Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στον Πειραιά. Σπούδασε στη σχολή Οικονομίας και Διοίκησης του τμήματος Λογιστικής στο ΤΕΙ Χαλκίδας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Ασχολείται με την ποίηση από τα παιδικά του χρόνια. Έχει πληθώρα δημοσιευμάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιητικές συλλογές του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στη βουλγαρική και στην αγγλική γλώσσα, ενώ σκόρπια ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα αλβανικά και στα πακιστανικά (ουρντού). Έχει λάβει μέρος σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια. Έκανε την πρώτη του δημοσίευση το 1993 ενώ κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή Τα Παράταιρα το 1997. Είναι μέλος των ομάδας «Ποίηση στην εποχή της εκποίησης» και «Ο κύκλος των». Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, του Ομίλου για την Unesco Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδας και της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.
Είναι ιδρυτικό μέλος του Νέου Πνευματικού Κύκλου Καλλιθέας και του Διεθνούς Πολιτιστικού Κέντρου «Ανάδρασις»
Διατηρεί μόνιμη στήλη κριτικής βιβλίου στο ηλεκτρονικό περιοδικό “Βακχικόν”. Διαχειρίζεται τα blogs: Ποιητικό σταυροδρόμι (www.poihtikostayrodromi.blog spot.com) και Πόρτες κλειστές (www. theoharis papadopoulos. blogspot.com).
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Τα παράταιρα, ποιήματα, 1997.
Κραυγές, ποιήματα, εκδ. Ιωλκός, 2009.
Ερείπια, ποιήματα, εκδ. ΡΕΩ, 2010.
Πρόσωπα Γνωστά, ποιήματα, εκδ. ΡΕΩ, 2011.
Ξερόκλαδα, ποιήματα, εκδ. ΡΕΩ, 2012.
Πρόγνωση καιρού, ποιήματα, εκδ. Vakxikon.gr, 2014.
Έξυπνες βόμβες, χαϊκού, εκδ. Μανδραγόρας, 2016
Ζηλεύω τα βράχια, Μανδραγόρας (2018)
Είπαμε ψέματα πολλά, Κέδρος (2019)
Μεταμοντέρνες Αυταπάτες, Μανδραγόρας (2021)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ
Πόρτες Κλειστές, μετάφραση επιλογής ποιημάτων στη βουλγαρική γλώσσα, Πλέβεν, 2012.
Locked doors, μετάφραση επιλογής ποιημάτων στην αγγλική γλώσσα, εκδ. Kentavar, Πλέβεν, 2014.
.
.
ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ (2021)
Έμπνευση
ΕΜΠΝΕΥΣΗ
Την έμπνευσή μου
δεν τη θέλω εύκολη
ρηχή και ανούσια
ρομαντικά και τρυφερά να με θωπεύει.
Τη θέλω άγρια και απρόσιτη.
Να της γυρεύω ένα φιλί
και να περνώ χίλιες φωτιές
μήπως και το κερδίσω.
Να της ζητώ να υποταχτεί
κι αυτή να κάνει αντάρτικο.
ΕΚΛΕΙΨΗ ΣΕΛΗΝΗΣ
Το φεγγάρι χάθηκε.
Στις ειδήσεις
μίλησαν για έκλειψη.
Το φεγγάρι εξαφανίστηκε
όχι για λίγες μέρες
μα για καιρό πολύ
ίσως για πάντα.
Κάποιοι ποιητές στενοχωρήθηκαν.
Δεν αυτοκτόνησαν
ούτε έκλαψαν καθόλου.
Μόνο είπαν
πως μαζί με το φεγγάρι
χάθηκε κι η έμπνευση
κι έπαψαν πια να γράφουν.
Κάποιοι λίγοι
συνέχισαν τους στίχους να σκαλίζουν.
Βρήκαν πως έχει κι η έκλειψη τους στίχους της
και πόση ποίηση κρύβει μια απουσία.
ΠΛΗΓΩΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ
Απόψε επισκέφτηκα ξανά
τα πληγωμένα όνειρά μου.
Έπλυνα με νερό
κι έδεσα τις πληγές τους.
Καμιά φορά
θέλουν φροντίδα και τα όνειρα.
Ποιος ξέρει;
Αν τα επισκέπτομαι συχνά
ίσως να γιάνουν.
ΧΩΡΙΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ
Κάθισες στο γραφείο
μ’ ένα τεράστιο χαρτί
κι ένα ολοκαίνουργιο μολύβι.
Η μέρα τέλειωσε.
Το χαρτί έμεινε λευκό
το μολύβι ακίνητο.
Πόσες φορές;
Κι εσύ ακόμα έχεις ξεχάσει.
Κάθε μέρα
από συνήθεια κάθεσαι να γράψεις.
Στερεύει η σκέψη
όταν δεν την προκαλείς.
Σκοτώνεται η έμπνευση
μπροστά από την οθόνη.
Σήψη
ΔΙΧΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟ
Ήμουν χωρίς τα ρούχα
κι εσύ δίχως πρόσωπο.
Μου δόθηκες
όπως σε όλους τους άλλους.
Όταν τελειώσαμε
πήρες τα λεφτά
κι έφυγες,
χωρίς μια λέξη να βγει απ’ τα χείλη σου.
Λίγες μέρες μετά
είδα τη φωτογραφία σου στην τηλεόραση.
Ήσουν επικίνδυνη, λέγανε
οροθετική.
Τότε πρόσεξα
ότι ήσουν εσύ
χωρίς ρούχα
κι εγώ με τα χέρια μου
έψαχνα να βρω
το πρόσωπό μου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Τεράστια διαφήμιση
το βλέμμα μαγνητίζει.
Σαστίζει ο νους
μπερδεύεται
κι άλογες σκέψεις κάνει.
Φυσά ο λίβας δυνατά
μεμιάς την κουρελιάζει
κι αποκαλύπτεται στο νου
απαίσια, κούφια κι άδεια.
Παρακμή
ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ
Εκείνος σταύρωσε τα χέρια
περιμένοντας το μοιραίο.
Εκείνη σταύρωσε τα πόδια
προκαλώντας το μοιραίο.
Εκείνος έβγαλε απ’ τα μάτια
μια υπόσχεση.
Εκείνη έβγαλε απ’ τα χείλη
ένα φιλί.
Εκείνος γδύθηκε
αφήνοντας μόνο την αφέλεια.
Εκείνη ντύθηκε με ψέματα.
Εκείνος γέλασε πρόστυχα.
Εκείνη έκλαψε βουβά.
Εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά.
Εκείνη πισωπάτησε.
Εκείνος άπλωσε το χέρι του.
Εκείνη του γύρισε την πλάτη. Εκείνος φώναξε.
Εκείνη έφυγε.
Έξω απ’ την πόρτα ο Έρωτας
γελάει πνιχτά.
Ο ΡΟΛΟΣ
Έπαιξες τον ρόλο σου χαλά.
Τον έζησες
τον έντυσες με πάθος.
Πλήθος σε θαύμασε.
Το χειροκρότημα θερμό
τράνταξε το σανίδι.
Και συ σκυφτός αποχωρείς
να βρεις καινούργιο ρόλο
με νέο πρόσωπο να βγεις
μη και ξεχάσεις το δικό σου.
ΠΑΥΛΟΣ ΦΥΣΣΑΣ
Ήταν ο Παύλος Φύσσας.
Θα μπορούσε να ήταν το παιδί σου
θα μπορούσε να ήταν ο αδελφός σου
θα μπορούσα να ήμουν εγώ
εγώ, που σου μιλώ αυτή την ώρα.
Θέλω να πω πολλά
κι η οργή μ’ εμποδίζει.
Μερικές φορές
η ποίηση γίνεται δράση.
Γιατί εκείνος που σκότωσε
θα ξανασκοτώσει
έναν ακόμα Παύλο Φύσσα
που θα μπορούσε να είναι το παιδί σου
που θα μπορούσε να είναι ο αδελφός σου
που θα μπορούσε να είσαι εσύ
εσύ, που με ακούς αυτή την ώρα.
.
ΕΙΠΑΜΕ ΨΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑ (2019)
ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ
Μπήκα στο σπίτι και διπλοκλείδωσα την πόρτα. Έριξα μια ματιά έναν γύρο και ηρέμησα. Το σπίτι ήταν όπως το είχα αφήσει. Έψαξα τα συρτάρια μου. Το σώμα του εγκλήματος βρισκόταν εκεί. Έπρεπε να προσέχω πολύ. Η αστυνομία έκανε συλλήψεις ακόμα και για μικρές ποσότητες κι εμένα τα συρτάρια μου ήταν τίγκα. Επειδή οι ποσότητες ήταν μεγάλες δεν θα με πήγαιναν μόνο για κατοχή, αλλά και για εμπορία, ενώ δεν είχα πουλήσει ποτέ, ούτε σκόπευα να το κάνω.
Από τότε που βγήκα στην παρανομία έχει αλλάξει όλη μου η ζωή. Κοιμάμαι και ξυπνάω με την ιδέα ότι μπορεί να με συλλάβουν. Όσοι έχουν μακριά μαλλιά και γένια είναι ύποπτοι. Εγώ, που είχα μαλλί μέχρι τη μέση, έχω κόψει τα μαλλιά μου κοντά. Ξυριζόμουν κάθε τρεις βδομάδες και τώρα ξυρίζομαι κάθε μέρα. Τι να πεις; Της κοντής καταστολής τής φταίνε οι τρίχες!
Κάθε φορά που βλέπω αστυνομικούς, αλλάζω δρόμο. Αν δω περιπολικό, τρέμω. Αν έχει αναμμένη τη σειρήνα, ακόμα χειρότερα. Βλέπω τις ομάδες ΔΙΑΣ και παρακαλώ τους δώδεκα θεούς, τον Χριστό, τον Βούδα, τον Αλλάχ, τον Κρίσνα και τη θεά Κάλι να μη με σταματήσουν. Μια φορά που με σταμάτησε ένας και μου ζήτησε ταυτότητα, κατουρήθηκα πάνω μου.
Ευτυχώς, δεν με θεώρησε ύποπτο. Τελευταία, έχω αρχίσει να υποπτεύομαι τους φίλους μου. Αν κάποιος με ρωτήσει κάτι που μου φαίνεται παγίδα, τον αποφεύγω. Και επειδή οι παγίδες είναι πολλές έχω αρχίσει να μην έχω φίλους.
Και να με τώρα στο σπίτι μου να φοβάμαι μην μπουκάρουν ξαφνικά και με συλλάβουν. Το σκέφτηκα πολλές φορές να βάλω φωτιά και να κάψω τα πάντα, αλλά το χέρι μου δεν πήγαινε. Σκέφτηκα να τα παρατήσω, αλλά είμαι πολύ εθισμένος για να καταφέρω κάτι τέτοιο.
Για να γλιτώσω από την αγωνία και να στρέψω κάπως την προσοχή μου αλλού, άναψα την τηλεόραση. Είχε την εκπομπή: «Κάντε πόλεμο κι όχι έρωτα», με καλεσμένη μια σύμβουλο διαζυγίου.
Κάτι τέτοιες εκπομπές έβλεπε η πρώην σύζυγός μου και με χώρισε. Η ανακάλυψη της παρανομίας μου ήταν το πρόσχημα. Πάντα πίστευα ότι ήθελε να βρει μια καλή αφορμή για να φύγει κι εγώ ο μαλάκας της την έδωσα.
Σκεφτόμουν να αλλάζω κανάλι όταν, ξαφνικά, η εκπομπή διακόπηκε και στην οθόνη είδα να εμφανίζεται με μεγάλα γράμματα το γνωστό: «ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ». Η δημοσιογράφος, εμφανώς αγχωμένη και με την αγωνία ζωγραφισμένη στο τέλεια μακιγιαρισμένο πρόσωπό της, ανακοίνωσε: «Νεαρός συνελήφθη με μικροποσότητα ποιημάτων. Θα δικαστεί με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Υπενθυμίζουμε ότι η ποινή που επιβάλλεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ισόβια αποχή από το διάβασμα».
Εκείνη την ώρα ακούστηκε η σειρήνα ενός περιπολικού. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα στον δρόμο. Το περιπολικό είχε σταθμεύσει έξω από την πολυκατοικία όπου έμενα. Ήταν ολοφάνερο. Είχαν έρθει για μένα.
Τα συρτάρια μου ήταν γεμάτα ποιήματα. Δεν έπρεπε να τα βρουν. Άρχισα να τα βγάζω από τα συρτάρια, μην έχοντας σκεφτεί ακόμα πού θα μπορούσα να τα κρύψω, αλλά δεν πρόλαβα. Το κουδούνι χτύπησε δυνατά τρεις φορές και μια αυστηρή φωνή ακούστηκε:
— Αστυνομία, ανοίξτε, αλλιώς θα σπάσουμε την πόρτα.
Βγήκα πάλι στο μπαλκόνι, ενώ ακουγόταν η πόρτα που έσπαγε. Μπροστά μου υπήρχε μόνο το κενό…
ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΑΚΙ
Σαββατοκύριακο μέσα στο κατακαλόκαιρο. Τι πιο όμορφο από μια εκδρομή στο Λουτράκι για μπάνιο; Πεντακάθαρη τεράστια παραλία (γκουχ! γκουχ! Το
απόγευμα γεμάτη σκουπίδια!). Εστιατόρια με υπέροχο φαγητό (πανάκριβα). Καφετερίες δίπλα στη θάλασσα (ξαπλώστρα με ομπρέλα, επίσης πανάκριβη) και ναυαγοσώστες ώστε να νιώθεις πάντα ασφαλής (οι περισσότεροι κάνουν καμάκι στην γκόμενα από δίπλα. Μπορεί και να μη δουν ότι πνίγεσαι!)
Εκδρομή στο Λουτράκι, λοιπόν, και ο πάτερ φαμίλιας πήρε το αμάξι, φόρτωσε τη γυναίκα του, τρισευτυχισμένη που θα πήγαινε για μπάνιο και θα έβλεπαν όλες το μαγιό-μπικίνι τελευταίας μόδας (αγορασμένο κατευθείαν από ένα καλάθι στο Μοναστηράκι), τη μικρή Λένα, που ακόμα δεν πήγαινε σχολείο (πάλι θα την κυνηγούσε σε όλη την παραλία) και τον Γιωργάκη, που είχε αρχίσει το σχολείο, μαζί και τις απορίες:
«Μπαμπά, τι είναι αυτό; Μπαμπά, τι είναι εκείνο; Μπαμπά, τι σημαίνει κερατάς;»
Να σε ρωτάει τι είναι κιλότα και να μην ξείρεις τι να του απαντήσεις. Και να τρέμεις μη ρωτήσει τίποτα χειρότερό. Η μήπως το ξέρει ήδη και σε ρωτάειγια να δει πώς θα αντιδράσεις και τι δικαιολογία θα βρεις;
Η οικογένεια μπήκε στο αμάξι. Ξεκίνησαν χωρίς απρόοπτα. Πέρασαν τα πρώτα διόδια. Λίγο αργότερα ο Γιωργάκης, που μέχρι τότε δεν είχε ανοίξει το στόμα του, έκανε την πρώτη – ευτυχώς ανώδυνη – ερώτηση:
– Μπαμπά, τι είναι αυτά τα άσπρα στρογγυλά εκεί κάτω;
– Είναι τα διυλιστήρια της Ελευσίνας, απάντησε ο μπαμπάς και άρχισε ένα υπέροχο οικολογικό κήρυγμα καταλήγοντας ότι τα διυλιστήρια είναι πολύ επικίνδυνα για την ατμόσφαιρα και προκαλούν μεγάλο κακό στους ανθρώπους.
Ο Γιωργάκης άκουγε με προσοχή. Του άρεσαν τα λόγια του πατέρα του, αλλά αυτή η λέξη «διυλιστήρια» πολύ ζόρικη, ρε παιδάκι μου.
Πρωί Δευτέρας στο σχολείο και ο δάσκαλος έβαλε έκθεση, με θέμα: «Πώς περάσατε το Σαββατοκύριακο». Το απόγευμα της ίδιας μέρας στο σπίτι του, ο δάσκαλος πήρε να διαβάσει την έκθεση του Γιωργάκη:
«Το Σαββατοκύριακο πήγαμε με τους γονείς και την αδερφή μου στο Λουτράκι για μπάνιο. Στον δρόμο περάσαμε και από τα δηλητήρια της Ελευσίνας, που τα λένε έτσι επειδή λερώνουν την ατμόσφαιρα και είναι
πολύ επικίνδυνα για τον άνθρωπο».
Δηλητήρια. Δεν έχει και άδικο, σκέφτηκε ο δάσκαλος, και συνέχισε το διάβασμα της έκθεσης.
ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Από μικρό με είχε πρήξει η γιαγιά μου: «Τα καλύτερα επαγγέλματα, αγόρι μου, είναι ο γιατρός και ο δικηγόρος». Πες από δω, πες από κει, με έπεισαν κι έγινα γιατρός.
Ύστερα από δέκα χρόνια φοιτητικής τεμπελιάς, αγροτικά, ειδίκευση και τα ρέστα, ήρθε η μεγάλη στιγμή να βγω στην πιάτσα. Τότε πήρα τη μεγάλη απόφαση. Θα έφευγα απ’ την Αθήνα και θα άνοιγα δικό μου ιατρείο στο χωριό μου. Ο προηγούμενος γιατρός είχε πάρει σύνταξη και οι συγχωριανοί μου με χρειάζονταν. Ήταν η μεγάλη μου ευκαιρία. Όσοι αρρώσταιναν στο χωριό σ’ εμένα θα βρίσκανε θεραπεία. Θα χεζόμουν στο τάλιρο! Κι αν δεν ήξερα και κάτι θα έστελνα τον άρρωστο στην πόλη, αφού θα είχα εξασφαλίσει πρώτα την αμοιβή μου.
Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο, γιατί βρέθηκα σε ένα χωριό που έσφυζε από υγεία. Εκεί πάνω στα κατσάβραχα και στον καθαρό
αέρα όλοι ήταν υγιείς. Μόνο εγώ αρρώστησα. Με το που πήγα, άρπαξα ένα γερό κρυολόγημα κι ανέβασα τριάντα εννιά πυρετό. Ψήθηκα κανονικά για μια ολόκληρη εβδομάδα. Πάλι καλά που μου πέρασε γιατί θα φώναξα γιατρό για τον γιατρό!
Η πελατεία μου ήταν ελάχιστη. Ευχόμουν να αρρωστήσουν όλοι και δεν αρρώσταινε κανείς. Κι έχω γεννηθεί Σάββατο! Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορεί. Κάποια κατάρα θα με κυνηγούσε.
Έτσι, φτωχό και στενεμένο όπως ήμουνα, με βρήκε η τύχη μου η παράξενη και μου χτύπησε την πόρτα. Δηλαδή, την πόρτα την χτύπησε ο ζωέμπορας ο Μήτσος. Μπήκε μέσα κουβαλώντας ένα αρνί στις πλάτες
του.
– Ε, κυρ Κώστα, μου κάνει. Γιατρός δεν είσαι του λόου σου;
– Ε, τι θες να ’μαι, κυρ Μήτσο ’μ;
Μου δείχνει το αρνί.
– Ετούτο δω το μανάρ, κυρ Κώστα μου, θέλω να το πλήσω.
– Να το πλήσεις σ’ εμένα, όχι. Δεν ματαπαίρνω τίπουτα απού σένα.
– Δεν θέλω να το πλήσω σ’ εσένα, κυρ Κώστα μου άλλος μου το γυρεύει.
-Τότε, γιατί το ’φερες σ’ εμένα; ^
– Είν’ άρρουστο, κυρ Κώστα μου. Πουλύ άρροουστο. Τρέμει ολούκληρου. Δεν του βλεπς; Γιατρός δεν είσαι του λόου σου;
— Γιατρός είμαι γι’ ανθρώπους.
Βγάζει τότε ένα μάτσο χαρτονομίσματα και μου το δείχνει.
— Αν το κάνεις καλά, ούλα τούτα που βλεπς είναι δικά σου.
Τι να κάνω κι εγώ ο καψερός; Η φτώχεια, βλέπεις. Φόρεσα τα ακουστικά μου και στρώθηκα στη δουλειά. Σε μια ώρα το αρνί είχε γίνει καλά!
Ούτε εγώ δεν περίμενα τέτοια επιτυχία. Τσέπωσα τα λεφτά και καμάρωνα.
Την άλλη μέρα χτύπησε η πόρτα και να σου δέκα χωριανοί απέξω, ο καθένας κι από ένα ζώο δίπλα του. Ο Μήτσος με είχε κάνει βούκινο. Σκέφτηκα να τα βροντήξω όλα και να φύγω απ’ το χωριό, έλα, όμως, που είχα ανάγκη τα λεφτά. Πήρα το σοβαρό μου ύφος και από γιατρός έγινα κτηνίατρος.
Ο ΤΟΥΑΛΕΤΑΡΧΗΣ
Μεγάλη υπόθεση από κει που είσαι φαντάρος να σε κάνουν δεκανέα. Από απλός φαντάρος του κλότσου και του μπάτσου γίνεσαι κάτι, βρε παιδί μου. Έτσι πίστευα.
Όταν έγινα δεκανέας όλα πήγαιναν πρίμα. Οι φαντάροι της σειράς μου είχαν πάψει να με σφαλιαρίζουν και μπορούσα να διατάζω τους νεότερους. Χαιρόμουν που δεν θα χρειαζόταν να ξανακάνω αγγαρεία, ούτε να ξανακαθαρίσω τουαλέτες. Μέχρι που έκανε την εμφάνισή του ο ταξίαρχος.
Ο ταξίαρχος ήρθε ένα πρωί για επιθεώρηση. Ήμασταν όλοι στην τρίχα. Καθαρές στολές, γυαλισμένα άρβυλα. Τα κρεβάτια στρωμένα τόσο καλά, που να πετάς πενηντάλεπτο απάνω και να κάνει σβούρες. Τα πατώματα όλα άψογα να αστράφτουν, τόσο που να μπορεί ο ταξίαρχος να δει τη μούρη του μέσα. Και, φυσικά, οι τουαλέτες πεντακάθαρες. Σαν να μην είχε χέσει άνθρωπος ποτέ εκεί μέσα.
Πέρασε ο ταξίαρχος από τους θαλάμους, έριξε μια ματιά σε όλους τους φαντάρους, φχαριστήθηκε, έβηξε, ξερόβηξε και είπε στον διοικητή μας:
– Μια χαρά. Για να δω και τις καλλιόπες!
Και τράβηξε για τις τουαλέτες βλοσυρός. Σε λίγο ακούστηκε η αγγελική γαϊδουροφωνάρα του:
– Μπουρδούμπαση! Έλα αμέσως εδώ!
Ο διοικητής μας έτρεξε στις τουαλέτες. Τι είχε γίνει; Δεν ξέρω πώς, ελάχιστα λεπτά μετά τον καθαρισμό των τουαλετών, κάποιος φαντάρος θυμήθηκε να κάνει το χοντρό του και, μες στη βιασύνη του, ούτε καζανάκι
δεν τράβηξε. Έτσι, μπαίνοντας ο ταξίαρχος στην πρώτη τουαλέτα που βρήκε ανοιχτή, βρήκε μια κουράδα να του χαμογελά! Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Έριξε βρισιές. Έριξε κατάρες. Έριξε καμπάνες. Και είπε ότι θα ξανάρθει σε μερικές μέρες αιφνιδιαστικά και, αν δεν βρει τις καλλιόπες να λάμπουν, μαύρο φίδι που μας έφαγε.
Όταν έφυγε ο ταξίαρχος, άκουσα τον διοικητή να με φωνάζει:
– Καραλούφα! Έλα εδώ, μωρέ στραβούλιακα!
– Διατάξτε, ταγματάρχα!
– Δεκανέας δεν είσαι του λόγου σου;
– Μάλιστα, κύριε ταγματάρχα.
– Θα σου δώσω μια υπεύθυνη θέση. Μόλις τελειώνει ο καθαρισμός των τουαλετών, θα τις επιθεωρείς. Θα σου δίνουν αναφορά οι φαντάροι που τις καθαρίζουν και, αν δεν τις έχουν καθαρίσει καλά, θα τους βάζεις να τις καθαρίσουν ξανά. Θέλω οι τουαλέτες να λάμπουν. Σε ανακηρύσσω τουαλετάρχη!
Και να ‘τανε μόνο αυτό. Με έβγαλε στην αναφορά και με παρουσίασε ως τουαλετάρχη μπροστά σε όλους τους φαντάρους. Μετά όλοι μου λέγανε:
– Γεια σας, κύριε τουαλετάρχα!
Σε μερικές μέρες, ο ταξίαρχος ξανάρθε. Ευτυχώς, τα πάντα ήταν στην εντέλεια. Όταν είδε τις τουαλέτες, ρώτησε:
– Ποιος είναι υπεύθυνος για την καθαριότητα στις καλλιόπες;
Βγήκα μπροστά και είπα με όλη τη δύναμη της γαϊδουροφωνάρας μου:
– Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω. Στρατιώτης Καραλούφας τρίτης μεραρχίας, όγδοου συντάγματος, τέταρτου λόχου, δεκανέας τουαλετάρχης.
Δεν κρατήθηκε ο ταξίαρχος και έσκασε στα γέλια. Εγώ, πάλι, ήμουν έτοιμος να εκραγώ, αλλά εισέπραξα μια δεκαήμερη τιμητική και τα ξέχασα όλα.
ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΝΙΑ ΧΡΟΝΩΝ
Πριν από μερικά χρόνια, ταξιδεύοντας με το καράβι για τη Μήλο, θυμήθηκα τον κυρ Θανάση, έναν από τους χαρακτηριστικούς Μηλιούς που είχα γνωρίσει.
Ήμουν έφηβος, εκεί γύρω στα δεκαπέντε, όταν πήγα για πρώτη φορά στο νησί. Η περιέργεια με έκανε να επισκεφθώ το παραδοσιακό καφενείο του χωριού. Εκεί είδα τον κυρ Θανάση. Ήταν ένας άκακος γέρος και, απ’ ό,τι μπορούσα να καταλάβω, ο μεγαλύτερος σε ηλικία θαμώνας του καφενείου. Έπινε τον καφέ του και ήταν χαμογελαστός. Τότε, ένας νεαρός, περίπου
σαν κι εμένα στην ηλικία, πλησίασε τον κυρ Θανάση.
– Καλημέρα, παππού.
– Καλημέρα, παιδί μου.
– Πόσων χρόνων είσαι, παππού;
– Ενενήντα εννιά.
– Να τα εκατοστίσεις!
Το πρόσωπο του κυρ Θανάση αγρίεψε και τα μάτια του κοκκίνισαν:
– Τον κακό σου τον καιρό. Έναν χρόνο θα ζήσω ακόμα;
Αργότερα έμαθα ότι όλοι ήξεραν την ηλικία του κυρ Θανάση. Τα παιδιά τον πείραζαν, επειδή ήξεραν ότι νεύριαζε με την ευχή που του έδιναν.
Πήρα κι εγώ μέρος στο παιχνίδι. Κάθε μέρα πήγαινα στο καφενείο. Ήξερα ότι θα βρω τον κυρ Θανάση εκεί.
– Καλημέρα, παππού, του έλεγα.
– Καλημέρα, παιδί μου.
– Πόσων χρόνων είσαι, παππού;
– Ενενήντα εννιά.
– Να τα εκατοστίσεις!
– Τον κακό σου τον καιρό. Έναν χρόνο θα ζήσω ακόμα;
Κάποτε το ’μαθαν οι μεγάλοι και μας μάλωσαν.
– Και τι να λέμε, δηλαδής; είπε ο Γιαννάκης. Να τα χιλιάσει;
Όταν έφτασα στη Μήλο, αποφάσισα να περάσω μια βόλτα κι από το καφενείο. Μπήκα μέσα, αλλά ο κυρ Θανάσης δεν ήταν εκεί. Ρώτησα τον καφετζή:
– Κυρ Κώστα. Πού είναι ο κυρ Θανάσης της Χαρίκλειας;
– Έχει πεθάνει εδώ και δύο χρόνια.
– Πόσων χρονών πήγε, τελικά;
-Εκατόν πέντε.
Γύρισα και κοίταξα την άδεια θέση του. Ένιωσα μια ικανοποίηση που οι ευχές μας δεν έπιασαν και μια λύπη που δεν θα μπορούσε πια να μου πει:
– Τον κακό σου τον καιρό. Έναν χρόνο θα ζήσω ακόμα;
.
ΖΗΛΕΥΩ ΤΑ ΒΡΑΧΙΑ (2018)
ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ
Στο τραπέζι ένα σημάδι,
σαν πληγή.
Τα πιάτα σπάσανε,
ράγισαν τα ποτήρια.
Τα βλέμματα παγώσανε,
τρεμούλιασαν τα χείλη.
Τόσο δυνατή,
τόσο βαριά,
σεισμός, που τράνταξε το σπίτι,
μια κουβέντα.
Η ΠΟΛΗ
Ξημερώνει.
Η πόλη δεν ξυπνά.
Έρημοι οι δρόμοι,
βουβά τα πεζοδρόμια,
θολά τα τζάμια στα παράθυρα.
Κρύος ο άνεμος
φέρνει βρομιά κι ανατριχίλα.
Απόμακρη βουή απ’ τ’ αυτοκίνητα.
Ψιθυριστά μουρμουρητά απ’ τους ανθρώπους.
Λες κι όλα γύρω σου είναι όνειρο,
που χάθηκε.
Μα η πόλη δεν λέει να ξυπνήσει.
ΦΥΛΑΚΗ
Σε βάλανε στη φυλακή,
έκλεισε η πόρτα,
όρμησε σκοτάδι.
Το έγκλημά σου;
Γύρεψες να μην πεινάει κανένας.
Πιάνεις τα κάγκελα με οργή,
πέφτεις στα γόνατα,
δακρύζεις.
Μη σκύβεις.
Κράτα ψηλά το κεφάλι
να σηκωθούνε κι άλλοι.
Να γκρεμιστούν,
οι φυλακές του κόσμου.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ
Πλανόδιος πωλητής σε μια γωνιά,
στο πεζοδρόμιο στήνει την πραμάτεια.
Όλη η περιουσία του
τα δυο κουτιά.
Κουβέντα ζητάει απ’ τους περαστικούς,
μα εκείνοι προσπερνάνε.
Σχο πεζοδρόμιο η ώρα δεν περνά.
Πλανόδιος πωλητής σε μια γωνιά
κι η μοναξιά,
ο πιο συχνός πελάτης.
ΚΑΠΝΟΣ
Μαύρος καπνός
βγαίνει απ’ τα χαλάσματα.
Φτάνει στον ουρανό,
τον ζωγραφίζει.
Τι παράξενα σχήματα,
αγνώριστα.
Στον τόπο αυτόν
λησμόνησαν τις ζωγραφιές.
Στον τόπο αυτόν
ξέχασαν την ειρήνη.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ
Στέκεσαι στη σκιά
κάτω απ’ τα δέντρα.
Μένεις εκεί,
δεν το τολμάς
να δεις κατάματα τον ήλιο.
Δεν κινδυνεύεις,
είσαι πάντα ασφαλής.
Μία ζωή
μένεις μονάχος
στη σκιά σου.
ΣΥΝΘΗΜΑ
Παράξενο το σύνθημα στον τοίχο.
Ώρες να το εξηγήσεις προσπαθείς.
Διαβάζεις πονηρά
πίσω απ’ τις λέξεις.
Άδικος κόπος,
νόημα κανένα.
Πάψε το διάβασμα, λοιπόν,
δεν ωφελεί.
Άσε τον τοίχο.
Άκου το σύνθημα στους δρόμους.
ΤΑ ΒΡΑΧΙΑ
Τεράστια βράχια,
ορθώνονται με θάρρος.
Δεν τα τρομάζουν κεραυνοί,
βροχές δεν τα φοβίζουν.
Χίλιες ρωγμές,
βαθιές πληγές,
άνοιξε ο χρόνος στο κορμί τους.
Στέκουν ορθά
κι ακόμα πολεμάνε
να μην πέσουν.
Τα ζηλεύω.
.
ΕΞΥΠΝΕΣ ΒΟΜΒΕΣ (2016)
ΧΑΪΚΟΥ
Σελίδα λευκή.
Σε φέρνω στη σκέψη
να τη γεμίσω.
*
Το σουλούπι του
ήταν διαφορετικό.
Τον σκοτώσανε.
*
Τα είπαν όλα.
Της έπιασε κουβέντα
με μια του ματιά.
*
Σκληρή η νύχτα.
Μου χρέωσε ακριβά
τον κάθε στίχο.
*
Μία εικόνα:
χίλιες λέξεις αξίζει
ένας του στίχος.
*
Μάτωσα πάλι
μα δεν παραδίνομαι.
Τον στίχο ψάχνω.
*
Ανεκπλήρωτα
όλα τα όνειρά σου
μα δεν ξύπνησες
*
Σαν σκύλος πιστός
παντού με ακολουθεί
ένα της βλέμμα.
*
Αλληλεγγύη
την ψάχνω στις μέρες μας.
Άγνωστη λέξη.
*
Ματαιότητες.
Με ολόχρυσους σταυρούς
στολίζουν τάφους.
*
Τους βαρέθηκα
τόσο πολύ να μιλούν
χωρίς ν’ ακούνε.
*
Σε αμφισβητώ,
μου είπε θυμωμένος
ο καθρέφτης μου.
*
Τι πιο τραγικό;
Να κάνω διάλογο
με τη σιωπή σου.
*
Όλα βιαστικά.
Με γρήγορες κινήσεις
αναλώνομαι.
*
Έρωτας είναι;
Ποιος θα μπορούσε να πει;
Το βλέμμα μόνο.
*
Είναι ποιητής.
Χειροβομβίδες πετά
γράφοντας στίχους.
*
Αλληλεγγύη
Μια λέξη που τρέμει
ο βολεμένος
*
Σήμα κινδύνου
στέλνω απ’ τη γέφυρα.
Τ’ όνειρο σώσε.
*
Τον συλλάβανε.
Σε ώρες ανάπαυσης
έγραφε στίχους.
.
ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙΡΟΥ (2014)
ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ
Κλείδωσες την πόρτα δυο φορές,
έβαλες μια κλειδαριά ασφαλείας,
έκρυψες τα κλειδιά.
Μετά από λίγο καιρό,
άλλαξες την πόρτα,
έβαλες θωρακισμένη.
Άδικος κόπος.
Ό,τι κι αν κάνεις,
βρίσκει τον τρόπο να τρυπώνει η μοναξιά.
ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙΡΟΥ
Βροχές και καταιγίδες στα νησιά,
βροχές τρέχουν στα μάτια σου τα δάκρυα.
Άνεμοι ισχυροί στα πεδινά,
στο έλεος των ανέμων το κορμί σου.
Χιόνια στα ορεινά,
χιονίζει στην καρδιά σου.
Νιώθεις παγωμένος γιατί ζεις,
σε άχαρη και κρύα κοινωνία.
ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ
Το χώμα αχνίζει,
βράζει η γη,
βρυχάται η λάβα.
Τρίζουν συθέμελα τα σπίτια,
ραγίζουνε οι τοίχοι.
Χλωμά τα πρόσωπα.
Τρέμουν τα χέρια,
τα γεμάτα δαχτυλίδια.
Είναι ηφαίστειο η εργατιά
κι η λάβα της,
την πλάση θα καλύψει.
ΦΩΤΑ
Χιλιάδες φώτα γύρω σου.
Όλα αναμμένα,
ακόμα και τη μέρα.
Λάμπες, κεριά, πολυέλαιοι,
σε όλο το σπίτι,
σαν γιορτή.
Κι αν κάποιο σβήσει,
αμέσως το ανάβεις.
Να μη φανεί,
η σκοτεινή καρδιά σου.
ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ
Σάββατο βράδυ,
όλοι ετοιμάζονται να βγουν,
ντύνονται όμορφα,
φοράνε τα καλά τους,
διασκεδάζουνε,
φτάνουν στ’ αυτιά σου οι φωνές τους.
Σάββατο βράδυ,
ετοιμάστηκες να βγεις
και που να πας,
δεν έχει σημασία.
Μόνο μια φορά να βγεις κι εσύ,
μήπως πιστέψεις πως μπορείς
να ξεχαστείς κι εσύ
και να ξεχάσεις.
ΠΑΛΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Ερήμωσε η παλιά γειτονιά.
Τα σπίτια γέρασαν,
αδειάσανε οι δρόμοι.
Έχουν πολύ καιρό να ακουστούν,
γέλια χαρούμενων παιδιών.
Στους δρόμους κουρασμένα αυτοκίνητα,
στα πεζοδρόμια αποσταμένοι πεζοπόροι.
Κι εγώ βαδίζω κουρασμένος στα στενά της.
Εκεί μεγάλωσα.
Τι κι αν τα χρόνια πέρασαν;
Ξαναγυρνώ συχνά μες στα στενά της.
ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ
Τρέμουμε να βγούμε μόνοι μας στο δρόμο.
Ναρκωτικά μες στις γωνιές παραμονεύουν.
Γενιά της καφετέριας,
άσσοι στο τάβλι,
γνώστες στα αθλητικά,
στα περιοδικά μελετάμε διαφημίσεις.
Κάθε μέρα,
κλείνουμε τ’ αυτιά μας,
σε λέξεις που παράξενα ηχούν:
Παλαιστίνη, Ιράκ, Αφγανιστάν,
Νατζάφ, Φαλούτζα και Βαγδάτη.
ΞΕΣΠΑΣΜΑ
Θέλεις να ξεσπάσεις,
να πεις τον πόνο σου,
να σηκωθεί,
η πέτρα απ’ την καρδιά σου.
Να ελαφρώσει λίγο ο νους.
Θες να τα πεις.
Άραγε που;
Θυμάσαι που λέγαν’ οι παλιοί:
Κι οι τοίχοι έχουν αυτιά.
Μα φαίνεται κι αυτοί
πως κλείσανε τ’ αυτιά τους.
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Κοιτάζεις τις παλιές φωτογραφίες.
Τα μάτια σου βουρκώσανε,
το βλέμμα σου δακρύζει.
Κάποιες σου φαίνονται θολές,
τα χρώματα σβησμένα.
Ίσως ξεθώριασαν,
στο διάβα του καιρού.
Μα πως μπορούν αυτές
να ‘ναι θαμπές;
Είναι τα μάτια σου θολά,
από τα δάκρυα.
Η ΟΘΟΝΗ
Μια οθόνη κοιτάς με τις ώρες.
Τα μάτια καρφωμένα,
το βλέμμα εκστατικό.
Μια οθόνη στα μάτια σε κοιτάζει.
Ματιά φιδιού η ματιά της,
σε μαγεύει,
το βήμα σου οδηγεί.
Αργά, με χίλιες γαλιφιές,
σε θανατώνει.
Ο ΚΑΙΡΟΣ
Απόψε,
έφτιαξε λίγο ο καιρός,
ζεστάθηκε η καρδιά,
τα σύννεφα ημέρεψαν,
γαλήνεψε η πλάση.
Μια σπίθα ελπίδας:
Θα ανάψει φλόγα, κάποτε,
τον κόσμο να ζεστάνει.
Η ΜΕΡΑ
Ξημέρωσε η μέρα,
μα δεν φέγγει.
Σκοτάδι μαύρο,
σου πλακώνει την καρδιά.
και συ να νιώθεις
πως βαδίζεις στα τυφλά
κι ας φέγγει ο ήλιος
γύρω σου και μπρος σου.
.
ΞΕΡΟΚΛΑΔΑ (2012)
ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
Ώρες κοιτάζω το απέναντι μπαλκόνι.
Κάγκελα υψώνονται μπροστά μου.
Κάγκελα στο μπαλκόνι μου,
κάγκελα στο απέναντι μπαλκόνι.
Μια φυλακή κατάντησε η ζωή μας.
Βράδιασε κι ακόμα περιμένω.
Απέναντι κοιτάζω συνεχώς,
μέσα απ’ τα κάγκελα,
γυρεύω μια ματιά σου
ν’ απελευθερωθώ.
ΑΛΛΑΓΗ
Άφησες γένια,
άφησες μουστάκι,
έβαλες μαύρα γυαλιά,
άφησες μακριά μαλλιά.
Πάντα ήθελες ν’ αλλάξεις,
να φτιάξεις νέα ζωή.
Δύσκολα αλλάζει ο άνθρωπος,
λάθος προσπάθησες.
Άλλαξες πρόσωπο,
δεν άλλαξες ζωή.
ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ο ήλιος μπαίνει απ’ το παράθυρο,
σε φωτίζει,
παίζει μαζί σου,
στο κορμί σου φτιάχνει σχήματα,
κλείνει σε μια ηλιαχτίδα τη ματιά σου,
σε χαϊδεύει απαλά,
τα χείλη σου φιλάει,
σε ναρκώνει.
Κι εγώ,
θέλω να μπω απ’ το παράθυρο,
σαν ήλιος,
να κλέψω την καρδιά σου.
Η ΣΦΑΙΡΑ
Άδειασες τ’ όπλο,
μέτρησες τις σφαίρες,
έλειπε μια,
δεν σκότωσες κανένα,
τα χέρια σου για έγκλημα δεν κάνουν.
Τη νύχτα το γεμίζεις,
την αυγή μια σφαίρα λείπει.
Είναι που κάθε βράδυ που πονάς,
πυροβολείς ξανά τον εαυτό σου.
ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Μια πεταλούδα τριγυρνά,
μεγάλη φλόγα πλησιάζει,
πέφτει με πάθος στη φωτιά
και τη ζωή της θυσιάζει.
Κι εγώ τριγύρω σου πετώ
κι εσύ σαν φλόγα θε ν’ ανάψεις.
Να πλησιάσω πιο κοντά
σαν πεταλούδα να με κάψεις.
ΞΕΡΟΚΛΑΔΑ
Πέσανε στο χώμα τα ξερόκλαδα,
τα πάτησαν
και βγάλανε κραυγή.
Στερήθηκαν για μήνες το νερό.
Μαύρο το χώμα που μεγάλωσαν.
Τώρα που πέσανε στη γη,
ψάχνουν μια σπίθα,
να πέσουν μέσα στη φωτιά,
να γίνουνε προσάναμμα,
για την καινούργια γέννα,
που θα χιμήξει σα θεριό,
τον κόσμο για ν’ αλλάξει.
ΠΑΤΗΜΑΣΙΕΣ
Πολλές πατημασιές μες το δωμάτιο.
Άλλες ζωηρές
κι άλλες που μόλις αχνοφαίνονται.
Ρίχνεις νερά,
τρίβεις με σκούπα,
σφουγγαρίζεις.
Θέλεις το δωμάτιο καθαρό.
Όλα μάταια.
Οι πατημασιές σε ξεγελούν.
Δεν σβήνονται ποτέ οι αναμνήσεις!
ΤΙ ΦΤΑΙΕΙ
Ψάχνεις να βρεις τι φταίει
κι όλα χάθηκαν.
Ιδέες που ξέφτισαν,
φθαρμένα ιδανικά.
Όλοι οι φίλοι σε παράτησαν,
έπρεπε λίγο να σκεφτούν για το καλό τους.
Έμεινες μόνος σου να σκέφτεσαι,
μη διάλεξες το λάθος μονοπάτι.
Όχι, δεν είναι λάθος η συνείδηση.
Δώσε τη μάχη σου,
τίμα το ιδανικό σου.
Αλλάζει ο κόσμος.
Φτιάξε τη γη που ονειρεύτηκες.
Γιατί δεν είναι λάθος η συνείδηση,
γιατί δεν κάνει λάθος η καρδιά σου.
ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Άνοιξε το παράθυρο,
να μπει αέρας καθαρός,
να μπει το φως του ήλιου
κι αν μπει βροχή,
να τη δεχτείς,
να την καλωσορίσεις
κι αν έρθει παγωνιά,
μην την αφήσεις έξω.
Σαν η καρδιά είναι ζεστή
τίποτα δε φοβάται.
ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ
Ανοίγεις το συρτάρι,
χιλιάδες αναμνήσεις ξεπηδούν.
Ψάχνεις τριγύρω, σκέφτεσαι, θυμάσαι,
γελάς με τις καλές στιγμές,
δακρύζεις με τις μαύρες.
Κάθε αντικείμενο,
κρύβει μια ιστορία
και το συρτάρι,
κρύβει μια ζωή.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
Σ’ ένα γράμμα όλη η αλήθεια,
αφού δεν βρήκες θάρρος να την πεις.
Μελάνι κόκκινο,
λίγες λέξεις ματώνουν το χαρτί.
Κάθε μέρα,
ήθελες όλα να τα πεις,
να ελαφρώσεις,
μα σαν ερχόταν η στιγμή,
τα λόγια κρύβονταν.
Τώρα το χέρι τρέμει στο χαρτί.
Σ’ ένα γράμμα όλη η αλήθεια.
Σ’ ένα γράμμα ολόκληρη η ζωή.
ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ
Κάγκελα στο στρατόπεδο,
σαν φυλακή.
Συρματοπλέγματα τυλίγουν την καρδιά σου.
Μοιάζουν με φίδια που τυλίγουνε το νου,
υπακοή και υποταγή θέλουν να δείχνεις.
Μα κάθε νύχτα,
νοερά πηδάς τα κάγκελα
και δραπετεύεις.
ΤΟ ΡΟΛΟΪ
Το βλέμμα καρφωμένο στο ρολόι.
Το ρολόι σταματημένο σε κοιτά.
Τόσο καιρό,
το κοίταζες,
ο χρόνος δεν περνούσε.
Τώρα με μίσος το κοιτάς,
αφού κατάλαβες,
πως πέρασε η ζωή
κι εσύ δεν πρόλαβες να ζήσεις.
.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΓΝΩΣΤΑ (2011)
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Δεν ξέρεις τι να γράψεις πια,
τα λόγια στέρεψαν,
χαθήκανε οι λέξεις.
Μονάχα μουτζουρώνεις το χαρτί,
η ώρα να περάσει.
Κλείνουν τα μάτια,
ταξιδεύει ο νους,
ο ύπνος σε παίρνει στα φτερά του,
το όνειρο ξαπλώνει στο χαρτί
και γράφει ποίημα!
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ
Βάδιζες πάντα
στην άκρη του δρόμου.
Φοβόσουν τη μέση,
μην τύχει κάτι,
μην πάθεις τίποτα,
μη σκοτωθείς.
Κάποτε τόλμησες,
ο δρόμος άνοιξε την αγκαλιά του,
σε δέχτηκε
κι όσοι έμειναν στην άκρη,
σε ζηλεύουν.
ΚΑΗΜΟΣ
Πολύτιμο κρασί μες το ποτήρι.
Πίνεις γουλιά – γουλιά κι απολαμβάνεις,
ξεχνιέσαι και δεν ξέρεις πια τι κάνεις
κι αρχίζει στο μυαλό σου πανηγύρι.
Χτυπάς με τη γροθιά σου το τραπέζι,
ποτήρι και μπουκάλι παρασέρνεις,
θες να πεις κάτι δεν τα καταφέρνεις
και βλαστημάς τη μοίρα που σ’ εμπαίζει.
Σώνεται το κρασί μες το ποτήρι.
Η πίκρα πιο βαριά ξαναγυρίζει.
αρρώστια το κορμί σου το θερίζει
κι ο νους ψάχνει να βρει κάπου να γείρει.
Σπασμένο το μπουκάλι σε κοιτάζει,
ματώνει το κορμί σου το μαχαίρι,
που κάρφωσες με το ‘να σου το χέρι
μη διώξεις τον καημό που σε σπαράζει.
ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ
Άδειο μπουκάλι πάνω στο τραπέζι,
άδειο το βλέμμα σου πλανιέται.
Πριν από λίγο έπινες με πάθος,
μήπως και σβήσει η φωτιά στα σωθικά σου,
μη ξεδιψάσει ο νους,
μη ξεγελάσεις τον καημό,
μη σβήσει ο πόνος.
Κάθε βράδυ,
ένα μπουκάλι αδειάζεις
μη και γεμίσεις τάχα τη ζωή σου.
Ο ΣΤΙΧΟΣ
Μπαίνεις στο δωμάτιο σκεπτικός,
παίρνεις τα χαρτιά σου,
τ’ απλώνεις στο τραπέζι ένα γύρω,
μ’ ένα μολύβι ταξιδεύεις στο χαρτί.
Δίπλα το τζάκι καίει αργά,
η φλόγα ζωηρή σου κουβεντιάζει.
Σκίζεις χαρτιά,
τα ρίχνεις στη φωτιά,
να μεγαλώσει η φλόγα,
να στάξει πάνω στο χαρτί
και στίχος πύρινος να γίνει.
ΣΥΝΤΟΜΑ
Σύντομα θα πιάσουμε λιμάνι.
Δεν θα βλέπουμε μόνο θάλασσα,
δεν θα μας φοβίζει ο ουρανός,
δεν θα μας τρομάζουν οι φουρτούνες.
Σύντομα θα πιάσουμε λιμάνι,
η ψυχή απάγκιο να βρει.
Η ΜΑΧΗ
Σ’ αυτόν τον τόπο,
η μουσική έχει σωπάσει από καιρό,
το τραγούδι έσβησε απ’ τα χείλη,
τα πουλιά πετάξανε μακριά,
μαράθηκαν στους κήπους τα λουλούδια.
Η μάχη όμως εδώ δε σταματά,
ο θάνατος δεν νίκησε ακόμα.
Παλεύεις και δεν πέφτεις, προχωράς
κι η μουσική στο βάθος ξαναρχίζει.
ΜΕΛΩΔΙΑ
Ακούς τη μελωδία στο σκοτάδι,
ο νους σου ταξιδεύει,
καράβι η ψυχή σου στ’ ανοιχτά.
Φουσκώνει η θάλασσα,
κύματα σε σκεπάζουν,
βουλιάζει το καράβι.
Η μελωδία δε σταματά
ΠΡΟΣΩΠΑ ΓΝΩΣΤΑ
Πρόσωπα γνωστά,
κάθε μέρα σε κοιτάζουν
κι αν κάθε τόσο αλλάζουν,
ξέρεις ότι είναι τα ίδια.
Φορούν τα ίδια ψεύτικα χαμόγελα
κι εσύ χαμογελάς πικρά,
σαν πρόσωπο γνωστό,
που δεν κατάφερε ν’ αλλάξει.
ΠΥΡΚΑΓΙΑ
Περπατούσες στο δάσος στην πλαγιά,
μύριζε ο άνεμος πεύκο και θυμάρι,
πουλάκια κελαηδούσαν στα κλαδιά,
εξαίσια μελωδία παντού χυμένη,
δίπλα σου πολύχρωμα λουλούδια.
Λαμπάδιασε το δάσος στην πλαγιά,
μύρισε ο άνεμος καμένο πεύκο
και θάνατο.
ΑΣΧΗΜΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Σωροί στα πεζοδρόμια λογιών – λογιών σκουπίδια,
τα δάση καταντήσανε στάχτες κι αποκαΐδια,
τροχαία δυστυχήματα στους δρόμους κάθε μέρα,
το νέφος έγινε θεριό και πνίγει τον αέρα.
Μ’ άλικο χρώμα βάφτηκαν ειρήνης περιστέρια
και βγάζουμε τα μάτια μας με τα δικά μας χέρια,
το χρήμα βγαίνει νικητής κι ο νους βγαίνει χαμένος.
Άσχημος κόσμος, βρώμικος, διαβολικά πλασμένος.
ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ
Ξεκίνησες και πάλι το ταξίδι,
το λιμάνι σε χαιρέτισε βουβά
βουβός κι εσύ στην κουπαστή κοιτάς.
Χάνεται στο βάθος το λιμάνι,
δυο δάκρυα στα μάγουλα κυλούν.
Μήπως δεν είναι η μοίρα σου γνωστή;
Σαν τα καράβια κι εσύ
να μένεις λίγο στο λιμάνι
και να φεύγεις.
ΣΚΑΚΙ
Πέταξες τα πιόνια σε μια άκρη.
Οργή ματώνει την καρδιά
που έχασες ακόμα μια παρτίδα.
Σου πήραν τη βασίλισσα,
τον πύργο, το αλογάκι,
όλα τα πιόνια,
σ’ άφησαν γυμνό.
Μία φιγούρα σε λυπάται στον καθρέφτη.
Να σου θυμίσει πως είσαι κι εσύ ένα πιόνι,
στο έλεος της μοίρας αφημένο.
ΤΟ ΒΑΡΟΣ
Δεν έχω τι να γράψω πια.
Οι λέξεις σώθηκαν,
έλιωσαν τα μολύβια,
το χέρι απόμεινε μετέωρο,
το δάκρυ κύλησε στα μάγουλα,
λύγισε το χαρτί,
δεν άντεξε την πίκρα.
Της μοναξιάς ασήκωτο το βάρος.
ΤΟ ΓΕΛΙΟ
Σιγά – σιγά νυχτώνει,
πολύχρωμα φώτα ανάβουν,
ζωντανεύει η μουσική,
κι εσύ γελάς.
Γέλιο τρελό.
Το σκόρπισε η νύχτα στον αέρα,
ξεχύθηκε μέσα στα σοκάκια,
φώλιασε στα αυτιά.
Γέλιο χειρότερο από κλάμα,
δεν έμεινε να κάνεις τίποτα άλλο,
τώρα που είσαι ένα με τη νύχτα.
Τα ρούχα στάζουν αίμα και πονάνε.
Κι αυτό το γέλιο ακόμα ν’ αντηχεί
μέσα στη νύχτα.
ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ
Η θάλασσα τα πόδια σου χαϊδεύει,
τα κύματα σε προσκαλούν.
Δεν φεύγεις,
στέκεσαι, κοιτάς και περιμένεις,
χρόνια και χρόνια στην ίδια ακτή,
μήπως και κάποτε η παλίρροια σε πάρει.
Μα τα μεγάλα τα ταξίδια
δεν περιμένουν την παλίρροια
κι ούτε φοβούνται τις φουρτούνες.
.
ΕΡΕΙΠΙΑ (2010)
ΦΥΛΑΚΗ
Σήμερα νυστάζεις πιότερο από χθες
κι ο πικρός καφές δεν σε ωφέλησε.
Η ζωή σου μπλεγμένη στα καλώδια,
τα δάχτυλα καμπουριασμένα στα πληκτρολόγια,
το νυσταγμένο βλέμμα σου σκοντάφτει στις οθόνες.
Ονειρεύεσαι:
Να ’σπαγαν οι οθόνες,
να δραπέτευες
κι ας ήσουν μια ζωή κυνηγημένος.
ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Είδε το άλικο τριαντάφυλλο,
στη μέση του κήπου ανθισμένο,
τόσο τον θάμπωσε η ομορφιά του
που χαϊδεύοντάς το
τσιμπήθηκε.
Τ’ αγκάθια χώθηκαν στο δέρμα του.
Πέρασαν χρόνια.
Το τριαντάφυλλο το ξέχaσε
Τ’ αγκάθια ακόμα τριβελίζουν το μυαλό του.
Έξυπνος πια και προνοητικός,
φοράει γάντια όταν θέλει να χαϊδέψει.
ΑΔΕΙΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ
Άδειες καρέκλες,
η μια δίπλα στην άλλη,
η μια ίδια με την άλλη.
Μέσα τονς κρύβουν τόσες ιστορίες.
Στη μία κάθισε μυριόπλουτος εφοπλιστής,
στην άλλη βρώμικος αλήτης.
Να έχουν τάχα διαφορά;
Αφού, σαν έρχεται το σούρουπο
-το σούρουπο που πάντα φτάνει-
αδειάζουν, κάθονται βουβές
και μένουν ίδιες.
ΑΝΙΑ
Κοιτάς το σύννεφο αφηρημένος
μήπως και σπάσει η ανία του γραφείου,
στο δρόμο τους περαστικούς παρατηρείς.
Δε μπορεί,
κάποια στιγμή η ώρα θα περάσει
Κάποιες φορές το μάτι ξεκουράζεται
πάνω σε κοντές φούστες κοριτσιών.
Κι όταν περάσει η ώρα,
όταν θα έρθει η πολυπόθητη στιγμή,
που σπίτι σου θα φτάσεις,
πιότερο από χτες,
θα νιώσεις άδειος.
ΟΝΕΙΡΟ
Ανοίγεις τα παράθυρα του νου
να μπει αέρας καθαρός,
να μπει το φως της μέρας.
Βγαίνεις στην αυλή.
0 ήλιος σε φωτίζει λαμπερός.
Δεκάδες δέντρα απλώνονται στο βάθος,
μύρισε ο άνεμος πεύκο και ,
Ξυπνάς, ο ουρανός θολός,
τσιμέντο γύρω σου και σκόνη.
ΝΥΣΤΑ
Τις μέρες
τα μάτια σου κλείνουν
εκλιπαρώντας τ’ όνειρο
κι ας τρέμεις τη φωνή του διευθυντή.
Μια και τις νύχτες
ο ύπνος δεν έρχεται
κι η θύμησή της
το νου σου αγκυλώνει.
ΕΡΕΙΠΙΟ
Έφτασες δύσκολα στην πόρτα του σπιτιού,
σέρνεις σιγά – σιγά τα βήματά σου.
Πάλι στενάζεις, προσπαθείς και βλαστημάς
τη μοίρα και τα μύρια βάσανά σου.
Σπρώχνεις την πόρτα, τρίζει γέρικη, σαθρή,
σαν άνθρωπος θαρρείς πως υποφέρει.
Οι μεντεσέδες τώρα πια δεν την κρατούν
σάπια τα φύλλα τρέμουν απ’ τ’ αγέρι.
Η στέγη στάζει, στις σανίδες η σκουριά,
μιλά με το σαράκι κάθε βράδυ.
Ερείπιο, σπίτι μαύρο, σκυθρωπό.
Ερείπιο κι εσύ μες στο σκοτάδι.
ΦΩΝΕΣ
Μέσα στο σπίτι
ακούς φωνές.
Άδειο το σπίτι,
θαρρείς πως η σιωπή μιλά.
Όταν κοιμάσαι
ακούς φωνές,
ξυπνάς,
έξω απ’ τα όνειρα οι φωνές σ’ ακολουθούν.
Χλομιάζεις,
τα σκεπάσματα τραβάς,
κρύβεις το πρόσωπο μέσα στο μαξιλάρι.
Τ’ αυτιά βουίζουν,
οι φωνές σφυροκοπούν.
Ποτέ δεν ξεγελάς τις αναμνήσεις.
ΤΟΠΙΟ
Έρημος
κι ούτε ένας θάμνος
να κρύψει τη γύμνια σου,
ούτε μια πηγή
να βρέξεις τα χείλη σου,
ούτε μια όαση
να ξεκουράσεις τη ματιά σου.
Μόνο άμμος και βράχια,
τοπίο σκληρό.
Το κάθε βήμα σε πληγώνει με τον κρότο του.
Κι αν είδες όαση δροσιάς,
νερά τρεχούμενα,
δέντρα σκιερά,
δεν ήταν παρά του νου παραστρατήματα.
Τι έρημο που βλέπεις το τοπίο.
Τι έρημη που νιώθεις την καρδιά σου!
ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΤΖΑΜΙ
Μια επιπόλαια κίνηση
και το τζάμι ραγίζει.
Τώρα θυμίζει τραύμα μελλοθάνατου,
που περιμένει την ύστατη στιγμή.
Μοιάζει μουντζούρα,
που χαιρέκακα σπάει
τη μονοτονία του λευκού.
Κι εσύ,
μες στο σπασμένο τζάμι
καθρεφτίζεις την εικόνα σου,
σαν τραγική φιγούρα σ’ ένα δράμα
και όλης της ζωής σου η παράσταση
είναι το τζάμι το σπασμένο που κοιτάζεις.
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ
Το μπάρκο κίνησε ξανά για τη Μαρσίλια,
ψιλή βροχή το πρόσωπό μου μαστιγώνει
κι εγώ θυμάμαι τη μορφή σου να θυμώνει
και τ’ άγριο βλέμμα σου να με κοιτά με ζήλια.
0 παπαγάλος σου, φωνάζει βραχνιασμένα
και η βροχή σου τραγουδά στη λαμαρίνα,
μα συ κλειδώθηκες ξανά μες στην καμπίνα
κι είπες πως σήμερα δε θες να δεις κανένα.
Κι εγώ σκεφτόμουν από χτες να σου μιλήσω,
καθώς καθόσουνα σιμά στ’ ακροθαλάσσι,
θαρρώντας όλα πως θα τα ’χεις πια ξεχάσει,
το θάρρος έχασα και πια δε θα τολμήσω.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Ξεθώριασε η φωτογραφία,
χάθηκε το χρώμα,
ρυτίδιασε το χαρτί.
Όλα τα ρήμαξε ο καιρός στο πέρασμά του
κι εγώ χαϊδεύω τη φωτογραφία, τρυφερά.
Στο νου η μορφή ποτέ δεν ξεθωριάζει.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Πλάι στο άγαλμα της Ελευθερίας
ένας ζητιάνος έκλαιγε:
— Κακούργα,
πουλιέσαι σε όλους τόσο ακριβά
και πού να βρω λεφτά να σε πληρώσω;
Το άγαλμα τον κοίταξε με φρίκη,
αστροπελέκι βρόντηξε
σα να μιλούσε ο Δίας
και να ’λεγε:
— Στους άτολμους,
τι λευτεριά να δώσω;
ΕΙΡΗΝΟΠΟΙΟΣ
Ποτέ μου δεν είδα
πιο «ειρηνική» σκέψη:
Θα κάνετε ειρήνη,
αλλιώς θα σας σκοτώσω και τους δύο,
θα σας πολεμήσω,
ώσπου να βασιλέψει
επί γης ειρήνη…
ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
Σε τεντωμένο σχοινί ακροβατεί,
με δυσκολία ταλαντεύεται.
Κάτω το χάος,
το κενό,
το τίποτα.
Η μοίρα να γελάει φθονερά,
ο πόνος τσουχτερός τον τριγυρίζει.
Ακροβατεί κι ας είναι φανερό
πως το σχοινί έχει ξεφτίσει και θα σπάσει.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Τράβηξες άγκυρα, βογκούν οι μηχανές.
Πάλι θα λείψεις δύο τρίμηνα και κάτι.
Απλώνεις χάρτες ένα γύρω, τους κοιτάς,
κι ο παγερός βοριάς να σου τρυπά την πλάτη.
Βόλτες στη γέφυρα, τσιγάρο και φωτιά.
Σκύβεις αργά στην κουπαστή συλλογισμένος.
Δάκρυα κυλούν, πέφτουν στη θάλασσα καυτά
κι ο γλάρος κράζει στο κατάρτι λυπημένος.
Φεύγει το πλοίο, ρίχνεις βλέμμα στην ακτή.
Χωρίς μια σκέψη στο μυαλό να τριγυρίζει.
Άφησες πίσω σου μια στέγη, μια ζωή
και τη θωριά μιας καμινάδας που καπνίζει.
.
ΚΡΑΥΓΕΣ (2009)
ΚΡΑΥΓΕΣ
Πέρασε ‘κείνος ο καιρός και φύγανε τα χρόνια,
που ζούσαμε με τη χαρά και μ’ έρωτες αγνούς.
Τη λύπη δεν γνωρίζαμε μήτε την καταφρόνια
και γράφοντας πηγαίναμε σε τόπους μακρινούς.
Μα σβήσαν όλα πια για μας μες του καιρού το διάβα
και βρήκ’ ο λίβας ο καυτός τις πόρτες ανοιχτές.
Μας πνίγει νέφους λαίλαπα και των πολέμων λάβα,
οι στίχοι μας μικρύνανε και γίνανε κραυγές.
ΑΤΛΑΝΤΙΣ
Τόσοι και τόσοι μίλησαν για σένανε Ατλαντίδα
κι εγώ που πάντα ψάχνω σε μ’ ακόμα δε σε είδα.
Πάλι θα ψάξω να σε βρω, να δω την ομορφιά σου,
θα κάνω ό,τι κι αν μπορώ για να βρεθώ κοντά σου.
T’ αγριεμένα κύματα ποτέ μου δε λογάριαζα
Για κόπους και για βάσανα το δρόμο μου δε θ’ άλλαζα
Πόσο το θέλω να πατώ τη νοτισμένη γη σου.
Και να σε βρω μες το βυθό ή να χαθώ μαζί σου!
ΑΡΓΟΝΑΥΤΗΣ
Η Αργώ σαλπάρει και πάλι
σε ταξίδι μακρινό
για την Κολχίδα
κι εσύ διστάζεις.
Μα πρέπει να πας.
Και μη σε νοιάζει που δεν είσαι εσύ ο Ιάσων
μονάχα κοίτα μην ξεμείνεις σε λιμάνι.
ΤΟΠΟΙ
Στον τόπο που σε γνώρισα γλυκολαλούν τ’ αηδόνια,
ποτέ δεν πιάνουνε βροχές, ποτέ δεν έχει χιόνια,
τα δέντρα γέρνουν τα κλαδιά και δένει το ‘να τ’ άλλο
και πιάνουν όλα τους μαζί χορό πολύ μεγάλο.
Στο χώμα παίζουν έρωτες, δίνουν φιλιά δροσάτα
και παίζοντας αναζητούν τα κάλλη σου τ’ αφράτα
κι οπ’ ακουμπήσει το φιλί, περήφανο λουλούδι,
ανθίζει τότε κι αρχινά χαρούμενο τραγούδι.
Κι είν’ άλλος τόπος δύσβατος χωρίς χαράς τραγούδια,
ποτέ τους δεν ανθίζουνε στο χώμα του λουλούδια,
ποτέ δε χτίσανε φωλιές εκεί τα χελιδόνια.
Στον τόπο ‘κείνο το μουντό πικρά λαλούν τ’ αηδόνια
κι είν’ έρημος και σκυθρωπός σαν άνθρωπος θλιμμένος
που κάποιος φίλος του στενός βρίσκεται πεθαμένος.
Και πότε πιάνουνε βροχές και πότε ρίχνει χιόνια.
Στον τόπο που χωρίσαμε πικρά λαλούν τ’ αηδόνια.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Ταξιδεύω μέσα στα μάτια σου.
Φτάνω σε τόπους όμορφους.
Σε βλέπω να χαμογελάς όπως πρώτα.
Τότε που σ’ έβλεπαν λουλούδια και σε ζήλευαν,
τότε που υπήρχε αγάπη.
Δεν θέλω ν’ αφήσω αυτό τον τόπο,
δεν θέλω να σ’ αφήσω.
Θέλω να μείνω πάντα εκεί
στα περασμένα.
Η ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ
Άδειο το σπίτι στέκει ερημικό.
Στο βάθος φυσαρμόνικα που παίζει
τραγούδι σε ρυθμό ρομαντικό
και συ γερμένος σε μικρό τραπέζι.
Κλείνεις τώρα τα μάτια σου και πας
σε χώρες μακρινές κι ονειρεμένες,
τα πρόσωπα κοιτάζεις π’ αγαπάς,
μαζί τους ζεις στιγμές ευτυχισμένες.
Παίζει κι η φυσαρμόνικα απαλά.
Με σε θαρρείς κι αυτή πως υποφέρει.
Σα να το ξέρει: Ο χρόνος που κυλά
πίσω ξανά κανένα δεν θα φέρει.
ΠΟΤΕ
Ποτέ σου δεν φαντάστηκες
ένα καλύτερο κόσμο,
ποτέ σου δεν δάκρυσες,
ποτέ σου δεν άκουσες
τις φωνές των κολασμένων της γης.
Ποτέ σου δεν θαύμασες ένα λουλούδι,
ποτέ σου δεν αγάπησες
γιατί τα όνειρά σου περιορίζονται
σ’ ένα υδραυλικό τιμόνι.
ΣΕ ΦΙΛΟ ΠΟΙΗΤΗ
Φίλε την ονειρεύομαι την πόλη,
που ήθελες να ζήσεις.
Ταξίδεψα με της ελπίδας τα φτερά
κι είδα τους νέους με χέρια άσπιλα
χωρίς τις τρύπες του θανάτου,
τους άντρες με χέρια στιβαρά
να χτίζουν την ειρήνη,
τις γυναίκες να ερωτεύονται τη φύση.
Είδα μαζί πιασμένους σε χορό
τον Τούρκο με τον Έλληνα
τον λευκό με το νέγρο.
Είδα τους δρόμους, που ήτανε μεγάλοι
για να χωρά η αγάπη να περάσει.
Φίλε την ονειρεύομαι την πόλη,
που ήθελα κι εγώ να ζήσω.
Γι’ αυτό σα θα βρεθείς μονάχος
βάλε στους στίχους σου φωτιά
απ’ της καρδιάς τη λάβα
κι άφησε τα φτερά του νου
να μας απογειώσουν.
Και γνώριζε πως θα ξυπνήσουμε
και τ’ όνειρο δεν θα τελειώσει την αυγή.
ΟΠΤΑΣΙΑ
Σίγουρα θα γεννήθηκες στη θάλασσα,
έχει το χρώμα των ματιών σου.
Τα μαλλιά σου αύρα κυματιστή
στου μπάτη το παιχνίδισμα.
Τα χείλη σου κόκκινα
μάθανε να μιλούν μόνο για αγάπη.
Ο στίχος μου δειλός
αδυνατεί να περιγράψει τα κάλλη σου.
Και εγώ,
σ’ ένα θολό πρωινό του Οκτώβρη
στο νου μου σε φέρνω συντροφιά
ο ήλιος να βγει.
ΟΙ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ
Έφυγε σηκώνοντας
κάποιες αποσκευές.
Καθώς τον βάραιναν
τις πέταξε στο δρόμο.
Καθόλου δεν αλάφρωσε,
αφού επιμένει να κρατά
τόσες και τόσες αναμνήσεις.
ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ
Βλέπω τα τρένα να περνούν απ’ το σταθμό
τρέχει το πλήθος για να μπει, να τα προφτάσει
κι αυτά σφυρίζουν δυνατά και βιαστικά
φεύγουν για κάμπους μακρινούς βουνά και δάση.
Κι όποιος τα χάσει και στην ώρα του δεν μπει
μονάχος μέσα στο σταθμό θα περιμένει
ώρες πολλές που ‘ναι γεμάτες μοναξιά
Κι η θλίψη μέσα στη ματιά του θα βαραίνει.
Κι εγώ που γρήγορα να τρέξω προσπαθώ
ποτέ το τρένο της ζωής δεν προλαβαίνω
κι όσο κι αν τρέχω κι αγωνίζομαι μ’ ορμή
πάλι μονάχος στο σταθμό θα περιμένω.
ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ
Το τετράδιο που σου έγραφα
γέμισε πια.
Πέρασε τόσος καιρός κι εγώ ακόμα
να θέλω να γράφω.
Δακρύζω κρατώντας ξανά το μολύβι,
κι όσα νιώθω βαραίνουν το στήθος.
Καινούργιο πρέπει τετράδιο ν’ αγοράσω
και για σένα και πάλι να γράψω.
ΜΕ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Με το μαχαίρι χάραξα
στο βράχο μια καρδιά
κ’ εκείνος μάτωσε.
ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ
Σαν τη φέρνω στο νου μου δακρύζω,
με σπασμένη φωνή ψιθυρίζω
ένα ποίημα που δε θα τελειώσει,
μα που κάτι σε κάποιους θα δώσει.
Το μολύβι σαν πιάνω στο χέρι
νοιώθω μέσα μου κάποιο μαχαίρι.
Την καρδιά μου την έχει ματώσει
ένα ποίημα που δεν θα τελειώσει.
Για τα δυο της ματάκια θα γράψω,
για τη μαύρη ζωή μου θα κλάψω.
Η σκληρή μοναξιά μ’ έχει λιώσει
και το ποίημα δε λέει να τελειώσει.
Θα περάσουνε μήνες και χρόνια.
Τα μαλλιά μου θ’ ασπρίσουν σαν χιόνια,
θα περνά μια ζωή κι άλλη τόση
μα το ποίημα δεν θα ‘χει τελειώσει.
Σαν πεθάνω ρωτώ τι θα γίνει;
Σκόρπιοι στίχοι θε να ‘χουνε μείνει.
Κάποιο χέρι στη γη θα με χώσει
και το ποίημα δεν θα ‘χει τελειώσει.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ (2021)
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος επανέρχεται ποιητικά με μία νέα συλλογή, ένατη κατά σειρά, που φέρει τον ευθύβολο και ευθύ τίτλο Μεταμοντέρνες αυταπάτες, μία φράση που μπορεί να αναφέρεται και να αφορά εξίσου την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής, αλλά και την τέχνη, όπου η έννοια του μεταμοντέρνου έχει κυριαρχήσει τόσο στις θεωρητικές αναλύσεις, όσο και στη λογοτεχνική πράξη και πρακτική. Η ίδια η λέξη «αυταπάτες», μάλιστα, διαμορφώνει έναν ορίζοντα προσδοκιών που έχει στο κέντρο του τη διάψευση και τη ματαίωση ή, καλύτερα, την ψευδαίσθηση που, ως πάγια και ευρεία τακτική και επιλογή, έχει σφραγίσει τη συγχρονία και τις ποικίλες εκφάνσεις της. Από αυτή την άποψη, φαίνεται, ευθύς εξ αρχής, πως το βιβλίο στοχεύει και αποσκοπεί στην πνευματική εγρήγορση και αφύπνιση του αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται και απέχει πόρρω από την παραμυθιακή λειτουργία της τέχνης, της ποίησης εν προκειμένω, και υπακούει σε μία μπρεχτικής προέλευσης επιταγή, αυτήν που θέλει το έργο να αποτελεί μία κριτική παρέμβαση και τον καλλιτέχνη να υπηρετεί και να προάγει αυτήν ακριβώς την αποστασιοποίηση από το αίσθημα και την προσέγγιση προς τους διανοητικούς μηχανισμούς, την κριτική αποτίμηση, την συνειδητοποιημένη κρίση και απόκριση.
Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις επιμέρους ποιητικές ενότητες που φέρουν αντίστοιχα τους τίτλους «Έμπνευση», «Σήψη» και «Παρακμή» και περιλαμβάνουν ελευθερόστιχα ποιήματα μικρής κατά κανόνα έκτασης τόσο ως προς τον αριθμό των στίχων, όσο και ως προς τον αριθμό των συλλαβών ανά στίχο. Η επιλογή αυτή λειτουργεί προς όφελος της ανάδειξης του νοήματος το οποίο, εξαιτίας ακριβώς της μικρής έκτασης του ποιήματος, καθίσταται ιδιαίτερα καίριο και καταλυτικό και αναδύεται με άκρα αμεσότητα στην επιφάνεια και, κατ’ επέκταση, στην αναγνωστική συνείδηση και αντίληψη. Η αμεσότητα αυτή ενισχύεται σημαντικά από τον ίδιο τον ποιητικό λόγο που αναπτύσσεται και απευθύνεται απρόσκοπτα στον αναγνώστη, από την απλότητα και τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων που εξυπηρετούν την ανεμπόδιστη διείσδυση στο νόημα και την ουσία του ποιήματος, αλλά και από το απροσποίητο ύφος που διαμορφώνει ένα πεδίο εύκολης, ταυτόχρονα όμως ουσιαστικής περιδιάβασης στα ποιήματα και στον εσωτερικό τους κόσμο.
Σε πολλά από τα ποιήματα ο Παπαδόπουλος εκκινεί και καταλήγει στον εαυτό του, γράφει δηλαδή απολύτως προσωπικά είτε για να εκθέσει τη δική του σκέψη είτε τη δική του εμπειρία και βίωμα: Ψάχνω να με βρω/ στα περιθώρια μέσα στο τετράδιο,/ στις πιο τσαλακωμένες του σελίδες.// Ψάχνω να με βρω/ εκεί που μ’ έχω χάσει. («Αναζήτηση») Αυτή, ωστόσο, η επικέντρωση και η εστίαση στο προσωπικό, με την κυριαρχία του πρώτου ενικού προσώπου, δεν είναι παρά ένα τέχνασμα, ένας τρόπος που βρίσκει ο ποιητής προκειμένου να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη και να τον κάνει συμμέτοχο και – γιατί όχι; – κοινωνό της δικής του κοσμοθεωρίας και πράξης. Στο πλαίσιο αυτό και με αυτήν την επιδίωξη η ποίηση του Παπαδόπουλου αποκτά μία χροιά και έναν χαρακτήρα συμβουλευτικό και παραινετικό που διαμορφώνει μία σειρά ομόκεντρων κύκλων που έχουν στο κέντρο τους το ποιητικό υποκείμενο για να εξακτινωθούν έπειτα σε κάθε αναγνώστη και κάθε άνθρωπο γενικότερα. Καθένα από τα ποιήματα καθίσταται έτσι όχι απλώς και μόνο μία αφορμή για περίσκεψη και προβληματισμό, αλλά κυριολεκτικά μία στάση ζωής, ένα κέντρισμα για δραστηριοποίηση και δράση: Γι’ αυτό/ όσο τουλάχιστον θα ζεις/ πρόσεχε/ μήπως σε βρούνε ξαπλωμένο. («Σήψη»)
Εκκινώντας από αυτήν την τελευταία παρατήρηση και στηριζόμενος σε συγκεκριμένα ποιήματα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι παράλληλα και ταυτόχρονα με τη συμβουλευτική λειτουργία η ποίηση του Παπαδόπουλου αποκτά και μία κοινωνική διάσταση και τάση στο μέτρο και στο βαθμό που επιχειρεί να αποτυπώσει σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα που αφορούν τις συνθήκες ζωής, τη δράση και την πράξη του σύγχρονου ανθρώπου: Κι όλο βλέπω γύρω μου/ ανθρώπους που δεν πρόσεξαν/ κι όλο βλέπω γύρω μου/ ανθρώπους, που έπεσαν/ κι όλο βλέπω γύρω μου/ κενούς ανθρώπους. («Προσοχή στο κενό») Στο πλαίσιο αυτό το ύφος των ποιημάτων διαφοροποιείται και ποικίλει, αποκτά δηλαδή διάφορες αποχρώσεις και γίνεται άλλοτε καταγγελτικό, άλλοτε ειρωνικό, άλλοτε σαρκαστικό, επιμένει όμως πάντα να έχει στόχο την κριτική, την αποτίμηση, τον απολογισμό ακόμα κι αν αυτό δεν φαίνεται αμέσως με την πρώτη ανάγνωση. Γιατί εκείνο που αναδύεται άμεσα από τους στίχους είναι ο ανθρωποκεντρικός προσανατολισμός των ποιημάτων, η σταθερή προσήλωση του ποιητή στην ανθρώπινη ύπαρξη και το «γίγνεσθαί» της, στον τρόπο με τον οποίο μορφοποιείται η ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά. Γι’ αυτό και ο ποιητικός λόγος του Παπαδόπουλου μοιάζει να προσλαμβάνει τη φυσιογνωμία μιας συζήτησης και ενός διαλόγου που διεξάγεται με τον εαυτό με καθένα από τα ποιήματα να αποτελεί ένα μονολογικό θραύσμα, ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ανάπτυγμα σε στίχους μιας σκέψης, μιας ιδέας, μιας εντύπωσης, μιας γνώμης. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που το βιβλίο ελαχιστοποιεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την απόσταση ανάμεσα στον ποιητή και τον αποδέκτη και προσφέρεται τόσο άμεσα και απροσποίητα για την ανάγνωσή του.
.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ
“Η αυταπάτη μέσα στον μετανεωτερισμό και διαμέσου αυτού”
Διαβάζοντας τον τίτλο της συλλογής, μου ήρθε στο μυαλό ένα παλαιότερό μου ανάγνωσμα, Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας, του Τέρυ Ίγκλετον (Καστανιώτης 2003), ενός διανοούμενου που άσκησε κριτική στο εν λόγω ρεύμα, επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από τις ιδέες του μαρξισμού (και όχι μόνο). Νομίζω, είτε έχει διαβάσει αυτό το βιβλίο ο ποιητής είτε όχι, ότι εναρμονίζεται με το γενικότερο πνεύμα του. Ο Ίγκλετον εμπλέκει την κατάρρευση των αριστερών ιδεών και τη στροφή από το συλλογικό όραμα της «μεγάλης αφήγησης» του μαρξισμού, που ήταν κραταιό στο μεγαλύτερο μέρος του το εικοστού αιώνα, με τις ρευστές ατομιστικές μεταμοντερνιστικές αντιλήψεις περί υποκειμένου, κριτικής λογοτεχνίας και ιστορίας και τη σχετικότητα της αλήθειας, βρίσκοντας μέσα σε αυτές και σπέρματα του ιδεαλισμού. Θεωρεί ότι το ρεύμα αυτό είναι άμεση αντανάκλαση της ολοκληρωτικής επικράτησης του καπιταλισμού και του καταναλωτισμού στην κοινωνία και κατά συνέπεια στην αποτύπωσή τους στη λογοτεχνία. Ο ποιητής, με τον τίτλο και το περιεχόμενο του βιβλίου, μοιάζει να εννοεί γενικότερα τις μεταμοντέρνες κοινωνίες και όχι το λογοτεχνικό ρεύμα του μεταμοντερνισμού, παρ’ όλο που οι έννοιες αυτές σχετίζονται.
Συνέπεια αυτών στα οποία αναφέρεται ο Ίγκλετον, είναι στην Ελλάδα, στο χώρο της ποίησης, «η γενιά του ιδιωτικού οράματος», όπως ονόμασε τη γενιά του ογδόντα ο Ηλίας Κεφάλας, από την οποία ο Παπαδόπουλος διαφοροποιείται μερικώς, καθώς τα θέματά του αγγίζουν τόσο την ατομική εκπλήρωση όσο και πιο κοινωνικά ιδανικά. Άλλωστε ο ποιητής θα πρέπει να καταταχτεί σε μετέπειτα γενιά, μια και είναι νεότερος. Από εκεί πηγάζει και ο τίτλος της συλλογής, που νομίζω όμως ότι μέσα στο στέλεχός της παίρνει διττή έννοια, καθώς σαφώς αποκηρύσσεται η μετανεωτερική «λογική», αλλά από την άλλη χρησιμοποιούνται και κάποιες μεταμοντέρνες τεχνικές γραφής. Έτσι, μετατρέπει σε ποίηση αγοραίες αποτυπώσεις (π.χ. ολόκληρο το ποίημα η «Σιωπή», σ.36), καταργώντας τα στεγανά μεταξύ «ανώτερης» και «λαϊκής» τέχνης, κάτι που κάνουν και οι μεταμοντερνιστές. Τέτοιες εκφράσεις υπάρχουν διάχυτες στη συλλογή. Παραθέτω μερικές: «πνίγω την έλλειψη σ’ ένα μπουκάλι ρούμι» (σ.27), «Οροί σε σκληρό ροκ» (σ.34), «Εσείς ποιητά, που νιώθετε διάσημος/ θέλετε λίγο μπέιμπι όιλ/ στα γραπτά σας» (σ.35). Αυτή τη νοοτροπία εκφράζουν και οι στίχοι «Ψάχνω να με βρω/ σ’ εκείνους τους παράξενους μποέμ/ που φιλοσοφούν/ δίπλα στης πόλης τα σκουπίδια» (σ.11). Έτσι χρησιμοποιεί κάποιες από τις τεχνικές του ρεύματος για να στραφεί ιδεολογικά εναντίων του, αυτοσαρκάζοντας, εκούσια ή ακούσια, τον ίδιο το τίτλο και το εγχείρημα της συλλογής, εντοπίζοντας εντός του την αυταπάτη. Καταργεί έτσι τα σύνορα της μεταμοντερνιστικής και της μη μεταμοντερνιστικής γραφής.
Η βασική όμως ιδέα, στην οποία στηρίζεται η γραφή του, είναι η εναντίωση στον μεταμοντέρνο κόσμο και ακόμα και η παραπάνω τεχνική, σε ιδεολογικό επίπεδο, τελικά χρησιμοποιείται για αυτό το σκοπό. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αυτό θα είναι το χαρακτηριστικό της γενιάς του, μια και οι τάσεις, που γενικότερα αναγινώσκω στη νεότερη ποίηση, είναι μικτές και ίσως γέρνουν περισσότερο προς ατομιστικά ιδεαλιστικά πρότυπα, όπως η βίωση του απόλυτου έρωτα και η εναγώνια προσπάθεια προσέγγισης του ιδανικού της ποιήσεως. Αλλά ας επιστρέψουμε στον ποιητή μας. Η εναντίωσή του στη σύγχρονη κοινωνία της διαφήμισης («Διαφήμιση», σ.28) και στη βιομηχανία της κουλτούρας («Μέιμπι όιλ», σ.35), οι αριστερές ιδέες με τις οποίες αντιμετωπίζει την καπιταλιστική τεχνολογική ανάπτυξη και την καταπίεση των εργατών («Επιπτώσεις», σ.26), οι δημοκρατικές του διαμαρτυρίες και το αγωνιστικό του προφίλ («Παύλος Φύσσας», σ.42) και οι οικολογικές φιλοζωικές του θέσεις («Ο θρήνος του ταύρου», σ.24) είναι τα πιο τρανταχτά παραδείγματα που τον εντάσσουν ενάντια στη μεταμοντέρνα κοινωνία. Δεν επιστρέφει όμως στους μοντερνιστικούς πειραματισμούς.
Η γλώσσα και οι εκφράσεις του είναι λιτές και άμεσες και απευθύνονται διεισδυτικά στον αναγνώστη, χωρίς τεχνοτροπισμούς, φιοριτούρες και φτιασίδια, άλλοτε με ρεαλισμό και άλλοτε χρησιμοποιώντας μεταφορές νοημάτων με την αξιοποίηση φαινομενικά παράδοξων «αφηγήσεων» (για παράδειγμα το «Δίχως πρόσωπο», σ.25). Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι αντικρίζει τη διαφήμιση ουσιοκρατικά, χωρίς την αυταπάτη των μεταμοντερνιστών, που θεωρούν ότι μπορεί να αποτελέσει μορφή τέχνης, καθώς εστιάζει στη λειτουργία της, η οποία καθορίζει τη φύση της. Μας λέει ότι ο στόχος της είναι να εξαπατήσει τον αποδέκτη και αυτό την καθορίζει («Τεράστια διαφήμιση/ το βλέμμα μαγνητίζει./ Σαστίζει ο νους/ μπερδεύεται/ κι άλογες σκέψεις κάνει.», «Διαφήμιση», σ.28).
Ένα άλλο στοιχείο της θεματολογίας της συλλογής είναι η υπαρξιακή αναζήτηση και η εναγώνια προσπάθεια του υποκειμένου να εκφραστεί μέσω της ποιήσεως (π.χ. «Αναζήτηση», σ.11). Συχνά διακρίνεται μια αυτοειρωνία, η οποία αναδεικνύει ένα ποιητικό «εγώ», που βρίσκεται διαρκώς σε αναζήτηση και οι ανασφάλειές του το βοηθούν να προάγει την τέχνη του. Κινείται μέσα στο ίδιο το «λάθος» του και το κάνει καλλιτέχνημα. Αναζητά έτσι τον έρωτα, την έμπνευση, το δίκιο και τα όνειρα. Είναι ένα συνειδητά δρον υποκείμενο (Γι’ αυτό/ όσο τουλάχιστον θα ζεις/ πρόσεχε/ μήπως σε βρούνε ξαπλωμένο.», «Σήψη», σ.23).
Νομίζω όμως ότι δεν θα μπορούσε να γραφτεί κριτική για τη συλλογή χωρίς να αναφερθεί το καθοριστικό στοιχείο της ειρωνείας, ενώ συχνά συνδυάζεται και με τη διακωμώδηση. Αυτή διαβρώνει την κοινωνική σαπίλα και τις προσωπικές αυταπάτες, αποκαλύπτοντας την αλήθεια (που δεν είναι σχετική, ακόμα και όταν είναι ακαθόριστη).
Η ποίηση αυτή έχει να πει πολλά. Ποτέ δεν στερείται ιδεών και νοημάτων και η ανάπτυξή της θα μπορούσε να κατασκευάσει πολυσέλιδα δοκίμια. Ο κόσμος μας, με τις αστάθειες, τη συμφεροντολογία, τις διαφημίσεις, τη ρητορικά ισοπεδωτική του υποκειμενικότητα, την εγκατάλειψη των αξιών μπροστά στα υλικά αγαθά, ξεγυμνώνεται με ποιητική απλότητα και καταρρέει μπροστά στον σκεπτικισμό που γεννούν αυτά τα μικρά ειρωνικά ποιήματα. Οι ενότητες «έμπνευση», «σήψη» και «παρακμή», με τα δικά τους συναισθηματικά στοιχεία, συνεισφέρουν σε αυτήν την αμφισβήτηση, χωρίς συνθηματολογίες και μεγαλοστομίες. Απευθύνονται ταυτόχρονα στο θυμικό και στο λογικό κομμάτι του αναγνώστη και η μίξη αυτή είναι πολύ πετυχημένη και αποτελεσματική.
Συνοψίζοντας, η συλλογή κινείται μεταξύ της αναζήτησης της ατομικής εκπλήρωσης και κοινωνικών ιδανικών, κατακρίνοντας τη μετανεωτερική εποχή μας, αλλά χρησιμοποιώντας και κάποιες μεταμοντέρνες τεχνικές γραφής ως εργαλεία για να εκφραστεί.
.
ΕΙΠΑΜΕ ΨΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑ (2019)
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
FRACTAL 05/06/2019
Ο ρυθμός των διηγημάτων
O Θεοχάρης Παπαδόπουλος ασχολείται κυρίως με την ποίηση όμως το 2019 τον βλέπουμε να κάνει ένα εκδοτικό άνοιγμα με την κατηγορία «διήγημα». Έτσι το βιβλίο του «Είπαμε ψέματα πολλά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος». Διηγήματα σχετικά μικρά σε έκταση, πυκνογραμμένα, με σύγχρονο θέμα και προβληματισμό. Άλλοτε με περισσότερο χιούμορ ή ειρωνεία. Άλλοτε να κλείνουν το μάτι στον αναγνώστη, ή να του προτείνουν ή να του υποβάλλουν κάτι, μια θέση, μια ιδέα ή και τρόπο ζωής ακόμα.
Γλώσσα απλή, άμεση, διαυγής. Εκείνο που μας κερδίζει πιο πολύ θεωρώ ότι είναι ο ρυθμός των διηγημάτων.
Mότο του ομότιτλου διηγήματος της συλλογής το γνωστό παιδικό τραγούδι: «Είπαμε ψέματα πολλά/ας πούμε και μια αλήθεια:/Φορτώσαμε ένα βάτραχο/εννιά κιλά ρεβίθια.» Το ομώνυμο διήγημα σουρεαλιστικό, καταιγιστικό, προκαλεί το γέλιο, διασκεδάζει.
Ενώ στην Εποχή των Κλειδάριθμων εκφράζει μέσα από μια ιδιαίτερη (με διδακτικές προεκτάσεις ιστορία) τους προβληματισμούς του σχετικά με το πού βαδίζουμε, ποιο το νόημα της ζωής και το μέλλον του ανθρώπου. Επίσης, το θέμα είναι πού βρίσκεται πάντα η αληθινή στάση του καθενός. Μήπως η ανακάλυψη της φύσης μπορεί να αποβεί σωτήρια αναφορικά με την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής;
Το Έκτακτο Δελτίο μας μιλά για ένα νεαρό που συνελήφθη με μικροποσότητα ποιημάτων και πρόκειται να δικαστεί με τη διαδικασία του αυτόφωρου. Η ποινή που επιβάλλεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ισόβια αποχή από το διάβασμα. Επειδή έτσι συμβαίνει με τους ποιητές. Πολλές φορές δεν γίνονται αποδεκτοί σε μια ρεαλιστική και χωρίς φαντασία κοινωνία. Οπότε τους «κλείνουν έξω από τα τείχη» μοιραία. Τους περιφρονούν, τους κατακρίνουν ή δεν τους καταλαβαίνουν.
Σατιρικός ο Παπαδόπουλος εμφανίζεται και στο μικροδιήγημα με τίτλο «Ο blogάρχης», εμπνευσμένο από την μάστιγα των πολλαπλών blog στο διαδίκτυο. Είναι σίγουρα χρήσιμα πολλά από αυτά, και ο ίδιος ο συγγραφέας διατηρεί Blog. Εδώ επιλέγει να παίξει λίγο με το θέμα του. Όπως κάνει και με το διήγημα που έχει λογοπαίγνιο στον τίτλο και όχι μόνο. Σε αστείες περιπέτειες μπαίνει ο… κριτικός από την… Κρήτη και πρέπει να αναθεωρήσει τα πράγματα, αλλά και την ίδια του τη ζωή.
O ερωτικός πόθος στοιχίζει ακριβά στον αφηγητή του «Ζωντανού Εφιάλτη», ενώ γαργαλιστικό και προκλητικό προβάλλει το διήγημα «Ερωτική πράξη». Παραπλήσιο θέμα πραγματεύεται και το κείμενο «Τhree nights stand». Ο πληρωμένος έρωτας έχει μπελάδες πολλές φορές, όπως αποδεικνύεται. Αλλά και φανερώνει την μοναχικότητα που υπάρχει στις μέρες μας. Άλλοι αναζητούν συντροφιά στους δρόμους, άλλοι σε σκοτεινά δωμάτια, άλλοι χρησιμοποιούν υποκατάστατα ανθρώπου. Αλλά τι ευχαρίστηση μπορεί να σου δώσει μια πλαστική κούκλα αλήθεια; Είναι τα παιχνίδια του μυαλού που σε παγιδεύουν και σε επηρεάζουν.
Οι ήρωες του Παπαδόπουλου είναι απλοί, καθημερινοί, οικείοι, αφού μπορεί κάλλιστα να τριγυρνούν ανάμεσά μας ή να συνομιλούν μαζί μας. Είναι σάρκα από τη σάρκα μας γι αυτό δεν μας ξενίζουν. Πολλές φορές η αλήθεια και το ψέμα συμπλέκονται και συμπλέουν. Πολλές φορές τα ψέματα χρειάζονται είτε όντως για να κρύψουν, αλλά και για να αποκαλύψουν μια αλήθεια. Επίσης, και τα λεγόμενα «λευκά ψέματα» παίζουν κι αυτά τον δικό τους ρόλο. Στη ζωή το αστείο και το σοβαρό συνυπάρχουν όπως ακριβώς και στο βιβλίο που κρατώ. Η ίδια η πραγματικότητα μπορεί να είναι πολλαπλή, ανατρεπτική, κωμικοτραγική, γελοία. Αλλά και οι άνθρωποι παίζουν διαφορετικούς ρόλους απ’ ό,τι συνήθως όταν βρεθούν σε ανάγκη ή όταν χαλαρώσουν ή όταν έρθουν σε επαφή με ανθρώπους ή καταστάσεις που δεν φαντάζονται.
Όπως και στα ποιήματά του ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος αφορμάται από τον άνθρωπο και τη δράση του, αλλά και από το κοινωνικό γίγνεσθαι και την επίδραση που ασκεί κάθε φορά στην ανθρώπινη ψυχή.
.
ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΙΑΚΩΒΟΥ
VAKXIKON.GR/ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2019
Από τριάντα μικρά φρέσκα διηγήματα που κυλούν με ευκολία και διαβάζονται με μια ανάσα αποτελείται το βιβλίο του Θεοχάρη Παπαδόπουλου “Είπαμε ψέματα πολλά” (Εκδόσεις Κέδρος, 2019), διηγήματα εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους, χωρίς εσωτερική συνέχεια, που ωστόσο όλα θίγουν από πολλές διαφορετικές πλευρές το ίδιο ουσιαστικά θέμα: τον σύγχρονο τρόπο ζωής.
Ρεαλιστικά και σουρεαλιστικά, αλληγορικά, χιουμοριστικά και συγκινητικά, ερωτικά, απαισιόδοξα και ανάλαφρα, νοσταλγικά, όλα ποικίλουν, για να καταλήξουν όμως λίγο-πολύ στα ίδια συμπεράσματα. Η μοναξιά, το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων, η επίδραση της τεχνολογίας στην καθημερινότητα, η -ατελέσφορη πολλές φορές- προσπάθεια του ανθρώπου να βελτιώσει τη ζωή του, οι ανθρώπινες αδυναμίες. Όλα αυτά δοσμένα με πολύ χιούμορ και αρκετή φαντασία, ακόμα και στα διηγήματα που θίγονται τα πιο σοβαρά ζητήματα.
Έχοντας, λοιπόν, ως όπλο το χιούμορ, ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος αφήνει τους ήρωες του εκτεθειμένους στις πιο απλές, στις πιο καθημερινές, στις πιο προσωπικές τους στιγμές, εκεί που ξεδιπλώνονται τα πιο ιδιαίτερα και αληθινά χαρακτηριστικά τους, επιτρέποντας τον αναγνώστη να ταυτιστεί ή να προβληματιστεί ή να γελάσει. Η άνεση που ο συγγραφέας χειρίζεται τους ήρωες του και τις καταστάσεις που αυτοί συναντούν, φτάνει στα όρια του σουρεαλισμού, πολλές φορές μάλιστα τα ξεπερνά: ανάμεσα στους ήρωες συγκαταλέγονται και ένας άγγελος, ένας δράκουλας, ένα μυρμήγκι.
Ασφαλώς βέβαια το βιβλίο δε θα δημιουργούσε την αίσθηση αυτή της οικειότητας και αμεσότητας, αν δεν είχε τόσο ανεπιτήδευτη γλώσσα. Λιτές, απλές, καθημερινές, σχεδόν προφορικές – ακόμα και τολμηρές σε αρκετά σημεία-, οι λέξεις ρέουν από μόνες τους, σχηματίζοντας απόλυτα φυσικούς διαλόγους και ολοζώντανες εικόνες.
Τελικά, οι ήρωες λένε ψέματα μεταξύ τους, λένε ψέματα στον εαυτό τους, αδυνατούν να έρθουν σε αληθινή επαφή με τα θέλω τους, την ίδια στιγμή που και η ζωή τους διαψεύδει και δεν επαληθεύει τις προσδοκίες τους. Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος καταφέρνει να κάνει έναν ιδιαίτερα ευφάνταστο σχολιασμό για τον σύγχρονο άνθρωπο και τον σημερινό τρόπο ζωής.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ
FRACTAL 17/04/2019
Είναι η ζωή που δεν μπορούμε να την προφτάσουμε!
Είμαστε μέσα σε έναν πολιτισμό, ο οποίος ενώ υποτίθεται ότι έχει ως σκοπό της ύπαρξής του τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μας, αποδεικνύεται καθημερινά ότι χρησιμοποιεί τον άνθρωπο για να βελτιώνει την ποιότητα της δικής του ζωής, αυξάνοντας ολοένα και περισσότερο τα σύνορα του αχανούς βασιλείου του, ψάχνοντας για εκείνους τους εναλλακτικούς αλχημιστές (όρα τεχνοκράτες), οι οποίοι εντέλλονται να φτιάξουν το ελιξίριο της αυθυπαρξίας του. Τροφοδοτεί τον άνθρωπο με δολώματα εντυπωσιακής τεχνολογίας, τα οποία υπόσχονται ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα, αποκρύβοντας αυτό που κάνουν εκ γενετής τους: να τον εξαρτούν από αυτά.
Η ευκολία της επικοινωνίας εκτόπισε την ουσία της και την έκανε ανταλλαγή μονολόγων. Η διαχείριση και ο έλεγχος της πληροφορίας έφεραν το ψέμα στη θέση του ήλιου. Οι πλουσιόχρωμες εικόνες εντυπωσιάζουν και τραβούν την προσοχή για λίγο, αφήνουν όμως εντονότερη τη γεύση της μοναξιάς μόλις απομακρυνθείς από κοντά τους.
Πώς μπορείς να γλυκάνεις τη μοναξιά; Μα με τη χρήση του ψέματος. Το παίρνεις αγκαλιά, το νανουρίζεις σα μωρό, του ψιθυρίζεις το όνομα που σκοπεύεις να του δώσεις, «Μυθοπλασία» κι εκείνο σε κοιτά χαμογελώντας. Αν μπορούσες να δεις τα μάτια του θα έβλεπες να λένε: «μυθοπλασία, ωραίο κέικ, φτιαγμένο όμως με ξύσμα πορτοκάλι από την πορτοκαλιά της δικής σου αλήθειας. Εσύ είσαι και εγώ, αφού και εγώ είμαι μέρος του εσύ».
Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος, μετά από μακρά και προσηλωμένη εθελοντική θητεία στο Ποιητικό Σώμα, το οποίο άλλοι ονομάζουν Αεροπορία, άλλοι Ναυτικό, δοκιμάζει τις δυνάμεις του κατατασσόμενος και στο Πεζικό, φέροντας πάντα πάνω του ως εικόνισμα-φυλαχτό, τη μορφή του Μετώπου Εκείνης, της μεγάλης του αγάπης, της Ποίησης.
Αφήνει προς το παρόν τους σκοτεινούς χώρους της Ποιητικής Αγρυπνίας και βγαίνει μέρα μεσημέρι έξω, στην άσφαλτο της πόλης, προσπαθώντας να επικοινωνήσει αμεσότερα με τον βιαστικό περαστικό, με έναν άλλο, ίσως προσφορότερο της ποίησης τρόπο. Με διηγήματα πολύ μικρής έκτασης, καθένα από τα οποία απαιτεί χρόνο ανάγνωσης περίπου όσο η σε παγκόσμιο επίπεδο προσφιλέστερη κίνηση των ανθρώπων: όσο το «πέρασμα» (σύγχρονη ορολογία – νεολογισμός, δεν λέω ανάγνωση) μιας ανάρτησης.
Διηγήματα που μπορεί να διαβαστούν με οποιαδήποτε σειρά. Κατανοητά, σαφή, με καθημερινή (αν και λίγο τολμηρή σε κάποια από αυτά) γλώσσα, με ενδιαφέρον και φρεσκάδα, όσο κι αν ορισμένα μπορεί να αναφέρονται σε πασίγνωστες καταστάσεις του πρόσφατου παρελθόντος ή του παρόντος. Το μεγάλο τους προτέρημα είναι ότι μέσα από τη φαινομενική απλότητά τους, θίγουν και μεγάλα ζητήματα. Μοναξιά, τεχνολογία, μετανάστευση, γήρας, σύγχρονος τρόπος ζωής, έρωτας, εμμονές, σεβασμός και αγάπη για τη Φύση, κ.α.
Γραφή με αυθορμητισμό, καθαρές κουβέντες και πάνω από όλα με ανεπιτήδευτο χιούμορ, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι και το μεγάλο προσόν του βιβλίου, προάγοντάς το από βιβλίο με μικρά διηγήματα, σε βιβλίο με μικρά δοκίμια σάτιρας, με τον αυτοσαρκασμό να βάζει συχνά πυκνά τρικλοποδιές στο προσκήνιο.
Το πρώτο διήγημα, το οποίο τιτλοφορείται με τον τίτλο του βιβλίου, μπλέκει παρόν, παρελθόν και μέλλον σε ένα γαϊτανάκι παραμυθίας του παραλόγου, που μου θύμισε έντονα τις «Περιπέτειες του βαρώνου Μυνχάουζεν»1.
Το επόμενο –από τα καλύτερά του– ασχολείται με ένα φλέγον και δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο ταλαιπωρεί εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο: αυτό των κλειδάριθμων και των κωδικών. Ποιος δεν έχει ξεχάσει τον κωδικό του ανοίγματος του κινητού του, του ξεκλειδώματος της οθόνης του, της χρεωστικής του κάρτας, της πιστωτικής του, της προπληρωμένης, του taxisnet, του email, του facebook, του συναγερμού; Το απολαυστικό αυτό διήγημα, έχει και δόση από αρχαία ελληνική ιστορία μέσα του, κάτι από αρχαία Σπάρτη, πολλά δε από Όργουελ2:
[Με κλειδάριθμο μπαίναμε στα σπίτια μας, ανοίγαμε τα αυτοκίνητά μας και τα γραφεία μας. Όλα ήταν ασφαλή. Και όλα προγραμματισμένα. Η δουλειά άρχιζε πάντα την ίδια ώρα και τελείωνε την ίδια. Οι μισθοί πάντα στα ίδια. Η εκπαίδευση ήταν προσαρμοσμένη στη μελλοντική μας επαγγελματική αποκατάσταση. Από τα είκοσι άρχιζε η δουλειά. Αν κάποιος έφτανε στα εξήντα, τότε απενεργοποιούσαν το τσιπάκι, που είχαν εμφυτεύσει από τη γέννησή του στον εγκέφαλό του, και πέθαινε].
Κωδικοί σε έναν εικονικό κόσμο, μακριά από τη Φύση και το φυσιολογικό. Εδώ χρειάστηκε ένα τρομοκρατικό χτύπημα για να έλθει η ανατροπή:
[Πολλοί άνθρωποι της πόλης είχαν βγει στην εξοχή και ανακάλυπταν για πρώτη φορά τη φύση. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι…]
Ακολουθεί διήγημα με σκηνές καθημερινής τρέλας, ή μάλλον καθημερινού δυσκολοχώνευτου ρεαλισμού:
[Είμαι πενήντα ετών. Παντρεμένος με μια γυναίκα που δεν αγαπάω. Η νεαρή καλλονή που είχα γνωρίσει, έχει σταδιακά μεταμορφωθεί σε μια μέγαιρα που γκρινιάζει συνεχώς. Η γλυκιά και αισθησιακή φωνούλα της έχει μεταβληθεί σε αγριοφωνάρα].
Το λογοτεχνικό υποκείμενο δεν προσπερνά ούτε τη δική του εικόνα. Δεν παραβλέπει φαλλοκρατικά το πώς εκείνη μπορεί να βλέπει εκείνον, ο οποίος από γεροδεμένος κάποτε Άδωνις μπορεί να κατάντησε φαλακρός κοιλαράς από τις πολλές μπίρες, μουρντζούφλης που έπαψε προ πολλού να είναι το κέντρο του κόσμου, βαριεστημένος καλοπερασάκιας, ηδονιστής, τηλεορασόπληκτος. Αυτός και το είδωλό του στον καθρέφτη, σε μια σιωπηρή συνομιλία με εναλλασσόμενες διαθέσεις θυμού, επιθετικότητας και φόβου. Σημειώνω ιδιαίτερα την τελευταία. Τον φόβο.
Ο σημερινός σχεδόν (;) τεχνητός τρόπος ζωής σε ένα τεχνητό περιβάλλον, δημιουργεί πολλά –ονομαζόμενα– ψυχολογικά προβλήματα και διαταραχές, οι οποίες με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν το άτομο στα άκρα, καθώς αυτό επιδίδεται σε μια διαρκή αναζήτηση απάγκιου, το οποίο οφείλει να έχει οπωσδήποτε μία βασική προϋπόθεση-προδιαγραφή: τη μοναξιά. Από τη μοναξιά της μήτρας στη μοναξιά της κοινωνίας. Να είναι η ανθρώπινη Μοίρα;
Η έλλειψη εμπιστοσύνης, η αποτροπή για συνεργασία, ο εγωκεντρισμός, ο φόβος, αυτά τα εξαιρετικά εργαλεία χειρισμού των ανθρώπων, όλα τους ψηλά στις αξίες του Χρηματιστηρίου Συμπεριφορών:
[Τελευταία , έχω αρχίσει να υποπτεύομαι τους φίλους μου. Αν κάποιος με ρωτήσει κάτι που μου φαίνεται παγίδα, τον αποφεύγω. Και επειδή οι παγίδες είναι πολλές έχω αρχίσει να μην έχω φίλους].
Ο φόβος; Πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την υποψία και την καχυποψία, νυν και αεί, εις τους αιώνας των αιώνων: παρών.
Το διήγημα Ιστορική μαρτυρία, μου χάρισε την ίδια αναγνωστική μαγεία που εξέπεμπαν τα αθώα στρουμφάκια, στη γνωστή τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων. Θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει κόμικς ή να μεταφερθεί στην οθόνη. Εδώ η Οδύσσεια, οι μύθοι του Αισώπου και οι μετέπειτα επηρεασμένες από τα αριστουργήματα αυτά λογοτεχνικές δημιουργίες [Χάρυ Πόττερ, Χαραυγή (“Twilight- The Saga”), Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων, Δον Κιχώτης, κ.α.], γίνονται αφανείς αφορμές για τη γέννηση του διηγήματος. Τα μυρμήγκια – στρουμφάκια φαντάστηκα ότι ταξίδεψαν μέχρι τη σπηλιά του Κύκλωπα για να συναντήσουν τον Οδυσσέα:
[Τα δώρα των γιγάντων και τα καλοπιάσματα πρέπει να τα προσέχουμε. Ξεχάσατε ότι πριν από λίγο πήγε να μας σκοτώσει;]
Μα ο φόβος παρέμεινε φόβος, ο από μηχανής Θεός δεν φάνηκε ακόμη:
[Κάθε βράδυ κοιμόμαστε με το φόβο και με τη βεβαιότητα ότι ο θείος Μυρ δεν υπάρχει και ότι, αν σωθούμε, θα τα έχουμε καταφέρει μόνοι μας].
Ακόμα παραπίσω, διατρέχοντας ανάποδα τον χρόνο, ανακαλύπτουμε εν νέου πως το κακό ξεκίνησε από τον καιρό του Προμηθέα δεσμώτη, μόνο που εδώ παλινδρομώντας χρονικά (αφού τους Θεούς δεν τους αγγίζει ο χρόνος) τη θέση του έχει πάρει ένας άγγελος:
[Η γυναίκα μού μίλησε για τα αληθινά προβλήματα των ανθρώπων, που τόσο καιρό μας έκρυβε ο Θεός, και εγώ της φανέρωσα διάφορα μυστικά, που μόνο εμείς οι άγγελοι και ο Θεός γνωρίζουμε και μπορούν να καταστρέψουν τη ζωή των ανθρώπων.
Όμως ο Θεός ανακάλυψε ότι πρόδωσα τα μυστικά του και με τιμώρησε να είμαι αιώνια δεμένος με αυτή εδώ την αλυσίδα από τον ουρανό και να μην μπορώ να ξεφύγω ποτέ.
…
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κάθε τόσο ο μεγάλος δυνάστης στέλνει όρνια κάθε λογής και μου ξεσκίζουν τις σάρκες. Τι κι αν μου ’χουν τρυπήσει χίλιες φορές την καρδιά;]
Να σου ξεσκίζουν όρνια συνέχεια τα σωθικά, να έχεις και τον μπόμπιρα από πάνω να σε ζαλίζει με τις ερωτήσεις του. Ποιόν;
[Τον Γιωργάκη, που είχε αρχίσει το σχολείο , μαζί και τις απορίες: «Μπαμπά, τι είναι αυτό; Μπαμπά, τι είναι εκείνο; Μπαμπά, τι σημαίνει κερατάς;»]
Έξω από το διαμέρισμα, η ζωή είναι αμείλικτη. Αγώνας, πόνος, μετανάστευση, εκμετάλλευση, ρατσισμός, σωβινισμός, φασισμός, απανθρωπιά, υποκρισία, τραμπουκισμός. Όλα έξω από την πόρτα σου, μέσα σε δύο μόλις σελίδες ενός διηγήματος. Ή εξιστόρησης;
[ -Άχμετ από Πακιστάν.
…
Πήγε κάπου που ζητούσαν γερούς άντρες. Χαμαλίκι. Σκληρή δουλειά .
…
Πέρασαν δύο μήνες και ήρθε η μέρα να πληρωθεί. Το αφεντικό τού έδωσε τα μισά].
Μέσα στο διασυνδεδεμένο σου σπίτι, όλες σου οι ανάγκες τακτοποιημένες, ικανοποιημένες, χορτάτες. Με τον δικό σου τρόπο. Μόνο με σένα. Μόνο από σένα. Μόνο για σένα. Από τη φιλία ως τον έρωτα, με τον τελευταίο να μεταλλάσσεται σε υποβοηθούμενη εκτόνωση, κατά τα σύγχρονα ιαπωνικά πρότυπα, με τη βοήθεια της εικόνας, δηλαδή της τεχνολογίας:
[Έπρεπε να κοιμηθώ γιατί την άλλη μέρα θα ξυπνούσα πρωί για τη δουλειά.
Έκλεισα τον υπολογιστή και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Αύριο, μετά τη δουλειά,
Θα άνοιγα πάλι τον υπολογιστή. Θα έβλεπα τον Γιάννη, τον κολλητό μου φίλο, και
αργότερα την κοπέλα μου, τη Γωγώ, όπως κάθε συνηθισμένη μέρα.]
Να πρόκειται για ερωτικό θέαμα, ένα από τα τρισεκατομμύρια του διαδικτύου; Για επικοινωνία «ζωντανή» μέσω Skype; Για ροζ επικοινωνία; Για πρόγραμμα ικανοποίησης πελατών; Δεν διευκρινίζεται και ορθά. Είναι τόσο μεγάλη και επιτακτική η ανάγκη για σωματική επαφή ή έστω εκτόνωση σωρευμένης ορμής μετά από παρατεταμένη έλλειψη, που αν δεν βρει άλλη οδό, μεταφέρει την προσδοκώμενη συνεύρεση στο όνειρο, με σκηνικά που μου θύμισαν Τσάρλς Μπουκόφσκι3:
[ Ήμουν δεμένος στο κρεβάτι μου… έμπαινε στο δωμάτιο η Μαιρούλα. Φορούσε μπότες, μαύρα εσώρουχα και στο χέρι της κράταγε ένα μαστίγιο…]
Και η ζωή κυλά, χρόνια περνάνε στον αυτόματο πιλότο. Κλείνεσαι όλο και περισσότερο. Προσπαθείς να αποφύγεις κάθε τι που φοβάσαι (πάλι ο φόβος) ότι θα σε πονέσει και κόβεις δεσμούς με το παρελθόν, αφού και από εκεί θα πληγωθείς. Λίγες στάσεις του ηλεκτρικού σε χωρίζουν από τα μέρη που έπαιζες μικρός, από εκεί που γεννήθηκες εσύ και οι πρώτες σου αναμνήσεις. Ο πρωταγωνιστής στο διήγημα με τίτλο Μια βόλτα στον Πειραιά, τα αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι.
[Ίσως , γιατί στον Πειραιά είδε τον πατέρα του να φεύγει πρόωρα από τη ζωή.
Ίσως γιατί ο πρώτος του έρωτας τελείωσε άδοξα. Ίσως, γιατί όλα άλλαξαν και δεν υπάρχει πλέον, ούτε τετράδα, ούτε Κοριτσιέρα, ούτε Τρούμπα, ούτε τεκέδες.]
Ούτε χρονογραφήματα στις εφημερίδες πλέον συμπληρώνω με παράπονο, σαν τον παλιό καλό καιρό. Γιατί κατά την άποψή μου τούτο το βιβλίο δεν περιέχει απλώς μικρά διηγήματα, αλλά και χρονογραφήματα, απόλυτα ευκρινή ως προς το είδος και μάλιστα αρτιότατα ως προς τη θεματολογία, τη μορφή, το ύφος, το περιεχόμενο (με εξαίρεση ίσως μεμονωμένες περιπτώσεις λεξιλογίου, κάτι που συνηθίζεται όμως στο είδος αυτό, όπως και στο θεατρικό σανίδι).
Επικαιρότητα, προβλήματα καθημερινότητας, κοινωνική και προσωπική ζωή, ανθρώπινες σχέσεις, στρεβλώσεις, υπερβολές, ψυχολογία, λογοτεχνία, αφήγηση, διδακτισμός, δοκίμιο, δημοσιογραφία, αυθορμητισμός, συμπλέκονται με σκωπτική διάθεση, με ειρωνεία και αυτοσαρκασμό σε έναν σατ(-υ)ιρικό χορό που συμπαρασύρει τη σκέψη στη δίνη των συνειδητοποιήσεων, της τέρψης, της ταύτισης, του ενστερνισμού ή της απόρριψης, των κοινών ή των νομιζόμενων κοινών βιωμάτων. Αυτό είναι το χρονογράφημα, αυτό είναι που λείπει από τα περιοδικά και τις εφημερίδες σήμερα, αυτό είναι που λείπει από τη ζωή μας. Απόπειρες αντικατάστασής του γίνονται καθημερινά με άλλους τρόπους ή με συγκεκαλυμμένες –ανύποπτες συχνότατα– κινήσεις, όπως λ.χ. ευφυείς αναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η θεωρία μου, νομίζω ότι εκτός από την εκπλήρωση των προδιαγραφών που μόλις ανέφερα, επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το βιβλίο, αφού πολλά από τα διηγήματα (και χρονογραφήματα κατ’ εμέ) έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ηλεκτρονικά και μη.
Το βιβλίο του Θεοχάρη Παπαδόπουλου αναπληρώνει το κενό αυτό. Έρχεται με την απλότητα της σκέψης του, με φυσικότητα προφορικού λόγου αλλά και με συγγραφική τόλμη να πει ψέματα πολλά, μέσα από τα οποία δίνεται στον αναγνώστη η δυνατότητα να ξύσει τον ξεραμένο στόκο στις χαραμάδες του ξύλινου προσωπείου του και να αφήσει να έρθουν στο φως πολλές αλήθειες, συχνά επώδυνες, λανθάνουσες ή κουκουλωμένες. Ίσως τα χειρότερα ψέματα να είναι αυτά που λέμε στον εαυτό μας, αυτά που πιστεύουμε ως αλήθεια για να αντέξουμε τη σκληρή καθημερινότητα.
Χωρίς να έχω την παραμικρή πρόθεση να κάνω συγκρίσεις ή άλλες συσχετίσεις, απλά εξομολογούμαι ότι διαβάζοντας το βιβλίο, ανακλήθηκαν αυτόματα από τη μνήμη μου διαμάντια του είδους. Χρονογραφήματα ή κείμενα του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Παύλου Νιρβάνα, του Ζαχαρία Παπαντωνίου, του Ιωάννη Κονδυλάκη, του Τίμου Μωραϊτίνη, του Δημήτρη Ψαθά. Ταξίδεψα έτσι σε και σε άλλους προορισμούς, οι οποίοι προέκυψαν στην πορεία και ξέφυγα από την πεζότητα της καθημερινότητας, καβάλα στο άτι του πεζού λόγου.
Συμβαίνει πολλές φορές να μη θέλουμε να επανέλθουμε στην πραγματικότητα αλλά να επιζητάμε να παραμείνουμε στον μαγικό κόσμο του βιβλίου, της χαλάρωσης, του ύπνου ή του ονείρου. Να θέλουμε να ηρεμήσουμε λιγάκι, όταν όλα τρέχουν ακατάπαυστα γύρω μας. Αναρωτιέστε γιατί;
[–Μα , πώς είναι δυνατό να μην ξυπνάμε με δυο ξυπνητήρια και τον ήλιο πάνω από τα προσκέφαλα; αναρωτήθηκε η Νίκη.
–Δεν είναι τα ξυπνητήρια και τα παράθυρα που φταίνε. Είναι η ζωή που δεν μπορούμε να την προφτάσουμε! είπε ο Στέλιος και βγήκε απ’ το σπίτι βροντώντας την πόρτα].
.
Ζηλεύω τα βράχια (2018)
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
FRACTAL 03/10/2018
Ποίηση των καιρών μας
O Θεοχάρης Παπαδόπουλος είναι ένας ποιητής αναγνωρίσιμος από τον τρόπο της γραφής του. Απλός, λιτός και στοχαστικός με μια απαισιόδοξη συνήθως διάθεση. Καταγράφει αλήθειες της ζωής με έναν τρόπο που δεν χαρακτηρίζεται καθόλου σαν μοντέρνος ή μεταμοντέρνος. Όμως αγγίζει τον σύγχρονο αναγνώστη.
Κοινωνικά στιγμιότυπα, μια κουβέντα, ένα βλέμμα, μια λεπτομέρεια, γίνονται τα ερεθίσματα για την δημιουργία. Ο άνθρωπος που δεν είναι αριβίστας ή που χαρακτηρίζεται από ευγενικά αισθήματα, συχνά πέφτει θύμα μιας αστοχίας, μιας κακοτυχίας ή της ίδιας του της μιζέριας. Οι άνθρωποι που κατέληξαν να γίνουν σκιές, μια καταστροφική κουβέντα που πληγώνει, λέξεις που οδηγούν στον θάνατο, η πόλη που όλο κοιμάται και δεν λέει να ξυπνήσει, ο άνθρωπος ο μόνιμα διωγμένος κι από το ίδιο του το σπίτι ακόμα, η αναμονή ενός μάταιου ονείρου, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που περιλαμβάνονται στα ποιήματα του Παπαδόπουλου. Κάπου μακριά αχνοφέγγει μια ελπίδα, αλλά δύσκολα ο άνθρωπος έχει αισιοδοξία. Κρύβει συνήθως τρικυμία στην καρδιά του και ποτέ δεν ησυχάζει.
Όλο κάτι θα λείπει ή θα απουσιάζει. Όλο και κάποιο ζητούμενο θα βασανίζει τον αφηγητή. Η ατελείωτη αναμονή, η περιπλανώμενη θλίψη, η μοναξιά του υποκειμένου, η τραγικότητα ενός ανθρώπου ματαιωμένου και ξεχασμένου από όλους και από όλα υπάρχουν μέσα στο έργο του. Και συνυπάρχουν με μια επαναστατική διάθεση στα σημεία. Στο τέλος του ποιήματος «Φυλακή» διαβάζω: «Μη σκύβεις/Κράτα ψηλά το κεφάλι./Να σηκωθούνε κι άλλοι/να γκρεμιστούν,/οι φυλακές του κόσμου.», σελ.18
Η μνήμη, ο χρόνος, ο θάνατος, η μοναξιά, το όνειρο, ο ανανταπόδοτος έρωτας, το προσωπικό χάος επανέρχονται και δίνουν το στίγμα στη θεματολογία, αλλά και το ύφος του ποιητή. Στο ποίημα «Καθρέφτες» γίνεται αυτοαναφορικός, χαρακτηρίζει «θλιβερούς» τους στίχους του: «[..]κι εσύ για ακόμα μια φορά/ θα γράψεις στίχους θλιβερούς/ η ώρα να περάσει»(σελ.41)
Δεν προσπαθεί με εξυπνακίστικα κόλπα να επιβληθεί, αλλά με μια ειλικρινή διάθεση καταδεικνύει την ουσία των πραγμάτων. Σχεδόν στο τέλος κάθε ποιήματος υπάρχει μια πικρή διατύπωση και μια διαπίστωση που σε αφοπλίζει. Γράφει έμμετρα, αλλά και σε ελεύθερο στίχο, όμως με μια καθαρότητα και διαύγεια τέτοια που φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό, με τις ίδιες του τις πληγές, με τα ίδια του τα σακατιλίκια.
Στο τελευταίο του ποίημα «Τα βράχια» γράφει:
Τεράστια βράχια,
ορθώνονται με θάρρος.
Δεν τα τρομάζουν κεραυνοί,
βροχές δεν τα φοβίζουν.
Χίλιες ρωγμές,
βαθιές πληγές,
άνοιξε ο χρόνος στο κορμί τους.
Στέκουν ορθά
κι ακόμα πολεμάνε
να μην πέσουν.
Τα ζηλεύω.
Προσωποποιεί αυτά που ζηλεύει. Θα ‘θελε να μοιάζει στα βράχια. Θα ‘θελε να ήταν και ο ίδιος βράχος, να στέκεται αγέρωχος, να μην τον αγγίζει τίποτα. Να μην έχει συναισθηματικές μεταπτώσεις.
Ιδιαίτερη η προτίμηση για το ποίημα που φέρει τον τίτλο «Σαχζάτ Λουκμάν». Ο Σαχζάτ Λουκμάν είναι ένας Πακιστανός μετανάστης που δολοφονήθηκε το 13 από χρυσαυγίτες στα Πετράλωνα. Τιμής ένεκεν λοιπόν. Σαν μνημόσυνο. Ο ποιητής δεν θέλει να λησμονήσει καμιά αδικία, κανένα φθοροποιό συναίσθημα. Αλλά τα μεταφέρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα στο έργο του. Τα κάνει ποιήματα για να τα ξορκίσει, για να παρηγορηθεί ή για να νιώθει πως είναι ζωντανός;
Σαχζάτ Λουκμάν
Σαχζάτ Λουκμάν.
Χέρια οπλισμένα
χτυπάνε χέρια ορφανά,
χέρια κυνηγημένα,
που δεν σηκώθηκαν ψηλά,
δεν παραδόθηκαν.
Βγήκαν μαχαίρια
κι ένα νήμα ζωής
έκοψαν στα δυο.
Σαχζάτ Λουκμάν.
Έχει όνομα και επώνυμο
η θλίψη.
.
Έξυπνες βόμβες 2016
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
vakxikon.gr, Μάιος 2016
Είχαμε τη χαρά να παρουσιάσουμε κριτικά και παλαιότερα την πλούσια ποιητική δουλειά του Θεοχάρη Παπαδόπουλου. Τότε εντοπίσαμε μία ιδιαίτερη ποικιλία έκφρασης και μία συνεχή αναζήτηση στο στίχο. Με πυκνή και χειμαρρώδη γραφή διακρίνεται από τη δυναμική του αστόλιστου λόγου με έκφραση λιτή και έντονα πεζολογικά χαρακτηριστικά και προφορικότητα. Και η νέα του συλλογή, «έξυπνες βόμβες» (Μανδραγόρας, 2016), αποτελούμενη από χαϊκού αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτή την αναζήτηση.
Αξίζει να υπογραμμίσουμε πως η επιλογή της ιαπωνικής φόρμας αποτελεί ένα ρίσκο για τον ποιητή. Του επιβάλλει το δικό της στιχουργικό ρυθμό και μία επίπονη επεξεργασία στο στίχο και τη γλώσσα ώστε να υπηρετηθούν και οι συλλαβικές νόρμες και το αποφθεγματικό ύφος ή η αποτύπωση της στιγμής. Και η κρυφή γοητεία της λιλιπούτειας κι ιδιόρρυθμης τούτης φόρμας κρύβεται στη λιτότητα του λόγου και το πυκνό νόημα, κάτι που αυξάνει τις απαιτήσεις για το δημιουργό.
Και ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος καταφέρνει όχι μόνο να προσπεράσει όλες τις σκοπέλους, αλλά και να αναδύεται το συναίσθημα απρόσκοπτα αγκαλιάζοντας τον αναγνώστη. Με αξιοπρόσεκτη ευστοχία και μέσα σε δεκαεφτά συλλαβές ξαφνιάζει τον αναγνώστη• το λανθάνον δηκτικό ύφος και ο πόνος τον συγκλονίζουν.
Η αποφθεγματικότητα των στίχων καταδεικνύει το δούλεμα του στίχου και ταυτόχρονα καθιστά πιο καίριο το “πλήγμα” στην ψυχή του αναγνώστη. Ο ποιητής εγκαταλείπει το φυσιολατρικό παραδοσιακό χαρακτήρα της ιαπωνικής φόρμας• τα χαϊκού του εκφράζουν εσωτερικές αγωνίες για τη μοναξιά (41, 42, 43) τον έρωτα και τη συντροφικότητα (7, 8, 11, 23, 26, 28, 25, 51, 49, 53).
Άλλοτε λυρικός, άλλοτε ρομαντικός και πολύ συχνά σαρκαστικός γράφει για το χρόνο και τη μνήμη (15, 17, 47), τον πόνο του ανθρώπου (32, 9, 33, 34, 44, 45, 48) και τα όνειρά του που γκρεμίζονται (10, 19, 24, 59, 14)• εκθέτει κοινωνικές αγωνίες (10, 20, 21, 27, 34, 37, 38, 39, 54, 55, 56) και αυτοαναφορικά συνδέει τον Άνθρωπο με την ίδια την ποίηση (12, 13, 18, 36, 52, 57).
Οι ήπιοι τόνοι της ποιητικής του γοητεύουν• η δηκτική διάθεσή του εκφράζει την ευρύτερη κοινωνική αγανάκτηση, αλλά και την αγωνία για το μέλλον της κοινωνίας. Η στιχουργική του παραμένει κοινωνιοϋπαρξιακή και ανθρωποκεντρική δίχως όμως να εγκλωβίζεται σε κάποιο αόριστο ατομοκεντρισμό• ο άνθρωπος είναι μέλος της κοινότητας με αλληλεπιδραστικές σχέσεις.
Βέβαια δεν είναι λίγοι εκείνοι που διαμαρτύρονται συχνά για αλλοίωση του φυσιολατρικού κι εικονοπλαστικού χαρακτήρα της φόρμας. Ωστόσο, οι τιμητές των ελεύθερου θέματος χαϊκού παραβλέπουν την εξέλιξή τους και την ενσωμάτωσή τους στο γλωσσικό και κοινωνικό περιβάλλον που τα υιοθετεί.
Και αν κρίνουμε από την σχετική αύξηση των συλλογών χαϊκού αποδεικνύεται ότι η “εξωτική” τούτη ποιητική φόρμα είναι ευέλικτη και έχει ενσωματωθεί άριστα στην ελληνική λογοτεχνία. Συχνά με σαρκαστικό ύφος που εκφράζει την αγανάκτηση και την απογοήτευση της εποχής, άλλοτε με ρομαντική και εποχική ή λυρική προσέγγιση ακολουθούν το δικό τους αυτόνομο δρόμο στην ποίηση, προσπερνώντας την ιαπωνική παράδοση…
ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ
Υπάρχει ένα ρητό του Faun που λέει πως ακτιβιστής που δεν σκέφτεται δεν κάνει τίποτε που να αξίζει να γραφτεί. Και διανοούμενος που δεν δρα δεν γράφει τίποτε που να αξίζει να γίνει. Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος, νεαρός ποιητής κι ακτιβιστής, δείχνει να το γνωρίζει αυτό πολύ καλά, και το αποτυπώνει στην χωρίς απωθημένα αλλά με οξυδέρκεια απεικόνιση της εποχής μέσα από τις σελίδες ενός ζωντανού και δημιουργικού ανθρώπου.
Καταναλώνω
ληγμένα προϊόντα
στην οθόνη μου.
Γράφει σε ένα χαικού που διαχωρίζει με μιας τον τηλεοπτικό κόσμο, ή έστω το μεγαλύτερο μέρος αυτού, από τον κόσμο των ανθρώπων που δρουν και σκέφτονται, που σκεφτονται και δρουν. Στην πραγματικότητα που δρουν επειδή σκέφτονται και το αντίστροφο του.
Η πραγματικότητα για τον Παπαδόπουλο, όμως, είναι τουλάχιστον διττή, αφού μεγάλες γέφυρες, από κείνες τις συμβολικές που θυμίζουν ότι ο παραλογισμός της τάξης πραγμάτων συνίσταται στην τελειοποιημένη της διαμεσολαβητικότητα όταν έχει ακυρώσει πριν ό,τι θα μπορούσε να διαμεσολαβηθεί, υπάρχουν στην ποίηση του. Οι γέφυρες αυτές ενώνουν τον εξωτερικό με τον εσωτερικό κόσμο, δημιουργώντας, κατά στιγμές βέβαια, έναν κόσμο τόσο εύθραυστο όσο και γυάλινος κόσμος του Τένεσσυ Ουίλιαμς και τόσο ρωμαλέος στην κριτική του όσο και οι σελίδες του Μπέκετ.
Φθινοπώριασε.
Συννέφιασε γύρω μου.
Μέσα μου βρέχει.
Γράφει ο Χάρης μιλώντας ακριβώς γι αυτόν τον ευαίσθητο, τον γυάλινο εσωτερικό κόσμο ενός ποιητή που, θέλοντας και μη, πρέπει να προσαρμοστεί, όπως και κάθε ποιητής, σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο βαρβάρων.
Ή αλλού
Άσπλαχνη σκόνη.
Σκεπάζεις τα έπιπλα
και τη μορφή της.
Κι αλλού
Τα είπαν όλα.
Της έπιασε κουβέντα
με μια του ματιά.
Βέβαια η αφηρημένη ουτοπία, που πολλοί συχνά αναπτύσσουν οι ποιητές και οι αιθεροβάμονες, παραείναι όπως σημειώνει ο Adorno συμβιβάσιμη με τις πιο ύπουλες ροπές της κοινωνίας, αφού γραφικοποιεί και την ίδιαν την ουτοπία. Αλλά αυτήν την συζήτηση ας την αφήσουμε γι’ άλλοτε, όταν κι ο ίδιος ο κυνικός κόσμος θα χει αποφασίσει να ακολουθήσει για μια φορά το γνωστό σύνθημα αίτημα στο διηνεκές: ξυπνήστε αυτούς που κοιμούνται και όχι αυτούς που ονειρεύονται.
Είμαι ντεμοντέ.
Περασμένα τριάντα
κι ονειρεύομαι.
Γράφει ο αποψινός. Και κρίνοντας με ρομαντική ρώμη τον κόσμο μας σε όλες τις πλευρές, και στην νύχτα και στην ημέρα, σημειώνει:\
Άσπλαχνη μέρα
δολοφονεί τη νύχτα
και τ’ όνειρό μου.
Και παρακάτω:
Σκληρή η νύχτα.
Μου χρέωσε ακριβά
τον κάθε στίχο.
Η δολοφονική βία όμως πάνω στην οποία στηρίζεται ο ίδιος ο πολιτισμός (για να θυμηθούμε τα Minima Moralia) ‘σημαίνει καταδίωξη όλων από όλους, και όποιος έχει μανία καταδίωξης, μειονεκτεί μόνο στο ότι κατηγορεί τον γείτονα του γι’ αυτό που διαπράττει το σύνολο, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κάνει σύμμετρο το ασύμμετρο’.
Το σουλούπι του
ήταν διαφορετικό.
Τον σκοτώσανε.
Όλοι που δραπετεύουν από τα όρια δίχως να χάνουν όμως την συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης τους, καίγονται γιατί γυρεύουν να τσακώσουν με γυμνά χέρια τον βαθύ παραλογισμό και την απαράμιλλη κυνικότητα του ‘φυσιολογικού’ της ‘προόδου’ και της ‘τάξης’ που στηρίζονται ακριβώς όπως σημειώσαμε στην τελειοποιημένη τους ‘μεσολάβηση’, το σύνθετο και πολυεπίπεδο κρυφτό από μια γύμνια που δεν θ’ αντέχαμε ούτε λεπτό αν μεναμε γυμνοί από τα θεραπευτικά μας ψέμματα και μόνοι.
Και όμως! “Δεν πιστεύω στην λέξη μοίρα, είναι το καταφύγιο κάθε αυτοκαταναλούμενης αποτυχίας” Andrew Soutar
Το ξέρει αυτό ο φίλος Χάρης:
Μάτωσα πάλι
μα δεν παραδίνομαι.
Τον στίχο ψάχνω.
Ο στίχος αυτός, η Ιθάκη του η Ιθάκη μας, μισός ρηγμένος στην πραγματικότητα και μισός ριγμένος στο ψέμα όπως τα πάντα στην ζωή, παίρνει άλλοτε την μορφή του αγώνα κι άλλοτε την μορφή της γυναίκας. Και τα δυο θραύσματα του ίδιου παλίμψηστου που δεν μπορούν να πάρουν το πρόσωπο της ευτυχίας αν δεν ενωθούν το ατομικό με το συλλογικό, οι δυο άκρες της γέφυρας που λέγαμε.
Η γυναίκα είναι διττή στην ποίηση του, όπως θαρρώ για όλους τους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, τα αντικείμενα του πόθου τους, όποιο φύλο κι αν έχουν. Παρηγοριά και άλγος. Άλγος και παρηγοριά.
Φιλί της ζωής
λέγανε το φιλί της.
Τον φαρμάκωσε.
Ή Σαν σκύλος πιστός
παντού με ακολουθεί
ένα της βλέμμα.
Βέβαια η ζωή, σε αντίθεση με αυτό που λέει κάπου ο Χάρης στο ανα χείρας βιβλίο, δεν είναι δωρεάν. Ακριβοπληρώνεται. Με το πανάκριβα αγορασμένο γέλιο του γελοίου και με την ασύμμετρη και πανταχού παροούσα ματαιοδοξία της κυνικότητας.
Το περιγραφει αυτό εξαιρετικά μεστά κάπου αλλού:
Είπα στην πληγή
να μείνουμε δυο φίλοι.
Την παντρεύτηκα.
Το παιγνιώδες του Χάρη, γνωστό κι από τις άλλες του ποιητικές συλλογές που αφορούν άλλο είδος ποίησης, υπάρχει κι εδώ. Ένας εργένης η δυστυχία που προσπαθεί να αποτύχει τον γάμο, αλλά αποτυχαίνει. Και παντρεύεται όλους κι όλες μας.
Αλλά η γεύση της δεν αφαιρεί από εμάς την αναζήτηση κι ακόμη την εκτίμηση όταν μας συμβαίνει της ευτυχίας, με την μορφή μικρών πολύτιμων στιγμών:
Νέκταρ των θεών:
Σε μικρό ταβερνάκι
ούζο με μεζέ.
Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο έγραψε ο Καμύ, γι’ αυτήν την εναλλαγή, γι αυτήν την απόπειρα να ανεβούμε στο μικρό καραβάκι του Ρεμπώ κι από εκεί να προσπαθήσουμε, καταμεσής του πελάγους, να πετάξουμε, σίσυφοι κι ίκαροι μαζί. Κι ας είναι τα όνειρα μας από ουρανό μα τα φτερά μας από χώμα… Ή μάλλον, ακριβώς γι αυτό!
Βαριά η πέτρα. Σημειώνει ο Χάρης,
Προς τα κάτω με τραβά
μα θα πετάξω.
——-
Ο και η άνθρωπος που αποπειράται να πετάξει, αρχέτυπο του ήρωα, αρχέτυπο της ζωής μας, στοιχειώνει τις μικρές και τις μεγάλες ημέρες της ανθρώπινης ζωής μας. Κι υπάρχει μια φράση στην Ηλιάδα που τα περικλείει και τα δυο: Και την ασύμμετρη βία, τον θάνατο, το σκοτάδι και το Φως, αυτό το διαρκές αίτημα να μετατραπεί αυτό το διαρκώς έκπαγλο μπροστά στην ασχήμια του κόσμου πλάσμα που είναι ο άνθρωπος σε πολίτη και ποιητή. Σε ποιητή και πολίτη. “Εν φάη ώλεσον”. Όταν ο ήρωας μένει μόνος του, γυμνός ακόμη κι απ’ το σπαθί του, και τον πλησιάζει ο αντίπαλος για την “τελική ποινή”, δεν παρακαλά για την ζωή του, δεν πέφτει στα 4,
κοιτάζει θαρρετά την μοίρα του και ζητά μονάχα: “Σκότωσε με προς το Φως”. Όταν ο αντίπαλος όντως γυρνά το κεφάλι και των δυο προς τον ήλιο, κι η ζωή (το Φως) κι ο θάνατος (το Μέγα Σκοτάδι) γίνονται ένα, κερδίζουν κι οι δυο ένα δευτερόλεπτο ατόφιας αξιοπρέπειας, δηλαδή αθανασίας.
Έπεσε πολύ νερό στο μύλο της ιστορίας ώστε η έννοια του ήρωα να γραφικοποιηθεί, ώστε ο και η άνθρωπος να μικρύνει. Μικραίνοντας μαζί όλες τις εκφορές της ιστορίας του, της κοινωνίας του και της πολιτικής του.
Οι φορές που οι άνθρωποι κι οι κοινωνίες τους μπόρεσαν να αντισταθούν στην επέλαση της βαρβαρότητας είναι ελάχιστες, και σήμαινε πάντα, πρόσκαιρο στ’ αλήθεια, ξεπέρασμα και της βαρβαρότητας της δικής τους.
Αλλά η βαρβαρότητα (η αναζήτηση της εύκολης, βολικής λύσης εις βάρος των αδύναμων ή των διαφορετικών) δεν ήταν το μοναδικό πόδι που στήριζε και στηρίζει την καθήλωση. Η μονομέρεια (η αδυναμία να εντάξεις το πολυσύνθετο της πραγματικότητας σ’ ένα πραγματικό στόχο/πλάνο, δίχως να ακυρώνεις το σύνθετο, δίχως να ακυρώνεις και το πλάνο), ήταν το άλλο. Φυσικά αυτό ίσχυε για όσους αποπειρώνταν την ανατροπή, αφού εάν η μονομέρεια των πολλών πήγαζε από απελπισία η μονομέρεια των ισχυρών πήγαζε από κυνικότητα, και μια χαρά υπηρετούσε και υπηρετεί τον εκάστοτε, διαφορετικό στις εκφορές του μα πάντοτε ίδιον στο εκμεταλευτικό του “διαταύτα”, στόχο.
Ο Χάρης Παπαδόπουλος προσπαθεί ν’ αντισταθεί στο πανηγυράκι αυτό που έχει όλους κι όλες εμάς για στόχους, με τους ”στόχους” που βάζει η ποίηση.
Έξυπνες βόμβες
μ’ ακρίβεια ευστοχούν.
Τρεις μόνο στίχοι.
Αλληλεγγύη την ψάχνω στις μέρες μας άγνωστη λέξη, γραφει στοχεύοντας στους κυνικούς και στους ξύπνιους που παρεπηδούν παντού. Σ έναν παντοτινά ξένο για μας πλανήτη.
Πράγματι… Τι ώρα είναι; τον ρωτούν εδώ. Και η παράξενη απάντησή του: Η
αιωνιότητα…” ο στίχος αυτός, ρηγμένος κάπου στην Iστορία της Σόνετσκα της Τσβιτάεβα, μου έρχεται όλο και συχνότερα στο μυαλό τελευταία.
Η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας μα κι ένας διαρκής τραγέλαφος:
Ήρεμο κύμα
κι εγώ περίμενα να
πνίγεις καημούς.
που γράφει κι ο Χάρης…
συμπληρώνοντας, όπως πρέπει, το χαικού και για τις ευθύνες των από κάτω
“ Ανεκπλήρωτα
όλα τα όνειρά σου
μα δεν ξύπνησες.
Φίλες και φίλοι,
κυρίες και κύριοι,
λέγεται πως η ζωή του κάθε ανθρώπου μεγαλύνεται αν κάνει κάτι που να αξίζει να γραφτεί ή αν γράψει κάτι που να αξίζει να γίνει. Τέτοια περίπτωση θαρρώ πως είναι κάθε άνθρωπος που παλεύει με την σκέψη και την πράξη. Τέτοια περίπτωση είναι κι ο Χάρης Παπαδόπουλος.
Όμορφες σκέψεις.
Πάλεψε όσο μπορείς
να γίνουν πράξεις.
Γράφει κάπου θυμίζοντας μας το γνωμικό του Φον με το οποίο ξεκινήσαμε. Στ’ αλήθεια λοιπόν… Ακτιβιστής που δεν σκέφτεται δεν κάνει τίποτε που να αξίζει να γραφτεί. Και διανοούμενος που δεν δρα δεν γράφει τίποτε που να αξίζει να γίνει. Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος, νεαρός ποιητής κι ακτιβιστής, δείχνει να το γνωρίζει αυτό πολύ καλά, και μας το προσφέρει μέσα από την γραφή του.
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΜΑΡΑΚΗΣ
atexnos.gr/19/3/2016
Αιχμητή απλότητα
«Έξυπνες βόμβες» είναι η νέα, έβδομη σε σειρά, ποιητική συλλογή του Θεοχάρη Παπαδόπουλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Είναι μια συλλογή με ποιήματα γραμμένα και βασισμένα στην ποίηση των χαϊκού, που εκφράζει περισσότερο από ποτέ την αιχμηρή απλότητα της ποίησης και της ποιητικής του Θεοχάρη Παπαδόπουλου.
Η γραφή του, ολιγόστιχη, λιτή, άμεσα κατανοητή, κοινωνική κι επαναστατική, βαθιά πολιτική και συναισθηματική δεν αφήνει ασυγκίνητο τον αναγνώστη. Ποιητής καθόλου φλύαρος και πάντα περιεκτικός κατορθώνει αυτή τη φορά να φτάσει την απλότητα της ποίησης του στα υψηλότερα όρια που θα μπορούσε να βάλει, μέχρι την επόμενη ποιητική συλλογή του βεβαίως, εκφράζοντας σε μόλις τρεις στίχους τις ιδέες, τους προβληματισμούς, την οργή του για τα κοινωνικά ζητήματα αλλά και την αγάπη του για τις απλές απολαύσεις της ζωής. Για τον έρωτα γράφει ο ποιητής, για πρότυπα που μοιάζουν ντεμοντέ, για αναγκαίους συμβιβασμούς με ανεπούλωτες πληγές, για όνειρα που επιμένει να γίνουν πραγματικότητα ή για όνειρα που είναι περισσότερα ρεαλιστικά από τα σύγχρονα πρότυπα ζωής.
Και για να γίνουμε λιγάκι τολμηροί, μπορούμε να πούμε ότι στις «Έξυπνες βόμβες» ενώ έχουμε ένα κοινωνικό (τόσο πολιτικά, όσο και υπαρξιακά) Θεοχάρη Παπαδόπουλο άλλο τόσο έχουμε ένα ποιητή που συνομιλεί, ίσως περισσότερο από ποτέ, με τον εαυτό του. Και ο οποίος παρουσιάζει αυτή την εικόνα στον αναγνώστη, χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος, κάνοντας τον κοινωνό της δημιουργικής διαδικασίας που ακολουθεί, που δεν είναι άλλο από μια διαδικασία που ματώνει και πονά. Ίσως βέβαια αυτός που συνομιλεί με τον εαυτό του να μην είναι ο ποιητής αλλά εσείς κι ο οποιοσδήποτε αναγνώστης… Αλήθεια, ποιός είπε ότι είναι εύκολο να γράψεις ποίηση στις μέρες μας που δεν θα αναλώνεται σε φτηνούς εντυπωσιασμούς αλλά και που θα έχει μέσα της τη δυνατότητα για πολλαπλές αναγνώσεις;
Αλλά νομίζω πως ακολουθώντας το παράδειγμα του ποιητή θα πρέπει να σταματήσουμε εδώ. Αρκετά φλυαρήσαμε. Περισσότερα και ουσιαστικότερα θα βρείτε στο βιβλίο ενώ για τον ποιητή μπορείτε να βρείτε εδώ σε σχετικό αφιέρωμα που είχαμε κάνει στο περιοδικό μας. Ακολουθεί ένα σύντομο σχόλιο σχετικά με τα χαϊκού και κάποια ποιήματα από το βιβλίο, δική μας επιλογής.
Χαϊκού
Τα χαϊκού (ή χάι κάι) είναι μορφή/φόρμα ιαπωνικής ποίησης, που εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα και υιοθετήθηκε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από την λογοτεχνική σκηνή της Ευρώπης και της Αμερικής στις αρχές του 20ου. Στην αυθεντική και παραδοσιακή τους μορφή αποτελούνταν από τρεις ομάδες των 5, 7, 5 συλλαβών, οι οποίες τοποθετούνταν σε τρεις στίχους για έμφαση ή σε έναν, χωρισμένο με κενά. Στα χαϊκού συμπυκνώνεται η σοφία και η απλότητα της ιαπωνικής φιλοσοφίας και ζωής, με τις εποχές, τα χρώματα και τις ιδέες που προάγουν τον σεβασμό στον συνάνθρωπο κι αποτελούν βασικό πυρήνα τους. Στην χώρα μας τα χαϊκού, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 1925 από τον Γ. Σταυρόπουλο στο περιοδικό Λυκαβηττός ενώ γνωστότερος εκπρόσωπος μια ποίησης επηρεασμένης από τα χαϊκού είναι ο Γιώργος Σεφέρης. Το τελευταίο διάστημα ξεκίνησαν να αποκτούν μια κάποια σχετική αναγνωρισιμότητα τόσο στο αναγνωστικό κοινό, όσο και στους νεότερους ποιητές μας.
Ποιήματα
σελίδα λευκή.
Σε φέρνω στη σκέψη μου
να τη γεμίσω.
Φιλί της ζωής
λέγανε το φιλί της.
Τον φαρμάκωσε.
-σε αμφισβητώ,
μου είπε θυμωμένος
ο καθρέφτης μου.
τι πιο τραγικό;
Να κάνω διάλογο
με τη σιωπή σου.
αλληλεγγύη.
Μια λέξη που την τρέμει
ο βολεμένος.
διπλή μερίδα
Κομμάτι από τη σάρκα
των πεινασμένων.
Καταναλώνω
ληγμένα προιόντα
στην οθόνη μου.
Τον συλλάβανε.
Σε ώρες ανάπαυσης
έγραφε στίχους.
.
Πρόγνωση καιρού, 2014
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ
vakxikon.gr, Φεβρουάριος 2015
Το να προσδιορίσει κανείς στις μέρες μας τι είναι καλή ποίηση είναι δύσκολο εγχείρημα. Εκτός κι αν έχει να κάνει με ποιητές σαν τον Θεοχάρη Παπαδόπουλο: τότε όλα γίνονται εύκολα.
Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος γράφει απλά, πολύ απλά. Το ποιητικό του οπλοστάσιο δεν περιέχει περίπλοκα σχήματα, πυροτεχνήματα και φραστικές ακροβασίες. Ο λόγος του είναι απαλλαγμένος από όλα τούτα τα στοιχεία και γι’ αυτό – δεδομένου του αποτελέσματος που καταφέρνει – μαγικός: είναι μεστός, απόλυτα κατανοητός, πλήρης νοήματος, διαφανής και λαμπερός όπως μια ίνα φωτός, από την αρχή μέχρι το τέλος. Οι στίχοι του ξεκινούν από μια απλή ιδέα και φθάνουν στο απρόσμενο ή σε μια διαπίστωση που οδηγεί τον αναγνώστη σε μια καλύτερη κατανόηση του εαυτού του και του κόσμου.
Είναι αρκετές οι φορές που ο ποιητής γίνεται αποφθεγματικός, χωρίς όμως αυτό να γίνεται ποτέ αυτοσκοπός του, χωρίς δηλαδή να τον διακατέχει η αφοριστική διάθεση που διέκρινε παλαιότερους ποιητές. Αντίθετα, διϋλίζει τη σοφία του βίου μέσα από την ποίησή του, εκφράζοντας σε λίγους μόνο στίχους ό,τι κάποιος άλλος θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο δοκίμιο για να αναλύσει.
Καθώς τα ποιήματά του δεν αναπτύσσονται σε μεγάλη έκταση, η επίδρασή τους είναι ακαριαία. Και είναι μια επίδραση που εντείνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι σε πολλά από αυτά ο ποιητής μιλά σε δεύτερο πρόσωπο.
Το ποιητικό υποκείμενο είναι ένας αντιήρωας – καμία σούπερ δύναμη ή ιδιαίτερη ικανότητα δεν του δίνουν πρόσθετη αξία – είναι όμως ένας αντιήρωας που ζει την καθημερινότητα ηρωικά, μέσα από το πρίσμα της ερήμωσης και της μοναξιάς του, που παλεύει να μείνει ελεύθερος και όσο γίνεται ολόκληρος, ενόσω προσπαθεί να κατανοήσει όσα του συμβαίνουν και, εντέλει, το μυστήριο που είναι η ίδια η ζωή.
Ο μικρόκοσμος ενός δωματίου, του αυτοκινήτου του ή μιας οθόνης υπολογιστή, ο εργασιακός χώρος, μια καφετέρια, πράγματα δηλαδή που θα μας φαίνονταν τετριμμένα αν δεν τα μεγέθυνε ο φακός της ματιάς του, είναι στοιχεία που λαμβάνουν μυθώδη σχεδόν διάσταση μέσα στην κατά τα άλλα λιτή και απέριττη πραγματικότητα του ποιητικού σύμπαντος στο οποίο αναπτύσσονται.
Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος γράφει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, την οποία αρθρώνει μέσα από έναν λυγμό: για τη μνήμη που τον πληγώνει, για την αίσθηση ματαιότητας που τον διαπερνά χωρίς οίκτο, για το όνειρο από το οποίο δεν παραιτείται. Εντέλει ο λυγμός του μετουσιώνεται σε μια ποίηση λυτρωτική, τόσο για τον ίδιο όσο και για τον αναγνώστη.
.
Ξερόκλαδα, Ποίηση, 2012
ΤΑΣΟΣ ΡΗΤΟΣ
Αφήσαμε τον ποιητή στην τελευταία του συλλογή, να στέκεται στο πλακόστρωτο μπροστά στον λασπωμένο δρόμο της πόλης. Τον αφήσαμε να ξεφυσάει με δύναμη τις σκοτούρες της ζωής. Το μικροπράγματα που εξαθλιώνουν την καθημερινότητα και τα μεγάλα προβλήματα που σκάβουν τον λάκκο.
Ο ποιητής έρχεται τώρα να μας βάλει ακόμα πιο μέσα του, σε αυτά που βρίσκονται στο μικρό σαλόνι του. Μας περιγράφει τις καθημερινές τριβές με τον περίγυρό του και πόσο αυτό τον επηρεάζει στην επικοινωνία με τους υπόλοιπους γύρω του. Ώρες και ώρες το βλέπεις ότι είναι και ο ίδιος ένα ξερόκλαδο που το παρασέρνει ο άνεμος και σκαλώνει στα χαστούκια του βρώμικου δρόμου. Ξερόκλαδα είναι και τα όνειρά του που ταξιδεύουν από ζάλη σε ποτήρι και από το σώμα στο χώμα. Ακόμα ένα ταξίδι παραπονιάρικο αλλά και ζωντανό στους καθημερινούς γαλαξίες που ζωγραφίζει ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος.
Κραυγές, 2009
Φαίη Νάση
vakxikon.gr/Μάρτιος 2012
Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος, μέσα από την ποιητική του συλλογή «Κραυγές», νοσταλγεί τον χαμένο έρωτα, «αγκαλιάζοντας» το πόνο της απώλειας. Εξυμνεί την τέχνη της ποίησης και ονειρεύται ένα καλύτερο κόσμο.
Η αγάπη του για την ελληνική μυθολογία και την ομορφιά της φύσης έχει δώσει πνοή σε πολλά από τα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής.
.
Ερείπια / Πρόσωπα Γνωστά, / 2011
ΤΑΣΟΣ ΡΗΤΟΣ
vakxikon.gr/ Μάρτιος 2012
Στην αρχή βρισκόταν εγκλωβισμένος μέσα στο μικρό του δωμάτιο, περιμένοντας να τον πνίξουν οι λογαριασμοί, οι βροχές και οι καταιγίδες, τα ανυπόφορα φορτία της ζωής, οι ανελέητοι θόρυβοι της μεγαλούπολης. Σιγά σιγά όμως άρχισε να βγαίνει έξω στον δρόμο. Τον συναντούμε να στέκεται υπομονετικά στην στάση του λεωφορείου, αλλά όταν τελικά αυτό φτάνει, αυτός γυρίζει την πλάτη και φεύγει. Άλλοτε τον βλέπουμε να σηκώνει το χέρι να καλέσει ταξί , μα όταν αυτό σταματήσει , αυτός γυρίζει την πλάτη του και συνεχίζει να βαδίζει νοσταλγικά και ήρεμα μέσα στην βροχή.
Βρίσκουμε τον ποιητή Θ.Παπαδόπουλο, με γλυκό παράπονο, να σείεται από τα φυσικά προβλήματα της καθημερινότητας. Επίσης παρατηρούμε την στροφή του ποιητή, συχνότερα στην τελευταία του συλλογή «Πρόσωπα Γνωστά», προς την ρίμα. Στιχάκια πανέμορφα τα οποία αχνοφαίνονται αυθόρμητα σαν κάποιος άλλος στίχος του Βαμβακάρη ή του Τσιτσάνη.
Ύστερα λοιπόν από τόσες «κραυγές» του ποιητή, γκρεμίζονται τα τείχη της μοναξιάς. Μέσα λοιπόν στα «Ερείπια», καθώς βαδίζουμε σιωπηλά και ταπεινά, συναντούμε τα «γνωστά πρόσωπα» της καθημερινής τρέλας. Πρόσωπο γνωστό και ο ποιητής, ο οποίος μέσα από την λασπούρα του δρόμου επιθυμεί να φανεί η αγνότητά του.
.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
tvxs.gr/biblio/27/6/2014
Ένας εκπρόσωπος πρωτοπορία της γενιάς της κρίσης
Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος αποτελεί μια από τις πιο άρτιες ποιητικές μορφές της νεώτερης γενιάς. Εντάσσεται στη γενιά της κρίσης (όρος που θα επιβεβαιωθεί ή θα απορριφθεί στο μέλλον από τους κριτικούς), παρά το γεγονός ότι τα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα προηγούνται της οικονομικής κρίσης. Η ένταξή του σε τούτη είναι όχι μόνο με ηλικιακά κριτήρια, αλλά κυρίως λόγω θεματολογία. Αποτελεί ένα αναπόσπαστο τμήμα της τόσο λόγω κοινών βιωμάτων όσο και του κοινωνικού προβληματισμού που εκθέτει.
Μέχρι σήμερα μετρά ήδη έξι ποιητικές συλλογές: Παράταιρα (ιδιωτική έκδοση, 1997), Κραυγές (Ιωλκός, 2009), Ερείπια (Ρέω, 2010), Πρόσωπα Γνωστά (Ρέω, 2011), Ξερόκλαδα (Ρέω, 2012), Πρόγνωση καιρού (Vakxikon, 2014).
Με πυκνή και χειμαρρώδη γραφή διακρίνεται από μία μοναδική ικανότητα να συνθέτει άλλοτε σε δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο, άλλοτε ομοιοκατάληκτα κι άλλοτε σε ελεύθερο στίχο. Διαυγής κι αφηγηματικός ο στίχος του διαρρέει ένα κρυστάλλινο νόημα/μήνυμα, χωρίς περιθώρια για απορίες, δίχως παρερμηνείες.
Η γλώσσα του δίχως στολίδια, λιτή με έμφαση στην αφήγηση με έντονα πεζολογικά χαρακτηριστικά και προφορικότητα. Ο τίτλος του συνήθως είναι ένα προσηγορικό ουσιαστικό (άναρθρο ή έναρθρο) χωρίς να απουσιάζουν οι εξαιρέσεις ρηματικών τίτλων ή ονοματικών συνόλων. Ο τίτλος αποτελεί όμως αναπόσπαστο τμήμα του ποιήματος χωρίς να προδιαθέτει μόνος του για το θέμα του έργου.
Οι συνθέσεις του συχνά μοιάζουν με πρόζα ή με θεατρικό μονόλογο (ψευτοδιάλογο) με τον υποτιθέμενο υποκριτή να απευθύνεται στο κοινό. Το β΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο ενισχύει ακριβώς τούτο το ύφος, μαζί με την καθημερινή γλώσσα και τη λιτότητα στη γραφή του.
Πρόκειται για ποίηση κατά βάση κοινωνική. Συναντάμε ποιήματα υπαρξιακά με όλες τις σύγχρονες αγωνίες, έργα κοινωνικού προβληματισμού που εξετάζουν την κοινωνία με μάτι ειρωνικό, φόβου ή αγανάκτησης για την αδικία. Η αθανασία, η φθορά του ανθρώπου, τα όνειρα συμπλέουν με τον έρωτα, την κοινωνική κριτική, την ατολμία και τη δειλία των ανθρώπων ν’ αγωνιστούν για το δίκαιο. Η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, η πολιτική και η κοινωνική αλλοτρίωση (από τον Άλλο, από τις Ιδέες) αναδεικνύουν ένα ποιητή που ισορροπεί το άτομο με την κοινωνία, την πολιτική ιδιοσυγκρασία με τις κοινωνικές ανάγκες και την Τέχνη με τις ατομικές αξίες αποφεύγοντας τη μονομέρεια.
Σταχυολογούμε τα υπαρξιακά τριαντάφυλλο και φυλακή (ερείπια). Ο ποιητής προβληματίζεται για τις ανθρώπινες σχέσεις και τη σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Παρατηρεί την απομόνωση των ανθρώπων, την τεχνολογία που δίνει την ψευδαίσθηση της συναναστροφής.
Την ανάγκη ψυχικής ανάπαυλας από τις τρικυμίες της ζωής εκφράζει και το σύντομα (πρόσωπα γνωστά). Στο ολιγόστιχο έργο υπό λανθάνοντα λυρισμό το υποκείμενο αντιηρωικά αναζητά ένα απάγκιο. Επιδίωξη η ηρεμία. Το ταξίδι και η θάλασσα, τόσο αγαπητά θέματα σε επικές συνθέσεις της λογοτεχνικής μας παράδοσης (Όμηρος, Καβάφης, Καβαδίας, Ελύτης, Σεφέρης κ.ά), μοιάζουν με κατάρα για τον αφηγητή. Πίσω όμως από την κυριολεξία, εντοπίζουμε τον κοινωνικό συμβολισμό για τις καθημερινές –κοινωνικές- τρικυμίες που απασχολούν και το δημιουργό και την ανάγκη εξόδου από την κοινωνική κρίση.
Το Θεοχάρη Παπαδόπουλο στα ξερόκλαδα απασχολεί και το θέμα των ναρκωτικών με δύο συνθέσεις (νωρίτερα δεν παρατηρείται αναφορά στην ουσιοεξάρτηση με την εξαίρεση των αναφορών στο αλκοόλ, αλλά όχι ως κατάχρηση), την έλλειψη και την τρύπα στο βουνό. Με ευθύτητα, χωρίς να ομορφαίνει το λόγο του ο δημιουργός αναπλάθει τον κόσμο των ουσιών. Η έλλειψη πιο κοντά στο λυρισμό, που ενισχύεται από τη σταυρωτή ομοιοκαταληξία και τον καθαρό ίμαβο, σε β’ πρόσωπο, δημιουργεί θρυμματισμένες διαδοχικές εικόνες ώστε να φτάσουμε στη λέξη-κλειδί σύριγγα και να γίνει κατανοητή η σύνθεση. Η δε τρύπα στο βουνό περισσότερο μοιάζει με ένα παιχνίδι λέξεων και νοημάτων. Περιγραφικό και λιτό (μόνο ουσιαστικά και ρήματα) “χτυπά” άμεσα τον αναγνώστη. Θραύσματα στίχων με κοφτές φράσεις ενισχύουν τη σπαρακτική κραυγή του ποιητή.
Σημαντικές είναι οι φυσιολατρικές συνθέσεις. Η φύση συμπλέκεται με τον άνθρωπο ισορροπώντας ανάμεσα στο λυρικό και το υπαρξιακό στοιχείο μα βαρύτερη έμφαση στο λυρισμό. Η φύση (η βροχή, η ζέστη, η μέρα, η μπόρα) αποκαλύπτουν τον ψυχισμό του ποιητικού υποκειμένου.
Οι πατημασιές (ξερόκλαδα) αναδεικνύουν την ευαισθησία του ποιητή. Οι αναμνήσεις δεν καθαρίζονται. Μένουν στην ψυχή χαραγμένες σαν απολιθωμένες πατημασιές. Το β΄ ενικό στο ποίημα δημιουργεί ένα κλίμα διαλόγου, δίνει μία διάσταση πρόζας, σα μονόλογος ενός μονόπρακτου στο οποίο ο υποκριτής απευθύνεται στο κοινό. Και τούτη ακριβώς η γραφή σε συνδυασμό με το λιτό ύφος προσδίδουν μία πανανθρώπινη δυναμική στο έργο. Το θέμα της μνήμης το πραγματεύτηκε ο δημιουργός και νωρίτερα στις φωνές (ερείπια), όπου οι αναμνήσεις είναι φωνές από τις οποίες αδυνατεί να ξεφύγει το ποιητικό υποκείμενο.
Άλλοτε, η ζωή μοιάζει οπτιμιστικά με ένα παιχνίδι. Ίσως ξαναβρούμε τη χαμένη μας ζωή σ’ ένα παιχνίδι, όπως μας καλεί ο δημιουργός στην πρόσκληση (ξερόκλαδα), ένα αισιόδοξο ποίημα με “παιδικό” λυρισμό. Η σύνθεση διαχέει ένα παιδικό αυθορμητισμό (ένα παιδικό στοίχημα με φιλί για βραβείο, το διαλογικό ύφος, η προφορικότητα της γλώσσας) που προσδίδει μία ιδιαίτερη ζωντάνια.
Ο έρωτας διαπνέει όλο το ποιητικό έργο του Θεοχάρη Παπαδόπουλου. Όχι όμως ο επιθετικός ερωτισμός της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής με βερμπαλισμούς και υπερβολική εμμονή στα πάθη και τον πόθο. Πρόκειται για μία ισορροπημένη συναισθηματική κατάσταση που λανθάνει στο έργο αφού συχνά το απών άτομο του προζικού διαλόγου είναι εκείνη, όπως στην αντίθεση και τη φωτογραφία (ερείπια), την άδεια καρέκλα (πρόσωπα γνωστά). Άλλοτε ο διάλογος είναι πραγματικός μονόλογος όπως στη νύστα (ερείπια), τη μουντζούρα και τη μπόρα (πρόσωπα γνωστά) ή στο άγαλμα (ξερόκλαδα).
Η άδεια καρέκλα πραγματεύεται την ερωτική μοναξιά (πρόσωπα γνωστά). Σε δεύτερο πρόσωπο ο ποιητικός αφηγητής μοιάζει να απευθύνεται ως μονόλογος στον εαυτό του μέσα από έναν φενάκη διάλογο. Η μοναξιά κυριαρχεί στο ποίημα ως ένας βαθύτερος πόνος του ήρωα που αναζητά ένα χέρι να πιάσει.
Με μοναδική αμεσότητα, χωρίς λογοτεχνικά σχήματα ο ποιητής στοχάζεται και με πικρία και δυσφορία παρατηρεί την κοινωνία και τους ανθρώπους. Ένα πλέριο συναίσθημα αγανάκτησης για την εικόνα της ανθρώπινης φυλής πηγάζει από τον άσχημο κόσμο (πρόσωπα γνωστά). Ομοιοκατάληκτος στο πρότυπο της πολυσύλλαβης ποιητικής παράδοσης, ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος καταγράφει άλγη σε βάρος των ανθρώπων και της φύσης στο όνομα του κέρδους. Βρωμιά κι ασχήμια προς όφελος του χρήματος είναι η απαισιόδοξη εικόνα που εισπράττει το ποιητικό υποκείμενο. Κάθε λυρισμός εξορίζεται ενώ η ομοιοκαταληξία συνδέει ζευγαρωτά κι δίνοντας έμφαση στην αλγεινή τούτη εικόνα.
Το πρακτορείο (ερείπια) είναι μια αφηγηματική σύνθεση κοινωνικού προβληματισμού. Ο υπάλληλος γίνεται ένα γρανάζι του μηχανισμού, αλλοτριωμένος απ’ το προϊόν (εισιτήρια) που πουλά (δεν έχει ποτέ του ταξιδέψει). Εμφανές ως αίτιο, η οικονομική του αδυναμία, αν και δεν αναφέρεται ρητά, να ταξιδέψει σε εξωτικούς προορισμούς. Πρόκειται για ένα πραγματικό κοινωνικό εμπαιγμό. Χυμώδες κι απέριττο το ύφος αναδεικνύει αβίαστα τον ποιητικό προβληματισμό.
Τα πρόσωπα γνωστά (που τιτλοφόρησαν και τη συλλογή) εκθέτουν την εξαπάτηση των ανθρώπων. Με β΄ και γ΄ γραμματικό πρόσωπο ο αφηγητής προσπαθεί να αφυπνίσει τον αναγνώστη και να δει τα ψεύτικα χαμόγελα των γύρω του. Ίδιοι πάντα, ψεύτικα καμώνονται πως αλλάζουν.
Κάλεσμα σε δράση αποτελούν οι πόρτες κλειστές (πρόσωπα γνωστά). Όταν οι πόρτες είναι κλειστές κι έξω έχει βαρυχειμωνιά (με όλους τους κοινωνικούς συμβολισμούς εμφανείς), τότε χρειάζεται βία για να ανοίξουν οι θύρες. Οι φωνές και οι διαμαρτυρίες δεν αρκούν. Κανείς δεν ακούει. Είναι ώρα για δυναμική δράση.
Την ευθύνη του ατόμου εκφράζει η διαλογική Ελευθερία (ερείπια). Το νεοϋορκέζικο άγαλμα/σύμβολο σε μία ποιητική πρόζα αρνείται τα κλάματα και απαιτεί τόλμη. Σαφείς οι επιρροές του καλβικού στίχου (θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία) και των βαρναλικών Μοιραίων. Το δικό του ποιητικό υποκείμενο όμως είναι ένας ζητιάνος, ένας λούμπεν τύπος, μακριά από τους λαϊκούς ανθρώπους της βαρναλικής υπόγειας ταβέρνας και την καλβική επαναστατικότητα. Διάχυτος ο σαρκασμός μα και ο πόνος για την ατολμία και τη μοιρολατρία των ανθρώπων.
Αναλόγως, στην επίσκεψη (ερείπια), ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος εκθέτει την ευθύνη του ατόμου όταν μένει αδρανές. Τα σταυρωμένα χέρια πληγώνουν την ειρήνη. Τούτη δεν έρχεται με ευχές και μ’ όνειρα. Η απουσία δράσης αντιπολεμικής ταυτίζεται σχεδόν με τις πληγές που τις προκαλούν όσοι την αντιμάχονται. Στην ουσία το ποίημα αποτελεί μια πρόσκληση σε αντιπολεμικές δράσεις, σε ένα διαρκές φιλειρηνικό κίνημα. Κανείς δεν είναι ανεύθυνος όσο αδρανεί. Ο πόλεμος απασχολεί τον ποιητή και στον ειρηνοποιό (ερείπια) με διάθεση ειρωνείας και καταγγελίας και στον πόλεμο (ερείπια) που με ευαισθησία συνθέτει ένα τριτοπρόσωπο θρήνο.
Στα πολιτικά εντάσσεται και το ξερόκλαδα (από την ομώνυμη συλλογή). Η σύνθεση κινείται σε ένα συμβολικό επίπεδο. Ο ελεύθερος στίχος εντείνει το αγωνιστικό πνεύμα και το επαναστατικό ύφος, ωμό ύφος και ευθύ χωρίς καμία επιθυμία λυρικής διάθεσης. Μέσα από την καταστροφή τα πεσμένα ξερόκλαδα, στερημένα από νερό που πονάνε, θα γίνουν προσάναμμα φωτιάς για ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Τα φυσικά φαινόμενα γίνονται σύμβολα μπροστά στον πόνο του ποιητή για την κοινωνική καταστροφή.
Σε μια εποχή που κυριαρχούν οι αριθμοί, η τεχνοκρατική αντίληψη του κόσμου και διαχείρισης της κοινωνίας, μακριά από τις ανάγκες των ανθρώπων, έχουμε ανάγκη από την ποίηση. Δεν είναι τυχαίο πως σε περιόδους μεγάλων κρίσεων η τέχνη δεν παύει, αλλά αντίθετα ανθίζει ως αναγκαιότητα.
Η ποίηση με τον αντιεμπορικό της χαρακτήρα και την υψηλή απαίτηση σε γλωσσική μελέτη και δημιουργικό πνεύμα, γίνεται ένα μέσο εξανθρωπισμού της κοινωνίας και της Τέχνης. Είναι ένα πνευματικό όπλο ενάντια στους αριθμούς. Και η γενιά της κρίσης έχει να παρουσιάσει τους δικούς της νεώτερους εκπροσώπους που με αυταπάρνηση προς την τέχνη αναδεικνύουν την ανάγκη των ανθρώπων. Συνθέτουν με σαφή ανθρωποκεντρικό και κοινωνικό προσανατολισμό.
.
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΜΑΡΑΚΗΣ
atexnos.gr/22/8/2015
«Χειροβομβίδες τα χέρια του εργάτη»
Δεν υπάρχουν ποιητές στις μέρες μας κι όσοι γράφουν ποίηση τίποτα δεν έχουν να πουν, να ποια είναι, μεταξύ άλλων, η σύγχρονη αντίληψη για την ποίηση. Κι όμως μέσα από τις εβδομαδιαίες παρουσιάσεις του Ατέχνως στη στήλη των «Νέων Δημιουργών» αναδεικνύεται μια διαφορετική, πολύχρωμη πραγματικότητα όπου νέοι ποιητές και συγγραφείς όχι απλά γράφουν ποίηση αλλά και που επικοινωνούν με την κοινωνική πραγματικότητα.
Ο ποιητής Θεοχάρης Παπαδόπουλος που παρουσιάζουμε σήμερα, αποτελεί ακόμα μία περίπτωση που επιβεβαιώνει τη θέση μας εφόσον, παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας του -γεννήθηκε στον Πειραιά το 1978- αριθμεί πλέον στο ενεργητικό του έξι ποιητικές συλλογές, έχοντας διαμορφώσει από τη δεύτερη κιόλας συλλογή του, το προσωπικό ύφος μιας ολιγόστιχης, λιτής ποιητικής γραφής, άμεσα κατανοητής, κοινωνικής και βαθιά πολιτικής. Είναι ένας σημαντικός εκπρόσωπος της σύγχρονης ποιητικής γενιάς της αγανάκτησης και της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Γιος του ποιητή Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου. Σπούδασε στη σχολή Οικονομίας και Διοίκησης του τμήματος Λογιστικής στο ΤΕΙ Χαλκίδας, και ζει στην Αθήνα. Ασχολείται με την Papadopoulos1ποίηση από τα παιδικά του χρόνια ενώ έχει πληθώρα δημοσιευμάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά, είτε δικές του δημιουργίες, είτε λογοτεχνική κριτική. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα βουλγαρικά και τα πακιστανικά (ουρντού) κι έχει λάβει μέρος σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια. Έκανε την πρώτη του δημοσίευση το 1993, ενώ κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τα Παράταιρα (ιδιωτική έκδοση) το 1997. Οι υπόλοιπες συλλογές του είναι οι Κραυγές (Ιωλκός, 2009), Ερείπια (Ρέω, 2010), Πρόσωπα Γνωστά (Ρέω, 2011), Ξερόκλαδα (Ρέω, 2012), Πρόγνωση καιρού (Vakxikon, 2014). Αντιπρόεδρος του Διεθνούς Πολιτιστικού Κέντρου «Ανάδρασις». Επίσης, είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών καθώς και μέλος του Ομίλου για την Unesco Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδας. Επίσης, είναι μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και ιδρυτικό μέλος του Νέου Πνευματικού Κύκλου Καλλιθέας.
Η γραφή του ποιητή είναι άμεση, επικοινωνεί με τον αναγνώστη κι εξυπηρετεί με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο την ανάγκη μας για ουσιαστική ποίηση, που θα εκφράζει τις ελπίδες, τους φόβους, τα κρυφά κι ανομολόγητα όνειρα του καθημερινού ανθρώπου. Χωρίς περιττά στολίδια αλλά με προσεγμένη γλώσσα, τόσο γραμματολογικά, όσο και συμβολικά, αναδεικνύει ότι πίσω από πόρτες κλειστές, μέσα από τα ερείπια μιας κουρασμένης κοινωνίας, υπάρχουν άνθρωποι που ονειρεύονται μια διαφορετική ζωή αλλά και που πολλές φορές χάνονται στις σκέψεις τους και στα προβλήματά τους. Κι όμως, τότε θα έρθει ο ποιητής, με μία λέξη του, με ένα στίχο – συνήθως τον τελευταίο του ποιήματος – για να καθαρίσει τα σκοτάδια των κουρασμένων ψυχών. Γράφει χαρακτηριστικά στο ποίημα Κυνηγητό από τη συλλογή Πρόγνωση Καιρού:
Τρέχεις μες το δρόμο.
Κάποιος σε κυνηγά.
Ιδρώνει το κορμί,
κουράστηκε το βήμα σου.
Κάποιος σε κυνηγά.
Ποτέ του δεν κουράζεται,
τώρα σε πλησιάζει,
μεγάλωσε η σκιά του,
νοιώθεις την ανάσα του.
Άλλο δεν μπορείς να τρέξεις.
Τρέμοντας γυρνάς πίσω το βλέμμα
και έκπληκτος κοιτάς τον εαυτό σου.
Ο έρωτας, η ερωτική μοναξιά, το παρελθόν και η μνήμη, η αγανάκτηση και ο θυμός για την κοινωνική κατάσταση, η πολιτική καταγγελία και η πρόταση για αγωνιστική διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας, η αλλοτρίωση συναισθημάτων και επιθυμιών, ο πόθος και το πάθος για το δίκιο των απλών ανθρώπων απέναντι σε δυνάμεις που εκμεταλλεύονται τη ζωή τους, η αγάπη του για τη φύση, διατρέχουν όλο το έργο του Θεοχάρη Παπαδόπουλου. Είναι μία ποίηση πρώτα πολιτική, χωρίς όμως να ακολουθεί μία στείρα καταγγελτική μορφή, και ύστερα υπαρξιακή. Έτσι κι αλλιώς το υπαρξιακό χωρίς την υλιστική του εξήγηση είναι απλά μια μεταφυσική θεωρία.
Και ποιο είναι το ζητούμενο στην ποίηση του Θεοχάρη Παπαδόπουλου, αν όχι η ανθρώπινη, κοινωνική, καθημερινή ηρεμία, χωρίς προβλήματα; Αλλά αυτό το αίτημα δεν αναδεικνύεται μέσα από ένα μικροαστικό πλαίσιο αλλά προβάλλοντας μια αγωνιστική, ρηξιακή προοπτική, κι αυτό νομίζω πως αποτελεί μια κορυφαία κατάκτηση του ποιητή. Αλλά ο ποιητής δεν αρκείται στην ποίηση και στην λογοτεχνική κριτική, όπου κι εκεί έχουμε κριτικές του διανθισμένες με υπέροχα στοιχεία, αλλά ως ενεργό μέλος στον κοινωνικό, πολιτικό χώρο αλλά και δημιουργός που αναλαμβάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες π.χ. δίνει πρώτος το παράδειγμα προς μια τέτοια κατεύθυνση. Άνθρωπος ευαίσθητος, ελπίζει και διεκδικεί να αλλάξει ο κόσμος προς το καλύτερο κι η ποίηση, όπως και τα αδημοσίευτα ποιήματα που σήμερα παρουσιάζουμε για πρώτη φορά, του εκφράζει με άρτιο τρόπο αυτή του τη διάθεση.
Η ΚΙΘΑΡΑ
Παίζει η κιθάρα,
όμορφο σκοπό.
Γλυκές κι ανάλαφρες οι νότες,
σκορπούν στον άνεμο,
κάνουν ταξίδι μακρινό.
Μα δεν μπορούν να φτάσουνε
την άπονη καρδιά της.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Όμορφες λέξεις
χάιδεψαν τ’ αυτιά σου,
καρφώθηκαν στο νου σου.
Η καρδιά σου τις αγάπησε.
Απόρησες,
όταν τις ίδιες λέξεις
ξαναείπανε άλλα στόματα
κι οδήγησαν στο θάνατο.
ΘΥΣΙΑ
Δουλεύουν μπρος στη μηχανή,
μοιάζουν δεμένοι με σχοινί,
δεν γνώρισαν αργία.
Ήτανε λίγα τα λεφτά,
πολλά προβλήματα, καυτά
και βγήκαν σ’ απεργία.
Μέρες περάσανε πολλές,
κραυγές ακούστηκαν τρελές,
πείνα και προδοσία.
Οι δουλευτές δεν σταματούν,
πίσω δεν κάνουν, προχωρούν
και γίνονται θυσία.
Η ΠΑΡΑΛΙΑ
Μια παραλία ερημική.
Καμιά φωνή,
θόρυβος κανένας.
Μόνη της συντροφιά τα κύματα.
Μόνοι φίλοι της τα βράχια.
Βουβός κοιτάς την έρημη ακτή.
Ανακαλύπτεις τραγικά
πόσο σου μοιάζει.
Χάι κου
Στον Νίκο Καρούζο
Χειροβομβίδες
τα χέρια του άνεργου.
Και του εργάτη.