ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΚΙΑΘΑΣ

Ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς γεννήθηκε στην Αθήνα το i960 και σήμερα ζει στην Πάτρα. Σπούδασε Χημικός Μηχανικός με μεταπτυχιακές σπουδές στην Συντήρηση Έργων Τέχνης και στη Δημιουργική Γραφή. Έχουν εκδοθεί
12 ποιητικές συλλογές και άλλα βιβλία του. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 15 γλώσσες, ενώ έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Άρθρα και δοκίμιά του για την ποίηση, την ιστορία και την εκπαίδευση έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Συνδιηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ελίτροχος» στη δεκαετία του 90. Στη συνέχεια δημιούργησε και διαχειρίζΓ αι το Patras World Poetry Festival, το «Γραφείον Ποιήσεως», τα Βραβεία Ποίησης «Ζαν Μορεάς», το Culture Book https://www.culturebook.gr/. To 2020 τιμήθηκε από τον φορέα πολιτισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση EUNIC να εκπροσωπήσει την Ελλάδα ως ποιητής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Διδάσκει ποίηση στο Διαπανεπιστημιακό Μεταπτυχιακό Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, του Κύκλου Ποιητών και πρόεδρος της Greek Library of London.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ποίηση

Παραμεθόριο Νεκροταφείο, Αθήνα, 1983.
Ο ίππος των κυμάτων, Θέμα, Αθήνα, 1990.
Παραμεθόριο Νεκροταφείο-0 ίππος των κυμάτων, β’ έκδοση, Θέμα,
Αθήνα, 1992.
Θερινό Ανεμούριο, Αρχικές Εκδόσεις, Πάτρα, 1993.
Φαντασιώσεις ενός οδοιπόρου, Δελφίνι, Αθήνα, 1996.
Χαίρε Αιώνα, Χειροκίνητο, Αθήνα, 2002.
Ποιήματα-Περίληψη(1983-2006), I. Πικραμένος, Πάτρα, 2006.
Έρωτος επέτειος εαρινή, Συλλεκτική έκδοση (εκτός εμπορίου),
Αθήνα, 2008.
Φιλόξενος πόλις, I. Πικραμένος, Πάτρα, 2010.
Ευγενία (2016)
Ο μόνος πιστός ένοικος (2018)
Αναρριχητικά της μνήμης, 4×4 Ποιήσεις, I. Πικραμένος, Πάτρα 2019
Κατασκοπεία του Χρόνου, ΑΩ 2021

Θέατρο

«Η ιστορία μιας γέφυρας», 2014
(Πρώτη παράσταση) 27 Σεπτεμβρίου 2014, Αρχαίο Θέατρο Μακύνειας,
από τη ΓΕΦΥΡΑΑ.Ε.

Ποιητική Ανθολογία

Ανθολόγιο Πατρινών Ποιητών 1940-1995, Δήμος Πατρέων, 1995.

Βιογραφική Παρουσίαση

Νικόλαος Εύζης, Το κρυφό σχολειό και η εποχή του, Ελίτροχος, 1999.

Περιοδική Έκδοση

Περιοδικό Ελίτροχος, τριμηνιαία έκδοση για τα γράμματα και τις τέχνες, Πάτρα 1993-1999.

.

.

ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (2021)

Συμφιλίωση

Σ’ ένα κρύο σπίτι έμαθα να γράφω. Υπόγειο ήτανε. Το νερό μέχρι
το γόνατο.
Τα έπιπλα στην παλίρροια της μοναξιάς. Αλήθεια είναι ότι η
μοναξιά χαρτώνει τους τοίχους, με σκουριές κι απώλειες για τις
μελλούμενες αναστάσεις της Πατρίδας. Φθαρμένα και τα βελούδα
της ηλικίας από τις συζητήσεις για την ιστορία των φύλων.
Ανάμεσα σε δυο τσιγάρα και μια ζαριά άσσο τέσσερα, όλες οι
δολοπλοκίες ποιητών ενδόξων και μη. Στο χέρι μας, είπες, είναι
η συμφιλίωση, ας λυσσομανάει έξω το άδειο του χρόνου σαρκίο,
μη ζητάς εκδίκηση για τα σκοτεινά νερά της μνήμης που χάλασαν
το σπίτι.
Στο χέρι μας είναι η συμφιλίωση, σου είπα, σ’ ένα καφενείο
της Μενάνδρου, μελετώντας τις εποχές που είχαμε κατοικία στη
θάλασσα γεμάτο φρέζιες και εκατοντάδες μέτρα κάμποτο από το
ραφτάδικο της εφηβείας.
Να στήσουμε μια τέντα στο ξέφωτο θέλαμε, να βρουν απάγκιο
όσοι μοναχικοί έφερναν αντίλαλο κρυμμένο στα σωθικά τους και
στάχτες λέξεων με «όλα τα Αν του κόσμου».

ΧΡΟΝΟΣ

Ανοσία της Αγέλης

Μαχαιρωμένη τρίκλιζε σ’ όλο το σπίτι η μοναξιά. Στα κλάματα
των ενοίκων συναντούσε τον ρολογά που έψαχνε τις σαρκοφάγους
του χρόνου. Το τώρα κούρδιζε με ρήματα αιωνιότητας αλαφιασμένες
τις στιγμές. Τα πορτοπαράθυρα της πατρικής οικείας
στο αντριλίκι του αέρα. Τα καρφιά στα ξύλα της πόρτας μίσχοι
ξενιτειάς. Το πρόσωπο της μάνας έσταζε ιδρώτα μ’ ένα τζάμι
στο λαρύγγι καρφωμένο. Εικονοστάσια ιστορημένα στις βιογραφίες
της πανδημίας. Περιπλανώμενος στου δράκου καθρέπτη τα
γηρατειά, ζητιάνευε μπαρούτι ο θάνατος τα περασμένα ν’ αναστήσει.
Τα πιάτα άπλυτα στα ερείπια του νεροχύτη. Νεκρική
ησυχία στην ανέλπιστη ασάφεια του τέλους. Ενοχές, ψεύδη της
έσχατης στιγμής για την πτώση. Τα έπιπλα γεμάτα σκόνη.
Χαλκομανίες με αφιερώσεις για τις χειρονομίες της ευτυχίας.
Όπως στο πατάρι που έβγαλε γραφή φρίκης η νεαρή κορασίδα Άννα
Φρανκ, ορίζουν το ποίημα και τον ποιητή. Τον έγκλειστο ποιητή,
τον ανέστιο, στο διαμέρισμα με τη βιβλιοθήκη της χλωμής ζωής,
την άδεια πισίνα των λέξεων, των τηλεφωνικών καταλόγων με
ονόματα νεκρών και τον απότιστο λαχανόκηπο και τ’ απλωμένα
ρούχα της βεράντας στο σκοτάδι.

Εγκλεισμός Ηθελημένος

Με τη μοίρα στις εξαιρέσεις του θανάτου αργά πολύ αργά με
βήματα σταθερά μετρά τα σανίδια του χρόνου σαθρά από την
λησμονιά.

«Ωραίο το κάστρο της μοναξιάς», αναφώνησε διαβάζοντας Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ ξανά και ξανά. Ωραία με ανοιγμένο το στέρνο κι
η υπομονή. Την είδε ν’ ανασαίνει αργά στο περίγραμμα της
«νυχτωσιάς του κόσμου».

Είδε τον Αλέξη Τραϊανό να του κρατά το χέρι ώρες που λιώνει το
φως στη ναφθαλίνη της νύχτας του.

Η φράση (νυχτωσιά του χρόνον) υπάρχει στο ποίημα «Κόκκινος Καθρέ-
πτης» από τη συλλογή «Οι Μικρές Μέρες» (1973) τον Αλέξη Τραϊανού.

Συνάντηση σε Άδεια Πλατεία

Στις αμαρτίες των πυρπολημένων ερειπίων ξημερώνει σκοτάδι.
Αντίκρυ στην άδεια πλατεία ο Θεός στους καθρέπτες των νερών
τους καθησυχάζει. Οι χρόνοι στις παραινέσεις της αγάπης
για το πρωτόπλαστον πλησίον. Αλλάζοντας η χιλιετία άλλαξαν
και οι θεοί μέσα τους, από τότε πήραν τους δρόμους. Το μαύρο
σίδερο των νοσοκόμων συμπαγές καρφωμένο παντού. Η χώρα
κενή ιστορίας. Σε μικρές συναντήσεις η πόλη άδεια μύθων. Στους
θρήνους των κατεστραμμένων εμπόρων και αυτός με το νεκρό
πατέρα του. Ντυμένος το γκρι εγγλέζικο παλτό και τα χέρια
στις τσέπες του παντελονιού του έψαχναν σιωπηλοί καφετζή
αχάραγα- επιτέλους μήπως και τελειώσουν εκείνες τις αντίδωρες
συζητήσεις για τους εμφυλίους της γέννας. Μήπως ορίσουν
και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του θανάτου, πίνοντας
φασκόμηλο με μέλι στο τραπεζάκι ενός τελειωμένου από ψυχές
καφενείου με το φεγγάρι στα σώματα απομεινάρι.

Επιστροφή στο Ηρώον

Άνοιξε την πόρτα, στ’ άπλυτα σεντόνια το σπίτι αναστατωμένο.
Τους είδε ξανά σε στρωμένο τραπέζι να φιλονικούν, όπως πάντα
άλλωστε, για τις ιστορίες του μητρικού γάλακτος στις νόσους
του χρόνου. Πρησμένα τα έπιπλα από το κλάμα. Οι σανίδες στο
πάτωμα είχαν ανθίσει. Μοσχοβολούσε ελατόδασος η κρεβατοκάμαρα.
Άκουγε καθαρά το πέταγμα τ’ ουρανού και πάλι. Δεν άντεξε.
Βγήκε στη βεράντα. Στήριξε τη νύχτα στην τέντα. Κλείδωσε
γρήγορα την εξώπορτα και άρχισε να τρέχει μαζί τους, μέχρι που
και οι δύο γονείς χάθηκαν στ’ αβαθή της μνήμης.

Πήρε την απόφαση να κατεδαφίσει το πατρώον και στη θέση του
να εγείρει ηρώον για όσους έχασαν τις πατρίδες της φύτρας τους.

ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ

Η Απολογία

A

«Ήταν φυσιολογικό να σκοτώσω κι εγώ μπροστά στο ψυγείο με
τα πτώματα των ζώων σε έγχρωμες πλαστικές σακούλες, είπε
στους δημοσιογράφους. Ήταν ξεβιδωμένες και άσιτες από αγάπη
οι νύχτες μου. Μ’ ένα καρβέλι θάνατο μοίραζα μαζί της τον
αέρα τ’ αρχοντικού. Ήταν και εκείνο το τίποτα της ψυχής, στα
μικρά χωριά του καναπέ παρέα μ’ ένα σκύλο μαύρο στην άβυσσο
του χρόνου σχισμένο. Πρώτα, θέρισα όλες τις πορσελάνες των
ήλιων που κράταγαν οι μοίρες μας στις σκιές των δωματίων.
Μετά πήρα το μαχαίρι».
Αυτά ανέφερε ο δημόσιος κατήγορος κατά την ακροαματική
διαδικασία, περί των πρόωρων εκπνοών της νοσοκόμας κατά την
διήμερη εφημερία της στα εξωτικά του νεκροθάλαμου αισθήματα.

Ο Θεός πεθαίνει

Ύμνος στον Φεόερίκο Γκαρθία Λόρκα

Το σώμα της, σταυροδρόμι ανέμων, φεγγοβολεί την εποχή των
μεταμφιεσμένων, σε ένα μακρύ μαύρο όλο δαντέλα φόρεμα. Μόνη,
στις δέκα παρά τέσσερα ακριβώς, ανέβηκε αργά, απελπιστικά
αργά, τα ώριμα σκαλιά του κήπου με τους αμάραντους. Δισέγγονη
του νεωκόρου της Ευαγγελίστριας των αμνών, τίμησε πατέρα,
παππού, προπάππου με τους κραδασμούς της πάντα διορατικής
σάρκας της. Στον θρίαμβο του στήθους της, εκεί χαμηλά που
γίνεται ο λαιμός αυλάκι και ορίζεται το βλέμμα ως ηδονή, φίλντισι
άκοπο, στολισμένο με τους λωτούς της αναμονής, το κέρασμα του
Αλεσάντρο. Στον αέρα φασκόμηλο και δεντρολίβανο φρεσκοκομμένο
και ένα ψιλόβροχο που λιάνιζε τα γυμνά μέλη της, σε μια
άνοιξη πρώιμη. Η πόρτα μισάνοιχτη έφεγγε και μέσα ο αρλεκίνος
μοίραζε οινόπνευμα σε ταγιαρισμένα κρύσταλλα της Καλσρούης.
Ο ακροβάτης με δάχτυλα αργυρά, έπαιζε στο πιάνο τη συμφωνία
της χαράς του Λούντβιχ Μπετόβεν και εκείνος με τη φορεσιά του
ταυρομάχου, Σολέδα Μαντόγια του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα.

Όρθιος να κοιτά το ρολόι που έδειχνε δέκα ακριβώς. Πέρασε το
χέρι του στη μέση της και άρχισε να στροβιλίζεται μαζί της σε μια
τεράστια σπείρα που τους έφερε μόνους στην άκρη του αίθριου.
Έσυρε τα χείλια του στον κέρινο κορμό της και με τα δόντια ανα-
σήκωσε τη μάσκα που έκρυβε το πρόσωπο. Εκεί που υπήρχε η
μεγάλη τομή και αντάριαζε η θάλασσα των ματιών της, υπήρχαν
οι σταγόνες ιδρώτα της απόρριψης.

Άρχισε να σπαράζει στα χέρια του κλώθοντας τους χρόνους της
μοναξιάς στην άγια ουλή της γέννας. Εκείνος έκλεισε με το στόμα
του την ιδρωμένη ιστορία της και της ψιθύρισε ρυθμικά Σ’ αγαπώ
από τη γέννα σου Ολάλια του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, σ’ αγαπώ Ολάλια.

Τζουτζουκλέρι

Στην Ε. Θ.

Η στριφογυριστή σκάλα ούρλιαζε, καθώς ανέβαιναν τρέχοντας.
Έτριζε όλο το σπίτι όπως χτύπαγαν τ’ άρβυλα στο παριανό
μάρμαρο. Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο, επίσημα ντυμένη.
Τα μάτια της στην υγρασία του θανάτου.

Όταν φτιάχτηκε το σπίτι, ο πρώτος της οικογένειας Αναστάσης,
κάλεσε από την Τήνο δύο μαρμαρογλύπτες, τους ανέθεσε να
φτιάξουν τη σκάλα που αγκάλιαζε την πρόσοψη του νεοκλασικού.
Το σατέν φόρεμα της άφηνε ελεύθερους τους ώμους. Στο λαιμό
της, θηλιά απαγχονισμού μια σειρά μαύρα μαργαριτάρια. Τα
χέρια σε ορθή γωνία με το σώμα, περιφρουρούσαν το στήθος
κρατώντας όπως ήξεραν οι οικοδέσποινες της απέναντι ακτής τον
ασημένιο δίσκο με τα κεράσματα. Στον δίσκο το γλυκοδοχείο με
το κυδώνι- τριγύρω του μια δέσμη με κουταλάκια επάργυρα, μία
καράφα παγωμένο νερό και αρκετά ποτήρια.

Η Τζούτζη είχε ενημερωθεί από το προξενείο έγκαιρα για την
οπισθοχώρηση.
Όταν πέρασε ο στρατός κυνηγώντας το όραμα της μεγάλης
Ιδέας, ο πατέρας της Ιωσήφ, δια ολίγον ήπιε καφέ στο αίθριο του
κήπου με τον πρίγκηπα Νικόλαο. Λίγο μετά χάθηκε κι αυτός.
Το προικώο της το είχε φυγαδεύσει αρκετές μέρες πριν τη
φωτιά στη Χίο.
Στο οστεοφυλάκιο του Αναστάση φύλαξε αρκετά μασούρια
λίρες, κοσμήματα με ζαφείρια και σμαράγδια, τους τίτλους
ιδιοκτησίας και το εικόνισμα της Παναγιάς, σκαλισμένο σ’
ελεφαντόδοντο, δώρο αυτοκρατορικό.
Έβγαλε από την κρύπτη το κουτί, έσπειρε τα οστά σ’ όλο το
σπίτι. Τον ήθελε κοντά της τις ώρες που θα έτρεμε το σπίτι.
Τοποθέτησε το κρανίο του Αναστάση στο γραφείο του, εκεί που
υπέγραφε τα συμβόλαια για τα εμπόρια ξυλείας.
Την έφτασε πρώτος ο αξιωματικός. Με το χέρι του υπέδειξε
στους ένοπλους να σταματήσουν. Την έσπρωξε με τον υποκόπανο.
Τα χέρια του συμμαθητή της Τζούτζης έπαιζαν για ακόμη
μία φορά το βαλς του Δουνάβεως του Γιόχαν Στράους και εκείνη
του άφησε ένα ποτήρι νερό δίπλα στο πιάνο.
Δεν μπήκε κανείς μέσα. Αυτή βγήκε στο μπαλκόνι.
Άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι, παιδιά τα έσερναν από τα
χέρια οι μανάδες. Η θάλασσα άρχισε να βγαίνει στους δρόμους.
Ήταν και πάλι Σεπτέμβρης.

Τζουτζουκλέρι: το μικρό κοριτσάκι

ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ
Ιστορίες για την γενέθλια πόλη

Της Ράμπελας και του Δημήτρη

Η εφημερίδα

Τον περιμέναμε μέχρι που έπιασε το σκοτάδι να κόβεται με το
μαχαίρι. Ξέραμε για τις συχνές απουσίες του από το σπίτι.
Άλλωστε ο τίτλος γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη εκεί στα
δυτικά της Αθήνας, ήταν γνωστός στο αστυνομικό τμήμα του
Αγίου Σπυρίδωνα στο Αιγάλεω. Αυτή η δομή διοίκησης της
περιοχής μόνο άγια δεν ήταν. Όταν νύχτωνε, έπιαναν δουλειά τα
καρακόλια και μάρσαραν απ’ έξω τις μοτοσυκλέτες για να μην
ακούγονται τα βογγητά των βασανισμένων από μέσα.
Αυτοί οι περίπατοι, μετά εκείνον τον μεγάλο «απολύτως υγιεινό»
που το χάσαμε για μήνες, ήταν συχνοί.

Την πρώτη φορά, Μάιος ήταν, ήρθαν πολλοί και οπλισμένοι να
τον πάρουν. Τις επόμενες ερχόταν ένας δύο κυρίως με πολιτικά.
Εκείνος δεν μας έλεγε τι και πώς αλλά τα σημάδια στο κορμί
του, όταν του έριχνε νερό για να σαπουνιστεί στο μπάνιο η μητέρα,
μαρτυρούσαν τις αλήθειες για τα βράδια που μάρσαραν οι
μοτοσυκλέτες στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Είχαμε κουρνιάσει για ώρες στην βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων
Ανεμώνη που είχε για βιοπορισμό η οικογένεια.
Στολίσαμε τη βιτρίνα για τα Χριστούγεννα, γεμίσαμε τον τόπο
με αγγελάκια, χρυσόσκονη, μπάλες με αστεράκια και μπαμπάκι,
πολύ μπαμπάκι παντού.
Είχαμε μεγάλες ποσότητες, καθώς κάθε φορά που επέστρεφε
από έναν «υγιεινό περίπατο», η μητέρα τον τύλιγε με κομπρέσες
με αλουμινόνερο από τον Ερυθρό Σταυρό, για να φεύγουν οι
μελανιές και οι μώλωπες!
Τα νέα τα είχαμε μάθει από το τρανζιστοράκι, όλη μέρα το είχε
κολλημένο στο αυτί της η μητέρα, προσπαθούσε να μάθει που θα
πάει αυτή η κατάσταση, αγωνιούσε και για τον σύντροφό της.
Είμαστε στο πεζοδρόμιο με τον αδερφό μου ενώ εκείνη κατέβαζε
με πολύ αγωνία το δικτυωτό ρολό. Τον είδαμε να έρχεται,
χελιδόνι ξέπνοο, από την άκρη του δρόμου.
Τα μάτια του πρησμένα, κόκκινα, τα ρούχα του κάπως μύριζαν.
Στον δρόμο και ο παθολόγος Νικόλαος Γκότσης, καλός γιατρός,
εκεί μας πήγαιναν για την ιλαρά, τον κοκίτη, τις μαγουλάδες.
Λάτρευε το πουλί, τον αναγεννώμενο φοίνικα του Παπαδόπουλου.
Δεν έστηνε αφτί για να κάνει σοφότερους τους χωροφύλακες,
αλλά ήξερε για τους απέναντι και τους νουθετούσε ως γιατρός
άλλωστε που τα ήξερε όλα και καλά.
Ανταλλάξαμε όλοι άγουρες ματιές, του είπαμε καληνύχτα και
φτάσαμε αμίλητοι στο σπίτι.

Την επομένη, νωρίς το πρωί, με έστειλε να πάρω εφημερίδα από
το περίπτερο της σουπιάς της γειτονιάς, τον Μικρασιάτη παππού
Κοσμίδη. Στους αντιφρονούντες έβαζε παλαιότερα την Αυγή
μέσα στη Βραδυνή για να μην δίνει στόχο.
Την εφημερίδα την ξεκοκαλίσαμε με την σειρά όλοι μας. Για
πρώτη φορά διάβασα για άρματα μάχης στην πόλη και τα είδα
μπροστά στην σιδερένια πύλη.
Την φύλαξα να μου θυμίζει και αυτή τον Άριστο Δημήτρη
Σκιαθά, δημοκράτη και ενεργό πολίτη, ανιδιοτελή, που έτσι τον
τίμησε η γειτονιά μας και η σύντροφος της ζωής του που στάθηκε
κεράκι αναμμένο δίπλα του, μέχρι τη δύση τους, η μητέρα Ράμπελα.

.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ 4×4 ΠΟΙΗΣΕΙΣ (2019)

(Αναρριχητικά της μνήμης)

ΙΔΙΟΦΥΕΙΣ ΕΦΗΒΟΙ

Το πρόσωπο του ποιητή ιστορημένο φυλακτό
τις άλαλες νύχτες,
με αινίγματα και όψεις ρημαγμένων,
αντιδικεί
με τον φονικό βοριά του τέλους,
με ιδιοφυείς εκπτώσεις παίζει
στο σύμπαν του θανάτου.

Στα σπλάχνα ανοίκειου απογεύματος
ημίθεος έφηβος
ρίγανη στο χιόνι φυτρώνει τη ζωή.
Με εραστές κάθιδρους
και μακάριους εργαζόμενους
στα περίχωρα οιμωγών και φράσεων
αμνός του θεού, ο ποιητής
στην αριθμητική του Άδη είναι χρεωμένος.

Ακροβάτης,
στο σκοινί του έρωτα
την τελειότητα της προδομένης σάρκας μετρά
με λέξεις και σημεία στίξης,
σε μια αυστηρή δασυνόμενη
διδασκαλία ήχων, γραμμάτων και ρυθμού.

Η ΣΑΛΠΙΓΓΑ

Υπάρχουν,
μέρες με λυγμούς χαμάληδες
στα περίπολα της νύχτας,
υπάρχουν,
νύχτες με σφαγμένους αδερφούς
στα βλάσφημα της συνείδησης,
ζωές με εργάτες που ταχυδρομούν ωδίνες
και επιθυμίες βουλιμικές σε εγκυμονούσες συζύγους,
για ένα κυριακάτικο τραπέζι,
στρωμένο με λινό τραπεζομάντηλο,
μια καράφα παγωμένο νερό
και ένα ταψί κρέας, βουτηγμένο στο θυμάρι.

Υπάρχουν πληγιασμένοι άνθρωποι,
όλες τις μέρες του έτους
π’ αγνώριστοι, γερασμένοι,
στα βαθιά μεσάνυχτα
ακούν τη σάλπιγγα της εκτέλεσης.

ΞΕΣΑΡΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Αλαφροΐσκιωτες νύχτες,
το φεγγάρι τσίτσιδο
κολυμπά στη στέρνα,
με την πλάτη στραμμένη
στη φόδρα της νύχτας.

Χίμηξα να το πιάσω,
σχίστηκε η απόχη,
σαρδανάπαλος ο τόπος.

Άφθορη πλέον η ασχήμια
φιγούρες με κραγιόν, στη σεπτή
χούντα των αδιάφορων ψηφοφόρων.
Έμεινε κατάχαμα ξέσαρκο
στα αγκωνάρια του θέρους καρφωμένο
το φεγγάρι.

Το πελέκησαν
ένδοξες βροχές
κι αδέσποτες θύελλες,

στρατηλάτες Άγιοι, το βατσίνωσαν
με μαστίχα κι αυγοτέμπερα,
στα στασίδια όπου ρήμαζε το αλάτι,
ποιήτριες το όρισαν
με ποιήματα,
χαλάσματα φτιαγμένα.

Νοσταλγική νόσος,
σε εδωδιματοπωλείο το φως του,
αμάρτημα μάλλον μισητό.

ΑΟΣΜΟ ΜΕΛΛΟΝ

Οι ενοχές για τις χαμένες σκήτες
μεταμφιέζουν το φως,
θαύμα υψιπετές
π’ ανηφορίζει δίφθογγος λησμονιάς
στο μισάνοιχτο μέλλον.

Οι αναχωρήσεις
αγαπητών κι αγαπημένων
δημεύονται στη διάνοια του θανάτου.

Διώκεται η ζωή
τους ύστερους μήνες
σε λυγισμένα σώματα.

Οι μοίρες σε αμμουδιές μνημοσύνων
στολίζουν τον ήλιο του καθενός μας
που αυτόχειρας
στα αναρριχητικά της μνήμης
ξεματώνει αξύριστος
στ’ ανοιγμένα χαντάκια.

Ανταριάζει στα απέθαντα
η τύχη
των λέξεων που γράψαμε
ίσως
και σε όποια μαντάτα
ηχογραφεί η ηχώ
την τελευταίας μας ανάσα

ΑΤΑΡΑΧΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Διακόνευε φήμες
για τους νικητές
η ιστορία,
κάρφωνε τα πρόσωπα των ηρώων
με ανέμους παλιανθρώπων
σε ηλιόλουστα ρημοκκλήσια.

Καταθέσεις
για τα τετελεσμένα
και τα έρημα ψωμιά στα
χαλατά
με στρατοδίκες ατάραχους
στις πλεκτάνες των ποιητών.

Ελεύθερες πλέον οι νύχτες
πριν «ακουμπήσει το φεγγάρι»
στο καμπαναριό
άνοιγε το πορτάκι της αλήθειας η ιστορία
και
έβγαινε η συνοδεία των πρωταγωνιστών
ντυμένη τα επίσημα,
έσερνε με τριχιά
απ’ το λαιμό
τους πλαστογράφους μαζί
και τους αθώους
τυπογράφους, που ήξεραν
τις αλήθειες
μα τύπωσαν φριχτές ήττες
για μάχες
που ποτέ δεν δώσαμε.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Άρχισαν
οι αντιδράσεις για τα μέτρα
που πήρε το συμβούλιο.
Οι αλιείς, έκαψαν τα δίχτυα
και έσπασαν στους ταρσανάδες
τα νεόδμητα καΐκια.
Οι αυτόχθονες καλλιεργητές,
έπαψαν να ανταλλάσσουν τους καρπούς
με τα μικρά των ετεροχθόνων ζώα.
Οι ένοικοι των ορεινών μοναστηριών
έστειλαν
τους δόκιμους καλόγερους να μάθουν για το κακό,
που έκαψε το στόλο.
Οι αρχαιολόγοι καθώς και οι τελευταίοι
ανθρωπολόγοι,
βρήκαν σε τάφρους τους θησαυρούς,
μαζί με σωρούς οστράκων,
κουκούτσια ελιάς
και μικρές φαλτσέτες εγκληματιών.
Πιο εκεί
υπήρχαν οστά από ανδρικά
σώματα
και μια λάρνακα,
που μέσα έκρυβε
ένα παιδί
καλά σφραγισμένο με μολύβι
και την επιγραφή:
Μολύνθηκε από τους καρπούς του δάσους.

.

Ο ΜΟΝΟΣ ΠΙΣΤΟΣ ΕΝΟΙΚΟΣ (2018)

Με δεκαέξι υδατογραφίες της Κατερίνας Καρούλια
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

της Σ.Γ.Χ.

Αιώνες που αρχίζει το τραγούδι
η σελήνη, στον ασβέστη της μάντρας,
το στήθος σου πυργώνει
ανδαλουσιανή αλατόπετρα,

σε όσους στέγνωναν κοιτώνες,
η λεβάντα, το θυμάρι, τα άγρια άνθη
του φασκόμηλου,
απ’ τις ομόκεντρες
αντηλιές μας στη νήσο Σύμη.

Συμφωνήσανε το φως,
συμφώνησαν το αλάτι,
συμφωνήσαν το φεγγάρι,
να κατηφορίζει στις μηλιές,
να κρύβεται στο φύλλωμα
να γίνεται ώριμος καρπός.

Συμφωνήσανε να ορίσουν τους καραβομαραγκούς
για να πετσώσουν το σκαρί της κιβωτού.

Να στέψουν συμφώνησαν
τον πλοίαρχο, τους ναύτες και το πλήρωμα
του νέου κατακλυσμού.

Οι μοίρες μας, αλίμονο
τα συμφωνήσανε πολλά.

Εμείς όμως
δίχως υπογραφές
χωρίς συμβόλαια και συμβολαιογράφους,

ν’ αγαπηθούμε πέπρωται.

ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

της Α.Δ.Σ.

Στις ερημιές μου της αγάπης
αφηγούμαι
άλλοτε
τους πρόωρους βίους των αργοναυτών
και άλλοτε τις εποχές της λεηλασίας
των της Κολχίδας νυχτολούλουδων.

Στις ερημιές μου της αγάπης,
μοσχοβολούσαν μέντα τα λινά της ρούχα
θέριευαν ως Πανσέληνοι τ’ Αυγούστου
οι ρώγες της.

Στις ακρώρειες του στήθους της
πλανόδιος μουσικός
ο Έρωτας κλαίει
την Εβδόμην Ημέραν της Δημιουργίας
κλαίει
καθώς χορδίζει έγχορδο την απουσία.

Τι νύχτα και αυτή;

Πόσο δειλή, να θέλει
τραγούδια να ακούσει
ξενιτεμένων Τρώων.

Άσματα ποιων λυράρηδων
για τις απάτες των νερών
στους πλόες της αστροφεγγιάς.

εκεί, στην ωμοπλάτη του Αιγαίου.

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΣΑΠΦΟΥΣ

της Μ.Γ.Μ.

Έρποντας
στις Αζόρες μου της θλίψης,
η θάλασσα
αναστηλώνεται στους μήνες
του εφήμερου φθινοπώρου,

λεηλατημένη σάρκα
της γραίας Σαπφούς
παντοδύναμη καθώς
κοιμίζει αστέρια στα νερά
και νανουρίζει σύννεφα
ως ευπατρίδης θάνατος,

λίγο πριν το χαλίκι
γίνει οροσειρά στον Άθωνα
μα και το μοιρολόι της
ερωτικό έπος προκρίνει.

Λεροί κι οι ήχοι
της ηδονής λοιπόν
στο ξεχαρβαλωμένο πιάνο
από το Αϊβαλί

ως το χαίρε που λάτρεψα
αυτή τη νύχτα που όρισε
το τελευταίο σύμφωνο
ανάμεσα στα σκέλια σου.

ΙΔΡΩΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

Έπιασε ο Αύγουστος
να ξεραίνει το πέλαγος.

Καταμεσής των ιδρωμένων σκίνων,
η κολακεία των ρημάτων
για τα εδώδιμα
του Μυστικού Δείπνου.

Άχνιζε ο τόπος θυμάρι.
Σπόνδυλοι Ελληνικών ναών
κι αυτό το θέρος
κατηφόριζαν την πλαγιά
με δρασκελιές Ηνίοχου.

Τα θεόκτιστα των μηρών σου
στο λουλάκι των γλάρων λιωμένα.

Έκαιγε ο ήλιος,
αντίδωρο μίας σπάταλης ελευθερίας,
η αρμαθιά κλειδιά που άφησε
στο αυλιδάκι
της μυστικής οδοιπορίας μας.

Γελούσε δυνατά
και έφευγε για να μαζέψει
την Βασιλεία των ουρανών
σ’ ένα ποτήρι ξίδι.

«Δει γαρ το φθαρτόν τούτο
ενδύσασθαι αφθαρσίαν,
και το θνητόν τούτο
ενδύσασθαι αθανασίαν».

Ακούσαμε εκεί στα ύψη.

ΑΝΑΦΗ

της Ε.Γ.Θ

Στον ώμο ολόγυμνος
του φεγγαριού ο Αύγουστος.

Εκεί μας βρήκε η θάλασσα
στα λαξεμένα αρμυρίκια, ψηλά στα βράχια
να σπάμε τις σκιές των σύννεφων,
με δίκταμο και μέντα.
Εκεί το τέλος του καλοκαιριού μας βρήκε
να ψάχνουμε στις γειτονιές
με τις ωραίες κοιμωμένες
τις φύτρες της αγάπης μας.

Εσύ μ’ ένα κραγιόν του Βερμιγιόν
να κάνεις ένα κύκλο στα κύματα μεγάλο
μεταξύ Αμοργού και Ανάφης.

Κι εγώ στην πλάτη της Μονής
του Προφήτη, έρωτα
να ζωγραφίζω τη ζωή

με κιμωλία ποίηση.

.

ΕΥΓΕΝΙΑ (2016)

ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΣΤΑ ΙΕΡΑ ΤΟΥ ΜΕΛΑΜΠΟΔΑ

Η μεσιτεία των μπλε του Ιούδα ποιητή

Στην Ε.Κ.

Το ορατό
δεν είναι πάντα βιωμένο,
ούτε το βιωμένο
είναι πάντα ορατό,
έλεγε και ξαναέλεγε σκοντάφτοντας στις ανάσες του Εμείς
ο εραστής, κατά τον Σίγκμουντ Φρόυντ.

Μεγαλώνουμε στο μίσος του Εγώ
και φθάνουμε στο άπειρο
γρηγορότερα από τον τρομερό
βούρκο του φονικού Εμείς.

Είμαστε μόνοι στο νησί
και τελείως μόνοι στις ακτές.

Στα κυανόκρανο των παράκτιων πολυβολείων,
η θάλασσα γεμίζει πορφύρα
τα κορμιά του Διγενή
ξέμειναν χαράματα
να προσποιούνται
τους πνιγμένους,
έλεγε και ξαναέλεγε ο «κάντε» Ανδρέας Κάλβος.

0 τρόπος των ανθρώπων
πάντοτε
είναι ο ίδιος με αυτόν που ορίζουν
οι θεοί.

Μα, στους θεούς
αλλιώς το φως της γέννας
κι αλλιώς χρεώνεται η δωρεά
της πτώσης.

Ερήμωσαν οι αισθήσεις μου, του είπε ο Κ.Π. Καβάφης
κι εκείνος, με τον τρόπο του Αλιάκμονα, που βρέχει όλη την υδρόγειο,
μνημόνευσε ότι οι Άριστοι των χρόνων
που οι ημέρες έχουν ηφαίστεια
και θάλασσες με δύσκολους πλόες,
υιοθετούν αναίτια τα δόγματα των ποιητών
που ζουν απ’ τις θυσίες του φωτός
αυτοί και οι ομότεχνοί τους.

Επίγονοι λοιπόν όλοι αυτοί, οι λάτρεις,
της νύχτας των Θερμοπυλών,
στήνουν παγίδα στους αλιείς,
που ζουν απ’ το γαλάζιο
κι ας λένε
στα τραγούδια τους

πως δεν έχει αξία το νερό
χωρίς το μπλε του ουρανού
και το χρυσό της Δύσης.

Σελίδες Ημερολογίου για το κάλλος των προγόνων

Στην Τ.Μ.

Στο ιερό του Μελάμποδος
το μελαγχολικό μαύρο
των προγόνων,

ακούει πλέον τις ιαχές
των τροπαιοφόρων γενεών,

εκεί στις μοναχικές στιγμές των Μυκηνών.

Μετανάστης συνώνυμων παραδόσεων
δωρίζει στις απέραντες διαδρομές των επιγόνων
νόσους εαρινές
και ένα εφηβικό φθινόπωρο
στα χρώματα του σύμπαντος,
λίγο πριν
φορέσουν φως και πέτρα Αργολική
οι βασιλείς των Ατρειδών,
λίγο πριν αλλάξουν στο στέμμα τα κρανία.
Με μια τριχιά με βότανα,
που αντέχει τους βοριάδες,
θεσμοθετεί λώρους στις αναίτιες γέννες,
εκεί κοντά στην Αμφίπολη,
που έχουν αποικίες αμέτρητες ο ήλιος και η σελήνη,

που έχουν
καλά κρυμμένες
τις νίκες του Αλέξανδρου
ο Παρμενίωνας
και η Ρωξάνη του Οξυάρτη.

ΟΙ ΓΕΝΝΗΤΟΡΕΣ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΤΩΝ ΣΠΕΤΣΩΝ

Λαθρεμπόριο ανέμων

Στη Ν.Κατ.

Μετρώντας το μαύρο και το λευκό
εκείνων
που φίμωσαν τις ώρες της σπασμένης
γέννας
με φονικό και λησμονιά.

Αφήσαμε τη νίκη ενέχυρο στα σπίτια των προγόνων.

Άδεια πλέον
τα σπίτια αυτά
αφημένα στη δόξα
του πρώτου ωμέγα
κι έπειτα
στα όψιμα χρόνια
του άλφα.

Ακούγονται επίμονα οι ήχοι
του σαρακοφαγωμένου χρόνου
επάνω στα κεραμίδια.

Από τότε, οι άνεμοι γεννούν
ρήματα μοιχείας
στο τίποτα της στέγης
και η στέγη
στο κουράγιο του ανέμου
φυσάει
γυμνό αιώνα.

Λαθρεμπόριο ανέμων, λοιπόν,
στις αρχές του έτους,
σε όσους καρτερούν το πρωινό φως
με ρημαγμένη τη βροχή, την πρώτη
του κατακλυσμού,
κι ας είναι
στην αγορά
η θάλασσα,
το μπλε και η ομίχλη
πληθωριστικά ποιήματα
σε παλιωμένες κάμαρες
με παιδικά παιχνίδια.

Σάπιος βοριάς της Κορσικής
στην τολμηρή σιωπή
της ποίησης.

Με αυτούς και με αυτούς τους ανοίκειους
τρόπους
η γλώσσα ξεβράστηκε
σε χειροποίητα χαρτιά,
να μην τη βρει

η λήθη
της ανθολογίας
των συγγενών
που ήξεραν αδέλφια θείους
και ξαδέλφια του
πρόστυχου ανθολόγου.

Σελίδες Ημερολογίου για το κάλλος των γεννητόρων

Στον Δ.Σ.

Έτσι χαθήκαμε,
όπως η αγάπη της άνοιξης για τη Σέριφο,
που, αποφασισμένα και τολμηρά, έσβησε στους κήπους της Αντιόχειας,
μαντέμι του μεσημεριού, Φλεβάρη μήνα.

Στην Αντιόχεια, οι μοναχικοί βρίσκουν πατρίδα,
βρίσκουν σάπφειρους,
στα λιμάνια της ξενιτιάς,
πόρνες και εξόριστους αυτοκράτορες,
στα καπηλειά,
του Υπερμάχω της Βασιλεύουσας.

Στα ερείπια των ναών,
που είχαν πατρίδα με κώδικες και νόμους.
Που είχαν τοπία πυρπολημένα από δοσίλογους έρωτες,
και γεννήθηκαν αδελφοκτόνες ιαχές,
με βασιλικούς τοξότες και σταλινικούς υάκινθους,

η Μακεδονία της ψυχής μας,

έχει το τέλος που της αρμόζει,
χωρίς ολολυγμούς,
χωρίς ταφές και γιασεμιά,
χωρίς τις πομπές,
με τους ταπεινωμένους που νόμιζαν,
ότι είχαν ζήσει το όνειρο,

πού άραγε;

Μα, στις εργατικές κατοικίες της αιχμαλωσίας.

ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΣΤΑ ΙΑΜΑΤΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ ΤΗΣ ΑΙΔΗΨΟΥ
Εξωδίκως στα ορεινά της ποίησης

Β’
Με ανυπόγραφα λοιπόν κοχύλια
με εξόρισαν
πρώτα οι συγγενείς,
μετά οι αναμνήσεις
και τώρα
τα λάφυρα μικρών τουριστριών
που βιάστηκαν στη Λίνδο.

Με έναν κύκλο
απ’ αυτούς που περιγράφουν
τ’ άπειρο στις αποσκευές των πρώτων μεταναστών
της Αμερικανικής Ηπείρου
ερημώνει ο τόπος.

Μαζί και το παράπονο
για τους γενναίους ποιητές
που τόλμησαν
τις λέξεις να φιλέψουν
στίχους,
στροφές
και ήχους μακρόσυρτους.

Κι ας είναι οι χρόνοι άλαλοι
και οι γραφές για λίγους.

Τίτλοι Ιδιοκτησίας

Στην Ε.Α.

Στην κατάνυξη των λεμονανθών
ο ποιητής
μιλώντας για τους καημούς
της τρικυμίας

μνημονεύει
ότι ο εραστής είναι αμετανόητος
στους χρόνους της μύησης.

Ανακαλύπτει
τα λάθη για τα Χερουβείμ.
Πάντοτε σε επιτύμβια γλώσσα
έτος γέννησης, έτος θανάτου
κι ένα ρητό στις μουσικές
της γνώσης.
Δωρίζει στη σιωπή
τίτλους ιδιοκτησίας.

Στα γραπτά λοιπόν
της μεγάλης αλύσου
το φως κοινοποιείται
με την επαφή,
περιγράφει τις σκιές
της λατρείας,
περιγράφει πώς η κτηνωδία
της κατάνυξης
κυριεύει και το μάρμαρο.

Κτήματα απουσίας
σε χρόνους θρυμματισμένους.
Γι’ αυτήν, λοιπόν,
ψ τελευταία απαγγελία
δεν ιστόρησε ποτέ κανένας.

Καθώς στο σμάλτο αυτών
των επισκέψεων,
μόνο τα κυπαρίσσια
αλλάζουν χρώμα
μάλλον και σχήμα
και ας είναι πάντα ορθά.

ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ ΟΜΟΛΟΓΟΥΝ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΕΑΡΙΝΗ
Με τον τρόπο του ποιητή

Στα όρη του καλοκαιριού,
που οι έρωτες τυλίγονται βροχές
και αρώματα κανέλας,
αρμάτωσα Σπετσιώτικο σκαρί
για πλόες Μεσόγειους
τριγύρω στο κορμί σου.

Με τον τρόπο του γενναίου πατέρα

Αιώνιό μας ηδονή
αιώνες καρτερούσαμε
για να φανείς
στα κάτοπτρα της γέννας.

Αιώνες καρτερούσαμε
για να διαβείς
από το μηδέν στο ένα.

Εύχαρεις
λεηλατούσαμε το μπλε,
ελπίζοντας
πως, αν κάποτε τελειώσει το φως,
θα έχουμε τη θάλασσα
αντίδωρο ευγονίας
για τις φθορές
των τοκετών του έαρος

ΟΙ ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ ΣΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΘΕΙΣΗΣ ΠΟΛΕΩΣ
ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
Η ηχώ της ψυχής

Β’

Έκτοτε,
κέρασαν χρόνια δίσεκτα,
κέρασαν επιτάφιες κουστωδίες
με λευκές βιολέτες
και μελισσοκέρι σε ξύλο ανύπαρκτο.

Πέρασαν οι μάχες
των γόνιμων εγώ
και οι μητριές αγωνίες
κεντημένες στο χέρι
του τέλους.

Πέρασαν τα όρια
των επαναστάσεων
γεμάτα ανθρώπινα μέλη
και μισοφαγωμένα σεντόνια
από κορμιά με ατελή σκέλη.

Στην άκρη του τοίχου
μια χάρτινη εικόνα του Εσταυρωμένου
να ψαχουλεύει
στο νοτερό παρελθόν
της Άνοιξης
τις μνήμες του κήπου των Ελατών,
που είχε γκρίζες βροχές
και ένα στεφάνι υάκινθων
δίπλα σε μπρούντζινο βενετικό
μανουάλι
γεμάτο λευκές λαμπάδες
και άμμο με ρόδια.

Σαρακοστή Μοιχείας

Αυτήν την άνοιξη
άρχισε να σαλεύει
νωρίτερα η νύχτα.

Η είσοδος στον κήπο
ματαίωσε
τους έρωτες
στα λείψανα των πεύκων.

Πρώτα χάθηκε το αγιόκλημα.

Μετά η μάντρα με τα καρφωμένα γυαλιά
που δώριζαν τους πολλαπλασιασμούς
της σελήνης, σ’ όλα τα ακρόκλαρα του κήπου.

Ακολούθησαν οι γαζιές που έγερναν
στη λίμνη και την έβαφαν κίτρινη.

Μετά όλα μαύρα.

Τέτοιες μέρες
ο μύθος του πνιγμού ήταν περιττός,
το ίδιο και οι σκήτες του κήπου.

Απέμεινε η στάχτη του φεγγαριού
στα δέντρα
και ο Αιώνας
από τους ανθούς του νυχτολούλουδου
στο σάβανο του κήπου,
Μεγάλη Πέμπτη πριν ξημερώσει.

Αυτή την άνοιξη
άρχισε να σαλεύει
νωρίτερα η νύχτα.

Το έστρωσε για τα
καλά ο θάνατος,
καταραμένο σκυλί,
τα αχαμνά του.

Οι τρόποι της Ανάστασης
Η Μνήμη

Β’

Καλοκαιράκι ακίνητο
στους άγιους του κήπου
σκίνους.

Έντομα
με φτερά ασήκωτα
δένουν νοτιά
στα φύλλα της ακακίας

Κίτρινο της Αρόης
στο μάρμαρο του πεύκου
και οι αγράμπελες
ολόγυμνες
στα πρωινά
πελάγη κυκλώνουν τις φωλιές μικρών αποδημητικών.

Μυρτώο είναι το πρώτο
μετά το Ιόνιο
και τελευταίο
το γερασμένο Αιγαίο.

Καθώς
σε μια παλάμη μούρα,
αλλάζει τα χρώματα
του μπλε κοβαλτίου
σε πράσινο του αηδονιού
λίγο πριν ξημερώσει.

ΣΧΟΛΙΑ
Σκέψεις για τις παρουσίες

Βαθιά μεσάνυχτα
ακούω το τραίνο των τρεις και πέντε,
στην ενδοχώρα του σώματος
οι ήχοι αποκρουστικοί,
κυριεύουν το ριζικό του σκότους,
μ’ αφήνουν και πάλι άυπνο
στου Άθω τις γαζίες.

Ασκήσεις νεκρού
λίγο πριν ξημερώσει.
Τι βλάσφημη νύχτα και αυτή.

Μετρώ τους μυρωμένους χρόνους
γράφοντας και σβήνοντας πάντα
του ίδιου ποιήματος το κάλλος.

Περιγράφω, λοιπόν, το βίο
των άτιμων λέξεων
που με βασάνισαν
τότε και τώρα
με χειρονομίες
σκέψεις και άυπνες μέρες.

Περιγράφω την
αλητεία της γλώσσας,
που μου έμαθε το
Ρο της πατρίδας
να τιμώ με δάφνες
και ας ανήκει
το Φι στη φωτιά

και το Δέλτα στο όνειρο του σώματος
Μα γιατί το Άλφα είναι η
αρχή
και το Έψιλον το έλεος
του χρόνου;

Σελίδες Ημερολογίου για το κάλλος των σχολίων

Δυο κίονες
στην άκρη του κήπου,
ο ένας όρθιος
γδαρμένος από το βοριά
της εγκατάλειψης
κι ο άλλος ξαπλωμένος
με άλλου το στέρνο
και άλλου την κεφαλή.

Φάνηκε πίσω από
τα σπασμένα τζάμια
να μας παρακολουθεί γυμνός.

Εδώ γεννήθηκα
εδώ θα πεθάνω,
μου φώναξε,
κραδαίνοντας ένα
κομμάτι γυαλί.

Αγκάλιασε την όρθια κολόνα,
κομματιάστηκε μαζί της.

Γέμισε ο κήπος παπαρούνες,
τον είδα έτσι νέο
πριν φύγει για φαντάρο
τον πατέρα.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FRACTAL 23/08/2022

Ο χρόνος, η μνήμη, ο έρωτας, ο θάνατος

Ένας από τους πιο σημαντικούς άξονες στην ποιητική συλλογή του Αντώνη Σκιαθά Κατασκοπεία του χρόνου (εκδόσεις ΑΩ, 2021) είναι ο χρόνος με την ευρύτερη και στενότερη έννοια του όρου. Ο πατέρας, η μητέρα, ο συλλογικός αγώνας, η κριτική στάση, ο σαρκασμός, είναι ποιητικά μοτίβα που επανέρχονται στην ποιητική του, όπως και ο άξονας της ιστορικότητας, οι ιστορικές στιγμές ορόσημα και η δράση των ανθρώπων σε αυτές.

Η συλλογή Κατασκοπεία του χρόνου ολοκληρώνεται σε τρία επίπεδα: Χρόνος. Κατασκοπεία. Οι εμμονές, Ιστορίες για την γενέθλια πόλη. Αφετηριακή σελίδα η παιδική ηλικία και η προσπάθεια του αφηγητή να συμφιλιωθεί με τα σκοτεινά νερά της μνήμης.

Στο πρώτο επίπεδο Χρόνος η μνήμη επαναφέρει μια εκτρωματική πραγματικότητα πνιγμένων επιθυμιών. Αποκαθηλωμένες σκηνές. Ψεύδη, ενοχές, ύβρεις, φόβος, θάνατος, φθορά. Κινηματογραφική και πλαστική εικονοποιία, εξπρεσιονιστικές εικόνες που κραυγάζουν μοναξιά, διάψευση, απώλειες, ή απεικονίζουν το τερατώδες είδωλο των κοινωνικών προβλημάτων: ασθενοφόρα να ουρλιάζουν, ημίνεκρους σε αναπνευστήρες, μισότρελα παιδιά, φέρετρα, παγωνιά, κατάθλιψη. Έρημος οδύνης, στρόβιλος αποκαρδίωσης, σαρκασμού και διαμαρτυρίας. Μια δύσμορφη πραγματικότητα, με δραματική επίταση της γλώσσας και του ύφους, μια ένταση του δράματος.

Μαχαιρωμένη τρέκλιζε σ’ όλο το σπίτι η μοναξιά. Στα κλάματα των ενοίκων συναντούσε τον ρολογά που έψαχνε τις σαρκοφάγους του χρόνου. […] (Ανοσία της Αγέλης, σελ.15)

Ώρες με πυρετό βελόνα τρυπώνει τα ρούχα του χρόνου, την σαρκοβόρο διαδρομή χαρακώνει ο Ποιητής κι η Μούσα του. Φαρμάκι οι μνήμες των αυτόχειρων ταξιδιών του […] (Φορτηγά στον κήπο, σελ.18)

[…] κλειδωμένα όνειρα […] Χωρίς δικαιολογίες έψαχνε το διαμονητήριο του σκεβρωμένου χρόνου […] (Ο Ποιητής, σελ.20)

Τι σύννεφο κι αυτό; Λαιμοδέτης. Η πόρτα ανοιχτή, ο χιονιάς έφτανε μέχρι το κρεβάτι. […] Απάντησέ μας, πριν φίλοι και γείτονες έρθουν να τους διδάξεις τις λεηλασίες της ζωής που αγάπησες […] (Μονόλογος Με Ήλιο, σελ.21)

[…] Ευλόγησαν κύριε, εδώ τα σπίτια έχουν βροχές, όπως τα ποιήματα καμένες λέξεις […] (Σημεία Στίξεως, σελ.22)

Στις αμαρτίες των πυρπολημένων ερειπίων ξημερώνει σκοτάδι […] Αλλάζοντας η χιλιετία άλλαξαν και οι θεοί μέσα τους, από τότε πήραν τους δρόμους […] (Συνάντηση σε Άδεια πλατεία, σελ.23).

Διάψευση, απογοήτευση, ερείπια, απώλειες. Μοτίβα που επανέρχονται οι γονείς, όπως και ο χρόνος ως αιωνιότητα. Το ποιητικό εγώ, καθώς συμπιέζεται, σπάζει τα λογικά δεσμά της συμβατικότητας. Αφήνει να κυριαρχήσει το παράλογο, το υπερρεαλιστικό.

[…] Τον έγκλειστο ποιητή, τον ανέστιο, στο διαμέρισμα με τη βιβλιοθήκη της χλωμής ζωής, την άδεια πισίνα των λέξεων, των τηλεφωνικών καταλόγων με ονόματα νεκρών και τον απότιστο λαχανόκηπο και τ’ απλωμένα ρούχα της βεράντας στο σκοτάδι. (Ανοσία της Αγέλης, σελ.15)

Ένας κόσμος τραγικά εσωστρεφής, ελλειπτικός, που βυθίζεται στην ύλη του συλλογικού ασυνειδήτου, που ρέπει προς τα τραγικά βάθη της ψυχής και του πολιτισμού. Συνυπάρξεις λέξεων που αναιρούν τη λογική και παράγουν τερατογόνα φαινόμενα ανεπάρκειας και ματαίωσης.

Δραματικές είναι και οι ποιητικές ιστορίες του δεύτερου μέρους, Κατασκοπεία. Περιγράφουν μοναχικούς ανθρώπους πληγωμένους με ανεξίτηλα τραύματα, εικόνες σήψης και στασιμότητας, αλλά και έρωτα. Διάστικτα από αίμα και θάνατο τα ποιήματα.

«[…] Ήταν ξεβιδωμένες και άσιτες από αγάπη οι νύχτες μου. Μ’ ένα καρβέλι θάνατο μοίραζα μαζί της τον αέρα τ’ αρχοντικού. Ήταν και εκείνο το τίποτα της ψυχής, στα μικρά χωριά του καναπέ παρέα μ’ ένα σκύλο μαύρο στην άβυσσο του χρόνου σχισμένο. Πρώτα, θέρισα όλες τις πορσελάνες των ήλιων που κράταγαν οι μοίρες μας στις σκιές των δωματίων. Μετά πήρα το μαχαίρι». […] (Η Απολογία Α, σελ. 36)

Αναφορές στο Ολοκαύτωμα και τη Μικρασιατική καταστροφή, ελληνικές σκηνές γεμάτες φως και παράδοση, συμβολιστικοί και υπερρεαλιστικοί στίχοι.

Στο τρίτο μέρος, Οι εμμονές, Ιστορίες για την γενέθλια πόλη, η κατασκοπεία του προσωπικού χρόνου αφιερώνεται στους γονείς Δημήτρη και Ράμπελα. Βιωματικές αφηγήσεις που περιλαμβάνουν το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας, την πολιτική ιδεολογία του πατέρα, τις διώξεις, τα βασανιστήρια, το όραμα μιας άλλης κοινωνίας. Αναβιώνουν μια εποχή με όνειρα και πάθη, με τις ιδιοκατασκευές από τσιμεντόλιθους των Μικρασιατών προσφύγων και τα αυθαίρετα, το μπακάλικο, το καρβουνιάρικο, τους βιομηχανικούς εργάτες, την ανέχεια, τα βερεσέδια. Το σπίτι στο Περιστέρι με τον κήπο και τις τριανταφυλλιές ευωδίαζε μητρική και φιλική αγάπη. Οι αναμνήσεις από τις γιορτές και τα γλυκύσματα της μητέρας, τα παιχνίδια με τους φίλους, έχουν το στοιχείο της αναπόλησης και της νοσταλγίας.

Στη συλλογή Κατασκοπεία του χρόνου ο Αντώνης Σκιαθάς, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του χρόνου, ψηλαφεί τα τιμαλφή της μνήμης και της ζωής. Ανασκαλεύει τις περίτεχνες κορνίζες στους τοίχους και τις σερβάντες. Κατεβαίνει στα υπόγεια της μνήμης και της ψυχής. Προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το παρελθόν και να κοιτάξει αισιόδοξα το μέλλον.

[…] Στο χέρι μας, είπες, είναι η συμφιλίωση, ας λυσσομανάει έξω το άδειο του χρόνου σαρκίο, μη ζητάς εκδίκηση για τα σκοτεινά νερά της μνήμης που χάλα­σαν το σπίτι. […] (Συμφιλίωση,σελ.9)
Η δυναμική του χρόνου και της μνήμης, (ατομικής και συλλογικής), καθορίζουν την ποιητική του Σκιαθά. Αυτοαναφορές και διακειμενικότητα. Ποίηση βιωματική, με υποβόσκοντα πεσιμισμό, μια αγωνία, ένας λεπτός θρήνος γι’ αυτό που χάθηκε, μια απέχθεια για τη σήψη που έχει αρχίσει να διαβρώνει, μια διάθεση αντιπαράθεσης απέναντι στον χαλασμό, μια θλίψη από την καταλυτική επιπεδότητα της καθημερινότητας, δοσμένη με τρόπο εξομολογητικό, με τρόπο αιχμηρό, κριτικό, αυτοκριτικό, σαρκαστικό, με συγκίνηση και εικονοποιία, μια ιδιόρρυθμη γοητεία του ποιητή.

Ένας πολύχρωμος πίνακας, όπου το μαύρο δένεται με το κόκκινο του αίματος και το γαλάζιο του ελληνικού ουρανού. Η μνήμη δεν ρίχνει ευφρόσυνη ματιά στις καταστάσεις. Όμως η θεματική του χρόνου, όπως δηλώνεται στον τίτλο και γύρω από την οποία κινείται η ποιητική του Σκιαθά στη συλλογή Κατασκοπεία του χρόνου, εμπεριέχει ούτως ή άλλως την οδυνηρή σύγκρουση με τη στιγμή, προσωπική και ιστορική. Ο διάλογος με τα γεγονότα συνήθως καταλήγει δραματικός μονόλογος με ελεγειακό βηματισμό. Η τραγωδία του καταβυθισμένου στο «είναι» εαυτού προέρχεται συνήθως από την αδυναμία να αποδεχθεί το προσωπείο, από την τόλμη να αντικρίσει κατάματα τις στιγμές, στοιχείο που τον καθιστά έναν βαθιά πληγωμένο άνθρωπο, ο οποίος έχοντας επίγνωση του αδιεξόδου του, βρίσκει καταφύγιο στην κρύπτη της ποίησης.

Στην Κατασκοπεία του χρόνου, το λυρικό εγώ του Αντώνη Σκιαθά ορθώνεται σε αντίθεση με τον κόσμο των φαινομένων. Αντιπαραβάλλοντας ένα άλλο ήθος, προσδίδει έναν διδακτικό -με την έννοια του αφυπνιστικού- τόνο στα λεγόμενά του. Ο αφηγηματικός χαρακτήρας, ο εξομολογητικός τόνος, η δραματική διάθεση, οι ρητορικές ερωτήσεις, το ύφος προφορικού λόγου, η οπτική παρουσίαση των ποιημάτων, ανοίγουν έναν διάλογο επικοινωνίας με ποιητικά μοτίβα τον χρόνο και τον θάνατο, την αιωνιότητα, τον σαρκασμό, τη διαμαρτυρία.

Ο ποδηλάτης

Πάντα, μα πάντα υπάρχει μια Σταύρωση και σίγουρα μια Ανάσταση. Στο τέλος υπάρχει μια αρχή, γιατί αλλιώς τι τέλος θα ήταν. Στο σήμερα υπάρχει η βιωτή του χθες που ορίζει το αύριο στεφανωμένο, είτε με κισσό είτε με αγριελιά κι ας έχει η νύχτα μέρα και το πρωί σταυρό σε ξύλο.

Κι αυτή η άνοιξη θέλει να αγαπηθεί με γκιώνη σε κλαρί πασχαλιάς που ψάχνει για φεγγάρι. Κι αυτή η άνοιξη θέλει να αγαπηθεί με σύννεφα στις άκρες των κυπαρισσιών που κρύβουν αθρήνητα του χρόνου τη θέα.

Το ποδήλατο όμως αφημένο κάτω από τη λεμονιά στο μαρτύριο του ήλιου, ολόλευκο και η μέρα ξανά από την αρχή περιμένει τον ποδηλάτη. (σελ. 31)

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

CULTURE BOOK 16/6/2022

Τους είδε ξανά σε στρωμένο τραπέζι να φιλονικούν, όπως πάντα άλλωστε, για τις ιστορίες του μητρικού γάλακτος στις νόσους του χρόνου.

Πρησμένα τα έπιπλα απ’ το κλάμα. Οι σανίδες στο πάτωμα είχαν ανθίσει.(«Επιστροφή στο Ηρώον»)

Ο χρόνος, ιστός για την ποιητική του Αντώνη Σκιαθά, όπου η νοσταλγία, συνυφαίνεται με το ανθρώπινο μέλημα του ποιητή για τα πανανθρώπινα. Η νέα συλλογή του Αντώνη Σκιαθά, αναπαράγει τα μοτίβα που τον χαρακτηρίζουν, όπου το άσβεστο ελληνικό φως σμίγει συχνά με τον ίσκιο της μυρτιάς και οι λεμονιές ανθίζουν για να παρηγορήσουν την απώλεια. Φως, ιστορία, διακειμενικότητα και μια βαθιά πίστη στα ανθρώπινα χαρακτηρίζουν τη βιωματική ποιητική του Σκιαθά. […] «Το ποδήλατο όμως αφημένο κάτω από τη λεμονιά στο μαρτύριο του ήλιου…» («Ο ποδηλάτης»). Επίθετα, πλούσιες περιγραφές και ρεαλιστικές αναφορές οικοδομούν ένα εικονοποιητικό σύμπαν, όπου το ποιητικό υποκείμενο συνδέεται για άλλη μια φορά με τις ζωές των άλλων, καθώς αυτοπροσδιορίζεται, […] «Να διαβούν ήθελε τα κομμένα δέντρα που μύριζαν άνθρωπο».
Το ποιητικό σύμπαν του Σκιαθά στην παρούσα συλλογή διαιρείται σε τρία μέρη, καθώς η θλίψη αντιγράφει τον χρόνο, όπως αυτός διατρέχει το σώμα των ποιητικών πεζών του Σκιαθά. Στα δύο πρώτα μέρη έντονο το κοινωνικό μέλημα του ποιητή, ενώ στον λόγο του ο ρομαντισμός εμπλέκεται συχνά στα δίχτυα της νεοτερικότητας, για να καταλήξει στο τρίτο μέρος, όπου η ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου καταλήγει στην κατασκοπεία του προσωπικού του χρόνου, καθώς παλεύει εμμονικά με τη λήθη, με την επιλεκτική μανία του χρόνου. Πρόκειται για τη νεοτερικότητα που τολμά να περιγράφει υπερρεαλιστικά τη σύγχρονη πραγματικότητα, ενώ ο χρόνος κινείται παλίνδρομα.
Κοινό στοιχείο των τριών μερών της συλλογής ο χρόνος και θάνατος, με τον έρωτα πλουτίζει την βιωματική παλέτα του ποιητή. Η ανθρώπινη απώλεια συμπορεύεται με το κοινωνικό γίγνεσθαι για να συναντήσει συχνά τη σκληρή πραγματικότητα. […] «Αλήθεια είναι ότι η μοναξιά χαρτώνει τους τοίχους, με σκουριές κι απώλειες για τις μελλούμενες αναστάσεις της Πατρίδας.»
Κι έτσι κινείται αμφίδρομα και πάλλεται η ανάγκη να θρυμματιστεί η κοινωνική αδικία και η αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στη φθαρτότητα. […] «Φθαρμένα και τα βελού­δα της ηλικίας από τις συζητήσεις για την ιστορία των φύλων. Ανάμεσα σε δυο τσιγάρα και μια ζαριά άσσο τέσσερα, όλες οι δολοπλοκίες ποιητών ενδόξων και μη.»
Ο χρόνος τον απασχολεί όσο η απατηλή αίσθηση της αιωνιότητας, έτσι όπως καθρεφτίζεται ματαιόδοξα στις γραφές και ο ποιητής αναλαμβάνει την ευθύνη για τη θεματολογία και τις ίντριγκες, όταν γεννώνται για να διχάσουν τους δημιουργούς, μα και τη θεματολογία τους και τολμά να τις στηλιτεύσει. Ο έρωτας και η αέναη αντιπαλότητα των φύλων, το «Άλλο» και η λειτουργία του τον αφορά εν τη γενέσει του και σημαδεύει τις λέξεις του με διαθέσεις φιλειρηνικές. […] «Στο χέρι μας, είπες, είναι η συμφιλίωση, ας λυσσομανάει έξω το άδειο του χρόνου σαρκίο, μη ζητάς εκδίκηση για τα σκοτεινά νερά της μνήμης που χάλα­σαν το σπίτι.», γιατί η μνήμη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ποιητικού σύμπαντος του Σκιαθά. Η μνήμη είναι που διαπλέκεται μαγικά με τις ρεαλιστικές αναφορές, καθώς ξεδιπλώνονται τα σύμβολα και οι πλούσιες μεταφορές του ποιητικού του λόγου.
Καθώς ο ποιητής επισκέπτεται τον γενέθλιο τόπο οι μνήμες σημαδεύουν το ποιητικό παρόν του ποιητή κι εκείνος ξεδιπλώνει τα σύμβολά του συνειρμικά σε μια αυτόματη γραφή, διαπλέκοντας το διακείμενο με τον φόβο, την κοινωνική αδικία, τον έρωτα και κάθε ανθρώπινη αγωνία. Η θλίψη κυριαρχεί και η λήθη αποτελεί το ζητούμενο, καθώς ο ποιητής ψηλαφεί το επέκεινα. Εκεί και τα «καμιόνια» θανάτου, σε μια προσπάθεια ωραιοποίησης του λόγου να παραπέμπει σε ρεαλιστικές αναφορές […] «Ο χρόνος χυλός στο τηγάνι του τέλους. Το στρατόπεδο σπαρμένο σανίδια από πρόχειρα φέρετρα… Ο ένας δίπλα στον άλλο αμίλητοι με δανεικό τον χρόνο.», αποδίδεται ο […] ύστατος φόρος τιμής σε όσους μαρτύρησαν, στον πατέρα, στην κοινωνική αδικία με σαφείς πολιτικοκοινωνικές αιχμές. «Ο Μιχάλης που τέλεψε με τη γροθιά του κρεμασμένη στο φως.» («Αναγνώριση»)
Έτσι εμμονικά […] «Το τέλος του κόσμου είμαι εγώ ο ίδιος που όρισα κάποτε τον κόσμο ως μνήμη ζωής, ως μνήμη εικόνων για το επέκεινα. Μόνο που το επέκεινα είναι ζεύγος ερωτικό με το τώρα, που γίνεται μετά και πάλι τώρα και στη συνέχεια μετά. («Καλλιγραφία θανάτου»), ψηλαφείται το παρελθόν και το επέκεινα πάντα παρόν για να δηλώσει την απουσία ορατών και αοράτων. Πράξεις, αγαπημένοι που υπήρξαν και έχουν εκλείψει, συναισθήματα καταγράφονται στα πεζά της τρίτης ενότητας όπου, με έντονα στοιχεία αυτοαναφορικότητας, επιχειρεί εμμονικά την αναδρομή, αφού το βιωματικό στοιχείο είναι κάτι που τον χαρακτηρίζει και σε πρότερες συλλογές του. Συνοψίζοντας, ονομάζει τη δημιουργία του, «κείμενο απολογία» και είναι «τα κτερίσματα του βίου» που τον αφορούν, ο χρόνος και η σχετικότητα του, η υποκειμενικότητά του, άγνωστη συνιστώσα του βίου ενός εκάστου. Ωστόσο, ο χρόνος δεν μπορεί να παραβλέψει την επανάληψη, όπως αυτή ορίζεται με τη διαδοχή των ημερών, και η ελπίδα δηλώνει παρούσα, με το πρώτο φως της ημέρας ν’ αγγίζει ευλαβικά το επέκεινα στα πρόσωπα που πάγωσαν στον χρόνο, «…Οι φωτογραφίες στη θέση τους με τα πρόσωπα, τις στιγμές…». Και ο ποιητής παρών, με τις επιλογές του, στην ιερουργική στιγμή, όπου ο χρόνος αμείλικτος επιμένει, με «…το φως να δημιουργεί αποικίες ζωής στη σάλα.», κι εκείνον να υποδέχεται τη δική του στιγμή, σε μια προσπάθεια να ορίσει το τέλος «του δικού του κόσμου.», σε μια προσπάθεια να συνδεθεί με ένα άλλο, νέο παρόν. Να συμφιλιωθεί με τον χρόνο.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΟΓΙΑΝΝΗΣ

FRACTAL 31/8/2022

Οι ποιητικές (ηθικές και πολιτικές) αλληγορίες του Αντώνη Σκιαθά

Κατά τη διάρκεια της ενότητας «Θεατρική γραφή» στο μεταπτυχιακό της Δημιουργικής γραφής επισημαίνεται ότι «ο Χρόνος (με Χ κεφαλαίο) είναι μία πανταχού παρούσα διάσταση, για να τονιστεί η σημασία του ως δομικού στοιχείου του θεατρικού έργου. Έχει το ρόλο του αόρατου πρωταγωνιστή σε κάθε θεατρικό έργο. Κάθε έργο θα είχε δικαιωματικά το όνομά του στη σελίδα διανομής των χαρακτήρων μίας παράστασης. Ορίζει και καθορίζει την αλλαγή στη μοίρα των ηρώων. Φέρνει στο φως τη ψυχοσύνθεσή τους. Σηματοδοτεί την αλλαγή στην εξέλιξη της πλοκής».

Σε μία αντίστοιχη θεατρική πρόσληψη του ανθρώπινου βίου, ο Αντ. Σκιαθάς προβαίνει σε μία ποιητική αντίληψη του Χρόνου, εφόσον αυτό το ποιητικό μέγεθος συνιστά πλέον μία πανταχού παρούσα θεατρική διάσταση. Ενώ, δηλαδή, σε μία πρώτη ανάγνωση καλλιεργείται η αίσθηση πως ο Χρόνος μπορεί να υφίσταται, αλλά κυρίως σαν υποβόσκον μεταφορικό φαινόμενο, σε μία δεύτερη, πιο διεισδυτική θεώρηση, αναδεικνύεται σαν ο απόλυτος κυρίαρχος όλων των ποιητικών επιπέδων: αποτελεί, ειδάλλως, τον απόλυτο πρωταγωνιστή, ποιητικά αλλά και θεατρικά, αν θεωρήσουμε πως κάθε ποιητική του μονάδα αναπτύσσει παράλληλα και μία θεατρική δυναμική. Συνοψίζοντας, ο Χρόνος υφίσταται ως ο απόλυτος και πανταχού παρών πρωταγωνιστής σε κάθε μικρότερη είτε μεγαλύτερη ποιητική έμπνευση.

Το ζητούμενο, βέβαια, είναι να αναδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο ο Αντώνης Σκιαθάς διαχειρίζεται εκείνα τα ποιητικά μεγέθη, που διατρέχουν την «Κατασκοπεία του Χρόνου». Αν υπάρχει κάποιος ποιητικός κώδικας, ο οποίος αναλαμβάνει να αναδείξει στην επιφάνεια την ισορροπία σημαινόντων και σημαινομένων. Αν υπάρχουν κάποιες ποιητικές συνιστώσες, οι οποίες μπορούν να δράσουν επικουρικά στον οποιοδήποτε αναγνώστη, ώστε αυτός να ιχνηλατήσει και να αναγνώσει πληρέστερα την «Κατασκοπεία του Χρόνου». Με άλλα λόγια, ποια είναι η αφηγηματική ιδιαιτερότητα της καινούργιας συλλογής, και κυρίως πώς αναπλάθεται και κατόπιν μεθερμηνεύεται η σύγχρονη πραγματικότητα, σε συγκροτημένο ποιητικό λόγο.

Διερευνώντας, λοιπόν, ποια είναι τα ποιητικά χαρακτηριστικά της «Κατασκοπείας του Χρόνου», έχω την αίσθηση πως οι εγκάρσιες τομές του ποιητικού πια χρόνου καταλήγουν καταρχήν σε κάποια καινοφανή, θέλω να πιστεύω, πεζόμορφα ποιήματα. Όπως, επομένως, ο Γιώργος Ιωάννου είχε επινοήσει τη μοναδική φόρμα των πεζογραφημάτων, αναλόγως και ο Αντώνης Σκιαθάς έχει επινοήσει τη δική του, μοναδική, αφηγηματική φόρμα. Το ποίημα διαστέλλεται και μετουσιώνεται στο αντίστοιχο, νεωτερικό ποιητικό αφήγημα, που κυμαίνεται ανάμεσα στα όρια ενός διευρυμένου πεζογραφικού σχολίου, έως τα όρια ενός διηγήματος, μικρού είτε μεγαλύτερου. Συχνά μάλιστα ανασύροντας συνειρμικά, τα κείμενα του Επαμεινώνδα Γονατά, ο οποίος διακρίθηκε κι ως ένας «λογοτέχνης του παράδοξου». Ενδεικτικά αναφέρω τα ποιητικά πεζογραφήματα «Το σόι», «Μνήμες θηλαστικών».

Διαβάζω εν συνέχεια, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από «Το σόι». Εδώ, η έννοια του «ποιητικού αφηγήματος» οριοθετείται και τεκμηριώνεται, παραπέμποντας σε αντίστοιχα στοιχεία, από τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου και ανακαλώντας ταυτοχρόνως, κάποια στοιχεία από «τη λογοτεχνία του παραδόξου» του Επαμεινώνδα Γονατά:

«… Στο απέναντι πεζοδρόμιο οι συζητήσεις της παρέας των μικροπωλητών έντονες. Με τις καρέκλες τους στο δρόμο και τη συντροφιά μερικών μπουκαλιών μπύρας, των αναγκαίων τσιγάρων και τη μιζέρια μιας θλιμμένης παρέας [όπ. Ιωάννου] παρατηρούσαν το θέαμα στο «Κολοσσαίο» της τριμμένης ασφάλτου. [όπ. Γονατάς] Αυτός να κάνει μικρά άλματα για να σωθεί από το θάνατο και αυτοί να μιλούν για τον θάνατο στα άτιτλα της καθημερινότητάς τους. [όπ. Γονατάς] Άνεργοι, σ’ ένα ισόγειο διαμέρισμα με τα ξύλινα παράθυρα να έχουν σκεβρώσει από του χρόνου τη βία και τα παραπέτα που έκρυβαν τη θέα από τους περαστικούς, λιωμένο στην τσιγαρίλα και στο ντέρτι της ανέχειας. [όπ. Ιωάννου] Ο κότσιφας να δίνει τη δική του μάχη και αυτοί απορροφημένοι εκεί στις αναλύσεις του επιδόματος ανεργίας. [όπ. Γονατάς]

Τον πήρε στα χέρια κάνοντας τη χούφτα του φωλιά. Τα φτερά της ουράς του έλειπαν. Πρώτη φορά έβλεπε τόσο μεγάλη μύτη κολλημένη σ’ ένα τόσο μικρό κεφάλι…». [όπ. Γονατάς] (βλ. «Το σόι»).

Από εκεί και πέρα, τα κείμενα της «Κατασκοπείας του Χρόνου» αναπτύσσονται, ανάλογα με τον τρόπο που κλιμακώνονται οι φραστικοί πυρήνες κάθε πρότασης. Και με αυτή τη σκέψη, εννοώ πως οι όροι, αλλά και τα όρια κάθε πρότασης διευρύνονται και εν συνεχεία συρρικνώνονται, ακολουθώντας το κλασσικό, θεατρικό ή και κινηματογραφικό σχήμα: αρχή/ κλιμάκωση/ κορύφωση/ αποκλιμάκωση/ ολοκλήρωση. Σαν αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, αναφέρω τα ακόλουθα: «Άρχισε να τον πονά με μονολόγους/ χωρίς παρελάσεις και ένδοξες επετείους»[1] (βλ.«Μνημεία άλλων»), «Χωρίς δικαιολογίες έψαχνε/ το διαμονητήριο του σκεβρωμένου χρόνου» (βλ, «Ο ποιητής»), «Σαπίζουν οι λέξεις/ χωρίς τα σημεία στίξης» (βλ. «Σημεία στίξης»), «Σε μικρές συναντήσεις/ η πόλη άδεια μύθων» (βλ. «Συνάντηση σε άδεια πλατεία»), «Ως πότε θα κρατήσει η απαγόρευση/ να της κρατά το χέρι;» (βλ. «Παιδικές φαντασιώσεις»)…Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, οι λέξεις κλιμακώνονται, κορυφώνονται και αποκλιμακώνονται, ακολουθώντας το σχήμα μίας φραστικής φυσούνας, που ανοίγει και κλείνει.

Παράλληλα, όμως, με το προηγούμενο πρότυπο ενός φραστικού ακορντεόν, συμπλέει και ένα νοηματικό αρχέτυπο, το οποίο μετεωρίζεται ανάμεσα στις έννοιες της λογικής και του παραλόγου, συνθέτοντας μία άλλη υπέρτερη έννοια: αυτή της υπερπραγματικότητας. Υπ’ αυτήν την έννοια, θα λέγαμε πως στον οποιοδήποτε νοηματικό πυρήνα, λογικό είτε παράλογο – ακόμη κι αν πρόκειται για φράσεις, που παραπέμπουν στον υπερρεαλισμό, είτε τον ντανταϊσμό – εξακολουθεί να δεσπόζει ένας λογικός ερμηνευτικός μηχανισμός. Συνοψίζοντας, η λογική ενυπάρχει ακόμη και μέσα στο παράλογο: [«Στη βροχή του Μάρτη οι έριδες (προσδοκίες + ανθρώπινος διχασμός) έταξαν την αλήθεια της ομίχλης (αλήθεια + ψέμα) και τα ψέματα του δάσους (ψέματα + ανθρωπιστικά οράματα).

Συμπερασματικά, η συνύπαρξη του φραστικού και του νοηματικού άξονα – έτσι καθώς κλιμακώνονται και εν συνεχεία αποκλιμακώνονται – παραπέμπουν στη φιλοσοφική. κατά τον Καμύ, θεώρηση της λογοτεχνίας. Και τούτο διότι «οι -αντί- ήρωες του Καμύ, (ή αναλόγως του Σκιαθά), ζώντας με κάθε τρόπο το παράλογο, βρίσκονται σε μια συνεχή εναλλαγή αντίθετων καταστάσεων, ανάμεσα σε ευτυχία και δυστυχία, σε δράση και αδράνεια, ανάμεση σε λογική και παραλογισμό. Με αυτόν τον τρόπο, το έργο του Καμύ, (άρα, και του Σκιαθά) παρουσιάζουν τα αντιφατικά στοιχεία “ενός διάχυτου πεσιμισμού και μιας πρωτόγνωρης ελπίδας…».

Αντίστοιχα παραδείγματα ενός λογικού κόσμου που συναιρείται με έναν παράλογο κόσμο είναι τα εξής: «Παρατηρούσε το ποδοβολητό του ήλιου [Παραλ.] στο μάρμαρο της σκάλας [Λογική] » (βλ. Μονόλογος με Ήλιο = Υπερπραγματικότητα). «Μήπως ορίσουν και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του θανάτου [Παραλ.] πίνοντας φασκόμηλο με μέλι στο τραπεζάκι [Λογική] ενός τελειωμένου από ψυχές καφενείου [Παραλ.] με το φεγγάρι στα σώματα απομεινάρι [Παραλ.]» (βλ. «Συνάντηση σε Άδεια Πλατεία» = [Λογική]). «Σηκώθηκε κάθιδρος [Λογική] μες την σκουριασμένη ομίχλη [Παραλ.] σ’ ένα εφιαλτικό φονικό [Λογική]» (βλ, «Πλανόδιος φωτογράφος» = [Λογική]»). «Σκόροι, κοριοί και ψύλλοι στη χορωδία του χρόνου [Παραλ.] θ’ αναλάβουν την ιδιοκτησία [Λογική]» (βλ. «Πραματευτής» = [Λογική]). «Τα ορθόδοξα της ψυχής [Λογική] όταν ορίζουν επαναπατρισμούς σ’ αρσενικούς Επιταφίους [Παραλ.]» (βλ. «Παιδικές φαντασιώσεις» = [Λογική])… Κατά συνέπεια, σχετικές ταλαντώσεις ανάμεσα στον λογικό κόσμο και τον παράλογο διατρέχουν υποδόρια και εν τω βάθει, όλο το σώμα της «Κατασκοπείας του Χρόνου».

Ετούτη η περιδίνηση του Χρόνου, ανάμεσα στο αέναο και το εφήμερο, οδηγεί στην πλέον επώδυνη ανθρώπινη κατάσταση, που δεν είναι άλλη παρά το επιθανάτιο άγχος, ήγουν η αγωνία του θανάτου. Και αυτό το πεζογράφημα που συνοψίζει και συνάμα κλιμακώνει το άγχος του Αντώνη Σκιαθά ενώπιον του ανεπίστρεπτου τέλους συνυφαίνεται με τα ακόλουθα αποσπάσματα από την «Καλλιγραφία Θανάτου». Εδώ, το ποιητικό οξύμωρο αποκαλύπτει πως η λογοτεχνική διήγηση διαθέτει, τουλάχιστον δυνητικά, όλα εκείνα τα «όπλα» – και τονίζω τα ομορφότερα – προκειμένου να καταλήξει στην εξιστόρηση (βλ. Καλλιγραφία) της πιο επώδυνης και εναγώνιας εμπειρίας του θανάτου (αντίφαση: η όμορφη γραφή έρχεται να ξορκίσει την ασχήμια και την αγωνία του θανάτου):

«Η δέκατη πέμπτη μέρα από την έναρξη του μαζικού εγκλεισμού (μία αρχική μόλις μέρα από μία μακρά περίοδο, που χαρακτηρίστηκε σαν ένας σύγχρονος μεσαίωνας)… Ο κύκλος έχει αρχίσει και κλείνει εδώ και κάποιους μήνες (η περίοδος του μεσαίωνα βαίνει προς το τέλος του, για να αρχίσει ο φαύλος κύκλος μίας νέας εποχής)… Σε μία εποχή όπου τα πάντα ορίζονται από ξενόγλωσσο e- (η εποχή του e-shop, e-learning, e-banking, e-shop)… Έχω συμφιλιωθεί με την ανισότητα της νιότης και των γηρατειών (λανθάνουσα εποχή της νιότης και των γηρατειών)… Μα για ποιο τέλος μιλάμε όταν η αρχή είναι το τέλος και η όποια λήξη στο άχρονο του σύμπαντος ορίζει μία νέα αρχή (η ματαιότητα της χρονικής οριοθέτησης σε αρχή και τέλος)… Τολμώ να αποδεχτώ στο κορμί μου τη χαρά της φύσης που – άφιλη – περιγράφει το αιώνιο στο εφήμερο και το εφήμερο στο αιώνιο, καθώς μεταμορφώνει τον χειμώνα της όποιας ήττας σε άνοιξη της όποιας νίκης, (οι μεταφυσικές έννοιες του εφήμερου και του αιώνιου, όπως οι περίοδοι αυτές ανακλούνται και ταυτόχρονα αναιρούνται στον καθρέφτη της αιωνιότητας)…

Παρ’ όλα αυτά, οι στιγμές δεν μου επιτρέπουν ανάταση γιατί γνωρίζω για το έρεβος της ήττας που θ’ ακολουθήσει, (ο φθίνων χρόνος μπροστά έρεβος της αιωνιότητας)… Ο Τιμόθεος έφυγε για το ταξίδι το αιώνιο άκληρος, (η ζωή και ο θάνατος)… Τα χρόνια θέριεψαν και οι αντοχές του αποστρατεύθηκαν, (η αύξουσα φθορά, ενώπιον της φθίνουσας ζωής)… Έκλεισα βίαια το κιβώτιο, δε θέλω να θυμάμαι, δεν θέλω να τους ξέρω πλέον, δεν θέλω να με φέρουν πίσω, ναι, για μένα υπάρχει μόνον το τώρα και γι’ αυτό, ως στρατηγός που είμαι, επιλέγω πότε θα γίνει αυτό το τώρα, πριν, (η κατάτμηση του χρόνου σε διαφορετικές στιγμές, η εναλλαγή παρόντος/ παρελθόντος, το αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας)… Έφτασα τη στιγμή της αφοβίας, καθώς είναι τόσο μικρή η απόσταση του τώρα από το πριν, καθώς εγώ ορίζω και το τώρα και το πριν, (η ματαιότητα κατάτμησης του χρόνου στις βαθμίδες του παρελθόντος και του παρόντος)… Είναι η στιγμή που κάνεις το τελευταίο τσιγάρο, (η ματαιότητα της κατάτμησης του χρόνου σε επιμέρους στιγμές, ενώπιον του τέλους),.. Ο χρόνος στο ενεχυροδανειστήριο της δικής μου ζωής (ο χρόνος μίας ανθρώπινης ζωής ως μορφή ενεχυροδανειζόμενων προϊόντων),… Τα δευτερόλεπτα έγιναν αιώνες και οι στιγμές του βίου μου περνούν μπροστά μου σαν καρέ κινηματογραφικής ταινίας (η διόγκωση του στιγμιαίου χρόνου όπως σε μία κινηματογραφική πρόσληψη της ζωής),… Μόνο που το επέκεινα είναι ζεύγος ερωτικό με το τώρα, που γίνεται μετά και πάλι τώρα και στη συνέχεια μετά (η αέναη ανακύκλωση του χρόνου),… «βλ. Καλλιγραφία θανάτου»).

Στον επίλογό μου, προβαίνω σε μία ποιητική αναδρομή… Ο «Ουρανός» του Μανόλη Αναγνωστάκη αποτελεί ένα από τα πλέον προσφιλή, πιστεύω, ποιήματα του νέου, τότε, ποιητή. Μιλώντας, δε, για την εποχή των πολιτικών οραμάτων, καθώς και της ανεπίστρεπτης ποιητικής ηθικής – όπως επισημαίνεται από τον Δημήτρη Μαρωνίτη στο σχετικό βιβλίο «Ποιητική και Πολιτική ηθική» – ο Μανόλης Αναγνωστάκης επιμένει να γράφει:

«…Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.

Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός
Δεν περνούν από εδώ ξυλοκόποι»

Απέναντι στα αδιέξοδα της σύγχρονης εποχής, ο Αντ. Σκιαθάς προτάσσει τις ποιητικές του (ηθικές και πολιτικές) αλληγορίες. Και το πράττει, αναζητώντας καταφύγιο στα ανεπίδοτα μηνύματα της Καινής Διαθήκης, και της μεταφυσικής ενόρασης, καθώς και στα πολιτικά οράματα, που αργότερα μεταλλάχθηκαν και διαβρώθηκαν, συνεπιφέροντας παροξυσμό κοινωνικών συγκρούσεων. Διαβάζω, άρα, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ποιητικό αφήγημα «Μνημεία άλλων», γιατί έχω την αίσθηση πως το κείμενο συνομιλεί υποδορίως με τον «Ουρανό» του Μανόλη Αναγνωστάκη. Πρωτίστως όμως επειδή το απόσπασμα αποκαλύπτει την εμμονική προσήλωσή του Αντώνη Σκιαθά, σ’ ένα ανθρωπιστικό όραμα, το οποίο αμφισβητείται, σε τελική ανάλυση, αν υφίσταται πια στις ανθρώπινες καρδιές:

«Ήταν έτοιμοι να γυρίσουν πίσω. Τον τραβούσε από τα ρούχα, από τα μαλλιά. Άρχισε να τον πονά με μονολόγους χωρίς παρελάσεις και ένδοξες επετείους. Να προχωρήσουν ήθελε μπροστά εκεί που έκοβαν οι ξυλοκόποι τα σώματα του χρόνου. Να διαβούν ήθελε τα κομμένα δένδρα που μύριζαν άνθρωπο. Να περάσουν από εκεί ήθελε στην τελετή αποκαθήλωσης του ορίζοντα, που άνθρωποι με μάτια πυρακτωμένα αφάνιζαν την αρμονία των δένδρων, των ζώων, των αετών, σ’ ένα ηφαίστειο μίσους για το εγώ με πλαγιές φυτεμένες κούτσουρα και σβώλους αίμα. Ο άλλος που ανέβαιναν μαζί στο όρος Θαβώρ χάθηκε, δεν βρέθηκε ποτέ. Οι εφημερίδες έγραψαν για ένα ήρωα, αυτός πάλι θυμόταν έναν άνθρωπο στην ομίχλη να τον πονά τραβώντας τον από τα ρούχα, από τα μαλλιά. Θυμόταν έναν άνθρωπο να ουρλιάζει από φόβο στο σκοτάδι.»

[1] Οι λέξεις που επιτονίζονται περιέχουν τις λέξεις που αποκλιμακώνονται

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

PERIOU.GR 12/3/2022

Η φωνή τρεμάμενη στα ανθισμένα μαύρα της απουσίας. Ο χρόνος στις μεταμορφώσεις και στις απώλειες εξισώνει την εφηβεία με τα γηρατειά.
Άλλωστε τόσα χρόνια τα σύννεφα στα έρημα των ουρανών της κάμαρας ορίζουν την αρχή και το τέλος.

Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τον χρόνο. Μόνο να μετράει τις στιγμές που ζει κατά το πέρασμα του. Ξεκάθαροι οι στίχοι αποτυπώνουν εν μέρει το περιεχόμενο του βιβλίου μέσα από μικρά πεζά κείμενα με εμφανή την ποιητική χροιά που άλλωστε ο Αντώνης Σκιαθάς υπηρετεί την ελληνική γραμματεία με απρόσκοπτη επιτυχία.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες: Χρόνος. Κατασκοπεία. Εμμονές, ιστορίες για την γενέθλια πόλη. Μικρά και εύληπτα κείμενα σε κάθε ενότητα να θυμίζουν στο ύφος απόδοσης, τις ελεγείες του Ντουίνο, του R.M.Rilke.
Σε κάθε σελίδα του βιβλίου κι ένα ψιθύρισμα συναισθημάτων. Ένα θρόισμα ιαχών του μυαλού στις ρωγμές του χρόνου, συνθέτουν γεγονότα βιωματικά και μη που έγιναν μνήμες στο πέρασμα τους και ως ο απόλυτος λήπτης, ο ποιητής, επιδόθηκε στην ατέρμονη διαδικασία συνένωσης των λέξεων με το χρόνο και συναίσθημα. Ετούτη την έννοια του χρόνου ως εμπειρία ματαιότητας απαξιώνει τη σοβαρότητα κάθε γεγονότος καθώς στο πέρασμα του απλώνεται ένα πέπλο λήθης, γαλήνης και ακινησίας.
Μόνο η θρυμματισμένη μνήμη λειτουργεί αποσπασματικά και μπορεί ο ποιητής να αναπτύσσει τον υπαρξιακό προβληματισμό του με έντονη συναισθηματική φόρτιση που γίνεται αντιληπτή από τις λέξεις που ως ύμνοι της προσωπικής του αλήθειας να καταγράφονται με άμεσο τρόπο και ως ο παρατηρητής γεγονότων να κατασκοπεύει τον πάσχοντα άνθρωπο.

Οι καμινάδες: (στη μνήμη όσων άνθισαν στο σκοτάδι)
Με σακατεμένο το θεό των ανθρώπων άφησαν τους μπόγους με τα υπάρχοντα στις ράγες που έφταναν μέχρι τα πυρωμένα τούβλα. Ξυρισμένα τα κεφάλια τους στην αλάνα, μ’ ένα καρφί ψωμί κράταγαν τις σκιές του χρόνου στο μερτικό του θανάτου.

Πλούσια θεματολογία. Σε κάθε κείμενο, σε κάθε ιστορία που αναφέρεται προσεγγίζει με πνευματική συγκρότηση εκείνα τα σοβαρά στοιχεία που σηματοδοτούν εν γένει τη ζωή και τα αθεράπευτα τραύματα μιας περιόδου, με αρχή των πάντων τον άνθρωπο ως πρωταγωνιστή, μέσα από τα δικά του όνειρα και τις δικές του ανάγκες, μπροστά στα οποία οι συλλογικές αξίες είναι αφηρημένες και ανούσιες, καθώς με όσα βίωσε ή γνώρισε, τον οδήγησαν στην ωριμότητα του έρωτα, της αγάπης, της χαμένης αθωότητας, στο αίσθημα της μοναξιάς, στο φόβο του θανάτου.

Τα κείμενα αποπνέουν μια μελαγχολική διάθεση, μια εκφραστικά θερμή εξομολόγηση, με τρυφερή αποτύπωση των δεινών της ύπαρξης, προερχόμενη πάντα από την ματαιότητα που προβάλλει ο χρόνος.
Σε κάθε κείμενο δημιουργούνται εικόνες γνωστές σε όλους μας καθώς το αντικείμενο τους το έχουμε γνωρίσει ή ζήσει και παραλληλιζόμαστε με όσα η πένα του ποιητή έχει καταγράψει. Μνήμες και λησμοσύνη. Μοναξιά, εμμονές και ανάγκες μέσα από τον αέναο χρόνο που αδυσώπητος κυλά αδιάφορος για τα ανθρώπινα.

Τζουτζουκλέρι:
Η στριφογυριστή σκάλα ούρλιαζε, καθώς ανέβαιναν τρέχοντας. Έτριζε όλο το σπίτι όπως χτύπαγαν τα’ άρβυλα στο παριανό μάρμαρο. Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο, επίσημα ντυμένη.
Τα μάτια της στην υγρασία του θανάτου.

Κατανοώντας το ύφος του ποιητή, σημαίνει ότι από την προβολή των σκέψεών του κατανοούμε τη δική μας σκέψη, την ίδια μας την ψυχή, με τις όποιες μνήμες της, που την χάραξαν βαθιά με ανεξίτηλα σημάδια.
Οι μικρές πεζογραφικές αποτιμήσεις, τα άψογα οργανωμένα κείμενα, αφήνουν δρόμους επικοινωνίας ανοιχτούς για βαθύτερη και γνησιότερη συνάντηση με τον συγγραφέα-ποιητή, Αντώνη Σκιαθά.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 16/2/2022

Το υποκείμενο και το αντικείμενο της ενέργειας
Το ποδήλατο όμως αφημένο κάτω από τη λεμονιά στο μαρτύριο του ήλιου,
ολόλευκο και η μέρα ξανά από την αρχή περιμένει τον ποδηλάτη. («Ο ποδηλάτης»)

Η νοσταλγία που αποπνέουν οι παραπάνω στίχοι, έτσι δεμένοι με την τραγικότητα της μάταιης αναμονής, θα μπορούσαν να χαρακτηρίζουν εν συνόλω την πρόσφατη ποιητική δουλειά του Αντώνη Σκιαθά. Μια αναμέτρηση με τον χρόνο, αδυσώπητο στις αλήθειες του, που, όπως δηλώνεται από τον τίτλο της συλλογής, λειτουργεί με διττό τρόπο: από τη μια ως αντικείμενο προς παρατήρηση με τον άνθρωπο/υποκείμενο να ενθυμείται, να «κατασκοπεύει» τον χρόνο, να επιλέγει και κατόπιν να καταγράφει όσα εκλεκτά η μνήμη αποθήκευσε, και από την άλλη αυτός ο ίδιος ο χρόνος σε ρόλο υποκειμένου να αυτονομείται επιλέγοντας αυτός («κατασκοπεύοντας») τι και κατά πόσο θα παραμείνει στη μνήμη και θα αποτυπωθεί στον λόγο. Σε μία συνεκτίμηση των δύο ρόλων, ο ποιητικός λόγος επιμένει να δημιουργεί έναν καταιγισμό εικόνων, παραστάσεων και σκέψεων, που προκύπτουν και αγωνιούν να συνταχθούν με έναν ειρμό που όλο και περισσότερο διαφεύγει από τις λογικές διατεταγμένες. Δεν ξέρω, αληθινά, αν ο χρόνος προσεγγίζεται με μια ορθολογιστική διάταξη λόγου και σκέψης. Θα έλεγα πως ο τρόπος του Σκιαθά έρχεται ως υπενθύμιση μιας πραγματικότητας που η θνητή οντότητα ολοένα και περισσότερο αρνείται να δεχθεί: ο χρόνος δεν ελέγχεται, δεν δεσμεύεται, δεν ερμηνεύεται με τα ανθρώπινα λογικά, πενιχρά μέσα, καθώς υπερβαίνει τον επίδοξο αναλυτή του περικλείοντάς τον στα δικά του μέτρα – πώς να εννοήσεις αυτό που σε εμπεριέχει, πώς να αποκτήσεις την έξωθεν εποπτεία του, απαραίτητη συνθήκη ερμηνείας; Ο ποιητικός τρόπος, σε πλήρη συναίσθηση του άτοπου εγχειρήματος, αναλίσκεται σε αποτυπώσεις μνημονικές, σε τραγική αποτίμηση του παρελθόντος χρόνου. Είναι άραγε αυτό αρκετό; Οπωσδήποτε αποδεικνύεται ιαματικό, για όση δόση φαρμάκου, για όση διάρκεια μπορεί να έχει η ιαματική λειτουργία.

Σε τρία μέρη χωρίζεται η συλλογή, με τα δύο πρώτα να επιχειρούν την ερμηνεία του τίτλου, με τον χρόνο ταυτόχρονα ως υποκείμενο και ως αντικείμενο της ενέργειας, να «κατασκοπεύει» και να «κατασκοπεύετα». Εικόνες (ο Σκιαθάς αναδεικνύεται σε σημαντικό εικονοπλάστη) ανάμεσα στον ιδιωτικό βίο και στον συλλογικό, όπως αποτυπώθηκε στη μνήμη, προσωπική αλλά και ιστορική. Βιωματική ποίηση σε κάθε περίπτωση, έτσι όπως δένουν αρμονικά τα προσωπικά βιώματα με αυτά των άλλων σμιλεύοντας χρόνο τον χρόνο (ο χρόνος πάλι κυρίαρχος) τη συνείδηση. Κι εδώ εντοπίζεται ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης, καθώς δεν παύει από συλλογή σε συλλογή να συνδέει τον ιδιωτικό με τον κοινό βίο, να ενδιαφέρεται για όσα περιβάλλουν την ατομικότητα εμπλουτίζοντας την ποιητική οπτική με μια κοινωνική διάσταση.

Στο τρίτο μέρος, ο ποιητής έχει για πρωταγωνιστή τον γενέθλιο τόπο, που διεκδικεί το μερίδιο που του αναλογεί σε μνήμη. Αυτό το μέρος έρχεται να συμπληρώσει τα δύο προηγούμενα, με τις εμμονές του, όπως θέλει ο ποιητής, να αντιμάχονται την επιλεκτική μανία του χρόνου να σβήνει και να καταργεί τις μνημονικές αποτυπώσεις με όπλο την παντοδύναμη λήθη. Ο ποιητής θυμάται (προσωπική σωστική σανίδα) αλλά και θυμίζει στους άλλους (ποιητική πρόταση) πόση δύναμη ενυπάρχει στο ταπεινό υποκείμενο, αν θέλει επιτέλους να ελέγξει όσα τον καθορίζουν: Το τέλος του κόσμου είμαι εγώ ο ίδιος που όρισα κάποτε τον κόσμο ως μνήμη ζωής, ως μνήμη εικόνων για το επέκεινα. Μόνο που το επέκεινα είναι ζεύγος ερωτικό με το τώρα, που γίνεται μετά και πάλι τώρα και στη συνέχεια μετά. («Καλλιγραφία θανάτου»). Έχει άραγε σημασία εδώ να μιλήσουμε για τη ματαιότητα της προσπάθειας; Ο ποιητής με τον τρόπο του έδωσε το στίγμα μιας πορείας με τη ανθρώπινη διάσταση και την επιθυμητή αυτο-ίαση και φυσικά τη συνακόλουθη αυτο-αθώωση.

Η πολύ προσεγμένη έκδοση των ΑΩ εκδόσεων συμπληρώνεται με εικαστικές παρεμβάσεις σε εξώφυλλο και σελίδες (Σμαράγδα Παπούλια, Penny Delta) υπογραμμίζοντας με το χρώμα την ανθρώπινη δυνάμει υπερβατική υπόσταση (μια απεικόνιση ονειρική και καρναβαλίστικη στο εξώφυλλο) και στις σελίδες σε άσπρο μαύρο τη γήινη πραγματικότητα (πρόσωπο που επιχειρεί να εποπτεύσει τον κόσμο εν μέρει υποκρυπτόμενο)· μια υπόμνηση της άφευκτης εναλλαγής των πάντων.

ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

Η ΑΥΓΗ – ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ 5/3/2023

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΚΙΑΘΑΣ, Κατασκοπεία του Χρόνου, εκδόσεις ΑΩ, σελ. 82

Στο τέλος υπάρχει μια αρχή

Είναι μια αίσθηση σαν μια ζωή στην ύψιστη υπερβολή. Όταν βιώνεις τη ζωή υπερβολικά με την
ποιητική της διάσταση και τα παράγωγά της, νιώθεις ότι πρέπει να την περιγράψεις στην ύψιστη υπερβολή της, όπως αυτή διαμορφώνεται και μέσα από τη μεταφυσική καταγωγή του ανθρώπου που ζει έντονα μέσα στις αναμνήσεις και στα όνειρα, στους μύθους, τους θρύλους και τις δοξασίες, μετατρέποντας συχνά παλιές ιστορίες σε ποιητικά ημερολόγια, φτιάχνοντας μια άλλη ιστορία μέσα στην ιστορία του. Ο ποιητής αγαπά τον κόσμο έστω κι αν ο κόσμος δεν τον αγαπάει, εξελίσσεσαι σμιλεύοντας το άγαλμά του, τον χαρακτήρα, την ανθρωπιά του. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ο μικρός του προσωπικός, μυστικός θησαυρός, ό,τι κρύβει στην καρδιά του για τον κόσμο. Έτσι όπως η κάθε μέρα οφείλει να βρει την όμορφη εικόνα της ο ποιητής με το βαθύ ερευνητικό του βλέμμα βρίσκει το ποίημά του σε μια υπέρβαση κόσμου και εαυτού.
Το πνεύμα, ο μύθος, η σοφία, το υπαρξιακό θάρρος, ο ήρωας, τα τοπία της ψυχής, η ανάγκη αναδρομής και αναψηλάφησης του παρελθόντος, ανασύστασης της μνήμης και μιας προσωπικής μεταμόρφωσης συνθέτουν με δόσεις μελαγχολικές, αλλά και αισιόδοξες, τη γιορτή της ζωής που προς το τέλος της αρχίζει με την απαραίτητη αποδοχή, την τρυφεράδα και τον στοχασμό. Η βαθιά κρίση αυτογνωσίας μέσω της ποιητικής άσκησης, ξεδιπλώνει μια πλούσια γκάμα αποχρώσεων, όπως τις έχει ταξινομήσει η μνήμη σε μια αδιάσπαστη ενότητα που με τη σειρά της χωρίζεται στα τρία μέρη του βιβλίου που περιλαμβάνουν τον Χρόνο, την Κατασκοπεία και τις Εμμονές, Ιστορίες για την γενέθλια πόλη.
Ο ποιητικός λόγος του Αντώνη Σκιαθά, σαν νοητική τέχνη, διέπεται από μια δομή σκέψης που ξεκλειδώνει την ψυχή, φωτίζει σκοτεινές πτυχές, ψυχικά τοπία, πρόσωπα, τόπους απώλειας και γεγονότα, μυστήρια και κρυμμένα μυστικά της υπαρξιακής ταυτότητας του ατόμου, έτσι ώστε να βοηθηθεί ν’ ανακαλύψει ποιος πραγματικά είναι σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και την ένδοξη ιστορία της οικογένειάς του.
«Ο παππούς μου ετούτος στάθηκε ο πρώτος που μ’ έκαμε να μη θέλω να πεθάνω για να μην πεθάνουν οι πεθαμένοι μου. Από τότε πολλοί αγαπημένοι μου πέθαναν κατέβηκαν όχι στο χώμα παρά μέσα στη θύμησή μου, και ξέρω πια πως όσο ζω θα ζούνε. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο βαθιά πως οι πεθαμένοι μας δεν έχουν πεθάνει, και στις κρίσιμες στιγμές σέρνουν φωνή, πετιούνται επάνω και κάνουν κατοχή στα μάτια και στα χέρια μας και στο μυαλό μας» γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο. Στην ταιριαστή περίπτωση του Αντώνη Σκιαθά η συνειδητοποίηση του ποιητή ότι το σώμα του περιέχει όλους τους προγόνους και τις μελλοντικές γενιές απελευθερώνει ορμητικές δημιουργικές δυνάμεις που συλλέγουν και συμπληρώνουν δεξιοτεχνικά με κτερίσματα βίου, τα κομμάτια ενός παζλ -όπου αυτά λείπουν- σ’ ένα αποτέλεσμα που πέρα από τη διάσωση των στοιχείων, παρέχει και την ολοκλήρωση των πορτρέτων των προγόνων του.
Η μαθηματική επικράτεια, μια ακατάπαυστη συμμετρία, η ισορροπία ανάμεσα στα δύο άκρα, της υπερβολής και της έλλειψης, ανάμεσα στο τώρα και στο πριν, η δημιουργία της πραγματικότητας μέσα από τη δυνατότητα, οργανώνουν μια διαδικασία που αγγίζει το παρελθόν χωρίς πρόθεση βεβήλωσης και ιεροσυλίας, αλλά ενδυναμώνουν στον ποιητή την αίσθηση της αφοβίας. Ο χωροχρόνος έχει την τάση να καμπυλώνει μέσα στα ποιήματα της συλλογής ξεδιπλώνοντας τα ακροβατικά του. Ο ποιητής αντί να σβήνει τα κομμάτια του εαυτού του, τα κομμάτια του παρελθόντος, τα ανασυνθέτει, τα ανασυντάσσει, τα ανασυστήνει δημιουργικά μέσα στο χωροχρονικό πλαίσιο όπου αφού κατασκοπεύσει καλά καλά τον χρόνο του, τον ανακαλεί για ένα είδος αναμέτρησης με τη μνήμη. «Η προβιά του χρόνου ζεσταίνει τη μνήμη όπως η κλώσα τα μικρά της». Σαν επιδέξιος ωρολογοποιός ο ποιητής «ζεσταίνει τη μνήμη» κουρδίζοντας τον χρόνο και τις ημέρες του, και τα ρολόγια του παραμένουν συντονισμένα και κουρδισμένα για να μη σταματήσει ο χρόνος, για να μην παγώσει η ζωή, άλλα να συνεχίσει να κινείται και να παίζει ένα παιχνίδι σαν ζωή και μια ζωή σαν παιχνίδι, σε μια εμπειρία εμβύθισης, όπου η αντίληψη της πραγματικότητας μπορεί να γίνει πιο αληθινή από την ίδια την πραγματικότητα που τρέχει κατά πάνω του ανεξέλεγκτα κι ορμητικά αψηφώντας «το μέγεθος του μηδενός» τη «γεωμετρία των λέξεων» και «τον θάνατο που θρυμματίζεται στις στάχτες της αιωνιότητας». […] «Ο θάνατος είναι άσκηση για τη ζωή».
Η ιερή γεωμετρία της ζωής, η τάξη των πραγμάτων, το χάος των συναισθημάτων και των σκέψεων, η οδοιπορία στο μη φως, αλλά και στο δέος και στο θάμβος της ζωής, οι φωτοσκιάσεις της μοναξιάς, η επιλογή της σιωπής, όλα συντονίζονται σε μια περιστροφή: πρώτα ο χώρος και μετά το σώμα, στο τέλος μιας αρχής, στην αχρονία του χρόνου, στον εξορισμό του φόβου, στην περιγραφή του αιώνιου στο εφήμερο και του εφήμερου στο αιώνιο, ώσπου να γίνει ο ποιητής «ένα σημείο στον χώρο, άχρωμος, άφωνος, αδύναμος, αβαρής εκεί σε μια άλλη διάσταση όπου όλα αλλάζουν σχήμα».
«Το τέλος του κόσμου είμαι εγώ ο ίδιος που όρισα κάποτε τον κόσμο ως μνήμη ζωής, ως μνήμη εικόνων για το επέκεινα». […] Πάντα, μα πάντα υπάρχει μια Σταύρωση και σίγουρα μια Ανάσταση. Στο τέλος υπάρχει μια αρχή, γιατί αλλιώς τι τέλος θα ήταν».

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ

FRACTAL 14/2/2023

Αναβιώνοντας εποχές και συμφιλιώνοντας ανθρώπινα πάθη

Εκτενές και ενδιαφέρον, συνάμα, το βιογραφικό σημείωμα του Αντώνη Σκιαθά, όπως διαβάζω στο εσώφυλλο του βιβλίου ετούτου από τις άψογες, και αισθητικά, εκδόσεις ΑΩ. Αρκετές ποιητικές συλλογές και πολλαπλές μεταφράσεις του έργου του σε διάφορες γλώσσες. Άρθρα και δοκίμια, παράλληλα, σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες γύρω από τον ευαίσθητο χώρο της ποίησης, την ιστορία και την εκπαίδευση. Το συγκεκριμένο βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες που φέρουν τα ονόματα ‘Χρόνος’, ‘Κατασκοπεία’ και ‘Εμμονές, ιστορίες για την γενέθλια πόλη’. Μικρά πεζά κείμενα σε κάθε ενότητα που αφορούν το κύλισμα του χρόνου όπως αυτό αποτυπώνεται πάνω στους ανθρώπους, η νοσταλγία κάποιων ανίκανων στιγμών και η ελπίδα για κάτι άλλο, καλύτερο. Στην αρχή, άλλωστε, της συλλογής παρουσιάζεται η ‘Συμφιλίωση’ ένα εισαγωγικό θα μπορούσαμε ένα ισχυριστούμε κείμενο για όλα όσα, οσονούπω, ακολουθήσουν: «…Στο χέρι μας, είπες, είναι η συμφιλίωση, ας λυσσομανάει έξω το άδειο του χρόνου σαρκίο, μη ζητάς εκδίκηση για τα σκοτεινά νερά της μνήμης που χάλασαν το σπίτι. Στο χέρι μας, είναι η συμφιλίωση, σου είπα, σ’ ένα καφενείο της Μενάνδρου, μελετώντας τις εποχές που είχαμε κατοικία στη θάλασσα γεμάτο φρέζιες και εκατοντάδες μέτρα κάμποτο από το ραφτάδικο της εφηβείας…». Και το εισαγωγικό κείμενο περατούται με την ευχή, […Να στήσουμε μια τέντα στο ξέφωτο θέλαμε, να βρουν απάγκιο όσοι μοναχικοί έφερναν αντίλαλο κρυμμένο στα σωθικά τους και στάχτες λέξεων με «όλα τα Αν του κόσμου»}.

Στο πρώτο μέρος (Χρόνος), ο ποιητής παρατηρεί επισταμένως και καταγράφει τα όσα διαδραματίζονται γύρω του, τον χρόνο που περνάει και τι αφήνει πίσω του, την αρχή και φυσικά το τέλος κάποιων παραμέτρων, την απουσία του άλλου, και φέρνοντας απέναντι την εφηβεία με τα γηρατειά. Στο ‘Ειδήσεων Καταγραφές’, έρχονται μπροστά συναισθήματα που αφορούν «γέροντες να διαβαίνουν γέφυρες νοσοκομείων», ενώ παντού στις πόλεις «μισότρελα παιδιά σκαλίζουν τη γη και φυτεύουν γονείς», παραπέμποντας σαφώς στην ακόμα υπάρχουσα πανδημία του επικίνδυνου, και πρωτόγνωρου στην παγκόσμια ιστορία, κορονοϊού. Οι αναφορές σε αυτή συνεχίζονται και στο επόμενο ποίημα (Ανοσία της Αγέλης) με έκδηλη την ποιητική χροιά του Αντώνη Σκιαθά και τον ποιητή έγκλειστο στο «…διαμέρισμα με τη βιβλιοθήκη της χλωμής ζωής, την άδεια πισίνα των λέξεων, των τηλεφωνικών καταλόγων με ονόματα νεκρών και τον απότιστο λαχανόκηπο και τ’ απλωμένα ρούχα της βεράντας στο σκοτάδι»! Και ο συρφετός σκληρών βιωματικών γεγονότων, στιγμών που πέρασαν αφήνοντας πίσω συναισθηματικές ουλές, έρχονται τώρα στο προσκήνιο με τη δύναμη της μνήμης σε διάφορες μορφές. Από κάθε δραματική στιγμή που ανήκει στα κατάβαθα του παρελθόντος ανασταίνονται και καταγράφονται προσωπικές αφηγήσεις που αφορούν εαυτόν, αλλά και χρονικά στιγμιότυπα άλλων συνανθρώπων που στιγματίζονται ανεξίτηλα και πολυποίκιλα από κοινωνικά, ως επί το πλείστον, αίτια. Στο ίδιο, περίπου, μήκος κύματος με τα προαναφερόμενα ανήκουν και οι στίχοι του ποιήματος ‘Φορτηγά στον Κήπο’, όπου «…τα καμιόνια έφτασαν στην περιοχή της υψικαμίνου. Δεν άφησαν κανένα να κατέβει μόνο τα κασόνια έσυραν στη φωτιά, μόνο τα κασόνια»!

Τα περισσότερα κείμενα της ποιητικής συλλογής, ξεχειλίζουν από υφέρπουσα μελαγχολική διάθεση, με αισθαντική, τρυφερή και ευαίσθητη χαρτογράφηση των ανθρώπινων παθών, όπως αυτά ξετυλίγονται και απλώνονται στο πέρασμα του χρόνου. Γράφει για τα ευγενή πάθη, τα ανθρώπινα, τα ταπεινά, τα πολιτικά, τα σωματικά και τα ψυχικά. Σε κάθε κείμενο, σε κάθε ιστορία που αναδύεται «στην ακρογιαλιά της μνήμης», σκιαγραφείται και παρελαύνει η ποικιλία των ανθρώπινων παθών, όλα όσα βίωσαν κάποιοι, σε δεδομένη στιγμή του χρόνου, η απαραίτητη αγάπη, οι ανθρώπινες ελπίδες και αδυναμίες, κι’ ακόμα ο έρωτας, η απολεσθείσα αθωότητα της εφηβείας, το όνειρο για κάτι ευτυχέστερο, ο φόβος της μοναξιάς και του θανάτου, έστω κι’ αν αυτός συμβολίζει μια νέα αρχή.

Στην ‘Γεωγραφία της Σιωπής’, από την δεύτερη ενότητα, το μεταναστευτικό ή προσφυγικό, έστω, πρόβλημα, έρχεται ενώπιον θεών και ανθρώπων. Στο ‘Τζουτζουκλέρι’ όπως και σε πολλά άλλα, η Μεγάλη Ιδέα του ελληνικού έθνους, τα χαμένα οράματα και όσα κληρονόμησε στους επιβιώσαντες και στις επόμενες γενιές. Κάπως παρεμφερής αλλά ιδιότυπη και πιο προσωπική, εστιασμένη και οικογενειακή, είναι η τρίτη ενότητα της ποιητικής συλλογής που ακούει στο όνομα ‘Οι εμμονές’, με υπότιτλο ‘Ιστορίες από την γενέθλια πόλη’. Ατομικά πάθη, σειρά από οικογενειακές ταλαιπωρίες, λεπτομέρειες από πολιτικές αντεγκλήσεις, περιγράφονται με εικόνες που είχαν γνωρίσει οι παλιότερες ηλικίες σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο της πολιτικής ιστορίας της χώρας μας. Και κάπου προς το τέλος, στην ‘Καλλιγραφία Θανάτου’, ο αφηγητής ως «συλλέκτης ζωής», εκμυστηρεύεται στους αναγνώστες του: «…Τους εγκατέλειψα μια και καλή, δεν μπορούσα να μείνω άλλο στο υπόγειο, με τις ζωές των άλλων. Ανέβηκα στο χώρο της τελετής. Ήταν όλοι πάλι εκεί μέσα σε περίτεχνες κορνίζες στους τοίχους, στη σερβάντα, στα τραπεζάκια στο σαλόνι. Αυτή τη φορά κατανόησα καλά ότι ήταν αυτοί που με έφεραν πίσω και την προηγούμενη φορά».

Είναι προφανές ότι η έννοια του αδυσώπητου χρόνου έρχεται και επανέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα στην ποίηση του Αντώνη Σκιαθά, με εικόνες και περιγραφές, απεικονίσεις και εξιστορήσεις, πλημμυρισμένες από νοσταλγία, αποδοχή τετελεσμένων γεγονότων, με τη βοήθεια της ύπουλης μνήμης, ελπίδες, σκέψεις, αναμονές και οράματα. Είναι ταυτόχρονα εμφανής, η παράλληλη σύμπλευση του ατομικού στοιχείου με το συλλογικό. Η συμβολή των ΑΩ εκδόσεων, μοναδική και σε τούτη την προσπάθεια περαιτέρω γνωριμίας με έναν ποιητή που κινείται στους χώρους μας με έντονη ευαισθησία, φέροντας στο προσκήνιο μικρές ανθρώπινες στιγμές κλεμμένες από την αιωνιότητα του χρόνου.

.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ 4Χ4

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 05/05/2020

Ενδιαφέρουσες ποιητικές συναντήσεις

Σωτήρης Παστάκας (Σκιά του Άθω)
Αντώνης Σκιαθάς (Αναρριχητικά της μνήμης)
Βαγγέλης Τασιόπουλος (Τα αδέσποτα της νοητής γραμμής)
Γιώργος Χριστοδουλίδης (Ελαφρώς θλιμμένος)
εκδόσεις Πικραμένος

Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκδόσεις που συστεγάζουν κάτω από κοινό τίτλο τις συγγραφικές δημιουργίες περισσότερων δημιουργών. Περισσότερο γιατί αποδεικνύουν –πέρα από μια ευφυή συνύπαρξη– μια σεμνότητα που δύσκολα συναντάμε στις αναγνώσεις μας. Η ατομική ‘έκθεση’ του καθενός έχει οπωσδήποτε μια γοητεία, λίγο ναρκισσισμό, μια δόση επιβεβαίωσης και άλλα ακόμη υπερμεγέθη και φανταχτερά. Η συμμετοχή, όμως, σε συλλογικό έργο φέρει μέσα της πολύ πιο σημαντικά πράγματα. Ας πούμε το άγγιγμα του άλλου στη διπλανή σελίδα, το ξάφνιασμα της συνάντησης με τον απροσδόκητο σωσία της σκέψης σου, ή ακόμη τη συνειδητοποίηση ότι οι άλλοι είναι καλύτεροι άρα έχεις δρόμο ακόμη. Δεν είναι λίγο να στεγάζεις τη σκέψη σου, το δικό σου ‘κάτι’ μαζί με τους άλλους και από όλο αυτό να προκύπτει ένα σύνολο θαυμάσιο.

Αυτή είναι η περίπτωση της «Συνάντησης παντός καιρού 4Χ4» των εκδόσεων Πικραμένος που πρόσφατα κυκλοφόρησε. Τέσσερις δόκιμοι και αναγνωρισμένης αξίας ποιητές συνυπάρχουν με τέσσερις ποιητικές τους συλλογές. Ο Σωτήρης Παστάκας δημιουργεί ένα λογοπαίγνιο με τον τίτλο Σκιά του Άθω παραπέμποντας στη νήσο Σκιάθο και νοητικά ενσωματώνοντας την ερημία και την πνευματική εξύψωση της ιερής πολιτείας. Ο Αντώνης Σκιαθάς επιλέγει αναρριχώμενες μνήμες (Αναρριχητικά της μνήμης) υπογραμμίζοντας την ιδιότητα των μνημονικών καταλοίπων να ανεβαίνουν στο επίπεδο της συνείδησης κατά τη δική τους ενδεχομένως βούληση. Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος συλλέγει φαινομενικά αδέσποτα κομμάτια (Τα αδέσποτα της νοητής γραμμής), που ωστόσο συναντώνται σε μια αυτόνομη δική τους συνέχεια – όπως όλα άλλωστε τα ποιητικά πράγματα. Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης δηλώνει Ελαφρώς θλιμμένος, έτσι όπως αρμόζει στον ποιητή που έχει επίγνωση του προσωπικού άχθους ως αναγκαίας συνθήκης της γραφής – η ποιητική αποκάλυψη απαιτεί το τίμημά της.

Επιλέγω από τον κάθε ποιητή ένα ποίημα που αναδεικνύει την πρωτοτυπία της γραφής μέσα στο ιδιαίτερο ύφος του καθενός· στην ουσία ταυτόχρονα αποδεικνύει κάτι πολύ ενδιαφέρον: δεν είναι ποτέ τυχαία η συνύπαρξη των δημιουργών, καθώς υπόρρητες συνδέσεις φέρνουν στο φως απρόσμενες ομοιότητες.

Σωτήρης Παστάκας, Ημέρα ένατη, 25 Δεκεμβρίου, Σκιά του Άθω

Ύστερα φάνηκε μπροστά μου το νησί:
ασάλευτη ράχη γαϊδουριού
με κωνοφόρο τρίχωμα.
Η αίσθηση του ήλιου στον αυχένα.
Ένα κοράλλι στα μαλλιά και κόκκους
άμμου στα χείλη. Μια σύσπαση ελαφρά.
Η μόνιμη τάση στη δεξιά
βλεφαρίδα. Είδα την ιδέα για τον εαυτό μου
να συρρικνώνεται στο φυσικό περίγραμμα
ενός άνδρα που ξέβρασε η θάλασσα.
Δεν θυμάμαι ποιος μου έδωσε
το φιλί της ζωής· δυο χέρια μόνο
να με σηκώνουν. Μια αγκαλιά
χαμόκλαδα, θάμνοι ευώδεις,
αργιλώδης γη τραχεία,
πλαγιασμένος σε έναν ίσκιο
σφυρίζω τον δικό μου σκοπό
στα κρίταμα και τ’ αλμυρίκια.

Στάζων άλμην κι αφρόν
εν συνειδήσει ιχθύος.

Αντώνης Σκιαθάς, Αναρρωτήριο, Αναρριχητικά της μνήμης

Ξεκίνησα να γράφω για τον λέοντα και το κοριτσάκι.
Ένα παραμύθι για τον έρωτα στο μεγάλο τσίρκο που κάηκε
ολοσχερώς στην παραλιακή πόλη των Αχαιών.
Έκτοτε τα θηρία έγιναν κατοικίδια σε κήπους και αυλές,
οι θηριοδαμαστές έμμισθοι κηπουροί σ’ ανθώνες με σέρσεκες
και πεταλούδες μαύρες. Η μικρή έπασχε από κατάθλιψη,
ο λέοντας από την έλλειψη κοινού και ο θηριοδαμαστής από την
απώλεια της εξουσίας του.
Το δημοτικό συμβούλιο απεφάνθη για τη λειτουργία
του πρώτου αναρρωτηρίου για νοσούντες από
την έλλειψη χαράς.
Όρισε τους θεράποντες, όλοι τους πρώην ζαχαροπλάστες,
ανθοπώλες και πωλητές στα πανηγύρια ζαχαρωτών
πολύχρωμων σε ξύλα στερεωμένα.
Με ομόφωνη απόφαση των δημοτικών συμβούλων στη ριγέ
τέντα του τσίρκου, δημιουργήθηκε το πρώτο σχολείο για
αόμματους, που με τους ήχους των πτηνών, των τετράποδων
και των ψαριών μάθαιναν για τον κόσμο.

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Ο κώδικας τιμής των καπνιστών/2, Τα αδέσποτα της νοητής γραμμής

Δίνεις στον πρόσφυγα ό,τι πολύτιμο διαθέτεις – ένα τσιγάρο. Κι ύστερα χάνεσαι μες στο πολύβουο πλήθος. Είναι αγένεια πίσω να κοιτάξεις, αυτό είναι δικιά σας υποχρέωση. Αναλάβετε εσείς την ευθύνη της προστασίας των ακυρωμένων από το κύρος του έφηβου καπνιστή, αφού ο ξένος θα καπνίσει, όπως ο γηγενής, ένα ολόκληρο τσιγάρο.

Γιώργος Χριστοδουλίδης, Ανομολόγητο, Ελαφρώς θλιμμένος

Κάθε γυναίκα
έχει ένα θαμμένο μέσα της
ιδίως εκείνες
πίσω από το τιμόνι
που σε κοιτάζουν για λίγο
θλιμμένα και εξαφανίζονται
πριν ν’ ανάψει το πράσινο
που πάντα εξαφανίζονται
λίγο πριν ν’ ανάψει το πράσινο.

Δεν είναι το ύφος, η επιλογή της γλώσσας ή η θεματική που δημιουργεί μια αίσθηση συγγένειας των τεσσάρων ποιητών – άλλωστε η μέχρι τώρα συγγραφική τους κατάθεση συνηγορεί για το αντίθετο. Ωστόσο, η γραφή τους διαπνέεται από μια πρωτοτυπία, και οι τέσσερις έχουν ως κοινή επιλογή τον αιφνιδιασμό της ανάγνωσης, συνιστώντας μέσα από το απρόβλεπτο των στίχων τους μια ποιητική δημιουργία ιδιαίτερης αξίας. Ο Σωτήρης Παστάκας μεταφέρει την προσωπική του περιπέτεια υγείας (το δικό του συναπάντημα με τον θάνατο) σε ένα άλλο σώμα που βυθίζεται στην ανυπαρξία ανακαλύπτοντας το κοινό στοιχείο των δύο: τη συνείδηση ιχθύος, εκείνο το σημείο ανάμεσα στο είναι και στο μη είναι, αποκαλύπτοντας τη σχετικότητα όσων θεωρούνται εντός της ανθρώπινης νοητικής ικανότητας. Ο Αντώνης Σκιαθάς παραπλανά με το υπερρεαλιστικό του σκηνικό δημιουργώντας μια νοητή ίσως πραγματικότητα, η οποία αποδεικνύεται στην πορεία απολύτως ρεαλιστικά προσβάσιμη – με την αναγκαία προϋπόθεση της διπλής όρασης, της διττής ανάγνωσης, όχι μόνο του ποιήματος αλλά και του κόσμου που μας περιβάλλει. Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο και με ποιητικό σχολιασμό σε σύγχρονο οξύ πρόβλημα, απομονώνει μια σκηνή που θα περνούσε απαρατήρητη (όχι όμως για τον ποιητή υποδηλώνοντας πως έστω με το ελάχιστο των λέξεων, η καλή ποίηση προσφέρει μια πλήρη εικόνα της αλήθειας. Τέλος, ο Γιώργος Χριστοδουλίδης, σε ακόμη πιο ρεαλιστικό σκηνικό, ανασύρει από τα αθέατα μικρά της καθημερινότητας μια σκηνή που μιλά για πολύ περισσότερα (σκέψεις, εμπειρίες ή και τραύματα ακόμη) από όσα φαινομενικά δηλώνει.

Τέσσερις όψεις του θεατού και του αθέατου, τέσσερις εκδοχές της πραγματικότητας με όλες τις μεταμορφώσεις της και τις ενσωματώσεις της μέσα στον ποιητικό λόγο. Άλλωστε, η ποίηση έχει την εγγενή ικανότητα της πολλαπλής ερμηνείας των φαινομένων και της πολυσήμαντης απόδοσής τους με τον λόγο. Εδώ σ’ αυτή την τετραπλή συλλογή έχουμε ένα λαμπρό δείγμα των δυνατοτήτων της, με τέσσερις ποιητές που φαίνεται να απολαμβάνουν τη σύμπλευσή τους.

.

Ο ΜΟΝΟΣ ΠΙΣΤΟΣ ΕΝΟΙΚΟΣ
ΤΖΙΝΑ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ

www.oanagnostis.gr 24/3/2020

Η αιώνια διπλομοναξιά της ποίησης (της)

Η τρίγλωσση έκδοση Ο μόνος πιστός ένοικος είναι ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, καρπός της ποιητικής ιδιοφυίας του Αντώνη Δ. Σκιαθά και της αγαστής συνεργασίας και επικοινωνίας του ,κατ’ αρχάς με την εικαστικό Κατερίνα Καρούλια, η οποία φιλοτέχνησε την εικαστική περικειμενική ζώνη του βιβλίου με δεκαέξι υδατογραφίες που συνομιλούν εμπνευσμένα με τα δεκατέσσερα ποιήματα του βιβλίου, επιστρώνοντας και εμπλουτίζοντας το νοηματικό παλίμψηστο. Η συλλογή ωστόσο ολοκληρώνεται ουσιαστικά και εμπλουτίζεται περαιτέρω με τις εξαιρετικής ποιότητας, έμπνευσης και ευαισθησίας μεταφράσεις των ποιημάτων στα ισπανικά από τον Mario Dominguez Parra και στα αγγλικά από το ζεύγος των Despina L. Crist και Robert L. Crist– οι μεταφράσεις των ποιημάτων αναμφίβολα πολλαπλασιάζουν στο έπακρο την αναγνωσιμότητα καθώς και τη διεθνή ακτινοβολία της συλλογής.

Η ποίηση του Αντώνη Δ. Σκιαθά, εξακολουθητικά πηγαία και διαρκώς εξελισσόμενη, επιδεικνύει την απαρασάλευτη ωριμότητα και τη σεμνότητα με την οποία ο ποιητής επιδίδεται από την αρχή της ποιητικής του καριέρας στη διερεύνηση της ελληνικότητας και της της υπαρξιακής εμπειρίας, πατώντας γερά στην αρχαία και τη νεοελληνική ποιητική παράδοση και εμβαθύνοντας διαρκώς σε έννοιες- κλειδιά της ποιητικής κοσμοθεωρίας του , όπως ο έρωτας, η μνήμη, η νοσταλγία, ο νόστος, ο χρόνος και ο θάνατος. Η προηγούμενη ποιητική του συλλογή (Ευγενία, Πάτρα: εκδ. Πικραμένος 2016)[1], η οποία κυκλοφόρησε μετά από οκτώ χρόνια ποιητικής σιωπής, έχει ως επίκεντρο μια αλληγορική και πολυδιάστατη γυναικεία μορφή, η οποία ενσαρκώνει οραματικά την έννοια και την πεμπτουσία του ελληνισμού ανά τους αιώνες. Ο μύθος και η ιστορία, σε συνδυασμό με φαντασιακές συλλήψεις, προσωπικά ποιητικά σύμβολα και ποιητικά μετουσιωμένα βιώματα συνθέτουν ένα ευρύ και πολυσύνθετο χωροχρονικό πανόραμα: της Ελλάδας και της ιστορίας της , των ηρώων, των προσώπων και των συμβόλων εκείνων που συγκρότησαν τη φυσιογνωμία και την ταυτότητα του ελληνισμού ανά τους αιώνες. Ο ποιητής συλλαμβάνει και μετουσιώνει τα διαχρονικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού μέσα από το παλίμψηστο της ιστορικής, πολιτισμικής και θρησκευτικής παράδοσης.

Στη συλλογή Ο μόνος πιστός ένοικος ο ποιητής συνομιλεί (πιο διακριτικά και όχι τόσο άμεσα όσο στην Ευγενία) με την ελληνική πολιτισμική παράδοση, ενεργοποιώντας για άλλη μία φορά αυτήν την πρωτότυπη σύζευξη και σύνθεση όλων των εποχών και των στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού, τον Μύθο και την Ιστορία, και δημιουργώντας μέσω ενός ιδιοφυούς ποιητικού συγκρητισμού έναν χωροχρόνο με παγανιστικά, μυθολογικά, χριστιανικά και λαϊκά στοιχεία, χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στη θρησκεία, την εκκλησιαστική και τη λαϊκή παράδοση, αλλά και την ελληνική γραμματεία.

Το τοπίο, το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον της συλλογής είναι βαθιά μεσογειακό, ελληνοπρεπές και ταυτόχρονα πολυπρισματικό και πολύμορφο, με αποχρώσεις που παραπέμπουν στην ελληνική νησιωτική φύση αλλά και στο ευρύτερο μεσογειακό τοπίο. Οι πραγματολογικές αναφορές των ποιημάτων, τα τοπωνύμια (από τη Σύμη και την Αστυπαλιά έως το Αϊβαλί και τις Αζόρες) και τα ανθρωπωνύμια (από τη Σαπφώ έως τον Θεόφιλο)ενεργοποιούν ένα ευρύ φάσμα πολιτισμικών συνδηλώσεων, έτσι ώστε ο χώρος και ο χρόνος να αποκτούν μια κοσμοπολίτικη αύρα και ταυτόχρονα να καθαγιάζονται από τη σεπτή και διαιώνια παράδοση. Η νησιωτική, ως επί το πλείστον, φύση, με την ιδιαίτερη γεωφυσική της σύσταση , την αισθησιακή υλική της υπόσταση και την ενδημική χλωρίδα της, εμβαπτίζεται στη μυθολογία και την ιστορία, ή την ποίηση. Κυριαρχούν οι αναφορές σε λέξεις-σήματα (όπως η κιμωλία, η αλατόπετρα, ο ασβέστης, η συκιά ,οι απήγανοι, το θυμάρι και η φασκομηλιά, η αντηλιά, η σκουριά και τα σκαριά) που ενεργοποιούν σε συνδυασμό με τους διακριτικούς υποδόριους ρυθμούς των ποιημάτων, άμεσες μνημονικές συνάψεις με τη λυρική ποιητική παράδοση. Δημιουργείται έτσι ένα ποιητικό τόξο που εκκινεί από τον Όμηρο για να καταλήξει στον Κάλβο και τον Ελύτη. Στο ποίημα «Ιδρωμένες Μέρες» ο ποιητής καταφεύγει στην τεχνική της σχεδόν αυτούσιας παράθεσης αποσπάσματος από τον Απόστολο Παύλο:«δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο σῶμα ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α΄ Κορ. 15, 53-55), παραλείποντας πολύ εύστοχα τη λέξη «σώμα»,δηλαδή τη mot-thème, την έννοια-κλειδί, αυτό που στη θεωρία του M.Riffaterre ονομάστηκε hypogramme[2].

Έπιασε ο Αύγουστος
να ξεραίνει το πέλαγος.
Καταμεσής των ιδρωμένων σκίνων,
η κολακεία των ρημάτων
για τα εδώδιμα
του Μυστικού Δείπνου.
Άχνιζε ο τόπος θυμάρι.
Σπόνδυλοι Ελληνικών Ναών
κι αυτό το θέρος
κατηφόριζαν την πλαγιά
με δρασκελιές Ηνιόχου.
Τα θεόκτιστα των μηρών σου
στο λουλάκι των γλάρων λειωμένα.
Έκαιγε ο ήλιος.
Αντίδωρο μιας σπάταλης ελευθερίας,
η αρμαθιά κλειδιά που άφησε
στο αυλιδάκι
οδοιπορίας μυστικής.
Γελούσε δυνατά
κι έφευγε να μαζέψει
την Βασιλεία των Ουρανών,
σ’ ένα ποτήρι ξίδι.
«Δει γαρ το φθαρτόν τούτο
ενδύσασθαι αφθαρσίαν,
και το θνητόν τούτο
ενδύσασθαι αθανασίαν».
Ακούσαμε εκεί στα τρίσβαθα τα ύψη.(σ.69).

To «σώμα» ως «υπόγραμμα» επιμερίζεται στις διαφορετικές λεξιλογικές και σημασιολογικές πραγματώσεις και διακειμενικές αναφορές του ποιήματος, παραμένοντας ωστόσο άρρητο και δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια εύγλωττη απουσία. Το ποίημα προτείνεται ως κόμβος συνάντησης ετερόκλητων σημασιολογικών πεδίων και ασύμβατων πραγματικοτήτων : σώματος και πνεύματος, φυσικής και μεταφυσικής, θνητότητας και αθανασίας. Η υπέρβαση της λογικής και η αντιφατικότητα των νοηματικών συλλήψεων αποτυπώνονται ως ένα βαθμό και στον τελευταίο στίχο του ποιήματος, ο οποίος κυριαρχείται από το οξύμωρο. Η αμφισημία του «πάθους» ως ερωτικής έκστασης αλλά και ως βιωματικής εμπειρίας που οδηγεί στην εσωτερικότητα και τη μυστική ενόραση του θανάτου, καταλήγει στη διαμόρφωση ενός φαντασιακού τοπίου μέσα στο οποίο το γυναικείο σώμα εκλαμβάνεται διττά ως εμπράγματη παρουσία και ως ενορατική σύλληψη. Η γεωγραφία του ποιήματος εξίσου φυσική όσο και ψυχοσωματική δονείται από την ένταση και το πένθος του έρωτα, ενός ίμερου φαντασιακού όσο και ενσώματου, ο οποίος επιτρέπει τη μετάβαση του ποιητικού υποκειμένου σε έναν ηδονικό κόσμο όπου κυριαρχεί ο αισθησιασμός και η ιερότητα.

Η ποιητική σκηνογραφία γενικότερα στη συλλογή τροφοδοτείται και φορτίζεται από την έντονα βιωμένη, προσωπική και ευρύτερη, ποιητική μυθολογία, καθώς και από το υψηλό και ευγενές ποιητικό φρόνημα του ίδιου του ποιητή. Όπως και ολόκληρη η ποιητική παραγωγή του Αντώνη Σκιαθά, τα ποιήματα του Ο μόνος πιστός ένοικος είναι ρυθμικά και ρυθμολογημένα, με διακριτικά –ωστόσο αισθητά– ιαμβικά μέτρα και μουσικότητα που επιτυγχάνεται με τη συστηματική χρήση της παρήχησης και της συνήχησης, αλλά και όταν στο περιβάλλον του ελεύθερου και μοντέρνου στίχου ενσωματώνονται μικρές προσωδιακές φραστικές ενότητες. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται το ποίημα ως ένα συγκροτημένο οργανικό όλον, του οποίου κανένα μέρος δεν τίθεται κατά τρόπο τυχαίο και συμπτωματικό και του οποίου η μορφή και το περιεχόμενο προκύπτουν το ένα ως αναπότρεπτη συνέχεια του άλλου. Η τεχνική καθίσταται μέρος του περιεχομένου, ενώ ο στίχος, ο ήχος, η εικόνα, το συλλήβδην νόημα συμμετέχουν εξίσου στην ενεργοποίηση της αισθητικής λειτουργίας, συμβάλλοντας περαιτέρω στην αισθητική μέθεξη του αναγνώστη, θα τολμούσα να πω, στη σαγήνευση του αναγνώστη. Η μουσικότητα, ο εσωτερικός αλλά και εξωτερικός ρυθμός, η αναζήτηση (αλλά όχι η εκζήτηση) της λέξης ως αυτοδύναμης μουσικής μονάδας, συνιστούν ειδοποιά στοιχεία της ποιητικής του Αντώνη Σκιαθά. Ενδεχομένως, πολλές λέξεις επιλέγονται γιατί ασκούν ιδιαίτερη έλξη στον ποιητή ως σημαίνοντα πρωτίστως και δευτερευόντως ως σημαινόμενα. Με άλλα λόγια επιλέγει λέξεις που δημιουργούν έντονες ακουστικές εικόνες και εντυπώσεις. Για να επιτύχει το αισθητικό ιδανικό της υποβλητικής μουσικότητας σε διακριτικούς τόνους, ο ποιητής χρησιμοποιεί πολύ συχνά το υπερβατό σχήμα με έντονη διατάραξη της φυσικής συντακτικής σειράς των λέξεων, ενώ η χρήση του κόμματος στοχεύει στην επίταση της μουσικότητας ,δημιουργώντας υποβλητικές παύσεις στον στίχο. Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, «Ανθοφορίες ύπνων» ο ποιητής χρησιμοποιεί εντελώς αντισυμβατικά τον διασκελισμό (Πάντα μετά της Παναγιάς/στις ανθοφορίες των ύπνων/έρχεσαι κι εσύ ίσως υπέρ–/τιμημένη μου συνείδηση) επιτυγχάνοντας να υπηρετήσει τόσο την αμφισημία του νοήματος, όσο και την υποβλητική μαγεία του στίχου.

Ο Αντώνης Σκιαθάς ως ποιητής επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα για τη μορφή του ποιήματος και για την οργανική της ενότητα με το περιεχόμενο. Άλλωστε έχει ασχοληθεί ευδόκιμα με τα γιαπωνέζικης καταγωγής κομψοτεχνήματα των haiku, εξίσου αβρά και λεπταίσθητα όσο οι ιαπωνικές εστάμπες. Η φόρμα των ποιημάτων του είναι γενικά τιθασευμένη και ομοιόμορφη και συνταυτίζεται με τις εκφραστικές επιταγές του μοντερνιστικού λυρισμού, τις οποίες διαρκώς εξερευνά ο ποιητής.

Η ποίηση του Αντώνη Σκιαθά χαρακτηρίζεται έντονα από τη μέριμνα της «πρισματικής» έκφρασης, που είναι, σύμφωνα με τον Ελύτη, η οργάνωση του νοήματος σε «φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας, όπου ο συνδυασμός ο ηχολογικός συμπίπτει με τον νοητικό σε τέτοιο σημείο, που δεν ξέρεις τελικά εάν η γοητεία προέρχεται απ’ αυτό που λέει ο ποιητής ή από τον τρόπο που το λέει»[3].Τόσο με τα στοιχεία της μορφής, όσο και τα στοιχεία της βαθύτερης νοηματικής και συμβολικής ουσίας ο ποιητής υπερβαίνει τους κοινούς παραδοσιακούς τρόπους. Η νοηματική συμπύκνωση, η αμφισημία, η «αυτοεστίαση»[4] του νοήματος, ο ανοίκειος μεταφορικός λόγος, η τροπικότητα, η κρυπτική γλώσσα, η εικονοποιία, είναι χαρακτηριστικά της ποιητικής του που εμβαπτίζονται στην οραματική φαντασία και, ορισμένες φορές, απογειώνονται σουρεαλιστικά. Ο ποιητής χρησιμοποιεί μια εκλεπτυσμένη και υποβλητική γλώσσα που μεταστοιχειώνει την εμπειρία χρησιμοποιώντας ένα παιχνίδι νύξεων, υπαινιγμών και λειτουργικών διακειμενικών αναφορών.

Σημαντικό και ουσιαστικό μέρος του βιβλίου είναι οι πίνακες της Κατερίνας Καρούλια στους οποίους κυριαρχεί ως μοτίβο τα παραδοσιακά κεραμικά πλακίδια (μαγιόλικα), ευρύτατα διαδεδομένα στον χώρο της Μεσογείου. Διακοσμημένα με πυκνούς πλοχμούς, ελισσόμενους βλαστούς, ρόδακες, αραβουργήματα σε αποχρώσεις καφέ ώχρας, μπλε αζούρ, κοβαλτίου κ.ά., ξυπνούν μνήμες παλιών ελληνικών αρχοντικών και θυμίζουν τις περίκλειστες αυλές και τα πάτιος της Ανδαλουσίας με τα πολύχρωμα αθουλέχος. Οι πίνακες της Καρούλια προτείνονται ως πολυδιάστατοι πολιτισμικοί χώροι, που συγχέουν τα όρια του εσωτερικού και του εξωτερικού , της γης και της θάλασσας, της φύσης και του πολιτισμού, και είναι ανοιχτοί σε πολλαπλές μεταμορφώσεις. Ως περίκλειστοι κήποι ή περιβόλια, ως αυλές που προεκτείνονται στη θάλασσα ή δέχονται τα δώρα του νερού, ενσωματώνουν μια πληθώρα ετερογενών σημασιών και συμβολισμών. Είναι πάνω απ’ όλα ζωτικοί χώροι, πεδία εκδίπλωσης που αντιστοιχούν σε μια άπειρη προέκταση στον χρόνο και τον χώρο, συνθέτοντας μια πολύπλοκη φαινομενολογία. Οι πίνακες επαναλαμβάνουν λέξεις και μοτίβα των ποιημάτων, μετατρέποντας τις λέξεις σε εικόνες, πραγματώνοντας ίσως την εξίσωση «Ut hortus picturasque poesis». Ξυπνώντας μνήμες της παιδικής ηλικίας, συγκροτούν έναν χώρο παιδικής μαγείας και διακριτικού ερωτισμού, που κοσμείται με τα στοιχεία της νησιωτικής φύσης, τα σκαριά των καραβιών, τα δέντρα, τα λουλούδια. Η θάλασσα περιβάλλει μητρικά τα πάντα , ενισχύοντας την τελεσιουργία των προαιώνιων μυστηρίων της ζωής και του θανάτου. Διαβάζοντας τους πίνακες, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη τη διαδοχή τους στο βιβλίο, ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι συμπυκνώνουν τον πυρήνα της ζωής, την πορεία του ανθρώπου, τη φθορά των θνητών σωμάτων και την αναγέννησή τους. Η φύση ως γενέθλιος παράδεισος, η παιδική αθωότητα, η αφύπνιση του έρωτα, οι αναδρομές στη μνήμη και τον χλωρό παράδεισο της παιδικής ηλικίας, όπως και στο καθαγιασμένο ελληνικό τοπίο, είναι επίσης στοιχεία που κυριαρχούν στους πίνακες , δημιουργώντας διαρκώς ζώνες συνομιλίας με τα ποιήματα.

Σε ολόκληρη την ποίηση του Αντώνη Σκιαθά διαφαίνεται μια συνεπής ηθική στάση. Ο ποιητής υιοθετεί διαφορετικές περσόνες και μεταμορφώνεται .Από τον μοναχικό οδοιπόρο της ομώνυμης συλλογής του 1996 (Φαντασιώσεις ενός οδοιπόρου, εκδ. Δελφίνι) έως τον πνιγμένο φαροφύλακα και τον μόνο πιστό ένοικο της τελευταίας του συλλογής στο ποίημα «Η έμπιστος συκιά» και τον μοναχό στο «Μονοσύλλαβο ημερολόγιο», ο ποιητής λαμβάνει μορφές προσώπων που ενσαρκώνουν την ταπεινότητα, τη δημιουργική μόνωση και την αυτάρκη μοναξιά, η οποία προβάλλεται ως ηθελημένη επιλογή του ποιητικού υποκειμένου, επιλογή που γίνεται ωστόσο με μεγάλο προσωπικό κόστος. Η έμμεση παραπομπή σε μορφές ερημιτών και η αναφορά στην «τριχιά στο λαιμό» («Μονοσύλλαβο ημερολόγιο») , παραπέμπει αόριστα στο τελετουργικό της μετανοίας με ρίψη στάχτης και την περιένδυση του μετανοούντος με τρίχινο ένδυμα (σε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως στην Εσθήρ 4:1). Αυτό που κυριαρχεί είναι η διερεύνηση και απόδοση μιας υπαρξιακής κατάστασης, η οποία προβάλλεται συνήθως στη μοντέρνα ποίηση ως στοιχείο συνειδητής απόστασης του ποιητή από τον αλλοτριωμένο κόσμο και τις φθοροποιές καταστάσεις του. Η μοναξιά ως υπαρξιακή κατάσταση και ως συνειδητή μόνωση προβάλλεται ως το κυρίαρχο ποιητικό βίωμα. Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής το ποιητικό εγώ ομολογεί ότι ο λυρικός εαυτός εμβαπτίζεται εσαεί στη μοναξιά (εμφατικά τη διπλομοναξιά ) της ποίησης

στις μικρές μουσικές του φθαρτού
μα πάντα γόνιμου εγώ καθώς
και αυτό χρίζεται
μα αιώνια της ποίησης

η διπλομοναξιά (σ.93)

Η έμπιστος συκιά του ομώνυμου ποιήματος είναι μια αλληγορική μοναχική μορφή, η οποία ενσαρκώνει συνεκδοχικά την ελληνική φύση αλλά και συλλήβδην την έννοια και την πεμπτουσία του διαιώνιου ελληνισμού, ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί και προσωπείο του ίδιου του μοναχικού ποιητή, ο οποίος με ανοιχτά αλλά και βουρκωμένα τα μάτια της ψυχής του , στέκεται «χειμώνες-καλοκαίρια/ν’ ακούει γκιώνηδες και κλάματα πνιχτά»(σ.25). Άλλοτε, ταξιδεύει μέσα στην ιστορία και τον χρόνο με το σκαρί του. Στις Φαντασιώσεις ενός οδοιπόρου ήταν η φιλντισένια, στιλπνή, πολύτιμη, σωστική σχεδία της ποίησης, του Οδυσσέα και του Ομήρου:

«Ελάχιστος
με μια σχεδία φίλντισι
να ιστορήσει τόλμησε

τους στοιχειωμένους σκόπελους»[5]

Το γερό σκαρί της κιβωτού (εμφανίζεται στο πρώτο ποίημα της συλλογής) ως μεταμόρφωση και μετεξέλιξη της πρότερης φιλντισένιας σχεδίας, συνδεδεμένη με αρχετυπικά σωτηριολογικά και ανθρωπολογικά μοτίβα που ανάγονται στη μυθολογία και τον θεολογικό λόγο , είναι αυτό είναι που τον σώζει (μαζί με τον έρωτα) απέναντι στην ποικιλώνυμη βαρβαρότητα, τον ευτελισμό των αξιών,την εμπορευματοποίηση της ποίησης, και όσους πωλούν επί πιστώσει τα όνειρα.

Ακοίμητη είναι και η μέριμνα του ποιητή να σώσει τη σεπτή μνήμη των κεκοιμημένων (εδώ η πολυαγαπημένη μορφή της μάνας κυριαρχεί– βλ. και την εναγώνια επίκλησή της στο ποίημα «Υπέργηροι Δαίμονες»[6]), όσων «λιγόστεψαν τόσο παράξενα από τη ζωή μας», όσων απήλθαν ή έφυγαν, τις σκιές των προγόνων, όλα όσων δηλαδή αξίζει να υπάρχουν και να νοηματοδοτούν τη ζωή μας. Ακολουθώντας τις περίπλοκες ατραπούς της ποίησης του Αντώνη Δ. Σκιαθά θα διαπιστώσουμε ότι ο ποιητής εγκολπώνεται στοιχεία και διδάγματα από ποικίλες στιγμές της ελληνικής ιστορίας και της μυθολογίας σε μια αναζήτηση του συμπαντικού και του αιώνιου. Με αρωγούς τη μνήμη (προσωπική και φυλετική) και τον έρωτα επιχειρεί διαρκώς να τιθασεύσει το αόριστο, το αχανές, το αφηρημένο , ακόμη και αυτό που βρίσκεται επέκεινα των λέξεων.

.

ΔΩΡΑ ΜΕΝΤΗ

www.oanagnostis.gr 25/4/2019

«Η έμπιστος συκιά»

Έχει περάσει ένας χρόνος από την κυκλοφορία του πανέμνοστου αυτού βιβλίου, της τρίγλωσσης συλλεκτικής έκδοσης, που αποτελεί τη δέκατη ποιητική συλλογή του Αντώνη Δ. Σκιαθά. Κι επειδή άπαξ και κρατήσεις το βιβλίο αυτό στα χέρια σου σε κερδίζει, σε κάνει αμέσως ένοικο πλάι στην πιστή συκιά του, θα ασχοληθώ αποκλειστικά με αυτό και δεν θα ρίξω στα προηγούμενα το βλέμμα μου, στη σαραντάχρονη σχεδόν ποιητική πορεία του δημιουργού του.

Η προσοχή μου αμέσως εστιάζεται στη χλωρίδα και τα νησιά της πατρίδας μας που μέσα από νοσταλγικές πραγματικές εικόνες φτιάχνουν μία ιδιότυπη κοιτίδα, έναν παραδεισένιο βιότοπο εντός του οποίου κινούνται σχεδόν στο σύνολό τους οι ζωγραφικές μορφές που φιλοτέχνησε η Κατερίνα Καρούλια, αποδίδοντας έξοχα την εμβληματική παιδική ηλικία της ανακάλυψης του κόσμου και της πολυμορφίας της ζωής, μια εδεμική κατάσταση διαρκώς εκτεθειμένη στα αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα. Τι ταιριαστά που «ζωγραφίζουν» και οι δύο συντελεστές του βιβλίου τη ζωή με «κιμωλία ποίηση» («Ανάφη»)!, σε μια αγαστή διαδικασία διαμόρφωσης και ωρίμανσης ιδανικών μορφών και αγαπημένων που αποξηραίνονται αργά μες στους κοιτώνες («Της αγάπης»), μαζί με τη

λεβάντα, το θυμάρι, τα άγρια άνθη
του φασκόμηλου
απ’ τις ομόκεντρες
αντηλιές μας στη νήσο Σύμη.

Η αποτύπωση του ελληνοκεντρικού θέρους, «πλανόδιον πωλών επί πιστώσει θέρος» («Μονοσύλλαβο ημερολόγιο»), με τον Ηνίοχο να δρασκελά σπονδύλους αρχαίων ναών («Ιδρωμένες μέρες») συνέχει κατά κύριο λόγο την ανθρωπογεωγραφία των όντων, των ψυχών και των φυτών που αισθηματοποιούνται ολόδροσα μες στα νησιωτικά συμπλέγματα, εκεί όπου «ν’ αγαπηθούμε πέπρωται» («Της αγάπης»). Η αιγαιοπελαγίτικη αύρα του Ελύτη ανεμίζει μεσίστια και τα νησιά ουσιαστικά συναγωνίζονται μέσα από τα χρώματα του ήλιου και της θάλασσας, τα αρώματα των λουλουδιών και των καρπών τους. Από τις αντηλιές της Σύμης και τα απογεύματα της Αστυπάλαιας ως τα ακρωτήρια της Δήλου και τα κύματα μεταξύ Αμοργού και Ανάφης, ο τόπος «αχνίζει θυμάρι» («Ιδρωμένες μέρες») και εκεί μας βρίσκει η θάλασσα («Ανάφη»):

στα λαξεμένα αρμυρίκια ψηλά στα βράχια
να σπάμε τις σκιές των σύννεφων,
με δίκταμο και μέντα.

Περνώντας από τα μυρωμένα τοπία της πατρίδας το βλέμμα εξακτινώνεται και σχηματίζει νοερά μιαν Αιγηίδα, σε μια θραυσματική αναπαράσταση γενέσεως που ορίζεται από τον αρχαίο μύθο και «τους πρόωρους βίους των Αργοναυτών» («Πλανόδιος μουσικός») και απολήγει σε σύγχρονα ιστορικά και κοινωνικά τεκταινόμενα. Από τη μια μεριά η απώλεια της Ιωνίας και το μοιρολόι της Σαπφώς («Το μοιρολόι της Σαπφώς») και από την άλλη ο «δύστροπος μεσαίωνας» που μοιάζει να ξημερώνει στις μέρες μας («Ένοχοι δανεισμοί»). Ο ποιητής, «εκεί στην ωμοπλάτη του Αιγαίου», γίνεται ο διαχρονικός αφηγητής της μυστηριακής αυτής αίσθησης η οποία εμπερικλείει ποικίλες εμπειρίες από τα προσωπικά βιώματα και τις αναμνήσεις τους ως τον «μνησιπήμονα πόνο» της εθνικής και της κοινωνικής μας συνείδησης. Μοιράζεται τον βίο του Ιάσονα, ενός γιατρού από την Τασκένδη σταθερού ένοικου στο λιμανήσιο καφενείο του Αρμένη, ο οποίος στο γύρισμα του αιώνα επιμένει «με το ξύλινο κουτί να παίζει Τσαϊκόφσκυ», προσβλέποντας σε μια αθέατη αγγελοπουλική πατρίδα «σ’ αυτούς που ’χασαν την πατρίδα, / σ’ αυτούς που τη βρήκαν ξένη» («Το καφενείο του Αρμένη», Χαίρε αιώνα, 2002).

Ατομικά, εποπτεύει σε βάθος χρόνου την περιοχή από τη θέση άλλοτε του πλάνητα («Πλανόδιος μουσικός») και άλλοτε του ριζωμένου σε έναν βράχο, ενός φαροφύλακα που παρακολουθεί με αγωνία και καταγράφει τα πάθη («Ο πνιγμένος φαροφύλακας»):

Μικρός την είδε γεμάτη αίματα
να φεύγει από την Σμύρνη,
τώρα τη βρήκε ανοιχτά της Εύβοιας
να καβαλά τα γλαρονήσια,
ν’ ανθίζει από της Σκιάθου τις Κουκουναριές
στο Πήλιο να πνίγει την Βρεφοκρατούσα
στους ύμνους του Θεόφιλου.

Από τη δραστική του παρουσία στις διάφορες φάσεις και τα χρονολογικά επιστρώματα, η αφήγηση συγκρατεί κυρίως τον ερωτικό χαρακτήρα της δημιουργίας μέσα από την πάλη των φυσικών στοιχείων με τα ανθρώπινα φθαρτά δημιουργήματα τα οποία ο ποιητικός λόγος κατεξοχήν μεγαλύνει και δοξάζει («Θνητή προφητεία»):

Την ώρα της ηγεμονίας
του ασβέστη
η φήμη της ανάστασης
γέννησε ανέπαφα
το φως, το χώμα, το νερό,
τη δόξα.

Μέσα σε αυτό το σύμπαν αναδύεται κυρίαρχη η νησιωτικότητα «της ελιάς, της συκιάς και του κυπαρισιού» βγαλμένη από τον «Ήλιο τον πρώτο» και τα «Ρω του έρωτα» του Ελύτη. Πρόκειται δηλαδή για ένα παράπλευρο ελυτικό σύμπαν που αναδεικνύει έναν φωτεινό παλιό μα ξαναγεννημένο κόσμο, εκεί όπου ηδονικοί νέοι μυούνται στην αγγειοπλαστική και άλλες τέχνες για την άσκηση του βίου («Το μαύρο περιδέραιο»). Ο κόσμος αυτός υπάρχει γύρω μας, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μια εκδοχή μόνο του κοσμικού μύθου ο οποίος διέπει τα πάντα, μια θεώρηση που συντίθεται όχι μόνο με αρχαιογνωστική πρώτη ύλη και ελληνοκεντρικά γνωρίσματα αλλά και με τη βιβλική διάσταση ενός «αιμομίχτη» Θεού («Υπέργηροι δαίμονες») με πολλές αναφορές στη βιβλική παράδοση (Μαρία Μαγδαληνή, Κάιν, Άβελ, Αβραάμ, Ηρωδιάδα). Αυτός ο κόσμος, ο μικρός ο μέγας, έχει χαρακτηριστικά ασκητισμού, απέχει συνειδητά από τον σύγχρονο καταναλωτικό βίο και τείνει ενίοτε προς τη μοναχικότητα «στις ερημιές μου της αγάπης» («Πλανόδιος μουσικός»), καθώς το υποκείμενο αποστασιοποιείται από το γίγνεσθαι και συστρέφεται μέσα στο είναι, στη «διπλομοναξιά» της ποίησης («Ανθοφορίες ύπνων»).

Κοινωνικά, το υποκείμενο αναφέρεται σταθερά στο παρόν και καταγράφει την πορεία του χρόνου και της ιστορίας του πολιτισμού σαν σε κατάστιχο «θνητής προφητείας», το οποίο χρονολογείται από την εποχή του «Πανίσχυρου Προμηθέα» («Θνητή προφητεία») ενώ χαρακτηρίζεται γενικότερα από μια θεολογική αμφισβήτηση, με επίκεντρο την Παλιά που αντικαθίσταται από την «πιο Καινή Διαθήκη». Επιφορτισμένος σταθερά με τον δευτερογενή αυτόν ρόλο, να καταγράφει «ίχνη ανθρώπων» και απόγονος, αν και μακρινός, της «γκαστρωμένης δόξας του Ομήρου» («Θνητή προφητεία») ο αφηγητής μαρτυρά επιλεκτικά τα συμβαίνοντα στη γη, εποπτεύει τη θάλασσα μα ο ουρανός παραμένει «ξυράφι» για τη θνητή και φορτωμένη με ανομίες ύπαρξη («Ξυράφι ο Ουρανός»). Γι’ αυτό το λόγο η διακριτική σύνδεση με τη μορφή ενός Ιούδα που βασανίζεται όχι τόσο από μεταφυσικά όσο από σημερινά υπαρξιακά ερωτήματα αποκαλύπτει βαθύτερες αντιστοιχίες και ανασημασιοδοτεί το λογοτεχνικό πρόσωπο. Από τη μια μεριά εμπλέκεται με την «υπερτιμημένη συνείδηση» του αφηγητή («Ανθοφορίες ύπνων») και από την άλλη δεν μπορεί να βρει μια κάποια, υπαγορευμένη ή απονενοημένη, λύση («Ξυράφι ο ουρανός») μέσα στον σύγχρονο καταναλωτικό βίο:

Πόθησα ως τους αγκώνες
αυτού του σκοταδιού, ακουμπισμένους στα ερείπια
ενός μεγάλου κάστρου της Μάνης να
τ’ άστρα της Μονεμβασιάς κρύβουνε
στα νεύματα των υπερασπιστών τους

πριν στα πηγάδια πέσουν.

Διεφθαρμένοι αγροφύλακες και
οικοπεδοφάγοι πια μεσίτες
κι αυτό το βράδυ έκοβαν
τα κλαδιά της συκιάς.

Συνδεδεμένο ή μη με τον Ιούδα, η συκιά είναι το βασικό δέντρο αναφοράς, ο πιο πιστός ένοικος («Η έμπιστος συκιά») της ποιητικής συλλογής. Δέντρο με τους γλυκούς καρπούς του θέρους, βαθύσκιο ή γυμνό ανά τις εποχές δεσπόζει ανάμεσα στην πυκνή μεσογειακή βλάστηση και την ανθρωπολογική εικόνα των ποιημάτων. Αν και εδώ έχει προηγηθεί η ύστατη ελυτική «Συνταγή για τη συκιά στη Σκύρο ή στη Σίκινο» (Εκ του πλησίον, 1998), η συκιά εδώ γίνεται ένα προσωπικό σημείο: έμπιστος φύλακας του σπιτιού, στοιχειό του κήπου και των αναμνήσεων, αποθετήριο ψυχών και σωμάτων ενός αέναα επαναλαμβανόμενου κύκλου, μιας πολλά υποσχόμενης παράτασης καλοκαιριού («Η έμπιστος συκιά»):

΄Ετσι τελείωσε κι αυτό το καλοκαίρι
με κεντημένους απήγανους
μια Κυριακή απόγευμα
στην Αστυπαλιά,

σ’ ό,τι λευκό
στου ήλιου τη λαμαρίνα υπήρχε.

Ανυποψίαστοι εμείς φύγαμε
αφήσαμε όμως μια συκιά
τα ξώθυρα να ψαχουλεύει
ή να σκαρφίζεται το θέρος μαραμένο

για ξεχειμώνιασμα το μάνταλο να ψάχνει.

Την εμπιστευτήκαμε
ότι δεν θα ξεμπουντουλώσει το σπίτι.

Έτσ’ η συκιά χειμώνες-καλοκαίρια
ν’ ακούει γκιώνηδες και κλάματα πνιχτά
βράδια έμεινε

στη σάλα προς της στέρνας τη μεριά

ο μόνος πιστός ένοικος.

.

ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

tvxs.gr 7/5/2018

Ο Αντώνης Σκιαθάς πιστός ένοικος της ποίησης

Ηπαρουσία του Αντώνη Σκιαθά στα ελληνικά γράμματα κρατά τρεις δεκαετίες πια και πλέον. Ποιητής της γενιάς του ‘80 διατηρεί μία ιδιότυπη επαφή με το “ιδιωτικό όραμα” και την ενδοσκόπηση, καθώς η ποιητική του δεν περιορίζεται στον κλειστό χώρο του ιδιωτικού. Αντίθετα, ξεφεύγει από τον περιορισμό του στενά ατομικού και εισέρχεται σε έναν διάλογο με το συλλογικό μέσα από το συναίσθημα.

Χαρακτηριστική ήταν η συλλογή “Ευγενία” που αποτελούσε ένα ποιητικό ταξίδι στην ιστορική γεωγραφία του ελληνικού πολιτισμού. Διατηρεί έναν ιδιαίτερο “κοσμοπολιτισμό” στην ποιητική του ταξιδεύοντας μακριά από το ατομικό. Και σε τούτο τον ελληνοκεντρικό “κοσμοπολιτισμό” του, εικόνες γεμάτες φως αλληλεπιδρούν με το μωσαϊκό των συναισθημάτων και των αισθήσεων που αρμολογεί η στιχουργική του.

Στην ίδια κατεύθυνση και η νέα του ιδιαίτερη συλλογή «ο μόνος πιστός ένοικος» (Πικραμένος, 2017) η οποία κοιτά το ατομικό μέσα από την οπτική του κοινού. Ώριμη πια η γραφή του Σκιαθά ταξιδεύει τον ακροατή/αναγνώστη στις θαλασσινές οδούς του ελληνικού πολιτισμού μέσα από το ατομικό.

Με ένα αφηγηματικό ύφος που θεμελιώνεται στον προφορικό λόγο, εμπλουτισμένο με λίγες φροντισμένα τοποθετημένες μετωνυμίες, γοητεύει με την απλότητά του. Το εικαστικό στοιχείο της στιχουργικής του μεταφέρει τον δέκτη σε μέρη περικυκλωμένα από θάλασσα. Πλούσια χρώματα και κίνηση μέσα στην απλότητα της γραφής του προκαλούν τις αισθήσεις του ακροατή/αναγνώστη.

Μία διαρκής διαύγεια ορίζει το ποιητικό του κάδρο. Φως καλοκαιρινό (μονοσύλλαβο ημερολόγιο, η έμπιστος συκιά, πλανόδιος μουσικός, Ανάφη) και το μπλε της θάλασσας γραφιάς (πλανόδιος μουσικός, της αγάπης, το μαύρο περιδέραιο, το μοιρολόι της Σαπφούς, ο πνιγμένος φαροφύλακας) εμποτίζουν τις συνθέσεις του∙ χώροι ανοιχτοί που ισορροπούν συναισθηματικά με τον προβληματισμό του ποιητή για τη ζωή και τις δυσκολίες της τον έρωτα και τον θάνατο. Μα τούτη η αυγουστιάτικη φωταύγεια αισθητοποιεί μία αισιόδοξη πίστη του Σκιαθά στην ανθρώπινη δύναμη κόντρα στις αναποδιές της ζωής.

Δεν είναι αισιόδοξος όμως, απέχοντας από τα μελανά σημεία των καιρών. Αντίθετα, αφουγκράζεται και ενσωματώνει συνυποδηλωτικά τούτες τις ανησυχίες (μονοσύλλαβο ημερολόγιο, πλανόδιος μουσικός, ο πνιγμένος φαροφύλακας, το μοιρολόι της Σαπφούς), ορώντας τις μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Ωστόσο, διατηρεί ζωντανή την ελπίδα για τη ζωή.
Η συνειρμικότητα διαποτίζει όλες τις συνθέσεις με την ήπια και τρυφερή χρήση του μεταφορικού λόγου, της αμφισημίας και των προσωποποιήσεων. Έτσι, ο προβληματισμός για τις διαψεύσεις των ελπίδων και της ζωής αφήνει μία γλύκα από το ξάφνιασμα της ανοικείωσης. Διαμορφώνει το δικό του ψηφιδωτό συναισθημάτων και σκέψεων με επίκεντρο μία ιστορία και πολύ μπλε.

Η μοναξιά και η εγκατάλειψη (πλανόδιος μουσικός, η έμπιστος συκιά, μονοσύλλαβο ημερολόγιο, υπέργηροι δαίμονες, ο πνιγμένος φαροφύλακας) –σταθερά ποιητικά σημεία μαζί με τη θάλασσα– δεν αφήνουν αποτύπωμα μελαγχολίας. Απλά σκιάζουν το θερινό φως μετριάζοντας τον οπτιμισμό του με βάση το μέτρο. Η μουσική και η ποίηση διαποτίζουν ηχητικά το πλούσιο ποιητικό καναβάτσο του Σκιαθά (το μαύρο περιδέραιο, το μοιρολόι της Σαπφούς, ο πνιγμένος φαροφύλακας, πλανόδιος μουσικός).

Στην ποιητική του το θαλασσινό στοιχείο συναντά το θρησκευτικό (το μαύρο περιδέραιο, θνητή προφητεία, ιδρωμένες μέρες, Ανάφη) και το αρχαιοελληνικό (ένοχοι δανεισμοί, πλανόδιος μουσικός, θνητή προφητεία, το μοιρολόι της Σαπφούς) θυμίζοντας τον καταλυτικό ρόλο των θαλάσσιων αρτηριών για την ανάδυση του ελληνικού πολιτισμού, μα και των θανάτων της προσφυγιάς (πλανόδιος μουσικός, ο πνιγμένος φαροφύλακας, το μοιρολόι της Σαπφούς). Έτσι πλάι στα έτοιμα σύμβολα που αντλεί από τη θρησκευτικομυθολογική ποιητική κασέλα, αναδεικνύει τη θάλασσα σε σύμβολο ζωής και χρόνου, σε σύμβολο παθών και αναγέννησης, έρωτα και θανάτου συνάμα. Η δε συκιά μετατρέπεται σε σύμβολο αιώνιας πίστης και προστασίας κόντρα στις δυσμενείς συνθήκες και τη μοναξιά (η έμπιστος συκιά, ξυράφι ο ουρανός).

Επιλογικά, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως πρόκειται για ένα σπάνιας ποιότητας ποιητικό βιβλίο, ως υλικό αντικείμενο. Άλλωστε, η τρίγλωσση έκδοση με μεταφράσεις στα ισπανικά και τα αγγλικά, το διαχωρίζουν από τη συνήθη βιβλιοπαραγωγή. Ωστόσο, ιδιαίτερη σημασία έχει η ιδιαίτερη σύνδεση με τη ζωγραφική. Το βιβλίο έχει εμπλουτιστεί με υδατογραφίες της Κατερίνας Καρούλια.

Πίνακες γεμάτοι ζωή και ενέργεια φωτός διανθίζουν σελίδες του βιβλίου με κοινό δεσμό τους το μοτίβο του μωσαϊκού. Ένα μωσαϊκό με πολιτισμικές αναφορές και κυρίαρχο το μπλε της θάλασσας ως συνεκτικό δεσμό του πλούσιου ελληνικού πολιτισμού. Τα παιδιά αποτελούν το κυρίαρχο θέμα σε ακουαρέλες γεμάτες κίνηση, αισιοδοξία και παιδικότητα∙ μία παιδικότητα που αποτυπώνεται τόσο με τις αδρές γραμμές όσο και με την εικαστική επιρροή της νωπογραφίας και βυζαντινής τεχνοτροπίας.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

“Fractal” 28/3/2018

Διαρκής αναγέννηση

Η νέα ποιητική συλλογή του Αντώνη Σκιαθά είναι ενδιαφέρουσα είδηση έτσι κι αλλιώς. Ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για μια τρίγλωσση (ελληνικά, αγγλικά, ισπανικά) έκδοση με την εικαστική σύμπραξη της Κατερίνας Καρούλια με 16 υδατογραφίες. Την αγγλική μετάφραση υπογράφουν ο Robert L. Crist και η Despina L. Crist. Την ισπανική ο Mario Domínguez Parra. Συλλεκτική έκδοση, σε 359 αριθμημένα και υπογεγραμμένα αντίτυπα, καθώς και σε 21 επιπλέον αντίτυπα εκτός σειράς με λατινική αρίθμηση.

Κρατώντας στο χέρι την πολυτελή αυτή έκδοση, ακόμη και πριν την ανοίξω για να διαβάσω τα ποιήματα, σκέφτομαι τη λειτουργία της Τέχνης (το κεφαλαίο γράμμα σκόπιμα έτσι), τον κοινωνικό της ρόλο. Το έργο που απευθύνεται στις μεγάλες μάζες του λαού -μακάρι και να πηγάζει από τη λαϊκή δημιουργία- έθρεψε ως προοπτική το όραμα κάθε προοδευτικού στην ιδεολογία ανθρώπου, ευαίσθητου στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Δεν θα μπορούσε εύκολα, αβασάνιστα, να αγνοήσει κανείς έργα δημιουργών που ενέπνευσαν επαναστατικά κινήματα, που εμβληματικά πλέον δηλώνουν την παρουσία τους δίπλα σε πολιτικές πράξεις ή σε βίαιες ρήξεις (εδώ ένας ορισμός της επανάστασης) μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ίσως, όμως, να μας διαφεύγει μια απλή αλήθεια, την οποία κανένας από τους θιασώτες για παράδειγμα της λεγόμενης στρατευμένης τέχνης (εδώ το μικρό γράμμα πάλι σκόπιμα έτσι) δεν θα αποδεχόταν ποτέ, καθόσον θα ανέτρεπε τη βάση του ιδεολογικού του οικοδομήματος: η κάθε εποχή εγκυμονεί την καλλιτεχνική της έκφραση, τα δημιουργήματα της ευαισθησίας των καλλιτεχνών πάντα (είτε το θέλουν είτε όχι) απηχούν κάποιες από τις συνιστώσες του κοινωνικού «σώματος», φέρουν κάποια από τα μηνύματα (ίσως ακόμη ασαφή και αδιόρατα) της βούλησης των καιρών· αυτά ενσωματώνουν στο έργο τους οι καλλιτέχνες, οι δημιουργοί, οι ποιητές. Δεν χωρούν εδώ σκοπιμότητες, δεν συγχωρούνται πολιτικές προδιαγραφές και δεσμεύσεις. Αν φυσικά θέλουμε να εννοούμε την Τέχνη με κεφαλαίο το γράμμα της. Με αυτό δεν επιθυμώ να πω ότι το έργο του δημιουργού αφορά λίγους· ίσα ίσα εννοώ πως από μόνο του θα βρει τον δρόμο για τη μέγιστη και μαζική αποδοχή, αν η αξία του είναι τέτοια, αν όντως μπορεί να εκφράσει την εποχή, τη διάθεση, το όραμα ακόμη (γιατί όχι;) των αποδεκτών του. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι ο σπουδαιότερος δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας, ο «Μεγάλος ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι, γράφτηκε μέσα στη χούντα. Δεν τραγουδήθηκε στις μυστικές συνάξεις ούτε παράνομα αντιγράφηκε σε κασέτες που κυκλοφορούσαμε χέρι με χέρι. Κι όταν η μνήμη λειτουργεί σήμερα για όλα αυτά τα γεγονότα μάλλον θυμόμαστε κάτι πιο επαναστατικό. Κι όμως το νιώθαμε από τότε ότι ακούγαμε κάτι πιο πάνω από ευκαιριακά συνθήματα και πιο πέρα πολύ από στενόχωρα φορεμένες κομματικές μπροσούρες. Ο έρωτας, όπως τραγουδήθηκε από τον μεγάλο της μουσικής μας, είναι εδώ διαχρονικός και πάντα νέος, να μας καλεί σε αυθεντικούς ξεσηκωμούς. Η εποχή η ίδια μιλάει με γνήσιο λόγο σε όποιο αληθινό σκίρτημα του ανθρώπου που εκφράζεται μέσω της τέχνης. Μπορεί έτσι να χειρίζεται, για παράδειγμα, ερωτικά τον λόγο και να προκύψει πιστό αποτύπωμα της πιο επαναστατικής εποχής. Αντιθέτως μπορεί να οδηγεί «στα πιο βαθιά χασμουρητά» αποτρέποντας από την όποια δράση, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να συνεγείρει τα πλήθη με λεξιλόγιο φτηνό πολιτικά.

Μακροσκελής, ίσως η αναφορά αυτή, ωστόσο δεν έχω ξεφύγει από τη σκέψη ότι μιλώ για τον «Μόνο πιστό ένοικο», μόνο που χρειαζόμουν (ίσως μόνο εγώ;) να απολογηθώ γιατί εστιάζω σε ένα έργο, που από τη φύση της έκδοσής του λίγοι θα το αγγίξουν. Η δύναμή του είναι τέτοια που θαρρώ θα φθάσει σε περισσότερους θιασώτες της καλής ποίησης από όσοι φαίνεται να είναι οι αγοραστές του, αριθμημένοι όπως και τα λιγοστά αντίτυπα. Ας πούμε εν τέλει ότι η ποίηση έχει πάντα το πιστό της κοινό που την ακολουθεί κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες.

Ο Αντώνης Σκιαθάς, πολύπειρος στα ποιητικά πράγματα και εν σιωπή ευρισκόμενος για πολλά χρόνια, επανήλθε το 2016 με την ποιητική συλλογή «Ευγενία» για να κινητοποιήσει τη μνήμη τη συλλογική (μέσα από την προσωπική του βιωματική εκδοχή των χρονικών διαστημάτων) καταθέτοντας μια ποιητική σύνθεση που διέτρεχε τις παρελθούσες γενιές και οραματιζόταν τη μελλούμενη. Εδώ, στον «Μόνο πιστό ένοικο» η ποιητική του πρόταση εστιάζει σε στοιχεία του προσωπικού του σύμπαντος προσφέροντας και σε μας μια προνομιούχο θέα στον κόσμο της συλλογικής μας αποθηκευμένης (ίσως και ξεχασμένης;) παιδικότητας. Η έννοια αυτή εμπεριέχει όχι μόνον τα παιδικά ενθυμήματα, τις εικόνες μιας αθωότητας πλέον χαμένης· περισσότερο εδώ ο Σκιαθάς δίνει τη συνέχεια ενός κόσμου που τον (και μας) καθόρισε, σε ηλικίες που ακόμη η ελπίδα μετρούσε τα απλά της λόγια και όντως συνόψιζε εικόνες πραγματικής ζωής. Σε μια σημερινή άνευρη πραγματικότητα που της ταιριάζουν τα γκρίζα χρώματα αποτελώντας το σύνηθες ένδυμά της, έρχεται ανέλπιστα μέσα από τα ποιήματα ένα φως αιγαιοπελαγίτικο να κατακλύσει τη σκοτεινιά, έρχονται παιδικές φωνές από τα λατρεμένα παιχνίδια, αυλές με πολύχρωμα πλακάκια που φτάνουν ως τη θάλασσα, έρωτες εφηβικοί που όλα τα υπόσχονταν χωρίς να νοιάζονται για την εγγενή τους αυτοκατάργηση, ύμνοι των σωμάτων (μα, πώς αλλιώς ο έρωτας;) δέντρα εμβληματικά της εσαεί εγκατοίκησης στα σπίτια και στις μνήμες μας να υπόσχονται την αιωνιότητα μέσα από τους καρπούς τους. Η συνέχεια, η διαρκής αναγέννηση μέσα στο ανελέητο φως που απλόχερα φωτίζει αυτόν τον τόπο και δεν επιτρέπει στο σκοτάδι να επικρατήσει. Αρκεί να έχουμε τα μάτια να το αντικρίζουμε έτσι όπως ρίχνει εύγλωττες σκιές στα μάρμαρα, έτσι όπως κάνει τα διάσπαρτα εκκλησάκια να γαλανίζουν προκλητικά απέναντι στο άλλο γαλανό της φύσης. Και μεταφέροντας τα θραύσματα της συλλογική μνήμης δίνει μεγαλόθυμα τη συνέχεια της ζωής σ’ αυτό το ελάχιστο κομμάτι του κόσμου, που μεγάλωσε παρηγορητικά στους μύθους των Αργοναυτών ή του Οδυσσέα, στις υπέροχες ανθοφορίες των ύπνων του. Η ποιητική γραφή του Σκιαθά ικανότατη στην εικονοποίηση, στην αναπαράσταση του ένδον αισθήματος σε πληθωρική σκηνή ζωής, με την προσεκτική επιλογή των λέξεων να αποδίδει την ελληνική γλώσσα στα καλύτερά της.

Παραθέτω εδώ κάποια δείγματα αυτής της έξοχης γραφής:

[…]

Τι νύχτα και αυτή;
Πόσο δειλή, να θέλει
τραγούδια να ακούσει
ξενιτεμένων Τρώων.

Άσματα ποιων λυράρηδων
για τις απάτες των νερών
στους πλόες της αστροφεγγιάς.
εκεί, στην ωμοπλάτη του Αιγαίου.

[…]

Οι μοίρες μας, αλίμονο
τα συμφωνήσανε πολλά.
Εμείς όμως
δίχως υπογραφές
χωρίς συμβόλαια και συμβολαιογράφους,
ν’ αγαπηθούμε πέπρωται.

[…]

Μικρός την είδε γεμάτη αίματα
να φεύγει από την Σμύρνη,
τώρα τη βρήκε ανοιχτά της Εύβοιας
να καβαλά τα γλαρονήσια,
ν’ ανθίζει από της Σκιάθου τις Κουκουναριές,
στο Πήλιο να πνίγει την Βρεφοκρατούσα
στους ύμνους του Θεόφιλου.

[…]

Νέοι έμαθαν στις νήσους άσωτοι ηδονών
να πλάθουνε σταμνί την άμμο
το σταμνί να ντύνουν πέτρα,
την πέτρα ν’ ανάβουνε κερί,
τα μεσημέρια -φευ!- των ηφαιστείων
όπου αρραβώνιαζε
ο ήλιος το νερό στη λάβα του πελάγους.

Η έκδοση είναι τρίγλωσση, με τα ποιήματα να μεταφέρονται σε δύο ακόμη γλώσσες, την αγγλική και την ισπανική. Πανάξιοι οι μεταφραστές της ποίησης του Σκιαθά, ο Robert L. Crist και η Despina L. Crist για τα αγγλικα, ο Mario Domínguez Parra για τα ισπανικά. Άλλο μεγάλο θέμα εδώ η μετάφραση/απόδοση της ποίησης. Γνωστό ότι δεν αρκεί η άριστη γνώση της ξένης γλώσσας, γιατί το νέο κείμενο (όντως για νέο κείμενο πρόκειται) πρέπει να αναπνέει σωστά μετρώντας τις ανάσες του στη νέα γλώσσα, να ακολουθεί τους ρυθμούς της. Να ρέει, να ακούγεται, να επικοινωνεί. Η πείρα των μεταφραστών εδώ εγγυάται την ποιητικότητα των μεταφρασμένων.

Ταυτόχρονα, συμπορεύονται με τα ποιήματα 16 υδατογραφίες της εικαστικού Κατερίνας Καρούλια με θεματική συνάφεια και μεταξύ τους αλλά και με τα ποιήματα, τα οποία ιδιότυπα προλογίζουν. 14 υδατογραφίες πριν από καθένα από τα 14 ποιήματα της συλλογής, μία υδατογραφία προλογικά και μία στο εξώφυλλο. Στο όλον πρόκειται για μια ποιητική αλλά και εικαστική πρόταση (εύγε στις εκδόσεις Πικραμένος για το άρτιον της συνολικής εικόνας του βιβλίου) που μπορεί να απευθύνεται αυστηρά στους ολίγους που θα αποκτήσουν ένα από τα αριθμημένα και υπογεγραμμένα αντίτυπα, ωστόσο η δυναμική της έκδοσης είναι πολύ μεγαλύτερη. Άλλωστε τα σημαντικά δημιουργήματα τα Τέχνης βρίσκουν τον δρόμο τους σε κάθε περίπτωση.

.

ΜΙΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

diastixo.gr 16/3/2018

O Αντώνης Δ. Σκιαθάς έρχεται ξανά στο λογοτεχνικό προσκήνιο με ένα βιβλίο-κόσμημα. Πρόκειται για το Ο μόνος πιστός ένοικος των πατρινών εκδόσεων Πικραμένος, μια τρίγλωσση ποιητική συλλογή που η ποιότητα των γραπτών της συμπορεύεται με τη μοναδικότητα των υδατογραφιών της Κατερίνας Καρκούλια και μια εξαιρετικά καλαίσθητη εκδοτική προσπάθεια, 14 ποιημάτων, 102 σελίδων ορθογώνιου σχήματος, διαστάσεων 20×32.

Προηγείται πάντα μια υδατογραφία εμπνευσμένη αποκλειστικά από τα ποιήματα της συλλογής αλλά και από πλακάκια παλιάς μονοκατοικίας των Πατρών, που δεν υπάρχει πια. Τα ξεχωριστής αισθητικής πλακάκια χρησιμοποιούνται πλέον σε άλλα αντικείμενα χρηστικής λειτουργίας και διάγουν μια δεύτερη πορεία ζωής. Τα ιδιαίτερα μοτίβα τους θα σταθούν αφορμή έμπνευσης για την Κ. Καρκούλια. Στις συγκεκριμένες υδατογραφίες κυριαρχούν παιχνιδιάρικα παιδιά, διάχυτος ερωτισμός και το μπλε του Αιγαίου παντού. Φωτεινά και αισιόδοξα σχέδια πρωτοπόρας έμπνευσης με έντονα χρώματα και πλαστικότητα χαρακτηρίζονται από λυρισμό της εικόνας και προσδίδουν κίνηση ακόμα και στο χαρτί. Όχι τυχαία κάνουν πραγματικότητα το δίστιχο:

ένα γεμάτο όνειρο επόθησα
μανόλιες ανθισμένες…
(«Ξυράφι ο ουρανός», σελ. 87)

Υπάρχει και η ευτυχής συγκυρία μιας ώριμης ποιητικής γραφής, αυτής του Αντώνη Σκιαθά, με την προσεγμένη και πιστή στο ύφος των ποιημάτων μετάφραση τόσο του Mario Dominguez Parra για την ισπανική, όσο και των Despina L. Crist και Robert L. Crist για την αγγλική γλώσσα. Άνθρωποι με εμπειρία στη μετάφραση λογοτεχνικών έργων και με ευαισθησία απέναντι στην ποιητική δημιουργία, συμπράττουν στη δημιουργία του Μόνου πιστού Ένοικου. Επικοινωνούν μέσω της ποίησης συμφιλιώνοντας τις γλώσσες:

με αποχαιρετισμούς θρασείς,
έρωτες κρυφούς,
με βρήκες, συμφιλίωση, στις κορυφές της μνήμης.
(«Μονοσύλλαβο ημερολόγιο», σελ. 19)

και χαίρονται, εκ του αποτελέσματος, το βιωθέν του πράγματος:

έκαιγε ο ήλιος.
Αντίδωρο μιας σπάταλης ελευθερίας.
(«Ιδρωμένες μέρες», σελ. 69)

Οι εκδόσεις Πικραμένος χρησιμοποιούν την τελειότερη τεχνική τους για να δημιουργηθεί ένα βιβλίο-σταθμός, που τόσο η αισθητική και το χρώμα του εξωφύλλου και του εσωφύλλου, όσο και η ποιότητα του χαρτιού αλλά και η απόλυτη χρωματική αποτύπωση των έργων της Κατερίνας Καρκούλια, υποστηριζόμενα από την «αχλύ» του ριζόχαρτου, το καθιστούν μια συλλεκτική –αριθμημένη– έκδοση που διαγράφει ήδη τη δική της τροχιά στη λογοτεχνική ιστορία.

Πάντα σταθερός στις αξίες του, ο Σκιαθάς αφιερώνει τα ποιήματά του σε φίλια, με την αρχαία ελληνική έννοια του όρου, πρόσωπα. Όπως έχω ξαναγράψει, αναγάγει την καθημερινότητά τους σε αιωνιότητα, άξια να υμνηθεί. Η διαφοροποίησή του σε σχέση με παρελθούσες αφιερώσεις είναι αφενός ότι όλα τα πρόσωπα είναι ζώντα και, αφετέρου, ότι κάποια που συνέβαλαν ενεργά στο συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρονται με ολόκληρο το ονοματεπώνυμό τους και κάποια άλλα, πάντα αγαπημένα, με τα αρχικά και το πατρώνυμό τους.

Με σαφώς εξελιγμένη ποιητική φόρμα απ’ τα προηγούμενά του έργα, ακόμα και από την «Ευγενία», δίνει το παρών, εν έτει 2018, με δεκατέσσερα ποιήματα-εικονογραφίες εποχών, συναισθημάτων, καταστάσεων και ελπίδων. Με φροντίδα περισσή, με χαϊδεμένες λέξεις μάχεται την αντιερωτική και ανίερη εποχή υποστηρίζοντας:

ένα κομμάτι έκοψα ουρανό
με ζάχαρη το τύλιξα
να γλυκάνω τις μοίρες σου.
(«της Ευγενίας μου – πάλι και πάλι», σελ. 9)

Πάντα φέγγει το φως του καινούριου ήλιου και η πίστη στη δύναμη του ανθρώπου και της αγάπης. Δημιουργικός και ανήσυχος μοιράζεται με τον αναγνώστη καημούς αλλά και ευοίωνες σκέψεις, πίκρες αλλά και θετικές προοπτικές:

λεηλατημένη σάρκα
της γραίας Σαπφούς
παντοδύναμη καθώς
κοιμίζει αστέρια στα νερά
και νανουρίζει σύννεφα
ως ευπατρίδης θάνατος…
[…]
Λεροί κι οι ήχοι
της ηδονής λοιπόν
στο ξεχαρβαλωμένο πιάνο
από το Αϊβαλί

ως το χαίρε που λάτρεψα
αυτή τη νύχτα που όρισε
το τελευταίο σύμφωνο
ανάμεσα στα σκέλια σου.
(«Το μοιρολόι της Σαπφούς», σελ. 51)

Ο ποιητής γράφει ζώντας τις ιστορίες του και ζει γράφοντας το πάθος που τον τρέφει ποιητικά. Η συκιά, ιερό σύμβολο της παρούσας συλλογής, δέντρο ικανό να αντέχει στη σκληρότητα του καιρού, να βλαστίζει και να δίνει καρπούς κάθε άνοιξη και καλοκαίρι, να θυμίζει κάθε φορά που κόβεις τον καρπό του τη σχέση με τη μάνα, αλλά και ικανό να τιμωρήσει αυστηρά με τα καυστικά υγρά του όποιον αποφασίσει να το ακρωτηριάσει. Είναι σημείο αναφοράς στη συλλογή, καθώς επαναλαμβάνεται σε αρκετά ποιήματα, είναι εκείνη που εμπιστεύεται ο ποιητής:

Έτσ’ η συκιά χειμώνες-καλοκαίρια
ν’ ακούει γκιώνηδες και κλάματα πνιχτά
βράδια έμεινε
στης σάλας προς της στέρνας τη μεριά

ο μόνος πιστός ένοικος.
(«Η έμπιστος συκιά», σελ. 25)

Είναι αυτή που στηρίζει «εμάς τους ανυποψίαστους που φύγαμε», γιατί δύναται και γιατί το επιθυμεί.

Ανταποδίδει στη ζωή τη χαρά της βίωσης πλήθους συναισθημάτων που του χαρίζουν πληρότητα, όπως ο έρωτας και η αγάπη. Απόλυτος ερωτισμός κυριαρχεί στον «Πλανόδιο μουσικό», ποίημα συνοδευόμενο με μία απ’ τις ωραιότερες ίσως υδατογραφίες του βιβλίου. Συνδυάζεται το θελκτικό του επιθυμητού γυναικείου κορμιού με τη θελκτικότερη όλων των πανσελήνων, αυτής του Αυγούστου, αλλά και η τέχνη της μουσικής με τη ζωντάνια και την αναγκαιότητα του πλανόδιου καλλιτέχνη. Ο έρωτας, όμως, ταυτίζεται και με το σπουδαίο ορόσημο και την ολοκλήρωση της Έβδομης Ημέρας της Δημιουργίας, όπου η απόλυτη δύναμη του σύμπαντος, η θεϊκή, δίνει για όλους το έναυσμα της ζωής.

Στις ερημιές μου της αγάπης,
μοσχοβολούσαν μέντα τα λινά της ρούχα
θέριευαν ως Πανσέληνοι τ’ Αυγούστου
οι ρώγες της.

Στις ακρώρειες του στήθους της
πλανόδιος μουσικός
ο Έρωτας κλαίει
την Έβδομην Ημέραν της Δημιουργίας
κλαίει
καθώς χορδίζει έγχορδο την απουσία.
(«Πλανόδιος μουσικός», σελ. 31)

Το θέρος και ειδικά ο Αύγουστος, τα νησιά του Αιγαίου, η δικαιοσύνη, η συμφιλίωση με το θείο και τους γεννήτορες σηματοδοτούν το περιεχόμενο της συλλογής. Σταθερά σημεία αναφοράς στους στίχους του ποιητή, τον κάνουν ικανό «το αποκεφαλισμένο χάος /…το πλανόδιον πωλών επί πιστώσει θέρος» να το αντιμάχεται ως δημιουργός και να το υπερσκελίζει ως άνθρωπος.

Η μάνα –η παλαιοελλαδίτισσα μητέρα– πάντοτε παρούσα και τιμώμενη απ’ τον ποιητή να της αποδίδει τα μέγιστα σε κάθε δημιουργική πνοή, και δη αυτή της ποίησης:

Μαύρο το δάκρυ έμεινεν
Σε πλώρη, πες, λευκή,
Εξαίσια σκόπελος σφυράει
Στα θρύμματα της ποίησης,

Δυο λέξεων
Μνήμης δάνειο:

Αχ, Μάνα!
(«Υπέργηροι δαίμονες», σελ 37)

Συνεχίζει τα ποιητικά του ταξίδια στην ελληνικότητα χώρων, φύσης, και ιστορίας. Η αγαπημένη –«γλυκιά μου»– και επικίνδυνη μορφή ταξιδεύει μαζί του:

Μικρός την είδε γεμάτη αίματα
να φεύγει από την Σμύρνη,
τώρα τη βρήκε ανοιχτά της Εύβοιας
να καβαλά τα γλαρονήσια,
ν’ ανθίζει από της Σκιάθου τις Κουκουναριές,
στο Πήλιο να πνίγει την Βρεφοκρατούσα
στους ύμνους του Θεόφιλου.

(«Ο πνιγμένος φαροφύλακας», σελ. 43)

Θεολογικές αναφορές και ποιητικές ερμηνείες θεολογικού περιεχομένου πολλές:

Λαχανιασμένη κι αυτή η μέρα
στα υπόκωφα μοιρολόγια,
ξεκλειδωμένες οι ευχές
για τις αυτοκρατορίες των αγγέλων.

Πάντα μετά της Παναγιάς
στις ανθοφορίες των ύπνων
έρχεσαι κι εσύ ίσως υπέρ-
τιμημένη μου συνείδηση
ξανά και ξανά με ρωτάς…

Σου απάντησα μεγαλοφώνως
Χωρίς φόβο

θυμιάματα γυμνών ανέμων είναι…
(«Ανθοφορίες ύπνων», σελ. 93)

Και αρκετές όμως αφηγήσεις για «τις εποχές της λεηλασίας / των της Κολχίδας νυχτολούλουδων», με «τ’ άνθη του νυχτολούλουδου να δένουν» και να σκορπίζουν την ευωδιά τους στο βιβλίο. («Μονοσύλλαβο ημερολόγιο», σελ. 19 και «Πλανόδιος μουσικός», σελ. 31)

Ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς διαμορφώνει και διαμορφώνεται επηρεασμένος από τη δύναμη της καταγεγραμμένης κατάθεσης σκέψεων, ελπίδων, ακόμα και διαψεύσεων. Αυτό είναι και το ιδιαίτερο γνώρισμα της συλλογής από άποψη περιεχομένου. Εμπνευσμένος ακόμη από τις αρνητικές εκβάσεις σε προσωπικό, πολιτικό, εθνικό, κοινωνικό επίπεδο, τις μετατρέπει σε δημιουργία ξορκίζοντας έτσι ό,τι δυσοίωνο. Η σχέση του με τους αναγνώστες αμφίδρομη, έχει την ιερότητα του δεσίματος που στοχεύει στην αγάπη:

Οι μοίρες μας, αλίμονο
τα συμφωνήσανε πολλά.antonis skiathas

Εμείς όμως
δίχως υπογραφές
χωρίς συμβόλαια και συμβολαιογράφους,

ν’ αγαπηθούμε πέπρωται.
(«Της Αγάπης», σελ. 13)

.

ΕΥΓΕΝΕΙΑ

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

diastixo 03/2/2017

Ο ποιητής Αντώνης Σκιαθάς είναι ευρύτερα γνωστός και από το περισπούδαστο έντυπο λογοτεχνικό περιοδικό Ελί-τροχος με έδρα την Πάτρα, του οποίου είχε τη διεύθυνση έξι χρόνια (1993-1999). Έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές, μία ποιητική ανθολογία, έχει γράψει ένα θεατρικό και μια βιογραφία του Νικολάου Γύζη.

Η Ευγενία, που φέρει το όνομα της κορούλας του (Ευγενία-Μιχαέλα) περιέχει ποιήματα που «θα μπορούσαν να είχαν εκδοθεί σε τρεις αυτόνομες εκδόσεις» αλλά ο ποιητής προτίμησε «να εκδοθούν υπό τον γενικό τίτλο Ευγενία, μια συλλογή συμπληρωμένη από αναγκαία σχόλια και αντίστοιχες σελίδες ημερολογίου, υπηρετώντας με αυτό τον τρόπο το όλον της πυθαγόρειας σιωπής και της πλατωνικής θέασης τους κώδικες του ποιητικού βίου».

Η «Ευγενία» στην ποίηση του Αντώνη Σκιαθά είναι ένα πολυσυλλεκτικό πρόσωπο, μια ηρωίδα, που κουβαλάει μεγάλη κληρονομιά οικογενειακού και ιστορικού ελληνικού βίου. Και δρασκελώντας με τεράστιους διασκελισμούς χώρου, χρόνου και ιστορίας ενώνει και διαχωρίζει συγχρόνως τις διαστάσεις του χωροχρόνου και της ιστορίας:

Σ’ ένα μεγάλο μπόγο
όλα τα ασημικά της φάρας του Γιαννούλη Χαλεπά,
με μια αλλαξιά εσώρουχα του στρατηγού της επανάστασης,
Ιωάννη Ρούκη εξ Ευβοίας
[…]
Έτσι φορτωμένοι περάσαμε τη γέφυρα του Ευρίπου,
με χιλιάδες κλουβιά πουλιών
να γεμίζουν
πούπουλα με χρώματα τις όχθες του μοιραίου
τραβήξαμε κατά την άβυσσο των σιωπηλών λιμένων
της πόλεως του Ανακρέοντος.
(Δραπέτης χρόνος)

Με το περιεκτικό εισαγωγικό ποίημα, ο Αντώνης Σκιαθάς δίνει τις διαστάσεις και τις παραμέτρους πάνω στις οποίες κινείται όλη η ποιητική σύνθεση. Και βοηθάει τον αναγνώστη, τον μελετητή του να προσεγγίσει το έργο.

Ύστερα από το κατατοπιστικό προλογικό ποίημα, δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές της κίνησής του στον ανθρωπογεωγραφικό και τον ιστορικό/θρησκευτικό χώρο. Αρχίζει από τις «μέρες των πανηγυρισμών», κι αφού αναφερθεί επί τροχάδην στην πορεία του ελληνισμού –της ατομικής του περιπέτειας και του ιστορικού βίου των Ελλήνων– από νύχτες σε νύχτες καταλήγει στον αφανισμό:

Τις μέρες των πανηγυρισμών
του πολιούχου …
[…]
με λέξεις στίχους και σκέψεις
ανοίξαμε τις εκκλησιές
και σώσαμε στα μανουάλια μας φως
για τις μεγάλες νύχτες
[…] του θέρους
[…] και αυτού του αφανισμού.

Και καταλήγει στην απότιση φόρου τιμής στους πρωτεργάτες του ιστορικού γίγνεσθαι, θεωρώντας τον ιστορικό/ανθρωπογεωγραφικό χρόνο τρισδιάστατα: παρελθόν, παρόν και μέλλον:

Των προγόνων.
(Των γεννητόρων
Των συγγενών.)
Των επιγόνων

Χωρίζει την ποιητική του σύνθεση σε τέσσερις ενότητες, τις οποίες και αναφέρει στο αφιερωματικό πεντάστροφο ποίημα: «Οι πρόγονοι / στα ιερά του Μελάμποδα» και όπου εντάσσει εννέα ποιήματα. Θα μπορούσαν να αποτελούν την προϊστορία της γενιάς του, που τυχαίνει να είναι συγκαιρινά προϊστορία των συγχρόνων του Ελλήνων. Αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα και ονόματα σημαντικών δημιουργών που άφησαν τη σφραγίδα τους στην κοινωνία, την παιδεία, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό με συχνούς χρονικούς διασκελισμούς και αναδιπλώσεις. Από την πόλη του Τολέδο και τον τελευταίο ληστή:
Πηγαίνοντας προς τη βροχή,
ακούγονταν
ο ένας μετά τον άλλο
οι χρησμοί
της Ροδάνθης Σκεπαθιανού,
μητέρας
του τελευταίου ληστή
της πόλεως του Τολέδο

Αναφέρεται στον ποιητή Έκτορα Κακναβάτο, στο έθνος των τοκογλύφων στα όρια της Τροίας, στις βροχερές αγορές της μονής Δαφνίου, στον Φρόυντ, στον Διγενή, στις άηχες νύχτες του Ομήρου, μ’ έναν δικό του ιδιόμορφο, αφηγηματικό, εύρυθμο τρόπο, χωρίς να φοβάται να καλύπτει τις αποστάσεις με ανάλαφρες, έντεχνες κινήσεις στον ποιητικό χωροχρόνο, για να κλείσει την ενότητα καταφεύγοντας:

Στο ιερό του Μελάμποδος
Το μελαγχολικό μαύρο
των προγόνων
[…] στις μοναχικές στιγμές των Μυκηνών
[…] κοντά στην Αμφίπολη
[…] που έχουν
καλά κρυμμένες
τις νίκες του Αλέξανδρου
ο Παρμενίονας
και η Ρωξάνη του Οξυάρτη.

Ακολουθούν οι ενότητες «Οι Γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών», για τους οποίους ορίζει τον τόπο και ζωγραφίζει τους «τίτλους ιδιοκτησίας» με ιλαρές εικόνες χρωματικής και αρωματικής πανδαισίας.

Στην κατάνυξη των λεμονανθών
Ο ποιητής
[…] ανακαλύπτει
τα λάθη για τα Χερουβείμ
[…] δωρίζει στη σιωπή
τίτλους ιδιοκτησίας.
[…] Κτήματα απουσίας
Σε χρόνους θρυμματισμένους.

Με τον ίδιο τρόπο συνεχίζει το ποιητικό οδοιπορικό αναφερόμενος στους συγγενείς και στη συνέχεια τον απασχολεί το μετά, οι επίγονοι, ο ιστορικός τους βίος.

Ο ποιητής μέσα σε τούτη τη συλλογική έκδοση των ποιημάτων του αποπειράται να ιστορήσει ποιητικά και να κλείσει τον ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό βίο των Ελλήνων παράλληλα με της δικής του γενιάς την περιπέτεια. Να μετουσιώσει σε ποίηση, με λίγα λόγια, την ιστορία και τον πολιτισμό των Ελλήνων, με τα συν και τα πλην του. Και με το δικό του τρόπο πραγματοποιεί το όραμά του.
Θα κλείσω αυτό το σημείωμα με χαρακτηριστικούς στίχους από το ποίημα «Σκέψεις για τις παρουσίες»:

Βαθιά μεσάνυχτα
ακούω το τρένο των τρεις και πέντε,
στην ενδοχώρα του σώματος,
οι ήχοι αποκρουστικοί,
κυριεύουν το ριζικό του σκότους,
μ’ αφήνουν και πάλι άυπνο
στου Άθω τις γαζίες.
[…]Μετρώ τους μυρωμένους χρόνους
γράφοντας και σβήνοντας πάντα
του ίδιου ποιήματος το κάλλος.

Περιγράφω, λοιπόν, το βίο
των άτιμων λέξεων
που με βασάνισαν
τότε και τώρα
με χειρονομίες
σκέψεις και άυπνες μέρες.

Αυτός ο ατελείωτος, ο αδυσώπητος, ο ανηλεής αγώνας με τις «άτιμες λέξεις», τις αδάμαστες ενίοτε, η αναμέτρηση με την εύρυθμη, την εύθραυστη και απαιτητική ποιητική έκφραση, είναι που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στον καθαρό, νοηματισμένο ποιητικό λόγο και στην προχειρότητα, την άνευρη στιχοπλοκή.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

diavasame (7/3/2017)

Η αποσπασματικότητα της ποιητικής έκφρασης είναι (για τους μη πεζολογούντες) ανάλογη της σημαντικής των παγόβουνων, που προεξέχουν επιλεκτικά, όμως επιπλέουν, αφού ουδέποτε εδράζονται στα ριζά των ηφαιστείων. Με τούτο θέλω να πω ότι (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Διονύσιο Σολωμό) η ευλογία της «έμπνευσης», η μαγική εκείνη στιγμή όπου οι λέξεις συνδέονται με απρόβλεπτο και πρωτότυπο τρόπο για να δώσουν καινούργιο νόημα στον κόσμο, αλλά μετά πρέπει και να καταγραφούν αμέσως, τάχιστα, έτσι ώστε να μην αλλοιωθεί η ποιητική ιδιόλεκτος από το αριστερό ημισφαίριο της Λογικής, η οποία όλα τα αναλύει κάνοντάς τα «φύλλο-φτερό»… Με τούτο θέλω να πω ότι η ευλογία της «έμπνευσης» (για όσους την παραδέχονται, την καταδέχονται, την υποδέχονται και στήνουν ευήκοον ους) προσιδιάζει σε προφήτες μάλλον παρά σε κοινούς ανθρώπους που εργάζονται πυρετωδώς στην Ελλάδα της Κρίσης για να πληρώσουν λογαριασμούς και να διεκπεραιώσουν τα τρέχοντα χωρίς να τα σπρώξουν κάτω από το χαλί. Με τούτο θέλω να πω ότι, ακολουθώντας τη διάκριση των αρχαίων Λατίνων θεωρητικών της Λογοτεχνίας, υπάρχουν ποιητές προφήτες (Poeta vates) και ποιητές τεχνίτες (Poeta faber) χωρίς να αποκλείονται και τα υβριδικά είδη. Φυσικά και είναι απολύτως σχηματική αυτή η κατάταξη, ας τη θέσουμε όμως ως υπόθεση εργασίας.

Ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς, γεννήθηκε το 1960, είναι διπλωματούχος χημικός μηχανικός του Πανεπιστημίου Πατρών, επιχειρηματίας και οικογενειάρχης. Εξέδιδε επί χρόνια το περιοδικό Ελί-τροχος, όπου φιλοξενήθηκαν πολλές άστεγες ελληνοκεντρικές κι ανθρωποκεντρικές πρωτότυπες φωνές.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες και είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Καταξιωμένος λοιπόν επιστήμων, επαγγελματίας, οικογενειάρχης και λογοτέχνης φαίνεται σαν να κινείται μεταξύ Poeta vates και Poeta faber. Αυτό προσδίδει μορφολογικά κι υφολογικά στην ποίησή του μια κάποια αποσπασματικότητα, δίκην ποιητικού ημερολογίου, του οποίου κάποια εκλεκτά φύλλα έχουν μουντζουρωθεί και ξαναγραφεί και καθαρογραφεί άπειρες φορές προτού να παραδοθούν στα αδηφάγα μάτια του επαρκούς (ή και ομότεχνου) αναγνώστη. Αυτή η επιμέλεια δεν οδηγεί αναγκαστικώς σε καλλιέπεια, αφού η λογοπλαστική ιδιόλεκτος και το εικονοκλαστικό σπάσιμο της καθεστηκυίας σύνταξης της ελληνικής γλώσσας αποτρέπουν τη μηχανική ανάγνωση και διαφοροποιούν α-τονικά τη μουσικότητα του στίχου, προκαλώντας διαρκώς έκπληξη, όχι όμως διά της αντιθέσεως, αλλά διά της μεταθέσεως λέξεων και νοημάτων ώστε να διεγείρουν την περιέργεια συνδημιουργικών εγκεφάλων, οι οποίοι επιθυμούν να πλάσουν το δικό τους έργο τέχνης άμα τη αναγνώσει αυτού του πολυποίκιλου κι ενδιαφέροντος βιβλίου.

Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι στον τόμο αυτό συστεγάζονται τρεις ποιητικές συλλογές: Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα, Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών, Οι συγγενείς στα ιαματικά νερά της Αιδηψού. Ο ίδιος δηλώνει ότι σπάζοντας τη σιωπή του κι αντί να βγάλει τρία βιβλία προτίμησε να καταθέσει αυτή την ανάσα ψυχής σε έναν κομψό, ευσύνοπτο και υπέροχα εικονογραφημένο τόμο, χάρη και στον εικαστικό Γιάννη Στεφανάκι, εκδότη του περιοδικού «Νέο Επίπεδο», που χάρισε σχέδιο ειδικά δημιουργημένο για αυτή την έκδοση.

Στο επίπεδο της θεματολογίας, κυριαρχεί η Ελλάδα, η παιδική αθωότητα και ο εφηβικός πανερωτισμός, ως ανάγκη απεμπολήσεως του εγώ κι ενώσεως με τη Φύση έτσι ώστε να επιτευχθεί η εκστατική ένωση με το Όλον, την οποία μπορούν να βιώσουν μόνον οι μύστες, Ορφικοί και Πυθαγόρειοι, Διονυσιακοί και Βακχικοί (ορθώς το διαχωρίζει ο ποιητής). Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για ένα μυστικιστικό ή απόκρυφο βιβλίο, παρ’ όλο που πολλοί κώδικες χρήζουν αναλύσεως και μεταφράσεως. Αντιθέτως, κυριαρχεί το Ελληνικό Φως, ως αντίστιξη στο «σκότος που ωριμάζει» (τι ωραία σύλληψη!).

Στο επίπεδο της υφολογίας, η μεταμοντέρνα απλότητα βοηθάει στην ψηφιδοποίηση εμπειρίας και εμπνεύσεως.

Η ιδιόλεκτος, πεποικιλμένη κι επεξεργασμένη τεχνηέντως.

Η ρυθμολογία ακολουθεί τις σπασμένες αρμονίες της σύγχρονης υπερτονισμένης α-τονικότητας.

Στο διαλεκτικό επίπεδο, ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς βάλλει κατά της κακομασημένης κι άτσαλης εισαγόμενης Κοινωνίας της Αφθονίας κι ευαγγελίζεται την καταστροφή που θα επιτρέψει την Αναγέννηση των εποχών. Παραπέμπει μάλιστα στον Αντώνη Σαμαράκη, χαρακτηρίζοντάς τον δάσκαλο κι ενστερνίζεται την προτροπή του ότι πρέπει να γίνουμε όλοι «πατροκτόνοι» και «μητροκτόνοι» προκειμένου να αποφύγουμε την επανάληψη παθογενειών της μετεμφυλιακής Ελλάδας.

Είναι σαφώς πολιτική η στάση τού ποιητή κι αυτό τον καθιστά όχι απλώς σύγχρονο, αλλά μάχιμο και μαχόμενο. Κατατάσσεται (και το αποδέχεται) στη λεγόμενη γενιά τού 1980, όμως κατά τη γνώμη μου δεν την ακολουθεί, αφού εκεί κυριαρχεί η αποπολιτικοποίηση, ο ευδαιμονισμός και ο χαυνωτικός ηδονισμός τού ιδιωτικού.

Είναι πολύ ενδιαφέρον και προκλητικό αυτό το αμάλγαμα των τριών συστεγαζομένων ποιητικών συλλογών-ενοτήτων. Δώρο ζωής στους ασθμαίνοντες σκότος.

Ενώ συνήθως με εξαντλεί η αναλυτική ανάγνωση, εδώ ήθελα κι άλλο. Σημείωσα στο περιθώριο γνωμικά, διάλεξα ιδέες, χάρηκα πρωτόγνωρες εικονοποιήσεις και ανθολόγησα δύο ή τρία ποιήματά του από τα οποία θα καταλήξω σε ένα για τον τόμο «Τα ποιήματα του 2016».

Για την ώρα σταχυολογώ κάποιες εκλάμψεις όπως: «τις επτά ταριχεύσεις του Εγώ» (σελ. 17), «Ο τρόπος των ανθρώπων / πάντοτε / είναι ο ίδιος με αυτόν που ορίζουν / οι θεοί» (σελ. 23), «νεογέννητος ακόμα ο αοιδός χρόνος μου» (σελ. 25), «Βέβαια, άλλοτε με το φως και / άλλοτε με το σκοτάδι γράφουν / τις αξίες του Εγώ, / πάντα όμως με το πρώιμο γαλάζιο / γράφουν το Εμείς και ας είναι / ακόμα νύχτα» (σελ. 27), «τριζόνια / στις ήττες της γλώσσας / του Ρωμανού του Μελωδού» (σελ. 30)… Και το υπέροχο: «Μονολογούσε, / ο Περικλής Γιαννόπουλος / δεν αυτοκτόνησε / στη λιμνοθάλασσα του Σκαραμαγκά, / απλώς / δημιούργησε την αυτοκτονία της λίμνης / στο κορμί του. / Αιώνες τρεις / μετά την πρωία / της ταφής του» (σελ. 33).

Κι ένα ποίημα από τη σελίδα 34 με τίτλο:
«Η Μοναξιά του Νικολάου Καρούζου»
Ο Νίκος Καρούζος μιλούσε συχνά για τη ζωή όπως άκουγαν τα πουλιά τους ανέμους.
Ο Έντγκαρ Ντεγκά μιλούσε πολύκαλά για το σώμα και σίγουρα για την ψυχή τών χορευτριών του στη λίμνη τών κύκνων.
Αφύλαχτη είναι η ψυχή όταν τη βρίσκει ο βοριάς τής μοναξιάς έγραφε κάπου σε ένα μάρμαρο ο Γιαννούλης Χαλεπάς.
Όσο υπάρχει Ιόνιο, Αιγαίο, Άθως, δεν πρόκειται να χαθούμε ανέφερε ο παππούς Οδυσσέας Ανδρούτσος και επανέλαβε με τον τρόπο τών Βυζαντινών Ελλήνων ο Νικόλαος Καρούζος: Ήξερα για το πώς και το γιατί τών ύμνων για τους αγέρηδες τών πελάγων τών Ελλήνων.
Με αυτούς, είπε ο Γιάννης Τσαρούχης, ας κεντήσουμε και πάλι τις σημαίες τών ερώτων μας.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΜΠΟYΡΑΣ

ΑΥΓΗ 2/4/17 Σελίδες ημερολογίου

Είναι γόνιμη η σιωπή για τους ποιητές. Αγρανάπαυση. Ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς επανέρχεται με όχι μία αλλά με τρεις συλλογές σε συσκευασία μιάς. Σε ενιαίο τόμο με τίτλο «Ευγενία» συστεγάζονται: Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα, Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών, Οι συγγενείς στα ιαματικά νερά της Αιδηψού. Λόγος ελλειπτικός, περιεκτικός αλλά όχι αφαιρετικός. Καμία μεταμοντέρνα α-νοησία δεν βλάπτει ως δάκος τον καρπό της ελιάς την πλούσια καρποφορία του ποιητή-καλλιεργητή. Γιατί τα ποιήματα, αγαπητοί μου φίλοι, είναι απλώς «η κορυφή του παγόβουνου». Ή ζούμε ποιητικά με αλληλεγγύη, ενσυναίσθηση και αγάπη προς τον πλησίον ή δεν είμαστε τίποτα. Ούτε καν «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον». Στα χρόνια της Κρίσης, η ποίηση έφυγε από το ομφαλοσκοπούμενο «εγώ» της ψευδαισθητικής Αφθονίας, εγκατέλειψε τις χημικές ή φυτικές παραισθήσεις κι επέτρεψε στο έντρομο «εμείς» προκειμένου να συν-δημιουργήσουμε την επόμενη μέρα, με Ισότητα, Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Αξιοπρέπεια για όλους τους ανθρώπους, χωρίς διακρίσεις, χωρίς αποκλεισμούς κι εξαιρέσεις.

Για τούτο αγαπώ την ποίηση του σεμνού Αντώνη Σκιαθά: γιατί είναι βαθιά ανθρωπιστική κι ανθρωποκεντρική. Δεν καταφεύγει σε εύκολες μεγαλοστομίες, ναρκισσισμούς κι εμπάθειες. Δεν πρόκειται διόλου για ένα κακομαθημένο «εγώ» που επιζητεί βραβεία κι επαίνους. Τουναντίον, ο συνδιευθυντής του περιοδικού Ελί-τροχος, ο αυθεντικός κι εμβριθής ποιητής, ο λάτρης της ελληνικής γλώσσας ως εργαλείου δημοκρατίας κι αναλαμπής, δεν πτοείται από τις συνήθεις υπαρξιακές μικροψυχίες πολλών ομοτέχνων του. Αγαπάει τη γυναίκα, τιμάει την κόρη του Ευγενία-Μικαέλα Α. Σκιαθά (που έδωσε, προφανώς και το όνομα σε αυτό το περιεκτικό βιβλίο). Είναι φιλαλήθης και γλωσσοπλάστης, αλλά με διακριτικό σεβασμό στον κοινόχρηστο κώδικα και χωρίς να επιδιώκει να μας εντυπωσιάσει. Παραπέμπει σε ομοτέχνους και εικαστικούς. Τον τόμο κοσμεί σχέδιο του ζωγράφου κι εκδότη του περιοδικού «Νέο Επίπεδο» Γιάννη Στεφανάκι, «ειδικά δημιουργημένο για την έκδοση Ευγενία». Αυτή η συνεργασιμότητα, η συνάντηση τεχνών κι ανθρώπων, η προσπελασιμότητα στο Άλλο, που συναπαρτίζει το «εμείς» είναι και η σεφερική αγωνία που σαρκώνεται εδώ με αισθητικό τρόπο, σχεδόν διαχρονικό.
Εξαίρετη η λακωνικότητα του ποιητικού λόγου. Το δίπτυχο ποίημα «Ήθη επαϊόντων» καταλήγει σε ένα τρίστιχο γνωμικό που λειτουργεί και ως αυτοτελές επίγραμμα και καταδεικνύει την συνθετική ικανότητα του έμπειρου ποιητή, δεξιότητα αξιομνημόνευτη: «Τριζόνια / στις ήττες της γλώσσας / του Ρωμανού του Μελωδού» (σελ. 30).
Και το ποίημα «Μια μακρινή πρόγονος η Ντόνα Μάαρ» καταλήγει: «Βούρκωσα γράφοντας / ονόματα / σε όσα χαρτάκια έμειναν / παγκάρια να στολίζουν» (σελ. 35).
Στο πεζό ποίημα με τίτλο «Η κόκκινη ομπρέλα» υπογραμμίζουμε το αριστουργηματικό: «Την πλησιάσαμε με τον τρόπο του ελαφιού που σκύβει να πιει νερό» (σελ. 81)
Πολλά τα ανθολογίσιμα ποιήματα. Τι να πρωτοδιαλέξει κανείς;
Από τις «Σελίδες Ημερολογίου το κάλλο για των παρουσιών»: «Τα λάθη μου εταίρες μεταβάλλουν, / όλους τους ορισμούς του Πλάτωνα / που έχω φυλακτό στο θωρηκτό μου στήθος» (σελ. 97).
Δεν θα επεκταθώ άλλο, στο σύντομο αυτό κριτικό μου σημείωμα. Το συνολικό έργο τού Αντώνη Δ. Σκιαθά χρήζει φιλολογικής μελέτης κι είναι άξιο μονογραφίας.

.

ΦΡΥΝΗ ΚΩΣΤΑΡΑ

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ 26/5/2017

Ένα μακραίωνο ποιητικό οδοιπορικό στο διάβα των αιώνων, ένα ταξίδι στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ξεδιπλώνεται στις σελίδες της πρόσφατης ποιητικής συλλογής του Αντώνη Δ. Σκιαθά «Ευγενία», που κυκλοφόρησε ύστερα από ένα μακρό διάστημα ποιητικής σιωπής, από τις εκδόσεις Πικραμένος σε μια καλαίσθητη έκδοση, καταδεικνύοντας την άσβεστη αγάπη του για το λόγο και τη συγγραφή. Η συγκεκριμένη συλλογή αποτελεί στην ουσία μια μεγάλη ποιητική σύνθεση, δομημένη σε πέντε κύριες ενότητες, στις οποίες περιέχονται ποιήματα, αφιερωμένα σε παρόντα και απελθόντα αγαπημένα πρόσωπα, στα οποία είναι κυρίαρχη η λειτουργία της μνήμης, άρρηκτα συνδεδεμένης, όμως, με το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου, ενώ συμπληρώνεται από διάφορα σχόλια, σκέψεις και αντίστοιχες σελίδες ημερολογίου στο τέλος κάθε ενότητας. Οι τρεις πρώτες εξ’ αυτών συνιστούν μια τριλογία, που θα μπορούσε να έχει εκδοθεί και σε αυτόνομες εκδόσεις, ωστόσο ο ποιητής προτίμησε συνειδητά την ταυτόχρονη έκδοσή τους. Πρόγονοι, γεννήτορες, συγγενείς και επίγονοι συνθέτουν τα βασικά σημεία αναφοράς της συλλογής, διαμορφώνοντας έναν τρισδιάστατο άξονα παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, που συνέχει το βιβλίο, παρασύροντας τον αναγνώστη σ’ ένα ταξίδι στον κόσμο των λέξεων, των αισθήσεων και των αισθημάτων, ένα ταξίδι στο παρελθόν, τη φύση και την τέχνη.

Ο τίτλος της συλλογής Ευγενία, αφιερωμένης στην αγαπημένη του κόρη, που φιλοτέχνησε την πρωτότυπη ζωγραφιά του εξωφύλλου, ενέχει συγχρόνως και το στοιχείο της «ευγένειας», αλλά και της «ευγονίας», ενώ θεωρώ ότι μ’ έναν εξαίρετο ποιητικά τρόπο, μέσα από αναφορές σε διάφορες ιστορικές στιγμές, γεγονότα και πρόσωπα, ο ποιητής επιτυγχάνει να πλάσει μια νοερή, πολυσύνθετη, πολύπτυχη και πολυδιάστατη ποιητική ηρωίδα που βαδίζει αγέρωχα μέσα στους αιώνες, σηκώνοντας στους ώμους της ολόκληρη την ιστορία του παρελθόντος, της γενιάς, του γένους και της πατρίδας της.

Κύριο χαρακτηριστικό της συλλογής η συνομιλία του συγγραφέα με την ιστορία και με πρόσωπα-σύμβολα που σηματοδότησαν ποικιλοτρόπως το παρελθόν αυτής της χώρας, ορίζοντας το γενεαλογικό δέντρο της ελληνικής οικογένειας και σχηματοποιώντας την πραγματικότητα του βίου μας ως σήμερα. Στην ουσία μέσα από τις σελίδες της συλλογής παρελαύνει ο σύγχρονος βίος των Ελλήνων του 20 αι. Το εισαγωγικό ποίημα «Δραπέτης Χρόνος» δίνει στον αναγνώστη μια πρώτη γεύση του ποιητικού οδοιπορικού, εισάγοντάς τον στον ιστορικό χρόνο της πορείας του ελληνισμού, μιας διαδρομής που ξεκινά από τις «μέρες των πανηγυρισμών», καταλήγοντας στις «νύχτες του αφανισμού». Στην πρώτη ενότητα με τον τίτλο «Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα» ο ποιητής με μεγάλες δρασκελιές στο χωροχρόνο της ιστορίας μας μεταφέρει από το ιερό του Μελάμποδα, το μυθικό Άργος, τις Μυκήνες και την αρχαία Σπάρτη στη λιμνοθάλασσα του Σκαραμαγκά, από τον Ανακρέοντα στον Πλάτωνα, τον Αλέξανδρο και τη Ρωξάνη, από το Βυζάντιο και την Άννα Κομνηνή στους χρόνους της Ελληνικής Επανάστασης, την Μαντώ Μαυρογένους, τον Σολωμό, τον Ιωάννη Ρούκη, τον Μπάιρον και τον Καποδίστρια. Σκορπίζει «στάχτες σπερνών» σ’ ένα ποιητικό μνημόσυνο τιμής στον Θεοτοκόπουλο, τον Βελουχιώτη, τον Κακναβάτο, την πολυαγαπημένη του μητέρα Ράμπελα Στυλιανού και άλλους Έλληνες, όμορφους Έλληνες, γόνους Ελλήνων. Αισθάνεται το παγερό φύσημα του «βοριά της μοναξιάς» μαζί τον Καρούζο, τον Ντεγκά και τον Γιαννούλη Χαλεπά. Η αναφορά και επαναφορά σε διάφορα πρόσωπα, ήρωες, καλλιτέχνες, λογοτέχνες και άλλους, που σε ορισμένα ποιήματα μοιάζει σαν συνάντηση μιας αρχαιοελληνικής συντροφιάς σε σύγχρονο μπαρ της πόλης, καταδεικνύει τη μύχια ανάγκη του ποιητή για επικοινωνία με το παρελθόν του και τους προγόνους του. Σαν ένας ομφάλιος λώρος που δεν έχει κοπεί, δεν θέλει να κοπεί, επιδιώκοντας εναγωνίως τη συνέχιση και επέκτασή του. Οι αντικατοπτρισμοί, άλλωστε, του παρελθόντος στο παρόν συνιστούν κινητήρια δύναμη στην ώθηση της ιστορίας.

Συνεχίζοντας το οδοιπορικό του στις επόμενες ενότητες με τους τίτλους «Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών», «Οι συγγενείς στα ιαματικά λουτρά της Αιδηψού» και «Οι επίγονοι ομολογούν του έρωτος επέτειος εαρινή» μας μεταφέρει σε νεώτερους χρόνους, εμμένοντας στο κάλλος των γεννητόρων και των συγγενών, και καταλήγοντας στους επίγονους. Στις ενότητες αυτές περιδιαβαίνοντας νησιά και όρη, καταμετρώντας ταξίδια και ναυάγια, ελπίδες και απογοητεύσεις, οδηγείται σε μια συνειρμική καταβύθιση στα υγρά βάθη λιμνών αυτοχειρίας Καρυωτακικών επιγόνων. Ο θάνατος, σωματικός και ψυχικός, επανέρχεται ως βασικό μοτίβο, όπως και ο έρωτας, η δύναμη του οποίου ξαναγεννά τη ζωή. Ο πόνος για την απώλεια αγαπημένων εναλλάσσεται με τη ζάλη του έρωτα και εντέλει αφομοιώνεται στον αναπόφευκτο βηματισμό του χρόνου που προχωρά αδυσώπητα.

Παράλληλα, μέσα από τη στροφή αυτή του βλέμματος στο παρελθόν οδηγείται στη θέαση του μέλλοντος και τον εξορκισμό του επαναλαμβανόμενου κακού μέσω χρησμών και προφητειών, που συνιστούν επίσης θεματική, στην οποία ο ποιητής επανέρχεται. Η προφητική φωνή στην ποιητική σύνθεσή του ακούγεται ως μέρος ενός συνόλου που υφίσταται τις συνέπειες του ιστορικού γίγνεσθαι, ως φωνή του ποιητή – γνώστη της αέναα επαναλαμβανόμενης ιστορικής αλήθειας, και συγχρόνως συντρόφου στο ανθρώπινο δράμα. Μετουσιώνοντας την ιστορία σε ποίηση επιτυγχάνει να τη μετατρέψει σε πνοή δημιουργίας, ξύπνημα μνήμης, η οποία καλεί σε εγρήγορση. Αποπροσανατολισμένοι μέσα στην παραζάλη της πολύπτυχης σημερινής κρίσης, οικονομικής μα πάνω απ’ όλα ηθικής, βυθισμένοι στο μίσος του Εγώ και στον τρομερό βούρκο του φονικού Εμείς, οι επίγονοι φαίνεται ότι άφησαν «τη νίκη ενέχυρο στα σπίτια των προγόνων», όπως δηλώνει ο ποιητής, απ’ όπου και πρέπει να βρουν τον τρόπο να την ξαναπάρουν.

Μεταξύ των επιγόνων και οι ποιητές, το χρέος των οποίων στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον εξαπολύεται ως ηθικό πρόσταγμα και αυτοαναφορικό μοτίβο. Ο ίδιος ο ποιητής χαρτογραφεί την περιδίνησή του ανάμεσα στο επιτακτικό παρόν και το βασανιστικό παρελθόν, απ’ όπου ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το εκκρεμές του δισταγμού του μεταξύ μιας ζωής αισθημάτων και αισθήσεων και μιας βιωτής χρέους. «Δισέγγονα της αστραπής των ποιητών οι σκέψεις», δηλώνει στο ποίημα «Μνήμες Προγόνων», ενώ ο ίδιος με τον τρόπο του ποιητή, σαν επίγονος του Καβάφη, με τον οποίο συνδιαλέγεται μεταξύ άλλων κάποιες στιγμές στο ποιητικό του αυτό ταξίδι, «μετρά τους μυρωμένους χρόνους/ γράφοντας και σβήνοντας πάντα/ του ίδιου ποιήματος το κάλλος», «περιγράφει το βίο/ των άτιμων λέξεων/ που τον βασάνισαν/ τότε και τώρα/ με χειρονομίες/ σκέψεις και άυπνες μέρες», «κομίζοντας», θα έλεγα, «επιθυμίες και αισθήσεις εις την Τέχνη», όπως ο ομότεχνός του. «Η μαγγανεία της ποίησης», άλλωστε, όπως δηλώνει στο ποίημα «Εξωδίκως στα ορεινά της ποίησης», είναι αυτή που αναλαμβάνει να σώσει το έθνος». Ο Αντώνης Σκιαθάς γνωρίζει καλά ότι η ποίηση συνιστά λύτρωση, κάθαρση, εξαγνισμό, απαντοχή στον χρόνο, κι ας είναι πλέον, όπως δηλώνει, «οι χρόνοι άλαλοι/ και οι γραφές για λίγους».

Παράλληλα, μέσα από την περιδιάβαση σε μονοπάτια της ελληνικής ιστορίας αναζητά κι αναδεικνύει την ελληνικότητα, όπως αυτή πηγάζει από την ελληνική φύση, το βαθύ μπλε του ουρανού και των θαλασσών, το εκτυφλωτικό φως, την πελαγίσια αύρα. Το τοπίο δεν το βλέπουμε μόνο, το αναπνέουμε, το νιώθουμε, το βιώνουμε, σαν ένα μυστικό κάλεσμα ένωσης με τη Φύση και το Όλον. Σέριφος, Αστυπαλιά, Τήλος, Κύθνος, Σάμος, Ιθάκη, βράχια των Μυκηνών, πέτρες του Παρθενώνα, αμπέλια, ελαιώνες συνθέτουν το σκηνικό αυτού του τόπου που ταξιδεύει στους αιώνες και προβάλλεται από τον ποιητή σε μικρά κομμάτια έργων τέχνης, που μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, άλλοτε φωτεινούς κι ελπιδοφόρους και άλλοτε σκοτεινούς και δυσοίωνους. Ήχοι, χρώματα, μελωδίες, εικόνες αναδύονται στον ποιητικό καμβά του και ζυμώνονται μ’ ένα λόγο δυνατό, λιτό και καθάριο, που αναδύει αρώματα φασκομηλιάς και λεμονανθών, κλειδώνοντας αριστοτεχνικά μέσα του το ιδεόγραμμα του ποιητικού του κόσμου. Το υφολογικό του μίγμα, καμωμένο από εκφραστική σαφήνεια και υποδόρια ρυθμικότητα, συμφιλιώνει την ακριβόλογη διάθεση με την ενδιάθετη ποιητικότητα του λόγου του, στον οποίο συνδυάζονται με μαεστρία ο ρεαλισμός με τον λυρισμό, ενώ υπάρχουν σημεία που γίνεται βιβλικός, θυμίζοντας περικοπές των Γραφών, όπως π.χ. στο ποίημα «Αιωνιότητα». Η μικρή βαρυσήμαντη φράση, η κατασκευή της, εξονυχιστικά δουλεμένη, η επιδέξια επανάληψη, η κατάνευση σε συμβολισμούς, η αιχμαλωσία του νοήματος σε μεταφορικά δίχτυα, ο εσωτερικός ρυθμός που δονείται πίσω από τις προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις, για τον Αντώνη Σκιαθά, άλλωστε, κάθε λέξη έχει τη σημασία της, τη θέση της, καθώς αυτές, όπως προσφάτως έχει αναφέρει, «αρματώνουν» το ποίημα, όλα αυτά εγείρουν την ποιητική μας συνείδηση, δημιουργώντας έναν λόγο αρμόζοντα στο περιεχόμενο, που συστεγάζει το σουρεαλιστικό όνειρο με το ρεαλιστικό παρόν και τη ρετρό αναπόληση.

Η ποίηση, λοιπόν, του Σκιαθά, υπαρξιακή, εναγώνια και στοχαστική, με την πνοή μιας εσωτερικότητας που τόσο απουσιάζει στις μέρες μας, πηγάζει από μια ευαισθησία που πυρώνεται από το ανθρώπινο δράμα που συντελείται στο διάβα των αιώνων, γεμάτο θύελλες, ελπίδες, ναυάγια και αναπάντητα ερωτήματα. Στίχοι – χρησμοί με την ένταση και την αίσθηση των τραγικών ποιητών, που διαβάζονται άλλοτε διθυραμβικά, σχεδόν δοξαστικά και άλλοτε ως θρηνωδίες σαν ψίθυροι καρδιάς ή ανάσες πικρών ανέμων, ξετυλίγουν το διαχρονικό ταξίδι του ανθρώπου στις θάλασσες του χρόνου, ο οποίος στην ποίηση του Σκιαθά παραμένει ενιαίος, καθώς το παρόν γίνεται ένα με το παρελθόν, εξυφαίνοντας ένα αδιαπέραστο νήμα, επεκτεινόμενο και σε μέλλοντες χρόνους. Η αύρα αυτή του παρελθόντος προσκαλείται να γίνει άνεμος πνοής και φως που φθάνει να διαλύσει το σκότος του χειμώνα του παρόντος. Ο ποιητής προσκαλεί, θυμάται, ονειρεύεται, παραθέτει γεγονότα, συνομιλεί με πρόσωπα, προφητεύει, προειδοποιεί, προτείνει, βιώνει, αισθάνεται. Η ποίησή του, προβάλλοντας την ιστορία ως μνήμη και ως μήτρα αιτιοκρατίας, το φως ως ηθική και ενεργειακή ποιότητα, τους προγόνους και επιγόνους ως πόλους στην ιστορική διαδρομή, τους γεννήτορες και συγγενείς ως ορίζουσες του παρόντος, ισορροπεί ανάμεσα στην υποκειμενική εμβάθυνση, το νόστο του παρελθόντος και τον ρεαλισμό, και αυτό που γοητεύει τον αναγνώστη είναι η προσπάθεια αναζήτησης του τι επιλέγει και γιατί ο ποιητής να κρατήσει από το παρελθόν, τι αναπολεί και ποια φίλτρα καθορίζουν τη θέασή του.

.

ΜΙΝΑ Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

FRACTAL (7/6/2017)

Γλωσσική και ιστορική πραγματικότητα στο έργο «Ευγενία»

«Ευγενία»: ένα βιβλίο που συνυπάρχουν ως μούσες τρία πολύ ξεχωριστά πρόσωπα: η μάνα Ράμπελα, η αγαπημένη Χρυσούλα και η λατρεμένη Ευγενία. Τη Ράμπελα και τη Χρυσούλα θα τις βρεις στις σελίδες του. Την Ευγενία, όμως, δε χρειάζεται να την αναζητήσεις. Εμβληματική η παρουσία της σε καλωσορίζει με το αιμορραγούν ουράνιο τόξο της στο εξώφυλλο και σε προτρέπει να βουτήξεις στις πληγές και να δώσεις χρώμα στη ζωή σου ντυμένος στα κόκκινα!

Το σημαντικό για τον καθένα είναι φτιαγμένο από αγάπη και αθωότητα. Πολύτιμο και σπανιότατο. Ή σπανιότατο, γι’ αυτό και πολύτιμο. Πάντως αξία αδιαπραγμάτευτη. Έτσι μας υποδέχεται η «Ευγενία» και μας συστήνεται εκ νέου μετά από χρόνια συνειδητής ποιητικής σιωπής ο Αντώνης Σκιαθάς. Συνυπάρχει συνδημιουργώντας με το σημαντικότερο πλάσμα για ‘κεινον, την 9χρονη κόρη του. Η μικρή με τη δική της ζωγραφιά, δικό της εικαστικό δημιούργημα, νικά την πλήξη που προκαλούν πολλά εξώφυλλα ποιητικών συλλογών και δίνει την ευκαιρία στο πνευματικό παιδί του πατέρα της, την εν λόγω συλλογή, να διαφοροποιηθεί, να καινοτομήσει με ένα παιχνίδισμα παιδικότητας απευθυνόμενη στους μεγάλους για την εσαεί διατήρηση της δικής τους αθωότητας.

Με την συμβολή και την οπτική παρέμβασης του πατρινού εκδοτικού οίκου Πικραμένος, που χρόνια επιμένει σε τέτοια δείγματα δουλειάς, έχουμε ένα εξαιρετικά άρτιο αποτέλεσμα. Ένα βιβλίο υψηλής ποιότητας και αισθητικής. Σύμμαχος ο Γιάννης Στεφανάκις και τα σχέδιά του, ειδικά φτιαγμένα για τη συγκεκριμένη έκδοση. Χαρακτηριστικό στοιχείο, που υποσυνείδητα σε υποβάλλει στο φως της σύγχρονης ποιητικής χροιάς του σκοτεινότερου στο παρελθόν Αντώνη Σκιαθά, το χρώμα του βιβλίου αλλά και των σχεδίων που φιλοξενεί.

Ο Αντώνης Σκιαθάς έχει μια βαθύτατη συναίσθηση χρέους απέναντι στους προγόνους, όχι μόνο τους δικούς του αλλά και όλης της ανθρωπότητας. Σα φύλαρχος φυλής στην αφρικανική ήπειρο του 18ου αιώνα –περίοδο διείσδυσης του δυτικού πολιτισμού μέσω ιεραποστολών, γεωγράφων, επιχειρηματιών, πολιτικών και βασιλικών αποστολών, που τελικά θα συμβάλλουν, αν δεν θα είναι οι πρωταίτιοι του μακελέματος του αφρικανικού πολιτισμού- αισθάνεται ότι έχει μεγάλο μερίδιο διαφύλαξης της ες αεί παρουσίας των προγόνων στον 21ο αιώνα. Μια αντίστοιχη εποχή μακελέματος της αυθεντικής και ουσιαστικής επικοινωνίας και της συστηματικής προσπάθειας αποδόμησης του λόγου και της σκέψης μέσω της προβολής του ανούσιου.

Είναι για ‘κεινον, λοιπόν, δύναμη και λύτρωση, ευχή και κατάρα η διατήρηση της πνευματικής τους υπόστασης στη ζωή, που εξελίσσεται φαινομενικά αδέσμευτη και ανεξάρτητη από το δικό τους αναπόφευκτο ταξίδι στο φως ή το απόλυτο σκοτάδι. Αυτή τη δήθεν ανεξαρτησία αποφασίζει να αποκαθηλώσει. Γίνεται γι’ αυτό τολμηρός με μια πολυπρισματική θρησκευτικότητα υμνεί τη φύση μέσω των τόπων της και τον άνθρωπο. Τον τελευταίο μέσω της ηγετικής παρουσίας μεγάλων ιστορικών μορφών που άλλαξαν τον ρου του πολιτισμού, αλλά και της καθημερινής προσπάθειας ανθρώπων απλών αλλά αποφασισμένων να μη γραφεί η ιστορία χωρίς το δικό τους σημάδι. Η διάθεση να αγωνίζεσαι με όποιο κόστος και ασχέτως αποτελέσματος, αποτελεί βασική αρχή κοσμοθεωρίας για τον Σκιαθά∙ γι’ αυτό στο πόνημα του «Ευγενία» τιμά και τους πολλούς, άγνωστους ιστορικά, ανθρώπους που όμως η παρουσία και η συμβολή τους καθόρισαν την ιστορία.

Ο ανιμισμός, η αδιαμφισβήτητη πίστη των ιθαγενών ότι όλα έχουν ψυχή – τα ζώα, τα δέντρα, τα φυτά, τα ποτάμια, τα βουνά, ο αέρας – και όχι μόνο ο άνθρωπος, τους οδήγησε σε μια σχέση βαθύτατης αλληλεξάρτησης και σεβασμού προς το περιβάλλον και δημιουργίας ενός πολιτισμού αξιοπρόσεκτου. Ο Σκιαθάς λειτουργεί ανιμιστικά σε σχέση με το χαρτί, το βιβλίο και κάθε γράμμα της αλφαβήτου. Έχουν γι’ αυτόν ψυχή και δύναμη διεξόδου από το επώδυνο. Όχι ανώδυνα. «Λαξεύοντας με το νύχι το μάρμαρο», πορεύεται ο δημιουργός και ξέρει να περιμένει. Ο κόπος μεγαλώνει την αναμονή του ποθητού αλλά δεν συντρίβει την επιθυμία. Φαίνεται από τον τρόπο γραφής του και τον χρόνο που χρειάζεται για να συνομιλήσει μαζί της ότι η προσδοκία ολοκλήρωσης, σε ότι τουλάχιστον αφορά στην «Ευγενία», είναι βίωση πραγματικής ευτυχίας.

Πρόγονοι, γεννήτορες, συγγενείς και επίγονοι έχουν την τιμητική τους στη σκιαθίεια γραφή. Αποτίνεται φόρος τιμής σε όλους και στον καθένα, χωρίς ποτέ να λησμονείται ο Άνθρωπος. Ιστορική, μυθολογική βιωματική, ανθρωπολογική, κοινωνιολογική, δοκιμιακή και πολιτική η οπτική της Ευγενίας δεν τρομάζει ούτε επειδή «είχε προχωρήσει για τα καλά ο αιώνας» ούτε και για «την άβυσσο των σιωπηλών λιμένων» που μας περιμένει. Αισιοδοξεί ότι

«ανοίξαμε τις εκκλησίες

και σώσαμε στα μανουάλια φως».

Συνοδοιπόροι για την πραγμάτωση του πονήματος οι πρόγονοι στα «Ιερά του Μελάμποδος»: Κάλβος , Όμηρος, Σολωμός, Διγενής, Καβάφης, Άννα Κομνηνή, Πλάτωνας, και «άλλοι τόσοι όμορφοι Έλληνες» Δομίνίκος Θεοτοκόπουλος, Άρης Βελουχιώτης, Γεώργιος Μπουζιάνης, Νικόλαος Πλουμπίδης, Έκτορας Κακναβάτος, η μητέρα του ποιητή Ράμπελα Στυλιανού αλλά και οι Ρωμανός ο Μελωδός, Ιωάννης Καποδίστριας, Θανάσης Κωσταβάρας, Γιώργος Σαραντάρης, Φρίντα Κάλο, Επικούρειος, Περικλής Γιαννόπουλος, Νίκος Καρούζος, Εντγκάρ Ντεγκά, Γιαννούλης Χαλεπάς, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γιάννης Τσαρούχης αλλά και ο Αλέξανδρος, ο Παρμενίωνας, η Ρωξάνη.

Όλοι μαζί συνδράμουν τον Αντώνη Σκιαθά για να συγγράψει τις δικές του σκέψεις για το παρελθόν που λειτουργούν εν είδει χρησμών για το μέλλον. Οι πρόγονοι συμπορεύονται με τον ποιητή Σκιαθά και φυλάττουν τις Θερμοπύλες του Αντώνη. Ο ίδιος ό,τι «Νεογέννητος ακόμα ο αοιδός χρόνος του

προσπαθούσε να ανακαλύψει»

το αποκωδικοποιεί κωδικοποιώντας «με ρόδι και ζάχαρη» την ουσία της ζωής μέσα από τη δυναμική της ποίησης και την αμεσότητα της γραφής.

Η ζωή τολμά και ο ποιητής αποτυπώνει την τόλμη της μέσω του λόγου του. Διακρίνεται η εμμονή του στο μπλε του ουρανού, του Πελάγους, του Αιγαίου, της Ελλάδας, των παιδικών ονείρων και των ευφυών συνειρμών. Το μπλε των πλεούμενων και των νησιών, της παιδικότητας και της καθαρότητας. Γι’ αυτό και όσο και αν

«οι παλιές υποσχέσεις της

για τα τεκταινόμενα

και τις ωδίνες

τοκογλυφίες πλέον

του Μπλε.

Του μαύρου μπλε,

του άσπρου μπλε

του μπλε των ιστίων».

εκείνος στέφεται «στο απόμακρο μπλε του ωκεανού» και σκόπιμα διαλαλεί πως

«Εύχαρεις

λεηλατούσαμε το μπλε,

ελπίζοντας

πως, αν κάποτε τελειώσει το φως,

θα έχουμε τη θάλασσα

αντίδωρο ευγονίας

για τις φθορές

των τοκετών του έαρος».

Με τη γραφή του προσπαθεί να ανατρέψει το σύνηθες, το δεδομένο

« …. συνήθως όλοι μιλούν για το ταξίδι,

μα κάνεις για την ανάσα των νερών».

Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι η αλήθεια των σκέψεων, των αισθημάτων, των επιλογών και των γεγονότων ταυτίζεται με την καθαρότητα αλλά και την επικινδυνότητα του νερού. Η σκληρή οπτική της πραγματικότητας λειαίνει με την ποιητική ρίμα, αλλά πάντως καταγράφεται χωρίς εκπτώσεις. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης θέλει «…πάντα λυτρωμένους τους γονείς…» σε ένδειξη τιμής προς τη ζωή τους αλλά και ως απόδοση Δικαιοσύνης για τα πεπραγμένα.

Κι επειδή η Δικαιοσύνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τόπο και την ιστορία του, την αγάπη και το σεβασμό προς τον άνθρωπο, την μακραίωνη προσπάθεια να γίνει συνείδηση και τρόπος ζωής η πίστη στην ισότητα και την ελευθερία, απονέμει τη δική του δικαιοσύνη συνομιλώντας με τους τόπους. Προσκαλεί, προκαλεί, προτρέπει και προσμένει την κριτική και στοχαστική συνεύρεση με τον αναγνώστη αναφερόμενος στην Ίμβρο, την Τένεδο, την Οία, τη Ρώ, την Κορσική, την Εύβοια, την Αστυπάλαια, την Πύλο, την Κύθνο, τη Σέριφο, την Αντιόχεια, τη Βασιλεύουσα, τη Μακεδονία της ψυχής μας, τη γαλανότατη πατρίδα. Αλλά ταξιδεύει και μέχρι τις πληγές του Παγγαίου, την πλάνη του Ταϋγέτου, τα βράχια των Μυκηνών, τη Σπάρτη και «τους αρχαγγέλους της Αττικής που κάρφωσαν τις πέτρες του Παρθενώνα», φθάνει στον τόπο των Αχαιών, την πατρογονική Σινδόνη, , τη Λίνδο και ταξιδεύει από τις Σπέτσες και το Σαρωνικό μέχρι τους τόπους ολόκληρης της Μεσόγειου προσδοκώντας «πλόες γύρω στα κορμιά».

Το σύνολο του κειμένου διακατέχεται από μία ιστορική ευσυνειδησία που στιγματίζει τον δημιουργό ως άνθρωπο και ως ποιητή. Αναγνωρίζει την πραγματικότητα

«…δεν μιλώ ποτέ για τους νεκρούς

που έφεραν τις ήττες.

Μιλώ με ζήλο

μόνο για αυτές τις ήττες

που με έμαθαν το αίμα

να θαυμάσω

ως χρώμα στα φτερά

εδώδιμων πουλιών».

Η μνήμη και η συναίσθηση ταυτότητας που αποκτά λειτουργούν λυτρωτικά για το τώρα και το τότε

« Αφήσαμε τη νίκη ενέχυρο στα σπίτια των προγόνων».

Ο λόγος του είναι ένα διαχρονικό ταξίδι από τον Όμηρο και τους Μυκηναίους ως τον Παρθενώνα, απ’ το Βυζάντιο ως τον Πόντο, από τους Αχαιούς μέχρι τη Βασιλεύουσα, από την Αλεξάνδρεια μέχρι τις Θερμοπύλες, από τις αρχέγονες ρίζες μας μέχρι το σήμερα. Είναι ξεχωριστός ο τρόπος που ενώνει το χθες με το σήμερα· τους ήρωες, ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα των ποιημάτων και κειμένων του με τους συγχρόνους του. Επιλέγει αυτοί να είναι άνθρωποι δικοί του, φίλοι, αγαπημένοι, συμπορευτές – ζώντες και τεθνεώτες. Τους συνδέει με το παρελθόν αφιερώνοντας τους το σύνολο τριάντα ποιημάτων, μεταφράζοντας και μετατρέποντας έτσι την αξία της δικής τους καθημερινότητας σε υπεραξία ζωής.

Με την ορμή της γραφής, ποιητική αδεία, κάνει αιωνιότητα τη στιγμή τους. Αφιερώνει σε πρόσωπα, που περιστατικά ή στιγμές δικές του με εκείνους τον ενέπνευσαν. Μούσα του λοιπόν, και πηγή έμπνευσης η ίδια η ζωή στην έκφραση κάθε ζώσας ύπαρξης που διασταυρώθηκαν οι δρόμοι τους. Δεν λησμονεί, δεν αποσιωπά· αντιθέτως αναγνωρίζει, προσμένει, μάχεται με τη δημιουργία προσπαθώντας να αποφύγει τη λιμνάζουσα κατάσταση των ημερών. Απογοητεύεται αλλά ξεκινά εκ νέου. Με τη δική του «Ασήμω», την ποίηση, πασχίζει για την προάσπιση του απόλυτα ιερού· της λεύτερης πατρίδας για τον Ανδρούτσο, της μοναδικής Ευγενίας για τον Σκιαθά. Έτσι προχωρά. Η ποίηση και η Ευγενία, μέσα και ιδανικά για τη συνεχή του πορεία.

Η ηθική του χρέους υποστηρίζεται και υπηρετείται γενικότερα στο βιβλίο. Εντονότατα προβάλλεται στο κλείσιμο του με την «Ωδή στον λεύτερο Δυσσέα». Αυτό το ποίημα ενέχει ισχύ πολιτικού μηνύματος καθώς μιλάει για τις «μοιρασμένες στους ξένους πατρίδες» και «τα κτερίσματα των αγωνιστών που χάλασαν κιοτήδες» αλλά και διαμηνύει ότι το

«… Αερικό πια λεύτερο

ξανατραβάει το σπαθί,

γιατί καλαμαράδες βγήκαν στα στενά

και μίκρυνε ο τόπος».

Επηρεασμένος από την άδικη μοίρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου αλλά και από την διαπόμπευση της πατρίδας μας πάλλεται η ψυχή του ποιητή και προσπαθεί με τους στίχους του να συμπαρασύρει στη διεκδίκηση του μέλλοντός μας· όχι μόνο για εμάς, όχι τόσο για εμάς. Κυρίως για την Ευγενία του καθενός μας, για το πολυαγαπημένο πρόσωπο που εξαιτίας του μπορεί να αγωνιάς αλλά και να πασχίζεις, να οραματίζεσαι∙ να δημιουργείς, μέσω μιας ανηφορικής πορείας, την ιδανική πολιτεία συνύπαρξης.

.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΥΜΠΕΡΗ

BOOK PRESS 23/6/2017

Με έναυσμα το όνομα της κόρης του Ευγενίας, ο Αντώνης Σκιαθάς ονοματίζει έτσι και την παρούσα ποιητική του συλλογή, περιγράφοντας στην πραγματικότητα –δια μέσου βέβαια της ποιητικής διαδικασίας– σημαντικές στιγμές ενός «ευ–γένους, γόνου», του ελληνικού, στη μακραίωνη διαδρομή του και σε όλες του τις εκφάνσεις (ιστορία, χωροταξία–φύση, πολιτεία, κοινωνία, τέχνη).

Στο αυτί του εξώφυλλου του βιβλίου ο ίδιος μας πληροφορεί ότι η συλλογή αποτελεί τριλογία και σύνθεση με τίτλους «Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα», «Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών» και «Οι συγγενείς στα ιαματικά λουτρά της Αιδηψού» και ότι τα περιεχόμενα κείμενα θα μπορούσαν κάτω από αυτούς τους τίτλους να αποτελέσουν αυτούσιες συλλογές. Όμως τελικά, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι ήταν σοφό να μην ενδώσει ο ποιητής στην άμεση έκδοση των κειμένων του, διότι έτσι τελικά παρουσιάζεται ένα έργο που αποτελεί μια ολοκληρωμένη αφήγηση, που καλύπτει διάφορες εποχές και που, με τη βοήθεια και των ποιητικών του σχολίων, οδηγεί στην καλύτερη κατανόηση ενός ελλειπτικού –προς χάριν της ανοικείωσης– ποιητικού λόγου.
Μια περιήγηση στα ιστορικά δεδομένα, όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβάνεται το ευαίσθητο ποιητικό υποκείμενο, που με χωροχρονικές μετατοπίσεις και συνεχείς αναδρομικούς ελιγμούς προσπαθεί να φέρει στο προσκήνιο, να συνδέσει και να αναδείξει εκ νέου το ξεχασμένο ή το γνωστό, το πραγματικό ή το μυθολογικό στοιχείο και να συλλάβει το νόημα των εκάστοτε δρωμένων αυτής της γωνιάς της γης που αποτελεί την πατρίδα μας. Έτσι θα περάσουν μέσα στις σελίδες, εντέχνως και με μια παλινδρομική κίνηση, ιστορικά πρόσωπα διαφόρων περιόδων (αγωνιστής Ιωάννης Ρούκης, Μαντώ Μαυρογένους, Κατσώνης, Γκούρας, Καποδίστριας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Άννα Κομνηνή, Αλέξανδρος, Ρωξάνη, Παρμενίων) και μυθολογικά (Διγενής, Μελάμποδας, Διόνυσος), ποιητές (Ανακρέων, Όμηρος, υμνογράφος Ρωμανός ο Μελωδός, Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης, Περικλής Γιαννόπουλος, Καρυωτάκης, Σαραντάρης, Κωσταβάρας, Εμπειρίκος, Βακαλό, Ελύτης, Κακναβάτος, Καρούζος), σε μια διαφαινόμενη παραλληλία –με τους νεώτερους τουλάχιστον εξ αυτών– με τις ποιητικές του προτιμήσεις, όπως επίσης ζωγράφοι (Θεοτοκόπουλος, Μπουζιάνης, Τσαρούχης) και γλύπτες (Γιαννούλης Χαλεπάς), φιλόσοφοι (Πλάτων, Αριστοτέλης), αλλά και γνωστά πολιτικά ινδάλματα (Βελουχιώτης, Πλουμπίδης) και εν τέλει οι απλοί άνθρωποι συγκεντρωτικά στο πρόσωπο της μητέρας του Στυλιανού Ράμπελα. Δεν ξεχνάει όμως στο πλαίσιο αυτό να προσθέσει και σημαντικά πρόσωπα της παγκόσμιας σκηνής (Φρίντα Κάλο, Ντεγκά, Μποτσόνι, Βαν Γκογκ, Τζάκσον Πόλοκ, Φράνσις Μπέικον, Άντι Γουόρχολ, Σίλερ, Μπωντλαίρ, Μπάιρον, Μπρετόν, Φρόιντ), αφενός για να αναδείξει το πλούσιο γνωσιολογικό του υπόβαθρο και αφετέρου για να εξάρει με αυτή των ελληνικών, αλλά και των αλλοδαπών ονομάτων επίσκεψη –περιβεβλημένων από τους κατάλληλους στίχους– τις νοηματικές αντιστοιχίες στις οποίες τα ονόματα αυτά παραπέμπουν. Μυκήνες, Ερέχθειο, Θερμοπύλες, Μακεδονία, Αμφίπολη, Παλμύρα, Αντιόχεια, Βασιλεύουσα, Ελλήσποντος, Μεσολόγγι, τα οποία αναφέρονται στο βιβλίο, αποτελούν κορυφώσεις του ιστορικού μας γίγνεσθαι και πεδία μνήμης και φρονηματισμού για κάθε επόμενη γενιά. Κάθε σπιθαμή άλλωστε της χώρας αυτής είναι κοιτίδα ομορφιάς και δόξας, αλλά και ποτισμένη με δάκρυ και αίμα.
Με αυτόν τον τρόπο ενώνεται το χθες, το σήμερα και το αύριο, πρόγονοι, γεννήτορες, συγγενείς και επίγονοι οδοιπορούν στη χώρα του πελάγους, των νησιών, των ανέμων, των αμπελώνων και της ελιάς, με τις αρετές, τα πάθη και τα παθήματά τους. Δεν παραλείπει να αναφερθεί σε «αδελφοκτόνες ιαχές», «βασιλικούς τοξότες» και «σταλινικούς υάκινθους». Τελικά οι λέξεις του Α. Σκιαθά αποτελούν ηχώ εκείνων του Οδυσσέα Ανδρούτσου (αερικού συμβόλου που στο τελευταίο ποίημα της συλλογής ανεμίζει το σπαθί του προς χάριν της ελευθερίας στην αιωνιότητα), όταν παρουσιάζεται, σε άλλο σημείο, να λέει: «Όσο υπάρχει Ιόνιο, Αιγαίο και Άθως, δεν πρόκειται να χαθούμε». Αλλά και του ηγούμενου που φωνάζει: «Το γένος να σωθεί αδέλφια / το γένος », προφανώς διαπιστώνοντας και ο ίδιος ο ποιητής, σε αναλογία με τα παρελθόντα, κινδύνους παντοειδείς, εξωτερικούς και νοοτροπίες που εγκαθίστανται στο παρόν. Ανάμεσα στις ποιητικές γραμμές περνούν δραματικά επεισόδια για τη χώρα μας (και κυρίως αυτά των πρόσφατων χρόνων), εμπρησμοί, φωτιές, ναυάγια και πνιγμένοι, ξενιτιές, προσφυγιές του νυν, που ανακαλούν και τις παλαιές (Τσεσμές, Αλεξάνδρεια) κι από την άλλη, ευδαιμονικές καταναλωτικές διαθέσεις του σήμερα.
Για τον ποιητή είναι «η Ελλάδα που πιστέψαμε / στην τάβλα καρφωμένη». Και «η σύγκλητος» (ή μήπως πρέπει αλλιώς να πούμε «βουλή»;) «πολιτικολογεί για το αύριο / καταστρέφοντας το σήμερα». «Όμως» καταλήγει αλλού «εμείς ας υπηρετήσουμε το σήμερα». Πολιτική με την ευρεία έννοια η στάση του, βρίσκεται όμως κάτω από τον πλήρη έλεγχο της ποίησης. Οι ποιητές, κατά τον Α. Σκιαθά, μέσα σε οδυνηρά περιβάλλοντα, έχουν έναν ρόλο που τους αναλογεί: χρησμοδοτούν τη μοίρα του λαού τους. Και όπως ο μυθικός Μελάμποδας μπορούσε να μαντεύει το μέλλον με τη βοήθεια των πλασμάτων της φύσης, στα νεώτερα χρόνια ο Κάλβος ή ο Σολωμός, ο «ελεεινός ποιητής», υπομνημάτισαν εύηχα τα βάσανα του λαού μας σε δύσκολες ώρες, αποτελώντας με τον δικό τους τρόπο τη συνείδησή του των χρόνων αυτών. Γιατί οι ποιητές «τρέφονται απ’ τις θυσίες του φωτός», οι σκέψεις τους είναι «δισέγγονα της αστραπής», κάποτε η «μαγγανεία της ποίησης αναλαμβάνει να σώσει το έθνος», έστω κι αν οι γραφές έτσι κι αλλιώς είναι «για λίγους», όταν «στις πολιτείες των αμύητων / έχουν αξία, μόνο οι ήχοι του διαβήτη» (οι κάθε είδους δηλαδή μετρήσεις ποσοτήτων, που αντιτίθενται σε αξίες πνευματικές), έστω κι αν κάποτε αυτοκτονούν, νικημένοι από τη στέρηση της ελπίδας και τη μοναξιά. Και αν κάποιος ακόμη έχει αμφιβολία για το περιεχόμενο της συλλογής, θα μας πει προς το τέλος: «περιγράφω την / αλητεία της γλώσσας / που μου έμαθε το / Ρο της πατρίδας / να τιμώ με δάφνες». (Εδώ και αντιδιαστολή ή απλή συνήχηση με «τα ρω του έρωτα» του Οδ. Ελύτη).
Η ποιητική του λοιπόν είναι κυρίως μια ποιητική του εμείς και της συλλογικότητας –σε συμπόρευση μάλιστα στο νου του με άλλους εργάτες της Τέχνης– διακοπτόμενη κάποτε και από τις προσωπικές του εμπλοκές στο πεδίο του βίου, με στίχους όπως: «τα εύρετρα αυτής της ήττας / που μας έκαναν άντρες / ας είναι / τα δυο κόκκινα λουστρίνια / που ξεχασμένα έμειναν / άπειρα πρωινά / κάτω απ’ το κρεβάτι», τρυφερές ενθυμίσεις και παραδοχές, ή όταν μιλάει «για τα μεγάλα χρώματα του έρωτα», αφού ο έρωτας αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ζωής μας, ή ακόμα όταν μας αποκαλύπτει τις καταβολές της κοσμοθεωρίας του: «όλους τους ορισμούς του Πλάτωνα / έχω φυλακτό στο θωρηκτό μου στήθος». Μα και η πλήρης συνείδηση ότι ο θάνατος βρίσκει σε όλους μας την τελική μας θέση, μπορεί «σ’ αφύτευτο ελαιώνα». Και φυσικά θα μας μιλήσει για το βάσανο της ποίησης: «περιγράφω, λοιπόν, το βίο / των άτιμων λέξεων / που με βασάνισαν / τότε και τώρα / με χειρονομίες / σκέψεις και άυπνες μέρες», ώσπου να σχηματιστεί το σωστό ποίημα, όπως θα ήθελε ο κάθε πραγματικός ποιητής που σέβεται την τέχνη του. Και εξομολογείται ότι γράφει το ίδιο πάντα ποίημα. Πολύ φυσικό, καθώς ο ποιητής διαλέγει συνήθως τη θεματολογία του και δείχνει στην ποιητική πορεία του τις προσωπικές εμμονές του. Δύο φορές αναφέρεται επίσης ο «ανέραστος ανθολόγος» ή ο «πρόστυχος ανθολόγος» και επομένως όχι πάντα δίκαιος (αλλά προς ποιον ακριβώς όχι ολοφάνερο).
Η γραφή του ξεχωριστή και σαν θεματολογία και σαν ύφος, αφήνει να εκτυλιχτεί ένας συνειδητός ασφαλώς, εκτενής, αλλά γόνιμος διάλογος με προλαλήσαντες ποιητές, π.χ. στο ωραίο σχόλιο-ποίημα με τίτλο «Φόρος τιμής στο εφήμερο της φιλαρμονικής» αναδεικνύεται η επίμονη τριβή του με τα γραπτά του ύστερου Οδυσσέα Ελύτη και με ορισμένες εκφράσεις, π.χ. «… μητέρας / του τελευταίου ληστή / της πόλεως του Τολέδο» ή «του γεφυροποιού Λεονάρντο» παρίσταται ο Έκτορας Κακναβάτος, ή ακόμα –λιγότερο όμως– με το «για τις φθορές των τοκετών του έαρος» ή «του έαρος τα όνειρα» ο Ν. Καρούζος, αποδεικνύοντας ότι στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση και ότι η παράδοση οδηγεί τους μεταγενέστερους. Θα έλεγα βέβαια ότι τα τύπου χαϊκού ποιήματα σε ορισμένο σημείο της σύνθεσης (και που ακριβώς δεν βρίσκονται μέσα στο χώρο της παράδοσής μας), δεν προσδίδουν κάτι παραπάνω στο σύνολο, ωστόσο ξεχωρίζω κάποιο που δεν έχει κάτι να ζηλέψει από τα αντίστοιχα ιαπωνικά: «Αύγουστος πάλι / οι βυσσινιές στη στέρνα / βάφουν ουρανούς».

Γενικά, η ποιητική αυτή εργασία του Α. Σκιαθά αποτελεί μια ευφυή σύλληψη, το πλούσιο περιεχόμενο της οποίας υπερβαίνει θεωρώ το πλαίσιο ενός συνήθους σύντομου κριτικού σημειώματος. Πάντως είναι φανερό ότι ο Α. Σκιαθάς γνωρίζει καλά «το πώς και το γιατί» των λέξεων που χειρίζεται.

https://www.bookpress.gr/kritikes/poiisi/skiathas-antonis-eugenia

.

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

ΑΥΓΗ/7/8/2017/ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Ο πρωτομάστορας Χρόνος

Όταν άρχισα να διαβάζω το νέο ποιητικό βιβλίο του Αντώνη Σκιαθά, με τίτλο Ευγενία –το όνομα της κόρης του–, η σκέψη μου πήγε στις θεατρικές παραστάσεις της Γαλλικής Αναγέννησης. Εκεί, για να ξεπεραστεί η τεχνική δυσκολία που προέκυπτε από την αλλαγή σκηνικών, παρουσιάζονταν παράλληλες σκηνές, την ίδια στιγμή, πάνω στην ίδια εξέδρα, σαν να περίμενε κάθε σκηνή τη σειρά της να αφηγηθεί τη δική της πλευρά και να αναδείξει τους δικούς της ήρωες. Ο χρόνος έπαιζε τους ρόλους του σε εύρος και σε βάθος, προσθέτοντας νέα νοήματα στο έργο.
Στην Ευγενία, ο ποιητής χτίζει μια πλατφόρμα πάνω στην οποία παρελαύνουν οι πρόγονοι, οι γεννήτορες, οι συγγενείς και οι επίγονοι. Θα μπορούσαν, μας λέει, οι τρεις πρώτες ενότητες να ήταν διαφορετικές ποιητικές συλλογές. Ωστόσο, καθώς δεν έκανε τελικά αυτή την επιλογή, παρακολουθούμε τις μεταμορφώσεις του ποιητικού υποκειμένου και βλέπουμε ότι ανάγεται σε τόπο συνάντησης των γενεών. Κι αυτό γιατί ο στάσιμος χρόνος μεταλλάσσεται σε στιγμές και αναδύεται μέσα από τη διάρκεια του χρόνου που ρέει, ενώ η ενιαία συλλογή κερδίζει από τη συμπύκνωση του χωροχρόνου. Η σιωπή των οκτώ ετών από την τελευταία συλλογή του ποιητή τού έδωσε τη δύναμη να εντρυφήσει στην τρομακτική σιγή που επικρατεί πριν από τη δημιουργία, τη στιγμή που μεταβάλλεται σε επικοινωνία με άτομα που πλέον σιωπούν, σε συμβάντα που έχουν καταδικαστεί στη λήθη. Πρόκειται για αναπαράσταση της Ταφής πριν από την Ανάσταση.

Στην ποιητική συλλογή του 1996, Φαντασιώσεις ενός οδοιπόρου, ο Αντώνης Σκιαθάς είχε ήδη προβλέψει αυτή την εξέλιξη: Ένα κορμί είναι όμορφο, / όταν στολίζεται / την άμμο της Σαχάρας (σ. 92). Στην Ευγενία οι Πρόγονοι μας ζητούν να ζήσουμε σε προαιώνιες / και αβάσταχτες σιωπές, ενώ οι Γεννήτορες μιλούν ευθέως για την τολμηρή σιωπή / της ποίησης, τολμηρή, προφανώς, γιατί, χωρίς λέξεις, η ποίηση κινδυνεύει να αυτοκαταστραφεί. Και τότε ο Σκιαθάς ανακαλύπτει, όπως κάθε γνήσιος ποιητής, πως, όταν η γλώσσα συναντά τη σιωπή με τόλμη, η ποίηση γεννιέται.
Το μότο του βιβλίου, με τον ομώνυμο τίτλο «Ευγενία», μας προειδοποιεί με υπονοούμενα, με λέξεις που κινούνται συγχρόνως στο φως και στο σκοτάδι: Μικρές ιστορίες / για το μπλε, / που, όταν έφτασε / στο φως, / άρχισε τις εκπτώσεις, ενώ ο πρώτος στίχος της συλλογής, Είχε προχωρήσει για τα καλά ο αιώνας, μοιάζει με υπότιτλο και, με τον αργό ρυθμό του, επιβεβαιώνει την παντοδυναμία του χρόνου, τη ροή της Ιστορίας, που κανείς, όσο σπουδαίος και αν είναι, δεν έχει τη δύναμη να ανακόψει. Ο χρόνος τρέχει και μεταμορφώνεται συνεχώς, για να αναδυθούν το τώρα, στο πρόσωπο της Κόρης-Ευγενίας, και το Εγώ, στο πρόσωπο του Πατέρα-Ποιητή. Ο ποιητής ψάχνει να ανακαλύψει τις «επτά ταριχεύσεις του Εγώ» για να ολοκληρωθεί, όπως τα επτά χρώματα της Ίριδας ολοκληρώνουν την αντανάκλαση του ηλιακού φωτός. Το ταξίδι στην ιστορία της γενιάς του θα του αποκαλύψει τη δική του ταυτότητα, θα μετατρέψει το σώμα του σε γενέθλιο τόπο της ποίησης, σε ταχυδρόμο που μεταφέρει τη δημιουργία από γενιά σε γενιά. Ανακαλύπτει το ρόλο των εικαστικών τεχνών στην ποίηση πίσω από τρανταχτά ονόματα, όπως Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, που δεν είναι ο Έλληνας. Είναι Έλληνας, όμορφος Έλληνας, Ελλήνων γόνος. Αν δεν ήταν El Greco, θα ήταν διαφορετικός, αλλά εξίσου μεγάλος. Μέσα από τη συνάντηση της ποίησης με τη ζωγραφική, ο συμβολισμός των χρωμάτων θριαμβεύει, με το μπλε –σε πολλές αποχρώσεις και πλούσια νοήματα– να ξεχωρίζει, το λευκό να ακολουθεί. Οι ποιητές, μας θυμίζει, ζουν απ’ τις θυσίες του φωτός. / Βέβαια, άλλοτε με το φως και / άλλοτε με το σκοτάδι γράφουν / τις αξίες του Εγώ, / πάντα όμως με το πρώιμο γαλάζιο / γράφουν το Εμείς και ας είναι / ακόμα νύχτα.
Η ποίηση του Αντώνη Σκιαθά αναδεικνύει, σε κάθε στίχο της, τη θαυματουργή δύναμη της ελληνικής γλώσσας. Μέσα στις χιλιετίες της ύπαρξής της, η γλώσσα μας απόκτησε την ικανότητα να κρατά ζωντανή την Ιστορία και, ενδεδυμένη με διαχρονικές χρήσεις των λέξεων, να αλλάζει ακατάπαυστα, να μεταμορφώνεται. Στην ποιητική συλλογή Χαίρε αιώνα, του 2002, ο ποιητής αναρωτιέται: Ποιος επιτέλους θα μιλήσει / για τη μετάβαση από τη συλλαβή / στη λέξη; (σ. 134)
Η σιωπή γίνεται κραυγή, η κραυγή λέξη∙ και τότε η ποίηση και ο πολιτισμός γεννιούνται. Οι έννοιες «χρόνος» και «γλώσσα» συναντιούνται, ερωτοτροπούν, αναδημιουργούνται. Η λέξη σημαίνει αλλιώς κάθε φορά που επαναλαμβάνεται ή ξεκινά ένα νέο ταξίδι να συναντήσει συνώνυμα ή αντώνυμά της.
Όπως στην ενότητα «Οι συγγενείς», λέξεις που παραπέμπουν στον πολιτισμό, αναγεννούν τον πολιτισμό, τον καλούν να αναδυθεί μέσα από την Ιστορία, να γίνει ορατός, παραμένοντας, ωστόσο, πνεύμα, για να ενδυναμώσει τη θέση του ποιητή στην καρδιά της δημιουργίας του: Λείψανα βροχής σ’ όλη την πόλη./ Διασχίζουν άοπλες τις εύμορφες των νερών πατρίδες η Μάνα μου και η Κόρη μου. […]/ Η πρώτη είπε στη μικρή: Στους χρόνους σου οι θνητοί όσο Ιούλη και να πιουν, καρπούζι δεν θα ανθίσει./ Η μικρή φοβήθηκε του θέρους τους αλαλαγμούς και τις σκιές του Αυγούστου.
Η συνέχεια της ζωής και της δημιουργίας από τη Μάνα του Ποιητή στην Κόρη του περνά μέσα από το ποιητικό υποκείμενο και ανατρέπει την ψυχολογία του βάθους, που θέλει την αιωνιότητα να είναι κυρίως θηλυκή, να πηγαίνει από μάνα σε κόρη. Ο στόχος της ποίησης –να εδραιώσει την παρουσία του ποιητή μέσα στην Ιστορία– διευρύνεται και συνδέει εδώ, επιπλέον, τις δύο μορφές αιωνιότητας του πλατωνικού Συμποσίου.
Η ενότητα «Οι συγγενείς» διακόπτει τη φυσική ροή του χρόνου –πρόγονοι, γεννήτορες, επίγονοι– και παραπέμπει στο ρόλο της κοινωνίας, πηγή του υλικού που παράγει τον ποιητικό λόγο. «Πρόγονοι» επίσης δεν είναι μονάχα τα οικογενειακά μας πρόσωπα αλλά και τα πρότυπά μας, οι καταξιωμένοι ποιητές που, με τη δημιουργία τους, παλεύουν ενάντια στη λήθη, επικουρούν τους επιγόνους που δεν έχουν ακόμη προσδιορίσει την ποιητική τους ταυτότητα. Σημαντικό ρόλο παίζει η γνωστή φράση «με τον τρόπο τού…», προφανής αναφορά στο ποίημα του Σεφέρη. Με την αρχική της έννοια –της μίμησης των μεγάλων που προηγήθηκαν–, επαναλαμβάνεται στην ποίηση του Αντώνη Σκιαθά, παίζοντας με κυριολεξία και μεταφορά, όπως, «Με τον τρόπο του ποιητή Έκτορα Κακναβάτου», ή «Με τον τρόπο του ήχου».
Όταν ο ποιητής επιβεβαιώνει ότι ο όρκος μας για την ποίηση δίνεται «με πάθος ανένδοτο», παραπέμπει στον ανένδοτο αγώνα, και εξηγεί, ίσως άθελά του, γιατί στο κάλεσμα των μεγάλων νεκρών, υπάρχουν αντιστασιακοί ανάμεσα σε ποιητές και ζωγράφους: ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Γεώργιος Μπουζιάνης, ο Νικόλαος Πλουμπίδης, ο Έκτορας Κακναβάτος. Η πάλη ανάμεσα στην κραυγή και τη γραφή, ως Αγία Γραφή, γίνεται σε μια συνάντηση τεχνών και εποχών. Πιο κάτω θα γράψει: Κι ας είναι οι χρόνοι άλαλοι / και οι γραφές για λίγους.
Η γλώσσα, με χρονικές αποχρώσεις, οδηγεί σε κορύφωση του παρελθόντος στην τωρινή στιγμή. Και ενώ οι τόποι συγκρούονται, οι χρόνοι συναντιούνται. Η ποίηση του Αντώνη Σκιαθά είναι ένα πλούσιο, σε κραυγές και χρώματα, υφαντό τέχνης και ζωής. Και αυτό γιατί ο ποιητής […] / Δωρίζει στη σιωπή / τίτλους ιδιοκτησίας.

.

ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ

enetpress 16/8/2017

Η ποιητική συλλογή «Ευγενία» του Αντώνη Δ. Σκιαθά

Ο ποιητής Αντώνης Δ. Σκιαθάς συγκινείται από την συγκίνησή του και δημιουργεί μία άτακτη, αναρχίζουσα λεκτικά, εν πολλοίς γλωσσοκεντρική ποίηση.

Μέσα στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας και μέσα στην ιστορία των Ελλήνων, δοκιμάζει να αυτοπροσδιοριστεί ως πολίτης αυτής της χώρας ο οποίος ωστόσο νοσταλγεί τον ελληνισμό, όταν απλωνόταν από την ανατολική Μεσόγειο ώς στις παρυφές της βαθείας Ασίας.
Η τελευταία ποιητική του συλλογή «Ευγενία» (εκδόσεις Πικραμένος) δανείζεται τον τίτλο της από το όνομα της μικρής του κόρης, γιαυτό αυτά τα ποιήματα μπορούν να διαβαστούν ως άτυπες εξομολογήσεις του ποιητή πατέρα: ως άσκηση βίου, η οποία αθλείται στη σιωπή και πράττει με τις λέξεις. Ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς την χαρακτηρίζει τριλογία, αφού χωρίζεται σε τρεις αυτόνομες και ετερόνομες μεταξύ τους ενότητες: «Οι πρόγονοι στα ιερά τού Μελάμποδα», «Οι γεννήτορες στη νήσο τών Σπετσών» και «Οι συγγενείς στα ιαματικά λουτρά τής Αιδηψού».
Δηλώνει Πυθαγόρας τής σιωπής και Πλάτωνας τής ενατένισης, γεγονός που προϋποθέτει ότι η αναγνωστική εμπειρία πρέπει να περάσει από ένα πλεκτό μυστικιστισμού τού άρρητου, μέσα από το οποίο τα γεγονότα τού βίου, προφητεύονται ως προαποφασισμένα τεκταινόμενα. Η αρχαιομάθειά του διαρκώς επανέρχεται στους στίχους του και τους στοιχειώνει, γιατί το παρελθόν μ’ όλη τη νοσταλγία του ακροάζεται το μέλλον του ως μισοπαιγμένο παιχνίδι.

Μα όλο μα όλο το βιβλίο είναι ένα διαρκές παιχνίδι με τις λέξεις, με τον ήχο και το νόημα τους, καταβυθισμένες στην θάλασσα της Ιστορίας, έστω γιά λίγο, μέχρι να αναδυθούν πάλι στην επιφάνεια τα θαλασσόξυλα που αντιστέκονται τόσο, όσο να επέλθει ο επόμενος κυματισμός για να τα οδηγήσει στον στοιχηματικό κόσμο τού αγνώστου.

Συχνά στην «Ευγενία» ακούγονται οι προγονικές ποιητικές φωνές της μετασολωμικής καρουζικής εκτίναξης, η κακναβάτεια προσάρτηση της τεχνολογίας ως οντολογικού οχήματος, η κατά Βακαλό γυμνότητα του λόγου ώς τα όρια τού τοτεμισμού.

Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς ξαναδιαβάζει το ελληνικό τοπίο και την ελληνική φύση, ως καθρέφτη αυτογνωσίας, καθώς αυτός βυθίζεται στο χώμα του αρχαιοθέτου, περιμένοντας την αρχαιολογική σκαπάνη να δει την κίνηση της προς τα κάτω και αμέσως μετά το βλέμμα ανυψώνεται προς τον ουρανό, αφήνοντας πίσω του τα κτερίσματα ανέγγιχτα. Ομοίως και τον ουρανό.

  .

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

frear 05/7/2017

Οι κώδικες του ποιητικού βίου

Ο ποιητικός λόγος με την ελλειπτικότητα, τη μεταφορικότητα, την υπαινικτικότητά του έχει τους δικούς του δρόμους προσέγγισης, ένα για κάθε αναγνώστη του, που λες ότι μόνο γι’ αυτόν μένει ανοιχτός. Πίσω από μια λέξη, μέσα σε ένα δισήμαντο στίχο, με την υποψία της ερμηνείας εισέρχεσαι στο ποίημα θαρρώντας πως βρήκες το πέρασμα για τα ενδότερα. Δεν έχει σημασία, ωστόσο, αν συναντήσεις τη σκέψη του ποιητή, κι αν ταυτιστείς με τη δική του αφορμή. Έτσι κι αλλιώς αυτή εξ αρχής «θνητή» ήταν και μοίρα της να πεθάνει μόλις πάρει μορφή το ποίημα, που ανήκει πλέον -με μια ιδιόμορφη σχέση ιδιοκτησίας ή ιδιοχρησίας- στον αναγνώστη του. Αυτές τις σκέψεις κάνω διαβάζοντας την «Ευγενία», την ποιητική κατάθεση του Αντώνη Σκιαθά μετά από την ηθελημένη σιωπή του, ίσως επιβεβλημένη έσωθεν από την ανάγκη επεξεργασίας εικόνων και παραστάσεων (σιώπησα και ασκήθηκα ως όφειλα εν οδοιπορία ποιήσεως), κατά πως πρέπει να κάνει ο κάθε ποιητής με το συσσωρευμένο μέσα του βιωματικό υλικό. Έτσι, σ’ αυτό το βιβλίο ο ποιητής είδε, άκουσε, πέταξε και κράτησε, και δίνει τώρα μια συνολική θεώρηση με τον -κρυπτικό αναπόφευκτα- ποιητικό λόγο. Εισέρχομαι, έτσι, με την αθωότητα της ανάγνωσης και ανακαλύπτω τα σημεία, τους κώδικες επικοινωνίας του ποιητή, με τη γνώση ότι το ποίημα είναι το ενδιάμεσο (με τη διαχρονικότητα να λειτουργεί υπέρ του) ανάμεσα στον δημιουργό και στον αναγνώστη του.

Στην προμετωπίδα η φράση του παιδιού:

Αυτό το ουράνιο τόξο
βγάζει αίμα

Θα μπορούσε να είναι η ποιητική φράση που ανοίγει το βιβλίο. Είναι όμως μια αθώα ματιά σε ένα ουράνιο τόξο που θυμίζει αιμάσσον σώμα. Και έτσι απρόσμενα πολύ ανοίγει η ποιητική κατάθεση του Αντώνη Σκιαθά. Με το βλέμμα του παιδιού να κοιτάζει προς το μέλλον, ο ποιητής κοιτάζει πίσω και αριθμεί προγόνους και γεννήτορες φθάνοντας στους κοντινούς στον χρόνο, συγγενείς και επιγόνους. Μια τακτοποίηση της ζωής, μια ανάγκη επανασύνδεσης με όσους και όσα (πρόσωπα, τόπους, πράγματα) οριοθετούν τη μοναδική ύπαρξη. Γιατί χωρίς αυτές τις συνδέσεις χάνεσαι. Θα γράψει ο ίδιος:

Η Τριλογία,
«Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα»
«Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών»
«Οι συγγενείς στα ιαματικά νερά της Αιδηψού»,

θα μπορούσε να έχει εκδοθεί σε τρεις αυτόνομες εκδόσεις.
Επέλεξα συνειδητά, όμως, να εκδοθεί με το γενικό τίτλο «Ευγενία», συμπληρωμένη με τα αναγκαία σχόλια και τις αντίστοιχες σελίδες ημερολογίου, υπηρετώντας με αυτόν τον τρόπο το όλον της «πυθαγόρειας» σιωπής και με τον τρόπο της πλατωνικής θέασης, τους κώδικες του ποιητικού βίου.

Την επαφή με όλα αυτά τα μνημονευόμενα εδώ ο ποιητής την επιτυγχάνει κινητοποιώντας τη μνήμη. Τη μνήμη την προσωπική και πλούσια σε βιώματα, αλλά και τη συλλογική μνήμη που λειτουργεί γενιά τη γενιά διαμορφώνοντας το βαρύ φορτίο του συνειδητού βίου.

[…]

Έφυγαν
την πρώτη εσπέρα του αιώνα,
ασίκηδες του μυστικού θιάσου της πατρίδας,
ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος,
ο Άρης Βελουχιώτης,
ο Γεώργιος Μπουζιάνης,
ο Νικόλαος Πλουμπίδης,
ο Έκτορας Κακναβάτος
και η μητέρα μου
Ράμπελα Στυλιανού
και τόσοι άλλοι όμορφοι Έλληνες
Ελλήνων γόνοι.

Και δεν είναι μόνον ο χρόνος που μετράει τις αποστάσεις από το σήμερα του ποιητή και χωρίζει τους παλαιότερους σε προγόνους και γεννήτορες αναμειγνύοντάς τους ταυτόχρονα με τους συγγενείς και επιγόνους. Είναι πιο πολύ η επίδραση στους τωρινούς, το βάθος του επηρεασμού, η αξία του ήθους που μεταδόθηκε στους επόμενους και διαμόρφωσε τη ζωή τους πάνω στα σωστά και τα λάθη.

[…]

Καθώς και τούτη
αλλά
και οι άλλες ζωές
προδομένες είναι
και θα είναι
στα ίδια πάθη μας.

Και όπως προχωρά η μνεία των προσώπων και χτίζεται σιγά μέσα στους στίχους το νόημα της συνέχειας, εκεί κάπου στο τρίτο κομμάτι (στους συγγενείς) θα ακουμπήσει ο ποιητής κι αυτό, που από μόνο του θα αρκούσε για να δείξει το αθέατο μα ισχυρό δέσιμο, το άφευκτο προφητικό που ρίχνει τη σκιά του πάνω στις γενιές:

Ποιος είναι ο νικητής
μου είπε η κόρη μου
καθώς σχημάτιζε καρπούς
στο σώμα της.
Ήθελε να γνωρίζει
ποιος είναι αυτός που κερδίζει
τις μάχες στις εύφορους εξόδους
των πρώτων
και των δεύτερων χρόνων της γέννας.

Ποιος δηλαδή
συνομιλεί με τη θεία βάσανο
του ατελούς θνητού;

Της είπα ότι μία είναι η μάχη
κι αυτή παντοτινά θα είναι
χαμένη και για μένα αλλά
και γι’ αυτήν.

Η διαφορά μεταξύ μας όμως
είναι ότι αυτή θα δει το νικητή
καθώς θα με κουρσεύει
σε αφύτευτο ελαιώνα.

Μας έχει προϊδεάσει από το αρχικό ποίημα Δραπέτης χρόνος για τους μοιρασμένους ρόλους αλλά και την κοινή μοίρα, για την αίσθηση του χρέους αλλά και για το ενδεχόμενο μιας ήττας:

[…]

με λέξεις, στίχους και σκέψεις,
ανοίξαμε τις εκκλησιές
και σώσαμε στα μανουάλια φως,

για τις μεγάλες νύχτες
και αυτού του θέρους,

για τις μεγάλες νύχτες
και αυτού του αφανισμού.

Των προγόνων.
Των γεννητόρων.
Των συγγενών.
Των επιγόνων.

Όσο για τον προφητικό χαρακτήρα που αναπόφευκτα παίρνει ο λόγος ο ποιητικός, όταν αναζητά μέσα στα χρονικά διαστήματα τα μοιραία συναπαντήματα, μας οδήγησε στο σκηνικό των ιερών του Μελάμποδα, κείνου του μακρινού που έδωσε τη θέρμη της διονυσιακής λατρείας, τον οίστρο και τη θεϊκή μανία, μήπως μπορέσουν οι θνητοί να ενωθούν -έστω για λίγο- με το αθέατο του κόσμου.

Ο ποιητής θα περιπλανηθεί ανάμεσα σε μνήμες προσωπικές αλλά και συλλογικές:

[…]
στο θέρος του Αυγούστου,
ο αντίλαλος του Αχέροντα
στο στέρνο
των Περσών
περιφρονεί τους ποιητές,
που έθεσαν τους όρους της ταφής
ανώνυμων και επώνυμων,
πριν φτάσουν στο στενό
π’ άγιασαν Λάκωνες
αρσενικοί και τυχεροί οπλίτες.

Και αλλού πάλι:

[…]
Πέρασαν τα όρια
των επαναστάσεων
γεμάτα ανθρώπινα μέλη
και μισοφαγωμένα σεντόνια
από κορμιά με ατελή σκέλη.

Και αλλού θα βρει τα αγαπημένα πρόσωπα, κομμάτια κι αυτά της αλυσίδας:

[…]
Αγκάλιασε την όρθια κολόνα,
κομματιάστηκε μαζί της.

Γέμισε ο κήπος παπαρούνες,
τον είδα έτσι νέο
πριν φύγει για φαντάρο
τον πατέρα.

Νιώθω διαβάζοντας πως ο ποιητής θέλει να προφτάσει να τα βάλει όλα αυτά στο ποίημα, να γεμίσει τον κόσμο μας με εικόνες από τον κόσμο τον δικό του, να μας συμπεριλάβει στο τοπίο του, από όπου κι αν καταφέρει ο κάθε αναγνώστης (γιατί είναι οι χρόνοι άλαλοι και οι γραφές για λίγους) να εισχωρήσει λάθρα ή όχι και να εννοήσει τι γίνεται εδώ. Η Ευγενία του Αντώνη Σκιαθά, κι ας ξεκινά με μια τόσο προσωπική αναφορά στην Ευγενία – Μιχαέλα Α. Σκιαθά, κατορθώνει να μιλήσει σε όλους μας. Αρκεί να είναι:

Στην τάβλα της ζωής αυτού του τόπου
με γάντζο καρφωμένη η ψυχή μας.

http://frear.gr/?p=18505

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ

θράκα 23/6/2017

«άβυσσο των σιωπηλών λιμένων»

Πρώτη εντύπωση: Ποίηση.
Δεύτερη εντύπωση: Ιδιαίτερος τρόπος γραφής.
Τρίτη εντύπωση: Παγκοσμιοποιημένος λόγος με κέντρο την Ελλάδα.

Συνολική εντύπωση: Αξιοποίηση του παρελθόντος (στις κολόνες του Επικούρειου) για τη βίωση του παρόντος (συλλέγουμε τα μπλε) και τη στόχευση του μέλλοντος (προσμένουμε πλεούμενα του μπλε), με τη μοίρα στο παρασκήνιο: (γεμίζοντας πούπουλα με χρώματα τις όχθες του μοιραίου).

Η δέκατη (αν δεν κάνω λάθος) ποιητική συλλογή του Αντώνη Σκιαθά, μετά από αρκετά χρόνια εκδοτικής σιωπής, ως συγκεντρωτική έκδοση μιας Τριλογίας όπως ο ίδιος λέει: «Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα», «Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών», «Οι συγγενείς στα ιαματικά λουτρά της Αιδηψού».
Ήδη ομολογείται εξαρχής η συνέχεια δια της συγγένειας, πρόγονοι-γεννήτορες-συγγενείς και η χωρική τους τοποθέτηση, ιερά (του μάντη) Μελάμποδα-Σπέτσες-Αιδηψός. Από την Ιωλκό, την Παλμύρα των Φοινίκων ως τις Θερμοπύλες και το Τολέδο, από τον Νώε ως τον Μ. Αλέξανδρο και τον Οδ. Ανδρούτσο, από τον Γιαννούλη Χαλεπά, τον Γιάννη Τσαρούχη ως τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, από τον Καρούζο, τον Καβάφη, τον Κακναβάτο ως τον Σαμαράκη, το βιβλίο αυτό κινείται ασταμάτητα διαχρονικά και διαχωρικά, σαν ραπτομηχανή που ράβει εντατικά το ύφασμα του χωροχρόνου με ποιητικές κλωστές. Η έκδοση του βιβλίου δικαιολογείται, γιατί έχει πολλά να δώσει εκεί που
το ορατό
δεν είναι πάντα βιωμένο
ούτε το βιωμένο
είναι πάντα ορατό.

Όχι, δεν είναι μόνο ταξίδι στο χρόνο, σε τόπους, καταστάσεις, ιστορία, μυθολογία, λογοτεχνία. Δεν είναι μόνο ωδή στη μνήμη (προσωπική, ιστορική, πολιτισμική, τοπική, εθνική, παγκόσμια). Δεν είναι οι αναφορές στους γεννήτορες και στους προγόνους απλά φόρος τιμής. Δεν είναι επίδειξη γνώσεων. Δεν είναι συνονθύλευμα στίχων. Δεν είναι διάσωση ή προβολή ονομάτων, τοπωνυμίων.
Δεν είναι ποίηση επίδειξης ή προβολής γνώσεων ή ταλέντου.
Τι είναι για εμένα;

Η ποίηση αυτή, «εύ γίγνεται» (ευγένεια) ποίηση του χρόνου.
Δοτός ο χρόνος της ταφής,
δοτός κι ο χρόνος της αυγής
σε κάθε αρραβώνα με την κοπή
του λώρου.

Και όχι μόνο. «Εύ γίγνεται» χρόνος η ίδια, άρα γίνεται επιλογή του τι, του πότε, άρα και του που. Πώς;
Ο Αντώνης Σκιαθάς, με τον μετουσιωμένο μέσα του χρόνο, συνομιλεί με όλα αυτά που είναι:
Παιδί των φυσικών του γεννητόρων, παιδί της Παγκόσμιας Ιστορίας αλλά και του τόπου μας ιδιαίτερα, παιδί του χώματος, παιδί της μυθολογίας, παιδί της λογοτεχνίας εν γένει, αλλά και εντοπισμένα: παιδί σημαντικών λογοτεχνικών μορφών που τον σημάδεψαν με το λόγο, το έργο αλλά και τις προσωπικές τους επιλογές ή τραγωδίες, παιδί των οροσήμων του ελληνισμού, παιδί της ελευθερίας, της δημοκρατίας, παιδί προϊόν του έρωτα αλλά και παιδί που βιώνει και εκείνο τον έρωτα όσο και την απογοήτευση, τη συντροφιά όσο και τη μοναξιά, την ετερότητα όσο και τις εταίρες, την κατάβαση στον Άδη όσο και την πτήση προς την Κολχίδα, παιδί που πιάνει το μαχαίρι με την ίδια ευκολία που πιάνει το μολύβι. Ένα επικίνδυνα αθώο παιδί.

Παιδί όχι με την κλασσική έννοια, αλλά παιδί που κρατάει τα καλά της ψυχής του και αρνείται να ακρωτηριαστεί από τον περιρρέοντα ιστό του «κατά κανόνα και κατά συνθήκην» σημερινού τρόπου ζωής. Εξαίρεση, στην οποία οφείλει και τη μοναδικότητα της ματιάς του.
Ενήλικας με τα όλα του, παιδί μέσα του. Ευλογία ή κατάρα; Και τα δυο. Δηλαδή; Ποιητής.
Άλλωστε, ομολογεί:
Εκεί, λοιπόν,
γεννηθήκαμε,
μάθαμε παιδιά ακόμη
τους τίτλους
της πρώτης,
της ποίησης αγάπης,
στη σοφίτα του Ερέχθειου.

Αρχή και τέλος; Το αθάνατο αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, συνυφασμένο με το φως του τόπου που τον γέννησε:
στην τάβλα της ζωής αυτού του τόπου
με γάντζο καρφωμένη η ψυχή μας.

Τιμά το παρελθόν, δεν το προσπερνά, το μελετά, εμβαθύνει, στηρίζεται σε αυτό για να αντέξει αλλά και για να κατανοήσει το παρόν και να μπορέσει να πλάσει όνειρα για το μέλλον. Μέσω του σώματος, γιατί
Το σώμα έχει καταγωγή το βιωμένο
του υπέρτερου χρόνου.

Όλα, τόποι, μορφές, συγκυρίες, καταστάσεις, δράσεις, συμβάντα, μυθικές αναφορές, σε μια αγκαλιά από την αρχαιότητα ως σήμερα, είναι αυτά που καθορίζουν το πώς φτάσαμε ως εδώ και μέσα από τη διερεύνησή τους, μπορεί να μας δώσουν καθαρότερες κατευθύνσεις για το πώς θα πάμε παραπέρα.
Μνήμη της μήτρας
η γέννα και το παιδί
σπονδή στο μέλλον.

Είναι το πολυδιάστατο σύστημα αναφοράς, μέσα στο οποίο κινείται με αναγκαιότητα αλλά και τυχαιότητα, η ίδια η επί γης ζωή. Τα ως τώρα, είναι συμπλέγματα κουκίδων, ως γαλαξίες στο αναφορικό στερέωμα. Το παρόν, λαμπάκια που αναβοσβήνουν περιμένοντας εντολές και το μέλλον, απροσδιόριστο στο παρόν, θα φέρει το αποτύπωμα μας χρόνια μετά, όταν θα είναι πια παρελθόν. Ο Αντώνης Σκιαθάς, αγωνιά για το τι παρόν χτίζουμε και για το τι θα μείνει από τα «έργα» και τις «ημέρες» μας, όταν αυτά θα έχουν γίνει παρελθόν. Τι αξία θα έχουν –αν θα έχουν- για κάποιον που στο μέλλον θα τα μελετάει.

Εξομολογούμενη αδυναμία του; Η διαχείριση του πόνου της απώλειας, οι μαχαιριές της απουσίας,
Οι Απουσίες δημιουργούν
απουσίες,
οι παρουσίες και πάλι απουσίες

έχοντας επιπλέον συνειδητοποιήσει και το φαινόμενο της απουσίας εν τη παρουσία:
Όλες τις απουσίες βίωσα
με τη δική σου παρουσία.

Οι συνομιλίες με το Θάνατο, διάσπαρτες στη συλλογή, πέραν του πόνου, της λύπης και της αδυναμίας εξήγησης, αξιοποιούνται ως εργαλείο κατανόησης της ζωής, μετά τη συνειδητοποίηση πως
… μια είναι η μάχη
κι αυτή παντοτινά θα είναι
χαμένη και για εμένα αλλά
και γι’ αυτήν.

Τα πάντα, σε σχέση πάντοτε με το χρόνο (αφού ακόμη και ο Θάνατος υπάρχει μόνο όταν υπάρχει ο χρόνος) :
άφθαρτες οι μέρες των νεκρών
καθώς ακέραιοι κρατούν
το χρόνο
στο πιθάρι.

Ο λόγος του ευθύς, ακριβής, εναλλασσόμενος συχνά μεταξύ κρυπτισμού και συμβολισμού, έπους και τραγωδίας, ωμού ρεαλισμού και ιστορικής μαρτυρίας, διανθισμένος με στίγματα υπερρεαλισμού, προσγειωμένος όσο και ιπτάμενος, κοφτός, τηλεγραφικός, με ροή που περνάει μέσα από μικρούς ή μεγάλους καταρράκτες, με συνέχεια ιστορική και ελληνοκεντρική, αλλά και με ασυνέχεια ποιητική, αναγκαία για τη δημιουργία των πολυγωνικών δομών που περιβάλλουν την ποίησή του αλλά και των πολύεδρων κρυσταλλικών δομών, των μορίων του λόγου του.

Υπάρχουν και λυρικά ξεσπάσματα, που κάνουν γλυκύτερη την επαφή:
Μετά η μάντρα με τα καρφωμένα γυαλιά
που δώριζαν τους πολλαπλασιασμούς
της σελήνης, σ’ όλα τα ακρόκλαρα του κήπου.

Ως άλλος Παλαμάς ως προς την πρόθεση, με το δικό του στυλ, συνειδητά ή μη, γεφυρώνει το χθες με το σήμερα, τη μνήμη με το σώμα, την ιστορία με τον άνθρωπο, τους τόπους με το χρόνο, τα συναισθήματα με το νου, τη λογοτεχνία με την καθημερινότητα, την ποίηση με την ουσία, τον ελληνισμό με τον εαυτό του, αναδεικνύοντας τη συνέχεια των πάντων.

Επισκευάζει την αλυσίδα της διαδοχής από γενεά σε γενεά, από τόπο σε τόπο, από κατάσταση σε κατάσταση, από γεγονός σε γεγονός, από πρόσωπο σε πρόσωπο. Είναι αναγκαίο να έχεις μια γερή αλυσίδα για να μπορείς να σηκώσεις την άγκυρα χωρίς να τη χάσεις, να πλεύσεις στη συνέχεια αν το θελήσεις και να έχεις επιπλέον τη δυνατότητα να αγκυροβολήσεις πάλι, όταν και όπου εσύ επιλέξεις. Χωρίς εξιδανικεύσεις, αφού στο ακρόπρωρο του ποιητικού πλοίου με τη μορφή της Ευγενίας, είναι σκαλισμένη η επιγραφή:
Καθώς και τούτη
αλλά
και οι άλλες ζωές
προδομένες είναι
και θα είναι
στα ίδια πάθη μας.

Ποίηση διαφορετική, συνεκτική, συμπαγής, καθόλου εύκολα προσβάσιμη, προϋποθέτουσα γνώσεις σε πολλά επίπεδα, κλειστή ερμητικά για τον επιφανειακό αναγνώστη μα με κλειδαριές πρόκληση για όποιον ασχοληθεί σοβαρά, είναι μια ποίηση που στέκει σταθερά στα πόδια της και σε κοιτάζει.

Η Ευγενία είναι εκεί. Όχι η κόρη του. Η άλλη Ευγενία. Κομψή, Καλλιεργημένη, με Αρχαιοελληνική Ομορφιά, με τρανταχτή Προίκα Γνώσεων, με Σπάνιες Ικανότητες στο Λόγο, με την Αλήθεια της, Τα Αναφορικά της Κοσμήματα, την Ολότητά της, την Ιστορία της και το Παρελθόν της, τις Μυθικές Αναφορές της, σε ατενίζει από το ζεστό, αιματωμένο εξώφυλλο, τώρα, στο ολοζώντανο παρόν.
Το τι θα κάνεις εσύ, καλέ μου αναγνώστη, είναι δικό σου θέμα.

http://www.thraca.gr/2017/06/2016_23.html

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

tvxs /biblio/26/9/2017

Ο διάλογος της «Ευγενίας» με τον χρόνο και τον ελληνικό πολιτισμό

Ο Αντώνης Σκιαθάς είναι ένας πολυγραφότατος δημιουργός, ένας ακούραστος υπηρέτης του ποιητικού λόγου. Η νέα πολύπτυχη ποιητική του συλλογή «Ευγενία» (πικραμένος, 2016) αποκαλύπτει μια βαθιά σχέση του δημιουργού με την ιστορία και την ελλαδική γεωγραφία και τις υπαρξιακές αγωνίες.
Η ποίηση του Αντώνη Σκιαθά μας ταξιδεύει σε όλο τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο. Είναι γεμάτη με ελληνικό χρώμα, τόσο ως ιδέες όσο και ως παραστάσεις. Οι συνεχείς αναφορές στην ιστορία και σε τοπωνύμια του παρελθόντος ή του παρόντος, όσο και τα αρχαιολογικά ερείπια που αποδίδονται εικαστικά στον ποιητικό του καμβά είναι η αποτύπωση της Ελλάδας που αναζητά τα βήματα της στη σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν.
Η ένταση και η αβίαστη εισαγωγή του φυσικού στοιχείου τον φέρνουν πολύ κοντά στην «ποίηση της περιφέρειας»[1]. Το μπλε του ουρανού και του πελάγους αποτυπώνονται είτε άμεσα είτε συνυποδηλωτικά σε κάθε σχεδόν σύνθεση της συλλογής ως ψηφίδα του υπαρξιακού ποιητικού του μωσαϊκού χαρίζοντας τη χρωματική τους ζωντάνια στον ποιητικό καμβά του. Το ουράνιο χρώμα και η συχνότατη παρουσία της θάλασσας και εκείνης των ανέμων προσδίνουν ζωή στα ερείπια ναών και μαντείων με τη γοητεία της ελληνικής γης.
Συναρπάζει η στιχουργική του έκφραση που ζυγίζεται ανάμεσα στη λιτότητα της καθημερινής γλώσσας και τις στοχαστικές της διακλαδώσεις. Είναι μία έκφραση μελετημένα ανεπιτήδευτη που κυλά με τη φυσικότητα του προφορικού λόγου, ο ποιητής στοχάζεται για την τέχνη και τον ανθρώπινο βίο. Σαν ποιητικά δοκίμια οι συνθέσεις της συλλογής ταξιδεύουν τον ακροατή/αναγνώστη στον μαγικό κόσμο των ποιητικών αναζητήσεων του Σκιαθά ξεπερνώντας τις συμβάσεις του χώρου και του χρόνου[2].
Ο δημιουργός περιδιαβαίνει τον κόσμο των υπαρξιακών αγωνιών ακολουθώντας τη συνειρμικότητα[3]. Τούτο αποτελεί και τον συνδετικό δεσμό στην τεχνική του “διασπασμένου θέματος”[4] ενσωματώνοντας τον κοινωνικό προβληματισμό στο υπαρξιακό και ιστορικό υλικό[5].
Η δυναμική χρήση του μεταφορικού λόγου[6] με τις προσωποποιήσεις και το μοτίβο του υγρού στοιχείου[7] μαγεύουν το κοινό. Απρόσμενες υπερρεαλιστικές πινελιές εμπλουτίζουν το καναβάτσο του Σκιαθά[8] πλάι στη συνειρμική κίνηση του στίχου. Αλληγορίες[9] συνδέονται με υπαρξιακούς προβληματισμούς μέσα σε μία μυσταγωγική στιχουργία εικόνων. Έτσι, ο ποιητής συνδέει στοιχεία από το ιστορικό και μυθολογικό θησαυροφυλάκιο με το φυσιολατρικό στοιχείο σε έναν συνδυασμό με πλούσια χρώματα και μηνύματα με βάθος χρόνου[10].
Συνεχείς, εξάλλου, είναι οι αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα, καλλιτέχνες και μη. Ο ποιητής με την ενσωμάτωση των διάσημων προσωπικοτήτων δημιουργία έναν υπερ-κειμενικό διάλογο μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος ενίοτε και έναν καλλιτεχνικό[11]. Την ίδια όμως στιγμή προσδίδει ένα διαχρονικό βάθος στους δικούς του υπαρξιακούς προβληματισμούς ξεπερνώντας το επίκαιρο[12] και συνδέοντας τις ατομικές αγωνίες με την τέχνη και καθιστώντας τις πανανθρώπινες ξεπερνώντας τον τόπο και τον χρόνο. Η επίκληση και οι διακειμενικοί διάλογοι με ανθρώπους της τέχνης και με ιστορικά πρόσωπα ξεπερνούν τον υποκειμενικό χαρακτήρα του επίγονου ποιητή.
Ο λόγος του Σκιαθά ιχνογραφεί την ελληνική περιπέτεια μέσα από μία υπαρξιακή διαδρομή που ταξιδεύει στον χρόνο. Η ποιητική του συνδέει τον ελληνικό πολιτισμό με την ιστορία του τόπου, δείχνοντας τις επιδράσεις του πολιτισμού στις γενεές μέχρι σήμερα. Άλλωστε, ο χρόνος διαπνέει όλη τη συλλογή ενισχύοντας τον πολύπτυχο χαρακτήρα της και εντέλει την πολυκεντρικότητά της σαν ένα στιχουργικό ταξίδι από την Τροία έως το σήμερα, ως μία ενιαία ποιητική σύνθεση.
Η στιχουργική του παραδομένη στο μπλε της Μεσογείου μετατρέπεται σε έναν οδυσσειακό ύμνο για τον άνθρωπο, που εφήμερος παλεύει απέναντι στο αιώνιο υγρό στοιχείο[13]. Και οι διαρκείς ιστορικές αναφορές υποστηρίζουν εκφραστικά το χρονικό βάθος και τα τοπωνύμια της γεωγραφικής κάλυψης. Άλλωστε, η ποιητική του Σκιαθά διατρέχει το σύνολο της επικράτειας του αρχαίου κόσμου με επίκεντρο τον ελλαδικό χώρο[14].
Μία εσωτερική πνοή διαπνέει τους στίχους του που με ευαισθησία παρακολουθεί με αγωνία το ανθρώπινο πάθος στο διάβα του χρόνου, τα ναυάγια, την απώλεια, τις τρικυμίες της ζωής. Άλλοτε η στιχουργική του αποκτά μοιάζουν με χρησμούς, θυμίζοντας παλαμικές προφητείες, κι άλλες φορές ελευθερόστιχες υμνωδίες στον μακραίωνο ελληνικό πολιτισμό και το απόλυτο ελληνικό μπλε που ξεπερνά τον χρόνο της τέχνης.
Η «Ευγενία» είναι ένας διαρκής διάλογος του χρόνου και του ελληνικού πολιτισμού με τους φθόγγους και τις βαθύτερες ανθρώπινες ανησυχίες. Είναι το μέλλον των ανθρώπων όμως ριζώνει στο παρελθόν και ακτινοβολείται μέσα από τη στιχουργική του Σκιαθά στα μάτια της κόρης του. Κάθε νεώτερη γενιά κουβαλά μέσα της βαθιά τον ελληνικό πολιτισμό, από τις μυκηναϊκές κατακτήσεις και έπη μέχρι τους ποιητές του πρόσφατου παρελθόντος και καλλιτέχνες που επέδρασαν στην αντίληψη του ίδιου του ποιητή.

[1] βλ. Δήμος Χλωπτσιούδης, Προσεγγίζοντας την ποίηση της περιφέρειας, vakxikon, τεύχ. 34 (Ιούνιος 2016).

[2] βλ. σελίδες ημερολογίου για το κάλλος των παρουσιών ωδή, στον λεύτερο Δυσσέα, η μεσιτεία των μπλε του Ιούδα ποιητή.

[3] βλ. ασκήσεις πλοηγού.

[4] βλ. ηχώ της ψυχής β’, η γέννα, με τη μέθοδο του Ελλήσποντου, η προσωπίδα της μητέρας μου, ομίχλη.

[5] βλ. γενέθλια μανιφέστο, κόκκινα λουστρίνια, σελίδες ημερολογίου για το κάλλος των γεννητόρων, εξωδίκως στα ορεινά της ποίησης β’, σελίδες ημερολογίου για το κάλλος των συγγενών.

[6] βλ. λαθρεμπόριο ανέμων, οι στίξεις, σελίδες ημερολογίου για το καλό των συγγενών, με τον τρόπο της γόνιμης μητέρας, η ηχώ της ψυχής β’, με τον τρόπο του ποιητή, σκέψεις για τις παρουσίες.

[7] βλ. το δίκαιο της συγκλήτου β’, η μοναξιά του Νικολάου Καρούζου, η γέννα, επί της λίμνης Κουμουνδούρου, με τη μέθοδο του Ελλήσποντου.

[8] βλ. το θέρος, Ιωλκός σε πένθος αλλοεθνών γ’, το μάταιο.

[9] βλ. ελαιώνας, οι στίξεις, η προσωπίδα της μητέρας μου.

[10] βλ. το δίκαιο της συγκλήτου α’ & β’.

[11] βλ. επί της λίμνης Κουμουνδούρου, η μοναξιά του Νικολάου Καρούζου, η Ιωλκός σε πένθος αλλοεθνών β’.

[12] βλ. χρησμοί της μνήμης του ελεεινού της ποίησης, εις το ιερό του Μελάμοδα οι ατελείς οικείοι, ήθη επαϊόντων, εξωδίκως στα ορεινά της ποίησης β’.

[13] βλ. η μεσιτεία των μπλε του Ιούδα ποιητή, σελίδες ημερολογίου για τον καλός των παρουσιών β’, ο θρήνος του Αλφειού.

[14] βλ. με τον τρόπο του εραστή, με τον τρόπο του οδοιπόρου.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Δημοσιεύθηκε από mandragoras

Για την Ευγενία του Αντώνη Δ. Σκιαθά

…από το ομώνυμο ποίημα της συλλογής, που ’χουν τη θέση τους στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, θα μπορούσε να οριστεί συμπερασματικά η τελευταία συλλογή του Αντώνη Δ. Σκιαθά με τίτλο ΕΥΓΕΝΙΑ (εκδ. Πικραμένος, πάτρα 2016, σελ. 119) δανεισμένο (ή οφειλόμενο) στην κόρη του Ευγενία-Μιχαέλα, στην οποία ο ζωγράφος Γιάννης Στεφανάκις, αφιέρωσε ένα επιχρωματισμένο σχέδιο στη σελίδα 15.
Τα ποιήματα-σχόλια με βάση ιστορικά γεγονότα, ρινίσματα συμβάντων, αναμνήσεις σύγχρονες και παλιότερες που αλληλομπλέκονται σε ένα είδος σφιχτής ύφανσης πάνω στο πέπλο της Ελλάδας προσομοιάζουν με χορικά αποσπάσματα, μονολόγους τραγωδών, χρησμούς μάντεων, αλλά και ωδές κι όχι μονάχα στο ομότιτλο ποίημα «Ωδή στον λεύτερο Δυσσέα».
Μια πρώτη προσέγγιση των επιλογών του θα μπορούσε να ανιχνευθεί σε τρία επίπεδα: τόπος-χρόνος-πρόσωπα. Δίχως χρονολογική συνέχεια, με αλληλένδετες τις εποχές τα μέρη και τους δρώντες καθώς στον Αντώνη Σκιαθά παρατηρείται μια απόλυτη ελευθερία, στα όρια τα άναρχης επιλογής, στη χρήση κάθε φορά και στη σύμπλευση, μέσα στο ίδιο ποίημα από στίχο σε στίχο και από στροφή σε στροφή, των τριών αυτών σταθερών που ανέφερα. Παράδειγμα: τους Λέοντες της Δήλου στα ιερά της κοιμήσεως/ του Γεωργίου Νόελ λόρδου Μπάιρον/ Ένοικος κι αυτός, όπως και ο λόρδος, του μεγάλου πελάγους/ ύφαινε τις εμμονές του θέρους […] Ήξερε καλά όπως η Άννα η Κομνηνή/ ότι το ξημέρωμα υπήρχαν πάντοτε κλωστές/ με αίμα κι αλεύρι σπαρμένο στο περβάζι/ της νήσου γι’ αυτούς που θα έρθουν νέοι. (σ. 25). Εδώ έχουμε τον ποιητή κι επαναστάτη Φιλέλληνα του ’21 με τη βυζαντινή πριγκίπισσα του 11ου αι. την οποία επίσης έχει μνημονεύσει κι ο Καβάφης στο ομότιτλο ποίημά του «Άννα Κομνηνή».
Για να επανέλθουμε στην κατηγοριοποίηση που επιχειρώ μέσα από την ποίηση του Αντώνη Σκιαθά, έχουμε στην ενότητα τόπος: τη Γέφυρα του Ευρίπου, την Ιωνία, πόλη του Ανακρέοντα, την Τροία, τη μονή Δαφνίου, τη Δήλο, την Παλμύρα, το Άθως, τις κολόνες του Επικούρειου Απόλλωνα, τη λίμνη Κουμουνδούρου (εκεί όπου ο Πατρινός Περικλής Γιαννόπουλος «δημιούργησε την αυτοκτονία της λίμνης/ στο κορμί του»), τις ανασκαφές του Σούνιου, την Ιθάκη, τις κοίτες του Αλφειού (εκεί όπου ο Μελάμποδας συνάντησε τον θεό Απόλλωνα), την Ίμβρο και την Τένεδο/ την Οία και τη Ρω, τη σοφίτα του Ερέχθειου, της Κρήτης τα άγια βουνά, γυμνόλαιμες πλαγιές της Αστυπαλιάς, της Τήλου, της Κύθνου/ και των λοιπών περιουσιών της Γαληνοτάτης Πατρίδας, την πλάνη του Ταΰγετου, τη μαγγανεία της ποίησης/ στις νήσους των Σποράδων, τα βράχια των Μυκηνών, τ’ άπειρο στις αποσκευές των πρώτων μεταναστών/ της Αμερικανικής Ηπείρου, τις μνήμες του κήπου των Ελαιών, τους αφημένους βράχους της Μιλήτου, τα γιασεμιά της Τροίας, Αιδηψός – Τσεσμές/ Αιτωλικό –Αλεξάνδρεια, τα Ιόνια νερά, τη Ρούμελη, την Επτάνησο σε μια απογευματινή αιώρα στο πέλαγος…
Στην ενότητα χρόνος παρακολουθούμε μέσα από τα ποιήματα τη σύμπραξη/σύμπλευση των αιώνων, μια κατάλυση δηλαδή των χρονικών αποστάσεων που μόνο στην ποίηση μπορεί να επιτευχθεί. Εκεί όπου ο 9ος-8ος π.Χ αιώνας συνυπάρχει με το τέλους του 11ου μ.Χ. αιώνα: το έθνος των τοκογλύφων, στα όρια της Τροίας,/ δίπλα στις βροχερές αγορές/ της μονής Δαφνίου. Και αλλού: Τις νύχτες του Ομήρου (του 710 π. Χ.) να συμπλέουν στην ίδια στροφή με τους Σολωμό και Κάλβο (του 19ου αιώνα). Τον Σίγκμουντ Φρόυντ (19ος-20ος αι) με τα κορμιά του Διγενή (11ος-12ος αι) και τον Αντρέα Κάλβο στο ίδιο ποίημα.
Τέλος στην ενότητα πρόσωπα υπάρχει μια τεράστια βεντάλια που εκτείνεται από ζωγράφους, ποιητές, ιστορικά πρόσωπα, επαναστάτες της κλασσικής και σύγχρονης περιόδου. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε:

Όμηρος, Πλάτων, Ρωμανός ο Μελωδός, Σολωμός, Κάλβος, Κ.Π. Καβάφης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Κωνσταντίνος Καρυωτάκης, Έκτωρ Κακναβάτος, Αντώνης Σαμαράκης, Νικόλαος Καρούζος, Θανάσης Κωσταβάρας,

Λεονάρντο ντα Βίντσι, Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, Γιαννούλης Χαλεπάς, Γιώργος Μπουζιάνης, Γιάννης Τσαρούχης,

Άννα Κομνηνή, Ιωάννης Ρούκης εκ Φωκίδος, Μαντώ Μαυρογένους, Γκούρας, Ιωάννης Καποδίστριας, Άρης Βελουχιώτης, Νικόλαος Πλουμπίδης…

Η σύνδεση/αναγωγή σημαινουσών περιόδων με τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία των τελευταίων ετών παραπέμπει σαφώς στη μέθοδο του Καβάφη: όπως και στον Καβάφη έχουμε ιστορικά ποιήματα εμπνευσμένα κυρίως από την ελληνιστική περίοδο, την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, χωρίς να λείπουν και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές. Μόνο που στον Αντώνη Σκιαθά έχουμε και αναφορές στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή την επανάσταση του ’21, αλλά και αναφορές από την κλασική αρχαιότητα (σε αντίθεση με τον Καβάφη). Ενώ, όπως και στον Αλεξανδρινό ποιητή, βλέπουμε ανάλογα και στην περίπτωση του Σκιαθά φιλοσοφικά ποιήματα –«διδακτικά» όπως χαρακτήρισαν κάποιοι τα ποιήματα του Καβάφη και ποιήματα ποιητικής, όπως συνηθίζεται να λέγεται σήμερα… Ποιήματα δηλαδή με «συμβουλές προς ομοτέχνους», δηλαδή ποιήματα για την ποίηση, και ποιήματα που πραγματεύονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη μοίρα των λαών, την έννοια του χρέους, ή περιγράφουν τις τραγωδίες της φυλής.

Ένας ακόμη ευδιάκριτος άξονας της ποίησης του Αντώνη Σκιαθά είναι ο λυρικός υπερρεαλισμός τύπου Έκτορα Κακναβάτου τον οποίον άλλωστε ονοματίζει ο Σκιαθάς στο ποίημά του «Χρησμοί της μνήμης του Ελεεινού της ποίησης»: Με τον τρόπο, λοιπόν του ποιητή/ Έκτορα Κακναβάτου/ το θέρος γίνεται μαΐστρος/ στον ασβεστόλιθο της πρώτης εφηβείας. (σ.20). Ένα κράμα δηλαδή ισοπεδωτικής αποκαθήλωσης κάθε συνέχειας από στίχο σε στίχο, μια αποδόμηση της λογικής αναμονής που έχει ως στόχο τη λεκτική εκκένωση αντίθετων ηλεκτρικών φορτίων-λέξεων, προκειμένου να δημιουργηθούν αστραπές στίχων και νοηματικοί κεραυνοί στροφών. Ο Σκιαθάς το ορίζει ως φρυκτωρία ξενιτιάς, όπου φρυκτωρίες είναι ακριβώς οι πυρσοί που ανάβονταν από τόπο σε τόπο για να επιτευχθεί η επικοινωνία με τα μακρινά μέρη, ένα είδος σημάτων μορς της αρχαιότητας. Αλλά τι άλλο μπορεί να χαρακτηριστεί η ποίηση –παρά σήματα μορς μεταξύ ποιητή και αναγνώστη;
Ένα παράδειγμα για τη σχέση με τον Έκτορα Κακναβάτο: όλα τα ασημικά της φάρας του Γιαννούλη Χαλεπά,/ με μια αλλαξιά εσώρουχα του στρατηγού της Επανάστασης/ Ιωάννη Ρούκη εξ Ευβοίας/ και τις επτά ταριχεύσεις του Εγώ,/ διπλοραμμένες σε μια φόδρα του ταγέρ/ της Μαντούς Μαυρογένους. (Α. Δ. Σκ. «Δραπέτης χρόνος», σ. 17)
Και από το «Τοπίο με φλύκταινες», της συλλογής Οδός των Λαιστρυγόνων του Κακναβάτου: Δεν ύπαρχε τρόπος να ξεφύγω/ μόνον ο λεξικογράφος Αναστάσης Ορλόφσκυ/ γυάλιζε πού και πού τα ομοιοκατάληκτα…
Η Ευγενία είναι χωρισμένη σε έξι ενότητες. Οι τρεις πρώτες, όπως μας λέει κι ο ίδιος ο ποιητής: Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα, Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών, Οι συγγενείς στα ιαματικά λουτρά της Αιδηψού, αποτελούν μια τριλογία που θα μπορούσαν να επέχουν και αυτοτελή θέση σε μια έκδοση. Παρά ταύτα θεωρώ πως λειτουργούν μέσα στο ίδιο σώμα του βιβλίου κι από την άποψη αυτή βοηθά η κοινή αίσθησή τους κυρίως με την μεθεπόμενη ενότητα του βιβλίου Οι παρουσίες στις ακτές της πολιορκηθείσης πόλεως του Μεσολογγίου. Στη χαραυγή του παρόντος,/ επίμονα τα πλήθη συρρέουν/ και πάλι στην πόλη/ με τα σιδερένια λιοντάρια,/ ουρλιάζοντας στα σιντριβάνια/ για το αίμα της αυριανής μέρας, διαβάζουμε στο ποίημα «Αυτόχειρας εξ ετεροχθόνων» από τη σχετική ενότητα. Το φορτισμένο Μεσολόγγι σύμβολο της πολιορκίας αλλά και της εξόδου. Το Μεσολόγγι που σώπαινε «ανεβαίνοντας υψόμετρα τη νόηση/ πάσχιζε να γενεί σιρίτι του Γαλαξιδιού/ ή παιδικό καΐκι», κατά τον Κακναβάτο. Τη γενέθλια πόλη του πατέρα μου που σήμερα (σ.σ παρoυσίαση στο Polis Art Café την Τετάρτη 18.1. 2017) αν ζούσε θα γιόρταζε την ονομαστική του εορτή. Γι’ αυτό επιτρέψτε μου να κλείσω την αναφορά μου αφιερώνοντας την παρέμβασή μου στη μνήμη του. Στη μνήμη των απανταχού πολιορκημένων και στην ελπίδα πολλών μελλοντικών Εξόδων.

http://mandragoras-magazine.gr/%CE%BA%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CF%81%CE%B5%CE%BC%CE%BC%CF%8D%CE%B4%CE%B1%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1/10990

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

ΕΜΒΟΛΙΜΟ τ. 85-86/2018

«Αυτό το ουράνιο τόξο βγάζει αίμα»

«Ευγενία» είναι ο τίτλος της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Αντώνη Σκιαθά. Από το όνομα της κόρης του, Ευγενίας – Μιχαέλας.
Πέντε θεματικές ενότητες. «Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα», «Οι γεννήτορες στην νήσο των Σπετσών», «Οι συγγενείς στα ιαματικά λουτρά της Αιδηψού», «Οι επίγονοι ομολογούν του έρωτος επέτειος εαρινή», «Οι παρουσίες στις ακτές της πολιορκηθείσης πόλεως του Μεσολογγίου», με τις τρεις πρώτες να αποτελούν τριλογία. Το ποίημα «Δραπέτης χρόνος» μας εισάγει στη συλλογή. Έπονται σχόλια του ποιητή, συντομογραφίες ονομάτων, γλωσσάρι. Μετά μακρά σιωπή, ασκούμενος εν οδοιπορία ποιήσεως, ο ποιητής επανέρχεται με έναν απολογισμό ζωής και έργου.
Η έλευση του παιδιού στη ζωή, όπως είναι φυσικό, «δωρίζει χρυσαετών πτήσεις δωρικές» στους γονείς. Ο πατέρας στη στιγμή της χαράς μετρά απειράριθμες ιαχές λάμψης. Όμως, πέρα από τους συναισθηματισμούς κραδασμούς, το ευφρόσυνο γεγονός γίνεται αφορμή για μια ποιητική ψηλάφηση του ατομικού και συλλογικού παρελθόντος, για έναν ατομικό και κοινωνικό απολογισμό ζωής.
Η μνήμη σαν ταινία στρέφεται προς τα πίσω, ανασύροντας στην επιφάνεια όχι μόνον τον προσωπικό κύκλο, από την εφηβεία μέχρι την ωριμότητα, αλλά και ολόκληρη την πορεία της οικογένειας. Καταφτάνουν ο πατέρας κι η μητέρα, με την ισχυρή τους παρουσία, όπως και οι συγγενείς. Έρχονται να χαιρετίσουν το παιδί, να το μοιράνουν με τους χρησμούς τους. Όμως η αφή του χρόνου, επώδυνη τις περισσότερες φορές, ανασύρει στην επιφάνεια και τα κακώς κείμενα του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί το παιδί. Και στο σημείο αυτό οι οιωνοί για τη μικρή Ευγενία δεν είναι καλοί. Ο «Δραπέτης χρόνος» φορτώνεται με απογοητεύσεις.

Είχε προχωρήσει για τα καλά ο αιώνας.
Σ’ ένα μεγάλο μπόγο
όλα τα ασημικά της φάρας του Γιαννούλη Χαλεπά,
με μια αλλαξιά εσώρουχα στου στρατηγού της επανάστασης,
Ιωάννη Ρούκη εξ Ευβοίας
και
τις επτά ταριχεύσεις του Εγώ,
διπλοραμμένες σε μια φόδρα του ταγιέρ
της Μαντούς Μαυρογένους.

‘Έτσι φορτωμένοι, περάσαμε τη Γέφυρα του Ευρίπου,
με χιλιάδες κλουβιά ωδικών
να γεμίζουν
πούπουλα με χρώματα τις όχθες του μοιραίου
τραβήξαμε κατά την άβυσσο των σιωπηλών λιμένων
της πόλεως του Ανακρέοντος.
Τις μέρες των πανηγυρισμών
του πολιούχου Πέδρο Ανδρέα Βαγέχο.
Πραματευτάδες των εμφυλίων της ψυχής,

με λέξεις, στίχους και σκέψεις,
ανοίξαμε τις εκκλησιές
και σώσαμε στα μανουάλια φως,

για τις μεγάλες νύχτες
και αυτού του θέρους,

για τις μεγάλες νύχτες
και αυτού του αφανισμού.

Των προγόνων.
Των γεννητόρων.
Των συγγενών.
Των επιγόνων.

Ο μάντης Μελάμποδας δεν προοιωνίζει αισιόδοξες καταστάσεις. Η Ελλάδα προχωρά στο νέο αιώνα σκυφτή, γεμάτη πληγές, αλλά με κληρονομιά βαριά, το ιστορικό παρελθόν και την απαράμιλλη τέχνη της. Γερμένη όμως από το βάρος του πολιτισμού της και χωρίς παιδεία, προχωρά με αχάρακτη πορεία. Ανερμάτιστη, μέσα σ’ έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει. Αυτοκαταστροφική.

Στην Ολυμπία τα νερά δεν έχουν πια αξία.
Το έλος έγινε καθεστώς.
Παγωνιά.
Άρχισαν να καρφώνουν τα ξεροπήγαδα
με αβασίλευτους θυμούς
και επετείους εμπρηστών.
Ο τόπος έγειρε στα κοίλα της θάλασσας,
μισοσβησμένος
γέμισε στουπιά, μπιτόνια με πετρέλαιο
και τέφρα από τις φωλιές
των πετεινών της Αρτέμιδος.

«Το σάπιο και σαθρό πολιτικοοικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που δημιουργήσαμε όλες οι γενιές μετά τον εμφύλιο πόλεμο ήρθε έστω και τώρα να ενταφιαστεί μαζί με όλους εμάς που περιοδεύουμε στα μικροαστικά τοπία της εφήμερης υπερκατανάλωσης επιδεικνύοντας τη ματαιότητα του υπέρ εγώ μας», γράφει ο ποιητής στα σχόλια που συνοδεύουν τη συλλογή.
Ο πατέρας βρίσκεται σε αμηχανία. Τι να πει στο παιδί του; Ακόμα και το παραμύθι με την κοκκινοσκουφίτσα, με το οποίο μεγάλωσαν οι προηγούμενες γενιές, έχασε την αίγλη του. Θύμα δεν είναι πια η κοκκινοσκουφίτσα. Είναι ο λύκος. «Αυτό το διεστραμμένο κείμενο παρουσιάζει το θύμα ως θύτη», γράφει. Τα όμορφα δάση μας καίγονται από τη φωτιά και η ύβρις που συντελείται «μόνο με πατροκτονία και μητροκτονία μπορούν να θεραπευτούν», κατά τον ποιητή, σύμφωνα με τον Αντώνη Σαμαράκη.

«Κανένας λύκος δεν πήγε ποτέ στο σαλόνι του μπαμπά της κοκκινοσκουφίτσας, για να παρακολουθήσει από τη δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση σε απευθείας μετάδοση τις φωτιές, στους τόπους που διαβρώνει τρώγοντας σουβλάκια και πίνοντας μπίρες».

Την ίδια στιγμή η Μεσόγειος φλέγεται. Εκεί που κάποτε αναπτύχθηκε ο υπέροχος αιγαιοπελαγίτικος πολιτισμός, ο τόσο ανοιχτός προς το διαφορετικό πνεύμα, «την ώρα που το φως χωρίζει το μπλε του ουρανού από το μπλε της θάλασσας», επιπλέουν στα νερά της αυτοσχέδια σωσίβια.
«Εκεί, λοιπόν, στα αφρισμένα και αφιλόξενα νερά της πατρίδας μεταξύ των ακτών της Ιωνίας και της Σάμου είδα ίχνη ανθρώπων και ένα πλαστικό παιχνίδι να φωτίζει το μπλε του πελάγους».
Τα παιδιά του κόσμου υποφέρουν. Τα υγρά ματάκια τους κοιτάζουν γεμάτα απορία. Τι να πει της μικρής Ευγενίας. Ως πατέρας είναι υπεύθυνος για την ανατροφή του παιδιού του. Ως πολίτης μιας αξιολάτρευτης χώρας προσπαθεί να βρει δύναμη να αντέξει στους δύσκολους καιρούς. Και τα δύο «Εγώ» του στρέφονται στην ιστορία και την παράδοση. Είναι το μόνο αντίδοτο στους άξενους καιρούς.
Όμως ο αναστοχασμός αυτός γίνεται πυροδότης και ενός εντελώς προσωπικού οδοιπορικού στα βάθη της παιδικής και εφηβικής μνήμης, στις μέρες των σπουδών, της ποίησης, της εργασίας, αλλά και της ηλικιακής ωριμότητας. Ο ήχος της φυσαρμόνικας του πατέρα ηχεί γλυκά στην παιδική ακοή κι η ηδονή των λέξεων του Ομήρου, του Κάλβου και του Σολωμού γίνονται συνοδοί της ποιητικής πορείας.

Νεογέννητος ακόμα ο αοιδός χρόνος μου
προσπαθούσε ν’ ανακαλύψει
τους Λέοντες της Δήλου στα ιερά της κοιμήσεως
του Γεωργίου Νόελ Λόρδου Μπάιρον.
Ένοικος και αυτός, όπως και ο λόρδος,
του μεγάλου πελάγους
ύφαινε τις εμμονές του θέρους,
για τους κτίστες του ωκεανού,
Έλληνες και ξένους.

Ήξερε πολύ καλά όπως η Άννα η Κομνηνή
ότι το ξημέρωμα υπήρχαν πάντοτε κλωστές
με αίμα κι αλεύρι σπαρμένο στο περβάζι
της νήσου γι’ αυτούς που θα έρθουν νέοι.

Η πορεία του από τότε ευανάγνωστη,
όμοια της πτώσης των επαϊόντων,
πάντα κοντά στις κοίτες
των δίδυμων θεών του Πλάτωνα,
πάντα κοντά στα ύστερα της ψυχής.

Και η μοίρα του,
στις ξερές του αιώνιου λευκού
ν’ ανακαινίζει και πάλι την Παλμύρα.
Δηλαδή,
την πόλη, το λιμάνι, τους ναούς
και τις στέρνες και τις κρυμμένες σκιές
των πνιγμένων.

Στη μέση αυτής της περιπλάνησης ο ποιητής, που βαδίζει μετέωρος στις ακτές της ποίησης• όμως με ισχυρό του «ασυνείδητο» ένα δυνατό «εμείς»: τον Όμηρο, το Διγενή και το Βυζάντιο ∙ τον Άθω, τον Κάλβο και το Σολωμό ∙ τον Καποδίστρια, τον Καβάφη και τον Έκτορα Κακναβάτο. Τους «Άριστους των χρόνων». «Αφύλαχτη είναι η ψυχή, όταν τη βρίσκει ο βοριάς της μοναξιάς».

Επίγονοι λοιπόν όλοι αυτοί οι λάτρεις,
της νύχτας των Θερμοπυλών,
στήνουν παγίδα στους αλιείς,
που ζουν απ’ το γαλάζιο
κι ας λένε
στα τραγούδια τους

πως δεν έχει αξία το νερό
χωρίς το μπλε του ουρανού
και το χρυσό της Δύσης.

Πορεύεται στο δρόμο του απροσδόκητου προσπαθώντας να περάσει τα σύνορα του Ωραίου, την ώρα που η μνήμη μετράει απώλειες, όχι μόνο προσωπικές, αλλά και εθνικές.
Έφυγαν
την πρώτη εσπέρα του αιώνα,
ασίκηδες του μυστικού θανάτου της πατρίδας,
ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος,
ο Άρης Βελουχιώτης,
ο Γεώργιος Μπουζιάνης,
ο Νικόλαος Πλουμίδης,
ο Έκτορας Κακναβάτος
και η μητέρα μου
Ράμπελα Στυλιανού
και τόσοι άλλοι όμορφοι Έλληνες
Ελλήνων γόνοι.

Τη θέση των ηρώων πήραν «ενεχυροδανειστές μαρμάρινων στολών που φόραγαν οι προτομές του κάλλους, λες και άμα τις ιαχές βάλεις σε προθήκες αρχαιοπωλών, θα μάθουν οι σκιές να ιστορούν το χρόνο».

Άδεια πλέον
τα σπίτια αυτά
αφημένα στη δόξα
του πρώτου ωμέγα
κι έπειτα
στα όψιμα χρόνια
του άλφα.
Ακούγονται επίμονα οι ήχοι
του σαρακοφαγωμένου χρόνου
επάνω στα κεραμίδια.
Από τότε οι άνεμοι γεννούν
ρήματα μοιχείας
στο τίποτα της στέγης
και η στέγη
στο κουράγιο του ανέμου
φυσάει
γυμνό αιώνα.

Ο πατέρας ξεπροβοδίζει επομένως την κόρη σ’ έναν σταυροφόρο αιώνα. Που «καρτερά το πρωινό φως με ρημαγμένη τη βροχή. Η θάλασσα, το μπλε και η ομίχλη κατέληξαν πληθωριστικά ποιήματα σε παλιωμένες κάμαρες με παιδικά παιχνίδια. Φαρμάκι ο χρόνος. Τα τοπία πυρπολημένα από δοσίλογους έρωτες. Γεννήθηκαν αδελφοκτόνες ιαχές». Η μικρή τρόμαξε του θέρους τους αλαλαγμούς και τις σκιές του Αυγούστου. Τότε η γιαγιά πιάνοντας από το χέρι την εγγονή, είπε:

«Κόρη μου, μάζεψε και κρύψε στα γραπτά σου των φαρμακωμένων το κάλλος». «Εκεί ίσως κοπάσει το πάθος του ήλιου, να μετρά στη θάλασσα τους ίσκιους ναυαγών αλλά και τολμηρών καπεταναίων».

Η αρχαία Ελλάδα και η ορθοδοξία. Ο μυστικισμός της Ανατολής. Η λαϊκή παράδοση. Η λατινοκρατία. Η τουρκοκρατία. Η μετανάστευση. Το μπλε, το χρυσό, το κόκκινο. Τα γλυπτά του Χαλεπά, η ζωγραφική του Ντεγκά, μιας αυθεντίας στην κινούμενη ανθρώπινη μορφή…
Η «Ευγενία» του Αντώνη Σκιαθά είναι η απελπισμένη κραυγή ενός πολίτη για τη χώρα του. Για την απώλεια του πατρογονικού κάλλους. Για την Ελλάδα που πιστέψαμε• και «ας είναι αυτή στην τάβλα καρφωμένη». Ένας διάλογος με τις Ερινύες σε γλώσσα επιτύμβια και χρόνους θρυμματισμένους. «Μικρές ιστορίες για το μπλε, που, όταν έφτασε στο φως, άρχισε τις εκπτώσεις».
Το μόνο ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ο έρωτας.

«Εκεί που το αληθές ενώνεται με το αγαθό,
εκεί που η ηδονή καθαγιάζεται σε βιωμένο,
εκεί που το πεπερασμένο ιαίνεται σε άπειρο,
εκεί που τις ώρες μας δωρίζουμε
στη συλλογή ανθών φασκομηλιάς για τα πέπλα
Εκεί
μήνες μετά
εκεί
ελευθερωθήκαμε.

Ο οδοιπόρος ποιητής, τσιγγάνος της δικής του ζωής, αναζητά απαντήσεις.

Άρχισε να χαράζει
στις νήσους του Σαρωνικού.
Ξοδεμένο το πέλαγος
σε ερωτήσεις ναυαγών
ψελλίζει ιστορίες για τις οικονομίες
των μπαχαρικών
σ’ ασβεστωμένες θάλασσες.
Άρχισε να χαράζει.
Ευλογημένοι όσοι
φιλιώνουν το απόμακρο μπλε του ωκεανού
με τον ιερό βοριά του Αιγαίου.
Ευλογημένοι οι Αθίγγανοι
Που ξέρουν για το φως
Όσο κανένας άλλος.

«Κερδίζει κάλλος η ζωή, όταν τολμά τις διαιρέσεις», πιστεύει ο ποιητής και πορεύεται με μόνο του στήριγμα το πάθος για την τέχνη του• με μια «κόκκινη ομπρέλα ανοιχτή». Μύθος και λόγος. Αυτά τον σώζουν.
Ο Αντώνης Σκιαθάς στην τελευταία του ποιητική συλλογή «Ευγενία» αναμετριέται με την τραγικότητα ενός αφανισμού στο νέο αιώνα αναζητώντας απεγνωσμένα την ελπίδα στην αθωότητα των παιδικών χρόνων• ψάχνοντας «έστω και τώρα τα δύο κόκκινα λουστρίνια που ξεχασμένα έμειναν άπειρα πρωινά στο κρεβάτι». Και προβληματίζεται.

Πόσο νερό
να κρύβεται
στις τέφρες
των μοναστηριών
για τις εποχές
της ανομβρίας;

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

θράκα 24/6/2018

Διαβάζοντας την Ευγενία του Αντώνη Σκιαθά εκπλήσσομαι με την πληθωρικότητά του. Ένας ποιητής που δεν φοβάται τις λέξεις, που είναι λυρικός και συνάμα ένας άγριος έφηβος που στήνει τον μεγεθυντικό του φακό μπροστά στον ήλιο για να τσουρουφλίσει κάθε μας αυταπάτη. Τα ιστορικά πρόσωπα που παρελαύνουν στα ποιήματά του, είναι οι προφήτες που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να μιλήσει για το σήμερα. Ένα σήμερα που στρέφει τα νώτα του στους οραματιστές.
Η Ευγενία, η κόρη του ποιητή, είναι η Αριάδνη που τον βοηθά να βγει από τον λαβύρινθο των αμφιβολιών, η δική του σωτηρία εξαρτάται από το να πει την αλήθεια χωρίς υπεκφυγές, να παραμείνει ποιητής ακόμα κι όταν ο κόσμος γύρω του δεν τον κατανοεί. Χωρισμένο σε έξι μέρη το βιβλίο, αποτελεί μια σύνθεση με εξαίρετη δομή η οποία με σθένος υπερασπίζεται την δύναμη της αγάπης. Οι εισβολείς, οι τοκογλύφοι, τα τέρατα του αιώνα αδυνατούν να υποτάξουν το πνεύμα του, την θέλησή του να δημιουργεί ποίηση κάτω από το καθεστώς του ρεαλισμού:

Άντεξα χρόνους πενήντα στους χρησμούς
που νόμιζα ότι μου άνηκαν.

Δεν μιλάω ποτέ
για τους νεκρούς που έφεραν οι ήττες.

Μιλώ με ζήλο
μόνο γι΄ αυτές τις ήττες
που μ΄έμαθαν το αίμα
να θαυμάζω
ως χρώμα στα φτερά
εδώδιμων πτηνών.

Στους παραπάνω στίχους από το ποίημα Γενέθλιο μανιφέστο βρίσκουμε τον ποιητή εκείνον που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τις ήττες του, με έναν ζήλο που όμως δεν τον ρίχνουν στην αδράνεια αλλά τον οδηγούν στην ομορφιά, σε αυτή την πατρίδα των αισθήσεων, όπου ο ίδιος γόνιμα θαυμάζει το χρώμα στα φτερά των πουλιών. Μου θυμίζει εκείνον τον μύθο των Σούφι, όπου κάποιος κρατιέται από ένα κλαδί για να μην γκρεμοτσακιστεί από τον γκρεμό κι αντί να είναι φοβισμένος από την επικείμενη πτώση εκείνος θαυμάζει ένα λουλούδι δίπλα του.
Αυτό είναι ποίηση. Να αντιστέκεσαι. Να βρίσκεις παρηγοριά στην ομορφιά, ακόμα κι όταν ομορφιά δεν υπάρχει. Θέλει μεγάλο σθένος για να καταφέρεις κάτι τέτοιο. Κι ο Αντώνης Σκιαθάς το έχει. Μας προσφέρει μια ποίηση αλτρουιστική, στίχους μεγάλης δύναμης:

Στα σκοτάδια, λοιπόν, του μαΐστρου,
στήνουμε ενέδρες
και
άλλοτε με κρύσταλλα συλλέγουμε τα μπλε
και
άλλοτε προσμένουμε πλεούμενα του μπλε
με σίδερα και άλλες οξειδώσεις
να σχηματίσουν
νησιά και όρη στην Ίμβρο και την Τένεδο
στην Οία και τη Ρω.

Εκεί λοιπόν,
γεννηθήκαμε,
μάθαμε παιδιά ακόμη
τους τίτλους
της πρώτης,
της ποίησης αγάπης,
στη σοφίτα του Ερέχθειου.

Επιδιώκοντας τη μέγιστη κορύφωση του αισθητικού αποτελέσματος ο Σκιαθάς ενσωματώνει στην ποιητική του σύνθεση το λυρικό στοιχείο. Αμυντικός στόχος ενάντια σε μη ποιητικά στοιχεία, όπως περιγραφικά, διδακτικά ή αφηγηματικά, τα οποία νοθεύουν τον ποιητικό λόγο και χρησιμεύουν απλώς σαν καλές ευκαιρίες για τις ποιητικές εκφορές του αισθήματος του ποιητή ή των εφευρεμένων χαρακτήρων του. Προσεκτικός στην οικονομία του λόγου του, τον κατευθύνει σ΄ έναν ενιαίο ρυθμό, γνώστης και μελετητής της ποιητικής παράδοσης.
Πιστεύοντας ότι η ποίηση πρέπει να είναι πιστή όχι στο αντικείμενο αλλά στην ανθρώπινη συγκίνηση επενδύει τον λόγο του σ΄ αυτή την κατεύθυνση. Καθοδηγεί τη γλώσσα να προσαρμοστεί στη μορφή των πραγμάτων.

.

ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ

ΦΡΕΑΡ 12/9/2018

Ανεστραμμένο προοίμιο

Ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς εξέδωσε, μετά από 7 χρόνια εκδοτικής σιωπής, το ποιητικό βιβλίο Ευγενία. Συνηθίζω να λέω πως οποιαδήποτε αλήθεια του συγγραφέα μετά τη συγγραφική τελεία είναι μια εξωκειμενική αλήθεια, που διόλου δε δεσμεύει τον αναγνώστη, όσον αφορά στην πρόσληψη του κειμένου που του έχει προσφερθεί. Στο βιβλίο αυτό διαπίστωσα μια πολύ ενδιαφέρουσα παρέκκλιση. Ο Α. Σκιαθάς προσθέτει στο αυτί του οπισθοφύλλου μία σημείωση, η οποία αποτελεί ουσιαστικά ένα σχόλιο της ποίησής του, αλλά γραμμένο με τέτοιον τρόπο, ώστε να συνιστά οργανικό κομμάτι του βιβλίου του και όχι μια εξ υστέρου «εξήγηση». Παραθέτω το αντίστοιχο χωρίο: […] Η Τριλογία, […] θα μπορούσε να έχει εκδοθεί σε τρεις αυτόνομες εκδόσεις. Επέλεξα συνειδητά όμως να εκδοθεί με τον γενικό τίτλο «Ευγενία», συμπληρωμένη με τα αναγκαία σχόλια και τις αντίστοιχες σελίδες ημερολογίου, υπηρετώντας με αυτόν τον τρόπο το όλον της «πυθαγόρειας» σιωπής και με τον τρόπο της πλατωνικής θέασης τους κώδικες του ποιητικού βίου.

Εκείνο που θεωρώ ότι συνηγορεί στην τοποθέτηση του παραπάνω «εντός» του κειμενικού σώματος του βιβλίου είναι η ομοιότροπη γλώσσα του και η δισυπόστατα αμφίρροπη σημασιολογική του βάση. Εξηγούμαι.

Τρίμορφο ποιητικό στίγμα

1. Θίγεται με γενναίο τρόπο το θέμα της σιωπής και της άσκησης. Ο ποιητής επικαλείται την πυθαγόρεια σιωπή ως ένα είδος άσκησης, μια δοκιμασία όπως του Πυθαγόρα στους υποψηφίους μύστες των φιλοσοφικών του «μυστηρίων». Ο ποιητής ομοίως πρέπει να ξέρει να σιωπά, να έχει την υπομονή να περιμένει. Υπάρχει και μια παραπληρωματική βεβαίως σημασία. Η διαχρονική πάλη του ποιητικού λόγου με τη σιωπή είναι βασανιστικά αμφίρροπη, και χωρίς ελπίδα να τελεσιδικήσει, εις το διηνεκές.

2. Αναφέρεται στην ενσυνείδητη επιλογή να συνθέσει ένα ολιστικό ποιητικό σύστημα, με φιλοσοφικά και κατά κάποιον τρόπο επιστημο-λογικά κριτήρια: τα τρία μέρη να αποτελέσουν υποενότητες ενός ενιαίου συνθέματος, όπου θα ενσωματωθούν σχόλια και σελίδες ημερολογίου, τα οποία είναι και αυτά ποιητικά κείμενα και όχι ένας πραγματολογικός σχολιασμός, όπως αρχικά κάποιος θα νόμιζε.

3. Η αναφορά του «ποιητικού βίου»: επομένως δεν μιλούμε για ένα έργο τέχνης που απηχεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αυτοβιογραφικά στοιχεία ή στοιχεία από εμπειρικά ατομικά ή συλλογικά βιώματα, αλλά η αποτύπωση ενός τρόπου του «ποιητικώς ζην», και μάλιστα με πλατωνική «εστίαση». Εδώ δύο στοιχεία ανακαλούνται: τα ποιητικά μανιφέστα (πχ. του υπερρεαλισμού) και η γοητευτική γλωσσική αμφιθυμία του Πλάτωνα σχετικά με την ποίηση. Η πλατωνική θέαση του ποιητικού λόγου και των προταγμάτων του είναι γνωστή. Ο Πλάτωνας επιχειρηματολογεί εναντίον της ποίησης σαν να αναγνωρίζει ότι η ελκτική της δύναμη είναι πολύ μεγάλη, ώστε να μπορέσει να την αρνηθεί. Και ενώ ταυτοχρόνως ο ίδιος μετέρχεται έναν λόγο σχεδόν ποιητικό, έμπλεο ποιητικών σχημάτων και τεχνημάτων, γίνεται κατά κάποιον τρόπο «ποιητής».

Κοσμοθεωρητική ποιητική

Η σύνθεση του Α. Σκιαθά ενσαρκώνει με πολύ έκδηλο τρόπο μια κοσμοθεωρητικού τύπου αντίληψη ότι η ποίηση είναι κάτι περισσότερο από τέχνη∙ είναι ένας τρόπος θεώρησης που καταργεί την απόσταση ανάμεσα στην λογοτεχνική και την ιστορική, οικογενειακή ή καθημερινή εν γένει εμπειρία. Αποτολμώντας θαρρετά να μιλήσει, όχι μόνο για το ωραίο και το στοχαστικό αλλά για μια βιοθεωρία που εμπεριέχει το εθνικό παρελθόν, την παράδοση, την ποιητική γενεαλογία αλλά και ένα είδος ευαγγελισμού του μέλλοντος. Με λόγο που κυμαίνεται από έναν ελεγειακό τόνο μέχρι και έναν αισιόδοξο λυρισμό, από μια συμβολιστική δραματικότητα μέχρι και μια μοντερνιστική μορφικά απελευθέρωση, αναφέρεται σε όλα τα ανθρωπολογικά πεδία, ατομικά και συλλογικά. Κρατά το νήμα της ευφορίας μιας εποχής, όπου όλα φαίνονταν δυνατά, μιας ποιητικής συνέχειας που διατηρούσε ζωντανή την πίστη σε ένα σταθερό βηματισμό της ιστορίας, την πίστη στο όραμα. Ως προς το πνεύμα αυτό ανακαλείται κάτι από τον ποιητικό οραματισμό του Α. Εμπειρίκου, χωρίς ωστόσο τις δικές του οριακές διαπιστώσεις και διατυπώσεις. Θυμάμαι και θυμίζω ότι ο Εμπειρίκος προσπάθησε να διαμορφώσει ένα είδος εξαγγελτικού μανιφέστου του οράματός του, εν γένει της ποιητικής ουτοπίας, ευαγγελιζόμενος την διαμόρφωση ενός «ποιητικού βίου».

Ο Α. Σκιαθάς διαμορφώνει ένα ποιητικό σκηνικό, όπου χωρούν ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της εθνικής ιστορίας, ανάμικτα με αυτά της οικογενειακής του γενεαλογίας αλλά και των αλληλοδιαδεχόμενων λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών γενεών που αποτέλεσαν τους δικούς του «γεννήτορες». Φτιάχνοντας ένα δίχτυ που εμβαπτίζεται στο παρελθόν συγκρατώντας όλα εκείνα που παροντικά το διαμορφώνουν, καθορίζοντας εκ παραλλήλου αρκετές, τόσο ευθύβολες όσο και λανθάνουσες, μελλοντικές μεταλλάξεις, που προσωποποιούνται και στην αθώα μορφή της απογόνου του ποιητή, στη μικρή του κόρη, Ευγενία- όνομα αληθινό, «αληθινού» προσώπου, αλλά και persona πολύσημη. Οι στίχοι σε πλαγιογράμματη γραφή, συνήθως στο τέλος, αν κι όχι μόνο, αρκετών ποιημάτων, αποτελούν αποστροφή ενός προσωρινά εξωτερικού, αλλά βαθύτερα ενδοδιηγητικού αφηγητή συμπυκνώνοντας δραστικά την ιστορική ή και τη λογοτεχνική εμπειρία του.

Ένα ουμανιστικό κοσμοθεώρημα, αρδευόμενο από πολλές πηγές, χωρίς να επιμένει στην ασφυκτική κεντρομόλο ενός πατριωτικού εθνοκεντρισμού, ούτε να προσφεύγει στον στενό ορίζοντα του έμπυρου αυτοβιογραφισμού. Υπάρχουν αναμφίβολα οφειλές μαρτυρούμενες άμεσα ή και εμμέσως («με τον τρόπο του…», «ο Κ.Π. Καβάφης», «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας» κ.α.), με τις αντίστοιχες προσχώσεις των γλωσσικών ποικιλιών, άλλοτε να προεξέχουν και άλλοτε να λανθάνουν. Ωστόσο εγώ θα προτιμήσω να σχολιάσω κάτι πιο υπόρρητο. Ίσως φανεί παράξενο, αλλά μου φέρνει στη μνήμη, παρόλο που δεν έχει τον επικό και θαυμαστικό του τόνο, μια φαινομενικά αναίτια ομοιότητα, κάτω από τις πρόδηλα υπαίτιες διαφορές, τον Νίκο Εγγονόπουλο.

Αναλογικά επιλογίζοντας

Θεωρώ ότι ο μονολεκτικός τίτλος του βιβλίου που υποστηρίζεται εικαστικά τόσο από το εξώφυλλο, το οποίο προέρχεται, όπως μας πληροφορεί το αυτί του εξωφύλλου, από το χέρι της ίδιας της Ευγενίας, όσο και από το εσώτερο σχέδιο του χαράκτη Γιάννη Στεφανάκι, στο οποίο εικονίζεται η κόρη του ποιητή σε βρεφική ηλικία, είναι πολύσημα φορτισμένος. Το έτυμον της λέξης, όπως και οι συνεχείς αναδρομικές αφηγήσεις της ποιητικής χρονομηχανής του Α.Σκιαθά, που ακολουθούν το ιστορικό νήμα ενός ολόκληρου κόσμου, δείχνουν το «ευ» ενός πολυδύναμου «γένους», αποδεικνύοντας και υπο-δεικνύοντας μια φωτεινή συνέχεια όσο και ένα ελπιδοφόρο χρέος. Χωρίς ποτέ να παραιτείται από την ευφρόσυνη πεποίθηση πως ό, τι κι αν γίνεται, πάντοτε το παρελθόν θα μας τροφοδοτεί με όσο φως χρειαζόμαστε, για να αγγίζουμε κάτι από το μέλλον, το οποίο, εφόσον στεγάζεται κάτω από την άδολη εμπιστοσύνη ενός οιονεί παιδικού βλέμματος, δεν μπορεί παρά να είναι αισιόδοξο∙ κάτι εξαιρετικά σπάνιο σήμερα, σε μια εποχή τόσο σκοτεινή.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

diastixo.gr 25/2/2020

Ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960 και σήμερα ζει στην Πάτρα. Είναι ποιητής, ανθολόγος και κριτικός λογοτεχνίας. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές του συλλογές: Παραμεθόριο νεκροταφείο (1983), Ο ίππος των κυμάτων (1990), Παραμεθόριο νεκροταφείο. Ο ίππος των κυμάτων (1992), Θερινό ανεμούριο (1993), Φαντασιώσεις ενός οδοιπόρου (1996), Χαίρε αιώνα (2002), Ποιήματα-Περίληψη (1983-2006, 2006), Έρωτος επέτειος εαρινή (2008), Φιλόξενος πόλις (2010), Ευγενία (2016) και η τρίγλωσση συλλεκτική έκδοση Ο μόνος πιστός ένοικος (2018), που μας έδωσε την αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 11 γλώσσες, ενώ έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Άρθρα και δοκίμιά του για την ποίηση, την ιστορία και την εκπαίδευση έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών. Συνδιηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Ελίτροχος στη δεκαετία του ’90. Στη συνέχεια, δημιούργησε και διαχειρίζεται το «Γραφείον Ποιήσεως» και τα Βραβείο Ποίησης «Zαν Mορεάς».

Η πιο πρόσφατη ποιητική σας συλλογή, Ο μόνος πιστός ένοικος (Εκδόσεις Πικραμένος) είναι μια πολυτελής τυπογραφική δουλειά, τρίγλωσση, με 14 ποιητικές σας συνθέσεις. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια;

Ο μόνος πιστός ένοικος είναι μια συλλεκτική έκδοση σε 359 αριθμημένα αντίτυπα. Ένα βιβλίο που τιμά την ποιητική μου παραγωγή τα τελευταία σαράντα χρόνια. Η συλλογή αυτή είναι τρίγλωσση, με την αγγλική μετάφραση να υπογράφουν οι Despina L. Crist και Robert L. Crist και την ισπανική μετάφραση ο Mario Dominguez Parra, ενώ κάθε ποίημα συνοδεύει μια υδατογραφία που δημιουργήθηκε ειδικά από την Κατερίνα Καρούλια. Από την πρώτη μου δημοσίευση εκεί στα εφηβικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, η ποίηση συνομιλεί άμεσα με τις εικαστικές τέχνες. Στις αρχές του 2000, ο εικαστικός και ποιητής Γιάννης Στεφανάκις είχε δημιουργήσει μια σειρά αριθμημένων εκδόσεων με χαρακτικά. Σε αυτή τη σειρά είχε την τιμή να συμπεριληφθεί η ποιητική μου σύνθεση Χαίρε αιώνα, με χαρακτικά δικά του, σε 219 αντίτυπα. Στην ίδια σειρά είχαν εκδοθεί ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Μιχάλη Κατσαρού, όπως και άλλων σπουδαίων ποιητών. Είναι για μένα μεγάλη χαρά τα ποιήματά μου να τα ζωντανεύουν έργα εικαστικών που συνομιλούν με την ποιητική τέχνη.

Τι μπορεί να σας κινητοποιήσει για να γράψετε ένα ποίημα;

Ένα ποίημα ή ένα ποιητικό πεζόμορφο κείμενο είναι μια ολόκληρη ιστορία ζωής, είναι ο βίος των λέξεων στον χώρο και τον χρόνο του γράφοντος. Οι «επισκέψεις» για κάθε μια από τις ιστορίες που δημιουργώ κειμενικά γίνονται με τον τρόπο που προσλαμβάνω τα μικρά και τα μεγάλα της καθημερινότητάς μου. Το τι μπορεί να με κινητοποιήσει για να γράψω είναι πολλά σημαντικά και ασήμαντα, από μια εφήμερη στιγμή μέσα στην ημέρα για το παραμικρό, ή μια στιγμή που ξύνει το παρελθόν και δημιουργεί πολλαπλασιασμούς στη μνήμη. Είναι απ’ εκείνα που δεν ξέρεις το γιατί σε επισκέπτονται, αλλά ξέρεις γιατί υπάρχουν.

Στο «Γραφείον Ποιήσεως» έχετε δώσει χώρο και αναγνωρισιμότητα σε ποιητές, νέους και πιο γνωστούς. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για το πώς επιλέγετε τους φιλοξενούμενούς σας;

Το «Γραφείον Ποιήσεως» ιδρύθηκε για να δημιουργήσει το αντίστοιχο σημείο αναφοράς για την καταγραφή της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Συνεχίζει με μια μοναδική πορεία στα ελληνικά Γράμματα, συνομιλώντας άμεσα με τους Έλληνες ποιητές και τις Ελληνίδες ποιήτριες, δημιουργώντας θεσμούς που επικοινωνούν, τόσο με την Ελλάδα, όσο και με το εξωτερικό, όπως: α) τα ετήσια Διεθνή Βραβεία «Ζαν Μορεάς» («Jean Moréas») για την ποιητική τέχνη, β) το Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Πάτρας (Patras World Poetry Festival), που σε ετήσια βάση φιλοξενεί για μια εβδομάδα στην Πάτρα 50 ποιητές από 10 χώρες. γ) Οι εκδόσεις με αρχειακό υλικό που αφορούν στο έργο των σύγχρονων ποιητών και ποιητριών, όπως είναι τα «Ποιητικά Πορτρέτα», και θεματικές ανθολογίες τόσο στα ελληνικά όσο και σε άλλες γλώσσες, κ.λπ. Η επιλογή των φιλοξενούμενων γίνεται αξιολογώντας το έργο τους, όπως αυτό ορίζουν οι αρχές του «Γραφείου Ποιήσεως», τις οποίες φυσικά υλοποιούν τα μέλη των αντίστοιχων δράσεων, που είναι φιλόλογοι, κριτικοί λογοτεχνίας, μεταφραστές, καθηγητές και καθηγήτριες πανεπιστημίου με τους οποίους συνεργαζόμαστε.

Πρώτα ζω, μετά διαβάζω και τέλος γράφω. Συμφωνείτε;

Το τρίπτυχο που καταθέτετε είναι άξιο και ουσιαστικό για έναν συγγραφέα και μπορούμε να συμπληρώσουμε ότι η ποίηση οφείλει να είναι παρούσα ως ζωή, ως γραφή, ως καθημερινότητα.

Ποια αξία θεωρείτε αδιαπραγμάτευτη;

Αδιαπραγμάτευτη αξία είναι η ελευθερία τού να διαχειρίζομαι τα της ζωής μου με τη δημοκρατία των αρχών μου.

Ποια η αποτίμησή σας έπειτα από τόσα χρόνια επαφής σας στον χώρο της ποίησης; Υπάρχει θετικό πρόσημο με το πέρασμα των χρόνων;

Το πρόσημο δεν μπορεί παρά να είναι θετικό, καθώς από τα 17 μου, όταν πρωτοδημοσίευσα, μέχρι και σήμερα έχω συνομιλήσει είτε μέσα από το έργο μου, είτε μέσα από το λογοτεχνικό περιοδικό Ελίτροχος που διεύθυνα τη δεκαετία του ’90, είτε μέσα από τις δράσεις του «Γραφείου Ποιήσεως» τα τελευταία χρόνια με τις σημαντικότερες ποιητικές μορφές του 20ού αιώνα διά ζώσης, καθώς η ποίηση ενώνει. Εκτός αυτών των σπουδαίων συναντήσεων, η ποιητική μου φωνή έχει καταγραφεί με πολλούς τρόπους στη σύγχρονη ποιητική παραγωγή της χώρας μας, αλλά και στο εξωτερικό, και έχει τιμηθεί από το αναγνωστικό κοινό.

Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία συγκαταλέγετε μια ποιητική συλλογή στα Βραβεία «Zαν Mορεάς»;

Τα Διεθνή Βραβεία «Ζαν Μορεάς» («Jean Moréas») είναι ετήσιος θεσμός που τιμά την ποιητική τέχνη με βραβεία που έχουν να κάνουν με το σύνολο του έργου ενός ποιητή ή μιας ποιήτριας και με το παραγόμενο σύγχρονο έργο τους κατά το προηγούμενο έτος, με την καλύτερη ποιητική συλλογή και καλύτερη ποιητική συλλογή πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή ή ποιήτριας. Την επιτροπή αποτελούν έγκριτοι καθηγητές πανεπιστημίου, κριτικοί λογοτεχνίας και ποιητές. Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος. Τα κριτήρια είναι πολλά και εξειδικευμένα, με κυρίαρχο αυτό της μοναδικότητας κειμενικά του ποιητικού υποκειμένου.

Ένα ποίημα ή ένα ποιητικό πεζόμορφο κείμενο είναι μια ολόκληρη ιστορία ζωής, είναι ο βίος των λέξεων στον χώρο και τον χρόνο του γράφοντος.

Ένα μεγάλο ποσοστό αναγνωστών θεωρούν την ποίηση ελιτίστικη και άλλοι έχουν μια προκατάληψη εναντίον της. Τι είναι, εντέλει, ή τι πρέπει να είναι η ποίηση;

Καταγράφετε μια σημαντική αλήθεια, που όμως η αξία της ως τέτοια κρίνεται και από μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που μάλλον μεγαλοποιεί αρνητικά τα πράγματα. Γι’ αυτό έχουν την ευθύνη τους και οι ίδιοι οι δημιουργοί, όπως και οι «διαχειριστές» στις αίθουσες διδασκαλίας του μαθήματος της λογοτεχνίας. Υπάρχουν εξαιρετικοί φιλόλογοι, αλλά πολλές φορές τα προγράμματα για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία είναι άταιρα με τη σύγχρονη δημιουργία. Η ποίηση είναι τρόπος ζωής, είναι κώδικας επικοινωνίας, είναι ο τρόπος που συνθέτονται οι λέξεις για να δημιουργήσουν τα απλά μα και σύνθετα δεδομένα της «ποιητικής αφήγησης».

Υπήρξαν ποιητές που ίσως κινητοποίησαν και τη δική σας πένα;

Υπήρξαν ποιητές που με επηρέασαν με το έργο τους και υπήρξαν ποιητές που στις συναντήσεις μας μου άνοιξαν παράθυρα στη σύγχρονη ποιητική δημιουργία. Η μελέτη των ομηρικών κειμένων, ο τρόπος του Ρωμανού του Μελωδού, ο μύθος της γλώσσας του Ανδρέα Κάλβου, η νεωτερικότητα του Κ.Π. Καβάφη και η πολυσημεία των ιδεών για την ελληνική δημιουργία του Οδυσσέα Ελύτη είναι απ’ εκείνα που με βατσίνωσαν ποιητικά. Στα χρόνια της εφηβείας μου, τα ανοικτά εργαστήρια γραφής που είχε δημιουργήσει στα πρώτα χρόνια της μεταδικτατορικής Ελλάδος η Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση, για την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό, με τους σπουδαίους Γ. Ρίτσο, Ν. Βρεττάκο και Τ. Σινόπουλο, ήταν αυτά που με έμαθαν για τα ουσιαστικά της ποιητικής τέχνης.

Συχνά διαβάζω ποιήματα που δεν έχουν δική τους ταυτότητα· είναι ένα πρόβλημα το κοπιάρισμα (έστω ακούσιο) στον εκδοτικό χώρο;

Η εποχή του διαδικτύου έχει δημιουργήσει μια ευκολία και ταυτόχρονα η ανεπαρκής μελέτη της ποίησης διαμορφώνει την ποιητική παραγωγή, καθώς οι αυτοεκδόσεις με τη σφραγίδα επώνυμων εκδοτικών οίκων δεν επιτρέπουν την κρίση για το τι παράγεται και για το τι εκδίδεται. Υπάρχει πλέον με το Facebook μια τεράστια σύγχυση. Αυτή η αισθητική θα μεγεθυνθεί και η απόκλιση από το αληθές ποιητικό θα μεγαλώσει.

Γράφετε αυτόν τον καιρό; Έχετε κάποιο νέο βιβλίο προς έκδοση;

Δεν υπάρχει μέρα που να μη γράψω κάτι. Δημιουργώ με στόχο τη δυναμική της συνέχειας στο ήδη παραγόμενο έργο μου. Είναι υπό έκδοση ιστορίες που αφορούν τη γυναικεία ύπαρξη δομημένη με καθαρό λόγο και ποιητικό τρόπο. Αυτό είναι ένα από τα βιβλία που προγραμματίζω να εκδοθούν το 2020. Όπως και μια σημαντική «υποχρέωση», που ήρθε η ώρα της να εκδοθεί και αυτή, είναι η εργοβιογραφία του Αντώνη Σαμαράκη –η οποία είναι «συμφωνημένη» με τον σημαντικό συγγραφέα του 20ού αιώνα όταν ήταν εν ζωή–, που καταγράφει σημαντικές στιγμές του βίου του και με παρουσία σημαντικών ντοκουμέντων από τη ζωή του.

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.