ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ

Η Μαρία Λάτσαρη γεννήθηκε και ζει σιη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Βιολογία στο ΑΠΘ και έχει διδακτορικό στις Νευροεπιστήμες. Εργάζεται στο Τμήμα Κτηνιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ. Έχει παρουσία σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και δημοσιεύσεις σε έγκριτα διεθνή περιοδικά. Συμμετείχε στη μετάφραση των βιβλίων Φαντάσματα στον εγκέφαλο (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004) και Όραση και Τέχνη (Επιστημονικές Εκδόσεις Παρισιάνου, 2010).
Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Εντευκτήριο» (τεύχος 106) και στο συλλογικό έργο “Ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης”ποιητικό ημερολόγιο της ιστοσελίδας Eyelands” (εκδόσεις iWrite.gr, 2014). 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΜΕΙΣ Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ  (Νεφέλη 2023)
ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ  (Μανδραγόρας 2016)

.

.

ΕΜΕΙΣ Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ (2023)

Τα μαύρα κυπαρίσσια στην ανηφοριά τον δρόμο κόβουν. Στις πύλες τις επτά στρατιώτες ελέγχουνε
την πόλη. Οδός Λαβδακιδών. Το σπίτι μες στον χρόνο πλέει. Στις σκιές των πεθαμένων τριγυρίζει η
Αντιγόνη. Η Ισμήνη τυλιγμένη στο κασκόλ της απ’ το παράθυρο κοιτά και περιμένει. Άραγε ποιον;
Δεν περιμένουμε παρά ό,τι μας αποφεύγει.

o ποιητής

Στη Δαμασκό η τελευταία φορά που την είδα
με το κιβώτιο του μαρτυρίου παραμάσχαλα.
Το όνομα είχε Καντριγιέ,
μάτια κρυφά πίσω από γρίλιες.
Σε αεροδρόμια πολύβουα
σε ματωμένα δευτερόλεπτα
τα ίχνη της έχω χάσει.
Στοιχίζω τους αιώνες στη σειρά,
εδώ π’ ανέτειλε το ήθος της θνητότητας
κι έλαβαν σώμα γυναίκας φυλαχτό
η αθωότητα κι η ενοχή
η θηριωδία κι η επιείκεια.
Κυρίες και κύριοι,
Σε μια ακτίνα φως
θα γράψω τ’ όνομά της.
Στον σκοτεινό δρυμό θα επιστρέψω
σα να ’μαι ο τελευταίος ποταμός.

Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΛΕΕΙ

|| μικρή αντιγόνη ||

Χίλιες και μία νύχτες
σε φύλλα λεύκας επιπλέει η μνήμη
― Πότε θα ξημερώσει;

Το σφυρί στην καρδιά μου
πεθύμησα
τα δάχτυλα καρφωμένα στης Ιοκάστης το πέπλο.
Ακούω τη φωνή μου voice over,
βραχνό κοκοράκι
στην τρίτη λαλιά
― Τραγούδα, μικρή μου Αντιγόνη,
τ’ αθώα τραγούδια
Τραγούδα
να ξημερώσει η πρώτη αυγή,
ο ουρανός να γίνει Ουρανός,
το δέντρο πάλι Δέντρο.

Τα παιδιά μιλούν με άμεσες προστακτικές

Re: Η ΙΣΜΗΝΗ ΛΕΕΙ

|| αποκάνει η αγάπη ||

Χίλιες και μία νύχτες
οι ιστορίες κυνηγάνε την ουρά τους.
Ορεκτικό εγώ στο πιάτο των θεών,
μάνα αδελφών που χάθηκαν
στον κουρνιαχτό του μίσους,
ανάσκελη σε έρωτες ραχιτικούς,
η no man’s land των σεντονιών
πώς μυρίζει ναφθαλίνη!

Τη στάχτη σου ρίχνω στο κρασί,
σε περιμένω, Αντιγόνη,
όπως τα παιδιά
προσμένουν τα Χριστούγεννα.

Όχι στο ναι! Ναι, γιατί όχι;
Αναπάντητο παραμένει το ερώτημα για
την ελεύθερη βούληση

Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΛΕΕΙ

|| το ιερό και το σώμα ||

Σπλάχνα αναδύουν αμβροσία
μες την μυρωδιά του αντισηπτικού,
χιόνι, ζεστό βαμβάκι
κραυγές φράζει στο στόμα,
σε δάκρυα παγώνει η αδικία.
Το αίμα του δεν του ανήκει πια,
μα ούτε κι η ανάσα.

Ο Πολυνείκης στα αζήτητα
την όστια της μετάληψης
ματαίως περιμένει
κι ο μέγας ο κριτής ―που τάχατες γνωρίζει
πόση το σώμα ιερότητα αποσιωπά ―
στην έκθεσή του αποφαίνεται
«πράξη εχθρική προς τον λαό»
και από τον κρόταφο του τραβάει το δέρμα.

Κι εγώ αιώνες χώμα σκάβω,
σιωπές αηδονιών και ανθισμένα κύματα,
έναν μαβή ουρανό να θάψω,
κι απάνω κει στον τάφο τους
να γράψω το όνομά του.
Μόνη, δεν είμαι, Αντιγόνη.

Τα εσκαμμένα υπερέβης

Re: Η ΙΣΜΗΝΗ ΛΕΕΙ

|| χωρίς φίλτρο ||

Τι να ’ναι αυτός ο μαύρος ήχος στο κενό;
Κάννες στραμμένες, μια σφαίρα δρόμος.
Σώματα χωρίς κράνη και κνήμες, ξιφολόγχες
ανήκουν πια στο ζεστό χιόνι.

Άταφοι νεκροί,
εικόνα αστραπή
μ’ ένα άγγιγμα του δείκτη
οθόνες πώς καταποντίζει!
Κυλάει
ο κρότος στ’ αυτιά μας.

Μια στιγμούλα μακριά
τον πεθαμένο δεν στολίζουμε,
ούτε τον θαμμένο,
ούτε καν τον θαμμένο ξεθαμμένο.

Κύριοι και Κυρίες,
φτυαρίζουμε λουλούδια.

Το οπτικό πεδίο ανάστρεψε να δεις,
κι οι δυο κόσμοι είναι πραγματικοί

Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΛΕΕΙ

|| καντριγιέ ||

Με την πλάτη εκεί στο δέντρο
και μια περίεργη στο πρόσωπο έκφραση
― Ήσυχα μαύρο σύννεφο
πώς το φεγγάρι καταπίνει!
Η υγρασία το δέρμα γδέρνει ―
Μόνη και αβοήθητη
από την παραλία με μάζεψε
σε μια ξεβρασμένη λέμβο δίπλα.
Μες στην αντάρα άραγε
ποιος θα ζητούσε τον λογαριασμό
για δυο ροζ παπούτσια που κρύβονταν
κάτω απ’ την κουμπωμένη καμπαρντίνα;

Βελούδινο ένδυμα φορά η βία

Re: Η ΙΣΜΗΝΗ ΛΕΕΙ

|| το δείπνο της ισμήνης ||

Ρόδο της καμίας,
επάρατα παρατημένη,
ζητώ να μου δοθεί η βασιλεία
να πάρω υπό την προστασία μου
το κοριτσάκι με το νυφικό
τη γυμνή στο Πρόγευμα της Χλόης
τα σφραγισμένα χείλη
τη λάθος κόλαση
το στήθος που θηλάζει ορφανά
τη γητειά της ηδονής
τα ξοδεμένα κατ’ επιλογήν ωάρια
το Γόνατο της Κλαίρης
τη βία της φτώχιας
την Καταγωγή του Κόσμου του Κουρμπέ
τη μοναξιά των μεγάλων μυστικών
τα όνειρα με μέτρο
το Λουλούδι της Ερήμου
την Παναγία και τη Μαγδαληνή,
αυτές τις δυο σε ένα
το πείσμα της ανάγκης
το αγορασμένο σώμα
τον αποδιοπομπαίο κρίνο
την Αμίλητη Μηλιά
τις σκιές που πια δεν έχουν πού να γείρουν
το πρώτο μας φιλί μαζί και τελευταίο
το «ότι ηγάπησαν πολύ»

Πάντα η ποίηση,
νυχτερίδα που τρέφεται με νέκταρ

.

ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (2016)

Ι. ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

Πεθαίνουν τα κλαριά απ’ αγάπη
F.G. Lorca

Ρωτώ την ποίηση
για το σχήμα της λύπης
την ιτιά μου δείχνει
το δέντρο που πονά, αυτή
με γερμένα τα κλαριά
προσκυνά βουβά το χώμα
Νευρωνικό αντίστοιχο
λέει η επιστήμη
γυναίκας κλαίουσας που
με λυτά τα μακριά μαλλιά
θρηνεί ασάλευτη
του έρωτα
το φθαρτό σώμα

ΚΛΕΙΣΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΟΦΥΛΛΑ

Τράβηξε τον σιδερένιο γάντζο
που κρατούσε τα παντζούρια στον τοίχο
και τα έκλεισε
σα να κλείνει ντουλάπι
σα να κλείνει φέρετρο
σα να θάβει γονείς
στο μικρό δωμάτιο
χωρίς τύψεις
πατέρας μητέρα
θαμμένοι
ο κόσμος
απέραντος και ζωντανός
περιμένει
τον καλεί
να ζήσει
Μπαίνοντας
άκουσε τον πατέρα
«τόση ώρα
για δυο παραθυρόφυλλα»

ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Χρόνια γλυπτικής ο άνεμος
κι η θάλασσα
κι ο βράχος
λιγοστεύει φλούδα φλούδα
Έτσι σμιλεύεται ο στίχος
Με ινδιάνικο βλέμμα
ο ποιητής συνδέει την εξωτερική πραγματικότητα
με την εκδοχή που φτιάχνει ο νους του
δεν τραγουδά
δεν επιδίδεται σε ζωγραφική τοπίων
Με τη σοφία των κύκλων της φύσης
λειαίνει τη διαχωριστική γραμμή
ανάμεσα σε ζωή και θάνατο
αποσπά το ουσιώδες απ’ τα πράγματα
το αιώνιο απ’ το προσωρινό

ΜΙΣΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΑΦΕΣ

0 ύπνος ιερή συνήθεια
είτε ελαφρύς
εμβρυακός
είτε πολλά βαρύς
με χάπια παπαρούνας
άλλοτε πέφτεις για ύπνο
και πέφτεις και πέφτεις
όλο βαθύτερα
βυθίζεσαι στο κατακάθι
με τα τετράδια σου
άγραφα τριαντάφυλλα
να έχουν ήδη βουλιάξει
το χέρι μόνο που κρατάει το μολύβι
έχει μείνει απ’ έξω
τελευταίο σινιάλο
άλλοτε πλέεις στο καϊμάκι
φτερά από παιδικά φαντάσματα
τότε που ζεστός
τρελός ποιητής ξυπνούσες
κι έγραφες στίχους
στη γαλάζια πιτζάμα σου

ΙΙ. ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ

Ξυρίστηκα
χτένισα τα μαλλιά μου
έβαλα τα καλά μου
κι όπως ο ερωτευμένος προτού
φιλήσει το κορίτσι τ’ αγκαλιάζει
χάιδεψα το βελούδινο δέρμα
παραδόθηκα στη μυρωδιά
πριν γευτώ τη γλύκα
της συλλογής
που μου χάρισε ποιητής αγαπημένος

ΕΚΤΗ ΑΙΣΘΗΣΗ

Η αίσθηση ότι
σε γεύεται
σε αγγίζει
σε ακούει
σε βλέπει
σε αναπνέει

μόνο εκείνος

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Μάρτυς μου τα δάκρυα
ορκιζόταν
λες κι ο πόνος
είναι ζήτημα αλήθειας

ΙΙΙ. ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΙ

ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Ζω
για σένα
σε ακολουθώ
πιστά
σαν σκιά
η πιο διάσημη
στη δύση σου θα ιδωθούμε
είπε ο θάνατος στη ζωή

Πεθαίνω
για σένα
ξανά και ξανά
δεν θα αναστηθώ
δεν θέλω να σε συναντήσω
ξανά
είπε η ζωή στον θάνατο

ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ

Κάθισε στην ανάστροφη καρίνα
η μπλούζα ασήμιζε από τα λέπια
χαμογελούσε με επιφύλαξη
μην είχε φύκια
ανάμεσα στα δόντια
(πού να ψάχνει τώρα
τον μπόγο της για νήμα)
Βρίσκεται ινσαλάχ
μίλια μακριά από τη φρίκη της πατρίδας
πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

Απ’ το μίσχο έκοψα
το πορφυρό κεφάλι
αίμα χύθηκε μελάνι

παπαρούνα αειθαλής
ανθίζει μες στις λέξεις
με τρεις-τέσσερις έρωτες ακόμη

η νοσταλγία τους μαζεύει
στα κλεφτά
με τα λεπτά της δάχτυλα

ΑΥΛΑΙΑ

Κοίτα τον Πάρη, τον Τριστάνο,
είναι ο έρωτας που τους έκανε να
αναχωρήσουν από τον κόσμο αυτόν
Δάντης

Χιόνι πέφτει απαλά
άσπιλο άχρονο
βάναυσα λευκό
σβήνει τις γραμμές
των κορμιών
ούτε ήχος ούτε φως
γλιστρά ανάμεσά μας

Τώρα για πάντα δική σου

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΕΜΕΙΣ Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 10/2/2024

Ο μύθος της Αντιγόνης και η αρχαία τραγωδία του Σοφοκλή βασιζόμενη στον θηβαϊκό κύκλο είναι από τα πλέον γνωστά δράματα, από τα αρτιότερα και αριστουργηματικά έργα της τραγικής ποίησης, έχει ερμηνευθεί πολλάκις και επανερμηνεύεται έως σήμερα, ενώ η Αντιγόνη έχει χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο ποικιλοτρόπως στη λογοτεχνία και τις άλλες τέχνες. Επομένως, είναι περιττό ν’ αναφερθούμε σε τούτο το σύντομο κριτικό σημείωμα στο μυθολογικό υπόβαθρο, στο γένος των Λαβδακιδών και στην υπόθεση του έργου του Σοφοκλή. Σημασία έχει να δούμε το πως η Μαρία Λάτσαρη μετέρχεται της παράδοσης και της Αντιγόνης ως συμβόλου στη νέα της ποιητική συλλογή Εμείς η Αντιγόνη (εκδόσεις Νεφέλη, 2023). Εκκινώντας από τον τίτλο πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (εμείς) προσδιορίζεται και αντιπροσωπεύεται από ένα μεμονωμένο πρόσωπο, την Αντιγόνη. Η ποιήτρια, δηλαδή, θεωρεί ότι εμείς – δεν έχει τόση σημασία το φύλο εν προκειμένω – εν δυνάμει είμαστε η Αντιγόνη και η Αντιγόνη δεν είναι το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, αλλά όλα μαζί βρίσκουν και συγκροτούν την ταυτότητά τους στο αλληγορικό πρόσωπο της Αντιγόνης, η οποία εν ολίγοις ούσα πιστή στους άγραφους νόμους του αίματος και παραβιάζοντας του θεσπισμένους νόμους – γνωρίζοντας το τίμημα – θάβει τον νεκρό αδελφό της. Αγνοεί τον θάνατο και προτάσσει το άγραφο δίκαιο, το δίκαιο των θεών που είναι ανώτερο από κάθε ανθρώπινο νόμο. Το ζητούμενο, όμως, είναι τι έχει να πει η Λάτσαρη για την Αντιγόνη που δεν έχει ήδη ειπωθεί και για ποιον λόγο χρησιμοποιεί ως πρωταρχικό και κύριο υλικό στην ποίησή της μια ηρωίδα εμφορούμενη από πολλούς και σημαίνοντες συμβολισμούς, ένα τραγικό πρόσωπο γνωστό τοις πάσι.

Αρχικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εν λόγω βιβλίο της Λάτσαρη δεν αποτελεί μια ποιητική συλλογή συγκροτημένη από αυτοτελή ποιητικά κείμενα, αλλά πρόκειται στην ουσία του για μια ποιητική σύνθεση που φλερτάρει έντονα με τις θεατρικές συμβάσεις. Και τούτο διότι αφενός η ποιήτρια από την αρχή παρουσιάζει το σκηνικό – με υπαινικτικές αναφορές στην Επτάπυλο Θήβα και το παλάτι του Οιδίποδα – στο οποίο τοποθετεί τη “δράση” (δηλαδή τον ποιητικό της λόγο) και αφετέρου διότι όλος ο ποιητικός της λόγος είναι δομημένος σε μια διαλογική μορφή, σε μια συνομιλία μεταξύ Αντιγόνης και Ισμήνης, που θυμίζει κάλλιστα τόσο ερμηνεία μεταξύ δύο πρωταγωνιστών επί σκηνής όσο και θεατρικό μονόλογο. Προλογικά τον λόγο έχει ο ποιητής, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο μάς εισάγει στο θέμα της ποίησης της Λάτσαρη και έπειτα εξαφανίζεται, για να τον συναντήσουμε πάλι στο τέλος, στην έξοδο (αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους τραγωδίας) του παρόντος βιβλίου, όπου αποτελεί το πρόσωπο απεύθυνσης. Στον πρόλογο, λοιπόν, βλέπουμε την Αντιγόνη να τριγυρίζει στις σκιές των νεκρών και την Ισμήνη, κάπως παθητική και περιορισμένη, να περιμένει, χωρίς να προσδιορίζεται ποιον ακριβώς περιμένει. Πρέπει να πούμε εδώ ότι η Αντιγόνη, καθώς το ποιητικό υλικό εκτυλίσσεται παίρνει διάφορες μορφές, διάφορα ονόματα και επιδέχεται πολλών και διαφορετικών συμβόλων και, φυσικά, ερμηνειών. Έτσι, λοιπόν, μεταμφιέζεται σε Σαπφώ, Κλεοπάτρα, Έμιλι (Ντίκινσον), Ρόζα (Λούξεμπουργκ), Ρόζα Παρκς, Άννα Αχμάτοβα. Αλλά πέρα από γνωστές και σημαντικές γυναικείες φυσιογνωμίες της Ιστορίας, το πρόσωπο της Αντιγόνης φοριέται και από το κάθε προσφυγόπουλο που διασχίζει παγωμένα εμπόλεμα νερά γυρεύοντας μια φιλόξενη στεριά και από κάθε γυναίκα ή και άντρα που γίνεται έρμαιο της βίας, του ρατσισμού, της κάθε μορφής ιδεοληψίας και προκατάληψης. Η Αντιγόνη συμβολικά είναι ο μαραθωνοδρόμος της Ιστορίας, που ακόμα και με κομμένη γλώσσα γυρεύει ν’ ανταμώσει την αυγή της συνείδησης, της απογυμνωμένης αλήθειας. Η Αντιγόνη της Λάτσαρη για πολλοστή φορά στην ανθρώπινη ιστορία αιτείται την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την επανάσταση. Η Λάτσαρη συνθέτει ένα ποιητικό υφαντό με διακειμενικές αναφορές σε γεγονότα της παλαιότερης και της πρόσφατης ιστορίας καταθέτοντας, παράλληλα, λογοτεχνικές επιρροές που έχει δεχτεί τεχνουργώντας στίχους βαθιά μοντερνιστικούς, ευθύβολους και υπαινικτικούς παρά το γεγονός ότι η βάση της ποιητικής της σύνθεσης εκμεταλλεύεται τον αρχαίο μύθο της Αντιγόνης. Η ποιήτρια, ομολογουμένως, φέρει τον μύθο αυτόν στο σήμερα και τον ανανεώνει εμβολιάζοντάς τον με τη σύγχρονη τραγικότητα του κόσμου και επιτείνοντας τη δυναμική της αντίστασης, της αντίδρασης.

Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η επιλογή της ποιήτριας να ολοκληρώσει το κάθε επιμέρους ποιητικό της κείμενο με μια φράση – στίχο που λειτουργεί ως κατακλείδα, επιμύθιο ή αυτοσχόλιο και συμπυκνώνει με χαρακτήρα, συνήθως, αποφθεγματικό το ποιητικό απόσταγμα. Ας δούμε ενδεικτικά ένα ποίημα, όπου η Λάτσαρη αναφέρεται και στον Ποιητή αναθέτοντάς του τον ρόλο που του αρμόζει:

Από την Αντιγόνη στην Αντιύλη

χέρι του ανθρώπου, Δία χέρι
ξαναγεννιέται σε άγνωστο αστέρι
ιός θεού.

Στις πύρινες βουνοκορφές
θύελλες τα σύνορα σαρώνουν,
στάχτη οι βράχοι προσκυνούν,
όμηρος ουρανός
ύπνο μαύρο ξαπλώνει.

Κι εσύ, ω Ποιητή,
δείξε μου πώς
τον χρόνο σου διαβάζεις
στα δέντρα, στα κύματα, στην άμμο.
Κάθε παλμός σιωπή –
βήμα νωπό
και κύκλο ξόδι.

Τον μέσα δράκο σημάδεψε

Πρόκειται για το ποίημα «ανθρωπόκαι(ε)νος» (σ. 19) και νομίζω γίνεται αντιληπτή και η λειτουργία της καταληκτικής φράσης – για το ποιος είναι ο “μέσα δράκος” μένει ο αναγνώστης να τον ορίζει κάθε φορά – και για τον ρόλο που η Λάτσαρη αποδίδει στον ποιητή, καθώς όπως αναφέρει υπαινικτικά σε άλλο σημείο της σύνθεσης, μεταξύ λήθης και αλήθειας βρίσκεται η γλώσσα αλλά κι αυτή καμιά φορά δεν επαρκεί, ώστε να διαλύσει τα σκοτάδια. Και όταν το σπίτι χωράει στο σκοτάδι, η μοναξιά σχεδιάζει μονοκοντυλιά[1]. Και όταν ο καθρέφτης γίνεται αντώνυμο του χρόνου, η κάθε Αντιγόνη καλείται ν’ αποτινάξει τα χαλινάρια, τα όποια δεσμά και να επανακτήσει την ελευθερία της[2]. Η ποιήτρια με στίχους αισθαντικούς και γεμάτους από ενσυναίσθηση αγγίζει απαλά και τρυφερά τους φόβους και τις πληγές της κάθε Αντιγόνης προτάσσοντας την αξία της ζωής. Η απάθεια σημαίνει καταδίκη σε θάνατο, ενώ το βίωμα ακόμα και του φόβου είναι ένδειξη ζωής. Γυναίκες σύμβολα που έγιναν, ίσως, άθυρμα της ανθρώπινης ιστορίας αλλά ταυτόχρονα αποτέλεσαν έμπνευση και έγιναν το πρότυπο για τη γυναικεία παρουσία διαχρονικά. Γυναίκες άσημες και ανώνυμες καθημερινά αγωνίζονται και παλεύουν για την ελευθερία τους βγάζοντας ασπροπρόσωπα τα σύμβολά τους, κατακτώντας τη δική τους Θήβα, ξαφνιάζοντας με τη δική τους δύναμη, κραυγάζοντας για τη δική τους αλήθεια και θέτοντας σε πρώτο πλάνο την αγάπη, η οποία στην ποίηση της Λάτσαρη δεν είναι ούτε κόλαση ούτε παράδεισος αλλά το αιώνιο καθαρτήριο. Η Γυναίκα, η κάθε Αντιγόνη, η κάθε Εύα, η κάθε Ελένη υψώνουν το δικό τους ανάστημα, ορίζουν οι ίδιες το μέλλον και όχι η τύχη, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ζωή τους, αν δεν τη ζήσουν, γίνεται πιο φριχτή και από τον θάνατο. Και όταν στο ποίημα «κλέφτρα» (σ. 48) η ποιήτρια σε σχήμα θέσης – αντίθεσης και με έντονο τον καβαφικό απόηχο μιλά για τείχη που πλακώνουν, καταλήγει με δυο στίχους που θα έβρισκαν απόλυτα σύμφωνη την Αντιγόνη: Μπροστά στο θάρρος του θανάτου/ βουβός ο νόμος μένει.

Θα ολοκληρώσω τη σύντομη αυτή παρουσίαση παραθέτοντας τους δυο τελευταίους επιλογικούς και καταληκτικούς στίχους, στους οποίους ακροθιγώς αναφέρθηκα στην αρχή αυτού του σημειώματος:

Κι εσύ, αφοσιωμένε ποιητή, σε κύκλους ταξιδεύεις. Έρχονται περισσότερες φωνές. Σύρε να τις ανοίξεις, η Ιστορία της γυναίκας να ξεκινήσει πάλι. (σ. 57)

Η ποιητική φωνή απευθύνεται στον ποιητή καλώντας τον να ακούσει τις νέες φωνές, τις νέες Αντιγόνες που είναι καθ’ οδόν και να πιάσει την πένα του ξανά απ’ την αρχή. Οι νέες φωνές με όλο το λάθος και το σωστό, με όλη τη μοναξιά και τ’ όνειρο, με όλη την ελευθερία και το πείσμα, με όλη την αγάπη και τον έρωτα που κουβαλάνε στις πλάτες τους, τρέφουν και αναζωογονούν την Ποίηση.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

OANAGNOSTIS.GR 5/1/2024

Η Αντιγόνη, ο μύθος, η ποίηση

Ασφαλώς και δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας αν πω ότι η Αντιγόνη, μυθολογική θυγατέρα του Οιδίποδα και της Ιοκάστης και ηρωίδα της γνωστῆς τραγωδίας του Σοφοκλή, αποτελεί ένα από τα πιο συμβολοποιημένα, πολυερμηνευμένα και διλημματικά πρόσωπα που έρχονται από την αρχαιοελληνική δραματουργία· ούτε αν πω ότι η ίδια η τραγωδία, ως κείμενο, επανερμηνεύεται και επανερμηνεύεται, ενώ ως θεατρική παράσταση επικαιροποιείται κατά τη συγκυρία. Αυτό, άλλωστε, το γνωρίζει και η ίδια η Αντιγόνη:

[…]

Φιλόσοφοι το δίκιο μου ζυγιάσαν
και το ’βγαλαν λειψό.
Ψυχαναλυτές αφού ψηλάφισαν γενιές και γενεές
τραυμάτων, άξια με έχρισαν διάδοχο
παράδοσης οικογενειακής
‒μέχρι queer βασίλισσα κι ερωτευμένη με τον Πολυνείκη.
Πολιτικοί με νάρκισσους στο πέτο
στην πλάτη μου έστησαν καυγά,
θέλαν το θέμα της ταφής
με δημοψήφισμα να λύσουν.
Ποιητές αντί-θεό με ονόμασαν,
όμως στη χώρα των νεκρών
σαν έφτασα, με αποθέωσαν.
Σκηνοθέτες με φυλάκισαν επάνω στη σκηνή
‒φρενήρης να τινάζω τα μαλλιά,
τα δόντια μου να τρίζω,
να κουβαλάω στους ώμους τον σταυρό.
Και ευρήματα ‒εσχάτως‒ παθολογικά
ναυτία στους λαβυρίνθους,
σε τέρατα δυσανεξία μυθικά,
σε αναφορές και τόμους αλλεργία,
των ειδικών γιατρών βροχή οι διαγνώσεις.

Συκοφαντίες όλα.

Μιλώντας για το ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Λάτσαρη Εμείς η Αντιγόνη δεν μπορώ φυσικά να αγνοήσω το μυθολογικό του υπόβαθρο, το οποίο και θα πρέπει να επανατοποθετήσω στο πλαίσιο αυτού του βιβλίου, ή το αντίθετο: να τοποθετήσω αυτό το βιβλίο στο πλαίσιο του μύθου.

Έχουμε λοιπόν έναν τίτλο όπου αντί το ατομικό να μετέχει του συλλογικού ‒είμαι κι εγώ μια από τις Αντιγόνες‒, είναι το συλλογικό «εμείς» που περικλείεται στο ατομικό «η Αντιγόνη». Και επειδή το «εμείς», πέρα από την πληθυντική έκφρασή του περικλείει, επί του προκειμένου, και ταυτότητα φύλου, δεν είναι η καθεμιά και μια Αντιγόνη, δεν είναι «Εμείς οι Αντιγόνες», αλλά την Αντιγόνη τη συγκροτούν όλες μαζί.

Ποια είναι όμως η κατά τον μύθο Αντιγόνη; Μια νεαρή κοπέλα η οποία, πιστή στην παράδοση του συγγενικού αίματος και των θεϊκών άγραφων νόμων, τολμά και παραβιάζει τους θεσπισμένους νόμους της πολιτείας, έτοιμη να πληρώσει το τίμημα, το οποίο γνωρίζει ότι υπάρχει. Στον περίφημο διάλογο-αντιπαράθεσή της με τον Κρέοντα, μια αντιπαράθεση δύο, κατά κάποιον τρόπο, δικαιϊκών αρχών, τους νόμους χθονὸς από τη μια και τῶν θεῶν ἔνορκον δίκαν από την άλλη ή , κατ’ άλλους, της αλαζονείας της εξουσίας και της αξιοπρέπειας, ὁ Κρέων τη ρωτά: «Τόλμησες να πατήσεις τον νόμο;» και η Αντιγόνη του απαντά: «Ναι, γιατί δεν είναι ο Δίας και η θεά Δικαιοσύνη που έχουν ορίσει τέτοιους νόμους για τους ανθρώπους, και οι νόμοι οι δικοί σου δεν έχουν τη δύναμη να υπερβούν τους άγραφους και αλάθευτους νόμους των θεών».

Ασχέτως προς την εξέλιξη του μύθου, που οδηγεί τα μετέχοντα πρόσωπα στη σύγκρουση, δίνοντας σχῆμα στην τραγική ή ηρωική υπόστασή τους, το ερώτημα που γεννάται είναι αν πράγματι η Αντιγόνη, παραβιάζοντας τον νόμο έρχεται συνειδητά σε μια ιδεολογική διαμάχη με τη γενικότερη έννοια της εξουσίας, αν κάνει δηλαδή συνειδητά μια πολιτική, επαναστατική πράξη ενάντια σε ό,τι θεωρεί άδικο. Θέλω να πω: η Αντιγόνη θα επεδείκνυε ανυπακοή, θα έθαβε κάποιον, στο όνομα ενός άγραφου θεϊκού και εθιμικού δικαίου, στο όνομα της προσωπικής ευσέβειάς της και τιμής, και κόντρα στους νόμους του κράτους, αν δεν τη συνέδεαν με αυτόν τον κάποιο δεσμοί αίματος;

Η Λάτσαρη έχει να διαχειριστεί τον μύθο, την ηρωίδα της και τον συμβολισμό της, φορτωμένους ήδη με διάφορες και διαφορετικές ερμηνείες: πολιτικές, κοινωνικές ή και καθαρά θεολογικές. Ας δούμε τι επιλέγει να κάνει και πώς.

Κατ’ αρχάς, και εν είδει θεατρικής παράστασης, δημιουργεί ένα σκηνικό περιβάλλον. Επτά πύλες ‒βλέπε η Επτάπυλος Θήβα‒ με τους αντίστοιχους φρουρούς τους, ένας δρόμος, η οδός Λαβδακιδών ‒βλέπε το θηβαϊκό μυθολογικό γένος‒, ένα σπίτι στο παράθυρο του οποίου στέκεται η Ισμήνη και κοιτά σαν να περιμένει κάποιον, και τέλος η Αντιγόνη, η οποία τριγυρίζει ανάμεσα σε σκιές νεκρών, ωσάν σε μια επίγεια νέκυια. Ὅμως ποιων νεκρών; Των νεκρών του αρχαίου μύθου ή των νεκρών μιας ιστορικής διαχρονίας;

Παρένθεση: Σε αντίθεση με το πρότυπο της Αντιγόνης, όπως αυτό προβάλλεται στην τραγωδία από τον Σοφοκλή, η αδερφή της Ισμήνη είναι δειλή και φοβισμένη, είναι το λογικό άτομο που υπακούει στους νόμους και στους κανόνες, αν και κάποια στιγμή δηλώνει πρόθυμη να ακολουθήσει τη μοίρα της Αντιγόνης.

Το ποιητικό κείμενο εξελίσσεται σαν ένας διάλογος μεταξύ των δύο αδερφών, ενώ προλογικά μιλά ο ποιητής, ο οποίος στη συνέχεια αποσύρεται, παραχωρώντας τη θέση του στους ρόλους που ο ίδιος έχει επινοήσει.

Ο πρόλογος βέβαια, κατά την αριστοτελική «Ποιητική», γνωρίζουμε ότι αποτελεί μέρος του έργου, συνήθως τον εκφωνεί κάποιος θεός και προϊδεάζει τον θεατή για την υπόθεση, ενώ τον πληροφορεί για την όποια προϊστορία της. Έτσι, μια και εδώ είναι ο ποιητής αυτός που μας προϊδεάζει, υποπτευόμαστε ότι θα δούμε στη συνέχεια μιαν Αντιγόνη νὰ διασχίζει τον χρόνο, παίρνοντας διάφορα άλλα, συμβολοποιημένα επίσης, γυναικεία ονόματα, και με «το κιβώτιο του μαρτυρίου παραμάσχαλα». Ωστόσο, πίσω από κάθε ένα από αυτά τα ονόματα, εγώ τουλάχιστον ακούω να επαναλαμβάνεται σαν ψίθυρος το όνομα «Καντριγιέ», που στα αραβικά σημαίνει «τιμή». Και το ακούω πάλι, φωναχτά αυτή τη φορά, σαν τίτλο ποιήματος στον τελευταίο λόγο της Αντιγόνης. Και είναι, πιστεύω, η έννοια της τιμής που σηματοδοτεί τον αξιακό κώδικα του βιβλίου. Λέει λοιπόν στον πρόλογό του ο ποιητής:

Στη Δαμασκό η τελευταία φορά που την είδα
με το κιβώτιο του μαρτυρίου παραμάσχαλα.
Το όνομα είχε Καντριγιέ…

Και λίγο πιο κάτω:

Στοιχίζω τους αιώνες στη σειρά,
εδώ π’ ανέτειλε το ήθος της θνητότητας
κι έλαβαν σώμα γυναίκας φυλαχτό
η αθωότητα και η ενοχή,
η θηριωδία και η επιείκεια.

Βλέπουμε ότι εξαρχής τίθενται ζητήματα ηθικής, δικαίου και εξουσίας. Κυρίως όμως αυτά που τίθενται και εκτίθενται είναι το σώμα και η υπόσταση της γυναίκας, επί των οποίων δοκιμάζονται η ηθική, το δίκαιο και η εξουσία.

Ακολουθεί, με αυστηρή εναλλαγή των φωνών και με επιμέρους τίτλους ο διάλογος των δύο αδερφών ή, για να είμαι ακριβέστερος, η Αντιγόνη λέει και η Ισμήνη απαντά. Επίσης, στο τέλος κάθε διαλογικού μέρους παρατίθεται, δίκην χορικού σχολίου θα έλεγα, μία επιγραμματική φράση, ένα επιμύθιο.

Η Αντιγόνη επιστρέφει, Επιστρέφει από την ξενιτιά της ιστορίας στη Θήβα, την πατρίδα της, κουβαλώντας στο σακίδιό της όλες τις μεταμορφώσεις της και όλα τα ονόματά της, όλα τα πρόσωπα και τα προσωπεία με τα οποία διέσχισε τον χρόνο, όλη τη σοφία που αποκόμισε από αυτό που ονομάζει «ξενιτιά» και που εμείς θα μπορούσαμε να ονομάζουμε «ξενισμό» του εαυτού στην ύπαρξη-χώρα του Άλλου. Επιστρέφει ‒πράξη που ενέχει την έννοια της κίνησης από και προς‒ και ταυτόχρονα ήταν και είναι αμετακίνητη, πάντα εδώ, ως η αρχετυπική μορφή, το σταθερό σημείο αναφοράς κάθε γυναίκας, που μπορεί να ήταν η Σαπφώ, η Κλεοπάτρα, η Έμιλυ Ντίκινσον, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η Ρόζα Παρκς· κάθε γυναίκας που μπορεί να ήταν η ελευθερία του έρωτα, η περηφάνεια, η μοναξιά, η επανάσταση, η διεκδίκηση της ισότητας, η πρόσφυγας από την όποια Συρία. Επιστρέφει από όλους τους χρόνους και με όλες της τις φωνές.

Μέσα σε τούτο το γενικότερο πλαίσιο, ή μάλλον μέσα σε τούτη την κίνηση, η Λάτσαρη επιχειρεί επιμέρους εστιάσεις. Έτσι, για παράδειγμα, η αρχικά μνημονευόμενη μόνον ως όνομα Ρόζα Παρκς, γίνεται ιστορία, γίνεται η συγκεκριμένη μαύρη γυναίκα που αρνήθηκε να σηκωθεί από τη θέση της στο λεωφορείο για να καθίσει ένας λευκός, αποκτά δηλαδή το μαύρο της πρόσωπο και ενεργεί, αγνοώντας νόμους και απαγορεύσεις· κάθισε στην πρώτη θέση η Ρόζα, λέει η Ισμήνη· Όταν οι λέξεις γίνονται πράξεις, σχολιάζει ο Χορός, ενώ η επίσης μνημονευόμενη αρχικά μόνον ως όνομα Κλεοπάτρα, γίνεται η τελευταία ανάσα και άνασσα μιας εποχής, γίνεται η γυναίκα Αντιγόνη που δίνει η ίδια τέλος στη ζωή της, για να αποφύγει την ταπείνωση της υποταγής. Και η Ρόζα του Βερολίνου γίνεται πλέον η δολοφονημένη Κόκκινη Ρόζα της επανάστασης, της επανάστασης που γεννά ρίζες και μίσχους και φύλλα και κόκκινη ανθίζει.

Ασφαλώς και θα είχε νόημα να επισημανθούν όλες οι διακειμενικές αναφορές της Λάτσαρη. Παραπέμποντας όμως στην πληρότητα των σημειώσεων στο τέλος του βιβλίου, θα αρκεστώ εδώ να υπογραμμίσω ότι αυτές καταφέρνουν και γίνονται μέρος του ποιητικού σώματος, συλλειτουργούν και ολοκληρώνουν. Από την πυρπόληση της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2008, μέχρι τους εκατοντάδες πνιγμένους πρόσφυγες στη Λαμπεντούζα τον Οκτώβριο του 2013, από τον «τρελό λαγό» του Μίλτου Σαχτούρη μέχρι τη «ζάβαλη μάικω» του Μάρκου Μέσκου, από τις νύχτες του Προυστ μέχρι τη διαλεκτική του Άρη Αλεξάνδρου, από τα «Σφραγισμένα χείλη» της Κέιτ Γουίνσλετ μέχρι το «Λουλούδι της ερήμου» της Γουόρις Ντίρι, η Λάτσαρη αναμειγνύει στην παλέτα της τους δικούς της δυνατούς στίχους με τα διακείμενά της, κάνοντάς τους έτσι πιο δραστικούς, με μια γλώσσα που ενώ διακηρύσσει ρητορεύοντας ότι ζούμε στον κόσμο που έφτιαξαν θεοί και ποιητές, αντλεί την ποιητικότητά της ακριβώς από τη βίαιη κατεδάφιση, με όρους τραγικής ειρωνείας, τούτου του θεϊκού και ποιητικού κόσμου.

Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Είναι και ο εσωτερικός σπαραγμός, οι αμφιθυμίες, οι αυτοαναιρέσεις των δύο ηρωίδων. Η Αντιγόνη λέει: Μες στο φως της νύχτας / πώς τις ουλές μου / να χρίσω για ρυτίδες; // Ακόμη ένα φεγγάρι κι οι ωοθήκες μου νεκρές. Η Ισμήνη λέει: Πενθώ γιορτάζοντας τη σάρκα μου / φεγγάρι μες στα σκέλια μου βυθίζεται, / η νύχτα (ε)ξημερώνεται στο πάτωμα / και το κρεβάτι στα παλιατζίδικα του Μπιτ Μπαζάρ.

Θα ήθελα να σταθώ για λίγο και στο δεύτερο πρόσωπο του βιβλίου, αυτή την εσωστρεφή Ισμήνη, την τελευταία των Λαβδακιδών, σκεβρή από την οστεοπόρωση, και η οποία, όπως λέει: Εγώ / ινφάντα ταπεινή, / που δεν αξιώθηκα / ωδές των ποιητών να με δοξολογούν. Πικρία; Φθόνος; Μάλλον ανάγκη φωνής, θα έλεγα, και των μη πρωταγωνιστών. Ανάγκη που η Λάτσαρη της την ικανοποιεί: Χωρίς να της αναθέτει τον ρόλο του alter ego της Αντιγόνης, της δίνει ωστόσο επί ίσοις όροις χώρο και χρόνο, εξυψώνοντάς την και αυτή σε τραγική ηρωίδα, ενώ στο βάθος του λόγου της μπορεί να ανιχνεύσει ο αναγνώστης την Ισμήνη που πλάθει ο Ρίτσος στην «Τέταρτη διάστασή» του.

Χίλιες και μία νύχτες
οι ιστορίες κυνηγάνε την ουρά τους.

Ορεκτικό εγώ στο πιάτο των θεών,
μάνα αδελφών που χάθηκαν
στον κουρνιαχτό του μίσους,
ανάσκελη σε έρωτες ραχιτικούς,
h no man’s land tvn sentoni;vn
πώς μυρίζει ναφθαλίνη!

Τη στάχτη σου ρίχνω στο κρασί,
σε περιμένω Αντιγόνη,
όπως τα παιδιά
προσμένουν τα Χριστούγεννα.

Παρέθεσα ολόκληρο το ποίημα που έχει τίτλο «αποκάνει η αγάπη», για να δείξω τη μάχη που δίνει η Ισμήνη με τα δικά της φαντάσματα. Όπως θα παραθέσω και το σχόλιο, τη φωνή του Χορού, στο ίδιο ποίημα:

Όχι στο ναι! Ναι, γιατί όχι;

Αναπάντητο παραμένει το ερώτημα για την ελεύθερη βούληση.
Υπάρχει ελεύθερη βούληση; Αν αποσπάσουμε το ερώτημα από τη θεολογική του σύλληψη και το φτάσουμε στη φιλοσοφική του βάση, θα δούμε ότι είναι το ίδιο που υπονομεύει το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής ή μάλλον που φέρνει στην επιφάνεια την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Η Αντιγόνη τιμά τον νεκρό Πολυνείκη, παραβιάζοντας τους νόμους της πολιτείας. Και αυτή η ανυπακοή μπορεί να θεωρηθεί ως η πράξη ενός ελεύθερου ανθρώπου. Από την άλλη όμως το πράττει κατ’ επιταγή των θεϊκών νόμων, του εθιμικού δικαίου και της φωνής του αδερφικού αίματος. Και αυτή η υπακοή αναιρεί το ελεύθερο της επιλογής, το διαψεύδει. Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν υπάρχει ή όχι ελεύθερη βούληση, αλλά τι σημαίνει «το να είμαι ελεύθερος». Και αυτό το ερώτημα είναι που παραμένει. Και όσο παραμένει, η ιστορία του ανθρώπου, η ιστορία της γυναίκας εν προκειμένω, θα ξεκινά και θα ξεκινά, όπως γράφει η Λάτσαρη, πάλι από την αρχή.

ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 30/12/2023

Η Αντιγόνη, ηρωίδα της αρχαίας τραγωδίας του Σοφοκλή, αλλά και η προσομοίωση της με την ηρωίδα γυναίκα της σύγχρονης τραγωδίας του νεότερου κόσμου μας, σύμβολο της θηλυκής πολυπλοκότητας και της σύνθεσης των αντιθέτων δυνάμεων της ψυχής, αναδύεται με μυθικό τρόπο μέσα από τις σελίδες της νέας ποιητικής συλλογής « Εμείς η Αντιγόνη» της Μαρίας Λάτσαρη.

Ξάφνιασμα και ευχαρίστηση το δύσκολο εγχείρημα της ποιήτριας, γνώστρια του ποιητικού και πεζού λόγου, να προσεγγίσει το μυθικό πρόσωπο της Αντιγόνης, με μια ιδιαίτερη ματιά για τη θέση της γυναίκας στον αρχαίο κόσμο και τον σύγχρονο, να θέσει ερωτήματα για την τύχη της, να φέρει ένα νέο μήνυμα περί δικαίου και ισότητας. Είναι γνωστό ότι μετά τον Σοφοκλή, πολλοί δημιουργοί κάθε εποχής (θεατρικοί συγγραφείς, λογοτέχνες, ποιητές, μουσικοί, εικαστικοί, φιλόσοφοι, ψυχολόγοι), θέλησαν να προσεγγίσουν το βαθύτερο νόημα της θυσίας της Αντιγόνης σύμφωνα με τις διανθρώπινες ιδέες και αξίες της εποχής τους.

Τι λοιπόν προσκομίζει η ποιήτρια μέσα από τις ποιητικές εικόνες της συλλογής της στο σύγχρονο αναγνώστη/τρια και με ποιο τρόπο στήνει την παραλλαγή του δικού της προσωπικού αλλά και συλλογικού μύθου, δημιουργώντας ένταση και κάθαρση όμοια με της αρχαίας τραγωδίας;

Η ποιήτρια με τον τίτλο «Εμείς η Αντιγόνη», ομαδοποιεί όλες τις γυναίκες στο αρχέτυπο της θηλυκής Αρχής, της αρχέγονης γυναίκας. Καλεί με τη γραφή της τη διαχρονική γυναίκα να μετέχει ως ηρωίδα-ηθοποιός, ως τραγωδός- ποιήτρια, ως θεατής-μύστης μιας σύγχρονης σοφόκλειας τραγωδίας. Την οδηγεί, όπως η Αντιγόνη τον Οιδίποδα, να ξεπεράσει την τραυματική τυφλότητα και ν΄ αναγνωρίσει με το εσωτερικό φως της ψυχής τα βαθύτερα συναισθήματα και πάθη των δικών της ηρώων. Τα αδιέξοδα στις διυποκειμενικές ανθρώπινες σχέσεις, στην ακραία υποταγή ή στην αντίδραση των νόμων της πολιτείας, την επιλογή της ελευθέριας ακόμη με κόστος την προσωπική θυσία και θάνατο.

Σπάει το προσωπικό «Εγώ» της Αντιγόνης και το αντικαθιστά με το συλλογικό «Εμείς». Με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης, πρωταγωνιστής ή κομπάρσος, παίρνει μέρος στη διάδραση των ηρώων της τραγωδίας. Όπως στα όνειρα, το υποσυνείδητο σκηνοθετεί τη σκηνή του θεάτρου με όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την υπόθεση του ονείρου, έτσι και η ποιήτρια με το «Εμείς η Αντιγόνη», καθιστά υπεύθυνες όλες τις γυναίκες για ότι λέγεται και παίζεται στην τραγωδία της καθημερινής σκηνής.

Διαχρονικό το πορτραίτο της Αντιγόνης στην αφήγηση και στο εξώφυλλο της συλλογής. Η Μαρία Λάτσαρη δημιουργεί τέχνη με τη σκηνοθεσία του χώρου, μορφοποιεί τον παρελθόντα χρόνο, τον τόπο, την πόλη με τις επτά πύλες, τα πρόσωπα-σκιές της οικογένειας των Λαβδακιδών, το διαγενεακό τραύμα που ακολουθεί τρεις γενιές και το τελειωτικό κτύπημα στους εναπομείναντες απόγονους, την Αντιγόνη και την Ισμήνη.

Γράφει στο ποίημα με τη φωνή της Αντιγόνης «My heart belongs to Oedipus (σελ.42-43)

“Τις μπλε τις νύχτες του χειμώνα/ ο Οιδίποδας μιλάει για το παρελθόν/ Πως το΄ριξαν επάνω του σαν ξένο ρούχο,/ στα πόδια του το οίδημα/ στα μάτια του άσπρο πόνο/ πως σφράγισαν / σημάδι της καταγωγής. Πως λέξη-λέξη έφτιαξε εμάς/ από σκοτάδι και ενοχή/ Ίδια στιγμή που γεννηθήκαμε, πεθάναμε./

«….Καθαρμένος χώνεται στην αγκαλιά της Ιοκάστης/ απ΄ την ντροπή της να θηλάσει/ -Πως βλέπεις όνειρα τυφλός;/-Δεν θέλουν μάτια οι εφιάλτες , κοριτσάκι./ Κανείς ως τώρα τη μοίρα του δεν εκδικήθηκε».

Και συνεχίζει με την φωνή της Ισμήνης στο ποίημα με τίτλο «Καλύτερα πεθαίνει όποιος πεθαίνει τελευταίος»

«Για ένα αίνιγμα αδειανό/ για την Αντιγόνη που γνώριζε/ και τον πατέρα που αγνοούσε/ Για δυο αδέρφια/ που γεννήθηκαν μ΄΄ένα πόνο /και μ΄’ένα πόνο πέθαναν/ για τα μάτια του πατέρα / δυο τρύπες μαύρες/ για τα μάτια σου, Αντιγόνη,/στο σχήμα του θρήνου αυτά/ Για ένα κομμάτι σχοινί/σαν λώρος και σαν ρίζα/ κυρίως για τη ζωή/ που κάνει κύκλους / σαν κουτσός διαβήτης, /θάνατο προσδοκώ» / και η φωνή της ποιήτριας λέει «Μην ψάχνεις στον Φρόιντ την αλληγορία»

Η Αντιγόνη κι η Ισμήνη, θεατρικές περσόνες, συνομιλούν η μία απέναντι από την άλλη, όπως ακριβώς στον αρχαίο χορό έχοντας στη μέση τον ποιητή –κορυφαίο τραγωδό- με την δική του φωνή που συμφωνεί ή αντιτίθεται στις ιδέες και τα πεπραγμένα του μύθου.

Η Αυλαία ανοίγει με τον ποιητή-τραγωδό ο οποίος, αντί προλόγου όπως στη τραγωδία του Σοφοκλή, μας συστήνει την Καντριγιέ, μια σύγχρονη Αντιγόνη, την οποία ξανασυναντούμε με το κλείσιμο της αυλαίας στο τέλος της συλλογής.

Μιλάει ο ποιητής με όλη την τραγικότητα για αυτήν που χάθηκε σε αεροδρόμια πολύβουα, σε ματωμένα δευτερόλεπτα. (σελ 9).

« Στοιχίζω τους αιώνες στη σειρά,/εδώ που ανέτειλε το ήθος της θνητότητας/ κι έλαβαν σώμα γυναίκας φυλαχτό/ η αθωότητα κι η ενοχή,/ η θηριωδία κι η επιείκεια.

Κυρίες και Κύριοι/

Σε μία ακτίνα φως/ θα γράψω τ΄ όνομα της./ Στον σκοτεινό δρυμό θα επιστρέψω/ σαν να΄ μαι ο τελευταίος ποταμός.

Στο κυρίως σώμα της συλλογής τα ποιήματα μοιράζονται σε δύο ομάδες. Σ΄ αυτά που ακούγονται με την φωνή της Αντιγόνης και σε αυτά που ακούγονται με την φωνή της Ισμήνης. Στο κλείσιμο κάθε ποιήματος ακούγεται η φωνή του ποιητή.

Στο μύθο της αρχαίας τραγωδίας οι δύο αδελφές, έχουν διαφορετική αντίληψη για την θέση τους στο πλαίσιο και τους νόμους της πολιτείας Η Ισμήνη αποδέχεται το πατριαρχικό σύστημα και την υποταγή σ΄ αυτό, ενώ η Αντιγόνη αντιστέκεται και προβάλει τους άγραφους νόμους των θεών, του έρωτα και της αγάπης, της αφοσίωσης και του καθήκοντος. Από την αρχή της αφήγησης ερχόμαστε αντιμέτωποι με την συγκρουσιακή σχέση των νόμων της πολιτείας και των νόμων της ηθικής των θεών.

Στη συλλογή της Μαρίας Λάτσαρη η συνομιλία της Αντιγόνης και της Ισμήνης μοιάζει με τον εσωτερικό διάλογο σε ένα σώμα-εαυτό της γυναίκας,, με τις δύο αμφιθυμικές επιθυμίες του, ανάμεσα στο «πρέπει» και το «θέλω», ανάμεσα στο χρέος και την επιθυμία, την υποταγή και την αντίσταση, την εκχώρηση του εαυτού ή την αξιοπρέπεια και την επιλογή της ελεύθερης βούλησης.

Γοητεύει αυτή η ευρηματική πρόταση της ποιήτριας για τη σχέση των δύο διαφορετικών απόψεων της γυναικείας φύσης. Η διαμάχη και η σύγκρουση, η συγκατάβαση και η άρνηση, η ανταλλαγή των ρόλων, η αποδοχή, η αντιστροφή και τέλος η πλήρης σύμπλευση σε μία ενότητα ολοκληρωμένης θηλυκότητας. Αντιγόνη κα Ισμήνη οι δύο όψεις ενός νομίσματος.

Εύστοχα η ποιήτρια ανοίγει την συλλογή της με τη φωνή της Αντιγόνης και το διαγενεακό τραύμα των Λαβδακιδών, τις ανίερες συζεύξεις, την αιμομιξία, τα παιδιά της Ιοκάστης, τον Οιδίποδα, το θάνατο ενόχων αλλά και τη θυσία αθώων για την κάθαρση της ανομίας και της αλαζονείας. Ένα συλλογικό τραύμα που συναντάει τις γυναίκες στις επόμενες γενιές χωρίς να αλλάζουν οι θέσεις των ανδρών στο πατριαρχικό σύστημα και οι πεποιθήσεις ρόλων και αξιών των καταπιεσμένων γυναικών.

«τέσσερις κηδείες κι ένας γάμος» τιτλοφορείται το πρώτο ποίημα με την φωνή της ποιήτριας να λέει:

« χίλιες φωνές, χίλιες σιωπές/ ο κόσμος όλος μια εικόνα» και η Ισμήνη με το ποίημα « σολομωνική» να απαντά « Συ δίποδο χωρίς φτερά , χωρίς ουρά, πύλες επτά να δρασκελίζεις» και η ποιήτρια να απαντά «Χίλιες σιωπές, χίλιες φωνές / Φάτα Μοργκάνα ο κόσμος.».

Η Μαρία Λάτσαρη με τη συλλογή της θέλει να ξυπνήσει τις υπνωτισμένες γυναίκες από τις ψευδαισθήσεις της ευδαιμονίας περί αδύναμου φύλου. Κτυπάει το σήμαντρο, είναι η ώρα της ψυχής να μιλήσουν επιτέλους οι γυναίκες για την γυναικεία υπόσταση τους. Κατορθώνει να σπάσει τα στεγανά μεταξύ γυναίκας και άνδρα, καθώς μας μεταφέρει με τον στίχο, την πλοκή και τις ιστορικές συνδέσεις στον παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα χρόνο, χωρίς να διαστρεβλώνει τις ομοιότητες του τότε και του τώρα.
Ζωντανεύει την ηρωίδα Αντιγόνη και την αντιηρωίδα Ισμήνη με τα πολλά τους πρόσωπα σε μια ταύτιση με τις σύγχρονες γυναικείες μορφές που αντιστέκονται ή υποτάσσονται στον αυταρχισμό της αρσενικής Αρχής.

Η ποιήτρια τολμάει και δίνει στη γυναίκα το δικαίωμα του λόγου που της είχε αφαιρεθεί από τους άνδρες για χρόνια. Η φωνή της έρχεται από πολύ μακριά, από την παιδική ηλικία, τον εφηβικό έρωτα, τον πόθο της μητρότητας και όλες τις αναμνήσεις σε σχέση με τις γονεϊκές φιγούρες και πρότυπα.

Λέει η Αντιγόνη στο ποίημα «ψαράκια» (σελ. 12).

«Μελάνι μετείκασμα/ ο ουρανός ποτάμι./Η Αντιγόνη εμείς/ με βήματα γυμνά/-ανάσα-/ σκέτο χώμα/ χώρα λευκή αναζητώ/ Η Αντιγόνη εμείς/ με αγάπη ανένδυτη,/ αίμα ανένδοτο,/ φόβο ανυπόδητο/ τη φωνή μου αναζητώ./

Και η ποιήτρια λέει

« Ήρθε η ώρα να φτιάξουμε / για τη απάθεια αντισώματα./

Και η φωνή της Ισμήνης στο ποίημα « με μια σφυρίχτρα¨.σελ13

«Οι φτέρνες σου ,Αντιγόνη, αθάνατες θα γίνουν/ από βάτα και από χώμα.». και η ποιήτρια τονίζει την άποψη ότι

« Οι μεταφορές δεν δίνουν πάντοτε / φτερά στο ποίημα».

Σε όλη την ποιητική συλλογή η ποιήτρια συγκεντρώνει περίτεχνα όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα της Αντιγόνης και της Ισμήνης.

Γοητεύει η Αντιγόνη με την γενναιότητα και το θάρρος της νεαρής γυναίκας. Σύμβολο της αντίστασης και της αξιοπρέπειας καθορίζει σθεναρά το σκοπό της ζωής της. Σε όλη την ποιητική διαδρομή, γυναίκες όμοιες με την ηρωίδα, στέκονται συνοδοιπόροι σε άρρητο σύμφωνο αγώνα και νίκης.

Γράφει στο ποίημα « τέσσερις κηδείες κι ένας γάμος» (σελ 10).

«Επιστρέφω/ μ΄ένα σακίδιο γλώσσες κομμένες/ σε ουρανό δίχως θεούς./Απ΄της συνείδησης την αυγή ανατέλλω/με της δικαιοσύνης άλικο ρόδο στο χέρι/ στη Λέσβο με φώναζαν Σαπφώ/ στην Αλεξάνδρεια Κλεοπάτρα/ Έμιλυ στη Μασαχουσέτη/ στο Βερολίνο Ρόζα/ όπως στην Αλαμπάμα/ Το οριστικό άρθρο παραδίδω..»

Σαν σε μυστική πομπή ιερής τελετουργίας των μυστηρίων της κάθαρσης η ποιήτρια, με αλληγορική και σουρεαλιστική αναπαράσταση, συγκεντρώνει τις διαχρονικές ηρωίδες, του αρχαίου και σύγχρονου κόσμου, που δεν διαφέρουν στον πυρήνα της ύπαρξης τους από την πρώτη γυναίκα Εύα-Λίλιθ.

Τις ντύνει με στίχους και μας τις συστήνει ως ένα «Όλον» με όλη τη λάμψη της γυναικείας τους φύσης.

Αντιγόνη, Ισμήνη, Ιοκάστη, Ελένη, Καντριγκέ, Ρόζα Παρκς, Άννα Αχμάτοβα, Σαπφώ, Κλεοπάτρα –όλες μαζί «Εμείς η Αντιγόνη» λένε « στις ιστορίες γραμμένες από αντιγόνους», σελ 27.

« Γυναίκα,/ άθυρμα ανδρών τε και θεών,/ανθρωπινότερη του ανθρώπου» … «Ζούμε στον κόσμο που έφτιαξαν /θεοί και ποιητές/

Και « Κάθε καιρός έχει την Αντιγόνη του».

Και απέναντι περπατούν οι άνδρες σύμβολα της δύναμης, του νόμου, της εξουσίας, με ιστορίες γραμμένες από τους αντιγόνους Αδάμ, Λάιος, Οιδίποδας, Κρέων, Αίμονας, Πολυνείκης,

« Γυναίκα , εφ΄ω ετάχθεις / Των Βασιλέων Βασίλισσα, νάγιες πολλές εκοίμισες/ στον γαλατένιο κόρφο/να μην συρθείς για λάφυρο/ στο άρμα του Αυγούστου /πως ν΄ ανεχθούν τ΄ ανάστημα / Ο θάνατος είναι σαν ζωγραφισμένος ύπνος».

Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πολλές ιδέες και ερεθίσματα πάνω στην ανάγνωση της ποιητικής συλλογής της Μαρίας Λάτσαρη. Το είδος της προσέγγισης ορίζει τα όρια αυτής της εργασίας και απομένει να κλείσουμε με τις σκέψεις ενός συλλογικού έργου ορμώμενο από το βάθος της προσωπικής δεξαμενής της ποιήτριας.

Μαζεύοντας όλα τα στοιχεία της γοητείας που ασκεί ο μύθος της Αντιγόνης , ίσως μπορούμε να κατανοήσουμε το πνεύμα του ποιητικού υποκειμένου και το ρίσκο να ξυπνήσει την ηρωίδα του Σοφοκλή σε συνάντηση με τις γυναικείες ηρωίδες μιας σύγχρονης τραγωδίας.

Η γενναιότητα της νεαρής αλλά τραυματισμένης γυναίκας. Η αντίσταση και η αξιοπρέπεια της γυναίκας που ορίζει το δρόμο της ζωής της. Σύμβολο της αγάπης, του χρέους, της πίστης και της υπεράσπισης των δεσμών της οικειότητας, της οικογένειας, της πολιτείας. Την τήρηση των τελετουργιών που ενώνουν το κόσμο των ζωντανών και των νεκρών, το σεβασμό στους νόμους των θεών και όχι μόνο των ανθρώπων, τα όρια της ατομικότητας έναντι της συλλογικότητας.

Στο ερώτημα που τέθηκε από την αρχή, αν άξιζε η θυσία όλων αυτών των γυναικών υπό τον τίτλο της ποιητικής συλλογής «Εμείς η Αντιγόνη» μπορούμε να απαντήσουμε με τον συμφιλιωμένο λόγο της Αντιγόνης και της Ισμήνης που συναντούμε στα τελευταία ποιήματα «Καντριγιέ» και « το δείπνο της Ισμήνης», όπου η φωνή της ποιήτριας λέει «Βελούδινο ένδυμα φορά η βία»

Η Ισμήνη φοράει τη σκέψη της Αντιγόνης και σαν μια ολότητα λέει:

Ρόδο της καμίας,/επάρατα παρατημένη/ ζητώ να μου δοθεί η βασιλεία/ να πάρω υπό την προστασία μου

Το κοριτσάκι με το νυφικό / Τη γυμνή απ΄το Πρόγευμα στη χλόη/

Τα σφραγισμένα χείλη / τη λάθος κόλαση / το στήθος που θηλάζει ορφανά/ τη γητειά της ηδονής / τα ξοδεμένα κατ΄ επιλογήν ωάρια / το Γόνατο της Κλαίρης / τη βία της φτώχιας/ την Προέλευση του κόσμου / τη μοναξιά των μεγάλων μυστικών/ τα όνειρα με μέτρο / το λουλούδι της ερήμου/ την Παναγία και τη Μαγδαληνή / αυτές τις δύο σε ένα/ το πείσμα της αγάγκης / το αγορασμένο σώμα / τον αποδιοπομπαίο κρίνο/ την αμίλητη μηλιά /τις σκιές που πια δεν έχουν που να γείρουν / το πρώτο μας φιλί μαζί και το τελευταίο/ το ότι ηγάπησαν πολύ

«Πάντα η ποίηση, νυχτερίδα που τρέφεται με μέλι».

Η Μαρία Λάτσαρη, σαν επίλογο μας στέλνει το κέλευσμα για μια νέα αρχή.

« Κι εσύ αφοσιωμένε ποιητή, σε κύκλους ταξιδεύεις. Έρχονται περισσότερες φωνές. Σύρε να τις ανοίξεις, η Ιστορία της γυναίκας να ξεκινήσει πάλι».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

FRACTAL 21/11/2023

«Εκείνη που γεννήθηκε να αγαπά κι όχι να μισεί»

Η Αντιγόνη του αρχαίου δράματος και οι Αντιγόνες της νεώτερης εποχής:
Η Αντιγόνη, το αιώνιο σύμβολο της γυναικείας μαχητικότητας, η ηθική προσωπικότητα που αρνείται να καταπατήσει τους ιερούς νόμους των θεών, η γυναίκα που κραυγάζει πως γεννήθηκε για να αγαπά κι όχι να μισεί, ζωντανεύει ξανά, μέσα από τις σελίδες του νέου ποιητικού βιβλίου της Μαρίας Λάτσαρη, με τον ευφάνταστο τίτλο “Εμείς, η Αντιγόνη”.

Θα έλεγε κανείς πως εδώ έχουμε ένα χαρακτηριστικό δείγμα “γυναικείας ποίησης”, όμως ειλικρινά, ο όρος αυτός δε μου αρέσει, κι έτσι τον απορρίπτω, χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο αγώνας των γυναικών για χειραφέτηση και απόλυτη ισότητα δεν είναι υπόθεση μόνο των γυναικών, αλλά προσωπικό στοίχημα κάθε ελεύθερα σκεπτόμενου ανθρώπου. Άλλωστε, ο σκληρός κι απάνθρωπος Κρέοντας δεν είναι συμπαθής στα μάτια των αντρών. Η αλαζονεία της εξουσίας, η μονομερής ερμηνεία του κόσμου, η τυφλότητα της ψυχής, η αναλγησία και η εκδικητικότητα δεν είναι ανδρικές αρετές. Κατά συνέπεια, η σπουδαία ηρωίδα του Σοφοκλή δεν είναι η πρώτη χειραφετημένη γυναίκα της ιστορίας, αλλά ένας ακέραιος άνθρωπος με “Α” κεφαλαίο, μια προσωπικότητα που λάμπει μπροστά στα μάτια μας ως αιώνιο σύμβολο αρετής. Από την άλλη, δεύτερο πρόσωπο της τραγωδίας είναι η Ισμήνη, η κόρη που βλέπει καθαρά το σωστό, όμως δεν έχει το ψυχικό σθένος να το υποστηρίξει. Είναι, παρά τις αδυναμίες, της απόλυτα συμπαθής στα μάτια μας, καθώς η δράση της μας θυμίζει τη μεγάλη αλήθεια, πως δεν αντέχει ο καθένας άνθρωπος στους ώμους του το βαρύ φορτίο του ηρωισμού. “Τι θα κάνουμε Αντιγόνη; Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, δυο γυναίκες μόνες;” ψιθυρίζει στη σκηνή.

Η ποιήτρια Μαρία Λάτσαρη μοιράζει τα 46 ποιήματα του βιβλίου της σε δυο ομάδες: Στα ποιήματα της Αντιγόνης αριστερά και στα ποιήματα της Ισμήνης δεξιά, ενώ το 47ο σε θέση εισαγωγής, αποδίδει τα λόγια του ποιητή. Σκέφτομαι πως αυτή η διάταξη είναι απόλυτα θεατρική, καθώς φέρνω στον νου μου τον αρχαίο χορό που χωριζόταν σε δυο ομάδες δεξιά κι αριστερά της σκηνής, έχοντας πάντα τον κορυφαίο κάπου στο κέντρο. Η ποιήτρια όταν λέει “Εμείς, η Αντιγόνη”, υπονοεί πως οι σύγχρονες γυναίκες μοιάζουν με την αρχαία ηρωίδα. Θα μπορούσε επίσης να πει “Εμείς, η Ισμήνη”, χωρίς αυτό να έχει πολύ μεγάλη διαφορά: Οι γυναίκες, είτε μέσα από την ηρωική τους πλευρά, είτε μέσα από την πιο αδύναμη κι ευάλωτη, είναι πάντα αρκετά σημαντικές, ώστε να πρωταγωνιστούν.

Εξηγώ πάντως, πως τα ποιήματα της Αντιγόνης (στην αριστερή πλευρά του βιβλίου) δε βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με τα ποιήματα της Ισμήνης (στα δεξιά). Αν συνέβαινε αυτό, θα είχαμε μπροστά μας μια ενιαία σύνθεση κι όχι μια ποιητική συλλογή αποτελούμενη από ανεξάρτητα ποιήματα. Παρόλα αυτά, τα πάντα συνδέονται μ’ ένα αόρατο νήμα, αφού πατούν πάνω στον ίδιο μύθο κι έχουν ως στόχο να πλάσουν τον ύμνο στη γυναίκα, στο πλάσμα που καταδυναστεύεται μα αντέχει, που πονά, μα επιβιώνει, που βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξαναγεννιέται με νέες δυνάμεις και να στέκεται στα πόδια της.

Ποια είναι όμως η σύγχρονη Αντιγόνη; Δε ζει πια στο βασίλειο της Θήβας, ούτε πρέπει να συγκρουστεί με την απολυτότητα της βασιλικής αυθαιρεσίας. Υπάρχουν δυστυχώς άλλα εμπόδια στον δρόμο της, διόλου ευκαταφρόνητα:

Ψαράκια

Μελάνι μετείκασμα
ο ουρανός στο ποτάμι.
Η Αντιγόνη εμείς
με βήματα γυμνά
-ανάσα-
σκέτα χώμα
χώρα λευκή αναζητώ.

Από τη Ράκκα
Λέσβο με καράβι
σε θάλασσα λουσμένη
-ατσάλι και φως-
σε κύματα αφρισμένα,
σε χέρια απλωμένα
τα παιδιά μου αναζητώ.

Η Αντιγόνη εμείς
με αγάπη ανένδυτη,
αίμα ανένδοτο,
φόβο ανυπόδητο
τη φωνή μου αναζητώ.

Η σύγχρονη Αντιγόνη βγαίνει από τους καπνούς των μαχών. Φτάνει στη θάλασσα ξυπόλυτη και ρίχνεται στα κύματα, σε μιαν απελπισμένη προσπάθεια να σώσει τα παιδιά της, να τα οδηγήσει σε χώρες ασφαλείς, μακριά από τον όλεθρο. Δεν έχει σημασία αν κατοικεί στη Συρία, αν έχει μελαμψό δέρμα ή δε γνωρίζει λέξη από τη γλώσσα του Σοφοκλή. Ας μην έχουμε αμφιβολία: Είναι πάντα αυτή η ίδια που γεννήθηκε για να αγαπά. Είναι αυτή που στην ξενιτιά, μακριά από το σπίτι που μεγάλωσε, θα κοιμηθεί στο πεζοδρόμιο σε ξεκοιλιασμένα στρώματα, αυτή που θα περπατήσει με γυμνές φτέρνες στο σκληρό χώμα, μα και στα βάτα, αν χρειαστεί. Η ζωή της Αντιγόνης δε μοιάζει με τα παραμύθια της Ανατολής. Δεν έχει σχέση με το “Χίλιες και μία νύχτες”. Μοιάζει “ορεκτικό στο πιάτο των θεών”, αφημένη στη θύελλα της μοίρας της, ένα πρόσωπο πάντα τραγικό, αφού υποφέρει χωρίς να φταίει.

Μαύρος λωτός

Είμαι χρυσόσκονη.
Είμαι η Νέα Ορλεάνη.
Κλαράκι του Μισισιπή,
λικνίζομαι στα γκόσπελ και τα μπλουζ.
Η μάνα το μέλλον διάβαζε
στ’ ασπράδι του αυγού,
μου δίδασκε αγάπη στα όνειρά μου.

Μητέρα μου γλυκιά,
όταν Ιησούς, θεός μικρούλης
από το στήθος θήλαζε,
ξυπνούσα με κανόνι στην καρδιά,
έσταζαν οι θηλές μου μαύρο γάλα.

Στ’ όνειρο μέστωνε ο θυμός,
κι η μάνα καταριόταν
τους πρωτομάστορες της Βίβλου.

Κάπου στην Αλαμπάμα

Το λεωφορείο κυλά
στον δρόμο με τις ακακίες
κάπου στο Μοντγκόμερι-
Στον άγριο άνεμο φύλλα-νέγροι
τρέμουνε το βλέμμα του λευκού οδηγού.
Δρόμοι αγκαλιάζουνε παλιούς.
Τρεις αιώνες δρόμοι, μήνες δεκαεπτά
κρεμασμένη απ’ τις χειρολαβές,
λέει η Ρόζα Παρκς
-Μπορώ

Στα χρόνια της Γεζόφσινα,
αποκαμωμένη έξω απ’ τις φυλακές,
λέει η Άννα Αχμάτοβα
-Μπορώ

Κάθισε στην πρώτη θέση η Ρόζα
και ξεκούμπωσε το μοντγκόμερι.

Είναι ποίηση σκοτεινή; Αινιγματική; Καθόλου! Ίσως να μη γνωρίζει κάποιος ποια ήταν η Ρόζα Παρκς ή η Άννα Αχμάτοβα. Έκανα εγώ μια μικρή έρευνα και θα σας διαφωτίσω αμέσως*:
Η Ρόζα Παρκς ήταν μια Αμερικανίδα ακτιβίστρια. Ήταν μια έγχρωμη μοδίστρα που έμελλε να μείνει στην ιστορία, όταν την 1η Δεκεμβρίου 1955, στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, αρνήθηκε να δώσει τη θέση της στο λεωφορείο σε έναν λευκό, αντιστεκόμενη στην τότε πολιτική φυλετικού διαχωρισμού των ΗΠΑ, που απαιτούσε από τους έγχρωμους πολίτες να κάθονται στο πίσω μέρος του λεωφορείου και να παραχωρούν τη θέση τους στους λευκούς.

Η πράξη αυτή πυροδότησε ένα κίνημα κατά του φυλετικού διαχωρισμού στην πόλη αυτή, που άμεσα εκφράστηκε με μποϊκοτάζ των λεωφορείων από τους έγχρωμους επί 381 ημέρες, και βοήθησε έναν από τους διοργανωτές του κινήματος αυτού, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, να ξεκινήσει μια διαδρομή που θα οδηγούσε στην ανάδειξή του σε κεντρική πολιτική φιγούρα στην Αμερική. Για τους λόγους αυτούς, η Ρόζα Παρκς σήμερα αναφέρεται ως «Μητέρα του σύγχρονου κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων». Αξίζει να σημειώσουμε πως ενώ όλοι γνωρίζουν τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, πολλοί θα χρειαστεί να καταφύγουν στο google για να βρουν ποια ήταν η Ρόζα Πάρκς. Μήπως με αφορμή τα δικαιώματα των μαύρων να θυμηθούμε και τα δικαιώματα των γυναικών;

………………………………………………………………………………………………………………………………………

* Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται αυτούσιες από το διαδίκτυο

Η Άννα Αχμάτοβα υπήρξε ποιήτρια ρομαντική και αντισυμβατική που πέρασε στο ποιητικό πάνθεον, όταν τόλμησε ν’ αψηφήσει το σοβιετικό καθεστώς κι ας ήταν, καθώς έγραφε, η ποίησή της μονάχα «ένα πεφταστέρι στο σκοτάδι». Να λοιπόν τι γίνεται, όταν οι γυναίκες θυμώνουν και λένε : “Μπορώ!

2.Έρωτας και εξέγερση, οι δυο μεγάλοι άξονες:

Έχω την απόλυτη πεποίθηση πως τα ποιητικά έργα είναι πρακτικά αδύνατον να καλυφτούν από μια σύντομη εργασία λίγων σελίδων. Εδώ, ο ποιητικός λόγος αυταναφλέγεται! Οι εικόνες ρέουν με απίστευτη ταχύτητα. Σημειώνω φράσεις και εικόνες γνωρίζοντας πως -δυστυχώς- με τον τρόπο αυτό κατακερματίζεται το ωραίο σύνολο, όμως δε βρίσκω άλλον τρόπο να σας δώσω μια μικρή -έστω- γεύση της ομορφιάς που συνάντησα.

Α΄Ο έρωτας:

Μαθήτρια στη σχολή του έρωτα,
κυματίζει πορφυρή η χλαμύδα,
τα γυμνά μας πόδια πώς φλογίζουν

…………………………………………………

Συ που αγαπούσες του κορμιού
τα ασύλητα σχήματα

…………………………………

Να βλαστήσει ο ιερός σου έρωτας
άνθη και αίμα κακό
να εξαγνιστούν

……………………………………

Σαπφώ, νύμφη ανύμφευτε
έρμαιο στο κύμα

…………………………………………….

Νυχιές του ανέμου
το φόρεμα σκίζουν

………………………………………….

“Έρως ανίκατε μάχαν”:
το σώμα μου έλλειψη ψελλίζει

……………………………………………

Στην αγορά ο ήλιος κάθετος σκιές στοιβάζει
τ’ αγάλματα που δεν λυγίζουν απ’ τον πόθο

……………………………………………………………..

Πενθώ γιορτάζοντας τη σάρκα μου
φεγγάρι μες στα σκέλια μου βυθίζεται

……………………………………………………………

Αγόρι μόνο χέρια,
χάιδεψε
με όλα τα δάχτυλα,
μ’ όλους τους ήχους
λάτρεψε,
σπόνδυλο-σπόνδυλο να ανεβείς,
ράχη κυρτή απ’ όνειρα,
μικρά φτερά να ράψεις.
Μέσα στα δόντια κράτησε
το σάρκινο παράθυρο,
κράτα το μες στα δόντια
για όταν θα σου λείπω

……………………………………………..

Ανίκανη να ελέγξω τις ορέξεις μου
έκλυτη μάγισσα
ξεδιάντροπη

…………………………………………………….

Ακόμη ένα φεγγάρι
κι οι ωοθήκες μου νεκρές.
Ύβρις η αιώνια νεότης.
Φτερά άλλα,
κι ένα χέρι ψάχνω
να μου χαϊδεύει
το κορμί

Όταν αφήνει το ρίγος και τη λαγνεία του έρωτα, η Αντιγόνη αντάρτισσα κραδαίνει λάβαρα ξεσηκωμού, ικανά να ανατρέψουν κάθε καθεστώς αδικίας:

Β΄ Η εξέγερση:

Ξυπνούσα με κανόνι στην καρδιά
έσταζαν οι θηλές μου μαύρο γάλα
……………………………………………………..

Γλώσσα με γεύση εξέγερση
τον ουρανίσκο καις

Κι αν η φωτιά τραυλίζοντας
πάει να σβήσει
μ’ ένα γαλάζιο φύσημα,
Γλώσσα με γεύση εξέγερση
σαν γλώσσα ανταρτεύεις.
Ξύλινη καίγεσαι.
…………………………………………..

Κόκκινη μολότοφ
τινάχτηκε απόψε
το φεγγάρι

…………………………………………..

Ω πόλη,
συ που άναψες του Δεκέμβρη τη φωτιά,σε ολονύχτιες μολότοφ καίγονται

οι τράπεζες στη Βία Ρέτζια

……………………………………………

Λευκοί αστρίτες με γαλανές φολίδες
τ’ αυγά κλωσσάνε.
Σπάει το τσόφλι,
γεννηθήτω ο Φόβος.

Μάτι κοιτάει ανοιχτό.
Θηρία κυκλοφορούν στην πόλη.
Άνθρωποι και θεοί,
στα σπίτια σας τρυπώστε!
………………………………………

Αντιγόνη με το Α αναρχικό
Δίχως πίστη, δίχως νόμο,
δίχως τόπο και εστία

………………………………..

Δίψα, η μόνη σου φωτιά
Κραυγή, ο μόνος άνεμος
Γροθιά υψωμένη

………………………………………………..

Η επανάσταση ρίζες γεννά
μίσχους και φύλλα ακούω
κόκκινη πως ανθίζει

3.Μέσα από στίχους που τέρπουν και διδάσκουν:

Δύσκολα βρίσκει κανείς ένα ποιητικό βιβλίο που έχει τόσα πολλά να δώσει. Είναι μια γνήσια κατάθεση ψυχής, κι όμως δεν εγκλωβίζεται σε μιαν ανούσια αυτοαναφορικότητα. Η Μαρία Λάτσαρη ξέρει να βρίσκει “τον άλλο”, μέσα από το “εγώ”, γιατί αναγκαστικά από τον εαυτό μας ξεκινάμε για να ατενίσουμε τον κόσμο, όπως κι αντίστροφα, μέσα από τα μάτια των άλλων ξαναβλέπουμε τα δικά μας μάτια. Η ποίησή της δεν είναι φεμινιστική. Θα γινόταν πολύ φτωχή, αν της αποδίδαμε αυτόν τον χαρακτηρισμό. Μέσα από μια κλασική παιδεία που αποκαλύπτεται κάθε τόσο, η ποιήτρια προβάλλει την άποψη ότι οι μύθοι δεν είναι απλώς φανταστικές αφηγήσεις που χάνονται στα βάθη του χρόνου, αλλά ρίζες κοινές, πανανθρώπινες αλήθειες που μας ενώνουν, αφού -τελικά- είμαστε όλοι κλαδιά του ίδιου δέντρου, είτε έχουμε την καλοσύνη να προσφέρουμε καρπούς, είτε εγωιστικά αρνούμαστε να δώσουμε, έστω φύλλα.

Η γυναίκα ερωτεύεται με σώμα και ψυχή. Μεγαλώνει μέσα στο κορμί της καινούριους ανθρώπους. Τους γεννά με πόνους και τους αναθρέφει με βάσανα. Μαθαίνει να είναι παρούσα, να προσφέρει, να θυσιάζεται. Μαθαίνει ν’ αντέχει την περιφρόνηση, τον αυταρχισμό, τη βία κάθε είδους, την απομόνωση. Δικαιούται λοιπόν ένα βιβλίο-ύμνο! Νομίζω πως το ποίημα που κράτησα για το τέλος κλείνει μέσα του όλο το πνεύμα αυτής της ωραίας συλλογής:

Ιστορίες γραμμένες από αντίγονους

Γυναίκα,
άθυρμα ανδρών τε και θεών,
ανθρωπινότερη του ανθρώπου.

Εύα,
από το πρωτοκύτταρό σου άναυδη
πώς σου ‘λαχε κι από το πλευρό του πήλινου Αδάμ
έφτιαξες μέγα σπιτικό;

Στον κήπο της ενηλικίωσης,
στην παμφάγα μοναξιά
ευνούχοι κατοικούνε στ’ άνθη της μηλιάς
κι ο πεινασμένος όφις
-ο πρώτος που αντέδρασε-
αντί μήλα γνώσης
λωτούς δαγκώνει λησμονιάς.
Μένει για πάντα νηστικός.

Ελένη,
τι έστιν τρόπαιο,
τι λάφυρο εστί;
Ένοχη εσύ,
τον ίμερο του άνδρα δικαιώνεις
την άγρια ηθική
την τιμωρία
την αρπαγή
τα φανερά μνημόσυνα

στην ιστορία που έπλασε τυφλός
για νίκες κι αιώνια θηλυκά
το κάλλος που σκοτώνει.

“Εγώ ειμί το τρόπαιον, εγώ το λάφυρο”, ακούμε στο βάθος την πικραμένη φωνή της Ελένης, της γυναίκας που τόσο κακολογήθηκε, γιατί είχε την ατυχία να φέρει “το κάλλος που σκοτώνει”. Την ύμνησε ο Όμηρος, αν και τυφλός, κι ας έγινε το άθυρμα θεών και ανθρώπων, το “αδειανό πουκάμισο” του Σεφέρη, για το οποίο πάντα γεμίζει άψυχα κορμιά ο κάθε Σκάμανδρος. Κι όμως η Ελένη ήταν άνθρωπος με σάρκα και οστά. Δεν ήταν κανενός το ακριβό δώρο! Αλήθεια, μόνο αυτή αδικήθηκε τόσο πολύ;

Το στοιχείο που με εντυπωσίασε σ’ αυτό το αξιόλογο βιβλίο, είναι το βαθύ περιεχόμενο, η ποιητική δικαίωση των γυναικών, που υψώνονται στα μάτια μας ως αυθύπαρκτες ηθικές προσωπικότητες. Η Εύα και κάθε Εύα, δεν είναι μόνο το χαμένο πλευρό του πήλινου πρωτόπλαστου. Η ύπαρξή της δεν εξαντλείται μόνο στο να κατευνάζει τον ίμερο του κάθε Αδάμ. Έχει άποψη. Έχει φωνή. Έχει τόλμη και θέληση. Υψώνει τη γροθιά της κι αγωνίζεται για το δίκιο. Φτιάχνει σπιτικό και το κρατάει με νύχια και με δόντια, παρά τις αντιξοότητες. Διαιωνίζει τη ζωή. Δικαιώνει τη ζωή. Η Αντιγόνη, είναι σύμφωνα με την ποιήτριά μας “ανθρωπινότερη του ανθρώπου”. Το όνομά της ξεκινάει από Α, όπως “Άνθρωπος”!

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

FRACTAL 14/11/2023

Πολλές η Αντιγόνη

Το πρώτο ποίημα της συλλογής, όπου η ποιήτρια παραχωρεί τον λόγο στον αρχαίο τραγωδό για να συστήσει στο κοινό το θέμα, την κεντρική ηρωίδα και την καλλιτεχνική πρόθεση, συνιστά τον πρόλογο. Όλα τα υπόλοιπα ποιήματα αναπτυγμένα υπό δυαδική διαλογική μορφή, σαν να μονολογούν συνομιλώντας τα πρόσωπα ή σαν να συνομιλούν μεταξύ τους μονολογώντας, αποτελούν τα επεισόδια. Τρεις μόλις αράδες η έξοδος, οπότε η ποιήτρια βγάζει το προσωπείο για να ξαναβρεί το φύλο της και απευθυνόμενη στον αρχαίο τραγωδό να θέσει εκ νέου το γυναικείο θέμα.

Εσχάτως το ζήτημα επανέρχεται στο κέντρο της ποιητικής θεματικής – σκέφτομαι ότι θα ’ταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην ομόθεμη και εν πολλοίς ομότροπη συλλογή «Με λένε Εύα» της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη (εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, 2023). Οπότε ξανά εδώ η ενδότερη επικοινωνία της ποίησης με το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο υπό τη μορφή ενός εξελισσόμενου αισθητικού αντάρτικου μπρος στα διαδοχικά και αυξανόμενα κρούσματα έμφυλης βίας – ειδικά μετά την καραντίνα.

Η Λάτσαρη πιάνει το θέμα διά του αρχαίου μύθου, και δη σε μια από τις πιο πυκνές και σύνθετες εκδοχές του, την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Ο μύθος αυτής της Αντιγόνης, διαστρωματωμένος από αιώνες με πρόσθετες Αντιγόνες, προσφέρει έτοιμη δραματική ύλη, έτοιμους χαρακτήρες, έτοιμα σύμβολα και κυρίως μια σχεδόν βιβλικών διαστάσεων δυνατότητα περιφοράς της μυθικής αυτής μορφής έξω από τον χρόνο, ανά τους αιώνες, τους τόπους, τις εποχές, ώστε η σύλληψη του προβλήματος να γίνει στις πιο αρχετυπικές δομές του. Απ’ την άλλη, δεν ξυπνάς έτσι στα καλά καθούμενα μια Αντιγόνη και δεν αναμετριέσαι μαζί της, αν δεν έχεις κάτι σοβαρό να πεις, γιατί όσο γενναιόδωρο και αν είναι νοηματικά το σύμβολο, τόσο πιο ψηλά θέτει τον πήχη ως προς τι και το πώς θα το πεις, με την αυτονόητη βεβαιότητα ότι στα ψηλά και απάτητα βουνά που σε ανεβάζει χάσκουν από κάτω αδηφάγοι οι πιο βαθιοί γκρεμοί.

Η αρχαία τραγωδία υπάρχει διά των προσώπων, της δομής, του διαλόγου, της αίσθησης του σκηνικού χώρου, της εντύπωσης των σκηνών. Λείπει βέβαια το κατεξοχήν επικό στοιχείο, τουτέστιν η δράση, μαζί με το κατεξοχήν λυρικό στοιχείο, τουτέστιν ο χορός με την πάροδο, τα στάσιμα και τους κωμούς. Στη θέση της δράσης έχουμε μια κατάσταση ακινησίας, σαν να κείνται τα πρόσωπα που συνομιλούν εκτός τόπου και χρόνου, παγωμένα και αμετακίνητα στο ίδιο πάντα σημείο. Στη θέση του χορού θα βρούμε ένα απείκασμα χορού, απαρτιζόμενο από μορφές που δεξιώνεται ο ποιητικός λόγος, ευκρινώς ή εννοούμενα, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η Έμιλι Ντίκινσον, η Άννα Αχμάτοβα η Ρόζα Παρκς, η Κλεοπάτρα, η Καντριγιέ, η Σαπφώ και κοντά τους θα προσέθετα ότι αναγνωρίζω επίσης την Ελένη Τοπαλούδη, τη Γαρυφαλλιά, τη Μόνικα Γκιουζ, την Κάρολάιν, τη Ζακί, τη Δώρα, τη σιδερωμένη Σπυριδούλα, την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, την Υπατία, την Ιωάννα της Λωραίνης κ.ά. κ.ά.

Τις φαντάζομαι χωρισμένες σε δύο ημιχόρια, να επιτελούν χορευτικές κινήσεις όσο εκφέρεται ο ποιητικός λόγος από τις ηρωίδες και στο τέλος να ακινητούν για να πάρουν οι ίδιες τον λόγο. Ο τελευταίος αποσπασμένος στίχος κάθε ποιήματος, εν είδει ποιητικής κατακλείδας, σχολίου ή επιμυθίου, είναι τα εμβόλιμα στάσιμα, ο λόγος και η θέση του χορού, που κατά τον συνήθη τρόπο της αρχαίας τραγωδίας απηχούν τη φωνή του τραγωδού.

Με όλα αυτά θέλω να πω ότι είναι μια παράξενη Αντιγόνη η Αντιγόνη της Λάτσαρη, οικεία και ξένη, παλιά και νέα, αρχαία και σύγχρονη, εντόπια και παγκόσμια, κρατά τη σταθερότητα, τη συνέπεια των αρχών, το αγέρωχο ύφος, αλλά φαίνεται κουρασμένη, απογοητευμένη και ηττημένη μέσα στη μελαγχολία της σοφίας της. Και κυρίως είναι μια Αντιγόνη που ενώ σκηνικά φαίνεται να εκφέρει τον λόγο έξω από τα τείχη της πόλης, όπως ακριβώς την ήθελε ο Σοφοκλής στον πρόλογο της τραγωδίας, στην πραγματικότητα η φωνή της από άποψη τόνου, ύφους και περιεχομένου είναι σαν να βγαίνει από την υπόγεια φυλακή της ιστορίας, όπου την έκλεισε ζωντανή για πάντα ο Κρέοντας.

Δίπλα της η Ισμήνη με ανάλογες συγκλίσεις και αποκλίσεις απ’ το αρχαίο πρότυπο. Συγκεχυμένη και αμήχανη, ψάχνει σημεία αναφοράς, στηρίγματα, συχνά πυκνά απευθύνεται στην αδελφή της με μια παρακλητική χροιά στον τόνο της, είναι σίγουρο ότι τη θαυμάζει. Αλλά έχει πια την ιστορική πείρα να αφήνει στην άκρη τις φοβικές νομιμοφροσύνες, κανέναν ιδιαίτερο σεβασμό δεν φαίνεται να τρέφει απέναντι στον Κρέοντα και την εξουσία του, είναι πια φορέας κι η ίδια της σοφίας του φύλου, της θέσης και της ανθρώπινης τραγωδίας εν γένει, ώστε απ’ τη φωνή της να ηχεί η καλύτερη πύκνωση της Αντιγόνης στο ποίημα «αντένες»:

Ω μελισσολόι απατηλό!
Υψώστε την Αντιγόνη λάβαρο!
Κηφήνες για θαυμάστε!

Όσο της αποικίας ο φιλόλογος
από τα νύχια ως την κορφή
συλλέγει τις παραπομπές
καλουπωμένος
κι ο ποιητής το όνομα αναπαράγει
σε λέιζερ εκτυπωτές

εμείς με τα φτερά μας σφηνωμένα
εργάτριες στους δείκτες ρολογιών
βουλώνουμε τ’ αυτιά με μέλι,
τη γύρη πασπαλίζουμε
πάνω σ’ ακουαρέλα

Όταν καδράρεις,
παραλείπεις

Η Λάτσαρη ελευθερώνει τα σύμβολα, τα πρόσωπα, τους μύθους που αξιοποιεί. Τα σέβεται και τα πλουτίζει, ανοίγοντας διαρκώς τη βεντάλια σε όλα τα επίπεδα. Έχει ένα δάνειο μύθο (η Αντιγόνη του Σοφοκλή) κι ένα κεντρικό θέμα (η γυναικεία κατάσταση) αλλά δεν μένει εκεί. Αξιοποιώντας τα σαν νοηματικό υφάδι, σαν συνεκτικό ιστό, μοχλεύει και ευρύνει διαρκώς τη θεματική και την τεχνική της, ώστε να συμπεριλάβει, δίχως ούτε στιγμή να αστοχεί απ’ ό,τι ποιητικά θέλει να πει με μια γλώσσα πυκνή και ώριμη, που κουβαλά τις εκφραστικές κατακτήσεις της προηγούμενης συλλογής προεκτείνοντάς τες, το ζήτημα επίσης του ρατσισμού, της προσφυγιάς, την αγωνία του χρόνου που φεύγει, το θέμα της ποίησης και τις παγίδες της γλώσσας.

Η σλαβόφωνη, σε ένα ποίημα αφιερωμένο στον Μάρκο Μέσκο, Αντιγόνη περιφερόμενη από τα συντρίμμια της Συρίας στα γκέτο της Αμερικής θα βρει, τελικά, σε τούτη τη συλλογή τη λογοτεχνική δικαίωσή της. Δεν έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια καλύτερο τρόπο για να μιλήσει κανείς με και για την Αντιγόνη από αυτόν που επέλεξε η Λάτσαρη.

Αλλά αυτό που με συγκινεί ακόμη παραπάνω είναι πως πέραν των άλλων αρετών, τούτη η συλλογή κατάγει μια μικρή και ανεπαίσθητη νίκη υπέρ της ποίησης: υπονομεύοντας το επικό στοιχείο ανασυστήνει την αρχαία τραγωδία στη βάση της απόλυτης πρωτοκαθεδρίας του λυρικού στοιχείου, για να βεβαιώσει εκ νέου ότι η ποίηση είναι η μήτρα και η γεννήτωρ των πάντων, η απέθαντη νιότη και η αρυτίδωτη σοφία, η έγερση, η αντίσταση και η διαρκής επανάσταση.

.

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

stigmalogou.gr 2/4/2024

Εμείς η Αντιγόνη

Η Αντιγόνη ταξιδεύει μέσα στον χρόνο, στη σύνθεση της Μαρίας Λάτσαρη, Εμείς η Αντιγόνη. Και μέσα σε άλλα πρόσωπα. Αλλάζει όνομα και πρόσωπο, αλλά σταθερή μένει η αντίσταση σε κάποια εξουσία. Η διαφορετική, προσωπική αντίληψη των πραγμάτων.

Όλη η ποιητική σύνθεση βασίζεται στη «συνομιλία» Αντιγόνης-Ισμήνης. Με την έννοια ότι ο λόγος της καθεμιάς αναδεικνύει τον χαρακτήρα και ερμηνεύει περιστάσεις και αποφάσεις. Θα μπορούσαν να είναι θεατρικοί μονόλογοι ή απλώς μονόλογοι ποιητικοί. Γιατί ουσιαστικά δεν υπάρχει τις πιο πολλές φορές διάλογος, κινούνται σαν παράλληλοι μονόλογοι.

Οι «μεταμορφώσεις» της Αντιγόνης: Η Αντιγόνη γίνεται Σαπφώ, Κλεοπάτρα, Ρόζα Παρκς, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Έμιλυ Ντικινσον. Μια πολυπρισματική εικόνα η Αντιγόνη ή, αλλιώς, περσόνες που καταδεικνύουν το δικό τους αποτύπωμα ως γυναικών. Σε διαφορετικές εποχές, σε διαφορετικούς τόπους. Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι αυτό το άνοιγμα στη σύγχρονη εποχή, μέσα από το προσωπείο-σύμβολο της Αντιγόνης. Μέχρι τις γυναίκες της προσφυγιάς, πολλές ξεβρασμένες στις ακτές. Οι γυναίκες στον αναγκεμένο τους έρωτα. Οι γυναίκες-Αντιγόνες να προασπίζουν ένα κομμάτι της ζωής τους, προσπαθώντας να ορίσουν τη μοίρα τους.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η προσωπικότητα της Ισμήνης. Κρατά κι εδώ την πιο άτολμη στάση, όπως στην τραγωδία. Αλλά στοχάζεται, ανταποκρίνεται στον εκάστοτε μονόλογο της αδερφής φορώντας κι αυτή το ανάλογο προσωπείο. Με αυτό τον τρόπο οι μονόλογοι αποκτούν κάποιες φορές τον χαρακτήρα της επικοινωνίας, από την πλευρά της Ισμήνης, καθώς απαντά στα λόγια του άλλου μονολόγου. Έτσι, στην περίπτωση της Έμιλυ Ντίκινσον γίνεται η φίλη της Σούζαν Γκίλμπερτ. Ή, σε άλλο σημείο, απευθύνεται στην Αντιγόνη « Οι φτέρνες σου, Αντιγόνη, αθάνατες θα γίνουν/ από βάτα και από χώμα σκληρό».

Άλλωστε, μπροστά από τον εκάστοτε λόγο της Ισμήνης υπάρχει η ένδειξη Re, όπως δηλώνεται η απάντηση στα e-mail ας πούμε – άρα συνειδητά η ποιήτρια δηλώνει αυτή τη λειτουργία της αλληλόδρασης.

Re: Η Ισμήνη λέει

||δώρα||

Έλα, αδερφή μου,
τη συντροφιά μου καταδέξου. […]

Εγώ, ινφάντα ταπεινή, που δεν αξιώθηκα
ωδές των ποιητών να με δοξολογούν
και ανδριάντες δάφνινους
μες στα μουσεία θρονιασμένους,
για τον πόνο
σου χαρίζω αντισώματα
κι ένα έμβρυο που έχω φυλάξει στο συρτάρι. (σ. 41)

Θεωρώ προφανές ότι τίτλος «Εμείς, η Αντιγόνη», μέσα από το άνοιγμα σε πολλές γυναίκες, συμπεριλαμβάνει και την Ισμήνη, με την τραγικότητα της ιδιαίτερης στάσης της.

.

ΕΛΕΝΗ ΛΟΠΠΑ

ΠΕΡΙ ΟΥ 4/5/204

Αντιγόνη: «Ού τοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν»

Κρέων: «Κάτω νυν ελθούσ’ ει φιλητέον, φίλει κείνους΄

εμού δε ζώντος ουκ άρξει γυνή»

(Σοφοκλή, Αντιγόνη, στιχ. 523-525)

Στη νέα ποιητική συλλογή της Μαρίας Λάτσαρη, με την παράξενη σύζευξη του πληθυντικού «Εμείς» και τον περήφανο ενικό «η Αντιγόνη», γίνεται εμφανές ότι το «εμείς» συμπεριλαμβάνει τις γυναίκες όλων των εποχών που συμπαρατάσσονται μαζί της, αντιστεκόμενες σε κάθε μορφής εξουσία.

Η ποιητική συλλογή περιλαμβάνει συνολικά 46 ποιήματα, από τα οποία τα 44 εμφανίζονται αντικριστά στις σελίδες και αποτελούν εναλλάξ μονολόγους της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Στο πρώτο ποίημα τον λόγο έχει ο ποιητής που απευθύνεται σε ένα νοητό ακροατήριο και αναφέρεται σε μια γυναίκα από τη Δαμασκό της Συρίας, την Καντριγιέ, της οποίας τα ίχνη έχει χάσει: «Σε αεροδρόμια πολύβουα/σε ματωμένα δευτερόλεπτα», (σελ. 9). Η Καντριγιέ, δίνει τον τίτλο και στο ποίημα της σελ.54 και είναι η πρόσφυγας που μιλάει, έχοντας επιβιώσει από κάποιο ναυάγιο: «Μόνη και αβοήθητη/από την παραλία με μάζεψε/σε μια ξεβρασμένη λέμβο δίπλα./Μες την αντάρα άραγε/ποιος θα ζητούσε τον λογαριασμό/για δυο ροζ παπούτσια που κρύβονταν/κάτω από την κουμπωμένη καμπαρντίνα;». Στον μονόλογο της Ισμήνης με τίτλο που ορθογραφικά παίζει με τη λέξη «ανθρωπόκαι(ε)νος», (σελ. 19), γίνεται αναφορά στη ζοφερή κλιματική αλλαγή και η ηρωίδα απευθύνεται στον Ποιητή, ως τον άνθρωπο που προβλέπει νωρίτερα από τους άλλους, όσα πρόκειται να συμβούν: {…} Κι εσύ, ω Ποιητή,/δείξε μου πώς τον χρόνο σου διαβάζεις/στα δέντρα, στα κύματα, στην άμμο./Κάθε παλμό σιωπή-/βήμα νωπό/και κύκλος ξόδι/. Η ποιητική συλλογή που άρχισε με τον ποιητή, κάνοντας έναν κύκλο, κλείνει με μια αναφορά στον ποιητή και μια προφητική προτροπή: «Κι εσύ, αφοσιωμένε ποιητή, σε κύκλους ταξιδεύεις. Έρχονται περισσότερες φωνές. Σύρε να τις ανοίξεις, η Ιστορία της γυναίκας να ξεκινήσει πάλι», (σελ. 57).

Τον λόγο στη συνέχεια παίρνει η Αντιγόνη, στο ποίημα που δανείζεται, αλλά αντιστρέφει τον τίτλο γνωστής βρετανικής ταινίας του 1994, Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία, εδώ σε «τέσσερις κηδείες κι ένας γάμος», (σελ. 10), αρχίζοντας με την προσφώνηση που χρησιμοποίησε στο προηγούμενο ποίημα (σελ. 9) ο ποιητής, Κυρίες και κύριοι, δίνοντας έτσι στο κείμενο κάποια θεατρικότητα. Την ίδια προσφώνηση θα βρούμε παρακάτω στον μονόλογο της Ισμήνης, με τίτλο, «χωρίς φίλτρο», (σελ. 49). Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως οι τίτλοι όλων των ποιημάτων/μονολόγων είναι ευφάνταστοι και πρωτότυποι (π.χ. σολομωνική, ψαράκια, με μια σφυρίχτρα, αποκάνει η αγάπη, ανθρωπόκαι(ε)νος, κρινάκι της λέσβου, κελί μέσα σε κελί, θράκα, στοιχειωμένο σπίτι, ροζ κορδέλα, χαλινάρι, αντένες, φετίχ, το σώμα στόμα, εν πόλει ε(ξ)άλ(λ)ω, το καβούκι μου, η σκόνη των βιβλίων, το ωραίο σου μνήμα, καλύτερα πεθαίνει όποιος πεθαίνει τελευταίος, λάθος στη μετάφραση, κλέφτρα, χωρίς φίλτρο, χαρτάκια, η εξουσία της άνοιξης, κ. ά.), καθώς και οι στίχοι, επιμύθια, στο κάτω μέρος της κάθε σελίδας, που συνοψίζουν με σοφία μεγάλες ανθρώπινες αλήθειες και νοηματικά συνδέονται με το περιεχόμενο του ποιήματος που προηγείται: Για παράδειγμα, «Χίλιες φωνές, χίλιες σιωπές/ο κόσμος μια εικόνα», (σελ. 10) και η αντιστροφή στην επόμενη σελίδα: «Χίλιες σιωπές, χίλιες φωνές/Φάτα Μοργκάνα ο κόσμος», (σελ. 11), Ήρθε ο καιρός να φτιάξουμε/για την απάθεια αντισώματα/ (σελ. 12), Τον μέσα δράκο σημάδεψε/(σελ.19), Μνήμη Σκύλλα/Λήθη Χάρυβδη/ (σελ. 23), Κάθε καιρός κι η Αντιγόνη του/(σελ. 26), Νεκρός σημαίνει να’σαι/παντού και πουθενά/ (σελ. 34), Μήτε κόλαση μήτε παράδεισος η αγάπη/αιώνιο καθαρτήριο μόνο/ (σελ. 36), Θάνατος/η ζωή που δεν έζησες/ (σελ. 41), Στη σπηλιά ο εαυτός,/κρησφύγετο ανεντόπιστο/ (σελ. 44), Η ενσυναίσθηση είναι δύναμη/(σελ. 45), Μπροστά στο θάρρος του θανάτου/βουβός ο νόμος μένει/ (σελ.46), Την άνοιξη τη φέρνουνε/ξένοι κούκοι/ (σελ. 50), Κάποιες ζωές τις περιέχει ο χρόνος,/ο θάνατος ποτέ/ (σελ. 53), Βελούδινο ένδυμα φορά η βία/(σελ. 54), Πάντα η ποίηση,/νυχτερίδα που τρέφεται με νέκταρ/ (σελ. 55).

Τα ποιήματα είναι διάστικτα από μεταφορές, σχεδόν κάθε στίχος έχει μεταφορική σημασία, κι ας ισχυρίζεται το επιμύθιο: «Οι μεταφορές δεν δίνουνε πάντοτε/φτερά στο ποίημα», (σελ. 13). Δίνω κάποια παραδείγματα: (π.χ. Το σπίτι μες τον χρόνο πλέει, (σελ. 9), Επιστρέφω/με το jet lag των χελιδονιών {…}της Ιστορίας μαραθωνοδρόμος/σε αγώνα με σημαδεμένα χαρτιά/, (σελ. 10), ξυπνούσα με κανόνι στην καρδιά, (σελ. 14), Γλώσσα με γεύση εξέγερση,/τον ουρανίσκο καις/, (σελ. 23), Κόκκινη μολότοφ/τινάχτηκε απόψε/το φεγγάρι/ (σελ. 24), Ο Κρέων βροντά/πορφύρας κουφάρι/μινώταυρος έκπτωτος (σελ. 26), ύψωσα τον θάνατο αξία σωκρατική (σελ. 28).

Έχουμε επίσης πληθώρα από προσωποποιήσεις (π.χ. Ω ξενιτιά, σοφότερη/απ’ όλες τις πατρίδες! (σελ. 10), Μαθητευόμενος/ο χρόνος μάγος/σαρδόνια σου χαμογελά/, (σελ. 11), Το παρελθόν χορδή τόξου τεντώνει (σελ.13), χωλαίνει η λήθη/ηχώ σακάτης της αλήθειας (σελ. 22), Με τη μνήμη υπερπροστατευτική μητέρα (σελ. 35)

και παρομοιώσεις (π.χ. σαν ακακίες που βαριανασαίνουν άνοιξη, (σελ. 13), σε περιμένω, Αντιγόνη,/όπως τα παιδιά/περιμένουν τα Χριστούγεννα/, (σελ.17), χάδια σαν βλέμμα ξόδευες, (σελ. 21), τη φτύνεις σαν κουκούτσι (σελ. 23), Για ένα κομμάτι σκοινί/σαν λώρος και σαν ρίζα/{…}Κυρίως για τη ζωή/που κάνει κύκλους/σαν κουτσός διαβήτης (σελ. 43).

Εντυπωσιακά είναι τα λεκτικά παιχνίδια, κάποιες φορές για ομοιοκαταληξία (π.χ. κάπου στο Μοντγκόμερι/{…}και ξεκούμπωσε το μοντγκόμερι/(σελ. 15), ανθρωπόκαι(ε)νος (σελ. 19), έπεσες από τους Εγκρεμνούς,/γέρμα της πούλιας σύρθηκες,/θάλασσας δέρμα/(σελ. 21), Ριπές/στην πρώτη γραμμή/νυχιές του ανέμου/ (σελ. 22), Ισμήνη,/μορφή του Τζιακομέτι,/στα μαλλιά σου φωλιάζουν/σμήνη πουλιών/(σελ. 24), το σώμα στόμα (σελ. 31), Χάριν ετυμολογίας Αντι-γόνη/γένους γόνος αντάξια εγώ/ (σελ. 34), ούτε πληγή/ούτε ουλή/φυγή/να το λερώνει/Αόρατη γραφή/(σελ. 37), ανάσα κι άνασσα (σελ. 38),

καθώς και οι παρηχήσεις: (π.χ. να ψηλαφήσεις ψάχνεις ουρανό, (σελ. 11), θηρευτής και θύμα/θραύστης και θρύμμα/(σελ. 20), από μύθο μεθυσμένη/(σελ. 32), ξέφτια ξακρίζω/(σελ. 35), Άφατη φωνή/(σελ. 37), τη μοναξιά των μεγάλων μυστικών/(σελ. 55),

και οι επαναλήψεις (π.χ. του ρήματος «Επιστρέφω» στο ποίημα «τέσσερις κηδείες κι ένας γάμος», (σελ. 10), του ρήματος «Μπορώ» για έμφαση στο ποίημα «κάπου στην Αλαμπάμα», (σελ. 15), που αναφέρεται στον «μαύρο λωτό», στην έγχρωμη Ρόζα Παρκς, «Η Αντιγόνη εμείς,» και «αναζητώ», στο ποίημα «ψαράκια», (σελ. 12), για έμφαση, η λέξη γράφεται με κεφαλαίο στην επανάληψη, «ο ουρανός να γίνει Ουρανός/το δέντρο πάλι Δέντρο», στο ποίημα «μικρή αντιγόνη», (σελ. 16), για έμφαση ο στίχος «Γλώσσα με γεύση εξέγερση», στο ποίημα «θράκα», (σελ.23), «Εγώ», για έμφαση πάλι στον μονόλογο της Ισμήνης, στο ποίημα «δώρα», (σελ. 41), η λέξη επανάσταση επαναλαμβάνεται στο ποίημα για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ με τίτλο «κόκκινη ρόζα», (σελ. 52), όπως και το επίθετο μόνος, μόνη, μόνο, πάλι για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο ποίημα «η εξουσία της άνοιξης», (σελ. 53).

Άλλο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η χρήση αντιθέσεων/αντιθέτων: (π.χ. Νικητής ο ηττημένος (σελ. 10), νύμφη ανύμφευτε (σελ. 21), στη δική του φωνή/αμυχή/στον δικό μου λαιμό/μαχαιριά/, (σελ. 26), Άλωση και άσυλο (σελ. 36), Ιδανικοί και άξιοι {αντί ανάξιοι} εραστές, (σελ. 37), «το ωραίο σου μνήμα», (σελ. 39), Προξενητάδες ήρθανε/απ’ την Αιώνια Πόλη {αντί από τη Βαβυλώνα}, (σελ. 39), Πτήση/και/πτώση/(σελ. 40), Για ένα αίνιγμα {αντί πουκάμισο}αδειανό, (σελ. 43), Θέση/Αντίθεση/,(σελ. 46), Εσύ/Κι εγώ/, (σελ. 47), «ως τον Βόρειο Πόνο {αντί Πόλο}», (σελ. 51), «το δείπνο της ισμήνης», (σελ. 55), αντί «Το δείπνο της Μπαμπέτ», τίτλος αριστουργηματικής ταινίας.

Σε δύο ποιήματα έχουμε έντονες απηχήσεις δημοτικών τραγουδιών: «Μάνα με τους τρεις σου γιους/και με τις δυο σου κόρες/Ζάβαλη μάικω, μάνα, μαμά», (σελ. 34) και «Προξενητάδες ήρθανε», (σελ. 39).

Η Αντιγόνη της Μαρίας Λάτσαρη (Μ. Λ.) ενσαρκώνει γυναίκες, διαφορετικών εποχών και τόπων, γίνεται πανανθρώπινη και διαχρονική, όπως ήδη μας φανερώνει ο τίτλος της ποιητικής συλλογής, αλλά και η ίδια στον αρχικό της μονόλογο: {…}Στη Λέσβο με φώναζαν Σαπφώ/στην Αλεξάνδρεια Κλεοπάτρα/Έμιλι στη Μασαχουσέτη/στο Βερολίνο Ρόζα, όπως στην Αλαμπάμα/(«τέσσερις κηδείες και ένας γάμος», σελ. 10). Αλλά και στα συγκλονιστικά «ψαράκια», (σελ. 12), «η Αντιγόνη εμείς» ταυτίζεται με την πρόσφυγα που αναζητεί «χώρα λευκή», από τη Ράκκα στη Λέσβο αναζητεί τα παιδιά της και καταλήγει με μια σειρά λέξεων που αρχίζουν με το αρνητικό «α», σε μια τελευταία στροφή, κρεσέντο αγάπης και ενσυναίσθησης: Η Αντιγόνη εμείς/με αγάπη ανένδυτη/αίμα ανένδοτο/φόβο ανυπόδητο/τη φωνή μου αναζητώ. Την ίδια αγωνία για τους πρόσφυγες εκφράζει και στο ποίημα «κάθαρσις», (σελ. 18), όπου φαντάζεται τον βασιλιά Αλέξανδρο να σπεύδει σε βοήθειά τους: {…}Έφιππος πάνω στ’ άτι του καλπάζει/στη Λέσβο και στη Λαμπεντούζα,/Αργοναύτες σώζει,/με το δόρυ σκίζει τον λυγμό τους». Την έγνοια για τους ναυαγούς πρόσφυγες εκφράζει, όπως θα δούμε παρακάτω και η Ισμήνη στο «ο μόνος δρόμος», (σελ.51). Η Αντιγόνη γίνεται «ο μαύρος λωτός», η Ρόζα Παρκς και στο «κάπου στην Αριζόνα», (σελ. 14, 15), αλλά και η Άννα Αχμάτοβα, που προέταξαν το «Μπορώ», ως αντίσταση στην εξουσία. Αλλού η Αντιγόνη απευθύνεται με μια προτροπή προς τη «μικρή αντιγόνη» και της ζητεί να τραγουδήσει, για να ξαναγίνουν όλα όπως στην αρχή: -Τραγούδα, μικρή μου Αντιγόνη/τ’αθώα τραγούδια/τραγούδα/να ξημερώσει η πρώτη αυγή,/ο ουρανός να γίνει Ουρανός,/το δέντρο να γίνει Δέντρο./, (σελ. 16). Αλλού μιλά με την περσόνα της Σαπφώς («κρινάκι της λέσβου», σελ. 20), όπως και η Ισμήνη στον αντικριστό μονόλογο («πέπλο», σελ.21), {…}Σαπφώ, νύμφη ανύμφευτε,/έρμαιο στο κύμα,/ο Καρυωτάκης σου’ δωσε/ανάσα και φιλί./Στο ποίημα/μονόλογο «θράκα», (σελ. 23) πάλι της Ισμήνης, που αναφέρεται στη γλώσσα της εξέγερσης της Αντιγόνης, γίνεται επίσης αναφορά στον Άγγελο της Ιστορίας, τον διάσημο πίνακα του Κλέε: Γλώσσα με γεύση εξέγερση,/τον ουρανίσκο καις./Μνήμης παλίμψηστο,/της Ιστορίας Αγγελε,/σ’ ένα παιχνίδι μυϊκό/αμάσητη την τρως,/τη φτύνεις σαν κουκούτσι./ Αλλού η Αντιγόνη διαμαρτύρεται έντονα για τις συκοφαντίες που της φόρτωσαν φιλόσοφοι, ψυχαναλυτές, πολιτικοί, ποιητές, σκηνοθέτες «των ειδικών γιατρών βροχή οι διαγνώσεις.//Συκοφαντίες όλα./Πολλές γενιές νεκρή,/το’ πα και το’ κανα,/ύψωσα τον θάνατο αξία σωκρατική./Είναι η λωρίδα Mobius του βρόχου εκδοχή;/, («το τελευταίο αίμα», σελ. 28). Σπαραχτική είναι η ερωτική κραυγή της προς «Στον άγνωστο Αίμονα», που του αφιερώνει το ποίημα «λεηλασία (σελ. 36): {…}Αγόρι μόνο χέρια,/χάιδεψε/με όλα τα δάχτυλα,/μ’ όλους τους ήχους/λάτρεψε./Σπόνδυλο-σπόνδυλο να ανεβείς,/ράχη κυρτή απ’ όνειρα,/μικρά φτερά να ράψεις./{…}Άλωση και άσυλο/Σώμα να κατοικήσεις./Σε άλλο μονόλογο ταυτίζεται με την Κλεοπάτρα της Αιγύπτου που δεν μπορεί να διανοηθεί πως θα σκύψει με συντριβή μπρος στη Δύση, δούλη των αρχόντων της: {…}Εμένα που με λένε Αντιγόνη/ανάσα κι άνασσα της Αιγύπτου τελευταία/, (σελ. 38). Αλλά και η Ισμήνη στον αντικριστό μονόλογο, «το ωραίο σου μνήμα», (σελ. 39), μιλά, θυμίζοντας δημοτικό τραγούδι, για την περήφανη Κλεοπάτρα που έγινε στο διάβα των αιώνων ηρωίδα ταινιών, και επιλέγει τον θάνατο, για να μη συρθεί λάφυρο στο άρμα του Αυγούστου: Προξενητάδες ήρθανε/απ’ την Αιώνια Πόλη/να πάρουνε την Κλεοπάτρα/στα ξένα μακριά/{…}Γυναίκα, εφ’ω ετάχθης!/Των Βασιλέων Βασίλισσα,/νάγιες πολλές εκοίμισες/στον γαλατένιο κόρφο/. Σπαραχτική και πάλι η φωνή της Αντιγόνης στον μονόλογό της «ο ρόλος της ζωής μου», (σελ. 40), αφού εκείνο που ψάχνει δεν είναι η αιώνια νεότητα, αλλά ένα ερωτικό χάδι στο άδειο της κορμί: {…}Ακόμη ένα φεγγάρι/κι οι ωοθήκες μου νεκρές./Ύβρις η αιώνια νεότης./Φτερά άλλα,/κι ένα χέρι ψάχνω/να μου χαϊδεύει/το κορμί./Με αδελφική τρυφερότητα η Ισμήνη στον αντικριστό της μονόλογο, «δώρα», (σελ. 41), και αναγνωρίζοντας τον ταπεινό της ρόλο, απευθύνεται παρηγορητικά στην Αντιγόνη: Έλα, αδελφή μου,/τη συντροφιά μου καταδέξου./{…}Εγώ, υφάντα ταπεινή,/που δεν αξιώθηκα/ωδές των ποιητών να με δοξολογούν/και ανδριάντες δάφνινους/μες τα μουσεία θρονιασμένους,/για τον πόνο/σου χαρίζω αντισώματα/κι ένα έμβρυο που έχω φυλάξει στο συρτάρι./Στον μονόλογό της «παιδικά παιχνίδια», (σελ. 44) η Αντιγόνη δανείζεται την περσόνα της Έμιλι Ντίκινσον και μιλά με τη φωνή της: Γλώσσα διπλή –μιλούν αυτοί/σφαλίζω εγώ-/το στόμα/όστρακο κλειστό./{…}Πάγου καρδιά σαν κουλοχέρης/μέσα μου κροταλίζει-/δωρίζει κέρματα πολλά./Λέγε με, αν θέλεις, Έμιλι./ Η Αντιγόνη «με το Α αναρχικό/Δίχως πίστη, δίχως νόμο,/χωρίς τόπο και εστία/{…}Με μητρώο λεκιασμένο/για μιαν απόφαση που αιώνες εκκρεμεί/απευθύνεται στους δικαστές με λόγο καυστικό: Αξιότιμοι κύριοι Δικαστές,/Μαέστροι εσείς με φράκο και ακράτεια,/όσο διευθύνεται την ξύλινη ορχήστρα,/οι νόμοι θάβονται μεγαλοπρεπώς/και η γενναία μου κιθάρα τραγουδά/με μια τρύπα στην καρδιά της μεγάλη./», «κλέφτρα», (σελ. 46), ενώ η συμπάσχουσα Ισμήνη στη διπλανή σελίδα, αντιπαραθέτει το «Εσύ» με το «Εγώ» και δηλώνει: {…}Έτοιμη σαν φιλί//Για την κηδεία σου,/που, όπως αναμενότανε,/έγινε sold out./, «η λατρεμένη μας», (σελ. 47). Στον μονόλογο «το ιερό και το σώμα», (σελ. 48), η Αντιγόνη μιλά για τον Πολυνείκη και την ανίερη απόφαση του Κρέοντα: {…}Ο Πολυνείκης στα αζήτητα {…}κι ο μέγας κριτής –που τάχατες γνωρίζει/πόση το σώμα ιερότητα αποσιωπά-/στην έκθεσή του αποφαίνεται/»πράξη εχθρική προς τον λαό»/{…}Κι εγώ αιώνες χώμα σκάβω,/σιωπές αηδονιών και ανθισμένα κύματα,/έναν μαβή ουρανό να θάψω,/κι απάνω κεί στον τάφο τους/να γράψω το όνομά του./Ένας από τους ωραιότερους και πιο συγκινητικούς μονολόγους της σύγχρονης Αντιγόνης είναι τα «χαρτάκια», (σελ. 50), όπου η διαχρονική, πέρα από πατρίδες και θρησκείες ηρωίδα της Μ. Λ. τριγυρνάει στα νεκροταφεία των ξένων στη Θεσσαλονίκη και αποθέτει δάκρυα και στεφάνι: «Με μπλε τοπάζι δάκρυα {…}στους ξένους με βλέμματα θολά/στεφάνι δάφνης αποθέτω.//{…}Στο κοιμητήριο των Ινδών/όσοι καημοί, θεοί άλλοι τόσοι//{…}Στο εβραϊκό νεκροταφείο/συναντώ φίλους απ’ τα παλιά.//{…}Στα συμμαχικά του Ζέιτενλικ/δάσος με λευκούς σταυρούς/{…}Στο σέρβικο το μαυσωλείο αποθέτω/γάντια, παλτό και μπλε τοπάζι./Αντίστοιχης ομορφιάς είναι και ο μονόλογος της Ισμήνης για τους νεκρούς ξένους ναυαγούς στο «ο μόνος δρόμος», (σελ. 51), όπου, με μια σειρά υποθετικών προτάσεων και των αποδόσεών τους εκπέμπει επίσης ένα πανανθρώπινο μήνυμα συναδέλφωσης: Αν έκρυβαν στον πάτο της βαλίτσας τους/χώμα πατρίδας, σύννεφα καθ’ οδόν,/θα έσμιγαν χώρα με σύννεφα, {…}και θα γεννιόταν χώρα,/μια χώρα θαυμάτων/{…}μια χώρα πλώρη Δύση και πρύμνη Ανατολή,/από τον Νότιο ως τον Βόρειο Πόνο,/μια χώρα που θα μας χωράει όλους.//Αν έσμιγαν στον πάτο της βαλίτσας τους/κόκκινο χώμα, μαύρο σύννεφο,/ο τάφος θα μπουμπούκιαζε πέρα στο Πορ-Μπου./Την ίδια τρυφερότητα εκφράζει η Ισμήνη και στο «το δείπνο της ισμήνης», (σελ. 55), (που ο τίτλος, αλλά και ο πλούτος των αισθημάτων παραπέμπουν στην ταινία «Το δείπνο της Μπαμπέτ»), στο οποίο ζητά «να μου δοθεί η βασιλεία/να πάρω υπό την προστασία μου» και παραθέτει 22 περιπτώσεις «ότι ηγάπησαν πολύ». Τέλος, η Αντιγόνη ταυτίζεται με την επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871-1919), που δολοφονήθηκε για τα πιστεύω της στο Βερολίνο, στο «κόκκινη ρόζα», (σελ. 52){…}Η επανάσταση ρίζες γεννά,/μίσχους και φύλλα ακούω./Κόκκινη πώς ανθίζει!//Η Ρόζα, εγώ, δίχως μάτια,/στο φως θα τερματίσω./Σε ανάλογο ύφος, δοξαστικό, με μια σειρά μεταφορών και συνεχή επανάληψη του επιθέτου μόνος, μόνη, μόνο, για έμφαση, είναι και ο μονόλογος της Ισμήνης για τη Ρόζα, στο «η εξουσία της άνοιξης», (σελ. 53) Δίψα, η μόνη σου φωτιά/Κραυγή, ο μόνος άνεμος/Γροθιά υψωμένη,/ο μόνος σου ορίζοντας/Χρόνος, το μόνο σου οχυρό/Μνήμη, η μόνη σου Γεσθημανή/Θάνατος, η μόνη συμφιλίωση/Κόκκινο ρόδο Άνοιξη,/η μόνη επιστροφή./.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως η ποιητική συλλογή της Μ. Λ. είναι ένα εξαιρετικό κείμενο, που μας γυρίζει, επιτέλους, στις πανανθρώπινες αξίες: στην αγάπη, στην ενσυναίσθηση, στην αλληλεγγύη, στην υπεράσπιση της δικαιοσύνης και των πιστεύω μας, με οποιοδήποτε τίμημα, στην τιμή του χρέους, στην υπέρβαση του εαυτού, στην υπέρβαση των στεγανών της θρησκείας, της πατρίδας, της φυλής και του χρώματος, στον Άνθρωπο. Η Αντιγόνη γίνεται όλοι Εμείς, διασχίζει τους αιώνες, χρησιμοποιώντας προσωπεία/περσόνες, για να μας μεταφέρει και να διατρανώσει, μέσα από παραδείγματα, διάσημων αλλά και απλών γυναικών, που έγιναν εμβληματικές μορφές, το μήνυμά της: Ότι ο άνθρωπος πρέπει να ξαναγίνει Άνθρωπος, ο ουρανός Ουρανός, το δέντρο Δέντρο.

.

ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Στη παρουσίαση του βιβλίου.

Κοίτα τον Πάρη, τον Τριστάνο,
είναι ο έρωτας που τους έκανε να
αναχωρήσουν από τον κόσμο αυτόν
Δάντης

Χιόνι πέφτει απαλά
άσπιλο άχρονο
βάναυσα λευκό
σβήνει τις γραμμές
των κορμιών
ούτε ήχος ούτε φως
γλιστρά ανάμεσά μας

Τώρα για πάντα δική σου

Ήταν το ποίημα Αυλαία με το οποίο η Μαρία Λάτσαρη κλείνει την καλαίσθητη συλλογή της Εν δυνάμει πραγματικότητα, από τις Εκδόσεις του Μανδραγόρα. Το συγκλονιστικό αυτό ποίημα για το δίπολο έρωτας-θάνατος και το ανέφικτο του αιώνιου έρωτα στη γήινη πραγματικότητα, μου θύμισε τη κρυστάλλινη διαύγεια και εκθαμβωτική γοητεία μερικών μικρών ποιημάτων της Χλόης Κουτσουμπέλη, όπως Χρόνος και Αρχαίο Κόσμημα. Πρόσεξα και την αφιέρωση του βιβλίου, στον Θανάση και τον Δημήτρη, στον άντρα της και τον γιο της, όπως εγώ αφιερώνω όλα τα βιβλία μου στη Σοφία και τον Νίκο.
Γνώρισα τη Μαρία Λάτσαρη στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χαριλάου κατά τη διάρκεια της σειράς εκδηλώσεων για τους ποιητές της Θεσσαλονίκης από τον Νοέμβριο του 2015 ως τον Μάιο του 2016. ΄Εβλεπα τότε στην πρώτη σειρά των ακροατών ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο. Κρίνω ενστικτωδώς τους ανθρώπους από το χαμόγελό τους, αν με κοιτάζουν ίσια στα μάτια και αν μου σφίγγουν δυνατά το χέρι με ολόκληρη την παλάμη. Η Μαρία Λάτσαρη αρίστευσε και στα τρία αυτά κριτήρια. Αποδείχτηκε επιπλέον ότι είναι ήδη μια αξιόλογη ποιήτρια.
Παρουσίασα λοιπόν τη Μαρία Λάτσαρη στη σειρά αυτή των εκδηλώσεων μαζί με άλλους νέους ποιητές και ανθολόγησα τα ποιήματά της στις θεματικές ανθολογίες που διατηρώ από το 2008 στο ιστολόγιο Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, αρχικά τον Νοέμβριο του 2015, στη συνέχεια τον Μάιο του 2016 πριν εκδοθεί η συλλογή της και τελικά μετά την έκδοση της εντελώς πρόσφατα.
Ας διαβάσουμε όμως ένα ακόμη ερωτικό της ποίημα με οπτική παρόμοια με το προηγούμενο. Μετά το τελευταίο, το πρώτο της συλλογής

Συνομιλία

Πεθαίνουν τα κλαριά απ’ αγάπη
Φ. Γκ. Λόρκα

Ρωτώ την ποίηση
για το σχήμα της λύπης
την ιτιά μου δείχνει
το δέντρο που πονά, αυτή
με γερμένα τα κλαριά
προσκυνά βουβά το χώμα
Νευρωνικό αντίστοιχο
λέει η επιστήμη
γυναίκας κλαίουσας που
με λυτά τα μακριά μαλλιά
θρηνεί ασάλευτη
του έρωτα
το φθαρτό σώμα

Στις πιο ευτυχισμένες της στιγμές, η Μαρία Λάτσαρη κάνει κάτι αν όχι μοναδικά, σίγουρα εξαιρετικά σπάνιο. Συνδυάζει ποιητικά με σημαντική επιτυχία τα επιστημονικά δεδομένα και την επίκτητη ψυχρή επιστημονική λογική με τον πηγαίο συναισθηματισμό. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνη αυτή η ισορροπία. Πολλοί ποιητές πέφτουν σε ένα από δύο βάραθρα. Συνηθέστερα στην εποχή μας, στην επίδειξη μιας αμφίβολης ευφυΐας με ψυχρά, ανούσια και δυσνόητα αποκυήματα του εγκεφάλου, και όχι σπάνια στην τετριμμένη αχαλίνωτη ωραιολογία του δήθεν ποιητικού. Ο κίνδυνος για τη Μαρία Λάτσαρη, όχι μεγάλος αλλά υπαρκτός, είναι η υπερβολική χρήση επιστημονικών όρων στην προσπάθεια να τους προσδώσει ποιητικές διαστάσεις.
Η ποίηση είναι ένα ερωτικό φαινόμενο που επεκτείνεται σε όλους τους τομείς. Στον ίδιο τον εαυτό της, κάτι που ονομάζεται ποιήματα ποιητικής, και στο ευρύτερο πεδίο της τέχνης. Να δύο ακόμη ωραία ποιήματα της Μαρίας Λάτσαρη, συνδυασμός επιστημονικών γνώσεων και συναισθήματος.

Ενσυναίσθηση
Σε νιώθω
με τους νευρώνες κάτοπτρα
μυούμαι στον κόσμο σου
συναισθάνομαι τη γλώσσα σου
αυτήν
των ήχων
των γεύσεων
των χρωμάτων
των σκιών
των αρωμάτων
Παράδεισος των αισθήσεων

Εσένα Τέχνη
που με κάλτσες μεταξωτές
πολύ λεπτές
μυρίζεις τον κρίνο
και γεννάς

Και αυτό που έδωσε τον τίτλο του στη συλλογή

Εν δυνάμει πραγματικότητα

Χρόνια γλυπτικής ο άνεμος
κι η θάλασσα
κι ο βράχος
λιγοστεύει φλούδα φλούδα
Έτσι σμιλεύεται ο στίχος
Mε ινδιάνικο βλέμμα
ο ποιητής συνδέει την εξωτερική πραγματικότητα
με την εκδοχή που φτιάχνει ο νους του
δεν τραγουδά
δεν επιδίδεται σε ζωγραφική τοπίων
Mε τη σοφία των κύκλων της φύσης
λειαίνει τη διαχωριστική γραμμή
ανάμεσα σε ζωή και θάνατο
αποσπά το ουσιώδες απ’ τα πράγματα,
το αιώνιο απ’ το προσωρινό

Ως επιστήμων και ως άνθρωπος η Μαρία Λάτσαρη, έχει πλήρη επίγνωση της τραγικής μοίρας των θνητών. Μετά την αρχική μελαγχολία, υιοθετεί μια αγωνιστική στάση στη ζωή.

Μέχρι τότε

Από το τέλος αρχίζει η ιστορία
ο κόσμος αυτοκίνητος
όπως και χθες κι απόψε
ανυποψίαστο βγήκε το φεγγάρι
Της επανάληψης ο βαθύτερος γνώστης
δεν προσδοκά
τη δική του επιστροφή
Το μηδέν
χωρίς φωτοστέφανο
και φασματική υπόσταση
με καλεί στην αγκαλιά του
με τ’ οργανικά και τ’ ανόργανα
άμμος και κρύσταλλοι
Αρχαίος διαβαίνω
τη ζωή
θαύμα και λεβιάθαν
Σαν έρθει η ώρα
θα χαθώ
Μέχρι τότε
με το δάσος και το δέντρο
με το φύλλο και το κλωνί
θα χορεύω και θα τραγουδώ

Οι ποιητικές συλλήψεις της Μαρίας Λάτσαρη είναι κατά κανόνα πρωτότυπες, λιτές, πυκνές και διαυγείς με την κορύφωσή τους στους τελευταίους ή και στον τελευταίο στίχο. Γνωρίζω ότι υπάρχει ήδη μια πολύ ευνοϊκή ανταπόκριση στη συλλογή της από σημαντικούς ποιητές και άλλους ανθρώπους της λογοτεχνίας. Η Μαρία Λάτσαρη έχει κάνει μια θαυμάσια αρχή. Ο μοναχικός, όμως, δρόμος της ποίησης προς μια κορυφή που δεν υπάρχει απαιτεί ισόβια αφοσίωση και εργατικότητα. Από την ίδια εξαρτάται σε ποιο βαθμό θα αξιοποιήσει τις εμπνεύσεις της και θα βελτιώσει την τεχνική της, από την ίδια αποκλειστικά εξαρτάται πόσο ψηλά θα φτάσει. Της εύχομαι το καλύτερο.

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

Όλα συνδέονται με τα συναισθήματα

ΠΟΙΕΊΝ 21/5/2017

«Αν αληθινή ποίηση είναι εκείνη που κάνει τις τρίχες της κεφαλής μας να σηκωθούν όρθιες», όπως έλεγε ο βρετανός ποιητής Άλφρεντ Έντουαρτ Χάουσμαν στον Ρόμπερτ Γκρέιβς, η Μαρία Λάτσαρη αυτό πετυχαίνει. Στην ποιητική της συλλογή «Εν δυνάμει πραγματικότητα» μας δεξιώνεται στον ποιητικό της χώρο και μας αφήνει να ριγούμε μέσα στη σαγηνευτική ορμή του λόγου της.
Ποιήματα ποιητικής και στοχασμοί. 42 ποιήματα. Ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις, οι γονείς. Ο κόσμος μας, που διαστέλλεται και συστέλλεται αδιάκοπα, πυροδοτώντας όνειρα και διαψεύσεις. Παλίμψηστο η ποίηση.
Κι «ο ποιητής δεν τραγουδά
δεν επιδίδεται σε ζωγραφική τοπίων
Με τη σοφία των κύκλων της φύσης
λειαίνει τη διαχωριστική γραμμή
ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο
αποσπά το ουσιώδες απ’ τα πράγματα
το αιώνιο από το προσωρινό».
Η ποιήτρια παρακολουθεί τον Φρόυντ, μισοξαπλωμένο στο ντιβάνι, να ερμηνεύει το όνειρο με βάση τα καινούργια επιστημονικά δεδομένα. Να αναρωτιέται αν οι αναμνήσεις και τα απωθημένα καταφθάνουν απρόσκλητα. «Απρόσεκτοι οι φρουροί του ύπνου, τα όνειρα, αφήνουν απροστάτευτα τα σύνορα του ονειρευόμενου να μπαίνουν ελεύθερα κατάσκοποι και τυχοδιώκτες». Ο πόνος «λούτρινο κλάμα» στο «ακρωτηριασμένο αρκουδάκι των παιδικών μας χρόνων». Να συμφιλιώνεται με τη συναισθηματική οδύνη και να αποδέχεται την πραγματικότητα. «Γέννημα δικό μας, εύρημα της προϊστορίας μας τα όνειρα, συνθέτουν σ’ ένα πρόσωπο τον αειθαλή και φυλλοβόλο εαυτό μας. Δεν υπάρχουν ομοενύπνιοι, μόνο επισκέπτες σε ξένα όνειρα υπάρχουν».
Το αισθητό σύμπαν τροφοδοτεί στοχασμό. «Απατηλές εικόνες των αισθήσεων ο ορατός κόσμος, σκιές στη σπηλιά του Πλάτωνα;».
Κι η ποίηση; Το καλειδοσκόπιο, ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό.
Σε νιώθω
με τους νευρώνες κάτοπτρα
μυούμαι στον κόσμο σου
συναισθάνομαι τη γλώσσα σου
αυτήν
των ήχων
των γεύσεων
των χρωμάτων
των σκιών
των αρωμάτων
Παράδεισος των αισθήσεων
Εσένα Τέχνη
Που με κάλτσες μεταξωτές
Πολύ λεπτές
Μυρίζεις τον κρίνο
Και γεννάς
Οι μεταμφιέσεις του ποιητικού υποκειμένου ευφάνταστες. Γίνεται κλαίουσα ιτιά με γερμένα τα κλαριά που θρηνεί για το φθαρτό σώμα του έρωτα. Γίνεται αμοιβάδα που λικνίζεται σε αιώρα πλεγμένη από αισθήσεις και αναμνήσεις. Είναι ψάρι που τη νύχτα βγάζει φτερά και πετάει πάνω από τη λίμνη. Είναι η Μαρί Τερέζ, η ερωμένη του Πικάσο, που πεθαίνει από έρωτα. Η Καμίλ Κλοντέλ, η σαλεμένη αγαπημένη του Ροντέν. Είναι μια πονεμένη γυναίκα-αράχνη που περπατάει στον τοίχο. Είναι ένα φίδι που κουβαλάει στη ράχη του όλα τα αλλαγμένα πουκάμισα. Η ποιήτρια «δεινή λύτης των κόμπων στο στομάχι». Κι ο έρωτας;
Ο έρωτας ενσωματώνεται
στο DNA ξενιστή
τρώει ζωή
εκκρίνει δηλητήριο
Κάθε στιγμή in vivo
ένα κλικ της ψηφιακής μηχανής
του θανάτου
Ο ξενιστής
εξόριστος στο ίδιο του το σώμα
σβήνει
Ο έρωτας ανθεκτικός
αναζητά άλλον ξενιστή
να την αντέχει την αγάπη
Οι σπουδές στις νευροεπιστήμες εμφανίζονται στον ποιητικό λόγο. Οι περισσότεροι τίτλοι ουσιαστικά οριοθετούν το χώρο μέσα στον οποίο μπαίνουμε και από τον οποίο παρακολουθούμε μια καθηλωτική συνήθως ποιητική ιστορία. Ο λόγος λιτός, με γλώσσα εικαστική. Ο στίχος κοφτός, χωρίς στίξη, με μόνο σημάδι αλλαγής στην περίοδο το κεφαλαίο γράμμα της καινούργιας πρότασης.
Ρυθμός έντονος και δραματικότητα. Ατμόσφαιρα ασθματική. Ένα παιχνίδι λέξεων και συναισθημάτων, συχνά με γκροτέσκο χαρακτήρα. Ένας παράδεισος τολμηρής φαντασίας και υπερρεαλιστικών αισθήσεων. Ένας τόπος χρωμάτων, ήχων, σχημάτων, γεύσεων και αρωμάτων. «Κηλίδες κόκκινες και μπλε» σε μουσαμάδες του Ζωρζ Σερά, «φιγούρες από πίνακες του πουαντιγισμού». Η ειρωνεία ταράζει. Ο στίχος καθηλώνει. Δεν γίνεται ωστόσο απαισιόδοξος. Τα ρήματα που έχουν κυρίαρχο ρόλο στη συλλογή φέρνουν το μήνυμα της αέναης αλλαγής που δικαιώνει τον τίτλο. «Η ζωή σε τραβάει απ’ το μανίκι. Μην φτάσεις να πενθείς το μέλλον».

http://www.poiein.gr/archives/36535/index.html

.

ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ

Συνθέτοντας τον φυλλοβόλο εαυτό μας

FRACTAL 18/1/2017

Μέσα στις μέρες των Χριστουγέννων πήρα στα χέρια μου το βιβλίο ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ, εκδ. Μεταίχμιο 2013 που το είχα βάλει στην άκρη για διάβασμα γιατί με είχε γοητεύσει ο συγγραφέας του σε μια συνέντευξη – ή κριτική ήτανε;- στο διαδίκτυο. Ήταν ο δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς, που ζούσε μέρα τη μέρα τον εφιάλτη του καρκίνου και σκεφτόταν, έγραφε και αναστοχαζόταν, χαρίζοντας στον αναγνώστη με γενναιοδωρία «τους απειροελάχιστους νυγμούς και την έκσταση των αποχρώσεων της φωνής του, ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ», αναζητώντας ίσως ένα είδος συντροφικότητας, συναναστροφής, εκλογίκευσης των συναισθημάτων που ένιωθε -παιδί του Διαφωτισμού αυτός -καθώς ανέλυε και επεξεργαζόταν σκέψεις και ιδέες με ιερόσυλο χιούμορ ή σαρκασμό- κατά τα άλλα κύριε Λίνκολν, πώς ήταν η παράσταση; – και σπάνιο βάθος- λες κι έχει λογική να πεις ότι ο τάδε πέθανε ύστερα από μακρά και γενναία πάλη με τη θνητότητα. Και βέβαια δεν χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για μακροχρόνια ασθενείς από καρδιοπάθεια ή νεφρική ανεπάρκεια.

Όταν ήρθε η σειρά της «ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ», εκδ.Μανδραγόρας 2016, της πρώτης ποιητικής συλλογής της φίλης μου Μαρίας Λάτσαρη, ξαναδιάβασα τα ποιήματα με άλλα μάτια, δεν είναι τα ποιήματα που συζητούσαμε και σκεφτόμασταν με χαμόγελο και προσδοκίες και τα ξεπροβοδίσαμε τελικά στον ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑ. Μια άλλη αίσθηση αφήνει αυτή η τυπωμένη καλόγουστη συλλογή με το φίνο εξώφυλλο- έτσι δεν συμβαίνει πάντα;- και δεν ήταν από κεκτημένη ταχύτητα που άρχισα να διαβάζω αλλιώς τα ποιήματα, βάζοντας στην άκρη τα εγκεφαλικά ευρηματικά ποιήματα της επιστημόνισσας βιολόγου που «συνθέτουν σ’ ένα πρόσωπο τον αειθαλή και φυλλοβόλο εαυτό μας..», που προτιμούσα ως τώρα εξάλλου, κι άρχισα να αναζητώ ποιήματα ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ. Βρήκα αρκετά, και τους παραδόθηκα. Αντιγράφω την ΠΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΕΛΟΥΣ: Λίγο πριν το τέλος/ ο αέρας αραίωσε/ η ανάσα ρηχή/ ρουφάει τις φράσεις/ ο φόβος στα μάτια σου/ ( δε θα γίνω καλά, ε; )/ έγινε τρυφεράδα/ δυο ακριβές λεξούλες/ψίθυροι δαχτύλων στα μαλλιά μου/ χώρες στου καρυδιού το τσόφλι/ τη λιπόσαρκη αγκαλιά σου/ μητέρα/η συγγνώμη έγινε ενσυναίσθηση/ “θα μου πεις ένα παραμύθι;»/ όπως λένε στα παιδιά καληνύχτα/πριν κοιμηθούν, ή από το FRAGILE αντιγράφω

Mητέρα γυάλινη/τι δεν θα’ δινα/να σε γεννήσω τώρας /εγώ /να’ σαι το κοριτσάκι μου/να σφίγγω μες στη χούφτα μου/ το αγγελικό φτερό σου, ή το πιο αγαπημένο μου, ανέντακτο αυτό: ΜΙΣΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΑΦΕΣ:Ο ύπνος ιερή συνήθεια /είτε ελαφρύς / εμβρυακός /είτε πολλά βαρύς / με χάπια παπαρούνας / άλλοτε πέφτεις για ύπνο/ και πέφτεις/ όλο βαθύτερα/βυθίζεσαι στο κατακάθι /με τα τετράδιά σου/ άγραφα τριαντάφυλλα / να έχουν ήδη βουλιάξει / το χέρι μόνο που κρατάει το μολύβι / έχει μείνει απ’έξω /τελευταίο σινιάλο/ άλλοτε πλέεις στο καϊμάκι /φτερά από παιδικά φαντάσματα /τότε που ζεστός /τρελός ποιητής ξυπνούσες/κι έγραφες στίχους/στη γαλάζια πιτζάμα σου

http://fractalart.gr/en-dynamei-pragmatikotita/

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

Η πραγματικότητα με τα μάτια του ασυνείδητου

TVSX/11/5/2017

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία στην ποίηση είναι η ενσωμάτωση των προσωπικών βιωμάτων και των επιστημονικών εμπειριών στην έκφραση. Τούτα πλουταίνουν την τέχνη τόσο σε επίπεδο αναζητήσεων όσο και εκφραστικής μέσα από το στιχουργικό διάλογο με τις επιστήμες και την κοινωνία. Και αυτό το συναντάμε συχνά τόσο σε ιατρούς ποιητές όσο και αρχιτέκτονες.

Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και στην πρώτη της ποιητική συλλογή η νευροεπιστήμονας Μαρία Λάτσαρη, «εν δυνάμει πραγματικότητα» (Μανδραγόρας, 2016). Με οδηγό τους συνειρμούς η δημιουργός συνδέει τον ποιητικό χώρο με στοιχεία της φυσιολογίας και της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου. Έτσι μοιάζει μέσα από το θεωρητικό υπόβαθρο να συνηγορεί υπέρ των πρωτογενών ιμπεριαλιστικών αναζητήσεων και του καλλιτεχνικού αυθορμητισμού.

Μα η Μαρία Λάτσαρη δεν εκπονεί ένα ποιητικό δοκίμιο. Αξιοποιεί το συναισθηματικό βάρος των λέξεων μέσα στη στιχουργία της αναζητώντας εκφραστική διέξοδο και εκθέτοντας τις λειτουργίες αντίληψης και πρόσληψης του χώρου και των αλλαγών του, μιλώντας για τον συναισθηματικό χώρο, το μηνυόμενο σήμερα πια θυμικό. Άλλωστε, τόσο αβίαστη και με φυσικότητα εισαγωγή όρων δεν εμποδίζει ούτε τη συναισθηματική ροή των συνθέσεων ούτε τη “συμβολική λογική” τους.

Και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το αλληγορικό υπόβαθρο που δημιουργεί η Λάτσαρη. Στην πραγματικότητα συχνά στις συνθέσεις της διακρίνεται ένα δεύτερο επίπεδο προσέγγισης με σαφή εκκίνηση από τον νευροεπιστημονικό χώρο (ενσυναίσθηση, μία καλοκαιρινή μέρα της συναισθητικής φοιτήτριας Λ.Π., αντίληψη, από απόσταση, στις μύτες, στο τέλος του λαβυρίνθου, σωματοπαραφρένεια). Και το ενδιαφέρον είναι ακριβώς ότι ακόμα και αν δεν γίνει αντιληπτό το δεύτερο αυτό επίπεδο, το ποίημα δεν χάνει συναισθηματικά κι ούτε παρεμποδίζεται η πρόσληψή του.

Η Λάτσαρη διεισδύει βαθιά στο υποσυνείδητο με ένα λόγο φροντισμένο δίχως να χάνει την “αυτόματη” ειλικρίνειά του. Μοιάζει σαν να προχωρά σε σπουδές πάνω στην πρόσληψη της εικόνας του φυσικού τοπίου από την τέχνη και τον ανθρώπινο εγκέφαλο (εν δυνάμει πραγματικότητα, συμπληρώνοντας με τον νου το τοπίο, ανθολόγιο, συνομιλία, πεδίο αισθήσεων, μέχρι τότε), προσδίδοντας ταυτόχρονα και μία λυρική νότα στη στιχουργική της.

Βυθίζεται στη χώρα του ονείρου με τη δυναμική του πρώτου υπερρεαλισμού, μέσα όμως από το μεταμοντέρνο πλέγμα του εύληπτου μηνύματος και της συναισθηματικής ακεραιότητας (εξέλιξη, spiderwoman, μέχρι τότε, κόλαφος). Εισχωρεί στο ασυνείδητο (μισό σκοτάδι καφές, στις μύτες, ζήλεια, στο τέλος του λαβυρίνθου, στο βυθό, το άλλο μισό του έρωτα) με θέρμη, αναζητώντας τις ρίζες του ανθρώπινου ψυχισμού και στοχάζεται εστιάζοντας στη μνήμη (αυτόχειρ, ανθολόγιο, ανασκαφή, αναχώρηση, προοικονομία τέλους, κλειστά παραθυρόφυλλα, fragile, spiderwoman).

Πλούσιες παρομοιώσεις (αναχώρηση, κλειστά παραθυρόφυλλα) ή αναλογίες καταστάσεων (τα ανθεκτικά γονίδιά του έρωτα, ζήλια) και υπερρεαλιστικές μεταφορές (μισό σκοτάδι καφές, στις μύτες, αναχώρηση, προοικονομία τέλους, κόλαφος) πλουτίζουν την ποιητική της έκφραση με μία χαρακτηριστική σουρεαλιστική λυρικότητα.
Μιλά με ευαισθησία για τα ανθρώπινα πάθη, όπως ο φθόνος (ζήλεια) ή για σοβαρές κοινωνικές παθογένειες, όπως το προσφυγικό δράμα (είναι όλα ίδια, μισό σκοτάδι καφές) και η ενδοοικογενειακή βία (κόλαφος). Παράλληλα, ένα αδιόρατο ερωτικό συναίσθημα μοιάζει να εμποτίζει τις συνθέσεις της συλλογής, που συχνά εκφράζεται με το πρώτο ενικό υποκείμενο. Την ίδια στιγμή, όμως, εκφράζει την έμμεση αγωνία της για την ποίηση και την τέχνη (ιεροτελεστία ενσυναίσθηση, εν δυνάμει πραγματικότητα), ενώ συνδιαλέγεται με εργάτες της τέχνης με σημεία αναφοράς το όνειρο και την τρέλα (ακίνητο ταξίδι, δωμάτιο με γυμνά, ζωγράφος γυναικών, στον βυθό).

Η Μαρία Λάτσαρη συνεχίζει την παράδοση των υπερρεαλιστών που μελετούν τον τρόπο συναισθηματικής και αισθητηριακής λειτουργίας του ανθρώπου. Μέσα από την ποιητική έκφραση συμμετέχει στην καλλιτεχνική αναζήτηση της συναισθηματικής αντίληψης της πραγματικότητας, όπως με τα αισθητήρια και ψυχικά του όργανα την εκλαμβάνει κάθε άνθρωπος. Άλλωστε, η αναζήτηση του τρόπου που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του, καθώς και τη θέση του σε αυτό, αποτελεί μία πανάρχαια ποιητική και φιλοσοφική στόχευση.

http://tvxs.gr/news/biblio/i-pragmatikotita-me-ta-matia-toy-asyneiditoy

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

Μια νοητή πραγματικότητα

FRACTAL 24/5/2017

Στην προμετωπίδα του βιβλίου μια φράση του C.S. Sherrington:

[…]ο νους σπάνια, ή μάλλον ποτέ, δεν αντιλαμβάνεται κάτι με απόλυτη αδιαφορία, δηλαδή χωρίς «συγκίνηση». Όλα συνδέονται με τα συναισθήματα.

Θα μπορούσε η ποίηση να ξεκινά με αυτή τη διαπίστωση. Ο νους, η λογική, ο κόσμος του συνειδητού. Και κάτω από την επιφάνεια η κινητήρια δύναμη, ο κόσμος των συναισθημάτων, απρόβλεπτος και αφανής όσο το τεράστιο σώμα ενός παγόβουνου που απειλεί να διαλύσει τα πάντα με ένα του άγγιγμα. Το υποσυνείδητο που αποβαίνει κυρίαρχος του παιχνιδιού. Η ποίηση, η σιωπηλή κραυγή, ένας κόσμος υπαινιγμών και ενδείξεων, που αφήνει να υπονοήσουμε το απύθμενο βάθος, από όπου κινούν όλα για να φτάσουν στον λόγο. Ήδη η ποιήτρια έχει δώσει το στίγμα του δικού της λόγου. Και μας προκαλεί να εισχωρήσουμε σ’ αυτόν.

Χωρισμένη σε τρία μέρη η ποιητική συλλογή, με το πρώτο να φέρει τον τίτλο Συγγένειες. Συνδέσεις ανθρώπων, κάποιες φυσικές, κάποιες διαψευσμένες ακριβώς σ’ αυτό το αυτονόητο της φυσικής τους σχέσης, κάποιες άλλες πολύτιμες, ίσως γιατί δεν φέρουν φυσικούς δεσμούς, δεν ακουμπούν σε στέρεο έδαφος αλλά σε ένα τοπίο διαρκώς μεταλλασσόμενο. Δείγματα λόγου:

Ρωτώ την ποίηση / για το σχήμα της λύπης / την ιτιά μού δείχνει

σε μια φυσική σχέση εδώ το ποίημα με τη φύση, να μορφοποιεί το σχήμα του κατά τη δική της οπτική.

Και εδώ τα εξαιρετικά Κλειστά παραθυρόφυλλα (το παραθέτω ολόκληρο):

Τράβηξε τον σιδερένιο γάντζο
που κρατούσε τα παντζούρια στον τοίχο
και τα έκλεισε
σα να κλείνει ντουλάπι
σα να κλείνει φέρετρο
σα να θάβει γονείς
στο μικρό δωμάτιο
χωρίς τύψεις
πατέρας μητέρα
θαμμένοι
ο κόσμος
απέραντος και ζωντανός
περιμένει
τον καλεί
να ζήσει
Μπαίνοντας
άκουσε τον πατέρα
«τόση ώρα
για δυο παραθυρόφυλλα»

Στο ποίημα αυτό πόσο εύκολα καταργούνται οι στενοί δεσμοί, πώς ξεκλειδώνει η πόρτα που φυλάγει το υποσυνείδητο, πώς αναδεικνύεται ο ποιητικός λόγος σε οπτική που ανατέμνει βαθιά τη ζωή!

Γιατί ξεκάθαρα η ποιήτρια θα δηλώσει:

Βυθίζομαι
σαν φίδι που κουβαλάει στη ράχη του
όλα τα αλλαγμένα πουκάμισα
μοτίβο ψαροκοκόκαλο

Τα πάντα γράφουν πάνω μας και μέσα μας, χωρίς να αποκόπτεται κανένα κομμάτι – τουλάχιστον οικειοθελώς.

Και οι εκλεκτές συγγένειες συναντώνται άραγε στα όνειρα, αυτά τα δηλωτικά του υποσυνειδήτου; Στο Ντιβάνι θα ξαπλώσει ο Φρόυντ και θα σκεφθεί τη θεωρία των ονείρων. Ας μην έχουμε λοιπόν αυταπάτες:

Γέννημα δικό μας, εύρημα της προϊστορίας μας τα όνειρα, συνθέτουν σ’ ένα πρόσωπο τον αειθαλή και φυλλοβόλο εαυτό μας. Δεν υπάρχουν ομοενύπνιοι, μόνο επισκέπτες σε ξένα όνειρα.

Το δεύτερο μέρος της συλλογής, με τον τίτλο Πρόσωπα του έρωτα, μας δίνει τις εκδοχές (οδυνηρές με κάποιο τρόπο όλες) ενός έρωτα άλλοτε αποδομημένου:

όσο πλησιάζω
δεν είσαι συ
αποδομείσαι
κηλίδες κόκκινες και μπλε
φιγούρα από πίνακα πουαντιγισμού
άλλοτε ματαιωμένος παρά τους όρκους:
λες κι ο πόνος
είναι ζήτημα αλήθειας
έτοιμος να ξαναμπεί στην αναζήτηση ενός
ξενιστή
να την αντέχει την αγάπη

Αναπόφευκτα το τρίτο μέρος δεν μπορεί παρά για Αποχωρισμούς να μιλάει, τραγικά απότοκα του έρωτα, όπως τον όρισαν η Καμίγ Κλοντέλ και η Μαρί Τερέζ, μνημονευόμενες και σε δύο ποιήματα (αλήθεια, πώς εξαγοράζει ο έρωτας το πάθος του;) ή αλλού όπως ακόμα αναπνέει

Πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου.

Αν αυτό βέβαια θεωρείται ζωή και αναπνοή. Η ποιήτρια πάλι με απόλυτη φυσικότητα θα πει:

Η αναζήτηση του άλλου μισού
του Έρωτα
Μάταιη

Τονίζοντας έτσι με το κεφαλαίο γράμμα την τραγική ματαιότητα της αναζήτησης. Η φυγή είναι πρόσκαιρη; Υπάρχει επιστροφή;

Σε κάποιο στίχο αυτό μοιάζει αδύνατο:
τώρα
στους τοίχους
κρέμονται γυμνά του Μοντιλιάνι
κι οι καθρέφτες δεμένοι με σκοινιά
πάνω σε φορτηγά
Φεύγουν

Πάλι με τονισμένο το φευγιό για να μη μείνουν αυταπάτες.

Ακόμα όμως κι όταν ο έρωτας απομακρύνεται, μπορείς να κρατήσεις κάτι δικό σου. Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, άρα και των Αποχωρισμών, προτάσσεται ευφυώς αυτό του Δάντη:

Κοίτα τον Πάρη, τον Τριστάνο,
είναι ο έρωτας που τους έκανε να
αναχωρήσουν από τον κόσμο αυτόν

Αναχώρησαν. Όμως τους διέσωσε η τέχνη. Αυτούς και το ερωτικό τους σκίρτημα, όσο κι αν η ζωή το ματαίωσε. Έτσι, στο κλείσιμο της συλλογής η ποιήτρια θα πει:

Χιόνι πέφτει απαλά
άσπιλο άχρονο
βάναυσα λευκό
σβήνει τις γραμμές
των κορμιών
ούτε ήχος ούτε φως
γλιστρά ανάμεσά μας
Τώρα για πάντα δική σου

Το ποίημα αποφάσισε να κρατήσει την αίσθηση, το άγγιγμα. Ίσως αυτό να είναι και το σημαντικό, έτσι όπως οι στίχοι πλέοντας με τη δική τους δυναμική πολλαπλασιάζουν την εικόνα, την κρατημένη μέσα τους, σε όλες τις πιθανές αναγνώσεις. Η δύναμη της λογοτεχνίας. Άλλωστε, από τον τίτλο της συλλογής το έχει δηλώσει η ποιήτρια. Η εν δυνάμει πραγματικότητα. Αυτό που θα μπορούσε να είναι. Και ας μην είναι.

.

Χλόη Κουτσουμπέλη

Περιοδικό “Παρέμβαση”, τχ. 183, Άνοιξη 2017

   Την μέρα είναι ψάρι, τη νύχτα βγάζει φτερά. Βυθίζεται σαν φίδι που κουβαλάει στην πλάτη του όλα τα αλλαγμένα πουκάμισα. 
   Είναι η γυναίκα αράχνη και δεν χρειάζεται σκάλα για να αφήσει πατημασιές στο ταβάνι.
   Είναι η Καμίγ Κλοντέλ και πάσχει από την τρέλα της λάσπης.
   Είναι η Μαρί Τερέζ ερωμένη του Πικάσο και θέλει να κρεμαστεί.
   Είναι μια ιτιά με γερμένα τα κλαδιά, νευρωνικό αντίστοιχο λέει η επιστήμη, γυναίκας κλαίουσας που θρηνεί του έρωτα το φθαρτό σώμα,
   είναι ο πίνακας, δέκα αυτόπτεις ζωγράφοι, το μοντέλο και ένα μαγικό κλειδί που ανοίγει δέκα κλειδαριές, όλα μαζί σε ένα.
   Είναι η Τέχνη που με κάλτσες μεταξωτές, πολύ λεπτές μυρίζει τον κρίνο και γεννά.
   Είναι Ο Φιλέας Φονγκ που δεν παραιτείται από το στοίχημα.
   Είναι μία μοβ φιγούρα από ένα πίνακα πουαντιγισμού.
   Είναι γοργόνα με την μπλούζα να ασημίζει από τα λέπια
   Κωδικό όνομα: Ποιήτρια
   Στην δική μας επιδερμίδα που αποκαλούμε πραγματικότητα, όλοι οι στίχοι της Μαρίας Λάτσαρη που αναφέρθηκαν πριν, ανήκουν στα ποιήματα της συλλογής της. Όμως στο άλλο σύμπαν, αυτό που ρέει κάτω από την επιδερμίδα, που φυτρώνει μέσα στο βιβλίο αυτό, σε μια εν δυνάμει πραγματικότητα, αυτή που δημιουργεί στην μικρή κοσμογονία της η Μαρία Λάτσαρη, οργανικά και ανόργανα, άμμος και κρύσταλλοι, θαύμα και Λεβιάθαν, ποίηση και επιστήμη συνδυάζονται όπως μέσα σε ένα καλειδοσκόπιο σχημάτων και χρωμάτων.
Η ημερομηνία μέσα στην συλλογή παραμένει σταθερά Μπλε Ιουλίου.
Οι νεροβούβαλοι βόσκουν, το ροζ που κρύβεται πίσω από τις καλαμιές
είναι τα φλαμίνγκο.
   Μέσα στην εν δυνάμει πραγματικότητα της Μαρίας Λάτσαρη υπάρχουν ζωντανοί οι σπόροι από άλλες πραγματικότητες, από πίνακες ζωγραφικής, από επιστημονικά συγγράματα, από παραμύθια, από κόμικς. Είναι εν δυνάμει η πραγματικότητα της Μαρίας Λάτσαρη γιατί είναι ζεστή, είναι φυχρή, κοχλάζει και παγώνει.
   Όπως πολλοί άλλοι ποιητές και ποιήτριες πριν και μετά από αυτήν, η
Μαρία Λάτσαρη διακατέχεται από μία αγωνία, που είναι ταυτόχρονα και
λαχτάρα. Θέλει να εξερευνήσει τα αχαρτογράφητα τοπία της έμπνευσης
και της ποιητικής τέχνης. Κατέχει ένα μυστικό. Γνωρίζει το ουσιώδες και
μπορεί να το απομονώνει. Είναι γνώστρια και μυημένη στα πεδία των
τεχνών και των θετικών επιστημών. Αντλεί επομένως ερεθίσματα από
διαφορετικούς και διάφορους κόσμους. Η πραγματικότητά της είναι στην πραγματικότητα, σύνθετη και πολύχρωμη, πολυμορφική.
   Η ποιητική αυτή συλλογή είναι χωρισμένη σε τρεις ενότητες.
Συγγένειες, πρόσωπα του έρωτα, αποχωρισμοί. Καλύπτει το τρίπτυχο
δηλαδή του ανθρώπινου κύκλου, γέννηση, έρωτας, θάνατος.
Πρώτη ενότητα Συγγένειες
Αριθμός ποιημάτων δέκα τέσσερα. Μέσα σε γυάλινο βάζο μία παιδική ηλικία χωρίς ετικέτα.
   Τα παραθυρόφυλλα παραμένουν σφραγισμένα. Φέρετρο, μπαούλο,
ντουλάπι, παντζούρια όλα κλειστά. Μέσα ο πατέρας και η μητέρα κάθονται με σταυρωμένα χέρια σιωπηλοί γύρω από το κρυφό τραύμα. Παρατημένοι γυάλινοι βόλοι και ασιδέρωτες σχολικές ποδιές. Ποιήματα ποιητικής ονειροπαγίδες.
Αμάρ πίσω από το οδόφραγμα στη Νταράγια, Γιονούς στον καταυλισμό στην Λέσβο, Τζαμίλ στο φυλάκιο της Ειδομένης, Αλζίνα και Μελέκ πίσω από πολύχρωμες μαντήλες, τα παιδιά. Όλα ίδια, συγγενικά, δικά μας.
   Ένα παιδικό τρενάκι που διασχίζει ηλικίες και γεφυρώνει την αρχή με το τέλος.
   Ήχος φτερών από παιδικά φαντάσματα, ένας ποιητής που γράφει στην
γαλάζια πυτζάμα του και ο Φρόυντ στο ντιβάνι του με τα χέρια πλεγμένα
πίσω από το κεφάλι του.
   «Τι είναι όνειρο;» ρωτάει.
   «Ποτέ ομοενύπνιοι, πάντα επισκέπτες στα όνειρα των άλλων» απαντάει η Μαρία Λάτσαρη.
   Δεύτερη ενότητα: Τα πρόσωπα του έρωτα
Δέκα ποιήματα, δέκα πρόσωπα
1. Η αισθησιακή ανάγνωση – ερωτική ιεροτελεστία- το χάδι στο βελούδινο εξώφυλλο αγαπημένου βιβλίου
2. ενσυναίσθηση: η μύηση στην τέχνη
3. η μοβ φιγούρα στον πίνακα πουαντιγισμού. Ο έρωτας δηλαδή της
τελείας, της απομάκρυνσης, της σμίκρυνσης και της ένωσης, της μίας
τελείας με όλες τις άλλες για να αποτελέσουν ένα μικρό σύμπαν ομορφιάς.
4. το όνειρο του έρωτα και η σκιά του στον τοίχο
5. πέντε αισθήσεις και μία έκτη, μόνον εκείνος, μόνο δική του, η αποκλειστικότητα του έρωτα.
6. έρωτας σε σπιρτόκουτο, μόλις που, στις μύτες, διαδικτυακή επικοινωνία και ντοπαμίνη στον εγκέφαλο
7. ζήλια
8. βία
9. όρκοι δακρύων
10. έρωτας στο DNA ξενιστή, αναζητά κάποιον άλλο ξενιστή που να τον
αντέχει
   Τρίτη ενότητα, η πιο δύσκολη. Η ενότητα των αποχωρισμών.
   Δέκα οκτώ ποιήματα.
   Η μητέρα που αναχωρεί, ένα ζευγάρι παρατημένα παιδικά παπούτσια,
ένα παραμύθι που δεν τελείωσε, χιονόνερο.
   Σε παλιό εργοστάσιο, σε άσυλο, στον βυθό, πάνω στο ταβάνι, σε μία ανασκαφή, σε άδεια πολυθρόνα, σε δωμάτιο με καθρέφτες, πρόσωπα γνωστά και άγνωστα, συγγενικά και οικεία, αγαπημένοι και ξένοι, αποχωρούν ο καθένας με τον τρόπο του, άλλος μέσα σε ένα πίνακα, άλλος μέσα στην τρέλα, άλλος μέσα στον θάνατο.
   Φτυαριές από χώμα, μνήμη και λήθη. Η πληγή γίνεται τέχνη. Είτε με
πηλό, είτε με πινέλο, είτε με λέξεις, το μυστικό είναι το ίδιο.
   Μεταμόρφωση, δημιουργία, εν δυνάμει. Πραγματικότητα. Η εν δυνάμει πραγματικότητα της Μαρίας Λάτσαρη.

.

Κρις Λιβανίου

στιγμα λόγου 3/5/2017

Η μνήμη ξεγυμνώνει τη φαντασία 

Η Μαρία Λάτσαρη γράφει στην Εν δυνάμει πραγματικότητα σαράντα δύο ποιήματα με ιδιάζοντα χαρακτήρα και πολύπλευρη «προσωπικότητα». Η πρώτη εντύπωση θα μπορούσε να είναι μια στακάτη γραφή και μια προσπάθεια να αποτυπωθεί η πραγματικότητα, συνδέοντας μεταξύ τους μεμονωμένα σύντομα περιστατικά με τις αναμνήσεις που είχαν προκύψει σε παλαιότερο χρόνο κι έμειναν παγωμένες εκεί. Η δεύτερη εντύπωση θα ήταν ότι βρίσκεται κανείς μπροστά σε μια ποίηση περισσότερο του βλέμματος, παρά του ήχου: οι λέξεις έρχονται και κάθονται εκεί που σταματάει κάθε φορά το βλέμμα της ποιήτριας, και σαν να προσαρμόζονται στο περίγραμμα των σκέψεων και των πραγμάτων. Το αποτέλεσμα είναι μια φρέσκια και ευπρόσδεκτη αντίθεση ανάμεσα στον ήχο της λέξης και το φως της εικόνας, με φόντο την κοινή ανάμνηση που αποτέλεσε το ερέθισμα της γραφής:

όταν ο ήχος της φωνής σου
έχει τη γεύση των σύκων
που τρώγαμε μαζί κάτω απ’ την κληματαριά 

Υπάρχουν πρόσωπα, όπως οι γονείς για παράδειγμα, που εμφανίζονται συχνά πότε σαν πρωταγωνιστές και πότε σαν «αθόρυβες» σκιές, για να λειτουργήσουν ως σταθερές σε μια ποίηση που γενικά δεν έχει πάρα πολλές. Η Μαρία Λάτσαρη προσπαθεί με διακριτικότητα να ψηλαφήσει τις «ρυτίδες» της ανάμνησης και τα μονοπάτια που ακολουθεί στο πέρασμα του χρόνου, και το κάνει αυτό με ένα ερευνητικό βλέμμα απαλλαγμένο από την βιαιότητα της ευθείας ερώτησης: το κέρδος είναι αναμφισβήτητο. Η αβίαστη πυκνότητα του λόγου έρχεται σε αντιδιαστολή με ένα παιχνίδι αποστάσεων, με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να διαχέεται στην φαντασία και τελικά να καταλαμβάνει τον χώρο.

Έγραφα πιο πάνω για τον τρόπο που ο ήχος ή μάλλον η σιωπή και η απουσία φθόγγων επιδρά στο σύνολο της συλλογής. Η πιο ενδιαφέρουσα παράμετρος αυτού είναι η σχέση που σταδιακά εδραιώνεται ανάμεσα στους ήχους και τον έρωτα. Τι ακούγεται, ποιες λέξεις βρίσκουν τον δρόμο τους και φτάνουν να αγγίξουν τον Άλλον, πότε είναι απαραίτητο να καταλυθεί η σιωπή για να γλυτώσουν και οι δύο από την μοναξιά που αντικαθιστά την κοινή τους υπόσταση;

ΕΚΤΗ ΑΙΣΘΗΣΗ
Η αίσθηση ότι
σε γεύεται
σε αγγίζει
σε ακούει
σε βλέπει
σε αναπνέει

μόνο εκείνος 

Η Μαρία Λάτσαρη χρειάστηκε 15 λέξεις για να γράψει ένα καταλυτικά ερωτικό ποίημα και να το τοποθετήσει μέσα στην απόλυτη ησυχία: δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος εκτός από την αναπνοή. Αν η αρμονία ανάμεσα σε δύο ανθρώπους εδραιώνεται την στιγμή που οι λέξεις εξαϋλώνονται, τότε εδώ ο κύκλος έχει κλείσει και ο χρόνος έχει καταλυθεί: το παρελθόν και το μέλλον έχασαν την ιδιότητά τους να οριοθετούν το πέρασμά του, και αυτοί οι δύο άνθρωποι θα ακολουθήσουν μια πορεία έξω από τις χρονικές συντεταγμένες.

Προσωπικά απόλαυσα το γεγονός ότι σ’ αυτή τη συλλογή υπάρχει μια καλή ισορροπία ανάμεσα στο προσωπικό και στο εξωστρεφές. Η Μαρία Λάτσαρη διατηρεί τα ανοίγματα προς τον αναγνώστη, κρατάει τις πιθανότητες ενεργές. Άλλωστε η χαρακτηριστικά ερευνητική ματιά που ακουμπάει στα πράγματα, χωρίς ίχνος βιασύνης, συνεργεί στην ενίσχυση του διαύλου επικοινωνίας, και η σχέση της με τον αναγνώστη όσο προχωράει η ανάγνωση εδραιώνεται. Υπάρχει αυτή η απαραίτητη διαύγεια πνεύματος εκείνου που ενώ δεν αμφισβητεί την επαφή του με την πραγματικότητα, συνεχίζει να αναζητά πιθανότητες ευτυχίας: είναι μια ματιά γεμάτη ελπίδα και ταυτόχρονα χωρίς αυταπάτες, γενναία τελικά απέναντι σντα συμβαίνοντα.

ΣΤΙΣ ΜΥΤΕΣ
Μέσα στο σπιρτόκουτό μας
το περιφραγμένο
από σύρματα
απεριόριστης επικοινωνίας
(…) 

Οι αντιθέσεις βρίσκονται στο νόημα των λέξεων αλλά και στην σύνθεση του στίχου με το ένα να υποστηρίζει το άλλο, έτσι έχουμε ένα αρμονικό σύνολο και μια αίσθηση αβίαστης αρτιότητας:
(…)
έρωτα γήινο
με φαρέτρα γεμάτη
αντιασφυξιογόνους μάσκες
να διυλίζουν
την ατμόσφαιρα δηλητήριο

θα συναντηθούμε στην κραυγή
και στο σώμα
η ντοπαμίνη θα πλημμυρίσερι
τα Κύθηρα του εγκεφάλου 

Ο έρωτας είναι λοιπόν ταυτόχρονα χώμα και οξυγόνο, γη και αέρας. Η κραυγή που ως ήχος πηγαίνει προς τα πάνω και το σώμα ως «χους», τραβάει τον έρωτα πίσω στη γη, εκεί όπου ανήκει. Είναι η ένωση των δύο διαστάσεων και γι αυτό η μόνη σωτηρία των ανθρώπων. Παρόλη την ένταση των συναισθημάτων και των συγκινήσεων, η ποιήτρια πλησιάζει τις σκέψεις, τις δικές της και των άλλων, με σεβασμό, σχεδόν με ευγένεια. Και παραμένει σε ένα διαρκές κυνήγι του φευγαλέου, τελικά του άπιαστου.

Παρακάτω δύο από τα ποιήματα που μου άρεσαν περισσότερο:

ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ
Κάθισε στην ανάστροφη καρίνα
η μπλούζα ασήμιζε από τα λέπια
χαμογελούσε με επιφύλαξη
μην είχε φύκια
ανάμεσα στα δόντια
(πού να ψάχνει τώρα
Τον μπόγο της για νήμα)
Βρίσκεται ινσαλάχ
μίλια μακριά από τη φρίκη της πατρίδας
πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου 

ΠΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΕΛΟΥΣ
Λίγο πριν το τέλος
ο αέρας αραίωσε
η ανάσα ρηχή
ρουφάει τις φράσεις
ο φόβος στα μάτια σου
(δε θα γίνω καλά, ε;)
Έγινε τρυφεράδα
δύο ακριβές λεξούλες
ψίθυροι δαχτύλων στα μαλλιά σου
χώρεσα στου καρυδιού το τσόφλι
τη λιπόσαρκη αγκαλιά σου
μητέρα
η συγγνώμη έγινε ενσυναίσθηση
«θα μου πεις ένα παραμύθι;»
όπως λένε στα παιδιά καληνύχτα
πριν κοιμηθούν 

http://stigmalogou.blogspot.gr/2017/05/blog-post_3.html

.

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

DIASTIXO 28/6/2017

Θεσσαλονικιά, γέννημα και θρέμμα, η βιολόγος με διδακτορικό στις νευροεπιστήμες, συμμετοχές σε διάφορες συλλογικές εκδόσεις με ποιήματα (Εντευκτήριο τ. 106) και στο Ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης: ποιητικό ημερολόγιο της ιστοσελίδας Eyelands (εκδόσεις write.gr, 2014). Το Εν δυνάμει πραγματικότητα είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή με την οποία, ωστόσο, κάνει δυναμική την εμφάνισή της στην έντυπη ποιητική πραγματικότητα. Γιατί:

Χρόνια ο γλύπτης άνεμος
κι η θάλασσα
κι ο βράχος
λιγοστεύει φλούδα φλούδα
Έτσι σμιλεύεται ο στίχος
Με ινδιάνικο βλέμμα
ο ποιητής συνδέει την εξωτερική πραγματικότητα
με την εκδοχή που φτιάχνει ο νους του
δεν τραγουδά
δεν επιδίδεται σε ζωγραφική τοπίων
Με τη σοφία των κύκλων της φύσης
λειαίνει τη διαχωριστική γραμμή
ανάμεσα σε ζωή και θάνατο
αποσπά το ουσιώδες απ’ τα πράγματα
το αιώνιο απ’ τα προσωρινά
(Εν δυνάμει πραγματικότητα)

Με έναν απλό, αναγνωρίσιμο τρόπο έκφρασης στήνει τον δικό της ποιητικό διάκοσμο και αναλύει πειστικά τα ποιητικά της μορφώματα. Κι ένα ακόμα δείγμα γραφής από τα «Πρόσωπα του έρωτα», παρμένο στην τύχη:

Σε νιώθω
με τους νευρώνες κάτοπτρα
μυούμαι στον κόσμο σου
συναισθάνομαι τη γλώσσα σου
αυτήν
των ήχων
των γεύσεων
των χρωμάτων
των σκιών
των αρωμάτων
Παράδεισος των αισθήσεων

Εσένα Τέχνη
που με κάλτσες μεταξωτές
πολύ λεπτές
μυρίζεις τον κρίνο
και γεννάς

Με τούτα και μ’ εκείνα, μέσα από την επαφή μου τα δυο τρία τελευταία χρόνια με την ποίηση πολλών νέων και παλιότερων δημιουργών, διαβλέπω, ακόμα και μέσω θαμπών ποιητικών μορφωμάτων, πως κάτι είτε νέο είτε ανανεωμένο έρχεται αργά, αργά, αλλά σταθερά. Και είναι ευοίωνο, ευχάριστα παρηγορητικό και καλοδεχούμενο!

http://diastixo.gr/kritikes/poihsh/7330-4-poiitries-28062017

.

ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

Η ΑΥΓΗ 11/9/2017

Τα κόκκινα και τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα

Συνήθως οι ποιητές και οι πεζογράφοι που αργούν να εκδοθούν αποδεικνύονται περισσότερο ώριμοι και κάτοχοι της τέχνης τους. Η Μαρία Λάτσαρη επιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα. Η πρώτη της ποιητική συλλογή αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Η ποίησή της δεν είναι πόζα, φιλολογία ή εύκολος λυρισμός. Έχει ένα σκληρό πυρήνα αλήθειας, ένα βίωμα που μεταπλάθεται ποιητικά και την υποστηρίζει. Η γλώσσα διακρίνεται για την λιτότητα, την εκφραστική οικονομία και την ευθυβολία.

Ο Ροΐδης έγραφε ότι χρησιμοποιούσε τα λεκτικά σχήματα και τις ιδιότροπες παρομοιώσεις ως ανθυπνωτικό φάρμακο δίκην ξηράς κολοκύνθης στο κεφάλι του αναγνώστη. Η ποίηση της Μαρία Λάτσαρη σου δίνει σφαλιάρες ζωής και αλήθειας που σε ξαφνιάζουν.

Ο έρωτας, για να αναφερθώ δείγματος χάριν σε μια μόνον από τις βασικές θεματικές της συλλογής, διατρέχει όλη την κλίμακα και τα πρόσωπά του. Από το «πάντα» και το «ποτέ» των εραστών, το δοξαστικό παραλήρημα της σάρκας και της ψυχής, τις πολύχρωμες και μεθυστικές αντανακλάσεις, τη φθορά και την απουσία, μέχρι το ποιητικό υποκείμενο να ψηλαφήσει με την αφή τα πικρά σκοτάδια και τα μαύρα φεγγάρια στους ραγισμένους καθρέφτες του. Έρωτας άλλοτε γήινος, σώμα και λυσιμελής κραυγή κι άλλοτε κόλαφος, ζήλεια που παλινδρομεί ανάμεσα το μίσος και την αγάπη. Όπως αναφέρει και το μότο του Δάντη που προτάσσεται στο τελευταίο ποίημα της συλλογής για τον Πάρη και τον Τριστάνο -δυο από τους μεγαλύτερους μύθους στης Δύσης- «είναι ο έρωτας που τους έκανε να αναχωρήσουν από τον κόσμο αυτό». Το σαρκοβόρο πάθος από σώμα σε σώμα θα «αναζητά άλλον ξενιστή να την αντέχει την αγάπη». Αυτό φαίνεται και από τα ποιήματα για τις δυο διάσημες γυναίκες. Την απελπισμένη Μαρί- Τερέζ, την ερωμένη του Πικάσο, που επέλεξε την «αθόρυβη έξοδο σε σχήμα θηλιάς» για να σφραγίσει τον θανάσιμο έρωτά της και την Καμίγ Κλοντέλ, μούσα και σύντροφο του Ροντέν, που πασχίζει μάταια στο άσυλο με «δάχτυλα σε απόγνωση/ χωρίς σμίλη και σκαρπέλο» να δαμάσει την τρέλα του έρωτα. Ωστόσο, απ’ αυτό το ταξίδι η ποίηση επιστρέφει πάντα με την οδυνηρή γνώση, εξημερώνοντας τον πόνο και τις πληγή.

Ορισμένα ποιήματα όπως το «Είναι όλα ίδια», «Στο τέλος του λαβυρίνθου», δείχνουν μια κατεύθυνση κοινωνική. Υποδειγματικό, κατά την άποψή μου, είναι το ολιγόστιχο «Στον βυθό». Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση σε ένα φλέγον κοινωνικό ζήτημα όπως οι πρόσφυγες, όχι με έναν πολιτικό-κοινωνικό λόγο αλλά ως «ποίηση της υπαρξιακής εμπειρίας της ιστορίας», όπως περιέγραφε την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου ο Γιάννης Δάλλας. Με τους πρώτους στίχους μετεωρίζεσαι και στέκεσαι αναποφάσιστος ακόμη για τη γυναικεία μορφή, η περιγραφή της οποίας θυμίζει γοργόνα που ανησυχεί για την ομορφιά της. Οι δυο προτελευταίοι στίχοι μάλιστα σου μεταδίδουν μια παραπλανητική αισιοδοξία. «Βρίσκεται ινσαλάχ/ μίλια μακριά από τη φρίκη της πατρίδας». Ωστόσο, ο ακροτελεύτιος με την αιφνίδια αποκάλυψη του οριστικού μηνύματος, ανατρέπει τις αναγνωστικές προσδοκίες και το φορτίζει δραματικά με το ρίγος της αλήθειας. «Κάθισε στην ανάστροφη καρίνα/ η μπλούζα ασήμιζε από τα λέπια/ χαμογελούσε με επιφύλαξη/ μην είχε φύκια/ ανάμεσα στα δόντια/ (πού να ψάχνει τώρα/ τον μπόγο της για νήμα)/ Βρίσκεται ινσαλάχ/ μίλια μακριά από τη φρίκη της πατρίδας/ πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου».
Η γλωσσική επεξεργασία ενσωματώνει στο ποιητικό κείμενο μια συμβολική εικονοποιία που παραπέμπει στη ζωγραφική και το ασυνείδητο αφού «τα όνειρα, συνθέτουν σ’ ένα πρόσωπο τον αειθαλή και φυλλοβόλο εαυτό μας». Έκδηλο στις σελίδες είναι, επίσης, το αποτύπωμα των σπουδών της στη βιολογία, του διδακτορικού της στις νευροεπιστήμες, αλλά και στο χώρο της μετάφρασης καρπός της οποίας είναι και το «Φαντάσματα στον εγκέφαλο» από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, καθώς ενοφθαλμίζει στοιχεία τους στον ποιητικό λόγο. «Ρωτώ την ποίηση/ για το σχήμα της λύπης/ την ιτιά μου δείχνει/ το δέντρο που πονά, αυτή/ με γερμένα τα κλαριά/ προσκυνά βουβά το χώμα/ Νευρωνικό αντίστοιχο/ λέει η επιστήμη/ γυναίκας κλαίουσας που/ με λυτά τα μακριά μαλλιά/ θρηνεί ασάλευτη/ του έρωτα/ το φθαρτό σώμα».

Η πρώτη ώριμη συλλογή της Λάτσαρη, αναδεικνύει μια ποιητική φωνή που προοιωνίζεται μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη.

.

ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

www.periou.gr 9/1/2021

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

Πεθαίνουν τα κλαριά απ’ αγάπη
F.G. Lorca
Ρωτώ την ποίηση
για το σχήμα της λύπης
την ιτιά μου δείχνει
το δέντρο που πονά, αυτή
με γερμένα τα κλαριά
προσκυνά βουβά το χώμα
Νευρωνικό αντίστοιχο
λέει η επιστήμη
γυναίκας κλαίουσας που
με λυτά τα μακριά μαλλιά
θρηνεί ασάλευτη
του έρωτα
το φθαρτό σώμα

*

ΜΙΣΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΑΦΕΣ

0 ύπνος ιερή συνήθεια
είτε ελαφρύς
εμβρυακός
είτε πολλά βαρύς
με χάπια παπαρούνας

άλλοτε πέφτεις για ύπνο
και πέφτεις και πέφτεις
όλο βαθύτερα
βυθίζεσαι στο κατακάθι
με τα τετράδια σου
άγραφα τριαντάφυλλα
να έχουν ήδη βουλιάξει
το χέρι μόνο που κρατάει το μολύβι
έχει μείνει απ’ έξω
τελευταίο σινιάλο

άλλοτε πλέεις στο καϊμάκι
φτερά από παιδικά φαντάσματα
τότε που ζεστός
τρελός ποιητής ξυπνούσες
κι έγραφες στίχους
στη γαλάζια πιτζάμα σου

*

ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

Σε νιώθω
με τους νευρώνες κάτοπτρα
μυούμαι στον κόσμο σου
συναισθάνομαι τη γλώσσα σου
αυτήν
των ήχων
των γεύσεων
των χρωμάτων
των σκιών
των αρωμάτων
Παράδεισος των αισθήσεων

Εσένα Τέχνη
που με κάλτσες μεταξωτές
πολύ λεπτές
μυρίζεις τον κρίνο
και γεννάς

*

ΜΕΧΡΙ ΤΟΤΕ

Από το τέλος αρχίζει η ιστορία
ο κόσμος αυτοκίνητος
όπως και χθες κι απόψε
ανυποψίαστο βγήκε το φεγγάρι
Της επανάληψης ο βαθύτερος γνώστης
δεν προσδοκά
τη δική του επιστροφή
Το μηδέν
χωρίς φωτοστέφανο
και φασματική υπόσταση
με καλεί στην αγκαλιά του
με τ’ οργανικά και τ’ ανόργανα
άμμος και κρύσταλλοι
Αρχαίος διαβαίνω
τη ζωή
θαύμα και λεβιάθαν
Σαν έρθει η ώρα
θα χαθώ

Μέχρι τότε
με το δάσος και το δέντρο
με το φύλλο και το κλωνί
θα χορεύω και θα τραγουδώ

*

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Μάρτυς μου τα δάκρυα
ορκιζόταν
λες κι ο πόνος
είναι ζήτημα αλήθειας

*

ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ

Κάθισε στην ανάστροφη καρίνα
η μπλούζα ασήμιζε από τα λέπια
χαμογελούσε με επιφύλαξη
μην είχε φύκια
ανάμεσα στα δόντια
(πού να ψάχνει τώρα
τον μπόγο της για νήμα)
Βρίσκεται ινσαλάχ
μίλια μακριά από τη φρίκη της πατρίδας
πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου

*

ΤΑ ΑΝΘΕΚΤΙΚΑ ΓΟΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ο έρωτας ενσωματώνεται
στο DNA ξενιστή
τρώει ζωή
εκκρίνει δηλητήριο
Κάθε στιγμή in vivo
ένα κλικ της ψηφιακής μηχανής
του θανάτου
Ο ξενιστής
εξόριστος στο ίδιο του το σώμα
σβήνει
Ο έρωτας ανθεκτικός
αναζητά άλλον ξενιστή
να την αντέχει την αγάπη

*

ΑΝΑΣΚΑΦΗ

Αυτούς που φύγανε
λέμε να τους θυμάσαι
αλλά εντέλει
εννοούμε να τους ξεχνάς
Αν και στη σκέψη σου χασομερούν
η λήθη
σιγά σιγά
τη σκιά των βημάτων τους σβήνει
κάθε στιγμή και μια φτυαριά χώμα
Η ζωή σε τραβάει απ’ το μανίκι
μην φτάσεις να πενθείς το μέλλον
Κάποτε ίσως τους ξαναβρείς

σε μιαν ανασκαφή

*

ΑΥΛΑΙΑ

Κοίτα τον Πάρη, τον Τριστάνο,
είναι ο έρωτας που τους έκανε να
αναχωρήσουν από τον κόσμο αυτόν
Δάντης
Χιόνι πέφτει απαλά
άσπιλο άχρονο
βάναυσα λευκό
σβήνει τις γραμμές
των κορμιών
ούτε ήχος ούτε φως
γλιστρά ανάμεσά μας

Τώρα για πάντα δική σου

Μπορεί η ψυχρή λογική της επιστήμης, η μεθοδική και τετραγωνισμένη σκέψη της να συμπλέει με τον πληθωρισμό των αισθημάτων της ποίησης; Την καταφατική απάντηση δίνει η ποιητική συλλογή ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑ (Εκδ. Μανδραγόρας, 2016) της βιολόγου, με ειδίκευση στις νευροεπιστήμες και διδάσκουσας στην Κτηνιατρική του ΑΠΘ, Μαρίας Λάτσαρη.

Από ευτυχή σύμπτωση, τις μέρες που ξαναδιάβαζα το θαυμάσιο βιβλίο του Γάλλου ακαδημαϊκού Εντγκάρ Μορέν «ΓΝΩΣΗ ΑΓΝΟΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟ» ήρθαν στα χέρια μου τα ποιήματα της συμπολίτισσας μου Μαρίας Λάτσαρη. Γράφει σ’ ένα σημείο του βιβλίου του, με θαυμαστή μάλιστα διαύγεια ο 99χρονος σήμερα Μορέν, διερευνώντας τα όρια της γνώσης μας: «Ζούμε στην επιφάνεια του εαυτού μας. Κατεχόμαστε από δυνάμεις σκοτεινές, τους εσωτερικούς μας και εξωτερικούς μας Δαίμονες. Κατεχόμαστε από τους μύθους, τους θεούς, τις ιδέες…..Το σύνολο του οργανισμού μας, αποτελούμενο από δισεκατομμύρια κύτταρα, από αναρίθμητα και πολύπλοκα όργανα, από άκρως ποικίλους ιστούς, διαθέτει μια νοημοσύνη, ίσως μια σκέψη που ούτε καν συνειδητοποιούμε.

Υπάρχει μέσα μας μια γνώση βαθιά και πολύπλοκη, η οποία κατασκευάζει, επιδιορθώνει, αναγεννά, αναπαράγει, ενεργοποιεί το βιολογικό μας είναι κι εμείς την αγνοούμε»
Ίσως, σκέφτομαι με αφορμή τη σκέψη του Γάλλου φιλοσόφου, ίσως αυτήν την βαθύτερη γνώση, την καλυμμένη με την αχλή του μυστηρίου να την βγάζει στην επιφάνεια η τέχνη της Ποίησης.

Η Βιολογία χαρίζει το σημαντικό υπόστρωμα της γνώσης για την λειτουργία του ανθρώπινου μηχανισμού. Για να προχωρήσει κανείς όμως πρέπει να διαθέτει και το ταλέντο να δει πέρα και πίσω από τα επιφαινόμενα, να πάει πιο βαθιά απ’ όσα του φανερώνει το τελειότερο μικροσκόπιο, να αγγίξει το μυστήριο και να το ανελκύσει στο φως με τις κατάλληλες λέξεις. Η Μαρία Λάτσαρη διαθέτει και τα δύο, επιστημονική κατάρτιση και ταλέντο για να μεταμορφώσει τη γνώση σε έμπνευση και ποιητικό λόγο υψηλής ευαισθησίας, να μας μιλήσει για τα αιώνια ανθρώπινα θέματα, την ύπαρξη, την αγάπη, τους δεσμούς, ερωτικούς και οικογενειακούς, την απώλεια, τη μνήμη, τον πόνο, την Τέχνη.

Είναι εμφανείς σε αρκετούς στίχους οι όροι της επιστήμης της αλλά δεν ξενίζουν, δεν φωνασκούν, δεν κομπορρημονούν. Το αντίθετο, ενσωματώνονται τόσο καλά στο ποιητικό σώμα που εντέλει γίνεται το ποίημα η αμοιβάδα που εγκολπώνει την αποκτημένη γνώση και μας υπενθυμίζει πως κι η επιστήμη από μια απορία, από έναν θαυμασμό γεννήθηκε, από τη διάθεση και την ορμή να ψάξει βαθιά, να υπερβεί την πραγματικότητα, να δώσει απαντήσεις σε αγωνιώδη ερωτήματα. Μα κι η ποίηση δεν ξεκίνησε από την ίδια αφετηρία;

Γράφει στον επίλογο ο Μορέν: «Η ποίηση γεννήθηκε μαζί με τη ζωή, από τη στιγμή που το βακτήριο ένιωσε την ηδονή του υπάρχειν, κι εκδηλώθηκε με τα λουλούδια, τα στολίδια, τα χρώματα, τις πτήσεις, τα χοροπηδήματα, τα απολαυστικά τεντώματα. Κι αντάμωσε το πεζό, τον θάνατο, την τραγωδία».
Η ποίηση της Μαρίας Λάτσαρη συναντά το μυστήριο της ζωής και του θανάτου χωρίς ο τελευταίος να ταυτίζεται απόλυτα και πάντα με τον βιολογικό αλλά να αφορά και όλες τις απώλειες του καθημερινού βίου. Στοχάζεται φιλοσοφικά σε ό, τι συνθέτει τη ζωή πατώντας γερά στη βάση μιας καλά θεμελιωμένης επιστημονικής γνώσης που δεν αναστέλλει την έμπνευση αλλά την τροφοδοτεί και την διαστέλλει σε νέες δημιουργίες. Δεν πνίγει με λεξιθηρία και στόμφο αλλά οργανώνει μεθοδικά τις λέξεις της, εκλύοντας πηγαίο συναίσθημα.

Οι τρεις ενότητες που οργανώνουν τα ποιήματα της και οι τίτλοι τους είναι επιπλέον αποδείξεις σε όσα καταθέτω στην αναγνωστική μου προσπάθεια: ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ, ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΙ.
Αν η ποίηση αφυπνίζει τη συνείδηση, η Μαρία Λάτσαρη την υπηρετεί με αγάπη και αφοσίωση, ενώνει με τους στίχους της την βιολογική μας υπόσταση με την κοινωνική και κυρίως με εκείνη τη στιγμή που το άτομο συνειδητοποιεί τη μοναδική, ξεχωριστή, προσωπική σύνδεσή του με τον κόσμο του, τους δεσμούς με τους άλλους γύρω του και ξαναγυρνά πια με γνώση και συναίσθημα στον κυτταρικό του πυρήνα. Το δηλώνει άλλωστε κι η ποιήτρια στο δεύτερο απόσπασμα-πλοηγό που παραθέτει στην πρώτη σελίδα:
« …ο νους σπάνια, ή μάλλον ποτέ, δεν αντιλαμβάνεται κάτι με απόλυτη αδιαφορία, δηλαδή χωρίς “συγκίνηση”. Όλα συνδέονται με τα συναισθήματα…» C.S. Sherrington.

Ευτυχής που συνάντησα και συνδέθηκα με την ποίηση της Μαρίας Λάτσαρη. Δημιούργησε μια νέα Εν δυνάμει πραγματικότητα!

ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ

FRACTAL 19/9/2023

«Για το ουσιώδες και το αιώνιο»

Πολλά βιβλία δεν τα βρίσκουμε όταν πρωτοεμφανίζονται, πέφτουν στα χέρια μας αργότερα ή έρχονται εκείνα και μας βρίσκουν. Έχοντας απολέσει τη «φρεσκάδα» του καινούριου, δοκιμάζονται στη δυνατότητα της διάρκειας και κρίνονται αυστηρότερα, καθώς μεσολαβεί ο χρόνος που αποστασιοποιεί. Αυτό συνέβη με την ποιητική συλλογή της Μαρίας Λάτσαρη Εν δυνάμει πραγματικότητα που εκδόθηκε το 2016 (Μανδραγόρας) και, αφού περιπλανήθηκε χαμένη στα σοκάκια της Άνω Πόλης στη Θεσσαλονίκη, βρήκε τη θέση της στο γραμματοκιβώτιό μου τον Δεκέμβριο του 2021.

Ο τίτλος παραπέμπει στην αριστοτελική σύλληψη των όρων δυνάμει και ἐνερ­γείᾳ. Ο σπόρος είναι δυνάμει φυτό, έχει δηλαδή εντός του δυνατότητες που, αν εξελιχθούν, θα το μετατρέψουν σε φυτό που ανθοφορεί και καρποφορεί, σε ένα ολοκληρωμένο φυτό, ἐνερ­γείᾳ φυτό. Αντίθετα, οι δυνατότητες θα παραμείνουν δυνατότητες, αν ο σπόρος αφεθεί στον ήλιο ή στη βροχή, αν δηλαδή δεν υπάρξουν ή δεν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, με φροντίδα κι έγνοια, ώστε να οδηγηθούν στη σχετική επιτέλεση. Οι γλύπτες, για παράδειγμα, βλέπουν στο μάρμαρο ή στην πέτρα ή σε όποιο άλλο υλικό, ανάλογα με την υφή, το χρώμα, το μέγεθος, τη διαφάνειά του…, ένα δυνάμει άγαλμα, έναν δυνάμει κίονα ή κούρο, έναν δισκοβόλο ή μια Πιετά ή ένα κατώφλι… Αντίστοιχα οι λέξεις, τοποθετημένες έτσι, αλλιώς ή αλλιώτικα, με τις άπειρες δυνατότητες της γλώσσας και ανάλογα με τις συναρμογές της πραγματικότητας που επιθυμεί ή βλέπει ο ποιητής, με την εκδοχή που φτιάχνει ο νους του (σ. 20 και «ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΥ ΤΟ ΤΟΠΙΟ, σ. 21), δίνουν μιαν διαφορετική όψη ή επιτρέπουν μια διαφορετική πρόσληψη της πραγματικότητας, όπως ακριβώς δέκα ζωγράφοι θα απέδιδαν διαφορετικά το ίδιο μοντέλο –δέκα πορτρέτα συνομήλικα / και ξένα μεταξύ τους (σ. 15). Με άλλα λόγια, ο ποιητής υπερβαίνει και αντιμάχεται τη μονοδιάστατη, τη μονοσήμαντη λέξη, πράξη άκρως εξοβελιστέα σε κοινωνίες που προωθούν την εργαλειακή χρήση της γλώσσας. Με την επιλογή της, λοιπόν, αυτή η ποιήτρια στρέφει τη ματιά μας στην ίδια την ποιητική δημιουργία και στο πώς μπορεί να αποδώσει πραγματικότητες όχι μόνο δυνητικές αλλά και πολύ πραγματικές.

Τα θέματα είναι γνωστά, κοινά στους ανθρώπους, πανανθρώπινα. Η νιότη, η διάθεση εξερεύνησης, η μεταμόρφωση και η εξέλιξη –Τη μέρα είμαι ψάρι / τη νύχτα βγάζω φτερά / […] Απόψε θα βγάλω πόδια (σ. 18), το πένθος για όσα φθαρτά κυνηγούν τον άνθρωπο, ο θρήνος, η απώλεια, η απουσία –σε ξαναφέρνω στην άδεια πολυθρόνα (σ. 50)– η οδύνη, το σώμα, ο έρωτας και η αίσθηση αιωνιότητας που βιώνει ο ερωτευμένος μαζί με τη βεβαιότητα για τη δυνατότητα υπέρβασης ορίων, μαζί και με την αίσθηση του δυνατού και του άτρωτου που φέρει μαζί του ο έρως, της ένωσης με τον άλλον, ως το άλλο μισό (σ. 51, 58), και με το σύμπαν, ο ανατροπέας έρωτας χείμαρρος ορμητικός / έτοιμος / την καλοστημένη ζωή σου /να παρασύρει /να τα σκορπίσει όλα /ντόμινο (σ. 53), ο αναπόφευκτος χωρισμός και το τέλος (σ. 52). Η μνήμη ως λίπασμα αλλά και ως τροχοπέδη και αναβολή και δικαιολογία. Το μέλλον που υποσκάπτεται και υπονομεύεται από ένα ανεπεξέργαστο παρελθόν που λεηλατεί το μέλλον. Ο θάνατος (σ. 47), η λύπη και η αναπόφευκτη λήθη: Αν και στη σκέψη σου χασομερούν / η λήθη / σιγά σιγά / τη σκιά των βημάτων τους σβήνει / κάθε στιγμή και μια φτυαριά χώμα (σ. 49). Το υπόβαθρο της συγκρότησης της ύπαρξης –το μυρωμένο μυστικό του γιασεμιού /κάποτε /το φύλαξα στα κύτταρά μου (σ. 14)-, ο πατέρας (σ. 16), η μητέρα (σ. 17, 46, 47), το σπίτι (σ. 24), η ανάγκη για αγκαλιά και για ένα παραμύθι –χώρεσα στου καρυδιού το τσόφλι /τη λιπόσαρκη αγκαλιά σου /μητέρα (σ. 47) -, τα όνειρα που πολλαπλασιάζουν την πραγματικότητα –έχουμε ακούσει ποτέ τη μυρωδιά του θυμαριού; έχουμε δει το πέντε μπλε / το οκτώ πορτοκαλί; Έχουμε γράψει ποτέ στο ημερολόγιό μας την ημερομηνία μπλε Ιουλίου; (σ. 22), έχουμε γράψει στίχους / στη γαλάζια πιτζάμα; (σ. 25). Αχ αυτοί οι ποιητές που δεν μας αφήνουν στη μονοτονία της μιας ματιάς, της μιας μυρωδιάς, του ενός χρώματος… Αχ αυτοί οι δημιουργοί που δεν επαναπαύονται, που σκουντούν τις αισθήσεις («ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ», σ. 30) και τη μονοδιάστατη αντίληψη, που μας δείχνουν πώς να βλέπουμε, κάποιες φορές «ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ» (σ. 31) ή με μιαν «ΕΚΤΗ ΑΙΣΘΗΣΗ» (σ. 33), που δεν μας αφήνουν στην ησυχία του άμεσα αυτονόητου, στις θορυβώδεις σχέσεις που με τόσο κόπο φτιάχνονται και μας οδηγούν στο ενύπνιο, τότε που η συνείδηση κατρακυλά με σκάλα μονόδρομη στο υπόγειο του είναι, στις παιδιόθεν προδομένες επιθυμίες και τις απωθημένες αναμνήσεις, σε Ένα ακρωτηριασμένο teddy bear· τα όνειρα κατάσκοποι που μπαίνουν ελεύθερα στα απροστάτευτα […] σύνορα του ονειρευόμενου (σ. 26).

Η Μαρία Λάτσαρη μετουσιώνει την επιστημονική της σκευή και τις ευρύτερες γνώσεις της σε ποίηση, κάνοντας σχεδόν αυτονόητα κατανοητό το λαβυρινθώδες (όσο και απλό!) της ανθρώπινης ύπαρξης. Και το κάνει με τόση τρυφερότητα που ο αναγνώστης αντέχει να νιώθει τα δάχτυλα της ποιήτρια να αγγίζουν το τραύμα, το πρόβλημα, το ζήτημα, ενίοτε να τα θέτει σχεδόν χειρουργικά εντός –περίσσευε η σιωπή /από παντού /παιδί που το ξεχάσανε /με μισοφορεμένα παπουτσάκια (σ. 48). Και γοητεύεται ο αναγνώστης από όρους επιστημονικούς που περιγράφουν ασθένειες και παθολογικές καταστάσεις, τους οποίους η ποιήτρια αποδίδει ποιητικά και τους χρησιμοποιεί ως αφορμή για να καταπιαστεί με αγωνίες για τη δύναμη του νου ή για τις εξεγέρσεις και τις ψευδαισθήσεις που δημιουργεί. «ΣΩΜΑΤΟΠΑΡΑΦΡΕΝΕΙΑ» εξηγεί η ποιήτρια «είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής θεωρεί ότι ένα μέλος του σώματός του, π.χ. το αριστερό του χέρι, δεν είναι δικό του». Αλλά αν δεν μπορώ να εμπιστευτώ τον νου, όπως το έμαθα ήδη από τον Πλάτωνα, τότε … πώς, με ποιο μέσο, με ποιο όργανο; Αντάρτης νους /σε χειραγωγεί /σε παγιδεύει στην ψευδαίσθηση (σ. 55).

Μεταφορές και παρομοιώσεις βοηθούν την ποιήτρια στην αποτύπωση συναισθημάτων και σε μια όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακριβολογία και επικοινωνία με τον αναγνώστη με παράλληλα συγκείμενα, όπως μας το έμαθε ο Όμηρος: Ρωτά την ποίηση / για το σχήμα της λύπης /την ιτιά μου δείχνει για να βρεθεί Νευρωνικό αντίστοιχο /λέει η επιστήμη /γυναίκας κλαίουσας που /με λυτά τα μακριά μαλλιά /θρηνεί ασάλευτη /του έρωτα /το φθαρτό σώμα (σ. 13). Και αλλού: Τράβηξε τον σιδερένιο γάντζο /που κρατούσε τα παντζούρια στον τοίχο /και τα έκλεισε / σα να κλείνει ντουλάπι /σα να κλείνει φέρετρο /σα να θάβει γονείς (σ. 16). Πόσο τυχαία άραγε είναι η παράθεση σε διπλανές σελίδες δύο ποιημάτων, το ένα για τον πατέρα, το άλλο για τη μητέρα; «τόση ώρα /για δυο παραθυρόφυλλα», λέει ο πατέρας στον γιο στο ένα ποίημα (σ. 16), ενώ στο άλλο η συνομιλία μητέρας κόρης ξεδιπλώνει με τρυφερότητα και ευαισθησία τον ακατάλυτο δεσμό και τον ανάποδο βηματισμό προς τα πίσω, σε εκείνη την παιδική ηλικία που δομείται και κτίζεται μέσα από τη ζωή της μητέρας: Μητέρα γυάλινη /τι δεν θα ’δινα/ να σε γεννήσω τώρα /εγώ /να ’σαι το κοριτσάκι μου /να σφίγγω μες στη χούφτα μου /το αγγελικό φτερό σου (σ. 17), και αλλού: το τέλος δένεται με την αρχή / η καρδιά μου κοντά στην καρδιά της μάνας μου χτυπά / τσαφ τσουφ τσαφ τσουφ (σ. 24). Γι’ αυτό και αλλού η ποιήτρια λέει: Από το τέλος αρχίζει η ιστορία (σ. 19). Κι όσο κι αν δημιουργείται ξανά και ξανά η αίσθηση θλίψης για το επικείμενο τέλος, η Λάτσαρη κρατά μιαν αισιοδοξία και ένα νικητήριο άσμα, έστω και με κρυφό και πικρό χαμόγελο από την επίγνωση του τέλους: Μέχρι τότε /με το δάσος και το δέντρο /με το φύλλο και το κλωνί /θα χορεύω και θα τραγουδώ (ό.π.).

Κάποια ποιήματα είναι ολιγόστιχα, πυκνά, λιτά, απλά, αληθινά: Μάρτυς μου τα δάκρυα / ορκιζόταν / λες κι ο πόνος / είναι ζήτημα αλήθειας (37). Κάποια θίγουν κοινωνικά ζητήματα όπως η απεγνωσμένη φυγή από τη φρίκη της πατρίδας (σ. 45), η βία κατά των γυναικών, η προετοιμασμένη βία, η προμελετημένη απόκρυψη («ΚΟΛΑΦΟΣ», σ. 36), η επιθυμία όλων των παιδιών παντού στον κόσμο να παίξουν, να γελάσουν, να ερωτευτούν, ακόμη κι αν βρίσκονται σε εμπόλεμες περιοχές, σε προσφυγικούς καταυλισμούς, στην ουρά για το συσσίτιο (σ. 23), ο εγκλεισμός Μέσα στο σπιρτόκουτό μας / το περιφραγμένο / από σύρματα / απεριόριστης επικοινωνίας (σ. 34), στίχοι προφητικοί για την κατάσταση που βιώθηκε παγκοσμίως λόγω της πανδημίας από τον Φεβρουάριο του 2020 και για λίγους μήνες αρχικά, για να ακολουθήσει ο φοβερός χειμώνας μέχρι και τους πρώτους ανοιξιάτικους μήνες του 2021, κατάσταση η οποία επηρέασε, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, και τη διαδικασία του έρωτα, τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ερωτεύονται –έρωτα γήινο /με φαρέτρα γεμάτη /αντιασφυξιογόνους μάσκες /να διυλίζουν την ατμόσφαιρα δηλητήριο (σ. 34). Αλλά βέβαια, ο έρωτας είναι ταξιδιάρης, με έντονο το ένστικτο της επιβίωσης –όταν δεν τον αντέχουν, αναζητά άλλον ξενιστή /να την αντέχει την αγάπη (σ. 38). Το αυτό και για τον τόπο που μας έθρεψε με μύθους και θεούς, που τον καίμε, που αναπόφευκτα ξεστομίζει πλημμύρες και που μια νύχτα /υπακούοντας στη δαρβινική οικονομία της ζωής /θα πάρει τις αρχαιοελληνικές του ρίζες /και θα φύγει (σ. 56). Πόσο ακόμη να φωνάξουν οι ποιητές την απελπισία του τόπου για την αχαριστία με την οποία ανταποδίδουν οι ένοικοι την προσφορά του;

Στις πηγές της έμπνευσης της Λάτσαρη, εκτός από τους άλλους εργάτες του ποιητικού λόγου και την επιστήμη, όπως ήδη αναφέραμε, είναι και η ζωγραφική (σ. 14, 15, 31, 52) και πρόσωπα από τον χώρο των εικαστικών, κυρίως γυναίκες, όπως η γλύπτρια Καμίγ Κλοντέλ (σ. 43) και η Μαρί-Τερέζ (σ. 44), μούσα και ερωμένη του Πικάσο, και οι δυο προσκολλημένες σε άνδρες δημιουργούς, στον Ροντέν η πρώτη, στον Πικάσο η δεύτερη.

Κλείνουμε το σημείωμα αυτό επαναφέροντας τα ποιήματα ποιητικής της συλλογής, όπου αποσαφηνίζεται και ο τρόπος της ποιητικής δημιουργίας με παραλληλισμούς από τη φύση, τις γλυπτές φόρμες που σχηματίζονται από τον άνεμο ή/και την ορμή της θάλασσας μέσα από την αφαίρεση και την αποκοπή, ώστε αυτό που θα απομείνει να είναι το ουσιώδες και το αιώνιο (σ. 20), ώστε αυτό που θα απομείνει να δίνει χώρο στον νου για συμπληρώσεις, για δημιουργία (σ. 21). Κάποια ποιήματα είναι ερωτικά της ποίησης, μια «ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ» (σ. 29) για τη συνάντηση, σαν σε ερωτικό ραντεβού, του δημιουργού αρχικά, του αναγνώστη στη συνέχεια, με την ποίηση, με την τέχνη. Και πώς είναι να στερείται ο δημιουργός από τα σύνεργα της δημιουργίας του; Πώς είναι να βάζεις ένα παιδί σε ένα άδειο δωμάτιο, να του στερείς παιχνίδια, πλαστελίνες, μπογιές, χαρτιά για να μουτζουρώνει; Την απόγνωση από μια τέτοια στέρηση καταγράφει η Λάτσαρη με αφορμή τη γλύπτρια Καμίγ Κλωντέλ και τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρεία για τριάντα, περίπου χρόνια –Στο άσυλο /δάχτυλα σε απόγνωση /χωρίς σμίλη και σκαρπέλο /[ τα αισμηρά αντικείμενα /απαγορεύονται] (σ. 43). Μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς τέχνη; Λίγο σεβασμό στους καλλιτέχνες που δοκιμάζονται αποκαλύπτοντας και δείχνοντας.

Υ.Γ. Παιδεύτηκα να διαλέξω ένα ποίημα από τη συλλογή. Τελικά, μια δεδομένη στιγμή, πήδηξα μέσα στις εικόνες του βυθού:

ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ

Κάθισε στην ανάστροφη καρίνα
η μπλούζα ασήμιζε από τα λέπια
χαμογελούσε με επιφύλαξη
μην είχε φύκια
ανάμεσα στα δόντια
(πού να ψάχνει τώρα
τον μπόγο της για νήμα)
Βρίσκεται ινσαλάχ[1]
μίλια μακριά από τη φρίκη της πατρίδας
πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου

(σ. 45)

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.