.
Η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Κωνσταντίνας Κουτσουρούμπα) γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1989. Έχει ολοκληρώσει προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολιτική Επιστήμη και τις Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τα πρώτα της ποιήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό “Τα Τετράδια του Ελπήνορα”, του ποιητικού εργαστηρίου του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος, το 2010. Έκτοτε τα ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί στην “Athens Review of Books” και στην “Ποιητική”. Η “Μυθογονία” είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή για την οποία έλαβε το Βραβείο Ποίησης “Μαρία Πολυδούρη” 2016 και το Βραβείο “Γιώργου Αθάνα” Ακαδημίας Αθηνών 2016. Το DYNO: Με τα ζάρια στον αέρα (Πόλις 2019) είναι το δεύτερο βιβλίο ποίησης που εκδίδει.
.
.
DUNO: ΜΕ ΖΑΡΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ (2019)
ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
Σύντομα θα ξυπνήσεις ελαφρύτερος.
Από τα μισόλογα δεν πιάστηκε κανείς.
Ο καιρός είναι αίθριος.
Δεν είναι μαβιά, δεν είναι γαλάζια
τα βουνά στο βάθος –
είναι μια συσσωρευμένη βία.
θέλουν καλό αριστερό
και γάντι του μποξ για να τ’ ανέβεις.
ΑΝΩ ΠΟΛΗ
Συγκρατημένα ξεκινούν.
Η αισιοδοξία, το πάθος.
Καταλήγουν μεμιάς
στις στροφές ενός μικρού αυτιού.
Σ’ ένα ηχόχρωμα απαράλλαχτο – γοργό.
Χάδι πρωινού ήλιου στο πουθενά.
ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ
Νερό ζεστό που χάνεται
σε σωλήνες παλιάς πολυκατοικίας.
ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΑ
Κακή σπορά.
Τι να σου κάνει και η τύχη.
Μετράς αντίστροφα
κι εδώ φυσάει από νωρίς.
Όπως όπως πιάνεται ο χρόνος
από τις εκκλησίες και τους μεγάλους σταυρούς.
Πολύ νέος για τάματα, θα πεις.
Τόσες γενιές να προσπεράσεις.
Ο ΦΟΒΟΣ
Το σπίτι κοιμάται. Στοιχηματίζω πως αυτή την ώρα η Μεσόγειος
δεν έχει καμία ρυτίδα. Αυτές οι σκέψεις ήταν πάντοτε οι
αγαπημένες μου. Είναι σαν να λέμε ανέξοδες. Όταν αποφασίζεις
να μαντέψεις κατά πού φυσάει ο άνεμος, παίρνεις ένα
πολύ μικρό ρίσκο. Μου το έχουν βεβαιώσει τόσοι και τόσοι
ειδικοί στο ανεμοκυνηγητό. Στ’ αλήθεια γενναίοι, οπλισμένοι
με θάρρος γραφιάδες, περίμεναν κι αυτοί -όπως κι εγώ-
για καιρό μια ευκαιρία. Οι ευκαιρίες έρχονται με τη μορφή
μιας ηλικιωμένης μητέρας. Τις αναγνωρίζεις από τα μεγάλα
τους μάτια, που δεν διστάζουν. Βάζουν φαί στον φούρνο κι
ευθέως ρωτούν, λοιπόν, τι θα κάνεις εσύ για μένα; Υπάρχουν
καράβια που πήραν έτσι τ’ όνομά τους. Κι άγκυρες που μονάχα
έτσι έκαναν να σηκωθούν. Πολλοί από εμάς έφτασαν να
λαχταρούν ένα χαμηλό ναύλο όσο τίποτε. Αύριο θα νοσταλγούν
τα νησιά που δεν γνώρισαν, αφού ό,τι γνώρισαν το αγάπησαν
άτολμα και λίγο.
ΣΙΚΙΝΟΣ
Τα πανιά ανοίγουν παρενθέσεις
αγκαλιάζοντας τα σώματα
με τα πιο στρογγυλεμένα λόγια.
Στις 10 Αυγούστου θα τα δεις να κυλούν
στο λιθόστρωτο
να χωρούν στις πιο κρυφές σου τσέπες.
Μαζί με το εισιτήριο της επιστροφής
κι άλλα περιττά
κάποτε θα πάψεις να φοβάσαι τη θάλασσα.
Οι περισσότεροι πνίγονται στη στεριά.
Διψασμένοι
βουτούν από πολύ ψηλές καρέκλες.
Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ
Κερδίζεις τη ζωή σου
πάνω στη Γουότερλου Μπριτζ.
24 χιλιάδες γυναικεία χέρια
τη σηκώσαν το ’40
κι ύστερα ξεχάστηκαν.
Το ύψος των περιστάσεων
είναι πάντοτε μετρήσιμο.
Πόλεμος-Ειρήνη
κι εσύ ανάμεσα
λευκή σελίδα της Ιστορίας.
Κύκνος, ποδιά, νοσοκόμα
που ερωτεύτηκε δυο στρατιώτες ταυτόχρονα.
Ξυπνάς κάθε πρωί ξεγραμμένη.
Ράβεις, ξηλώνεις, μέχρι σήμερα
το κουμπί των ανδρών ψηλά στο μέτωπο.
ΓΥΜΝΕΣ ΚΟΡΦΕΣ
Έφτασες σ’ ένα καλά ακονισμένο τέλος.
Γνώριμο.
Όσο η άκρη της σύριγγας, το νυστέρι
ή γιατί όχι
η μύτη της αγαπημένης σου ξύλινης μαριονέτας.
Μα οι κορφές
είναι γυμνές σαν την αλήθεια.
Δεν έχουν τίποτα να κατακτήσεις.
Έλα να κυλιστούμε στην πτώση.
.
ΜΥΘΟΓΟΝΙΑ (2015)
ΑΛΚΜΗΝΗ
Νόμιζε
πως αν άλλαζε το όνομα του
και το αντικαθιστούσε μ’ ένα άλλο
όλα θα εξακολουθούσαν να είναι.
Αρκεί να αποφεύγει κανείς τα τρίγωνα
και να ερωτεύεται θνητούς.
Απόψε άλλωστε
τα μικρά του χέρια της φαίνονται αδύναμα
να πνίξουν τα φίδια της συζύγου.
ΛΗΔΑ
Και ο Αγαμέμνονας νεκρός.
Κι η ομορφιά της Ελένης στείρα.
Μία σειρά συμβολισμών
που ο Μικελάντζελο δεν είδε.
Το σκήπτρο, το ρόδι
τον κούκο που ραμφίζει τον χρόνο μας.
ΡΕΑ
Για να βγεις από το κάδρο
χρειάζεσαι μόνο να βρεις τον τρόπο.
Ίσως δαγκώνοντας με δύναμη
την κορνίζα
όλες σου οι δύσκολες αποφάσεις
ν’ αφήνουν μια πικρή γεύση στο στόμα.
Μα εσύ δεν έβγαλες ακόμα δόντια
κι εγώ περισσότερο από την μητρότητα
φοβάμαι την πατρότητα.
ΑΘΗΝΑ ΜΕΔΟΥΣΑ
Ηθικό δίδαγμα:
με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Το σεμνό τέκνο του μεγάλου Διός
της πήρε το κεφάλι.
Ήταν μέσα στο μυαλό του:
αυτοθυσία, αυταπάρνηση.
Μακριά από αδιάκριτα βλέμματα,
ποιανού κόρη να ‘ναι η μικρή γοργόνα της Κοπεγχάγης;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Τόσο κοντά ο ένας στον άλλον
που δεν υπάρχει πόλεμος χωρίς φωτιά.
Ανησυχείς αλλά
για να σας δουν μαζί θα πρέπει να είστε.
Πώς να βρεθείτε
πιασμένοι στο χρυσό δίχτυ του Ηφαίστου
όταν για σένα ετοιμάζουν περίτεχνο κλουβί;
ΕΛΕΝΗ
Τελικά δεν ήμουν σε τίποτα διαφορετική.
Αγνή, απαλή σχεδόν διάφανη.
Όπως όλες οι αγνές, απαλές, σχεδόν διάφανες
πρέπει
να γνωρίσω τον πατέρα μου
να βρω τον άντρα μου
να ξεχάσω τον πρίγκιπα
ΝΕΔΑ
Τα φύλλα γλιστρούν απαλά προσπερνώντας τα βράχια
κι εκείνη σε μαθαίνει να τα μετράς ένα προς ένα.
Κρατώντας μία κούκλα από παπιέ μασέ για επιβράβευση.
Αυτές είναι οι γαλήνιες ενασχολήσεις του έρωτα
όπως θα σου επισημανθεί αργότερα.
Μαμά, τα ποτάμια από αξιοπρέπεια
δεν γυρίζουν πίσω;
ΜΗΔΕΙΑ
Σέρνει το μακρύ της φόρεμα
από την κουζίνα στο σαλόνι ως το παιδικό δωμάτιο
και πάλι πίσω.
Σφραγίζει τις πόρτες
με λευκές νωπές πετσέτες.
Φαντάζεται
μια γαλάζια φλόγα
κι εσένα να διαβάζεις παραμύθι
για δύο μικρά παιδία που έμειναν
ορφανά στον ύπνο τους.
ΑΡΙΑΔΝΗ
Ας πιούμε
στα μακρόσυρτα απογεύματα του Ντε Κίρικο.
Στους βόλους των παιδιών που μπλέκονται στα πόδια μας
καθώς ξεμακραίνουν λευκά και μαύρα πανιά
νοθεύοντας το απέραντο γαλάζιο.
Στην ουρά της γάτας και στο κουβάρι που διασκεδάζει την πλήξη της.
Στο ειδύλλιο που δεν εκτυλίσσεται στην πόρτα μου.
Σε κάθε περίπτωση ας πιούμε
στη σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων.
ΤΡΙΤΩΝ
για τον Χ.Ν.
Δώσε μου το χέρι σου
κράτησε την ανάσα μου.
Ποιος να φοβηθεί κατακλυσμούς
όταν ανοίγουν οι ουρανοί;
Απόψε σμιλεύουμε έναν στρόβιλο
από πηλό.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
DYNO: ΜΕ ΤΑ ΖΑΡΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ
OANAGNOSTIS 29/10/2019
Με τα ζάρια στον αέρα
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη Μυθογονία κυκλοφόρησε το 2015 και τιμήθηκε με βραβεία. Αντλώντας τη θεματολογία από γυναικεία μυθικά πρόσωπα επαναπροσδιορισμένα η Κορρυβάντη επιτελεί ό,τι η Adrienne Rich έχει ονομάσει re-vision: την επαναθεώρηση μύθων υπό νέα φεμινιστική οπτική.
Στη νέα συλλογή της με τίτλο Dyno: με τα ζάρια στον αέρα οι έννοιες κίνδυνος, ριψοκίνδυνη αλλά επίμονη προσπάθεια, απόφαση έχουν έντονη παρουσία, όπως και βουνό, άνοδος, ανεβαίνω, πτώση μαζί με λέξεις γύρω από την ορειβασία, όπως π.χ. στο ποίημα «Οι κτήσεις δεν ήταν»: «Αλπική πεταλούδα, ημίδεσμος-/οχτάρι περαστό.». Ωστόσο, ο αναγνώστης είναι προετοιμασμένος γι’ αυτά με την λεπτομερή εισαγωγική περιγραφή-επεξήγηση του dyno, του επικίνδυνου εκείνου άλματος κατά την αναρρίχηση στο οποίο ο αναρριχητής βρίσκεται στο κενό μέχρι να κρατηθεί από κάποιο σημείο. Ακολουθεί ως μότο η φράση της ζωγράφου Τζόρτζια Ο’ Κηφ Ο Θεός μου είπε πως αν ζωγράφιζα αυτό το βουνό αρκετά, θα μπορούσα να το έχω, φράση που μεταθέτει το ζήτημα από την αιώρηση και την αναρρίχηση που εμπεριέχουν το τυχαίο στην επίμονη και επίπονη προσπάθεια ενώ ταυτόχρονα μεταφέρει την εντύπωση για την πίστη στην παντοδυναμία της τέχνης με όρο την αφοσίωση σε αυτήν.
Όπως ακριβώς μεταξύ πρώτης και δεύτερης συλλογής διαφαίνεται μια θεματική μετατόπιση έτσι και εντός της νέας συλλογής η έννοια της μετατόπισης με όσους κινδύνους αυτή εμπεριέχει είναι διάχυτη. Υπονοείται έτσι και διαμορφώνεται μια στάση ζωής, ας μου επιτραπεί το επίθετο «αναρριχητική». Η συλλογή ολόκληρη εξάλλου ακολουθεί μια πορεία αναρρίχησης, μια σειρά μετακινήσεων τοπικών/χωρικών, όπως υποδηλώνουν οι τίτλοι. Ξεκινά από τα «Θεμέλια», ποίημα που κλείνει με τον ενδεικτικό στίχο «Όπου κι αν είσαι, σκαρφαλώνεις την υδρόγειο» και συνεχίζεται με τα «Ορίζοντας» και «Στέγη» όπου εμφανίζεται η ανατροπή: στο πρώτο ακυρώνεται η αναμενόμενη λυρική απεικόνιση των βουνών που «δεν είναι μαβιά, δεν είναι γαλάζια» αλλά «μια συσσωρευμένη βία. Θέλουν καλό αριστερό/και γάντι του μποξ για να τ’ ανέβεις». Η μετατόπιση επομένως εδώ δεν βρίσκεται μόνο στην τοπική έννοια αλλά και στην ίδια την ποιητική. Στη «Στέγη» ακυρώνεται η φράση «ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας» που δηλώνει την κατασκευασμένη κοινωνικά ανάγκη αποκατάστασης και τάξης και μάλιστα έμφυλης: «Στο μεταξύ εσύ στρώσε/ τα φύλλα ακτινωτά στο ταψί.[…ακολουθούν μια σειρά ανατροπών] Ό,τι χρειαστεί για να έχουμε/ένα κεραμίδι κάτω απ’ τα πόδια μας». Οι ακυρώσεις αυτές, αντανακλούν και την ποιητική στάση της Κορρυβάντη: αποτυπώνει τον κόσμο αφενός με την αίσθηση της επιβεβλημένης συνεχούς προσπάθειας/αγώνα αφετέρου με το αίσθημα της αμφιβολίας και της ματαιωμένης προσδοκίας που όμως δεν οδηγεί στην απόγνωση και παραίτηση αλλά στην προσπάθεια να χαλιναγωγηθεί ο φόβος και στην ήρεμη ενατένιση των «Γυμνών κορφών». Προς το τέλος του βιβλίου κυρίως με το «Ντόκλαντς» αρχίζει η κάθοδος από το βουνό, ακόμη μια χωρική μετακίνηση, που θα ολοκληρωθεί με τις «Γυμνές κορφές», το τελευταίο ποίημα της συλλογής, «ένα καλά ακονισμένο τέλος» του οποίου οι καταληκτικοί στίχοι: «Μα οι κορφές είναι γυμνές σαν την αλήθεια./δεν έχουν τίποτα να κατακτήσεις.// Έλα να κυλιστούμε στην πτώση.» ολοκληρώνουν την καθοδική πορεία.
Έτσι, η διαρκής προσπάθεια να ζωγραφιστεί το βουνό αλλά και να αναρριχηθεί κάποιος σε αυτό αφενός ακολουθεί μια πορεία ανόδου πτώσης με στοιχεία ματαίωσης («κι απάνω μας περιμένουν τα μαύρα τα σκυλιά»- «Η Λατόμος») αφετέρου γίνεται με τη βεβαιότητα του μοιραίου συμβιβασμού ή της αποτυχίας, ακόμη και στον έρωτα. Αυτά τα παραπάνω στοιχεία αποδίδονται άμεσα ως τέλος-κορύφωση-απόσταγμα-κατάληξη σε αρκετά ποιήματα -εκτός από τα παραπάνω που αναφέρθηκαν («Θεμέλια», «Στέγη») ενώ ενέχεται το στοιχείο μιας εκτίμησης-διαπίστωσης που υπερβαίνει το πεδίο της ατομικής εμπειρίας: « Πολλοί από εμάς έφτασαν να λαχταρούν ένα χαμηλό ναύλο όσο τίποτε. Αύριο θα νοσταλγούν τα νησιά που δεν γνώρισαν, αφού ό,τι γνώρισαν το αγάπησαν άτολμα και λίγο.» («Ο Φόβος»), «Πόσες κόρες, πόσοι γιοί/μείναν θαμμένοι ζωντανοί/στα διώροφα.» («Σκληρές επιφάνειες»), «μπαίνει ο πυρετός σε αυλάκια/ όπως -περίπου- μπαίνει η ζωή σε τάξη» («Ρωγμές»), «Μία απόφαση οριστική./καθαρή τύχη ή αποτυχία.» («Πειραιάς»), «Θα μείνεις εδώ/μ’ όλα σου τα ζάρια στον αέρα.» («Ίος»). Όπως στον τίτλο, έτσι και στο ποίημα «Ίος», τα ζάρια στον αέρα υπονομεύουν τη λογική της προσπάθειας και παρεισφρέει η αμφιβολία του τυχαίου, η αιώρηση πάνω από το κενό. Το αποτέλεσμα του dyno και της εκτίναξης εγγράφεται ως απόφαση στη ζωή.
Στη συλλογή της Κορρυβάντη η εμπειρία της ζωής και της επικοινωνίας συλλαμβάνεται με μια αναντίρρητα τοπική (spatiale) διάσταση: ο κόσμος είναι και μια χωρική/γεωγραφική πραγματικότητα. Η υλικότητα αυτής της πραγματικότητας προβάλλεται με τις αναφορές στο βουνό και την αναρρίχηση ενώ ο τόπος/χώρος/τοπίο (space, place, landscape) και η κίνηση σε αυτό συνάπτεται με έννοιες όπως ταυτότητα, εθνικότητα, φύλο, ανθρώπινη επαφή, ακόμη και μετανάστευση. Παράλληλα, το ανθρώπινο σώμα σχεδόν αποσωματοποιείται ή καλύτερα αφομοιώνεται από την υλικότητα των χώρων, όπως στο ποίημα «Φολέγανδρος». Οι τίτλοι τόποι («Φολέγανδρος», «Ίος», «Ντόκλαντς» κλπ) αποκτούν τη βαρύτητα συμβόλων αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν ως δείκτες μια διαρκούς κινητικότητας στο χώρο.
Η Κορρυβάντη εκμεταλλεύεται τυπογραφικά τη φόρμα για τη νοηματική οργάνωση του ποιήματος. Συνθέτει τα ποιήματά της κυρίως σε δίστιχα που οπτικά υποβάλλουν μια εναλλασσόμενη και ποικίλη ρυθμικότητα ενώ προσεκτικά τοποθετημένη η στίξη φορτίζει τους στίχους με την καθετότητα μιας απόφανσης ή με την αιχμαλώτιση του στιγμιαίου μιας φωτογραφίας: «Το κάστρο απόρθητο. Η γη σιδηρά. Απόψε θα πέσουν/οι Περσείδες βροχή.» (Φολέγανδρος, ποίημα αποτελούμενο από δύο μέρη που η οπτική απεικόνιση είναι σημαίνουσα.). Επισημαίνω ότι στη διάταξη της συλλογής, τέσσερα είναι τα πεζόμορφα ποιήματα, όχι τυχαία νομίζω: «Οι Προσπάθειες», «Η Προσδοκία», «Ο Φόβος», «Το Θάρρος». Και τα τέσσερα αποδίδουν όσα υπόσχεται ο τίτλος του βιβλίου, την εκτίναξη στο κενό, τα ζάρια στον αέρα.
Και αυτή η συλλογή δεν παραιτείται από την προβολή της έμφυλης οπτικής της, οφθαλμοφανή σε ποιήματα όπως «Στέγη», «Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος», «Η Γέφυρα των Κυριών» (ιδίως αυτά τα δυο αποτελούν έναν ιδιαίτερο προβληματισμό για τις κοινωνικές κατασκευές και τον παραγκωνισμό των γυναικών) και κατά την ανάγνωσή μου το «Γυάλινη Οροφή». Σε αυτήν εξάλλου την οπτική νομίζω ότι έρχεται ως επιστέγασμα ο πίνακας του Seurat «Τα μοντέλα», στο οπισθόφυλλο με λεπτομέρεια στο εξώφυλλο, στην ουσία ένα και το ίδιο μοντέλο καθώς γδύνεται για να ποζάρει στον ζωγράφο. Ο πίνακας δέχεται, γενικά, διάφορες ερμηνείες: από την έκθεση του γυμνού γυναικείου σώματος σε μια νέα οπτική της ιστορίας αυτής της έκθεσης, καθώς ο ζωγράφος έχει κατά νου πρότυπα παλαιότερων γυμνών (κάτι που συνάδει με την επαναθεώρηση μύθων της Κορρυβάντη) μέχρι την απεικόνιση της τέχνης ως διεργασίας, ως τεχνικής κατασκευής που αποκαλύπτει τα υλικά της, ως μια υλικής και καλλιτεχνικής μετατόπισης.
Θα κλείσω παρατηρώντας ότι με τη συλλογή αυτή μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι το ποιητικό παιχνίδι δεν παίζεται στις κατασκευές και τις -οτητες (ή τουλάχιστον μόνο με αυτές) αλλά στη γλώσσα και τις λέξεις που η καθαρότητά τους μπορεί να βρει ανταπόκριση.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΔΑΝΙΗΛ
THEBOOK.GR 14/4/2019
Στην πρώτη της, βραβευμένη, ποιητική συλλογή «Μυθογονία» η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη μας προσκαλούσε σε ένα ενδιάμεσο πεδίο συνάντησης ανθρώπων και υπερανθρώπων, σε μια προσπάθεια επικοινωνίας του αναγνώστη με τον μύθο. Τέσσερα χρόνια μετά το νέο της ποιητικό βιβλίο είναι μία πρόκληση, μια εκτίναξη της ποιητικής σύλληψης και παράλληλα μια αιώρηση, με όποιους κινδύνους ελλοχεύει.
Η συλλογή ξεκινά με ένα δίστιχο της Τζόρτζια Ο’ Κιφ υποδηλώνοντας τον μισθό του καθενός μας στην υπέρβαση των δυνατοτήτων μας και η Κορρυβάντη επιχειρεί στο νέο της εγχείρημα ένα άλμα, συνειδητό και εν δυνάμει στέρεο, ποιητικής υπέρβασης.
«Σύντομα θα ξυπνήσεις ελαφρύτερος
Από τα μισόλογα δεν πιάστηκε κανείς.
Ο καιρός είναι αίθριος.
Δεν είναι μαβιά, δεν είναι γαλάζια
τα βουνά στο βάθος-
είναι μια συσσωρευμένη βία.
Θέλουν κάτι αριστερό
Και γάντι του μποξ για να τα’ ανέβεις.» [Ορίζοντας]
Μια «συσσωρευμένη βία» σε «καιρό αίθριο». Μια αναζήτηση για το νέο και το ξεπέρασμά του. Στο πρώτο μέρος η Κορρυβάντη μιλά για τη σήψη της καθημερινότητας που αποτελεί βαρίδι στην απελευθέρωση της σκέψης.
«Η αγάπη σου ζυγίζει όσο ένα μοντγκόμερι, είπα, και σου ζήτησα να τα’ αφήσεις σε μένα. Αυτοδίδακτη μπαλαρίνα πατώ στις μύτες των ποδιών. Παίρνω αυτό το μαύρο σύννεφο και το κρεμάω ψηλά, μαζί με τα καπέλα. Σε ρωτώ τι θα ήθελες να σου προσφέρω. Έχω λαγούς, μαντίλια, περιστέρια που ξεπηδούν πριν την ώρα τους. Τρυπώνουν στις τσέπες του παλτού σου και καταπίνουν μεμιάς όλα τα κρυφά νοήματα» [Οι προσπάθειες]
Μια κλιμακωτή πορεία που παρά τις αντιξοότητες οδηγεί σε κάτι νέο (φρεσκοχυμένος στρώνεται ο χάλυβας) και φέρνει τα πρώτα αποτελέσματα, την αισιοδοξία και το πάθος για συνέχεια. Βέβαια, η απολήξη και οι καρποί της όλης προσπάθειας γίνονται αντιληπτοί, νιώθονται, από ένα μικρό φάσμα (στροφές ενός μικρού αυτιού) καθώς δεσμώτες του παλιού, στρατευμένοι στην εμπύρετη δίνη των στερεοτήτων, εύκολα χάνουμε «το χάδι πρωινού ήλιου» και κυλά πέρα από εμάς «το ζεστό νερό», που θα διώξει την κούραση της παράδοσης, που έχει πια «ζαρώσει» από το χρόνο.
«Κοινός τόπος, λιμάνια και κορφές.
Αν τα κοιτάξεις για πολύ, τριανταρίζεις.
Στυλώνεις τα πόδια-
Μια ωραία λέξη βασιλεύει στον κόσμο
Ώσπου ένα χτύπημα στην πλάτη
Κλωτσάει μέσα σου-
Τραντάζει η θέληση τον δρόμο,
Καλπάζει κάθε θαμπό ασημικό» [Ακινησία]
«Προσδοκία», «βαρύτητα», «πίστη» και «ο φόβος». Έτσι επιγράφονται τα πρώτα ποιήματα του δεύτερου μέρους. Και με κάποιους ενδιάμεσους σταθμούς, φτάνουμε στο «Θάρρος», που θα μας οδηγήσει περιδιαβαίνοντας τις νησιωτικές αποδράσεις, στη «Νέα Χώρα». Στην κατάκτηση! Που όμως η γλύκα της βρίσκεται πάνω σε σκληρά αντικείμενα. Και το βάρος που σέρνεις δεν αντέχει στον ήδη γερασμένο κόσμο που καταρρέει.
«Δεν το αντέχεις το βάρος σου, το σέρνεις.
Στις λευκές ακτές του Ντόβερ, στη γερασμένη Αλβιώνα.
Όλα δένουν, βρίσκουν τη θέση τους.
Τα τρίμματα του ασβέστη στα γόνατα.
Η ζάχαρη άχνη στο πρώτο φλουρί.
Η αρχή του κόσμου πέφτει.
Απλώνει μπροστά σου
Τη μικρογλυπτική μιας χιονοστοιβάδας» [Η ΝΕΑ ΧΩΡΑ]
«Ούπω καιρός… Ουκέτι καιρός» (Ακόμα δεν είναι καιρός… δεν είναι πια καιρός), η χρονική στενότητα που δεσμεύει τις κινήσεις, τα πετάγματά μας στον αέρα και τις όποιες κατακτήσεις. Το ποίημα αυτό είναι κομβικό για τη συνέχεια, αποτελεί μια πρώτη συνειδητοποίηση, μιας αντίστροφης, πλέον, πορείας.
Με το ποίημα «Πως δημιουργήθηκε ο κόσμος», ξεκινά ο απολογισμός της όλης προσπάθειας με κατάληξη τη γέννα ενός ακόμα «εμβρύου παλαιολιθικού». Από εδώ και πέρα η Κορρυβάντη αντιτάσσει στα κεκτημένα, τη ματαιότητα.
«Κερδίζεις τη ζωή σου
Πάνω στη Γουότερλου Μπρίτζ…[Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ]
Ένας κέρδος εφήμερο, αφού κάθε πρωί ράβεις και ξηλώνεις κι έτσι ξεγράφεις. Ένα κέρδος αποκτημένο μέσα στις πολυσύχναστες οδούς της σκέψης, με μια γυάλινη οροφή που καθρεφτίζει την διαχρονική ομοιότητα της όλης διαδικασίας .
«Ήρθε η βροχή, ξέπλυνε αμαρτίες…»
Αρχή των πάντων το νερό, πρέσβευε ο Θαλής ο Μιλήσιος κι η ζωοδότρα βροχή λυτρωτική, που ξεπλένει σώματα και συνειδήσεις, αποκαθιστά την Αλήθεια, διαφεντεύει και υποδεικνύει την μόνη διέξοδο, την κατάβαση.
«…Οι γάντζοι σκούριασαν, οι τροχαλίες κόλλησαν
κι εσένα απόψε σου λείπει
ένας πόντος από εκείνο το καλσόν με τη ραφή.
Μια ασφαλής κατάβαση» [ΝΤΟΚΛΑΝΤΣ]
Ένα πείραμα, μια απασχόληση, ένα ταξίδι του νου με ένα τέλος γυμνό και τόσο γνώριμο, την πτώση. Ένα ποιητικό ταξίδι με τα ζάρια στον αέρα.
Η ποιητική συλλογή της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη “DYNO: ΜΕΤΑ ΖΑΡΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ” (Εκδόσεις Πόλις), δίνει ίσως μια νέα ανάσα στη σημερινή ελληνική ποίηση. Εκπλήσσει και συνάμα πρέπει να προβληματίσει, η καινοτόμος ποιητική συνειδητότητα της Κορρυβάντη πάνω στην ουσία της ποίησης του σήμερα, του 21ου αιώνα και στη συνέχεια τής αυτή. Με διακριτικότητα ρίχνει μια δηλητηριώδη ματιά στην κενότητα, που εν πολλοίς μαστίζει την ποιητική έκφραση. Προσπαθεί να βρει τους ακριβείς αριθμούς στην υπερμετρωπία του ποιητικού μας γίγνεσθαι.
Η εκφραστική της Κορρυβάντη παραμένει κι εδώ οικεία απεμπολώντας κάθε στολίδι και λογοτεχνικό σχήμα. Γλώσσα απέριττη, δωρική, που αριστοτεχνικά υπονομεύει τις ποιητικές συμβάσεις στηλιτεύοντας τις επίπλαστες ηδονικές ποιητικές εκφράσεις ματαιοδοξίας.
Με τα ζαριά στον αέρα, ένα παράθυρο στο νέο που «…απλώνει μπροστά σου τη μικρογλυπτική μιας χιονοστοιβάδας». Μια δραπέτευση από το περίΤεχνο κελί της ποιητικής αφασίας.
.
ΜΥΘΟΓΟΝΙΑ
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
tvxs Το βιβλίο/26/9/2016
Γυναίκα όπως λέμε μυθολογία
Η αρχαιοελληνική μυθολογία αποτελεί έναν κρυμμένο θησαυρό, ανεξάντλητο, ιδεών και ποιητικών υποκειμένων, που με το συμβολικό και συναισθηματικό τους βάρος αποτελούν πηγή έμπνευσης για κάθε μορφή τέχνης. Ένα μυθικό πρόσωπο μόνο του ως λέξη σε ένα ποίημα ακροπατώντας στη γνώση του μύθου προσφέρει ένα έτοιμο συναισθηματικό υπόβαθρο που καλλιεργήθηκε επί χρόνια στο κοινό.
Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαία η συχνή επιστροφή των ποιητών στη μυθολογία, καθώς η έμμεση ή άμεση αναφορά σε μυθικά συμβάντα και πρόσωπα προσφέρει ένα έτοιμο – γνωστικό και συναισθηματικό- υλικό που με απόλυτη λιτότητα επεξεργάζεται ένας δημιουργός. Ειδικά η ποίηση πολύ συχνά επιστρέφει στο μυθικό παρελθόν ανακαλώντας ολόκληρους μύθους και πληθαίνοντας νέα μηνύματα που εκφράζουν τις αγωνίες του δημιουργού.
Αυτή τη λογοτεχνική παράδοση ακολουθεί και η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη με τη «Μυθογονία» (Μανδραγόρας, 2015) προχωρώντας ακόμα μακρύτερα την ποιητική αξιοποίηση του μύθου. Και είναι εντυπωσιακή η ωριμότητα με την οποία η πρωτοεμφανιζόμενη δημιουργός αξιοποιεί τη μυθολογία μέσα σε ένα ενιαίο ποιητικό πλαίσιο.
Με μία ιδιαίτερη ελλειπτική γραφή που στηρίζεται σε πτυχές του μύθου και λόγο ευθύ κι άμεσο, η Κορρυβάντη αποδεικνύει την ωριμότητα με την οποία πολλοί νέοι ποιητές προσεγγίζουν την τέχνη του λόγου. Η εκφραστική της παραμένει οικεία και καθημερινή μέσα στις ολιγόστιχες συνθέσεις. Απεμπολεί κάθε λογοτεχνικό σχήμα και στολίδι.
Απογυμνώνει την ποίηση από τα στολίδια και με μόνο όχημα το μύθο αφήνει τα συναισθήματα και το μήνυμα να αγκαλιάσουν το κοινό. Η αφηγηματική ροή εμπλουτίζεται από ένα (ψευδο)διαλογικό ύφος που καλλιεργείται με την αξιοποίηση του β’ προσώπου (Λήδα, Ρέα, Αθηνά Μέδουσα, Αφροδίτη, Ελένη, Αριάδνη) και διαλόγων (Μήδεια, Σεμέλη, Λητώ), ενώ ή μονολογική πρωτοενική προσέγγιση ενισχύει την θεατρικότητα (Άλκηστις, Τρίτων, Ελένη).
Οφείλουμε, βέβαια, να υπογραμμίσουμε την καινοτομία της σύλληψης ενός ποιητικού έργου, που στην πραγματικότητα λειτουργεί ως ποιητική σύνθεση, αναφερόμενου όλου σε ένα και μόνο θέμα. Η ποιήτρια αξιοποιεί δεκάδες τοπικούς ή πανελλήνιους μύθους της αρχαιότητας με πυρήνα πάντα γυναικείες μορφές της αρχαιοελληνικής λαϊκής λατρείας. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλα τα ποιήματα αναφέρονται σε γυναικείες μορφές (θεές, μούσες, νύμφες και ηρωίδες), ένα – θηλυκού γένους – νησί (Ανάφη), και μόνο ένα -αφιερωμένο- σε άνδρα (Τρίτων).
Στην πραγματικότητα η συλλογική όλη είναι αφιερωμένη στη γυναίκα σε διάφορες εκφάνσεις της. Η Κορρυβάντη με τη μυθολογική της γκραβούρα προσεγγίζει τη γυναικεία ψυχολογία. Οι περισσότερες γυναικείες μορφές τέμνονται από μία κοινή συνισταμένη: τις διαφορετικές όψεις του γυναικείου έρωτα. Είναι η γυναίκα ως ερωμένη κι αντικείμενο πόθου (Αφροδίτη, Αφροδίτη ΙΙ, Σελήνη, Ερμοδίκη), η γυναίκα που εκδικείται ή τιμωρεί (Αφροδίτη ΙΙ, Ανάφη, Σεμέλη), η μητέρα (Αθηνά Μέδουσα) και η σύζυγος (Άλκηστις, Σελήνη, Νέδα, Ερμοδίκη)· θίγει την έπαρση και την ύβρη (Σεμέλη), την απιστία και τη ζήλεια (Λητώ, Λήδα), τη λαγνεία της.
Η προτελευταία σύνθεση (Ανάφη), γίνεται το σύμβολο για το νησί που αναδύεται μέσα από την αγριότητα της θάλασσας, την γυναικεία αγκαλιά που αποζητά κάθε άνδρας στη μητέρα – ερωμένη -σύζυγο. Ενώ το επιλογικό ποίημα (Τρίτων), το μόνο με ανδρικό τιτλικό μυθικό πρόσωπο, με το εξομολογητικό του ύφος εκφράζει ακριβώς την ίδια την ποιήτρια, ως μία άλλη όψη του γυναικείου έρωτα.
Μακριά από τη στείρα ποιητική αντιγραφή, όμως, οι συνθέσεις της συλλογής προσεγγίζουν τους μύθους άλλες φορές μέσα την καλλιτεχνική αποτύπωσή τους στους αιώνες (Καλλιστώ, Τρίτων) και άλλοτε σε μία σύγχρονη/προσωπική έκθεση υπαρξιακών αγωνιών (Σεμέλη, Μέλισσα, Άλκηστις, Νέδα, Ερμοδίκη), παρά την δυσκολία του αμύητου αναγνώστη/ακροατή απέναντι σε ορισμένους μύθους που πιθανώς δεν γνωρίζει.
Η Κορρυβάντη υμνεί ποιητικά τη γυναίκα όπως τιμήθηκε μέσα στους αιώνες από τη μυθολογία. Με καινοφανή πνευματική συγκρότηση προσφέρει στα ελληνικά γράμματα ένα ιδιαίτερης σύλληψης έργο. Και για αυτό δεν είναι καθόλου τυχαία ούτε η διακρισή της με το βραβείο ποίησης «Μαρία Πολυδούρη» για το 2016 (εξ ημισείας με το Δημοσθένη Μιχαλακόπουλο) και την ένταξή της στη βραχεία λίστα υποψηφίων για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή «Γιάννης Βαρβέρης».
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL/22/06/2016
Γυναίκες έξω απ’ το κάδρο
«Για να βγεις από το κάδρο
χρειάζεται μόνο να βρεις τον τρόπο.
Ίσως δαγκώνοντας με δύναμη τη κορνίζα
[…] (Ρέα)
Όταν με την πρώτη σου ποιητική συλλογή καταφέρνεις (ως απαραίτητη προϋπόθεση για όσα ακολουθήσουν) να δεις το κάδρο, κατόπιν να θελήσεις να βγεις απ’ αυτό, ακόμη και δαγκώνοντας το σκληρό του πλαίσιο, τότε σκέφτομαι πως αυτή η ποιητική κατάθεση αξίζει την προσοχή. Αξιοσημείωτη στην παρουσία της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη η βράβευσή της ως πρωτοεμφανιζόμενης με το βραβείο «Μαρία Πολυδούρη», με το βάρος που αναμφίβολα φέρει αυτό το γεγονός στα λογοτεχνικά πράγματα. Να προσέξουμε πως εδώ έχουμε ποίηση που ψάχνει το θεματικό της κέντρο, και αυτό από μόνο του ίσως είναι σημαντικό, μια που αυτό το χαρακτηριστικό δεν το συναντάμε συχνά, κυρίως σε νέες ποιητικές απόπειρες. Όλα τα ποιήματα της συλλογής περιστρέφονται γύρω από αυτό που η ποιήτρια επέλεξε να κινητοποιεί τη σκέψη της. Ο γυναικείος κόσμος πρόσωπο με πρόσωπο με τη μοίρα του.
Από τον τίτλο ακόμη εισέρχεσαι στο ιδιόμορφο ποιητικό σύμπαν, εκεί όπου ο μύθος, παντοδύναμος, ανοίγεται μπροστά σου. Ετούτη η επιλογή, όμως, ήδη έχει τη βαρύτητά της. Ο μύθος, έτσι όπως διαμορφώνεται μέσα στους αιώνες, φέροντας μέσα του το θρησκευτικό υπόβαθρο (αδιάφορο αν τα θεϊκά πρότυπα διαφοροποιούνται μέσα στον χρόνο) αλλά και την υποσυνείδητη σύμπραξη του απλού ανθρώπου στο χτίσιμό του, αποβαίνει ο κατάλληλος εκφραστής των στερεοτύπων. Αυτών που με τη σειρά τους θεμελιώνουν αξίες και εικόνες και ιδέες αλλά συχνά και ιδεοληψίες.
Είκοσι τρεις μορφές αντλημένες από τον μύθο επιλέγονται, για να σχολιαστούν ποιητικά με σύντομο, μεστό λόγο και να αναδείξουν το νοηματικό τους περιεχόμενο, έτσι όπως επισκέπτονται τον δικό μας κόσμο και αντικρίζουν, αυτές ως αρχετυπικά πρότυπα, τη συνέχειά τους στα σύγχρονα θηλυκά ομοιώματά τους.
Η Ρέα, η αρχαιότερη «μητέρα των θεών», σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να καταξιώσει την παραγκωνισμένη μητριαρχία, θα κάνει πρώτη την κίνηση να βγει από το κάδρο. Η Ήρα, δυσκολεύεται να την ακολουθήσει, μια που
«κάποιες γυναίκες παντρεύονται σπίτια, Διώνη» (Ήρα)
θα πει στην αντίπαλό της που απειλεί να της πάρει το σκήπτρο. Θα αχρηστεύσει ως απειλή τις πάμπολλες μικρότερες τρελαίνοντας όποιαν σαν την Ιώ νομίσει πως θα μπει εμπόδιο. Η Σεμέλη, πληρώνει την αφέλειά της στους αιώνες των αιώνων, ενώ η Αλκμήνη, η άλλη γελασμένη, παλεύει με τα φίδια του ερωτικού τριγώνου. Η Ελένη, ποιαν άραγε περιγελά; Εκείνη την καρτερική Πηνελόπη που αργά μαθαίνει πως
«τους άνδρες τους ξεβράζει η θάλασσα» (Πηνελόπη)
μπροστά σε μια Κίρκη, μια Καλυψώ ή μια απλή, καθημερινή Κατερίνα που
«λύνει τα μαλλιά της κι ένας γλάρος μας φέρνει το μαντήλι»; (Πηνελόπη)
Ή μήπως τον ίδιο της τον εαυτό;
«Τελικά δεν ήμουν σε τίποτα διαφορετική/αγνή, απαλή σχεδόν διάφανη/όπως όλες οι αγνές, απαλές, σχεδόν διάφανες/πρέπει/να γνωρίσω τον πατέρα μου/να βρω τον άντρα μου/να ξεχάσω τον πρίγκιπα». (Ελένη)
Η ισχυρή στο πνεύμα Αθηνά, πανάρχαιο σύμβολο αυτής της άλλης θηλυκής παρουσίας καταδικάζει την εργατική Αράχνη να βλέπει το σχισμένο της υφαντό
«μια ζωή κρεμασμένη στο νήμα» (Αράχνη)
και αλλού οπλίζει το χέρι του Περσέα να μαρμαρώσει τη Μέδουσα, αφήνοντας εκτεθειμένη την άλλη γοργόνα
«της Κοπεγχάγης» (Μέδουσα).
Εκείνη η άλλη, η τραγική Ανδρομάχη, που ξέρει ότι αιωνίως η εικόνα της θα αντιγράφεται σε κάθε γυναίκα-λάφυρο, που απλώς θα αλλάζει χέρια το σώμα και η ψυχή της
«δεν αλλάζει τίποτα ποτέ/το περήφανο στέρνο, τα δυνατά χέρια/η βαθιά φωνή/η ζωή μετά, όπως κι η ζωή πριν/όρκος, προσευχή και ικεσία» (Ανδρομάχη).
Χαμένες στον παράφορο έρωτά τους η Μήδεια, η Φαίδρα, λίγο πιο κει η Αριάδνη του ανεκπλήρωτου. Η Λητώ του θαύματος. Ποια σημερινή έχει τη χάρη της να δει
«ολόκληρο νησί/στη μέση της θάλασσας»; (Λητώ)
Καλλιστώ, Μέλισσα, Σελήνη, Ερμοδίκη, απατηλές οι αρσενικές θωπείες. Κεντρί στο τέλος, αφημένες στο φαντασιακό του υποσυνειδήτου να λαχταράν τον εραστή ήλιο που διαρκώς βασιλεύει, αλλά και να μεταλλάσσονται σε λαμπερό αστερισμό
«πολύ πολύ μακριά από εκείνον/ που πραγματικά τις αγάπησε» (Καλλιστώ).
Λήδα και Αφροδίτη, αφημένες στα χέρια της τέχνης που όμως μιλά αλλά δεν βλέπει πάντοτε σωστά
«μια σειρά συμβολισμών/ που ο Μικελάντζελο δεν είδε/ το σκήπτρο, το ρόδι, τον κούκο που ραμφίζει τον χρόνο μας» (Λήδα).
Νέδα και Ανάφη, κρυφές συνδέσεις του μύθου, εκεί που ένα νησί γεννιέται με το θηλυκό του ονόματός του για να σώσει έναν άντρα
«εκείνη η παράξενη έλξη/ για γυναίκες και νησιά που αναδύονται/ αυτό το αντίστροφο βάφτισμα» (Ανάφη)
αλλά κι εκείνο το θηλυκό ποτάμι, που μόνο αυτό μέσα σε όλα τα αρσενικά καταξιώνει τη φύση του
«τα ποτάμια από αξιοπρέπεια/δεν γυρίζουν πίσω» (Νέδα).
Το εξώφυλλο ντύνει με το εμβληματικό σχέδιο του Gustav Klimt “Fishblood” τα ποιήματα της συλλογής. Η αίσθηση μιας εικόνας χωρίς αρχή και τέλος υπογραμμίζει την αιώνια ροή, τις μυστικές συνδέσεις, το τότε, το τώρα, το αύριο. Οι θηλυκές μορφές, κινούμενες διαγώνια προς τα πάνω σ’ αυτόν τον υδάτινο κόσμο, δημιουργούν το απόλυτο περιβάλλον για να «ζήσουν» οι άλλες μυθικές των ποιημάτων.
Και οι άντρες; Όλοι στο όνομα του θαλασσινού εκείνου Τρίτωνα. Να εμπιστευθείς τη θάλασσα; Ερώτημα ας μείνει. Γιατί και οι μύθοι που ξαναδιαβάζει η ποιήτρια πήλινοι μπορεί να είναι, γήινοι, από χώμα και νερό
«απόψε σμιλεύουμε έναν στρόβιλο/ από πηλό» (Τρίτων).
Όλοι οι μύθοι, όμως, όσο κι αν φαντάζουν φτιαγμένοι από άυλα υλικά, το ξέρουμε πως είναι ανθρώπων έργα. Για να διασώσουν το παραμυθιακό στοιχείο κάποιας σκληρής θεότητας, για να εξευμενίσουν κάθε δαιμονικό και τρομερό στο όνομα ενός θρύλου, που διαδίδεται από στόμα σε στόμα. Έτσι, η Μυθογονία της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη είναι άλλη μια κατασκευή από μυθικά υλικά, που παίρνει όλα τα παραδεδομένα και τα ξαναδιαβάζει με τον δικό της όμως τρόπο. Όπως γράφει και στην προμετωπίδα
Από το κορίτσι που ήθελε να γίνει θεός
στο αγόρι που της άλλαξε γνώμη
σχολιάζοντας και εμπλουτίζοντας τον στίχο της Sylvia Plath
I would like to call myself “the girl who wanted to be God”
Μάλλον πάντα έτσι θα γίνεται. Κάθε που το κορίτσι θα θέλει να ξαναβρεί την απολεσθείσα θεϊκή φύση, κάποιο αγόρι θα το προσγειώνει στην απλή και βολική πραγματικότητα των ρόλων και των ρυθμισμένων κοινωνικών πραγμάτων. Και το κάδρο θα παραμένει ακέραιο και άθικτη η τιμή του κόσμου, όπως τον βρήκαμε. Ο ποιητικός λόγος, όσο το μπόρεσε, μίλησε με το μυθικό περίβλημα που φόρεσε για την περίσταση. Ενδεχομένως αυτός να είναι και ο ρόλος του.
ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΒΙΒΛΙΟ 14.05.2016
Παιχνίδι με τα ονόματα του μύθου
Στο βιβλίο της Κορρυβάντη οι πρωταγωνιστικές φιγούρες, όλες σχεδόν γυναίκες (εκτός από τον ακροτελεύτιο Τρίτωνα) προέρχονται κατευθείαν από την (ελληνική) μυθολογία. Τα σύντομα ποιήματα σχολιάζουν γυναικεία μυθολογικά αρχέτυπα, επινοούν λοξές εκδοχές δράσης και ερμηνείας, σκάβουν βαθύτερα στις γνώριμες ατμόσφαιρες. Καμιά φορά, τις αναποδογυρίζουν, σαν φόδρες. Η «Πηνελόπη» της θα μάθει, όταν μεγαλώσει, «πως τους άνδρες τους ξεβράζει η θάλασσα καθώς/ κάπου, κάποια Κίρκη, Καλυψώ/ ή Κατερίνα λύνει τα μαλλιά της/ κι ένας γλάρος μάς φέρνει το μαντήλι.»
Η συνειδητή, νομίζουμε, γυναικεία (και αρκετά δηλητηριώδης) ματιά της ποιήτριας είναι διακριτική αλλά επίμονη καθώς παραφράζει γνωστούς μύθους με κομψά ολιγόστιχα ποιήματα. Το νεαρό της ηλικίας της και το γεγονός ότι είναι η πρώτη ποιητική της συλλογή έρχεται σε ευχάριστη σύγκρουση με τη μεγάλη οικονομία του βιβλίου της: δεν βιάζεται, δεν υποχωρεί στον πειρασμό να τα πει όλα με μιας. Ελέγχει καλά αυτό που γράφει και το αποτέλεσμα την δικαιώνει.
Η αλυσίδα των γυναικών της, άλλοτε μεμονωμένων (Αράχνη), άλλοτε σε διαδοχική αλληλουχία, όπως, π.χ., εκείνη των ερωμένων και της συζύγου του Δία (Αλκμήνη, Σεμέλη, Λητώ, Λήδα, Ηρα, Καλλιστώ) διέπεται από ένα αδιάσπαστο, πικρό νήμα αποτίμησης αλλά και από έναν ακήρυχτο πόλεμο που σιγοβράζει: «Οι γυναίκες που κοιτάζουν τ’ άστρα/γίνονται στο τέλος αστερισμοί. Πολύ πολύ μακριά από εκείνον/που πραγματικά τις αγάπησε./ Εκείνον που τώρα περιμένει/ την πτώση τους/ για να ξαναφτιάξει τη ζωή του.» («Καλλιστώ»). Τα μυθικά ονόματα είναι, συχνά, πρόδηλες συμβάσεις για να ειπωθεί μια ιστορία εντελώς διαφορετική:
«Κάθε αφοσιωμένη σύντροφος/ψάχνει έναν μικρόκοσμο/ για την αυτοθυσία της./ Κάθε αργοναύτης βρίσκει/ μία τέτοια σύζυγο» («Αλκηστις»).
Η τριγωνική σχέση (ερωμένη-σύζυγος-σύζυγος) και η άγρια, μολονότι προσεχτικά καμουφλαρισμένη, μοίρα της ερωτευμένης αλλά όχι υποταγμένης ούτε και συμβατικής γυναίκας την απασχολούν με απαραγνώριστη ένταση. Αν έπρεπε να διακρίνω επιρροές, θα ήταν οπωσδήποτε αγγλοσαξονικές και γένους θηλυκού, για παράδειγμα η ευφυής και χειραφετημένη δαφνοστεφής Βρετανίδα ποιήτρια Κάρολ Αν Ντάφι (1955)
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ
Περιοδικό “Θράκα” 30/5/2018
Με την πρώτη ποιητική της συλλογή, Μυθογονία, από τις εκδόσεις του Μανδραγόρα (άνοιξη 2015, σ. 40), η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη μας καλεί, εμμέσως, να επικοινωνήσουμε με την προσπάθειά της για την παραγωγή μύθου ή μύθων.
Στη σελίδα εννέα της συλλογής έχουν τυπωθεί δύο δείκτες, στους οποίους θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ: «I would like to call myself “the girl who wanted to be God”» της Sylvia Plath, και «Some metamorphosis that Ovid missed» της Αlicia Εlsbeth Stallings. Εκ προοιμίου λοιπόν, με τα δύο αυτά μότο, μας δίνεται το στίγμα μιας πορείας στο ενδιαμέσο πνευματικό πεδίο, εκεί όπου συναντιούνται τα συναισθήματα και οι πράξεις θεών, ανθρώπων και υπερανθρώπων. Διασαφηνίζεται ολοένα, καθώς προχωρά η ανάγνωση, ότι ενώ προφανώς πρόκειται για το εγχείρημα μιας προσωπικής ποιητικής μυθοπλασίας, η θεματική που επιλέγεται από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου περιλαμβάνει ένα συλλογικό μέρος από τη μεριά των αρχαίων μύθων που μας έχουν παραδοθεί. Εκ της κατασκευής λοιπόν του ποιητικού υλικού, δικαιούμαστε να αναφερόμαστε σε διαδικασίες ζύμωσης, αφομοίωσης, σύνθεσης και ανασκευής από τα προϊόντα της συλλογικής συνείδησης, που συνιστούν τους μύθους και τις παραλλαγές τους, στη μοναδική ερμηνεία μιας ποιήτριας, την ποιητική αλήθεια της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη.
Άλλη παράμετρος στην οποία χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, να δώσουμε σημασία είναι πως είκοσι τέσσερα ονόματα γυναικών δίνουν τους τίτλους ισάριθμων ποιημάτων, ενώ το τελευταίο, 25ο, παίρνει το μοναδικό, ως τίτλο, ανδρικό όνομα, «Τρίτων» –όπου και πάλι ο θηλυκός παράγοντας παραμένει αδιαμφισβήτητος, αφού γίνεται φανερό πως είναι μόνο το ποιητικό υποκείμενο που απευθύνεται προς το άρρεν. Ποιες είναι αυτές οι γυναίκες; Θεές, μείζονες και ελάσσονες, κόρες θεών και θνητών με χαρακτηριστικές ικανότητες κι ιδιότητες, θνητές με παροιμιώδη γνωρίσματα, γυναίκες που οι μύθοι τους διαδόθηκαν κι άντεξαν χιλιάδες χρόνια. Απλά διαβάζοντας τα «Περιεχόμενα» του μικρού τόμου μπορούμε να κατανοήσουμε το παράδειγμα: Αράχνη, Αλκμήνη, Σεμέλη, Λητώ, Λήδα, Ήρα και άλλες, τόσες άλλες. Ας σημειωθεί εδώ η επιμορφωτική δύναμη της καλής ποίησης: ο αναγνώστης μπορεί να ενδιαφερθεί να διαβάσει περισσότερα για τους συγκεκριμένους μύθους.
Είναι άραγε τυχαίο που η συλλογή αρχίζει με την «Αράχνη»; Μια θνητή που με τα τεχνουργήματά της προκάλεσε τη δημιουργική δύναμη των θεών; Η ποίηση περιλαμβάνει ασέβεια και τόλμη απέναντι στην τάξη του κόσμου; Περαιτέρω, στο εν λόγω ποίημα τίθεται συγκριτικά και η σχέση των αρχαίων μύθων με τον χριστιανισμό. Επί τούτου, μάλιστα, σχολιάζοντας πάνω στο θέμα του ποιήματος «Άλκηστις» με ενδιαφέρει περισσότερο ένα μέρος με το οποίο δεν καταπιάνεται η Κορρυβάντη (προτείνω λοιπόν εμμέσως στην ποιήτρια μια «Άλκηστις ΙΙ»), η επαναφορά, δηλαδή, στη ζωή μιας θνητής. Αυτό το μέρος του μύθου, που διδάχτηκε σε τραγωδίες του Ευριπίδη και του Φρυνίχου, μοιάζει να ενοφθαλμίζεται ακριβώς στον πυρήνα της χριστιανικής πίστης, όπως καταγράφηκε στην ελληνική γλώσσα, από τον Γρηγόριο Νύσσης: Χριστιανοσύνη σημαίνει πίστη στην ανάσταση. Κατά μία εκδοχή για την επιστροφή της Αλκηστίδος στη ζωή εμπλέκονται οι θεές Δήμητρα και Περσεφόνη, δεδομένο που μας οδηγεί στη βαθύτερη προέλευση ορισμένων αρχετυπικών μύθων από την περίοδο της μητριαρχίας –κάτι που όπως θα δούμε παρακάτω αφορά και στη δική μου ανάγνωση της Μυθογονίας.
Γιατί όμως να δημιουργηθούν μύθοι τόσο όμορφοι όσο οι γυναίκες που αναφέρονται, αλλά και τόσο διαχρονικοί ώστε να δίνουν το έναυσμα σε ποιήτριες και ποιητές να ερμηνεύουν τα μέρη των επιμυθίων που υπόκεινται σε αλλαγές από εποχή σε εποχή; Ίσως επειδή ο συλλογικός νους των αρχαίων επιθυμούσε κι αυτός να ερμηνεύσει με παραδείγματα την ανθρώπινη συμπεριφορά. Το παράδειγμα διδάσκει, ακόμη κι αν χρειαστεί να παρακινηθούν οι υπερφυσικές δυνάμεις θεών και ημίθεων. Γενικότερα, πόσες και πόσες ισχυρές αντιλήψεις δεν εδράζονται στη θρησκευτική μυθολογία;
Θα έλεγα πως ο κοινός νους διαχειρίστηκε τις ελλείψεις στην παραδομένη γνώση κι εμπειρία καλλιεργώντας μια υποκειμενική δημιουργία που ενσωμάτωνε την εκάστοτε συλλογική επιθυμία. Προσπάθησε δηλαδή να φτάσει σε μια χρήσιμη και ωραία για την πραγματικότητά του «αλήθεια» , μια «αλήθεια» επομένως ως ερμηνεία της έλλειψης, η οποία ερμηνεία της έλλειψης -ως αναπαράσταση μιας δραστηριότητας που δεν έχει ακόμα συμβεί- μας παραπέμπει στο εγγενές, ποιητικό μέρος του πυρήνα ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Πώς αφομοίωσε τούτες τις ιδέες η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη και ποιο είναι το όργανο μέσω του οποίου μετέφερε τη δική της φωνή στους νέους «μύθους» με τα παλαιά ονόματα; Αναμφίβολα, σύμφωνα με το δικό μου βλέμμα, το φίλτρο του φύλου, ο φακός τής ανθρώπου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία παραγωγής μιας τέτοιας ποιητικής μυθολογίας. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ποίημα «Αφροδίτη»: «Τόσο κοντά ο ένας στον άλλον / που δεν υπάρχει πόλεμος χωρίς φωτιά.// Ανησυχείς αλλά / για να σας δουν μαζί θα πρέπει να είστε.// Πώς να βρεθείτε / πιασμένοι στο χρυσό δίχτυ του Ηφαίστου// όταν για σένα ετοιμάζουν περίτεχνο κλουβί;». Το χρυσό δίχτυ της αποκάλυψης, που προϋποθέτει όμως για το «παράνομο» ζευγάρι πραγματική ηδονή, αντιπαραβάλλεται με μια νεγκατίφ εκδοχή: το περίτεχνο κλουβί του συρμού, το επίκαιρο καλούπι της ομορφιάς, την ψεύτικη ηδονή της ματαιοδοξίας. Κατά αντίστοιχο τρόπο, στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, η Κορρυβάντη μετουσιώνει ποιητικά ένα μυθικό σκηνικό για να προβάλλει τις θέσεις, τους ρόλους, τις συμπεριφορές και τις επιθυμίες των γυναικών στη διαμορφωμένη πραγματικότητα. Μαζί με την ειδοποιό διαφορά της συλλογικής παραγωγής των παλαιών ή πρωταρχικών μύθων, μια άλλη διαφορά ως προς τη σύγχρονη προσωπική δημιουργία αποτελεί το στοιχείο της απώλειας, το οποίο εμπλουτίζει την ερμηνεία της έλλειψης που προαναφέρθηκε (δείτε για παράδειγμα το ποίημα «Ιώ»). Καταρχάς, μάλλον, αποζητούμε και καλλιτεχνούμε κι έπειτα, του ταλέντου επιτρέποντος, αναζητούμε.
Αν ο αναγνώστης θέλει να υποψιαστεί, θα διακρίνει, μέσα από τη μουσική γραμμή των στίχων, τον απόηχο –ας μη μασάμε τα λόγια μας– της πολλαπλής καταπίεσης της γυναίκας στους καθιερωμένους κοινωνικούς ρόλους, στα φυλετικά είδωλα, στο σπίτι, στην εργασία, στις ανθρώπινες σχέσεις. Κι αφού καθ’ όλη τη συλλογή αξιοποιείται τούτο το φίλτρο του φύλου, γιατί επιλέγεται ο δείκτης της Plath που μιλά για έναν θεό (God) και όχι για μια θεά (Godess); Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν η Plath ήταν ενήμερη, αλλά η δική μου ερμηνεία για τη χρήση του μότο από την Κορρυβάντη επιλέγει να φωτίσει τον πρωταρχικό θεό, τον πατέρα όλων των υπόλοιπων και του κόσμου, τον Φάνη. Πρόκειται για το αίτημα μιας ανατροπής επί του φυλετικού πνεύματος των παραδομένων μύθων και δοξασιών από τη ρίζα του. Ομολογουμένως, η μητριαρχία υπήρξε το πρώτο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης της προϊστορικής περιόδου (έως το 2500 π.Χ.). Δικαίως, φαίνεται πιο φυσικό μια θεά, η Φανώ, με το φως της να δίνει ζωή στον κόσμο των θεών και των ανθρώπων. Μακάρι να μη χαριτολογούσα κάνοντας την παρακάτω αναγωγή, μα αν το παράδειγμα της μητριαρχίας περνούσε στην ιστορική περίοδο, με τη δεδομένη ανάπτυξη της τεχνικής, ίσως τότε η κοινωνία μας να μην ήταν ζούγκλα, αλλά ένα εργαστήριο τρυφερότητας.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
vakxikon ΤΧ.32
Από το κορίτσι που ήθελε να γίνει θεός/ στο αγόρι που της άλλαξε γνώμη.
Sylvia Plath και A.E.Stallings σηματοδοτούν το εισαγωγικό δίστιχο της πρώτης ποιητικής συλλογής της Κωνσταντίνας Κορρυββάντη, από τις εκδόσεις Μανδραγόρα με τίτλο Μυθογονία. Οι μεταμορφώσεις και οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι αποτελούν την κύρια θεματολογία της συλλογής. Αράχνη, Αλκμήνη, Σεμέλη, Λητώ, Λήδα, Ήρα, Καλλιστώ, Μέλισσα, Ρέα, Ιώ, Μέδουσα, Αφροδίτη, Ελένη, Ανδρομάχη, Άλκηστις, Σελήνη, Νέδα, Πηνελόπη, Μήδεια, Ερμοδίκη, Φαίδρα, Αριάδνη και Ανάφη, 22 γυναικείες οντότητες και ένα νησί ξεριζώνονται από το μακρινό τοπίο της μυθολογίας και δημιουργούνται εκ νέου στο νεοσύστατο, μυθογονικό βιβλίο της ποιήτριας. Στο ποίημα Καλλιστώ γράφει:
Οι γυναίκες που κοιτάζουν τ’άστρα
γίνονται αστερισμοί.
Πολύ πολύ μακριά από εκείνον
που πραγματικά τις αγάπησε.
Εκείνον που τώρα περιμένει
την πτώση τους
για να ξαναφτιάξει τη ζωή του.
Η συλλογή γέμει από εννοιολογικές μεταβάσεις μυθολογικών συμβόλων και από ετεροχρονισμένες βεβαιότητες που απευθύνει η ποιήτρια προς τις γυναικείες μορφές της. Γράφει στο ποίημα Μέλισσα:
Αλίμονο δεν ήταν
το δώρο του θεού προς τις γυναίκες- γελούσες.
Το κεντρί του ήταν
που ήταν χάρισμα στις νύμφες που τον έθρεψαν.
Σου είπε μαζί ως τον κίτρινο ύπερο,
σκέφτηκες ηδύτητα ηδύτητα
μπερδεύοντας απόλαυση και εργασία.
Ο χρόνος που μεσολαβεί βρίσκει τις γυναικείες υποστάσεις να επιδίδονται σε μια ωριμότητα και μια αποδοχή της προσωπικής τους της ιστορίας. Η Ελένη μοιάζει να αποποιείται του μεγέθους της αναφωνώντας: Τελικά δεν ήμουν σε τίποτα διαφορετική./ Αγνή, απαλή σχεδόν διάφανη./ Όπως όλες οι αγνές, απαλές, σχεδόν διάφανες/ πρέπει/ να γνωρίσω τον πατέρα μου/ να βρω τον άντρα μου/ να ξεχάσω τον πρίγκιπα.
Η Άλκηστις προδικάζει τη μοίρα της: Κάθε αφοσιωμένη σύντροφος/ ψάχνει έναν μικρόκοσμο/ για την αυτοθυσία της./ Κάθε αργοναύτης βρίσκει/ μια τέτοια σύζυγο.
23 γυναικείες εξομολογήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της Ανάφης). 23 μικρές ψηφίδες τοποθετημένες και κολλημένες με ποιητικό τρόπο η μια πλάι στην άλλη, έτσι ώστε να φανερώνεται η μία και μοναδική μορφή της θηλυκής υπόστασης, αυτής της γενεσιουργού. Της δημιουργού που έχοντας στα χέρια της προαιώνια υλικά θα γεννήσει νέες ιστορίες και μύθους πλασμένους από πηλό με την βοήθεια του Τρίτωνα, του μόνου αρσενικού τίτλου του καταληκτικού ποιήματος της συλλογής:
Δώσε μου το χέρι σου
κράτησε την ανάσα μου.
Ποιος να φοβηθεί
κατακλυσμούς
όταν ανοίγουν οι ουρανοί;
Απόψε σμιλεύουμε έναν στρόβιλο
από πηλό.