Γεννήθηκε μια Τρίτη χαράματα, Δεκέμβρη του 1968, σ’ ένα χωριό κοντά στη Λευκωσία. Το 1974, με την τουρκική εισβολή, τη δέχτηκε το χωριό
της μάνας της το Μοσφίλι, που δεν το έχει ο χάρτης, ένα χωριουδάκι ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα. Το 1981, εκεί που άρχισε να ριζώνει, ο άνεμος τη μετέφερε ξανά στη Λευκωσία. Το 1986 τη βρίσκει με μια βαλίτσα πάλι στο χέρι στην Αθήνα για σπουδές στη Φιλοσοφική.
Το 1992 επιστρέφει στην Κύπρο. Η ζωή της αλλάζει εντελώς το 1995 με τον ερχομό της κόρης της Ιφιγένειας. Τα θρανία την καλούν και πάλι το 2003 στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Στη συνέχεια κάνει μεταπτυχιακό στην Επικοινωνία.
Το ταξίδι της συνεχίζεται με συντρόφους πάντα μια βαλίτσα, ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί.
Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές
Αύριο λοιπόν… (2016 Ιωλκός)
Χρωματιστό μου γκρίζο (2017 ΦΥΛΛΙΣ)
ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟ ΜΟΥ ΓΚΡΙΖΟ (2017)
ΑΝ…
Μπορεί και να γελάστηκα.
Αν…
Αν ο ήλιος μπήκε το πρωί απ’ το παράθυρο…
Αν το αγόρι με το κοντομάνικο πουκάμισο
με καλημέρισε…
Αν το χωράφι δίπλα στο σπίτι μου πρασίνισε…
Αν είναι Άνοιξη;…
Ο ΕΡΩΤΑΣ
Ένας λυγμός ο έρωτας.
Το πρώτο κλάμα του μωρού στον αποχωρισμό.
Η αιώνια έξοδος από τον Παράδεισο.
Η καταιγίδα που σαρώνει στο πέρασμά της.
Η τελευταία αβίαστη ανάσα.
Η παράδοση των όπλων
σε μια από την αρχή χαμένη μάχη.
Ο έρωτας…
ΞΩΜΑΧΟΣ
Να ναι το σώμα μου η τελευταία σου πατρίδα
Τα χείλια μου η πηγή
να ξεδιψάσεις
Η εκκλησία για το τελευταίο προσκύνημα
Ξωμάχος που κουράστηκες
Να ’ρθεις να ξαποστάσεις.
ΙΣΩΣ
Ίσως, λέω ίσως,
γιατί ποτέ δεν είμαι σίγουρη
Ποτέ δεν ήμουν σίγουρη.
Ζητάμε πάντα κάτι διαφορετικό.
Εσύ μιαν αγάπη χάρτινη
Ένα καλό ποίημα
(βραβευμένο, ενδεχομένως, με καλές κριτικές)
που να χαϊδεύει τη ματιά σου όταν το βλέπεις
Να κλείνει τα μικρά κενά.
Και εγώ μιαν αγάπη σάρκινη
Που να μπορώ να κρύβομαι στην αγκαλιά της
Και να ακουμπώ τους πόθους μου.
Να γεμίζει το μεγάλο το κενό.
Εσύ, μια λέξη, μια σκιά.
(πόσο καλός είσαι στις λέξεις, αλήθεια!)
Και εγώ μια πράξη, ένα χαμόγελο – ήλιο.
Δεν ξέρω
Εξάλλου ποτέ δεν ήξερα τίποτε.
Ίσως…
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ… ΔΕΝ
Νοσταλγώ τα χρόνια που δεν έζησα
Το γέλιο που δεν γέλασα
Την κούκλα στη βιτρίνα που δεν μου πήρανε
Τα γόνατα που δεν μάτωσα στις αλάνες
Τις ζωγραφιές με τους κίτρινους ήλιους
που δεν ζωγράφισα
Τις Κυριακές και τις γιορτές,
τις σχόλες που έχασα
Εκείνο το τραγούδι που δεν τραγούδησα
Το πρώτο το κρυφό φιλί που δεν μου έδωσες
Τα όνειρα που δεν έκανα.
Εκείνο το παιδάκι νοσταλγώ.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ
Τα αγαπώ τα ερωτηματικά.
Τη γοητεία της πρόκλησής τους
Τη συνεχή αέναη κίνησή τους.
Τη γεύση
Τον ήχο
Το άγγιγμά τους.
Πώς;
Τι;
Γιατί;
Και ας μην πάρω.
Και ας μην δώσω απαντήσεις.
Τα αγαπώ τα ερωτηματικά.
ΣΑΝ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ
Κάθε φορά που βράδιαζε
κάθε φορά που οι δαίμονες,
με μάσκες αγγελικές
χτυπούσαν λυσσασμένα τις πόρτες,
κάθε φορά που ο άνεμος ούρλιαζε,
έφευγα.
Γινόμουνα μικρή.
Κρυβόμουν
να μην με βρουν.
Μα ο φόβος έστηνε κάστρο στην ψυχή.
Και σαν ξημέρωνε
αγρίευα
Γινόμουν λύκος.
Το ουρλιαχτό με έπνιγε
και στο κάθε χάδι σας
σας δάγκωνα το χέρι
γιατί, να ξέρετε,
ο λύκος, από φόβο γίνεται θεριό
σαν του χαράξετε με μαχαίρι τα όνειρα.
Μέχρι που
από φόβο πάλι…
αθώο αίμα μην χυθεί
Κρύφτηκα.
Συγγνώμη
Σας φοβάμαι.
ΟΙ ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟΙ ΚΛΕΙΔΩΣΑΝ
Μαζεύτηκαν στο καλό σαλόνι
και έβγαλαν το γλυκό
οι εντιμότατοι!
Έκλεισαν την πόρτα,
κλείδωσαν,
με φόβο μήπως μπούνε κι άλλοι!
Μήπως τους πάρουν το γλυκό απ’ τα χέρια.
Λιβανίζουν ο ένας τον άλλον!
Μα τι ωραία που είστε σήμερα, αγαπητή μου!
Πόσο σας πάει αυτό το φόρεμα!
Ω, φίλτατε, καινούργιο το καπέλο;
Τονίζει τόσο όμορφα τα μάτια σας!
Κάθε τόσο ανοίγουν την τζαμαρία.
Να τους δει και λίγο το πλήθος.
Να τους θαυμάσει!
Και να ρίξουν και λίγα ψίχουλα από το γλυκό.
Αλλά στο καλό το σαλόνι
δεν αφήνουν να μπει κανείς!
Το γλυκό, βλέπεις…
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Θα βάλω στη βαλίτσα μου
ένα μελαγχολικό τραγούδι.
Και θα το βγάζω
τα βράδια του χειμώνα
για να μου κάνει συντροφιά.
ΛΕΥΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Ημερολόγιον
Μέρα ηλιόλουστη…
Έξω από το κελί μου μια τριανταφυλλιά
που σήμερα μου χάρισε ένα τριαντάφυλλο λευκό
κι ανθίζει τώρα
κι ας έρχεται χειμώνας.
Θα ’χω και τη δική σου έγνοια πια.
Να με καλημερίζεις
με ένα τριαντάφυλλο χαμόγελα.
ΤΟ ΚΕΛΙ ΜΟΥ
Ημερολόγιον
Μέρα…
Δεν τις μετρώ τις μέρες πια
Το κελί μου…
Φυλακής;
Μονής;
Δεν ξέρω…
Ο Άγιος Διονύσιος,
το σπαθί μου.
Η λάμπα της μάνας μου,
ένα καράβι
μια Παναγιά,
δοσμένα από χέρια αγαπημένα.
Πόση αγάπη στο κελί μου!
Η ζωή μου
σε ένα τζάκι
σε ένα κελί
αγαπημένο.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ημερολόγιον
Μέρα Τρίτη,
ώρα δευτέρα μεσημβρινή.
Μετέφερα το κελί σήμερα.
Έτσι έπρεπε.
Το έβαλα σε μια γωνιά
Κοντά στο παράθυρο να βλέπω τον ποιητή
απέναντι με το χέρι ακουμπισμένο στο μάγουλο.
Είναι φορές που αναρωτιέμαι…
Τι να σκέφτεται άραγε;
Δεν κουράστηκε τόσα χρόνια καθισμένος εκεί;
Δεν τον ενοχλεί η φασαρία του δρόμου;
Εμένα με ενοχλεί η φασαρία.
Μπορεί να την ενοχλώ και εγώ.
Ποιος ξέρει…
ΔΡΑΠΕΤΗΣ
Ημερολόγιον.
Μέρα πρώτη.
Έκανα το πρώτο βήμα.
Βγήκα για πρώτη φορά από το κελί
Μονής;
Φυλακής;
Ποιος ξέρει;
Πότε το ένα πότε το άλλο.
Που λες, βγήκα
μετά από καιρό.
Πήγα σε ένα κατάστημα με σιδερικά.
Αγόρασα
ένα λοστό
και ένα σχοινί.
Έκανα μια μεγάλη βόλτα
μέχρι το σούρουπο.
Και όταν ο ήλιος έδυε
επέστρεψα
στο κελί
με τον λοστό
ΑΥΡΙΟ ΛΟΙΠΟΝ… (2016)
Ι
Εσύ μείνε στη δουλειά.
Εγώ θα κάνω βόλτα στη λιακάδα αύριο
και δε θα ’ρθω να σε βρω…
Με πνίγει που το γραφείο δεν έχει πια παράθυρα.
Αν θελήσεις, έλα να με βρεις.
Θα λουφάρω κάτω από τον ήλιο
σαν γέρικο σκυλί…
ΙV
Το καθάριο το βλέμμα σου,
τα μάτια σου σαν χαμογελάς,
η ανάσα σου που μυρίζει δυόσμο.
Το βάδισμά σου το λαφίσιο
σαν δρασκελάς τις ρεματιές του τόπου σου,
τα χέρια σου κι η καρδιά σου
που χωρούν τον κόσμο ολόκληρο,
σύνθεση κι αποδόμηση,
όλα εσύ…
Μάνα.
VII
Ανάμεσο βουνού και θάλασσας,
εκεί που ο αγέρας μυρίζει αλμύρα και σχοίνο,
που το χώμα ανάστησε το αίμα μου,
που στην αγκαλιά του κράτα τρυφερά τους πρόγονους,
που σε αυτή την αγκαλιά γλυκά θ’ αναπαυθώ κάποτε,
ο τόπος μου…
ΧΙV
Όταν έρθεις
και είναι η μέρα βροχερή,
θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα στεγνώσω την ψυχή σου στα χέρια μου.
Θα σου ’χω έτοιμο ζεστό
και ένα κομμάτι ουρανό, να κοιμηθείς
…σαν θα ’ρθεις.
ΧVII
Σαν φύγεις…
Εκείνο που με θλίβει πιο πολύ
θα ’ναι που δε θα σ’ αγκαλιάζω.
Να σε κρύβω όταν σε τρομάζουν.
XVIII
Σ’ ένα ασημένιο κουτάκι που δε σκουριάζει
έχω βάλει την ψυχή μου.
Κάθε που στο δρόμο μου πέφτει ένα λαβωμένο σπουργίτη
κόβω ένα κομμάτι και το ταΐζω.
Και δεν τελειώνει.
Είναι εκεί, ακέραιη
για να τρέφει τα πληγωμένα πουλάκια του κόσμου.
XIX
Δεν τη φοβάμαι, τη μοναξιά μου.
Τη μοναξιά του κόσμου τούτου φοβάμαι.
XXIII
Οι έρωτες τον Αύγουστο
είναι- αλλιώτικοι.
Έχουν μια θλίψη,
κάτι που αρχίζει για να τελειώσει σύντομα,
μια γεύση παγωτό που λιώνει,
μυρωδιά θαλασσινής αύρας που απομακρύνεται,
τον καπνό του τελευταίου πλοίου που φεύγει απ’ το λιμάνι,
ένα χάδι μετέωρο,
ένα ταξίδι επιστροφής.
Οι έρωτες τον Αύγουστο
που ξεκινάνε μ’ ένα αντίο
κι εγώ… εγώ που σε γνώρισα Αύγουστο…
ΧΧVΙΙ
Θυσία, λοιπόν, για κείνο που λένε ασφάλεια.
Μια πόρτα κλειδωμένη, δηλαδή, με κλειδαριά ασφαλείας στο
φόβο του κλέφτη.
Και ο ήλιος;
Ο αγέρας;
Η αλμύρα της θάλασσας;
Η μυρουδιά του γιασεμιού;
Έξω…
Πνίγομαι…
XXIX
Και τώρα, δηλαδή, πρέπει να μιλώ για σένα σε παρελθόντα
χρόνο;
Για τους άλλους ίσως…
Αλλά μεταξύ μας θα κανονίζουμε τι θα κάνουμε αύριο.
Και θα γελάμε σκανταλιάρικα.
Σαν παιδιά που μοιράζονται το δικό τους μυστικό.
Το δικό μας μυστικό;
Δεν έφυγες…
Αύριο λοιπόν…
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1.
Ώρα μηδέν
Μετάγγιση
Ασύμβατοι Δότες
Ευθεία γραμμή
Λευκό
Ανάγκη
Για αίμα
2.
Μου αρέσει να ανεβαίνω σε λεωφορεία
Και να διαβάζω…
Ανθρώπους
Προτιμώ τα βραδινά
Τα τελευταία
Η ανάγνωση γίνεται ευκολότερη
Ρυτίδες
Λευκά μαλλιά
Σκούρο δέρμα
Κουρασμένα πρόσωπα
Έβγαλα και κάρτα απεριορίστων διαδρομών
Επιλέγω μια στάση
Ανεβαίνω στο πρώτο που θα ‘ρθει
Τυχαία…
Προορισμό δεν έχω
Μόνο ταξίδια κάνω
Με τα βραδινά λεωφορεία
Διαβάζω
Ανθρώπους
Και φτιάχνω ιστορίες
3.
Έλα…
Ας πούμε, ένα παραμύθι
Δεν μπορώ, είπε
Αν βρέξει;
Θα βραχώ
Αν ο ήλιος είναι καυτός;
Θα καώ
Και αν κατέβουν λύκοι από το βουνό;
Και φίδια φοβερά βγουν απ’ τη γη;
Θα κάτσω εδώ
Μέχρι να φύγω…
Και έπιασε μια μικρή γωνιά
Που θάρρηε πως της αναλογούσε
Και δεν την μούσκεψε καμιά βροχή
Και δεν την ζέστανε κανένας ήλιος
Ούτε τους λύκους χάιδεψε
Μα ούτε και στα φίδια άπλωσε τα χέρια
Και περνούσε ο καιρός
Χρόνο στο χρόνο
Και μάζευε και μίκραινε
Μέχρι που δεν την πρόσεχε κανείς
Και έχασε τη φωνή της
Μόνο ανάσαινε
Περνούσε κόσμος πολύς από δίπλα της
Πλήθος
Έγινε αόρατη
Και περνούσε αυτή καλά
Και οι άλλοι καλύτερα
Μέχρι που…
Κατάλαβε
Και ψήλωσε
Έφτασε στο ταβάνι
Και πιο ψηλά
Και πιο ψηλά
Και έβγαλε φωνή μεγάλη
Και σείστηκε η γης
Και έγιναν καταστροφές
Τώρα…
Ζει σ’ ένα βουνό
Και την μουσκεύει η βροχή
Και την ζεσταίνει ο ήλιος
Παρέα με τα αδέλφια της
Τους λύκους
Και τα φίδια
4.
Μου ‘φερνες δώρα χρηστικής αξίας
Γιατί τα χρήματα έπρεπε να επενδυθούν σωστά
Γιατί δεν είχαμε αρκετά
Μα όταν γέμισε το δωμάτιο, το σπίτι, η ψυχή μου χρησιμοποιημένες πετσέτες μπάνιου, ποτήρια και πιάτα παράτερα
Που πήρες απ’ την τελευταία σου δουλειά
Δώρο για μένα
Άδειασα
Βγήκα έξω
Και έψαξα τη μυρωδιά
Του γιασεμιού
Που λαχταρούσα χρόνια
5.
Οι έρωτες τον Αύγουστο …
Είναι αλλιώτικοι
Έχουν μια θλίψη
Κάτι που αρχίζει για να τελειώσει σύντομα
Μια γεύση παγωτό που λειώνει
Μυρωδιά θαλασσινής αύρας που απομακρύνεται
Τον καπνό του τελευταίου πλοίου που φεύγει απ ΄ το λιμάνι
Ένα χάδι μετέωρο
Ένα ταξίδι επιστροφής
Οι έρωτες τον Αύγουστο
Που ξεκινάνε με ένα αντίο
Και εγώ… εγώ που σε γνώρισα Αύγουστο…
6.
Να κλαίς θέλω ψυχή μου
Να κλαίς από έρωτα
Όχι γιατί πονάς
Αλλά γιατί γεμίζεις.
Τόσο πολύ
Που ξεχειλίζεις
7.
Δεν την φοβάμαι την μοναξιά μου
Την μοναξιά του κόσμου τούτου φοβάμαι
8.
Δεν έμαθε ποτέ του το εγώ
Ξεκινούσε πάντα να κλείνει τα ρήματα της ζωής του
από το δεύτερο ενικό
κι όταν στο τέλος έκανε τον απολογισμό
να γράψει το διαγώνισμα
έδωσε κόλλα λευκή
Δημοσιεύτηκαν στο FRACTAL
Μνήμη – Μεσολόγγι
Φορούσε η αγάπη μου ένα λευκό πουκάμισο
Και ήτανε θυμάμαι Απρίλης
Βασίλευε η λιμνοθάλασσα μέσα στα μάτια της
Καθρέφτιζε τη θλίψη της ψυχής της
Στις άκρες των χειλιών της άτολμο ένα Σ’ αγαπώ
Παιδί δεκατριών χρονών,
Η αγάπη μου.
Αρχάγγελος,
Στο πρώτο της ζωής του σκίρτημα
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΑΥΡΙΟ ΛΟΙΠΟΝ…
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
Ανοίγοντας το ασημένιο κουτάκι που κρύβει τη ψυχή της
«Σ’ ένα ασημένιο κουτάκι που δε σκουριάζει
έχω βάλει την ψυχή μου.
Κάθε που στο δρόμο μου πέφτει ένα λαβωμένο σπουργίτη
κόβω ένα κομμάτι και το ταΐζω.
Και δεν τελειώνει.
Είναι εκεί, ακέραιη
για να τρέφει τα πληγωμένα πουλάκια του κόσμου.»
Αυτό το ασημένιο κουτάκι που κρύβει τη ψυχή της Μαρίας Ιωάννου πάμε να ανοίξουμε. Δεν θα στερήσουμε τα πληγωμένα πουλάκια από τη τροφή τους. Θα διαβάσουμε μονάχα τις λέξεις και τους στίχους που έγραψε με τη ψυχή της σε 29 ολιγόστιχα ποιήματα. Ποιήματα γεμάτα συναίσθημα που γεννιούνται μέσα από τις καθημερινές στιγμές της ποιήτριας. Μας λέει στο πρώτο ποίημα της συλλογής:
«Εγώ θα κάνω βόλτα στη λιακάδα αύριο/και δε θα ’ρθω να σε βρω… /Με πνίγει που το γραφείο δεν έχει πια παράθυρα.»
Ας ακολουθήσουμε τη ποιήτρια σ αυτή τη βόλτα στη λιακάδα και στο φως που δεν κρύβονται από έλλειψη παραθύρων σ’ ένα γραφείο κι ας ακούσουμε το λυρικό της λόγο για «το πρώτο σκίρτημα της άνοιξης» ένα «κοκκίνισμα σε άλικο μάγουλο» Με τα μάτια της ψυχής της βλέπει και μιλά στη μάνα.
«Το καθάριο το βλέμμα σου/τα μάτια σου σα χαμογελάς/η ανάσα σου που μυρίζει δυόσμο.»
Στίχοι γεμάτοι συναίσθημα και αγάπη που πλημμυρίζουν την ίδια και μας αγγίζουν. Όπως το ίδιο μας αγγίζουν οι στίχοι της για τον έρωτα. «Να κλαίς από έρωτα/ όχι γιατί πονάς/αλλά γιατί γεμίζεις.»
Μιλώντας στο επόμενο ποίημα για το τόπο που έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της, το χωριό της μητέρας της που τους δέχτηκε μετά τη Τουρκική εισβολή του 1974, ένα χωριό «Ανάμεσο βουνού και θάλασσας/ εκεί όπου ο αγέρας μυρίζει αλμύρα και σχοίνο» μας δείχνει πόσο τη σημάδεψε αυτός ο τόπος, πόσο δεμένη είναι με τους προγόνους της κι αφήνει το συναίσθημα να κυλίσει λέγοντας «Σ αυτή την αγκαλιά θ’ αναπαυθώ κάποτε»
Με πολλή τρυφερότητα και αγάπη μας λέει πιο κάτω για το πιο όμορφο «σ αγαπώ» που άκουσε. Ποιο ήταν αυτό; Δυο λέξεις που κρύβουν μέσα τους τη πιο δυνατή αγάπη και που η Μαρία τις λέει τόσο απλά «Να προσέχεις»
Τα συναισθήματα της, η ποιήτρια μας, όπως τα αφήνει να κυλάνε δείχνουν μια ειλικρίνεια και μια έμφυτη πιστεύω διάθεση να είναι αληθινή και στη χαρά και στη μελαγχολία. «Τα όνειρα σαν χάνονται, γίνονται σύννεφα/Αφήνουν ένα δάκρυ γιατί δεν τα αγάπησες πολύ/και φεύγουν λυπημένα που προδόθηκαν» μας εξομολογείται και συνεχίζοντας το μελαγχολικό της μονόλογο μας λέει πως «χρόνια τώρα/εδώ πάντα/ να μιλώ με τη σιωπή.»
Τη μοναξιά δεν τη φοβάται η ποιήτρια «Σ αυτό το κόσμο χωράνε μόνο μια γλάστρα βασιλικός και δυο σκυλιά/γιατί μ αγάπησαν πολύ.» Και ντύνει τη μοναξιά με όνειρα «Όσο μακριά και να ‘σαι, κάθε βράδυ είσαι εδώ» και «όταν θα ‘ρθεις κρατώντας ένα κλωνί αγιόκλημα» «θα στεγνώσω τη ψυχή σου στα χέρια μου» Εικόνες που αφήνουν ένα ποτάμι ευαισθησίας, ένα ποτάμι που θα γεμίσει το κενό με την αγάπη. Η Μαρία ξέρει πολύ καλά να ζωγραφίζει με λέξεις τα συναισθήματα, όπως ξέρει πολύ καλά να ντύνει τις πληγές της πίκρας και της απογοήτευσης μ ένα χαμόγελο. Ξέρει ακόμα πως οι έρωτες του Αυγούστου έχουν μια θλίψη , μια μυρωδιά θαλασσινής αύρας που απομακρύνεται. Είναι «έρωτες που ξεκινάνε μ ένα αντίο.»
Έχει όμως τη δύναμη στη ψυχή και τη αισιοδοξία να αναζητήσει το δικό της δρόμο, να συλλαβίσει τη δικιά της λέξη, να νοιώσει το άρωμα του γιασεμιού, την αρμύρα της θάλασσας και να πάψει να μετρά το χρόνο με μέρες αλλά με στιγμές. Στιγμές του χτες, του σήμερα και.. Αύριο λοιπόν…
Τελειώνοντας να πω ότι η ποίηση της Μαρίας Ιωάννου, έχοντας της δικιά ευαισθησία στη παρατήρηση του σήμερα είναι στο πνεύμα της σύγχρονης Κυπριακής ποίησης όπου οι νεώτεροι ποιητές, δείχνουν ότι διαφοροποιούνται από τη γενιά του 74 και δεν είναι πια τόσο επηρεασμένοι από το πρόβλημα της Κύπρου. Η ποιητική τους γραφή πιο προσωπική και ανανεωτική κινείται στα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας που απασχολούν όλους τους λαούς.
Οι Κύπριοι ποιητές του σήμερα συνεχίζουν με αξιώσεις τη παράδοση και των παλαιοτέρων κυπρίων ποιητών αλλά και της νεοελληνικής ποίησης.
ΣΗΜ Το κείμενο διαβάστηκε στη παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη το Δεκέμβριο του 2016
Εφημερίδα Αλήθεια 30/7/2016
Η Μαρία Ιωάννου με ολιγόστιχα αλλά πληθωρικά, τόσο σε έμπνευση όσο και σε ανάπτυξη, ποιήματα, μας προσφέρει ένα αναζωογονητικό, παρότι σε αρκετές περιπτώσεις μελαγχολικό και σχεδόν σπαραχτικό, λουτρό συναισθημάτων. Συναισθημάτων, εννοείται μόνο από εκείνα που μόνο η ποίηση έχει τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση να αποτυπώνει, άλλοτε στο βρεγμένο φύλλο του φθινοπώρου, άλλοτε στο γιασεμί της αυλής που μοσχομυρίζει, άλλοτε στο φτέρωμα του γλάρου που χορογραφεί στον αφρό των κυμάτων άλλοτε στις αυλακιές των γεροντικών ρυτίδων, ακόμα και όταν είναι ραγισμένη και μετεωρίζεται σαν πεταλούδα.
Η Μ.Ι. σκιαγραφεί με υποδειγματική κομψότητα, μικρές στιγμές της καθημερινότητας και της ζωής ασφαλώς, το ειλικρινές δόσιμο, το μελωδικό ήχο της κατανόησης που ακούγεται σαν ρυάκι, τα ασπρόμαυρα όνειρα που ξαφνικά αποκτούν χρώμα και, τι σημασία έχει εάν θα υλοποιηθούν και πότε, τους συγκλονιστικούς έρωτες του Αυγούστου, μα και τη συντομία τους, το εφήμερο τους, τη σβελτάδα τους, είναι βλέπεις και ο καπνός του τελευταίου πλοίου που φεύγει από το λιμάνι, τις βόλτες που καθορίζουν οι αστικοί χαμαιλέοντες αλλά και το αιρετικό, το επαναστατικό, βήμα που οδηγεί, επιτέλους, στον δικό μας δρόμο, κι ας είναι σπαρμένος με αγκάθια, την απεραντοσύνη της ελπίδας, τη θεοποίηση της ασφάλειας, μη αυτό, μη εκείνο, να κλειδώνεται καλά, βάλτε και κάμερες για κάθε ενδεχόμενο ενώ στη πραγματικότητα, όπως γράφει η ποιήτρια, πρόκειται για πνιγμό και, μάλιστα, προσθέτω εγώ, εκ προθέσεως οπότε, ακολουθώ τη σύσταση της και βγαίνω έξω, αντάμα με τα πουλιά και με τα σκυλιά που με καταλαβαίνουν περισσότερο απ’ ότι με καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.
Τέλος οι στίχοι της Μ.Ι. θυμίζουν τους πρωινούς αγέρηδες της άνοιξης, που περνάνε από τα μάγουλα μας σαν χάδια, μητρικά φίλτρα, φιλικά, ερωτικά, και, ύστερα παίζουν κρυφτούλι με τ’ αστέρια.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ 23/9/16
Η Μαρία Ιωάννου είναι φιλόλογος-εργάζεται στο πανεπ. Κύπρου
στο τμήμα πολιτικών επιστημών-έκανε μεταπτυχιακό στην επικοινωνία. Έζησε από μικρή την τραγωδία της Κύπρου. Τα στερημένα χρόνια της νιότης, της έδωσαν ένα πρωτόφαντο σθένος ψυχής, καθαρότητα σκέψης, ψυχικής καρτερίας και ευρεία πνευματική αναζήτηση, μα τα στοιχεία που τροχιοδρομούν ανελλιπώς τον οίστρο της ποιητικής της ενδοχώρας, είναι η απλότητα, η μεγαλοσύνη του συναισθήματος, η ακατάβλητη πίστη
στο άνθρωπο, [και στις αστείρευτες εσωτερικές του δυνάμεις] και στην ελεύθερη βούλησή του να επιλέγει τα της ζωής του, στα δρώμενα της εποχής του. Μέσα από τον αδρό στίχο, ενσαρκώνει- αφομοιώνει και τροφοδοτεί την αυτόβουλη σκέψη, και την ειλικρινή σχέση, στο μεγαλείο της αγάπης και της προσωπικής δημιουργίας.
Το υπαρκτικό στοιχείο, ο λυρισμός και το ατόφιο συναίσθημα. καταμαρτυρούν ένα δοκιμασμένο, πνευματικά και κοινωνικά άτομο, που η ποίηση γίνεται αναγκαιότατος τρόπος έκφρασης.
Η θέληση, με το μυρωμένο κρινάκι της ψυχής της, χαρακτηρίζει
αυτή την κατάθεση ως ένα βεβαιωμένο πλέον-στη ζωή- «σκίρτημα
της άνοιξης» ή «σύνθεση και αποδόμηση του κόσμου»..» σαν όνειρο καμωμένο από δάκρυ και πόνο» Ποίηση αντίστασης στη φθορά του χρόνου και πασίδηλης-προσωπικής ανάτασης..
Ορισμένοι ακόμη στίχοι.. «Όσο ανθίζεις θα έρχεται η άνοιξη» ..»
«Σ αυτόν τον κόσμο χωράνε μόνο μια γλάστρα βασιλικός και δύο
σκυλιά… γιατί τα μάτια τους [είναι] καθρέφτης της ψυχής μου» «Τη
μοναξιά του κόσμου τούτου φοβάμαι»
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟΦΙΛΟ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ
tovivlio.net/8/8/2017 «Ελάτε να μιλήσουμε για τη λογοτεχνία»
Γιατί γράφεις;
Γιατί γράφω λοιπόν… Πολλές φορές έχω κάνει αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου. Οι απαντήσεις που μου δίνω ποικίλουν ανάλογα με τη φάση στην οποία βρίσκομαι. Αν όμως χρειαζόταν να δώσω μόνο μια απάντηση, μάλλον θα έλεγα πως γράφω όταν νοιώθω να ξεχειλίζω και θέλω να αδειάσω να «μιλήσω», να δώσω μια υπόσταση σε αυτά που νοιώθω. Να μετουσιώσω σε λέξεις τα συναισθήματα μου.
Για ποιους λόγους θα συμβούλευες κάποιον να γίνει συγγραφέας ή ποιητής και γιατί να τ’ αποφύγει;
Για το λόγο για τον οποίο εγώ γράφω θα συμβούλευα και κάποιον να γράψει. Είναι δύσκολο να χωρέσουν αισθήματα και καταστάσεις μέσα μας. Η γραφή είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας. Ένα μολύβι και ένα χαρτί μπορούν να γίνουν οι καλύτεροι φίλοι σου. Να γίνουν ο καθρέφτης της ψυχής σου, αρκεί να γράφεις με την ψυχή σου.
Ποιο είδος γραφής αγαπάς να υπηρετείς και για ποιο πιστεύεις πως δεν έχεις τις απαραίτητες ικανότητες, διάθεση και γνώσεις για να συνεισφέρεις;
Δεν αγαπώ απλά την ποίηση, την λατρεύω. Πήγα σε πορείες με Ρίτσο και Σικελιανό ερωτεύτηκα με Ελύτη, ταξίδευσα με Γκάτσο, ονειρεύτηκα με Λειβαδίτη. Όταν δεν μπορούσα να πω τις δικές μου, φτωχές λέξεις, να εκφράσω ότι ένοιωθα «έκλεβα» στίχους τους και εκφραζόμουν με αυτούς. Προσπαθούσα και προσπαθώ ακόμα να ακολουθήσω τα βήματα τους. Προσπάθησα, προσπαθώ και θα προσπαθώ να γράψω ποίηση. Τώρα το αν τα κατάφερα… ποιος ξέρει…
Παρόλο που θα ήθελα, δεν πιστεύω πως θα μπορούσα να γράψω ένα θεατρικό έργο. Δεν διαθέτω μάλλον την ικανότητα να πλάθω και να ζωντανεύω χαρακτήρες. Έναν μονόλογο που αφορά εμένα, ίσως να μπορέσω να γράψω, αλλά ολοκληρωμένο θεατρικό, δεν θα μπορούσα.
Σε ποιόν εκδοτικό οίκο θα ήθελες να εκδίδεται το βιβλίο σου και γιατί;
Έχω εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο στον Ιωλκό. Έναν εκδοτικό οίκο με παράδοση και ιστορία. Το δεύτερο για προσωπικούς λόγους εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Φυλλίς στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Κύπρο. Αν και εφόσον μπορώ και συνεχίσω να γράφω θα προτιμούσα και πάλι τον Ιωλκό γιατί απλά δεν βλέπουν τον δημιουργό και το έργο του σαν πελάτη και εμπόρευμα αλλά σαν ένα ζωντανό οργανισμό, σαν ένα παιδί που έρχεται στον κόσμο.
Τι είναι για εσένα οι αναγνώστες; Πελάτες, κριτές ή συμβουλάτορες;
Οι αναγνώστες… Είναι φίλοι, οικογένεια. Είναι αυτοί με τους οποίους μοιράζομαι τη εσώψυχα μου. Δεν θα μπορούσα να δω τον αναγνώστη των βιβλίων μου ως πελάτη. Αν είχα την δυνατότητα, θα χάριζα τα βιβλία μου και δεν θα τα πουλούσα. Αλλά δυστυχώς πρέπει να καλυφθούν τα λειτουργικά έξοδα της κάθε έκδοσης.
Η καλύτερη και η χειρότερη κριτική που άκουσες για το έργο σου;
Η καλύτερη κριτική που άκουσα ήταν από κάποιον πολύ δικό μου άνθρωπο και πιστέψτε με ήταν και είναι ο αυστηρότερος μου κριτής. Διφορούμενη μεν κριτική, αλλά ειλικρινής. Μου είπε πως η γραφή μου έχει επιρροές από τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη. Επίσης ότι με τα ποιήματα μου μοιάζω να ζωγραφίζω εικόνες. Σαφώς και επηρεάζομαι από τα ιερά τέρατα της ποίησης, αλλά δεν αντιγράφω. Αρνητική κριτική δέχτηκα για το πρώτο μου βιβλίο, ότι τα ποιήματα μου είναι απλοϊκά. Λιτή και απέριττη, αλλά το δυνατόν περιεκτική, αποκάλεσε κάποιος την γραφή μου. Θέλοντας να πει πολλά και ουσιαστικά με λίγες λέξεις, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη (συμπλήρωσε).
Τι εικόνα πιστεύεις πως έχουν για εσένα οι αναγνώστες; Ισχύει;
Φίλοι που έχουν πάρει τα βιβλία μου και έχουν διαβάσει ποιήματα μου πιστεύουν ότι είμαι πεσιμίστρια. Αυτό ισχύει σε κάποιες περιπτώσεις, ανάλογα με τη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι. Παρ’ όλα αυτά προσπαθώ να βάλω χρώμα στο γκρίζο μου και στο γκρίζο γύρω μου…
Τι σε ενοχλεί και θα ήθελες να αλλάξει στον λογοτεχνικό χώρο; Τι σου αρέσει και θα ήθελες να μείνει ως έχει;
Αυτό που με ενοχλεί είναι οι κλίκες που υπάρχουν στον χώρο. Κάποιοι θεωρούν τους εαυτούς τους φτασμένους και δεν δίνουν χώρο σε νέους συγγράφεις και ποιητές. Μια ομάδα εντιμότατων που κλείστηκαν στο καλό σαλόνι και δεν θέλουν να μοιραστούν το γλυκό με κανέναν άλλον.
Με άριστα το 10, πού κατατάσσεις την συγγραφική σου ικανότητα και γιατί;
Με άριστα το 10… Βρίσκομαι στο πρώτο ακόμα σκαλί της ποίησης , σε μια σκάλα πολύ ψηλή. Αλλά καθώς λέει και ο Θεόκριτος στο «Πρώτο Σκαλί» του Καβάφη,
Εδώ που έφτασα, λίγο δεν είναι
Τόσο που έκαμα, μεγάλη δόξα
…και η ώρα σου να ανταποδώσεις την…. ιερή εξέταση που πέρασες από αυτή την ανακριτική συνέντευξη! Κάνε μια δική σου, λογοτεχνική ερώτηση-ταμπού για κάτι που θα ήθελες να μάθεις για τον δημιουργό αυτού του ερωτηματολογίου!
Ερώτηση που θα ήθελα να κάνω στον δημιουργό του ερωτηματολογίου…
Εσείς γιατί γράφετε φίλτατε;
Θεόφιλος Γιαννόπουλος : Σ’ ευχαριστώ πολύ για την απολαυστική μας συνέντευξη Μαρία, εύχομαι πάντα επιτυχίες στην λογοτεχνική σου διαδρομή!
Όσο για το ερώτημά σου σχετικά με το γιατί γράφω, η απάντηση είναι πως δεν γράφω, μα εξομολογούμαι….