ΕΙΡΗΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

.

Η Ειρήνη Ιωαννίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το Μαίο του 1967 στην οποία και ζει. Είναι απόφοιτος του Τρήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Ποιήματα και κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά και στα περιοδικά Εντευκτήριο, Εμβόλιμον, Αίτιον, Οροπέδιο, Παρέμβαση και Intellectum, όπως και σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες. Συμμετείχε το 2014 στην 4η Λογοτεχνική Σκηνή που διοργάνωσε το περιοδικό Εντευκτήριο και το 2021 στο 5ο Συμπόσιο Λογοτεχνίας του λογοτεχνικού περιοδικού Παρέμβαση σε συνδιοργάνωση με τον Δήμο Κοζάνης.
Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Σώμα Δρομολόγιο (2016 εκδόσεις Σαιξπηρικόν) Τα ρόδα κόβονται στα 2/3 (2023 εκδόσεις Σαιξπηρικόν)

.

1-σωμα δρομολογιο εξ

.

ΤΑ ΡΟΔΑ ΚΟΒΟΝΤΑΙ ΣΤΑ 2/3 (2023)

ΑΝΘΡΩΠΟ ΝΑ ΜΥΡΙΣΕΙ

Το στήθος δεν έλεγε να μεγαλώσει, χλωρό
σαν στάχυ νήστευε το κορμί. Πάντα απ’ το
χέρι μια κούκλα την κρατούσε. Χανόταν
στους καθρέφτες με τα ψηλοτάκουνα.
Ξέφτιζαν οι σοβάδες στο πατάρι, σαν έπιαναν
τα κρύα, μύριζαν υγρασία τα προικιά της.
Κάτι σκιές έκρυβε με επιμέλεια στα
ποιήματα.
Τα απογεύματα, φορούσε γάντια κι έβγαινε
στον κήπο. Είχε μια συκιά πιο κει, ξερή –
να χάσκει από κάτω ο γκρεμός. Κοντά της
πήγαινε δειλά δειλά κι από παντού την
κοίταζε η θάλασσα. Άγλυκος ο καρπός της
– τον είχε πνίξει η αρμύρα.

Το χώμα με μανία έσκαβε, άνθρωπο να
μυρίσει.

ΜΕ ΧΕΙΛΗ ΤΡΑΓΑΝΑ

Αποβραδίς, με λόγια τρυφερά να πιάσεις το
προζύμι – το χάραμα, ψωμί αφράτο να
φουσκώσει. Να το πλανέψεις το κορμί, να σε
ταΐσει. Κι όπως θα ρέει το κρασί σε στόμα
λαίμαργο, της μάνας το βυζί να καταργεί.

Για δες, για δες, η θάλασσα στη μέση πώς
το σχίζει.

Την ώρα που νυχτώνει, με χέρια βουτηγμένα
μεσ’ στο μέλι, δώσε πλευρό αριστερό
να σε κλαδέψω –
πλαγιές να σπείρω με μαστίχι.

ΝΥΧΤΟΛΟΥΛΟΥΔΟ

Τραβάς απ’ το θηκάρι – «ψεύτικο το σπαθί»
μου λες, «μη σε τρομάζει». Στην τροχιά μου,
πάντα εκεί σε ξαναβρίσκω, στο λευκό των
:οστών. Εγκρατή και στο φως και στο θαύμα.
Μυρίζουν νυχτολούλουδο και αντισηψία τα
δάχτυλα, ένα χαλίκι στα παπούτσια μας η
αλήθεια.

«Αδύναμοι» σου απαντώ. «Άνθρωποι όμορφοι»
επιμένεις.

ΤΑ ΡΟΔΑ ΚΟΒΟΝΤΑΙ ΣΤΑ 2/3

Φοβόταν τον καθρέφτη – το χέρι που έβγαινε
από μέσα και την τραβούσε. Τον ρώτησε
μια δυο φορές. Μα εκείνος μόνο κοίταζε.
«Τα ρόδα κόβονται στα 2/3, για να δώσουν»
της είπε μια νύχτα «ούτε πιο χαμηλά
ούτε και πιο ψηλά. Τα αραιώνεις να αναπνέουν
τα κλαδιά, να τα μυρίζει ο αέρας,
να γλείφει τον βλαστό μετά την παγωνιά,
Μήνα Φλεβάρη τα καλείς, να ‘ρθει η
άνοιξη να σε φιλέψει χρώμα κι άρωμα».

ΦΛΟΓΟΚΡΤΠΤΗ

«Παρουσιάστε!» ακούγεται το σούρουπο,
ανοίγεις βήμα, να προλάβεις. Μια βάρκα
χάρτινη μες το νερό αγκομαχά, ακαθαρσίες
των πουλιών – των τεθνεώτων η σπορά
πάνω στο χώμα. Στην αυτοψία σε φωνάζουν
ύστερα, να πεις για τις πληγές, σου
ρίχνουν φώτα, σε τυφλώνουν. Τη μαντική
σου τέχνη επικαλούνται, να πεις το πώς
και το γιατί, και όλα τ’ άλλα.
«Τέτοια εποχή στρώνουμε χαλιά» τους λες,
«ανοίγουμε παράθυρα, να μπει στο σπίτι ο
αέρας».

Στο ύψος των ματιών – η φλογοκρύπτη,

ΚΛΗΜΑΤΟΒΕΡΓΑ

Έξω απ’ το σκάμμα του ουρανού, ερίφιο
βελάζει τη σφαγή.
«Λίγο φεγγάρι φέρτε μου» προστάζεις,
«Κρατώ τα ρούχα σας τα παιδικά στα
χέρια και με καίνε»,

Πες μου το τραγούδι, σε μυρίζω τώρα δα,
σε κληματόβεργα πάνω σε μνημονεύω.

Το βλέμμα πώς απίθωσε ο χρόνος στις άκρες
των ποδιών.

ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΜΗΛΟ

Ένας καπνός ψηλά ορθώνεται, σκύβεις,
μαζεύεις το κυπαρισσόμηλο απ’ το χώμα.
Τρίζει, μόλις φυσήξει, το ξυλόσπιτο. Ανοίγουν
οι ραφές, με το μπαμπάκι τα σφαγμένα τα
χαϊδεύεις. Το βράδυ, στην παράκληση,
χύνεται μέταλλο βαρύ ο ουρανός από τον
θόλο.

Χτυπάς ξανά το ρόπτρο στο κατώφλι. Πού
θα με πας απόψε; Μη μου πεις.

ΑΣ ΚΟΙΜΗΘΟΥΜΕ ΤΩΡΑ

Ανάγκη δεν υπάρχει τώρα πια λόγια να
μας χωρέσουν. Αγέρωχη δεσπόζει στη μέση
των μαχών η χρυσαφιά σου πολυθρόνα. Τα
ξίφη απιθώσαμε πίσω απ’ τη ράχη της.
Κι εκεί που λες ότι ο πόνος μετριέται με
αναλώσιμα – ένα λευκό μαντίλι κεντημένο,
ένα τασάκι με αποτσίγαρα, μια δύση
σκουριασμένη.
Όπως ανοίγεις το συρτάρι – ποιος σου το
έπλυνε το άσπρο φανελάκι; Σκαλώνεις
πάνω του. Αρχίζεις να αιμορραγείς
απελπισμένα. «Σου κράτησα ένα μελτέμι στο
λιμάνι» λες, καθώς το τελευταίο βέλος της
φωτιάς μου σου χαρίζω.

Ας κοιμηθούμε τώρα, τι φλύαρα ξοδέψαμε
τις ώρες μας.

.

ΣΩΜΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ  (2016)

ΒΡΑΔΙΝΟ

Με κρύο νερό
ξεπλένω χλόη για βραδινό
Σ’ ένα μεγάλο μπολ
κόβω καρδιά, μαρούλι, δυόσμο
Στην άκρη του δωματίου
σε βλέπω να με τρως
Εγώ
μικρές μπουκιές
αμάσητα φιλιά
να κατεβαίνω στο λαιμό
Στις σκοτεινές γωνιές σου
Να κρύβομαι
Με καταπίνεις
Σε κατοικώ –
Ποιήματα ανθολογούνται τώρα
πάνω στο σώμα σου

ΣΤΙΓΜΗ

Το σώμα γλιστράει
στον υγρό δρόμο
Τα γκάζια πατημένα τέρμα
Στη στροφή
οι κορυφές των δέντρων
αδυνατούν να ρυμουλκήσουν
το φαιό
Τοξικές εκκενώσεις
Παιδικά δάχτυλα
Διαμπερή τραύματα
Στο τραπέζι χορεύουν φράσεις
κάτω απ’ τα μάτια
κάτω απ’ το βάρος
απειλούν, ικετεύουν, σκοτώνουν
Η στιγμή είναι κάθετη και περιεκτική
χωράει μια αιωνιότητα
κορεσμού
Αύριο θα χρησιμοποιώ και πάλι λέξεις
φθόγγους
Θα λέω
Βγάλτε μου τις χειροπέδες
Εξημερώθηκα

ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΛΩΤΟΦΑΓΟΥΣ

Η μνήμη απωλέσθη
ως καρπός ώριμος και γευστικός.
Έγκαιρα από κυνόδοντες θρυμματίστηκε και κοπτήρες επιδέξιους
και μόνο ως ανάμνηση πλέον
ως τοξικό απόβλητο
στο παχύ έντερο περιφέρεται
Η γνώση και αυτή θα υποκύψει,
αργά ή γρήγορα, ακολουθώντας•
και η γλώσσα θα πλαταγίζει άσκοπα
αναζητώντας τα τείχη της εκφοράς των λέξεων
εκεί που τώρα άνθη φύονται

ΣΥΜΠΑΝ

Κάθε που το μάτι στρέφεται στο πλάι
μη και χαθεί το στίγμα το αυθαίρετο της ύπαρξης
ίσαμε να πιεις μια γουλιά και να αφουγκραστείς
από πού αυτές οι αχτίνες φωτός…
Το Σύμπαν καταγράφεται
Το συναίσθημα της πρόωρης διεκπεραίωσης
καταγράφεται
με κάτι σκούρα πέταλα τριαντάφυλλου
εκφυόμενα τώρα στο τραπέζι, σκληρό υλικό
με ρίζες στο υπέδαφος

ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

Κοιτάς το ηλεκτρονικό ξυπνητήρι
είσαι η ωραία κοιμωμένη
σ’ ένα δάσος με τριανταφυλλιές
Ακουμπάς το πόδι σου στο δάπεδο
Διαπιστώνεις ότι το χώμα είναι
ένα σκούρο καφέ [λάμινεϊτ το λένε]
ασορτί με τις πόρτες
Καμία που να γράφει
Έξοδος Κινδύνου
Μόνο ένα αντίγραφο του Γκογκέν στον απέναντι τοίχο
Άλλωστε, και η δική του Ταϊτή ψεύτικη ήταν

ΚΥΛΙΟΜΕΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ

Λάνσελοτ σου φωνάζω
ρίχνοντας σκάλες τα μαλλιά
Σε άλλη εποχή
θα έπρεπε να ζούμε –
Οι κυλιόμενες εμπορικού
δεν βοηθάνε στην απαγγελία
των προϊόντων ομορφιάς
Σήμερα φοράω όλη μέρα
νεότητα κατάσαρκα
Κοιτάζω στον καθρέφτη
όλα τα σημάδια είναι ακόμη εκεί:
ένα πόδι χήνας,
μια σκιά στα κάτω βλέφαρα,
χρόνια αϋπνίας
και ήλιου
Κι η αγάπη μαζεμένη
σε ένα χαμόγελο
– Μάζεψες αρκετή ζέστη τα καλοκαίρια,
μου ψιθυρίζω στο ταμείο
(δικαιούστε δώρο μια κρέμα νυκτός)

ΙΕΡΗ ΝΟΣΟΣ

Ανοίγεις την σελίδα –
ένα ποίημα
Δεν θα το διαβάσεις
η απόσταση θα το σβήσει
ο χρόνος θα θέσει τα όρια
Ένα ποίημα
δεν διαβάζεται
σε καταβροχθίζει
σαν ιερή νόσος
σου τρώει τα σωθικά
σε κάνει δικό του
Όπως το σκοτάδι ακουμπάει
στη στέγη του σπιτιού
και οι τοίχοι σε συνθλίβουν
με αγάπη λευκή και ακατέργαστη –
κλείνεις τη σελίδα έξω
από το μυαλό σου

ΑΙΘΟΥΣΑ ΘΕΑΤΡΟΥ

Μια ανάσα ή δύο
η απόσταση ανάμεσα
Ίσαμε τέσσερα ζευγάρια μάτια
αλλά τα χέρια δεν φτάνουν
ούτε ο χρόνος
Η υγρασία επικάθησε σε φύλλα
Τα ίχνη καλύφθηκαν
οι γερανοί στην αποβάθρα
δεν ερωτεύτηκαν
Στο στήθος
η ορατότης μηδέν
Τα μάτια εκείνα Στεγνά δεν υπήρξαν

ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΛΕΩΦΟΡΟΣ

Παγωμένη λίμνη κάτω από τα πόδια
πάλι από μανίκι γραπώνεσαι
Δείξε μου τώρα
εκείνη την πιρουέτα
Θα σε ακολουθώ όπως πάντα στις μύτες
πρώτα όμως
κατέβασε κάτω τα σκουπίδια –
η σκάλα γλιστράει Είμαστε μιούζικαλ τελικά

ΔΕΙΠΝΟ

Ένα τραπέζι στρωμένο
Δυο στόματα καθηλωμένα
στο ερώτημα της τροφής:
και τώρα που τελείωσε η επιθυμία;
τι προς βρώση; τα οστά μήπως;
Και τα μέλη αυτά που τόσο εξαίσια μαζί,
επί ξύλου κρεμάμενα
Και το μαρτύριο εις σάρκα μία
εσαεί και εις τους αιώνας ανυπόστατο –
Τι και αν τον χυμό με ζήλο ρούφηξαν
Τώρα η ερώτηση καθηλωτική:
Πόσο το μαχαίρι εις βάθος
θα λάμψει την αλήθεια των σπλάχνων;

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ (ΜΠΛΕ)

Στον Πάνο Σταθόγιαννη
Αν μπορείς να καταπιείς τόσο μπλε
που να κυματίζει η ανάσα μεσίστια
εν είδει προφητείας
Να βάφει μπλε το ήδη μπλε
τόσων χρόνων
Ωκεανός Αιθέρας Ουρανός
Τότε η χρωστική του λόγου σου
θα γεννήσει τον τόπο
τον ύστατο της θαλπωρής
εναέριο και επίγειο
ώστε
τα πέλματα μέσα του
να κυοφορούν άλματα θεσπέσια
και εγώ να χρειαστώ κι άλλο μπλε
για να βάψω τα τείχη μου

ΠΙΝΑΚΑΣ

Να υπνωτίζεις εαυτόν δύσκολο
Τα προβατάκια
στη χλόη αμέριμνα
ατελέσφορα
Το σκληρό προσκεφάλι ίσως να φταίει
Θα του ανοίξω τη ραφή
μέσα θα ζωγραφίσω τοπία ήσυχα
με γάργαρα νερά και δείπνους μυστικούς
Με πίνακα του Καραβάτζιο
στα φωτεινά του δέρματος
θα μοιάζει

ΣΩΜΑ

Σε υφαίνω
με λέξεις
σε φοράω
Ανίσχυρο
έτσι σε θέλω
απ’ τα μαλλιά να κρέμεσαι
Σε εκείνο το δωμάτιο
επί πληρωμή
Δεσμό γόρδιο
να σε λύνω
να σε κόβω

ΕΡΩΤΩΝ ΑΡΧΗ

Ερώτων αρχή, ερώτων τέλος
Μεσούσης της επιθυμίας
Αναρωτιούνται και οι δύο:
ουκ εκ του ασφαλούς το ευ
και ύδωρ αρκετό για να αποσβέσει
τις πληγές ημών
και ευθύτητα αρκετή
όση χρειάζεται
για να μπεις ολόκληρος στο φως
και θάρρος
για να απωλέσεις το προσωπείο αυτό
γιατί το κρυφό
ουδέν φανερότερον του φανερού
και η σφαγή παρούσα και αμετάκλητη

ΥΔΑΤΟΓΡΑΦΙΑ

Κάποτε ξύπνησα μετά από χρόνια
δίχως πόδια και χέρια
Ανάλαφρη σαν παιδική υδατογραφία
με κόκκινα χείλη από τα βυσσινάδα
Είχα μια σιδηροδρομική γραμμή
για σπονδυλική στήλη
Είχα ρυάκια πάνω μου
ήχους κελαριστούς
Όταν λέω «στάση»
θα ανταμώνουμε
εγώ θα αλλάζω χρώματα
στο ουράνιο τόξο
την ώρα που θα περνάει
το τρένο από πάνω μας

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΠΙΑΝΟ

Το πιάνο στην εσοχή του τοίχου
κάτω από το παράθυρο
Εγώ με την ράχη στητή
Τα χέρια διατρέχουν την λευκή
κοιλάδα των ήχων
Το μαύρο φόρεμα γλιστρά απ’ τους ώμους
στην επιθυμία.
Μια λεπίδα φωτός διχοτομεί
την αριστερή κόρη του οφθαλμού,
καθώς τα δάχτυλα πετάνε με ταχύτητα
Στην άλλη άκρη του δωματίου
-κάπου στην μέση της κλίμακας-
ακούγεται το σφύριγμα του πλυντηρίου
να υπενθυμίζει ότι η πλύση
συντελέστηκε επιτυχώς
Ανοίγω την πόρτα:
Ένα τοπίο πορσελάνης και γυαλιού λάμπει
Μ’ ένα μαλακό πανί καθαρίζω
τους υδρατμούς του απογεύματος
-Το στιλβωτικό έκανε καλά την δουλειά του-
Μια σχεδόν καινούργια προοπτική
στο ξέφωτο του χρόνου με κοιτά κατάματα
Στο επόμενο ημιτόνιο,
ένα δάχτυλο εκτινάσσεται στον αέρα
η κλίμακα περιμένει

ΤΟΙΧΟΣ

Τοίχος σε καθιστικό
-δεν τρώγεται αλλά μπορεί
και να συμβεί-
είναι βαμμένος σε μια ώχρα κακιά,
που θυμίζει ίκτερο
Εκείνη καθότι ρομαντική
με ένα Stucco Veneziano,
ύστερα από χρόνια
τον κάνει να μοιάζει
με απόδραση στη Τοσκάνη
Να σας τρατάρω ένα κομμάτι,
θα σας ταξιδέψει όπως και ο Proust !
Έχει και φωτογραφίες πάνω του
από το τελευταίο ταξίδι περιφρούρηση
οικογενειακής ευτυχίας
– Θα ανέβει η θερμοκρασία απόψε,
το δήλωσε εκείνος και το δελτίο καιρού
Τον κόβει σε τετράγωνα
Τοίχος Επιδόρπιο προς ψύξη
Προσεχώς έχουν επέτειο φιλίας

ΒΑΖΟ

Έβγαλε ένα μεγάλο βάζο από το ντουλάπι
Τα χρυσάνθεμα την κοίταζαν λιγόθυμα
πάνω στο μικρό σεκρετέρ
αγορασμένο πρόσφατα
-σ΄ένα λευκό κρεμ ανγκλέζ-
Έπρεπε με κάθε τρόπο να επιζήσουν
όπως οι μεγάλοι έρωτες στις ιλουστρασιόν ταινίες
Το γέμισε με νερό,
τα τοποθέτησε ανάλογα με το ύψος τους,
σήκωσε μερικά απείθαρχα κεφάλια
και έκοψε όσα έφεραν αντίσταση.
Η δύση συνεργάστηκε δημιουργώντας
μια νεκρή σύνθεση σχεδόν ζωντανή
στο ημίφως
Ξάπλωσε στον καναπέ ακριβώς απέναντι,
η διάρκεια έχει να κάνει με την αντοχή σκέφτηκε
Τα χρυσάνθεμα συμφώνησαν
καθώς το επίχρισμα της γύρης
άλλαζε το χρώμα του τοπίου
μέσα στο σαλόνι
Μια έρημος, ένας άγγλος ασθενής
και ένα παράφορος έρωτας γεννιόταν
-στις δώδεκα ακριβώς μπροστά στη οθόνη-
Ναι, ο θάνατος θέλει να αντέχεις την ζωή,
ύστερα εκείνη κυλάει ήσυχα σε συνέχειες

ΕΝΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ…

Ενηλικιώνεσαι ξαφνικά
όπως ακούγεται -το ασθενοφόρο σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας-
Το σώμα υπερίπταται ήδη
πάνω από την πόλη της αθωότητας
με το σφρίγος της γνώσης
Επιθυμώ
τώρα η σωστή λέξη
ως την στιγμή
που κάποιος θα σου δέσει πάλι τα κορδόνια
Παιδί
Με ψίχουλα στα χέρια
σημαδεύεις την διαδρομή
σαλόνι – κουζίνα
ψάχνεις την λέξη
για να πεις σ’ αγαπώ
Το βλέμμα καταγράφει την απώλεια-
Ο Όλυμπος έξω από το παράθυρο
συνεχίζει να σε προκαλεί

ΑΤΙΤΛΟ Ι

Γύρω σου κάστρα φωτισμένα,
πλανόδιοι δεξιοτέχνες να σε αλώσουν
καρτερούν
μα εσύ αγέρωχη, σαν το αρπαχτικό
που λεία οσφρίστηκε,
καμώνεσαι σαν την γλυκιά παρθένα
με σκέλια ανοιχτά
Στις παρυφές σου τώρα,
δάση αργοσάλευτα αποκοιμούνται,
έτοιμα, σε κάθε αχνιστή κραυγή σου
να ενδώσουν

ΑΤΙΤΛΟ ΙΙ

Αποδείξεις
κοστολογούν τις στιγμές
Ένα κολάζ
των κατά συρροήν εγκλημάτων
μετά θα σε αποκαθηλώσω
από τις λέξεις
όπως το καρφί από τον τοίχο

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΊΟΥ

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ ΤΕΥΧ. 111 /2017
Το σώμα ως όχημα Και ως δρομολόγιο
Υπάρχουν ποιητικά βιβλία τα οποία προσφέρουν γόνιμο έδαφος να μιλήσεις γι αυτά και πέραν του προφανούς. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι το Σώμα δρομολόγιο της Ειρήνης Ιωαννίδου, η δεύτερη μόλις ποιητική της συλλογή, σε απόσταση μάλιστα μιας εικοσαετίας από την πρώτη.
Ξεκινώντας από τον τίτλο, κι αν θέλουμε να αναζητήσουμε σε αυτόν κάποια ίχνη του περιεχομένου, οφείλουμε να σταθούμε στα σημαίνοντα των λέξεων που τον συνθέτουν: Σώμα και Δρομολόγιο. και να επισημάνουμε τη μεταφορική έννοια του σώματος και ως όχημα, αλλά και ως ένα δρομολόγιο, όπου το φαντασιακό συναντάται με το φυσικό-πραγματικό, σε μία διαρκή κίνηση. Ή ακόμη να χαρτογραφήσουμε τη διαδρομή του, από το ερωτικό σώμα σε ένα σώμα πιο συμβατικό, αυτό της μητέρας-νοικοκυράς, και αντίστροφα, με τούτη τη δεύτερη εκδοχή να υποβαθμίζεται, μιας και το ποιητικό υποκείμενο δείχνει να νιώθει άβολα στην πραγματικότητά της.
Ως πρώτη διαπίστωση, φαίνεται ότι τα σημεία αφής, τα άκρα, η γλώσσα, τα χείλη, το δέρμα γενικά, είναι η αφετηρία των αισθημάτων, ή αποτελούν προϋπόθεσή τους. Η Ιωαννίδου δείχνει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με το σώμα, να αγγίζει πρώτα τα αντικείμενα ή τα υποκείμενά του –τους άλλους–, προκειμένου να φτάσει στον πυρήνα της ύπαρξής τους. Το τι σημαίνει ο άλλος ξεκινά από το τι σημαίνει η επαφή με το σώμα του, από το ποιές αισθήσεις δοκιμάζονται και ποιες κινητοποιούνται, μέχρι σε ποιο βάθος, ώστε να ανιχνευθούν, να αναταραχθούν, να βγουν στην επιφάνεια τα πιο αφώτιστα σημεία του άλλου. Μια προσέγγιση ωστόσο που μπορεί να αποσταθεροποιηθεί από διαφορετικές ερμηνείες.
Επειδή η Ιωαννίδου, τουλάχιστον καταγωγικά, μετέχει και αυτή στη μυθολογία του φύλου της: από τη γονιμότητα της αρχετυπικής Μητέρας Τροφού και την ερωτική βεβαιότητα της Αφροδίτης, από την αγνότητα της Αρτέμιδος μέχρι την πρωτόπλαστη λαγνεία της Λίλιθ.
Τούτη η πολλαπλότητα είναι που αντανακλάται στα ποιήματα αυτού του βιβλίου, και κρυσταλλώνεται στη μεταφυσική μιας μετουσίωσης, μιας αλληλομετάληψης των σωμάτων, μιας αλληλοκατοίκησής τους. Αλλά ακόμη και αν τον ορίσουμε (τον έρωτα) στην πιο ακραία του μορφή, το ανεξέλεγκτο πάθος, το στοιχείο της ιερότητας που υποβάλλεται, ως τελετή μιας Το οιονεί στοιχείο της ιερότητας που υποβάλλεται , ωσάν τελετουργία μιας θυσίας, καθώς τα σώματα αλληλοσπαράσσονται, γίνονται κομμάτια σάρκας και γεύση αίματος, υπαγορεύει και έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης.
Διαβάζουμε:
Εγώ/μικρές μπουκιές/αμάσητα φιλιά/να κατεβαίνω στο λαιμό/[…]Με καταπίνεις/Σε κατοικώ. Και αλλού: Να κατασπαράξουμε/Να φάμε σάρκες/
Εγώ θα σου χαρίσω τα χέρια μου/αιμοσταγή[…]
O φόβος περισσεύει, διαβάσουμε σε άλλο σημείο. Να ένα ακόμη συναίσθημα που έρχεται να προστεθεί στη γυναικεία πολλαπλότητα, στην μαιανδρική πορεία ενός δρομολόγιου όπου οι πιο ανοίκειές στάσεις του είναι το ίδιο το σώμα. διαφορετικά: Είτε ως κυνηγός είτε ως θήραμα, η ποιήτρια μετέχει στο ίδιο κυνήγι. Γλείφοντας τις πληγές του άλλου, πληγές που η ίδια προκάλεσε, μαρτυρώντας παράλληλα το μαχαίρι του άλλου στα βάθη της. Όμως ποιός είναι ο άλλος, που και για εκείνον είμαστε άλλοι; Πρόσχημα της ανάγκης τάχα, αλλά και πραγματική παρουσία; Σωματικός ερεθισμός, αλλά και συνθήκη της φαντασίωσης; Η μέθεξη που προφυλάσσει από την ύβρη; αλλά και η βέβηλη διείσδυση της φύσης του στην υποκείμενη φύση; Τούτη η διαλεκτική, που ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού δύο σωμάτων, παραμένει, ωστόσο, αμήχανη μπροστά στην επόμενη στιγμή., τη στιγμή των φοβικών ερωτημάτων: Και τώρα που τέλειωσε η επιθυμία / τί προς βρώση; Τα οστά μήπως;,
Είναι προφανές ότι, καθώς το σώμα δοκιμάζεται μέχρι, ή πέρα από τα όριά του, εισέρχεται σε έναν χώρο γεμάτο μεταβλητές, όπου τα παραπάνω ερωτήματα φαντάζουν άτοπα. Η «επόμενη στιγμή», όταν η επιθυμία τελειώνει και κατασιγάζει η έξαψη, είναι η στιγμή όπου ο άλλος μεταβάλλεται σε τέρμα της διαδρομής, το σώμα του νοείται πλέον απλώς ως φαινόμενο, αφού η ουσία του έχει μεταληφθεί και έχει ήδη εκμηδενιστεί μέσα στον πόθο.
Υπάρχει, ωστόσο, η ίδια η ποίηση, η ίδια η πράξη της γραφής και οι δυνατότητές της. Σε τούτες τις δυνατότητες ασκείται η Ιωαννίδου, επιδιώκοντας να ελαχιστοποιήσει την απόσταση που χωρίζει τη δεδομένη εκφραστική της ανάγκη από τη μετουσίωσή της σε ποίηση. Τότε που οι λέξεις επιχειρούν να σφετεριστούν το κενό ανάμεσα στην τεντωμένη χορδή και τη χορδή που χαλάρωσε μετά την εκτόξευση του βέλους. Ή τότε που αναμετριέται το βλέμμα με αυτό που αρνείται να δει, παρά μονάχα φαντασιώνεται στον καθρέφτη, και το περίγραμμα αποσύρεται για χάρη ενός μεσσιανικού, θα έλεγα φετιχισμού. Για χάρη μιας παιδικής μπούκλας ή ενός φτερού παγωνιού, για χάρη μιας κόκκινης ζακέτας: Την έχω χρόνια αυτή την κόκκινη ζακέτα […] Ξυπνάω και κοιμάμαι μαζί της […] Μόνο τώρα τελευταία πρόσεξα κάτι κόμπους μικρούς, ανεπαίσθητους […]
Όμως, όσο και αν το περίγραμμα αποσύρεται, ο χρόνος αρνείται να αποσυρθεί. Ο δαίμονας της επιθυμίας που μεσιτεύει είναι πρόκληση και ειρωνεία μαζί. Καθώς ξετυλίγεται το ποιητικό νήμα που συνδέει τα θραύσματα της μνήμης με το επισφαλές, διαπιστώνεις οι μικροί, ανεπαίσθητοι κόμποι της αρχής, γίνονται ολοένα πιο εμφανείς, ολοένα και περισσότεροι, και πια δεν μπορείς να τους αγνοήσεις. Το σώμα που φλέγεται να υπάρξει, το σώμα που ενδίδει κι εξημερώνεται, το σώμα που εξακολουθεί να πεινάει, όσο και να ξορκίζει τον χρόνο, θα ακολουθήσει το δρομολόγιό του. Προς εκείνο το μη μετρήσιμο […] / καθόλου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν / μόνον ως ύπαρξη / της οποίας ουκ έσται τέλος.
Προσπάθησα, να τοποθετήσω το Σώμα δρομολόγιο σε ένα στοχευμένο πλαίσιο. Ίσα-ίσα για να δείξω ότι το σώμα δεν είναι ένας τόπος κοινός αλλά ένα τοπίο άγνωστο, που η εξερεύνησή του, και η οικείωσή του, είναι εξίσου δύσκολη, αν όχι αδύνατη, με την εξερεύνηση του μέρους εκείνου του ανθρώπινου ψυχισμού που ο Φρόυντ ονομάζει «Id – το Εκείνο», και βρίσκεται στο ασυνείδητο μέρος του νου. Στο πιο σκοτεινό και απρόσιτο κομμάτι της φύσης μας, αυτό που προέρχεται από τα ένστικτα και παράγει τον αγώνα για την ικανοποίησή τους. Έναν αντίστοιχο αγώνα, αγωνιά να μετασχηματίσει σε γλώσσα η Ιωαννίδου, μέσω μιας διαδρομής από το σώμα προς το πιο κρυφό της σημείο, -το σώμα της-, και κυρίως: μέσω μιας ποιητικής κατάθεσης που αναζητά τα μονοπάτια της φυγής, από την αρχή της πραγματικότητας προς μια αρχή ανάλαφρη, όπως μας λέει η ίδια, σαν παιδική υδατογραφία.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

vakxikon
Καταφύγιο πυρπολημένο
το μισό πρόσωπο
τοπίο εντός των τειχών
Η διαδρομή έξω από τα τείχη αποπειράται το βράδυ. Ιεροτελεστία λεπτομερειακά περιγραφόμενη σε λειτουργική θέση εισαγωγής με κατάληξη την ανθολόγηση ποιημάτων πάνω σε σάρκα.
Στην άκρη του δωματίου / σε βλέπω να με τρως / Εγώ / μικρές μπουκιές
/ αμάσητα φιλιά / να κατεβαίνω στο λαιμό /
Ποιήματα ανθολογούνται τώρα / πάνω στο σώμα σου
Καμία τελεία δεν διακόπτει τη ροή των 45 ποιημάτων παρά μόνο στο ποίημα “Τζοκόντα” που σκαλώνει στον στίχο
Στο κομοδίνο, ένα ποτήρι με γάλα κάθε βράδυ /
σου σκοτώνει τις σκέψεις.
Η ποιήτρια περιγράφει στιγμές καθημερινής εξοικείωσης αλλά και εξόντωσης με τα αντικείμενα του σπιτιού και τις κινήσεις του σώματος, αιωρούμενη συχνά μέσα σε δύο χώρους. Ο εσωτερικός χώρος προεκτείνεται κι ο εξωτερικός περιβάλλεται, συνέχονται κι αλληλοφωτίζονται μέσα σε λέξεις που γεννούν εικόνες
Πέφτει σκοτάδι / Τώρα το πλατύσκαλο φαντάζει χάρτινο
/ Αιωρείσαι / φιγούρα ανυπόστατη / στο φύσημα του ανέμου
Με ύφος άλλοτε επιτακτικό, άλλοτε αποφθεγματικό η Ειρήνη Ιωαννίδου στην ποιητική της συλλογή μοιάζει με την θεατρική εκείνη persona που στέκεται στο ημισκότεινο σημείο της σκηνής πίσω από τους ανθρώπους ηθοποιούς και τους ψιθυρίζει χαμηλόφωνα εκκωφαντικές αλήθειες, τόσο της ημέρας όσο και της νύχτας, μιας ζωής που θυμίζει θεατρική παράσταση. Με διάθεση περιπαιχτική προσεγγίζει την τραγικότητα της όποιας αλήθειας κάθε σπιτιού και κάθε σχέσης.
Δεν χρειάζεται θόρυβος σε αυτό το σπίτι /
Δεν στήνεται έτσι ένα σπίτι / Οι ένοικοι απουσιάζουν /
(όπως συνήθως γίνεται) / Δεν έχει σημασία να περπατάς στις μύτες /
να κλείνεις την πόρτα, ενώ πλένεις τα πιάτα /
Αυτό που πρέπει είναι να καταπίνεις λόγια / σοκολατάκια—
Οι λέξεις έχουν την διαδρομή τους στο ποιητικό δρομολόγιο της Ειρήνης Ιωαννίδου, επαναλαμβάνονται πολλάκις στα ποιήματα προφανώς επειδή έφτασε η στιγμή τους να παραστούν εκτός του ασφαλούς (βασανιστικού ωστόσο) πεδίου μιας χρόνιας σιωπής με αλυσίδες σε λαιμό και πόδια
έτσι είναι η ζωή / δεν γλιστράνε τα βήματα / αλυσίδες σέρνουν /
χλιμιντρίζουν μόλις τεντωθεί το σχοινί
Η διαδρομή γίνεται αντιληπτή αν την παρατηρήσει κανείς, σαν το τρίτο μάτι που παραμένει εσαεί άγρυπνο ακόμη κι όταν ο άνθρωπος κοιμάται. Πρώτα η παραδοχή της πληγής, κατόπιν η επούλωση. Η εσωτερική φωνή γίνεται λέξη και οι συλλαβές στόμα που άλλοτε καταπίνουν άλλοτε ξερνάνε την πικρή γεύση της ζωής
Παράξενο πράγμα η επούλωση / με ένα τσάι και μια κουταλιά δάκρυα /
Οι λέξεις γνωρίζουν να κολυμπούν / κι ας μην σώζονται
Με την συλλογή αυτή των εκδόσεων Σαιξπηρικόν η ποιήτρια μας συστήνεται σε 45 διαδρομές σταυροβελονιά με σώματα και στόματα μπερδεμένα, με την ίδια όμως πάντα φωνή στο ημισκότεινο σημείο της σκηνής να μουρμουρίζει ακατάπαυστα πως όλα τα υψηλά σαρκικά πάθη στο πέρας τους στο ίδιο σημείο καταλήγουν
Όμως, το δέρμα και στάχτη να το κάνεις / από τα περιγράμματα πάντα θα διαρρέει /
θα ματώνει, όπως το δάχτυλό σου στα κεντήματα
που τα χαράματα στις τέσσερις / τα ξηλώνεις και τα ξανακεντάς /
κάθε φορά με άλλο χρώμα στην κλωστή.
Όσο κι αν αλλάζουν τα χρώματα στις ανθρώπινες επαφές και στις υπαρξιακές διαδρομές, όσο και αν ο εραστής/ερωμενη ορέγεται την πολυγλωττία της επιθυμίας και του πάθους, η αρχή επιφέρει το τέλος ενώ στο πίσω μέρος των backstage η σφαγή δηλώνει την παρουσία της χωρίς φώτα και προβολείς
Ερώτων αρχή, ερώτων τέλος
[…]
γιατί το κρυφόν
ουδέν φανερότερον του φανερού
και η σφαγή παρούσα και αμετάκλητη.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.