ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

Ο Δήμος Χλωπτσιούδης γεννήθηκε το 1973 και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Γράφει δοκίμια και κριτικές ποίησης, παρακολουθώντας τις νέες τάσεις στην Τέχνη. Κριτικές του φιλοξενούνται
τακτικά στο διαδικτυακό τόπο τοβιβλίο.net και στο tvxs.gr. Άρθρα του δημοσιεύονται στο tvxs.gr, στα «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής, στο school time.gr κ.ά. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει τέσσερα βιβλία του με πολιτικά και κοινωνικά δοκίμια και τέσσερεις ποιητικές συλλογές του.
Έχει πάρει μέρος σε πολλές λογοτεχνικές δράσεις.

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

Η δημαγωγία της δημοκρατίας, εκδ. ΣΥΝ(+)είδηση, Θεσσαλονίκη, 2009.
Τοπική Αυτοδιοίκηση, προοπτικές ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών, δοκιμιακή μελέτη, εκδ. τοβιβλίο, Θεσσαλονίκη, 2011.
7 δοκίμια, εκδ. τοβιβλίο, Θεσσαλονίκη, 2013.
Η οργή της πεταλούδας, ποίηση, εκδ. ebook τοβιβλίο, Θεσσαλονίκη, 2013.
Η μεσαία τάξη στην αγχόνη της κρίσης, πολιτικό δοκίμιο, εκδ. ebook τοβιβλίο,
Θεσσαλονίκη, 2014.
Κατάστιχα, ποίηση, εκδ. ebook τοβιβλίο, Θεσσαλονίκη, 2014.
Ημερο-ποίηση εκδ. ebook τοβιβλίο, Θεσσαλονίκη, 2014.
Ακατάλληλο εκδ. Μανδραγόρα 2016

202985g-c90c2df4-738e-46a7-99c2-a591e8b5905e

ακατάλληλο (2016)

ακατάλληλο

Ακατάλληλο
μου έλεγαν
όταν ήμουν παιδί
και λάθρα κοιτούσα
τη σάρκα την ερωτική.
Ακατάλληλο μου λεν
τ’ όνειρο για ενήλικο
και κρυμμένος
πίσω από σάρκες
ονειροπολώ.

Σε κασελάκι ξύλινο
κλείδωσα
όνειρα παιδικά
πλούσιος σαν ήμουν.

ποίηση ναυαγός

Πρόσφυγες λέξεις
ναυαγούν
σε πελαγίσιες σελίδες
με κουφάρια ποιητικών σχημάτων
φυλακισμένες σε χάρτινα
κέντρα υποδοχής
αποζητούν ελπίδα
εξόδου
προς τον ανθρώπινο πόνο.

Τόσα πτώματα δακρύων
λερώνουν το χαρτί
κι εμείς ακόμα αναζητούμε
έμπνευση.

μνήμη Κατερίνας Γώγου

Ξεχασμένες μολότοφ
γραμμή φωτιάς
αφήνουν να σκίζουν
το σκοτάδι της αυταπάτης.
Στον καθρέφτη
στολίζει το γυμνό κορμί της
πριν αντιμετωπίσει
το μίσος με το πυρωμένο
στήθος της
χαραγμένη ιστορία
καταστολής
στο δέρμα της
και μάτια μονίμως
δακρυσμένα.

δήλωση πορνείας

Πόρνη χορεύει
ξυπόλητη στο δρόμο
Εσμεράλδα κυνηγημένη
από στοιχειωμένους
ιεροεξεταστές της ηθικής
στο ξέφωτο των μαγισσών
συλλέκτες υπογραφών.

Όταν ακούω για πορνεία
τρομάζω
νομίζω ότι πρέπει να υπογράφω
σε ανακριτές αξιών
δήλωση μετάνοιας.

μάνα από τη Συρία

Σαν πάτησε στην κόκκινη πια άμμο
άφησε ελεύθερη
την κραυγή απ’ το χέρι
έλυσε ένα χαμόγελο
από τα μαλλιά
για να πετάξει
με της ελπίδας τα φτερά
και έσπρωξε τη βάρκα
με τα παιδιά στη θάλασσα
και συνοδό ένα θραύσμα τρόμου
να θυμούνται το σπίτι
μη γυρίσουν πίσω ποτέ.

τρομοκράτης χρωμάτων

Η αντιτρομοκρατική, λέει,
των παιδικών μου χρόνων
συνέλαβε
στο παζάρι των ευχών
ένα όνειρο ενήλικο
με κατηγορίες απόπειρας
χρωματισμού
με μολότοφ ουράνιου τόξου.

Μαζί με το πουκάμισο
θα φορώ πια
κουκούλα και παρωπίδες
να είμαι ασφαλής.

Ατρόμητροι εφιάλτες
κυνηγούν το πρωί
άυπνες συνειδήσεις.

υγρός τάφος

Βροχή καρφιά
σταυρώνουν όνειρα
θόρυβος πνίγει λαμαρίνες
σε τρύπιο φουσκωτό.
Πρόσφυγας ανήλικος
δίχως αδιάβροχο
η δικαιοσύνη.

προσκύνημα στ’ Αγιονήσι

Ερωτεύεται
η αγρίλα της ακροθαλασσιάς
τον μοναχικό βράχο
τραγούδι υγρό
ο ύμνος του τζίτζικα στον έρωτα.
Πέτρα που ερωτοτροπεί με θάλασσα
αφήνει αθέατα τα ενωμένα κορμιά.

Στο κύμα αντάμωσαν
τα βλέμματα,
οε ήχο παφλασμών
καλύπτουν τον οργασμό τους.

Στ’ Αγιονήσι απομονωμένοι καλόγεροι
προσεύχονται στον έρωτα.

IV

Αστράφτουν τη νύχτα
τα γυμνά κορμιά
πλάι στη φωτιά
που στην αμμουδιά φουντώνει.

Χορεύουν οι σπίθες
στον ήχο των κυμάτων
πριν ο έρωτας γίνει θάλασσα
κι η ηδονή βυθός.

VII

Χαμόγελα θερινά
δροσίζονται
σε θαλασσινό χορό.

Με καρφί στερεώνω
τα όνειρα στον τοίχο
ανάμνηση της νιότης.
Κάποια άλλα
κρέμονται σε ηλιακτίνες
στεγνώνουν.

ΙΧ

Κόκκινο πανί
σε μιαν αρένα
κυματίζω μπρος
σε κέρατα επικριτικά
με ένα διαζευτικό
ανάμεσα στην ποινή
και την αθώωση.

Θα περιμένω την ετυμηγορία
σε μάθημα
δημιουργικής σιωπής
μ’ ένα γιασεμί στο χέρι
για να θυμάμαι τα όνειρά

μετανάστευση ονείρων

Στρώματα λησμονημένα
γεωλογικής ωρίμανσης
εμπρός από
παλίρροιες ψευδαισθήσεων
κοιτούν πουλιά
όνειρα γεμάτα
να μεταναστεύουν.

Αγέλαστα πετρώματα
αντιστέκονται
στις ανασκαφές του θάρρους.

ω Άρτεμι

Πίσω μου
θ’ αφήσω
ένα χνάρι στον χρόνο
που ίσως βρουν
αρχαιολόγοι του μέλλοντος
μέσα σε παλαιολιθικά γραπτά’
κληρονομιά μου αφήνω
χειρόγραφους καημούς
και αυταπάτες μοναχικές
πόθους ανεκπλήρωτους
οδηγό
για τη δική σου
πλήρωση.

κατάστιχα (2014)

πολιτική, ανθρώπων φύσις

κάποιος βρήκε το κλειδί
κι απελευθερώθηκαν
οι τρελοί
τρέχουν στους δρόμους
με πανό τις αλυσίδες τους

κι αν αδυνατείς
να μιλήσεις με ανώνυμους
που δεν κατάφεραν να πεθάνουν
γιατί χάσαν το δικαίωμα
πώς θα σταθείς απέναντι στην κοινωνία;

μια παρένθεση
ήταν η προηγούμενη ζωή
και συνεχίστηκε το άσμα
σε μια κρίσης υποταγής και συναίνεσης

γράφω σε μια γλώσσα
πολυδιάσταση κι εγωιστική
όπου η λέξη «συμβιβασμός»
είναι προσβλητική

πάλλεται το εκκρεμές του δημοσίου λόγου
σάπιες λέξεις γεννήματα ψεύτικων ελπίδων,
τρομοκρατία και διλήμματα,
κι ο Χριστός πάλι ανέβαλε την ανάσταση

γκρεμίσαν μνημεία ανθρώπων και αδριάντες στήσαν
πριαπικών ρητόρων

το χαμόγελο προβάρει σε καθρέφτη μαγικό
«καθρέφτη, καθρεφτάκι μου,
ποιος είναι ο πιο αγαπητός;»
«Εσύ, κύριέ μου, όλες οι δημοσκοπήσεις
εσένα δείχνουν νικητή»

ανέστια κατάγματα αναλύσεων
στοχεύουν μυαλά μαστουρωμένα
από νοθευμένη δημοκρατία

φαντάσματα κάνουν
πλιάτσικο στης αγωνίας
το τέλμα,
λίστες αγνοουμένων κρεμούν
στης λαϊκής τον πάγκο
φορώντας κοστούμια ραμμένα
με κρασί
μαύρο σαν το αίμα

της αυταπάτης ο ιστός
μ’ αόρατες κλωστές
παίζει κουκλοθέατρο

χαρακωμένη δημοκρατία
χορεύει στο αμόνι
ακονισμένης αλαζονείας

ποτίζω την αισιοδοξία με αλκοόλ,
αφιονίζω κάθε μου κύτταρο,
πριν προλάβει να μ’ αποκοιμίσει η δημοκρατία τους

σύγνεφα κρέμασε ο Απρίλης,
γυμνά χορεύουν στον αιθέρα,
σκιές υγρές γεμίσαν την άνοιξη
κι εμείς ακόμα περιμένουμε
τον ήλιο

για να σκοτώσεις κάποιον δεν χρειάζονται πιστόλια,
μόνο άνοιξε την τηλεόραση…

ξεθωριασμένα χρώματα
συνθημάτων
επιτοίχιας ελπίδας
απειλούν την ευταξία

ερωμένες πολύχρωμες
φυλλάδια προεκλογικά
σε χαραμάδες ξεπέφτουν

…εσύ που θες να λέγεσαι Αντιγόνη πολεμώντας νόμους
άδικους και τυράννους,
μην ξεχνάς ού συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυς…

προχωρώ με όσα μας ενώνουν, με προσημείωση σ’ όσα μας χωρίζουν
κι υποθήκη για το μέλλον όσα κοινά κρατάμε

κοινωνοί της κρίσης

ξυπόλητος ποιητής σε δρόμους κοιμάμαι
ζωγραφίζω με λέξεις άστεγες πίνακες αυταπάτης

λέξεις χάρισα στη σιωπή
κι εκείνη απάντησε κρυφά
μ’ ένα ποίημα
αυτιστικό και κόκκινο

γεννήθηκα ένα πρωί
με ομίχλη στο παγκάκι,
άστεγη σύλληψη,
το μεσημέρι αναζήτηση
ταυτότητας,
το βράδυ
δελτίο απορίας

οι άνθρωποι αδειάσαν τους κάδους
και σκουπίδια γεμίσαν οι τηλεοράσεις,
ξεχείλισαν σύρματα ματωμένα, τα όνειρα δέσαν

σ’ ανταλλακτήριο επιδομάτων
προσφέρουμε όνειρα κι ελπίδες,
ενέχυρα σημειώματος
εκκαθαριστικού,
εξαθλίωσης απόδειξη

με συρματόπλεγμα δεμένο γένος
ανδράποδο κανιβάλων,
ευνουχισμένη γενιά,
όνειρα,
στάχτες βουτηγμένες
σε αυταπάτη δανεική.

όταν πεινούσε τον βοήθησε ένας φίλος κι ένας διάολος…
Τίμησε το φίλο εκείνον, τον έναν, το μοναδικό, τίμησε και το διάολο…
Όσοι κοιτούσαν και αποκαλούνταν φίλοι, όσοι μιλούσαν χωρίς να
συμπάσχουν, ας βρεθούν απέναντι από το διάολο…

εγκληματείς που αδρανείς
έγραφε ο στίχος του αυτόχειρα,
οι νέοι χωρίς μέλλον
κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα
έγραφε ο πρώτος επώνυμος
και η γριούλα κλαίγοντας δήλωνε
βάρος για την οικογένειά της.

Ψεύτικη ελευθερία,
που έμαθες να αποζητάς
σαν από συνήθειο,
σα γενετικό κληροδότημα.

σκουριασμένες λιμνοθάλασσες
χορεύουν σ’ ένα μουχλιασμένο λιμάνι
θίασος γυμνός
από ξεχασμένα μπορντέλα
που ισορροπούν σε άδεια ποτήρια
μπόμπας φτηνής και νοθευμένου έρωτα
στ’ ασπρόμαυρο λιβάδι
της πορνείας

σε πλακάκια
τακούνια ηχούν
νεκρόφιλων εραστών
π’ αναζητούν πουτάνες
να ξεράσουν περιπλανώμενη
ανικανότητα
στα λασπόνερα μπορντέλων

Δε φταίν’ οι σφαίρες.
Τι έκανε σε διαδήλωση παιδί 15 χρονώ; Δεν έφταιγ’ ο αστυνόμος.
Μα κανείς δε ρώτησετι έκανε παιδί 15 χρονώ στο ανθρακωρυχείο;

μέρα μαγιού εμίσεψες τη μάνα σου κι εσύ
δίχως να ζητιανεύεις
στου τρόμου στοές καρβουνιασμένες
με χέρια μαύρα και μάτια σβηστά
έφυγες και μόνη
κλαίει δίχως αγκαλιά
μα με μια φωτογραφία σου παλιά
άσπρος, ροδαλός.

στου μεροκάματου τις στοές
όνειρα ασπρόμαυρα από την καρβουνόσκονη
ταξιδεύουν με το Μεγάλο Βαρκάρη
δίχως κέρμα στο στόμα
τα τέλη μένουν ακόμα απλήρωτα

μουτζουρωμένα χέρια
δίχως σαπούνι και νερό
ταξιδεύουν
στου Απρίλη
το λιβάδι
άνθη θησαυρίζοντας…

φλογέρας ήχος παιδικός το όνειρο
μακριά φεύγει από μέλλον σκοτεινό
να δει της ζωής το φως

στους δρόμους νεκροί σπαρμένοι
παραστάδες που γεμίζουν σκιά
της νιότης τη φωνή,
του μέλλοντος το φως

στο μακελειό των παιδιών μην αναζητάς την ευθύνη του δολοφόνου
που πάτησε τη σκανδάλη,
αλλά εκείνου που υπερασπίζεται το δικαίωμά του να δολοφονεί.

βαμμένα μάτια στο δρόμο
περίγελος περαστικών
γραφική αδελφή, εκκεντρικός γκέι
εικάζεται
μα δε μάθαν ότι κάποτε
μόνο οι άνδρες βάφονταν

ένα παράθυρο μας χωρίζει απ’ τον κόσμο,
λίγο βλέπουμε απ’ το γυαλί
μα δεν ανοίγει να τον ακούσουμε
και κλειδωμένοι παραδιδόμαστε
στη μούχλα του
σπάστε με τη βαριά το τζάμι
ν’ ανοίξει το παραθύρι
να μπουν ήχοι κι αγέρας ουράνιος… 

θάλασσα ηδονής το κορμί της

πράσινα μάτια
σφύζουν από πουλιά,
κοχύλια θαλασσινής αύρας
ευωδιάζουν το χαμόγελο

στα μαλλιά της χελιδόνια ξαποσταίνουν
πριν την άνοιξη φέρουν στο πέταγμά τους,
φτερά σχίζουν σύννεφα
που σκιάζουν το χαμόγελό της
με τις ψαλιδένιες τους ουρές

στη μικρότερη νύχτα
μην κρυφτείς και σε χάσω.
στάσου αγκαλιά μου στο φως της σελήνης
να σε ζώσουν φεγγαρακτίνες
κι οπτασία στον έρωτά μου να γενείς

στο φως των αστεριών ψιθυρίζω το όνομά της,
αστράφτει ο ήχος του σα φεγγαρακτίνα πάνω σε ανεμώνη

καΐκι ερωτευμένο ταξιδεύει
στην τρικυμία των σεντονιών
αναζητώντας το φάρο της ηδονής

γυμνό σώμα παραδομένο
στου ήλιου τα χάδια,
βαριανασαίνουν τα μάτια
τα αιχμαλωτισμένα

στο ιδρωμένο κορμί
ρίγη προκαλεί η ψαύση
με υπόκρουση ψιθύρων
ερωτικών αυγουστιάτικης νύχτας

φεγγοβολούν υγρά τα πράσινα μάτια
στων σεντονιών τη μάχη,
θυσία στης Αφροδίτη το βωμό

ολόγιομη ηδονή
σεληνιασμένων εραστών
π’ ακροπατούν στου έρωτα
τους ήχους

στη σκιά μιας λεύκας
αγκαλιαστήκαμε,
σμίξαμε όλο πάθος,
και φώτισε ο πόθος
την αστεροντυμένη νύχτα

εισβολέας γυμνός
απρόσκλητος στου έρωτά της
τα αισθησιακά λιβάδια
απολαμβάνεις τα χάδια της

τα μάτια της σκούπισε
κάτω από τις στάλες
της βροχής,
ξεδίψασε μ’ ένα ποτήρι
γεμάτο φιλιά

την ακροθαλασσιά στολίζει
κορμί αποκαμωμένο
απ’ τις βουτιές
στου έρωτα του νερά

στο ποτάμι των γυμνών
μια νύχτα άψυχη
ο βαρκάρης ανιμένει
με νόμισμα οργασμού να πληρωθεί
για των εραστών το πέρασμα

στο σταυρό του έρωτα
δυο κορμιά καρφωμένα
με της ηδονής τους ήχους
αγκαλιάζονται

ένας νοτιάς, σκέτη γοητεία,
μετέφερε από τα βάθη
αύρα ερωτική γοργόνων,
γεμίζοντας με πόθο τα φύλα

χελιδόνια και γλάροι αντάμωσαν
στης Παναγιάς τον Όρμο,
σαν δάσος πράσινο
συνάντησε της θάλασσας το γαλάζιο

γαλάζιο και πράσινο αντάμα
σε ένα απάνεμο λιμένα
αγκαλιάστηκαν και φτιάξαν
τη Χαλκιδική

Αν Παράδεισος ήταν η Χαλκιδική, τότε δικαιώνω το Γιαχβέ που
τιμώρησε τον Αδάμ και την Εύα…
Αν όμως μήλο ήταν η δροσιά της θάλασσας στα νερά του
Τορωναίου, τότε μακαρίζω τους Πρωτόπλαστους δύτες που μας
κληροδότησαν την αμαρτία τους…

στο γυμνό της κήπο
κλέφτης επισκέπτης
κλέβει καρπούς
ώριμης ηδονής

πυγολαμπίδες χορεύουν
στον ήχο των κυμάτων
ντυμένες
με την αύρα της θαλάσσης

οδοιπορικό στον έρωτα
κινήσαμε να κάνουμε
στου κόσμου τις ηδονές
να περιπλανηθούμε

κραυγή ηδονής
κολυμπά στου έρωτα τα κύματα
με βάρκα σεντόνια ακατάστατα

στη σκιά του νυχτερινού ουρανού
ζωγράφιζαν ήλιοι μακρινοί το όνομά σου
με την αστεροουρά τους

μια ψύχρα τρύπησε το κορμί
κι αναζήτησε σκέπασμα
στου έρωτα τα ρίγη

πυγολαμπίδες χορεύουν
στον ήχο των κυμάτων
ντυμένες
με την αύρα της θαλάσσης

τις νύχτες σ’ έρημους δρόμους, σκιά σιωπηλή,
μαζεύω τα “σ’αγαπώ” που πέσαν κάτω
δίχως να ‘βρουν στόχο,
και προσπαθώ να τα αναστήσω

ημερο-ποίηση 2014
έτος el Greco

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Κλεμμένος αγέρας
στο νότο δραπετεύει
καναρίνια σε κλουβιά
να δροσίσει
που κελαηδούν
για φυλακισμένους
σε τσιμεντένια πολύβοα κελιά.
Αγέρας φύσηξε πάλι,
γαβγίσματα αγέλης έφερε
κι ο γείτονας νοστάλγησε
το κλειδί στις σιδεριές.
Κόκκινες κορδέλες παρασέρνει
γυμνές οι κοπέλες
στο ποτάμι τσαλαβουτούν
σε σύννεφα ταξιδιάρικα κρυμμένες
που ανάπαυλα ζήτησαν
σε μιας πεταλούδας τ’ άχρηστο κουκούλι.

μολότοφ ονείρων

Μια παλίρροια αστέρια
περιμένει το καράβι
δεμένο σε τυφλό καθρέφτη
με κομμένα φτερά.
Σχισμένα πανιά στου ζέφυρου το παιχνίδισμα,
σκιάχτρο που τρομάζει σουρωμένα πουλιά.
Ηρώδης βουτηγμένος
στο αίμα πρωτότοκων ονείρων,
μολότοφ νευρικού Νέρωνα
στης τράπεζας την πιστωτική βιτρίνα.
Σε κάδο ανακύκλωσης
αναζητώ ταυτότητα πλαστική,
σ’ απορρίμματα
ψάχνω οράματα πεταμένα.

Ισμήνη

Νότα μουσικής κατέβηκε στα χείλη της,
μπλέχτηκε στο σγουρό μαλλί,
φώτισε τα καστανά της μάτια.
Δυο βότσαλα σα φεγγάρια με κοιτούν,
λεύκα που γέρνει στο κορμί μου,
ηλιαχτίδα ζωηρή
που στεγνώνει στην αγκαλιά μου

Άρτεμις

Φλόγες πετούν
οι θάλασσες των ματιών της
ξανθό χαμόγελο
ποτίζει ανάσες στην αγκάλη μου,
ωκεανός φλιά λουλούδια
φυτρώνουν στα μάγουλά μου,
άγγελος που έβγαλε
φτερά στον αγριότοπο
και σπέρνει αγάπη στο σκοτεινό λιβάδι

δραπέτευση

Στο έλος προσάραξε
το καράβι
και σαπίζει μόνο του.
Δραπετεύσαμε
με πηδήματα βατράχων,
το βάλτο εγκαταλείψαμε,
σε σχεδίες από νούφαρα
κάναμε κουπί
κι αρμενίζουμε
με τα σύννεφα
πανιά,
καλπάζουμε στη ράχη των ονείρων

νέα γέννα

Νεογνό οργής
αντάμωσε τον πρώτο θυμό
σε μαιευτήριο ουρλιαχτών,
σφάγιο γενιάς υπηκόων
που το γόνα τους ατιμάζουν.
Γεννήσαμε απόψε
με καισαρική
χωρίς επισκληρίδειο
νέα γενιά.
Βρέφη οργής
σε βροχή δακρύων,
τοκετοί
λιτότητας απότοκοι.

Νέα γέννα σ’ ένα πρωινό
με ομίχλη στο παγκάκι,
άστεγη σύλληψη
στην αναμονή για συσσίτιο.
Το μεσημέρι αναζητούσα ταυτότητα
σε μια πορεία κλαίγοντας.
Το βράδυ πήρα
δελτίο απορίας.

δήλωση αθεΐας

Ο Θεός το θάνατο περιγελά μ’ αναστάσεις,
καταγγέλλει τον έρωτα
ως πορνεία
και αγγέλους άφυλους ποιεί
π’ από ζήλεια
τη λαγνεία τιμωρούν.

Κι οι παλιοί θεοί
έρμαια
ανθρωπομορφισμού
μάλωναν και πολεμούσαν
θνητούς τιμωρώντας.

ατέλειωτος χρόνος

Σύγνεφα στ’ άρμα
τ’ ουρανού καλπάζουν
καθώς κουφάρια ξεβράζει
η άμπτωτις
και μύδια που παραθερίζουν
στων μαργαριταριών τη χαίτη,
στο φως νυχτιάς άστερης
σαν ελπίδες που ξεφουσκώνουν
και φτύνουν μούχλα
στων γυμνοσαλιάγκων το διάβα
με νότες σκυλάδικου σπαρμένο.

Ένα δάκρυ, ένα γέλιο κι ένα
φεγγάρι χλωμό
το βράχο κατρακυλούν,
τη λίμνη στερεύουν
κι η ώρα παίζει τραμπάλα
στους δείκτες
χαλασμένου ρολογιού.
Κι ο χρόνος δεν περνά
σε δρόμο ξένο…

η οργή της πεταλούδας (2013)

είναι τόσο πλούσια η ζωή μου

Τα άστρα υποχρεώνονται
να ζήσουν αιώνες.
Ζουν μία θλιβερή ζωή,
σε συμπαντική μέτρηση χρόνου,
στη μοναξιά
ενός τρεμουλιασμένου φωτός
περιμένουν το χρόνο
να τα κάνει κόκκινους νάνους,
να τα σβήσει.

Αντίθετα, η δική μου ζωή
είναι τόσο πλούσια,
τόση κίνηση, τόσα χρώματα,
βλέπω νυχτερίδες τυφλές
να πετούν,
δελφίνια ακροβατούν
στην κορυφή αφρισμένου κύματος,
έντομα στήνουν
το σπιτικό τους στον αέρα, σε μία κλωστούλα.

Βλέπω ανθρώπους
να φιλονικούν,
να σχεδιάζουν
το εφήμερο μέλλον τους,
παιδάκια κλαίνε
που χάλασε το παιχνίδι τους,
γονείς τα μαλώνουν
που δεν τρώνε το φαί τους.

Βλέπω ανθρώπους
να φιλονικούν,
να σχεδιάζουν
το εφήμερο μέλλον τους,
παιδάκια κλαίνε
που χάλασε το παιχνίδι τους,
γονείς τα μαλώνουν
που δεν τρώνε το φαί τους.

Είναι τόσο πλούσια η ζωή μου,
αλίμονο στα αιώνια άστρα
που περιμένουν ακόμα.

στο φανάρι

Δρόμοι γεμάτοι φασαρία,
αυτοκίνητα για το πράσινο φως
στοιβαγμένα στη σειρά
μαρσάρουν ανυπόμονα
ένα σκυλάδικο σχίζει το θόρυβο των εξατμίσεων
(το μικρό κομπλεξικό αυτοκίνητο με τη μεγάλη εξάτμιση
θέλει να κάνει αισθητή την παρουσία
και την ηλικία του οδηγού του,
αδημονεί να ξεκινήσει)
η γειτόνισσα περπατά νωχελικά με τα ψώνια στο δρόμο.

Παλιά θα έκανε πιο αργά, θα είχε γεμάτη την τσάντα,
μα η άδεια τσάντα είναι πιο βαριά
βαραίνει από μελαγχολία,
σκοτεινιάζει το πρόσωπο
δεν ακούει το σκυλάδικο, δεν ακούει ούτε τον οδηγό
ωρύεται και βρίζει εγκλωβισμένος στη σειρά των φαναριών
Προχωρά βαριά κι αδιάφορα,
σκυμμένη μπάμπω,
σαν σε συνοδεία κηδείας
με μουσική υπόκρουση σκυλάδικο.

Άδειο το αργό περπάτημα
άδειος κι ο δρόμος
σα να σταμάτησε ο κόσμος με το κόκκινο φως,
τσιμέντο η τσάντα,
αργό, βαρύ, το βήμα,
έντονες οι διαμαρτυρίες των οδηγών,
ενοχλητικές καλύπτουν το σκυλάδικο…

ληξιπρόθεσμη ανοχή

Ξυπόλητος διασχίζω το δάσος,
αγκάθια υποσχέσεων τρυπούν
την υπόσταση,
παγωμένος αρρωσταίνω,
ζαλίζομαι στα απανωτά χτυπήματα
ενός σκαρπέλου υποδούλωσης,
κουρέλια κρέμονται
ματωμένα από θραύσματα υποτέλειας
μιας ζωής σμιλευμένης στο βράχο της υποταγής.
Σφυρηλατώ με σθένος τις αντοχές μου
στο αμόνι της μοίρας,
Αιχμάλωτη αντοχή
σε άτρωτες διαθέσεις πολιτικών.
Σε άλικο χαλί στη λεωφόρο της απάθειας
περιφέροντας τη γύμνια μου,
πλαστικά άνθη στο πέρασμά μου
οι διακηρύξεις,
φυλλώματα φθινοπωρινά
κίτρινα, τσαλαπατημένα και ξερά
η πίστη μου.

Μια κλωστή συγκρατεί ακόμα το κουράγιο,
οριακή η ατολμία μου,
ληξιπρόθεσμη πια και η ανοχή…

ο καθρέφτης

Θολό το τζάμι
κι η αντανάκλαση θαμπή
ραγισμένο το γυαλί
κι η όραση μουδιασμένη
σαν τη φωνή σου.
Δεν τολμάς ακόμα να μιλήσεις
περιμένεις τα αποτέλεσμα,
δε φοβάσαι,
ξέρεις το αποτέλεσμα
πάντα ίδιο, πάντα θολερό.

Γυαλί είναι,
καθρέφτης ραγισμένος η δημοκρατία,
την κοινωνία της φανερώνει,
τους φόβους, τις αγωνίες.
Το αποτέλεσμα πάντα ίδιο
κι εσύ ποτέ νικητής.
Ας αλλάξουμε καθρέφτη,
ίσως ένας νέος απεικονίσει
τις ελπίδες μας

η επιστροφή της Ιφιγένειας

Αντάμωσα στο δρόμο
την Ιφιγένεια,
μόλις έρχονταν
από το θυσιαστήριο.
Τελικά ο Κάλχας
δέχτηκε το δωράκι
και την ελευθέρωσε,
ο Κάλχας πάντα
δέχεται δώρα,
ξέρει να σιωπά
μπροστά στις φωνές
των θεών,
εύκολα αλλάζει
τη βούληση των θεών.
Στον πόλεμο πάντα πρώτος
στα λόγια
και στα λάφυρα.
Ειδικά στα λάφυρα
πριν ακόμα
αρχίσουν οι μάχες
πάντα χαίρεται
με τις ιαχές
γιατί απλά
ερμηνεύει τη φωνή των θεών.

ο ποιητής κι ο Θερσίτης

Διαφωνούσαν οι αρχηγοί
πώς να χύσουν αίμα.
Μα ο Θερσίτης
τόλμησε να σηκώσει
τη φωνή του,
έβρισε τον αρχηγό,
(πέταξε γιαούρτι, μούντζωσε, φώναξε),
κάλεσε σε ανταρσία,
να μη χυθεί
αίμα στρατιωτών στον πόλεμο
για τη μοιχαλίδα.

Ο Όμηρος ενοχλήθηκε,
(σα λακές περισπούδαστος
δημοσιολόγος ακριβοπληρωμένος
εκφραστής αριστοκρατών και βασιλέων)
τον λοιδόρησε,
τον εποίησε παρασιτικό, δειλό
που βρίζει και φιλονικά,
αυθάδη
που δεν υπακούει
στις αποφάσεις εκείνων
που ξέρουν καλύτερα.

Ο ένας ήρωας τον χαστούκισε
(με πανοπλία, κλομπ και ασπίδα πλαστική)
ο άλλος τον κέντρισε
με λόγχη (και φόρους)
γιατί άλλαξε
το ρου του αμαζόνειου φόνου.

Ο ποιητής και οι βασιλείς
δε συμπαθούν
τους Θερσίτες,
μόνο τους Εύμαιους
που συμμετέχουν σε φονικά
και υπακούν
με λαχτάρα
στην επιστροφή
του κυρίου τους

η οργή της πεταλούδας

Μια πεταλούδα είν’ τ’ όνειρο
πολύχρωμο
μα μόλις ακουμπήσεις τα φτερά της
παύει να πετά,
ένας σελιδοδείκτης σε σελίδα αλμυρή
μιας θάλασσας ερωτήσεων κι αγωνιών
λυγμός που χάνεται
μαχαιριά η λησμονιά του στόχου
ναυάγια οι προσμονές…

Η οργή δεν είναι δόγμα,
είναι η τροφή της προόδου,
της αλλαγής ο σπόρος.

Στις σκιές κρύβονται οι δειλοί
με χωσιά το όνειρο κλέβουν,
ανύποπτα τα ίχνη τους στο χιόνι
λιώνουν τις λάσπες που πετούν
σ’ όποιον αμύνεται,
τη φρίκη της αδύνατης επιστροφής
καλλιεργούν σε γλάστρες
ψεύτικο όνειρο υπακοής…

Σάπια όνειρα σα πέταγμα πεταλούδας
αφιονίζουν το ξύπνιο,
οργισμένοι εφιάλτες εκκολάπτονται
σε κουκούλια ασπρόμαυρα
ξυπνάνε τον ύπνο,
γκρεμίζουν την οπτασία που γεννά η αγωνία
ληστές ονείρων συλλέγουν
αποθηκεύουν σε απόρθητες συλλογές
οράματα και καημούς.

άδοξοι ποιητές σε κατάσταση πολιορκίας

Άγνωστοι ποιητές
ανεβαίνουν τη σκάλα
του κόσμου των ιδεών
αδιάφοροι για την αθάνατη δόξα,
την αίγλη των αιώνων για ποιητές,
άδοξοι με αγωνίες
παίζουν με τις λέξεις,
θρηνούν το χαμό
ζωγραφίζουν την αγωνία
(η δόξα τους ξέχασε
μόνο πόνος τους συντροφεύει)
παλεύουν, αφήνουν
υποθήκη σε γενιές άδοξων ποιητών
λέξεις γεμάτες οργή
και εικόνες αίματος.

Σα ζητιάνοι ψάχνουν τις λέξεις
στις προσευχές των αστέγων,
στις κραυγές της μάνας
(μια ακόμα πολιορκία είναι και τούτη),
στη νύχτα δρασκελίζουν
τις σκάλες της μοναξιάς
με μόνο ρούχο
τη βρωμερή προβιά της απαξίωσης
των φτασμένων ποιητών
που φοβούνται να μιλήσουν
για την πολιορκία,
π’ ακόμα σωπαίνουν.

Μοναχικοί Προμηθείς
τη φωτιά των λέξεων έκλεψαν
των φτασμένων θεών
που εγκατέλειψαν τους ανθρώπους
ελπίδα προσδοκώντας να ανάψουν,
τις καρδιές να ζεστάνουν,
τον πολιτισμό να φέρουν.

Περιμένουν καρτερικά την τιμωρία
στον τηλεοπτικό γύψο,
στο περιθώριο της άδοξης ποίησης

πρόσφυγας της μοίρας

Η αξιοπρέπεια έστριψε γρήγορα,
απομακρύνθηκε.
Μοιραίος πια ιχνηλάτης την αναζητά
στου πεπρωμένου τα δάση
με τη μελαγχολία συμπαραστάτη.

Στους δρόμους της πολύβοης πόλης γυρνά
εμιγκρές στην χώρα του.
Από το Βαρδάρη ως την Πλάκα,
Σύνταγμα και Διοικητηρίου,
δρόμοι γεμάτοι φωνές και διαμαρτυρίες,
Λαγκαδά και Πειραιώς, Σταδίου και Τσιμισκή,
ενοικιαστήρια σε άδειες βιτρίνες,
άστεγοι (οιονεί νεκροί) πλατείες πλημμυρίζουν
κι εκείνος κρίκος
στην αλυσίδα της αναμονής για επίδομα,
ένα πιάτο τον περιμένει στην εκκλησία.
Κομπάρσος σε μία σκηνή θεατρική
με φόντο μεσοπολεμικό σκηνικό ύφεσης
πάνω σε ένα σενάριο αρπαγής
με πρωταγωνιστές διαιρέσεις ατελείς,
πηλίκο ένα τυφλό φορτίο χρεών.

Στο συρματόπλεγμα του μέλλοντος,
λαθρομετανάστης εγκλωβίστηκε,
υφεσιακής μοίρας πρόσφυγας,
διαψευσμένης υπόσχεσης αξιοπρέπειας.

άτιτλο

Ένα στρατόπεδο έγινε το νησί,
σημαίες δειλά ξαπλώνουν χάμω
στη με βια χωρισμένη γαία
προδοσίες κι εισβολές
κρύβοντας στη μνήμη.
Το χώμα κόκκινο και γαλάζιο αντάμα
πράσινο το σύνορο ανάμεσώ τους.
Από τα γενέθλια χώματα οι αδελφοί εφύγαν,
γιοι μαυροφορεμένων γυναικών
ποτίζουν το χώμα το μαρτυρικό,
το νότο ατενίζουν που κλειστήκαν οι δικοί
κι εκείνοι στο βορρά βυθίζουν το βλέμμα
απλώνουν στη γης π’ αγάπησαν τους καημούς.

Τίτλος δε χωρά στου ξεριζωμού το μαύρο ποίμα.

πόρνες που σβήνουν

Θολό το φεγγαρόφωτο στολίζει την πόλη
νύμφες τη νύχτα ξεπροβάλλουν.
Χαλάρωσε τα μαλλιά της στο παραθυρόφυλλο
άπλωσε μαύρο καταρράκτη αρώματος,
φίλησε το φως της σελήνης,
άγγιξε με την άκρη των δακτύλων
τη δροσιά του ανέμου.

Αλυσίδες τις αμαρτίες που αρνήθηκε βαραίνουν
σε έναν ποταμό την αθωότητά της αποδεικνύει,
μάγισσα της πόλης που τόσο καιρό
τα όνειρα αρνήθηκε ν’ ανθίσει.

Πόσο δύσκολο να βρει πού οδηγεί ο καιρός…
Ποιος άραγε γνωρίζει πού πηγαίνει ο δρόμος…
Σε αδιέξοδο στριμώχνει ο χρόνος,
δακρύζουν οι δείκτες σα γερνούν,
τις ρυτίδες αγγίζουν περασμένης νιότης
αγκάλη αναζητούν με θέρμη
αναστενάζουν τα κύτταρα στο γύρισμα του χρόνου.

Ρημαγμένες σελίδες
σχισμένης ζωής,
αποκομμένη ευτυχία
τσαλακωμένου ονείρου
ανεξίτηλα χρώματα που τη χαράζουν
λέξεις που σβήνουν…

γελωτοποιοί και στρατιώτες

Γελωτοποιοί σε εγκαταλειμμένο στρατόπεδο
στερεωμένο σε αγκάθια και φωτιά
αναζητούν τρόπο την τραγωδία να γλιτώσουν,
καθώς ο θίασος ακόμα μία φορά αναχωρεί
με μουσικές και χορούς πάνω σε κηλίδες αίματος
πριν ξεσπάσει η μάχη.

Μα ένας στρατιώτης στις πρώτες γραμμές
μέσα από καπνούς και φλόγες
σε τρικυμία θάλασσας νεκρών φωνάζει
«αυτός ο πόλεμος είναι δικός μας,
δε χαρίζουμε τα κύματα ετούτα σε καπετάνιους
που πολεμούν με άγκυρα βυθισμένη».

2013 μ.Χ.

Ρακένδυτες εφημερίδες σε παγκάκια
στης αύρας το πέταγμα τ’ αστέρια πεινασμένα
στης νύχτας το πέπλο χλωμά φεγγοβολούν.

Θολοί στίχοι σε εικόνες μουντές,
θύρα κλειστή τα γράμματα παλεύουν να χαλάσουν
σε θαλπωρή όμορφων εικόνων να χωθούν,
μελωδίες να βάψουν με χρώματα ξενοιασιάς.

Ποιήματα όχι αντικλείδια,
λέξεις αντί κλειδαριών,
στο κλάμα του μωρού
το μπαλκόνι σα κοιτά
χάθηκε η μαγεία της ποίησης.

Βιβλία βρεγμένα στη μπουγάδα της ποίησης,
σελίδες σκισμένες στατιστικών ελέγχου
θανάτων και πείνας, πόνου κι αγωνίας,
στίχοι σε ζωγραφιά πολέμου με θύμα την αθωότητα.

Ποιος μιλά για όλα αυτά;

αποκαλυπτική εκδίκηση

Χλομός κοιτάζει μπροστά
μια αντανάκλαση στην πλαστική ασπίδα
κόκκινο το μέτωπο βαμμένο
θολή η εικόνα
δυνατή η κραυγή
βαθιά η πληγή
άφθονο ξερνά το αίμα.

Σφάγιο σε ένα βωμό,
τέρψη σε θεούς κανιβάλων,
γραμμές που ξεθωριάζουν
τα όρια της επιλογής
στο διαλυτικό της εξαθλίωσης,
σύνορα που προσπερνάμε
με τέλος το γέλιο και την ελπίδα.

Στύβοντας τις λέξεις
βγαίνουν συναισθήματα,
ήχοι που κροταλίζουν σκέψεις,
κύμβαλα που θρυμματίζουν
τη σιωπή των νεκρών,
χρώματα θαμπά στα χνώτα
των χαμένων θολώνουν το χώρο.

Ήρθε όμως η Ώρα.

Μαχαίρι κοφτερό η οργή,
ρομφαία η αγανάκτηση,
σχίζει το κρέας της τυραννίας
ρέει αίμα από τη μάσκα των υποκριτών.

κοινωνία στο αμόνι

Στο αμόνι ο σιδηρουργός
το ξίφος σφυροκοπά,
φόρους με λύσσα πελεκά
όργανο σφαγής οργώνει
στα χάραγμα της μέρας.

Στις χοάνες στο καυτό μέταλλο
δίνει ζωή, ζωή να πάρουν
οι μαχητές στις οθόνες,
που τον πόλεμο κατευθύνουν
στην ασφάλεια του Αιγάλεω
ωσάν κατακτητές ψυχών,
σ’ εξανδραποδισμένες συνειδήσεις
εντολές σφαγής να δώσουν,
σαν οι Αθάνατοι κινδυνεύσουν.

Θριαμβολογίες θα εκφωνηθούν,
πάνω σ’ αίμα άλλων
θα παιανίζουν οι σωτήρες,
και ο σιδεράς στο αμόνι
θα σφυροκοπά με μένος
στο ξίφος να δώσει πνοή,
το αίμα να πάρει πίσω…

ΓΙΑ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗ ΕΓΡΑΨΑΝ:

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Στην εκδήλωση για τον ποιητή Δήμο Χλωπτσιούδη στην
Πρωτοπορία, Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Πάντα ήθελα να αλλάξω τους κανόνες.
Να απελευθερώσω τα άλογα
από τους πύργους
που τους προστατεύουν
και να τρέχουν ελεύθερα στο μαυρόασπρο τερέν
και οι αξιωματικοί
να κινούνται κυκλικά
γύρω από την τάφρο.
Θα ήθελα όμως κυρίως οι παίκτες
να σταματήσουν
να θυσιάζουν πιόνια
για να νικήσει ο βασιλιάς.

Ας σκεφτούμε μια φορά
τα πρώτα πιόνια που διπλά τρέχουν
προς τη θυσία.

Καλησπέρα. Σας διάβασα το ποίημα «Αλλαγή κανόνων» από τη συλλογή «Ακατάλληλο», 2016 του Δήμου Χλωπτσιούδη από τις Εκδόσεις Μανδραγόρας. Κατά κανόνα, οι κριτικοί της λογοτεχνίας δεν είναι ή δεν υπήρξαν καλοί ποιητές. Με χαρά διαπίστωσα ότι ο Δήμος αποτελεί μία από τις σπάνιες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό.

Ο Δήμος Χλωπτσιούδης γεννήθηκε το 1973 και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Γράφει δοκίμια και κριτικές ποίησης, παρακολουθώντας τις νέες τάσεις στην τέχνη. Κριτικές και άρθρα του
φιλοξενούνται τακτικά στον διαδικτυακό τύπο και στην Κυριακάτικη Αυγή.
Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει τέσσερα βιβλία του με πολιτικά και κοινωνικά δοκίμια και δύο ποιητικές συλλογές του. Έχει πάρει μέρος σε πολλές λογοτεχνικές δράσεις.

Ας διαβάσουμε λοιπόν ένα ακόμη ποίημά του από την ίδια συλλογή.

ποίηση ναυαγός

Πρόσφυγες λέξεις
ναυαγούν
σε πελαγίσιες σελίδες
με κουφάρια ποιητικών σχημάτων
φυλακισμένες σε χάρτινα
κέντρα υποδοχής
αποζητούν ελπίδα
εξόδου
προς τον ανθρώπινο πόνο.

Τόσα πτώματα δακρύων
λερώνουν το χαρτί
κι εμείς ακόμα αναζητούμε
έμπνευση.

Ο Δήμος συνεχίζει τη μακρά πλέον παράδοση της Θεσσαλονίκης στον χώρο της «κοινωνικής ποίησης» ή «ποίησης της κοινωνικής αγωνίας». Μετά την περίφημη τριάδα των Αναγνωστάκη-Κύρου-Θασίτη της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, τους Ευαγγέλου, Μάρκογλου, Μέσκο κι εμένα της γενιάς του “60, τον Καρατζόγλου και άλλους της γενιάς του “70. Μου θυμίζει τον εαυτό μου στην ίδια ηλικία, σε ηπιότερη εκδοχή.

Ποτέ βέβαια ένας κοινωνικός ποιητής δεν είναι αμιγώς κοινωνικός. Γιατί η έννοια του κοινωνικού προβληματισμού εμπεριέχει το υπαρξιακό αλλά και το ερωτικό στοιχείο. Εμπεριέχει ακόμη, όπως ακούσαμε στο προηγούμενο ποίημα, και τον προβληματισμό για τη δημιουργική διαδικασία.

Δαίδαλος

Παλαιοντολόγοι ανακάλυψαν
στη έρημο ίχνη
απολιθωμένων ονείρων
απόδειξη πως κάποτε
οι άνθρωποι ονειρεύονταν.

Φτερά ετοιμάζω
για ταξίδια μακρινά
ήρωας άχρωμος
ακρωτηριασμένος
σε θέατρο σκιών.

Ο Δήμος Χλωπτσιούδης αποφεύγει τις λεξιλογικές ασκήσεις, τα σκοτεινά διανοήματα και τις ομιχλώδεις διατυπώσεις που τόσο συχνά εμφανίζονται στη σύγχρονη ποίηση. Ο λόγος του είναι ρυθμικός και τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα, απλά, λιτά και εύστοχα.

Η μοναξιά του σταθμάρχη

Ρημάζει ο σταθμός
με συντροφιά σκουριά
σε σιδερένιους δρόμους
κάτω από χόρτα
θαμμένους.

Σιωπηλά τα τρένα
δίχως γραμμές
βγαλμένα από τις στάχτες
ονειρεύονται ταξίδια
σε ράγες.

Κι ο σταθμάρχης
έρημος
φύλακας της ιστορίας
θυμάται μύθους
στοιχειωμένους
στην κάπνα.

Μου αρέσει η διπλή ή και τριπλή ιδιότητα του Δήμου Χλωπτσιούδη. Μου αρέσει η ποίηση του και την έχω ήδη ανθολογήσει στις θεματικές ανθολογίες που διατηρώ από το 2008 στο ιστολόγιο «Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται». Μου αρέσει ιδιαίτερα η ευθύτητα και η ευκρίνειά της και εύχομαι στο μέλλον να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στη ποίηση από εκείνη στις μελέτες και τη κριτική. Ευχαριστώ.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

“Fractal”, Δεκέμβριος 2016

Οι ματαιωμένες επιθυμίες ως πηγή δύναμης και ανάκαμψης

Ουσιώδη θα χαρακτήριζα τη συλλογή του Δήμου Χλώπτσιούδη από την πρώτη κιόλας ματιά. Ο ποιητής δεν ρεμβάζει, ούτε μας περιγράφει με αδολέσχια εικόνες και καταστάσεις, μα λειτουργεί ενεργά φέρνοντάς μας διαρκώς αντιμέτωπους με τις αντιφάσεις της ζωής. Θα μπορούσε σαφώς να γραφτεί ένα πολυσέλιδο δοκίμιο με βάση αυτά που αναφέρονται, αλλά δεν είναι αυτός ούτε σκοπός μου, ούτε ο σκοπός του ποιητή, μια και η τέχνη του λειτουργεί με άλλο τρόπο.

Το ότι έχει γράψει πολιτικά και κοινωνικά δοκίμια σαφώς επηρεάζει και την ποιητική του στάση, τόσο ως προς το περιεχόμενο, αλλά και διεγείροντας την ευαισθησία του και πολλές φορές οδηγώντας σε «συναισθηματικά πορίσματα», που έχουν λογικά ερείσματα:

«Ο φανατισμός
δεν σέβεται την Άνθρωπο,
την τέχνη θα σεβαστεί;»

(«Φονταμενταλισμός»/ σ.37)

μας λέει με ρητορική ερώτηση.

Το προσφυγικό θίγεται στα ποιήματά του («Μαρμάρινος πρόσφυγας», σ.32, «Μάνα από τη Συρία», σ.20), αλλού μιλά για την έλλειψη αλληλεγγύης («Αλληλεγγύη», σ.28), ενώ συνάμα μας λέει με ειρωνεία «Διαφημίσεις αντικολλητικές/ τηγανίζουν/ γκουρμέ αυταπάτες» («Λαθραίο παγκάκι», σ.36).

Μα κυρίως θα χαρακτήριζα τα ποιήματά του ως προβληματισμούς μιας αναστραμμένης πραγματικότητας, μια και η ήττα μετασχηματίζεται σε νίκη (π.χ. «Ακατάλληλο», σ.9, «Ξερολιθιά», σ.18, «Δαίδαλος», σ.19), η φαντασία επιβάλλεται στο υπαρκτό (π.χ. «Αλλαγή κανόνων», σ.20) και φτάνουμε να «στηριζόμαστε» στα ελαττώματα και στις ελλείψεις, ή αλλού απλώς να ζητούμε καταφύγιο («Φανάρια στο σκοτάδι», σ.12). Μου θυμίζει λίγο, νοηματικά και μόνο, την Ευλογία της έλλειψης της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ, αλλά εδώ με έναν πιο δραστικό και ενεργητικό τρόπο, καθώς το υποκείμενο δεν είναι παθητικό, αλλά εκκινεί μια μεταστροφή και δρα με κατεύθυνση τη λύτρωση.

Η ποίησή του είναι λυρική, με μια υποβόσκουσα θλίψη, αλλά ενέχει το σπέρμα του δυνατού ανθρώπου, που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα, τουλάχιστον ψυχολογικά (π.χ. «Δαίδαλος», σ.19), μέσα από την οπτική της τέχνης του και όχι μόνο. Έτσι δεν συναισθάνεται το «βάρος» της έλλειψης και της ματαίωσης.

Ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο «ακατάλληλο» (σ.9) η ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία και η απογοήτευση μεταλλάσσεται σε αποθηκευμένη «περιουσία», και έτσι φτάνουμε στην αντιστροφή, κάτι κακό γίνεται καλό. Καλό όμως γιατί; Μάλλον υπονοεί την ποιητική τέχνη και την έμπνευση ή την ενδυνάμωση του χαρακτήρα. Ας μην ξεχνάμε την φράση του Νίτσε «Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό». Στο τέλος το υποκείμενο μοιάζει ευτυχισμένο γιατί αποδέχεται την κατάστασή του και ίσως την εκμεταλλεύεται.

Τα ελαττώματα και τα πάθη ενανθρωπίζονται, καθώς τα αντικρίζουμε μέσα από τις πληγές και τις αιτίες τους, χωρίς να είμαστε ψυχροί απόμακροι κριτές (π.χ. «Τροτέζα» σ.40).

Εξίσου σημαντικές είναι οι επενέργειες της φαντασίας, της θυμίσεις και των ονείρων, που διαποτίζουν όλη τη συλλογή, όσον αφορά την αντοχή μας στις καταστάσεις και στον ψυχολογικό μας μετασχηματισμό (π.χ. «Η μοναξιά του σταθμάρχη», σ.24).

Μα το αντίπαλο δέος είναι η διαρκής ολίσθηση στη φθορά που επιφέρει η σκληρή πραγματικότητα και οι ματαιώσεις, που αντιπαρατίθενται με τις επιθυμίες μας και την παιδικότητα που έχουμε μέσα μας (π.χ.»Πραγματιστής», σ.30).

Αυτό τελείται σε μια κοινωνία που τα όνειρα «κόβονται και ράβονται» από τους ηθικόφρονες ιεροεξεταστές, που μας απομακρύνουν από την ευτυχία της ελευθερίας («Προκρούστης», σ.38), η αυταπάτη πνίγεται από την καταστολή («Μνήμη Κατερίνας Γώγου»), τα όνειρα νικιούνται («Άγιο Αιγαίο», σ.15), η διασκέδαση χωλαίνει («Καθαρά Δευτέρα», σ.14), οι πόρνες μοιάζουν καταφύγιο («Φανάρια στο σκοτάδι», σ.12), μα η φαντασία αλλάζει τους κανόνες («Αλλαγή κανόνων», σ.10) και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες -όπως και προαναφέρθηκε- γίνονται ο θησαυρός μας («Ακατάλληλο», σ.9).

Σε μεγάλο βαθμό τα ποιήματα αυτά στηρίζονται σε αντιθετικά και ανταγωνιστικά δίπολα -κάτι που χρησιμοποιείται συχνά στις μυθιστορηματικές πλοκές- και στην καταπίεση της επιθυμίας.

Ιαματικός περιγράφεται ο έρωτας («Θερινά παιχνίδια», σ.42), που μαζί με το όνειρο και την ποίηση μας λυτρώνει, ενώ ευφραντικό ταξίδι, με κάποιες επιρροές από τον Οδυσσέα Ελύτη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το «Προσκύνημα στ” Αγιονήσι» (σ.43), που μπορεί αρχικά να μοιάζει παράταιρο με το γενικότερο ύφος της συλλογής, αλλά νομίζω ότι τελικά περιγράφει γλαφυρά αυτήν την ίαση και τη ανάκαμψη, που εμποτίζει το βιβλίο, οπότε έχει συνάφεια με αυτή.

Σε μια άλλη «νησίδα» βλέπουμε την αλληγορική ερμήνευση των μύθων, με βάση τη δική του οπτική, λυρική θα έλεγα, καθώς μας απομυθοποιεί το έπος, με «όπλο» τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι μια πρωτότυπη αποδόμηση των Ομηρικών μύθων. Θα έλεγα ότι επιδιώκει τη δικαίωση της άποψής του εκ του αποτελέσματος. Την «Ελένη» του Σεφέρη μας θυμίζει το «αλληγορικό- Ελένη» (σ.25).

Έτσι το κλέος του Αχιλλέα χωλαίνει (σ.26) και η Κασσάνδρα (σ.27) δικαιώνεται από τα αποτρόπαια επακόλουθα. Εδώ θίγεται η ακαταλληλότητα σε μυθικό επίπεδο και αυτό είναι η γέφυρα με την υπόλοιπη συλλογή.

Όσον αφορά τη γλώσσα του, είναι εύληπτη, δεν καταφεύγει σε περίτεχνα λογοτεχνικά σχήματα, η «περιπέτεια του νου» προσανατολίζεται στο συναισθηματικό και νοησιαρχικό επίπεδο, κυνηγώντας έτσι την ουσία και όχι τη μορφή.

Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι η κοινωνική ευαισθησία παντρεύεται με τη λυρική αυτοαναφορά σε μια εύληπτη και βαθυστόχαστη συλλογή.

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

(Μανδραγόρας, Μάιος 2016)

Όνειρο ακατάλληλο για ενήλικο, όνειρα από τα οποία χτίζει κανείς ξερολιθιά, απολιθωμένα όνειρα που αφήνουν τα ίχνη τους στην έρημο, το όνειρο της Κασσάνδρας, όνειρα πυρπολημένα σε μια διαδήλωση, όνειρα σταυρωμένα από βροχή καρφιών, όνειρα μακρινά σαν τρένα, όνειρα γυμνά, όνειρα πνιγμένα, όνειρα στην αποβάθρα. Όλα αυτά τα όνειρα τα συναντάς μέσα στην νέα ποιητική συλλογή του Δήμου Χλωπτσιούδη που φέρει τον τίτλο ” ακατάλληλο‘‘ και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Ο ποιητής ‘‘σε μάθημα δημιουργικής σιωπής /μ’ ένα γιασεμί στο χέρι’‘ περιμένει την ετυμηγορία για τη ζωή και την τύχη των ονείρων του. Ανοιχτοί λογαριασμοί με τα όνειρα λοιπόν. Μια και είναι γκρίζα όνειρα αυτά ή πληγωμένα ή κουβαλούν μια νοσηρότητα. Ανοιχτοί λογαριασμοί με την απώλεια αυτών, την υφή τους, την ρωγμή τους, αλλά και την παρουσία τους. Με ποιήματα ισορροπημένα, σφιχτοδεμένα, που χαρίζουν μια αίσθηση ολότητας και πληρότητας, ψαχουλεύει και διερευνά το κοινωνικό γίγνεσθαι, κρατώντας σωστές αποστάσεις από το περιττό μελόδραμα. Συνδιαλέγεται με θάρρος με την εποχή του και τα φαινόμενα που τη συνοδεύουν.

Παλμογράφος του καιρού του ο Χλωπτσιούδης, έχει τον τρόπο να φιλτράρει καίρια τα ποικιλότροπα ερεθίσματα και να ” σχολιάζει ποιητικά ”,πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, όλα σύγχρονα και αναγνωρίσιμα. Το υλικό του είναι υλικό που κυκλοφορεί ανάμεσά μας, μας αφορά ,μας αγγίζει. Ο τρόπος διαχείρισης του υλικού αυτού παραπέμπει σε μια ποιητική που ”λειτουργεί ”- αν μη τί άλλο στις συνειδήσεις μας και ερεθίζει τη σκέψη μας. Φαίνεται πως έχει βρει τη φωνή του και αφήνει τα ίχνη μιας ευαισθησίας με κοινωνικοπολιτική χροιά και διάσταση. Εκφράζει τον πόνο ,την οργή, τη θλίψη ,τον έρωτα, την αγωνία του μέσα από τα ολιγόστιχα αυτά ποιήματα. Προσδοκά μια Άνοιξη και μια Ανατροπή! Κοιτά τον Άνθρωπο και τη Ζωή που αυτός δημιουργεί. Πιστεύει βαθιά στον Άνθρωπο σε μια κοινωνία που όλα αλλάζουν
και αποδομούνται.
”Πρώτα δολοφονείται η ανθρωπιά” (Λβ964),επισημαίνει,Μέσα από συνειρμούς και με εργαλείο τον σουρρελισμό και τον σαρκασμό πολλές φορές, αντιστέκεται σε έναν επιβεβλημένο παλαιόθεν κομφορμισμό ,αναδεικνύοντας την αξία του να στοχάζεσαι ελεύθερα για τα πράγματα ,καθώς και την αξία της ανατροπής.”
Γράφει:

[…]

Θά ‘ θελα όμως κυρίως οι παίκτες
να σταματήσουν
να θυσιάζουν πιόνια
για να νικήσει ο βασιλιάς.
(αλλαγή κανόνων)

Όχι δεν είναι καθόλου ακατάλληλο να εκφράζεσαι όπως επιθυμείς. Aντίθετα, επιβάλλεται σε τέτοιους καιρούς. Είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώνει κανείς, αλλά και να διασώζει μέσα του ό,τι αξίζει να διασωθεί.

Πρόσφυγας ανήλικος
δίχως αδιάβροχο
η δικαιοσύνη
(υγρός τάφος)

**

Μέσα στο γκρίζο τοπίο του βιβλίου, μπαινοβγαίνουν πρόσφυγες με τις ναυαγισμένες στο ” άγιο Αιγαίο” ελπίδες, πρωταγωνιστές σε ένα θέατρο σκιών με το πολυσυζητημένο τους δράμα, η μάνα από τη Συρία που κουβαλά το δικό της πρόσημο και ιστορία οι πόρνες στα βρόμικα μπορντέλα,η άλλη τροτέζα, ο μοναχικός σταθμάρχης, ένας πραγματιστής. Κάθε πρόσωπο και μια πικρή ιστορία. Πόνος φανερός και αφανέρωτος. Πόνος ηχηρός και βουβός. Και συ αναρωτιέσαι ,ποιός ο ρόλος της Τέχνης σε δύσκολους καιρούς. Τί νέο μπορεί να κομίσει; Σώζει εν τέλει; Aλλά πάλι, άλλος είναι ο ρόλος της. Ο ποιητής μας δεν καταγράφει απλά και μόνο μια πραγματικότητα. Την αναπλάθει με τρόπο που εισάγει τον αναγνώστη σε ” σκληρά σκηνικά” .Αναπόφευκτα τον κεντρίζει ,τον αφυπνίζει, και παράλληλα διαμαρτύρεται για την ”σκοτεινιά ” που μας περιβάλλει. Δεν έχουν οι ποιητές άλλο από τις λέξεις. Πάρε την λέξη του ποιητή. Δώσε μια σκέψη, τουλάχιστον.

**

O φανατισμός
δεν σέβεται τον Άνθρωπο,
την Τέχνη θα σεβαστεί;

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

(vakxikon, τεύχ. 34, Ιούνιος 2016)

Σε κασελάκι ξύλινο / κλείδωσα
όνειρα παιδικά / πλούσιος σαν ήμουν.

Το ακατάλληλο εισχωρεί με την ίδια ευκολία που εισχωρεί και το κατάλληλο στις λέξεις του πρώτου ομότιτλου ποιήματος. Η διττή διάσταση κόσμου και χρόνου παρατάσσεται πλάι στο διττό επίπεδο του “εγώ” κι “αυτοί”.
Ακατάλληλο / μου έλεγαν / όταν ήμουν παιδί
[…]
Ακατάλληλο μου λεν / τ’ όνειρο για ενήλικο / και κρυμμένος /
πίσω από σάρκες / ονειροπολώ

49 φωνές του ενός στόματος αντηχούν στην ποιητική συλλογή “Ακατάλληλο” των εκδόσεων Μανδραγόρας. 49 ποιήματα του προσώπου που ταλανίζεται σ’ αλλεπάλληλα στρώματα νίκης και ήττας του ανθρώπου μέσα στα στενά πλαίσια της κοινωνίας. Η εποχή της συλλογής είναι εποχή σύγχρονη και ο άνθρωπος της, ο σύγχρονος άνθρωπος που αδυνατεί να σηκωθεί στα δυο πόδια. Μπουσουλάει ακατάπαυστα ψάχνοντας ισορροπία ανάμεσα στο δίκαιο και μη, της κάθε μέρας, της κάθε εποχής, της κάθε πράξης. Τα όνειρα προσδίδουν την ύλη και την αξία του ανθρώπινου στοιχείου. Ο ακρωτηριασμός επιτελείται σταδιακά έως ότου το άτομο καταλήξει σκιά του τότε εαυτού του.

Παλαιοντολόγοι ανακάλυψαν / στην έρημο ίχνη / απολιθωμένων ονείρων / απόδειξη πως κάποτε / οι άνθρωποι ονειρεύονταν

Με ύφος σύμμεικτο, αλλού με ευαίσθητες χορδές κι αλλού με εικόνες σκληρών συνειρμών, με αλληγορίες προσφιλείς προς διευκρίνιση αμφίσημων εννοιών, ο ποιητής απογυμνώνει τα επίπλαστα και καταδεικνύει την αρρώστια του σύγχρονου ανθρώπου. Το “φαίνεσθαι” δηλώνει και παρόν και αξίωση.

Φαντάσματα τρομάζουν / την Κασσάνδρα / μα συμφορά /
κανείς δεν την πιστεύει. /Και μετά όλοι γίνονται / σωτήρες / και μοιρολογούν

Η πραγματικότητα καταγράφεται και το αυτονόητο του πραγματιστή εκλαμπρύνεται στον αυτοσκοπό της όποιας διεφθαρμένης σκέψης. Το κέρδος έχει παραγκωνίσει επικίνδυνα το πρόσωπο της δικαιοσύνης και ο πραγματιστής αυτοεπιβεβαιώνεται μόνο κατά βούληση.

Σκότωσα το παιδί / που μέσα μου έκρυβα / τα όνειρα πυρπόλησα
/ σε μία διαδήλωση. / τώρα πια / ελεύθερος μπορώ / να μιλώ για θυσίες / άλλων / και να επαινώ / το κέρδος

Με τις λέξεις “όνειρα” και “πρόσφυγας” να συνυπάρχουν πολλάκις στα ποιήματα του, ο Δήμος Χλωπτσιούδης τόσο με δηκτική διάθεση, όσο και κριτική τοποθέτηση στέκεται ακίνητος φάρος, στέκεται, ως αντιληπτικό όργανο κατά τον Vimél Flusser, και διηγείται τα ανεκδιήγητα των υγρών τάφων.

Βροχή καρφιά / σταυρώνουν όνειρα / θόρυβος πνίγει λαμαρίνες /
σε τρύπιο φουσκωτό.
Πρόφυγας ανήλικος / δίχως αδιάβροχο / η δικαιοσύνη

Αναμφισβήτητα η συλλογή αυτήν δεν αφορά στο προσωπικό ακατάλληλο του ποιητικού υποκειμένου αλλά το ακατάλληλο του κάθε αναγνώστη που απευκταία μεγαλώνοντας
-όχι κατ’ ανάγκη και ωριμάζοντας- εξώθησε τα όνειρα σε μια θέση παρατηρητή τόσο μακρινή και απλησίαστη που πια δεν του ανήκουν.

Όνειρα πνιγμένα / στη νικοτίνη /
παρατηρούν άοκνα βαγόνια / με θόρυβο να αναχωρούν

Η ύλη του παρελθόντος εξάλλου είναι πάντα η ίδια ύλη που θα κουβαλά ο άνθρωπος στο ταξίδι του προς το μέλλον και ο θόρυβος εσαεί θα του τρυπά τ’ αυτιά σαν ξεχασμένοι πόθοι ανεκπλήρωτοι στοιβαγμένοι με συνδετικό κρίκο της ελπίδας το βάρος. Εύλογο επομένως το ερώτημα τρυπάει και τα δικά μας αυτιά:

Πόσα πρόσωπα κρύβονται / σ’ έναν πρόσφυγα;

ΘΑΝΟΣ ΓΩΓΟΣ

(Θράκα, Ιούνιος 2016)

Ο πρώτος στίχος της συλλογής του Δήμου Χλωπτσιούδη “ακατάλληλο” είναι και ο τίτλος της συλλογής του. Ένας επιτυχημένος τίτλος καθώς και η αισθητική όλου του βιβλίου δε φεύγει μακριά. Κεντρικό ρόλο στα ποιήματα κατέχει η εποχή μας, το τώρα. Τα ποιήματα γράφονται έχοντας ως βάση την κοινωνική-οικονομική αλλά και προσωπικά συναισθηματική κρίση που βιώνουμε. Εκεί ο ποιητής πολλές φορές αποδέχεται την ήττα και κάποιες φορές εκφράζει επιθυμίες, σχέδια, ενάντια σε αυτή την αποδοχή. Αυτές οι επιθυμίες ωστόσο μοιάζουν και στον ίδιο τον ποιητή ουτοπικές μοιάζει ο ίδιος σα να αποσύρεται για λίγο στο φαντασιακό, στο ίσως πιο ανθρώπινο που μπορεί να συντηρήσει ένα όνειρο περισσότερο. Η κυνική διάθεση σύντομα όμως επιστρέφει, πολλές φορές ακόμα και στο ίδιο το ποίημα.

Η τεχνική της γραφής είναι άρτια και τα ποιήματα μικρά σε μέγεθος και καλά δουλεμένα.

Και επανέρχομαι στο ακατάλληλο. Ο Χλωπτσιούδης εκφράζει τη συναισθηματική κατάσταση, τη πολιτική μοναξιά πολλών αριστερών σήμερα. Εκεί όπου οι ιδέες υπάρχουν, τα όνειρα, μα η εφαρμογή τους φαντάζει ακατάλληλη με την εποχή, με τις συνθήκες του σήμερα. Η λογική απομακρύνει και λυγίζει την αισιοδοξία. Το ακατάλληλο παρόλα αυτά το εκφράζει με πολύ λεπτό τρόπο, χωρίς εκκωφαντικές καταγγελίες ή συναισθηματικές υστερίες, αλλά με την αποτύπωση της αισθητικής του σήμερα και το έδαφος που αυτό δίνει για τις ζωές των ανθρώπων.
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ

(TVXS.gr, Απρίλιος 2016)

Ποίηση ακατάλληλη σε μια εποχή ακατάλληλη για ποίηση. Ποίηση ακατάλληλη για όσους δεν προσπαθούν να ποιήσουν ένα βίο αξιότερο από την επιβίωση και να επιδιώξουν μιαν ουτοπία απύθμενης ελευθερίας σε ένα κόσμο στρωμένο με σύνορα και ναρκοθετημένες εκτάσεις γης.

Η ποίηση του Δήμου Χλωπτσιούδη είναι ακατάλληλη αφού αφυπνίζει μιαν Ελλάδα που ζει μακάρια στο επερχόμενο συμβάν του ολοκληρωτισμού που μας φτάνει γοργά από τις κραταιές μετανεωτερικές αυτοκρατορίες της Δύσης.

«Άνθρωποι / απρόθυμοι διαπραγματευτές/ κρύβουν τη δειλία/ σ’ έχθρητα/ φθονούν των μυρμηγκιών/ το δικαίωμα να παλεύουν». (Αλληλεγγύη)

Και κάπου εδώ ο άνθρωπος, ο σημερινός άνθρωπος ως ένας πράγματι απρόθυμος διαπραγματευτής που κατέχει το πρόσταγμα της ποινής του Κρέοντα. Μιας ποινής που λειτουργεί ως δαμόκλειος σπάθη απέναντι σε όσους δεν σέβονται τις δυτικόστροφες ιδέες της καθαρότητας.
«Πρόσφυγας δεμένος/ με φιρμάνι δουλεμπορικό/ άφωνα θρηνωδεί/ τη γη π’ αφήνει». (Μαρμάρινος πρόσφυγας)

Ο πρόσφυγας γίνεται άπολις και ποτέ υψίπολις. Δεν διανοείται να ζητήσει μερίδιο στην Πόλη και στη λειτουργία αυτής. Και αν το διανοηθεί τότε: «Βροχή καρφιά/ σταυρώνουν όνειρα/ θόρυβος πνίγει λαμαρίνες/ σε τρύπιο φουσκωτό./ Πρόσφυγας ανήλικος/ δίχως αδιάβροχο/ η δικαιοσύνη». (Υγρός τάφος)

Η ποίηση του Χλωπτσιούδη είναι μια ποίηση βαθιά πολιτική. Μια ποίηση έναυσμα για πολιτική σκέψη που καλεί σε ανασύσταση του κόσμου. Μας καλεί να απεκδυθούμε το μανδύα ενός πολιτικού καθωσπρεπισμού και να κατέβουμε στο παζάρι των ευχών με ένα όνειρο ενήλικο: «στο παζάρι των ευχών/ ένα όνειρο ενήλικο/ με κατηγορίες απόπειρας/ χρωματισμού/ με μολότοφ ουράνιου τόξου». (τρομοκράτης χρωμάτων)

Δεν είναι η ποίηση της επανάστασης. Είναι η ποίηση της οποίας οι στίχοι επαναστατούν. Είναι οι στίχοι που ορθώνουν ανάστημα (όσο της έχει απομείνει, πια, της λεκτικής αυτής τέχνης) απέναντι σε μια καθεστηκυία τάξη της βιοεξουσίας και του σκληρού πειθαναγκασμού. Σελίδες που «καίνε» τα χέρια του αναγνώστη διότι τον φέρνουν αντιμέτωπο με την ίδια την πραγματικότητα.

Ο ποιητής Χλωπτσιούδης δεν ωραιοποιεί την πραγματικότητα, δεν πλάθει την αλήθεια που βλέπει γιατί διαφορετικά θα κατέληγε σε ένα στείρο βερμπαλισμό. Με περίτεχνο τρόπο και υψηλή ποιητική δημιουργικότητα σαγηνεύει τον αναγνώστη και καταφέρνει να του περάσει τις εικόνες μιας αναγκαίας- και γιατί όχι- επερχόμενης αντίδρασης απέναντι σε μιαν τυραννική πραγματικότητα: «Αποστατεί ο Άνθρωπος/ από την τέχνη/ και το παρελθόν/ παρελαύνει μπρος/ από ακέφαλο μίσος/ καμμένης κληρονομιάς./ Ο φανατισμός /δεν σέβεται τον άνθρωπο,/ την τέχνη θα σεβαστεί;» (Φονταμενταλισμός)

Ανάμεσα στα σπαράγματα της κοινωνίας ορθώνεται ο ποιητής με κριτική ματιά έχοντας, όμως, στην ψυχή τα λαθραία όνειρα μιας μελλοντικής ύπαρξης όπου ο βίος θα μεταλαμπαδεύει τα μηνύματα μιας πανανθρώπινης ανάγκης για αποδοχή και συνύπαρξη: «Φεγγάρι κόσμημα/ στον λαιμό του ουρανού/ δακρύζει μαργαριτάρια/ και τα άστρα/ βεγγαλικά στου έρωτα/ την άμπωτη.»

Αυτά τα κλεμμένα όνειρα μας δίνει ο Χλωπτσιούδης μέσα στην ποίηση του. Μέσα στην «ακατάλληλη» για τις ρυπαρές εποχές μας ποίηση του εξακολουθεί να ονειρεύεται σαν γνήσιος συνεχιστής μιας γενιάς που επαναστατεί με λέξεις που βάζουν φωτιά σε οδοφράγματα και συνειδήσεις: «Ένας μονόφθαλμος/ ψάχνει κλεμμένα όνειρα/ σε νόθο κρεβάτι/ με στρωσίδια εφημερίδα/χαμένης αξιοπρέπειας χαλί. (Λαθραίο παγκάκι)».

Η ποίηση του Χλωπτσιούδη είναι λοιπόν ακατάλληλη. Είναι ακατάλληλη γιατί αφυπνίζει όλους εμάς βγάζοντας μας από τη μακαριότητα μας. Μια ποίηση ακατάλληλη σε μια εποχή κατάλληλη για βιοεξουσία…

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

(fractalart, Ιούνιος 2016)

Πριν από λίγο καιρό, είχαμε την ευκαιρία να διαβάσουμε το βιβλίο του Δήμου Χλωπτσιούδη «Ακατάλληλο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας». Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, που από τον τίτλο της γίνεται ήδη ελκυστική. Το ακατάλληλο είναι αυτό, που δεν πρέπει να δούμε. Είναι το απαγορευμένο και επειδή, δεν μας επιτρέπεται να το δούμε είναι αυτό, που έχουμε διακαή πόθο να εξερευνήσουμε. Επειδή, ακριβώς είναι απαγορευμένο, σκεπάζεται από ένα πέπλο μυστηρίου, που ανυπομονούμε να σηκώσουμε και να μάθουμε τι κρύβεται από κάτω. Δεν λογαριάζουμε κινδύνους, ούτε αν αυτό, που θα δούμε ικανοποιεί την περιέργειά μας. Βέβαια η ποιητική συλλογή του Δήμου Χλωπτσιούδη είναι ένα βιβλίο, που μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε, όμως υπάρχουν μέσα ορισμένα ποιήματα, που σε άλλες εποχές θα ήταν απαγορευμένα.

Τι θεωρείται, όμως, ακατάλληλο στη σημερινή εποχή; Στην σύγχρονη κοινωνία της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο, θεωρείται ακατάλληλο το να κάνεις όνειρα. Όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Όνειρα, που γκρεμίζονται σαν χάρτινος πύργος. Όνειρα, που κλειδώνονται «σε κασελάκι ξύλινο» γιατί για τον ενήλικο τα όνειρα είναι ακατάλληλα.

Όμως, ακόμα κι αν τα όνειρα είναι ακατάλληλα, ο ποιητής αντιστέκεται και δεν σταματά να ονειρεύεται. Τα όνειρα είναι καταφύγιο και τρόπος αντίστασης: «Ξερολιθιά / έχτισα απ’ όνειρα / προστασία / απ’ τη διάβρωση / της ήττας.»

Οι στίχοι του Δήμου Χλωπτσιούδη είναι απλοί και κατανοητοί. Ο ποιητής δεν χάνεται σε δαιδαλώδεις αναζητήσεις και με απλή γλώσσα δίνει νέα πνοή, σε θέματα, που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τετριμμένα γιατί πολλοί σύγχρονοι ποιητές έχουν ασχοληθεί με αυτά. Όμως, η ιδιαιτερότητα της γραφής του Δήμου Χλωπτσιούδη και η οπτική με την οποία αντιμετωπίζει τα ζητήματα, που αναφέρονται στους στίχους του, δίνει μια έκφανση πρωτοτυπίας, που σπάνια συναντάμε σε άλλους ποιητές.
Το «Ακατάλληλο» του Δήμου Χλωπτσιούδη περιέχει κυρίως ποίηση κοινωνικού προβληματισμού. Πέρα από τα ακατάλληλα όνειρα, που αναφέραμε πιο πάνω, οι πρόσφυγες, οι άστεγοι, οι άνεργοι και γενικότερα όλοι οι καταπιεσμένοι περνούν από τους στίχους του. Όμως, πέρα από τις κοινωνικά καταπιεσμένες ομάδες, θίγονται και άλλα ζητήματα, όπως ο έρωτας επί πληρωμή και η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου. Ο ποιητής μάχεται με την πένα του ενάντια στην καταπίεση της γυναίκας και αποτίει φόρο τιμής στην Κατερίνα Γώγου, που φαίνεται να τον έχει εμπνεύσει σε αρκετά ποιήματα.

Παρά την κοινωνική της διάσταση, η ποιητική συλλογή του Δήμου Χλωπτσιούδη «Ακατάλληλο» εμπεριέχει και ορισμένα ερωτικά ποιήματα, που ξεφεύγουν από τους τετριμμένους ερωτικούς στίχους, που διαβάζουμε στις περισσότερες ποιητικές συλλογές, δίνοντας έναν αισθησιακό τόνο στη συνολική της εικόνα.

Θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε πολλά, όμως, θα προτιμήσουμε να αφήσουμε τον αναγνώστη να διαβάσει το «ακατάλληλο» του Δήμου Χλωπτσιούδη και να λάβει τα μηνύματα, που περνούν οι στίχοι του, γιατί όπως έχει γράψει και ο Vilém Flusser «Οι ποιητές είναι τα αντιληπτικά μας όργανα.» Ας διαβάσουμε και ας αντιληφθούμε.

ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΡΜΟΓΙΑΝΝΗΣ

(τοβιβλίο.net, Μάρτιος 2016)

Πολυγραφότατος με διαρκή παρουσία στο χώρο της ποίησης ο Δήμος Χλωπτσιούδης συχνά μας ταξιδεύει στο ρυθμικό κόσμο των λέξεων και των συναισθημάτων μέσα από την κριτική του ματιά. Δύο χρόνια μετά την προηγούμενη ποιητική του συλλογή («κατάστιχα») επανέρχεται πιο ώριμος και πιο δυναμικός.

Υπέρμαχος των πειραματισμών μας ξάφνιασε ακόμα μία φορά με τη νέα του συλλογή «Ακατάλληλο» (Μανδραγόρας, 2016). Ενώ η προηγούμενη διακρίνονταν από την ολιγόστιχη φόρμα που υιοθέτησε σαν ένα ποιητικό σημειωματάρι, η νέα του δουλειά ακολουθεί τη μέσης έκτασης φόρμα.

Από τον τίτλο ακόμα η συλλογή προκαλεί τον αναγνώστη. Ωστόσο, το πρώτο κιόλας ποίημα φανερώνει ότι η ποίηση του Χλωπτσιούδη αναζητά τα χαμένα παιδικά όνειρα σαν μία ακατάλληλη πράξη. Άλλωστε, το όνειρο επανέρχεται συχνά στην ποίησή του. Σχέδια που καταρρίφθηκαν μέσα στην κρίση, όνειρα που ναυάγησαν μέσα σε μία κοινωνία που πονά. Παιδικές παραστάσεις που ενηλικιώνονται μέσα στην τηλεοπτική ταχύτητα αφήνοντας χωρίς χαρταετούς την Καθαρά Δευτέρα.

Και η συλλογή γράφεται σε μία εποχή που η χώρα και ο κόσμος σείεται από τα ναυάγια στο Αιγαίο. Ένα πέλαγος που ποιητικά αγιοποιείται ως μία γεωγραφία ναυαγισμένων οστράκων. Και το προσφυγικό δράμα κατέχει σημαντική θέση στην συλλογή, τόσο σε αριθμό ποιημάτων όσο και ποιητικά. Με ευαισθησία και πηγαία αλληλεγγύη ο Χλωπτσιούδης συμπάσχει και αναδεικνύει μέσα από την Τέχνη τις εκατόμβες της Μεσογείου.

Η ποίησή του είναι βαθιά πολιτική. Δεν ακολουθεί όμως το δρόμο της πολιτικής ρητορείας. Σχεδιάζει το δικό του μονοπάτι στο δάσος των συναισθημάτων και μέσα από αυτό κάνει τον αναγνώστη να στοχαστεί και να συμπονέσει. Λέξεις πυρωμένες σαν μολότοφ και στίχοι δακρυγόνα χτίζουν μία ξερολιθιά από όνειρα ως αντίβαρο στην ήττα.

Άλλοτε με δηκτικό ύφος και άλλοτε με συνειρμικές αλληγορίες αντιμετωπίζει τα ατομικά και κοινωνικά βιώματα. Τόσα πτώματα δακρύων λερώνουν το χαρτί κι εμείς ακόμα αναζητούμε έμπνευση, αναρωτιέται.

σκότωσα το παιδί
που μέσα μου έκρυβα,
τα όνειρα πυρπόλησα
σε μία διαδήλωση

τώρα πια
ελεύθερος μπορώ
να μιλώ για θυσίες
άλλων
και να επαινώ
το κέρδος
(πραγματιστής)

Ακόμα και θέματα που φαντάζουν μακριά από την πολιτική, όπως για πόρνες που καταδιώκονται από ιεροεξεταστές της ηθικής, στην πραγματικότητα υποκρύπτουν μία πολιτική προσέγγιση του κοινωνικού περιθωρίου σε μία εποχή εκπόρνευσης των πάντων. Άλλωστε, όταν ακούει για πορνεία τρομάζει νομίζοντας ότι πρέπει να υπογράψει σε ανακριτές αξιών δήλωση μετάνοιας.

Σε έναν παράλογο κόσμο που μοιάζει να αδιαφορεί για τον ανθρώπινο πόνο, ο Χλωπτσιούδης υπερρεαλιστικά συνδέει τη μουσική του δρόμου με τους άστεγους μέσα από ένα κρεσέντο έγχορδο που στολίζει δρόμους παγωμένους. Η απεργία πείνας φέρνει κάθαρση σε μία κοινωνία που χρησιμοποιεί την αξιοπρέπεια ως μονάδα μέτρησης της διαφορετικότητας σε κόσμο κλώνων υποτακτικών.

Συνειρμικά ακόμα και η Νίκη της Σαμοθράκης αντιμετωπίζεται ως πρόσφυγας. Οι αλληγορίες έχουν μία διαρκή παρουσία στη συλλογή. Η Ελένη, ο Αχιλλέας και η Κασσάνδρα συνδέονται με το παρόν. Παραμύθια παιδικά συνδέονται με τις προσπάθειες αναστήλωσης της ζωής (το ποίημα IX που θυμίζει τα τρία γουρουνάκια), η τρομοκρατία των ονείρων με την ποίηση.

Και φυσικά ο έρωτας κατέχει σημαντική θέση στην ποίηση του Χλωπτσιούδη. Δεν είναι λίγες οι ερωτικές συνθέσεις. Συνθέσεις ρομαντικές που με λυρισμό και έξοχες εικόνες αποδεικνύουν τον έρωτα σε πρωταγωνιστή. Μοιάζει σαν η ελπίδα τούτου του κόσμου τελικά να κρύβεται ακριβώς στον έρωτα. Άλλοτε δε ο έρωτας εμφανίζεται σαν κοινωνική αναφορά παιδιών που μαδάνε τα φιλιά σε αφύλακτη διάβαση και για ερωτευμένες γοργόνες (για την ομοφυλοφιλία) ή για τους σατύρους και τις νύμφες (μία ερωτική αλληγορία).

Με τη νέα του ποιητική δουλειά ο Δήμος Χλωπτσιούδης μας δείχνει τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια. Γιατί όπως σημειώνεται και στο αρχικό μότο της συλλογής οι ποιητές -κατά τον Vilém Flusser- η ποίηση είναι παραγωγή βιωματικών μοντέλων και χωρίς τέτοια μοντέλα δε θα μπορούσαμε σχεδόν τίποτα να αντιληφθούμε. Οι ποιητές είναι τα αντιληπτικά μας όργανα.

ΜΑΧΗ ΤΖΟΥΓΑΝΑΚΗ

(τοβιβλίο.net, Μάρτιος 2016)

Συχνά όταν διαβάζω ποίηση ένα κομμάτι της ψυχής μου κάνει ένα αστρικό ταξίδι όταν οι στίχοι που συναντώ μου το επιτρέπουν. Σαν να κόβουν εισιτήριο για μια διαδρομή που δεν έχω ξαναπάει και που όμως μου φαίνεται τόσο οικεία. Η ποίηση είναι η γέφυρα που ενώνει τις ψυχές μας. Και αν το επιτρέψουμε οδηγούμαστε σε εκείνα τα συναισθηματικά μονοπάτια που συμπληρώνουν την ανήσυχη πλευρά μας.

Ο Δήμος Χλωπτσιούδης είναι ένας ποιητής που εμφανίζεται στεγνός και ξεκάθαρος στα έργα του. Στη συγκεκριμένη συλλογή, που κράτησα με χαρά στα χέρια μου, ο Δήμος έρχεται «ακατάλληλος». Ο τίτλος της συλλογής του ήδη μας δίνει την πρόγευση. Στέκεται με στίχους επιβλητικούς να μιλήσει με τη δικαιοσύνη της καρδιάς του για την ακατάλληλη εποχή που ζούμε.

«…ακατάλληλο μου λεν τ’ όνειρο για ενήλικο και κρυμμένος πίσω από σάρκες ονειροπολώ…»

Από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής έρχεται δυναμικά για να μιλήσει για τον ακρωτηριασμό του ονείρου στην εποχή μας. Για την απαγόρευση να ονειρευόμαστε και να κάνουμε σχέδια σε μια εποχή που μας θέλει ασθενικούς και παγωμένους.

Ζητά να αλλάξουν οι κανόνες. Φωνάζει πως χρειάζεται να μπει ένα τέρμα. «Να σταματήσουν κυρίως οι παίκτες να θυσιάζουν πιόνια για να κερδίζει ο βασιλιάς» και τούτο είναι η βασική επιθυμία του προσπαθώντας να στηρίξει τη δύναμη της Ποίησης σε μια εποχή που μοιάζει να στέκει ναυαγός στα γεγονότα γιατί και η Τέχνη βάλλεται χωρίς να μπορεί να λειτουργήσει ως επαναστατικό όπλο. Ζούμε σε μια πραγματικότητα πλέον που «Αποστατεί ο Άνθρωπος από την Τέχνη και το παρελθόν παρελαύνει μπρος από ακέφαλο μίσος καμμένης κληρονομιάς».

Με αναφορές σε τραύματα της Ιστορίας, όπως το ολοκαύτωμα και τα αιματοβαμμένα τρένα συνδέει τα βαγόνια με τα φουσκωτά της Μεσογείου γιατί πράγματι «πρώτα δολοφονείται η Ανθρωπιά» σε κάθε εποχή. Σε μια διαφορετική Καθαρά Δευτέρα η ποίηση του Δήμου θα παντρευτεί με τις δικές μου ματιές στον ουρανό που δεν πετάνε χαρταετοί πια. Μπερδεμένα κουβάρια, σπασμένοι σκελετοί. Η εικόνα μιας ρημαγμένης παιδικής χαράς στο μεγαλείο της. Πώς να πετάξουν όνειρα παιδιών; Πώς να λύσει το σχοινί, πώς να πιάσουν ουρανό; «Μόνο κάτι μαύρα πουλιά χοροπηδούν και άνθρωποι σκυθρωποί τρέχουν γρήγορα σε ασανσέρ τηλεοπτικής αγωνίας»

Σε μια εποχή που η προσφυγιά έχει θεριέψει και έχει συγκλονίσει ολόκληρο τον κόσμο, δε θα μπορούσε να λείπει η ματιά ενός άκρως ευαισθητοποιημένου ποιητή. Μουδιάζει η αναφορά στη “μάνα από τη Συρία” που “έσπρωξε τη βάρκα με τα παιδιά στη θάλασσα και συνοδό ένα θραύσμα τρόμου να θυμούνται το σπίτι να μη γυρίσουν πίσω ποτέ”. Σε πολλά από τα ποιήματά του μέσα στη συλλογή επανέρχεται σε τούτον τον εσωτερικό πόνο. Σαν πληγή που πονά και δεν αφήνει τη σκέψη να ξεκορμίσει από ένα παγκόσμιο πρόβλημα. “Πόσα πρόσωπα κρύβονται σ’ έναν πρόσφυγα;” αναρωτιέται. Και η απάντηση κόβει σα μαχαίρι. “Όσα τα χρόνια οι εμπειρίες οι κατοικίες οι πόλεμοι όσα τα όνειρα και οι φοβίες”

Σε πολλά από τα ποιήματά του αναφέρεται στην πορνεία και θα έλεγε κανείς με μια επιφανειακή ματιά ότι δεν είναι ταιριαστή η αναφορά σε σχέση με το υπόλοιπο ποιητικό του υλικό. Όμως ο Δήμος κάνει βουτιά στα κοινωνικά προβλήματα, χρησιμοποιεί τις πόρνες για να δηλώσει πως ο κόσμος αναζητά μια προσωρινή χαρά, πως εκείνες υπάρχουν επειδή η κοινωνία τις δημιούργησε για να κάνει ακόμα περισσότερο συμβιβαστικούς τους ανθρώπους της. Τις αναφέρει για να δηλώσει ότι έχουμε εγκληματήσει κατά της αθωότητας. Πως αφήνουμε αδύναμες τις ευαίσθητες υπάρξεις αυτού του κόσμου. Όλα για τα λεφτά, την εξουσία και για εφήμερες χαρές που δεν προσθέτουν αλλά αφαιρούν από την ύπαρξή μας.

Με λιτή έκφραση και απογυμνωμένο τρόπο ο Δήμος “τσιμπά” την ψυχή μας συγκρίνοντας τα δεινά της εποχής με το «αδειανό πουκάμισο» της Ελένης. Μια αναφορά στον Τρωικό πόλεμο ταιριάζει με τη σημερινή πραγματικότητα. Όλος αυτός ο κόσμος που πενθεί, όλος αυτός ο κόσμος που περνάει τόσα δεινά αναρωτιέται: να περνάνε τόσα γιατί υπάρχει ένας σκοπός; Μια παρηγοριά που να τους εξηγεί πως δεν γίνονται όλα μάταια;

Στη συλλογή αλλά και στην ίδια την ψυχή του Δήμου όπως διάφανα παρουσιάζεται, υπάρχει ένα χρονικό σημείο που ο ίδιος επιζητά να δεσμεύσει την ελπίδα. Μια ξερολιθιά που σαν το γεφύρι της ‘Άρτας χτίζει μέσα της όνειρα. Χτίζεται από όνειρα. Για να μεταφερθεί στο μέλλον το υλικό των ονείρων ακέραιο, να διαβαστεί και επιτέλους να πραγματωθεί. Σε μια εποχή που ο κόσμος θα ξαναγεννηθεί καλύτερος. Στο σημείο αυτό, ο Δήμος Χλωπτσιούδης εναποθέτει όλες του τις ελπίδες. Είτε με οράματα χτισμένα μέσα σε κάστρα, είτε με όνειρα μέσα σε ξερολιθιές, είτε μέσα σε «παλαιολιθικά γραπτά», αφήνοντας την ποίησή του κληρονομιά στους επόμενους, εναποθέτοντας τις ελπίδες του σε μια μελλοντική πλήρωση των χαμένων ονείρων.

Οι ποιητές, συμφωνώντας με τον Flusser όπως κάνει αναφορά και ο ίδιος, είναι «τα αντιληπτικά μας όργανα» και ο Δήμος Χλωπτσιούδης ανήκει σε αυτή την ελίτ των ποιητών.

Με την προσωπική μου ευχή να ταξιδέψει σε πολλές καρδιές τούτη η συλλογή, θα κρατήσω ευλαβικά τούτο το σπόρι ελπίδας που φύτεψε και στη δική μου καρδιά. Τα όνειρα Δήμο δεν ακρωτηριάζονται. Προτιμώ να νιώθω πως έχουνε αφήσει μια ανοιχτή επιταγή που κάποτε θα εισπράξουμε όλοι μας..

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

στίγμαΛόγου 22/4/2016

Στο στόχαστρο του Χλωπτσιούδη σε αυτή τη συλλογή βρίσκεται το γυμνό σώμα που ερωτεύεται και ταξιδεύει. Στην πρώτη περίπτωση, εκείνη του έρωτα, το σώμα αποθεώνεται και γίνεται αντικείμενο θαυμασμού και επιθυμίας, την ίδια στιγμή που, σε μια συστροφή, ο θαυμασμός αναμιγνύεται με τη ντροπή που προκαλεί η θέα της γύμνιας η οποία ανασύρει εδραιωμένες προκαταλήψεις. Στη δεύτερη περίπτωση, το σώμα ταξιδεύει, νοερά ή πραγματικά, πότε σε μια πράξη απόδρασης, ασχέτως αν αυτή ευοδώνεται με επιτυχία, και πότε στο πλαίσιο του μισεμού και της ξενιτιάς, οπότε υφίσταται τα δεινά και τις κακουχίες που συνεπάγεται το ξερίζωμα από την πατρίδα. Διαχρονικό το πρώτο θέμα, επίκαιρο το δεύτερο, φλέγοντα και τα δύο.

Έντονο είναι το μυθολογικό στοιχείο στη συλλογή, το οποίο γίνεται αρωγός στην προσπάθεια μιας σε βάθος διερεύνησης της ερωτικής επιθυμίας, αλλά και των προσδοκιών που ματαιώνονται από το αποτέλεσμα του ταξιδιού. Έντονο επίσης είναι το στοιχείο της παιδικότητας και του ονείρου (που είναι ένα από τα μέσα με τα οποία πραγματώνεται το ταξίδι), τα οποία βλέπουμε στη συλλογή να θυσιάζονται προκειμένου να μπορέσει ο άνθρωπος, καθώς μεγαλώνει, να γίνει λειτουργικός στον κόσμο των ενηλίκων.

Η συλλογή του Δήμου Χλωπτσιούδη προσφέρει μια ενδιαφέρουσα οπτική, καθώς το πολύπαθο σώμα και όλα όσα υφίσταται ή νιώθει το ποιητικό υποκείμενο μέσα από αυτό, όλα όσα εσωτερικεύει, αλλά και όλα όσα προκαλεί με την παρουσία του στον κόσμο, μπαίνουν στον μεγεθυντικό φακό του ποιητή και αποκαλύπτουν μία ακόμα πιθανή ανάγνωση της πραγματικότητας.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΡΤΟΜΑΤΣΙΔΗΣ

Η νέα ποιητική συλλογή του Δήμου Χλωπτσιούδη «Ακατάλληλο» (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2016) είναι η πρώτη μου επαφή με την ποίηση του Χλωπτσιούδη. Πρόκειται για ποιήματα προσιτά, κατανοητά, γραμμένα σε απλή καθημερινή γλώσσα, που κάνουν εύκολη τη επικοινωνία με τον αναγνώστη, χωρίς να πέφτει όμως η ποιότητα του ποιητικού λόγου.
Η κατανόηση του ποιημάτων, μας επιτρέπει εύκολα να προσδιορίσουμε τα βασικά θέματα που απασχολούν τον ποιητή.

Πρώτα έχουμε το θέμα των κοινωνικών συγκρούσεων, τις προσπάθειες των αδύναμων να επιβιώσουν, μα και να αντισταθούν στους ισχυρούς. Εδώ, βέβαια, δεν πρόκειται για απλή καταγραφή των γεγονότων, μα για μια συμπυκνωμένη εκτίμησή τους, ερμηνεία των βασικών αιτιών, με τάση προς το διαχρονικό, προς αυτό που θα μείνει και για τις επόμενες γενιές. Τέτοια ποιήματα είναι: «Αλλαγή κανόνων», «Λβ964», «Μνήμη Κ. Γώγου», «Αλληλεγγύη», «Πραγματιστής», «Προκρούστης» κι άλλα.

Ειδικά πρέπει να επισημάνουμε τα ποιήματα που αναφέρονται στο προσφυγικό, ένα δύσκολο θέμα, που σηκώνει πολλές ερμηνείες από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ωστόσο, δεν πρόκειται για πρόσφατα έργα. Τα ποιήματα αυτά είναι γραμμένα τουλάχιστον ένα χρόνο πριν, που σημαίνει, πως το θέμα τον έχει απασχολήσει δημιουργικά, πολύ πριν καθιερωθεί σαν μέρος της καθημερινής ειδησεογραφίας. Στο προσφυγικό αναφέρονται τα ποιήματα: «Μάνα από τη Συρία», «Μαρμάρινος πρόσφυγας», «Κάθαρση», «Έβρος» κ.ά.

Η προσέγγιση του θέματος ξεπερνά την εύκολη συγκίνηση, στοχεύει σε μεγαλύτερες γενικεύσεις, που θα του δώσουν μια άλλη διάσταση και βαρύτητα.

υγρός τάφος
βροχή καρφιά
σταυρώνουν όνειρα,
θόρυβος πνίγει λαμαρίνες
σε τρύπιο φουσκωτό.

πρόσφυγας ανήλικος
δίχως αδιάβροχο
η δικαιοσύνη.

Η εικόνα του πρόσφυγα είναι μόνο η απαραίτητη λογοτεχνική φόρμα, η αλληγορία και σαφώς δεν εννοεί μόνο τους συγκεκριμένους ανθρώπους που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον εφιάλτη του πολέμου. Μέσα στην θύελλα των ημερών μας, πάσχει η ίδια η θεία δικαιοσύνη, η όλη τάξη των πραγμάτων.

Σε πολύ μεγαλύτερο βάθος μας οδηγεί το «Μαρμάρινος πρόσφυγας». Εδώ η μετοίκηση γίνεται όχι μόνοστον χώρο, μα και στον χρόνο και η νοσταλγία αφορά όχι μόνο τον τόπο καταγωγής, μα κι άλλες, πιθανόν καλύτερες εποχές.

μαρμάρινος πρόσφυγας
Πρόσφυγας δεμένος
με φιρμάνι δουλεμπορικό
άφωνα θρηνωδεί
τη γη π’ αφήνει.
Στους αιώνες φτερωτή
των Καβείρων η Νίκη
ναυμαχίας ανάθημα,
κόντρα στον άνεμο
το υγρό ρούχο κυματίζει,
στην πλώρη πρίμα
την ισορροπία ζυγίζει.
Σαλπίζει την επιστροφή
στα χώματα των αδελφών.
Πρόσφυγας από μάρμαρο παριανό
στολίζει το Λούβρο.

Στοιχεία μετανάστευσης στον χρόνο, βρίσκω και σε άλλα ποιήματά του, που φαινομενικά δεν έχουν σχέση με το θέμα, όπως στο «Ελένη», όπου αυτοί που θα επιζήσουν μέσα στον πόλεμο, θα χαθούν μετά σε αναίσθητους νόστους. Το ποίημα αυτό επιτρέπει πολλές ερμηνείες, τόσο άμεσα σαν στοχασμός πάνω στο συγκεκριμένο έργο του Ομήρου, μα και σαν σκέψη για την αξία της Ιδέας, στον βωμό της οποίας κάποιοι θυσιάζονται. Ο νόστος στο τέλος του ποιήματος, θα μπορεί να είναι και κυριολεκτικός για συγκεκριμένο χώρο -π.χ. των εξόριστων, όσο και στον χρόνο για την χαμένη νιότη, μα και στο βάθος της ψυχής μας- σαν νοσταλγία για την χαμένη μας ιδανικά…

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο ποίημα «Ψωμί» , όπου στο φινάλε ο ποιητής προτρέπει:

«Ξένε, μην ξεχάσεις
να πας ψωμί
σα γυρίσεις.
Μην το αμελήσεις
κι όταν παλιννοστήσεις,
τις αλυσίδες να σπάσεις»
Και ίσως αυτή η προτροπή να είναι το βαθύτερο νόημα της όλης σειράς ποιημάτων με αυτό το θέμα.

Δεύτερο μεγάλο θέμα είναι η αναζήτηση της χαμένης αθωότητας, μια νοσταλγία όχι τόσο της παιδικής ηλικίας, όσο της χαράς των πρώτων δυνατών εντυπώσεων κι ανακαλύψεων, της βεβαιότητας για την καλοπροαίρετη υποδοχή μας στον κόσμο των μεγάλων. Κι εδώ έχουμε ένα στατικό ταξίδι στον χρόνο κι αρχίζω να σκέφτομαι μήπως γενικά η κίνηση χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση κι επιλεγμένο σημείο, στα ξένα μέρη, στον χρόνο, ή προς άλλες καλύτερες κοινωνίες, να είναι το κύριο χαρακτηριστικό των ποιημάτων του Χλωπτσιούδη.

Ακατάλληλο
Ακατάλληλο
μου έλεγαν
όταν ήμουν παιδί
και λάθρα κοιτούσα
τη σάρκα την ερωτική…
Ακατάλληλο μου λεν
τ’ όνειρο για ενήλικο
και κρυμμένος
πίσω από σάρκες
ονειροπολώ…

Σε κασελάκι ξύλινο
κλείδωσα
όνειρα παιδικά,
πλούσιος σαν ήμουν
Παρόμοια είναι τα «Καθαρά Δευτέρα», «Τρομοκράτης χρωμάτων», «Πραγματιστής».
Καθαρά Δευτέρα
Δεν πετούν χαρταετοί
πια εδώ,
αδειάσαν οι αλάνες
από μπερδεμένα κουβάρια
σε σπασμένους σκελετούς
από καλάμι,
φύγαν απ’ τα σύρματα
οι κομμένες ουρές.

Μόνο κάτι
μαύρα πουλιά χοροπηδούν,
και άνθρωποι σκυθρωποί
τρέχουν γρήγορα
σε ασανσέρ
τηλεοπτικής αγωνίας.

Στην ίδια ενότητα θα κατατάξουμε και ποιήματα για ταξίδια που δεν πραγματοποιήθηκαν, ανεκπλήρωτοι πόθοι που δεν εκδηλώθηκαν και που φυσικά οδηγούν κι αυτοί πίσω στην εποχή της αθωότητας. Τέτοια ποιήματα είναι: «Η μοναξιά του Σταθμάρχη» «Όνειρα στα τρένα» και «Δαίδαλος» που παίρνει όμως κι άλλες διαστάσεις.

Μια γεύση από το:
όνειρα σα τρένα
Σαπίζουν τα βαγόνια,
κολλημένα κουφάρια
σε έρημες ράγες
μ’ όνειρα σκουριασμένα
που ποτέ δε ταξίδεψαν.
Γκρίζα σιωπή συνθλίβει
τη νεκρή αποβάθρα,
δακρύζουν
τα σπασμένα τζάμια,
χορταριασμένες αναμνήσεις
χύνονται σε ερειπωμένους
σιδηρόδρομους.

Σε αφύλακτη διάβαση,
φιλιά μαδάνε
τα παιδιά
που ‘χουν όνειρα
μακρινά σα τρένα.

Τρίτο μεγάλο θέμα είναι ο έρωτας. Μην περιμένετε εξομολογήσεις και δάκρυα. Στα περισσότερα αναφέρεται στο ερωτικό πάθος, στον ερωτισμό, ή στον αγοραίο έρωτα. Τέτοια ποιήματα είναι: «Φανάρια στο σκοτάδι», «Δήλωση πορνείας», «Ψίθυροι», «Τροτέζα».

Ο Δήμος Χλωπτσιούδης δεν είναι ψυχρός αναλυτής των παθών, μα εκφράζει και τα δικά του συναισθήματα. Χωρίς υποκρισία, μα με κατανόηση της την ανθρώπινη πλευρά των πραγμάτων σχολιάζει:
«Όταν ακούω για πορνεία
τρομάζω,
νομίζω ότι πρέπει να υπογράψω
σε ανακριτές αξιών
δήλωση μετάνοιας»

Είναι το φινάλε από το «Δήλωση πορνείας». Στο συγκεκριμένο ποίημα η πόρνη δεν είναι άλλη από την γοητευτική Εσμεράλδα, από την Παναγία των Παρισίων, που χορεύει ξυπόλυτη της δρόμους, μα την κυνηγάνε οι «στοιχειωμένοι ιεροεξεταστές της ηθικής στο ξέφωτο των μαγισσών, συλλέκτες υπογραφών…»

Παρουσιάζουν ενδιαφέρον τα ποιήματά του στα οποία αναφέρεται στο ερωτικό πάθος, στην ηδονή. Τέτοια είναι: «Ερωτευμένες γοργόνες», «Σάτυροι και νύμφες», «Θερινά παιχνίδια» «Προσκύνημα στο Αγιονήσι» , όπου οι «απομονωμένοι καλόγεροι, προσεύχονται στον έρωτα.»

ερωτευμένες γοργόνες
γοργόνες αγκαλιάζονται
στην ακροθαλασσιά,
χάδια μουσκεύουν το κορμί,
ημίγυμνο πάθος
ηλιοκαμένου σφρίγους
βυθίζεται στης λαγνείας
το βλέμμα το αλμυρό.
Πεταμένα μαγιό δίπλα
σε ξέστηθα αγγίγματα
έλκουν βλέμματα τολμηρά

Πόσο μεγαλώνει
το μικρό δωμάτιο
από τους ήχους κοριτσιών
όταν ερωτεύονται.
Και οι γείτονες πονηρά
το πρωί της κοιτούν
με χαμόγελο όλο νόημα,
ζήλια και χλεύη
που τα σκέλια της
σε γυναίκα χαρίζουν
και υγρά προσφέρουν ηδονής

Πως καταφέρνει ο Δήμος Χλωπτσιούδης να δώσει ποιητική ζωή σε αυτές του τις ανησυχίες, ποια είναι τα εκφραστικά του μέσα. Ο ποιητής έχει βρει την δικιά του φόρμα. Όλα τα ποιήματα του είναι σχετικά σύντομα, μερικά των 11, των 12, 14 ή το πολύ των 16 στίχων. Πλησιάζουν την μορφή του σονέτου, που ξέρουμε πως αποτελείται από 2 τετράστιχα και 2 τρίστιχα συνολικά 14στίχα ποιήματα, μόνο που εδώ, ο κάθε στίχος είναι πολύ πιο σύντομος και συμμαζευμένος. Δεν θα βρείτε άσκοπη κατάχρηση των λέξεων, δεν υπάρχει ποιητική φλυαρία, ούτε λέξεις γραμμένες μόνο για να εντυπωσιάσουν, ή επειδή αρέσουν στον ποιητή. Της είναι υποταγμένες στο νόημα, στην κεντρική ιδέα, που πρέπει να αντλήσει ο αναγνώστης.

Ιδιαίτερα συμπυκνωμένο είναι το επιμύθιο του κάθε ποιήματος, που αποτελείται συνήθως από 4 με 6 στίχους. Εκεί πέφτει το βάρος και της ιδέας, και της φόρμας: Μερικά παραδείγματα από το τελείωμα κάποιων ποιημάτων:

Από το «Αλλαγή κανόνων»
…Ας σκεφτούμε μια φορά
τα πρώτα πιόνια που διπλά τρέχουν
της τη θυσία…

Από το «Ποίηση ναυαγός»
…Τόσα πτώματα δακρύων
λερώνουν το χαρτί
κι εμείς ακόμα αναζητούμε
έμπνευση…

στο V
…ρυτίδωσαν οι αγκαλιές
κι ακόμα βουτώ
με σκάφανδρο το άρωμα
στο βυθό της ηδονής της…

Θα μου επιτρέψετε την εντύπωση, πως κάθε επιμύθιο του Χλωπτσιούδη μπορεί να συγκριθεί με χαϊκού, ενσωματωμένο στο όλο ποίημα…

Για να δώσει χρώμα στον λόγο του, ο Δήμος Χλωπτσιούδης χρησιμοποιεί όλα τα εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην φαρέτρα του ποιητή, μα το αγαπημένο του είναι να συνδυάζει αφηρημένη έννοια με κάτι συγκεκριμένο κάποιο αφηρημένο ουσιαστικό, με συγκεκριμένης εικόνας επίθετο // ή αφηρημένο επίθετο ή ουσιαστικό, με άλλο συγκεκριμένο ουσιαστικό.
π.χ.: ονείρων χείμαρροι, Θρόισμα σιωπής, Όνειρο γυμνό, χώματα νεκρά, νόθο κρεβάτι. Σταυρώνουν όνειρα, χορταριασμένες αναμνήσεις κ.α.

Στα εκφραστικά μέσα θα συμπεριλάβουμε και κάποιες επαναλήψεις στοιχείων που έχουν για σκοπό δημιουργία ενιαίου μοτίβου. Έτσι στα πρώτα ποιήματα αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς έχουμε μια αλληλουχία από παρόμοιες εικόνες, όπου παραστάσεις από το ένα ποίημα μεταφέρονται στο άλλο, μα με διαφορετική πια έννοια κι ερμηνεία. Με την επανάληψη του ιδίου μοτίβου δημιουργείται η αίσθηση της εσωτερικού ρυθμού, που ενισχύει την εντύπωση για κάτι ενιαίο. Έτσι στο Ι έχουμε «λάμψη της σελήνης, παλίρροια, αφρούς» στο ΙΙ «φεγγάρι κόσμημα, άμπωτη» , στο ΙΙΙ «θαλασσινό σεντόνι, καταιγίδα,» κ.λπ.

Άλλα τρία ποιήματα, που έχουν το δικό της το μοτίβο και θα μπορούσαμε να δούμε σαν ξεχωριστή ενότητα είναι το «Αχιλλέας», το «Ελένη» και «Το όνειρο της Κασσάνδρας». Και στα τρία το ενιαίο θέμα είναι ο Τρωικός πόλεμος, και στα τρία θα συναντήσουμε ποτάμι από αίμα, άδικα σκοτωμένους, το νόστο και την αμφιβολία για την αξία των προσπαθειών.

Θα μπορούσαμε να πούμε κι άλλα πολλά για την ποίηση του Χλωπτσιούδη και δεν είναι ο περιορισμός στον χρόνο που δεν της το επιτρέπει, μα η πεποίθηση πως τα ποιήματα πρέπει να διαβάζονται και να συγκινούν κι όχι να αναλύονται λεπτομερώς στο μικροσκόπιο. Θεωρώ πως η ποιητική δουλειά του Χλωπτσιούδη «Ακατάλληλο» δεν είναι μόνο μια αξιόλογη συλλογή, και κατάθεση καρδιάς, μα μια εμπνευσμένη προσπάθεια ποιητικής ερμηνείας του κόσμου της, της δύσκολης εποχής που βιώνουμε.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.