε όνειρα χιλιάδες.
Είναι η σιωπή μου λίπασμα
κρύφια φωνή των μάταιων διχασμών μου.
Εσύ εκεί
μα η ψυχή σου πάμφωτη
βαδίζει χαμηλόφωνα,
αχός γαλήνης συν-ωρο-γέννητος,
κρασί δικό μου.
Εγώ εδώ
και μακριά η ζωή μου.

* * *

Αδοκίμαστο φεγγάρι
της προσμονής μου άξονας,
αποτύπωμα Θεού.
Κι αν μισό σου λείπει
Δοξαστικά τη μοναξιά φωτίζεις…
Αμάραντο ονειρεύεσαι,
προσεύχεσαι για εμάς
που ακόμη και ολόκληροι
ψάχνουμε το μισό μας…

* * *

Παραλλαγές
του εαυτού μας
και όνειρα,
που ανθίζουν σ’ αγγίγματα και χάδια.
Καλωσορίσματα ρεούμενα
και φτερωτοί σαν πεταλούδες,
έρωτες.
Λέξεις χαμόγελα πονούν,
μα να,
που αντέχουν.
Συνήθεια η ανοχή
Ράμματα δράματα
και η ζωή,
μια ικεσία
για όλα όσα δεν αξίζουμε.
0 εγωισμός,
γεννήθηκε τυφλός
κι ο έρωτας πεθαίνει απατημένος.

* * *

Ήταν η μέρα που γεννήθηκε το φιλί.
Το απείθαρχο απαγορευμένο.
Κι έτσι που γαντζώθηκε στα σπλάχνα μου,
κατάφερε να σκίσει τη σύμπραξη πληγών.
Σα δείγμα από την πλήρη εξαΰλωση των υπαρκτών,
στριμωγμένο στην απώλεια
κατάρα του άθλιου γυρισμού προδοσίας.
Θυμάμαι μόνο,
το θαρραλέο αφημένο στη ξέσκεπη συντριβή μας…
Βουβά, χαιρετώ τ’ αθώα αναφιλητά
στους ελιγμούς των κινδύνων.
Ήταν η μέρα που πέθανε η πλάνη
όπως ο θόρυβος,
μετά από άλλον…

~Παράνομο άρωμα~

Από τα παντελόνια των άντρων κατρακυλούν
αγριοπερίστερα κι αράζουν στις αντένες της ταράτσας.
Βαμβακωτοί μονόδρομοι με σήμα “αδιέξοδο” στα σύννεφα.
Για χείλια, ψημένοι ηλιόσποροι, εκλιπαρούν για δάγκωμα.
Το πλατύσκαλο της πυλωτής μούλιασε σε δάκρυα από
στίχους και καψουροτράγουδα. Η αγάπη κρύφτηκε στο
πατάρι. Αγκαζέ με τον σκουριασμένο θερμοσίφωνα. Φτου
και βγαίνω. Ανάμεσα στα βιβλία, φιλιά υγρά και οργασμοί.
Στο μυαλό σου, είναι σφηνωμένα τα κεράσια μου. Κόκκινα,
φρέσκα. Τι κι αν διψώ; Έχω τις παλάμες σου να με κοιτάζουν.
Και τη φωνή σου, βέρα στο δεξί.
Όλα τ’ άλλα ζουν πεθαμένα.

* * *

Σαν περιπολικό τα δίδυμα όνειρα, τις νύχτες ουρλιάζουν
και ιδρώνεις. Με φιλάς επ’ αυτοφώρω και κρυφακούει η
γεύση. Το σεντόνι κοιμάται κι εμείς το σκεπάζουμε. Στις
παρειές μου κατηφορίζει το “μια φορά κι έναν καιρό”
κι εσύ το πιστεύεις. Είπες, ο πρίγκιπας φύτεψε έρωτες κι
άνθισε ο ένας. Καινούριοι σπόροι, ποτέ δεν υπήρξανε στο
“ κι αυτοί ζήσαν’ καλά”. Μου παρέδωσαν τον πρωτόπλαστο
να τον ποτίζω στο άγνωστο καταπέτασμα, στ’ ανύμφευτα
στήθη μου.
Έκανες “σςςς…” και ησύχασα. Ήταν η ώρα που
σπαταλήσαμε το άρωμα του δέρματος, χωρίς συστολή
στο “…κι εμείς καλύτερα”. Έκλαιγες να μην μεγαλώσεις,
μοναχά να ψηλώνεις στις όχθες μου κι εγώ να σε βρέχω
σε λάθος ποτάμια. Η καρδιά του ονείρου, χτύπησε δυνατά
και μας ξύπνησε. Συντροφιά μιας χρυσαχτίδας, που έσπασε
το κουρασμένο πατζούρι. Τα δάκτυλά μας μπλέχτηκαν στο
“σ’ αγαπώ,… ”
Ορκιστήκαμε πίστη, στη σφαγή της ημέρας.

.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

.

ΕΣΥ, ΕΙΣΑΙ ΑΓΑΠΗ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

Νομίζω πως το μελάνι,
είναι το υποκατάστατο
του αίματός μου.
Βουτώ την πένα μου μέσα του,
όπως βουτάει το ατέλειωτο φιλί
στις φλέβες μου.
Πρόσεχε μη φθαρεί
η αφή,
η γραφή
και η αγάπη.

Μ’ αυτούς τους στίχους ως μότο ξεκινά η τέταρτη ποιητική συλλογή «εσύ είσαι αγάπη» της Μαρίας Πασχαλίδου. Μια γραφή που την αγγίζεις απαλά και αισθάνεσαι την αγάπη και τον έρωτα να ξεχειλίζει. Μια γραφή που απλώνεται σαν τις νότες μιας ερωτικής μουσικής σύνθεσης και κάθε νότα μια στάλα συναισθήματος που κυλά με προορισμό τον άνθρωπο που είναι αφιερωμένη αυτή η ποιητική συλλογή, τον άντρα της.

Ερωτικά ποιήματα γράφονται από τότε που άρχισε να γράφεται η ποίηση. Να θυμηθούμε τη Σαπφώ που έγραψε μεταξύ άλλων «πάλι, πάλι ο έρωτας, ο έρωτας με παιδεύει/και πώς να τον παλέψω Ατθίδα μου/που αυτός με τα φαρμάκια και τις γλύκες του/μου κόβει τα ήπατα το τέρας!»
Η ερωτική ποίηση είναι ένα κομμάτι της ποιητικής παράδοσης, όχι μόνο στο τόπο μας αλλά παγκόσμια, γιατί από καταβολής κόσμου τα αισθήματα του ανθρώπου για την αγάπη και τον έρωτα κυριαρχούν. Κι η ποιητική συλλογή «εσύ, είσαι αγάπη» της Μαρίας είναι ερωτική ποίηση.

Η Μαρία Πασχαλίδου σπούδασε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και στο Δημοτικό Ωδείο Βόλου, είναι καθηγήτρια μουσικής και μέλος στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει άλλες 3 ποιητικές συλλογές «Έστω μια ζωή» (2016), «γιατί μπορώ» (2017), Μνήμη Θανάτου (2018), όλα από τις εκδόσεις Γερμανός. Ποιήματα της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν μελοποιηθεί από τους συνθέτες Δημήτριο Θέμελη και Πάρη Παρασχόπουλο.

Η ποιητική συλλογή «εσύ, είσαι αγάπη» είναι χωρισμένη σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος και στο πρώτο ποίημα της συλλογής γράφει μεταξύ άλλων:

…απ’ όλους τους Έρωτες στις ψυχές,
αγαπώ πιο πολύ τον Έρωτα από Αίμα με το σπερματικό περίβλημα
που το παντοτινό όραμά του φυτεύουμε
στα λεπτά πάνω στη στέγη του δώματος,
τον Έρωτα που εκρήγνυται μαζί μας στους θόλους των Ουρανών
και μας ρίχνει σα καταιγίδα την ευτυχία της ζωής…

Στίχοι μέσα από τη ψυχή της ποιήτριας μας που μας προϊδεάζουν για τη συνέχεια σ αυτό το ταξίδι μέσα στον χρόνο με οδηγό την αγάπη και τον έρωτα. «Ο έρωτας συνδέεται με το χρόνο» και «έχει το όνομα της νοσταλγίας…» μας λέει. Και πιο κάτω συμπληρώνει: «ο έρωτας δε κομματιάζεται/παρά με περιφρόνηση/και είναι η μόνη ζωή»
Η Μαρία Πασχαλίδου, μουσικός και ποιήτρια γράφει ένα τραγούδι για τον έρωτα όπου λέξεις και νότες είναι ένα ταξίδι που ξεκινά στο χτες και φτάνει στον πιο μακρινό ορίζοντα του αύριο. Όπως μας λέει κι ο Ελύτης στους Προσανατολισμούς:
«Ο έρωτας/Το τραγούδι του/Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του/Κι η ηχώ της νοσταλγίας του»

Σ αυτό το ταξίδι της ζωής για τη ποιήτρια, «Ο έρως είναι ο λειτουργός της ύπαρξης » και «Παραδομένος στο τυφλό της εξουσίας,/το έλεος της τρικυμίας/αμνός αναίσθητος,/αρμενίζει στα πάθη των υποταγμένων ομήρων.»

Όμηρος η ίδια του έρωτα βλέπει την «εξουσία της αγάπης» σαν «αγάπη του φεγγαριού σα νιότη ατελεύτητη/αγάπη του φλογερού ήλιου που τσακίζει/την αγάπη μέσα στην αγάπη»

Η γραφή της Πασχαλίδου είναι ένα ταξίδι του συναισθηματικού της κόσμου χωρίς χρονικές δεσμεύσεις όπου το χτες, σήμερα, αύριο, μέρα, νύχτα, εναλλάσσονται ακολουθώντας την ένταση των συναισθημάτων της.
«Η νύχτα χτίστηκε στα ζέστα μας χέρια» γράφει για να συνεχίσει
«Τώρα σουρούπωσε ξανά/θέλω να λευθερώσω την άγρια καρδιά μου/να ανάψω πάλι τα σκοτάδια/σκοτάδια αστραφτερά ερωτικά»
Και πιο κάτω μας λέει «Μέσα στο ασύνορο του καλοκαιριού το φως,…/εμβαθύνουν τα ορόσημα των ερώτων/κάμαρες σμίγουν τα κορμιά που γυρεύουν τη μέθη» και συνεχίζοντας γράφει «μέσα στην αήττητη πυρά της μεσημβρίας,/οι τοίχοι/ξεχειλίζουν έρωτα και ιδρώτα»
Παραδομένη στη μέθη της αγάπης και του έρωτα, αυτών των συναισθημάτων που οδηγούν τη ζωή, τη κρατούν σε διέγερση και τη ομορφαίνουν θα μας πει η ποιήτρια μας «Είναι αφόρητος,/ο σφυγμός της φλέβας στο λαιμό μου./Σκάψε τη γη και μέθυσε στα μύρα μου./Δες το στήθος μου, γυμνό.»
και πιο κάτω μιλώντας για την ένταση που δημιουργεί ο έρωτας γράφει:
«Ο έρωτας/σηκώνει κουρνιαχτό σε στρόβιλους,/που μυρίζουν παράδεισο και κόλαση/ταράζοντας τις ώρες,/ξεσπάει σε ρυθμούς/είναι η άλλη διάσταση/ένας σίφουνας/πιο γρήγορος πιο επιθυμητός»

Η λάβα της αγάπης για τη ποιήτρια κυλά καθημερινά κι ένα φιλί φτάνει να την κρατάει ανεξάντλητη και να ανασταίνει τη καρδιά, κι αν γίνει παρανάλωμα σώζεται πάντα μια λέξη «Μαζί» γιατί όπως μας δηλώνει «Η καρδιά μου αποφάσισε/ηθελημένη προσγείωση στη γη,/που τρέχει βουβή ακροβάτης/πάνω σε δεξαμενές αισθημάτων» Και συνεχίζοντας γράφει:
«Ότι κι αν ψηλαφήσω, ταξιδεύω…/η μορφή της ζωής, είναι κρυμμένη στα όνειρα,/ ξεχασμένη στο απόκρυφο μάρσιπο του εαυτού μας
Κι οι στίχοι αυτοί της ποιήτριας μας μου θύμισαν τη Μαρία Πολυδούρη που γράφει «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,/γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.»
Και το Χαλίλ Γκιμπράν που λέει : «Ζωή χωρίς αγάπη είναι σαν δέντρο χωρίς άνθη και καρπούς.»

Για τη Πασχαλίδου ακόμα και τα ραγίσματα από τις απώλειες έχουν αντίβαρο την αγάπη. «Μία κοίτη με γλυκό φως,/διασχίζει το στέρνο μου.» μας λέει και συνεχίζει «Ραγισμένη από τις διαδρομές των καιρών/μικρή, λευκή μακάρια κι ακλόνητη/φτεροκοπεί στις απώλειες/η τύχη του συνευρίσκεσθαι.
Και συνεχίζοντας για τον έρωτα μας λέει ακόμα: «ο έρωτας/ένας μεγάλος λεκές που φωσφορίζει/για να μας συντροφεύει/στης ζωής τις αποβάθρες…» και «πλημμυρισμένη και μεστή/κυρά των Ερώτων…» και πιο κάτω «αναμένω με άπληστη προσοχή/την υποταγή των οργασμών/με ορθάνοιχτα μάτια…»

Στο δεύτερο μέρος της συλλογής γράφει μεταξύ άλλων στο μότο

«…αν μπορούσα
πόσο θα ‘θελα
να καρφώσω χάμω τις στιγμές μας
μη και φύγουν»

Η ένταση του πρώτου μέρους καταλαγιάζει, η γραφή γίνεται πιο λυρική, πιο ρομαντική με μια τρυφερή ματιά στον έρωτα. Ο ύμνος για την αγάπη γίνεται ένα ποτάμι από ανοιξιάτικο άρωμα λουλουδιών που απλώνεται στο υποκείμενο του έρωτα για να μας πει: «το παραθύρι της κάμαράς μας ανοιχτό/με ένα άνθος/ κρυμμένο μέσα στα όνειρά μας,/για να γεννήσουμε πάλι/μία αγάπη άλλη,/πιο μεγάλη που μοσχοβολά…»

Ξεχώρισα κάποιους στίχους από ποιήματα από το δεύτερο μέρος που θεωρώ ότι δίνουν την εικόνα της αγάπης και του έρωτα όπως πηγάζουν από τη ψυχή της ποιήτριας μας.

Το όνομα σου σκαλίζω
στις ξερές κοίτες των παλαιών χειμάρρων,
…/…
τα χείλη μου αγιασμένα από τη γύρη σου
τα χείλη μου με το υγρό της τελειότητας
…/…
Στη ράχη της θάλασσας,
οι καημοί πυρπολούν
τις αναλαμπές του πόθου…
…/…
τ’ αγαπημένο χέρι σου
θραύση ορίων
για να με ακολουθήσεις
…/…
πριν το πρώτο μας φιλί
πριν την πρώτη μας φορά,
κάθε φορά
κάθε φορά
…/…
προσεύχομαι να στερεωθεί το βλέμμα του,
μέσα στο δικό μου.
…/…
πιστεύεις στην πουπουλένια σκάλα,
που απλώνεται από τη ζωή μου στη ζωή σου.
…/…
βλαστός και φιλί ανθισμένο
ήρθε η ζωή
κι έχει τα μάτια σου
…/…
εσύ λαξεύεις την πείνα μου
για Έρωτα
…/…
σα γεννήθηκα Άντρα,
στολίστηκα για τον ερχομό σου
…/…
από το μοναχικό ανήφορο
συνέρχομαι,
γιατί έχω δοθεί μόνο σε σένα
…/…
Πρόσωπο λατρεμένο
ρόδο από σάρκα
που ξεχειλίζεις όλο το άρωμα των κήπων
…/…
Άγγιξέ με
Η αφή αγαπημένε μου,
είναι η πρώτη αχτίδα που έρχεται
και η στερνή που φεύγει αίσθηση…
…/…
Η ποίηση φτάνει αναπάντεχα
μέσα σε αρώματα
και στη γλυκιά βιασύνη των οργασμών

Αυτή είναι η ποίηση και το τραγούδι της αγάπης και του έρωτα της Μαρίας Πασχαλίδου μέσα από τους στίχους της συλλογής της «εσύ, είσαι αγάπη»
Την ευχαριστώ για τη πρόσκληση να μιλήσω σήμερα για το βιβλίο της και της εύχομαι καλή συνέχεια στα ταξίδια της σε ποίηση και μουσική!

ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΑΝΤΑΣ

Λίγα λόγια για την ποίηση της Μαρίας Πασχαλίδου για το βιβλίο της με ποίηση και τίτλο «Μνήμη Θανάτου»
Για τον έρωτα των ποιητών μιλάει η ποιήτρια χωρίς να τον αναφέρει. Αφήνει σε μας να τον εννοήσουμε ,να πάει ο καθένας κατά’κεί που η ψυχή του επιθυμεί.
Κι είναι αυτό η μαγεία της ποίησης, ο αναγνώστης ανάλογα με τα βιώματά του ,την πνευματικότητά του και την ποιητική του διάθεση να φέρνει ή αν θέλετε να οδηγεί το ποίημα στα μέτρα του .
Μα στ’ αλήθεια αναρωτιέμαι κι εγώ ποιός θα μπορούσε να είναι
ο έρωτας των ποιητών, αυτό το υπέρτατο αγαθό που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο ;
Νομίζω ή μάλλον είμαι βέβαιος γι’αυτό ότι ο μεγαλύτερος έρωτας για τους ποιητές είναι η ποίηση.
Αυτός ο έρωτας για την ποίηση είναι αυτό που κρατάει τους ποιητές ξάγρυπνους και γράφουν και σβήνουν να τελειώσουν το ποίημα, να το εκθέσουν σε μας.
Το ποίημα από τη στιγμή που θα γραφεί και θα εκτεθεί να το διαβάσουν οι αναγνώστες ,όλοι το ξέρουμε ανήκει σ’αυτούς να το χορτάσουν και να απολαύσουν τον ποιητή τους.
Γράφει η Μαρία Πασχαλίδου και δονείται σύγκορμη και σαν πυρακτωμένο ηφαίστειο εξακοντίζει μύδρους προς κάθε κατεύθυνση με μια ποίηση επαναστατική ,πυκνή και πρωτότυπη κι ίσως φορές αιρετική ως λέει και στον πρόλογο του βιβλίου, ο συγγραφέας Νίκος Τακόλας.
Χωρίς να κινδυνέψω την πρόβλεψή μου, η Μαρία Πασχαλίδου είναι ένας θηλυκός Εγγονόπουλος ,της σημερινής σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
Έχει φρεσκάδα της Άνοιξης, τα χρώματα του Μαγιού και του Απρίλη,την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια της τί κόσμο παρέλαβε και τί
κόσμο θα παραδώσει στα τρία παιδιά της!
Ποιήτρια των μεγάλων προβληματισμών,η ποίησή σου είναι μια μείξη λέξεων ,εικόνων και ήχων και μια ποίηση της σιωπής που είναι η ποίηση στον καμβά της ζωγραφικής.
Η Μαρία είναι μια ποιήτρια προικισμένη, με πολλά χαρίσματα όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές κι όπως ο Ελύτης στο «Μονόγραμμά του» ,τσακίζει τους κλώνους των άστρων, η Πασχαλίδου στη «Μνήμη Θανάτου» σκιάζει τα άστρα με το άρωμα της σάρκας της ,«αραιώνουν τα σπίτια» για τον έρωτα των ποιητών και «τρεκλίζουν μεθυσμένα άσματα πίσω από παντζούρια μισόκλειστα».
Μαγεύομαι από κάποιους στίχους της Μαρίας και μπαίνω στον πειρασμό να τους αποστηθίσω.
“Κοιμήσου κόρη γλυκιά
σε μια σελίδα κενή,το δαντελωτό σου στόμα
σπιθίζει ακτινοβόλα ,το φέγγος των δαδιών της νύχτας
κι ύστερα χάσκει η σκιά των ανθρώπων και χάνεται…”
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για την ποίηση της Μαρίας, όμως ο χρόνος των τριών λεπτών που μου διατίθεται ,δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ.
Λίγους στίχους της ακόμα θα σας πω και θα κλείσω τα μικρή μου αναφορά για την ποίηση της Μαρίας.
«Μη βάζεις σύνορα σε μέρα και νύχτα
Οι ποιητές από μικροί ονειρεύονται
μονοπάτια με ήλιους και άλογα
στα ύψη ψυχές και κορμιά στα σύννεφα μέσα.
…………………………….
Αποχαιρετούν το φως ,τη βροχή
τα ονόματα των ανθρώπων.»(σελ110)
“Ολοτύλιχτη
με των ανέμων τα ρίγη/ λατρεύω, εκείνον τον άνδρα
που αντέχει βουβά/πριν ακόμα αγγίξει τη σκέψη μου
στο άπειρο…”(σελ143)
Η σκέψη του ανθρώπου ,όπως λες Μαρία, “συντελείται στον λόγο…/η λαχτάρα του στον έρωτα”
Καλοτάξιδο και το τρίτο βιβλίο σου Μαρία και πάντα ο οίστρος της ποίησής σου να μας ταξιδεύει, με λογισμό και με όνειρο!
Θέλουμε να σου πούμε ότι ήρθες σαν φως, σε κάτι μέρες θαμπές, σαν άγγελος της αγάπης
με μια εμπασιά, σαν από θύελλα και έσπρωξες την ποιητική σε ρηξικέλευθους δρόμους!
Σε ευχαριστούμε που μας οδηγείς σε δρόμους άγνωστους, μα αστραφτερούς και γόνιμους για την ποίηση κι όπως λες κι ίδια ,στο απόλυτο φως ,στη θέωση του ανθρώπου να κάνουμε έναν κόσμο παραδεισένιο ,έναν κόσμο όπως τον θέλει η ποίηση!
Από τη παρουσίαση στις 6-5-2018

.

ΓΙΑΤΙ ΜΠΟΡΩ

.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΦΥΛΑΣ

Η Μαρία Πααχαλίδοί) το 2017 κυκλοφόρησε ένα νέο ποιητικό βιβλίο με τίτλο «γατί μπορώ». Μπορεί και μετουσιώνει καθημερινά γεγονότα έτσι που αυτή η μετουσίωση αγγίζει τον αναγνώστη, αφού κι αυτός έχει ή και επηρεάζεται απ’ αυτά. Φευγαλέες εικόνες, στιγμές ζωής, και πνευματικός προσανατολισμός επιμαρτυρούν μια γνήσια ποιητική φλέβα και μια ώριμη ποιητική απόδοση. Το κυριότερο γνώρισμα είναι μια διατηρημένη αγνότητα και μια ευαισθησία που πηγάζει από το Εγώ αλλά απλώνεται και στους ανθρώπους. Ένα τετράστιχο που θα μπορούσε να προσδιοριστεί και σαν χαϊκού, εκφράζει μια αλήθεια – που τη νοιώθεις ακόμα και πέρα από τους συνηθισμένους συντηρητισμούς «Σα γράφεις ποίημα / κάνεις Έρωτα / και ποτέ δε θα μάθεις / αν ο άλλος νοιώθει όπως και συ—.» Σωστότερος και ωραιότερος προσδιορισμός της Ποίησης δεν μπορεί να υπάρχει. Αλλά υπάρχουν και κάποια γεγονότα που «όσο σε βάθος χάθηκαν / είναι το κοιμητήρι του μανιασμένου παφλασμένου μας». Η πολυθεματικότητα της ποιήτριας είναι σε πρώτο πλάνο -θα λέγαμε όλη η ζωή με την ουσία της και το βάθος της.

.

ΚΑΙΤΗ ΛΕΙΒΑΔΑ

Η Νεα Αριαδνη έχει συμπεριλάβει στη λίστα των πολυτάλαντων δημιουργών τη, κυρία Μαρία Πασχαλίδου. η ποίηση της οποίας πρέπει επίσης να τονιστεί ότι είναι πρωτότυπη. Η εικονοπλασία οι τολμηρές μεταφορές και οι απρόσμενοι συσχετισμοί, προκειμένου να εκφράσει συναισθήματα, σκέψεις, εμπειρίες καμώματα συνθέτουν ένα κλίμα ονειρικό, υπερρεαλιστικό, μέσα στην υπέρβαση του οποίου όμως υπάρχει σε κάθε ποίημα μια λογική έκβαση ως αποκάλυψη – και είναι πολύ ωραίο αυτό. Σε ξαφνιάζει ευχάριστά και σε συναρπάζει για να σε ηρεμήσει αμέσως μετά. Το μήνυμα που στέλνε είναι γνήσιο, ατόφιο, αληθινό.

.

ΕΣΤΩ ΜΙΑ ΖΩΗ

.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΦΥΛΑΣ

Η Μόρια Πασχαλίδου, από τη Θεσσαλονίκη, κυκλοφόρησε το βιβλίο “Έστω μια ζωή». Είναι μια νέα ποιήτρια που από τους πρώτους στίχους της κερδίζει τον αναγνώστη. Τα ρεαλιστικά στοιχεία με τη «γλώσσα» των επιθυμιών μεταποιούνται σε έντεχνο λόγο μέσα από τον οποίο δεν λείπει και κάποιος, μόλις ευδιάκριτος λυρισμός. Αναδύεται από την ποίησή της μια δυναμική στις ποικίλες ανθρώπινες σχέσεις και διαστάσεις (συχνά με ιδιότυπες ερωτικές) Αναζητώντας τις λέξεις που εκφράζουν τα όνειρά της, βρίσκει τις κατάλληλες που κάποτε έρχονται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα. Αυτό ακριβώς είναι το νέο που δίνει στην ποίηση της… Χωρίς υπερβολή θα μπορούσαμε να πούμε πως το ύφος είναι ως ένα σημείο μποντλερικό, που και μόνο μια αφιέρωση της το επιβεβαιώνει. «Αφιερωμένο σε ό,τι ανήθικο κλέβει τα όνειρά μας»

.

ΛΑΣΚΑΡΗΣ ΖΑΡΑΡΗΣ

ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ 9/2/2017
Διαβάζοντας το βιβλίο της αγαπητής φίλης Μαρίας Πασχαλίδου, ένιωσα ποικίλα συναισθήματα.
«Σκέφτηκα, να αφήσω τεράστια κύματα στη ράχη ενός βιβλίου», γράφει σε κάποιο σημείο η ποιήτρια.
Κύματα οι λέξεις της που φτάνουν στην ακρογιαλιά (στον αψεγάδιαστο σκοπό της- υποθέτω εγώ), προερχόμενες από μια θάλασσα («αναφαίρετο των παραλογισμών μου προσόν και ώθηση των λεπτών αποχρώσεων», σταχυολογώντας από διαφορετικές σελίδες του βιβλίου της).
Λέξεις που μεταφέρουν στην κορυφή τους την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, μεγαλωμένες στα ερωτηματικά που υποβάλλει στον εαυτό της κάθε ευαίσθητη ποιητική φύση. Κι ύστερα ακουμπούν τον αλμυρό παλμό τους στους σιωπηρούς δέκτες -εμάς τους αναγνώστες-, προσφέροντας νοήματα: απλά, καθαρά, λιτά, ευωδιαστά, θωπευτικά, προκαλώντας μας ταυτόχρονα να κάνουμε την δική μας δεύτερη και προσωπική ανάγνωση.
Λέξεις επιλεγμένες σοφά («Εκπληρωμένες σιωπές, οδηγημένες μόνο από ένστικτο»), έτσι που να αφοπλίζουν με την δύναμη των αληθειών τις οποίες αποκαλύπτουν:
«Ξεχάστηκα
κι ακουμπώντας τα δάχτυλα στο μαχόμενο Φως
μουτζούρα δε βγήκε μα διάβασα,
το κενό της επιφανειακής των ανθρώπων γαλήνης».
Και πιο κάτω:
«Στις μύτες των αποριών ανασηκώνομαι
και πικραίνομαι
που στιγμιαία και απρόσμενα θραύσματα θριάμβου,
δίνουν τη θέση τους
σ’ αυτό που ποτέ δε θα γίνουμε».
Το φως είναι που κάνει το νου να αναβλύζει τα θαύματα της ποίησης, με καρδιά και ψυχή όμως δεκτικές στον πόνο, ευλύγιστα δέντρα που άνεμος ερωτικός ή σαρκικός τα χτυπάει, αλλά δεν διστάζουν να πολεμήσουν συμμαχώντας για μια αιωνιότητα.
Αιωνιότητα εξιλεωτική και λυτρωτική ακόμη και στις αιχμηρές στιγμές του πάθους, όπου καμία κόλαση δεν μπορεί να περικλείσει την αυθεντικότητα της εκδήλωσής του:
«Στου τετελεσμένου πάθους το ένστικτο
ο υποψήφιος σπαραγμός έχασε έδαφος,
γιατί τον βάραινε η ευθύνη της διαμελισμένης ανάτασης».
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το χθόνιο στοιχείο δεν μπορεί να οικειοποιηθεί το ουράνιο («Εγώ, τον ουρανό μου τον φτιάχνω με πτώσεις»), πολύ περισσότερο να το αποβάλλει ως περιττό, αφού το ένα εμπεριέχει το άλλο όταν η ψυχή βασανίζεται στα σκοτεινά υπόγεια της ύπαρξης, για να βρει την μοναδική διέξοδο προς το φως:
«Χείμαρροι ανύπαρκτων διεξόδων στις περιστροφές
του εαυτού μας
και διαγραφές βλεμμάτων στις βροχές των διαλείψεων
των στίχων…
Αν μη τι άλλο,
κόκκινο είναι το χρώμα των χειλιών μας
στης αγάπης τα χειρόγραφα.
Πώς αλλιώς θα πολεμούσαμε στην έρημο;».
Η Μαρία καταλήγει σε μια εύλογη, δυσάρεστη όμως διαπίστωση λόγω των συμβάσεων και υποκριτικών σχέσεων που επικρατούν γενικά στην κοινωνία:
«Γίναμε ανίεροι στα αισθήματα,
ανιαροί στον έρωτα
και πολύπλοκοι στ’ αποσιωπητικά των στίχων…».
Πιο άμεση και δυναμική άρνηση δεν θα μπορούσε να εκφράσει η ποιήτρια, προσφέροντας στην ουσία το ελιξίριο της ζωής, της «Έστω μιας ζωής», με την οποία κάλλιστα θα συμπύκνωνε τον προσανατολισμό της ποίησης της στην εξής κατακλείδα: «Ξεχειλίζω, δε χωρώ». Και πώς θα μπορούσε άραγε να χωρέσει μια ποιητική φυσιογνωμία που ισχυροποιείται αναπότρεπτα σε «έναν κόσμο που σκαλώνει στο αμετάφραστό μου, το αυστηρώς ανώφελο για τους πολλούς κι αδιάβαστο…»;
Γιατί οι πολλοί τελικά να μην μπορούν να μεταφράσουν; Μήπως δασκαλεύτηκαν από τα γεννοφάσκια τους να επιβιώνουν με επίγειες και υλικές απολαύσεις; Στραμμένοι πάντα στο φθαρτό και το πρόσκαιρο, τους ξεφεύγει το διαφορετικό από το νου που παραμένει ανερμήνευτο και ως εκ τούτου, αποδιωγμένο και κατακριτέο.
Την απάντηση -πιστεύω-, την δίνει η Μαρία στην αρχή του επόμενου ποιήματος: «Το όνειρο του Θεού, ελευθερώνεται με μάτια κλεισμένα…». Αλλά και με τα λόγια του εξαίρετου δασκάλου της Σακελλάρη Καμπούρη δίνεται ένα ισχυρό πλήγμα στους τυχόν κατακριτές: «Η Μαρία Πασχαλίδου από το πρώτο της κιόλας βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί ήδη «φτασμένη» ποιήτρια και δεν υπερβάλλω..!».
Δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής στα λεγόμενα του ανθρώπου, που είχε την τύχη και την τιμή να παρακολουθήσει και να στηρίξει την Μαρία στα πρώτα της ποιητικά βήματα. Με μια συμπλήρωση μόνο από εμένα, ότι δεν αρκεί να είσαι αυθεντικός τεχνίτης για να διαπρέψεις στης ποίησης τα μονοπάτια. Χρειάζεται το βλέμμα σου να συλλαμβάνει ανύποπτες στιγμές σε όλο το εύρος και τη σημαντικότητά τους… Χρειάζεται να μιλάς εμφατικά με τις σιωπές, τις παύσεις και τα κενά διαστήματα των στίχων σου: «Μακροζωία είναι οι λέξεις που ευδοκιμούν στη σιωπή».
Όλα αυτά που ανέφερα προηγουμένως, κατά την άποψή μου, τα πραγματώνει με αρκετή επιτυχία η Μαρία Πασχαλίδου. Δουλεύει αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, με μια εσώτερη μουσική που παρασέρνει -όντας μέλος Φιλαρμονικής Ορχήστρας-, σε ειδυλλιακά τοπία ψυχής, όπου ρέουν τα ποτάμια των βαθύσκιωτων ποιημάτων, και ό,τι παραλείπεται να ειπωθεί είναι ακόμη πιο σπουδαίο από αυτό που λέγεται εμφανέστατα. Γιατί ο υπαινιγμός απλώνει τα κλαδιά του παντού, αναμιγνύεται με τον υπερρεαλισμό, χωρίς να φτάνει στο σημείο να πνίγει. Ταξιδεύει στις προεκτάσεις των στίχων της, οι οποίοι γίνονται η αφόρμηση να σκεφτούν οι αναγνώστες δημιουργικά και ωφέλιμα:
«Ούτως ή άλλως
αυτά που με παιδεύουν
γεννούν τις λέξεις μου
για να πνίγομαι ελεύθερη
στον κατακλυσμό των ονείρων».
«Την ώρα που κλείνουν τα βλέφαρα,
μιλάμε δίχως αλφάβητο».
«Κι αν τυχόν ήτανε δίκαιη του πόθου η απαίτηση,
η μνήμη θα ντυνόταν λήθη
και το όνειρο θα νύχτωνε αδειανό και στερημένο
στα σαρκοβόρα προσχήματα…».
«Κάθυγρος γλώσσα αδάμαστη
των θριάμβων περιλείχουσα
την εισδοχή…
Εν τρόμου απόσυρση ρίγους
εξέρχεται κατ’ επανάληψη
τυλισσόμενο λαίμαργα
αναγεννημένο πυκνά,
εντός σώψυχων σκιρτημάτων».
«Ποτέ μου δε θα σταματήσω να παρασύρω στο Αίνιγμα
τους αξεδίψαστους».
Τελειώνοντας, θα αποτελούσε ακραία παράλειψη να μην αναφέρω, ότι η κυριότερη αιτία που με ώθησε να επιχειρήσω αυτή την κριτική προσέγγιση στο πρώτο πνευματικό παιδί της Μαρίας Πασχαλίδου ήταν η πίστη, και όχι μόνο η επιβεβαιωμένη υποψία πως πίσω από το αξιόλογο έργο της κρύβεται μια δημιουργός, η οποία ζει την καθημερινότητά της ως ποιήτρια, παρ’ όλες τις δυσκολίες της οικογενειακής ζωής και των απαιτητικών ρόλων που συνδυάζει: συζύγου και μητέρας.
Υπάρχει δηλαδή αντιστοιχία έργου και ζωής και γι’ αυτό ελπίζω πως σύντομα θα δώσει και άλλα δείγματα του ταλέντου της, εκτός απ’ όσα δημοσιεύει στο facebook και στο προσωπικό της ιστολόγιο.
Μια ακόμη διαφορά η οποία χαρακτηρίζει το έργο της έναντι των περισσοτέρων σύγχρονων ποιητών είναι ότι, δεν τιτλοφορεί κανένα ποίημα του βιβλίου της. Αυτό δεν συνιστά επ’ ουδενί αδυναμία έμπνευσης και επινόησης, αλλά σαφώς υποδηλώνει την απουσία οποιασδήποτε πρόθεσης να κατευθύνει τον αναγνώστη στον δικό της σκοπό, στην ουσία κάθε ποιήματος της, εφόσον δεχτούμε το επιχείρημα ότι οι τίτλοι συμπυκνώνουν τις ιδέες των κειμένων και συνήθως αποτελούν τροχοπέδες στην δεύτερη ανάγνωσή τους, στην ερμηνεία τους και την κατανόησή τους.
https://parathyrostaoneira.blogspot.gr/2017/02/126-2016.html?spref=fb&m=1

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ

Πρόεδρος Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών
8/4/2016
Εστω μια ζωή
Γεννήθηκε και ζει στη Θεσ/νίκη- καθηγήτρια μουσικής και ενεργό μέλος στη φιλαρμονική ορχήστρα Δήμου Θεσ/νίκης από το 1993,ασχολείται και με την ζωγραφική. Ποίηση με έντονα στοιχεία εξωτερίκευσης και εξομολογητικής-ψυχικής κατάθεσης και αισθητικής-εικαστικής απολαβής….
Ελπιδοφόρο πρωτοξεκίνημα και διάφανη αποκάλυψη-στο δύσβατο μονοπάτι της ποίησης, επιχειρεί η Μαρία Πασχαλίδου, σαν απορία νιόβγαλτης υποψίας και συγκινητικής-ερωτικής ευωχίας. Ένας ξάγρυπνος στίχος παραμονεύει την ώρα της προσωπικής [ εορταστικής-θα ‘λεγα ] τελετουργίας και διασταύρωσης με τις καθημερινές της -ψυχικές αναβαπτίσεις και συναισθηματικές της απολαβές.
Μια συναρμολογούμενη οδοιπορία που ξαφνιάζει αισιόδοξα, το εύρος, το χρώμα, η γόνιμη διάθεση, το αυθόρμητο πάθος, το στοχαστικό και τολμηρό σκίρτημα του στίχου, η αποφυλάκιση του χρόνου, όταν θησαυρίζεται μέσα της πολύχυμος κι όταν γητευτής και γαλήνιος-ελευθερώνεται μέσα της ο άνθρωπος, ανάβρυσμα ψυχής και ερωτικής πλησμονής. Η Μ.Π. συναντάει στο ξεκίνημά της, μια πλέρια και ανατασική δημιουργία-που αγκαλιάζει κάθε πτυχή μιας ψυχής, που αφήνεται ολάκερη στη μέθη και στους ιριδισμούς
που χαράζει ο αιώνιος οίστρος του έρωτα, που σε αναγεννά ,σε προσανατολίζει, σε ανταμοίβει, σε εξαργυρώνει, στο ξάγρυπνο μάτι της
ζωής και της καθημερινότητας. Εδώ η ποίηση κι’ ο ρυθμός της,
ελευθερώνουν την ποιήτρια, και την ξεπροβοδίζουν–με ασίγαστο μένος, πόθο και τόλμη, στα πολύτοκα μονοπάτια της προσωπικής της και γόνιμης-πλέον-δημιουργίας…. ορισμένα δείγματα γραφής….
«Πριν από την αγάπη ήμουν καλπασμός //..Τον χρόνο αθωώνω //
.στη συνουσία του κάλλους.// Γι΄αυτό τρυπώνουν στη ψυχή τα αναμ-
μένα κύματα.//Μακροζωία είναι οι λέξεις//που ευδοκιμούν στη σιωπή.
Αν ήμουν εξορία // θα σε φυλάκιζα σε απόσταση αναπνοής //…»

.

ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Ποιητικός πόλεμος αισθήσεων και παραισθήσεων, σε μια φλεγόμενη ερωτική αρένα, με μόνο νικητές όσων κυνηγούν άκοπα το ιδανικό, το πεπερασμένο, τον τροφοδότη της γλυκιάς, της γλυκύτερης δικαιολογίας ύπαρξης στη ζωή.
Κι όταν το ασίγαστο πάθος, που ψάχνει φαινόμενα δεδομένα και δημιουργεί επιφαινόμενα προσδοκώμενα-ποθούμενα, ε, τότε το volume ανεβαίνει στο τέρμα, χτυπάει κόκκινο και η απνευστί ποθούμενη ικανοποίηση βρίσκει τη δικαίωση των …μονομάχων!!!
Μας βάζεις δύσκολα Μαρία μου, που πασχίζοντας να τα ερμηνεύσουμε -δε λέω να τα επιλύσουμε, κομμάτι δύσκολο- πέφτουμε θύματα της αισθησιακής περιδίνησης, που δημιουργείς με την, ηφαιστειακής έντασης, γραφή σου, μιας περιδίνησης που και πονάει και αρέσει-το πανάκριβο μυστικό της μαγικής εξωτερίκευσης του πάθους και του πόθου σου, που διαχειρίζεσαι, σε όλα τα επίπεδα, επιδέξια…
Σ’ ευχαριστούμε, καλή μου φίλη, που, με τα φλογισμένα γραπτά σου, μας κάνεις κοινωνούς των εσώτερων στοχαστικών αναζητήσεών σου, οδηγώντας μας σε μια σύγχρονη κολυμπήθρα Σιλωάμ, που αναγεννεί, που θεραπεύει, που ανοίγει δρόμους απόλαυσης της ζωής-του μικρού αυτού φωτεινού διαστήματος, μεταξύ των δύο αβύσσων, του Καζαντζάκη…

.

ΣΑΚΕΛΛΑΡΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ

Να, το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησης, του εύ-λόγου,
η ωδή στην ψυχή!!!
Η ποίηση που υγραίνει το μάτι, που δονεί τα έγκατα…
στις ευφορότερες ώρες, φτάνει για να τονίσει το ανθρώπινο.
η γνώση, είναι σοφία και άμεση εμπειρία, σε ένα αόρατο μα, λογικό σχήμα!
στην Μαρία Πασχαλίδου, ο τόνος συγκλονίζει! σ’ αφήνει να σκέφτεσαι μ’ ένα γλυκύ μούδιασμα και το σαφές η το ασαφές, προμήνυμα βαρύ του ανθρώπινου ταξιδιού, στην υπερήφανη άρνηση της ταπείνωσης, καθώς, άξια μαχήτρια του κόσμου δαύτου, η ίδια! Η ποίηση της, αποφασιστικά συμπληρωμένη και συνεπής, σπαρμένη επίθετα καίρια και εύστοχα, ακμαία στον λόγο και ακριβή!… που όσο κουρνιάζουν μέσα μας, τόσο μας διδάσκουν μας πλάθουν και μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους και εξευγενίζουν την ψυχή, σμιλεύοντας έναν κόσμο νοσταλγικό, γιομάτο πάθη, γιομάτο αύριο, γιομάτο ανθρώπους σωστούς!-σύνθεση ζωής!!!-
Εις ανώτερα Μαρία μου! οι γονείς και η οικογένεια σου ,θα νιώθουν υπερήφανοι για σένα, όπως νιώθω κι εγώ, καθότι ευτύχησα να με αποκαλείς “δάσκαλό σου”!

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.