ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΥ

Η Μαρία Σκουρολιάκου γεννήθηκε στην Τιθορέα Φθιώτιδας. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε ως Διευθύντρια. Σπουδάστρια του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου στον Ελληνικό Πολιτισμό. Παρακολούθησε πρόγραμμα Δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών, της UNESCO Τεχνών, Λόγου & Επιστημών Ελλάδος, της Π.Ε.Α, της Ε.Ε.Λ. Ποιήματά της, άρθρα και δοκίμια έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και διαδικτυακά και στη Μεγάλη Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και ιταλικά.
Έχει δημοσιεύσει κριτικές για πολλούς και σημαντικούς ποιητές. (Η κριτική της για τον Γιάννη Ρίτσο είναι καταχωρημένη στην επίσημη ιστοσελίδα του ποιητή). Το ποιητικό της έργο έχει κριθεί από εξαιρετικούς κριτικούς. Έχει βραβευτεί με το βραβείο «Μάρκου Αυγέρη» της Ε.Ε.Λ το 2017, για την ποιητική συλλογή «Χρώμα Αύριο».

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Αντίδωρο καρδιάς, Λαμιακός Τύπος, 1999, 2005
Δακτυλικά αποτυπώματα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005
Ακάθιστος λόγος, Λαμιακός Τύπος, 2008, έκδ. Β’, έκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2020
Χρώμα Αύριο, Λαμιακός Τύπος, 2015
Χρώματα του Αναστάση, εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2020
Σώμα του χρόνου εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2021

ΠΑΙΔΙΚΟ

Το αστεράκι του Μάριου, παραμύθι, εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2020

.

.

ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (2021)

ΕΚΡΗΞΗ

Στους κλώνους μιας τσιντόνιας
αιμάτινο πουκάμισο,
κόκκινο βάφει του χιονιά το σάβανο.

Σφυρίζει αγέρας στα ηφαίστεια των σπόρων.
Σκάβει ουρανούς με ονόματα βαριά
και την ελπίδα ταξιδεύει
στις ανθρώπινες πλατείες
να κυματίσει δάκρυ στης ψυχής την έρημο.

Κι ας μπήγονται καρφιά στις λέξεις.
Κι ας αναδεύονται στην τρύπα τους τα ερπετά.

Μ’ έναν Φλεβάρη να χορεύει τις αμυγδαλιές
κι ένα μαχαίρι κρητικό στα χέρια,
φιλάει στο στόμα η ζωή τον φόβο
και γίνεται ξανά η έκρηξη.

ΣΤΟΥΣ ΚΟΥΡΣΕΜΕΝΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Ας μιλήσει ο πόνος.
Για τα σκυφτά κορίτσια,
στα σπλάχνα της Ανατολής
που βάφουν με σιωπή την έρημο.
Για τις γυναίκες, στης Δύσης τα παζάρια,
σε διαδρομές κορμιά που σέρνονται
με πληρωμένες λ-έξεις.

Ας μιλήσει ο πόνος.
Για τα παιδιά τα προδομένα,
που δεν ανθίζει
στο κορμί τους άνοιξη
και ρημαγμένα
απ’ των εισβολέων τα χέρια
στοιχειώνονται
να ζουν πάντα μισά.
Για τ’ άλλα, τα σκελετωμένα
που ψάχνουνε ψωμί και ύπαρξη
κι όλο τα σβήνουν οι πολιτισμένοι
απ’ τις σελίδες του αίματος
ασύστολα.

Ας μιλήσει ο πόνος.
Για τους λαούς που άδικα
συντρίβονται κι είναι
στα άπατα βουνά ο θεός τους.
Που κουβαλούν στα βράχια της σιωπής
αιώνες φρίκης, λεηλατημένα ιερά
κι επιβολή φερμένη από Δούρεια τάματα.

Ότι ο θάνατος φορεί την όψη του Ιανού
και λάμπει στ’ ακριβά συμπόσια
με τους καλοντυμένους δράκους.
Σωρεύει δέσμιους της πλάνης
και ζωντανούς
που δεν μιλούν
πιότερο απ’ τους νεκρούς.

Στους κουρσεμένους δρόμους του ανθρώπου
θρηνώ για τη χαμένη ισότητα.

ΜΑΡΙΟΣ

Γεννήθηκες αγόρι μου με του Θεού τη χάρη
να ’ρθεις στη γη και να διαβείς στους δρόμους των
ανθρώπων.
Σε πρόσμενα, στο δίδυμο δωμάτιο της καρδιάς μου
που κατοικεί ο μικρός μου γιος· και συ ήλιος δικός του.

Γι’ αυτό, ευχή και προσευχή σου δίνω, ζωγραφιά μου,
να πέφτουν απ’ τα μάτια σου όλη τη μέρα άστρα.
Ν’ ανθίζεις με το γέλιο σου τριαντάφυλλα κι αηδόνια.

Τα χέρια σου να χτίζουνε μόνο χαράς παλάτια
και να μιλούν τα χείλη σου της ομορφιάς τη γλώσσα.
Με λέξεις μοσχομύριστες να τραγουδάς τις μέρες
κι όταν σηκώνουν σύννεφα, το φως σου να τα διώχνει.
Κι όταν σιμώνουνε θεριά, εσύ να τα ημερώνεις.

Να ‘χεις ζωή ψηλά βουνά κι ευλογημένες ώρες.
Δίχως στολίδια ψεύτικα, χωρίς πικρή ανάσα.
Με του καλού τα νάματα, τα πλούτη της αλήθειας.

Για φυλακτό σού εύχομαι παντοτινή αγάπη.
Το σύμπαν πάλι ευχαριστώ για όσα μου ’χει δώσει,
αφού η ψυχή μου έζησε και το δικό σου θαύμα.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο ποιητής είναι ένας δρόμος που τον διαβαίνουν οι
καρδιές.
Ένας τελάλης είναι στον ορίζοντα, να μαρτυρά της γης
τους στεναγμούς.
Τρέχει να σβήσει τις φωτιές που ανελέητα καίνε τον καιρό,
να σώσει την καθημαγμένη ομορφιά
από των ασεβών τα έργα.
Θρηνεί τις μάταιες κραυγές της γης και τ’ αποτρόπαια των
δακρύων βάθη.
Τη μέρα συγκομίζει στίχους, για να σκεπάσει τις πληγές.
Τη νύχτα φέγγει με κεριά ελπίδας.
Με τον καιρό, ο ποιητής μικραίνει, συρρικνώνεται.
Γίνεται ένα τόσο δα αστέρι
που κατοικεί στη λέξη ουρανός.

ΔΥΩ

Νύχτα. Σπέρματα συνήθειας.
Πήρα του κρεβατιού τους δρόμους
να σε συναντήσω.

Λύπη κι ένας αγέρας
στεγνώνει τα σεντόνια δίχως να φυσά.
Οι ερωτευμένες λέξεις
στο παραμύθι της ωραίας κοιμωμένης
καθρεφτίζονται με χείλη μωβ.

Λείπεις. Θρίαμβοι της ερήμου.
Η ομορφιά μπαίνει στο αίμα μου ανάποδα.
Φιλιά -αποδημητικά πουλιά-
μισεύουν πεινασμένα.

Φωτιές αλλού. Κραυγές αλλού.

Ήρθε ο ξένος.
Στη μέση του «μαζί»
μετράει τις αποστάσεις δια δύο.

Δύω. Με ωμέγα.

ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΥ

Θα φύγεις δίχως να προφτάσεις
της ανθρωπότητας το γέλιο που ονειρεύτηκες.
Με το ανικανοποίητο της μάταιης θυσίας·
της ήττας την ενοχική αγκαλιά.
Την ουτοπία στα παιδικά τετράδια φυλλομετρώντας
προδομένη.

Θα φύγεις όμοια και συ με τους αμέτρητους
που φόρεσαν δρόμους αγάπης κατακόκκινους
για μια λέξη ατίμητη, μιαν ακριβή σιωπή.
Για μιαν Ανάσταση
που κάθε χρόνο έρχεται στις εκκλησιές
μα στις καρδιές δεν φάνηκε ακόμα.

ΛΗΚΥΘΟΣ

ΜΟΙΡΟΓΡΑΦΤΟ

Μην πάψεις να ’σαι ουρανός. Μη γκρεμιστείς στο χώμα.
Ντύσου τον ήλιο το πρωί ο νους σου ν’ ασκητέψει.
Την κάψα του μεσημεριού η σάρκα σου να νιώσει.
Τη θλίψη του απόβραδου να στοχαστείς στη δύση.
Γιατ’ η ζωή βαθιά πονά, με του κορμιού τη φλόγα
κι αναγελά ο θάνατος σαν η ψυχή μισεύει.
Όταν υψώνει ο άνθρωπος απελπισμένο βλέμμα
κι απλώνει, για να κρατηθεί ψηλά τα δυό του χέρια.
Μα, σαν σε κατοικεί το φως, δεν έχεις να φοβάσαι
το πέταγμα το τρομερό, αφού από πριν το ξέρεις.

ΣΦΡΑΓΙΔΟΛΙΘΟΙ

Λέξεις μικρά κεράκια, ταπεινά,
σε μοναξιά παλάμη να χωρέσουν.
Να ξεκλειδώσουν τις βαθιές τις θάλασσες
γι’ αυτούς που έχουν πλούτη τα κοχύλια.

*

Σ’ εκείνη την παλιά
φωτογραφία κλείνομαι.
Για να με βρω.

*

Η Κερκόπορτα ήταν ανοιχτή
πολύ πιο πριν την άλωση.
Ήταν τα άχρηστα κορμιά παραδομένα
στη ραστώνη
κι οι μισθωμένοι με τα νοικιασμένα χέρια
που προσκυνούσανε παράσιτα βυζαντινά…

*

Βάφει ο θάνατος με άψυχα σώματα
ξανά τη νύχτα
και τα στιλπνά σκυλιά του
χαϊδεύει ο Πόντιος Πιλάτος
με πλυμένα χέρια.
Ύστερα ντύνεται
το λυπημένο πρόσωπο.
Για πολλοστή φορά.

*

Κι εκεί που λες
πως σώθηκες
από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη,
έρχεται η προδοσία
να σου γνωρίζει μεγαλύτερα θεριά.

*

Σε ακριβά
ή σε φτηνά ξενοδοχεία,
η προδοσία έχει ένα όνομα.

*

Κρύφτηκες απ’ τους άλλους.
Από σένα κρύφτηκες;

*

Στο υπόγειό η κιθάρα ικέτευε βουβά.
Ο αρλεκίνος έκλαιγε το πόδι του.
Στον χρόνο σωριασμένη
«Η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά»
και η ποδιά της μάνας
δίχως σώμα.

*

Θα ξημερώνει όπως πάντα.
Στην αυλή το έλατο θα μεγαλώνει ρυθμικά.
Δεν θα μαι εδώ για να το περιμένω.
Θα ’μαι στη θάλασσα· στάχτη και λήθη σκόρπια,
τα κύματα βαφτίζοντας για μια στιγμή Μαρία.

*

Το ταξίδι
να προλάβουμε.
Των στιγμών το μεγάλο ταξίδι…

ΑΥΡΑ ΕΡΩΤΙΝΗ

Από τα χείλη σου οι λέξεις
Από τα χέρια σου οι στίχοι.
Από το σώμα σου το ποίημα.

*

Στις φλέβες σου
ποτάμι θέλω να κυλώ.
Όχι παραπόταμος.

*

Τόσο πολύ σ’ αγάπησα
που τα φτερά μου έκοψα
να περπατώ μαζί σου.

*

Ν’ ανάβεις ένα-ένα
τα κεράκια του κορμιού μου
και η Ανάσταση ν’ ακολουθεί.

*

Απ’ τ’ ανοιχτό πουκάμισο μπήκε αγέρας άλικος.
Με πήρε την ανάσα καίγοντας.
Έπεσε το μολύβι στο φιλί.
Στο πάτωμα οι λέξεις σκόρπισαν
και η γυμνή σελίδα γράφτηκε με σώμα.

.

ΧΡΩΜΑ ΑΥΡΙΟ (2015)

ΑΓΡΥΠΝΑ ΠΟΙΗΤΗ

Μίλησε ποιητή.
Μη σε σωπαίνει ο ήχος της κραυγής
μήτε το κρώξιμο της νύχτας
και του φιδιού το σύρσιμο γύρω από τ’ αυγό του.

Αγάπα ποιητή.
Σφίξε τις λέξεις, ξέπλυνε το αίμα της πληγής.
Το βογγητό του άλλου σώσε.
Σώμα
Στην ερημιά και στον καημό διαμελισμένο.

Πολέμα ποιητή.
Μη φυλακίζεσαι στο ψέμα του καιρού,
στο θάμπωμα της λήθης.
Άκου τ’ αηδόνι, που έρχεται απ’ τη γη
και στην καρδιά της πλάσης κλαίει.

Αγρύπνα ποιητή.
Όπως το νυχτολούλουδο.
Ο ήλιος όπως χρυσορρόης πέφτει
και αξεχώριστα τις σκιές φιλεί.

Μην κοιμηθείς και ξεχαστείς
κι αποτελειώσει ο κόσμος.

ΧΡΩΜΑ ΑΥΡΙΟ

Τότε
θα σηκωθούνε κύματα ψηλά βουνά
τη λύπη να ξεπλύνουν απ’ τα πρόσωπα
που έγιναν λασπωμένοι δρόμοι κι έρημοι,
πεδία βολής κι ανάστεροι ουρανοί.
Ακράτητος ο ήλιος
στα πληγωμένα χέρια θα χορέψει
καίγοντας τα λευκά μαντήλια στον αέρα.
Θ’ ανθίσουνε των κοριτσιών τα ματωμένα χείλη
εφτάχρωμα φιλιά και φίλντισι.
Τότε,
των ποιητών που αγάπησαν,
η πιο γλυκιά ευχή
απ’ τα παμπάλαια βιβλία καρτερώντας,
σαν ευαγγέλιο και γέννα θα αληθέψει.

Ως τότε,
στην καρδιά μας μόνο ένα.
Χρώμα αύριο.

ΣΤΟ ΚΑΤΑΧΕΙΜΩΝΟ

Βάλθηκα μες στο καταχείμωνο
να ξεφυλλίζω άνοιξη
Προσκάλεσα τις θύμησες ,
τα γράμματα και τα ρολόγια

Τους όρκους που υπέγραφαν το «σ’ αγαπώ»
τις ώρες που ξεχνούσαν τ’ όνομά τους.
Τα δέντρα στη συνωμοσία των φιλιών
το αστέρι που βαφτίσαμε «σε θέλω».

Τα χέρια που κλειδώνανε τα δάχτυλα.
Της μεθυσμένης χλόης το πανδοχείο.
Του πεύκου τον κορμό που ονοματίσαμε
καρφώνοντας ανάποδα τον ουρανό.

Την οροφή ανάστροφα των φύλλων
να εξομολογεί γυμνά τα σώματα.
Γλυκό κρασί που κοινωνάει ο έρωτας
και βάφει τ’ όνειρο με κόκκινες μανόλιες.

Απ’ τις παλιές φωτογραφίες
πέφτουν στη γη μικρές ροδιές.
Ριζώνουνε στον κήπο, μεγαλώνουνε
απλώνουν στα παράθυρα κλωνάρια.
Απ’ τις φωτογραφίες φυσάνε μουσικές
σαν χελιδόνια που έρχονται και πάνε.

Βάλθηκα μες στο καταχείμωνο
να ξεφυλλίζω αγάπη.

ΦΟΡΑ ΜΕ

«Το δεύτε λάβετε
των ματιών σου»

Φόρα με.
Να θρυμματιστώ
στου κορμιού σου την κόψη.

Της ψυχής σου
το ρίγος ν’ αγγίξω
το κόκκινο.

Στις φωτιές του Αϊ Γιάννη
ν’ ανεμίσω μαζί σου
τις κρυφές μου στιγμές.

Φόρα με.
Να κουρσέψω το κύμα.
Να λύσω τον άνεμο.

Να λύσω τον άνεμο

ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Ανοιγοκλείνουν οι καρδιές με πάταγο
μες τις ασπρόμαυρες διαδρομές της μέρας.
Προσοχή στο κενό.

Ασφαλισμένοι σ’ έναν καναπέ μετά,
μασάμε άνοστο ψωμί
ακούοντας μακρινούς θανάτους.

Πίνουμε υπνωτικό νερό
από χλωριωμένες σκέψεις.
Να δούμε όνειρα χρωματιστά.

Σώματα ξεφυλλίζουμε στη λήθη
και το ξημέρωμα
φοράμε τη στολή της μάχης.

Μια μέρα
θα ζωγραφίσω στο κορμί σου
τις παραστάσεις της ασπίδας του Αχιλλέα

Ο ΜΑΗΣ

Κοίτα!
Ο Μάης κεντά τις παπαρούνες
κι ανθίζει φλέβα ανοιχτή.
Άνεμος κρημνοβάτης φυσά τη λέξη ‘θαύμα’
στο θράσος του καιρού αντίπαλη κραυγή

Θυμήσου.
Ο Μάης έρχεται απ’ τους αιώνες.
Όπως το αίμα, όπως η ζωή.
Μια γη ολόσωμη κόκκινο χρώμα
παραδομένη μ’ ένα φιλί.

Άκου.
Η καρδιά κεντά τις παπαρούνες.
Σιωπές υφαίνει τις άλικες φωνές,
να ντύσουν όποια φτάνει Ανάσταση.
Κι ας είναι η λέξη της
κλεμμένη από ληστές.

ΑΙΜΟΡΡΑΓΩ

Αιμορραγώ
μες στις καλπάζουσες σιωπές
στις διάφανες πλατείες των υγρών ματιών
στα πεινασμένα χέρια
που απλώνονται
κι άλλοτε αρπάζουν τις φωτιές
άλλοτε γίνονται φτερά
πιασμένα με κερί που λιώνει
απ’ την απόγνωση.

Στις εσοχές των δρόμων
ντύνομαι υπόστεγα
σκεπάζομαι ντροπή
και λυπημένα βλέμματα.

Το αύριο
ψάχνει σε κάδους σκουπιδιών
τον άνθρωπο.

ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ

Σε αλατινό νερό ξεπλένεται η πέτρα.
Βυζαντινός αγέρας ταξιδεύει τον πηλό.
Τις νύχτες
ακροπερπατούνε πειρατές, ιππότες
και αλλόφυλοι στου κάστρου τις περγαμηνές,
σωπαίνοντας, καθώς τα βράχια ραψωδούν
κι οι εκκλησιές ορθοσκοπούν τη μνήμη.

Χτυπούνε τα φτερά τους λευκοί άγγελοι
στο πέλαγο του Μύρτου αφροπετώντας.
Σπαράγματα φωτιάς,
νύχτες με αστρόλουτρα
κι ο Αύγουστος φεγγάρια δίχτυα απλώνει.

Στο κεφαλόσκαλο,
ένα πανέρι ρόδια
λύνουνε την ποδιά καταμεσήμερο
κι ανθίζουν βυσσινιά τα περιβόλια
κατηφορίζοντας ως το ηλιοβασίλεμα
να βάψουν κόκκινα φιλιά το κύμα.

Πεζούλι της Μονοβασιάς, ηλιόβολο.
Τούτα τα αχ της πληγωμένης μου πατρίδας
πώς να γιάνω;

ΣΕ ΒΛΕΠΩ

Στη Μάνα

Σε βλέπω,
να δρασκελάς το φως του πρωινού
μ’ ένα μαντήλι ευχές που απλόχερα,
σκόρπαγες στης ψυχής μου
τους λειμώνες.

Τώρα μετράς τις Κυριακές
με τα κεριά των αστεριών
που τρέμουν απ’ τη θύμηση.

Απλώνεις
κυκλαδίτικους ανέμους τα απογέματα
να μαρτυράνε μυστικά
και μισοτελειωμένα λόγια
και ταξιδεύεις
στις ριπές του αθέατου
που ξεδιψάει ο χρόνος δίχως τέλος.

Από τα ράφια της αυλής
κρέμονται λε μονόφυλλα
και τα τριαντάφυλλα χέρια σου
που ανθίζουν. 

ΔΕΛΤΙΟ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ

Βρέχει θανατηφόρες παιδικές χαρές.
Η Μεσόγειος ξερνάει μετανάστες.
Δυο φίλοι αποχωρίζονται στην άσφαλτο
με πορφυρό μαντήλι στην καρδιά τους.

Στον χάρτη ολοκαυτώματα ψυχές
καθώς του ήλιου οι καταδότες παρελαύνουν.
Χέρια που αλλάζουνε χαρτονομίσματα νεκρά.
Σκάφη που αναζητούν χαρτιά αξιοπλοΐας.

Κάνει πολλούς βαθμούς ντροπή.
Κι η άνοιξη πεσμένη καταγής
να την κλωτσούν διάττοντες αστέρες.
Άνοιξη καρφωμένη στο σταυρό
μες στο θλιμμένο πίνακα του Ελ Γκρέκο.

Η ΓΛΩΣΣΑ

Ο καναπές είναι μια γλώσσα
κόκκινη, κίτρινη, λευκή
και δεν τσακίζει κόκαλα.

Ο καναπές είναι σκουριά
που τρώει σάρκες.
Γεννοβολάει ακάρεα.

Ο καναπές
έχει τη μυρουδιά παραίτησης.
Δεν ευωδιάζει ανυπακοή.
Φοράει τέλμα.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Οι λέξεις δεν ακούνε πιά.
Σάλεψαν τα νοήματά τους
από τις κατά συρροήν ασέλγειες
απ’ τους σεισμούς των πολλαπλών ερμηνειών
και τη σφαγή ομνύοντας στ’ όνομά τους.

Τις λεν σωστά μονάχα τα παιδιά
κρατώντας τες σφιχτά απ’ τα μισά τους
γράμματα
Κι οι ποιητές τις άγιες νύχτες
που τις φωλιάζουν στοργικά
στα καταφύγια
σκουπίζοντας το αίμα των πληγών

Έξω στις σκοτεινές τις μέρες
Νέρωνες κλώνοι καίν τον άνθρωπο

ΛΑΜΠΟΥΝ

Το γκρίζο με πληγώνει της πόλης
με τα πολύχρωμα
θλιμμένα ξέφτια – βλέμματα.

Λεηλατημένο λούνα παρκ.

Απόγνωση, φωνές που αστράφτουν.

Άλλοι, στα δυο κομμένοι σιωπούν.

Γύρω στη σκοτεινή πλατεία
πλάι σε πόρτες λάγνες που καλούν,
επιγραφές λάμπουν χαρούμενες.
«Αγοράζω χρυσό, λίρες, κοσμήματα.
Άμεσα μετρητά.»

Λάμπουν της δυστυχίας οι πόρτες…

ΜΩΒ

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Του αδερφού μου

Με την ίδια ανεξίτηλη ματιά σου
Μάνα με κοιτάς
Και συ πατέρα
Ένα τσιγάρο δεν το χόρτασες ακόμα.
Απ’ το μετόχι του ουρανού καλωσορίζετε το σόι,
Τους φίλους, τους περαστικούς.

Οι νέοι με τη ζωή, μου έλεγες, θυμάμαι.
Τι στην ευχή τον έχασε το δρόμο
Πενήντα έξι χρόνων άντρας
Κι έκοψε κατά το ποτάμι
Με των ματιών τους ήλιους σφαλιστούς.
Γιατί δεν του φωνάζατε να σταματήσει;
Σ’ αυτή τη μαύρη βάρκα να μη μπει.

ΜΩΒ

Σ ε μια μηδέν στιγμή
ο δρόμος ξενιτεύεται.
Αδειάζει ξάφνου
η δεξαμενή του χρόνου.
Απόνερα κι ενδύματα κενά.

Σιωπούν αισθήματα και λέξεις.
Σύννεφα
στρώνει μωβ η νύχτα
κι ένα τραγούδι
κόβεται στα δυό.

Αντίπερα,
η μέρα μεθυσμένη,
χορεύει
στου ήλιου το ζεϊμπέκικο.

ΨΗΦΙΔΕΣ

Να γράφεις
σβήνοντας για λίγο
τον εγωισμό σου.

<>|<>

Με πέντε στίχους
μπορούν να χορτάσουν χιλιάδες

<>|<>

Και το φιλί
στίχος ομοιοκατάληκτος.

<>|<>

Γόρδιος καημός
κι ο Μεγαλέξανδρος άφαντος.

<>|<>

Ο θάνατος
ποτέ δεν είναι λέξη.

Θάθελα να φύγω
πλήρης λέξεων.

<>|<>

Να ξοδεύεσαι ζώντας
να μη ζεις πεθαίνοντας.

<>|<>

Ανθρώπινο σαφάρι και νερό του Αχέροντα
κι οι μεταπράτες
να διαμελίζουνε τη λεία των συναλλαγών.

<>|<>

Φεύγεις.
Ακούσιος αναχωρητής.
Με μόνη αποσκευή
το αναπάντητο ερώτημα.
Κι εκείνη την αχίλλειο πτέρνα
λαβωμένη στο διηνεκές.

<>|<>

Οι μικροπωλητές
πουλάν τις επετείους αξίες με εκπτώσεις.

<>|<>

Κι αν έχει το αύριο σκοτάδι
άναψε την καρδιά
Και φέξε το.

<>|<>

Οι σοκολάτες ταχυδρόμοι
με λέξεις φουσκοθαλασσιά,
Του έρωτα οι συλλαβές
γραφή μεγαλογράμματη.

<>|<>

Σκάβει ο χρόνος την πανσέληνο
φτυαρίζει όνειρα και σκόνη μελαψή.
Τα μάτια σου ύστερα γεννούνε άλικα φωνήεντα
που κατεβαίνουνε στων χειλιών τους δρόμους.

<>|<>

Ανυποψίαστα παιδιά.
Με πόση ασφάλεια αφήνονται
στων δράκων τα πλυμένα χέρια.

<>|<>

Να με υπογράφεις
με ολοσέλιδα φιλιά.

.

Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (2008)

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

Ερειπιώνες των λυγμών
που η αλήθεια των σοφών δεν αποτρέπει
μήτε ο φόβος του Θεού κι η Νέμεση,
μηδέ των χαμερπών οι εκεχειρίες.
Ντυμένος ελευθερωτής ο χάροντας
κατηφορίζει τα κορμιά στον πόνο.
Θερίζει της ζωής τα όνειρα
και τις αυλές του κόσμου αλωνίζει.

Ήλιε,
πάρε στα χέρια τούτη τη Γκουέρνικα
και ρίξε τη φωτιά επί αδίκων.
Να αναπαυτούν της μνήμης οι ολοφυρμοί
κι η πληγωμένη τρυφεράδα που γονάτισε
σε ανεπίδοτες ευχές και προσευχές.

Ήλιε,
πάρε στα χέρια τούτη τη Γκουέρνικα
και δείξε τη σ’ εκείνους που πιστεύουν
στην εκκλησία της γης.
Που ακόμα πολλαπλασιάζουν την ελπίδα
και αθροίζουν την αγάπη στις καρδιές
και διαιρούνε μόνο της χαράς τα δώρα
για να την κοινωνούνε πιο πολλοί.

ΣΥΜΒΟΥΛΗ

Τα λόγια σου ακαθόριστα
όπως η θάλασσα του Άθω.
Δεν τα λες
ούτε μπλε ούτε πράσινα.
Το νου σου

τούτη η πονηρή αβεβαιότητα
να σταματήσει ως εδώ.
Ποτέ δε γέρασε το ψέμα.

ΓΙΟΡΤΕΣ

Γιορτές, μνήμες περασμένες χάντρες
βότσαλα χρόνια που μαζεύαμε
στου χρόνου το συρτάρι.
Μυρωδιά γαρύφαλου
το σιρόπι των ωρών δίπλα στο τζάκι.
Το σώμα νόμισμα με όψεις δυο
η μια του φύλακα άγγελου
στη στέγη των ονείρων.
Το καλοκαίρι που έστρωσε τζιτζίκια
Το άχ που σκόνταψε στους θάμνους.
Τα όχι και τα μη που παίζανε κρυφτό
μες τα περάσματα του Αύγουστου.

Τώρα ο άγριος καιρός
κάθεται στο αύριο των βράχων.

Κράτα
της άνοιξης τα φυλαχτά,
του έρωτα το θερινό ηλιοστάσιο,
τις αγιασμένες αγκαλιές που γέννησες
και μη φοβάσαι.
Ο χειμώνας θάναι γιορτή.

ΜΕΤΟΙΚΟΣ

Ξεκινάς με το λυκόφως πρόσωπο
κουβαλώντας τους αιώνες του ανθρώπου.
Μετανάστης είσαι
στις εργατιές της γης.
Μαθαίνεις να μιλάς συλλαβίζοντας τη ζωή.
Μαθαίνεις να κοιτάς
πίνοντας το φως.
Ο νους στρατοκόπος ακούραστος
φωτογραφίζει αδιάκοπα τις μέρες.
Χτίζει της μνήμης τα μετόχια
κι αχόρταγα ταξίδια ναυλοχεί.
Μέτοικος είσαι.
Κι αγοράζεις ένα θραύσμα ήλιου
με κάρτα αορίστου διαμονής.

ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Στη γιορτή των λέξεων κοίτα να μη μεθύσεις.
Νηφάλιος να χορεύεις τις ερμηνείες τους
Να μη παρασυρθείς
απ’ τον υποκριτή τον έρωτα
το γητευτή το χρόνο.
Φλερτάρισε με τη χαρά
γύρνα την πλάτη στη μελαγχολία.
Στις θύμησες πες ένα γειά.
Στο όνειρο
ένα ποτήρι παραπάνω
κι εκεί που φτερωτή η ελευθερία σε θωπεύει
στη σκέψη δόστη να χορέψουνε μαζί.
Όσο για τη σκιά
στο βάθος δυτικά του κήπου
πέρα από τ’ αειθαλή,
δεν είναι λέξη, άστηνε.
Η μοίρα είναι….

ΑΥΛΙΔΑ

Από καταβάσεως Ιούδα εκδοχή φιλιού
Στο λάλημα των αλεκτόρων.
επίορκη άρνηση αποκρίνεται.
Όρη Ελαίων, αρχαίο δάκρυ
οθόνη όχλου σε διαδοχή αιώνων
και σταυρός σε ανάβαση καταμεσήμερο.
Αργύρια στα χρόνια μας άφθονα.
Χριστό ψάχνουμε…!

ΑΥΤΗ Η ΛΕΞΗ

Η ώρα του απογέματος ξανά.
Είναι η ώρα η δική σου.
Έρχεσαι δίπλα μου
μ’ ακολουθείς.
Φεύγω και μου φωνάζεις.
Μου γνέψεις απ’ τις λέξεις.
Κάνει η φωνή σου κύκλους
στο πρόσωπο στα δάχτυλα
στους αριθμούς του τηλεφώνου.
Αυτό τον αριθμό θα τον ξανακαλέσω
Όμως δεν θα μπορώ να πω
ποτέ ξανά τη λέξη
μάνα μου.

ΕΙΝΑΙ ΣΤΙΓΜΕΣ

Είναι στιγμές που θέλω
να κοινωνήσω τα σημάδια σου.
Ανοίγω το συρτάρι.
Εικόνα αγιασμένη
με μάτια διαθήκες φως.
Υπάρχεις
σε μέρη ακατοίκητα ίσως
μα πιο πολύ εδώ
στο αίμα μου αναπόδραστα.
Αόρατη των ημερών μου τριγυρνάς
σε κάθε κάλεσμα με συντροφεύεις.
Έλα
Θα κλαδέψουμε τις τριανταφυλλιές.
Δεύτερο κόμπο λοξά, τέλος Γενάρη.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΑ

Κοιτάζω τα καμένα σου όνειρα
σε μια φωτογραφία που χαμογελάς ακόμα.
Σε επιτάφιο του Αυγούστου σεργιανήθηκες
και τώρα, άστρο, μας περιπολείς.
Ψάχνουνε τα παιδιά, στου ουρανού τα χώματα.
Κωπηλατούν στης απουσίας τις ξέρες
επιστρατεύοντας τα χρόνια της αγάπης.
Τόσο μακριά που πήγες να βρεις το ταίρι σου
και δεν ακούς που σου φωνάζουν,
Μάνα, Παιδί μου, αδερφή και φιλενάδα.
Αχ! Το ταξίδι αυτό δεν έχει γυρισμό.
Μονάχα δάκρυα, «γιατί» δίχως απόκριση
κι ένα καντήλι στις καρδιές,
να καίει…

ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ

Ποιος στίχος θα βγάλει το λυγμό του τριζονιού;
Τη μαγεία των σωμάτων εν πτήσει
την ευτελή ματαιότητα του κύρους
τους άλυτους χρησμούς της ζωής
το αχ των ψυχών στο μαχαίρι;

*

Αρνούμαι τους κωδικούς της τάξης τους.
Αρνούμαι τις καινούργιες λέξεις να προφέρω.
Αρνούμαι να υπογράψω δήλωση παράνοιας.

*

Κάθε ποίημα και μια λάμπα θυέλλης
για τους ναυαγούς
και τους ιχνηλάτες του Διογένη.

*

Πριν δωρηθείς δεν ξέρεις τίποτα
για το σοφό σταθμό του ανθρώπου.

*

Συχνά τελώ υπό κατάληψη
από αναρχικούς στίχους.

*

Συγκατοικούν εντός μας
το φιλί και το μαχαίρι.

*

Του άλλου κόσμου τα ακίνητα
μετρούνται με σταυρούς και μνήματα.

*

Τις άγριες ώρες να γητεύεις
με φύλλα γιασεμί
και καλημέρα μέλι.

*

Πού πάει η μέρα σα νυχτώνει;
– Να φέρει φως.

*

Ο Θεός να σε φυλάει
από κερκόπορτες.

*

Σαν ηλιοτρόπιο γέρνω.
Να φωτίζομαι απ’ τον ήλιο σου.
Αφ’ όρου ποίησης.

*

Έλα προτού νυχτώσουν οι ζωές
με μια φωνή να σπάσουμε τους τοίχους
και μ’ ένα ποίημα δίκοπο
να λευτερώσουμε καρδιές.

Η ΝΕΑ ΣΑΛΩΜΗ

Με έχει ματώσει
τούτη των ημερών η αβάσταχτη
φωνή βοώντος,
των ποιητών
και των αποσυνάγωγων πλασμάτων
καθώς η νέα Σαλώμη
σε ναρκοδότη πορφυρό καιρό
τα πέπλα της σαγήνης απεκδύεται
προστάζοντας
την κεφαλή του αύριο επί πίνακι.

.

ΔΑΚΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ (2005)

ΣΙΒΥΛΛΙΚΟ

Σε λίγο θ’ ακουστεί το σύνθημα.
Η καταιγίδα θα ξεσπάσει.
Κάθε κραυγή σιωπή να γίνει.
Κάθε αλλιώτικη σημαία να καεί.
Έρμη πατρίδα.
Με μια τους λέξη κάθε όχι στο κενό.
Μικρή πατρίδα.
Μα εσύ δεν ήθελες τον έλεγχο του κόσμου.
Μόνο του κόσμου τον πολιτισμό.
Εσύ με ξύλα από τον Όλυμπο
καρδιές ζεσταίνεις.
Με του Αιγαίου τον ήλιο
ανασταίνεις και νεκρούς.
Σε βάζουνε ξανά στη μέση Ελλάδα μου.
Κι όπως πορεύεσαι βαγόνι στο συρμό
δεν έχεις δρόμο.
Η στο σταθμό θα σταματήσεις
ή στον γκρεμό.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Μέσα στο σπίτι
χορεύουν οι λέξεις.
Κυκλοφορούν, λικνίζονται
τρέχουν κάθονται χάμω
κάνουν άλματα,
πετούν, κοιμούνται
και ξυπνούν ξανά.
Όταν θέλουν
μπαίνουν στη σειρά
και στοιχίζονται
στην παρέλαση του χαρτιού
σε σχήμα ποιήματος.

ΤΑΞΙΔΙΑ

Ατέλειωτα
νυχτερινά ταξίδια
απ’ το κρεβάτι στο γραφείο
κάτω απ’ την πανσέληνο
της ποίησης.
Στις μύτες των ποδιών
να μην ξυπνήσει η σιωπή.
Ο ρυθμικός ήχος του μολυβιού
κι οι δείχτες του νου
στον άγραφο χρόνο
να σημαδεύουν
ανατολικά της σκέψης,
όπου οι διαστάσεις χωνεύονται
στο ένα και στο σύμπαν
κι ανοίγουν δρόμο
για το επόμενο ταξίδι.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Σέρνεται στο θάνατο η γαλήνη
μ’ έναν πολύβουο ίλιγγο
τετελεσμένων επαναλήψεων.
Ανάμεσα Σαββάτου και Κυριακής
διαλείμματα ασύγχρονων οργασμών.
Έρωτας με πρωτόκολλο.
Αδιέξοδοι έξοδοι
ανώφελης καταφυγής.
Ασκήσεις λεξιλογίου
της λιμνάζουσας τάξης.
Ανταλλαγές του ναι,
βεβαίως, φυσικά.

Στην πασαρέλα των οίκων ενοχής
σαρκικές παρελάσεις
σε χωμάτινες δημιουργίες.
Διαδρομές με πυροφάνι.
Τα δίχτυα σε περιπολία.

Φιλήδονα πορτοφόλια
κι αγοραπωλησίες υλικών κατεδάφισης
σε τιμές απόγνωσης.
Οι ψυχές χαρακώνονται
για μια δόση άσπρης σάρκας.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

Κάθε μέρα διαβάζουμε
τ’ αλφαβητάρι των πληγών.
Οι κραυγές γίναν ψίθυροι.
Το ρέον αίμα
φωτογραφία πια
στην αδιάφορη ματιά μας.
Οι τριγμοί των ονείρων
ασώπαστοι.
Η έχθρα ενδημεί στις καρδιές.
Στην έρημο του αληθινού
την Κασσάνδρα εξόρισαν.
Το πανάρχαιο έκρυψαν δέος
στο υπόγειο της ντροπής τους.
Χωρίς οίκτο σταυρώνουν το φως
Ξεριζώνουν το αύριο.
Του καιρού οι όχθες γέμισαν
πένθιμα εμβατήρια.
Τα ποιήματα δεν έχουν τόπο.
Παράλυτοι οι άνθρωποι ρωτούν:
Πόσο θα είμαστε ακόμα
στα χρόνια του Δράκου;

ΤΟ ΠΕΖΟΥΛΙ

Μετοικεσία ιδεών
απ’ τις κορφές με τους αετούς
στους κάμπους με τα φίδια.
Όταν η πλημμυρίδα του κατακλυσμού
βουλιάξει την κοιλάδα
Θυμήσου
στην άκρη της αυλής
στης μνήμης το πεζούλι
κάτω απ’ την καρδιά
είναι το κλειδί.

ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΕΣ

Στους καιρούς των μεγάλων καταπατητών
κυριαρχούν αυθαίρετα
ύλη και ψυχές.
Όλοι τούτοι ελπίζουν
στο βάπτισμα της απάτης.
Εσύ,
νομοταγής του φωτός,
στης θάλασσας την άκρη
μετράς τ’ απέραντο.
Και με άγρια χαρά
καταπατάς την άμμο.

ΤΑΞΙΔΙ   I

Ψιχαλίζει Αιγαίο
θαλασσινά μονοπάτια.
Έρωτας
στο κορμί του νερού.
Αιγαίο, άγιο μπλε.
Μνήμες της πέτρας.
Προσευχές αθανασίας.

ΤΑΞΙΔΙ  II

Βράχια γυμνά.
Η αρχοντιά καταργεί τα χρώματα.
Η σιωπή γιγαντώνει τους ήχους.
Το ξωκλήσι λευκό
θεριεύουν τα σχήματα.
Ξάφνου
βρίσκεις τι σημαίνουν οι λέξεις.
Η ύλη
σωριάζεται στα πέλματα.

ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΑ

Αξόδευτα πάθη σωρεύτηκαν
στις παρυφές του κενού.

*

Κύμα του κορμιού
γίνεται η απουσία της ταύτισης.

*

Αχ η ειρήνη,
ποιο μύθο να δανειστούμε
για να τη φέρουμε απ’ τον Άδη;
Οι μέρες μπαινοβγαίνουν
στον καπνό της νύχτας.

*

Είναι που κρύβουν της αγάπης τον ήλιο
οι ολικές εκλείψεις του αίματος.

*

Μάτια ονείρων
ο ύπνος του θανάτου.

*

Τα όνειρα κουρέλια πάνω σε συρματοπλέγματα.
Χαρούμενοι φρουροί απαθανατίζουν.

*

Οι ιδέες δόθηκαν αντιπαροχή
σε λαμπερές αυταπάτες

*

Μας πρόδωσαν τα όνειρά μας.
Πήγαν με άλλες πραγματικότητες.

*

Προτιμώ τα χρόνια της φωτιάς
απ’ τα χρόνια της στάχτης.

*

Έτσι καθώς οι καρχαρίες κάνουν όλο και πιο
μικρούς κύκλους γύρω μας,
η σφιχτή αγκαλιά της ελεύθερης σκέψης
είναι η μόνη ασφάλεια.

.

ΑΝΤΙΔΩΡΟ ΚΑΡΔΙΑΣ (1999)

ΜΝΗΜΗ

Θυμάσαι εδώ πέρσι την Άνοιξη
τις ανεμώνες με τα κόκκινα χείλη;
Θυμάσαι πως χάιδευε το μικρό χορτάρι ολοένα
το δροσερό το χέρι του βουνού;
πως κυμάτιζαν στον αέρα
φιλιά και βλέφαρα μέλι γεμάτα;

Απλώναμε πάνω στη γη την πετσέτα της Αγάπης
γεμάτη φρέσκο ψωμί ευτυχίας.
Κι ο πόθος ανάβλυζε
σαν πηγή στα κορμιά μας.
Έτρεχε να κρυφτεί η σιωπή
καθώς η γλώσσα ύφαινε
το κόκκινο πανί της χαράς.
Θυμάσαι εδώ πέρσι την Άνοιξη!

ΗΡΘΕΣ

Ήρθες σαν τη βροχή αναστάτωση
και μου ’δωσες να ξεδιαλύνω
τ’ απέραντο χαμόγελό σου.
Μ’ ένα κλωνάρι ζαχαροκάλαμο
μ’ αγκύλωσες την καρδιά.
Πήρες αντίδωρο φιλί.
Τ’ όνομά σου μπερδεύτηκε στα χέρια μου,
ξεχάστηκε και με βασανίζει.

ΕΝΘΥΜΙΟ

Κράτησα τη μορφή σου βαλσαμωμένο στοιχείο
στην απόκρυφη βιτρίνα της συλλογής
που μαζεύω εντός μου.

ΦΥΓΗ

Ας πάμε απόψε στην τρικυμισμένη ρέμβη.
Κράτησε την καρδιά μου.
Είναι η ζωή βουτηγμένη
στις ουσίες της μονότονης επανάληψης
Κι όμως εμείς θα φύγουμε.
Γιατί μάθαμε ν’ αγαπάμε.
Γιατί ζωγραφίσαμε
τις χίλιες όψεις, του πρωτινού μας Έρωτα

Ας πάμε απόψε στη φυγή…
Ακόμα κι αν σωθεί το σχήμα της Αγάπης
Εσύ θα μ’ αγαπάς;

Ο ΙΣΚΙΟΣ

Με το χαμό σου
γνώρισα τι πάει να πει “απουσία”
Τα δάχτυλα γιομάτα θάνατο
κράταγαν νοερά τσιγάρο.
Κι έβλεπες μακριά
ποτέ μου δεν θα μάθω πού.
Έτρεχα δίχως να σε φτάνω πια
Δε χώραγα σ’ αυτό το μονοπάτι.
Το πέρασες μονάχος.
Ο ίσκιος σε κείνη την καρέκλα
επιμένει πως υπάρχεις.
Κι όποιος κάθεται
κάθε φορά δίπλα σου πάντα είναι.

ΕΞΙΛΕΩΝΟΜΑΣΤΕ

Το μαραμένο γιασεμί
στις παλιές μας σελίδες ενθυμίζει
τρυφερές συναντήσεις
από δάχτυλα άκαπνα κι αβάπτιστα χείλη.
Όμως τώρα που μάθαμε πες μου τι ωφελεί;
Θα σου κάμω ένα δώρο σαν τότε παλιά
που ζωγράφιζα την καρδιά μου
πάνω σ’ ένα πλατανόφυλλο.
Τη στέλνω τώρα σε μια σελίδα κόκκινη.
Πάνω στη Γη του Κουρδιστάν,
σ’ ένα κομμάτι Αφρικής σε μια γωνιά Βαλκάνια.
Τί ωφελεί;

Εξιλεωνόμαστε
σπαταλώντας μια ψυχή που χρόνια μαζεύαμε
απ’ το περβόλι της νιότης.
Ετοιμάζουμε αδιάφοροι
τις μελλούμενες ώρες μας
ανάλαφροι από ενοχές
κι η Άνοιξη
το πρωινό ζυμώνει με δροσάτο αγέρι…

ΧΑΡΤΗΣ

Γυρίζω τη σφαίρα της γης
Βουνά στις Ηπείρους τ’ ανάγλυφα μίση
Τα στίγματα των πόλεων αγριεμένα πλήθη
Οι σκούρες γραμμές των σιδηροδρόμων
συρματοπλέγματα για τη ζωή.
Οι κόκκινες αυλάκια αίμα…
Ανάμεσα σπαρμένα χωριά – σημάδια από πληγές.
Δάση γιομάτα καπνούς που τον ήλιο μικραίνουν.
Πάνω σε τούτη τη σφαίρα
ακινητεί ο αγέρας της ντροπής.

ΑΦΘΑΡΣΙΑ

Τ αγάλματα χαλάνε απ’ τον καιρό
Σκουριάζουν τα παλιά τα εργαλεία.
Όμως τούτα τα κύπελλα θαρρώ
πως μείνανε ακέραια και λεία.

Η μούχλα, οι νυχτερίδες δω κι εκεί,
γύρω τους κάνουν κύκλο οργισμένα.
Μα μέσα τους ψευτιά δεν κατοικεί
Χρυσά ιδανικά μόνο κρυμμένα.

Την πέτρα να πληγώσεις δεν μπορεί
Το θυμιατήρι κι άδειο σ’ ανασταίνει.
Κι είναι η αλήθεια σαν παλιό κρασί
που με το χρόνο πιότερο ακριβαίνει.

ΚΕΝΟ

Ένα σούρουπο μουσικής κατακάθεται
στα γυμνά κλαδιά του δένδρου
που φυλλοροεί η γαλήνη.
Εκεί που στέρεψε το φως
απομένει μια λίμνη κενού.
Ανατριχιαστικά σφίγγει το δέρμα
των τοίχων η ανάσα.
Σ’ αυτό το δωμάτιο
τ’ άδειο από πόρτες και παραθύρια
πώς να πιστέψεις στο αύριο;

ΑΡΓΟΠΟΡΙΑ

Γυρνώ συχνά στο πέρασμα
για ν’ ανταμώσω τη σιωπή μου
πού ‘ χάσε το πράσινο χρώμα της,
γιατί το φόρεσαν οι κάμποι του Μάη.
Γεννήθηκα αργά
Πώς να προφτάσω την Άνοιξη;

Ο ΛΟΓΟΣ

0 Λόγος ανεξίτηλα βάφει τη λήθη.
Μυημένο σώμα προσφέρει μ’ αντιχάρισμα φως μυστικό.
Εξανθρώπινος χρόνος ορίζει το υλικό των ονείρων
και τα γυμνά χέρια της απλότητας.
0 Άτλαντας το Σύμπαν κρατάει.
0 Προμηθέας ταΐζει την τιμωρία του στο βωμό των ανθρώπων.
Καθώς η τροχιά μετατοπίζεται προς το θάνατο,
οι ζωές μηδενίζουν τα χρονόμετρα
στην ακήρατη αθανασία της Αγάπης…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΑΛΕΚΑ ΚΑΤΣΟΥΛΙΔΗ

FRACTAL 22/9/2021

Ποίηση που διαρρηγνύει τα πεπραγμένα των καιρών

Διαρρηγνύει τα πεπραγμένα των καιρών – για να χρησιμοποιήσω παραλλαγμένη δική της έκφραση- η Σκουρολιάκου Μαρία στο: «Σώμα του Χρόνου» που ανελέητα κυλάει κι ανερώτητα.

Τα σώματα τρυγούν
της μνήμης το ακριβό απόσταγμα.

Τι απομένει; Η Ποίηση. Οι λέξεις ως ανταμοιβή στο πλήρωμα του χρόνου. Τρόπος κατάθεσης ονείρων, στον καμβά της ζωής που τρυγήθηκαν, στην αθέατη πλευρά του θανάτου, αγώνας να αφήσει τα αχνάρια της, «δακτυλικά αποτυπώματα της μοίρας».

Ξεκινώντας με την «Έκρηξη» φτάνει να αποβάλει το μαζεμένο καρπό χρόνων. Καζάνι που βράζει, προφανώς, ο εσώτερος καημός, το παράπονο, η διαμαρτυρία, το ανεκπλήρωτο συναίσθημα. Κι αν ο αγέρας σφυρίζει, η καρδιά ταξιδεύει για να κυματίσουν τα δάκρυα, κι ένα χέρι σαν μαχαίρι, κατά πώς γράφει, να θερίσει τους καρπούς. Ειδικότητα στις μεταφορικές έννοιες των πραγμάτων, τη χαρακτηρίζει ανενδοίαστα. Χωρίς αυταπάτες, κατεβαίνει από το σύννεφο αλλά οι μυρωδιές της γης, τα ταξιδιάρικα όνειρα, ανάβουν φωτιές, κι ανοίγουν οπές, εκτινάσσοντας σαν πίδακες τις λέξεις από τα βαθιά νερά «των αλγεινών στιγμών», φορώντας το μαγικό πλέγμα των στίχων, για να γίνουν φωνές καταπέλτες οι στίχοι, «αναρχικοί ψαλμοί», «λέξεις αλάλητες που θέλουν να ζήσουν»

(Ελάφια, σελ. 14).

Θρηνεί τους κουρασμένους δρόμους του ανθρώπου για τη χαμένη ισότητα:

Ημέρες
με τα «Υπερμάχω» και τα «Χαίρε»
φυσάνε στην ψυχή βυζαντινές φωνές

μα στην επαναλαμβανόμενη αδικία
Η Ανάσταση

θρηνεί διαμελισμένα όνειρα και δακρυσμένη
καρτεράει τον άλλο Απρίλη. (Βυζαντινές φωνές, σελ. 19)

Μπορεί οι λέξεις να ηχούν δυναμικά, αλλά ο στίχος αποτυπώνει την αδικία, κατακεραυνώνοντας το «ψέμα διαρκείας ντυμένο αρετή».

Και φτάνοντας στον Νοέμβρη του Χρόνου που κοντεύει και το τελείωμα της ζωής – φυλλορροούν τα δέντρα- καταγράφει σε πεζό λόγο την ατμόσφαιρα: «Οι μελαγχολίες κολλάνε στα ματόκλαδα», μεταστρέφονται σε μικρές σταγόνες, ρέουν στης ψυχής το σώμα, αποδεικνύοντας ότι και στον πεζό της λόγο οι λέξεις δρουν στο να «φέγγει η ψυχή».

Ο Απολογισμός της Μαρίας Σκουρολιάκου: «Σιωπές πάνω από μισό αιώνα, λέξεις τυραννισμένες που ψάχνουνε τη λύτρωση». Μηδέν τον χαρακτηρίζει για το ανεκπλήρωτο, «αφού κανένα απ’ τα δάκρυά μου, τόσους θανάτους άδικους δεν έσβησε», γράφει (Απολογισμός, σελ. 29).

Όσο κι αν μικραίνει, συρρικνώνεται ως σώμα, γίνεται αστέρι που κατοικεί ο ουρανός, καταλήγει μονολογώντας. Ακόμα και μετά θάνατον δεν παύει να πιστεύει στα όνειρα. Το γνωρίζει ο καθένας, αδυσώπητη η μοίρα, ακόμη και τότε όμως νοσταλγεί όσα δεν έσπειρε, τις λέξεις που δεν έγραψε: «Αστροσπορά, χιλιοδώρητο, βαθύπονο, αχτιδένια… μα πιο πολύ το σ’ αγαπώ. Κυρίως ασυναίρετο» (Όλα χώμα, σελ 35).

Και τι απομένει; Ο ίσκιος των ονείρων

Για μιαν Ανάσταση
που κάθε χρόνο έρχεται στις εκκλησιές
μα στις καρδιές δε φάνηκε ακόμα

(Ελεγεία του ανεκπλήρωτου, σελ. 43)

αρκεί όμως να κρατάει τον ειρμό με την ποίηση, «τον δρόμο της καρδιάς».

Ατελεύτητη η γραφή της Σκουρολιάκου και ατελέσφορη η κριτική απογραφή των ποιημάτων της. Η πρώτη ενότητα που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, γραμμένη σε ελεύθερο στίχο, συμβολικά αποπνέει την αύρα των πληγών, των βιωμάτων, των αδικημάτων, ενώ η δεύτερη ενότητα (Λήκυθος), λαϊκότροπη γραφή σε δεκαπεντασύλλαβο με την αρμονικότητα και τη μουσικότητα του δεκαπεντασύλλαβου προσθέτει την τραγικότητα που της αναλογεί, λες και η μοίρα, χωρίς το μοιρολόγι της μειονεκτεί.

Μην πάψεις να ’σαι ο ουρανός. Μη γκρεμιστείς στο χώμα

Ντύσου τον ήλιο το πρωί ο νους σου ν’ ασκητέψει. (Μοιρόγραφο σελ. 49)

Διδακτικός λόγος αλλά και προστακτικός από κάποιον που έζησε και ίσως δεν κατάφερε να χορτάσει, ό,τι του πρόσφερε η ζήση. Ο δεκαπεντασύλλαβος πραγματώνει το θέλημά της.

Επιγραμματικές φράσεις, αποφθέγματα οι τελικές συμβουλές-καταθέσεις – σφραγίδες, της Μαρίας Σκουρολιάκου, για να απαθανατίσουν επισφραγίζοντας το τελικό της ζωής αποτέλεσμα:

Όταν μισέψω,
θέλω για ένα «θα» να με θυμάσαι,
που η ψυχή μου πάντα θα σου ψιθυρίζει
όταν γέρνεις.

Τι διεκδικεί κι αποζητάει σε τελευταία ανάλυση ως απολύτρωση ή έστω απλή ανταμοιβή των αποτρεπτικών ή αποτρεπτικών της λόγων;

Μάθε μου
όλα τα σημεία στίξης της αγάπης.
Μονάχα την τελεία μη μου πεις (Σφραγιδόλιθοι, σελ, 55,58).

Και με την Αύρα Ερωτινή, ως επιμύθιον συνταγή ευζωίας, ο Έρωτας με κεφαλαίο, η κορύφωση της ύπαρξης, της συνέχειας, της παντοδυναμίας:

Σ’ αυτή τη θάλασσα
με ασφάλεια βυθίζομαι.
Στα χέρια σου.

Κι ολοκληρώνει:

Στα χέρια σου, το σώμα μου,
το ρήμα «είμαι» σ’ όλους τους χρόνους

για να χωρέσει στην αιωνιότητα και να χορέψουν μαζί τον τραγικό χορό της. Ποίηση τι είναι, αν όχι η τραγωδία που παίζεται σε καθημερινή διάσταση, για να κερδίζει την αθάνατη πνοή της ως πνεύμα, ενασχόληση ψυχής, με γλωσσικά αποφθεγματικά μηνύματα- αρκεί

να μας αφυπνίζουν πότε πότε με τον οίστρο τους…

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 2/6/2021

«Στα μικρά χωριά / ο κόσμος κάνει κύκλους»

«Βάθος»: η περισσότερο χρησιμοποιημένη λέξη σε αυτό το βιβλίο. Και τα συνώνυμα. Και τα αντώνυμά της.

Η έκτη ποιητική συλλογή της αισθαντικής μαχητικής ποιήτριας Μαρίας Σκουρολιάκου.

Λέξεις σαν βεγγαλικά, αστραπές που αυλακώνουν τον οργισμένο ουρανό, ποίηση οιστρηλατημένη από τις κοινωνικές ανισότητες (βλ. «Χρόνια του φόβου», σσ. 24-25).

Κι ένα ποίημα ποιητικής στη σελίδα 33. Γενικά, η ποιήτρια δεν περιαυτολογεί. Γράφει για το «εμείς». Το εγώ της είναι απλώς το συνεκδοχικό όχημα προκειμένου να μιλήσει για τα πάθη του κόσμου και την ενοποιητική ιδεολογία της. Υπάρχει ηθική σε αυτό το πόνημα και απολύτως διακριτή κοσμοθεωρία που επικεντρώνεται στην έννοια της Δικαιοσύνης, στην Ισότητα, στην Ελευθερία και στο απαράγραπτο δικαίωμα του ανθρώπου στην ευτυχία, όσο πεπερασμένη κι αν είναι, δεν είναι όμως ανέφικτη.

Η ομιλούσα ποιητική φωνή είναι χορτάτη από τον έρωτα και από γήινες ηδονές, είναι πλήρης από κάθε άποψη, με σαφώς διατυπωμένη συνείδηση της ματαιότητας των πάντων, ακόμα και της ίδιας της ποίησης, όσο ο κόσμος δεν αλλάζει και δεν μοιάζει ακόμα με την ανάμνηση μιας απροσδιόριστης Εδέμ που βρικολακιάζει στα όνειρά μας, τα συλλογικά.

Η ποιήτρια είναι μάστορας των αντιθέσεων. Συνθέτει τις λέξεις με αντιστικτικό μουσικό τρόπο. Η ρυθμολογία της παραπέμπει στο δημοτικό τραγούδι. Οι ομοιοκαταληξίες δεν την θέλγουν, λατρεύει όμως τις παρηχήσεις (ενίοτε πολλαπλές).

Χθόνιες αντηχήσεις βαρέων, βαθέων τόνων (σελ. 11). Ανιμισμός, μόνον ως λογοτεχνική σύμβαση (σελ. 10).

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΔΟΜΗΜΕΝΑ ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΕΠΙΠΕΔΑ. Οι στροφές γίνονται ψηφίδες τεχνηέντως συγκολλημένες. ΔΙΑΚΟΠΤΟΜΕΝΟΣ ΡΥΘΜΟΣ ΜΕ ΤΟΜΕΣ, ΣΙΩΠΕΣ ΚΑΙ ΠΑΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΤΟ ΑΧΩΡΗΤΟ. Αυτή η ηθελημένη (ή μη) αποσπασματικότητα δείχνει ίσως ότι το ποίημα δουλεύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά όχι συνεχώς, έτσι ώστε κάπου χάνεται ο ενιαίος ρυθμός και κυριαρχεί το επί μέρους. «Ελίχρυσες στιγμές», όπως λέει η ίδια (σελ. 12).

Κι ο Καβάφης παρών με τις «ηδονικές φωνές» της σελίδας 13. Και το ποίημα έχει τίτλο «Στα βαθιά του δέντρου».

Πρωτότυπες συλλήψεις, εικόνες εναργείς, στάση ενεργητικοί, στίχοι που θα μπορούσαν να ανήκουν σε λαϊκά δημοφιλή τραγούδια, ακόμα και μυστικισμός («Της γης μου», σελ. 15: «Στις πέτρες τις ακήρατες που υπογράφουνε το φως» – τι ωραίος στίχος!).

Πολλές αποστροφές που λειτουργούν αυτοτελώς ως γνωμικά.

Λέξεις έξυπνα συνταιριασμένες ή διχοτομημένες (όπως οι «λ-έξεις» στη σελίδα 176, που παραπέμπουν στις έξεις). Και τα βουνά «άπατα».

Ερωτικά τα περισσότερα τραγούδια αυτής της συλλογής, ύμνοι στις χθόνιες ηδονές που ποτέ δεν χορταίνονται.

Πολλές παρηχήσεις του χι (όπως π.χ. στη σελίδα 20).

Σαιξπηρικός ο στίχος: «Ψέμα διαρκείας ντυμένο αρετή» (σελ. 21).

Διπλές επαναλήψεις φράσεων για εμφατικούς λόγους (σελ. 27).

Καρυωτακικό το ποίημα «Ζωές», που αρχίζει έτσι: «Στα μικρά χωριά οι μέρες φορούν /ασπρόμαυρα γυαλιά» και τελειώνει έτσι: «Τα χρόνια διπλωμένα στο συρτάρι / μυρίζουν καμφορά συνήθεια. // Στα μικρά χωριά / ο κόσμος κάνει κύκλους / με άξονα τον ίσκιο του / σε τροχιά ελλειπτικής οφθαλμαπάτης» (σελ. 30).

Έκλαμπρες εικονοπλαστικές επιδόσεις συνδυάζονται με παλαιορομαντικές ποιητικές εικόνες σε ένα πρωτότυπο αμάλγαμα διακριτού ύφους, απολύτως προσωπικού. Η ποιητική της Μαρίας Σκουρολιάκου είναι σαν «καθημαγμένη ομορφιά» (σελ. 33).

Επαναστατικόν (με τη γενικότερη έννοια) το ποίημα «Μονολογώντας» (στη σελίδα 34).

Το κλειδί στην ποιητική της κρύβεται ενδεχομένως στο «αιώνιο δίχτυ / μιας συμφωνίας μυστικής / των αντιθέσεων» (σελ. 36).

Αυτοκαταστροφικός, αυτοτιμωρούμενος Προμηθέας στα «Μεσάνυχτα του ανθρώπου» (σελ. 37): «για να μην χάσουνε τον δρόμο οι λυπημένοι, / που ξενιτεύτηκαν μέσα στο σώμα τους / φορώντας τους χειμώνες στην καρδιά τους».

Δανεικό το λογοπαίγνιο «δύο/Δύω. Με ωμέγα» (σελ. 39). Κρυπτομνησία; Ή μήπως πασιφανής διακειμενικότητα;

Ωραία εικόνα: «Τα μακριά σου δάχτυλα / − λαιμοί των κύκνων − / αγκάλιαζαν το φλιτζανάκι του καφέ» (σελ. 40).

«Ένα σκισμένο ποίημα»: ακόμα ένα ποίημα ποιητικής στη σελίδα 41.

Συνώνυμα και αντίθετα συζεύγνυνται στην τρίτη στροφή:

«Η ποίηση αγρυπνά,
Τη λέξη της για να κρατήσει
Μακριά απ’ τις προθέσεις.
Ν’ αντιπαλέψει
Την προσ-ποίηση, την παρα-ποίηση,
Την αντι-ποίηση και την εκ-ποίηση».

Συνδεδεμένα δίστιχα συνθέτουν το ποίημα «Άλυτος πόνος» (σελ. 42) όπως και τα δύο τελευταία από τα τέσσερα μέρη που συναπαρτίζουν το βιβλίο αυτό («Σφραγιδόλιθοι», «Αύρα ερωτινή»).

Ας προσέξουμε τη διαφορά μεταξύ «ερωτικής» και «ερωτινής».

Άμεση αυτοκριτική του σιναφιού των γραφιάδων οι «Ένορκοι» (σελ. 44).

Τριάντα έξι ποιήματα το πρώτο μέρος, τέσσερα ποιήματα η «Λήκυθος». Στερνό «Του πατέρα» (σελ. 51). Τέλειοι δεκαπεντασύλλαβοι χωρίς ομοιοκαταληξία (που για άλλους/άλλες λειτουργεί και ως ομοιοκαταληψία).

Στον τρίτο μέρος «Σφραγιδόλιθοι» η Ιστορία συναντάται με την θυμοσοφία και την ναρκισσιστική αναφορά στον Θάνατο, στον δικό μας θάνατο, ως εφηβικό σκιάχτρο και γεροντική παραμυθία. Εξάλλου, όλη η ποίηση (ως τέχνη και ενασχόληση) επιχειρεί το πάγωμα της στιγμής. Τετραπλή παρήχηση του χι στη σελίδα 60.

Καταληκτικό του τετράπτυχου μέρος η «Αύρα ερωτινή» μέσα σε δύο μόλις σελίδες λειτουργεί και ως συμπέρασμα και ως ηθικό δίδαγμα και ως κεντρική ιδέα κλείνοντας με ένα τετράστιχον ερωτικόν.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ Β. ΚΩΒΑΙΟΣ

ΦΡΕΑΡ 02/06/2021

«Τη μέρα συγκομίζει στίχους» η Μαρία Σκουρολιάκου, όπως και κάθε ποιητής κατά τη διαπίστωσή της, «για να σκεπάσει τις πληγές. / Τη νύχτα φέγγει με κεριά ελπίδας». Διότι –ή: γι’ αυτό– «ο ποιητής είναι ένας δρόμος που τον διαβαίνουν οι καρδιές». Οι πληγές χαίνουν πάνω στο Σώμα του χρόνου, αλλά και μέσα από αυτό, υποδόρια, και στα 36 ποιήματα της βασικής συλλογής του έκτου ποιητικού βιβλίου της. Χρονικοί προσδιορισμοί, όπως «ώρα τρεις», «πολύ καιρό», «πάνω από μισό αιώνα», «της χθεσινής ημέρας», «διαρκώς», «οι εποχές», «το αύριο», «θα ’ρθει στιγμή», «από καταβάσεως φωνής», «εφημερεύει», «ένας παλιός Νοέμβρης», «κάθε χρόνο», «πεπερασμένου χρόνου», «ποτέ», «σε χαλεπούς καιρούς», «νύχτα», «Απρίλης», «τον αυριανό τον ήλιο», «άνοιξη» κ.τ.τ., αφήνουν κατάστικτη τη σάρκα των ποιητικών συνθέσεων αυτού του πονήματος, οδηγώντας τον αναγνώστη να γρηγορεί κατά την πορεία της πρόσληψης, ώστε να αποφεύγει να πληγώνει και αυτός την ευαίσθητη επιδερμίδα της Ποίησης.

Ήδη από την αφιέρωση στον εγγονό της Μάριο η Σκουρολιάκου –και καθώς «μακριά η θάλασσα ανθίζει γλάρους» («Χρώματα φθινοπωρινά»)– υπαινίσσεται τη ρότα που θα χαράξει, αφού ορίζει a priori τις διαγενεακές συντεταγμένες μιας ποίησης της ωριμότητας, της πείρας αλλά και της στασιμότητας, όταν πια «τα χρόνια διπλωμένα στο συρτάρι / μυρίζουν καμφορά συνήθεια» («Ζωές») σε αντίστιξη με τη «μοσκοβολιά» και το «ακέραιο φως» που κουβαλάει, κάθε που επιστρέφει, ο αγαπημένος απόγονος. Εκείνη, πάντως, με αρετή και τόλμη τα έχει βρει με τον εαυτό της: «Βαδίζεις δίχως αυταπάτες. Έχεις κατέβει απ’ το σύννεφο πολύ καιρό… Οι εποχές σού βάφουν τα μαλλιά. Χαράσσουν στο κορμί σου ενθύμια… Ο δρόμος περιμένει όπως τον σχεδίασες. Στα μέτρα σου.» («Το μέσα αίμα»). Στα δε πολύ προσωπικά, «Νύχτα. Σπέρματα συνήθειας. / Πήρα του κρεβατιού τους δρόμους / να σε συναντήσω». / […] Οι ερωτευμένες λέξεις / στο παραμύθι της ωραίας κοιμωμένης / καθρεφτίζονται με χείλη μωβ. / […] Η ομορφιά μπαίνει στο αίμα μου ανάποδα». («Δύω»).

Εκλύει, ωστόσο, και το παράπονο για πράγματα που δεν έκανε αρκούντως. Κι όταν ένας ποιητής μιλάει για πράξεις και πράγματα, εννοεί πρωτίστως λέξεις: «Μέσα από μια φωτογραφία θωρείς την απουσία σου. / Τις λέξεις που δεν είπες όσο θα ’θελες: / Αστροσπορά, χιλιοδώρητο, πεντάλευκος, βυθοπατώ, γιασεμόκορφη, ποθόπλεκτος, αποκαρπίζω, αλεξίκακος… κ.ά. / Μα πιο πολύ το σ’ αγαπώ. Κυρίως ασυναίρετο». («Όλο χώμα»). Την ίδια ένδεια νιώθει και όταν «Στη στάση / περιμένει ένα ποίημα. / Όμως δεν έχω να του δώσω / λέξεις» («Μικρό παιδί»). Αλλά αλίμονο αν ο ποιητής δεν ένιωθε «αφχαρίστητος»…

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, καθώς «ήρθαν καιροί που άγρια σκότιση / ρίχτηκε σαν θεριό στον άνθρωπο» και η Ποίηση είναι αδύναμη να αναμετρηθεί με τόσα θεριά, οπότε «ας μιλήσει ο πόνος», η ποιήτρια από το μετερίζι της στην Αμφίκλεια της Λοκρίδας θρηνεί και καταγγέλλει τη βία, τη φρίκη, την κατάφωρη αδικία που διαχρονικά και εις τους αιώνας των αιώνων βιώνουν ανθρώπινες υπάρξεις και ολόκληροι λαοί «στους κουρσεμένους δρόμους του ανθρώπου». Είναι και που «μια στρατιά ξυπόλυτοι Χριστοί / μ’ ένα “γιατί” χτυπούν ξανά της γης τα ρόπτρα». («Βυζαντινές φωνές»).

Τα περιεχόμενα του βιβλίου συμπληρώνουν, μετά τη συλλογή «Σώμα του Χρόνου», 3 δημοτικοφανή τραγούδια σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο υπό τον τίτλο «Λήκυθοι», αφιερωμένα στο οικείο περιβάλλον της ποιήτριας. Ενδεικτικά από «Της πατρίδας μου»: «Του χρόνου μου βραχοκλησιά μ’ ακοίμητο καντήλι. / Με άγια εικονίσματα στο σπίτι της καρδιάς μου. / Σαν φυλαχτό μου το φορώ και με φοράει σαν γέννα». Ακολουθούν ολιγόστιχα αποφθεγματικού ύφους σπαράγματα με τον τίτλο «Σφραγιδόλιθοι», όπως «Πουκάμισο αδειανό δίχως το σώμα. / Κι άλλο που το φοράει κορμί / κι είναι πιο άδειο ακόμα». Κατακλείδα του υλικού αποτελεί η «Αύρα ερωτική», ύστατο αντίδοτο στην πυκνή πάχνη σοφίας και μελαγχολίας του κυρίως υλικού: «Από τα χείλη σου οι λέξεις / από τα χέρια σου οι στίχοι. / Από το σώμα σου το ποίημα». Αλλά και «Απ’ τα φιλιά σου αναβλύζουνε φωτιές / που με δροσίζουν». Η ποιήτρια αφήνει, έτσι, να αιωρείται το ερώτημα: Το σώμα του Χρόνου είναι αυτό που υποφέρει και σύρει τους θνητούς να μεταλλάσσονται σε ποιητές; Ή ο χρόνος του σώματος το πετυχαίνει αυτό; Με άλλα λόγια, καζαντζακικά, το σκουληκάκι σέρνεται μέχρι το τελευταίο φύλλο του δέντρου, για να κορέσει την περιέργειά του αντικρίζοντας με δέος από εκεί την άβυσσο της Ποίησης; Ή η άβυσσος της Ποίησης σέρνει με την ακαταμάχητη έλξη της το σκουληκάκι ώς το στερνό το φύλλο, για να του αποδείξει τη μικρότητά του έναντί Της;

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

FRACTAL 1/11/2022

«Ας μιλήσει ο Πόνος»

Η ποίηση της Μαρίας Σκουρολιάκου είναι η καλά οργανωμένη αποτύπωση υπαρξιακών αποθεμάτων και η σύνθεση εμπειριών που πηγάζουν από τα ανήλιαγα βάθη του συνειδητού και της φαντασίας φανερώνοντας μέσα από τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο της ένα αστείρευτο πνεύμα, όπου οικιοθελώς ο αναγνώστης αναγκάζεται να ταυτιστεί με τις απόψεις της δημιουργού, για να καταφέρει να μοιραστεί μαζί της στοιχεία που δομούν τον άνθρωπο: όπως η πίστη, η ελευθερία και φυσικά η αγάπη, και κάθε άλλη μεγάλη Αρετή, όπως τρέφει βαθιά στο πνεύμα της η ποιήτρια.

Στους κουρασμένους δρόμους

Ας μιλήσει ο πόνος.
Για τα σκυφτά κορίτσια,
στα σπλάχνα της Ανατολής
που βάφουν με σιωπή την έρημο.
Για τις γυναίκες, στης Δύσης τα παζάρια,
σε διαδρομές κορμιά που σέρνονται
με πληρωμένες λ-έξεις.

Ας μιλήσει ο πόνος.
Για τα παιδιά τα προδομένα,
που δεν ανθίζει
στο κορμί τους άνοιξη
και ρημαγμένα
απ’ των εισβολέων τα χέρια
στοιχειώνονται
να ζουν πάντα μισά.
Για τ’ άλλα, τα σκελετωμένα
που ψάχνουνε ψωμί και ύπαρξη
κι όλο τα σβήνουν οι πολιτισμένοι
απ’ τις σελίδες του αίματος
ασύστολα.

Ας μιλήσει ο πόνος.
Για τους λαούς που άδικα
συντρίβονται κι είναι
στα άπατα βουνά ο θεός τους.
Που κουβαλούν στα βράχια της σιωπής
αιώνες φρίκης, λεηλατημένα ιερά
κι επιβολή φερμένη από Δούρεια τάματα.

Ότι ο θάνατος φορεί την όψη του Ιανού
και λάμπει στ’ ακριβά συμπόσια
με τους καλοντυμένους δράκους.
Σωρεύει δέσμιους της πλάνης
και ζωντανούς
που δεν μιλούν
πιότερο απ’ τους νεκρούς.

Στους κουρσεμένους δρόμους του ανθρώπου
θρηνώ για τη χαμένη ισότητα.

Η Σκουρολιάκου, χειρίζεται τη γλώσσα με μία άνεση που δεν προέρχεται μόνο από γνώσεις, αλλά περισσότερο από τα διανοητικά και οργανικά αποθέματα της και που απ’ ότι φαίνεται έχουν καλά οργανωμένη την αυτάρκεια της βιωματικής εμπειρίας.

Έμπλεο ευαισθησίας το συνολικό αποτέλεσμα της συλλογής, σε βαθμό που δεν είναι καθόλου και τίποτα τυχαίο. Η γραφή της χαρακτηρίζεται από ευδιάκριτα νοήματα. Ένα ύφος γραφής που το συναντάμε στην ώριμη γλώσσα.

Και είναι όμορφα διαβάζοντας, να ακουμπάς επάνω σε λέξεις, που η ίδια η δημιουργός του δεν καταπάτησε παρά τις εξέφρασε μέσα από τις νοητικές δυνάμεις που κοσμούν και χειρίζονται τον ψυχικό κόσμο της .

Τι πιο όμορφο λοιπόν από το να πορεύεται ο νους του αναγνώστη με τη διάνοια του στίχου όπως πορεύονται ταυτόχρονα τα όνειρα όλων των ανθρώπων προς την ένωση με τον άλλον.

Ο κήπος βλέπει
Ο κήπος βλέπει το αύριο
καθώς φεύγει αμείλικτα
στη ράχη του ήλιου.
Καθώς γδύνεται λέξεις ξάστερες
και καταιγίδες αιχμηρές
φοράει συλλαβές.
Στιγμές ανάβω
με κλαδιά-φιλιά σπασμένα.
Με χέρια-φύλλα του φθινόπωρου
που πέσανε στου χρόνου τα γκρεμνά.
Στο πλάι μου
-κορμός αειθαλής- το σώμα σου.
Πάντα εκεί.

Ποίηση ως εκφραστικός τρόπος μιας ατομικής αρμονίας που αναβλύζει σαν φυσική ανάγκη της ύπαρξης της. Έννοιες π’ αναζητούν το βάθος των πραγμάτων και των συναισθημάτων.

Σε πολλούς στίχους βρίσκονται οι δυσκολίες που συναντάμε κάθε στιγμή στη ζωής μας· κι όπου όλες μαζί εμφορούνται, έτσι απλά ως ειμαρμένη παρουσιάζοντας κάθε τι βαρυσήμαντο.

Η απάντηση που δίνει μέσα από τα ποιήματα της η ποιήτρια στο ερώτημα είναι: Πως θα ήταν βαρυσήμαντο κάτι, αν δεν ήταν δομημένο μέσα από δυσκολίες;.

Μέσα στη μεστή προοπτική των σκέψεων της διαφαίνεται πως κατοικεί μια άλλη ζωή πιο γόνιμη, γεμάτη αυθορμητισμό κι εμπιστοσύνη για τις ανθρώπινες αξίες.

Λόγος της συλλαμβάνει τον φαινομενικό κόσμο με την αισθητηριακή εμπειρία και τη λογική συνειδητότητα ενός ανθρώπου που ακολουθεί τους φυσικούς κανόνες της ζωής.

Πίσω από αυτή τη συνειδητή εκφορά, κυριολεκτικά ενυπάρχουν αδιόρατες και ρευστές κινήσεις, συμβολισμοί, ψίθυροι υπονοούμενοι σ’ ένα σύμπαν αρχέτυπων συμβολισμών που συνιστούν την βαθύτερη υπόσταση μιας τέλειας αφηγηματικής έκφρασης η οποία ενεργοποιεί κώδικες ζωής με άπειρες εικονοποιητικές δυνατότητες.

Ύφος λιτό οργανικά αυτάρκες ακολουθεί την αποκρυπτογράφηση κανόνων, τάσεων, δεκτικότητας κι ανατροπών σε μια επικοινωνιακή γλώσσα που ενεργοποιεί τη φαντασία και τη συμβολική έκσταση όλων των παλίμψηστων νοημάτων.

Έτσι η ποίηση της ως αναπαράσταση της πραγματικότητας υποκαθίσταται από την αρχέγονη ιστορία της λέξης σε έργο άξιο που δεν έχει ωραία ή άσχημα θέματα αλλά μεστή ύλη.

Αυτή τη δεινότητα προβάλουν τα ποιήματα της συλλογής και θέτουν τον αναγνώστη να ακολουθήσει τις έννοιες τους.

.

ΧΡΩΜΑ ΑΥΡΙΟ

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FRACTAL 28/2/2018

Η καρδιά του αχινού
-Γιαγιά, έχει ο αχινός καρδιά;
-Την κρύβουν τα αγκάθια του, μωρό μου!
-Κι οι άνθρωποι έχουν κι αυτοί αγκάθια γύρω απ’ την καρδιά τους;
-Πολλά. Όμως εσύ θα βλέπεις μόνο την καρδιά.
Τ΄ αγκάθια τα βγάζεις ένα ένα με την αγάπη.
Τ΄ ακούς, μωρό μου; Με την αγάπη…!!

Κινούμενη στον κόσμο των καθημερινών και διαχρονικών προβλημάτων η Μαρία Σκουρολιάκου, στην ποιητική της συλλογή «Χρώμα Αύριο», εισάγει τον αναγνώστη στο δικό της σύμπαν με σαράντα έξι ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη του αδελφού της.

Τίτλοι, όπως «Αγρύπνα ποιητή», «Στο καταχείμωνο», «Μια μέρα», «Μαζί», «Ο Μάης», «Αιμορραγώ», «Μονεμβασιά» είναι ενδεικτικοί του περιεχομένου της συλλογής. Ποιήματα για τη ζωή και για το θάνατο, γεμάτα Ελλάδα και Μεσόγειο, σε τρεις ενότητες. Η δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Μωβ», μια Νέκυια, με την ποιήτρια στην όχθη ενός Αχέροντα, να παρακολουθεί μια λιτανεία νεκρών.

Εκλαμβάνοντας τον καλλιτέχνη ως στρατιώτη επισημαίνει την ανθρωπιστική του αποστολή μέσα σ΄ έναν κόσμο άγριο. Αυτό φαίνεται να είναι και το στίγμα της συλλογής. Η ρητή έκκληση προς τον ποιητή να μη σιωπήσει, να είναι παρών στα προβλήματα του καιρού του.

Μίλησε ποιητή.
Μη σε σωπαίνει ο ήχος της κραυγής
μήτε το κρώξιμο της νύχτας
και του φιδιού το σύρσιμο γύρω από τ΄ αυγό του.
Αγάπα ποιητή.
Σφίξε τις λέξεις, ξέπλυνε το αίμα της πληγής.
Το βογγητό του άλλου σώσε.
Σώμα
στην ερημιά και στον καημό διαμελισμένο.
Πολέμα ποιητή.
Μη φυλακίζεσαι στο ψέμα του καιρού,
στο θάμπωμα της λήθης.
Άκου τ΄ αηδόνι, που έρχεται απ’ τη γη
και στην καρδιά της πλάσης, κλαίει.
Αγρύπνα ποιητή.
Όπως το νυχτολούλουδο.
Ο ήλιος, όπως χρυσορρόης πέφτει
και αξεχώριστα τις σκιές φιλεί.
Μην κοιμηθείς, μη ξεχαστείς
κι αποτελειώσει ο κόσμος.

Την απασχολεί το διαχρονικό πρόβλημα της ύπαρξης, η οδύσσεια του ανθρώπου, από την εποχή των σπηλαίων έως σήμερα. «Ο άνθρωπος ένας δεσμώτης στην αγρύπνια του χρόνου με μια κλεψύδρα δίκοπη στους ώμους. Κουβαλάει το στάρι στο μύλο της ζωής αλέθοντας την πέτρα της υπομονής. Τελικός προορισμός ο θάνατος. Φθορά και φόβος στη διαδρομή, αγκαλιές – κελιά, στόματα λύκων».

Ερχόμαστε βαθιά, απ’ τα ίδια σώματα
με τα μαλλιά πλεγμένα Οδύσσεια.
Εδώ η αυγή και το νερό κι η λάσπη.
Κι ο θάνατος ακάλεστος, απάλευτος
Όπου πεινάει, στέκει και θερίζει.

Η ποίησή της τρυπώνει σε μέρη «όπου ο δρόμος είναι Δούρειος, τα λόγια είναι ανάδρομα. Δεν είναι Κηφισιά, είναι Κυψέλη». Κυριαρχούσα έννοια η διάψευση, αλλά και η απουσία ανθρωπισμού. «Δεν μπορείς να ανασάνεις με τόσο καημό, τόσα αίματα που στοιχειώνουν τις μέρες», γράφει. «Το αύριο ψάχνει σε κάδους σκουπιδιών τον άνθρωπο». «Έξω στις σκοτεινές τις μέρες Νέρωνες κλώνοι καίν τον άνθρωπο». Το «Δελτίο συμβάντων» πνιγηρό.

Βρέχει θανατηφόρες παιδικές χαρές.
Η Μεσόγειος ξερνάει μετανάστες.
Δυο φίλοι αποχωρίζονται στην άσφαλτο
με πορφυρό μαντήλι στην καρδιά τους.
Στο χάρτη ολοκαυτώματα ψυχές
καθώς του ήλιου οι καταδότες παρελαύνουν.
Χέρια που αλλάζουνε χαρτονομίσματα νεκρά.
Σκάφη που αναζητούν χαρτιά αξιοπλοΐας.
Κάνει πολλούς βαθμούς ντροπή.
Κι η άνοιξη πεσμένη καταγής
να την κλωτσούν διάττοντες αστέρες.
Άνοιξη καρφωμένη στο σταυρό
μες στο θλιμμένο πίνακα του Ελ Γκρέκο».
Αλλά και οι στιγμές της καθημερινότητας, η οικογένεια, η συμβίωση, όλα τα απλά, κοιτάζονται με μικροσκοπική ματιά, σαν πίνακες του Paolo Solari.
Ανοιγοκλείνουν οι καρδιές με πάταγο
μες στις ασπρόμαυρες διαδρομές της μέρας.
Προσοχή στο κενό.
Ασφαλισμένοι σ’ ένα καναπέ μετά,
μασάμε άνοστο ψωμί
ακούοντας μακρινούς θανάτους.
Πίνουμε υπνωτικό νερό
από χλωριωμένες σκέψεις.
Να δούμε όνειρα χρωματιστά.
Σώματα ξεφυλλίζουμε στη λήθη
και το ξημέρωμα
φοράμε τη στολή της μάχης.
Μια μέρα,
θα ζωγραφίσω στο κορμί σου
τις παραστάσεις της ασπίδας του Αχιλλέα.
Τα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα, η παθητικοποίηση, αισθητοποιούνται στην πρώτη ενότητα.
Ο καναπές είναι μια γλώσσα
κόκκινη, κίτρινη, λευκή
και δεν τσακίζει κόκκαλα.

Ο καναπές είναι σκουριά
που τρώει σάρκες.
Γεννοβολάει ακάρεα.

Ο καναπές
έχει τη μυρουδιά της παραίτησης.
Δεν ευωδιάζει ανυπακοή.
Φοράει τέλμα.

Η δεύτερη ενότητα «Μωβ» μια ελεγεία με πυροδότη τη μνήμη. Η σκέψη αιμορραγεί σε μια αδιάκοπη διελκυστίνδα παρόντος – παρελθόντος. Αντιθετικά ζεύγη: το τότε και το τώρα, η νεότητα – τα γηρατειά, το φως και το σκοτάδι. Ακολουθεί παρέλαση νεκρών.

«Σας ακούω, όταν τις νύχτες περπατάτε πίνοντας το κρασί της Νέκυιας στην εγκοπή του χρόνου. Όταν ανάβετε στο διάκενο λυσίπονες σιωπές μέχρι την πόρτα».

Ένα βιολί παίζει ένα αργόσυρτο τραγούδι θρηνητικό, βαθιά ανθρώπινο. Ξόδι των νεκρών.
Τι στην ευχή τον έχασε το δρόμο
πενήντα έξι χρονών άντρας
κι έκοψε κατά το ποτάμι
με των ματιών τους ήλιους σφαλιστούς.
Γιατί δεν του φωνάξατε να σταματήσει;
Σ΄ αυτή τη μαύρη βάρκα να μη μπει.
Το τρίτο μέρος, με τίτλο «Ψηφίδες», αποτελείται από ολιγόστιχες λακωνικές σκέψεις, εξαιρετικά εύστοχες.
Με πέντε στίχους
μπορούν να χορτάσουν χιλιάδες.

Ένα κόκκινο «θέλω» χτυπάει τους τοίχους.
Ένα γκρίζο «πρέπει» φρουρεί.
Εμπιστεύομαι τη δύναμη του χρώματος.

Η Μαρία Σκουρολιάκου δουλεύει με τις ισομορφίες και τη συναισθηματική κλιμάκωση. Η ποίησή της είναι λυρική, με πλούσια εικονοποιία και εκφραστικά μέσα. Ποίηση κοινωνική, αυτοβιογραφική. Παρά την πεσιμιστική όμως διάθεση των θεμάτων, κυριαρχεί το φως, το μεσογειακό τοπίο, η Ελλάδα με τη φιλοσοφική της στάση απέναντι στη ζωή. Η συλλογή κατάμεστη από δέντρα, φυτά, χρώματα, αρώματα. Το ελληνικό τοπίο, που ζωγραφίζεται τόσο φωτεινά, δεν επιδέχεται αιώνια θλίψη. Θρήνος ναι, όχι όμως δειλία, λίγωμα, παραίτηση.

«Θέλω ένα δέντρο τροπικό να κατοικήσω τις ελπίδες μέλισσες. Μια ανάσα να στεγνώσω τις πληγές και τις βροχές των μάταιων δακρύων», γράφει. Και προτρέπει:

«Γιε μου φύσηξε αλλιώς τον Αίολο. Με την καρδία. Με την καρδία!!!».

Η συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου «Χρώμα Αύριο» συγκινεί τον αναγνώστη. Είναι ποίηση με τριαντάφυλλα, πασχαλιές και ρόδα που μοσχοβολούν. Μέσα από το πένθος ξεπροβάλλει ο κόσμος του φωτός, ο εφήμερος, αλλά τραγικά ωραίος. Μέσα απ΄ τον ζόφο αχνοφέγγει ένα χαμόγελο για ένα αύριο με πιο φωτεινά χρώματα.

Tότε
θα σηκωθούνε κύματα ψηλά βουνά
τη λύπη να ξεπλύνουν απ’ τα πρόσωπα
που έγιναν λασπωμένοι δρόμοι κι έρημοι
πεδία βολής κι ανάστεροι ουρανοί.
Ακράτητος ο ήλιος
στα πληγωμένα χέρια θα χορέψει
καίγοντας τα λευκά μαντήλια στον αέρα.
Θ΄ ανθίσουνε των κοριτσιών τα ματωμένα χείλη
εφτάχρωμα φιλιά και φίλντισι.
Τότε,
των ποιητών που αγάπησαν,
η πιο γλυκιά ευχή
απ’ τα παμπάλαια βιβλία καρτερώντας,
σαν ευαγγέλιο και γέννα θα αληθέψει.

Ως τότε
στην καρδιά μας μόνο ένα.
Χρώμα αύριο.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

Έτσι θα ήταν η πολιτικώς ορθή ποίηση, αν ενείχε την αλαζονεία της ρητορείας, κάτι που ελλείπει, παντελώς. Οπτικοποιημένη γλώσσα ως κώδικας και ποιητική υφαντουργία, κέντημα ανθοτόλιστο, παλαιϊκό (όπως στο ποίημα της σελ. 54 «Ο θάνατος ολόκληρος»).
Από θεματικής πλευράς, αυτό το βιβλίο το αφιερωμένο «Στην ιερή μνήμη του αδελφού» της ποιήτριας, είναι μια ποιητική απόπειρα συμφιλίωσης με το πρόωρο τέλος, καθόλου μεταφυσική και καθόλα ελληνική-μεσογειακή: τουτέστιν γεμάτη Φως και σφύζουσα από χαρά της ζωής.
Ανατριχιαστικό το ποίημα-επίκληση στους πεθαμένους οικείους (σελ. 51):

Το ποτάμι

Του αδερφού μου

Με την ίδια ανεξίτηλη ματιά σου
Μάνα με κοιτάς
Και συ πατέρα
Ένα τσιγάρο δεν το χόρτασες ακόμα.
Απ’ το μετόχι του ουρανού καλωσορίζετε το σόι,
Τους φίλους, τους περαστικούς.

Οι νέοι με τη ζωή, μου έλεγες, θυμάμαι.
Τι στην ευχή τον έχασε το δρόμο
Πενήντα έξι χρόνων άντρας
Κι έκοψε κατά το ποτάμι
Με των ματιών τους ήλιους σφαλιστούς.
Γιατί δεν του φωνάζατε να σταματήσει;
Σ’ αυτή τη μαύρη βάρκα να μη μπει.

Αυθεντική ποίηση, Η ανημπόρια του ζωντανού στο χαροπάλεμα του άλλου, όσο δικός κι αν είναι, όσο αγαπημένος, όσο οικείος. Η ρητορική στιχουργία θυμίζει εικόνα βγαλμένη από δημοτικό τραγούδι: «Γιατί δεν σου πήρα ένα φυλαχτό; Ήρθες, με το δικό σου πρόσωπο το γλυκό, της αγάπης, αλλά δεν περπατούσες. Σε κουβαλούσαν μέσα σε κήπο τα παιδιά κομμάνο κυπαρίσσι» (σελ. 52).
Και στην αμέσως επόμενη σελίδα, δραματικός μονόλογος βγαλμένος θαρρείς από τις δημοτικές παραλογές: «Που δε μ’ ακούς. Που σ’ έκλεισε η γη και το νερό του Αχέροντα. Στο πατρικό το σπίτι άπιαστος σεργιανίζεις. Στην πόρτα στέκεται αλαζονικά το ρήμα «χωριζέτω» προστακτικά και αμετάκλητα. Στον τοίχο, οι φωτογραφίες των γονιών. Τώρα και η δική σου. Απόμεινα εξ αίματος μόνη…» (σελ. 53).
Στο ποίημα «Πικρή επετηρίδα» (σελ. 55) αφουγκραζόμεθα λυσίπονες σιωπές. Πρατηρούμε την ποιήτρια απορροφημένη στο έργο της να ζυμώνει το Φως με θραύσματα και ερείπια Ύλης, να υψώνει το δισκοπότηρο στο Αύριο.
«Ψηφίδες» τιτλοφορεί τα γνωμικά, τους αφορισμούς και τα επιγράμματα με τα οποία κλείνει αυτή τη συλλογή που θυμίζει Μεγάλη Εβδομάδα και το «ω γλυκύ μου έαρ» υποτονθορίζεται διαρκώς κάτω από το βαρύ άρωμα της ακακίας. Φωτολάτρις η Μαρία Σκουρολιάκου, γλωσσοπλάστις, νεολογίστρια, παραπέμπει στον Μιχάλη Κατσαρό και συνηχεί με τον Ελύτη, αναζητεί την Ελευθερία ως αντίδοτο της Ιδιοκτησίας, έχει την Ποίηση περί πολλού, τη θεωρεί ανεκτίμητη… «Ανέκδοτο σώμα. Ανέραστο» (σελ. 59). Τρεις λέξεις. Καλόοοοοό!!! Το ποιητικό «σώμα» ταυτίζεται με το αιθερικό. Αιθερικές περιπτύξεις και νοητικά φιλιά τα «κινήματα της ψυχής» ετούτης της ποιήτριας, που ενώ «δεν κομίζει γλαύκαν εις Αθήνας, δεν είναι διανοούμενη του συρμού, εν τούτοις αναχαράζει την ποιητική πεπατημένη με τον δικό της πρωτότυπο τρόπο, που φαντάζει ενίοτε καινοφανής.
Η εμπειρία τού παγωμένου, ασάλευτου Άχρονου στο ποίημα «Μωβ» (της σελ. 50). Χαροκαμμένος Χρόνος. Η γραφή ως αντίδοτο Λήθης τών πεθαμένων (στο ποίημα «Φωτογραφία», της σελ. 49). Στο προηγούμενο «Πλατύφυλλη φωνή» διαβάζουμε «βεγόνια» αντί «βιγόνια» ή «μπιγκόνια» κι ακούμε [συναισθητική μεταφορά] την ευωδία προσωποποιημένων ανθέων-ρόδων, «σαν το πιστό σκυλί του Οδυσσέα», που «περιμένουμε τον ίσκιο του γνωρίζοντας» (σελ. 48).
Σφύζουσα, πάλλουσα ελληνικότητα στο ποίημα «Φωτιά και στάχτη» (σελ. 46). Στην ποιητική σύνθεση με τίτλο «Χάρτης» ξαναβρίσκουμε τις λέξεις-αντικείμενα, ενόσω η ποιήτρια αποδομεί τον μεγαλοιδεατίστικο ρομαντισμό της απότομα, σαν εξεπίτηδες (σελ. 45).
Στο ποίημα «Λάμπουν» (σελ. 44) η Μαρία Σκουρολιάκου φαίνεται ότι δεν αγαπάει το αστικό τοπίο. Γι’ αυτήν η πόλη είναι επιτομή Δυστυχίας κι όχι άντρον ηδονών (ανύπαρκτη ως λέξη και ως έννοια στην ποίησή της).
«Η αιθαλομίχλη τοξικά υφαίνει σχήματα, του κόσμου η σιωπή σκαλώνει σε γενόσημες ελπίδες» [υπέροχο! Πραγματικά: πρωτότυπη χρήση αυτού τού επιθέτου στη σελ. 43].
Προσωκρατική σκοτεινιά αναδίδει η θεματολογία της, ειδικά στο ποίημα «Λέξεις στο νερό» (σελ. 41).

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΛΕΞΙΛΑΓΝΕΙΑΣ, ΛΕΞΙΛΟΓΙΑΣ, ΛΕΞΙΜΑΓΕΙΑΣ…

Το «Ποιήματα εξ επαφής» καλό, αλλά μονάχο του σε ένα – κατά τα άλλα – «άδειο» ποίημα, που φαίνεται πως γράφτηκε για να στεγάσει το τέλος κι έχει τίτλο «Εξ επαφής» (σελ. 40).
Στα «Αχτένιστα χρυσάνθεμα» (σελ. 39) ανιχνεύομε το ασύλληπτο Χάος, ιχνηλατούμε το αδιανόητον Έρεβος, ατενίζουμε τη Θάλασσα, όπως εικονοποιείται από τη Μαρία Σκουρολιάκου. Και στη Ζωγραφική και στην Ποίηση, όταν κι εφ’ όσον είναι υψηλές, το πλέον δύσκολο είναι να μυρίσεις, να ακούσεις και να διαισθανθείς τη Θάλασσα.
Στο ποίημα με τίτλο «Οι λέξεις» (σελ. 38) τα παιδιά κι «οι ποιητές τις άγιες νύχτες» είναι ταυτόσημες ή παράλληλες έννοιες, τεμνόμενες κι αλληλοσυμπληρωματικές.
Στον Κώστα Θ. Ριζάκη αφιερώνει η Μαρία Σκουρολιάκου το ποίημά της «Σοφή μέλισσα» όπου η τεκταινόμενη, σχεδιαζομένη ποιητικώς αισιοδοξία είναι βεβιασμένη και βεβαρυμένη (σελ. 37).
Επιτηδευμένα εφιλατικό το «Δελτίο συμβάντων» της σελ. 35.
Εκεί όμως που αποτυγχάνει η ποιήτρια – κατά την ταπεινή μου γνώμη, βεβαίως – είναι στο δισέλιδο πόνημα με τίτλο «Το τραγούδι» (σελ. 32). Φαίνεται ότι δεν είναι στο φόρτε της οι μεγάλες συνθέσεις. Είναι στιχοπλόκος και στιχοποιός. Ποίημα ακατάλητπο και χαοτικό. Ερωτοτροπεί με το Άλογο. Σημάδι απελπισίας; Η σκοτεινιά της αληθούς Φιλοσοφίας; Η βασιζόμενη στην εμπειρία ποιήτρια εμφανίζεται εδώ γνωσιολογική, κι είναι έξω από τα νερά της.
Σταματώ εδώ προκειμένου ν’ αφήσω τον επαρκή συνδημιουργό αναγνώστη να σχηματίσει τη δική του οπτική και άποψη για την ποίηση της Μαρίας Σκουρολιάκου. Οι κριτικές παρατηρήσεις μου είναι πτερά πτηνών που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, ενώ τα πουλιά έχουν πέσει στο χώμα νεκρά προ πολλού…

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τα ποιήματα της Μαρίας Σκουρολιάκου

Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά που βρίσκομαι απόψε εδώ, και θέλω να ευχαριστήσω θερμά την Μαρία Σκουρολιάκου που μου έκανε την τιμητική πρόταση να παρουσιάσω την πρόσφατη ποιητική συλλογή της Χρώμα αύριο. Για να υποστηρίξω καλύτερα τα όσα θα πω στη συνέχεια, θα ερανιστώ στοιχεία και από το προηγούμενο βιβλίο της του 2008, τον Ακάθιστο λόγο. Επέγραψα το κείμενό μου «Χρωματισμένος Λόγος», δανειζόμενος λέξεις από τους τίτλους αυτών των δύο βιβλίων της. Η χαρά μου επαυξάνεται από το γεγονός ότι πρώτη φορά μιλώ δημοσίως στην πόλη της Λαμίας και, επιπλέον, από το ότι με συνδέει με την Μαρία το πολυετές κοινό βιοποριστικό μας επάγγελμα. Έχω παρακολουθήσει από τα πρώτα φανερώματα την πορεία της στον λογοτεχνικό χώρο και θεωρώ πως έκανε σημαντική κίνηση όταν γύρισε την πλάτη στις οικονομικές απαιτήσεις κάποιων αθηναίων εκδοτών και αποφάσισε να τυπώσει τα βιβλία της στον γενέθλιο τόπο, αποδεικνύοντας έτσι πως ο πνευματικός κόσμος μπορεί να αναπνεύσει και να εκφραστεί πέρα από την υδροκέφαλη πρωτεύουσα.
Το Χρώμα αύριο, που παρουσιάζουμε απόψε, είναι το κατά σειράν τέταρτο ποιητικό βιβλίο της Σκουρολιάκου. Η έως σήμερα διαδρομή της φανερώνει τη σταδιακή ωρίμανση των εκφραστικών τρόπων της και επιβεβαιώνει την ανοδική πορεία της. Όλες οι συλλογές της διακρίνονται για λεκτική οικονομία και για την διευρυνόμενη θεματολογία τους. Σχολιάζοντας κανείς ένα ποιητικό βιβλίο αντιμετωπίζει, φαντάζομαι, την πρόκληση να απαντήσει σε δύο κεφαλαιώδη ερωτήματα. Το ένα είναι τι λέει ο ποιητής, με τι θέματα ασχολείται∙ το δεύτερο ερώτημα είναι με ποιον τρόπο εκφράζει και μας μεταφέρει όσα των απασχολούν. Για την ποιήτρια που τιμούμε απόψε, θα προσπαθήσω να απαντήσω και στα δύο αυτά ερωτήματα με τα στοιχεία που μου προσφέρουν τα ίδια τα ποιήματά της.
Τους στίχους της Σκουρολιάκου φαίνεται να διέπει ένα παγιωμένο σύστημα αξιών, μια ολοκληρωμένη θετική αντίληψη για τις αρετές ή, καλύτερα, για τις προτεραιότητες, μα και τις ανάγκες, της καθημερινής ζωής∙ σύστημα που σηματοδοτείται και ορίζεται με έννοιες όπως αγάπη, πίστη, τρυφερότητα, πατρίδα, φιλία, ελπίδα –θα μπορούσε να μακρύνει πολύ ακόμα ο σχετικός κατάλογος. Σε τούτο το περίκλειστο μικρό σύμπαν όπου κινείται, βλέπει γύρω της και γράφει η ποιήτρια, έχουν τη θέση τους πολλά γεγονότα της προσωπικής και της ευρύτερα κοινωνικής ζωής: ο θάνατος συγγενικών ή φιλικών προσώπων (βλέπε το ποίημα «Εξ αίματος», όπως και το ανάλογο της συλλογής Ακάθιστος λόγος, που επιγράφεται «Για την Ευγενία»), ο ερχομός ενός νεογέννητου παιδιού, ο τρόπος που έχουν περιπέσει σε παρακμή κάποιες γειτονιές της Αθήνας (όπως στο ποίημα «Δούρειος δρόμος»), τα ατελείωτα πλήθη προσφύγων που ξεβράζονται στις ακτές της χώρας μας (όπως στο ποίημα «Δελτίο συμβάντων»). Ανέφερα εντελώς δειγματοληπτικά τα δύο άκρα, ανάμεσα στα οποία κινείται και κυοφορείται η έμπνευση της Σκουρολιάκου: ανάμεσα, δηλαδή, στο ιδιωτικό και το δημόσιο Στο σημείο αυτό, θα σας διαβάσω δύο ποιήματα, ένα από τη συλλογή του 2008 και ένα από την πρόσφατη, τα οποία δείχνουν επακριβώς τα δύο άκρα που προανέφερα.

ΜΗ ΘΑΡΡΕΙΣ

Μη θαρρείς πως σε ξέχασα
Είναι που τη μνήμη κάθε μέρα σέρνει
του χρόνου τ’ αλέτρι αλύπητα.
Η ζωή δόξα τω Θεώ γελάει στη διαδοχή.
Όμως αυτό που ξέρω είναι
πως κάθε φορά που καθρεφτίζω την καρδιά μου
βλέπω το κομμάτι που λείπει.
Αυτό που πήρες μαζί σου
στην οριστική σου μετακόμιση

ΔΕΛΤΙΟ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ

Βρέχει θανατηφόρες παιδικές χαρές.
Η Μεσόγειος ξερνάει μετανάστες.
Δυο φίλοι αποχωρίζονται στην άσφαλτο
με πορφυρό μαντήλι στην καρδιά τους.

Στον χάρτη ολοκαυτώματα ψυχές
καθώς του ήλιου οι καταδότες παρελαύνουν.
Χέρια που αλλάζουνε χαρτονομίσματα νεκρά.
Σκάφη που αναζητούν χαρτιά αξιοπλοΐας.

Κάνει πολλούς βαθμούς ντροπή.
Κι η άνοιξη πεσμένη καταγής
να την κλωτσούν διάττοντες αστέρες.
Άνοιξη καρφωμένη στο σταυρό
μες στο θλιμμένο πίνακα του Ελ Γκρέκο.

Η αναφορά του ονόματος του Ελ Γκρέκο με διευκολύνει να τονίσω τον συχνό διακειμενικό διάλογο της Σκουρολιάκου με πρόσωπα και γεγονότα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, με τη μυθολογία μας, με ευρύτερα γνωστές στιγμές της νεοελληνικής παράδοσης και της ορθόδοξης θρησκείας μας. Και όταν η ίδια αισθάνεται πως δεν την καλύπτουν οι στιχουργικοί κανόνες, καταφεύγει στο πεζό ποίημα, για να εκφράσει με λεπτομέρειες και με άνεση τα νοήματά της. Στο Χρώμα αύριο υπάρχουν οχτώ πεζά ποιήματα και στον Ακάθιστο λόγο επτά, όλα ιδιαίτερου παλμού και ξεχωριστής ευαισθησίας∙ εντελώς ενδεικτικά, αναφέρω τα τιτλοφορούμενα «Πρώτη ύλη», «Με την καρδιά», «Πικρή επετηρίδα», από την τωρινή συλλογή και τα «Καλοκαίρι», «Εάλω», «Μικρή τριλογία», από την προηγούμενη. Σ’ αυτή την πεζολογική έκφραση, πλαισιωμένη με λυρικές εξάρσεις, διακρίνω τη σκιά των πεζόμορφων ποιημάτων του πρώιμου Οδυσσέα Ελύτη των Προσανατολισμών. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το πεζό ποίημα «Λέξεις στο νερό» της τωρινής συλλογής:
Γράψε λέξεις στα κύματα, να διαβάσεις, πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Γιατί όλα τα έπλασε η ζωή ως θάνατος κι όλα υπάρχουν για να χαθούν. / Κρατήσου, απ’ τις αρχαίες σιωπές και από το κόκκινο ποτάμι, που τη γη συνέχει. Κατά πρόσωπο τον ήλιο κοίτα! Να συνομιλείς των αστεριών με τον εξάντα του όρθρου. Με του πόνου το έλυτρο και τον ουρανό που σου αναλογεί, συντάξου. Ορατών κι αοράτων αγάπησε και της αμνησίας απέχου. Μέσα σου και στην Οικουμένη, ο κόσμος ένας. / Ανάμεσα, λύκοι που ανελέητα πεινούν. / Και συ, που, να μη γίνεις η τροφή τους.
Αυτή η, κατά τη γνώμη μου, μόλις διαφαινόμενη σκιά του Ελύτη με έκανε να διατρέξω τις δύο συλλογές αναζητώντας την πιθανή παρουσία και δάνειων ποιητικών τρόπων. Όλοι όσοι καταπιάνονται με την ποίηση συνηθίζουν να ακουμπούν και να ακολουθούν σε παλαιότερα υποδείγματα. Η Σκουρολιάκου μοιάζει να μην προσεταιρίζεται τα ίχνη προγενέστερων δημιουργών. Η φωνή της είναι καθαρά προσωπική. Αν επέμενα στανικώς να ανιχνεύσω επιδράσεις, θα έλεγα πως εντόπισα λιγοστά ψήγματα από την εντελώς ιδιόρρυθμη εκφραστική της Κικής Δημουλά, μιας ποιήτριας που με την ανορθόδοξη συντακτική δομή των στίχων της και τις αναπάντεχες μεταφορές της, έχει ανοίξει έναν δρόμο στον οποίον εύκολα πορεύονται οι νεότεροι.
Και στις δύο αποψινές συλλογές της η ποιήτρια παραθέτει σκόρπια (αλλά συσσωματωμένα) δείγματα μονόστιχων, δίστιχων ή τρίστιχων ποιημάτων, ως ένα είδος δημιουργικού περισσεύματος, όπως συνηθίζουν και άλλοι σύγχρονοι ποιητές μας. Βέβαια, σε όλα αυτά τα παραθέματα του συνόλου των ποιητών μας δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι ανάλογο προς την οριακή περίπτωση των σπαραγμάτων του Σολωμού. Μάλλον πρόκειται για απομίμηση της φόρμας του χάικου, οσάκις η ιδέα αναπτύσσεται σε τρίστιχο (παρά τη συχνή ασυνέπεια που διαπιστώνεται στην αυστηρότητα της στιχουργικής φόρμας) ή, για να χρησιμοποιήσω ένα πιο κοντινό μας παράδειγμα, ο κάθε ποιητής ακολουθεί, ίσως ασυνείδητα, το παράδειγμα του ΥΓ του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Αυτά τα δημιουργικά περισσεύματα επιγράφονται «Μικρός Κανόνας» στον Ακάθιστο λόγο, ενώ στην τωρινή συλλογή στεγάζονται υπό τον τίτλο «Ψηφίδες». Τα σύντομα στιχουργικά fragmenta ασφαλώς διευκολύνουν και προκαλούν έναν επιγραμματικό λόγο ο οποίος φαίνεται να αποτελεί προσφιλές στοιχείο στην περίπτωση της Σκουρολιάκου και, ταυτόχρονα, συνιστούν τη διδακτική πλευρά της ποιητικής βιοθεωρίας της. Φέρνω μερικά παραδείγματα και από τις δύο συλλογές:
Συχνά τελώ υπό κατάληψη / από αναρχικούς στίχους.
Συγκατοικούν εντός μας / το φιλί και το μαχαίρι.
Ο Παράδεισος δεν κερδίζεται εύκολα. / Είναι από πολλά όχι καμωμένος.
Να μη με προδώσεις. / Ούτε Πέτρος / ούτε Ιούδας.

Αυτά από τον Ακάθιστο λόγο. Και τώρα από το Χρώμα αύριο:

Να γράφεις / σβήνοντας λίγο λίγο / τον εγωισμό σου.
Μες στο βυθό / να τη γυρέψεις την επιφάνεια.
Κάθε κήπος και τ’ αγκάθια του.
Γόρδιος δεσμός. / Κι ο Μεγαλέξανδρος άφαντος.
Ο θάνατος / ποτέ δεν είναι λέξη.

Ο αποφθεγματικός λόγος που συμπορεύεται με τον διδακτισμό μοιάζουν να συγκροτούν ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής φυσιογνωμίας της Σκουρολιάκου, τουλάχιστον όπως διαμορφώνεται με τα δύο βιβλία της που παρουσιάζουμε απόψε. Και είναι σύμφωνος με το περίκλειστο, μικρό σύμπαν της, όπως το περιέγραψα στην αρχή της εισήγησής μου. Από το βάθος αυτής της κοσμοαντίληψης αναδύεται ένα βαθύ αίσθημα αλληλεγγύης, μια παρηγορητική συμπόνια για την ανθρώπινη περιπέτεια.
Αν δεν κάνω λάθος, η ποίηση της Σκουρολιάκου έχει και μια ουσιαστική διαφορά από την ποίηση των λίγο παλαιότερων, μα και κάποιων συγχρόνων της ποιητών. Όσοι απ’ αυτούς εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1980 και 1990 και, κατά την κρατούσα γραμματολογική ταξινόμηση, στεγάστηκαν υπό τον τίτλο «γενιά του ιδιωτικού οράματος», εκφράζονται συνήθως μέσα σ’ ένα γενικευμένο κλίμα απαισιοδοξίας, αδιεξόδου και σκοτεινών προοπτικών. Η Σκουρολιάκου, παρά τις απώλειες προσφιλών της προσώπων, όπως καταγράφονται σε ορισμένα ποιήματά της, παρά τις καθημερινές αναπόφευκτες αντιξοότητες που όλοι αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε στη ζωή, και παρά τη σκληρή πραγματικότητα που την περιβάλλει (όπως και όλους μας, εξάλλου), θεωρώ πως υπηρετεί μια φωτεινή και, στο βάθος της, αισιόδοξη ποίηση. Παρά τον ενίοτε υπερεκχειλίζοντα συναισθηματισμό των στίχων της, νομίζω πως μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στη ματιά που η ίδια ρίχνει πάνω στα πράγματα και στους ανθρώπους.

Μάιος 2015

.

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

DIASTIXO 12/4/2016

Η Μαρία Σκουρολιάκου κινείται με γνώριμους και δοκιμασμένους ποιητικούς ρυθμούς. Εκφράζει απλά, με ειλικρίνεια, ενάργεια και σωστά ελληνικά τον πλούτο των συναισθημάτων της μετουσιώνοντας τους προβληματισμούς της σε ποίηση με το βλέμμα στραμμένο στο Μέλλον, εστιάζει το ενδιαφέρον της στου μέλλοντος το χρώμα:

Μίλησε ποιητή.
Μη σε σωπαίνει ο ήχος της κραυγής
μήτε το κρώξιμο της νύχτας
και του φιδιού το σύρσιμο γύρω από τ’ αυγό του.
Αγάπα ποιητή.
Σφίξε τις λέξεις, ξέπλυνε το αίμα της πληγής.
Το βογγητό του άλλου σώσε.
Σώμα
Στην ερημιά και στον καημό διαμελισμένο.
Πολέμα ποιητή.
Μη φυλακίζεσαι στο ψέμα του καιρού,
στο θάμπωμα της λήθης.
Άκου τ’ αηδόνι, που έρχεται απ’ τη γη
και στην καρδιά της πλάσης κλαίει.
Αγρύπνα ποιητή.
Όπως το νυχτολούλουδο.
Ο ήλιος όπως χρυσορρόης πέφτει
και αξεχώριστα τις σκιές φιλεί.
Μην κοιμηθείς και ξεχαστείς
κι αποτελειώσει ο κόσμος. (ΑΓΡΥΠΝΑ ΠΟΙΗΤΗ)

Η απώλεια προσφιλούς προσώπου υποβάλλει στίχους καταλυτικούς με μια λιτή, αφοπλιστική λαγαρότητα και ευκρίνεια παρά τον εμφανή συναισθηματικό φόρτο, αποδεικνύοντας πως δεν χρειάζονται παρακινδυνευμένα τεχνάσματα όταν έχεις και μπορείς να πεις αλήθειες:
[…]ένα τσιγάρο δεν το χόρτασες ακόμα.
[…]
Τι στην ευχή τον έχασε το δρόμο
πενήντα έξι χρόνων άντρας
κι έκοψε κατά το ποτάμι
με των ματιών τους ήλιους σφαλιστούς. (ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ)
Ποίηση καθαρή, διαυγής, χωρίς φτιασιδώματα και περιττά λόγια. Έχει και η απλή έκφραση τη χάρη και την ομορφιά του ολοκληρωμέμου νοήματος. Ιδού και κάτι απλά συνηθισμένο, σύντομο, καθημερινό νεοελληνικό φαινόμενο που λέει αλήθειες του… καναπέ:
Ο καναπές είναι μια γλώσσα
κόκκινη, κίτρινη, λευκή
και δεν τσακίζει κόκαλα.
Ο καναπές είναι σκουριά
που τρώει σάρκες.
Γεννοβολάει ακάρεα.
Ο καναπές
έχει τη μυρουδιά παραίτησης.
Δεν ευωδιάζει ανυπακοή.
Φοράει τέλμα. (Η ΓΛΩΣΣΑ)

.

ΜΠΆΜΠΗΣ ΔΕΡΜΙΤΖAΚΗΣ

ΛΕΞΗΜΑ 4/5/2016

Ποιήματα γεμάτα ευαισθησία

«Χρώμα αύριο» είναι ο τίτλος της καινούριας ποιητικής συλλογής της Μαρίας Σκουρολιάκου.
Αισιόδοξος ο τίτλος, ναι, δεν θα είναι πάντα όλα ασπρόμαυρα, αύριο το χρώμα θα φωτίσει ξανά τη ζωή μας.
Λυρικά, φιλοσοφικά, διδακτικά, ευαίσθητα, τα ποιήματα αυτά της Σκουρολιάκου κατακτούν από την πρώτη στιγμή τον αναγνώστη. Ποιήματα de profundis, έχεις συχνά την αίσθηση της «ροής συνείδησης», κάτι που συναντάμε στην πεζογραφία. Ο, έστω και ελεύθερος, στίχος της σύγχρονης ποίησης συχνά δεν την βολεύει, γι’ αυτό εκφράζεται και με πεζόμορφα ποιήματα. Μετρήσαμε συνολικά οκτώ.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής είναι διδακτικό, και έχει τίτλο «Αγρύπνα ποιητή», το οποίο καταλήγει με τον όμορφο (αθέλητο) ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο: «Μην κοιμηθείς, μη ξεχαστείς/ κι αποτελειώσει ο κόσμος». Και βέβαια το «αγρύπνα» δεν αφορά μόνο τους ποιητές αλλά και όλους τους πνευματικούς ανθρώπους στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε.
Υπάρχουν δυο ακόμη ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που, όπως το συνηθίζουμε, θα τους παραθέσουμε στο τέλος. Από τα άλλα μέτρα συναντήσαμε συχνά τον ανάπαιστο, όπως στο «Αναστάσης», προφανώς ο εγγονός της, στον οποίο είναι αφιερωμένο.
«Ένας κόσμος απέραντος είσαι
Με φωνές μυστικές…
Ανεμίζεις σα φεύγεις/τα μικρά σ’ αγαπάω…
Για το βλέμμα σου τρέμω/τη βαθιά σου ψυχή….» (σελ. 10).
Ένα ακόμη δείγμα από το «Φόρα με». «Της ψυχής σου/το ρίγος ν’ αγγίξω/το κόκκινο» (σελ. 13).
Περιέργως βρήκαμε και τροχαϊκούς στίχους, τους οποίους συναντάμε σπάνια. «Η ανάγκη βγάζει νύχια στο σκοτάδι» και «Στέκει ανάμεσα σε αγίους που σκοτώνουνε θεριά» (σελ. 45).
Στο πεζόμορφο «Έχει ο αχινός καρδιά;» ακούμε τον διάλογο γιαγιάς και εγγονού.
-Γιαγιά, έχει ο αχινός καρδιά;
-Την κρύβουν τα αγκάθια του, μωρό μου!
-Κι οι άνθρωποι έχουν κι αυτοί αγκάθια γύρω απ’ την καρδιά τους;
-Πολλά. Όμως εσύ θα βλέπεις μόνο την καρδιά.
Τ’ αγκάθια θα τα βγάζεις ένα ένα, με την αγάπη.
Τ’ ακούς μωρό μου; Με την αγάπη…!! (σελ. 11)
Είναι από τα ωραιότερα που έχουν γραφεί για την αγάπη. Και οι καταληκτικοί στίχοι του επόμενου ποιήματος που έχει τίτλο «Στο καταχείμωνο» είναι: «Βάλθηκα μες στο καταχείμωνο/να ξεφυλλίζω αγάπη» (σελ. 12).
Μου άρεσαν πολύ τα δυο σύμπλοκα που συνάντησα: «γενόσημες ελπίδες» και «ατυχία διάρκειας».
Έχω δηλώσει ότι μου αρέσουν τα μικρά σαν χάι-κου ποιήματα, που είναι σαν αστραπές έμπνευσης. Βρήκα ωραιότατα στις «Ψηφίδες» της Σκουρολιάκου, με τις οποίες κλείνει η συλλογή. Αντιγράφω.
«Να γράφεις/σβήνοντας για λίγο/τον εγωισμό σου».
«Και το φιλί/στίχος ομοιοκατάληκτος».
«Με πέντε στίχους/μπορούν να χορτάσουν χιλιάδες».
«Γόρδιος καημός/κι ο Μεγαλέξανδρος άφαντος».
«Ο θάνατος ποτέ δεν είναι λέξη».
«Θάθελα να φύγω/πλήρης λέξεων».
«Να ξοδεύεσαι ζώντας/να μη ζεις πεθαίνοντας».
Και το τελευταίο, σατιρικό, το μόνο που τιτλοφορείται: «Προϋποθέσεις εποχής».
Να προσθέσω λίγο ύφος για τις επιδείξεις
Να αφαιρέσω λίγο ήθος για τις επικύψεις (σελ. 56-59).
Το «Εξ αίματος» είναι ένα από τα πεζόμορφα, με την ένδειξη «Του αδελφού μου», στη μνήμη του οποίου είναι εξάλλου αφιερωμένη η συλλογή. Έφυγε νέος διαβάζουμε αλλού, μόλις 56 χρονών.
«Θυμάσαι τον “μικρό ήρωα” μέσα στο βιβλίο των θρησκευτικών που έκανες πώς διάβαζες; Έφαγες ξύλο απ’ τον πατέρα κι εγώ τον χτύπαγα κλαίγοντας γιατί δεν τ’ άντεχα να μου πονάς. Ούτε τώρα άντεχα, μα ήμουν άχρηστη. Ποιον να χτυπήσω τώρα που σε αρρώστησε για πάντα; Ποιον που σε θέλησε μέσα στη γη;» (σελ. 53).
Πολύ συγκινητικό.
Θυμήθηκα όμως κι εγώ.
Ήμουν μαθητής δημοτικού. Στο δρόμο προς το σχολείο. Σπίτι είχα αφήσει κάπου πέντε «Μικρούς ήρωες» αδιάβαστους. Δεν άντεχα να περιμένω μέχρι το μεσημέρι. Γύρισα πίσω, ξεντύθηκα και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Στη μητέρα μου είπα πως ήμουν άρρωστος· και στρώθηκα στο διάβασμα. Από τις ελάχιστες κοπάνες που έκανα μαθητής.
Θα ξεχωρίσουμε επίσης το «Αιμορραγώ» («Το αύριο/ψάχνει σε κάδους σκουπιδιών/τον άνθρωπο»), το «Δελτίο συμβάντων» («Βρέχει θανατηφόρες παιδικές χαρές./Η Μεσόγειος ξερνάει μετανάστες»), και το «Μια μέρα» («Ανοιγοκλείνουν οι καρδιές με πάταγο/Μες στις ασπρόμαυρες διαδρομές της μέρας./ Προσοχή στο κενό»). Κλείνοντας θα παραθέσουμε μια στροφή που μας άρεσε από το ποίημα «Χάρτης».

Χιονίζει φόβο, κρυώνουνε οι ώρες.

Θα κοιμηθεί απόψε πάλι στον ορίζοντα
με χάρτινες κουβέρτες.
Θα ονειρευτεί ζεστό ψωμί,
ένα ασημένιο όνειρο στου χούφτα
για να κερδίσει μια όρθια στιγμή.
Να περπατήσει σαν τον άνθρωπο ένα βήμα (σελ. 45).

Εξαιρετικά τα ποιήματα τους Μαρίας Σκουρολιάκου, της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδα.
Και δυο ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που είπαμε.

Θ’ ανθίσουνε των κοριτσιών τα ματωμένα χείλη (σελ. 6)
Βλέμμα θαμπό ακρορροεί με το λυγμό του χρόνου (σελ. 49)

.

ΤΕΣΥ ΜΠΑΪΛΑ

culture now.gr 4/5/2016

Ένα ταξίδι στην ποιητική των λέξεων και στη σχέση τους με την ανθρώπινη ευαισθησία απέναντι στις κοινωνικές δομές της σύγχρονης κοινωνίας είναι η νέα ποιητική συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου.

Με βαθιά συναίσθηση πως η ποίηση φέρει μια νέα ηθική στην τάξη των πραγμάτων, μια ηθική ανοικοδόμησης ανεξάρτητη από όλα όσα αποδομούν το σύγχρονο κόσμο, η Σκουρολιάκου καταγράφει στα ποιήματά της την προσωπική της οδύνη για όλα όσα βιώνουμε στις μέρες μας. Το φάσμα της πείνας και της προσφυγιάς, το παράλογο του πολέμου, τον οδυρμό του θρήνου και της ανελέητης απώλειας, το δραματικό οικονομικό αδιέξοδο, τον ιδεολογικό κατακερματισμό, το σπαρακτικό μεταναστευτικό πρόβλημα, τον πολιτισμό μας που σβήνει, την κοινωνική και πνευματική ισοπέδωση που αντιμετωπίζουμε όλοι στις μέρες μας σε κοινωνίες που ορθώνονται τεχνολογικά και μονοδιάστατα αλλά περιφρονούν τον άνθρωπο, ισοπεδώνοντας έτσι την επανάσταση δύναμη της ανθρωπιάς.

Επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ένας «ματωμένος δείκτης στο χρηματιστήριο» της ανθρώπινης απάθειας και αδιαλλαξίας, αλλά ένα φως μέσα στο οποίο θα εστιάσει ο χρόνος για να φέρει εκ νέου ένα καλύτερο αύριο. Ένα αύριο γεμάτο χρώμα, ένα χρώμα που με βίαιες αντανακλάσεις θα εκτρέψει ξανά τη ζωή στην παντοδυναμία μιας ανεμώνης, στην ομορφιά ενός κύματος, στη γεύση που παίρνουν τα όνειρα όταν ξυπνούν.

Μέχρι να γίνει αυτό είναι ανάγκη να ουρλιάζουνε τα ποιήματα. Ο ποιητής να παραμένει άγρυπνος, να «σφίγγει τις λέξεις για να ξεπλύνει το αίμα της πληγής», επειδή –αλίμονο- αν ξεχαστεί ο ποιητής θα πεθάνει η ελπίδα, «θα αποτελειώσει ο κόσμος». Άλλωστε ο μεγαλύτερος φόβος της ποιήτριας είναι αυτός ο εφησυχασμός που υφίσταται στις μέρες μας. Όταν ο άνθρωπος εισπράττει καθημερινά ισόποσες μερίδες φρίκης και πόνου τότε συνηθίζει και όταν συνηθίσει η εξέγερση δεν είναι πια δυνατή.

Ο ποιητής πρέπει να διεκδικήσει την σεισμική δύναμη της φωνής που θα ξεσηκώσει τις συνειδήσεις, θα απελπίσει την απελπισία και θα στερέψει τη λάβα αυτού του εφησυχασμού. Για να το κάνει αυτό είναι ανάγκη «να διατηρεί γόνιμες» τις λέξεις του, να ακούσει πρώτα ο ίδιος το κλάμα του αηδονιού και να «ξαγρυπνήσει όπως το νυχτολούλουδο» στους κήπους του κόσμου.

«Μαζεύω λέξεις πόνου. Καταγράφω την κραυγή», γράφει στο εξαιρετικό ποίημα «Εξ αίματος» για να δηλώσει σε δύο μόλις φράσεις τον σπαραγμό της. Και στο περίφημο «Λέξεις στο νερό» δηλώνει αμέσως πως υπάρχει ελπίδα αρκεί να τολμήσουμε να την αντικρίσουμε. Η ίδια η ποιήτρια γνωρίζει την ύπαρξή της, έχει νιώσει τη δύναμή της και μας τη μεταφέρει: «Τόλμησε να στοχαστείς με την καρδιά», αφού έτσι μόνο μπορεί να συντελεστεί το θαύμα:

«Τώρα γνωρίζεις το όνομα του κόσμου.
Και μη μου λες για εικόνες που δακρύζουν.
Για εκείνα τα ματάκια που στεγνώνουνε στην έρημο
Κανένα θαύμα έχεις;»

Ζούμε όλοι μέσα σε ένα βαρύ καταχείμωνο, «σε αγκαλιές κελιά», μιλούμε με «διχόρροπα πρόσωπα», «ξεσκονίζοντας βαθιές πληγές και μνήμες», «δεσμώτες στην αμέτρητη του χρόνου αγρύπνια» και η ποιήτρια προσπαθεί να ακούσει τον ήχο του βιολιού «που κλαίει με παράπονο στο ημερολόγιο της ανεμώνας» και καταπιάνεται «να ξεφυλλίζει την αγάπη μες στο καταχείμωνο», για να βρει εκεί την ελπίδα.

Κι ενώ από τη μια τα ποιήματα της αγωνιούν για το μέλλον αυτού του τόπου αλλά και ολόκληρης της οικουμένης, ενώ καταδεικνύουν την υπαρκτική δύναμη του ερέβους που καθορίζει δυστυχώς το καταχείμωνο της εποχής, ταυτόχρονα εκείνη «ξεφυλλίζει την άνοιξη». Πιάνει την ελπίδα από το χέρι και την παρουσιάζει στον αναγνώστη της. Γυρεύει να φέρει στην επιφάνεια όλα όσα, αυτή τη στιγμή, κείτονται στο βάθος μιας σκοτεινής θάλασσας. Και προτρέπει τον αναγνώστη της να απαρνηθεί «το γλιστερό πρόσωπο του καθρέφτη», «τις τροχιές που δεν είναι ηλιοτρόπια», «τους προστάτες που κλέβουν την ομορφιά», «τα σκοτεινά ρήματα που ταΐζουν το αύριο». Του ζητά να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο επειδή εκεί, στη μοναδική του καθαρότητα θα ξαναβρεί τη διαύγεια της ψυχής του. Να αρνηθεί τη λήθη και να κρατηθεί από την αρχαία φωνή που σώπασε αλλά υπάρχει ολόγυρά μας να μας θυμίζει το κραταιό ενός πολιτισμού που αφήνουμε να χαθεί ανεπίστρεπτα. Επειδή μέσα σ’ αυτό θα ξαναβρούμε τις συντεταγμένες των προσωπικών αξιών μας. Και συνεχίζει φωνάζοντας δυνατά τη δική της αγωνία:

«Μέσα σου και στην Οικουμένη, ο κόσμος ένας.
Ανάμεσα λύκοι που ανελέητα πεινούν.
Και συ, που, να μη γίνεις η τροφή τους».

.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Εκεί που δεν φυσάει καλοκαίρι.
Στους τόπους που η έρημος βρυχάται…

(από το ποίημα «Τα σύννεφα»)

Η Μαρία Σκουρολιάκου γεννήθηκε στην Τιθορέα (Βελίτσα) Λοκρίδος. Υπάλληλος επί πολλά χρόνια στην Εθνική Τράπεζα, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε ως Διευθύντρια. Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΠΕΛ (Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών) του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών και συγγραφέων και της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Λογοτεχνίας.
Στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου με επίκεντρο τον άνθρωπο και την πορεία του μέσα στο χρόνο, συνδέεται το κλασικό με το σύγχρονο, η ζωή με τον θάνατο, ο θρήνος με την ελπίδα. Συστατικά στοιχεία ενός κόσμου που βάλλεται και αυτοκαταστρέφεται, ανθρώπων που κατακρημνίζονται μα ελπίζουν.
Αν έπρεπε να ταυτοποιήσουμε χρωματικά το αύριο, ο καθένας θα του πρόσδιδε τη δική του χρωματική οπτική. Όμως οι οπτικές όλων θα ενείχαν τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν τη δομή, τη μορφή και την ουσία της λέξης «άνθρωπος».
Κι αυτό ακριβώς πραγματεύεται στην παρούσα συλλογή η Μαρία Σκουρολιάκου. Με στίχο ελεύθερο, καμωμένο με προσοχή και εμπλουτισμένο με τις φλόγες της ζωής, η Μαρία Σκουρολιάκου αφήνει τον ψυχικό συναισθηματισμό να ξεχειλίσει στα γράμματα και στις λέξεις, φωνασκώντας για το όλον που απαρτίζει την ίδια τη ζωή.
Γιατί μπορεί να θρηνεί, αλλά δεν εγκαταλείπει το όνειρο, το αύριο. Μπορεί να γεύεται το σύγχρονο, όμως δεν λησμονεί το κλασικό, την παράδοση, ως θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. Και τέλος, δεν κρύβεται από τη στείρα πραγματικότητα, διαχέοντας σε κάθε έκφραση τον λυτρωτικό συναισθηματισμό που παρασύρει κάθε τι περιττό στο πέρασμά του.
Η ποιητική συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου είναι η σύνθεση ενός κόσμου που, με όλα τα εφόδια από το παρελθόν και τα βιώματα του παρόντος, ελπίζει σ’ ένα υπέροχο αύριο, σ’ ένα όμορφο χρώμα, σ’ έναν ανθρώπινα αληθινά κόσμο.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΑΧΡΗΣ

1/2/2016

Συνομιλία με ένα ποίημα της Μαρίας Σκουρολιάκου : “Στο Καταχείμωνο”

Στο καταχείμωνο

Βάλθηκα μες στο καταχείμωνο
να ξεφυλλίζω άνοιξη
Προσκάλεσα τις θύμησες ,
τα γράμματα και τα ρολόγια

Τους όρκους που υπέγραφαν το «σ’ αγαπώ»
τις ώρες που ξεχνούσαν τ’ όνομά τους.
Τα δέντρα στη συνωμοσία των φιλιών
το αστέρι που βαφτίσαμε «σε θέλω».

Τα χέρια που κλειδώνανε τα δάχτυλα.
Της μεθυσμένης χλόης το πανδοχείο.
Του πεύκου τον κορμό που ονοματίσαμε
καρφώνοντας ανάποδα τον ουρανό.

Την οροφή ανάστροφα των φύλλων
να εξομολογεί γυμνά τα σώματα.
Γλυκό κρασί που κοινωνάει ο έρωτας
και βάφει τ’ όνειρο με κόκκινες μανόλιες.

Απ’ τις παλιές φωτογραφίες
πέφτουν στη γη μικρές ροδιές.
Ριζώνουνε στον κήπο, μεγαλώνουνε
απλώνουν στα παράθυρα κλωνάρια.
Απ’ τις φωτογραφίες φυσάνε μουσικές
σαν χελιδόνια που έρχονται και πάνε.

Βάλθηκα μες στο καταχείμωνο
να ξεφυλλίζω αγάπη.

Άγιος ο λυρισμός και η καταλυτική του δύναμη .Φως και μαγεία που ανασηκώνονται από τις λέξεις , κυριεύουν πρώτα τα μάτια κι ύστερα με το αίμα ταξιδεύουν με ορμή στο μυαλό και το σπρώχνουν να φύγει από τη θέση του , να δει το αλλιώς των πραγμάτων ,το εκεί μέσα στο εδώ . Δύναμη λόγου χωρίς ο λόγος να φτάνει σε υπερβολές . Αφαίρεση στο βαθμό που πρέπει και γι’ αυτό που πρέπει . Όσο χρειάζεται δηλαδή για να πάρει από το όνειρο τα υπόλοιπα κομμάτια ο αναγνώστης και να τα απιθώσει με τη δική του ευαισθησία πάνω στο σώμα αυτής της ποίησης. Κι έπειτα είναι αυτή η αφοπλιστικά ομιλούσα νοσταλγία που ναι δε γίνεται , σε αρπάζει από το μανίκι και σε σέρνει στο δικό της αφηγηματικό ρυθμό .Εξιστορεί την ομορφιά και την αλλοτινή ανάταση. Γαληνεύει με τον παραμυθητικό της οίστρο τους τωρινούς φόβους , υψώνει ανάχωμα στην απειλητική επέλαση της παγωνιάς . Αλλά πάνω απ’ όλα φέγγει κάτι ανθρώπινο μέσα σ’ αυτό το ποίημα, η απόδειξη ότι απ’ το σώμα κι απ’ τη γλώσσα αποσπώνται μερικές φορές απροσδόκητα θαύματα.

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

Τοβιβλίο.ΝΕΤ 13/3/2015

Η πολύχρωμη αισιοδοξία της Σκουρολιάκου

Όταν σε ένα δοκίμιό μας παλαιότερα γράφαμε ότι η σύγχρονη κριτική λογοτεχνίας έχει υποπέσει στο εμπορικό παιχνίδι της πώλησης προϊόντων που διαχειρίζονται εκδότες βιβλίων και εκδότες εφημερίδων με συντελεστές δημοσιογράφους, αντί κριτικών που λατρεύουν και προσηλώνονται στη λογοτεχνία, κάποιοι έσπευσαν να διαφωνήσουν… Η μεγαλύτερη τελικά απόδειξη ήταν η ανυπαρξία κριτικών κειμένων και παρουσιάσεων για μία ποιήτρια που διακρίθηκε σε πανελλήνιους διαγωνισμούς υψηλού -ανταγωνιστικού- επιπέδου. Προφανώς έπρεπε να αποκτήσει οικονομικές – δημόσιες το λέμε – σχέσεις με εφημερίδες των Αθηνών.
Γιατί τελικά η κριτική είναι αναγκαία προκειμένου να υποστηρίξει εκείνους τους καλλιτέχνες που αφιερώνονται στο Λόγο και καινοτομούν ενδυναμώνοντας την ίδια την Ποίηση. Ο κριτικός χρειάζεται προκειμένου να αντισταθμίσει το εμπόριο της πληροφορίας νέων εκδόσεων, υπογραμμίζοντας τις ανάγκες της ίδιας της Τέχνης. Αναζητά το καινοτόμο, το δημιουργικό και το διακρίνει από την κυριαρχία του τυχάρπαστου.
Η Μαρία Σκουρολιάκου εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα το 1999 με το “αντίδωρο καρδιάς” (Λαμιακός Τύπος, με 2 επανεκδόσεις έκτοτε) για να ακολουθήσουν τα “δαχτυλικά αποτυπώματα” (2008, Γαβριηλίδης) και ο “ακάθιστος λόγος” (2008, Λαμιακός Τύπος). Διακρίθηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (α΄ βραβείο, 2006 και β΄ βραβείο Δελφικών Αγώνων, 2006) και από το αξιόλογο περιοδικό ΚΕΛΑΙΝΩ. Φέτος εκδόθηκε η τέταρτή της συλλογή “Χρώμα αύριο” (Λαμιακός Τύπος).
Η νέα ποιητική της συλλογή διαφέρει από την προηγούμενη. Νέο ύφος και νέο πνεύμα διαπνέει όλα τα τελευταία έργα. Ο “ακάθιστος λόγος” καινοτομεί με το συνειρμικό λυρισμό εισηγμένων θρησκευτικών λέξεων συνδέοντας τη λαϊκή-θρησκευτική παράδοση (ενίοτε και την αρχαιοελληνική) με το μεταμοντέρνο στοιχείο και τον κοινωνιοϋπαρξιακό προσανατολισμό.
Από τον τίτλο ακόμα, βέβαια, είναι εμφανής η επιρροή από θρησκευτικά και λατρευτικά στοιχεία που ενσωματώνονται δυναμικά στις συνθέσεις. Ωστόσο, η ποίησή της δεν είναι θρησκευτική. Το θρησκευτικό στοιχείο μετασχηματίζεται στην ποιητική της σε άροτρο που πασχίζει να φέρει την ευφορία στα άγονα χωράφια της σύγχρονης αναζήτησης.
Η θρησκευτική παράδοση λειτουργεί ως συνδετικός δεσμός που ενώνει τη σύγχρονη ποίηση με τη λαϊκή κουλτούρα, φέρνοντας ένα βήμα πιο κοντά την ποίηση στο κοινό, μέσα από τα κοινά βιώματα. Η λαϊκή κουλτούρα, εξάλλου, συνδέεται άρρηκτα με το θρησκευτικό στοιχείο. Έτσι, τούτο το τελευταίο προσφέρει πλούσια ποιητική τροφή… Δομείται έτσι ένα νέο εκφραστικό μέσο προκειμένου η ποιήτρια να εκθέσει τους δικούς της -σύγχρονους μα συνάμα με την ενεργητικότητα της διαχρονικότητας- προβληματισμούς. Άλλωστε, το θρησκευτικό στοιχείο διατηρεί μέσα από την αιώνων επιβίωση το δικό του ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος και δημιουργεί τους δικούς του συνειρμούς στον αναγνώστη και συντελεί με δυναμισμό στην εικονοπλασία. Με τη συμβολική του δύναμη, σε μια μεταμοντέρνα εκφραστική, γίνεται ένας άξονας μεταφοράς μηνυμάτων και εικόνων.
Είναι αναγκαίο να σημειώσουμε και την παρουσία αρχαιοελληνικών αναφορών. Συχνότατα μάλιστα είναι στις ίδιες συνθέσεις με χριστιανικούς συμβολισμούς… Μοιάζει σα να προσπαθεί η δημιουργός να συνδέσει ποιητικά την αρχαιοελληνική μυθολογία με τη χριστιανική παράδοση.
Η νεώτερη συλλογή, το “Χρώμα αύριο”, εγκαταλείπει το προηγούμενο ύφος. Συνεχίζει τον πειραματισμό στη μορφή, το ύφος, τις λέξεις, τις εικόνες, τους συνειρμούς. Άλλωστε, η ποίηση η ίδια είναι ένας γλωσσικός πειραματισμός και τούτο εμφανώς το υλοποιεί η δημιουργός. Ένας πειραματισμός των λέξεων, της θέσης τους, της μελωδικότητας, του συναισθηματικού τους φορτίου και της εικονικής τους αναπαράστασης. Ένας πειραματισμός που μέσα από τη λεκτική λιτότητα, αναδύει έναν εκφραστικό πλούτο.
Ο ίδιος ο τίτλος, εξάλλου, προδιαθέτει ένα ποικιλόχρωμο ψηφιδωτό. Με άμεση αναφορά στο χρώμα και το μέλλον μας προετοιμάζει για την οπτική της ποιήτριας για το μέλλον με την οποία αντιμετωπίζεται η ζωή. Ακόμα και η επιλογή των λέξεων προδιαθέτει για το ύφος των συνθέσεων. Δύο ουσιαστικά, άσχετα μεταξύ τους, ουδέτερα εκ των οποίων το δεύτερο άκλιτο, δημιουργούν έναν υπερρεαλιστικό, θα λέγαμε, και ασύντακτο τίτλο.
Η συλλογή απαρτίζεται από πεζές ποιητικές συνθέσεις μικρής και έργα μέσης έκτασης. Η ποικιλία στη μορφή δημιουργεί ένα ξεχωριστό ποιητικό μωσαϊκό που δίνει έμφαση στον πειραματισμό της ποιήτριας. Μορφικά οι συνθέσεις της είναι κεντραρισμένες, το ύφος γίνεται πιο λυρικό, πιο ώριμο, ενίοτε ελεγειακό. Ο λόγος της είναι πλουσιότερος, εγκαταλείπει προηγούμενες επιρροές (θρησκευτικές κι αρχαιοελληνικές) και το μήνυμα γίνεται αμεσότερο. Η εικονοπλασία, εντονότερη, εκχέει έναν ιριδωτό δυναμισμό, ενώ οι συνειρμοί άμεσοι κι εύπεπτοι πνευματικά την ενισχύουν.
Η συλλογή διακρίνεται σε δύο -αντιθετικών συναισθημάτων- ενότητες… Η πρώτη είναι πολύχρωμη, αισιόδοξη. Ξεχειλίζει από το δυναμισμό της ποιητικής έκφρασης. Εικόνες πλούσιες σε ανταύγειες προσπαθούν να αναστήσουν έναν θολό και σκοτεινό κόσμο (χρώμα αύριο, Αναστάσης, σώμα και αίμα, στο καταχείμωνο) μέσα από τα απλά και καθημερινά. Βέβαια, δεν εκλείπουν οι σκούρες αποχρώσεις (το όνομα του κόσμου, αιμορραγώ, λάμπουν) με εμφανείς κοινωνικές αναφορές. Οι συνθέσεις της Σκουρολιάκου με ένα πνεύμα αισιοδοξίας (χωρίς να παραβλέπουν τις μαύρες σκιές μιας κοινωνίας) φωτίζουν τη σκοτεινή ποίηση των καιρών μας… Και είναι αλήθεια ότι η αισιοδοξία σήμερα μας λείπει πολύ…
Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται “μωβ” και αναφέρεται στο χαμό… Στην ουσία είναι εξομολογητική ποίηση. Απαρτίζεται από συνθέσεις που συνδέονται με το θάνατο αγαπημένων προσώπων, τη μοναξιά, τον πόνο του ασθενούς. Είναι η μωβ οπτική της μοναξιάς και του πένθους. Εξάλλου, το μωβ αυτό συνδέεται με τους φόβους και τα καταπιεσμένα συναισθήματα, τη νοσταλγία, τη θλίψη και την κατάθλιψη.
Η ποιητική της Σκουρολιάκου είναι ένας εξαίρετος συνδυασμός λυρισμού, μεταφορικής χρήσης λέξεων με έμφαση στην εικόνα και άμεσου μηνύματος. Και αυτή ακριβώς είναι η ουσία της ποίησης σήμερα…
Κατά τον Τ. Έλιοτ «η ωριμότητα της λογοτεχνίας καθρεφτίζει την ωριμότητα της κοινωνίας που την παράγει». Στην πραγματικότητα θα λέγαμε εμείς πως η ποίηση ωριμάζει παράλληλα με τη γλώσσα, την πνευματική συγκρότηση της κοινωνίας να εκφράσει καλλιτεχνικά τα βιώματά της, την ωριμότητα του πειραματισμού στη φόρμα. Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η «ξαφνική», απρόβλεπτη από την κριτική, εμφάνιση τόσων αξιόλογων ποιητών σε περιόδους κρίσεις. Η ωρίμανση των καλλιτεχνικών συνθηκών σε συνδυασμό με τις κοινωνικές εξελίξεις εκφράστηκαν με τη δυναμική παρουσία αξιόλογων ποιητών που λειτουργούν ως η συνείδηση της κοινωνίας που ζουν.
Και η Μαρία Σκουρολιάκου είναι η τρανή απόδειξη μίας κοινωνίας ώριμης που αφομοιώνει τους γλωσσικούς πειραματισμούς της ποίησης με αισιοδοξία.

.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

vakxikon 7/2015

Ήρθε με το ταχυδρομείο. Ένα καλαίσθητο ποιητικό βιβλίο με τίτλο Χρώμα αύριο και τον προσδιορισμό «Λαμία» εκεί που κανονικά θα βρισκόταν το όνομα του εκδοτικού οίκου. Στο ολιγόλογο σημείωμα που το συνόδευε διάβασα μια μικρή απολογία: «Δεν είχα την οικονομική ευχέρεια να το εκδώσω σε εκδοτικό οίκο». Η Μαρία Σκουρολιάκου, που υπογράφει το βιβλίο και το σημείωμα, έχει εκδώσει τρεις ακόμη ποιητικές συλλογές, τη μία από πολύ γνωστές εκδόσεις.
Είναι κρίμα το εκδοτικό σύστημα να δουλεύει μόνο έτσι όπως δουλεύει. Να μη μπορεί κάποιος να εκδώσει χωρίς χρήματα ή έστω με λίγα. Φταίει, βέβαια, και η πληθώρα των «ποιητών». Τι να πρωτοδιαβάσουν και να διαλέξουν οι εκδότες…
Το «Χρώμα αύριο» είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα πολύ καλό ποιητικό βιβλίο – από τα καλύτερα που έχω διαβάσει το τελευταίο διάστημα. Είναι γραμμένο με σεμνότητα και ευγένεια. Η ποιήτρια δεν βρίσκει τον λόγο να εκφραστεί με τρόπο κραυγαλέο ή ενοχλητικό, αδιαφορώντας κατάφωρα για όλους εμάς που διατεινόμαστε ότι υπάρχει μακρά παράδοση σε τέτοιους τρόπους διατύπωσης ή ότι η ποίηση μπορεί να είναι απλώς «ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου». Αντίθετα, ολοφάνερα πιστεύει ότι η ποίηση οφείλει να πει κάτι που θα αγγίξει τον αναγνώστη απαλά, κάτι το οποίο θα μπορέσει να λειτουργήσει παραμυθητικά ή θα του δώσει το περιθώριο να πάρει μιαν ανάσα σε μια εποχή που τα πάντα γύρω ενοχλούν. Μπορεί η ποίηση να λειτουργήσει καταπραϋντικά, ισορροπώντας καλά ανάμεσα στον λυρισμό και τον πραγματισμό; Ναι, μπορεί. Το «Χρώμα αύριο» είναι, στο μεγαλύτερο μέρος του, η απόδειξη:

Στις εσοχές των δρόμων
ντύνομαι υπόστεγα
σκεπάζομαι ντροπή
και λυπημένα βλέμματα.
Το αύριο
ψάχνει σε κάδους σκουπιδιών
τον άνθρωπο.
(«Αιμορραγώ»)
Βέβαια, δεν λείπουν στιγμές που η ζυγαριά γέρνει προς έναν άσκοπο λυρισμό:
Έξω, αηδόνια μελωδούν στα ρέματα
κι οι θύμησες ορμούν στου νου τον κάμπο.
Αναμερίζουν την αχλή της λησμονιάς
και ανακαλούν στιγμές αγαπημένες.
(«Με τα μαλλιά πλεγμένα Οδύσσεια»)

Όμως τέτοια ολισθήματα δεν είναι ο κανόνας. Ίσα-ίσα, σβήνουν και χάνονται μέσα στην ισορροπημένη έκφραση που είναι χαρακτηριστική της συλλογής.
Το βιβλίο περιλαμβάνει και μια ενότητα που τιτλοφορείται «Μωβ». Η ενότητα αυτή είναι ένας θρήνος για τους κοντινούς ανθρώπους της ποιήτριας που έχουν φύγει από τη ζωή – αν και ολόκληρο το βιβλίο είναι ούτως ή άλλως αφιερωμένο στη μνήμη του αδελφού της. Ορισμένα ποιήματα-κείμενα της ενότητας είναι συγκινητικά. Αναφέρω ενδεικτικά το «Εξ αίματος» απ’ όπου και οι επόμενες γραμμές:
Σώμα της φρίκης. Σου ζητούσαμε υπομονή. Οι άσχετοι, οι ξένοι της οδύνης. Σώπα, έρχεται το παυσίπονο./Στη νοηματική σχεδόν μιλούσαμε. Μετρούσαμε ώρες και έφευγες, όλο έφευγες. Χορτάτος από διάφανα μπουκάλια κάλιο, νάτριο, υποκατάστατα ζωής και πλάσμα, άχρηστο πια./Θα μισήσω το λευκό. Τα σεντόνια, τις μπλούζες που δεν εύρισκαν φλέβα και πόναγες.
Ακολουθεί, λίγο πριν το τέλος, άλλη μια ενότητα με τον τίτλο «Ψηφίδες», η οποία περιλαμβάνει αποφθέγματα, σκόρπιες σκέψεις και στίχους. Η συμπερίληψή της στο βιβλίο με βρίσκει εντελώς αντίθετη. Μια ποιητική συλλογή είναι αποτέλεσμα της σκηνοθετικής ικανότητας και προσπάθειας του ποιητή και όχι βιτρίνα που επιτάσσει ή δικαιολογεί -έστω- τον δειγματισμό της τέχνης του. Αυτή η ενότητα είναι, κατά τη γνώμη μου, η κυριότερη αδυναμία του βιβλίου. Αλλά, συνολικά, δεν έχει πολλές.
Ακόμη και από τα λιγοστά αποσπάσματα που παρατέθηκαν παραπάνω, γίνεται -πιστεύω- σαφές ότι η Μαρία Σκουρολιάκου δεν γράφει με τον όλο νεύρο τρόπο που μας έχουν συνηθίσει οι νεότεροί της ηλικιακά ποιητές. Ακόμη και τις φορές που στα ποιήματά της είναι θυμωμένη, διαχειρίζεται τον θυμό της με μια παλαιού τύπου αστική ευγένεια που δεν της επιτρέπει να τον δείξει με τρόπο που θα έκανε τον αναγνώστη να νιώσει άβολα. Επίσης, είναι εμφανώς ερωτευμένη με τις λέξεις και τους ήχους τους, γι’ αυτό επιδιώκει την καλλιέπεια, κάτι που δεν συγκαταλέγεται συνήθως στους στόχους των νεότερων ποιητών. Όμως γράφει γνήσια, απλά και ωραία. Θα σας παρότρυνα να αναζητήσετε το βιβλίο της, αλλά δυστυχώς δεν θα το βρείτε. Μολονότι έχει ISBN, θα μπορούσε δηλαδή να διακινηθεί εντός εμπορίου, στην πράξη δεν μπορεί να διακινηθεί καθόλου, αφού έχει εκδοθεί στη Λαμία και είναι πολύ δύσκολο να φθάσει στα ράφια των αθηναϊκών βιβλιοπωλείων. Αλλά μήπως και να έφθανε μέχρι εκεί, θα κατάφερνε να ξεχωρίσει μες στην πληθώρα; Δύσκολα, πολύ δύσκολα…

.

ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΥ

FRACTAL 18/1/2017

Ένα βιβλίο που αποπνέει αισιοδοξία μέσα από την μαγεία των χρωμάτων. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, το «Αγρύπνα ποιητή», η Μαρία Σκουρολιάκου καλεί σε προσκλητήριο ζωής τον κάθε ποιητή-δημιουργό να αναλάβει τον ρόλο του, να αγαπά, να αγωνίζεται με καρδιά, να ξαγρυπνά να αφουγκράζεται, να κινεί με την αλάνθαστη αίσθησή του τα νήματα του κόσμου. Στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής στο «Χρώμα Αύριο» μιλά γι αυτό το σπάνιο, δυσεύρετο χρώμα που ξεπερνά την χρωματική παλέτα, καθώς πρόκειται για το χρώμα της ελπίδας, της αναγέννησης και της αισιοδοξίας, το χρώμα του ήλιου και της χαράς, αυτό που μας απαλλάσσει από τα λάθη του παρελθόντος.
Η ποιήτρια με δεξιότητα ασχολείται με το φεγγάρι, τον ήλιο, την πανσέληνο, τα χρώματα, το νυχτολούλουδο, το φίλντισι, με μικρές ανθρώπινες, πολύτιμες όμως στιγμές.
Στο ποίημα «Αναστάσης», που με τρυφερότητα αφιερώνει στον εγγονό της διαφαίνεται και επικρατεί η απέραντη αγάπη της για αυτόν, καθώς θέλει πάντα σαν αόρατο χέρι να στέκεται κοντά του, να τον προστατεύει και να τον καθοδηγεί. Σε άλλο ποίημα με πεζόμορφη όψη στο «Έχει ο αχινός καρδιά» με ειλικρίνεια απαντά στα αθώα ερωτήματα του εγγονού της για το αν έχει ο αχινός καρδιά.
Η γλυκιά ποιήτρια -γιαγιά τολμά να του πει ότι την έχει κρύψει πίσω από τα αγκάθια, ενώ οι άνθρωποι τοποθετούν και αυτοί πολλές φορές αγκάθια γύρω από την καρδιά τους και μόνο με την αγάπη μπορούν να βγουν σιγά σιγά και με υπομονή.
Στο ποίημά της «Στο καταχείμωνο» η δημιουργός τολμά να ξεφυλλίζει την αγάπη σαν πολύτιμο βιβλίο, προσκαλώντας τη θύμηση, κάνοντας αναδρομή στα χνάρια της λέγοντας: «Γλυκό κρασί που κοινωνάει ο έρωτας/και βάφει τ’ όνειρο με κόκκινες μανόλιες».
Η ποιήτρια χρησιμοποιεί αρκετές φορές μεταφορική γλώσσα με τρόπο δεξιοτεχνικό, όπως στο «Φόρα με», όπου με την συνυπoδηλωτική λειτουργία της γλώσσας εκφράζει την αμέριστη αγάπη και ταύτισή της με το αγαπημένο πρόσωπο: «Φόρα με /να θρυμματιστώ/ στου κορμιού σου την κόψη».
Με ευρηματική και πρωτότυπη γλώσσα στο «Συντακτικό» πλέκει με δεξιοτεχνία χρησιμοποιώντας δόκιμους όρους της γραμματικής και του συντακτικού την αξία του αγαπημένου προσώπου που εκφράζεται με το δεύτερο πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας: Εσύ.
Στο ποίημα «Αιμορραγώ» η δημιουργός απευθύνει έκκληση και φωνή απελπισίας και αποκαλύπτει την ανθρώπινη ψυχή που αναζητά τον συνάνθρωπο.
Η πανδαισία της ελληνικής φύσης αναδεικνύεται στον «Ιούλιο ήλιο», όπου εύστοχα μέσα από χρώματα και εικόνες αποδίδεται παλλόμενη η καρδιά του ελληνικού καλοκαιριού με τα στοιχεία της φύσης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς: «Στο Αιγαίο κολυμπούν κυκλαδικά ειδώλια», τα οποία κεντούν την ομορφότερη εποχή του χρόνου.
Ήλιος, κοχύλια, φως, θάλασσα, αιγαιοπελαγίτικα ειδώλια συνθέτουν τις ψηφίδες του ομορφότερου ψηφιδωτού και ακολουθώντας συνειρμικά το γαλάζιο του πελάγους και το λευκό των κυκλαδίτικων αυλών ο νους μας κοντοστέκεται και αναθυμάται την τρελή ροδιά του Οδυσσέα Ελύτη.
Αλλού ο λόγος της Μαρίας Σκουρολιάκου γίνεται τολμηρός και μεταφορικός. Έτσι στο ποίημα «Τα σύννεφα» αναφέρει:
«Κι απ′ την καρδιά κόβω μια φέτα προσευχή
για των ανθρώπων τις στιγμές τις σταυρωμένες.
Εκεί που δεν φυσάει καλοκαίρι.
Στους τόπους που η έρημος βρυχάται…»
Το ταξίδι στην ελληνική ύπαιθρο συνεχίζεται στη «Μονεμβασιά», όπου μέσα από μια μαγευτική διαδρομή μάς σεργιανίζει στα σοκάκια της Ιστορίας, αλλά και στην απαράμιλλη ομορφιά του βράχου που φλερτάρει τη θάλασσα ακροφιλώντας την, ενώ συνταιριάζει με τέλεια αρμονία τα χρώματα του ελληνικού τοπίου.
«Βυζαντινός αγέρας ταξιδεύει τον πηλό».

στο κεφαλόσκαλο
ένα πανέρι ρόδια

κατηφορίζοντας ως το ηλιοβασίλεμα
να βάψουν κόκκινα φιλιά το κύμα».
Με έντονο αλληγορικό λόγο η ποιήτρια αποκαλύπτει στο «Βίαιος άνεμος» την αξία και την αναγκαιότητα της ποιητικής δημιουργίας:
«Βαθιά, μες στων ματιών τις κρύπτες,
κομματιασμένες λέξεις σαν γυαλιά
ουρλιάζουνε ποιήματα.»
Από τις δημιουργίες της δεν λείπει η νοσταλγική αναδρομή στο χρόνο πίσω στο πατρικό της σπίτι και στις παιδικές της μνήμες στα νοσταλγικά αρώματα της κανέλας και του πορτοκαλιού, του ζυμωμένου από αγαπημένα χέρια ψωμιού και στη ζεστασιά και τρυφερότητα της οικογενειακής θαλπωρής. Μια τρυφερή επίσης αναδρομή παρατηρούμε στο ποίημα «Σε βλέπω», όπου η ποιήτρια αναφέρεται στη μορφή της μητέρας της που την νιώθει κοντά της να την προστατεύει, να την εμπνέει και να την γεμίζει με τη μυρωδιά της.

«Τώρα μετράς τις Κυριακές
με τα κεριά των αστεριών
που τρέμουν απ′ τη θύμηση.»
Στο «Να μη μ′ αφήσεις» εκφράζει την ανησυχία της για τα γηρατειά και στη συνέχεια για το θάνατο και την ανάγκη εκδήλωσης της αγάπης του παιδιού της προς αυτήν.
Αναφορά αξιοπρόσεκτη στη Μάνη που γοητεύει την ποιήτρια προκύπτει μέσα από το ποίημά της «Το τραγούδι», όπου συναντάμε όμορφες εικόνες της ελληνικής γης αλλά και της παράδοσης, όπως οι ελιές, τα νεράντζια, η χρυσή άμμος, το θυμάρι, οι ανεμώνες, ο ζουρνάς και η λύρα. Αλλού πάλι εμβαθύνει με τις λέξεις, εμπνεόμενη από καθημερινά αντικείμενα, όπως ο καναπές που τον βλέπει σαν μια «γλώσσα» που πολλά μπορεί ν′ αποκαλύψει. Στη «Σοφή μέλισσα» εκφράζει αισιοδοξία και το αφιερώνει σε φιλικό της πρόσωπο που τον παρακινεί στον αγώνα για τη ζωή, ενάντια στη θλίψη:
«Να γελάς τα ακούς;
Να μη περνάει του καημού.
Της θλίψης να μη γίνεται.»
Με ιδιαίτερη αγάπη αντιμετωπίζει τις λέξεις η ποιήτρια στο ομώνυμο ποίημά της τις οποίες προσωποποιεί, δίνοντάς τους σάρκα και οστά, ενώ επισημαίνει την ασέλγεια που υφίστανται λόγω των πολλαπλών ερμηνειών που αποδίδουν σε αυτές οι άνθρωποι, ενώ οι ποιητές αναλαμβάνουν να τις περιθάλψουν και «να τις φωλιάζουν στοργικά στα καταφύγια», επουλώνοντας τα τραύματά τους και διασώζοντάς τες.
Η τελευταία ενότητα «ντύνεται» από την ποιήτρια με το πένθιμο το μωβ χρώμα του θανάτου, χαρακτηρίζεται από φορτισμένο έντονο συγκινησιακό κλίμα, καθώς
στα ποιήματα αυτής της ενότητας αναφέρεται κυρίως στο θάνατο του αγαπημένου της αδερφού. Έτσι στο ποίημα «Το ποτάμι» που του το αφιερώνει, αναρωτιέται πώς έχασε το δρόμο της ζωής 56 χρονών άντρας και επιβιβάστηκε στη βάρκα του θανάτου. Στο πεζόμορφο «Εξ′ αίματος» που επίσης αφιερώνει στον αδερφό της με πόνο ψυχής περιγράφει τη μοιραία ασθένειά του, ενώ η ίδια αδύναμη δεν μπόρεσε να απαλύνει τον πόνο του, ούτε να αποτρέψει το μοιραίο: «Αν σου είχα αγοράσει ένα φυλαχτό για τύχη και υγεία.» Το ρήμα «χωριζέτω» επιβάλλεται με αναλγησία όπως αναφέρει η ποιήτρια «προστακτικά και αμετάκλητα». «Στον τοίχο, οι φωτογραφίες των γονιών. Τώρα και η δική σου. Απόμεινα εξ′ αίματος η μόνη…»
Η συγκεκριμένη συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου δονείται από αλήθειες, ευαισθησία και χρώματα, επιτυγχάνοντας να συναρπάσει τον αναγνώστη με την αμεσότητα και την γοητεία της.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 11/2/2016

Για τον πάσχοντα δίπλα μας

«Άνοιξη καρφωμένη στο σταυρό
μες στο θλιμμένο πίνακα του Ελ Γκρέκο»

Σ’ αυτό το τραγικό οξύμωρο των δύο παραπάνω στίχων ενσωματώνεται όλο το νόημα της ποίησης της Μαρίας Σκουρολιάκου. Ενώ έχεις την αίσθηση, καθώς εισχωρείς στον κόσμο της, ότι κατακλύζεσαι από χρώματα και λέξεις -έναν πλούτο ποιητικών σχηματισμών- όσο προχωρείς βλέπεις την άλλη όψη της ποιητικής εικόνας. Μια προσγείωση σε τοπίο που κρύβει πόνο βαθύ και βιωμένο πένθος. Θεωρώ πως είναι η τέχνη της ποιήτριας που ξεδιπλώνει έτσι σιγά σιγά τα υλικά του σκηνικού της μπροστά στον αναγνώστη της. Ένα ξάφνιασμα, που σε οδηγεί όλο και πιο βαθιά στην ουσία των στίχων της.
Δεν θα μπορούσε άλλωστε το ποίημα να γραφεί χωρίς αυτή την αίσθηση του πόνου που γεννά η πραγματικότητα του κόσμου αλλά και η εσωτερίκευση των ζοφερών εικόνων του, ώσπου να γίνουν κομμάτι του ποιητικού υποκειμένου, και από κει και πέρα να μετουσιωθούν στο βαθύτερο νόημα των στίχων.

«περπάτησε στις φτωχογειτονιές, που έχουνε φώτα μάτια παιδικά κι οι δρόμοι ανηφορίζουνε τη στέρηση»

Εδώ, στα ποιήματα της συλλογής «Χρώμα αύριο» έχουμε σελίδα τη σελίδα ένα ταξίδι από το φως το σκοτάδι και πάλι στο φως. Ένα ταξίδι με προορισμό μια Ιθάκη που όλο προσεγγίζεται και όλο απομακρύνεται.

«Μ’ έναν ψαλμό του όρθρου δεκαπεντασύλλαβο
εξαγνισμένη στην οδύνη η αγάπη
ρίχνει χρησμό στης γης το δίστρατο
κι όλο επιστρέφει ο Οδυσσέας στην Ιθάκη»

Η ποιήτρια ρίχνει το βλέμμα της στον άνθρωπο που πάσχει δίπλα της, τον κυνηγημένο, τον πρόσφυγα, τον μετανάστη. Με μια φωνή απαιτητική απέναντι σε όποια δύναμη θα μπορούσε να βοηθήσει να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Δεν μένει στον πόνο που γεννούν οι εικόνες. Εδώ χρειάζονται λύσεις.

«Και μη μου λες για εικόνες που δακρύζουν.
Για κείνα τα ματάκια που στεγνώνουνε στην έρημο
κανένα θαύμα έχεις;»

Ο πόνος, όμως, βρίσκεται παντού, μια βιωμένη απώλεια πάντα θα στοχεύει το πρόσκαιρο του ανθρώπου και θα καταργεί την αυταπάτη της αιωνιότητας.

«Ερχόμαστε βαθιά, απ’ τα ίδια σώματα
με τα μαλλιά πλεγμένα Οδύσσεια.
Εδώ η αυγή και το νερό κι η λάσπη.
Κι ο θάνατος ακάλεστος, απάλευτος
όπου πεινάει, στέκει και θερίζει.»

Και είναι εδώ, μέσα σ’ αυτό το τοπίο, που αναδεικνύεται ο ρόλος του ποιητή, όπως και κάθε ευαισθητοποιημένου ανθρώπου. Η ποιήτρια θα του θυμίσει το δικό του μερίδιο ευθύνης.

«Μην κοιμηθείς, μη ξεχαστείς
κι αποτελειώσει ο κόσμος»

Να μιλήσει, να ουρλιάξει αν είναι απαραίτητο

«κομματιασμένες λέξεις σαν γυαλιά
ουρλιάζουνε ποιήματα»,

γιατί γύρω υπάρχει

«Ήλιος ψυχρός
κι ο θάνατος ολόκληρος
μέχρι το τελικό του σίγμα»

Ωστόσο, οι άλλοι, οι ξένοι της οδύνης, πόσο βαραίνουν με την αδιαφορία τους ή με την προσποιητή συμπαράστασή τους τον άνθρωπο που πάσχει! Αυτό θα μπορούσε να νοηθεί και ως σχόλιο της ποιήτριας προς τους αναγνώστες, που πάντα μια απόσταση θα έχουν από το ποίημα, όσο κι αν προσπαθούν να το προσπελάσουν. Στην καλύτερη εκδοχή θα το «οικειοποιηθούν», δίνοντας τη δική τους ερμηνεία. Μόνο που αυτή ποτέ δεν θα είναι αυτή του δημιουργού. Τότε ο ποιητής αφήνεται στη μοναξιά του. Όσο μάχιμη κι αν είναι η ποιητική φωνή, όσο πλατιά κι αν γίνεται η προτεινόμενη εικόνα

«Μέσα σου και στην Οικουμένη, ο κόσμος ένας.
Ανάμεσα λύκοι που ανελέητα πεινούν.
Και συ, που να μη γίνεις η τροφή τους.»

πρέπει να συμπαρασύρει στην αλήθεια της και τους υπόλοιπους.

Κι έρχομαι στα φωτεινά περάσματα της ποίησης της Μαρίας Σκουρολιάκου. Ένα εξώφυλλο χρωματιστό με το φωτεινό κόκκινο της εικόνας και του τίτλου να κυριαρχεί. Και η έκπληξη: διχρωμία στις σελίδες, πάλι το κόκκινο να δίνει με την παρουσία του μια νότα διαφορετική. Ένα κόκκινο που χρωματίζει τα ποιήματα παραπέμποντας πότε στην αγάπη, στον έρωτα, στην άνοιξη αλλά και, συχνά, στο αίμα και στον θάνατο. Χρώμα θέλει και στον τίτλο η ποιήτρια «Χρώμα αύριο» δίνοντας έτσι το μέγιστο έναυσμα για την αισιοδοξία. Αν όλα γύρω σκοτεινιάζουν, αν μπερδεύεται η άνοιξη με λουλούδια Επιταφίου, τότε η ελπίδα αφήνεται στο αύριο, που μας χρωστάει να γίνει καλύτερο, με χρώματα πιο λαμπερά. Τελικά, αυτά τα ποιήματα με -κάποιο τρόπο- καταφέρνουν να δώσουν αυτή τη νότα αισιοδοξίας, σαν ένα παράθυρο που η ποιήτρια ανοίγει και μας αφήνει να κοιτάξουμε ένα αύριο καλύτερο.

.

ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

critique.gr 8/2015
Η Μαρία Σκουρολιάκου γεννήθηκε στην Τιθορέα (Βελίτσα) Λοκρίδος. Υπάλληλος επί πολλά χρόνια στην Εθνική Τράπεζα, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε ως Διευθύντρια. Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΠΕΛ (Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών) του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών και συγγραφέων και της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Λογοτεχνίας.

Η Μαρία Σκουρολιάκου πρωτοπαρουσιάζεται στα γράμματα το 1999 με την ποιητική συλλογή «Αντίδωρο καρδιάς» (εκδ. Λαμιακός Τύπος). Ακολουθούν «Δακτυλικά αποτυπώματα» (2008) εκδόσεις Γαβριηλίδη, ο «Ακάθιστος λόγος» (Λαμιακός Τύπος 2008) και η τελευταία της συλλογή «Χρώμα αύριο» (Λαμιακός Τύπος 2015).
Βραβεύθηκε από την ΠΕΛ, α΄ βραβείο 2006 και β΄ βραβείο Δελφικών αγώνων 2006.
Η νέα της ποιητική συλλογή: «Χρώμα αύριο» διαφέρει από τις παλαιότερες. Τόσο ως προς το ύφος, όσον και ως προς το πνεύμα. Ο «Ακάθιστος λόγος» όπως υποδηλώνουν και οι λέξεις, συνδέει την Ελληνορθόδοξη λαϊκή παράδοση με την σύγχρονη ποιητική δημιουργία. Το θρησκευτικό στοιχείο συμβαδίζει με τον Λαϊκό Πολιτισμό, την λαϊκή ευσέβεια.
Οι παραπομπές στην αρχαιοελληνική μυθολογία είναι έκδηλες και σε αρκετές περιπτώσεις συμβαδίζουν με χριστιανικούς συμβολισμούς. Η Μ.Σ. επιθυμεί να συνδέσει ποιητικά την αρχαιοελληνική μυθολογία με την ορθόδοξη παράδοση. Ένας αταίριαστος συνδυασμός για μερικούς κριτικούς της λογοτεχνίας. Όμως μια παράδοση στην νεότερη ποίηση που χάραξαν κορυφαίοι, πρωτοπόροι και μοντέρνοι ποιητές όπως Κ. Παλαμάς, Αγ. Σικελιανός, Τάκης Παπατσώνης, Ζωή Καρέλλη. Το τελευταίο της έργο: «Χρώμα αύριο», από το τίτλο μας προετοιμάζει για μια περιήγηση σε μια πολύχρωμη ποιητική τοιχογραφία. Η παραπομπή σε δύο λέξεις ασύνδετες εννοιολογικά μεταξύ τους μας προδιαθέτει για την οπτική της ποιήτριας για το μέλλον επάνω στο οποίο ορθώνεται ο αυριανός κόσμος.
Η συλλογή κοσμείται από πεζές ποιητικές συνθέσεις και ποιήματα μικρής διάρκειας. Το ύφος είναι λυρικό και σε μερικές περιπτώσεις θρηνητικό. Ο λόγος της γίνεται χειμαρρώδης, απομακρύνεται από παλαιότερες επιδράσεις ελληνορθόδοξες ή μυθολογικές. Τα μηνύματα της καθίστανται επίκαιρα και σε κάποια ποιήματα (Δελτίο συμβάντων) γίνονται πανανθρώπινα.
Οι ποιητικές συνθέσεις «Χρώμα αύριο», διαιρούνται σε δύο ενότητες με αντίθετους συναισθηματικούς κόσμους. Το σκηνικό πολύχρωμο και εναλλασσόμενο. «Μωβ» ονομάζεται η δεύτερη ενότητα, αναφέρεται στον θάνατο, στην απώλεια, αγαπημένων προσώπων, στην αλλοτρίωση, στο πένθος, στον «απωλεσθέντα παράδεισο» της παιδικής αθωότητας. Είναι ποιήματα με υπαρξιακές αγωνίες.
Η ποίηση της Μ.Σ. κυριαρχείται από ένα αισιόδοξο πνεύμα, χωρίς να απουσιάζουν οι σκοτεινές σκηνές της ζωής. Μια ποίηση που φωτίζει την απαισιόδοξη ποίηση των δύσκολων καιρών μας. Είναι φανερό ότι η αισιοδοξία απουσιάζει σήμερα όχι μόνον από την πλειοψηφία των ποιητών αλλά πρωτίστως από εκείνους που καταπιάνονται με τα διάφορα είδη δημοσίου λόγου.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΡΜΟΓΙΑΝΝΗΣ

tovivlio.net/

Φόρα με.
Φόρα με.
Να θρυμματιστώ
στου κορμιού σου την κόψη.

Της ψυχής σου
το ρίγος ν’ αγγίξω
το κόκκινο.
Στις φωτιές του Αϊ Γιάννη
ν’ ανεμίσω μαζί σου
τις κρυφές μου στιγμές.

Φόρα με.
Να κουρσέψω το κύμα.
Να λύσω τον άνεμο.

Να λύσω τον άνεμο

Αν η κοινωνία είναι ένα μεγάλο ψηφιδωτό, όλοι οι άνθρωποι που την αποτελούν είναι οι ψηφίδες της. Δυο μονάχα λείπουν από το σύνολο, οι δάσκαλοι που ο ρόλος τους είναι να τοποθετούν τις ψηφίδες στη σωστή θέση κι οι ποιητές που, αποστασιοποιημένοι από αυτή αλλά συνάμα και μέσα από αυτή, της προσθέτουν εικόνες αφαιρώντας λέξεις. Δεν είναι βεβαίως όλοι οι ποιητές έτσι, η Μαρία Σκουρολιάκου όμως δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστεί κανείς πως τιμά επάξια τον τίτλο του ποιητή. Του ποιητή που αφουγκράζεται την κοινωνία και γράφει γι’ αυτή, που είναι μέσα στα πράγματα και πατά γερά τα πόδια του στη γη και το σήμερα, που κοιτάζει τον άνθρωπο στα μάτια και γράφει γι’ αυτόν.

Μια μέρα

Ανοιγοκλείνουν οι καρδιές με πάταγο
μες τις ασπρόμαυρες διαδρομές της μέρας.
Προσοχή στο κενό.

Ασφαλισμένοι σ’ έναν καναπέ μετά,
μασάμε άνοστο ψωμί
ακούοντας μακρινούς θανάτους.

Πίνουμε υπνωτικό νερό
από χλλωριωμένες σκέψεις.
Να δούμε όνειρα χρωματιστά.

Σώματα ξεφυλλίζουμε στη λήθη
και το ξημέρωμα
φοράμε τη στολή της μάχης.

Μια μέρα
θα ζωγραφίσω στο κορμί σου
τις παραστάσεις της ασπίδας του Αχιλλέα.

Όταν πιάνει κανείς μια ποιητική συλλογή στα χέρια του εκείνο που αποζητά είναι να χαθεί μέσα σε πλούσιες εικόνες που παράγονται από λιτά λόγια κι όχι από πολύπλοκες περιγραφές που θέτουν όρια και περιορισμούς. Η ποιήτρια Σκουρολιάκου κρατά στο χέρι της ένα σχεδόν μαγικό μολύβι που με την αφαιρετικότητα και τη δεξιοτεχνία του παράγει έντονες σκέψεις στο μυαλό του αναγνώστη της.

Ο Μάης

Κοίτα!
Ο Μάης κεντα τις παπαρούνες
κι ανθίζει φλέβα ανοιχτή.
Άνεμος κρημνοβάτης φυσά τη λέξη ‘θαύμα’
στο θράσος του καιρού αντίπαλη κραυγή

Θυμήσου.
Ο Μάης έρχεται απ’ τους αιώνες.
Όπως το αίμα, όπως η ζωή.
Μια γη ολόσωμη κόκκινο χρώμα
παραδομένη μ’ ένα φιλί.

Άκου.
Η καρδιά κεντά τις παπαρούνες.
Σιωπές υφαίνει τις άλικες φωνές,
να ντύσουν όποια φτάνει Ανάσταση.
Κι ας είναι η λέξη της
κλεμμένη από ληστές.

Η ποίηση είναι ένα κομμάτι της Τέχνης που εύκολα κανείς μπορεί να παρασυρθεί σε λανθασμένους λογισμούς καθώς τη μελετά. Το μυαλό του ποιητή ενίοτε είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί, ειδικά από κάποιον που είναι απαίδευτος κι αμύητος στην ποίηση. Ίσως, θα έλεγε κανείς, εκεί να είναι και η μαγεία της. Στην περίπτωση όμως της ποιητικής συλλογής Χρώμα Αύριο θα μπορούσαμε με μεγάλη σιγουριά να θεωρήσουμε πως η ποιήτρια θέλοντας να καταστήσει όλους τους ανθρώπους κοινωνούς των σκέψεών της, δίνει απλόχερα τον εσωτερικό της κόσμο και τον σκιαγραφεί έντονα στις σελίδες του με τρόπο άμεσα καταληπτό και χωρίς τεχνηέντως περίπλοκες σπουδές. Με λόγο μεστό και γεμάτο νόημα, η Μαρία Σκουρολιάκου δε στέκεται μόνο στην επιφάνεια σε όλα όσα πραγματεύεται αλλά κάνει ένα βήμα πιο πέρα, εισέρχεται στο βάθος και την ουσία τους. Και το επιτυγχάνει αυτό με τρόπο εξαιρετικό και δυσεύρετο στις μέρες μας πια.

Οι λέξεις

Οι λέξεις δεν ακούνε πιά.
Σάλεψαν τα νοήματά τους
από τις κατά συρροήν ασέλγειες
απ’ τους σεισμούς των πολλαπλών ερμηνειών
και τη σφαγή ομνύοντας στ’ όνομά τους.

Τις λεν σωστά μονάχα τα παιδιά
κρατώντας τες σφιχτά απ’ τα μισά τους
γράμματα
Κι οι ποιητές τις άγιες νύχτες
που τις φωλιάζουν στοργικά
στα καταφύγια
σκουπίζοντας το αίμα των πληγών

Έξω στις σκοτεινές τις μέρες
Νέρωνες κλώνοι καίν τον άνθρωπο

Τα ποιήματα της συλλογής, γραμμένα με καρδιά και ψυχή, είναι σχεδόν αδύνατον να αφήσουν τον αναγνώστη αδιάφορο, το αντίθετο θα λέγαμε πως συμβαίνει. Η ένταση των λέξεων και των στίχων έχει τέτοια δύναμη που, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα μαγνητίσουν τον αναγνώστη. Η ποιητική συλλογή Χρώμα Αύριο της Μαρίας Σκουρολιάκου δεν μπορεί παρά να αποτελέσει το στολίδι σε μια βιβλιοθήκη αλλά και στις σκέψεις όλων όσων ρίξουν τη ματιά τους σ’ αυτή!

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.