ΣΟΦΙΑ ΠΟΤΑΡΗ

.

Για τον κόσμο η Σοφία Πόταρη γεννήθηκε το 1968 στην Καλαμάτα Μεσσηνίας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Νηπιαγωγών Καρδίτσης, του τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης ΑΠΘ και της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ. Είναι μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και ζει στην Θεσσαλονίκη. Πως νεραϊδοπιάστηκε στο Ελαιοχώρι της Μάνης, στις πλαγιές του δυτικού Ταΰγετου, στον οικισμό Περιβολάκια, με το κεφαλόβρυσο του Άγιο Βασίλη και τους νερόμυλους που άλεθαν τον καρπό από τα σταροχώραφα και τροφοδοτούσαν με αλεύρι το χωριό, πως σπούδασε παρατηρώντας τα πουλιά να πλέκουν τις φωλιές τους και το βουερό ποτάμι ν’ αφροχτυπιέται στα μαυρολίθαρα, το ξέρουν μόνον οι φιλενάδες της οι γάτες κι οι συναυλίες των κορακιών σε σκοτεινές αλέες και στοιχειωμένα ερημόσπιτα, εκεί που χορεύουν οι σκιές και βροντοχτυπούν τον αργαλειό οι αράχνες στα ξερόκλαδα της φυματικής τριανταφυλλιάς πλάι στο στερεμένο πηγάδι, σε κήπο πλέριας ομορφιάς και μυστικό, στην ίδια πόλη που ζούνε όλοι σαν να μην ζει κανείς.

Εργογραφία
Ποίηση:

Δηλητήριο σε μέλι (Νησίδες 2016)
Ασφόδελοι και Κυπάρισσοι (Όστρια 2017)
Θελκτήρια Έρωτος (Κουκούτσι 2020)
Σαρκοχώραφα  (2024 Ιδιωτική έκδοση, εκτός εμπορίου) 

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα:

Στις Αμμουδιές τον Ομήρου, 3.000 χρόνια ελληνικής ποίησης (ανθολόγηση Γιάννη Υφαντή), Οδός Πανός, 2022
Ανέστιοι: Από τα χρόνια του Τρωικού Πολέμου μέχρι τις μέρες μας,
Ίδρυμα Αγγέλου και Λητώς Κατακουζηνού, υπό την Αιγίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, ψηφιακή έκδοση, 2021

Δημοσιεύσεις στο διαδίκτυο:

Φίλτρα μοι θελκτήρια έρωτος https://sofiapotari.blogspot.com/
Χωρίς κορμί, μα ζωντανή (σειρά αφιερωμάτων σε νεκρές ποιήτριες)
[https://kanoniki.wordpress.com/]

.

.

ΣΑΡΚΟΧΩΡΑΦΑ (2024)

(Ιδιωτική έκδοση, εκτός εμπορίου)

ΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Νάτος πάλι ο έρωτας που λειώνει το κορμί,
νάτος, ξανά με τραντάζει.
Σαπφώ

Νάτος και πάλι ο έρωτας, με παίρνει από το χέρι
και με κυλάει παίζοντας, ροδόχειλο παιδάκι,
σαν τόπι καλοφούσκωτο σε κατηφόρας μέρη
κι εκείνος είναι ποταμός κι εγώ μικρό ρυάκι.
Νάτος ξανά ο έρωτας, πληγώνει το κορμί μου
και μαρμαρόστηθο άγαλμα με σπάζει βλασταράκι.

Δεν νιώθει της καρδιάς βουή ούτε νεφρών το κλάμα
μήτε λυπάται των ποδιών το κουρασμένο χνάρι.
Κι εκεί που λέω μην και πιω στην βρύση του το θάμα,
πετιέται δήμιος άγριος και θέλει να με γδάρει
και με χτυπά και με πατά και με χιλιολιανίζει
και με πετάει αλύπητα σαν παιχνιδιού το ζάρι.

Μα όχι δεν μπορώ να πω ή να τον εμποδίσω
έτσι που έξαλλος ορμά κι αστράφτει καταιγίδα.
Κουρνιάζω τρέμοντας στην γη μέχρι μαγιά ν’ αφρίσω,
ζυμάρι, που πρωτόπλαστο ψωμάκι σε πλεξίδα
δένεται και παιδεύεται να ομορφοδιπλώσει,
και ξάφνου σκάζει και ξερνά μπαρούτι και κροτίδα.

ΕΡΩΤΙΚΗ ΓΗΤΕΙΑ

Έσκυψα πάνω σε πανέρια μ’ ανατολής μπαχαρικά
και μοσχοβόλησα τα στήθια μ’ αρώματα βασιλικά.
Φόρεσα πέπλα και πορφύρα, διάφανα και μεταξωτά,
έλουσα τα μαλλιά με μύρα, στην πλάτη τα ‘ριξα λυτά.

Μ’ ώριμου κίτρου πυρετό έλαμψα των ματιών τ’ ασπράδι,
τα τοξωτά φρυδιών γιοφύρια σκίασε δάφνης ανθοκλάδι.
Η λακκουβίτσα στον λαιμό μου ήπιε γαρδένιας ευωδία
κι ο απαλός λοβός τ’ αυτιού μου ντύθηκε ηλίανθου μανδύα.

Στα μάγουλά μου κοκκινάδι της παπαρούνας η φωτιά,
φράουλας άπλωσα το λάδι στων δυο χειλιών την πυροστιά.
Το στήθος φούσκωσα με ρόδου οργασμική ανατολή
και γυάλισα τον αφαλό μου μ’ αψύ κρασί που πυρπολεί.

Μα ό,τι κι αν κάνω, αγαπημένε, λίγο φαντάζει και τρωτό.
Ίσως τα μάγουλα, που καίνε, το πιο γλυκό να ’ναι πιοτό
κι ίσως τα χείλη, που αφρίζουν μέλι τον πόθο μου για σε,
να ‘ναι μπαχάρια που αχνίζουν στων λαγονιών μου τον μπαχτσέ.

Έτσι, λοιπόν, θα με προσφέρω στου έρωτά σου την πυρά,
άλλη γητειά εγώ δεν ξέρω που θα μ’ ανάψει αιματηρά.
Ένα ποτάμι που αφρίζει απ’ των ποδιών μου την πηγή,
όλη την δίψα σου δροσίζει, που όλη την φλόγα μου είχε πιει.

.

ΘΕΛΚΤΗΡΙΑ ΕΡΩΤΟΣ (2020)

ΔΕΗΣΗ ΕΡΩΤΙΚΗ

Όμορφη του Έρωτα Θεά,
κερί αγνό σου καίω,
μόσχο λευκό
και αρώματα εκλεκτά.

Εσύ, Ουράνια Θεά,
που ηδονή γεννάς γλυκιά,
την δέησή μου δέξου!

Φέρτον στα πόδια μου
τα τορνευτά
σκυλί αφρισμένο
ν’ αλυχτά,
να σέρνεται,
να με παρακαλά…

ΡΟΔΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ

Άρωμα ερεθιστικό
και έλαιο πικάντικο,
το εξημμένο άνθος μου
απλόχερα αναδίδει.

Στήμονας βασιλικός
σ’ ανάστατο βυθό,
αχόρταγα το καταπίνεις,
το νέκταρ που σου δίδει.

ΣΤΗΜΩΝ Ο ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΟΣ

Της δόξας σου το βέλος,
τις κρυφές μου λιτανεύει
στάλες.

Λύνω τα μαλλιά σε σκάλες
για ν’ ανέβεις
να ουρανεύεις
τις ψιχάλες…

Υγραίνεται ο πόθος μου
το κέντρο σαν συσπάται,
ποτίζονται οι έρημοι
κι οι ερμιές ανθοβολάτε!

ΕΡΩΤΟΔΟΥΛΗ

Γλυκέ μου κύριε,
αφέντη και δεσπότη μου,

υπάκουη και ήσυχη κυρά
στα πόδια σου προσπέφτω
απ’ την αυγή
έως το σούρουπο.

Μα την νύχτα
μαινάδα κι αμαζόνα σου,
εξώλης και προώλης…

.

ΑΣΦΟΔΕΛΟΙ ΚΑΙ ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΙ (2017)

Α’ ΜΕΡΟΣ Ποιήματα
Το πουλί

Όταν το σούρουπο γλυκά ψυχορραγεί
κι η νύχτα το βελούδο της απλώνει
ένα πουλί παράξενο σιμώνει
δεν ξέρω από πού έρχεται ή για πού κινεί
κομμάτι σίδερο τα μάτια του βαρύ
κι έτσι όπως ήσυχο κοντοζυγώνει
λύπη βαθιά το στήθος μου πληγώνει
μα κείνο μόνο με κοιτά και δεν μιλεί
ρούχο η σιωπή μου μαύρο, βολεμένη
στο γκρίζο δέντρο, με τρυπά σκληρή αγκαθιά
με πνίγει, αγκαλιά φαρμακωμένη
ένα παράξενο πουλί έχω συντροφιά
σαν από μένα κάτι να προσμένει
τώρα που τίποτα δεν περιμένω πια

Σώμα

Σώμα μου εσύ λατρευτό και δροσερό
πέτα με της χρυσής σου νιότης τα φτερά
το χέρι, το πόδι, το νύχι, το μυαλό
τροφή και τάμα στην αρχαία θεά
νύχτα ποθεί να σ’ αγκαλιάσει κρύα
και στη δροσούλα σου να θρέψει βρύα
χαίρου την ηδονή χυτό μου εσύ κορμί
στα σπλάχνα μέσα σπρώξε το μαχαίρι
άσε στις φλέβες σου ν΄αχνίσει το φιλί
του έρωτα να σ’ αφρατέψει το αγέρι
γοργά της άνοιξης τα ρόδα ξεφυλλούν
κι ο θάνατος δεν νιώθει που παρακαλούν

Έρωτας και θάνατος

Ετοιμοθάνατο θέλω εγώ του έρωτα το σώμα
φύλλο παραδαρμένο απ’ το μίσος του χειμώνα
να σπαρταράει ελάφι τρυπημένο από βέλος
πουλί να χάνεται που κρύο σκιάζεται το τέλος
ετοιμοθάνατο θέλω εγώ του έρωτα το σώμα
ξεγέννημα βασιλικό που σήπεται στο χώμα
ήλιο ωριοπλούμιστο σ’ άγριο βυθό που οδεύει
νερό που λίγο σώνεται και η ζωή αγριεύει
έτσι το λαχταράω εγώ του έρωτα το σώμα
στου χρόνου τ’ αργαστήρι καταχρεωμένο, σώσμα
ψυχή αποσταμένη που απ’το στόμα πριν να βγει
μεθοκοπάει μ’ έρωτα και ας φρικτά αιμορραγεί

Χειμώνας

Οι σπόροι της τριανταφυλλιάς νεκροί
στο παγωμένο χώμα
στα φύλλα η σιωπή βουρκώνει
και δίχτυα η ερημιά απλώνει
τα δένδρα, κοκκαλιάρικα κορμιά
μακριά στο σκούρο λόφο
μια καπνοδόχος ανασαίνει
ό,τι από ουρανό απομένει
χιμάει η νύχτα στην κληματαριά
το αίμα ξεθωριάζει
σκληρά το φως χτικιάζει τώρα
του θάνατου είναι η ώρα

Το ονειροπούλι

Κάθε αυγή και σούρουπο, ανατολή και δείλι
ο ήλιος ολομέταξος στο βράχο σκαρφαλώνει
με τρυφεράδα περισσή την πέτρα του μαλώνει
που πάνω της ματώσανε της Παναγιώς τα χείλη
αφού αρνήθη ο έρωτας χαρές να την κεράσει
πήρε το δρόμο που ξεβγάζει απάνω στη ραχούλα
με ξαναμμένη την καρδιά η άγουρη παιδούλα
από το βράχο ρίχτηκε κι αγκάλιασε την πλάση
λαφριά την είπαν στο χωριό τη δύστυχη Πανάγιω
και πως αυτά παθαίνουνε οι άμυαλες κοπέλες
που κρίματα πληρώνουνε στου έρωτα τις τρέλλες
ο έρωτας, πώς στον τρελλό δίνει τρελλό κουράγιο!
κανείς ποτέ δεν ένιωσε πως η φλογάτη κόρη
λαβώθηκε για να γενεί λευκό ονειροπούλι
που απλώνει τα φτεράκια του πιο έξω απ’το κουκούλι
ο βράχος μόνο σπλαχνικός και τα θλιμμένα όρη

Παράξενος κήπος

Μια εποχή, παράξενος ήτανε κήπος
γυμνός και άδενδρος, σώμα χωρίς αγκάλη
ψυχή καμιά, καρδιάς δεν ακουγόταν χτύπος
θάνατος ήταν; ή ζωή κλωθόταν άλλη;
ο κήπος, που σαν άνθρωπος με κρύο ύφος
στης ερημιάς στεκότανε τ’ άστοργα κάλλη
σκιά μοναχικιά γλιστρούσε μες στο βύθος
τ’ απόβραδου, ποθώντας τάχα ποιάν αγκάλη;
ξάφνου, σε απόμερη του κήπου περασιά
σε νερομάνας δροσερής βαθύσκια χρεία
σαν θάλασσα αναδεύεται δαιμονικιά
στοιχειό βγαλμένο απ’ του σκότους τη λατρεία
μια λάμια; ή καλομοίρα συμπονετικιά;
δεν είδα, αμέσως σκέπασαν τα μάτια βρύα

Η κόρη του ανέμου

Κόρη του ανέμου στέκεσαι
στου ποταμού την άκρη
το σύννεφο ασπροντύνεσαι
και του νερού το δάκρυ
κλαδιά είναι τα χεράκια σου
και ρίζες τα μαλλιά σου
και το κορμάκι σου το νιο
στολίδι στα προικιά σου
κόρη του ανέμου αυγινή
λάμπεις ασπροντυμένη
η κρουσταλλένια σου ομορφιά
στον ποταμό δοσμένη

Ηλιοβασίλεμα

Είναι κάτι παλιά ξεθωριασμένα κεραμίδια
που στέκονται σαρακοφαγωμένα θαλασσόξυλα
ψημένα απ΄ την αλμύρα, φαγωμένα απ΄τη βροχή
απ’ το λιοπύρι άγρια πυρπολημένα, σα δέρματα ξερά
το δειλινό ο ήλιος πάνω τους απλώνεται
τη σκόνη τους δειπνά και ξεψυχά ολόμαυρος
σαν αίμα ξεραμένο, πού έχει πια λιμνάσει
πέρα μακριά η θάλασσα βουλιάζει κατακόκκινη
κι ένας ίσκιος απρόσκλητος τρυπώνει σε ιστορίες
πλεγμένες κάτω απ’ τα μισοσπασμένα κεραμίδια

Β’ ΜΕΡΟΣ – Μοιρολόγια-Θρήνοι
Βασιλικός

-Βασιλικέ μου τρίκλωνε και μοσχομυρισμένε
γιατί μαράθηκες και κλαις βασιλικέ καϋμένε;
-Είχα κυρά πεντάμορφη που ’χε χρυσό μαντήλι
με πότιζε τη χρυσαυγή, με σκάλιζε το δείλι
μα ψες αργά το σούρουπο πού ’σκύψε στο πηγάδι
ο μαυροχάρος ζήλεψε τα δροσερά της κάλλη
στ’ άπατα τηνε τράβηξε και στα βαθειά την πήγε
ήλιος να μην την ματαϊδεί και τη χαρά μου πήρε
τα φύλλα μου ξεράθηκαν και δεν μπορώ να γιάνω
χεράκι κρινοδάχτυλο δε με μυρώνει άλλο

Της Λένης

Οι ουρανοί μαυρίζουνε, τα σύγνεφα στενάζουν
οι στέρνες ξεραθήκανε κι οι νερομάνες βράζουν
ο ήλιος εσκοτείνιασε και το φεγγάρι εκρύβη
τ’ άνθια εμαραθήκανε και το αηδόνι εθλίβη
η μαυρομάνα που θρηνεί και τα μαλλιά μαδάει
σαν ύφη την Ελένη της στην εκκλησιά την πάει
-Λένη μου, μαυρολένη μου και μαυροθυγατέρα
για πού πααίνεις κόρη μου ετούτη την εσπέρα;
-Γω πάω στον αρρεβώνα μου, γω πάω στον καλό μου
στο σπίτι το νυφιάτικο να στρώσω το προικιό μου
ν’ αλλάξω τ’ άσπρο νυφικό, να στολιστώ στα μαύρα
ψωμί να βγάλω και κρασί σ’ αραχνιασμένη τάβλα
τα πανεθύρια μου κλειστά κι η πόρτα αμπαρωμένη
ήλιος να μη με ματαϊδεί, στη μαύρη γης χωμένη

Της μάνας

Εσύ πουλί, μικρό πουλί, μαύρο μου κοτσυφάκι
που κελαηδείς τ’ απόβραδο για τους αποθαμένους
και βάνεις τέχνη ζηλευτή και τη γλυκειά λαλιά σου
και σαν τραγούδι αρχινάς για τον καϋμό της ζήσης
κλαίνε ραχούλες και βουνά, γκρεμνοί και κορφοβούνια
σύρε σιγά και ταπεινά, μαύρο μου κοτσυφάκι
να ροβολήσεις το στρατί που πάει στον κάτω κόσμο
και νάβρεις τη μανούλα μου μαυρομαντηλωμένη
δώστης κλωνί βασιλικό και χώμα απ’ το περβόλι
στον κόρφο της να το κρατεί κι εμένα να θυμάται

Του μικρού αγοριού

Κοιμήθηκες γλυκό μου ανθί κι ωραίο μου βλαστάρι
φέγγει το προσωπάκι σου σαν ήλιος, σα φεγγάρι
κοιμήθηκες κι η ομορφιά του κρίνου σε μυρώνει
κι άρωμα ρόδου αμάραντου τη νύχτα σου μερώνει
κοιμήθηκες χρυσέ μου αητέ, λευκό μου συννεφάκι
όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού να τά ΄χεις κρεβατάκι
τ’ αηδόνι να σου τραγουδά, να σε γλυκομαλώνει
και του Θεού ανασεμιά μέσα σου να ριζώνει

Της κόρης

Ζήλεψ’ ο Χάρος μάτια μου τ’ ολόγλυκό σου στόμα
όρμησ’ αντάρα και φωτιά και σ’ έριξε στο στρώμα
είκοσι μέρες πολεμάει το φως σου για να σβήσει
και μια λαμπρή Παρασκευή δέησε να σ’ αφήσει
ανθίσαν τα ματάκια σου και μύρωσ’ η πνοή σου
τ’ άστρα καθίσαν πλάι σου, τραγούδι και γιορτή σου
νυφούλα μας στολίστηκες σε κάτασπρη δαντέλα
κι έφεγγ’ η νύχτα πιότερο κι απ’ τη λαμπρή τη μέρα
μα ο Χάρος δεν σε ξέχασε πεντάμορφή μου κόρη
κι ήρθε καβάλα μιαν αυγή από τα πέρα όρη
δεν σ’ ελυπήθη μάτια μου, δεν σ’ εψυχοπονέσε
σίδερο μπήγει και καρφί και μ’ άλυσο σ’ εδέσε
σπαθιά τραβάει στο λαιμό και μαχαιριά στα στήθια
και μ’ αγκιστριά φαρμακερή γατζώνει σου τα βύθεια
στ’ άλογο σε καβάλησε, μαυροκουκουλωμένη
νύφη πανώρια και κυρά απάνω του δεμένη

.

ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΣΕ ΜΕΛΙ (2016)

Ο Ορφέας στον Άδη

Στης Ευρυδίκης την αγαπημένη αγκαλιά ποθείς αναπαμό
Θεόμορφη ματιά σου δόθηκε εκείνη πάλι ν’ αντικρύσει
Η λύρα σου, γλυκόλαλη, τον τρομερό ημερώνει πηγαιμό
Πλανεύοντας γαλήνια τη λήθη, εσέ που θέλει να τυλίξει

Πίνεις αργά θρηνώντας το αίμα της δικής σου της καρδιάς
Που σ’ επιστρέφει αγωνία φρικτή στης Περσεφόνης το βασίλειο
Ω Ευρυδίκη, Ευρυδίκη εσύ, στης μαγεμένης τ’ όνειρο ματιάς
Με τι ψυχή ν’ αντιπαλέψεις του Άδη το φριχτό μυστήριο;

Θλιμμένα ηχεί στο σκότος του αηδονιού η γλυκύτατη επωδός
Τα δένδρα, πεθαμένα στέκουνε κορμιά, σε μαύρο αίμα πλένε
Ορφέα! Ορφέα! δύστυχε, στη φρίκη, πώς βαδίζεις μοναχός!
Ορφέα, Ορφέα, φύγε, πέτα, πίσω γύρνα με λύπη όλα σου λένε

Ανατριχιούν τα ζοφερά να πουν και τ’ αφανέρωτα τα χείλη
Χλωμά τα μάτια κι άδεια τώρα στέκονται βουβά να κλαίνε
Κι η λύρα σου, Ορφέα δύσμοιρε, αδίκως δέρνεται στο κρύο δείλι
Ορφέα, η μοίρα την κλωστή δεν ξαναδένει, όλα σκληρά σου λένε

Ηλιοβασίλεμα

Βασιλέας περήφανος και ολοπόρφυρος ο ήλιος
Ματωμένος σκύβει και τη θάλασσα γλυκοφιλεί
Πολεμιστής αράθυμος στη μάχη πριν ξεβγεί να πάει
Τη μυρισμένη αγκάλη της αγάπης του ποθεί

Κι εκείνη, Πηνελόπη του πιστή κι αρχαία ερωμένη
Ανοίγεται ολογέλαστη στο φλογερό του χάδι
Μα σαν φευγάτος ξεμακραίνει ο σεβαστός της κύρης
Στρίγγλα ελεεινή κρεμιέται στο φριχτό σκοτάδι

Θλίψη

H θάλασσα είναι τόσο ήσυχη τώρα
Γαλήνια τόσο
Σίγησε το γλυκό τραγούδι της για χάρη μου
Δεν παίζει ερωτεμένος πια ο σκοτεινός βυθός της
Δεν λιγώνουνται γλυκαμένα τ’ άσπρα κοχύλια της
Τώρα πικρή σέρνεται πίσω μου η θάλασσα
Τη θλίψη ακολουθώντας της καρδιάς μου
Θλίψη βαθιά κι ανείπωτη
Θλίψη πιο κοφτερή κι απ’ το σπαθί
Θλίψη που μου ’σκισε τα χείλη
Θλίψη που μου ’δωσε γι’ αναπαμό
Κλάμα γοερό
Κλάμα σπαρακτικό
Θλίψη που μ’ έριξε στα γόνατα
Ξαπλώνοντάς με άδειο κέλυφος
Στης υγρής αμμούδας το πικρό στρωσίδι

Τ’ άσπρα κοχύλια της θάλασσας
Δεν τραγουδάνε τώρα τη χαρά της
Η τρυφερή καρδιά τους
Δικό μου ξανασαίνει θρήνο

Νυχτερινό ταξίδι

Το πέλαο θέλω απόψε τ’ ουρανού να σου χαρίσω
Αστέρι εσύ να λάμπεις μες στο βύθος της νυχτιάς
Το στρογγυλό φεγγάρι θησαυρός που θ’ αυγατίσω
Φλουρί κι ανθί χρυσό να στο περάσω στα μαλλιά

Τραγούδι, της καρδιάς μου ανθέ, απόψε θα σου ψάλω
Με το νυχτάηδονο να μας γλυκαίνει τα φιλιά
Σε άρμα με αερικά τρελά θε να σε βάλω
Διαμάντι θ’ αστραποβολάς σ’ αγγέλων τη φωλιά

Νέφη ζεστά θα μοσχοπλένουν το λευκό κορμό
Και σαν η πόρπη απ’ τον ώμο να γλιστράει θ’ αρχινά
Θα δουλωνόμαστε στου έρωτα το φοβερό θυμό
Ξέπλεκα θα ’χεις αφημένα τα μαλλιά τα ζωντανά

Κι εγώ στα χείλη σου θα πλέω φυλλαράκι στο νερό
Ρετσίνι η σάρκα μας της νύχτας θα ταΐζει τη φωτιά
Στα στήθια μας κρασάκι ο πόθος θα κυλάει τρυφερό
Κι εμείς ήλιοι θα λάμπουμε στης νύχτας τη γητειά

Το φεγγάρι

Το παραθύρι ανοιχτό ήτανε χθες αργά το δείλι
Και μια κουρτίνα αραχνοΰφαντη ανατρίχιαζε απαλά
Το αεράκι της σιωπής γλυκά φιλούσε το καντήλι
Και το κρεβάτι, θάλασσα που μας ταξίδευε γλυκά…

Το φεγγάρι ωραία γελούσε χθες αργά το βράδυ
Το φως του σιγοσεργιανούσε μες στην κάμαρη αχνά
Όλο το σύμπαν νιο αστεροκεντημένο υφάδι
Π’ αρχίνησε να πλέκει τ’ ουρανού του η γλαυκή θεά

Το φεγγάρι αχνοπατούσε πάνω στα γυμνά κορμιά μας
Και οι μορφές μας όλο βάφονταν πανώρια ζωγραφιά
Μάγισσα νύχτα στόλιζε μ’ αστέρια τα μαλλιά μας
Κι άστραφτε ο έρωτας στου μπλε ουρανού την πινελιά

Ωραίο που ήταν το φεγγάρι μας εχθές αργά το βράδυ!
Βάφτιζε φως τον έρωτα σε κούπα με πεντάγλυκο κρασί
Γλιστρούσε αθόρυβα στης χαραμάδας το λαρό σκοτάδι
Στο πάτωμα ζεστό χυνόταν κι ολοκόκκινο χαλί

Η άρπα

Ποθώ με τ’ ακροδάχτυλα να κρούσω
Την άρπα που είναι ακουμπισμένη δίπλα στο παράθυρο
Τον πιο λεπτό της ήχο ίσα για ν’ ακούσω
Σαν ένα ψίθυρο γλυκύτατο στου δωματίου τη σιγή
Να την αγγίξω απαλά, αέρινα να τη διατρέξω
Να την ακούσω θέλω τρυφερά να μελωδεί
Τις νότες που σου τραγουδά όταν την αγκαλιάζεις
Ερωτικά όταν το σώμα και τα μέλη της χαϊδεύεις

Ακίνητη έχω σταθεί και την κοιτάζω
Την άρπα που είναι ακουμπισμένη δίπλα στο παράθυρο
Το πιο γλυκό της άρπισμα, το μέλι της ψυχής σου
Που αιχμαλωτίζεται στον ήχο των χορδών της

Το πιο γλυκό κοντσέρτο της
Η μελωδία της αγάπης σου

Ιερά Συνουσία

Τα ματόκλαδά σου
Οι βολβοί σου
Οι κόρες σου
Η όρασή μου

Τα χείλη σου
Η γλώσσα σου
Το σάλιο σου
Το φιλί μου

Τα μαλλιά σου
Ο λαιμός σου
Ο κόρφος σου
Η θέρμη μου

Τα χέρια σου
Τα δάχτυλά σου
Τα νύχια σου
Το χάδι μου

Το στήθος σου
Οι ρώγες σου
Το ρίγος σου
Η έκστασή μου

Η κοιλιά σου
Το εφήβαιο
Τα λαγόνια σου
Η πλήρωσή μου

Τα πόδια σου
Η ρίζα σου
Το περπάτημά σου
Το λίκνισμά μου

Οι φλέβες σου
Οι ιστοί σου
Το αίμα σου
Το πυρ μου

Ποθητή αγάπη
Η μυσταγωγία σου
Η ποίησή μου

Βάκχα

Στάζουν ρετσίνη μυρωδάτη τα πευκόδενδρα
Η Βάκχα σαν γοργοπερνά ανάμεσά τους
Το πέπλο της, του ανέμου λάφυρο ακριβό
Σκαλώνει σε χλωρόφυλλο μυρτιάς κλαδί
Πυρρόξανθο ροβόλησε της κεφαλής το φως
Ως κάτω στης ωραίας μέσης την καμπύλη
Τ’ αγκάθι της λυγιάς ρωτεύθη την εσθήτα της
Και χόρεψε τριγύρω της μέχρι να την αδράξει
Διαμιάς πανσέληνο τ’ ωραίο στήθος στράφτει
Γλυκά βελάζει η ελαφίνα στην πηγή
Στου έρωτα το θάμπος αφημένη

Ξερολιθιά

Απάνω στην ξερολιθιά
Με κάρφωσε η χαρά σου
Λουλούδι με ξερίζωσε
Μ’ απίθωσε στο βράχο

Χωρίς τροφή χωρίς νερό
Σ’ ανήλεο φως να γδέρνομαι
Ξερό ανθί κι εσύ βροχή
Σε άλλη γη μυσταγωγείς

Απάνω στην ξερολιθιά
Με κάρφωσε η χαρά σου
Μαυρίσανε τα φύλλα μου
Κάηκεν η καρδιά μου

Έρωτας

Δεν είναι ο έρωτας αβρό φιλί
Μάτια μου
Δεν είναι χάδι τρυφερό
Μήτε κι αδιόρατο χαμόγελο
Δεν είναι χέρι που απλώνεται διστακτικά
Είν’ αρπαγή και γδικιωμός ο έρωτας
Μάτια μου
Θάνατος κι αφανισμός μαυλιστικός
Και σκοτωμός με δίκοπο μαχαίρι

Μάτια είν’ ο έρωτας τρελά
Μάτια μου
Και χείλη δολοφόνοι
Ξεσκίζονται ζυγιάζοντας το είναι τους
Κι ορμούν καταβροχθίζοντας καρδιές
Μασχάλες, στήθια και ζεστούς μηρούς

Ακέφαλο κορμί είν’ ο έρωτας
Μάτια μου
Χωρίς μυαλό και μάτια, με δίχως ακοή
Που ζώο πληγωμένο ορμάει στα τυφλά
Και πιτσιλάει το αίμα του τις άσπρες μαργαρίτες

Δεν είν’ ο έρωτας αγνός μήτε και τίμιος
Μάτια μου
Πόλεμος είναι και σφαγή μες στα τυφλά του θέλω
Και άγρια θηροσύνη

Αίμα που ρέει αχνίζοντας ο έρωτας
Μάτια μου
Κατάρα
Που κοχλάζει ευλογημένη

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΑΡΚΟΧΩΡΑΦΑ 
ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

booksitting.gr 30/3/202

Μια μικρή ανθολόγηση από την ποιητική συλλογή «Σαρκοχώραφα» της Σοφίας Πόταρη

Η επιλογή μιας ποιητικής φωνής στην Ελλάδα του σήμερα να κυκλοφορήσει τη νέα της δουλειά όχι με το συμβατικό εκδοτικό τρόπο, αλλά με την πρακτική της αυτοέκδοσης, μπορεί εκ πρώτης όψεως σε κάποιους να φαντάζει γεγονός αξιοπερίεργο και να φαίνεται αρχικά πως καταδικάζει εμμέσως το έργο σε μια ντε φάκτο μειωμένη απήχηση. Στην εκδοτική πραγματικότητα, ωστόσο, μιας απίστευτης υπερπληθώρας αντιμαχόμενων φωνών κι αφηγήσεων και σε μια ετήσια παραγωγή ενός τετραψήφιου (!) αριθμού ποιητικών συλλογών οι περισσότερες εκ των οποίων απλώς χάνονται εντός μιας συνθήκης υπερτροφικής, μια τέτοια κίνηση ισοδυναμεί ταυτόχρονα και με ευρύτερο σχόλιο, ως μια προσπάθεια, δηλαδή, συνειδητής διαφοροποίησης από τη συνήθη νόρμα και ταυτόχρονα ως μια κίνηση που επιδιώκει να ρίξει το βάρος ξανά στην ίδια την ποίηση κι όχι στις εκδοτικές της διαμεσολαβήσεις.

Αυτή την πρακτική επιλέγει φέτος η ποιήτρια Σοφία Πόταρη για να κοινοποιήσει στο αναγνωστικό κοινό τα Σαρκοχώραφα, την τέταρτη ποιητική συλλογή της, δίνοντας μια αυτοέκδοση εξαιρετικού σχεδιασμού και στησίματος που υπερβαίνει κατά πολύ τη συντριπτική πλειοψηφία των τυποποιημένων σημερινών εκδόσεων. Κάθε όμορφο βιβλιακό αποτέλεσμα, ωστόσο, σύντομα καθίσταται γράμμα κενό και απομένει απλώς πυροτέχνημα αν δεν συνοδεύεται από ένα αντίστοιχο ποιητικό περιεχόμενο που θα είναι σε θέση να το υποστηρίξει. Εδώ είναι που έρχεται η ίδια η ποιήτρια, ούσα πια σε ποιητική ωριμότητα κι έχοντας βελτιωθεί πολύ στον διαρκή αγώνα της με τα τεχνικά της μέσα. Συνεχίζοντας (κι ολοκληρώνοντας εν πολλοίς) την ερωτική θεματολογία που είχε ανοίξει στην προηγούμενη ποιητική της συλλογή, Θελκτήρια έρωτος, η Πόταρη φτάνει στη συγκεκριμένη δουλειά της σ’ ένα συγκριτικά καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα, δημιουργώντας κατά την κρίση μας την αρτιότερη και πιο ολοκληρωμένη συνολικά ως τώρα συλλογή της. Ο διαμορφωμένος κόσμος της –σταθερά κι αδιαπραγμάτευτα έμμετρης– ποίησης της ποιήτριας που ορίζεται από την προνεωτερική αγροτική, αρκαδική ευτοπία, τα στοιχεία της μαγείας, του θρύλου, των συμβόλων, της παρουσίας των υπερφυσικών δυνάμεων και διέπεται από έναν σχεδόν παγανιστικού τύπου ερωτισμό και σεξουαλισμό, είναι πανταχού παρόν κι επεκτείνεται, καταφέρνοντας (στις δυνατότερες των ποιητικών στιγμών της, διότι, από την άλλη, συναντούμε ενίοτε και κάποια μοτίβα που επαναλαμβάνονται αναίτια) να δομήσει ένα ποιητικό σύμπαν πειστικό κι αυθύπαρκτο που δεν φαντάζει αποτέλεσμα εγκεφαλικής κατασκευής αλλά έρχεται κι επικάθεται οργανικά πάνω στη δημοτική και λαϊκή παράδοση, εκσυγχρονίζοντάς την ομαλά και παρέχοντας ένα λόγο που είναι σε θέση να σταθεί στον 21ο αιώνα.

Με την παρούσα, σύντομη ανθολόγησή μας, επιδιώκουμε: α) να παρουσιάσουμε ορισμένα όσο το δυνατόν πιο διαφορετικά μετρικά, μορφικά και αισθητικά ποιήματα από τη συλλογή ώστε να αποδείξουμε έμπρακτα την πολυμορφία της, β) να κοινοποιήσουμε, έστω και μια πρώτη γεύση από μια δουλειά που δεν κυκλοφορεί στο εμπόριο, πετώντας, παράλληλα, «το γάντι» στην ποιήτρια είτε για να ξανασκεφτεί την κίνηση αυτή είτε για να δώσει τη δυνατότητα ψηφιακής προσπέλασης της ήδη έτοιμης συλλογής της και γ) να δείξουμε πως υφίσταται ντε φάκτο σήμερα έμμετρη γυναικεία ποιητική γραφή που είναι σε θέση να κατορθώνει το συγκερασμό παράδοσης και νεωτερικότητας δίχως να ξεπέφτει στις καλές της στιγμές ούτε σε άκριτη μίμηση ούτε σε άψυχα κατασκευάσματα. Αναμένουμε πλέον την επέκταση της γραφής της Πόταρη και σε άλλες θεματικές, επέκταση που είναι σε θέση να κατορθώσει, όπως η δεύτερη συλλογή που είχε κυκλοφορήσει, αλλά κι επιμέρους δημοσιευμένα ποιήματα (και μεταφράσματά της) μάς έχουν δείξει!

***
Στην Θεά
***
Κόκκινη πλέκεις ομορφιά,
κοκκινογεννημένη.
Πιασμένη στην πυραγκαθιά,
κοκκινοπλανεμένη.

Σώμα γυναίκας μαρτυράς,
κοκκινοτοξεμένο.
Κόκκινο στόμα λαχταράς,
κοκκινοσαλεμένο.

Κόκκινο δίκοπο σπαθί
με κόβει και με ράβει.
Κόκκινο πίνω το κρασί,
κόκκινη πάω στον Άδη.
***
Αποπλάνηση
***
Φέγγεις, λουλούδι μου, και το φεγγάρι
κρύβει την γύμνια του στ’ απόκρυφά σου.
Ζήλεια το δέρνει, κι όλο κρυφά σου
πρόσωπα αλλάζει και καμουφλάρει.

Στάζει στο στρώμα σου σαν κεχριμπάρι,
λάμψη σου κλέβει κι αντίγραφά σου.
Λάμπει και φλέγεται στ’ ανάγλυφά σου,
ξέψυχο χύνεται στο μαξιλάρι.

Κι όπως στης μάγισσας την κατσαρόλα
βράζουν τ’ ανάμματα μέσα στην νύχτα
κι ωχ! πώς λουφάζουνε όλοι και όλα,

βράζει κι η κάμαρα και ξάφνου κοίτα!
Μάγισσας κόρη το ‘χει κοιμίσει
μέχρι το φίλτρο της να το ξυπνήσει.
***
Από πάντα
***
Από πάντα μ’ αγαπούσες κι ας μην μ’ είχες απαντήσει,
συναντιόμαστε από πάντα στου χωριού την κρύα βρύση,
ανεβαίναμε γελώντας στου βουνού την γκρίζα πέτρα,
με κρατούσες κι απαιτούσες «τα φιλιά μας τώρα μέτρα!»

Από πάντα με θωρούσες στου ελαιώνα μας τον ίσκιο,
ξάπλωνες μαζί μου μέσα στο παχνί της αγελάδας,
με κυνήγαγες και μ’ είχες κυπαρίσσι σου βαθύσκιο
κάθε που η τρανή σου φλόγα σ’ έκαιγε κερί λαμπάδας.

Από πάντα σ’ αγαπούσα κι ας μην σ’ είχα δει ποτές μου,
το κορμί μου σε φορούσε και στις πιο κρυφές στιγμές μου.
Τον χειμώνα στο κατώι με τις γίδες να κοιτάζουν,
καλοκαίρι στο χορτάρι με τ’ αηδόνια να στενάζουν.

Είμαι μέσα σου, παντού σου, και φιλιόμαστε στον μύλο,
νυχτερίδα του ακόμα μας προσμένει κοιμισμένη,
τραγουδάμε αγκαλιασμένοι της αγάπης μας τον θρύλο,
είμαστε μαζί, για πάντα, με παλιά τριχιά δεμένοι.
***
Όνειρο
***
Κοιμόμουνα, σαν ένιωσα απαλή
ανασαιμιά να τρέχει στον λαιμό μου.
Ήταν η θάλασσα, που ήρθε να με βρει
με το δικό σου πρόσωπο, το λατρευτό μου.

Απάνω μου άφρισες κύμα ζεστό,
τα θαμπωμένα έλαμψες κοράλλια,
μύριζες όνειρο γλυκό και γελαστό
στης νύχτας μου τ’ αφώτιστα ακρογιάλια.

Και άπλωσα τα χέρια μου τα δυο
κι άγγιξα το ευωδιαστό κορμί σου,
ήταν η ώρα που το φως στον ουρανό
χύθηκε πλάι μου και πήρε την μορφή σου.

.

ΘΕΛΚΤΗΡΙΑ ΕΡΩΤΟΣ (2020)
ΧΡΥΣΑ ΝΙΚΟΛΑΚΗ

MAXMAG.GR 27/5/2021

Θελκτήρια Έρωτος: μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων της Σοφίας Πόταρη

Μαγικό Φίλτρο

Σαν μαγικό φίλτρο ισχυρό τα ερωτικά ποιήματα της συγγραφέως Σοφίας Πόταρη στην τρίτη της ποιητική συλλογή Θελκτήρια Έρωτος (εκδόσεις Κουκούτσι), μας ταξιδεύουν σε τόπο αλαργινό, σε μαγικά μονοπάτια που υφαίνουν μούσες και ιέρειες, μυώντας μας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, εκεί όπου είχαν σημαντική θέση στην κοινωνία. Η δωρικότητα στη γραφή της αυτό προσδίδει, και η μινωική τοιχογραφία που αποτυπώνεται στο εξώφυλλο αυτό προεικονίζει. Στις Κροκοσυλλέκτριες, σε μια παρόμοια μινωική απεικόνιση νεαρές γυναικείες μορφές συλλέγουν κρόκους για να τους προσφέρουν σε θεϊκή μορφή που βρίσκεται στην τοιχογραφία ορόφου. Εκεί, η ηλικιακή διαφοροποίηση των μορφών, η ιεράρχηση, και η επικέντρωση της όλης δραστηριότητας στην γυναίκα, θεά ή ιέρεια, δίνουν πληροφορίες για κάποια τελετή κατά την περίοδο της ενηλικίωσης των κοριτσιών μέσα στο συγκεκριμένο δωμάτιο. Εδώ, στο πανέμορφο εξώφυλλο της συλλογής Θελκτήρια Έρωτος την κύρια αναφορά έχουν τα χελιδόνια δίπλα στα αλμυρόκρινα της Κρήτης. Ο αναγνώστης, από το ευρύχωρο δωμάτιο αυτού του βιβλίου, αποκομίζει όλη την προσπάθεια της συγγραφέως να μπολιάσει το φιλαναγνωστικό της κοινό με την σαγήνη του έρωτα .

Το δωμάτιο με τα αλμυρόκρινα

Οι γυναίκες σε όλη την ποιητική συλλογή κινούνται με χάρη και ασφάλεια σύμφωνα με τη δράση, προκαλώντας τον θεατή να συμμετάσχει. Τα αραχνοΰφαντα υφάσματα, που διαγράφουν την αλήθεια του σώματος, και οι περίτεχνες κομμώσεις και τα κοσμήματά τους, τις αναδεικνύουν σε αληθινές ιέρειες. Είναι γεμάτες κίνηση και ζωή.

Εδώ, η ποιήτρια εμπνευσμένη από τα κρινάκια της θάλασσας (που συνοδεύουν το διάσημο Πρίγκιπα της Κνωσού, γνωστό και ως “των κρίνων”), μας προϊδεάζει για τον πυρήνα του βιβλίου. Μέσα από αυτή την ιδιαίτερη μικρογραφία, που δεν έχει πλάτος πάνω από 20-60 εκατοστά και που κάλυπτε σαν ζωφόρος το πάνω μέρος των τοίχων των δωματίων, παρακολουθούμε μέσα από το φεγγίτη τα τεκταινόμενα , γυρίζοντας πίσω στο χρόνο , όπου οι ανθρώπινες μορφές συνδέονταν με θρησκευτικές τελετές και με κοσμικές δραστηριότητες. Η ποιητική της Σοφίας Πόταρη είναι φυσιοκρατική και δεν απεικονίζεται πουθενά κάποιος παρείσακτος εισβολέας.

Η μεγάλη θεά

Πιστή στη μουσικότητα και την ποιητική σαγήνη της σπουδαίας Σαπφώς, η Σοφία Πόταρη τολμά να παντρέψει την ερωτική προσμονή με το ιδανικό συναπάντημα, μέσα από την «σφιχτή θηλιά» των στίχων της. Κάθε λέξη της ποιήτριας μοιάζει με τις γυμνόστηθες γυναίκες στα Μινωικά ανάκτορα, με τη λεπτή μέση και το θηλυκό στήθος, που προσκαλεί στην ερωτική μύηση πνεύματος και σώματος. Οι γυναίκες στην ποίηση της Πόταρη, όπως και στη Μινωική εποχή, αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η αναφορά της στη Μεγάλη θεά ή την Θεά των Όφεων, η οποία συμβόλιζε την γονιμότητα και κατά συνέπεια την αναγέννηση. Κάθε ποίημα της Σοφίας Πόταρη έχει την οφική ευλυγισία του Έρωτα.

«Δέηση ερωτική»

Όμορφη του Έρωτα Θεά,
κερί αγνό σου καίω,
μόσχο λευκό
και αρώματα εκλεκτά.

Εσύ, Ουράνια Θεά,
που ηδονή γεννάς γλυκιά,
την δέηση μου δέξου!

Φέρτον στα πόδια μου
τα τορνευτά
σκυλί αφρισμένο,
ν’ αλυχτά,
να σέρνεται,
να με παρακαλά…»

Ποιητική μυσταγωγία

Ιερουργώντας μυστικιστικά, μαγνητίζοντας τη Σελήνη, (βασικό πυλώνα της γραφής της), η ποιήτρια Σοφία Πόταρη , άλλοτε χλωμή και άλλοτε φεγγοβόλα, άλλοτε πάλι πενθούσα για τον χαμένο έρωτα , μας οδηγεί στην πλήρη αυγουστιάτικη πανσέληνο . Βήμα- βήμα, στίχο – στίχο στοχεύει στη μέθεξη του αναγνώστη . Μέσα στο θεατρικοποιημένο της ποιητικό βιβλίο, επιδιώκει ο κάθε αναγνώστης να συμμετέχει ενεργά αποκωδικοποιώντας κάθε στίχο –εικόνα και κίνηση. Άλλοτε σαν σκιά Δροσουλίτη και άλλοτε σαν Θεά στην κλίνη του έρωτα. Με χροιά αρχαϊκή μα και σύγχρονη, η Σοφία Πόταρη παντρεύει το ορατό με το αόρατο.

Η ποιήτρια Σοφία Πόταρη, λιτή και απέριττη, φτάνει ακριβώς στο βωμό του αισθησιασμού, όπου οι λέξεις μεταμορφώνονται σε εικόνες και το θυσιαστήριο μεταμορφώνεται σε καθαρτήριο ζωής και άβατο αθανασίας. Κι εμείς, μέτοχοι της λεκτικής της σαγήνης κοινωνούμε «ύδωρ κοχλάζον».

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

efsyn.gr/2/1/2021

Η ανανεωμένη και προκλητική παράδοση

Ποιήματα που υμνούν τον έρωτα, όχι ως κάτι άπιαστο, μακρινό και άυλα ονειρεμένο, αλλά ως ένα διαρκές και πολυεπίπεδο παιχνίδι των αισθήσεων, με την πλήρη και οργιαστική σωματικότητά του πανταχού παρούσα και προκαλούσα.

Για την περιβόητη «γυναικεία γραφή» στην ποίηση εξακολουθούν να γίνονται συζητήσεις, με απόψεις αντιμαχόμενες ως προς τα όρια, τις εξακτινώσεις της, ακόμα εντέλει και τον ίδιο της τον ορισμό. Σε εμάς, μάλιστα, τους «άρρενες» που καλούμαστε να τοποθετηθούμε επί του θέματος, συχνά παρατηρείται μια αμηχανία που αγγίζει τα όρια της θυμηδίας όταν προσπαθούμε να εντάξουμε τις γυναίκες ποιήτριες στα δικά μας προκατασκευασμένα σχήματα, μέτρα, σταθμά και σε μια αντίληψη του κόσμου διαφορετική από την ψυχοσύνθεσή τους.

Από την άλλη, ο καταστροφικός μεταμοντερνισμός επιδιώκει να εξισώσει τα πάντα προς τα κάτω, υποβιβάζοντας κατά την κρίση μας τη γραφή σε μια πράξη επίπεδη, σε ένα απλό παιχνίδι ενός αέναου παραδειγματικού άξονα, δίχως προέλευση, επαφή με την παράδοση, εντοπιότητα και προσωπική τοπογεωγραφία, και παρασέρνει μοιραία και τις γυναίκες ποιήτριες σε μια γραφή συχνά ημερολογιακή ή συνειρμική.

Ως αντίβαρο σε μια τέτοια συνθήκη επιδιώκει να κινηθεί η ποίηση της Σοφίας Πόταρη, παλαιοελλαδίτισσας που η ζωή την έφερε στις «Νέες Χώρες» και στη συμπρωτεύουσα. Η Πόταρη αντιμετωπίζει την ποίηση ως μια ολότητα, παλεύοντας με τα δικά της όπλα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ικανότητές της (ακόμα και τις όποιες θεμιτές αδυναμίες της) να την επαναμαγεύσει.

Εμφανιζόμενη στο ποιητικό γίγνεσθαι σε αρκετά ώριμη ηλικία (μετά τα 40 της χρόνια), εξαρχής οριοθετεί τον εαυτό της στην επικράτεια της έμμετρης ποίησης, επικοινωνώντας με μεγάλες και κλασικές φωνές του λυρισμού και προάγοντας μια απευθείας επικοινωνία με τους ανθρώπους και τα πράγματα, ένα νέο άγγιγμα της σχέσης του ατόμου και του ποιητικού λόγου με τη φυσική ζωή και τέχνη που ο μοντέρνος κόσμος διέκοψε, με ένα πρόταγμα εν πολλοίς νεολουδιτικό.

Κι αν στις δύο πρώτες συλλογές της η γραφή της πάλλεται ανάμεσα σε μια ονειρική ευαισθησία και σε μια πίκρα εγγενή στον πόνο που η ανθρώπινη ιστορία και οι θρύλοι της φέρουν, στην τρίτη της δουλειά με τίτλο «Θελκτήρια Ερωτος» επιδιώκει να δώσει ένα έργο διαφορετικό, με ξεκάθαρη στόχευση και τρόπο διατύπωσης.

«Ο θέλγων, ο μαγεύων, ο καταπραΰνων» είναι ο θελκτήριος, ενώ τη φράση του τίτλου της συλλογής η Πόταρη την παίρνει αυτούσια από τον Ιππόλυτο του Ευρυπίδη. Η όλη συλλογή, με σαφές κι εκπεφρασμένο ήδη από τον πρόλογό της το στίγμα της Σαπφούς, διαρθρώνεται σε 39 ολιγόστιχα ποιήματα που υμνούν τον έρωτα, όχι ως κάτι άπιαστο, μακρινό και άυλα ονειρεμένο, αλλά ως ένα διαρκές και πολυεπίπεδο παιχνίδι των αισθήσεων, με την πλήρη κι οργιαστική σωματικότητά του πανταχού παρούσα και προκαλούσα.

Διαρθρωμένα σε ένα πλαίσιο ελευθερωμένου στίχου που έχει μεν ως βάση τον ίαμβο, κάποιες φορές δίνει αμιγείς ιαμβικούς στίχους ολιγοσύλλαβούς ή και πολυσύλλαβους, ενίοτε ριμάρει περιπαικτικά ή μη, αλλά δεν στέκεται σε σφιχτές φόρμες (και υποδηλώνει μια γνώση κλασικών ποιητών και ποιητριών όπως ο Σικελιανός ή η Μυρτιώτισσα που διακρίθηκαν στο είδος), τα «Θελκτήρια Ερωτος» μπορούν κάλλιστα να διαβαστούν και ως μια πληθώρα εξακτινώσεων του ερωτικού μοτίβου και παιχνιδιού, αλλά και ως μια ενιαία κι αδιατάρακτη ποιητική σύνθεση που χωρίζεται σε μικρότερα κι επιμέρους κομμάτια.

Το ερωτικό παιχνίδι στη συλλογή παρουσιάζεται άρρηκτα συνδεδεμένο με τη φύση και οργανικά ενταγμένο εντός της, με το σταφύλι, το κεράσι, το ρόδο, τον αγριοπανσέ από τα άβια, αλλά και τη λαφίνα, το μελίσσι από τα έμβια όντα να συμμετέχουν και να συλλειτουργούν, με τον άνθρωπο ενίοτε να ταυτίζεται με αυτά ή να οικειοποιείται χαρακτηριστικά τους που εντέλει είναι και δικά του μέσα στην πλανητική ολότητα («Κεράσι μελωμένο/ τη γλώσσα σου αναδεύει» ή αντίστοιχα: «Λαφίνα,/ θα βελάξω/ σε βάτεμα ηδονικό,/ γλυκό…»).

Εντονη και προκλητική προβάλλεται η εικονοποιία των αισθήσεων που ξεκινά από την όσφρηση («Κανέλλας έλαιο,/ κόκκος μοσχοκάρυδου,/ σανδαλόξυλου ευωδιά […] την στάμνα μου μυρώνουν»), επεκτείνεται στη γεύση («Λαχταριστά και ώριμα,/ φρέσκα,/ ζουμερά/ τα φρούτα μου προσφέρω») και καταλήγει στην κυριαρχία (ίσως και στην υπέρμετρη παρουσίαση) του υγρού στοιχείου που κορυφώνει την αίσθηση κι αναγεννά τη ζωή την ίδια (ενδεικτικά και μόνο ένας ενσωματωμένος δεκαπεντασύλλαβος επ’ αυτού: «Υγραίνεται ο πόθος μου/ το κέντρο σαν συσπάται,/ ποτίζονται οι έρημοι/ κι οι ερμιές ανθοβολάτε!»).

Η ίδια η γυναίκα, τώρα, σαν αιώνια περσόνα, στο παιχνίδι αυτό θα πάρει πολλές κι αντιμαχόμενες μορφές, όλες, ωστόσο, παιδιά της ίδιας μήτρας: από την πιστή της Αφροδίτης που θα κάψει «κερί αγνό» στη θεά για να κλέψει την καρδιά του ερωτικού της πόθου μέχρι και την ίδια ως ιέρεια του πάθους σε προχριστιανικά συμφραζόμενα («Στου βωμού σου τη φωτιά/ ιέρεια ταμένη εγώ») κι από την ομηρική Ελένη «ήδη αλωμένη […] Τροία» ως μια «μαινάδα» κι «αμαζόνα» που περιφρονεί τις συμβάσεις κι ορμά στο αιώνιο κι απαράλλαχτο παιχνίδι του πάθους.

Η Σοφία Πόταρη στα «Θελκτήρια Ερωτος» φαίνεται πως εντέλει κατορθώνει να μιλήσει ανοιχτά και απροκάλυπτα για την ερωτική πράξη δίχως να εκπίπτει στον ηδονοβλεπτικό και πορνογραφικό εκφυλισμό και δίχως να βάζει στην άκρη τον λυρισμό της ίδιας της… ποιητικής πράξης προς όφελος διαφόρων «υπερκαινοφανών» θεωρημάτων.

Ακόμα και με τις αδυναμίες που οφείλει να δουλέψει, όπως η ελλειμματική περιγραφή ορισμένων όψεων ή μορφών υπέρ μιας γενικότερης αίσθησης ή κάποιες χασμωδίες στο μέτρο, η δουλειά της Πόταρη κερδίζει το στοίχημα και μιλά για την ιερότητα του συντελεσμένου έρωτα και πάθους, ενταγμένου εντούτοις μέσα στη θέση του στον φυσικό κύκλο και τις εποχές και όχι ως ένα απλό ημερολόγιο ηδονικών και σαρκικών αναπολήσεων. Η συλλογή αυτή αξίζει να διαβαστεί φυσικά συνδυαστικά με τις δυο προηγούμενές της κι ως ένα ακόμα σκαλοπάτι στο ευρύτερο ποιητικό της όραμα, αντί να θεωρηθεί εσφαλμένα και μονομερώς όλη η γραφή της αμιγώς ερωτική ή σεξουαλική.

Σαφέστατα, όμως, βάζει με τη δουλειά τούτη το λιθαράκι της σε μια μεγάλη προσπάθεια επαναμάγευσης του ποιητικού λόγου που αποδεικνύει πως η παράδοση, όταν αντιμετωπίζεται όχι με στείρο προγονοπληκτισμό αλλά με το βλέμμα σε μια ευρύτερη κυκλική αντίληψη της τέχνης και της ζωής της ίδιας, μπορεί εντέλει να καταστεί πολύ πιο «ανανεωμένη» και «προκλητική» από οποιαδήποτε πρωτοποριακή θεωρία…

.

ΑΣΦΟΔΕΛΟΙ ΚΑΙ ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΙ (2017)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

Fractal/4/4/2018

Πένθιμοι αναστοχασμοί

Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Σοφίας Πόταρη ξεχωρίζει μέσα στην τρέχουσα ποιητική παραγωγή για πολλούς λόγους. Καταρχάς, όπως μαρτυρά κι ο τίτλος της με τα δύο πένθιμα φυτά της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, ο βασικός θεματικός άξονας των ποιημάτων είναι ο θάνατος. Όμως, η ποίηση της Πόταρη δεν υπαινίσσεται τον θάνατο ως ένα αδιόρατο και ασαφές αίσθημα απώλειας, αλλά τον παραδέχεται χωρίς περιστροφές, ως απτή και αμετάκλητη απουσία. Σε μια εποχή που φοβάται να ψελλίσει τον θάνατο και το γήρας, σε μια εποχή που προσκολλάται άπληστα σε ό,τι σημαίνει ζωή και δείχνει νέο, η ποίηση της Πόταρη κινείται στο αντίθετο ρεύμα. Αποδέχεται το τετελεσμένο με γενναιότητα και μεταφράζει το πένθος σε υπόμνηση ζωής.

Ένα άλλο στοιχείο που εντυπωσιάζει στη συλλογή της Πόταρη είναι η προσκόλλησή της στον παραδοσιακό στίχο, σε μια εποχή κυριαρχίας της ελευθερόστιχης και πεζόμορφης ποιητικής φόρμας. Στο πρώτο μέρος της συλλογής τα ποιήματα ακολουθούν μια συμβολιστική και ενίοτε παρνασσιστική τεχνοτροπία, με επιμελημένη στιχουργική, ποικίλες ρίμες και σταθερό μέτρο. Στα ποιήματα του πρώτου μέρους η Πόταρη αναδεικνύει τη στιχουργική της μαεστρία και μάλιστα σε αυστηρές ποιητικές φόρμες, όπως το σονέτο.

Στο δεύτερο μέρος, η ποιήτρια γράφει μοιρολόγια, ακολουθώντας τους στιχουργικούς κανόνες και το λεξιλόγιο της δημοτικής μας ποίησης. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι διαβάζει γνήσια δημοτικά τραγούδια και προς στιγμή ξεχνάει ότι τα μοιρολόγια της συλλογής ανήκουν στη λόγια λογοτεχνική παραγωγή. Στους θρήνους της Πόταρη απαντώνται όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της δημοτικής μας ποίησης: ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, η ζωντανή και παραστατική γλώσσα, ο λιτός και πυκνός λόγος, ο παμψυχισμός και η πλούσια εικονοποιία1. Με τους θρήνους της η Πόταρη αναδεικνύει τη βαθιά μαθητεία της στο δημοτικό τραγούδι. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι η καταγωγή της ποιήτριας από τη Μάνη εξηγεί εν πολλοίς τη βιωματική της σχέση με το δημοτικό τραγούδι και τα μοιρολόγια. Στη Μάνη, το μοιρολόι ως μορφή τραγουδιού κυριάρχησε έναντι των άλλων ειδών μουσικής έκφρασης.

Τα μοιρολόγια της Πόταρη συνεχίζουν μια μακραίωνη παράδοση θρήνων στη λαϊκή και λόγια λογοτεχνία. Αυτή η παράδοση ξεκινά από τα ομηρικά μοιρολόγια της Εκάβης και της Ανδρομάχης, συνεχίζει με τα ταφικά επιγράμματα και τα ελεγεία της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου, στη συνέχεια με τα βυζαντινά ανακλήματα και τα δημοτικά μοιρολόγια, φτάνοντας μέχρι τον «Τάφο» του Παλαμά, τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και τη σύγχρονη ποίηση2. Πάνω σ’ αυτή την παράδοση εδράζεται η ποίηση της Πόταρη και αξιοποιεί τα μοιρολόγια, έναν τελετουργικό θρήνο με έντονα παραστασιακά στοιχεία.

Η σχέση των θρήνων της Πόταρη με τα δημοτικά μοιρολόγια δεν εξαντλείται μόνο σε ορισμένες εξωτερικές ή τεχνοτροπικές ομοιότητες. Υπάρχει και μια κατ’ ουσίαν συνάφεια περιεχομένου και νοήματος. Τα μοιρολόγια της Πόταρη προσεγγίζουν τον θάνατο μέσα από την κοσμοθεωρία της δημοτικής μας παράδοσης. Καταρχάς, όπως και στα δημοτικά μοιρολόγια, έτσι και στους θρήνους της Πόταρη ο Χάροντας παρουσιάζεται παντοδύναμος και ανίκητος. Προσωποποιείται συχνά ως ένας μαύρος καβαλάρης, άσχημος, γερασμένος, στον αντίποδα της ομορφιάς και της ζωής. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να τον νικήσει ή να τον ξεγελάσει. Ο θάνατος είναι το άφευκτο πεπρωμένο όλων μας.

–Μάνα μου μην παρακαλάς και μη μαλλιοτραβιέσαι
ο Χάροντας με νίκησε κι εσύ να μη χαλιέσαι
μαύρο λιθάρι ρίξαμε, δέκα οργιές το φτάνω
κι ο μαυροχάρος έριξε, το φτάνει δεκαπέντε
κι απέ μαζί παλέψαμε στο ξερολίθι απάνω
κι ο Χάροντας με ξέζωσε και το σπαθί μου χάνω

(Του Ηλία Μαυρομιχάλη, σελ. 56)

Εντούτοις, αυτή η παντοδυναμία του θανάτου δεν τρομάζει. Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την τελεσίδικη μοναξιά του, την οριστική διακοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στον νεκρό και τον πάνω κόσμο. Την παραδέχεται με γενναιότητα, χωρίς ηττοπάθεια και παραίτηση. Σε πολλούς θρήνους μάλιστα ο άνθρωπος πολεμά τον θάνατο μέχρι εσχάτων, ενώ σε άλλους φαίνεται τόσο εξοικειωμένος με την αποδημία του, ώστε την προετοιμάζει επιμελώς, σαν να πρόκειται να φύγει για ένα οποιοδήποτε ταξίδι ή σαν να πηγαίνει σε αρραβώνα και γάμο.

–Γω πάω στον αρρεβώνα μου, γω πάω στον καλό μου
στο σπίτι το νυφιάτικο να στρώσω το προικιό μου
ν’ αλλάξω τ’ άσπρο νυφικό, να στολιστώ στα μαύρα
ψωμί να βγάλω και κρασί σ’ αραχνιασμένη τάβλα
τα πανεθύρια μου κλειστά κι η πόρτα αμπαρωμένη
ήλιος να μη με ματαϊδεί, στη μαύρη γης χωμένη

(Της Λένης, σελ. 51)

Ο φυσικός κόσμος δε στέκει αμέτοχος στον ανθρώπινο θρήνο. Στο ποιητικό σύμπαν της Πόταρη και της λαϊκής μας παράδοσης η φύση συμμετέχει, συμπάσχει και αντανακλά τον ανθρώπινο πόνο. Άλλωστε, η φύση στο δημοτικό τραγούδι δεν αποτελεί αντικείμενο προς χρήση και εκμετάλλευση. Είναι οργανικά συνδεδεμένη με τη λαϊκή ψυχή και την καθημερινότητα των ανθρώπων. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που στο δημοτικό τραγούδι τα άψυχα αποκτούν ζωή και συμπεριφέρονται ως άνθρωποι.

Οι ουρανοί μαυρίζουνε, τα σύγνεφα στενάζουν
οι στέρνες ξεραθήκανε κι οι νερομάνες βράζουν
ο ήλιος εσκοτείνιασε και το φεγγάρι εκρύβη
τ’ άνθια εμαραθήκανε και το αηδόνι εθλίβη

(Της Λένης, σελ. 51)

Στους θρήνους –ίσως πιο εμφατικά σε σχέση με άλλα είδη ποίησης- αντιπαραβάλλεται η ασχήμια του θανάτου με την ομορφιά της ζωής. Ο πένθιμος πόνος αποτελεί την αναγκαία συνθήκη, για να φωτιστεί πιο έντονα το μεγαλείο της ζωής. Οι θρήνοι της Πόταρη αναδεικνύουν την υπόρρητη ελπίδα που μετριάζει τη θλίψη, την υπόσχεση δηλαδή ότι η λεβεντιά, η τιμή κι η ομορφιά παραμένουν και μετά τον θάνατο, καθώς αποτελούν, σε πείσμα της φθοράς, την αναγκαία μαγιά στην ατομική και συλλογική μνήμη, για να συνεχίσει η ζωή.

–Κόρη μου και πεντάμορφη και χρυσοθυγατέρα
μην κλαίς και μην οδύρεσαι ετούτη την ημέρα
το παληκάρι αθάνατο θα ζει στα κορφοβούνια
και η θανή του θα γεννά της λεβεντιάς τραγούδια
θα τονε πάρει το βουνό λαμπρό χρυσαετό του

να λιάζει τα φτεράκια του, να λέει τον καϋμό του

(Του κλέφτη, σελ. 57)

Η ποίηση της Πόταρη στο σύνολό της θέτει δύο ενδιαφέροντα ζητήματα. Το πρώτο αφορά στην ποιητική διαπραγμάτευση του θανάτου. Η Πόταρη μας υπενθυμίζει τη γενναία στάση των δημοτικών μας μοιρολογιών απέναντι στον Χάροντα, με αξιοπρέπεια, γενναία παραδοχή του ανέκκλητου τέλους και διαρκή ανάμνηση της ζωής. Το δεύτερο ζήτημα αφορά στη λειτουργία του παραδοσιακού στίχου στη σύγχρονη ποίηση. Θεωρώ ότι η μαθητεία στην παραδοσιακή στιχουργική έχει να μας προσφέρει πολλά ως προς την καλλιέργεια του ρυθμού και της αναγκαίας ποιητικής οικονομίας στην έκφραση. Ο παραδοσιακός στίχος δεν ξόφλησε. Περιμένει τους ποιητές να τον μελετήσουν, να πειραματιστούν μαζί του και να του δώσουν ένα καινούριο περιεχόμενο, ώστε να μη μοιάζει μουσειακό κατάλοιπο μιας ποιητικής του παρελθόντος. Για την Πόταρη, που έχει αυτή τη μοναδική βιωματική σχέση με το δημοτικό τραγούδι, οι πειραματισμοί με τον παραδοσιακό στίχο αποτελούν έναν δρόμο για την ίδια στην Ποίηση. Οψόμεθα.

ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΣΕ ΜΕΛΙ (2016)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

Περιοδικο ΘΕΥΘ 12/2017
Ερωτικό Τραγούδι
Με κάθε σου γλυκό φιλί
Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
Ανθίζει στον κήπο
Με κάθε σου χάδι τρυφερό
Ένα πουλί γλυκόλαλο
Στο περβάζι τραγουδεί
Κάθε σου βλέμμα ερωτικό
Ένα καινούργιο τραγούδι
Στου Θεού τα χείλη
Κάθε που βλέπω το πουλί
Να φιλεί το τριαντάφυλλο
Γίνεσαι συ αγάπη μου
Τραγούδι βαθυκόκκινο
Στα μάγουλά μου
Κόκκινα τριαντάφυλλα που ανθίζουν στο κήπο με κάθε γλυκό φιλί και κάθε χάδι είναι και τα ποιήματα της ποιητικής συλλογής «Δηλητήριο σε μέλι» της Σοφίας Πόταρη. Σ’ αυτά τα ποιήματα και μέσα στα κόκκινα τριαντάφυλλα θα αναζητήσουμε τη ψυχή της ποιήτριας και τα συναισθήματα που γίνονται λέξεις και στίχοι. Κινητήρια δύναμη στα συναισθήματα είναι ο έρωτας και η αγάπη που κυριαρχούν στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής.
Αλλά και η θλίψη, ο πόνος όταν η αγάπη δεν έχει ανταπόκριση είναι κι αυτά συναισθήματα που υπάρχουν σε κάποια ποιήματα. Ακόμα η ποιήτρια υμνεί τη γυναίκα και κάνει αναφορές σε γυναικείες μορφές της μυθολογίας, την Ευρυδίκη, τη Περσεφόνη, τη Κίρκη.
Στο πνεύμα της αγάπης και του έρωτα η ποιήτρια ξεκινά τη ποιητική της συλλογή με ένα ποίημα για την αγάπη και κλείνει με ένα άλλο για τον έρωτα. Γράφει στο πρώτο ποίημα «Αγάπη»
«Πόσο δυνατή την έφτιασες Θε μου την αγάπη» και σε ένα άλλο ποίημα, «Η άρπα» μας δίνει σε δυο στίχους την ομορφιά της αγάπης λέγοντας μας «Το πιο γλυκό κονσέρτο της/Η μελωδία της αγάπης»
Τα ποιήματα για τον έρωτα τα βλέπουμε κατ’ αρχή στους τίτλους κάποιων ποιημάτων. Έρωτας, Ερωτικό, Ερωτικό τραγούδι, Ερωτευμένη μούσα.
Στο πρώτο ποίημα με τίτλο «Ερωτικό» γράφει:
«Ο πόθος στα μάτια της έκρωζε βαθύς/Και η επιθυμία πύρωνε τα χείλη της/…Κι αναψοκοκκινισμένη γλυκομάτωνε/κι άνοιγε σαν τριαντάφυλλο φλογάτο». Και σε ένα άλλο ομότιτλο μας λέει «Ο έρωτας δεν έχει λογική/Γλυκό τραγούδι των Σειρήνων/Ολοταχώς στα βράχια μ’ εξωθεί/Μα εγώ τα βλέπω φιλόξενο ακρογιάλι»
Στίχοι-εικόνες που μας δείχνουν όλη τη δύναμη του ερωτικού πόθου αλλά και το πού μπορεί να μας οδηγήσει. Γράφοντας για τις διάφορες εκφάνσεις και πτυχές του έρωτα, η ποιήτρια, αφήνει το συναίσθημα της να απλωθεί πάνω στο σώμα και τη σάρκα που γίνονται σε πολλά ποιήματα το κύριο αντικείμενο της ερωτικής συμπεριφοράς. Γράφει στο ποίημα «Το σώμα σου» «Το σώμα σου ποθώ γλυκέ μου έρωτα. /Το σώμα σου/ Έλα και μείνε εκεί/Ρανίδα σφαλισμένη επάνω μου/Χυμένη βαθιά μέσα στους πόρους μου.»
Και στο ποίημα «Εσένα θέλω» είναι απόλυτη στο ερωτικό θέλω λέγοντας μας «Τη δικιά σου υπερήφανη ματιά επάνω μου να πέφτει θέλω/Σε μένανε στραμμένη πάντα να ‘ναι/Να με ανατέμνει κρυφά και φανερά, εξονυχιστικά να μ’ αναλύει/Να με γυμνώνει.» Συνεχίζοντας το ερωτικό ποιητικό ταξίδι στο σώμα και στη σάρκα λέει στο ποίημα «Το άρωμα σου» «Τόσο πολύ που μύρισα το δέρμα σου/Ώστε τα αρώματα των λουλουδιών/Μοιάζουν φτωχή αντιγραφή/Της γλυκύτατης του θέλξης.»
Και σε μια ακραία έκφραση παράδοσης στην ομορφιά του έρωτα μας λέει στο ποίημα «Ο λαιμός σου» «Στον ακριβό σου το λαιμό το μυρωμένο κρέμασ’ εμέ στολίδι του/Καθρέφτης του περίκαλλος να λάμπω, όμορφη μες στην ομορφιά»
Η Πόταρη συνεχίζοντας να περιγράφει ποιητικά την ατμόσφαιρα της ερωτικής σχέσης δυο ανθρώπων όπως εκδηλώνεται σε κάθε σημείο του σώματος, στο ποίημα «Αίμα» μας λέει «Τα κύτταρα δεν φοβούνται, θεριεύουν ζωντανεμένα/Μέσα στης κοίτης το κατακόκκινο βυθό». Και στο ποίημα «Η πλάτη σου» λέει: «Θέλω να είσαι στραμμένος με τη πλάτη σου σε μένα/όταν στην αγκαλιά μου σε κρατώ και όταν σε φιλώ»
Η ποιήτρια τολμά να μιλά ξεκάθαρα και άμεσα αποτυπώνοντας τα συναισθήματα του έρωτα που όλοι νοιώθουμε.
Στο ποίημα «Τα χείλη σου» μας λέει: «Τι ωραία που είναι τα χείλη σου αγάπη μου/Κλέψανε το μέλι μου τα χείλη σου αγάπη μου.» και στο ποίημα «Νυχτερινό ταξίδι» γράφει. «Η σάρκα μας ρετσίνι θα σταλάζει ολοκόκκινο στης νύχτας τη φωτιά/Κι ο έρωτας μέλι ξανθό θα χύνεται πάνω στα στήθια μας τα τρυφερά»
Σε αντιδιαστολή όμως με τον ερωτικό πόθο έρχεται η ποιήτρια με το ποίημα «Δεν μ αγαπάς» να μας πει ότι η άρνηση της αγάπης είναι θάνατος. Γράφει η ποιήτρια «Πιο δυστυχισμένη κι απ’ τους κακότυχους νεκρούς/Που παίρνει ο θάνατος κόβοντας ανερώτητα το νήμα της ζωής τους.» Κι αυτή η αντίθεση του έρωτα από τη μια και της μη ανταπόκρισης από την άλλη είναι το δηλητήριο που κυλά στα χείλη αντί για μέλι, το δηλητήριο που φέρνει μια δυστυχία σα θάνατος γιατί για τη Πόταρη ο έρωτας είναι συνυφασμένος με όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ο έρωτας για τη ποιήτρια είναι παντού, είναι ζωή. Και μια και η ζωή δεν μας χαρίζει μονάχα ευχάριστα συναισθήματα, και το ξέρει αυτό η ποιήτρια, ανάμεσα στα ποιήματα του έρωτα και της αγάπης, υπάρχουν και κάποια λίγα που μας θυμίζουν ότι υπάρχει στη ζωή και θλίψη και πόνος.
Έτσι στο ποίημα «Θλίψη» λέει «Θλίψη που μ’ έριξε στα γόνατα/ξαπλώνοντας με άδειο κέλυφος»
Για τη ποιήτρια η αγάπη υπάρχει παντού. Η Άνοιξη, το ρόδο, ο βασιλικός, το φεγγάρι, το ταξίδι είναι ποιήματα της συλλογής που στάζουν τη γλύκα και την ομορφιά του έρωτα. Αναφέρω κάποιους στίχους:
Στο ποίημα «Άνοιξη» μας λέει. «Στο βλέμμα της ανοίγονται λαμπρές οι σκοτεινές σπηλιές/ κι αστράφτουνε τα όρη/Κι η νια ζωή λιγοθυμάει γλυκά,/βυζαίνοντας εκστατικά τα λατρευτά της στήθια»
Στο «Ρόδο» γράφει «Φλόγα η αγάπη και φως το αίμα που κυλά»
Στο «Βασιλικό» μας λέει «Μύρισα το κλωνί βασιλικό που το ‘κρυβες στα στήθια σου/Κι αχόρταγο θρεφότανε απ’ της αγκάλης σου το κρύφιο στεναγμό»
Στο «φεγγάρι» γράφει «Το φεγγάρι αχνοπατούσε πάνω στα γυμνά κορμιά μας/και οι μορφές μας βάφονταν πανώρια ζωγραφιά»
Και στο ποίημα «Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον» μια αναφορά στο ομότιτλο διήγημα του Βιζυηνού γράφει: «Άφησε με να κατοικήσω κάτω από το δέρμα σου/Το θέλω για να ζήσω ανάμεσα στα αγγεία σου»
Κλείνει δε τη συλλογή με ένα ποίημα για τον Έρωτα για να μας πει
Αίμα που ρέει αχνίζοντας ο έρωτας/Μάτια μου/Κατάρα/Που κοχλάζει ευλογημένη.
Εκτός από τον έρωτα και την αγάπη η ποιήτρια υμνεί και τη γυναίκα μέσα από τους αρχαίους μύθους. Στο ποίημα-ύμνος «Γυναίκα» γράφει «Αρχαία μου, ροδόπεπλη γυναίκα/Σ αγαπώ έτσι όπως με κοιτάς με κείνη τη θολή ανάμνηση στο βλέμμα σου» Και στο ποίημα «Ο Ορφέας στον Άδη» «Ευριδίκη Ω Ευρυδίκη εσύ! στης μαγεμένης τα όνειρο ματιάς/Με τι ψυχή ν’ αντιπαλέψεις το φοβερό του Άδη το μυστήριο;»
Η γραφή της Πόταρη ξεκάθαρη και φωτεινή, είναι λυρική και συνάμα ρεαλιστική πάνω στον έρωτα. Καταφέρνει και εξυψώνει όλες τις εκφάνσεις του έρωτα στη ψυχή και στο σώμα και στο λόγο της περιέχονται πολλές κρυφές αλήθειες του καθενός μας. Αξιοσημείωτη είναι η χρήση της ομοιοκαταληξίας σε κάποια ποιήματα την οποία τη θεωρώ πετυχημένη. Ο λυρισμός κι η ομοιοκαταληξία με μια πρώτη ματιά μπορεί να φαίνεται ποίηση μιας άλλης εποχής, όμως στην δύσκολη και πεζή εποχή μας είναι νομίζω ένα τριαντάφυλλο που μας χαρίζει το άρωμα
Η Σοφία Πόταρη είναι μια καθαρά ερωτική ποιήτρια, που κατά την άποψη μου ακολουθεί τη πορεία που χάραξε στη ερωτική ποίηση η Αλεξάνδρα Μπακονίκα , η Σοφία βέβαια με τη δικιά της ξεχωριστή φωνή και γραφή. Η Μπακονίκα η πλέον πετυχημένη, πιστεύω, ερωτική ποιήτρια στις μέρες μας είπε σε μια συνέντευξη της «Ο έρωτας –οι αέναες, πολυποίκιλες εκφάνσεις και πτυχές του– κυρίως χαρακτηρίζει την ποίησή μου.
Αυτή την πληθώρα των ερωτικών συναισθημάτων, με τις πολυσύνθετες όψεις και αντιθέσεις τους, εκφράζω στα ποιήματά μου με λόγο ευθύβολο, απέριττο, σαν κουβεντιαστή αφήγηση και βαθιά εξομολόγηση, που έχει τον δικό της εσωτερικό ρυθμό. Ο έρωτας παρουσιάζεται αχαλίνωτος, οργιαστικά ηδονικός, υπέρλαμπρα τρυφερός, υπερπλήρης αγάπης και αφοσίωσης»
Αυτά εκφράζει και η Σοφία Πόταρη με τη δικιά της φωνή στη πρώτη της ποιητική συλλογή.
Το κείμενο διαβάστηκε στη παρουσίαση του βιβλίου.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.