Η Ελευθερία Θάνογλου γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 1978. Από τότε ταξιδεύει μέσα στις ρωγμές του χρόνου με το φαινόμενο της πλημμυρίδας. Σε κάθε παλίρροια αλλάζει ρωγμή και σε κάθε άμπωτη ψάχνει τη θάλασσα μέσα της.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
Οι πέντε εποχές του κόκκινου (Πικραμένος 2017)
Αναπαράσταση (Πικραμένος 2019)
Ο θάνατος των πτηνών (ΑΩ 2021)
Οι τίμιοι ψεύτες (ΑΩ 2023)
.
.
ΟΙ ΤΙΜΙΟΙ ΨΕΥΤΕΣ (2023)
ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ
Όταν γεννήθηκα
όλοι συμφώνησαν πως θα γινόμουν
σπουδαίος ακροβάτης.
Αυτό το παιδί θα γίνει σπουδαίος
ακροβάτης, ακούστηκε από κάποιον
απ’ αυτούς που είχαν σκύψει πάνω
από την κούνια μου για να με προσέξουν καλύτερα.
Όλοι σπεύσανε να συμφωνήσουν με
αυτήν την εικασία που δεν στηριζόταν ουσιαστικά
σε κανένα επιχείρημα.
Γεγονός είναι πάντως
πως αν και γεννήθηκα με φαρδιές πατούσες
πάντα διέθετα την ικανότητα σε φραστικές και
νοητικές ακροβασίες και καθόλου σε ακροβασίες
που απαιτούσαν ισορροπητικές ικανότητες του
σώματος.
Γεγονός είναι επίσης
ότι απομακρύνθηκα απ’ αυτόν τον επαγγελματικό
προσανατολισμό που οι άλλοι εικάζανε
για μένα στην ηλικία των οκτώ χρόνων,
όταν ένας ξάδερφος της μητέρας μου
κρεμάστηκε από το πολύφωτο του σαλονιού μας
κι ενώ έκανε babysitting σε μένα και τον
αδερφό μου.
Γεγονός είναι τέλος
πως το μόνο σχοινί που διέθετε το σπίτι μου
για ακροβασίες
ήταν το σχοινί του κρεμασμένου.
ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΑΣ
Μα εγώ δεν μπόρεσα να ξεγελάσω
τον εαυτό μου, κύριοι,
όταν εσείς γελούσατε με τις γκριμάτσες
και τις γκάφες μου.
Όσο εσείς οι σπουδαιοφανείς
με προσβολές κεντρίζατε την ηθική μου,
τόσο εγώ υπέφερα διπλά,
τόσο πλησίαζα στη λογική με μία δόση τρέλας·
μέθοδος αλάνθαστη
που μ’ οδηγούσε με υπομονή και σύνεση
στης λογικής το κέντρο.
Α! Ομολογουμένως πάντως δεν είστε
σπάνια αντικείμενα.
Το πόσο βλαβεροί υπήρξατε για τον
συνάνθρωπό σας κοινούς σάς κάνει,
νομίσματα που ολοένα αλλάζουν τσέπες.
Α! Καθόλου δεν διαφέρετε ο ένας από
τον άλλον.
Σκυλιά παρατρεχάμενα που συναντάμε
καθημερινά στον δρόμο
μοχθώντας για ένα πεταμένο ξεροκόμματο
ψευδαισθήσεων κάτω απ’ του μπόγια το δίχτυ.
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΜΙΚΡΥΝΑΝ
ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ
Κι όμως
κάτι ακούστηκε
κείνο το βράδυ που μας πλησίαζε το κακό·
κείνος ο κρότος, σα σπάσιμο
ξερού κλαδιού πίσω απ’ τα δέντρα·
αλλά εμείς είχαμε ξεχάσει από καιρό
ν’ αναγνωρίζουμε τέτοιους ήχους.
Κι όμως
κάτι ξεχωρίσαμε
κείνο το βράδυ·
μα είναι υπόθεση σοβαρή για έναν τυφλό
ν’ αναγνωρίσει το σκοτάδι μέσα στο σκοτάδι
και το -ψηλάφισμα θέλει χέρια ζωντανά.
Ν’ ανοίξουμε, μας είπαν, έναν λάκκο,
σαν βάρος περιττό πετάξαμε τα δικά μας.
Δυο άκρα κρεμασμένα, μας είπαν, τι οφελούν;
Τα δάση πλέον καίγονται χωρίς το τρίξιμο όνο ξύλων.
Τι οφελούν λοιπόν;
Γροθιά τώρα κανείς δε βρίσκει υψωμένη.
Κι όμως κάτι σα να υποπτευθήκαμε
κείνο το βράδυ.
ΤΟ ΑΒΓΟ ΤΟΥ ΚΟΛΟΜΒΟΥ
Από τη σπασμένη βάση του αβγού
προεξείχε μια ουρά φ ιό ιού.
Η μεγάλη αίθουσα είχε αδειάσει,
ποιος να δικαστεί, ποιος να δικάσει;
Το έγκλημα αποδείχθηκε πως
είναι σφαιρικό κι ευδοκιμεί καλύτερα
σε νέες ανακαλύψεις-
μάλιστα, η πίστη είναι τέτοια
που ο καθένας αφιλοκερδώς
προσφέρει τον εαυτό του.
Η αποδοτικότητα επιβραβεύεται με τον
νόμο της σιωπής·
αν αληθώς
για το έγκλημα μιλήσεις,
σαν άλλοι προβολείς τα φώτα του πολιτισμού
θα σε υποδείξουν.
Και θα ‘ναι τόσο δυνατή τούτου του φωτός η διάχυση
και θα ‘ναι τόσο ευθεία η τσάκιση στα παντελόνια
και τόσο ευθύ το βλέμμα θα ‘ναι
που ούτε ένα αλληθώρισμα, αδέλφια μου,
δεν θα σταθεί δυνατό να γίνει
απ’ αυτούς που θα κρατάν τα όπλα.
ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Σήμερα
το ψωμί στους φούρνους
κόβεται με μηχανή αυτόματης κοπής
το τσιγάρο με καραμέλες ενάντια στο κάπνισμα
τα μάχιμα άρθρα και η τέχνη
κόβονται με τη λογοκρισία
η υγεία με το Εθνικό Σύστημα Υγείας
-κάποτε και με τις φαρμακοβιομηχανίες-
η αλήθεια κόβεται με τα ψεύδη
και οι αλυσίδες με νέες αλυσίδες.
Σήμερα
τίποτα δεν κόβεται με το μαχαίρι
παρά μόνο τα καρπούζια
καμιά φορά και ο φτωχός λαιμός μας
όταν αυτοί λένε
τέσσερα χρόνια εμείς ψηφίζαμε νόμους
για τα επόμενα τέσσερα
με σχέδιο πιο σίγουρο ακόμη
και βάλτε κι άλλα τέσσερα
για ν’ αποδώσουνε οι οικογένειές μας
δύο και τρεις γενιές σωτήρων
και όλα αυτά για σας
που της καρέκλας τόσο εύκολα αλλάζετε το πόστο.
Λοιπόν,
φτωχοί και άξιοι της μοίρας σας
κόψτε το λαιμό σας!
ΧΑΜΕΝΗ ΝΕΟΤΗΤΑ
Οι τάφοι δεν είναι παρά πόρτες
μυστικές καθώς λένε.
Άλλοι κατεβαίνουν χωρίς κλειδιά
κι άλλοι
με αρμαθιές ολόκληρες από δαύτα.
Κάποτε
στους δεύτερους κανένα
κλειδί δεν ανοίγει την πόρτα
κι οι πρώτοι
στο ξαφνικό φευγιό τους
θηλύκι στο ζωνάρι οι μάνες τους
δεν πρόλαβαν να ράψουν.
Στα σπίτια που αφήσανε
οι μάνες τους ολοένα ράβουν στα σκοτάδια.
ΤΑ ΠΕΥΚΑ ΘΡΟΪΖΟΥΝ ΑΚΟΜΗ
Μ’ ΕΝΑΝ ΑΡΧΑΙΟ ΤΡΟΠΟ
Χωρίς συναίσθηση περί τυφλότητας
βαδίζουμε ολοένα·
κι αυτό το δάσος που μέσα του ριχτήκαμε
μακραίνει κάποτε δραματικά.
Άραγε,
πούθε τελειώνουν τα δέντρα;
Πούθε τελειώνει τ’ ανθρώπου το χνάρι;
Πούθε τελειώνει ο άνθρωπος;
Τα πεύκα θροΐζουν ακόμη μ’ έναν αρχαίο τρόπο.
.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΤΗΝΩΝ (2021)
Μπορεί κάποιος
να διατηρεί την σκέψη τον ζωντανή
σκεπτόμενος τους πεθαμένους.
Σύμπτωμα της αποδημίας ή
ο θάνατος των πτηνών
«0 θάνατος ενός ανθρώπου
δεν είναι πολύ διαφορετικός
από το θάνατο ενός πουλιού».
Γ. Σεφέρης
Σαν άλλη πόλη
με φώτα λαμπερά
και γυάλινες δομές
η ποίηση
ενίοτε
κρίνεται ένοχη
για τον θάνατο
δεκάδων ποιητών
που μπέρδεψαν στους ουρανοξύστες της
την αντανάκλαση της νύχτας.
Άνθιση
Σε μια κακή για την ανθρωπότητα εποχή,
η ποίηση μπορεί κι ανθεί
και οι νεκροί επίσης·
τα γραφεία κηδειών
γεμάτα πάντα από δουλειά
το ίδιο και τα τυπογραφεία.
Νεκρά μετά τη γέννα τους ποιήματα
και νεκροί ποιητές
ζωντανεύουν εν τέλει την κίνηση.
Το λάλημα τον κόκορα
άχρηστο·
κανείς εδώ
δε θα ξυπνήσει.
Αποστάσεις
Ένα πήδο θέλει η γη
να φτάσει τον κρεμασμένο.
Ο κρεμασμένος
ονειρεύεται
τη γη·
το δέντρο
τον ουρανό.
Όταν νυχτώνει
κρυώνουν και οι δύο το ίδιο.
Νυχτερινές διαδρομές
Τα βράδια
οι ίσκιοι στο ταβάνι
θροΐζουν πνιγμένα εμβατήρια
0 κόσμος
τσόφλια ψυχών
κι αγάλματα γερασμένα.
Βόρεια της πλατείας Βαρδαρίου
με βήμα χελώνας,
ο φύλακας Γεώργιος Μιχαήλοβιτς
περπατά ανάμεσα στις τελευταίες οστεοθήκες
με τα πανύψηλα κυπαρίσσια·
στη σόλα των παπουτσιών του
ο ήχος απ’ τα χρόνια που σπάνε.
Ένα στο αριστερό, ένα στο δεξί.
Στο περίγραμμα του νεκροταφείου των χρυσανθέμων
η διαδρομή του βίου του.
Ενίοτε κανείς μιλά πιο καθαρά
βαδίζοντας με τους νεκρούς.
Σε χρόνια ανομβρίας
μόνο οι νεκροί δεν διψάνε
Παρενθέσεις
V
Κάποτε και τ’ αγάλματα στα κοιμητήρια
κουράζονται απ’ τις ίδιες εικόνες.
Γι’ αυτό αναζητούν διέξοδο
διαφυγής μέσα στα ποιήματα.
Δεν είναι ο άνεμος,
η βροχή και ο τρόπος των ανθρώπων
που αλλάζει τη φυσιογνωμία τους
αλλά το ποίημα
που τα περιέχει.
Ασάλευτη νύχτα
σκοτάδι ασάλευτο
πως μιμείσαι τις κινήσεις μου!
Ετοιμόρροπα θαύματα
Διαμελισμένες μέρες
στο κίτρινο φως του φθινοπώρου
νύχτες ετοιμόρροπες στη σιωπή
χωρίς τη φωνή αγαπημένου προσώπου·
ανυπεράσπιστη η ζωή μου
παραληρεί σε άρρωστο ύπνο.
Το θαύμα των λέξεων
άδειο ρούχο στο πάτωμα
μια πένθιμη κορδέλα η γραφή.
Ποιήματα πηγάδια
δέχονται
κουβάδες τρυπημένους.
Το αντίδοτο
Αφού η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο
κι ο έρωτας τον άλλον
γιατί λοιπόν τόσος οδυρμός;
Βρέθηκε ποτέ αντίδοτο χωρίς αρρώστια;
.
ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (2019)
ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ
I
Η νύχτα στους ώμους πανωφόρι
με ζεσταίνει
καθώς σου γράφω πάλι γυμνή.
II
Όλα κάποτε
γυμνή θα με βρουν
σε βράχια πάνω ξαπλωμένη
χωρίς την υποψία πρασινάδας.
Θα με βρουν γυμνή
τα χέρια μου θα προσπαθούν να υφάνουν λέξεις
να με ντύσουν
μα θα ’ναι αργά
δεν θα υπάρχει νήμα.
Κουβάρι αθώα μπλεγμένο η ψυχή
στις αμαρτίες μου πεταμένο παιχνίδι,
ύαινες κατασπαράζουν κάθε πιθανότητα
να ενδυθώ τις λέξεις.
III
Κάποτε όλα θα αποκαλυφθούν
θα γίνει εντονότερο το φως
το σκοτάδι θα κρυφτεί πίσω από τον τελευταίο αστερία
οι δρόμοι φωτισμένοι
θ’ αποκαλύπτουν τις αυταπάτες
με σκιές κρυμμένες σ’ ένα ξεχειλωμένο μαύρο.
Και συ θα λες πως ήξερες
για τις σπασμένες ώρες
στα υγρά μου μάτια.
Και γω θα λέω πως δεν με γνώρισα καθόλου.
Μονάχα μια στιγμή
είδα μες στον καθρέφτη
να με καθαρίζω από τα φύκια.
ΚΙΤΡΙΝΗ ΗΔΟΝΗ
Ύστερα ήρθαν οι χρόνοι της πλαστελίνης
τα χέρια σου με έπλαθαν
ζώο άγριο και ελεύθερο,
με χαίτη ανεμίζουσα και ένστικτο πρωτόγονο.
Μέσα σε δάση ανήλιαγα
σκοτάδια χώριζε με το μαχαίρι ο δήμιος
μακριά από λάμψεις στις κίτρινες ερήμους
μακριά από τα λαμπυρίσματα της θάλασσας
και την ηδονή καρπίζουσας ευτυχίας.
Πολύ κοντά στη λησμονιά
και σε μια Αχερουσία κολυμπήθρα.
ΚΛΕΙΣΤΑ ΣΩΜΑΤΑ
Όλα άρχισαν να ησυχάζουν πάλι.
Οι μέρες κοιμόντουσαν χορτασμένες.
Περνούσε ο χρόνος
με τσακισμένα φτερά οδοιπόρων.
Νύχτες κρεμασμένες από επώνυμα,
σεντόνια στο χρώμα του πένθους
θρηνούσαν σώματα που ήταν έτοιμα
ν’ ανοίξουν τα φερμουάρ των υποσχέσεων.
Καινούργιες ρυτίδες άνθιζαν στο μέτωπο της μέρας.
Περνούσε ο χρόνος
βηματίζοντας σε πεζοδρόμια ασφαλή
δίπλα σε γυάλινες βιτρίνες
κι ανθρώπινα μοτίβα.
ΓΥΑΛΙΝΕΣ ΑΠΟΒΑΘΡΕΣ
I
Μας περιτριγύριζαν τα πράγματα με μία επανάληψη.
Βρίσκαμε διέξοδο στη συνεχή παρατήρηση του έξω κόσμου.
Άλλωστε ό,τι περιτριγυρίζει ο έρωτας
το παραμορφώνει
τις αιχμηρές γωνίες του λειαίνει
δεν κόβει, δεν πονά.
Πέτρα που πετάς σε υγρή επιφάνεια
χωρίς να ακουστεί ο ήχος.
II
0 μακρύς λαιμός μου
έκοβε τη θέα από τον ορίζοντα
σκίαζε λευκά τους εφιάλτες σου
οι ανείπωτες λέξεις, έλεγες
γεννιούνται μέσα στο μαύρο.
Στις κάμαρες
έστηνες πλήθος γρανιτένιους ανθρώπους
σμίλευες πάνω τους αδυναμίες
άνοιγες τις καλά κρυμμένες φλέβες
και βουτούσες γυάλινος μέσα τους.
III
Η μοναξιά μας ολόκληρες μέρες
ταξίδευε σε ακίνητες θάλασσες.
Στις αποβάθρες φτιάχτηκαν πρόχειρα καταλύματα
για μια επιστροφή.
Κατοικήθηκαν όλα από τους νεκρούς μας.
Έμαθα να σε βλέπω μες στο σκοτάδι
έμαθες να με βλέπεις μες στο σκοτάδι
ανάψαμε το φως και τυφλωθήκαμε.
ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ
Σφουγγάρια οι νύχτες
απορροφούσαν ποιήματα
κρεμασμένη στ’ αφτιά ενός κωφού ουρανού
η βουή του κόσμου.
Τοκετοί θνητών αιωρούνταν πάνω από τα χαρτιά.
Βάλε σε μια σειρά τις σκέψεις σου, έλεγες.
Ίδρωνα δίπλα σε κουτσουρεμένα δέντρα
φθαρμένοι οι αγκώνες μου στα ακροκέραμα του χρόνου.
Ακατάστατα τα χρόνια μου
ξεκινούσαν απ’ του θανάτου τις θημωνιές
να φτάσουν στο μηδέν της γέννησης.
Σκελετωμένες οι επιθυμίες
μελανιές στα οστά, ανθισμένες πρόκες.
Αγαπημένε μου,
χρόνια τώρα έγραφα για μια πένθιμη καμπάνα
με τον αντίχειρα κομμένο.
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
Το τέλος ακόμη μακριά
ακινητοποιημένος ο χρόνος
μοίραζε ώρες σε αποκόμματα εφημερίδων
ξέβραζε πτώματα με λάμψεις ψαριών.
Τα χείλη μου τσιγάρα
έκαιγα ξάστερες λέξεις.
Τα τζάμια του κήπου νοτισμένα
δεν έδειχναν τίποτα απ’ έξω.
Σταμάτησαν όλα.
Το τέλος ακόμη μακριά
σκοτωμένα φύλλα στα χέρια μου
και το ρολόι να δείχνει πάντα νύχτα.
Μαύρη πεταλούδα η ψυχή
βγήκε απ’ το κουκούλι της
έκατσε πάνω στο μολύβι μου.
ΑΝΤΙΔΩΡΑ
Οι ήσκιοι μας θα στέκουν απαρηγόρητοι
για τους τόσους μικρούς θανάτους μέσα μας
καθόσον ζούσαμε μαζί.
Καταργήσαμε το έντονο φως
μεταλάβαμε απογυμνωμένο σκοτάδι.
Απαρνήθηκα το λείο
για το άφυλλο άγγιγμα των χεριών σου.
Απαρνήθηκες τα πέταλα
για μιας στιγμής κοτσάνι.
Υποταχτήκαμε σε ασφόδελες νύχτες.
Τριμμένη ρίγανη οι συλλαβές του σ’ αγαπώ
σε γυάλινα βάζα,
δωρίστηκαν σε ξένους.
.
ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ (2017)
Της απουσίας
Πώς
ξόδεψες τις στιγμές που δεν έζησες
κι εγώ με τι οικονομία μάζευα τις απουσίες σου
ανεκτίμητες παρουσίες
σ’ έναν μικρό κουμπαρά που τις χώρεσε όλες.
Την απόφαση πήρα
κι έσπασα τον κουμπαρά ένα βράδυ,
δεν χωρούσε άλλες απουσίες πια.
Κι αυτές ξεχύθηκαν στο πάτωμα
σύρθηκαν ως τα πόδια μου
και με ικέτευαν να μην τις ξοδέψω
***
Μέρες στιγματισμένες από έλλειψη
φαρμακωμένες από το δάγκωμα
κόμπρας μνήμης.
Μέρες μαντατοφόρες κακών ειδήσεων
καμένων ποιημάτων.
Μέρες με τα πόδια σας ακινητοποιημένα
στο τσιμέντο
εγώ καπνίζω το τσιγάρο μου
η στάχτη πλέον είναι δική σας.
***
Έκλεισα εισιτήρια σου είπα.
Κατεύθυνση άγνωστη.
Διάρκεια ταξιδιού άγνωστη.
Στα σακίδιά μας το Μαζί.
Το τρένο έφευγε ξημερώματα
του Αγίου Τώρα ή Ποτέ·
θέσεις σε κουπέ έξι.
Ένας δεν ήρθε.
Κανένας εισπράκτορας
δεν ακύρωσε το δικό σου εισιτήριο.
Κι εγώ έψαχνα το στίγμα της ακύρωσης
μια ζωή
να χωθώ μέσα του λαθρεπιβάτης
να δω την πίσω πλευρά του
εισιτηρίου σου.
***
Ντύθηκε κλόουν και παίζει τη ζωή
στα χρωματιστά κουρέλια της.
***
Της μετανοίας
Λερναίες Ύδρες
Ξεφλούδισα πράσινο μήλο
βρήκα ένα σκουλήκι.
Έκανα μια με το μαχαίρι αφαίρεσα τη σάρκα,
μαζί και το σκουλήκι.
Ξεφλούδισα τον χειμώνα
με την πικρή ψυχή του
βρήκα πολλά σκουλήκια.
Έκανα μία με το μαχαίρι, αφαίρεσα
λίγο από ψυχή
λίγο από σάρκα
κατάφερα να βγάλω ένα σκουλήκι.
Τα υπόλοιπα που μείνανε εντός μου·
βγάλανε κι άλλα κεφάλια.
Κρυμμένες έννοιες
Έπαψες από καιρό να προσπαθείς
να βρεις τις έννοιες που κρύβονται
πίσω από τις λέξεις στα μηνύματά μου.
Πάει και το «κόκκινο παλτό»
το ξέγραψε η μνήμη σου.
Κι έτσι έμεινε μετέωρη η ελπίδα
που κρυβόταν πίσω από το «κόκκινο»
κι έτσι έμεινε μετέωρο το μέλλον
που ντύθηκε τελικά το παλτό.
Το κόκκινο παλτό
Το κρύο μου παγώνει το σώμα
μια σιωπή εκκωφαντική στο σπίτι.
Ρίχνω επάνω μου το κόκκινο παλτό να με ζεστάνει.
Μεγαλώνει το δράμα μέσα μου μ’ αυτό το παλτό.
Βουλιάζω πάλι σιγά σιγά σε περασμένα λόγια.
Λείπεις μαζί με τις υποσχέσεις σου.
Όταν θα έρθεις
θα πατάς πάνω σε κόκκινους λεκέδες.
Θα δεις να φοράω το κόκκινο παλτό
στη ραχοκοκαλιά της απουσίας.
Όταν θα έρθεις θα βγάλω απ’ τις τσέπες
σκισμένους σαρκασμούς
χρωματιστές κορδέλες για να δέσω τα μαλλιά μου.
Όταν θα έρθεις τις παρουσίες σου
θα μετράει ένας πολύχρωμος κλόουν.
***
Τα χέρια μας παίζουνε με τις σκιές στον τοίχο.
Εσύ ο λύκος.
Εγώ το φίδι.
Εγώ έχω το δηλητήριο,
μα εσύ στάζεις φαρμάκι.
Της παράθλασης
Οι ποιητές
για καθρέφτες
όνειρα
βυθούς
και κενά μιλάνε.
Σταμάτησε η ποίηση να σιωπά στο φως
μετά από χρόνια πολλά κοιτάχτηκε στα γυαλικά της σάλας.
Οι καθρέφτες είχαν θαμπώσει
χωρίς να καθρεφτίζουν τίποτα
τα όνειρα είχανε ξεχαστεί
και είχανε αλλάξει ταυτότητα
οι βυθοί γεμάτοι φύκια
και μόνο τα κενά των ανθρώπων παρέμεναν ίδια·
μεγάλα.
Στην αλλαγή ώρας
I
Κι απόψε
χαράσσει ευθείες βαθιές γραμμές στο χαρτί
0 πόνος τρένο που σφυρίζει λίγο πριν τον σταθμό.
II
Ζωγραφίζει κύκλους με τον διαβήτη.
Η σκληρή βελόνα του βρίσκει το κέντρο
τρυπάει το χαρτί
τρυπάει το κενό
τρυπάει την αλλαγή της ώρας
και περιστρέφεται
γύρω γύρω απ’ την ώρα που το ρολόι έδειξε
τρεις τα ξημερώματα δύο φορές
από την ώρα που έδειξε δύο φορές την μοναξιά της.
***
Τη φίλησε
εκεί που έπεφτε η μπλούζα της
αφήνοντας τον έναν ώμο ακάλυπτο.
Κι αυτή σήκωσε την μπλούζα
να μην κρυώσει το χνώτο του
που ‘ταν ζεστό σαν ποίημα.
***
Στη γνωστή οδό
σε περίμενα
πίσω από τον κίονα
στη γωνία ενός ετοιμόρροπου σπιτιού
που μετά βίας κρατούσε το σκοτάδι.
Μα εσύ αργούσες
κι άρχισε να με απορροφά
η ξεφλουδισμένη μπογιά του χρόνου
στους τοίχους.
Όταν ήρθες δε με βρήκες.
Δεν μπορούσες να διακρίνεις στην κίτρινη ώχρα
την κόκκινη πιτσιλιά μου.
Της αλμύρας
Η δική του ζωή
δεν ήτανε πάνω σε αστερίες γραμμένη
ούτε την σκέπαζαν τα κύματα.
Δεν είχε καΐκια να ρίχνουν παραγάδια
να την ταξιδεύουν
ούτε όστρακα και αλμυρίκια
να στολίζουν τις αμμουδιές της.
Η δική του ζωή
δεν είχε συκιές να γλυκαίνουν τον ίσκιο του
ούτε πλατάνια να κρεμάει τα όνειρά του.
Δεν είχε ρίγανη και θυμάρι να φυτρώνουν
δίπλα στις ξερολιθιές, ούτε σαύρες
να σεργιανάνε στην ψυχή του.
Η δική του ζωή
δεν είχε βασιλικούς
να ευωδιάζουν τους εσπερινούς
ούτε ιτιές ν’ αγκαλιάζουν τους πόθους του
δεν είχε κληματόφυλλα τα δάκρυά του να τυλίγει.
Η δική του ζωή
μόνο φελλούς είχε
που τους έδινε σ’ έναν μικρό ναυτίλο
να ζυγίζει στις παλάμες του να βρει
της διαφοράς το βάρος.
Στον γιο μου
Μέσα στα δυο σου μάτια
χαμογελάνε
γαλάζιες θάλασσες.
Στα μαλλιά σου
κάθεται ένας ήλιος.
0 κόσμος σου
αθώος, υγρός και μέγας.
Ήταν θυμάμαι πέντε Αυγούστου
σαν πρωτοαντίκρισα το θαύμα
Πεταλίδες άμυνες
Στην παλάμη μου μια τρύπα απ’ τον μικρό σουγιά σου.
Ο ήλιος σκούρο κίτρινο χρώμα σήμερα.
Στον αφρό της θάλασσας
κρέμονται τσαμπιά με πεταλίδες.
Οι βράχοι μείνανε γυμνοί.
Οι πεταλίδες μου ξεγλίστρησαν
απ’ τους βράχους
πέσανε στην θάλασσα
για να τις αιχμαλωτίσεις.
Τι ήθελες τον κόκκινο σουγιά σου;
Τώρα στην παλάμη μου
στην τρύπα που μου άνοιξες
χώθηκε αυτός ο σκούρος κίτρινος ήλιος
και στάζει αίμα.
Δημιουργίες εντυπώσεων
Ήταν ένας άνθρωπος
που ενώ ήξερε να κολυμπάει μεσοπέλαγα
όταν έφτανε στα ρηχά
ζητούσε βοήθεια γιατί πνιγόταν.
Στο τέλος του έφτιαξαν ένα νησί με φοίνικες
να ναυαγήσει εκεί
γιατί είχαν βαρεθεί τους ψεύτικους πνιγμούς του.
Από τότε αυτός σκαρφίζεται κρεμάλες πάνω στα δέντρα.
Των πτήσεων
Άνευ θαυμάτων
Εκείνο το βράδυ
με τα σπασμένα
κυπαρίσσια
αναχώρησες για τη
δική σου ενδοχώρα.
Η δική μου πολύχρωμη
χωρίς την Αλίκη των θαυμάτων
στις άκριες του γιασεμιού
παίζει με το φεγγάρι.
***
Αυτός πάντα ψάρευε
με δόλωμα την ψυχή του
στ’ αγκίστρι του καθότανε πάντα ένα φεγγάρι
και με τους καπνούς απ’ τα τσιγάρα του
φυσούσε γαλαξίες.
Τώρα τ’ αστέρια θα ‘χει δόλωμα
και πετονιά τα ρούχα
θα κάθεται σε σύννεφο που γράφει τ’ όνομά του
και ατενίζοντας την θάλασσα που τόσο αγαπούσε
γυμνός απ’ όλα
θα βλέπει τα φτερά
που έβγαλε στους ώμους
με ένστολη σιωπή
κάποια Δευτέρα βράδυ.
Στους γονείς μου
Κάποιοι άνθρωποι είναι σαν άσπρα σύννεφα
αμετακίνητοι
σαν στάσεις λεωφορείων
σου προσφέρουν το βαμβακερό χάδι τους
την ψυχή σου ν’ ακουμπήσεις.
Κι εσύ που ’χεις κουραστεί
στο γαλάζιο ταξίδι τ’ ουρανού
ακουμπάς επάνω τους.
Κάποιοι άνθρωποι είναι σαν άσπρα σύννεφα·
τους εμπιστεύεσαι γιατί ξέρεις
πως δεν κρύβουν αστραπές και γκρίζες λάμψεις
μέσα τους.
Τους εμπιστεύεσαι γιατί ξέρεις
ότι το βαμβάκι ουδέποτε χάραξε,
μόνο πληγές καθάρισε.
***
Είμαι ο μήνας
ανάμεσα στον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο
σου δίνω την πιο ζεστή θάλασσα
να κολυμπήσεις
έζησα ένα καυτό καλοκαίρι, τα χείλη μου ξερά.
Δρόσισέ τα.
Είμαι η εποχή
ανάμεσα στο Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο
σου δίνω την πιο βαθιά σκιά
να ξαποστάσεις
περπάτησα σε άμμο σκληρή
τα πέλματα σκισμένα.
Γιάτρεψέ τα.
Είμαι ένα αειθαλές δέντρο
ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα.
Όταν θα πέσουν τα φύλλα
μάζεψέ τα.
Την Άνοιξη θα σου στολίσω ξανά.
Τώρα όλα ησύχασαν
δεν είχε παρά να πάει να κοιμηθεί.
Το παρελθόν σε μια σειρά σιαγμένη
το ίδιο και το μέλλον της.
Δεν είχε παρά να πάει να κοιμηθεί.
Μα δεν την άφηνε
ο κούκος στο ρολόι
που σήμαινε πάντα τη σιωπή της.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΟΙ ΤΙΜΙΟΙ ΨΕΥΤΕΣ
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΠΕΡΙ ΟΥ 28/10/2023
Θα ξεκινήσω με ένα ποίημα της συλλογής, δυστυχώς σπαρακτικά επίκαιρο με τα γεγονότα των τελευταίων ημερών.
ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΑ
Σήμερα
ποτίζει ένα δέντρο στην αυλή·
αύριο
θα γεννήσει έναν γιο.
Ο γιος
ίσως διαβάσει
κάτω απ’ τη σκιά του δέντρου
ή
ίσως πάλι με τις δικές του σκιές
φτιάξει νέα όπλα.
Σήμερα
ποτίζει ένα δέντρο·
αύριο ίσως ποτίσει
την ανθρωπότητα με αίμα.
Ο Κάφκα λέει ότι η λογοτεχνία πρέπει να είναι το τσεκούρι που θα σπάει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Και ο Μπρεχτ όμως λέει:
Μερικές λέξεις… είναι ελάχιστα ρομαντικές και καθόλου ποιητικές. Αλλά κανένας μας δε σκέπτεται να τις χρησιμοποιεί για την ομορφιά τους. Είναι μόνο απαραίτητες. Δηλαδή, χρειάζεται να πούμε αυτό που λένε αυτές οι λέξεις.
Και η Ελευθερία στη συλλογή αυτή ξετυλίγει μία ιστορία που όπως γράφει η ίδια στο πλατύσκαλο του βιβλίου, κωμική που εξαρχής απαιτεί πλάτυνση για να αναδειχθεί, στο τέλος βολεύεται μόλις σε δύο μέτρα πιθαμή, γυρνώντας το κεφάλι της στο σκοτεινό προσκέφαλο του τραγικού.
Ανοίγοντας την πόρτα και μπαίνοντας μέσα στο βιβλίο μάς περιμένει στην είσοδο και μία άλλη επιγραφή.
Ωριμάζω πάει να πει σταματάω
να περιμένω το θαύμα
έχοντας πλέον επίγνωση πως το θαύμα
είναι μία φωνή ανύπαρκτη για
ν’ ακουστεί πέρα από μένα.
Σ’ αυτό το σπίτι λοιπόν, στη συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Δεν υπάρχουν μπιμπελό στον μπουφέ, ούτε δαντελωτές κουρτίνες, δεν φυσάει ούριος άνεμος που θα μας χαϊδεύει τα μαλλιά, κανείς δεν θα ερωτευτεί κανένα, ούτε αστέρια ούτε μάτια θα λαμπυρίζουν στον ουρανό. Αντίθετα οι τοίχοι του είναι γερά καρφωμένοι με λέξεις πρόκες που θα έλεγε και ο Μανώλης Αναγνωστάκης.
Η ιστορία που θα διηγηθεί η Ελευθερία είναι η ιστορία ενός ακροβάτη των λέξεων, ενός σχοινοβάτη ισορροπιστή πάνω σε ένα σκοινί, που είναι πάντα το σκοινί του κρεμασμένου, το σκοινί των κατατρεγμένων αυτής της γης. Με αυτή την περσόνα θα μας μιλήσει η ποιήτρια σ’ αυτό το βιβλίο.
Το πρώτο μάθημα στην ζωή του αφηγητή λοιπόν θα είναι η ομοιότητα ανάμεσα στην λέξη υφαλοκρηπίδα και στην λέξη κωλοτρυπίδα.
Μόνο που στην πρώτη, την υφαλοκρηπίδα όπως γράφει η Ελευθερία:
χορηγούνται πτώματα και όπλα προς υπεράσπισή της
ενώ στη δεύτερη την κωλοτρυπίδα
καθαρτικά και υπόθετα για τη δυσκοιλιότητά της.
Η συλλογή αυτή είναι γεμάτη λακκούβες που η ποιήτρια ονομάζει ανάπτυξη όπου ξένοι επενδυτές τοποθετούν μέσα εκρηκτικές ύλες.
Ο λόγος είναι καταγγελτικός. Ο πρωταγωνιστής-αφηγητής της ιστορίας, ο κάτοικος του σπιτιού αυτού, σε πολλά ποιήματα απευθύνεται στο δεύτερο πληθυντικό χρησιμοποιώντας την προσωπική αντωνυμία εσείς. Δεν διστάζει να στηλιτεύσει τα πάντα ξεκινώντας από τους ψευτοδιανοούμενους που καταναλώνονται στη διατύπωση ανούσιων θεωριών αντί να δρουν. Είναι οι αδιάβαστοι που τον έκαναν να στραφεί στο διάβασμα γιατί δεν ήθελε να τους μοιάσει. Ο αφηγητής όμως χτυπάει όλους τους θεσμούς: τον τύπο που η κρατική λογοκρισία μεριμνεί για την κυκλοφορία του, την εκκλησία με την υποκρισία της, την φιλανθρωπία με την ψεύτικη καλοσύνη, τις μεγάλες επαναστάσεις που πνίγηκαν μέσα στην ψευδαίσθηση μίας υποτιθέμενης ευδαιμονίας και πλέον όπως γράφει η ποιήτρια γροθιά τώρα κανείς δεν βρίσκει υψωμένη, το Εθνικό σύστημα Υγείας και τις φαρμακοβιομηχανίες.
Στο πολύ σημαντικό ποίημα με τίτλο: οι θεματοφύλακες, οι κρατούντες πολιτικοί όλης της γης με τις κίβδηλες υποσχέσεις τους εξαπατούν τους λαούς που παθητικά δέχονται κάθε διάψευση και καταπίνουν το χρυσωμένο χάπι.
Γράφει η Ελευθερία Θάνογλου:
Γνώριζαν καλά/ πως η μισή νίκη είναι οι υποσχέσεις/που δίνονται πριν απ’ αυτήν∙/υποσχέθηκαν/φωτιές χωρίς καπνούς/πουλιά που θα σκοτώνουν κυνηγούς/θεούς που θα φοβούνται τους ανθρώπους
Όταν όμως δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους οι πονηροί εξουσιαστές κατέφυγαν σε νέες υποσχέσεις:
δέντρα που θα άνθιζαν στη μέση του χειμώνα/θανάτους που θα έφερναν ζωή/βουνά που θα έτρεφαν κοπάδια από ψάρια.
Για να καταλήξουν τελικά όταν όλα τα μέτρα πέρασαν με μικρούς μόνο κλυδωνισμούς από τον κόσμο, να υποσχεθούν οι κυβερνήσεις πιο δημοκρατικά και δίκαια κελιά.
Σε πολλά ποιήματα της συλλογής το ποιητικό υποκείμενο καταφέρεται ενάντια στους πολιτικούς και τους κυβερνώντες, τους στιγματίζει.
Όπως ένας ταχυδακτυλουργός με κομμένα άκρα/δεν θα βγάλει λαγό απ’ το καπέλο του/έτσι κι ένας πολιτικός δεν θα βγάλει αλήθειες/μέσα από τον λόγο του.
Η Ελευθερία χρησιμοποιεί πολιτικοκοινωνικοοικονομικούς όρους για να υποδηλώσει το παρακμιακό και ξοφλημένο πια σύστημα του καπιταλισμού: ανάπτυξη ίσον λακκούβα, να γυαλίζεις τα φύλλα του φίκου μιμούμενη τους καθηγητές ίσον καταμερισμός εργασίας, να κάνεις ομελέτα και να χορταίνεις με τα αυγά από τις κότες του γείτονα που σε εμπαίζει ενώ ο ίδιος δεν έχεις κότες ίσον εξαπάτηση και εκμετάλλευση από τα μεγάλα συμφέροντα, η αποδοτικότητα βραβεύεται με τους όρους της σιωπής.
Ισοπεδωτική μοίρα ο θάνατος που μας περιμένει όλους, πλούσιους και φτωχούς, καταπιεστές και καταπιεζόμενους, ισχυρούς και αδύναμους: Δύο μέτρα γης.
Γράφει ο Μάρκος Αυρήλιος στο Εις Εαυτόν:
Της ανθρώπινης ζωής ο χρόνος είναι μία στιγμή, η ουσία της ρευστή, οι αισθήσεις της αμυδρές, του κορμιού η σύσταση ρευστή, η ψυχή μία σβούρα, η τύχη ανεξιχνίαστη και η φήμη προϊόν ακρισίας.
Αυτή την ματαιότητα θέλει να αναδείξει η Θάνογλου, αυτή την άσκοπη προσπάθεια συσσώρευσης αγαθών, αυτή την εκμετάλλευση των αδύναμων από τους δυνατούς. Είτε είσαι κλειδοκράτορας είτε όχι δεν υπάρχει κλειδί για τον θάνατο. Τα τελευταία ποιήματα της συλλογής γίνονται όλο και πιο υπαρξιακά. Τα κατακλύζει η αγωνία του θανάτου, είμαστε όμορφοι γιατί κάποτε δεν θα υπάρχουμε, γράφει η Θάνογλου στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο: «με την κίνηση της πέστροφας.».
Η ομορφιά εξαντλείται με την επανάληψη και εμείς υπάρχουμε για μία και μόνο φορά.
Ποιοι είναι λοιπόν οι τίμιοι ψεύτες; Ποιος είναι ο ισορροπιστής στο σκοινί του κρεμασμένου; Ποιοι είναι αυτοί που δεν αναφέρεται το όνομά τους στο ποίημα με τίτλο «Χωρίς αναφορά στο όνομά σας». Ποιοι είναι οι χειροκροτητές; Αυτά τα κοινά συνηθισμένα ανθρωπάκια που τρέχουν όλοι μέρα πάνω σε ένα τροχό όπως τα ποντίκια πίσω από ένα κομματάκι τυρί; Τα στίφη των τυφλών ανθρώπων που χειραγωγούνται και κινούνται προς την κατεύθυνση που κάθε φορά τους υποδεικνύουν; Ποιοι είναι αυτοί που ανταλλάσσουν νομίσματα, φορούν μία μάσκα σπουδαιοφάνειας, πληγώνουν καθημερινά με χίλιους τρόπους τον συνάνθρωπό τους με λόγια, με πυραύλους, με ρουκέτες, με μελάνι και χαρτί; Ποιοι είναι αυτοί που δέχονται σιωπηλά πια οποιαδήποτε κοροϊδία, καταπίεση, εμπαιγμό, εκμετάλλευση νωθρά και παθητικά από τους κρατούντες;
Η ποιήτρια κρατά έναν καθρέφτη απέναντι σε όλη μας την κοινωνία. Θέλει να δει αν ακόμα αναπνέει; Θέλει να μας συνειδητοποιήσει; Να μας θέσει σε εγρήγορση; Ναι, όλα αυτά. Θέλει να καυτηριάσει, να σαρκάσει, να τονίσει. Να αναδείξει την γύμνια και την ήττα ενός παλιού κόσμου που μιλάει στο ανοιχτό στόμα ενός τάφου.
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 12/12/2023
Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου
Παρακολουθώ την ποίηση της Θάνογλου από την πρώτη της συλλογή (Πέντε εποχές του κόκκινου, Πικραμένος, 2017) με τις κόκκινες χρωματικές απολήξεις του έρωτα, αλλά και τις επόμενες (Αναπαράσταση, Πικραμένος, 2019, και Ο θάνατος των πτηνών, ΑΩ, 2021), όταν η θεματική του θανάτου με τα γκρίζα χρώματα πήρε τη θέση του αιμάσσοντος ερωτικού στοιχείου, σαν να ήταν μια φυσική συνέχεια. Καθώς η μία συλλογή διαδεχόταν την άλλη, η ποιήτρια έμοιαζε να ωριμάζει στις αναζητήσεις της όλο και περισσότερο. Ήταν θαρρώ, σχεδόν αναπόφευκτο, έτσι που συνέδεε εσωτερικά τις έννοιες, να εστιάσει κάποια στιγμή στην κορυφαία αντίστιξη, αυτή του κωμικού με το τραγικό, τις δύο όψεις ενός και του αυτού, σε αρμονική συνύπαρξη. Στην πρόσφατη συλλογή της, με τον τίτλο να υπογραμμίζει τις φαινομενικά αντιθετικές έννοιες σε σχήμα οξύμωρο (Οι τίμιοι ψεύτες) αλλά και τον υπότιτλο (Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου), παρουσιάζει μια ποίηση που εκκινεί από την υπαρξιακή θεματική, προχωράει στον πολιτικό προβληματισμό για να εκβάλει «φυσικώ τω τρόπω» ξανά στο μέγα ερώτημα της ύπαρξης, τη σχέση ζωής και μη-ζωής. Έχει ενδιαφέρον η «συμφιλίωση» με τη μη-ζωή, όπως μέσα σε πέντε μόλις στίχους μοιάζουν όλα να έρχονται στη φυσική τους θέση: Αυτή η συνεχόμενη αντίσταση/ στον θάνατο,/ η μη παράδοση στο φυσικό του τέλους,/ μοιάζει κάποτε με απομάκρυνση/ από τον αρχικό μας ρόλο. («Με την κίνηση της πέστροφας».
Μια ποίηση που γεφυρώνει τον ιδιωτικό χώρο με τον κοινωνικό και τον πολιτικό, παραμένοντας αλώβητη στην αρχική της ιδέα: ο άνθρωπος με τον εαυτό του, με τον χώρο του, με τον χώρο επέκεινα· τελικά, ο άνθρωπος: Χωρίς συναίσθηση περί τυφλότητας/ βαδίζουμε ολοένα·/ κι αυτό το δάσος που μέσα του ριχτήκαμε/ μακραίνει κάποτε δραματικά.// Άραγε,/ πούθε τελειώνουν τα δέντρα;/ Πούθε τελειώνει τ’ ανθρώπου το χνάρι;/ Πούθε τελειώνει ο άνθρωπος;// Τα πεύκα θροΐζουν ακόμη μ’ έναν αρχαίο τρόπο. («Τα πεύκα θροΐζουν ακόμη μ’ έναν αρχαίο τρόπο»).
Η Θάνογλου προσεγγίζει την πολιτική φύση του ανθρώπου χωρίς περιστροφές, χρησιμοποιώντας τα αντιθετικά σχήματα, προκειμένου να φανεί το καλυμμένο ψεύδος (εκεί που χάριν της επιφανειακής τιμιότητας πλέον εξαντλούνται όλες οι προφάσεις)· ο τρόπος που αντιμετωπίζει την πολιτική ποίηση χρειάζεται πότε τον καθαρό λόγο και πότε τον μεταφορικό, συχνά τους δυο μαζί: Οι φυλακές χρειάζονται/ χιλιάδες σίδερα για να γίνουν// οι πολιτικοί χρειάζονται/ χιλιάδες λέξεις για να πείσουν// τα νεκροταφεία χιλιάδες μάρμαρα/ για να λαμποκοπά πάνω τους η βροχή. («Ανάγκες»).
Και μοιάζει να δείχνει πώς άρχισε το κακό, από ποια οικογενειακή εστία ακολουθώντας τις στερεότυπες, παγιωμένες αντιλήψεις (και στα παιδιά μας μάθανε πώς παίζεται το παιχνίδι, «Τυφλόμυγα»), χτίζεται αργά μα σταθερά η υπακοή, η συντήρηση, η υποταγή, η τυφλότητα, το ψεύδος εν είδει τίμιας και ηθικής στάσης· όλα στην ίδια ρότα, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας – κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα θελήσει (από απόγνωση ή από αποκοτιά) να ακροβατήσει σε τεντωμένο σχοινί, χωρίς δίχτυ ασφαλείας: Γεγονός είναι τέλος/ πως το μόνο σχοινί που διέθετε το σπίτι μου/ για ακροβασίες/ ήταν το σχοινί του κρεμασμένου. («Το σχοινί»).
Ίσως μόνον η ποίηση μπορεί, έχει τη δύναμη εννοώ, να μιλήσει αποστομωτικά για όλα αυτά, χωρίς να αναμένει ούτε συναίνεση ούτε αντίλογο, γιατί όλα τα έχει μέσα της, ακροβατώντας πότε από δω πότε από κει, εκφράζοντας με κάθε τρόπο το ανείπωτο. Η Θάνογλου το γνωρίζει αυτό, έτσι κυκλοφορεί ποιητικά στο σκληρό τοπίο με την άνεση της καλής ποιήτριας. Διαλέγω για το τέλος το έξοχο πεζόμορφο μα σε ποιητικό ρυθμό «Ο διάλογος» που γεφυρώνει το παράλογο με το λογικό, αναδεικνύοντας ποιο από τα δύο κερδίζει στα σημεία: Είχε τη συνήθεια να παραμιλάει μοναχός του. Τούτη η συνήθεια δεν τον άφησε ούτε όταν θάβανε τον μικρότερο αδερφό του. Όσοι το πρόσεξαν κατά τη θλιβερή ώρα της κηδείας, είπαν πως ήτανε βαθιάς στεναχώριας σύμπτωμα.// Μα ένα αγόρι πεντάχρονο, υποβασταζόμενο από χέρια πατρικά πάνω από του θανάτου το χωματένιο βάραθρο, κατάλαβε πως για πρώτη φορά ίσως τούτος ο παράξενος και μισότρελος γι’ άλλους άντρας δεν παραμίλαγε μα είχε ανοίξει διάλογο με τ’ ‘ανοικτόν στόμα’ του μνήματος, και μάλιστα του εφάνη κάποια στιγμή πως ο νεκρός σάλευε, γλώσσα ζωντανή, μέσα σε κάκοσμο στόμα.
Στο εξώφυλλο (έργο της Τίνας Κόντογλη, με τον εύγλωττο τίτλο Inside out) το σκοτεινό μαυροκόκκινο πρόσωπο, δαιμονικό ή γήινο, ποιος ξέρει, αλήθεια τα όρια ανάμεσα στα δύο.
.
ΑΚΗΣ ΠΑΡΑΦΕΛΑΣ
POIEIN.GR 5/11/2023
«τον θόρυβο να καλύψω / με άλλον θόρυβο»
Όπως κάθε βιβλίο, έτσι και η νέα ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου προσφέρει ένα σύμπαν ολόκληρο. Το που θα αναζητήσουμε τα νήματα της μετέωρης θέσης μας σε αυτόείναι, οφείλει να είναι, ένα ερώτημα ανάλογο με την αγωνία της «λευκής σελίδας». Αναρωτιόμουν, λοιπόν, για καιρό, από ποια «αρχή»θα μπορούσα να έχω πρόσβαση στη δουλειά της Θάνογλου. Ένας ασφαλής,ίσως,δρόμος θα ‘ταν ν’ αρχίσω από τον τίτλο, τους «Τίμιους Ψεύτες» που αναγγέλλουν «μια κωμική ιστορία ενός τραγικού ανθρώπου». Δεν θ’ αρχίσω, ωστόσο, από εκεί, μιας και υπήρξαν τρία σημεία μες στο βιβλίο που λειτούργησαν ως οι ρωγμές της δικής μου ανάγνωσης και σκέφτηκα να αναλάβω το ρίσκο να τα εμπιστευτώ:
«Ωριμάζω πάει να πει σταματάω / να περιμένω το θαύμα», διαβάζω ήδη στην πρώτη σελίδα. Κάπου προς το τέλος, στέκομαι στο τρίστιχο: «Η ομορφιά εξαντλείται στην / επανάληψη / κι εμείς υπάρχουμε για μία μόνο φορά», ενώ λίγο πριν τη μέση βρίσκεται μιαν ομολογία: «Η πρόφαση ήταν εξαρχής / τον θόρυβο να καλύψω / με άλλον θόρυβο».
Ας ξεκινήσω, λοιπόν, από αυτή την τελευταία λέξη, από τον θόρυβο. Και συγκεκριμένα από μια ιστορία που δεν ζητά μονάχα να αρθρώσει τον θόρυβο, αλλά και με θόρυβο να αρθρωθεί. Τον θόρυβο μιας ορισμένης εποχής. Γιατί αισθάνομαι ότι αμέσως πρέπει να πούμε πως το βιβλίο της Ελευθερίας διεκδικεί να είναι ένα πολιτικό ποιητικό βιβλίο. Και δεν χρησιμοποιώ τον χαρακτηρισμό αυτόν με την αυστηρότητα και τη δεσμευτικότητα μιας στράτευσης. Αλλά, μάλλον περισσότερο, λόγω του γεγονότος, ότι εγώ τουλάχιστον, μπόρεσα να το προσεγγίσω καλύτερα, μόνον όταν το είδα να αναμετράται τολμηρά με το ιστορικό παρόν του. Ένα παρόν θραύσμα της ιστορίας και άρα ήδη σε σύγχυση με τον παροντικό του εαυτό. Ένα παρόν που παρέρχεται την ίδια στιγμή που συμβαίνει, που επιστρέφει αναστοχαστικά ως επιδραστικό τώρα ενώ έχει παρέλθει. Γίνεται ιστορικό προϊόν με απτέςπια κοινωνικές προκείμενες, και ταυτόχροναπροβάλλει στο μέλλον ως υπόσχεση μέσα από τις πολιτικές αντιστάσεις που έχει εγγράψει στον εαυτό του.
Σε αυτό το σημείο χρονικής σύντηξης, νιώθω πως πρέπει να πάρω θέση. Καθώς είναι αυτό το σημείο που μπορεί να δημιουργήσει τους όρους για ένα γερό ανακάτεμα όλων των πιθανών ερμηνευτικών οριζόντων, χαρίζοντας έτσι περισσότερες της μιας εισόδους στο έργο. Άλλωστε, εξαρχής, ο στόχος, πιστεύω, δεν είναι να ανακαλύψουμε ή, τάχα, να ανασυστήσουμε το βαθύτερο νόημα του∙ αυτό έχει κιόλας χαθεί. Στόχος –για να διαπράξουμε μια μικρή υπεξαίρεση σε βάρος του Ρικέρ– είναι πάντα να οικειοποιούμαστε, να κάνουμε στο εδώ και στο τώρα δικές μας τις προθέσεις των κειμένων, ώστε αυτά στο τέλος να λένε τις ιστορίες και των δικών μας αναγνώσεων.
Τούτο, άλλωστε, το επιτρέπει, αν δεν το προσκαλεί κιόλας το βιβλίο της Θάνογλου, μέσω της καταφυγής στο λογοτεχνικό εύρημα του ποιητικού προσωπείου. Οι «Τίμιοι Ψεύτες» είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, ο οποίος ήδη από τα πρώτα ποιήματα μας μιλά άμεσα και σε πρώτο πρόσωπο (δεν θα το κάνει για πολύ). Ο άνθρωπος αυτός, φυσικά, δεν ταυτίζεται με τον συγγραφέα, αλλά ούτε και με το ποιητικό εγώ, που κρατά για τον εαυτό του έναν άλλο ρόλο, μιλώντας σιωπηρότερα, με στίχους πλαγιογραφημένους, προτάσσοντας σκέψεις και αφορισμούς πριν το ποίημα ή σηματοδώντας τη μετάβαση σε κάποια άλλη ενότητα, μιας και το βιβλίο,παρεπιπτόντως, διακρίνεται σε τρία μέρη.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στον άνθρωπό μας. Στον άνθρωπο που περιγράφεται μονάχα ως τέτοιος, χωρίς, δηλαδή, καμία περαιτέρωπληροφορία για την ηλικία, το γένος, το φύλο, τον τόπο του. Και αυτό συνιστά μιαν αποτελεσματική χειρονομία καθολίκευσης, αφαίρεσης. Τούτη η αφαίρεση δεν χωρά μονάχα τους πάντες, αλλά ταυτόχρονα ξενίζεικαι αποξενώνει, αποστασιοποιεί, ωθώντας με πανουργία διαλεκτική τους αναγνώστες να σπεύσουν να καλύψουν το κενό, να σπάσουν το κενό σε χίλια συγκεκριμένα κομμάτια, και να διαβάσουν εν τέλει την ιστορία αυτού του ανθρώπου ως δική τους ιστορία.
Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να επιχειρήσω το ίδιο πράγμα και εγώ, και να δω σε αυτόν τον άνθρωπο έναν άνθρωπο της δικής μου γενιάς. Γεννιέται, για παράδειγμα, κάπου στα τέλη του ‘80. Φορτώνεται όλο το βάρος του νεοελληνικού μεταπολιτευτικού ονείρου ήδη από τα πρώτα του βήματα. Ζει με καλλιεργημένη ενοχή λίγο καλύτερα από τους δικούς του και ανατρέφεται με ένα σωρό προσδοκίες. Διασχίζει όλο το ‘90, πηδά τη ράχη της χιλιετίας και φτάνει ως το 2010, οπότε ξαφνικά, όλα παίρνουν μια ετικέτα, την ετικέτα της κρίσης. Όλα πια μοιάζουν άπιαστα. Ο άνθρωπος μου ξεκινά να σπέρνει ματαιώσεις στον εαυτό του, σε όσους και ό,τι αγαπά, κάνει συμβιβασμούς, τον ένα μετά τον άλλο, πέφτει από θλίψη σε θλίψη, αγωνιά ή θυμώνει, κι ακόμη κι αν αγγίζει τους στόχους του το κάνει με τη μεγαλύτερη δυνατή ανασφάλεια.
Αυτόν τον μύθο ή μάλλον την πραγματικότητα αυτού του μύθου ξεκίνησε να μου ξετυλίγει το πρώτο ποίημα του βιβλίου. Φέρει τον τίτλο «Το Σχοινί», και εδώ ο άνθρωπος για τον οποίο γράφει η Θάνογλου ομολογεί ότι δεν μπόρεσε ποτέ του να γίνει ακροβάτης, όπως όλοι περίμεναν, δεν ισορρόπησε στις κοινωνικές ζυγαριές «αυτό»-πραγμάτωσης και απομακρύνθηκε «απ’ αυτόν τον επαγγελματικό / προσανατολισμό». Αυτόν τον «μύθο» μου βεβαιώνουν η ειρωνεία και οι σκληρά αντιλυρικοί στίχοι του ποιήματος «Το Μάθημα», κάνοντας με να σκεφτώ δεκάδες άλλους ανθρώπους μου με ένανσωρό πτυχία να καταλήγουν να εργάζονται στις πιο επισφαλείς συνθήκες ως πρεκάριοι. Τα στενά, ασφυκτικά όρια αυτού ακριβώς του «μύθου» αγγίζω και σε άλλους στίχους παρακάτω: «Μα εγώ δεν μπόρεσα να ξεγελάσω / τον εαυτό μου, κύριοι, / όταν εσείς γελούσατε με τις γκριμάτσες και τις γκάφες μου».
Και όλα αυτά, φυσικά, δεν αποτυπώνουν λίγες ή ειδικές ατομικές περιπτώσεις, αλλά ένα ολόκληρο πολιτικό φαινόμενο. Γι αυτό, ίσως, και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο άνθρωπος της Θάνογλου, και πια ο δικός μου άνθρωπος, φεύγει από τα δικά του παπούτσια, μετακινείται. Τα υποκείμενα τώρα αρχίζουν να μιλούν πληθυντικά. Η πρωτοπρόσωπη εκφορά του λόγου των πρώτων αφηγηματικών ποιημάτων εγκαταλείπεται και αντικαθίσταται είτε από ένα αλληλέγγυο εμείς («αδέλφια μου») είτε από ένα καταγγελτικό εσείς, το οποίο ως επί το πλείστον στρέφεται ενάντια σε μια συγκεκριμένη χωρία πολιτικών με σαφή, σαφέστατη την ταξική διάκριση ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους.Αρκετά χαρακτηριστικό είναι εδώ το ποίημα «Θεματοφύλακες», όπου ο άνθρωπος μου θα μπορούσε ναεντοπίσει αναστοχαστικά όλες σχεδόν τις πολιτικές διακυμάνσεις που βίωσε στην επικράτεια των συναισθημάτων κατά τη δεκαετία 2010-2020. Τον φόβο, την αγανάκτηση, την ελπίδα και τις προσδοκίες, την προδοσία και τη διάψευση και πάλι τον φόβο. Με τον λαό να κάνει μαθητεία στην ανέχεια, να του απομένει πια μονάχα «αυτό το πήγεν’ έλα της αρκούδας που γρυλίζει κάπου κάπου στο κλουβί της» και «τις μέρεςνα μικραίνουν για μεγάλες επαναστάσεις», όπως αναφέρεται.
Το βάρος αυτής της εμπειρίας δεν θα μπορούσε, αισθάνομαι, παρά να δώσει τη θέση του στα περισσότερο στοχαστικά και φαινομενικά μόνον εσωστρεφή ποιήματα της τρίτης και τελευταίας ενότητας. Η πρώτη ενότητα, θυμίζω, ξεκινούσε με τον στίχο «Ωριμάζω πάει να πει σταματάω να περιμένω το θαύμα». Αντίθετα, η τρίτη ενότητα, αντιστρέφει την πορεία της ωρίμανσης. Επιστρέφει σε ένα παιδί, που στον πρώτο στίχο του ποιήματος «Πένθιμα και οριζόντια» αναμετράται παράδοξα με τον θάνατο. Είναι για εμένα ένα παιδί πια μικρομέγαλο, που έχει μάθει όχι μόνον τις γεωμετρικές διαστάσεις της πολιτικής ήττας, αλλά και των ορίων που επιβλήθηκαν πάνω του μέσα στη δυσμενή συγκυρία. Ναι, παρότι είναι παιδί, είναι «ώριμο», κι έχει σταματήσει να περιμένει το θαύμα (όχι, όμως, και εντελώς, θα επανέλθω σε αυτό). Γιατί έχει βιώσει μία βαθιά ρήξη, η οποία, νομίζω, αποτυπώνεται εμμέσως και στον τίτλο. Έφτασε, ίσως, η ώρα να ασχοληθούμε και μαζί του, επιφυλάσσοντάς του το τέλος, παρότι όπως κάθε τίτλος διεκδικεί πάντοτε το ξεκίνημα.
Προβληματίστηκα πάρα πολύ για το ποιοι μπορεί να είναι τάχα αυτοί οι «Τίμιοι Ψεύτες» του βιβλίου. Αυτοί που συνδυάζουν φαινομενικά δυο τόσο αντικρουόμενες ποιότητες, του ψεύδους και της τιμιότητας. Σε πρώτη φάση, εξέλαβα τον τίτλο ειρωνικά, θεωρώντας πως αναφέρεται σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις εξουσίας που καταγγέλλει και παρωδεί, ιδίως τις στιγμές που επιχειρούν να παρουσιαστούν ως αναγκαίες και έντιμες, τίμιες τάχα μα ψεύτικες. Εξού εν μέρει και το κωμικό στοιχείο. Το βιβλίο,όμως, εμπεριέχει και ένα τραύμα που χαίνει. Εμπεριέχει όλους εμάς ή σίγουρα τον άνθρωπο μου,που έκανε κάποτε να ελπίσει σε όλες αυτές τις εξουσίες, τις στήριξε, μισοείπε ψέματα στον ίδιο του τον εαυτό και πλήρωσε αυτή του την αφέλεια. Και σε αυτό το σημείο πιθανότατα εμφιλοχωρεί το δράμα. Που κάνει εν τέλει και αυτή την ιστορία, σύμφωνα με την περίφημη φράση του Μαρξ, πρώτα τραγωδία και ύστερα φάρσα. Με την επανάληψη αυτού του κύκλου να σπέρνει και τρόμο και γέλιο.
Όμως, για να επιστρέψω σε μια από τις ρωγμές από όπου ξεκίνησα, όπως εύστοχα γράφει η Θάνογλου: «Η ομορφιά εξαντλείται στην/ επανάληψη/ κι εμείς υπάρχουμε για μία μόνο φορά». Και οι στίχοι της Θάνογλου επιτρέπουν στον άνθρωπο μου, κλείνοντας, να μην το βάλει κάτω. Τον καλούν, με τρόπο που μου θύμισε έναν αντίστροφο Μ. Κατσαρό, να πιστέψει σε ό,τι πιο αλλόκοτο έχει, ώστε να μπορέσει να μεταμορφώσει τη μοναδικότητα της ομορφιάς σε όμορφο πείσμα, ακόμη και όταν όλα φαίνονταιχαμένα ή, τέλος πάντων, νεκρικά ακίνητα:
«Πιστέψτε στα γρυλίσματα των χοίρων
πιστέψτε στους στοχαστικούς παπαγάλους
πιστέψτε ακόμη και στο λάλημα ενός σφαγμένου κόκορα.
Μην πιστεύετε στην ακινησία
των νεκρών·
σκεφτείτε
ένα ξεραμένο φύλλο μπορεί και να θροΐζει
απ’ το σκουλήκι που κινείται από κάτω του.»
Έτσι, ο άνθρωπος μου, ο άνθρωπος που η Θάνογλου μου έδωσε την ευκαιρία να χτίσω, νομίζω πως αυτό που κρατά εν τέλει από το βιβλίο είναι πως το να παραιτείσαι από το θαύμα, δεν σημαίνει αναγκαστικά πως παύεις να πιστεύειςσε αυτό, πως αποδέχεσαι ως πράγμα οριστικό την κοινωνική αδικία. Αντίθετα, μπορεί και να σημαίνει πως χρειάζεται πια εσύ ο ίδιος με τα χέρια σου να αναλάβεις την πίστη σου, να την μεγαλώσεις ακόμα και με δυσκολία, να την αρθρώσεις με θόρυβο πάνω στον θόρυβο μέσα από τις ήττες, να την κάνεις, στο πνεύμα του Μπένγιαμιν, ένα άλλο καινούργιο θαύμα, που θα διαθλά την ιστορία μέσα απ’ την ιστορία σου, επιστρατεύοντας ακόμη και «μικρές το δέμα» ελπίδες, ακόμη και μια πεισματωμένη απαισιοδοξία. Κι αυτό είναι επιτακτικά επείγον, γιατί «κι εμείς υπάρχουμε για μία μόνο φορά».
.
ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ
FRACTAL 7/11/2023
«Οι αντιθέσεις στην ιδεολογία και τις αξίες, οι συμπυκνώσεις του ατομικού και συλλογικού»
Η ποιήτρια Ελευθερία Θάνογλου στην προηγούμενη ποιητική συλλογή της «Ο θάνατος των πτηνών», κινήθηκε συνειρμικά στον ονειρικό χωροχρόνο όπου ο θάνατος, η μνήμη, η ποίηση συναντιούνται αλληγορικά στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ νεκρών και ζωντανών και πυροδοτούν τον πόνο των απωλειών και την υπαρξιακή αγωνία.
Στην νέα ποιητική συλλογή, «Οι τίμιοι ψεύτες», κρατάει τον μίτο των στοχασμών της και με ανα-στοχασμό συνεχίζει στον βιωματικό χωροχρόνο, κινείται με σταθερές τις αντιθέσεις στην ιδεολογία και τις αξίες, τις συμπυκνώσεις του ατομικού και συλλογικού βιώματος, χωρίς αυτές να ματαιώνουν την ελευθερία των ιδεών και την προσωπική της αγωνία.
Υψωμένο χέρι με σφικτή γροθιά ο ανοιχτός ποιητικός της λόγος, χωρίς λογοκρισία και ωραιοποίηση των λέξεων, σκιαγραφεί το θραυσματικό κοσμοείδωλο του ανθρώπου που κρύβεται πίσω από την μάσκα, όμοιο με την εικόνα του εξωφύλλου της συλλογής. Με τον τίτλο «Οι τίμιοι ψεύτες», ευθέως απευθύνεται στον υποκριτικό λόγο, που καλά γνωρίζουν «οι θεματοφύλακες» της εύρυθμης λειτουργίας των θεσμών και των νόμων της πολιτείας που ρυθμίζουν οι ίδιοι κατά το δοκούν.
«Όλα μάς τα έφεραν πλάγια,/ με τρόπο, / και τα βαριά σιγά σιγά γίνανε ευκολοχώνευτα / κι οι ψίθυροι κραυγές στ΄ αφτιά νεκρών», μας λέει η ποιήτρια στο ποίημα «Η προβιά», σελ.27.
Υψώνει την φωνή της σε ένα «ΚΑΤΗΓΟΡΩ», που δεν στοχεύει μόνο στην αποκάλυψη μιας προσωπικής αδικίας, ενός λάθους που αφορά την περίπτωση ενός Ντρέϋφους, αλλά την αδικία και την κακοποίηση που αφορά ανθρώπινα συστήματα που υφίστανται σε στενά, ευρύτερα και κοινωνικά πλαίσια.
Η Ελευθερία Θάνογλου σπάει τις μάσκες της υποκρισίας και αποκαλύπτει τις αναλήθειες που κρύβονται πίσω από αυτές, τα παιχνίδια που παίζονται στους σκοτεινούς καιρούς μας σε σκηνές θεατρικές με πρωταγωνιστές τους τραγικούς ήρωες ενός Σοφοκλή, μιας αρχαίας κωμωδίας. Και ο ήρωας της ποιήτριας είναι ο άνθρωπος που ζει την τραγικότητα με σπαρακτικά κωμικό τρόπο.
Και είναι η αιτία το βόλεμα, η άρνηση της ευθύνης του εαυτού, αυτής της παρωδίας που μια ιστορία αντί να ν΄ αναδειχθεί στην πορεία της ως κωμωδία, μία διδαχτική σάτιρα, βιώνεται με τον ποιο τραγικό τρόπο που είναι η βία, η τρέλα, ο θάνατος;
Γράφει στην προμετωπίδα και επικοινωνεί τους φόβους της για τη χαμένη ελπίδα και την προσμονή μιας, ίσως μάταιης επανάστασης ή αλλαγής.
«Ωριμάζω πάει να πει σταματάω / να περιμένω το θαύμα / έχοντας πλέον επίγνωση πως το θαύμα/ είναι μία φωνή ανύπαρκτη για/ ν΄ ακουστεί πέρα από μένα».
Η ποιητική συλλογή απαρτίζεται από τρεις ενότητες, τρεις βαθμίδες που σχετίζονται σπονδυλωτά μεταξύ τους. Αρχή ( γέννηση), μέση(ενηλικίωση), τέλος (θάνατος).
Από το πρώτο ποίημα θέτει τα πλαίσια των συστημάτων όπου μεγαλώνει και διαμορφώνεται ο ήρωας- άνθρωπός μας.
Ο αφηγηματικός λόγος του ήρωα στο πρώτο ενικό πρόσωπο (Εγώ), τον φέρνει πολύ κοντά με τον αναγνώστη (εσύ), σε μία εγγύτητα οικειότητας μέσω της ομοιότητας, ακυρώνοντας τα λεπτά όρια που τους χωρίζουν. Σε όλη την συλλογή των ποιημάτων το εγώ συναλλάσσεται με το εσύ, το εσείς και το εμείς κατέχουν τους κεντρικούς ρόλους στην αφήγηση, και τέλος ο κύκλος γυρίζει πάλι στην προσωπική υπαρξιακή αγωνία του ήρωα, της ποιήτριας, του αναγνώστη, επιχειρώντας την κάθαρση με τον αντίθετο τρόπο κίνησης στη ροή του ποταμού, όμοιο με την επιστροφή της πέστροφας, εκεί από όπου ξεκίνησε και την ενστικτώδη δύναμη της διαιώνισης του είδους, της ζωής.
Γράφει στο ομότιτλο ποίημα, σελ.49
«Αυτή η συνεχόμενη αντίσταση / στον θάνατο/ η μη παράδοση στο φυσικό του τέλους, μοιάζει κάποτε με απομάκρυνση/ από τον αρχικό μας ρόλο.
Και ποιος είναι ο αρχικός ρόλος που όλα τα συστήματα πασχίζουν να εδραιώσουν από τις πρώτες εμπειρίες στη μνήμη των ανθρώπων;
Ίσως είναι ο αρχικός ρόλος αυτός του σχοινοβάτη που καταγράφηκε πολύ πρώιμα στο οικογενειακό πλαίσιο και στις πρώτες σχέσεις εμπιστοσύνης που κτίστηκαν με σκοπό την ασφάλεια και την επιβίωση. Το χρέος να ικανοποιήσει ο ήρωας τις προσδοκίες όλων με επιτυχία και με στόχο να κερδίσει την αποδοχή και την δόξα. Το χρέος να συνεχίσει την οικογενειακή persona με τον ίδιο τρόπο της σχοινοβασίας, έστω σε σχοινί αγχόνης, που όλο το σύστημα καθιέρωσε ως σύστημα αξιών. Και εδώ ακριβώς δημιουργούνται και μεγαλύνονται « οι τίμιοι ψεύτες», ως οι επιτυχημένοι και κερδισμένοι της ζωής.
«Όταν γεννήθηκα /όλοι συμφώνησαν πως θα γινόμουν/ σπουδαίος ακροβάτης», αλλά κανένας δεν συμφώνησε τότε, ούτε και σήμερα, ό,τι η πρώτη υποκρισία στήνεται στο σκληρό δίσκο της μνήμης, ίσως όχι με κακή πρόθεση αλλά σίγουρα με κακό αποτέλεσμα για την προσωπικότητα των ηρώων της ζωής.
Περίτεχνα συνεχίζει στους στίχους της η δημιουργός και υπογραμμίζει την αποδοχή όλων των όρων της κοινωνικοποίησης και ένταξης του παιδιού σύμφωνα με τα προγράμματα λειτουργίας των κοινωνικών πλαισίων. Η προσαρμογή στο σχολείο, στους κανόνες της εκπαίδευσης, στο παιχνίδι, στις πρώτες εφηβικές ανησυχίες, στον επαγγελματικό προσανατολισμό. Όλοι και όλα υποστηρίζουν και ευαγγελίζονται την ευδαιμονία της επιτυχίας με την υποταγή, την υπακοή, το ξεπούλημα του προσώπου στους κανόνες της εξουσίας.
Έτσι υποστηρίζει ό ήρωας της ποιητικής συλλογής ο,τι, αντί να μάθει τις νοηματικές διαφορές των λέξεων στο γνωστικό επίπεδο, έμαθε να τις μπερδεύει με την ίδια ομοιοκαταληξία συναισθηματικά δίνοντας λανθασμένη αντίληψη της αλήθεια έναντι του ψεύδους. Σαν αντίστιξη, έμαθε να ανοίγει νέες λακκούβες πάνω στις παλιές, να αντιστέκεται στα φιλοδωρήματα έναντι της δικής του πολύτιμης προσφοράς, να αξιολογεί και να υποστηρίζει τις πεποιθήσεις και την ελευθερία των σκέψεων και των ιδεών του, χωρίς να τις διαγράφει από φόβο στην εξουσία και την δύναμη αυτών που εμφανίζονται ως διαβασμένοι και γνώστες του σωστού για το καλό του.
Γράφει στο ποίημα «όταν μαδάω ήσυχα το χορτάρι μέσα μου», σελ. 16.
«Κι όμως οι πιο διαβασμένοι να με ξυπνήσουν αστόχησαν/ η θεωρία τους πήγε περίπατο στην πράξη/[…] οι πιο αδιάβαστοι πέτυχαν να κεντρίσουν / το ενδιαφέρον μου γι΄ ακόμη περισσότερο διάβασμα/ ώστε να μην γίνω όμοιός τους / βλέπετε δεν ήθελα να υποκριθώ όπως/ οι πρώτοι/ τον ξύπνιο μέσα στον ύπνο μου/.
Και συνεχίζει σε πρώτο πρόσωπο την αμυντική κραυγή της, στη σελίδα 17.
«Μα εγώ δεν μπόρεσα να ξεγελάσω / τον εαυτό μου , κύριοι,/ όταν εσείς γελούσατε με τις γκριμάτσες / και τις γκάφες μου./ Όσο εσείς οι σπουδαιοφανείς / με προσβολές κεντρίζατε την ηθική μου,/ τόσο εγώ υπέφερα διπλά, / τόσο πλησίαζα στη λογική με μία δόση τρέλας».
Και είναι για την ποιήτρια η διεκδίκηση της προσωπικής αλήθειας, η δική της οπτική γωνία με «το μήνυμα του Εγώ», η ρήξη και η αποστασιοποίηση με το κατεστημένο, η επαναστατική φωνή αντίστασης στο ψέμα, χωρίς αναφορά στο όνομα αυτών που με υποκρισία, σοβαροφάνεια και οίηση, στήσανε και συνεχίζουν να στήνουν τις ψευδαισθήσεις ενός «θαυμαστού κόσμου πεινασμένων και καταφρονημένων»
Στην ενότητα της ωριμότητας, στη μέση της εξελικτικής της πορείας, αναγνωρίζει την ματαιότητα όλων των σκηνοθετημένων στιγμών της ζωής της και με τραγικότητα γράφει στο ποίημα «ενδεχόμενα», σελ.22
«Σήμερα / ποτίζει ένα δένδρο στην αυλή/ αύριο/ θα γεννήσει ένα γιό/ Ο γιός/ ίσως διαβάσει/ κάτω απ’ την σκιά του δένδρου/ ή/ ίσως πάλι με τις δικές του σκιές / φτιάξει νέα όπλα/ Σήμερα / ποτίζει ένα δένδρο/ αύριο ίσως ποτίσει/ την ανθρωπότητα με αίμα».
Καλύπτει το κεφάλι της με τις στάχτες των απωλειών, πονάει για τα χρόνια που πέρασε σπαταλώντας το δώρο της ζωής για να λέγεται «Άνθρωπος», σύμφωνα με τα πρότυπα των «καλών ανθρώπων», όπως τα διδάχτηκε και τα έζησε στα κοινωνικά πλαίσια από παιδί.
Στη συνέχεια το ποιητικό υποκείμενο από την θέση του εγώ (εμείς) συναλλάσσεται με τους άλλος στο δεύτερο πρόσωπο του εσύ (εσείς), όμοια με τον καταγγελτικό λόγο ενός προφήτη, που η φωνή του με αγωνία προσπαθεί να αφυπνίσει αλληγορικά τις σωματικές αισθήσεις και την εν-συναίσθηση της ψυχικής διεργασίας των χαμένων υπάρξεων στη λήθη μιας ψεύτικης ευδαιμονίας.
«Στο διάλογο σ’ έναν μουγκό / κι έναν κουφό, / κερδισμένος βγαίνει ένας τυφλός άνθρωπος», μας λέει η ποιήτρια, σε μία προσπάθεια να κατανοήσει την τυφλότητα και την ανοχή μπροστά στα καταφανή εγκλήματα των «τίμιων ψευτών», που κινούν τα νήματα της ζωής με κυριαρχία, εξουσία, βία, αίμα, αφανισμό, θάνατο.
Στους τίτλους των ποιημάτων της, «Οι μέρες μάκρυναν για μεγάλες επαναστάσεις», «Οι θεματοφύλακες», «Η προβιά», «Ονειροπαρμένοι», «το αυγό του Κολόμβου» «Χειροκροτητές σκουπιδιών», ξεσκεπάζει την απάτη του μεγάλου Κεφαλαίου, τη δύναμη της εξουσίας, του χρήματος, την αμετροέπεια των ψεύτικων υποσχέσεων, την αδικία σαν μέση νόμιμη οδό, τα ψεύτικα δημοκρατικά κλουβιά που υπόσχονται ασφάλεια μέχρι το τέλος της πορείας, ξυπνώντας στην τρίτη ενότητα της συλλογής της τον υπαρξιακό φόβο του τέλους, της ανυπαρξίας του θανάτου.
Η Ελευθέρια Θάνογλου αφυπνίζει, θυμίζει στο αναγνωστικό κοινό με το καθρέφτισμα των λόγων της εκείνες τις πράξεις που αποφύγαμε λόγω φόβου, που τον φόβο φορέσαμε και έγινε ένα με το δέρμα μας, θεωρώντας πως οι δυνάστες μας ήταν ευεργέτες.
Για να καλύψουμε τις ανάγκες μας συνεχίζουμε να σιωπούμε, να κωφεύουμε, τυφλοί οδεύουμε και συμποσιαζόμαστε «Σε οβάλ τραπέζια πάνω / πλάθονται καινούργιες παρακινήσεις/ ιδέες και σύμβολα / πλάθονται καινούργια πρόσωπα /και ημερομηνίες νεκρών».
Ανιχνεύει με αγωνία και φόβο όλες τις πρωτογενείς καταγραφές των προσώπων που με εμπιστοσύνη θεωρήσαμε φερέγγυα και αληθινά στις υποσχέσεις τους, αγνοώντας τα υποκριτικά διπλά μηνύματα υπερπροστασίας και πισώπλατου μαχαιρώματος των δήθεν πιστών φίλων και αγαπημένων μας, αποθηκεύοντάς τα στην ηθελημένη αμνησία.
Γράφει στο ποίημα «Οι ευεργέτες», σελ.34.
«Κι όλες εκείνες οι πράξεις που αποφύγαμε έμοιαζαν τώρα σαν εκείνα τα άγρια ζώα που αναπαύονται την ώρα του μεσημεριού με μία αδιόρατη επίγνωση για τον κυνηγό που κρύβεται πίσω από τα δένδρα».
Με ειρωνεία και αυτοσαρκασμό στους στίχους κλείνει την ποιητική συλλογή της Ελευθερία Θάνογλου, θυμίζοντας στον αναγνώστη ό,τι, ο μόνος φίλος, που σαν πιστό σκυλί και χωρίς λουρί δεν θα το σκάσει ποτέ, είναι ο θάνατος.
Σε όλα τα ποιήματα αυτής της ενότητας στοχάζεται και μας θυμίζει την ποιητική συλλογή της «Ο θάνατος των πτηνών», όχι σαν ελεγεία των νεκρών αλλά σαν πυροδότηση μιας επανάστασης, μιας αντίστασης στην προδοσία και τον θάνατο, επιλέγοντας την αλλαγή και την αναγέννηση μια όμορφης άνοιξης που το πέρασμα της είναι από το σκοτεινό τούνελ της ανυπαρξίας.
Ρωτάει και απαντάει η ποιήτρια σαν αληθινή, χωρίς μάσκα, έντιμη υπόσχεση καρδιάς
«Γιατί είμαστε όμορφοι;
Μα γιατί κάποτε δεν θα υπάρχουμε
Η ομορφιά εξαντλείται
στην επανάληψη
κι εμείς υπάρχουμε για μία μόνο φορά».
.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΑΥΔΙΚΟΣ
FRACTAL 23/1/2024
Κάτι σα να υποπτευθήκαμε κείνο το βράδυ
Διαβάζοντας την καινούργια ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου δημιουργείται η αίσθηση ότι απελευθερώνεται , μέσα από τις λέξεις και τους στίχους, μια αυτοσαρκαστική διάθεση, προϊόν μιας επίμοχθης- συχνά κοστοβόρας- παρατήρησης της συγχρονίας του κόσμου, η οποία κοσκινίζεται, με τον τρόπο του χρυσωρύχου, ώστε να μείνουν εκείνα τα ελάχιστα ρινίσματα . Πρόκειται για εκείνα που θα συζεύξουν τη συγχρονία με τη διαχρονία των ανθρώπινων συμπεριφορών.
Η ποιήτρια καθιστά σαφή την πρόθεσή της από την αρχή, με την παράθεση των πρώτων στίχων που λειτουργούν και ως μότο στην ποιητική συλλογή.
Ωριμάζω πάει να πει σταματάω
να περιμένω το θαύμα
έχοντας πλήρη επίγνωση πως το θαύμα
είναι μια φωνή ανύπαρκτη για
ν’ ακουστεί πέρα από μένα.
Η Θάνογλου δεν πιστεύει σε θαύματα. Προφανώς δεν προσδίδει στη λέξη θρησκευτική νοηματοδότηση. Επιχειρεί να συνομιλήσει υπόρρητα με την αυτοαναφορική ποίηση, η οποία θεωρεί πως ο ποιητικός λόγος μπορεί να μετασχηματίσει τον άνθρωπο, να γίνει καταλυτικός , ή έστω συμπληρωματικός, παράγοντας για την αλλαγή του κόσμου.
Η ποιητική της συλλογή- δηλώνει- είναι μια φωνή ασθενική που δεν είναι βέβαιη ότι μπορεί να αποκτήσει δύναμη, αποτελώντας μέρος ενός διαλόγου. Προφανώς, η Θάνογλου έχει ως αφετηρία τα όσα λαμβάνουν χώρα στο λογοτεχνικό πεδίο (κατά τον Μπουρντιέ)– και όχι μόνο- , με τα στερεότυπα που επικρατούν, τον λόγο που συγκροτείται αλλά και με τις ποιητικές και εξουσιαστικές υπαλληλίες που διαμορφώνονται. Ο δικός της λόγος δεν έχει ως εμπρόθετη στόχευση την εφήμερη αποδοχή και τον προσπορισμό μιας αναγνωρίσιμης φήμης. Θεωρεί πως μια τέτοια προσδοκία καθυποτάσσεται από τη μακρά διάρκεια του ποιητικού λόγου.
Κάποτε η φήμη σας θα μοιάζει
σαν εκείνη την ενοχλητική τρίχα
πάνω στη μύτη του πεθαμένου.
Το τρίστιχο προτάσσεται στο ποίημα « Χειροκροτητές σκουπιδιών». Μ’ αυτό αποδομεί το ειδικό βάρος της συγχρονικής φήμης, η οποία σε βάθος χρόνου ακολουθεί την εξέλιξη όλων των φθαρτών. Μόλο που δεν έχει σαφείς αναφορές στο λογοτεχνικό πεδίο, εντούτοις το ποίημά της συνιστά μια δήλωση των δικών της προθέσεων. Διαφοροποιεί τον εαυτό της – και τον παρόντα ποιητικό λόγο- από την εναγώνια δοκιμασία για την απόσπαση του χειροκροτήματος. Η ποιήτρια επιλέγει προσεκτικά τη λέξη. Αναφέρεται στον κύκλο των χειροκροτητών, όχι στον ουσιαστικό έπαινο.
Αν κάτι πρέπει να εκλείψει
δεν είναι ο ήλιος
μήτε τα δέντρα
ή κάποιο είδος σπάνιο
απ’ το ζωικό βασίλειο
αλλά εκείνοι οι χειροκροτητές
που σαν τυφλοί
ο ένας τον άλλον βλέπουν.
Η ένταξη στον όμιλο των χειροκροτητών τυφλώνει τους δημιουργούς, μιας και επιθυμούν να γίνουν αρεστοί, πρωτίστως στον « κύκλο».
Η ποίηση της Θάνογλου έχει ιστορική διάσταση, καθώς γίνεται μέρος μιας αντιστασιακής ποίησης, υπό την έννοια της αμφισβήτησης του ποιητικού, κοινωνικού και πολιτισμικού κανόνα. Γίνεται μέρος της γενεαλογίας που δημιούργησε ο Εμπειρίκος στην «Οκτάνα» του. Βυζαίνει τον τρόπο της από το παράδειγμα του Κατσαρού, ο οποίος προσκάλεσε τους αναγνώστες/ τριές του σε μια καθολική αντίσταση. Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν, είναι ο ακροτελεύτιος στίχος του.
Η ποιήτρια συνομιλεί με τον Κατσαρό , αναπτύσσοντας σε περισσότερα ποιήματα τη διαδικασία ακρωτηριασμού της προσωπικότητας των πολιτών, οι οποίοι εθίζονται με πολλαπλές διαδρομές στην αποδοχή ενός τρόπου σκέψης.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα ποιήματα απολαυστικό είναι εκείνο με τίτλο «Ονειροπαρμένοι», το οποίο αποτελεί την ερμηνευτική, ποιητική πρόταση της Θάνογλου.
Κι ύστερα
μια ωραία πρωία
τ’ αβγά μαζέψαμε που ’χαν γεννήσει
οι κότες
και φάγαμε ωραίες ομελέτες
και τα πεινασμένα από καιρό
χορτάσαμε στομάχια.
Κι εκεί
πάνω στη χώνεψη
θυμηθήκαμε πως κότες πια δεν είχαμε,
πάει καιρός που κάποιες είχαν
ψοφήσει
κ όσες απόμειναν πουλήθηκαν
στον γείτονα
που τ’αγαθά του με τον καιρό
αβγάτιζαν ολοένα.
Κι αργότερα,
αφού η χώνεψη σιγά σιγά γίνηκε πείνα,
σκεφτήκαμε πως κότες μπορεί να μην είχαμε
ποτέ στην κατοχή μας.
κι όπως δεν πουλάς κάτι που δεν κατέχεις,
μήτε και μπορεί να σου ψοφήσει.
τ’ αβγά κι οι ωραίες ομελέτες
που γέμισαν τ’ άδεια στομάχια μας
και χόρτασαν την πείνα,
δεν ήταν παρά ένα καλό παιχνίδισμα
του γείτονα εκείνου
που τ’ αγαθά του ολοένα αυγάτιζαν,
μαζί τους και οι δούλοι.
Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το συγκεκριμένο ποίημα είναι ένα μάθημα πολιτικής οικονομίας αλλά και διαμόρφωσης ιδεολογημάτων και πολιτισμικών αναπαραστάσεων. Είναι ίσως από τις κορυφαίες στιγμές της ποιητικής συλλογής και του τρόπου που η συνειδητοποίηση του πολίτη αλλά και η αίσθηση της δικής του αυτόνομης σκέψης έχουν υπονομευτεί.
Η ποιήτρια οργανώνει τη συλλογή της με άξονα τις διαδικασίες χειραγώγησης της σκέψης του πολίτη. Γράφει.
Σε οβάλ τραπέζια πάνω
πλάθονται καινούργιες παρακινήσεις
ιδέες και σύμβολα
πλάθονται καινούργια πρόσωπα
και ημερομηνίες νεκρών
(Ανάγκες)
Πάνω σ’ ένα τέτοιο τραπέζι, σε τέτοιο αμόνι, γαλβανίστηκε η κοινωνική συνείδηση του πατέρα στο ποίημα «Ο γιος του πρώην».του Θωμά Γκόρπα – ποιητικού προγόνου της Θάνογλου.
Ο μπαμπάς του υπήρξε ιδεολόγος
πήγε και ξαναπήγε εξορία
και τώρα τύπος και υπογραμμός
στην εκλεκτή του ενορία…
Η ποίηση της Θάνογλου είναι ανίερη. Δεν χτίζει ένα ποιητικό σύμπαν, στο οποίο
τα αισθήματα και οι λέξεις να συμπλέκονται, σε μια ισορροπία, όπου η λεξιθηρία θα αναδεικνύεται σε στόχευση ως μέσο εσωτερικού αναστοχασμού. Στη συγκεκριμένη συλλογή οι λέξεις της ποιήτριας υπηρετούν τον φωτισμό του μη ορατού και των διαδικασιών διαμόρφωσής του. Έτσι, οι λέξεις της δεν είναι, ενίοτε, κομψές. Αντλούνται από το αποθετήριο της καθημερινότητας (κωλοτρυπίδα, στα τέσσερα, μπόγιας) και, εντασσόμενες στον ποιητικό λόγο, ιεροποιούνται ως ποιητική ύλη που επιδιώκει να αποκαλύψει το βάθος και τις διαδικασίες χειραγώγησης του νου και των αισθημάτων.
Αδιαφορεί η Θάνογλου για τον κομψευόμενο λόγο των συμβατικοτήτων. Ο ποιητικός της λόγος είναι ευθύβολος. Αναφέρεται στον ρόλο των εξουσιαστικών δομών, που παγιδεύουν τη σκέψη και τη δράση των πολιτών.
Γνώριζαν καλά
πως η μισή νίκη είναι οι υποσχέσεις.
(Οι θεματοφύλακες)
Κι αυτό όχι ως αποτέλεσμα την κοινωνική σήψη, συλλογική και ατομική
Η νίκη τους
για μια ακόμη φορά
μέσα στη γενική ψευδαίσθηση ήταν αδιαμφισβήτητη
σαν κούφιο δόντι μέσα σε στόμα σάπιο που
στην κουφάλα
σκάλωσε το χρυσωμένο χάπι:
όπως κι έγινε.
Είναι διαφωτιστική η μεταφορά με το σάπιο δόντι που υπάρχει μέσα σε ένα σάπιο στόμα.
Η υπόσχεση, λοιπόν, οι τίμιοι ψεύτες και η παρομοίωσή της με καλογυαλισμένες μπότες μέσα σε λασπότοπο, η υποταγή αποτελούν συστατικά υλικά που ανασυγκροτούν τον κόσμο στην ποιητική συνείδηση της Θάνογλου. Στόχος της ποιητικής γραφής να αναδυθούν οι παθογένειες εκείνες που ελέγχουν τον νου και την ψυχή των ανθρώπων ως κοινωνικών οντοτήτων.
τώρα
στο χώμα σκύβουμε ευλαβικά και φοβισμένα
καθώς τα σκυλιά
μπροστά στα πόδια του αφέντη
πιστεύοντας στο μέγα έλεος εκείνης της παλάμης
που ξέρει και να βαράει ξέρει και να χαϊδεύει.
Η ποιήτρια γνωρίζει πως πίσω από όλες τις παθογένειες είναι η αίσθηση του αδιόρατου φόβου και η καθήλωση στην αδράνεια.
φοβάμαι ότι θα ζω με τον φόβο
του φόβου πως θα φοβάμαι
(Κατά το μέγα έλεός σου)
Τα ποιήματά της ανιχνεύουν τον τρόπο που εγχέεται ο παραλυτικός φόβος. Μολοταύτα, δεν χαρίζεται. Δεν αποθεώνει το άτομο και την ελευθερία του. Συχνά, ο φόβος και η χειραγώγησή του προκύπτουν με τις δικές τους επιλογές.
Κι αν κάποιο χέρι χώνεται στο βάζο
με το μέλι,
δεν φταίει το χέρι αυτό μονάχα.
………………………
Μα όχι,
ένα καημένο χέρι που σφίγγει
μια γραβάτα κι αλλάζει χειραψίες με
εκατοντάδες άλλα χέρια
με εκατοντάδες άλλα χέρια,
όχι,
δεν φταίει αυτό μονάχα.
φταίνε χιλιάδες χέρια που το ’βαλαν
το βάζο να φυλάει.
(Αδυναμίες)
ατομική ευθύνη
Με τον φόβο διαπλέκεται ο εθισμός, αυτό που ονομάζεται μιθριδατισμός
Κι όμως
κάτι ακούστηκε
κείνο το βράδυ που μας πλησίαζε το κακό.
κείνος ο κρότος, σα σπάσιμο
ξερού κλαδιού πίσω απ’ τα δέντρα.
αλλά εμείς είχαμε ξεχάσει από καιρό
ν’ αναγνωρίζουμε τέτοιους ήχους.
(Οι μέρες μίκρυναν για μεγάλες επαναστάσεις)
Τα αισθήματα, ο νους, οι αισθήσεις εκπαιδεύονται, με τον ένα ή άλλο τρόπο. Η διαπίστωση αυτή πικραίνει τις λέξεις της. Γροθιά τώρα κανείς δε βρίσκει υψωμένη, σχολιάζει. Η Θάνογλου επιλέγει να κρατήσει, έστω υποφωτισμένη, την ελπίδα για την ίαση της συναισθηματικής και νοητικής αυτοδυναμίας του ανθρώπου
Κι όμως κάτι σα να υποπτευθήκαμε
κείνο το βράδυ.
.
Ο θάνατος των πτηνών (2021)
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΠΕΡΙ ΟΥ 2/10/2021
«Χαίρε εσύ ω εύθυμο πνεύμα», είναι ο πρώτος στίχος του ποιήματος του Shelley που απευθύνεται σε μία γαλιάντρα.
Από το περιστέρι του Αγίου Πνεύματος της Βίβλου, ως την Ωδή σε ένα Αηδόνι του John Keats που τελειώνει με τον στίχο «δεν ήσουν εσύ γεννημένο για τον θάνατο ω αθάνατο πουλί», από το Κοράκι του Έντγκαρ Άλλαν Πόε που έγινε σύμβολο θανάτου και απόκοσμου μυστικισμού ως την «Ελπίδα αυτό το πράγμα με φτερά» της Έμιλι Ντίκινσον, από το άλμπατρος τυλιγμένο ως ενοχή στο λαιμό του Coleridge ως τα Λευκά Πουλιά του Υeats ακούμε συνέχεια στη λογοτεχνία το φτεροκόπημα των πουλιών.
Γιατί όμως τα πουλιά χρησιμοποιήθηκαν διαχρονικά ως σύμβολο στη θρησκεία, στη λογοτεχνία, στην τέχνη γενικότερα; Ίσως γιατί πετούν σε μία ενδιάμεση γάζα που ενώνει και χωρίζει σύμπαντα.
Αφού καθώς μετεωρίζονται και διασχίζουν τις μάζες του αέρα μοιάζουν αγγελιοφόροι, άγγελοι, πνεύματα, μεσολαβητές συχνά ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών, αιθέρια ύλη, ιπτάμενο κομμάτι σύννεφου που παίζει συνέχεια με τα όρια του υπαρκτού και του φανταστικού.
Καθώς ο αναγνώστης ξεφυλλίζει τη συλλογή αυτή της Ελευθερίας Θάνογλου που έχει τίτλο Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΤΗΝΩΝ πετάγεται από μέσα ένα σμήνος μαύρα πουλιά. Στα αυτιά του ακούγεται ένα διαρκές σπασμωδικό φτεροκόπημα που φθίνει σιγά σιγά δίνοντας τη θέση του σε μία νεκρική σιωπή. Γιατί αυτή η συλλογή είναι η ίδια ένα πουλί που πετάει μέσα σε μία ομίχλη από σκιές όπου όπως η ίδια η ποιήτρια προλογίζει:
«Μπορεί κάποιος/να διατηρεί την σκέψη του ζωντανή/σκεπτόμενος τους πεθαμένους».
Μήπως και οι ίδιοι οι ποιητές δεν είναι ψυχές που αιωρούνται και μεσολαβούν ανάμεσα στους κόσμους, πουλιά και οι ίδιοι που μετεωρίζονται στο πουθενά;
Γι αυτό και όπως τα πουλιά έτσι και οι ποιητές συντρίβονται καθώς πετούν τα βράδια πάνω από την Άλλη Πόλη.
Γράφει η ποιήτρια στο πρώτο ποίημα της συλλογής.
«η ποίηση/ενίοτε/κρίνεται ένοχη/για τον θάνατο/δεκάδων ποιητών/που μπέρδεψαν στους ουρανοξύστες της/την αντανάκλαση της νύχτας».
Αυτή λοιπόν η συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου είναι μία γκρίζα ομιχλώδης περιοχή όπου νεκροί και ζωντανοί περιφέρονται ελεύθερα, ποιητές-πουλιά πετούν στους αιθέρες, ενώ βαθμιαία σχηματίζεται ένα τοπίο πένθους και απόγνωσης, αποδημίας και αποδόμησης. Σύμφωνα με την ποιήτρια, ο θάνατος είναι ένα πέταγμα σε έναν άλλο ουρανό, μία διαφυγή, μία νέα γεωμετρία του περιορισμένου σχήματος που καταλαμβάνει ένα κορμί. Η ώρα του φυσικού θανάτου δεν συμπίπτει με τον θάνατο της ψυχής αφού οι αποθαμένοι ζουν μέσα στη μνήμη και στην ποίηση, το πελώριο αυτό συλλογικό και ατομικό σκευοφυλάκιο.
Ξένοι σε ετούτη και σε οποιαδήποτε άλλη ζωή, νεκροί και ζωντανοί, περιφερόμαστε ως σκιές, ανήμποροι να αποφύγουμε το αμείλικτο πεπρωμένο που μας εξισώνει όλους, αφού ακόμα και οι ισχυροί της γης θα ισοπεδωθούν το ίδιο κάτω από το παμφάγο χώμα.
Μα και η ίδια η ποίηση κλείνει μέσα της τον θάνατο αφού μετά την γέννηση και την ανθοφορία του ποιήματος, το ποίημα νεκρώνει και αποστεώνεται στη χάρτινη κάσα του.
«μία τρύπα ο χρόνος/ γράφει η ποιήτρια/τάφος ανοιχτός/η ποίηση»
Τα ποιήματα αυτής της συλλογής κρυώνουν, σιωπούν, κρεμιούνται από ένα δέντρο, «αίματα και πούπουλα όλα ένα μείγμα» γράφει η ποιήτρια.
Όσο για τον πατέρα, «ανθισμένος στο μαρμαρωμένο δάσος» είναι έτοιμος να απορροφήσει τη θλίψη των ζωντανών και μέσα από τη ζωοδόχο μνήμη να αναστηθεί μόνο και μόνο «με χέρια πήλινα να ανοίξει μία τελευταία τρύπα στη φλογέρα που είχε φτιάξει για την εγγόνα του» όπως γράφει στους τελευταίους στίχους του ποιήματος ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ η ποιήτρια.
Άρα πουλιά, ποιητές, ποιήματα, αγαπημένοι νεκροί, όλα βρίσκονται σε ένα καθαρτήριο, μία κατάσταση limbo, μέσα στον κόσμο των αντανακλάσεων και των σκιών, των ονείρων και των οραμάτων, του καθρέφτη, του χώματος αλλά και του άπιαστου πετάγματος ενός αετού σε δυσθεώρητα ύψη.
«Τσόφλια ψυχών» παντού, «βαθυκόκκινες φτερούγες» «συνομιλία των ζωντανών με τους νεκρούς», μία άμορφη, ασχημάτιστη, άπιαστη θλίψη σαλεύει συνέχεια και αλλάζει το σχήμα και τη φυσιογνωμία των ποιημάτων, όλη η συλλογή ρευστοποιείται. Ένας ίσκιος εξαπλώνεται σαν μαύρος λεκές. Μία αίσθηση του μάταιου, του προσωρινού, ένας βουβός καιρός, γράφει η ποιήτρια:
«Σε χρόνια ανομβρίας/μόνο οι νεκροί δεν διψάνε.»
Αυτή η συλλογή θα μπορούσε να είναι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τον θάνατο και την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα εγχειρίδιο ποιητικής ή ένας οδηγός στην Σκοτεινή Πλευρά του Άλλου Κόσμου.
Μία Σλοβενή ποιήτρια η Maya Vidmar γράφει: «Ποτέ ένα δέντρο δεν είναι πιο δέντρο από τη στιγμή που το κόβουν».
Και η Ελευθερία Θάνογλου γράφει:«ίσως σ’ αυτά τα κοιμητήρια βρίσκεται το πιο ακέραιό μας σχήμα».
Και πιο κάτω:
«Χιλιετίες τώρα προσπαθούν οι νεκροί/ ν’ αφουγκραστούν τη ζωή με κάποιο τρόπο… Γιατί και οι νεκροί ξεχνούν πως κάποτε έζησαν»
Και παρακάτω:
«Ο πρώτος μας θάνατος επέρχεται/με την απουσία/ του πρώτου αγαπημένου μας προσώπου»… «Ζωντανοί ακόμη θρηνούμε/τον πρώτο μας θάνατο»/
Οι σελίδες της συλλογής της Ελευθερίας Θάνογλου είναι από πολύ απορροφητικό χαρτί. Επιπλέον είναι γεμάτες τρύπες. Μέσα από αυτές περνά ένας ολόκληρος άλλος κόσμος που ζωντανεύει, διαθλάται και διαχέεται. Προβάλλουν οι αγαπημένοι νεκροί, γνέφουν, προσπαθούν να επικοινωνήσουν, μικροί χρυσομπάμπουρες στροβιλίζονται γύρω από τη λεπτή κλωστή της μνήμης.
Όλα είναι ζωντανά ή όλα είναι νεκρά, όλοι είμαστε ζωντανοί ή όλοι είμαστε νεκροί. Η Απώλεια όμως είναι ένα ανθισμένο λουλούδι πάνω στον τάφο. Η Απώλεια γεννά όμορφη ποίηση όπως της Ελευθερίας Θάνογλου.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
CULTUREBOOK 08/10/2021
«Πότε εισήλθε ο ξυλοκόπος στο δάσος»;
Δύο περίπου χρόνια μετά την ώριμη συλλογή Αναπαράσταση (Πικραμένος 2019) η Ελευθερία Θάνογλου επιστρέφει με το τρίτο ποιητικό της βιβλίο που φέρει τον ανοιχτό και πολύσημο τίτλο Ο θάνατος των πτηνών. Το ανά χείρας βιβλίο αποτελείται από τρεις ενότητες στις οποίες δεσπόζει ένας πυκνός, πολυσήμαντος, χαμηλόφωνος, εξομολογητικός λόγος που αντιμετωπίζει τον κόσμο, τη μοναξιά, τη δημιουργία, τον θάνατο και τον χρόνο μετουσιώνοντάς τα σε ποίηση. Διαβάζοντας τα 21 ποιήματα της συλλογής ενίοτε ολιγόστιχα και επιγραμματικά και κάποτε εκτενέστερα, λυρικά και μαζί στοχαστικά, συστήνεται ένα ομοιογενές θεματικά και υφολογικά τοπίο που υποδέχεται τη μελαγχολία και την υπαρξιακή αναζήτηση.
Γενικότερα, στην ποίηση της Θάνογλου, εντοπίζουμε μια θεματολογία που εξακτινώνει τον ποιητικό λόγο γύρω από τρεις βασικούς θεματικούς άξονες· τον έρωτα, την ποίηση και τον θάνατο. Πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι στην παρούσα συλλογή ο έρωτας υποχωρεί, ενώ το δεσπόζον θεματικό δίπολο ποίηση, δημιουργία vs θάνατος δεν παρουσιάζεται μέσα από την παραδοσιακή αντιθετική του οπτική, σύμφωνα με την οποία η παρουσία του ενός σκέλους ακυρώνει την παρουσία του άλλου. Αντίθετα, φαίνεται να αποκαλύπτει μια συμπληρωματική και ταυτόσημη σχέση όπου το ένα στοιχείο διαθλάται μέσα στο άλλο, έτσι ώστε η ποίηση-πουλί να βιώνεται και ως θάνατος και αντίστροφα ο θάνατος να βιώνεται ως ποίηση. Η σύζευξη, πάντως, των δύο κυρίαρχων θεματικών περιοχών ωθεί το ποιητικό υποκείμενο σε μια οντολογική, καλλιτεχνική αναζήτηση, η οποία βιώνεται ως καταβύθιση εις εαυτόν, ως επώδυνη πορεία ενδοσκόπησης στα σκοτεινά μονοπάτια της συνείδησης και της ύπαρξης.
Ο ποιητικός προβληματισμός γύρω από τα δύο αυτά θέματα γίνεται εντονότερος ίσως στην παρούσα συλλογή, αφού η ποιήτρια αφενός έχει βιώσει τον θάνατο αγαπημένων προσώπων και αφετέρου προσεγγίζει ένα κρίσιμο βιολογικό σύνορο· αρχίζει να βιώνει, με άλλα λόγια, εντονότερα τον φόβο για το άγνωστο και την αναπότρεπτη φυσική φθορά. Κάτω από αυτό το ερμηνευτικό πρίσμα, η πλήρης, σχεδόν, εξάρτηση του ποιητικού υποκειμένου από τη μνήμη, αλλά και τις αισθήσεις μέσα σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αμφίσημη (τραυματική, επικίνδυνη και συνάμα γεμάτη μυστήριο) παρουσία της νύχτας, της ποίησης και του θανάτου, δεν αποκαλύπτει μόνο έναν έντονο αυτοαναφορικό προβληματισμό που συμπυκνώνεται πολύσημα στο κυρίαρχο σύμβολο των πουλιών, αλλά ταυτόχρονα και την αδήριτη ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου-πουλιού να εκφραστεί-τραγουδήσει ψηλαφητά για να αντιληφθεί και να επιβεβαιώσει τη δική του ύπαρξη.
Αυτή, επομένως, η εναγώνια και οδυνηρή προσπάθεια υπαρξιακής ψηλάφησης συνυφαίνεται άρρηκτα στη συλλογή με την ίδια τη διαδικασία της γραφής και της ποίησης· είναι, δηλαδή, απολύτως ταυτόσημη και παράλληλη με τη γραφή του ποιήματος. Συνεπώς, η τραγική υποχώρηση μιας πληγωμένης ύπαρξης στην εσωτερική της ενδοχώρα, εκεί όπου συντελείται, ουσιαστικά, το υπαρξιακό δράμα και κυοφορείται, παράλληλα, το προποιητικό, βιωματικό υλικό, αιτιολογεί, εν τέλει, την καθοριστική παρουσία των αμφίσημων μοτίβων της πτήσης-πτώσης των πτηνών, της μουσικής και της σιωπής, της ποίησης και του θανάτου σε όλη την έκταση της συλλογής.
Πιο συγκεκριμένα έχουμε μια διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου που δεν εστιάζει μόνο στην αγωνία των ποιητών για υστεροφημία ή στην επώδυνη για τον ποιητή αδιαφορία της κοινωνίας και την προσωπική του δοκιμασία πάνω στο λευκό χαρτί που αγγίζει μερικές φορές το όριο της παράνοιας, αλλά παράλληλα και σε όσα ευφρόσυνα, αναγεννητικά και θετικά βιώνει ο δημιουργός ή ο απλός αναγνώστης κατά τη διάρκεια της κυοφορίας ή της ανάγνωσης του ποιήματος. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο το θαύμα της ποίησης νοείται και βιώνεται αντιφατικά ως φάρμακον, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης· ως ίαση-ζωή, δηλαδή, και ταυτόχρονα ως ασθένεια-θάνατος, κάτι που επιβεβαιώνει με τον αψευδέστερο τρόπο ότι η ποίηση για τη Θάνογλου παραμένει μια διαρκής και επώδυνη πνευματική ακροβασία, μια τραγική πτήση-πτώση των ποιητών στον ουρανό της ποίησης.
Εστιάζοντας ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, παρατηρούμε ότι η ποιήτρια κινείται συνεχώς ανάμεσα σε δύο διαστάσεις· την πραγματική-φυσική και τη μεταφυσική, με τα ποιήματα, βέβαια, να αποτελούν τον πραγματικό τόπο όπου συγκλίνουν η αντικειμενική και υποκειμενική πραγματικότητα. Αυτή η μόνιμη δυσδιάστατη φιλοσοφική και ποιητική κατάσταση, αυτή η έντονη υπαρξιακή διπολικότητα, εκφράζεται, βέβαια, κάποιες φορές αντιθετικά· άλλες φορές, ωστόσο, τις περισσότερες, είναι συμπαρουσία λίγο πολύ διαλεκτική δύο αντιτιθέμενων πόλων, ανάμεσα στους οποίους ο αναγνώστης, αλλά και η ποιήτρια μένει, ευτυχώς κατά τη γνώμη μου, μετέωρη και ανοικτή. Από τη μια πλευρά, λοιπόν, η ποίηση αποτελεί ένα σημείο-τόπο καταφυγής, ένα παρόν-πτήση που λειτουργεί παροδικά ως λυτρωτικό καταφύγιο μέσα στο οποίο ο ποιητής μπορεί να προφυλάξει το πραγματικό του πρόσωπο από τον χρόνο, τη φθορά και τον θάνατο. Από την άλλη, ωστόσο, η ποίηση φαίνεται να πηγάζει από και να εκβάλλει ταυτόχρονα κατευθείαν στο τραύμα, καθώς ούτε η μνήμη ούτε η ποίηση αποτελούν ουσιαστικά μόνιμη, σταθερή σανίδα σωτηρίας για τον άνθρωπο-ποιητή, αλλά φαίνεται να ανοίγουν περισσότερο μια χαίνουσα πληγή μπροστά στον αναπότρεπτο γκρεμό του θανάτου.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση, η ανά χείρας ποιητική συλλογή της Θάνογλου φωτίζει την ποιητική ηθική της, που συμπυκνώνεται ως στενά βιωματική σχέση του ποιητή και του θέματος, αλλά και ως μια ψύχραιμη αποτύπωση του υπαρξιακού του τραύματος. Επιμέρους επιφυλάξεις για υπερβολική σκοτεινότητα και αφαιρετικότητα, με συνέπεια να χάνεται η ζητούμενη διαύγεια υπάρχουν σε μερικά μόνο ποιήματα της συλλογής. Πέρα, όμως, από αυτό, κύρια υφολογικά χαρακτηριστικά και αρετές της γραφής της σε τούτη τη συλλογή είναι η εναργής και αξιοσημείωτα λιτή εκφραστική, οι ανοίκειες λεκτικές συνδέσεις και οι πρωτότυπες εικόνες που στηρίζουν την προσπάθεια ανάδειξης του απροσδόκητου στο οικείο, η υποδόρια ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, η ήρεμη ανάσα της φωνής και τέλος ένας ιδιότυπος λυρισμός, η υποβλητικότητα και ο ώριμος στοχασμός. Η ποιήτρια, επομένως, δεν κατορθώνει μόνο οργανική και συγκινησιακή συνοχή, αλλά και να υποβάλει στον αναγνώστη της την ασύλληπτη όψη των πραγμάτων.
ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ
Πίσω από τη μακριά
σειρά των τάφων
ένα σμήνος πουλιών
αφαιρούσε
με αυτοσχέδιους κελαηδισμούς
τη λεπτή του θανάτου κρούστα
από τα μάτια μας.
ΜΑΤΙΑ ΣΤΡΑΒΑ
Θεέ μου
χωρίς σκιές
πώς βρίσκει κανείς τον δρόμο του
Κάποτε φτάνει κανείς ν’ αγαπά
ακόμη και εκτυφλωτικούς ίσκιους.
Γίνεται συγκαταβατικός σε κάθε πράξη
που γεννά το άσχημο, απεριόριστος
παμφάγος γίνεται.
Γίνεται άνθρωπος
με στραβά μάτια
σε ευθύ δρόμο.
.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΣΤΑΧΤΕΣ 14/10/2021
Σχεδόν δύο χρόνια μετά την τελευταία ποιητική της συλλογή από τις εκδόσεις Πικραμένος (2019), η Ελευθερία Θάνογλου επανέρχεται με τη νέα της ποιητική συλλογή, σε μια εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση από τις εκδόσεις ΑΩ, με τον ιδιαίτερο τίτλο «Ο θάνατος των πτηνών». Το βιβλίο χωρισμένο σε τρείς ενότητες, με λόγο υπαινικτικό, κατά την τόσο γοητευτική συνήθεια της Θάνογλου, συνδιαλέγεται με το ποιητικό υποκείμενο σε 21, κατά το πλείστον, ολιγόστιχα ποιήματα. Η ύπαρξη είναι το θέμα που την απασχολεί, καθώς μέσα από την πυκνότητα των στίχων της ποιήτριας απορρέει η εσωτερικότητα που την διακρίνει. Τόνος, συχνά εξομολογητικός, οδηγεί τη ποίησή της σε πτήσεις άλλοτε χαμηλές, αποδεχόμενη το πεπερασμένο του βίου κι άλλοτε υψώνεται σε σφαίρες δημιουργικές, μνημονεύοντας τον ποιητή, την μοναξιά της δημιουργίας, […] «Το βράδυ εκείνο/το λακωνίζειν των στίχων/επιμήκυνε/κι άλλο το σχοινί./για πρώτη φορά/σε αιώρηση δύο μέτρων,/κάτω απ’ το σπασμένο φως της λάμπας/με μιαμουντζουρωμένη κόλλα χαρτί/πέτυχε τοπλήρες νόημα.», τον έρωτα, για να οδηγηθεί στη μοναξιά, τη ματαίωση, τον μαρασμό και τον θάνατο των πραγμάτων.
Ο πεσσιμισμός και η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, η συχνά επώδυνη πορεία προς την ωριμότητα αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής της, […] «Ο κρεμασμένος/ονειρεύεται/τη/γη./το δέντρο/τον ουρανό./Όταν νυχτώνει/κρυώνουν και οι δύο το ίδιο.» Ο κύκλος της ζωής αποτυπώνεται στους στίχους της, και στα τρία πρόσωπα, καθώς η ποιήτρια μεταμορφώνει ρεαλιστικές εικόνες, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά τη στενή σύνδεσή της με το διακείμενο και την ικανότητά της να εξυψώνει τον λόγο της υπερρεαλιστικά.
Από τους στίχους της Θάνογλου δεν λείπει ποτέ η διαλεκτική με τον εσωτερικό κόσμο, καθώς το ονειρικό οδηγεί τον αναγνώστη στην αποδόμηση. […] «Απέναντι απ’ το κρεβάτι/ζωντανή κορνίζα η ποίηση/τούτη τη στιγμή χωρά/ένα καγκελωτό παράθυρο/ξεραμένα λεμονοκυπάρισσα ενός πένθιμου κήπου/ύστερα τη δύση/το φεγγάρι/έπειτα/ολόκληρη αποδόμηση.»,(σελ. 34). Ο έρωτας, η ποίηση και ο θάνατος εναλλάσσονται στην ποιητική της Θάνογλου για να προσδώσουν την ιδιαιτερότητα της θεματικής της, καθώς το υποκείμενο της ποιητικής της, είναι η βάσανος του ίδιου του ποιητή. Ο συνεχής πόνος και η εσωτερική αγωνία του δημιουργού αποτυπώνεται, καθώς αποδέχεται την άμεση συνάφεια της γένεσης της ποίησης με το φθαρτόν και το ευάλωτον του βίου. Και τούτο είναι που διακρίνει τους στίχους της ποιήτριας.
Η μελαγχολία της ποιητικής της Θάνογλου αποτυπώνεται καθώς νυχτώνει συχνά στο περιεχόμενο των στίχων της, αποδεικνύοντας τη βαθιά σύνδεση του ποιητικού υποκειμένου με το υποσυνείδητο και της βαθύτερες αιτιάσεις οι οποίες ξεπηδούν ως μνήμες στιχουργικές. Η φθορά και ο θάνατος, οι πτήσεις της ψυχής, η διαρκής πάλη με τη ματαίωση και τον θάνατο ως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά και το ανικανοποίητο της ύπαρξης, υποδηλώνονται εξομολογητικά και σχεδόν αυτοαναφορικά. […] «Χρόνια τώρα/η μάνα του πατέρα μου/θηρεύει τα σκοτάδια/κι εγώ παιχνίδι ενήλικο δημιουργώ/δένοντας τους νεκρούς με την κλωστή της μνήμης.», (σελ. 32).
Η πολυσήμαντη αναφορά της στα πτηνά ως ευφυής συμβολισμός αναδύεται, […] «Πίσω από τη μακριά/σειράτων τάφων/ένα σμήνος πουλιών/αφαιρούσε/με αυτοσχέδιους κελαηδισμούς/τη λεπτή του θανάτου κρούστα/από τα μάτια μας.», για να καταδείξει την σύνδεση με τη στιγμή της δημιουργίας, διαπλέκεται έντεχνα με την καταβύθιση του ποιητικού υποκειμένου στα βαθύτερα της ύπαρξης και στις μνήμες, όπου η νύχτα αποτελεί ακόμα ένα σύμβολο του εσωτερικού κόσμου, […] «Τέτοια πράγματα μικρά/καμιά φορά οραματίζεσαι/που προκαλούν φόβο σε πολλούς/κι έτσι ηρεμείς/σαν ζώο/που κρύβει τη σκοτεινή του ύπαρξη/στην ήσυχη νύχτα.», (σελ.30). Ωστόσο, εκείνοι «οι αυτοσχέδιοι κελαηδισμοί», πόσο λεπτά κι ευαίσθητα μα και πόσο υπαινικτικά συνδιαλλέγονται με «τη λεπτή του θανάτου κρούστα», με την ασυνείδητα απατηλή ελπίδα πως η ζωή μπορεί και να μην είναι εφήμερη.
Μα τα πτηνά δεν είναι τα μόνα σύμβολα που συναντά κανείς στην ποίηση της Θάνογλου. Ο χρυσομπάμπουρας που, «χώθηκε κατω απ’ το φουστάνι…», […] «κουρνιάζοντας στο μαλακό το δέρμα.», (σελ. 31), είναι μια ακόμα μνεία στις μνήμες αλλά και ένα σύμβολο του κύκλου της ζωής. Το «Άλλο» γεννά και οι μνήμη αποτελεί μια συνειδητοποίηση της φθαρτότητας. Πόσο πλησιάζει υπαρξιακά η ποιητική ατμόσφαιρα της Θάνογλου στο διακείμενο, καθώς ανιχνεύεται μνεία στην ποίηση του Κ. Καρυωτάκη, ίσως και της Μ. Πολυδούρη. Οι στίχοι από τη «ΔΙΚΑΙΩΣΗ» του Καρυωτάκη: «…Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου/το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο./Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,/και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.», θαρρείς πως συνδιαλλέγονται διακειμενικά με εκείνους της Θάνογλου: […] «Μετά τον θάνατό σου θα βγουν κάποιοι/να πουν ποσο καλά σε ήξεραν/κι ας μην σε άγγιξαν ποτέ./….Και πιο ’κει/πίσω από τα κυπαρίσσια/θα γελάνε ειρωνικά οι αμαρτίες σου/γιατί αυτές σε ήξεραν καλύτερα,/…», (σελ. 22).
Ο έρωτας, εν δυνάμει, θα μπορούσε να διεκδικεί το μερίδιο του στον θάνατο στην ποίηση της Θάνογλου, καθώς το ποιητικό υποκείμενο, σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο, συνοψίζει την απώλεια υπαινικτικά, όταν λέει: […] «Ο πρώτος μας θάνατος επέρχεται/με την απουσία/του πρώτου αγαπημένου μας προσώπου./Ζωντανοί ακόμα θρηνούμε/τον πρώτο μας θάνατο.», (σελ. 27), μα οι σκιές οδηγούν αναπόφευκτα στην ωριμότητα που επέρχεται και ας τις απεύχεται ως μέρος της διαδικασίας «Θεέ μου,/χωρίς σκιές/πώς βρίσκει κανείς τον δρόμο του;»
Μάτια στραβά
Κάποτε φτάνει κανείς ν’αγαπά
ακόμη και εκτυφλωτικούς ίσκιους.
Γίνεται συγκαταβατικός σε κάθε πράξη
που γεννά το άσχημο, απεριόριστος
παμφάγος γίνεται.
Γίνεται άνθρωπος
με στραβά μάτια
σε ευθύ δρόμο.
Ωστόσο, το φως, η ελπίδα καραδοκεί, αχνοφαίνεται πίσω από τις γρίλιες. Η ψυχή σαν πολύχρωμη πεταλούδα αρέσκεται στην ψευδαίσθηση, που ενίοτε της επιτρέπει να τρυπώνει ανάμεσα στις γρίλιες, να φωτίσει τη νύχτα και η ζωή έστω και συμβιβαζόμενη νικά την απώλεια, τη νύχτα και τον θάνατο. κι ο έρωτας, «Αντίδοτο», ενσυνείδητα, αναπόφευκτα πια, μας ξεγελά. Άλλωστε αφού…
Το αντίδοτο
Αφού η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο
κι ο έρωτας τον άλλον
γιατί λοιπόν τόσος οδυρμός;
Βρέθηκε ποτέ αντίδοτο χωρίς αρρώστια;
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 02/11/2021, 11:40 ΜΜ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Της ποίησης το πένθος
Μια τρύπα ο χρόνος
τάφος ανοιχτός
η ποίηση
Δεν είναι πρωτόγνωρη η συσχέτιση της ποίησης με τον θάνατο και με το πένθος· άλλωστε, γνωστό αυτό, της ποίησης τα χρώματα πάντοτε πιο σκοτεινά, όπως και η πορεία προς τα έσω οδηγεί, πάντοτε και αυτή, στις πιο ειλικρινείς καταθέσεις. Στην ουσία θα λέγαμε ότι είναι προκλητική, γι’ αυτό και τόσο συχνή, για την ποιητική γραφή η εισχώρηση στο ανήλιαγο τοπίο της μη-ζωής. Ωστόσο, πρέπει να σχολιαστεί μια ποιητική προσέγγιση ξεχωριστού ύφους και αναμφισβήτητης αξίας. Η Ελευθερία Θάνογλου, στην τρίτη εμφάνισή της στον ποιητικό χώρο, θέλει οι στίχοι της να βυθίζονται στα χρώματα του πένθους με μια υποδειγματική λιτότητα, με τη φυσικότητα που χαρακτηρίζει τη ροή της ζωής ώσπου να συναντήσει το νοητό τέλος της. Τίποτα δεν βιάζει εδώ τα χρονικά διαστήματα, τίποτα δεν καταργείται χωρίς να προαναγγέλλει μια συνέχεια. Κι αν σε κάποια ποιήματα αρκεί μια σκηνή μόνο για να λειτουργήσει η σωτήρια αντίστιξη: Δεν είναι τίποτα άλλο παρά διαβάσεις / τα κοιμητήρια / όπου νεκροί και ζωντανοί / διασταυρώνονται («Παρενθέσεις IV»), σε κάποια άλλα απαιτείται η συνολική θεώρηση του μυστικού σύμπαντος για να νοηθεί η φυσική σειρά των πραγμάτων: Αφού η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο […] γιατί λοιπόν τόσος οδυρμός; («Το αντίδοτο»).
Με τα πουλιά να προσδίδουν το δικό τους βάρος στην ποιητική διείσδυση στον έσω τόπο, η Θάνογλου μεταφέρει εδώ την οπτική του Μίλτου Σαχτούρη, όταν στον «Ελεγκτή» του ευφυώς πρότεινε την ενσωμάτωση των ποιητών στον φτερωτό κόσμο των πουλιών: εγώ / κληρονόμος πουλιών / πρέπει / έστω και με σπασμένα φτερά / να πετάω, βάζοντας και τα όρια της ποιητικής αντοχής. Η ποιήτρια ταυτοποιεί τους ποιητές με τους υψιπετείς ταξιδιώτες, πότε για να δικαιολογήσει την τραγική τους κατάληξη: η ποίηση / ενίοτε / κρίνεται ένοχη / για τον θάνατο / δεκάδων ποιητών / που μπέρδεψαν στους ουρανοξύστες της / την αντανάκλαση της νύχτας («Σύμπτωμα της αποδημίας ή ο θάνατος των πτηνών»), και πότε για να προσδώσει αυτή την αναγκαία ελάχιστη ελπίδα μιας ανάτασης/ανάστασης: Πίσω από τη μακριά / σειρά των τάφων / ένα σμήνος πουλιών / αφαιρούσε / με αυτοσχέδιους κελαηδισμούς / τη λεπτή του θανάτου κρούστα / από τα μάτια μας («Αφαιρέσεις»).
Έτσι, η ποίηση προβάλλει ως διαμεσολαβητής ανάμεσα σε ό,τι φανερό σε όλους και σε ό,τι αχνοφέγγει πίσω από τα ορατά πράγματα. Και το πένθος, από το οποίο εμφορείται, αναδεικνύεται ιδιαζόντως βαθύ όσο και ξεχωριστό ως προς τις αφορμές του· εμφανές το σημείο όπου ενώνεται η προσωπική, ιδιωτικής αφορμής, εισχώρηση στο σκοτεινό τοπίο με την κοινή σε όλους πρόσληψη του θανάτου, καθώς η ποιήτρια επιλέγει το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: Ο πρώτος μας θάνατος επέρχεται / με την απουσία / του πρώτου αγαπημένου μας προσώπου. // Ζωντανοί ακόμη θρηνούμε / τον πρώτο μας θάνατο («Παρενθέσεις IV»), αλλά και εδώ: Η γέννα είναι η αρχή / της απόστασης που μας δόθηκε. / Τα εκατοστά του καθενός / ο αριθμός των νεκρών μας. («Ωρίμανση»).
Σκέφτομαι μια προηγούμενη συλλογή της ποιήτριας και βλέπω πόσο οι ποιητικές γραφές βρίσκουν τον κοινό τους τόπο και συνδέουν τις θεματικές τους επιλογές. Στις Πέντε εποχές του κόκκινου (Πικραμένος, 2017) η Θάνογλου ερευνούσε τον έρωτα διαβαθμίζοντας το κόκκινο χρώμα για να αποδώσει τις εσωτερικές του εναλλαγές ως τα απώτερα όριά του. Στην Αναπαράσταση (Πικραμένος, 2019) ισορροπούσε ανάμεσα στα γκρίζα χρώματα της ζωής και στο μαύρο του θανάτου ή του κενού μιας απουσίας, όπως κι αν τη θεωρήσει κανείς. Εδώ, στην πρόσφατη συλλογή της, η γραφή της, πιο ώριμη από ποτέ, ολοκληρώνει τη θέαση και την εννόηση του κόσμου από τα έσω προβάλλοντας απροκάλυπτα πλέον τη θεματική του θανάτου ως κυρίαρχη επιλογή και συνδέοντάς τη σοφά με την ποιητική δημιουργία. Στην ουσία δημιουργεί ένα παιχνίδι ενήλικο, όπως θα πει στο ποίημα «Ωρίμανση», ένα από τα καλύτερα της συλλογής.
Αξίζει ένα σχόλιο για τη ζωγραφιά του εξωφύλλου (Γιώργος Ηλιάδης, Το κορίτσι με το ποδήλατο, 2017), που συμπληρώνει άψογα την αισθητική της έκδοσης αλλά υπογραμμίζει και το ύφος των ποιημάτων: ένα ξάφνιασμα υπερρεαλιστικό με γήινες προεκτάσεις – ταυτόχρονα μια άλλη όψη του μεταφυσικού.
.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
Η ΑΥΓΗ 10/10/21
Θανάτου λόγος
Η νέα ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου, τρίτη κατά σειρά, θέτει, εκ νέου, το ζήτημα και το ζητούμενο του όγκου ή, καλύτερα, του αριθμού των ποιημάτων με τα οποία ένας ποιητής επιλέγει να ανανεώσει την παρουσία του στον χώρο. Πρόκειται για ένα θέμα μείζον και αμφιλεγόμενο, αφού η ελευθερία του καλλιτέχνη εκδηλώνεται, πρωτίστως, σε αυτόν τον τομέα, στη δυνατότητά του, δηλαδή, να διαλέγει, να απορρίπτει και, αντίστροφα, να εγκρίνει τα ποιήματα εκείνα που θα διαμορφώσουν το ποιητικό του στίγμα και θα τεχνουργήσουν την ιδιαιτερότητα της ποιητικής του φωνής. Η δυνατότητα αυτή, βέβαια, είναι στενά συνυφασμένη με την ικανότητά του να φιλτράρει και, ακόμη περισσότερο, να αρνείται και να αφήνει έξω από τη συνέχειά του κομμάτια της δουλειάς του, κομμάτια του εαυτού του. Αυτή ακριβώς η μέθοδος και η τακτική είναι που αποκαλύπτει μια συνείδηση υψηλά καλλιτεχνική και μια αίσθηση της ευθύνης –του καθήκοντος, θα λέγαμε, σε μια πιο ακραία και τολμηρή διατύπωση– απέναντι στην τέχνη, αλλά και απέναντι στον αναγνώστη, που είναι φανερό πλέον πως αναζητά και χρειάζεται αυτό το φίλτρο, το οποίο θα εξοικονομήσει για λογαριασμό του και τον χρόνο αλλά και την ουσία που απαιτεί η αναγνωστική πρόσληψη. Στην περίπτωση της Θάνογλου το φιλτράρισμα αυτό φαίνεται πως έχει γίνει.
Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να συσχετισθεί με δύο ακόμα παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά τη θεματική συνοχή του βιβλίου, την πυρηνικότητά της ή, με άλλα λόγια, την εκκίνηση από μια συγκεκριμένη αφορμή –στην προκειμένη περίπτωση η αφορμή και η αφόρμηση αυτή είναι ο θάνατος– η οποία, βέβαια, στην πορεία προσλαμβάνει διάφορες αποχρώσεις και εκδοχές για να διαμορφώσει, έτσι, ένα πολύπλευρο και πολύπτυχο ποιητικό αντίκρισμα του θέματος. Η δεύτερη σχετίζεται με τη μορφική ποικιλία των ποιημάτων, η οποία προκύπτει και απορρέει από την διάθεση της ποιήτριας να αποφύγει την επανάληψη. Έτσι, η επαναληπτικότητα του θέματος του θανάτου, η αποκλειστική επικέντρωση της ποιητικής σκέψης στην συνθήκη αυτή, εξισορροπείται και, σε κάποιον βαθμό, υπονομεύεται από τη διαφοροποιημένη μορφικά και δομικά προσέγγιση και αποτύπωση της. Οι μορφικές επιλογές, πράγματι, της Θάνογλου αποκαλύπτουν μια εφευρετικότητα και μια διάθεση πειραματισμού και πρωτοτυπίας. Μπορεί, λοιπόν, κανείς να συναντήσει ποιήματα ολιγόστιχα, είτε συνθεμένα σε συνεχή ποιητικό λόγο, είτε χωρισμένα σε στροφές, ποιήματα πεζόμορφα που περιέχουν και διάλογο, αλλά και ποιήματα σπονδυλωτά, γραμμένα, δηλαδή, σε μέρη ή τμήματα που διαμορφώνουν ένα είδος ποιητικών ενοτήτων, αποτελούμενων από επιμέρους υποενότητες-ποιήματα. Το ίδιο το βιβλίο, άλλωστε, είναι δομημένο σπονδυλωτά, με τα τρία του μέρη να διακρίνονται από την παρεμβολή, εν είδει αρμού, ενός ολιγόστιχου ποιήματος τυπωμένου σε μαύρο φόντο.
Η ίδια διαφοροποίηση, που εντοπίζεται στη δομή και τη δόμηση των ποιημάτων, χαρακτηρίζει και το ύφος της ποιήτριας και, συνακόλουθα, το ήθος του ποιητικού της λόγου. Αυτό, άλλωστε, είναι κάτι που επιβάλλει η καταβύθιση στο θέμα του θανάτου και η ανίχνευση του νήματος που συνδέει τον θάνατο με τη ζωή. Γιατί αυτή ακριβώς είναι η στόχευση της ποιήτριας, να ανιχνεύσει δηλαδή το οξύμωρο που ενυπάρχει στον συνδυασμό και τη συνύπαρξη των δύο αυτών εννοιών, να τις αντιστρέψει, να δοκιμάσει τον διαχωρισμό και τη ρήξη τους και, εν τέλει, να τις κλείσει και τις δύο μέσα στο ποίημα. Η πρόθεση αυτή γίνεται φανερή από τον ίδιο τον τίτλο της συλλογής, Ο θάνατος των πτηνών, που συνυφαίνει ακριβώς τον πάνω με τον κάτω κόσμο –αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους της αρχαίας ελληνικής κοσμοθεώρησης– δημιουργώντας μάλιστα μια ευθεία και αναπόφευκτη σύνδεση με τους ποιητές και την ποιητική τους ιδιότητα. Τα πτηνά, με άλλα λόγια, θα μπορούσαν να είναι οι ποιητές, και ο θάνατός τους η ίδια η ποίηση, μέσα στην οποία γεννιούνται και η οποία τους καταργεί, τους ακυρώνει, τους εξαφανίζει. Έτσι, η συλλογή λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Αφενός μεν, σε γενικότερο επίπεδο, ανατέμνει την έννοια και τη συνθήκη του θανάτου, ο οποίος αποκτά τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά μιας αύρας που πυκνώνει μέσα στην ατμόσφαιρα των ζώντων, γίνεται, δηλαδή, ο θάνατος ένα είδος οξυγόνου που τροφοδοτεί όχι πια τη ζωή, αλλά τη σκέψη, αφετέρου δε, ειδικότερα, αποκαλύπτει τον τρόπο και την αιτία θανάτου των ποιητών που βουλιάζουν μέσα στην τέχνη τους, η οποία, παραδόξως, δεν σηματοδοτεί μόνο το τέλος τους, αλλά και τη λησμονιά τους. Είναι μια υψηλή αντίληψη για την τέχνη αυτή, που θέλει τη γέννησή της να προϋποθέτει και να απαιτεί τον «θάνατο» του γενήτορά της: Νεκρά μετά τη γέννα τους ποιήματα/ και νεκροί ποιητές/ ζωντανεύουν εν τέλει την κίνηση. («Άνθιση»)
.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΧΛΙΒΑΝΗ
ΦΡΕΑΡ 18/10/2021
Ο θάνατος των πτηνών (εκδόσεις ΑΩ, 2021) είναι η τρίτη ατομική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου, ποιήτριας εκ Θεσσαλονίκης, που ανήκει σε αυτήν την εξόχως ενδιαφέρουσα γενιά (όπως επανειλημμένως έχω αναφέρει) των ποιητών που γεννήθηκαν την εικοσαετία του 1975-1995. Πρόκειται για ένα μικρής έκτασης βιβλίο που περιλαμβάνει 21 ποιήματα κατά κανόνα ολιγόστιχα. Στο δυστοπικό εξώφυλλό του (Το κορίτσι με το ποδήλατο, έργο του Γιώργου Ηλιάδη) ένα κοράκι κρώζει απειλητικά προς μια μικρή ποδηλάτισσα που φοράει μια αντιασφυξιογόνα μάσκα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι συνειρμοί που προκαλούνται είναι σαφώς δυσοίωνοι και μας παραπέμπουν, καταρχήν, στο Κοράκι του Ε. Α. Πόε, στο Κοράκι του Τεντ Χιουζ και στο υβριδικό κείμενο του Μαξ Πόρτερ, Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά. Βέβαια, οι διακειμενικές αναφορές δεν σταματούν εδώ∙ η Έμιλυ Ντίκινσον, ο Γέητς, η δημοτική μας ποίηση, στην οποία τα πουλιά βρίσκονται στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, της ζωής και του θανάτου, ο Σαχτούρης, ο Γ. Παυλόπουλος κ.ά, ανιχνεύονται στο εν λόγω βιβλίο της Θάνογλου.
Η στοχευμένα μονοθεματική αυτή συλλογή, στην οποία ο θάνατος, η θλίψη και η απώλεια εμπλέκονται σε μια –ασφαλώς– βιωματική αλλά και υπαρξιακή διάδραση υψηλής θερμοκρασίας, διαφέρει από την Αναπαράσταση, το δεύτερο βιβλίο της Θάνογλου, στο οποίο η αναφορική ασάφεια και η θεματική ποικιλότητα άφηνε την αίσθηση μιας λυρικοπαθούς, αόριστης, ατμόσφαιρας. Τώρα η θλίψη έχει υλικότητα∙ έχει μυρωδιά και βάρος. Έχει μνήμη. Είναι ζωντανή.
Το πέρασμα
Σαν πεθαίνουν οι άνθρωποι
πιότερο μοιάζουν με μαριονέτες
τους κινεί του καθενός η θύμηση
κατά πως θέλει εκείνη
Τώρα ο πατέρας
ανθισμένος στο μαρμαρένιο δάσος,
κάτω απ’ το καλό του κουστούμι
αλεξίσφαιρο φορά γιλέκο,
μην τύχει και τον βρουν
τα σκάγια της θλίψης των πενθούντων
δυο μέτρα πιο πάνω απ’ την ουλή
του θανάτου.
Ελλοχεύει ο κίνδυνος
ξανά όλος θύμηση
απ’ το πέρασμα να ξεστρατίσει
σπάζοντας τη χωματένια ακινησία∙
με χέρια πήλινα
μια τελευταία τρύπα
στη φλογέρα που σκάλιζε
για την εγγόνα του ν’ ανοίξει.
Πολλοί θα διαφωνούσαν με τον χαρακτηρισμό της συλλογής ως μονοθεματικής. Θα αντέτειναν ότι εκτός από τον θάνατο και το συνακόλουθο πένθος για την απώλεια, ένα ακόμα θέμα υπό πραγμάτευση Στον θάνατο των πτηνών είναι η ποίηση. Και πράγματι η ποίηση, ως θεματική συνιστώσα, εντοπίζεται στα επτά από τα είκοσι ένα ποιήματα της συλλογής∙ όχι, όμως, ως δομικό στοιχείο. Μιλώντας μεταφορικά, δεν είναι ο πρωταγωνιστής ακροβάτης που ισορροπεί με δυσκολία στο τεντωμένο σχοινί∙ πρωταγωνιστής είναι ο θάνατος και η θλίψη του ποιητικού υποκειμένου. Είναι το δίχτυ ασφαλείας που, ενίοτε, είναι τρύπιο. Γιατί η θλίψη που προκαλείται από τον θάνατο των αγαπημένων μας δεν αναχαιτίζεται ούτε από τον χρόνο ούτε από την ποίηση∙ απλώς μεγαλώνουμε και γράφουμε μαζί της.
Ετοιμόρροπα θαύματα
Διαμελισμένες μέρες
στο κίτρινο φως του φθινοπώρου
νύχτες ετοιμόρροπες στη σιωπή
χωρίς τη φωνή αγαπημένου προσώπου∙
ανυπεράσπιστη η ζωή μου
παραληρεί σε άρρωστο ύπνο.
Το θαύμα των λέξεων
άδειο ρούχο στο πάτωμα
μια πένθιμη κορδέλα η γραφή.
Ποιήματα πηγάδια
δέχονται
κουβάδες τρυπημένους.
Η Ελευθερία Θάνογλου γράφει μια (την) οικουμενική ιστορία για τον πόνο της απώλειας. Και την γράφει καλά. Στο προσωπικό αυτό βιβλίο (το πένθος είναι ό,τι πιο προσωπικό υπάρχει, δεν έχει νόρμες), η ποιήτρια με γλωσσική δύναμη και ψυχολογική ακρίβεια εκφράζει τον πόνο της χωρίς να ομφαλοσκοπεί και να αυτοοικτίρεται. Εκφράζει το πένθος όλων. Ο στίχος της, σύντομος και περιεκτικός, διαυγής και ρεαλιστικός, ενισχύει την υποβλητικότητα. Η ποίησή της –μολονότι, σπάνια είναι η αλήθεια, υποκύπτει σε κάποιες αυτοαναφορικές μανιέρες, που θυμίζουν τη γενιά του ΄70– δεν έχει το άγχος της καινοθηρίας. Δεν κρατά το λάβαρο μιας νέας ποίησης. Η θλίψη της δεν έχει πόζα. Είναι μια μασίφ θλίψη, με υπαρξιακές υπόγειες διαδρομές.
Λεπτομέρειες
Καμιά φορά
δεν έχεις παρά τα χέρια να σταυρώσεις
έτσι όπως ξαπλώνεις στο κρεβάτι
τον πλανόδιο θίασο νεκρών ν’ αφουγκραστείς
[…]Τέτοια πράγματα μικρά
καμιά φορά οραματίζεσαι
που προκαλούν φόβο σε πολλούς
κι έτσι ηρεμείς
σαν ζώο
που κρύβει τη σκοτεινή του ύπαρξη
στην ήσυχη νύχτα.
Η ποιήτρια δεν ανακουφίζεται από την ποίηση∙ καιόμενη από την αδιάλειπτη παρουσία των νεκρών, προκαλείται να εξερευνήσει τα όρια του θανάτου και της θλίψης –κάθε όριο, άλλωστε, προκαλεί να ξεπεραστεί– γνωρίζοντας πως η θλίψη δεν φθείρεται και πως ο θάνατος συνιστά τη μόνη μέγιστη αλήθεια.
Παρενθέσεις
Ι
Ίσως στα κοιμητήρια
με τον βαθύ ύπνο,
τ’αδειανά πουκάμισα
και τα ταγιέρ γεμάτα παρενθέσεις
ίσως σ’αυτά τα κοιμητήρια
βρίσκεται το πιο ακέραιό μας σχήμα.
Το ύφος της –που φέρει απόηχους από τον Σεφέρη, τον Καρυωτάκη αλλά και τον Αναγνωστάκη– είναι λιτό, αποστασιοποιημένα ειρωνικό και κάποτε αποφθεγματικό∙ με συνοχή, συνεκτικότητα, αρχιτεκτονημένους συνειρμούς που δομούνται συχνά σε αντιθέσεις (το λακωνίζειν των στίχων/ επιμήκυνε/κι άλλο το σχοινί) και εικονοποιητικά πραγματιστικό, με την έννοια ότι η λέξη αποκτά ειδικό βάρος, γίνεται “πράγμα”, αντικειμενικοποιείται και αποκτά καθολικότητα.
[…] της κάσας το καλούπι
ίδιο κι απαράλλακτο με τόσων άλλων
κι η μνήμη κόκκαλο∙
παιχνίδι για σκύλους.
Οι μορφικές επιλογές της Θάνογλου είναι ποικίλες (ποιήματα σε στροφές, ποιήματα σπονδυλωτά, ακόμα και πεζόμορφα), ενώ η κυριαρχία της τριτοπρόσωπης εκφοράς (χωρίς να λείπει η πρωτοπρόσωπη και η δευτεροπρόσωπη) προσδίδει στη συλλογή την απαραίτητη νηφαλιότητα. Η πρόθεση της ποιήτριας είναι να καταστήσει το κοινό –αυτό το ελάχιστο κοινό– κοινωνό μιας αλήθειας: ότι η γραφή εκκινεί από την απουσία, από την έλλειψη, ότι η ποίηση μεταβολίζει το πένθος, το οποίο υπάρχει πάντα και είναι “ασυνεχές”, σύμφωνα με τον Ρολάν Μπαρτ. Παραδοξολογώντας θα έλεγα ότι η ποίηση καλύπτει το κενό από τον δικό μας θάνατο, δεδομένου ότι
[…] ο πρώτος μας θάνατος επέρχεται
με την απουσία
του πρώτου αγαπημένου μας προσώπου.
Ζωντανοί ακόμη θρηνούμε
τον πρώτο μας θάνατο.
Τελειώνω με μια προσωπική κατάθεση. Σε όλη τη διάρκεια της ενασχόλησής μου με τον θάνατο των πτηνών της Ελευθερίας Θάνογλου είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στην ταινία του Χίτσκοκ Τα πουλιά. Σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν, επιδεκτικό πολλών ερμηνειών και υπαρξιακών αναζητήσεων. Στο παρακάτω ποίημα, όμως, το δηλωτικό των αντιφατικών, για αυτό καθ’ όλα ανθρώπινων, αισθημάτων της ποιήτριας αλλά και όλων μας.
Αφαιρέσεις
Πίσω από τη μακριά
σειρά των τάφων
ένα σμήνος πουλιών
αφαιρούσε
με αυτοσχέδιους κελαηδισμούς
τη λεπτή του θανάτου κρούστα
από τα μάτια μας.
κατάφερα να πάρω βαθιά ανάσα.
.
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΦΡΕΑΡ 05/03/2022
Θα γιατρευτεί κάποιος μόνον αφού πονέσει
Αφετηρία το μότο του Γιώργου Σεφέρη, στην αρχή της συλλογής: «Ο θάνατος ενός ανθρώπου/ δεν είναι πολύ διαφορετικός/ από το θάνατο ενός πουλιού.» (Γ. Σεφέρης). Εκεί θα ακουμπήσει όλο το ποιητικό οικοδόμημα που ακολουθεί. Αρχίζοντας με το πρώτο ποίημα που βάζει το πλαίσιο:
Σαν άλλη πόλη/ με φώτα λαμπερά/ και γυάλινες δομές/ η ποίηση/ ενίοτε/ κρίνεται ένοχη/ για τον θάνατο/ δεκάδων ποιητών/ που μπέρδεψαν στους ουρανοξύστες της/ την αντανάκλαση της νύχτας. (σ. 9)
Σαν τα πουλιά οι ποιητές, καθώς πετούν με τον δικό τους τρόπο, πέφτουν τυφλά πάνω σε τοίχους, με πρόσκρουση θανατηφόρα. Είναι που μπέρδεψαν την αντανάκλαση με την πραγματικότητα, την υποθετική τους δύναμη με την πράξη. Ο θάνατος, των ανθρώπων γενικά, των ποιητών και των ποιημάτων ειδικότερα.
Τα πτηνά λειτουργούν σχεδόν μετωνυμικά προς τον άνθρωπο/ποιητή. Μέσα από μια παρομοίωση διαβάζω όλο το χτίσιμο της ποιητικής πολυσημίας. Όπως το πουλί σπαρταράει και χάνεται σχεδόν αθόρυβα, κι ούτε αφήνει ίχνη, παρά μόνο κάποια φτεράκια να θυμίζουν την παρουσία του, έτσι κι ο άνθρωπος φεύγει και βυθίζεται στη σιωπή. Και το ποίημα πεθαίνει πάνω στο μουτζουρωμένο χαρτί, καθώς ψυχορραγεί η έμπνευση. Μετά το πέταγμα, τα ύψη και την ελευθερία της κίνησης, η πτώση, η ακινησία, η ανυπαρξία.
Να επισημανθεί ότι τα μότο είναι σύντομα ποιήματα της ίδια της ποιήτριας. Με τον τρόπο αυτό η δεδομένη ισχυρή συνοχή της συλλογής γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Όλα περικλείονται μέσα σε ένα κέλυφος ποιητικής σύλληψης και καλούνται να το υπηρετήσουν και να το εκφράσουν.
Η συλλογή διακρίνεται σε τέσσερις ενότητες, οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους με ένα ολιγόστιχο ποίημα, το οποίο, εν πολλοίς, δίνει το στίγμα της ενότητας.
Η άνθιση της πρώτης ενότητας λέγεται παραπλανητικά, αφού δεν είναι παρά η άνθιση των νεκρών, ανθρώπων και ποιημάτων. Νεκροταφεία και τυπογραφία σε κίνηση, χωρίς ζωή. Το σχήμα του θανάτου στο ανθρώπινο σώμα, η ποίηση τάφος ανοιχτός για το ανεκπλήρωτο. Μόνο που με το τελευταίο ποίημα της ενότητας αλλάζει κάπως η ατμόσφαιρα, αφού αινιγματικά τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους μοιάζουν να υπερασπίζονται τη ζωή, με μια προσπάθεια μετάγγισής της στους ανθρώπους.
Πίσω από τη μακριά/ σειρά των τάφων/ ένα σμήνος πουλιών/ αφαιρούσε/ με αυτοσχέδιους κελαηδισμούς/ τη λεπτή του θανάτου κρούστα/ από τα μάτια μας. («Αφαιρέσεις», σ. 15)
Στις επόμενες δύο ενότητες το ποιητικό υποκείμενο, ανατρέποντας την πραγματικότητα, εισχωρεί στην οπτική των απόντων και δανείζεται τη φωνή τους που σχολιάζει τη βασανιστική ακινησία τους, την επιθυμία τους για μνήμη, τον κίνδυνο να οδηγήσει η θύμηση τον νεκρό σε δρόμους έξω από την αιώνια φθορά και ανυπαρξία. Πρόκειται για ένα παιχνίδι με τις σκέψεις των ζωντανών για τους νεκρούς, για τη σχέση τους μαζί τους και με την αβάσταχτη απουσία, για προβολή των επιθυμιών τους και της μνήμης τους. Έτσι βρίσκουν τρόπο οι νεκροί να μπουν μέσα στο ποίημα. Και ο νεκρός πατέρας πιάνει δουλειά να φτιάξει τη φλογέρα της μικρής εγγονής, που την άφησε μισοτελειωμένη.
Ελλοχεύει ο κίνδυνος/ ξανά όλος θύμηση/ απ’ το πέρασμα να ξεστρατίσει/ σπάζοντας τη χωματένια ακινησία.// με χέρια πήλινα/ μια τελευταία τρύπα/ στη φλογέρα που σκάλιζε/ για την εγγόνα του ν’ ανοίξει. («Το πέρασμα», σ. 21)
Και βέβαια, το ποιητικό υποκείμενο, τραβώντας για λίγο τη μάσκα, αφήνοντας κατά μέρος μεταφορές, προβολές και αναλογίες, αποφαίνεται:
Ο πρώτος μας θάνατος επέρχεται/ με την απουσία/ του πρώτου αγαπημένου μας προσώπου.// Ζωντανοί ακόμη θρηνούμε/ τον πρώτο μας θάνατο. («Παρενθέσεις ΙV, σ. 27)
Στην τελευταία ενότητα η εστίαση γίνεται στο ποιητικό υποκείμενο και στον τρόπο που αντιμετωπίζει την απουσία-θάνατο. Ετοιμόρροπη η ισορροπία του ποιητικού υποκειμένου, χωρίς τη φωνή αγαπημένου προσώπου. Και ούτε οι λέξεις ούτε η ποίηση μπορούν να συνδράμουν.
Το θαύμα των λέξεων/ άδειο ρούχο στο πάτωμα/ μια πένθιμη κορδέλα η γραφή.// Ποιήματα πηγάδια/ δέχονται/ κουβάδες τρυπημένους. («Ετοιμόρροπα θαύματα», σ. 33)
Θα ήθελα να αναφερθώ στην πολύ φροντισμένη έκδοση. Εσωτερικά οι μαύρες σελίδες χωρίζουν τις ενότητες, στους χρωματικούς τόνους του εξωφύλλου. Ο τίτλος συνομιλεί με τον πίνακα του εξωφύλλου. Κορίτσι με ποδήλατο και αντιασφυξιογόνα μάσκα, και δίπλα ένα κοράκι που μοιάζει απειλητικό. Το κοράκι του εξωφύλλου παραπέμπει στο Κοράκι του Έντγκαρ Άλαν Πόε, συνειρμικά. Αλλά και στο υβριδικό μυθιστόρημα Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά, του Μαξ Πόρτερ (μετάφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Πόλις, 2018). Θεωρώ ότι με το μυθιστόρημα υπάρχει και σχέση περιεχομένου: το κοράκι φροντίζει τα δυο αγόρια που έχασαν τη μητέρα τους. Και ταυτόχρονα γίνεται η συνειδητοποίηση της θλίψης, της απώλειας, του πένθους. Στη συλλογή της Θάνογλου τα πουλιά είναι ίσως αυτό ακριβώς, η ίδια η απώλεια, ο πόνος και το πένθος της. Ίσως εντέλει η θλίψη να είναι ένα πράγμα με φτερά.
Σε ένα από τα λίγα εκτεταμένα, σχεδόν πεζόμορφα ποιήματα, τα πουλιά φαίνεται να είναι και οι αίτιοι του θανάτου ή τουλάχιστον να σχετίζονται με μυστηριώδη τρόπο με αυτόν:
«Τα άτιμα πουλιά, τα άτιμα πουλιά», ψιθύριζε σε κάθε πήγαιν’ έλα.// Ξημερώματα κάποιου Σαββάτου, τον βρήκαν νεκρό, άμορφο αγγείο στο πάτωμα χυμένο./ – Γύρω του αίματα και πούπουλα όλα ένα μείγμα. («Τα πουλιά», σ. 19)
Το τελευταίο ποίημα της συλλογής, «Το αντίδοτο», είναι η μοναδική χαραμάδα φωτός, χαμόγελου, μαζί με έντονο πικρό σαρκασμό. Αφού για να βρεθεί το αντίδοτο, πρέπει πρώτα να υπάρξει η αφορμή, είτε αυτή είναι ο έρωτας είτε ο θάνατος. Το συγκεκριμένο ποίημα να συνδεθεί με το ποίημα «Παρενθέσεις ΙΙΙ», της προηγούμενης ενότητας:
Και τι θα ήταν εξάλλου η ζωή/ χωρίς τον θάνατο;// Μια παρατεταμένη/ και γι’ αυτό/ τόσο γεμάτη πλήξη/ άνοιξη. (σ. 27)
Το ποιητικό υποκείμενο συνειδητοποιεί τη βαριά μοίρα, το αναπόφευκτο. Θα γιατρευτεί κάποιος μόνον αφού πονέσει, από έρωτα ή απουσία-χαμό αγαπημένου.
Αφού η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο/ κι ο έρωτας τον άλλον/ γιατί λοιπόν τόσος οδυρμός;// Βρέθηκε ποτέ αντίδοτο χωρίς αρρώστια; («Το αντίδοτο», σ. 36)
Με τη συλλογή της αυτή η Ελευθερία Θάνογλου επιχειρεί μια κατάδυση στο σκοτάδι της απώλειας και της απουσίας. Συλλέγει φτεράκια-μνήμες, ζωντανεύει ποιήματα-θύμησες. Κι επειδή ο ποιητής νιώθει να συντρίβεται από τον πόνο του θανάτου, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει το αντίδοτο που, μέσα από τη συνειδητοποίηση της θλίψης, θα οδηγήσει σε μια διέξοδο σε χώρους πέρα από τη νεκρική σιωπή. Στη γαλήνη της δημιουργίας.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ
FRACTAL 22/03/2022
Δυο μέτρα πάνω απ’ την ουλή του θανάτου
Θέλει κότσια να αφιερώσεις ένα ολόκληρο βιβλίο στον θάνατο. «Ο θάνατος ενός ανθρώπου / δεν είναι πολύ διαφορετικός / από το θάνατο ενός πουλιού», λέει ο Σεφέρης και το επικαλείται και η Θάνογλου στο πρώτο ποίημα της σύνθεσής της. Το γιατί ο νομπελίστας αναφέρεται ειδικά στα πουλιά και όχι στα ζώα γενικότερα, είναι μεγάλη ιστορία. Ίσως κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο της Θάνογλου να καταλάβει περισσότερα. Πιθανότατα θα κάνει συσχετίσεις και με τους ποιητές. Σχολιάζω μόνο λέγοντας ότι ο θάνατος ενός ανθρώπου και ενός πουλιού, έρχεται συνήθως την ώρα που και οι δύο ακόμη θέλουν να πετάξουν, να αξιωθούν έστω μία τελευταία πτήση, ν’ ανοίξουν έστω για λίγο τα φτερά της φαντασίας τους, του κορμιού τους, του είναι τους. Να δουν ακόμα μία φορά το πρωί τον ήλιο από τη φωλιά τους. Να νιώσουν τη δύναμη του αέρα πάνω τους. Την ελευθερία ή την ψευδαίσθηση αυτής, να τους χαϊδεύει τα φτερά. Γιατί και οι άνθρωποι έχουν φτερά. Τουλάχιστον κάποτε είχαν.
Αφήνω το ζήτημα ανοιχτό και ξεκινάω να μπω στην καρδιά του χάρτινου σώματος. Αναλογίζομαι ότι θέλει δύναμη να σταθείς στο μαιευτήριο των βιβλίων αγέρωχο, περήφανο, να μη σε νοιάζει που γεννήθηκες τόσο μικρό. Θέλει τσαγανό για να απαντήσεις προκαταβολικά στους κακοήθεις με τη φράση που ήταν για χρόνια η πιο πετυχημένη διαφήμιση μπύρας: «έτσι μ’ αρέσει!».
Προσπερνώ και το θαυμάσιο αλληγορικό εξώφυλλο του Γιώργου Ηλιάδη και τις ασυνήθιστες διαστάσεις του βιβλίου και μένω στην ουσία: ποιητική γραφή αναγνωρίσιμη, πυκνή, ιδιαίτερη, με όλες τις αρετές των προηγούμενων δύο ποιητικών συλλογών-συνθέσεων της Θάνογλου, αυτή τη φορά ακόμα πιο εξελιγμένη και σαφώς έτι πολλά υποσχόμενη, καθαρή, στο μεγαλύτερο βαθμό βιωματική, ρεαλιστική αλλά ελπιδοφόρα, ενδεδυμένη ειρωνεία, σαρκασμό, αντιθετικά –συχνά οξύμωρα– σχήματα.
Ζητήματα όπως ο χρόνος, η ζωή, ο θάνατος, τα εγκόσμια, η γραφή και ειδικότερα η ποίηση, οι ποιητές, η ύλη, τα κοινωνικά πρότυπα και οι συνήθειες, η μνήμη, οι σχέσεις, ο άνθρωπος και το περιβάλλον δράσης του, οι κάθε λογής παθογένειες, συνεχίζουν να απασχολούν και εδώ την ποιήτρια.
Πρώτη γεύση βλέποντας το ιλαρό πορτοκαλί του εξωφύλλου: γλυκιά. Τελευταία γεύση έχοντας μόλις διαβάσει ολόκληρο το περί θανάτου των πτηνών βιβλίο: πικρώς γλυκιά.
Μπαίνοντας στα ενδότερα, θα επιχειρήσω μία διαφορετική κριτική προσέγγιση, εστιάζοντας σε ένα μόνο ποίημα, το οποίο ξεχώρισα, αφήνοντάς το να με ταξιδέψει σε όσα κλαδιά του βιβλίου εκείνο θέλησε. Το ποίημα –θα το ήθελα στο οπισθόφυλλο, αν δεν ήταν βιβλίο ποίησης– έχει τίτλο: Αφαιρέσεις.
Αφαιρέσεις
Πίσω από τη μακριά
σειρά των τάφων
ένα σμήνος πουλιών
αφαιρούσε
με αυτοσχέδιους κελαηδισμούς
τη λεπτή του θανάτου κρούστα
από τα μάτια μας.
Παγωνιά. Νεκροταφείο του χωριού. Συννεφιά. Φως πουθενά. Όλα σε ένα πένθιμο, ομιχλώδες μοτίβο, σαν να είμαι μέσα σε ένα συμπαντικό γαλακτώδες υγρό. Ήχοι πουθενά. Νεκρική σιγή. Σαν να συμπάσχουν όλα. Άκρα του τάφου σιωπή1. Ούτε αλυσοπρίονο δεν ακούγεται, ούτε αλυχτίσματα σκυλιών. Η παγωνιά κατάπιε τους ήχους. Μήπως στα σπίτια μένουν φαντάσματα; Κρύο περισσότερο από το λευκό των τάφων στη σειρά. Ακινησία. Σταυροί περιμένουν υπομονετικά. Λες και ο θάνατος έχει οργάνωση, τάξη, υπομονή. Ανάβεις το καντήλι, το καρβουνάκι στο θυμιατό, βάζεις θυμίαμα, το αποθέτεις πάνω στο μάρμαρο, μονολογείς μ’ έναν αναστεναγμό «Θεός σχωρέσ’ τον» και κάθεσαι όρθια παραπέρα να στρίψεις τσιγάρο, να ταξιδέψεις, να ζεσταθείς, να συγχωρήσεις ξανά, αν και δεν έχεις τίποτε να συγχωρήσεις, αυτή η γενιά πέρασε σκορπώντας μόνο το καλό. Σκέφτεσαι τον πατέρα
Τώρα ο πατέρας
ανθισμένος στο μαρμάρινο δάσος,
κάτω απ’ το καλό του κοστούμι
αλεξίσφαιρο φορά γιλέκο,
μην τύχει και τον βρουν
τα σκάγια της θλίψης των πενθούντων
δυο μέτρα πάνω απ’ την ουλή
του θανάτου.
Ελλοχεύει ο κίνδυνος
ξανά όλος θύμηση
απ’ το πέρασμα να ξεστρατίσει
σπάζοντας τη χωματένια ακινησία˙
με χέρια πήλινα
μια τελευταία τρύπα
στη φλογέρα που σκάλιζε
για την εγγόνα του ν’ ανοίξει.
Η φλογέρα που δεν πρόλαβε να τελειώσει. Οι ήχοι που δεν βγήκαν ποτέ από τα σπλάχνα της. Κι εσύ εδώ, θυμάσαι. Στην ουλή του θανάτου ισορροπείς. Ακροβατείς στο χείλος της παγωνιάς. Τα δάχτυλα πετρωμένα. Σαλιώνεις, ανάβεις, τραβάς βαθιά ρουφηξιά, εκπνέεις. Το παγωμένο νέφος καπνού, ανάκατο με την ανάσα σου, κινείται, πάει να σκορπιστεί στον αέρα. Μόνο αυτό είναι ζωντανό. Αισθάνεσαι μόνη. Εντελώς μόνη. Κάνεις απολογισμό
Διαμελισμένες μέρες
στο κίτρινο φως του φθινοπώρου
νύχτες ετοιμόρροπες στη σιωπή
χωρίς τη φωνή αγαπημένου προσώπου˙
ανυπεράσπιστη η ζωή μου
παραληρεί σε άρρωστο ύπνο.
Κι όμως. Κάποτε αγάπησα. Κάποτε με αγάπησαν. Κάποτε γελούσα, αγωνιζόμουν, έτρεχα, προσέφερα. Έδινα. Έπαιρνα. Κάποτε είχα ρόλους. Ήμουν ενσωματωμένη στην κοινωνική μηχανή. Κάποτε έγραφα. Ξεσπούσα στη γραφή. Άλλοτε με βιασύνη, με παρρησία, λαχτάρα ή ανάγκη εσωτερική, άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε θυμωμένη, άλλοτε εμπνευσμένη ή ανεξήγητα οδηγημένη κατά κει, ολότελα δινόμουν, όπως μου δίνονταν και αυτή. Ιεροτελεστία, δημιουργία, ψυχοθεραπεία όπως λέει ο Βασίλης Βασιλικός, κι άλλα πολλά μαζί. Τώρα;
Ποιήματα πηγάδια
δέχονται
κουβάδες τρυπημένους.
Οι ποιητές; Πορεύονται κατά πώς γράφουν; Πολλοί είναι σαν εκείνα τα πουλιά που πέφτουν με ορμή επάνω στα τζάμια και σκοτώνονται. Πτηνά με των λέξεων τα φτερά. Μόλις νομίζουν ότι έχουν υψωθεί στης ποίησης τα ψηλά πατώματα, παίρνουν φόρα ν’ αποδημήσουν σε άλλα μέρη, περισσότερο ζεστά, αλλά καμιά φορά, μπερδεύοντας την αντανάκλαση της «νύχτας» στα «αλεξίσφαιρα τζάμια», νομίζοντάς τα περάσματα ιδανικά, πέφτουν επάνω τους και θρυμματίζονται οι ίδιοι, σκοτώνονται ποιητικά
Σαν άλλη πόλη
με φώτα λαμπερά
και γυάλινες δομές
η ποίηση
ενίοτε
κρίνεται ένοχη
για τον θάνατο
δεκάδων ποιητών
που μπέρδεψαν στους ουρανοξύστες της
την αντανάκλαση της νύχτας.
«Αντανάκλαση Νύχτας» – «αλεξίσφαιρα τζάμια», ερμηνείες πολλές:
Έμπνευσης φαίνεσθαι – άβατον Ποίησης
Υποσχέσεις Κυκλωμάτων – Κλειστά Ιερατεία
Θεωρίας Ευκολία – Πράξη Αμείλικτη
Ναρκισσισμός και Φιλοδοξία – Υψηλές Προδιαγραφές
Ποίησης Καταφύγιο (που φθονούμε κατά Καρυωτάκη) – Σκληρή Καθημερινότητα
Δόξα – Αρετή
Ζωή μέσα στην Ποίηση – Θάνατος έξω από αυτήν
κ.ο.κ.
Εκεί κατάντησε το πράγμα. Για μένα και για όλους. Κάποτε θα γινότανε κι αυτό. Τα θαύματα κάποια στιγμή παύουν να είναι θαύματα, εξηγούνται, χάνουν το νόημά τους ή απλά σε εγκαταλείπουν6
Το θαύμα των λέξεων
άδειο ρούχο στο πάτωμα
μια πένθιμη κορδέλα η γραφή.
Τώρα στο πάτωμα κι εγώ. Τότε ήταν αλλιώς. Είχαμε όνειρα, είχαμε στόχους, πιστεύαμε σε ιδανικά, υπήρχε ελπίδα, αισιοδοξία, ανεμελιά. Κι εγώ βολεύτηκα, στη μέση, όπως όλοι, κανονικά. Δεν ήθελα να πολυσκέφτομαι, να πολυψάχνω, να αγγίζω τη φωτιά. Αντιστεκόμουν αλλά ως ένα σημείο. Σήκωνα το κεφάλι ίσα ίσα να φανεί το εγώ, να δείξω σε όλους πως άμα ήθελα γινόμουν αντράκι, τιμούσα τα παντελόνια (κι ας μη τα φορούσα συχνά) πιότερο από εκείνους που φορούσαν μόνο παντελόνια. Για τη γυναίκα που πατάει γερά στα πόδια της, ακόμα και τούτο είναι κατορθωτό. Όλα τα μπορούμε. Τότε δεν το είχα συνειδητοποιήσει ακόμη. Ήμουν ευαίσθητη, τρυφερή, λεπτοκαμωμένη, μα δυνατή συνάμα. Σαν τη γιαγιά μου, τη μάνα του πατέρα μου. Καλά που τήνε σκέφτηκα, να πάω να δω και το δικό της καντήλι. Στην ανάγκη θα μοιράσω το λάδι. Δυο βήματα παραπέρα είναι. Τη θυμάμαι σα χθες
Τη μάνα
του πατέρα μου
θυμάμαι
χρυσομπάμπουρες να δένει με κλωστή λεπτή
παιχνίδι παιδικό
που μ’ ενθουσίαζε περισσότερο
σαν τα ζωύφια
διεκδικούσαν την ελευθερία τους
στριφογυρνώντας σβούρες στον αέρα.
Μια μέρα
ένας απ’ αυτούς
στην απελπισία του
χώθηκε κάτω απ’ το φουστάνι μου
κουρνιάζοντας στο μαλακό το δέρμα.
Ανατριχίλα. Στο μαλακό μου δέρμα. Τότε. Επιδερμίδα της νιότης. Νιάτα δεμένα με αόρατες κλωστές, με ορατές χρυσοκλωστές και μ’ άλλες αλυσίδες. Κι ο Έρωτας, δεμένος χρυσομπάμπουρας σα σβούρα να στριφογυρίζει, ελευθερία να διεκδικεί, να θέλει να πετάξει, μα πού να σπάσει εκείνη η λεπτή κλωστή…
Να ήταν μόνο αυτό; Υπάρχει και η άλλη πλευρά. Η ευκολία με την οποία καταστρατηγούσαμε την ελευθερία των άλλων πλασμάτων γύρω μας. Ο πόνος που τους προκαλούσαμε και τα βασανιστήρια που τα νομίζαμε παιχνίδι. Η (λανθασμένη και απάνθρωπη) αίσθηση της απόλυτης εξουσίας που είχαμε σε ό,τι θεωρούσαμε υποδεέστερο, αδύναμο ή του χεριού μας…
Πάνε αυτά τώρα. Όπως τα θαύματα. Τα έζησα άραγε ή τα φαντάζομαι; Μην ήταν όνειρο; Μην ήταν χίμαιρα; Ν’ ακούω καλά ή έχω παραισθήσεις; Σαν τότε που ήμουν με το ένα πόδι εδώ και με το άλλο εκεί.
Πίσω από τη μακριά
σειρά των τάφων
ένα σμήνος πουλιών
αφαιρούσε
με αυτοσχέδιους κελαηδισμούς
τη λεπτή του θανάτου κρούστα
από τα μάτια μας.
Πουλιά που πετούσανε τακτικά. Με τα δικά τους φτερά. Όσο μπορούσαν. Τα πουλιά της Αγάπης, της Ειρήνης, της Δικαιοσύνης, της Ελπίδας, της Αρμονίας, της Ενσυναίσθησης, της Ανθρωπιάς, των Λέξεων, των Ονείρων. Παραμερίζανε τον θάνατο από το οπτικό μας πεδίο. Ιδέες, Τέχνη, Ιδανικά, Αξίες. Μας έδιναν απλόχερα ζωή. Τι να έχουν απογίνει τώρα; Να συνάντησαν άραγε το δικό τους Χάρο; Τον θάνατο των πτηνών; Αν πέθαναν, από που θα κρατηθώ; Γιατί με πλησιάζει και μένα μια πένθιμη κορδέλα; Είμαι όρθια; Είμαι ζωντανή; Πρόκαμα να φορέσω
το αλεξίσφαιρο γιλέκο,
μην τύχει και με βρουν
τα σκάγια της θλίψης των πενθούντων
δυο μέτρα πάνω απ’ την ουλή
του θανάτου;
Μήπως το θαύμα των λέξεων με ξαναβρήκε σ’ εκείνη την αμείλικτη, αγιάτρευτη ουλή;
.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΥΔΙΚΟΣ
VAKXIKON Δεκέμβρης 2021
Η Ελευθερία Θανόγλου (Ο θάνατος των πτηνών, ΑΩ εκδόσεις 2021) συναντιέται με τη Μάκη στο μοτίβο του θανάτου. Στη δική της ποιητική ο θάνατος αναπτύσσεται ως σύμβολο ποιητικό. Γίνεται το ακρόπρωρο της δημιουργίας στον αγώνα να αποκτήσει μορφή το ποίημα και να κερδίσει τη μάχη της ύπαρξης.
Τα ποιήματα της Θανόγλου οργανώνονται γύρω από μια σύζευξη ανάμεσα στο μότο που προηγείται και στο ίδιο το ποίημα. Το πρώτο είναι ο απόηχος αναστοχασμών με αφορμή ό,τι εκδηλώνεται στον ουρανό της πανδημίας. Στην ποιήτρια ο θάνατος γίνεται αφετηρία για αναστοχασμό. «Μπορεί κάποιος να διατηρεί την σκέψη του ζωντανή σκεπτόμενος τους πεθαμένους». Είναι η ιδρυτική φράση που διαποτίζει την ίδια τη συλλογή. Πρόκειται για μια κεντρομόλα σκέψη στο μοιρολόι, αλλά και στον πολιτισμό τον λαϊκό. Η ζωή είναι αυτή που δίνει νόημα στον θάνατο. Είναι η μνήμη εκείνη που καθιστά την τέχνη λειτουργική εγκαθιστώντας αρμούς σ’ αυτό το μεγάλο χάσμα.
Σ’ αυτόν τον θόλο τω στοχασμών η ποιήτρια προβάλλει τις ανησυχίες μιας νέας δημιουργού σε συνθήκες δύσκολες. Ανησυχεί για την ποίηση. Προβληματίζεται για τις ψευδαισθήσεις που δημιουργούνται από τις αντανακλάσεις στις πόλεις, οι οποίες συχνά σύρουν στον θάνατο της αφάνειας τους/τις δημιουργούς. Η ποιήτρια βρίσκει αναλογίες ανάμεσα στον θάνατο και την ποίηση. Και οι δύο επιχειρούν να δημιουργήσουν νέες γεωμετρίες, αποσυνθέτοντας την ύλη και τις λέξεις και δημιουργώντας νέους κόσμους. Εκεί, «σε αιώρηση δύο μέτρων», στη δοκό της ισορροπίας, κρίνεται η μνήμη και η ζωή του νεκρού και του ποιήματος. Αυτή η άσκηση ισορροπίας χάνεται μπρος στην εκτυφλωτική αντανάκλαση της πόλης. Παρατηρεί την εκδοτική παραγωγή τον καιρό της καραντίνας που ευημερεί σε αριθμούς. Ακολουθεί την αυξητική παραγωγή των νεκρών
Σε μια κακή για την ανθρωπότητα εποχή,
η ποίηση μπορεί να ανθεί
και οι νεκροί επίσης.
τα γραφεία κηδειών γεμάτα πάντα από δουλειά
το ίδιο και τα τυπογραφεία.
Ωστόσο, αρνείται να αποδεχτεί τη λογική της επιστήμης- ενδεχομένως της κριτικής-, που εκδίδει πιστοποιητικά θανάτου για την ποίηση.
Νεκρά μετά τη γέννα τους ποιήματα
και νεκροί ποιητές
ζωντανεύουν εν τέλει την κίνηση
Αναδιατυπώνει τη ρήση την αναστάσιμη γράφοντας «τάφος ανοιχτός η ποίηση». Πάνω σ’αυτούς τους τάφους θα βλαστήσει η ζωή, η οποία θα τραφεί, σαν τα σκουλήκια, από τον ίδιο τον θάνατο.
Πρόκειται για έναν αέναο κύκλο που ουδέποτε κλείνει και δεν είναι προβλέψιμος. «Μια πένθιμη κορδέλα η γραφή», σημειώνεται. Μια συνεχής αναμέτρηση με τη φθαρτότητας της ύλης, των λέξεων. Μόνη απαντοχή «το θαύμα των λέξεων». Το φως της δημιουργίας και η ανοηματοδότησή τους.
.
ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
Περιοδικό “Μανδραγόρας” 12/9/2023
Όνειρο και θάνατος στην ποίηση της Ελευθερίας Θάνογλου
Το όνειρο αποτελεί μία σταθερή θεματική στην ποίηση. Άλλοτε ρητό κι άλλοτε συνυποδηλωτικά δοσμένο διατρέχει όλη την ποιητική μας παράδοση. Η μνήμη και το όνειρο απαντώνται πολύ συχνά στη ρομαντική ποίηση. Από τον σολωμικό Κρητικό μέχρι τα Ποτάμια του Γεωργούση, η ονειρική διάσταση εμποτίζει την ελληνική ποίηση. Σε αυτή την παράδοση ισορροπεί και η ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου Ο θάνατος των πτηνών (εκδόσεις ΑΩ, 2021).
Η ποίηση της Θάνογλου είναι βιωματική, χωρίς να γίνεται εξομολογητική. Το βίωμα λειτουργεί ως αφορμή για την έκφραση υπαρξιακής αγωνίας. Περισσότερο θα λέγαμε ότι κινούνται στον χώρο της στοχαστικής ποίησης, θέτοντας το επίκαιρο (την αφορμή και το ατομικό βίωμα) στη διαχρονία. Το ποιητικό υποκείμενο σε αυτά τα ποιήματα πονά που μένει μόνο. Δεν οδηγείται όμως στην ελεγεία κα τον έπαινο των νεκρών, ούτε όμως και σε μια έκφραση οργής προς τον εαυτό που ακόμα ζει, όπως τη συναντάμε στην ποιητική του πένθους (αντι-ελεγεία).
Στον ονειρικό χωροχρόνο της Θάνογλου συναντιούνται ο θάνατος, η μνήμη και η ποίηση. Μολονότι το όνειρο ενδοκειμενικά καταγράφεται λίγες φορές, όλο το πλαίσιο αναφορών τοποθετείται στο σημείο επαφής ενυπνίου και μνήμης. Ο θάνατος, ως πηγή θλίψης και υπαρξιακής αγωνίας, τροφοδοτεί το πεδίο με εικόνες και βιώματα (κοινωνικά ή ατομικά). Με οδηγό τους συνειρμούς για την απώλεια η ποιήτρια επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει τη λειτουργία της μνήμης και της ποίησης. Το όνειρο αποτελεί ένα ευέλικτο πεδίο συνάντησης των ζωντανών με τους νεκρούς, της μνήμης με την απώλεια και της απώλειας με την αγωνία του τέλους. Ο θάνατος στο έργο της παραμένει πάντα υλικός και γίνεται αφορμή στοχασμού. Προσπερνώντας τις μεταφυσικές δοξασίες, επιστρέφει στον τόπο του ονείρου.
Ο θάνατος στο έργο της Θάνογλου εκτίθεται αποϊδεολογικοποιημένα. Χωρίς να καταγράφονται οι αιτίες του, παρουσιάζεται ως καθολικό φυσικό φαινόμενο με μόνη τη διαλεκτική σχέση με τους ζωντανούς. Η σταθερότητα της φόρμας με τα αλληγορικά σχήματα και η υποδόρια ειρωνεία με τις συνυποδηλώσεις (χωρίς τους φλύαρους πειραματισμούς που συχνά συναντάμε σε τέτοια θεματική) ενισχύουν τον αποϊδεολογικοποιημένο χαρακτήρα της συλλογής. Η δε χρήση των πουλιών ως αγγελιαφόρων αποτελεί μία σταθερά στην ελληνική παράδοση. Από το περιστέρι του Αγίου Πνεύματος και το δημοτικό τραγούδι μέχρι τα πουλιά του Σαχτούρη και του Φαίδονος Πατρικαλάκι κυριαρχούν ως ενδιάμεσοι ζωής και θανάτου, ουρανού και γης, υλικού χώρου και πνεύματος. Στη συλλογή της Θάνογλου η μνήμη και η ποίηση μοιάζουν με πουλιά, που εγκαταλείπουν τον χώρο των ζωντανών. Ταξιδεύουν στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ χώματος και πνεύματος. Παρά τη μονοτονία όμως της αυτοαναφορικότητας, το ποιητικό υποκείμενο δεν βρίσκει στην ποίηση παρηγοριά.
Ο ποιητικός χώρος σταθερά είναι σκοτεινός, θυμίζοντας ένα αποκαλυπτικό ονειρικό τοπίο. Ο χώρος δράσης, ως ονειρικό τοπίο, οικοδομείται με θραύσματα εικόνων που πηγάζουν από τη μνήμη. Ωστόσο, συχνά τα αντικείμενα εκτίθεται παραμορφωμένα μέσα στη συνειρμική κίνηση του νοήματος και τον μεταφορικό λόγο. Στο ονειρικό αυτό σύμπαν το τραύμα της απώλειας βρίσκει τον αναγκαίο χώρο προκειμένου να αναδυθεί, συνενώνοντας συνειρμικά εικόνες, μορφές και σχήματα με τις απογοητεύσεις που περιορίζουν τη ζωή και τις λαθραίες επιθυμίες του ανθρώπου να υπερνικήσει το αναπόφευκτο. Αν όμως το φροϋδικό όνειρο οικοδομείται πάνω στους ανεκπλήρωτους πόθους και τις αγωνίες, οι συνθέσεις της Θάνογλου λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, επιδιώκοντας μέσω της μνήμης να δώσουν ζωή στους νεκρούς.
.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ
Περιοδικό “Μανδραγόρας” 24/8/2022
Κι η μνήμη κόκαλο παιχνίδι για τους σκύλους
Κάποτε και τ’ αγάλματα στα κοιμητήρια
κουράζονται απ’ τις ίδιες εικόνες.
Γι’ αυτό αναζητούν διέξοδο
διαφυγής μέσα στα ποιήματα.
Δεν είναι ο άνεμος,
η βροχή και ο τρόπος των ανθρώπων
που αλλάζει τη φυσιογνωμία τους
αλλά το ποίημα
που τα περιέχει.
Τρίτη ποιητική συλλογή με έκδηλο τον αναστοχασμό πάνω στην ουσία και το εύρος της ποίησης στη ζωή μας: Η επιστήμη/ αδυνατεί/ να εξηγήσει/ πότε επέρχεται ο πραγματικός θάνατος/ των ποιητών. Και αλλού: [ ] Το λακωνίζειν των στίχων/ επιμήκυνε/ κι άλλο το σχοινί.// για πρώτη φορά,/ σε αιώρηση δύο μέτρων,/ κάτω απ’ το σπασμένο φως της λάμπας/ με μια μουτζουρωμένη κόλλα χαρτί/ πέτυχε το πλήρες νόημα. Και αλλού: [ ] η ποίηση/ ενίοτε/ κρίνεται ένοχη/ για τον θάνατο/ δεκάδων ποιητών/ που μπέρδεψαν στους ουρανοξύστες της/ την αντανάκλαση της νύχτας. Και αλλού: Σε μια κακή για την ανθρωπότητα εποχή,/ η ποίηση μπορεί κι ανθεί/ και οι νεκροί επίσης. [ ]Νεκρά μετά τη γέννα τους τα ποιήματα/ και οι νεκροί ποιητές/ ζωντανεύουν εν τέλει την κίνηση. Και αλλού: Το θαύμα των λέξεων/ άδειο ρούχο στο πάτωμα/ μια πένθιμη κορδέλα η γραφή// Ποιήματα πηγάδια/ δέχονται/ κουβάδες τρυπημένους. Να το πω απλά: η Θάνογλου με λιτό, περιεκτικά λακωνικό τρόπο αποφασίζει να αντιπροτείνει τα ποιήματα ποιητικής, αν το συνοψίσουμε φιλολογικά, σε ό,τι εν ζωή την πνίγει. Ή στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ζωής. Κι επειδή η ποίηση πετά (κι ενίοτε οι ποιητές τουλάχιστον μέχρι την απότομη και αναγκαστική προσγείωσή τους) επέλεξε να μας μιλήσει τύποις για τον θάνατο των πτηνών αλλά κατά βάθος για των ποιητών τον θάνατο. Ίσως θα άξιζε να διαβαστεί εμβριθώς η συλλογή από φερέλπιδες και μη ποιητές μήπως και αναλογιστούν καλύτερα τα της γραφής τους. Αφήνοντας τη δικαίωση του έργου τους να υπερίπταται. Πετώντας άλλωστε κανείς δεν χάνει/χάνεται. Αλίμονο στις πτώσεις. Και δεν εννοώ της γραμματικής. Και για να επικαλεστώ στίχους της: «Το λάλημα του κόκορα/ άχρηστο./ κανείς εδώ/ δε θα ξυπνήσει.»
Γραφή προσεκτική σαφής, γεμάτη συναίσθημα κι εικόνες τίποτε να μην παραλείπει και τίποτε να μην αφήνει έρμαιο μέσα στο ποίημα να αιωρείται άνευ λόγου. Ώριμη γραφή ολοκληρωμένη με σεβασμό θα θέματα που πραγματεύεται: αυτά της ζωής. Και μη σας παραπλανήσουν οι πολλές αναφορές στους νεκροθάφτες. Για τη ζωή και κυρίως τη ζωή της ποίησης γράφει η Ε.Θ. Και το γράφει καλά. Ίσως γιατί η γραφή της είναι απολύτως γειωμένη μέσα στα κυπαρίσσια των κοιμητηρίων και στη σχισμάδα των λέξεων όπου μπορείς να στήσεις το ποίημα. Αρκεί να μπορείς να το κάνεις. Και η Ελευθερία το μπορεί εν πλήρει συνειδήσει όσων καλείται με ωριμότητα να διαχειριστεί.
.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ
CULTUREBOOK.GR 25/6/2022
Kαπνίζω λίγο ή καθόλου μα όταν βραδιάζει βγάζω τον καπνό από το συρτάρι” μιλά χαμηλόφωνα η Ελευθερία Θάνογλου ενώ στέκεται μετέωρη στο πεζοδρόμιο της Λάρνακας έξω από το “Σιδεράδικο”˙ μαγαζί με μπουζούκια στο ξεφάντωμα και ανάμεσά τους η φωνή μιας νεαρής υπόσχεσης. Εγώ σιωπώ. Με κοιτάζει, σκέφτεται, με ξανακοιτάζει. Όλα μετέωρα και τα Σαββατόβραδα της Λάρνακας κρέμονται: “Ο κρεμασμένος // ονειρεύεται τη γή˙ // το δέντρο / τον ουρανό.//” σελ. 18. Μετέωρο μεταξύ γης κι ουρανού το τραγικό βιβλίο της Ελευθερίας. Ο θάνατος είναι ο πρωταγωνιστής που κουρνιάζει σε ποιήματα ξένων πεθαμένων, μα και του ίδιου του πατέρα “στο μαρμαρένιο δάσος”. Προσέρχεται σε μιαν αόριστη διαφάνεια από βουάλ λουρίδα, χωρίς κεντήματα και ανάγλυφα σχέδια, να στέκεται αιρούμενη μεταξύ ουρανού και γης, να κρατάει γερά το στήθος των πουλιών στην προσπάθειά τους να την ξεπεράσουν. Στο απελπισμένο πέταγμα τρυπούν με το ράμφος τους την διαφορά, αφήνουν μικρές τρύπες: περάσματα για ισχυρά ρεύματα φωτός. Μέσα στο εκτυφλωτικό φως μόλις που διακρίνεται το αγκομάχημα των ποιημάτων, το χαλαρό πέταγμα πλάνα μέχρι την τελική πτώση:
«όλο το βράδυ / σπάζανε κλαδιά / στον ύπνο του //» σελ. 17. Μαζί με τα πουλιά υψώνονται στο λευκό του βιβλίου σελίδες μαύρες με λευκά γράμματα όπως στη σελ. 16:
«Το λάλημα του κόκορα /άχρηστο·/ κανείς εδώ / δεν θα ξυπνήσει //»- Και στη απέναντι λευκή σελίδα: Αυτά τα δέντρα που προσπερνάμε / καθώς διαβαίνουμε, / αυτά τα δέντρα // ποιός θα τα προσέξει ;//
Εν τω μεταξύ, τα χρόνια σπάνε και στη πτώση τους γίνονται απλοί αριθμοί οι οποίοι κλείνουν στα σύμβολά τους, τον ρυθμό της ποίησης, του χορού το βήμα, της κίνησης το ανέκφραστο, σπαζοκεφαλιά για αρχαιολόγους οι οποίοι περνούν τις πολύτιμες ώρες τους ροκανίζοντας οστά, μελετώντας ενδείξεις σφαγιασμού˙ την ακεραιότητα του δείγματος για τις επόμενες γενιές, αριθμίζοντάς τα με αξιοσημείωτες μεθόδους. Κι ενώ η ποιήτρια γράφει για την ποίηση και την έννοιά της, για τα πτηνά και το θάνατό τους, αντιλαλούν οι στίχοι της Κικής Δημουλά «…Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα…».
Είμαι της γνώμης ότι η ποίηση των νεοελλήνων είναι αξιόλογη, ίσως γιατί οι Έλληνες είναι σε συνεχή αναμονή, περιμένουν μεγάλες στιγμές. Και ο Οδυσσέας Ελύτης από την μεριά του γράφει: “Να περιμένεις μεγάλες στιγμές, να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις”. Η αναμονή κρύβει την ελπίδα, γι’ αυτό οι Έλληνες κι αν μιλούν ή τραγουδούν τον θάνατο, δεν τους λείπει η ελπίδα. Θα πρέπει να μεταφράζονται τα ποιήματα των Ελλήνων να τ΄ ακούουν και άλλοι που ζουν σε έτερους ορίζοντες, σε γκρίζους ουρανούς, παγωμένα εδάφη, ερήμους όπου τα ζώα λιγοστά, δίχως φτερά σέρνονται .
Μεταφράζω στην ιταλική δύο ποιήματα από το ξεχωριστό αυτό βιβλίο.
1.
Σελ. 26
Σε χρόνια ανομβρίας
μόνο οι νεκροί δεν διψάνε
Παρενθέσεις
V
Κάποτε και τ’ αγάλματα στα κοιμητήρια
κουράζονται απ’ τις ίδιες εικόνες.
Γι’ αυτό αναζητούν διέξοδο
διαφυγής μέσα στα ποιήματα.
Δεν είναι ο άνεμος,
η βροχή και ο τρόπος των ανθρώπων
που αλλάζει τη φυσιογνωμία τους
αλλά το ποίημα
που τα περιέχει.
2.
Σελ.29-33
Ασάλευτη νύχτα
σκοτάδι ασάλευτο
πώς μιμείσαι τις κινήσεις μου!
Ετοιμόρροπα θαύματα
Διαμελισμένες μέρες
στο κίτρινο φως του φθινοπώρου
νύχτες ετοιμόρροπες στη σιωπή
χωρίς τη φωνή αγαπημένου προσώπου·
ανυπεράσπιστη η ζωή μου
παραληρεί σε άρρωστο ύπνο.
Το θαύμα των λέξεων
άδειο ρούχο στο πάτωμα
μια πένθιμη κορδέλα η γραφή.
Ποιήματα πηγάδια
δέχονται
κουβάδες τρυπημένους.
.
Αναπαράσταση (2019)
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
Poiein.gr 23/6/2020
Η αναπαραστατική λειτουργία της ποίησης
Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου, που έρχεται δύο χρόνια μετά τις Πέντε εποχές του κόκκινου, φέρει τον αναπάντεχο και ανατρεπτικό για τα ποιητικά δεδομένα τίτλο, αναπαράσταση. Η συγκεκριμένη λέξη προέρχεται από τη θεατρική γλώσσα, τη θεατρική πραγματικότητα και νοηματοδοτεί ακριβώς τη διαδικασία και το αποτέλεσμα της δραματικής – θεατρικής πράξης. Είναι βέβαια γνωστό ότι η ποίηση απέχει, εν πολλοίς, από το θέατρο ως προς τον τρόπο, τα μέσα και τη στόχευση, πολύ περισσότερο από την πεζογραφία που βρίσκεται, εκ φύσεως, εγγύτερα στη θεατρική τέχνη και τεχνική. Δεν είναι λίγες, όμως, οι φορές, που η προσέγγιση και η αλληλοδιείσδυση ποιητικής και δραματικής τέχνης πραγματοποιείται με ιδιαίτερη τόλμη και ευαισθησία οδηγώντας σε άκρως ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην περίπτωση της Θάνογλου. Γιατί το σύνολο των ποιημάτων της συγκεκριμένης συλλογήςσυνέχεται από έναν θεατρικό προσανατολισμό στο μέτρο που υιοθετείται η μονολογική ποιητική έκφραση, στοιχείο που προσιδιάζει σε μία πάγια θεατρική τεχνική, τον μονόλογο. Δεν πρόκειται απλώς για την γνωστή στην ποίηση αυτοαναφορικότητα, την δεδηλωμένη δηλαδή πρόθεση του συγγραφέα να μιλήσει σε α΄ ενικό για τον τρόπο με τον οποίος αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον εαυτό του και τον κόσμο. Γιατί η ποιήτρια εκκινεί μεν από την αυτοαναφορικότητα, ως διάθεση και τρόπο, πλάθει όμως ένα προσωπείο, το δικό της προσωπείο, με το οποίο απευθύνεταιείτε στον εαυτό της,είτε στο αγαπημένο πρόσωπο και, κατ’ επέκταση, στον αναγνώστη ο οποίος μετατρέπεται σε θεατή των εσώτερων σκέψεων και λογισμών της ποιήτριας.
Η συλλογή αποτελείται από είκοσι ένα ελευθερόστιχα ποιήματα, κάποια από τα οποία συνιστούν ευρύτερα σύνολα επιμέρους, μικρότερων ποιημάτων. Είναι από τις λίγες φορές ίσως που, τόσο επιτυχώς, ο ελεύθερος στίχος εμφορείται από έναν εσωτερικό ρυθμό ο οποίος προσδίδει, με τη σειρά του, έναν λυρικό τόνο στα ποιήματα. Ο ρυθμός αυτός δεν είναι απλώς και μόνο αποτέλεσμα «κυματισμού» του στίχου ή, ακόμη απλούστερα, της τοποθέτησης των λέξεων μέσα σε αυτόν. Είναι πάνω και πέρα απ’ όλα αποτέλεσμα της διάθεσης, του τρόπου με τον οποίο η ποιήτρια ατενίζει και αντιλαμβάνεται την τέχνη της και την πρώτη ύλη αυτής, τις λέξεις. Η λέξη, ως πρωταρχή της ποιητικής δημιουργίας, είναι το σημείο αναφοράς της ποιήτριας, η αφετηρία και η κατάληξη μαζί της ποιητικής σκέψης και πρόθεσης.Γίνομαι τότε ξαφνικά το νοτισμένο τζάμι/ σε αστικό λεωφορείο/ ζητώ εσένα/ να χαράξεις ένα σύνθημα επάνω μου/ μια λέξη και μέσα από αυτή/ να βλέπω το τοπίο να κινείται. («Προοπτικές, ΙΙ») Η δύναμη και η δυναμική της λέξης συνέχει σαν κατευθυντήριος ιδέα τη συλλογή και είναι αυτή που δίνει το ιδιαίτερο στίγμα και τον τόνο. Η λέξη είναι για την ποιήτρια ένας ζωντανός οργανισμός, μία ύπαρξη αυτοτελής και αυτόνομη η σύλληψη της οποίας είναι εξαιρετικά δύσκολη και προκαλεί ή προϋποθέτει ένα αέναο συνεχές κυνηγητό. Οι λέξεις/ έβγαιναν απ’ τα χαρτιά/ ξεχύνονταν στους δρόμους/ γίνονταν γαβγίσματα/ γίνονταν αδέσποτα σκυλιά/ που ξέφευγαν απ’ τον μπόγια. («Ανοιχτά παράθυρα, ΙV»)
Η θεματική των ποιημάτων εκκινεί από τις διαχρονικές και αγαπημένες πηγές της ποίησης – ο έρωτας και η μεταμορφωτική του δύναμη, ο χρόνος και το καταλυτικό του πέρασμα, η μνήμη και η λήθη, η απουσία και η μοναξιά, η διάψευση και η ματαίωση,το απροσδιόριστο της ανθρώπινης ύπαρξης, η σχέση του ποιητή με την τέχνη του.Χαρακτηριστικό είναι ότι όλα αυτά τα θέματα δεν παρουσιάζονται διαχωρισμένα και ξέχωρα το ένα από το άλλο, αλλά συμπλέκονται, συνυφαίνονται και συλλειτουργούν διαμορφώνοντας ένα ψηφιδωτό, στο οποίο όμωςπροεξάρχει ο έρωτας. Το ζήτημα του έρωτα είναι, άλλωστε, στενά συνυφασμένο με τους υπαρξιακούς προβληματισμούς και αναζητήσεις που η παρουσία του στη ζωή του ανθρώπου και η καταλυτική του επενέργεια στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση εγείρει.Η ψυχή μου/ διανύει μεγάλες αποστάσεις / ώστε να σε βρει.// Μάταια στην πλάτη μου τόση ανθισμένη ερημιά/ πτήσεις δεν ενδέχεται να υπάρξουν/ πώς να σηκώσουν τόσο θόρυβο, τόσες πράξεις;/ Και ποιος ουρανός θ’ αντέξει τόσο βάρος; («Υπενθυμίσεις, Ι»)
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ένταξη και η λειτουργία του χρώματος μέσα στο ποιητικό σύμπαν της Θάνογλου. Το μαύρο, το κίτρινο και το λευκό γίνονται σύμβολα ψυχικών καταστάσεων, αλλά και ενδείξεις της μεταλλαγής που προκαλούν σε οικεία, συνήθη αντικείμενα ή φαινόμενα. Έλεγες λευκό/ λευκό/ λευκό.// Σ’ έπαιρνε ο ύπνος/ στα όνειρά σου έβλεπες/ έναν μαύρο ήλιο που έβρεχε. («Το λευκό του λευκού») Παράλληλα με τα χρώματα καταλυτική είναι και η παρουσία του φωτός και του σκοταδιού ως συνθηκών μέσα στις οποίες γεννιέται και τελειώνει ο έρωτας, η ζωή και η τέχνη. Έμαθα να σε βλέπω μες στο σκοτάδι/ έμαθες να με βλέπεις μες στο σκοτάδι/ ανάψαμε το φως και τυφλωθήκαμε. («Γυάλινες αποβάθρες, ΙΙΙ») Η εναλλαγή της μέρας με τη νύχτα, του φωτός με το σκοτάδι, διαμορφώνει ένα άκρως θεατρικό σκηνικό στο οποίο προεξάρχει ο φωτισμός που μεταλλάσσει τον χρόνο, αλλά και τη διάθεση του ποιητικού υποκειμένου.
Η συλλογή της Θάνογλου αποτελεί μία άκρως ενδιαφέρουσα απόπειρα να οριοθετηθεί ένα νέο πεδίο στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Γιατί, πέρα από την αισθητική αξία και την τεχνική αρτιότητα των στίχων της, η ποιήτρια κατορθώνει να διαμορφώσει ένα ποιητικό κλίμα, μια ατμόσφαιρα, η οποία κατά βάση προκύπτει από τον εξομολογητικό χαρακτήρα των ποιημάτων της. Η εξομολόγηση εδώ δεν είναι εσωτερική, αλλά κυρίως εξωτερική, στο μέτρο που τονίζεται, προβάλλεται και ξεχωρίζει με ευκρίνεια ο «έτερος» στον οποίο η ποιήτρια απευθύνεται. Αυτή η διάθεση και τάση, που υπηρετείται από την εναλλαγή του πρώτου και του δεύτερου ενικού προσώπου, από τις ερωτήσεις που θέτει η ποιήτρια, αλλά και από τις απαντήσεις που η ίδια μπαίνει στον πειρασμό να δώσει συνθέτουν ένα άρτιο θεατρικό σκηνικό και καθιστούν την ποίησή της κατάλληλη να μεταφερθεί αυτούσια στο θεατρικό σανίδι και να παρουσιαστεί από εκεί συνεπικουρούμενη από την παρουσία, τη φωνή και τις κινήσεις του ηθοποιού.
.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
vakxikon.gr Αύγουστος 2019
«Πες την αλήθεια, αλλά πες την παραποιημένη», έλεγε η Έμιλυ Ντίκινσον αναφερόμενη στην τέχνη της ποίησης. Και η Ελευθερία Θάνογλου, στη δεύτερη ποιητική της συλλογή, «Αναπαράσταση», αποτυπώνει την αλήθεια με ωριμότητα ποιητική και γλώσσα συνυποδηλωτική. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πικραμένος με εξώφυλλο του πολυτάλαντου και πολυγραφότατου Πατρινού ποιητή Αντώνη Σκιαθά.
Η ποίηση της Ελευθερίας Θάνογλου είναι μοντερνιστική με στοιχεία εξπρεσιονιστικά και υπερρεαλιστικά. Κυριαρχεί το αίσθημα της διάψευσης. Αποτυπώνεται ο θρυμματισμός του ποιητικού υποκειμένου, η αποκαθήλωση του «εγώ» μετά από τη σύγκρουση της λογικής με τον κόσμο της επιθυμίας και του ονείρου. Ένας μοντερνισμός αρνητικός που εκτοπίζει τον ρομαντικό εαυτό και προβάλλει την τέχνη ως αντικείμενο του εαυτού της.
Κυρίαρχα θέματα ο χρόνος και ο έρωτας. Διερευνάται η σχέση τους με την υποκειμενικότητα μέσα από τη συναίρεση του παρόντος με τη μνήμη του παρελθόντος. Η γλώσσα επιδιώκει τη σύνδεση με τα πράγματα, καθώς και με τον κόσμο που διαφεύγει, μέσα από τεχνικές αναπαράστασης και αφαίρεσης. Ο εξωτερικός κόσμος γίνεται το όχημα αυτής της αναπαράστασης με δεσπόζουσα ποιητική τεχνική την εικονοποιία και τη μεταφορά.
Αντίδωρα
Οι ήσκιοι μας θα στέκουν απαρηγόρητοι
για τους τόσους μικρούς θανάτους μέσα μας
καθόσον ζούσαμε μαζί.
Καταργήσαμε το έντονο φως
μεταλάβαμε απογυμνωμένο σκοτάδι.
Απαρνήθηκα το λείο
για το άφυλλο άγγιγμα των χεριών σου.
Απαρνήθηκες τα πέταλα
για μιας στιγμής κοτσάνι.
Υποταχτήκαμε σε ασφόδελες νύχτες.
Τριμμένη ρίγανη οι συλλαβές του σ’ αγαπώ
σε γυάλινα βάζα,
δωρίστηκαν σε ξένους.
Η επώδυνη πραγματικότητα της φθοράς που συνεπάγεται για όλους μας ο χρόνος οδηγεί σε απογύμνωση το ποιητικό υποκείμενο το οποίο αποκαλύπτεται μέσα από τις «πολιτείες των στίχων». Οι αυταπάτες τότε βγαίνουν σκιές κρυμμένες σε μαύρο, η μοναξιά φανερώνεται, τα νερά βάφονται κόκκινα σε κάθε δύση κι ο έρωτας άπιαστος, άνεμος είναι• αχινοί τα λόγια, ουλές στο πάτωμα• κίτρινα δόντια οι τοίχοι.
Πολιτείες στίχων
Ι
Μην ψάχνεις για κατοικήσιμους έρωτες, έλεγες,
οι περισσότεροι μεταναστεύουν ή πεθαίνουν
αφήνοντας μια βελούδινη πολυθρόνα άδεια
κι ένα ποτήρι μισογεμάτο
με μόνα αποτυπώματα τα δάχτυλα
τα χείλη που δεν θα ξαναγγίξεις.
«Λόγος εις εαυτόν» είναι η ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου, «Αναπαράσταση». Μονόλογος, εκμυστήρευση, σε ανομοιοκατάληκτο ελεύθερο στίχο, με απεικονίσεις του μύχιου κόσμου καθώς έρχονται στην επιφάνεια οι αναμνήσεις, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι συνειρμοί. Συνεχείς εικόνες και αμεσότητα αίσθησης τον χαρακτηρίζουν. Οι λέξεις είναι κυρίως αρνητικές. Οι εικόνες ζοφερές: νεκρές πληγές, ποτάμια ξεραμένα, κομμένα δέντρα, ετοιμόρροπα πουλιά, τσακισμένα φτερά οδοιπόρων, νύχτες κρεμασμένες από επώνυμα, σεντόνια στο χρώμα του πένθους, πληγιασμένες υδρίες.
Αποβάθρες γυάλινες
ΙΙΙ
Η μοναξιά μας ολόκληρες μέρες
Ταξίδευε σε ακίνητες θάλασσες.
Στις αποβάθρες φτιάχτηκαν πρόχειρα καταλύματα
για μια επιστροφή.
Κατοικήθηκαν όλα από τους νεκρούς μας.
Έμαθα να σε βλέπω μες στο σκοτάδι
έμαθες να με βλέπεις μες στο σκοτάδι
ανάψαμε το φως και τυφλωθήκαμε.
Μινιμαλιστική έκφραση και λόγος κρυστάλλινος, συμμετρικός, με αφομοιωμένη την ελληνική λογοτεχνική παράδοση, ιδιαίτερα την ποίηση της Πολυδούρη. Ελαφρά χροιά ειρωνείας για τη ζωή ορισμένων γυναικών, ένας σκοτεινός λυρισμός και η σχεδόν μηδενιστική αντιμετώπιση της ζωής του σύγχρονου, διαψευσμένου από ιδεολογίες και έρωτες, ανθρώπου. Η ποίηση, και γενικότερα η τέχνη, δημιουργική διέξοδος, τόπος αναζήτησης της ολότητας.
Προοπτικές
Ι
Κοιτώ τις ξεβαμμένες από ευτυχία γυναίκες
σε στάση νηστείας απ΄ τη ζωή.
Σκέφτομαι πως τίποτα
τίποτα
πια δεν περιμένουν.
Ούτε δάση
ούτε θάλασσες
ούτε ουράνιους θόλους
Ζωγραφισμένους σε επίγειες σπηλιές.
Το λεωφορείο περιμένουν
να τις πάει στο σπίτι τους.
Τσαλακωμένα λάβαρα τα φουστάνια τους
στις χαρακιές της ζωής.
Στο βάθος της ποιητικής της Ελευθερίας Θάνογλου εμφωλεύει η ρευστότητα στη σχέση επιθυμίας – πραγματικότητας, όπως και η ιδέα της αναπαράστασης των στιγμών του παρελθόντος, υπό την έννοια όμως της διάψευσης και της αμφισβήτησης, που αποτελεί και το κέντρο της μοντερνιστικής αναζήτησης.
Λεπτοδείχτης ο χρόνος
Με τα πρώτα κρύα
οι ίσκιοι των δέντρων
προμήνυαν την ερημιά των ποιημάτων.
Ακινητοποιημένος ο χρόνος
σφυρηλατούσε μορφές στην πέτρα
οι ώρες μου κλαίγανε πάνω στο στήθος του φεγγαριού.
Χάθηκε ο λεπτοδείχτης της μνήμης μου
κι ούτε ο Αύγουστος μπορούσε να με παρηγορήσει
προσφέροντάς μου μια αναμάρτητη πανσέληνο
με ξελογιασμένα άστρα.
Τα ξημερώματα
τραβούσα κατά τον ήλιο
κι άρχιζα να ζωγραφίζω πάλι τον έρωτα
στα σκοτωμένα αγάλματα.
«Η τέχνη είναι ζωή», έλεγε ο Λουίτζι Πιραντέλο. Στην περίπτωση της ποιητικής συλλογής της Ελευθερίας Θάνογλου, «Αναπαράσταση», τα βαθιά ανθρώπινα ζητήματα, η διερεύνηση της πολυπλοκότητας του ερωτικού πάθους και το πέρασμα του χρόνου, αποτυπώνονται καλλιτεχνικά μέσα από παιχνίδι λέξεων ιδιαίτερα συγκινητικό και γοητευτικό.
.
ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
tvxs.gr 20/5/2019
Η ερμηνεία της πραγματικότητας μέσα από τα μάτια της Ελευθερίας Θάνογλου
Η ποίηση δεν είναι απλά ένας γλωσσικός κώδικας, αλλά ένα σύστημα φιλτραρισμένο συναισθημάτων που ανασυνθέτουν την πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα ενός ποιητή λειτουργώντας ως μία μεταγλώσσα. Δεν είναι αντανάκλαση του κόσμου, αλλά το συγκείμενό του, που έρχεται σε έναν ιδιότυπο διάλογο με τη ζωή κατά την –κάθε– αναγνωστική διαδικασία. Αυτό αναπόδραστα οδηγεί στο “ανοιχτό” κείμενο του Ecο ή το απροσδιόριστο το Iser μιλώντας στον καθένα με διαφορετικά στοιχεία του κόσμου του.
Σε μία τέτοια ανάγνωση η ποίηση της Θάνογλου («αναπαράσταση», Πικραμένος, 2019) διαθλά το εσωτερικό περιβάλλον στον εξωτερικό χώρο σε μία σύμμειξη πάνω στην ψυχική αλληλεπίδραση (πληγιασμένες υδρίες, ανοιχτά παράθυρα ΙΙ, μοιρολόγια, επιστροφές Ι). Η πλούσια εικαστική συμβάλλει στη συγκρότηση του καντιανού “αισθητικού γεγονότος” (κίτρινη ηδονή, αποκαθήλωση, πληγιασμένες υδρίες), σε αρμονία με τον συναισθηματικό κόσμο των συνθέσεων (μαύρα ποιήματα) και το στοχαστικό περιεχόμενο.
Η ποίηση της Θάνογλου δεν είναι μοιρολατρική. Είναι η επίγνωση της ανθρώπινης τραγωδίας, που γνωρίζουμε τις άσχημες στιγμές και επιλέγουμε να συνεχίσουμε να παλεύουμε (προοπτικές ΙΙ). Η δημιουργός με την «αναπαράσταση» αφήνει πίσω της ένα λιθαράκι στην αυτογνωσία του αναγνώστη∙ του “αποκαλύπτει τη δική του ανθρωπολογική κατασκευή” (Iser), τον τρόπο κατασκευής και ερμηνείας του κόσμου, γιατί τελικά –κάτω από τον Vygotsky– “οι λέξεις δεν αρκούνται να εκφράζουν τη σκέψη∙ τη γεννούν” (ανοιχτά παράθυρα IV, πολιτείες στίχων, εικόνες).
Στην Ελλάδα οι “νεοφιλελεύθεροι” χρηματοδοτούνται από το κράτος. Εμείς… από εσάς ! Στήριξε την ανεξαρτησία του tvxs.gr, κάνοντας κλικ εδώ.
Οι μεταφορές στη ρητορική της κατέχουν δομική θέση μέσα στην ποιητική αφήγηση (απογύμνωση, κίτρινη ηδονή, ανοιχτά παράθυρα ΙΙΙ, αντίδωρα). Η αλογία στις ήπιες εκφάνσεις της αισθητοποιεί εικαστικά την αγριότητα και το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης (μαύρα ποιήματα, ανοιχτά παράθυρα Ι & V, γυάλινες αποβάθρες). Ο λόγος της μέσα από τις συνυποδηλώσεις αφήνει ίχνη αμφισημίας, που καθοδηγούν τον αναγνώστη να ερμηνεύσει και με άλλους τρόπους (κλειστά σώματα). Οι ενδοκειμενικές ρηματικές ενδείξεις δεν επιτρέπουν όμως κάποια ερμηνευτική αυθαιρεσία∙ ωστόσο, ανοίγουν δρόμους εκείνος να αναστοχαστική για το ανθρώπινο δράμα (μοιρολόγια, μάταιες ακροάσεις, προοπτικές Ι) και τις αρνήσεις της ζωής (λευκό του λευκού, ανοιχτά παράθυρα Ι & ΙΙΙ, μηδενισμός). Οι συνθέσεις “προγραμματίζοντας” την αναγνωστική τους ανταπόκριση, κατασκευάζουν και τον αναγνώστη τους (Chelard-Mardoux). Η κατάλληλη τοποθέτηση των λέξεων ως συνυποδήλωση σε ων διαμορφώνει και τη συνεκτικότητα του έργου και της πρόσληψής του (επιστροφές Ι, ΙΙ).
Ο αναγνώστης της Θάνογλου δεν αναζητά μία προσομοιωτική εμπειρία, αλλά ταξιδεύει στο αποκαλυπτικό οικείο, εξερευνώντας το ανοίκειο (λεπτοδείκτης ο χρόνος)∙ διαμορφώνει τη δική του –συναισθηματική και κοινωνική– ταυτότητα μέσα από την ανταπόκριση του ποιήματος (πεταλούδα στα χείλη). Η ποίηση της Θάνογλου αποτελεί αισθητικό αντικείμενο. Ο αναγνώστης δεν είναι ούτε ο ναρκισσιστής, που προβάλλει τον εαυτό του, ούτε επιθυμεί μία εμπαθή φυγή, που αναζητά να χαθεί σε μία ψυχική ταύτιση∙ έρχεται σε διάλογο εμπλέκοντας την “απόσταση” και την “επικοινωνία” με το ποιητικό κείμενο (Bahtine), ως πηγή έντασης και αναστοχασμού. Φτάνει σε έναν διάλογο όχι με τον ποιητή αλλά με τον περιβάλλοντα χώρο –κοινωνικό και φυσικό– μέσα από την μεταφορική χρήση του ποιητικού λόγου (εικόνες).
Η δημιουργός αφήνει πίσω της ένα έργο ώριμο, που αλληλεπιδρά με την κοινωνία χωρίς να αναγνωρίζει προτεραιότητες. Δανείζει τον εαυτό της στη γλώσσα και καταναλώνει ως διακείμενα τις σάρκες της λογοτεχνίας (μέρες αργυραμοιβών, λεπτοδείκτης ο χρόνος, το λευκό του λευκού, ανοιχτά παράθυρα V). Η ποίηση της Θάνογλου δεν αναζητά κάποια χρησιμότητα∙ εκφράζει την ανάγκη του ανθρώπου να ζωντανέψει τα όνειρα και τις αγωνίες του, επιβεβαιώνοντας ότι αισθάνεται και άρα υπάρχει.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ
Fractal 20/08/2019
Μια υπομονή κι ένας κρυμμένος ήλιος
Εκδοτικά, η δεύτερη ποιητική παρουσία της Ελευθερίας Θάνογλου. Στην προσέγγισή μου για το πρώτο της βιβλίο, έγραφα: «η νέα αυτή ποιητική φωνή, έχει να υποσχεθεί πολλά καλά για το μέλλον». Το άμεσό της μέλλον, ήδη παρόν, με επιβεβαίωσε πλήρως. Γιατί στα ποιήματα της πρόσφατης ποιητικής της συλλογής, με τίτλο «αναπαράσταση», έχουν εμφανέστατα γίνει από σοβαρά και στέρεα βήματα ως άλματα, πάντα προς τα εμπρός. Και όχι μόνο.
Για να το καταφέρεις αυτό, χρειάζεται να απογυμνωθείς. Όπως η γυμνή κρεμάστρα1, που [έμεινε γυμνή / κατακτώντας το κενό / της καλά κλειστής ντουλάπας], έτσι και όποιος καταπιαστεί σοβαρά με τη γραφή, αργά ή γρήγορα καταλαβαίνει ότι για να προχωρήσει πέρα από τα τετριμμένα, χρειάζεται να απαλλαγεί από τα συμβατικά ρούχα, τα κυριολεκτικά, αλλά και άλλα, τα στερεοτυπικά. Η ποιήτρια, ξεφορτώνεται καλύμματα και προσωπεία, και σε πρώτο πρόσωπο φανερώνει ότι
[σου γράφω πάλι γυμνή], γνωρίζοντας πως [όλα κάποτε / γυμνή θα με βρουν], σε μία προσπάθεια να κατακτήσει την πληρότητα του γεμάτου κενού της καλά κλειστής Ποίησης.
[Σου γράφω πάλι γυμνή], Σημειώνω τη λέξη «σου». Απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα ή γενικά στον αναγνώστη; Στο τετράδιό της ή στην Ποίηση; Στην ψυχή της ή στη ζωή; Γιατί «πάλι»; Το έχει ξανατολμήσει ή εννοεί πάλι γυμνή, όπως μετά από τότε που εξήλθε από τη μήτρα; Ή αναφέρεται στην εποχή που αθώο νήπιο, έπαιζε γυμνή το καλοκαίρι στην ακροθαλασσιά και «έγραφε» με αλίκτυπα ξύλα γραμμές στην άμμο; Το βέβαιο είναι ότι με τη λέξη «πάλι», συσχετίζει –αν όχι εξαρτά– τη γραφή, τη γύμνια και τον άνθρωπο («σου») με (από) τον χρόνο. Θα επανέλθω.
Η γύμνια και ο πόνος. Η νεότητα και ο θάνατος. Δυο λέξεις: Ζωή Καρέλλη2:
[Πίσω αφήνουμε τον πόνο μας, / εμείς οι πιο γυμνοί, οι πιο απελπισμένοι, /
τιμωρημένοι, δίχως να πιστεύουμε / στην τιμωρία μας, πηγαίνουμε / να
συναντήσουμε, ξανά να ορίσουμε / τη γνώση της νεότητας και του
θανάτου].
Σε παράλληλη πορεία, το ποιητικό υποκείμενο, αποκαλύπτει ότι όσο κι αν καταφέρνει να απαλλαγεί από τα κάθε λογής ρούχα, είναι κάποια εσώρουχα, μαύρα, καλά κολλημένα πάνω του (της). Με όλη την ευθύτητα που το (την) διακρίνει, ομολογεί:
[Δεν μπορώ να ξεφύγω από τα μαύρα ποιήματα].
Ίσως και να μην το θέλει κατά βάθος να ξεφύγει, διότι [οι ανείπωτες λέξεις, έλεγες / γεννιούνται μέσα στο μαύρο].
Σε απόλυτη ταύτιση με την πλειονότητα των ποιητών. Μνημονεύω μία πρόσφατη ομολογία, αυτή της Κλεοπάτρας Λυμπέρη3:
[– Γιατί ο ποιητής ζει σε ένα διαρκές πένθος;
– Γιατί από το πένθος γεννιούνται νέες ιδέες].
Το μαύρο. Ως χρώμα, ως αίσθηση, ως πρόσληψη. Ακόμη και [στα όνειρά σου έβλεπες / έναν μαύρο ήλιο που έβρεχε].
Έτσι, καταδυόμενη στη θάλασσα από μαύρο μελάνι, ακούγοντας τα κύματα να μιλούν [για τις σιδερένιες αστραπές / και τα μαύρα λάβαρα], λευτερώνεται σαν [μαύρη πεταλούδα η ψυχή], γίνεται έμπνευση:
[βγήκε απ’ το κουκούλι της / έκατσε πάνω στο μολύβι μου].
Αρχίζει η θάλασσα των λέξεων να ζωγραφίζεται στο χαρτί, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, κατά τον υπερρεαλιστικό τρόπο:
[το θαύμα της θάλασσας / το ανύπαρκτο του ορίζοντα άγγιζε].
Εκεί, [ναυαγούσαν όλο το βράδυ / ξανά και ξανά τόσα πρόσωπα μέσα σου].
Υπήρχε αέρινος παλμός κάτω από την φαινομενική ακινησία, αφού [φάνταζε η θάλασσα / ακίνητη / όπως οι άνεμοι του έρωτα / επάνω απ’ τ’ αγάλματα].
Μία άλλη θάλασσα (γραφή; ζωή; ψυχανάλυση;), «εκδίδεται» στον Χρόνο, επί πληρωμή φυσικά:
[η ώρα πορφυρή βουτούσε σε ιερόδουλη θάλασσα].
Τίμημα; Το αίμα του ποιητή.
Μετά από το καυτό του Χρόνου σπέρμα, αλάτι πλέον εντός της,
[ακόμη και η θάλασσα υποχωρούσε στα ενδότερά της / δεν άντεχε να γλείφει τις ίδιες και τις ίδιες πληγές].
Αρκετές πληγές αποκάλυψε γι’ απόψε.
Πρώτη, τη μοναξιά. Γιατί
[η μεγάλη μοναξιά / πάντα φανερώνεται / καταμεσής της λίστας / των ηρώων]
και δη των αφανών ηρώων. Ύστερα από το μεγάλο ταξίδι, αφού [η μοναξιά μας ολόκληρες μέρες / ταξίδευε σε ακίνητες θάλασσες], ήρθε τώρα να κατασταλάξει στη στεριά, να στεριώσει σε φιλόξενες γι αυτήν πολυκατοικίες: [τώρα πια / πολυώροφες νύχτες μοναξιάς / κι αισθήματα σ’ αφέγγαρα μπαλκόνια], διαφυλάσσοντας τα υπάρχοντά της: [τα βράδια ανάσκελα η μοναξιά / φρουρεί τις αναμνήσεις της].
Οι νύχτες, κατεξοχήν της μοναξιάς και της μνήμης.
Το φως της μέρας; Απαλύνει τον πόνο; Φέρνει φωτεινότερες μνήμες ή συνεχίζεται η γεύση της νύχτας;
[Έτσι χάραζαν οι μέρες / μηρυκάζοντας στίχους μέσα από το δέρμα σου].
Κι ας είναι [οι μνήμες μου επώδυνες / άλυτοι κόμποι μέσα μου].
Πιστοποιούν το γεγονός ότι υπάρχεις. Έχω αναμνήσεις, άρα υπάρχω. Συχνά βέβαια παρασύρομαι. [Στη στερνή λουρίδα μιας νωπής ανάμνησης / ξυπόλυτη, / με βήμα σημειωτόν / με προσπερνούσαν τα πράγματα].
Σε αυτό βοηθάει και η συνήθεια, η οποία με τη σειρά της είναι φρουρός της πλάνης. Εν τω μεταξύ, η καθημερινότητα συνεχιζόταν, προσπερνώντας τα ολοφάνερα,
[αμελώντας να ράψω δυο μάτια / στην πάνινη κούκλα μέσα μου / που ήξερε αυτό που δεν έβλεπε / και φανταζόταν αυτό που δεν υπήρχε].
Ο τρόπος για να απαλλαγείς από τη μοναξιά; Κυρίως ένας. Η ανθρώπινη επαφή. Τότε, η μοναξιά πεθαίνει, όπως εκείνη1, [που πέθανε μέσα / στα δάχτυλά σου].
Κλειδί στη ζωή και στην Ποίηση; Ο Χρόνος.
[Περνούσε ο χρόνος / βηματίζοντας σε πεζοδρόμια ασφαλή / δίπλα σε γυάλινες βιτρίνες / κι ανθρώπινα μοτίβα].
Χρόνος. Σήμαντρο θανάτου, πένθους, απώλειας:
[χρόνια τώρα έγραφα για μια πένθιμη καμπάνα / με τον αντίχειρα κομμένο].
Με δύο έξοχους στίχους, αναδεικνύεται η παντοδυναμία και η διαρκής επέμβασή του σε όλα, κάτω από ένα εξαιρετικής ποιότητας προσωπείο ακινησίας: [ακινητοποιημένος ο χρόνος / σφυρηλατούσε μορφές στην πέτρα].
Θυμάμαι και το [η μοναξιά μας ολόκληρες μέρες / ταξίδευε σε ακίνητες θάλασσες] και αμέσως συνειρμοί με αλώνουν: θάλασσα-χρόνος, πέτρα-μοναξιά, μοναξιά-χρόνος, πάντα ρει. Η σχετικότητα της κίνησης, φαίνεσθαι και είναι, φαντασία και πραγματικότητα, …
Συμπέρασμα: Ποίηση.
Έρχεται η ώρα της απόδοσης ευθυνών. Η ώρα του απολογισμού. Γυμνός εσύ, για να δεις καθαρότερα, απογυμνώνεις και τον άλλο, ώστε να αξιωθείς να δεις γυμνή και την αλήθεια. Ξεκινάς με τις πρώτες, σκληρές μεν αλλά απαραίτητες διαπιστώσεις:
[μόνο αληθινά ψέματα / ψεύτικες αλήθειες / και μια μεγάλη έκτρωση, μου έλεγες].
Το β΄ πρόσωπο ενικού παίρνει το προβάδισμα, γιατί ξεκινώντας από το εσύ, θα φτάσει στο εγώ.
Εσύ, που [συνέχιζες να έρχεσαι / με μια σταυρωμένη αφή / χαρτόπαιζες τα χρόνια μου], εσύ που [απαρνήθηκες τα πέταλα / για μιας στιγμής κοτσάνι].
Εγώ: [κοιτούσα έξω μου / νεκρές πηγές, / ποτάμια ξεραμένα. // Κοιτούσα μέσα μου / κομμένα δέντρα, ετοιμόρροπα πουλιά].
Εσύ κι εγώ;
[Τριμμένη ρίγανη οι συλλαβές του σ’ αγαπώ / σε γυάλινα βάζα, / δωρίστηκαν σε ξένους].
Αποτέλεσμα; Ζωή στο σκότος της χίμαιρας, των προσωπείων, της απόκρυψης, της παραμόρφωσης. Όλα καταρρέουν στο πρώτο φως του ήλιου, στην πρώτη εμφάνιση φωτός διαύγειας, ρεαλισμού, αντικειμενικότητας.
Όλα χάνονται, στην πρώτη του λάμψη:
[έμαθα να σε βλέπω μες στο σκοτάδι / έμαθες να με βλέπεις μες στο σκοτάδι / ανάψαμε το φως και τυφλωθήκαμε].
Τη δύσκολη τούτη ώρα, φυσική κατάληξη η απαισιοδοξία. Το τοπίο άνυδρο, ξερό, δεν έχει στάλα αποθέματος αισιοδοξίας:
[στέρεψαν οι στέρνες, / τα νερά στα ξεροπήγαδα / ήλιοι νεκροί και αργυραμοιβοί σφαγμένοι].
Είναι τόση η ερημιά, που αντί να ανθίσει έστω και ένα μικρό λουλούδι στην αχανή της έκταση, ανθίζει η ίδια, με τα βαριά, σκούρα της άνθη, πάνω στην ανθρώπινη πλάτη, αυξάνοντας τόσο το φορτίο, που κάθε προσδοκία απογείωσης ματαιώνεται:
[μάταια στην πλάτη μου τόση ανθισμένη ερημιά / πτήσεις δεν ενδέχεται να υπάρξουν]. Το αντιθετικό, οξύμωρο σχήμα λόγου (ανθισμένη ερημιά), κορυφώνει την ποιητική ένταση.
Ακόμη μία πολύ δυνατή εικόνα, από τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα4:
[(Ο ίσκιος στηρίζει τα δάχτυλά του / πάνω στον ώμο μου)].
Κρατάω εδώ τη λέξη «ίσκιος». Έχω τους λόγους μου.
Η ερημιά τούτη, ίσως είναι ελάχιστα Σολωμική, λίγο περισσότερο «Ελιοτική», πάντως είναι «Αλλιώτικη», πιο κοντά ίσως σε αυτή του Γιώργου Μπλάνα5:
[Όσοι έχουν το χάρισμα του ποιητή κατοικούν μιάν ερημιά / ή παραμερίζονται απ’
τους κατόχους της σοφίας].
Ανθοφορία (ανοιξιάτικη;) που ακολουθείται από τη μελαγχολία του φθινοπώρου, [σκοτωμένα φύλλα στα χέρια μου] και την απογοήτευση: [σκέφτομαι πως τίποτα / τίποτα / πια δεν περιμένουν].
Η ζωή, καλά κλεισμένη σε ένα εναλλακτικό κυβερνείο, με κυβερνήτη τον Χρόνο, έξω από το οποίο, απουσία χώρου, απουσία ζωής. Μόνο μία νεκρή φύση:
[έξω από τις κάμαρες του κυβερνείου το πουθενά, / το τίποτα και μια λουλουδιασμένη στράτα].
Και μέσα όμως, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Ο Χρόνος είναι σκληρός άρχων: [χάθηκε ο λεπτοδείχτης της μνήμης μου / κι ούτε ο Αύγουστος μπορούσε να με παρηγορήσει / προσφέροντάς μου μια αναμάρτητη πανσέληνο].
Υπομονή; Το αύριο θα είναι καλύτερο;
Αφού [το μέλλον έμβρυο που δεν γεννήθηκε ποτέ] κι εμείς, για να αντέξουμε, μέσα από τα παράθυρα του κυβερνείου, [βρίσκαμε διέξοδο στη συνεχή παρατήρηση του έξω κόσμου].
Δεν θέλει πολύ, για να καταλήξεις στον μηδενισμό. Από το μηδέν του θανάτου, στο μηδέν της γέννησης:
[ακατάστατα τα χρόνια μου / ξεκινούσαν απ’ του θανάτου τις θημωνιές / να φτάσουν στο μηδέν της γέννησης].
Ίσως και [σε μια Αχερουσία κολυμπήθρα], στο μηδέν της κατάληξης, στη βάπτιση με το αμείλικτο νερό του θανάτου (βλ. και την ποιητική συλλογή της Φωτεινής Βασιλοπούλου: ΑΜΕΙΛΙΚΤΟ ΝΕΡΟ6)
Στην πρώτη της ποιητική συλλογή, «Οι πέντε εποχές του κόκκινου», η ποιήτρια (εξακολουθώ να θεωρώ ότι) διαπραγματευόταν κυρίως πέντε ζητήματα: της απουσίας, της μετάνοιας, της παράθλασης, της αλμύρας και των πτήσεων, με έντονη την παρουσία και των πέντε αισθήσεων.
Εδώ, ο λόγος βρίσκεται πίσω από ένα εξώφυλλο, με έργο ζωγραφικής του πολυγραφότατου, επίσης ποιητή Αντώνη Σκιαθά, με τίτλο «Γιορτινό Τραπέζι». Έντονες οι επιρροές εξπρεσιονισμού και συμβολισμού. Μέσα από μια αφαιρετική και κάπως σουρεαλιστική αναπαράσταση μιας γιορτής, η οποία «πρόκειται να» γίνει, αφού δεν υπάρχει το ανθρώπινο στοιχείο, το οποίο, όχι μόνο ετοιμάζει το γιορτινό τραπέζι, αλλά και με τη συμμετοχή του θα λάβει χώρα η γιορτή, γίνεται εικάζω μια ποιητική «αναπαράσταση» μιας ολόκληρης ζωής, προς τιμήν του Άρχοντα Χρόνου.
Αναπαράσταση αναγκαία για να εξαχθούν συμπεράσματα. Για να αξιολογηθούν τα πάντα. Φιλία. Έρωτας. Σχέσεις. Χωρισμοί. Θάνατος. Επιλογές. Απολογισμός. Ευθύνες, εντός και εκτός. Λήψη αποφάσεων. Χάραξη πορείας.
Στόχος;
Να πλουτίσει η αυτογνωσία.
Να πτωχεύσει το εφήμερο, η μάσκα, η αδιαφορία, η παραμόρφωση, η υποταγή.
Η αναπαράσταση στο εξώφυλλο γίνεται με απουσία ανθρώπινων σωμάτων. Με παρουσία ανθρώπινων αναμνήσεων, πράξεων, ενεργειών, αλληλεπιδράσεων, κινήσεων, νοοτροπιών, συμπεριφορών.
Γιατί ο χρόνος, μπορεί να απομακρύνει για λίγο ή για πάντα τα σώματα, δεν μπορεί όμως να παρέμβει στη μνήμη, στην αγάπη, στην καρδιά. Δεν μπορεί να εμποδίζει την ενεργειακή αναπαράσταση σταθμών της ζωής.
Η ποίηση της Ελευθερίας Θάνογλου, κινητοποιεί τον αναγνώστη και τον κάνει συμπρωταγωνιστή σε μία –κατά τη γνώμη μου– «αναπαράσταση» ζωής, όπως ανέφερα και πριν.
Θέατρο; Της Μνήμης. Σκηνή; Το γιορτινό τραπέζι. Σανίδια; Οι πέντε αποχρώσεις του κόκκινου. Εδέσματα; τα προσωπικά βιώματα, τα οποία με τη βοήθεια της Ποίησης, ως πέντε άρτοι, επεκτείνονται και στο συλλογικό, παγκόσμιο τραπέζι. Τραγούδια; Μοιρολόγια; Ύμνοι; Άδουν εναλλάξ ο έρωτας, ο χωρισμός, η μοναξιά, ο ίδιος ο Χρόνος, ο απολογισμός, η απαισιοδοξία.
Λόγος, ο οποίος ενσωματώνει εκτός από το θεμελιώδες συστατικό κάθε καθαρόαιμης Ποίησης (το βίωμα), πολλά ακόμη πολύτιμα συστατικά, όπως είναι ο στοχασμός, η κριτική στάση (προς τους άλλους αλλά και η αυτοκριτική), η αυτογνωσία, τα ψήγματα δοκιμιακών αναζητήσεων, η καθαρότητα και η ελευθερία – τυχαίο το όνομα της ποιήτριας; – σκέψης και έκφρασης, το υπέρυθρο βλέμμα και το απρόσμικτο προσωπικό ύφος.
Το πρώτο πρόσωπο ενικού, αναλαμβάνει τολμηρά τις ευθύνες του, απευθύνεται στο δεύτερο με την ίδια τόλμη –περνώντας από τη διαπίστωση στο κατηγορώ– και διαπραγματεύεται το εμείς, πληρώνοντας τα κενά με την περιγραφική ευρύτητα του τρίτου ενικού και πληθυντικού. Οι λέξεις ξαναβρίσκουν το πληγωμένο νόημά τους και μπαίνουν κάτω από τον ήσκιο του Ποιητικού Λόγου.
Η δύναμη της αγάπης, μπορεί να μεταμορφώσει τον αγαπημένο, σε δροσερό ήσκιο:
[γινόσουν ολόκληρος ήσκιος] και ο πόθος, τής έστω “ησκιώδους” επαφής, επέφερε προσαρμογές για τη διευκόλυνση του ποθούμενου αγγίγματος:
[ζάρωνα… μήπως και δεν με βρει ο ήσκιος σου].
Τι είναι αυτό που μας κάνει να μιλάμε, να γράφουμε Ποίηση, να επικοινωνούμε;
[Δεν είναι το φως που με τους ήσκιους / μας κάνει να μιλάμε. / Είναι οι μέρες των ατέλειωτων βροχών, / οι μέρες των πετρωμένων υποσχέσεων].
Γι αυτό κράτησα στην αρχή, τη λέξη «ίσκιος» από το ποίημα του Λόρκα.
Ήσκιος όμως ή ίσκιος;
Σχολιάζω παρενθετικά εδώ την εύστοχη κίνηση να γραφτεί τρις, άρα συνειδητά, ο ήσκιος με ήτα. Το ήτα, είναι απαλότερο του αιχμηρού και σκληρού ιώτα, σε απόλυτη συμφωνία με την απαλότητα της υφής της σκιάς και την ηρεμία της ποιότητάς της (η σκιά, ήσκια, ήσκιος̇ βλ. και ησκιό, ησκιάδα, ησκιοδροσερός, και σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας, βλ. λεξικό).
Με την αφορμή αυτή, σημειώνω εδώ την τεράστια σημασία που έχει κάθε γράμμα, για τη διαμόρφωση του νοήματος και της προσωπικότητας μιας λέξης. Ήτα ή Ιώτα. Όχι μόνο για τη μουσικότητά της, ζήτημα άκρως σημαντικό για την Ποίηση, αλλά και για τη σημασία της, ζήτημα καθοριστικότατο για την έννοιά της (βλ. λ.χ. την επίπτωση του ι και του η στις λέξεις «ίμερος» και «ήμερος»).
Η Ελευθερία Θάνογλου, λες και συνομιλεί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και στην ερώτηση που απευθύνει εκείνος στον εαυτό του7
[Τις παγωμένες νύχτες, / ψυχή μου, πώς αντέχεις τέτοιο ρήμαγμα, / εσύ
πού αναζήταγες τον ουρανό;]
έχοντας η ίδια περάσει κάτω από τους ήσκιους της μοναξιάς, της μνήμης, του χρόνου, του χωρισμού, του θανάτου, της δυσκολίας, του απολογισμού και της απαισιοδοξίας, οι οποίοι πέφτουν ως ανελέητοι προβολείς πάνω στην «αναπαράστασή» της, η οποία με τη σειρά της λαμβάνει χώρα κάτω από τον ήσκιο των δέντρων του ανθισμένου ποιητικού της κήπου,
ψιθυρίζει, σε κείνον, στον εαυτό της αλλά και σε κάθε αναγνώστη, ότι πίσω από κάθε ήσκιο, κρύβεται το φως της ελπίδας:
[κάθετοι βράχοι φύονται ανάμεσα στους κήπους.
Μα, κάθε βράχος και μια υπομονή
κι ένας κρυμμένος ήλιος].
Αναφορές
1 Ελευθερία Θάνογλου, {Οι πέντε εποχές του κόκκινου}, εκδόσεις Πικραμένος, 2017
2 Ζωή Καρέλλη, Νεώτεροι, {Οι θεμελιωτές της ποίησης στη Θεσσαλονίκη}, επιλογή – σημειώματα Ντίνος Χριστιανόπουλος, εκδόσεις Ινόνια 2010 σελ.21
3 Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Περί Συνομιλίας: 117, {Ποίηση με τέσσερα πόδια}, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2017, σελ. 26
4 Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Αρραβώνες, {Εκλογή Ποιημάτων},εισαγωγή – μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτη, εκδόσεις Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 2001 σελ.54
5 Γιώργος Μπλάνας, ΜΟΝΑΧΟΣ, {Η Απάντησή του}, εκδόσεις Νεφέλη, 2000, σελ. 27
6 Φωτεινή Βασιλοπούλου, {Αμείλικτο Νερό}, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2019
7 Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ρήμαγμα, συλλ. Ξένα Γόνατα, {Ντίνος Χριστιανόπουλος / Ποιήματα}, εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη, 2009, σελ.46
.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΖΑΡΔΟΥΚΑ
Περιοδικό “Μανδραγόρας” 63 Νοέμβριος 2020
Αναπαράσταση
…Και οι ουρανοί αποστηθίζουν τους ανθρώπους, έλεγες
Η Ελευθερία Θάνογλου με με την παρούσα ποιητική συλλογή «αναπαριστά» ποιήματα έντονης ενδοσκόπησης και εσωτερικής διερεύνησης. Το αναγνωστικό κοινό ανιχνεύει τον ψυχισμό της σε ποιήματα που δεν παύουν να παίζουν με το φως και τη σκιά και να μας προμηνύουν εναλλαγή στη διάθεση: οι δρόμοι φωτισμένοι/ θ’ αποκαλύπτουν τις αυταπάτες/ με σκιές κρυμμένες σ’ ένα ξεχειλωμένο μαύρο… σελ. 9 από το ποίημα «Απογύμνωση».
Το μαύρο αποκτά συμβολική χρήση στο ποίημα «Μαύρα ποιήματα» όπου τα ποιήματα είναι: θεριά ανήμερα …και λίγο πιο κάτω η ποιήτρια διατυπώνει
πως: Τα δάχτυλά μου/ θρυμματίζονται/ στα δόντια τους/χρόνια τώρα. Η διαδικασία της συγγραφής γίνεται σπαρακτική και επίπονη διαδικασία καθώς εκείνη στην αρχή του ποιήματος δηλώνει πως: Δεν μπορώ να ξεφ΄΄υγω από τα μαύρα ποιήματα/διαρκώς με κυνηγούν, με πιάνουν. Ένα άλλο χρώμα που συμβολίζει το ξεφτισμένο, το φθοροποιό που όμως εντοπίζεται στη φύση, θίγεται στο ποίημα «Κίτρινη ηδονή». Συγκεκριμένα η ποιήτρια γράφει πως: τα χέρια σου με έπλαθαν/ ζώο άγριο και ελεύθερο,/ με χαίτη ανεμίζουσα και ένστικτο πρωτόγονο.
Γενικότερα, τίτλοι ποιημάτων όπως «Κλειστά σώματα», «Πληγιασμένες υδρίες», «Μοιρολόγια» «Μάταιες ακροάσεις», «Μηδενισμός» μας μεταφέρουν μια ατμόσφαιρα κατήφειας και λελογισμένης μελαγχολίας. Στη σελίδα 37 η Ελευθερία γράφει: Ο πόνος του κόσμου, η χαρά του/ ταμπέλα ιερογλυφική για
μένα./ Πώς να διαβάσω τη ζωή/ όταν εσύ λείπεις; Η απουσία του άλλου, του συντρόφου, του συνανθρώπου εν γένει μας μεταφέρει μια αίσθηση μοναξιάς
μια εναγώνια συνειδητοποίηση της ποιήτριας ότι το μονήρες είναι παρόν σε κάθε πτυχή της ζωής της.
Πιο κάτω, στο ποίημα «Υπενθυμίσεις», επικυρώνεται η πιο πάνω θέση στη στροφή: Μάταια στην πλάτη μου τόση ανθισμένη ερημιά/ πτήσεις δεν ενδέχεται να υπάρξουν/ πώς να σηκώσουν τόσο θόρυβο, τόσες πράξεις;/ Και ποιος ουρανός θ’ αντέξει τόσο βάρος;
Η ποιήτρια δεν παραλείπει ακολούθως να μεταφέρει εικόνες αστικές, ανθρώπων που ακροβατούν στην αέναη και κάποτε απάνθρωπη κίνηση
της πόλης. Στο ποίημα «Προοπτικές» σελ. 39 γράφει: «Κοιτώ τις ξεβαμμένες από ευτυχία γυναίκες/σε στάση νηστείας απ’ τη ζωή./ Σκέφτομαι πως τίποτα/τίποτα/ πια δεν περιμένουν./ Ούτε δάση/ ούτε θάλασσες/ ούτε ουράνιους θόλους/ ζωγραφισμένες σε επίγειες σπηλιές./ Το λεωφορείο περιμένουν/ να τις πάει στο σπίτι τους./ Τσαλακωμένα λάβαρα τα φουστάνια
τους/ στις χαρακιές της ζωής
Αξίζει να σημειωθεί πως …Οι λέξεις στο ποίημα «Ανοιχτά παράθυρα IV» …έβγαιναν απ’ τα χαρτιά/ξεχύνονταν στους δρόμους/ γίνονταν γαβγίσματα/ γίνονταν αδέσποτα σκυλιά και στο ποίημα «Πολιτείες στίχων» η ποιήτρια σχολιάζει τη στιχουργική υπόσταση των λέξεων σε μια γλώσσα που έρπει, που συνομιλεί με τον άλλο σε μια προσπάθεια ποιητικής και κατ’ επέκταση φυσικής συνάντησης: Η γλώσσα μου νερόφιδο/ γλιστρούσε στο λαιμό σου/
βυθίζονταν στο στόμα σου/ στα τρύπια ποιήματα των
χεριών σου κουλουριάζονταν.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει η ποιήτρια τέλος στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στο ποίημα «Το λευκό του λευκού». Η επανάληψη της λέξης λευκό τόσο στον
τίτλο υπό τη μορφή γραμματικής κλίσης όσο και μέσα στο ποίημα, υποδηλώνει για ακόμα μια φορά στην ποιητική συλλογή την αναπαραστατική δύναμη του χρώματος στο συναισθηματικό τοπίο της δημιουργού.
.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
FRACTAL 19/01/2021
Με μαθηματική ακρίβεια
Ελευθερία Θάνογλου, δύο ποιητικές συλλογές: «Πέντε εποχές του κόκκινου» και «Η αναπαράσταση», Εκδόσεις Πικραμένος
Η Ελευθερία Θάνογλου εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με δύο ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Πικραμένος. Μας συστήνεται με τις Πέντε εποχές του κόκκινου, 2017 και την αναπαράσταση, 2019. Το αξιοσημείωτο στην ποιητική της Θάνογλου είναι η τέχνη με την οποία μεταχειρίζεται τις λέξεις. Οι λέξεις τής Θάνογλου εμφορούν προθέσεις πεζογραφικές, στοιχίζονται υπερρεαλιστικά σε ελεύθερο στίχο, διατηρώντας, ωστόσο, έναν εσωτερικό ρυθμό, ο οποίος με τη σειρά του αποδίδεται με συγκρατημένο λυρισμό, δικαιώνοντας τη νεοτερικότητά της ποιητικής της. Οι στίχοι της φέρουν μαθηματική ακρίβεια, καθώς αναμετρώνται με τη λογική πριν καταλήξουν στο συναίσθημα, δημιουργώντας εκείνο το παιχνίδι των αντιθέσεων που συναντάται συχνά στα έργα της. «Τετραγώνισέ με» της είπε./«Δεν μπορώ» του απάντησε «ξέρεις πως στις γωνίες σκοτώνουν/κι ότι για μένα υπήρξες ο κύκλος μου». Οι λέξεις της, σχεδόν μαθηματικά τοποθετημένες, αφορούν τον έρωτα, το χρώμα, […] «Όταν θα έρθεις/θα πατάς πάνω σε κόκκινους λεκέδες./Θα δεις θα φορά το κόκκινο παλτό/στη ραχοκοκαλιά της απουσίας.», το κόκκινο χρώμα.
Οι λέξεις, και η κίνηση που προσδίδει σε αυτές, «ξεφλουδίζουν» περίτεχνα την υπαρξιακή της αναζήτηση. Ξεφλούδισα πράσινο μήλο/βρήκα ένα σκουλήκι/έκανα μια με το μαχαίρι αφαίρεσα τη σάρκα,/μαζί με το σκουλήκι./Ξεφλούδισα τον χειμώνα/με την πικρή ψυχή/ του βρήκα πολλά σκουλήκια./Έκανα μια με το μαχαίρι, αφαίρεσα/λίγο από ψυχή/λίγο από σάρκα/κατάφερα να βγάλω ένα σκουλήκι./Τα υπόλοιπα που μείνανε εντός μου./βγάλανε κι άλλα κεφάλια.
Με αφετηρία τις πέντε ενότητες στις «Εποχές του κόκκινου», «της απουσίας, της μετανοίας, της παράθλασης, της αλμύρας, των πτήσεων», διηγείται τη θάλασσα, τη φύση, όσο τα χρώματα αντηχούν τον έρωτα. Η Θανόγλου ακολουθεί συμβολικά τον κύκλο των εποχών για να περιγράψει την αγωνία της ύπαρξης. Το φθινόπωρο για την απουσία, [..] «Ο δικός σου έρωτας/μου χαράζει το δέρμα/κι εγώ για επούλωση/χαράζω μια λευκή κόλλα χαρτί.» για τον χειμώνα επιλέγει τη μετάνοια, την άνοιξη για την παράθλαση, εκεί και ο ποιητής, δεν τον ξεχνά, […] «Οι ποιητές/για καθρέφτες/όνειρα/βυθούς/και κενά μιλάνε.», ενώ διακόπτει τη χαρμολύπη […]«Κάθε πρωί τα σπουργίτια/πιστά στο ραντεβού τους…/Ραμφίζουν στο παράθυρο/τη μοναξιά που πήγε να το σκάσει.», δίνει τόπο στην αναγέννηση, με τόση τρυφερότητα, στο πρόσωπο της κόρης της […] «Χελιδονάκι η αγάπη μου/σου την έστειλα/τότε, τώρα και πάντα/με την άνοιξη.»
Στο καλοκαίρι, […] «Θάλασσα/το καλοκαίρι χωρίς εσένα…» οι στίχοι της Θανόγλου συγγενεύουν διακειμενικά με τα σεφερικά καλοκαίρια και τη λατρεία της ελληνικής φύσης, […] «Όλο το απόγευμα αγκάλιαζα κύματα./ Οι παλάμες μου στόλιζαν με σκιές και φως/τον πάτο της θάλασσας./Στις Ραβδώσεις της άμμου εναπόθεσα λίγη μνήμη.», ενώ ο έρωτας, για τη Θανόγλου, έχει τη γεύση της αλμύρας. Η μοναξιά, η απουσία, ο ερωτισμός, η λύπη, λαμπυρίζουν κάτω από το ίδιο ελληνικό φως. Κάπως έτσι προκύπτει και η εποχή των πτήσεων. Το καταστάλαγμα, η ωριμότητα, η ελπίδα, το νέο που έρχεται, το μέλλον. […] «θα κάθεται σε σύννεφο που γράφει τ’ όνομά του/και ατενίζοντας τη θάλασσα που τόσο αγαπούσε/γυμνός απ’ όλα/θα βλέπει τα φτερά/που έβγαλε στους ώμους…»
Το συναίσθημα που επικρατεί στο σύνολο της ποιητικής της Θάνογλου είναι η χαρμολύπη. [..] «Μάταια στην πλάτη μου τόση ανθισμένη ερημιά/πτήσεις δεν ενδέχεται να υπάρξουν/πώς να σηκώσουν τόσο θόρυβο, τόσες πράξεις;» Ιδιαίτερα αισθητή στην «αναπαράσταση», όπου στο υπερκείμενο διακρίνεται η επιρροή της Πολυδούρη, αλλά και τα καρυωτακικά τοπία […] «Δεν είναι το φως που με τους ήσκιους/μας κάνει να μιλάμε./Είναι οι μέρες των ατελείωτων βροχών,/οι μέρες των πετρωμένων υποσχέσεων.»
Πρόκειται για έναν ποιητικό μονόλογο, μια μύχια περιπλάνηση, η οποία αν και αυτοαναφορική, παρασέρνει τον αναγνώστη στη θέαση ενός εσωτερικού κόσμου όπου ο έρωτας εμπλέκεται με την υπαρξιακή αγωνία […]«Βάφαμε τη μέρα νύχτα/βρίσκαμε κι άλλους νεκρούς» ενώ μια περίτεχνη λύπη ντυμένη τον χορό των αντιθέσεων, μεταμορφώνει την αναγνωστική πρόσληψη σε προσωπική υπόθεση.
Στην «αναπαράσταση», το φως συνορεύει με το διακείμενο της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Τα χρώματα, το θάμπωμα, το κίτρινο, το χολερικό ενός Μαρκές ξεπηδά από τις γραμμές των στίχων της Θάνογλου, επιμελώς υποδόρια, σαν αθέλητα μα σαφώς διακειμενικά, σκιαγραφώντας τις αναγνώσεις της ποιήτριας. […] «Γαυγίσματα σκύλων αδέσποτων/ σκέπαζαν τα ουρλιαχτά από τις λέξεις στα χαρτιά σου.» Οι λέξεις και πάλι. Οι λέξεις της Θανόγλου δεν ξεχνούν ότι είναι ποιήτρια και μετατρέπονται σε εργαλεία που υπηρετούν εντέχνως την ποιητική της. Χρώματα, παντού χρώματα στο έργο της Θάνογλου και λέξεις και η πατρίδα, το χρώμα, το χώμα το ελληνικό να συνδιαλέγεται με το κίτρινο και του μουσώνες του μαγικού ρεαλισμού. […] «Τις μέρες των βροχών/αχινοί τα λόγια μας/ουλές παντού στο πάτωμα/κίτρινοι οι τοίχοι.» Τα χρώματα, πότε μαύρα, πότε κίτρινα, πότε λευκά, συμβολικά συγγενεύουν με τις μεταλλαγές στον ψυχισμό, ενώ ταυτόχρονα μεταγγίζουν τις διαθέσεις τους σε αντικείμενα, σε φυσικά φαινόμενα,[…] «Τσαλακωμένα λάβαρα τα φουστάνια τους/στις χαρακιές της ζωής.»
Ο ποιητής, η ίδια η ποίηση, οι λέξεις […] «Δεν μπορώ να ξεφύγω από τα μαύρα ποιήματα/διαρκώς με κυνηγούν, με πιάνουν.» την αφορούν την Θανόγλου και δεν παραλείπει να υπενθυμίζει την ύπαρξή τους […] «Οι λέξεις/ έβγαιναν απ’ τα χαρτιά/ ξεχύνονταν στους δρόμους/ γίνονταν γαβγίσματα/ γίνονταν αδέσποτα σκυλιά/ που ξέφευγαν απ’ τον μπόγια.» Στους στίχους της ακούγεται απόμακρα το «εν αρχή ην ο λόγος», ενώ οι εικόνες αποτυπώνονται ρεαλιστικά απογυμνωμένες από την ωραιοποίηση του ρομαντισμού και υπερβατικά διατυπωμένες, σ’ ένα ψηφιδωτό που τα περιέχει όλα: τον έρωτα, τη λύπη τη χαρά, την ελπίδα τη μοναξιά, η ύπαρξη και πάλι από την αρχή, […] «Το μέλλον έμβρυο που δεν γεννήθηκε ποτέ./Απολιθωμένοι οι στίχοι/απολιθωμένα δάση οι λέξεις./Έγραφες ακατανόητα ποιήματα.», και πάλι το χρώμα και πάλι ο έρωτας: […] «Η ώρα πορφυρή βουτούσε σε ιερόδουλη θάλασσα.»
Η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, η θεατρικότητα, καθιστούν την ποιητική «αναπαράσταση», έναν θεατρικό διάλογο μεταξύ του εγώ και του κόσμου, του εγώ και της ύπαρξης, του εγώ και του έρωτα, του εγώ και του χρόνου. […] «Τώρα τελευταία/με συναντώ όλο και πιο συχνά/κάτω από ρημαγμένες στιγμές.» Μνήμη, λήθη, μοναξιά, απογοήτευση, ελπίδα, συνδιαλέγονται ψυχαναλυτικά σε ένα υπερρεαλιστικό ρυθμό με κέντρο τον έρωτα. […] «Τώρα πια/πολύωρες νύχτες μοναξιάς/κι αισθήματα σ’ αφέγγαρα μπαλκόνια.»
Η Θανόγλου παίζει με το φως. Το φως που μεταλλάσσει τις διαθέσεις, δημιουργεί το σκηνικό της, σκηνοθετεί και υποδέχεται το Άλλο της, συνδιαλέγεται μαζί του, του απευθύνεται ισορροπώντας μεταξύ της προτωπρόσωπης και δευτεροπρόσωπης αφήγησης. […] «Καταργήσαμε τα το έντονο φως/μεταλάβαμε το απογυμνωμένο σκοτάδι./ Απαρνήθηκα το λείο/για το άφυλλο άγγιγμα των χεριών σου./ Απαρνήθηκες τα πέταλα/για μιας στιγμής κοτσάνι.» Το ποιητικό εγώ μεταμορφώνεται, «Ένα μοναχικό μαύρο πουλί…», το εγώ και το Άλλο αποκτούν στα χέρια της υπόσταση, χαρακτηρίζονται προκειμένου να δοθεί τέλος στην αέναη μάχη, ενώ το κακό και το καλό, όπως συμπεραίνει η ποιήτρια με τα σύμβολα, «κρύβουν μοναξιά.». Η Θανόγλου σκηνοθετεί: «Αντικριστά τα πρόσωπά τους», ενώ δικαιώνει τη νεοτερικότητα της ποιητικής της συνδέοντας την με τις θεωρίες φύλου, δίκαια, σχεδόν σιωπηλά μα υπερήφανα. Την αφορά η ισότητα, το τέλος της μάχης, η κατάρριψη του στερεότυπου.
Η ποιήτρια και ο ποιητής και το άκαμπτο του κόσμου τούτου.
Περιστέρια πετούν σε σχηματισμό λέξεων
οι πένες άχρηστες
Ο ποιητής και η ποιήτρια
και πέρα στο βάθος…
Η Θανόγλου μας αποχαιρετά κάνοντας μνεία στην ανθρώπινη βούληση με μία ακόμα αντίθεση, καθώς, […] «πέρα στο βάθος υπάρχει «ένας θεός» ρεαλιστής, ένας θεός που, […] «ταΐζει σκισμένα ποιήματα τα περιστέρια.» Το ερώτημα της ύπαρξης υποκρύπτεται εντέχνως._
.
Οι πέντε εποχές του κόκκινου (2017)
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
ΦΡΕΑΡ 19/12/2017
Με το βλέμμα της θάλασσας
«Τίποτα περισσότερο δεν ζήτησα
από τη ζωή μου
παρά μονάχα ένα βράχο
να ατενίζω την θάλασσα»
«Οι πέντε εποχές του κόκκινου» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου. Σε πέντε ενότητες: «της απουσίας, της μετανοίας, της παράθλασης, της αλμύρας, των πτήσεων». Με ποιήματα σύντομα ως επί το πλείστον, με τίτλο ή χωρίς τίτλο. Όλες οι ενότητες αντιστοιχούν στο περιεχόμενο των τίτλων τους. Όμως σχετίζονται και μεταξύ τους σαν μια ορχήστρα σε ένα ενιαίο όλον.
Η ποιήτρια κατασκευάζει το δικό της σύμπαν με υλικά το προσωπικό βίωμα και την ευαισθησία. Ο κόσμος της είναι μελαγχολικός. Όμως δεν είναι ζοφερός. Είναι ο κόσμος των ατομικών εμπειριών και της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Τις περιπέτειες της δικής της ζωής ιχνηλατεί. Όμως με τρόπο που να συναιρεί αντίστοιχα συλλογικά στοιχεία. Και αυτό είναι που καταξιώνει την ποίησή της. Το βιωμένο προσωπικό γεγονός, φορτισμένο με φιλοσοφημένη στάση, αντανακλά και εκφράζει τον αναγνώστη.
Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από λυρισμό και ερωτισμό. Μια γλυκιά μελαγχολία τη διακρίνει.
«Ένα μικρό Λονδίνο η ψυχή μου. Πάντα βρέχει».
Πρωτοστατεί η εικόνα στο λόγο της και τα εκφραστικά μέσα είναι πλούσια. Η ερωτική απουσία, το τέλος των σχέσεων, η ευτυχία που χάνεται, εκφράζονται παραστατικά, με ζωντανές εικόνες και διαυγή λόγο. Κυριαρχεί η μνήμη, επώδυνη, αλλά και νοσταλγική. Μικρά σπαράγματα ερωτικού λόγου τα ποιήματά της. Ο έρωτας μια δίνη, ένας καταρράκτης που φοβίζει τους μη μετέχοντες. Γέφυρες, αναχώματα, λευκές σημαίες δεν αρκούν. Ποτάμι ο έρωτας. Δεν αλλάζει κατεύθυνση, ούτε γυρίζει πίσω. Χαρμολύπη η ουσία του. Πικρό γλυκό κυδώνι η γεύση του. Στο τέλος πετάς το κουκούτσι.
Ο γιατρός
αποφάνθηκε
κρύσταλλα σπασμένα
τ’ αγγεία των δαχτύλων μου.
Κι εγώ απορούσα πώς
μπορούσαν να γράφουν με τόσο αίμα
το φως
και να σβήνουν με τόσες ζωές
τη νύχτα.
Εκθειάζεται το «μαζί» της αγάπης. Για τις μέρες της φθοράς, η ποίηση αποτελεί λύτρωση, είναι το καθαρτήριο.
Ο δικός σου έρωτας
μου χαράζει το δέρμα
κι εγώ για επούλωση
χαράζω μια λευκή κόλλα χαρτί.
Γίνεται χρήση της γεωμετρίας, για να εκφραστούν σχέσεις, αισθήματα, συμπεριφορές. Γωνίες και κύκλοι, τετράγωνα, ευθείες γραμμές, τεθλασμένες, κενά.
«Τετραγώνισέ με» της είπε.
«Δεν μπορώ» του απάντησε «ξέρεις πως στις γωνίες σκοτώνουν
κι ότι για μένα υπήρξες ο κύκλος μου».
Το ίδιο χρησιμοποιούνται και τα χρώματα. Δεσπόζει το κόκκινο. Αλλά και το κίτρινο, το γαλάζιο, το μπλε έχουν τη θέση τους. Όπως και οι εποχές, η φύση, η θάλασσα, το φως.
Ξεφλούδισα πράσινο μήλο
βρήκα ένα σκουλήκι
έκανα μια με το μαχαίρι αφαίρεσα τη σάρκα,
μαζί με το σκουλήκι.
Ξεφλούδισα τον χειμώνα
με την πικρή ψυχή του
βρήκα πολλά σκουλήκια.
Έκανα μια με το μαχαίρι, αφαίρεσα
λίγο από ψυχή
λίγο από σάρκα
κατάφερα να βγάλω ένα σκουλήκι.
Τα υπόλοιπα που μείνανε εντός μου•
βγάλανε κι άλλα κεφάλια.
Θίγεται ο φθόνος, η κακία, η ματαιοδοξία, η εγωπάθεια. Όμως βρίσκουμε και πολύ τρυφερά ποιήματα αφιερωμένα στους γονείς, στα παιδιά, όπως και ποιήματα ποιητικής.
Οι ποιητές
για καθρέφτες
όνειρα
βυθούς
και κενά μιλάνε.
Σταμάτησε η ποίηση να σιωπά στο φως
μετά από χρόνια πολλά κοιτάχτηκε στα γυαλικά της σάλας.
Οι καθρέφτες είχαν θαμπώσει
χωρίς να καθρεφτίζουν τίποτα
τα όνειρα είχαν ξεχαστεί
και είχανε αλλάξει ταυτότητα
οι βυθοί γεμάτοι φύκια
και μόνο τα κενά των ανθρώπων παρέμειναν ίδια•
μεγάλα.
Η μοναξιά έχει την ιδιαίτερη θέση της. «Γίνεται επαίτης για ένα άγγιγμα». «Στην ψυχή μια μικρή ρωγμή». Η διάψευση αναρρώνει με «ψίχουλα καλοκαιριού».
Κάθε πρωί τα σπουργίτια
πιστά στο ραντεβού τους
τσιμπολογούν την Άνοιξη
μαζί με το ψωμί της.
Ραμφίζουν στο παράθυρο
την μοναξιά που πήγε να το σκάσει.
Κι εγώ τους πετώ ψίχουλα καλοκαιριού
που είχα φυλαγμένα
να ‘χουν στην απουσία μου
κάτι να με θυμίζει.
Η θάλασσα έχει την τιμητική της. Μονοπωλεί «την εποχή της αλμύρας». Αστερίες, όστρακα, καΐκια, παραγάδια, αλμυρίκια, αμμουδιές. Όλο το γλωσσάρι της επιστρατεύεται. Συνδυασμένη με το καλοκαίρι, άλλοτε λειτουργεί αναζωογονητικά και άλλοτε γίνεται πνιγμός για τα χαμένα όνειρα ή οδηγεί σε ναυάγιο.
Χαράματα.
Πήρε το καρεκλάκι,
τα πρωινά του όνειρα
τα εναπόθεσε στην άμμο
και κάθισε να δει την αρχή της ημέρας.
Φέτα καρπούζι η αυγουστιάτικη ανατολή
έσταξε πάνω στη θάλασσα, την λέρωσε•
κι έτσι καθώς υψωνόταν αργά αργά
για να την βαστάξει ο ουρανός,
δυο τρία σύννεφα περαστικά
ζήλεψαν την προσωρινή δόξα του θεάματος
όμοια με μαχαίρια έκοψαν από την ανατολή
δυο – τρεις φέτες δόξας.
Εκτός από την παραστατική εικονοποιία, αξίζει να τονίσουμε τη χρήση της αντίθεσης, όπως και το παιχνίδι με τις λέξεις. Αυτά είναι τα εργαλεία της ποιήτριας. Μ’ αυτά συνθέτει τον δικό της υποκειμενικό ποιητικό κόσμο.
Η θάλασσα πρασίνισε
ο ουρανός μαύρισε.
Εκείνη έσκισε τα κύματα
τα κύματα έσκισαν τα βράδυ τα χαρτιά της.
Εκείνος φόρεσε το βράδυ
και το πρωί που το ‘βγαλε σκοτείνιασε τελείως.
Το καλοκαίρι, η θάλασσα, η αγάπη, ο έρωτας. Ευαισθησία και συγκίνηση στην ποίηση της Ελευθερίας Θάνογλου. Πίνακες του Μονέ τα ποιήματά της, με ζωηρά χρώματα, συνθέσεις σε εξωτερικούς χώρους, έμφαση στο φως. Σε πολλά σημεία ο στίχος ευφάνταστος, δυνατός.
Η Ελευθερία Θάνογλου με την ποιητική συλλογή «Οι πέντε εποχές του κόκκινου» κάνει τα πρώτα βήματά της στην ποίηση. Αποδεικνύονται πολύ ελπιδοφόρα. Ο λυρισμός υποβλητικός. Η ποίησή της σου χαμογελάει. Τη γεύεσαι, την οσφραίνεσαι, τη ζεις. Αφήνει μια γλυκιά γεύση στα χείλη, σαν το παλιό καλό κόκκινο κρασί. Το αποτέλεσμα εξαιρετικά θετικό και ευοίωνο. Της ευχόμαστε καλή αρχή! Και καλοτάξιδη η ποιητική της συλλογή!
http://frear.gr/?p=20220
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ
FRACTAL 6/12/2017
«Ζω χωρίς εμένα»
Είναι το πρώτο βιβλίο της Ελευθερίας Θάνογλου με ποιήματα (άλλα με τίτλο, άλλα χωρίς) συγκροτημένα σε πέντε ενότητες. Πέντε εποχές. Πέντε γραμμές παράλληλες. Της απουσίας. Της μετανοίας. Της παράθλασης. Της αλμύρας. Των πτήσεων. Πέντε αποβάθρες σταθμών. Πέντε λεκτικά υπόβαθρα που αποτελούν ένα πεντάγραμμο, στο οποίο είναι γραμμένο το τραγούδι της ζωής: έρωτας, απουσία, μοναξιά. Σώμα, ψυχή, νους. Προβληματισμοί, διαπιστώσεις, καταστάσεις. Είναι πέντε παράθυρα προς τον κόσμο, ανοιγμένα στον κατακόκκινο τοίχο της σιωπής, του πόνου, του αίματος. Πέντε παράθυρα ανοιχτά για να βλέπεις τις διακυμάνσεις του φωτός, της ύλης, των συναισθημάτων, των σκέψεων, των ερωτημάτων και των διλημμάτων.
Η εποχή της απουσίας, πρώτη. Προϋποτίθεται η ύπαρξη παρουσίας πριν. Άρα χρόνος κοινός. Έρχεται με συνειδητοποιήσεις που συνοδεύονται από απορίες για τη ζωή του απόντος, αφήνοντας στην άκρη το γεγονός πως και τότε όλα γινόντουσαν μπροστά στα μάτια μας:
Πώς
ξόδεψες τις στιγμές που δεν έζησες
κι εγώ με τι οικονομία μάζευα τις απουσίες σου.
Η νοσταλγία του άλλου, σωματικά και ψυχικά, μαχαίρι. Το σώμα διψά, ποθεί, θυμάται:
Κοιτάζω τα χέρια σου,
ξένα χέρια,
άλλου σώματος,
ξένα.
Αυτά που γνώρισαν το σώμα μου
καλύτερα κι απ’ τα δικά μου.
Η αφή κυρίαρχη αίσθηση στη συλλογή, εντείνει την απουσία, η οποία περιστρέφεται κυρίως γύρω από το σώμα, τον έρωτα και τελικά το όλο «είναι», το οποίο ως ποτάμι ρέει συνεχώς αρνούμενο να υποταχτεί. Ο πόνος της απουσίας μαλακώνει όταν θυμάται στην εποχή της παρουσίας τις άκαρπες προσπάθειες και τις μονομερείς θυσίες για επίτευξη συμπόρευσης:
Τι κι αν έστησα αναχώματα σηκώνοντας λευκή σημαία
επάνω τους
εσύ πάντα ζητούσες την ευθυγράμμισή μου…
Πώς μπορείς λοιπόν να ευθυγραμμίσεις ένα ποτάμι;
Και για πόσο μπορείς να το κρατήσεις έτσι;…
Πώς μπορείς και μου ζητάς ν’ αλλάξω;
Δεν βλέπεις; Χύθηκα μέσα στη θάλασσα πια.
Λόγια σκληρά; Λόγια αληθινά, ειλικρινά, κατακτημένα μέσα από πόνο, εμπειρίες, καταστάσεις, τριβή. Όταν η απουσία είναι παρούσα, ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι μένουν μαζί, το γυαλί πάει, έχει ραγίσει και δεν ξαναγίνεται όπως ήταν πριν. Κάθε προσπάθεια καταδικασμένη. Με το ζόρι βέβαια τα κομμάτια μπορεί να μείνουν σε κάποιου είδους «επαφή», οι ρωγμές όμως είναι πάντα εκεί ως απέναντι όχθες που μέσα τους κυλάει και φεύγει ανεπιστρεπτί το νερό από το ποτάμι της ζωής. Φεύγει και ο χρόνος, άνοστος, χαμένος. Τίποτε δεν μπορεί να αναστρέψει τα πράγματα, ούτε η εκούσια θυσία του ενός στο βωμό της λογικής ούτε ο νοητικός εγκλωβισμός του μέσα σε τεχνητά καλούπια. Μάταιο:
«Τετραγώνισε με» της είπε.
«Δεν μπορώ» του απάντησε «ξέρεις πως στις γωνίες σκοτώνουν
κι ότι για μένα υπήρξες ο κύκλος μου».
Το ζήτημα είναι μετά την απουσία, στην εποχή της μετανοίας, να μετανιώσεις έντιμα και ειλικρινά για όσα ήταν ξένα προς εσένα. Όχι γι’ αυτά που με το χέρι στην καρδιά έκανες. Να μετανιώσεις για τις μάσκες που φόρεσες, να δεις ποιος είσαι χωρίς να φορτωθείς επάνω σου ενοχές, χωρίς να καταδικάσεις τον εαυτό σου. Νοείς μετά την τέλεση. Γίνεσαι καλύτερος. Πώς; «Μετά» και «κατά» νοώντας.
Ξεκινάει δύσκολα η μέρα. Το ξέρω πρώτο χέρι:
Πρωί· κάτω στη σόλα
του παπουτσιού της
η μέρα ήδη σκοτωμένη.
Νιώθεις κενός, άδειος, ασήμαντος, μπορεί και άχρηστος. Ναι, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, έρχεται απρόσκλητη να σε επισκεφθεί.
Και η γυμνή κρεμάστρα;
Έμεινε γυμνή
κατακτώντας το κενό
της καλά κλειστής ντουλάπας.
Το σώμα σου, συμμαχεί με τον απόντα, γεννώντας με δόλο επιθυμίες μέσα από εικόνες γλυκών αναμνήσεων:
Τα χέρια σου μετάνοιες
που χώθηκαν στην μπλούζα μου
στις πρώτες αμαρτίες.
Έρχονται εναντίον σου στρατιές από άνομες συμμαχίες: Οι ενοχές σου, οι νοσταλγίες, ο φόβος της μοναξιάς, οι πεποιθήσεις των πολλών, ο κοινός νους, οι άβουλοι φίλοι, οι «καθωσπρέπει» συμβουλάτορες, όλοι με το χαμόγελο-όπλο σε σημαδεύουν. Σε έχουν καταδικάσει πριν καν μιλήσεις.
Μπορεί να σε χαρακώνει η απουσία, αλλά μήπως ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσεις κι εσύ πως έχεις ευθύνη; Συγκάλυψες, παρανόησες, παρέβλεψες, αγνόησες σημάδια που κραυγαλέα σου φώναζαν την πραγματικότητα. Ζούσες σε έναν κόσμο εικονικό, πλασμένο από εσένα. Είχες καταφύγει εκεί για να νιώθεις ασφαλής, καλύπτοντας το ψέμα με τα ίδια σου τα χέρια. Μήπως να ξυπνήσεις, να δεις κατάματα το τι έχει συμβεί; Μήπως να πάρεις αποφάσεις; Να μετανοήσεις, να δώσεις χώρο στον εαυτό σου (συγ-χώρεση), αγκαλιά, αποδοχή; Να βελτιώσεις την ικανότητά σου να διακρίνεις καθαρά; Να εστιάσεις στην αυτογνωσία σου; Να μην υποτάσσεσαι; Να μην παραβλέπεις; Να μην αφήνεις να παραβιάζουν τον προσωπικό σου χώρο; Θυμάσαι τι του (της) είπες κάποτε;
Εσύ ο λύκος.
Εγώ το φίδι.
Εγώ έχω το δηλητήριο,
μα εσύ στάζεις φαρμάκι.
Οι δέσμες φωτός, οι όποιες εκλάμψεις του νου, την εποχή της παράθλασης που έπεται (κάποτε προηγείται) περνώντας μέσα από την οπή της μνήμης, δεν συνεχίζουν την πορεία τους ευθύγραμμα, αλλά μπορεί να αλλάξουν κλίση. Είναι ίσως από την αγωνία τους να ξεφύγουν από τη λήθη. Όλα αλλάζουν.
Και μόνο τα κενά των ανθρώπων παρέμεναν ίδια·
μεγάλα.
Αυτό που έλκει τους προβολείς επάνω του, είναι η μοναξιά. Είναι «κοινό σημείο αναφοράς». Η τραγικότητά της εντείνεται με την ικανότητά της να αλλάζει διαρκώς πρόσωπα, ανεβάζοντας στη σκηνή
την μοναξιά που έγινε επαίτης
για ένα άγγιγμά σου
την μοναξιά που πέθανε μέσα
στα δάχτυλά σου.
Εσύ πονάς, κλαις, υποφέρεις. Κλείνεσαι. Απομονώνεσαι. Κι όταν η βροχή χτυπήσει τα τζάμια του παραθύρου σου, σηκώνεις το κεφάλι και θυμάσαι καθαρά ποιος ήταν αυτός για τον οποίο άδικα θρηνείς:
Ο έρωτάς σου πέφτει
σαν τα ψίχουλα από κάποιο παραμύθι
σ’ έναν δρόμο που βγάζει μόνο στο εγώ σου.
Ή μήπως μιλάς για σένα;
Όσο για εκείνον; Ο εαυτός του και κανείς άλλος. Με το προσωπείο του φρόντιζε μόνο το εγώ του. Εσύ; Τι έκανες; Η μνήμη, ανοίγει τα πέταλά της να μουσκέψουν από τη βροχή και ψιθυρίζει:
Την φίλησε
εκεί που έπεφτε η μπλούζα της
αφήνοντας έναν ώμο ακάλυπτο.
Και αυτή σήκωσε την μπλούζα
να μην κρυώσει το χνώτο του
που ’ταν ζεστό σαν ποίημα.
Ναι, αυτή ήσουν. Τρυφερή, ευαίσθητη, δοτική, συναισθηματική, εύθραυστη. Για τους άλλους αλλοπαρμένη. Δεν πειράζει. Τους συγχωρείς κι αυτούς. Αυτή ήσουν, αυτή είσαι. Η εποχή της μετανοίας πέρασε. Έδωσες τον καλύτερο εαυτό σου, απροσποίητα, με την καρδιά σου. Δεν μετανιώνεις γι’ αυτό. Ήσουν ο εαυτός σου. Δεν πειράζει αν ο άλλος δεν το κατάλαβε, δεν το εκτίμησε, δεν το υπολόγισε. Ήταν πολύ άκαμπτος για να αισθανθεί την πνοή σου. Πολύ κλειστός. Δεν άφηνε χαραμάδα για να περάσει το φως σου. Αργότερα θα εμπεδώσεις αυτό που ήδη έχεις αισθανθεί (δεν θα πω ξέρεις, δεν έχει σχέση καμία με τη λογική): δεν ήταν για σένα.
Μπορεί αυτή η αίσθηση να σου πέφτει τώρα λίγο αλμυρή, μα πέρασες κιόλας στην εποχή της αλμύρας. Εκεί, έρχεσαι σε επαφή με όλα όσα προνοητικά είχες παστώσει με αλάτι για να έχεις αργότερα, να μπορείς να θρέφεις την ψυχή σου όταν πεινάει. Αξίες που με κόπο ανακάλυψες και διαφύλαξες. Έχουν αλάτι από το αίμα σου. Μα και οι αναμνήσεις έχουν γεύση αλμυρή. Ιδιαίτερα των λαθεμένων επιλογών. Θες το αλάτι του χρόνου, θες το αλάτι του παράπονου, θες το αλάτι άλλων ανθρώπων, δεν παύουν να είναι αλμυρές. Όπως και όλα όσα σε πονάνε.
Το αλάτι τσούζει σε ανοιχτή πληγή. Ξεραίνει το δέρμα και μόνο με την επαφή:
η ζωή αλμύρα πάνω στο δέρμα μου
κι ο θάνατος κοιμήθηκε στο άσπρο μου σεντόνι
μα φέρει μέσα του μνήμες που γίνονται θάλασσα. Ένας και μόνο κρύσταλλος είναι αρκετός να σε κρατήσει όρθιο όταν έχεις έρθει στο σημείο να πεις:
μαζεύτηκε τόση άμμος μέσα μου
που έσβησε απ’ τον ορίζοντά μου την θάλασσα.
Αλμυρές είναι πλέον αρκετές από τις διαπιστώσεις σου, όπως αυτή που συνομιλεί με τον χρόνο:
Σε κάθε ίχνος που αφήνω πίσω μου
βουλιάζει και μια μικρή θάλασσα.
…
κι εγώ ακόμη ψάχνω να βρω το μέλλον μου
σε κάθε βυθισμένο παρόν.
Έχεις όλα τα άλλα, έχεις και την καθημερινότητα να αντιμετωπίσεις. Ή μήπως αναφέρεσαι σε νέες προτάσεις που σου γίνονται (η παλαιότερες που εκ νέου επανέρχονται) για υπαναχώρηση, συμβιβασμό, φυλάκιση των ανθέων της καρδούλας σου; Έχουν θράσος:
Τώρα πώς σου ζητάνε να χωρέσεις
την ζωή σου σε ρηξικέλευθα τσιμέντα;
Πώς να αντέξεις; Πώς να συνεχίσεις; Η εποχή των πτήσεων, έρχεται να σε πάρει μακριά από όλα τούτα, να σου δώσει μια ανάσα, να κάνεις βουτιές σε κόσμους ονείρων, επιθυμιών, να χαθείς μέσα στο στερέωμα της φαντασίας. Ομολογείς μεν:
Αγαπημένε μου
γελώ χωρίς εσένα
κλαίω χωρίς εσένα
ζω χωρίς εμένα
αλλά θέλεις να προχωρήσεις, να βρεις το κουράγιο να ζήσεις. Κάνοντας την αρχή, ξεκινάς τις πτήσεις σου με όμορφες αναμνήσεις που σε σημάδεψαν:
Από μικρή δεν μου άρεσε η Γεωγραφία
ώσπου ανακάλυψα τις Κυκλάδες
στο κορμί σου.
Ονειρεύεσαι τον Έρωτα και συγκλονίζεσαι. Αφήνεσαι στη ζωή. Σε μια από τις πτήσεις σου συναντάς εκείνον που βγάζει από μέσα σου ό,τι ομορφότερο έχεις. Είναι κι εκείνος τρυφερός, σαν κι εσένα. Ταιριάζετε. Κάνεις το βήμα. Του λες:
Τα χέρια σου
τα πόδια σου
τέσσερις γραμμές ευθείες.
Όταν ξεμείνω από χαρτί
επάνω τους θα γράψω.
Τολμάς. Πετάς σταθερότερα τώρα προς το μέλλον, έχοντας την εμπειρία των τεσσάρων σταδίων που προηγήθηκαν. Αλλά και δύο ακόμη στηρίγματα.
Τους γονείς σου:
Κάποιοι άνθρωποι είναι σαν άσπρα σύννεφα·
…
Τους εμπιστεύεσαι γιατί ξέρεις
ότι το βαμβάκι ουδέποτε χάραξε,
μόνο πληγές καθάρισε
και τον πρώτο σου, τον άγουρο έρωτα, που μπορεί να έμεινε ως καταγραφή μιας φιλίας ιδανικής, αλλά πάντα ήταν καυτός, ποτέ δεν έχασε το παραμικρό από τη μαγεία και την έντασή του:
τα νιάτα μας
τα όνειρα τα άγουρα
τ’ αγκάλιαζε η ζέστη
και πίσω από τα βραχάκια
μας χάζευε ένα μέλλον.
Πετάς, ξανά, λεύτερη. Πέρασες την εποχή της απουσίας ακούγοντας τη σιωπή της, την εποχή της μετάνοιας μυρίζοντας το άρωμά της, είδες για μια ολόκληρη περίοδο την παράθλαση, γεύτηκες την αλμύρα. Ήρθε η ώρα της χαράς, της απογείωσης των σωμάτων με την αφή, ήρθε επιτέλους η εποχή των πτήσεων.
Ναι, οι πέντε εποχές του κόκκινου, ίσως είναι οι πέντε πρώτες αισθήσεις. Του κόκκινου. Κόκκινου; Στη συλλογή παρουσιάζεται ως κόκκινο παλτό, κατάσαρκα ριγμένο «στη ραχοκοκαλιά της απουσίας». Στη φόδρα του διακρίνω καλά ζωγραφισμένο τον έρωτα και στα κουμπιά του τη ζωή. Η μοναξιά έχει ενώσει τα κομμάτια σε σύνολο με κόκκινη κλωστή.
Ώσπου, στην καθοριστική της πτήση, συναντάει εκείνον που
την γλώσσα της
οι άκρες των δαχτύλων του ακουμπούν.
Πάλι η παντοδύναμη αφή. Ανταποδίδει τη χαρά, την ηδονή. Είναι εκείνη που
κόσμους παραποτάμιους
γεωγραφούν τα χείλη της
στις φλέβες των χεριών του.
Με τον ίδιο τρόπο, κόσμους ποιητικούς γεωγραφούν οι λέξεις της Ελευθερίας Θάνογλου στις φλέβες της ποιητικής της συλλογής.
Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για μια ερωτική θαλασσογραφία με κατακόκκινα νερά. Ο φλοίσβος της ακούγεται ποιητικά να μιλάει για πέντε εποχές, πέντε εκδοχές, πέντε αισθήσεις. Κύματα λυρισμού συναγωνίζονται κύματα ρεαλισμού σε μια σύγχρονης ποίησης πορεία, μη καθορισμένη εκ των προτέρων. Αναταράσσουν την επιφάνεια, κάτω από την οποία βασιλεύει ένας τεράστιος όγκος νερού μοναξιάς, αλμυρής από τις εμπειρίες της ζωής. Ο βυθός αμετανόητος σε αντίθεση με την ηπιότητα όσων χρωμάτων έχουν απλωθεί με τον χρωστήρα της μετανοίας. Το φως, παίζει με το μπλε, περνάει από τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου και καταλήγει στο σκούρο (βλ. εξώφυλλο). Φτερωτές μορφές –μόνο τα φτερά είναι ορατά, το σώμα δεν φαίνεται– ίπτανται πάνω από τα κύματα, που είναι πλέον λόφοι και βουνά. Μα και τα φτερά, είναι πλέον χέρια. Και η κίνηση, έχει πετρώσει σε ακινησία.
Σου μένει η αίσθηση του να έρχονται δέσμες φωτός από έναν επίσης αόρατο φάρο και να παθαίνουν παράθλαση καθώς εισχωρούν εντός σου, κατευθυνόμενες ελκτικά στις πηγές του πόνου, πηγαίνοντας ανεμπόδιστα εκεί που αυτές επιλέγουν.
Ως αναγνώστης, ένιωσα πως η ποιητική αυτή συλλογή δεν είναι πρωτόλεια. Έχει να πει, έχει να δώσει, έχει να συγκινήσει και πάνω από όλα, η νέα αυτή ποιητική φωνή, έχει να υποσχεθεί πολλά καλά για το μέλλον.
http://fractalart.gr/oi-pente-epoxes-tou-kokkinou/
.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
TVXS 17/5/2018
Τα τελευταία χρόνια και στο πλαίσιο της αυξημένης ποιητικής παραγωγής, ένα φαινόμενο παγκόσμιο θα λέγαμε, συχνά υπάρχει μία τάση ενδοσκόπησης με κυρίαρχο το κεντρικό στοιχείο και με διάθεση Ψυχικής εκτόνωσης του/της δημιουργού. Έτσι, η ποίηση από τέχνη μετατρέπεται σε ψυχαναλυτική μηχανή εκμυστήρευσης, δίχως στην ουσία να αγγίζει τον ακροατή/αναγνώστη.
Μα το ποίημα ξεκινώντας ως αυτοβιογραφία του ποιητή οφείλει να καταλήγει ως αυτοβιογραφία του κοινού, κάτι που φαίνεται να προσπερνά οι εσωστρεφής φιλαυτία πολλών δημιουργών. Και την ίδια στιγμή, συχνά λησμονείται ο λυρισμός μέσα στη θεωρούμενη “ευκολία” γραψίματος, οδηγώντας στην έκδοση συλλογών όχι απλά άνευρων, μα και δίχως ψήγματα λυρισμού.
Ευτυχώς όμως νέοι δημιουργοί με διάθεση γλωσσικού πειραματισμού αφήνουν γόνιμες ελπίδες, όπως η πρώτη εμφάνιση της Ελευθερίας Θάνογλου στα γράμματα με την ποιητική συλλογή «οι πέντε εποχές του κόκκινου» (Πικραμένος, 2017) που αποτελεί μία ευχάριστη έκπληξη για την ωριμότητα με την οποία αξιοποιεί την ποιητική γλώσσα η δημιουργός.
Η Θάνογλου μετατρέπει το ατομικό βίωμα σε συλλογικό∙ η προσωπική εμπειρία γίνεται κοινή, δίχως να περιορίζεται σε εγωκεντρικά μοντέλα. Φορτίζει το βίωμα με μία στοχαστική ενέργεια που συμπλέει με τον λυρισμό προκειμένου να ελλιμενιστεί στην ψυχή του κοινού.
Με ήπιους τόνους και μία εικονοκλαστική προσέγγιση, που θεμελιώνεται στον μεταφορικό λόγο, μιλά και στοχάζεται για τον έρωτα και τη μοναξιά, τις ανατροπές της ζωής και τον θάνατο, τη μνήμη και τον πόνο. Το φυσιολατρικό στοιχείο, καθώς εισέρχεται αβίαστα στη στιχουργική της, αξιοποιείται μετωνυμικά για να εκθέσει αλληγορικά την ψυχική διάθεση και τον προβληματισμό της ποιήτριας.
Αυτό που ξεχωρίζει είναι η φρεσκάδα της λυρικής της πνοής. Μεταφορές, προσωποποιήσεις και παρομοιώσεις συμπλέκονται συνειρμικά και γεμίζουν με μία γλυκιά μελαγχολία και νοσταλγία τις εικόνες και τις αγωνίες της ποιήτριας. Πλούσιες μεταφορές διανθίζουν τις ολιγόστιχες συνθέσεις της συλλογής. Συχνά ολόκληρη σύνθεση μετατρέπεται σε μία παρομοίωση.
Οι μετωνυμίες ενισχύουν την εικαστική προσέγγιση του χώρου και διαστέλλουν το συναίσθημα του δέκτη. Με φυσικότητα και διαύγεια μεταφέρεται στην ποιητική σκηνή και αγκαλιάζει με ευαισθησία τις αγωνίες της δημιουργού. Ας σημειώσουμε πως αρκετές συνθέσεις ξεκινούν από μία συγκεκριμένη εικόνα -κοινωνική αποτύπωση ή από το φυσικό περιβάλλον- και συνειρμικά με την υποστήριξη του αλκοολικού λόγου καταλήγουν σε στοχασμούς, κλιμακώνοντας τη συναισθηματική ένταση.
Αναζητώντας το δικό της ύφος, η δημιουργός πειραματίζεται με τον αλληγορικό λόγο. Παρά την πρώτη της εμφάνιση φαίνεται να ελέγχει τα εκφραστικά μέσα και να τα αξιοποιεί με θάρρος και τόλμη, ξεφεύγοντας από το στενά ατομικό, καθιστώντας το συλλογικό βίωμα.