.
Η Αναστασία Παρασκευουλάκου γεννήθηκε στο Άστρος Κυνουρίας της Αρκαδίας. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία (Montclair State University, N. Jersey) και Συγκριτική Λογοτεχνία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Ζει και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Αθήνα.
Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Ο Ορφέας Ταξιδεύει, (Δελφίνι 1995)
Εσώτερα, (Solucio 2014)
Λευκός Καμβάς, (Solucio 2017)
Crossing the Hours (Έλικας 2020)
Μολυσμένος τόπος (Έλικας 2023)
ΠΕΖΑ
Στηβ Ολιβερ, Συλλέκτης Ήχων, (Μανδραγόρας 2005)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Ο σκύλλος του Θεού, Νάνος Βαλαωρίτης, 1998
.
.
ΜΕΡΕΣ
Μέρες απραγίας﮲
υπάρχεις
μέσα από λόγια άλλων
που τ’ άκουσαν από άλλους
ή από τις ειδήσεις
σχετικά με τη δυσκολία των καιρών
το ποσοστό θανάτων κυμαινόμενο,
από πάντα ίσχυε, τώρα όμως κλυδωνίζει
τον ωκεανό της ύπαρξης,
και μαζί με τους ανθρώπους
πεθαίνουν και φυτά στο διαμέρισμα,
δέντρα τους δρόμους﮲
έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσουν την πόλη,
όλους εμάς που τα είχαμε κοιτάξει άπειρες φορές
είτε για να τους εξομολογηθούμε κάτι
ή για να πάρουμε δύναμη
και τα πουλιά θ’ αναγκαστούν να βρουν άλλα δέντρα
με περισσότερη ευκολία από τον άνθρωπο
που παραμένει στο σπίτι-δέντρο.
Σήμερα έχει σκοπό να φτιάξει νέα γλάστρα,
ξέρει ότι έχει χώμα στον σάκο
αλλά υποχωρεί, δεν θέλει να μπλέξει με το χώμα
που τόσο αγαπά ιδιαίτερα τις βροχερές μέρες
όταν αναδεικνύονται μυρωδιές
που τον ταξιδεύουν και σκέφτεται,
«Τι ωραία που μυρίζει το χώμα στην πόλη».
[Αφιερωμένο στους ψηφιακούς φίλους 13/2/2022]
.
ΜΟΛΥΣΜΕΝΟΣ ΤΟΠΟΣ (2023)
ΑΝΘΡΩΠΟΣ-ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ
Τις νύχτες η γυάλινη πυραμίδα
θολώνει από υγρασία.
Υπάρχεις μέσα σε γεωμετρικό σχήμα
ως αναφορά της εποχής:
περίοδος μετά τον εγκλεισμό,
πόλεμος στην Ουκρανία,
εντατικές έρευνες για το ΑΙ.
Εναντιώνεσαι στη μοίρα.
Κάνεις αγώνα να καταλάβεις το πως και το γιατί.
Καθημερινά σε διαβάζουν τα βλέμματα των άλλων
επειδή τα βλέμματα είναι πατρίδα.
Δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά.
Γι’ αυτό περνάει μπροστά η φαντασία,
γεμίζουν οι ρωγμές παρελθόν με εικόνες:
ξυπόλητος στην αυλή του πατρικού.
Η μάνα από παιδί σε κυνηγούσε να βάλεις παπούτσια.
Πυρπολείσαι από την καταιγίδα.
Έφτασε μαζί κι η θάλασσα να σε καταπιεί.
Τα χαράματα κόπασε η πλημμύρα,
ο ουρανός στο προσκήνιο
και τα πουλιά να τρέφουν τον χρόνο.
Κι όταν χορτάσουν,
φτεροκοπούν στο κενό.
ΘΑΜΠΗ ΓΗ
Χειμώνας.
Τοπίο αθώο,
δηλαδή ανεκμετάλλευτο.
Ακολουθείς τα ίχνη
για μια νέα πατρίδα
μέσα από συστάδες δέντρων
απ’ όπου φυτρώνει η έννοια «δάσος».
Δεν ξεστόμισες ποτέ τη λέξη.
Στην πατρίδα κυριαρχούσε
ανυδρία, έρημος.
Κι όσο προχωράς,
ξημερώνει στου μυαλού τον πόλεμο
χωρίς να σε ρωτά ποιος είσαι
ή από πού έρχεσαι.
Διατρέχεις το σύμπαν και κάθε φορά
όταν δοκιμάζεις πατρίδα,
ο Ηράκλειτος επιμένει:
δεν μπορείς να μπεις
στο ίδιο ποτάμι
δύο φορές.
Χειμώνας.
Έξω από την πόλη,
το ποτάμι δεν σε αναγνωρίζει.
Ρίχνεις την κουβέρτα πάνω σου
με βλέμμα γεμάτο ομίχλη.
ΤΟ ΚΕΝΤΡΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Μετά την έκρηξη
βουνά αιφνίδιας δημιουργίας,
θάλασσες,
λίμνες,
ποτάμια
μετακόμισαν σπίτια μας.
Η θάλασσα
βρήκε τον εαυτό της
πίσω από τα τοξωτά παράθυρα,
ενώ οι λίμνες
εκλιπαρούσαν για φυγή
στους αμφορείς.
Ένα χταπόδι μας επισκέφτηκε
στο πέρασμά του.
Δεμένος στα πλοκάμια του
σήκωσες τη βαλίτσα
για τον δρόμο της εξορίας
με όποιον ουρανό στον δρόμο σου.
Ο ΚΟΣΜΟΣ
Κρυώναμε.
0 κόσμος ξένος,
σταλιά τρυφερότητα.
0 πόλεμος τα γκρέμισε όλα.
Όπου κι αν βρίσκεσαι, σου διαβάζω
ανάμεσα σε προσωπικές μνήμες
δίχως ηλεκτροφόρα καλώδια.
0 πόλεμος τα γκρέμισε όλα.
Κρυώναμε.
Το σύμπαν ξένο,
σταλιά τρυφερότητα.
0 πόλεμος τα γκρέμισε όλα.
Συναισθήματα κρεμασμένα στα δέντρα
δεν έβρισκαν ψυχή να κατοικήσουν.
Όπου κι αν βρίσκεσαι, σου διαβάζω
ανάμεσα σε χαλάσματα,
να υπερασπιστώ την τύχη που δεν ευνόησε.
Απ’ το κουκούτσι της φύτρωσαν δηλητήριο και πόνος.
0 πόλεμος τα γκρέμισε όλα.
Κάποια αντικείμενα στη θέση τους:
το ραγισμένο ανθοδοχείο,
τ’ αποτεφρωμένα λουλούδια,
ένα ατσάλινο κρεβάτι με το καμένο στρώμα,
Όπου κι αν βρίσκεσαι,
σου διαβάζω απ’ το τετράδιο-
εδώ, μας φυγάδευε η γλώσσα.
Η εξουσία όμως δεν καταλαβαίνει από θεωρία.
Κάνει τη βία πράξη μη χάσει από πεποίθηση.
ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ
Μια θαλάσσια ανεμώνη
στο βυθό του μυαλού
σε σηκώνει πάνω απ’ τα κτίρια.
Χάνεσαι στον ουρανό
ανάμεσα σε αυγή και σούρουπο,
σπουργίτι,
στων σκίνων τη δροσιά,
κελαηδάς στους πληγωμένους,
ανακουφίζεις τις αργόσυρτες ανάσες
στην παγωνιά ενός μολυσμένου χειμώνα.
Σπουργίτι μου,
ωρίμασες απότομα,
ψήθηκες στου πολέμου τ’ αλάτι.
Πάνω απ’ τα βράχια φτερουγίζεις,
αλλά το τιτίβισμα δεν αρκεί
να πείσει μια θαλάσσια ανεμώνη
ότι ανήκετε στο ίδιο σύμπαν.
ΜΑΥΡΟ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΑΥΡΟ
Στην καρδιά του σύμπαντος
συναντάς τα βλέμματα των σκοτωμένων.
«Δεν πρόλαβες να επαναστατήσεις,
σ’ έπνιξε το λίπος των καιρών»,
φώναξε ένας.
Μαύρο πάνω σε μαύρο.
Παίρνεις βαθιές ανάσες στο χάος,
καμιά πατρίδα
δεν περιμένει κανέναν.
Πολίτης ενός τίποτα
παραμένεις ζωντανός,
φιγούρα σιωπής με ουλές
επειδή ο θάνατος
συστήνεται επισήμως.
ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Τι έχουν να πουν τα παιδιά για τον πόλεμο;
Εγκαταλείποντας την έννοια «πατρίδα»
με κλάμα γοερό και μ’ ένα παιχνίδι
παρηγορούν τον εφιάλτη.
Τα βράδια κοιμούνται βαθιά
για να ξυπνήσουν μέσα στο κλάμα,
αφού οι αγαπημένοι τους
δεν είναι παρόντες.
Κάνουν το κλάμα μητέρα και πατέρα.
Μια βουκαμβίλια υψώνεται στα σπλάχνα τους
μαζί με το βουητό των σειρήνων
για άμεση αναχώρηση.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ
Χειμώνας.
Ασπρόμαυρος ουρανός.
Παγωμένα χαμόγελα.
Κάποιοι αγνοούνται.
Άλλοι χάθηκαν.
Πέρασε ο καιρός
κι ένα μεγάλο ερωτηματικό
απλώνει τα πλοκάμια του:
ποιος γύρισε,
ποιος έμεινε,
ποιος αγάπησε,
ερωτήματα στρωμένα
στο μάρμαρο της ραπτομηχανής,
με το πρόσωπο της γυναίκας
ριγμένο στο ίδιο ρούχο.
Το καρφιτσώνει με ρετάλια
σαν να σταμάτησε ο χρόνος
απ’ όταν οι άντρες του σπιτιού
δεν έδειξαν σημάδια επιστροφής.
ΣΦΗΚΑ
Οι λεμονιές ανθίσανε
κι η ευωδιά σε βρίσκει αιχμάλωτη
με κάτι φωτογραφίες και καρτ ποστάλ.
Διαπιστώνεις ότι ήταν ενίοτε χαμογελαστός.
«Για πάντα δικός σου αγαπημένη,
πάντα δικός σου, πόρνη πατρίδα»,
η τελευταία αφιέρωση. Και συνέχισε:
«Σταμάτησε ο πόλεμος.
Επιστρέφουμε.
Είναι θέμα χρόνου».
Δεν πρόβλεψε την αδικία.
Η τελεία του χαμού του
με αποσιωπητικά.
Πώς να ένιωθε λίγο πριν
καρφωθεί η σφαίρα στο στήθος;
«Στις λαμπρές ώρες», έλεγε,
«ο έρωτας μοιάζει με σφήκα
σ’ εμπόλεμη ζώνη».
Σε νιώθω.
Υπάρχεις.
Μπορεί ο χαμός ν’ αφανίζει,
αλλά δεν διαγράφει.
ΑΝ ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΙΣ
Κάποιες μέρες οι άνθρωποι
ψάχνουν στα τυφλά δικαιοσύνη,
άλλες την απαιτούν
σαν πεινασμένο παιδί
που το σκάει απ’ την αλάνα
με τη μπάλα στα χέρια,
φωνάζοντας τη μητέρα τους
χωρίς σταματημό
ανοίγουν με μια σπρωξιά την πόρτα
κι αμέσως ξαλαφρώνει η πείνα,
το οικείο δικαιώνει,
φέρνει κοντά τους αγαπημένους.
Σε όποια εποχή κι αν ονειρευτείς,
η δικαιοσύνη είναι
ώρα γλυκιά του φθινοπώρου.
ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΟ Ν’ ΑΓΑΠΑΣ
Είναι ωραίο ν’ αγαπάς
να σου λείπει ο άλλος,
να χτυπάει η καρδιά,
ν’ αρχίζει ο πόλεμος των ισορροπιών,
να μην ξέρεις τι να κάνεις.
Όσα έμαθες δεν δείχνουν δρόμο.
Οι παλμοί ανεβαίνουν κι η σκέψη
θάβει το σπίτι με χώμα.
Μία τελεία και από κάτω ένα κόμμα στο χιόνι,
δίπλα σ’ ένα παρατημένο παπούτσι,
μία γυναικεία τσάντα
με άδειο πορτοφόλι, κραγιόν και άρωμα.
Είναι ωραίο ν’ αγαπάς,
να σου λείπει ο άλλος,
μόνο που τώρα αναγκάστηκες να εξοικειωθείς
μ’ έναν πραγματικό πόλεμο.
Κι όλη η γλώσσα μέσα σου
ασφυκτιά από ερωτηματικά.
Είναι ωραίο ν’ αγαπάς,
να σου λείπει ο άλλος,
αλλά να μη σου στερούν
τους αγαπημένους με τη βία.
Αυτό είναι έγκλημα.
.
CROSSING THE HOURS (2020)
{3}
Φύλλο λεμονιάς τσακισμένο
στην παλάμη · έρωτας
στην όψη των χεριών σου.
A lemon leaf squeezed
in the palm; intense passion
in the form of your hands.
{6}
Κοιμήσου στου πελάγους τη μέθη
θα ανατείλει η θλίψη,
μ’ ένα χάδι στο μέτωπο.
You doze in drunken waters;
I will awaken sadness,
caressing your brow.
{7}
Το σώμα ξελογιάζεται·
ταξιδεύει από έρωτα
σε έρωτα, απορεί.
The body goes wild;
it voyages from passion
to passion in wonder.
{10}
Χειμώνας κάτω από το σώμα-
φωνές αταίριαστες καλούν,
σε θέλουν για εκκλησία.
Winter below the body;
clashing voices are seeking
you as their temple.
{11}
Λιγνό κορμί, λιόδεντρο,
αντιστέκεσαι στη βροχή.
Σημάδι του έρωτα οι καρποί,
Lean body, olive tree,
you resist the falling rain.
Love’s sign is the fruit.
{13}
Ανάσες νυχτοπούλια.
Νύχτες τα κορμιά μας
προστατεύουν τη στιγμή.
Breathings, birds of night
Our bodies in darkness
safeguard the moment.
{16}
Το κορμί σου ξαπλωμένο
σε φύλλα ελιάς. Μάτια κλειστά.
Η μέρα γίνεται νύχτα.
Your body reclined
on olive leaves. Eyes closed.
The day becomes night.
{21}
Τα τείχη κρατούν νερά.
Ακόμη περισσότερο η σιωπή
στην έρημο του κορμιού.
The walls hold their strength.
An even greater silence
rules the body’s desert.
{27}
Το κορμί σου Άνοιξη
στης νύχτας το μαύρο μπλε,
σχεδιάζει χρόνους στ’ αστέρια.
Your form is Springtime
in the ebony blue of night,
etching time in starry skies.
{33}
Ένα κορμί βραδιάζει
στου νου το χιόνι,
ένα κορμί γιασεμί.
The body’s evening;
it is snowing in the mind,
a body of jasmine.
{41}
Με την ανατολή του ήλιου
το σώμα σου κυλάει ηδονικά,
με πνίγει στα νερά του.
With the rising sun
your body flows in delight,
drowning me in its depth.
{43}
Απωλέσθη ο έρωτας.
Ξεπλύθηκε ένα βράδυ
όταν ξέσπασε καταιγίδα.
Love is deeply grieved.
It was washed away one night
when a torrent raged.
{52}
Η αγάπη είναι εφήμερη.
Γι’ αυτό ο χρόνος λιώνει
σαν μελάνι στο δέρμα.
Love is ephemeral.
That is why time melts
like ink on the flesh.
{60}
Αυτό το δέντρο είσαι εσύ.
Ανά τους αιώνες άγγελος,
γυμνό κορμί, του έρωτα μετάνοια.
This tree is your soul,
messenger of the ages;
body revealed, love’s pledge.
{61}
Το πέλαγος φαγώνεται
στα βράχια του κορμιού σου.
Έφτασε η ώρα της αναχώρησης.
The sea is consumed
on the rocky shores of your body.
The hour of departure has come.
.
.
ΛΕΥΚΟΣ ΚΑΜΒΑΣ (2017)
ΑΝΑΤΟΛΗ
Ανέτειλε ο ήλιος και σήμερα
να θρέψει τον παγετώνα.
Κρυσταλλωμένες σκέψεις
ανάμεσα σε κλαδιά.
Δέντρα,
γυμνές Μήδειες,
με θυμό και έπαρση.
Το φως θολώνει την όραση.
Πραγματικό και φανταστικό
εμπλέκονται στη θέρμη μιας αγάπης
Φως, ηλίανθος
στων λέξεων τη φθορά,
πώς να σε φέρω
πίσω στο καθημερινό
αγαπημένη,
να κοιταχτούμε
από έρωτα να σκιρτήσουμε;
ΛΕΥΚΟΣ KΑΜΒΑΣ
Παγερός χειμώνας το σαλόνι.
Ο καμβάς παραμένει λευκός.
Μόλις δυο εβδομάδων τα κυκλάμινα,
γλύτωσαν από την καταστροφή.
Ύλη βυθισμένη στο νερό,
στιγμή διαρκείας,
χωρίς ρίζες,
ανεξάρτητη από θλίψη
ενικού ή πληθυντικού αριθμού.
Όσες ώρες αγνοείσαι αγαπημένη,
κοιμάμαι σ’ αυτή τη γωνιά.
Έχω καταργήσει την καθημερινότητα,
είμαι μια πόλη με απρόσωπα κτίρια.
Απομακρύνω τα πουλιά μέσα μου,
φοβάμαι μη γίνω δέντρο
και χάσω από άνθρωπος.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Καθηλωμένη μπροστά στον καμβά
με το λευκό να σε γδύνει,
τακτοποιείς το κραγιόν στο καθρεφτάκι.
Ακολουθεί η κάθοδος των σωμάτων,
τα φιλιά εκείνη την Άνοιξη
στο πάρκο με τους ερωδιούς.
Ακούς τα σκυλιά
πώς αλυχτούν στη γέφυρα
πάνω από το ποτάμι, ναι,
αυτός ο θρήνος φτάνει
μέχρι τη δική μας πόρτα.
Αναζητούν σαστισμένα
μια πατρίδα,
ένα χάδι.
Ποιος όμως
μπορεί να εγγυηθεί
την πολυτέλεια της αφής;
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ
Κάτι φιγούρες στα παράθυρα του τραίνου
με κατεβασμένα πρόσωπα,
παραδομένα στης νύχτας τις διαδρομές.
Τελευταίο δρομολόγιο.
Άνθρωποι βράχια.
Πόσο ν’ αντέξει κανείς
χωρίς αγάπη.
Απουσιάζεις και φλέγομαι.
Λησμόνησα όσα έμαθα
κι αναβλύζει μια γλύκα απ’ τον πόνο.
Καίγομαι από επιθυμίες.
Να σου ζεστάνω τα χέρια,
να φυσήξω στ’ αυτί ανάσες.
Η απουσία σου, έγκαυμα.
Όσο περνάει η ώρα,
γίνομαι ξένος
στο δικό μας σπίτι,
μια τελεία
στο δέρμα σου.
ΤΟΠΙΟ
Υπάρχουν θάνατοι και θάνατοι.
Πώς να υποψιαστείς αλήθειες,
να χτίσεις νοήματα
ενώ θα μπορούσα
να σου χαϊδεύω τα μαλλιά.
Δέσμιος στην πολυθρόνα
με μια κουβέρτα ριγμένη στα πόδια,
δεν αναγνωρίζω εαυτόν,
αρνούμαι να ωριμάσω,
Θόρυβος στην πόρτα.
Αναδύεται η μορφή σου.
Το αγιόκλημα
απλώνεται στους τοίχους.
Μια λευκή απουσία
τρυπάει το κουκούλι,
ορδές οι μεταξοσκώληκες.
Όσο σκοτάδι κι αν πιω,
δεν μεθώ να σε ξεχάσω.
ΒΡΑΧΙΑ
Αντικρίζω τη θάλασσα,
εσένα,
και συ, ξεμακραίνει.
Γύρε, ν’ ακουμπήσεις πάνω μου.
Οι πινελιές του λευκού
εγκαταλείπουν το σπίτι
καθώς η μοναξιά
αγγίζει την τελειότητα.
Χλωμό λουλούδι,
στην άκρη του δρόμου,
ποθώ να σε μυρίσω.
Παραμένω όμως δέντρο
πάνω σε βράχια,
πέρα απ’ την αντάρα των κυμάτων
κατά την εκβολή,
όπου χάνονται τα σύνορα.
Λεπτομέρεια από ρίζα ανάμνησης.
Υπήρξαμε κάποτε
από αγάπη.
ΣΙΩΠΕΣ
Πάνω στον λευκό καμβά
το κενό μοιάζει με τοίχο.
Στο επόμενο λεπτό με λιβάδι.
Πνίγομαι από στάχυα και σπαθάκια
Αλλά πώς μπορώ να είμαι
σίγουρος για το λευκό κενό.
Ντρέπομαι
επειδή είμαι άνθρωπος.
Ύστερα, μετρώ σιωπές,
πόσες σιωπές
συμπληρώνουν
την επιστροφή σου.
Μέσα στο λευκό κενό,
βλέπω στίχους
να φυτρώνουν στο κορμί σου,
λέξεις
από δική σου σάρκα.
.
ΕΣΩΤΕΡΑ (2014)
Κίτρινο το γιασεμί στη φωτογραφία,
και μ’ ένα κορμί ξερολιθιά,
χαράζω χρόνους απόρθητους,
υπάρχω σα σκέψη.
*
Το σπίτι με κοιτάζει σαν ξένος,
τις αγωνίες μου δε συμπάθησε ποτέ.
Είναι αδύνατον να ζήσω στους δρόμους,
γι’ αυτό προσεύχομαι
να γλιτώσω από τα υπάρχοντα.
*
Στης νύχτας την ατέλεια
συμπλέει μια ανάμνηση
όταν παιδί φοβόμουν
τα σκοτάδια και φώναζα:
μητέρα, γιατί αργεί ο ήλιος.
*
Σέρνω τ’ αλέτρι
για ένα κομμάτι προσευχή,
ραντίζω το χώμα με ένα δάκρυ.
Δεν πρόκειται για έργο τέχνης
αλλά για μια υποψία από όνειρο.
*
Ουρανέ, δώσε πνοή στα όνειρα
κι ας μην υπάρχω,
προτιμώ την ανυπαρξία
στης πόλης το νεφέλωμα.
*
Πάσχω από όνειρα,
κουλουριάζομαι στο χρόνο,
εκεί που λέω γέρασα,
ένα γιασεμί ανθίζει
από το μικρό δάχτυλο.
*
Έχω μείνει πίσω λένε οι φίλοι.
Από τότε δεν ξαναβγήκα περίπατο,
φοβάμαι για το παρόν,
παρακολουθώ τα πάντα απ’ το παράθυρο.
*
Με το φως ανοιχτό και ένα βιβλίο,
αναπνέω τη ζωή αγνώστων
για να περάσει η νύχτα.
Το πρωί δε θυμάμαι τίποτα,
με σκεπάζει η σκιά της γλώσσας.
*
Εξετάζω τα όνειρα
κάτω από το φως της λάμπας
ψάχνω για ρωγμές
να κρυφτώ στις πέτρες
*
Ανοίγω φτερά σε ήλιο και ουρανό,
απορώ για όλα, τι συμβαίνει
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα,
σήμερα το απόγευμα,
παραμονή της Παναγίας.
*
κόβει τα νερά, αγριεύει.
Θάβω τις σκέψεις
με τη γάζα της θάλασσας-
δεν επιτρέπονται συγκινήσεις.
*
Τα όνειρα συνεπαίρνουν
πόλεις κι αλήθειες.
Δεν υπάρχω.
Απομίμηση ώρας,
ζω να τους αιώνες.
*
Κι αν βγω στους δρόμους
ποια πόλη, ποιοι άνθρωποι.
Τα τείχη είμαστε εμείς,
άνθρωποι με πέτρινο βλέμμα.
Εμμένω σε απορίες,
σύννεφο ελάχιστων τετραγωνικών.
*
Ένα σημάδι αγωνίας στο μέτωπο,
δεν με αφήνει σε ησυχία.
Κλείνω το φως τα βράδια
υπάρχω στο σκοτάδι,
σημάδι νοτισμένο από έρωτα.
*
Αγαπημένε,
σέρνεις τον έρωτα
λάφυρο στην ανέραστη πόλη.
Αποκοιμιέσαι στο αύριο,
αν είναι αλήθεια αύριο.
*
Ο έρωτας σαύρα στο λιοπύρι
κόβει δρόμο μέσα από το βλέμμα σου.
Εκεί μέσα αστράφτει το γκρίζο
μιας θλίψης και ανεβαίνει
ψηλά στον ουρανό.
*
Τη στιγμή που ερωτεύομαι,
διασχίζω την πύλη του παραδείσου.
Ο ταύρος άθικτος στο κόκκινο περιδέραιο
καθώς ο ταυρομάχος απομακρύνει τα όρνεα.
*
Αμμόλοφοι
στην άκρη του ουρανού,
στρατιές από μυρμήγκια.
Ένα κίτρινο γυροφέρνει
το διάσελο του κορμιού σου
μέχρι να βουλιάξει ο ήλιος.
*
Με το πρώτο χτύπημα
της καμπάνας, ταξιδεύουν
άγγελοι και δαίμονες στη γύμνια σου,
χτίζεται το σύμπαν.
*
Ο χρόνος κύλησε ανάμεσα
σε ουρανό και γη.
Δεν ξέρω πλέον
με πόσο παρελθόν
να αραιώσω το κρασί μου.
*
Είμαι ένα ποίημα εν διαστάσει,
με τη μια όψη στραμμένη στη φύση.
Η άλλη μισή σέρνει τη γλώσσα
στης πόλης τα στενά,
απλώνει πλοκάμια
να πνίξει τους προδότες.
.
.
Ο ΟΡΦΕΑΣ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ (1995)
Ι
Την ώρα που κοιμάσαι
σηκώνεις το χέρι
δείχνεις το χαμόγελο στον ουρανό
το φως στον ορίζοντα.
*
Τα σύννεφα πλησιάζουν στα μάτια σου
που φυλάνε οι εποχές
μόνο που φοβούνται να κοιτάξουν.
Τα δέντρα κοιμούνται στο σώμα σου
που φυλάνε οι άγγελοι.
*
Ο άγγελος ο ήλιος είναι εδώ
Ηλιόσπορε ξύπνα
Αδελφέ κοιμήσου
Εραστή πάρε την ματιά σου απ’ την πλώρη
*
Ακόμα και οι άγγελοι αφήνουν πίσω τη μνήμη
ακόμα και όταν ο δικός τους χρόνος είναι μνήμη
Εσύ κρεμασμένος απ’ τα πέπλα τους
διασχίζεις την ουράνια σκόνη
διαγράφεις το χρόνο της μνήμης
με μια πινελιά απ’ τη γη μέχρι τον ουρανό
Μόνο που οι άγγελοι δεν θυμούνται
ακόμα και όταν ο δικός τους χρόνος είναι μνήμη
*
Αναπαύσου.
Σε συνάντησα στο ταξίδι.
Η μακρόστενη είσοδος
του αεροπλάνου έκοβε
το φως στα δύο.
Βαλίτσες.
Απέναντί σου στη σκιά εγώ.
Εσύ με μια ανδρική παρέα στον
Ήσουν νεώτερος.
Δεν σε ήξερα για αδελφό μου.
*
Πλησιάζεις το ανεπιθύμητο
μ’ ένα σώμα όπως ο ξεροπόταμος:
κόκκαλα μ’ ελάχιστη σάρκα,
πέτρες, χαλίκια κρατημένα στην άμμο.
Εσύ κρατημένος απ’ τον πόνο
που όλο και σύρεται στην τροχιά
του ανεπιθύμητου στον πλανήτη του θανάτου.
ΙΙ
ΛΥΠΗ: Το ποτάμι που πλημμυρίζει κάθε Άνοιξη.
Περνάς απ’ τον καθρέφτη
σιωπηλός
πέτρα που δεν κουνιέται απ’ τη θέση της.
*
Το πορτραίτο ομολογούσε:
λαιμός τεντωμένος σαν κορμός δέντρου,
προφίλ που κάλυπτε την αλλαγή της ώρας,
γύμνια που συναντούσε την υγρασία του λιμανιού.
Είναι το χέρι που προβάλλει
σ’ όλη τη διάρκεια της μέρας.
*
Θαυμάζω τ’ αστραφτερά σου μάτια
βλέπω μέσα απ’ τη σκιά τους
και ξαπλώνω στα φτερά της θάλασσας.
*
Το κορμί δεν σου ανήκει πια.
Μιλάει διαφορετική γλώσσα
και σε προδίδει.
Μικραίνει και προειδοποιεί
αλλά αρνείται να εκφραστεί.
Ένα μικρό βήμα συμπίπτει με
μια συλλαβή μόνο, με μια ανάσα,
με το φρρ του περιστεριού
και την κίνηση των ματιών σου
που δεν αντιστέκονται στην προδοσία
του κορμιού — σε ξεπέρασε
όπως έναν έρωτα χωρίς εξήγηση
για να καταλάβεις την έννοια
της αυστηρής απουσίας.
*
θλιμμένη τίγρη που περπατάει ώρες και μέρες
η προπέλα του έρωτα διαμελίζει το κορμί μου
στον κόσμο των αφρών.
Ξημερώνει, βραδιάζει και ο Ορφέας ταξιδεύει.
*
Όταν δεν είσαι ο εαυτός σου
είσαι η βροχή
που χτυπάει στα μάτια.
*
Η νύχτα σε φέρνει μέσα απ’ τα σκοτάδια
και παύει να ‘ναι νύχτα.
Η μέλισσα σου μιλάει με το μισό κορμί
στο μέλι και το άλλο μισό στον ουρανό.
Εσύ γέρνεις μια κατά την μέλισσα
και μια κατά τη νύχτα.
Πού είναι η γραμμή
εκείνη πάνω απ’ τα χείλια σου;
*
Το απόγευμα
παρουσιάζεται η χρυσόμαυρη πεταλούδα.
Φτερουγίζει σε κύκλους μπροστά
στ’ αφοσιωμένο βλέμμα
της κοιλάδας των ματιών του.
Ζαλισμένη απομακρύνεται για τη θάλασσα.
Οδηγεί την κοιλάδα των ματιών του μαζί
μέσα απ’ το χρυσό μονοπάτι.
III
Ταχυδρομώ εξπρές τη ζωή ενός μήνα
στο χτήμα με τα λιόδεντρα.
Το γραμματόσημο δηλώνει επίσημη πραγματικότητα:
πύραυλος που σπρώχνει τη μελαγχολία στο διάστημα.
Στην κορνίζα του καθρέφτη είναι χωμένο το γράμμα.
Γέρνουν τα δυο πρόσωπα να το διαβάσουν.
Τα χείλια ανοιγοκλείνουν:
«Σας φιλώ με αγάπη.»
*
Την ημέρα οι γόνδολες κοιτάζουν τον ουρανό.
Το βράδυ φιλοξενούν τις μυρωδάτες κοιλιές κοριτσιών
που μοιράζουν ρόδα στους αγγέλους των μπαλκονιών.
*
Ανοίγουν τα παράθυρα
κι’ ο έρωτας πετάγεται
μαζί με τα πουλιά.
Στους δρόμους τα πρόσωπα
παραμένουν αφύλαχτα
με μάτια σαν ανοιχτά παράθυρα
περιμένοντας την επιστροφή του έρωτα.
*
Μέχρι που να ‘ρθει ο χειμώνας
περιμένω μπρος στα σκαλιά της εκκλησίας
όχι για να προσευχηθώ αλλά
για να φανερώσω μια σιωπή
στους αγίους με τ’ αυστηρά πρόσωπα.
*
Είναι ο καιρός θάλασσα
και τα φτερά της νύχτας μοναξιά.
Κλείνω τα παντζούρια με μανία
φέρνοντας την παλάμη δίπλα στην άλλη
για να προσευχηθώ στον ίσκιο της νύχτας.
*
Μια ένταση κόκκινη
σαν ερωτικό αδιέξοδο
χορδή της ύπαρξης και μόνο
δίπλα στα μάτια με τις ακτινωτές ρυτίδες.
0 έρωτας μαζί του χρώμα
που δεν μοιάζει με τις παπαρούνες.
Το παίρνουν τα ποτάμια και το φυλάνε
σε σπήλαια ιερά που αντέχουν
περισσότερο απ’ την ερωτευμένη καρδιά.
Τα ποτάμια δεν την ξεχνούν.
Ασταμάτητα τη διασχίζουν
με ρεύματα φερμένα από μακριά.
*
Ύστερα μάθαμε απ’ την εμπειρία τους
ότι παρακολουθήσανε μονόπρακτο
παιγμένο στο φόντο
μακρόσυρτων σκιών που
όλοι είχανε καρφιτσώσει στο πέτο.
*
Μίλα με τα πουλιά όχι με τους ανθρώπους
Μίλα με τις καλοκαιρινές φωτιές όχι με τα ποτάμια
Μίλα με τους άφαντους ποιητές όχι με τους ηθοποιούς
Που παίζουνε Σοφοκλή, Αισχύλο, Ευριπίδη.
Μίλα με τον Τειρεσία όχι με την ξέμυαλη γειτόνισσα
Μίλα με τον αγέννητο έρωτα όχι με τον εραστή
Μίλα με την αμαρτωλή στιγμή όχι με τους εραστές
Μίλα με το καράβι όχι με τον πόθο του ταξιδιού
Μίλα με τις τολμηρές γυναίκες όχι με τις γοργόνες
Που λατρεύουνε τα κορμιά τους στην μπλε κόλαση
Μίλα με τις γυναίκες που υφαίνουνε σαν να τις έχουνε
Καταραστεί οι άντρες τους όχι με τις αναμνήσεις.
Μίλα με το στόμα στ’ άλλο στόμα.
Σύχασε
Σου μιλάω
.
ΣΤΗΒ ΟΛΙΒΕΡ, ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΗΧΩΝ (2005)
ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΟΝΕΙΡΑ, ΟΥΡΑΝΙΑ ΚΤΙΡΙΑ
ΠΙΑΝΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ να ξαφνιάζεται με ασήμαντα πράγματα στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο. Τα νερά στο δικό μου ποτάμι ταράζονται.
Τα απομεινάρια της ημέρας γλιστρούν στη νύχτα.
Οι ελάχιστοι φίλοι με κοιτάζουν απορημένοι: «Στηβ, η δουλειά σου διαθέτει μεθοδικότητα και σενάριο. Ξέρεις πόσο σε ζηλεύουμε. Τι σε πιάνει και
ξαφνιάζεσαι τόσο εύκολα;» Αποφεύγω ν’ απαντήσω. Ξέρω ότι δεν υπάρχει
απάντηση.
(Χτυπά το τηλέφωνο.)
— Παρακαλώ.
— Ο κύριος Όλιβερ;
— Ο ίδιος. Ποιος στο τηλέφωνο, παρακαλώ;
— Είμαστε απ’ την εταιρία. Είναι επείγον!
— Ναι, σας ακούιυ, τι τρέχει;
— Συλλάβαμε μερικούς σπάνιους ήχους και πρέπει να γίνει διάγνωση.
— Τι ώρα τους συναντήσατε;
— Λίγο πριν το σούρουπο.
— Ασφαλίστε τους και θα κάνω τη διάγνωση νωρίς αύριο το πρωί.
— Εντάξει, θα τους ασφαλίσουμε στ’ ονειροκιβώτιο. Δεν θα τους πειράξει κουνούπι. Ευχαριστούμε κύριε Όλιβερ, καλές γιορτές!
— Επίσης, καλό βράδυ!
Αν συνδέσω καλύτερα τους άξονες της περιγραφής θα ξεγελάσω την προσωρινή ανία κάτω απ’ το τεράστιο φθινοπωρινό δένδρο, πάντοτε μέσα στην πόλη.
Η εταιρία στην οποία εργάζομαι διαθέτει σπουδαίο αρχείο. Σκοπεύει να ιδρύσει μουσείο ήχων, παρόμοιο με πεδίο μάχης. Οι επισκέπτες θα φοράνε
ειδικές στολές προς αποφυγή τραυματισμών.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα βίαια ακούσματα προκαλούν ψυχικό κλονισμό. Λυπάμαι, λιγοστεύει ο χρόνος και δεν προλαβαίνω να σας εξηγήσω περισσότερα. Τι κρίμα! Με πνίγουν ανούσιες λεπτομέρειες. Αδύνατον να ξεφύγω. Καταδικασμένο έντομο της πόλης, φτερουγίζω στα ουράνια κτίρια.
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ
1.ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Τι κρίμα κυρία Κίρκη! Χάνω την ευκαιρία να μεταμορφωθώ. Ουφ, ξέμπλεξα με το μυστηριώδες άγνωστο. Ζήτω το προβλέψιμο! Και το κατακάθι των φόβων; Ξεχνάς ότι τους καταπολεμάς με την τεχνολογία! Διαθέτω μέτρια χρήση γλώσσας, άριστη τεχνολογία στη δουλειά και στο σπίτι. Αδιαφορεί με ευγενικό χαμόγελο για το εάν πρόκειται να χαθούν οι ισορροπίες. Κατάφερα επιτέλους να διασχίσω έναν ολόκληρο αιώνα, μάρτυράς μου η χιονόλευκη γενειάδα. Επιβιώνει) στήθος με στήθος ανάμεσα σε χιλιάδες λέξεις. Πραματευτής στο θεοπάλαβο τσίρκο των θνητών, κουβαλώ φανταστικές ιστορίες στην πλάτη.
Από πόλη σε πόλη, σφάλμα και αμαρτία τείνουν προς εξαφάνιση. Ξυπνάμε απ’ τη νάρκη στ’ όνομα του χρήματος, της ηδονής. «Σημασία έχει ότι αντιδρούμε», σκέφτηκα. «Αντέχεται η ηδονή χωρίς αμαρτία;», ρώτησε ο απέναντι ουρανοξύστης. Έβγαλα ψύχραιμα τα γυαλιά ηλίου, υψώνοντας το βλέμμα. Η φωνή της ύλης συνέχισε: «Μήπως η ηδονή φλέγεται από ανία, ενώνεται αρχικά με την ύλη, ύστερα συγκρούεται, εξουδετερώνεται στ’ όνειρο;»
Το προπατορικό αμάρτημα ξεπλύθηκε στο χρηματιστήριο. Από έννοια
εξελίχθηκε σε ύλη. Έκρουσε σήμα κινδύνου. Ο κίνδυνος χτύπησε και την
πόρτα της Λογοτεχνίας. Εκρηκτική, ευάλωτη, αισθαντική η αφεντιά της,
εγκατέλειψε τον επισκέπτη, τον όποιο κίνδυνο, το ίδιο απόγευμα. Βρόντηξε
την πόρτα, κατεβαίνοντας με πείσμα τις σκάλες. Το ίδιο απόγευμα, την είδα
πάνω στη σχεδία, να μετατρέπεται σε Οδυσσέα, χωρίς Ιθάκη, να νοιώθει εξόριστη στην αμαρτία της, επειδή όλα είναι ύλη.
Προτείνω λοιπόν να παγώσετε το χρόνο με αμήχανο μειδίαμα. Μάρτυρες της μεγάλης εξόδου της Γραφής, διατηρήστε τις απορίες. Σε στιγμές υψηλού κινδύνου, προέχει η κατανόηση.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ-ΔΕΝΔΡΟ
ΟΙ ΠΡΟΒΟΛΕΙΣ ME ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΓΟΝΑΤΙΣΜΕΝΟ μπροστά σε δύο γάμπες. Η θέα εξαντλήθηκε σ’ ένα ζευγάρι γυαλιστερά, ψηλοτάκουνα πέδιλα κι ένα λουράκι δέσμευε τους λεπτούς αστράγαλους.
— Οου, συγγνώμη. τσίριξε το θηλυκό, για την ακρίβεια το κορίτσι του Θόροου.
(Πετάχτηκα σα να με χτύπησε κεραυνός.)
— Παρακαλώ, περάστε.
— Αου, δεν πειράζει.
(Σκύβει, ακριβώς όταν τελειώνει την πρόταση και ισιώνει την κάλτσα στο
δεξί πόδι. Σηκώνει τη φούστα. Η δαντέλα ανεβαίνει περήφανα. Εκεί, στηριζόταν η ζωή μιας ζαρτιέρας. Συνέχισε με τ’ άλλο πόδι.)
— Μπορείτε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε; Φοβάμαι μη τη σκίσω. Να,
δείτε τα νύχια μου. Αρνούμαι να σκύψω για δεύτερη φορά. Παραδίνομαι.
Μακάρι η μεγαλοψυχία σας να μας σώσει όλους εδώ μέσα. Ίσως τότε επιστρέφουμε στην επίγεια ζωή. Ίσιος τότε ξαναδούμε το φως του ήλιου, ίσως ξαναζήσουμε έρωτες.
— Ορίστε, να σας βοηθήσω, είπατε; Χμ…
(Πριν από μερικά χρόνια, ένα κοπάδι με ηλιοτρόπια έγερνε το κεφάλι του
στο δειλινό. Επιστρέφαμε απ’ το αγρόκτημα, όταν εσύ αδελφέ κατέβαινες στ’
άδυτα. Τι γυρεύω εδώ κάτω μου εξηγείς; Τι μ’ έπιασε και χρησιμοποιώ την
απουσία σου μπροστά σε μία ωραία γυναίκα. Ντροπή μου! Γούρλωσα τα μάτια και συγκεντρώθηκα. Η γυναίκα έτεινε το πόδι. Τα χέρια μου, άγκυρες ριγμένες στη δαντελωτή φούστα.)
— Να, φοβάμαι μήπως…
Το κλαρινέτο σκόρπιζε τις σκιές. Διάβαζα τα σαρκώδη χείλη της. Απαιτητικό κείμενο. Κατέβασα το πηγούνι αργά. Σχεδόν νωχελικά. Δέχτηκα την παράκληση και ξαναγονάτισα. Η κόλαση ή ο παράδεισος μετρήθηκαν με δύο κινήσεις: πρώτα τράβηξα κι ύστερα στερέωσα τη δύναμη των χεριών στη σούστα.
— «Ελάτε, συμπαθητικέ κύριε. (βιαστείτε». είπε με νάζι η καλλονή. «Τι θα
λέγατε για ένα ποτό; Χρωστάω κέρασμα. Αποκλείεται να ξεφύγετε. Είμαστε
αιχμάλωτοι».
Ζέσταινα το προφίλ στα γόνατα της τραγουδίστριας. Αφουγκραζόμουν
την ιστορία όπως έκανα μικρός με τα δέντρα. Κουλουριασμένος πάνω στη
γυναίκα-δέντρο έμοιαζα με ωραιότατο θύμα. Όφις στο καλοκαίρι του κορμιού της.
«Αχ. μη γελάτε άλλο σας παρακαλώ Θα τσακιστώ αγαπητέ μου. Θα πέσω
πάνω σας… αχ!»
ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΑ ΣΩΘΙΚΑ
1.Ο ΕΝΟΙΚΟΣ
Ο χρόνος κατοικούσε στους πνεύμονες. Ζούσε στη δική του καμπούρας
τυφλός στον ανεμοστρόβιλο των λεπτών. Τα γεγονότα, ληγμένο εισιτήριο.
Σπανίως του κρατώ κλειστή την πόρτα. Εμπρός χρόνε, γίνε ματιά, δαγκωματιά στο στήθος του ερωτευμένου, λειψό μαγιάτικο φεγγάρι, απορία στους σπόνδυλους της Γραφής.
Πόσο χρόνο καταναλώνει η Γραφή εν αγνοία μας; Πως ελίσσεται στα κενά; Εδώ, αγαπητοί μου φίλοι, χρειάζομαι τη βοήθειά σας. Η Γραφή δανείζεται απ’ τον προσωπικό μας χρόνο, αναδιπλώνεται, γλιστρά στο στομάχι. Δεν κάνει διακρίσεις. Κολυμπά στις αρτηρίες, αρχαίο ψάρι, υπηρέτης του Ομήρου.
Περνούν, λοιπόν, τα χρόνια κι ο χρόνος των λέξεων ταξιδεύει στον πατέρα χρόνο. Ατενίζει τους αναγνώστες, αναπαύεται στα βλέμματα, δύει στην ψυχή. Συρρικνώνεται στο τοπίο, κυρίως όταν τον διαπερνά, τον διακόπτει το τρένο της μνήμης.
Ταράζεται ο χρόνος των λέξεων. Αποβιβάζεται η Γραφή. Στο κενό αυτό
ποντάρει η ειρωνεία. Καλείται ο ρόλος των συγγραφέων. Τυφλωμένοι από
κατάχρηση χάνουν τα χνάρια της. Χαριτολογούν, χτυπιούνται σα χταπόδια.
Σε ποιον Τειρεσία θ’ αποταθούν;
Ένα μεταλλικό κουτί στο παγκάκι, μου άναψε την περιέργεια. Χαμήλωσε το αληθινό πτηνό, έσκυψε να φλερτάρει τα πουλιά στην εικόνα. Άνοιξη, το κάρο σταματημένο έξω απ’ την αγροικία. «Τιτ-τατ» το πουλάκι, με λίγο πορτοκαλί στο λαιμό. Πάλι το γνωστό «τιτ-τατ». Ξεροκάταπια. Λύγισα στην ιδέα ότι μπορεί να είχε μεταμορφωθεί ο τρομερός —πως τον λέγανε— απ’ το Χάρλεμ Μπαρ. Με τα χέρια γροθιά στις τσέπες, βρήκα καταφύγιο σε μέρος σκιερό.
Υπάρχουν ειρωνείες κι ειρωνείες. Τίποτε όμως δεν είναι δεδομένο και,
για να περνάμε καλά, συμβιώνουμε με τις πιο αιχμηρές.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΛΕΥΚΟΣ ΚΑΜΒΑΣ
ΕΥΗ ΜΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
poeticanet
Ύλη βυθισμένη στο νερό…
Λιβάδι θαμμένο στο χιόνι…
Το ποτάμι αναστατώνεται…
Το πρόσωπό σου,
πέλαγος από βεγγαλικά….
Άνθρωποι βράχια…
Το ποτάμι κοιμάται βαθιά…
διώχνω τον άνεμο
απ’ το σπίτι για να μπει φως…
Η απουσία σου,
ίσκιος στους αμμόλοφους…
Αγαπημένη, όνειρο
από πέτρα κι ασβέστη…
Η μόνη παρηγοριά,
το σώμα σου,
ένας μεστός αμπελώνας…
Τα τέσσερα μη αναγώγιμα στοιχεία της πραγματικότητας –ο αέρας, η φωτιά, η γη και το νερό- συστήνουν επίσης και το ποιητικό σύμπαν της τρίτης ποιητικής συλλογής, με τον τίτλο «Λευκός Καμβάς», της Αναστασίας Παρασκευουλάκου. Αυτά τα τέσσερα στοιχεία των όντων, θεμελιώδη στη σύλληψη του κόσμου από την αρχαία σκέψη μέχρι τη φυσική θεωρία του Λαβουαζιέ, βρίσκονται στον πυρήνα της ποιητικής της κοσμολογίας, στο εσωτερικό μιας «γεωγραφίας του όλου», όπου παραμένει σε ετοιμότητα το βλέμμα της αποφασισμένης «να φωτογραφίζει εκτός συνόρων» ποιήτριας.
Αέρας : ανάσα και αιθέρας· σύννεφα· άνεμος, «νηπενθής άνεμος», «τα μαλλιά σου ανεμίζουν στην κόλαση της πόλης»· θύελλα, «πολύ φως να σηκώνει θύελλες»· αέρηδες που δαμάζονται με μια αγκαλιά στα σκοτάδια και επιθυμίες που «σαρώνουν την πόλη» όπως οι θυελλώδεις άνεμοι.
Φωτιά : στο φως, στον ήλιο, στη λάβα που σκεπάζει τη συνείδηση με το πέρασμα του χρόνου, στις σκέψεις που «πυρπολούν το φως του έρωτα», στο ποιητικό «εγώ» που φλέγεται με την απουσία του άλλου προσώπου, απουσία που γίνεται «έγκαυμα», η φωτιά που καίει την ανθρωπότητα.
Γη : έρημος και στέπα, λιβάδι και βράχια, φυσικό και αστικό τοπίο, πόλεις, πάρκα με ερωδιούς και σταθμοί τρένων, πέτρες και ορυκτά, ασβέστης και ρίζες, αμμόλοφοι, μονοπάτια, κτίρια, δάση, καλαμιές, σπίτια, δέντρα-κουφάρια και τοίχοι.
Νερό : το επικρατέστερο όλων· στη χώρα του «Λευκού Καμβά» το νερό είναι ουσία –το αμετάβλητο στοιχείο όλων των μεταβλητών μορφών, πρωταρχική αιτία και κατεύθυνση των πάντων, «Ὠκεανόν … θεῶν γένεσιν», αφήγηση ρευστή, ρέουσα, που διαπερνά την ποιητική ύλη, «ύλη βυθισμένη στο νερό», «η γεύση των νερών, ολότελα εσύ»· ποτάμια – «Το ποτάμι αναστατώνεται», «Η βροχή δυναμώνει στο ποτάμι», «τα νερά στο ποτάμι αλλάζουν χρώμα», «Τα νερά στο ποτάμι σκοτεινιάζουν», «Το ποτάμι κοιμάται βαθιά/ Ανασαίνω στην αγκαλιά σου/ Χαμογελάς και, τότε,/ πυκνώνει το σκοτάδι στα νερά »· θάλασσες – «Σε περιμένω τις νύχτες,/χορτασμένος από σκοτάδι/στο βράχο της θάλασσας», «Αντικρίζω τη θάλασσα,/ εσένα», θάλασσα που αγρίευε -«θάλασσα του κορμιού» και λέξεις που «παφλάζουν» και «χτίζουν θάλασσες», «πέλαγος από βεγγαλικά», η «αγαπημένη …ποίημα ενάντια στο χρόνο με μάτια ωκεανούς», παλίρροιες, κύματα, «η αντάρα των κυμάτων», η κίνηση, η σύγκρουση με το άλλο πρόσωπο, «δεν έχει κύματα η μοναξιά»· νερά του καιρού – βροχή, καταιγίδα και χιόνι· ύδατα πραγματικά και αλληγορικά, «μελαγχολία που στάζει από το σώμα της σιωπής», «το υπάρχω μετριέται μ’ ένα ποτήρι νερό».
Μορφές που αλλάζουν, ένας κόσμος σε διαρκή ταραχή, «θρυμματισμένος κόσμος», «Δαιμονισμένοι εξουσιαστές/καταναλώνουν ψυχές», «κτίρια σαν άνθρωποι καταρρέουν», θραύσματα, κραυγές, η «τρέλα του τρόμου», «η απειλή κάλπαζε», «στην κόλαση της πόλης», άνθρωποι που πηδούν από ορόφους –«ο φόβος ωθεί σε άλματα»- «ακολουθεί η κάθοδος των σωμάτων». Μορφές που συντίθενται και αποσυντίθενται, άπειρες γεννήσεις και θάνατοι, άπειρες ενώσεις και διασπάσεις των τεσσάρων απλούστατων οντοτήτων. Τέσσερα συστατικά στοιχεία του αισθητού κόσμου όπως για τη γλώσσα στοιχείο είναι το γράμμα στη γραφή, στο ποίημα η λέξη. Τέσσερις στοιχειακές δυνάμεις-οντότητες που πλησιάζονται και απομακρύνονται με τη βοήθεια δύο ποιητικών δυνάμεων, της αγάπης και του μίσους, της ειρήνης και του πολέμου.
Μορφές που απομακρύνονται και σμίγουν. Καταστροφή και δημιουργία. Φθορά και σωτηρία. Ένωση-έρωτας. Έρωτας που «ξελόγιαζε την πόλη», που γεμίζει τα σκοτάδια όταν η αγαπημένη «ρίχνει τις χάντρες στα αστρικά μονοπάτια» και όταν η αγαπημένη πλέκει «το νήμα του έρωτα γύρω από τα κτίρια», καταλαγιάζει «στα βλέμματα ο φόβος», έρωτας «που έχει απομείνει/με τα φρούτα στο τραπέζι» και επιβεβαιώνεται στο βλέμμα, που φυλακίζεται στην αφήγηση, που «διατηρεί αθεράπευτα σημάδια/με τη μυρωδιά σου»· έρωτας -«αγαπημένη,/να κοιταχτούμε/από έρωτα να σκιρτήσουμε»· έρωτας -«Αν ρωτήσεις το ποτάμι,/γνωρίζει λεπτομερώς τον έρωτά μας»· έρωτας- «Γραπώνομαι στον ιστό/ μιας τυχαίας ανάμνησης,/αντίδοτο,/λέπι έρωτα». Έρωτας που φέρνει «ώρες στάσιμες/κι η γαλήνη εδώ μέσα,/εντυπωσιάζει/ σαν να χτυπήθηκε/ το σύμπαν από έρωτα». Έρωτας που οδηγεί στην ακινησία, «όπως τα μυρμήγκια/ ακολουθούν επιμελώς/ το μονοπάτι/ προς τη σιωπή του έρωτα».
Έρωτας – ειρήνη μέσα σ’ ένα πολεμικό τοπίο, στον πόλεμο της πόλης –«η πόλη προδίδει», «Η πόλη-σαύρα/ τρώει την ουρά της», είναι γεμάτη εγκληματίες και δολοφονημένους, «δαιμονισμένους εξουσιαστές» και αναλωμένες ψυχές, «η πόλη μάς κυνηγά/με λογική από σκουριασμένο ατσάλι», «μάς σφράγισε το βλέμμα», η πόλη «σελίδα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα». «Ένας αθροιστικός πόνος/ αντικαθιστά τις λέξεις/σαν να μην υπήρξε ποτέ ο λόγος». Η απουσία του λόγου, κι αυτή ακινησία, παγετώνας, «Κρυσταλλωμένες σκέψεις/ανάμεσα σε κλαδιά», η «σιωπή της γλώσσας» που «στάζει μελαγχολία», η βουβαμάρα της απουσίας του λόγου, «η βουβαμάρα της ύλης». Κενό, λευκό. Λευκό χαρτί, λευκός καμβάς. Το μεταίχμιο από το «μη είναι» στο «είναι» της γραφής.
Από τη μια μεριά των συνόρων σιωπή και ακινησία, παγερός χειμώνας, λευκός καμβάς, λευκό κενό. Από την άλλη μεριά των συνόρων μαίνεται ο πόλεμος -«Πόλεμος στις τηλεοπτικές οθόνες./Ποιος είναι ποιος,/ποιος εκδικείται ποιον.» «Η τηλεόραση βουίζει,/ κέρινα πρόσωπα,/ βλέμματα ζωντανά-νεκρά», «φιγούρες …με κατεβασμένα πρόσωπα», «άνθρωποι βράχια». «Πέφτει το δόρυ,/ κινδυνεύει η ανθρωπότητα/ και δεν ξέρεις αν θα ρίξει/ καταιγίδα ή θάνατο». Στην πόλη –«στην κόλαση της πόλης»- μαίνεται ο πόλεμος, «Όπου και να κοιτάξεις,/ το θανατηφόρο/ στους δρόμους/ εγκλωβίζει», «Κάθε αναπνοή κι απειλή». Εγκληματίες και τρομοκράτες, «ανέραστοι εκτελεστές» που εξορίζουν την αγάπη και «πόσο ν’ αντέξει κανείς/χωρίς αγάπη».
Η ποιήτρια –«ποιητής» στο ανεστραμμένο είδωλο του θηλυκού εαυτού- του εαυτού τρομοκράτη, συσσωρεύεται «στο πριν της αγάπης», στο εσωτερικό της πόλης-σαύρας, είναι η ίδια/ο ίδιος μια πόλη με απρόσωπα κτίρια, όχι μία από τις αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο, τις λεπτόπλοκες, τις υδάτινες, τις ιδεατές πόλεις, θρονιασμένες στο ενδιαίτημα της αφήγησης, αλλά μια πόλη με καταργημένη την καθημερινότητα, με το φόβο της απώλειας του προσώπου, με την αγωνία της αναζήτησης του άλλου προσώπου, μια πόλη στοιχειωμένη από απώλειες σε σπίτια στοιχειωμένα από απουσίες, σπίτια-καταφύγια, όπου τρέχει κάποιος τρομαγμένος στο τέλος της ημέρας, ξεγλιστρώντας «από την τρέλα του κόσμου», μπαίνει στο σπίτι για να φάει ρόαστ μπιφ και να θέσει σε λειτουργία την καφετιέρα, μένει στο σπίτι «δέσμιος στην πολυθρόνα/με μια κουβέρτα ριγμένη στα πόδια», μένει στο σπίτι για να δει ειδήσεις σχετικά με τον πόλεμο που μαίνεται εκεί έξω, από την άλλη πλευρά των συνόρων. Μένει εκεί καθηλωμένος/καθηλωμένη και εμμένει «σε λεπτομέρειες/η χειρότερη παρτίδα με το χρόνο», παραμένει «δέντρο/ πάνω σε βράχια», μετρά σιωπές, ώρες στάσιμες, ώρες γαλήνης, «η εποχή περνά στην επόμενη,/με τη ζωή στις διαστάσεις/ενός μελανοδοχείου», στο κενό της αγλωσσίας «Γλώσσα δεν έχω,/έχω φτωχύνει στην ανάγνωση,/λίθος στη θύρα του χρόνου», περιμένοντας με κλειστά μάτια «το απογευματινό φως/ να σου φέρνει όση γλώσσα/χρειαζόταν να γράψεις», «Η ίδια, ποίημα/ ενάντια στο χρόνο», επιλέγει το λευκό, επιλέγει το κενό. «Πάνω στον λευκό καμβά/ το κενό μοιάζει με τοίχο./Στο επόμενο λεπτό με λιβάδι», μετρά ώρες, μετρά σιωπές, «Η χρονιά βούλιαξε στο τίποτα» και «Ο καμβάς παραμένει λευκός». «Στη στέπα του δωματίου» «το ιστιοφόρο της σκέψης ταξιδεύει», «σκέψεις πυρπολούν/το φως του έρωτά μας./Σκέψεις/οι χειρότεροι τρομοκράτες».
Λευκός καμβάς, οθόνη προβολής της αστικής ζωής, «τι είναι κόσμος/τι θα πει ζωή σε μια ιστορική πόλη». Την ίδια στιγμή στην πόλη «θραύσματα/ατσάλι/κραυγές./ Ένα μαύρο σεντόνι/κόντρα στον ήλιο». Λευκό-ακινησία, μαύρο-σύγκρουση, μάχη. Αγωνιστές και αγωνίστριες συγκρούονται με την πραγματικότητα. Η ποιήτρια Κατερίνα Γώγου για την «αποκατάσταση του μαύρου». Η ποιήτρια-«ποιητής» Αναστασία Παρασκευουλάκου : «στη στέπα του δωματίου/μάχομαι τους εγκληματίες με στίχους».
Καθηλωμένη μπροστά στον Λευκό Καμβά, στο λευκό χαρτί, μια άλλη tabula rasa, ένα κενό ερμάριον, παραφυλάει τον στίχο να τον σκοτώσει, στο «χτες μόλις» της Άννας Αχμάτοβα. Η ποιήτρια είναι στο χθες, με την αγάπη για την ομορφιά προδίδει την επανάσταση. «Οι κωδικοί της αφήγησης με κρατούν άυπνο», «Με συντηρούν λέξεις,/αποφεύγω/την αγωνία του ωραίου». Αιωρείται στο μεταίχμιο της ποιητικής της ύπαρξης «καθηλωμένη μπροστά λευκό καμβά/με το λευκό να σε (τη) γδύνει». «Ποιος είναι έτοιμος για όλα;» Κίνηση από το μηδέν στο σύμπαν, από τον άγραφο πίνακα στο παλίμψηστο των εμπειριών, «στο δαιδαλώδες των λέξεων, /με ό,τι ορυκτό ξεβράσει/στο ημίφως της ψυχής», σε μια μεταιχμιακή στιγμή «σαν να πρέπει να πεθάνω/και να μη γίνεται». Κίνηση του βλέμματος μέσα από λέξεις, μέσα στη γλώσσα «δολοφονώ τη σιωπή/ και σε φαντάζομαι/πιο γινωμένη/μετά την καταστροφή,/έτοιμη για έρωτα».
Τέσσερα συστατικά στοιχεία του αισθητού κόσμου, δύο ποιητικές δυνάμεις. Μετά το νείκος επιστροφή στη φιλότητα. Μετά τον πόλεμο, επιστροφή στην αγάπη, «Πιστεύω στην αγάπη». Η ποιητική δημιουργία σε ένα κυκλικό εμπεδόκλειο σχήμα. «Πραγματικό και φανταστικό που εμπλέκονται στη θέρμη μιας αγάπης». Η ποιητική ύλη στη διαδρομή από την ύλη-δύναμη στην ύλη-ενέργεια, από το άγραφο χαρτί στο ποίημα από τα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία-λέξεις στον ποιητικό λόγο, γιατί «η ιδέα περνάει στην πράξη», ο έρωτας κυβερνάει την δημιουργία και η δημιουργία όταν «το λείψανο του λευκού καμβά/ανάβει με πάθος» επιστρέφει σ’ αυτόν.
Το σύνορο που χωρίζει τον κόσμο εκεί έξω από την εσωτερική επικράτεια είναι διπλής κατεύθυνσης. Φωτογραφίζεις το πέραν το συνόρων και την ίδια στιγμή στρέφεσαι προς την εσωτερική θέα. Με ένα θάνατο, του λευκού κενού, δίνεις ζωή σε μία αφήγηση και φυλακίζεις σ’ αυτή τον έρωτα που ήταν εξολοκλήρου ζωοδότης της αφήγησης. «Μέσα στο λευκό κενό/βλέπω στίχους/ να φυτρώνουν στο κορμί σου,/λέξεις/από τη δική σου σάρκα»
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ
Μία συνέντευξη και τρία ποιήματα του Αμερικανού ποιητή Φίλιπ Λεβίν
Μετάφραση: Αναστασία Παρασκευουλάκου
Η Ευσπλαχνία
Το πλοίο που πήγε τη μητέρα μου στο Έλις Άϊλαντ
ογδόντα τρία χρόνια πριν λεγόταν «Η Ευσπλαχνία».
Θυμάται που δοκίμασε να φάει μία μπανάνα
χωρίς πρώτα να την ξεφλουδίσει και αντίκρισε το πρώτο της πορτοκάλι
στα χέρια ενός νεαρού Σκωτσέζου, ενός ναυτικού
που της πρόσφερε να το δοκιμάσει, της σκούπισε το στόμα
με μία κόκκινη μπαντάνα και της δίδαξε τη λέξη,
“πορτοκάλι”, λέγοντάς την υπομονετικά ξανά και ξανά.
Ήταν ένα μακρύ φθινοπωρινό ταξίδι, οι μέρες σκοτείνιαζαν
με τα μαβιά νερά να ηρεμούν καθώς έπεφτε η νύχτα·
ύστερα, τίποτε, όσο εκείνη κοιτούσε ανεμπόδιστα μακριά,
ακολουθώντας με το βλέμμα τα πέρατα της δημιουργίας.
Προσευχήθηκε στα Ρωσικά και στα Γίντις
να βρει την οικογένειά της στη Νέα Υόρκη,
ανήκουστες προσευχές ή παρεξηγημένες ή ίσως αγνοημένες
απ’ όλες τις δυνάμεις που σάρωναν τα κύματα του σκότους
προτού εκείνη ξυπνήσει, πράγμα που κράτησε το πλοίο στη θάλασσα
καθώς η ευλογιά έπληττε τους επιβάτες
και το πλήρωμα· μέχρι κι οι νεκροί θάβονταν στη θάλασσα
με παράξενες προσευχές σε γλώσσα που δεν μπορούσε να καταλάβει.
Διάβασα για το πλοίο «Η Ευσπλαχνία» στις κιτρινισμένες σελίδες ενός βιβλίου
που βρήκα σε μία αίθουσα της βιβλιοθήκης χωρίς παράθυρα
στην 42η οδό, ότι κρατήθηκε τριανταμία ημέρες
σε καραντίνα μακριά απ’ την ακτή πριν γίνει η αποβίβαση.
Η ιστορία τελειώνει εκεί. Άλλα πλοία έφτασαν
όπως το “Τάνκρεντ” απ’ τη Γλασκόβη, “Ο Ποσειδώνας”,
καταχωρημένο ως Δανέζικο, το “Ουμπέρτο IV”,
μία λίστα με ατέλειωτες σελίδες, ο Νοέμβριος
υποδέχτηκε το χειμώνα και η θάλασσα μαινόταν σ’ αυτή την ξένη ακτή.
Ιταλοί ανθρακωρύχοι απ’ το Πιεμόντε έσκαβαν
κάτω από πόλεις στη δυτική Πενσυλβανία
μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψουν τον ίδιο εφιάλτη
που άφησαν στην πατρίδα. Ένα εννιάχρονο κορίτσι ταξιδεύει
όλη νύχτα με το τρένο με μία βαλίτσα κι ένα πορτοκάλι.
Έτσι έμαθε πως η ευσπλαχνία είναι κάτι που μπορείς να τρως
επανειλημμένα, καθώς ο χυμός κυλάει
στο πηγούνι σου, μπορείς να τον σκουπίσεις
με την ανάστροφη της παλάμης, χωρίς ποτέ να μπορείς να χορτάσεις.
Το βράδυ γύρισε την πλάτη στη φωνή της
Περιμένει ένα χτύπημα στην πόρτα της
ή ένα γράμμα από κάποιον που δεν έχει γνωρίσει ποτέ;
Η βροχή και η νύχτα πέφτουν μαζί σαν ένα
όπως ήξερε ότι θα συμβεί. Σαράντα χρόνια πριν,
ένα γκρίζο ξενοδοχείο απέναντι απ’ το σταθμό.
Η αδερφή μου καθισμένη στην ξύλινη καρέκλα,
χέρια σταυρωμένα στην ποδιά, κοιτάζοντας κάτω,
χωρίς πλέον ν’ αναζητάει μία φωνή, δική σου ή δική μου,
φερμένη με τους νοτισμένους αέρηδες στα χρόνια της φτώχειας.
Αύριο, θα είναι 1956.
Οι σκιές δεν το γνωρίζουν,
ούτε ο γυμνός λαμπτήρας που ταλαντεύεται από πάνω,
ούτε τα φουσκωμένα νερά του ποταμού που πήρε τ’ όνομά του
απ’ τ’ άνθη της πορτοκαλιάς και της λάσπης, ούτε το φεγγάρι
που δεν του τραγουδάει κανείς. Εσύ και ‘γω, καθισμένοι
δίπλα-δίπλα, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο των αναμνήσεων,
το ξέρουμε τώρα. Σέρνεις τον δείκτη προς τα κάτω
στην καταγεμισμένη σελίδα και βρίσκεις τ’ όνομά της, ανορθόγραφο,
αλλά εδώ, τα τρία περίεργα, ξενικά ονόματα,
η μοναδική της ζωή στριμωγμένη στα χαλαρά γράμματα,
δεν φανερώνουν κάτι για τα χλωμά και δυνατά χέρια της,
τα μαύρα νύχια σπασμένα απ’ τη δουλειά ή πως η φωνή της
αιωρούνταν σαν καπνός σ’ εκείνο το άδειο δωμάτιο,
πως καλούσε και μας ξανακαλούσε δίχως λόγια.
Καπνός
Μπορείς να φανταστείς την ατμόσφαιρα γεμάτη καπνό;
Έτσι ήταν. Η πόλη εξαφανιζόταν πριν το μεσημέρι
ή και νωρίτερα; Δεν είμαι σίγουρος επειδή
το φως ερχόταν απ’ το πουθενά και πήγαινε στο πουθενά.
Αυτό συνέβαινε πριν χρόνια, προτού γεννηθείς, προτού οι γονείς σου
συναντηθούν σ’ ένα σταθμό λεωφορείων στο κέντρο της πόλης.
Εκείνη ερχόταν τις Παρασκευές μετά τη δουλειά
απ’ το Τολέδο και κείνος φορούσε το μοναδικό του κοστούμι.
Τότε, το λέγαμε ‘ένα ραντεβού’, μερικές φορές
‘ραντεβού στα τυφλά’, παρότι αλληλογραφούσαν
εβδομάδες πριν. Το τι πραγματικά έγινε έχει χαθεί.
Αποτελεί μέρος της μυθολογίας μιας οικογένειας,
οι ιστορίες που λένε τα παιδιά στο τραπέζι την ώρα του βραδινού.
Όχι, δεν είναι νεκροί, απλά αντιμετωπίζονται μ’ αυτόν τον τρόπο,
σαν αντικείμενα στραμμένα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
για να πιάσουν το φως, το φως που ξεχείλιζε απ’ τον καπνό.
Να πάω πίσω στην αρχή, επιμένεις. Γιατί γεμίζει
η ατμόσφαιρα καπνό; Είναι απλό. Είχαμε δουλειά.
Η δουλειά εξαρτιόταν απ’ τη φωτιά, χωρίς φωτιά
δεν μπορούσες ν’ ανασάνεις ή να κρατηθείς στη ζωή.
Βγήκαμε στον πρωινό αέρα ο Μπέρνι, ο Στας,
ο Ουίλιαμς και ‘γω, ήταν τέλη Μαρτίου, ένας νέος πόλεμος
ξεκινούσε στην Ασία ή πιο κοντά στην πατρίδα,
με σκοπό να μας σκοτώσει, αλλά για μια στιγμή,
δεν κουνιόταν φύλο στις γκρίζες λεύκες και οι φτελιές
ξεδίπλωναν τα κλαδιά τους. Για πρώτη φορά κατάλαβα
γιατί το φεγγάρι ανέτειλε κι έδυε, γιατί
εκείνη την μέρα δεν ήταν εκεί να χαιρετίσει και τους τέσσερις μας.
Πριν έρθει το λεωφορείο ένα μικρό μαύρο πουλί, στάθηκε
στο πεζοδρόμιο, ατρόμητο ή πληγωμένο, στρέφοντας το ράμφος του
προς τα πάνω σα ν’ αμφισβητούσε την ημέρα. “Ένα μωρό κοράκι”,
είπε κάποιος. Ο πατέρας σου γονάτισε στο βρεγμένο τσιμέντο,
το κουτί με το μεσημεριανό στο ένα γόνατο και έμεινε να κοιτάζει
ήσυχα για πολλή ώρα. «Ένα μαυροπούλι μακριά απ’ το σπίτι», είπε.
Ένας από τους τέσσερις μίλησε για τρυφερότητα,
μία λέξη που δεν είχα συνηθίσει, οπότε δεν ήμουν εγώ.
Το λεωφορείο πρέπει να έφτασε. Δεν βρίσκομαι εκεί σήμερα.
Τα παράθυρα λερωμένα. Ταλαντευόμασταν
στις σιδηροδρομικές γραμμές, απέναντι απ’ τη λεωφόρο Γουντγουάρντ,
με κατεύθυνση δυτικά, όπως κι ο ήλιος, κρυμμένοι στον καπνό.
(Από τη συλλογή Η Ευσπλαχνία, εκδ. Alfred A. Nopf, 1999)
***
Συνέντευξη
Έντουαρντ Χιρς: Ποιος είναι οι απόηχος της λέξης, «Ευσπλαχνία», στον τίτλο του νέου σας βιβλίου;
Φίλιπ Λεβίν: Η «Ευσπλαχνία» ήταν τ’ όνομα του πλοίου που έφερε τη μητέρα μου όταν ήταν κορίτσι απ’ την Ευρώπη στις ΗΠΑ. Όπως λέω στο ποίημα, «Η Ευσπλαχνία» είναι κάτι που εκείνη δεν μπόρεσε ποτέ εισπράξει αρκετά. Νομίζω ότι αυτό αντανακλά την αίσθηση που έχω για τον κόσμο, αν και δεν είμαι σίγουρος γιατί. Έχω λάβει ευσπλαχνία απ’ αυτούς που αγαπώ και, σχεδόν καθόλου, απ’ αυτούς που λανθασμένα νόμιζα πως με αγαπούσαν. Στο ποίημα μου, «Χάρτ Κρέιν – Γκαρσία Λόρκα», από τη συλλογή, Η Απλή Αλήθεια, αναφέρομαι σ’ έναν ανελέητο Θεό που φόρτισε τον ομιλητή –ξεκάθαρα ο εαυτός μου– μ’ αυτές τις φρικτές εικόνες, όπως του νεαρού γιου μου να πέφτει απ’ την οροφή στην οποία εργαζόταν και εικόνες του νεκρού πατέρα μου. Φοβάμαι ότι ζούμε στο έλεος μιας δύναμης, ίσως ενός άσπλαχνου Θεού. Κι όμως εισπράττουμε ευσπαλχνία από άλλους.
Χιρς: Η λέξη τρυφερότητα εμφανίζεται στο πρώτο ποίημα, «Καπνός». Πώς προκύπτει η αίσθηση τρυφερότητας στα ποιήματά σας;
Λεβίν: Σε αυτό το ποίημα παραθέτω τα ονόματα χαρακτήρων το πρωί μετά από μια νυχτερινή βάρδια όπως: Μπέρνι, Στας, Γουίλιαμς και το δικό μου. Ένας από εμάς –όχι εγώ– χρησιμοποίησε τη λέξη τρυφερότητα. Ξέρω ποιος ήταν, θυμάμαι τη στιγμή σ’ ένα μπαρ στο Ντιτρόιτ πριν από σαράντα επτά χρόνια. Ο Μπέρνι Στρέμπεκ και ’γω παρακολουθούσαμε αυτόν τον ωραίο, δεύτερης κατηγορίας, τραγουδιστή τζαζ και ο Μπέρνι, ο οποίος επηρέαζε την ψυχή μου, άρχισε να μιλάει για τρυφερότητα και πόσο, πάνω απ’ όλα, ήταν αυτό που επιθυμούσε. Δεν είχα ιδέα για τι πράγμα μιλούσε. Οι σκέψεις μου ήταν μεγάλες προς μία άλλη κατεύθυνση. Ο Μπέρνι ήταν ένας απίστευτα έξυπνος τύπος, πολύ ευγενικός και ευαίσθητος γι’ αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο στον οποίο δεν παρέμεινε για πολύ. Η μητέρα του ήταν και εξακολουθεί να είναι ένας απ’ τους ήρωες μου. Ο πατέρας είχε εγκαταλείψει την τετραμελή οικογένεια και τους υποστήριξε, δουλεύοντας νυχτερινή βάρδια στο Ford Rouge. Συν τοις άλλοις, η μητέρα του στήριξε απόλυτα την επιθυμία του Μπέρνι να γίνει ποιητής. Εμφανίζεται σε δύο ποιήματα στο νέο βιβλίο. Χρόνια αργότερα, άκουσα τον Γκάλγουεϊ Κίννελ να σχολιάζει πόσο εκτίμησε μία ποίηση τρυφερότητας και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω ένα δείγμα στο δικό μου έργο, στο οποίο τότε κυριαρχούσε η οργή προς τον Αμερικανικό ρατσισμό και τον Ιμπεριαλισμό. Στο βιβλίο, «1933», διακρίνονται οι πρώτες μου προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση.
Χιρς: Αναρωτιέμαι αν θα λέγατε κάτι για τους τρεις τελευταίους στίχους του «Ανακαλύπτοντας την Αμερική», (Reinventing America). Φαίνεται πως αποτελούν περιγραφή του Ντιτρόιτ της παιδικής σας ηλικίας. «…Ήταν απλώς ζωή του χωριού,/ ακριβώς αυτό που άφησαν οι γονείς μας στην Ευρώπη/ φερμένο στην Αμερική με καθαρή πίστη».
Λεβίν: Σχολιάζω τα αρχικά ανενεργά, φυλετικά και εθνοτικά μίση, αλλά, στη συνέχεια, ξέσπασαν σε βία. Έχω ένα προαίσθημα ότι τα δοκίμια του ποιητή Ουίλιαμς με τίτλο In Τhe American Grain, εμπνεύστηκαν απ’ αυτή την κοινωνική διάσταση. Η Ευρώπη δεν είχε ιδέα τι ήταν το Ντιτρόιτ –αν και σήμερα πρέπει να ξέρει– αλλά δεν υποτάχθηκε στον νέο κόσμο με τον τρόπο που ήλπιζε ο Ουίλιαμς. Ζούσαμε με τα παλιά φαρμάκια. Μία πράξη ή πιθανότατα μία φημολογούμενη πράξη, άναβε φωτιά. Αν ήσουν ο δεκατετράχρονος Φιλ Λεβίν, με ύψος 1,25 και 55 κιλά, ήταν ένας εφιάλτης. Το Ντιτρόιτ ήταν η πιο αντισημιτική πόλη δυτικά του Μονάχου, και όλοι αυτοί που μισούσαν τους Εβραίους –κατά τη φαντασία μου– με κυνηγούσαν, και πράγματι, πολλοί απ’ αυτούς το έκαναν. Παρ’ όλα αυτά, το παιδί στο ποίημα μαθαίνει να επιδέχεται όλη την τρέλα, να ζει στο μάτι του τυφώνα και να επιβιώνει. Γι’ αυτό λοιπόν, ο τίτλος δεν είναι ειρωνικός.
Χιρς: Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι αυτό το βιβλίο το διατρέχει μια αίσθηση ορφάνιας;
Λεβίν: Κατά περίεργο τρόπο, ναι, θα συμφωνήσω. Δεν εννοώ ότι προσωπικά ένιωσα πως ήμουν ορφανός. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν πέντε αλλά μεγάλωσα σε μια δυνατή οικογένεια. Η μητέρα μου εργάστηκε με πλήρες ωράριο, οπότε ήμουν σε μεγάλο βαθμό χωρίς έλεγχο, ελεύθερος να περιπλανηθώ στους δρόμους του Ντιτρόιτ από μικρή ηλικία και να εξερευνήσω τα επερχόμενα ποιήματα, ένας μικρός Ουόλτ Ουίτμαν, ανάμεσα σε ισχυρούς, απαίδευτους ανθρώπους. Έχω την αίσθηση ότι πολλοί Αμερικανοί, ειδικά, εκείνοι σαν εμένα με Ευρωπαίους ή μη γονείς, αισθάνονται ότι πρέπει να εφεύρουν τις οικογένειές τους όπως πρέπει να εφεύρουν και τον εαυτό τους.
Χιρς: Οι Αμερικανοί ποιητές μερικές φορές έχουν επικριθεί για το ότι γράφουν με τις οικογένειές τους. Υπάρχει εγκυρότητα σ’ αυτή την κριτική;
Λεβίν: Αμερικανοί ποιητές έχουν επικριθεί για οτιδήποτε μπορείτε να σκεφτείτε. Για το ότι είναι πολύ Άγγλοι, πρόσφατα, επειδή δεν είναι αρκετά Άγγλοι. Για ελεύθερο στίχο, για έμμετρο στίχο. Επειδή είναι αινιγματικοί. Επειδή εικάζουν ότι οι λέξεις έχουν νόημα. Επειδή χρησιμοποιούν τη φαντασία τους για να εφεύρουν μία Αμερική πιο ενδιαφέρουσα απ’ αυτήν που έχουν. Έχουν επικριθεί επειδή γράφουν για τις ερωτικές τους ζωές ή επειδή δεν γράφουν για αυτές. Επειδή ο καθένας μας έχει οικογένεια ή δεν έχει οικογένεια. Όσοι έχουν, μπορεί φυσικά να στραφούν σ’ αυτήν την εμπειρία και να προσπαθήσουν να την μετατρέψουν σε ποίηση. Κοίτα τι έκανε ο Ουίλιαμς με τις ηλικιωμένες γυναίκες στην οικογένειά του, ξεκινώντας από την Έμιλι Ντίκινσον Γουέλκομ. Δεν θα θέλαμε να έχουμε αυτά τα ποιήματα; Το κριτήριο είναι η ποιότητα της εργασίας. Τελεία και παύλα.
Χιρς: Οι ποιητές Βαγιέχο και Λόρκα παρουσιάζονται στο νέο σας βιβλίο. Τι σημαίνουν για εσάς;
Λεβίν: Δεν μπορώ να βρω λέξεις για να εκφράσω την επιρροή τους. Στη συλλογή, Το Ψωμί του Χρόνου, περιέγραψα πώς το έργο, Ποιητής στη Νέα Υόρκη, με οδήγησε στα πρώτα μου αξιοπρεπή ποιήματα οργής εναντίον του Ντιτρόιτ και της General Motors για τους οποίους δούλευα. Σύντομα, έμαθα να μην μιμούμαι τον Λόρκα. Το να μιμείσαι είναι εύκολο και φαίνεται. Το ’94, τον ξαναδιάβασα για να γράψω ένα δοκίμιο, και την ημέρα που ξαναδιάβασα τη συλλογή, Ποιητής στη Νέα Υόρκη, δεν μπορούσα να σταματήσω να μιλάω και να σκέφτομαι όπως ο Λόρκα. «Η πείνα είναι ένα αγόρι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με καφέ παπούτσια που σε κόβουν…». Έβλεπα τον κόσμο μέσα από τις εικόνες του.
Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά το μουσείο Prado το 1966. Πέρασα περισσότερο από μία ώρα με τους μαύρους πίνακες του Γκόγια, και όταν έφυγα απ’ το μουσείο, μπήκα στη Μαδρίτη του Γκόγια. Όπου κι αν κοίταζα, έβλεπα τα τιμωρημένα σώματα, τα σκισμένα στόματα, τα μάτια να ξεχειλίζουν από φόβο ή οργή.
Στα τριάντα μου, γνώρισα το ποιητικό έργο του Βαγιέχο με τις μεταφράσεις των Τζιμ Ράιτ, Τόμας Μέρτον, Λίλιαν Λόουενφελς, Ναν Μπράιμερ, Τσαρλς Γκεντέρ –οι οποίες εξακολουθούν να είναι οι καλύτερες που έχουμε. Αργότερα, έμαθα ισπανικά και αγωνίστηκα με τα πρωτότυπα που είναι πολύ δύσκολα. Στη συνέχεια, πολλοί φίλοι, ο μελετητής Χοσέ Ελγκοριάγκα και ο μεξικανός ποιητής Ερνέστο Τρέζο, με βοήθησαν υπομονετικά, και έτσι, αναδείχτηκε το μεγαλείο τους. Εάν τα έργα του Βαγιέχο ήταν διαθέσιμα σε εξαιρετικές μεταφράσεις, θα ήταν τόσο διάσημος εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και ο Νερούντα.
Κανείς δεν μπορεί να γράψει σαν τον Βαγιέχο και να μην φαίνεται η απάτη. Είναι πολύ ιδιαίτερος. Κέρδισα ένα πράγμα απ’ αυτόν. Στο υπέροχο ποίημά του για τον Πέτρο Ρόχας (Pedro Rojas) δίνει στον εργάτη, που δουλεύει σε σιδηροδρομικό σταθμό, ένα μικρό ασημένιο κουτάλι για να φάει το γεύμα του στη δουλειά. Είναι απλώς μία τέλεια μικροσκοπική εικόνα για τον άνθρωπο. Στο ποίημα μου για τον Π. Λ., τον στρατιώτη που πέθανε στην Ισπανία, του δίνω ένα μικρό μαχαίρι που το φοράει ανά πάσα στιγμή. Ίσως μία μέρα κάποιος να βρει το άτομο που θα πάρει το πιρούνι.
Χιρς: Πόσο θεωρείς τον εαυτό σου ποιητή της εργασίας; Νομίζω ότι υπάρχει μια βαθύτερη δέσμευση να σώσουμε από τη λήθη αυτό που θεωρείται συνηθισμένη, καθημερινή ζωή.
Λεβίν: Στα είκοσι μου, πριν μάθω πώς να γράφω ποιήματα σχετικά με την εργασία, σκέφτηκα τον εαυτό μου ως το άτομο που θα αιχμαλωτίσει αυτόν τον κόσμο. Πάντα θα υπάρχουν εργαζόμενοι στα ποιήματά μου γιατί μεγάλωσα μαζί τους και είμαι ποιητής της μνήμης. Υπήρχε πάντα μουσική στην ποίηση των Τζίμι Μέριλ και Μπιλ Μάθιους. Κάποτε σκέφτηκα τον εαυτό μου ως ποιητή που θα έσωζε το καθημερινό απ’ τη λήθη. Νομίζω ότι η ποίηση δεν θα σώσει τίποτα από τη λήθη αλλά συνεχίζω να γράφω για το καθημερινό γιατί για μένα αποτελεί το μοναδικό σπίτι του εξαιρετικού.
Χιρς: Τα πρώτα χρόνια εργασίας σας στο Ντιτρόιτ φαίνονται ανεξάντλητα. Αισθάνεστε ποτέ ότι έχετε εξαντλήσει αυτό το κεφάλαιο;
Λεβίν: Πιθανώς όχι τόσο συχνά όσο άλλοι, ειδικά εκείνοι που δεν έχουν ιδέα πώς γίνεται η ποίηση. Γράφω ό,τι μου χαρίζεται να γράψω. Δεν κάθομαι να γράψω με την ιδέα ότι θα γιορτάσω όσους εργάζονται ή ακόμα κι αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκα. Κάθομαι μ’ ένα χαρτί και ένα στυλό. Τις καλές μέρες είμαι έτοιμος να γιορτάσω, όπως θα έλεγε ο Γκαρσία Λόρκα, «το συνεχές βάπτισμα των νέων δημιουργημένων πραγμάτων». Δεν βρίσκω τίποτα λάθος με ποιήματα που έχουν γραφτεί για την εργασία ή για τους εργαζόμενους. Εάν οι μισοί από τους πιο διάσημους ποιητές θέλουν να αποτίσουν φόρο τιμής στον Βιτγκενστάιν, δεν θα παραπονεθώ. Όποιο και αν είναι το ρεύμα, τo ακολουθούμε: αν το ποίημα αφορά τη δολοφονία και την κατανάλωση ενός κουνελιού ή την αποπλάνηση ενός αγάλματος ή το τραγούδι σε μια άδεια αποθήκη, θα συμβιβαστώ εν μέρει. Όλα αυτά μπορεί να παράγουν σκουπίδια αλλά κάνουμε το καλύτερο δυνατό.
Χιρς: Λατρεύω το ποίημα «Το Καθημερινό» («The Unknowable»). Θα λέγατε κάτι για τη γένεσή του; Φαίνεται πως η τζαζ έχει μεγάλη επιρροή στο έργο σας.
Λεβίν: Το ποίημα του Σόνι Ρόλινς. Λατρεύω τον ήχο του. Μπορώ να το ακούσω τώρα στο ’Lover Man» με τους Μπράουνι και Μαξ Ρόουτς. Είναι ένα τόσο γεμάτο, αισθησιακό κομμάτι. Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, πριν από τη δεύτερη «συνταξιοδότησή του» ηχογράφησε το «East Broadway Rundown». Το άκουγα συνέχεια, δεν το χόρταινα. Αυτό που τον έκανε ήρωα μου ήταν η ικανότητά του ν’ απομακρυνθεί απ’ τη μουσική σκηνή ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο της καριέρας του, όταν έγινε ο κυρίαρχος σαξοφωνίστας και σταμάτησε να παίζει δημόσια για ν’ αποσυρθεί στον εαυτό του και στη μουσική του. Για σχεδόν δύο χρόνια ζούσε με τα δύο όργανα, σαν μοναχός, μόνος του στο Μπρούκλιν, σηκώνοντας βάρη, παίζοντας τη μουσική του στη Γέφυρα του Ουίλιαμσμπουργκ όταν ο καιρός το επέτρεπε. Αυτή η αφοσίωση μ’ εξέπληξε. Αποσύρθηκε εντελώς από το εμπορικό κομμάτι και κλείστηκε στο μοναστήρι της τέχνης του.
Δεν ξέρω πόσο έχει επηρεάσει η μουσική τη γραφή μου. Ξέρω ότι μ’ ενέπνευσε και οι νέοι μουσικοί της τζαζ ήταν συμμαθητές στο σχολείο στο Ντιτρόιτ, δηλαδή οι: Κένι Μπάρελ, Πέπερ Άνταμς, Μπες Μπονερ Bess Bonier, Τόμι Φλάναγκαν, Μπάρι Χάρις. Ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που ήξερα ότι ζούσαν τη δημιουργική ζωή των καλλιτεχνών. Στην ηλικία ήταν παιδιά σαν κι εμένα, και σκέφτηκα, αν μπορούν να το κάνουν εκείνοι, τότε μπορώ να το κάνω και ‘γω. Υπήρχαν πολλοί άλλοι που προσπάθησαν το καλύτερο αλλά κατέληξαν να είναι ψιλά γράμματα, όπως η φίλη μου Μάριον στο ποίημα, «Ανθίζοντας Μεσάνυχτα», αλλά και αυτοί οι άνθρωποι ήταν μέρος του παιχνιδιού. Είναι ακριβώς όπως η ποίηση: μπορείς να δώσεις τα πάντα και, αργότερα, ν’ ανακαλύψεις πως δεν ήταν αρκετά.
Χιρς: Μερικές φορές φαίνεται να μυθοποιείτε τον κόσμο των γονιών σας όταν ήταν νέοι. Γιατί είναι τόσο σημαντικό για εσάς;
Λεβίν: Αυτό που κληρονόμησα ήταν μύθοι και ίσως κάποια γεγονότα. Η ζωή του πατέρα μου φαινόταν και ακόμη μου φαίνεται εντελώς μυστηριώδης. Ήρθε μόνος στην Αμερική από τη Ρωσία σε ηλικία 11 ετών. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη με δύο αδελφές και τις οικογένειές τους. Πριν από μερικά χρόνια, έμαθα ότι υπήρχαν τρεις αδελφές. Προσχώρησε στον αγγλικό στρατό σε ηλικία 19 ετών. Ήταν τοποθετημένος στην Παλαιστίνη. Λιποτάκτησε. Βρήκε μία νέα ταυτότητα και διαβατήριο στο Κάιρο. Ή ίσως δεν συνέβη τίποτα απ’ αυτά. Θυμάμαι έναν ψηλό, στοργικό, μελαχρινό, πολύ όμορφο άντρα, ο οποίος μιλούσε τέλεια Αγγλικά, Γίντις, Ρωσικά και Αραβικά. Διάβαζε λατινική ποίηση, ρωσική και γαλλική λογοτεχνία. Ψήφισε τον Χούβερ και όχι τον Φ. Ρ. (Φράνκλιν Ρούσβελτ). Ένας Εβραίος ψήφισε τον Χούβερ; Ήταν τριάντα πέντε όταν πέθανε. Η μητέρα μου συνέχισε και μας στήριξε. Είχε φιλοδοξία να γράψει ποίηση και τραγούδια. Ποτέ δεν άκουσα, ούτε είδα κάτι. Αυτοί και ο παππούς μου, φαινόταν μυθικοί: άνθρωποι που διέσχισαν μια ήπειρο, έναν ωκεανό, προσγειώθηκαν σε μία παράξενη χώρα, έμαθαν “τους τρόπους μας, τη γλώσσα μας” και ζούσαν με γούστο και στυλ. Εξιδανίκευσαν τους εαυτούς τους.
Χιρς: Υπάρχει μια αποκαλυπτική στιγμή στο ποίημα «Salt and Oil» στην οποία λέτε:
[. . . είναι μια στιγμή
στην καθημερινή ζωή του κόσμου,
μια στιγμή που θα περάσει
η άγραφη βιογραφία
της πόλης σου ή της πόλης μου
εκτός εάν έχει παγώσει στο ακριβές αποτύπωμα
των ματιών μας. . . ]
Βλέπετε αυτό το πρόσφατο έργο να σώζει εκείνη τη στιγμή και να γράφετε εκείνη την άγραφη βιογραφία;
Λεβίν: χρειάζομαι ένα αρχείο, ένα οπτικό παράδειγμα. Λέω κοίτα, εδώ έρχονται, δώστε προσοχή. Αφήστε τα μάτια σας να μετατρέψουν αυτό που φαίνεται καθημερινό, κοινό, σε αυτό που είναι, μία στιγμή στο χρόνο, ένα υπό παρατήρηση θραύσμα της αιωνιότητας. Εκατομμύρια από εμάς περπατάμε στους δρόμους, και, ανά πάσα στιγμή κυριολεκτικά, λίγοι από εμάς βλέπουμε. Οποιοσδήποτε από εμάς μπορεί να μεταμορφώσει τη στιγμή σε αυτό που είναι. Ο Salt και ο Oil βασίζονται σε δύο ποιητές που ήξερα και αγαπούσα οι οποίοι απεβίωσαν πριν κάνουν το έργο που έπρεπε να κάνουν. Ο Salt ήταν ο Χαρτ Κρέιν. Ο Oil είχε δύο ήρωες, τον Όμηρο και τον Ρίλκε. Δεν μπορώ να γράψω όπως ο Ρίλκε ή ο Όμηρος, γι’ αυτό προσανατολίστηκα προς τον Χαρτ Κρέιν γι’ αυτό το ποίημα. Φυσικά υπάρχει ένα τρίτο πρόσωπο στο δράμα αλλά ποτέ δεν το ονομάζω ούτε το περιγράφω. Καλώ τον αναγνώστη να το αποθανατίσει.
Χιρς: Αναρωτιέμαι αν θα λέγατε κάτι για τη δομή της συλλογής με τίτλο «Η Ευσπλαχνία».
Λεβίν: Αρχικά είδα το βιβλίο πολύ διαφορετικά, αλλά ο επιμελητής μου, ο Χάρι Φορντ, μου ζήτησε να γράψω μία περιγραφή του βιβλίου πριν ακόμη αρχίσω να το συνθέτω. Έγραψα μία και δεν άρεσε στη σύζυγό μου, γι ‘αυτό έγραψα μία δεύτερη την οποία ονόμασα το βιβλίο ταξιδιών, από τη νεότητα στην ώριμη ηλικία, από την αθωότητα στην εμπειρία, από τη λογική στην τρέλα και αντίστροφα. Όταν τότε κοίταξα την ποίηση που είχα συγκεντρώσει, περίπου πενήντα σελίδες δεν ταίριαζαν. Έπρεπε λοιπόν να βάλω τα υπόλοιπα μαζί. Σύντομα, διαπίστωσα τρία μέρη τα οποία εξελίσσονταν προς την οικειότητα και την ένταση. Αυτό το τελευταίο μέρος είναι κυρίως οικογενειακά ποιήματα, περιλαμβάνοντας πραγματικούς καθώς και πνευματικούς αδελφούς, αδελφές και γονείς. Εσείς και ο Λάρυ Λεβίς με βοηθήσατε με το προηγούμενο βιβλίο μου και μαζί μού δώσατε την ιδέα να αναπτύξω τα τμήματα σε μία κορύφωση και να το διατηρήσω έντονα στην επόμενη ενότητα, και μετά σταδιακά, να ξαναχτίσω μια άλλη κορύφωση. Το δοκίμασα ξανά. Ο φίλος μου, Πίτερ Εβεργουίν, μου έδωσε την έννοια του επιλόγου (coda) στο τέλος, τη μικρή ελεγεία για τη μητέρα μου που πέθανε ενώ έγραφα το βιβλίο. Αν αυτή είναι μια επιτυχημένη δομή, το χρωστάω σε εσάς, τον Έντι, τον Λάρυ και τον Πίτερ.
Χιρς: Ξέρετε πού θα πάτε στη συνέχεια;
Λεβίν: Στο Μπρούκλιν τον Απρίλιο. Όχι πραγματικά, ποτέ δεν το κάνω. Είμαι εβδομήντα ένα τώρα, οπότε είναι δύσκολο να φανταστώ μια δραματική αλλαγή. Δεν περιμένω να ξεκινήσω κάτι σαν το The Cantos (Κάντος) ή το The Dream Songs. Ή ακόμη και ένα ποίημα για το Μπρούκλιν βασισμένο στο Πάτερσον. Θα ήταν ωραίο να ασχοληθώ μ’ ένα απ’ αυτά τα μεγάλα έργα, ώστε να μπορώ να μείνω απασχολημένος στα γεράματα. Η δουλειά μπορεί να μ’ εμποδίσει να γίνω τέφρα ή ένα λάχανο παραδομένο στον άνεμο. Ποτέ δεν ήξερα που πηγαίνω μέχρι να φτάσω και να επιστρέψω, και στη συνέχεια, χρειάζομαι αιώνες για να καταλάβω τι ήταν το ταξίδι. Ποτέ δεν είχα προγραμματίσει ένα βιβλίο νωρίτερα. Ξέρω ότι λειτουργεί για άλλους και για να παραφράσω τον Φροστ: «Μπορεί να μου κάνει, αλλά μπορεί να μη μου κάνει ακόμη».
Χιρς: Έχω παραλείψει κάποιον ή κάτι;
Λεβίν: Τον Τζέζαρε Παβέζε. Τον διάβασα για πρώτη φορά πριν από τριάντα χρόνια σε μια μετάφραση των εκδόσεων Πένγκουιν που βρήκα στο Λονδίνο. Ερωτεύτηκα τον τρόπο με τον οποίο συνέθετε ένα ποίημα. Αργότερα, το έργο «Σκληρή Δουλειά» από τον Ουίλιαμ Αροουσμίθ και, πρέπει να το ’χω διαβάσει δεκαπέντε φορές πριν συνειδητοποιήσω ότι θα μπορούσε να με ωφελήσει. Σε αυτό το βιβλίο είναι ο Παβέζε, αυτός και, όπως συνήθως, ο Ουίλιαμς. Και για μια αλλαγή, ο Χάρτ Κρέιν και ο Αντόνιο Μασάδο. Αλλά ο Παβέζε είναι η έμπνευση ή, ίσως ο θαυματοποιός, στον οποίο οφείλω μεγάλο μέρος αυτής της δουλειάς ή οτιδήποτε αξίζει στο βιβλίο.
Χιρς: Το ποίημα «Η Ευσπλαχνία» είναι αφιερωμένο στη μητέρα σας. Ρίχνει κάποιο αναδρομικό φως στο βιβλίο;
Λεβίν: Ήμουν πολύ τυχερός αφού η μητέρα που μ’ ενθάρρυνε να γίνω ποιητής. Στα δεκατέσσερα ερωτεύτηκα τις ιπποδρομίες και το μισούσε. Νομίζω ότι ήταν τόσο χαρούμενη που ξέφυγα και πήγα στο κολέγιο όταν μπήκα δεκαοχτώ που θα μπορούσα να μελετήσω την εξημέρωση λιονταριών, και κείνη θα έλεγε: «Είναι ένα παλιό και έντιμο επάγγελμα». Αλλά της άρεσε η ποίηση, η μυθοπλασία, η μουσική. Την ενθουσίαζε η ιδέα ότι ο γιος της θα αφιερωνόταν σ’ αυτήν την τέχνη. Μόνο το τελευταίο ποίημα του βιβλίου γράφτηκε μετά το θάνατό της, το οποίο ήταν την Άνοιξη του περασμένου έτους αμέσως μετά την ηλικία των ενενήντα τεσσάρων ετών. Δεν πίστευα ότι θα πέθαινε. Την τελευταία φορά που μίλησα μαζί της, ακουγόταν ζωηρή και ανυπομονούσε για το νέο βιβλίο μου. Ελπίζω το βιβλίο να περιέχει εν μέρει το πάθος της για τη ζωή, την πίστη της στη δύναμη της ομορφιάς και το υπέροχο χιούμορ της. Ως δάσκαλος, πρέπει επίσης να γνωρίζετε πολλούς νέους που ήθελαν ν’ ακολουθήσουν ποίηση αλλά αποθαρρύνθηκαν από τις οικογένειές τους. Είμαι ένας τυχερός που είχα την Εσθήρ Λεβίν για μητέρα μου.
https://poets.org/text/unwritten-biography-philip-levine-and-edward-hirsch-conversation
Σημείωση:
Ο Φίλιπ Λεβίν, Ρωσικής και εβραϊκής καταγωγής, (γεννημένος στις 10 Ιανουαρίου 1928, Ντιτρόιτ, Μίσιγκαν, ΗΠΑ –πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου 2015, Φρέσνο, Καλιφόρνια) ήταν Αμερικανός ποιητής της αστικής ζωής της εργατικής τάξης. Είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Wayne στο Ντιτρόιτ (B.A., 1950, M.A. 1955) και στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα (M.F.A., 1957). Είχε εργαστεί σε μία σειρά βιομηχανικών θέσεων εργασίας πριν ξεκινήσει τη διδασκαλία λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής. (California State University, Fresno, 1958–92).
Σύμφωνα με τον Έντγουαρντ Χιρς ήταν «ένας μεγάλος, ειρωνικός Ουίτμαν της βιομηχανικής καρδιάς». Οι ήρωες του δεν ήταν μόνο εκείνα τα άτομα που αγωνίστηκαν ενάντια στον φασισμό, αλλά και απλοί άνθρωποι που εργάστηκαν σε απελπιστικές δουλειές απλώς για να αποτρέψουν τη φτώχεια. Γνωστός για το ενδιαφέρον του για τη ζοφερή πραγματικότητα της δουλειάς και των εργαζομένων, αποφάσισε «να βρει μια φωνή για τους άφωνους» ενώ εργαζόταν στα εργοστάσια αυτοκινήτων του Ντιτρόιτ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. «Είδα ότι οι άνθρωποι με τους οποίους δούλευα… ήταν άφωνοι κατά κάποιον τρόπο», εξήγησε στο Detroit Magazine. «Όσον αφορά τη λογοτεχνία των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν ακούγονταν. Κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτούς. Και όπως οι νέοι, ξέρετε, ορκίστηκα να τους αντιπροσωπεύσω και αυτό θα ήταν η ζωή μου. Και σίγουρα το δοκίμασα και το ’χω πετύχει. Ή έχω δοκιμάσει ούτως ή άλλως. »
Ο Ρίτσαρντ Ουγκό (Richard Hugo) σχολίασε στο περιοδικό American Poetry Review: «Τα ποιήματα του Λεβίν είναι σημαντικά, γιατί σε αυτά ακούμε και νοιαζόμαστε». Αν και τα ποιήματα είναι γεμάτα απώλεια, λύπη και ανεπάρκεια, ο Ουγκό θεώρησε ότι ενσωματώνουν επίσης τη θριαμβευτική δυνατότητα της γλώσσας και του τραγουδιού και κατέληξε, προσθέτοντας, ότι ο Λεβίν «προορίζεται να γίνει ένας από τους πιο διάσημους ποιητές της εποχής».
Στην ποίησή του προσπάθησε να μιλήσει για εκείνους των οποίων η νοημοσύνη, τα συναισθήματα και η φαντασία περιορίζονται από κουραστικές και σκληρές συνθήκες εργασίας. Τα ποιήματά του προσφέρουν γραφικές εικόνες γκρίζων πόλεων, συνομιλιών και πράξεων χωρίς νόημα, ταπεινώσεις, απώλεια και απελπισία. Έγραψε σε ελεύθερο στίχο και σε γραμμές μεταβλητού ρυθμού. Η γλώσσα του είναι σαφής και μη αινιγματική.
Ο Molesworth υποστήριξε ότι το έργο του Levine αντικατοπτρίζει τη δυσπιστία στη γλώσσα. Αντί να συμπιέζει πολλαπλές έννοιες σε μεμονωμένες λέξεις και φράσεις, όπως στην παραδοσιακά συλλαμβανόμενη ποίηση, οι απλές αφηγήσεις του λειτουργούν για να αντανακλούν τα συγκεκριμένα και βασικά πρότυπα ομιλίας των εργαζομένων. Ο ίδιος ο Λεβίν, σε μία συνέντευξη με τον Calvin Bedient για τον Παρνασσό, καθόρισε το ιδανικό του ποίημα ως ένα στο οποίο «δεν παρατηρούνται οι λέξεις. Αντικρίζεις μέσα από τις λέξεις ένα όραμα… των ανθρώπων, του τόπου”.
Παρά την ανησυχία του για τις βαρβαρότητες της σύγχρονης ζωής, έγραψε επίσης ποιήματα αγάπης και χαράς. Οι πολυάριθμες ποιητικές του συλλογές περιλαμβάνουν τους τίτλους: On the Edge (1963), They Feed They Lion (1972), Ashes (1979, νικητής ενός Εθνικού Βραβείου Βιβλίου) και το A Walk with Tom Jefferson (1988).
Στα δύο πρώτα βιβλία του, ο Λεβίν ήταν κάπως παραδοσιακός στη μορφή και σχετικά περιορισμένος στην έκφραση. Συνήθως τα ποιήματα του είναι μονόλογοι ελεύθερων στίχων που τείνουν προς το τρίμετρο ή το τετράμετρο. Η μουσική της ποίησής του εξαρτάται από την ένταση μεταξύ της αλλαγής των στίχων και της σύνταξης. Το βιβλίο με τίτλο 1933 (1974) είναι ένα παράδειγμα του καταρράκτη προτάσεων και φράσεων που συναντά κανείς στην ποίησή του.
Εμπνευσμένος από μια επίσκεψη στη Βαρκελώνη, έγραψε τα ποιήματα του, The Names of the Lost (1976), προς τιμήν των πιστών που πολέμησαν στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1936–39). Κέρδισε ένα δεύτερο Βραβείο Εθνικού Βιβλίου το 1991 για τη συλλογή του What Work Is. Μεταξύ των μεταγενέστερων βιβλίων που βραβεύτηκε με το Πούλιτζερ είναι η ποιητική συλλογή με τίτλο: Η Απλή Αλήθεια (1994). Επίσης το 1997 έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Η συλλογή με τίτλο, The Mercy, (1999) εκφράζει, όπως έγραψε ένας άλλος κριτικός, μια αποδοχή της πραγματικότητας που συνοδεύεται από «ένα είδος απόλαυσης». Τον 21ο αιώνα δημοσίευσε περισσότερη ποίηση με την υπογραφή του στους τόμους Breath (2004) και News of the World (2009). Από το 2011 έως το 2012, διετέλεσε σύμβουλος ποιητής στην ποίηση στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου.
Ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς (William Carlos Williams, Ράδερφορντ, Νιου Τζέρσεϊ, 17-9-1883/ 4 Μαρτίου 1963) ήταν Αμερικανός μοντερνιστής ποιητής, συγγραφέας και γιατρός. Χρησιμοποίησε την ποιητική γλώσσα με τρόπο που αντικατόπτριζε το ρυθμό της σύγχρονης αμερικανικής ζωής. Αν και αυτό τον κατηύθυνε μερικές φορές «μέχρι τα όρια της αντι-ποίησης», ο Ουίλιαμς, συνδυάζοντας πραγματικό και εξωπραγματικό, «παρήγαγε μια ποίηση που ανήκει στους υψηλότερους τρόπους έκφρασης της σύγχρονης αμερικανικής παραγωγής». Το έργο του επηρέασε πολλούς νέους Αμερικανούς ποιητές των δεκαετιών του 1950 και ’60, από τη Γενιά των Μπητ κυρίως και τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ, που εντυπωσιάστηκαν από τo πόσο προσεγγίσιμη ήταν η γραφή του και πόσο ανοιχτός ο ίδιος ως μέντορας.
O Φεδερίκο ντελ Σαγράδο Κοραθόν ντε Χεσούς Γκαρθία Λόρκα (Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca, 5 Ιουνίου 1898 – Βιθνάρ, 19 Αυγούστου 1936), ήταν Ισπανός ποιητής και δραματουργός που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ’27», ομάδα συγγραφέων που προσέγγισε την ευρωπαϊκή αβάν-γκαρντ με εξαιρετικά αποτελέσματα, ούτως ώστε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα να ορίζεται ως «αργυρή εποχή» (edad de plata) της ισπανικής λογοτεχνίας. Δολοφονήθηκε κατά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου από αγνώστους, οι οποίοι πολύ πιθανόν συνδέονταν με τον εθνικιστικό φασισμό, επειδή ο ίδιος σχετιζόταν ή υποστήριζε τους Δημοκρατικούς.
Ο Αντόνιο Ματσάδο (Αντόνιο Θιπριάνο Χοσέ Μαρία Ματσάδο Ρουίθ, Antonio Cipriano José María Machado Ruiz, 26 Ιουλίου 1875 – 22 Φεβρουαρίου 1939) ήταν Ισπανός ποιητής, γεννημένος στη Σεβίλλη. Το πρώιμο έργο του εντάσσεται στο κίνημα του μοντερνισμού και αποτελεί μια από τις δεσπόζουσες μορφές του ισπανικού λογοτεχνικού κινήματος γνωστού ως η «Γενιά του ’98» (1898). Τα έντονα δημοκρατικά του αισθήματα τον ώθησαν στο να αφήσει την πατρίδα του κατά την περίοδο της φρανκικής δικτατορίας και τελικά να αφήσει την τελευταία του πνοή λίγο καιρό αργότερα, εξαιτίας της τεταμένης κατάστασης της υγείας του.
Ο Τσέζαρε Παβέζε (Cesare Pavese, 9 Σεπτεμβρίου 1908 – 27 Αυγούστου 1950) ήταν Ιταλός ποιητής, μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής που συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα στη χώρα του.
Ο Χάρολοντ Χαρτ Κρέιν (Harold Hart Crane, 21 Ιουλίου 1899 – 27 Απριλίου 1932) ήταν Αμερικανός ποιητής. Βρίσκοντας έμπνευση και πρόκληση στην ποίηση του Τ. Σ. Έλιοτ, έγραψε μοντέρνα ποίηση που ήταν δύσκολη, εξαιρετικά στυλιζαρισμένη και φιλόδοξη στο πεδίο της. Στο πιο φιλόδοξο έργο του, The Bridge, ο Κρέιν προσπάθησε να γράψει ένα επικό ποίημα, στη φλέβα της Έρημης Χώρας (The Waste Land), που εξέφρασε μια πιο αισιόδοξη άποψη για τη σύγχρονη, αστική κουλτούρα από αυτήν που βρήκε στο έργο του Έλιοτ. Στα χρόνια που ακολούθησε την αυτοκτονία του στην ηλικία των 32, χαιρετίστηκε από συγγραφείς, ποιητές και λογοτεχνικούς κριτικούς (συμπεριλαμβανομένων των Ρόμπερτ Λόουελ, Ντέρεκ Γουόλκοτ, Τένεσι Ουίλιαμς και Χάρολντ Μπλουμ), ως ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του της γενιάς του.
Ο Έντουαρντ Χιρς (Edward Hirsch) είναι διάσημος ποιητής και απαράμιλλος υποστηρικτής της ποίησης. Γεννήθηκε στο Σικάγο το 1950 και εκπαιδεύτηκε στο Grinnell College και στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, όπου έλαβε διδακτορικό. στη Λαογραφία. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του, For the Sleepwalkers (1981), έλαβε το βραβείο Delmore Schwartz Memorial από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και το βραβείο Lavan Younger Poets από την Ακαδημία Αμερικανικών Ποιητών. Η δεύτερη συλλογή του, Wild Gratitude (1986), κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Κριτικών Βιβλίων. Έκτοτε, έχει δημοσιεύσει έξι επιπλέον βιβλία ποιημάτων: The Night Parade (1989), Earthly Measures (1994), On Love (1998), Lay Back the Darkness (2003), Special Orders (2008) και το The Living Fire. Δίδαξε για έξη χρόνια στο Αγγλικό Τμήμα του Wayne State University και δεκαεπτά χρόνια στο Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον.
Ο Σέσαρ Βαγιέχο (César Abraham Vallejo Mendoza, 16 Μαρτίου 1892 – 15 Απριλίου 1938) ήταν ένας περουβιανός ποιητής. Αν και κατά τη διάρκεια της σχετικά σύντομης ζωής του δημοσίευσε μόνο τρεις ποιητικές συλλογές, εν τούτοις θεωρείται ένας από τους μεγάλους ποιητικούς καινοτόμους του 20ού αιώνα. Πάντα ένα βήμα μπροστά απ’ τα υπόλοιπα λογοτεχνικά ρεύματα, το καθένα απ’ τα βιβλία του ήταν ξεχωριστό απ’ τ’ άλλα και, υπό μία έννοια, επαναστατικό. Γεννήθηκε στο Σαντιάγο ντε Τσιούκο, ένα απομακρυσμένο χωριό στις περουβιανές Άνδεις. Σπούδασε λογοτεχνία στο Universidad de la Libertad στο Τρουχίγιο του Περού. Η έλλειψη χρημάτων τον ανάγκασε να σταματήσει τις σπουδές του για ένα χρόνο και να εργαστεί σε μια φυτεία ζάχαρης, τη Χασιέντα Ρόμα, όπου είδε από πρώτο χέρι την εκμετάλλευση των αγροτών, μια εμπειρία που θα ασκούσε αργότερα σημαντική επίδραση στα μαρξιστικά πολιτικά του πιστεύω και στην ποιητική αισθητική του.
Ο Βαγιέχο υπήρξε πρωτοπόρος γιατί έγραψε σουρεαλιστική ποίηση πριν από τους σουρεαλιστές. Ασχολήθηκε με την αυτόματη γραφή πριν από τον Μπρετόν, έγραψε μοντέρνα ταυτόχρονα με τους μοντερνιστές και έγραψε αποδομητική ποίηση προτού ανακαλυφθεί ο όρος. Η προσφορά του στο ποιητικό στερέωμα είναι μοναδική και ανεκτίμητη.