Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Πενταλιά της Κύπρου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνιολογία και τις Πολιτικές Επιστήμες στη Σορβόννη και στο Παρίσι (Docteur d’État). Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες κι Ιστορία στα Πανεπιστήμια του Λαβάλ, του Κεμπέκ και του Μόντρεαλ. Είναι διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά (ΚΕΕΚ).
Έχει εκδώσει επτά βιβλία Πολιτικής Επιστήμης, Κοινωνιολογίας κι Ιστορίας, ενώ δημοσίευσε δεκάδες επιστημονικά άρθρα κι είχε πολλαπλές συμμετοχές σε συλλογικούς τόμους. Έξι βιβλία δημοσιεύτηκαν, επίσης, κάτω από την εποπτεία και τη διεύθυνσή του. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και δύο συλλογές διηγημάτων.
Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά κι εφημερίδες της Κύπρου, της Ελλάδας και της διασποράς. Δημοσίευσε χρονογραφήματα, κριτική και δοκίμια. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία κι είναι αρθρογράφος στον κυριακάτικο «Φιλελεύθερο» της Κύπρου.
Από το 1983 είναι εκδότης και διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού “Études helléniques”/ “Hellenic Studies”. Πολυσέλιδες εκδόσεις του περιοδικού αφιερώθηκαν στη λογοτεχνία της διασποράς, την κυπριακή λογοτεχνία, την ελληνική εκπαίδευση και σε θέματα διεθνών σχέσεων. Από το 1997 είναι επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο πρόγραμμα «Παιδεία Ομογενών» για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη διασπορά (έρευνα, επιμόρφωση εκπαιδευτικών και παραγωγή διδακτικού υλικού).
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
2021 ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΣΤΟ ΥΦΑΝΤΟ ΤΟΥ ΄21 εκδόσεις Βακχικόν
2019 ΝΟΜΑΔΑΣ Γ’ Μετά τα Εκβάτανα εκδόσεις Βακχικόν
2018 ΝΟΜΑΔΑΣ Β’ Εκβάτανα εκδόσεις Βακχικόν
2017 Λεξήματα, ποίηση, Αθήνα, εκδόσεις Βακχικόν
2017 Νομάδας [ΑΉ έξοδος], μυθιστόρημα, Αθήνα, εκδόσεις Βακχικόν
2012 Η επιστροφή του αρχιερέα και άλλα διηγήματα, Λευκωσία,
εκδόσεις Αιγαίον
2008 Προκρούστη του εναρέτου, ποίηση, Αθήνα, εκδόσεις Ταξιδεύτης
1990 Ενάλια Κύπρος: Ο θάνατος του Ονήσιλου στα 1989 μ.Χ.,
ποίηση, Αθήνα, εκδόσεις Πελεκάνος
1984 Anthumes, ποίηση, Μόντρεαλ, Le Meteque
1980 Ο γυρισμός του αρχιερέα, διηγήματα, Λευκωσία, Ο Μέτοικος
1979 Παρακαλείσθε μη πτύετε εντός του λεωφορείου, ποίηση, Λευ-
κωσία, Ο Μέτοικος
1969 Επένδυση στο χρόνο ενός ονείρου και κάποιων μαρτυριών,
ποίηση, Λευκωσία, Κυπριακά Χρονικά
.
.
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΣΤΟ ΥΦΑΝΤΟ ΤΟΥ ΄21 (2021)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Σε πρωτοσυνάντησα στα στενά δρομάκια της Πενταλιάς, Αντώνη Οικονόμου, εκεί που γυρόφερνες τα βράδια με τον Ονήσιλο, τον Μπολιβάρ, τον Σπάρτακο, τον Ρήγα Φεραίο, τη Μαντώ Μαυρογένους, την Υπατία, τον Τσε, την Μπουμπουλίνα, τον Ηράκλειτο, τον Ροβεσπιέρο, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Αυξεντίου, τον ηγούμενο Γερμανό -τον παπα-Ανυπόμονο-, που
γνώρισα κάποτε στον Αγάθωνα, το μοναστήρι του, τον Διονύσιο Σολωμό,
τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Βασίλη Μιχαηλίδη, τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι…
Η εξουσία των κοτζαμπάσηδων, σου έγραφε η Μαρία Κουντουριώτη, δολοφόνησε και τον Καποδίστρια! Δεν ήθελαν κράτος αυτοί. Τιμάρια ήθελαν, να συνεχίσουν να εισπράττουν οι ίδιοι τους φόρους όπως με τους Οθωμανούς. Όπως το είπε ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο πιο φωτισμένος κοτζαμπάσης, «καλά να φύγουν οι Τούρκοι, αλλά εμείς τι θα γίνουμε; Θα μας κυβερνούν αυτοί που δεν ξέρουν να κρατήσουν πιρούνι και τρώνε ακόμη με τα χέρια τους; Αυτοί, συνέχισε, που δεν έχουν ούτε ένα δένδρο να κρεμαστούνε;»
Το μυθιστόρημα Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου – στο υφαντό του ’21 είναι μια προσπάθεια να ιδωθεί η Ελληνική Επανάσταση από μια οπτική γωνία διαφορετική από αυτή που μας παρουσιάζει η συμβατική-παραδοσιακή ιστοριογραφία. Μέσα από τη ζωή του Αντώνη Οικονόμου, του ριζοσπάστη επαναστάτη που δολοφόνησαν οι κοτζαμπάσηδες, που παραγνώρισε η επίσημη ιστορία και καθαγίασε ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος στην ποίηση και τους πίνακες του, το μυθιστόρημα διατρέχει τα γεγονότα του ’21 με μια νέα ματιά και ρίχνει φως σε όσα, το σχολικό ιστορικό αφήγημα αλλά και αυτό της συμβατικής ιστορίας, αποσιωπούν ή αφήνουν στο περιθώριο.
XXVII
Εκείνες τις μέρες σε σκεφτόμουνα πολύ, Αντώνη Οικονόμου! Είχε ξεσπάσει μια συζήτηση για τον Καποδίστρια που αποκάλεσαν δικτάτορα οι νεοφιλελέδες της Γιάννας. Ξείρεις, αυτής της Επιτροπής που φτιάχτηκε για να τιμήσει
το 21, και που υμνολογεί τον Μαυροκορδάτο ως σωτήρα, εκσυγχρονιστή, αυτόν λέει που μας έσωσε από την Ανατολή και μας πρόσδεσε στο άρμα της Δύσης. Σε σκεφτόμουνα γιατί και σένα δικτάτορα σε είπανε οι κοτζαμπάσηδες. Αυτοί ολιγάρχες!
Είναι βλέπεις η ερμηνεία της Ιστορίας. Αυτό που έλεγε ο 0ργουελ: «Όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον. Όποιος ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν».
Οι δικοί μας τα ήξεραν και τα εφάρμοσαν αυτό πολύ πριν τον Όργουελ.
Ύστερα, θυμήθηκα το τραγούδι του Χρήστου Λεοντή με τη φωνή του Μανώλη Μητσιά και στίχους Μήτσου Ευθυμιάδη:
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
Μι αφορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό
ζούσαν κάτι φουκαράδες, οι ραγιάδες.
Κοτζαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
κυβερνούσανε τη χώρα. Καληώρα.
Τη δεκάτη ο τσιφλικάς, δώσ’ του κόψιμο ο πασάς
κι υπαγόρευε το ράσο: «Σφάξε με αγά μ ’ν’ αγιάσω».
Κοτζαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
κυβερνούσανε τη χώρα. Καληώρα.
Κι έτσι οι τρεις από κοινού πίναν το αίμα του λαού
αφού τότε τσιφλικάδες ή σανέ οι μπουρζουάδες.
Κοτζαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
κυβερνούσανε τη χώρα. Καληώρα.
Κάποιοι βέβαια το βρίσκουν υπερβολικό αυτό το τραγούδι. Κι όταν ακόμη δέχονται πως οι κοτζαμπάσηδες καταπίεζαν τους ραγιάδες, αθωώνουν τους δεσποτάδες ή βρίσκουν ελαφρυντικά στους κοτζαμπάσηδες. «Αφού», λέει, «ήταν χριστιανοί, δεν μπορεί, κάτι καλό θα έκαναν για τους ομοεθνείς τους».
Μπορεί η γενίκευση να είναι καμιά φορά επικίνδυνη, όμως το γεγονός ότι υπήρξαν κοτζαμπάσηδες που συμπεριφέρθηκαν κάπως ανθρώπινα, δεν αναιρεί τις δομές του κοτζαμπασισμού, που από τη φύση του έδενε τα συμφέροντά του με αυτά της οθωμανικής εξουσίας.
Άλλοι είπαν, «όσο σκληροί και να ήταν, δεν μπορεί να ήταν χειρότεροι από τους Τούρκους». Και όμως διασώθηκαν δεκάδες-εκατοντάδες υπομνήματα των ραγιάδων που στέλνονταν στην Υψηλή Πύλη για να παραπονεθούν για τη σκληρότητα των κοτζαμπάσηδων. Και πολλές φορές τα παράπονα αυτά
εξετάζονταν και γίνονταν συστάσεις στους κοτζαμπάσηδες ή και τους απαγορεύονταν κάποιες επαχθείς πρακτικές.
«Μα εκλέγονταν δημοκρατικά, ήταν ένα κοινοτικό σύστημα που είχε τις ρίζες του στον αρχαίο αθηναϊκό δήμο». Εδώ πρόκειται για τη γνωστή ιδεολογικοποίηση-ιδανικοποίηση ενός φαντασιακού κοινοτισμού. Οι εκλογές ήταν στημένες, στημένη φάρσα, έγραψε κάποιος. Ακόμη και ένας ιστορικός του κύρους του Απόστολου Βακαλόπουλου σημειώνει: «Οι εκλογές των
αρχόντων, κατά κανόνα ενιαύσιες, είναι βέβαια ελεύθερες, αλλά η παράδοση και η σχετικά καλύτερη οικονομική κατάσταση ορισμένων ατόμων ή οικογενειών βαρύνει και προδικάζει την εκλογή τους». Άλλωστε, σημειώνει ο ίδιος, οι εκλογές γίνονταν «δια βοής».
Παρόμοιες απόψεις για τους κοτζαμπάσηδες εκφράζει και ο Κορνήλιος Καστοριάδης που υποστήριξε: «Επί τουρκοκρατίας όση εξουσία δεν ασκείται απευθείας από τους Τούρκους, ασκείται από τους κοτζαμπάσηδες (τους εντολοδόχους των Τούρκων), οι οποίοι κρατούν τους χωριάτες υποχείριους». Ο Καστοριάδης διαγράφει και το Βυζάντιο το οποίο θεωρεί «μια ανατολική, θεοκρατική μοναρχία». Στο σημείο αυτό συμφωνεί με τον Κοραή πως ο κληρονόμος της Αρχαίας Ελλάδας είναι η Δυτική Ευρώπη. Κάτι βέβαια που έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Νίκου Σβορώνου που τοποθετεί τις απαρχές του νέου ελληνισμού στο τέλος του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα.
Ο δε κοινωνιολόγος Βασίλης Φιλίας τονίζει την εννοιολογική ταύτιση του γαιοκτήμονα με τον κοτζαμπάση κάτι που προδικάζει και την εκλογή. Αλλά ακόμη και ο εθνικός μας ιστορικός, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, έγραψε: «Η εκλογή των προεστώτων ήτο σπανίως καθολική και έτι σπανιώτερον άμεσος, εάν υπήρξε ποτέ άμεσος. Παις παρά πατρός παρελάμβανε την δημογεροντία, ότι συνεκροτούντο ούτω οικογένειαι
ισχυροί και πλούσιαι». Ο ίδιος μάς λέει ότι το σύστημα δεν ήταν παντού ομοιόμορφο και το παρουσιάζει σε ορισμένες περιοχές όπου φαίνεται ο ολιγαρχικός του χαρακτήρας.
Από όσα γνωρίζουμε, ήταν πολύ σκληροί απέναντι στους ραγιάδες! Δεν ήθελαν να σηκώσουν κεφάλι. Ήταν φοροεισπράκτορες των Τούρκων. Και εκεί έβαζαν και το δικό τους ποσοστό. Πολύ ψηλό συνήθως. Έτσι πλούτιζαν. Ταυτόχρονα ήταν και τοκογλύφοι. Δάνειζαν τους ραγιάδες με πολύ ψηλό
επιτόκιο, κι όταν δεν μπορούσαν να πληρώσουν, τους έπαιρναν τα κτήματά τους. Έτσι έγιναν τσιφλικάδες.
«Μα έκαναν και αγαθοεργίες στην κοινότητα», λένε κάποιοι. Λίγα πράγματα. Το να κτίσουν ή να επιδιορθώσουν μια εκκλησία, ήταν αγαθοεργία; Η Εκκλησία, ο θεσμός, τους έδινε σε όλα κάλυψη. Άλλωστε αναφέρονται και περιπτώσεις κληρικών σε ρόλο προυχόντων, πέρα από τα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα, έστω κι αν αυτό αντίβαινε στους ιερούς κανόνες.
Αν άνοιγαν έναν δρόμο, αγγάρευαν τους ραγιάδες. Για ό,τι έργα γίνονταν στην κοινότητα επιστρατεύονταν οι ραγιάδες χωρίς να πληρώνονται.
Είναι αλήθεια ότι φρόντιζαν μερικές φορές για μια υποτυπώδη παιδεία. Συνήθως όμως για τα δικά τους παιδιά φρόντιζαν να έχουν δασκάλους στα σπίτια. Μερικοί έστελναν τα παιδιά τους για σπουδές στην Ευρώπη.
Ξεχώριζαν από τον πλούτο τους, την καλή ζωή που έκαναν, τα παλάτια τους -πύργοι συνήθως, τουλάχιστον σε κάποιες περιοχές-, τους πολυτελείς γόμους τους, τη χλιδή τους γενικά.
«Μα πολλές φορές διακινδύνευαν το κεφάλι τους από τους Τούρκους», προβάλλουν κάποιοι. Ε, ναι, συνέβαινε και αυτό. Τα τυχερά του επαγγέλματος! Συνήθως υπήρχε μια αντιπαλότητα με τους λεγάμενους «Αγιάννηδες», τους Τούρκους προεστούς. Τις περισσότερες φορές όμως έχαναν τα κεφάλια τους στις μεταξύ τους διαμάχες. Προσεταιρίζονταν σε αυτές τις διαμάχες τον Τούρκο πασά, ξεκαθαρίζοντας έτσι τον αντίπαλο. Τίποτε όμως δεν απέκλειε να χάσει αργότερα το κεφάλι του και ο ίδιος που συνέτεινε στην εξόντωση του αντιπάλου του. Η βεντέτα έπαιρνε οικογενειακό χαρακτήρα και απ’ αυτή επωφελούνταν οι Τούρκοι πασάδες.
«Χριστιανούς τουρκίζοντας», φαίνεται να τους έλεγε ο Κοραής και «γουναρικά» ο Κολοκοτρώνης! Γιατί μιμούνταν τους Τούρκους στο ντύσιμο και φορούσαν γούνες!
Όμως μέχρι σήμερα υπάρχουν και υπέρμαχοι του «κοινοτισμού», οι νεορθόδοξοι της καθ’ ημάς Ανατολής, που τον διασυνδέουν μάλιστα με τον αθηναϊκό δήμο και θα τον έβλεπαν ως μια μορφή πολιτειακής διάρθρωσης της σημερινής Ελλάδας. Γι’ αυτούς «το ριζικά καινούργιο στην πολιτική» είναι «μικρές, αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κοινοτισμός αυτής της περιόδου ιδανικοποιείται ως αντιπαράθεση στο εθνικό κράτος που θεωρείται κάτι ξένο προς την ελληνική παράδοση του αρχαίου δήμου και της κοινότητας που υποστηρίζεται ότι διασώθηκε μέσω Βυζαντίου. Είναι αυτοί που μιλούν για «κοραϊσμό» -ιδεολογικό, γλωσσικό, πολιτικό- και πιστεύουν ότι ο Κοραής συνεχίζει να κυβερνά την Ελλάδα από τον τάφο του στο κοιμητήριο του Μον Παρνάς στο Παρίσι.
Κι ύστερα, Αντώνη Οικονόμου, θυμήθηκα και αυτά που σου έγραφε η Μαρία Κουντουριώτη λίγο πριν σε δολοφονήσουν:
Να προσέχεις, Αντώνη! Δεν θα ησυχάσουν αν δεν σε βγάλουν από τη μέση! Βουλεύονται και λένε πως είσαι επικίνδυνος. Πως θέλεις να επιστρέφεις λένε στην Ύδρα και να πάρεις την εξουσία. Και στέλνουνε γράμματα στους Μωραΐτες να σε κρατήσουν φυλακισμένο στο μοναστήρι του Φονιά, ειδάλλως λένε θα πάρουνε τα πλοία τους και θα αποσυρθούν.
Μια Κουντουριώτη ήξερε τι έγραφε!
XXXV
Το ’21 είχε μια διεθνική διάσταση που συνήθως αγνοείται από την εθνική ιστοριογραφία. Αυτή η διάσταση είναι περισσότερο εμφανής με τους φιλέλληνες που φτάνουν στην Ελλάδα για να αγωνιστούν στο πλευρό των Ελλήνων. Κάτι που ξεφεύγει συνήθως από την ελληνική οπτική γωνία είναι το
γεγονός ότι πολλοί από αυτούς είναι διεθνιστές με τους όρους και τις έννοιες εκείνης της εποχής, που πήραν μάλιστα, τουλάχιστοv κάποιοι, μέρος και σε άλλους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες είτε στην Ευρώπη είτε στη Λατινική Αμερική.
Το συζητούσα με τη Νεφέλη Καραμπελιά, που, καθώς γράφει τη διατριβή της για τον Καποδίστρια, έχει μελετήσει το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι φιλέλληνες.
– Υπάρχει μια διεθνική οπτική από την οποία μπορεί να ιδωθεί ο φιλελληνισμός του ’21;
-Σίγουρα υπάρχει. Ο Έρικ Χόμπσμπαουμ μάλιστα, ο κορυφαίος Βρετανός ιστορικός, μιλά για μια πρώιμη φιλελεύθερη διεθνή που έλαβε πανευρωπαϊκές διαστάσεις στις αρχές του 19ου αιώνα, και που η δράση τους συγκρίνεται με εκείνη δημοκρατικών των Διεθνών Ταξιαρχιών στην Ισπανία του
1936. Είναι η εποχή εθνικών και κοινωνικών διεκδικήσεων που έρχονται ως απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης, και που κινητοποιούν πολλούς διανοούμενους και κοινωνικούς ακτιβιστές, παρά τη σκληρή πολιτική που υιοθέτησε η Ιερά Συμμαχία κάτω από την επίδραση του Μέτερνιχ.
– Υπήρξε τέτοια διεθνής;
– Σαν οργανωτικό σχήμα, όχι. Αλλά μιας μορφής συνεργασία ανάμεσα σε διάφορους κύκλους διανοουμένων και ακτιβιστών, ναι. Μην ξεχνάμε επίσης το κίνημα του ρομαντισμού, που συμβάλλει σημαντικά τόσο στο φιλελληνικό κίνημα όσο και στο γενικότερο κίνημα των φιλελεύθερων ιδεών της εποχής· και για την εποχή οι φιλελεύθερες ιδέες είναι αυτές της Αριστεράς με ευαισθησία στις εθνικές, τις δημοκρατικές και τις κοινωνικές διεκδικήσεις. Έχουμε περίπου την ίδια εποχή, ή λίγο νωρίτερα, τις επαναστάσεις στη Λατινική Αμερική, τους καρμπονάρους στην Ιταλία, την αντίσταση των Ισπανών και των Πορτογάλων στα στρατεύματα του Ναπολέοντα, και,
πολύ βασικό, την επίδραση των ιδεών της αμερικανικής επαναστάσεως αλλά και αυτών της αντίστοιχης γαλλικής.
– Μερικοί μιλούν επίσης για την επίδραση των στοών του τεκτονισμού.
– Ναι, ο τεκτονισμός είναι φορέας φιλελεύθερων και προοδευτικών ιδεών. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, που πρώτος μυήθηκε στον τεκτονισμό στη Λευκάδα, μετέφερε το ίδιο πρότυπο οργάνωσης για τη Φιλική Εταιρεία όταν ιδρύθηκε στην Οδησσό. Πολλοί από τους φιλέλληνες, είτε αυτούς που κατέβηκαν να αγωνιστούν στην Ελλάδα, είτε αυτούς που δραστηριοποιούνταν στην Ευρώπη, ήταν τέκτονες.
– Είναι εύκολη η ένταξη των φιλελλήνων στην ελληνική επαναστατική πραγματικότητα;
– Καθόλου! Η πολιτισμική διαφορά δυσκόλευε αφάνταστα τη συνεργασία. Ειδικά με το πρώτο κύμα αυτών που έφτασαν στην Ελλάδα, νεαροί σπουδαστές πολλοί, ρομαντικοί που νόμιζαν πως θα συναντούσαν τον Περικλή, τον Θεμιστοκλή ή τον Λεωνίδα! Και συναντούσαν αγρότες, βοσκούς και άτακτους πολεμιστές, ένα χάος χωρίς δομές, στις οποίες θα μπορούσαν να ενταχτούν. Μερικοί έφυγαν απογοητευμένοι. Στο δεύτερο κύμα, στα μέσα της Επανάστασης, κατέφθασαν στρατιωτικοί που είχαν πολεμήσει είτε στους ναπολεόντειους πολέμους είτε στις επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής. Αυτοί ήθελαν να φτιάξουν τακτικό στρατό, δεν καταλάβαιναν πως οι Έλληνες
δεν είχαν άλλη επιλογή από τον κλεφτοπόλεμο, καθώς δεν διέθεταν ούτε ιππικό ούτε πυροβόλα.
– Αυτοί οι στρατιωτικοί έρχονταν ως εθελοντές ή διαπραγματεύονταν ως μισθοφόροι;
-Και το ένα συνέβαινε και το άλλο. Κάποιοι άλλωστε δούλευαν υπόγεια και για λογαριασμό των χωρών τους. Κάποιοι εξασφάλισαν μισθούς από τα δάνεια! Από ένα σημείο και μετά, ιδίως προς το τέλος της Επανάστασης, πολλοί από τους φιλέλληνες, στρατιωτικοί ή όχι, προωθούν τα συμφέροντα των χωρών τους. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο με τους Άγγλους και κατά δεύτερον λόγο με τους Γάλλους. Κι αυτό γιατί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες συνειδητοποιούσαν ότι εκκολαπτόταν ούτως ή άλλως μια μορφή ελληνικού κρατιδίου και είχαν αρχίσει να παίρνουν θέσεις. Ίσως οι πιο ανιδιοτελείς
ήταν οι Αμερικανοί φιλέλληνες. Κι αυτό γιατί ήταν πιο κοντά στα ιδεώδη της επανάστασής τους και μακριά από τη μελλοντική ιμπεριαλιστική πολιτική της χώρας τους.
– Αυτό φυσικά οδηγεί και στην ανάλογη διαμόρφωση και
διάταξη των πολιτικών δυνάμεων ανάμεσα στους επαναστάτη μένους Έλληνες.
– Θα έλεγα ότι επιτείνεται αυτό το φαινόμενο διότι υπάρχει από την αρχή της Επανάστασης. Η κύρια διάταξη των εσωτερικών δυνάμεων διαμορφώθηκε με τη φιλοαγγλική μερίδα γύρω από τον Μαυροκορδάτο και τους Υδραίους συμμάχους του, το «Αγγλικό» κόμμα και τους στρατιωτικούς με τον
Υψηλάντη και τον Κολοκοτρώνη, που εκπροσωπούσαν τη φιλορωσική μερίδα. Τη φιλογαλλική τάση την εκπροσωπούσε ο Κωλέττης. Βεβαίως, όλα αυτά είναι πολύ σχηματικά και παραβλέπουν λεπτές αποχρώσεις και διαφοροποιήσεις στη στάση των ανθρώπων αλλά και του συλλογικού θυμικού.
– Εντυπωσιάζει πάντως η απουσία Ρώσων φιλελλήνων στην επαναστάτη μένη Ελλάδα.
– Αυτή την άποψη την προωθεί η «επίσημη» ιστορία, ότι δηλαδή η Ρωσία εμπόδισε την κάθοδο πολιτών της στην επαναστάτη μένη Ελλάδα. Είναι βέβαια αλήθεια ότι, μετά την έκρηξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία, ο τσάρος Αλέξανδρος έδωσε διαβεβαιώσεις στον Μέτερνιχ και τον Σουλτάνο ότι η Ρωσία δεν ήταν πίσω από το κίνημα των Ελλήνων. Ο ίδιος ο Καποδίστριας υποχρεώθηκε σε παραίτηση από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών. Ο Αλέξανδρος ήταν λιγότερο θερμός από τη γιαγιά του, την Αικατερίνη τη Μεγάλη, να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην ανασύσταση μιας ορθόδοξης αυτοκρατορίας στη θέση της Οθωμανικής. Όμως δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος της Ρωσίας ούτε στις εξελίξεις που προηγήθηκαν της Επανάστασης ούτε αυτών που την ακολούθησαν. Οι Έλληνες ένιωθαν λίγο σαν στο σπίτι τους στη Ρωσία, και το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα έμεινε έντονα φιλορωσικό όσο και αν οι ελίτ προσπάθησαν να το στρέψουν προς τη Βρετανία και τη Γαλλία. Και δεν έχει καμιά σχέση με παραμυθιάσματα όπως αυτό του ξανθού γένους. Η Ρωσία ήταν λίγο Ανατολή, ήταν ορθόδοξη, πρόσφερε δυνατότητες και ευκαιρίες στους εμπόρους και τους εφοπλιστές της εποχής που χρησιμοποιούσαν τη ρωσική σημαία, ενσωμάτωνε Έλληνες στην τσαρική δημόσια υπηρεσία και τον στρατό. Καμιά άλλη χώρα δεν πρόσφερε τόσα πολλά. Όμως αυτό που συνήθως αποσιωπάται είναι το γεγονός ότι υπήρξαν και Ρώσοι φιλέλληνες που κατήλθαν στην Ελλάδα και πολέμησαν στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων. Όχι βέβαια τόσο
μεγάλος αριθμός όσος αυτός των Γερμανών ή των Άγγλων, αλλά Ρώσοι φιλέλληνες πολέμησαν στην Κρήτη και την Πελοπόννησο. Ένα πολύ γνωστό όνομα μεγάλου Ρώσου φιλέλληνα είναι αυτό του συνταγματάρχη Νικολάι Ράικο, που διετέλεσε φρούραρχος στο Παλαμήδι, την Πάτρα και το Ρίο. Παρέμεινε στην Ελλάδα με το τέλος της Επανάστασης και διορίστηκε από τον Καποδίστρια πρώτος διοικητής της Σχολής Ευελπίδων και αρχηγός του πυροβολικού. Στην ίδια τη Ρωσία υπήρχε ισχυρό φιλελληνικό ρεύμα. Ένας πολύ γνωστός φιλέλληνας ήταν ο μεγάλος Ρώσος ποιητής Αλεξάντερ Πούσκιν.
– Να πούμε και μια κουβέντα για τους φιλέλληνες της Αϊτής που λίγοι τους ξέρουν;
– Ναι, αυτή η μικρή χώρα πρώην σκλάβων της Καραϊβικής, που εκείνη την εποχή είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της (1804), ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε επίσημα την Επανάσταση. Τότε ονομαζόταν στα ελληνικά Χαΐτιον. Ο Αδαμάντιος Κοραής και άλλοι Έλληνες είχαν γράψει μια επιστολή στον τότε πρόεδρο της Αϊτής, Ζαν Πιερ Μπουαγέ, στην οποία ζητούσαν βοήθεια για την Επανάσταση. Αυτός απάντησε με ενθουσιασμό, λέγοντας όμως ότι η χώρα του ήταν πολύ φτωχή για να προσφέρει οικονομική βοήθεια. Συμβολικά πάντως
έστειλε στους Έλληνες 45 τόνους καφέ προς πώληση για να αγοραστούν καριοφίλια και άλλα πολεμοφόδια, αλλά και 100 Αϊτινούς εθελοντές, που πέθαναν όλοι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Ελλάδα. Η επιστολή του προέδρου της Αϊτής προς τους Έλληνες διασώθηκε, σε ελληνική μετάφραση, στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» του φιλικού και αγωνιστή του ’21, Ιωάννου Φιλήμονος, και απευθυνόταν στους Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Κ. Κλωνάρην, «Εις τα Παρίσια». Έφερε ημερομηνία 15 Ιανουάριου 1822 και άρχιζε δε ως εξής:
Πριν ή δεχθώμεν την επιστολή υμών, σημειουμένην εκ Παρισίων τη 20η παρελθόντος Αυγούστου, έφθαοεν ενταύθα η είδησις της επαναστάσεως των συμπολιτών υμών κατά του δεσποτιομού, του επί τρεις περίπου διαρκέοαντος εκατονταετηρίδας. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς
αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσαται της ελευθερίαν αυτής και την θέσιν, ήν μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε….
– Προκαλεί τον θαυμασμό αυτή η μικρή χώρα, η τόσο μακρινή. Μια χώρα φτωχή που παραμένει και σήμερα από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου με πολλά προβλήματα, και όπου είναι πολύ συνηθισμένα τα ονόματα από την αρχαία Ελλάδα, θα τη θυμηθεί κανείς 200 χρόνια μετά; Και θα αποδώσει κάποιος τιμή στους 100 αυτούς εθελοντές που χάθηκαν στον δρόμο;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 2
Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκα μια κουβέντα που έκανα λέει με τον Αντώνη Οικονόμου. Συναντηθήκαμε στην Πενταλιά, σ’ ένα στενό δρομάκι, ήταν αυγή, γύριζε από μια συνάντηση με τον Ονήσιλο, τον Βασίλη Μιχαηλίδη και εκείνο τον Λατινοαμερικανό Σίμωνα Μπολιβάρ από τη Βολιβία. Τον ρώτησα:
– Και τι λέγατε ένα ολόκληρο βράδυ;
Και μου απάντησε:
– Μιλούσαμε για ψωμί και ελευθερία.
Ψωμί και ελευθερία! Οι επαναστάτες πάντα θα ονειρεύονται ψωμί και ελευθερία!
Πολλοί νομίζουν πως το σύνθημα είναι νεοελληνικό. Κάποιοι το τοποθετούν στις μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις των αρχών της δεκαετίας του 1960, περισσότερο γνωστές από το σύνθημα «ένα ένα τέσσερα». Το 114 δηλαδή που ήταν τότε το ακροτελεύτιο άρθρο του ελληνικού συντάγματος και ανέφερε: «η τήρηση του παρόντος συντάγματος επαφίεται εις τον πατριωτισμό των Ελλήνων». Κι άλλοι το τοποθετούν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Στην πραγματικότητα μας έρχεται από πολύ μακριά: από τη Γαλλική Επανάσταση. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Erik Hobsbawm, «η Γαλλία έδωσε το λεξιλόγιο και τα βασικά θέματα της φιλελεύθερης και ριζοσπαστικής-δημοκρατικής πολιτικής στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου».
Ήταν τότε που στο οργισμένο πλήθος, που ζητούσε ψωμί έξω από τα ανάκτορα των Βερσαλλιών, η Μαρία Αντουανέτα απαντούσε: «αν δεν έχουνε ψωμί γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι!»
Κι ύστερα έφτασε ως τη Λατινική Αμερική κι έγινε το σύνθημα των ξεβράκωτων και των πεινασμένων εκεί. Ίσως αυτό είχε υπόψη του κι ο ποιητής όταν έγραφε τον Μπολιβάρ. Από τη Λατινική Αμερική ως την Ύδρα, από τον Μπολιβάρ ώς τον Ρήγα, τον Ανδρούτσο, τον Οικονόμου και τον Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο.
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φεραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου -που τόσο άδικα τον σφάξαν-
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
.
ΝΟΜΑΔΑΣ Γ’ ΜΕΤΑ ΤΑ ΕΚΒΑΤΑΝΑ (2019)
XIII
Εκεί στην Πενταλιά, το θυμάμαι πάντα, το καφενείο ήταν το πρώτο λαϊκό πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησα. Οι άνθρωποι εκεί, την ίδια ώρα που συζητούσαν για τον καιρό, για το αν θα βρέξει τον Απρίλη, για τα σπαρτά, για τα ζωντανά τους, άνοιγαν και την πολιτική συζήτηση για δικά μας και ξένα. Για τον Εγγλέζο που αργά ή γρήγορα θα τσακιζόταν από την Κύπρο, για τον Νάσερ της Αιγύπτου και για τις Μεγάλες Δυνάμεις. Για τον ΟΗΕ που κάποιοι τον αποκαλούσαν λέσχη διεθνών απατεώνων, κι άλλοι στήριζαν ακόμη σε αυτόν κάποιες ελπίδες. Κι εκεί έμπαιναν και θέματα στρατηγικής και θέματα τακτικής κι ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Όχι, δεν ήξεραν τους επιστημονικούς όρους, τις επιστημολογικές έννοιες, μα τι σημασία είχε αυτό; Τα θέματα ουσίας τα έθιγαν, τα ένιωθαν, τα καταλάβαιναν. Με την απλότητα βέβαια των απλοϊκών ανθρώπων, αλλά τι σημασία είχε αυτό; Μήπως η πολλή επιστημονικοφάνεια δεν σκοτώνει στο τέλος την ουσία;
Κι οι γυναίκες που δεν πήγαιναν στο καφενείο, ναι μάνα, ο φεμινισμός δεν είχε φτάσει ακόμη στα μέρη μας, είχαν τον δικό τους καφενέ, όπως έλεγαν κοροϊδευτικά οι άντρες. Ήταν η βρύση! Απ’ εκεί ξεκινούσαν τα τηλεγραφήματα των διαφόρων διεθνών πρακτορείων, με πρώτο το Ρόιτερ φυσικά! Υπήρχε και καταμερισμός εργασίας. Εμείς τα παιδιά ξέραμε ποια ήταν η ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου, ποια του Γαλλικού και πάνω απ’ όλα ποια ήταν αυτή του Ρόιτερ, η πάντα καλύτερα πληροφορημένη. Σε πιο χαμηλό επίπεδο τοποθετούσαμε τις ανταποκρίτριες των τοπικών εφημερίδων. Και σε κάποιες απονέμαμε τον τίτλο της δικηγόρου του στέμματος! Με πρώτη και καλύτερη την Καλλιστένη του Ποστολή. Αυτή θα μπορούσε άλλωστε να θεωρηθεί και η πρώτη φεμινίστρια στην Πενταλιά.
Επίσκιαζε τον άντρα της, τον Λουκαή, έναν καλοκάγαθο άνθρωπο που φορούσε παντελόνια τρία τέταρτα κι ήταν καλός τεχνίτης. Έπλεκε με λυγαριές και αμπελόβεργες κοφίνια!
Ναι, μάνα, το πρώτο μεγάλο μου σχολείο ήταν η Πενταλιά. Δεν λέω πως όλα ήταν όμορφα και ιδανικά. Όχι, είχε πολλά στραβά η Πενταλιά. Θυμούμαι που υπήρχαν άντρες που κακοποιούσαν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, θυμούμαι και τους καυγάδες και τις βεντέτες… Είδα γυναίκες με μαυρισμένα μάτια από τα γρονθοκοπήματα των ανδρών τους. Και προσπαθούσαν να το κρύψουν. Έλεγαν πως είχαν γλιστρήσει και είχαν πέσει κάτω… Και πολλές μικρότητες και πολλές κακίες… Τα θυμούμαι και αυτό, μόνα. Όμως εδώ εις την ξένην θα το παραδεχτώ, μάνα, έχουμε την τάση να ιδανικοποιούμε το παρελθόν… Κι ύστερα όλα αυτά ήταν μέρος του μικρόκοσμου της Πενταλιάς. Και σήμερα, μάνα, τα ίδια αναπαράγονται στον μακρόκοσμο της οικουμένης… Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας… Όπου αναθέτουμε στις γάτες να πιάνουν τα ποντίκια κι όταν αναθαρρήσουν, μας κλέβουν το τυρί… Ναι μάνα, εξακολουθώ να ζω με όνειρα πολλά… Προσπαθώ όμως, όπως πάντα μου το έλεγες, να μη χάνω και τον μπούσουλα στα μικρό, τα καθημερινά. Το ξέρω, η δημιουργία είναι πάντα
ποιητική. Κι όταν θερίζαμε τα στάχυα κι όταν τα δέναμε σε δεμάτια, αυτή, μάνα, ήταν η δική μας δημιουργία. Και το ψωμί που ζύμωνες στη σκάφη, μόνα, κι αυτό ήταν δημιουργία. Ό,τι μένει, μάνα, είναι ό,τι δημιουργούμε. Γιατί το πιο τρομερό δεν είναι ο θάνατος. Το πιο τρομερό είναι που μετά θάνατον δεν
θα έχουμε καν συνείδηση της ανυπαρξίας μας. Γιατί ο θάνατος εκεί οδηγεί: Στην αιωνιότητα της ανυπαρξίας! Κι αυτό είναι τρομακτικό. Το τρομακτικό δηλαδή είναι να έχεις συνείδηση της ανυπαρξίας που θα ακολουθήσει. Συνείδηση της αιωνιότητάς της. Γι’ αυτό μακάριοι όσοι πιστεύουν στη Δευτέρα Παρουσία. Ίσως θα πεθάνουν πιο εύκολα. Μολονότι άκουσα και
άθεους να νιώθουν ικανοποίηση που ο θάνατος σφραγίζει την αιωνιότητα της ατομικής ανυπαρξίας.
Αυτά, μάνα, είναι μεταφυσικά προβλήματα που εσένα, ξέρω, δεν σε προβληματίζουν τόσο πολύ. Έλεγες πάντα για την ψυχή που φτερουγίζει στους αιθέρες. Έλεγες πάντα για τους πεθαμένους: αυτοί στον αληθινό κόσμο κι εμείς στον ψεματινό. Θα πεις, μάνα, εμένα με χάλασαν τα πολλά γράμματα
και δεν μπορώ να κάνω αυτήν τη διάκριση. Βλέπεις εγώ αντιστρέφω τους όρους. Ο δικός σου ο ψεματινός κόσμος είναι ο μόνος που υπάρχει για μένα. Ο άλλος ο αληθινός δεν τον διακρίνω πουθενά. Δεν πειράζει, μάνα. Δεν είναι ανάγκη να συμφωνούμε σε όλα. Η αναμέτρηση άλλωστε με τα μεταφυσικά προβλήματα είναι μια δύσκολη υπόθεση.
Στιγμές-στιγμές έρχεται και ο Σίντης να θαμπώσει την όρασή μου… Σαν σε κινηματογραφική οθόνη περνούν από μπροστά μου τα χρόνια της ζωής μου στον Σίντη. Ο Σίντης..·Το μοναστήρι του Σίντη στην Πενταλιά της Πάφου, χωμένο στην κοιλάδα του ποταμού Ξερού. Που αργότερα περιήλθε ως μετόχι στη Μονή Κόκκου. Εδώ έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας και ο παππούς, γεωργοί, είχαν ενοικιάσει την περιουσία του μοναστηριού και η οικογένεια εγκαταστάθηκε σ’ αυτό. Ήταν προτού η Μονή Κύκκου πουλήσει σε πλειστηριασμό όχι μόνο τη γη αλλά και τα σπίτια του Σίντη και μεγάλο μέρος των υλικών τους μεταφερθεί στην Πενταλιά για να χρησιμοποιηθεί σε οικοδομές του χωριού. Ήταν η εποχή που η κυπριακή Εκκλησία πουλούσε την αγροτική της ιδιοκτησία και ξεκινούσε την αξιοποίηση της αστικής της περιουσίας που συνοδευόταν και από την οικοπεδοποίηση τεραστίων εκτάσεων. Η μισή αγροτική γη της Πενταλιάς ανήκε στη Μονή Κόκκου. Το μοναστήρι του Σίντη ερημώθηκε, ακόμη και η εκκλησία κινδύνευε να καταρρεύσει. Ευτυχώς, με ευρωπαϊκά κονδύλια έγινε μια σχετική αναστήλωση και η μονή πήρε τη σημερινή μορφή της. Διακρίνει όμως κανείς την καταστροφή των σπιτιών που δεν είναι κατοικήσιμα όπως τα γνώρισα όταν έζησα εκεί παιδί. Επρόκειτο για σπίτια αρχοντικά για την εποχή εκείνη.
Εδώ στον Σίντη, κάποιες αναμνήσεις είναι πολύ ζωντανές. Άλλες τυλίγονται μέσα στην αχλή. Ήμουν παιδάκι τεσσάρων χρόνων, ίσως και μικρότερος όταν πήγαμε στο Σίντη. Στα έξι ξαναγυρίσαμε στο χωριό, έπρεπε να πάω σχολείο. Πρέπει όμως ο πατέρας να πηγαινοερχόταν και τότε, να συνέχιζε δηλαδή να καλλιεργεί τα κτήματα του μοναστηριού. Σίγουρα
ο παππούς και η γιαγιά παραμείνανε εκεί για κάποια χρόνια ακόμη. Ο παππούς ήταν περισσότερο βοσκός παρά ζευγολάτης. Θυμούμαι μάλιστα πως διανυκτέρευα μαζί τους μερικές φορές. Αλλά η σχέση με τον Σίντη συνεχίστηκε και αργότερα, όταν οι καλόγεροι του Κόκκου πούλησαν το μοναστήρι. Ο πατέρας είχε αγοράσει χωράφια στην περιοχή του μοναστηριού
και ανεβοκατεβαίναμε «στον ποταμό», όπως ήταν η έκφραση τότε… Ότι ο ποταμός Ξερός, έστω και με το λίγο του νερό, ήταν η ζωή του μοναστηριού και της περιοχής. Νερόμυλοι κοντά στο μοναστήρι, οπωροφόρα δέντρα, κοπάδια αιγοπρόβατα, όλα ζούσαν με τη χάρη του ποταμού.
Πέρασαν τα χρόνια. Και τώρα, στις όχθες ενός άλλου ποταμού, αυτού του Αγίου Λαυρέντιου, αιώνιος ταξιδευτής, ίσως και τυχοδιώκτης, σε αναζήτηση μιας μοίρας που αρνείται να αποκαλυφτεί.
Στο μεταξύ το λεωφορείο έμπαινε τώρα στο Μόντρεαλ. Περνούσε πάνω από τη γέφυρα Ζακ Καρτιέ. Έβγαλα από τον χαρτοφύλακα μου ένα χαρτί και έριξα μια ματιά. Ήταν η ημερήσια διάταξη της Συντονιστικής Επιτροπής τηςΤ. Ο. ΠΑΣΟΚ Μόντρεαλ που συνεδρίαζε αυτό το βράδυ. Οι σύντροφοι θα με περίμεναν να κάνω μια πρώτη έκθεση για τα τοπικά προβλήματα. Τουτέστιν για την Ελληνική Κοινότητα του Μόντρεαλ και τον Εργατικό Σύλλογο των Ελλήνων του Μόντρεαλ.
Να φεύγεις από το Πανεπιστήμιο Λαβάλ, να περνάς από τις μαγευτικές συγκυρίες του τυχαίου, να ταξιδεύεις στην Πενταλιά, τον Σίντη, κι ύστερα να προσγειώνεσαι σ’ ένα μικρό γραφείο στην οδό Ζαν Ταλόν του Μόντρεαλ και να συζητάς για την Κοινότητα των Ελλήνων σ’ αυτήν την πόλη. Και κάπου στην Αθήνα, στη Χαριλάου Τρικούπη ή στο Καστρί, να συνεδριάζει ίσως την ίδια ώρα το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα και να συζητούν τακτική και στρατηγική, για την τελική έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα!
Θυμήθηκα τους στίχους του Γκάτσου:
Δεν έχω σπίτι κι όνομα
και κώδικες και νόμους
αιώνες τώρα περπατώ
σε στοιχειωμένους δρόμους.
Ένας κόσμος που τρέχει να προλάβει… Και εγώ σε μια νέα πορεία, πορεία σε στοιχειωμένους δρόμους…
Δώστε μου μια ταυτότητα
να θυμηθώ ποιος είμαι.
.
ΛΕΞΗΜΑΤΑ (2017)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ
I
Χαϊδεύω
τα σκουριασμένα καράβια
που κουβαλάνε τα όνειρά μου
τοξότης γερασμένος
που επιστρέφει
από τον πόλεμό της Τροίας.
Κι ούτε μια μήνυση
στην ιστορία
να μην μπορώ να κάνω.
II
Με συμφωνημένα ψέματα
μας κατάντησαν να ονειρευόμαστε
και μαύρα μεσοφόρια.
Με συμφωνημένα ψέματα
να προχωράμε
κι ούτε που αντέχουμε
να κοιταχτούμε στον καθρέφτη.
Αναποδογυρίστηκε η ψυχή μας
γέμισε νεκρά πουλιά
το δωμάτιο
από έναν παράξενο θάνατο
που έρχεται
μέσα από την κοιλάδα
ενός ήλιου
που στάζει αίμα.
ΙΙΙ
Χαϊδεύω
τα σκουριασμένα καράβια
που κουβαλάνε τα όνειρά μου
τοξότης γερασμένος
που επιστρέφει
από τον πόλεμο της Τροίας
και διαψεύδει
τους χρησμούς του Τειρεσία
ανάμεσα στο γλαυκό
της θάλασσας και του ουρανού
ΣΚΟΥΡΙΕΣ
Σκούριασαν τα όνειρά μας
Μελπομένη
όπως τα πόμολα
στις παλιές πόρτες.
Σκούριασαν
και οι σιδερωμένες αλήθειες
που μας σερβίρουν.
Σκούριασαν
κι οι ένοπλοι έρωτές μας.
Μείναμε από οράματα
ξεμείναμε από μέλλον.
Εδραιώθηκε
μια ξένη άνοιξη
βαρβαρική
και ντυθήκαμε κουρέλια
από το σεληνόφως.
Σ’ ένα σκοτεινιασμένο υπόγειο
προχωρεί η μετεξέλιξή μας
σε πετρώματα
λουλουδιών και πεταλούδων.
ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
I
(Παλλακίδα)
Ναι
συμβαίνει ενίοτε
να συναλλάσσεται
και η ποίηση
παρά τους όρκους των ποιητών
περί του αντιθέτου.
Συμβαίνει ενίοτε
η κάθοδός της
εις την κοιλάδα των λύκων.
Συμβαίνει ενίοτε
να εγγράφονται οι μετοχές της
στα χρηματιστήρια
και να αγοράζονται πομπωδώς
από τραπεζίτες, χρηματιστές
και εμπόρους όπλων.
II
(Ποιητής)
Σκέφτομαι
πως στις μέρες μας
ένα καλό επάγγελμα
θα ήταν συντηρητής
παλαιών επίπλων.
Θα προτιμούσα βέβαια
να δήλωνα ποιητής
αλλά όλες οι θέσεις
είναι από καιρό κατειλημμένες
από τους ποιητές
με το σωστό λεξιλόγιο.
III
(Η μελαγχολία του ποιητή)
Η υστεροφημία…
Κι αναστοχάζεται
ποιος θα τη νέμεται
στην αιωνιότητα της απουσίας του
χωρίς το μπαλέτο των χεριών του
γύρω από το λαιμό της.
Αν ήταν
να αγόραζε μια χαραμάδα
κάπου
να κρυφοκοίταζε…
Αν ήταν
ο εγκέφαλος
να κράταγε αλώβητη
την παντοτινότητα του κόσμου
όσο αυτή θα υπήρχε
θα καταργούσε
την αιωνιότητα της απουσίας
θα μπορούσε να αγαπήσει
ακόμη και το θάνατο.
IV
(Ανατρεπτικός ποιητής)
-Είστε
ανατρεπτικός ποιητής
με ρώτησε χαμηλόφωνα
και κάπως δειλά.
-Πώς το ξέρετε
έχετε διαβάσει ποιήματά μου;
-Όχι
σας είδα το πρωί
που πηγαίνατε στην εκκλησία.
-Ευτυχώς
είπα μέσα μου
νόμισα πως με είδατε
στη τελευταία σύναξη
των τροτσκιστών!
ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΛΩΣΗ
Κάθε μέρα
πολιορκείς τις λέξεις
να γεννηθεί ένα ποίημα
και τα βράδια
τα ποιήματα
γίνονται όνειρα.
Την αυγή έρχονται
οι ονειροσυλλέκτες
και τα μαζεύουν.
Είναι η δική σου
η δεύτερη άλωση.
ΑΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΑΔΟΚΙΜΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
Εν Αθήναις, Ιούλιος 2015 π.Χ.
Και οι Ούννοι
έφτασαν ως τις Θερμοπύλες
απειλητικοί
και κανένας Λεωνίδας
δεν προστατεύει πια τα στενά.
Κι αύριο
ποιος ξέρει
ενδεχομένως θα αναπέμψουν
τις προσευχές τους
από την Ακρόπολη
μέσα από τον Παρθενώνα.
Μαζί τους
μπορεί να συμπροσευχηθούν
και οι ολιγαρχικοί.
Αυτοί ούτως ή άλλως
πάντα πρόδιναν
τη Δημοκρατία της Αθήνας
στο όνομα του ρεαλισμού
και ενάντια στον όχλο
και τους δημαγωγούς.
Το πρακτορείο Ρόιτερ
σε νεότερο τηλεγράφημά του
μεταδίδει την είσοδο στην Αθήνα
της έφιππης εμπροσθοφυλακής των Ούννων
ενώ ο αρχηγός τους υποσχέθηκε
μια νέα κυβέρνηση στους ιθαγενείς
κυβέρνηση, λέει, εθνικής ευθύνης.
Αναζητείται πρωθυπουργός.
(Με επώνυμον Επιτροπάκης
θα θεωρηθεί προσόν).
ΑΜΦΙΠΟΛΗ
Στην Αμφίπολη
οι αρχαιολόγοι αναστενάζουν.
Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Τολμάς να πεις όχι
να διακινδυνεύσεις τον αφορισμό;
Πάντα μια μικρή
ή μεγάλη Αμφίπολη
θα σε συνοδεύει
κι ανάμεσα σε ένα ναι
και ένα όχι
έτσι θα παίζεται η τιμή σου.
Σ’ ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ MONTH
Δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε.
Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις;
Γιατί τις ηνώχλησες;
Κώστας Μόντης
Κάποια στιγμή
φοβάμαι ότι όλοι μας
λίγο τις ενοχλούμε!
Δοκιμάζουμε την αντοχή τους…
ΒΑΣΤΙΛΗ
Και σήμερα
είναι 14 του Ιούλη
η μέρα που λένε
πως έπεσε η Βαστίλη.
Άδικα φαίνεται όμως
να πανηγυρίζουν οι άνθρωποι
το ρίξιμό της.
Η Βαστίλη στέκει
πάντα εκεί
μια φυλακή αόρατη
να κρατά πάντα
τα όνειρά μας αλυσοδεμένα.
Κι ο Προμηθέας αργεί.
ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
I
Έπρεπε να έχει
και η ποίηση τη μέρα της;
Τι είναι αυτό το κακό που τη βρήκε;
II
Μέσα μας
θα εκκρεμεί πάντα
ένας ποιητής
όσο να βρεθεί
ο πυροκροτητής
της εύθραυστης οροσειράς
των λέξεων
που μας κυκλώνουν.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ
Μην αδειάσουν κάποτε
και την έννοια του ανθρώπου
και δεν έχουμε
πού την κεφαλήν κλίναι.
Μην αδειάσουν κάποτε
και την έννοια της ποίησης
πυροβολώντας στο ψαχνό
την άνοιξη!
Και μείνουμε
χωρίς τη Θεία Κοινωνία
μακριά από τους Δελφούς
χωρίς το Θαλή το Μιλήσιο
τον Αναξαγόρα
τον Παρμενίδη
το Δημόκριτο
το τέλος του μύθου.
Να περισώσουμε τουλάχιστον
στις ακτές της Ιωνίας
την κιβωτό του Ηράκλειτου
με τα αποσπάσματα του.
Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ
Κάθε χρόνο
στις 15 του Ιούλη
στο μουσείο τα αγάλματα
δε σαλεύουν
κι όταν ακόμη ο αέρας φυσά
από την πλευρά της Κερύνειας.
Βρίσκονται μόνιμα
στην ανάπαυση
και χαμογελούν μελαγχολικά.
Αυτή η έλλειψη προοπτικής
είναι προφανές
ότι σκότωσε την ποίηση
της Κερύνειας
και ανέδειξε
τις ακολουθίες των μνημοσύνων.
Και τα αγάλματα
χαμογελούν πάντα μελαγχολικά.
Ο ΛΑΛΑ ΜΟΥΣΤΑΦΑΣ
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Η Λευκωσία
εκείνο τον Αύγουστο του 1974
κατά τας κληρονομηθείσας συνήθειας της
ήταν έτοιμη για τη μεγάλη συνουσία.
Την απαξιώθηκε κι αυτή
κι όταν ακόμη
ο νέος Δάνδολος
την άφησε στην τύχη της
μετακόμισε προσωρινά στη Λεμεσό.
15 ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ 1974
Το πρωί κοιτάξαμε
από το παράθυρο
τα άρματα μάχης
να οργώνουν παράξενα
με τις ερπύστριές τους
τους δρόμους
της Λευκωσίας.
Το γιατί
το μάθαμε πιο ύστερα.
Γκρέμισαν τα τείχη
της Λευκωσίας
-όσα απόμειναν
από την πολιορκία του Λαλά Μουσταφά
το 1571-
για να διευκολύνουν
τη δεύτερη άλωση
του 1974.
Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ
Μην πονοκεφαλάτε
οι έμποροι του ναού
δώσανε την υπόσχεση
θα μεταφέρουνε, λέει
τη θάλασσα της Κερύνειας
κάτω από τα τείχη
της Λευκωσίας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
Στην Πενταλιά
ανθίσαν οι αμυγδαλιές
Αλέξανδρε.
Και συ
ανάμεσα στο Γρανικό
και τον Υδάσπη
αναζητάς, λέει
τον κόσμο…
Ανάμεσα στη Μακεδονία
και το Γρανικό
χιλιάδες μιλιά
κι η όψη της Ναυσικάς
με τα βελούδινα τσοχάκια
να χάνεται
από το οπτικό πεδίο
των αισθήσεων
του ουρανού.
Ώρες παράξενης ανάδυσης
του άγνωστου.
Το απύθμενο ριζικό
του ανθρώπου
κι η Ρωξάνη
που χωρίς να το ξέρει
περιμένει
το δικό της ριζικό.
Τούτες οι μέρες
έχουν μια παράξενη αίσθηση
μπορεί και να βρίσκεσαι
στο Κεμπέκ
στο Μόντρεαλ
-ο Αλέξανδρος
έκανε λέει
το γύρο του κόσμου
Γρανικός
Υδάσπης
Βαβυλώνα
η χώρα των Πάρθων
η Βόρεια
και η Νότια Αμερική
το Βελουχιστάν
το Κεμπέκ
η Βακτριανή
η Κομμαγηνή
η Σογδιανή
το Μόντρεαλ
παντού το χνώτο του-.
Στην Πενταλιά
ανθίσαν οι αμυγδαλιές
Αλέξανδρε
και συ
ανάμεσα στο Γρανικό
και στο Κεμπέκ
αναζητάς, λέει
τον κόσμο…
Κοίταξα
το σκληρό τοπίο
το φεγγάρι ήταν γεμάτο
δεν έμεναν παρά
κάτι μεσοτοιχίες
σημάδι πως κάποτε
ήτανε σπίτια.
Ύστερα χάθηκε
μες στη νύχτα.
Κανείς δεν έμαθε
αν πέθανε
στο Μόντρεαλ
στην Πενταλιά
ή στη Βαβυλώνα.
Υ.Γ. Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πενταλιά της Πάφου, σύμφωνα με ένα
παλιό συναξάρι, λίγο βορειότερα απ’ εκεί που αναδύθηκε η Αφροδίτη από τους αφρούς της θάλασσας. Παράξενο που οι ιστορικοί δεν τον είπαν Πάφιο.
.
ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΕΝΑΡΕΤΟΥ (2008)
ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ
Πώς ήταν δυνατό
να χωρέσουν τα όνειρά μας
στο κρεβάτι του Προκρούστη;
II
Τον Προκρούστη
τον συνάντησαν οι στρατηγοί μας
γυρίζοντας από τα σύνορα
ένα άρρωστο γεροντάκι
που ήθελε λέει
να φέρει τους ανθρώπους
στον ίσιο δρόμο
στο κρεβάτι της αρετής.
Και καθώς ο εχθρός
δεν παρουσιάστηκε ποτέ
στα σύνορα
οι στρατηγοί
κρέμασαν τον Προκρούστη
τρόπαιο στα σπαθιά τους
κι ύστερα μπήκαν
στην πόλη
τροπαιούχοι
Άϊ-Γ ιώργηδες.
Και το κεφάλι του Προκρούστη
έμεινε κρεμασμένο
σαράντα τόσες μέρες
στη δυτική πύλη
και το κρεβάτι του
έγινε η Αγία Τράπεζα
του καθεδρικού ναού μας.
III
Τα όνειρα έχουν
τη δική τους χωρητικότητα
και οι διαστάσεις τους
σπανίως συμπίπτουν
με το κρεβάτι της αρετής
που έφτιαξε ο Προκρούστης.
IV
Κι ύστερα
έγινε ελαστικό
το κρεβάτι
του Προκρούστη
έτσι που να μεταμορφώνει
την αρετή μας
σε αμαρτία.
V
Κι ύστερα
έγινε ελαστικό
το κρεβάτι του Προκρούστη
έτσι που να μεταμορφώνει
την αμαρτία μας
σε αρετή.
VI
Κι ύστερα
η εκκλησία μας
τον ανακήρυξε άγιο
τον Προκρούστη.
Το ακούσαμε
στο πρωϊνό ξεκίνημα
της εθνικής ραδιοφωνίας :
Σήμερα η εκκλησία μας
εορτάζει τη μνήμη
Προκρούστη του Ενάρετου.
ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
I
Η ποίηση
είναι μια συγκεχυμένη
έξοχη παρουσία
κοπάδι από ψάρια
στα δίκτυα της μοίρας
εκεί που αναστενάζουν
οι φωνές μας
στα αδιέξοδα
της δίνης των καιρών.
II
Μόνη αήττητη
επανάσταση
η ποίηση
όπως το Λίγο φως
στο βάθος της σπηλιάς
του Πλάτωνα.
III
Η ποίηση
δεν φυλακίζεται
στα λόγια μας.
Η ποίηση
είναι κάτι άλλο
ασύλληπτο
πέρα από το φως
της σπηλιάς του Πλάτωνα.
IV
Η ποίηση
δεν φυλακίζεται
στα όνειρά μας
είναι κάτι ανεξιχνίαστο
όπως και ο θάνατος.
V
Η ποίηση
δεν ερμηνεύει τη ζωή
είναι ένα σχήμα
θλιμμένο
που συλλογιέται
το θάνατο.
VI
Η ποίηση
παντρεμένη
με ήχους παράξενους
σαν τους επικήδειους
που ακούμε
με τα λόγια
της φουρτουνιασμένης θάλασσας.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Μανώλης Αναγνωστάκης
Οι ποιητές
πρέπει να είναι
εμπρηστές
του σύμπαντος κόσμου
να γεννούν τους νέους μύθους
να αποδομούν
τους ναούς των εμπόρων
χωρίς οίκτο
Dies irae, dies ilia
Solvet saeclum in favilla.
ΚΩΔΙΚΕΣ ΕΠΙΚΟΝΩΝΙΑΣ
Στο σχολείο
τον μάθανε να υπογράφει
ο ευπειθής υμών θεράπων.
Όταν μεγάλωσε
έγινε ο απειθής
της καθεστηκυίας τάξης
με αναδρομική ισχύ.
ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ
Ι
Κι ύστερα
ήρθαν οι γνωστικοί
και στήσανε τα όνειρα
στον τοίχο
με συνοπτικές διαδικασίες.
II
Κι ύστερα
δολοφόνησαν άγρια
την τελευταία προοπτική
του ήλιου.
III
Κι η Γκόλφω
να τραγουδά
Good morning
My darling
εκεί στα ερείπια της έβδομης
Βαβυλώνας.
Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
I.
Εξαντλήσαμε
όλες μας τις ρητορικές ικανότητες
«το Πολυτεχνείο ζει»
«τα παιδιά που άνοιξαν δρόμους»
κι άλλα παρόμοια
ηχηρά τερτίπια
Έμποροι ιδανικών
(ο αγώνας συνεχίζεται)
εκπορνευόμενοι
με μεγαλολογήματα
δρομολογούμε λέει
τα καθυστερημένα όνειρα
στις εκβολές του Γρανικού.
Φαντάσου μια νέα επιστήμη
τη βιοποιητική
και τους επιγόνους
ανέστιους Συβαρίτες
στις ακρογιαλιές του Ομήρου.
II.
Κι ο Θουκυδίδης
σιωπά μελαγχολικά…
ΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ
I
Εναλλακτικά προσχήματα
για να δικαιολογήσουμε
τη διακόρευση του ονείρου.
Εναλλακτικά προσχήματα
για να ιππεύσουμε
το άλογο του Ομέρ Βρυώνη.
II
Και οι λέξεις
δεν ήταν ποτέ
αθώες.
ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ ΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
I
Στις επικράτειες της αίρεσης
στην ακροποταμιά
μιας αλλόκοτης αλήθειας
στιγμές ηδονιστικές
πυρπολούν το αύριο
χωρίς ελπίδα.
ΙΙ
Μεταλλαγμένα τοπία
του θανάτου
καθώς διαχειριζόμαστε
τις μεταμφιέσεις της ιστορίας
και τα κενά αέρος
της νυχτερινής πτήσης
πάνω από τον Ατλαντικό.
III
Ο δυστυχής ιππότης
ενώπιον του ερωτοδικείου
και η μοναχή
ζήτησε
την ισόβια κάθειρξή του.
IV
Είχε πάντα
μια αιρετική σχέση
με τη ζωή
κι ανίχνευε το αρχαίο κάλλος
και τα μελλούμενα
στα περίχωρα της Βαβυλώνας
εκεί κοντά στον ποταμό Ευφράτη.
ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ
Κι εδώ
στη Βαβυλώνα
ο ήλιος κόκκινος.
Είναι το αίμα μου
το έφερα σε μια στάμνα
από την Πενταλιά
κι ύστερα
το έχυσα
μες στον Ευφράτη.
ΒΟΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ
Ταξιδεύουμε
σε βολικές παραλίες
της φυγής
μοδάτοι απολογητές
καψαλισμένων ονείρων
που βούλιαξαν
στα ρηχά νερά
του υπουργείου Προσποιήσεως.
ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Κι ύστερα
πάλι η Κερύνεια
Πηγαίνουν λέει
για ίο ψάρι
και ία καζίνα
Και τα αγάλματα
πάντα στην ημιανάπαυση
να καρτερούν.
ΖΥΡΙΚΗ 1996*
Και εμνήσθη ημερών
αρχαίων
ο όσιος Πατάπιος
εν τη ερήμω
της Κυρηναϊκής.
Ο πειρασμός
με τη μορφή
της Αγίας Αικατερίνης
(κατ’ άλλους της Αγίας Θέκλης).
Ζυρίχη αγάπη μου
ηκούσθη αίφνης κραυγή
υπό μορφήν άσματος
της Σωτηρίας Μπέλλου
Φεβρουάριος του 1959
και ενεδύθην μανδύα
πορφυρούν
και εβάδισα εν τω μέσω
του πυρός
εγώ ο Εωσφόρος ο πρώτος
και εμνήσθη ημερών
αρχαίων
και ες δάκρυα έπεσε
η Αγία Αικατερίνη
καθότι ητένισε
το πικρότατο μέλλον
της Κερύνειας
και τα αγάλματα
εις το μουσείον
παρέμειναν έκτοτε
εις την ημιανάπαυση.
* * Στις 11 Ιουλίου 1996 επισκέφτηκα – για πρώτη φορά στη ζωή μου – καθ’ οδόν προς την Αθήνα τη Ζυρίχη. Στο χρηματιστήριο της πριν 35 χρόνια είχε παιχτεί στα ζάρια το κυπριακό μέλλον… Η συναισθηματική φόρτιση “έτεκεν” αυτό το “ποίημα”.
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΥ
Περικυκλωμένος
αμύνεσαι
περιμένεις εντός των τειχών
χωρίς πολλές ψευδαισθήσεις
ακούεις τα παραμύθια της γιαγιάς
από μια παλιά ηχογράφηση
ανακεφαλαιώνοντας τα πεπραγμένα της ζωής σου
και περιμένεις τη δεύτερη άλωση
κοντά στη πύλη του Ρωμανού
ενώ το χαμόγελο του Μινώταυρου
απορρόφησε από ώρα
αυτό το άλλο
το αινιγματικό
το χαμόγελο της Τζοκόντα…
ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ
(Του 1993 μ.χ.)
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά
Γιώργος Σεφέρης
Κι ύστερα
ακούστηκε η φωνή
της μάνας του Αλέξανδρου
από τα μαδημένα τοπία
ένας απόηχος
μακρινός.
Ένας καλόγερος
κατηφόρισε αργά
με το τριμμένο του ράσο
ο γιος της Ρωξάνης
δολοφονήθηκε στα Σούσα
τα σήμαντρα ήχησαν
λυπητερά
στο Άγιον Όρος.
Το όπλον παρά πόδα
φώναξε δυνατά ο καπετάνιος
ο τόπος κινδυνεύει.
Άλλοι μετρούσαν
τα χρυσά φλουριά
τους δαρεικούς
τους βρήκε η νύχτα
σακιά ολάκερα
πού να προλάβουν.
Ο τόπος κινδυνεύει
ακούστηκε ξανά
η φωνή του καπετάνιου
κατεύθυνση
ανατολικά
έφτασε το πλήρωμα του χρόνου.
Οι σύντροφοι
χάθηκαν μεσ’ τη νύχτα.
Κι οι άλλοι μετρούσαν
ακόμη
τα φλουριά του Δαρείου.
.
ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΕΝΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ
ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ (1969)
γεννήθηκα το 1941 π.χ.
Γεννήθηκα το 1941 π.χ.
την ώρα που γεννιούνταν
τα θανατερά μανιτάρια
στο διπλανό πευκόδασο,
-αλήθεια, είπε ή μάνα μου,
τί σύμπτωση! —
χωρίς καλές προοπτικές
και με λίγες ελπίδες.
Κι όμως…
Πώς αυξαίνουν οι ελπίδες
όταν θέλουμε να ζήσουμε;
-Όπως ανεβαίνουν οι μετοχές
στα τσιμέντα «Ηρακλής»
ή στη «Βιοχρώμ».
Κι όμως…
Ήταν κι αυτά τα θανατερά μανιτάρια
— αλήθεια τι σύμπτωση! —
κι όσο κι αν προσπάθησα
ή πρόληψη κυριαρχούσε
στη ζωή μου.
Γεννήθηκα το 1941 π.χ.
και περίμενα την άνοιξη
– καθώς ήτανε χειμώνας –
να υπογράψω το συμβόλαιο μου.
Κι όμως…
’Αν τουλάχιστο
δεν είχα αυτή την πρόληψη
να με βασανίζει
σε κάθε μου βήμα
θα μπορούσα
να γυρέψω τη ζωή μου
κάπου αλλού. Μα τώρα…
Τώρα πια γεννήθηκα
— αλήθεια τί σύμπτωση! —
1941 π.χ.
άρνηση
Θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Με βρώμικα χέρια
τσακισμένα πλευρά
μαλλιά πού ξέχασαν
τη μαύρη απόχρωση
καμπουριασμένοι
– κι είμαστε τόσο νέοι –
σερνούμαστε σαν τα σκουλήκια
στη ξηρά
όμοια σαν τα παλιά καράβια
στη θάλασσα
που γυρνούν μισοβουλιαγμένα
χτυπημένα κιόλας
από το παρθενικό τους ταξίδι
— κι είμαστε τόσο νέοι! —
’Αλήθεια
ποιο βάσκανο μάτι
κακού Θεού
μας κυνηγά;
Με βρώμικα μαντήλια
στα χέρια, σκουπιζόμαστε,
μα δεν είναι αυτό.
Ότι γυρέψαμε
πέθανε σαν αναζήτηση
ότι αγαπήσαμε
ξεψύχησε νωρίς.
Δεν είναι πού το γυρέψαμε
χωρίς δικαίωση
δεν είναι πού αγαπήσαμε
χωρίς ελπίδα
και τσακιστήκαμε
σέρνουμε σώματα γερόντων.
Είναι που μείναμε γυμνοί
— κι είμαστε τόσο νέοι! —
δικαιοσύνη
«Ω ξείν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις
ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων
ρήμασι πειθόμενοι…».
Για Λακεδαιμονίους, ναι.
Γενναίοι αυτοί που δεν λύγισαν
κι ο Λεωνίδας
ήρωας τρανός κι αυτός
από τα σύμβολα του γένους.
Για Λακεδαιμονίους, ναι.
Ποιος όμως θα μιλήσει
για τούς Θεσπιεΐς
αυτούς που δεν ανέχτηκαν
-το μονοπώλιο της δόξας;
Αυτούς πού κλέψανε
τη δόξα των τριακόσιων;
Στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας
Ναι.
Με τούς τρακόσιους του.
Μάταν εκεί
και κάποιοι Θεσπιεΐς…
Κανείς δεν τούς θυμάται…
Στους πανηγυρικούς τους
οι ρήτορες ξεχνούν συνήθως
ν’ αναφερθούν σ’ αυτούς,
ή κι αν τούς θυμηθούν
μιλούν όλως παρεμπιπτόντως.
Για Λακεδαιμονίους
Ναι.
Για Θεσπιεΐς
κανένας δεν μιλάει.
«Δικαιοσύνη», πού λέει
κι ό ποιητής!
σχήματα
I
Στην κρυερή ανάσα της στιγμής
οργώματα αψηλάφητης ενέργειας
στην παθητική συμφωνία
του αναπόδεικτου
μυρσίνες του ακροπόταμου
ανάνθιστης κατωφέρειας
της κοιλάδας
με τα γυμνά στάχυα,
θα βιαστούμε για το διέξοδο
του στοχασμού πού λιώνει
αναπότρεπτη συνάντηση
στην ένταση του χρόνου.
Είναι κι η ποίηση
κράμα υπερχρονικής αρμονίας
πού συμβιβάζει την προσκόμιση
δίπλα στους αναμμένους
δαυλούς του μεσημεριού
μα και το άκουσμα της μουσικής
στριμωγμένες βιολέτες
για τ’ αναφιλητά της κόρης
στις ώρες της απεραντοσύνης.
Είναι κι ο Αχέροντας
υπόθεση πίστης
στην υπόκρουση της ψυχής
το τρίξιμο της πόρτας
μες’ την νύχτα που περιμέναμε
μπορεί κι οι λυγαριές
το λύγισμα τους ήταν όπως πάντα
μα στο χόρτο της πράσινης ακτής
πάντα θα υπάρχουν
ανταύγειες της καλής απόχρωσης.
Η αναξιότητα καμιά φορά
στους καιρούς της ύπνωσης
συντρίβει τα αριθμητικά σχήματα
στες πνοές του αναλλοίωτου
της σκοτεινής ανάπαυλας
των ξελογιασμένων.
Βουβές στιγμές που δέθηκαν
στην απόθεση του στοχασμού
ώρα της εκκόλαψης για πιθανότητες
ώρα της εκκόλαψης της νότας
του απύθμενου ριζικού.
II
Τα χρόνια δίνουν αμάλγαμα
από την ζωή της ειμαρμένης
του κόσμου που παλεύει
για την ύστερη εισπνοή,
στις μέρες που οι Θεοί
σκορπούν ειρωνικά χαμόγελα.
Πάμε για την καινούργια πρόσταξη
με το μεθύσι
της ανήξερης κατάντιας
μια παγερή βραδιά
με τα σφυρίγματα της ατομοβόμβας
συντροφιά.
Ένας κόσμος
δυο ελπίδες
τρία χαμόγελα.
Μέτρησε τις χαρές της ζωής
δεν θα σβηστούν τ’ αστέρια
μια φωτολαμπίδα
δυο κροταλίσματα.
Καθόλου.
Όχι.
Το πανηγύρι
το τραγούδι
η χαρά
το μεσημέρι
ο ζεστός ήλιος
το διαμάντι
η ζωή ατέρμονη
ο κόσμος
η γραμμή της γενιάς μας
η πορεία,
είναι κι ο Αχέροντας
που ζηλεύει…
στιγμές
I
Ο τόπος που γεννήθηκα
δεν αντίκριζε τον ήλιο
επειδής η βουή της νύχτας
δεν άφηνε την ανάσα της μέρας
ν’ ακουστή.
II
Ο κόσμος είναι καλός.
Το παραπονεμένο μας ύφος
είναι περισσότερο από συνήθεια.
Αν κλαίμε
είναι για την πολλή καλοσύνη
που μάς πνίγει.
III
Κάποτες θα μάθουμε
πως οι θεοί μισούν
τον άνθρωπο.
Οι άνθρωποι
είναι θεοί με σάρκα
και τούς φοβούνται.
Αύριο θα πετάξουν
την σάρκα.
Θα ζητήσουν
μια θέση δίπλα τους.
IV
Όταν μισής τον ουρανό
αυτό είναι
αληθινή αγάπη.
Το τέλειο μίσος
αυτό είναι
η γνήσια αγάπη.
Κάποτες θα μάθουμε
να μισούμε με πάθος.
V
Η θάλασσα
να καρτεράς
κι ή ελπίδα
το καράβι,
ω οι γλάροι
στερνά συναπαντήματα
και λιγοστά τραγούδια,
η θάλασσα, η θάλασσα
ο κόσμος
μια ελπίδα.
μας πρόλαβαν…
Ήλθαμε μες’ από τα χρόνια
προσκυνητές τούτης της γης
νιόφερτοι του άπειρου μας.
Ήλθαμε μες’ από τα χρόνια
ταξιδιώτες στην ιερή μας γη
και βρήκαμε τα πάντα βεβηλωμένα.
Απλώσαμε τα χέρια μας
στον ουρανό της πίστης μας
και ζητήσαμε ενίσχυση.
Ζητήσαμε δύναμη
για να κρατήσουμε.
Ήλθαμε μες’ από τα χρόνια
προσκυνητές
στην ιερή μας γη
μα καθυστερήσαμε
στον ερχομό μας.
Μάς πρόλαβαν οι βέβηλοι
και ρήμαξαν τα πάντα.
Και τώρα
στην ιερή μας γη
πώς θα βολευτούμε εμείς
Ιουδαίοι πιστοί
με τούς βέβηλους επιδρομείς;
σύνθεση
Τι κι αν φωνάζουν
οι Ιουδαίοι
κι αν οι σάλπιγγες
ηχούν;
Τα τείχη της Ιεριχούς
κρατούν.
Τούς αυλούς της εταίρας
—ώ τούς αυλούς —
καρτερούσαν
τον παλιό καιρό
—τραγούδι ηθικής
από χείλη πόρνης —
Η Ιεριχώ
οι ’Ιουδαίοι
η εταίρα
οι αυλοί
ο Θεός.
Επενδύσεις εποχών.
απατη
Αγαπήσαμε
χωρίς να το νοιώσουμε
την νεκρή φύση της γυναίκας.
Γυρέψαμε τον έρωτα
κι απατημένοι «ήρωες»
κρατάμε τα προσχήματα
να σώσουμε — όπως νομίζουμε —
την αξιοπρέπεια μας.
Κάθε σβησμένη ελπίδα μας
και μια ματωμένη παπαρούνα
κάθε αγωνία μας
και μια βιολέτα μαραμένη.
Ο κόσμος στενεύει
μάς πνίγει ό αγέρας
της γνωστής μας θάλασσας
γυρεύουμε καινούργιους δρόμους.
Θεέ μου που σε πίστεψα
τί όψη είναι τούτη;
Θεέ μου που σ’ αγάπησα
γιατί παιδεύεις την πνοή μου;
Στροφές
Ι
Ό έρωτας
(αστέρι που προσμέναμε με δέος)
η πρώτη συναπάντηση
το βολικό τραγούδι,
αλήθεια αγαπήσαμε;
II
Ένα τραγούδι
μια συναπάντηση
μια καινούργια αγάπη
τι μπορεί να φέρει
όταν η γης βουλιάζει;
IΙΙ
Αγαπήσαμε
και κλάψαμε.
Κλάψαμε
μα δεν υπάρχει αγάπη.
Γυρέψαμε
κι η αναζήτηση μας βούλιαξε.
Τι καρτερούμε;
Αλήθεια τι καρτερούμε;
IV
Ερωτικές νηοψίες
σε ώρες ανθρώπινες
όταν γυρεύουμε τον ήλιο.
Ο έρωτας
ένα μαντάτο ακόμη
μια ελπίδα
η μεταμόρφωση
για την καινούργια σύνταξη.
V
Η μετάλλαξη τού κόσμου
— συντελεστής απρόβλεπτης ισορροπίας
μπορούμε,
αγαπήσαμε.
Ναι, μπορούμε.
τελευταία ελπίδα
Πάντα κάτι λαχταρά
ατά βάθη της καρδιάς μας,
κι ας είναι βεβαία η πτώση μας.
Κι όταν ακόμη σύρουνε την Εκάβη
σκλάβα οι Αχαιοί,
κι αντηχούν οι θρήνοι
στη κουρσεμένη Τροία,
κι όταν ακόμη ό γενναίος Έκτωρ
δεν υπάρχει πια
για να μάς υπερασπίζει…
Πάντα κάτι λαχταρά
στα βάθη της καρδιάς μας,
μια τελευταία ελπίδα.
Επιτύμβιο
(Μνήμη Ιερή της αδελφής μου)
Πριν το γιορτάσι της ζωής
ξεπέζεψε τ’ αστέρι
κι η άνοιξη
χωρίς τα χελιδόνια
οι τριανταφυλλιές με τη νοτιά.
Πρωί
και εμείς λιώνουμε
μες’ τα χέρια μας
την κάθε ελπίδα.
Πρωί
πρώιμη εαρινή συμφωνία
λιωμένη μες’ τα χέρια μας
και δυο τριαντάφυλλα
ξεψυχισμένα.
Ω του χαμόγελου
σε δυο χείλη
που πεθαίνει
μαδημένη παπαρούνα
του καιρού μου που καρτέραγα.
Πρωί
πρώιμη εαρινή συμφωνία
σε κλίμακα Minore.
Πεθαίνει ένα τριαντάφυλλο.
Πρωί
ανατριχίλα
πεθαίνει μια βιολέτα.
Πρωί
κι η πλάκα νοτιασμένη.
(Κι όμως εσύ αδελφή μου κράτησες. Στ’ αλώνια αντάμωσες το μαύρο
άγγελο, κι είπες:- ΟΧΙ. Μια μέρα ζωής είναι μεγάλη υπόθεση, όταν
μετράς και τα μυριοστά των δευτερολέπτων που βλέπεις να φεύγουν και
να γίνονται ένα με το χάος. Ναι αδελφή μου κράτησες τη ζωή σου
ως το βράδυ, εκείνο το βράδυ που ξεψύχησες στην αγκαλιά του
παραστάτη αγγέλου — αδελφού).
Είπες
«απόψε που η μέρα θα φυγή
απόψε
μονάχα απόψε
όχι πιο νωρίς,
θα ταξιδέψω.
Θάναι ωραίο το ταξίδι.
— Αυτό το λέω εγώ —
Μα θα ταξιδέψω
ανάμεσα σε ανθρώπους καλούς».
(Κι αλήθεια μόλις η μέρα έφυγε, ταξίδεψε… Ήταν ωραίο το ταξίδι
άραγε και οι άνθρωποι καλοί;).
λακωνικό
Ο χρόνος
τα πλοκάμια του
η ύπαρξη
κι ο θάνατος
πρώτη απόδειξη
του αναπόδειχτου
στη χώρα της ανυπαρξίας.
ο θάνατος της ελπίδας
Μετρούμε τις ελπίδες μας
κι ανάλογα ρυθμίζουμε
την παρουσία μας
στην ανταύγεια της καινούργιας μέρας
χωρίς μεγάλες προσδοκίες
χωρίς πολλές αναδρομές
που λίγο ωφελούν.
Ότι και να φτιάξουμε
είναι νεκρό στη γέννηση
δεν είναι παρά — πέρα ζωή·
μπορεί κι η ποίηση
νάναι μονάχα για νεκρούς
όσο και να φαίνεται
για ζωντανούς.
Στη γέννηση
πού κρύβεται ό θάνατος
δεν μπορείς να ελπίζεις
κι οι δρόμοι
δεν βγάζουν πουθενά.
Τώρα θυμούμαι
εκείνο το στενό δρομάκι
της παλιάς μου γειτονιάς
« Οδός Μακαρίων — Αδιέξοδος».
βιογραφικό
Όταν ήμουν παιδί
αγαπούσα την θάλασσα
που δεν την γνώρισα…
Γεννήθηκα σε κάτι βράχια
εκεί που γεννιούνται
αετοί και αλεπούδες.
Όταν μεγάλωσα
την γνώρισα τη θάλασσα
κι αγάπησα τα δελφίνια…
Τώρα που πλάτυνε
η ζωή μου
αγαπώ τη θάλασσα,
τα βουνά
όπου φωλιάζουν αετοί
και τις πόλεις
με τ’ ανήλιαγα στενά τους.
Ότι αγάπησα στη ζωή μου
ήταν ωραίο…
ωραίο…
Κι οι γυναίκες
κι η πατρίδα
κι η δημοκρατία
και τα λουλούδια.
Ήταν όλα ωραία…
Ωραία…
Ότι αγάπησα στη ζωή μου
δεν υπάρχει πια…
Τώρα πια ζω με τις αναμνήσεις
της αγάπης των λουλουδιών.
Τουλάχιστον τα λουλούδια
ανθίζουν κάθε άνοιξη
κι η άνοιξη
— δεν μπορεί αλλιώς —
την άνοιξη την νοιώθω
κάθε ’Απρίλη!
μνήμες και μαρτυρίες
I
Είναι κι οι γυναίκες
με την πολλή αγάπη
όταν θυμίζουν την σύνθεση
στο πέρασμα του άνεμου,
τα νυχτερινά συναπαντήματα
κι η λάμψη του φεγγαριού,
το ασημί φεγγάρι
που κρατούσαμε στις φούχτες μας
όψιμες ανταύγειες λησμονημένες.
Είναι κι οι αντιθέσεις της ζωής
που φέρνουν εξουθένωση
και το τραγούδι δύσκολα μάς σώζει.
Στ αναπάντητα της πρώτης συναπάντησης
των πουλιών που τραγουδούσαν,
είναι και τα καμένα φτερά
μια μαρτυρία υπόθεσης που ανοίγει.
II
Ά! μη το ρωτάς γιατί.
Είναι κι οι αγέρηδες
που παρασύρουν τους στοχασμούς
και φέρνουν την εναλλαγή της πλήξης
είναι και τα πουλιά
που κρύβουνε τις μνήμες
της μπροσούρας
οι νύχτες που απιθώνουν
τις πράσινες ανταύγειες της ελπίδας,
είναι και τα λουλούδια
που δέχτηκαν
τα δάκρυα της απογοήτευσης,
το Σαββατόβραδο κι η πρώτη έκπληξη
της μυστικής βουής του κόσμου.
V
Μακριά, χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο το Πάσχα του Θεού.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Θα τραγουδήσουμε την ένταξη
της αρμονίας στην ποίηση
την ώρα της υπέρτατης
ενατένισης του κόσμου.
Θα προσφέρουμε την αδελφή μας
για την οφειλή του ανθρώπου.
Θα ζυγιάσουμε την πίκρα
φτιασίδωμα του ψωμιού μας.
Το προσφάγι
της ξαναμμένης επιθυμίας
θα το φουσκώσουμε
στην κολυμβήθρα της φλόγας
να σβήσουμε τη φλεγόμενη βάτο
στην αντοχή της μοίρας.
Αύριο κιόλας
θα τραβήξουμε κατά τις υπώρειες
της απεραντοσύνης
του ουρανού που κλαίει.
“Ά! μη το ρωτάς γιατί.
Αύριο οι πλατείες
θα γιομίσουν πάλι ζωή
(δεν σε αρκεί;)
το κλάμα θα γενεί γάλα
της νέας γενιάς
γέννημα της Χιροσίμας.
Μακριά, πολύ μακριά,
ηχούν καμπάνες…
.
ΝΟΜΑΔΑΣ Β’ Εκβάτανα (2018)
(Απόσπασμα)
ΙΧ
Με την τουρκική εισβολή τα δεδομένα άλλαξαν ριζικά. Ξανασυναντηθήκαμε, φοιτητές και κάποιοι ακαδημαϊκοί, να δουμε τι μπορούσαμε να κάνουμε στη βάση αυτής της νέας κατάστασης. Η συγκέντρωση στη Mutualite θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αλλά έπρεπε να πάρει διαφορετική κατεύθυνση. Από την άλλη, προσπαθούσαμε να πληροφορηθούμε τι γινόταν στην Κύπρο, ποιες περιοχές είχαν καταλάβει οι Τούρκοι, τι θα έκανε η Ελλάδα, πώς θα αντιδρούσαν η διεθνής κοινότητα και η διεθνής κοινή γνώμη. Με έκπληξη διαπιστώναμε πως δεν υπήρχε καμιά σχεδόν αποδοκιμασία της τουρκικής εισβολής. Άπαντες τη δικαιολογούσαν ως αντίβαρο στο πραξικόπημα. Εξάλλου το χουντικό καθεστώς της Αθήνας ήταν μισητό στη διεθνή κοινή γνώμη, ενώ η Τουρκία παρουσιαζόταν με δημοκρατικό μανδύα, μιας και οι στρατιωτικοί είχαν προλάβει να πολιτικοποιήσουν το καθεστώς τους μετά το τελευταίο πραξικόπημα. Ο δε Τούρκος πρωθυπουρός Μπουλέντ Ετζεβίτ, παρουσιαζόταν ως σοσιαλδημοκράτης. Οι Σοβιετικοί, μπροστά στον φόβο να μετατραπεί η Κύπρος σε Νατοϊκή βάση, στήριζαν ουσιαστικά την Τουρκία. Η λογική τους ήταν παράξενη, αφού και η Τουρκία ήταν μέλος του ΝΑΤΟ και καθοδηγείτο από τους Αμερικανούς. Οι Αδέσμευτοι στην πλειονότητα τους είτε σιώπησαν, είτε στήριζαν την Τουρκία.
Όπως ήταν φυσικό, ο Μακάριος βγήκε με δηλώσεις του να επανορθώσει, λέγοντας πως οι Τούρκοι δεν είχαν κανένα λόγο να επέμβουν και κάλεσε τα Ηνωμένα Έθνη να αναλάβουν δράση για την απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο και την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στο νησί. Ακουγόταν ότι είχε πάθει κατάθλιψη, γιατί δεν πίστευε σε τουρκική επέμβαση. Ίσως γι’ αυτό είπε απερίσκεπτα όσα είπε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας. Άλλες πληροφορίες από τη Νέα Υόρκη έκαναν λόγο για προσπάθειά του να συναντήσει τον Κίσινγκερ, ελπίζοντας σε μεσολάβησή του για να επιστρέφει στην Κύπρο.
Συζητούσαμε για ό,τι συνέβαινε. Τι άλλο να κάναμε όταν οι Τούρκοι είχαν εισβάλει στην Κύπρο και η Ελλάδα δεν φαινόταν έτοιμη να αντιδράσει; Ακούστηκε, βέβαια, πως το στρατιωτικό καθεστώς στην Αθήνα διέταξε επιστράτευση, αλλά η ανώτερη στρατιωτική ηγεσία έμοιαζε να διαφωνεί. Την επιστράτευση λεγόταν πως τη διέταξε ο αόρατος δικτάτορας Ιωαννίδης, αλλά φαινόταν πως δεν έλεγχε πια την κατάσταση. Στο μεταξύ, οι Αμερικανοί έστειλαν επιτόπου τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο που προσπαθούσε, ταξιδεύοντας ανάμεσα σε Αθήνα-Άγκυρα, να αποφύγει έναν καταστροφικό ελληνο-τουρκικό πόλεμο.
Ο Σίσκο έφτασε στο Λονδίνο ξημερώματα της 18ης Ιουλίου και στο Φόρεϊν Όφις τον περίμενε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κάλλαχαν. Συμφώνησαν πως προτεραιότητα ήταν να αποφευχθεί ένας ελληνο-τουρκικός πόλεμος και αυτό το μήνυμα έστελνε και ο Κίσινγκερ. Οι Εγγλέζοι έθιξαν και το θέμα Μακαρίου, αλλά ο Σίσκο ξεκαθάρισε πως έπρεπε να αποκλειστεί η επιστροφή του στην Κύπρο και να αντικατασταθεί από τον Γλαύκο Κληρίδη. Εμείς τα μαθαίναμε όλα αυτά από έναν Γάλλο φίλο που εργαζόταν στο Quai d’Orsay . Ήταν πια ξεκάθαρο πως ο αμερικανικός παράγοντας δεν έδινε δεκάρα για την Κύπρο και πως το μόνο ενδιαφέρον του ήταν να προστατεύσει τη νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Το προηγούμενο βράδυ βρισκόταν στο Λονδίνο ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ, στον οποίο παρέθεσε δείπνο ο Βρετανός ομόλογός του Χάρολντ Ουίλσον. Ο Ετζεβίτ είπε στους Εγγλέζους πως η Τουρκία θα ασκούσε τα εγγυητικά της δικαιώματα που της έδιναν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και θα επενέβαινε στρατιωτικά στην Κύπρο. Κυκλοφορούσαν φήμες πως οι Εγγλέζοι όχι μόνο δεν τον απέτρεψαν,
αλλά μάλλον τον ενθάρρυναν κιόλας. Στο μεταξύ, οι χουντικοί διέδιδαν πως ο Μακάριος, που βρισκόταν ακόμη στο Λονδίνο, είχε συναντηθεί με τον Ετζεβίτ και τον ενθάρρυνε να ασκήσει η Τουρκία τα εγγυητικά της δικαιώματα για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας στην Κύπρο. Επρόκειτο για άθλιο ψέμα και φτηνή προπαγάνδα των χουντικών.
Καθώς ο Ετζεβίτ ήταν ακόμη στο Λονδίνο, μάθαμε ότι είχε συνάντηση μαζί του ο Σίσκο. Δεν καταφέραμε να μάθουμε τι διαμείφθηκε μεταξύ τους, αλλά υποψιαζόμασταν ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός θα του ανέφερε την πρόθεση της χώρας του να επέμβει στρατιωτικά στο νησί. Εξάλλου, δημόσια, από καιρό οι Τούρκοι πρόβαλλαν ως λύση στο Κυπριακό την υιοθέτηση ενός ομοσπονδιακού συστήματος, έναν συνεταιρισμό ανάμεσα στις δύο κοινότητες που τώρα τελευταία τις παρουσίαζαν και ως δύο λαούς. Αυτό θα σήμαινε ακόμη και μετατόπιση πληθυσμών για να ικανοποιηθούν οι τουρκικοί όροι.
Συζητούσαμε μεταξύ μας και καταλαβαίναμε πως η τουρκική πολιτική δεν επιδίωκε πλέον τη διχοτόμηση, μα τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Σίγουρα, θα υπήρχαν κρυφές ατζέντες που δεν γνωρίζαμε.
Ένα βασικό ερώτημα, που θα μπορούσε να θέσει κανείς σε αυτό το στάδιο, είναι γιατί η Βρετανία δεν άσκησε το υποτιθέμενο δικαίωμά της για επέμβαση στην Κύπρο, ως εγγυήτρια δύναμη, για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Θα μπορούσε να το είχε κάνει από κοινού με την Τουρκία, κάτι που θα εμπόδιζε τη δεύτερη να βάλει σε εφαρμογή τα σχέδιά της για εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Θεωρητικά θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν και την Αθήνα σε αυτή την προσπάθεια, αλλά παραμένουμε στο δεδομένο ότι αυτό ήταν αδύνατον λόγω του πραξικοπήματος που είχε προηγηθεί. Η απάντηση δεν ήταν δύσκολη. Το Λονδίνο δεν ενδιαφερόταν για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης, αλλά για τη διευκόλυνση των τουρκικών σχεδίων, υπολογίζοντας στην κάμψη των διεκδικήσεων των Κυπρίων και στην επιβολή μιας Νατοϊκής λύσης που θα εξουδετέρωνε την όποια σοβιετική επιρροή στο νησί και στην ευρύτερη περιοχή. Εξάλλου, η βρετανική στάση διευκόλυνε τους αμερικανικούς σχεδιασμούς.
Στην Αθήνα, την επόμενη μέρα, ο Σίσκο προσπάθησε να πείσει τους στρατιωτικούς να συνομιλήσουν με τους Τούρκους πάνω σε ένα σχέδιο του Κίσινγκερ που θα ήταν η βάση λύσης του Κυπριακού. Σύμφωνα με τα ξένα μέσα ενημέρωσης -ακούγαμε και διαβάζαμε ότι μπορούσαμε, από Ντόιτσε Βέλλε και Φωνή της Αμερικής μέχρι Μόσχα και BBC-, το σχέδιο προνοούσε ουσιαστικά δύο κράτη στην Κύπρο με τουρκική στρατιωτική βάση. Οι χουντικοί της Αθήνας το συζητούσαν. Μόλις, όμως, έφτασε τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 20ής Ιουλίου στην Άγκυρα ο Σίσκο για να συζητήσει με τους Τούρκους το σχέδιο, είχε αρχίσει ήδη η απόβαση στην Κύπρο. Λέτε να μην το ήξερε και να αιφνιδιάστηκε; Εδώ χαμογελάμε πικρά.
Τις επόμενες μέρες παρακολουθούσαμε αδύναμοι την τουρκική προέλαση στην Κύπρο. Αποφασίσαμε, αλλάζοντας στρατηγική, να επεμβαίνουμε όπου μπορούσαμε στα μέσα ενημέρωσης και επιστρατεύσαμε για τον σκοπό αυτό Έλληνες αλλά και ξένους ακαδημαϊκούς, καλλιτέχνες και ανθρώπους των Γραμμάτων. Είχαμε, βέβαια, σε βάρος μας το πραξικόπημα και την απέχθεια που ένιωθαν πολλοί άνθρωποι για το χουντικό καθεστώς της Αθήνας. Οργανώσαμε μια ομάδα που ετοίμαζε ενημερωτικά σημειώματα με όλα τα επιχειρήματα για τους ανθρώπους που αναλάμβαναν να μας στηρίξουν στα μέσα ενημέρωσης. Ταυτόχρονα κυκλοφορήσαμε μια έκκληση στη γαλλική κυβέρνηση για υπογραφή, με την οποία της ζητούσαμε να παρέμβει για να σταματήσει η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση και να αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη. Η έκκληση υπογράφτηκε από μερικές δεκάδες Γάλλους διανοούμενους. Είχαμε την βοήθεια του Σβορώνου, της Κρανάκη, του Πιερ Βιντάλ-Νακέ και του Ζαν Πιερ Βερνάν. Η Ζακλίν ντε Ρομιγί υπέγραψε επίσης την έκκληση.
Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά είχαμε και κάποιες ενοχές. Το συζητούσα με τον ξάδερφο Παζαρίδη και τον Παπαμάρκου. Οι άλλοι σκοτώνονταν στην Κύπρο κι εμείς καθόμασταν στο Παρίσι και ψάχναμε να κινητοποιήσουμε τους Γάλλους.
– Μα τι θέλεις να κάνουμε, μου αντέτεινε ο Παζαρίδης. Και να θέλαμε να πάμε στην Κύπρο να πολεμήσουμε, είναι αδύνατον, δεν υπάρχει τρόπος, το αεροδρόμιο έκλεισε και το νησί είναι από παντού αποκλεισμένο. Η μόνη έξοδος-είσοδος είναι από τις βρετανικές Βάσεις. Αποκεί πήγε στη Γενεύη ο Κληρίδης.
– Και τι περισσότερο θα κάναμε αν ήμασταν κάτω, πρόσθεσε ο Παπαμάρκου; Όλα είναι προδομένα. Έχουμε όλοι αδέρφια στην Εθνική Φρουρά και δεν ξέρουμε αν ζουν ή πέθαναν.
– Εγώ πάντως δεν νιώθω καλά, είπα, να βρίσκομαι ασφαλής στο Παρίσι, την ώρα που οι άλλοι σκοτώνονται στην Κύπρο.
-Το βλέπεις συναισθηματικά! Άσε τη λογική σου να δουλέψει. Και ύστερα, βρες έναν τρόπο και φεύγουμε όλοι αμέσως, να πάμε, να ντυθούμε στο χακί.
Κάπου εκεί παρενέβη και ο Βασίλης Χαραλάμπης, Κύπριος φοιτητής από τη Μόσχα που πήγαινε στην Κύπρο, αλλά το πραξικόπημα και η εισβολή τον βρήκαν στον δρόμο, απομονώθηκε στο Παρίσι και μοιραζόταν μαζί μας τη φτώχεια και τις αγωνίες μας.
– Άμα βρεθεί τρόπος, εγώ να φύγω πρώτος, είπε ο Βασίλης, μην σας είμαι και βάρος.
– Μα τι λες τώρα, χριστιανέ μου, που μας είσαι βάρος, του απάντησα λίγο εκνευρισμένος. Δεν μας στερείς δα και το χαβιάρι.
Ύστερα κατάλαβα πως η αναφορά σε χαβιάρι ήταν επιεικώς άτυχη, καθώς ερχόταν από τη Μόσχα. Προσπάθησα να τα μπαλώσω.
– Φίλε, είσαι ένας από εμάς, τη φτώχεια μας μοιράζεσαι, θα μείνεις όσο χρειάζεται, μέχρι να δούμε τι θα γίνει.
Ο Χαραλάμπης ήταν συμπαθητικό και σεμνό παιδί, ερχόταν από τη Μόσχα με διαφορετική κουλτούρα, αλλά ταυτόχρονα με ανοιχτούς ορίζοντες, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις συζητήσεις μας, αλλά απέφευγε να πάρει μέρος, απέφευγε να πει τη δική του άποψη σε όλα, όμως στα ουσιώδη είχε γνώμη. Αργότερα κατάλαβα γιατί ήταν επιφυλακτικός. Προερχόταν από το ΑΚΕΛ, σπούδαζε στη Μόσχα με κομματική υποτροφία, θα επέστρεφε εκεί να συνεχίσει τις σπουδές του, ήταν δύσκολο να εκτεθεί δημόσια, εμείς ήμασταν ακτιβιστές, δεν υπολογίζαμε κανέναν, πιστεύαμε στην απόλυτη ελευθερία, είχαμε κάψει τα γεφύρια πίσω μας!
Είχαμε προσπαθήσει να επικοινωνήσουμε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που ζούσε στο Παρίσι για να του ζητήσουμε να πάρει θέση με μια δήλωσή του, αλλά αρνήθηκε κάθε επαφή. Αργότερα καταλάβαμε τον λόγο. Ενώ η Κύπρος καιγόταν, ο Καραμανλής διαπραγματευόταν την επιστροφή του στην Αθήνα ως σωτήρας. Στην αρχή, οι πληροφορίες τον έφεραν να διαπραγματεύεται με μια ομάδα στρατιωτικών. Αργότερα, όμως, έγινε φανερό πως διαπραγματευόταν και με τους Αμερικανούς. Γάλλος φίλος μας, πολύ κοντά στον Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, μας πληροφορούσε πως προς αυτή την κατεύθυνση είχε δραστηριοποιηθεί και ο Γάλλος Πρόεδρος σε συνεννόηση
με τους Αμερικανούς. Εξάλλου ο ίδιος ο Κίσινγκερ ανήγγειλε τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα 48 ώρες πριν από την πτώση της χούντας. Ποιες δεσμεύσεις ανέλαβε ο Καραμανλής απέναντι στους Αμερικανούς που του πρόσφεραν την πρωθυπουργία για δεύτερη φορά; Μην ξεχνάμε πως τον ανέβασαν στην εξουσία την πρώτη φορά μέσω Ανακτόρων και Φρειδερίκης.
Τότε το συμβόλαιο ήταν να κλείσει το Κυπριακό, και το έκλεισε -όπως το έκλεισε- με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης. Τώρα τι περιλάμβανε το συμβόλαιο; Θα φαινόταν σύντομα. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο.
Έτσι, με τους Τούρκους να προχωρούν στην Κύπρο, αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα. Ο Καραμανλής γύρισε θριαμβευτής. Στις 24 Ιουλίου, το πλήθος παραληρούσε.
Κι εσύ να μνημονεύεις Διονύσιο Σολωμό:
Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και αγαπημένε
πάντοτε ευκολόπιστε και πάντα προδομένε…
Η στρατιωτική ηγεσία, που μέχρι χθες προσκυνούσε τον ταξίαρχο Δημήτρη Ιωαννίδη, τον αόρατο δικτάτορα, όταν ήρθε η ώρα να πολεμήσει, κατέβασε το βρακί. Έκανε πέρα τον Ιωαννίδη και κάλεσε τον Καραμανλή να σώσει την Ελλάδα, ελέω Αμερικανών. Αμ πώς, που θα ’λεγε και ο άλλοτε εθνικός μας κωμικός, ο Χατζηχρήστος, θα πολεμούσαν ο Μπονάνος και ο Αραπάκης. Και μάλιστα για την Κύπρο. Καλύτερα να βυθιστεί τούτο το νησί ή να το πάρουν οι Τούρκοι να ησυχάσουμε!
Στο μεταξύ, ξένες εφημερίδες και ξένα πρακτορεία ειδήσεων άρχισαν να μεταδίδουν σενάρια για το πραξικόπημα στην Κύπρο και την πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα. Το μεγάλο σενάριο, ράβοντας και κόβοντας από όσα γράφονταν, ήταν πως πραξικόπημα και εισβολή αποτελούσαν μέρος του ίδιου σχεδίου. Στόχος: η λύση του Κυπριακού με τη διπλή ένωση. Κάπου στράβωσε το κλήμα και σε αντάλλαγμα της τουρκικής εισβολής προσφέρθηκε η «αποκατάσταση» της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, οι καραβανάδες της Αθήνας δεν είχαν πάρει είδηση πως η Άγκυρα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο διχοτόμηση, αλλά γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.
Δεν ξέραμε πού να σταθούμε τώρα. Ελπίζαμε πως κάτι θα γινόταν να αποσύρουν οι Τούρκοι τα στρατεύματά τους. Όμως, παρόλο που λήφθηκε στο μεταξύ απόφαση από το Συμβούλιο Ασφαλείας να σταματήσουν οι εχθροπραξίες, οι Τούρκοι προχωρούσαν ανενόχλητοι. Και στην Αθήνα πανηγύριζαν για τη δημοκρατία. Με την Κύπρο θα ασχολούνταν; Και εμνήσθην και πάλιν σε τέτοιες ώρες τον λόγο του ποιητή: Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων. Για Λακεδαιμονίους να μιλάμε τώρα; Κάτι σαν Κωνσταντίνος Καραμανλής και οι Έλληνες πλην Κυπρίων!
Ύστερα σκεφτόμουν πως ο καβαφικός αυτός στίχος δεν πολυταίριαζε με την περίσταση! Τι δηλαδή, οι’Ελληνες πανηγύριζαν πλην Κυπρίων;
Στις 25 Ιουλίου 1974 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συγκάλεσε στη Γενεύη Τριμερή Διάσκεψη, με συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας Γεωργίου Μαύρου, Τουρκίας Τουράν Γκιουνές και Μεγάλης Βρετανίας Τζέιμς Κάλλαχαν, για τη λύση του προβλήματος. Το χουντοκρατούμενο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς – ΓΕΕΦ στην Κύπρο, που κατά την εισβολή άφησε ακαθοδήγητες τις στρατιωτικές μονάδες
ή μάλλον τις καθοδήγησε να μην αντισταθούν, τώρα εξέδωσε διαταγή παύσεως πυρός.
«Παυσατε πυρ – Αποφυγή μετακινήσεων μονάδων – Αποφυγή προκλήσεων προς τους Τούρκους και οποιασδήποτε εμπλοκής με αυτούς, για οποιονδήποτε λόγο».
Για «οποιονδήποτε λόγο»; Έτσι, οι Τούρκοι παραβίαζαν την εκεχειρία, προήλαυναν, έφερναν στρατιώτες και στρατιωτικό υλικό από την Τουρκία, ανενόχλητοι, σύμφωνα με τη διαταγή των χουντικών. Υπήρξαν, ευτυχώς, κάποιοι απροσάρμοστοι αξιωματικοί που αντιστάθηκαν, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περισώσουν και τη δική τους τιμή και ό,τι ήταν εφικτό από τη γενική κατάρρευση. Ήταν όμως πολύ λίγοι για να ανατρέψουν τα δεδομένα της χουντικής προδοσίας.
Οι εξελίξεις στη Λευκωσία ήταν πιο ραγδαίες από ό,τι στην Αθήνα. Με εντολή Κίσινγκερ -κατά τα φαινόμενα- παραμερίστηκε ο οκταήμερος «Πρόεδρος» Νίκος Σαμψών και στις 23 Ιουλίου ανέλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης. Τάχατες συνταγματικά, ως ο δεύτερος τη τάξει, αφού ήταν Πρόεδρος της Βουλής. Όμως συνταγματικά αυτό σήμαινε προεδρεύων στην
απουσία του Μακαρίου, ενώ αυτός παρουσιάστηκε ως Πρόεδρος και μάλιστα ορκίστηκε ενώπιον Μητροπολίτη, κάτι που δεν προβλέπεται από το κυπριακό Σύνταγμα. Αρχή του μεταπραξικοπήματος. Την ίδια μέρα ο Μακάριος γινόταν δεκτός στην Ουάσινγκτον από τον Κίσινγκερ. Τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων μετέδιδαν πως ο Κίσινγκερ τού ζήτησε να μην επιστρέφει ακόμη στην Κύπρο για να αποφευχθεί ο εμφύλιος πόλεμος. Ο Μακάριος δέχθηκε να παραμείνει μερικούς μήνες στο Λονδίνο, αλλά ζήτησε ως αντάλλαγμα να μην αναγνωριστεί ως Πρόεδρος ο Κληρίδης, αλλά ως συνταγματικά προεδρεύων της Δημοκρατίας, μέχρι την επιστροφή του. Ο Κίσινγκερ δεν δεσμεύτηκε σε τίποτε, απλώς υποσχέθηκε να ασκήσει την επιρροή του προς αυτή την κατεύθυνση.
Να ασκήσει την επιρροή του… όταν αυτός κινούσε τα νήματα. Και ο Κληρίδης στη Λευκωσία δήλωνε «Πρόεδρος» και έλεγε πως για την επιστροφή του Μακαρίου θα αποφασίσει ο λαός. Και ότι σε μελλοντικές προεδρικές εκλογές ο Μακάριος θα μπορούσε να ήταν υποψήφιος. Αρχή μεταπραξικοπήματος. Και ο Καραμανλής σύμφωνος!
Φυσικά ο Μακάριος πλήρωνε τις δικές του αμαρτίες που δεν ήταν λίγες. Από τις τελευταίες του αμαρτίες η επιστολή στον Γκιζίκη, η πρόκληση κρίσης ώστε να πέσει η χούντα. Σε συνεννόηση, μάλλον, με τον φλώρο, τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, και τον Καραμανλή. Οι δύο άλλοι ήταν βέβαια σε συνεννόηση με τους Αμερικανούς και υπολόγιζαν να επιστρέφουν στην Ελλάδα. Ο Μακάριος τι θα κέρδιζε; Την ησυχία του να είναι σεΐχης στην Κύπρο. Ποιος πλήρωνε τη νύφη; Οι ταλαίπωροι Κύπριοι σε ρόλο Ιφιγένειας. Μολονότι και χωρίς την επιστολή, το πραξικόπημα ήταν πιθανόν προδιαγεγραμμένο.
Ο πρώτος γύρος των συνομιλιών στη Γενεύη δεν απέδωσε τίποτε. Οι Τούρκοι αδιάλλακτοι, ο Κληρίδης από κυπριακής πλευράς και ο κεντρώος Γεώργιος Μαύρος από ελλαδικής πλευράς ως υπουργός Εξωτερικών, αδύναμοι και στο έλεος των Αγγλοαμερικανών. Ορίστηκε δεύτερος γύρος στις 8 Αυγούστου. Στην Κύπρο οι Τούρκοι παραβίαζαν την εκεχειρία καθημερινά και διεύρυναν τον κατεχόμενο θύλακα.
Η νέα διάσκεψη συνήλθε στη Γενεύη στις 8 Αυγούστου, με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας και των εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων Γλαύκου Κληρίδη και των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς. Οι Γεώργιος Μαύρος και Γλαύκος Κληρίδης ήταν υποχωρητικοί και έκαναν σημαντικές παραχωρήσεις στους Τούρκους. Προσέκρουσαν, όμως, στην τουρκική αλαζονεία και αδιαλλαξία. Στο μεταξύ, από την ανακωχή της 22ας Ιουλίου, οι Τούρκοι ενίσχυαν τον θύλακα της Κερύνειας και πραγματοποιούσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το τετραήμερο 22- 26 Ιουλίου, οι Τούρκοι παραβίασαν 55 φορές την εκεχειρία.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις υποστήριξε την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 και επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, αλλά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απέρριψε την εισήγηση Κληρίδη και αντιπρότεινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν δικοινοτικό-διζωνικό ομοσπονδιακό κράτος πολλών καντονίων, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν το 34% του νησιού. Ο Ντενκτάς, πιο προχωρημένος, πρότεινε διζωνική ομοσπονδία, στην οποία το τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος θα κάλυπτε επίσης το 34% της έκτασης της Δημοκρατίας.
Ο Κληρίδης προχώρησε τότε σε μια σημαντική υποχώρηση και πρότεινε η συνταγματική δομή της Κύπρου να διατηρήσει το δικοινοτικό χαρακτήρα της και η ελληνική και τουρκική κοινοτική διοίκηση να ασκούν εξουσίες στις ζώνες που οι αντίστοιχοι πληθυσμοί έχουν πλειοψηφία. Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε να συζητήσει την πρόταση Κληρίδη και ζήτησε τελεσιγραφικά να γίνουν αμέσως δεκτές οι τουρκικές προτάσεις. Ο Κληρίδης ζήτησε αναβολή 36 ή 48 ωρών για να μπορέσει να συνεννοηθεί με τον Μακάριο. Οι Τούρκοι απέρριψαν το αίτημά του και η δεύτερη Διάσκεψη της Γενεύης έληξε χωρίς αποτέλεσμα στις 3.30 το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974. Είναι τότε που ο Γεώργιος Μαύρος έκανε την περίφημη δήλωσή του, ότι από την ατίμωση είναι προτιμότερος ο πόλεμος. Μόνο που η ατίμωση έγινε, αλλά η Ελλάδα δεν μπήκε στον πόλεμο! Οι άνθρωποι των Αμερικανών στην Αθήνα, στρατιωτικοί και πολιτικοί, έλεγχαν καλά τους κρίσιμους μηχανισμούς και δεν θα επέτρεπαν ποτέ κάτι τέτοιο. Υπεράνω όλων ήταν το ΝΑΤΟ και η νοτιοανατολική πτέρυγά του. Και η «θεωρητικοποίηση»
αυτής της στάσης: Η Κύπρος «κείται μακράν». Ας φρόντιζαν οι κραταιοί Θεοί να ήταν λίγο πιο κοντά!
Εξήντα πέντε λεπτά μετά το ναυάγιο της Διάσκεψης της Γενεύης, ξεκινούσε ο Αττίλας 2, στις 4.35 π.μ. Ένδειξη πως όλα ήταν προετοιμασμένα. Ο τουρκικός στρατός εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση σε όλα τα μέτωπα της Κύπρου. Οι μέρες της εκεχειρίας τού είχαν επιτρέψει πλήρη ανεφοδιασμό και ενίσχυση των θέσεών του. Οι Ελληνοκύπριοι έμειναν μόνοι να αντιμετωπίζουν τις ορδές των Τούρκων εισβολέων, αφού βοήθεια από την Ελλάδα δεν ερχόταν. Η Κύπρος κείται μακράν, ήταν η γνωστή επωδός. Και ύστερα, στο διονυσιακό κλίμα της «αποκατάστασης» της δημοκρατίας, για Λακεδαιμονίους θα νοιάζονταν τώρα; Ποιος ξέρει και ποιες δεσμεύσεις ανέλαβε ο Καραμανλής απέναντι στη κραταιά Ρώμη.
Έτσι, οι τουρκικές δυνάμεις, όταν στις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός, είχαν καταλάβει ολόκληρο το τμήμα που προνοούσε το Σχέδιο Ντενκτάς, σχέδιο που είχε εγκρίνει ο Κίσινγκερ, και επιπλέον την Αμμόχωστο, περιοχές των οποίων η έκταση αντιστοιχούσε στο 37% του κυπριακού εδάφους. Κατά την προέλασή τους, οι Τούρκοι στρατιώτες προέβησαν σε ανατριχιαστικές ωμότητες και πράξεις βίας.
Κάπως έτσι συνετελέσθη το τέλειο έγκλημα. Κι εμείς στο Παρίσι παρακολουθούσαμε αμήχανοι. Η συγκέντρωση στη Mutualite δεν έγινε τελικά. Είχαμε παραλύσει παρακολουθώντας τις εξελίξεις μέρα με τη μέρα και δεν ξέραμε, με τις συνεχείς αλλαγές, πού οδηγούνταν τα πράγματα. Από την άλλη, υπήρχαν τώρα σε Αθήνα και Λευκωσία πολιτικές ηγεσίες που διαπραγματεύονταν και που έκαναν ενέργειες στον διεθνή στίβο για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Και οι μεγάλοι «αντιστασιακοί» των παρισινών σαλονιών, έσπευδαν πίσω στην Ελλάδα, να προλάβουν το μεγάλο πανηγύρι της δημοκρατίας και να διεκδικήσουν το μερίδιό τους στη δόξα, στην εξουσία και… στη μάσα. Μείναμε μόνοι… Όχι ακριβώς. Οι παλιοί του «Ματαρόα», Αξελός, Σβορώνος, Κρανάκη και λοιποί, δεν έφυγαν. Έμειναν μαζί μας. Φιλοσοφημένοι, με στοχασμό που ξεπερνούσε το εφήμερο, έβλεπαν περίλυποι τις εξελίξεις, αδύναμοι και αυτοί να κάνουν οτιδήποτε. Σε αυτούς προστρέχαμε τώρα, θέλαμε την παραμυθία τους, αλλά και τη συμβουλή τους. Και δεν μας την αρνήθηκαν.
.
ΝΟΜΑΔΑΣ (2017)
Α’ Η έξοδος
XLVI
Η επιστροφή του Αλέξανδρου στην Πενταλιά σημάδεψε τη ζωή μας. Άφησε πίσω του τη Βαβυλώνα που σχεδίαζε να κάνει πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του και γύρισε να πεθάνει στην Πενταλιά. 0 άνθρωπος αγαπά την περιπλάνηση και την αυταπάτη. Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης
που κουβαλούσε πάντα μέσα του εναποτέθηκε στην Πενταλιά, κάπου είκοσι χιλιόμετρα από τους αφρούς της θάλασσας όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη. Παρακαταθήκη εκείνου του άλλου, του Ονήσιλου, που σκοτώθηκε στην πεδιάδα της Σαλαμίνας για την κυπριακή, αλλά και την παγκόσμια ελευθερία.
Κι ύστερα ο άνεμος μετάφερε τα μηνύματα του Τσε Γκεβάρα από τη Λατινική Αμερική, αυτά του Αντώνη Οικονόμου από το Ναύπλιο και της Μαντώς Μαυρογένους από την Ύδρα.
Κι ύστερα, παράξενο, ενώ μιλούσες για τους ταλαιπωρημένους αγρότες της Πενταλιάς και τους εργάτες του μεταλλείου του Αμιάντου, τους τοκογλύφους και τη λάμπα πετρελαίου δίπλα στην οποία διάβαζες παιδί, η μάνα σου άναψε το ηλεκτρικό φώς. Μα εσύ ζητούσες τη λάμπα πετρελαίου.
– Πού είναι, μάνα, η λάμπα πετρελαίου;
– Α, την πέταξε από χρόνια ο πατέρας σου. Τι τη θέλεις τώρα; Κοίτα, όλα έχουν αλλάξει. Να, έχουμε και τηλέφωνο τώρα. Θυμάσαι τότε που έστελνες μηνύματα με αγγελιοφόρους; Τώρα σηκώνεις το τηλέφωνο από τη Βαβυλώνα, από την Κομμαγηνή και επικοινωνείς σε δευτερόλεπτα με την Πενταλιά. Κοίτα και την ηλεκτρική κουζίνα. Θυμάσαι τότε που έτρεχες να μαζέψεις κλαδιά και ξύλα να βράσω το φαί; Και το νερό πια στο σπίτι μας. Θυμάσαι τότε που τρέχαμε στη βρύση για νερό;
– Μάνα, όλα έχουν αλλάξει.
– Ναι, όλα. Κι οι άνθρωποι φύγανε μακριά. Ρήμαξε η Πενταλιά.
– Μάνα, γιατί; Άφησες φωνή γεμάτη θλίψη. Έδιωξε η πρόοδος τους ανθρώπους;
– Κάπως έτσι, γιε μου. Η Ευρώπη έκλεισε τα μαγαζιά, πήρε τη δουλειά από τους τεχνίτες. Ύστερα οι νέοι βρίσκουν σήμερα δουλειές στην πόλη με καλύτερες συνθήκες ζωής, με περισσότερα χρήματα. Γιατί να βασανίζονται στο χωριό; Πάλι, ξανά και ξανά, η ίδια ιστορία! Η Πενταλιά, η Ευρώπη, οι
τεχνίτες, η πρόοδος. Αν τουλάχιστον μπορούσες να τα περιμαζέψεις όλα αυτά σ’ ένα ποίημα.
Στην Πενταλιά ανθίσαν οι αμυγδαλιές, Αλέξανδρε. Κι η μάνα σου να περιμένει την επιστροφή σου από τα Γαυγάμηλα και την Κομμαγηνή. Πήγες πολύ μακριά, Αλέξανδρε. Καιρός να γυρίσεις, να προλάβεις τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Κι ύστερα, σε περιμένουν οι πόλεις με τις ουρές στα συσσίτια, τις ουρές μπροστά στα κλειστά καταστήματα, τις ουρές μπροστά στα κλειστά εργοστάσια, τα παιδιά με τα λεκιασμένα ρούχα και τις πρησμένες κοιλίτσες στα φανάρια.
Στην Πενταλιά ανθίσαν οι αμυγδαλιές, Αλέξανδρε.
Κι ύστερα ο Αλέξανδρος μπήκε στις πόλεις. Τρομάξαν οι αστοί. Του στήσανε δόκανα. Τον κυνηγάνε ακόμη σαν τα άγρια θηρία.
Θυμάται τον Κεμάλ του Μάνου Χατζιδάκι:
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι…
Κυνηγάν τον αποστάτη
να τον πιάσουν ζωντανό.
Θα τον αλλάξουμε τον κόσμο, Αλέξανδρε. Στην Πενταλιά οι αμυγδαλιές θα ανθίζουν κάθε άνοιξη. Είναι νόμος του Νεύτωνα. Κι ο Τσε, κι ο Αυξεντίου, κι ο Ονήσιλος, κι η Υπατία, κι ο Ροβεσπιέρος, κι η Μαντώ Μαυρογένους, κι ο Αντώνης Οικονόμου θα βαδίζουν πάντα αλληλέγγυοι στα στενά δρομάκια
της Πενταλιάς τις μεταμεσονύχτιες ώρες και θα βουλεύονται για ψωμί κι ελευθερία.
Ύστερα έγραψε στη μάνα του: «Φεύγω μάνα από το Παρίσι. Ό,τι είχε να μου δώσει αυτή η πόλη μου το έδωσε». Ήταν τότε που στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη για έναν σύντομο απολογισμό της ζωής του κι ας ήταν μονάχα τριαντάρης. Μύχιες σκέψεις, χαμένα όνειρα, ανεκπλήρωτοι έρωτες, συναισθηματικές ματαιώσεις ξετυλίγονταν με στωικότητα, παράπονο, αυτοσαρκασμό. Ένας μελαγχολικός μονόλογος του πρόωρα γερασμένου «επαναστάτη» που νόμισε πως θα άλλαζε τον κόσμο. Τώρα οι αυταπάτες τελείωσαν κι έφευγε από το Παρίσι, αφανής ταξιδιώτης. Ύστερα, διάβασε για πολλοστή φορά την τελευταία επιστολή της Ανδρομάχης. Έγραφε:
Αγαπημένε μου Απόλλωνα,
Θέλω να με πιστέψεις. Σε αγαπώ πολύ-πολύ. Θέλω να ζήσω μαζί σου. Ήταν πολλά πράγματα που αγνοούσα ή δεν καταλάβαινα. Κι άλλα που δεν ήξερα την ουσιαστική τους σημασία.
[…]
Γράψε μου πώς περνάς εσύ.
Αγάπη περιμένω.
Ανδρομάχη
Μήπως εγώ δεν αγνοούσα πολλά πράγματα ή δεν τα καταλάβαινα; Η Ανδρομάχη, η άλλη πλευρά της ζωής, η άλλη πλευρά του λόφου.
πλευρά του λόφου.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ – ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ
Από το φεγγίτη στο δωμάτιο της γραφής
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ:
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΑΝΙΧΝΕΤΕΙ ΤΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
0 Στέφανος Κωνσταντινίδης, μετά την επιτυχημένη τριλογία Νομάδας, ένα πολυφωνικό αφηγηματικό έργο, το οποίο παρακολουθεί, καταγράφει και σχολιάζει, μέσα από τα λόγια μυθιστορηματικών ηρώων και με τη συνδρομή διακειμενικών αναφορών, την ιστορία Ελλάδας και Κύπρου από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι το τέλος της Μεταπολίτευσης, επανέρχεται
φέτος με ένα νέο μυθιστόρημα, που αυτή τη φορά μας μεταφέρει στον 19° αιώνα και στην εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος ο Αντώνης Οικονόμου, προσωπικότητα εμφανώς απούσα από τη δημοφιλή πινακοθήκη των ηρώων του 1821. Η δράση του Οικονόμου και η συμβολή του στην Επανάσταση παραμένουν άγνωστες στο ευρύ κοινό, γνωστές μόνο στους ιστορικούς κύκλους, εφόσον το όνομά του, λησμονημένο, αναφέρεται μόνο επιγραμματικά σε κάποια εγχειρίδια της σχολικής ιστορίας. Ο Νίκος Εγγονόπουλος, το 1942-43 στο ποίημά του «Μπολιβάρ», ανασύρει από την αφάνεια τον Αντώνιο Οικονόμου, σχολιάζοντας την άδικη σφαγή του και τοποθετώντας τον πλάι στον Ρήγα Φεραίο, τον Σίμωνα Μπολιβάρ και τον Ρομπεσπιέρ. Αυτή η επιλογή του ποιητή προβληματίζει τον συγγραφέα Κωνσταντινίδη και κεντρίζει το ενδιαφέρον του για τον παραγκωνισμένο αγωνιστή.
«Τον Οικονόμου τον κουβαλώ μέσα μου πολλά χρόνια. Από πότε ακριβώς είναι λίγο θολό στις αναμνήσεις μου. Ίσως από τα φοιτητικά μου χρόνια, σχεδόν υποσυνείδητα. Διότι από μια μικρή έρευνα που έκανα, όταν αποφάσισα να γράψω το μυθιστόρημα, βρήκα ότι έγινε μια ελάχιστη αναφορά στον Οικονόμου, σχεδόν παρεμπιπτόντως, στο μάθημα της νεοελληνικής ιστορίας των φοιτητικών μου χρόνων. Κι αυτό γιατί, όπως θα το διαπιστώσουν οι αναγνώστες μου, χωρίς αυτή τη μικρή αναφορά στον Οικονόμου, δεν μπορεί να εξηγηθεί η προσχώρηση της Ύδρας στην επανάσταση του ’21. Όμως νομίζω ότι το όνομα του Οικονόμου άρχισε να με βασανίζει από τότε που διάβασα τον «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου, πριν από μερικές
δεκαετίες! Στην περίφημη επίκληση του Εγγονόπουλου στον Μπολιβάρ διαβάζουμε:
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φεραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου -που τόσο άδικα τον σφάξαν-
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε
απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
Αντώνης Οικονόμου! Δίπλα στον Ρήγα Φεραίο! Κι ο Μπολιβάρ παιδί του! Συγκλονιστικό! Και το επίσημο ιστορικό αφήγημα να τον αγνοεί! Σκεφτόμουνα πως για να τον τοποθετεί δίπλα στον Ρήγα Φεραίο, δίπλα στον Μπολιβάρ, δίπλα στον Ροβεσπιέρο, δεν είναι καθόλου τυχαίο. 0 Εγγονόπουλος διάβαζε
πολύ και είχε μια βαθιά γνώση της ιστορίας. Κάπως έτσι άρχισα να ψάχνω. Και βέβαια ως κοινωνικός επιστήμονας, ως κάποιος που σπούδασε ιστορία, κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες, ήμουν υποψιασμένος για τις μονομέρειες και τις αποκρύψεις του επίσημου ιστορικού αφηγήματος».
0 Κωνσταντινίδης τις επιστημονικές του γνώσεις πάνω στην ιστορία και την κοινωνιολογία έχει τη δεξιότητα να τις μετουσιώνει και να τις αξιοποιεί δημιουργικά στο λογοτεχνικό του έργο. Είναι έκδηλο στην ποίηση και στα μυθιστορήματά του το ενδιαφέρον για τους αφανείς ήρωες, για τη ζωή όπως
διαμορφώνεται από τις περιπλοκές και τις ανατροπές που επιφέρει το ιστορικό γίγνεσθαι στον εφήμερο βίο, τον αγώνα και τα όνειρα του καθημερινού ανθρώπου. Όλα τα μυθιστορήματα του Στέφανου Κωνσταντινίδη, επειδή αναπαριστούν και σχολιάζουν παλαιότερες ιστορικές περιόδους, προϋποθέτουν έρευνα για τη συγγραφή τους. Επομένως και γι’ αυτό το βιβλίο
χρειάστηκε να ανατρέξει στα γεγονότα της Επανάστασης, στα κοινωνικά δεδομένα της εποχής, στους ετερόκλιτους παράγοντες που διαμορφώνουν το πολιτικό και στρατιωτικό τοπίο εκείνων των χρόνων, αλλά και να επανεξετάσει τις πολιτικές θέσεις, τις φιλοδοξίες, τα συγκεχυμένα και διφορούμενα αιτήματα, τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα διαφόρων πρωταγωνιστών του Αγώνα και να θέσει εκ νέου ερωτήματα για τις αποφάσεις και τις πράξεις τους. Με αφόρμηση τη δράση και τους προβληματισμούς ενός κοινωνικού επαναστάτη, όπως ο Αντώνης Οικονόμου, φωτίζονται άγνωστες πτυχές και επαναπροσδιορίζονται παγιωμένες ερμηνείες και αντιλήψεις γύρω από πρόσωπα και γεγονότα του 1821.
«Τα στοιχεία δράσης του που κινητοποίησαν το ενδιαφέρον μου ήταν αυτά που δεν διδασκόμαστε στο επίσημο ιστορικό αφήγημα. Η ιστορία που διδασκόμαστε αφήνει απέξω πολλά πράγματα, ό,τι συνήθως ενοχλεί μια αγιοποιητική ιστορική αφήγηση. Για παράδειγμα ενοχλεί η κοινωνική οπτική γωνία της ιστορίας, ενοχλεί ό,τι αλλάζει το κυρίαρχο εξουσιαστικό αφήγημα. Τα ιστορικά γεγονότα τα ερμηνεύουμε από την οπτική γωνία του παρόντος. Και αυτή η οπτική γωνία δεν είναι ποτέ ουδέτερη, είναι αυτή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ακόμη και η επιλογή των γεγονότων που θα ερμηνευτούν για να αποτελέσουν το ιστορικό αφήγημα μιας εποχής δεν είναι ούτε αθώα ούτε τυχαία. Αν, για παράδειγμα, ο ιστορικός δεν επιλέξει τον Αντώνη Οικονόμου και τη δράση του ως ένα ιστορικό γεγονός για ερμηνεία και δεν γίνει η αλληλουχία του με άλλα ιστορικά γεγονότα, ασφαλώς θα μείνει στο σκοτάδι. Το ιστορικό γεγονός υπάρχει μόνο από τη στιγμή που το επιλέγει ο ιστορικός για ερμηνεία και διασύνδεσή του με άλλα γεγονότα. Τόσο που ο Νίτσε θα πει πως δεν υπάρχουν γεγονότα αλλά ερμηνείες, κάτι που κατά τη γνώμη μου συνιστά υπερβολή.
Ο Οικονόμου ενοχλούσε, γιατί χαλούσε το αγιοποιητικό ιστορικό αφήγημα. Στην Ύδρα, οι κοτζαμπάσηδες αρνούνταν να προσχωρήσουν στην Επανάσταση, νοιάζονταν περισσότερο για το βιος τους, γι’ αυτό εκείνος εξεγέρθηκε και ανέτρεψε την εξουσία τους μαζί με το πληβειακό στοιχείο και κήρυξε την επανάσταση στο νησί του. Η συμμετοχή της Ύδρας στην Επανάσταση ήταν εκ των ων ουκ άνευ, τα πλοία της αντιπροσώπευαν τον μισό
ελληνικό στόλο, ήταν το πλουσιότερο ελληνικό νησί, μια μικρή Αγγλία, κατά τον Ιμπραήμ. Δεν του το συγχώρησαν ποτέ, τον ανέτρεψαν με αντεπανάσταση, τον κυνήγησαν και τον δολοφόνησαν. Η επανάστασή του είχε και μια κοινωνική πλευρά, στην Ύδρα εγκαθιδρύθηκε μια μικρή εφήμερη κομμούνα, πολύ πριν από αυτή του Παρισιού. 0 Κολοκοτρώνης προσπάθησε να τον διασώσει από τη δολοφονία, δεν πρόλαβε».
Το νέο μυθιστόρημα του Κωνσταντινίδη θα εκδοθεί φέτος, το 2021, μια χρονιά που η Ελλάδα εορτάζει την επέτειο των διακοσίων ετών από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία. Μια χρονιά που οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι πυρετωδώς ετοιμάζουν για το αναγνωστικό κοινό βιβλία επιστημονικά και λογοτεχνικά, οι ιστορικοί διοργανώνουν επιστημονικά συνέδρια, η επίσημη πολιτεία σκηνοθετεί εορτασμούς. Η Επανάσταση του 1821 έχει καταγραφεί ως ένας λαμπρός ηρωικός μύθος στο ασυνείδητο μεγάλου μέρους των Νεοτέρων Ελλήνων. Η σχέση με αυτή την εποχή διαπνέεται από έναν αθώο συναισθηματισμό, επιμελώς καλλιεργημένο στα σχολικά θρανία, διχάζεται ανάμεσα σε άκριτα αποδεκτά αξιώματα και παρορμητικές ενστάσεις του μυαλού, ακροβατεί ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία. Για πολλούς, ακόμη και η παραμικρή αμφισβήτηση των ηρωικών
δεδομένων του, εγείρει σοβαρές αντιστάσεις στις συνειδήσεις. Το βέβαιο είναι ότι φέτος το 1821 θα γίνει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η νεότερη Ελλάδα καλείται να ανατρέξει στη βιογραφία της, να την επανασυντάξει, να τη συμπληρώσει ή να κάνει κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις στο φαντασιακό της κείμενο. Δύο αιώνες μετά έχει μια νέα ευκαιρία να αναστοχαστεί την πορεία της στο χρόνο και να ξεφορτωθεί επιτέλους τις ψευδαισθήσεις της. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι η μέχρι στιγμής πρόσληψη των γεγονότων της Επανάστασης αφήνει πολλά περιθώρια για νέες προσεγγίσεις και ερμηνείες. Το μυθιστόρημα πιθανότατα θα εγείρει ερωτήματα και θα προκαλέσει
συζητήσεις ή και αντιδράσεις.
«Το ’21 δεν γλίτωσε από την κλίνη του Προκρούστη! Και με αυτή την έννοια παραμένει ένα ανοιχτό βιβλίο συζήτησης, προπάντων που μας καθορίζει ταυτοτικά ως Νεοέλληνες. Στο δικό μου μυθιστόρημα επιχειρείται μια τολμηρή, ως ένα σημείο, ανάγνωση του ’21 από οπτικές γωνίες που αποφεύγει η παραδοσιακή ιστοριογραφία και τίθενται ερωτήματα που πιο εύκολα
τα επιτρέπει η λογοτεχνία από την ιστοριογραφία, καθότι στην ιστοριογραφία χρειάζεται η τεκμηρίωση, ενώ στη λογοτεχνία, μολονότι επίσης είναι αναγκαία η τεκμηρίωση, αφήνεται μεγάλος χώρος και στην κοινωνική φαντασία.
Υπάρχουν πολλά περιθώρια για μια νέα θεώρηση του ’21 και μέσα από την ιστοριογραφία και μέσα από τη λογοτεχνία. 0 Εγγονόπουλος, για παράδειγμα, πάει πέρα από τον “μακρυγιαννισμό” και το σχετικό αφήγημα του Σεφέρη και της γενιάς του ’30, που επιβλήθηκε ως το κυρίαρχο ιδεολογικό ατένισμα
της Επανάστασης. Η συμβολή των γυναικών παραμένει επίσης ένα ζητούμενο, τόσο της ιστοριογραφίας όσο και της λογοτεχνίας. Όπως ζητούμενα είναι και η καθημερινότητα, οι κακουχίες των αμάχων, ο έρωτας, η ζωή. Γιατί συνεχιζόταν η ζωή και μέσα από τα ερείπια του πολέμου.
Η Επανάσταση έσερνε μαζί της πολλαπλές αντιφάσεις και ακολούθησε πολύπλοκες διαδρομές. Διαδρομές όπου η πανουργία της Ιστορίας άφηνε ρόλο στην τυχαιότητα και το παράλογο. Και αφήνει ρόλο και σε κάθε γενιά να αναζητήσει και να αναστοχαστεί τα παραλειπόμενα του επίσημου ιστορικού αφηγήματος. Και η λογοτεχνία επιτρέπει την ανίχνευση των παραλειπομένων της ιστοριογραφίας. Ελπίζω κάποια από αυτά τα παραλειπόμενα να έχω καταφέρει να μεταφέρω μέσα από το δικό μου μυθιστόρημα».
Πολυπρόσωπο, με πολλές διακειμενικές αναφορές, με πολλαπλούς αφηγητές που κινούνται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, με παράλληλες αφηγήσεις, εκτός από την κύρια, έχει οργανωθεί το μυθιστορηματικό σύμπαν του Στέφανου Κωνσταντινίδη. Το λαϊκό στοιχείο, βιωματικό και αφομοιωμένο,
συνυπάρχει με το λόγιο, σε αγαστή ισορροπία. Στα μυθιστορήματά του εμπλέκεται και συνυπάρχει ο δοκιμιακός και ενίοτε ο επιστημονικός λόγος. Ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει μέσα από πολλές οδούς την κοινωνία σε διάφορες στιγμές του ιστορικού χρόνου.
«Η τεχνική της αφήγησης είναι περίπου η ίδια, όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματα. Δίπλα στον κεντρικό αφηγητή, εμφανίζονται και άλλοι αφηγητές με μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο, καθώς και διάλογοι ανάμεσα τους. Μια σύνθετη, δηλαδή, αφήγηση. 0 χρόνος της αφήγησης μπορεί να συμπίπτει με αυτόν της ιστορίας, αλλά μπορεί και να επεκτείνεται και στο σήμερα. Και στις δύο περιπτώσεις όμως η αφήγηση είναι στην υπηρεσία του ιστορικού χρόνου».
Το μυθιστόρημα βρίσκεται στην τελική επεξεργασία πριν από την έκδοση. 0 τίτλος και η σύνθεση του εξωφύλλου ζητούν τώρα την προσοχή και το ενδιαφέρον του συγγραφέα. Το βιβλίο καλείται σημειολογικά να δώσει το στίγμα του, να πάρει ευκρινώς τη δική του θέση μέσα στο πλήθος των βιβλίων για το 1821.
«Ξεκίνησα στην αρχή με τον τίτλο Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου. Αυτός ο τίτλος ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο, επειδή γίνεται κάτι σαν αναφορά στον Οικονόμου για το όλον ’21, δεδομένου ότι δολοφονήθηκε την πρώτη χρονιά της επανάστασης. Όμως στη συνέχεια σκέφτηκα τον αναγνώστη που
δεν γνωρίζει ποιος ήταν αυτός ο αγωνιστής, μια και το επίσημο ιστορικό αφήγημα τον έχει θάψει και μόλις τα τελευταία χρόνια ανασύρεται από την αφάνεια. Αν έγραφα για παράδειγμα για τον Κολοκοτρώνη, ένας τίτλος Γράμμα στον Κολοκοτρώνη θα ήταν τέλειος, όλος ο κόσμος έχει ακούσει γι’ αυτόν. Έτσι χωρίς να έχω ακόμη εντελώς καταλήξει, προσανατολίζομαι να δώσω
στο μυθιστόρημα ως κύριο τίτλο Το ’21 με υπότιτλο Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου».
.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΑΧΑΝΑΣ
VAKXIKON Μάιος 2021
FRACTAL 10/11/2021
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έχει τις πολεμικές στιγμές, τις ηρωοποιήσεις, τις αποσιωπήσεις και τις παραναγνώσεις της. Πολλές γενιές Ελλήνων έχουν μεγαλώσει με τα επαναλαμβανόμενα στερεότυπα για το ’21. Κάτι που ωθεί τους περισσότερους να προσπερνούν τα ετήσια επετειακά κλισέ με αδιαφορία. Όμως τέτοια αδιαφορία, μας οδηγεί τελικά στην ουσιαστική άγνοια της Ιστορίας. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια, για να κατανοήσουμε το χάσμα που χωρίζει τα στερεότυπα από τα πραγματικά γεγονότα.
Σήμερα ευτυχώς κάποιοι μορφωμένοι και λόγιοι αναφέρονται σε μια αφήγηση, που επιδιώκει να φωτίσει αλλιώς την Ιστορία και αποκαλύπτουν μια λιγότερη γνωστή εκδοχή και οπτική της Ιστορίας, που δεν συμπίπτει με την κρατούσα αντίληψη.
Ένα τέτοιο γεγονός που η επίσημη Ελληνική Ιστορία και η κρατούσα τάξη αποκρύπτει και δεν δίνει την πραγματική του διάσταση είναι η πρώτη κοινωνική Επανάσταση στον πλανήτη, η λεγόμενη «κομμούνα» της Ύδρας (1821), πενήντα χρόνια πριν την κομμούνα των Παρισίων (1871)!!!
Ο Κύπριος καθηγητής Πανεπιστημίου Στέφανος Κωνσταντινίδης ξεδιπλώνει την πολυτάραχη ιστορία των κοτζαμπάσηδων, «νοικοκυραίων» και προκρίτων της Ύδρας, της ελίτ της Ύδρας του 1821, αποκαλύπτοντας βαθιά κρυμμένα μυστικά, με ένα βιβλίο (Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου – στο υφαντό του ’21, εκδόσεις Βακχικόν) για την αναζήτηση της αλήθειας και της Ελευθερίας, αλλά και μια ιστορία κατάστικτη από μικρά και μεγάλα εγκλήματα.
Ο συγγραφέας Κωνσταντινίδης ξαναγυρίζει στον Αντώνη Οικονόμου, τον μικροκαπετάνιο, το παιδί της θάλασσας, τον κουρσάρο, επειδή είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, αλλά όχι η μόνη, απόκρυψης από την επίσημη ιστορία της δράσης και του ρόλου του.
Άνοιξη του 1821 έγινε η Επανάσταση του Οικονόμου στην Ύδρα και η αντεπανάσταση των κοτζαμπάσηδων, που τον ανέτρεψαν και τον σκότωσαν στο μοναστήρι του Φονιά!!
«Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φεραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου-που τόσο άδικα τον σφάξαν –
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
τ΄ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής…» Νίκος Εγγονόπουλος
Αντώνης Οικονόμου! Δίπλα στον Ρήγα Φεραίο!
Ο Αντώνης Οικονόμου, ήταν ένας από τους πλοιάρχους που ανέδειξε η ναυτοτρόφος Ύδρα και ο οποίος, αν δεν ξέσπαγε η Επανάσταση, θα έμενε παντελώς άγνωστος στην Ιστορία. Διότι ναι μεν είχε γίνει πλοιοκτήτης, αλλά το πλοίο του βούλιαξε στο Γιβραλτάρ και από τη μια στιγμή στην άλλη έπεσε στα χαμηλά. Αλλά δεν τα έβαλε κάτω. Δραστήριος καθώς ήταν, έφυγε για την Πόλη με σκοπό να βρει δανειστές, να «κτίσει» καινούργιο καράβι και να ξαναμπεί στην περιπέτεια των κυμάτων. Μπήκε όμως στην περιπέτεια της Επαναστάσεως, που έχει πιο άγρια κύματα. Τα κύματα της θάλασσας έπνιξαν το καράβι του, τα επαναστατικά κύματα έπνιξαν τον ίδιο.
Οι Φιλικοί έστειλαν τον Αντώνη Οικονόμου στην Ύδρα να προετοιμάσει το έδαφος, ώστε το νησί να είναι έτοιμο για ανάφλεξη, όταν θα ανάψει η πρώτη επαναστατική θρυαλλίδα. Ο Οικονόμου δεν πρόλαβε να κάνει πολλά. Αλλά αυτό που έπραξε υπήρξε μέγα και θα δοξάζετε το όνομά του στον αιώνα. Το γεγονός ότι κατόρθωσε να βάλει την Ύδρα στον Αγώνα ήταν σωστικό για την Επανάσταση. Η Ύδρα είχε εξελιχθεί σε «Μικρή Αγγλία», σε μια Αγγλία της Μεσογείου. Είχε 170 πλοία, οι Υδραίοι πλοίαρχοι είχαν μεγάλη εμπειρία στους πολεμικούς ελιγμούς και διέθετε στα χρηματοκιβώτια τη μεγαλύτερη ποσότητα σε ασημένια και χρυσά νομίσματα απ΄ ό,τι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα. Ήταν, λοιπόν, ανάγκη να γίνει η «κάσα», ο χρηματοδότης της Επαναστάσεως. Στην Ύδρα όμως είχε σχηματιστεί μια «κάστα» ναυτικής και εμπορικής αριστοκρατίας, οι νοικοκυραίοι, οι οποίοι ήταν επιφυλακτικοί να μπούνε στην Επανάσταση. Ο Παπαφλέσσας δεν μπόρεσε να τους πείσει.
Παρά την αντίδραση των «νοικοκυραίων», ο Οικονόμου άρχισε να σχηματίζει μια επαναστατική μαγιά από Υδραίους ναυτικούς, άνεργους ναύτες, τον λαό αλλά και Μοραΐτες Φιλικούς που ζούσαν στο νησί. Τη νύχτα της 16ης Απριλίου 1821 οι καμπάνες του νησιού άρχισαν να χτυπούν δαιμονισμένα. Όλος ο κόσμος κατέβηκε στο λιμάνι. Και τότε ο Οικονόμου στιγμάτισε τους Υδραίους κοτζαμπάσηδες (τους τότε εφοπλιστές) που αφήνουν τους Μοραΐτες να μάχονται για τη λευτεριά και αυτοί παραμένουν αδρανείς, καθισμένοι πάνω στα λεφτά τους και κάλεσε τους ναύτες να καταλάβουν τα αραγμένα πλοία κι ευθύς να στρέψουν τα κανόνια προς τα’ αρχοντικά. Το «αρχοντολόι», nolens, volens, μπήκε κι αυτό στον επαναστατικό χορό. Εν των μεταξύ, ο Αντώνης Οικονόμου με μια ομάδα οπλοφόρων κατέλαβαν την «Καγκελαρία», το διοικητήριο του νησιού και τη διοίκηση, στρατιωτική και πολιτική, ανέλαβε ο Οικονόμου, ο οποίος άρχισε να εκδίδει διακηρύξεις και διαταγές, που μαρτυρούν μια δημοκρατική ισορροπία, διότι τώρα υπογράφουν «οι πρόκριτοι και οι κάτοικοι της Ύδρας». Αναγνωρίζεται στον λαό ένας πρωταγωνιστικός ρόλος στα γεγονότα, ρόλος ισότιμος με αυτόν των προκρίτων. Η επέμβαση του Οικονόμου ανέτρεψε την ολιγαρχική εξουσία των προκρίτων και επέβαλε μια μορφή λαϊκής κυριαρχίας και εξουσίας.
Από τις 16 Απριλίου και μετά, τα πλοία των Υδραίων σταδιακά άρχισαν να μπαίνουν στον Αγώνα.
Αλλά οι πρόκριτοι (Λάζαρος Κουντουριώτης, Θεόδωρος Γκίκας, Δημήτριος Τσαμαδός κ.α.) δεν μπορούσαν να ανεχτούν να αρχηγεύει στο νησί τους ένας «παρακατιανός» που με τη δύναμη της φτωχολογιάς μπορούσε να διαφεντεύει τα πλοία και τα λεφτά τους. Άρχισαν να υπονομεύουν τη θέση του.
Ο Αντώνης Οικονόμου, ένα γνήσιο παιδί του λαού, που δολοφονείται στην Αργολίδα, από τους Υδραίους κοτζαμπάσηδες-εφοπλιστές, τον Λάζαρο Κουντουριώτη και τους άλλους, συγγενεύει με τον Μπολιβάρ, τον Ρήγα, την Ρόζα Λούξεμπουργκ, από την δική του Μικρά Αγγλία σημαδεύει ανεξίτηλα την επανάσταση, που έχει μάθει να κρύβει το αληθινό της πρόσωπο.
Έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης:
«Και ο θάνατος σαν έρθει, μη φοβάστε,
Σκλάβος κι αυτός θα μπει στη δούλεψή μας,
Ξεφράζοντας τη στράτα να περάσουν
Οι νέες γενιές, οι γιοί και οι θυγατέρες!!»
Χρειαζόταν ο Νίκος Εγγονόπουλος πριν από δεκαετίες, για να ανυψώσει τον Οικονόμου δίπλα στον Σίμωνα Μπολιβάρ και τον Ρήγα Φεραίο, ο ποιητής που ατενίζει μακριά, που ατενίζει την Ύδρα και γράφει για το εξουσιαστικό μπλοκ του νησιού, τους εφοπλιστές της τότε εποχής.
«Κατηγγέλθη
ως εξαιρετικά επικίνδυνος
για τη δημόσια
ασφάλεια
-για την ειρήνη
των φιλησύχων πολιτών-
…»
Για τον Αντώνη Οικονόμου τα έγραψε αυτά ο Εμπειρίκος!
Ο Αντώνης Οικονόμου που διασώθηκε χάρη στην μνήμη του λαού και τα ανεπίδοτα γράμματα της Μαρίας Κουντουριώτη ανήκει πια στους στίχους των Ερωτόκριτων, των μεγάλων ποιημάτων που δεν βρίσκουν ποτέ την φραγή και διαπερνούν πύρινα τα αδιέξοδα. Αυτός ο τόπος που γεννά μορφές σαν τον Οικονόμου, σαν τον Φεραίο, σαν την Μπουμπουλίνα, σαν τον Ανδρούτσο, σαν την Μαντώ Μαυρογένους, σαν τον Καραϊσκάκη, σαν τον Κοραή και σαν τον Ηράκλειτο δεν ανήκει στον Ανδριανό μα μήτε στον Θησέα. Είναι γέννημα θρέμμα των απλών ανθρώπων, εκείνων που κατά τον φωτισμένο κοτζαμπάση Σωτήρη Χαραλάμπη, δεν ξέρουν να κρατήσουν πιρούνι και τρώνε ακόμη με τα χέρια τους. Εκείνων που σήμερα συνθέτουν το περίφημο, αόρατο χέρι της ιστορίας καθώς ξεφυλλίζει το όνειρο ενός ολόκληρου λαού…
Γράφει γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου, ο Στέφανος Κωνσταντινίδης για να μάθει πως: την Επανάσταση τη δήμευσαν οι κοτζαμπάσηδες, και το κράτος που γεννήθηκε από αυτήν το κληρονόμησαν στους απογόνους τους, που μας τυραννούν διαχρονικά. Χρειάζεται μια άλλη επανάσταση για να τους αποτινάξουμε από πάνω μας, Αντώνη Οικονόμου. Μια επανάσταση που αργεί. Αργεί πολύ!!
Η λαϊκή εξουσία πάντα θα φοβίζει, Αντώνη Οικονόμου!! Είτε αυτή του Σίμωνα Μπολιβάρ είτε αυτή του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου είτε αυτή της Κομμούνας του Παρισιού είτε η δική σου. Ακόμη και η αστική δημοκρατία φοβίζει στις μέρες μας και την ψαλιδίζουν όσο μπορούν…
Οι πολιτικοί συμμάχησαν -δηλαδή Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης κατά κύριο λόγο- με τους κοτζαμπάσηδες, ιδιαίτερα αυτούς της Ύδρας (Λυκούργος Κουντουριώτης) τρώγανε τα λεφτά των δανείων που τους έδινε η Αγγλία, με το αζημίωτο αφού εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά της, και βάλθηκαν να εξοντώσουν τους οπλαρχηγούς (Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος- τον πρώτο τον κλείσανε φυλακή, τους άλλους δύο τους δολοφόνησαν), που ήταν εκπρόσωποι του λαϊκού πληβειακού στοιχείου.
Η δολοφονία του Καποδίστρια, ήταν η συνέχεια αυτής του Αντώνη Οικονόμου, αυτής του Ανδρούτσου και αυτής του Καραϊσκάκη. Η δολοφονία του Καποδίστρια, πίσω από την οποία βρίσκονταν οι ίδιες πολιτικο-κοινωνικές ομάδες που δολοφόνησαν και τους προηγούμενους, η ιερά συμμαχία των Υδραίων κοτζαμπάσηδων με αυτούς της Πελοποννήσου (Κανέλλος Δεληγιάννης) και τους πολιτικούς Μαυροκορδάτου και Κωλέττη. Στην έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, εναντιώθηκαν με λύσσα οι κοτζαμπάσηδες, οι Υδραίοι κοτζαμπάσηδες, ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης. Από πολύ συγκεκριμένες οικογένειες-Κωλέττηδες, Μαυροκορδάτοι, Τρικούπηδες κ.α.-προέρχεται η πολιτική ηγεσία του τόπου κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Τον 20ο αιώνα αλλάζουν απλά τα ονόματα Βενιζέληδες, Καραμανλήδες, Παπανδρέηδες, Μητσοτάκηδες, αλλά η οικογενειοκρατία συνεχίζεται κανονικά. Η παράδοση συνεχίζεται και τον 21ο αιώνα. Ως πότε τελικά…
Αποκρύπτεται ακόμη ότι και οι σημερινές παθογένειες του ελληνικού κράτους οφείλονται σε δύο λόγους: Ο πρώτος είναι γιατί το κράτος δομήθηκε στους κοτζαμπάσηδες και τους απογόνους τους, σε μια ολιγαρχία που συνεργαζόταν με μια ξενόφερτη βασιλεία. Αυτή η ολιγαρχία στις μέρες μας εξελίχθηκε σε οικογενειακά τζάκια. Με ανύπαρκτη αστική τάξη, με μεταπράτες αστούς στη συνέχεια που απομυζούσαν τον κρατικό κορβανά, με μαυραγορίτες μεταπολεμικά που πλούτισαν στην Κατοχή, συνεργάτες των Γερμανών, πιο κοντά σε μας. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το κράτος που προέκυψε από την Επανάσταση του΄21 δομήθηκε στην ξένη προστασία και εξάρτηση.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ποιοτικό ιστορικό, αιρετικό «δοκιμιακό» μυθιστόρημα, καρπό μόχθου και συγγραφικής ωριμότητας. Ο συγγραφέας, σεβόμενος την ιστορική τεκμηρίωση, προβαίνει σε αποτίμηση με ευαισθησία απέναντι σε ό,τι έχει εξαφανιστεί. Ανασυγκροτεί μια προσωπικότητα της Επανάστασης του 1821,τον Αντώνη Οικονόμου και δένεται με αυτή, χωρίς όμως να παρασύρεται σε ταύτιση και μονομέρεια. Προβληματίζει τον αναγνώστη και αναβαθμίζει τη γνώση του για την περίοδο, αναδεικνύοντας τους υλικούς και κοινωνικούς όρους και την ψυχολογική προέκταση της δράσης του Αντώνη Οικονόμου.
Το βιβλίο του Στέφανου Κωνσταντινίδη αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην υπόθεση της συλλογικής αυτογνωσίας.
Πρέπει να διαβαστεί αυτό το βιβλίο από όλους τους Έλληνες, που θέλουν να ξεφύγουν από τα στερεότυπα, τους μύθους και να μάθουν την πραγματική αλήθεια του 1821.
Πρόκειται για Αριστούργημα.
.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
FRACTAL 26/05/2021
Αποθέματα Ελληνικότητας
Η μελέτη της ιστορίας απαιτεί έναν ιστορικό, έναν οικονομολόγο, έναν λαογράφο, επιστήμονες, ηθολόγους που μπορούν να τραγουδούν τις παρωχημένες γενιές, αναφέρεται στο πολύτιμο έργο του Βλαχογιάννη για τις πιο αδιόρατες σελίδες μιας εποχής που ανάγεται πλέον στα όρια του ρομαντικού σκιαγραφήματος. Χρειάζεται ακόμα τις λέξεις και τις παραδοχές που θα αναδείξουν το μέγεθος της τραγωδίας που συνοδεύει πάντα -και αναπόφευκτη παραμένει- το ζητούμενο των μεγάλων ιδεών και των σπουδαίων πράξεων.
Η επέτειος των διακοσίων ετών από την Ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του νέου, ελληνικού κράτους συνιστά ένα γεγονός μείζονος σημασίας. Όχι για τις διακοσμήσεις και τις αυθαιρεσίες που στοχεύουν καθώς πάντα στην διαμόρφωση ενός εθνικού φρονήματος αλλά για το είδος της αλήθειας που κερδίζοντας την απόσταση και τον χρόνο καλείται να σβήσει τα ψευδεπίγραφα συνθήματα αφήνοντας χώρο στην ευθύνη. Με αυτήν την στόχευση έρχεται να συμπληρώσει τις ηθελημένα λευκές σελίδες της ελληνικής ιστορίας το Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου, διά χειρός του σημαντικού Κύπριου καθηγητή και μελετητή, Στέφανου Κωνσταντινίδη. Με την ματιά του προσηλωμένη στην μορφή του εμπνευσμένου πολιτικού που εκτελέστηκε για τις ιδέες του ο κύριος Κωνσταντινίδης επιστρέφει στα γεγονότα της Ύδρας μόνο και μόνο για να ανακαλύψει και πάλι αυτήν την φωνή της αθωότητας που επικαλέστηκε ο Σατωβριάνδος. Η ασχημάτιστη, ελληνική πολιτεία κηρύσσει τον υπέρ πάντων Αγώνα, καλούμενη να συνδυάσει τις μεγάλες αντιθέσεις του εαυτού και της εποχής της. Δίχως την στήριξη των μεγάλων δυνάμεων και σε μια εποχή που τα εθνικά κράτα αναζητούν σφαίρες επιρροής ο πεινών, ο γυμνητεύων, ο εις όρη και σπήλαια περιπλανώμενος βρίσκει το κουράγιο να γυρίσει τις σελίδες της ιστορίας που παραμένει σιωπηλή για τετρακόσια και βάλε χρόνια. Όχημα του εξαιρετικού μυθιστορήματος που δεν τσιγκουνεύεται την ιστορική αλήθεια η προσωπικότητα του Αντώνη Οικονόμου. Ένα γνήσιο παιδί του λαού που εκτελείται, σφραγίζοντας το όνειρο που θα μπορούσε να θεραπεύσει την παραμόρφωση της σημερινής εντύπωσης. Συγγενεύει με τον Μπολιβάρ, τον Ρήγα, την Ρόζα Λούξεμπουργκ, από την δική του Μικρά Αγγλία σημαδεύει ανεξίτηλα την επανάσταση που έχει μάθει να κρύβει το αληθινό της πρόσωπο. Και όμως μες στις σελίδες του Γράμματος στον Αντώνη Οικονόμου φωτίζεται δειλά εκείνη η διαβατάρικη εικόνα των αγνών αγωνιστών που θέλησαν με το ψηφί, με το ριγλί και το μαργαριτάρι του Ζήσιμου Λορεντζάτου να ανασηκώσουν το ήθος ενός χαμένου κόσμου. Ο Αντώνης Οικονόμου και οι χιλιάδες των αγωνιστών που έπεσαν μες στους κήπους των μεγάλων ιδεών, δεν γύρεψαν να ανταλλάξουν το πρόσωπό τους με εκείνο του διαφωτισμού. Κατοίκησαν τις μικρές ώρες αυτού του τόπου, έζησαν ως την αιχμή της ύπαρξής τους αυτήν την ιστορία που ονομάστηκε Ελληνική Επανάσταση και στάθηκαν σημεία ασυμβίβαστα μες στον αιθέρα της Ύδρας, της Αίγινας, των Αθηνών.
Μια νύχτα αιώνων χρειάζεται αιώνες για να γυρίσει. Θέλει δουλειά πολύ για να γυρίσει ο τροχός τραγουδά ο ποιητής και η λαϊκή τέχνη, αλάνθαστη, μεγαλειώδης, αποδίδει μια αίσθηση μεταφυσική σε εκείνες τις μορφές που υψώθηκαν πάνω και πέρα από τις απαιτήσεις του καιρού τους. Έπειτα ήρθαν άλλοι καιροί, το μαγαζί της σύγχρονης Ελλάδος πήρε να δανείζεται ρυθμούς και εκδοχές, ο τιμητής της φόρεσε καινούρια ρούχα ευρωπαϊκά και όλα πήραν να μεταφράζονται με τους όρους του νέου ήθους. Χρειαζόταν ο Νίκος Εγγονόπουλος πριν από δεκαετίες, χρειάζονταν τα τραγούδια και η συγκίνηση και το φως που διαφορίζεται σε μάρμαρα και αλώνια για να χτυπήσει και πάλι, αμείωτος ο παλμός μιας εποχής. Ο Αντώνης Οικονόμου που διασώθηκε χάρη στην μνήμη του λαού και τα ανεπίδοτα γράμματα της Μαρίας Κουντουριώτη ανήκει πια στους στίχους των Ερωτόκριτων, των μεγάλων ποιημάτων που δεν βρίσκουν ποτέ την φραγή και διαπερνούν πύρινα τα αδιέξοδα. Αυτός ο τόπος που γεννά μορφές σαν τον Οικονόμου και σαν τον Φεραίο, σαν την Μπουμπουλίνα και σαν τον Ηράκλειτο δεν ανήκει στον Ανδριανό μα μήτε στον Θησέα. Είναι γέννημα θρέμμα των απλών ανθρώπων, εκείνων που κατά τον φωτισμένο κοτζαμπάση Σωτήρη Χαραλάμπη, δεν ξέρουν να κρατήσουν πιρούνι και τρώνε ακόμη με τα χέρια τους. Εκείνων που σήμερα συνθέτουν το περίφημο, αόρατο χέρι της ιστορίας καθώς ξεφυλλίζει το όνειρο ενός ολόκληρου λαού. Τέτοια πρόσωπα, μορφές σαν αυτές που ανασύρονται από την μνήμη μες στις αφοπλιστικές σελίδες του Γράμματος των εκδόσεων Βακχικόν, συνιστούν ψυχές σαν φλόγες, τα χείλη τους είναι σαν δροσισμένα, στον λαιμό τους έχουν ρόδα κρεμασμένα. Μα είναι κάτι περισσότερο από όσα καταθέτει ο Ανδρέας Κάλβος, είναι μια αντίδραση απέναντι στην ευρωπαϊκή μοναρχία που ασκείται επί της τέφρας του ελληνικού αγώνος. Ένας τέτοιος αγώνας, σαν την υπόμνηση που περιλαμβάνεται στις σελίδες του βιβλίου του κυρίου Στέφανου Κωνσταντινίδη δεν είναι κάλπικος και δίχως αντίκρισμα. Την ώρα που ο λαός ελίγνευε και πτώχαινε, το πάθος του Αντώνη Οικονόμου με τον οποίο ο Σ. Κωνσταντινίδης όλο ευφυία συνδιαλέγεται πυκνώνει στους κόλπους του ένα πάθος υψηλής ποιότητας, που υπερβαίνει κάθε ειλικρίνεια. Δουλεμένο πάνω στο υφαντό του αλησμόνητου ΄ 21 το ιστορικό μυθιστόρημα του έγκριτου καθηγητή και δημοσιογράφου Στέφανου Κωνσταντινίδη δεν ρίχνει λίγο χώμα πάνω στην ανάμνηση αλλά αποκαλύπτει αντιθέτως, τους όρους κάτω από τους οποίους βρήκε τον βηματισμό της η πολύπαθη, ελληνική επανάσταση. Την ώρα που η ρήση του Σεφέρη κινδυνεύει να αποδειχτεί πέρα για πέρα αληθινή, την στιγμή που ένα ολόκληρο έθνος κινδυνεύει να μεταμορφωθεί σε φυτό, οι μαρτυρίες για τα πρόσωπα που δίχως κέρδος δόθηκαν σε αυτήν την υπόθεση της συλλογικής συνείδησης επιτελούν κάτι πολύ σπουδαιότερο από την συγκίνηση της τέχνης. Πλάι στις Εργαστίνες της Ζωοφόρου του Παρθενώνος, πλάι στον Αισχύλο που σμιλεύει το ίδιο του το μνήμα ο Αντώνης Οικονόμου διεκδικεί λίγο από τον ρεμβασμό μας. Έχοντας ξοδέψει τα νιάτα του πάνω στον σταυρό του ελληνικού ζητήματος ο Οικονόμου του κ. Κωνσταντινίδη θυμίζει τον λαμπερό υδράργυρο που γλιστρά από τα χέρια της σύγχρονης, νεοελληνικής μας εποποιίας. Δίχως χρυσάφι και δόξα, ο ήρωας των εκδόσεων Βακχικόν που έρχεται να μιλήσει με ειλικρίνεια πρωτόγνωρη για την εποχή του, δεν παρέχει μέσα εκλέπτυνσης, μήτε ομορφαίνει την ιστορία του με στοιχεία φτηνών ρομάντζων. Η μοίρα των ηρώων είναι άλλωστε σκληρή μα θα έρθει ο καιρός που η ευαισθησία ενός λαού θα ακουμπήσει και πάλι στα ιερά και τα όσια. Ο Αντώνης Οικονόμου προσωποποιεί δίχως αμφιβολία και περιττές διακοσμήσεις την ανάγκη η ελληνική ψυχή να βρει τις βαθύτερες ανάγκες της, όσες δεν έπνιξε ο ιερέας, όσες δεν τριγυρνούν ψευδεπίγραφες μες στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού. Το αποτύπωμά του πάνω στις πέτρες, συνιστά σήμερα μια ταυτότητα, ένα είδος ακαταμάχητης αλήθειας που δίνει νόημα και αξία στο ένστικτο της επιβίωσης. Πέρα και πάνω από κάθε τι, δίνει πνοή και νόημα σε έναν άνισο αγώνα.
Το νυσταλέο, ελληνικό πνεύμα του καιρού μας θυμίζει τα αγάλματα των κολοσσών που ξαπλώνουν σε μια στήλη επιτύμβια, που δίχως σπονδές και θυσιαστήρια πώς μαραίνονται. Θυμίζει την Αριάδνη που χαμένη μες στα δημοτικά τραγούδια και την αισθητική του φολκλόρ κλαίει δίχως τον μίτο της, δίχως τα παιδικά της παιχνίδια. Το μοναδικό μυθιστόρημα του Στέφανου Κωνσταντινίδη που φθάνει από τις εκδόσεις Βακχικόν και θέτει τις βάσεις για μια άλλη συζήτηση πάνω στο ζήτημα του Αγώνα και την διόλου ευθύγραμμη πορεία του , δεν γεννιέται κάτω από τις προσταγές της ολοκαίνουριας Ελλάδας και του θεού της. Την ώρα που οι έμποροι ξεπουλάνε τα τελευταία είδωλα αυτού εδώ του τόπου μορφές όπως ο Αντώνης Οικονόμου αρθρώνουν λόγια λησμονημένα, τρυφερές μπαλάντες κρυμμένες ανάμεσα στα κορφοβούνια και την αιωνιότητα. Αυτά τα δυο όρισαν για πάντα το αλωνάκι αυτό.
Τούτο το σημείωμα που πάσχισε να πει δυο λόγια για μια υπόθεση εξόχως μεγαλύτερη από το ίδιο, κλείνει με το πιο κάτω παράθεμα, αντλημένο από τις σελίδες του Γράμματος. Ο συγγραφέας, Στέφανος Κωνσταντινίδης γράφει και αυτούσια τούτο το σημείωμα τα λόγια του μεταφέρει. Ο μυθιστοριογράφος πειραματίζεται. Υπάρχει ένα άθροισμα οραμάτων που βλέπουμε από διαφορετικές γωνίες. Και μέσα από αυτές τις διαφορετικές γωνίες συναντούμε στα ίδια οράματα της ζωής τον Αντώνη Οικονόμου και τον Λεονάρδο Κοέν να περιφέρονται τα βράδια στα δρομάκια της Ύδρας και να διαλέγονται, για την Ύδρα, την Επανάσταση, τον Κόσμο.
Πλάι στο παράδοξο εγκώμιο των διακοσίων ετών που στεφανώνεται από καλαίσθητα κοντογούνια και παραδοσιακά ζωνάρια και φωτισμένες προσόψεις, υπάρχουν πάντα τα μυστικά συγγράμματα, τα ελάχιστα φωτισμένα, που διέσωσαν την Ελλάδα του ΄21 και όσα από εκείνη σήμερα, τραβιούνται, σπανίζουν, λαθροζούν αδικαίωτα. Το βιβλίο του κυρίου Στέφανου Κωνσταντινίδη υπενθυμίζει την μεταφυσική σχεδόν πεποίθηση ενός ολόκληρου κόσμου. Φθαρμένη σήμερα, κάτι σαν την ρωμαϊκή παλιατσαρία του Μπρεντάνο, στέκει μόνο ως υπενθύμιση για το παραστράτημά μας, επάνω στην ειλικρινή καταγραφή των γεγονότων του Αγώνα και τις μορφές που σήμερα τον δικαιώνουν κερδίζοντας στα σημεία την αφάνεια και όσα τους επιφύλασσε ο άκριτος, εγχώριος φιλοευρωπαϊσμός μας.
.
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
FRACTAL 07/07/2021
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Στέφανου Κωνσταντινίδη
Ένα «αιρετικό» μυθιστόρημα ‒όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου‒ μόλις έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Βακχικόν. Είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του, μετά την τριλογία του Νομάδα, που είδε το φως από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Στον τομέα της λογοτεχνίας έχει δώσει και έξι ποιητικές συλλογές, δύο συλλογές διηγημάτων, αλλά ασχολήθηκε και με το δοκίμιο και με την βιβλιοκριτική. Δεν θα αναφερθώ στην πλούσια βιβλιογραφία για το κύριο θέμα που τον απασχολεί, την Πολιτική Επιστήμη. Αυτή τη φορά καταπιάνεται με το ’21 και ειδικά με έναν Υδραίο επαναστάτη, δολοφονημένο από τους κοτζαμπάσηδες. Στο βιβλίο αυτό συνδυάζονται όλες οι εμπειρίες, δεξιότητες θα έλεγα καλύτερα, που έχει αποκτήσει ο συγγραφέας με την ενασχόλησή του τόσο με την φιλολογία, λογοτεχνία, την ιστορία, την φιλοσοφία όσο και με την πολιτική ανάλυση.
Η πρώτη γνωριμία του με τον «πρωτοπόρο και σεμνό Υδραίο ήρωα», τον Αντώνη Οικονόμου, γίνεται μέσα από το ποίημα Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, στον οποίο ανήκει και ο χαρακτηρισμός. Αργότερα θα συναντηθεί ξανά με τον ήρωά του, όταν επισκέφτηκε την Ύδρα με έναν φίλο του, επίσης, καθηγητή ‒τον Jean Katsiapis‒ και συζήτησαν για την Ύδρα, το ναυτικό και αναλογίες της ελληνικής επανάστασης με τη γαλλική. Ίσως τότε ωριμάζει και η σκέψη να γράψει για τον Αντώνη Οικονόμου.
Ξεκινά, λοιπόν, το μυθιστόρημά του με ένα γράμμα, για να τον ενημερώσει για το τι έγινε, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, μετά την δολοφονία του. «…σου γράφω για να ξέρεις Αντώνη, πως την Επανάσταση τη δήμευσαν οι κοτζαμπάσηδες, και το κράτος που γεννήθηκε από αυτήν το κληρονόμησαν στους απογόνους τους που μας τυραννούνε διαχρονικά. Χρειάζεται μια άλλη επανάσταση για να τους αποτινάξουμε από πάνω μας, Αντώνη. Μια επανάσταση που αργεί. Αργεί πολύ!»
Για να πετύχει τον σκοπό του μπαίνει και σε διάλογο με φανταστικά ή πραγματικά πρόσωπα, επιστρατεύει έναν καθηγητή του, της ιστορίας, αλλά και γνωστούς φιλοσόφους και ποιητές, τα οποία θα τον βοηθήσουν να αποκρυσταλλώσει την δική του θεώρηση των πραγμάτων, από το παρελθόν να έρθει στο σήμερα∙ αυτό που πραγματικά θέλει να πει στον Αντώνη Οικονόμου, δηλαδή στους αναγνώστες του. Έτσι, διαβάζουμε: «Ο Καποδίστριας συνέχισε την προσπάθεια δημιουργίας τακτικού στρατού με πιο γρήγορους ρυθμούς. Η δολοφονία του ανέκοψε αυτή την προσπάθεια. Μετά ήρθαν οι Βαυαροί που δημιούργησαν ένα κράτος αποκομμένο από την ελληνική παράδοση, ξένο και αφιλόξενο στον πολίτη. Είναι το κράτος που έχουμε σήμερα, μεταπρατικό, πελατειακό, οικογενειοκρατικό, με τους κοτζαμπάσηδες του ντυμένους με ευρωπαϊκό κοστούμι».
Η συχνή αναφορά στους πρωταγωνιστές και διάφορα γεγονότα της επανάστασης μπορεί να ξενίσουν στην αρχή. Έχεις την εντύπωση ότι διαβάζεις ένα ιστορικό κείμενο. Είναι σ’ αυτό το σημείο που νιώθει και ο ίδιος την ανάγκη να αυτοχαρακτηριστεί ως «αιρετικός» στο είδος. Στη συνέχεια όμως, με τους διαλόγους και τις παρεμβολές των «φανταστικών» του φίλων, το alter ego του συγγραφέα, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με διάφορες πτυχές της Ελληνικής Επανάστασης, το κείμενο γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρον και σταδιακά ο αναγνώστης εξοικειώνεται με ένα νέο διαφορετικό είδος λογοτεχνικής έκφρασης. Και σε άλλες σελίδες του βιβλίου νιώθει την ανάγκη να σχολιάσει ξανά το θέμα αυτό: «Γράφω ένα ανοιχτό μυθιστόρημα στον δρόμο που χάραξαν ο Τζόυς, ο Κάφκα, ο Προύστ. Είναι μια νέα προσέγγιση της πραγματικότητας». Και αλλού γράφει: «Έχει πράγματι αισθητική το μυθιστόρημα; Ίσως να είχε κάποτε! Σήμερα όμως; Σήμερα έχουν αλλάξει θεαματικά πολλά πράγματα στη μυθιστορηματική γραφή… ο λογοτεχνικός χάρτης ξαναφτιάχνεται… το νέο ρεύμα πιθανόν να με παρασύρει… αλλά μια σύνθεση με το παλιό πάντα υπάρχει… Δεν υπάρχει tabula rasa!».
Ο χρόνος, στο «γράμμα» έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο συγγραφέας με τέχνη μάς μεταφέρει από το ’21 στο σήμερα ξεδιπλώνοντας πολλές αρνητικές καταστάσεις, που φαίνονται να επαναλαμβάνονται στις μέρες μας, διακόσια χρόνια μετά. Για έναν επαρκή αναγνώστη της πολιτικής κατάστασης, στην Ελλάδα κυρίως, δεν χρειάζεται περαιτέρω αποκρυπτογράφηση του κειμένου του βιβλίου. Η μεταφορά μας από το τότε στο σήμερα γίνεται τόσο ανάλαφρα, έτσι που ο αναγνώστης να έχει την αίσθηση ότι ζει συγχρόνως στις δύο εποχές.
Για τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες του ο συγγραφέας δεν κρύβεται. Ο Κολοκοτρώνης εμφανίζεται συχνά ως ο μεγάλος στρατηγός της Επανάστασης, άλλωστε προσπάθησε, μα δεν πρόλαβε να γλυτώσει από την δολοφονία τον Αντώνη Οικονόμου και χρησιμοποιεί αποσπάσματα από την περίφημη ομιλία του προς τους μαθητές. Ο Κωλέττης βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Ο Μακρυγιάννης αντιμετωπίζεται αρνητικά, χωρίς καμιά διάθεση να σχολιάσει τα απομνημονεύματά του, στα οποία θεωρεί ότι υπερέχει το εγώ, και εκφράζει την υπόνοια ότι πιθανόν, μάλιστα, να έχουν αλλοιωθεί από τον Βλαχογιάννη, και η γενιά του ’30, με τον Σεφέρη και άλλους, κακώς τον έχει αγιοποιήσει. Εδώ θα πρόσθετα ότι ο Γ. Π. Σαββίδης, ένα βράδυ, στη βιβλιοθήκη γκαράζ του Φοίβου Σταυρίδη, μας είχε αποκαλύψει ότι πρότεινε (ή θα πρότεινε) στην εκκλησία την αγιοποίηση του Μακρυγιάννη.
Η Κύπρος; Όχι δεν την ξέχασε. Τη φύλαξε για τον επίλογο του βιβλίου: η Κύπρος ήταν παρούσα σε όλα τα μέτωπα της Επανάστασης, και κλείνει με την αναφορά στο ποίημα του εθνικού ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη που τα λέει όλα: «Η Κύπρος προς τους λέγοντας ότι δεν είναι ελληνική».
14 Ιουνίου 2021
.
ΝΟΜΑΔΑΣ Γ’ Μετά τα Εκβάτανα (2019)
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΠΟΝΤΙΚΙ ART /17/8/2020
Νομάδας Γ’ – Μετά τα Εκβάτανα
Οι αληθινά στοχαστικοί αναγνώστες – όσοι τουλάχιστον δεν ικανοποιούνται από την πνευματική υποθερμία – δεν ζητούν από τη λογοτεχνία την τέρψη διά της λήθης αλλά έναν τρόπο κατανόησης του κόσμου και ανασύστασης του νοήματος. Για τούτα όμως δεν αρκούν ευρηματική φαντασία, πρωτοτυπία ύφους, άψογη μορφή. Απαιτείται και η πνευματική εγρήγορση που ενώνει συγγραφέα και αναγνώστη σε έναν τόπο κοινής αξιοπρέπειας.
Σπάνιο το κατόρθωμα. Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, διαπρεπής καθηγητής πολιτικών επιστημών στον Καναδά για δεκαετίες, έφθασε σε αυτό με το μείζον λογοτεχνικό έργο του, την τριλογία «Νομάδας», που ξεκίνησε με την «Έξοδο», συνεχίστηκε με τα «Εκβάτανα» και ολοκληρώνεται τώρα με το «Μετά τα Εκβάτανα». Μια τριλογία συνεκτική κι αξιοπρόσεκτη καθώς, με τις πολιτικές και κοινωνιολογικές επεκτάσεις της μορφής, συνιστά πολυπρισματική και διεισδυτική ανατομία μιας ολόκληρης εποχής.
Αφηγητής – κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Απόλλων Θρασυβουλίδης, μια γέφυρα μεταξύ του πραγματικού συγγραφέα και του ιδανικού Αλέξανδρου που έχει κατακτήσει τα Εκβάτανα της Δύσεως μα συνεχίζει την εκστρατεία προς το μέλλον ως νομάδας πέραν του Ατλαντικού, όχι από αδιαφορία για μιαν εστία αλλά από μια ψυχική ορμή που τον κάνει να ζητά να τεντώσει όσο μπορεί την ελευθερία του πριν γυρίσει στη γη που τον γέννησε, την Πενταλιά της Κύπρου, για να σβήσει εκεί όταν δεν θα μπορεί πια να φλέγεται, όταν «η γεωπολιτική του ονείρου» του θα έχει πια ολοκληρωθεί.
Νομάδας με ρίζες βαθιές αλλά και συντρόφους παντοτινούς σκιές αγαπημένες που εμπνέουν αγώνες για το ψωμί και τη λευτεριά, από τον Ονήσιλο ώς τον Αυξεντίου κι από τον Ροβεσπιέρο ώς τον Τσε, με πίστη σε έναν κόσμο πιο δίκαιο ή τουλάχιστον με αποφασιστικότητα ο ξεπεσμός να μη φέρει και τη δική του συναίνεση, ο Απόλλων βρίσκεται (σε αυτό το βιβλίο) στον Καναδά όπου θα σταδιοδρομήσει. Διανοητής και ακτιβιστής, επιστήμονας αλλά και καλλιτέχνης, αφηγείται τα όνειρα, τη στράτευση, τις ελπίδες, τις απογοητεύσεις, όλους τους σταθμούς μιας πορείας αυτογνωσίας. Με διαρκή ταλάντωση από το ατομικό στο συλλογικό, δίνει σημαντικά στοιχεία για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, παιχνίδια εξουσίας και προσωπικούς τυχοδιωκτισμούς που αφορούν την ελληνική παροικία, το κίνημα ανεξαρτησίας του Κεμπέκ αλλά και το κλίμα λίγο πριν από την πολιτική επικράτηση στην Ελλάδα του ΠΑΣΟΚ – στο οποίο είχε ενταχθεί κι από το οποίο εγκαίρως (για κάποιους κυνικούς ακαίρως) ιδία βουλήσει απομακρύνθηκε.
Φυσικά, στη λογοτεχνία η μορφή δεν παύει να είναι το στοίχημα κάθε γραφής. Η μυθιστορηματική πλοκή που επιλέγει ο Κωνσταντινίδης και διαμορφώνεται από την αμεσότητα της ημερολογιακής καταγραφής, κοινωνιολογική επεξεργασία και λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις, με τη φαντασία να διαβρώνει την πραγματικότητα, συντελεί σε ένα ύφος που θα μπορούσε να ονομαστεί μυθιστορηματικό δοκίμιο αν τον πρώτο λόγο διαρκώς δεν είχε η ένταση του χαρακτήρα που πρωταγωνιστεί και επιβάλλει τελικά τον όρο μυθιστόρημα.
Στα όρια μοντέρνου και μεταμοντέρνου, ο συγγραφέας προσαρμόζει ευφυώς, δίχως χάσματα, τα ιστορικά γεγονότα του καιρού του με προσωπικά βιώματα, σκέψεις και συναισθήματα, χωρίς να φοβάται την εξομολόγηση. Η δύναμή του εκπλήσσει καθώς η απειλή της εξάχνωσης είναι άμεση για κάθε νομάδα. Όμως οι ρίζες του Κωνσταντινίδη είναι βαθιές στη μητρώα γη και ακοίμητη φύλακας αυτών είναι η περιπολούσα εξ αποστάσεως μητέρα, ζωοδόχος πηγή της πνευματικής ισορροπίας, έρκος που διασώζει από την αλλοτρίωση εις την ξένην.
Με μια έντιμη διακειμενικότητα (που δηλώνεται πάντα), χαλαρή λογική αλληλουχία, διαρκείς παρεκβάσεις και βιώματα που μεταστοιχειώνονται, ο Κωνσταντινίδης διαφεύγει από τον φορμαλισμό και τη συμβατική γραφή. Οι προβληματισμοί του επί της αφηγηματικής τεχνικής κοινοποιούνται στον αναγνώστη ο οποίος καλείται να δώσει, με τους δικούς του συνειρμούς, τις προεκτάσεις που είναι προφανές πως έχει μια τέτοια συγγραφική πανδαισία.
Δεν μπορούμε φυσικά να μην αναφερθούμε στην πνευματική σημασία ενός τέτοιου έργου: οι αναφορές στην προϊούσα ανθρωπολογική παρακμή της μεταπολίτευσης, στις πολιτικές και πολιτισμικές αναπηρίες, στις παρασιτικές ελίτ που μετέτρεψαν τον τόπο σε τέλμα και την κοινωνία σε άβουλο σώμα, είναι άμεσες μα όχι ρητορικές. Είναι δομικό στοιχείο του περιβάλλοντος στο οποίο κλήθηκε να ζήσει ο ήρωας κι ίσως αίτιο που κατέληξε «νομάδας ελεύθερος στην οικουμένη να ονειρεύεται τον κόσμο». Ένα όνειρο που το οδήγησε μεν η τυχαιότητα, αλλά ο συγγραφέας ξέρει, όπως ο ήρωάς του, πού και πώς θα τελειώσει: στην αγαπημένη Πενταλιά, όπου (αν μας επιτρέπει μιαν αντίρρηση) η πιο όμορφη ένωση θα ήταν με τ’ άγιο χώμα της κι όχι σαν στάχτη που τη σκορπά ο νομαδικός αγέρας.
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 18/5/2020
Τα τρία βιβλία της τριλογίας Νομάδας του Στέφανου Κωνσταντινίδη αναφέρονται σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους και ξεκινάνε το 1941, έτος γέννησης του συγγραφέα για να φτάσουν ώς τις μέρες μας. Ποιος είναι ο Νομάδας; Ένας περιπλανώμενος όπως ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, Πενταλιά, Αθήνα, Παρίσι, Μόντρεαλ, ή και ο ήρωας του ο Απόλλωνας που ακολουθεί την ίδια πορεία είναι το ίδιο άραγε πρόσωπο που πότε ο ένας και πότε ο άλλος είναι οι αφηγητές; Ένας νομάδας που η ψυχή του, όμως, είναι πάντα στη Πενταλιά. Στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας Α’ Η έξοδος, ο συγγραφέας ξεκινά το 1941 που είναι το έτος γέννησης του συγγραφέα αλλά και του ήρωα του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη στην Πενταλιά και φτάνει μέχρι το 1970 που ο ήρωας του φεύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Μέσα από την αφήγηση παρακολουθούμε τις γυμνασιακές σπουδές του ήρωα στην Πάφο, τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1960 μέχρι το 1965. Επιστρέφοντας στην Κύπρο, υπηρετεί την Εθνική Φρουρά που είχε δημιουργηθεί εκείνα τα χρόνια. Πολιτικοποιημένος από τα φοιτητικά του χρόνια συμμετέχει στην πολιτική ζωή της Κύπρου και γνωρίζεται με σημαντικά πρόσωπα εκείνης της εποχής. Τον Λυσσαρίδη, τον Αλέξανδρο Παναγούλη και άλλα πρόσωπα του αντιδικτατορικού αγώνα στην Ελλάδα. Επίσης μας μιλά για σημαντικά γεγονότα της Κύπρου εκείνης της εποχής. Το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950, την εξορία του Μακάριου από τους Άγγλους στις Σεϋχέλλες, τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, την εγκατάλειψη της Ένωσης, τα γεγονότα του 1963 με τους Τουρκοκύπριους, τους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας από την Τουρκία το ΄64, την αποστασία του 1965 στην Ελλάδα και στη συνέχεια την επιβολή της δικτατορίας του 1967, τα γεγονότα της Κοφίνου, την ανάκληση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, αλλά και για την Άνοιξη της Πράγας του 1968.
Στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας ο συγγραφέας δημιουργεί μια μυθοπλασία με τα Εκβάτανα. Τα Εκβάτανα ήταν η πρωτεύουσα της Μηδίας, μια πλούσια και ισχυρή πόλη που κυριεύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο. Σύμφωνα με τη μυθοπλασία του συγγραφέα, ο Αλέξανδρος μετά τα Εκβάτανα επιστρέφει στην Πενταλιά όπως και ο Απόλλωνας, συνδέοντας έτσι ευρηματικά τον Μέγα Αλέξανδρο με τον ήρωα του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη.
Ο Απόλλωνας, ο πρωταγωνιστής, συνεχίζοντας την αφήγηση του από το πρώτο βιβλίο αναφέρεται στην περίοδο της χούντας στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη δεύτερη περίοδο της χούντας, την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη και στα σημαντικά γεγονότα της εποχής. Στο Παρίσι όπου σπουδάζει ο συγγραφέας, τον βρίσκει το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και η τουρκική εισβολή στις 20 του ίδιου μήνα. Αναφέρει τις λεπτομέρειες του πραξικοπήματος, και μιλά για την τουρκική εισβολή και τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων ενάντια στις ορδές των Τούρκων εισβολέων, μια και βοήθεια από την Ελλάδα δεν ήρθε γιατί η νήσος ήταν «μακράν». Μιλά ακόμα για τον Μακάριο, τον Καραμανλή, τον Κίσινγκερ και τον ρόλο του στο πραξικόπημα και την εισβολή. Κι ακόμα για τη διαφυγή του Μακαρίου στο Λονδίνο και την ομιλία του στον ΟΗΕ. Μιλά ακόμα για τη δολοφονία του Δώρου Λοΐζου, για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, την επανάσταση των γαρυφάλλων στην Πορτογαλία.
Η περιπλάνηση του Νομάδα συγγραφέα μαζί και του ήρωα της τριλογίας Απόλλωνα Θρασυβουλίδη, αλλά και του Αλέξανδρου που ήθελε να κατακτήσει όλο τον κόσμο συνεχίζεται στο τρίτο βιβλίο της τριλογίας του Νομάδα, Μετά τα Εκβάτανα για το οποίο μιλάμε σήμερα.
Το βιβλίο ξεκινά με την αναχώρηση του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη από το Παρίσι που ζει, στον Καναδά το 1976 και την προσπάθεια του να προσαρμοστεί στην καινούργια του ζωή, να γνωρίσει τον τόπο και να βρει δουλειά. Γράφει ο Στέφανος Κωνσταντινίδης: «Όταν κοιτάζω τη ζωή μου, είναι πράγματι συγκλονιστικές κάποιες συγκυρίες. Κι όλα να κρέμονται καμιά φορά από μια κλωστή…»
Και πιο κάτω: «Εγώ βέβαια δεν είμαι ούτε φιλόσοφος, ούτε θεολόγος, ούτε επιστήμονας. Είμαι ένας απλός γραφιάς που παρατηρεί αυτή την τυχαιότητα στη ζωή του. Η φιλοσοφία είναι το παιχνίδι της ζωής. Άμα δεν υπάρχει παιχνίδι, τι νόημα μπορεί να έχει η ζωή; Μέσα λοιπόν από αυτό το παιχνίδι προσπαθώ να καταλάβω και την τυχαιότητα όταν μου χτυπά την πόρτα.»
Μαζί με την προσπάθεια του για προσαρμογή στο Καναδά, είναι και η εμπλοκή του στη πολιτική ζωή των Ελλήνων του Καναδά. Έχει μια έντονη ακτιβιστική δράση και εντάσσεται στο ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1981 που αποχωρεί από αυτό λόγω της ιδεολογικής μετάλλαξης του κόμματος και την άνοδο του στην εξουσία. Τότε που όλοι τρέχουν να ενταχθούν στο κόμμα, αυτός αποχωρεί πιστός στις ιδεολογικές του απόψεις και στη συνέχεια κάνει κριτική αφ’ ενός για τη στάση κάποιων στελεχών να αναδειχτούν με κάθε μέσο και αφ’ ετέρου στα πρώτα συμπτώματα διαφθοράς.
Παράλληλα, προσπαθώντας να γνωρίσει τον Καναδά, μας μιλά για το ζήτημα του Γαλλόφωνου Κεμπέκ και το κίνημα που υπήρχε για τη απόσχιση και την ανεξαρτησία του από τον υπόλοιπο Καναδά.
Στη σκέψη του συγγραφέα είναι βέβαια πάντα η Κύπρος και έτσι αναφέρεται στη μοιραία υποχώρηση του Μακαρίου για ομοσπονδία δυο περιφερειών που ανοίγει το δρόμο για συνεχείς υποχωρήσεις στις διεκδικήσεις της Τουρκίας και της υποβάθμισης του Κυπριακού σε ένα δικοινοτικό πρόβλημα που συνεχίζει μέχρι σήμερα. Σε μια δε συνάντηση παροικιακών αντιπροσώπων με τον εκπρόσωπο του Φιλελευθέρου Κόμματος του Καναδά για να του εκθέσουν τις απόψεις τους για την τουρκική εισβολή-κατοχή, τους είπε ότι ξέρει καλά το πρόβλημα, η πολιτική όμως δεν είναι συναίσθημα αλλά συμφέροντα.
Αυτό μου θύμισε μια επιστολή του Θεσσαλονικιού Γιώργου Ιωάννου που δημοσιεύτηκε το 1983 λίγο μετά την ανακήρυξή του ψευδοκράτους, που αναφερόμενος στην αντιμετώπιση από την Ελλάδα και την Κύπρο των τουρκικών διεκδικήσεων κατέληγε: «Η πολιτική δεν είναι ούτε συναίσθημα ούτε κατανυκτική εξομολόγηση. Η πολιτική ασκείται μόνον με γνώμονα την πατρίδα και τα μεγάλα συμφέροντά της.»
Παρακολουθώντας τη ζωή του ήρωα μας στον Καναδά βλέπουμε τον αγώνα του για αναζήτηση μιας θέσης στο Πανεπιστήμιο και το ξεκίνημα της ακαδημαϊκής του καριέρας. Και μέσα σ’ αυτό τον αγώνα αντιλαμβανόμαστε ότι κι εκεί δεν είναι αρκετή μονάχα η αξία του καθενός αλλά και το παρασκήνιο έχει τον ρόλο του.
Πρώτο σχολείο το καφενείο της Πενταλιάς
Σε μια αναδρομική αφήγηση γεμάτη συναίσθημα, απευθυνόμενος στη μητέρα του μιλά για το καφενείο της Πενταλιάς που ήταν γι’ αυτόν το πρώτο σχολείο.
Και σε μια άλλη αναδρομική αφήγηση μιλά για τον προπάππου του, τον θρυλικό Χριστοφή Κατσιαβάνη, που στα νιάτα του είχε φιλενάδα μια όμορφη Τουρκοπούλα που μια νύχτα που τον πήραν χαμπάρι οι δικοί της τράβηξε το κουμπούρι έτοιμος να αμυνθεί. Τους ξέφυγε όμως και βγήκε αντάρτης στο βουνό και παραδόθηκε όταν ανέλαβαν οι Εγγλέζοι τη δικαιοσύνη και αθωώθηκε.
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι ιστορικός, πολιτικός επιστήμονας, δημοσιογράφος και σχολιαστής των καθημερινών συμβάντων, συγγραφέας, ποιητής. Στη γραφή του βλέπουμε την πολυπλοκότητα των θεμάτων που καταπιάνεται, με αναφορές στους αρχαίους Έλληνες, με αποσπάσματα βιβλίων Ελλήνων και ξένων, με ποίηση και μουσική. Στις σημειώσεις που βρέθηκαν στα χαρτιά του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη, όπως μας λέει ο συγγραφέας, γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά στη Σύλβια Πλαθ, τον Καρυωτάκη, την Κατερίνα Γώγου και τον Νικόλα Άσημο.
Η τριλογία είναι ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο και στην ιστορία και οι γνώσεις του μας βοηθούν να θυμηθούμε και να λύσουμε απορίες.
Και όπως γράφει μεταξύ άλλων στο ποίημα «Επιτεύγματα Πολιτισμού» από την ποιητική του συλλογή «Λεξήματα» (Βακχικόν 2017):
Όταν μεγάλωσα/ έμαθα για τα καινούργια/ επιτεύγματα του πολιτισμού./ Το Άουσβιτς/ το Νταχάου/ το Βιετνάμ/η 21η Απριλίου/ ο Κυπριακός Ιούλης του ’74/ η Γιουγκοσλαβία κ.λπ. κ.λπ./Μην ανησυχείτε/ πάντα υπάρχει χώρος και χρόνος/ για καινούργια επιτεύγματα.
.
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ
ΤΟ ΚΟΡΑΛΛΙ Τ. 23-24 Μάρτιος 2020
Πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα; Ποια είναι η διαδικασία της γραφής, ποιο το παρασκήνιο, τι συμβαίνει στο εργαστήρι του συγγραφέα; Πώς συνυπάρχουν και πώς ιεραρχούνται οι φωνές, πώς επιλέγεται η εστίαση, ο αφηγητής ή οι αφηγητές, πώς ισορροπεί ένα σύγχρονο μυθιστόρημα ανάμεσα στην παράδοση και την πρωτοπορία του είδους; πώς συνομιλεί με το λογοτεχνικό παρελθόν; Ποιες είναι οι προθέσεις, οι εμπλοκές, οι αναστολές, οι εμμονές ενός δη-μιουργού; Πώς μεταπλάθει γεγονότα της ζωής του σε μύθο; Πώς μεταστοι-χειώνονται τα βιώματα σε λογοτεχνία;
Πώς διαμορφώνεται το συλλογικό γίγνεσθαι; Ποιοι το διαμορφώνουν, με ποιους μηχανισμούς συνειδητούς και ασυνείδητους φτάνουμε στο ρευστό απο-τέλεσμα μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας;.
Πώς η πολιτική δράση γίνεται αποτελεσματική,; Πώς και κάτω από ποιες προϋποθέσεις πετυχαίνει τους στόχους της; Με τι έχει να παλέψει αυτός που γυρεύει τη δράση και την τυχόν παρέμβαση στην κοινωνία και την πολι-τική; Ποιος ο ρόλος του ατόμου στην Ιστορία;
Αυτά είναι μερικά από τα σημαντικότερα ζητήματα που πραγματεύεται ο Στέφανος Κωνσταντινίδης στο μυθιστόρημα Μετά τα Εκβάτανα Κι εδώ, όπως και στα προηγούμενα μέρη της τριλογίας έχουμε μια σύνθεση ειδών λόγου και μια ενορχήστρωση φωνών που παράγουν ένα δοκιμιακού τύπου μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα ιδεών.
Σ’ αυτό το τρίτο μέρος βρίσκουμε το μυθοποιημένο αφηγητή με τον πιο δια-κριτό πρωταγωνιστικό ρόλο, τον Απόλλωνα Θρασυβουλίδη, από την Πεντα-λιά της Κύπρου, μόλις να έχει μεταναστεύσει με τη σύζυγό του στον Καναδά, τον Απρίλη του 1976, έχοντας στις αποσκευές του ένα μισο αρχινισμένο μυ-θιστόρημα, του οποίου η έγνοια τον ακολουθεί σχεδόν σε κάθε του βήμα. Η καθημερινότητα του Απόλλωνα στο νέο τόπο διαμονής του, οι επαγγελματι-κές του περιπέτειες μέχρι να βρει θέση στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και οι μετέπειτα δυσκολίες συνεργασίας σε αυτό το ολισθηρό και ανταγωνιστικό περιβάλλον, η εμπλοκή του με τις ενώσεις των Ελλήνων μεταναστών του Κα-ναδά, η ένταξή του στο ΠΑΣΟΚ, την εποχή που το κίνημα ετοιμάζεται να αλώσει τους κυβερνητικούς θώκους, η παραμονή του στο κόμμα μέχρι που αυτό γίνεται εξουσία και μεταλλάσσεται. είναι απλώς ένα νήμα για να οδηγη-θούμε στο λαβύρινθο της γραφής αλλά και της Ιστορίας.
Μια διαρκής ταλάντωση από το ατομικό στο συλλογικό επιχειρεί ο συγγραφέ-ας, καθώς ζώντας πλέον στον Καναδά, παρατηρεί και καταγράφει όχι μόνο τη δική του καθημερινότητα και τις δικές του ανησυχίες αλλά και τον τρόπο ζωής των ελλήνων μεταναστών στο Μόντρεαλ, δίνει στοιχεία για την ελληνι-κή παροικία και την ιστορία της, τους θεσμούς, την κουλτούρα, τις κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις και ζυμώσεις, τους προβληματισμούς για την πορεία της κοινότητας στο μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Παράλληλα μας μεταφέρει και το πολιτικό σκηνικό στην περιοχή του Κεμπέκ, όπου τίθεται την περίοδο αυτή, γύρω στο 1980 το θέμα δημοψηφίσματος για την απόσχιση της επαρχίας από τον Καναδά. Παρακολουθούμε με αυτή την αφορμή τα παι-χνίδια εξουσίας και τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις σε θέματα κυρίαρχης γλώσσας, κουλτούρας, ταυτότητας, που αναφύονται με διαφορετική ένταση, ανάλογη με τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες σε μια πολυεθνική, πολυπολι-τισμική κοινωνία, με ετερόκλιτο δυναμικό, πολύτροπες συγκλίσεις και απο-κλίσεις. όπως είναι η κοινωνία του Καναδά.
Ο συγγραφέας δεινός επιστήμονας και πολιτικός σχολιαστής επιχειρεί στο βιβλίο αυτό μια ανατομία της ιδεολογίας της Μεταπολίτευσης. Μια εποχή πλούσια σε ιδέες, σε αναγεννημένα όνειρα, μια εποχή που η Αριστερά, στην Ελλάδα με πολλά πρόσωπα και προσωπεία δοκιμάζει τους τρόπους για να μπει νόμιμα στο παιχνίδι της εξουσίας. Η ευοίωνη ρητορική, ο έρωτας της ου-τοπίας ενός καλύτερου κόσμου, οι κομματικοί μηχανισμοί, οι ανθρώπινες αδυ-ναμίες και οι αντιστάσεις, των ανθρώπων που τους συγκροτούν και τους ε-πανδρώνουν, οι εμφανείς και αθέατες συγκρούσεις, όλα αυτά αναλύονται διεξοδικά από το συγγραφέα και το alter ego του, τον μυθοποιημένο αφηγητή Απόλλωνα Θρασυβουλίδη και επιχειρείται ένας οξυδερκής κριτικός έλεγχος του ιδεολογικού και πολιτικού παιχνιδιού, όπως αυτό παίχτηκε την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, μια αποτίμηση του ρόλου του Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού της χώρας. Ενίσχυση του πελατειακού κράτους, δημιουργία μιας νέας κρατικής νομενκλατούρας, και νέων τζακιών σε αντίβαρο αυτών της Δεξιάς. Η κριτική συνεχίζεται και στην πολιτική του Σημίτη και στα επακόλουθα του λεγόμενου εκσυγχρονι-σμού, που οδήγησαν εν πολλοίς στη μετέπειτα κρίση. Εκφράζεται έντονα η απογοήτευση του αριστερού στοχαστή που βλέπει να ναυαγεί η εναλλακτική πρόταση οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας μέσα σε δημοκρατικό πλαίσιο. Η Μεταπολίτευση ξεγύμνωσε όλα τα ιδεολογικά αδιέξοδα και το χά-σμα ανάμεσα στους θεσμούς και την κοινωνία μεγάλωσε. Οι πολίτες εθίστη-καν στο πελατειακό κράτος, στη διαπλοκή. τη διαφθορά και τις εύκολες λύ-σεις. Όλο αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα οδήγησε σε μια ανθρωπολογική παρακμή. Κληροδότησε στους επιγόνους τον αμοραλισμό, την έλλειψη οράμα-τος και συνέβαλε στη άνοδο της ασημαντότητας, Παράγωγό της μια κοινω-νία άβουλη, πολιτισμικά αλλοτριωμένη, χειραγωγούμενη και χειραγωγήσιμη
Παράλληλα το Κυπριακό, θέμα τραυματικό για τον συγγραφέα και τον αφηγη-τή του, επανέρχεται επίμονα μέσα στις σελίδες του βιβλίου και αποτιμάται κριτικά ο ρόλος του Αρχιεπισκόπου, καθώς και του ελληνικού και διεθνούς παράγοντα απέναντι στο πρόβλημα, που τείνει πλέον να παραβλέπει και ά-τυπα να νομιμοποιεί την Κατοχή της Βόρειας Κύπρου. Οι μεταπράτες, σύγ-χρονοι αστοί, χωρίς ίχνος ηθικής, αποτάσσονται κάθε έννοια πατρίδας , α-διαφορούν για το αίτημα της δικαιοσύνης και βιάζονται να κλείσει το θέμα με μοναδικό κριτήριο το κέρδος.
Γιατί όλα αυτά να αποτελούν θέματα που πραγματεύεται ένα μυθιστόρημα; Από όσα έχουμε πει μέχρι τώρα έχει γίνει φανερό ότι ο αληθινός πρωταγω-νιστής του βιβλίου είναι η Ιστορία και το συλλογικό γίγνεσθαι. «Γιατί μόνο μέσα από την τέχνη τολμά να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο η Ιστορία», ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Το μυθιστόρημα, είναι φαντασία, κοινωνική πραγ-ματικότητα και Ιστορία, στόχος του από το προσωπικό βιωματικό να φτά-σουμε στο κοινό ανθρώπινο πεπρωμένο. Αυτή είναι η πρωταρχική μέριμνα του δημιουργού, που από την ενασχόληση του με τα ανθρώπινα έχει συνειδη-τοποιήσει τη μηδαμινότητα του ατόμου απέναντι στην Ιστορία, το σβήσιμο της ατομικότητας και ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα άθυρμα της τύχης, έ-νας νομάδας στο διάβα του χρόνου.
Το μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό είδος καλείται να εκφράσει την συνθετότη-τα και την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου, να συνδέσει το τοπικό και το παγκόσμιο, το φιλοσοφικό και το εφήμερο. Για να κατανοήσει αυτή τη σύνθετη και πολύπλοκη πραγματικότητα ο συγγραφέας χρειάζεται εφόδια και εργαλεία. Επιστρατεύει τις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, την ιστορία, την ποίηση, τη φιλολογία, τη μουσική, την ψυχανάλυση.
Στη συνέχεια για να οργανώσει την αφήγηση ο δημιουργός επινοεί πολλα-πλούς αφηγητές, προσωπεία δικά του, εγκιβωτίζει ποικίλες αφηγήσεις και αφηγηματικές μορφές, επιλέγει την πλούσια οδό της διαθεματικότητας και της χρήσης πολλών κειμενικών ειδών: αφήγηση, ημερολόγιο, δοκίμιο, ποίημα, στίχοι τραγουδιών, σημειώσεις. Φιλοξενούνται στο μυθιστόρημα στίχοι ποιη-τών (Μόντης, Σεφέρης Εγγονόπουλος,Σπάνιας, Μπίαν , Παλαμάς, Γκόρπας, ) στιχουργών (Γκάτσος, Μπουρμπούλης, Κ.Χ. Μύρης συζητιούνται απόψεις φιλοσόφων και στοχαστών, γίνονται αναφορές στην ιστορία του μυθιστορήμα-τος, στη θεωρία της πρόσληψης, στην ιστορία του ταγκό , του ρεμπέτικου, ε-κτιμήσεις για τον λογοτεχνικό κανόνα, για το λογοτεχνικό προϊόν και τη διά-δοσή του.
Συνειδητά επομένως προκρίνει την περίτεχνη συνειρμική δομή του αντιμυθι-στορήματος, τη ρευστότητα ανάμεσα στα είδη, στον ποιητικό και πεζό λόγο, το σπάσιμο της λογικής αλληλουχίας, τον συμφυρμό ενίοτε των αφηγηματικών φωνών. Ο τίτλος του μυθιστορήματος Μετά τα Εκβάτανα εισάγει ευφυώς και δικαιωματικά στην αφήγηση τον Αλέξανδρο το Μέγα, απόμαχο πια, να κινεί-ται και να ενεργεί στα μέτρα του καθημερινού ανθρώπου, συνομιλητή και α-δελφή ψυχή του αφηγητή -συγγραφέα αλλά παράλληλα φέρνει στην αφήγηση και τον ποιητή και ζωγράφο Κώστα Λαχά, το Θάνο Μικρούτσικο και το Δη-μήτρη Μητροπάνο με το υπέροχο ποίημα Δημώδες , ένα ποίημα που μιλά για τη διαρκή εξορία του ανθρώπου που νιώθει πάντα ξένος. Οι στίχοι του ποιή-ματος αυτού που έγινε τραγούδι επανέρχονται ως λάιτ μοτίφ
Άλωνα, Μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα
Η περιπλάνηση τρέφει το φαντασιακό του κάθε συγγραφέα και μαζί με τις γνώσεις, τα διαβάσματα αλλά και τις άδηλες επιλογές του υποσυνείδητου συνθέτουν το εκάστοτε συγγραφικό σύμπαν. Ο δημιουργός σπεύδει να βάλει τον τέταρτο στίχο του προοιμίου της Οδύσσειας «Πολλών δ’ ανθρώπων είδε άστεα και νόον έγνω» ως μότο του τρίτου τόμου, δηλώνοντας εξαρχής ένα στοιχείο της ταυτότητας του συγγραφέα- αφηγητή. Με εσωτερικευμένο τόσο τον ομηρικό όσο και τον καβαφικό Οδυσσέα πορεύονται αφηγητής και ο συγ-γραφέας γυρεύοντας την εμπειρία της γνώσης και της σοφίας. Ταξιδιώτες, που ξεκίνησαν το ταξίδι τους από την Πενταλία-Ιθάκη, έζησαν στα πέρατα του κόσμου τις προσωπικές και επαγγελματικούς τους περιπέτειες, ασχολή-θηκαν με τα κοινά, διχάστηκαν ανάμεσα στο εγώ και το εμείς, ανάμεσα στην ατομική και συλλογική δράση και επιχείρησαν με όλο το προσωπικό κόστος να τα συνδυάσουν. Και άνθρωπος της πένας και άνθρωπος της δράσης, έχοντας πάντα την έγνοια του νόστου. Ο νόστος, το μείζον θέμα της Οδύσσειας, είναι και σημαίνων θέμα αυτού του μυθιστορήματος.
Ο γενέθλιος τόπος και οι παιδικές μνήμες δίνουν την αφορμή να γραφτούν οι πιο λυρικές σελίδες του βιβλίου. Η μορφή της μητέρας, η λαϊκή σοφία και τα λόγια της λειτουργούν ως ασφαλές καταφύγιο, φύλακες-άγγελοι ως πολύτιμα φυλαχτά για τον αφηγητή- συγγραφέα. Οι ονειρικές συνομιλίες μαζί της, πηγή δύναμης και παραμυθίας. Οι μνήμες του τόπου, οι ιστορίες των προγόνων αποκαλύπτουν το λαϊκό πρόσωπο του συγγραφέα-αφηγητή γέννημα θρέμμα μιας παραδοσιακής οικογένειας και έρχονται ως αντίβαρο στην εμφανή λο-γιοσύνη και την πολυμάθειά του, δημιουργώντας έτσι ένα πιο σύνθετο και εν-διαφέρον πορτρέτο.
Ο συγγραφέας, μολονότι αναγνωρίζει πολύ καλά ότι όλοι οι ομότεχνοί του, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο μιλούν για τον εαυτό τους, αμύνεται και αντιστέκεται στην ιδέα της αυτοβιογραφίας, δίνοντας πάντα προτεραιότητα στη συλλογικότητα που εν πολλοίς καθορίζει την πορεία του ατόμου ως ιστο-ρικού υποκειμένου Δανείζει βιώματά του στον κεντρικό αφηγητή και εν πολ-λοίς και στους επικουρικούς αφηγητές, δίνοντάς τους την ευκαιρία να έχουν τη δική τους ζωή εντός του βιβλίου, ζώντας παράλληλους βίους Αποποιείται την ταύτιση μαζί τους, κρατώντας το δικαίωμα να μιλά εντός του μυθιστορή-ματος και με τη δική του φωνή.
Όταν το εκκρεμές τείνει στη μεριά του ατόμου, ο αφηγητής ανατέμνει το δικό του παρελθόν, καταθέτει τα πορίσματα της ενδοσκόπησής του με έντονη φι-λοσοφική διάθεση και ειλικρίνεια. Περισσότερο νοητικός στην ερμηνεία του εαυτού του, προσεγγίζει τα ζητήματα που τον απασχολούν με λόγο ελεγχόμε-νο, με επιχειρηματολογία και εντάσσοντάς τα σε μια ευρύτερη θεωρητική συζήτηση. Τι είναι το κενό. Πώς συμφιλιώνεσαι μαζί του; Η δράση καλύπτει το κενό; Τι είναι αυτό που ωθεί τον άνθρωπο στη δράση; η υπηρεσία στην ανθρωπότητα, ή η προσωπική επιβράβευση;; Ο απλός καθημερινός άνθρωπος προλαβαίνει να βιώνει το κενό; Μήπως το κενό είναι το αίσθημα του αργό-σχολου διανοούμενου;
Ο αναγνώστης του βιβλίου έχει να μάθει πολλά, να ταξιδέψει σε πολλά γνω-στικά πεδία και να αναστοχαστεί πάνω σε καίρια ζητήματα του ανθρώπινου βίου και της σύγχρονης ιστορίας. Ένας ακαταπόνητης στοχαστής ο συγγρα-φέας, υπερασπίζεται τη ζωή, μάχεται για τις ιδέες του, υποστηρίζει δυναμικά την ανάγκη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ένας ορθολογιστής μελαγχολικός ακτιβιστής και διανοούμενος, μολονότι συνομιλεί με τους συγγραφείς του επίσημου λογοτεχνικού κανόνα, λατρεύει ωστόσο την ελευθερία των αντισυ-στημικών και αντικομφορμιστών δημιουργών, που καταφέρνουν να μην υπο-τάσσονται στην παντοδυναμία του νου και να αψηφούν έμπρακτα και με κάθε κόστος του κανόνες του συστήματος. Το αντιμυθιστόρημα αυτό δεν παύει να είναι μια αυτοβιογραφία ιδεών, μια καταγραφή του πνευματικού κόσμου ενός περιπλανώμενου που έρχεται από τα βάθη του χρόνου (γεννήθηκα, λέει, το 1941 π.Χ), αλλά δεν ξεχνά τη γλώσσα και τις ρίζες του. Ακόμη μπορεί να εί-ναι οι καταγεγραμμένες εντυπώσεις ενός νομάδα, που δεν περιορίστηκε στο ρόλο του κτηνοτρόφου που περιφέρει τα κοπάδια του για βοσκή, αλλά έγινε ταξιδιώτης στα πέρατα της οικουμένης, ενδελεχής παρατηρητής που φέρει εντός του, μέσω του συλλογικού ασυνειδήτου αλλά και μέσω της παιδείας την ιστορία του ανθρώπου και με τα εφόδια αυτά συνεχίζει μέχρι σήμερα να ονει-ρεύεται τον κόσμο. Η προσπάθειά να συγχωνεύσει την ατομικότητά του μέσα στη συλλογικότητα, του επιτρέπει να μας συστηθεί και με το ψευδώνυμο του ομηρικού Οδυσσέα: Ούτις.
.
ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 21/3/2020
Στην εισαγωγή του μυθιστορήματος ο συγγραφέας, Στέφανος Κωνσταντινίδης αποτυπώνει από την Ομήρου Οδύσσεια, ως ένας νομάδας σκεπτικιστής, «Πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω». Το ταξίδι δεν φαντάζει εύκολο· ίσως επειδή στην πορεία για να αποκτήσει κανείς αυτογνωσία, οφείλει να γνωρίσει και τον κόσμο μέχρι την επιστροφή στην Ιθάκη, στην Πενταλιά, όπου εκεί συμφιλιώνεται με την ίδια του την ύπαρξη κι όπου η μνήμη διατηρεί την αλήθεια, την οποία ο χρόνος δεν κατάφερε να αλλοιώσει.
Ίσως ο αναγνώστης προβληματιστεί για το είδος του μυθιστορήματος, καθότι είναι πολυδιάστατο όπως και η ψυχοσύνθεση του συγγραφέα. Εισχωρεί στον χωροχρόνο, καταπιάνεται με το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι και ιστορεί μέσα από αυτά τα πλαίσια, όχι μόνο τον βίο του αλλά και τις φιλοσοφικές και πνευματικές του αναζητήσεις. Ο ίδιος γράφει, «Ένα μυθιστόρημα είναι και φαντασία και κοινωνική πραγματικότητα και ιστορία» συμπληρώνοντας πως «πρέπει να ανοίγει νέα ορύγματα στη γραφή, να φέρνει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι ήδη έχει ειπωθεί. Όχι με την έννοια της παρθενογένεσης που δεν υπάρχει βέβαια, αλλά με το να σπρώξει, έστω και ανεπαίσθητα, λίγο παραπάνω τα εσκαμμένα». Συμπεραίνει ορθώς πως « Στο μυθιστόρημα δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε από το προσωπικό μας υποσυνείδητο, ούτε από το συλλογικό ιστορικό υποσυνείδητο». Θα έλεγα πως σε όλα τα είδη τέχνης, ο δημιουργός έχει μια θέση στη συλλογική νοημοσύνη της ιστορίας του ανθρώπου όταν υποσυνείδητα αλλά και συνειδητά ταυτίζεται με τον Άλλον, αποστασιοποιείται από τον μικρόκοσμο του και γίνεται οικουμενικός. Κι αυτό διαπιστώνει ο συγγραφέας, πως δηλαδή «έχει σημασία από το προσωπικό βιωματικό να φτάσουμε στο κοινό ανθρώπινο πεπρωμένο». (σελ. 59)
Αυτό που κάνει εντύπωση είναι η συγγραφική ευφυία με την οποία πετυχαίνει να προσαρμόσει δίχως χάσματα την ιστορία του κόσμου γύρω του με τα προσωπικά του βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του. Κινείται ανάμεσα σε τόσα θέματα και διαστάσεις και επιτυχημένα κατευθύνει τον αναγνώστη από τον ένα χώρο στον άλλο. Συνεπώς ο αναγνώστης εύκολα ταυτίζεται μαζί του. Ο συγγραφέας άφοβα εκτίθεται, προσφέροντας και μεταγγίζοντας το κύτταρο του υποσυνείδητου του. Αυτό ξεχωρίζει έντονα στο ύφος και στη γραφή του και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα λογοτεχνικά. Είναι αξιοσημείωτο το ότι δηλαδή δεν διηγείται απλά προσωπικά γεγονότα αλλά κινείται στον χώρο και στον χρόνο αριστοτεχνικά, ταξιδεύοντας τον αναγνώστη βήμα – βήμα μετά τα Εκβάτανα, στην αγαπημένη Πενταλιά.
Οι ρίζες του είναι βαθιές στη μητρώα γη, τόσο βαθιές όσο και η αγάπη προς τη μητέρα. Είναι πηγή ζωής, συναισθηματικής και πνευματικής ηρεμίας. Κάθε φορά που αναφέρεται στη μητέρα, η δύναμη και η αγάπη που αντλεί, είναι έντονες και συγκινούν. «Έγραψα στη μάνα μου» τονίζει, «να μην ανησυχεί. Να κρατά ένα κλαρί ανθισμένης αμυγδαλιάς στο χέρι όταν θα μου στέλνει την ευχή της. Και τα βράδια να κοιτά τ’ αστέρια μιλιούνια στον ουρανό της Πενταλιάς, όταν η σκέψη της θα είναι σε μένα. Μάνα, κράτα γερά. Όσο εσύ κρατάς γερά εκεί στην Πενταλιά, η αγάπη σου βράχος πάνω στον οποίο στέρεα πατώ». (σελ. 65).
Από την άλλη, η παρουσία του πατέρα, του φανερώνει τον αγώνα, τον δρόμο, αλλά και τη σύγκρουση. Αναγνωρίζει ο συγγραφέας την αρχέγονη σύγκρουση πατέρα –υιού, όχι με σκοπό την ταύτιση αλλά για να υπάρξουν οι έννοιες πατέρας και υιός στη συνείδηση του ἐν δυνάμει, καθότι ο υιός έχει χρέος να ξεπεράσει τον πατέρα για να εξελιχθεί. Κάτι που και ο ίδιος ο Καζαντζάκης αναφέρει στο βιβλίο του «Ασκητική». Θα έλεγα πως ο σοφός άνθρωπος κουβαλά τους προγόνους του στο DNA του, κρυμμένοι στο υποσυνείδητο του περιμένουν καρτερικά να ξεχωρίσουν, να φωτιστεί η μνήμη και να αγαπηθούν ξανά, κερδίζοντας έτσι στιγμές αιωνιότητας.
Στον επίλογο του βιβλίου ευχαριστεί επίσης τον πατέρα του που του είχε προσφέρει κάτι που ο ίδιος στερήθηκε, τη μόρφωση. Ομολογεί πως, «Αν είναι κάτι που λυπάμαι είναι που δεν σώθηκε το απολυτήριο μου του Δημοτικού σχολείου Πενταλιάς. Έχω όλα τα άλλα «χαρτιά» που πήρα από τα «μεγάλα σχολεία» όπως έλεγε η μάνα μου. Το μόνο που λείπει είναι αυτό. Την αξία του την συνειδητοποίησα πολύ αργότερα. Όταν πήρα το Doctorat d’ Etat στη Σορβόννη το θυμήθηκα. Είχα ένα συναίσθημα πως αυτό το χαρτί του δημοτικού σχολείου Πενταλιάς ήταν ακόμη πολυτιμότερο από αυτό της Σορβόννης! Ο άκρατος συναισθηματισμός μου; Ίσως». (σελ. 415) Ο συγγραφέας παραδέχεται σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματος πως είναι συναισθηματικός και ότι επιτυγχάνει στο να ισορροπεί τον συναισθηματισμό του. Σημειωτέα είναι η στιγμή που τα πολιτικά παιχνίδια του προκαλούν αναστάτωση και προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Να κρατήσω το αίμα μου ψυχρό…» γράφει, «αυτή είναι η ετυμολογία της λέξης! Στη ζωή υπάρχει πάντα ένα ρήγμα που τη χωρίζει σε ζώνες φωτός και σκότους. Νομίζω το ενδιάμεσο τους είναι αυτό που αποκαλούμε ψυχραιμία». (σελ. 180).
Στο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας είναι αναζητητής του φωτός και η καθημερινότητα του εμπλουτίζεται από την ανάγκη του να φωτίσει το σκότος που τον απομακρύνει από τα βάθη του υποσυνειδήτου του. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο δρόμος προς την αυτογνωσία; Ο τρόπος που στρέφει το βλέμμα στο παρελθόν, τον βοηθά να ανακαλύψει ποιος είναι. Για αυτό και διατηρεί επιλεκτικά στη μνήμη τον προπάππο του, τον οποίο χαρακτηρίζει «θρυλικό». Τον Χριστοφή Δημοσθένη Κατσιαβάνη, ο συγγραφέας τον περιγράφει ως λεβεντάνθρωπο και τον επαινεί. Γράφει, «όταν θα γίνω πλούσιος, θα στήσω ένα άγαλμα του Χριστοφή Κατσιαβάνη, κάπου εδώ στις όχθες του Αγίου Λαυρεντίου ή τις ανατολικές παρυφές των Λορεντσιανών βουνών. Το αξίζει. Πού να ήξερε πως ένας δισέγγονος του θα έφτανε ως εδώ»; (σελ. 159) Η αλχημιστική διάθεση στο μυθιστόρημα είναι έκδηλη, ιδιαίτερα όταν γίνονται υπερβάσεις γονιδιακές και ψυχικές. Αρκετές φορές βαδίζει στην εσωτερική οδό, συγκρούεται με τον ίδιο του τον εαυτό και διυλίζει τις αλήθειες της ύπαρξης του.
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης σε μεταγγίζει με το φως του, κι όχι μόνο γνωσιολογικά ή μεταφυσικά, αλλά κυρίως ανθρώπινα. Ανθρωποκεντρικός με το βλέμμα στραμμένο στις αξίες που διατηρούν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, τοποθετείται πολιτικά, θεωρητικά και έμπρακτα. Ο χώρος της Αριστεράς ίσως δεν του προσέφερε πάντα το όραμα όπως ο ίδιος το θέλησε αλλά φρόντισε να τον υπηρετήσει όπως ο ίδιος πίστευε και ένιωθε. Τύχαινε αρκετές φορές στην πολιτική ζωή να αντιμετωπίζει και τις παρεμβάσεις της εκκλησίας που συνήθως καθόριζε την πορεία καταστάσεων. Σίγουρα αυτό είναι ένα θέμα που προβληματίζει σοβαρά τον σκεπτόμενο αναγνώστη. Ομολογουμένως η πολιτική αξίωση κι ο ακτιβισμός στη ζωή του συγγραφέα δεν είναι θέμα φιλοδοξίας αλλά προσφοράς. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο μυθιστόρημα επιθυμούσε η δράση του και η ιδεαλιστική του τοποθέτηση να είναι παράδειγμα προς τα παιδιά του.
Όμως ομολογεί πως ήταν και ένα συναίσθημα μοναξιάς η αιτία της ανάμιξης του στη πολιτική ζωή. Γράφει, «οι φιλικές» παραινέσεις να γίνω μέλος του Κινήματος πολλές. Στο Παρίσι δεν μου είχε ποτέ περάσει κάτι τέτοιο από το μυαλό. Εδώ όμως το σκεφτόμουνα. Γιατί; Έβαζα το ερώτημα στον εαυτό μου. Το συζητούσα με την Ανδρομάχη. Ίσως γιατί ένιωθα τη μοναξιά εδώ πέρα. Μια μοναξιά που επέτεινε και η απόσταση από την Ελλάδα και την Κύπρο, η απόσταση από την Ευρώπη. Αυτή η αίσθηση πως βρισκόμουνα στον κάτω κόσμο…».
Παρόμοια συναισθήματα βιώνει όταν κάνει την πρώτη του εξερεύνηση στο Μόντρεαλ. Όταν φτάνει μέχρι τον σταθμό του μετρό Ανρί Μπουράσα, τον διακατέχει ένα κενό. Ίσως ο πολιτισμός της Ευρώπης όταν αγκαλιάζει μια ώριμη ψυχή, την ηρεμεί· οι μνήμες αποκτούν μια μεταφυσική διάσταση. Η «γοητεία του παλιού» όπως την αποκαλεί απουσιάζει από τον νέο κόσμο που συναντά. Αυτό τον ταράζει. Αποκαλύπτει απορημένος, «Έξω από το μετρό Ανρί Μπουράσα ένιωσα ένα παράξενο συναίσθημα. Διερωτήθηκα πού βρισκόμουν. Έστρεψα τα μάτια προς τον ουρανό και για μια στιγμή μου φάνηκε ότι βρισκόμουν στον κάτω κόσμο. Για μια στιγμή ο κόσμος αναποδογυρίστηκε σ’ ένα μικρό μεταφυσικό χάος». Παρόλο που ο συγγραφέας πραγματεύεται την έννοια «διαταραχής του χρόνου», η οποία προκαλείται από μια ξαφνική επιτάχυνση που συσκοτίζει τη συνείδηση και βυθίζει τον άνθρωπο «σε μια κατάσταση ασυνειδησίας», αναφέρει πως την εμπειρία αυτή είχε κι ο φιλόσοφος Λεύκιππος.
Θα έλεγα πως η δική μου υποκειμενική άποψη είναι πως ανάμεσα στις γραμμές αντικρύζω ένα Ορφέα που κατάφερνε να επιστρέφει από το σκοτάδι στο φως, από τον κάτω κόσμο στη ζωή ή ίσως απλά στην πραγματικότητα του ιδεατού του κόσμου. Εύλογα τοποθετείται ο συγγραφέας αμέσως μετά εκφράζοντας πως «μάλλον η γονιδιακή μετάλλαξη απέτυχε!» Ίσως αγαπητέ Στέφανε Κωνσταντινίδη, η επιστροφή στην Πενταλιά, αποδεικνύει πως σίγουρα η γονιδιακή μετάλλαξη απέτυχε.
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΕΡΟΚΗΠΙΩΤΗΣ
FRACTAL 18/12/2019
Εάν η Αναφορά στον Γκρέκο δίνει μια κάποια απάντηση στο ποιος είναι ο Νίκος Καζαντζάκης τότε και η τριλογία Νομάδας μπορεί να μας δώσει μια εξήγηση στο ερώτημα ποιος είναι ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, συγγραφέας του μυθιστορήματος που θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε.
Γνώρισα τον Στέφανο από τον καιρό που είμαστε μαθητές Γυμνασίου και κατεβαίναμε πολλές φορές στο Κτήμα στο ίδιο λεωφορείο, ξεκινώντας εκείνος από την Πενταλιά κι εγώ από την Αμαργέτη. Βρισκόμαστε επίσης και πολλά απογεύματα μαζί, συνήθως και με άλλους μαθητές, παίζοντας και συζητώντας.
Η πραγματική φιλία όμως άρχισε από τα φοιτητικά μας χρόνια στην Αθήνα. Φοιτούσαμε κι οι δυο στη Φιλοσοφική Σχολή και μέναμε στον ίδιο δρόμο στην οδό Ευρυνόμης, στου Ζωγράφου. Παρόλο που γεννηθήκαμε κι οι δυο το 1941 δεν ευτυχήσαμε να είμαστε στο ίδιο έτος σπουδών, επειδή ο Στέφανος για οικονομικούς λόγους καθυστέρησε ένα χρόνο να αρχίσει το Γυμνάσιο.
Στην Αθήνα μας απασχολούσε πολύ το εθνικό μας θέμα και συζητούσαμε συχνά το μέλλον της Κύπρου μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Πιστεύαμε πως οι Συμφωνίες αυτές θα ήσαν καταστροφικές για τον τόπο μας και τα βάζαμε με τον Καραμανλή και τον Μακάριο που τις υπέγραψαν.
Ο Στέφανος επέμενε πως έπρεπε να αγωνιστούμε, πείθοντας τον Κυπριακό λαό να μην τις εφαρμόσει. Εγώ συμφωνούσα μαζί του αλλά δεν έβλεπα με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να τα βάλουμε με ένα Μακάριο που τον ακολουθούσαν με κλειστά μάτια σχεδόν όλοι οι συμπατριώτες μας. Πολλοί αγώνες, μου έλεγε, άρχισαν με ελάχιστους και στην πορεία έγιναν χιλιάδες…
Αυτά για τον συγγραφέα της πρώϊμης εποχής και πάμε τώρα στο μυθιστόρημα του. Ξεκινούμε από τον τίτλο του βιβλίου, «Μετά τα Εκβάτανα». Τα Εκβάτανα είναι η ξακουστή πρωτεύουσα της αρχαίας Μηδίας με τους αμύθητους θησαυρούς της που κατέκτησε ο στρατηλάτης Αλέξανδρος ο Μακεδόνας. Για τον ήρωα του μυθιστορήματος Εκβάτανα φαίνεται να είναι μάλλον η πόλη του Φωτός, το Παρίσι, την οποία κατέκτησε παίρνοντας δύο δοκτορά.
Στην μοντέρνα γραφή που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας το Παρίσι μεταπλάθεται σε Εκβάτανα και ο κεντρικός ήρωας Απόλλωνας Θρασυβουλίδης ταυτίζεται με τον Αλέξανδρο. Κατά κάποιο τρόπο Νομάδες ήσαν και οι δυο και συνάμα κατακτητές του κόσμου και της γνώσης. Ο νους και η φαντασία, το όνειρο και η πραγματικότητα πλέκονται σ’ ένα αξεδιάλυτο σύνολο. Μαγεία πραγματική…
Με ένα άλλο παιχνίδισμα της φαντασίας τα Εκβάτανα που ήσαν και θερινή κατοικία πολλών βασιλιάδων, μπορούν εύκολα να γίνουν και το θέρετρο Καλοπαναγιώτης που είναι η γενέτειρα της πιστής Πηνελόπης του Στέφανου Κωνσταντινίδη. Εδώ μπαίνω στον πειρασμό να σας διαβάσω το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που είναι όλες κι όλες 13 μόνο γραμμές.
Τα καλοκαίρια μετακομίζαμε από τη Βαβυλώνα στα Θερινά Ανάκτορα, στα Εκβάτανα. Στην Ρωξάνη άρεσαν τα Εκβάτανα, ήταν η γενέθλια πόλη της. Κι εσύ μετακόμιζες από τη νέα Πενταλιά στην παλιά, ήθελες λέει τα καλοκαίρια να είσαι κοντά στο σπίτι που γεννήθηκες, ήθελες να περιπλανιέσαι στα παλιά γνώριμα μονοπάτια της νεότητας σου, εκεί, και μόνο εκεί, θα συναντούσες τα βράδια σκιές αγαπημένες να περιπλανιόνται στα χαλάσματα των σπιτιών, στα στενά δρομάκια, τον Ονήσιλο, τον Αντώνη Οικονόμου, τη Μαντώ Μαυρογένους, την Υπατία, τον Τσε, τον Ροβεσπιέρο, τον Μπολιβάρ, τον Αυξεντίου, τον ηγούμενο Γερμανό τον παπά-Ανυπόμονο που γνώρισες κάποτε στο μοναστήρι του στον Αγάθωνα, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Βασίλη Μιχαηλίδη, τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι…
Επιστρέφω στον τίτλο του βιβλίου που συνειρμικά μας θυμίζει τα «Μετά τα Φυσικά» του Αριστοτέλη. Όπως είναι γνωστό στην κατάταξη των έργων του Σταγειρίτη φιλοσόφου τοποθετήθηκε η Φιλοσοφία μετά το έργο Φυσικά και αυτό το τυχαίο γεγονός ήταν αρκετό για τη γένεση του όρου Μεταφυσική ως παραδοσιακού κλάδου της Φιλοσοφίας. Ο τίτλος Μετά τα Εκβάτανα δεν μου φαίνεται να δόθηκε τυχαία. Σε σύγκριση με τη Έξοδο που είναι ο πρώτος τόμος της τριλογίας αλλά και τα Εκβάτανα που είναι ο δεύτερος, στον τρίτο τόμο ο συγγραφέας φιλοσοφεί πολύ περισσότερο με την ευρύτερη σημασία του όρου φιλοσοφία.
Το έργο μπορεί να είναι μυθιστορηματική αυτογραφία αφού η πορεία του Νομάδα συνεχίζεται και στον τρίτο τόμο. Φεύγει από το Παρίσι για να φτάσει στον Καναδά, τα δεύτερα Εκβάτανα που θα αποτελέσουν και τον μεγαλύτερο σταθμό της ζωής του. Δίνεται έτσι ένα χρονικό και τοπικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζονται τα διάφορα γεγονότα τα οποία όμως δεν αποτελούν το κύριο θέμα του μυθιστορήματος. Τον βασικότερο παίζει ουσιαστικά ο αφηγητής ο οποίος αναλύει συνεχώς ψυχογραφικά τον πληθωρικό, πνευματικό,πολιτιστικό και ψυχικό κόσμο του συγγραφέα.
Το ξεδίπλωμα του μύθου δεν ακολουθεί την πεπατημένη που θα περίμενε κανείς διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα. Η αφήγηση διακόπτεται συχνά και το κείμενο εμπλουτίζεται με φαινομενικά άσχετες παρεμβάσεις γύρω από φιλολογικά, υπαρξιακά και πολλά άλλα θέματα. Είναι επίσης διανθισμένο με πολλούς στίχους εκλεκτών ποιημάτων που δίνουν έτσι μια έντονη ποιητική νότα στο μυθιστόρημα.
Τον βασικό ήρωα του μυθιστορήματος Απόλλωνα Θρασυβουλίδη δεν θέλει να ταυτίζει απόλυτα με τον εαυτό του. Θέλει ο πρωταγωνιστής να έχει τη δική του αυτοτέλεια και να λειτουργεί αυτόνομα, ίσως για να πλησιάσει τον ρόλο που πρέπει να έχουν οι ήρωες ενός σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος.
Ταυτόχρονα όμως με την φαινομενική απομάκρυνση από τη πραγματικότητα παρουσιάζονται υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα με πλήρη αντικειμενικότητα αλλά και με κριτική διάθεση από μέρους του συγγραφέα.
Πιστεύω πως η μεγάλη αξία του μυθιστορήματος οφείλεται σε δυο βασικούς λόγους. Πρώτα γιατί αποτελεί μια πλούσια δεξαμενή ιστορικών πληροφοριών που αφορούν τον Ελληνισμό των τελευταίων χρόνων και ύστερα γιατί παρακινεί τον αναγνώστη να μην παραμένει παθητικός δέκτης αυτών που διαβάζει αλλά να συμμετέχει ενεργά κρίνοντας και ο ίδιος τα φιλοσοφικά και ιστορικά θέματα που παρουσιάζονται πολλές φορές εν είδει δοκιμίου μπροστά του. Μπορώ να πω πως κατά κάποιο τρόπο γίνεται έτσι ένας εποικοδομητικός διάλογος αναγνώστη- συγγραφέα.
Μετά τη γενική επισκόπηση του έργου, πρέπει τώρα να δούμε και τα επί μέρους. Το μυθιστόρημα Μετά τα Εκβάτανα δεν έχει πρόλογο αλλά το πρώτο κεφάλαιο που ήδη έχουμε διαβάσει μπορεί να θεωρηθεί ως πρόλογος. Το έργο έχει άλλα 47 κεφάλαια, τρεις επιλόγους και σημειώσεις ασύμμετρες και αντιφατικές όπως τις χαρακτηρίζει ο συγγραφέας.
Στα πλαίσια του χρόνου, που είναι δυστυχώς πάντα περιορισμένος σ’ αυτές τις περιπτώσεις, θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω το μυθιστόρημα, επιλέγοντας κεφάλαια και διαβάζοντας χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Το δεύτερο κεφάλαιο αρχίζει πάλι με την Πενταλιά παρόλο που ο ήρωάς μας έχει φθάσει ως μετανάστης στον Καναδά. Η Πενταλιά, ο πατέρας και περισσότερο η μάνα θα έχουν έντονη την παρουσία τους στις σκέψεις και στα όνειρα του συγγραφέα σ’ ολόκληρο το έργο απ’ αρχής μέχρι τέλους.
Στη συνέχεια του κεφαλαίου εξηγεί πως βρέθηκε από το Παρίσι στον Καναδά. Έγινε φίλος με κάποιο ελλαδίτη δικηγόρο, τον Αστέριο, που τον γνώρισε, γράφει,στα περίφημα καφενεία της Rue Sufflot, εκεί που γινόταν η αντίσταση κατά της Χούντας. « Στις ατέλειωτες συζητήσεις που είχαμε οικοδομούσαμε, δομούσαμε και αποδομούσαμε τη Νέα Ελλάδα των ονείρων μας», γράφει. Όταν λοιπόν αυτός ο φίλος έφυγε για τον Καναδά, προσκάλεσε εκεί και τον δικό μας.
Στις σελίδες που ακολουθούν ο φίλος του Αστέριος αναλαμβάνει τη ξενάγηση στη πόλη του Μόντρεαλ στην οποία θα κατοικούσε. Μας κάνει εντύπωση η ελληνικότητα μιας λεωφόρου:
Η Πάρκ Άβενιου, μετά το πάρκο του Βασιλικού Βουνού, στρώνεται με ελληνικά χρώματα. Ελληνικά καταστήματα, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, ελληνικοί σύλλογοι, παντού ελληνικές επιγραφές, και στους παράπλευρους δρόμους, μου εξηγούσε ο Αστέριος, κατοικούν ακόμη Έλληνες, μολονότι πολλοί μετακινήθηκαν πιο πάνω, στο Παρκ Εξτένσιον και ακόμη πιο έξω στα προάστια του Μόντρεαλ. Είναι μια νέα ευρύχωρη λεωφόρος που ξεκινά, νότια από το μπουλεβάρ Σέρμπρουκ στο downtown και καταλήγει βόρεια στη rue Jean–Talon. Οι Έλληνες τη λένε μαζί με τη γύρω περιοχή, Τα Παρκαβενέϊκα. Οι Έλληνες μετανάστες που από τις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν συγκεντρωμένοι στα περίχωρα της διασταύρωσης των δρόμων Σέρπρουκ και Κλαρκ, μετακινούνται τη δεκαετία του ΄50 βόρεια και καταλαμβάνουν την Παρκ Άβενιου και την γύρω της περιοχή. Σχηματίζουν την επικράτεια εδαφοκυριαρχίας τους και μετασχηματίζουν τον αστικό χώρο. Στο 7723 της λεωφόρου βρίσκεται το μεγαλόπρεπο θέατρο Ριάλτο, ελληνικής ιδιοκτησίας, που συνδέθηκε με την ιστορία της ελληνικής παροικίας. Εκεί οι Έλληνες μετανάστες έβλεπαν ελληνικές ταινίες, εκεί τραγούδησαν και παρουσιάστηκαν καλλιτέχνες από την Ελλάδα, εκεί έγιναν και πολιτικές συγκεντρώσεις για τα ελληνικά θέματα, την Κύπρο και άλλα.
Γίνονται φυσικά και οι πρώτες γνωριμίες με τους Έλληνες της παροικίας και αρχίζουν οι πρώτες προσπάθειες για εργοδότηση. Υποβάλλονται αιτήσεις σε Πανεπιστήμια και Κολλέγια αλλά μέχρι να βρεθεί κάτι καλύτερο πρέπει να εργαστούν οπουδήποτε για να καλύπτονται οι βιοποριστικές ανάγκες. Ταυτόχρονα γίνεται και η πρώτη γνωριμία με τους ανθρώπους του ΠΑΣΟΚ που ζουν στον Καναδά. Ο ήρωάς μας τους ακολουθεί με την ελπίδα και το όνειρο για μια καινούργια Ελλάδα που θάφτανε, σύμφωνα με τα λόγια τους, μέχρι το Πεκίνο. Γράφει όμως κάπως απογοητευμένος:
Πέσαμε έξω βέβαια. Αράξαμε κάπου στα περίχωρα των Πετραλώνων.
Αναφέροντας όμως τα Πετράλωνα, θυμάται το σχετικό δημοτικό με την αξέχαστη φωνή του Μητροπάνου. Το παραθέτει ολόκληρο αλλά εγώ διαβάζω μόνο δυο στίχους.
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα Εκβάτανα και Σούσα
Στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσα
Στο πέμπτο κεφάλαιο περιγράφεται η στενότερη σύνδεσή του με το ΠΑΣΟΚ στο οποίο τελικά, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του, γίνεται μέλος. Αναφέρονται διάφορα ονόματα στελεχών που όταν θα κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές θα εξαργυρώσουν τη συμμετοχή τους παίρνοντας ψηλές θέσεις στη Ελλάδα. Γνωρίζοντας τον συγγραφέα δυσκολευόμουν να πιστέψω πως θα μπορούσε, αυτός ο ελεύθερος και ανυπότακτος άνθρωπος, να μπορέσει να κλειστεί στα καλούπια ενός οποιουδήποτε κόμματος. Στο ερώτημα –απορία απαντά ο ίδιος.
Υπήρχε μια ελπίδα που άρχισε να γεννιέται σιγά-σιγά μέσα μου, πως μπορούσε να γίνει κάτι το σημαντικό για την Ελλάδα. Αν και είχα πάντα πολλές επιφυλάξεις για τις ρητορικές εξάρσεις και μιας μορφής μεγαλο-ιδεατισμό του Παπανδρέου, ακόμη και για τα ψήγματα λαϊκισμού που δεν έλειπαν από τις ομιλίες και τα άρθρα του, πίστευα πως υπήρχε ελπίδα για μια νέα πορεία της χώρας. Ο Ανδρέας, άνθρωπος διονυσιακός, είχε πολλές ικανότητες, ήταν ένας οικονομολόγος με διεθνή φήμη, διανοούμενος, χαρισματικός σαν ηγέτης. Ούτως ή άλλως δεν υπήρχε και τίποτε άλλο καλύτερο.
Κι αλλού σημειώνει:
Τότε κάποιοι παίρναμε τοις μετρητοίς τα λόγια του Ανδρέα Παπανδρέου που καταδίκαζε τη σοσιαλδημοκρατία και τοποθετούσε το ΠΑΣΟΚ στην τροχιά της μαρξιστικής ιδεολογίας χωρίς τις σταλινικές παρωπίδες και τις αναθεωρητικές θέσεις των ευρωκομμουνιστών που πιστεύαμε πως δικαίωναν-οι τελευταίοι- τον καπιταλισμό.
Στα επόμενα κεφάλαια υπάρχουν αναφορές για την προσπάθεια του ήρωα να ριζώσει στα καναδικά πανεπιστήμια κι οι σχέσεις που αναπτύσσει με ένα εβραίο καθηγητή που του παραστάθηκε και τον βοήθησε εκεί που οι πατριώτες του δεν έδειξαν ενδιαφέρον, έστω κι αν είναι εφοδιασμένος με συστατική επιστολή του Νίκου Σβορώνου που τους ζητά να τον στηρίξουν. Τον στέλλουν από τον Άννα στον Καϊάφα.
Οι σελίδες που ακολουθούν είναι έντονα φορτισμένες συναισθηματικά επειδή ο ήρωάς μας αναφέρεται στην Πενταλιά, την γενέτειρα του, και κυρίως γιατί συνδιαλέγεται νοερά με τη μητέρα του. Το καφενείο του χωριού του ήταν, γράφει, το πρώτο Πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησε.
Τον απασχολεί και η αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην Τέχνη και την Ψυχανάλυση. Θυμάται τον Προυστ που ψυχαναλυόταν ο ίδιος στο έργο του και τον δικό μας τον Εμπειρίκο και την ψυχαναλυτική πλευρά του έργου του. Και θυμάται επίσης αυτό που έλεγε ο Μπωντλαίρ « ότι η αληθινή πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά στα όνειρα».
Η σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας επανέρχεται συχνά στο έργο του με τρόπο δοκιμιακό. Αποδίδει ξεχωριστή σημασία στη θέαση των ιστορικών γεγονότων από την οπτική γωνία της λογοτεχνίας και τη σχετική ελευθερία του λογοτέχνη σε σχέση με την τεκμηρίωση που χρειάζεται το ιστορικό αφήγημα.
Σε πολλές σελίδες του βιβλίου του ο συγγραφέας αναφέρεται στο κίνημα ανεξαρτησίας στο Κεμπέκ και συζητά το θέμα υπό το πρίσμα των εθνικιστικών και μαρξιστικών θεωριών και τα προβλήματα που έθνους και κράτους σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο.
Ελλάδα και Κύπρος έχουν επίσης έντονη και συνεχή παρουσία στη μυθιστορηματική του αφήγηση. Οι πολιτικές εξελίξεις, η δραστηριοποίηση των ομογενών για το Κυπριακό αλλά και για ό,τι αφορά την Ελλάδα, διατρέχουν έντονα τις σελίδες του.
Ένα κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον προπάππο του τον Χριστοφή Δημοσθένη Κατσιαβάνη. Τον περιγράφει με πολλή αγάπη αλλά και περηφάνια. Θα ήθελε λέει να του στήσει ένα άγαλμα στις όχθες του ποταμού Αγίου Λαυρεντίου.
Από τα πολιτικά, τα κομματικά, τα παροικιακά, τα προσωπικά-οικογενειακά περνά αρκετές φορές σε φιλοσοφικά-υπαρξιακά θέματα σε διάφορα κεφάλαια της αφήγησης του Το υπαρξιακό κενό τον απασχολεί έντονα. Ξεκινά από το ατομικό και το μεταφέρει στο συλλογικό. Αλλά δεν σταματά εδώ. Συνεχίζει με το ιδεολογικό κενό. Γράφει σχετικά:
Πέρα όμως από το υπαρξιακό κενό, υπάρχει και το ευρύτερο ιδεολογικό κενό. ΄Ενα κενό που επηρεάζει το κοινωνικό σύνολο. Αυτό το κενό το νιώθω επίσης. Δεν το έχει γεμίσει η μεταπολίτευση στην Ελλάδα. Και ως προέκταση εδώ, η μεταπολίτευση είναι ακόμη πιο κακοποιημένη. Η κεμπεκιώτικη πολιτική ζωή παρουσιάζει ενδιαφέρον, αλλά την νιώθω ξένη. Το ίδιο και η καναδική με τον Τρουντώ. Τελευταία ξαναδιαβάζω τον Φρόυντ… Η φροϋδική επανάσταση είναι σημαντική. Ο κόσμος θα ήταν ακατανόητος χωρίς τη φροϋδική αφήγηση. Βασικά οι τρεις αφηγήσεις που άλλαξαν τον κόσμο, είναι η δαρβινική, η μαρξιστική και η φροϋδική. Με το Δαρβίνο είμαστε περισσότερο στο χώρο της επιστήμης. Στον χώρο της βιολογίας. Με τον Μαρξ στο χώρο της οικονομίας, της κοινωνιολογίας και της ιστορίας Με τον Φρόυντ μπαίνουμε στα νερά του υποσυνείδητου. Στο χώρο της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας. Σκέφτομαι τη σχέση που έχουν οι αφηγήσεις αυτές με τον ελληνικό πολιτισμό. Τον Δαρβίνο δεν μπορώ να τον συνδέσω, για την ώρα, με την ελληνική κληρονομιά. Τον Μαρξ όμως, με την εγελιανή κληρονομιά, ξέρουμε πως μέσω αυτής της κληρονομιάς το νήμα τον πάει πίσω στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά προπάντων στον Επίκουρο και τον Ηράκλειτο. Κι ο Φρόυντ έζησε με τα απόδειπνα της ελληνικής μυθολογίας και αυτά των μεγάλων τραγικών.
Κάποιος φίλος μου είπε :
Σίγουρα και οι τρεις τους συναποτελούν τις βάσεις κατανόησης του σύγχρονου κόσμου. Χωρίς όμως την κατανόηση της γένεσης της συμπαντικής ύλης και συγκεκριμένα του Μπινγκ Μπανγκ, όλα τα υπόλοιπα στέκονται στον αέρα.
Για την σταθεροποίηση του πλέγματος σύμπαν-ζωή- υποσυνείδητο είναι απαραίτητη και η ενσωμάτωση στην σύγχρονη αντίληψη του κόσμου της ειδικής θεωρίας της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, η οποία εξηγεί μεταξύ άλλων την διαστολή του χρόνου και την ισοδυναμία μάζας-ενέργειας.
Εδώ βέβαια μπλέκουμε με την αστροφυσική. Με την εξομοίωση της εξέλιξης του σύμπαντος από το Μπινγκ Μπανγκ ως την εικόνα του που γνωρίζουμε σήμερα. Οι επιστήμονες τονίζουν τον καθοριστικό ρόλο της σκοτεινής ύλης ως συνδετικού ιστού και «σκελετού» γύρω από τον οποίο συναρθρώνονται οι μεγάλες δομές των γαλαξιών.
«Αν δεν την συμπεριλαμβάναμε, εννοεί την σκοτεινή ύλη, η προσομοίωση δεν θα έμοιαζε με το πραγματικό σύμπαν» είπε ένας επιστήμονας. Η προσομοίωση επίσης είναι η πρώτη που δείχνει την ορατή ύλη να προκύπτει από τη σκοτεινή. Εκτιμάται ότι το σύμπαν αποτελείται κατά περίπου 5% από κοινή ύλη, 27% από σκοτεινή ύλη και 68% από -την ακόμη πιο μυστηριώδη- σκοτεινή ενέργεια».
Ομολογώ ότι τα έχω λίγο χαμένα με την αστροφυσική ! Κι όμως υπάρχει πολλή ποίηση γύρω από όλα αυτά! Με τους Γαλαξίες να περιφέρονται ακίνδυνα και τη συμπαντική δύναμη να περιφρουρεί τα βήματα τους !
Σε άλλα κεφάλαια καταγράφονται οι πνευματικές αναζητήσεις του συγγραφέα. Η ίδρυση του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών του Καναδά-ΚΕΕΚ για τη μελέτη του καναδικού ελληνισμού αλλά και της διασποράς γενικότερα. Ταυτόχρονα η έκδοση του δίγλωσσου επιστημονικού περιοδικού ( Αγγλικά-Γαλλικά) Études helléniques/Hellenic Studies με το φιλόδοξο στόχο να συνδέσουν τη διασπορά με την Ελλάδα και να προβάλουν στο ξένο κοινό την Ελλάδα και την Κύπρο, τον πολιτισμό αλλά και τα εθνικά προβλήματα.
Ο Νομάδας αυτή τη φορά έχει τη ευκαιρία να ταξιδέψει και να λάβει μέρος σε συνέδρια σε πολλά μέρη του κόσμου και να γνωρίσει από κοντά έλληνες ακαδημαϊκούς αλλά και ξένους. «Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω» μας θυμίζει ο ίδιος στην προμετωπίδα του βιβλίου του.
Τον Μάιο του 1999 οργάνωσαν στο Μόντρεαλ το τρίτο Παγκόσμιο Συνέδριο των Ερευνητικών Ιδρυμάτων του Ελληνισμού με θέμα «Ο Ελληνισμός στο 21ο αιώνα ».
Η πνευματική αναζήτηση συνεχίζεται με τη συζήτηση για τις απαρχές του μυθιστορήματος. Είναι ο « Δον Κιχώτης» του Θερβάντες που γράφτηκε το 1605, το πρώτο μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ή μήπως είναι τα « Αιθιοπικά » του έλληνα μυθιστοριογράφου Ηλιόδωρου που έζησε τον 2ο περίπου αι. μ.Χ. Ανανεώνονται οι σκέψεις για το δικό του μυθιστόρημα αλλά και για τα Γράμματα γενικά που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων. Θυμάται έτσι το ωραίο τραγούδι «Αν ήξερα ανάγνωση γραφή … δεν θα με κυβερνούσαν άλλοι ».
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στην πολιτική ανέλιξη του Ανδρέα Παπανδρέου. Διαβάζουμε λοιπόν από μαρτυρίες ότι ο Ανδρέας πολύ καιρό δεν ήθελε να πολιτευτεί παρά τις πιέσεις του πατέρα του. Φαίνεται πως πήρε την απόφαση λίγο πριν τις εκλογές του 1964 ύστερα από μια συζήτηση με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Πάνο Κόκκα εκδότη της Ελευθερίας. Οι ίδιοι φυσικά το έκαμαν για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους έναντι του Σοφοκλή Βενιζέλου στην Ένωση Κέντρου. Παιχνίδια στην εσωκομματική σκακιέρα που θα γυρίσουν σε βάρος του Μητσοτάκη.
Τα γεγονότα όμως τρέχουν. Οι εκλογές είχαν προκηρυχθεί και όλοι πίστευαν πως θα τις κέρδιζε το ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας όμως είχε βάλει πολύ νερό στο κρασί του. Στο εσωτερικό ανοιγόταν σε συμμαχίες με την αστική τάξη ενώ στο εξωτερικό αποκατέστησε τις σχέσεις του με τη σοσιαλδημοκρατία που κάποτε τη θεωρούσε ως το δούρειο ίππο του καπιταλισμού.
Ο Νομάδας είναι απογοητευμένος. Σε συνάντηση με συνειδητοποιημένε στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όλοι δηλώνουν πως φεύγουν αλλά περιμένουν να ακούσουν και τον ίδιο που μιλά τελευταίος.
-Λοιπόν σύντροφοι το όνειρο ήταν απατηλό απ΄ότι φαίνεται. Το καράβι βουλιάζει στα λασπόνερα. Δεν είναι το ΠΑΣΟΚ που θα τραβήξει την ρόδα της Ιστορίας από την λάσπη. Φεύγω μαζί σας!
Είδα τα μάτια κάποιων να βουρκώνουν! Και εγώ,συναισθηματικός στο έπακρον, προσπαθούσα με πείσμα να μη δείξω την συγκίνηση μου. Δεν το κατάφερνα. Ένα δάκρυ κύλησε κάποια στιγμή μα έκανα μια στροφή και με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση το έκρυψα. Εκείνη την ώρα χιλιάδες παραστάσεις περνούσαν από το μυαλό μου με την ταχύτητα του φωτός και διαδεχόταν η μια την άλλη. Στην Πενταλιά, στη Βαβυλώνα, στο Άκτιον με τη μορφή της Κλεοπάτρας, τη γαμψή της μύτη, στην πύλη του Ρωμανού, στο Χάνι της Γραβιάς, στην Αλαμάνα, στον Αγάθωνα, στα Φυλακισμένα Μνήματα της Λευκωσίας, στο Μαχαιρά, στην Αμαθούντα, στα Καταλανικά Πεδία, στην πεδιάδα της Σαλαμίνας με τον Ονήσιλο, στην Βολιβία με τον Τσε, στο Καρακάς με τον Μπολιβάρ, κι ύστερα ένα παράξενο φως με το χαμόγελο της Τζοκόντας. Μια ηχηρή κραυγή της αιωνιότητας ξεπηδούσε μέσα από τα μάτια των συντρόφων. Αυτοί ήταν εργάτες, δεν περίμεναν τίποτε από την εξουσία του ΠΑΣΟΚ σε προσωπικό επίπεδο, αυτοί περίμεναν να οικοδομήσει μια διαφορετική Ελλάδα, ανθρώπινη και συντροφική. Ήξεραν όμως πως εγώ, φεύγοντας, έφτυνα κατάμουτρα την τύχη μου. Κατέβαινα από το τρένο την ώρα που άλλοι έτρεχαν να επιβιβαστούν, επιβάτες ή και λαθρεπιβάτες της τελευταίας ώρας. Λαθρεπιβάτες για την ακρίβεια. Και μέσα από τα μάτια τους ξεπηδούσε εκείνη η εκτίμηση που αντικαθιστούσε για μένα τις θέσεις που με περίμεναν στην Αθήνα με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Και πράγματι ο Καλλένος έγινε γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών, ο Αθηνοδώρου λάκισε την Αριστερά και έγινε βουλευτής, ο Σταματέλος διευθυντής στην ΕΡΤ. Ακόμη και ο ψευδοτραπεζίτης που τον λέγαμε αγιογδύτη-Αγιομαμίτης ήταν το όνομα του- γιατί έβγαζε δάνεια στους Έλληνες του Μόντρεαλ από μια καναδική τράπεζα ανάπτυξης και θησαύριζε με τα ποσοστά που τους κρατούσε για την προμήθεια του, διορίστηκε Διοικητής της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας.
Μια από τις εξαιρετικές παρεμβολές στο μυθιστόρημα είναι το κεφάλαιο στο οποίο ο συγγραφέας κάνει μια μικρή πραγματεία για τις γυναίκες του Ομήρου όπως και για εκείνες της αρχαίας Αθήνας και της Σπάρτης.
Στα τελευταία κεφάλαια ο Νομάδας κάνει κάποιες σκέψεις να συνεχίσει την πορεία του στη Ελλάδα ή στην Κύπρο όπου του έγινε και πρόταση να πολιτευτεί.
Κι ύστερα το πήρα απόφαση. Δεν θα πήγαινα στην Αθήνα να βολευτώ σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο. Δεν θα πήγαινα ούτε σε κάποιο αμερικάνικο, ούτε σε κάποιο αγγλόφωνο καναδικό πανεπιστήμιο. Ούτε και σε κάποιο κυπριακό φυσικά. Θα έμενα στο Μόντρεαλ. Ο κύβος ερρίφθη! Δεν ήταν ίσως η επιλογή που με ενθουσίαζε. Αλλά και οι άλλες που είχα μπροστά μου δεν με ενθουσίαζαν περισσότερο! Για την ακρίβεια η Αθήνα, η αγαπημένη πόλη, με τραβούσε. Όμως δεν μ΄ άρεσαν οι συναλλαγές που θα υποχρεωνόμουν να κάνω. Και ήξερα πως αν αρνιόμουνα να συναλλαγώ, κάτι που δεν ήταν στο χαρακτήρα μου, θα υποχρεωνόμουν να τα μαζέψω και να φύγω. Θα μου πεις, δεν γίνονται συναλλαγές και αλλού, στον Καναδά, στις ΗΠΑ, στας Ευρώπας; Και φυσικά γίνονται. Δεν είναι όμως ο κανόνας. Στα ελληνικά πανεπιστήμια οι πελατειακές σχέσεις είναι βαθιά ριζωμένες. Καμιά φορά νομίζεις πως οι έλληνες ακαδημαϊκοί ζούνε τις τελευταίες ημέρες… της Πομπηίας!
Όσο η ζωή συνεχίζεται γεμάτη και πλούσια με όλες τις δραστηριότητές της , όλα μπορείς να τα κάνεις. Όταν όμως έρχονται τα γηρατειά που σε πλησιάζουν αναπόφευκτα στο μοιραίο; Τι κάνεις τότε θνητέ άνθρωπε;
Ο Οδυσσέας, θα γράψει, το πήρε απόφαση πως ήταν καιρός να γυρίσει και να πεθάνει στην Ιθάκη.
-Γύρνα λοιπόν στη Πενταλιά Αλέξανδρε.
-Η Βαβυλώνα είναι πολύ μακριά Αλέξανδρε. Και πιο μακριά ακόμη τα Εκβάτανα.
-Εκεί στη Πενταλιά θα πάνε οι στάχτες μου.
Ναι Στέφανε. Μας το είπε πριν πολλά χρόνια ο ποιητής με τις ωδές του.
Ας μη μου δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
εις την Πατρίδα .
Θέλω να τελειώσω την παρουσίασή μου με ένα ποίημα του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη με το οποίο τελειώνει και ο συγγραφέας το βιβλίο του.
Βιογραφικό
( Απόπερα ποιητικής αναφοράς)
Γεννήθηκα το 1941 π.Χ.
στην Πενταλιά της Πάφου
της νήσου Κύπρος.
Την ώρα που γεννιούνταν
τα θανατερά μανιτάρια
στο διπλανό πευκόδασος
είπε η μάνα μου.
Στο σχολείο της Πενταλιάς
έμαθα γράμματα
έμαθα να ονειρεύομαι
τον κόσμο.
Σήμερα
είμαι ένας περιπλανώμενος νομάδας
ανάμεσα στα νησιά του Αιγαίου
και τον Ατλαντικό ωκεανό
καμιά φορά
κι ανάμεσα στην Πενταλιά
και τον Ειρηνικό ωκεανό.
Γεννήθηκα το 1941 π.Χ.
στην Πενταλιά της Πάφου
αγνόησα τα θανατερά μανιτάρια
στο διπλανό πευκόδασος
κι υπέγραψα το συμβόλαιο μου.
Κι από τότε περιπλανιέμαι
νομάδας ελεύθερος στην οικουμένη
να ονειρεύομαι τον κόσμο.
.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ
Περιοδικό “ΝΕΑ ΕΥΘΫΝΗ” τεύχος 46-47, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2019
ΣΙΣΥΦΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Το μυθιστόρημα “Μετά τα Εκβάτανα” (Αθήνα, Βακχικόν, 2019) είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας “Νομάδας” του Στέφανου Κωνσταντινίδη, το πρώτο μέρος της οποίας κυκλοφόρησε το 2017, με τίτλο “Η έξοδος” και το δεύτερο το 2018, με τίτλο “Εκβάτανα”. Κεντρικό θέμα του “Νομάδα” είναι οι σισυφικές, κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, περιπλανήσεις του αφηγητή στην οικουμένη (από τη γενέτειρά του, Πενταλιά, στην Αθήνα, το Παρίσι, τον Καναδά, και σε πολλές άλλες χώρες, κατά διαστήματα). Ένας παράλληλος θεματικός άξονας θεωρούμε ότι είναι οι εξίσου έμμονες και ενίοτε βασανιστικές περιπλανήσεις στην τέχνη και στις τεχνικές της μυθιστορηματικής γραφής, δεδομένου ότι και στα τρία μέρη του “Νομάδα” ο λόγιος αφηγητής, που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον Μάνο Σιμωνίδη στις “Ακυβέρνητες πολιτείες” του Στρατή Τσίρκα, επανέρχεται στο ζήτημα της ενασχόλησής του για πολλά χρόνια με τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, καθώς και για ποικίλα θεωρητικά ζητήματα που αφορούν το είδος αυτό. Το συγγραφικό ειδολογικό όνομα ήδη συζητήθηκε από την κριτική για τα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας, σε συνάρτηση με το ερώτημα αν έχουμε να κάνουμε με μυθιστορηματική αυτοβιογραφία ή με άλλο είδος. Εξάλλου, την κριτική απασχόλησε το θέμα του αφηγητή Απόλλωνα Θρασυβουλίδη και της σχέσης του με τον ενδοκειμενικό συγγραφέα, Στέφανο, που εμφανίζεται σε διάφορα κεφάλαια των τριών μερών του έργου, καθώς και το ζήτημα της πρόσμειξης της καθαρά μυθοπλαστικής αφήγησης με τον πολιτικό λόγο, την κοινωνιολογική, ιστορική, φιλοσοφική και με άλλες μη λογοτεχνικές μορφές της γλώσσας. Σε όλα αυτά τα ζητήματα θα επανέλθουμε στη συνέχεια, σε συνάρτηση με το “Μετά τα Εκβάτανα”.
Ας δούμε, όμως, πώς συνδέεται το τελευταίο αυτό μέρος της τριλογίας με τα προηγούμενα, από την άποψη του μύθου και της πλοκής. Στο πρώτο μέρος, την “Έξοδο”, έχουμε τη γέννηση του κεντρικού ήρωα και αφηγητή, Απόλλωνα Θρασυβουλίδη, το 1941, τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, μέχρι την ενηλικίωση, πλαισιωμένα από τα γεγονότα της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως το 1968. Στο διάστημα αυτό ο αφηγητής πραγματοποιεί την πρώτη έξοδό του από την Κύπρο, για σπουδές στην Αθήνα, επιστρέφει στο νησί, υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία και εργάζεται για ένα διάστημα στη Μέση Εκπαίδευση. Ήδη από το πρώτο μέρος της τριλογίας διαγράφονται τα κύρια γνωρίσματα της φυσιογνωμίας του Απόλλωνα, ενός σύγχρονου Οδυσσέα, δηλαδή ενός ανήσυχου πνεύματος, πολιτικοποιημένου νέου, και ταυτόχρονα ενός ανθρώπου με ακόρεστη δίψα για τη γνώση και με πάθος για την πνευματική δημιουργία. Βασικός πόλος της αφήγησης είναι η γενέτειρα του αφηγητή, Πενταλιά, η οποία και στα τρία μέρη του Νομάδα λειτουργεί ως σημείο αναφοράς, μαζί με τη μορφή της μητέρας του αφηγητή, μιας άλλης Αριάγνης, στην οποία αφιερώνονται μερικές από τις περισσότερο συγκινησιακά φορτισμένες σελίδες της τριλογίας.
Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, υπό τον τίτλο “Εκβάτανα”, το κέντρο βάρους της αφήγησης εστιάζεται στο Παρίσι, όπου ο αφηγητής πραγματοποιεί τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Από την άλλη, από εκεί παρακολουθεί με αγωνία τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι το 1974. Εκεί πληροφορείται για το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή και συμμετέχει στην κινητοποίηση για διαφώτιση της κοινής γνώμης στην Ευρώπη. Το ίδιο διάστημα δραστηριοποιείται πολιτικά στην κυπριακή παροικία της Αγγλίας και εργάζεται στην παροικιακή εφημερίδα “Ελεύθερη Κύπρος”, μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Σημαντική ήταν η συνάντησή του με τον Πλουτή Σέρβα, ηγετική φυσιογνωμία της Αριστεράς. Παράλληλη με την πολιτική του δραστηριότητα, είναι η ενασχόλησή του με τη διδακτορική του διατριβή, ενώ ήδη είχε γεννηθεί το πρώτο του παιδί. Οι ευρύτερες πνευματικές του αναζητήσεις τον οδηγούν στη μελέτη κορυφαίων Γάλλων φιλοσόφων των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Με την υποστήριξη της διατριβής του, το 1976, ολοκληρώνεται μια καθοριστική φάση της ζωής του και αρχίζει ο έντονος προβληματισμός για τον επόμενο σταθμό της οδύσσειάς του. Ταυτόχρονα αρχίζει να ξαναδουλεύει το μυθιστόρημα, που είχε αρχίσει να γράφει γύρω στο 1974, «για τον παλιό συμμαθητή του Στέφανο», το alter ego του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη, κατά την άποψή μας, επιδιώκοντας να μη γράψει απλώς μια βιογραφία του. Εκφράζει την προτίμησή του για το «δοκιμιακό μυθιστόρημα», όπως το ονομάζει, και προβληματίζεται γύρω από τις σχέσεις λογοτεχνίας και πολιτικής. Με τα επόμενα κεφάλαια του μυθιστορήματος ο αφηγητής επιχειρεί αναδρομές στο πρόσφατο τότε παρελθόν, και πιο συγκεκριμένα σε ένα ταξίδι του στη Νέα Υόρκη, καθώς και στο απώτερο, στα παιδικά του χρόνια στην Πενταλιά και ιδιαίτερα στη φοίτησή του στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Επιπλέον κάνει μιαν ευρύτερη αναφορά στα περίχωρα του χωριού, που ολοκληρώνεται με την ευρηματική σύνδεση της Πενταλιάς με τα Εκβάτανα και τον παραλληλισμό του Απόλλωνα με τον Μ. Αλέξανδρο. Στον επίλογο εκφράζεται ο θαυμασμός του αφηγητή για τον Θερβάντες, «τον πρώτο διδάξαντα» την τέχνη του μυθιστορήματος».
Το τρίτο μέρος της τριλογίας, “Μετά τα Εκβάτανα “(2019), αρθρώνεται σε 48 κεφάλαια, σε τρεις επιλόγους και στις καταληκτικές «Σημειώσεις ασύμμετρες και αντισυμβατικές». Στο πρώτο εισαγωγικό και συνοπτικό κεφάλαιο του μυθιστορήματος, που λειτουργεί και ως αρμός για τη σύνδεση με τα δύο προηγούμενα μέρη του έργου, συνδυάζονται δύο αφηγηματικές φωνές, εκείνη του Μ. Αλέξανδρου και εκείνη του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη και παρατίθενται τα ονόματα των πνευματικών δασκάλων του δεύτερου, αγωνιστών της ελευθερίας (του Ονήσιλου, του Αυξεντίου, του Μπολιβάρ κ.ά.) και ποιητών, όπως οι Δ. Σολωμός, Β. Μιχαηλίδης και Βλ. Μαγιακόφσκι (σ. 9).
Τα πρώτα εννέα κεφάλαια του βιβλίου αφορούν τη μετανάστευση του αφηγητή στον Καναδά, με τη βοήθεια το δικηγόρου Αστέριου Παπαθανασίου, την εγκατάστασή του στον Μόντρεαλ και τη σταδιακή προσαρμογή του, την πολιτική του δραστηριοποίηση, την προσωρινή πρόσληψή του στο Πανεπιστήμιο και την έναρξη της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας, με πολλές δυσκολίες στην αρχή. Ταυτόχρονα, επανέρχεται στα κεφάλαια 5 και 7 στο θέμα της συνεχιζόμενης προσπάθειας για τη συγγραφή μυθιστορήματος, «που θα είναι», όπως σκέφτεται, «η ιστορία δίχως μάσκα», ενώ παράλληλα δική του επιδίωξη είναι το βιβλίο του να μην έχει τη μορφή αυτοβιογραφίας (σσ. 39-40, 58-59).
Στα κεφάλαια 10 έως 14 παρουσιάζεται η ένταξη του αφηγητή στον κομματικό μηχανισμό της νομαρχιακής επιτροπής του ΠΑΣΟΚ στον Καναδά, η άρνησή του να ενταχθεί στο Παρτί Κεμπεκουά, στόχος του οποίου ήταν η διεκδίκηση της ανεξαρτητοποίησης του Κεμπέκ και οι εντυπώσεις του από τα πρώτα μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Μέσω της αναδρομικής αφήγησης και της συγκινημένης σε αρκετά σημεία απεύθυνσης προς τη μητέρα του, περιγράφεται το καφενείο της Πενταλιάς, που ο αφηγητής το θεωρεί ως το πρώτο μεγάλο σχολείο για τον ίδιο, ενώ κατά την αναμονή για μια ιατρική εξέταση (σε απροσδιόριστο χώρο, αλλά με σαφή χρονικό δείκτη, αφού γίνεται λόγος για την πρόσφατη ίδρυση της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών) στοχάζεται γύρω από τις σχέσεις λογοτεχνίας και ιστορίας και παράλληλα προβληματίζεται για τον εθνικό λογοτεχνικό κανόνα, καθώς και για τον αντίστοιχο κυπριακό, σε αντιδιαστολή με τη «στρατιά των απλών δημιουργών», «που δεν διαθέτουν τους ιδεολογικούς και “επικοινωνιακούς” ανελκυστήρες» για να ενταχθούν σε αυτούς (σ. 112).
Από αφηγηματολογική άποψη είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η διαφοροποίηση του ενδοκειμενικού συγγραφέα – αφηγητή, Στέφανου, από τον Απόλλωνα Θρασυβουλίδη, τη στιγμή που σε πολλά κεφάλαια των τριών μερών της τριλογίας οι δύο φωνές συνδυάζονται, σε βαθμό που ο αναγνώστης δεν μπορεί να τις διακρίνει. Σκέφτεται, λοιπόν, ο Στέφανος: «Προσπαθώ να συνδυάσω τον στοχασμό με τον ακτιβισμό, μια μορφή διαλεκτικής, ελκυστική και ελπιδοφόρα. Άρα γράφω μυθιστόρημα στο πλαίσιο αυτής της διαλεκτικής. Αποποιούμαι τον ρόλο του κεντρικού ήρωα, ο μυθιστορηματικός ήρωας, ο Απόλλωνας Θρασυβουλίδης, έχει τη δική του αυτοτέλεια» (σσ. 103-104).
Η επόμενη ενότητα του μυθιστορήματος ορίζεται από την εξασφάλιση μόνιμης θέσης του αφηγητή στο πανεπιστήμιο (Κεφ. 15) και τη συνέντευξή του ενώπιον του Κοινοτικού Συμβουλίου της Ελληνικής Κοινότητας Μόντρεαλ, για πρόσληψη στη θέση του διευθυντή του ελληνικού σχολείου, που δεν στέφθηκε με επιτυχία (Κεφ. 25). Το ζήτημα της ανεξαρτητοποίησης του Κεμπέκ λειτουργεί ως έναυσμα για την προσέγγιση εκ μέρους του αφηγητή της έννοιας του έθνους, ενώ ο θάνατος του Μακαρίου (1977) τον οδηγεί σε μια νηφάλια κριτική αποτίμηση της πολιτικής του πρώτου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εξάλλου, η πολιτική δράση του αφηγητή συνεχίζεται τόσο στο πλαίσιο της Επιτροπής Αλληλεγγύης στον ελληνισμό όσο και στην Τοπική Οργάνωση του ΠΑΣΟΚ στο Μόντρεαλ. Και σε αυτό το μέρος του μυθιστορήματος εντοπίζονται ενδιαφέρουσες αναφορές στην τέχνη του μυθιστορήματος. Στο Κεφάλαιο 16 ο ενδοκειμενικός συγγραφέας χαρακτηρίζει την ενασχόλησή του με τη συγγραφή του μυθιστορήματος ως «την κρυφή του αγρανάπαυση» και διευκρινίζει: «Όχι δεν γράφω στο στιλ του μυθιστορήματος “Bildungsroman”, το “μυθιστόρημα μαθητείας” ή “διάπλασης” όπως μετέφρασαν τον γερμανικό όρο στα ελληνικά» (σ. 129). Το Κεφάλαιο 18 (σσ. 147-161) αφιερώνεται στον θρυλικό προπάππο του αφηγητή Χριστοφή Δημοσθένη Κατσιαβάνη, και κυρίως στον έρωτά του για μια Τουρκοπούλα, την Αϊσέ, ως ένδειξη θαυμασμού στον πρόγονο που ξεχώριζε για την τόλμη, την τιμιότητα και την επιμονή του: «Μια μέρα, όταν θα γίνω πλούσιος, θα στήσω ένα άγαλμα του Χριστοφή Κατσιαβάνη, κάπου εδώ στις όχθες του Αγίου Λαυρεντίου ή τις ανατολικές παρυφές των Λορεντζιανών βουνών. Το αξίζει. Πού να ήξερε πως ένας δισέγγονός του θα έφτανε ώς εδώ» (σ. 159).
Στο επόμενο μέρος του μυθιστορήματος (κεφάλαια 23-37) εφαρμόζεται πάλι η προσφιλής στον Στέφανο Κωνσταντινίδη τεχνική, αφενός, της ευρηματικής συνύφανσης ποικίλων και ετερόκλητων θεμάτων, συμβάντων και περιστατικών και, αφετέρου, της χρήσης του κατάλληλου κάθε φορά ύφους και των αντίστοιχων γλωσσικών στρατηγικών. Έτσι η πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την πρώτη εκλογική του νίκη (1981), ιδωμένη από την οπτική ενός Έλληνα της διασποράς με ενεργό ανάμειξη στα πολιτικά δρώμενα της περιόδου, η κριτική αποστασιοποίηση από τις τάσεις αριβισμού διάφορων κομματικών στελεχών, η υποδοχή και γνωριμία με τον πεζογράφο και βουλευτή Σπύρο Πλασκοβίτη, η ταυτόχρονη με την εκλογική νίκη του κόμματος παραίτηση του αφηγητή από το κομματικό αξίωμα που κατείχε και η ανάδειξη των συμπτωμάτων διαφθοράς και διαπλοκής, που τον ενοχλούσαν και τον απωθούσαν, είναι μόνο ο κορμός της αφήγησης σε αυτά τα κεφάλαια, στα οποία ενοφθαλμίζονται διάφορα άλλα επιμέρους περιστατικά, ενίοτε με την τεχνική του εγκιβωτισμού.
Η τεχνική εφαρμόζεται στο εικοστό τρίτο Κεφάλαιο, δεδομένου ότι σε αυτό εγκιβωτίζεται το ημερολόγιο του Θ.Α., γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο ημερολογιογράφος εκθέτει τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συνάντησε μέχρι να του επιτραπεί να μεταναστεύσει στον Καναδά: «Εν Αθήναις, 28 Απριλίου 1950. / Επιτέλους! Σήμερα πήρα το διαβατήριο μέσα από έναν κυκεώνα διαδικασιών και έναν αγώνα δρόμου να αποχαρακτηριστώ από “κομμουνιστής”! Υπέβαλα και τα χαρτιά μου στην πρεσβεία του Καναδά, να φύγω μετανάστης σε αυτή τη χώρα. Μου είπαν πως έχω ελπίδες. Ο Καναδάς χρειάζεται νέο αίμα» (σ. 201).
Σχετικές με τον εγκιβωτισμό είναι οι διευκρινίσεις του αφηγητή στην ομότεχνή του Λ.Ζ. για τη συγγραφική του πρόθεση, στο Κεφάλαιο 27: «Θέλω να ανατρέψω τη γραμμική αφήγηση, να εγκιβωτίσω διάφορες ιστορίες στο μυθιστόρημά μου, να αφήσω ελεύθερη τη σκέψη μου να οδηγήσει την πλοκή μακριά από τους κανόνες που διδάσκουν οι δάσκαλοι της δημιουργικής γραφής» (σ. 222). Γενικότερα δε, θεωρεί τη λογοτεχνική γραφή «επαναστατική πράξη», «όσο βέβαια δεν προσαρμόζεται, όσο δεν ευνουχίζεται από σκοπιμότητες» (σ. 225). Πάντως, κύριο γνώρισμα του ενδοκειμενικού μυθιστοριογράφου είναι ο διαρκής αναστοχασμός γύρω από το μυθιστόρημα εν προόδω, που αποτελεί ένα από τα κεντρικά θέματα της τριλογίας. Στο Κεφάλαιο 30, στο οποίο αφηγείται ένα όνειρό του για το τραγικό τέλος του Λαυρέντη Μπέρια, αρχηγού των Μυστικών Υπηρεσιών στη Σοβιετική Ένωση, επί Στάλιν, συναισθάνεται την εύλογη απορία του αναγνώστη αν το συγκεκριμένο συμβάν έχει οποιαδήποτε σχέση με τα υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου, αλλά και για την ταυτότητα εκείνου που είδε το όνειρο: «[…] Ποιανού είναι το όνειρο, του αφηγητή, του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη, κάποιου άλλου από τους ήρωες της αφήγησης ή του συγγραφέα; Δεν έχει σημασία. Ο συγγραφέας άλλωστε ισορροπεί μεταξύ πραγματικότητας, προσωπικής, συλλογικής και ιστορικής, αλλά και μυθοπλασίας». Στο επόμενο Κεφάλαιο, το 31ο, με αφορμή τον σχολιασμό της ιστορίας του ταγκό του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο αφηγητής θεωρεί ότι «σ’ ένα μυθιστόρημα χρειάζεται κάθε τόσο ένα ξεστράτισμα. […] Τότε παίρνει την πρωτοβουλία ο αφανής αφηγητής να πει τις δικές του ιστορίες, τις δικές του αλήθειες» (σ. 253). Και εδώ ενδεχομένως με τον όρο αφανής αφηγητής εννοείται ο ενδοκειμενικός συγγραφέας − αφηγητής, στην περίπτωσή μας ο Στέφανος, σε αντιδιαστολή με τον πλασματικό αφηγητή, τον Απόλλωνα. Έτσι, το ξεστράτισμα και η απομάκρυνση από τον μίτο της συνεκτικής πλοκής, είναι η πάγια τακτική του συγγραφέα, που εξομολογείται: «Εγώ πιστεύω σε μια μορφή συντεταγμένης αταξίας» (σ. 254), ενώ στο Κεφάλαιο 33 διευκρινίζει ότι προτιμά το ειδολογικό όνομα αντιμυθιστόρημα για το έργο του, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε στη συνέχεια.
Το Κυπριακό Πρόβλημα και οι ανησυχίες του αφηγητή για τη μοίρα του τόπου είναι το κυριότερο θέμα των κεφαλαίων 38-40. Πιο συγκεκριμένα, εκφράζεται ο φόβος για ολική καταστροφή της Κύπρου και διατυπώνονται απόψεις γύρω από τον ρόλο των πνευματικών ανθρώπων στον αγώνα του λαού για επιβίωση. Ο αφηγητής, σχολιάζοντας το ποίημα του Κώστα Μόντη «Κάθοδος των Μυρίων», αναλογίζεται:
‒Εμάς πού θα μας οδηγήσει ο Ξενοφώντας;
‒Στη θάλασσα της Κερύνειας, υποθέτω.
‒Μπορεί και στο Βαρώσι.
‒Οι δικοί μας γραφιάδες είναι στην υπηρεσία των Φραγκο-
λεβαντίνων. Ποτέ δεν θα αναλάβουν τον ρόλο του Ξενοφώ-ντα (σ. 337)
Στο Κεφάλαιο 38, εκκινώντας από τον αγώνα του απόδημου ελληνισμού του Μόντρεαλ για διαφώτιση και αλληλεγγύη στον αγώνα της Κύπρου, ο αφηγητής επανέρχεται συνειρμικά στο βασανιστικό ερώτημα: «Πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα». «Ξαναγυρίζω στο ερώτημα, όπως ο εγκληματίας στον τόπο του εγκλήματος! Μπλέκοντας τα είδη;». Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «το μυθιστόρημα δεν μπορεί παρά να εκφράζει αυτή τη συνθετικότητα και την πολυπλοκότητα. […] Όσες συνταγές και να έχει ο συγγραφέας, το παιχνίδι παίζεται από το πόσο καλός και ευρηματικός μάγειρας είναι» (σ. 317).
Στα τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος (σσ. 42-48), μετά από μια αναφορά στα γυναικεία πρόσωπα των ομηρικών επών, ο αφηγητής αναλύει τη συνειδητή του απόφαση να παραμείνει στον Καναδά, όπου και η εργασία του, και στη συνέχεια παραθέτει, ως συγγραφέας − αφηγητής πια, αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη που δεν προορίζονταν για δημοσίευση, δεδομένου ότι σε αυτά υπήρχαν αναφορές σε ζητήματα οικονομικής και πολιτικής διαφθοράς κατά την όψιμη περίοδο της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το ΠΑΣΟΚ.
Μετά από ένα σύντομο κεφάλαιο (το 41ο) με άλλη ημερολογιακή εγγραφή του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη για την πτώση της Ρώμης, ακολουθούν αποσπάσματα από το ημερολόγιο του παλιού συμφοιτητή του αφηγητή, Αλέξη Λάμαρη, σχετικά με τη μορφή του πατέρα του, που ωθεί και τον ίδιο τον αφηγητή να αναστοχαστεί γύρω από τη σχέση του με τον δικό του πατέρα.
Το καταληκτικό 48ο Κεφάλαιο, που χαρακτηρίζεται από πηγαία ποιητικότητα και φιλοσοφική διάθεση, είναι ένας λόγος περί γήρατος. Το ίδιο θέμα εντοπίζεται και στον Επίλογο 1, όπου η αφήγηση εκφέρεται από έναν απροσδιόριστο αφηγητή ο οποίος αναφέρεται στην αναζήτηση του τάφου του Απόλλωνα από τα εγγόνια του. Στον Επίλογο 2 παρατίθεται ένα σημείωμα στο οποίο διευκρινίζεται η συγγραφική πρόθεση του Στέφανου Κωνσταντινίδη: Μέσω της σύνδεσης προσώπων φανταστικών ή υπαρκτών, με την τριλογία του επιδίωξε να «μεταφέρει τη μαρτυρία ενός νομάδα που βρέθηκε τυχαία στο διάβα της ιστορίας» (σ. 404).
Στον Επίλογο 3 η αφήγηση επανέρχεται στην ευρηματική διασύνδεση του Απόλλωνα με τον Αλέξανδρο. Εδώ το συγγραφικό εύρημα είναι η ανακάλυψη στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού ενός χειρογράφου με τίτλο Αλεξάνδρου επιστροφή, που όπως σημειώνεται, «θα μπορούσε να έχει τον τίτλο Μετά τα Εκβάτανα ή Μεταεκβάτανα». Η συνάντηση του αφηγητή με τον Αλέξανδρο πραγματοποιείται στην Πενταλιά, όπου μιλούν για τις περιπλανήσεις τους, ο δεύτερος « ώς τον Υδάσπη ποταμό» και ο πρώτος στην οικουμένη, ως άλλος Σίσυφος (σσ. 405-406). Τέλος, στις «Σημειώσεις ασύμμετρες και αντισυμβατικές» σημειώνεται ότι η διακειμενικότητα είναι ένα από τα κύρια γνωρίσματα του Νομάδα και αποτίεται φόρος τιμής σε δύο αντισυμβατικές μορφές, την Κατερίνα Γώγου και τον Νικόλα Άσιμο.
Έχοντας υπόψη μας το περιεχόμενο του τρίτου μέρους της τριλογίας, επανερχόμαστε στο καίριο ειδολογικό ζήτημα που αφορά όχι μόνο το “Μετά τα Εκβάτανα”, αλλά και τους τρεις τόμους του “Νομάδα”. Είναι, λοιπόν, η τριλογία μυθιστορηματική αυτοβιογραφία ή αντι-μυθιστόρημα; Όπως είδαμε, ο ίδιος ο συγγραφέας εντάσσει το έργο του στο δεύτερο είδος και θεωρεί ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτοβιογραφία, δεδομένου ότι η επιδίωξή του δεν περιοριζόταν σε εξιστόρηση του βίου του. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Φιλελεύθερος” ανέφερε σχετικά, με την ευκαιρία της παρουσίασης του Β΄ Μέρους της τριλογίας, “Εκβάτανα”: «Στο δικό μου μυθιστόρημα τα προσωπικά μου βιώματα διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν η συλλογική μνήμη χωρίς την οποία ένας λαός δεν μπορεί να διατηρήσει την ταυτότητά του. Ούτε φυσικά και τον πολιτισμό του με την ανθρωπολογική έννοια του όρου. Έγραψα επομένως ένα μυθιστόρημα με κοινωνιολογικό, ανθρωπολογικό, πολιτικό και ιστορικό υπόβαθρο».
Η δική μας εντύπωση από την ανάγνωση του “Μετά τα Εκβάτανα” και συνολικά της τριλογίας “Νομάδας” είναι ότι όντως το κέντρο βάρους της αφήγησης δεν είναι η βιογράφηση του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη ή του άλλου του εαυτού, του Στέφανου Κωνσταντινίδη, αλλά η λογοτεχνική αναπαράσταση της πνευματικής του διαδρομής και περιπέτειας, ενταγμένης στην ευρύτερη προοπτική των ευρύτερων κύκλων της συλλογικότητας, του τοπικού, του εθνικού και του οικουμενικού. Μάλιστα για τη λογοτεχνική αυτή αναπαράσταση δεν εγκλωβίζεται στο ζητούμενο της αληθοφάνειας και της μονολογικότητας, αλλά μέσω της πρόσμιξης της καθαρά λογοτεχνικής γλώσσας με την πολιτική, κοινωνιολογική, φιλολογική, φιλοσοφική, ιστορική και ενδεχομένως και άλλες μεταγλώσσες, εκπλήσσει τον αναγνώστη με την υβριδική του γραφή και την ευφάνταστη και ευρηματική μετάβαση από το ένα είδος λόγου στο άλλο. Συνεπώς, σε αυτό το πλαίσιο, είναι αντιληπτό ότι δεν μπορούμε να μιλούμε για ενιαία και συνεκτική πλοκή ούτε στο “Μετά τα Εκβάτανα” ούτε στα πρώτα δύο μέρη της τριλογίας. Είναι γι’ αυτό λοιπόν που θεωρούμε ότι όντως ο “Νομάδας” είναι αντιμυθιστόρημα αλλά και για άλλα σημαντικά γνωρίσματα του είδους που εντοπίζονται στο έργο. Από την άλλη, αν ληφθεί υπόψη ότι η αυτοβιογραφία ορίζεται ως «μια αφήγηση σε πεζό λόγο που πραγματεύεται τον βίο ενός συγκεκριμένου, υπαρκτού προσώπου, όπου ο συγγραφέας, ο αφηγητής και ο κύριος χαρακτήρας ταυτίζονται», συνάγεται ότι ο Νομάδας δεν εμπίπτει σε αυτό το είδος, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι στην τριλογία αυτή τα αυτοβιογραφικά στοιχεία δεν δεσπόζουν απόλυτα στην αφήγηση, αλλά συνυφαίνονται σε αυτήν, στο ευρύτερο πλαίσιο της πολυφωνικής αφήγησης, που συνεπάγεται πολλαπλότητα οπτικών γωνιών.
Χωρίς να έχουμε εδώ την πρόθεση να εξαντλήσουμε το θέμα, σημειώνουμε ενδεικτικά ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του αντιμυθιστορήματος ή νέου μυθιστορήματος, που εμφανίστηκε στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1950, και τα οποία εντοπίζονται στον “Νομάδα”: α) απομάκρυνση από τα ουσιώδη γνωρίσματα του ρεαλιστικού μυθιστορήματος: «την παντοκρατορία του συγγραφέα-αφηγητή, την ολοκληρωμένη παρουσίαση ενός κεντρικού μυθιστορηματικού προσώπου και τη δέσμευση της παρουσίασης του αφηγηματικού υλικού με χρονική αλληλουχία»· β) ως προς την πλοκή, όπως επισημαίνεται από τον Μιχ. Μπακογιάννη, «επιδιώκεται η αφαίρεση, η συσκότιση και η αβεβαιότητα»· γ) ο πειραματισμός άλλοτε με στόχο τον συνδυασμό της ποιητικής με την πεζογραφική γλώσσα και άλλοτε του ενοφθαλμισμού στη μυθιστορηματική γραφή στοιχείων της δοκιμιακής γραφής.
Στο “Μετά τα Εκβάτανα”, όντως, δεν έχουμε έναν αποκλειστικό αφηγητή. Εκτός από τον Απόλλωνα Θρασυβουλίδη και τον συγγραφέα – αφηγητή, εντοπίζονται και άλλοι αφηγητές, όπως: ο μετανάστης Θ.Α. (Κεφ. 23), ο Αλέξης Λάμαρης (Κεφ. 37), ο απροσδιόριστος αφηγητής του Επιλόγου 1, όπου, όπως είδαμε γίνεται λόγος για την αναζήτηση του τάφου του Απόλλωνα από τα εγγόνια του, αλλά ακόμη και ο Αλέξανδρος (Κεφ. 1) που απευθύνεται στον Απόλλωνα / Στέφανο: «Τα καλοκαίρια μετακομίζαμε από τη Βαβυλώνα στα Θερινά ανάκτορα, στα Εκβάτανα. Στη Ρωξάνη άρεσαν τα Εκβάτανα, ήταν η γενέθλια πόλη της. Κι εσύ μετακόμιζες από τη νέα Πενταλιά στην παλιά, ήθελες λέει τα καλοκαίρια να είσαι κοντά στο σπίτι που γεννήθηκες, ήθελες να περιπλανιέσαι στα παλιά γνώριμα μονοπάτια της νεότητάς σου» (σ. 9).
Πέρα από την πολλαπλότητα των αφηγητών, στο “Μετά τα Εκβάτανα” συνδυάζονται από τον συγγραφέα διάφορα είδη λόγου, η κυρίως μυθιστορηματική αφήγηση με τα εγκιβωτισμένα πλασματικά ημερολόγια, καθώς και η αναφορική γλώσσα της κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης με τα ποιητικά παραθέματα του βιβλίου, που συντίθενται σε ένα γοητευτικό διακειμενικό πλέγμα, στο πλαίσιο της διαλογικότητας. Επομένως, η εύστοχη διαπίστωση του Π. Βουτουρή για τα “Εκβάτανα” ισχύει και για το “Μετά τα Εκβάτανα”: Το επίτευγμα του Στέφανου Κωνσταντινίδη έγκειται στο γεγονός ότι «κατορθώνει να δώσει λογοτεχνική υπόσταση σε μια συνδυαστική προοπτική και να συνθέσει ένα υποδειγματικά πολυφωνικό μυθιστόρημα».
Εξάλλου, στο “Μετά τα Εκβάτανα”, όπως και γενικότερα στον “Νομάδα” δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για συνεκτική πλοκή γύρω από την οποία διευθετούνται τα επιμέρους περιστατικά της αφήγησης, ως επιμέρους στοιχεία ενός κεντρικού μύθου. Εκ των υστέρων ο αναγνώστης μπορεί να αναδομήσει την πορεία του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη από την Πενταλιά στον Καναδά, ωστόσο όχι χωρίς κενά και χάσματα. Ωστόσο, αυτή ήταν και η πρόθεση του ίδιου του συγγραφέα, δεδομένου ότι, όπως είδαμε, δεν στόχευσε στη συγγραφή μιας μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας. Εκείνο που εντοπίζουμε, λοιπόν, στον “Νομάδα” είναι μία δεσπόζουσα πλοκή, γύρω από τον βίο του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη, και πολλές επιμέρους πλοκές, γύρω από άλλα πρόσωπα ή περιστατικά, με μικρότερη παρουσία και διάρκεια στην αφήγηση. Με άλλα λόγια, στον Νομάδα ισχύει ό,τι διαπιστώνει ο M. H. Abrams για το The Faery Queene του Edmund Spencer, «ότι είναι δείγμα μιας αφηγηματικής μυθιστορίας που συνυφαίνει την κύρια ιστορία με ένα πλήθος υποπλοκών σε μια πυκνή και σύνθετη δομή», που μπορεί να συγκριθεί με την πολυφωνική μουσική. Επομένως, ούτε και η παρουσίαση του αφηγηματικού υλικού γίνεται με χρονική αλληλουχία, δεδομένου ότι ανάμεσα σε πολλά από τα κεφάλαια εντοπίζονται χρονικά άλματα, που και πάλι συναρτώνται με την επιλογή του συγγραφέα να γράψει ένα αντιμυθιστόρημα. Υπενθυμίζουμε εδώ τη ρητά διατυπωμένη συγγραφική πρόθεση για ανατροπή της γραμμικής αφήγησης (δηλαδή της διευθέτησης της αφηγηματικής ύλης με χρονολογική σειρά) και για τον εγκιβωτισμό διάφορων ιστοριών στην αφήγησή του (Κεφ. 27, σ. 222). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του συγκεκριμένου χειρισμού του αφηγηματικού χρόνου εκ μέρους του συγγραφέα εντοπίζουμε στα κεφάλαια 14 και 15. Ενώ στο 14ο Κεφάλαιο ο χρόνος της αφήγησης ταυτίζεται με τον χρόνο γραφής του μυθιστορήματος, δεδομένου ότι σε αυτό σχολιάζεται η πρόσφατη ίδρυση της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, στο επόμενο κεφάλαιο γίνεται ένα άλμα τεσσάρων δεκαετιών στο παρελθόν, στο πρώτο διάστημα της διαμονής του αφηγητή στον Καναδά, και χωρίς εμφανή λειτουργική σχέση μεταξύ των δύο κεφαλαίων.
Μια άλλη τάση που εντοπίζεται στο “Μετά τα Εκβάτανα”, καθώς και στα πρώτα δύο μέρη του “Νομάδα” είναι εκείνη της αναζήτησης τρόπων σύζευξης του πεζού με τον ποιητικό λόγο, και η οποία εντοπίζεται σε εκπροσώπους του αντιμυθιστορήματος, όπως είναι λόγου χάρη ο Μισέλ Μπυτόρ. Στο 9ο Κεφάλαιο του “Μετά τα Εκβάτανα” ο αφηγητής αναρωτιέται «τι συμβαίνει αν ο πεζός λόγος έχει ποιητική αίσθηση, εμπεριέχει ποίηση» (σ. 77). Η απορία αυτή αποβαίνει γόνιμη, καθότι σε πολλά σημεία της τριλογίας είναι εμφανής η σύζευξη του ποιητικού με τον πεζό λόγο, με δύο κυρίως τρόπους: είτε με την παράθεση ποιημάτων είτε με την ποιητική φόρτιση της λέξης στον ίδιο τον πεζό λόγο. Η δεύτερη αυτή τεχνική είναι εμφανής, λόγου χάρη, στα σημεία όπου ο αφηγητής αναφέρεται στη μητέρα του με σεβασμό, συγκίνηση και αγάπη, που μόνο η ποιητικά φορτισμένη αφήγηση μπορεί να αποδώσει. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το Κεφάλαιο 8:
“Έγραψα στη μάνα μου να μην ανησυχεί. Να κρατά ένα κλαρί
ανθισμένης μυγδαλιάς στο χέρι όταν θα μου στέλνει την ευχή
της. Και τα βράδια να κοιτά τ’ αστέρια μιλιούνια στον ουρανό
της Πενταλιάς, όταν η σκέψη της θα είναι σε μένα. Μάνα,
κράτα γερά. Όσο εσύ κρατάς γερά εκεί στην Πενταλιά, η
αγάπη σου βράχος πάνω στον οποίο στέρεα πατώ. Ναι μάνα.
Σε έχω ανάγκη κι ας είσαι μακριά. Οι αχτίδες σου φτάνουν
ίσαμ’ εδώ και με ζεσταίνουν” (σ. 65).
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι το μυθιστόρημα “Μετά τα Εκβάτανα” και συνολικά η τριλογία “Νομάδας”, στην οποία αυτό εντάσσεται, είναι μια σημαντική πεζογραφική κατάθεση, από τις πλέον αξιόλογες επιτεύξεις της πεζογραφίας μας των τελευταίων χρόνων, τόσο για την αισθητικά άρτια απόδοση της πνευματικής περιπέτειας ενός σύγχρονου Οδυσσέα, του νομάδα, ενταγμένης στην περιπέτεια του τόπου, του έθνους του και του κόσμου, όσο και για την ανάπτυξη μιας επίμονης, επίπονης και δημιουργικά γόνιμης προβληματικής γύρω από την τέχνη της μυθιστοριογραφίας, των δυνατοτήτων και των ορίων της, που συνιστά εν τέλει ένδειξη συνειδητής συγγραφικής σεμνότητας, καθώς και επίγνωσης των πεπερασμένων ορίων της συγγραφικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο μυθιστοριογράφος γνωρίζει και εφαρμόζει γόνιμα την τεχνική της ανοικείωσης, καθώς εκπλήσσει συνεχώς ευχάριστα τον αναγνώστη με τη μη αναμενόμενη και ευρηματική διασύνδεση φαινομενικά ετερόκλητων στοιχείων. Είναι και γι’ αυτό που υποστηρίζουμε ότι ο “Νομάδας” δεν είναι μια συνηθισμένη μυθιστορηματική τριλογία του συρμού, αλλά μια όντως αξιόλογη πεζογραφική κατάθεση που αποτελεί σταθμό στα γράμματά μας και γι’ αυτό επιβάλλεται να συνεξεταστεί, από διάφορες απόψεις, με άλλες προγενέστερες επιτεύξεις της πεζογραφίας μας.
.
ΛΕΞΗΜΑΤΑ
Ασημίνα Ξηρογιάννη
“Fractal”, Αύγουστος 2017
Συνομιλώντας με την Ιστορία
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπούδασε Φιλοσοφία, Κοινωνιολογία και Πολιτικές Επιστήμες στη Σορβόννη και στο Παρίσι (Docteur d’Etat). Είναι διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά (ΚΕΕΚ).
Έχει εκδώσει βιβλία Πολιτικής Επιστήμης, Κοινωνιολογίας και Ιστορίας, ενώ και έχει δημοσιεύσει δεκάδες επιστημονικά άρθρα. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και δύο συλλογές διηγημάτων.
Από το 1983 εκδίδει και διευθύνει το επιστημονικό περιοδικό «Etudes helleniques»/»Hellenic Studies». Μέσα σε αυτό έχει πολλάκις κάνει αφιερώματα στη λογοτεχνία της διασποράς, την κυπριακή λογοτεχνία, την ελληνική εκπαίδευση και σε θέματα διεθνών σχέσεων. Από το 1997 είναι επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο πρόγραμμα «Παιδεία Ομογενών». Όλα αυτά για να δοθεί το προφίλ του Στέφανου Κωνσταντινίδη ο οποίος μας χαρίζει ένα πολύ ενδιαφέρον και ώριμο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Τίτλος του βιβλίου «Λεξήματα». Γλωσσολογικός όρος που ίσως δίνει μια επιστημονική χροιά σε ένα βιβλίο ποίησης. Λέξημα είναι το σταθερό κομμάτι της λέξης που μένει μετά την αφαίρεση των προσφυμάτων και είναι φορέας σημασίας.
Ο Κωνσταντινίδης συνδιαλέγεται επιτυχώς με την Ιστορία και έχει πολιτική χροιά η ποίησή του. Είναι γοητευτικό πως η πολιτική σκέψη και η γνώση της ιστορίας εμπλέκεται και συμπλέει με τον ποιητικό λόγο. Παράλληλα υπάρχει έντονα η ανησυχία για τη Μοίρα του ανθρώπου καθώς και διάχυτο ένα κριτικό βλέμμα. ([…] Με συμφωνημένα ψέματα /μας κατάντησαν να ονειρευόμαστε/και μαύρα μεσοφόρια./Με συμφωνημένα ψέματα/να προχωράμε/κι ούτε που αντέχουμε να κοιταχτούμε στον καθρέφτη./Αναποδογυρίστηκε η ψυχή μας/γέμισε νεκρά πουλιά/το δωμάτιο/από έναν παράξενο θάνατο/που έρχεται/…[…]Επιστροφή στις Μυκήνες).
Στο ποίημα με τίτλο «Αν…» πόσο σοφή η διαπίστωση: «Δεν γίνονται επαναστάσεις/ με το αν…/Μας επιτρέπει όμως/να ονειρευόμαστε/αυτό το αν…/» Γενικά εμπεριέχει μια σοφία αυτό το βιβλίο, τα περισσότερα ποιήματα έχουν τη σωστή οικονομία και φτάνουν με άμεσο τρόπο και λιτά μέσα στο στόχο. Δηλαδή κάτι έχουν να μας πουν.
Εξαιρετική η σύνθεση με τίτλο «Οι λέξεις». Οι λέξεις που είναι φετίχ, οι λέξεις που δικάζουν και καταδικάζουν, οι άστεγες λέξεις που πληθαίνουν καταθλιπτικά καθώς περνούν τα χρόνια. Οι λέξεις με την βαριά ιστορία, τα πολλά πρόσωπα και τους πολλούς συμβολισμούς! Στο ποίημα «Στάχτες του ασυνειδήτου» ο ποιητής συνδιαλέγεται με την Οδύσσεια του Ομήρου. Δεόντως διακειμενικός, κρατά ισορροπίες και μας βάζει σε παράλληλα σύμπαντα, σε ιδιαίτερες διανοητικές διαδρομές. Ένα όμορφο ποίημα για τον Καβάφη, κάποια ποιήματα ποιητικής, ολιγόστιχο ποίημα πάνω σε γνωστό στίχο του Κώστα Μόντη, ένα ποίημα για τον Ηρόστρατο, πολλές αναφορές στην Κύπρο, αλλά και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πενταλιά, και τα θέματά της. Πιάνεται κι αυτός όπως ο Καβάφης από ένα συμβάν, ή ένα ιστορικό πρόσωπο και το φιλτράρει ποιητικά με ενδιαφέροντα τρόπο χωρίς βερμπαλισμούς και χαοτικές πρακτικές. Ένα βιβλίο που αξίζει την προσοχή μας!
ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Ι
Έπρεπε να έχει
και η ποίηση τη μέρα της;
Ti είναι αυτό το κακό που τη βρήκε;
II
Μέσα μας
θα εκκρεμεί πάντα
ένας ποιητής
όσο να βρεθεί
ο πυροκροτητής
της εύθραυστης οροσειράς
των λέξεων
που μας κυκλώνουν
***
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Και να θυμάστε
αν ψάχνετε για κάποιο μεταφυσικό έρεισμα
υπάρχει πρωτίστως
η θρησκεία
και ο Μαρξ
και δευτερευόντως
ο στρουκτουραλισμός
τα σκυλιά
τα γατιά
και άλλα ζώα
ο μεταμοντερνισμός
ο φεμινισμός
ο αθεϊσμός
το ροκ
το νέο κύμα
η μεταγλώσσα
οι μετά-αλήθειες.
Τίποτε απ’ όλα αυτά
δε σας κάνει;
Σας μένει τότε
μόνο η ψυχανάλυση.
Εννοείται
με έναν καλό ψυχαναλυτή.
***
ΚΥΠΡΟΣ 2016
Και το μέλλον
να σου χαμογελά
με σάπια δόντια
και συ να ψάχνεις
στο εννοιόλεξο
τα συνώνυμα
και τα ομόρριζα
των χρησμών
που θα το προσδιορίσουν.
Και στον Όλυμπο
οι Θεοί γελάνε.
Λίλια Τσούβα
vakxikon.gr 16/9/2018
Ο δομισμός στην ποίηση του Στέφανου Κωνσταντινίδη
Ο Ρολάν Μπαρτ αποτελεί αναμφίβολα τη μεγάλη φιγούρα του δομισμού μετά τον Ελβετό γλωσσολόγο Φερντινάν ντε Σωσσύρ που έφερε στο προσκήνιο τη συμβατική, μη αναπαραστατική φύση της γλώσσας. Κλειδί για την κατανόηση των πραγμάτων, σύμφωνα με τον Μπαρτ, είναι η ένταξή τους σε μια ευρύτερη δομή αξιών, πεποιθήσεων και συμβόλων. Το σταθερό μέρος της λέξης, αυτό που μένει μετά την αφαίρεση όλων των προσφυμάτων και επιθημάτων, το ονόμασε Λεξήματα.
Τον όρο «Λεξήματα» χρησιμοποιεί ως τίτλο και ο Στέφανος Κωνσταντινίδης για τη νέα του ποιητική συλλογή. Γεννημένος στην Πενταλιά της Κύπρου, με σπουδές στην Ελλάδα και τη Γαλλία, διετέλεσε επί χρόνια καθηγητής στα πανεπιστήμια του Λαβάλ, του Κεμπέκ και του Μόντρεαλ του Καναδά. Έλληνας της διασποράς μετακινείται συνεχώς ανάμεσα σε Κύπρο, Ελλάδα, Καναδά. Κοσμοπολίτης με ευρεία μόρφωση, πλούσιο συγγραφικό έργο και τεράστια συμβολή στην προώθηση των ελληνικών γραμμάτων στο εξωτερικό.
Στην ποίησή του ανευρίσκουμε στοιχεία δομισμού. Όπως ο Μπαρτ αφαιρεί τα προσφύματα και τα επιθήματα από τις λέξεις, ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, απομακρύνει τις συμβάσεις των λέξεων και αποκαλύπτει τη διαρρηγμένη ενότητα πίσω από τα σημειωτικά συστήματα. Η ποίησή του οργανώνεται μέσα από παραλληλισμούς και έντονα φορτισμένες αλληγορίες, μέσα από δυαδικές συνδέσεις που σχετίζονται με βασικά δίπολα. Το κυριότερο δίπολο με το οποίο κινείται είναι η ελληνική – ρωμαϊκή αρχαιότητα- από τη μια- και η σύγχρονη εποχή, η εποχή της μετανεωτερικότητας- από την άλλη. Τις εποχές τοποθετεί σε μια συνεχή σύγκριση και αλληλοπλοκή.
Με βάση το συμβολικό κώδικα του Ρολάν Μπαρτ, οι δομές των αντιτιθέμενων στοιχείων είναι ο θεμελιώδης τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και ταξινομούν την πραγματικότητα. Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, αν μελετήσουμε την ποίησή του σύμφωνα με τον κώδικα του Μπαρτ, ερμηνεύει το παρόν μέσα από τους συνεχείς παραλληλισμούς, τις αντηχήσεις, τις αντιθέσεις που προκύπτουν από τις δυαδικές δομές, τις δυάδες των ζευγαρωτών αντιθέτων, ενώ μέσα από τη συνεχή διαπλοκή του παρελθόντος με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αποκαλύπτει την υποκείμενη καθολική δομή, τα επαναλαμβανόμενα θεματικά μοτίβα.
Εν Αθήναις, Ιούλιος 2015 π. Χ.
Και οι Ούννοι
έφτασαν ως τις Θερμοπύλες
απειλητικοί
και κανένας Λεωνίδας
δεν προστατεύει πια τα στενά.
Κι αύριο
ποιος ξέρει
ενδεχομένως θα αναπέμψουν
τις προσευχές τους
από την Ακρόπολη
μέσα από τον Παρθενώνα.
Μαζί τους
Μπορεί να συμπροσευχηθούν
και οι ολιγαρχικοί.
Αυτοί ούτως ή άλλως
πάντα πρόδιναν
τη Δημοκρατία της Αθήνας
στο όνομα του ρεαλισμού
και ενάντια στον όχλο
και τους δημαγωγούς.
Το πρακτορείο Ρόιτερ
σε νεότερο τηλεγράφημά του
μεταδίδει την είσοδο στην Αθήνα
της έφιππης εμπροσθοφυλακής των Ούννων
ενώ ο αρχηγός τους υποσχέθηκε
μια νέα κυβέρνηση στους ιθαγενείς
κυβέρνηση, λέει, εθνικής ευθύνης.
Αναζητείται πρωθυπουργός.
(Με επώνυμον Επιτροπάκης
θα θεωρηθεί προσόν).
«Μέσα σ΄ ένα σύμπαν στερημένο ξαφνικά από ψευδαισθήσεις και φώτα, ο άνθρωπος νιώθει σαν ξένος», έγραφε ο Καμύ. Αυτή την αίσθηση της αποξένωσης παιανίζουν αρκετά ποιήματα του Κωνσταντινίδη. Έναν κόσμο που δεν γνωρίζει ηθική, με τη φρίκη και τη δυστοπία να έχει εισβάλει στην καθημερινότητα.
Η ποίησή του είναι κυρίως πολιτική. Τον απασχολούν τα πολιτικά ζητήματα της δημοκρατίας, της Ελλάδας, της Κύπρου, αλλά και η χρεοκοπία του πολιτισμού, η απομυθοποίηση των ιδεολογιών, η απαξίωση προς τις μεγάλες αφηγήσεις και τα μοντέλα του παρελθόντος. Εξάλλου, οι πολυπλόκαμες σπουδές του στα πεδία της Φιλολογίας, της Κοινωνιολογίας, των Πολιτικών Επιστημών, όπως και η ευρεία παιδεία του, ανοίγουν κατά πολύ το φάσμα της ποιητικής θεματικής.
Σκούριασαν το όνειρά μας
Μελπομένη
όπως τα πόμολα
στις παλιές πόρτες.
Σκούριασαν
και οι σιδερωμένες αλήθειες
που μας σερβίρουν.
Σκούριασαν
κι οι ένοπλοι έρωτές μας.
Μείναμε από οράματα
ξεμείναμε από μέλλον.
εδραιώθηκε
μια ξένη άνοιξη
βαρβαρική
και ντυθήκαμε κουρέλια
από το σεληνόφως.
Σ΄ ένα σκοτεινιασμένο υπόγειο
προχωρεί η μετεξέλιξή μας
σε πετρώματα
λουλουδιών και πεταλούδων.
Επικρατεί ως μοτίβο η διάψευση. Επικρίνεται η μεταμοντέρνα νοοτροπία, η καταναλωτική κοινωνία, ο τεχνολογικός πολιτισμός, η ολοκληρωτική επικράτηση της αισθητικής των μέσων που χειρίζονται τα πάντα, από την ιστορία και την πολιτική, έως το σώμα, την ψυχολογία, την ίδια την έννοια του εαυτού. «Στην κουλτούρα του μεταμοντέρνου δεν τίθεται πλέον θέμα μίμησης ούτε αντιγραφής, ούτε καν παρωδίας. Είναι μάλλον ζήτημα υποκατάστασης του ίδιου του πραγματικού από σημεία του πραγματικού», έλεγε ο Μπωντριγιάρ. Η ποίηση του Κωνσταντινίδη εκφράζει τους προβληματισμούς του ανθρώπου της μετανεωτερικότητας, που ζει σ΄ έναν μεσοποιημένο πολιτισμό (media society).
Τα εργοστάσια υποχώρησαν
στις πιέσεις
των ηλεκτρονικών υπολογιστών
και των επουράνιων δορυφόρων.
Οι εργάτες
σκόρπισαν
πλανόδιοι
άνεργοι
και ανέστιοι
στις γειτονιές
των αγγέλων.
Από τη θεματολογία δεν απουσιάζει φυσικά ο έρωτας, η γυναίκα, ο φεμινισμός, ο θάνατος, η ξενιτιά, το όνειρο, όπως και στοχασμοί γύρω από την ποίηση.
Η Ναυσικά λοιπόν
στο νησί των Φαιάκων
ήταν ο τελευταίος πειρασμός.
Η Πηνελόπη κέρδισε τη μάχη
καθώς δεν κατείχε
τη θεωρία του μεταμοντερνισμού
και αυτή των τραυμάτων
των χρωμάτων
αρνούμενη τη θεραπεία
στη βάση των φροϋδικών μεταβλητών
που της προτάθηκε.
Προτίμησε τη δοκιμασμένη
θεραπεία του αργαλειού της.
Ασχέτως των ανέραστων
ανοίξεων
που χαραμίστηκαν
κι οι παλαιοντολόγοι αδυνατούν
να αποκαταστήσουν
το πρόσωπό τους.
Ποίηση στοχαστική η ποίηση του Κωνσταντινίδη, αφήνει να διαφανεί ο βαθύς προβληματισμός μιας προσωπικότητας που διαβλέπει με τρόμο την ιστορία να επαναλαμβάνεται, συγκλονίζεται από τις άστεγες, ανήμπορες, ισχνές πλέον λέξεις των διαχρονικών αξιών και την επικράτηση λέξεων επικινδύνων, από την ελαφρότητα που βαφτίζεται βαρύτητα. Για το λόγο αυτό στις πολιτικές και κοινωνικές του συνθέσεις επικρατεί το αρνητικό λεξιλόγιο. Ουσιαστικά και επίθετα μη θετικά, (σκουριά, θάνατος, αίμα, λιποψυχία, αφανισμός, φυλακή αόρατη, όνειρα αλυσοδεμένα, δόντια σάπια). Το χωρίς έχει την τιμητική του (χωρίς κουπιά, χωρίς φτερά) και το ύφος είναι ιδιαίτερα δηκτικό.
Υπάρχουν βέβαια και ποιήματα με πιο ανάλαφρο ύφος- χαριεντίζον- και λεξιλόγιο καθημερινό.
Έπρεπε να έχει
και η ποίηση τη μέρα της;
Τι είναι αυτό το κακό που τη βρήκε;
Ο ποιητικός λόγος δομείται μέσα από την επανάληψη λέξεων κλειδιών, το σχήμα του κύκλου, τη συνυποδήλωση, τις ισοδυναμίες συλλαβών και ήχου, τους επιτονισμούς. Αυτοδύναμες λεκτικές εικόνες, συλλογισμοί, σκωπτικός τόνος, αποτελούν σταθερά στοιχεία της συλλογής.
Μην αδειάσουν κάποτε
Και την έννοια του ανθρώπου
και δεν έχουμε
πού την κεφαλήν κλίναι.
Μην αδειάσουν κάποτε
και την έννοια της ποίησης
πυροβολώντας στο ψαχνό
την άνοιξη!
Και μείνουμε
χωρίς τη Θεία Κοινωνία
μακριά από τους Δελφούς
χωρίς το Θαλή το Μιλήσιο
τον Αναξαγόρα
τον Παρμενίδη
το Δημόκριτο
το τέλος του μύθου.
Να περισώσουμε τουλάχιστον
στις ακτές της Ιωνίας
την κιβωτό του Ηράκλειτου
με τα αποσπάσματά του.
Ο στίχος διέπεται από μινιμαλιστική αισθητική παρά τις όποιες λυρικές εξάρσεις. Η οργή ωστόσο είναι συγκρατημένη, η έκφραση του προσωπικού πόνου λεπτή, ο λόγος βγάζει μια περηφάνια, μια νηφαλιότητα. Η συνεχής αλληλεξάρτηση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, ιστορίας και πολιτικής, διαμορφώνουν μια περίτεχνη κειμενική διεργασία αρμός της οποίας είναι τα συνεχή λογοπαίγνια και το παιχνίδι των συνειρμών.
Γνώρισμα της συλλογής είναι επίσης η διακειμενικότητα με τη μορφή είτε της έμμεσης ή αυτούσιας ενσωμάτωσης και αναφοράς σε άλλα κείμενα λογοτεχνικά, είτε της σύνδεσης με κείμενα μη λογοτεχνικά, όπως η ειδησεογραφία των εφημερίδων, συχνή αφορμή του ποιητικού του στοχασμού. Συνομιλεί ολοφάνερα με την ποίηση του Σεφέρη, του Αναγνωστάκη, του Κώστα Μόντη. Αποσπάσματα του ποιητικού τους λόγου εισβάλλουν αυτούσια ή έμμεσα. Όμως ο Κωνσταντινίδης είναι επί το πλείστον καβαφικός ποιητής. Η επίδραση του Καβάφη είναι εμφανής στη δομή, τη θεατρικότητα, τους συνεχείς ιστορικούς υπαινιγμούς και τη λεπτή ειρωνεία των ποιημάτων του.
Η συλλογή Λεξήματα του ποιητή, συγγραφέα και πολιτικού αναλυτή Στέφανου Κωνσταντινίδη είναι μια συλλογή που αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο για το βάθος των νοημάτων, τις καίριες πολιτικοκοινωνικές αναφορές της, αλλά και για την αμεσότητα, την υποβλητικότητα του λόγου.
Όνειρα
Ι
Θα βρέξει, λένε όνειρα
μην πάρετε μαζί σας ομπρέλες.
ΙΙ
Να ονειρεύεστε
να ονειρεύεστε πολύ
τα όνειρα
είναι η πύλη
της αιωνιότητας
και η ανέλπιδη προσδοκία
του ποιητή
πέρα από το θλιμμένο
πρόσωπο των καιρών
και αυτό του θανάτου.
Τα όνειρα είναι ζεστά
στίγματα εκφυγής
από τη λατρευτική
ενός λευκού θανάτου.
.
ΝΟΜΑΔΑΣ Β’ Εκβάτανα
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
Ο Φιλελεύθερος, 24 Ιουλίου 2018
Νομάδας Β΄Εκβάτανα
Στο τέλος, αυτό συμβαίνει με τους ποιητές που γράφουν πεζά, η ποίηση δεν τους εγκαταλείπει, τους αρέσουν τα παιχνίδια με την ιστορία, τη φιλοσοφία, την αυτογνωσία, αφήνονται ελεύθεροι, γράφουν κι έτσι τους χαιρόμαστε. Ο Μεγαλέξαντρος, η Ρωξάνη η Οφιλία, τα Εκβάτανα και όσα μας ταξιδεύουν, αλλά πάντα επιστρέφουν στην Πενταλιά. Το μέγα δίδαγμα. Από κει που ξεκίνησες, εκεί να επιστρέψεις.
Ο συγγραφέας ξέρει να διαβάζει κάτι παραπάνω από Ιστορία, έλεγχος και κριτική των πηγών, ο επιστήμονας δεν υποχωρεί μπροστά στο μυθιστοριογράφο, που κυκλώνει το θέμα, και περικυκλώνει τους αναγνώστες μέσα στον λαβύρινθο των σκέψεων, γνώσεων και προβληματισμών του, με ωραίες όμως αναφορές, μυθικές και ποιητικές, αφού ο λογοτέχνης μπορεί να πάει πιο πέρα από τον ιστορικό, δεν παύει όμως να είναι ο επαναστάτης, που ταυτόχρονα παλεύει για την ανατροπή δικτατοριών και φιλοσοφεί για τη δομή των λογοτεχνικών έργων.
«Είμαστε όλοι ξεριζωμένοι από κάπου». Μια χαρακτηριστική φράση μεστή περιεχομένου, ανάμεσα στις ιστορίες μελών της οικογένειας αλλά και της γενικότερης προσφυγιάς που επικρατεί σήμερα στον κόσμο μας. Κι έτσι με μια μονοκοντυλιά, φεύγουμε από την Πενταλιά, πάμε στην Αίγυπτο, στην Αθήνα και μάλιστα στο Παρίσι, τον καιρό των μεγάλων ονομάτων όπως του Σαρτρ, του Ντε Γκολ, του υπαρξισμού ως φιλοσοφίας και τρόπου ζωής και τις συζητήσεις για το επαναστατικό πνεύμα των Γάλλων, με θέσεις και αντιθέσεις, λόγο και αντίλογο.
Τον ίδιο καιρό στην Κύπρο δρα η ΕΟΚΑ Β’ ο Μακάριος και ο Γρίβας, ο καθένας στις θέσεις του, το μέλλον αόρατο αλλά οδυνηρό. Ζούμε με τον συγγραφέα για λίγο το Λονδίνο και παρακολουθούμε τις προσωπικές σχέσεις του με την Ανδρομάχη, οι πολιτικές αναλύσεις μαρξιστικού τύπου και Θουκυδίδειας έμπνευσης εμπλέκονται στις ερωτικές σχέσεις, η διαπλοκή καλλιτέχνη και επιστήμονα είναι εμφανής.
Το Πολυτεχνείο κατεβάζει Παπαδόπουλο και ανεβάζει Ιωαννίδη, από δικτατορία σε δικτατορία, συναντήσεις Καραμανλή το 1973 με Αμερικανούς, αλλά πάντα τα αρχεία για τον μελετητή είναι ελεγμένα. Το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου γίνεται ενώ ο συγγραφέας βρίσκεται στο Παρίσι. Η αγωνία, οι προσπάθειες να διευρυνθεί η ομάδα με Ελλαδίτες ονόματα ξακουστά της εποχής, ίσως βοηθήσουν. Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο είναι γεγονός, όπως και οι προσπάθειες να κατανοήσουν, να διαφωτίσουν, να επιδράσουν, η ομάδα των φοιτητών στη Γαλλία. Η εξιστόρηση των γεγονότων, των κύριων επεισοδίων, των πρωταγωνιστών, της πτώσης της Κύπρου.
Η συνάντηση στο Παρίσι του συγγραφέα με έναν Κύπριο φοιτητή που σπούδαζε στη Μόσχα του έδωσε την ευκαιρία να μάθει για τη ζωή στη Σοβιετική Ένωση. Ο Στέφανος είναι ένας καλός συζητητής, ξεψαχνίζει, ρωτά τα ουσιώδη, μαθαίνει και ταυτόχρονα διδάσκει, διαφωτίζει.
Επιστρέφουμε στα γεγονότα της κυπριακής τραγωδίας, βιασμοί, προσφυγιά, πού και πώς να εξαντλήσει το βάρος των γεγονότων ο συγγραφέας, πώς θα τα έλεγε ο Καβάφης, ποια θα ήταν η στάση του Σεφέρη; Μια σειρά πολεμικών γεγονότων, με τον απαραίτητο έρωτα να απαιτεί τα της ζωής μέσα στις μέρες του θανάτου, κι η πρόσκληση για το Λονδίνο, να αναλάβει μια εφημερίδα παροικιακή. Εκεί οι Κύπριοι εργοστασιάρχες, οι εφημερίδες, η Εκκλησία, οι φοιτητές και τα κόμματα της αριστεράς εκεί. Μια γνωριμία με τον κυπριακό κόσμο μας του εξωτερικού. \
Δεν μπορεί να πει κανείς στον συγγραφέα, έτσι γράφεται ένα μυθιστόρημα
Στο μυθιστόρημα μαθαίνεις πράγματα από πρώτο χέρι, από άνθρωπο που είχε την ευκαιρία στη ζωή του και τις εμπλοκές σε καταστάσεις και τις γνωριμίες με ανθρώπους, έναν οραματιστή, επαναστάτη, που μέσα από τις γνώσεις και τη δίψα του διευρύνει τους ορίζοντές του και με τα επιστημονικά του εργαλεία αναλύει και μαθαίνει συνεχώς, ώστε να μεταδίδει στον αναγνώστη το κλίμα της εποχής, τους προβληματισμούς και τις καταστάσεις.
Ευτυχώς δεν μπορεί να πει κανείς στον συγγραφέα, έτσι γράφεται ένα μυθιστόρημα, γιατί έχουμε μπροστά μας ένα κείμενο/περίληψη όλων των κειμενικών ειδών, από ποίηση, πολιτική ανάλυση, Ιστορία, παράθεση κειμένων παντός είδους, ένας πολύπλευρος συγγραφέας ένα πολύπτυχο κείμενο μας δίνει, με τις λογοτεχνικές ποιητικές νησίδες του, τον φιλοσοφικό του λόγο, τη ρεαλιστική του γραφή, τις εμβαθύνσεις στη γνώση και ανάλυση γνωστών του περιοχών του επιστητού.
Η ανατροφή του μικρού παιδιού τους, οι θεωρίες του Πιαζιέ, οι προβληματισμοί για τη δεύτερη διατριβή του, μας περιδιαβάζουν σε μεθοδολογικά επιστημονικά θέματα ανάμικτα με τη φαντασία και τις σημαντικές γνωριμίες του με προσωπικότητες της εποχής. Βιβλία που διάβασε, θεωρίες μαρξιστικές στη βάση τους, η αντίθεση ανάμεσα στο ατομικό και στο κοινωνικό, αντιθέσεις χαρακτήρων και μια δική του οπτική γωνία μελέτης των πραγμάτων.
Η πολιτική ζωή της δεκαετίας του 60
Η συγγραφή της δεύτερης διδακτορικής διατριβής, με θέμα την πολιτική ζωή της δεκαετίας του 60 περίπου, με την αποστασία, το Ιουλιανό πραξικόπημα, μας παραπέμπουν σε γεγονότα που ζήσαμε. Παίρνει το δοκτοράτο και ο προβληματισμός για το μέλλον συνεχίζεται, τα όνειρα και η πραγματικότητα. Μια επίσκεψη της οικογένειας στην Ισπανία ξαναφέρνει τον ζωντανό ρυθμό στην αφήγηση, την οπτική και δραματική της υφή, ιδιαίτερα χάρη στην ύπαρξη του μικρού Ιάσονα. Κι ύστερα η επίσκεψη στη Λισαβόνα, η επανάσταση μια μαγική λέξη, ελκυστική, κι η επιστροφή στο Παρίσι. Η εναλλαγή των ονομάτων των πρωταγωνιστών, η εναλλαγή μυθιστορημάτων, μέσα από το ένα να βλέπει τη συνέχεια ή σαν καθρέφτη το άλλο, πραγματικότητα και φαντασία, είναι στη διαρκή ροή του έργου.
Η καταφυγή σε γραφές άλλων, στο ημερολόγιο της Νεφέλης, στο μυθιστόρημα με αρχικά άλλης συγγραφέως, σε συνομιλίες με φίλους, στην προσπάθεια να παρουσιάσει αλλά προπάντων να ερμηνεύσει τα γεγονότα, βοηθούν το μυθιστόρημα να κυλίσει άνετα, στην ποικιλία των γραφών.
Βρισκόμαστε στη μεταπολίτευση, η Κύπρος έχει πληρώσει το τίμημα, ο Καραμανλής και η διακυβέρνησή του, η προσπάθεια των λοιπών να κατανοήσουν τι συμβαίνει, να αποσιωπήσουν το Κυπριακό προβάλλοντας συνεχώς το Πολυτεχνείο.
Και βρισκόμαστε στην Αμερική, ύστερα βέβαια από προβληματισμούς, γνώσεις, στάσεις και αντιστάσεις. Όμως, έστω και με δεύτερο δοκτοράτο, το Δημοτικό της Πενταλιάς δεν το ξεχνά, και αναζητεί το απολυτήριο του Δημοτικού του Σχολείου, επιστροφή στην παιδική αθωότητα, στη γενέθλια γη.
Είναι μερικές σελίδες ωραιότατες, γιατί ασχολούνται με το ωραιότατο, τον έρωτα, πλατωνικό ή μη, πραγματοποιημένο ή στις απαρχές της φαντασίας.
Η ιστορία όμως κάπου πρέπει να κλείσει, κι αυτό θα γίνει βέβαια στην Κύπρο, στην Πενταλιά βασικά. Ο επίλογος έστω μια περιληπτική θεωρητική τοποθέτηση για το εγχείρημα της συγγραφής. Μεγάλο πρόβλημα το μυθιστόρημα, η συγγραφή, ο γενέθλιος τόπος, η παιδική ηλικία, η Ιστορία των ιδεών και των πολιτικών εξελίξεων.
Ο Νομάδας Β΄Εκβάτανα, αποτελεί μια πλούσια κιβωτό. Ο αναγνώστης αμειφθήσεται.
.
Νομάδας, Α΄ Η έξοδος
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΤΟΥΡΗΣ
Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Πανεπιστήμιο Κύπρου
Στέφανου Κωνσταντινίδη, Νομάδας, Α΄ Η έξοδος,ΒΑΚΧΙΚΟΝ 2017
Το βιβλίο του Στέφανου Κωνσταντινίδη τιτλοφορείται Νομάδας / Α΄ Η έξοδος / [Τριλογία] / [Μυθιστόρημα], Αθήνα, εκδόσεις Βακχικόν, 2017. Η ιστορία όπως θα δούμε ξεκινά το 1941 και εξακτινώνεται από το μικρό και ταπεινό χωριό Πενταλιά της επαρχίας Πάφου, γνωστό για την Παναγία του Σίντη, στην κοιλάδα του ποταμού Ξερού.
Ας ξεκινήσω όμως με κάποιες παρατηρήσεις σχολαστικού κριτικού-φιλολόγου για το εξώφυλλο και τη σελίδα του τίτλου, επειδή από εκεί ξεκινά ή πρέπει να ξεκινά η ανάγνωση ενός βιβλίου. Η λέξη «Νομάδας» λοιπόν σημαίνει βεβαίως «περιπλανώμενος» και μπορεί προφανώς να ταυτιστεί με τον ήρωα του μυθιστορήματος ή με τον Στέφανο Κωνσταντινίδη, εάν ο ήρωας του μυθιστορήματος δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα του. (Για τη σχέση αφηγητή, συγγραφέα και πρωταγωνιστή του βιβλίου θα επανέλθω στη συνέχεια). Κατά τα άλλα: «Έξοδος», είναι ο τίτλος του πρώτου βιβλίου της μυθιστορηματικής τριλογίας, ενώ η πρώτη επεξήγηση σε αγκύλες [«Τριλογία»] αποτελεί υπεσχημένη συγγραφική δέσμευση. Εάν είχαμε στα χέρια μας τους και τρεις τόμους, ολοκληρωμένη δηλαδή την τριλογία, θα συζητούσαμε με διαφορετικούς όρους και θα μπορούσαμε να σημασιοδοτήσουμε με ασφάλεια και τον τίτλο του πρώτου μέρους «Έξοδος» μια λέξη με ηρωικές και θρησκευτικές συνδηλώσεις. Για την ώρα κρατάμε τη λέξη-τίτλο στην άκρη, ως πρώτο ζητούμενο.
Η δεύτερη επεξήγηση σε αγκύλες αφορά το είδος του κειμένου: [«Μυθιστόρημα»]. Τι χρειάζεται, θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς αυτός ο ειδολογικός προσδιορισμός στο εξώφυλλο του βιβλίου; Θα μπορούσε ο αναγνώστης να το εκλάβει ως κάτι διαφορετικό; Ως χρονικό ας πούμε ή ως απομνημόνευμα ή ως αυτοβιογραφία; Η απάντηση είναι, ναι. Υπάρχει ένα ζήτημα ειδολογικού προσδιορισμού. Η επιθυμία του συγγραφέα να προσδιοριστεί το βιβλίο ως «μυθιστόρημα» έχει επομένως τη σημασία της και θα αναφερθώ σε αυτήν στη συνέχεια.
Η ιστορία όπως σας είπα ήδη ξεκινά σε ένα ξεχασμένο από τον θεό και τους ανθρώπους χωριό της Κύπρου στα 1941, στις αρχές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Οι πρώτες περιγραφές αφορούν τη φύση και τους βασανισμένους από τη φτώχεια λιγοστούς κατοίκους του. Ηθογραφία, λοιπόν; Λησμονημένες, εικόνες της αγροτικής Κύπρου και μυθιστόρημα χαρακτήρων; Η απάντηση σε αυτή την περίπτωση είναι όχι, αν και δεν λείπουν από το μυθιστόρημα υποδειγματικές ηθογραφικές σελίδες. Ο αφηρημένος πίνακας εξάλλου στο εξώφυλλο του βιβλίου (υποθέτω πως μπήκε με τη συναίνεση του εκδότη και του συγγραφέα) στη συνείδηση του αναγνώστη λειτουργεί προγραμματικά ως υπόδειξη, ως υποβολή: απαγορεύει δηλαδή οποιαδήποτε συσχέτιση του βιβλίου με την παραδοσιακή ηθογραφική αφήγηση, ενω παράλληλα το συνδέει με τον μοντερνισμό. Πρόκειται για έναν χαρακτηριστικό πίνακα του σπουδαίου ρώσου μοντερνιστή ζωγράφου και θεωρητικού Βασίλι Καντίνσκι. Αλλά ποια σχέση μπορεί να έχει ένας πίνακας ενός εμβληματικού και ανήσυχου, καινότροπου καλλιτέχνη με ένα μυθιστόρημα το οποίο έχει ως σημείο αναφοράς την Πενταλιά; Δεν θα άρμοζε περισσότερο ένας πίνακας αναπαράσταση του Κόσμου της Κύπρου (μια λεπτομέρεια από τον πίνακα του Διαμαντή για παράδειγμα) ή μια ηθογραφική φωτογραφική απεικόνιση απλών χωρικών ή έστω ενός παραδοσιακού σπιτιού, όπως η φωτογραφία στην πρόσκληση των διοργανωτών της αποψινής εκδήλωσης; Σημασία όμως δεν έχει τι θα προτιμούσαμε, ενδεχομένως, εμείς αλλά τι υπάρχει. Και αυτό που υπάρχει στο εξώφυλλο είναι ένας μοντερνιστικός πίνακας με έντονα χρώματα και θραυσματικά, διασπασμένα και απροσδιόριστα αντικείμενα. Δαιδαλώδης, κατακερματιστισμένος, ασυνεχής και αδιέξοδος όπως ακριβώς ο σύγχρονος κόσμος ή όπως ο Νομάδας ήρωας του βιβλίου: ο περιπλανώμενος σύγχρονος άνθρωπος ή ο λαβύρινθος της ψυχής, των σκέψεων και των ιδεολογιών του.
Η ιστορία, τώρα, επιμερίζεται σε 46 αριθμημένα άτιτλα κεφάλαια, ο αφηγηματικός λόγος εκφέρεται άλλοτε σε τρίτο και άλλοτε σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο, ενώ στον ρόλο του αφηγητή εναλλάσσονται δύο εκ πρώτης όψεως διαφορετικά πρόσωπα: το πρώτο, ο κύριος αφηγητής (ο οποίος προφανώς μπορεί να συσχετιστεί με τον συγγραφέα), πανεπιστημιακός, εγκατεστημένος στο Μόντρεαλ του Καναδά, γεννημένος το 1941, επιστρέφει συνεχώς, ενίοτε νοερά με τη μνήμη του, στον γενέθλιο τόπο του, την Πενταλιά της Πάφου. Το δεύτερο πρόσωπο-αφηγητής, ο Απόλλωνας Θρασυβουλίδης, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, γεννημένος από φτωχή οικογένεια στην Πενταλιά, στις 28 Φεβρουαρίου 1941, απόφοιτος του Κολεγίου Πάφου (το οποίο είχε ιδρύσει και διηύθυνε ο ο θεολόγος Κώστας Λιασίδης), με σπουδές αργότερα στην Αθήνα, στη Φιλοσοφική Σχολή, και ακολούθως στο Παρίσι.
Φαντάζομαι ότι κάποιοι από εσάς εύλογα έχετε ήδη αρχίσει να διερωτάστε αν πρόκειται πράγματι για δύο διαφορετικά πρόσωπα ή μήπως ο Απόλλωνας είναι Στέφανος και ο Στέφανος Απόλλωνας. «Όμως, ρε Στέφανε, να φέρουμε τον πατέρα σου από το χωριό, να τον στεναχωρήσουμε και προπάντων να χάσει ένα μεροκάματο είναι κρίμα. άλλωστε πια είσαι ολόκληρος άντρας», λέει στον Απόλλωνα ο γυμνασιάρχης Λιασίδης, ο οποίος όπως μας πληροφορεί ο αφηγητής πολλές φορές συνήθιζε να τον αποκαλεί Στέφανο αντί Απόλλωνα. Οι δύο πάντως συμπορεύονται ως το τέλος του μυθιστορήματος. Οσυγγραφέας-αφηγητής μαλιστα παραθέτει ενίοτε αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Απόλλωνα ή εν γένει από τα χαρτιά του και συνομιλεί χωρίς να συμφωνεί πάντα μαζί του («Σήμερα είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Απόλλωνα», σ. 191).
Ο δισυπόστατος λοιπόν Janus bifrons αφηγητής, με τα δύο πρόσωπα, Στέφανος Απόλλωνας είναι το πρώτο ενδιαφέρον αφηγηματικό επινόημα του συγγραφέα. Απ’ εκεί και πέρα εκ των πραγμάτων η ταύτιση του συγγραφέα-αφηγητή με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου του θέτει σύνθετα θεωρητικά ζητήματα, με κυριότερο το ζήτημα των ορίων ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στην αυτοβιογραφία. Μήπως, με άλλα λόγια ο Στ. Κωνσταντινίδης μάς παρέδωσε τον πρώτο τόμο ενός τρίπτυχου μυθιστορήματος ή τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του; Και τι είναι αυτό που οριοθετεί το μυθιστόρημα από την αυτοβιογραφία; Μια γενική απάντηση είναι η εξής: στην αυτοβιογραφία ο συγγραφέας, ο αφηγητής, και ο πρωταγωνιστής ταυτίζονται είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει στο μυθιστόρημα για τον πολύ απλό λόγο ότι ο κόσμος του μυθιστορήματος είναι πλασματικός, επινοημένος από τον συγγραφέα. Σταματώ εδώ τα θεωρητικά, με μια επισήμανση. Ο Στ. Κωνσταντινίδης θέτει αυτοβούλως το ζήτημα του ειδολογικού προσδιορισμού. Διαβάζω τη σχετική αναφορά (σ. 31):
“…. Είμαι ένας νομάδας που περιστρέφεται γύρω από τη γη. Κάθισα δύο μέρες στην Πενταλιά. Εδώ το κλίμα είναι διαφορετικό. Αναπόλησα το παρελθόν και ατένισα το μέλλον. Κάπως έτσι ξεκίνησε να γράφεται αυτή η αναφορά. Δεν ξέρω αν θα την πούνε μυθιστόρημα, χρονικό ή τι άλλο. Γράφει κανείς ανασύροντας μνήμες και πράγματα από το βαθύ υπόστρωμα όσων έχει ζήσει, όσων έχει ακούσει και όσων έχει διαβάσει. Και καμιά φορά, από μια λεπτομέρεια, έστω και ευτελή, μπορεί να δημιουργηθεί ένα ολόκληρο σύμπαν. Σημασία έχει πως αποδώ ξεκίνησε για να συνεχιστεί ο περίπλους ενός νομάδα. Δεν πρόκειται για αναφορά με στερεή χρονολογική βάση. Αν το πούνε μυθιστόρημα, ξεκαθαρίζω πως οι ήρωές του είναι δημιουργήματα μιας παραληρούσας φαντασίας που ζουν όμως την πραγματικότητα, την καθημερινότητα, την Ιστορία, τη γεωγραφία, τη μυθολογία του κόσμου”.
Και περνώ αμέσως στο περιεχόμενο του μυθιστορήματος: είπαμε ότι η ιστορία ξεκινά το 1941 με την περιπετειώδη γέννηση στην Πενταλιά του Απόλλωνα και ακολούθως τη βάφτισή του από τον εξωμερίτη δάσκαλο Προμηθέα Έλληνα. Αυτός διάλεξε και το όνομα «Απόλλωνας». Αυτές οι πρώτες σελίδες είναι κατά τη γνώμη μου εξαιρετικές. Ίσως οι πιο λογοτεχνικές σελίδες του μυθιστορήματος. Υπογραμμίζω ότι το 1941 σε αυτό το κρυμμένο από τα μάτια του θεού χωριό της Κύπρου περίσσευαν τα αρχαία ελληνικά ονόματα: Όμηρος, Απόλλωνας, Προμηθέας κ.ά. Να μην ξεχάσω και τον Διονύσιο Σολωμού. Ακολούθως η αφήγηση παρακολουθεί την ενηλικίωση του Απόλλωνα και συγχρόνως τα ιστορικά γεγονότα, μικρά και μεγάλα: ο σεισμός του 1953, το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950, η εξορία του Μακαρίου στις Σεϋχέλλες, η εγκατάλειψη της Ένωσης, οι συμφωνίες της Ζυρίχης-Λονδίνου, η συγκρότηση του μεταζυριχικού κράτους, τα γεγονότα του 1963 και οι βομβαρδισμοί της Τυλληρίας, η αποστασία του 1965 στην Ελλάδα, η στρατιωτική χούντα του 1967, τα γεγονότα της Κοφίνου τον ίδιο χρόνο και η ανάκληση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, η εισβολή των Ρώσων στην Πράγα το 1968.
Ο συγγραφέας σκαλίζει όλα αυτά τα γεγονότα με κριτική διάθεση και κάθε άλλο παρά ουδέτερα. Οι πολιτικοί αναλυτές θα βρουν ασφαλώς στο βιβλίο πολλά ερείσματα και αφορμές για συζήτηση. Γιατί εκτός όλων των άλλων το μυθιστόρημα είναι και πολιτικό. Κάθε ένα από τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα τα οποία πολύ συνοπτικά ανέφερα μόλις τώρα παρουσιάζεται με «θέση» και ισχυρή άποψη. Ελλείψει χρόνου θα αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα το οποίο αφορά τις συμφωνίες της Ζυρίχης: (σ. 125-126)
«Πέρα και από τον τριτοκοσμικό χαρακτήρα του κράτους, πέρα και από τα υπερβολικά προνόμια που δόθηκαν στην τουρκική μειονότητα, δύο ήταν τα σοβαρά προβλήματα του νέου κράτους: το πρώτο και πιο θανάσιμο ήταν το επεμβατικό δικαίωμα που δόθηκε στην Άγκυρα και του οποίου έκανε χρήση για την εισβολή του 1974. Το δεύτερο ήταν η καταπάτηση των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας με τη συνέχιση της αρχής του οθωμανικού μιλέτ. Προβλέπονταν έτσι δύο ξεχωριστά εκλογικά Σώματα, ένα ελληνικό και ένα τουρκικό, που θα εκλέγανε τους αντιπροσώπους τους στη Βουλή, μάλιστα με αναλογίες που ευνοούσαν τους Τούρκους κατά πολύ περισσότερο της πληθυσμιακής πραγματικότητάς τους. Ξεχωριστά εκλογικά Σώματα προβλέπονταν και για την εκλογή του Έλληνα προέδρου και του Τούρκου αντιπροέδρου. Ό,τι οι Βρετανοί αποικιοκράτες επέβαλαν από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στην Κύπρο, τη διαίρεση της κυπριακής κοινωνίας σε εθνικοθρησκευτική βάση, έρχονταν τώρα να το επιβεβαιώσουν οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις υπογραφές της ελληνικής κυβέρνησης και του Μακαρίου. Δικαιωνόταν με λίγα λόγια η βρετανική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Για το θέμα αυτό, παραθέτω το άρθρο ενός ακαδημαϊκού, του Σ.Π.Κ., που αναλύει καλύτερα το φαινόμενο».
(Ο Σ.Π.Κ. του οποίου το δισέλιδο άρθρο παρεμβάλλεται στην αφήγηση πρός επίρρωσιν των θέσεων του αφηγητή, υποθέτω ότι πρέπει να είναι ο Στέφανος Κωνσταντινίδης).
Και μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, σε μια ταραγμένη εποχή, ο Απόλλωνας μεγαλώνει, ονειρεύεται και αγωνίζεται για τις ιδέες του: ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στην Πάφο και φεύγει το 1960 με ελάχιστα χρήματα (100 λίρες συνολικά) για σπουδές στην Αθήνα. Παίρνει το πτυχίο του το 1965, επιστρέφει στην Κύπρο και υπηρετεί στη νεοσύσταατη ΕΦ το 1966, αξιωματικός μάλιστα στο 2ο Γραφείο. Δικτυώνεται, πολιτικοποιείται, και συμμετέχει ενεργά στα τεκταινόμενα: κερδίζει την εμπιστοσύνη του Γρίβα, δημιουργεί σχέσεις με τον Λυσσαρίδη και τα μέλη της Ε.Α.Δ.Ε., συναντά τονΑλέξανδρο Παναγούλη και λίγο αργότερα στο Παρίσι τον Μιχάλη Ράπτη, Πάμπλο, ηγετική φυσιογνωμία της τροτσκιστικής παράταξης, και άλλα στελέχη του αντικτατορικού αγώνα.
Η σύνοψη που σας έκανα είναι κατ’ ανάγκην ελλειπτική. Παρέλειψα τους έρωτες του Απόλλωνα, τις διαπροσωπικές γενικά σχέσεις του, και στιγμές προσωπικές, όπως ο θάνατος της αδελφής του. Ο συγγραφέας καταφέρνει να ισορροπεί μεταβαίνοντας από τον ιδιωτικό χώρο στον δημόσιο, από τη μικροϊστορία στην ιστορία, από τις καθημερινές λεπτομέρειες στα μείζονα γεγονότα. Η παρατήρηση αυτή σχετίζεται με το εύρος και την ποσότητα των θεμάτων τα οποία αθροίζει στο βιβλίο του ο συγγραφέας. Η αφήγησή του καλύπτει μια περίοδο τριών δεκαετιών από το 1941 ως το 1970 (από τη γέννηση του Απόλλωνα ως τη μετάβασή του για μεταπτυχικές σπουδές στο Παρίσι) και έντεχνα, καθώς η εστίαση στρέφεται επαγωγικά από το ατομικό στο συλλογικό αθροίζοντας πλήθος γεωγραφικών, λαογραφικών, γλωσσολογικών και φιλολογικών πληροφοριών. Ο αφηγητής λειτουργεί περισσότερο ως επιστήμονας, ερευνητής, ιστορικός, κοινωνιολόγος και πολιτικός αναλυτής, με αποτέλεσμα το βιβλίο μορφώνει εντέλει μια πανοραμική, ολιστική θα τολμούσα να πω, απεικόνιση μιας εξαιρετικά κρίσιμης εποχής.
Κράτησα για το τέλος αυτής της παρουσίασης μία τελευταία παρατήρηση η οποία αφορά άμεσα τη μοντερνιστική, όπως είπα στην αρχή της ομιλίας μου, ποιητική της αφήγησης. Την ονομάζω παραθεματική τεχνική. Ο συγγραφέας ενσωματώνει συγκεκριμένα στο βιβλίο του αποσπάσματα από κάθε λογής κείμενα: εγγραφές από προσωπικά ημερολόγια του Απόλλωνα, του Προμηθέα Έλληνα, του Παπασταύρου (του συνεξόριστου –με τον Μακάριο– στις Σεϋχέλλες), επιστολές, ποιήματα, στίχους τραγουδιών, ακόμη και αποσπάσματα από έναν παλιό τουριστικό χάρτη με πληροφορίες για τη χλωρίδα της Κοιλάδας των Κέδρων.
Η παραθεματική τεχνική υπονομεύει τη συνέχεια μιας ευθύγραμμης αφήγησης, δημιουργεί κύκλους, υποβάλλει με τον διακειμενικό συγκρητισμό ή και συμφυρμό την αίσθηση της πολύπλοκης φύσης των πραγμάτων, του κόσμου και των ιδεών, νομιμοποιεί την υποκειμενική αφήγηση και την ιδέα της σχετικότητας. Παράλληλα υπονομεύει και την ενότητα του μυθιστορήματος καθώς ενεργεί φυγόκεντρα, δημιουργεί ρωγμές και υποβάλλει την ιδέα της αταξίας και της πληθωρικής εκκρεμότητας. Εντέλει, και αυτό πιστεύω ότι αποτελεί το επίτευγμα του Στέφανου Κωνσταντινίδη, κατορθώνει να δώσει λογοτεχνική υπόσταση σε μια συνδυαστική προοπτική και να συνθέσει ένα υποδειγματικά πολυφωνικό μυθιστόρημα (πολυφωνικό με την μπαχτινική όπως θα έλεγε και κάποιος φίλος μου θεωρητικός της λογοτεχνίας).
ΤΑΣΟΣ ΑΓΓΕΛΗΣ
Η έξοδος, www.vakxikon.gr, Απρίλιος 2018
Νομάδας Α’ Η έξοδος, μυθιστόρημα,
Επειδή είδα και εγώ τις αμυγδαλιές ν` ανθίζουν στην Πενταλιά και άκουσα τη μυστική συνομιλία του μοναστηριού του Σίντη με τον Ξερό ποταμό, επειδή συνάντησα τον Αλέξανδρο στον Γρανικό να μάχεται και στην Κομμαγηνή να διαλογίζεται, διεκδικώ το δικαίωμα αυτής της παρέμβασης.
Σαράντα τρία χρόνια μιας υπερπόντιας και διαπόντιας κοινής ψυχικής πορείας και αναζήτησης με νομιμοποιούν να είμαι εδώ απόψε. Τίποτα όμως δεν μου επιτρέπει την κατα μέτωπο επίθεση στην απέραντη σεμνότητα του φίλου μου. Γι` αυτό αντί του βαρύγδουπου βιογραφικού, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, αντί ακόμα του κειμένου που ήθελα να τιτλοποιήσω «Δυο λόγια για τον Στέφανο», θα αποπειραθώ να περιγράψω κάποιον νομάδα με το όνομα Αλέξανδρος ή Απόλλωνας ή ότι άλλο εσείς επιλέξετε.
Ποιος είναι λοιπόν ο νομάδας; Είναι ο τάλας Βεδουίνος που για την επιβίωσή του τριγυρνά την έρημο του κόσμου, έχοντας όμως δική του τη χαρά της όασης; Είναι ο Οδυσσέας που υπομένει τη μοίρα του και την εκδικητικότητα των θεών, αλλά για αντιστάθμισμα πολλά, όσα κανείς άλλος είδε κιέμαθε; Είναι ο Αλέξανδρος που περιέρχεται τη γη προμαχώντας, και τιτρώσκοντας, χωρίς στο τέλος ν
αφήσει πίσω του ούτε το μνήμα του; Και ποια άραγε είναι η πατρίδα του νομάδα;
Το βιβλίο και τα πεπραγμένα του συγγραφέα καθορίζουν την Πενταλιά, την Αθήνα, το Παρίσι, το Μόντρεαλ. Μα η πατρίδα δεν είναι μόνο γεωγραφική έννοια. Η ψυχή ενός νομάδα δεν χωρά σε γεωγραφικά όρια. Γι αυτό εξάλλου υπερβαίνει τα σύνορα, κυνηγώντας το είδωλό του στις γειτονιές του κόσμου. Σίγουρα εγώ ξέρω, γιατί τόσα χρόνια το βιώνω, πού ανήκει η ψυχή αυτού του στρατευμένου, παλαιάς κοπής, πατριώτη και ευπατρίδη. Ανήκει στην Κύπρο. Εκεί είναι κατατεθειμένη και δεσμευμένη. Αλλά όχι μόνο. Ανήκει εξ
ίσου στον κάθε άνθρωπο, εδώ κι αλλού, ανήκει στην πίστη ότι, ως έλλογο ζωικό είδος, ο άνθρωπος αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό που έχει, δηλαδή από αυτό που του παρέχουν ή του επιτρέπουν να αποσπά. Αξιοπρέπεια είναι η λέξη. Αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη, ατομική, ομαδική, εθνική, παγκόσμια. Αυτή είναι η μοίρα και η τιμωρία του. Να τριγυρνά τον κόσμο πολεμώντας, αναζητώντας και απορώντας, πότε θλιβόμενος από την περίσσια φρίκη και πότε εκστασιαζόμενος από την ανείπωτη ομορφιά. Το μυθιστόρημα του είναι η μαρτυρία πολύχρονων περιπλανήσεων στον κόσμο. Γι αυτό δεν έχει όρια, είναι εκτός πλαισίων και καθορισμένων κανόνων, λογοτεχνικών ή άλλων. Κύρια γνωρίσματά του, συχνά αντιφατικά κι αντικρουόμενα, η μυθιστορηματική πλοκή και η καθημερινότητα του ημερολογίου, η ποιητική ευαισθησία και η ακριβής δημοσιογραφική καταγραφή γεγονότων, η απεριόριστη φαντασία που διαγκωνίζεται με την πραγματικότητα, η διεισδυτικότητα του δοκιμίου και η καθολικότητα του χρονικού.
Πού να το κατατάξουμε λοιπόν; Αν πρέπει δηλαδή να το κάνουμε; Είναι ιστορικό μυθιστόρημα ή φιλοσοφικό πόνημα , αυτοβιογραφία ή επιστημονική φαντασία, κοινωνιολογική μελέτη, μάθημα πατριδογνωσίας, πολιτικό μανιφέστο ή ταξιδιωτικό στη ψυχή του κόσμου;
Είναι όλα αυτά κι’ άλλα πολλά. Τόσα όσα τα βάσανα, οι περιπλανήσεις και οι αναζητήσεις του συγγραφέα. Ποιος είναι όμως ο συγγραφέας; Σύμφωνα με τα βιογραφικά του δεδομένα έχει θητεύσει και ενπολλοίς διαπρέψει στην ποίηση, στην πεζογραφία, την πολιτική επιστήμη, την κοινωνιολογία, τη φιλοσοφική σκέψη, την ακαδημαϊκή διδασκαλία και σ
άλλα πολλά. Πάνω απ΄ όλα είναι ο διανοητής, ο στοχαστής, ο μαχητής, ο επιστήμονας που τέμνει και εξετάζει τον κόσμο, ιχνηλατεί τις εσωτερικές του δομές, εντοπίζει τις μυστικές του διαδρομές, ψάχνει τις αντιφάσεις και τις νομοτέλειές του. Και αυτό όχι μόνο για να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τον κόσμο, αλλά – για να θυμηθούμε και τον Μάρξ – για να τον αλλάξει. Εργαλείο και μέθοδός του, όπως και στο επιστημονικό του έργο, η διαλεκτική και η πάντα επίκαιρη αναντικατάστατη μαρξιστική θεώρηση της πραγματικότητας. Πάντα με παρρησία, εντιμότητα , αυθεντικότητα. Από τους λίγους δηλαδή που το αποτολμούν στις μέρες μας και τα μέρη μας, αφού οι περισσότεροι προτιμούν τη συμφερότερη πολιτικο – λογοτεχνική συναλλαγή. Γι ’αυτό οι κάλπηδες και κομπογιαννίτες δεν αγαπούν, αλλά ούτε και συγχωρούν τους ενοχλητικούς νομάδες. Όσο για τους κατ’ ισχυρισμό, νόμιμους κληρονόμους των μαρξιστικών τίτλων ιδιοκτησίας, αυτοί μας έχουν μπερδέψει για καλά ή μάλλον έχουν οι ίδιοι μπερδευτεί από πού έρχονται και που πάνε.
Σε όλους αυτούς εξαιρετικά συστήνω την ανάγνωση του «Νομάδα». Μα και των άλλων δυο μυθιστορημάτων που θα ακολουθήσουν για να ολοκληρωθεί η τριλογία. Σιγά σιγά, ψηφίδα με ψηφίδα συντελείται το μωσαϊκό, η γιγαντιαία τοιχογραφία που πέρα από την αισθητική θα μας δώσει και τη χαρά της κατάδυσης στα σώψυχα αυτού του τόπου και του κόσμου του.
Ο συγγραφέας επέλεξε να τελειώσει το έργο του με την αναφορά σ’ ένα πονεμένο τραγούδι . Εκείνο του άμυαλου Κεμάλ, ενός νέου από σόι, απογόνου του Σεβάχ του θαλασσινού, που ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο «στης Ανατολής τα μέρη, στη Μοσούλη, στη Βασόρα , στην παλιά τη χουρμαδιά». Νάτους πάλι οι πλάνητες Βεδουίνοι και οι νομάδες της ερήμου. Επιμένουν να έρχονται προς εμάς μ’ ένα τραγικά επίκαιρο τρόπο. Και μαζί τους ο δικός μας νομάδας, να διερωτάται αν άξιζε να έχει πάρει, όπως και ο Κεμάλ, το δρόμο του ονείρου.
Και για να τελειώνω και εγώ αυτή τη νομαδική περιήγηση, θα ζητήσω ένα μεγάλο συγνώμη από τον Γκάτσο και τον Χατζηδάκι για το θράσος μου και θα ευθυγραμμιστώ με τον Στέφανο Κωνσταντινίδη λέγοντας: «Καλημέρα Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος σίγουρα θ’ αλλάξει».
Τουλάχιστον, πιστεύοντάς το, μπορούμε να ονειρευόμαστε. Γιατί είναι οι ονειροπόλοι που παίρνουν τον κόσμο μπροστά και όχι οι άλλοι της ηττοπάθειας και της συνθηκολόγησης.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 18/5/2021
Με τον Στέφανο Κωνσταντινίδης μπορείς να συζητάς τα πάντα. Καθημερινά ή οικουμενικά. Για τις αμυγδαλιές της Πενταλιάς, για τους ποιητές, για το μεταναστευτικό, για το κυπριακό… Με αφορμή ένα νέο του βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε, ζητήσαμε τις σκέψεις του για πολλά δικά του και δικά μας ερωτήματα.
– Ας αρχίσουμε με ένα ερώτημα που θέτετε ο ίδιος σε κάποιο σημείο του β’ τόμου της τριλογίας σας: «Μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο οι ποιητές, οι συγγράφεις, οι καλλιτέχνες;»
– Ο κόσμος αλλάζει μέσα από κοινωνικές διεργασίες. Από μόνοι τους οι ποιητές, οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες δύσκολα θα μπορούσαν να τον αλλάξουν. Μπορούν όμως να συμβάλουν στην αλλαγή του με συμμετοχή τους στις διεργασίες. Μπορούν να εμπνεύσουν το όραμα με το οποίο πορεύονται όσοι θέλουν να τον αλλάξουν και που δίνει νόημα στη ζωή. Και ο κόσμος πάει μπροστά με οράματα. Μπορεί να μην αλλάζει όσο θα το ήθελαν οι οραματιστές, οι ιδεολόγοι και οι προφήτες, αλλά σίγουρα κάνει βήματα μπροστά. Κι οι ποιητές, οι άνθρωποι της τέχνης γενικά, είναι οραματιστές.
– Εσείς γιατί θελήσατε να γράψετε όλα αυτά, εν πολλοίς δικά σας βιώματα που διατρέχουν την ιστορία 80 και πλέον χρόνων;
– Δεν υπάρχει καμιά γραφή που να μην περιέχει το αυτοβιογραφικό στοιχείο, ακόμη και όταν καταφέρνει ο συγγραφέας να το συσκοτίζει με μιας μορφής κρυπτική έκφραση. Tα ατομικά βιώματα σ΄ ένα μυθιστόρημα αποκτούν νόημα όταν προεκτείνονται στο συλλογικό. Το όποιο ατομικό βίωμα χωρίς προέκταση στο συλλογικό δεν θα είχε καμιά αξία. Στην τριλογία τα προσωπικά μου βιώματα διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν η συλλογική μνήμη, χωρίς την οποία ένας λαός δεν μπορεί να διατηρήσει την ταυτότητά του. Ούτε φυσικά και τον πολιτισμό του με την ανθρωπολογική έννοια του όρου. Έγραψα επομένως μυθιστορήματα με κοινωνιολογικό, ανθρωπολογικό, πολιτικό και ιστορικό υπόβαθρο. «Καθότι αν (αυτού της μνήμης) κοινωνήσωμεν, αληθεύομεν, ά αν ιδιάσωμεν, ψευδόμεθα», κατά τον Ηράκλειτο.
– Λέτε κάπου πως η γραφή αποτελεί επαναστατική πράξη. Με ποια έννοια;
– Ειδικά σήμερα που όλοι γράφουν (ή πληκτρολογούν τις απόψεις τους τέλος πάντων) ενδεχομένως η γραφή να είναι και κατάρα. Η γραφή οδηγεί στον στοχασμό. Οδηγεί στην κατανόηση του κόσμου, στη συνειδητοποίηση από τους ανθρώπους της δύναμης που διαθέτουν. Οδηγεί στην αμφισβήτηση και προετοιμάζει το έδαφος των αλλαγών ή ακόμη και των επαναστάσεων. Η γραφή δεν ήταν ποτέ κατάρα, το αντίθετο, ήταν πάντα ευλογία. Νομίζω σήμερα ενοχλεί γιατί έπαυσε να είναι μονοπώλιο των λίγων. Κι αν υπάρχουν υπερβολές στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, δεν είναι λιγότερες και αυτές στα παραδοσιακά ΜΜΕ.
– Γεννηθείς το 1941 ζήσατε διάφορες καμπές της ιστορίας. Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της ανθρωπότητας;
– Θα απαντήσω με τα λόγια του Ιταλού φιλόσοφου, πολιτικού και ακτιβιστή Αντόνιο Γκράμσι: Είμαι απαισιόδοξος λόγω ευφυΐας και αισιόδοξος λόγω θέλησης. Η γνώση φέρνει απαισιοδοξία. Κι αυτό γιατί η γνώση δείχνει πόσο δύσβατα ήταν μέσα από τους αιώνες τα μονοπάτια που ακολούθησε ο άνθρωπος. Πόσες φορές οι προσπάθειες του έμοιαζαν σαν αυτές του Σίσυφου. Η θέληση όμως ανατρέπει την απαισιοδοξία, ανοίγει νέους δρόμους και ο άνθρωπος συνεχίζει. Δεν υπάρχει δρόμος γυρισμού προς τα πίσω. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να προχωρεί ώσπου μια μέρα να γίνει φως!
– «Μόλις ξεσπούσε μια κρίση μας διαπερνούσε ο φόβος πως ένα ατύχημα θα μπορούσε να γυρίσει την ανθρωπότητα πίσω στην εποχή των παγετώνων», λέτε κάπου. Σας τρομάζει ακόμα η πιθανότητα;
– Ναι, διότι ο άνθρωπος έχει εφεύρει τα μέσα της ολικής καταστροφής του. Κάποτε, η αναφορά αυτή αφορούσε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα. Σήμερα η απειλή διευρύνεται: είναι και η κλιματική αλλαγή και η τεχνολογική πρόοδος και η καταστροφή της οικολογικής ισορροπίας που θα μπορούσαν να ξεφύγουν του ανθρώπινου ελέγχου. Το παράδειγμα του κόβιντ 19 φοβούμαι είναι η απαρχή και άλλων παρόμοιων καταστροφών που θα είναι ίσως πολύ πιο συχνές και πολύ πιο οδυνηρές.
– Και για το Κυπριακό…; Ποιο είναι το μέλλον με την οπτική κάποιου που παρακολουθεί τα γεγονότα τόσα χρόνια;
– Το μέλλον είναι δυσοίωνο λόγω των διεθνών ισορροπιών που επιτρέπουν στην Τουρκία να συνεχίζει ατιμώρητη τα εγκλήματα της στην Κύπρο αλλά και γιατί έτσι το προδιαγράφουμε εμείς με τους πολιτικούς χειρισμούς και σχεδιασμούς μας. Χρειαζόμαστε ανατροπές! Και δυναμική πολιτική ανόρθωσης που να αφήνει πίσω της τη διαφθορά, την πατριδοκαπηλία, τον διχοτομικό κυπριωτισμό, τον αθέμιτο πλουτισμό σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Και που θα δομήσει ένα κράτος δικαίου και κοινωνικής δικαιοσύνης. Τα εθνικά μας κλαψουρίσματα κανένας δεν τα ακούει. Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να γίνουν σοβαρά κράτη αν θέλουν να έχουν σοβαρή παρουσία στη διεθνή σκηνή. Και να ισχυροποιήσουν το σπίτι τους για να μπορεί να αντέχει στους ανέμους και τις καταιγίδες. Κανένας δεν θα μας σώσει αν εμείς δεν θέλουμε να σώσουμε τον εαυτό μας. Οι συμμαχίες και οι συνέργειες συμφερόντων, όταν υπάρχουν, ενισχύουν τη θέση μας, αλλά δεν αντικαθιστούν τις δικές μας ευθύνες. Χρειαζόμαστε ανατροπές για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Χρειαζόμαστε και στοχαστικές προσαρμογές. Και αλλαγή πλεύσης στο Κυπριακό. Και τώρα είναι η ώρα. Αύριο ίσως θα είναι αργά!
– Αποδίδετε πολλά από τα δεινά της Κύπρου στους μεταπράτες. Εξηγήστε μας το λίγο περισσότερο.
– Στην Πενταλιά, μικρός, θυμούμαι λέγανε «πράτες» αυτούς που αγόραζαν και μεταπουλούσαν ζώα. Είχαν ένα μικρό κεφάλαιο, αγόραζαν τα ζώα από τον κτηνοτρόφο και τα μεταπουλούσαν. Έκαναν μια δουλειά που δεν ήταν παραγωγική, σε αντίθεση με αυτή των γεωργών και των κτηνοτρόφων. Και είναι σημαντικό να κρατήσουμε αυτή την έννοια της μη παραγωγικότητας που χαρακτηρίζει τη μεταπρατική οικονομία. Διότι πέρα από τους «πράτες» υπήρχαν και άλλοι μεσάζοντες που αγόραζαν άλλα γεωργικά προϊόντα, τη σταφίδα, το λάδι, τα αμύγδαλα κ.λπ. Στην κοινωνιολογική ανάλυση μιλάμε για μεταπράτες, σε ένα τοπικό επίπεδο. Ως κοινωνική τάξη στην Κύπρο, οι μεταπράτες, αναπτύσσονται στην ύστερη Τουρκοκρατία και ασχολούνται με εμπορικές συναλλαγές, με προϊόντα που εξάγουν και εισάγουν. Η ισχνή μεταπρατική ομάδα της ύστερης Τουρκοκρατίας ενισχύεται σημαντικά με την Αγγλοκρατία έχοντας προνομιακή μεταχείριση που της επιτρέπει τον έλεγχο του εμπορίου. Είναι μια τάξη εμπορομεσιτική. Πλουτίζει και ασκεί την τοκογλυφία. Κάπου εκεί δημιουργήθηκε ως αντίβαρο ο Συνεργατισμός τον οποίο διέλυσε η σημερινή νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Η βρετανική αποικιοκρατική πολιτική ενίσχυε παντού τα μεταπρατικά στοιχεία γιατί δεν ήθελε τη βιομηχανική ανάπτυξη των αποικιών, αφού θα ήταν ανταγωνιστική των βρετανικών προϊόντων. Στην περίπτωση της Κύπρου, δημιουργήθηκε μια μεταπρατική αστική τάξη, στην οποία στηρίζονταν οι Εγγλέζοι και η οποία έβλεπε τα συμφέροντα της να συμβαδίζουν με αυτά της αποικιοκρατίας. Αυτή η ομάδα συνέχισε να δεσπόζει της οικονομίας και στην περίοδο της ανεξαρτησίας. Ενισχύθηκε σταδιακά με νέα στοιχεία, λογιστές, δικηγόρους, κτηματομεσίτες κ.λπ. Έτσι δημιουργήθηκε μια παρασιτική ανάπτυξη και ένας καταναλωτισμός που στηρίζονταν στην εκποίηση του τόπου. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα, τα «χρυσά διαβατήρια». Και αν στο παρελθόν υπήρχε η δικαιολογία ότι ήταν δύσκολο να αναπτύξουμε μια έστω υποτυπώδη βιώσιμη βιομηχανία, σήμερα με την τεχνολογική επανάσταση, θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο. Μια οικονομία μεικτή, που τουλάχιστον το ένα σκέλος της θα ήταν παραγωγικό. Την ίδια ώρα το κράτος μετατράπηκε σε μπακάλικο που πουλάει τα αγαθά της εξουσίας, υπηρεσίες και εξυπηρετήσεις, εύνοια και ανεκτικότητα στην παρανομία, δημόσια έργα και πολλά άλλα. Αυτή είναι η έννοια του μεταπρατικού κράτους των πελατειακών σχέσεων, μέσω του οποίου τα κόμματα «αγοράζουν» ψήφους. Από όποια σκοπιά και αν τη δει κανείς, η μεταπρατική αστική τάξη είναι αντιπαραγωγική. Κάπως έτσι φτάσαμε να εισάγουμε ντομάτες από τη Ολλανδία και έπιπλα από την Τουρκία! Οι μεταπρατικές δραστηριότητες, ιδίως αυτές που αφορούν τις εμπορικές συναλλαγές, είναι μέρος της κάθε οικονομίας. Το πρόβλημα αρχίζει από τη στιγμή που εκτοπίζουν την παραγωγή και γίνονται μιας μορφής μονοκουλτούρα που οδηγεί στην εξάρτηση και τον παρασιτισμό. Σε πλανητικό επίπεδο διάφορες μορφές μεταπρατισμού έχουν δημιουργήσει μια εικονική οικονομία αποκομμένη από την πραγματική οικονομία. Υπάρχουν εικονικές συναλλαγές δεκάδων δισεκατομμυρίων κάθε χρόνο.
– Πως ανατρέπεται η κουλτούρα αυτή;
– Η όποια κουλτούρα αντανακλά μια κοινωνική δυναμική. Οι διάφορες κυβερνήσεις ενίσχυσαν την παρασιτική οικονομία, ένα μοντέλο που στηρίζεται στον τουρισμό και την ανάπτυξη της γης. Για να ανατραπεί η κουλτούρα του μεταπρατισμού θα πρέπει σταδιακά να αλλάξουν οι δομές της οικονομίας. Να διαφοροποιηθούν για να περάσουμε σε μια ψηφιακή οικονομία γνώσης και τεχνολογίας όπου το διανοητικό κεφάλαιο θα διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο. Είναι η λεγόμενη μεταβιομηχανική οικονομία. Στη βάση αυτή θα μπορούσαν να δημιουργηθούν παραγωγικές μονάδες σε πολλαπλούς τομείς, από τη γεωργία ως τις διάφορες μορφές της τεχνολογίας, ως τις μορφές της πράσινης ενέργειας. Ακόμη και οι υπηρεσίες και ο τουρισμός, που είναι μέρος της μεταπρατικής οικονομίας, θα μπορούσαν να εκσυγχρονιστούν. Το ζητούμενο είναι μια ισορροπημένη οικονομία.
– «Αν είναι να σωθεί ο κόσμος μόνο από αυτούς τους αντισυστημικούς θα σωθεί, τους περιθωριακούς, τους αντικομφορμιστές, τους αβράκωτους… Αυτούς που τολμούν να γράψουν πέρα από τους κανόνες της αστικής ευπρέπειας». Είναι απόσπασμα από το βιβλίο σας. Υπάρχουν τέτοιοι, βλέπετε να δημιουργούνται κάποια κινήματα ή οι επαναστάσεις έχουν παρέλθει;
– Κινήματα που εμφανίζονται είναι βραχύβια και εκφυλίζονται γρήγορα. Όλοι αυτοί στους οποίους αναφέρομαι, ανήκουν κατά κύριο λόγο στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Και η ευρύτερη Αριστερά, όχι μόνο η κομμουνιστική σοβιετικού τύπου, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έχει περιέλθει σε χρόνια κρίση. Χάθηκε έτσι μια σχετική κοινωνική ισορροπία, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε πλανητικό. Για την ώρα δεν φαίνονται προοπτικές για το μέλλον της ανθρωπότητας με τη μονοκρατορία του φιλελευθερισμού και ακόμη χειρότερα του νεοφιλελευθερισμού. Όμως, η ιστορία κινείται αργά. Υπόγειες κοινωνικές διεργασίες δημιουργούν αθέατες ρήξεις που κάποια στιγμή προκαλούν απρόβλεπτες τεκτονικές αναταράξεις. Οι επαναστάσεις δεν ήταν ποτέ προβλέψιμες και τα κινήματα παρουσιάζονται εκεί που κανείς δεν τα περιμένει. Επιπλέον δεν θα έχουν κατ’ ανάγκη τη μορφή που είχαν στο παρελθόν. Ζούμε διαφορετικές καταστάσεις, διαφορετικές κοινωνικές δομές σε εθνικό και πλανητικό επίπεδο, που πιθανόν να οδηγήσουν σε διαφορετικής μορφής αναταράξεις και αλλαγές. Ο ιστορικός δόλος, η πανουργία της ιστορίας, γεννά απρόβλεπτα γεγονότα.
– Η Αριστερά, σήμερα, μπορεί να καλύψει τις ανησυχίες ενός νέου;
– Θα έπρεπε! Δεν τις καλύπτει όμως. Κι ίσως γι’ αυτό τις εκμεταλλεύεται η Άκρα Δεξιά, που κατακτά φτωχά λαϊκά στρώματα. Η Αριστερά είναι σε μετάβαση. Δεν έχει ανανεωθεί, δεν παρουσιάζει κάποιο νέο εναλλακτικό σχέδιο ή όραμα αλλαγής. Χρειάζεται μια νέα απόπειρα ανάγνωσης της κινούμενης κοινωνικής πραγματικότητας που θα επιτρέψει μια νέα πρόταση της Αριστεράς. Είναι η ελπίδα για εκείνο που αργεί να γεννηθεί. Εξυπακούεται ότι αυτή η πρόταση δεν θα προέλθει ex nihilo, αλλά θα βασιστεί στην φιλοσοφία και εμπειρία του παρελθόντος.
– «Υπάρχει ιδεολογία στις μέρες μας που να κινεί τα νήματα του κόσμου;»
– Είναι επίσης ένα δικό σας ερώτημα. Η ιδεολογία πάντα θα υπάρχει. Αυτοί που μιλούν για το τέλος των ιδεολογιών, ιδεολογική άποψη εκφέρουν και οι ίδιοι. Το κάνουν όμως από τη σκοπιά της εξουσίας. Τον κόσμο πάντα τον κινούσε μιας μορφής ιδεολογία. Δεν έχει σημασία αν αυτό γινόταν μέσω της θρησκείας, πολλές φορές, της φιλοσοφίας ή ακόμη και της μυθολογίας σε παμπάλαιους χρόνους. Η ιδεολογία δεν πέφτει από τον ουρανό. Γεννιέται από την κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα. Η οποία είναι συνήθως ρευστή όπως μας το δίδαξε ο Ηράκλειτος με τον γνωστό αφορισμό του «τα πάντα ρει» και μας το επιβεβαίωσε ο Χέγκελ με τη διαλεκτική κίνηση της ιστορίας. Η ιδεολογία υπάρχει και κρίνεται, αναλύεται σε σχέση με μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα.
– Η τριλογία σας έχει τον τίτλο “Νομάδας” υπενθυμίζοντας μας πως οι μετακινήσεις των ανθρώπων δεν είναι κάτι νέο. Σήμερα ωστόσο η ανθρωπότητα τρομάζει από τις μετακινήσεις των πληθυσμών. Τι θα απαντούσε ένας νομάς που φιλοξενήθηκε σε νέες πατρίδες;
– Οι μετακινήσεις των πληθυσμών πάντα τρόμαζαν. Ας θυμηθούμε τις «βαρβαρικές» επιδρομές που κατάστρεψαν τη Ρώμη ή αυτές των Οθωμανών που άλλαξαν τη δημογραφική σύνθεση της Μικράς Ασίας. Και βέβαια στους νεότερους χρόνους η ευρωπαϊκή κατάκτηση της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής, της Αυστραλίας και άλλων περιοχών, κατέστρεψε τις τοπικές κοινωνίες και τους πολιτισμούς τους. Να θυμηθούμε επίσης και το δουλεμπόριο με τη βίαιη μετακίνηση εκατομμυρίων σκλάβων από την Αφρική. Σήμερα, οι μετακινήσεις έχουν πάρει άλλη μορφή. Πριν μερικά χρόνια σε άρθρο μου με τίτλο «Τα ξύλινα τείχη της Ευρώπης», σημείωνα ότι η Ευρώπη και γενικότερα η Δύση πληρώνουν τις παλιές αμαρτίες του αποικισμού και τη σημερινή μυωπική πολιτική τους με τις στρατιωτικές επεμβάσεις και τους πολέμους με τους οποίους ανέτρεψαν καθεστώτα, ναι μεν δεσποτικά, τα οποία όμως πρόσφεραν μια σταθερότητα στην περιοχή και καλύτερες συνθήκες ζωής στους πολίτες τους από αυτές που βιώνουν σήμερα, εν μέσω εμφυλίων σπαραγμών και ακυβερνησίας. Οι σταυροφορίες της Δύσης όχι μόνον άφησαν πίσω τους ερείπια, αλλά μετέτρεψαν κάποιες χώρες σε ακυβέρνητες πολιτείες. Τα καραβάνια των προσφύγων προέρχονται από αυτές τις χώρες και από τα μεταποικιακά κράτη με τα προβλήματα που τους κληροδότησε ο αποικισμός. Στον αντίποδα, η Ελλάδα, μια χώρα με δικά της προβλήματα, κινδυνεύει να αποσταθεροποιηθεί με το κύμα προσφύγων που δέχεται, κύμα που προωθεί η Τουρκία. Το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο, μια χώρα ημικατεχόμενη με γνωστά τα τουρκικά σχέδια δημογραφικής αλλοίωσης και αλεξανδρετοποίησης.
– Λέτε πως ο άνθρωπος εγκλιματίζεται σε όλα. Παρόλα αυτά η νοσταλγία σας για την Πενταλιά είναι διάχυτη και στους τρεις τόμους του έργου σας. Τελικά η πατρίδα δεν είναι μια αφηρημένη έννοια;
– Ο άνθρωπος εγκλιματίζεται σε όλα, αλλά αυτός ο εγκλιματισμός δεν μπορεί να απαλείψει τη νοσταλγία του γενέθλιου τόπου που παραμένει σαν την Ιθάκη του Οδυσσέα, όπως τόσο αριστοτεχνικά τη ζωγράφισε ο Καβάφης.
– Έχοντας ζήσει λίγο σαν Γάλλος και λίγο σαν Καναδός, έχοντας δει τα πράγματα από μακριά, τι κρατάτε από την Κύπρο ως ευλογία στην ταυτότητα σας;
– Η ταυτότητα του ανθρώπου είναι πολυεπίπεδη. Οι γεωγραφικοί τόποι την οικοδομούν ως πολιτιστικές αναφορές και την δομούν με τις συναισθηματικές μεταβλητές που ενσωματώνουμε από αυτούς. Ευλογία είναι οι αμυγδαλιές της Πενταλιάς και η αίσθηση του χώρου, οι άνθρωποι της που επιβιώνουν στο κακοτράχαλο τοπίο της. Ευλογία είναι η Πάφος και κατ’ επέκταση η Κύπρος τότε που ανακάλυπτα τον κόσμο και ονειρευόμουν το αύριο. Ευλογία είναι η Αθήνα και κατ’ επέκταση η Ελλάδα που σημάδεψαν τη διαμόρφωση της ταυτότητας και του χαρακτήρα μου. Το Παρίσι, και κατ’ επέκταση η Γαλλία, ήρθαν να συμπληρώσουν τον οικουμενικό άνθρωπο. Ο Καναδάς μου επέτρεψε να δω ακόμη πιο πλατιά αυτή την οικουμένη που ανακαλύπτω πως την κουβαλούσα μέσα μου, κάπως κρυπτικά στα όνειρα μου, στα χρόνια ακόμη της Πενταλιάς. Σήμερα θα μπορούσα να πω, ευτυχώς που έζησα νομάδας.
– «Ποια είναι η μεγαλύτερη τραγωδία;
– Να γερνάς απαξιώνοντας όσα έκανες ή να στέκεσαι μπροστά στο τέλος λαίμαργος, αχόρταγος, βουλιμικός για τη ζωή;» Βρήκατε την απάντηση; Σίγουρα το δεύτερο! Να στέκομαι μπροστά στο τέλος λαίμαργος, αχόρταγος, βουλιμικός για τη ζωή! Έζησα τη ζωή μου, όχι ίσως πάντα όπως θα ήθελα, αλλά δύσκολα πάλι θα άλλαζα κάτι, αν ήταν να την ξαναζήσω. Το σημαντικό είναι να νιώθεις ότι δικαίωσες τη ζωή σου. Και αυτό το αίσθημα με συνοδεύει.
– Στο βιβλίο σας αφιερώνετε 6 σελίδες με συνθήματα Μάη του ’68. Ποιο θα επιλέγατε από αυτά;
– Δύσκολο να επιλέξω ένα! Αλλά αν είναι να το κάνω, θα διάλεγα αυτό: Η φαντασία στην εξουσία! Λείπει τόσο πολύ από τους λογιστές που μας κυβερνάνε! Η δύναμη και η προοπτική του μεγάλου οράματος είναι ό,τι μας λείπει σε Ελλάδα και Κύπρο. Μένουμε καθηλωμένοι στα λασπόνερα μας!
– Κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες ένα νέο δικό σας μυθιστόρημα. Ποια είναι η θεματική του;
– Περιστρέφεται γύρω από την Επανάσταση του 1821. Με αφορμή τη ζωή και το έργο του αγωνιστή Αντώνη Οικονόμου που δολοφονήθηκε από τους κοτζαμπάσηδες, αγνοήθηκε από την επίσημη ιστορία αλλά αναδείχτηκε από τον ποιητή Νίκο Εγγονόπουλο, ισάξιος του Ρήγα, αναφέρομαι στα ευρύτερα γεγονότα της Επανάστασης και το κράτος που προέκυψε από αυτή. Από την οπτική γωνία της λογοτεχνίας βεβαίως, όπου όμως το μυθοπλαστικό στοιχείο αναπτύσσεται στο πλαίσιο των ιστορικών παραμέτρων. Γι’ αυτό και ο τίτλος του είναι «Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου, στο υφαντό του ΄21».
.
Συνέντευξη στον Νέστορα Πουλάκο
vakxikon
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Πενταλιά της Κύπρου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνιολογία και τις Πολιτικές Επιστήμες στη Σορβόννη και στο Παρίσι (Docteur d’État). Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες κι Ιστορία στα Πανεπιστήμια του Λαβάλ, του Κεμπέκ και του Μόντρεαλ. Είναι διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά (ΚΕΕΚ).
Έχει εκδώσει επτά βιβλία Πολιτικής Επιστήμης, Κοινωνιολογίας κι Ιστορίας, ενώ δημοσίευσε δεκάδες επιστημονικά άρθρα κι είχε πολλαπλές συμμετοχές σε συλλογικούς τόμους. Έξι βιβλία δημοσιεύτηκαν, επίσης, κάτω από την εποπτεία και τη διεύθυνσή του. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και δύο συλλογές διηγημάτων. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Βακχικόν το μυθιστόρημά του Νομάδας Α’ Η έξοδος και η ποιητική του συλλογή Λεξήματα.
Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά κι εφημερίδες της Κύπρου, της Ελλάδας και της διασποράς. Δημοσίευσε χρονογραφήματα, κριτική και δοκίμια. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία κι είναι αρθρογράφος στον κυριακάτικο «Φιλελεύθερο» της Κύπρου.
Από το 1983 είναι εκδότης και διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού “Études helléniques”/ “Hellenic Studies”. Πολυσέλιδες εκδόσεις του περιοδικού αφιερώθηκαν στη λογοτεχνία της διασποράς, την κυπριακή λογοτεχνία, την ελληνική εκπαίδευση και σε θέματα διεθνών σχέσεων. Από το 1997 είναι επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο πρόγραμμα «Παιδεία Ομογενών» για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη διασπορά (έρευνα, επιμόρφωση εκπαιδευτικών και παραγωγή διδακτικού υλικού).
«Νομάδας Α΄ Η έξοδος» σε πρώτο πρόσωπο…
«Η έξοδος» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας «Νομάδας». Είναι επίσης το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έχω όμως στο ενεργητικό μου δυο συλλογές διηγημάτων. Άλλωστε διηγήματα μου βρίσκονται δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά εδώ και δεκαετίες. Το μυθιστόρημα μου δίνει την δυνατότητα να εκφράσω ένα κόσμο που δύσκολα περικλείεται στο διήγημα. Δύσκολα περικλείεται και στην ποίηση με την οποία ασχολούμα εκ της νεότητας μου, κι ας λέει ο T.S. Eliot ότι με λίγους στίχους ισοφαρίζεις ένα μυθιστόρημα. Το μυ θι στό ρη μα εί ναι έ να ο λό κλη ρο σύμ παν που φι λο δο ξεί να συμ πε ρι λά βει και να εκφράσει τα πάν τα, από το τοπίο και το πέρασμα του χρόνου μέχρι την ιδεολογία και τις μύχιες σκέψεις των ηρώων του. Βέβαια κάποτε, ό,τι εκφράζει σήμερα το μυθιστόρημα εκφραζόταν και μέσα από την ποίηση, την ποίηση του Ομήρου, του Ησίοδου, αυτή της τραγωδίας, τη μεσαιωνική ποίηση. Στην νεοτερική κοινωνία, μετά τη βιομηχανική επανάσταση, η ποίηση ακολουθεί άλλους δρόμους και γεννιέται το το μυθιστόρημα έκφραση της αστικοποίησης και των νέων κοινωνικών σχέσεων. Στο δικό μου μυθιστόρημα η αφήγηση μετακινείται διαρκώς από το ατομικό στο συλλογικό και από το παρόν στο παρελθόν. Υπάρχει αυτή η συνεχής εναλλαγή που εκφράζει την πολυπλοκότητα του κόσμου στον οποίο αναφέρεται. Και όπως συμβαίνει στη μυθιστορηματική γραφή, το υλικό με το οποίο οικοδομείται προέρχεται από βιώματα, από ακούσματα και διαβάσματα και από την φαντασία. Σε τελική ανάλυση η φαντασία επεξεργάζεται βιώματα, ακούσματα και διαβάσματα, τα αναπλάθει και τα αναδημιουργεί, προσθέτει και τη δική της οπτική και οικοδομεί μια ιστορία, ένα αφήγημα που εκφράζει μια εποχή και τον κόσμο της. Με αυτή την έννοια ο «Νομάδας» έχει κοινωνιολογικές και πολιτικές προεκτάσεις. Είναι το χρονικό μιας εποχής από την οπτική γωνία της λογοτεχνίας. Είναι γνωστές οι συζητήσεις σε αυτό το επίπεδο για τη σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, για τη σχέση κοινωνιολογίας και λογοτεχνίας. Αυτή η σχέση είναι πολύ πιο ξεκάθαρη στην περίπτωση του μυθιστορήματος. Νομίζω αυτό θα το διαγνώσει και ο αναγνώστης του δικού μου μυθιστορήματος. Θα έλεγα ότιισορροπώ μεταξύ πραγματικότητας, προσωπικής και ιστορικής, και μυθοπλασίας.
Η επιρροή της ελληνικής κρίσης…
Η ελληνική κρίση επηρεάζει έμμεσα τη γραφή μου. Θα έλεγα ότι ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι μελέτη των αιτίων αυτής της κρίσης. Οι κοινωνιολογικές και πολιτικές προεκτάσεις του μυθιστορήματος στις οποίες αναφέρτηκα παραπάνω, επιτρέπουν στον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Καταλήγει όμως στο τέλος και με μια ευθεία αναφορά στην κρίση: «Στην Πενταλιά ανθίσαν οι αμυγδαλιές, Αλέξανδρε. Κι η μάνα σου να περιμένει την επιστροφή σου από τα Γαυγάμηλα και την Κομμαγηνή. Πήγες πολύ μακριά, Αλέξανδρε. Καιρός να γυρίσεις, να προλάβεις τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Κι ύστερα, σε περιμένουν οι πόλεις με τις ουρές στα συσσίτια, τις ουρές μπροστά στα κλειστά καταστήματα, τις ουρές μπροστά στα κλειστά εργοστάσια, τα παιδιά με τα λεκιασμένα ρούχα και τις πρησμένες κοιλίτσες στα φανάρια».
Το κυπριακό ζήτημα…
Κάθε συγγραφέας επηρεάζεται νομίζω άμεσα ή έμμεσα από το γενέθλιο του τόπο. Χρειάζεται όμως να προσδιορίσουμε τι εννοούμε με γενέθλιο τόπο! Ή τουλάχιστον να προσδιορίσω αυτό που εννοώ εγώ και που διακτυνώνεται μέσα από το μυθιστόρημα μου. Είναι πρώτα η Πενταλιά των παιδικών μου χρόνων, η Πάφος και η Κύπρος στη μαθητική ζωή μου και τα πρώϊμα χρόνια της εφηβείας και είναι η Αθήνα και η Ελλάδα των φοιτητικών χρόνων. Αυτός είναι ο δικός μου γενέθλιος τόπος. Φυσιολογικά το Κυπριακό αποτελεί ένα κομματι της ζωής μου. Αλλά το ίδιο αποτελούν κομμάτια της ζωής μου το ελληνικό φοτητικό κίνημα και οι αγώνες για τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Άλλωστε αυτοί οι φοιτητικοί και γενικότερα οι δημοκρατικοί αγώνες στην Ελλάδα διαπλέκονται άμεσα με το Κυπριακό. Αυτοί είναι οι τόποι στους οποίους εξελίσσεται το μυθιστόρημα με όσα συμβαίνουν σε αυτούς, με τοιχογραφίες της ιστορίας και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Βέβαια το μυθιστόρημα πάει πιο πέρα κάποια στιγμή, ένα κομμάτι του εξελίσσεται στο Παρίσι. Είναι ο νέος γεωγραφικός, πολιτισμικός και ιδεολογικο-πολιτικός χώρος που διαπλέκεται με την Κύπρο και την Αθήνα. Είναι η πορεία του νομάδα που ξεφεύγει από αυτό που ονοματίζουμε «εθνικός χώρος», διευρύνονται τα όρια του και διαφαίνεται ο κόσμος από μια άλλη οπτική γωνία, τη διεθνιστική.
Για την ποιητική συλλογή «Λεξήματα»…
Δυό λόγια για τη ποιητική μου συλλογή «Λεξήματα». Πρόκειται για ποιήματα που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια, με την εξαίρεση κάποιων που είναι μέρος ίπαλαιότερης δουλειάς μου, αλλά δεν υπάρχει χρονολογική σειρά. Είναι η έκτη ποιητική μου συλλογή και αποτελεί συνέχεια μιας πορείας που ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Η ποίηση μου επιτρέπει να ανασαίνω, να ονειρεύομαι χωρίς περιορισμούς. Αλλά δεν είνα χωρίς οδύνη.
Κάθε μέρα
πολιορκείς τις λέξεις
να γεννηθεί ένα ποίημα.
Και τα βράδια
τα ποιήματα
γίνονται όνειρα.
Την αυγή έρχονται
οι ονειροσυλλέκτες
και τα μαζεύουν.
Είναι η δική σου
η δεύτερη άλωση.
Ό,τι ξεφεύγει από τους ονειροσυλλέκτες,είναι το ποιητικό απόσταγμα που περισώζεις.
Η σχέση με τη λογοτεχνία…
Έχω μια μακρόχρονη σχέση με τη λογοτεχνία, σχέση ζωής θα έλεγα. Άρχισα να δημοσιεύω ποιήματα και κάποια κριτικά σημειώματα από μαθητής Γυμνασίου και αυτή η σχέση διευρύνθηκε στα φοιτητικά χρόνια όταν είδαν το φως και τα πρώτα πεζά μου σε μορφή διηγημάτων. Θα ακολουθήσουν οι πρώτες ποιητικές μου συλλογές και πολύ πιο ύστερα οι συλλογές διηγημάτων. Εξακολουθώ επίσης σποραδικά να γράφω κριτική, να παρουσιάζω κάποιες δοκιμιακές προσπάθειες και να δημοσιεύω χρονογράφημα.
Επόμενα συγγραφικά σχέδια…
Συνήθως δεν προγραμματίζω την συγγραφική μου δουλειά. Δεν πιστεύω στον προγραμματισμό, ειδικά όσον αφορά την ποίηση. Όμως στην πεζογραφία ένας μίνιμουμ προγραμματισμός είναι αναγκαίος. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την μυθιστορηματική μου τριλογία «Νομάδας», είναι προγραμματισμένο να κυκλοφορήσει το δεύτερο μυθιστόρημα της το 2018 και το τρίτο το 2019. Από εκεί και πέρα υπολογίζω κάποια στιγμή να εκδώσω σ΄ενα τόμο σκόρπια κείμενα μου, δοκιμιακά ή φιλολογικά σημειώματα, παλιές συνεντεύξεις δημοσιευμένες εδώ και εκεί, της εποχής των φοιτητικών χρόνων, με σημαντικούς συγγραφείς όπως τον Μυριβήλη, τον Θεοτοκά και άλλους, και ίσως κάποια νέα κείμενα. Μια άλλη φιλοδοξία είναι να προσθέσω στην «Επισκόπηση της Νεότερης Κυπριακής Ιστορίας» που κυκλοφόρησε το 2011 ένα δεύτερο τόμο που θα αφορά την πολιτιστική ζωή της Κύπρου από την οθωμανική περίοδο ως τις μέρες μας και την διασύνδεση της με το λεγόμενο «εθνικό κέντρο», ουσιαστικά δηλαδή με την Αθήνα. Δεν ξέρω επίσης αν θα καταφέρω κάποια στιγμή να δώσω μορφή βιβλίου σε σκόρπια μελετήματα μου για τη λογοτεχνία της διασποράς. Δεν ξέρω επίσης αν θα υπάρξει συνέχεια στην πεζογραφία μετά την τριλογία. Στην ποίηση το θεωρώ δεδομένο ότι θα υπάρξει μιας μορφής συνέχεια κάποια στιγμή. Εκεί κάθε μέρα θα πολιορκώ τις λέξεις! Αλλά το συνηδητοποιώ: Ars longa, vita brevis!
https://www.vakxikon.gr/stefanos-kwnstantinidis/
Αντιγόνη Σολομωνίδου Δρουσιώτου
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 18/9/2018
Πέντε λεπτά με τον Στέφανο Κωνσταντινίδη, συγγραφέα-ακαδημαϊκό
1. Παρουσιάζετε τα «Εκβάτανα», το δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας με τίτλο Νομάδας; Ναι, αύριο Τετάρτη, 19 Σεπτεμβρίου, στις 19.30 στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Στροβόλου (παλιό Δημαρχείο). Το βιβλίο παρουσιάζει το Ερευνητικό Κέντρο Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και θα μιλήσουν ο Παντελής Βουτουρής, καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου, και ο Άριστος Μιχαηλίδης, δημοσιογράφος και διευθυντής σύνταξης του «Φιλελεύθερου».
2. Ως ποιητής, πού θα λέγατε ότι συναντάται η ποίηση με την Ιστορία; Διαχρονικά από την εποχή του Ομήρου ώς τον Καβάφη και τους πιο κοντά σε μας, Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη, Αναγνωστάκη, η ποίηση αφουγκράζεται μόνιμα την Ιστορία και θέτει υπό αμφισβήτηση ιδέες και βεβαιότητες. Είναι μια γόνιμη συνάντηση και γόνιμος διάλογος. Η Ιστορία είναι η ενδοχώρα της ποίησης. Με αυτή την έννοια η ποίηση συμβιώνει με την ιστορική μνήμη καθώς ο ποιητής φέρνει από την ενδοχώρα της Ιστορίας πρόσωπα και τόπους που μιλούν και για το παρόν. Έτσι ο ποιητής αναδεικνύεται στοχαστής της Ιστορίας.
3. Ποια γεγονότα αγγίζει το δεύτερο μυθιστόρημα; Την Ελλάδα της δικτατορίας, την Κύπρο του πραξικοπήματος και της εισβολής, το Παρίσι του Σαρτρ και του Μάη του ΄68, τον κόσμο της αμφισβήτησης στα πανεπιστήμια και τους τόπους εργασίας, τον Ψυχρό Πόλεμο, το Βιετνάμ και τα αντιαποικιακά κινήματα, το φεμινιστικό κίνημα, τη γεωπολιτική του έρωτα και την τοπογραφία της μεταφυσικής. Διακειμενικότητα και πολυφωνικότητα αποτελούν άξονες της αφήγησής του.
4. Το κάθε μυθιστόρημα της τριλογίας διαβάζεται ως αυτόνομη ιστορία; Ναι, ωστόσο υπάρχει συνέχεια και ενότητα μεταξύ τους αφού και τα τρία μαζί συνιστούν ανατομία μιας εποχής με κοινωνιολογικές και πολιτικές προεκτάσεις και διακειμενικές αναφορές, μέσα από μια σύνθετη και πολυπρόσωπη αφήγηση.
5. Τι δένει την τριλογία; Νομίζω ότι τη δένει το γεγονός ότι τα τρία μυθιστορήματα συνιστούν μιαν αφήγηση ενός ευρύτερου συνόλου, μιας εποχής κομβικής για την ιστορία του 20ού αιώνα, όπου η ουτοπία για έναν καλύτερο κόσμο ήταν ακόμη ζωντανή πριν την αποτελειώσουν οι τραπεζίτες, οι τεχνοκράτες και οι λογιστές!
http://www.philenews.com/koinonia/anthropoi/article/582821/pente-lepta-me-ton-stefano-konstantinidi-syngrafea-akadimaiko