ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

Γεννήθηκε στο Μόναχο και ζει στη Θεσσαλονίκη. Συνεργάζεται τακτικά με γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά, όπου δημοσιεύει δοκίμια, βιβλιοκρισίες, μεταφράσεις και άλλα κείμενα. Ήταν δύο φορές υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Ποιήματά της έχουν περιληφθεί σe ελληνικές και ξένες ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί σέ 10 ευρωπαϊκές γλώσσες και στα κινεζικά.
Έχει πάρει μέρος σέ Λογοτεχνικά Φεστιβάλ της Ελλάδας και του Εξωτερικού κι έχει προσκληθεί για την παρουσίαση τού ποιητικού έργου της σέ Τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίων τής Ευρώπης και των ΗΠΑ. 
Έχει οργανώσει στην Ελλάδα poetry slams κι έχει εμπνευστεί και ολοκληρώσει επιτυχημένες ποιητικές παραστάσεις.
Είναι μέλος τής Εταιρείας Συγγραφέων, της ‘Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, τού Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων τής Γερμανίας.

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Στη σπείρα τού κοχλία, εκδ. Μαλλιαρής, 2007
Η αιώνια κουτσουλιά, εκδ. Γαβριηλίδης, 2007
Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2009
Κονσέρβα Μαργαριτάρι, εκδ. Γαβριηλίδης, 2011
Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2012
Ο επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2013
Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ούρα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2014
Αγγελόπτερα, εκδ. Μελάνι, 2016
Eine halbe Frau, Gedichte, Grossenwahn Verlag, Germany, 2017
Ξύλινη Μύτη Τορνευτή, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2021
Ο ήρωας πέφτει, Οι εκδόσεις των φίλων, 2021

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Το νησί πάνω στο ψάρι κι άλλες ευφάνταστες ιστορίες, εκδ. Μελάνι, 2020
Δωμάτια με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες, Μελάνι 2023 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Homero Aridjis, Έλσα Κορνέτη και Γιώργος Ρούβαλης, Ηλιακά καί άλλα ποιήματα, εκδ. Κοινωνία των Δεκάτων, 2011
Alda Merini, Ή θεϊκή μανία, εκδ. Ρώμη, 2020

ΔΟΚΙΜΙΟ

Ημερολόγιο Φιλοσοφικής ‘Ήττας, εκδ. Κουκούτσι 2013

.

 

 

 

.

ΔΩΜΑΤΙΑ ΜΕ ΔΟΝΤΙΑ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΚΟΦΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (2023)

ΗΤΑΝ ΤΟ ΔΑΣΟΣ

Αν δεν φύτρωνε κάθε βράδυ στο δωμάτιο ένα δάσος απροσπέλαστο και σκοτεινό, αν δεν έλαμνε εκεί έξω σ’ ένα λιβάδι χλοερό η άνοιξη με τις φλογερές της παπαρούνες σε μια μικρή επίδειξη ταχυδακτυλουργίας, μικρά θαύματα κλεισμένα σε φούσκες ψευδαίσθησης θα ανυψώνονταν στο ταβάνι και οι θυρωροί του κόσμου θα συνέχιζαν να ρουφιανεύουν παλιά μυστήρια,
τεχνάσματα και άλλα κόλπα.
Σε κόσμο έξω από τον κόσμο, σε χώρο έξω από τον χώρο, σε χρόνο έξω από τον χρόνο καταλήγει αυτός που σε όλα τα βράδια της παιδικής του ηλικίας θυμάται να του αφηγούνται το ίδιο παραμύθι. Λένε ότι όταν οι άνθρωποι φεύγουν από τον χρόνο τους τα δάση επιστρέφουν στον χώρο των ανθρώπων.
Το παραμύθι εκτυλίσσεται όπως είθισται σ’ ένα σκοτεινό δάσος, σε μια μικρή καλύβα στη μέση του πυκνού δάσους, μ’ έναν ξυλοκόπο και τη γυναίκα του, στους οποίους προστίθεται κι ένα μικρό ζωηρό κορίτσι που έσφυζε από ζωή κι έτρεχε πάνω κάτω, όλο περιέργεια και παρατηρητικότητα, αγαπώντας παράφορα όλα τα ζώα και τα ζωύφια του δάσους, κάθε δέντρο και φυτό, εξετάζοντας κάθε ανεπαίσθητη αλλαγή στα χρώματα και στις μυρωδιές και που συνήθιζε να χάνεται παίζοντας με αυτοσχέδια παιχνίδια από φυσικά υλικά, μην ακούγοντας τις συμβουλές των γονιών της να μην απομακρύνεται.
Κάποτε ήταν επόμενο να χαθεί στην καρδιά του δάσους του πυκνού που το βράδυ θέριευε και χτυπούσε εκκωφαντικά σαν να ρουφούσε στις αρτηρίες του κάτι από έναν μαγικό ζωμό με μαύρο αίμα. Τότε με σύνθημα το διαπεραστικό αλύχτισμα ενός λύκου σε μια νύχτα χωρίς φεγγάρι ξεχύθηκαν γύρω από το κορίτσι αμέτρητα ζευγάρια κίτρινα μάτια, που την κοιτούσαν εκστατικά και
την πλησίαζαν απειλητικά με τα πεινασμένα στόματά τους διάπλατα ανοιχτά.
Είχε βρει ένα ξέφωτο όπου καθόταν κουλουριασμένη, με τον φόβο να την κατακλύζει, αλλά και με μια πίστη ότι στο τέλος το καλό θα θριαμβεύσει. Το δάσος όμως ήταν μαγεμένο και μοχθηρό και οι σκοτεινές δυνάμεις του ενεργοποιημένες. Όταν άρχισε να κλαίει και να τρομάζει για τα καλά, την πλησίασε μια τσιγγάνα με φόρεμα κόκκινο που έφεγγε σαν φλόγα στο σκοτάδι, με μακριά μαύρα μαλλιά που σέρνονταν στο χώμα και δυο μάτια αστραφτερούς καθρέφτες. Τα σπάνια μάτια της στο χρώμα του κεχριμπαριού τής τα κλέβει, λέει, κάθε που βραδιάζει, για κάθε νύχτα ολόκληρη, η τυφλή γριά βασίλισσα του σκοταδιού, έτσι ώστε βλέποντας να επιστατεί και να περιδιαβαίνει. Της αφήνει στη θέση τους όμως, ανελλιπώς, δύο καθρεφτάκια στρογγυλά που
όποιος μέσα τους καθρεφτιστεί θα δει το μέλλον. Τώρα όμως κι αυτή η τσιγγάνα στο δάσος έχει χαθεί, καθώς
την παράτησε ένας εκδικητικός αμαξάς γιατί δεν είχε χρήματα για να τον πληρώσει.
– Θα σε βοηθήσω να φύγεις, κοριτσάκι, να σωθείς από τα πεινασμένα αγρίμια της νύχτας, όμως όλη σου τη ζωή θα είσαι καταδικασμένη να βλέπεις το ίδιο όνειρο σαν το παραμύθι που σου διηγούνται κάθε βράδυ.
– Δεν με πειράζει, αρκεί να γλιτώσω από τα νύχια και τα δόντια των αγριμιών που θα με φάνε, αρκεί να γυρίσω σπίτι, είπε το κορίτσι και άρχισε να ξύνεται με μια φαγούρα στα πισινά, απ’ όπου κάτι άρχισε να φυτρώνει, μια ουρά μακριά και ευέλικτη, που έμοιαζε με δέσμη φτερών.
Μανιτάρια λευκά που ψήλωναν τους λαιμούς τους φύτρωναν διαδοχικά, λάμποντας σαν φωτάκια σε μια οφιοειδή διαδρομή το ένα πίσω από το άλλο, για να της δείχνουν τον δρόμο της επιστροφής έτσι όπως πετούσε χαμηλά.
Σύντομα βρήκε την καλύβα και τους δικούς της που χοροπηδούσαν από χαρά γύρω από μια μεγάλη φωτιά που είχαν ανάψει. Άρχισε να περιγράφει την περιπέτεια, όμως φτερά δεν είχε πια για να τους πείσει. Τότε βρήκε στις τσέπες της τα δύο καθρεφτάκια. Κι όταν η μάνα της απορημένη τη ρώτησε πού τα βρήκε, της εξήγησε και πάλι ότι ήταν τα νυχτερινά μάτια της τσιγγάνας που βλέπουν το μέλλον, ενώ τα πραγματικά κεχριμπαρένια μάτια της τα φορούσε η σκοτεινή βασίλισσα που ήταν τυφλή και της τα έκλεβε τις νύχτες για να μπορεί να διοικεί το βασίλειό της στο σκοτάδι. Η μάνα της, μην αντέχοντας στον πειρασμό, κοίταξε μέσα στα δύο καθρεφτάκια που λαμπύριζαν στο σκοτάδι, για να δει το μέλλον, και τότε είδε ένα δάσος με δέντρα, θάμνους, αγρίμια και πουλιά, όλα στριμωγμένα σ’ ένα δωμάτιο. Κι όταν αναρωτήθηκε πώς γίνεται ένα δάσος ολόκληρο να χωράει σ’ ένα δωμάτιο τόσο δα μικρό, το παραμύθι αιφνιδίως σταμάτησε, γιατί τα παραμύθια είναι άγρια πλάσματα – όταν τ’ αφήσεις ελεύθερα, δεν ξέρεις τι μπορεί να προκαλέσουν.

ΑΝΑΦΛΕΞΕΙΣ

Ξέρεις πώς είναι κάθε βράδυ στις τέσσερις ακριβώς μέσα στη μαύρη νύχτα, εκεί που κάθε θόρυβος τελειώνει, ν’ αρχίζει ένα ασανσέρ φορτωμένο λάβα καυτή ν’ ανεβοκατεβαίνει αδιάκοπα μέσα σου και να σου καίει τα σωθικά; Ξέρεις πώς είναι να τρελαίνεσαι και να χάνεσαι σε λαβύρινθους σιωπής που ξετυλίγουν τις σπείρες τους σε μαύρες σερπαντίνες σ’ ένα δωμάτιο πυρετού, και μια τρικυμία από κύματα φλογερά να μαίνεται μέσα στις φλέβες;
Οι λευκές νύχτες λούζονται σε σκληρό φως ημέρας. Το μυαλό γίνεται κύμα φλογερό που διατρέχει, θαρρείς, τις αρτηρίες του σώματος, ξεκινώντας από τα πόδια μέχρι να ζεματίσει το κεφάλι και πυροδοτώντας απανωτές αναφλέξεις. Την ευαισθησία μιας ορχήστρας έχει ο ανθρώπινος οργανισμός. Ένα ορχηστρικό μουσικό σύνολο χημικών αντιδράσεων, συντονισμένο για να παίζει μουσική με παρτιτούρες χημικών στοιχείων, με κατάλληλες αυξομειώσεις στις δοσολογίες των χημικών συστατικών που πυροδοτούν εκρήξεις και αναφλέξεις· όταν συντονίζονται παίζουν την πιο μεθυστική μουσική, αλίμονο όμως όταν αποσυντονίζονται, η παραφωνία τους γίνεται κραυγή, κρώξιμο, αγωνία.
Η τακτοποίηση είναι ένα είδος ταξινόμησης των επεισοδίων της ζωής. Το να ξυπνάς ανήσυχος στη μέση της νύχτας και να μην ξανακοιμάσαι, ισοδυναμεί με το ξύπνημα στη μέση της ζωής, χρήσιμο για υπολογισμούς, απολογισμούς και επανεκτιμήσεις, ίσως και για συγκολλήσεις θραυσμάτων, σε όλα εκείνα τα παιχνίδια που απέμειναν λειψά, όταν ακόμα ψάχνεις να βρεις το κομμένο
κεφάλι της κούκλας, το χαμένο ποδάρι του στρατιώτη, τις ράγες του ηλεκτρικού τρένου, τα καπάκια από τα σπασμένα κουζινικά.
Μια παράξενη αίσθηση ήρθε να εγκατασταθεί με τις αποσκευές της. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι εντελώς ξαφνικά αυτή που δεν θυμόταν και με βοηθήματα-πατερίτσες διάφορα χάπια χημικά, εναλλακτικά, μαντζούνια κι άλλα βότανα προσπαθούσε να τονώσει, να στηρίξει μια μνήμη που αιφνιδίως αισθανόταν ότι κατέρρεε, αδειάζοντας σιγά σιγά τα δωμάτια του μυαλού
από την επίπλωσή τους, αυτή που έκανε κάθε είδους αλχημική μείξη από σκευάσματα για να κοιμάται τις νύχτες και να μη βολοδέρνει στην αραχνιασμένη σπηλιά της αϋπνίας, άρχισε να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά,
να ονειρεύεται και να θυμάται με ακρίβεια του ύπνου τα νυχτερινά επεισόδια. Αυτό που ξαφνικά εμφανίστηκε ήταν κάτι ενθαρρυντικό, το γεγονός ότι άρχισε να θυμάται τα όνειρά της, τους εφιάλτες – κυρίως αυτούς. Μπορούσε να τους ανακαλέσει, να συγκολλήσει γερά τα θραύσματά τους και να τους περιγράφει ανάγλυφα και γλαφυρά με κάθε δυνατή λεπτομέρεια. Τους έβαζε στη σειρά σαν τηλεοπτικά επεισόδια και τα παρακολουθούσε. Κατέγραφε την πλοκή, την εξέλιξη, την κατάληξη, έτσι όπως της μιλούσαν βγάζοντας βρυχηθμούς και άναρθρες κραυγές. Μετά από κάθε ταξινόμηση άρχισε να καθίζει τους εφιάλτες της σαν θηρία σε σκαμνάκια μπροστά σε φλεγόμενα στεφάνια. Αυτοί πειθήνια στοιχίζονταν και άρχιζαν να πηδούν μέσα από κάθε στεφάνι με κινήσεις αιλουροειδών, χωρίς να καψαλίζονται, χωρίς να καίγονται. Χτυπώντας με δύναμη το μαστίγιο, ένιωθε ότι τους είχε δαμάσει. Τότε ένα κύμα γαλήνης και ανακούφισης ξεχυνόταν μέσα της, γινόταν μια επιτυχημένη ονειροδαμαστής σ’ ένα παιχνίδι που είναι κάθε όνειρο, μια τραμπάλα όπου λικνίζονταν εναλλάξ το τέρμα με την αφετηρία.
Τον πιο αιμοβόρο, αδάμαστο και επαναλαμβανόμενο εφιάλτη τον κατέγραψε και τον κράτησε για το τέλος, για να τον εμπιστευτεί στην καλύτερη της φίλη.
– Υπηρεσία ψυχολογικής βοήθειας για εφιάλτες στον καιρό της πανδημίας. Πείτε μας, παρακαλώ, πώς μπορούμε να σας βοηθήσουμε;
– Βοηθήστε με, παρακαλώ. Τον τελευταίο χρόνο, όπως σας έχω ξαναπεί, βλέπω κάθε βράδυ τον ίδιο επαναλαμβανόμενο εφιάλτη.

 

ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Το θέμα είναι πασίγνωστο· διάσημο έργο αγαπημένου ζωγράφου. Ένα αστραφτερό βάζο με ομοιόμορφα κίτρινα λουλούδια που εκπέμπουν ένα εκτυφλωτικό φως.
Προχωρά με αργά και σταθερά βήματα προς τον πίνακα που θαυμάζει, αφού τον έχει δει να λάμπει από μακριά. Όσο πλησιάζει τα μάτια εστιάζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια στο αντικείμενο. Τα μάτια κάνουν το οριστικό νετάρισμα, δηλώνοντας ανίκανα να καταλάβουν. Αναρωτιέται: τι προκάλεσε την αλληγορία;
Όχι, δεν είναι ο φωτισμός, δεν είναι ο τόπος, δεν είναι η οξύτητα της όρασης, ούτε η αντικειμενικότητα της κρίσης – είναι η τυραννική επανάληψη, η καταναγκαστική τελειότητα, η υποκριτική λάμψη. Τα λουλούδια έβγαλαν δόντια, οι μίσχοι κόκαλα, το μπουκέτο συρρικνώθηκε, απογυμνώθηκε, αποστεώθηκε, τα στόματα επιτίθενται.
Τώρα βλέπει καθαρά ν’ ανοίγει μπροστά του σαν βεντάλια ένα μπουκέτο σαρκοφάγα άνθη. Συνειδητοποιεί ότι η διαύγεια, η συμμετρία, η τάξη, ο κανόνας δεν είναι παρά μια επίφαση ομορφιάς. Ήταν το αθώο και ανυπεράσπιστο θύμα μιας ψευδαισθητικής θέασης. Έπεσε στην ενέδρα της αφαίρεσης. Του την έφερε η αποδόμηση. Τον κοροΐδεψε η παραδοξότητα. Τον θάμπωσε η στρεβλή πλευρά του υπέρλαμπρου κόσμου. Τον ποδοπάτησε ένα κοπάδι από κληρονομικές αμαρτίες, ώσπου πνίγηκε μέσα σ’ ένα κύμα εκφυλιστικών αλλοιώσεων.
Πριν από κάθε υπαρξιακή ανακεφαλαίωση τού ζητούν:
Κοίτα να λάμψεις – να λάμψεις – λάμψη. «Μέσα σ’ ένα κόσμο που καταναλώνει και δεν σκέφτεται, που καθοδηγείται και ανέχεται» βιώνει απανωτούς εικονικούς οργασμούς, συμμετέχοντας ενεργά στο «όργιο της ανεκτικότητας». Τον κυκλώνουν καλογυαλισμένοι ομοιόμορφοι, κατάλευκοι σκελετοί ληκτικών, αδιάφορων, ανύπαρκτων ανθρώπων.
Ζει μέσα στο θάμβος που εκλύει η μακαριότητα της ψευδαίσθησης.
Κυκλοφορεί με το βάρος μιας χημικής αντίδρασης. Έχει αναλογιστεί ποτέ του πόσο ζυγίζει; 1 γραμμάριο; 1/2 γραμμάριο; Κανένα γραμμάριο; Περιστρέφεται αυτιστικά σαν ινδικό χοιρίδιο μέσα στους ομόκεντρους κύκλους της ρόδας, όταν πλέον ανακαλύπτει ότι η περιστροφή και η επανάληψη του τίποτα είναι το δικό του απύθμενο κενό που τόσο ανάγλυφα διαγράφεται μέσα στην κενότητά του.

 

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΠΡΟΘΕΣΕΩΝ

Ήταν μια εποχή που οι δράκοι είχαν καλές προθέσεις, όταν μπαίνοντας στη θέση του πρίγκιπα του τέλους γίνονταν οι δράκοι της αρχής. Οι δράκοι ήταν
ορατοί μόνον σε όποιον μπορούσε κατάματα να τους κοιτάξει, είχαν ονόματα περίπλοκα που πρόφεραν η γη, ο ουρανός και τα δέντρα, και ζωές σύντομες που ανοιγόκλειναν πόρτες αναρίθμητες και ξεκλείδωναν αδιέξοδα μονοπάτια.
Στην εποχή των καλών προθέσεων οι δράκοι ήταν απλά πρίγκιπες και ζούσαν με τιμή, φύτευαν βελανίδια στις παλάμες τους και νέοι δράκοι γεννιόντουσαν μέσα από τις κουφάλες των δέντρων. Από τότε σε κάθε βελανιδιά χτυπά η καρδιά ενός δράκου και οι άνθρωποι αρέσκονται να διαβάζουν ιστορίες με καλό τέλος.
Η ίδια ελικοειδής, οφιοειδής και φεγγοβόλος διαδρομή διακλαδίζεται. Μια κουβαρίστρα χρυσή ξετυλίγεται κατά μήκος μιας ουράς φολιδωτής κι οδοντωτής. Σ’ ένα μονοπάτι λαμπερό στο χρώμα του χρυσοπράσινου σκαθαριού ακολουθεί μια σειρά θραυσμάτων σπαρμένων από σπασμένη λευκή πορσελάνη.
Σαν τον κοντορεβιθούλη τα βράδια χάνεται, όμως πριν από το χάραμα, τη μαύρη ώρα της αυγής βρίσκει και πάλι τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι, ακολουθώντας τα βότσαλα-θραύσματα που τον οδηγούν. Τα μαζεύει ευλαβικά και τα βάζει στο σακίδιό του ένα-ένα προσεκτικά. Μόλις βρει το σπίτι μπαίνει και κάθεται ευθύς στο τραπέζι, μπροστά σ’ ένα τζάκι άσβεστο, για να
ξεκινήσει όλο ανακούφιση το παιχνίδι του. Το λυτρωτικά θεραπευτικό παιχνίδι της συγκόλλησης θραυσμάτων, το παιχνίδι της συγκόλλησης των δικών του θραυσμάτων.
Η ανασυγκόλληση θραυσμάτων έγινε ο εμμονικός τρόπος που έψαχνε να γεννιέται ξανά και ξανά. Βρήκε ένα είδος λύτρωσης, σπάζοντας και συγκολλώντας τα κομμάτια της ακριβής οικογενειακής πορσελάνης. Μια τεχνική επισκευαστική σαν να ξαναγεννιέται, σαν να διηγείται την ίδια ιστορία, αλλά με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά.
Σπάζοντας σε πολλαπλά τραύματα έμαθε γρήγορα να συγκολλάται για να βρει μια θαλπωρή στην ισορροπία, μιαν αρμονία στη ρωγμή που γίνεται του θραύσματος η ραφή. Η πληγή ράβεται για να κλείσει και να επουλωθεί το τραύμα από το σπάσιμο της ιστορίας.
Οι ραφές σε σχήμα ζικ ζακ πολλαπλασιάζοντας αυγατίζουν, δουλεύονται με τη χρυσωμένη ρητίνη, έτσι ώστε οι χρυσές ρωγμές να γίνονται μέρος του σχεδίου, και η ιστορία να γεννιέται σε κάθε νέα συγκόλληση από την αρχή, κι αυτός να νιώθει φρέσκος κι αναζωογονημένος από την ίδια απεικόνιση που εμφανίζεται στο πορσελάνινο γιαπωνέζικο βάζο.
Ωραίο βάζο διακοσμητικό, προπολεμική πορσελάνη, γαμήλιο δώρο που περνούσε κληρονομικά από γενιά σε γενιά· ασορτί μ’ ένα πιάτο με το ίδιο μοτίβο. Περίτεχνος με τα χρυσά ανάγλυφα σιρίτια, την κουλουριασμένη του
ουρά, τα κοφτερά του δόντια στο ανοιχτό απειλητικό του στόμα που στάζει φωτιά, εμφανίζεται στην ντελικάτη γιαπωνέζικη πορσελάνη και είναι τόσο ζωντανός που μοιάζει να δονείται και να βρυχάται.
Ανάγλυφος με το χρυσό του περίγραμμα, με τις άγριες φολίδες του, την πανίσχυρη σαν κρόταλο ουρά του, τις πύρινες φλόγες που βγάζει από το στόμα, βρυχάται, κι είναι σαν να γραπώνει με τα σιδερένια νύχια του θραύσματα του παρελθόντος, σαν να δαγκώνει μπουκιές μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται σε περιβάλλον παραμυθιού, με το κάστρο, τ’ απόρθητα τείχη του, τις οδοντωτές επάλξεις, την προστατευτική τάφρο – κι από το λαρύγγι του ξεχύνονται τρίχινες σκάλες απ’ όπου κατεβαίνουν στρατιώτες μυριάδες, ενώ αυτός με την ουρά ρόπαλο σφυροκοπά τον εχθρό που πλησιάζει απειλητικά.
Τα θραύσματα ολοένα μικραίνουν καθώς σπάζουν διαρκώς σε υποδιαιρέσεις, ενώ αυτός βρίσκει και πάλι τον τρόπο να τα ταιριάζει ακόμα κι όταν αυτά πλέον κονιορτοποιούνται. Ώσπου ο κεντρικός πρωταγωνιστής του θέματος κάποτε χάνεται από μπροστά του, κι όσο κι αν ψάχνει αλαφιασμένος στα μικροσκοπικά υπολείμματα της πορσελάνης, δεν τον βρίσκει πουθενά, κι είναι τέτοια η στενοχώρια και η λύπη του, που δεν αισθάνεται την καυτή ανάσα στον σβέρκο του. Δεν μυρίζει την απειλή, τον καπνό, ούτε κάτι καμένο.
Κι όταν ο χρόνος, αδιάφορος κι αυτός από τον ίδιο τον χρόνο του, απουσιάσει, η φωτιά μεταμφιέζεται σε πάγο, ένα γυάλινο σύμπαν μπαίνει σ’ έναν γυάλινο κόσμο, ένας γυάλινος κόσμος μπαίνει σ’ ένα γυάλινο κάστρο, ένα γυάλινο κάστρο μπαίνει σ’ ένα γυάλινο δωμάτιο, ένα γυάλινο δωμάτιο μπαίνει σ’ έναν γυάλινο άνθρωπο, ο γυάλινος άνθρωπος μπαίνει σ’ ένα εύθραυστο πνεύμα σπάζει με κρότο αρχινώντας την αναρρίχηση στην ιστορία.
Ο φλογερός πράσινος δράκος -ο αλλοτινός αιχμάλωτος της γιαπωνέζικης πορσελάνης- με μιαν ανάγλυφη ορμή ανύψωσης νιώθει για πρώτη φορά έτοιμος για την απογείωσή του, διαπιστώνοντας ότι μπορεί να πετάξει. Μ’
έναν πήδο ανοίγει διάπλατα τα μουδιασμένα σφαλισμένα του φτερά. Διασχίζοντας τη λαίλαπα της φωτιάς, ανεβάζει στη ράχη του την οδοντωτή έναν άνθρωπο ραγισμένο κι επιπλέον λιπόθυμο και λεηλατημένο από
την καπνιά, την ιστορία, τους φόβους και τα κατακερματισμένα όνειρά του.

ΤΟ ΦΤΕΡΟΚΡΟΤΗΜΑ

Απ’ όλα τα φιστίκια που του πετούσαν καθημερινά, τουλάχιστον τα μισά τον κτυπούσαν στο κεφάλι. Τόσο όμορφος και πολύχρωμος, όμως έμοιαζε διαρκώς ταραγμένος. Ήταν η εξωτική ατραξιόν της πλατείας του νησιού. Στίφη τουριστών κι ένα τυραννικό αφεντικό δεν τον άφηναν να ησυχάσει ούτε να κοιμηθεί. Χασκογελούσαν, χαχάνιζαν, φωτογραφίζονταν μαζί του, τυφλώνοντάς τον κάθε νύχτα με τα φλας, άλλοι του μιλούσαν γλυκά με διάφορα υποκοριστικά, άλλοι τον έβριζαν για να μιμηθεί κάποια πρόστυχη λέξη, παιδάκια του πετούσαν ό,τι έβρισκαν πρόχειρο, βότσαλα, ποπ κορν, σκουπίδια, κάποτε μια μπάλα παγωτού.
Vaffanculo, φώναζε όταν έβλεπε το αφεντικό του, που απορούσε γιατί απευθυνόταν μόνον σε αυτόν με τη διαβόητη ιταλική βρισιά.
Στημένος νυχθημερόν έξω από το μαγαζί, φτερωτός κράχτης στο μπαρ, κούρνιαζε στο σιδερένιο του κλαδί, δεμένος με αλυσίδα σαν σκλάβος. Εκεί δίπλα δέσποζε ένα μεσαιωνικό πηγάδι, στολισμένο με μπρούντζινους ιππόκαμπους.
Κάποτε άλλαξε την υβριστική του προσφώνηση προς το άξεστο, τυραννικό αφεντικό, ξεστομίζοντας παραδόξως μιαν ολόκληρη πρόταση: Να σε καταπιεί η γη.
Ένα καλοκαιρινό βράδυ η πλατεία έσφυζε πάλι από ξεσαλωμένους τουρίστες που περιφέρονταν με βλέμματα αχόρταγα, επενδύοντας το κάθε πληρωμένο λεπτό των διακοπών τους, δοκιμάζοντας καθετί που θα μπορούσε να διασκεδάσει προσωρινά την αγωνιώδη ανάγκη απόδρασης από την κτηνώδη καθημερινότητά τους. Εκείνο το πυρωμένο αυγουστιάτικο βράδυ, μια γνωστή απαστράπτουσα λαϊκή αοιδός, με τη λαμέ μικροσκοπική ενδυμασία της και την κουστωδία της, πέρασε και κοντοστάθηκε για να χαζέψει.
Το αφεντικό του παπαγάλου-ατραξιόν έσπευσε να την πλησιάσει και να της ζητήσει να φωτογραφηθούν με το κινητό. Καθώς όμως ήταν κοντός, προτίμησε να κάτσει στο χείλος του πηγαδιού για να σταθεί στο ύψος της. Έτσι όμως όπως έγειρε προς τα πίσω, προκειμένου να εστιάσει σωστά στο κάδρο μιας σέλφι, έχασε την ισορροπία και έπεσε με μια κραυγή ανάσκελα κι έπειτα κάθετα με το κεφάλι στο πηγάδι, παρασύροντας τον έναν ιππόκαμπο που υποτίθεται ότι έφραζε περίτεχνα το στόμιο, αλλά είχε ύπουλα από καιρό σκουριάσει.
Ο Paolo ο παπαγάλος-ατραξιόν, που έγινε αυτόπτης μάρτυρας της πτώσης του αφεντικού του στο στόμα του πηγαδιού, που λες και, κυριολεκτικά, τον κατάπιε, πετάρισε επί τόπου φτεροκοπώντας ευχαριστημένος, και τα
δύο πορφυρογάλαζα φτερά του με τις κίτρινες ανταύγειες φάνηκε για ένα ολόκληρο λεπτό να συναντιούνται μεταξύ τους σε κάτι που έμοιαζε με χειροκρότημα.

 

ΔΟΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΣΤΕΓΕΣ

Οι τελευταίες στέγες της πόλης χάθηκαν
παίρνοντας μαζί τους τα πρώτα δόντια των παιδιών
που τα πετούσαν πάνω τους με μιαν ευχή
τα επόμενα δόντια τους να ριζώσουν
δυνατά σαν σπίτια

Σε αυτήν την πόλη
οι τελευταίες στέγες χάθηκαν άδικα
μαζί με των παιδιών τα πρώτα δόντια
μαζί με των παιδιών τις ευχές εκείνες

Υψώθηκαν κτίρια ψηλά και άχαρα
χωρίς την υποψία στέγης καμιάς
κι απόμειναν τα αστικά τοπία ψυχής
να χάσκουν σαν στόματα μικρών παιδιών
αιώνια ξεδοντιασμένα 

 

.

Ο ΗΡΩΑΣ ΠΕΦΤΕΙ (2021)

Ο ήρωας ξυπνά
ανοίγει τα μάτια του
βγάζει τα χάρτινα φτερά του
τ’ απλώνει στο κρεβάτι
κάνει τον σταυρό του
ανοίγει το παράθυρο

Ο ήρωας πέφτει

Λιποτακτώντας
εξιλεώνεται

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

εκεί που κρύβεται
ο επίσημος διασκεδαστής της ζωής

Ψάχνει έναν γελωτοποιό
να του φορέσει το καπέλο του
να γεμίσει τω κεφάλι του
χρυσά κουδουνάκια

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

μόλις
ο βασιλιάς εκτονωθεί
ψελλίζοντας
όλες εκείνες τις άγριες λέξεις

Με τα ρουθούνια
στ’ αυτιά

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

διαπιστώνοντας πως
η βία ήταν άλλου
στο κόκκινο ταπί
εκεί ο που
λυσσασμένοι πολυεθνικοί μολοσσοί
διαμελίζουν τον υπνωτισμένο συνάνθρωπο

   *  *

 

Ο ήρωας πέφτει

κι αναρωτιέται:
πώς είναι αλήθεια
να περιμένεις να τελειώσει η ζωή
για να ζήσεις

* *

Ο ήρωας πέφτει

και επικαλείται τί;
Ουρανοί
δώστε μου έναν οιωνό
ότι υπήρξε έστω κι ένα ψήγμα
ζωής σωστό
ότι υπήρξα ένας άνθρωπος
αλάνθαστος -σχεδόν-
χωρίς ένα κοκκινάδι από κάτω

Ένας ήρωας γραμμένος
όχι υπογραμμισμένος

Ποιος θα μου πει
ποιος είμαι σήμερα;
Ποιος ήμουν χθες;
Ποιος θα είμαι αύριο;

Μόνον ένα κοράκι ατρόμητο
στην κορυφή του στύλου
να κρώζει ζωηρά
επικαλούμενο
εκλεκτικές συγγένειες

   *  *

 

Ο ήρωας πέφτει

όταν αποφάσισε
να ζήσει τον πόνο
μιας άλλης εποχής
ξιφομάχος
που δεν μονομαχεί

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

τρυπημένος
από τα μνησίκακα
βέλη των Άλλων

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

και ποτέ δεν ξαπλώνει
μόνον πέφτει
αενάως
αιωνίως
για την ηδονή
για τη διάρκεια
για την πτώση

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

γιατί επιτέλους
έμεινε μόνος
και το ξέρει

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

αδιάφθορος
πριν προλάβει
ν’ αποκεφαλιστεί
από υπερβάλλουσα αρετή

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

σφιχταγκαλιασμένος
με τον καθρέφτη
κι από την πτώση
θρυμματίζεται
μόνο το είδωλό του 

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

ηρωικά ηττημένος
από μη ήρωες

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

και το πιστό σπαθί του
στερεωμένο κάθετα
με κόψη προς τον ουρανό
πειθήνιο τον καρτερεί

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

θύμα
ηλεκτρονικοπληξίας
αφήνοντας πίσω του
νέφη ψηφιακής μελάνης

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

χτυπημένος
από την ένοχή
του νικητή

   *  *

 

Ο ήρωας πέφτει

γιατί ήταν
ένας υπολογιστής
με ανθρώπινο
λογισμικό

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

γιατί δεν ήταν τολμηρός
δεν ήταν ριψοκίνδυνος
μα ασφαλής
ασφαλής και προσεκτικός

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

κι ή αθωότητα του
ενοχοποιείται

   *  *

Ο ήρωας πέφτει

όταν συνειδητοποιεί
πώς ούτε με μια τελευταία αρχή
μπορείς να γίνεις
ήρωας τής ζωής σου

   *  *

Ο ηρωισμός βρισκόταν
στην ανατροπή
στην έκπληξη τής Ιστορίας
σ’ έναν κόσμο παράλληλο
που δίδαξε τίς ήττες
να γίνονται νίκες

γιατί

Ή πτώση
είναι πάντα
ηρωική

   *  *

 

Λόγω μνήμης

Κείτονται εκεί
θύματα σοφιστικέ διακόσμησης
κοσμώντας γυάλινες προθήκες
σε τραπεζάκια πολυσύχναστου cafe
Μετάλλια ανδρείας
αγορασμένα φθηνά
από παλιατζίδικα
Κάποτε καρφιτσωμένα σέ πέτα
ή σταλμένα σέ συγγενείς
πεσόντων σε μάχες

Κάποιοι ανδρειωμένοι
άγνωστοι ξεθωριασμένοι
λιωμένοι ήρωες
ανάμικτοι με ψευτοήρωες και αντιήρωες
ξαπλωμένοι σαν απώλειες μνήμης
σ’ ένα τρύπιο εκφυλισμένο εγκέφαλο

Σκέφτομαι:

Όταν ό ήρωας πέφτει
πρώτα προσγειώνονται
τα παράσημα

Η γενναιότητα είναι
ένα σημείο μακρινό που χάνεται
στους υδρατμούς του τίποτα

Είπε ο ήρωας

Και αναλήφθηκε

 

.

ΞΥΛΙΝΗ ΜΥΤΗ ΤΟΡΝΕΥΤΗ (2021)

Ευφάνταστο
ψέμα πλουμιστό
Φτωχέ συγγενή
της αλήθειας

Τα δέντρα εγκατέλειψαν την ακινησία
από περιέργεια
έγιναν πονηρές σκιές
τα βήματά σου ακολουθούν
σε κατασκοπεύουν
Με μάτια νεράιδας
σε κοιτάζουν
βλέπουν μια ξύλινη βέργα
καρφωμένη
ψηλά στον ουρανό

Πόσο δύσκολο είναι να μην
παρατηρείς πια
με κριτική διάθεση
τον ψεύτη εαυτό;

Πότε θα πάψει πια
ο κριτικός εαυτός
τον άτακτο πολλαπλασιασμό του;
Τη συνήθεια να φορά
στολές παραλλαγής;

Μόνο εσύ
και οι δενδρόβιες σαύρες
κρεμασμένες από κλαδί αναρρίχησης

Μόλις αντιληφθείς ότι ήταν
ο αιωρούμενος πήχης της ζωής σου
μια ψιλή φωνούλα θα σου πει
πως δεν κάνουνε μονόζυγο
στη μύτη του Πινάκιο

* * *

Οι ονειροπόλοι και οι τυχοδιώκτες
ζωγραφίζουν με μια μύτη διαβήτη
ομόκεντρους κύκλους
στο νωπό τσιμέντο
των αιθέρων
εκεί όπου
φυτρώνουν
πράσινα εργοστάσια ζαχαρωτών
και το μέλι βάφεται
μπλε

* * *

Τρία ρήματα οριοθετούν τον χώρο
τρέχω
παίζω
χορεύω
Ένα ρήμα οριοθετεί τον χρόνο
Θυμάμαι
Το μόνο που έχω ανάγκη να θυμηθώ
είναι το παιδί
Να θυμηθώ να με απομνημονεύσω
πριν απολιθωθώ
Σαν ποίημα

* * *

Η μάχη είναι αναίμακτη
Το πλήθος στοιχηματίζει
ποια είναι η πιο επιθετική
Η στιγμή κι η διάρκεια
δύο γρύλλοι που χτυπιούνται
σ’ αυτοσχέδιο ρινγκ

Είμαι ο σωστός άνθρωπος στη λάθος στιγμή ;
Είμαι ο λάθος άνθρωπος στη σωστή στιγμή ;
Είμαι ο χρόνος στο λάθος του
ή το λάθος στον χρόνο του;
Η διάρκεια στη στιγμή ή η στιγμή στη διάρκεια;

Η μάχη των γρύλλων

* * *

Πρέπει γρήγορα ν’ αποφασίσω
Ποιος είμαι;
Ονειροδιαβιβαστής ή Ονειροδιαβάτης;
Πριν προλάβει ν’ αλλάξει τον κωδικό μου
ο Απονειροποιητής

Σήμερα θα εξασκηθώ
στην Ονειροποίηση

Αύριο θα επιδοθώ
στην Ονειροκοπτική

Μεθαύριο στην
Ονειροκτονία

* * *

Πώς να κρυφτείς από το ψέμα της ζωής;

Η μόνη αληθινή της ποίησης ζωή
Μια επιτυχημένη εαυτού κιβδηλοποίηση

Το ψέμα γίνεται ανάρπαστο
ο ψεύτης ελκυστικός
το ψέμα ελπιδοφόρο

Ψέμα είναι το όνειρο
που μπαίνει από το ρουθούνι
και βγαίνει
από το μάτι

* * *

Ζηλεύω τους κλόουν
γιατί είναι τυχεροί
έτσι όπως στο τσίρκο
μεταμφιεσμένοι
χοροπηδούν
Η λύπη τους έρπει αθόρυβα
κάτω από προσωπεία λευκά
κι ενίοτε δροσίζεται
σε φυσαλίδες μέσα
σε δάκρυα ζωγραφισμένα
προσωρινά φωταγωγημένα
Μια κόκκινη μύτη στρογγυλή
αναβοσβήνοντας
σε κάθε περιστροφή
τα ψέματά τους
συγχωρεί

* * *

Πινάκιο φίλε μου ακριβέ
Μόνο σε σένα θα εξομολογηθώ
της ζωής μας την μόνη εξίσωση:

Ξύλινο ψέμα τορνευτό
είναι η αλήθεια

.

ΤΟ ΝΗΣΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΨΑΡΙ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΥΦΑΝΤΑΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (2020)

Τριαντάφυλλο στην άμμο

Έλεγαν ότι είχε μια θυελλώδη καρδιά. Ότι η καρδιά του άρρυθμα χτυπούσε. Έλεγαν ότι το χνούδι της άτακτης ζωής του ύψωνε ολόγυρα λόφους ροδοπέταλα. Αυτός έλεγε κάθε φορά που έπιανε την πένα-φτερό ότι έβλεπε παραδείσια πουλιά να τρυπώνουν μέσα στη φόδρα της ρεντιγκότας του κι ότι συχνά η πορφυρή μεμβράνη του ανάγλυφου υφάσματος αναρριγούσε.
Δεν ήξερε αν ήταν κάτι μαγικό ή καταραμένο, αλλά ήταν σίγουρος ότι από μικρός άκουγε την αναπνοή και το καρδιοχτύπι των λέξεων και αυτές αντηχούσαν μ’ ένα παράξενο κουδούνισμα στο κεφάλι του. Εκεί μέσα,
σε κρυφές σπηλιές, συσσωρεύονταν κι επωάζονταν μυριάδες. Ώσπου κάποτε σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν από τα μάτια, το στόμα, τα αυτιά του. Λέξεις ηχηρές, μελωδικές σαν χορωδίες. Κι αυτός, μισοπνιγμένος όπως ήταν, δεν
ήξερε τι να κάνει με δαύτες.
Ο καλοκαιρινός ουρανός είχε το χρώμα της ιδανικής χώρας. Η ιδανική χώρα όμως είναι μια ψευδαισθητική κατασκευή. Ένας άνθρωπος ζει μια συναρπαστική ζωή κι έπειτα η ζωή έχει περάσει. Αυτός, ο πνιγμένος,
κείτονταν στην αμμουδιά σιωπηλός σαν βυθός. Αυτή, η αιώνια αγαπημένη, στεκόταν με λίγους φίλους πνιγμένη στα δάκρυα. Μέσα στη θαλασσοταραχή, με τελική πορεία το Λιβόρνο, το σκαρί έσπασε στα δύο, η περιδίνησή του στην
ανταριασμένη θάλασσα τον βύθισε κατακόρυφα κι έπειτα τον εκσφενδόνισε στην κόψη των κυμάτων σαν να ήταν βέλος. Οι πνεύμονές του δεν γέμιζαν πια με λέξεις αλλά με νερό. Ένας φάκελος δερματόδετος άνοιξε και τα ποιήματα έχασαν τον αρχικό τους προορισμό – σκόρπισαν μέσα στις μαύρες τρικυμισμένες μπούκλες του θανάτου.
Άνθος πληγή ή πληγή άνθος; Στεκόταν αναποφάσιστη εκεί επάνω στη ρωγμή του κόσμου, εκεί όπου η ψυχή έσπασε κι ένα πνεύμα πέταξε αφήνοντας πίσω ένα σώμα άκαμπτο και βρεγμένο. Ένα σώμα που περιείχε ακόμα κάτι πολύτιμο, μοναδικό σαν δακτυλικό αποτύπωμα. Φουσκωτό σαν γροθιά, έχασκε στη γυμνότητά του παραγεμισμένο με ένα στριμωγμένο ορμητικό ποτάμι στο πάθος της παραφοράς, με τη θεϊκή τρέλα του ακατανόητου με αγάπες ζοφερές και ποικιλόχρωμους πόνους, κυρίως αυτούς.
Όπως αριστοτεχνικά έκοψε κι έραψε με κλωστές τον τερατώδη ήρωα της, ήξερε αριστοτεχνικά ν’ αφαιρέσει εκείνο το τελευταίο, το τέλειο ίχνος, το σάρκινο ρολόι που τον κατοικούσε. Το κόκκινο σύμβολο του ρομαντισμού βγήκε από μέσα του ορθάνοιχτο σαν τεντωμένο αυτί, σαν άγριο μάτι. Τώρα ό,τι απέμεινε από αυτόν κείτεται εκεί στο ξύλινο γραφείο της συγγραφής όπου τη συντροφεύει, για να ζει, για να δημιουργεί, μακριά από τον θόρυβο του κόσμου.
Μέσα σε γκρίζα σύννεφα, μέσα σε ύπνου στάχτες, σε έναν πένθιμο πύργο που ολοένα ψηλώνει, οι νυχτερίδες φράζουν με τα αγκυλωτά φτερά τους τα παράθυρα. Ένας επίμονος κτύπος στο τζάμι και το μεγαλύτερο κλαδί του
θαλασσόδεντρου που λικνίζεται στον ψυχρό αέρα ανοίγει σαν ξύλινο χέρι τα παραθυρόφυλλα αιφνιδιαστικά, σκορπίζοντας τις νυχτερίδες μακριά. Το κλαδί μ’ ένα ακαριαίο τρίξιμο ξεδιπλώνεται, ορμά στο δωμάτιό της, αρχίζει ακατάπαυστα να διακλαδίζεται και να μακραίνει. Σκουριασμένα κλειδιά και χρυσά κουμπιά ξεφυτρώνουν στη θέση των φύλλων από παντού, τα μικρότερα κλαδιά σαν πράσινα πλοκάμια ελίσσονται, μακραίνουν, σκαλώνουν στα μαλλιά της οικοδέσποινας και την ανασηκώνουν ψηλά κρατώντας την μετέωρη. Το φανταστικό θαλασσόδεντρο κυριεύει το δωμάτιο. Ο κόσμος δονείται. Σε ένα φανταστικό λεπτό ενός φανταστικού κόσμου, συντονισμένες στους κραδασμούς του οι ευγενικές ψυχές στροβιλίζονται. Τότε η καρδιά αρχίζει να πάλλεται. Η βαλσαμωμένη καρδιά κτυπάει ξανά μέσα στο γυάλινο δοχείο της φορμόλης. Η καρδιά κτυπάει σαν ν’ ασφυκτιά κλεισμένη στο συρτάρι.
Ο παράφορος πύργος αναποδογυρίζει σαν κλεψύδρα και τότε τ’ άγρια τριαντάφυλλα του περίβολου αναρριχώνται στον ουρανό. Μεθυσμένα από νέκταρ πουλιά ξεκλειδώνουν με τα ράμφη τους τις κλειδωνιές κι αυτή
αρχίζει να βλέπει και πάλι αρωματικά όνειρα σε μια στιγμή τέλειας ομορφιάς όπου όλα ενώνονται. Διαβάζοντας ρυθμικά τους στίχους του, η καρδιά του ποιητή στο συρτάρι του γραφείου της ξέφρενα φτεροκοπά. Κάποτε η καρδιά συρρικνώνεται, αλλάζει όψη. Ένα κομμάτι ξεφούσκωτο πετσί πετά αγκάθια κι ένα μπουμπούκι. Το μπουμπούκι άνθισε και το πορφυρό του χρώμα πλημμύρισε το δωμάτιο. Δεν είναι πια μόνη. Η τερατώδης παλάμη του τερατώδους ήρωά της, ραμμένη με διαφορετικές κλωστές και δέρματα τής κρατά σφιχτά το χέρι.
Μετά τη φανταστική του επιδρομή το φανταστικό θαλασσόδεντρο υποχωρεί. Μαζεύει, συρρικνώνει τα ατίθασα φρέσκα κλωνάρια του και ακινητοποιείται στο πραγματικό δέντρο που ήταν, στην αρχική του μορφή,
στην αρχική αγέρωχή του θέση, στην ανατολική μεριά του κήπου, εκεί όπου γίνεται ορατό, σχεδόν απτό από το παράθυρο του γραφείου. Στεφανωμένη με ένα λεπτοδουλεμένο στεφάνι από σφιχτοδεμένα κλαράκια και φύλλα ιερής βελανιδιάς, η Μαίρη Σέλλεϋ με τις τσέπες της γεμάτες κουμπιά και κλειδιά ξέρει. Κουμπώνοντας μια πληγή ξεκλειδώνει ένα άνθος.

Οι κορεσμένοι

Ξύπνησαν μ’ έναν ήλιο σαν τόπι τσίρκου να χοροπηδά στα κεφάλια τους. Η γη από πάνω, ο ουρανός από κάτω. Ήταν μια φυσιολογική μέρα που ξεκίνησε
κανονικά με τους γνώριμους ήχους και θορύβους. Ένας κόσμος υπεράνω κοσμιότητας ανέτειλε ξανά. Η μέρα τους ξεκίνησε ασταθώς ή μάλλον ανάποδα. Δεν ήταν μια μέρα με αναποδιές, αλλά μια μέρα κυριολεκτικά ανάποδη με μια αναποδογυρισμένη βαρύτητα.
Η μικρή τους πόλη σε μια νύχτα, με μια αίσθηση κι ένα θρόισμα σαν να αδειάζει από την άμμο της μια παραλία, γύρισε σαν κλεψύδρα ανάποδα. Η αναποδογυρισμένη σαν κλεψύδρα πόλη έχασε σ’ ένα βράδυ όλες τις ηλεκτρονικές της συσκευές και τα αυτοκίνητα με το αναποδογύρισμα έπεσαν και χάθηκαν στο ουράνιο κενό. Όλα τα καλώδια από τις πρίζες τους τραβήχτηκαν κι η πόλη απενεργοποιήθηκε. Μαζί με τις ηλεκτρονικές τους συσκευές οι άνθρωποι της αναποδογυρισμένης πόλης έχασαν και τα δακτυλικά τους αποτυπώματα που έμειναν κολλημένα πάνω στις οθόνες αφής και στα πληκτρολόγια. Όμως οι αναποδογυρισμένοι κάτοικοι της απενεργοποιημένης πόλης με τον τρόμο στα μάτια άρχισαν να τρέχουν έξαλλοι ανάποδα, πάνω κάτω, ανησυχώντας περισσότερο για τις επαφές και τις οθόνες και τα αυτοκίνητα που έχασαν παρά για το γεγονός ότι αναποδογύρισαν.
Η σημερινή ανάποδη πόλη που κατοικούνταν από φανατικούς πιστούς της τεχνολογίας είχε διώξει όλους τους καλλιτέχνες και όλους τους ονειροπόλους. Αυτοί που έμειναν ήθελαν την ησυχία τους, κανένας να μην
ενοχλεί, κανένας να μην αναστατώνει την ενασχόλησή τους με αλγόριθμους και θετικούς αριθμούς. Γυρισμένοι ανάποδα οι άνθρωποι της ανάποδης πόλης, έτσι όπως περπατούσαν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω στα
ταβάνια των σπιτιών και των δημόσιων κτιρίων χωρίς να πέφτουν, αναρωτιόνταν για το μυστήριο της νέας βαρύτητας που ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι και αδειάζει το αίμα από τις φλέβες των ποδιών, κάνοντάς τους μαρτυρικά να υποφέρουν βλέποντας την πόλη τους γυρισμένη ανάποδα, έτοιμη να χυθεί σαν σούπα κάθε λεπτό στο ουράνιο κενό, βλέποντας τους ίδιους να περπατούν χωρίς να πέφτουν.
Ένας ανάποδος άνθρωπος, κάτι σαν τελάλης-προφήτης, βγήκε περπατώντας ανάποδα στους ανάποδους δρόμους και φώναξε ότι αν δεν πιαστούν όλοι οι κάτοικοι της μικρής ανάποδης πόλης σφιχτά από τα χέρια,
τα μεσάνυχτα η μυστηριώδης μαγνητική βαρύτητα που τους κρατά ακόμα κολλημένους σε ένα έδαφος ανάποδο θα χαθεί και θα γκρεμιστούνε όλοι και όλα στο άπειρο.
Οι ανάποδοι άνθρωποι της μικρής ανάποδης πόλης άρχισαν να κοιτιούνται με απορία μια που δεν είχαν πια κινητά και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές για να κοιτάξουν και να αναζητήσουν ειδήσεις, νέα, ειδοποιήσεις και άλλα μηνύματα ούτε αυτοκίνητα και άλλα μέσα για να μετακινηθούν. Δεν υπήρχε κανένας ηλεκτρονικός τρόπος ή κόμβος για να τους εξηγήσει τι τους συμβαίνει και γιατί. Άρχισαν να σκέφτονται ότι ίσως να μην κοιτάχτηκαν ποτέ στα μάτια, να μην έδωσαν ποτέ τα χέρια, γιατί δεν ήξεραν να κοιτάζονται και ν’ αγγίζονται, γιατί προτιμούσαν να κοιτούν βαδίζοντας εικόνες ηλεκτρονικές και ν’ αγγίζουν οθόνες επαφής, ίσως γιατί ξέχασαν πώς να μιλούν ανθρώπινα, γιατί έμαθαν να μιλούν άπταιστα σε μια άλλη γλώσσα που λέγεται ηλεκτρονική, αλλά ξέχασαν τη δική τους, ίσως γιατί ήξεραν μόνο να βυθίζονται αθόρυβα σε οθόνες φωτεινές και βουβά και μοναχικά να πληκτρολογούν.
Ρηχοφυτρωμένοι στη λίμνη του χρόνου, ένιωθαν πως χάνονται με την ελαφρότητα και την προσωρινότητα του νούφαρου, έτσι όπως ανάποδα όλα τα κοιτούν στην αφρισμένη σιωπή της απεραντοσύνης όπου μονολογούν κι αναρωτιούνται αν οι άνθρωποι έγιναν υπολογιστές ή οι υπολογιστές άνθρωποι.
Κι όταν η ανάποδη μέρα είχε πάρει για τα καλά τον δρόμο της, σκέφτηκαν αυτοί οι λογικοί πως αν όλοι οι τρελοί της γης κάθονταν μεμιάς πάνω στην τεντωμένη χορδή της λογικής, τότε το παράλογο του κόσμου θα έσπαζε με μια στριγκλιά, έναν πάταγο και θα απελευθέρωνε ταυτόχρονα σμήνη από πλάσματα παράξενα, μισούς ανθρώπους, μισά πουλιά. Τότε άρχισαν να ταλαντεύονται πέρα δώθε σαν λουλούδια στο απαλό τρέμουλο της γης κι η λύπη τους για την ανθρωπότητα άνοιξε από κάτω τους τις ομπρέλες του Θεού.
Καμία ασυμμετρία δεν θα ήταν πια γι’ αυτούς οδυνηρή και τα σκοτεινά δωμάτια της ζωής θα γίνονταν και πάλι φωτεινά, αυτοί δεν θα ήθελαν πια την ησυχία τους και τη δήθεν υπόληψή τους ούτε να τους σώσει κάποιος από
έναν κίνδυνο ανύπαρκτο. Οι τεχνολογικά κορεσμένοι δεν θα δαγκώνουν πια ποτήρια για να ματώσουν ούτε θα τους καταπίνει διψασμένη η απάθεια ή η αδιαφορία και τις Κυριακές θα θυμούνται να ονειρεύονται και ν’ αναπνέουν.
Κάποτε μια νέα μέρα θα ξημερώσει και θ’ αρχίσει να χαράζει την τροχιά της επίμονα. Οι άνθρωποι της μικρής πόλης ξυπνώντας θα συνειδητοποιήσουν ότι δεν ήταν όλοι αυτοί, αλλά οι εαυτοί τους οι γυρισμένοι σαν νυχτερίδες ανάποδα.

Venus Victrix

Αναρωτιόταν πόσο σκληρή κι ανέκφραστη μπορεί να γίνει η ομορφιά. Όσο κι ένα άγαλμα, σκεφτόταν. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Ήταν πολύ όμορφη
η Paolina Bonaparte Borghese. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι είχαν αναθέσει σ’ αυτόν τον δαιμόνιο γλύπτη να φιλοτεχνήσει το άγαλμά της για να στολίσει την κεντρική σάλα της περίφημης Villa Borghese, που δέσποζε
με την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική της στο ξέφωτο μιας πυκνής δασικής έκτασης στην καρδιά της Ρώμης.
Συχνά φαντασιωνόταν την Paolina γυμνή, όμως ήξερε καλά ότι δεν θα πόζαρε ποτέ σε μια άσεμνη, κατά τη γνώμη της, στάση. Κι όμως αυτός ηδονιζόταν μόνον όταν σκάλιζε στο μάρμαρο τη σάρκα γυμνή. Το δέρμα
του αγάλματος ανέπνεε και έλαμπε κάτω από τα μαγικά του χέρια και τώρα του δινόταν η ευκαιρία να προκαλέσει την υψηλή κοινωνία της εποχής μ’ ένα έργο που θα άφηνε τους θεατές, και κυρίως τον άντρα της άφωνους.
Θα χρησιμοποιούσε ως μοντέλο μια πρώην ερωμένη του. Κανένας δεν θα το καταλάβαινε. Θα κολλούσε το θεϊκό σώμα της άσημης, λαϊκής κοπέλας στο αριστοκρατικό κεφάλι της Paolina. Ποιος θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει ότι δεν ήταν η ίδια η Αφροδίτη αυτοπροσώπως;
Θα τη βάλει να ξαπλώσει ημίγυμνη σ’ ένα ανάκλιντρο, θα της δώσει κι ένα μήλο να κρατάει, με ύφος φιλήδονο, ερωτικό. Είναι το χρυσό μήλο της Αφροδίτης, το φρούτο της νίκης της. «Venus Victrix» θα ονόμαζε το έργο
του. Τη δική του Αφροδίτη. Τη δική του τέλεια νικήτρια Αφροδίτη.
«Αυτός ο αλαζόνας γλύπτης δεν θα πληρωθεί».
«Μα εξοχότατε, εσείς το παραγγείλατε».
«Το άγαλμα αυτό είναι χυδαίο. Με προσβάλλει».
«Μα είναι τόσο όμορφο».
«Η ομορφιά όταν εκτίθεται γίνεται χυδαία».
«Όπως επιθυμείτε».
«Ρίξτε το στο υπόγειο, εξαφανίστε το, καλύψτε το με μαύρο πανί».
«Dottore, Dottore κοιτάξτε κάτι περίεργο. Η γυναίκα στο άγαλμα που βρήκαμε μετά από τόσα χρόνια σκονισμένο, κουκουλωμένο στο υπόγειο της βίλας, κρατάει στο χέρι της ένα αλλόκοτο πράγμα».
«Απίστευτο, μοιάζει με απολιθωμένη καρδιά».
Την ίδια στιγμή στη Βασιλική της Santa Maria Gloriosa dei Frari στη Βενετία, μια ομάδα ιστορικών, συντηρητών έργων τέχνης, καθολικών ιερέων και καραμπινιέρων μιλούσαν υψηλόφωνα χειρονομώντας. Στέκονταν μπροστά στην τριγωνική πυραμίδα-μαυσωλείο που σχεδίασε ο Canova για τον Tiziano, το οποίο όμως μετά τον πρόωρο θάνατο του γλύπτη κατέληξε να γίνει το προσωπικό του μνημείο. Προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς ήταν
δυνατόν να λείπει η καλά ταριχευμένη καρδιά του γλύπτη που βρισκόταν τοποθετημένη μέσα στο μαυσωλείο.
«Πού πήγε η καρδιά του Canova;» αναρωτιόντουσαν.
«Το φρούτο της νίκης ισούται με το φρούτο της ήττας» ψιθύρισε, καθώς απομακρυνόταν με αργό βήμα,ο ηλικιωμένος διακεκριμένος Professore που είχε αφιερώσει όλο το ακαδημαϊκό του έργο στη μελέτη της θρυλικής γλυπτικής τέχνης του Antonio Canova.

Μόρφω

Αυτό το πάθος της με τα λεπιδόπτερα ήταν τόσο άσβεστο, όσο και ανεξήγητο. Ξεκίνησε από τη μικρή της ηλικία όταν συνέλεγε εμμονικά όχι μόνο λεπιδόπτερα, αλλά και κάθε λογής έντομο και μικρό ερπετό. Γέμιζε μικρά πλαστικά τάπερ και γυάλινα βάζα με σαμιαμίδια και σκαθάρια και τα κουβαλούσε στις ταβέρνες που έτρωγαν με τους γονείς της στις διακοπές και σε μικρές αποδράσεις των Σαββατοκύριακων για να τα μελετήσει όση ώρα έπληττε με τους μεγάλους. Ό,τι μπορούσε να συλλέξει, το συνέλεγε. Όπως εκείνους τους μικρούς καρδινάλιους, τους κόκκινους με τις μαύρες βούλες, από τα ωραιότερα δείγματα εντόμων της οικογένειας των σκαθαριών.
Σε μια εκδρομή που πήγε, μεγάλη πια μαθήτρια λυκείου, έχασε το λεωφορείο της επιστροφής, γιατί προτίμησε να μείνει για παρατήρηση στο σημείο όπου βρήκε τον σπάνιο, προστατευόμενο ελαφοκάνθαρο, το μεγαλύτερο και ομορφότερο σκαθάρι που υπάρχει.
Αργότερα στις σπουδές της που ήταν πάνω στη βιολογία και την εντομολογία έκανε πολλά και δύσκολα ταξίδια μελετώντας τους τερμίτες στις αφρικανικές χώρες και τις πεταλούδες Μονάρχη και Μόρφω στο Μεξικό. Αυτές οι τελευταίες ήταν εκτός από το διδακτορικό της και ο μεγάλος έρωτας της ζωής της. Τόσο όμορφες. Τόσο σπάνιες. Τόσο μπλε γιγάντιες. Τόσο εξωτικές. Με όνομα το προσωνύμιο της θεάς Αφροδίτης που λεγόταν
και Μορφώ.
Τι ωραία πετούν οι πεταλούδες Μόρφω ελεύθερες μες στο δωμάτιο της έκθεσης εντόμων που είναι υπεύθυνη μήνες τώρα, ξεναγώντας επισκέπτες, κυρίως οικογένειες με παιδιά. Οι ευμορφίες της με χρώματα που ρουφούν
όλες τις αντανακλάσεις του φωτός παράγοντας το λαμπερό μπλε του ουρανού. Η επιστημονική κοινότητα διατείνεται πως η Μόρφω «γεννήθηκε από μεγάλα κέφια». Ένα κόσμημα της φύσης. Το ψευδαισθητικό εκτυφλωτικό μπλε των φτερών της οφείλεται στην ιδιαίτερη δομή της επιφάνειας των φτερών της, που απορροφούν τις μπλε αποχρώσεις του φωτός και τις αναπαράγουν σε διάθλαση. Ένα αληθινό θαύμα της φύσης. Ένα συναρπαστικό πλάσμα που τη μάγευε και την καθήλωνε κάθε στιγμή που το παρατηρούσε. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με όλους τους επισκέπτες της έκθεσης. Έβλεπε διαφορετικές συμπεριφορές από ενήλικες και παιδιά. Οι περισσότερες από αυτές όμως την έθλιβαν. Δεν καταλάβαιναν, δεν σέβονταν την ευθραυστότητα του πλάσματος, προσπαθούσαν να τις αγγίξουν, δεν ακολουθούσαν τις οδηγίες της για να απολαύσουν τις ελεύθερες Μόρφω, όπως πετούσαν στο περιβάλλον που είχε δημιουργήσει για αυτές: ένα μεγάλο δωμάτιο με μια εξωτική ποικιλία από διάφορα πράσινα τροπικά πλατύφυλλα φυτά, με
την ιδανική θερμοκρασία, ένταση φωτός και άλλους ατμοσφαιρικούς παράγοντες, τη χημεία των οποίων μόνο αυτή γνώριζε. Κάθε λάθος σε αυτούς τους υπολογισμούς και οπωσδήποτε το ανθρώπινο άγγιγμα ανίδεων
μπορούσε να βλάψει ανεπανόρθωτα τις λεπτεπίλεπτες λατρεμένες της. «Παρακαλώ μόνον να βλέπετε. Μην τις αγγίζετε», έλεγε στους επισκέπτες. «Είναι ευαίσθητες. Μ’ ένα άγγιγμα μόνον πεθαίνουν».
Ένα κοπάδι μεσόκοπες ευτραφέστατες κυρίες, έτοιμες να σκάσουν από το λίπος και το φαγητό που είχε προηγηθεί, κατέφτασαν στην έκθεση για να περάσουν την ώρα τους. Είχαν προσπεράσει αηδιασμένες τους θαλάμους με
τα γυάλινα κουβούκλια με τα μικρά ερπετά, μυρμήγκια, σκουλήκια, σκαθάρια κι άλλα έντομα και στριφογύριζαν στο μεγάλο δωμάτιο με τις γιγάντιες μπλε πεταλούδες Μόρφω, χαχανίζοντας, αλλά εντυπωσιασμένες από το σπάνιο θέαμα. Το ήξερε- της είχε ξανασυμβεί σε έκθεση εντόμων στο εξωτερικό, μόνο που μια κάμερα είχε καταγράψει το περιστατικό. Εδώ τέτοια μέσα δεν είχε για να προστατέψει τις πεταλούδες της, ούτε καν έναν άνθρωπο ασφαλείας. Το κατάλαβε όταν οι λιπαρές κυρίες με τις επώνυμες μεγάλες τσάντες με τα χρυσά χερούλια και τα ευδιάκριτα αρχικά είχαν αποχωρήσει αγκαζέ.
Οι σπάνιες πεταλούδες της ήταν είκοσι επτά. Τώρα, στη γρήγορη καταμέτρηση που έκανε με δυσκολία, γιατί κάποιες κρύβονταν διπλωμένες στα φυλλώματα, ήταν είκοσι. Έλειπαν επτά πεταλούδες. Με τι είδους συνείδηση, τι άνθρωποι ήταν αυτοί που παράχωναν πεταλούδες στις τσάντες τους για να τις κρατήσουν σουβενίρ νεκρές; Εκτός αν φαντάστηκαν ότι μπορούν να τις κάνουν καρφίτσες.
Αισθάνθηκε ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος σαν να της κοβόταν η αναπνοή. Ήταν κρίση άγχους και πανικού και σύγχυσης και θυμού και αδικίας. Βγήκε έξω στο μικρό κηπάριο με τα παγκάκια. Νόμιζε ότι δεν μπορούσε
να αναπνεύσει. Άρχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές και να καταριέται την ελαφρότητα, την άγνοια, τη χυδαιότητα των ανθρώπων. Ήταν σαν να της είχαν απαγάγει μέλη της οικογένειάς της. Και μόνο που σκεφτόταν αυτά
τα χοντρά δάχτυλα σαν μπουρέκια να παραχώνουν με επιδεξιότητα, έτσι για πλάκα, για χαβαλέ, για αναμνηστικό, τις πεταλούδες της στις τσάντες που υποδήλωναν κοινωνικό στάτους· την κυρία του βιοτέχνη, την κυρία
του γιατρού, την κυρία του εργολάβου, την κυρία τίποτα, ήθελε μόνο να τις εκδικηθεί, τις μισούσε, μισούσε αυτόν τον ανυπόφορο κόσμο με την έλλειψη σεβασμού και τη μηδενιστική αντίληψη των πραγμάτων.
Τις έβλεπε όπως απομακρύνονταν, παρέα όπως ήρθαν. Θα χαχάνιζαν πάλι σίγουρα, θα σχολίαζαν και τη γυναίκα-φρικιό της έκθεσης, πώς γίνεται να ασχολείται νέα-γυναίκα με σκουλήκια, θα πήγαιναν να πιούν τον καφέ τους, να κουτσομπολέψουν και μετά στο σπίτι θα πετούσαν τα νεκρά τρόπαια εξόδου σε κάποιο συρτάρι ή και στα σκουπίδια.
«Κάτι πρέπει να γίνει. Κάτι οφείλει να γίνει. Δεν μπορεί. Κάτι πρέπει να συμβεί» αναλογιζόταν.
Τότε, ενώ ακόμα οργισμένη τις παρατηρούσε, με μάτια που πετούσαν μικρές φλόγες, συνέβη κάτι απίστευτο. Οι χοντρές κυρίες από κοπάδι έγιναν σμήνος. Είναι αυτές που τώρα εκεί έξω, βγάζοντας κραυγές απόγνωσης, αλαφιασμένες απ’ τον τρόμο, πρησμένες από το λίπος σαν αερόστατα πετάνε.

.

 

 

ALDA MERINI, ΘΕΪΚΗ ΜΑΝΙΑ, (2020)

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1951-2008

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

Η ΘΕΪΚΗ ΜΑΝΙΑ ΤΗΣ ΑΛΝΤΑ ΜΕΡΙΝΙ

(Απόσπασμα)

Η Άλντα Μερίνι υπήρξε μια ποιήτρια φτιαγμένη από σκιές και κυκλάμινα, μια ποιήτρια που έζησε τη ζωή που επινόησε, ζητώντας από τον περίγυρό της και κυρίως από τους εκάστοτε συντρόφους της το μυστήριό τους, κάτι που δεν ήξεραν να της δώσουν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Maria Corti,
βιογράφος και κριτικός του έργου της, «ήταν αδύνατον να ξεχωρίσεις τη ζωή που έζησε από αυτήν που ονειρεύτηκε». Κι ήταν ακόμη η ποιήτρια που έφυγε μ’ ένα μεγάλο παράπονο, γράφοντας έναν συγκινητικό, εξομολογητικό επίλογο σ’ ένα από τα τελευταία βιβλία της:

Mi importa di ρίύ essere amata
per la donna che sono
che non per il fatto che scriva.

Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο ν’ αγαπηθώ
για τη γυναίκα που είμαι
κι όχι για το γεγονός ότι γράφω.

Αυτή ήταν η γήινη γυναίκα Άλντα Μερίνι, με τη μεγάλη καρδιά, μια γυναίκα απλή, μια γυναίκα όπως όλες, που ήθελε ν’ αγαπηθεί για το φύλο της, για τη γυναίκα-γυναίκα που ήταν κι όχι για το έργο της, για τη γυναίκα-ποιήτρια που έγινε. Όλη αυτή η πορεία της αέναης, της άοκνης, όσο και τυραννικής
αναζήτησης, μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια της ζωής και τους ποιητικούς λαβυρίνθους, όπου μια ζωή-ναυάγιο οικοδομεί μια ποίηση καταφύγιο, συγκρότησε την πιο αυθεντική ποιητική πράξη της, την σπουδαιότερη, ίσως και την πιο σπαρακτική. Η αθεράπευτα ερωτευμένη, η αθεράπευτη πιστή, η αθεράπευτα αισιόδοξη, η αθεράπευτα «τρελή» Άλντα Μερίνι, «η τρελή της
διπλανής πόρτας», όπως χαρακτήρισε τον εαυτό της η ίδια, θα μείνει επάξια ζωντανή, ως μια από τις πιο προσωπικές και τις πιο σημαντικές φωνές του εικοστού αιώνα.

.

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ (1953)

ΦΩΣ

Ποιος θα σου γράψει, θείο φως
ότι εκπηγάζεις αμετάβλητο και αναλλοίωτο
από το λυτρωμένο μου βλέμμα;
Εγώ όχι: γιατί η ουσία της αυτογνωσίας
είναι “μυστικό” αιώνιο και ασύλληπτο·
εγώ όχι γιατί και μόνο ονομάζοντάς σε
σε αμφισβητώ και σε χάνω·
εσένα, παράξενη αλήθεια που με ανακαλείς
στον ποθητό τρόπο της ύπαρξής μου.

Ευλογημένη ομοίωση,
υπερευλογημένο το παιχνίδι το απλό,
το συναρπαστικό και μυστηριώδες,
το να επιμένουμε να είμαστε δύο διαφορετικές και όμως
τόσο όμοιες· αλλά σε αυτό
βρίσκεται το απίστευτο και μοιραίο κλειδί
του δικού μας “υπάρχειν”· και ο νους
που σε προφταίνει, αν ποτέ αναρωτιόταν
γιατί δεν σε κλέβει από το Σύμπαν
για να ανυψώσει καλύτερα το ίδιο του το σώμα,
ευθύς θα σε διέλυε.

Επαναλαμβάνεται έτσι για μένα ο αρχαίος μύθος
του Έρωτα και της Ψυχής σε αυτήν την ένωση
με τρόπο τόσο ζοφερά
φωτεινό· αλλά, Θεά,
κανείς ποτέ δεν ξέρει ότι τη νύχτα σηκώνω
της ζωής μου το φτηνό φανάρι
για να αναμετρηθείς με προαισθήματα
που αναδίνονται από άνθη και από κάθε χάρη.

.

ΠΡΟΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ (1980)

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Οι ποιητές εργάζονται τη νύχτα
όταν ο χρόνος δεν είναι επιτακτικός,
όταν σιωπά ο θόρυβος του πλήθους
και τελειώνει το λυντσάρισμα των ωρών.
Οι ποιητές εργάζονται στα σκοτεινά
όπως τα νυκτόβια γεράκια ή τα αηδόνια
που με το πιο γλυκό τραγούδι
φοβούνται μη και προσβάλουν τον Θεό.
Όμως οι ποιητές, μέσα στη σιωπή τους
είναι πολύ πιο θορυβώδεις
κι από τον χρυσό θόλο των αστεριών.

ΟΧΙ, ΜΗ ΓΥΡΙΣΕΙΣ

Όχι, όχι, μη γυρίσεις πίσω,
θα ήταν απάνθρωπος ο τρόμος,
θα μ’ έβγαζες από αυτά τα γλυκά όνειρα
ή ίσως θα έβρισκες πως αυτή η πανωλεθρία
είναι η σάρκα μου κι ο ζωντανός σταυρός μου,
μη γυρίσεις να με δεις, κείμαι εν ειρήνη
στις απόλυτες σφαίρες του έρωτα
και είμαι κιόλας γυμνή και μόνη
σαν ένα μαραμένο ρόδο στο νυχτερινό αεράκι.

ΟΙ ΠΕΤΡΩΔΕΙΣ ΡΙΜΕΣ (1983)

ΣΕ ΣΕΝΑ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

Σε σένα γνώρισα τα θαύματα·
θαύματα αγάπης που αποκαλύπτονταν
κι έμοιαζαν με τα κοχύλια
όπου μύριζα τη θάλασσα και τις έρημες
αμμουδερές παραλίες και εκεί μέσα στον έρωτα
χάθηκα όπως μέσα στην καταιγίδα
πάντα σταματημένη κρατώντας αυτήν την καρδιά
που (το ήξερα καλά) αγαπούσε μια χίμαιρα.

Η ΑΓΙΑ ΓΗ (1984)

ΤΑ ΠΙΟ ΩΡΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τα πιο ωραία ποιήματα
γράφονται πάνω στις πέτρες
με πληγωμένα γόνατα
και τα μυαλά ν’ ακονίζονται στο μυστήριο.
Τα πιο ωραία ποιήματα γράφονται
μπροστά από έναν άδειο βωμό,
που περιβάλλεται από υπηρέτες
της θεϊκής τρέλας.
Έτσι κι εσύ, τρελός, θεότρελος όπως είσαι,
απήγγειλες στίχους στην ανθρωπότητα,
στίχους της απολύτρωσης
και βιβλικές προφητείες
σαν αδελφός του Ιωνά.
Αλλά στη Γη της Επαγγελίας
όπου γεννιούνται τα χρυσά μήλα
και το δέντρο της γνώσης,
ο Θεός ποτέ δεν κατέβηκε ούτε σε καταράστηκε.
Όμως εσύ, ναι, καταριέσαι
ώρα με την ώρα το τραγούδι σου
γιατί κατέβηκες στο κενό των αθώων,
εισπνέοντας τη λύπη
ανήμπορη για επιβίωση.

ΣΩΜΑ, ΠΕΡΙΓΕΛΩΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΣ

Σώμα, περίγελως μελαγχολικός
με τους άλικους πόθους σου,
μέχρι πότε θα μ’ έχεις φυλακισμένη;
Λυγισμένη ψυχή,
περιφραγμένη και ανήμπορη,
περιτετμημένη ψυχή,
τι κάνεις στο σώμα ξαπλωμένη;

ΤΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (1991)

ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ

Ερωτεύτηκα
τα ίδια τα αγγελικά φτερά μου,
τα ρουθούνια μου που ρουφάνε τη νύχτα,
ερωτεύτηκα εμένα
και τα βάσανά μου.
Μια τσάπα σκάβει μέσα στα πράγματα
και σαν να ξανάγινα κοπέλα ίσως
έχασα τα χαρακτηριστικά μου.
Πόσο γυμνός είσαι, έρωτα,
γυμνός και ανυπεράσπιστος:
εγώ είμαι η λύρα η αληθινή
που σε χτυπά κατάστηθα
και την πιο μεγάλη ανταμοιβή σού δίνει.

ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΣΑΡΛΣ (1991)

Ω, ΠΟΙΗΣΗ ΜΗΝ ΠΕΦΤΕΙΣ ΠΑΝΩ ΜΟΥ

Ω, ποίηση μην πέφτεις πάνω μου,
είσαι σαν ένα θεόρατο βουνό,
με λιώνεις σαν ένα μυγάκι,
ποίηση, μη με συνθλίβεις,
το έντομο είναι άγρυπνο και ζωηρό,
χτυπιέται μέσα σ’ ένα δίχτυ-παγίδα,
ποίηση, φοβάμαι τόσο πολύ,
μην πηδάς επάνω μου, σε ικετεύω.

Η ΚΛΕΦΤΡΑ ΚΙΣΣΑ (1991)

ΠΛΑΘ

Καημένη Πλαθ πολύ ανώτερη
για τις δυστυχίες του κόσμου,
αναμφίβολα καλύτερα ο θάνατος
κι ένας φούρνος κρεματόριο
παρά τα ατέρμονα εγκαύματα του αέρα,
καλύτερα Σύλβια το μελλοντολογικό κατόρθωμα
μιας γυναίκας που ήθελε να είναι γυναίκα
και που ποδοπατήθηκε από
έναν άντρα δειλό.

Η ΥΠΟΤΕΙΝΟΥΣΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (1992)

ΣΑΠΦΩ

Ω Σαπφώ, Σαπφώ,
φλογερή αδελφή μου,
η ράβδος του ανθρώπου,
που όταν μπορεί
προσφέρει τα άνθη της ωδής
και ποτέ δεν είναι όμορφη ή μαλακή
όπως του κάκτου το λουλούδι.

Ο ΒΑΛΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΝΓΚΑΝΕΛΛΙ Ή Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ-ΜΟΝΑΡΧΗΣ (1992)

ΑΝΤΙΟ ΓΥΝΑΙΚΑ

Αντίο γυναίκα,
θα πορευτείς αμόλυντη στον κόσμο
για να πεις πως ο άντρας χάθηκε,
εσύ, καρδιά του ψεύδους
εσύ, άρπα στην ατραπό μου
που ακολουθώντας τα ίχνη σου
χαμένος στον άνεμο,
έγινα ένας έμπειρος πλοηγός
μια χτένα για τα μαλλιά σου.

ΦΙΛΙ

Φιλί που σηκώνεις το βάρος
της σύντομης ζωής μου
μέσα σου ο κόσμος του λόγου μου
γίνεται ήχος και λαχτάρα.

ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΤΑΝΑ ΤΡΙΓΥΡΩ (1993)

ΘΡΗΝΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ

θρηνώ τον άνεμο της νιότης
ω πρώτο μου λάβαρο πνευματικό
σε όλα όσα γίνονται και αφανίζονται
για να ξανάβρεις μόνο και μόνο το πρόσωπό σου
χώρα είσαι πιο ζωντανός και μονάχα
ο θάνατός σου είναι τόσο ισχυρός
όμοιος μ’ ένα μύθο
που μας αναστατώνει.
Πόσες θωρακισμένες πόρτες, Έρωτα,
έκλεισες στο πεπρωμένο;

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΚΙΕΣ, ΘΥΜΗΣΟΥ

Οι ποιητές δεν είναι σκιές, θυμήσου,
έχουν κι αυτοί πόνους στην κοιλιά,
και σουβλιές στα πόδια:
μην τους αγαπάς, θεράπευσέ τους
χωρίς θανάσιμα φιλιά,
χωρίς ερωτικές υποσχέσεις.
Ράψε μαζί τις φτερούγες τους
και άφησέ τους να πετάνε αιώνια:
από μέρα σε μέρα
δεν θα τους ξαναδείς πια.

ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΕΣ (1999)

ΤΟ ΛΑΟΥΤΟ

Από τα υπέροχα χέρια της καρδιάς
πορεύεσαι σαν όργανο ευγενές
και στέκεσαι στα χείλη του κυρίου.
Και το άγγιγμα είναι λευκό
σαν μια δονούμενη χορδή
και όπως η ρίμα μου
που θα έπρεπε να είναι μία λέξη
και αντ’ αυτού μια σκέψη είναι
ένα τραγούδι.

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ (2001)

ΙΗΣΟΥΣ

Ιησού,
για εκείνους που έχουν χάσει το νου τους
και τα λογικά τους,
για τους καταπιεσμένους
από τη σκληρή σιωπή των μαρτύρων,
για κείνους που δεν μπορούν να φωνάξουν
γιατί κανείς δεν τους ακούει,
για κείνους που δεν βρίσκουν άλλη λύση
στην κραυγή από την λέξη,
για όσους ικετεύουν τον κόσμο
να μην τους λεηλατεί άλλο πια,
για εκείνους που περιμένουν ένα σημάδι αγάπης
που δεν έρχεται,
για όσους κάνουν το λάθος
να νεκρώνουν τη σάρκα
ώστε να μην νιώθουν πια την ψυχή.
Με λίγα λόγια,
για εκείνους που πεθαίνουν στο όνομά σου,
άνοιξε τις Πύλες του Παραδείσου
και κάνε τους να δουν
ότι το χέρι σου
ήταν δροσερό και βελούδινο,
όπως κάθε λουλούδι,
και ότι ίσως οι αναιδέστατοι
δεν κατάλαβαν ότι η σιωπή ήταν ο Θεός
και ένιωθαν καταπιεσμένοι
από αυτή τη σιωπή
που ήταν απλώς ενός άσματος η νεφέλη.

ΓΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ (2003)

ΕΓΩ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΧΡΗΜΑΤΑ

Εγώ δεν χρειάζομαι χρήματα.
Χρειάζομαι αισθήματα·
χρειάζομαι λέξεις, λέξεις που επιλέγονται με σοφία,
λουλούδια που ονομάζονται σκέψεις,
τριαντάφυλλα που ονομάζονται παρουσίες,
όνειρα που κατοικούν στα δέντρα,
τραγούδια που κάνουν τ’ αγάλματα να χορεύουν,
αστέρια που ψιθυρίζουν στο αυτί των εραστών…
Εγώ χρειάζομαι ποίηση,
αυτή τη μαγεία που καίει τη βαρύτητα των λέξεων,
που αφυπνίζει συγκινήσεις και γεννά νέα χρώματα.

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΧΑΛΙΝΑΡΙΑ (2005)

ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Οι μύθοι των ποιητών
κάποιες φορές φαντάζουν όνειρα λυπητερά
όμως αρκεί η όψη
ενός ευγενικού Θησέα
που μαζεύει τον μίτο της Αριάδνης
για να σώσει την ψυχή από τον λαβύρινθό της.
Πόσες βόλτες δεν έκανα φίλε μου
στην κόλαση του φρενοκομείου
ψάχνοντας μια πόρτα αφηρημένη
που θα με οδηγούσε στον ουρανό.
Μα κανένας ήρωας οπλισμένος με ασπίδα
που κουβαλά μαζί του μια ωραία γυναίκα
δεν ήρθε για να με σώσει.
Οι ήρωες δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
απλώς εκτιμούν την κατάσταση
και αντιλαμβάνονται ότι πάνω από τη γη
ίπταται η σκέψη του ανθρώπου.
Έτσι είσαι κι εσύ η σκέψη μου
και ξέρω ότι κυριαρχείς στην ύλη,
θα μπορούσες να δεσπόζεις στην κόλαση
χωρίς να γδάρεις την καρδιά του ποιητή
που ραγίζει για κάθε τριαντάφυλλο
που ραγίζει για κάθε στεναγμό.

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ (2008)

ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΜΑΥΡΗ ΠΟΛΗ

Είμαι μια μαύρη πόλη
κι ένα νυκτόβιο χελιδόνι.
Κάποιο αγόρι μού χαμογελά
και τότε γίνομαι μια αλεπού τροβαδούρος.
Μια θάλασσα από ψάρια
πάντα μέσα μου κολυμπά,
είναι οι ψευτοποιητές
που θέλουν να αγγίξουν την ιδιοφυία
με τα φτερά στριμμένα
από μιαν ανίατη απληστία·
αλλά η περιέργεια είναι ένας λιωμένος γρύλος
που προσποιείται πως είναι ψυχή.

 

.

ΑΓΓΕΛόΠΤΕΡΑ (2016)

Αναγκαστική προσγείωση

Μόλις απέδρασε επιτυχώς από τον πίνακα στον οποίο αιώνες
τώρα κατοικούσε Το παράθυρο έμεινε για λίγο ανοιχτό στο
γραφείο Το περβάζι πρόβαλε φαρδύ και φιλόξενο Μια βουτιά
στο κενό κι άφησε πίσω του ένα παλάτι από χρυσό το πνιγηρό
πολυτελές δωμάτιο και τον φιλότεχνο μα αλλοπρόσαλλο
κυβερνήτη Τόσα χρόνια ακίνητος δεν απογειώθηκε μόνον έπεσε
Το ένα του φτερό δεν κινήθηκε Έσπασε από τη χρόνια ακαμψία
Αναγκάστηκε να προσγειωθεί στο κέντρο της παράξενης
πλατείας δίπλα στο άγαλμα του ιππότη Όμως δεν πρόλαβε να
σηκωθεί Ένα κοπάδι εξαγριωμένα σκυλιά όρμησε κατά πάνω
του να τον κατασπαράξει Άφησε πίσω του πούπουλα κόκκινα,
μπλε, κίτρινα να στροβιλίζουν όλο χάρη την ελαφρότητά
τους στο πρωινό θαλασσινό αεράκι που φύσηξε στην πόλη του
Ντουμπρόβνικ

«Τι κρίμα! Τι κρίμα!» αναφώνησαν οι περαστικοί που έγιναν
μάρτυρες του αποτρόπαιου θεάματος
«Ήταν ο μοναδικός άγγελος με φτερά παπαγάλου»

Πλατεία Stradun, Ντουμπρόβνικ, Αύγουστος 2010

Σημείωση: Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε από τον Κροάτη ζωγράφο
Μihajlo Hamzic, με τον τίτλο «Η Βάπτιση στον Ιορδάνη» τον 16ο αιώνα

Αγγελοδαμαστής

Προσοχή στους αγγέλους, μου έλεγαν, όταν λιώνουν με τα
κοράλλια στον ύφαλο, όταν εξατμίζονται από αχρηστία στο
μπουκάλι του γαλλικού αρώματος, όταν κοιμούνται στη στάχτη,
όταν καταπίνουν κάρβουνα γελώντας, όταν χοροπηδούν
με τις σούστες στο παλιό στρώμα, όταν αλλάζουν κόμμωση,
όταν μαθαίνουν ν’ αγαπούν κρυφά και σιωπηλά

Οι άγγελοι εξαφανίζονται, μου έλεγαν,
όταν φοβηθούν το ποδοβολητό των κυμάτων, σκεπάζουν τα
φτερά τους με φύκια και καρφώνονται σαν βράχια στον πυθ-
μένα της θάλασσας

Μα εγώ έχω αδυναμία στους αγγέλους
ο άγγελος προστάτης μου
μου πέταξε ένα φίδι
να πιαστώ ν’ αναρριχηθώ
να φτάσω στον (Π)πατέρα
όμως εγώ γλίστρησα
κι αρπάχτηκα από ένα κρόταλο κουδουνίστρα
κι άρχισα να το κουνάω πέρα δώθε
σαν αφρικανός μάγος
γιατί μόνο στο τσίρκο
αισθάνομαι δυνατός

Κοιτάξτε με τον ξορκίζω
Θαυμάστε με τον δαμάζω

Είμαι ένας ταχυδακτυλουργός
γ0ν πιάνω από τα φτερά
βγάζω έξω απ’ το καπέλο
κι αυτός μ’ έναν πήδο
απογειώνεται

Το κοινό χειροκροτεί
γίνεται ένα πελώριο στόμα
Αναφωνεί:
Angelus Novus
Angelus Novus

Αγγελόπτερο

Πόσο να σκάψει ακόμα το βιολί
Στο ασημένιο φλιτζάνι του καφέ
Για να εξορύξει χώμα;

Οι άγγελοι Σαν αυγά Πρώτα μέσα στις φλόγες επωάζονται
Κιτρινίζουν σαν ηλιοτρόπια Κι έπειτα Απ’ το ρουθούνι μιας
καμινάδας Ξεχύνονται σε σμήνη Κολλούν δυο σύννεφα φτερούγες
στη ράχη του ο καθένας Ακολουθούν τα ίχνη της όξινης βροχής
Τα δάκρια μιας άρπας Κι εγώ που έχω μάθει από μικρή να
ξεχωρίζω έναν ερωτευμένο άγγελο Τον βλέπω να παίζει βιολί
Για μια παράξενη αγάπη Για τους μνηστήρες που μαρμάρωσαν
στον χρόνο Κρεμιέται από τον πολυέλαιο Ενός καμένου θόλου
Με το δοξάρι του μονομαχεί Τρυπώντας άτακτες νότες Τόσο
χαριτωμένα Τραμπαλίζεται Στα ξέφτια μιας γιρλάντας Στο
παραμύθι που έγινε Σαπίλα Πολυτελείας

Έμεινα έκπληκτη να τον κοιτώ
Όπως υπέρλαμπρος πετούσε
Πριονίζοντας με το δοξάρι
Τον λαιμό του

Πιάσε, μου φώναξε
κι ευθύς μου πέταξε
σαν τόπι χρυσό
κομμένο το κεφάλι του
που φέγγοντας
ακόμα χαμογελούσε

Ο άγγελος του Βάλτου

Μια σκιαμαχία ονείρων στο πράσινο ιστορικό νερό της
Βενετίας Στ’ όνειρο είδες σ’ ένα κανάλι πνιγμένο Το μωρό σου
Μεταφυσικός εφιάλτης Με μια κλωτσιά ονείρου εκεί κάπου
χαμηλά Άρχισες να κουβαλάς Νεκρό το έμβρυο στην κοιλιά
σου Κανένα θάρρος μόνο δειλία Η άτολμη σκάβει την τάφρο
Γύρω από τον εαυτό της Θα τη γεμίσει με στεκούμενο νερό κι
πεινασμένους κροκόδειλους Κανένας δεν θα τολμήσει να τη
πλησιάσει ξανά

Αυτό το μωρό δεν θα το φάτε
Αυτό το μωρό θα το φάω εγώ
Αυτή η πράσινη θάλασσα
στην κοιλιά μου θα το χωνέψει
κάνοντας όλη τη βρόμικη δουλειά
Όμως τώρα αφήστε με όλοι ήσυχη
Σαν μεσαιωνικό κάστρο
Να στοιχειώσω
Εσείς αρκεστείτε στα ζουμερά θεμέλια
Συνεχίστε να ροκανίζετε ανέμελα τις ρίζες της πόλης

Μητέρα είμαι ευγνώμων
για το υπέροχο σαρκοφάγο σώμα που μου δόθηκε

Στους κήπους του Μονέ

Η γυναίκα βροχή Με μακριά διάφανα Δάχτυλα σταγόνες Τα
πόδια κρυμμένα σε φεγγαρόσχημες οπλές Μια υπόσχεση
Ανθοφορίας εγκυμονεί όταν στην έρημο των λέξεων καλπάζει
Ρομαντική νοσταλγός της κίνησης του ήχου που κάνει το
κούρδισμα του ρολογιού Ζηλεύει το πλωτό άνθος που χωρίς
ρίζες ταξιδεύει

Ό,τι με πάθος
Πρώτα σε διαιρεί
Έπειτα με πόνο
Σε πολλαπλασιάζει
Είσαι το γινόμενο
Ξεχειλωμένων εμμονών
Μαθηματικός γρίφος
Προς αποφυγή
Συνταγή για μαγειρική
Εύγευστων κυττάρων

Θυμάσαι;
Τότε
Στους κήπους του Μονέ
Στο Ζιβερνύ
Δικαίως είχες σκεφτεί:
Την καρδιά του νούφαρου
Την τρώει πάντα
Ένα βατράχι

Το μπλε αλογάκι

Ένα απότομο εκτόπισμα
απ’ το κύμα του ύπνου
σε πέταξε στα βράχια
ενός ακόμη θορυβώδους
πρωινού

Σε μια τυφλή στροφή
που δεν υπολόγισες
μπήκες σ’ ένα σύννεφο φυγής
χάθηκες στον κήπο
με τις ανθισμένες κερασιές
βυθίστηκες στην τρυφερή αγκαλιά
ενός παραμυθά

Έπειτα ανέβηκες στο μπλε ξύλινο αλογάκι
για να κλυδωνιστείς
στις παιδικές μνήμες

Κάποιος σε είδε για τελευταία φορά
να κρατάς μια βαλίτσα όνειρα
και να περιμένεις στωικά
στον σταθμό του πεπρωμένου

Ad Infinitum

Σε χρόνο νεκρό
χωρίς ουσία και δράμα
ο έρωτας σαν κοσμικό αυγό
λάμποντας θριαμβεύει
όταν εκείνος ορμά
τη σκιά της ν’ απαγάγει
Ανήμπορη η Elizabeth
δεν μπορεί να κινηθεί
μπορεί όμως τους στίχους της
οε μικροσκοπικά όνειρα
να πλέκει
κι έπειτα να τα φορά
οε αμέριμνα πουλιά

Μέσα σε ξέπνοη στιγμή
[ί ένα φιλί σφραγίδα
ην ασθενική εικόνα της
κατεδαφίζει
Ξεντύνεται
έναν λευκό διάφανο εξωσκελετό
όμοιο με αυτόν
που μεγαλόσωμη αράχνη
πίσω της αφήνει
Μικρό απολίθωμα ζωής
αδιάφορο για τον καθένα

-Δεν έχω σώμα να σου δώσω
Είπε αυτή
– Τη σκιά σου θέλω μόνον
Άγγελος θα γίνω
επ’ άπειρον να σε φυλώ
είπε αυτός

Η αχόρταγη χαράδρα
στο Άζολο
έναν αντίλαλο
κατάπιε:
«Ελισάβετ, Ξύπνα!
Το φάντασμα έφυγε και η ιστορία τελείωσε».

Σημείωση: Σε εισαγωγικά παράφραση μτφρ. απο: Robert
The Complete works of Robert Browning Vol. II, Sordello

Ατολμία

Αν είχες άλλη μια μέρα
εκείνου του χρόνου
θα τσιμπούσες τα μάγουλα
ενός ηλιοβασιλέματος
για να ξυπνήσεις ένα ζευγάρι
κυανόλευκα πουλιά

Αν είχες άλλη μια μέρα
εκείνου του χρόνου
θα έβγαζες από την κατάψυξη
την καρδιά σου για να τη ζεστάνεις
με λίγες σταγόνες
ανιδιοτελούς αγάπης

Αν είχες άλλη μια μέρα
εκείνου του χρόνου
θα ξεπρόβαλλες από τη στοά του φόβου
και θα φορούσες ένα ζευγάρι θαρραλέα μάτια

Αν είχες άλλη μια μέρα
εκείνου του χρόνου
το αλαφιασμένο σου μυαλό
θα δανειζόταν το εμπριμέ φόρεμα
μιας οικογενειακής γιορτής

Αν είχες άλλη μια μέρα εκείνου του χρόνου
θα δίδασκες στις ώρες
το μάθημα της ασεβούς ελπίδας

Η ομηρία του μύθου

Κλεισμένοι στη σπηλιά
έπρεπε ν’ αποφασίσουν
ποιος απ’ όλους είναι
ο αληθινός Ποιητής
κι ενώ άρχισαν με αβρότητα να ξεμαλλιάζονται
κι έπειτα με ευγένεια να χτυπιούνται

— Εγώ είμαι ο Ποιητής
— Όχι εγώ είμαι ο Ποιητής
— Εγώ είμαι σας λέω

ο Κύκλωπας με το ηχηρό του μάτι
επέστρεψε στη σπηλιά κι έφραξε την είσοδο
κυλώντας έναν βράχο γνωστό
κι αφού έφαγε τους διοργανωτές, τους μουσικούς
κι άλλους περιφερόμενους κι έδειχνε ακόμα
πεινασμένος ρώτησε τους αναμαλλιασμένους:

Λοιπόν, ποιος από εσάς είναι ο Ποιητής;

κι όλοι μαζί τού απάντησαν:

Κανένας

.

ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
ΜΕ ΛΟΦΙΟ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΑΡΔΑΛΗ ΟΥΡΑ (2014)

Κανονικέ άνθρωπε
πες μου
πώς μπορείς να ζεις
χωρίς λοφίο
χωρίς παρδαλή ουρά
χωρίς μια γαλάζια ανταύγεια
στα φτερά;

ΤΑ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Οι μεγάλες συγκινήσεις
μοιάζουν με φτηνά ναρκωτικά
Σε εθίζουν
σε χαμηλές πτήσεις
και σε ηχηρές πτώσεις

Η αγαπημένη σου απασχόληση
να στοιβάζεις τα συναισθήματα
σε λόφους από άμμο
Κατά προτίμηση
όταν φυσάει

Έχεις καταλήξει
Δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτήν
Η ψυχή σου κι εσύ
Είστε δύο ξένοι

Το ν’ αγαπάς τον εαυτό σου
και ν’ αγαπιέσαι ταυτόχρονα
σημαίνει μια πετυχημένη συνύπαρξη
ευαισθησίας και βαρβαρότητας

Το αποφάσισες
Δεν ανήκεις σε κανέναν
Περιφέρεσαι ως διαρκής απουσία
κι ο εαυτός σου φυτρώνει
στη σκιά σου
σαν παραισθησιογόνο μανιτάρι

Ακύρωσε την ομορφιά σου
Αποδέξου την πρόκληση
να υπάρξεις
Βάλε την ακινησία σου
σε δόνηση
Γιατί δεν το παραδέχεσαι;
Το κρυφτούλι με τη σκιά σου
τελείωσε άδοξα
Ποτέ δεν έψαξε να σε βρει

Χτες ήσουν σωστός
υπηρετούσες την εντιμότητα
Σήμερα πνίγεις το ανικανοποίητο
Επιθυμείς
Αύριο τυλίγεσαι στην ηδυπάθεια
Χάνεσαι στο κενό

Σαρκική εξάρτηση – συναισθηματική εξάρτηση
Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος
Αν και δεν πρόκειται ποτέ κατάματα
να κοιταχτούν
μπορούν τουλάχιστον
να συνεργαστούν

Αυτό που προέχει
για το νάρκισσο εραστή
είναι η συγκίνηση
Η προσωρινή

Η αυτογνωσία είναι
μια περιπέτεια αναγνωριστική
όταν επιτέλους συνειδητοποιείς
την ελαττωματική σου
κατασκευή

Κατακτώντας την τέχνη του έρωτα
απώλεσε τον έρωτα
μα κυρίως τον εαυτό του

Όσο
στο αίμα του
ο θανατηφόρος έρωτας
κοχλάζει
η ομορφιά του
μετέωρη αναπνέει
σε μίσχο λουλουδιού

Φόρεσες
τα μεταχειρισμένα ρούχα
του καθρέφτη

Παρατηρείς
τους ανθρώπους

Περιμένεις
να σε κοιτάξουν

για να λυτρωθείς
ως απολίθωμα

Αυτή Νάρκισσε
Είναι η ώρα της ταπείνωσης.
Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή.
Τώρα που είσαι αλευρωμένος και ρημαγμένος.
Τώρα πρέπει να γελάσεις.
Τώρα οφείλεις να γελάσεις.
Δυνατά

Ώσπου να φορέσεις
μια νυχτερίδα για σκουλαρίκι
η λίμνη έγινε σπηλιά
και το ομοίωμά σου
αντανάκλαση

Στο βυθό
του κίτρινου ύπερου
τώρα ξαπλώνεις
Ο προβολέας για σένα
είναι πια σβηστός

ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Το χαρισματικό παιδί
Άλλαξε
Προσαρμόστηκε
Αφομοιώθηκε
Στο σκουπιδότοπο
Όπου η γνώση
Καταλήγει ασύμφορη
Και η ανοησία
Ανθεκτική
Ας σταθείς τουλάχιστον
Για ν’ απολαύσεις
Την επιστροφή στην
Άγνοια που
Αναπαύει
Το πνεύμα

Όλα
αποκρυπτογραφήθηκαν
Όλα
αποκωδικοποιήθηκαν
Τα χάρισες —
Τον εγκέφαλο
Το DNA
Το υπογάστριο

Όμως δεν θέλεις άλλο
Να πονάς επειδή υπάρχεις
Δεν τις αντέχεις τόσες αλήθειες
Δεν αντέχεις να ζεις
Μια ζωή που δεν έχει πια μυστικά
Ούτε μικρά ούτε μεγάλα
Αδύναμος ν’ αντιδράσεις
Μέσα στην αταξία που μπαίνει σε τάξη
Το μουγκρητό της τεχνολογίας
Οι φοβίες
Σε οδηγούν
Στο παιχνίδι
Σε μια γυάλινη σφαίρα

Και το βράδυ
Ανασαίνεις
Όταν μακάριος
Κολυμπάς μόνος
Στην ατομική γυάλα

Ο αριθμομάχος
Αδέσποτος
Περιφέρεται
Ανάμεσα σε λέξεις που μικραίνουν
Σε φράσεις που κονταίνουν
και ακτινοβολούν

Ο νάρκισσος
Απροστάτευτος
Περιφέρεται
Ανάμεσα σε ελιξίρια
Που υπόσχονται
Ομορφιά διάρκειας
Νιάτα διαρκείας
Πνευματική αδράνεια διαρκείας

Ζεις σ’ έναν:
Καλό Νέο Κόσμο

Ζεις σ’ έναν:
Έναν Καλό Νέο Κόσμο
Ψεκασμένο με εντομοκτόνο
Που ανησυχεί και αναρωτιέται:

Γιατί εξαφανίζονται οι μέλισσες;
Γιατί οι άνθρωποι έβγαλαν λέπια;

…/…

Ήταν ένας διακριτικός άνθρωπος
Που έπασχε από ακατάσχετη ευγένεια
Και έφυγε από υπερβολική διακριτικότητα
Η παρουσία του δεν επιβάρυνε κανέναν
Όταν πέθανε ο περίγυρος
Απλοποιώντας το φαινόμενο είπε:
Ήταν θέμα καλού χαρακτήρα

…/…

Τους παρατηρεί
Δέντρα, πουλιά και άνθρωποι δεμένοι με κλωστές
Χορεύουν στα σύννεφα κλακέτες

Κι αυτός δεν θυμάται τι έφαγε αν έφαγε
Δεν θυμάται πού μένει
Δεν θυμάται τ’ όνομά του
Δεν θυμάται αν κοιμήθηκε χθες το βράδυ
Δεν θυμάται πού κοιμήθηκε χθες το βράδυ
Του έκλεψαν τα ρούχα και τα παπούτσια
Του έκοψαν τα μαλλιά κι ένα δάχτυλο ποδιού
Όπου τον συναντούν τον σπρώχνουν
Τον περιγελούν
Όμως αυτός δεν τους θυμάται
Ποιοι είναι;

…/…

Ο μοναδικός άνθρωπος
Χάνεται στο πλήθος
Των πολλαπλασιασμών του

Ο εγκλωβισμένος άνθρωπος
Συντηρείται σε θερμοκρασία δωματίου
Για να μη μουχλιάσει

…/…

Η προνομιούχος
Ζει σε μια δεξαμενή
Χρώματος ροζ
Κάθε πρωί φτυαρίζει έξω
Από την πόρτα της
Αλγόριθμους και μικρά θαύματα
Το μεσημέρι γεμίζει το πιάτο της
Με επιθετικές νότες
Και το βράδυ στριμώχνει
Βιαστικά ένα όνειρο ευκολίας
Στον υπνόσακο

…/…

Μετά από κάθε ερωτική προδοσία
Ο συναισθηματικός άνθρωπος
Βάζει την καρδιά του
Στην κατάψυξη
Τη σερβίρει στην επόμενη σχέση
Σαν άλλο ένα
Σέξι εκκεντρικό παγάκι

…/…

Τοξικέ άνθρωπε
Έλα να παίξουμε
το κυνήγι του δολοφόνου

Αναρωτιέμαι ποιο δηλητήριο
είναι πιο ισχυρό
Όταν πίνεις τον εαυτό σου
όταν πίνεις την οικογένεια
όταν πίνεις τη δουλειά
ή όταν πίνεις τους άλλους

Η διαπίστωση είναι τοξικότερη του ανθρώπου

Ο πατέρας δεν πέθανε από καρκίνο
Πέθανε από οξεία δηλητηρίαση

ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΝΕΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Ι

Έχει μάθει
Με ταχύτητα όταν ραγίζει
Να κολλάει το σπασμένο μέλος
Όπου βρει
Ένα χέρι στο πόδι
Ένα δάχτυλο στο μάτι
Μια μύτη στην κοιλιά
Ένα αυτί στη φτέρνα
Να προλάβει να συναρμολογηθεί
Έστω στραβά έστω ανάποδα
Έστω διεστραμμένα
Πριν ρουφήξει τα κομμάτια της
Η υπερσύγχρονη
Ηλεκτρική σκούπα

ΙΙΙ

Αν κάποιος είναι σημαντικός
Δεν τον αφήνεις να φύγει
Τον φυτεύεις σε μια γλάστρα
Τον ποτίζεις
Τον βάζεις στο φως
Τον ονομάζεις
Άνθρωπο Εσωτερικού Χώρου

Κάποτε μια μύγα θα τον φτύσει
Κάποτε ένα κατοικίδιο θα τον μασήσει
Κάποτε ένα παιδάκι θα τον μαδήσει
Κάποτε η αδιαφορία θα τον μαράνει

V

Ο κόσμος ολοένα χαμηλώνει
Πέφτει στα γόνατα
Υποκλίνεται
Σε ανθρώπους φελλούς
Που πνίγηκαν σε σαμπάνιες ονειρώξεων
Και τώρα εκτινάσσονται με ορμή
Μέσα από γυάλινα στόμια
Πυροβολώντας
Με σφαίρες αφρου
Την υπεροψία της ανυπαρξίας τους
Μιας ζωής
Σε άδειο κέλυφος

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ

ΙΙΙ

Μια αυταπάτη
με λάγνα μάτια σε κοιτά
χαρίζοντάς σου
το παραλήρημα του χρόνου
και μια καρφίτσα δώρο
για να τσιμπήσεις
τον καθρέφτη

Το ρολόι τρίζει
Δεν το ανέχεσαι να το φοράς
Το σώμα σου ξεφλουδίζεται αργά
Μια οπτασία δακρύζει στο ταβάνι
Άγρυπνες φέγγουν γύρω σου οι αναπνοές
Κι εσύ έρπεις τυφλός μέσα στο σκοτάδι

Στην παρτιτούρα του κόσμου
μια άρια ξεδιπλώνει ρυθμικά
την επιδερμίδα της Γης
σπέρνει ξεριζωμένα δόντια
από φαγάνες οδοστρωτήρες
σπεύδοντας ν’ αποπλανήσει βίαια
τη μακαριότητα της ψευδαίσθησης
και τον παρατηρητή
της λάμψης 

ΙV

Μαινόμενος δήμιος
η νύχτα
τριγυρνά στα τυφλά
αποκεφαλίζοντας
τις αναπνοές της ημέρας
όσες απέμειναν
να μην αφήσει ούτε ίχνος
ούτε απόδειξη
ότι υπήρξαν

Κι εσύ
ο κρυμμένος
άνθρωπος σκιά
κρυφοκοιτάζεις
κρυφακούς από τη χαραμάδα

με
μισό μάτι
μισό αυτί
μισό σώμα
μισή αναπνοή

Κάποτε θα διαπιστώσεις ότι
ο ντροπαλός ο συνεσταλμένος
ο ευγενής ο διακριτικός
συνθέτουν έναν
άνθρωπο
αόρατο

VΙΙ

Το ποδοβολητό της αγέλης
σε πλησιάζει απειλητικά
Σήμερα θα μάθεις
να εξαφανίζεσαι
πατώντας ένα κουμπί
προθέρμανση για το άγνωστο
που έρχεται

Χρειάζεται μια διαστροφή
Μια παράλειψη κι ένα δυνατό άλλοθι
Για να εντοιχίσεις επιτυχώς
Τον ψευδή εαυτό σου
Σ’ ένα συμπαγές κτίριο

Όταν αυτό μετά από χρόνια
Κατεδαφιστεί θα πούνε:
Κοιτάξτε έναν άνθρωπο πονηρό
Αφού έζησε μια χαμένη ζωή
Πρόλαβε να κρυφτεί στην ασφάλεια
Μέσα στο παχύ φρέσκο τσιμέντο

ΣΥΜΠΑΣΧΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

Καλέ μου φίλε ποτέ μην το ξεχνάς
Η σπείρα των ανθρωποειδών
Ελίσσεται με την κομψότητα
Του αλιγάτορα

Και η φιλοδοξία οφείλει
Να υπερέχει της ηθικής

Τα μαλακά καπέλα των μανιταριών
στροβιλίζονται παρέα με μαύρες ομπρέλες
Ο κόμπος είναι τόσο απρόβλεπτος
όσο και μια αθόρυβη κυτταρική συμπλοκή
κι η κατσαρίδα ατάραχη αφήνει τα ίχνη της
σε άλλη μια εικαστική βόλτα στην ταπετσαρία
τ’ Ουρανού εκείνη τη φθαρμένη την κακόγουστη

Ο εκκρεμής άνθρωπος κτισμένος στον τοίχο
ζει με συνέπεια κάτω από το άγρυπνο βλέμμα
του ρολογιού
Κάθε μεσάνυχτα ξεπροβάλλει από
το πορτάκι
Ανακοινώνει το καθήκον του
σαν ένας κούκος
με ξύλινη φωνή

❖ ❖

Αγαπητοί συνάνθρωποι
Μην είστε αχάριστοι
Μια κατάδυση αρκεί
Σας παρέχουμε την πολυτέλεια
Να επιλέξετε
Το βυθό
Της αρεσκείας σας

Αγαπητέ συνάνθρωπε

που κάθε μέρα επιβιώνεις σ’ έναν ιχθυοφάγο ωκεανό
περίγραψε τον πόνο σου με φυσαλίδες και
ίσως τότε
σε καταλάβουν καλύτερα

❖ ❖

«Υπάρχει έλλειψη σας λέω,
Υπάρχει έλλειψη…»
Μονολογούσε μες στην παγωνιά
ο αγαθός τρελός της γειτονιάς
όπως ξυπόλυτος σε προσπερνούσε

Υπάρχει έλλειψη…

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΦΗΣ

6

Αυτές τις λέξεις
Δεν τις λυπάσαι
Ποτέ δεν τις λυπόσουν
Σου αρέσει να τις σέρνεις πέρα δώθε
Μέχρι να τις ζαλίσεις
Ώσπου να χύσουν τα σωθικά τους
Στα λευκά σου τελάρα
Κι έπειτα ν’ αρχίσεις
Να ζωγραφίζεις
Με συκώτια σφουγγάρια

7

Στην τροχιά του κύκλου
Κυλά αέναα η περιστροφή
Στο κέντρο του κύκλου
Φωλιάζει η ουσία
Πάνω στον γυάλινο υμένα του ματιού
Γράφεται το νεογέννητο ποίημα
Που στην καταμέτρηση
Χάνεται
Σαν γόνος πλαγκτόν

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

I

Ξαπλώνουμε στην απέραντη τρυφερότητα της νύχτας
Αγαπιόμαστε πάνω στη βελούδινη σιωπή της
Γινόμαστε το συμπαντικό επίκεντρο
Κανένα άστρο πια για μας
Δεν αδιαφορεί

II

Σμιλεύοντας τη θάλασσα
Λαξεύω τον Ουρανό
Είμαι ένα νεροπούλι
Που παίζει με τη φωτιά
Όταν με τα δάκρυα του Ήλιου ξεδιψώ
Το σώμα σου είναι ο ναός μου
Κουρνιάζω μέσα στη φουντωτή γούβα
Του στήθους
Εκεί μέσα

ΙΙΙ

Η τρυφερότητα
Είναι ένα μοναχικό γαστερόποδο
Μια γλώσσα από βελούδο
Το άλικο μαξιλάρι
Στο ψυχρό δωμάτιο
Του κοχυλιού

ΑΠΟΡΙΕΣ

Πότε άραγε
μπορεί ο άνθρωπος να βάλει
σε τάξη τον εαυτό του;
Σε μια εαυτού ανακατασκευή
ή σε μια εαυτού κατεδάφιση;

Το στοίχημα
να βάλεις την πρόταση
να σταθεί όρθια
σε δύο λέξεις

Σε ποια συμπαντική χωματερή
πετιούνται
όλα τα πρόωρα ληγμένα
σ’ αγαπώ του έρωτα;

Πού τελειώνει
η σκυταλοδρομία των στίχων;

Στην άκρη της γης
εκεί που λιώνει ο χρόνος
κι ο κόσμος χύνεται
σε λαμπερό ασήμι

.

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΓΚΙΟΥΛΙΒΕΡ (2013)

Από μια κάποια διαστροφή της φύσης
αγαπώ τα μουσεία
τα σπίτια που απολίθωσαν τον χρόνο
τα κρεμασμένα παλτό
τα φορεμένα παπούτσια εποχής
τα πεθαμένα καπέλα
Μια κατάψυξη σώματος
όπου τα κύτταρα παγώνουν το αίμα
και το μυαλό κυλάει ανάποδα
Ιδανικός χώρος
Όταν δεν θέλεις να πας πουθενά
Όταν δεν μπορείς να πας πουθενά
Εγκλωβισμένος σε μια ψευδαίσθηση ακινησίας
κάθεσαι ασάλευτος
στον μοναδικό σταθμό του χρόνου
χωρίς να περιμένεις κανέναν
ούτε άνθρωπο
ούτε τρένο

❖ ❖

– Θα συμμαχήσω μαζί σας
Μόνον πάρτε αυτά τα φανάρια απ’ τα μάτια μου
Φορέστε μου τα γυαλιά μου
Δεν αντέχω την ανακριτική σιωπή σας
Βγάλτε αυτό το πιάνο απ’ το αυτί μου

Αφήστε επιτέλους την κοπτοραπτική
Τι έχετε να κερδίσετε από την άθλια ζωή μου;
Γιατί με δέσατε;
Γιατί με τραυματίζετε;

— Αρκετά έπαιξες εξαρτημένε άνθρωπε
Τώρα πρέπει να ζήσεις

❖ ❖

Εγώ
Σας αγαπώ
Σας λατρεύω
Όμως ας μείνουμε όλοι μαζί χωριστά
σαν μια ωραία οικογένεια δια αλληλογραφίας
Εγώ κι εσείς καλοί μου εαυτοί
θα μάθουμε να συνυπάρχουμε αρμονικά από μακριά
Μια γωνιά μόνο στον κύκλο σας ζητώ
για να ξαποστάσω

Και κάποτε αν βρω το θάρρος
ν’ απαλλαγώ από εσάς
να σας ξεφορτωθώ
να σας πνίξω όλους
σαν κατσαρίδες
σε καυτό νερό
θα είναι η μεγαλύτερη ανακούφιση
που ένας άνθρωπος μπορεί να νιώσει

— Κι όμως κάποτε θα μας ευγνωμονείς
Εμείς σε σώσαμε ναυαγισμένε κυβερνοναύτη
Η διαδικτυακή αποτοξίνωση κοστίζει

❖ ❖

Ήρθε η ώρα να με βγάλουν βόλτα
όλα τα παράξενα πλάσματα της ζωής μου
χίλια μικρά περιλαίμια χιμούν επάνω μου
να με δέσουν
να με οδηγήσουν έξω
να κάνω την ανάγκη μου πάνω
στον αγκαθωτό κόσμο τον πραγματικό
τρέχοντας σ’ ένα ποδοπατημένο χορτάρι
μακριά από την ασφάλεια της επίπεδης θέασης
μακριά απ’ την κρύα λάμψη της οθόνης

Δόλιοι μικροί εαυτοί
Δαιμόνιο το σχέδιο σας
να με κάνετε
άνθρωπο μαριονέτα
καλωδιωμένο τρυπημένο με κλωστές
για να κινούμαι δέσμιος
χορεύοντας τον σκοπό σας

❖ ❖

Χα!
Τα αναρχικά όνειρα μου!
Τα βλέπω να υπερίπτανται
Όρνιων χορός
Διαγράφει στον ουρανό
Κύκλους φτερωτούς
Ιπτάμενη
Η αυθάδικη πείνα τους
Ράμφος γαμψό
Με σημαδεύει

Κρατώ τα μάτια ανοιχτά
μην τύχει και με βλέμμα επίμονο
τα εξοστρακίσω

❖ ❖

Ήρθε η ώρα να το παραδεχτώ
Είμαι θύμα παράλογης εποχής
Θύμα της επανάστασης
Τον τεχνολογικού αέρα
Αέρας που τόσο αδιάφορα σφύριζε
στις χαραμάδες
τον μυαλού
η ζωή μου

Ακούστε την εξομολόγηση
ενός πρώην βαλσαμωμένου ανθρώπου παρακαλώ
Που μόνον τα ακροδάχτυλα εξάσκησε
να κτυπούν τα πλήκτρα ενός κουτιού
Κι η ζωή του ολόκληρη σάπισε
αιχμάλωτη σε μια ηλεκτρονική κονσέρβα

❖ ❖

Βλέπετε
Πριν με απαγάγετε
Ήμουν ήδη αιχμάλωτος
Η κονσέρβα
ήταν το σπίτι μου
Το σπίτι της σάπιας
ραδιενεργής σαρδέλας

Τη ζωή που έχασα
δεν την αναπολώ
Προτιμώ δέσμιος
Εδώ μαζί σας
Στον καταναγκασμό
της απεξάρτησης

Ήμουν άνθρωπος
ανήμπορος
ανίκανος
νωθρός
Το μόνο που θυμόμουν
κάθε τόσο ήταν ν’ αναπνέω
Τα υπόλοιπα τα υπολόγιζε μόνη της
Η κυρίαρχος της ζωής μου
Η θαυμαστή ηλεκτρονική κονσέρβα

❖ ❖

Άλλη μια μέρα
ξαπλωμένος
κι ο ουρανός γέμισε
κίτρινα βατράχια
και πράσινα γατιά
χιουμορίστες χλευαστές
τους βλέπεις να φωνάζουν

Μη φοβάστε κορόιδα
Μόνον γελάτε κορόιδα
Είμαστε εδώ
Οι αχόρταγες κοιλιές μας θα σας κυβερνούν

Μην αγχώνεστε μικρά πράσινα ανθρωπάκια
Μην αγχώνεστε μικρά κίτρινα ανθρωπάκια

Είστε όλοι καλεσμένοι
στη γιορτή των λιλιπούτειων εαυτών
Όλοι θα χωρέσετε

Όλοι θα χωρέσετε στον θαλαμίσκο
Όλοι θα χωρέσετε
στο Διασ(τ)ημόπλοιο

❖ ❖

Γύρω σου
μέσα σε γούβες
με βρόχινο νερό
μικρά λασπωμένα πουλιά
κάνουν το λουτρό τους

Σκέφτεσαι
Μέσα στον τυχαίου
τον στατικό κατακλυσμό
η ασημαντότητα
το φτέρωμά της
καθαρίζει

❖ ❖

Λένε πως
Κάθε άνθρωπος έχει ένα αστέρι,
για ν’ ακολουθεί
Αν είναι όμως το αστέρι σου αλκοολικό
και η διαδρομή δαιδαλοειδής
Μ’ ένα ατέρμονο ζικ ζακ
Πώς τερματίζεις;

– Ένας γνήσιος αιολικός επαναστάτης
με ρυθμικές βροντερές ανάσες
παίζει του ανέμου του τη μουσική
πάνω σε παρτιτούρα γαλήνιου
χάους απροσμέτρητου
γράφοντας νότες
αστεροειδών
εκρήξεις

❖ ❖

Όσοι ελάχιστα με ξέρουν
κάποτε θα πουν για μένα:

Κοιτάξτε έναν άνθρωπο ανεδαφικό
γέμισε τις τσέπες τον με μικρά πουλιά
με την ελπίδα κάποτε πετώντας
ν’ αποδράσει

.

Ο ΛΑΙΜΑΡΓΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ
ΚΙ ΕΝΑ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΠΟΥΛΙ (2012)

Σκέφτομαι
Θα μου στήσω στον κήπο
έναν ανδριάντα
Για ν’ αυτοθαυμάζομαι
για να δω
πόσο θα αντέξω στο χρόνο
χωρίς να κονιορτοποιηθώ

Καθρέφτη
Πες μου
Πες μου
Πες μου

Είμαι όμορφος;
Είμαι έξυπνος;
Είμαι πλούσιος;
Είμαι άπληστος;
Είμαι λαίμαργος;
Είμαι ανήθικος;

Είμαι
Ένας
Αυτοκράτορας; 

❖ ❖

Παράξενο!
Αυτή η Μούσα
Είναι αρρενωπή

— Δεν θυμάσαι;
Θυμήσου
Θυμήσου
Θυμήσου

— Θυμάμαι!
Ήταν τότε
που ερωτεύτηκα
Εμένα
Μέσα από Εμένα

❖ ❖

Αστρονόμε!
Αγόρασέ μου κι άλλο χρόνο!

Κι εσύ καλέ μου τραπεζίτη
Βάλε τα λεφτά μου να χορέψουν!

Ας ασφαλίσουμε όλες τις πιθανότητες
που θα εγγυηθούν να μας επιστρέφουν
ακέραιο το κεφάλαιο της λαιμαργίας μας

❖ ❖

Απόψε αισθάνομαι υπέροχα
Ονειρεύτηκα πως έβαλα
το δάχτυλό μου
στην τσέπη ενός ιππόκαμπου
και πήρα το χρώμα του βυθού

Μη φεύγεις παράξενο πουλί

Έλα κοντά μου
Κι άμα πεινάς
Θα σου δώσω
Μια φρυγανιά
Την ψυχή μου

❖ ❖

Ο νάρκισσος Αυτοκράτορας
ψάχνει πάντα να βρει
πειθήνιους υπηκόους
κοιτώντας από την κλειδαρότρυπα
του όμικρον ή του μηδενός ;

❖ ❖

Καλοί μου υπήκοοι
Σας απαγορεύω
Ίσον σας υπαγορεύω
Ίσον σας απαγορεύω

Συμπεραίνω:
Η ευθραυστότητα
Είναι για το Βασίλειο
Μη παραγωγική

Από σήμερα η ευαισθησία
Ονομάζεται αδυναμία

Διαλαλείστε :
Οι αδύναμοι ευαίσθητοι
καταδικάζονται σε
καταναγκαστικά έργα
επιβίωσης

❖ ❖

Οι δυνατοί αναίσθητοι
Φοράνε προβοσκίδες
Έχουν δάχτυλα τσιγκέλια
και μια παρδαλή ουρά
Αποκεφαλίζουν
της φαντασίας τα παιδιά
πριν αυτά ακόμα γεννηθούνε
Στα όνειρά τους
δεν βρέχει μανταρίνια
Ποτέ δεν τόλμησαν να πατήσουν
την ουρά μιας κοιμισμένης τίγρης
κι όμως βρυχώνται
Το μόνο που φοβούνται
μην τύχει και τους λιώσει
η μεταξωτή παντόφλα
του Αυτοκράτορα

❖ ❖

— Λυπάμαι
Η ασθένεια σας
δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά
Θα σας συνιστούσα όμως
να τσιμπάτε κάθε πρωί
με μια καρφίτσα
τον καθρέφτη
Ώσπου να ματώσει

❖ ❖

— Κατεβείτε γρήγορα Μεγαλειότατε
Θα πέσετε
Το ξύλινο αλογάκι
Σας είναι πια μικρό

❖ ❖

Κοιτά ανέμελα τον ορίζοντα από το παράθυρο
αυτά δεν είναι σύννεφα που πλησιάζουν
αλλά ένα σμήνος λευκών χαρταετών
Του κτυπούν επίμονα το τζάμι
Μήπως θα έπρεπε ν’ ανησυχήσει;

— Τι θέλετε από μένα;
— Να μας ακολουθήσετε ήσυχα
χωρίς να διαμαρτυρηθείτε

.

ΚΟΝΣΕΡΒΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ (2011)

ΟΦΙΣ UNIVERSALIS

Μια φορά κι έναν καιρό
όταν το I διακόρευσε το Ο
αυτό γέννησε
το λάγνο γράμμα Φ

Από τότε οι νύχτες μας γράφονται με αστραπές
“Κανείς δεν ξέρει πού ο άγγελος ξεκινά και πού
ο διάβολος τελειώνει»

Μίλα μου
Κοίταξε με
Θέλω να σε ακούω
Θέλεις να με βλέπεις

Όσο η καρδιά του ρόδου χλιμιντρίζει
Αραχνοΰφαντες αναβλύζουν ηδονές
Βαριά αρώματα κεντούν στο σώμα, σαύρες
Οι ουρές γίνονται τσιγκέλια
Σηκώνουν το δέρμα
Βυθίζονται στο κρέας
Βρέχουν φολίδες πέταλα
στου έρωτα
το γάλα

Έλα κεφάλι όμορφο
ματωμένο στ’ αθώα χέρια μου
να σε κρατήσω

Από την κόχη της σχισμής
Χύνεται ένα ψάρι
Σε σιντριβάνι αίματος
Χορεύει
Σπαρταράει

Δώσε μου τώρα
να πιώ
τη γλώσσα σου
τα μάτια
το μυαλό σου

Το έβδομο πέπλο
ρούφηξε
σώμα άπληστο πηγάδι
Μπαίνει βαθιά
τυλίγεται σφυρίζει
από το στόμα πετάγεται σαν φίδι
η γλώσσα του διχαλωτή
με δηλητήριο γλείφει
σάλια χυμούς, ρώγες τρύπες, λέπια ορέξεις

Φίλα με αγάπη μου
Του πεθαμένου το φιλί
θα μ’ αναστήσει

Κι εσύ αναγνώστη
Αν έναν έρωτα πρόστυχο
ζητάς
Πάρε βαθιά αναπνοή
και φώναζε:

Σαλώμη
Μάγισσα

Εσύ φταις

Της Ομορφιάς
Άχρηστη
Κόρη

ΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΗ

Η μεγάλη κυρία
Των εκατό ετών
Με τα μαύρα τα λέπια
Με την αήττητη οστέινη θωράκιση
Ξαπλώνει ατάραχη στον ήλιο

Περιμένοντας μάταια μιαν απογείωση
Διαπιστώνει ότι ο υδάτινος κόσμος της
Παραμένει υπόγεια σταθερός
Συχνά αναλογίζεται ότι
Χρειάζεται μεγάλη τέχνη για
Να αντέχει την υπερχείλιση
Αοράτων όγκων νερού
Χρειάζεται μεγάλη χάρη για
Να σέρνεται ύπουλα
Πίσω από κάθε υποψήφιο γεύμα
Μεγάλη φήμη για
Να διακηρυχτεί
Το διαβόητο σαρκοφάγο ερπετό
Που ο χρόνος περισσότερο από τα όρνια ευνοεί
Μεγάλη μητρική καρδιά για
Να κρύβει τους απογόνους της
Στα νούφαρα

Μπορεί όμως
Σε μια υπενθύμιση αθωότητας
Να αμβλύνει
Τη γωνία μιας τσουκνίδας
Να ζει ψάχνοντας
Άλλον έναν ονειρικό συνειρμό
Καθώς θα βυθίζεται
Στο πολύτιμο δώρο
Της πλημμύρας

Μπορεί
Να τους αφήσει όλους
Περίεργους, κατάπληκτους
Να τη ρωτούν:
Μήπως έχετε κάτι να προσθέσετε ακόμα
Ένα κροκοδείλιο δάκρυ
ίσως;

ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ

Κοιτάξτε με παρακαλώ
Αυτή είναι η νέα μου αποκριάτικη στολή
φέτος ντύθηκα πολυέλαιος θαλάσσης

Φίδια μαλλιά στο μέτωπο κυματίζουν
καλώδια εσωστρεφή ηλεκτροφόρα
ένα κρυστάλλινο κεφάλι μεγεθυντικός φακός
για να κοιτώ με πρίσμα το νερό
το άπειρο απ’ τον πυθμένα
για να είμαι αστέρι γαλανό
ρόδα αυτάρεσκη που ατέρμονα κυλά
γύρω από τον εαυτό της

Υπάρχει τρόπος να τον κατακτήσω
αμάσητο να τον καταπιώ
τα κόκαλα του να χωνέψω

Με σώμα αντλία υδραυλική
καμπάνα που σφυρίζει
γίνομαι τέρας τρομερό
σαν βεντούζα στο πρόσωπο
κολλάω

Καμία χτένα
δεν με ακουμπά
παράλυτος μένει
όποιος μ’ αγγίζει

Θα ερωτευτώ
όποιον με βρει
όποιον χωρίς να πετρώσει
με κοιτάξει 

Εμένα
την Τοξική Μέδουσα Γοργόνα
που μολύνω τον ωκεανό
σαν πλαστική σακούλα
χρώματος
μπλε

Η ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΙΙ

Όταν σβήνει το φως
οι σκιές τρεμοπαίζουν στο ταβάνι.
Ο γεωγραφικός χάρτης
το παιχνίδι που έπαιζες μικρή
Μια νέα χώρα διαγράφεται
εκεί πάνω δεξιά στη γωνία
Μήπως την έχεις ξαναδεί ;

Είναι, η χώρα της Θλίψης

UTERUS CELESTIAL

Η μήτρα πέθανε
αναλήφθηκε με τ’ αγγελόψαρα
στους ουρανούς
Όταν την είδε ο Θεός των Τρελών Πιθήκων
έτσι αφιλόξενη και άδεια
την πέταξε σαν βότσαλο στη θάλασσα
Τότε η μήτρα έγινε
θαλάσσια ανεμώνη

που είπε:

Ό,τι μέσα μου φυτρώνει
Ό,τι με αγγίζει
θα πεθαίνει
Μόνο το ψάρι κλόουν
θα με κατοικεί

ΦΤΕΡΩΤΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ

Κυρίες και Κύριοι
Θα ήθελα να σας εξομολογηθώ τον εθισμό μου
Είμαι κλεπτομανής
Κλέβω το οξυγόνο των λέξεων
Εισπνέω τις φωνές τους
Γιατί μόνον έτσι αναπνέω
Η σειρά σου τώρα:
Κυρίες και Κύριοι
Θα ήθελα να σας εξομολογηθώ τον εθισμό μου
Είμαι αυτοκτονική
Συλλέγω τους υποψήφιους θανάτους μου
Όπως οι γάτες τις ζωές τους
Έχω επτά ολόκληρους θανάτους για να ζήσω
Αφήστε την επιτέλους
Να γδυθεί με την ησυχία της
Τα σώματα είναι ανέκφραστα
Δηλώνω εχθρός της κίνησης
Κι όμως όλο και πιο συχνά
Πέφτω, πέφτω…
Πρόσεξε
Στη διαχωριστική γραμμή στέκεται
Ο αντίπαλος εραστής – Η αντίπαλη ερωμένη
Περιμένουν στωικά με μύτες γαμψές
Το αρσενικό πάντα πρώτο οσμίζεται τη γονιμότητα
Βοήθεια – Δεν θυμάμαι τίποτα
Οι κλεμμένες στιγμές διαρκούν λίγο
Μισώ τη διαίσθησή μου
Για περάστε παρακαλώ
Εδώ πωλούνται τα φθηνά ηλιοβασιλέματα
Σου χαρίζω
Την καταραμένη μου ομορφιά
Σε μωβ χαρτί
Κι εγώ σου χαρίζω
Το καταραμένο μου μυαλό
Σε μωβ κουτί
Vanitas – Λέγεται η τιμωρία μας
Μετά από κάθε δυνατό μεθύσι
Μένουμε όλο και πιο διψασμένες
Κάποτε όμως θα καρφωθούμε στον ουρανό
Σαν δύο γιγάντιες πεταλούδες Attacus Atlas
Ο θάνατός μας
Θα είναι μια λεπτομέρεια

ΜΙΑ ΤΑΛΑΝΤΕΥΣΗ ΜΟΝΟ

Το κρινολίνο
είναι συμμετρικό
τόσο ζωντανό
Ταλαντεύεται
αιχμάλωτο κι αυτό
της ευπρέπειας
που ο Velasquez
μισούσε
Το υπάκουο παιδί
ελεύθερο
παραληρεί
μόλις η χαριτωμένη
Ινφάντα Μαργαρίτα
με οργή
στροβιλιστεί
σπάζοντας
την περίτεχνη
πορσελάνινη
αλατιέρα

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ

στον Στρατή Πασχάλη για την ανεκτίμητη
ενθάρρυνση της αρχής

Οι κίτρινοι κύβοι
Κρέμονται
Περασμένοι σε μια κόκκινη κλωστή αίματος
Τυφλές πεταλούδες
Ξεχύνονται μέσα
Από την καταπακτή της καρδιάς
Το σώμα πριονισμένο σε συρτάρια
Όμορφος ποθητός
Αιωρείται
Μπροστά στην πανούκλα

Η εξάπλωση Είναι θέμα χρόνου
Ο γενναίος άντρας Με ταπεινά τετράγωνα καρφιά
Γενναιόδωρα Ανελέητα
Γαζώθηκε
Στη ραπτομηχανή
του θανάτου
Μετέωρος
ο αστερισμός του
βρίσκει τη θέση του
στο υπέρλαμπρο σύμπαν
Για να μείνει αλώβητη
κι ακέραιη
η απέραντη αγάπη
μας άφησε μόνους να παλεύουμε
με την υπέρβαση
του άθλιου εαυτού

Παρακαλώ απλά υπογράψτε
κι έπειτα ρίξτε τον οβολό σας στη σχισμή, στο κίτρινο κουτί
σε σχήμα σταυρού.
Σας ευχαριστώ.
Είπε κι απομακρύνθηκε
από τον Εσταυρωμένο
ο Salvador Dali

Η ΑΤΕΡΜΟΝΗ ΧΩΝΕΨΗ
ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

1

Η ατελής τελείωση
η εξάντληση της φθοράς
το παραλήρημα της ύπαρξης
η ρευστότητα της καταστροφής

συνθέτουν τη συνταγή
για μια ηδονική απόλαυση
όταν ΣΕ τρώω
όταν ΜΕ τρως

4

Η αποσύνθεση της επιθυμίας
φέρνει την πλήξη στην έκπληξη
ο φόβος της απώλειας
στην έκπληξη πλήξη
όταν ως δώρο γενεθλίων βρίσκεις
στο μαξιλάρι σου
ένα απολιθωμένο
ροδάκινο

7

Έλα
να πετάξουμε μαζί
Στην κορυφή της νύχτας
θα μας εκσφενδονίσει
ο ίλιγγος της αστραπής

ΜΙΚΡΟΒΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Το αντικείμενο του πόθου
οφείλει να μην παραμελεί τον εαυτό του
Να κυκλοφορεί αόρατο

***

Βοηθείστε με παρακαλώ!
Να διορθώσω ό,τι δεν είναι σωστό στον
Ή μήπως ό,τι είναι σωστό;

***

Το ελάττωμά σου:
ν’ αφουγκράζεσαι τους συνειρμούς
Όταν στην ελευθερία των ματαιώσεων
ψάχνεις να βρεις
στη λαβή του ξίφους
την πιο αιχμηρή
ερωτική λέξη

***

Το οπλοστάσιο τον έρωτα

Το όπλο του με τις γυναίκες
Η διαχυτικότητα
Ακονισμένο σπαθί

Το όπλο της με τους άντρες
Ο ιστός της αράχνης
Μια συλλογή θηλιές

***

Τα φύλλα της καρδιάς

Προσοχή οι θύρες κλείνουν αυτόματα
Προς τα μέσα

***

Ερωτική παραμόρφωση

Αφού θέλεις ν’ απογυμνωθείς
Να μη νιώθεις
Να μην αγαπάς
Έλα λοιπόν
Γίνε ένα τέρας
Τις πράσινες φολίδες
Σου τις χαρίζω
Εγώ

***
Ο θάνατος του έρωτα
– Δεν σας το είπανε;
– Όχι.
– Δυστυχώς, ο ασθενής κατέληξε.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ

“And I’ll kill you first and, love you after “
Shakespeare, Othello, act 5, scene 2

Θα ντυθώ μωβ ανεμώνη
και δεν θα μαραθώ
Όχι σήμερα τουλάχιστον
Μετά το πένθος της ταπείνωσης
το συναίσθημα ανθίζει ξανά

***

Η εκδίκηση του αισθήματος
σε βρίσκει να κρατάς
κόκκινο κουβάρι
Την καρδιά σου

***

Ο υπέρηχος έδειξε την καρδιά
σε κάθετη θέση
Προφανής μετατόπιση
από υπέρβαρο ευαισθησίας

***

Συναισθηματική αναπηρία
Η ποινή για τον πρότερο
ανέντιμο βίο σου

***

Η εξαγορά της αγκαλιάς
Παθογόνο στοιχείο
της νέας εποχής

***

Είναι προτιμότερο
να θυμάσαι τον άνθρωπο
Όχι τον στίχο

***

Τα ευγενή αισθήματα
δυσκολεύονται να επιβιώσουν
όταν τόσο αποτελεσματικά
εξολοθρεύονται
από τα ευγενή προσωπεία

***

Συναισθηματική σύγχυση

Άπλετο φως
η συσκότιση
Αρκεί ν’ αποφασίσεις
να δεις

***

Μάταια παλεύει
ν’ ανακαλύψει
την ενδιαφέρουσα
ανεξιχνίαστη ψυχή σου
Το αίτημα
παραμένει:
Να ξεριζώσει
την καρδιά του αστερία

***

Όταν το μάτι της γαρίδας
με λύπηση σε κοίταξε
διαπίστωσες:
Η άβυσσος σφύζει από ζωή

***

Ένα στίγμα στον ουρανό
Πώς το ερμηνεύεις;
Σκιά πουλιού;
Ξερό φύλλο;
Αεροπλάνο;
ή Ελπίδα;

ΑΤΡΑΚΤΟΣ

Φυλακισμένος πίσω από τα γυάλινα κάγκελα
της αιώνιας νηνεμίας
ο άγγελος προστάτης σου
ανήμπορος
σωπαίνει
όταν μέσα σε λίγα λεπτά
τ’ ακρωνύμια των λέξεων αιμορραγούν
και ακανόνιστος ο σφυγμός της ώρας εμβολίζει
ένα ζευγάρι εμπύρετων στιγμών
όταν το φεγγάρι στραγγίζει
τα υγρά του κατρακυλώντας
στο πέτρινο στήθος της νύχτας
για να σου στείλει το ουρλιαχτό
μιας πληγωμένης λύκαινας

Τ’ αγκίστρια λαμπυρίζουν στο σκοτάδι
βουτούν βαθιά
ο προβολέας φωτίζει
τα τοιχώματα της σπηλιάς

Όσο και να σκαλίσεις
όσο κι αν ψάξεις βαθιά
πίσω από τις ρωγμές της ατράκτου
θα βρεις μόνον
το νεκρό μάτι του ψαριού
και τα κέρματα των σκουριασμένων ονείρων
που μάταια στοιβάζονταν
στο πηγάδι των επιθυμιών 

FEMMINA

Αυτά τα ποτάμια αίματος
Μια ζωή πιστά σ’ ακολουθούν
Πίσω σου κυλούν
Σε φουσκώνουν
Σε πονάνε
Σε βαραίνουν
Κι όταν ξαφνικά αρχίσει
Η ξηρασία
Σταγόνα σταγόνα να
Σε τρελαίνει
Τα ποτάμια στερεύουν
Τότε
Ω, τι έκπληξη!
Αρχίζουν
Να σου λείπουν

Ξέρεις
Τι σημαίνει
Η απόσυρση της κόκκινης κηλίδας;
Να μένεις μια γυναίκα λειψή
Μισή γυναίκα; 

VENUS

Η Αφροδίτη του Botticelli εγκατέλειψε
το κατεψυγμένο όστρακο της αιωνιότητας
Έγινε πάλι μια άγνωστη μελαχρινή
Αποφάσισε
να ζήσει, να ερωτευτεί και να γεράσει
ως πρώην περιεχομένου
κενή

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΔΙΑΙΡΕΤΗΣ

Λίγο μετά τη διαίρεση
Μένει το γράμμα Θήτα
Να χωρίζει
Το μηδέν από το μηδέν
Τον φθόνο από τον φόνο

Το εξοστρακίζεις
Όπως το χτυπάς
Με το κουτάλι
Στο κεφάλι

Τότε αυτό
Βουτά στη μαύρη τρύπα
Χάνεται προσωρινά
Αφήνοντας πίσω του
Ένα τσόφλι

Το
Άπειρ
Θ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ

1

Έρωτας δεν είναι το ποίημα το ίδιο
αλλά ό,τι αυτό προς εξερεύνηση αφήνει
στο κενό των περιθωρίων του

2

Ο μόνος ασφαλής έρωτας είναι ο απολιθωμένος έρωτας
Ο έρωτας που έγινε ποίημα

3

Η υπόσχεση του έρωτα είναι μια αιωνιότητα
με ημερομηνία λήξης

7

Στο ναρκοπέδιο του έρωτα
τα μνήματα διευκολύνουν τους διαλόγους

8

«Το κόκκινο χρώμα είναι χυδαίο» λένε
Οι καρδιές όμως βάφονται κόκκινες
Άρα οι καρδιές είναι χυδαίες

12

Η σύγχρονη ερωτική αλληλογραφία είναι μονολεκτική
Όταν εκείνος ποθεί
Εκείνη σκέφτεται
Ο έρωτας έχει τη δομή του λάστιχου
Τεντώνεται – Επιμηκύνεται – Συρρικνώνεται

14

Ο έρωτας δεν είναι ούτε λαμπερός, ούτε ανεξίτηλος
Είναι σκοτεινός, ύπουλος, σκούρος
Ένας λεκές

15

Του έρωτα η τιμή είναι αδιαπραγμάτευτη
Συνεχόμενες εκπτώσεις εγγυώνται τη χρεοκοπία του

18

Τα ερωτικά διλήμματα φοράνε τα χρώματα του ουράνιοι
τόξου
Ο έρωτας και η τρομοκρατία προϋποθέτουν ένα κοινό
χαρακτηριστικό:
Τον αιφνιδιασμό

20

Όσο οι άγγελοι τσιμπολογούν λεμονανθούς στο στεφάνι του
ο έρωτας λάμπει. Όταν όμως οι άγγελοι βαρυστομαχιάσουν
ο έρωτας σκοτεινιάζει

23

Δεν είναι ήρωες οι ποιητές και οι ερωτευμένοι
Είναι το ποίημα και ο έρωτας
Ηρωικές πράξεις

24

Το τέλος του έρωτα μοιάζει με το φαρμακωμένο μήλο του
παραμυθιού
Η δαγκωνιά του είναι πάντα ακαριαία και θανάσιμη

.

ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΕΤΟ ΨΑΡΟΚΟΚΑΛΑ (2009)

ΤΟ ΑΥΓΟ TOY BRANCOUSI

I

Η γυναίκα μετέωρη ανάμεσα στο εκμαγείο και τον τοίχο
Ο άντρας αιχμάλωτος στο περίγραμμα

Έλα λοιπόν
Κάνε μια κίνηση
Όσο ακόμα η φωνή χαϊδεύει το βλέμμα

Η γυναίκα εκκολάπτεται μέσα στο εκμαγείο

Το ξέρεις ότι μπορείς
Σπάσε τη φόρμα

Το εκμαγείο μεγαλώνει
Η σχισμή στενεύει

Πες κάτι
Σπάσε το τετριμμένο

Πίσω από την καγκελόπορτα
εκείνος την κοιτάζει με απορία
προσπαθεί να καταλάβει
να καταλάβει;

Η γυναίκα έξω από το εκμαγείο
Ραγίζει

Μη με κοιτάς
Κάνε μια αποκάλυψη
Ψάξε για μια παρέμβαση

Το κύμα βάφει τα δάχτυλα των ποδιών στο χρώμα
του κρόκου

Η γυναίκα ξαπλώνει, κάτω από το εκμαγείο
το γύψινο σώμα άδειο
κέλυφος ωοειδές
χωρίς στίγματα

Οι λέξεις συγκροτούνται σε επεξήγηση
όσο το αντικείμενο απομακρύνεται
το κενό του χώρου μεγεθύνεται

Ένας άντρας θα εμφανιστεί τον οποίο θα ερωτευτεί
Αλλά όχι ακόμα

ΜΟΝΟΚΕΡΩΣ

Το ανεμόπτερο του έρωτα
αιωρείται
με μια αρμαθιά ψίθυρους
από την καταπακτή της νύχτας

τα σώματά μας
ανεξερεύνητα ακόμα
τόσο ελαφριά
που σαν αφρόψαρα
πετάνε

ο πειρασμός
δικτυωτός
καλπασμός που αφρίζει
στο στόμα του Μονόκερου
σε σφίγγει
με δεξιόστροφη περιστροφή
στο συρματόπλεγμα
ώσπου
σε καταπίνει
μια ριγέ τέντα

με μια κλοτσιά αλόγου στα πλευρά
παίζεις το τυχερό σου νούμερο στη ρουλέτα
τίποτα δεν είναι τυχαίο

το κόκκινο χρώμα ρέει
άφθονο
τα φλωρεντινά κρίνα
αφηνιάζουν
ξεχύνονται
από το φόρεμα της αναγεννησιακής Madonna
ποδοπατούν
τον Κόκκινο Τοίχο

«Τι όμορφη που είσαι!»
«Μπορούμε να μοιραστούμε τουλάχιστον την αστειότητα;»

Δεν προλαβαίνω — Δεν προλαβαίνεις — Δεν προλαβαίνουμε

Γλυκό μου κορίτσι, σ’ αγαπώ!

Ο έρωτας κανίβαλος
Έφαγε τον κόκκινο Τοίχο

«Είσαι όμορφος απόψε!»
«Μη σταματάς…»

Το Crescendo
Ποτέ δεν είναι αρκετό
Άσε τις ατίθασες φράντζες
στο μέτωπο να πέφτουν
Άσε τις ρυτίδες να βαθαίνουν

Τα καλύτερά μας χρόνια
γίνανε πολτός
χωνεύονται
μέσα στα όξινα υγρά
στο στομάχι του Έρωτα
λιώνουν
με τ’ απομεινάρια
του Κόκκινου Τοίχου

«This is the final call»

«Κι αυτό που ανεβαίνει;
Είναι υδράργυρος ή αίμα;»
«Μην τρομάζεις!»
«Σφίξε με δυνατά να μην τελειώσει η νύχτα!»

Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ

Στο αλλοπρόσαλλο δέντρο του ουρανού
τα πουλιά γεννούν φύλλα καθρέφτες
και οι νυχτερίδες ταΐζουν το χρόνο
με τα μικρά παιδιά των ανθρώπων.

Στο φυλλοβόλο δέντρο του ουρανού
μέσα σε πηχτή σιωπή που αναδεύει η νύχτα να μη σβολιάσει
φύτρωσε ένα τσαμπί έκπτωτων αγγέλων.

Με ξεκούρδιστα φτερά
ανάποδα κρεμασμένοι
γαντζωμένοι σε κλαδιά από απενεργοποιημένα μηνύματα
ακίνητοι αιωρούνται –
λίγο πριν την αναμέτρησή τους με τους θρόμβους
του τελευταίου ηλιοβασιλέματος.

Κι όταν οι ριπές από ένα κοπάδι καπνισμένες σκιές
με χνότα που μυρίζουν μπαρούτι
αιφνιδιάσουν το χάος
οι άγγελοι δεν αιμορραγούν
μόνον πέφτουν…

πέφτουν
με συνεχείς πτώσεις

πέφτουν
και τα μαλλιά τους μπλέκονται με τα μαλλιά
των παραστρατημένων αστεριών
που ψάχνουν τις ρίζες τους στο χώμα
πέφτουν
και φυτεύονται με την προσωρινότητα
των παρασιτικών σωμάτων

πέφτουν
και κυλούν μέσα στις φλέβες της νύχτας
με τον ορό του σκοτεινού σου εαυτού

Τώρα οι άγγελοι σκοτώθηκαν στη θέση των πουλιών
Έμειναν ομοιώματα από κερί κι από πηλό
κακόγουστα αυτοκόλλητα και βασανισμένες καρτ ποστάλ
να σε κοιτούν
από την ταράτσα του πολυώροφου κτιρίου

και να πέφτουν
με συνέχεια

να μεταλλάσσονται
με συνέπεια

έτσι όπως
η επίπεδη θέα
θα διαψεύδει πάντα
την καμπυλότητα της ιστορίας
που έχεις να διηγηθείς

ΤΟΥΒΛΑΚΙΑ

Τι ωραία!
Παίζετε πάλι με τα τουβλάκια
Τα έχετε χωρίσει
Εκείνος βάζει τα μπλε
Εσύ βάζεις τα κίτρινα
Το σπίτι σηκώνεται ψηλά
Κάθεστε επάνω
Σε τριάντα ορόφους
Προχωράτε γελώντας
Χτίζετε
Ακόμα πιο γρήγορα
Ανεβαίνετε
Ακόμα πιο ψηλά
Φθάσατε στα σύννεφα
Περάσατε τα σύννεφα
Εκεί ο πατέρας χάθηκε
Το σπίτι πέφτει
Τα κομμάτια
Σκορπίζουν στο κενό

Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ ΣΟΥ

Όταν
-μετεξεταστέοι, καθισμένοι
μέσα σε μια μήτρα από χαλκό
αφορισμένοι
να σερνόμαστε
πάνω στη διαθλαστική συρραφή του χρόνου—
επιστρέφουμε σαν γλάροι

η τραγωδία της ανθρωπότητας
θα έχει σταματήσει
την ξέφρενη αναπαραγωγή της

τα ακροδάχτυλα του κυπαρισσιού
θα χαϊδεύουν στοργικά
το οδοιπορικό του άσπρου λύκου

δεν θα βυθιστείς ξανά
σε τοξικό έδαφος
ανεξήγητης ανησυχίας

μια φέτα άγουρο πεπόνι
και μια τρύπια ομπρέλα
θα αιωρούνται πάντα στο ταβάνι

το πέτρινο βιολί
δεν θα γδέρνει πια
τις θολές βιτρίνες των ημερών σου

άχρονη η κοσμική ανάσα
θα πάλλεται μέσα στους νευρώνες του ροδοπέταλου

ένα γερασμένο υπογάστριο
δεν θα είναι πια το θέμα
ούτε και η συναισθηματική υπερβολή
μια κακή απομίμηση έρωτα
οι φίλοι σου δεν θα δεξιώνονται την ευτυχία τους
προσφέροντας κατεψυγμένα φιλέτα

θα καθρεφτίζεις με θάρρος τη βασανιστική σου μυωπία
στα πόδια του αγάλματος

και τότε
δεν θα υπάρχει καμία δικαιολογία για να βρεις
ότι δήθεν δεν σ’ αφήνουν να ζωγραφίσεις

ΠΡΑΣΙΝΟ ΑΠΑΛΟ ΓΡΑΣΙΔΙ

Τη στιγμή που ο ήλιος εισχωρεί στο κάδρο
ο άτολμος
εκείνος
ανιχνεύει στη λιπόσαρκη εικόνα του
την ασυμμετρία ως αγωνιώδη διάσταση
αναμένει
την ανατροπή της εικόνας
που θα του φέρει η αφαίρεση
με ένα εναέριο φύσημα
Τρυπιέται με ενέσεις θάρρους
γίνεται αόρατος
και αυτοθαυμάζεται
προσπαθώντας να δει αυτό
που δεν βλέπουν οι άλλοι

εκείνη
η σκεπτόμενη γυναίκα
ανθυγιεινή για τον περίγυρο
θύμα της ανησυχίας της
προορίζεται για συγκεκριμένη χρήση,
όλα τα στολίδια είναι περιττά

Δεν ήθελες τίποτα το περίπλοκο
απλώς να ζαλίσεις τον αφηγηματικό χρόνο
με το διαπεραστικό βλέμμα της ακινησίας
να κλυδωνίζεσαι ανάμεσα
στο αφηρημένο και το ακατανόητο

Η πραγματικότητα όμως αναπαράγεται διαδοχικά
Έτσι ήταν πάντα. Ο αέναος χορός
Το κουρασμένο χόρτο. Πολλαπλασιάζεται,
κιτρινίζει, ξεριζώνεται, ξαναφυτρώνει

Εκείνος:
«Νόμιζα ότι υπήρχε κάτι να ανακαλύψω»

Εκείνη:
«Μ όνο η όσφρηση μένει ως αίσθηση μνήμης»

«Θέλω να είμαι επιθυμητός»

«Ναι, αλλά ξεχνάς ότι είσαι αόρατος»

«Τότε θα μετατοπίσω την ορατότητα
για να μείνει το ποίημα ανοικτό»

«Άσε επιτέλους ένα στίχο να σε γδάρει
φόρεσε τη χροιά μιας ανατρεπτικής φωνής
μιας εποχής που έφυγε ή που θα έρθει
τότε που πετούσαμε ή θα πετάξουμε πέτρες
και τρυπούσαμε ή θα τρυπήσουμε τους τοίχους»

«Και η ζωή μου;»

«Βρες παρηγοριά στο παραμύθι
ανακάλυψε δέκα τρόπους να δελεάσεις
ένα σπερματοζωάριο για να συνθέσεις
ένα νέο ευσυνείδητο βάρβαρο»

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΜΑΛΕΡ

Στην κουφάλα της βιόλας
κουδουνίζει η καρδιά του αηδονιού
Ένας κρότος
λάμπει στο λαιμό
Η ανθοδέσμη
κατάπιε το περιδέραιο
Το λακκάκι σου
αναβοσβήνει
Ανεβαίνεις στο πιο ψηλό κλαδί
για ν’ αγγίξεις ένα αστέρι
Η βρύση στάζει
μακριές μαύρες φούστες
Η σκόνη παραιτήθηκε
παρέδωσε το πέπλο της
στο χνούδι

Αφήνεσαι στα έμπειρα χέρια
της απερισκεψίας
για να σου κάνει
την καλύτερη κόμμωση
με μουσική

Στα ηχητικά ξεσπάσματα
παρακαλάς απεγνωσμένα τη διαφάνεια
να θολώσει
Για να μη βλέπουν τον εσωτερικό σου κόσμο

Παρακαλώ πολύ
όπως απομακρυνθείτε από το γυαλί
Τα εντόσθιά μου ανήκουν
δικαιωματικά
όπως και
οι νότες

ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

με τους χορευτές τον
American Ballet Theatre

Μια χειραψία μόνο
και ο έρωτας αφήνει τ’ αποτυπώματα του
να ρουθουνίζουν παράφορα στο φλοιό της γης

Μια καλοζυγισμένη περιστροφή
και απρόσκλητος ο ανεμοστρόβιλος
κλέβει τις μαύρες βούλες του σκύλου

Στη σεισμική ακολουθία
το όμορφο γόνατο
συναντά
το λοβό του αυτιού

Όταν η αίσθηση
γίνει ζευγάρι με την παραίσθηση
κι ο πόνος με την ηδονή
το τραγούδι της καρδερίνας
ζωγραφίζει
τεντωμένους μυς
σε φλογισμένα σώματα

Το προαιώνιο ερωτικό παιχνίδι
μπαίνει σε τροχιά
μοιραίας αναμέτρησης
για την επικράτηση

και κάθε φορά
που το χρυσό γάντι μιας ηλιαχτίδας
πέφτει
ο χορός της φυσαλίδας
κεντά στην κόκκινη φούστα
σαράντα ανέμους
κι ένα χειροκρότημα

HOMO AQUARIUS

Μια παράλογη εξομολόγηση
που οφείλεις να κάνεις
Αφού έθαψες με σεμνή τελετή
την κληρονομική ανησυχία
τώρα βουτάς με μόνο εξοπλισμό
ένα σκάφανδρο
για να κρυφτείς
κάτω από το μεγάλο τραπέζι

Ντυμένος με
κοράλλια από νάιλον
καταπίνεις ψηφιακό πλαγκτόν
παρατηρώντας
τα δόντια της κουφάλας
τους χαλαρούς συνδέσμους
των αρθρώσεων
την ελαφρότητα της μάζας

κι όταν
τα ξύλινα πόδια
σε πλησιάζουν απειλητικά
για να σου λιώσουν το κεφάλι

ξεπροβάλλεις

ανοίγεις τις υδάτινες κουρτίνες
και τους φωνάζεις:

«Ακούστε με παρακαλώ!
Θα πρόκειται για παρεξήγηση
Εγώ ένας ταλαιπωρημένος ναυαγός
είμαι μόνον που επέλεξε να απέχει
από τους εορτασμούς για να μην
ακούει το θόρυβο των εικόνων»

έπειτα
πρώτη – πρώτη
σπεύδεις να τους παραδώσεις
την οικογενειακή ρυτίδα
—του μεσόφρυδου—

για να αισθανθείς ξανά
ένας άνθρωπος περιττός
που έμαθε να ζει
στο ενυδρείο

ΚΑΝΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ

Ακούς;
Είμαστε παράφωνοι πάλι απόψε
Ταλαντευόμαστε σε μια ξεκούρδιστη χορδή κιθάρας
τρίζουμε τα δόντια
ξεφωνίζουμε ανέραστες ματιές

Θυμάσαι;
Κάποτε κερνούσες την ελαφρότητα του παραμυθιού
κρυφοκοιτούσαμε το ξεκούμπωτο πουκάμισο της γης
αγγιζόμασταν με ηλεκτρισμένα δάχτυλα

Τώρα
Είσαι ο άντρας-πολυθρόνα που ασάλευτος κινείται
Είμαι η γυναίκα-πολύφωτο με λάμπες που τρεμοσβήνουν

Μόλις ξεντυθήκαμε έναν πολυφορεμένο έρωτα
που έμοιαζε με φτιασιδωμένο χρυσοποίκιλτο ναό

Το νιώθεις;
Είμαστε άκαμπτοι πάλι απόψε
Άλλο ένα δειλινό μόλις έσβησε τ’ αποτσίγαρά του
στις πονεμένες μας αρθρώσεις

Τα σώματά μας ασπάζονται το κενό
Χωρίς σπινθήρα
Χωρίς ανάφλεξη
Μόνο τα λόγια του φλύαρου κουνουπιού
Διαπεραστικοί βόμβοι από στόματα τρυπάνια

Είναι βλέπεις η επιβολή του παράσιτου

ΕΝΑ ΧΕΡΙ

μνήμη Κλείτου Κύρου

Σε μια μόνο χρονική αναλαμπή
ώσπου ν’ αγγίξει ένας κόκκος
την άμμο της κλεψύδρας
έσφιξα ένα χέρι

ήταν φτερό από πουλί της νύχτας
που αφουγκράζεται το σκοτάδι
βελούδο από ελεύθερο πέταγμα πεταλούδας

ήταν θαυμασμός για ένα πνεύμα
κατολίσθηση στον ήχο ενός ηδονικού φλαμέγκο
κραδασμοί και δονήσεις που
κοιτούν με μάτια γουρλωμένα

οι λέξεις που κλάδεψες
γεννούν φύλλα και λουλούδια
υπερκόσμιας ευαισθησίας
τα ποιήματά σου ξεκλειδώνουν
την καρδιά του τριαντάφυλλου
φωτίζουν τις υπόγειες στοές του κόσμου
εξιχνιάζουν τα εγκλήματα της ύλης
σε μια πόλη-κτήνος
που δήθεν ήσυχα βελάζει

κλαίω γιατί σε διάλεξε μια πυγολαμπίδα
συνταξιδιώτη στο απύθμενο σκοτάδι
χαίρομαι γιατί θα γίνεις αιώνιος κολυμβητής
σε μακρινό γαλαξία

Καλό σου ταξίδι

ATELIA

Πόσο μπορεί
να ξεχειλώσει ένα στόμα
με μια κραυγή;

Όσο κενό χωράει
για να γεμίσει
με πληρότητα
μια τρύπα

Τόσο χρόνο χρειάζεσαι
για να κατακτήσεις
την υπόγεια διάβαση
διασχίζοντας τη μήτρα
ενός μηδενικού
που θα γεννήσει
αγνή κι αμόλυντη
την A t e l i a

Να είστε σίγουροι
Θα τη βρω τη φωνή μου
ν’ αντιλαλεί μελωδικά
στα τοιχώματα
του υπονόμου
Στο Βασίλειο
των Ανώνυμων Εμβρύων

.

Η ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΥΤΣΟΥΛΙΑ (2007)

COMPLEXITY

Dear incomprehension
It’s thanks to you
III be myself at the end.
SAMUEL BECKETT

Την πληρώνεις την νοικοκυροσύνη σου
για να είναι απούσα.
Όπως πληρώνεις και τον ελεύθερο χρόνο σου
για να είναι παρών.
Όπως πληρώνεις και τα αφελή όνειρά σου
Ακριβά.

Όταν ήσουν μικρή κυνηγούσες πεταλούδες,
σου θύμισε μια ηλικιωμένη θεία.
Τώρα πια μόνον οι περιστασιακοί πόθοι
πετούν γύρω σου
και δεν είναι καν έγχρωμοι.

Πες μου τι προτιμάς και θα σ’ το σχεδιάσω.
Τρίγωνο;
Τετράγωνο;
Ρόμβο;
Το σχήμα της ημέρας το δίνω εγώ.
Έπειτα απομακρύνομαι για να παρατηρήσω
από τη σωστή απόσταση
τον πίνακα
με το δημιούργημα – ανοσιούργημα.

Πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές των παθιασμένων
συνειρμών
κρύβονται οι υποκριτικοί καθωσπρεπισμοί
όλα τα ζευγάρια μάτια
που ορμούν να κατασπαράξουν τις μικρές σου αλήθειες.
Και καθώς η ανησυχία οδηγεί στην τελική έκρηξη
η παρόρμηση παραμονεύει χαιρέκακα να δει
την αυτοκαταστροφή να θριαμβεύει.

Ως γνήσιο πειθήνιο ον
με βήμα υπνωτισμένου αερικού
ακολουθούσες μια ζωή το σκοπό
του μαγικού αυλού.
Περνούσες
αόρατη
απαρατήρητη
φιγούρα αλαφροΐσκιωτη
στεφανωμένη με τις περισπωμένες
αλυσιδωτών ψευδαισθήσεων.

Όταν γυρεύεις την αιτία της φυγής
σκοντάφτεις πάντα πάνω στο φόβο
τον αμετανόητο εργένη.

Γιατί επιμένεις να σκαλίζεις;
Οι ανασκαφές σου στις μαθητικές μνήμες
δεν θα φέρουν στο φως τίποτα άλλο
παρά μόνον την εξάρθρωση της τάξης
το τετράγωνο της υποτείνουσας
και τη ρίζα του 144.

Το πόρισμα του ειδικού έλεγε:
«Ο πολύπλοκος είναι συγκεκριμένος.
Ο απλοϊκός είναι αυθόρμητος και φυσικός.»
Εσύ πρόσθεσες:
«αλλά πάνω από όλα ανθεκτικός».

Τουλάχιστον έμαθες έστω και αργά
ότι η ομορφιά βρίσκεται
εκεί όπου βασιλεύει η ατέλεια
και η ευτυχία
εκεί όπου απουσιάζει
η πολυπλοκότητα.

ΕΡΙΝΥΕΣ vs ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ

So fine, we cannot do it.
But nearing means distancing.
SYLVIA PLATH

Ως ένθερμος οπαδός μιας παράδοξης πολυτέλειας
κάθε φορά που η διχασμένη φύση σου γιορτάζει
φροντίζεις να φοδράρεις τα μυστικά σου
με μεταξωτή ευτέλεια.

Όλες αυτές οι μικροσκοπικές δηλητηριώδεις σκέψεις
που συσσωρεύονται στο μυαλό σου
σαν αιωρούμενα σωματίδια
γίνονται αυτόχειρες σκορπιοί
που τσιμπούν με την ουρά τους το κεφάλι τους.

Αν αγωνιωδώς ψάχνεις να βρεις
ένα κουμπί επάνω μου να πατήσεις
για να ζήσεις μαζί μου μια συνηθισμένη ζωή
θυμήσου ότι το σημείο ανάφλεξής μου
είναι η αδράνεια.

Έχεις σ’ εκκρεμότητα
έναν θάνατο
που δεν πρόλαβες να πενθήσεις
και μια κακοποιημένη σχέση
που αιμορραγεί.
Ακόμα όμως ψάχνεις για επιδέσμους.

Δεν παραλείπω
να συλλέγω
όλα αυτά τα χρυσόχαρτα που μου χάρισες.
Απ’ όπου όμως απουσίαζαν οι καραμέλες.

Πρέπει επιτέλους να καταλάβεις
ότι λειτουργείς μόνον ως δέκτης.
Ο πομπός χρόνια τώρα
σου φωνάζει
«Out of Order».

Γιατί πρέπει να βασανίζεσαι
να τυραννιέσαι
να υποφέρεις
για να ξεφορτώνεσαι όλα αυτά τα χαλίκια
που βαραίνουν το μυαλό σου;
Για να συντηρείς με τεχνητές αναπνοές
το πτώμα της τέχνης που παράγεις;

Ξέρεις πώς είναι να ψάχνεις
έναν ομοϊδεάτη για να επικοινωνήσεις;
Και τι έχεις άλλωστε να μοιραστείς;
Το φθινόπωρο της διαταραγμένης σου σκέψης;

Σήμερα θα γίνεις τολμηρή.
Κάθε πρωί πετάς
το γάντι για να μονομαχήσεις
με τη δειλία σου.
Δεν ανταποκρίνεται ποτέ στην πρόκληση
αλλά παραμένει φυλακισμένη
στο πορτρέτο μιας καλοστημένης απάτης.

Δεν είσαι ποτέ ευχαριστημένη
απ’ αυτό που είσαι
απ’ αυτό που έχεις
απ’ αυτό που κάνεις.
Τα κλοπιμαία της ψυχής σου συνεχίζουν
να στοιβάζονται στα σεντούκια της ζωής σου.
Και κάθε βράδυ χωράς να μπεις
στον θαλαμίσκο της δακτυλήθρας.

Υποκλίνομαι βαθιά
στο συναισθηματικό κενό
και στη συνοφρυωμένη ανεπάρκεια
που μου χάρισες.
Με το μαγικό σου άγγιγμα
η παθολογική μου εσωστρέφεια
μετατράπηκε σε συγγραφική ακράτεια.

Όσο για σένα που εισπνέεις καθημερινά
τις αναθυμιάσεις των αλυσιδωτών σου νευρώσεων,
αρκέσου στις προσωπικές σου εξομολογήσεις
σε μια αρσενική πόρνη
και στην ασυναρτησία της ηθικής σου.

Η ΓΝΩΣΤΗ ΠΟΛΩΣΗ

What we call the. beginning is often the end
and to make an end is to make a beginning.
X S. ELJOT

Θέλω να κολυμπήσω σε μια καινούργια ψυχή
τόσο μπλε
τόσο αμέριμνη
τόσο αθόρυβη
όσο και η εγκυμοσύνη της θάλασσας.
Γιατί θα πρέπει να υπομένω
τη γλυκιά προσμονή
ενός βρέφους απάτη
που προτίμησε να με εγκαταλείψει
για την προσωρινή ύπαρξη
του κίτρινου φύλλου;
Δώσε μου ένα λόγο για να το κάνω.
Για άλλη μια παράταση αθανασίας;

Με το ν’ αναλώνεσαι σε παράνομους έρωτες
και κατά συρροή απιστίες τι ξορκίζεις;
τα γηρατειά;
το θάνατο;
Πόσο γελασμένος είσαι στ’ αλήθεια.
Αφού το ξέρεις καλά ότι το έργο έχει πάντα
την ίδια πλοκή και την ίδια κατάληξη.
Μετά την εκούσια αποχώρηση από το πλατό
ξεβάφεις σχολαστικά το μακιγιάζ
και το κενό αναβλύζει πάλι από τα μάτια σου.
Πίνεις ένα ποτό παρέα με το δίδυμο θλίψη-πλήξη.
Αρχίζεις να στάζεις παγωμένους κρυστάλλους.

Χρειάζεται μια ευσυγκίνητη φύση
ένα μεγάλο χάρισμα
και ανεξάντλητα αποθέματα δακρύων
για να κλαις

ανεξέλεγκτα
ακατάσχετα
αναίτια.

Κι εσύ είσαι προικισμένη.

Άσε τουλάχιστον μετά την απανθράκωση της αδικίας
το θυμό να γίνει καπνός.
Δώσε στο τραγούδι της αγάπης μια ευκαιρία
να σκίσει με τη φωνή του
τα μεταξωτά σεντόνια των αιθέρων.

ΕΜΜΟΝΕΣ

Αναλώθηκες σε μια τόσο υπερβάλλουσα
εγωπαθή ενασχόληση
με τη διαιώνιση των κυττάρων σου.
Ώστε σήμερα μέσα από μια κατασταλαγμένη ωριμότητα
να καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι δεν είναι παρά
το νοσηρό απόσταγμα της συμπλεγματικής σου σχέσης
με το αιώνιο και την ασημαντότητα.

Όλη αυτή η συμπυκνωμένη ανησυχία ασφυκτιά
πίσω από τα κάγκελα του στενού σου θώρακα.
Δεν έχει πια χώρο να απλωθεί.
Μόνη της επιλογή
η έκρηξη.

Χρόνια βασανίζεσαι
προσπαθείς απεγνωσμένα να βγεις
από την τέντα του τσίρκου που σε έβαλαν να παίξεις
και να πετάξεις επιτέλους τη στολή του κλόουν.
Όμως είσαι ακόμα μέσα.

Πόσο εύκολα και γρήγορα σε οδήγησε
η πλήξη των δεδομένων κεκτημένων
στην αποκαθήλωση των επιθυμιών σου.

Αναρωτιέσαι σε τι χρησιμεύει όλη αυτή
η συσσώρευση υπερκόσμιας ευαισθησίας
(για την οποία τόσο περήφανη είσαι) στο άτομό σου,
και που επιμένεις να περιφέρεις άσκοπα εδώ κι εκεί.
Το κοινωνικό σου έργο περιορίζεται
στην αποστασιοποιημένη
και προπάντων ασφαλή παρακολούθηση των γεγονότων
και στις έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις
των πλημμυροπαθών και σεισμοπαθών
του Τρίτου Κόσμου.
Κάθε Χριστούγεννα φυσικά.
Τι καλόκαρδη και πόσο γενναιόδωρη είσαι στ’ αλήθεια!

ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙ
ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΟΠΤΡΟΥ

From mirror after mirror,
no vanity’s displayed
I am looking for the face i had
before the world was made.
W. IS YEATS

Κάποτε ήταν τα όνειρα ταραγμένα
και ευτυχισμένες οι μέρες.
Σήμερα οι όροι αντιστράφηκαν.

Ήταν καλά ο πατέρας χθες το βράδυ.
Του έθεσα για πολλοστή φορά
το αγωνιώδες ερώτημά μου
— Πώς είσαι;
— Είμαι καλά.

Ήταν καλά ο πατέρας χθες το βράδυ
Στον ύπνο μου
Σε ένα βαθύ ευτυχισμένο όνειρο.

Ταραγμένη ήταν η μέρα όταν ξύπνησα
και το πρωινό που με χαστούκισε
με βροχή ωμού ρεαλισμού.

Μη με ψάχνεις στο δωμάτιο
βρίσκομαι στο συρτάρι
διπλωμένη προσεκτικά
πάνω στα ματωμένα σεντόνια
με τις σκοτωμένες μου δυνάμεις
ένδοξα τρόπαια των μαχών μου. 


Κάθε φορά που μένεις αντιμέτωπος
με τα ερείπια της ψυχής σου
προσπαθείς μάταια να επαναπροσδιοριστείς.
Για να πετύχεις όμως την πλήρη χαρτογράφηση
του εαυτού σου
έχεις ακόμα να διανύσεις το μακρύ πικρό ταξίδι
της ανεπάρκειας.

Έχεις αυτή τη μοναδική ικανότητα να κουκουλώνεις
όλες τις μικρές σου δυστυχίες με ολοστρόγγυλα
γυαλιστερά καπάκια
και να γιορτάζεις την κάθε μέρα ζώντας μέσα
στην ψευδαίσθηση της τάξης.
Ελέγχεις προσεκτικά αν όλα είναι στη θέση τους.
Μένεις ήσυχη.

Κατάματα τον καθρέφτη σου όταν κοιτάς
περιμένεις την αντανάκλαση της επευφημίας.
Δεν εισπράττεις όμως παρά ένα τετράγωνο
κορνιζωμένο ψέμα
που με τόση ελαφρότητα αναιρεί
μια υπόσχεση που μπαγιάτεψε στο χρόνο.

ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ Ν’ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙ
ΣΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΡΩΤΑ

Who than devised the torment?
Love
T. S. ELIOT

Αν αφαιρέσουμε όλα αυτά τα χρυσά πλαίσια
που με την αλαζονική τους πολυτέλεια
τόσο βάναυσα μας κορνιζώνουν,
είμαστε ένας άντρας και μια γυναίκα
που μέσα από τις σκιές των φύλλων
έρπουμε αθόρυβα στο σκοτάδι,
συναντούμε τις νυχτοπεταλούδες
που ερωτοτροπούν
και περιμένουμε ν’ αγαπηθούμε
κάτω από ένα ανάποδο φεγγάρι.

Of love there is hardly a ghost left.
O who what angel of power can assuage
My terrible demon of revenge!

δεν υπάρχεις
δεν υπήρξες ποτέ

ήσουν μια γερή μπουκιά φαντασιοπληξίας
είσαι κολλημένος στον ουρανίσκο μου

ήσουν έρωτας εγωιστής
είσαι φάντασμα ξεπερασμένο
αλυσοδεμένο σε κάστρο χρεωμένο 

σε μια προσπάθεια να σωθώ
από το ανεπιθύμητο άγγιγμά σου
τη βίαιη ματιά σου
αποφάσισα να γίνω δαίμονας
και να σ’ εκδικηθώ
για όλα τα ματωμένα φιλιά σου.

Το καλύτερο ποίημα που όμως δεν έγραψες ακόμα
θα είναι για έναν μεγάλο έρωτα που θα σπαρταράει
κρεμασμένος στο τσιγκέλι ενός ερωτηματικού.

— Κι έπειτα;
– Ο ερειπωμένος έρωτας τίναξε νευρικά τις σκονισμένες
μνήμες
από το πέτο της λήθης και χώθηκε βιαστικά στην κρυψώνα
της κόκκινης σαύρας.
– Κι έπειτα;
— Το μικρό αγόρι μπήκε στο δωμάτιο και ρώτησε:
«Μαμά υπάρχουν κόκκινες σαύρες;»

Τότε έτρεξες να κρυφτείς.
Να προφυλαχτείς από την ψιχάλα αστερόσκονης.
Που δεν σε άγγιξε τελικά.

Και έκανες λάθος
Όχι.
Δεν είχες δικαίωμα να κάνεις λάθος.
Τώρα το λάθος έγινε η σκιά σου
σ’ ακολουθεί παντού.
Γίνεται φίλος φορτικός
εξαρτημένος εραστής
ζηλόφθονος σύζυγος.

Σε κατασκοπεύει.
Σε παρατηρεί.
Σε γδύνει.

Κολλάει επάνω σου σαν στρείδι.
Σε κουκουλώνει.
Σε φιμώνει.
Σου κλείνει τα μάτια.

Ό,τι κι αν κάνεις δεν θα ξεφύγεις.
Το βρίσκεις κουλουριασμένο
στα δροσερά σου σεντόνια.
Το λευκό σουβλερό του δόντι
αστράφτει αυτάρεσκα στον ήλιο.

Είναι ένας Έρωτας χωρίς έρωτα!

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ

Όπως ανενόχλητα
τα μαλλιά του καθρέφτη σου
ασπρίζουν
σε πρόβες που λιποθυμούν
σε ανόητες παραστάσεις
που χωρίς χειροκρότημα σωπαίνουν
όσο ο κλώνος της ημέρας
παραμένει ατύχημα
εκεί που κρύβεται το φοβισμένο ωάριο
το επίμονο ψάρι
κολυμπά αντίθετα στο ρεύμα
μέχρι να συναντήσει
το αντικαθρέφτισμα
της ευτυχίας.

Πίσω από κάγκελα
μεταξωτά κρόσσια
η επαναστατική πινελιά
σε αποσύνθεση στεγνώνει
και ο πόθος
όπως φιμώθηκε εκπνέει
τυλιγμένος
σε κόκκινο κασκόλ.

Bizarre.
Ήταν ο πρώτος άντρας
που σου μίλησε για τον έρωτα
χωρίζοντας τον σε στάδια
σαν να ήταν καρκίνος.

Κι όταν μείνει μονόφθαλμο
το λαμπερό της εκτόπισμα
την απατάς
με πρόσχημα
την απώλεια της ομορφιάς.

Από την αρχή ήμασταν πολλές γραμμές
σ’ αυτό το σχήμα.
Αποχωρώ αθόρυβα και σιωπηλά όπως
μπήκα
Γιατί απλώς είμαι μια ευθεία που περισσεύει.

Να μάθεις να σκέφτεσαι
αυτό που νιώθεις
ακόμα κι όταν ξυπνάς
με πρόσωπο
την πατούσα του ρινόκερου
που πέρασε από πάνω σου τη νύχτα.


Έλα να περπατήσουμε στο φως,
αφού το ξέρεις
δεν μπορούμε να φιμώσουμε
ένα κοπάδι γρήγορους σφυγμούς
και το νεογέννητο κλάμα της ομορφιάς.

Η ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΥΤΣΟΥΛΙΑ

Στη γη των απολαύσεων
δεν υπάρχουν
γωνίες
για να τραυματίσουν
το γοφό σου
οι μέρες κυλούν
σε τηλεοπτικά επεισόδια
ενώ στα χωράφια
φυτρώνουν
χαρτονομίσματα
στην ευθραυστότητα του ορίζοντα
επιπλέουν
δαντελένια εσώρουχα
και περιστέρια
από πλεξιγκλάς

κι
εσύ
που βούτηξες
τη σόλα σου
σε περιττώματα σκύλου
άφησες
τα ίχνη σου
στην καινούργια μοκέτα
στο δωμάτιο
του καλύτερού σου
φίλου. 

Πτώση
από αποτυχημένο ακροβατικό.
Είσαι έτοιμη
να εκτεθείς
σαν την αιώνια κουτσουλιά
στο κεφάλι του αγάλματος;

Όπως
ένα μεθυσμένο περιστέρι
πετά
η ζωή
χτυπά
τα φτερά της
στο φακό
του ηδονοβλεψία
κινηματογραφιστή.

Η μαρτυρία του φόνου
θα είναι πάντα
η επιτυχία
του αργόσχολου παρατηρητή
που σαν την κουτσουλιά
απρόσκλητος
ξεπροβάλλει.

Τα περιστέρια
πετούν
μόνον
όταν τα κυνηγούν
μικρά παιδιά
που φορούν
αλεξίσφαιρα γιλέκα.

Στη δύση
μιας συνηθισμένης ημέρας
φτερωτές θεές
πετούν
μέσα στα βαγόνια του μετρά
ενώ
η νύχτα αστράφτει
στο βάθος του τούνελ.

Η ΚΙΤΡΙΝΗ ΕΚΔΟΧΗ

Εδώ είμαι
ξαπλωμένος.
Με σκεπάζει μια κίτρινη κουβέρτα
πλεγμένη με λέξεις στρείδια
που με τριβελίζουν.

Τις ακολουθώ:
Βούλα
Κίνηση
Παύση
Τελεία.
Βιάζομαι:
Κόμμα
Να προλάβω τη διάβρωση:
Παύση
Πριν πέσει
η όξινη βροχή:
Επικόλληση
Αποκοπή.

Πριν με πουν νωθρό
και νικήσει ο θάνατος
τον ύπνο.

Είναι περίεργη η σιωπή
στο κίτρινο σπίτι
βαμμένη
στο χρώμα του ακατοίκητου.

Τα όνειρα που βράζουν
σε χύτρες ταχύτητας
μένουν ωμά, κίτρινα και θορυβώδη.

Κίτρινη προσποίηση

Πότε ήταν η τελευταία φορά
που έκανες κάτι αυθόρμητο;
Όταν φτερνίστηκες ίσως.

Ψιχαλίζει.
Το κίτρινο φλας
αυτάρεσκα βουίζει
την υγρή του αντανάκλαση
σε σώματα ανέραστα.

Νιαουρίζει
γρυλίζει
φοράει ένα κίτρινο καπέλο
και κοιμάται.

Τι είναι;

Τι ποίημα που όταν αποφάσισες να γράψεις
ξυπνάει
και βρυχάται. 

Το ταξίδι, του γυρίνου.

Νιώθω: ενθουσιώδης
Αισθάνομαι: παρορμητικός
Υπάρχω: αυθόρμητος

Μόνον όταν ως γυρίνος κολυμπώ
με κίτρινα βατραχοπέδιλα.

Η γυναίκα με το κίτρινο κολιέ

Η Φρανσουάζ ήταν τόσο όμορφη
φορώντας μόνο το κίτρινο κολιέ
όταν τη ζωγράφιζε
ο Πικάσο.

Το κίτρινο πορτρέτο

Τα γυμνά του Nonda
«είναι άσεμνα» είπαν.
Όμως «η γυναίκα σε κίτρινο φόντο»
δίδαξε στο κίτρινο
πώς μπορεί να γίνει
το πιο ερωτικό χρώμα.

Οι πεταλούδες του Νταλί

Το μυαλό του Νταλί ήταν άτακτο.
Σε μια σκοτεινή
διαταραγμένη
και άγνωστη πτυχή του
φτερούγιζαν κίτρινες πεταλούδες.

ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ – PRINT

Στον ανήσυχο βολβό
του νέου κόσμου
όταν
η ίριδα
περιστρέφει
τα δακτυλικά της αποτυπώματα
σε σώματα αναίσθητα
ο ήλιος
φωτίζει
το νεκρό άλογο
τυφλώνοντας
τα γαλάζια κρύσταλλα.

Η ίριδα του ματιού σου
έχει κατάλληλα εκπαιδευτεί
— τρεμοπαίζει
ξεθωριάζει
ώσπου καταψύχει
Νεκρά τοπία κυανής αγάπης.

Η κληρονομιά της αδύναμης μνήμης
Το παράθυρο που ζήτησες
Η τελευταία λέξη: «Φεύγεις;»
Τα απόκρυφα της απαγορευμένης ηδονής

Η μεμβράνη του τύμπανου
στο στήθος του νεκρού.
Ενός λεπτού οργή.
Κι όλα αυτά
για να κυλήσει
ένα τετράγωνο δάκρυ.

Κρατάς
τη μάσκα
με το πρόσωπό σου.
Στηρίζεσαι στο δεκανίκι
ενός φαιδρού συμβιβασμού
— όμως τα πόδια σου
εξέχουν πάντα
από την κόκκινη μπανιέρα.

Τα σύνδρομα της εγκατάλειψης.
Το αδύναμο πουλί
έτοιμο να σπάσει.
Η αγωνία
μην κλειδώσουν ξαφνικά οι αγκαλιές
και μείνεις
άδειος
από καύσιμη αγάπη.

Τον κοιτώ.
Είναι ενοχλητικά όμορφος
μέσα στο πράσινο μπλουζάκι.
Στο βλέμμα του
η συμμετρία
σπαρακτική! 

Αυτή:
«Σε φορώ
Άρα μου ανήκεις».
Ο χρυσός κρίκος
παραδοσιακό σύμβολο
ιδιοκτησίας.

Μια ζωή διοπτροφόρος
μακάριζες
όσους έχουν δυνατά μάτια.
Τώρα λυπάσαι
όσους έχουν αδύνατη
ματιά.

Είμαστε ανύπαρκτοι
Εγώ
Εσύ
Εμείς.
Απλώς δεν υπάρχουμε.
Η χοντρή κρεατοελιά μόνον
στο μάγουλο του γέρου
Υ π ά ρ χ ε ι.

ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟ – RAW

Μια ραχοκοκαλιά από στάχτη
ο εύθραυστος κόσμος
κι οι ημέρες
χύνονται
χαμηλόφωνα
σε θρύψαλα.

Στο ήσυχο σπίτι.

Το φεγγάρι
Το σκιάχτρο του θεού
Ο θυμός της Ιστορίας.

Δεν με νοιάζει τι θα πούνε
να κλαίω θέλω μόνο
κι ας με κοιτούν καχύποπτα
οι άγγελοι από τον τρούλο.

Έχεις αναρωτηθεί
με ποιον τελικά
μοιράζεσαι τα επιτεύγματά σου;
– Με τις μασέλες της νύχτας.

Για τη διαιώνιση του είδους
κι ο γάμος του φιδιού
μ’ ένα τσαμπί σταφύλι. 

Η περιπλανώμενη ωραιολατρεία
στις στοές του ορυχείου.
Κυλιέται
πάνω σε διαμάντια-κάρβουνα
ή κάρβουνα-διαμάντια;

ΦΩΤΟΣΚΙΑΣΕΙΣ

Υπάρχουν φορές που οι προσωπικοί μας δαίμονες
είναι πιο δυνατοί από τους φύλακες αγγέλους μας,
όμως ποτέ δεν ξέρεις
ποιος είναι
ο πραγματικός φύλακας άγγελός σου.

Στην εικονογραφημένη εποχή σου
δεν έχεις τίποτα να πεις
Ας φαίνεσαι τουλάχιστον.

Ο λαθραίος θεατής του σύμπαντος
Ο θάνατος.

Οι φτυαριές που αντηχούν γοερά.
Ο ανθρακωρύχος στη στοά της μνήμης
Σκάβει το άρρωστο χώμα.

Ο επίμονος βήχας
Ο επαναλαμβανόμενος βήχας
Ο παροξυντικός βήχας
Το κόκκινο αυτοκινητάκι του εγγονού
που πάτησε το καλώδιο του οξυγόνου
Η αθωότητα που ακυρώνει
την τροφοδοσία του νεκρού πνεύμονα. 

Όλα εκείνα τα
χλωμά φεγγάρια
καθισμένα οκλαδόν
μέσα σε γυάλες με φορμόλη
ψηλά
στο τελευταίο ράφι
του γυναικολόγου (σου)
δεν ήταν παρά
συλλεκτικά έμβρυα.

Ανάμεσά μας
η παράσταση σε κυκλική σκηνή:
προσποίηση
νάρκη
κούραση
γηρατειά.

Γι’ αυτό βολεύουν οι πόρνες τελικά
Επειδή δεν δημιουργούν
συναισθηματικές παρεκτροπές.


Στο ντιβάνι τον ψυχαναλυτή

Η ενδοσκόπηση απέτυχε
Ο ασθενής επιβίωσε.

Τα Χριστούγεννα της κυρίας Έψιλον

Όταν ο τυφώνας που πέρασε από το σπίτι
έφαγε τις γωνίες των επίπλων
και τις χαραμάδες της ευτυχίας

Όταν η ψυχή τύλιξε το χέρι της
γύρω από τη μέση του αστεριού
το παρέσυρε σ’ έναν ξέφρενο χορό
που κράτησε ως το πρωί
ώσπου η ψυχή
έλιωσε
και το αστέρι
έσβησε

Θυμάσαι κυρία Έψιλον;
Τότε ήσουν
ένα λευκό κεράσι.

FADE OUT

End of the endless Journey
To no End.
T. S. ELIOT

Υπήρξα ένα από τα αθώα και ανυποψίαστα θύματα
μιας ομαδικής οικογενειακής παραίσθησης.
Το τελευταίο φιλί δεν ήταν για καληνύχτα.
Πόσο έξυπνα με ξεγέλασες
Πατέρα!

Πυροτέχνημα που άναψε και έσβησε η ζωή σου.
Με μια σπρωξιά που σου έδωσε ο Θεός
γκρεμίστηκες στο άπειρο.
Τώρα πια αποτελείς μέρος της συμπαντικής ευθύνης.

Επέλεξες την εκούσια τύφλωσή σου.
Δεν έβλεπες αυτό που συνέβαινε
γιατί δεν μπορούσες να διαχειριστείς άλλη λύπη.
Αλλά αυτή είναι άλλη μια άθλια δικαιολογία.

Λίγο μετά από άλλη μια λανθασμένη διάγνωση
σου είχε πει:
«Αυτό λέγεται Leichtsinnigkeit ή αλλιώς
το αμάρτημα της επιπολαιότητας». 

Μετά το στιγμιαίο χοροπηδητό της βελόνας
ήρθε η καρδιακή παύλα.
Αφού σου ροκάνισε καλά καλά
τα σωθικά
το έκφυλο σαράκι
την τελευταία λέξη
την είχε ο καρδιογράφος.

Η χροιά της φωνής του χάθηκε για πάντα.
Ο πατέρας βράχος έγινε αεράκι.
Ο πατέρας κυματοθραύστης έγινε πουλί.
Ο πατέρας κεραυνός έγινε προμήνυμα βροχής.
Έφυγε χωρίς να διεκδικήσει ένα χάδι ή ένα φιλί
κι έμεινε να μας χωρίζει
ένας θάνατος και μια παρεξήγηση.
— Γιατί κλαις τώρα κοριτσάκι;

Το πολικό ψύχος λαφυραγώγησε ανενόχλητο
το άκαμπτο σώμα
ξεφύλλισε ηδονικά τα πέταλα της ζωής
τα σκόρπισε στα έγκατα
του πολτοποιημένου ανθρώπινου στερεώματος.
Ήταν η τελευταία πρόβα θανάτου.
Ήσουν παρών.

Σε τι χρησιμεύουν τα δάκρυα;
Δεν έχουν να ξεπλύνουν τίποτα άλλο πια.
Ξέρουν όμως να σέρνονται αθόρυβα στο σκοτάδι
και να κρύβονται βαθιά στις πτυχές του μαξιλαριού.

Αυτό που χάθηκε
είναι η αγάπη.
Η ανιδιοτελής αγάπη.
Κι όλα εκείνα τα φιλιά της καληνύχτας
που εξατμίστηκαν τελικά.

Ο διαμαντένιος σταυρός που φοράς.
Το τελευταίο δώρο του σε σένα πριν πεθάνει.
Και να σκεφτείς ότι σε όλη του τη ζωή υπήρξε άθεος.

Δεν έχεις τη δύναμη να αναχαιτίσεις
την πολιορκία της λύπης
όταν σου χτυπά
την πόρτα λυσσασμένα
όταν στύβει τα κύτταρά σου
χλωμιάζει το μυαλό σου
αδειάζει τα μάτια σου
και πίνει την ψυχή σου.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις
είναι να της ευχηθείς:
«Εις υγείαν».

Θεέ μου πόσο ψυχρά και βίαια
καρφώνεις τις απουσίες
στον πίνακα των απολεσθέντων.

Όλα αυτά που ήθελες να πεις
όλα αυτά που ήθελες να προλάβεις να πεις
έμειναν θρυμματισμένα ψαροκόκαλα
μπηγμένα στο λαιμό σου.

Ρωτούσες:
Πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι χωρίς σκιές;
Πού πάνε όλες αυτές οι σκιές χωρίς ανθρώπους;
Πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι χωρίς φωνές;
Πού πάνε όλες αυτές οι φωνές χωρίς ανθρώπους;

Στο βασίλειο της σιωπής και της απουσίας
δεν υπάρχουν
ούτε σώματα
ούτε σκιές
ούτε φωνές.

Λίγο πριν πεθάνει
σου είχε πει:
«Όλα έχουν ένα τέλος».

4 ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ 3 ΠΕΤΑΛΑ

με την αιώρηση
τον Alexander Calder

Θα ήθελα
Να γίνω
Εσύ

Μια ευθεία γραμμή
Ούτε καμπύλη
Ούτε τεθλασμένη.

Σε αυτό το δείπνο
κάλεσες
όλες τις επίπεδες στιγμές
για να σε κλείσουν επιτέλους
μέσα στη συζυγική παρένθεση.

Δεν θέλεις άλλη περιστροφή
της σκοτεινής μπαλαρίνας
προτιμάς να μείνεις
μισή μπαλαρίνα
κατά προτίμηση
σε πίνακα του Degas.

Η άνιση πάλη
με το δαίμονα της αναλογίας
όταν με σκαρπέλα
4 φύλλα και 3 πέταλα
παλεύεις
να μειώσεις
την προεξοχή της μύτης.

Ασφαλής αισθάνεσαι
μόνον όταν χωράς
να περάσεις
από το μάτι της βελόνας
για να βγεις
σ’ ένα λιβάδι χαμομήλια.

Όταν οι κόμποι γίνονται
πολλαπλές μεταμορφώσεις
μιας πρώιμης εκσπερμάτωσης
τότε αρχίζει ο διάλογος
ανάμεσα στις πεταλούδες και τις
κάμπιες.

Στη χορογραφία του εγκλωβισμένου
μετράει μόνον ο αυτοσχεδιασμός.
Ύστερα μπορείς να πέσεις πάλι
με ασφάλεια στα πόδια του διαβήτη.

SYNDROMES

To σύνδρομο του χάους

I wonder!
Who came first?
Order or disorder?
Or both?

Το σύνδρομο της κατά φαντασίαν νεόπλουτης

Το όνειρο της θηλυκής γενιάς του βασικού μισθού
Μια τσάντα Luis Vuitton.

Το σύνδρομο της δυσπεψίας

Οι συμπατριώτες σου
πάσχουν από το σύνδρομο
της χρόνιας δυσπεψίας.
Ίσως επειδή έχουν καταπιεί
πολύ ήλιο, ούζο και θάλασσα.

Το ενοχικό σύνδρομο

«Σας ρωτώ λοιπόν φίλοι δικαστές
Για ποιο λάθος με καταδικάζετε;
αφού ευνουχισμένο τον παρέλαβα ,
και ως γνωστόν μετά την απομάκρυνση
από το ταμείο ουδέν…»

Το σύνδρομο του γρανιτένιου βράχου

Όταν όλα γύρω καταρρέουν
η φωτογραφία του γάμου
παραμένει ακλόνητη
ή μήπως ατρόμητη;

Το σύνδρομο της μοναχικής ηδονής

Ο καθ’ έξιν αυνανισμός
Το χρόνιο φετίχ του
Η έμπνευσή του.

Το σύνδρομο του κοινού γούστου

Η αμετάκλητα παντρεμένη
Ο αμετάκλητα χωρισμένος
Η αμετάκλητα χωρισμένη
Ο αμετάκλητα παντρεμένος
φοράνε ροζ κραγιόν.

Το σύνδρομο της πολυπλοκότητας

Έχεις σχεδόν διανύσει το ήμισυ της διαδρομής σου
όμως παραμένεις ανικανοποίητη.
Τι θέλεις;
Τι ψάχνεις;
Αφού το ξέρεις ότι πάσχεις
από το σύνδρομο της πολυπλοκότητας
και η περίπτωσή σου είναι ανίατη.

Το σύνδρομο της υπνηλίας

— Σε προειδοποιώ
θα πρέπει να ψάξεις για να με βρεις,
το φεγγάρι κοιμάται σε πολλούς ουρανούς
κι εγώ δεν μετανιώνω για την κλινοφιλία μου.

Το σύνδρομο της τετράγωνης σκέψης

Ήθελα να σου πω:
«να μην ξεχάσεις να διαβάσεις
για τις καθιζήσεις».

Το σύνδρομο της νυχτερινής ακράτειας

Με την οξύτητα του κίτρινου
η ακατάσχετη, ανούσια λογοδιάρροια
διαβρώνει το άκαμπτο στρώμα της νύχτας

Το σύνδρομο της αφωνίας

Προσβάλλει
ένα ποίημα χωρίς ήρωα
ή μήπως μια ζωή χωρίς ποίημα;

Το σύνδρομο της αποπλάνησης

Κι. έτσι το λίκνισμα της θάλασσας
αποπλάνησε το φεγγαρόφωτο.

– Έχεις κολυμπήσει ποτέ
σε σεληνιακή τρικυμία;

Το σύνδρομο της φραγής

Όταν το όστρακο σφίγγει πεισματικά
τα χείλη.

Το σύνδρομο της βουλιμίας

– Τι ταΐζεις τη νεύρωσή σου
και παχαίνει τόσο γρήγορα;
– Μεγάλες μπουκιές υπερβολής.

Το σύνδρομο της νοσηρής φαντασίας

Μόλις βρήκες ένα πράσινο μπαρμπούνι
στο μανίκι σου.

Το σύνδρομο της υστεροφημίας

— Έχεις αναλογιστεί
ως πότε θα σπρώχνεις τα σκουπίδια σου
κάτω από το χαλί του άστρου
για να λάμπεις από μετριότητα;

ΠΩΣ ΝΑ ΔΑΓΚΩΣΕΙΣ ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ

Το οικογενειακό δέντρο
Το διάτρητο οικογενειακό δέντρο
Το σπίτι του άοκνου τερμίτη.

Οι πατρικοί πνεύμονες
Οι διάτρητοι πατρικοί πνεύμονες
Οι κατακόμβες του αρουραίου.

Οι τρύπες
«Οι νομισματοειδείς σκιάσεις»
Η κομψή ιατρική διάγνωση.

Η περιπέτεια αρχίζει
στο φιστικί δωμάτιο
με ήρωα
ένα παγόνι με τρύπες
ή
ένα τρύπιο παγόνι
ή
ένα παγόνι που το μυαλό του
γέμισε τρύπες.

Η νευρική ταλάντωση του δάσους
με δέντρα κιμωλίες
απελευθερώνει
το προσβλητικό τιτίβισμα
ενός
urlo educato.

Ένα δέντρο νυστάζει
Όλο το δάσος χασμουριέται
Ο εαυτός σου γονιμοποιείται.

Athene noctua

Στη ρωγμή του βράχου
σφηνωμένο το ράμφος
Στη σκιά του βράχου
φυτρωμένος ο αντίχειρας
περιστρέφονται
για να καθρεφτιστούν
στην πράσινη κηλίδα.

Ένα λιβάδι με κόκκινες παπαρούνες
αντικατοπτρίζεται
σε ένα σώμα με κόκκινες φλύκταινες.

«Λοιπόν δεσποινίς μου,
πρόκειται για αλλεργική αντίδραση,
μήπως περάσατε
κάποιο ψυχολογικό σοκ
πρόσφατα;»

Όταν το σφύριγμα ενός φθόγγου
καταδιώκει την πυκνότητα της εικόνας
για να ανακτήσεις τη μνήμη
και να βαπτίσεις το αντικείμενο στο φως
αρκεί να καρφώσεις τη σκιά σου
σ’ ένα δέντρο.

Duellum
Στέκεσαι,
μόνος
ολόγυμνος
απέναντι στις σκέψεις σου
οπλισμένος
με κλαδιά από αλουμίνιο.

0 ορισμός της πράσινης ευφορίας:
Ένα δάσος
από πριόνια δοξάρια
που ατέρμονα ροκανίζουν
μέχρι να πετύχουν
το τέλειο staccato.

Το πρωινό πέταγμα του κορυδαλλού
ξεπλένει σχολαστικά το δάσος
από τις παρενέργειες
ενός ηλιοβασιλέματος.

Στη φωλιά του σκίουρου
αιχμάλωτο
το χελιδονόψαρο
σπαρταρά
δεμένο με λουρί
για να μην πετάξει.

Ανυποψίαστη
η αναπνοή του δέντρου
πιάστηκε
στη φάκα του ποντικού
κι έμεινε πεινασμένη.

Ως γνήσιοι πρωταγωνιστές
σε δεύτερους ρόλους
οι ανεκπλήρωτοι έρωτες
περίτεχνα κρύβουν
τα αυτόγραφά τους
πίσω από το αγκομαχητό
των τσαλαπετεινών
στις κουμαριές.

Όταν ήσουν μικρή
αναρωτιόσουν
αν είναι τα δέντρα
που κυλιούνται στον ουρανό
ή ο ουρανός πάνω στα δέντρα.

Από περιέργεια
οι κόκκινοι στήμονες
ανασηκώθηκαν
για να παρατηρήσουν
τη θρυμματισμένη σου ομορφιά.

– «Τι έχεις να πεις για το πάθος;
– «Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις
το λαβωμένο γάτο εραστή
που γλείφει τις πληγές του.

– Τι έχεις να πεις για τον έρωτα;
– Ο καλύτερος ήχος
μετά τη σιωπή του δάσους.

ΜΙΑ ΠΕΡΙΤΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Αναρωτιέμαι
Με ονειρεύεσαι;

Σαν μια σταγόνα κερί
ή μια πιτσιλιά γάλα;

Οι φακίδες
καλοκαιρινά τρόπαια.
Δικά της.
Οι φακίδες
διεγερτικά χάπια.
Δικά του.


Σου αρέσει
το ξεχαρβάλωμα τελικά
Να θαμπώνεσαι
με στολίδια φωτάκια
Να μπουκώνεσαι
με επίθετα κουραμπιέδες

Όταν βρίσκεσαι σε ποιητική έκσταση.

Το φιλί που μου έδωσες κάποτε
το κρατώ
ως πιθανή σανίδα σωτηρίας.

Τα κουρέλια της προδοσίας
ντύνουν τη μεταμέλεια
με υψηλές ενδυματολογικές
επιλογές.

Ο κόκκινος φιόγκος
στολίζει το γοβάκι της σοβαροφάνειας
και το κεφάλι της φραγκόκοτας.

Για να ξεβουλώσεις επιτυχώς
το σωλήνα των φωνητικών σου χορδών
αρκεί να φυσήξεις
στο λαιμό μιας μαργαρίτας.

Έπρεπε να σε συναντήσω
στη ράχη ενός τραπουλόχαρτου
για να μάθω
ότι το φλος ρουαγιάλ
δεν είναι ζήτημα καλής τύχης
αλλά έξυπνης μπλόφας.

Χωρίς να προλάβεις
να γευτείς το «όλα»
βρέθηκες στο «τίποτα».

Η απώλεια της ιστορίας σου
ήταν απλώς προϊόν
υπερκορεσμένης μνήμης.

Ποτέ δεν είναι αργά
για να μάθεις να δίνεις
δωρεάν αγκαλιές
και να ψάχνεις
για βολικές αλήθειες.

Έχεις μήπως αναλογιστεί
ότι το ζώο που φοράς
αποτελεί από μόνο του
μια δήλωση πολυτέλειας;

Είσαι έτοιμη να μπεις στην καταιγίδα
για να την τακτοποιήσεις
σε κουτιά και κουτάκια;

Μια που όλα βρίσκονται
υπό πλήρη εποπτεία
είναι καιρός πια
να επιδοθείς
σε κάτι ανεξέλεγκτο.

Η κατάκτηση της μοναξιάς
είναι η κοινωνική σου επιτυχία.

Ο ανεμοδείκτης της ζωής σου
βρίσκεται σταθερά στραμμένος
στον προσανατολισμό
του ημίμετρου.

Η χειρότερη αίσθηση:
Να ξέρεις ότι γνωρίζουν
την άγνοιά σου.

Το νόημα της ύπαρξής σου
συνοψίστηκε στην ευγονική.

POSTSCRIPT

Είναι γεγονός
Οι γυναίκες λεκτικοποιούν τα συναισθήματα τους.
Αν μπορούσες μόνον να ξεκολλήσεις κάτι από μέσα σου
Να το καταθέσεις.
Όχι έντερα όμως παρακαλώ!

Δεν βλέπω
πίσω από τα μάτια σου
που σαν λερωμένα τζάμια με κοιτάζουν.
Με εμποδίζει ο συσσωρευμένος θυμός τους
που ποτέ επαρκώς δεν εκτονώθηκε.

Η διχασμένη σου ταυτότητα
πάντα θα ταλαντεύεται
ανάμεσα
στο «πανάριστον» και
στο «παν μέτρον άριστον».

Γιατί είσαι θυμωμένη;
Έτοιμη να εκραγείς κάθε λεπτό.
Τελικά είναι πρόβλημα να μη λες
αυτό που σκέφτεσαι
και να εξοργίζεσαι με την επιλογή σου.

Μαργαριτάρια και νεκρές καρδιές
είναι τα ποιήματα που ζούνε μέσα στα
Τα ξεκολλάς από το σώμα σου
Τα πετάς στη θάλασσα
Με ανακούφιση.

Δεν άκουγα
Δεν ήθελα ν’ ακούω
Ήθελα μόνο να φεύγω.

Οι μικρές κυρίες
Δεν μεγαλώνουν
Δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους
να μεγαλώσει.

Είσαι φημισμένος.
Όλοι σε ξέρουν
Αλλά κανείς δεν σε ανακάλυψε
Ακόμη.

Η υποσημείωση αφορά την υποχρέωση
σε ένα φάντασμα.

ΜΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ (;)

Η ίδια αγωνία κάθε φορά.
Αν ο στίχος θα έχει χαλαρή ή σφιχτή πλέξη.
Αν η βελόνα πλεξίματος ξεφύγει από το θηλύκι
και τρυπήσει θανάσιμα τη λέξη.
Αν το ποίημα πεθάνει άδοξα
από ακατάσχετη αιμορραγία.

Αν το ειδικό βάρος ενός ποιήματος
μετριέται σε τέχνη ή συναίσθημα
δεν είναι το θέμα
αλλά το αν είναι ικανό να φωτίσει
μια μικρή ή μεγάλη αλήθεια.

,

ΔΟΚΙΜΙΟ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ (2013)

Δεν συμπονούμε τον ασθενή

1
Η Ποίηση: σαν ακριβό γαλλικό άρωμα
φοριέται σε σταγόνες. Μία πίσω από κάθε αυτί.

2
0 φθόνος: ένα παγκόσμιο αγαθό.

3
Το αντίδοτο της μοναξιάς: η ελευθερία.

4
0 έρωτας και το μίσος: δύο θηρία άγρια, σαρκοφάγα.

5
Βασική αρχή επαγγελματικής δεοντολογίας:
δεν συμπονούμε τον ασθενή.
Αγνοούμε τους συγγενείς.
Βασική αρχή επιβίωσης:
δεν συμπονούμε τον συνάνθρωπο.

6
Αυτόματος μηχανισμός επιβίωσης σε τοξικό περιβάλλον:
η Ποίηση…

Ο χρόνος έξω απ’ τον κόσμο

22
Ποιος βρίσκεται πού;
Ο κόσμος έξω από τον χρόνο ή ο χρόνος έξω από τον κόσμο;
Ο χρόνος στον κόσμο του ή ο κόσμος στον χρόνο του;

23
Δεν αναρωτιέμαι πια. Το αποφάσισα: ο καλλιτέχνης όταν δη-
μιουργεί είναι ταυτόχρονα καλός και κακός, Θεός και Διάβο-
λος, δυνατός και αδύναμος, πιστός και άπιστος. Αιχμάλωτος
στο φως, ελεύθερος στο σκοτάδι.

24
Μοιράσαμε δίκαια τις μεταφυσικές δουλειές —
εσύ βλέπεις τα όνειρα
κι εγώ κάνω τις προβλέψεις.

25
Το στρείδι ήταν σκουριασμένο
και το μαργαριτάρι άφαντο.

26
Ο απόηχος της χαμένης ευδαιμονίας
αντιλαλεί τόσο δυνατά όσο κι ένα συναχωμένο δάσος.

27
Η τιμή μιας χώρας χάνεται πάντα μαζί με τη συνείδηση των
κατοίκων της.

28
Τι ευχήθηκα να γίνω όταν μεγαλώσω;
Μια τρομερή ματιά. Μια πραγματική ανατροπή.

29
Το μαγικό κελάηδημα ενός μικροσκοπικού πουλιού:
καμιά ποιητική πέννα δεν μπόρεσε ποτέ να το περιγράφει.
Άλλος ένας θεϊκός δάκτυλος.
Στα πιο ασήμαντα πλάσματα έχει δοθεί η μεγαλύτερη χάρη.

30
Ο ανεμοστρόβιλος της ζωής σαρώνει πρώτα το σώμα ή το
πνεύμα;

31
Η ευθραυστότητα ταιριάζει καλύτερα στους αναξιοπαθείς. Εσέ-
να θα σου ταίριαζε να είσαι ένα συλλεκτικό βάζο της δυναστείας
των Μίνγκ, ανυπολόγιστης αξίας, το οποίο από το μόνο
που θα κινδυνεύει θα είναι ένα απρόσεκτο αδέξιο χέρι ή μάλλον
ένα μνησίκακο ξεσκονόπανο.

32
Γυναίκα: πολυδιασπώμενο ον με αυτοματικό μηχανισμό
αποτελεσματικής συγκόλλησης θραυσμάτων.

Υπερασπίζοντας την Ύπαρξη

43
Υπερασπίζοντας την Ύπαρξη, υπερασπίζεσαι την Ποίηση.
Υπερασπίζοντας την Ποίηση, υπερασπίζεσαι την Ύπαρξη.

44
Η μνήμη που απωλέσαμε ευφάνταστα μεταφράζεται
σε χρονοπόνο.

45
Η Σούζαν Σόνταγκ εύστοχα είχε πει:
«Ποτέ δεν ξέρεις τι φύλο είναι κάθε μέρα που έρχεται
όπως δεν ξέρεις τι ηλικία έχεις κάθε μέρα που περνάει».
Επιτέλους κάποιος κάποτε προώθησε την απενεχοποίηση της ζωής.

46
Αφήστε με να υποδυθώ για μια φορά τον Άνθρωπο.

47
Ο βολικός Άλλος είναι ο ελαττωματικός Άλλος.

48
Μέσα σε κάθε αυθεντικό άνθρωπο ζει μια μεταφυσική ιστορία.

49
Όταν είπες «τώρα επιτέλους μπορώ να ζήσω»
τότε ήταν που πέθανες.

Κάκτοι κι ανεμόμυλοι

50
Οι ανεμόμυλοι φυτρώνουν με τους κάκτους στην έρημο της
αυταπάτης.

51
Οι ημέρες· πανομοιότυπα αναβράζοντα δισκία.
Υψηλής διατροφικής αξίας.

52
Το κοινό ανάμεσα σ’ ένα ποιητή, ένα φιλόσοφο και μια μύγα:
Κατά καιρούς αποδεικνύουν ότι ανήκουν στα πιο περιφρονημένα
όντα.

53
Το σώμα όπως ακριβώς και η γλώσσα ξέρει να παίζει καλά το
παιχνίδι των λέξεων. Όταν ένα και μόνο γράμμα χωρίζει με μια
δρασκελιά μια χαράδρα από έναν αιθέρα την οδύνη από την
ηδονή.

54
Ο ποιητής είναι ένα εξωτικό φρούτο
που προσφέρει τον εαυτό του στον αναγνώστη
σαν επιδόρπιο με γεύση μάνγκο.

55
Όταν βλέπεις από μακριά τα γαϊδουράγκαθα σαν τριαντάφυλλα.
Αυτό αποστρέφομαι. 

Να ζεις σαν θεατρίνος

67
Αγαπώ τα πουλιά που χτίζουν εναέριες φωλιές, γιατί έτσι βλέ-
πω τα πιτσιλωτά όνειρα να εκκολάπτονται μέσα σε καμπανού-
λες από χόρτο που κρέμονται στον αέρα.

68
Τα ελάφια είναι τα ζώα που με συγκινούν με την εκφραστική
αθωότητά τους. Η αθωότητά τους εκλύεται στην ατμόσφαιρα.
Η αθωότητά τους έχει άρωμα. Αν μπορούσε να συσκευασθεί σε
γυάλινα μπουκάλια, τότε θ’ αγόραζα άρωμα ελαφιού.

69
Η τέχνη είναι ένας αόρατος λαβύρινθος. Για έναν απλό λόγο:
η τέχνη διεγείρει την προσωπική σου επιλογή και μια επιθυ-
μία. Να βλέπεις αυτό που θέλεις. Να διαλέξεις να δεις αυτό
που περισσότερο επιθυμείς.

70
Οι αμετανόητοι ονειροπόλοι είναι καταδικασμένοι να ψήνονται
στην κόλαση των ονείρων τους.

71
Περπατάς στο περίγραμμά σου γεμάτος περιέργεια.
Ανακαλύπτεις τα όρια σου.
Εκεί είναι ο τόπος. Εκεί όπου ο πόνος κατοικεί. 

72
Τα όνειρα του ύπνου είναι ό,τι δεν μπορείς να θυμηθείς, αλλά
τα όνειρα του ξύπνου ό,τι δεν μπορείς να ξεχάσεις.

73
«Το θέατρο δεν έχει μνήμη, κάτι που το καθιστά την πιο υπαρξιακή
τέχνη». Το σώμα όμως έχει μνήμη. Για να την απολέσει
και να σταματήσει να πονά πρέπει να ζει σαν θεατρίνος.

Πώς να σώσεις ένα κόσμο που δεν θέλει να σωθεί;

87
Ο Ντοστογιέφσκι πίστευε ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο.
Αν όμως ζούσε σήμερα, η κυρίαρχη πλαστική ομορφιά της εποχής
θα του άλλαζε άμεσα τη γνώμη.

Πώς να σώσεις ένα κόσμο που δεν θέλει να σωθεί;

89
Η καθαρότητα των αισθημάτων: ένα σπάνιο θηλαστικό του
ζωικού βασιλείου το οποίο τελεί υπό εξαφάνιση.

90
Η ελπίδα είναι η μοναχοκόρη του δράματος.

91
Ένα πονηρό καλαμάρι που κρύβεται στο βυθό με στολή παραλλαγής
είναι η έμπνευση. Όταν την ανακαλύψεις θα σε τυλίξει
σφιχτά στα πλοκάμια της. Μετά θα σ’ εγκαταλείψει πνιγμένο
μέσα σε νέφη μελάνης.

Η πτητική ικανότητα (της Mary Poppins)

92
Η τύχη; Μια ασθένεια επιλεκτική από την οποία δεν πρόκειται
όλοι να νοσήσουν.

93
Στις ηρωικές σκέψεις πρωταγωνιστεί ο ήσυχος θεατής που
θωπεύει με το βλέμμα έναν ανήσυχο κόσμο. Στις ηρωικές
πράξεις ο πρωταγωνιστής αντιπαθεί τα χάδια και συνήθως
απουσιάζει.

94
Η σχέση με τον εαυτό και τον κόσμο είναι μια βαθιά αμφίθυμη
σχέση που ταλαντεύεται πάνω σε κύματα από αναρχικό αίμα.

95
Για πρώτη φορά ένας λαός είναι φοβισμένος περισσότερο
απέναντι στη ζωή παρά στο θάνατο.

96
Αν είχες για μόνο μέσο μεταφοράς και απόδρασης μια μαύρη
ομπρέλα.

Η μετατόπιση του ονείρου

123
Μεγάλοι θηρευτές τα όνειρα, που παραμονεύουν στο σκοτάδι
για να σε βάλουν στον απάνθρωπο κόσμο του φανταστικού.

124
Η μόνη πραγματικότητα είναι η αόρατη πραγματικότητα.

125
Όλη αυτή η κοσμική τακτοποίηση να καταλήγει τόσο άδοξα
στο χάος…
126
Ένας εξωτικός προορισμός η ζούγκλα της ψυχής.

127
Το μεταφυσικό επίτευγμα της Ποίησης είναι η μετατόπιση του
ονείρου στην πραγματική ζωή.

128
Στην Τράπεζα του Ουρανού να καταθέτεις, έλεγε ο Μάνος
Χατζιδάκις. Κι αυτή είναι η τράπεζα που επιλέγει ο Ποιητής
για να καταθέσει τις ονειροπολήσεις του. Οι τόκοι θα είναι μια
μεταθανάτια έκπληξη.

129
Η Ποίηση δένεται στη Ζωή με το αόρατο νήμα που συγκρατεί
την ορατή και αόρατη τάξη. Ή μήπως την αταξία;

130
Το πραγματικό αποζημιώνει τον ορθολογιστή με την ύπαρξή
του. Το ιδανικό προδίδει τον ονειροπόλο με την ανυπαρξία του.

Μια παράταιρη γεωμετρική σχέση

146
Πού να κρυφτεί κανείς από τις λέξεις; Στη στροφή του δρόμου
καραδοκούν και σχεδόν πάντοτε ορμούν σε κάθε ατάλαντο ποιη-
τή για να τον ποδοπατήσουν.
147
Οι λέξεις είναι οι επίδοξοι απαγωγείς του Ποιητή. Ζητούν για
λύτρα το βάρος του σε μελάνι.

148
Ένα τετράγωνο κι ένας κύκλος. Μια παράταιρη γεωμετρική
σχέση όπως αυτή του Κυνισμού με τον Λυρισμό.

149
Ξεχειλώνοντας τις ραφές του ο ποιητής χωράει πιο άνετα στο
ποίημα. Ξηλώνοντας το ποίημα το ίδιο, ανακουφίζεται.

150
Η αθανασία σού ανήκει, επίδοξε ποιητή. Η πειραγμένη σου
φαντασία αποβαίνει σε αυτό το θέμα χρήσιμη και δημιουργική.

151
Στις πύλες της αιωνιότητας επικρατεί ο μεγαλύτερος συνωστι-
σμός από υπερεκτιμημένους συγγραφείς κυρίως.

152
Ο μόνος που μονοπωλεί ερωτικά τη Μούσα είναι ο θεός της
Ποίησης. Οι υπόλοιποι απλά την φαντασιώνονται. 

Η γονιμοποίηση τον χρόνου

153
Ρολόι ακρίβειας φορά άνθρωπο πολυτελείας. Άνθρωπος ακρί-
βειας φορά ρολόι πολυτελείας.

154
Όσο ο χρόνος ανέραστος παραμένει, ο χρόνος της ζωής επιταχύνεται.
Από την άλλη, ο χρόνος του σύμπαντος επιβραδύνεται
περπατώντας ανάποδα σαν το καβούρι. Συμπέρασμα: όταν η
ανθρωπότητα συνουσιαστεί κάποτε μαζί του ίσως πετύχει την
πολυπόθητη αναπαραγωγή του.

155
Με την επιβράδυνσή του τακτοποιεί ήδη ο χρόνος την αταξία
του σύμπαντος. Ξεκινά εξαφανίζοντας όλα τα διακοσμητικά
του αντικείμενα.

156
Φωνές διαττόντων αστέρων: η άδηλη αναπνοή του σύμπαντος.

157
Ο χρόνος θα σταματήσει όταν αποσυνδεθεί. Μένει να βρούμε
την πρίζα του σύμπαντος.

158
Σε δύο μόνον περιπτώσεις η πολυθραυσματική μας ύπαρξη γίνεται
άρρηκτη και συμπαγής. Όταν αγαπάμε κι όταν ονειρευόμαστε.

Η Τέχνη είναι ένας θηριοδαμαστής

167
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ο θρίαμβος της χημείας. Μια φού-
σκα έτοιμη να εκραγεί κάθε λεπτό γεμάτη τοξικά αέρια.

168
Η Τέχνη είναι ένας θηριοδαμαστής. Εξημερώνει τις άγριες ψυ-
χές των ανθρώπων.

169
Είναι πολύ βρόμικος αυτός ο κόσμος. Τι να σου κάνουν κι οι
ονειροπόλοι; Δεν διαθέτουν προηγμένα απολυμαντικά. Το μόνο
που ξέρουν να φτυαρίζουν είναι αστερόσκονη.

170
Όταν νιώσεις την ανάγκη να δημιουργήσεις, κανείς δεν μπορεί
να σε σταματήσει. Θα δημιουργήσεις ακόμα και φυλακισμένος
στον πάτο ενός πηγαδιού.

171
Την άοκνη βελόνα του μετρονόμου προσπαθείς ν’ απορρυθμί-
σεις όλη σου τη ζωή.

172
Ο άνθρωπος σαν ζωντανό ρολόι ξεκουρδίζεται όποτε περιφρονεί
τον χρόνο. Ξανακουρδίζεται όμως κάθε φορά που το πεπρωμένο
του αποδεχτεί. 

173
Ο καλλιτέχνης είναι καταδικασμένος να ζει σ’ έναν άξεστο
κόσμο. Και να τον καταγράφει.

174
Αγαπητέ συνάνθρωπε που ζεις κι επιβιώνεις σε ιχθυοφάγο
ωκεανό, να περιγράφεις τον πόνο σου με φυσαλίδες. Τότε ίσως
σε καταλάβουν καλύτερα.

Τοπία εικονικής πραγματικότητας

189
Ούτε η θάλασσα δεν μπορεί πια να χωνέψει τα σύγχρονα σκουπίδια.
Τα γαστρικά της υγρά είναι παρωχημένης τεχνολογίας.
Μόνον σμήνη από πεφταστέρια βυθίζονται μέσα της λιώνοντας
σαν αναβράζοντα δισκία.

190
Τα αυτοκίνητα του μέλλοντος δεν θα χρειάζονται οδηγό. Θα
είναι τηλεκατευθυνόμενα. Όπως οι άνθρωποι. Όπως η ζωή. Το
θέμα είναι ποιος θα κρατά το μεγάλο τηλεχειριστήριο.

191
Ποίηση είναι ο κόσμος που καλείσαι να πλάσεις δημιουργώντας
μια νέα πραγματικότητα που θα σε αφορά δουλεύοντας επίμονα
σαν πλαστελίνη την ψυχή σου.

192
Η ομορφιά είναι μια φτωχή λέξη για ό,τι, για όσα δεν
περιγράφονται.

193
Τα τοπία εικονικής πραγματικότητας. Άριστη προετοιμασία
για το άγριο μέλλον που έρχεται. Τα ειδυλλιακά τοπία που
ζήσαμε θα είναι προϊόντα επιστημονικής φαντασίας. Η δύναμη
της εικόνας όλα τα καταπίνει.

194
Σχήμα οξύμωρο: η απληστία ενός ξεδοντιασμένου κόσμοι

195
Τα πουλιά της γης: αλυσοδεμένοι βαρυποινίτες.
Οι μετεωρίτες: γαλαξιακά περιττώματα.
Τ’ αστέρια: οι χρυσόμυγες του Θεού!

Η ευγένεια αγαπάει τους καρναβαλιστές

228
Οι εφιάλτες δεν σε ξεχνούν. Όπως και τα φαντάσματα άλλωστε.

229
Η έλξη και απώθηση των ουράνιων σωμάτων καθρεφτίζεται
σε μια γήινη πορνογραφική χορογραφία.

230
Παρατηρείς από κοντά την ελευθερία των Άλλων· την περιπέτεια
του ανθρώπινου ελαττώματος.

231
Ο δάκτυλος του προσωπικού βιώματος γαργαλάει τη μασχάλη
της φαντασίας και ο δάκτυλος της φαντασίας γαργαλάει την
φτέρνα του βιώματος. Το ποιητικό έργο πεθαίνει γελώντας.

232
Όταν η ομορφιά σ’ αποστομώνει, το απόλυτο λογοτεχνικό αγαθό
είναι η σιωπή.

233
Ο 21ος αιώνας θα χαρακτηριστεί άνετα ως εποχή άδοξου
τεχνολογικού ρομαντισμού.

234
Συνοπτική ερμηνεία της Ποίησης: τέχνη ακατάλληλη για
πεζούς.

235
Ζωή είναι ο φόβος του θανάτου.

236
Η ευγένεια, που είναι ένα είδος μεταμφιεσμένης καταπίεσης,
αγαπάει τους καρναβαλιστές.

237
0 έρωτας είναι ένας παρεξηγημένος λιμπερτίνος.

238
Η αιώνια αγάπη: μια ταινία δράσης επιστημονικής φαντασίας.

239
Η αγάπη: γαλαξιακή περιπλάνηση.
Χωρίς τοίχους, χωρίς φυλακές, χωρίς δεσμεύσεις.

240
Η αγάπη στην αφετηρία
η τόλμη της ομορφιάς.
Η αγάπη στην πορεία
η ομορφιά της τόλμης.
Η αγάπη πρώτη στο τέρμα
η ελευθερία της τόλμης.

Ο βηματισμός της ψυχής

256
Τι να πρωτοδιαλέξεις ανάμεσα στην ματαιότητα της ομορφιάς
και στην ομορφιά της ματαιότητας;

257
Ελάχιστοι το γνωρίζουν, όμως χρειάζεται μεγάλη δόση
ενέργειας για να δείχνεις εύθραυστος.

258
Η ομορφιά είναι η λεπτεπίλεπτη κόρη της ευθραυστότητας

259
Αν ήταν η ευθραυστότητα μεταδοτική, ο κόσμος θα πρόσεχε
περισσότερο. Μην πέσει και σπάσει.

260
Ο δημοφιλέστερος φόβος είναι ο φόβος του θανάτου. Τώρα
προέκυψε και ο φόβος της ζωής.

261
Ο Άινσταϊν αρνήθηκε μια επέμβαση σωτηρίας. Μια ιδιοφυία
οφείλει πάντα να πεθάνει κομψά.

262
Είναι ο φόβος ενστίκτου που τη μνήμη ρηχαίνει. Άλλωστε σε τι
αποσκοπεί μια συλλογή από ενθύμια τραυμάτων;

263
Ο βηματισμός της ψυχής: ένας ρυθμός που δεν ξεχνιέται.

264
Το μόνο που δεν μπόρεσε να του κλέψει η αμνησία ήταν οι
νότες. Το μόνο που θυμόταν να κάνει ακόμα ήταν να παίζει
τσέλο.

Σύγχρονος Κοντορεβυθούλης

293
Η πλήξη της κανονικότητας· παγκόσμια καταδίκη.
Η ζωή σαν μια πινακοθήκη εγωιστικών ανδρείκελων.

294
Πετυχημένος στο διαδίκτυο. Αποτυχημένος στη ζωή.

295
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης: ναρκωτικά νέας γενιάς.

296
Ο θαμώνας του ψηφιακού χάους: «Δεσμώτης ιλίγγου».

297
0 φαντασιοκόπος είναι ο δηλωμένος δενδροβάτης της υπερβολής.

298
0 σύγχρονος Κοντορεβιθούλης είναι χαμένος για πάντα. Ούτε
ψίχουλα ούτε βοτσαλάκια. Το αχόρταγο διαδίκτυο όλα τα
χωνεύει στο μεγάλο χωνευτήρι της ευτέλειας.

Ψευδαισθητικά κατοικεί ο άνθρωπος

316
Σήμερα ψευδαισθητικά κατοικεί ο άνθρωπος.

317
Η καλύτερη ευχή σε έναν αλαζόνα ατάλαντο και επιπλέον
κλέφτη και ψεύτη ποιητή: να γίνει κακιά σκόνη.

318
Να αποδράσεις από τον ασφυκτικό κλοιό που σε πνίγει: μια
επανάσταση ενάντια στην ενοχή. Να μην είσαι πια το θύμα μιας
κατάστασης, αλλά να γίνει η κατάσταση το δικό σου θύμα.

319
Να προχωράς ξεχνώντας είναι κι αυτό ένα σύστημα προόδου.

320
Η πλέον ορκισμένη εχθρός του ποιητή: η κανονικότητα.
Η πλέον απωθητική κατάσταση: η πλήξη της κανονικότητας.

321
θα σου λένε κάποτε:
το βραδινό χάπι μην ξεχάσεις για την ακράτεια ονείρων.

322
0 ποιητικός εγκέφαλος: ο ορισμός του χάους.

Τα όνειρα να τα ξυπνάς

345
Τι παράξενο αλήθεια!
Η καριέρα του απογειώθηκε μόλις προσγειώθηκε η ζωή του.

346
Τα ζιζάνια μαραίνουν τα άνθη. Θα πρέπει ν’ αποφασίσεις με
ποιόν θέλεις να ζεις. Με τα ζιζάνια ή με τα άνθη; Εκτός κι αν
προτιμάς να φοράς εντομοκτόνο.

347
Μόνον η ύπαρξη οφείλει να είναι φωτεινή. Όλα τα άλλα
ανήκουν στο σκοτάδι.

348
Ζήλεια και κτητικότητα: τα κοινωφελή ζιζάνια του έρωτα.

349
Το θέμα δεν είναι ν’ ακολουθείς τ’ όνειρό σου νεαρέ Βέρθερε,
αλλά να το προσπεράσεις.

350
Τα όνειρα τα ξυπνάς όποτε εσύ επιλέξεις.

351
«Η μοίρα όλων μας είναι να μην μας κατανοούν».
Έτσι θέλουμε να πιστεύουμε αφού το δικαίωμα στο όνειρο ήταν
ανέκαθεν μια βολική παραίτηση.

352
Το ότι η ζωή του ανθρώπου δεν είναι παρά ένα όνειρο το έχουν
πει πολλοί, είπε ο Γκαίτε δια στόματος Βέρθερου. Μόνο που
αυτό το όνειρο καλό θα ήταν να το ξυπνήσουμε κάποτε.

Ο θορυβοποιός

380
Η εικόνα έγινε μοιραία εθισμός. Όμως η εικόνα θα τρέχει πάντα
με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κι εσύ θα είσαι καταδικασμένος
στην μάταιη καταδίωξη του άπιαστου.

381
Είσαι βαθιά βουρκωμένος. Η λέξη βουρκώνω, έτοιμος να
δακρύσω, παίρνει άλλη διάσταση, αυτήν της ακινησίας και του
πνιγμού μέσα σε πηχτό ακάθαρτο δύσοσμο υγρό κι αυτό
σίγουρα όχι δακρύων.

382
Ζούμε σε μια εποχή όπου κανένας δεν δίνει σε τίποτα προσοχή
παραπάνω από πέντε λεπτά. Κυρίως κανείς δεν κοιτάζει τον
διπλανό του. Είναι μια εποχή αναίτιας αντιπαραγωγικής
ανυπομονησίας. Μια πολυδιασπαστική εποχή, ένας φακός χωρίς
focus.

383
Μια νέα εποχή προσγειώθηκε επάνω μου. Μια εποχή όπου η
φαντασία έγινε λογική και η πραγματικότητα παράλογη.

384
Οι αποτυχημένοι άνθρωποι απολαμβάνουν τουλάχιστον
επιτυχημένα όνειρα.

385
Η καρδιά αγνοεί όσους την παραμελούνε.

386
Οι μανιώδεις συλλέκτες άψυχων πραγμάτων, όσοι επενδύουν
στην ύλη καταλήγουν επηρμένοι ιδιοκτήτες αχανών νεκροταφείων.

387
Η κατάσταση ακραίου πόνου είναι ένα είδος διεστραμμένης
απόλαυσης.

Για ποιόν ρομαντισμό;

407
Μην τραυματίζετε άλλο την Ελληνική Ποίηση. Δεν είναι μόνο
η ανιαρή σοβαροφάνεια που την κάνει να αιμορραγεί. Είναι η
έλλειψη χιούμορ από την οποία χρόνια τώρα υποφέρει.

408
Η εξυγίανση έρχεται πάντα μέσα από την εξαθλίωση.

409
Τι κοινό μπορεί να έχει μια όμορφη πεταλούδα Hebomoia
Glaucippe με το μικροσκοπικό θαλάσσιο σαλιγκάρι Conus
Marmoreus; Και οι δύο είναι εξοπλισμένοι με πανίσχυρο
δηλητήριο για την εξόντωση των εχθρών τους. Σκέφτομαι πως και
ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν δηλητηριώδη είδη τυχερά
προικισμένα με φυσική άμυνα.

410
Συνταγή διάσωσης: να πάρεις τις αποστάσεις σου από το παρόν.
Άλλωστε η μόνη πραγματικότητα είναι αυτή που ζει μέσα στο
κεφάλι σου. Επομένως μπες μέσα σ’ αυτόν τον μεταφυσικό
κήπο όπου τα άνθη πετούν και τα δέντρα χορεύουν.

411
Ένα ακαριαίο ψυχικό τραύμα είναι πάντα προτιμότερο από ένα
κυλιόμενο.

412
Οι «ιπτάμενοι» άνθρωποι συνεργάζονται καλύτερα με τις
δυνάμεις της γης.

413
Ο συγγενικός καταναγκασμός είναι η εξ αίματος υποκρισία.

414
Για ποιόν ρομαντισμό μιλάμε αλήθεια;
Όταν στο φτερό της πεταλούδας κρύβεται το ισχυρότερο δηλητήριο…

Πέννα σπαθί

443
Σύντομα θα επέλθει ραγδαία τροποποίηση στα ερωτόλογα. Οι
ερωτευμένοι του μέλλοντος θα λένε: ο εγκέφαλός μου χτυπά
για σένα. Ο εγκέφαλός μου πονά για σένα. Μου ραγίζεις τον
εγκέφαλο…

444
Ο Σάρτρ θεωρούσε την πέννα του σπαθί. Αναρωτιέμαι αν η πέν-
να του συγγραφέα είναι σήμερα μεταλλική ή από πλαστελίνη,
εκτός κι αν ο συγγραφέας είναι χαρτοπαίκτης κι η πέννα του
Πέννα Σπαθί.

445
Κάποτε το ζωικό βασίλειο θα διεκδικήσει τα απολεσθέντα
κεκτημένα και τότε θα εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό.

446
Το μόνο μάθημα που πήρα άριστα ήταν η Ανθρωπογραφία.

447
Τα παλιά όνειρα δεν τα κρεμάμε στην ντουλάπα.
Τα τρώει ο σκώρος. Ας τα φοράμε λοιπόν.

448
Βραβείο καλής συμπεριφοράς: το πιο μάταιο βραβείο.

449
Ο Σαρτρ έλεγε: «Ελλείψει ορατών εχθρών η αστική τάξη
χαιρόταν να τρομάζει με την σκιά της. Αντάλλασσε την πλήξη της
με μια κατευθυνόμενη ανησυχία». Σήμερα τρομάζει γιατί δεν
βλέπει πια ούτε τη σκιά της. Με χρόνια φιλότιμη προσπάθεια
την έχασε κι αυτήν.

Το αντίτιμο της διάσωσης

483
Το αντίτιμο της διάσωσης είναι πάντα ακριβό:
η ανήλικη μητέρα της ενήλικης κόρης.

484
Η ομορφιά των λίγων πρέπει διαρκώς να εκπαιδεύεται για να
αντισταθεί στην αντιπάθεια των πολλών.

485
Η ειλικρίνεια της τεχνολογίας: όταν ο μόνος που εμπιστεύεσαι
είναι ο υπολογιστής σου κι αυτός σου δείχνει την αφοσίωσή του
με το να σε κοιτά βαθιά στα μάτια.

486
0 Μπρεχτ έλεγε πως ο άνθρωπος αναγνωρίζει τον κόσμο μέσα
από την κίνησή του. Μα εγώ διαπιστώνω όλο και πιο πολύ
πως ο περιστρεφόμενος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να ζει
αν μεθυσμένος.

487
Η υπεροχή του συναισθηματικά ανάπηρου έναντι του
συναισθηματικά ευάλωτου: ο μαύρος πάνθηρας επιτίθεται στην κουτσή
κι ανήμπορη γαζέλα.

488
Η ζυγαριά διέψευσε τον μύθο. Η νοημοσύνη δεν είναι θέμα
εγκεφαλικού μεγέθους.

Η νοημοσύνη των μικροβίων

506
Η νοημοσύνη των μικροβίων είναι υψηλή. Η νοημοσύνη των
βακτηρίων είναι υψηλή. Είναι η ανθρώπινη νοημοσύνη που
φθίνει όταν αρχίζει να υποτιμά τον αντίπαλό της.

507
Κάθε χρόνο κι ένα κάστρο πέφτει. Τα σούπερ βακτήρια γιορτάζουν
την αθανασία της υπεροχής τους. Το μόνο οχυρό που μας
απέμεινε είναι ένα βουνό απενεργοποιημένων αντιβιοτικών.
Στεκόμαστε ευάλωτοι απελπιστικά ορατοί, μπροστά μας σμήνη
αόρατων εχθρών. Επιτίθενται για να σε εξολοθρεύσουν.

508
Οι εύθραυστοι κι οι άθραυστοι: ο μόνος αληθινός κοινωνικός
διαχωρισμός.

509
Η επιτυχημένη φάρσα της ζωής: Το καταναγκαστικό κολύμπι
σε μια δεξαμενή αριθμών χωρίς να πνίγεσαι. Κι ας είσαι δηλω-
μένος ως εκ γενετής δυσαριθμικός.

510
Το δυστύχημα με τον μέσο Άλλο είναι ότι το λίπος μετακόμισε
από το σώμα του στον εγκέφαλο.

511
Τα τσακάλια και τα ψοφίμια είναι παντοτινά.

0 ερωτοκτόνος ποιητής

520
Ποιος μίλησε για την μοναξιά της γραφής;
Ποιος είπε ότι είσαι μόνος όταν γράφεις;
Κι όλα αυτά τα φαντάσματα καθισμένα στους ώμους σου
σαν παπαγάλοι, να επικαλούνται εκλεκτικές συγγένειες;

521
Τα μαυσωλεία της Ποίησης πυκνώνουν γύρω σου. Τα απολιθώματα
της Ποίησης πληθαίνουν μπροστά σου. Άρα οι μούμιες
κυκλοφορούν ανάμεσά μας.

522
Ναι. Το Ταλέντο. Μόνον αυτό ν’ αποθησαυρίζει κανείς. Η μό-
νη αποταμίευση που δίνει τον μεγαλύτερο τόκο.

523
Turritopsis dohmii, ή αλλιώς το πλάσμα «Ποτέ δεν πεθαίνω»,
-η μέδουσα πολύποδας-, είναι το πιο ανεγκέφαλο πλάσμα του
ζωικού βασιλείου αλλά και αυτό που κατέχει το μυστικό της
αθανασίας. Ωστόσο, η τιμωρία της αλαζονικής επιστημονικής
κοινότητας εξακολουθεί να παραμένει η άχρωμη ασπόνδυλη
ακατανοησία.

524
Όλοι ασχολούνται με αρχιτεκτονικές εργασίες σώματος έχοντας
να διαλέξουν ανάμεσα στην αναπαλαίωση και στην ανακαίνισή
του. Κανέναν όμως δεν άκουσα να μιλά για ανακαίνιση
ή αναπαλαίωση ψυχής.

Οι τσαρλατάνοι της ψυχής

556
Αλήθεια, ποιος είναι ο άρρωστος τελικά; Ο καταθλιπτικός που
είναι ανίκανος να δομήσει το μέλλον ή ο μη καταθλιπτικός που
είναι ικανός να δομήσει το μέλλον, αλλά ανίκανος να ζήσει το
παρόν;

557
Αν αναρωτιέσαι ποιος είναι ο Δικτάτορας της Ζωής: είναι η
Βιολογία που προστάζει.

558
Οι μελλοντικές κλινικές απεξάρτησης του μέλλοντος δεν θα
είναι γεμάτες με τοξικομανείς, αλλά με διαδικτυακούς χρήστες.

559
Την επαναμάγευση του κόσμου δεν την αφήνεις σε μνησίκακες
μάγισσες και συμπλεγματικά βραχύσωμα ξωτικά. Προτιμάς
μια απ’ ευθείας ανάθεση στις ανισόρροπες νεράιδες. Πού θ’
αναθέσεις όμως την επαναμάγευση του εαυτού; Στους τσαρλατάνους
της ψυχής;

560
Ίσως να είναι μόνον οι τεχνοφοβικοί οι αληθινοί εραστές της
ζωής.

561
Άνθρωπος: Ο γεννημένος μ’ ένα κόκκινο κουμπί φυτρωμένο
στο σβέρκο.

562

Το πιο πετυχημένο τηλεκατευθυνόμενο παιχνίδι της εποχής
λέγεται ηλεκτρονικός αποπροσανατολισμός. Εκτροπή της
κατεύθυνσης της προσοχής στο μη ουσιώδες.

563
Το αμελητέο βάρος της φαντασίωσης πάντα αντιστρόφως ανά-
λογο με τη βαρύτητα της σκέψης. Από τον γάμο τους γεννιέται
η ελαφρόπετρα.

Η φαγούρα

564
Θα επιχειρήσω με περιπαικτική διάθεση να πειράξω το κλισέ
περί «κατάθεσης ψυχής» στην ποίηση. Θα το διανθίσω λέγοντας
πως γράφοντας καταθέτεις ένα είδος εσωτερικής φαγούρας.
Τη φαγούρα της ψυχής.

565
Η μοναδική άνοδος δείκτη που θα σώσει τον κόσμο θα είναι
αυτή της συναισθηματικής νοημοσύνης της ανθρωπότητας.

566
Να περπατάς ξεχνώντας την ζωή που πάντα των βημάτων σου
προηγείται.

567
Τις επιδημιολογικές μελέτες του μέλλοντος θ’ απασχολήσουν
όλες οι καχεκτικές αγάπες.

568
Να μην αργήσεις στο ραντεβού με τον εαυτό σου.

569
Τελικά δεν είναι το παραμύθι που ντύνει τη ζωή αλλά η ζωή
το παραμύθι.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΔΩΜΑΤΙΑ ΜΕ ΔΟΝΤΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΚΟΦΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 6/2/2024

Ο κίνδυνος μέσα μας

Ο αυτοεγκλωβισμένος είναι ένας φυλακισμένος που ανακαλύπτει ότι η φυλακή γύρω του δεν έχει κάγκελα αλλά δόντια, τα δόντια ενός στόματος – του στόματος της ζωής – κι αυτός συνεχίζει να τρέφεται με τα υπολείμματα από τις σάρκες αναμνήσεων περασμένων που τώρα κρέμονται κουρελιασμένες στα παράθυρα, ξεφτισμένα κρόσσια από βιώματα και εμπειρίες που ηχηρά φωνάζουν ότι υπήρξαν, σκηνές μιας ζωής με καλές στιγμές, και στιγμές κακές, πολύ κακές, που κι αυτές εξανεμίστηκαν μέσα στις αναθυμιάσεις τους. («Δωμάτιο με δόντια», σ. 9).

Οι ιστορίες της Κορνέτη, είναι αληθινές μέσα στη σκληρότητά τους, με τη φαντασία να εμπλέκεται στα γεγονότα, όχι για να τα μεταφέρει σε άλλη διάσταση, ονειρική, αλλά ίσα ίσα για να τους αποδώσει τον πραγματικό τους χαρακτήρα· άλλωστε γνωστή από την ποιητική εκδοχή αυτής της σημαντικής γραφής η ισορροπία (εύθραυστη και λεπτή) ανάμεσα στην πραγματικότητα και σε ό,τι φαινομενικά τουλάχιστον μοιάζει να την αναιρεί. Μια σπουδή στο παράλογο, θα μπορούσαμε να πούμε. Στη γραφή της Κορνέτη η έννοια του παραλόγου αναδεικνύει τη διαφοροποίηση του νοήμονος όντος μέσα στη γενικότερη σύγχυση των εννοιών, σε έναν κόσμο που αρνείται κάθε λογικό συσχετισμό, την ίδια ώρα που αυτό-ανακηρύσσεται δημιούργημα του ορθολογισμού. Ο τρόπος για να εισχωρήσεις σ’ αυτή την πρωτότυπη γραφή είναι να συνειδητοποιήσεις πως πρέπει κι εσύ, ο αναγνώστης, να υπερβείς τα όρια του συμβατικά λογικού και να αποδεχθείς την άλλη όψη των πραγμάτων, ακόμα και αν είναι εμφανής ο «κίνδυνος». Σύμφυτος, όμως, με τη γραφή (σε όποια μορφή της), καθόσον συνιστά πάντοτε μια υπέρβαση ορίων, ο κίνδυνος, τόσο για τον δημιουργό όσο και για τον αποδέκτη.

Στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων της η Κορνέτη πραγματεύεται πάλι την έννοια του κινδύνου, με ιστορίες που «δαγκώνουν», δεν χαρίζονται εύκολα σε καμιά λογική ευκολία, απαιτητικές στην αποδοχή τους, ευρηματικές στη θεματική τους. Κάθε μία από αυτές ένα «δωμάτιο», ένας χώρος περίκλειστος που εμπνέει ανησυχία, με την αίσθηση του εγκλωβισμού να κυριαρχεί δημιουργώντας την ψευδή εντύπωση πως τα «κλειδιά» για την ελευθερία έχουν χαθεί. Είναι, άραγε, αρκετό να αντιληφθείς πως βρίσκονται μέσα σου, πως το υποσυνείδητό σου (αλλά και η συνείδησή σου, δουλεμένη γενιά τη γενιά από όλους τους θεσμούς μιας κοινωνίας προγραμματισμένης για τη δέσμευση και όχι για την ελευθερία των προσώπων) δημιουργεί τους αδιαπέραστους τοίχους; Ή όλα αποβαίνουν μάταια;

Μένω σε δύο από τις ιστορίες που υπογραμμίζουν ακριβώς αυτή την αλήθεια, ή καλύτερα, αυτό το ερώτημα.

Η πρώτη είναι η ιστορία ενός παπαγάλου-ατραξιόν, δεμένου από το πόδι με αλυσίδα στο σιδερένιο του κλουβί, σκλάβος στην ψυχαγωγία των τουριστών. Όταν το τυραννικό αφεντικό του θα γκρεμιστεί στο πηγάδι στην προσπάθειά του να τραβήξει μια φωτογραφία με το κινητό του μαζί με γνωστή λαϊκή αοιδό, ο παπαγάλος θα νιώσει για πρώτη φορά ελεύθερος, ακόμα κι αν η ελευθερία του περιορίζεται μόνο σε ένα χαρούμενο φτεροκόπημα που για μια στιγμή δίνει την εντύπωση ενός χειροκροτήματος:

[…] πετάρισε επί τόπου φτεροκοπώντας ευχαριστημένος, και τα δύο πορφυρογάλαζα φτερά του με τις κίτρινες ανταύγειες φάνηκε για ένα ολόκληρο λεπτό να συναντιούνται μεταξύ τους σε κάτι που έμοιαζε με χειροκρότημα. («Το φτεροκρότημα», σ. 130).

Αν ο εγκλωβισμός, η δέσμευση της ελεύθερης βούλησης, συνιστά μια αίσθηση κυρίαρχη και βασανιστική, γιατί να μην αναιρείται από μια αίσθηση (πάλι) απελευθέρωσης; Μικρές στιγμές αυτόβουλης ενέργειας, στιγμές που με τη δυναμική τους ίσως δείχνουν τον δρόμο. Δύσκολο αναμφισβήτητα και περίπλοκο – βλέπω και το εξώφυλλο, έργο της Πέννυς Δίκα-Κορνέτη, που αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την αναιρούμενη ελευθερία του ανθρώπου, σε έναν κόσμο που τον έχει δεμένο με τα ισχυρά, διαχρονικά του πλοκάμια.

Η δεύτερη είναι η ιστορία μιας αιφνίδιας συνειδητοποίησης. Παρατηρώντας έναν πίνακα στο μουσείο (θα μπορούσε να είναι το βάζο με τα ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ), ο ήρωας θα δει την εικόνα να ανατρέπεται και τα λουλούδια να μεταμορφώνονται σε επιθετικά και επικίνδυνα πλάσματα με δόντια μέσα από τα ανοιχτά τους στόματα. Από αυτή την αποδομημένη εικόνα συνειρμικά θα νιώσει αποδομημένο τον υπαρκτό κόσμο, μέσα στον οποίο καλείται άβουλος να ζήσει, κι εκεί θα νιώσει πόσο συνδέεται η δέσμευσή του με τον ίδιο του τον εαυτό:

Περιστρέφεται αυτιστικά σαν ινδικό χοιρίδιο μέσα στους ομόκεντρους κύκλους της ρόδας, όταν πλέον ανακαλύπτει ότι η περιστροφή και η επανάληψη του τίποτα είναι το δικό του απύθμενο κενό που τόσο ανάγλυφα διαγράφεται μέσα στην κενότητά του. («Στο μουσείο», σσ. 77-78).

Λειτουργική και αποτελεσματική η λογοτεχνική γραφή μπορεί, ακροβατώντας ανάμεσα στο φαντασιακό και στο πραγματικό (με δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ τους), να ανοίγει δρόμους συνειδητοποίησης των αληθινών μεγεθών όσων μας περιβάλλουν. Κι αν η συνειδητοποίηση μιας κατάστασης θεωρηθεί το πρώτο βήμα για την όποια απελευθέρωση, μικρή ή μεγάλη, σύντομη ή διαρκή, τότε η γραφή, όπως αυτή εδώ, έχει επιτελέσει κάτι περισσότερο από τη συνακόλουθη της λογοτεχνίας τέρψη.

 


ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

FRACTAL 6/2/2024

«Αληθινά παραμύθια», με καταιγιστικές εικόνες ονειροφαντασίας

Με δημιουργική φαντασία και πλούσιες περιγραφές η Έλσα Κορνέτη φωτίζει εμμέσως κομμάτια της σύγχρονης πραγματικότητας, μέσα από την αλληγορική ποιητική της μυθοπλασία, που εντείνει τις ιδιότητες των όντων σε ένα συναρπαστικό παραμυθένιο κόσμο. Η συλλογή αυτή είναι συνέχεια της προηγούμενής της το νησί πάνω στο ψάρι (εκδ. Μελάνι 2020).

Τα διηγήματά της δεν είναι ακριβώς δυστοπίες, αλλά «αληθινά παραμύθια», με καταιγιστικές εικόνες ονειροφαντασίας. Κινούνται σε έναν κόσμο μαγικό, μεταφυσικό, που οι ιδιότητες και τα συναισθήματα παίρνουν σάρκα και οστά, γίνονται ενέργειες και επηρεάζουν, καταθλίβουν και αλλάζουν τους ανθρώπους. Ουσιαστικά παρατηρούμε τη μεταφορά του νοήματος υπαρκτών καταστάσεων σε παραμυθικές και φανταστικές ενέργειες και μορφές. Το βιβλίο στέκεται μεταξύ πραγματικού και φανταστικού. Έχει κάτι από την αφηγηματική δύναμη των παραμυθιών και την παιδική φαντασία, που δεν έχει παγιωμένη αντίληψη των όντων, αλλά καθόλου παιδικά δεν είναι τα νοήματά του.

 

Μια κουβαρίστρα χρυσή ξετυλίγεται κατά μήκος μιας ουράς φολιδωτής κι οδοντωτής. Σ’ ένα μονοπάτι λαμπερό στο χρώμα του χρυσοπράσινου σκαθαριού ακολουθεί μια σειρά θραυσμάτων από σπασμένη λευκή πορσελάνη.

Σαν τον κοντορεβιθούλη τα βράδια χάνεται, όμως πριν από το χάραμα, τη μαύρη ώρα της αυγής βρίσκει και πάλι τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι, ακολουθώντας τα βότσαλα-θραύσματα που τον οδηγούν. Τα μαζεύει ευλαβικά και τα βάζει στο σακίδιό του ένα-ένα προσεκτικά. Μόλις βρει το σπίτι μπαίνει και κάθεται ευθύς στο τραπέζι, μπροστά σ’ ένα τζάκι άσβεστο, για να ξεκινήσει όλο ανακούφιση το παιχνίδι του. Το λυτρωτικά θεραπευτικό παιχνίδι της συγκόλλησης των δικών του θραυσμάτων.

(«Στην εποχή των καλών προθέσεων», σσ.103-104)

 

Διακριτοί παράγραφοι με συγκόλληση σκηνών είναι συχνά τα διηγήματά της. Βλέπουμε έτσι αχαλιναγώγητες εικόνες ονειροφαντασίας, στα όρια της παράνοιας και του υποσυνείδητου, διάχυτες με γρήγορους ρυθμούς και εναλλαγές, με πρωταγωνιστές ενδεούς ή παρασυρόμενους από τις παράξενες και ακραίες συνθήκες.

 

Στο παραμορφωτικό παιχνίδι της πραγματικότητας, στο οποίο κλήθηκαν να παίξουν, έγιναν πιόνια και απέμειναν οι τελευταίοι παίκτες μιας παρτίδας μακάβριας.

(«Ιππότης στην άκρη- A knight on the rim is dim», σ.136)

Οι εικόνες αυτές συχνά παίρνουν τη μορφή φαντασμαγορίας. Έτσι παρατηρούμε στοιχεία επιστημονικής φαντασίας με όρους ποιοτικής γραφής και διαρκή εικονοπλασία, εισχωρώντας στα πεδία ταινιών με εντυπωσιακά εφέ.

Οι κόσμοι που επινοεί η συγγραφέας είναι απειλητικοί και δυστοπικοί. Οι άνθρωποι απελπισμένοι ψάχνουν λύσεις, αλλά η επιστροφή στην κανονικότητα δεν είναι δυνατή. Τα υποκείμενα είναι αφημένα σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον, που δεν μπορούν να το ελέγξουν και να το επηρεάσουν. Οι σύγχρονες συνθήκες οδήγησαν τον άνθρωπο από τη μικρή ελεγχόμενη και κατανοητή κοινωνία που ζούσε σε έναν τεράστιο κόσμο, όπου οι πληροφορίες τρέχουν και νιώθει αδύναμος να τον επηρεάσει, τον κάνουν να αισθάνεται μικρός και συχνά ασήμαντος. Αυτή την αίσθηση αποπνέουν και οι ήρωες της Κορνέτη, η οποία είναι σαφώς παιδί της εποχής της και του 21ου αιώνα, στον οποίο έχει δημοσιεύσει και τις περισσότερες δημιουργίες της, κληρονομώντας τον σκεπτικισμό του. Είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους σε όλες τις ποιητικές και διηγηματικές δημιουργίες της.


Όπως ανάφερα παραπάνω, το βιβλίο είναι συνέχεια της προηγούμενης συλλογής διηγημάτων της, το νησί πάνω στο ψάρι, ένα έργο που πολύ θαύμασα, γιατί είναι πολύ ουσιώδες, εύληπτο και με δημιουργική φαντασία. Εδώ, βέβαια, υπάρχουν διαφοροποιήσεις στη δομή της πλοκής, η οποία είναι πιο χαλαρή και εγκεφαλικά στοχαστική, και στην εμμεσότητα μετάδοσης του νοήματος. Τα συμπεράσματα αφήνονται πιο ελεύθερα, το ίδιο και η αναγνωστική φαντασία.

Τα διηγήματα που κατά την ταπεινή γνώμη μου ξεχωρίζουν είναι «Τα χαμένα παιδιά» και « Ο χορός των εκστασιασμένων».

Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο αναρωτιέται κατά πόσον τα πεζά της ακολουθούν διηγηματικούς ή ποιητικούς οδούς. Νομίζω ότι η απάντηση είναι και τα δυο. Υπάρχει σαφής υπόθεση καθώς και σταδιακή κλιμάκωση, κορύφωση και συνήθως ανατροπή στο τέλος. Από την άλλη, όπως συμβαίνει όταν ένας/μια ποιητής/τρια γράφει πεζογραφία, μεταφέρει στοιχεία ποιητικής στο λόγο του/της. Έτσι και εδώ παρατηρούμε έντονα μεταφορικό και υπαινικτικό λόγο και αποτύπωση ασυνήθιστων και εκκεντρικών καταστάσεων, κάτι το οποίο συνηθίζει πολύ έντονα και στα ποιήματά της, που άπτονται της σύγχρονης γραφής και όχι παραδοσιακών τεχνικών και ρεαλιστικής αποτύπωσης. Όπως αναφέραμε φαντασία και πραγματικότητα παντρεύονται. Το βιβλίο νομίζω ότι το εκφράζει η φράση της: «Το πραγματικό και το ψεύτικο, το αληθινό και το επινοημένο συμπλέκονται σε πλεξούδα, όπως ένα τσαμπί φίδια που ερωτοτροπούν καθώς τυλίγονται σφιχτά και δυνατά» (σ.57).

Γλωσσικά, οι προτάσεις της μεγάλες και πολυσχιδείς και περίτεχνα πλεγμένες, λειτουργούν οργανικά, παρασύροντας τον αναγνώστη στον φανταστικό κόσμο της.

Το βιβλίο τελειώνει με τη διαβρωτική ειρωνική φράση, χαρακτηριστική του γενικότερου ύφους της, που αναφέρεται στην κατάσταση μετά την καταστροφή του πλανήτη από τους αλαζόνες ανθρώπους: «Ακόμα κι Αυτός έχει δικαίωμα για μια selfie».

 

 

Ευσταθία Δήμου Ένα ευεργετικό καταφύγιο της φαντασίας Περιοδικό “Το Κοράλλι” 37 Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2023

 

 


ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ

LITERATURE.GR 29/9/2023

Μια ουλιπιανή ανάγνωση

Είναι κοινός τόπος ότι οι λέξεις διαδραματίζουν αποφασιστική σημασία στη λογοτεχνία, καθώς συνεργούν σε ένα παιχνίδι μίμησης της πραγματικότητας σύμφωνα με την ουλιπιανή θεωρία (από το OuLiPo, το Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας[1]). Ο τίτλος του πρόσφατου βιβλίου της Έλσας Κορνέτη Δωμάτια με δόντια υλοποιεί τη μιμητική λειτουργία των λέξεων – σε σύγκριση με το ομηρικό «έρκος οδόντων», το τείχος των δοντιών. Τα δόντια/λέξεις δημιουργούν αυτόματα καταναγκασμούς, περιορισμούς και δεσμεύσεις, από τις οποίες προσπαθεί να δραπετεύσει το υποκείμενο. Κάποτε τραυματίζουν και εξοντώνουν το θύμα τους. Αφηγηματικό πλαίσιο των 31 διηγημάτων/ιστοριών του βιβλίου αποτελούν τα φαινόμενα μαζικής και αναγκαστικής πειθαρχίας, τα οποία παρατηρήθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας των ετών 2019-21. Η Κορνέτη έχει δημοσιεύσει ήδη πεζογραφήματα (Το νησί πάνω στο ψάρι:2020) και δοκίμια αλλά διατηρεί πάντα την ποιητική όραση του κόσμου με αφετηρία τα πρώτα έργα της (2007).

Η δυστοπία η οποία περιγράφεται στο βιβλίο συνίσταται στον αυτοεγκλωβισμό σε μια «φυλακή με δόντια» (σ.9) αλλά και σε «φωτιές, πλημμύρες, πανδημίες, σεισμούς κι άλλα σφάλματα» (σ.133). Ο κόσμος έχει αντικατασταθεί από «δωμάτια πανικού», τα οποία αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς των ιστοριών. Οι άνθρωποι – μάλλον «ανδρείκελα» (σ.84) – υποδύονται ρόλους προσπαθώντας να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση ή έστω να απομακρυνθούν από αυτή. Είναι οι ίδιοι ήρωες των ποιημάτων της Κορνέτη οι οποίοι κινούνται ανάμεσα στο σύνδρομο μεγαλείου/επιτυχίας και εκείνο της κατωτερότητας/κοινωνικής δυσλειτουργίας. Στην πεζογραφία τής δίνεται η ευκαιρία να τους προσεγγίσει καλύτερα, να σκύψει πάνω στον μικρόκοσμό τους και να περιγράψει στιγμές του ψυχικού καταναγκασμού τους. Το νόημα των ιστοριών δεν θυσιάζεται στο βωμό της ουλιπιανής δέσμευσης. Οι κανόνες έχουν επιβληθεί «άνωθεν» και οι πρωταγωνιστές προσπαθούν να το εντοπίσουν μέσα στις πολύπλοκες οδηγίες. Επιλογή και ελεύθερη βούληση δεν ισχύουν, ενώ ακόμα και η αγάπη έχει συχνά ωφελιμιστικό και χρησιμοθηρικό χαρακτήρα.

«Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου» γράφει ο Wittgenstein. Στις ιστορίες κυριαρχούν τα φυτά, «άνθη σαρκοφάγα», «χάρτινα δέντρα, γυάλινα πουλιά» (σ.84), δάση, δέντρα και η φύση που διασώζεται ολοζώντανη στα παραμύθια. Στη θάλασσα αντίστοιχα κατοικούν νούφαρα και αστερίες. Πρόκειται για μια νέα οικολογική ματιά πάνω σε έναν κόσμο ο οποίος καταστρέφεται με αυξανόμενη ταχύτητα από την ανθρώπινη παρέμβαση. Η ουλιπιανή ματιά δημιουργεί ένα πλαίσιο στο οποίο η φύση επιβάλλει τους δικούς της νόμους και κανόνες. Το δίκιο βρίσκεται ακόμη στην πλευρά του φυσικού νόμου. «Το σπάνιο και θαυμαστό σαρκοφάγο φυτό» (σ.23) καταπίνει την ανθρώπινη λεία του που αποδεικνύεται αδύναμη και συναισθηματικά υποδουλωμένη. Στους χώρους αυτούς κατοικούν τα μαγικά πτηνά, με φτερά και χνούδια («χνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα» για τον Σικελιανό) και μιλούν μια άγνωστη γλώσσα με «ακατάληπτες λέξεις» (σ.39). Τα πουλιά αποτελούν σύμβολα ελευθερίας και εκσφενδονίζουν τα άδεια κλουβιά τους στους ανθρώπους. Η γλώσσα των φυτών και των ζώων δημιουργεί ιδιολέκτους. Κραυγές και ψίθυροι αποτελούν τις νότες μιας ιδιότυπης μουσικής. Τα όρια ανάμεσα στον εξωτερικό και τον εσωτερικό χώρο είναι συχνά δυσδιάκριτα και συντελούν στην «κατάλυση των ορίων» (σ.56) και στη σταδιακή απομάγευση του κόσμου.

Η φύση αναπτύσσεται σε όλο της το μεγαλείο αλλά μεταφέρεται μέσα στο δωμάτιο, σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον από το οποίο λείπει ο αέρας. Ο χώρος και ο χρόνος εναλλάσσονται. Περιγράφεται η ιστορία του φυτού, το οποίο αναπτύσσεται από τον σπόρο με τη βοήθεια του μαγικού νερού, όπως στα παραμύθια. Πρόκειται για την λογοτεχνική παράδοση του Φύλλου που θεμελιώνεται από τον Β. Βασιλικό ως σύμβολου έκρηξης του υποσυνείδητου. Το δεντρύλλιο τρέφεται με λέξεις και το εμψυχώνει η μουσική της ψυχής, η οποία συνδυάζεται με την κιναισθησία (διαπλοκή των αισθήσεων). Αναπτύγματα των φυτών αποτελούν τα δάση, τα καταφύγια των παραμυθιών. «Οι σκιές των καμένων δασών και των καμένων δέντρων» (σ.155) αντίθετα στοιχειώνουν την πραγματικότητα των ανθρώπων που μένουν αβοήθητοι σε ένα βίο-αβίωτο. Το μυστικό της ζωής κρύβεται άλλωστε στο βυθό «μ’ εκείνες τις μαγικές υδάτινες αντανακλάσεις και τις παλλόμενες σκιές με τα τρεμουλιαστά φτερωτά σχήματα από γιγάντια σελάχια κι άλλα παράξενα πλάσματα» (σ.46). Διαμορφώνονται με αυτόν τον τρόπο πτυχές ύλης οι οποίες προστατεύουν το θαύμα της φύσης, το μαργαριτάρι (Κονσέρβα μαργαριτάρι:2011).

Κυρίαρχη αίσθηση είναι η όραση, η οποία βασίζεται στα μάτια («Η μοίρα του ματιού»). Πρόκειται για κείμενο ποιητικής, το οποίο τονίζει την δύναμη της οφθαλμαπάτης και της ψευδαίσθησης. Οι καθρέφτες πολλαπλασιάζουν τα είδωλα στο άπειρο με ένα μαγικό καλειδοσκόπιο. Η μεγαλύτερη δυστυχία είναι η απώλεια του ειδώλου, καθώς και η έλλειψη διαφάνειας και η σύγχυση των μορφών που καταδικάζουν σε ανυπαρξία. Βασικά είναι τα ρήματα παρακολουθώ, παρατηρώ, καθώς και ο ρόλος του φωτός. Το μικρό κορίτσι παρακολουθείται από «αμέτρητα ζευγάρια κίτρινα μάτια, που την κοιτούσαν εκστατικά και την πλησίαζαν απειλητικά με τα πεινασμένα στόματά τους διάπλατα ανοιχτά» (σ.43). Σαφώς διακρίνεται η εικαστική προέλευση της περιγραφής. Η ζωγραφική και τα χρώματα παίζουν σημαντικό ρόλο στο έργο της Κορνέτη. Το μάτι μετακινείται από τον πίνακα στο δωμάτιο και τον κόσμο σύμφωνα με μια «εμμονική έμπνευση». (Ο Αμνός του Θεού είναι το έργο το οποίο δεσπόζει η όραση). Καταλυτικό ρόλο παίζει η μεταμόρφωση. Τα μάτια δημιουργούν θραύσματα πραγματικότητας, τα οποία αναλαμβάνει να συγκολλήσει η εμπειρία ως «τεχνική κατασκευαστική» (σ.104). Άλλωστε «η ανασυγκόλληση θραυσμάτων» αποβαίνει τεχνική επιβίωσης αλλά και αναδιήγησης της οικογενειακής ιστορίας. Οι λέξεις συνθέτουν την πραγματικότητα με μια «γλώσσα άγνωστη». Ακολουθούν ένα «παιχνίδι φωνημάτων φανταστικό, παράλογο»[2], το οποίο τονίζει τον παραλογισμό της εποχής.

Η εποχή της πανδημίας καλύπτεται από «Σύνδρομο ομίχλης» (σ.131), «νέφη ομίχλης» (σ.31), καθώς και δίπολα: κίνηση/ακινησία, ταχύτητα/βραδύτητα, βαρύτητα/ελαφρότητα, αλήθεια/φαντασία. Η βαρύτητα είναι εκείνη που έλκει το «Κορίτσι στο λάκκο» (σ.34), από τον οποίο σώζεται χάρη στον από μηχανής θεό που εμφανίζεται στο πρόσωπο ενός συμμαθητή. Η ουλιπιανή θεωρία εξισώνει τις αντιθέσεις. Το ίδιο και η ποιητική πεζογραφία της Κορνέτη που συνενώνει «το πραγματικό και το ψεύτικο, το αληθινό και το επινοημένο (…) όπως ένα τσαμπί φίδια που ερωτοτροπούν καθώς τυλίγονται σφιχτά και δυνατά» (σ.57). Ο χρόνος άλλωστε είναι «ο δράκος που ακολουθεί την ουρά του» (σ.106) σε ένα αέναο παιχνίδι του κύκλου. Το παρελθόν ενσωματώνεται στο «Ζώο της μνήμης». Αυτό τρέφεται «με τα υπολείμματα από τις σάρκες αναμνήσεων περασμένων που τώρα κρέμονται κουρελιασμένες στα παράθυρα» (σ.9). Η μνήμη επομένως είναι ανθρωποφαγική. Η δύναμη των λέξεων καθώς και η κίνηση ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά, στην ενεργητική και την παθητική σύνταξη, στα επίθετα και τα ουσιαστικά δημιουργεί την αλυσίδα της μνήμης/λήθης.

Ταΐζει ο αδαής σαν ζώο οικόσιτο τη μνήμη του με τοξίνες και άλλες λιπαρές τροφές (…) Η άλλοτε πάλλουσα κελαηδιστή μνήμη του έγινε πλαδαρή, ρυπαρή. Δυσκίνητη, έως άκαμπτη σαν πέτρα. Η μνήμη του τρέμει, τρίζει, σπάζει και δεν ξανακολλά έτσι όπως κείτεται εξαντλημένη (σ.108)

Η σύγχρονη κόλαση ισοδυναμεί με την ανυπαρξία που είναι η απορρόφηση από το ψηφιακό περιβάλλον (σ.33). Παραλλαγή της αποτελεί ο «παράδεισος» της τεχνολογίας, στον οποίο καταφεύγουν τα «Χαμένα παιδιά». Έξυπνα τηλέφωνα, υπολογιστές, κωδικοί πρόσβασης, το ψηφιακό νέφος παράγουν εικόνες-εκτοπλάσματα που αντικαθιστούν την διαπροσωπική επικοινωνία καθώς και την αίσθηση σωματικής επαφής. Η αλληλεπίδραση με τους υπολογιστές δημιουργεί ένα υβριδικό σύμπαν που αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα με «τη φαντασμαγορία των χρωμάτων και των εικόνων» (σ.50). Απαραίτητη θεωρείται η συμμετοχή του θεατή-αναγνώστη σε μια διαδραστική παράσταση. Η ουλιπιανή έκφραση βρίσκεται στην ενσωμάτωση οδηγιών, αποσπασμάτων από τα δελτία ειδήσεων, θραυσμάτων ομιλίας, μονολόγων σε ενιαίο λόγο (σ.51,55). Στο σημείο αυτό παρεισφρέει η ειρωνεία. Παρεμβάλλεται «ένας φαρσέρ, ένας χλευαστής, ένας κυνικός να διακωμωδεί τη στασιμότητα της ζωής, την ακινησία, την αποτελμάτωση, την ιλιγγιώδη ταχύτητα μιας πραγματικότητας αυτοκαταστροφικής» (σ.56). Γκροτέσκες πινελιές χρωματίζουν τις γυναικείες μορφές που θεραπεύουν την κλειστοφοβία με μια ατέλειωτη «Παρτίδα». Το αποτέλεσμα ξεπερνάει κάθε προσδοκία: «Τα χαμένα δόντια τους είχαν φυτρώσει κοφτερά και δυνατότερα από ποτέ» (σ.71). Ο χειρότερος εφιάλτης ωστόσο είναι εκείνος της ζωντανής οδοντοστοιχίας ή της αντικατάστασης του προσώπου από μια μάσκα.

Η αφήγηση αποδεικνύεται σαν τη ρωσική «μπάμπουσκα»: η μια ιστορία περιέχεται στην άλλη (σ.106). Η στρωματογραφία της πόλης αναπτύσσεται με ανάλογο τρόπο: διακρίνεται σε άνω, μέση, κάτω σαν «μια διαστρωματική πόλη κρεμμύδι» (σ.117). Η τύχη ευνοεί τον αρχαιολόγο-κυνηγό κρυμμένων θησαυρών, ο οποίος επιβεβαιώνει το επίμονο όνειρό του ανακαλύπτοντας ένα βυζαντινό νόμισμα βγαλμένο από τα έγκατα της γης. Η ιστορίες πάντως έχουν σαν πυρήνα ένα «Σκληρό καρύδι», ενώ αντίθετα οι άνθρωποι νιώθουν «τις ανώνυμες εικόνες τους, σαν εκτοπλάσματα, να θαλασσοπνίγονται κάπου μακριά στο κύμα της Ιστορίας» (σ.131»). Η πανδημία αποδεικνύει πόσο ευάλωτοι είναι στη συλλογική φαντασίωση καθώς και στη χειραγώγηση. Η ουλιπιανή θεωρία αντιλαμβάνεται τους κανόνες ως απαραίτητους αλλά η Κορνέτη φαίνεται να πιστεύει ότι αυτοί υπάρχουν για να ξεπεραστούν. Το ίδιο και οι ιππότες στο σκάκι ή «στο παραμορφωτικό παιχνίδι της πραγματικότητας, στο οποίο κλήθηκαν να παίξουν, έγιναν πιόνια και απέμειναν οι τελευταίοι παίκτες μιας παρτίδας μακάβριας» (σ.136). Στο βιβλίο εξελίσσεται ένα δυστοπικό παραμύθι, το οποίο όμως αφήνει να ξεφύγει μια ακτίδα φωτός: τα δέντρα μπορεί «να φυτρώσουν ξανά» (σ.157) σε μια αιώνια επιστροφή ή επανάληψη. Ο σκοπός είναι σαφής:

Πώς να μιλήσετε για τα αδιέξοδα της ζωής. Πώς να πάψετε να φοβάστε το σκοτάδι. Πώς να αποδεχτείτε την αιώνια ομηρία στον μύθο. (σ.165)

Η εναλλαγή πραγματικού και φανταστικού αποτελεί τόπο έμπνευσης και τρόπο έκφρασης[3]. Πρόκειται για συγγραφή «ηθογραφημάτων και ψυχογραφημάτων υποδόρια σαρκαστικών και υπαινικτικών[4]». Η λειτουργία του ονείρου είναι αποφασιστική. Η συμπλοκή μύθου και λόγου δημιουργεί τη βάση των ιστοριών, ενώ η οικολογική παρέμβαση αποτελεί άνοιγμα προς το μέλλον. Όσο αφορά στο λογοτεχνικό μέρος, οι ιστορίες προσελκύουν και αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, χάρη στη δύναμη της φαντασίας που τις εμψυχώνει. Υπερρεαλισμός ή OuLiPo; Η υπερρεαλιστική καταγωγή της ποίησης της Κορνέτη δεν εμποδίζει να παρεισφρήσουν στην πεζογραφία της ίχνη της δεύτερης θεωρίας, η οποία δίνει βαρύτητα στον πειραματικό ρόλο της γλώσσας. Αρκεί να δοθεί όνομα σε κάτι, για να υπάρξει. Ο σκοτεινός, επικίνδυνος κόσμος της ποιήτριας είναι εδώ. Το μέλλον είναι εδώ. Και η γη κινείται πια «σε σκοτεινή τροχιά».

 


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (ΛΕΥΚΗ) ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ

vakxikon.gr Σεπτέμβριος 2023

Τριάντα ένα διηγήματα αλληγορικής θεματολογίας σε γραφή καθαρά υπερρρεαλιστική προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό της η συγγραφέας, ποιήτρια, δοκιμιογράφος, κριτικός και διηγηματογράφος Έλσα Κορνέτη. Ο άκρως μεταφορικός και ποιητικό λόγος της πολλές φορές συνθέτει και νέες λέξεις, όπως π.χ. φτεροκρότημα τονίζοντας περαιτέρω τον απροσδιόριστο και γενικό χαρακτήρα των διηγημάτων.

«Σκέφτοταν συχνά ότι η αγάπη είναι η πιο ένθερμη οπαδός του καταναλωτισμού, ότι η αγάπη είναι εθισμένη στον υλικό κόσμο, ότι η αγάπη είναι η μόνη που δεν θα έπρεπε να εξαγοράζεται, ότι τελικά η αγάπη έχει αδύναμο χαρακτήρα, ότι η αγάπη δεν μπορεί να αντισταθεί για να αποφανθεί ότι η αγάπη είναι ένα βουλιμικό κτήνος».

Το πρώτο διήγημα που δανείζει τον τίτλο του στο βιβλίο είναι και το μεγαλύτερο μαζί με το διήγημα που τιτλοφορείται «Ομηρικές ειδήσεις». Αυτά τα δύο έχουν ως πρωταγωνιστή έναν άντρα που προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του. Και οι δύο είναι φοβικοί, μοναχικοί και έχουν γάτο για κατοικίδιο. Αυτά τα δύο είναι και τα πιο αληθοφανή και προσαρμοσμένα στην πραγματική ζωή διηγήματα, καταγράφουν, δηλαδή, περισσότερο τις σκέψεις και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών. Ξεχωρίζει επίσης το τελευταίο διήγημα του βιβλίου για την ποιητική μορφή του, αλλά και το διήγημα με τον τίτλο «Παφ», όπως και το εντελώς αλληγορικό «Σύνδρομο ομίχλης».

«Η μνήμη επιστρέφει. Η μνήμη δεν ξεχνά. Η μνήμη θυμάται. Η μνήμη ολοένα σκληραίνει και πήζει σαν μαύρος χυλός από σκοτάδι. Η μνήμη γίνεται μια σφήκα που κεντρίζει στο μυαλό, ένα ρόδο ανυποψίαστο».

Σε πολλά από τα διηγήματα το θέμα είναι περί ενός αντικειμένου ή μίας έννοιας, όπως π.χ. περί μνήμης, περί ματιού και περί πόλης. Κάποια διηγήματα θυμίζουν παραμύθι, όπως εκείνο με τους δράκους και εκείνο που διαδραματίζεται μέσα σε ένα δάσος.

«Έτσι χορεύοντας μαγεμένοι, παρασυρμένοι από τη μακρινή ξεσηκωτική μουσική που τους είχε ξεσαλώσει και ευχάριστα αναστατώσει, επιβιβάστηκαν σαν υπνωτισμένοι σ’ ένα πλοίο ακαθόριστο με έναν προορισμό όμως καθορισμένο που είχε αράξει στο λιμάνι μέσα σε ομιχλώδες και θολό τοπίο».

Η συγγραφέας επινοεί υπέροχους και πολύ ιδιαίτερους γλωσσικούς προσδιορισμούς, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες τις ελληνικής γλώσσας. Έτσι λοιπόν αποκαλεί τις μέλισσες «ανθολάγνους επικονιαστές».

Άλλοι, κάπως αλλοπρόσαλλοι και ασυνήθιστοι, πρωταγωνιστές των διηγημάτων της είναι: ένα μαργαριτάρι του θιβετιανού βουδισμού, μία χορεύτρια του νερού, ένας παπαγάλος, μασέλες ενός στόματος, δέντρα που πασχίζουν να ξαναφυτρώσουν, μία έκπτωτη οπτασία, παιδιά χαμένα στις οθόνες τους, μια γυναίκα που ίπταται, ένα λίκνισμα σε μία κουνιστή πολυθρόνα, ένας θεραπευτής τσαρλατάνος, ένας εφιάλτης και αλλόκοτα όνειρα για γυναίκες ηρωίδες, η εικόνα που δείχνει ένας ηθοποιός στους απέξω, αλλά και οι σκέψεις που κάνει κανείς μέσα σε πένα μουσείο.

Ο χρόνος και ο τόπος παραμένουν απροσδιόριστοι στα διηγήματα αυτά που ξεχωρίζουν όχι τόσο για την υπερρεαλιστική τεχνοτροπία τους, όσο για την καλοδουλεμένη γλώσσα που χρησιμοποιεί η έμπειρη συγγραφέας.

 


ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Περιοδικό ΧΑΡΤΗΣ Τ. 57 Σεπτέμβριος 2023

ωμάτιο με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες είναι ο τίτλος της δεύτερης συλλογής διηγημάτων της Έλσας Κορνέτη. Περιλαμβάνει τριάντα μικρές ιστορίες μαγικού ρεαλισμού, που κυοφορήθηκαν την περίοδο της πανδημίας, τις ημέρες εκείνες όπου το παράλογο έγινε λογικό, το αφύσικο φυσικό, τα νοήματα αντιστράφηκαν και η καθημερινότητα από διαρκής και πολυσχιδής δράση μετα-τράπηκε σε ακινησία και στασιμότητα. Ο καθένας κλείστηκε αναγκαστικά στο δωμάτιό του, στο δικό του μικροκλίμα, στο δικό του σκηνικό, να ζήσει ως πρωταγωνιστής και θεατής ταυτόχρονα το δικό του δράμα εσωτερικού χώρου. Το βλέμμα των άλλων ως καθρέπτης της ταυτότητας και της αξίας μας δεν ήταν πλέ-ον διαθέσιμο. Γίναμε «σταματημένοι, ανύπαρκτοι αόρατοι» Αίφνης ο καθένας βρίσκεται έγκλειστος σε περιορισμένο χώρο, με κλειδοκράτορα και παντεπόπτη ελεγκτή το φόβο, ενώπιος ενωπίω με τον γνώριμο ή άγνωστο εαυτό του απέναντι στη δική του άβυσσο, καλωδιωμένος μπροστά σε ποικίλων μορφών και σχημάτων οθόνες. Η τεχνολογία επελαύνει ανεξέλεγκτη και ανερμάτιστη στο φοβικό πεδίο μια σοκαρισμένης συνείδησης. Σ’ αυτό το περιβάλλον γεννιούνται οι ιστορίες της Έλσας Κορνέτη.

Όταν η πραγματικότητα υπερβαίνει τη φαντασία, ο λόγος εξέρχεται από τον πραγματικό χώρο και τον τρέχοντα χρόνο για ν’ αναζητήσει «την αλήθεια της φαντασίας και της φαντασίας την αλήθεια», να διερευνήσει το μυστήριο της ύπαρξης, ισορροπώντας πάνω στην «ασάφεια των ορίων μεταξύ της λογικής και της τρέλας». Η Κορνέτη με τη γλωσσοπλαστική δύναμη του ποιητικού της λόγου, έχει την ικανότητα να δημιουργεί θαυμαστές μαγικές εικόνες, που αναδύονται από τα βάθη του συμπαντικού χρόνου και του συλλογικού ασυνειδήτου, από προηγούμενα στάδια της δημιουργίας. Ο πολύμορφος και πολυποίκιλος κόσμος των μύθων και των παραμυθιών με τις συμβολικές άχρονες φιγούρες του έρχεται να συνδράμει τη φαντασία για να συνθέσει τις δικές της παράδοξες ιστορίες που εκτυλίσσονται στο εσωτερικό σύμπαν των καθημερινών ανθρώπων, χωρίς τις περισσότερες φορές οι ίδιοι να τις αντιλαμβάνονται ως φορείς εσωτερικών μηνυμάτων, ως πηγή πληροφοριών για τη δική τους λησμονημένη αλήθεια.

Η συμβολική γλώσσα πρωταγωνιστεί. Τα δόντια του τίτλου και η επιθετική λειτουργία τους να κόβουν, να πολτοποιούν μετατρέπονται από αναγκαίο όργανο αφομοίωσης της τροφής σε αμυντικό και επιθετικό όπλο. Τα δόντια γίνονται τα τείχη και τα οχυρά ανθρώπου, οι φρουροί που δεν αφήνουν να περάσει τίποτα από τον έξω κόσμο στο σώμα, μάχονται την επαφή με τον άλλο άνθρωπο, αλλά και τα φονικά όπλα που απειλούν να μας συνθλίψουν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Εξαπολύουν επίθεση συχνά αιφνίδια και απροσδόκητη. Μπορεί, για παράδειγμα, να είναι οι ματαιωμένες ζωές μας που ορμούν να μας κατασπαράξουν, η ασημαντότητα που μας απειλεί μέσα από τις οθόνες. Το στόμα γίνεται εδώ η κοιλότητα που οδηγεί ζωντανούς στην άβυσσο, σύμβολο κλειστοφοβικό, μας παραπέμπει στις εικόνες των δράκων, των μεγάλων ψαριών αλλά των μυθικών τεράτων που ξερνούν φωτιά και απειλούν με ολοσχερή αφανισμό.

Το παράδοξο έρχεται να δείξει το πραγματικό, αυτό που επιμελώς το άτομο αρνείται να κοιτάξει. Η συγγραφέας με τη μαγική γλώσσα του παραμυθιού δημιουργεί την αίσθηση της συμπαντικής ρευστότητας, της αέναης κίνησης, καθώς ο κύκλος της ζωής, δημιουργία καταστροφή, αναγέννηση αναβιώνει καθημερινά στο αχανές εσωτερικό τοπίο, όπου φυτά αλλόκοτα, σαρκοφάγα και μη, παράξενα φτερωτά όντα, ζώα με αλλόκοτη συμπεριφορά κινούνται σε έδαφος ολισθηρό, ο κίνδυνος της καταβύθισης υπαρκτός και ένα αδηφάγο στόμα αναπάντεχα παραμονεύει να καταπιεί ό,τι δεν έχει λόγο να υπάρχει πια. Ο εσωτερικός βυθός, ένας ανέγνωρος κόσμος ανεξερεύνητος, υφίσταται καθημερινά εκρήξεις και αναταράξεις από τον αρχέγονο τρόμο, που αφυπνίστηκε αυτή την περίοδο της παρατεταμένης παύσης. Περίεργοι υπόκωφοι ήχοι, απροσδιόριστοι, από αδιευκρίνιστες πηγές υποβάλλουν την ατμόσφαιρα της ανησυχίας, εντείνουν την εναγώνια αναμονή μιας ανατροπής. Ανά πάσα στιγμή κάτι σπάζει, θρυμματίζεται και επιχειρεί, έστω προσωρινά, να συγκολληθεί για να επιβιώσει. Οι ήρωες καλούνται ν’ αποκρυπτογραφήσουν τους νυχτερινούς εφιάλτες, τα επαναλαμβανόμενα όνειρα, αναγκάζονται να κοιτάξουν τη μέχρι τώρα αποσπασματική ζωή τους, «άλλοτε άνοστη και άλλοτε ωμή», που την υποτιμούσαν, κάποιες φορές την εξευτέλιζαν, βλέπουν την πλήξη τους, που γέμιζε προσωρινά μόνο με καταναλωτικά αγαθά, τόσα που έφραξαν οι αποθηκευτικοί χώροι των σπιτιών τους, αρχίζουν ν’ αντιλαμβάνονται ότι η ανεκτικότητα σε ό,τι επιβαλλόταν απέξω κατέληξε συνώνυμη της παραίτησης και της υποταγής. Άλλοτε πάλι για να αποφύγουν την επιθετική μανία των σκέψεων καταφεύγουν στη μακαριότητα των ψευδαισθήσεων. Η άσκηση βίας στα πλάσματα της φύσης, στα οικόσιτα ζώα και πουλιά, που φυλακίζονται για να διασκεδάζουν την πλήξη των κουρδισμένων ανθρώπων, καταγγέλλεται με μια ευφάνταστη αντιστροφή ρόλων, καθώς τα πλάσματα αυτά παίρνουν, έστω προσωρινά, την εκδίκησή τους. Ο θυμός για την παράδοξη καθημερινότητα γίνεται ειρωνεία, λόγος δηκτικός, όπως ταιριάζει σε κοφτερές ιστορίες, άλλοτε μεταμφιέζεται σε καρναβαλική παρωδία για να καταγράψει τις απόπειρες διαφυγής στην εικονική πραγματικότητα, τις αποδράσεις με τα ευφυή παραισθησιογόνα ή μέσω των άτεχνα σκηνοθετημένων παραστάσεων γιορτής, έτσι για να πάρει χρώμα η άχρωμη πραγματικότητα, να θυμηθεί ο άνθρωπος το γέλιο, το άγγιγμα, ν’ αφεθεί σε ονειρικό ταξίδι στο χρόνο σε μια φαντασμαγορική πόλη-φάντασμα, όπου κι εκεί όμως τα κοφτερά δόντια των αρουραίων τον περιμένουν.

Παράλληλα στο βιβλίο συναντάμε διηγήματα στα οποία εκφράζονται οι προβληματισμοί για τη μεταιχμιακή εποχή που βιώνουμε, κυρίως εμείς οι άνθρωποι του παλαιότερου ανθρωποκεντρικού κόσμου, καθώς μεταβαίνουμε σε μια μετα-ανθρώπινη εποχή. Έκδηλος ο προβληματισμός για την τεχνητή νοημοσύνη, την απομάγευση του κόσμου, την κερδοσκοπική εκμετάλλευση των πάντων, την απώλεια της αίσθησης του ιερού αλλά και η έγνοια ότι παραδίδουμε όλες τις στιγμές της ζωής μας σε μια συσκευή που καταγράφει την ιστορία μας και ανά πάσα στιγμή ένα λάθος μπορεί να τη διαγράψει. Η δυνατότητα περιήγησης σε ψηφιακούς δια-δρόμους, ο πειρασμός της διάδρασης με τους υπολογιστές υπόσχεται εμπειρίες μαγικές, εξωπραγματικές, μια σύντομη φυγή από «Μια ζωή χωρίς μαγεία, χωρίς την αναζήτηση του υπερπραγματικού, χωρίς πίστη στο μεταφυσικό, μια ζωή άγευστη, μια ζωή νεκρή, σαν ξεραμένη μέδουσα σε βράχο». Οι εμπειρίες όμως αυτές αποδεικνύονται μη διαχειρίσιμες από τον ανθρώπινο ψυχισμό, καθώς ανυποψίαστος παγιδεύεται σε περιοχές της δικής του εσωτερικής αβύσσου.

Κοφτερές αφηγήσεις, χωρίς ηθικολογίες, διδακτισμούς και οικολογικά κηρύγματα συνθέτει η Κορνέτη για την υβριστική συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι σε όλα τα έμβια όντα, την ανελέητη εκμετάλλευση της φύσης και των γήινων πόρων, επισημαίνοντας απεγνωσμένα τη μέγιστη απειλή η γη να γίνει μια άνυδρη έρημος, η ζωή να εξαφανιστεί και να μετατραπούμε σε αστρική σκόνη που θα ρουφήξει κάποιος γαλαξίας. Τουλάχιστον « Η προοπτική ότι ο κόσμος τελειώνει φέρει μέσα της κάτι από μια μελλοντική ιστορία σαν το τέλος των πάντων και την αρχή των άλλων».

Η πόλη της Θεσσαλονίκης χωρίς να κατονομάζεται, είναι ωστόσο αναγνωρίσιμη, όταν η συγγραφέας επιχειρεί την κοινωνική στρωματογραφία μιας πόλης. καταγγέλλοντας τη σοβαροφάνεια, την υποκρισία, το σκοταδισμό, τον καθωσπρεπισμό που διακρίνει τις αρχές της και μέρος του πληθυσμού της. Η πόλη διαχωρίζεται σε τρία μέρη : την άνω, τη μέση και την κάτω πόλη. Οι υπαινιγμοί για την περιπέτεια των σπουδαίων αρχαιολογικών ευρημάτων, η βίαιη απόσπασή τους από το φυσικό τους χώρο για τις ανάγκες του ακριβοθώρητου μετρό είναι εμφανείς. Με βάση αυτή τη στρωματογραφία της πόλης, η κόλαση είναι επάνω, ο παράδεισος κάτω από το έδαφος, εκεί που κατοικούν οι τρελοί, οι ανήσυχοι διαφορετικοί ή οι καλλιτέχνες που ταυτίζονται με το δημιούργημά τους, διαμελίζονται ως ο αμνός για χάρη του έργου τους. Η ευαισθησία, η δημιουργική ψυχή αναγκάζεται να δραπετεύσει, να μεταμορφωθεί σε ανθρωπόμορφο πουλί, για να γλιτώσει από το μένος των διωκτών της, που δεν είναι άλλοι από τους αυτοαποκαλούμενους ευαίσθητους. Η ειρωνεία και εδώ εμφανέστατη και δραστική. Όσο για το μυστικό του κόσμου, αυτό το στιλπνό γαλάζιο μαργαριτάρι, που αποκαλύπτεται μόνο στους ανιδιοτελείς, στους παραδομένους στη γαλήνη και στην ιερή σύνδεση με την ολότητα της δημιουργίας, αναζητείται να αιχμαλωτιστεί και ν’ αναλυθεί. Απειλούμενο από τη νοσηρή καταστροφική περιέργεια των σαρωτών ερευνητών του βυθού παραδόθηκε στην πρωτόγνωρη θαλάσσια δίνη και χάθηκε μαζί με τη θεσπέσια μελωδία sogno d’ amor, γραμμένη κι αφιερωμένη στους σύγχρονους αλιείς μαργαριταριών.

Η Έλσα Κορνέτη έγραψε δυνατά ρεαλιστικά κείμενα, με έκδηλη φιλοσοφική και κριτική διάθεση, ποιητικές αφηγήσεις με λόγο αιχμηρό, ρυθμικό, και δραστικό. Τα διηγήματα, παρά την αυτοτέλειά τους, συνομιλούν διαρκώς με συνδετικά μοτίβα και σύμβολα. Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου απανωτές εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη για τη ζωή μας στον απρόβλεπτο 21ο αιώνα. Η δυστοπία έχει δώσει ήδη το στίγμα της. Η συγγραφέας με μοναδικό εργαλείο το λόγο, που κι αυτός είναι μια λειτουργία σοβαρά απειλούμενη, βλέπει, προειδοποιεί και αντιστέκεται στο αδηφάγο τεράστιο στόμα που μας απειλεί. Οι άνθρωποι καθηλωμένοι στο στοματικό στάδιο, καταβροχθίζουμε αγαθά και ανθρώπους. Η αγάπη εξαγοράσιμη, το έπαθλο για την υποχώρηση των επιθυμιών μας και για την υποταγή στους ισχυρούς άλλους του ιδιωτικού βίου μας. Μια κοινωνία ανταγωνιστική όπου τα αιτήματα της πρωτιάς και της διάκρισης, να είσαι κάποιος για να αξίζεις, καταπίνουν πολλούς ανθρώπους και τους οδηγούν στο εσωτερικό κενό, την παραίτηση, την κατάθλιψη ή την παράνοια. Επινοούμε την αυτοτιμωρία μας, ματαιώνοντας κάθε απόπειρα διαφυγής, άστεγοι στα νεόχτιστα σπίτια μας, Το παιδί μέσα μας χρόνια παραμένει έγκλειστο και υφίσταται την ενήλικη αναλγησία μας, μέχρι να έρθει μια απρόβλεπτη στιγμή που θα εκραγεί και θα μας συντρίψει.

 


ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

FRACTAL 30/8/2023

«…το βασικό σώμα του βιβλίου της ζωής /ό,τι πάντα αδιάβαστο / μας διαφεύγει»

«… Ήταν ένας ήχος στριγκός και διαπεραστικός που δύσκολα μπορούσε κανείς με αληθοφάνεια να περιγράψει χωρίς ν΄ ανατριχιάσει..», γράφει η Έλσα Κορνέτη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της «Δωμάτια με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες» .

Με μεταλλικό λεπίδι χαράζει την αιχμηρή γραφή της και με φωνή που αναδύεται από το βυθό της σάρκας ελευθερώνει το υλικό του. Το αφήνει να βγει στον αέρα μη λογοκριμένο, χωρίς την ωραιοποίηση της ασχήμιας του, μέσα από τις σφικτές χαραμάδες της γέρικης οδοντοστοιχίας, σαν συριγμός αρχέγονου Ουροβόρου όφι, που ορίζει το τέλος και την αρχή, διεγείροντας την αφύπνιση του αναγνώστη από το λήθαργο της απραξίας.

Η Έλσα Κορνέτη, δεν απευθύνεται με τις ιστορίες της σ’ ένα συγκεκριμένο αναγνώστη αυτού του είδους γραφής, αλλά απευθύνεται γενικευμένα σε κάθε ανθρώπινη ομάδα του δυστοπικού κόσμου μας και την καλεί να εισχωρήσει με περιέργεια σε αυτά τα παράξενα ανθρωπόμορφα δωμάτια, σαν ένα παιγνιώδες ταξίδι στο φανταστικό κόσμο των αισθήσεων, με τον ίδιο τρόπο που μπαίνει ένας ανυποψίαστος θεατής εκ του ασφαλούς στο «Μαγικό σπίτι των φαντασμάτων» ενός Λούνα Παρκ ή στον κόσμο των παράξενων όντων του Μπόρχες, όπου όλα μπορούν να συμβούν. Όμως η χαλαρότητα και η αμεριμνησία ενός παιχνιδιού στο μεταλλαγμένο κόσμο της, από τις πρώτες σελίδες, μετατρέπεται σε αγωνία ενός γνωστού- άγνωστου – ίσως και βιωμένου- θρίλερ.

Την ένταση των αισθήσεων για το απρόοπτο και το παράδοξο προϊδεάζει και επιτείνει απ΄ την αρχή η δημιουργός της μυθοπλασίας, που δεν διαφέρει απ΄ την πραγματικότητα, με τον ποιητικό λόγο στην προμετωπίδα «Ζούμε αποσπασματικά…» και με την εικόνα του εξωφύλλου, όπου τα ασαφή όρια και οι κατακερματισμένες μορφές, επιτρέπουν να δει ο καθένας ότι μπορεί και αντέχει να δει.

Από την πρώτη ιστορία η Έλσα Κορνέτη, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, δημιουργεί τον χώρο και τις συνθήκες του περιβάλλοντος όπου, ο κλειστοφοβικός αλλόφρων ήρωας θα παίξει τον εαυτό του, ενώ ο παντογνώστης αφηγητής δεξιοτεχνικά θα μας κάνει κοινωνούς των πλέον μύχιων σκέψεων και ακραίων συναισθημάτων του.

Σαν σε φιλμ βωβού σινεμά τρέχουν ασθματικά οι σουρεαλιστικές εικόνες της νοσηρής φαντασίας του φοβικού, η αποστροφή για τον άγριο τερατώδη γι΄ αυτόν έξω κόσμο, το πρωτογενές υλικό των παιδικών τραυμάτων, το σαθρό υπόβαθρο του μη δομημένου εγώ, η έλλειψη της γονεϊκής αγάπης, βιώματα προσωποποιημένα με τον κακό μάγο βγαλμένο από τον σκοτεινό κόσμο των παραμυθιών, όχι άσχετων από τις ασυνείδητες καταγραμμένες με πόνο και αίμα παιδικές μνήμες .

Ανώνυμος ο ήρωας του «δωματίου με δόντια», είναι ένας καθημερινός άνθρωπος με ενστικτώδεις ανικανοποίητες επιθυμίες, με τον υπαρξιακό φόβο του θανάτου (αρρώστιες, πανδημίες), αποδυναμωμένος στη μοναξιά χωρίς βοήθεια, έλεγχο και ασφάλεια από κανένα προσωπικό και κοινωνικό σύστημα.

Με το φάντασμα του πατέρα Κρόνου(Χρόνου), που ανάλγητα με το τεράστιο γεμάτο κοφτερά δόντια στόμα καταβροχθίζει τα θνητά παιδιά του, κρύβεται τρομοκρατημένος πίσω από τα φυτά του κήπου, ως άλλος Αδάμ, στον ψεύτικο παράδεισο που έχει κτίσει μόνος με τον εγκλωβισμό του.

Φοράει μάσκες παραλλαγής, αποφεύγει την επαφή με τον κακοφορμισμένο έξω από αυτόν κόσμο, χωρίς να αναγνωρίζει στο καθρέφτισμα το είδωλο του μολυσμένου από φοβίες εαυτού.

Αυτιστικός, χαμένος στο πρώιμο ναρκισσιστικό εγώ, ανίκανος να συνυπάρξει με άλλους, χάνει την δυνατότητα να βρει την ταυτότητα του και να βιώσει την αγάπη. Γεμίζει το κενό της μοναξιάς με φυτά που έχουν το δικό του τοξικό πρόσωπο, με πουλιά αχόρταγες κίσσες, με γάτες που το μαλακό τρίχωμα τους γίνεται τραχύ και το χάδι θανάσιμο γρατζούνισμα. Ο κόσμος του είναι κατ΄ εικόνα και ομοίωση του ίδιου του εαυτού του.

Τυφλώνεται από ερωτικό πάθος για το εξωτικό φυτό που καλλιεργεί, δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν εξημερώνεται με το νοερό άκουσμα της μουσικής μιας Μαρίας Κάλλας, ενός Παγκανίνι ή του Μπιζέ. Δεν καταδύεται στο βυθό της θάλασσας με τους αλιείς μαργαριταριών, ούτε ακολουθεί την ίδια αυτό-θεραπευτική μέθοδο του όστρακου, που επουλώνει το τραύμα με την δική του ουσία δημιουργώντας πολύχρωμα μαργαριτάρια. Θανατηφόρο βακτήριο το σαγηνευτικό λουλούδι, τον παγιδεύει στην κολλώδη ουσία του και τον καταβροχθίζει.

Λίγο πριν το τέλος του προλαβαίνει να σκεφτεί ότι «Όποιος μπαίνει εκεί μέσα δεν βγαίνει ζωντανός».(δωμάτιο με δόντια, σελ.23).

Η Έλσα Κορνέτη γνωρίζει πολύ καλά ότι κερδίζει το παιχνίδι όποιος ορίζει τους κανόνες του. Από την αρχή σοκάρει και κερδίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αναλύοντας την πολύπλοκη και χαώδη ζωή του ήρωα, τον πανικό του, τα επώδυνα αλλά γνωστά σωματικά συμπτώματα στον σύγχρονο γεμάτο ένταση κόσμο.

Ο αναγνώστης την ακολουθεί συνεπαρμένος στον δαιδαλώδη λαβύρινθο της «αγκαθωτής φαντασιοπληξίας» που άφοβα ανοίγει δρόμο σ΄ ένα διεστραμμένο κόσμο, με τομές αποδόμησης όμοιες με την εικαστική τέχνη του αναλυτικού και συνθετικού κυβισμού.

Γνώστης η ίδια της προσωπικής αναζήτησης και βύθισης στο άγνωστο, με εργαλεία το γλωσσικό πλούτο της γραφής της, την κατασκευή φανταστικών εικόνων και κόσμων, με την τεχνική της μεταφοράς, του μαγικού ρεαλισμού και του υπερρεαλισμού, άνετα αγγίζει τα όρια της μεταφυσικής και του υπερφυσικού παρακάμπτοντας την βαρύτητα της λογικής. και αναγνωρίζοντας τις υφές της ελευθερίας στο παράλογο.

Άλλοτε με ιστορίες που αφορούν την κόλαση των πολλαπλών επιπέδων της βιωμένης άχρωμης καθημερινότητας, με σκιώδεις μορφές ζόμπι, με κατασκευασμένες ψευδαισθήσεις, με επιθανάτιο ρόγχο στα «δωμάτια με δόντια», και άλλοτε σένα υδάτινο παράδεισο μοιρασμένο ανάμεσα σε ουρανό, γη, υπόγειο κόσμο που εκρήγνυται και θρυμματίζεται σε άπειρα κομμάτια, σαν πήλινα αναστημένα ειδώλια του παρελθόντος, δημιουργεί το κόσμο της επόμενης καταστροφικής μέρας.

Στην κοφτερή ιστορία με τίτλο « Η πόλη ανάποδα, (σελ. 112-116), ανατρέπει τις εικόνες, τις απομυθοποιεί, σαρκάζει τις γελοίες συμπεριφορές των νεόπλουτων, τις ακραίες τρελές θέσεις και διεκδικήσεις του κατεστημένου. Προσομοιάζει με δικές της αναπαραστάσεις «Το πλοίο των τρελών» του Μπος και την απόκοσμη ακινησία του θανάτου στο «το κυνήγι »του Μπρίγκελ.

Γράφει στην ιστορία « Η άνω πόλη»:

[…Είναι μία πόλη κρεμμύδι πολλαπλών στρώσεων, που όποιος επιχειρεί να την αναπαραγάγει πρέπει να έχει και την υπομονή να την ξεφλουδίσει χωρίς να δακρύζει….]και συνεχίζει […ένα πέπλο σοβαροφάνειας κουκουλώνει όλους τους υπονόμους, την υποκρισία, τον καθωσπρεπισμό, τον σκοταδισμό, τον φόβο, την αδυναμία των μαλθακών αυλικών να ζήσουν τη δική τους ζωή…]. Η αέναη πάλη ανάμεσα σε τρελούς και λογικούς συνεχίζεται αιώνια».

Σε αυτή την ενότητα η συγγραφέας συμπυκνώνει όλη την πραγματικότητα με τις τραγικές αλήθειες και τις καρναβαλικές μορφές των γκροτέσκο εικόνων της μειονεξίας, της αλαζονείας, των πρωτόγονων ενστίκτων καλυμμένων με τήβεννο και οίηση.

Άλλοτε πάλι οι μέρες κυλούν με καταστάσεις που αφορούν ένα κόσμο ντυμένο με ομορφιά, ικανό να δημιουργεί, έστω ένα εικονικό παράδεισο, με λουλούδια, ουρανούς έναστρους ή ηλιόφωτους, με υδάτινα σύννεφα και νερά που αναβλύζουν σαν ίαμα, χωρίς την βεβαιότητα ότι είναι όλα αληθινά ή ένα όμορφο όραμα. Γιατί μπορεί, απρόσμενα γεγονότα σαν μαγικό σατανικό ραβδί, να μεταμορφώνουν τα κρυστάλλινα νερά της πηγής σε θανατηφόρα νερά της Στύγας που καταπίνει όποιον βρεθεί στη δίνη της..

Η Έλσα Κορνέτη ανοίγει την αυλαία της θεατρικής σκηνής όπου όλα συμβαίνουν με την ταχύτητα ολογραμμάτων.

Περπατούν σε τεντωμένα σχοινιά «οι ακροβάτες του έρωτα», ένα άγριο σαρκοβόρο σφουγγάρι καταπίνει την ανάπηρη υδρόβια μπαλαρίνα, ένα κορίτσι βυθίζεται στη λάσπη με το παλτό του καθωσπρεπισμού που της φόρεσαν, και σώζεται με το χέρι και το καθαρό γέλιο του τρελού παιδιού. Χαμένα παιδιά κολλημένα και καλωδιωμένα σε άψυχες οθόνες, χωρίς τα φυσικά τους δόντια θαμμένα στα αραχνιασμένα κεραμίδια των νεκρών σπιτιών, όμοια με σαύρες και βατράχια κολλημένα σε βαλτώδη νερά και ραγισμένους τοίχους χωρίς μνήμες αθωότητας.

Γράφει στην ιστορία με τίτλο « Ήταν το δάσος» (σελ.42).

[….Σε κόσμο έξω από τον κόσμο, σε χώρο έξω από τον χώρο, σε χρόνο έξω από τον χρόνο καταλήγει αυτός που σε όλα τα βράδια της παιδικής του ηλικίας θυμάται να του αφηγούνται το ίδιο παραμύθι…]

Και συνεχίζει η παρέλαση των εικόνων με το δωμάτιο των κατόπτρων, των ψευδαισθήσεων, τις οφθαλμαπάτες, τις οπτασίες, τα αντικείμενα που έχουν ψυχή, τα παιχνίδια της υπερβολής με τις γιγάντιες αράχνες που από τους γλοιώδεις ιστούς κρέμονται πάνω από απύθμενα πηγάδια και προσπαθούν τα κοφτερά τους δόντια να τα καρφώσουν σε όποιο σώμα βρουν μπροστά τους και παραλύουν μόνο στο άκουσμα μιας προσευχής.

« Κύριε, άνθισε τη νύχτα τη μεγάλη/ φυτεύοντας στα μάτια μας/ βολβούς για όνειρα γλυκά».

Και ύστερα η καταναγκαστική επανάληψη. Μαύρες νύχτες, νύχτες λευκές με όνειρα εφιάλτες, με μυαλό που πυρακτώνεται από σκέψεις και χάπια υπνωτικά, με αίμα κόκκινο που τρέχει στις αρτηρίες και καίει τα σωθικά με απανωτές αναφλέξεις.

Γράφει στην ιστορία « Αναφλέξεις» ,( σελ.52).

[… «Ξέρεις πως είναι να τρελαίνεσαι και να χάνεσαι σε λαβύρινθους σιωπής που ξετυλίγουν τις σπείρες τους σε μαύρες σερπαντίνες σ΄ ένα δωμάτιο πυρετού και μια τρικυμία από κύματα φλογερά να μαίνονται μέσα στις φλέβες».

Σκηνές γεμάτες ομίχλη θολώνουν τις μνήμες, τους καθρέφτες, που σαν μαύρες τρύπες του σύμπαντος αδειάζουν τα πρόσωπα που καθρεφτίζονται, ακροβάτες με ομιχλώδη μυαλά, ισορροπούν, υπερίπτανται πάνω από φωτιές, πλημμύρες, πανδημίες σεισμούς και μετά η σκληρή πτώση.

Ένας αγώνας σε σκάκι, εγκλωβισμένο το πιόνι στην άκρη ανίκανο να δράσει στο θανάσιμο αδιέξοδο. Συνταξιούχοι οι ναυαγοί του χρόνου, χωρίς ρολόγια περνούν το χρόνο τους ριζωμένοι στις πολυθρόνες, μπροστά στις οθόνες τηλεοράσεων και υπολογιστών χωρίς τις κατάλευκες κατεστραμμένες οδοντοστοιχίες.

Γράφει στην ιστορία «Οδοντοστοιχίες,(σελ 138).

[… Ένας ήχος ξερός και επαναληπτικός από κροτάλισμα δοντιών κι από μασέλες που έτριζαν τα δόντια. Μια άγρια μουσική έβγαινε από σφιγμένα δόντια κάθε τύπου και κάθε μεγέθους από τις νύχτες όλο ανησυχία, υποσυνείδητο άγχος και αϋπνία κροτάλιζαν χορεύοντας στον εφιαλτικό σκοπό της.»].

Στο χρόνο των τεσσάρων διαστάσεων η δημιουργός μας ξεναγεί, όπου κβαντικά όλα συμβαίνουν ξέχωρα και συγχρόνως σαν μία ολότητα.

Η γη σαν πόρνη βιάζεται, η φύση καταστρέφεται, η ζωή σέρνεται ετοιμοθάνατη μέσα σε τερατώδη ζιζάνια, ο γαλάζιος πλανήτης χάνεται κάτω από την καφέ βρώμικη σκουπιδοκουβέρτα. Αδιέξοδη η φυγή του, ακινητοποιημένος στην κρεμάλα φοράει την θηλιά του θανάτου.

« Το τέλος της ανθρωπότητας», ακούγεται σαν μοιραίο τελεσίδικο μήνυμα, με ένα τέλος των πάντων και την αρχή των άλλων».

Η γραφή της Έλσας Κορνέτη τρέχει με λόγο πληθωρικό, με δρώμενα που σπάνε σαν καταρράκτες στις άκρες των βράχων. Τα γεγονότα και οι ανατροπές μιλούν από μόνα τους χωρίς άλλοθι, αιτιολογίες, αναλύσεις και ρηξικέλευθες προτάσεις. Γράφει για αυτά που διαισθητικά αντιλαμβάνεται, δεν μασάει τα λόγια της, ούτε φύλλα δάφνης για να φωνάξει αυτά που οραματίζεται.

Με τον αλληγορικό λόγο και τις μεταφορές παίρνει με την δυνατή πέννα της το μη αισθητό και άφατο και το κάνει αισθητό και φατό για όλους, έστω με μία φωνή που κροταλίζει άγρια και αφυπνίζει τον άνθρωπο τον βυθισμένο στην αμνησία και την λήθη.

Η Έλσα Κορνέτη κερδίζει στο παιχνίδι «γραφής και ανάγνωσης». Ο αναγνώστης-συνταξιδιώτης παίρνει τη χαρά του παιχνιδιού, διαβάζει το ποίημα «Δόντια στις στέγες» και ένα γλυφό σάλιο διατρέχει τις τρύπες στο άδειο στόμα του.

«Υψώθηκαν κτίρια ψηλά και άχαρα / χωρίς την υποψία στέγης καμιάς /κι απόμειναν τα αστικά τοπία ψυχής / να χάσκουν σαν στόματα μικρών παιδιών / αιώνια ξεδοντιασμένα.

Το βιβλίο κλείνει χωρίς νουθεσίες και τέλος. Η συγγραφέας αφήνει τον αναγνώστη να συνεχίσει τις ιστορίες και να γράψει το δικό του τέλος. Ο υποψιασμένος αναγνώστης αναγνωρίζει τον εαυτό του στην κατακερματισμένη εικόνα του εξωφύλλου και συναντάει την καλλιτεχνική ποιητική φωνή στους στοίχους της προμετωπίδας

«Ζούμε αποσπασματικά / σε σκόρπιους στοίχους, / ξεκάρφωτες παραγράφους/ σε άσχετους προλόγους./ λιλιπούτειες παραπομπές/

Σε φλύαρους επιλόγους /κι είναι στο τέλος / το βασικό σώμα του βιβλίου της ζωής /ό,τι πάντα αδιάβαστο / μας διαφεύγει».

 

 

 


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 23/8/2023

Μυστικιστικός μίτος

Ποιήτρια πεζογράφος ή πεζογράφος ποιήτρια;

Στη μετά την αποδόμηση νεωτερική μας κοχλάζουσα ελευθερία έκφρασης δεν υπάρχουν πλέον στεγανά και όρια μήτε καν η λέξη «υβρίδια» ή «υβριδικόν είδος» έχει πια κάποιο νόημα (μήτε καν στα αυτοκίνητα – ας μη λησμονούμε πως ο Πλάτων χαρακτηρίζει την ψυχήν «αυτοκίνητον»).

Ο δημιουργός διαθέτει πλέον μία άνεση κινήσεων και άπειρα, πολυποίκιλα εκφραστικά μέσα, που σε ελάχιστες πολιτισμικές καμπές τού/τής παρέχονται αφειδώς.

Από αυτή την άποψη, ζούμε την πλέον δελεαστική τρομακτική μεταβατική, μεταιχμιακή εποχή!!!

Ο τεχνίτης βέβαια παραμένει τεχνίτης.

«Τόσα χρόνια τώρα κλεισμένος στο σπίτι, με ορμητικούς πανικούς αιφνιδίως να τον καταλαμβάνουν, σαν πλοκάμια αμέτρητων χταποδιών να τον σφίγγουν απομυζώντας τον έτσι όπως τον κρατούν κολλημένο στις βεντούζες τους, κι αυτός σε κάθε κτύπημα κουδουνιού της εξώπορτας ή του τηλεφώνου να θέλει διαρκώς να χωθεί κάτω από τα παπλώματα, να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι, με την αγοραφοβία του να κτυπάει διαρκώς κόκκινο» (σελ. 9).

Σε αυτό το άκρως χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ομώνυμο (με τον τίτλο ολάκερης της συλλογής) πρώτο διήγημα, πέρα από την οξυδερκέστατη παρατήρηση που οδηγεί σε προσεκτική διατύπωση, ας προσέξουμε την λεπτεπίλεπτα επεξεργασμένη ιδιόλεκτο: με ψήγμα λογιοσύνης μέσα σε ένα σώμα κρουστής δημοτικοφάνειας εξυφαίνεται ένα αφηγηματικό πέπλο που δεν κρύβει σχεδόν τίποτα αλλά αποκαλύπτει το ουσιώδες κάτω από το ημιδιαφανές φαίνεσθαι.

Είναι σαν τα πέπλα τής Σαλώμης που παραπέμπουν στα επτά πέπλα τής Ίσιδος από τα πανάρχαια αιγυπτιακά μυστήρια.

Υπάρχει ένας μίτος μυστικιστικός εδώ, χωρίς θεούς όμως μήτε δαίμονες, απλώς εκείνη η φιλοσοφική μοναξιά τού πανεπιστήμονος που ξέμεινε από μαγεία και πρέπει να την αναδημιουργήσει με καθημερινά υλικά.

Αυτή η δυσκολία συνέχει (ως αόρατος ιστός) ολάκερη την σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή (με ελάχιστες, εκτός συγγραφικού συρμού, εξαιρέσεις).

Χωρίς να είναι αυτό που λέμε “main stream” αυτή η γραφή, απολαμβάνει μια δημοσιευσιμότητα, που δεν είναι πάντα ευθέως ανάλογη τής δημοτικότητας, είναι όμως ικανή κι αναγκαία συνθήκη για την εν ζωή αποδοχή τού γράφοντος (τής γραφούσης, σε αυτή την περίπτωση – αν κι ο αφηγητής είναι κατά το μάλλον ή ήττον άφυλος, ουχί όμως κι άφιλος).

Αντιθέτως, προσφιλής και οικεία η αντιμετώπισις, η θέασις των ανθρωπίνων μέσα από έναν ηθμό που λειτουργεί ως ελαφρώς παραμορφωτικός φακός, αν κι όχι πάντα βελτιωτικός, καλλωπιστικός, κολακευτικός των ψηφιδωτών «μοντέλων εκ του φυσικού» που χρησιμοποιούνται υπορρήτως.

Το απόρρητο αυτής τής γραφής έγκειται στο κράτημα ανάμεσα στο λεχθέν και στο σημαινόμενο.

Αυτή η έντεχνη «ανακολουθία» είναι εμπρόθετη και συμβάλλει στη δημιουργία ενός ύφους διακριτού, αν κι ουχί τόσον προσωπικού, όσο θα προδιέγραφε η ρομαντική συνθήκη περί «πρωτοτυπίας».

«Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» (όπως θα έλεγε – και σήμερα – ο Γιώργος Σεφέρης) και τα πολλαπλά διαβάσματα συμβάλλουν σε μια θεματολογική (αν και όχι υφολογική) «γεωολογική»/γλωσσολογική διαστρωμάτωση.

Και για να ξαναγυρίζουμε στην αναγνωρίσιμη ιδιόλεκτο προδίδει λογοτεχνική γενιά και ηλικία ωρίμανσης στα δρύινα βαρέλια μιας τέχνης ξεχασμένης κι αναχρονιστικής ίσως (τής ποιητικής τέχνης).

Το συμπέρασμα (κατά την ταπεινή μου γνώμη) είναι πως η ποιήτρια εξασκείται ως αφηγήτρια προκειμένου να κερδίσει μία ανατροφοδότηση τού κεκτημένου ιδρώτα και του αδιαμφισβήτητου κόπου της.

 

 

 

.

ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΛΑΣΑΡΙΔΟΥ

FREAR 29/5/2023

 

Σε ποιον βαθμό η αναπαράσταση μιας αναδυόμενης κοινωνικής πραγματικότητας μπορεί να προσδιορίζεται από τη μια ως σύνθεση νοήματος και από την άλλη ταυτόχρονα ως αποσύνθεσή του; Με ποιον τρόπο τόσο οι αισθήσεις όσο και η μνημική κατάδυση μπορούν να υφάνουν το αφηγηματικό νήμα, την κόκκινη κλωστή στην ανέμη, μετατρέποντας τον λαβύρινθο σε ασφαλή κατοικία; Είναι δύο από τα πρώτα ερωτήματα που γεννιούνται στον αναγνώστη των ιστοριών που συνθέτουν το καινούριο βιβλίο της Έλσας Κορνέτη με τίτλο Δωμάτια με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τα θέματα των ιστοριών του βιβλίου ερείδονται σε μια κοινή, θεμελιώδη αρχή που θα μπορούσε να οριστεί ως: το όριο του ανθρώπου στο τέλος του καιρού. Η θεματολογία της Κορνέτη αντλεί από την σύγχρονη πραγματικότητα: η πανδημία στην κοινωνική και ψυχολογική της διάσταση, η μέγγενη της αποξένωσης, απόρροια τόσο της πανδημίας όσο και της άκριτης χρήσης της τεχνολογίας που υποκαθιστά και υποδαυλίζει την ανθρώπινη επαφή και τη φυσική επικοινωνία, η φύση και η καταστροφή της που ορίζουν το περίγραμμα ενός τοπίου κάποιες φορές δυστοπικού, η ανθρωποφαγία των ΜΜΕ, η υπεροχή του φαίνεσθαι σε σχέση με το είναι, η κυριαρχία της εικόνας, ο αγοραφοβικός σύγχρονος άνθρωπος ως σημείο των καιρών, είναι μερικά από τα σημαντικότερα ζητήματα που αναπλάθονται μέσα από τη γραφή της, διευρύνοντας τις σημασιολογικές τους δυνατότητες. Και εδώ βέβαια εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πώς επιτυγχάνεται η αναπαράσταση όλων αυτών που προαναφέρθηκαν. Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε θα πρέπει αρχικά να μιλήσουμε με όρους της λογοτεχνικής θεωρίας και να προστρέξουμε στην αφηγηματολογία. Αν επιχειρήσουμε την ειδολογική κατάταξη του βιβλίου, θα βρεθούμε μπροστά στο εξής υβριδικό λογοτεχνικό είδος: Το βιβλίο παλινδρομεί μεταξύ του διηγήματος και του παραμυθιού.

Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τα κείμενα της Κορνέτη αποτελούν σύγχρονα «παραμύθια» μέσα από τα οποία η συγγραφέας επιχειρεί να αναπαραστήσει αντεστραμμένες πτυχές της πραγματικότητας, θραύσματα αλήθειας, αλληγορίες που κατατείνουν σε ένα άλλοτε πικρό και άλλοτε αισιόδοξο μήνυμα. Μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει όποιος ασχολείται με τη μελέτη και την ανάλυση των παραμυθιών, εφαρμόζοντας τη γνωστή πυραμίδα του Γερμανού συγγραφέα Gustav Freytag στον βαθμό που σε όλα τα κείμενα του βιβλίου βρίσκει εφαρμογή το σχήμα: α) έκθεση, β) αυξανόμενη δράση, γ) κορύφωση, δ) φθίνουσα δράση και, ε) τελική έκβαση [1]. Η τελική έκβαση πολλές φορές αναλαμβάνει να διαδραματίσει έναν χαρακτήρα συμβολοποίησης εννοιών, όπως επί παραδείγματι αυτήν της έννοιας του θανάτου, χωρίς ωστόσο να επέρχεται κάποιου είδους κάθαρση.

Η γλώσσα των κειμένων από δομικής άποψης εκφράζεται μέσα από το σχήμα αναμενόμενη τυπολογική εξάρτηση vs απροσδόκητης εξέλιξης, δηλαδή ενώ στη βάση της είναι ρέουσα, γρήγορη, με το ασύνδετο σχήμα να προσδίδει έναν ρυθμό κάποιες φορές, θα έλεγα, ασθματικό, ενίοτε το στακάτο υπηρετεί και υπονομεύει την κίνηση, δημιουργώντας ένα αντιθετικό ζεύγμα με τη γρήγορη ροή που επιβάλλει το ασύνδετο. Η εν λόγω κατάσταση μας οδηγεί σε ένα ακόμη δίπολο που, αν θελήσουμε να το ονομάσουμε, αυτό θα ήταν ποίηση σε πρόζα.

Και από την έντονη παρουσία της ποίησης ένα άλλο ερώτημα που γεννάται είναι σύμφυτο με τη λειτουργία των συμβόλων και της εικονοποιίας. Αν αποπειραθούμε να διερευνήσουμε κάτω από την επίδραση ποιων λογοτεχνικών ρευμάτων γράφει η Κορνέτη, εκεί θα συναντήσουμε το ρεύμα του υπερρεαλισμού, στον βαθμό που το συνταίριασμα των πιο αταίριαστων πραγμάτων, εννοιών, και καταστάσεων βρίσκουν την ιδανική τους εκδοχή. Διαβάζουμε στο διήγημα με τίτλο «Στο μουσείο»: «Τα λουλούδια έβγαλαν δόντια, οι μίσχοι κόκαλα, το μπουκέτο συρρικνώθηκε, απογυμνώθηκε, αποστεώθηκε, τα στόματα επιτίθενται (…)».

Οι εικόνες που περιγράφει, ζωντανεμένες ίσως από τον χρωστήρα του καλλιτέχνη, θα θύμιζαν άλλοτε έργα υπερρεαλιστών ζωγράφων, άλλοτε πίνακες με άκρως αινιγματικούς συμβολισμούς, όπως επί παραδείγματι είναι τα έργα του Ιερώνυμου Μπος, αλλά και συνθέσεις εξαιρετικής λεπτομέρειας Φλαμανδών ζωγράφων, όπως του Γιαν βαν Άικ, γνωστού με την υπογραφή «Als ich Kan».

Όμως στα «παραμύθια» της Κορνέτη κυρίως βρίσκει χώρο ο Μαγικός ρεαλισμός, ό,τι δηλαδή εισβάλει σε ένα απολύτως πραγματιστικό πλαίσιο με ιδιάζοντα τρόπο για να γίνει εντέλει πιστευτό. Είναι η συνθήκη κατά την οποία σε έναν κόσμο πραγματικό, καθημερινό και τετριμμένο εισβάλλει το μεταφυσικό, αντιστρέφοντας τους όρους και τις συνθήκες που μπορούμε να προσλάβουμε με τις αισθήσεις μας, εμφιλοχωρεί δηλαδή ο κόσμος των παραμυθιών. Στα κείμενα θα συναντήσουμε μοτίβα του Μαγικού ρεαλισμού, δηλαδή τη διερεύνηση της πολιτισμικής ταυτότητας, τον σημαίνοντα ρόλο της μαγείας και του μύθου, την κριτική στη λογική και την πρόοδο και την αμφισβήτηση της συμβατικής πραγματικότητας [2]: Διαβάζουμε στο «Λίκνισμα»: «Στην πορεία της ζωής διαπιστώνει: Ό,τι μοιάζει πραγματικό καταλήγει επινόηση∙ εμένα μ’ ενδιαφέρει το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής, η αλήθεια της φαντασίας και η φαντασία της αλήθειας (…)». Όμως και σε επίπεδο αφηγηματικών τεχνικών τον Μαγικό ρεαλισμό τον ιχνηλατούμε στα κείμενα του βιβλίου και τον εντοπίζουμε: στον συνδυασμό διαφορετικών μορφών και ρευμάτων, στη χρήση της υπερβολής, στις εξονυχιστικές περιγραφές και την παραστατική γλώσσα, με έντονη την παρουσία των μεταφορών και των συμβόλων [3].

Καταλυτική για την πρόσληψη των κειμένων είναι και η αποκωδικοποίηση των συμβόλων και των μεταφορών που λειτουργούν ως οχήματα υποβολής της ειρωνείας αλλά και ως σημασιολογικές μονάδες που εσωκλείουν το καίριο για την εξέλιξη της ιστορίας ερμηνευτικό φορτίο. Έτσι τα σύμβολα –δάνεια από τον παραμυθικό κόσμο– όπως επί παραδείγματι είναι ο καθρέφτης, το δάσος, το ρολόι, ο δράκος, οι ιππότες, ο ανιμισμός των ζώων και των φυτών, κάποτε συμβολίζουν την αντανάκλαση μιας αλλοτινής ζωής που παρήλθε ανεπιστρεπτί, άλλοτε γίνονται το νοηματικό ισοδύναμο του χαμένου Παραδείσου της παιδικής ηλικίας, κάποιες φορές πάλι σκιαγραφούν μια πραγματικότητα που μετατρέπεται σε πάρτι μασκέ.

Ο χώρος, ο χρόνος και οι πρωταγωνιστές δεν κατονομάζονται στα κείμενα της συλλογής. Έτσι πολύ κοντά στο «μια φορά κι έναν καιρού κάπου σε τόπο μακρινό» οι ήρωες ή οι αντί-ήρωες δεν έχουν ονόματα παρά μόνο ιδιότητα, μια ταυτότητα που και αυτή τελεί υπό αίρεση, καθώς συνθλίβεται, διαθλάται ή συρρικνώνεται από τον Χρόνο που δεν μετριέται πια με το ρολόι. Αλλά και ο αφηγητής υπό το άλγος του διπλού εαυτού εισηγείται έναν ιδιότυπο αισθητισμό όπου ο σε τόνο μινόρε λυρισμός μετατρέπεται σε κραυγή αγωνίας contra tempo.

Και τα συναισθήματα πού συγκροτούν το κράτος τους και κυρίως η αγάπη, «Η αγάπη που όλα τα συναρμολογεί κι όλα τα συνδέει; Η αγάπη που καθαρίζει τα μάτια της ψυχής σαν να ήταν βρόμικες σκονισμένες οθόνες;», όπως και η ίδια η συγγραφέας αναρωτιέται στο διήγημα «Δωμάτιο με δόντια». Η αγάπη μάλλον είναι στο βιβλίο συνθήκη sine qua non, είναι το επίκοινο αγαθό που αίρει την ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στο πραγματικό και το μη πραγματικό και μας προσκαλεί μαζί της στο τέλος να ονειρευόμαστε ο καθένας μας τον δικό του Παράδεισο: «Όνειρα γλυκά περίλυπο σκοτάδι/ Όνειρα γλυκά απρόσιτη πηγή/ Παράφορο βιολί αγωνιά τρεμάμενο και πάλι/ Χνάρι από πέλμα άγριο κι ονυχοφόρο αφήνει πίσω της η μοίρα στη ζωή∙ (…)».

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΩΤΗΣ

ιστορίεςdiastixo.gr 16/6/2023

Η Έλσα Κορνέτη εισήλθε στον πεζό λόγο έχοντας τη σκευή και με κατακτημένη την ωριμότητα του ποιητικού. Από την προηγούμενη συλλογή διηγημάτων της, Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες (εκδ. Μελάνι, 2020), το διαπιστώνουμε εύκολα· και τώρα, με τη συλλογή Δωμάτια με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες (εκδ. Μελάνι, 2023), το επιβεβαιώνουμε.

Για να γίνω σαφής, θα αναφερθώ στις παραμέτρους που στοιχειοθετούν αυτόν τον ισχυρισμό μου. Ο ποιητικός λόγος τής έδωσε το προνόμιο της λιτότητας, καλλιεργώντας την περιοχή του ουσιαστικού λόγου, του απαραίτητου δηλαδή ώστε η κάθε ιστορία να είναι αυτοτελής, δίχως την ύπαρξη κενών, καταλαμβάνοντας την ελάχιστη σχετικά έκταση. Της χάρισε εικόνες που προκύπτουν αβίαστα και με τα εντονότερα χρώματα περιγράφουν, εντυπούμενες στον αναγνώστη. Επίσης, το σχήμα της μεταφοράς και της αλληγορίας βρίσκουν εδώ στον πεζό λόγο την ιδανική τους χρήση. Η λυρική αποτύπωση της πραγματικότητας σε αναλογία με τις ρεαλιστικές περιγραφές και την πυκνότητα του λόγου μάς βοηθούν στη διάβαση από το φανταστικό στην πραγματικότητα.

Διακρίνουμε σε όλα τα διηγήματα τη συνύπαρξη αλλά και την αντίθεση ανθρώπου-φύσης, άλλοτε μέσω ισορροπημένων καταστάσεων και άλλοτε σε ανταγωνισμό και ρήξη. Από τον τίτλο κάθε ιστορίας προϊδεαζόμαστε για το τι θα συμβεί, διαπιστώνοντας αναγνωστικά και εν προόδω μικρές ανατροπές που θα οδηγήσουν στην τελική κατάσταση. Πολλές φορές η πρώτη παράγραφος λειτουργεί ως εισαγωγή και περίληψη της αναπτυσσόμενης ιστορίας.

Η εναλλαγή μεγάλων και μικρών προτάσεων επιτείνει την εντύπωση στον αναγνώστη. Στις μεγάλες εκτίθεται όλο το περιβάλλον όπου διαδραματίζεται η ιστορία, λειτουργούν δηλαδή ως σκηνικό, αφήνοντας για τις μικρότερες τον ρόλο του συμπεράσματος και της τελικής εντύπωσης, αυτό δηλαδή που θα κρατήσουμε από όλη την ιστορία.

Η δράση των ηρώων λειτουργεί διασταλτικά όσον αφορά τον γύρω κόσμο και συσταλτικά σε ατομικό επίπεδο. Δηλαδή και ως πράξη και ως αποτέλεσμα εμπερικλείει όλα τα απαραίτητα που θα εστιάσουν στην ατομικότητα και τη μοίρα του ήρωα.

Ο κόσμος όλος συρρικνώνεται σε ένα δωμάτιο, σε έναν χώρο όπου όλα μπορεί να συμβούν και εν δυνάμει συμβαίνουν, σε ένα δωμάτιο με δόντια που καταβροχθίζουν τα πάντα. Γράφει χαρακτηριστικά στην πρώτη παράγραφο του ομότιτλου και εναρκτήριου του βιβλίου διηγήματος, «Δωμάτια με δόντια»:

Ο αυτοεγκλωβισμένος είναι ένας φυλακισμένος που ανακαλύπτει ότι η φυλακή γύρω του δεν έχει κάγκελα αλλά δόντια ενός στόματος –του στόματος της ζωής– κι αυτός συνεχίζει να τρέφεται με τα υπολείμματα από τις σάρκες των αναμνήσεων περασμένων που τώρα κρέμονται κουρελιασμένες στα παράθυρα, ξεφτισμένα κρόσσια από βιώματα και εμπειρίες που ηχηρά φωνάζουν ότι υπήρξαν, σκηνές μιας ζωής με καλές στιγμές, και στιγμές κακές, πολύ κακές, που κι αυτές εξατμίστηκαν μέσα στις αναθυμιάσεις τους.

Η σωτηρία πάντα είναι μοναχική υπόθεση, με παράξενες παγίδες που δημιουργούν ψευδαισθήσεις και στιγμιαία χαρά: Ζει μέσα στο θάμβος που εκλύει η μακαριότητα της ψευδαίσθησης,αναφέρει στο διήγημα «Στο μουσείο».

Όλα συμβαίνουν σε μικρό, εκτάσεως δωματίου, χώρο, παρόλο που ο έξω κόσμος παραμένει ενεργός –ζωντανός– και συνεχίζει τις καθημερινές του δραστηριότητες, τα εντός του δωματίου τεκταινόμενα είναι συνήθως μία αντιστροφή των έξω. Συντελούνται ορατές και αόρατες μεταμορφώσεις στους ανθρώπους αλλά και στον περίκλειστο χώρο, οι οποίες καθορίζουν την τελική έκβαση των δρώμενων και κατά συνέπεια τη μοίρα των ανθρώπων.

…κι έτσι όπως κόβονταν στη μέση, διπλώνοντας τις καρδιές τους, άρχισαν να παίρνουν τις μορφές τους τις όμορφες από τις ντάμες κούπες, τις ντάμες καρό, τις ντάμες μπαστούνια, τις ντάμες σπαθιά, ώσπου αυτές οι γυναίκες-τραπουλόχαρτα έμειναν νεκροζώντανες, μισές χάρτινες ντάμες, από τη μέση και πάνω νέες, ενώ από τη μέση και κάτω απέμειναν μισές σάρκινες ντάμες γριές. (από το διήγημα «Η Παρτίδα»)

Είναι αυτά τα διηγήματα ιστορίες εγκλεισμού που περιγράφουν καταστάσεις της πανδημίας αλλά και γενικότερες, όπου οι άνθρωποι δεν αντιδρούν αλλά υποτάσσονται και χειραγωγούνται. Όμως και η αντίδραση μερικών είναι χωρίς αποτέλεσμα, παραμένει ατομική, δίχως να την προσεταιρίζονται οι ευρύτερες ομοιοπαθείς μάζες. Σε ορισμένες εξ αυτών, η προς σωτηρίαν παρέμβαση συνήθως κάποιου εξωτερικού παράγοντα θα έχει μερικό αποτέλεσμα, αυτός θα φαντάζει πάντοτε αλλόκοτος μα η πράξη του λογικά ερμηνεύσιμη.

Κάποιοι εκ των ηρώων βρίσκονται σε παιδική ηλικία, αλλά και οι μεγαλύτερης ηλικίας δηλωμένοι αναζητούν και ανιχνεύουν την απαρχή κάποιων πράξεών τους στην παιδική τους ηλικία.

Ο χρόνος καθορίζεται από το αόριστο παρόν και από έναν εξωχρονικό τόπο, όπου το ένα αποτελεί συνέχεια του άλλου και σε αυτά εκτυλίσσεται η δράση. Το δωμάτιο δάσος, το δάσος ολόκληρο σε ένα δωμάτιο, τα καραδοκούντα παντού κοφτερά δόντια, ο περίκλειστος χώρος –όπως προανέφερα– υποβάλλουν την αίσθηση της κυκλικής ατέρμονης αφήγησης, όπου όλα δύνανται να συμβούν και συμβαίνουν όπως στα παραμύθια. Η ψυχολογική πίεση λόγω του εγκλεισμού και της πανδημίας δημιουργεί εφιαλτικές καταστάσεις, που ακροβατούν μεταξύ ονείρου-πραγματικότητας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και άτομα που προτιμούν να περνούν τη ζωή τους σε μια κουνιστή πολυθρόνα, όπου η ταλάντωση και η στατικότητα συνυπάρχουν δίχως καμία μετατόπιση μεταξύ των δύο άκρων.

Το ατέρμονο λίκνισμα της κουνιστής πολυθρόνας, που ταλαντώνεται στη θέση της χωρίς να πηγαίνει πουθενά, μοιάζει συνεχώς να προχωρά, να κινείται και να επιστρέφει σα να συμπιέζει σε επιτόπια κίνηση το τέλος στην αρχή και την αρχή στο τέλος. Μια υπόνοια κυριαρχεί· ότι όσο κι αν πασχίσει ν’ απομακρυνθεί, το βάρος της ύπαρξης σαν μαγνήτης πάλι ατόφια θα την επιστρέψει στο ίδιο σταθερό σημείο, στην ίδια κουνιστή πολυθρόνα που χρόνια τώρα πέρα-δώθε επιτόπου λικνίζεται χωρίς να πηγαίνει πουθενά. (από το διήγημα «Το Λίκνισμα»)

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, άβουλοι και απερίσκεπτοι, παραδομένοι στην τρυφηλή ζωή, φορτωμένοι στο πλοίο της πανδημίας, δίχως καμία διάθεση να εναντιωθούν και να παλέψουν, οδηγούνται σε αδιέξοδο και προδιαγεγραμμένο τέλος από τις ίδιες τις επιλογές τους. Γίνονται βορά των αρουραίων της πόλης, την οποία λόγω πανδημίας είχαν εγκαταλείψει και τώρα με την επιστροφή τους τους καταβροχθίζουν δίχως αντίσταση, παραδομένους στον ευδαιμονισμό και την ψευδαίσθηση.

Οι αρουραίοι της φαντασμαγορικής πόλης-φάντασμα, που είχε αδειάσει από τους κατοίκους της, έσπευσαν να τους υποδεχτούν μέσα στον βαρύ θαλασσινό μεσαιωνικό μολυσματικό αέρα, δείχνοντας όλο νόημα τα μπροστινά τους δόντια τα κοφτερά, που έλαμψαν μόλις αντίκρισαν την παράδοξη τούτη καραβιά την απελπισμένη και ξέμπαρκη από το πλοίο της και την εποχή της. (από το διήγημα «Ο χορός των εκστασιασμένων»)

Τα δόντια υπάρχουν παντού, αλέθουν και καταβροχθίζουν το κάθε τι, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν τα υποκαθιστά το κροτάλισμα των αδύναμων τεχνητών οδοντοστοιχιών. Οι μασέλες κροταλίζουν σε ύπνο και ξύπνο μπερδεύοντας τον ήχο και τη δράση τους με αυτήν των φυσικών δοντιών. Τα πελώρια στόματα των δωματίων, του κλειστού χώρου και του ανοιχτού περιβάλλοντος, επιτελούν την ίδια λειτουργία. Δόντια φυτρώνουν παντού.

Οι ξαναμμένες μασέλες κάθε μέρα ολόγυρα, ανοιγοκλείνοντας με πάταγο, κροταλίζουν, χοροπηδούν στης ηλιθιότητας τις ατέλειωτες γιορτές. Σάπιοι Τραπεζίτες, πάνοπλοι μαφιόζοι, επιχειρηματίες Κοπτήρες, βρομεροί πολιτικοί Κυνόδοντες και η αχανής εξαγορασμένη πελατεία, όλοι τους με δόντια σουβλερά οργανωμένα σε στρατιές κροταλίζουν απειλητικά τις μασέλες. Παίρνουν φόρα, πετάγονται έξω από την τηλεόραση και τους χιμούν. Οι ανυπεράσπιστοι αισθάνονται βαθιές δαγκωματιές στο κρέας. Κοιτάζουν πίσω τους. Διαπιστώνουν με τρόμο ότι είναι όλοι τους εκεί. Τσαμπιά με μασέλες καρφωμένες στον πισινό τους. (από το διήγημα «Οδοντοστοιχίες»)

Διαβάζοντας αυτά τα διηγήματα, για θέμα τακτικής της ανάγνωσης είναι απαραίτητο να τα τοποθετήσεις στη σειρά, εφαρμόζοντας την κάθε ιστορία στον αναλογούντα σωστό τόπο και χρόνο, καθορίζοντας έτσι το πλαίσιο. Το δρων υποκείμενο, ο άνθρωπος, κινείται εντός αυτών των πλαισίων άλλοτε προγραμματισμένα και άλλοτε παρορμητικά. Έτσι, γίνονται φανερές στον αναγνώστη οι προθέσεις του. Η ευτοπία συνδέεται με τη δυστοπία και με την ουτοπία και ο χρόνος μεταπίπτει αναλόγως σε πραγματικό, σε άχρονο παρόν και σε ονειρικό. Στον πραγματικό χρόνο ο άνθρωπος δρα σύμφωνα με την κατάσταση στην οποία ευρίσκεται και υπαγορεύουν οι συνθήκες, ενώ στον ονειρικό φαντασιακό χρόνο ανάλογα με τις επιθυμίες του. Αυτοί οι χρόνοι συμπλέκονται και μας μεταφέρουν μεταξύ ουτοπίας-πραγματικότητας δίχως σαφώς καθορισμένα όρια. Τα όνειρα εδώ λειτουργούν ως σήματα και προμηνύματα της πραγματικότητας, συμβάλλουν στο να δημιουργείται ένας ενδιάμεσος εικονικός-πραγματικός κόσμος, στον οποίο περιδινίζεται ο άνθρωπος και αναλόγως πράττει.

Για να κατανοήσουμε τα διηγήματα της Κορνέτη, θα πρέπει να ορίσουμε και κυρίως να αναγνωρίσουμε ό,τι δημιουργεί αυτές τις δυστοπικές καταστάσεις που περιγράφονται, να ορίσουμε τις δρώσες δυνάμεις που επενεργούν καταπιεστικά συνήθως στους υποκείμενους ανθρώπους αλλά και στο περιβάλλον. Στο παραμορφωτικό παιχνίδι της πραγματικότητας, στο οποίο κλήθηκαν να παίξουν, έγιναν πιόνια και απέμειναν οι τελευταίοι παίκτες μιας παρτίδας μακάβριας,αναφέρει στο διήγημα «Ιππότης στην άκρη – A Knight on the rim is dim». Να ορίσουμε την αντίδραση, το περιθώριο και τον τρόπο αντίδρασης αυτών των ανθρώπων, για να δούμε κατά πόσον υπάρχει η δυνατότητα διαφυγής από αυτές τις καταστάσεις, όπως και το ελάχιστο περιθώριο ελευθερίας. Να διαβάσουμε την πραγματικότητα ως την αντιστροφή της, ώστε να οδηγηθούμε στην el korneti23αλληγορία και την παραβολή της κάθε ιστορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι το διήγημα «Η πόλη ανάποδα».

Τελειώνοντας, θέλω να επισημάνω ότι σε αυτό το διαμορφωμένο περιβάλλον δεν υπάρχει περιθώριο συλλογικότητας, αγάπης, έρωτα. Κατά βάθος, όμως, διαβάζοντας με αυτόν τον τρόπο τα διηγήματα αυτού του βιβλίου, αυτό το ελλείπον στοιχείο είναι αυτό που μένει να ανακαλύψουμε εμείς ως αναγνώστες.

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

“Η Αυγή” 18/6/2023

Συναρπαστικές αποδόσεις

Σήμερα θα εξασκηθώ
Στην Ονειροποίηση

Αύριο θα επιδοθώ
Στην Ονειροκοπτική

Μεθαύριο στην
Ονειροκτονία

Έλσα Κορνέτη, Ξύλινη μύτη τορνευτή, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2021

Προηγήθηκε το 2020 Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες από τις ίδιες εκδόσεις. Ήταν η πρώτη συλλογή είκοσι τεσσάρων διηγημάτων της ποιήτριας Έλσας Κορνέτη (Μόναχο, 1969 -). Τα τριάντα ένα κομμάτια της σημερινής πεζογραφικής εκδοχής επιβεβαιώνουν στην πράξη την κειμενική ευελιξία της προαναφερομένης. Η ακριβολογία, η αμείωτη αίσθηση του περιττού, η συστηματική παρεμβολή του στοιχείου της έκπληξης, η αξιοποίηση της μεταφοράς, της δισημίας, της εμφατικής αλληγορίας και της συνειδητά αμφίδρομης έκφανσης, η συχνή διαστρωμάτωση αντιθετικών νοημάτων, η διακειμενική συμπεριφορά των αποτυπώσεων, πάντα σε συνδυασμό με τις ρεαλιστικές περιγραφές των χαρακτήρων, συναπαρτίζουν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της ήδη πολύπειρης, σαφώς αναγνωρίσιμης γραφής.
Καταθέτω ένα δείγμα ενδεικτικών εμπεδώσεων της δημιουργικής συνάντησης του πραγματικού με το φαντασιακό από το δέκατο κατά σειρά μικροαφήγημα, την «Παρτίδα»: «Το πολυτιμότερο απόκτημα από την παρτίδα που δεν τέλειωνε το είχαν ήδη κερδίσει∙ ήταν τα χαμένα δόντια τους που είχαν φυτρώσει κοφτερότερα και δυνατότερα από ποτέ και τώρα είχαν πετάξει τις μασέλες τους και μασούσαν καλά ακόμα και το σκληρότερο κρέας που τόσο είχαν επιθυμήσει. Ήταν τόσο παράξενο όλο αυτό και ακόμα πιο παράξενο ήταν πώς δεν πρόσεξε κανείς ότι εκεί σε μια παρτίδα που δεν τέλειωνε πάνω στην τσόχα την πράσινη που έλιωνε κι αυτή κι άλλαζε χρώμα από το ξεθώριασμα, αυτές οι δεινές χαρτοπαίκτριες έχασαν τα μισά τους χρόνια κι ήρθαν κι έμοιασαν από την μέση και πάνω με εκείνες τις φιγούρες τις γυναικείες των τραπουλόχαρτων που τις λένε ντάμες, κι έτσι όπως κόβονταν στη μέση διπλώνοντας τις καρδιές τους, άρχισαν να παίρνουν τις μορφές τους τις όμορφες από τις ντάμες κούπες, τις ντάμες καρό, τις ντάμες μπαστούνια, τις ντάμες σπαθιά, ώσπου αυτές οι γυναίκες-τραπουλόχαρτα έμειναν νεκροζώντανες, μισές χάρτινες ντάμες από τη μέση και πάνω νέες, ενώ από τη μέση και κάτω απέμειναν μισές σάρκινες ντάμες γριές». Η ομολογία πίστης στη σχετικότητα, η οποία απαντά στις υποθέσεις των ανθρώπων είναι δεδομένη. Διακρίνω, μεταξύ πολλών, τα εξής αποκαλυπτικά: «Στην πορεία της ζωής διαπιστώνει: Ό,τι μοιάζει πραγματικό καταλήγει μια επινόηση∙ εμένα μ’ ενδιαφέρει το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής, η αλήθεια της φαντασίας και η φαντασία της αλήθειας». (Βλ. το όγδοο διήγημα με τίτλο «Το λίκνισμα»).
Η πραγματικότητα παρίσταται διαρκώς. Είτε παραμορφωμένη είτε όχι αποτελεί το ικανό και αναγκαίο έδαφος, όπου η διήγηση ριζώνει. Επισημαίνω ότι διατυπώνονται συνθήκες σεβασμού, διερμηνείας και περαιτέρω περιποίησης του εξ αντικειμένου πραγματικού. Απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής χαρακτηριστικά δείγματα ιδιαίτερα διδακτικών παρεμβολών: «Κι όταν προσπάθησαν να τα αποσπάσουν τραβώντας τα από τα πόδια και τα μαλλιά διαπίστωσαν ότι τα παιδιά τους είχαν γίνει ανθρωπόμορφες σαύρες και βατράχια με βεντούζες στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών και από τις οθόνες με κανέναν τρόπο δεν ξεκολλούσαν, γιατί ήταν τέτοια η απορρόφησή τους στο ψηφιακό περιβάλλον που τα είχε ρουφήξει κανονικά και τέτοια η αδιαφορία τους προς την πραγματικότητα, ώστε προτίμησαν να μείνουν εκεί που περνούσαν καλά – κολλημένα στις οθόνες» (βλ. το προλογικό, τρίτο κατά σειρά διήγημα, που φέρει τον τίτλο «Τα χαμένα παιδιά»). Κι ακόμη: «Η πραγματικότητα όμως τρέχει δίπλα της καθώς παλεύει να της ξεφύγει, η πραγματικότητα την ξεπερνά βγάζοντάς της τη γλώσσα, η πραγματικότητα τερματίζει κι όπως φαίνεται έτσι θα τερματίσει και τη ζωή της, όταν θα την πνίξει στην υγρή λάσπη» (βλ. το τέταρτο στη σειρά διήγημα, με τίτλο «Κορίτσι στον λάκκο»).
Τόσο στους απώτερους, όσο και στους εγγύτερους λογοτεχνικούς προγόνους της Έλσας Κορνέτη συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805 – 1875), ο Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας (1899 – 1974), ο Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ (1891 – 1940), ο Φερνάντο Πεσσόα (1888 – 1935), ο ημέτερος Ιάκωβος Πιτζιπιός ( Χίος 1800 – πνιγμένος στο Βόσπορο, 1869, βλ. το σημαδιακό έργο του, εφαρμογή των ποικίλων κανόνων του καλουμένου φανταστικού ρεαλισμού, με τίτλο Ο πίθηκος Ξουθ ή τα ήθη του αιώνος) και βεβαίως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899 – 1986). Μάλιστα Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων του τελευταίου, το οποίο έχει γυρίσει στη γλώσσα ο υπογράφων, φαίνεται να έχει υποστηρίξει πολλαπλώς τη διαχείριση του πρωτογενούς υλικού των Δωματίων με δόντια. Ομοίως η εμβληματική Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα (1883 – 1924) ακούγεται καθαρά στο βάθος των αλλεπάλληλων μεταστοιχειώσεων των προσώπων αλλά και των «ουδετέρων πραγμάτων», σε εφιαλτικές υποστάσεις. Η όλη χημεία των διαδοχικών αυτών μεταλλαγών προσδίδει στις αναπτύξεις των αφηγημάτων του παρόντος έργου ικανές δόσεις μαύρου χιούμορ. Ομοίως, οι συναρπαστικές αποδόσεις κωμικοτραγικών σκηνών από μια ζωή που προσπαθεί να ισορροπήσει πάντα σε εκ προοιμίου ολισθηρό έδαφος, μάταια τις περισσότερες φορές, αλλά και η ιδιάζουσα αύρα μιας ηρωικής πτώσης, η οποία απαντά σε πλείστες, συνήθως καταληκτικές παραγράφους, οφείλουν πολλά στην ευεργετική αφομοίωση των μαθημάτων του ανοικτού σχολείου αναστοχαστικών μετατροπών του όντος, που είναι προ πολλού η ως άνω Μεταμόρφωση.
Παρατηρώ ότι δεν απουσιάζουν και οι καθαρές συμπτώσεις των μηνυμάτων, τα οποία ενυπάρχουν στα Δωμάτια με δόντια, με αντίστοιχα που έχουν ήδη εγκιβωτισθεί σε έργα τρίτων. Έστω το εξής ομιλητικό παράδειγμα από το προτελευταίο κομμάτι της σειράς με τίτλο «Μια φούσκα ζωής σε χαμηλή τροχιά»: «Κοιτώντας από ψηλά μέσα από το μαύρο που τον τύλιγε, το φως που ξεκινούσε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, τον γνώριμο πλανήτη με την γαλάζια αύρα που δεν είναι πια γαλάζια, αλλά μοιραία άλλαξε χρώμα κι έγινε καφέ γιατί την τύλιξε η σκουπιδοκουβέρτα, και κατάντησε η πιο άδενδρη και η πιο νεκρή περιοχή που μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους, ένα τοπίο δυστοπικό γεμάτο κρατήρες και στάχτη, μπορεί να δει το κέλυφος της γης σαν καβούκι σαλιγκαριού καλυμμένο με άλλα κελύφη. Τη Γη χωρίς ανθρώπους πάνω της, με κάθε δραστηριότητα να έχει παύσει κι όλος αυτός ο αφανισμός να φέρει κάτι από ένα σκοτάδι και μια παρεξήγηση ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον», πρβλ σε άμεση συνάρτηση με: «Τον βοηθούσε ακόμα η σκέψη ότι στο μέλλον θα υπάρξουν πόλεις χωρίς ανθρώπους, κατοικημένες μόνο από ζώα, να παίζουν για καιρό με όσα περίεργα άφησε πίσω ο δικός μας πολιτισμός. Όλα αυτά όμως ήταν παρελθόν, είχαν περάσει». (Βλ. Clemens J. Setz, H παρηγοριά των στρογγυλών πραγμάτων, μετάφραση: Χρήστος Αστερίου, εκδόσεις Gutenberg, 2021). Ο δε υπερ-οφθαλμός που εμφανίζεται στο δέκατο έβδομο διήγημα με τίτλο «Η μοίρα του ματιού “als ich kan”» παραπέμπει ευθέως στις χρήσεις του αφορισμού που μας παρέδωσε ο Angelus Silesius, δηλαδή «Το μάτι που μ΄ αυτό βλέπω το Θεό είναι το ίδιο το μάτι που μ΄ αυτό με βλέπει εκείνος».
Η οικολογική παράμετρος είναι εμφανής στη συγκεκριμένη κειμενική ζώνη. Το δε Μέγα Σφαγείο ή άλλως Εικοστός Αιώνας, ως να ήταν η οντολογία του πανικού, δεν παραλείπει να κληροδοτήσει το άγος του και στο προκείμενο πεδίο αναπαραστάσεων σκηνών μαρτυρικού βίου. Είναι ό, τι ακριβώς προκαθορίζει τις αντιδράσεις, τις συμπεριφορές και τα αίτια της καθοδικής πορείας των διηγητικών υποκειμένων. Η επανάληψη της οδύνης συνιστά εν ολίγοις την εφαρμογή της νομοτέλειας, η οποία διιστορικά διέπει τη ζωή των θνητών. Απομονώνω από το δεύτερο διήγημα με τίτλο «Ακροβασία στο νερό»: «Αδειάζοντας όμως την πισίνα από το νερό ο πελώριος άγριος σπόγγος ο απορροφητικός, ένα τέρας μαλακό, το πρώτο ζώο, το μακροβιότερο που εμφανίστηκε στη γη, κι έκτοτε ακόμα μεγαλώνει, κατάπιε μαζί και το άμοιρο κορίτσι. Την υδρόβια μπαλαρίνα με τ’ αρθριτικά».

 

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

http://www.periou.gr 24/6/2023

Η Έλσα Κορνέτη έχει μια ιδιαίτερη γραφή, ξαφνιάζει, έχει δόντια, έτοιμα να σε δαγκώσουν, να σε κάνουν κομμάτια. Όποια καλή πρόθεση κι αν έχεις να δεις τον κόσμο με φυσιολογικό μάτι, δεν θα καταφέρεις να αντισταθείς για πολλή ώρα. Θα παραδοθείς, θες, δε θες. Η Κορνέτη δηλαδή παίρνει μια σκηνή της καθημερινής ζωής και την μεταγράφει σε εξτραβαγκάντ εκδοχή, η οποία στο τέλος γίνεται ένα ψυχολογικό θρίλερ από τα δόντια του οποίου δεν θα γλιτώσεις.

 

Πρώτο παράδειγμα μας δίνει ο άνθρωπος ο κλειστοφοβικός. Δεν βγαίνει έξω, φοβάται μήπως τον δουν, παραγγέλλει και του φέρνουν φαγητό, πληρώνει ηλεκτρονικά και δεν έρχεται σε επαφή με τον κούριερ που αφήνει απέξω το φαγητό και παίρνει από το τραπεζάκι το φιλοδώρημα που του έχει αφήσει ο πελάτης. Ο έγκλειστος ανοίγει με προφυλάξεις, βγαίνει με προφυλάξεις, μπας και τον δει κανείς, παίρνει τις προμήθειες μέσα και ξανακλείνεται στο άσυλό του ή στη φυλακή του, σ’ ένα δωμάτιο με δόντια. Εν ολίγοις έχουμε έναν άρρωστο που κινδυνεύει από τα βλέμματα των άλλων όχι από τον κορωνοϊό του κόσμου, όχι από πανούκλα του Καμύ ή ίσως κινδυνεύει από όλα συν από τους σεισμούς, λιμούς, λοιμούς και καταποντισμούς, όλα εκείνα τα γνωστά και από την ιστορία και από τους δεινούς μελλοντολόγους.

Η συγγραφέας λοιπόν έχει γλώσσα με δόντια που σπάει κόκκαλα. Τελικά όλο το «άγριο», για κατανάλωση, πλήθος που όρμησε στην αγορά για να κάνει τα ψώνια του και πιάνει και ζουλάει τα εκτεθειμένα φρούτα και λαχανικά με τα χέρια του, το βλέπει ο έγκλειστος με αηδία και αποτροπιασμό.

Τελικά στην τρίτη σελίδα του κειμένου θα δούμε τι του λείπει και μισεί ή φοβάται όλον τον κόσμο: Η αγάπη του λείπει. Σαν σε παραλλαγή και ανάπτυξη της περιγραφής της από τον Απόστολο Παύλο η συγγραφέας θα μεταμορφώσει τη λέξη για να την φτάσει στα όρια της απομυθοποίησής της. Η αγάπη είναι καταναλωτισμός και βουλημικό κτήνος, αγοράζεται ή αποκτιέται με δωροδοκίες. Πώς την πολεμάς; με το να μην κάνεις τίποτα και να γίνεις τίποτα.

Τέλος, κλεισμένος στο σπίτι με τα πολλά φυτά θα καταποθεί από αυτά και από τα πουλιά στα μπαλκόνια του, από το τέρας του εγκλεισμού. Δεν φταίει τελικά το σύστημα αλλά το κέρατο στο κεφάλι του. Πώς, τώρα, μέσα σε όλη αυτή την δυσώδη ατμόσφαιρα θα ακούσουμε νοερώς την Μαρία Κάλας, τον Παγκανίνι ή τον Μπιζέ είναι κι αυτή μια στάσις νοιώθεται που λέει και ο Καβάφης ή ίσως πρόκειται για το ευχάριστο ιντερμέδιο ανάμεσα στα επεισόδια της τραγωδίας.

Η Κορνέτη θα συνεχίσει την ξενάγηση στην κόλαση του απάνω κόσμου και θα ενσωματώσει μέσα σε ένα θριλερίστικο περιβάλλον την ομορφιά που προκύπτει είτε από τα λουλούδια είτε από τη μουσική ή από το νερό και τον αέρα. Μόνο που τα ωραία υπάρχουν ερήμην των προσώπων που βιώνουν ιδιαιτέρως τραυματικά τη ζωή. Βλέπετε πως και στη λογοτεχνία, όπως και στα δελτία ειδήσεων, το κακό θριαμβεύει και το καλό δίνεται σαν αντίδωρο, μπουκίτσα, λιχουδιά όμοια με εκείνη την οποία ο θηριοδαμαστής ανταμείβει το θηρίο για να συνεχίζει την παράσταση.

Ένα κορίτσι πνίγεται στην πισίνα, ένα άλλο παρά τρίχα δεν το κατάπιε η λάσπη. Το σώζει ένας τρελός που φεύγει γελώντας, ενώ το κορίτσι έχει αφήσει το χλιδάτο παλτό του να βυθίζεται στη λάσπη, την ομπρέλα του σπασμένη και το ίδιο μοιάζει σαν μόλις να βγήκε από τα χέρια του δημιουργού πρωτοπλάστη. Τι συμβαίνει λοιπόν; Τι είναι ο κόσμος μας; ένας εφιάλτης που οι σωστοί μοιάζουν με τρελούς και οι γνωστικοί δεν υπάρχουν;

Ένας αγώνας σκάκι πιο κάτω θα μας δείξει το αδιέξοδο. Εδώ πάνω στη σκακιέρα θα παραμείνεις και έξω από αυτήν υπάρχει μόνο η άβυσσος. Μια στρατιά από ζόμπι, ένας ήχος στριγκός που βγαίνει από ένα πολυπολλαπλασιασμένο «τηλε», όπου όλα έχουν γίνει θέαμα στην τηλεόραση και όλα τους, το καθένα με τη χολιγουντιανή οδοντοστοιχία του, τρώνε τους θεατές. Καταπλακωμένη η ζωή κάτω από τα άχρηστα που συσσωρεύει ο καθημερινός άνθρωπος στο σπίτι του, χάνοντας την αληθινή ουσία.

Η γη εκρήγνυται και από κάτω ξεπηδούν χωμάτινες υπόγειες δυνάμεις, στα σπίτια μέσα εκρήγνυνται τα καπάκια στις χύτρες, η άσφαλτος σκάει στους δρόμους, από τις βρύσες βγαίνουν ρίζες δέντρων και φυτών αντί για νερό… Πρόκειται για την καταστροφή της φύσης, η οποία στερήθηκε τα δέντρα της με τις φωτιές, το νερό με τη σπατάλη και τώρα οι άνθρωποι πρέπει να ζήσουν μέσα σε έναν εφιάλτη από ρίζες τερατωδών ζιζανίων. Σαν να πρόκειται για την επόμενη μέρα μιας συμπαντικής, κοσμικής, καταστροφής.

 

Μπορεί να έχει δίκιο ο ποιητής που υποστηρίζει πως η διαδικασία που κατεβάζει αγγέλους είναι πολύ πιο επώδυνη από αυτήν που κατεβάζει διαβόλους, όμως αυτή που κατεβάζει διαβόλους, μόνο αυτή ίσως μπορέσει να ξυπνήσει τον αποβλακωμένο μπροστά στην τηλεόραση.

 

Η γραφή της Κορνέτη είναι γρήγορη, τρέχει με πατίνια. Προτάσεις κύριες, ορθομέτωπες, περιγραφή των δρωμένων, χωρίς τη συνδρομή του υποταγμένου λόγου για να αιτιολογήσει, εξηγήσει, διευκρινίσει. Τα πράγματα μιλούν μόνα τους. Το τελειότερο δημιούργημα της δημιουργίας, ο άνθρωπος, ασέλγησε πάνω στη φύση, εξάντλησε τις πηγές της, κατέστρεψε τα δέντρα, έκοψε τις επικοινωνίες των ανθρώπων μεταξύ τους, αντικατέστησε την αλήθεια με ένα κραυγαλέο ψέμα, μετέβαλε τον εαυτό του και τους άλλους σε πιόνια κλεισμένα μέσα στο σπίτι, μπροστά σε μια τηλεόραση, να βλέπουν τη ζωή που χάνουν άπραγοι, αδύναμοι, φοβισμένοι «φυτρωμένοι» στην πολυθρόνα τους, να παρακολουθούν το καθημερινό έγκλημα, την ασέλγεια, τη κλεψιά και την καταστροφή του ζωτικού τους χώρου σαν σίριαλ.

Η Έλσα Κορνέτη έχει όνομα εμβληματικό. Πρώτον η «Έλσα» μας θυμίζει τον Σαββόπουλο της νιότης μας:

Κάτι μ’ αρρωσταίνει σ’ αυτή την πολιτεία/και παίρνω σβάρνα τα φαρμακεία/Νιώθω για σένα κάτι τρομερό/και ήρθε η ώρα να στο πω/

Έλσα σε φοβάμαι, Έλσα σ’ αγαπώ/μια στιγμή μαζί σου είναι μακελειό/
Κι όταν χορεύεις στην πίστα μοναχή/ντουβάρια πέφτουν και σπάζει η οροφή κ.λπ.

Και πάμε στο επώνυμο: «Κορνέτη», από την κορνέτα, το κόρνο (μουσικό όργανο) από το κέρατο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι απολήξεις σε ένα στέμμα παραπέμπουν στα κέρατα των ηγετικών κερασφόρων ζώων. Το κέρατο συμβολίζει την εξουσία. Στην μινωική Κρήτη και όπου αλλού. Η λίμα του κοσμηματοποιού, του κατασκευαστή στεμμάτων συγκεκριμένα, απάλυνε και στρογγύλεψε τις αιχμές, αλλά όποιος ξέρει, ξέρει.

Η Έλσα Κορνέτη έχει γλώσσα και φαντασία κερασφόρα που αποκαλύπτει με έναν ακραίο τρόπο την επερχόμενη συμφορά σαν σύγχρονος Ιωάννης στην Πάτμο.

.

ΛΙΛΑ ΠΑΠΑΠΑΣΧΟΥ

Θεαθήναι 11/7/2023

Με αφορμή τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο Δωμάτια με δόντια
και άλλες κοφτερές ιστορίες, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μελάνι, το Θεαθήναι φιλοξενεί ένα ξεχωριστό της σημαντικής ποιήτριας Έλσας Κορνέτη

Την ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη και της ευχόμαστε μία εξίσου επιτυχημένη λογοτεχνική πορεία.
“Ένας ανήσυχος καιρός ήρθε κι άραξε. Καθοδικός και ταπεινωτικός. Ο έξω κόσμος μεταμορφώθηκε ύπουλα και σιγανά σ’ ένα απέραντο δωμάτιο πανικού, ένα δωμάτιο με δόντια κι εσύ κάθεσαι έτοιμος να φαγωθείς κάθε στιγμή από τη λαιμαργία του.

Πόσο μεγάλη μπορεί να γίνει η πρόκληση του ν’ αποτυπωθεί το πρωτοφανές, το αδιανόητο για την εποχή μας βίωμα της πανδημίας, του εγκλεισμού, της επικράτησης του φόβου και κάθε λογής φοβικού συνδρόμου, της αφόρητης κοινωνικής απομόνωσης, της βίαιης αναμέτρησης με τον εαυτό, σε ένα είδος καθημερινής μονομαχίας, αλλά και η αναμέτρηση με την τεχνολογία, με την οικολογική καταστροφή, και την επέλαση μιας πλούσιας ποικιλίας δεινών και απανωτών κρίσεων που άλλαξαν τη ζωή καθοριστικά κι ας μην πούμε αμετάκλητα.

Δόντια κάθε είδους, μορφής και υφής, δόντια κυριολεκτικά και δόντια μεταφορικά στήνουν το σκηνικό υλικό. Τα δωμάτια μπήκαν σε άλλα δωμάτια, πιο παράξενα, πιο διαφορετικά, πιο εξωτικά, πιο πειραγμένα, πιο ξεβιδωμένα. Τα δωμάτια της πραγματικής πραγματικότητας μπήκαν στα δωμάτια της φανταστικής πραγματικότητας.

Όλες οι αισθήσεις ενεργοποιούνται μέσα από μια απόπειρα να φιλοτεχνηθεί η μεγάλη ή η μικρή εικόνα του κόσμου με ένα γαϊτανάκι ανθρώπων και καταστάσεων που δαγκώνουν και αλληλοδαγκώνονται. Ο άνθρωπος παραμένει το μόνο πλάσμα που κυκλοφορεί χωρίς στολή παραλλαγής, χωρίς στολή προστασίας, σίγουρος πώς από κανέναν δεν θα φαγωθεί. Το μόνο που σαν μάλλινη φανέλα επιμένει κατάσαρκα να φορά, είναι ο επηρμένος του εαυτός.

Μια παράξενη διαπίστωση κοσμεί μια ολόκληρη κοπιώδη διαδρομή, από την τρεχάλα της ύπαρξης στο φρενάρισμα της ψυχής και στη μπαγιάτικη καθημερινότητα που μυρίζει ψόφια ζωή: Τα γεγονότα της ζωής παραμορφώνουν την πραγματικότητα. Η παραμορφωμένη πραγματικότητα σε περιέχει και ταυτόχρονα σε αγνοεί.”

«…Ήταν ένας ήχος στριγκός και διαπεραστικός που δύσκολα μπορούσε κανείς με αληθοφάνεια να περιγράψει χωρίς ν’ ανατριχιάσει. Ξεχύνονταν από χαραμάδες, από πόρτες κοινές, από πόρτες ασφαλείας, από παράθυρα κι άλλα ανοίγματα, διαπότιζε τον αέρα με ήχους εφιαλτικούς με μια γκάμα από τριξίματα και κροταλίσματα που έμοιαζε ανεξάντλητη, σαν να προερχόταν από μια στρατιά ζόμπι που ξεχύθηκε από τα νεκροταφεία τρικλίζοντας προς την πόλη. Ένας ήχος ξερός κι επαναληπτικός από κροτάλισμα δοντιών κι από μασέλες που έτριζαν τα δόντια. Μια άγρια μουσική έβγαινε από σφιγμένα δόντια κάθε τύπου και κάθε μεγέθους που τις νύχτες όλο ανησυχία, υποσυνείδητο άγχος κι αϋπνία κροτάλιζαν χορεύοντας στον εφιαλτικό σκοπό της…»

Πρωταγωνιστές ανυποψίαστοι, επιπόλαιοι, ηδονικοί, άτυχοι, παράξενοι, φοβικοί και τρομοκρατημένοι –κυρίως όμως τύποι καθημερινοί– που ζουν και επιζούν καταναλώνοντας ματωμένα κομμάτια ωμής πραγματικότητας ή αγκαθωτής φαντασιοπληξίας. Η Έλσα Κορνέτη αφηγείται τη σύγχρονη ζωή με μια ποικιλία από φιγούρες που έμαθαν να υπερίπτανται, αλλά και να επιπλέουν, σε ανήσυχους και ταπεινωτικούς καιρούς, πρόσωπα που ήρθαν κι άραξαν σε ένα σύμπαν όπου η ακοή και η μνήμη συνυπάρχουν δαιμονικά κι αγγελικά στην αγωνία της αναμέτρησης με το πεπρωμένο των μικρών και μεγάλων καταναγκασμών.

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

DIASTIXO 30/11/2023

Η Έλσα Κορνέτη γεννήθηκε στο Μόναχο. Σπούδασε Οικονομικά στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Δημοσιεύει τακτικά ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, κριτικά κείμενα και μεταφράσεις. Ποιήματά της έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε έντεκα γλώσσες. Έχει εκδώσει δεκαπέντε βιβλία, εκ των οποίων τα δέκα είναι ποιητικές συλλογές και συνθέσεις. Δύο ποιητικά βιβλία της, το Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα (2009) και το Κονσέρβα μαργαριτάρι (2011) ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το ποιητικό βιβλίο της Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά (2014) τιμήθηκε με το βραβείο «Γιώργος Κάρτερ». Το τελευταίο ποιητικό της βιβλίο έχει τον τίτλο Ο ήρωας πέφτει (Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2021). Το τελευταίο πεζογραφικό της βιβλίο, με τίτλο Δωμάτια με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες (Εκδόσεις Μελάνι, 2023), μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Δωμάτια με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες, ο τίτλος της τελευταίας συλλογής διηγημάτων σας. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του βιβλίου;

Τι συμβαίνει στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία; Πού τελειώνει το πραγματικό και πού αρχίζει το φανταστικό; Μήπως κάπου εκεί ανάμεσα εισχώρησε το μεταπραγματικό; Μήπως κάπου εκεί ανάμεσα κρύβονται όλες οι αναμνήσεις του κόσμου για τον κόσμο; Αν θεωρήσουμε ότι τα πάντα στον κόσμο είναι ιστορίες για το νόημα της ζωής, για την αγριότητα αλλά και την τρυφερότητά της, τότε –ναι– σε αυτό το βιβλίο μου τις ξετρυπώνω με μια σειρά διηγημάτων που συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα σε μικρά και μεγάλα δωμάτια, ένα γαϊτανάκι ανθρώπων και καταστάσεων που κουρδίζονται και ξεκουρδίζονται διαφορετικά, έτοιμοι να πρωταγωνιστήσουν σε ένα περιβάλλον σουρεαλιστικά δυστοπικό που προσομοιάζει σε εφιαλτικό παιχνιδότοπο. Επιχειρώ να ξεδιπλώσω τους αλλαγμένους και επικίνδυνους καιρούς τονίζοντας ότι η τεχνολογική κυριαρχία έχει διαμορφώσει μια νέα οικονομία ομφαλοσκοπική, ναρκισσιστική, αυτοκαταστροφική, ενώ σε παράλληλους χρόνους η κοινωνία βρίσκεται σε φάση ταχύτατης εξελικτικής μετάβασης και το περιβάλλον διαμορφώνεται σε μια μετα-αποκαλυπτική συνθήκη.

Πόσο συχνά θεωρείτε ότι συναντάμε καταστάσεις και χαρακτήρες αντίστοιχους με τους ήρωες του βιβλίου σας;

Οι πάντες γύρω μας, εμείς οι ίδιοι είμαστε μέρος μιας θεατρικής παράστασης που παίζεται καθημερινά εμπλουτισμένη με νέα στοιχεία και νέα πρόσωπα κάθε φορά. Είμαστε όλοι εν δυνάμει ηθοποιοί που παίζουμε τους ρόλους μας, ό,τι μας έχει δοθεί από την κοινωνία, την οικογένεια, τη βιολογία, τον χαρακτήρα, τις επιθυμίες, την προσωπική ηθική. Όλοι βρίσκονται γύρω μας σαν μια αρχαία φυλή Ινδιάνων σε τελετουργία, σαν ένα πολύχρωμο πανηγύρι εποχής, σαν ένα τσίρκο, σαν μια παράσταση με μπουλούκια στην κωμικοτραγική γιορτή της σοβαροφάνειας και της αστειότητας, αρκεί να μπούμε στη διαδικασία να τους δούμε. Είναι θέμα απόφασης του τι θέλεις να δεις.

Ήταν για εσάς η περίοδος της πανδημίας γόνιμη αναγνωστικά και συγγραφικά;

Ναι, διάβασα πολύ και έγραψα πολύ. Είχα την τύχη να βρω το σωστό μεταφορικό εύρημα, «τα δόντια», μια αίσθηση που με κατέκλυζε νυχθημερόν, σαν κάποιος ή κάτι, ένα άγριο θηρίο για παράδειγμα, να καραδοκεί για να σου χιμήξει και να σε κατασπαράξει κάθε λεπτό της άγριας ημέρας και της ακόμα αγριότερης νύχτας. Τα δόντια σε όλες τις εκφάνσεις και τις μεταφορές τους με βοήθησαν να ξετυλίξω τις ιστορίες του βιβλίου μου και να το ολοκληρώσω.

Πότε αισθάνεστε έτοιμη να στείλετε ένα βιβλίο σας στο αναγνωστικό κοινό;

Όταν είμαι σίγουρη ότι έχω «κάτι που βρυχάται» κι είναι έτοιμο να ξεχυθεί από το κλουβί του. Τότε είναι σημαντικό για εμένα να το κοινωνήσω, πιστεύοντας ότι θα αγγίξει το αναγνωστικό κοινό και θα επικοινωνήσω μαζί του. Όταν αισθανθώ ότι κάποιοι αναγνώστες θα καθρεφτιστούν μέσα στο βιβλίο και θα αναγνωρίσουν κάτι από τον εαυτό τους.

Τι μπορεί να προσφέρει ένα λογοτεχνικό βιβλίο σε περίεργους καιρούς;

Είναι ένας τρόπος αντίστασης και αντίδρασης σε ό,τι σαν πολυπλόκαμο πλάσμα βυθού σε καταδιώκει μέσα στα σκοτάδια σου, σε τυλίγει και σε πνίγει. Φυγή και απόδραση από μια πραγματικότητα που σε καταπιέζει και σε θλίβει, γιατί σε βρίσκει παθητικό θεατή των γεγονότων, ουσιαστικά ανήμπορο ν’ αντιδράσεις. Ένα βιβλίο σε περίεργους κι όχι μόνον καιρούς έχει τη δύναμη να σε συγκινήσει, να σε ταρακουνήσει, να σε αφυπνίσει, να σε ταξιδέψει από την πολυθρόνα σου. Ένα καλό βιβλίο μπορεί να σε κάνει να αισθανθείς μέσα σου έστω και ανεπαίσθητα επαναστατικός.

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;

Το να επαναπροσδιορίζεται διαρκώς με ανησυχία και περιέργεια, να μην επαναπαύεται, να διαβάζει πολύ και να ψάχνει νέες αναπάντεχες πηγές έμπνευσης, επινοώντας έναν νέο και φρέσκο τρόπο έκφρασης.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;

Διάβασα τις Επουλωμένες καρδιές του Μαξ Μπλέχερ, από τις καλαίσθητες Εκδόσεις Loggia – αποτελεί μέρος μιας έξοχης τριλογίας, σε μετάφραση του Β. Ιβάνοβιτς. Είναι ένας συγγραφέας που είχε μια δύσκολη, κακή και σύντομη ζωή λόγω της φιλάσθενης φύσης του, που όμως αντλούσε το υλικό του από την αχαλίνωτη φαντασία του με τις υπερρεαλιστικές ρίζες και αξίζει να διαβαστεί. Παραθέτω ένα υπέροχο απόσπασμα, που με γοήτευσε: «Είναι φορές που νιώθεις “λιγότερο από τον εαυτό σου” και λιγότερο από καθετί άλλο. Είσαι ένα σχήμα πιο εφήμερο και πιο διαλυμένο ακόμα κι από τη ζωή σου την ίδια και κάτω από όσα συμβαίνουν γύρω σου. Είσαι ένα σχήμα πιο εφήμερο και διαλυμένο ακόμα και από το εφήμερο της στοιχειώδους, αδρανούς ύλης».

Οικονομική κρίση, πανδημία, πυρκαγιές, πλημμύρες και δυο πόλεμοι στη γειτονιά μας.

H εποχή μας είναι μια εποχή που τη χαρακτηρίζει η σύμπτωση παράλληλων κρίσεων, η μία συνέπεια της άλλης, που κινούνται σαν ινδικά χοιρίδια στην τροχαλία ενός κοινού φαύλου κύκλου. Ακραίος καπιταλισμός, κακοποίηση της φύσης, υπερεξάντληση των φυσικών πόρων, κλιματική κρίση, οικονομική κρίση, ανεργία, χρεοκοπία, υγειονομική κρίση με κόβιντ, ξανά οικονομική κρίση συνέπεια του κόβιντ, φτώχεια, ακρίβεια, ενεργειακή κρίση, πόλεμος, πόλεμοι και πάλι από την αρχή. Ζούμε σε μια χώρα αφάνταστης γεωπολιτικής σημασίας, σε μια περιοχή εύφλεκτη, έτοιμη να εκραγεί κάθε λεπτό, αποδεκατισμένοι δημοσιονομικά, κι όλο αυτό μας κάνει ευάλωτους και ανασφαλείς, δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι σε διεθνείς στατιστικές ανήκουμε στους λαούς με τη μεγαλύτερη αίσθηση άγχους και ανασφάλειας και παρότι ζούμε σε μια από τις ωραιότερες χώρες του κόσμου –την οποία τα τελευταία εξήντα χρόνια αυθαιρετώντας συστηματικά κακοποιούμε, βλέπε φυσικό περιβάλλον– όμως δεν ανήκαμε ποτέ στην κατηγορία των περίφημων ευτυχισμένων κατοίκων της Ευρώπης. Δυστυχώς η ακραία αίσθηση απελπισίας και απογοήτευσης του Έλληνα πολίτη, η κακή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο μέσος όρος δεν είναι αποτέλεσμα απλά μιας παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, που έπρεπε να έχει συμμαζευτεί από καιρό, αλλά και ενός κράτους σε κατάσταση χρόνιας σήψης από καταστάσεις διαφθοράς, νεποτισμού και διαπλοκής, αλλά και υποτονικότητας. Για τους προαναφερθέντες λόγους κι όχι μόνον, το μεγαλύτερο πλήγμα που έχουμε δεχτεί τα τελευταία χρόνια είναι η οικονομική μετανάστευση της πλειοψηφίας των νέων ανθρώπων στο εξωτερικό. Έχουμε απομείνει αυτή η χούφτα γερασμένων κατοίκων σε ένα περιβάλλον αφόρητα παρακμιακό, σε μια χώρα που χωρίς παιδιά μοιραία αργοσβήνει.

Ποια είναι η δική σας αίσθηση για όσα συμβαίνουν;

Η αίσθηση ότι παγκοσμίως το άνοιγμα της ψαλίδας των κοινωνικών ανισοτήτων και της αδικίας διαρκώς διευρύνεται. Ακολουθεί η υπερβολική επένδυση του δυτικού κόσμου στην ευδαιμονία, στο φαίνεσθαι, στις ηδονιστικές απολαύσεις, στον ψηφιακό νέο κόσμο, ο επιφανειακός τρόπος ζωής, ο υπέρμετρος υλισμός, η λατρεία του χρήματος, ο αμοραλισμός, η σταδιακή απομάκρυνση από τις ουμανιστικές αξίες, ο μαρασμός των ουμανιστικών επιστημών, η απομάκρυνση του ανθρώπου από τη Φύση, το γεγονός ότι ο άνθρωπος σήμερα δεν πιστεύει σε τίποτα. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε στο σημείο z, όπως η νέα γενιά, η γενιά zero, η γενιά μηδέν, γιατί όλα μοιάζουν να έχουν χάσει τον σκοπό τους και τίποτα να μην έχει νόημα. Ο άνθρωπος στη σημερινή εποχή, που είναι απόλυτα τεχνολογική και τεχνοκρατική, θεωρητικά έχει διευκολυνθεί σε άπειρους τομείς της καθημερινότητάς του, όμως μοιάζει πιο ανασφαλής, αγχωμένος, νευρικός, επιθετικός κι ανήσυχος από ποτέ. Έχω την αίσθηση ή τη διαίσθηση ότι οι χώρες της Δύσης μπορεί να φαντάζουν ως η Γη της Επαγγελίας σε όσους καταφεύγουν σε αυτές με το όνειρο και τη φαντασίωση για μια καλύτερη ζωή, όμως σύντομα θα μοιάζουν περισσότερο με την γκροτέσκ απεικόνιση κάθε λογής τεράτων στον περίφημο πίνακα Ο κήπος των απολαύσεων του υπερρεαλιστή ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;

Το ήθος.

Ασχολείστε με τη συγγραφή κάποιου νέου βιβλίου;

Ναι, δουλεύω πάντα παράλληλα διάφορα ετερόκλητα πράγματα που καταλήγουν σε βιβλία. Ανάμεσά τους είναι κάτι καινούργιο αυτή τη φορά και συναρπαστικό για μένα, κυρίως για τον κάπως αιρετικό τρόπο σύνθεσής του.

 

 

.

Ο ΗΡΩΑΣ ΠΕΦΤΕΙ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ  ΚΑΠΛΑΝΗ  

Από το φεγγίτη στο δωμάτιο της γραφής

ΘΕΥΘ ΤΕΥΧΟΣ 14 ΔΕΚ 2021

ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ: ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΔΟΝΤΙΑ/Ο ΗΡΩΑΣ ΠΕΦΤΕΙ

Η Έλσα Κορνέτη με σταθερά, θαρρετά και προσεγμένα βήματα έχει χαράξει μια προσωπική διαδρομή στο χώρο της λογοτεχνίας και της κριτικής από το 2007 μέ-χρι σήμερα. Ποιήματα, παραμυθοποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, κριτικά κείμενα έρ-χονται κάθε φορά να μας δείξουν μια ψηφίδα της αλήθειας, κρυμμένη μέσα μας βαθιά, επιμελώς λησμονημένη, διατυπωμένη με ελκυστικό, παράδοξο κι απρόβλεπτο τρόπο, ώστε δεν μπορείς πια να προσποιείσαι ότι την αγνοείς. Μια δυναμική γυναικεία φωνή, με λόγο ουσιαστικά πολιτικό, μια συνείδηση που επιμένει να εναντιώνεται δυναμικά απέναντι στην ανθρώπινη ύβρη, τη βεβήλωση του ιερού, τις κοινωνικές διακρίσεις, τα καταστροφικά δεδομένα μιας ανάλγητης κοινωνίας, ένα πνεύμα που τάσσεται μαχητι-κά στην εύρεση ενός πιο ανθρώπινου δρόμου, με γνώμονα την αγάπη και την αναζή-τηση της πνευματικότητας. Μετά από πέντε ποιητικές συλλογές, μια τριλογία παραμυ-θοποιημάτων και μια συλλογή διηγημάτων που τράβηξαν δικαίως το αναγνωστικό εν-διαφέρον, η Κορνέτη επανέρχεται με δύο καινούρια βιβλία: μια ποιητική συλλογή και μία σειρά διηγημάτων.
«Στην ποίησή μου η ανάγκη διαμορφώνεται από την αναζήτηση απαντήσεων σε μεγάλα και μικρά πανανθρώπινα ερωτήματα, στο διήγημα από την ανάγκη να πω μια ιστορία για την τόλμη και την ατολμία, το δίκαιο και το άδικο και σε κάθε περί-πτωση για το νόημα της ζωής και της τέχνης. Το διήγημα μού δίνει τον απαραίτητο χώρο που χρειάζομαι για ν’ «απλώσω» την σχεδόν μυθιστορηματική πλοκή μιας ιστο-ρίας – που έχει αρχή, μέση και τέλος και που δεν μπορώ να τη συγκρατήσω εγκλωβι-σμένη στα στενά όρια ενός ποιήματος. Στην ποίηση η ανάγκη είναι να εκφραστεί μια ιδέα, μια σκέψη, μια εικόνα ή όλα μαζί να «στριμωχτούν» δημιουργικά και εναγκαλι-σμένα στην πυκνή δομή ενός ισχυρού σύντομου μηνύματος».
Ο λόγος της Κορνέτη κάθε φορά προσαρμόζεται σε μικρότερη ή μεγαλύτερη φόρμα, αλλά σχεδόν πάντα έχει να μας πει με διαφορετικό τρόπο μια ιστορία σαν πα-ραμύθι που μας αφορά. Στη φωνή της διακρίνεται μια ασυμβίβαστη παιδικότητα που αρνείται τη συνήθη ενηλικίωση του συμβιβασμού και της παραίτησης, δεν καταλαγιά-ζει το θυμό της για την αδικία, τις διακρίσεις, τον ανελέητο, αθέμιτο ανταγωνισμό στο χώρο της τέχνης, την εγωπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου, του παραδομένου άνευ ορίων και άνευ όρων στην απρόσωπη σκέψη της τεχνολογίας. Το ποιητικό υποκείμενο πονάει για τον απάνθρωπο κόσμο, δεν τον συγχωρεί, του αφαιρεί τα εξιδανικευμένα ψιμύθια, τον αποκαλύπτει στη γύμνια και τη σκληρότητά του, απαιτώντας, με την κα-θαρότητα του παιδιού που δεν γνωρίζει ελιγμούς και διπλωματίες, τη δικαιοσύνη.
«Τα παραμύθια για μένα δεν είναι μόνο μια γέφυρα είναι μια βάση, είναι το απόλυτο τροφοδοτικό υλικό της δουλειάς μου, από τα πιο σοβαρά, έως τα πιο ανάλα-φρα κι αστεία, έως τα πλέον μαύρα και δραματικά, κατά βάθος ό,τι γράφω πιστεύω πως εκεί βασίζεται. Μ’ ενδιαφέρει άλλωστε να παρατηρώ τα πράγματα, να βλέπω τον κόσμο από την αρχή, με ενθουσιασμό, όπως θα έκανε ένα παιδί που ξεφουρνίζει α-προκάλυπτα την αλήθεια, έτσι όπως αποκαλύπτεται στα μάτια του- γυμνή και αφιλ-τράριστη».
Η λειτουργία της εικόνας είναι πρωταρχική στην ποίηση της Κορνέτη. Η δη-μιουργική όραση προσλαμβάνει την πραγματικότητα μέσα από προβολές ονειρικών κι αινιγματικών εικόνων, η σκέψη αισθητοποιείται και ξετυλίγεται μέσα από τις λέξεις σχήματα, τις λέξεις χρώματα που κινούνται με το δικό τους εσωτερικό ρυθμό, γεννούν και διαλύουν αντικείμενα και μορφές, προκειμένου να γνωρίσουν τα μυστικά τους. Απευθύνονται στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησης, εκεί εγγράφονται και από εκεί ανασύρουν ερμηνευτικά εργαλεία. Τα προσωπικά βιώματα δραπετεύουν από την εξα-τομίκευση, συναντούν τον συνάνθρωπο, συμβολοποιούνται.
«Η γραφή του κάθε νέου ποιήματος, ξεκινά συνήθως από μια εικόνα, άλλες φορές από την αφορμή μιας σκέψης που στην πορεία γίνεται εικόνα – συνήθως όμως η εικόνα προηγείται της σκέψης. Η ζωγραφική και η ποίηση είναι δύο τέχνες που συνο-μιλούν άριστα, έτσι όπως συμπληρώνει η μια την άλλη. Η ζωγραφική τέχνη έχει αφή-σει ένα ισχυρό αποτύπωμα -σχεδόν βιωματικό- στη ζωή μου, είναι μια τέχνη που ακα-τάπαυστα με συγκινεί και με εμπνέει. Η τέχνη του βίντεο μού είναι εξίσου απαραίτη-τη, την παρακολουθώ, τη θαυμάζω και ενίοτε την «απορροφώ», γιατί είναι η τέχνη που αποτυπώνει τον ρυθμό και τον παλμό της εποχής μας κι αυτός ο ρυθμός, κι αυτός ο παλμός κρίνω ότι είναι απαραίτητοι σε ό,τι δημιουργώ, ώστε το αποτέλεσμα να φέρει κάτι από την ταχύτητα της επικαιρότητας, με όρους σχεδόν δημοσιογραφικούς, κάτι που ενδεχομένως έχει απομείνει μέσα μου ζωντανό από την παλιά μου επαγγελματική απασχόληση που προϋπόθετε την περιέργεια, την ανησυχία και την επαγρύπνηση».
Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες είναι μια σειρά διηγη-μάτων της Κορνέτη. που εκδόθηκαν το 2020 και προκάλεσαν δικαίως το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Πλούσιος λόγος, ώριμος, κατασταλαγμένος χρησιμοποιεί με θαυμαστή οικονομία τα εκφραστικά του μέσα για να περιγράψει αλληγορικά τη δυστοπική πραγ-ματικότητα στην οποία αναλώνουμε τον επίγειο χρόνο μας, αλλά, παγιδευμένοι σε μια κουρδισμένη ζωή, αδυνατούμε να τη διακρίνουμε. Η συγγραφέας με τη δύναμη της σκέψης και της φαντασίας κατασκευάζει το είδωλο του κόσμου, εισάγοντάς το στο χώρο του δικού της δημιουργικού παραμυθιού και μας καλεί να το κοιτάξουμε όπως πραγματικά είναι. Παράξενα τοπία, απλοί άνθρωποι, μοναχικοί αποκτούν τη μοναδικό-τητά τους κι η φαινομενικά αδιάφορη ιστορία τους παίρνει μια διάσταση μεταφυσική. Μαγικός ρεαλισμός, σήμα κινδύνου για την υπέρτατη ύβρη σε βάρος της φύσης, του πλανήτη, σε βάρος του θεϊκού στοιχείου που ο άνθρωπος φέρει μέσα του, ακόμη κι αν αρνείται να το αναγνωρίσει, καθώς παραμένει εγωιστικά και επιθετικά διαχωρισμένος από τον άλλο. Η αγωνία μιας ιαματικής δημιουργίας είναι έκδηλη, όπως και η ανάγκη για υπέρβαση του κόσμου τούτου, ενώ ταυτόχρονα διαφαίνεται η απελπισμένη διεκδί-κηση επαφής με το θείο. Η αρχή στο χώρο του διηγήματος έγινε με το βιβλίο αυτό και ακολουθεί ένας νέος τόμος διηγημάτων Δωμάτιο με δόντια που γεννήθηκε την περίοδο του πρόσφατου εγκλεισμού μας, λόγω της πανδημίας.
«Το πρωτοφανές για τον αιώνα μας βίωμα της πανδημίας, αλλά και η ξέφρενη επέλαση της τεχνολογίας ήταν για μένα μια μεγάλη πρόκληση, αλλά και μια ισχυρή έμπνευση που πυροδότησε μια σειρά διηγημάτων που πιστεύω ότι δεν προέκυψαν αφόρητα ρεαλιστικά, αλλά ούτε και ηθικοπλαστικά ή διδακτικά, αλλά δομημένα σε έναν τόπο -μη τόπο- με έναν τρόπο -μη τρόπο-, που μαρτυρούν την ποιητική τους κα-ταγωγή και που φέρουν κάτι από την μαγεία του μεταφυσικού που καθιστά ορατό το αόρατο, σε μια γλώσσα που επιχειρώ συνειδητά να είναι τόσο ανάγλυφη και πάλλου-σα, ώστε να ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις, φιλοτεχνώντας μέσα από λεπτομέρειες μια μεγάλη εικόνα – ένα γαϊτανάκι ανθρώπων και καταστάσεων που καταλήγουν να δαγκώνουν και να δαγκώνονται κυριολεκτικά και μεταφορικά».
Παράλληλα με την έκδοση των διηγημάτων, αναμένεται κι ένα νέο βιβλίο ποί-ησης με τον τίτλο Ο ήρωας πέφτει. Η ποίηση της Κορνέτη στρέφει το βλέμμα στον εσωτερικό ατομικό χώρο, εκεί ανιχνεύει το παλίμψηστο της συνείδησης, ξετρυπώνει τα λάθη από τα ασφαλή κρησφύγετα, τα χρωματίζει, τα αποσυναρμολογεί, τα μετα-πλάθει σε μια σκηνική δημιουργία και τα φυγαδεύει πάλι στην πηγή τους να αναβαπτι-στούν Ο μαχητικός της λόγος ζητά να αντικαταστήσει τις φθαρμένες εγωπαθείς εκδο-χές του κόσμου με καινούριες άφθαρτες και διαυγείς.
«Η νέα συλλογή συμπληρώνει μια άτυπη τριλογία από πειραγμένα και ξεβι-δωμένα κλασσικά παραμύθια, έρχεται δηλαδή το παραμύθι του Πινόκιο στην τελευ-ταία μου συλλογή με τον τίτλο Ξύλινη μύτη τορνευτή να συμπληρώσει τον Λαίμαργο Αυτοκράτορα κι ένα ασήμαντο πουλί και τον Επαναστατικό κύριο Γκιούλιβερ, κλείνο-ντας την πρώτη παρένθεση μιας ιδέας για μια σειρά από ενιαίες ποιητικές συνθέσεις – που όμως διαβάζονται και σαν αυτόνομα ποιήματα- περιελίσσοντας πάντα τα νοήματά τους γύρω από έναν ενιαίο άξονα κι ένα γερό κι ακλόνητο θεατρικό «σενάριο» που φωσφορίζει κλείνοντας το μάτι στο πίσω μέρος της σκηνής».
Η Κορνέτη κατάφερε να δημιουργήσει ένα προσωπικό ύφος, αξιοποιώντας με τον πιο γόνιμο τρόπο τη μεταμοντέρνα γραφή, χωρίς να απαξιώνει και να περιφρονεί το αίτημα του νοήματος. Η γραφή της καλεί τον αναγνώστη σε ένα διαδραστικό παι-χνίδι επαναδημιουργίας κι επανανάγνωσης του κόσμου. Κι εκείνος εισέρχεται σε έναν άγνωστο μαγικό κόσμο που τον σαγηνεύει, βιώνει με ταχύτητα όλη την παλέτα των συναισθημάτων, οι αισθήσεις υπερλειτουργούν, μπαίνει με την περιέργεια του παιδιού στο παιχνίδι να αποκρυπτογραφήσει τα δεδομένα τους.
«Αν ο αναγνώστης αγαπά το ευφάνταστο παιχνίδι με τις λέξεις, τα σπιθίσματα και τις παρεκτροπές της φαντασίας, την επιβολή του παράλογου στον κόσμο του λογι-κού, τον μαγικό ρεαλισμό του παραμυθιού και όλα τα παράγωγά του- τότε είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο».

 

ΝΙΚΟΣ ΤΑΚΟΛΑΣ

CULTUREBOOK 17/2/2022

Ψάχνοντας την καταγωγή του Ήρωα πρέπει να στραφούμε προς τα ομηρικά ακρογιάλια. Εκεί όπου το κύμα σκάει στη μακρινή αμμουδιά και κείνος σηκώνεται αργά, τεράστιος, σιδερόφραχτος κι αρματωμένος, γεμάτος φύκια κι αλμύρα, λέξεις κι αφηγήσεις. Είναι ο πρώτος Ήρωας της ελληνικής Ιστορίας και έρχεται να διακοινώσει τα μυθικά γεγονότα που έζησε, για να περισωθούν σε ένα Έπος – στην Τέχνη δηλαδή, αφού αυτή είναι η πρώτη μνήμη της ανθρωπότητας. «…Η ονειρική πραγματικότητα του κόσμου που μας αναλογεί», γράφει ο Γκεόργκ Λούκατς, ενώ διευκρινίζει ότι «..ποτέ ο Ήρωας του Έπους δεν είναι άτομο αλλά η μοίρα μιας κοινότητας». Εκεί στο Λόγο ενδημεί ο Ήρωας, αφού το Έπος είναι ο κοινωνικός και μυθιστορηματικός του χώρος. Στην κλασσική λογοτεχνία, αργότερα, περνάει στα ηρωικά παραμύθια των λαών και στα παιδικά-νεανικά αφηγήματα. Καταγωγικά εμφανίζεται σαν συνέχεια των Θεών και κυρίως των ημίθεων, που οι άνθρωποι τους ένιωθαν πιο πολύ γήινους σαν κι αυτούς, άρα δικούς τους. Στην Ιστορία ο Ήρωας πότε υπηρετεί τον τροπαιοφόρο βασιλιά και πότε μάχεται για τον κοινό θνητό και με τη δράση του αποκτά φήμη και δόξα. Συχνά δεν κινείται μόνο στο χώρο του φυσικού – ψυχολογίας, αλλά και της μεταφυσικής, ενώ καθορίζεται από την έννοια του πεπρωμένου και του αναπόφευκτου.

Ωστόσο το βιβλίο της Έλσας Κορνέτη δεν αναφέρεται στην ύπαρξη του Ήρωα συνολικά, αλλά σε κάτι πιο συγκεκριμένο: στη φάση της πτώσης του στη σημερινή εποχή και στις πολλές όψεις που έχει αυτή. Από την αρχή η συγγραφέας αποκαθηλώνει το σύγχρονο Ήρωα. Αναδεικνύει την ψευδότητα του προτύπου του σε καιρούς που η έννοια και η χρεία του βαθμιαία εκλείπουν, ενώ το πόνημα εκφράζει μια αμυδρή νοσταλγία για την παλιά εποχή των ιδανικών του.

Σαν μέθοδο ανάλυσης της αποκαθήλωσης χρησιμοποιεί η Ε.Κ. την καταιγιστική διάλυση των ιδιοτήτων του Ήρωα, σατιρίζει τις «χάρες» του, τα «υπεράνθρωπα» χαρακτηριστικά του και συστηματικά τον αποδομεί. Ανατέμνει όλα τα σημαντικά του «προσόντα» και τα ακυρώνει, με το δικό της έντεχνο τρόπο.

Η σύγκρουση ανάμεσα στον Ήρωα και στον κόσμο είναι δομικό στοιχείο των σχετικών αφηγήσεων της εποχής του. Ο Ηρακλής, ο Θησέας, ο Αχιλλέας, ο Παπαφλέσσας, οι τρεις Σωματοφύλακες, ..ο Δον Κιχώτης ως αντιήρωας ενδεικτικά, είναι όντα που έδρασαν για κάποιον άρχοντα ή για το λαό τους με κίνδυνο ή απώλεια της ζωής τους, για το κοινό συμφέρον της ύπαρξης και του πολιτισμού τους.

Κάθε κοσμογονικός μύθος περικλείει αναφορά σε Ήρωες, που έλυσαν προβλήματα του καιρού τους. Πολλοί εξ αυτών είχαν μαρτυρικό τέλος, με δόξα που μεγάλωνε τη φήμη τους και περνούσαν ευκολότερα στο μύθο. Αυτό περιγράφει η Έλσα Κορνέτη, μέσα από την ιδιόμορφη οπτική της γωνία,

«Ο ήρωας πέφτει / κι αναρωτιέται: πώς είναι αλήθεια / να τελειώσει η ζωή / για να ζήσεις;» – για να δοξαστείς.

Απελπισμένος και με ταυτότητα αζήτητη στην εποχή μας καταλήγει ανυπόληπτος μισθοφόρος και λεγεωνάριος, υπάνθρωπος στη διάθεση του εντολέα του, περιγράφεται διακειμενικά, στο βιβλίο. Ο εκπεπτωκώς Ήρως, κραταιός άλλοτε, στερούμενος τώρα αποδοχής και βλέποντας το τέλος του μύθου του να πλησιάζει, υποκρίνεται. Αναφέρει σχετικά η Ε.Κ : «η υποκρισία πλάσμα διάφανο, κροταλίζει αθόρυβα μόνο στ΄ αυτιά του εύθραυστου». Με έκκεντρες αλλά δηκτικές λέξεις τον λοιδωρεί και τον ταπεινώνει ανελέητα. Τον γκρεμίζει από το θρόνο του, που του εξασφάλιζε το αποτύπωμά του μέσα στο χρόνο. «..στιγμιαίος καφές ενάντια σε μελάνι διαρκείας…», γράφει ενδεικτικά και δηκτικά.

Ο Καμύ δήλωσε γι΄ αυτούς, τους κατ΄ εντολήν Ήρωες, «αισθάνομαι πιο κοντά στους ηττημένους απ’ ό,τι στους “αγίους” της μάχης. Ηρωισμός και θυσία δεν με αφορούν. Με ενδιαφέρει μόνο ο άνθρωπος».

«Ο ηρωισμός είναι απεχθής και απευθύνεται σε φανατικούς ανθρώπους, που νοσηρά διεγείρονται από τον θάνατο», συμπληρώνει και η Ιζαμπέλ Αλιέντε.

Σήμερα, κατά το βιβλίο της Έλσας Κορνέτη, ο Ήρωας εκποιεί την τόλμη και το ριψοκίνδυνο για την ασφάλεια. Γίνεται γελωτοποιός και εξευτελίζεται, αντί να προσφέρει χαρά. Ο βασιλιάς δεν τον χρειάζεται για να πετύχει επιρροή επί του λαού του, υπάρχουν παγκόσμιοι μηχανισμοί, έντυπα και συμφέροντα που επιτελούν αυτό το σκοπό. Έτσι το παλιό ίνδαλμα αγοράζει άκυρα παράσημα αυτοπεποίθησης από τα παλιατζίδικα. Οι ελάχιστες νίκες του δεν εντυπωσιάζουν τους ισχυρούς.

Το παράδοξο είναι ότι το πρότυπό του επιζεί ακόμα σε κάποιους τομείς της σημερινής κοινωνίας των μονεταριστικών δομών, των χρηματιστηρίων και της παγκοσμιοποίησης, περισσότερο σαν κίβδηλο υποκατάστατο, που εξυπηρετεί σκοπιμότητες, γι΄ αυτό προβάλλεται από κάποιους μόνο κύκλους κι από ανθρώπους μηχανορράφους και υστερόβουλους.

Ο λόγος της Έλσας Κορνέτη προχωρά χωρίς διακοπή, πρόζα που είναι σαφώς θεατρικός μονόλογος, με ποιητικές αποχρώσεις. Τα κείμενα – ποιήματα διακρίνονται από σχετικά ευρείες εισαγωγές, που αναλύουν τις πτυχές του ήρωα και σύντομα εντυπωσιακά συμπεράσματα. Η ευρυμάθεια της συγγραφέως τη βοηθά να κινείται άνετα στα φαινόμενα της γλώσσας και στα σχήματα λόγου, όπως οι άφθονες αλληγορίες. Έτσι χτίζει την άποψή της με ακρίβεια. Γράφει,

«Ο ήρωας πέφτει / Λιποτακτώντας εξιλεώνεται». Κι αλλού, «Η γενναιότητα είναι ένα σημείο μακρινό που χάνεται, στους υδρατμούς του τίποτα, είπε ο Ήρωας και αναλήφθηκε».

Όσο για τον Ήρωα τον αποχαιρετούμε με ένα πραγματικό συμβάν. To 1965 οι Beatles δέχονται πρόσκληση από το Buckingham, απονομής του MBE βραβείου, (Member of the Most Excellent Order of the British Empire), για το πολιτιστικό τους έργο. Ως τότε το βραβείο απονεμόταν σε Ήρωες πολέμου. Οι Βρετανοί διχάζονται, οι σύνδεσμοι βετεράνων ξεσηκώνονται αλλά ο Τζον Λένον δηλώνει ευθαρσώς, ότι «οι Beatles προσέφεραν ψυχαγωγία και χαρά στις ψυχές, όσο οι ήρωές σας σκότωναν κόσμο στα πεδία των μαχών».

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

BOOKTIMES.GR 13/2/2022

Ο ήρωας ξυπνά
ανοίγει τα μάτια του
βγάζει τα χάρτινα φτερά του
τ’ απλώνει στο κρεβάτι
κάνει το σταυρό του
ανοίγει το παράθυρο

Ο ήρωας πέφτει
Λιποτακτώντας
εξιλεώνεται.

Αν διάλεξα το εναρκτήριο ποίημα (σελ. 9) για να αρχίσω την περι-διάβασίν μου προς έναν κόσμο αυτόχρημα κι εξ ορισμού ποιητικό, είναι γιατί εδώ τα συμπεριλαμβάνει όλα όσα κινούν και ΔΕΝ κινούν τη σύγχρονη ποιητική αφήγηση: η δυσανεξία ως προς το περιβάλλον, η ναυτία (κατά Ζαν-Πωλ Σαρτρ), το άγχος του κενού, η μετεώριση στο Τίποτα, η ανάγκη αναφωνήσεως/εκφωνήσεως/διαφωνήσεως, ο εκστατικός χορός της περιδινήσεως…

Η Έλσα Κορνέτη είναι μάγισσα του στίχου, αλχημίστρια της γραφής, θαυματοποιός των μετεώρων, μεταβολιστής των ακορέστων ορέξεων υπέρ Αοράτου και άλλων επισήμως όντων…

Υπάρχουν στιγμές στην Ποίηση που περιδινίζεσαι χωρίς πλησμονή και πληρώνεσαι άνευ επιχρίσματος. Η ποίηση είναι ουσία, ερωτοτροπεί με το «είναι» ενώ το φαίνεσθαι, απατηλόν και τριπτόν καθίσταται αντικείμενον ειρωνείας, αυτοσαρκασμού, αν όχι και χλευασμού.

Οι μεγάλοι ποιητές μηρυκάζουν τον εαυτό τους σαν φέτα άνοστη από χόρτο αποξηραμένο. Είναι γεμάτοι από το Τίποτα και πλήρεις από τον εαυτό τους. Γι’ αυτό ενίοτε καταλήγουν να γίνονται αυτοαναφορικοί. Ειδικά οι σύγχρονοι, ποιητές και ποιήτριες αδιακρίτως. Εξάλλου τα φύλα ποτέ δεν αφορούσαν, δεν περιόριζαν και δεν καθόριζαν την πνευματική δημιουργία.

Διαβάζω στις σελίδες 26-27:

Ο ήρωας πέφτει
Όταν αποφάσισε
να ζήσει τον πόνο
μιας άλλης εποχής
ξιφομάχος
που δεν μονομαχεί

Ο ήρωας πέφτει
τρυπημένος
από τα μνησίκακα
βέλη των Άλλων

Ο ήρωας πέφτει
και ποτέ δεν ξαπλώνει
μόνον πέφτει
αενάως
αιωνίως
για την ηδονή
για τη διάρκεια
για την πτώση

Ο ήρωας πέφτει
γιατί επιτέλους
έμεινε μόνος
και το ξέρει

Ο ήρωας πέφτει
αδιάφθορος
πριν προλάβει
ν’ αποκεφαλιστεί
από υπερβάλλουσα αρετή

Ο ήρωας πέφτει
Σφιχταγκαλιασμένος
με τον καθρέφτη
κι από την πτώση
θρυμματίζεται
μόνο το είδωλό του…

Ο δοκιμιακός λόγος που δεν είναι αυτόχρημα και διδακτικός συνάδει με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μετανεωτερικής εκπαγλότητος.

Εδώ γίνεται αυτοσκοπός. Αυτό το στιχούργημα μετά επωδού είναι στην ουσία ένα ποιητικό δοκίμιο, μεταμοντέρνο υβρίδιο μιας παρούσας εποχής που δεν θα ξαναέρθει.

Και κλείνουμε την τρίπτυχη, τρισώματη, τρισυπόστατη περιδιάβασή μας στις σελίδες 44-45 (προ του τέλους):

Ο ήρωας πέφτει
το λευκό περίγραμμα μένει

Ο ήρωας πέφτει
όταν διαπιστώνει
ότι το σύμπαν του
δεν είναι πια παράλληλο
αλλά κάθετο

Ο ήρωας πέφτει
γιατί πολέμησε
ξανά και ξανά
στον ίδιο πάντα πόλεμο
ώσπου τρελάθηκε ηττημένος

Ο ήρωας πέφτει
και κρατώντας την ουρά
τού τελευταίου φυσητήρα
καταβυθίζεται
στη μεγάλη τάφρο
με τα καλαμάρια

Τώρα επιτέλους μπορεί
με πλάσματα εξαίσια
στο αχνό λυκόφως
του μέλλοντος βυθού
ακούγοντας
να βλέπει

Η όποια μεταφυσική γίνεται αίφνης οριστική, αλλά ουχί και περιοριστική.

Το μετανεωτερικό αμάλγαμα δεν χρειάζεται κατηγοριοποιήσεις και δεν αντέχει τις επεξηγήσεις.

Ο κριτικός λόγος μένει ενεός μπροστά σε τόση πρωτόγνωρη ελευθερία.

Τα καλύτερα έρχονται!!! Μέσα από τα σκοτάδια του συγγνωστού ανθρώπινου φόβου για το Άγνωστο, η καινούργια Αναγέννηση ετοιμάζεται να ανατείλει.

Για την ώρα, ξεπροβάλλουν ποιητικές φωνές καθαρής και ξάστερης, γάργαρης και κρυσταλλικής αφηγηματικότητας, όπως αυτή που εξετάζουμε εδώ.

.

ΠΕΡΙ ΟΥ 22/1/2022

Από τις καλαίσθητες και ιστορικές Εκδόσεις των Φίλων (Αθήνα 2021) κυκλοφορεί το δέκατο ποιητικό βιβλίο της ποιήτριας-πεζογράφου- δοκιμιογράφου Έλσας Κορνέτη, μια συμπαγής ποιητική σύνθεση με τον τίτλο «Ο ήρωας πέφτει».

Λίγα λόγια σαν απόσταγμα:
Αν κάνουμε μια φανταστική υπόθεση ότι αυτός ο τελευταίος ήρωας καταδύεται ταχύτερα από τον χρόνο και ο χρόνος είναι ο δικός του χρόνος -γιατί ο χρόνος απλά δεν υπάρχει- και τότε σε όποιον βυθό του κόσμου και αν καταδυθεί, σε όποιο βάραθρο κι αν πέσει, σαν άλλης άπνοιας ο πρωταγωνιστής, θα ζει σε χρόνο χωρίς χρόνο, εκεί όπου παράλληλες πραγματικότητες συναντούν ασύμπτωτους κόσμους.
Ο ήρωας έχει ένα χάος δρόμο να διανύσει. Ο ήρωας βγαίνει έρποντας στην αμμουδιά. Τώρα ξαπλώνει στην παραδείσια σιωπηλή ακτή με τις χρυσές άφωνες λέξεις:
Οι αληθινά γενναίοι δεν παραδέχονται ποτέ ότι φοβήθηκαν
Θα πουν μια ιστορία ή ένα αστείο όμως ποτέ δεν θα περιγράψουν τον φόβο

 

.

ΞΥΛΙΝΗ ΜΥΤΗ ΤΟΡΝΕΥΤΗ

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

CULTUREBOOK.GR 2/7/2021

Το ασφαλές κρησφύγετο της τέχνης

Η Έλσα Κορνέτη επανέρχεται με τη νέα της ποιητική συλλογή που φέρει τον ευρηματικό και ευφάνταστο τίτλο Ξύλινη μύτη τορνευτή. Η φράση παραπέμπει με άκρα ευθύτητα στη γνωστή ιστορία του Πινόκιο διαμορφώνοντας τις προσδοκίες του αναγνώστη προς την κατεύθυνση του ψέματος και της αλήθειας, ως των δύο θεματικών πυρήνων και πόλων ανάμεσα στους οποίους κινείται, σαν εκκρεμές, η ποιητική σκέψη και έκφραση της ποιήτριας. Η σύνδεση και η σχέση με το συγκεκριμένο παραμύθι, τη λογική και την ηθική του, επιτείνεται από τον υπότιτλο που προσθέτει η ποιήτρια, Μια ιστορία απροσάρμοστης αλήθειας, και που δίνει μία άλλη διάσταση στη φύση και τη λειτουργία της συλλογής, την κάνει, δηλαδή, να προσιδιάζει σε παραμύθι, σε μία «αφήγηση» με κέντρο και στόχευση την αναζήτηση της αλήθειας η οποία, στην περίπτωση της ποίησης, ταυτίζεται, μεταξύ άλλων, και με την ομορφιά.

Το βιβλίο αποτελείται, κατά κανόνα, από ποιήματα ελεύθερου στίχου, τα περισσότερα από τα οποία είναι μάλλον μικρά σε έκταση, όχι μόνο μετρημένη στη διάσταση του «ύψους», σε αριθμό, δηλαδή, στίχων, αλλά και στη διάσταση του «μήκους», καθώς αρκετοί είναι οι στίχοι που αποτελούνται από μία ή δύο μόνο λέξεις. Η μεθόδευση αυτή διαμορφώνει έναν ιδιαίτερο ποιητικό ρυθμό, ταχύ και κοφτό, που καθοδηγεί την ανάγνωση και ενισχύει την εκρηκτικότητα του ίδιου του ποιήματος, καθιστώντας το πιο καίριο, πιο καταλυτικό, ενδεχομένως και πιο αφαιρετικό, από τη στιγμή που απαιτεί και προϋποθέτει την ενεργή και ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη για τη συμπλήρωση των «κενών» και τη γεφύρωση των νοημάτων. Το στοιχείο εκείνο, όμως, που διαφοροποιεί την ποίηση της Κορνέτη από άλλες αντίστοιχες στιχουργίες που υπερασπίζονται και προκρίνουν τον μονολεκτικό στίχο ή τον στίχο λίγων λέξεων ως πυρήνα της δημιουργίας, είναι το γεγονός ότι η ποιήτρια κατορθώνει να απαλύνει την αιχμηρότητα που είναι συνυφασμένη με αυτήν την ποιητική τεχνική και να προσδώσει στα ποιήματά της έναν πιο τρυφερό, πιο οικείο τόνο που ενισχύεται άλλωστε και από τη θεματική της, το παραμύθι με το ψέμα και την αλήθεια που αυτό κυοφορεί και αποκαλύπτει.

Ο διαρκής και σταθερός προσανατολισμός της ποιήτριας προς τη θεματική του ψεύδους, η αποκλειστική, με άλλα λόγια, ενασχόλησή της με την παρουσία του και τις ποικίλες εκφάνσεις του στη ζωή και την τέχνη, προϋποθέτουν και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτουν ένα βαθύ και στέρεο φιλοσοφικό υπόβαθρο που έλκει την καταγωγή του από τον Πλάτωνα και την περί τέχνης θεωρία και θεώρησή του. Η άρνηση του σπουδαίου φιλοσόφου να δεχτεί την τέχνη και τους καλλιτέχνες στην ιδανική του Πολιτεία γιατί αυτοί αντιγράφουν την ήδη αντιγραμμένη πραγματικότητα, αποτέλεσε μία από τις πιο πολυσυζητημένες θέσεις και απόψεις που διατηρεί ακόμα και σήμερα τη δύναμη και τη δυναμική της. Μία απήχηση αυτής της οπτικής πάνω στην τέχνη και τη λειτουργία της μπορεί κανείς να εντοπίσει στο τετράστιχο που η Κορνέτη προτάσσει στο βιβλίο της και που σχηματοποιεί ακριβώς, με τρόπο ποιητικό, τη θεώρηση της τέχνης ως απολαυστικού ψέματος που υπολείπεται της αλήθειας: Ευφάνταστο/ ψέμα πλουμιστό/ Φτωχέ συγγενή/ της αλήθειας.

Η ποιήτρια, ωστόσο, δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στην αναπαραγωγή της φιλοσοφικής αυτής άποψης. Μάλλον το αντίθετο. Γιατί αυτό και μόνο το εγχείρημά της, η ποιητική δηλαδή σύνθεση και δημιουργία, αρκεί για να ανατρέψει και να αντιταχθεί σθεναρά στην απαξίωση και τον εξοβελισμό της τέχνης, της ποίησης εν προκειμένω, από τον ανθρώπινο βίο. Αλλά και τα ίδια τα ποιήματα της συλλογής υπερασπίζονται και προκρίνουν τον καταλυτικό ρόλο της ποίησης στη ζωή ως μίας δύναμης που μπορεί εισδύει βαθιά στην ουσία των πραγμάτων και να αναδείξει την αλήθεια τους. Το παράδοξο, μάλιστα, είναι ακριβώς αυτό. Το γεγονός δηλαδή ότι η ποίηση δεν είναι απλώς και μόνο ένα ψέμα, κάτι πλαστό και πλασματικό, είναι στην κυριολεξία μία ανοίκεια κατασκευή που δεν αντιγράφει απλώς, αλλά αναδημιουργεί τον κόσμο: Οι ονειροπόλοι και οι τυχοδιώκτες/ ζωγραφίζουν με μια μύτη διαβήτη/ ομόκεντρους κύκλους/ στο νωπό τσιμέντο/ των αιθέρων/ εκεί όπου/ φυτρώνουν/ πράσινα εργοστάσια ζαχαρωτών/ και το μέλι βάφεται/ μπλε. Από αυτήν την άποψη, το ψέμα της τέχνης είναι η απόλυτη αλήθεια από τη στιγμή που αυτή αποκαλύπτεται όχι ως προϋπάρχουσα, αλλά ως επιθυμητή, προσδοκώμενη και τεχνουργημένη.

Ουσιαστικά, αυτό που πραγματοποιείται εδώ είναι μία ανατροπή, η οποία δεν κραυγάζει, οπωσδήποτε όμως καταυγάζει το νόημα και την ουσία της. Πρόκειται για την αντιστροφή των εννοιών της αλήθειας και του ψεύδους σε συνδυασμό και σε συνάρτηση με το δίδυμο των εννοιών της ζωής και της τέχνης. Έτσι, ενώ στην παραδοσιακή λογική θεώρηση η αλήθεια και η ζωή εξέβαλλαν στην πραγματικότητα και η τέχνη με το ψέμα στον αντίποδά της, εδώ συμβαίνει το αντίστροφο. Το ψέμα, δηλαδή, τροφοδοτεί την πραγματικότητα από τη στιγμή που αυτή αποδεικνύεται αναληθής και ανεπαρκής: Προσποιείσαι λοιπόν/ Υποκρίνεσαι λοιπόν/ πως ζεις σ’ έναν κρατήρα/ σε ηφαίστειο ανενεργό/ όπου το ψέμα ευδοκιμεί. Από αυτή την άποψη, το ψέμα και, συγκεκριμένα, το ψέμα της τέχνης αποδεικνύεται εξαιρετικά επωφελές ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που τεχνουργείται για να προσφέρει την παραμυθία και τη λήθη. Ο προβληματισμός αυτός, βέβαια, που τροφοδοτεί την έμπνευση και τη δημιουργία είναι στενά συνυφασμένος με τη ζήτημα και το ζητούμενο της ύπαρξης, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο η ποιήτρια αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη υπόσταση και συνθήκη αναγνωρίζοντας, στην ουσία, πως αυτό που δεν μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο η «αλήθεια» της ζωής, μπορεί κάλλιστα να το προσφέρει το «ψέμα» της τέχνης: Εγώ πλέον/ βγήκα απ’ την τροχιά της ζωής/ Θα μπω στο παραμύθι.

Στο πλαίσιο αυτό, και με δεδομένη την υπαρξιακή διάσταση που εμποτίζει τα ποιήματά της, η Κορνέτη, σε κάποιες περιπτώσεις, προσδίδει και μια συμβουλευτική χροιά στη στιχουργία της, όχι τόσο με την έννοια της παρότρυνσης, όσο με την έννοια μιας πιο φιλοσοφημένης στάσης απέναντι στον ανθρώπινο βίο, μιας στάσης που συνίσταται στην αποδοχή του ονείρου, της τέχνης, της φαντασίας ως κατευθυντήριων αρχών και, ταυτόχρονα, στην απεμπόληση της λογικής ή, πιο σωστά, της στείρας λογικής που στεγνώνει και τη ζωή και την τέχνη. Οι συνιστώσες αυτές δίνονται, βέβαια, με τη μορφή αλληγοριών, σε αναλογία κυρίως με τον Πινόκιο ως χαρακτηριστικό ήρωα που συνυφαίνει στο πρόσωπό του την αλήθεια με το ψέμα. Αυτή η επιλογή ακριβώς φαίνεται πως λειτουργεί καταλυτικά προς την κατεύθυνση της συγκινησιακής μέθεξης του αναγνώστη ο οποίος καλείται, στη μορφή αυτή του ήρωα, να αναγνωρίσει ή να τοποθετήσει τον εαυτό του, να κατανοήσει ότι το ψέμα της τέχνης δεν είναι απλώς και μόνο το «άλας» της ζωής, αλλά η πεμπτουσία της.

.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

LITERATURE.GR/3/11/2021

Ξύλινη μύτη τορνευτή, Έλσα Κορνέτη, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν
Υπάρχει άραγε κάποιος που δεν γνωρίζει τις περιπέτειες του Πινόκιο; Στο νέο όμως ποιητικό βιβλίο της Έλσας Κορνέτη, το ξύλινο αγόρι μετατρέπεται σε κάτι περισσότερο από σκανδαλιάρικο παιδί, αφού γίνεται δυνατή αλληγορία του ανθρώπου μέσα στη σύγχρονη συνθήκη:

Σε κόσμο ξύλινο
υποκριτικά πλασμένο
Εγώ ο επινοημένος
ο άνθρωπος κλαδί
με αόρατη περιβολή
θα πρωταγωνιστήσω

(απόσπασμα, σελ. 35)

Όπως είναι ίσως φυσικό με τη μεταφορά της μύτης που μεγαλώνει κάθε φορά που λέει ψέματα ο Πινόκιο στο παραμύθι, το ψέμα και η αλήθεια αποτελούν βασικούς πυλώνες της συλλογής, στους οποίους έρχεται να προστεθεί το όνειρο. Και ενώ αναφορά στο ψέμα γίνεται από το πρώτο κιόλας ποίημα, το όνειρο μπαίνει μόλις στο ένατο και η αλήθεια αναφέρεται όλες κι όλες επτά φορές. Η αλήθεια είναι βέβαια λανθάνουσα σε όλο το βιβλίο, αφού η ύπαρξη του ψέματος προϋποθέτει τη δική της ύπαρξη. Το όνειρο πάλι είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση: μπορεί να αναφέρεται στην πραγματικότητα, δηλαδή την αλήθεια, την προβάλλει όμως σε μια άλλη, ασυνείδητα κατασκευασμένη διάσταση. Όσο για το ψέμα, αυτό είναι πανταχού παρόν, πώς όμως; Η ποιήτρια δεν σταματά να υπογραμμίζει διαρκώς στους στίχους της ότι ο άνθρωπος διάγει το βίο του κατασκευάζοντας ο ίδιος αυτό που θέλει να πιστεύει μέσα από τις κοινωνικές συμβάσεις – μόνο που, σαν κατασκευή, αυτό που πιστεύει δεν είναι κάτι αντικειμενικό, άρα αληθινό. Επομένως, οι νοητικές κατασκευές του καθενός μας είναι τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας για να κάνουμε τη ζωή μας βιωτή, είτε μακραίνει η μύτη μας στη διαδικασία είτε όχι. Ζούμε δηλαδή τη ζωή μας με βάση τα ψέματά μας που ανακηρύσσουμε σε αλήθειες, εκείνα που μετατρέπουμε σε αξίες, λάβαρα, εικονίσματα ή κάθε λογής κύκλους μέσα στους οποίους εγγράφουμε την ύπαρξή μας:

Οι ονειροπόλοι και οι τυχοδιώκτες
ζωγραφίζουν με μια μύτη διαβήτη
ομόκεντρους κύκλους
στο νωπό τσιμέντο
των αιθέρων
εκεί όπου
φυτρώνουν
πράσινα εργοστάσια ζαχαρωτών
και το μέλι βάφεται
μπλε

(σελ. 11)

Μέσα σε αυτούς τους κύκλους, σαν «βελούδινοι άνθρωποι» που έμαθαν να ζουν «μέσα στ’ αγκάθια» και έχουν «ένα μικρό πουλί να κελαηδά στη θέση της καρδιάς», το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να «βγαίνουμε από την τροχιά της ζωής» και να «μπαίνουμε στο παραμύθι». Το παραμύθι είναι λοιπόν το καταφύγιο από την πραγματικότητα και από όλα όσα μας απειλούν. Στο παραμύθι, ο Πινόκιο βρίσκεται στην κοιλιά της φάλαινας:

Στην κόκκινη κοιλιά του κήτους
κάτω από μια οστέινη ραχοκοκαλιά
το άλικο βελούδο της γλώσσας με ζεσταίνει
το πιο ασφαλές κρησφύγετο
Ποτέ κανείς τους να μη με βρει

(απόσπασμα, σελ. 35)

Μόνο που ακόμα και τα παραμύθια είναι μάταια και στο τέλος αυτό που μένει είναι μια απέραντη σειρά από συντρίμμια:

Τώρα έγινα
ο ταλαντούχος γητευτής των θραυσμάτων
ο χαρισματικός τρωγλοδύτης των απορριμμάτων
Σαν ένας γνήσιος ρακοσυλλέκτης
μπορώ επιτέλους όρθιος να σταθώ
και να θαυμάσω από μακριά
τον Ερειπιώνα μου

(απόσπασμα, σελ. 30)

Η υποδόρια μα αιχμηρή ειρωνεία είναι χαρακτηριστική της ποιητικής της Κορνέτη, η οποία δεν αποφεύγει να εντάσσει στους στίχους της ακόμη και λέξεις του συρμού, κατορθώνοντας να διατηρήσει ένα εξαιρετικό ποιητικό αποτέλεσμα:

Ο κύκλος μου έπαθε φούιτ
Σας αφήνω λοιπόν
Να μείνετε
εσείς στους κύκλους σας
Ινδικά χοιρίδια
σε περιστροφή

Το δεύτερο που διατηρεί αμείωτο η ποιήτρια είναι το στοιχείο της τρυφερότητας μέσα στο γενικότερο ζοφερό κλίμα ενός κόσμου γεμάτου απογοητεύσεις, τον οποίο έχει σκιαγραφήσει αδρά σε αρκετές περιπτώσεις:

Ό,τι απεγνωσμένα ψάχνεις να βρεις
με ανακούφιση να ξεσφηνώσεις
για να πεις
Επιτέλους το βρήκα
Είναι
ό,τι χρόνια τώρα
επίμονα
περπατώντας
σε τρυπούσε
Το γυάλινο μυρμήγκι της καρδιάς

(απόσπασμα, σελ. 23)

Σε έναν τέτοιο κόσμο, το μόνο μυστικό που έχει αξία είναι το ακόλουθο:

Το μυστικό:
Το παν είναι ν’ αποτυγχάνεις
Με χάρη
Με επιμέλεια περισσή
Με μοναδικό
Μαθησιακό
Ζήλο

Κι αυτό διότι η επιτυχία δεν έχει καμία σημασία σε έναν κόσμο όπου η αλήθεια είναι απλώς «ξύλινο ψέμα τορνευτό». Σε αυτόν τον κόσμο, το μόνο που έχει εντέλει σημασία είναι να μαθαίνει κάποιος από τα λάθη και τις αστοχίες του, όπως ακριβώς ο Πινόκιο που, εξαιτίας της γνώσης που απέκτησε από τις αταξίες του και με τη βοήθεια βέβαια της καλής του νεράιδας, κατάφερε να γίνει πραγματικό αγόρι.

Η «Ξύλινη μύτη τορνευτή», γραμμένη από την πάντα γεμάτη επίγνωση για την ανθρώπινη συνθήκη πένα της Κορνέτη, είναι μια συλλογή γεμάτη σοφία, ευαισθησία και τρυφερότητα, ακόμη και όταν γίνεται ζοφερή ή τη διαπερνά η ειρωνεία στα σημεία.

.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

CULTUREBOOK 14/11/2021

Η απόσταση που διανύει η ολιγοσέλιδη αλλά αβίαστα γοητευτική και στοχαστικά πυκνή συλλογή της Έλσας Κορνέτη, με τίτλο Ξύλινη μύτη τορνευτή (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2021), μπορεί να μετρηθεί, ίσως, ως αυτή που χωρίζει την προμετωπίδα της από το επιμύθιό της: «Ευφάνταστο/ψέμα πλουμιστό/Φτωχέ συγγενή/της αλήθειας», διαβάζουμε στην πρώτη˙ «Πινόκιο φίλε μου ακριβέ/Μόνο σε σένα θα εξομολογηθώ/της ζωής μας τη μόνη εξίσωση:/Ξύλινο ψέμα τορνευτό/είναι η αλήθεια», παρατηρεί το δεύτερο.

Πρόκειται, βέβαια, για δύο πολύ διαφορετικές θέσεις πάνω σε μια σχέση που οριοθετεί το γνωσιολογικό πλαίσιο του συνόλου της λογοτεχνικής μυθοπλασίας—ποιητικής, πεζογραφικής και δραματικής: η πρώτη μας είναι γνωστή εδώ και περίπου 2.500 χρόνια, από το δέκατο (και τελευταίο) βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα: οι ποιητές παράγουν μιμήσεις του πραγματικού χωρίς να το γνωρίζουν, η ποίηση είναι μονάχα η ζώνη έκφρασης ενός εντυπωσιακού, «πλουμιστού», ψεύδους, που ωχριά απέναντι στο αληθινό, που το συλλαμβάνει η φιλοσοφία. Γι’ αυτό και δίκαια θα αποκλειστούν από μια πόλη «που μέλλει να κυβερνηθεί σωστά», αφού τα λόγια τους εγκαθιδρύουν «στην ψυχή του καθενός ένα κακό πολίτευμα, κάνοντας το χατίρι του ανόητου μέρους της» (Πολιτεία 605b, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος)—του μωρού της μέρους, θα λέγαμε˙ αυτού που ευφραίνεται με τα στολίδια του ποιητικού μέλους σαν να είναι παιδί μαγεμένο από παιχνίδια. Στην πλατωνική λογική που εκφέρεται στην προμετωπίδα, το κάλλος είναι μονάχα ο μανδύας του ψεύδους, και τα στολίδια του τα σημάδια του φτωχού συγγενή της εκτυφλωτικής αμεσότητας του αληθούς.

Το επιμύθιο της Κορνέτη, απεναντίας, προτείνει, όπως και το σύνολο της μεταπλατωνικής και αντιπλατωνικής προσέγγισης στο λογοτεχνικό φαινόμενο, την εξάρτηση του αληθούς από τη μυθοπλαστική συνθήκη. Η αντιπρόταση αυτή έχει πολλές και διάφορες εκδοχές, από αυτή που θέλει τη μυθοπλασία να είναι σε θέση να κομίζει αλήθειες που θα ήταν αβάσταχτες ή δυσκατάποτες χωρίς το μυθοπλαστικό επίχρισμα στο πικρό της αλήθειας χάπι σε αυτή που αποδίδει στη μυθοπλασία την ικανότητα συγκράτησης, συμπύκνωσης, εμβριθούς διαπέρασης και συνάμα γνωσιολογικά αναγκαίας ανοικείωσης αληθειών που μας προσπερνούν μέσα στον θόρυβο της καθημερινής ζωής και τις πεζές απαιτήσεις των εγνοιών της. Σύμφωνα με αυτή την αντιπρόταση, η αλήθεια περνά μέσα απ’ το ψεύδος της μίμησης, διαμεσολαβείται απ’ αυτή εξ ολοκλήρου. Είναι ένα «τορνευτό» ψέμα˙ ένα ψέμα που έχει διαμεσολαβηθεί το ίδιο από την εργασία πάνω στη μορφή του, που έχει δουλευτεί, που είναι τεχνούργημα και για αυτό κάτι λιγότερο από ψέμα και διάφορο του ψέματος, αφού δηλώνει με την ίδια του τη μορφή ότι κατασκευάστηκε. Η ετυμολογία μας μαθαίνει ότι το «τορνεύω» προέρχεται από το «τείρω», κι αυτό με τη σειρά του από τη ρίζα «τερ-», που βρίσκεται σε λέξεις όπως «τρίβω» αλλά ίσως και στο «τραύμα» ή το «τιτρώσκω». Το τορνευμένο ψέμα είναι καλλωπισμένο από την εργασία όσο και, πιθανώς, φθαρμένο ψέμα, ψέμα που έχει χάσει την παραπλανητική αμεσότητά του γινόμενο τέχνη. Κι η ιδέα εδώ, και σε αντιπαράθεση με την πλατωνική ιδέα της προμετωπίδας, είναι ότι υπάρχει κάτι στην εργασία και στην εμπειρία της διαμεσολάβησης ως τέτοιας που είναι αναγκαίο για την αντίληψη της αλήθειας. Ή αλλιώς, πως χρειαζόμαστε την τέχνη επειδή η αλήθεια είναι απ’ τη φύση της διάμεση και μπορεί να συλληφθεί μόνο με όρους διαμεσολάβησης˙ και αντίστροφα, πως αυτό που μας δίδεται δήθεν «άμεσα» και «αυθόρμητα», χωρίς κόπο, όπως για παράδειγμα, η μαζική «διασκέδαση» ή η «καθημερινή πληροφόρηση» είναι ακριβώς το πραγματικά ψευδές.

Μακρηγορήσαμε με ρίσκο τον στόμφο για να εξισορροπήσουμε τον κίνδυνο το ποιητικό ταλέντο της Κορνέτη—και κυρίως το αβίαστο και δαιμονικά ενεργητικό στοιχείο της γραφής της—να μας παρασύρει στην ιδέα ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα «εύπεπτο» βιβλίο. Όπως και στο έργο που την εμπνέει όμως—τον πασίγνωστο και ευρύτατα αγαπημένο Πινόκιο του Κάρλο Κολόντι (1883)—υπάρχουν εδώ πολύ περισσότερα από όσα αντιλαμβάνεται μια βιαστική πρώτη ματιά. Υπάρχει, κατ’ αρχήν, ένα αξιοθαύμαστο εύρος εκφραστικών τόνων και υφών την ίδια στιγμή που ο εστιασμός της συλλογής είναι κυριολεκτικά στο ελάχιστο: θα μπορούσε κανείς να πει πως ολόκληρο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω απ’ το διαρκώς μεταβαλλόμενο νόημα όχι τόσο της μαριονέτας του Κολόντι, αλλά των συστατικών στοιχείων, των βασικών σημαινόντων, του μύθου της: μύτη, ξύλο, αλήθεια, ψέμα, τέχνη της κατασκευής: «Εύκαμπτη/Μύτη/Έλικας/Μύτη/Προπέλα/Μύτη/Περιστρεφόμενη/Ελικοειδής» (σελ. 10) «Οι ονειροπόλοι και οι τυχοδιώκτες/ζωγραφίζουν με μια μύτη διαβήτη/ομόκεντρους κύκλους» (σελ. 11) «Μύτη/Στο παιχνίδι της μνήμης/μπαινοβγαίνεις […] Ο ανιχνευτής ψεύδους/δονείται/Κι η αλήθεια/ανασαίνει» (σελ. 12) «Υποκρίνεσαι λοιπόν/πως ζεις σ’ έναν κρατήρα/σε ηφαίστειο ανενεργό/όπου το ψέμα ευδοκιμεί» (σελ. 13) «Ψέμα/Μοχθηρό/Εποικοδομητικό/Καταπραϋντικό/Ευεργετικό» (σελ. 14) «Το κατά συρροή ψέμα/εγκλωβισμένος ποντικός» (σελ. 18) «Ο άσσος της μαστορικής της ζωής/Με δάχτυλα σφυριά και κατσαβίδια/όλα τα καταστρέφει όλα τα ξεβιδώνει» (σελ. 21) «Σε κόσμο ξύλινο/υποκριτικά πλασμένο/Εγώ ο επινοημένος/ο άνθρωπος κλαδί» (σελ. 25) «Πώς να κρυφτείς από το ψέμα της ζωής;» (σελ. 26) «Ο ορθολογιστής του ξύλινου κόσμου/οφείλει ν’ αφήσει το παράλογο/να ζήσει» (27).

Τα παραδείγματα αυτά αρκούν για να αναδειχθεί ο χαρακτήρας της συλλογής ως ένα είδος διαρκές combinatoire (συνδυαστικός μηχανισμός) μιας χούφτας σημαινόντων, με το κάθε ποίημα να αποτελεί μια εξ αρχής καταβύθιση στη σχέση τους. Ως ξύλινη κατασκευή, ο Πινόκιο είναι ο ίδιος «ποίημα»˙ για τον Μπενετέτο Κρότσε, το «ξύλο» απ’ το οποίο φτιάχτηκε «είναι η ίδια η ανθρωπότητα» («Il legno, in cui è tagliato Pinocchio, è l’umanità»)—η ανθρωπότητα εκείνη, ίσως, για την οποία ο πάντα επιφυλακτικός Καντ, στην «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολίτικο» (1784) θα έλεγε πως αποτελεί ένα «στραβό ξύλο», απ’ το οποίο τίποτε απόλυτα ίσιο δε μπορεί ποτέ να φτιαχτεί. Κι όμως, ο Πινόκιο είναι εξίσου κάτι ξένο απ’ την ενήλικη εικόνα του ανθρώπου, αναρχικό, απρόβλεπτο, «το αιώνιο αρχέτυπο της σοβαρότητας και της χάρης του μη ανθρώπινου» κατά τον Αγκάμπεν των Βεβηλώσεων. Πονά και δεν πονά, διαλύεται και ανασυντίθεται, μετανοεί και επαναλαμβάνει τα ίδια σφάλματα, είναι το αιώνιο παιδί και μια δαιμονική δύναμη διαρκούς αταξίας, ο άξιος πρωταγωνιστής ενός «μη αξιόπιστου βιβλίου» όπως παρατηρεί ο Ουμπέρτο Έκο, το οποίο δεν μπορείς καν να αποκαλέσεις παραμύθι (Εισαγωγή στην έκδοση του Πινόκιο από τη New York Review of Books).

Για την Κορνέτη, απ’ την πλευρά της, αυτό το εξίσου συγκεχυμένο και οικουμενικό αρχέτυπο, συνάμα φθαρμένο απ’ τον χρόνο κι αγέραστο, σοφό και παιδαριώδες, είναι η κατεξοχήν αλληγορία της ποιητικής θέσης. Είναι «ο τσίγκινος παλιάτσος/στην αφετηρία της ζωής» (σελ. 16), ονειροδιαβιβαστής, ονειροδιαβάτης και ονειροκτόνος (σελ. 24), «ο φιλότεχνος/που η φύση/θα εγκαλέσει» (σελ. 28), «ο ταλαντούχος γητευτής των θραυσμάτων/ο χαρισματικός τρωγλοδύτης των απορριμμάτων» (σελ. 30), «των ψευδαισθήσεων/ο ακάματος συλλέκτης» (σελ. 33), ένας βέβηλος Ιωνάς «στην κόκκινη κοιλιά του κήτους» (σελ. 35) που κομίζει όχι προφητείες αλλά διαπιστώσεις για έναν κόσμο γυρισμένο ανάποδα: η πραγματικότητα είναι αυτοκρατορία του ψευδούς, η μυθοπλασία η αναμέτρηση με το ανεπιθύμητο και παράταιρο της αλήθειας, η ποίηση παίγνιο, το παίγνιο ένδειξη σοβαρότητας, ο παιδικός ήρωας αντιήρωας για πραγματικά ενήλικες, η ξύλινη μύτη μια μύτη που οσφραίνεται τον χαρακτήρα της εποχής ως γιγάντιας θεαμαπάτης. Ξύλινο ψέμα τορνευτό είναι η [ποιητική] αλήθεια, λοιπόν: ψέμα που έχει επίπονα δουλευτεί απ’ της γλώσσας τον τόρνο, ψέμα «περιστρεφόμενο» και «ελικοειδές» (σελ. 10), ψέμα που γυρίζει στον εαυτό του κι αντικρίζει τον εαυτό του με ειλικρίνεια, ψέμα που ψεύδεται για την ξύλινη ακαμψία της τυπωμένης εκδοχής του, κρύβει και φανερώνει επίσης το τόρνεμά του, την καταγωγή του στην ευκαμψία και ζωτικότητα της αληθινής ζωής: «Το όνομά μου είναι Πινόκιο/Πάσχω από ξύλινο σώμα/Ζω στην ακαμψία μου/σ’ έναν κόσμιο με εύκαμπτα όνειρα/Ανέχομαι μια ράχη αλύγιστη/προπονώντας ένα πνεύμα ευλύγιστο.»

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 18/01/2022

«Με την ευγένεια της αποτυχίας/ Πάντοτε»

– Θυμήσου

Θυμήσου
Όπου τελειώνει
το ράμφος
αρχίζει
το πουλί

– Το θυμάμαι καλά
Ήταν τότε που μέσα μου κατοικούσε
Ήταν τότε που τις νύχτες
χόρευα με τις θύελλες
Η κανονικότητα κι εγώ

Η κανονικότητα
δεν υπάρχει πια
Μόνον η μη κανονικότητα
που ζει στον παφλασμό του κήτους
λαθρεπιβάτης της ζωής
δραπέτης της εικόνας
Τρελή τη μέρα
κοιμάται στις σπηλιές
Στρεβλή το βράδυ στον αέρα
κυνηγάει γριές κουκουβάγιες (σελ. 23)

Η σουρεαλιστική παραδοξότητα που ερωτοτροπεί με το παράλογο δυναμιτίζει τα παραδοσιακά στεγανά μιας γραφής οριοθετημένης στον στίχο, απογειώνεται όμως ως πολύχρωμο αερόστατο σε γιορτή που δεν έχει θεσπιστεί ακόμη. Μεγάλη, προφανής η έγνοια τής αφηγηματικής φωνής για το μέλλον, όσο κι αν δεν εντρυφεί στα ολισθηρά δώματα τής περιαυτολογίας κι αποφεύγει τεχνηέντως την ακίνητη λίμνη τής ματαιοδοξίας με την κινούμενη άμμο στο βάθος και στο μέσον…

Πώς να κρυφτείς από το ψέμα της ζωής;

Η μόνη αληθινή της ποίησης ζωή
Μια επιτυχημένη εαυτού κιβδηλοποίηση

Το ψέμα γίνεται ανάρπαστο
ο ψεύτης ελκυστικός
το ψέμα ελπιδοφόρο

Ψέμα είναι το όνειρο
που μπαίνει από το ρουθούνι
και βγαίνει
από το μάτι (σελ. 26)

Μισάνθρωπος διαμαρτυρία αναλογική μεγάλων νοών απηυδισμένων από την αέναον καταφυγήν εις το υπερπέραν, από την νοσταλγία τού Επέκεινα, που όμως τόσο μακρινό είναι, τόσο ανέφικτο, απροσπέλαστο σχεδόν, αν και μας περιμένει… το μόνο σίγουρο σε έναν κόσμο ρευστό, ανενδοιάστων κιβδηλοποιών.

Λένε πως στη φύση
η αρχιτεκτονική της ζωής
σπάνια αποτυγχάνει

Κι εγώ τι περίεργο
Έγινα δραπέτης του κανόνα
Σχεδιάστηκα σαν άξιος αρχιτέκτονας της ζωής
που όλα αργά και βασανιστικά τα κτίζει
και όλα με μια κλωτσιά γρήγορα τα γκρεμίζει

Τώρα έγινα
ο ταλαντούχος γητευτής των θραυσμάτων
ο χαρισματικός τρωγλοδύτης των απορριμμάτων

Σαν ένας γνήσιος ρακοσυλλέκτης
μπορώ επιτέλους όρθιος να σταθώ
και να θαυμάσω από μακριά
τον Ερειπιώνα μου (σελ. 30)

Ο αυτοδοξαστικός τόνος δεν είναι κυριολεκτικός αλλά αυτοσαρκαστικός διασώζοντας έτσι και την ουσία και τα προσχήματα. Παρ’ όλα αυτά ο Ερειπιώνας γράφεται με Έψιλον κεφαλαίο…

Ζηλεύω τους κλόουν
γιατί είναι τυχεροί
έτσι όπως στο τσίρκο
μεταμφιεσμένοι
χοροπηδούν
Η λύπη τους έρπει αθόρυβα
κάτω από προσωπεία λευκά
κι ενίοτε δροσίζεται
σε φυσαλίδες μέσα
σε δάκρυα ζωγραφισμένα
Μια κόκκινη μύτη στρογγυλή
αναβοσβήνοντας
σε κάθε περιστροφή
τα ψέματά τους
συγχωρεί (σελ. 31)

Ο προσωπικός τόνος τού πρώτου ενικού προσώπου αντικειμενοποιείται δια της γενικεύσεως κι όλα τα λάθη τού εαυτού γίνονται συγγνωστά ατοπήματα όλων, αν όχι ασυγχώρητα προπατορικά αμαρτήματα κι αδιανόητες αστοχίες.

Αγαπητοί συνάνθρωποι
Μην αποφεύγετε τα λάθη
Να πέφτετε μέσα τους
όπως στις λακκούβες
της ασφάλτου
Κι αυτά υπόσχονται
να σας εκτοπίσουν
Σε άλλους κόσμους
Σε άλλες πραγματικότητες
Με την ευγένεια της αποτυχίας

Πάντοτε (σελ. 32)

Το ασύνδετο σχέδιο και η μικρομεγαλογράμματη γραφή στην αρχή των στίχων δημιουργούν άλλους διασκελισμούς και δευτερεύοντα νοήματα ρυθμολογημένα κατά το δοκούν τού συνδημιουργικού αναγνώστη.
Ο προφανής διδακτικός τόνος τού ποιήματος δεν είναι «από καθέδρας» αλλά – αντιθέτως – από την ειρωνική σκοπιά τού θεριστή σκόρπιων ευφυολογημάτων που τα στοιβάζει σε ενήλιες αποθήκες, παρακαταθήκη για τις άνυδρες μεταψηφιακές εποχές που θα έρθουν.

 

.

 ΤΟ ΝΗΣΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΨΑΡΙ

 

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

FRACTAL 01/09/2021

Έλσα Κορνέτη «Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες», εκδ. Μελάνι 2020

Ένας «φανταστικά αληθινός» κόσμος

Τι θα γίνει αν ο κόσμος μας γυρίσει ανάποδα (σ.80), το ψάρι που μας φιλοξενεί νευριάσει και μας καταπιεί (σ.11) ή αρχίσουμε να σαπίζουμε από τη συνεχή βροχή (σ.39); Ο «κόσμος» της Έλσας Κορνέτη είναι μια δυστοπική κριτική στον τρόπο ζωής μας, αλλά με έμμεση λογοτεχνική αλληγορία, χωρίς να μας κουνά το δάκτυλο, κάνοντάς μας να νιώσουμε συναισθηματικά την κατάστασή μας, με συγκλονιστικό τρόπο. Είναι η δύναμη της καλής τέχνης, που μπορεί να συγκλονίσει τους ανθρώπους πολύ πιο αποτελεσματικά από οποιοδήποτε κήρυγμα, γιατί συνάμα με τη λογική εμπεριέχει στοιχεία ενσυναίσθησης, ψυχικής ταύτισης με ήρωες και καταστάσεις, πολλαπλές πολυεπίπεδες αναγνώσεις και ελευθερία αναγνωστικής ερμηνείας. Ακόμα και οι θρησκείες προσπάθησαν με τις παραβολές να «ελαφρύνουν» το «πρεποκεντρικό» τους κήρυγμα και να γίνουν πιο αποτελεσματικές και πειστικές.

Ο συμβολισμός παντρεύεται με τη μεταφυσική και ονειρική φαντασία σε ένα εκρηκτικό μείγμα, που ασκεί διαβρωτική κριτική σε προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Το συγγραφικό υποκείμενο του βιβλίου είναι ένα κοινωνικό εγώ και δεν ομφαλοσκοπεί αυτοαναφορικά, αλλά σε τρίτο πρόσωπο διηγείται, ως έντεχνος παραμυθάς, διάφορες ιστορίες. Τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα του πλανήτη δεσπόζουν, όπως και μια σειρά από άλλα, όπως το αφύσικο των σύγχρονων κοινωνιών και τα προβλήματα που δημιουργεί η τεχνολογία και η κατάχρησή της, που οδηγεί τους ανθρώπους σε αποξένωση ή τους εγκλωβίζει σε στρεβλωτικές καταστάσεις. Έτσι η ίδια η φύση, ως ψάρι που μας φιλοξενεί στη ράχη της, μας καταπίνει και μας εκδικείται για την απληστία μας («Το νησί πάνω στο ψάρι»), η τεχνολογική εξέλιξη καταργεί τους ανθρώπους, οι οποίοι παραμένουν δεμένοι στο παρελθόν τους («Η σιωπή του φάρου») και η υπερβολική χρήση των κινητών τηλεφώνων αντιμετωπίζεται με ειρωνεία, την οποία το φυσικό κάλος της τέχνης μιας υψιφώνου την ανταγωνίζεται («Όταν η Υψίφωνος…»). Ως αντίποδας λειτουργεί η τέχνη. Έτσι η ποιητική γραφή λειτουργεί ως τριαντάφυλλο στην άνυδρη, ξερή άμμο του κόσμου («Τριαντάφυλλο στην άμμο»), ενώ ένα μαγικό βιβλίο, με τη συναισθηματική καλλιτεχνική του δύναμη, αγγίζει λυτρωτικά τους ανθρώπους και ως ελπίδα σώζει από τη σαπίλα έναν κόσμο στον οποίο συνέχεια συμβολικά βρέχει («Ήταν μια πόλη που σάπιζε»).

Υπάρχουν και διηγήματα που βαραθρώνονται στη θλιμμένη μελαγχολική ζωή των ανθρώπων της πόλης (π.χ. «Το μακροβούτι του κόρακα», «Ο κύριος Περιστέρης»). Οι άνθρωποι αυτοί περίκλειστοι στις εμμονές ή στις ατέλειές τους, προσκολλούνται σε αυτές και καταλήγουν σε συγκινητικά σοκαριστικούς θανάτους. Το τοπίο εδώ είναι αστικό, όπως και σε όλο το βιβλίο, και τα προβλήματα ριζώνουν σε αυτό, με εξέχουσα τη μοναξιά. Ο θάνατος φαντάζει να είναι η μόνη διέξοδος, καθώς αυτές οι κοινωνίες φαίνεται ότι έχουν περιπλέξει αμετάκλητα τους ήρωες, σε καταστάσεις από τις οποίες είναι αδύναμοι να απεγκλωβιστούν.

Γενικότερα, μπορούμε να πούμε, ότι οι ήρωες του βιβλίου είναι αδύναμοι μπρος στα «τερατουργήματα» της τεχνολογικής προόδου και της κοινωνικής πραγματικότητας και άγονται χωρίς δυνατότητα διαφυγής. Σε αυτά συνεπικουρούν και οι εμμονές και τα πάθη τους, όπως έχουμε ήδη αναφέρει. Μας φέρνουν στο νου και παλιότερα βιβλία της ποιήτριας, όπως το Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά (Γαβριηλίδης 2014) και το Ο επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ (Σαιξπηρικόν 2013). Κάπως χονδρικά, μπορούμε να ομαδοποιήσουμε τα βιβλία της Κορνέτη, σε αυτά της πρώτης περιόδου, Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα (Γαβριηλίδης 2009) και Κονσέρβα μαργαριτάρι (Γαβριηλίδης 2011), στα οποία το προσωπικό και συχνά ερωτικό στοιχείο επικρατεί, και σε αυτά της δεύτερης, όπως τα δυο που αναφέρθηκαν και το παρόν, που έχουν κοινωνικές διαστάσεις. Η Αγγελόπετρα (Μελάνι 2016) μοιάζει σαν μια μεικτή εξαίρεση.

Η παρούσα συλλογή έχει ποιητικές αρετές, έντονα μεταφορική και αλληγορική γλώσσα, συμπύκνωση νοημάτων, πληθώρα εικόνων που εναλλάσσονται με ταχύτητα σαν κινηματογραφικό μοντάζ και, κάποτε, ονειρική σουρεαλιστική φαντασία. Έτσι, πιστεύω, ότι πρέπει να εκληφθεί ως συνέχεια του ποιητικού έργου της συγγραφέως. Άλλωστε η ίδια προέρχεται από τον χώρο της ποίησης –αυτή είναι η πρώτη της συλλογή διηγημάτων-, έχοντας εκδώσει αρκετές ποιητικές συλλογές. Ο ρυθμός «προβολής» των εικόνων είναι ξέφρενος και αυτό είναι ένα καθοριστικό υφολογικό στοιχείο της αφήγησης και μέσα από αυτόν αναδεικνύεται ο γλωσσικός πλούτος της συγγραφέως. Η αναγνωστική απόλαυση της φανταστικής πανδαισίας, με προβολή των αιτημάτων των καιρών, χαρακτηρίζουν αυτά τα παραμύθια για μεγάλους.

Ο κόσμος της Κορνέτη είναι «φανταστικά αληθινός», καθώς αντανακλά παραμορφωμένη τη σύγχρονη πραγματικότητα, αποδίδοντας όμως, συχνά προφητικά για το μέλλον, τα τεχνολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της, που είναι απομακρυσμένα από την αληθινή φύση του ανθρώπου. Τα αποτελέσματα είναι οι ήρωές της να βρίσκονται σε ψυχολογικά αδιέξοδα, μπλεγμένοι και παρασυρόμενοι από την απληστία ή τις ψευδής λύσεις που τους δίνει η καταναλωτική και τεχνοκρατική κοινωνία. Είναι ανίκανοι να συνάψουν ουσιαστικές διαπροσωπικές σχέσεις και είτε καταλήγουν σε νευρωτική μοναξιά, είτε σε στρεβλωμένη και αρρωστημένη αντίληψη του περιβάλλοντός τους. Το βιβλίο είναι μια έντεχνη κραυγή απελπισίας των σύγχρονων ανθρώπων, που εγκλωβισμένοι στα ίδια τα πολιτισμικά οικοδομήματά τους, είναι ανίκανοι να ξεφύγουν και να αντιδράσουν. Η θλίψη του αδιεξόδου ποτίζει όλη τη συλλογή και μόνο, κάποτε, η συναισθηματική δύναμη της τέχνης δύναται να τους ταρακουνήσει και να τους μεταμορφώσει, όπως ήδη αναφέρθηκε. Αυτό είναι το θεματολογικό μοτίβο, που μαζί με τη παραμυθικά φανταστική γραφή ενοποιούν τα διηγήματα της συλλογής. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«Ήταν κάτι που δεν είχε σχεδιάσει. Δεν είχε προβλέψει πως θα γινόταν μέρος του ίδιου του θανάσιμου παιχνιδιού που ο ίδιος είχε εμπνευστεί και σχεδιάσει. Ότι θα τον καταδίωκε μανιασμένα για να τον σκοτώσει στον λαβύρινθο του ιστορικού κέντρου της Βενετίας, σε κάθε στενό και κανάλι το ίδιο το ψηφιακό δημιούργημά του.»

(«Ο ανθός του video game», σ.121)

Συνοψίζοντας, την πραγματικότητα μέσα από τη φαντασία βλέπουμε στα πεζά της συγγραφέως, σε ένα βιβλίο που μας δίνει τη δυνατότητα πολυεπίπεδων ποιητικών αναγνώσεων.

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

CULTUREBOOK.GR 19/4/2021

Ο σύγχρονος Φρανκενστάιν στη διηγηματογραφία της Έλσας Κορνέτη

Ο Βολταίρος (Voltaire, 1694-1778) τον 18ο αιώνα είχε αναπτύξει ένα είδος διηγημάτων με φιλοσοφική σκέψη. Το φιλοσοφικό παραμύθι, όπως ονομάστηκε, με προκάλυμμα τον κόσμο του παραμυθιού και όπλο του την ειρωνεία και τη σάτιρα, στηλίτευε τα κακώς κείμενα.

Η Έλσα Κορνέτη στη συλλογή διηγημάτων της Το νησί πάνω στο ψάρι (Μελάνι 2020), θίγει επίκαιρα θέματα με τον τρόπο του φιλοσοφικού παραμυθιού. Οι αφηγήσεις της συνιστούν αλληγορίες μέσα από τις οποίες θίγονται φιλοσοφικές ιδέες. Το έργο περικλείει στοιχεία märchen, γερμανικού παραμυθιού για ενήλικες, είδος που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ετερότητα, τον σκοτεινό μας εαυτό, και από το οποίο άντλησε στοιχεία το ρομαντικό γοτθικό.

Στα διηγήματα της Έλσας Κορνέτη επικρατεί ένα αίσθημα εκπεπτωκυίας πραγματικότητας η μετάβαση από έναν εδεμικό χρόνο, σε έναν αλλόκοτο και εντελώς δυσοίωνο. Το έργο διαπνέεται από βαθύ ανθρωπισμό και υποδόρια ειρωνεία. Ασκεί δριμεία κριτική στον πολιτισμό μας και τις αξίες του. Διακατέχεται από την ανάγκη ανεύρεσης του αληθινού προσώπου και την προσπάθεια αφύπνισης με σκοπό τη χαμένη αθωότητα.

Η τεχνική συγγενεύει με αυτή του μαγικού ρεαλισμού, ενώ η γλώσσα είναι ποιητική. Ένα σύνολο φανταστικών γεγονότων και μαγικών πράξεων, με πραγματικούς ή εξωπραγματικούς χαρακτήρες, σε χρόνους συγκεκριμένους ή αόριστους. Παράλληλα, μια μουσική πανδαισία στη γλώσσα με θαυμαστή εικονοποιία, κινηματογραφική ατμόσφαιρα, πλούτο επιθέτων και αντιθετικών ζευγών (ταχύτητα-βραδύτητα, συναισθήματα-αποκτήματα, ψηφιακή κοινωνία-πραγματική ζωή, κ. ά.).

Οι χαρακτήρες είναι κυρίως αρχετυπικοί. Δύο από τα ισχυρότερα αρχέτυπα στη συλλογή είναι ο Φάουστ και ο Προμηθέας, χαρακτήρες που στοιχειώνουν και τη ρομαντική φαντασία. Ό, τι αυτοσυγχωρείται διαρκώς είναι της ζωής η διάψευση ή το θαύμα; Αυτό είναι το μότο που τοποθετεί η Έλσα Κορνέτη στην αρχή του έργου, προσδιοριστικό του περιεχομένου.

Οι χαρακτήρες λειτουργούν ως σκοτεινό alter ego ορισμένων κατά τα άλλα κανονικών ανθρώπων. Στο είναι τους φωλιάζει το αίσθημα μιας σκοτεινής δύναμης που πασχίζει να καταστρέψει τον ίδιο τους τον εαυτό. Αντιπροσωπεύουν το δαιμονικό στοιχείο. Αναλαμβάνουν να αποκαλύψουν το παράλογο, το αρνητικό στοιχείο που ενυπάρχει στον πυρήνα τους.

Στη θεματολογία καλλιεργείται μια διάθεση νοσταλγίας για το παλιό και το αυθεντικό, αλλά και μια ατμόσφαιρα μεταφυσικής προσδοκίας. Η πλοκή δομημένη με άξονα το μυστήριο περιλαμβάνει τη βία των πραγμάτων γύρω μας. Τη φρίκη της οικολογικής καταστροφής, την απληστία, τη χρηματοθηρία, τον εγωκεντρισμό, την απουσία ελευθερίας, τη μοχθηρία, τις απολύσεις, τη φτώχεια. Εμμένει στα ψηφιακά περιβάλλοντα, την τεχνητή νοημοσύνη, τα ρομπότ, την ηλεκτρονική ζωή και τονίζει την ανάγκη μας για επαφή, συναίσθημα, αισθητική.

Η απόκοσμη βλοσυρότητα των θεμάτων της Έλσας Κορνέτη με τη γοτθική και λυρική εικονοποιία ασκεί κριτική στην αλαζονική και θριαμβική φύση του στυγνού τεχνοκρατισμού, ενώ αποθεώνει τη χωρίς όρια δημιουργικότητα της τέχνης, την ομορφιά της πανίδας και της χλωρίδας. Η ύπαρξη συμπόνιας και αγάπης για τα πλάσματα της φύσης που εκδηλώνεται στο έργο ωθεί στην ανάληψη ευθύνης για εγκλήματα που βαρύνουν αποκλειστικά εμάς και τον πολιτισμό μας. Οι περιγραφές είναι αβίαστες. Ο λόγος πολύ φυσικός.

Μια φορά κι έναν κακό καιρό, ήταν μια πόλη ροδαλή, λαμπερή και φουσκομάγουλη που ζούσε στην ευδαιμονία της με τους φιλάργυρους κατοίκους της που δεν έκλαψαν ποτέ και για τίποτα. Γύρω τους μαίνονταν πόλεμοι και φωτιές και κακοποιήσεις, όμως οι κάτοικοι της πόλης αυτής δεν σκοτίζονταν, γιατί κέρδιζαν καλά και τις νύχτες γέμιζαν σεντούκια δρύινα με χρυσά φλουριά. Μα ξαφνικά η πόλη απόκτησε ένα μόνιμο σύννεφο βροχής στο κεφάλι της. Έβρεχε ασταμάτητα στη συννεφιασμένη σκοτεινή πια πόλη και οι κάτοικοί της για να κυκλοφορούν είχαν προσαρμόσει μόνιμες ανοικτές ομπρέλες στα καπέλα τους.

Η πόλη μούλιαζε, λάσπωνε, πλημμύριζε κι οι κάτοικοί της στρέβλωναν από τα αρθριτικά και τις ρευματοπάθειες. Οι ραχοκοκαλιές τους ολοένα στράβωναν και αυτοί περπατούσαν καμπουριασμένα και σκυφτά. (σελ. 36)

Η Έλσα Κορνέτη περιγράφει τον αλαζόνα άνθρωπο που ζει μέσα στη σήψη και την αλλοτρίωση. Θύτης και θύμα ταυτόχρονα, προσβάλλει τους νόμους της φύσης και τη θρησκευτική ευσέβεια, ωθείται στη διαστροφή και το μίσος, ενώ υποφέρει από έλλειψη συμπόνιας για οποιοδήποτε πλάσμα είναι διαφορετικό από εκείνον και παράξενο. Βυθισμένος σε αφελή και τραγική ανωριμότητα, δεν είναι σε θέση να αναλάβει τις ευθύνες για όσα τον βαρύνουν.

Στο βάθος ωστόσο οικτίρει τον εαυτό του για όσα επιπόλαια πρόδωσε ή αλόγιστα απαξίωσε. Με τον τρόπο δράσης του θυμίζει τον δύστυχο Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλλευ (Mary Shelley, Frankenstein, 1818), το τέρας το πλασμένο από τα ευτελή και άχρηστα ανθρώπινα κατάλοιπα του τοπικού νεκροταφείου, που αντιμετωπίζεται από τη στιγμή της γέννησής του -ακόμη και από τον ίδιο το δημιουργό του- με φρίκη και απέχθεια. Σαν δαιμονικό πτώμα, ταξιδεύει από τη βουκολική Ελβετία στην παγωμένη Ανταρκτική, εγκαταλειμμένο και μισητό.[i]

Σύμφωνα με τους Sigmund Freud , Carl Jung και Bruno Bettelheim, τα παραμύθια δεν είναι παρά εκδηλώσεις παγκόσμιων φόβων και επιθυμιών. Στη φαινομενικά σκληρή και αυθαίρετη φύση τους αντανακλάται κάτι διδακτικό: ο φυσικός και απαραίτητος θάνατος του παιδιού, οι διαδοχικές φάσεις ανάπτυξης και μύησης.

Η Έλσα Κορνέτη, στη συλλογή διηγημάτων της Το νησί πάνω στο ψάρι, πλάθει εικοσιτέσσερις ευφάνταστες και αλληγορικές αφηγήσεις μεταξύ ονείρου και εφιάλτη[ii] για τον κόσμο μας. Με την ποιητική τους γλώσσα και τα στοιχεία του παραμυθιού οι δεξιοτεχνικά γραμμένες ιστορίες συμβάλλουν στη συνειδητοποίηση και την ωρίμανση. Θέτουν το ανθρώπινο είδος ενώπιον των ευθυνών του για όσα αδιαφορεί ή προξενεί.

Οι ανάποδοι άνθρωποι της μικρής ανάποδης πόλης άρχισαν να κοιτιούνται με απορία μια που δεν είχαν πια κινητά και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές για να κοιτάξουν και να αναζητήσουν ειδήσεις, νέα, ειδοποιήσεις και άλλα μηνύματα ούτε αυτοκίνητα και άλλα μέσα για να μετακινηθούν. Δεν υπήρχε κανένας ηλεκτρονικός τρόπος ή κόμβος για να τους εξηγήσει τι τους συμβαίνει και γιατί. Άρχισαν να σκέφτονται ότι ίσως και να μην κοιτάχτηκαν ποτέ στα μάτια, να μην έδωσαν ποτέ τα χέρια, γιατί δεν ήξεραν να κοιτάζονται και ν’ αγγίζονται, γιατί προτιμούσαν να κοιτούν βαδίζοντας εικόνες ηλεκτρονικές και ν΄ αγγίζουν οθόνες επαφής, ίσως γιατί ξέχασαν πώς να μιλούν ανθρώπινα, γιατί έμαθαν να μιλούν άπταιστα σε μια άλλη γλώσσα που λέγεται ηλεκτρονική, αλλά ξέχασαν τη δική τους, ίσως γιατί ήξεραν μόνο να βυθίζονται αθόρυβα σε οθόνες φωτεινές και βουβά και μοναχικά να πληκτρολογούν.(σελ. 82)

.

ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΛΑΣΑΡΙΔΟΥ

frear.gr 1/4/2021

Αλλόκοτες πόλεις σε παραμυθικό φόντο, παλινδρόμηση ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα αλλά κυρίως η μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό: αυτά είναι ορισμένα από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των διηγημάτων της Έλσας Κορνέτη που συνθέτουν το βιβλίο με τίτλο Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες που εκδόθηκε (2020) από τις εκδόσεις Μελάνι. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στις μέρες μας το λογοτεχνικό είδος του παραμυθιού έχει εξελιχθεί πολύ τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή, τις λογοτεχνικές τεχνικές δηλαδή με τις οποίες οι συγγραφείς τους πραγματεύονται τα εν λόγω θέματα. Τούτο σημαίνει ότι όχι μόνο κλασικοί συγγραφείς παραμυθιών, όπως οι αδελφοί Grimm και ο Hans Christian Andersen, αλλά και λογοτέχνες όπως ο Edgar Alan Poe επέλεξαν να προσεγγίσουν και κυρίως να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα, αντλώντας λογοτεχνικά μοτίβα, σύμβολα και μεταφορές από τον παραμυθικό κόσμο ή την επικράτεια του κινήματος του Μαγικού Ρεαλισμού. Ακολουθώντας το ίδιο κόκκινο νήμα, η Κορνέτη επιχειρεί και κατορθώνει να πραγματευτεί σύγχρονα προβλήματα ή και μάστιγες που κατατρύχουν την ανθρωπότητα στις μέρες μας, κινούμενη μεταξύ του λογοτεχνικού κινήματος του Μαγικού Ρεαλισμού και του παραμυθικού κόσμου.

Κάθε ένα από τα «παραμύθια» του βιβλίου ακολουθεί τη δομή των διηγημάτων, στον βαθμό που πρόκειται για αφηγήσεις με απλή δομή, με λιγοστούς πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, οι οποίοι κάποιες φορές είναι χωρίς ονομαστική ταυτότητα, αφηγήσεις χωρίς σαφή προσδιορισμό του χωροχρόνου, πολλές φορές χωρίς εξαντλητική περιγραφή της δράσης και κυρίως με πλοκή που τη διακρίνει μία κλιμάκωση με δομικά στοιχεία την κρίση, ένα σημείο κορύφωσης της κρίσης και ένα αντίστοιχο καμπής, αλλά κυρίως ένα αιχμηρό, πολλές φορές ανοιχτό τέλος της διήγησης. Όλες οι ιστορίες θέτουν ερωτήσεις στους αναγνώστες με βάση τα διλήμματα των πρωταγωνιστών, των ηρώων και των αντι-ηρώων τους, και κάθε μία από τις ιστορίες επικεντρώνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα. Υπάρχει μία ισορροπία μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής δράσης των πρωταγωνιστών, η αφήγηση ρέει με βάση μια σχεδόν μουσική, ποιητική θα τολμούσα να ισχυριστώ γλώσσα και ο παντογνώστης αφηγητής, ο οποίος είναι πανταχού παρών, στο τέλος της αφήγησης μας αφήνει κάποιες φορές με μία πικρή επίγευση, κάποιες άλλες μας προσφέρει ένα σαρδόνιο χαμόγελο, ορισμένες θολώνει τα όρια ανάμεσα στην ειρωνεία και τη μελαγχολία.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος γιατί αυτά τα «παραμύθια», γιατί αυτές οι ιστορίες μας αφορούν· γιατί πρέπει να τις διαβάσουμε και ποιο είναι το όφελος για τους σύγχρονους αναγνώστες. Η απάντηση στα προαναφερθέντα ερωτήματα εδράζεται κυρίως στα θέματα των ιστοριών, η ανάγνωση δηλαδή με επίκεντρο το θέμα είναι το κλειδί που μπορεί να ξεκλειδώσει το κουτί του μυστηρίου της αναγνωστικής διαδικασίας. Εάν προσπαθούσαμε να συμπυκνώσουμε σε μια φράση την προοπτική αυτής της συλλογής των ιστοριών θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ολόκληρο το βιβλίο είναι ένα ειρωνικό σχόλιο για τον σύγχρονο πολιτισμό, μία μετωνυμία για την κοινοτοπία του κακού, μία συνεκδοχή της ταχείας μεταμόρφωσης του κόσμου μέσω των βίαιων τεχνολογικών επιπτώσεων.

Η διαδικασία της ανάγνωσης πυροδοτεί μία σειρά από ερωτήσεις που αναδύονται από τα ακόλουθα αντιθετικά ζεύγη: φύση εναντίον τεχνολογικής προόδου, πραγματική απλή ζωή εναντίον της πλαστής ευτυχισμένης, η δυστυχία της φτώχειας έναντι της εικονικής ευτυχίας του υπερβολικού πλούτου, η τέχνη εναντίον της μηχανής, η πίστη εναντίον της προδοσίας, η αλήθεια εναντίον του ψεύδους, το έλεος εναντίον της απανθρωπιάς και της σκληρότητας, εν τέλει η ζωή απέναντι στον θάνατο. Οι ιστορίες είναι δυνατόν να ομαδοποιηθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: α) Σε αυτές που πραγματεύονται την κατάρα της ασύδοτης τεχνολογικής εξέλιξης. Σε αυτήν την ομάδα ενδεικτικά μπορούμε να καταχωρήσουμε διηγήματα, όπως είναι «Ο πρίγκιπας των αλγόριθμων», «Ο ανθός του video game» και «Κάποιο είδος αγάπης». β) Μία δεύτερη ομάδα συγκροτούν τα διηγήματα που ασχολούνται με την εκδίκηση της φύσης, όπως το ομότιτλο με το βιβλίο διήγημα «Το νησί πάνω στο ψάρι», αλλά και «Οι κορεσμένοι» και το «Θαλασσινό ναρκοπέδιο». Η τρίτη ομάδα διηγημάτων αποτελείται από αυτά που αφηγούνται την αλαζονική και συνάμα απάνθρωπη ανθρώπινη φύση και τη συνακόλουθη τιμωρία της, ένα είδος αιτίας και αποτελέσματος που μας θυμίζει έντονα το σχήμα: ύβρις, άτις, νέμεσις, τίσις. Και εν προκειμένω μπορούμε να εντάξουμε διηγήματα, όπως είναι «Η ακολουθία των Υπερήχων» και «Χαιρετισμοί». δ) Καταληκτικά, μια τέταρτη ομάδα συναποτελούν οι ιστορίες για τα ανθρώπινα συναισθήματα, οι ιστορίες δηλαδή που μιλούν για την απώλεια της αγάπης και της πίστης, της πατρίδας και της ζωής. Και εδώ μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εντάσσονται διηγήματα, όπως είναι «Η σιωπή του φάρου», «Ο φτεροσυλλέκτης» και το «Μελάνι πικρό».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διαχρονικά η αλήθεια εμφωλεύει στα παραμύθια. Αλλά ποιο είδος αλήθειας; Είναι αρκετό για τους αναγνώστες μόνο το τελικό επιμύθιο, το συμπυκνωμένο συμπέρασμα των διηγήσεων; Το ερώτημα βεβαίως μπορεί να απαντηθεί μόνο εάν απευθυνθούμε στον κάθε έναν αναγνώστη χωριστά, αφού η απάντηση είναι συνάρτηση των προσδοκιών, της πρόσληψης και των απαιτήσεων του εκάστοτε αναγνώστη. Όμως αυτό το οποίο εντέλει διακρίνει τα «παραμύθια» της Κορνέτη είναι ότι το κρυφό νόημα, το επιμύθιο ή αλλιώς το ηθικό δίδαγμα έχει το βλέμμα του στραμμένο στο μέλλον. Και αυτή η φουτουριστική προοπτική του βιβλίου εμπλουτίζει και προικοδοτεί όχι μόνο το είδος των παραμυθιών αλλά και την έννοια της ίδιας της ανάγνωσης.

.

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

Περιοδικό “Χάρτης” 28/4/2021

Άτλας, γιος του Ουρανού και της Γαίας

Νύχτα «πιο πολύχρωμη από την ημέρα», Νύχτα και Έρεβος, παιδιά του Χάους. Από τον Βαν Γκογκ στον Ησίοδο. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της ποιήτριας Έλσας Κορνέτη είναι συνάμα μια απόλαυση για τον αναγνώστη και μια προειδοποίηση. Ανατρεπτικό από τον τίτλο, το βιβλίο μάς εισάγει σε μια μεγαλειώδη σύλληψη: το μικρό κουβαλά στην πλάτη του το μεγάλο, ενώ το μεγάλο ξεχνά ότι τα μεγέθη και οι αξίες δεν είναι απόλυτες έννοιες. Ο Άνθρωπος-Άτλας φέρει στους ώμους του τη Μάνα-Γη, σαν να είναι το πεπρωμένο του. Η ανατροπή οδηγεί στο συμβολισμό και στην ποίηση. Το αρχέτυπο «νησί» προστατεύει από τη θάλασσα του ασυνειδήτου, σύμφωνα με την ψυχολογία του βάθους. Ποια είναι όμως εδώ η λειτουργία του ασυνειδήτου; Μόνο αν λάβουμε υπόψη μας ότι η συγγραφέας παραμένει ποιήτρια και στα πεζά της, θα βρούμε το νήμα που θα μας οδηγήσει σε καίρια απάντηση.

Ο χωρόχρονος ενδυναμώνει την έννοια του ιερού που κρύβει ο μαγικός ρεαλισμός της Κορνέτη: «Κτισμένη πάνω σε τρεις χιλιάδες στρέμματα», μια «κοχυλόμορφη πολιτεία» βλέπει τη θάλασσά της να επαναστατεί «σε τρεις μέρες ακριβώς» μετά την κλοπή των μαύρων μαργαριταριών, τάμα και τίμημα στο ψάρι που την προστατεύει. Ή μήπως στον ιχθύ (ΙΧΘΥΣ); Και ξανά βλέπει το κύμα να σταματά το καταστροφικό του έργο «μετά από τρεις μέρες ακριβώς». Ο Χριστός εγείρει το Ναό μέσα σε τρεις μέρες. «Μα το τρίτο βράδυ ακριβώς, ένας τρομερός θόρυβος ακούστηκε από τον πυθμένα της θάλασσας». Ακριβώς, σαν να ήταν η Στιγμή ηρωίδα συμπαντικής παράστασης. Η Τέχνη και η συγκίνηση που προκαλεί, η μαγεία της Τέχνης, είναι τα κύρια συστατικά της ποίησης σε πεζό λόγο της Κορνέτη, το δώρο της σε μια αυτοκαταστροφική ανθρωπότητα.

Ο «τρομερός θόρυβος» παραπέμπει στη «σιωπή που εξαφανίζεται στον σύγχρονο κόσμο». Στο τρίτο διήγημα, «Τριαντάφυλλο στην άμμο», το μυστικό αρχίζει να αποκαλύπτεται. Ο ήρωας «από μικρός άκουγε την αναπνοή και το καρδιοχτύπι των λέξεων». Οι λέξεις ήταν κάποτε η πιο ζωντανή εικόνα της σιωπής. Συνώνυμο της σιωπής η σπουδαία ποίηση. Θα μπορούσαν να ήταν επίσης η μουσική και το τραγούδι, αν δεν είχαν μεταμορφωθεί σε εφήμερη διασκέδαση. Αντώνυμο της σιωπής, και άρα της ποίησης, οι τεχνολογικοί και ηλεκτρονικοί «θόρυβοι». Στο «Ο πρίγκιπας των αλγόριθμων», ταλαντούχος ζωγράφος εξελίσσεται σε ιδιοφυία στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και μια μέρα συνειδητοποιεί ότι «Αυτός ο υποτιθέμενος έξυπνος, πανέξυπνος, διάνοια, ιδιοφυία, κατέληξε ο έξυπνος, χρήσιμος ηλίθιος στην υπηρεσία ηλεκτρονικών εγκεφάλων». Η απόλυτη σιωπή που επικρατεί στη σκέψη του, η ίδια που εμφανίστηκε λίγο πριν από τη Δημιουργία για να γίνει το σκηνικό της, το βάθρο της, τον βοηθά να επανέλθει στις ρίζες τού ταλέντου του και να ξαναγίνει ζωγράφος.

Στο «Ήταν μια πόλη που σάπιζε», οι κάτοικοι κυκλοφορούν πάντα με ομπρέλα, ενώ η πόλη κινδυνεύει να πνιγεί μέσα στην αέναη βροχή. Ο δήμαρχος θυμάται έναν παλιό τόμο, σφραγισμένο, έκθεμα στο αρχαιολογικό μουσείο. «Το μυστικό κείμενο αποτελούνταν από ποιήματα παλιά, ποιήματα μεταφυσικά, λέξεις στρόγγυλες, παρηχήσεις ηδονικές, νοήματα συγκινητικά, όνειρα εξωσωματικά.» Ακούγοντάς τα, οι κάτοικοι «για πρώτη φορά στη ζωή τους άρχισαν να κλαίνε. Με κλάμα γοερό και ηχηρό.» Ο ήχος της μετάνοιας ισούται με σιωπή. Τι κάναμε με την ειλικρινή συγκίνηση που προκαλεί η ποίηση; Η ηθοποιός που «εμφανιζόταν σαν Οφηλία στο ρόλο της Οφηλίας» μπορεί μόνο να επαναλαμβάνει φράσεις που την προγραμμάτισαν να λέει. Είμαστε όλοι σαν την Οφηλία σήμερα. Παίζουμε πάνω στη σκηνή του υπερμεγέθους εγώ μας, προγραμματισμένοι, τηλεκατευθυνόμενοι.

Αν και σύμβολο αναγέννησης, οι πεταλούδες πεθαίνουν μέσα στις κακόγουστες τσάντες νεόπλουτων κυριών. Στο τέλος οι πεταλούδες εκδικούνται. Ο μαγικός ρεαλισμός εκδικείται. Τονίζει πόσο αληθινά είναι και τα πιο αλλόκοτα πράγματα που μας περικυκλώνουν. Ανατρέπει το βλέμμα μας, τις επιθυμίες μας. Επισημαίνει την ανάγκη για σιωπή. Μας θυμίζει ότι μια άλλη, μαύρη, σιωπή καραδοκεί, σέρνεται πίσω από την Αποκάλυψη. Ακόμη και οι νάρκες κρίνονται από τον μαγικό ρεαλισμό. Προφανώς η φαντασία μας δεν είναι αρκετή για να μας σώσει από την επικείμενη καταστροφή, αυτήν που εμείς προκαλούμε. Στο «Μελάνι πικρό» ένας συγγραφέας και μια σουπιά συνθέτουν βίους παράλληλους, όταν ο συγγραφέας πεθαίνει από το μελάνι του.

Στο τελευταίο διήγημα με τίτλο «Στο τέλος της κοτσίδας», ο αρχιτέκτονας του κήπου-λαβυρίνθου εγκλωβίζεται «μέσα στην ίδια την κατασκευή του». Όταν βλέπει στον αέρα μια κοτσίδα, την αρπάζει για να φτάσει στο κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά, που θα τον βγάλει από το λαβύρινθο, αλλά η ερώτησή του «Πού είναι το κορίτσι στο τέλος της κοτσίδας;» μένει αναπάντητη. Η κοτσίδα χωρίς κορίτσι είναι το αντι-νήμα, που δεν οδηγεί στην έξοδο. Ακόμη και η αρχή του λαβυρίνθου έχει τέλος. Αυτό είναι το μήνυμα στο κλείσιμο του βιβλίου. Όπως και στο πρώτο διήγημα, το γιγαντιαίο ψάρι, που ήταν η πατρίδα και το στήριγμα των κατοίκων του νησιού, αναδύεται από τη θάλασσα και αφήνει το «θηριώδες παλιρροιακό κύμα» να τους σκεπάσει «στοργικά κάτω από τον υδάτινο μανδύα του».

Η Έλσα Κορνέτη δεν γράφει απλώς. Γράφει ποίηση. Ερωτοτροπεί με τις λέξεις, σε σημείο που τις σαγηνεύει, τις κρατά αιχμάλωτες. Τρέμει μπροστά στην αντικατάσταση του ανθρώπου από τη μηχανή, της σκέψης από τον αυτοματισμό, των συναισθημάτων από τα υλικά αγαθά. Συνειδητοποιεί ότι μόνο σε μια κοινωνία εμβαπτισμένη στα ύδατα της Ποίησης θα το αποτρέψει. Μια κοινωνία που καταδύεται μέσα στο ποιητικό της ασυνείδητο και, αντί να συσσωρεύει «αποκτήματα», βρίσκει ξανά τα «αισθήματά» της. Η Γαία θα είναι πάντα μητέρα του Άτλαντα αλλά και του Ουρανού (Θεογονία, στ. 126).

.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΩΡΑΙΟΠΟΥΛΟΣ

parallaximag.gr 4/3/2021

Διαμαρτυρόμενες παραμυθίες αδιεξόδων

Ήδη από τον τίτλο και την πρώτη ομώνυμη ιστορία γίνεται αντιληπτό ότι η ποιήτρια Έλσα Κορνέτη δομεί αλλόκοτους κόσμους και πολιτείες φλερτάροντας ταυτόχρονα με σουρεαλιστικές κατασκευές και πλάσματα και πλασματικές κατασκευές αναπλάθοντας, αναποδογυρίζοντας, ανατρέποντας τα πράγματα, όπως τα ξέραμε ως τώρα. Οι ευφάνταστες ιστορίες αυτής της συλλογής έχουν να κάνουν με μείξεις, με αρμονικά μπερδέματα. Η συγγραφέας άλλοτε αναμειγνύει ‘’κανονικούς’’ προσιτούς κοινωνικά ανθρώπους με φανταστικούς κόσμους τοποθετώντας τους εντός τους, άλλοτε αντιστρόφως παρουσιάζει συνήθη σκηνικά και τόπους εντός των οποίων διαβιούν αλλοπαρμένα όντα ή άνθρωποι με παράξενες ιδιότητες και ασυνήθιστα παθήματα. Ενίοτε συμβαίνει κάτι ενδιάμεσο. Χαρακτηριστικά διηγήματα είναι ‘’το μακροβούτι του κόρακα’’ και ‘’η καπνισμένη’’ αντίστοιχα. Στο μεταίχμιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρίσκονται τα διηγήματα ‘’ήταν μια πόλη που σάπιζε’’ ή ‘’ο ανθός του video game’’. Αν και πρόκειται για μαεστρική χρήση και καταπληκτική εκμετάλλευση της μικρής φόρμας, αφού η Έλσα Κορνέτη ξέρει και τι θέλει να πει και πού το πάει και πώς θα το πει (εδώ διαφαίνεται και συμβάλει η προχωρημένη εκφραστική αντίληψη, η σε βάθος κατανόηση της γλώσσας και η ποιητική της σύλληψη) οι 24 ιστορίες του βιβλίου μπορούν να διαβαστούν και ενιαίως ως μυθιστόρημα, μιας και αν ξεκινήσει η ανάγνωση των ιστοριών δύσκολα διακόπτεται. Μοιάζει να υπάρχει κάτι κοινό που ενώνει, συνδέει και συμπλέκει τις ιστορίες κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι μια τάση για διαμαρτυρία. Μια φωλιασμένη ανάγκη αντίδρασης, έστω και με την εξιστόρηση, με τη γραφή. Σαν να υπάρχει σε κάθε ευφάνταστη ιστορία αλλά και στο σύνολο του βιβλίου ένα πέπλο σωρευμένης δυσφορίας, που θα ξεθυμάνει με την αφήγηση ως λύτρωση. Σε αυτό ακριβώς θέλω να σταθώ. Ίσως λόγω του φανταστικού στοιχείου, ενίοτε σουρεαλιστικού (βλ. διήγημα: στο τέλος της κοτσίδας), οι ιστορίες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν παραμύθια για ενήλικες. Όμως, αυτό θα προέκυπτε από μια πρώτη ανάγνωση και λόγω της ταξιδευτικής ιδιότητας της φαντασίας . Στην πραγματικότητα, πιστεύω πως έχουμε να κάνουμε με την ιδιότητα του παραμυθιού ως παραμυθίας, δηλαδή παρηγοριάς, αφού η συγγραφέας εντοπίζει το μελανό σημείο, τη μαύρη κοινωνική κηλίδα και δια της τέχνης, της λογοτεχνίας έρχεται αποτυπώνοντάς το να δώσει μια διαφυγή, έναν εφησυχασμό ότι υπάρχει κι άλλος άνθρωπος που βλέπει και αναγνωρίζει τη μαυρίλα. Γι’ αυτό και θεωρώ πως οι ιστορίες προκύπτουν από συγκρούσεις του ανθρώπου με τη φύση, με την τεχνολογία, με την εγκατάλειψη, την απάθεια. Πολλές συγκρούσεις αποβαίνουν αδιέξοδα. Κάποιες έχουν καλό τέλος, και κάπου εκεί βάζει το χέρι της η τέχνη, που φέρει τα δάκρυα ως λύση στη καλπάζουσα σήψη, ως λύτρωση. Αυτός ο συμβολικός παραλληλισμός και παράλληλος συμβολισμός νομίζω συμπυκνώνει την αρχική ορμή, το Λόγο αυτών των ιστοριών.

 

.

ΝΙΚΟΣ ΤΑΚΟΛΑΣ

9/1/2021 ΠΕΡΙ ΟΥ

Γιατί μια ευδαίμων πόλη-νησί κτισμένη με κοχύλια, κοράλλια, χρυσό και φίλντισι, να κάνει ό,τι μπορεί για την αυτοκαταστροφή της; Δεν είναι, βέβαια, συνηθισμένη πόλη αφού εδράζεται πάνω σε ένα γιγάντιο ψάρι. Νησιώτες και ψάρι πρέπει να πετύχουν μια δύσκολη συμβίωση. Έτσι ξεδιπλώνεται η γιορτή των αναγνώσεων στο βιβλίο διηγημάτων της Έλσας Κορνέτη, με σκηνικό λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού, αλλά και νοσταλγικές μνήμες της ντόπιας ηθογραφίας, των αρχών του 20ου αιώνα.
Στη συνέχεια άλλα 23 μικρού μεγέθους διηγήματα ξετυλίγονται γρήγορα, διάττοντες βροχής λεοντιδών, καθένα με το δικό του χρώμα, τη δική του αυτόνομη μορφή και άποψη, με το αιφνίδιο στοιχείο πότε της κάθαρσης και πότε μιας ανεπάντεχης λύσης, λογικής ή σουρεαλιστικής.
Το ζήτημα της συνύπαρξης φύσης – ανθρώπου είναι κεντρικό στο βιβλίο, όπου παραγωγικά θεωρώ δομείται η άποψη της συγγραφέως, πως η σχέση αυτή παρεκτράπηκε σε ρήξη και πράξη συστηματικής και μανιώδους καταστροφής. Παράλληλα η επιστήμη και η τεχνολογία, που βοήθησαν αρχικά στην ανακούφιση του ανθρώπου από τον κάματο, τις αρρώστιες και τις κακουχίες, έχουν στραφεί εναντίον του. Η τεχνολογία δεν ανταποκρίνεται πια στο αξίωμα της αναγκαιότητας, αλλά απλά στην ικανότητα παραγωγής προϊόντων και μετατροπής τους σε εμπορεύματα, χρήσιμων ή συνήθως όχι, και έτσι κτίζεται ο εφιάλτης των σκουπιδιών και των πλαστικών ρύπων. Ο μέσος άνθρωπος ζει σε μια παγίδα και ένα αδιέξοδο. Οι δυτικές κοινωνίες δεν έχουν πλέον ορατούς αφέντες, αλλά νιώθουν απειλητικές συνέπειες και συνεπαγωγές των πράξεών τους. Ο πολιτισμός, όπως δομήθηκε, διέχυσε φόβο στον κόσμο, για το αύριο, για τον άλλο, για τον ξένο. Ωστόσο, η δύναμη της σκέψης μας διαθέτει πολλές δυνατότητες ανάλυσης κι αυτή είναι η ομορφιά του ανθρώπου.
Η Έλσα Κορνέτη δεν οριοθετείται, ωστόσο, σ’ αυτές τις αντιθέσεις. Οι ιστορίες της προκαλούν ένα πολυρροϊκό κύμα σκέψεων – θέσεων, πάνω στην ευρύτερη Οικολογία και στα ζώα, την Κοινωνία, τις Τέχνες, την Ιστορία, τη Φαντασία και τη ζωή. Στην περιόδευση στις αφηγήσεις της, κρυφός οικοδεσπότης είναι ο πλανήτης. Το ανθρώπινο είδος επαίρεται για την υπεροχή του, παραβλέποντας ότι ενώ η Φύση δεν βοηθήθηκε από τον άνθρωπο στο ελάχιστο, την καταστρέφει ασύστολα μ’ αυτό που ονομάζει πολιτισμό. Στην ουσία ο Άνθρωπος, η παλαίποτε «Κορωνίδα της Δημιουργίας», είναι ανώφελος για το σύμπαν και ταραξίας του, ο μόνος εχθρός της φύσης, αφού κατάφερε σε 150 μόλις χρόνια τεχνικής προόδου να διασαλεύσει εκατομμύρια χρόνια ζωής και τάξης, να λιώσει πάγους, να μολύνει θάλασσες και ατμόσφαιρα, να αλλάξει το κλίμα της και να την απειλεί με πυρηνικές βόμβες και εκτροχιασμό στο διάστημα, μέσα σε ακραίες βιοτικές και οικονομικές ανισότητες των κοινωνιών.
Η γραφή της της Ε.Κ. είναι έντονη, πηχτή, κάθε διήγημα θυμίζει μακρύ προγονικό επίγραμμα, στροφή κρητικής μαντινάδας, με μεστές φράσεις – αισθήματα, σκέψη και ζωή. Φανερή η υψηλή λογοτεχνική κατάρτισή της. Ο λόγος της μεστός και πλούσιος, με εντυπωσιακή ευρύτητα γνώσεων. Μια συμμετρία μεγέθους διακρίνει τα κείμενα. Η ποίησή της ασφυκτιά κρυμμένη στα κείμενα, πλεκτό πολύχρωμο υφάδι τους. Μα ούτε η πρόζα της είναι άγνωστη, αφού την χρησιμοποιεί με ευχέρεια. Η ίδια η συγγραφέας στέκεται έντονα λυρική, σκεπτόμενη, ευαίσθητη, ενώ γίνεται παραληρηματική σε κάποια σημεία.
Η συλλογιστική της αιωρείται ανάμεσα σε λογοτεχνία και πραγματεία, υβρίδιο έντεχνου λόγου και δοκιμίου, Οικολογίας – Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Φαντασίας και γεγονότων. Η Ε.Κ. καταδύεται στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, ψάχνοντας το αναπάντητο, έχοντας αίσθηση του τραγικού και του αβυσσαλέου. Πού κατοικεί η κακία και η αδικία, η σκληρότητα και το άνομο; Γιατί υπάρχουν; Οι στοχασμοί της, θεωρώ, προσπαθούν να αποδείξουν την ανάγκη της κοινωνικής σύμπνοιας, ενός κοινού δρόμου προς τον ήλιο. Τα συμπεράσματά της, όμως, δεν επιτρέπουν ενθουσιασμό, αλλά ανησυχίες και έκκληση για περίσκεψη και αλλαγή πορείας. Μια ελαφρά μελαγχολία διαποτίζει ένα μέρος του βιβλίου, που επιτείνεται και από τον μαγικό ρεαλισμό, αφού «Το κύριο χαρακτηριστικό της φανταστικής λογοτεχνίας είναι η μελαγχολία», κατά τον Μάκη Πανώριο, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την ευαίσθητη τύχη του πλανήτη.
Ένας μηχανισμός ύβρεως και κολασμού λειτουργεί σε πολλά κείμενα, με στοιχεία θρίλερ και εδώ πώς να μην νιώσει κανείς μνήμες από «Τα Λόγια της Πλώρης» και το ονειρικό «Γιούσουρι»; Παραμένει ωστόσο ο κολασμός στα πλαίσια μια ηθικής δικαίωσης, ενώ ο κόσμος συνεχίζει το παράλογο ταξίδι του. Κάποιοι άνθρωποι του βιβλίου της Ε.Κ. ενστερνίστηκαν το απόλυτο για να λύσουν άλυτα προβλήματα, όπως ο θάνατος, αλλά ανακάλυψαν το αδύνατον. Ίσως η Αθανασία πρέπει να περιμένει μερικούς αιώνες ακόμα…
Σταδιακά πολλά βιβλία κάνουν την παρουσία τους στο προσκήνιο, μέσα από τη γνωστική αγάπη της λόγιας συγγραφέως. Θεωρώ ότι αυτά τα διακειμενικά διηγήματα είναι από τα κορυφαία του βιβλίου, ιχνηλατώντας τη μούσα της Ε.Κ. Αρχή, αρχή στο βιβλίο συναντά τη Μαίρη Σέλλεϋ και τον τραγικό Φρανκενστάιν της, διήγημα Τριαντάφυλλο στην άμμο, ενδεικτικά. Τα διηγήματα Καπνισμένη, Μελάνι πικρό βαθαίνουν τους στοχασμούς της πάνω στην τραγικότητα της Τέχνης, που θέλει να είναι βάλσαμο και τέχνη θεραπείας της ψυχής. Ο Σαίξπηρ και η παράδοξη Οφηλία …του, ο Μπωντλαίρ, ο Ντοστογιέφσκι και πολλοί άλλοι ομορφαίνουν το βιβλίο.
Οι ήρωες της Ε.Κ. συχνά παράξενοι κι αλλόκοτοι, με την απρόβλεπτη δράση τους ομορφαίνουν την πλοκή, χωρίς να δείχνουν ότι υπολογίζουν στον ίλεω των Ουρανών (Το Τάμα). Ένας Φαροφύλακας που «..κυριαρχεί στο μοναχικό του πεπρωμένο θέλει να πεθάνει σαν φάρος», ένας Φτεροσυλλέκτης που ανακαλύπτει τη μαγεία των πουλιών, που μπορούν να γυρίζουν τη γη χωρίς πυξίδα. Παράλληλα η συγγραφέας υμνεί μοναδικά τον πανέμορφο ιπτάμενο κόσμο, μα ουσιαστικά χρησιμοποιεί τη Βασιλική Οδό της Λογοτεχνίας, για να αναβαθμίσει τα δίκαια των ζώων, δίπλα στις περιπέτειες της ζωής των ανθρώπων.
Στα διηγήματά της Οι κορεσμένοι και Ο πρίγκιπας των αλγόριθμων η ψηφιακή «ευφυΐα», προσπαθεί να συρρικνώσει τον ανθρώπινο νου. Σε μεγέθυνση αυτής της κλίμακας συναντάμε το ξέφρενο παράλογο να άρχει, χωρίς συναισθήματα και ανθρώπινους κανόνες. Στο διήγημα Τελείες για Μάτια μιλάει για το πάθος των θνητών, την ανάγκη της υστεροφημίας, έστω και με ακραίους όρους. Ο σουρεαλισμός δεν είναι σπάνιος στο βιβλίου, ως ακραία κρίση. Άλλωστε, «η ζωή δεν είναι παρά μια καλοστημένη φάρσα», γράφει αλλού.
Η εποχή του ευρωπαϊκού ρομαντισμού είναι η αφετηρία πολλών σκέψεων και εμπνεύσεων της συγγραφέως, εκεί που το δράμα ήταν παντοδύναμο και η ανθρώπινη νίκη άθλος. Οι ιστορίες της Ε.Κ. ποτίζονται συχνά από το παρελθόν, η πλούσια σε θεατρικότητα, χρώματα και στυλ Βικτωριανή εποχή δεν λείπει από τις αναφορές της, ούτε η Αναγέννηση.
Στο βιβλίο της Έλσας Κορνέτη νιώθεις τον αέρα πολλών επισκέψεων – έως …σπουδών, σε Μουσεία, Εκθέσεις Τέχνης, αντικερί και κυρίως δημόσιους κήπους και άλση. Αυτό θυμίζει μια ρήση του Τ. Μπέρχαρντ, ότι «μπορώ να ζήσω οπουδήποτε στον κόσμο, αρκεί να υπάρχει κοντά ένα μουσείο και ένα άλσος». Είναι οι τόποι ηρεμίας πολλών ανήσυχων μυαλών, ένας ανθρώπινος κόσμος που επιτρέπει το μεγαλόπρεπο σκαρφάλωμα του φεγγαριού στο κέντρο του θόλου της δημιουργίας…

ΜΑΡΙΑ ΜΟΙΡΑ

Η ΑΥΓΗ 20/12/20

Η ανάσα των λέξεων

Ένα μικρό βιβλίο με εικοσιτέσσερις ποιητικές αφηγήσεις, γεμάτο πολύχρωμες και πλουμιστές εικόνες. Εικόνες που φτερουγίζουν και συστρέφονται, ίπτανται και λικνίζονται, καταδύονται και απογειώνονται, κι ας υπάρχουν στις σελίδες του μόνο λέξεις από κατάμαυρη τυπογραφική μελάνη. Λέξεις όμως ζωντανές «που καρδιοχτυπούν και ανασαίνουν» όπως γράφει η συγγραφέας. Αυτονομούνται και κάνουν του κεφαλιού τους θα προσέθετα εγώ, περιπαίζοντας την άκαμπτη και αδιάσειστη λογική, αλλάζοντας τον ειρμό και την ροή των γεγονότων, μεταφέροντας τον αναγνώστη στον χώρο και τον χρόνο σε απόκοσμα μαγικά τοπία και δυστοπικά περιβάλλοντα, στιγματισμένα από την ύβρη και την παράνοια του ανθρώπινου γένους. Λέξεις που φανερώνουν τους φτερωτούς αγγελιοφόρους του μυστικού, του άγνωστου, του ανείπωτου.
Ιστορίες ευφάνταστες, παράξενες, μελαγχολικές και ταυτόχρονα γνώριμες και οικείες, που άλλοτε μοιάζουν με ευφρόσυνα φωτεινά όνειρα και άλλοτε με δυσοίωνους σκοτεινούς εφιάλτες. Μιλούν για την απληστία και την αλαζονεία, τον εφησυχασμό και την αδιαφορία, την αφέλεια και την πίστη, την απόγνωση και την τρέλα, τον έρωτα και τον θάνατο. Η απώλεια της ευδαιμονίας του επίγειου παραδείσου και η επίμονη αφαίμαξη της φύσης, η εξάρτηση από την τεχνολογική επικοινωνιακή πλημμυρίδα και η αλλοτρίωση των σχέσεων, η έκπτωση των αξιών και η παρακμή των ιδεών, η οικονομική και πολιτική κρίση, βρίσκονται στον πυρήνα της ποιητικής κατάθεσης, αλλά δεν κραυγάζουν και δεν βοούν. Οι σκιές του πεπρωμένου έρχονται αθόρυβα σ’ αυτές τι μικρές αλληγορικές εξιστορήσεις, που εκκινούν από το πραγματικό και με απρόσμενες μετουσιώσεις και μετατοπίσεις αποκαλύπτουν έναν κόσμο αόρατο και ανεξερεύνητο, απλώνοντας ένα αδιαπέραστο σκοτεινό πέπλο πάνω στις βεβαιότητες και τις πλάνες των ανθρώπων.
Πόλεις από κοχύλια χτισμένες στη ράχη ενός ράθυμου γιγάντιου ψαριού, που οι κάτοικοί τους αποθησαυρίζουν μαργαριτάρια, πόλεις διαβρωμένες από την αδιάκοπη βροχή και την υγρασία που σαπίζουν, πόλεις ανεστραμμένες που αφήνουν να χαθεί στην άβυσσο όλος ο συσσωρευμένος περιττός και ασήμαντος πλούτος, θάλασσες νεκρές, δύσοσμες και μολυσμένες που εκσφενδονίζουν νάρκες και σπέρνουν τον θάνατο στους αμέτοχους, ανύποπτους και ανυποψίαστους θεατές.
Οι ήρωες είναι άνθρωποι μοναχικοί, ιδιαίτεροι, με ασύμμετρες ικανότητες και παράδοξες ιδιότητες, που ομφαλοσκοπούν και ταλανίζονται από εμμονές, φόβους και μονομανίες. Αυτάρεσκοι φιλόδοξοι κηποτέχνες που χάνονται στον τεχνητό λαβύρινθο που οι ίδιοι δημιούργησαν, πιστές στον τόπο και στο καθήκον οικονόμοι που παραμένουν στα μισοκαμένα ερείπια μέχρι την τελευταία τους πνοή, άνθρωποι που ζουν το παρελθόν σαν ένα διαρκές παρόν, γυναίκες με πάθος για την τελειότητα των λεπιδόπτερων, άνδρες που ταΐζουν με στοργή τα βουλιμικά περιστέρια. Καλλίφωνοι κορακόμορφοι ψάλτες – μισάνθρωποι και ανηλεείς, απολυμένοι γιάπηδες που καταλήγουν νεκροπομποί, ανθρωπόμορφα ρομπότ που ενσαρκώνουν την Οφηλία και γίνονται το αντικείμενο της υπέρτατης λατρείας. Άνθρωποι χωρίς χαρίσματα που γίνονται πειραματόζωα για να δώσουν νόημα στην ύπαρξή τους και ταλαντούχοι δημιουργοί βίαιων video games που παγιδεύονται στα ψηφιακά περιβάλλοντα που ίδιοι σχεδίασαν, κυνηγημένοι από τους εκτελεστές που με κόπο επινόησαν. Νεωκόροι και καντηλανάφτες, φαροφύλακες και φτεροσυλλέκτες, υψίφωνοι και μεσαιωνικές δέσποινες και τόσοι άλλοι.
Στο τέλος των περισσότερων ιστοριών περιμένει ο θάνατος σαν τιμωρία ή λύτρωση, δικαίωση ή εξιλέωση και τότε η αυλαία του βίου κλείνει απαλά και αθόρυβα ή κατακρημνίζεται με πάταγο και κουρνιαχτό.
Και ξαφνικά η ελπίδα εμφανίζεται στο προσκήνιο με μια απρόσμενη επιδέξια κίνηση του μαγικού ραβδιού της Έλσας Κορνέτη. Τα σύννεφα διαλύονται, τα νερά αποσύρονται, τα πουλιά φτερουγίζουν, οι ζωές των ανθρώπων αποκτούν ιερότητα και περιεχόμενο, η ουράνια γαλήνη επιστρέφει και η επίγεια τάξη και αρμονία αποκαθίσταται. Η συγγραφέας βάζει σε λειτουργία ξανά τα γρανάζια του μύθου. Τινάζει από τις λέξεις την συσσωρευμένη σκόνη της αγωνίας για το αβέβαιο παρόν και το τραγικό μέλλον της αποπροσανατολισμένης ανθρωπότητας και παραδίνει τον πλανήτη μπρος στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη, λαμπερό και πρωτοφανέρωτο. Σαν νεογέννητο μωρό.

ΛΙΛΥ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ

BOOKPRESS.GR 19/12/2020

η μαθηματική πιθανότητα της αναγνωστικής ευτυχίας

Είναι φορές που τα βιβλία έχουν την σπάνια ιδιότητα να «σε παίρνουν και να σε σηκώνουν» από τη μίζερη, ειδικά εν μέσω πανδημίας, πραγματικότητά σου. Συνήθως αυτό προκύπτει με ποιήματα ή κάποιο πολύ δυνατό μυθιστόρημα αλλά σπανιότερα με διηγήματα. Κι όμως κάτι τέτοιο συνέβη με τα διηγήματα της Έλσας Κορνέτη, απογειώνουν όπως συμβαίνει συχνά με την τέχνη. Ορατή η ποιητική σκευή της συγγραφέως στη γλώσσα, στη λυρική ή και ρομαντική αποτύπωση ενός άχρωμου κόσμου, στον υπόγειο στοχασμό και στη μυστική επισήμανση.

Το αρχικό μότο των διηγημάτων: «Ό,τι αυτοσυγχωρείται διαρκώς είναι της ζωής η διάψευση ή το θαύμα;» δίνει τρόπον τινά τον οδηγό ανάγνωσης∙ οδηγεί σε μια σειρά διερωτήσεων που ο αναγνώστης καλείται να σκεφτεί ή και να απαντήσει μετά από κάθε απολαυστικό διήγημα. Η συγγραφέας μάς ταξιδεύει σε κόσμους μαγικούς και ονειρικούς, όπως το φερώνυμο νησί πάνω στο ψάρι όπου: «Οι μη κανονικοί άνθρωποι του μη κανονικού νησιού ήταν ενθουσιασμένοι. Είχαν εξασφαλίσει αιώνια πλούτη, αιώνια νιάτα κι αιώνια ομορφιά στο αιώνια γόνιμο νησί. Τι άλλο να ζητούσαν λοιπόν;» Ο άνθρωπος όμως πέρα από τα εξωτερικά του γνωρίσματα φέρει και εσωτερικά στίγματα που συχνά οδηγούν στην αρχαία ύβρη που θα διαταράξει τους ρυθμούς του «παραδείσου».

Τόποι μαγικοί και παραμυθικοί αντιμετωπίζουν κατά μέτωπο τον απανθρωπισμό της τεχνολογικής εξέλιξης που οδηγεί σε «βιβλιοθήκες ψυχών» και μας πισωγυρίζει σε έναν κόσμο ανάποδο ή και μαυρόασπρο.

Κάποια από τα διηγήματα αγγίζουν με τον τρόπο τους φιλοσοφικές πραγματείες για την ανθρώπινη υπόσταση, θέτουν υπαρξιακά ζητήματα, διερωτώνται για τον ρόλο της τέχνης στη σημερινή εποχή. Συνομιλούν με παλαιότερα κείμενα (Σαίξπηρ, Θάκερεϊ, Σέλεϊ, Ντι Μόριε κ.ά.) και σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Η γλώσσα αισθαντική και λεπταίσθητη με μια τάση λεξιπλασίας που όμως δεν παρασύρεται ποτέ στη λεξιλαγνεία. Τόποι μαγικοί και παραμυθικοί αντιμετωπίζουν κατά μέτωπο τον απανθρωπισμό της τεχνολογικής εξέλιξης που οδηγεί σε «βιβλιοθήκες ψυχών» και μας πισωγυρίζει σε έναν κόσμο ανάποδο ή και μαυρόασπρο («Οι κορεσμένοι», «Ο πρίγκηπας των αλγορίθμων»). Κινηματογραφικές και θεατρικές σκηνές ανακαλούνται αυθόρμητα συνοδευόμενες από την υπόγεια κριτική τους. («Κάποιο είδος αγάπης», «1903»).

Συχνότατα η αρχή των διηγημάτων είναι τόσο υποδειγματική που θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στα εγχειρίδια ή τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, μια δυνατή αρχική πρόταση ή και παράγραφος δελεάζει πάντα τον αναγνώστη να συνεχίσει όπως: «Την υπονόμευαν τη θάλασσά τους. Συνήθιζαν να αδιαφορούν. Αδιαφορούσαν και συνήθιζαν» («Θαλασσινό ναρκοπέδιο») και «Έλεγαν ότι είχε μια θυελλώδη καρδιά. Ότι η καρδιά του άρρυθμα χτυπούσε» («Τριαντάφυλλο στην άμμο») ή «Ξύπνησαν μ’ έναν ήλιο σαν τόπι τσίρκου να χοροπηδά στα κεφάλια τους. Η γη από κάτω, ο ουρανός από πάνω» («Οι κορεσμένοι»). Το αναγνωστικό όμως πανηγύρι συνεχίζεται συχνά σε συνδυασμό είτε με τη φύση και το περιβάλλον είτε με την ταχύτητα που οι ανθρώπινες, ηλεκτρονικές δημιουργίες συχνά υποκαθιστούν ή και υπερβαίνουν τον άνθρωπο-δημιουργό τους.

Οι εικαστικές συλλήψεις πολλών διηγημάτων ξεκινούν από την Αναγέννηση και, διατρέχοντας τους αιώνες με Κανόβα και Βαν Γκονγκ, φτάνουν έως στον Πόλλοκ. Οι τόποι, ενίοτε παραμυθικοί, διατρέχουν από τη μεσαιωνική Βενετία, τη βικτωριανή Αγγλία, τα άχρονα τοπία μέχρι τον μολυσμένο Θερμαϊκό. Άλλοτε πάλι το σκηνικό είναι περιορισμένο, το εσωτερικό μιας εκκλησιάς, ένα καφενείο, ένα γραφείο. Ο κόσμος που κινεί (και κινείται) στις ιστορίες είναι συχνά «οι αδιάφοροι άνθρωποι», «οι μη κανονικοί», «οι κυρίες του τίποτα», «άνθρωποι της προηγούμενης μέρας», «αλαφιασμένοι», νεωκόροι, ψάλτες, φαροφύλακες, δημιουργοί βιντεοπαιχνιδιών, ρομαντικά τέρατα παλαιότερης ή νεότερης κοπής, άνθρωποι που απολαμβάνουν την ανυπαρξία τους. Η κριτική ματιά της Κορνέτη καταδικάζει ή απορρίπτει, κρυφά ή και λιγότερο κρυφά, τη μεγαλομανία, τον άκρατο καταναλωτισμό, την άμετρη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, την υπέρμετρη και αστόχαστη τεχνολογική ανάπτυξη.

Πυκνότατη εξαιρετική γραφή σε μια συλλογή που σε παρασέρνει με μαγευτικό τρόπο σε ουτοπίες και δυστοπίες. Ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο με την ουσιαστική έννοια της λέξης, δηλαδή τη βαθιά έγνοια για την κοινότητα, τη γνώση ότι η ύβρις ακολουθείται από τη νέμεση. Η συγγραφέας που αρέσκεται στα δίσημα ερωτήματα μας προσκαλεί να αναστοχαστούμε τη ζωή μας, το μέλλον μας. «Το νησί πάνω στο ψάρι» είναι μια τέτοια γοητευτική αφορμή.

ΞΕΝΟΦΩΝ Α. ΜΠΡΟΥΝΤΖAΚΗΣ

ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2156 17-12-2020

Ο ζοφερός κόσμος είναι ήδη εδώ

Η Έλσα Κορνέτη μάς είναι γνωστή ως ποιήτρια. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές και ένα δοκίμιο με τίτλο «Ημερολόγια φιλοσοφικής ήττας», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κουκούτσι το 2013. Προσφάτως κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων «Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες». Η Κορνέτη περνά στην πρόζα έχοντας κληρονομιά τον ποιητικό λόγο, πράγμα που γίνεται ευχάριστα αντιληπτό από την πρώτη επαφή του αναγνώστη με το κείμενο. Πρόκειται πράγματι για μια σειρά ευφάνταστων διηγημάτων που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Μελάνι σε ένα κομψό τομίδιο 150 σελίδων.

Το βιβλίο σε προδιαθέτει ευχάριστα ήδη από το εξώφυλλο, μια σύνθεση εμπνευσμένη από το πρώτο διήγημα, το οποίο έχει χαρίσει και τον τίτλο της συλλογής. Η ζωγραφιά, σαν ένα όνειρο βυθού, απεικονίζει ένα νησί πάνω σε ένα ψάρι. Τα υπόλοιπα που ακολουθούν ξεδιπλώνουν μαγικούς – μαγευτικούς κόσμους και καταστάσεις φαντασιακές που ανασυσταίνουν στα καθ’ ημάς τις καλύτερες στιγμές του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού – δίχως καμιά ενοχλητική υποψία αντιγραφής ή κακόγουστης επιρροής.

Ο κόσμος της Κορνέτη είναι θαυμάσια παραμυθένιος και ταυτόχρονα τόσο ρεαλιστικά αληθινός, τόσο έντονος, που ζωντανεύει μέσα από τις λέξεις όχι μόνο τόπους, τοπία, βυθούς αλλά και αισθήματα, σκέψεις, ψυχισμούς, αγωνίες και εσωτερικότητες. Οι λέξεις – ένας θρίαμβος χρωμάτων – επικαλύπτουν βαθιές σκοτεινιές, το πανηγύρι της φαντασίας καταλήγει σε μια δυστοπία που αποφλοιώνει τον άνθρωπο ηθικά, τον αποξενώνει από τον κόσμο του, τον απομακρύνει από τον εαυτό του, τον τοποθετεί εκτός φύσης. Οι ιλιγγιώδεις τεχνολογικές εξελίξεις φτιάχνουν έναν νέο άνθρωπο, τον μεταλλάσσουν, τον απομακρύνουν από τις αξίες του; Πίσω από κάθε έντονη περιγραφή ζωής κρύβεται ένας απειλητικός εφιάλτης. Διαβάζοντας τη μία μετά την άλλη, οι ιστορίες μοιάζουν να ηθικολογούν, να τρομάζουν γι’ αυτό που έρχεται. Η αγωνία, ωστόσο, δεν είναι ηθική, είναι της μνήμης, είναι της γενικής αμνησίας. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ούτε να ξεχαστούμε μέσα στη δίνη της τεχνολογίας, δεν πρέπει να ψηλώσει ο νους μας με τα εντυπωσιακά άλματα των επιδόσεων του νέου θαυμαστού κόσμου.

Εξ άλλου, η τραγωδία, η αλλοτρίωση, οι αγωνίες, οι φόβοι και τα αδιέξοδα γεννήθηκαν μαζί με τον πρώτο άνθρωπο – είναι πολύ πιο παλιά από την τεχνολογία για να την φοβηθούν και πολύ αργά για να κάνουν πίσω, όπως και πολύ ανθεκτικότερα. Όσο ο άνθρωπος καταφέρνει να πονά, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.

Κάποτε η τεχνολογία ενέπνεε φανταστικά ταξίδια, ανέμελες προβολές στο μέλλον. Σε πόσες περιπτώσεις άραγε η φαντασία μεταβλήθηκε σε πραγματικότητα; Μήπως ο άνθρωπος δεν κατέκτησε τους αιθέρες ή άλλους πλανήτες, μήπως δεν εξερεύνησε τους αβυσσαλέους βυθούς, μήπως δεν έκλεισε τον απέραντο κόσμο σε ένα δωμάτιο – στο δικό μας δωμάτιο; Πόση φαντασία ξόδεψε η πραγματικότητα τολμηρά, πόσο μαγικό ρεαλισμό ξόδεψε; Κι όμως, ο άνθρωπος εξακολουθεί να φοβάται και να τολμά. Εξακολουθεί να γράφει ωραίες ιστορίες, εξακολουθεί να διαβάζει παραμύθια. Εξ άλλου, τι θα άξιζε ο κόσμος μας δίχως δράματα;

Το μυστικό στις ιστορίες της Κορνέτη είναι η προσωπική αίσθηση της γλώσσας, καθώς γράφει σα να ζωγραφίζει, έτσι κάθε λέξη ζωντανεύει μια παράσταση ζωής κι όλες στη σειρά έναν κόσμο στην αρχή πολύχρωμο, χαρούμενο, ευτυχή, που στη συνέχεια σκοτεινιάζει, θλίβεται, φοβάται. Παρά τα φαινόμενα, η ζωή δεν αλλάζει. Μπορεί η τεχνολογία να αναπτύσσει ιλιγγιώδεις ταχύτητες, οι άνθρωποι, ωστόσο, μένουν πίσω, αργούν. Συνήθως ξεχνιούνται στις δικές τους σκοτούρες. Οι ανθρώπινες ψυχές έχουν άλλο χρόνο.

Ο νέος ψηφιακός κόσμος δεν αγγίζει πλέον τα όρια της πανανθρώπινης φαντασίας, τα έχει ξεπεράσει προ πολλού, η κοινωνία τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, πίσω από τις νέες πραγματικότητες, πίσω από τις νέες φαντασιώσεις. Από μακριά οι άνθρωποι θαρρείς παρακολουθούν αμήχανοι το παρόν να εξανεμίζεται στο μέλλον. Ζουν προσπαθώντας να πιστέψουν σ’ έναν κόσμο που προηγείται και τους ξεπερνά. Το παραπάνω γίνεται εφιάλτης και η ζωή ένα μέγεθος που δεν μας χωρά. Η αγωνία της Κορνέτη είναι να μην υπογράψει ο άνθρωπος την ψηφιακή του καταδίκη, να κρατήσει όσο πιο πολύ παρελθόν γίνεται, να μην απομακρυνθεί εν τέλει από τον εαυτό του, να μην χαθεί, να μην γίνει ένα ολόγραμμα!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ

DIASTIXO.GR /14/2/2021

Οι ποιητές μερικές φορές ασχολούνται με τον πεζό λόγο γράφοντας αφηγήματα και διηγήματα. Αλλά ακόμη και τότε παραμένουν ποιητές. Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου είχε χαρακτηρίσει «ποιήματα» τρία πεζά του κείμενα, που δύσκολα ένας φιλόλογος θα τα κατέτασσε σε αυτή την κατηγορία. Στο βιβλίο της Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες (εκδ. Μελάνι, Αθήνα, 2020) η Έλσα Κορνέτη γράφει σύντομες ιστορίες που, αν και περιλαμβάνουν στοιχεία ποίησης και παραμυθιού, οι περισσότερες θα μπορούσαν να θεωρηθούν τυπικά διηγήματα. Κάτι εξάλλου όχι ασυνήθιστο σε πολλούς σύγχρονους πεζογράφους της μικρής φόρμας, που έχουν επιλέξει να διαφοροποιούνται με ανάλογο τρόπο από τους παραδοσιακούς τρόπους αφήγησης. Αθόρυβα αλλά ουσιαστικά.

Ξεκίνησα να διαβάζω τις είκοσι τέσσερις «ευφάνταστες ιστορίες» και έφτασα ως το τέλος, αλλά στην πραγματικότητα, σαν να επρόκειτο για ένα άγνωστο παράδοξο του Ζήνωνα, δεν είχα απομακρυνθεί από το πρώτο διήγημα, που έδωσε τον τίτλο του στο βιβλίο. Είναι μία σύντομη ιστορία, που ως δομή στηρίζεται αφενός στον μύθο του Παραδείσου, όπως τον συναντάμε στη Βίβλο, και αφετέρου στην αφήγηση του Πλάτωνα για την Ατλαντίδα, τη βυθισμένη νησιωτική πολιτεία. Οι κάτοικοι ενός νησιού, που βρίσκεται στη ράχη ενός γιγάντιου ψαριού, έχουν με το παραπάνω αυτά που χρειάζονται, όμως δεν τους επιτρέπεται να αγγίξουν τον «απαγορευμένο καρπό», που σε αυτή την περίπτωση αφορά τα μαύρα μαργαριτάρια που το ψάρι κρατά για τον εαυτό του. Όταν τελικά τα οικειοποιούνται, το νησί καταποντίζεται και οι κάτοικοι πνίγονται, όπως ακριβώς συνέβη με τους κατοίκους της Ατλαντίδας, που πλήρωσαν με αυτόν τον τρόπο την απληστία τους και τη θεοποίηση των υλικών αγαθών. Το κείμενο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και αλληγορία για τις σύγχρονες κοινωνίες του υπερκαταναλωτισμού και της έλλειψης μέτρου, που μοιάζουν να οδεύουν στην καταστροφή τους χωρίς την ανάγκη της συνδρομής εξωτερικών εχθρών. Πρόκειται για διήγημα που αξιοποιεί αρχετυπικά στοιχεία και δομές των μύθων τοποθετώντας τα σε ένα νέο, εν μέρει διαφορετικό, πλαίσιο.

Στο διήγημα «Ήταν μια πόλη που σάπιζε» οι κάτοικοι σώζονται μόνο όταν αρχίζουν να κλαίνε. Διαβάζοντάς το θυμήθηκα την περίφημη ταινία Αλφαβίλ του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Στον ντετέκτιβ Λέμμυ Κώσιον, που επισκέπτεται τη φουτουριστική πόλη, έχει ανατεθεί η αποστολή: «Να σωθούν αυτοί που κλαίνε». Το διήγημα αυτό, καθώς και το πρώτο της συλλογής, δεν είναι αντιπροσωπευτικά του βιβλίου. Σε αρκετά όμως από τα υπόλοιπα μπορούν να βρεθούν κοινοί τόποι: οι μοναχικοί άνθρωποι που βλέπουν απαθείς τη ζωή τους να τελειώνει, μία κανονικότητα που μπορεί να χωρέσει κάθε εκδοχή του παραλόγου, ο έγχρωμος κόσμος που γίνεται «ασπρόμαυρος» για να σβήσει εντελώς, η έλλειψη επικοινωνίας και ανθρωπιάς – ιδιαίτερα για όσους τις χρειάζονται.

Η παρουσία του υγρού στοιχείου είναι έντονη σε πολλά διηγήματα. Άλλοτε ως δάκρυα, άλλοτε ως σύννεφο ή βροχή και άλλοτε ως θάλασσα που προστατεύει ένα νησί ή που γίνεται τάφος για έναν άνεργο. Δίπλα στους πρωταγωνιστές συναντάμε ζώα της θάλασσας, της στεριάς και του αέρα, αναλογικά, φανταστικά και ψηφιακά όντα. Το εκάστοτε σκηνικό συνδέεται λειτουργικά με την υπόλοιπη ιστορία και οι ανοιχτοί ή κλειστοί χώροι αλληλεπιδρούν με τα πρόσωπα. Η έμπνευση για τη σύνθεση των ιστοριών μοιάζει να έρχεται από θέματα και δομές που γοήτευσαν τη συγγραφέα, αλλά και από στιγμές μοναξιάς και περισυλλογής. Η δράση είναι συνήθως περιορισμένη, όπως και η πλοκή, ενώ από τις ελάχιστες πληροφορίες και τις αδρές περιγραφές αναδύονται αξιοπρόσεκτοι χαρακτήρες. Και κυρίως αναδύονται προβληματισμοί στον αναγνώστη.

Ένα από τα στοιχεία που μου άρεσαν στο βιβλίο είναι ότι σε γενικές γραμμές τα διηγήματα είτε γράφτηκαν χωρίς εξωλογοτεχνικές σκοπιμότητες είτε αυτές δεν είναι εμφανείς. Η συγγραφέας, αφήνοντας στην άκρη τις ιδέες της, άφησε τη γραφή να την παρασύρει. Σκηνές όπως η αγία με το ρόλεξ («Το τάμα») και η κοτσίδα που δεν τελειώνει («Στο τέλος της κοτσίδας») είναι ασυνήθιστοι συνειρμοί ακόμη και για υπερρεαλιστές ποιητές. Σε μερικά διηγήματα, που θα αποτελούσαν συνηθισμένες ιστορίες, ένα ή περισσότερα στοιχεία φαντασίας ανατρέπουν την τρέχουσα αφήγηση αφήνοντας το στίγμα τους στο σύνολο του κειμένου και του βιβλίου. Στα σημεία αυτά αποκαλύπτεται κατά τη γνώμη μου η ποιήτρια πίσω από την πεζογράφο. Η αποφυγή αναλυτικών αναφορών στο ευρύτερο χωροχρονικό πλαίσιο και η αίσθηση ότι οι ήρωες κινούνται έξω από το πνεύμα της εποχής μας λειτουργούν με έναν παράξενο τρόπο, δίνοντας στα κείμενα του βιβλίου διαχρονική επικαιρότητα.

ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

LIFO.GR 6/2/2021

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ως οικολογική αλληγορία, φανταστικό παραμύθι, μαγική περιπλάνηση σε κόσμους αλλόκοτους αλλά και ως ένα αντεστραμμένο μυθολογικό πανόραμα για έναν κόσμο που θα μπορούσε να οριστεί αλλιώς. Το σίγουρο είναι ότι το Νησί Πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες της Έλσας Κορνέτη είναι μια σπάνια, αριστοτεχνικά πλεγμένη συλλογή ιστοριών που ουσιαστικά διαβάζεται ως ένα μυθιστόρημα κοινών μεταφυσικών και αλληγορικών αξιώσεων.

Φανταστικά και πραγματικά όντα ‒στοιχειωμένοι φαροφύλακες, κορακόμορφοι ψάλτες, φοβισμένοι και αλλόκοτοι νεωκόροι, παράξενοι επιστήμονες‒ εναλλάσσονται σε αυτές τις εξαίρετα στημένες ιστορίες για να καταδείξουν πόσες υπερβάσεις μπορούν να γίνουν στον εσωτερικό κόσμο αλλά και σε εκείνον της γλωσσικής έκφρασης, όταν τα πάντα καταστρέφονται και καλούνται να αναδιατυπωθούν ή να δημιουργηθούν εκ νέου.

Ως εκ τούτου, η απανθρωποποίηση που παρατηρείται γύρω μας δεν αφορά μονάχα αυτόν τον κόσμο αλλά και ένα φανταστικό σύμπαν σκαλωμένο πάνω σε ένα τεράστιο ψάρι αλλά και μια αναποδογυρισμένη πόλη, της οποίας οι κυνικοί και εξαρτημένοι από την τεχνολογία κάτοικοι δεν θα έχουν κοιταχτεί ποτέ στα μάτια και δεν θα έχουν αγγιχτεί ποτέ, απορροφημένοι καθώς είναι στα κινητά και στις οθόνες τους (πόσο προφητική αναλογία με το τώρα;).

Οι απόκρυφες αυτές και άκρως αλληγορικές ιστορίες συνδέουν την εναλλαγή μεταξύ ενός λιτού και ταυτόχρονα εξπρεσιονιστικού τρόπου έκφρασης με τον μαιανδρικό ελιγμό μιας συμβολικής αφήγησης που σίγουρα ξέρει τι θέλει ‒ και το τολμά. Με έναν τρόπο που μοιάζει σχεδόν εραλδικός, αφού φτάνει μέχρι την καταγωγή του κόσμου, δεν υπάρχει κανένα ερώτημα που να μη στοιχειώνει την ουσία των ιστοριών της Κορνέτη, είτε αυτό αφορά την οικολογική συνείδηση, είτε τη θρησκευτική πίστη, είτε τη δημιουργία ή την ποίηση.

Και είναι σίγουρα η τελευταία που δείχνει τον κοινό άξονα στον οποίο κινείται η κατεξοχήν ποιήτρια Έλσα Κορνέτη ‒την οποία μέχρι τώρα γνωρίζαμε από τις ποιητικές της συλλογές‒, μετατρέποντας το θέμα της εκφραστικής δημιουργίας σε ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Στην «Καπνισμένη», η συγγραφέας Ιζόλδη αυτοκτονεί πίνοντας αμέτρητες κούπες καφέ και καπνίζοντας μανιακά, ενώ στο «Μελάνι Πικρό» ένας άλλος συγγραφέας πνίγεται από το μελάνι, σαν τη σουπιά. Η αγωνία της δημιουργίας σε έναν κόσμο που μοιάζει ολοένα πιο παράταιρος φαίνεται να στοιχειώνει τη συγγραφέα, που πιστεύει ότι η απάντηση είναι η ποίηση, όποια κι αν είναι ερώτηση: θεραπευτική, ανένταχτη, χειμαρρώδης.

Άλλωστε, αυτό που σώζει την πόλη που σαπίζει, στη ομώνυμη ιστορία, είναι ένα μυστικό κείμενο που αποτελείται «από ποιήματα παλιά, ποιήματα μεταφυσικά, λέξεις στρόγγυλες, παρηχήσεις ηδονικές, νοήματα συγκινητικά, όνειρα εξωσωματικά».

Επίσης, στις ιστορίες της Κορνέτη δεν υπάρχουν άνθρωποι μοναχοί ή κοινωνικοί, μικρόθυμοι ή μεγαλόθυμοι, πετυχημένοι ή αποτυχημένοι, μόνο έτοιμοι για το ποιητικό θαύμα, σαν τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι ή σαν εκείνον τον ασήμαντο, αόρατο και ανύπαρκτο ήρωα από τις Τελείες για μάτια, που «ήθελε ν’ ανοίγει διάπλατα τα χέρια και να στριμώχνει στην αγκαλιά του χρώματα χιλιάδες. Ήθελε να περπατά πάνω σε κοράλλια, σκορπώντας απόκοσμες ανταύγειες ομορφιάς».

Τελικά, μπροστά στη δημιουργία ‒και αυτό είναι το μανιφέστο που υψώνει η Κορνέτη‒ είμαστε όλοι και όλες ίσοι. «Στεφανωμένη με ένα λεπτοδουλεμένο στεφάνι από σφιχτοδεμένα κλαράκια και φύλλα ιερής βελανιδιάς, η Μαίρη Σέλλεϋ, με τις τσέπες της γεμάτες κουμπιά και κλειδιά, ξέρει. Κουμπώνοντας μια πληγή, ξεκλειδώνει ένα άνθος».

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ

Εφημερίδα Μακεδονία 14/2/2021

Πολυγραφότατη με διακρίσεις για την ποίησή της, μιλά αυτή τη φορά για το βήμα που κάνει στο δύσκολο αλλά και ποιητικό ταυτόχρονα είδος του διηγήματος. Ποιητικό γιατί ως συμπυκνωμένος λόγος απαιτεί λεπτό χειρισμό της γλώσσας και των νοημάτων.
Δηλώνει ότι αγαπά τη λογοτεχνία του φανταστικού και είναι κάτι που της λείπει από την Ελλάδα. Αποφάσισε, λοιπόν. να κινηθεί στα όρια του μαγικού ρεαλισμού και να δημιουργήσει μια σειρά διηγημάτων για πρώτη φορά υπό τον τίτλο «Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες» (εκδόσεις Μελάνι), μία προσπάθεια 10 χρόνων, όπως μας περιγράφει. Τα έργα αυτά είχαν δημοσιευτεί ανά τα χρόνια σε λογοτεχνικά περιοδικά και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να εκδοθούν μαζί. Όπως μας εξηγεί η συγγραφέας, το γεγονός ότι γράφτηκε αποσπασματικά, έδωσε τη δυνατότητα «να δουλευτεί η γλώσσα και να προχωρήσει κάτι παρακάτω. Πολλές φορές στα σύγχρονα λογοτεχνικά η γλώσσα μένει λίγο στεγνή σαν κόκαλο, δεν τη δουλεύουν ή δεν τους απασχολεί να την προχωρήσουν. Δεν μου αρέσει ένα στεγνός ρεαλισμός. θέλω να μπορεί να ξεφεύγει του δημιουργού. Με ενδιαφέρει και η προσωπική μου ψυχαγωγία και αν καταφέρω να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη, αυτό θα ήταν το ιδανικό. Θέλω όλα τα μπαχαρικά και τα αρώματα… Να γίνεται λίγο τρισδιάστατο, ανάγλυφο σαν όλα αυτά να βγαίνουν από το χαρτί και να μπορείς να τα αγγίξεις. Όπως τα παραμύθια, τα οποία με απασχολούν σαφέστατα σαν μία πολύ σοβαρή αλληγορία και τα βάζω εμβόλιμα πολύ πειραγμένα στο βιβλίο» λέει στη «ΜτΚ» η συγγραφέας Έλσα Κορνέτη.
Προσπαθώντας να ξεφύγει από τα τετριμμένα έχτισε έναν κόσμο αλληγορικό, φαντασιακό για να εντάξει εκεί τα μηνύματά της: «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να αφηγηθώ μία ιστορία, η οποία με ένα τρόπο οργανώνει ένα χάος εσωτερικό και εξωτερικό. Αυτό που συγκροτείται με μία αλληλουχία αλληλοσυμπλήρωσης από σκέψεις, συναισθήματα, εντυπώσεις, εικόνες, εμπειρίες και βιώματα, το οποίο θα ασφυκτιούσε στα ποιήματα, μπόρεσε
και απελευθερώθηκε γιατί βρήκε λίγο περισσότερο χώρο. Είναι μία εξερεύνηση που με έβγαλε κάπου. Σαν τον σπηλαιοδύτη που καταδύεται στο άγνωστο και επικίνδυvo προσδοκώντας μια αποκάλυψη, έτσι κοι το κάθε διήγημα μου έφερε μία αποκάλυψη» μας αναφέρει.
Η αποκάλυψη αυτή λειτούργησε σαν μία συγκόλληση θραυσμάτων», όπως μας εξηγεί: «Αν θυμηθούμε τα παραμύθια των παιδικών μας χρόνων με το σπασμένο χερούλι της τσαγιέρας, το πόδι από το μολυβένιο στρατιωτάκι… Ήταν σαν να προσπαθούσα να συγκολλήσω θραύσματα για να αφηγηθώ την ιστορία για την οποία οργανώνω αυτή την πληθώρα πληροφοριών για τον αναγνώστη, συνδέοντας τη φαντασία με την πραγματικότητα, κάνοντας μια γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, Σκέφτεσαι τον άνθρωπο και όταν σκέφτεσαι τον άνθρωπο είναι σαν να τον σώζεις. Αυτό κάνει η λογοτεχνία. Είναι μία αλληλοεπούλωση θραυσμάτων, Ό,τι συμβαίνει ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη είναι μία σχέση που δομείται ανάμεσά τούς και αλληλεπουλώνονται με κύριο γνώμονα και εργαλείο τη
λογοτεχνία ως το επίσημο παραισθησιογόνο της ζωής. Είναι ένας μηχανισμός παραγωγής ψευδαισθήσεων που έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να υπάρξει. Σε όλες τις τέχνες συμβαίνει αυτό».

Μέσα σε αυτόν τον μηχανισμό, η Έλσα Κορνέτη, αγαπά να προσθέτει και συμβολισμούς. Για παράδειγμα, το στοιχείο του νερού εμφανίζεται σε διάφορες μορφές σε αρκετά από τα διηγήματά της. «Το νερό είναι ένα βασικό σύμβολο γενικά στη ζωή μου και έχει να κάνει με την επιρροή του στη ζωή μου από την πόλη που ζω. Επομένως, είναι η θάλασσα ένας τόπος που αφήνω να χαθεί ο νους. Με τροφοδοτεί το αχανές, το άγνωστο, ο ανοιχτός ορίζοντας, ένα πεδίο ελευθερίας που έχει την επιφανειακή σιωπή και όλο αυτόν τον κόσμο που είναι υπόγειος. Όλες οι ιστορίες στο βιβλίο έχουν τον υπόγειο χαρακτήρα αλλά και το φως», τονίζει.
Καθώς ακολουθεί πάντα κάποιον άξονα σκέψης σε όλα της τα έργα, μας αναφέρει ότι στο συγκεκριμένο βιβλίο «αυτό που με απασχολεί είναι η σύγχρονη σχέση θρησκείας και τεχνολογίας, μια και που η τελευταία έχει καταστεί η νέα θρησκεία. Αναμειγνύεται με την αρχέγονη μανιχαϊστική σχέση καλού-κακού. Αυτά τα στοιχεία έκπληξης που δίνω στο τέλος που εξαγνίζουν, λυτρώνουν ή απογειώνουν μεταφυσικά τους πρωταγωνιστές, τους ήρωες, αντιήρωες, καλούς, κακούς, μοχθηρούς… Επιζητώ να δημιουργήσω μια ξεχωριστή αναγνωστική εμπειρία, αν το καταφέρνω».

Η ψευδαίσθηση της ιδανικής χώρας

Μέσα στο βιβλίο γίνεται λόγος ακόμη και για την «ιδανική χώρα, που είναι μία ψευδαισθητική κατασκευή». Πώς ορίζει η συγγραφέας την ιδανική χώρα και γιατί να αποτελεί ψευδαίσθηση; «Η ιδανική χώρα είναι αυτό που κατασκευάζει ο καθένας στο μυαλό του. Δεν είναι μία καθολική εικόνα για όλους, ο καθένας με τη δική του ματιά και βλέμμα, καθότι είμαστε ένα κράμα μοναδικό και ανεπανάληπτο όπως το δακτυλικό μας αποτύπωμα, έτσι είναι και η όποια θεώρησή μας για τον κόσμο για αυτό που θεωρούμε ιδανικό. Η ιδανική χώρα δεν είναι μία, αλλά όσοι είναι οι κάτοικοι του πλανήτη. Αν μπορούσαμε να τις ενώσουμε θα βγάζαμε την ιδανική χώρα. Όσο δεν μπορούμε να τις ενώσουμε, παραμένει μια ψευδαίσθηση».
Για την ίδια η ιδανική χώρα «δένει» με την πνευματικότητα του ανθρώπου και κατά πόσο είναι ο ίδιος διατεθειμένος να «υπερίπταται του υλικού κόσμου», Χρειάζεται πολλή προσπάθεια, αλλά όπως μας λέει στο τέλος; «Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητά μας, αν δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι και κανέναν παράδεισο δεν μπορούμε να πειμένουμε, αλλά μπορούμε εμείς να γίνουμε ο παράδεισος, το έχει πει ο Ρομπέρτο Χουαρόθ και νομίζω τα λέει όλα.,.».

.

ALDA MERINI, ΘΕΪΚΗ ΜΑΝΙΑ,

ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ

Poeticanet 9/5/2020

Η Alda Merini (1931-2009) υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της σύγχρονης ιταλικής ποίησης. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Ιταλία διαβάζεται με πάθος, όχι μόνο από τους λάτρεις της ποίησης, αλλά από ένα ετερόκλητο πλήθος αναγνωστών. Τα ποιήματά της, γεμάτα πάθος και ευαισθησία, συγκινούν και υποβάλλουν. Πρόκειται για τον άδολο ιταλικό λυρισμό, που λατρεύει τη φύση, υμνεί τον έρωτα, τραγουδά τη ζωή, μετατρέποντας τη σκιά του θανάτου σε ένα κίνητρο για να ζήσει κανείς πιο έντονα, πιο μεστά και ολοκληρωμένα. Είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορεί στην Ελλάδα ένας αυτοτελής τόμος ποιημάτων της σπουδαίας ποιήτριας, αφού στο παρελθόν μονάχα σε ανθολογίες ή σε περιοδικά είχαν δημοσιευτεί μεταφρασμένα ποιήματά της. Στο παρόν βιβλίο, περιλαμβάνονται μια ευσύνοπτη εισαγωγή της μεταφράστριας και επιλεγμένα ποιήματα από διαφορετικά βιβλία της Merini: έτσι καλύπτεται ένα ευρύ χρονικό φάσμα δημιουργικής της πορείας.

Ας δούμε, όμως, ποιοι είναι οι ουσιώδεις άξονες πάνω στους οποίους πατάει η ποιήτρια, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα σε τι ακριβώς έγκειται η δύναμη της ποίησή της. Η Merini, σε όλη την ποιητική της πορεία, συνομιλεί με το θείο. Το θείο στην ποίησή της είναι πρωτίστως ο Χριστός. Ο δικός της Χριστός είναι ένας καθρέπτης, όπου μπορεί να αναψηλαφήσει το βασανισμένο από την ασθένεια σώμα της, όπου μπορεί να γνωρίσει την αληθινή φύση του έρωτα, όπου μπορεί να ενωθεί με το σύμπαν. Η ποιήτρια είναι μια “μυστική” του 20ου αι.: μοιάζει να ακολουθεί το χνάρι της Τερέζα της Άβιλα και της Αικατερίνης της Σιένα, αλλά και όλων των γυναικών μυστικών, που ξεκινώντας από τα άδυτα του Μεσαίωνα, έφεραν μια πραγματική επανάσταση, μιλώντας για το σώμα τους ως φορέα του θείου κι περιγράφοντας στα κείμενά τους τις ερωτικής φύσεως εκστάσεις τους, όταν ενώνονταν με τον Χριστό ψυχή και σώματι. Ας δούμε κάποιους στίχους της Merini που μοιάζουν να προσεγγίζουν τον μυστικό λόγο και την αντίστοιχη εμπειρία:

Ποιος θα σου γράψει, θείο φως
ότι εκπηγάζεις αμετάβλητο και αναλλοίωτο
από το λυτρωμένο μου βλέμμα;
Εγώ όχι: γιατί η ουσία της αυτογνωσίας
είναι μυστικό αιώνιο και ασύλληπτο.

εσένα, παράξενη αλήθεια που με ανακαλείς
στον ποθητό τρόπο της ύπαρξής μου.

Άλλοτε πάλι, ο έρωτας, τόσο συχνό θέμα στην ποίησή της, αποκτά μια υπόσταση που εφάπτεται των ακραίων εμπειριών επαφής με το θείο. Γράφει η ποιήτρια, απευθυνόμενη στον Έρωτα:

εγώ είμαι η λύρα η αληθινή
που σε χτυπά κατάστηθα
και την πιο μεγάλη ανταμοιβή σού δίνει.

Η ποίηση της Merini ανοίγεται στο υπερβατικό πεδίο μέσα από τις άπειρες πτυχές αυτού: δεν είναι μόνο ο Χριστός με τον οποίο συνομιλεί, αλλά συγχρόνως λατρεύει και ακολουθεί τις άπειρες μορφές του θείου, έτσι όπως αναφαίνονται μέσα στους αρχαίους μύθους και στις διαφορετικές παραδόσεις. Έτσι, στα ποιήματα συναντούμε τον Απόλλωνα και τη Δάφνη, την Περσεφόνη ή τον θεό Έρωτα. Με αυτόν τον τελευταίο είναι που διαρκώς συνομιλεί η ποιήτρια με τόση οικειότητα, σαν να είναι μια νέα Σαπφώ, μια εκλεκτή της αγάπης και των βασάνων της. Η ποιήτρια είναι μια αναζητητής της αλήθειας, της αρμονίας, της ομορφιάς και επικοινωνεί όχι μόνο με τους θεούς και τις θεές της, αλλά και με τους προγόνους της. Και δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι οι πρόγονοί της από τις ποιήτριες που αγαπά, όπως τη Ντίκινσον, τη Σαπφώ, την Πλαθ, τις γυναίκες που πόνεσαν, πληγώθηκαν, πέθαναν, άλλοτε τρικυμιζόμενες στην αγωνία του έρωτα, άλλοτε κυριευμένες από την απελπισία, άλλοτε πλήρεις μέσα στον πυρετό της δημιουργίας και στην υπερευαισθησία τους, που τις έκανε αλλόκοσμες, αλλά και προφήτισσες, ιέρειες, απεσταλμένες ενός κρυφού θεού, δυνατές και άκαμπτες στο πάθος της καταβύθισης. Γράφει στο ποίημα για τη Ντίκινσον:

Η δύναμη εισέρχεται στη δύναμη
το σπαθί μέσα στη γη.

Ένα άλλο στοιχείο που κάνει τους στίχους της Ιταλίδας ποιήτριας ξεχωριστούς είναι η αντίληψή της για τη δυνατότητα γνώσης του κόσμου, μέσα από τη μετοχή του ανθρώπου σε μια κατάσταση μανίας, δηλαδή με το πέρασμα μέσα από ένα οριακό σημείο της ψυχής. Είναι ειδικά ο ποιητής, ο οποίος μανιάζει, όταν ο θεός, η φύση, ο Έρωτας του υπαγορεύει τα νοήματα. Ο ποιητής είναι ένας μεσολαβητής μεταξύ του θείου και των ανθρώπων. Μια τέτοια κοσμοθεώρηση μας φέρνει στον νου τον πλατωνικό Ίωνα, αφού εκεί ο ποιητής είναι φορέας μιας μανίας που υπαγορεύει ο θεός, παρομοιαζόμενος με έναν κρίκο στην αλυσίδα που δένει τον κόσμο των ιδεών με τον φθαρτό κόσμο ή με ένα πλάσμα φτερωτό που δεν ξέρει ακριβώς την αποστολή του, αλλά πορεύεται τραγουδώντας. Γράφει στο ίδιο πνεύμα η Merini στο ποίημα Εγώ ήμουν ένα πουλί:

Εγώ ήμουν ένα πουλί
με λευκή απαλή κοιλιά,
κάποιος μου έκοψε το λαιμό
για να γελάει εκεί πάνω,
δεν ξέρω.

Μα ακόμα και ξαπλωμένη στη γη
εγώ κελαηδώ τώρα για σένα

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το μεγάλο ζητούμενο στην ποίηση της Merini είναι η ευδαιμονία, με την πιο βαθιά, την πιο αληθινή σημασία του όρου, η ευδαιμονία, που είναι αποτέλεσμα της επενέργειας του καλού δαιμονίου, αυτού που έχει μέσα του ο κάθε θνητός, αυτού που κάποτε προσπερνούμε ή αρνούμαστε, περίκλειστοι σε έναν σύγχρονο κόσμο, ο οποίος αρνείται διαρκώς το μυστήριο της φύσης και του σύμπαντος ή το μετατρέπει σε μια επιφανειακή κατανόηση των φαινομένων, ξεχνώντας την αναζήτηση της ουσίας, της αιτίας, του νοήματος. Η Alda Merini μάς καλεί να γίνουμε ευδαίμονες, βρίσκοντας τον προσωπικό μας δρόμο προς τους θεούς, είτε πρόκειται για το μονοπάτι του έρωτα, είτε για τη μανία της ποιήσεως και εν γένει της δημιουργίας, είτε για την αναζήτηση της αλήθειας των μύθων, είτε για την επαφή με το σώμα ως πρωτογενή φορέα των ψυχικών βιωμάτων. Η Merini μας λέει: θα ευτυχήσετε, αν πονέσετε αναζητώντας, γιατί έστω και μια στιγμή γνώσης κάνει τη ζωή άξια να βιωθεί. Ή όπως το εκφράζει η ποιήτρια στο ποίημά της Το παρελθόν μου:

Πρέπει να απελευθερωθώ από τον χρόνο
για να ζήσω το παρόν μια που
δεν υπάρχει άλλος χρόνος
απ’ αυτόν τον θεσπέσιο, τον στιγμιαίο.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

Για τη «Θεϊκή μανία» της Άλντα Μερίνι – γράφει ο
Φρέαρ 29/09/20206
, εισαγωγή-μετάφραση: Έλσα Κορνέτη, εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2020, σ. 205.

Προσεκτική δουλειά από μια επίμονη εργάτρια του Λόγου, που ισορροπεί τη συστηματικότητα με την διαισθητικότητα, αναπλάθοντας στην ουσία με φειδώ, σεβασμό και αισθητική μέριμνα τα πρωτότυπα τεχνουργήματα της Άλντα Μερίνι που γεννήθηκε και πέθανε στο Μιλάνο (1931-2009). «Τα πρώτα της ποιήματα θα τα γράψει στα δεκαπέντε της χρόνια, ένα χρόνο πριν παρουσιάσει τα πρώτα σημάδια ψυχικής αστάθειας και εισαχθεί σε κλινική για ένα μήνα… Η αίσθηση της τραγικής ειρωνείας αλλά και του χιούμορ ανήκουν στη μοναξιά της γράφουσας. Στους σύντομους πυκνούς στίχους της η ποιήτρια αιχμαλωτίζει όλη την αρμονία, αλλά και την παραφωνία του κόσμου, καταγγέλλοντας την ερωτική αφλογιστία και κάνοντας έκκληση για την επανάκτηση των αισθήσεων… Στην αναμέτρησή της με ένα πανίσχυρο Θεό κι έναν αδύνατο εαυτό, είναι αμείλικτη, ατρόμητη… Αυτή ήταν η γήινη γυναίκα Άλντα Μερίνι, με τη μεγάλη καρδιά, μια γυναίκα απλή, μια γυναίκα όπως όλες, που ήθελε ν’ αγαπηθεί για το φύλο της, για τη γυναίκα-γυναίκα που ήταν κι όχι για το έργο της, για την γυναίκα-ποιήτρια που έγινε», λέει η καλή μεταφράστρια και μελετήτρια Έλσα Κορνέτη στον ποιητικό πρόλογό της. Η ιδιότητα του ποιητή είναι κυρίαρχη, ακόμα και στον δοκιμιακό του λόγο και η Έλσα Κορνέτη είναι από τις πλέον λεπταίσθητες κι αισθαντικές δραματικές ποιήτριες του καιρού μας, με έντονο το στοιχείο του λυρισμού αλλά και κάποιας σουρεαλιστικής διανοουμενικότητας (κατά το «οικουμενικότητας»). Έτσι λοιπόν συνδημιουργεί σε αυτό το εκλεκτικής τάξεως πόνημα μια ποίηση ερμητικά ανοικτή [ας μου συγχωρεθεί ο οξύμωρος νεολογισμός, αλλά είναι προτιμότερο να μιλάς για πρωτότυπα επιτεύγματα με καθολικότερα αιρετικό τρόπο]…

Λένε πως είμαστε οι επιλογές μας, όμως αυτό δεν υποδηλώνει απαραίτητα κάποια εκλεκτική συγγένεια ψυχικού τύπου, γιατί συχνά ελκόμεθα από τα αντίθετα, τα συμπληρωματικά κι – ενίοτε – από τα παραπληρωματικά.

Το επίτευγμα όμως είναι εδώ, ανεξάρτητα από τους οποιουσδήποτε ψυχολογισμούς, καταφάσεις κι αντιφάσεις μας [ημών ιδίων των αναγνωστών].

Βυθιζόμαστε λοιπόν στην (διαμεσολαβημένη) ποίηση της Alda Merini με την εμβρίθεια του επαρκούς αναγνώστη και με την επίγνωση του ατελούς κάθε απόπειρας κριτικής προσέγγισης ενός σύμπαντος απολύτως κλειστού κι – ως εκ τούτου – ανοικτού σε κάθε ανάγνωση.

Στο πρώτο ανθολογούμενο ποίημα «Ο Καμπούρης» (σελ. 19), η υφέρπουσα νεορομαντική θλίψη ακυρώνεται από την γκροτέσκα φιγούρα ενός παραμορφωμένου ανθρώπου-σχήματος που λειτουργεί ως ιδέα κι εφαλτήριο υπέρβασης σε άλλες χωροχρονικές αφορμές.

Ιδιαίτερα σημαντικό όμως είναι το δεύτερο ποίημα με τον συμβολικό τίτλο «Φως» (σελ. 23), που επιλέγω να το παραθέσω αυτούσιο στην μεταφραστική του αρτιότητα:

Φως

Ποιος θα σου γράψει, θείο φως
ότι εκπηγάζεις αμετάβλητο και αναλλοίωτο
από το λυτρωμένο μου βλέμμα;
Εγώ όχι: γιατί η ουσία της αυτογνωσίας
είναι “μυστικό” αιώνιο και ασύλληπτο·
εγώ όχι γιατί και μόνο ονομάζοντάς σε
σε αμφισβητώ και σε χάνω·
εσένα, παράξενη αλήθεια που με ανακαλείς
στον ποθητό τρόπο της ύπαρξής μου.
Ευλογημένη ομοίωση,
υπερευλογημένο το παιχνίδι το απλό,
το συναρπαστικό και μυστηριώδες,
το να επιμένουμε να είμαστε δύο διαφορετικές και όμως
τόσο όμοιες· αλλά σε αυτό
βρίσκεται το απίστευτο και μοιραίο κλειδί
του δικού μας “υπάρχειν”· και ο νους
που σε προφταίνει, αν ποτέ αναρωτιόταν
γιατί δεν σε κλέβει από το Σύμπαν
για να ανυψώσει καλύτερα το ίδιο του το σώμα,
ευθύς θα σε διέλυε.
Επαναλαμβάνεται έτσι για μένα ο αρχαίος μύθος
του Έρωτα και της Ψυχής σε αυτήν την ένωση
με τρόπο τόσο ζοφερά
φωτεινό· αλλά, Θεά,
κανείς ποτέ δεν ξέρει ότι τη νύχτα σηκώνω
της ζωής μου το φτηνό φανάρι
για να αναμετρηθείς με προαισθήματα
που αναδίνονται από άνθη και από κάθε χάρη.

Η νεοπλατωνική άποψη για τη σχέση του θεοποιημένου Έρωτα με την αφυλοποιημένη Ψυχή υπονομεύεται εδώ από μια ποιήτρια (από δύο ποιήτριες, εν προκειμένω), που δεν είναι τόσον άφρων ώστε να στερήσει την Υψηλή Ποίηση από τον «μεταφυσικό» μυστικισμό της. Κι όπως λέει ο Εδουάρδος Συρέ στους “Μεγάλους Μύστες”, από τότε που επιστήμη και Μυστικισμός πήραν διαζύγιο ακρωτηριάστηκε η ανθρώπινη Σκέψη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ποιητική λειτουργία, που, εάν δεν άπτεται άλλων διαστάσεων, χάνει ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού και του βεληνεκούς της.

Το συμβολοποιημένο Φως πρωταγωνιστεί όμως και στο επόμενο ποίημα «Η παρθένα» (σελ. 25). Το αγαπημένο μοτίβο της πεταλούδας χάνει όμως εδώ τις συνήθεις μελοδραματικές του διαστάσεις. Η μεγάλη ποιήτρια ξέρει να ισορροπεί ανάμεσα στον λυγμό και στο λελογισμένο δάκρυ, κατέχει τη μακραίωνη διονυσιακή τέχνη της υποκριτικής ως μήτρας απασών των τεχνών.

Κι ένα ποίημα ποιητικής αμέσως μετά (σελ. 29):

Οι ποιητές εργάζονται τη νύχτα

Οι ποιητές εργάζονται τη νύχτα
όταν ο χρόνος δεν είναι επιτακτικός,
όταν σιωπά ο θόρυβος του πλήθους
και τελειώνει το λυντσάρισμα των ωρών.
Οι ποιητές εργάζονται στα σκοτεινά
όπως τα νυκτόβια γεράκια ή τα αηδόνια
που με το πιο γλυκό τραγούδι
φοβούνται μη και προσβάλουν τον Θεό.
Όμως οι ποιητές, μέσα στη σιωπή τους
είναι πολύ πιο θορυβώδεις
κι από τον χρυσό θόλο των αστεριών.

Η αναφορά στον Θεό λειτουργεί εδώ μάλλον ως λογοτεχνική σύμβαση.

Στο επόμενο πόνημα (σελ. 31) αυτές οι «απόλυτες σφαίρες του έρωτα» παραπέμπουν σε άλλες εποχές της ποιητικής έκφρασης και δημιουργίας, αλλά η «σωματική εμμονή» της πεζολογούσας ποιήτριας προσγειώνει τον Λόγο σε μη καθημερινά εξωπραγματικά όρια. Αυτή η ανοικείωση που επιτυγχάνεται δια της ποιητικής τέχνης αποκτά εδώ την πλέον δραστική, δραματική της μορφή.

Όχι, μη γυρίσεις

Όχι, όχι, μη γυρίσεις πίσω,
θα ήταν απάνθρωπος ο τρόμος,
θα μ’ έβγαζες από αυτά τα γλυκά όνειρα
ή ίσως θα έβρισκες πως αυτή η πανωλεθρία
είναι η σάρκα μου κι ο ζωντανός σταυρός μου,
μη γυρίσεις να με δεις, κείμαι εν ειρήνη
στις απόλυτες σφαίρες του έρωτα
και είμαι κιόλας γυμνή και μόνη
σαν ένα μαραμένο ρόδο στο νυχτερινό αεράκι.

Όμως εκεί που η πανερωτική, σωματικότατη αντίληψη της ένωσης με το Όλον αποκαλύπτεται πλέρια είναι στο ποίημα της σελίδας 39:

Σε σένα γνώρισα τα θαύματα

Σε σένα γνώρισα τα θαύματα·
θαύματα αγάπης που αποκαλύπτονταν
κι έμοιαζαν με τα κοχύλια
όπου μύριζα τη θάλασσα και τις έρημες
αμμουδερές παραλίες και εκεί μέσα στον έρωτα
χάθηκα όπως μέσα στην καταιγίδα
πάντα σταματημένη κρατώντας αυτήν την καρδιά
που (το ήξερα καλά) αγαπούσε μια χίμαιρα.

Με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο ρυθμό συνεχίζουμε την αργή, προσεκτική, ηδονική ανάγνωση αυτού του καλαίσθητου τόμου που θα κοσμεί κάθε βιβλιοθήκη αναγνώστου που θα την αναζητήσει για να εμπλουτίσει την πνευματική του οδύσσεια με ποιητικές αναδιφήσεις του Αρρήτου στον ιδιαίτερο εκείνο χώρο όπου η Γνώση κατακτάται εξ αποκαλύψεως, αλλά δεν χαρίζεται άνευ κόπου και δίχως παιδεία θανάτου.

Εν κατακλείδι, θα πω πως πρόκειται για δύο ποιήτριες που λειτουργούν ως «προφήτισσες» εκσωματώνοντας κι ενσωματώνοντας την ερωτική υπαρξιακή εμπειρία με απολύτως προσωπικό, συμπληρωματικό αλλά και παραπληρωματικό τρόπο.

Κρίνουμε τους ποιητές και μέσα από τα μεταφράσματά τους, αφού εκεί αποδεικνύεται η δεξιοτεχνία στη χρήση του λόγου, στην κατοχή των εκφραστικών μέσων και στην γνώση της γλώσσας-πηγής.

Προτείνω λοιπόν την Έλσα Κορνέτη για βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης και της εύχομαι να τα εκατοστήσει τα πονήματά της που μας φέρνουν σε επαφή με αλλόγλωσσες ποιητικές εκφράσεις και εκφάνσεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

«Πάλι καλά που συχνά η τρέλα βρίσκει τον στόχο,
εκεί όπου υγεία και μυαλό αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα τόσο τέλεια».
(Ο Πολώνιος στον Άμλετ)

Οι εξομολογήσεις διατηρούν εδώ την ένταση της κρίσιμης εκείνης στιγμής, η οποία τις έφερε στο φως του δόκιμου λόγου. O θόρυβος της πραγματικότητας, συνεχής και ακμαίος, δεν εμποδίζει, παρά τις ενδείξεις περί του αντιθέτου, την εμπέδωση μιας ιαματικής πρόσληψης του κοσμικού δεδομένου. Ό,τι δηλαδή οι πολλοί συγχέουν με τον τυπικό ορισμό της ψευδαίσθησης. Αναφέρω ενδεικτικά τις εξής ομολογίες πίστης στο ελιξίριο της διαφοράς για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής:

1) «Ο καλύτερος μου φίλος είναι το μυστήριο: με βοηθά να επεξεργάζομαι την απάνθρωπη φύση της ζωής» και όπως διαβάζουμε στην ποιητική ταυτότητα «Alda Merini».

2): «Αγαπούσα τρυφερά τους πιο γλυκούς εραστές / χωρίς αυτοί να γνωρίζουν τίποτα. / Και πάνω στον δολερό ιστό της αράχνης / έγινα λεία του ίδιου μου του υλικού. / Η ψυχή μου μέσα μου / ήταν μια παλιοβρόμα, μια του δρόμου / μια αγία, μια αιμοβόρα και μια υποκρίτρια. / Πολλοί έδιναν στον τρόπο της ζωής μου ένα όνομα / μα εγώ υπήρξα μονάχα μια υστερική».

Η γραφή επιβάλλει προοδευτικά τη δημιουργική ρήξη, την απροσδόκητη αποδόμηση της σοβαροφάνειας, την ακύρωση της ποιητικίζουσας υπεκφυγής, την ανενδοίαστη πρόκληση, τη συναίρεση εν τέλει των αντιθετικών όρων. Από την ίδια οπτική γωνία παρατηρούμε τα τοπία της ύπαρξης, όπως τα συγκεντρώνει η συνοπτική έκθεση των βασανιστικών πεπραγμένων, η οποία φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η ποίησή μου είναι τόσο γρήγορη όσο η φωτιά». Αντιγράφω κατά λέξη:

«Η ποίησή μου είναι τόσο γρήγορη όσο η φωτιά, / τρέχει ανάμεσα στα δάκτυλά μου όπως ένα ροζάριο. / Δεν προσεύχομαι επειδή είμαι ποιητής της δυστυχίας / που αποσιωπά, κάποιες φορές, / τις μακρόσυρτες ωδίνες ενός τοκετού· / είμαι ο ποιητής που φωνάζει και που παίζει με τις κραυγές του, / είμαι ο ποιητής που τραγουδά και δεν βρίσκει λόγια, / είμαι το ξερό άχυρο που πάνω του χτυπάει ο ήχος, / είμαι το νανούρισμα που κάνει τα παιδιά να κλαίνε, / είμαι η ματαιοδοξία που συντρίβεται, / ο μεταλλικός μανδύας μιας μακράς προσευχής / πένθους περασμένου που το φως πια δεν βλέπει».

Η αθεράπευτα «τρελή» Άλντα Μερίνι (1931-2009), «η τρελή της διπλανής πόρτας» όπως χαρακτήρισε τον εαυτό της η ίδια, μεγάλωσε σε μια συνηθισμένη οικογένεια του Μιλάνου, διαβάζοντας ποίηση και μελετώντας πιάνο. Τα πρώτα της ποιήματα, μαθαίνουμε στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του βιβλίου, θα τα γράψει στα δεκαπέντε της χρόνια, έναν χρόνο πριν παρουσιάσει τα πρώτα σημάδια ψυχικής αστάθειας και εισαχθεί σε κλινική για έναν μήνα. Όταν βγήκε, ποιήματά της έφτασαν, με τη φροντίδα φίλων, στα χέρια του ποιητή και κριτικού Τζιακίντο Σπανιολέττι που δημοσίευσε στην Ανθολογία σύγχρονης ιταλικής ποίησης (1951) δύο ποιήματά της.

Αν η προσωπικότητα και το έργο της Άλντα Μερίνι πολύ γρήγορα καταξιώθηκαν, η ζωή της δεν ήταν καθόλου εύκολη. Χτυπημένη από σοβαρή διπολική διαταραχή, με δυσάρεστες όσο και επώδυνες ψυχολογικές επιπτώσεις που την οδηγούσαν σε οριακές καταστάσεις, νοσηλεύθηκε κατ’ επανάληψη σε ψυχιατρικές κλινικές, όπου ζώντας με τον πόνο και την απελπισία έβρισκε καταφύγιο στις λέξεις.

Η πρώτη της συλλογή με τον τίτλο La presenza di Orfeo από τις εκδόσεις Schwarz, επισημαίνεται στην πρώτη κιόλας σελίδα του παρόντος τόμου, γνώρισε ενθουσιώδη υποδοχή από την κριτική. Ακολούθησαν πενήντα βιβλία, με συνεχείς επανεκδόσεις, ποίησης, πρόζας και αφορισμών. Το ποιητικό έργο της τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, ανάμεσα στα οποία το 1993 το σπουδαίο βραβείο Librex-Guggenheim «Eugenio Montale». Αν η προσωπικότητα και το έργο της Άλντα Μερίνι πολύ γρήγορα καταξιώθηκαν, η ζωή της δεν ήταν καθόλου εύκολη. Χτυπημένη από σοβαρή διπολική διαταραχή, με δυσάρεστες όσο και επώδυνες ψυχολογικές επιπτώσεις που την οδηγούσαν σε οριακές καταστάσεις, νοσηλεύθηκε κατ’ επανάληψη σε ψυχιατρικές κλινικές, όπου ζώντας με τον πόνο και την απελπισία έβρισκε καταφύγιο στις λέξεις. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Maria Cortiκ, βιογράφος και κριτικός του έργου της, «ήταν αδύνατον να ξεχωρίσεις τη ζωή που έζησε από αυτήν που ονειρεύτηκε».

Η αυθορμησία της αίσθησης του ζωτικού εντέλει υπέρ κατοχυρώνεται ρηματικά. Διαβάζω το ποίημα «Μια αρμονία χτυπά μέσα στις φλέβες μου» ως να ήταν η εισαγωγή της ίασης του ποιητικού υποκειμένου μετά από μια εμπειρία σκοτεινού Βάθους. Από τη μαύρη τρύπα της παράκρουσης φαίνεται η δυνατότητα του αγαθού. Ήτοι:

«Μια αρμονία χτυπά μέσα στις φλέβες μου, / όταν όμοια με τη Δάφνη / μεταμορφώνομαι σε δέντρο ψηλό, / Απόλλωνα, γιατί εσύ δεν με σταματάς. / Μα είμαι μια Δάφνη τυφλωμένη από τον καπνό της τρέλας, / δεν έχω φύλλα ή άνθη· / κι όμως ενώ μετεμψυχώνομαι / το φως από τα βάθη γεννιέται / καθώς μέσα στη δενδρώδη ερημιά / μια θεϊκή Τριάδα πλησιάζω».

Η λυσιτελής λειτουργία της καθαρής δι-αίσθησης υπερτερεί εξ ορισμού: η λεγόμενη κανονικότητα δείχνει εντέλει τις πληγές της, την προϊούσα κεκαλυμμένη φθορά της, το ψεύδος της δήθεν καλοπροαίρετης ορμής της προς ορθότητα. Εξού και το εγκώμιο της Alda Merini στην απόλυτη έννοια της υπέρτατης εκείνης αρχής. Δηλαδή στην ευαισθησία του ποιητικού οράν. Απομονώνω τα εξής ενδεικτικά: «La sensibilitá non è donna / La sensibilitá non è umana / Quando la trovi in un uomo / diventa poesia»: ήτοι στη γλώσσα μας: «Η ευαισθησία δεν είναι γυναίκα / Η ευαισθησία δεν είναι ανθρώπινη / Όταν τη βρίσκεις σ’ έναν άνθρωπο / γίνεται ποίηση». Έτσι, άλλη μια φορά δικαιώνεται στην προκειμένη περίπτωση ο Αντρέ Μπρετόν. Παραθέτω: «Δεν θα ξεμπλέξομε ποτέ με την αίσθηση. Όλα τα ορθολογιστικά συστήματα θα αποδειχθούν μια μέρα ανυποστήρικτα στο μέτρο που προσπαθούν, αν όχι να την περιορίσουν στο έσχατο, τουλάχιστον να μην την αξιολογήσουν στις φαινομενικές της υπερβολές» (βλ. Ο τρελός έρως, εκδ. Ύψιλον/βιβλία).

Εννοείται ότι η προβλεπόμενη λεκτική επεξεργασία δεν εκφυλίζεται σε ένα αναμενόμενο πάρεργο, αλλά αποτελεί σημαντική δράση στο πλαίσιο της αισθητικής ολοκλήρωσης, όταν η ποιήτρια διαμένει για λίγο έστω στον οίκο του Νηφάλιου. Άλλωστε η κειμενική στρατηγική της εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά και το στοιχείο της ρητορικής ευελιξίας. Θυμίζω τις συναφείς επισημάνσεις του Τζορτζ Μπατάιγ: «Η ποίηση δεν δέχεται τα δεδομένα των αισθήσεων στη γυμνή μορφή τους, ούτε όμως αποτελεί πάντα (ή μάλλον, αποτελεί σπάνια) περιφρόνηση του εξωτερικού κόσμου. Αρνείται και καταστρέφει την εγγύτερη πραγματικότητα, γιατί τη θεωρεί σαν την οθόνη που μας αποκρύπτει την πραγματική μορφή του κόσμου».

Πάντως η στροφή προς τον Άλλον διατηρεί, μεταξύ άλλων, την ειλικρίνεια ενός αυθόρμητου διδακτισμού. Κοντολογίς, η ποίηση θέλει να παραμείνει το ανοικτό σχολείο του προσώπου. Η πρόσκληση αφορά και στους μελλοντικούς, στους ενδεχόμενους χρήστες της αισθητικής. Έστω παράδειγμα το εξής:

«Σε όλους τους νέους συνιστώ˙ / ανοίξτε τα βιβλία με ευλάβεια / μην τα βλέπετε επιφανειακά / γιατί εκεί μέσα περικλείεται / το σθένος των προγόνων μας. / Και ξανακλείστε τα με σοβαρότητα / όταν πρέπει να ασχοληθείτε με άλλα πράγματα. / Μα πάνω απ’ όλα αγαπάτε τους ποιητές. / Αυτοί σκάβουν για σας τη γη / χρόνια τώρα, όχι για να κτίσουν μνήματα / και είδωλα, μα βωμούς. / Σκεφτείτε ότι μπορείτε να περπατάτε πάνω μας / σαν να ήμασταν μεγάλα χαλιά / και να πετάτε / πέρα από τη θλιβερή καθημερινότητα» (βλ. το ποίημα «Σε όλους τους νέους συνιστώ»).

Η μετάφραση κρίνεται υποδειγματική από πολλές απόψεις. Κυρίως διότι εγγράφει με πληρότητα κι επάρκεια τη σημαίνουσα αυτή ποιήτρια της Ιταλίας στο ημέτερο λογοτεχνικό μητρώο.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ

Είμαι η ματαιοδοξία που συντρίβεται, γράφει η Ιταλίδα ποιήτρια Άλντα Μερίνι (1931-2009), δίνοντάς μας το στίγμα μιας καλλιτεχνικής διαδρομής που έχει επιλέξει να μην παραμένει στην επιφάνεια. Η Μερίνι υπήρξε ειδική περίπτωση στην ιστορία της Ιταλικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας: Έζησε βίο επώδυνο, διαταραγμένο, με συχνές νοσηλίες σε ψυχιατρικές κλινικές, ως ασθενής με διπολική διαταραχή. Η ποίησή της, ένας κλυδωνισμός λέξεων που διασχίζει σκότη και απελπισμούς, εστιάζεται στο παράδοξο της θεϊκής αλλά και της φθαρτή φύσης του ανθρώπου, στον θάνατο των προσδοκιών αλλά και στον συγκλονισμό που γεννά η ομορφιά της στιγμής. Πρόκειται για μια γλώσσα, που, αν και κοιτάζει προς την τραγική πλευρά, υπερχειλίζει από ερωτισμό, τρυφερότητα, σοφία και από μια συγκινητική απλότητα, χάρις στην οποία άλλωστε κέρδισε την απήχηση στο μεγάλο κοινό. Η ίδια θα γράψει για τους ποιητές:

Οι ποιητές εργάζονται τη νύχτα
όταν ο χρόνος δεν είναι επιτακτικός
όταν σιωπά ο θόρυβος του πλήθους
και τελειώνει το λιντσάρισμα των ωρών.
Οι ποιητές εργάζονται στα σκοτεινά
όπως τα νυκτόβια γεράκια ή τα αηδόνια
που με το πιο γλυκό τραγούδι
φοβούνται μη και προσβάλουν τον Θεό

Στο έργο της Μερίνι (50 βιβλία με ποίηση, πρόζα και αφορισμούς) είναι φυσικό να παρατηρούνται ποιοτικές αυξομειώσεις, λόγω του μεγάλου όγκου του υλικού. Όμως στις κορυφώσεις της, τα ποιήματά της μας κερδίζουν με τη σπαραχτική τους βαθύτητα κι εκείνο το είδος της γνώσης που ακολουθεί συνήθως τον πόνο. Μέσα από αυτές ακριβώς τις κορυφώσεις, η Ιταλίδα δημιουργός επιβεβαιώνει τη φήμη της και τη θέση που κέρδισε στην ιταλική ποίηση.
Η ποιήτρια Έλσα Κορνέτη, γνωστή για τις ιταλικές και γερμανικές μεταφράσεις της, μας δίνει εδώ έναν εκτενή πρόλογο με διαφωτιστικές πληροφορίες και τις προσωπικές της αποτιμήσεις για τη ζωή και το έργο της Άλντα Μερίνι.

ΙΩΑΝΝΑ ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ 10/1/2021

Η οδυνηρή ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας

Άλντα Μερίνι

Γεννήθηκα την εικοστή πρώτη της άνοιξης

Γεννήθηκα την εικοστή πρώτη της άνοιξης/αλλά δεν ήξερα ότι το να γεννηθώ τρελή/και να οργώνω τη γη/θα προκαλούσε καταιγίδα./Έτσι ανάλαφρη η Περσεφόνη/βλέπει στους αγρούς τη βροχή,/στα μεγάλα τρυφερά στάχυα/και το βράδυ πάντα θρηνεί./Ίσως να είναι αυτή η δική της προσευχή.

Αυτό είναι το πορτρέτο της Άλντα Μερίνι, σκιαγραφημένο δίχως κανένα ναρκισσισμό από την ίδια την ποιήτρια της οποίας το όνομα συνδέεται στην Ιταλία με μια σημαντικότατη ποιητική παραγωγή που απαριθμεί πλέον δεκάδες συλλογές δημοσιευμένες σε τόμους, εκδόσεις τσέπης, μελοποιημένα ποιήματα ή βίντεο. Μια τέτοια παραγωγή που επιβάλλεται σχεδόν στο ευρύ κοινό, δείχνει πόσο το ποιητικό λέγειν μπορεί, σε μια εποχή όλο και πιο συνηθισμένη σε μια επίπλαστη επικοινωνία απαλλαγμένη πολλές φορές από εκφραστική δύναμη, να λειτουργεί πέρα από τη λογοτεχνική κριτική. Ωστόσο, το έργο της παραμένει σχετικά άγνωστο στην χώρα μας. Μέχρι στιγμής, εκτός από κάποιες μεταφράσεις σε περιοδικά ή ανθολογίες ιταλικής ποίησης, δεν έχει δημοσιευθεί καμία ολοκληρωμένη μετάφραση τoυ ποιητικού και πεζογραφικού της έργου. Το βιβλίο που μας προσφέρει ως πολύτιμο «δώρο» (με την έννοια του Χαίλντερλιν) η Έλσα Κορνέτη, περιλαμβάνει ποιήματα από τις πλέον σημαντικές της συλλογές και διαψεύδει τον περίφημο κοινότοπο πλέον αφορισμό που λέει ότι «ποίηση είναι ό,τι χάνεται στην μετάφραση». Στο πρόσωπο της καταξιωμένης και πολυβραβευμένης ποιήτριας Έλσας Κορνέτη, η Μερίνι βρήκε την ιδανική της μεταφράστρια στην γλώσσα μας, μια συνομιλήτρια η οποία διαθέτει ένα υπόβαθρο ποιητικής καλλιέργειας και ευαισθησία αντίστοιχη με εκείνη της Ιταλίδας ποιήτριας που την βοήθησε να μεταγγίσει επιτυχώς στη γλώσσα μας τα ανθολογημένα ποιήματα της Ιταλίδας ομοτέχνου της.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η επιτυχία της ποίησης της Μερίνι στην Ιταλία και η διάδοσή της στο ευρύ κοινό είναι αρκετά πρόσφατες. Όταν ξεκίνησε να γράφει, η πολύ νεαρή Μερίνι προσέλκυσε μόνο το ενδιαφέρον των κριτικών που ήταν πιο ευαίσθητοι στις αναδυόμενες φωνές. Οι δύο κριτικοί που ανακάλυψαν τη γραφή της είναι ο ποιητής και κριτικός Τζιακίντο Σπανιολέττι και ο συγγραφέας και πολιτικός Angelo Romanò, οι οποίοι εκθείασαν και πρόβαλαν αμέσως την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο La presenza di Orfeo (Η Παρουσία του Ορφέα, 1953). Από τον πολύ κατατοπιστικό πρόλογο της μεταφράστριας Έλσας Κορνέτη, διαβάζουμε ότι ο Σπανιολέττι, είχε συμπεριλάβει ήδη το 1951 στην «Ανθολογία σύγχρονης ιταλικής ποίησης» ((Antologia della poesia italiana 1909-1949, Parma, Guanda, 1950) δύο από τα πολύ πρώιμα ποιήματά της, τον Καμπούρη και το Φως που συμπεριλαμβάνονται και τα δυο στην παρούσα έκδοση. Παραθέτω το πρώτο:

O καμπούρης/Από τη συνηθισμένη πρωινή όχθη/κερδίζω σπιθαμή με σπιθαμή τη μέρα:/τη μέρα των τόσο γκρίζων/από την απουσία έκφρασης νερών./Τη μέρα εγώ με κόπο την κερδίζω/ανάμεσα στις δύο όχθες που δεν μεταβάλλονται,/άλυτη κι εγώ η ίδια για τη ζωή/ και κανείς δεν με βοηθάει./Μα κάποιες φορές/με πλησιάζει ένας καμπούρης χασομέρης,/ένα σύμβολο-προαίσθημα χαράς/που φέρνει το δώρο μιας προφητείας παράξενης./Κι επειδή βαδίζει προς συνάντηση της επαγγελίας/με κουβαλά στις πλάτες του.

Η Άλντα Μερίνι επέδειξε, από την αρχή ακόμα, έναν ανήσυχο και εκκεντρικό χαρακτήρα, ταυτόχρονα αντικομφορμιστικό και αντιφατικό καθώς και ένα στιλιστικό ύφος παραδοσιακό και συνάμα «πρωτοποριακό», αποδεικνύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι μπορεί να γράφει κανείς σύγχρονα ποιήματα με παραδοσιακά μετρικά σχήματα. Αν και δεν είχε ακολουθήσει ποτέ λογοτεχνικές σπουδές, οι στίχοι της αποκαλύπτουν τη φυσική της τάση προς μια παραδοσιακή γραφή, ο ρυθμός της οποίας οφείλεται εν πολλοίς στις πολύ πρώιμες μουσικές της σπουδές στο πιάνο. Από πολύ μικρή, η «ragazzetta milanese» όπως την αποκαλούσε ο Πιερ-Πάολο Παζολίνι είχε ενταχθεί ήδη στους πνευματικούς κύκλους του Μιλάνου και σύχναζε σ΄ έναν κύκλο αναγνωρισμένων συγγραφέων και ποιητών όπως ο Giorgio Manganelli, ο Salvatore Quasimodo, ο Luciano Erba και η Maria Corti και είχαν ήδη αρχίσει να ενδιαφέρονται για το έργο της ορισμένοι κριτικοί όπως ο Oreste Macrì και ο Giovanni Raboni. Μάλιστα, ο Παζολίνι της αφιερώνει στο βιβλίο του Saggi sulla letteratura e sull’arte, Milano, Mondadori, « I Meridiani », p. 572-581, εννέα ολόκληρες σελίδες όπου σημειώνει: «Σίγουρα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πηγές όσον αφορά το κοριτσάκι Μερίνι: Δηλώνουμε αφοπλισμένοι και ανίκανοι να εξηγήσουμε αυτή την πρώιμη ωριμότητα, αυτή την τερατώδη διαίσθηση μιας τέλεια λογοτεχνικής επιρροής […]

Συνεχίζει για μια δεκαετία να δημοσιεύει τακτικά ποιητικές συλλογές προσεγγίζοντας με πολύ πρωτότυπο τρόπο ερωτικά και μυστικιστικά θέματα και καταλήγει σε μια γραφή που ουσιαστικά βασίζεται σε ένα είδος δραματικού λυρισμού. Οι στίχοι της που έχουν ως κεντρικό τους άξονα τα θέματα της αγάπης, του έρωτα, του πόνου και του ιερού προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σε ένα σύνολο ανθρωπίνων ερωτημάτων μέσα από μια γλώσσα που γειτνιάζει με τον προφορικό λόγο. Η συναισθηματική και διαισθητική της γλώσσα, εκφράζοντας τη δυσκολία του ανθρώπου να απελευθερωθεί από το εγγενές του άγχος, δημιουργεί ένα δίκτυο εικονογραφικών συμβόλων που η Μερίνι αντλεί από την κλασσική μυθολογία και επίσης από τη βιβλική παράδοση, ιδίως από την Παλαιά Διαθήκη.

Το λογοτεχνικό ταξίδι της Αλντα Μερίνι σταματά το 1962, μετά από μια εμπειρία που αλλάζει, όχι μόνο την ιδιωτική της ζωή, αλλά και τις ποιητικές της αναζητήσεις. Τέθηκε αρχικά υπό επιτήρηση σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, πριν εγκλειστεί σε άσυλο στο χωριό Affori στα περίχωρα της πατρίδας της, του Μιλάνου. Η ποιητική και λογοτεχνική σιωπή της θα σπάσει μόνο το 1979, όταν θα ανακτήσει την ελευθερία της. Τα ποιήματα που γράφτηκαν την περίοδο 1978-1983, θα συγκεντρωθούν στην ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Η Αγία Γη η οποία θα κυκλοφορήσει το 1984. Η εσωτερική της εμπειρία δημιουργεί μια νέα ποιητική και, χάρη στη συγγραφή, μπορεί τελικά να «μοιραστεί» με τους αναγνώστες της το βίωμα του εγκλεισμού και της οδύνης που διήρκεσε περίπου δεκαπέντε χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, η Μερίνι ζούσε σε ένα “ου-τόπο” όπου τα άτομα που θεωρούνταν ψυχικά ασθενή , όπως και οι τρελοί, διαβιούσαν εκτός της κοινωνίας. Κατά παράδοξο τρόπο όμως, η Μερίνι μας διαβεβαιώνει πως «η τρέλα είναι ένα από τα πλέον ιερά πράγματα που υπάρχουν στη γη» , ένα παράδοξο που φωτίζεται από την εξήγηση που μας δίνει η ίδια: «Είναι μια διαδρομή εξαγνιστικής οδύνης ως πεμπτουσίας της λογικής»

Οι συχνές αναφορές στις χριστιανικές και παγανιστικές κουλτούρες, οι οποίες δημιουργούν μια ποίηση που υπερκαλύπτει τη θρησκευτική και μυστικιστική σφαίρα με την αντίστοιχη σωματική και υλική, καταφέρνουν να αναπαραστήσουν- όπως στην ελληνική τραγωδία – τις αντιφάσεις του επίγειου και θεϊκού χαρακτήρα του ανθρώπου καθώς και την έννοια της οδύνης του. Ο έρωτας είναι φλεγόμενη δύναμη, η νίκη της ίδιας της ζωής έναντι του θανάτου, και η ποιήτρια τον διαλαλεί με φωνή σφορτζάντο, κρεσέντο, είναι φωτιά που την κρατά συνδεδεμένη με τη γη:

Αγαπούσα τρυφερά τους πιο γλυκούς εραστές/χωρίς ποτέ αυτοί να γνωρίζουν τίποτα./Και πάνω στον δολερό ιστό της αράχνης/έγινα λεία του ίδιου μου του υλικού./Η ψυχή μου μέσα μου/ήταν μια παλιοβρόμα, μια του δρόμου/μια αγία, μια αιμοβόρα και μια υποκρίτρια./Πολλοί έδιναν στον τρόπο της ζωής μου ένα όνομα/μα εγώ υπήρξα μονάχα μια υστερική.

Για την Μερίνι δεν είναι σημαντικό να αναπαραστήσει έναν «τόπο», αλλά να ζει σε ένα «χώρο» απροσδιόριστο ως προς τον χρόνο και την ταυτότητα, ο οποίος μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο μέσω του βιώματος και της φαντασίας. Η ποιητική φωνή της, η γλώσσα της, εκφράζεται μέσα από τη δύναμη του παραληρήματος, της καντιλένα, της εικόνας που αποκαλύπτεται θραυσματικά σε έναν χώρο που κείται μεταξύ σκιάς και φωτός, σαν μια Θεοφάνεια:

Χώρος

Χώρο, χώρο θέλω, πολύ χώρο/για να κινούμαι γλυκύτατη και πληγωμένη:/θέλω χώρο να τραγουδήσω να μεγαλώσω/να περιπλανηθώ και να πηδήξω το χαντάκι/της θείας σοφίας./Χώρο, δώστε μου χώρο/κι εγώ θα εξακοντίσω μιαν απάνθρωπη κραυγή,/εκείνη την σιωπηλή κραυγή μέσα στα χρόνια/που έχω αγγίξει με το χέρι.

Μέσω της εμπειρίας της οδύνης, η Μερίνι δεν σταματά ποτέ να θέλει να κατανοήσει τους λόγους αυτού του απάνθρωπου και απανθρωπιστικού σύμπαντος. Το βλέμμα της, πάντα προσεκτικό, προσπαθεί να διεισδύσει στα πρόσωπα που κατοικούν στο άσυλο, μια κόλαση που την αναγκάζει να υιοθετήσει ένα άλλο βλέμμα έτσι ώστε η ζωή και τα βαθύτερα συναισθήματα να έχουν ακόμη κάποιο νόημα. Έτσι, συνεχίζει να ζει την κατάσταση της συζύγου, της μητέρας, της γυναίκας, προσπαθώντας μέσω του αμυντικού της όπλου, της γλώσσας, να μην χάσει ποτέ την επαφή με μια πραγματικότητα που, ενώ για τους άλλους ασθενείς φαίνεται να σταματά στα κάγκελα των παραθύρων των δωματίου τους, στα πόδια του κρεβατιού τους, στις πόρτες του ασύλου «Paolo Pini», για την ποιήτρια συνεχίζει να υφίσταται ως προέκταση της πένας της. Το άσυλο γίνεται στα μάτια της Μερίνι ένας “ου τόπος” όπου σώματα και υποκείμενα, προσπαθούν να ρίξουν μια “διαφορετική ματιά” πάνω στην εκτός ασύλου κοινότητα η οποία συνήθως τα απορρίπτει με κριτήριο την δική της, μη καθορισμένη έννοια της κανονικότητας σε σχέση με την «τρέλα».

Αν για την Άλντα η ποίηση είναι αγάπη, χαρά και πόνος, για τον αναγνώστη είναι πάνω από όλα ευχαρίστηση. Η ευχαρίστηση να διαβάζει στίχους που του μιλούν και τον συγκινούν, κείμενα διαφανή για το μυαλό και την ψυχή. Η ποίηση της Μερίνι – τα παραδείγματα που είναι διάσπαρτα στις σελίδες του βιβλίου το αποδεικνύουν – δεν είναι ερμητική με την κυριολεκτική σημασία του όρου, αλλά γίνονται εύκολα κατανοητά διότι απευθύνεται σε όλους εκείνους που αγαπούν, έχουν αγαπήσει, έχουν αγαπηθεί· είναι βάλσαμο για όσους υποφέρουν, είναι συναίσθημα, είναι επικοινωνία. Στις όμορφες εικόνες, στους λεκτικούς συνδυασμούς, στο λάϊτμοτιβ ορισμένων απλών και φωτεινών λέξεων, στις συντομεύσεις και τις σημασιολογικές μετατοπίσεις, κυριαρχεί πάντα η θέρμη ενός ατόμου που διψά για αγάπη, ο θρήνος μιας ασθενούς αποκομμένης από τα εγκόσμια, η αγωνία «μιας γυναίκας που γερνά», η χαρά της προσφοράς, της δημιουργίας… τόσα πολλά μοτίβα τακτοποιημένα στο διαυγές και όμορφο τραγούδι της Μερίνι γοητεύουν, όπως ο Ορφέας, τους αναγνώστες όλων των ηλικιών και πληρούν τις δεκτικές ψυχές με τη γλυκιά τρέλα της ερωτικής της ποίησης

Σε πολλά σημεία του βιβλίου, διαπιστώνουμε μια επιμονή της ποιήτριας στην γλώσσα των αισθήσεων: είναι η μόνη γλώσσα που μπορεί να εκφράσει πιστά την σκληρότητα των καθημερινών χειρονομιών οι οποίες ταπεινώνουν, φθείρουν και υποβαθμίζουν, όχι μόνο το μυαλό, εκείνο το «εσωτερικό τοπίο» κάθε ασθενούς, αλλά και το σώμα του, την επιθυμία του να αγαπά και να αγαπιέται.

Επαναστατημένη, αντιφατική, πληθωρική, ταλαντευόμενη ανάμεσα σε μια μοναστική ζωή και φλογερούς έρωτες για τους οποίους έχει χυθεί πολλή μελάνη, σκληρή με όλους αλλά πάνω απ’ όλα με τον εαυτό της, βίαιη, παθιασμένη, η ακούραστη μιλανέζα ποιήτρια Άλντα Μερίνι εξεγείρεται ενάντια στην δυστυχία, ενάντια στην τρέλα, τη δική της και των άλλων, ενάντια στις συμβάσεις μιας υποκριτικής κοινωνίας που, κάτω από την επιφάνεια μιας φυσιολογικής ζωής, κρατά τα άτομα εγκλωβισμένα σε μια ζωή με «καταπιεσμένες και ανικανοποίητες επιθυμίες»: Για όλους αυτούς κάνει έκκληση στον Ιησού να τους ανοίξει τις πύλες του Παραδείσου αφού ο Θεός δεν είναι παρά «σιωπή και ενός άσματος νεφέλη». Στην θεϊκή και ανθρώπινη μορφή του Ιησού, η Μερίνι αναγνωρίζει τον εαυτό της, είναι αυτή η ίδια που κουβαλά τον δικό της Σταυρό και ανεβαίνει τον δικό της Γολγοθά, που δέχεται τις σουβλιές του πόνου στα πλευρά της από αγάπη για όλους εκείνους που δεν έχουν φωνή. Τραγουδώντας το άσμα της, γίνεται η ίδια η φωνή τους :

Ιησούς

Ιησού,/για εκείνους που έχουν χάσει τον νου τους/και τα λογικά τους,/για τους καταπιεσμένους/από την/σκληρή σιωπή των μαρτύρων,/για κείνους που δεν μπορούν να φωνάξουν/γιατί κανείς δεν τους ακούει

για κείνους που δεν βρίσκουν άλλη λύση/στην κραυγή από τη λέξη,/για όσους ικετεύουν τον κόσμο/να μην/τους λεηλατεί άλλο πια,/για εκείνους που περιμένουν ένα σημάδι αγάπης/που δεν έρχεται,/για όσους/κάνουν το λάθος/να νεκρώνουν τη σάρκα/ώστε να μην νιώθουν πια την ψυχή./Με λίγα λόγια,

για εκείνους που πεθαίνουν στο όνομά σου,/άνοιξε τις πύλες του Παραδείσου/και κάνε τους να δουν

ότι το χέρι σου/ήταν δροσερό και βελούδινο,/όπως κάθε λουλούδι,/και ότι ίσως οι αναιδέστατοι

δεν κατάλαβαν ότι η σιωπή ήταν ο Θεός/και ένιωθαν καταπιεσμένοι/από αυτή τη σιωπή/που ήταν απλώς ενός άσματος η νεφέλη.

Όπως εύστοχα παρατηρεί στον πρόλογό της η Έλσα Κορνέτη, η Μερίνι με την ποίησή της «διαιώνισε το στιγμιαίο και εφήμερο και το επισύναψε στην ποίηση σαν κάτι το ουσιώδες και ιδεατό» . «Πρέπει να απελευθερωθώ από τον χρόνο/για να ζήσω το παρόν μια που/ δεν υπάρχει άλλος χρόνος/απ’ αυτόν τον θεσπέσιο, τον στιγμιαίο» εξομολογείται στο ποίημα της «Το παρελθόν». Έγραψε μες στην σιωπή του ασύλου, στα σκοτεινά αλλά η ποίησή της προκάλεσε εκκωφαντικό θόρυβο, « πολύ πιο θορυβώδη/ κι από τον χρυσό θόλο των αστεριών», όχι μόνο στη χώρα της την Ιταλία αλλά παντού όπου υπάρχουν αναγνώστες ικανοί να νιώσουν και να συναισθανθούν την οδύνη της.

***

Η Άλντα Μερίνι γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1931 όπου και πέθανε την 1η Νοεμβρίου 2009. Γράφει τα πρώτα της ποιήματα στα δεκαπέντε της χρόνια κι ένα χρόνο μετά, το 1947, παρουσιάζει τα πρώτα συμπτώματα ψυχικής διαταραχής, «την σκιά του μυαλού της» όπως την ονομάζει η ίδια και εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική του Μιλάνου για ένα μήνα. Ακολουθεί κατόπιν ψυχοθεραπεία έως το 1962, χρονιά κατά την οποία θα εγκλειστεί σε άσυλο όπου θα παραμείνει δεκαπέντε σχεδόν χρόνια με μόνη παρηγοριά και καταφύγιο τις λέξεις και την διαυγή της ποίηση.

.

 

ΑΓΓΕΛΟΠΤΕΡΑ 2016

ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΑΧΑΝΑΣ

ΜΑΧΗΤΗΣ ΑΡΤΑΣ 26/1/2017
Αγγελόπτερα 2016

Με λόγο περιεκτικό, πυκνό, που τείνει όχι να αφηγηθεί αλλά να σημάνει, με δομική μονάδα τον στίχο, μας παραδίδει η Έλσα Κορνέτη μια ποίηση που αναβλύζει από το κοινωνικό και φθαρτό μας σώμα, προσθέτοντας μια διακριτή ψηφίδα στη λογοτεχνία μας. Πεζόμορφα ποιήματα μας συστήνει στην τελευταία της ποιητική συλλογή.

Ξεκινώντας από τη βεβαιότητα πως καμιά λέξη δεν ερμηνεύει τον κόσμο συντριπτικά καταλήγει στα ποιήματα ως αποτεφρωμένα όνειρα, αφού καμιά πράξη δεν αλλάζει τον κόσμο οριστικά.

Ποιήματα που παρουσιάζουν το θέμα της ρευστότητας της ζωής αλλά και τα γυρίσματά της και τις ανακολουθίες της, δημιουργούν έναν μικρό λαβύρινθο μιας έντονα μυθοπλαστικής ποιητικής, με το κάθε ποίημα να είναι ένα επεισόδιο μιας αποστολής εμπειρικής σε άψογη γλώσσα καθημερινής και ειρωνικής αβεβαιότητας. Αμφιβολία, αμφισβήτηση, αναζήτηση, ρήξη. Ρήξη με τη συνήθεια, ρήξη με την ηρεμία, ρήξη με το γνωστό, ρήξη με το παραδεκτό, ρήξη με τις συμβάσεις, ρήξη με το φόβο. Η ποιήτρια μας προτρέπει να είμαστε έτοιμοι να σκεφτούμε και να δράσουμε αντισυμβατικά, να γίνουμε απρόβλεπτοι, να γίνουμε εφευρετικοί. Η δημιουργία του κόσμου δεν έγινε μία και μόνη φορά, αλλά γίνεται κάθε μέρα…

Κουκλόσπιτα, κοσμικά αυγά, διαμαντόπετρες, άγγελοι του Βάλτου, ερωτευμένοι άγγελοι, χρυσός άγγελος μίμος, αγγελοδαμαστής, άγγελος του πόνου, απολιθώματα αδικοχαμένων αγγέλων, άγγελοι ποιητές, άγγελοι με φτερά παπαγάλου, έρωτας φωτιά, μεθυσμένοι εραστές, αγγελόπτερα, αέρινοι χορευτές, αλγάπη (το άλγος της αγάπης), ατέλεια, ατολμία, Αργιόπη, ανθισμένοι άνθρωποι, προσομοιωτές άστρων, ερειπωμένες γυναίκες, γυναίκα -πουλί, ήλιος με χάπια, ηλιοτρόπια, δέρμα του αγάλματος, τέλειοι γλύπτες, κοιλάδες σπαρμένες αυτιά, βουνά σπαρμένα μάτια, αόρατο τοπίο ψυχής, χορταριασμένα νεκροταφεία, τσουκάλια μάγισσας, δράκοι, Χιονάτη φιμωμένη, Κόμης Δράκουλας, τυμβωρυχίες, νύφη των κουταλιών, η πόρτα του πόνου της Μαρίνας Αμπράμοβιτς, κόκκινη βασίλισσα, τρελό άλογο, ιχθυοφάγος ωκεανός, δέντρο της ζωής, νεκρές καρδιές, χρόνος αράχνη, αναγιγνώσκων άνθρωπος, μαθηματικοί γρίφοι, Μούσα προνοητική, άπιστη Μούσα, αγάλματα που γλίστρησαν σαν σκιές, ο περιπλανώμενος στην έρημο της τρέλας, η εμπειρία της Κόλασης είναι η γνώση του Παραδείσου…

Μια σειρά από ποιήματα που τα διακρίνει η ευστροφία και οι πετυχημένες γλωσσικές στιγμές, γεμάτες ελαφρότητα, εκπλήξεις και ανατροπές.

Έχουμε έτσι μια επιτυχημένη ποιητική συλλογή, εκτός πεπατημένης. Μια σειρά από κομψά, όλο σπιρτάδα ποιήματα, σε τέλεια μορφή και με έναν προσγειωμένο γλωσσικό λυρισμό. Διαβάστε τα.

Η Έλσα Κορνέτη γεννήθηκε στο Μόναχο. Σπούδασε Οικονομικά. Για μια δεκαετία εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Δημοσιεύει τακτικά δοκίμια, βιβλιοκρισίες, μεταφράσεις και άλλα κείμενα. Υπήρξε δύο φορές υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, «Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα»(2009), «Κονσέρβα μαργαριτάρι»(2011). Ποιήματά της έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε εννιά γλώσσες.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ

lifo.gr 25/2/2017

Αγγελόπτερα

Γυάλινος παράφορος ιππότης. Η Έλσα Κορνέτη, ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο πυκνό φιλοσοφικό δοκίμιο και στην έγερση της ποιητικής φαντασίας, συνθέτει πεζοτράγουδα που μας θυμίζουν την ύπαρξη του ζωγράφου Ρενέ Μαγκρίτ και του ποιητή Τζον Kιτς, της ποιήτριας Μαρίνας Τσβετάγιεβα που «αναρριχάται στον ουρανό με μια μπούκλα αγγέλου βρόχο στον λαιμό της», της φοβερής και τρομερής εικαστικού Μαρίνας Αμπράμοβιτς, του leader του υπερρεαλισμού Ανδρέα Μπρετόν, της Louise Bourgeois που τόσο τίμησε την τέχνη και τον άνθρωπο, και του λατρεμένου ήρωα όσων επιμένουν να συγκατοικούν με το όνειρο, του Δον Κιχώτη. Γράφει η Έλσα Κορνέτη στη νέα της ποιητική σύνθεση Αγγελόπτερα (εκδ. Μελάνι):

Το αποφάσισε
Σήμερα θα γίνει ελαφρύς
Θα βγάλει το σιδερένιο κοστούμι και τη χαλύβδινη γραβάτα
Θα πετάξει το γραφείο στο κενό από το παράθυρο του ορόφου
Θα φορέσει μόνο καθαρό και φίνο κρύσταλλο Βοημίας
Το αποφάσισε
Από σήμερα θα γίνει
Ένας γυάλινος παράφορος ιππότης
Από σήμερα θα γίνει ένας αλλοπαρμένος φούρναρης ιππότης
Κάθε χάραμα θα ζυμώνει τον κόσμο που επιθυμεί με
άνθη λωτού κι Έπειτα θα γεμίζει τον ουρανό με
αφράτα πολύχρωμα μπαλόνια Καρβέλια για να ταΐζει
πλάνητες αγαθούς και ονειροπόλους.

ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

ΜΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟ-ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

ΘΡΑΚΑ 23/6/2017
Έλσα Κορνέτη, Αγγελόπτερα, εκδ. Μελάνι, 2016

Αν στην Άνν Σέξτον οι λέξεις λειτουργούν ως ένα «σμήνος μελισσών» και αν επίσης η εν λόγω ποιήτρια ξεγελά τον χρόνο γράφοντας, η Έλσα Κορνέτη μέσω των δικών της λέξεων −που θα της δούμε στο ιδιαίτερο της λειτουργίας τους− μας περνά σε μια «χωρική συσπείρωση του χρόνου» και συγκεκριμένα σε μια Αριστοφανική «Νεφελοκοκκυγία». Εκεί, στο ενδιάμεσο ανθρώπων και θεών ελέγχει και κατευθύνει ως διευθύντρια ορχήστρας τις λέξεις, αποφασίζοντας άλλοτε να αφήσει την τσίκνα −από τις σφαγές των θυσιασμένων ζώων και ζωών− να περάσει προς τα πάνω, προς τέρψη των θεών, και άλλοτε να αφήσει την παρουσία των θεών να κατεβεί προς τα εμάς, στα γήινα. Η ποιήτρια από εκεί περιγράφει μετεωριζόμενη, με τρόπο εικαστικο-ποιητικό, τα τεκταινόμενα και εκεί είναι που θα την παρακολουθήσουμε.
Μεταξύ λοιπόν ουρανού και γης, η Κορνέτη εξ αρχής μας δηλώνει πως το ίδιο το βιβλίο της είναι και λειτουργεί ως πουλί. Το οποίο και παρεμβάλουμε στην εικονοποιία τόσο των καμωμένων από κιμωλία πουλιών του νοτιοαφρικανού εικαστικού Γούλλιαμ Κέντριτζ, όσο και στα ζωγραφικά έργα της μητέρας της, Πέννυς Δίκα-Κορνέτη, που επαναληπτικά κοσμούν τα βιβλία της.
Στο νέο της αυτό βιβλίο λοιπόν, τα ΑγγελόΠτερα, μας καλεί μέσω της αφής σε μια διαδραστικότητα, σε έναν τόπο όπου κινούνται αμφίδρομα και ταυτοτικά η ζωγραφική με την ποίηση, το καλλιτεχνικό έργο με τον κόσμο (ως universe) και η ίδια η ποιήτρια με τον αναγνώστη, λειτουργώντας ταυτόχρονα και η ίδια ως αναγνώστης. Ένας αναγνώστης που ταυτίζεται με ένα συγκεκριμένο είδος ανθρώπου, σύμφωνα με την ίδια: τον homo Legens, δηλαδή τον αναγιγνώσκοντα άνθρωπο. Κι εκεί, σε αυτόν τον τόπο, γέρνουμε μαζί της στο πεδίο του αναγνώστη και περνάμε μαζί του στα σύννεφα, που ήδη είδαμε ως το κυρίαρχο σκηνικό του βιβλίου. Όπου και συναντούμε επαναληπτικά τα παράξενα παραμυθο-πλάσματά της και τα μυθο-ποιητικά μορφώματά της.
Συγκεκριμένα και ενδεικτικά, βλέπουμε το σμήνος όχι των «μελισσών-λέξεων» της Σέξτον, αλλά ένα «σμήνος γυναίκες φανάρια», σε μια αναλογία με τις δισυπόστατες μορφές του Μίλτου Σαχτούρη, όπου η μια ιδιότητα δεν υποσκελίζει την άλλην και ούτε απαραίτητα ορθώνεται μια εικόνα που συναπαρτίζεται από τα δύο αυτά μέρη όπως τίθενται. «Γυναίκες φανάρια» λοιπόν κυριολεκτικά, που «με κίτρινα μάτια γαλάζια φτερά και μεγάλους αιμάτινους μαστούς», μας ξεδιψούν όποτε εμείς το ζητήσουμε. Αρκεί να ανοίξουμε το βιβλίο. Κι όποτε το κάνουμε η ποιήτρια μας πετάει ξαφνικά από ένα κόκκινο μήλο. Κι εμείς δεν έχουμε παρά να θηλάσουμε επαναληπτικά το αίμα από τους ιπτάμενους αυτούς κρουνούς. Μετέχοντας.
Προτού όμως δούμε και άλλα πλάσματα αυτής της ξεχωριστής «κορνέτειας» εικονοποιίας και δράσης, ενημερωνόμαστε πως στον ενδιάμεσο αυτόν τόπο, μεταξύ βιβλίου και χεριών, ουρανού και γης, φυσικής και μεταφυσικής, ζωντανών και τεθνεώτων, «τα φωνήεντα θέλουν ήλιο» και «τα σύμφωνα νερό», αντιμετωπίζοντας προφανώς τα γράμματα ως ζωντανούς ή έστω ως φυτικούς οργανισμούς. Επιπρόσθετα ανοιγόμαστε στις «λέξεις» που «τις τρώνε μαύρα πουλιά» και «που τη νύχτα με τα φτερά τους σε σκεπάζουν».
Η Κορνέτη μάλιστα, στην τόσο χαρακτηριστική αυτή εικονοποιία, εμφανίζεται ως «ένας βρικόλακας που χώνει το σουβλερό του δόντι βαθιά στο κρέας των λέξεων», των λέξεων των άλλων, των λέξεων-λαιμών, με τους λαιμούς να ορθώνονται ως λαιμοί πτηνών να ξεχωρίσουν. Λειτουργώντας η ποιήτρια εδώ πρωτίστως ως αναγνώστης, πίνει το αίμα των άλλων καλλιτεχνών και βάφει το φωτεινό της δέρμα στις αποχρώσεις του γκρι. Προτιμώντας το γκρι του ουρανού.
Εκεί στον συννεφιασμένο αυτόν ουρανό, βλέπουμε τον εικαστικό Ρενέ Μαγκρίτ να μας βρέχει με τα «κουστουμαρισμένα μαύρα ανθρωπάκια» του, αυτά με τα «φτερά των αγγέλων» («Ο φυσιολογικός κύρος Μαγκρίτ»), τον Κροάτη ζωγράφο του 16ου αιώνα Mihajlo Hamzic να εμφανίζεται ως «ο μοναδικός άγγελος με φτερά παπαγάλου» («Αναγκαστική προσγείωση»), τον Τζον Κητς ως τον άγγελο-ποιητή που γράφει επαναληπτικά ως νεκρός το όνομά του στο νερό («Η παράξενη πτήση του Τζον Κητς») και τον «τέλειο γλύπτη» να βγάζει «μ’ ένα κουτάλι το μάτι του» το οποίο και βάζει «να κατρακυλήσει πάνω στο χέρι του» («Τέλειοι ξένοι»). Τέλος, πάντοτε ενδεικτικά, ο Τζιακομέτι που δεν υπάρχει πια, απολαμβάνει τον καφέ του μέσω των «ψηλόλιγνων ανθρώπων» του στα καφέ του Παρισιού. Ενώ η ποιήτρια τραγουδά, εν μέρει περιαυτολογώντας αυτοσαρκαζόμενη, άρα ως πραγματικά απελεύθερη και ικανή:

Καλέ μου
Κόμη Δράκουλα
Μη φοβάσαι
Δεν πρόκειται
Να λείψεις
Σε Κανέναν

Και το πρώτο συμπέρασμα; Με τα λόγια της ποιήτριας φυσικά: «Το παραμύθι είναι παράλογο Η αλήθεια είναι παράλογη Μια σατανική [δηλ.] εξίσωση: Το παραμύθι ισούται με την αλήθεια» («Homo Legens»).
Η Κορνέτη κινούμενη συνειδητά μεταξύ ζωγραφικής και παραμυθιού, με δομική μονάδα άλλοτε την εικόνα και άλλοτε τον σύντομο αφορισμό μας παραδίδει τους κύριους άξονες της. Που αξίζει και να τονίσουμε. Τη ζωγραφική που τείνει ελαφρά και προς την εικονοποιία των κόμικ, το παραμύθι που ταυτίζεται με τη ζωή, δηλαδή αυτό που εκλαμβάνουμε όλοι με τα προσχηματισμένα μας κοινωνικο-βιολογικά φίλτρα ως «αλήθεια», και το επαναληπτικό της κάλεσμα, την απεύθυνσή της δηλαδή στον αναγνώστη, τον οποίο και διαρκώς ενεργοποιεί. Και με τις επιλογές της αυτές σαφώς μας παραδίδει το δικό της αναγνωρίσιμο ύφος. Πρόκειται για ένα στυλ και μια γλώσσα που όμοιο της δεν συναντούμε σε άλλα ποιητικά σώματα, από όσο γίνεται να γνωρίζουμε, και που υποστηρίζεται μοναδικά από την τόσο ιδιαίτερη ανάγνωσή της, την οποία επίσης θα δούμε, αφού όμως πρώτα δώσουμε τον τύπο της «αλήθειας» που καλλιεργεί. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά:

«Τα όνειρά του αλέθονται στη μυλόπετρα της αλήθειας»

«Θα ζυμώνει τον κόσμο που επιθυμεί με άνθη λωτού»

και:

«Η έρημος του είναι από αλεύρι»
(«Δον Κιχώτης»)

Οι αναγνώσεις της ποιήτριας λοιπόν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μη δραματικές και φορτισμένες (βλ. ενδεικτικά: Σέξτον, Πάουντ, Μπάρροουζ), ούτε επίσης ως ειρωνικές και αφ’ υψηλού, με παρούσα μια μεταφυσική ειρωνεία (βλ. π.χ. τη Δημουλά), σίγουρα όχι θεατρικές με ένα τόνο υψωμένο πάνω από τα πράγματα και με ρητορικό στόμφο (βλ. Σικελιανό ή Μαγιακόφσκι) αλλά με έναν τόνο και μια απόσταση παραμυθητικά γειωμένη πάνω στα πράγματα και μαζί με τα πράγματα, και με μια μεταφυσική έγνοια επίσης διακριτικά παρούσα. Συγκεκριμένα, τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ο γειωμένος και παραμυθητικός τόνος, και ο μεταφυσικός μικρός και παιγνιώδης αυτός μετεωρισμός, συγκεντρώνονται στα δάχτυλά της, σαν να παίζει η ίδια μόνη της πιάνο για τον εαυτό της. Σε μια ανάπαυλα περισυλλογής, όπου κυμαίνεται μεταξύ παραμυθιού και διδακτισμού, που δεν απευθύνεται όμως στον άλλον. Εκεί παραμένει ευγενική και με αυτοπεποίθηση γέρνει το κεφάλι της για να αφουγκραστεί και να δώσει φωνή στα πρωτοπλάσματά της που λειτουργούν ως τα alter ego της. Διαβάζουμε σε ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά αποσπάσματά της:

Η γυναίκα Δημιουργός
Πιστή στη μία και μοναδική Μούσα
τον Εαυτό της
(«Μουσοθηρεία vs Μουσοθηρία»)

Ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζεται με πάθος και ισόβια, την ίδια την υπόθεση της ποίησης, χωρίς να την ανοίγει και να την διαποτίζει σε οποιοδήποτε κοινωνικοπολιτικό βάθος. Αλλά απεναντίας προτάσσοντάς την ίδια την ποίηση, ενσαρκώνει το γυναικείο της φύλο, με το δικό της αναγνωρίσιμο τρόπο, αξίζοντας τη φήμη της ποιήτριας, την οποία και ορθά περιφέρει.
Γυρνώντας σύντομα στην πρώτη της ποιητική συλλογή Στη σπείρα του κοχλία (2007) διαπιστώνουμε πως εξ αρχής δεν υπάρχει οτιδήποτε σωτηριολογικό στην περίπτωσή της, και μακριά από μυστικιστικές κι άλλου τύπου ενώσεις, η ποιήτρια γήινη, μες στην πτηνότητά της, δεν αναζητά ίχνη από το σώμα του ερωμένου, αλλά απεναντίας καταμαρτυρεί το δόντι του. Διαβάζουμε:

Τώρα το λάθος έγινε η σκιά σου
σ’ ακολουθεί παντού.
Γίνεται φίλος φορτικός
εξαρτημένος εραστής
ζηλόφθονος σύζυγος.
Σε κατασκοπεύει.
Σε παρατηρεί.
Σε γδύνει.

Κολλάει επάνω σου σαν στρείδι.
Σε κουκουλώνει.
Σε φιμώνει.
Σου κλείνει τα μάτια.

[…]
Το λευκό σουβλερό του δόντι
αστράφτει αυτάρεσκα στον ήλιο.
[…]
(«Ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί στη δύναμη
ενός μεγάλου έρωτα», Η αιώνια κουτσουλιά)

Η ποιήτρια, περνώντας και στις επόμενες συλλογές, φαίνεται να ζητά επίμονα μιαν απόσταση για να ανθίσει, να αναδυθεί και να αφαιρέσει τη μάσκα-προσωπείο που η ίδια φόρεσε στον εαυτό της. Ώστε να μας δώσει πτυχές της γυναικείας μήτρας και να μας εκθέσει στο ποίημα ως το άλλο ερωτικό σώμα. Ένα ποίημα-σώμα που σύμφωνα με το μότο της Σέξτον, που η Κορνέτη παραθέτει, πρέπει να ανιχνεύσουμε και να εντοπίσουμε, αφού «η συγγραφέας είναι ουσιαστικά ένας κατάσκοπος» (“A writer is essentially a spy”).
Ας ακούσουμε όμως την ίδια τη φωνή της, πατώντας σύντομα στα κομβικά βιβλία της: Η αιώνια κουτσουλιά και στο Κονσέρβα μαργαριτάρι και αφού τονίσουμε πως οι τίτλοι της αλληλοαναιρούνται ευφυώς και με ένα χαρακτηριστικό τρόπο: «Αιώνια κουτσουλιά», «Κονσέρβα μαργαριτάρι».

«Στέκεσαι αμήχανα μπρος στην αφετηρία
της αυτογνωσίας
για ν’ αρχίσεις άλλη μια φορά το επίμονο
και βασανιστικό ξεφλούδισμα της ψυχής σου»
(«Ποιος μπορεί να αντισταθεί
στην αντανάκλαση του κατόπτρου»)

«Όλα αυτά που ήθελες να προλάβεις να πεις
έμειναν θρυμματισμένα ψαροκόκαλα
μπηγμένα στο λαιμό σου»
(«Fade out»)

«Πάσχεις από το σύνδρομο της πολυπλοκότητας
και η περίπτωσή σου είναι ανίατη»
(«Syndromes»)

«Κοιτάξτε με παρακαλώ
Αυτή είναι η νέα μου αποκριάτικη στολή
φέτος ντύθηκα πολυέλαιος θαλάσσης […]
για να είμαι αστέρι γαλανό
ρόδα αυτάρεσκη που ατέρμονα κυλά
γύρω από τον εαυτό της»
(«Θαλάσσιος δαίμονας»)

Με δομική μονάδα, όπως ήδη σημειώσαμε, τον σύντομο αφορισμό, μας παραδίδει, ποιήματα τελικά, ασχέτως μεγέθους, της μιας πνοής. Κοφτά και επαναλαμβανόμενα. Που απευθύνονται στον ίδιο της τον εαυτό στο τρίτο πρόσωπο, κάτι που προσθέτει στην αναγνωρισιμότητα του στυλ της.
Το ποίημα λειτουργώντας, σύμφωνα με τα λόγια της, «ως νοσηρό απόσταγμα της συμπλεγματικής σου σχέσης / με το αιώνιο και την ασημαντότητα» («Εμμονές», Η αιώνια κουτσουλιά) εξωθείται σε μια ακραία συνειδητοποίηση, στο: «Να πετάξεις επιτέλους τη στολή του κλόουν», που χωρίζει προφανώς τη ζωή της στα δυο. Πριν και μετά την ποίηση. Και που επαναληπτικά υπηρετεί ως ποιήτρια.
Και τώρα ας δούμε διεξοδικότερα, πλησιάζοντας προς το τέλος, την Κορνέτη στη σχέση της με την Ανν Σέξτον. Αν η Σέξτον, λοιπόν, μιλά συχνά στο πρώτο πρόσωπο παρουσιάζοντας την ιστορία ενός τρίτου, η Κορνέτη μιλά στο τρίτο πρόσωπο μιλώντας για τον εαυτό της. Και τις φορές, θα λέγαμε, που εισέρχεται σε περσόνες (ζωγράφους, ήρωες παραμυθιών, καρτούν και στα διάφορα προσωπεία της) στην ουσία διηγείται την ιστορία της και ξεκαθαρίζει, στον εαυτό της πρωτίστως, τη δική της αντίληψη. Κι εκεί καλούμαστε να μετέχουμε σε μια θα λέγαμε «δομική αποκάλυψη», δηλαδή ενώ η ποιήτρια ξεγυμνώνεται (ως «κρεμμύδι») ταυτόχρονα δομείται και αναδομείται, καθώς σχηματίζεται στον τόπο του αναγνώστη.
Ξεκινώντας συχνά από μια αίσθηση η Κορνέτη, όπως και η Σέξτον, επιζητά τη σαφήνεια και ένα συγκεκριμένο νοηματικό περιεχόμενο, που παραμένει όμως συχνά κρυπτικό. Συμφωνώντας με την Αμερικανίδα πως «η εικονοποιία είναι το πιο σημαντικό πράγμα σ’ ένα ποίημα», ξεπερνά τις μικρές, κοινές, ψευδαισθήσεις και ανοίγει το ποίημα ως ένα μηχανισμό της «αλήθειας». Η οποία βέβαια και κείτεται συχνά ασύνειδη εντός του ποιήματος ή και εντός της ξεπερνώντας την ίδια ως συγγραφέα όπως και τον αναγνώστη. Μια «αλήθεια» που σαφώς περιμένει την ψευδή ενεργοποίησή της.
Ας δούμε όμως εδώ ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ιδιαίτερης αυτής εικαστικο-ποιητικής πλαστικότητας:

Η νύφη έλιωσε στη βροχή
Χύθηκε στο προαύλιο της εκκλησίας
Γιατί ήταν πλασμένη από ζάχαρη κι αμυγδαλόψιχα
Κι είχε για καρδιά ένα πράσινο λεμόνι
[…]
Μνημειώδες γλυπτό
Σφυρηλατημένο
Από λιωμένα κουτάλια
Το μεταλλικό
Νυφικό
(«Η νύφη των κουταλιών»)

Η ποίηση και στις δύο ποιήτριες λειτουργεί ως το προσωπικότερο, βαθύτερο και ίσως το πιο πολύτιμο κομμάτι τους. Η κάθε μια, στον ρόλο της, εκλαμβάνεται ως ηθοποιός ή καλύτερα ως ένας εκκεντρικός άνθρωπος με υπεραναπτυγμένη την ενσυναίσθηση και την συναισθησία του.
Κι αν η Σέξτον αυτοκτονεί αφού ολοκληρώσει Το Τρομερό κωπηλάτισμα προς τον Θεό, η Κορνέτη μέσω του ποιήματός της λειτουργεί ως το διαδοχικό χτύπημα των δακτύλων του ασώματου χεριού μετά τον καρπό, ως ένα δακτυλοκρότημα του θεού. Αναφερόμενοι εδώ στο γνωστό «the Τhing-το πράγμα», από την κινηματογραφική ταινία «Οικογένεια Άνταμς». Τη μαύρη εκκεντρική κωμωδία στη φύση της οποίας επίσης μετέχει η ποίηση της Κορνέτη. Διαβάζουμε συγκεκριμένα:

Κινώντας πέρα δώθε
ένα μεταφυσικό δάκτυλο
προπονείται
στο γαργαλητό
του μυαλού του

θυμίζοντας και το ιπτάμενο χέρι του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Και στο ίδιο ποίημα («Ο βιρτουόζος») βλέπουμε παρακάτω:

Κάποτε τα χέρια θα επιστρέψουν
για να κολλήσουν στους καρπούς
για ν’ αποθεωθούν ξανά

Αν τέλος η Σέξτον διεκδικεί το δικαίωμα στο ουρλιαχτό, αποκαλύπτοντας «οικογενειακά μυστικά» και κάνοντας χρήση «αντιποιητικών» λεπτομερειών του γυναικείου σώματος, και αν παραμένει έως τέλους ένα κορίτσι πληγωμένο που ζητά την προσοχή και την αγάπη όσων την περιτριγυρίζουν, η Κορνέτη δεν αποκαλύπτει τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από την ποιητική της μάσκα αλλά μας καλεί να δούμε πώς τη δομεί, σμιλεύοντάς την, μπροστά μας. Συμμετέχουμε συνεπώς σε έναν χώρο όπου τα παρασκήνια και η σκηνή ταυτίζονται. Η ποιήτρια μάλιστα σκέφτεται φωναχτά και με δομική μονάδα την εικόνα και τον αφορισμό, όπως σημειώσαμε, χωρίς να ακολουθεί τον πατέρα της «εξομολογητικής ποίησης» Ρόμπερτ Λόουελ, δηλαδή χωρίς να καλεί τον αναγνώστη να δει το έργο της ως ένα είδος εξομολόγησης, παλεύει με τον ορίζοντα προσδοκίας που έτρεφαν και τρέφουν οι οικείοι της και ιδίως οι διακειμενικοί, φανταστικοί ομότεχνοί της.
Χωρίς να ακολουθεί απαραίτητα τη γραμμή της Σύλβια Πλαθ (με το Άριελ του 1965), του Τζον Μπέρρυμαν (με το Sonnets to Christ, 1967) και του Ουρλιαχτού του Γκίνσμπεργ (1955), που καλλιεργούν την αποκαλούμενη «προσωπική», θα λέγαμε «πλεονάζουσα ποίηση», αλλάζει σταδιακά, καθώς προχωράει, τα ζύγια και τις προτεραιότητές της. Ερχόμενη, με ένα τρόπο πιο αβίαστο και οικείο για μας, από την προσωπική-λυρική ποίηση του Αρχίλοχου και της Σαπφούς (βλ. ενδεικτικά το ποίημα «όττω τις έραται») υιοθετεί και δουλεύει έναν λόγο που λειτουργεί στην πραγματικότητα μετωνυμικά, προτάσσοντας φορές το «πονάω, άρα υπάρχω».
Μέσω του συνεχή διαλόγου, επιμένει έως τέλους, σε μια τριβή για να φανεί το πρόσωπο που παραμένει και λειτουργεί ως προσωπείο και δομείται αδιάκοπα διακειμενικά στην ποίηση και δι-υποκειμενικά στις οικογενειακές και στις κοινωνικές σχέσεις. Δεν γραπώνεται μάλιστα από τις λέξεις, αλλά τις σπρώχνει προς το μέρος μας. Ζητώντας χώρο από τον αναγνώστη, από τον όμοιο, από τον οικείο. Ως ένα αγριολούλουδο, ένα εντελβάις, σε τελική ανάλυση, της ποίησής μας.
Συνοψίζοντας, η ποίηση της Κορνέτη γεννιέται μέσα από τη ζωγραφική και από το παραμύθι. Χωρίς ενοχές και προσχήματα αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται, απολαμβάνοντας εξαντλητικά το παιχνίδι με τις λέξεις, όπως ο ζωγράφος απολαμβάνει και αναπνέει με το ανακάτεμα των χρωμάτων. Κι επομένως αυτό που πρωτίστως φαίνεται να την ενδιαφέρει, η κύρια θα λέγαμε πράξη και εμμονή της, είναι ο σχηματισμός του ίδιου του ποιήματος. Τη φανταζόμαστε μάλιστα να παίρνει απόσταση από το ποίημα, όπως ο ζωγράφος από τον πίνακα, για να δει τις σχέσεις των γραμμών, των σκιών και των λέξεων. Ώστε να διαπιστώσει, πώς αναδύεται το κατάλοιπο, το μη αρθρωμένο, το διάκενο, πώς σκιάζει το ποίημα για να του δώσει όγκο, για να διογκώσει λεπτομέρειες και να κρύψει, ως σφουμάτο, πράγματα φανερά, προκαλώντας ταυτόχρονα νέους συσχετισμούς, κ.λπ.
Χωρίς να εξακτινώνει λυρικά τις αναμνήσεις της και χωρίς να μυθοποιεί, ακολουθεί τη σκληρότητα και την αμεσότητα του γερμανικού παραμυθιού παραδειγματίζοντας τις υπό διαμόρφωση κόρες, και κλείνοντας το μάτι στις ομοιοπαθούσες μητέρες, συντρόφους και γυναίκες και σαφώς και στους ομότεχνους και στους συνειδητούς και φιλοπερίεργους εν γένει φορείς της ύπαρξης.
Χωρίς να παρασέρνεται από τη «λεξιμαγεία» αλλά αντιμετωπίζοντας τη λέξη ως πλαστική ύλη προς τρισδιάστατη ή προς σκηνική διαμόρφωση, τις αποφορτίζει από το συναίσθημα, ακολουθώντας εδώ τη συμβουλή του Έλιοτ.
Και τέλος, χωρίς να επιχρωματίζει τα έργα της, όπως κάνει συχνά ο Πίνδαρος, ανοίγεται με ένα μοντέρνο τρόπο στη χρήση του χρώματος μες στο ποίημα και μας παραδίδει μια ποίηση όπου το εικαστικό συνυπάρχει με το ποιητικό και το παραμυθητικό με το λόγιο.

ΕΛΕΝΗ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

diastixo/29/9/2017

«Να θυμόμαστε τι προσδοκά η ημέρα από τα μάτια μας, τι θέλει να εκφράσει ο χώρος με τη φωνή μας» – Dominique Grandmont.

«Θα τη βρεις τη φωνή σου / να την αναστήσεις / τη χαμένη / την κρυμμένη / την από χρόνια πεθαμένη φωνή σου». Θεωρώ πως αυτοί οι στίχοι της ποιήτριας Έλσας Κορνέτη απαντούν στην ως άνω αποστροφή του Dominique Grandmont και εκφράζουν τον κεντρικό κορμό της ποιητικής της συλλογής Αγγελόπτερα. Είναι ένα ξάφνιασμα ο τίτλος της συλλογής, φαντάζει ουτοπικός. Μα η ποιήτρια είναι αποφασισμένη να μιλήσει. Ν’ αναστήσει τη χαμένη φωνή των πραγμάτων, τον βαθύτερο λόγο τους, την κρυμμένη αλήθεια που αντιπροσωπεύουν. Αναζητεί τα πνευματικά φτερά των αγγέλων για να εκφράσει ό,τι έχει αποσιωπηθεί, όσα εκκρεμούν και πεθαίνουν μπροστά στα μάτια της. Θέλει να κάνει αισθητό το νοούμενο τον σκοταδισμό των καιρών και την απαξίωση των ιδεών, που φτωχαίνουν την ύπαρξη.

«Η ποίηση είναι κριτική της ζωής» και η συλλογή Αγγελόπτερα αποτελεί εμβληματική πρόκληση στην ηθική κατάρρευση της εποχής μας. Οραματίζεται έναν κόσμο διαυγή «στο φάρδος του ονείρου» και ερευνά την «αθέατη θέαση των πραγμάτων», που δίνουν στη ζωή το στίγμα που της αξίζει για να την απεγκλωβίσουν από ένα αυτοαναιρούμενο και συνθλιβόμενο φαίνεσθαι. Η ποιήτρια ανήκει στους βλέποντες. Αρνείται την προσποίηση. Φωτίζει τα σκοτάδια του εγώ, τον φόρτο του μηδενός που κομίζει ο άνθρωπος. Γράφει: «ηθοποιοί πετούν τριγύρω μου σαν σμήνη… Σωσίες του διχασμού υποδύονται ανθρώπους». Σωσίες που ονομάζουν τον εκπεσμό «προωθημένο νεωτερισμό».
Πρόκειται για τον τρόπο που απαξιώνεται και ξεχνιέται ο άνθρωπος. Το ον υπάρχει, μόνο όταν γνωρίζει τι είναι ποια είναι η ουσία του. Τότε είναι πραγματικά παρόν στον εαυτό του και στο νόημα της ύπαρξής του, που είναι οι αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της αγαστής συντροφικότητας, της αλήθειας. Με λέξεις κενές χωρίς αντίκρισμα, με την «αδιάφορη πράξη» η αλήθεια σιγά σιγά ξεχνιέται. Έχει μια θαυμαστή δύναμη ελευθερίας και λόγου η φωνή της ποιήτριας, που πηγάζει από εγγενείς προδιαγραφές, βιωματική άσκηση και οραματισμό. Γράφει με το στήθος που είναι ισοδύναμο της αγωνίας. Μετέχει με την ψυχή και το συναίσθημα στα φανερώματα του πνευματικού και κοινωνικού βίου. Προχωρεί από την επιφάνεια στο βάθος που είναι η ουσία του ανθρώπου. Ο εαυτός της δεν κοιμάται ποτέ. Ξαναγυρνά στις αρχαίες πηγές και στις διαχρονικές αξίες, που έχουν το ύψος και το βάθος. Μας προτρέπει να ζωγραφίσουμε την καρδιά μιας πεταλούδας, που βιάζεται να ζήσει «το όλον του κόσμου» σε μία ημέρα. Αγωνιά ν’ αλλάξει, τώρα, το κατεστημένο, που το υλικό βάρος του βυθίζει τα φτερά των αγγέλων. Θα επιμένει, όπως γράφει, να ονειρεύεται «ακόμα και στην έρημο της ημέρας / εκεί όπου τα όνειρα αλέθονται στις μυλόπετρες της αλήθειας». Και η αλήθεια για την ποιήτρια είναι αυτό που αποκαλεί «εσωτερική θέαση», συμφωνία της νόησης με το αντικείμενο, λογική κανονικότητα χωρίς αντιφάσεις. Γνώση που να ισχύει για όλους. Ευαίσθητη με το δράμα και την οδύνη του κόσμου, η ποιήτρια διαμαρτύρεται με συγκινητική αθωότητα: «…μα εγώ αγαπώ τους αγγέλους», «ονειρεύομαι με μια καρδιά αερόστατο ν’ απογειωθώ», «κανένα σώμα δεν με χωρά / μόνο η γεωμετρία των ονείρων». Ενδύεται τ’ ανίκητα φτερά των αγγέλων.

Τα περισσότερα ποιήματα ακολουθούν το ζεύγος της ποιητικής πρόζας, αυτό που είναι το μη καθαρό κομμάτι του λόγου και αυτό που αναπνέει, το ρευστό, που περνά σαν υπόγειο ρεύμα στην ψυχή του αναγνώστη κι είναι το καθαρό κομμάτι του λόγου: το θαύμα που είναι η ποίηση. Ο στίχος είναι ελεύθερος, επεξεργασμένος, με διάσπαρτα μετανεωτερικά και υπερρεαλιστικά στοιχεία: κατάργηση της στίξης, σημειολογικά σχήματα, επαναλαμβανόμενες λέξεις και στίχοι προς επίταση, άγχος, αμφισβήτηση, σχήμα ασύνδετο, για μια εποχή που «τρέχει, τρέχει» χωρίς περίσκεψη, χωρίς τελεία αυτογνωσίας. Με ποιητικό αισθητήριο, πνευματική συγκρότηση κι ελεύθερο δυνατό λόγο, η ποιήτρια Έλσα Κορνέτη μελετά, ειρωνεύεται, σαρκάζει τον υλιστικό αιώνα του τεχνολογικού πολιτισμού, που όλα είναι κατασκευασμένα, έναν κόσμο ψεύτικο, που έχει απομακρυνθεί από τις ρίζες της φυσικής ζωής («ήλιος με χάπια / άμμος με χάπια / χάπια χαλίκια») και κάνει τον σημερινό άνθρωπο να μοιάζει «ευτυχισμένος κάτοικος της “ΧΑΠΙLAND”».

Ποίηση υπαρξιακή, πολύσημη με νοηματικό πλούτο, πολυδύναμη σε έννοιες από το καθολικά ισχύον. Με ζεστό λόγο, αμεσότητα και ψυχική αθωότητα βοηθά σε επίπεδο ουσίας. Η ποιήτρια έχει βρει «την φωνή της» –την κρυμμένη φωνή των πραγμάτων– ακονισμένη στη σιωπή. Και μιλά για όλους. Γράφει: «θα συντρίψω σήμερα την ελαφρότητα σε χίλια κομμάτια… η ευθραυστότητα ταιριάζει στους αναξιοπρεπείς». Προσκαλεί τον συν-άνθρωπο για συνοδοιπορία «στην ομοιότητα, τη διαφορετικότητα, την αίσθηση, την παραίσθηση, την ψευδαίσθηση, την ανησυχία». Γιατί, «αν δεν μπορούμε πια κατάματα να κοιταχτούμε, μπορούμε τουλάχιστον να συνεργαστούμε».

Γράφει: «Ίσως με συμπαθήσεις, όταν καταλάβεις πως είμαστε ίσοι, όταν ορθώνουμε την ασημαντότητα μπροστά στο πεπρωμένο, μπροστά στην τυραννία της Τέχνης». Είναι μέγα κατόρθωμα να σταθείς εκεί που τα αντίθετα συμπίπτουν στην ταυτότητα των αντιθέτων, στην άλλη όχθη, εκεί που συμφωνούν οι αντιθέσεις απ’ τις οποίες είμαστε φτιαγμένοι. Η ανθρώπινη φύση είναι οντολογικά «Ένα». Χάριν αυτής της ενότητας πρέπει ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας σαν μέρος της ύπαρξής μας. Μετάβαση από την επιφάνεια στο βάθος. Αναζήτηση της καθαρής σχέσης. Μία πνευματική στάση του ανθρώπου στις σχέσεις του με τον συνάνθρωπο και το κοινωνικό σύνολο. Η ποιήτρια ονομάζει τη μοναξιά «εγκιβωτισμένο πόνο» και ακριβολογεί, γιατί η μοναξιά επανέρχεται, καθώς είναι πιο ισχυρή, αφού καταστατικά έχει προηγηθεί στη Δημιουργία. Ενστιγματικά αναθυμάται την αγνή συντροφικότητα της παιδικής ηλικίας: η Κορνέτη εξακολουθεί να παραμένει ένα παιδί με εξαιρετική ωριμότητα κι αισθαντικότητα. Είναι συγκλονιστικοί οι στίχοι: «Έλα κοντά μου μικρό κοριτσάκι, κι εγώ θα σου δώσω μια καραμέλα, ένα γαλάζιο χάπι να μην θυμώνεις, να μην τρως, να μην κοιμάσαι, να μη θυμάσαι, να μη γερνάς… […] Μη μεγαλώσεις. Σε ικετεύω, σε διατάζω, μη μεγαλώσεις…». Είναι ο ώριμος εαυτός της στην «ακρότητα των αισθήσεων». Εκεί που βλέπει τον εαυτό της μεγαλωμένο «με μια βαλίτσα διαψευσμένα όνειρα στα χέρια».

Οι φορτισμένες εικόνες για την σταδιακή φθορά που επέρχεται στην παιδική πρωτογενή αθωότητα, στην εκπτωτική επιρροή του λεγόμενου «πολιτισμού» στην εφηβεία, στη θηριωδία της κακοποίησης, τα εγκαταλειμμένα παιδιά, οι ερειπωμένες γυναίκες – μετανάστες στη μοίρα τους, ο υλισμός, η άνοδος της ασημαντότητας, ένα μόνο αντίδοτο έχουν, την ποίηση, το αντίδοτο στην αχαλίνωτη τεχνολογία της αγοράς. Κι ο Ποιητής είναι εκείνος που θυμάται. Η Έλσα Κορνέτη μέσα από το έργο της αναζητεί τον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξης στην ατομική και συλλογική της διάσταση και αξία. Πιστεύει πως η ζωή στον κόσμο και η ύπαρξη του κόσμου συνιστούν γεγονότα πολύ υψηλά. Με τα Αγγελόπτερα της αναγγέλλει, απαγγέλλει, με δυνατό ποιητικό λόγο, μια άλλη στάση ζωής με συναίσθημα, στοχασμό και ελπίδα. «Κοιτά μ’ αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια», όπως λέει ο Καζαντζάκης.

Η Κορνέτη δίνει μια νέα μεταφυσική διάσταση του κόσμου. Γράφει: «Ο άγγελος προστάτης μου / μου πέταξε ένα φίδι / να πιαστώ ν’ αναρριχηθώ / να φτάσω στον (Π) πατέρα / όμως εγώ γλίστρησα…» Υπάρχει η αδήριτη ανάγκη μιας πίστης. Χωρίς μεταφυσική διάσταση ο άνθρωπος αισθάνεται ανέστιος στον κόσμο της ιστορίας, όπου το καλό και το κακό δεν υπάρχουν, έχουν μια απρόσωπη αφηρημένη διάσταση. Το κακό είναι η απουσία του καλού. Το καλό είναι συνώνυμο της αγάπης. Θεωρώ ευφυές εφεύρημα τον τίτλο του ποιήματος «Αλγάπη», ένα εξαιρετικό ποίημα άκρας ευαισθησίας: «…σήμερα θα σου μάθω τη λέξη Αλγάπη / το άλγος της αγάπης».

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στην Έμμα Μποβαρύ (φανταστική συνέντευξη), ένα εξαιρετικό ποίημα μεταφυσικού, κοινωνικού και φιλοσοφικού στοχασμού: «Ο εαυτός μας είναι η μοίρα μας η οι πράξεις μας; – Το πεπρωμένο είναι ο μόνος ένοχος». Το τραγικό φανερώνεται σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη με τους ιδιαίτερους προσωπικούς ορισμούς του, με περιστατικά που χάραξαν την προσωπική ιστορία καθενός. Τραγικός είναι ο άνθρωπος που συντρίβεται, επειδή αποτολμά την παραβίαση παραδεδεγμένων αξιών (όπως η ηρωίδα της συνέντευξης Ε. Μπ.). Τραγικός είναι και ο άνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με την ανεξιχνίαστη τάξη του κόσμου, τη μηχανική αιτιότητα, την απροσδιοριστία, το τυχαίο γεγονός, όλα όσα, αθροιστικά, δημιουργούν την «Ανάγκη» που γίνεται Μοίρα. Κι αυτός συντρίβεται. Όμως παραμένει όρθιος και φωτισμένος, από την «αθέατη θέαση». Στέκεται κατέναντι στην μοίρα˙ δεν υποτάσσεται. Υπερασπίζεται το τρισμέγιστο αγαθό της ζωής˙ αντιστέκεται στο ολόρθο κύμα του βίου. Είναι ο τραγικός ήρωας. Κι είναι σαφής ο προσδιορισμός της διαφοράς στην ιστορική μνήμη του τραγικού.

Τα Αγγελόπτερα έχουν μνήμη φωτεινή. Πιστεύουν στον άνθρωπο και στις δυνατότητές του να νικήσει το σκοτάδι και να ξαναϋπάρξει στη διαυγή αλήθεια του φωτός. Η εσωτερική θέαση του αληθινού φωτός είναι η πηγή του ωραίου, του αγαθού. Είναι συγκλονιστικός ο ύμνος της ποιήτριας για το φως: «Το φως ανιχνεύει. Το φως παρατηρεί. Το φως επαναλαμβάνει. Το φως ακολουθεί. Το φως χαϊδεύει την καμπυλότητα των γλυπτών και την στρεβλότητα της ιστορίας». Δεν πρόκειται ωστόσο για ένα συνηθισμένο φως: «Υπάρχει λοιπόν φως; – Εγώ βλέπω μόνο μαύρο φως».

Κάποτε ο αιώνας σκύβοντας επάνω της, δήθεν στοργικά, τη συμβούλευσε: «ο ταχύτερος δρόμος είναι η ευθεία». Μα αυτή απάντησε: «όχι ευχαριστώ, εγώ θα πάρω την καμπύλη». Φαίνεται πως η ποιήτρια προτιμά τη μινωϊκή κυματιστή καμπύλη από τον μαίανδρο. Διατηρεί στον κεντρικό πυρήνα της ποίησής της τον άνθρωπο και τις διαχρονικές αξίες του, που επέζησαν από γενιά σε γενιά και συνθέτουν τον πολιτισμό ενός λαού, και το δικαίωμά της να μιλήσει γι’ αυτά με τη γλώσσα της εποχής της. Οι δομικοί τρόποι μπορεί ν’ αλλάζουν μαζί με τις εποχές, αλλά αυτό είναι επιλογή και δικαίωμα του ποιητή.

Στη «Συνέντευξη» με την Έμμα Μποβαρύ η Κορνέτη γράφει: «Υπόσχομαι να μη σε τεμαχίσω. Υπόσχομαι να μη σε αναλύσω». Και είναι προφανής ο λόγος, «η ορθολογιστική προσέγγιση είναι ο θάνατος της Τέχνης». Θα συμφωνήσω. Και με πονά ιδιαίτερα η μαγεία της ποίησης, που χάνεται στην ανάλυση του ποιήματος. Με αυτή την έννοια νιώθω υπόλογη προς την ποιήτρια και προς την ποίηση, αφού σήμερα η ποίηση δεν μπορεί να είναι ρομαντικό τραγούδι. Κι αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά τα Αγγελόπτερα των στίχων της Έλσας Κορνέτη.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΚΑΝΤΖΗΣ

ΤΟ ΚΟΡΑΛΛΙ/τ. 12-13/1-6/2017

ΑΠΟ ΤΗ «ΣΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΟΧΛΙΑ» ΣΤΑ «ΑΓΓΕΛΟΠΤΕΡΑ»

Μικρή μονογραφία στην ποιητική άνέλιξη τής’Έλσας Κορνέτη

Έλσα Κορνέτη: Μια γυναίκα που ζει ανάμεσα μας έχοντας με κόπο
κατακτήσει το ακριβό αξίωμα της ποιήτριας και γι’ αυτό της αναλογεί μία
μέριμνα, ο καλός μας λόγος ως αντίδωρο στην ευφροσύνη που μας χαρίζει με τους στίχους της – και μάλιστα σε καιρούς που πια κανείς δεν πενθεί τ’ αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα. Γιατί βεβαίως και είναι αξίωμα ο τίτλος του ποιητή, στο σκοτεινό βασίλειο του Τίποτα που μας καταδίκασαν να ζούμε οι πολιτικάντηδες (ημεδαποί και αλλοδαποί), χρόνια ολόκληρα τώρα και ας κόπτονται για το αντίθετο. Σκληρό αξίωμα κερδισμένο με οκτώ συλλογές και, φυσικά πάντα στην άκρη του γκρεμού, στην άκρη τού βράχου, όπου μοναχικός ζεΐ ό ποιητής άλλα και ο αναγνώστης του, όμως τόσο κοντά στο φτερούγισμα του αετού. Και, φυσικά, όλ’ αυτά ισχύουν υπό την αυστηρή προϋπόθεση του γνήσιου δημιουργικού λόγου, εκείνου δηλαδή που μεταπλάθοντας την πραγματικότητα ποιεί μια άλλη αλήθεια, ικανή να μαγεύει την ψυχή χωρίς την αρωγή της φιλολογικής ανάλυσης. Όπως όταν ακούς τούτο:

Ήταν μία εποχή// που ο ψαράς του παλατιού// κολλούσε στις ράχες
των ψαριών// μεταξωτές βεντάλιες// κι αυτά πετούσαν στα δέντρα// κι έδιωχναν τα πουλιά
Έπειτα του έδινε ένα φιλί// για ν’ αναπνέουν// όταν πετούν//και μία
ευχή:// ν’ ακούνε με τα μάτια// να βλέπουν με τ’ αυτιά
(Ό λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί, σ. 13)

Βλέπουμε λοιπόν εδώ, ότι η Κορνέτη μεταποιεί το εκ γενετής που μας
δόθηκε τετράγωνο ένδυμα από τον διδάχο ράπτη της λογικής σε κάτι πιο
ανάερο, κινητικό, αιφνιδιαστικό, βαθύτατα πνευματικό εν τέλει- άρα και
άμεσα αφομοιώσιμο από την ψυχή, που τόσο πολύ την βομβάρδισε ο ορθολογισμός της εποχής. Και μην ταράζεστε ορισμένοι από την θέση μου αυτή: Δεν σάς προτρέπω σε ατοπήματα «εκσυγχρονιστικά» εάν τυχόν γράφετε κι εσείς- βρίθουν οι καιροί από στίχους-φελλούς που επιπλέουν στη θάλασσα της απόρριψης των εγκεφαλικών ερμάτων του καθενός πού νομίζει ότι κατέχει την τέχνη της μεταμοντέρνας γραφής- έκτος κι αν είστε επαρκείς. Προσοχή όμως! Είναι άμεσα διακριτός στα μάτια των επαϊόντων, ο μετουσιωμένος ποιητικός λόγος από οποιοδήποτε «κατασκεύασμα- καυτή πατάτα»- το τυπωμένο σε χαρτί εις βάρος τόσων και τόσων δέντρων. Μην το ξεχνάμε: Ή βρισκόμαστε «εις των ιδεών την πόλη», όπου, «…Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας// που δεν γέλα κανένας τυχοδιώκτης» ή παίζουμε…
Είναι φανερός πιστεύω ο τρόπος που προσεγγίζω την ποιητική της
Έλσας Κορνέτη. Περισσότερο με την καρδιά και την αίσθηση, λιγότερο με
τον νου. Όχι πώς είναι, κατ’ ανάγκη, ο καλύτερος, αλλά δεν είμαι φιλόλογος – δεν έχω τις προϋποθέσεις. ’Έτσι αφήνοντας σ’ εκείνους τη λοιπή
μέριμνα, τρέχω για μία βουτιά στα νερά των παρακάτω στίχων της:

Θέλω να κολυμπήσω σε μία καινούργια ψυχή//
τόσο μπλε//τόσο αμέριμνη// τόσο αθόρυβη//
όσο και η εγκυμοσύνη της θάλασσας.

(«Ή γνωστή πόλωση», από τη συλλογή «Ή αιώνια κουτσουλιά» σ. 19).
Με εννοείτε… Φυσικά και θα κολυμπήσουμε στα πασίχαρα, αναβαπτιστικά ύδατα των τεσσάρων πρώτων στίχων κλείνοντας τα μάτια στον
κίνδυνο του πέμπτου. ’Επιτέλους, ας μας αφήσουν να ζήσουμε το σαγηνευτικό τώρα, χωρίς να επιζητούμε την εκ των προτέρων διασφάλιση μιας
μελλοντικής ευτυχίας. Ποιος ξέρει; Ίσως και ν’ αργήσει η τρικυμία.
Δεν ξέρω πώς, αλλά έχω την αίσθηση ότι η ’Έλσα Κορνέτη έρχεται από
έναν κόσμο ρεούμενων υδάτων, ψαριών που πετούν στον αέρα, ομιλούντων χρωμάτων και κατόπτρων, πινάκων ζωγραφικής που μας αποκαλύπτουν στοιχεία για τον βίο του δημιουργού τους, ένα μικρό σύμπαν δικό της, ιδιόρρυθμο και παράδοξο τόσο που να μάς ταξιδεύει μαγικά μόλις το ανακαλύπτουμε, δοσμένο στην ποίησή της με τον έξοχο, σχεδόν παραμυθένιο (και όχι τόσο υπερρεαλιστικό θα έλεγα) τρόπο στον όποιο μάς έχει εθίσει. Και τούτο το καταφέρνει απρόσκοπτα, με αφομοιωμένη τη φωνή των αγαπημένων της δασκάλων που επέδρασαν στην τέχνη της (Sylvia Plath, T.S. Eliot, W.B. Yeats…) ώστε αυτοί να κατέχουν μία θέση τιμητική μ’ έναν- δύο στίχους τους βαλμένους σαν μότο κάτω από ορισμένους τίτλους ποιημάτων της και ως εκεί. Θέλω να πω, από την πρώτη ως την πρόσφατη συλλογή της, τα Αγγελόπτερα, πέρασε στην αντίπερα όχθη του δύσκολου ποταμού που διάλεξε να παίξει μαζί του, πηδώντας με ακρίβεια κι αξιοθαύμαστη ισορροπία σε υφάλους γλιστερούς, δυσδιάκριτους μέσα στα ορμητικά νερά, ώστε να λάβει σχεδόν στεγνή επάξια τη δική της ταυτότητα. Κι όταν λέω «υφάλους», εννοώ τον κίνδυνο που ελλοχεύει στον νέο δημιουργό να μιμηθεί αναφομοίωτο τον τρόπο των όποιων ταγών του. Πολλοί χάθηκαν, εκείνη γλίτωσε και μπορεί να συνεχίσει ασφαλής, πιστεύω, προς δική μας τέρψη…
Και βεβαίως τί να πει κανείς για τη θεματολογική ιδιαιτερότητα των
κειμένων της, τον εσωτερικό διάλογο που αναπτύσσουν μεταξύ τους, ώστε
όλα της τα βιβλία να παρουσιάζουν μία θαυμαστή ενότητα – απαραίτητη
προϋπόθεση κάθε συλλογής πού σέβεται τον εαυτό της. Ειδικά στ’ Αγγελόπτερα πετυχαίνει με αριστοτεχνικό τρόπο ν’ ακούγεται η Ενιαία Φωνή,
αποδεικνύοντας έτσι το πόσο κατέχει τα υψηλά, τα δύσκολα εκφραστικά
μέσα. Εδώ μιλάμε για λεπτεπίλεπτες χροιές σε ώσμωση, για ηχητικές συνηχήσεις παιγμένες στο νοηματικό πιάνο με τρόπο πού ν’ ακούγεται στ’ αυτιά μας το ολικό τραγούδι διαφορετικών μεν προσώπων και καταστάσεων αλλά μέσα στον ίδιο χορό.

Αυτός φταίει/ Βρείτε τον Πιάστε τον
Αυτός φταίει/ Πώς τόλμησε Πώς τόλμησε
Αυτό φταίει/ Πώς τόλμησε να κλέψει
τα κλεμμένα
(Ό θαυματοποιός σ. 28)
λαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλα
είσαι ένας ανθισμένος άνθρωπος // μ’ έναν κήπο εντός του//
με κόκαλα κλαδιά//με κοιμισμένες νυχτερίδες//
μαύρο σύννεφο// στα μαλλιά
ξανά
λαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλα
είσαι […]
(«’Άλλη χώρα», σ. 76)

Φίλοι και φίλες, οδεύοντας προς το τέλος, επιτρέψτε μου να σας σχηματίσω με φωτιές βγαλμένες από το στόμα μου, εδώ μες στον κενό αέρα, κάποιες ανεπανάληπτες μορφές: του κ. Ρενέ Μαγκρίτ, του κ. John Κeats, του
μεγάλου Giacometti, της κ. Μποβαρύ σε μια φανταστική συνέντευξη
της κ. Μαρίνας Άμπράμοβιτς σε μια επινοημένη συνομιλία με τους επισκέπτες-θεατές διακρατικής παρουσίας της, του κ. Μπρετόν που αγαπούσε τα ηλιοτρόπια, της ομηρικής Πηνελόπης σε δυο Εξόδους Διαφυγής της από το πεπρωμένο, και πολλών Αγγέλων, φυσικά, χρωματιστών σε τεθλασμένες πτήσεις ή πτώσεις – όπως ακριβώς έκανε η κ.’ Έλσα Κορνέτη στο πάλκο της εικονιστικής ποίησής της, πού το έστησε για εμάς.
Στη φυσιολογική ζωή του κυρίου Μαγκρίτ δεν συνέβαινε τίποτα
το ασυνήθιστο και παράξενο.
Στον συννεφιασμένο ουρανό της καθημερινότητάς του έβρεχε κουστουμαρισμένα μαύρα ανθρωπάκια με φτερά αγγέλων.
(«Ό φυσιολογικός κύριος Μαγκρίτ», σ. 14)
Πλησίασε περίεργε επισκέπτη. Πάρε βελόνα και κλωστή. Κέντησε στο δέρμα μου την αγάπη και τον θαυμασμό που έχεις για μένα.
Είμαι εθισμένη στον πόνο. Δεν κουνιέμαι. Δεν μορφάζω. Λατρεύω να
βλέπω τον πόνο στα μάτια μου. Ο δερμογραφισμός είναι η αρρώστια του
σώματός μου. Γράψε με τη χρυσή πένα κοπίδι επάνω μου ένα ποίημα μια
τη φλυαρία της αλαλίας.
(«Τεμαχίζοντας τήν Μαρίνα», σ. 39)

Ελα κοντά μου// κάθισε δίπλα μου κοριτσάκι//Έλα
στην αγκαλιά μου κοριτσάκι//Σήμερα θα σου μάθω
μια νέα λέξη// Τη λέξη άλγάπη//Άλγάπη είναι
λέξη// Το άλγος της αγάπης
(«Άλγάπη», σ. 83)
Άλγαπώ και να ξέρετε μόνο με τέτοια σώζεται ή ψυχή μας!

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

diavasame.gr/4/2017

Έμπνευση

Όταν στον ύπνο τον επισκέφθηκε
Το κρεβάτι του έγινε
Ένα κλειδοκύμβαλο με φτερά
Τον ανέβασε στη ράχη του
Τον έβγαλε από την εξίσωση
Του έπαιξε την άρια της αγάπης
Ξεδίπλωσε την επιδερμίδα της Γης
Ζωγραφίζοντας μ’ ενθουσιασμό
Την καρδιά μιας πεταλούδας

Τότε αυτός είπε
Παρακαλώ
Ας πυροβολήσει κάποιος επιτέλους
Το κοράκι.

Στην ανατριχίλα του υγρού
Στα κύματα της σούπας
Σαν πάπια με αδιάβροχα φτερά
Μια μικρή γυμνή Οφηλία
Με βατραχοπέδιλα
Κολυμπά

Πρόσεξέ την μη φαγωθεί
Είναι η Μούσα σου
Φώναξαν οι φίλοι του
Όλοι μαζί

Ήταν ένα μικρό χρυσό λεπιδόπτερο
Στην καμπυλότητα του Οίστρου
μακάριο αιωρούνταν
Κάθε κινούμενο σωματίδιο
οδηγεί σε άλλη μια
αποτυχημένη φιλοσοφική θεωρία
είπε και το έλιωσε με τον αντίχειρα

Τι κρίμα! ήταν η Μούσα σου
Φώναξαν οι εχθροί του
Όλοι μαζί
(από τις σελ. 52 και 53).

Αν σας παρέθεσα αυτό το χαρακτηριστικό –κατά τη γνώμη μου– απόσπασμα είναι για να διαπιστώσετε ιδίοις όμμασιν τη δραματική αφηγηματικότητα αυτού του ποιητικώς απογειωμένου κειμένου. Όμως αυτό δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ποιητικής τέχνης μιας καλής ποιήτριας που ακούει στο όνομα ΈΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ (με κεφαλαία, ένδειξη ότι είναι μείζων και φέρελπις, αγκάθι εις τον οφθαλμόν πολλών αυτοκλήτων ανταγωνιστών της).

Το δεύτερο στοιχείο που εντόπισα και θέλω να σας επισημάνω στο ποιητικό της εργαστήρι είναι η μη νοησιαρχική-μαγική σκέψη που καταλήγει σε έναν απολλώνιο διονυσιασμό, όπως στο εξαίρετο ποίημα «Ίυγξ» των σελίδων 36 και 37.

Το τρίτο στοιχείο στην ποιητική της τέχνη είναι η ακατάσχετη κι ενίοτε ακατάληπτη ρητορεία (απολύτως θεμιτή στη σύγχρονη εποχή, μετά το μεταμοντέρνο). Χαρακτηριστικό παράδειγμα το δισέλιδο ποίημα «Έμμα Μποβαρύ (φανταστική συνέντευξη)» (σσ. 22-23), από όπου παραθέτω μόνον ένα χαρακτηριστικό –για του λόγου το αληθές– απόσπασμα:
Υπάρχει λοιπόν φως;
Εγώ βλέπω μόνο μαύρο φως.

Φυσικά και υπάρχει στη σύγχρονη Φυσική η «σκοτεινή και μαύρη ύλη» ή «μαύρη Υλοενέργεια» κι ο Νεοϋορκέζος ποιητής Νίκος Σπάνιας εξέδωσε κάποτε στην «Οδό Πανός» μια συλλογή με τίτλο «Το Μαύρο Γάλα της Αυγής». Η ποιητική έννοια «μαύρο γάλα» είναι κοινός τόπος στην αμερικάνικη ποίηση… Οι διακειμενικές αναφορές της μορφωμένες ποιήτριας και οι υπόγειες συγγένειές της διατρέχουν όλο το φάσμα του επιστητού ανθρωπίνου πολιτισμού, όπως πολλών σπουδαγμένων συγγραφέων που εμφανίστηκαν στα Γράμματα μετά την αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα (η Έλσα Κορνέτη είδε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Η αιώνια κουτσουλιά» να τυπώνεται από τον Γαβριηλίδη το 2009. Αμέσως τότε επεσήμανα ως κριτικός την αυτοσαρκαστική ειρωνεία και την πρωτοτυπία της καίριας έκφρασής της, στοιχεία που έχουν αρχίσει μάλλον να υποχωρούν κι ελπίζω να επανέλθουν δριμύτερα σε επόμενες συλλογές της, αφού τώρα φαίνεται σαν να υπερτερεί η μεγαλόστομη ρητορεία, μια κάποια πλατύποδη σπουδή – με την έννοια του εσπευσμένου [ας μου συχωρεθεί ο όρος, αλλά όταν έχεις να κάνεις με πρωτότυπους ποιητές που σε εκπλήσσουν πρέπει να επιδείξεις και την ανάλογη ευφάνταστη επινοητικότητα…]).

Με τα τούτα και με τα εκείνα, θέλω να πω σε απλά ελληνικά, ότι έχουμε εδώ ένα βακχικό ταλέντο που δεν αντέχει ίσως τη διονυσιακή θέρμη του και ψυχραίνει τη μανία του με σοφίσματα νέο-παράλογα [αναφέρομαι στον άστοχο αλλά δοκιμασμένο όρο «Θέατρο του Παραλόγου»].

Βεβαίως, ποτέ δεν ξέρει ένας «ποιητής προφήτης» (poeta-vates, για τους Λατίνους θεωρητικούς της Λογοτεχνίας) πού θα τον βγάλει κάθε φορά η ορμή του, που δεν επιδέχεται βεβαίως ποσοστώσεων, στατιστικών και ισολογισμών, μπορεί όμως να αναλυθεί κάλλιστα εκ των υστέρων ως ζων σώμα καταγεγραμμένων πόθων που δεν ευδόκησαν να γίνουν έρωτες, να «αξιωθούν της ηδονής μια νύχτα ή ένα κορμί της φεγγερό». Ο Μεγάλος Αλεξανδρινός θα εύρισκε ίσως υπερβολικά «εγκεφαλικούς» και περιττώς σκεπτόμενους τους σύγχρονους ελληνόφωνους ποιητές (συμπεριλαμβανομένου ίσως κι εμού του ιδίου). Όμως η Συλλογική Συνειδητότητα εμπλουτίζεται από αιώνα σε αιώνα με καινούργια φερτά υλικά που επικαλύπτουν κι επιστρώνονται πάνω στα αρχαία ορμέφυτα. Ποίηση μπορεί και να είναι η Τέχνη της απόπειρας απαθανατίσεως του εφήμερου…

Η Έλσα Κορνέτη φαίνεται να ανήκει πια οργανικά στο εικονοστάσιο των συγχρόνων μαχίμων ποιητών, είτε το θέλουν οι αυτόκλητοι εχθροί κι οι ματαιοκάματοι [δικός μου ο όρος] ανταγωνιστές της είτε όχι. Ας μάθουμε να είμαστε μεγαλόψυχοι κι ελεήμονες, διαισθανόμενοι αριστοτελικόν «έλεον και φόβον». Ο μακρόθυμος Χρόνος δεν θα χαριστεί σε κανέναν μας παρά αξίαν ή παρά την αξίαν του καθενός μας, της καθεμιάς εν τοιαύτη περιπτώσει.

ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΛΑΣΑΡΙΔΟΥ

FREAR /14/3/2017

Σαράντα δύο ποιήματα συνθέτουν την καινούρια ποιητική συλλογή της Έλσας Κορνέτη που φέρει τον τίτλο Αγγελόπτερα, τίτλος ο οποίος από την αρχή ακόμη μας δημιουργεί αναγνωστικές προσδοκίες για μια ενδεχόμενη ερμηνευτική αμφισημία της ονομασίας του βιβλίου: πρόκειται πράγματι για έναν κόσμο ονειρικό, «αγγελικά πλασμένο», για το αντίστροφό του ή μήπως για τις δύο όψεις του Ιανού; Ας ακολουθήσουμε το κόκκινο νήμα που υφαίνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της συλλογής. Στο εισαγωγικό ποίημα, που λειτουργεί ως προμετωπίδα του βιβλίου, το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον αναγνώστη: «Αγαπητέ αναγνώστη/ Αυτό το βιβλίο δεν είναι τίποτε άλλο / παρά ένας αγνός ενθουσιασμός για τα πουλιά…/», ενώ στο ίδιο κομμάτι ολόκληρο το βιβλίο και η ποίηση παίρνουν τη μορφή του απαγορευμένου καρπού. Επομένως, από το πρώτο, το εισαγωγικό κιόλας ποίημα αντιλαμβανόμαστε ότι εάν ο εκάστοτε αναγνώστης σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης του ορίζοντα των προσδοκιών του σκόπευε να ερμηνεύσει τον τίτλο κυριολεκτικά, θα βρισκόταν αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο να πραγματοποιήσει μια ανθιστάμενη ανάγνωση, καθώς ο συμβολισμός των Αγγελόπτερων λειτουργεί αντιστικτικά με τον συμβολισμό του απαγορευμένου καρπού.

Η ξυλωσιά της συλλογής θα έλεγε κανείς από μια πρώτη προσέγγιση πως έχει για μονάδα δόμησής της το poèm en prose, στον βαθμό που η πλειοψηφία του βιβλίου αποτελείται από πεζοποιήματα, ή όπως είναι περισσότερο γνωστά, από πεζοτράγουδα, τα οποία ωστόσο παρουσιάζουν αρκετές διαφοροποιήσεις από το poèm en prose ως οριοθετημένο και προσδιορισμένο λογοτεχνικό είδος σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά του. Έτσι, μολονότι τα πεζοποιήματα στην πλειοψηφία τους διακρίνονται για τη συντομία τους, η οποία λειτουργεί εις όφελος της νοηματικής ενότητας, τη συμπύκνωση των εκφραστικών τρόπων της παραδοσιακής ποιητικής και την απουσία αναφορικότητας, στα πεζοποιήματα της Κορνέτη, κατά πρώτον, η νοηματική συνοχή δεν εξασφαλίζεται από τη συντομία, καθώς τα περισσότερα κομμάτια είναι αρκετά εκτεταμένα. Το στοιχείο που εν προκειμένω λειτουργεί συνεκτικά είναι οι ποιητικές εικόνες, ενώ δευτερευόντως οι εκφραστικοί τρόποι της παραδοσιακής ποιητικής είναι μπολιασμένοι με το υπερρεαλιστικό στοιχείο. Διαπιστώνουμε επομένως πως στο επίπεδο της μορφής η Κορνέτη αναδιαμορφώνει τα κριτήρια του λογοτεχνικού είδους του πεζοποιήματος και μας παραδίδει μια ανανεωμένη, υβριδική εκδοχή του poèm en prose, που ενοφθαλμίζει γόνιμα στα βασικά χαρακτηριστικά του είδους τον υπερρεαλισμό.

Ο υπερρεαλισμός αποτελεί την κεντρομόλο δύναμη γύρω από την οποία μπαίνουν σε τροχιά πολλά από τα ποιητικά υλικά, όπως οι ποιητικές εικόνες και το συνταίριασμα των πιο αταίριαστων γλωσσικών επιλογών. Ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του που συναντούμε και στην παρούσα ποιητική συλλογή είναι οι υπερρεαλιστικές εικόνες, οι εικόνες δηλαδή που γεννιούνται από την ένωση αταίριαστων υλικών, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα που στοχεύει στη νοητική διέγερση και στη συνειδησιακή εγρήγορση του αναγνώστη. Κάποιες από τις εν λόγω εικόνες είναι ανοδικές, συνεχίζοντας την παράδοση των ποιητικών εικόνων της ανοδικής μεταφοράς του Νίκου Εγγονόπουλου ή της ανοδικής κίνησης του Ανδρέα Εμπειρίκου, στον βαθμό που είναι συνυφασμένες με την πλεοναστική συσσώρευση των κινήσεων ― πολύ συχνά στο παρόν έργο με τις κινήσεις της πτήσης ή και της ροής. Το σύμβολο του αγγέλου και οι συμβολισμοί του κάθε λογής φτερωτού είδους αποτελούν σε ένα πλήθος περιπτώσεων τα κεντρικά μοτίβα γύρω από τα οποία εξυφαίνεται η ποιητική αφήγηση. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι στιγμές που οι ποιητικές εικόνες ενέχουν την ιδιότητα του απεικάσματος, είναι εικόνες δηλαδή που σου αφήνουν την ψευδαίσθηση ότι κάτι συνεχίζει και κινείται παρά τη διαπιστωμένη ακινησία του. Διαβάζουμε: «Το μεταφορικό μέσο τρέχει./ Το τοπίο τρέχει γρηγορότερα./ Το τοπίο της ψυχής τα προσπερνά./», ή αλλού: «(…) Ιπτάμενη δραπέτισσα Ιώ/ θρηνείς έναν έρωτα φωτιά/υφαίνοντας με τα καμένα σου φτερά/ ήχους κλωστής στον αργαλειό του πόθου/ (…) Έλα λοιπόν/ κάνε τους να ζηλέψουν/ Απόψε σε ποθώ/ άσε το μαγικό φίλτρο/ να σου καίει τα σωθικά/ άσε τον θεό Πάνα / κάτω απ’ το δέρμα σου/μέσα στο αίμα σου/ παράφορα/ να ρέει/». Δεν είναι βέβαια και λίγες οι περιπτώσεις στο έργο της Κορνέτη που αυτή η αίσθηση του διαρκούς γίγνεσθαι δεν εκπορεύεται πάντοτε από την ψυχική ευφορία του ποιητικού υποκειμένου ούτε και υποθάλπει την κίβδηλη ευδαιμονία. Οι υπερρεαλιστικές εικόνες της κίνησης στα ποιήματα της Κορνέτη χωρίς να θρέφουν τη χαρά, υπηρετούν την ψυχική μας ανάταση μέσα από το καλλιτεχνικό τους αποτέλεσμα.

Με δεδομένο ότι η λογική ως έννοια είναι πλήρως εξαρθρωμένη από το παρόν ποιητικό έργο μπορούμε τέλεια να αιτιολογήσουμε και τη δραστική παρουσία του παραμυθικού στοιχείου στα Αγγελόπτερα. Γνωστοί πρωταγωνιστές του παραμυθιού και μυθολογικοί ήρωες συνδέονται ή καλύτερα αποδίδουν τον κόσμου του ονείρου. Ωστόσο, η προηγηθείσα διατύπωση μπορεί να ειπωθεί και αντίστροφα: οι απροσδόκητες διασυνδέσεις ονειρικού τύπου ξαναγράφουν τα παραμύθια από την αρχή, δίνοντάς τους μια διάσταση επικαιροποίησης και επαναπροσδιορισμού εντέλει της πραγματικότητας. Διαβάζουμε μια παραλλαγή του παραμυθιού της Χιονάτης: «(…) Αλήθεια, τι θυμάσαι από δαύτη; / Είχε χροιά λευκή/ Έσκιζε τον αέρα με μαύρη θυσανωτή ουρά/ Την έλεγαν Χιονάτη/ Η Χιονάτη η ωραία φιμωμένη/ Η Χιονάτη η αθώα γλωσσοτομημένη/ (…) Τώρα το ξέρεις πια/ Οι άγγελοι δεν είναι κοινωνικοί/ Ούτε πετούν σε σμήνη/ Όταν πεινούν/ Τρώνε την αύρα τους/ Όταν διψούν / Πίνουν τη φωνή τους/Κι εσύ/ Ξεσφήνωσες μόνη/ Το φαρμακωμένο μήλο/ απ’ τον λαιμό σου/ Τώρα επιτέλους/ Μπορείς να κελαηδήσεις/ Ξανά/». Άμεσα συνυφασμένη με το παραμύθι βρίσκεται να είναι πολλές φορές και η έννοια της φρίκης, η οποία με τη σειρά της βάζει στην ποιητική εξίσωση τον παράγοντα της μεταμόρφωσης, θυμίζοντας σε κάποια σημεία τις παράξενες ιστορίες του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, όπως στο ποίημα «Homo Legens, στον αναγιγνώσκοντα άνθρωπο, ο οποίος μεταμορφώνεται σε δημιουργό, για να ξαναμεταμορφωθεί σε βρικόλακα: «Ο πύργος των θαυμάτων γί-/νεται ο πύργος των θυμάτων κι Εσύ είσαι ένας βρικόλακας που/χώνει το σουβλερό του δόντι βαθιά στο κρέας των λέξεων για/ να πιει λίγη από την έμπνευση των άλλων. Είσαι ένας βρικόλακα-/ κας που λατρεύει το συναίσθημα όταν το κάνει να αυτοκτονεί/.»

Η παρουσία μιας πληθώρας συγγραφέων, καλλιτεχνών και λογοτεχνικών ηρώων και ηρωίδων δημιουργεί ένα σύμπαν καλλιτεχνικής ευφορίας, προικοδοτεί το βιβλίο με διαστάσεις που αποδίδουν την τέχνη ως λειτουργία, ως τελετουργία, ως έκφανση της ζωής και του θανάτου: ζωγράφοι όπως ο υπερρεαλιστής Ρενέ Μαγκρίτ, αλλά και ο ιμπρεσιονιστής Ωγκύστ Ροντέν, ο ποιητής John Keats, η Έμμα Μποβαρύ, ο Δον Κιχώτης, ο Αντρέ Μπρετόν, είναι ορισμένες από τις κεντρικές φιγούρες που πρωταγωνιστούν στις ποιητικές ιστορίες αποδράσεων από όρια, σύνορα, αλυσίδες περιορισμούς κάθε είδους. Την ίδια στιγμή τα ποιήματα μετατρέπονται σε στιγμιότυπα αφήγησης για την τέχνη, είναι πυκνές αναπαραστάσεις ψυχικών καταστάσεων, είναι συνειρμικές μονάδες που κατατείνουν στη χαρτογράφηση του ασυνειδήτου. Πολλά από αυτά μάλιστα καταλήγουν να έχουν χαρακτήρα αυτό-αναφορικό και προσπαθούν να αποδώσουν την πολυμορφία της τέχνης: η τέχνη ως απαγορευμένος καρπός, η τέχνη ως αιμοδιψία, η τέχνη που φεύγει πια από τα χέρια του δημιουργού της και μοιάζει να αντικειμενοποιείται. Παράλληλα, το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί ποιητικές περσόνες προκειμένου να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες του. Η συνέντευξη από την Έμμα Μποβαρύ, επί παραδείγματι, δεν είναι παρά μια συνέντευξη από τον «ποιητικό εαυτό», ο οποίος καταλήγει να μας παρουσιάζεται δαιμονικά δισυπόστατος.

Η ρυθμικότητα στα ποιήματα της συλλογής εδράζεται σε δύο επίπεδα, είναι θα έλεγα διφυής: πρόκειται αφενός για ρυθμικότητα εξωτερική που αποδίδεται μέσα από τις γλωσσικές επιλογές, τις συνηχήσεις ή και κάποιες φορές μέσα από τις σποραδικές και ανεπιτήδευτες ομοιοκαταληξίες αλλά αφετέρου και ρυθμικότητα εσωτερική, που εκπορεύεται από την ποιητική ενέργεια των εικόνων και την αέναη κίνηση των πρωταγωνιστικών φιγούρων. Θα κλείσω, έτσι όπως άρχισα. Πώς μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε την παρουσία των αγγελικών πλασμάτων στο έργο της Κορνέτη; Η παρουσία τους λειτουργεί ως κυριολεκτική μετωνυμία του καλού ή αντίστροφα ως ειρωνική συμβολοποίηση του κακού; Έχω τη βεβαιότητα πως η παρουσία τους διαδραματίζει και τους δύο ρόλους, εκπληρώνει και τους δύο όρους του αντιθετικού ζεύγματος καλό vs κακού, αντιστοιχεί και στις δύο όψεις του Ιανού, βεβαιώνοντάς μας με όχημα την ποιητική αμφισημία πως το όνειρο ιδωμένο αλλιώς μας οδηγεί με ακρίβεια στην πραγματικότητα.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η Σωτηρία Καλασαρίδου είναι δρ. Διδακτικής της Λογοτεχνίας Α.Π.Θ. και κριτικός Λογοτεχνίας.]

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

στίγμα Λόγου 6/3/2017

Η Έλσα είναι παλιά γνώριμη του ιστολογίου μας και έχουμε γράψει επανειλημμένα για την ποίησή της. Σε τούτη την πιο πρόσφατη συλλογή τηας, τα Αγγελόπτερα, συναντάμε και πάλι τεχνικές που είχε χρησιμοποιήσει, λιγότερο εκτεταμένα, σε παλαιότερες συλλογές, όπως τον Επαναστατικό κύριο Γκιούλιβερ: για παράδειγμα την τάση να παρουσιάζει τα ποιήματα σαν να μην είναι ξεχωριστές οντότητες, αλλά συνεχόμενο ρέον κείμενο. Έτσι, στα Αγγελόπτερα έχουμε ρέοντα στίχο, έχουμε κείμενο συνεχές χωρίς τελείες ή άλλα σημεία στίξης (οι τελείες είναι σποραδικές και όχι απαραίτητα αναγκαίες στα σημαία που τις απαντάμε), αλλά με κεφαλαιοποίηση λέξεων, ίσως εκεί που θα μπορούσε να είναι η αρχή ενός στίχου – με τη διαφορά, όπως είπαμε, ότι η μορφή είναι εκείνη συνεχούς κειμένου και όχι ποιήματος με διακριτούς στίχους.

Εντύπωση προκαλεί η έντονα θεατρική χροιά της συλλογής. Σε πολλά ποιήματα δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για το σενάριο που θα χρησιμοποιήσει κάποιος ηθοποιός για να κάνει επί σκηνής μονόλογο, ενώ δεν απουσιάζουν και οι διάλογοι (π.χ. στο “Εαυτέ μου εσύ αιώνιε εχθρέ μου” ή στο “Έμμα Μποβαρύ”). Πολλές είναι και οι ζωντανές περιγραφές δράσης που πλαισιώνουν τα ποιήματα και επιτείνουν τη θεατρικότητα της συλλογής, όπως π.χ. στο ποίημα “Ίυγξ”:

“Τότε στάθηκα μπροστά σε μάγισσας τσουκάλι ψελλίζοντας το αρχαίο ξόρκι ανακατεύοντας λίγες σταγόνες κόκκινο κρασί με σκόνη χρυσαλλίδας […]” ή παρακάτω “ντύθηκα άνεμος Ασυγκράτητος όρμησα έξω να της φωνάξω”.

Η γραφή είναι σαφώς υπερρεαλιστική και αυτό υπογραμμίζει τη φύση των “αγγελόπτερων” που τι είναι τελικά; Στην πλειονότητά τους φαίνεται να είναι πλάσματα που δραπέτευσαν από αλλού, φυλακισμένες ή δύστυχες υπάρξεις που ασφυκτιούν μέσα στον κόσμο που τους δόθηκε να ζήσουν. Απελευθερώνονται στο τέλος, μεταμορφωμένες (ή ίσως παραμορφωμένες), και πετούν μακριά, ελπίζοντας στην ποιητική αναμόρφωση του κόσμου – εκτός αν αυτό είναι η ευχή της ποιήτριας που της εφηύρε.

Όπως και να’ χει μέσα από αυτήν την αρκετά αντισυμβατική (σε αυτό μου θύμισε την Κονσέρβα μαργαριτάρι) και γι’ αυτό αναζωογονητική συλλογή της Κορνέτη, η ευγλωττία και η δυναμική της ποίησής της βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να προβάλλουν ανάγλυφες.

Ακολουθούν αποσπάσματα από δύο ποιήματα:

Τώρα
Η νύφη έλιωσε στη βροχή
Χύθηκε στο προαύλιο της εκκλησίας
Γιατί ήταν πλασμένη από ζάχαρη κι αμυγδαλόψιχα
Κι είχε για καρδιά ένα πράσινο λεμόνι
Έμεινε πίσω της άδειο
Να στέκεται
Αγέρωχο
Λαμπερό
Ασήκωτο
Μνημειώδες γλυπτό
Σφυρηλατημένο
Από λιωμένα κουτάλια
Το μεταλλικό
Νυφικό

(από το ποίημα “Η νύφη των κουταλιών”)

Πώς θα έπρεπε να είναι το τοπίο της ζωής
για να μοιάζει με παραμύθι;

Κάθε φορά που κοιτάς ψηλά
βρέχει χιλιάδες γαλάζια κουμπιά στο κεφάλι σου
ένα πουπουλένιο παλτό κατεβαίνει και σε τυλίγει
Δεν ανησυχείς Δεν φοβάσαι Κυρίως Δεν τα χάνεις
Έχεις για πυξίδα το κούφιο κέλυφος της γριάς αράχνης

[…]

Η ποθητή ακαταστασία των μαθηματικών
σου χαρίζει έναν τρύπιο κουμπαρά με τοπία εκπλήξεις
Κοιλάδες σπαρμένες αυτιά
Βουνά σπαρμένα μάτια

Όμως τι κρίμα
Όλα τους είναι κουφά
Όλα τους είναι άδεια

(από το ποίημα “Η ακαταστασία των μαθηματικών”)

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ

FRACTAL/08/03/2017,

Πτήση και Πτώση

Ένας τίτλος που ξεγελά το μάτι -θα μπορούσε να διαβαστεί και ως «αγγελόπετρα», μια μετατόπιση γράμματος και το νόημα θα προέκυπτε διαφορετικό. Παράλληλη πρόταση ανάγνωσης; Όπως και να ‘χει, δεν είναι η μοναδική. Στο βιβλίο αυτό, η ποίηση ανοίγει το εργαστήρι της στον αναγνώστη: ήχοι, χρώματα, υλικά, λογοτεχνικές παραπομπές, φιλοσοφικές αναζητήσεις, παιχνίδια με το πραγματικό και το φαντασιακό, συγκεράζονται όλα σε μια σύνθεση δυναμική που ξεπερνά το όριο του πεζού και ποιητικού λόγου και καταθέτει τη δική της αλήθεια μέσα από τη γλώσσα. Η εικονοοιητική αυτή γλώσσα -εξόχως ικανοποιητική- βάζει τους δικούς της ξεχωριστούς όρους, βαφτίζοντας τον κόσμο από την αρχή. Εκεί, στο όριο του συγκεκριμένου, στην ακροβασία του αφηρημένου. Ένας κόσμος απερίφραχτος, πολυμερισμένος σε νοήματα και σημασίες, μυστηριώδης, θαυμαστός. Διεσταλμένος, υποσυνειδησιακός και παιγνιώδης: η ποίηση της Κορνέτη θέλει να μιλήσει για τα βαθύτερα. Να μελετήσει τις πτυχές ενός συλλογισμού, να ξεφυλλίσει τη σκέψη. Να γίνει τέχνη και ταυτόχρονα παραπομπή στην τέχνη, ομιλία, αλλά και μελέτη της ομιλίας μαζί. Για να καταλήξει σε στίχους που προβληματίζονται για τον εαυτό τους, όσο και για τη διαδικασία της ίδιας της γραφής: «Όμως εμβολιάζω τις λέξεις Σημαίνει αδυνατίζω τις λέξεις Σημαίνει σκοτώνω τ’ αντισώματα της ποίησης» («Homo Legens»).

Η αυταναφορική λειτουργία που επιτρέπει το καθρέφτισμα της γλώσσας στον εαυτό της μεταφέρει εδώ και μια διάσταση διακειμενικότητας: ποικίλες παραπομπές σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα, σε έργα τέχνης, σε δημιουργούς και δημιουργήματα διασταυρώνονται στα κείμενα χαράζοντας έναν ορίζοντα προσδοκιών. Το ποίημα επικοινωνεί με τη ζωγραφική, τη γλυπτική, επεξεργάζεται μαζί τους κοινά υλικά («Ο φυσιολογικός κύριος Μαγκρίτ», «Ροντέν θαυματοποιέ», «Στους κήπους του Μονέ», «Προσωπογραφία σε λάδι» ή ακόμα, «Homo Legens», «Η παράξενη πτήση του John Keats», «Έμμα Μποβαρύ», «Δον Κιχώτης», «Ο Μπρετόν αγαπούσε τα ηλιοτρόπια»). Η ποίηση γίνεται τέχνη της όρασης και της αφής: «πώς γίνεται το φως μέσα σε μια συλλαβή να χωράει».

Προσέχουμε πως το καθένα από τα ποιητικά κείμενα της συλλογής είναι κι ένα ξέχωρο επεισόδιο με δική του σειρά, αρχή, μέση και κατακλείδα. Στο τέλος της περιόδου, ένα είδος αποφθέγματος πυκνώνει το νόημά του. Ο ποιητικός λόγος οικειώνεται το φιλοσοφικό στοχασμό που αλαφραίνει μέσα από το παιγνίδι της φράσης, το εύθυμο αντίκτυπο του στίχου. Παραδείγματα τέτοια έχουμε πολλά:

«“Η αλήθεια είναι άδικη και η αδικία αληθινή” είπε πεθαίνοντας η ομορφιά και έπεσε με μια ψόφια μύγα απ’ το ταβάνι».

«“Ο ταχύτερος δρόμος είναι η ευθεία”. Κι αυτή του απάντησε σηκώνοντας το φρύδι της ψηλά στον ουρανό: “Όχι ευχαριστώ. Εγώ θα πάρω την καμπύλη”».

«“Του Φειδία οι αιώνιοι αστερισμοί /σ’ ελληνικό φως σμιλεύτηκαν /Το φως τους περιέχει”»

«Το καλό και το κακό είναι απλώς δυο εραστές που ολοένα παθιάζονται ζώντας καθημερινές σκηνές ερωτικής αντιζηλίας».

«Την καρδιά του νούφαρου/Την τρώει πάντα/Ένα βατράχι».

Ή με τη δροσιά μιας αύρας ψυχαναλυτικής, το εξαιρετικό: «αυτοκτόνησε /φιλώντας με πάθος/ τον καθρέφτη».

Αυτή η αναβάπτιση του λόγου, τα πολλαπλά νοηματικά επίπεδα, το σκάψιμο της ποιητικής γλώσσας, το τέντωμα της φράσης στην αρμονική ηχοποιητική της επανάληψη φτιάχνει μια ιδιαίτερη σύνθεση, εφευρίσκει τη λέξη («Σήμερα θα σου μάθω μια παράξενη λέξη/Τη λέξη Αλγάπη/ Αλγάπη είναι η λέξη/Το άλγος της αγάπης»), ενώ ο στίχος διαπραγματεύεται με χιούμορ σχέσεις και συγγένειες όρων («Ήλιος με χάπια/άμμος από χάπια/φύλλα σε χάπια/χάπια νιφάδες/χάπια χαλίκια (…) Τον ευτυχισμένο κάτοικο της ΧΑΠΙLAND») με παιχνιδιάρικους συσχετισμούς («αν είχες άλλη μια μέρα/ εκείνου του χρόνου/θα τσιμπούσες τα μάγουλα/ενός ηλιοβασιλέματος») και παρόμοια τεχνήματα.

Στοιχείο πτήσης, αλλά και πτώσης από την αρχή του τίτλου, ίσαμε το τέλος, το σύμβολο του αγγέλου διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της συλλογής και μέσα από ποικίλους συσχετισμούς και μεταμορφώσεις, γίνεται το αντίπαλο δέος μιας κρυφής και υπόγειας φωνής, μεταφέροντας ένα κωδικοποιημένο μήνυμα για τον κόσμο. Άγγελος-μάρτυρας της ζωής, καταφύγιο και θαύμα, άγγελος της οδύνης και της χαράς, του παιχνιδιού και της δημιουργίας. Της πλησμονής και της μοναξιάς της σκέψης. Της ελευθερίας, μα και της φυλακής. «Το σημείο εκείνο όπου όλες οι γραμμές τέμνονται», κατά τον Ίταλο Καλβίνο. Μια ομολογία που μας κλείνει το μάτι στο μότο της αρχής. Ο παιγνιώδης θρήνος της τελευταίας «Ακροστιχίδας».

Σε μια διευρυμένη ποιητική γλώσσα όπως αυτή, το παιχνίδι των συσχετισμών γίνεται σχήμα λόγου. Κι αν κάτι ξεφύγει του αναγνώστη, είναι εκείνο που μπορεί τελικά να βρεθεί. Έτσι κι αλλιώς, η απόλαυση της ανάγνωσης είναι στοίχημα κερδισμένο.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

«Βλέπεις, είναι οι άλλοι.
Κι ανάγκη πάσα να τους αντικρύσεις.
Η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να ’ναι
και να μείνει αυτή».
Οδ. Ελύτης

«Πολλοί άγγελοι πετούν σ’ έναν ουρανό που δεν υπάρχει», σημείωσα μόλις
τελείωσα την πρώτη ανάγνωση της ποιητικής συλλογής «Αγγελόπτερα» της
Έλσας Κορνέτη. Στο εισαγωγικό, πρώτο ποίημα της συλλογής, στη σελίδα 9,
η ποιήτρια, με αξιοζήλευτη αποστασιοποίηση και με την αυτοπεποίθηση του
μάστορα, δεν διστάζει να μας εγχειρίσει τα κλειδιά του «σπιτιού» της. Γιατί σπίτι και καταφύγιο αποτελεί ένα βιβλίο ποίησης. Για τον ίδιο τον ποιητή,
και για τον όμορο αναγνώστη, τον προσδοκώμενο συνοδοιπόρο, τον «αγγελόπτερό» της.
Στο ποίημα αυτό ξεκινά «απότομα». «Το βιβλίο ανοίγει απότομα», καταθέτει με τόλμη, υπαινισσόμενη πως δεν αποζητά κανείς την ηδονή της Τέχνης από σκοπού, αλλά πέφτει σ’ αυτήν, αναπάντεχα, από τύχη. Όπως στον έρωτα. Και «μόλις προλαβαίνει να κρυφοκοιτάξει». Εν πλήρη συνειδήσει δηλαδή, μας προειδοποιεί η ποιήτρια, το ξεκαθαρίζει, πως δεν πρόκειται να
ξεκλειδώσει κανείς αναγνώστης όλους τους περίκλειστους χώρους της
ύπαρξής της. Ό,τι προλάβει κι ό,τι είναι ικανός να δει. Αναλόγως με την
εμπειρία και την ποιότητα της μύησής του.
Ύπουλα κατόπιν και δόλια -γνωρίσματα τούτα της ποιητικής φύσης- δηλώνει: «Αγαπητέ αναγνώστη, αυτό το βιβλίο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά
ένας αγνός ενθουσιασμός για τα πουλιά». Όταν λέει, βεβαίως, «τίποτε άλλο», εννοεί «κάθε άλλο». Σύμβολο είναι τα πουλιά. Πρόφαση. Ωραία μάσκα, για να αποκρύψει το πρόσωπό της. Με το επίθετο «αγνός», ένοχη η ποιητική persona, αποποιείται υπαινικτικά κάθε αγνότητα. Κι απότομα πάλι, φεύγει ο επισκέπτης αναγνώστης. Γιατί φοβάται. «Του μαγκώνει ένα δάκτυλο και τη μύτη» το βιβλίο, είναι επικίνδυνο. Φοβάται γιατί ο ίδιος χρωστάει. Πού; Αυτός το ξέρει καλύτερα. Και το βιβλίο του το υπενθυμίζει επίμονα.
Όσο ανακαλύπτουμε, ωστόσο, στην ποιητική κατάθεση, τον εαυτό, τόσο το βάζουμε στα πόδια, επιζητώντας την «ελευθερία» μας. Να το σκάσουμε από την εποπτεία, την επιτήρηση του παντεπόπτη εαυτού μας. Γιατί μέσα στο ποίημα, στην ποιητική πράξη-βίωση, κινούμαστε, περπατάμε στα μονοπάτια του εγώ και της αυθεντικής ύπαρξής μας. Και «μόνο όποιος κινείται, ακούει τις αλυσίδες του», θυμίζω τη Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Τι θα πάρει, επομένως, ο αναγνώστης από την επίσκεψη στο ποιητικό
σύμπαν της Κορνέτη ;Ένα κατακόκκινο, γυαλιστερό μήλο. «Όχι ακριβώς την
καρδιά μου», όπως σπαράζει χρόνια τώρα ο Ναζίμ Χικμέτ, αλλά τον απαγορευμένο καρπό, ένα εισιτήριο, τρόπον τινά, για να αποποιηθεί τον άχαρο ρόλο του αναγνώστη, του παρατηρητή της ζωής και να μπει κι ο ίδιος στο παιχνίδι της αναζήτησης. Αυτό προσφέρει η Κορνέτη, ένα δέλεαρ για πτήση. Τα φτερά. Σ’ έναν ουρανό που κι αν δεν υπάρχει, αυτός, ο αναγνώστης, θα τον εφεύρει. «Χιονίζει μες στον κήπο σου και κήπος δεν υπάρχει», μνημονεύω έναν στίχο του πρόσφατα αποδημήσαντος Γ. Γεωργούση. Η Έλσα Κορνέτη συστήνει στον αναγνώστη κάτι το πολύ απλό γι’ αυτήν: Δημιούργησε με τα πολύτιμα για σένα υλικά σου κι εύκολο είναι μετά να συσταθεί το ανυπόστατο. Γι’ αυτό και παρέχει μια πρώτη ύλη.
Η αισθητή πραγματικότητα αποτελεί για την ποιητική συνείδηση πηγή
εκπλήξεων, αλλά και βεβαιοτήτων, πιθανώς εμμονών. Είναι μια μαρτυρία
των αισθήσεών του. Γι’ αυτήν, κατ’ εξοχήν, ισχύει η ρήση: «Κόκκινα τα γυαλιά σου, κόκκινος ο κόσμος». Κι εγώ, το βρίσκω συναρπαστικό, πως ο ποιητής δεν περπατάει αθώος και άοπλος στον κόσμο. Φέρει τη σκευή του, την
πανοπλία του. Αυτά τα κόκκινα γυαλιά. Μέσω αυτών, εντοπίζει και συναισθάνεται ήχους και μυρωδιές, ό,τι κυοφορεί. Θυμάται όσα είδε μ’ αυτά τα μάτια του και ό,τι μπόρεσε να διακρίνει στο σκοτάδι, σαν την κουκουβάγια,
όσα χρόνια κι αν περάσουν. Γιατί ο ποιητής βλέπει στα σκοτάδια. Κι ο χρόνος γι’ αυτόν δεν υφίσταται ως παρελθοντολογική έννοια, είναι εσαεί παρών
και ταυτόχρονα μελλοντικός. Θα ’μουν πιο ειλικρινής να πω, πως το μόνο
μέλλον για την ποιητική συνείδηση, είναι το παρελθόν. Αν καταφέρουμε,
επομένως, να αποσπάσουμε «απότομα» και μια μικρή στιγμή, αυτά τα γυαλιά της Κορνέτη, ίσως μπορέσουμε κι εμείς να δούμε τον ίδιο κόσμο με τον
τρόπο της. Έτσι όπως βλέπαμε, σε χρόνους παγωμένους πια, με το «πανόραμα» των παιδικών μας χρόνων, κομμένες εικόνες, σκηνές από το ίδιο
φιλμ, το «Μονομαχία στον Ήλιο» παραδείγματος χάριν, την Τζένιφερ Τζό-
ουνς που είχαμε ερωτευτεί, να μας κοιτάζει υποκριτικά, πολλά υποσχόμενη.
Το ίδιο συμβαίνει και με το ποίημα. Από εμάς εξαρτάται, από τον ανα-
γνώστη, να το κρατήσουμε στα χέρια και με το ένα μάτι, το πιο καλό μας,
καρφωμένο πάνω του, να βλέπουμε μέσα τα θαύματα. «Τα φωνήεντα θέλουν ήλιο. Τα σύμφωνα νερό. Οι δίφθογγοι είναι ευαίσθητοι στα παράσιτα»,
συστήνει ως οδηγίες χρήσεως η ποιήτρια, καθώς αυτός είναι ο ρόλος της, η
διακριτική υπόδειξη. Στο αμέσως επόμενο ποίημα, με τον ειρωνικό τίτλο
«Homo Legens», ο «αναγιγνώσκωv άνθρωπος» -που εμένα μου έρχεται στ’
αυτιά ως Κώστας Καρυωτάκης, ως εξομολογητικός απόηχος των πεζών του,
ιδιαίτερα- μια απόγνωση, όχι κραυγάζουσα, ήπια και ταυτόχρονα επώδυνη,
για την ανεπάρκεια των λέξεων να καταδείξουν το όλον, κυριαρχεί.
«Για λίγες ώρες θα παριστάνεις τον άνθρωπο. Είσαι καλός ηθοποιός, ο
ρόλος σου ταιριάζει». Και σ’ αυτό το ποίημα δηλώνει την διαπάλη της με τις
λέξεις. Το βάσανό της. Κι ως βρικόλακας, η πάσχουσα ποιητική persona,
αποζητά να πιει «λίγο από το αίμα των άλλων», αλλά «μάταια τους παρακαλείς, αυτοί απομακρύνονται κι αβοήθητο σ’ εγκαταλείπουν».
Αποζητά εναγώνια την επικοινωνία, τη συντροφικότητα. Έναν συνοδοιπόρο στον μοναχικό της δύσβατο δρόμο ;Ή τον θέλει τον συνοδοιπόρο για να του πιει το αίμα ως βρικόλακας; Να διατηρηθεί στη ζωή, δηώνοντας και ρημάζοντας τους συνοδοιπόρους, τέτοια βαριά ενοχή να την κατατρύχει; Απεχθάνεται την αδυναμία – ανεπάρκεια ή δηλώνει την απροθυμία της να βιώσει ό,τι και οι άλλοι; Να έχει την κοινή βίωση, άρα να συμπλεύσει γνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητά της; Στάση που συνιστά μια σπαρακτική, ούτως ή άλλως, επίκληση βοήθειας. Και το βιβλίο πάντα όργανο βασανισμού, η βιβλιοθήκη μόνιμο «φέρετρο». Όχι, λοιπόν, άλλο παρατηρητής της ζωής.
Στο «Πρόγευμα στο Τίφανυ» του Καπότε, δύο κοπέλες, αν θυμάμαι καλά, σχολιάζουν τον πρωταγωνιστή που κοιτάει έξω, πίσω από μια βιτρίνα.
«Ποτέ δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι κάποιον που κοιτάει πίσω από μια βιτρί-
να». λέει η μία στην άλλη. «Είναι άτομο αλλόκοτο». Αυτή είναι η ποιήτρια,
ένα αλλόκοτο πρόσωπο. Εσαεί παρατηρητής της ζωής. «A, η ζωή, θα τη ζή-
σουν για μας οι υπηρέτες μας», έλεγαν οι Γάλλοι αριστοκράτες του 17ου αι-
ώνα. Ο ποιητής, από ευλογία ή μάλλον από κατάρα, στέκεται και θεάται
μακρόθεν τα πράγματα. Παρ’ εκτός και βρίσκεται εντός των ιδίων των
πραγμάτων, ως συστατικό στοιχείο τους.
Στο ποίημα «Αναγκαστική Προσγείωση» κυριαρχεί η επιθυμία απόδρα-
σης. «Μόλις απέδρασε επιτυχώς από τον πίνακα στον οποίο, αιώνες τώρα,
κατοικούσε», έτσι αρχίζει. Και διαβάζω αυθαίρετα παρακάτω: «Τόσα χρόνια ακίνητος, δεν απογειώθηκε, μόνο έπεσε. Το ένα του φτερό έσπασε από τη
χρόνια ακαμψία». Αγγελόπτερο κι αυτός. Κι εγώ, στο πρόσφατο μυθιστόρημά μου, την «Αλεξάνδρα», σ’ έναν πίνακα του Κοντσαλόφσκι προσπαθώ
να ξυπνήσω τον τσαγκάρη του, για ν’ αναλάβει αυτός ν’ αποτελειώσει ό,τι
εγώ αδυνατώ.
«Τι κρίμα, τι κρίμα», σαρκάζει επί ματαίω η ποιήτρια, «αναφώνησαν οι
περαστικοί που έγιναν μάρτυρες του αποτρόπαιου θεάματος», παραθέτοντας την έξοχη φράση «Ήταν ο μοναδικός άγγελος με φτερά παπαγάλου»,
από πίνακα του Κροάτη ζωγράφου Μιχάίλο Χάμζικ, με τίτλο «Η Βάπτιση
του Ιορδάνη», του 16ου αιώνα. Τρόμο μας φέρνει η ακινησία των αγαλμάτων. Των πραγμάτων. Η δική μας ακινησία.
Τι κάνω εγώ τώρα; Ασελγώ επί των ποιημάτων, καταστρέφω έντρομος
τις σιωπές τους, γιατί εμένα αποκαλύπτουν. Και οι αναγνώστες αυτής της
ποίησης, πιστεύω πως αυτά προσδοκούν. Και γι’ αυτό συμμετέχουν στην
ανάγνωση: Να φανερωθεί και η δική τους ενοχή και να συμπλεύσουν μαζί
με την ποιήτρια. Κανιβαλίζουμε, δηλαδή, στο σώμα του ποιήματος, προσερχόμενοι με μισάνοιχτο το στόμα για μεταλαβιά, για σώμα και αίμα, πιστοί ή βρυκόλακες. Ανάλογα. Γιατί διψάμε για αθώωση, για ομορφιά. Αλλιώς, η ανάγνωση του ποιήματος αποτελεί μια προσωπική, μοναχική περιπέτεια, μια ιδιωτική πράξη. Και δεν επιδέχεται κανένα ποίημα καμιάς ερμηνείας, δημοσίας τουλάχιστον, οπότε και δεν θα ’πρεπε να ’μασταν ακροατές του, άρα δικαιολογούμαστε -θέλω να πιστεύω- για την ομαδική επίθεση πάνω του. «Όταν πίνω καφέ δεν βήχω, όταν δεν βήχω, προλαβαίνω να γράφω». «Η αλήθεια είναι άδικη και η αδικία αληθινή, είπε πεθαίνοντας η ομορφιά κι έπεσε με μια ψόφια μύγα από το ταβάνι». Είναι το ποίημα «Η Παράξενη Πτήση του Τζον Κιτς», με κυρίαρχη την απειλή του θανάτου.
Η Έλσα Κορνέτη έχει την ίδια θεματολογία -αυτή την απειλή να την κατατρύχει- όπως ο κάθε καλλιτέχνης. «Έπρεπε να σμιλεύει κάθε μέρα την
ίδια μελωδία». Λέει, μιλάει διαρκώς κι επίμονα, για να καταλήξει να τη
φτάσει και να την αγγίξει, τη δική της αλήθεια. «Η πιο μεγάλη μοναξιά, κρύβεται στην πολυλογία», διατείνεται ο Σ. Κίρκεγκωρ. Το ίδιο ισχυρίζεται κι ο Νοβάλις, από τον 18ο ακόμα αιώνα. Δεν εννοώ φλυαρία, «λέει» η ποιήτρια,
«λογιοσκοπεί» με ποικίλες διακειμενικές αναφορές προσώπων- καλλιτεχνών αγαπημένων της (Μονέ, Τζον Κιτς, Μιχaϊλο Χάμζικ, Τζιακομέτι, Ρενέ
Μαγκρίτ). Στο «Τέλειοι Ξένοι» διεξέρχεται με λεπτή ειρωνεία και υπόρρητο σαρκασμό της αφηγηματική της γραφής, της τέχνης. «Κάπου θα βρουν οι
ψηλόλιγνοι άνθρωποι του Τζιακομέτι, να καθίσουν για να απολαύσουν στη
θέση του τον συνηθισμένο του πρωινό μαύρο καφέ».
Η λεγόμενη αντικειμενική πραγματικότητα, το παρόν, όπως το αποζητάει στο αλλού. Προσδοκά στο αλλού. Ενώ στο βάθος καραδοκεί πάντα ο θάνατος. Και σαν λύκος δείχνει τα δόντια του. « Το εύθραυστο τοπίο ψυχής, το λιώνουν φορτηγά, μπουλντόζες και τρακτέρ» («Το Τοπίο Τρέχει»). Ωστόσο, «η νεκρή καρδιά μπορεί να χλιμιντρίσει ξανά» («Έμμα Μποβαρύ, Φανταστική Συνέντευξη»).
Η Κορνέτη δεν διενεργεί τη διαδικασία απόσταξης εν κρυπτώ και παραβύστω, καθώς προείπα, την επιχειρεί φανερά κι απροκάλυπτα, κι αυτό προϋποθέτει γενναιότητα. Να εκτίθεσαι δίχως να φοβάσαι να επιδείξεις τις διαδικασίες βίωσης και αγγίγματος του τραύματος, της μεταστοιχείωσης. Ψηλαφίζει το τραύμα με την αθωότητα του μικρού παιδιού και τη μεγαθυμία
του ποιητή. Για να το κάνει θαύμα.
Συγχωρήστε μου τον ανοίκειο οίστρο, επιζητώ να αναγνωρίσω την ποιήτρια και να τη «δω». Χωρίς να ξεχνώ τον Καντ: «Αναγνωρίζουμε μόνο εκείνο, το οποίο έχουμε ήδη γνωρίσει από προηγούμενη εμπειρία μας». Με βάση, επομένως, τη δική μου γνώση και εμπειρία, έχω εισβάλει στο ποίημα κι
αν τυχόν αλιεύσουμε μια ίδια αλήθεια, εάν βρεθούμε στο ίδιο τοπίο, εμείς κι
εκείνη, τότε θα πιούμε από τον καφέ της παρηγοριάς της. Ναι, παραπέμπει
σε κηδεία πραγμάτων αγαπημένων, στιγμών ανεξίτηλων και στη θύμησή
τους. Γι’ αυτό παρηγορεί, αφού ανασταίνει η ανάγνωση καημούς και φόβους ανομολόγητους, που αναδεύονται μέσα μας σα φίδια σε χειμέρια νάρκη. Αυτούς ξυπνάει η μνήμη και επιχειρεί η ποιήτρια να καταλαγιάσει, να
χειραγωγήσει τον πόνο της. «Από σήμερα θα γίνω οπαδός της ανάποδης
σκέψης», «Θαβγάλει το σιδερένιο κοστούμι» («Δον Κιχώτης»), «Το αποφάσισε, σήμερα θα σπάσει την ελαφρότητα, σε χίλια κομμάτια, για ν’ απογειωθεί, χωρίς πανοπλία», φοβούμενη ωστόσο πάντα, «μη με αγγίζετε, θα διαλυθώ, θα χαθώ».
Εναγώνια πασχίζει ν’ απαλλαγεί από τη νοσηρή σκέψη. Κάθε σκέψη, κατά τον Καμύ, αποτελεί την απαρχή της σήψης. Μόνο η ελαφρότητα, η αφέλεια, θεραπεύει τη σήψη. Ο Γκαστόν Μπασλάρ, θεωρούσε την αφέλεια, ως
την «ισχυροτέρα των δυνάμεων». Ό,τι αποζητά η πάσχουσα ποιητική ύπαρξη. «Δεν πίνουνε νερό, μόνο τον ήλιο πίνουνε» («Ο Θαυματοποιός»). «Μαράζωσαν. Γιατί μαράζωσαν; Γιατί είναι διψασμένα. Δώστε τους νερό. Δεν
πίνουνε νερό. Μόνο τον ήλιο πίνουνε».
Σπαράγματα, θραύσματα, τραύματα. Ποιος φταίει; «Ροντέν, θαυματοποιέ, και τώρα τι θα συμβεί;». «Η δύναμη του μυαλού υπνωτίζει τα μαλλιά της. Τα βάζει να χορέψουν. Τα μαλλιά λικνίζονται σαν φίδια σε καμπύλες ερωτικές. Τα μαλλιά γίνονται σχοινιά. Τ’ αγκαλιάζει στοργικά. Είναι όλα τους παιδιά της. Τα πλέκει σε κοτσίδα. Την πετά σα λάσο στο άγνωστο».
Ωστόσο, απελπισμένη, όλο στη σκέψη θέλει να ελπίζει, πως εκεί θα βρει τη σωτηρία. Κι όσο κι αν, όλη αυτή την αδιέξοδη, καταδικάζει και σαρκάζει, ατενίζοντας πάντα προς τον ουρανό της. «Μα εγώ έχω αδυναμία στους αγγέλους», διαμαρτύρεται. «Προσοχή στους αγγέλους, μου έλεγαν». Υπάρχουν έξι τίτλοι με τη λέξη. Διότι, «τα επίθετα με κατοικούν», διότι, «ήμουν ελεύθερο πουλί όταν με πυροβόλησαν», διότι, «ονειρεύομαι κάποτε, με μια καρδιά αερόστατο, να απογειωθώ, όσο κι αν ο άγγελος της πλατείας δεν είναι πια εδώ».
0 ερωτισμός πρέπει να επισημανθεί, κρύφιος ή κατάδηλος, βολοδέρνει
στα μονοπάτια της έκφρασης της ποιήτριας. Κοχλάζον υλικό, το καλό της
γραφής της, το συναρπαστικό, κι η αχίλλειος ταυτόχρονα πτέρνα της. Γιατί,
αν το αποκαθάρει, θα μείνει μόνη. Είπαμε, δεν θέλει να καταδείξει συμπεράσματα, γυμνό το ποίημα, τολμά και επιδεικνύει τη διαδικασία απόσταξης της ψίχας του ποιήματος. Αν δεν το αποκαθάρει, θα πληρώσει ακριβό τίμημα. «Άσε το θεό Πάνα, κάτω από το δέρμα σου, μέσα στο αίμα σου, παράφορα να ρέει». Κι όλα αυτά, σ’ έναν κόσμο όπου «οι άγγελοι, σαν αυγά, πρώτα μέσα στις φλόγες επωάζονται, κιτρινίζουν σαν ηλιοτρόπια, κι έπειτα από το ρουθούνι μιας καμινάδας, ξεχύνονται σε σμήνη, κολλούν δύο σύννεφα φτερούγες, στη ράχη του ο καθένας, ακολουθούν τα ίχνη της όξινης βροχής, τα δάκρυα μιας άρπας»…
Πάντως, επιχειρεί να μας καθησυχάσει. Υποκρίνεται την άτρωτη. Μην
τρομάξουμε και φύγουμε και την εγκαταλείψουμε μόνη. «Ποτέ μη φοβάστε
μια γυναίκα ακίνητη, γυμνή και ξαπλωμένη. Αλήθεια σας λέω, είμαι εντελώς
ακίνδυνη»… «Πλησίασε, περίεργε επισκέπτη… Είμαι εθισμένη στον πόνο»
(«Τεμαχίζοντας τη Μαρίνα»).
Τι επιζητεί και σ’ αυτό το ποίημα; Κι εδώ, την κοινή βίωση. Την κοινή
εμπειρία. «Οπότε του το ζητάω, το σώμα μου γεμίζει φτερά, να με φωνάζεις
Πουπουλένια». Το κορμί φοβερίζει και σώζει. Δοξάζει και καταδικάζει. «Μη
μεγαλώσεις, σε ικετεύω, σε διατάζω». Μάταια επίκληση. Και προς το τέλος
του ποιήματος: «Πες πως δαγκώνεις ένα ροδάκινο. Πες μου τι γεύση έχει ο
φθόνος;» «Το βράδυ γεμίζω την μπανιέρα μου με κεράσια», αποσπώ από το
μακροσκελές ποίημα την έξοχη εικόνα. Αυτό θα μπορούσε να ήταν όλο το
ποίημα. Όμως δεν θα ’ταν η Έλσα Κορνέτη («Τεμαχίζοντας τη Μαρίνα»).
Γενναιόδωρα και με τόλμη, πιστή στον προσωπικό ρυθμό και το ύφος
της, στη διαδικασία των πραγμάτων, απαλλάσσεται η ποιήτρια, ένα προς
ένα, από τα ενδύματα που καλύπτουν την ομορφιά του κόσμου της. Στο «Η
Εποχή της Τυμβωρυχίας», η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι, το παραμύθι, ως
αρωγός, και η εύλογη, γι’ αυτήν, την ποιήτρια, αποκαθήλωσή του. Με δίκαιη
χαιρεκακία ή οργή. Βασανίζεται από ιδέες. Θέλει να συνθλίψει, να κάνει
τρίμματα τις ιδέες, τους δολερούς μύθους που την ταλανίζουν ακόμα, τα
προκατασκευασμένα συμβατικά σχήματα, τα απεικάσματα ενός κόσμου
άνυδρου. Όλη την κατεστημένη γνώση, σύμβολα που μας εγκατοίκησαν και
μας δήωσαν, εμάς και την ποιητική συνείδηση, που της έκλεψαν την αθωότητα, ζητώντας απεγνωσμένη αγκαλιά, την καταφυγή στην Τέχνη και στην Ομορφιά.
«Μούσα θηρίο, πάρε με. Μια λέξη στάξε μου και λιώσε με ευθύς. Μόνο μη με ψηλώνεις. Μια χαραμάδα θέλω μόνο. Σε μια αγκαλιά σφουγγάρι να
χωθώ» («Μουσοθηρεία vs Μουσοθηρία»). Την Τέχνη που την τρώει και την
σώζει. «Ό,τι με πάθος, πρώτα σε διαιρεί, έπειτα με πόνο σε πολλαπλασιάζει,
είσαι το γινόμενο ξεχειλωμένων εμμονών», κατηγορεί εαυτήν, καταλήγοντας
με την υπέροχη ρήση: « Την καρδιά του νούφαρου, την τρώει πάντα ένα βατράχι» («Στους Κήπους του Μονέ»).
Ζωγράφοι, γλύπτες, ποιητές, οι πιο στενοί συγγενείς της. Οι πιο άσπονδοι φίλοι της. Αυτοί φταίνε για την ευθραυστότητά της. Αυτοί ίσως και για τη σωτηρία της, προσθέτω εγώ, με πάσαν βέβαια επιφύλαξη. «Η ευθραυστότητα ταιριάζει μόνο στους αναξιοπαθείς, μονολογείς». Την ξορκίζει. Νιώθει ενοχή γι’ αυτήν. Την αποποιείται, αν δεν την αγαπά («Τα Εκλεκτά Πτερύγια»).
«Εαυτέ μου εσύ, αιώνιε εχθρέ μου». Αυτό πιστοποιεί και το επόμενο
ποίημα της συλλογής. «Έπειτα ανέβηκες στο μπλε ξύλινο αλογάκι, για να
κλυδωνιστείς στις παιδικές μνήμες, κάποιος σε είδε για τελευταία φορά να
κρατάς μια βαλίτσα όνειρα και να περιμένεις στο σταθμό του πεπρωμένου».
Ποιος μπορεί να δει την ποιήτρια πάνω στο μπλε ξύλινο αλογάκι της και
να μη τη φθονήσει; Και να μη την αγαπήσει; Αφού «τα όνειρα μουσκεύουν
στη βροχή», και να μη της συγχωρήσει το παράπονο; «Έλα κοντά μου, κάθισε δίπλα μου κοριτσάκι, έλα στην αγκαλιά μου κοριτσάκι. Σήμερα θα σου μάθω μια νέα λέξη. Σήμερα θα σου μάθω μια παράξενη λέξη. Τη λέξη αλγάπη».
Η Κορνέτη παίζει γράφοντας. Γιατί «το αντίθετο του παιγνίου δεν είναι η
σοβαρότητα, αλλά η πραγματικότητα», όπως το θέτει το Σίγκμουντ Φρόυντ.
Παίζει, επιχειρώντας να μας βάλει κι εμάς στο παιχνίδι. Παίζει, και τραυματίζεται, και ματώνει. Γενναία, επιδεικνύει τα τραύματά της. Παίζει σαν παιδί, σαν αγγελόπτερο πλάσμα που είναι. Και μας μαθαίνει μια καινούργια
λέξη: την αλγάπη.
Εγώ, πέταξα με τα φτερά του βιβλίου της, εν πλήρη συνειδήσει πως μου
έλεγε ψέματα με τη φράση «Αλήθεια σας λέω, είμαι εντελώς ακίνδυνη». Σε
κάθε περίπτωση, είμαστε η ερμηνεία μας, όπως έλεγαν οι νεοκριτικοί κι ο
δικός μας Γ. Σεφέρης. Τόσο μπόρεσα, έτσι την προσέλαβα, την ποιητική
συλλογή «Αγγελόπτερα» κι απέφυγα, όσο μπορούσα, να λεηλατήσω όλα
της τα ποιήματα. Έφαγα μόνο λαίμαργα, μικρά κομματάκια, ψιχία από μια
δίψα ασυγχώρητη, μια λίμα για μια ψίχα ομορφιάς. Αφού μας ρίχνει στη λίμνη της ενοχής, η ποιήτρια, εκεί θα πλατσουρίσουμε κι εμείς. Κι ας το γνωρίζουμε πως καλοί κολυμβητές δεν υπήρξαμε ποτέ. Όπως ακόμα κι ότι στα
ρηχά νερά πνίγονται οι ανδρειωμένοι.
Οι αισθήσεις, μας δίνουν τη δυνατότητα να επικοινωνούμε με τον κόσμο
και ταυτόχρονα μας φυλακίζουν μέσα στους εαυτούς μας. Γιατί είναι υποκειμενικές και άφατες. Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε πως το ποίημα είναι ένας λεκτικός οργανισμός, που παράγει σιωπές. Αυτές οι σιωπές των άλλων, είναι οι δικές μας σιωπές, στις οποίες δεν έχουμε καταλήξει ακόμα. Ένα ποίημα τις εξορύσσει, για χάρη μας. Και τότε, εμείς τις αναγνωρίζουμε και χρωστάμε ευγνωμοσύνη στον ποιητή, στην ποιήτρια, στην Έλσα Κορνέτη, στην αφυπνισμένη συνείδησή μας.

.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ

www.poeticanet.gr 36 Ιανουάριος 2020

Κάτοικοι του πληκτρολογίου

Το παρόν έργο της Έλσας Κορνέτη δεν καταθέτει απλώς μεταφυσικές αιχμές, όπως θα νόμιζε κανείς εκ πρώτης όψεως, αλλά υπαρξιακά βιώματα και φιλοσοφικά βλέμματα, επιχειρώντας, μέσω της ποιητικής τέχνης, να επαναφέρει τις σταθερές συνιστώσες της πνευματικότητας, από τον καιρό που το ανθρώπινο ον βίωνε τον εαυτό του ως μέρος ενός καθολικού σχεδίου. Το καλλιτεχνικό κοσμοείδωλο της Κορνέτη είναι μια πλατφόρμα, όπου το Νόημα, η Ιδέα, η Πράξη, ο Ανθρωπισμός, η Ομορφιά, η Γλώσσα, συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται για να μας θυμίσουν ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο μια μορφή (μια επιφάνεια), αλλά και ένα αιώνιο περιέχον.

H Κορνέτη εργάζεται με την συνεπικουρία ποικίλων θεμάτων, που μας αποκαλύπτουν το βάθος της σκέψης της, την πολιτική αντίληψη, την ψυχαναλυτική ματιά, και, φυσικά, τη σχέση της με το Κάλος – μια σχέση που τροφοδοτείται από ζωηρή φαντασία και τη γνώση της αμερικανικής λογοτεχνίας. Εντούτοις, κύριο μέλημά της είναι η Σύνθεση – αυτό άλλωστε αντιπροσωπεύει η έννοια του «αγγέλου»: Ο άγγελος και ο άνθρωπος συναντιούνται εκεί όπου τέμνεται το φθαρτό και το αιώνιο, το περιορισμένο και η ελευθερία της «πτήσης», η πραγματικότητα και η υπέρβασή της, για να ενωθούν μέσα σε έναν ουρανό, όπου αίρεται κάθε διχασμός. Σε ένα τέτοιο τόπο δεν μπορεί παρά να ζει η αγάπη, στην καθολική της έννοια, και, μέσω της αγάπης, η ίδια η ανθρωπότητα, ο Καθολικός Εαυτός.

Το βιβλίο της Κορνέτη, όσο κι αν επιχειρεί στα χωράφια της ποίησης ανιχνεύοντας φόρμες, γλώσσα και έκφραση, αναλαμβάνει και κάτι ακόμη: να μας φέρει σε επαφή με τον φωτεινό εαυτό μας που ξέρει πώς να αντιστέκεται στη σύγχρονη απάθεια του μεταμοντέρνου και σε ό,τι απειλεί τη συγκινησιακή μας ζωή. Τα «αγγελόπτερα» ανήκουν στην αηδόνα της ανθρώπινης καρδιάς που κελαηδά μέσα μας, υπενθυμίζοντας την «ουράνια καταγωγή μας» (έτσι όπως την περιέγραψε η Πλατωνική σκέψη), χωρίς όμως να διαχωρίζεται από το έλλογο και τον φυσικό κόσμο.

.

ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΛΟΦΙΟ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΑΡΔΑΛΗ ΟΥΡΑ 2014

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΤΕΥΧΟΣ 17

ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

(Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά, 2014)

Λένε ότι η φορμαλιστική κριτική είναι ελλιπής, γιατί αγνοεί το περιεχόμενο. H αλήθεια είναι ότι τέτοια κριτική –όπως δηλαδή τη φαντάζονται οι επικριτές της- δεν υπάρχει. Πρώτα απ’ όλα γιατί όσο και αν ψάξουμε δεν θα βρούμε λέξεις χωρίς νοήματα. Και ακόμη γιατί ο φορμαλισμός, μια καθοριστική τομή στη μελέτη της λογοτεχνίας, ξεκινά από τη γόνιμη στιγμή που γινόμαστε μάρτυρες στην ένωση, ή και σύγκρουση, της μελωδίας των λέξεων με την πιο βαθιά σημασία τους. Αυτή τη διαδικασία νιώθει έντονα ο επαρκής αναγνώστης, όταν διαβάζει την ποίηση της Έλσας Κορνέτη. Ίσως μάλιστα γι’ αυτό η ποίησή της συχνά συμπυκνώνεται σε αποφθεγματικό λόγο, όπως βλέπουμε στο προηγούμενο βιβλίο της, Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας, αν και
το αποκαλεί, με αυτοσαρκασμό υποθέτω, δοκίμιο.
Οι φορμαλιστές προσπάθησαν να συλλάβουν τα σημάδια και από
εκεί τη σημασία των μορφών, ενώ οι επίγονοί τους έμειναν στην πρώτη φάση. Άρα, μορφή δεν είναι ούτε η σωματική ούτε η ψυχική ουσία ενός κειμένου, αλλά το σημείο που οι δύο έρχονται αντιμέτωπες, με φιλική ή εχθρική διάθεση, και αυτό συμβαίνει συνήθως στην ποίηση. H οπτική αυτή εδραιώνεται με την έννοια της κανονικότητας, όπως στη φορμαλιστική μελέτη της λογοτεχνίας. Οι κανονικές λέξεις δεν γεννούν λογοτεχνία, εκτός και αν προκαλέσουν αποξένωση, με τη βοήθεια λογοτεχνικών συμβάσεών. Με το ίδιο σκεπτικό οι κανονικοί άνθρωποι δεν ανήκουν στην κοινωνία, των ποιητών. Και αν ονειρεύονται να φορούν λοφία και να κυκλοφορούν με παρδαλή ουρά, αυτό θα το κατορθώσουν μόνο αν μπορέσουν να διεισδύσουν και να ενκατα σταθούν στο χώρο της τέχνης.

Φανταζόταν απεγνωσμένα να κολυμπά / Με την ελπίδα να πετάξει

γράφει η Έλσα Κορνέτη στο εκτενές ποίημα «Κανονικός άνθρωπος», στο νέο ποιητικό της βιβλίο, Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά. Οι δύο στίχοι ανοίγουν και κλείνουν με τροχαίο, που περικλείει ίαμβο. Το πρόσκαιρο παιχνίδι ανάμεσα στα δύο παραδοσιακά μέτρα αναδεικνύει την προσπάθεια του «κανονικού ανθρώπου» να μετατρέψει τα χέρια που κολυμπούν σε φτερά, για να τον βοηθήσουν να πετάξει από τη θάλασσα κατευθείαν στον ουρανό. Εξάλλου, αυτό ακριβώς το υπαινιχτικό πάντρεμα ρυθμών και νοημάτων επιδιώκει η ποίηση. Εδώ ο τόνος μετατίθεται από την παραλήγουσα στη λήγουσα και ξανά στην παραλήγουσα, παράγεται μια συνεχής ονοματοποιία. Μετά τη γέννηση της δομικής γλωσσολογίας, όλοι γνωρίζουμε ότι το γλωσσικό σημείο βασίζεται στην αποδοχή μιας σύμβασης
ανάμεσα στους ήχους και το νόημα. H ποίηση ανατρέπει αυτή τη φιλοσοφία της γλώσσας, όπως γίνεται στον Κρατύλο, όταν Κρατύλος και Ερμογένης έρχονται αντιμέτωποι μέσα στο λόγο του Σωκράτη. Και όπως όλες οι λέξεις έχουν νοήματα, όσο α-νόητες και αν μας φαίνονται, έχουν επίσης ήχους, ακόμη και όταν δηλούν την ησυχία. Προχωρούν ανέμελα, είναι στη φύση τους να ηχούν και μαζί να σημαίνουν:

Ανέμελα όπως προχωρά / Ο ήχος της λέξης ησυχία

Με ποιητικούς ρυθμούς, οι λέξεις ανακτούν την προφανώς εγγενή εκφραστικότητά τους, η αλλαγή ενός ήχου παραπέμπει σε διαφορετικό
νόημα, ενώ η ομοιότητα που παραμένει συνδέει τις δύο λέξεις:

Oι μεγάλες συγκινήσεις / μοιάζουν με φτηνά ναρκωτικά / Σε
εθίζουν/ σε χαμηλές πτήσεις /και σε ηχηρές πτώσεις

Μπορεί επίσης να αλλάξει όχι ένας ήχος αλλά ένα γράμμα, με τη λέξη «ονειροπόληση», σημαντική στιγμή για τον ποιητή και για το παιδί, να γράφεται τη δεύτερη φορά με ωμέγα. Το δούναι και λαβείν της κοινωνίας μας αρχίζει στο σχολείο και μπορεί να κρύβεται σε ένα ηχηρό βογγητό, όταν το μικρό «ο» μεταμορφώνεται σε μεγάλο:

Λάθος. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο, του φωνάζουν. Ή ονειροπόληση στο / σχολείο είναι απαγορευτική. Εδώ διδάσκεται μόνο η ονειροπώληση.

H έννοια της κανονικότητας δεν μπορεί παρά να αμφισβητείται από την ποιήτρια. Τι είναι κανονικότητα; Πόσο αντικειμενικά βλέπουμε τον άλλο, ή κατ τον ίδιο τον εαυτό μας, ώστε να κρίνουμε αν ακολουθεί τους κανόνες; Και επιπλέον, τους κανόνες ποιου; Στην αρχή της ποιητικής συλλογής γράφει:

Κανονικέ άνθρωπε / πες μου /πώς μπορείς να ζεις / χωρίς λοφίο /χωρίς παρδαλή ουρά /χωρίς μια γαλάζια ανταύγεια / στα φτερά;

Η κανονικότητα αντιτίθεται στην ίδια την ουσία της ύπαρξης. Από την πρώτη στιγμή αρχίζουμε να ψάχνουμε την έννοια, το σχήμα, τη μορφή της κανονικότητας. Ίσως γι’ αυτό, στο ποίημα «Κανονικός άνθρωπος», αν και γεννιόμαστε χαρισματικά παιδιά, καταλήγουμε να ζούμε σε χώρο εχθρικό στη δημιουργικότητα:

Το χαρισματικό παιδί/Άλλαξε / Προσαρμόστηκε / Αφομοιώθηκε / Στο σκουπιδότοπο /Όπου η γνώση / Καταλήγει ασύμφορη / Και η ανοησία / Ανθεκτική

Στο ποίημα «Συμπάσχοντας με την ανθρωπότητα», διαβάζουμε:

Οδηγία καλής συμπεριφοράς: / Λεν πετάμε τους ανθρώπους
στα / σκουπίδια / Με οικολογική συνείδηση / Στηρίζουμε την
ανακύκλωση

Οι φωνές που ακούγονται προέρχονται συχνά από μισάνθρωπους ή
και μη ανθρώπους. H παρουσία ανθρώπινων όντων τους προκαλεί
φόβο:

Μόνο θυμήσου σε παρακαλώ / πριν βγεις / μην ξεχύσεις / να
φορέσεις / το ανθρωποαπωθητικό σου

Ό,τι κι αν γίνει, ο άνθρωπος φαίνεται να είναι καταδικασμένος. Στην
προσπάθεια να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του, ονειρεύεται μια
ζωή με χαρακτηριστικά την υπακοή και την ισοπέδωση. Αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε μια ποιητική κοινωνία:

Στέκομαι έκπληκτος / Και με κοπώ /Έγινα αυτό που πάντα
ονειρευόμουν […] Γι’ αυτό που πάντα ονειρευόμουν/ Γι’ αυτό
που τώρα, έγινα /Ένα Κουρδιστό Ανθρωπάκι

Μία ποιητική περσόνα μιλά για «κεφάλια προσωρινών ανθρώπων» και
μας προσκαλεί να αναρωτηθούμε: Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που
είναι προσωρινοί ή μήπως όλη η ανθρωπότητα περνά μια μεταβατική
στιγμή; Αποφασίζει λοιπόν να γράψει ποίηση αυτός ο άνθρωπος, αν
και είχε απομακρυνθεί θεληματικά από το περιθώριο, εκεί που βρίσκεται ο ποιητικός λόγος -η αποξένωση, για να επιστρέφω στο φορμαλισμό-, και τότε ανακαλύπτει ότι και στη σελίδα υπάρχει περιθώριο, όπως ακριβώς και στη ζωή. Αλλά ενώ μέσα στην πραγματικότητα καταλαμβάνει το κέντρο, στη σελίδα δεν τολμά να κάνει το ίδιο. Δεν έχει λοιπόν άλλη επιλογή. Γράφει στο περιθώριο των σελίδων, και ο ρυθμός του μας βοηθά να ακούσουμε το λυγμό του:

Ήμουν ένας ήσυχος άνθρωπος που ξεκίνησε / να γράφει ένα ποίημα /Στέκομαι ασάλευτος στο /περιθώριο του ποιήματος. /Τώρα έγινα/ένας επικίνδυνος άνθρωπος /κυρίως για τον εαυτό μου

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά,

«Τον μονήρη και μονομάχο ήλιο» δέχεται ως βαθύτερη συνείδηση η Έλσα Κορνέτη, όταν στη λέξη ήλιος, ως σύμβολο, συμπυκνώνονται όλες εκείνες οι θετικές ιδιότητες που η ποιήτρια ενστερνίζεται, όπως η ορμή, η εγρήγορση, η μαχητικότητα, το καθαρό βλέμμα για τη διερεύνηση της αλήθειας, όσο επώδυνη κι αν είναι. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε τις
συνεχείς βολές της προς «τούς κανονικούς ανθρώπους», την εναντίωση, τον
σαρκασμό και καγχασμό της στην «κανονικότητά τους», που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μοιρολατρική παράδοσή τους στις συμβάσεις, τον κενό κομφορμισμό, την κάθε είδους πνευματική αδράνεια και νωθρότητα, που τους καταδικάζει σε μια μουντή και άχαρη πραγματικότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προσλαμβάνουμε την ειρωνική στάση ή και την προτροπή της Κορνέτη προς τους «κανονικούς» ανθρώπους να αποδεσμευθούν
από τις παρωπίδες τους, την όποια γελοιότητα των αδιέξοδων έμμονων και
συνηθειών τους, ώστε με μια «τρέλα» απελευθερωμένης ζωντάνιας να δώσουν χρώμα και αναζωογονητική πνοή στην περιορισμένη ζωή τους. Ως επακόλουθο, ο τίτλος της συλλογής ως ειρωνικό σχόλιο -αντανακλώντας έναν σκανδαλιάρικο αναρχισμό- μπορεί να ερμηνευτεί.
Χρησιμοποιώντας κυρίως το δεύτερο και τρίτο ενικό πρόσωπο, καθώς και διάφορα προσωπεία, όπως «νάρκισσος», «εμφιαλωμένος άνθρωπος», «γυναίκα πεταλίδα», «εξυπνόμορφη», «εγκλωβισμένος άνθρωπος», «προνομιούχος», «κουρδιστό ανθρωπάκι», «άνθρωπος σκιά», «χαρισματικό παιδί» η Κορνέτη προχωρά σε μια γενναία απογύμνωση κι έκθεση τού πυρήνα των βαθύτερων αισθημάτων της. Φύση στοχαστική κι ευαίσθητη, εκμυστηρεύεται την άλωσή της από «δηλητήρια» και τοξικές μολύνσεις που δέχτηκε από παντού: από τη δουλειά, την οικογένεια, τον διπλανό, την κοινωνία, όταν η ίδια η ζωή μοιάζει με πεδίο αλληλοσπαραγμού και «κυνήγι
δολοφόνων». Μέ δεξιοτεχνία ώριμου τεχνίτη η ποιήτρια θίγει απτά και εύστοχα το επώδυνο και τρομαχτικό πρόβλημα της ανθρωποφαγίας -κάτι που άμεσα όλοι βιώνουμε και μας αφορά- μέσα σε καιρούς κυνισμού, ωμότητας κι
αμοραλισμού.
Επίσης τρωτή κι ευάλωτη νιώθει η Κορνέτη από τους καταναγκασμούς της λογικής, του ορθολογισμού της επιστήμης, των αυστηρών προγραμμάτων που επιτάσσει το καθήκον, των στόχων για επιβράβευση και διάκριση. Παραθέτουμε τούς στίχους από το ποίημα «Ηλεκτρικά όνειρα IX» (σ. 49): «Ή επιστήμη σε θέλει άψυχο / Η επιστήμη σε θέλει ατάραχο / ξεντύσου κάθε συναισθηματική υπερβολή /… / Μάζεψε τα κουρέλια σου / Τέντωσε τον ξύλινο σταυρωτό κορμό σου / Καμία φτερωτή ύπαρξη δεν θα σε πλησιάσει».
Είτε μέσα από την τριβή και τον συγχρωτισμό της με πρόσωπα και καταστάσεις είτε μέσα από τή στοχαστική βυθομέτρηση που της παρέχει η ποίηση, η Κορνέτη νιώθει αποξενωμένη κι απογοητευμένη από την εποχή της, που είναι άγευστη, άνοστη, αδιάφορη και μικρόψυχη. Σαρκαστικά την ονομάζει «Καλό Νέο Κόσμο», και δηλώνει ότι είναι αναμφίβολα «παλικάρι» όποιος πέρα από κάθε υποκρισία διαπιστώνει «την ωμότητα των δεδομένων» και τον κυνισμό που κυριαρχεί. Εντυπωσιάζει η απροσχημάτιστη δυσανεξία κι απαρέσκεια της ποιήτριας προς την ισοπεδωτική ανοησία, την πληκτική ρηχότητα της μαζικής καταναλωτικής, την ψυχρή κενότητα, σαθρή αλαζονεία
κι απατηλή λάμψη κάθε φαντασμένου μεγαλόσχημου, που ως χρυσός γύπας
«καταβροχθίζει πλουμιστά αγαθά και μεταξωτές ευδαιμονίες». Στο ίδιο μήκος κύματος εκφράζει την απαξίωση της για τον ψηφιακό κυβερνοχώρο και τις παγίδες που στήνει η «εικονική πραγματικότητα» που αυτός προσφέρει.
Με μορφασμό πόνου η Κορνέτη αναφέρεται στον «άνθρωπο σκιά», που κτυπημένος, τσαλακωμένος, τραυματισμένος από τούς μικρούς και μεγάλους
καθημερινούς εφιάλτες της πραγματικότητας, «κρυφοκοιτάζοντας και κρυφακούοντας από τη χαραμάδα με μισό μάτι», διαπιστώνει ότι το καλό δεν έχει καμία άξια σε έναν χαοτικό, αλλόκοτο και αφάνταστα σκληρό κόσμο. Γιατί «ο ντροπαλός, ο ευγενής, ο διακριτικός συνθέτει έναν άνθρωπο αόρατο», ουσιαστικά έναν άνθρωπο χαμένο από χέρι.
Νιώθοντας την επικινδυνότητα της κάθε μέρας και προσέχοντας να ισορροπεί στον τρόμο κάθε είδους ασυμμετρίας, απώλειας και παραλογισμών, το ποιητικό υποκείμενο καταλήγει να φτάσει στα άκρα, περιχαρακώνεται ασφυκτικά στον εαυτό του, γίνεται έτσι ο «εμφιαλωμένος, εγκλωβισμένος άνθρωπος». Με πανικό για την αυτοπροστασία του καταφεύγει από κρησφύγετο σε κρησφύγετο, όπως κλειστά δωμάτια, σφαίρες, γυάλες, δεξαμενές, κυψέλες, επίσης εντοιχίζεται στο τσιμέντο των κτηρίων ή καταβυθίζεται σε αβύσσους ωκεανών διάγοντας μια «υποβρύχια ζωή». Είναι πολύ παραστατικοί οι στίχοι στη σ. 48: «Από σήμερα / Ζεις μια υποβρύχια ζωή / Μέσα στο σκοτάδι της αβύσσου / Πασχίζεις να παράγεις /Το δικό σου φως / […] Κυλώντας μέσα σ’ ένα / Πελώριο / Συμπαντικό / Δάκρυ».
Εξαιρετικά κεντρίζει το ενδιαφέρον μας η εναγώνια προσπάθεια της Κορνέτη να βυθομετρήσει, να κατανοήσει τον εαυτό της μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο όπου κάθε έννοια συλλογικότητας παντελώς απουσιάζει. Αν ο εξωτερικός κόσμος είναι κατακερματισμένος, επικίνδυνος, σκοτεινός, αντιφατικός, ούτε λίγο ούτε πολύ τό ίδιο διαπιστώνει και για τους κυματισμούς της ίδιας της ψυχής της. Τό ανικανοποίητο, ο φόβος, τα αδιέξοδα τού ναρκισσισμού και κάθε έπαρσης, τα τραντάγματα της μοναξιάς, το φορτίο απογοητεύσεων και διαψεύσεων που την καταδιώκουν, φωτίζονται με οξύτητα και διαυγή ειλικρίνεια. Για την ποιήτρια η ψυχή, ο εσώτερος εαυτός κάθε ανθρώπου, είναι από τη φύση της μια «προβληματική κατασκευή» που κρατάει καλά κρυμμένα τα μυστικά της κι είναι απείρως πιό δύσκολο να ανιχνευτεί από την εξωτερική πραγματικότητα. Παραθέτω τούς στίχους από το ποίημα «Απορίες»: «Πότε άραγε / μπορεί ο άνθρωπος να
βάλει / σε τάξη τον εαυτό του; / Σε μια εαυτού ανακατασκευή / ή σε μια εαυτού κατεδάφιση;». Η μόνη χαρά και διαφυγή από την σκοτεινότητα της ύπαρξης είναι για την ποιήτρια η ολοκλήρωση μέσα από τον έρωτα και ο μετεωρισμός στην ονειροπόληση.
Λόγω του εκμυστηρευτικού, εξομολογητικού περιεχομένου της συλλογής, η Κορνέτη μιλάει με λιτό, στέρεο κι εύχυμο αφηγηματικό λόγο, τον όποιο όμως διανθίζει με εντόνως παραστατικά –όπως πάντα το συνηθίζει- μεταϋπερρεαλιστικά σχήματα έκφρασης. Το ύφος της είναι ορμητικό, εύθραυστο κι επεξεργασμένο. Η συλλογή άμεσα κερδίζει τον αναγνώστη, γιατί προσφέρει έξαψη μέσα από αιχμηρές αλήθειες, που είναι πάντα το μέγα ζητούμενο στην τέχνη.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ

diastixo 10 Μαρτίου 2015

Έλσα Κορνέτη: «Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά» κριτική της Κλεοπάτρας Λυμπέρη

«Ο φόβος είναι η ευφάνταστη μοδίστρα του σύμπαντος». (Έλσα Κορνέτη)
Με τον κατακερματισμένο άνθρωπο, αυτόν που έχει απολέσει την ταυτότητά του θαμμένος στους πνευματικούς και ηθικούς σκουπιδότοπους των σύγχρονων κοινωνιών, ανάμεσα σε τερατώδεις κανονικότητες, εκπτώσεις, ματαιώσεις και στυγνές αδιαφορίες, ασχολείται η Έλσα Κορνέτη σε αυτή τη συλλογή. Ο φακός της δεν φωτίζει μόνο την ατομική ανθρώπινη ψυχή και τις ειδικές ποιότητές της, παρακολουθεί το ον-άνθρωπο στη συλλογική του διάσταση μέσα από μια αυστηρή κοινωνική κριτική, προσεγγίζοντας την ίδια την έννοια της ανθρωπινότητας και τον αντίποδά της. Έτσι, εκτός από την ποιητική μιας ανθρωπολογίας, το βιβλίο αυτό αποτελεί ταυτόχρονα και μια κοινωνιολογική ματιά, ένα ηχηρό σχόλιο αναφορικά με τον παρόντα ιστορικό χρόνο του πολιτισμού, όπου το ον-άνθρωπος, δέσμιο του υπολογιστή, της οθόνης και των ηλεκτρονικών διαπροσωπικών σχέσεων, καταργεί σταδιακά ό,τι μέχρι σήμερα ονομάζαμε ζωή.
Έχω την εντύπωση ότι οι αισθητικές επιδράσεις της Κορνέτη στη συγκεκριμένη σύνθεση έρχονται κυρίως από την ποίηση της Σύλβια Πλαθ, σε ό,τι αφορά το ύφος, την εικονοποιητική δύναμη της γλώσσας, την αναπάντεχη συμπλοκή των λέξεων και των εννοιών. Αλλά σε αντίθεση με την Αμερικανίδα ποιήτρια, το σύμπαν της Κορνέτη δεν είναι τόσο περίκλειστο και ιδιωτικό· αφήνεται στη συνολική ανθρώπινη περιπέτεια και, παρά τις εξωτερικές επικριτικές του θέσεις, εμπεριέχει ταυτοχρόνως μια καλοκρυμμένη ρομαντική διάσταση, από την οποία προέρχεται και η ανάγκη της ποιήτριας για έναν πιο αρμονικό κόσμο: η νοσταλγία για το Απόλυτο.
Πάνω σε αυτόν τον καμβά, η Κορνέτη αναπτύσσει τα εκφραστικά της μέσα εστιάζοντας σε μια εσωτερική αίσθηση ματαίωσης της εξιδανίκευσης για όλα τα ανθρώπινα, γεγονός που αφήνει μια πικρή γεύση. Το τέλος του παιδικού παραμυθιού, που οδηγεί στη σκληρή πραγματικότητα του ενήλικου, η ασφυκτική καθημερινότητα η υποταγμένη στην αδηφάγα μηχανή της τεχνολογίας, η διάλυση των αξιών, μέσα από τις οποίες παράγονται άνθρωποι «ανύπαρκτοι», είναι μερικές επισημάνσεις αυτής της ποίησης.
Η Κορνέτη ανήκει σε ένα ρεύμα ποιητών οι οποίοι δεν βλέπουν την ποιητική δραστηριότητα ως μια απλή λυρική κατάσταση που εξαντλείται σε συναισθηματικές εκκρίσεις, αλλά ως μια ευκαιρία σύνδεσης του αισθήματος με τη σκέψη, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα και τη σύνδεση ποίησης/φιλοσοφίας – κάτι που παλιότερα ήταν μάλλον απαγορευτικό για ένα ποιητικό βιβλίο.
Η Κορνέτη ανατέμνει προσεχτικά την ανθρώπινη ψυχή και αποδεικνύεται καλός γνώστης της ψυχολογίας, παρακολουθώντας από απόσταση τα πράγματα, σαν παρατηρητής που διαθέτει ιδιαίτερη ευαισθησία και διεισδυτικότητα. Έτσι χτίζει την εικόνα του απομονωμένου σύγχρονου ανθρώπου, όχι με τον τρόπο που το έκαναν οι προηγούμενοι ποιητές του Μοντερνισμού (οι οποίοι μίλησαν για τη ματαιότητα, την απώλεια και το non sense της ανθρώπινης ύπαρξης), αλλά περιγράφοντας έναν παραμορφωμένο ψυχικό κόσμο, που ξαπλώνει πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Στην εποχή της μηδενικής γενναιότητας οι κανονικοί άνθρωποι/ Στροβιλίζονται στην παρδαλή δίνη του παγκόσμιου σκουπιδοφάγου/ Οχυρώνονται στο χαμηλοτάβανο σπίτι όπου η οθόνη ολοένα ψηλώνει/ Με γαλάζιο θάρρος αγγίζονται ηλεκτρονικά/ Με ασφαλή πληκτρολόγηση συνουσιάζονται πάνω σε γυάλινο κρεβάτι αφής («Τα ποιήματα της αφής»).
Πρόκειται για τον σύγχρονο κόσμο που, απογυμνωμένος από τις ιδέες και τα οράματα, γεννά τα σύγχρονα τέρατα (πνευματικά και συναισθηματικά υβρίδια), βουλιάζοντας όλο και περισσότερο σε μια κατάσταση θανάτου. Πρόκειται για μια «άλλη» ζωή, που δεν μπορεί πια να κινηθεί από τα βαθιά, από την ουσία της. Πρόκειται για τον έρωτα που υποδύεται τον έρωτα, τη λογοτεχνία που υποδύεται τη λογοτεχνία. Πρόκειται για την ποίηση που έχασε το κέντρο της, όλα όσα μπορούσε να αντλήσει από τη συλλογική γλώσσα, τον καιρό που ήταν ακόμα ζωντανή η πνευματική συνεκτικότητα. Όταν θα φτάσει πλέον στην κορυφή του σκουπιδόλοφου/ Θ’ ατενίσει έναν κόσμο ανόητο και ρηχό./ Τότε ίσως αναρωτηθεί για τη θρυμματισμένη του όραση/ Για τα χρόνια της λάμψης όταν έκανε παρέα με χρυσούς γύπες/ (Συμπάσχοντας με την ανθρωπότητα)… Ο κόσμος ολοένα χαμηλώνει/ πέφτει στα γόνατα/ υποκλίνεται/ σε ανθρώπους φελλούς (Προϊόντα νέας τεχνολογίας)… Στο σύγχρονο παραμύθι/ η Χιονάτη γίνεται στάχτη («Μοιραία εξέλιξη»).
Άλλοτε η ποιήτρια θα μιλήσει για ψυχικές ποιότητες που συνδέονται με την πρωταρχική έννοια του ανθρώπου, για καταστάσεις που τον ακολουθούν σε όλες τις εποχές. Στη σκιά κάθε επίδοξου πετεινού/ Ζει ένας αλαζόνας ποιητής/ Που χάνει τα μάτια του. Αν και ο ψυχαναλυτικός προσανατολισμός της Κορνέτη στο παρόν βιβλίο είναι πολύ ισχυρός, μαζί του συμβαδίζει το στέρεο βήμα ενός σκεπτόμενου ανθρώπου, ο οποίος αντλεί από το φιλοσοφικό υπέδαφος. Οι δυο αυτές δυνάμεις ενωμένες επεξεργάζονται, διά μέσου της ποίησης, ζητήματα όπως το έλλειμμα της επικοινωνίας, ο εγωκεντρισμός, η υπεροψία, η κοινωνική υποκρισία, η έκπτωση της ηθικής και των αξιών. Η ίδια η ηθική, σαν πρωταρχική φιλοσοφική κατηγορία της αρχαιοελληνικής σκέψης, κάνει αισθητή την παρουσία της εδώ, χωρίς να κραυγάζει, αλλά λειτουργώντας υποδόρια, μέσα από υπαινιγμούς, καθώς προσεγγίζεται η προβληματική σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τις παραδεδεγμένες αξίες του παλιού κόσμου.
Η φιλοσοφική κλίση της Κορνέτη, η οποία μας κοινοποιήθηκε πιο άμεσα με το προηγούμενο βιβλίο της, Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας, κατά την αίσθησή μου είναι αυτή που έχει την υψηλή εποπτεία του βιβλίου της, υπονοώντας μια στέρεη βάση στις συνολικές συλλήψεις της. Η Κορνέτη ανήκει σε ένα ρεύμα ποιητών οι οποίοι δεν βλέπουν την ποιητική δραστηριότητα ως μια απλή λυρική κατάσταση που εξαντλείται σε συναισθηματικές εκκρίσεις, αλλά ως μια ευκαιρία σύνδεσης του αισθήματος με τη σκέψη, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα και τη σύνδεση ποίησης/φιλοσοφίας – κάτι που παλιότερα ήταν μάλλον απαγορευτικό για ένα ποιητικό βιβλίο. Πότε άραγε/ ο άνθρωπος μπορεί να βάλει/ σε τάξη τον εαυτό του;/ Σε μια εαυτού ανακατασκευή/ Ή σε μια εαυτού κατεδάφιση; (Απορίες)… H αυτογνωσία είναι/ μια περιπέτεια αναγνωριστική/ όταν επιτέλους συνειδητοποιείς/ την ελαττωματική σου/ κατασκευή («Τα μεταχειρισμένα ρούχα του καθρέφτη»).
Γράφει ο Στάινερ: «Ίσως η αδελφική διαμάχη ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, και ειδικότερα ανάμεσα στην οντολογία και την ποιητική, έφτασε στο τέλος της». Μου έρχεται στον νου ο Αμερικανός John Asbery, ο δικός μας Νίκος Καρούζος, η Καναδή Ann Carson, οι οποίοι μεταπήδησαν σε μια διαφορετική αντίληψη της ποιητικής έκφρασης, εντάσσοντας τη σκέψη με φυσικότητα στο έργο τους χωρίς αυτό να γίνεται σε βάρος της ποιητικής τους. Είναι φανερό πως ό,τι άρχισε κάποτε με την εξαίρεση των ποιητών από την ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα, μάλλον τελείωσε τον 20ό αιώνα, με τον ισχυρισμό του Χάιντεγκερ ότι «ο αυθεντικός στοχαστής και ο αληθινός ποιητής κατ’ ανάγκη εμπλέκονται στην ίδια πράξη και μαρτυρία της ύπαρξης» (ο Χάιντεγκερ έγραψε για την ενότητα denken και dichten, τις δυο παράλληλες λειτουργίες της πνευματικής αντιληπτικότητας και της ποιητικής δημιουργικότητας). Για την ίδια ακριβώς σύζευξη, συμπληρώνει ο Στάινερ: «Η φιλοσοφία και η λογοτεχνία είναι θεωρητικά οικοδομήματα της συναλλαγής μεταξύ λέξης και κόσμου».
Η Κορνέτη καλλιεργεί αυτή τη συναλλαγή, χρησιμοποιώντας μια έκρυθμη ποιητική εικονοποιία, αναπάντεχες συνδέσεις εικόνων που ενσωματώνουν και απογειώνουν συνδέσεις λέξεων (αυτό είναι από τα ατού του έργου της), αλλά κυρίως στηρίζεται στην πνευματική της συγκρότηση, μέσα από την οποία μπορεί να εισχωρεί πιο βαθιά στα πράγματα. Στο παρόν βιβλίο –κατά την αίσθησή μου πάντα– δεν δίνει κάποια ιδιαίτερη έμφαση στη γλώσσα, την ενδιαφέρει κυρίως το Νόημα, ως το μόνο αυθεντικό όργανο ποιητικής και ως κλειδί επικοινωνίας που ανασυνθέτει κόσμους για να τους διαμοιράσει. Έτσι υπερασπιζόμενη το Νόημα, σθεναρά και με ειλικρίνεια, γίνεται στυλοβάτης της γλώσσας, σε μια εποχή όπου η τάση κατάργησης της σημασίας του Νοήματος ευθύνεται για τη σταδιακή αποδόμηση του πολιτισμού – τουλάχιστον έτσι όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τώρα.
Αυτή η ένταξη της ποιήτριας στην υπηρεσία του Νοήματος τη βοηθά να απαλλάσσει το έργο της από περιττά λικνίσματα και φιοριτούρες, που σαφώς θα έκαναν τη δουλειά της λιγότερο ουσιαστική. Παρατηρώ, όμως, ότι εκεί που δημιουργεί περισσότερη θερμότητα και πιο ολοκληρωμένες όψεις της γλώσσας είναι όταν αφήνεται στο συναίσθημά της χωρίς να το επιτηρεί. Ειδικά στα ποιήματα «Η βουλιμική οικογένεια» και «Ιn suspenso», νομίζω η ποίησή της απογειώνεται ακριβώς λόγω της συναισθηματικής πρωτοκαθεδρίας, η οποία επιτρέπει στο νόημα να αναδύεται πιο συντονισμένο και υποταγμένο στους εσωτερικούς ψυχικούς ρυθμούς. Είναι φανερό ότι εδώ υπάρχει ισχυρό προσωπικό βίωμα, μια ανάφλεξη που υποβοηθά την κίνηση του λόγου, δίνοντας πιο πλούσια και αυθεντικά στοιχεία συγκίνησης και εσωτερικότητας. Όπως η μύγα μυρίζει το φως/ ο φόβος μυρίζει το σκοτάδι/ και το αιχμάλωτο μαύρο μαργαριτάρι/ Ο φόβος ζει μέσα σε ένα υπερηχητικό αυτί/ Μεγαλώνει συντονίζεται/ με το βόμβο της σφηκοφωλιάς/ μπαίνει στο μυαλό μιας κουκουνάρας/ για να την πολλαπλασιάσει («In suspenso»). Είναι κάποιες μέρες που/ η αγάπη μοιάζει/ με κόκκινη ξεραμένη σάλτσα/ Είναι κάποιες μέρες που/ η αγάπη έχει γεύση/ ξινής ντοματόσουπας/ Μια μέρα η αγάπη/ Κόλλησε/ ανάμεσα σε δύο/ άπλυτα κουτάλια («Η βουλιμική οικογένεια»).
Ίσως η κεντρική ανησυχία του παρόντος βιβλίου, σχετικά με την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου και τις ψυχικές του ρωγμές, αποτυπώνεται στο ποίημα «Συμπάσχοντας με την ανθρωπότητα», στο σύντομο κομμάτι όπου ο αγαθός τρελός της γειτονιάς μονολογεί περπατώντας μέσα στην (συμβολική) παγωνιά (της ύπαρξης;): «Υπάρχει έλλειψη, υπάρχει έλλειψη». Στο πρόσωπο αυτού του τρελού, η ποιήτρια, μάλλον χωρίς να το συνειδητοποιεί, αισθάνομαι ότι απιθώνει τον εαυτό της και τη βαθύτερη ανάγκη της να ζήσει σε έναν άρτιο κόσμο, εσωτερικό και εξωτερικό, ο οποίος θα επιδιορθώσει και τη δική της ατομική πληγή στη σύνδεση με τους άλλους.
Ένα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ, μόνον εγκαταλείπεται, γράφει ο Πολ Βαλερί. Η Κορνέτη εγκαταλείπεται στους αναγνώστες της, για να συνεχίσει να μιλά μέσα μας και μετά την ανάγνωση του βιβλίου της, αφήνοντάς μας τα ίχνη μιας αδιόρατης λύπης, τη σιγανή φωνή ενός μικρού παιδιού που ο κόσμος το έχει πολύ πληγώσει. Αυτή ακριβώς η υφέρπουσα παιδική συντριβή, που υπαινικτικά δρα μέσω των λέξεων, συνθέτει, αισθάνομαι, και το πιο κρυφό σημείο του παρόντος έργου, από όπου οι λέξεις, οι έννοιες, οι εικόνες, οι φαντασιακοί σχεδιασμοί (αντιστοιχίες της ψυχικής ζωής της Κορνέτη) συνεργάζονται, για να αντιστρέψουν το τραύμα σε ώριμο αίσθημα, σε ευφυή γνώση, σε δυναμική αντίληψης, παρατήρησης και εμβάθυνσης, τουτέστιν σε «φιλοσοφική νίκη», δίνοντας έτσι το στίγμα μιας ποίησης που υπόσχεται να μας χαρίσει πολλά.

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

FRACTAL 25/12/2015

«Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά» Έλσα Κορνέτη, εκδ.Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014.

Με εντυπωσιακό εξώφυλλο και σουρεαλιστικό τίτλο: «Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης η καινούρια ποιητική συλλογή της Έλσας Κορνέτη. Το όμορφο σχέδιο που κοσμεί το εξώφυλλο είναι έργο της Πέννυ Βήτα- Κορνέτη
Το ενδιαφέρον και η προοπτική της εστιάζονται στον σύγχρονο «φοβισμένο», τον εγκλωβισμένο στις κατακτήσεις του, απόντα κι από τον εαυτό του άνθρωπο:

«Ο εμφιαλωμένος άνθρωπος
Δεν είναι πια εδώ
Μακάριος επιπλέει
Στην υδάτινη απεραντοσύνη».

Σ’ εκείνον τον απορφανισμένο από κάθε δυνατότητα απεγκλωβισμού, τον δυστυχή, τον «εκκρεμή, τον κτισμένο στον τοίχο άνθρωπο», σ’ εκείνον που πορεύεται με «το οικόσημο της βουλιμικής οικογένειας» στο μέτωπο, αναφέρεται, επισημαίνοντας πως τίποτα, μήτε ο έρωτας δεν τον σώζει από τη δυστυχία γιατί και:

«Ο έρωτας με το διάφανο τρυφερό του δέρμα
Ένα βουλιμικό κτήνος
Τρέφεται με ερείπια ψυχών και σωμάτων
Έμβλημά του δύο πριονωτά κουτάλια
Κλείνουν αρμονικά
Σε δυο σαγόνια
Σ’ ένα δόκανο θανάτου».

Συνεπώς, άσκοπα «κερδοσκοπεί ασύστολα» με κάθε «ατέρμονο ξεπούλημα ενός θλιβερού εαυτού» που και:

«Ο γυρολόγος ποιητής
Τη συμπόνια τους
Γυρεύει».
Και δεν είναι ικανός να τον σώσει, να τον ελευθερώσει.

Ζωγραφεί έναν κόσμο θρυμματισμένο, μετέωρο, ένα τοπίο δυσανάγνωστο. Με σοφά επιλεγμένα ετερόκλητα στοιχεία/σύμβολα, στοιχειοθετεί στιχουργικά σχήματα και φιλοτεχνεί ερημικά ανθρώπινα τοπία, μια απέραντη μοναξιά όπου ο καθένας «δεν ανήκει σε κανέναν/ περιφέρεται ως διαρκής απουσία», αδυνατώντας να απαλλαγεί από «το προϊστορικό ζώο» που τον ακολουθεί και κάθε κατάκτηση ισοδυναμεί με απώλεια του εαυτού του.

«Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και παρδαλή ουρά», προαναγγέλλει ο τίτλος της συλλογής και προχωράς με τη βεβαιότητα πως θα τους δεις να ξεπηδούν από τις σελίδες της, δεν τους συναντάς, κάτι που επιβεβαιώνει στο εισαγωγικό εφτάστιχο η ίδια:

«Κανονικέ άνθρωπε
πες μου
πώς μπορείς να ζεις
χωρίς λοφίο
χωρίς παρδαλή ουρά
χωρίς μια γαλάζια ανταύγεια
στα φτερά;»
……
«Η επιστήμη σε θέλει άψυχο
Η επιστήμη σε θέλει ατάραχο
….
Έγινες ένα σκιάχτρο
Που δεν φοβίζει κανέναν
Παρά μόνο
Τον εαυτό του».

Αφού κατάντησες άγνωστος μεταξύ αγνώστων, τι προσδοκάς; Άλλωστε:
«Ένας γνήσιος αλαζόνας δεν έχει να φοβηθεί κανέναν».
Πληθωρική και δυναμική, όπως μορφοποιείται η γραφή της με τις συνεχείς ενδυναμώσεις των ποιητικών δομών με παλινδρομήσεις, ενίοτε, και παιγνιώδη φραστικά σχήματα, δημιουργεί εντυπωσιακές εικόνες, πολλαπλώς αντιμαχόμενα ηφαιστειακά τοπία συναισθημάτων που, εν τούτοις, συνδέονται μεταξύ τους παρά τις αναταράξεις και τις ανακατατάξεις που συγχέουν τα ποιητικά δεδομένα, μπερδεύουν τα σημαντικά με ασήμαντα και οδηγούν:

«Στην άκρη της γης
εκεί που λιώνει ο χρόνος
κι ο κόσμος χύνεται
σε λαμπερό ασήμι».
Και περνάει έτσι στο περιθώριο του ποιήματος με διάθεση εξαπάτησης του υποθετικού συνομιλητή πως, δήθεν, η όλη θητεία στη μαθητεία της ποίησης, ο αδυσώπητος αγώνας με τις λέξεις για τη συναρμογή τους σε ποιητικό συμβάν, ήταν μάταιος και για να επιβιώσει ως «κανονικός άνθρωπος» χρειάζεσαι εκτός από «λοφίο και μια παρδαλή ουρά», να φοράει και το «ανθρωποαπωθητικό» του!

Η Έλσα Κορνέτη διαθέτει δυνατό ταμπεραμέντο, ικανή παιδεία, ρητορική ευελιξία, χειρίζεται άνετα και με πολλή ευχέρεια τον εκρηκτικό ποιητικό της λόγο με έναν ιδιαζόντως σουρεαλιστικό εκφραστικό τρόπο και θεωρώντας από περιωπής το ανθρώπινο τοπίο, καταφέρνει με εύστοχα καίριες εκφραστικές κινήσεις να δημιουργεί καλλιτεχνικό έργο, ένα ιδιότυπο ποιητικό σύμπαν όπου έχουν θέση «Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά» και επιλέγει να μείνει στο περιθώριο του ποιήματος και εξηγεί τον λόγο:

«Ήμουν ένας ήσυχος άνθρωπος
που ξεκίνησε
να γράφει ένα ποίημα
Στέκομαι ασάλευτος
στο περιθώριο του ποιήματος
ένας επικίνδυνος άνθρωπος
κυρίως για τον εαυτό του»,
Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει εύλογα ότι η Έλσα Κορνέτη είναι μια ποιήτρια αντισυμβατική. Ορμητική, επιθετική και χειμαρρώδης, ακάθεκτη όσο και ανατρεπτική, δημιουργεί με θέσεις και αντιθέσεις, με αρνήσεις και παραδοχές και με αιχμηρό εργαλείο και σύμμαχο τον σύγχρονο, κυμαινόμενο δραματικά ποιητικό της λόγο, επιτίθεται στο κατεστημένο από θέση ισχύος και με ειρωνική συνήθως, παιγνιώδη διάθεση, προκαλεί φιλοδοξώντας να καινοτομεί προξενώντας ρωγμές στο καθημερινό γίγνεσθαι των «κανονικών ανθρώπων με λοφίο και μια παρδαλή ουρά», αλλά και στο κοινωνικό και πολιτικό, στο κάθε κατεστημένο, αδιαφορώντας για το αν κυριολεκτεί, όταν καταγγέλλει, αν χτίζει ή αν γκρεμίζει είδωλα σ’ έναν κόσμο που ήδη καταρρέει, έχοντας εμπιστοσύνη στην παντοδυναμία του Λόγου, της Τέχνης.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 27/4/2015

Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο…», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014

Με καυστικότητα, χλεύη και σαρκασμό

Βυθομέτρηση στο συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου της εποχής μας επιχειρεί η Θεσσαλονικιά ποιήτρια Έλσα Κορνέτη στη συλλογή της «Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά». Με όπλο την ειρωνεία, το σαρκασμό και τη χλεύη τοποθετείται αξιολογικά και κριτικά απέναντι σε όσα ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο, προκαλώντας του τόσα και τόσα συναισθήματα. Αυτά ακριβώς την απασχολούν, ως εσωτερική διεργασία στη ψυχοσυναισθηματική υπόσταση του ανθρώπου. Π.χ., ενδεχομένως και με μιαν υφέρπουσα ή έμμεση ή υπαινιχτική αυτοκριτική διάθεση, λέει: «Η αγαπημένη σου απασχόληση / να στοιβάζεις τα συναισθήματα / σε λόφους από άμμο / Κατά προτίμηση / όταν φυσάει». (σελ. 12)

Η ποίηση της Ε.Κ. μπορεί να είναι ανθρωποκεντρική αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι θωπευτική για το κύριο υποκείμενο της βασικής θεματικής της. Αντιθέτως, φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στις αρνητικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, για να ψέξει, να καυτηριάσει, να επικρίνει, ίσως και να διαπομπεύσει, όταν το κρίνει επιβεβλημένο: «Ο νάρκισσος / Απροστάτευτος / Περιφέρεται / Ανάμεσα σε ελιξίρια / Που υπόσχονται / Ομορφιά διαρκείας / Νιάτα διαρκείας / Πνευματική αδράνεια διαρκείας». (σελ. 16)

Η ποιήτρια επικεντρώνεται στους αρνητικούς χαρακτήρες και η σαρκαστική κριτική της φτάνει στα όρια της χλεύης. Και είναι προφανές πως δεν αναφέρεται σε σπάνιες περιπτώσεις αλλά σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας που συναντά στην καθημερινότητα της και έχει την ευχέρεια να τους παρατηρήσει εξονυχιστικά, σχολαστικά και εξαντλητικά. Έτσι τα σχόλια της είναι καυστικά έως …βιτριολικά: «Η εξυπνόμορφη / Υπονομεύει την κανονικότητα της ομορφιάς της / Ακολουθεί πιστά τη μόδα της εποχής / Φορά για καπέλο ένα κλουβί / Κι έχει ραμμένη μια ετικέτα με υπενθύμιση: / Το πορτάκι θ’ ανοίγει / Όταν πεινάς / Τότε θα σου γεμίζουν το στόμα / Με κανναβούρι / Επώνυμης μάρκας». (σελ. 25)

Η Ε.Κ. όμως δεν πραγματεύεται μόνο τους αρνητικούς ανθρώπινους χαρακτήρες, πραγματεύεται και τις ανθρώπινες σχέσεις, κυρίως τις αρνητικές, εκείνες που φθείρουν, που διαβρώνουν ή εξαντλούν. Εδώ ο κυνισμός είναι διάχυτος και συνάμα διαποτισμένος μ’ ένα αίσθημα πίκρας: «Αναρωτιέμαι ποιο δηλητήριο / είναι πιο ισχυρό / Όταν πίνεις τον εαυτό σου / όταν πίνεις την οικογένεια / όταν πίνεις τη δουλειά / ή όταν πίνεις τους άλλους / …». (σελ. 28)
Η ποιήτρια βάζει στο στόχαστρό της ποικίλες αρνητικές συμπεριφορές, προσεγγίσεις και νοοτροπίες, ανάμεσα στις οποίες και ο προστατευτισμός. Δεσπόζον υφολογικό μοτίβο κι εδώ, όπως και σε όλο το βιβλίο εξάλλου, η ειρωνεία και ο σαρκασμός: «Αν κάποιος είναι σημαντικός / Δεν τον αφήνεις να φύγει / Τον φυτεύεις σε μια γλάστρα / Τον ποτίζεις / Τον βάζεις στο φως / Τον ονομάζεις / Άνθρωπο Εσωτερικού Χώρου / Κάποτε μια μύγα θα τον φτύσει / Κάποτε ένα κατοικίδιο θα τον μασήσει / Κάποτε ένα παιδάκι θα τον μαδήσει / Κάποτε η αδιαφορία θα τον μαράνει». (σελ. 35)

Στην καταιγιστική και σκληρή κριτική της η ποιήτρια γίνεται ωμή και κάθετη, χωρίς ενδοιασμούς και υπεκφυγές. Οι τοποθετήσεις της είναι ευθύβολες και μονοσήμαντες, χωρίς να αφήνουν ούτε το ελάχιστο περιθώριο στην αμφισημία: «Όταν ενηλικιώθηκα κατάπια ένα βάτραχο / κι ένας πρίγκιπας στρογγυλοκάθισε στο στομάχι μου / Η δυσπεψία έγινε χρόνια / κι εγώ εγκρατής στην κατανάλωση ωμού / ανδρικού κρέατος». (σελ. 40)

Η ποίηση της Ε.Κ., ενώ δίνει την αίσθηση μιας εξωστρεφούς προσέγγισης των ανθρώπων και των ανθρώπινων σχέσεων, κρύβει μέσα της και βαθιές ενδοσκοπικές ματιές. Το κριτικό στίγμα, ωστόσο, παραμένει αναλλοίωτο και το ίδιο οξύ: «Η διαίρεση της πραγματικότητας / ισούται με τον εικονικό / πολλαπλασιασμό μου». (σελ./ 42)

Μέσα από την ανθρωπογεωγραφία που κατακλύζει την ποίηση της η Ε.Κ. βρίσκει τον τρόπο ν’ αγγίζει και θέματα ποιητικής. Το κριτικό και αυτοκριτικό στίγμα παραμένει βαθύ και διεισδυτικό, η ειρωνεία το ίδιο καταλυτική, ο σαρκασμός το ίδιο ωμός: «Η σκιά μου κι εγώ / μετά από συναινετικό χωρισμό / τα συμφωνήσαμε / πήραμε δρόμους διαφορετικούς / Επέλεξε να υπηρετεί / ένα ανόητο πτηνό / Από τότε στην σκιά κάθε επιδειξία πετεινού / ζει ένας αλαζόνας ποιητής / που χάνει τα μάτια του / στις κοκορομαχίες». (σελ. 45)

Η κριτική στάση της Ε.Κ. είναι καθολική, αφορά όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς και στην ουσία αφορά την κοινωνία ολόκληρη. Ο ψόγος που διαπνέει όλους τους στίχους της δίνει και μιαν αίσθηση απαξίωσης στα κρινόμενα, αλλά δεν θα τον χαρακτήριζα αφοριστικό, καθώς εμπερικλείει και μιαν υπόγεια κατάφαση μέσα του, μιαν αγάπη για τον αντίποδα των όσων κρίνονται: «Κονιορτοποιημένη η ζωή / Ζει στη μνήμη του υπολογιστή / Αιωρούμενο διάλειμμα σε σκόνη / Τη ρίχνεις στο νερό / Την ανακατεύεις καλά / Κι έπειτα την πίνεις / Σαν αντιβιοτικό». (σελ. 65)

Οι εικόνες της Ε.Κ. είναι πλούσιες, η ευρηματικότητα της αξιομνημόνευτη και η λειτουργική αμεσότητα των στίχων της προφανής: «Θα ήθελα έναν άφιλτρο ήλιο παρακαλώ / Να τον καπνίσω ήσυχα / Στην ακτή της λέξης». (σελ. 66) Κι εδώ ενυπάρχει προφανέστατα το στοιχείο της ποιητικής ως θεματικού μοτίβου.

Η κριτική-αξιολογική στάση της ποιήτριας εκτείνεται και στην ερωτική θεματική, εκεί όπου για άλλους δεσπόζει το θριαμβικό ή το θρηνητικό ύφος. Στην προκειμένη περίπτωση βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη στυφή γεύση του κυνισμού και της αμφισβήτησης: «Σε ποια συμπαντική χωματερή πετιούνται / όλα τα πρόωρα ληγμένα / σ’ αγαπώ του έρωτα;». (σελ. 77)

Η καθολικότητα της κριτικής προσέγγισης, του κριτικού πνεύματος της Ε.Κ. έχω την εντύπωση ότι, αραιά και πού, αγγίζει τα όρια της ισοπέδωσης και της άγονης άρνησης: «Μόνο θυμήθου σε παρακαλώ / πριν βγεις / μην ξεχάσεις / να φορέσεις / το ανθρωποαπωθητικό σου». (σελ.82) Ευφάνταστο και ευρηματικό το αισθητικό γύμνασμα, αλλά διερωτώμαι, η νοηματοδότησή του δεν ελέγχεται; Τι προτείνει η ποιήτρια; Να ζήσουν οι άνθρωποι ως ερημίτες, απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ

Αναψηλάφηση του κόσμου και της ζωής

BOOKPRESS 11 ΜΑΙΟΥ 2015

Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά

Η Έλσα Κορνέτη (γεννημένη στο Μόναχο) έχει πυκνή παρουσία στις ποιητικές δημιουργίες με επτά συλλογές μέσα σε 8 χρόνια. Ξεκίνησε να τυπώνει ποίηση από το 2007, δεν μπορεί βέβαια να χαρακτηριστεί νέα ποιήτρια παρά τη χρονιά της ποιητικής αφετηρίας της, αφού δημιούργησε, έκτισε καλύτερα, ένα δικό της ποιητικό σύμπαν, ενώ φαίνεται πως από βιβλίο σε βιβλίο εξελίσσεται σημαντικά, σε βαθμό που με το τελευταίο βιβλίο της να δείχνει στοιχεία ιδιαίτερα ώριμης και κατασταλαγμένης δημιουργού.

Κοιτώντας την εργογραφία της εντύπωση προκαλεί πως δεν τηρεί αυστηρά στις ποιητικές της εκδόσεις τη σύμβαση της διετίας που, κατά κανόνα, ακολουθούν άλλοι ομότεχνοί της, αφού το 2007 τύπωσε δύο ποιητικές συλλογές, ενώ δύο διαδοχικές χρονιές (2012, 2013) από ένα βιβλία κάθε φορά. Αυτό δείχνει, εκτός του ότι είναι πολυγραφότατη, πως υπάρχουν περίοδοι στη ζωή της που νιώθει ιδιαίτερα δημιουργική και αποφασίζει να εκμεταλλεύεται, ή, καλύτερα, να αξιοποιεί εκδοτικά αυτήν την έμπνευσή της, πράγμα που δείχνει, έως τώρα τουλάχιστον, να μην τη ζημιώνει στην εξέλιξή της και στην ποιητική της διαδρομή.
Στη συλλογή της με τον ασυνήθιστο τίτλο Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά θα συναντήσουμε ποιήματα για νάρκισσους εραστές που αντικρίζουν τη γύμνια τους στον καθρέφτη (σελ. 13: Κατακτώντας την τέχνη του έρωτα / απώλεσε τον έρωτα / μα κυρίως τον εαυτό του), ποιήματα για τον καλό, νέο κόσμο, τον ψεκασμένο με εντομοκτόνο που εξαφάνισε τις μέλισσες και έκανε τους ανθρώπους να βγάλουν λέπια, για την ανθρώπινη παράνοια, για τη διακριτικότητα που υπεραπλουστεύεται και παρεξηγείται από τον ανήξερο και ανυποψίαστο περίγυρο, αφού εκλαμβάνεται ως αδυναμία, ίσως, ακόμα ακόμα, και ως ανθρώπινο μειονέκτημα:

Ήταν ένας διακριτικός άνθρωπος
Που έπασχε από ακατάσχετη ευγένεια
Και έφυγε από υπερβολική διακριτικότητα
Η παρουσία του δεν επιβάρυνε κανέναν
Όταν πέθανε ο περίγυρος
Απλοποιώντας το φαινόμενο είπε:
Ήταν θέμα καλού χαρακτήρα

(Η Κορνέτη μ’ αυτό της το ποίημα επιβεβαιώνει αυτό που ένα καλοκαίρι διάβασα σε κάποιο φαρμακείο του πρώτου ποδιού της Χαλκιδικής, και με εντυπωσίασε για τον κυνισμό και την αλήθεια του: Καμία καλοσύνη δεν μένει ατιμώρητη).

Σε άλλες σελίδες του βιβλίου θα συναντήσουμε ποιήματα για αγαπημένα πρόσωπα που μας χάραξαν και έφυγαν από τη ζωή, για γυναίκες-πουλιά με κλουβιά στο κεφάλι, για γυναίκες-Πεταλίδες, για τοξικούς ανθρώπους και για τα δηλητήρια της ζωής (εαυτός, οικογένεια, δουλειά, συνάνθρωποι, ως πνιγηρά στερεότυπα φυσικά και όχι στην υγιή τους μορφή), για ανθρώπους εσωτερικού χώρου και κουρδιστά ανθρωπάκια. Αλλού, πάλι, η ποιήτρια αγγίζει την ανθρώπινη παράνοια, τις δυστοκίες της ζωής, ψηλαφεί τον ανθρώπινο φόβο, το παράλογο και την ασυναρτησία της ανθρώπινης ύπαρξης, την παρανοημένη και παρεξηγημένη κανονικότητα των ανθρώπινων καταστάσεων.

Είναι
Ένας άνθρωπος κανονικός
Ο Θεός του έδωσε
Ένα κεφάλι υπολογιστή
Ένα σώμα γραφείο
Μια καρδιά χρηματοκιβώτιο

Πίσω από την τολμηρή εικονοποιία της Κορνέτη και τον υπερρεαλιστικό χαρακτήρα της ποίησής της, κρύβεται μια ευαίσθητη ματιά που θλίβεται με την κατάντια της ζωής, ένας διάχυτος ουμανισμός πίσω από τις λέξεις για ανθρώπινες αξίες που έχουν υποστεί τερατώδεις και αφύσικες, σχεδόν εξωπραγματικές, μεταλλάξεις και έχουν απολέσει προ πολλού τη σημασία, το βαθύτερο νόημα και την αλήθεια τους. Ο υπερρεαλισμός της Κορνέτη δεν είναι στείρος ούτε παρωχημένος (δεν βασίζεται δηλαδή απλώς στο ασυνήθιστο των λέξεων, στη εξεζητημένη συρραφή τους, στην τολμηρή εικόνα ως αυτοσκοπό και στην γλωσσοκεντρική κατεύθυνση – πράγματα ελαφρώς ξεπερασμένα στη σημερινή ποίηση, και αποκομμένα από την εποχή μας) αλλά σχετίζεται άμεσα με τον άνθρωπο, τις στρεβλώσεις της ζωής, τις παθογένειες της σημερινής κοινωνίας, την αγωνία της για το αύριο, που σαν φάντασμα πλανάται πάνω από τα κεφάλια ολονών. Η φτήνια, η κενότητα, η μηχανιστική αντίληψη περί ζωής, η επαναλαμβανόμενη ρουτινιάρικη, σχεδόν σχιζοφρενής, ανθρώπινη συμπεριφορά που κάποιοι (γελασμένοι ή υποκριτές) αποκαλούν με αφάνταστη ευκολία «σύγχρονο πολιτισμό» ή «καινούριο νέο κόσμο», κάνουν την ποιήτρια, υπερβαίνοντας τη θλίψη της και την αμηχανία της για όλο αυτό που αντικρίζει γύρω της, να σαρκάσει, να χλευάσει, να καυτηριάσει, να ειρωνευτεί, πάντα με λεπτή, έντεχνη λεκτική διατύπωση και ισορροπημένη εντέλει γραφή, τις παθογένειες μια κοινωνίας που αποδέχεται σε όλα τα επίπεδα το αφύσικο ως φυσιολογικό, το παράλογο ως λογικό, το αρρωστημένο ως υγιές. Αυτή η, κατά βάθος υπαρξιακή, ανισορροπία της ανθρώπινης ύπαρξης που επιμένει να καταδεικνύει (να ξεγυμνώνει, καλύτερα) η Κορνέτη με τη γραφή της, πιστεύω πως είναι και το δυνατό της χαρτί, το ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμο στοιχείο σε όλες τις μέχρι τώρα ποιητικές συλλογές της, ο κοινός θεματικός τόπος (και τρόπος) των μέχρι τώρα βιβλίων της.

Από το οξύ και ακονισμένο ποιητικό βλέμμα της Κορνέτη δεν γλιτώνει και ο ρόλος των ανθρώπων του πνεύματος, ο τρόπος που δημιουργούν και εκφράζονται. Αντιγράφω από τη σελ. 54:

Ο συγγραφέας
Ο άνθρωπος σουπιά
Με την υπερτροφική κύστη
Τυλίγει γερά το χρόνο
Στα πλοκάμια του
Κι έπειτα παίρνει φόρα
Κι εκσφενδονίζεται
Σβήνοντας τα ίχνη
Με το μελάνι του
Αλλά και η ανθρώπινη παράνοια, η ανεξιχνίαστη σαλότητα, το βαθιά σκοτεινό της ανθρώπινης ύπαρξης και ψυχής, πόσο ωραία εκφρασμένο μέσα σε 6 μόνο στίχους (σελ. 59):

«Υπάρχει έλλειψη σας λέω,
Υπάρχει έλλειψη…»
Μονολογούσε μες στην παγωνιά
Ο αγαθός τρελός της γειτονιάς
Όπως ξυπόλυτος σε προσπερνούσε

Υπάρχει έλλειψη…
Τα ποιήματα της συλλογής ποικίλουν ως προς τη μορφή τους: άλλα ολιγόστιχα, άλλα μεγαλύτερα σε έκταση, συστάδες ποιημάτων στεγασμένες κάτω από έναν τίτλο-ομπρέλα, μέχρι και σχηματική ποίηση (στίχοι Στο περιθώριο) σκοπίμως γραμμένη, οριζοντίως και καθέτως, στις άκρες των τελευταίων σελίδων, στο περιθώριο του βιβλίου.

Το Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά (ιδανικό συνάκουσμα των στίχων της Κορνέτη η σκοτεινά γοητευτική μουσική του Νικ Κέιβ, ιδίως οι παλιότερες μπαλάντες του – το συστήνω ανεπιφύλακτα στους θεριακλήδες του είδους), με το παράξενα εντυπωσιακό πίνακα-σχέδιο εξωφύλλου της ζωγράφου και μητέρας της ποιήτριας, Πέννυς Δίκα-Κορνέτη, είναι ένα βιβλίο συνειδητοποίησης και αναψηλάφησης του κόσμου και της ζωής. Μέσα από την άκρως ενδιαφέρουσα ματιά μιας ευαίσθητης ποιήτριας, που δίχως ανέξοδους συναισθηματισμούς, παρωχημένους λυρισμούς και γλυκερότητες, ποιητικές ευκολίες και κλισέ, καταθέτει θαρραλέα την αλήθεια της.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ (2013)

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΚΑΤΣΑΚΟΣ

diastixo 21/12/2014

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ

Το βιβλίο της Έλσας Κορνέτη Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας μπορεί να οδηγήσει σε ερωτήματα όπως: ποιος κόσμος είναι αυτός που εκφράζεται μέσα από αυτό το βιβλίο ή ποιο είναι εκείνο το κομμάτι της συνείδησης που μας οδηγεί σε μια ματιά βαθύτερη, πιο ουσιαστική και ίσως πιο στοχαστική, για να προσπαθήσουμε να προσλάβουμε την αλήθεια αυτού του κόσμου; Ποιος είναι ο κόσμος εκείνος που πεθαίνει και ποιος είναι εκείνος που γεννιέται ή έστω αναδύεται; Μπορούμε να μιλήσουμε για έναν μελλοντικό κόσμο στον οποίο η ποίηση μπορεί να είναι κάτι άλλο ή η ποίηση μπορεί να είναι ο μελλοντικός κόσμος; Τελικώς, ποιο μέλλον οραματίζεται το Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας;
Ζητούμενο και ιχνηλασία, ουτοπία και ευτοπία της Έλσας Κορνέτη η λέξη «ανατροπή». Η άλλη ματιά και η άλλη όψη ενός κοσμοειδώλου. Αν δεχθούμε ότι ο Δυτικός πολιτισμός έφτασε στην πλήρη απίσχνανσή του, σε ένα τελικό-τελευταίο στάδιο ζωής αφού αποδόμησε ό,τι τον δημιούργησε, τότε είναι δυνατόν να συναντήσουμε στο Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας την έκπτωση της ιδεολογίας του Δυτικού πολιτισμού. Το Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας μπορεί να είναι το «Ημερολόγιο της Δυτικής ήττας».
Η Έλσα Κορνέτη δεν κάνει φιλοσοφία. Κάνει λογοτεχνία. Επίσης, δεν δημιουργεί ιδέα. Ο λόγος της ακροβατεί με εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στη βαθύτερη εσωτερική αναζήτηση και ενατένιση, στον στοχασμό, στην ποίηση και την αλληλουχία ενός λόγου που έχει κυρίως ένα ιδιότυπο ένστικτο και λιγότερο λογική.
Η παραλληλία και αναλογία της «κραυγής» αυτού του πολιτισμού διατυπώνεται σε όλη την επιφάνεια και την έκταση του λόγου στο Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας. Είναι μια κραυγή αιχμηρή και ειρωνική. Αναδύεται άλλοτε με τον πιο δραστικό τρόπο, σαν θραύσματα ακτινωτά και διάχυτα από τον διαρκώς παλλόμενο συριγμό μιας σφαίρας, η οποία εξακολουθεί να βάλλει στο κενό ή στο άπειρο, και άλλες φορές μέσα από ένα ξεκάθαρο ρεαλιστικό υπόβαθρο. Διαχέεται επίσης μέσα στην τραγικότητα που δημιουργεί ο ανθρώπινος μύθος, ενώ άλλες φορές εκφράζεται με πικρό χιούμορ. Είναι τελικώς η κραυγή αυτή μια ανάλυση εκείνων των πραγμάτων που συνιστούν τις ανθρώπινες ιδιότητες, είναι όμως ταυτοχρόνως και η εκπνοή των ανθρώπινων καταστάσεων. Η κραυγή αυτή εκφράζεται, τέλος, μέσα από μιαν επίφαση της ζωής προσπαθώντας να δομήσει και να διερευνήσει το όραμα του λόγου.
Αν ο κόσμος μεταλλάσσεται, τότε έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να φανταστεί κανείς το μελλοντικό του πρόσωπο. Αυτής της «μεταλλαγμένης ποίησης» το πρόσωπο θα κληθεί ο μελλοντικός «άνθρωπος-ποιητής» να ερμηνεύσει και να υπηρετήσει. Είναι ενδιαφέρον, επίσης, στο πλαίσιο της ανάγνωσης που υπαγορεύει το βιβλίο της Έλσας Κορνέτη να διερευνήσουμε και το είδος της τεχνικής-τεχνητής δημοκρατίας, στην οποία οδήγησε η σύγχρονη εποχή της τεχνικής διακυβέρνησης ενός κράτους. Τέλος, είναι αναγκαία η διερεύνηση και η προσπάθεια ερμηνείας της «φιλοσοφικής σταθεράς» –αν υπάρχει στην εποχή μας– γύρω από την οποία η ανθρώπινη συνείδηση ματαίωσε την ύπαρξή της.
Το Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας αποτελεί ουσιαστικά μια αποφαντική κριτική στην «παρατήρηση» της ζωής και γενικότερα της ανθρώπινης περιπέτειας.
Οι 569 δοκιμές λόγου που εγγράφονται στο βιβλίο συνιστούν μιαν ευρύτατη ποικιλία θεματικών πυρήνων που λαμβάνονται από γενικότερες έννοιες, όπως «ύπαρξη», «συνείδηση», «φύση», «τέχνη», «πολιτική», «βιολογία», «τεχνολογία» κ.ά. Πρόκειται για μια πολυποίκιλη δηλαδή δοκιμή της συνείδησης, όπου ο στοχασμός και η ποίηση –συνυπάρχοντας αδιαίρετα– σπονδυλώνουν ένα διαφορετικού τύπου αίσθημα. Οι αφοριστικοί αυτοί διάλογοι-θραύσματα, κρυσταλλώματα λόγου, εμπεριέχουν ένστικτο και ύλη, πρόβλεψη και αταξία, πρόθεση, ειλικρίνεια, πράξη και χρόνο. Είναι δραστικά σύνολα-πυκνώματα ευαισθησίας και συγκινησιακών φορτίων μέσω των οποίων «νιώθει» κανείς τις αισθήσεις μιας αδιόρατης κίνησης και μιας ροής που πείθουν, όχι τόσο για την αλήθεια τους όσο για την ανατροπή της «καθηλωμένης ιδέας ως επαγωγής» ή, αλλιώς, της ιδέας που έχει καθηλωθεί πλέον από την ίδια της την ιστορική αδράνεια. Πείθουν λογοτεχνικά για την ανάγκη να ιδωθεί τελικώς διαφορετικά η ίδια η φύση του λόγου. Το Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας δεν είναι παρά μια συναγωγή στιγμιοτύπων καίριων και καθολικών της ανθρώπινης συνειδητότητας, αλλά και ένα άνοιγμα ενός σύνθετου δοκιμιακού λόγου στο ζητούμενο νόημα και την «επαναμάγευση» της συγκίνησης.
Η Έλσα Κορνέτη δεν κάνει φιλοσοφία. Κάνει λογοτεχνία. Επίσης, δεν δημιουργεί ιδέα. Ο λόγος της ακροβατεί με εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στη βαθύτερη εσωτερική αναζήτηση και ενατένιση, στον στοχασμό, στην ποίηση και την αλληλουχία ενός λόγου που έχει κυρίως ένα ιδιότυπο ένστικτο και λιγότερο λογική. Για τον λόγο αυτό έχουμε να κάνουμε με ένα μείγμα ποικίλων όψεων ποιητικής έκφρασης που συντείνει σε μιαν εξαιρετικής ποιότητας συγκίνηση.
Στόχος επίσης της Κορνέτη ο στοχασμός μέσω των αισθήσεων της γλώσσας ή της γλωσσικής ύλης. Ο στοχασμός εκφράζει, θα έλεγα, από την ίδια του τη φύση μια ποιητική ενότητα, μια μελωδία/συγχορδία ποιητικών οντοτήτων, εκφράζει την κίνηση της ζωής και του κόσμου. Ο στοχασμός με άλλα λόγια δεν είναι παρά η προβολή του μελλοντικού, του οράματος, της γλώσσας τελικώς που μέσω αυτής θα διατυπωθεί κάθε μελλοντική ποίηση ή η κάθε μελλοντική συγκίνηση, για να ακολουθήσω τη λογική που λανθάνει στον υπότιτλο του βιβλίου.
Η πληροφορία, ακριβέστερα η πάσης φύσεως πληροφορία, καταργεί την έννοια και την αίσθηση του χρόνου. Τελικώς, εξαιτίας του χρόνου η πληροφορία μοιάζει κενή. Η ταχύτητα διακίνησής της είναι χρονικά μη αφομοιώσιμη. Καταναλώνεται και αυτή όπως καταναλώνεται ή αναλίσκεται ή εξαντλείται στο δευτερόλεπτο. Σε μελλοντικούς χρόνους θα εξαντλείται εν τη γενέσει της. Μια άλλη πληροφορία αίφνης καταργεί την προηγούμενη. Ερμηνεύοντας, λοιπόν, κατ’ αντίθετη αναλογία: να λειτουργούν άραγε και με αυτόν τον τρόπο των μηδενικών αποστάσεων οι αφοριστικές αυτές ψηφίδες ζωής της Έλσας Κορνέτη;
Η κινητική αυτή χρονική συστολή, η ηρακλείτεια ρευστότητά της, γίνεται τόσο επικίνδυνη για την ανθρώπινη φύση, ώστε αυτή να μην μπορεί να αντιληφθεί τη θνητότητά της. Ζούμε την εποχή της υπερσυνείδησης της πληροφορίας. Μέσω αυτής, αν μπορώ να προσλάβω τη δοκιμιακή στρατηγική της Κορνέτη, ο ποιητικός άνθρωπος δεν είναι πλέον άνθρωπος και ο άνθρωπος δεν είναι πλέον ποιητής. Η πληροφορία οδήγησε και στην αποσπασματικότητα της ανθρώπινης συνείδησης. Τα πάντα γύρω μας είναι πλέον προβολές της πληροφορίας, ενώ ο φυσικός χώρος έγινε εικονικός χώρος. Η μελλοντική ποίηση, η κάθε μελλοντική ποίηση ποιαν τελικώς μελλοντική εικονική πραγματικότητα θα εκφράσει;
Τι άλλο αναδεικνύεται μέσα από το Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας; Μα η ίδια «η ταχύτητα του μηδενός», όπως θα την ονόμαζα, είναι η ταχύτητα του μηδενός τελικώς εκείνη που δεν αφήνει τη συγκίνηση, άρα τη συγκίνηση της τέχνης να εκφράσει ό,τι δυνητικά αυτή μπορεί.
Όλα αυτά δεν είναι παρά μια θέαση ελάχιστων ιδεών-πραγμάτων από κείνα που θα μπορούσαν να διατυπωθούν ακόμη. Άλλωστε, μπροστά στη συγκίνηση της λογοτεχνίας κάθε προσπάθειά μας να εκλογικεύσουμε ή να ερμηνεύσουμε θα είναι πάντα μια προσπάθεια ελλειπτική ή ατελής. Η απόλαυση της λογοτεχνίας είναι μια δυνητική συνθήκη με τις πιο ζωντανές μας μνήμες. Αν μπορούμε να τις μεγεθύνουμε με έναν φακό, τότε σίγουρα διαπιστώνουμε την άπειρη εμμονή τους να μας προκαλούν «εφιάλτες ποιητές». Το ίδιο ακριβώς και με το βιβλίο της Έλσας Κορνέτη, ένα βιβλίο όπου η ανάμνηση κάθε μελλοντικής ποίησης δεν είναι παρά μια μετέωρη αίσθηση της τραγικότητάς μας η –ακριβέστερα– της μελλοντικής τραγικότητάς μας.

ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

ΦΡΕΑΡ 10/4/2014

Για το Ημερολόγιο Φιλοσοφικής Ήττας

Όλα άρχισαν μ’ έναν κάκτο, μια μέδουσα κι ένα χέλι. Ένιωθα την συνείδηση του κόσμου σαν έναν κάκτο σφηνωμένο στο κεφάλι μου. Έπειτα αναρωτιόμουν: είναι ο άνθρωπος η συνείδηση ή η συνείδηση ο άνθρωπος; Είναι η συνείδηση που κατοικεί σαν φωσφορίζουσα μέδουσα στα έγκατα του ανθρώπου ή είναι ο άνθρωπος που κατοικεί σαν φωσφορίζουσα μέδουσα στα έγκατα της συνείδησης; Κι έπειτα προέκυψε ένα ημερολόγιο σαν χέλι.

Ένα ημερολόγιο με προορισμό όχι μόνον την καταγραφή του παράδοξου της ζωής, της ύπαρξης, της φύσης, της τέχνης, της τεχνολογίας, αλλά την επιβολή μιας ματιάς κι ενός βλέμματος ενάντια σε όλα -με τον καλπασμό της ποιητικής φαντασίας πάντα.

Ως συγγραφέας το μόνο που διεκδικώ είναι το δικό μου πρόσωπο που καταγράφει με το δικό του βλέμμα τα γεγονότα κι έπειτα τα αναποδογυρίζει για να διασκεδάσει – γιατί αυτό είναι η λογοτεχνία και κυρίως η ποίηση -το παιχνίδι με τις λέξεις– διασκέδαση –η ωραιότερη διασκέδαση που είχα ποτέ– μια διασκέδαση που διασκεδάζει με τη βεβαιότητα ότι η ζωή είναι και ζωηρή και έξυπνη και νωθρή και άσχημη και ωραία και διεστραμμένη και πονηρή και ανόητη και αφηρημένη και τεχνοκράτισσα και αυτάρεσκη και απατεώνισσα και κλέφτρα και γητεύτρα και μάγισσα και νεράιδα και ξωτικό και φόνισσα …

Για τους ελλιπέστατους παραπάνω λόγους, διότι δεν προλαβαίνω σε αυτή τη ζωή ν’ αναφερθώ σε όλες τις ιδιότητες της ζωής που το μυαλό μου δύναται να συλλάβει, Η ΖΩΗ είναι μια συνεχής ΗΤΤΑ κάθε φιλοσοφικής θέσης που προσπαθεί να την εξηγήσει -γιατί η ζωή πάντα θα προηγείται των γεγονότων και των θεωριών και των πράξεων και των δηλώσεων και των σοφιών και τους ξεγελά όλους με τα τεχνάσματα, με τα ακροβατικά και τις κωλοτούμπες της, γιατί η ζωή είναι αυτό το πονηρό χέλι που πάντα ξεγλιστράει και προπορεύεται – και το στοίχημα της Τέχνης με τη Ζωή είναι να την ξεπεράσει – με μια αέναη σκυταλοδρομία από ανθρώπων έργα …

Ποιος τερματίζει όμως; Η Ζωή ή η Τέχνη; Ίσως ποτέ να μην μάθουμε ή ίσως να ξέρουμε ήδη… και ποιο να είναι το τέρμα; Εκεί στην άκρη του κόσμου όπου λιώνει ο χρόνος και η ζωή χύνεται σε λαμπερό ασήμι; Θα δανειστώ μια εξαίσια διαπίστωση του αγαπημένου συγγραφέα και φιλοσόφου Βίτολντ Γκομπρόβιτς : «Η λογοτεχνία και το χέλι κρατιούνται στη ζωή όσον καιρό καταφέρνουν να γλιστρούν».

Ενδεχομένως λοιπόν και η ζωή να κρατιέται στη ζωή όσον καιρό καταφέρνει να γλιστρά…

[Το παρόν κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Έλσας Κορνέτη, Ημερολόγιο Φιλοσοφικής Ήττας, Σκέψεις και αφορισμοί για κάθε μελλοντική ποίηση, Κουκούτσι 2013, στον Ιανό Θεσσαλονίκης.]

ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

diastixo 21/7/2014

Στο βιβλίο μου Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας, με αφορμή πάντα τη φλόγα μιας εσωτερικής ανησυχίας για τη διερεύνηση της ανθρώπινης συνείδησης, επιχείρησα να συγκεντρώσω δραστικές σκέψεις και να διατυπώσω σύγχρονους αφορισμούς για τον άνθρωπο, τη φύση, τη ζωή, την τέχνη, την τεχνολογία. Το όλο εγχείρημα κατέληξε σε μια δοκιμιακή σύνθεση από ημερολογιακά θραύσματα με εσωτερική σειρά, που συνθέτουν την υπεράσπιση της ύπαρξης μέσα από την υπεράσπιση κάθε μελλοντικής ποίησης.
Όλα ξεκινούν σ’ ένα σύμπαν τόσο ειρωνικό, αλλά και συνάμα τραγικό, όπου η φαντασία επεμβαίνει στην πραγματικότητα χωρίς να την αλλοιώνει. Σε αυτό το ακατανόητο σύμπαν, η ανθρώπινη μοίρα παίρνει για τον καθένα το δικό της νόημα.
Διαπιστώνω: Η σκιαγράφηση αυτού του κόσμου γίνεται ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας λειτουργεί ως μια ξεχωριστή ύπαρξη, αλλά και ως μέρος μιας ολότητας. Αυτή η ολότητα που ενώνει, οδηγεί στη γνώση και στην κατανόηση ότι η αρχή είναι το τέλος και το τέλος η αρχή. Δεν υπάρχουν ήρωες, νικητές ή χαμένοι, παρά μόνον θύματα. Η συγγραφική μου persona είναι ο οξυδερκής παρατηρητής που περιπλανάται, κάθε άλλο παρά ονειροπόλος, καταγράφει τα γεγονότα με ημερολογιακό ρεαλισμό, κάποτε με ψυχρό ορθολογισμό, με διαρκή φιλοσοφική διάθεση, που διαρκώς τον προδίδει, αλλά κυρίως με πικρό χιούμορ και την ευγένεια μιας κομψής, πυκνής ποιητικής έκφρασης.
Αναρωτιέμαι: Ποιο σχήμα είναι πιο ευτελές; Η αιωνιότητα της αυταπάτης ή η αυταπάτη της αιωνιότητας;
Η τέχνη, άλλωστε, έχει μια εμμονή στη ζωή και οι άνθρωποι έχουν μια εμμονή στον εαυτό τους, κι αυτό γιατί ποτέ άλλοτε δεν είχαν νιώσει σε τέτοιο βαθμό την τερατώδη ανάγκη της αναμέτρησής τους με την ασημαντότητα.
Σκέφτομαι: Η ποίηση, το παράλογο και η συνείδηση συνθέτουν το πιο καυτό ερωτικό τρίγωνο. Η ποίηση τροφοδοτείται από το παράλογο του κόσμου, γι’ αυτό παράγει συνείδηση. Και τότε ως εκ θαύματος το κενό του κόσμου γεμίζει συνείδηση. Η ποιητική τέχνη επιβιώνει δίνοντας το πιο υπέροχο μάθημα ειλικρίνειας, τολμώντας ν’ ανακοινώσει: Ναι. Η φιλοσοφία πάσχει από το σύνδρομο της ηττοπάθειας, της ηττοπλασίας, της ηττολογίας, της ηττοπληξίας και η ζωή με τη ζωώδη ενέργεια, τα απρόσμενα τεχνάσματά της και το συμπαντικό ένστικτό της σε κάθε αγώνα δρόμου την προσπερνά κι όποτε επίμονα την κοιτά, την απενεργοποιεί και την απολιθώνει. Η βιολογία ανένδοτη προτάσσοντας το κυνικό της δάχτυλο προστάζει. Κι όποτε η βιολογία νικά, η φιλοσοφία ηττάται.

Το ποιητικό παραμύθι Ο επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ είναι το έβδομο ποιητικό μου βιβλίο, με θέμα έναν άνθρωπο που δέθηκε και ακινητοποιήθηκε από τους λιλιπούτειους, που ήταν μεταφορικά όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα της εποχής του με τη μορφή πολλαπλών εαυτών, που τον κρατούσαν δεμένο, αιχμάλωτο και δεν τον άφηναν να απολαύσει το μεγαλείο της πραγματικής ζωής. Ήταν ένας άνθρωπος που προτιμούσε να ζει εικονικά. Ένας φοβισμένος, δειλός και εξαρτημένος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που προτίμησε την ψυχρή οθόνη του υπολογιστή από τις χαρές και τις εκπλήξεις και τα δώρα αλλά και τις δυσκολίες της αληθινής ζωής. Ο Γκιούλιβερ μοιάζει να εξομολογείται: «Ναι, πολέμησα με λιλιπούτειους. Γιατί είναι αδιάφορο αν πολεμάς με λιλιπούτειους ή με γίγαντες. Τόσο αδιάφορο, που εύκολα τα συγχέεις. Έχω τη μεταφυσική του μύωπα» (παράφραση).
Είναι ο σύγχρονος αυτός Γκιούλιβερ ήρωας ή θύμα της ηλεκτρονικής επανάστασης; Πρωταγωνιστής ή κομπάρσος; Υποτακτικός ή ανυπότακτος στα σημεία των καιρών; Αντιστέκεται ή υποδουλώνεται στους ψηφιακούς πειρασμούς, που τόσο ελκυστικά του σερβίρουν; Ποιες είναι οι πραγματικότητες που τον περιβάλλουν; Πού προτιμά να ζει; Σ’ έναν κόσμο επινοημένο και προβλέψιμο ή σ’ έναν κόσμο ζωντανό και απρόβλεπτο; Χαμένος στην έρημο της ψευδοεπικοινωνίας και της εικονικής πραγματικότητας, χορτασμένος από παραισθήσεις και διψασμένος για λίγες σταγόνες αληθινής ζωής, επιχειρεί να βγει από το χάος και τη σύγχυση του τεχνολογικού ορθολογισμού. Ο ήρωας του ποιητικού βιβλίου αισθάνεται ότι κάτι τού έχει αφαιρεθεί και περιμένει να συμπληρωθεί. Τον τρόμαζε η ανωνυμία της κουκκίδας. Νόμιζε πως μέσα στο φωτεινό του το κουτί, του υπολογιστή, μπορεί να πρωταγωνιστήσει. Όμως ο σύγχρονος Γκιούλιβερ διακατέχεται από την ευγένεια της αποτυχίας. Όταν πετυχαίνοντας την απόλυτη υποταγή στις προσταγές της ηλεκτρονικής εποχής του, αποτυγχάνει να ζήσει. Στο τέλος, συνεπαρμένος από την καταπιεσμένη μυθολογία των ονείρων απελευθερώνεται, εκτοξεύοντας στους αιθέρες τον φτερωτό πλέον ποιητή-εικονοποιό, αληθινό εαυτό του, ενώ ο ίδιος ο σάρκινος, πεπερασμένος, αφήνεται στην καταβύθιση μέσα στον πολτό της ανθρωπότητας. Πώς όμως επιβάλλεσαι στη ζωή για να σε σέβεται; Είναι απλό: δαμάζοντας τον φόβο. Η ζωή σε σέβεται όταν σε φοβάται, όταν υπερασπίζεσαι το πάθος και της εναντιώνεσαι, όταν δεν υποτάσσεσαι στις ανθρωποφαγικές της ορέξεις. Όταν κυνηγήσεις κι αιχμαλωτίσεις με την απόχη σου τ’ όνειρό σου, όταν διεκδικήσεις την ανυπακοή σου στους κανόνες της ακινησίας και του αφανισμού. Τότε η ζωή θα σε φοβάται, επειδή θα σε σέβεται.

ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

Το Ποντίκι 24/9/2014

Ζούμε σε μια εποχή όπου κανένας δεν δίνει σε τίποτα προσοχή παραπάνω από πέντε λεπτά. Κυρίως κανείς δεν κοιτάζει τον διπλανό του. Κοιτάζει όμως διαρκώς την οθόνη του κινητού του. Είναι μια εποχή αναίτιας αντιπαραγωγικής ανυπομονησίας. Μια πολυδιασπαστική εποχή, ένας φακός χωρίς focus. Αυτή ήταν η αρχική σκέψη που οδήγησε στη σύνθεση ενός βιβλίου με φιλοσοφικά ποιητικά μηνύματα δευτερολέπτων.

Το «Ημερολόγιο Φιλοσοφικής Ήττας» με εξακόσιες σύντομες δραστικές σκέψεις σαν ριπές πολυβόλου, πυροδοτεί αφορισμούς για τον άνθρωπο, τη φύση, τη ζωή, την τέχνη, την τεχνολογία, συγκροτώντας ένα βιβλίο αποτελεσματικής συγκόλλησης ηττημένων από τη ζωώδη δύναμη της ύπαρξης φιλοσοφικών θραυσμάτων που συνθέτουν την υπεράσπιση της ύπαρξης μέσα από την υπεράσπιση κάθε μελλοντικής ποίησης. Ένα παζλ ανατρεπτικών σκέψεων, πειραγμένων ποιητικών εικόνων και αναποδογυρισμένων αποφθεγμάτων συνθέτει ένα μωσαϊκό αναρχικών ψηφίδων, ένα υφαντό με ατέρμονες κυκλοθυμικές κλωστές που μέσα από την πολυπλοκότητα απλοϊκών διαδρομών υφαίνουν την ήττα της φιλοσοφίας μέσα από τη νίκη της ζωής, ήττες που συχνά ανοίγουν νέους δρόμους και νίκες που κάποιες φορές δεν σπέρνουν παρά τυφλά αδιέξοδα.

ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

ΑΥΓΗ 21/6/2014
Χαρτογραφώντας τη θάλασσα της εικονικής πραγματικότητας

Φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια η νεότερη ποιητική γενιά –όπως συμβαίνει με την περίπτωση της Έλσας Κορνέτη- ανιχνεύει καινούριους δρόμους στην ποιητική έκφραση. Το βιβλίο της –«Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας. Σκέψεις και αφορισμοί για κάθε μελλοντική ποίηση»- που ισορροπεί ανάμεσα στην ποίηση και τον δοκιμιακό λόγο, αποτελεί μια στοχαστική ενατένιση των πραγμάτων και του υποκειμένου και συνεχίζει σταθερά ένα από βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης της που είναι η κοινωνική διάσταση. «Για πρώτη φορά ένας λαός είναι φοβισμένος περισσότερο απέναντι στη ζωή παρά στο θάνατο». Σπάει το είδωλο του κόσμου που λάμπει στον καθρέφτη της ματαιοδοξίας. Κατεδαφίζει τις ψευδαισθήσεις του υποκειμένου, που σέρνεται ως άθυρμα σε μια μπελ εποκ της κατανάλωσης πίσω από τα θάμβος μιας εφήμερης ομορφιάς του κόσμου που είναι πλαστική. «Το ηλεκτρονικό αρχιπέλαγος παφλάζει στην οθόνη των ματιών φέροντας μια «εξέχουσα» αποστολή: την επανεφεύρεση της ηδονής. Έστω εικονικής».
Η φωνή της αποφεύγει το λυρισμό και την αισθηματολογία. Η γλώσσα «αντιποιητική» εισάγει λέξεις καθημερινές, υπονομεύει τη σοβαροφάνεια και δημιουργεί μια γλωσσική σκευή αντίστοιχη με το θέμα και την εποχή που εκφράζει. Ηλεκτρικά όνειρα, υγρά μπαταρίας, φούρνοι μικροκυμάτων και μικροπίξελ είναι τα σύμβολα που στίζουν τα ποιήματά της. «Το μέλλον ραγίζει ήδη στον καταψύκτη». Η ειρωνεία, ο σαρκασμός και το χιούμορ είναι η μάσκα για καταδυθεί στο σύγχρονο κόσμο. «Ναι. Ο Θεός κυκλοφορεί ανάμεσά μας με αντιασφυξιογόνα μάσκα»
Από την μέχρι τώρα πορεία της φαίνεται ότι στην ανάπτυξη των θεμάτων ακολουθεί, παραδόξως, δυο διιστάμενες διαδρομές, οι οποίες πολλές φορές συνυπάρχουν ακόμη και στην ίδια συλλογή. Από τη μια μακροσκελή ποιήματα, με αφηγηματικότητα και μια πληθωρική ρητορική τα οποία χρησιμοποιούν μοτίβα από παραμύθια, ποντισμένα στην αλληγορία –ο Γκιούλιβερ, ο Αυτοκράτορας, ο Μάγος- και από την άλλη υπάρχει η αποφθεγματικότητα που αποτελεί το κυρίαρχο ύφος του ανά χείρας βιβλίου, με μια εκφραστική οικονομία που ,κατά την άποψή μου, αποδίδει καλύτερα. Η επιγραμματικότητα αποτελεί μια βασική σταθερά της φωνής της, αφού εντοπίζεται και σε προηγούμενες συλλογές της, όπως το «Κονσέρβα μαργαριτάρι»: «Η ποιητική κλιμάκωση του έρωτα: Προσποίηση, Περιποίηση, Εκποίηση». Ένα παιγνιώδες βλέμμα αναποδογυρίζει τα πράγματα, αποστάζοντας με την παράδοξη λοξή ματιά τον στοχασμό. Οι αφορισμοί τείνουν να αποβάλλουν τα περιττά σε μια μαθηματική συμπύκνωση. Αποτελούν μια έφοδο για να συλλάβουν το καίριο μέσα από το ελάχιστο. «Στην αφετηρία ενός έρωτα βρίσκεται καρφωμένη η ταμπέλα: «Αγάπη μου καλωσόρισες στο χειρουργείο».
Ο έρωτας ως αναμέτρηση, σαρκοβόρος και ψευδαισθητικός, ο οποίος είναι κυρίαρχος και στις προηγούμενες συλλογές, η ποιητική και η ποίηση ως τρόπος θέασης των πραγμάτων, το υπερτροφικό Εγώ και η περιπετειώδης συνύπαρξη με τον Άλλο είναι μερικά από τα θέματα που επανέρχονται. Το ποιητικό υποκείμενο αιμάσσει σε έναν κόσμο ο οποίος επιφυλάσσει δράματα δωματίου, ζωή κονσέρβα, τέλειες αλλά χωρίς αίμα γυναίκες στους υγρούς κρυστάλλους της οθόνης, πολλαπλά είδωλα και αντίγραφα, όταν ματαίως αναζητά τη γνησιότητα και το πρωτότυπο. Οι νεότεροι ποιητές εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, χαρτογραφούν τη θάλασσα του διαδικτύου. Η Έλσα Κορνέτη εκπρόσωπος μιας γενιάς που μαθαίνει τον κόσμο με τα ακροδάχτυλα και τα πλήκτρα του υπολογιστή καταγράφει την υπαρξιακή μελαγχολία από την αίσθηση του εγώ που βουλιάζει στο βυθό μιας εικονικής πραγματικότητας. Συνειδητοποιεί τα όρια της αγάπης, των σχέσεων και της ομορφιάς και ταυτόχρονα αθροίζει τις ήττες σε μια εποχή που κυριαρχούν η κοινωνική δικτύωση, οι ηλεκτρονικοί φίλοι και οι τραπεζίτες. «Αν ξαφνικά οι Τραπεζίτες αυτού του κόσμου απολιθωθούν θα βρέξει στο κεφάλι μας χρυσούς γύπες». Η γραφή της αναζητά ως έσχατο καταφύγιο την τέχνη. «Η τελευταία λέξη του κόσμου για τον κόσμο δεν έχει ακόμα ειπωθεί. Την τελευταία λέξη την κρατά βαθιά κρυμμένη η Ποίηση. Άγνωστο πού…». Έχει επίγνωση των κινδύνων: «Πού να κρυφτεί κανείς από τις λέξεις; Στη στροφή του δρόμου καραδοκούν και σχεδόν πάντα ορμούν σε κάθε ατάλαντο ποιητή για να τον ποδοπατήσουν». Έχει, όμως, ήδη συγκροτήσει με το έργο της θεματικά μια δική της περιοχή και έχει κατακτήσει αναγνωρίσιμη φωνή. Και αυτό είναι ήδη ένα σημαντικό βήμα στην ποίηση.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΣΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

ATHENS VOICE 5/2/2014 ΤΕΥΧΟΣ 468

Η Θεσσαλονίκη ποιητικώς και sos!

«Αλήθεια, υπάρχει ποίηση, γραμμένη όμως από νέους ανθρώπους στη Θεσσαλονίκη σήμερα; Γιατί έχω την εντύπωση πως “στο άθλημα” –μιλάω για το τι συμβαίνει στο μυαλό του περισσότερου κόσμου– τα ονόματα που κοντά δύο αιώνες την έχουν μονοπώλιο είναι τα γνωστά: Χριστιανόπουλος, Αλαβέρα, Μέρκος, Βαρβιτσιώτης, τέλος. Σαν να μην υπάρχουν νέοι ποιητές, αυτή είναι η εντύπωσή μου. Ή, ακόμα κι αν υπάρχουν, οι λέξεις τους ακολουθούν υπόγειες διαδρομές, δεν τις βλέπει το φως της δημοσιότητας, δεν τους κάνουν αφιερώματα οι εφημερίδες ούτε τις απαγγέλλουν σε καφενεία όπου συχνάζουν. Αν συχνάζουν».

Με την Έλσα Κορνέτη ανταμώσαμε σε ένα κεντρικό μπαρ. Η γκαρσόνα μάς έφερε τασάκι, αλλά μας προειδοποίησε ότι καπνίζουμε υπ’ ευθύνη μας με κίνδυνο να πληρώσουμε ένα πεντακοσάρικο, αν γίνει ντου και μας πιάσουν. Τις δύο τελευταίες εβδομάδες, που επανενεργοποιήθηκε η αντικαπνιστική διάταξη, γίνεται πογκρόμ. Η Έλσα Κορνέτη είναι ποιήτρια, έχει εκδώσει μια δεκάδα συλλογές, γνωριστήκαμε στις αρχές της νέας χρονιάς, όπου και μου χάρισε την τελευταία της με τίτλο «Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας». Ήταν από τους πρωτεργάτες κάποιων slam poetry δράσεων που συνέβησαν στην πόλη τα τελευταία χρόνια, γελά με τα περί Χριστιανόπουλου και άλλων ονομάτων που της παραθέτω, απαντώντας μου πως έχω δίκιο: Οι νέοι ποιητές αυτής της πόλης έχουν, όπως ο καθένας άλλωστε στην Ελλάδα, να ανταγωνιστούν το κλέος του χθες, πρέπει να δώσουν μάχη για να τους πάρουν οι «σοβαροί» λογοτεχνικοί κύκλοι της Θεσσαλονίκης στα σοβαρά.

Το τελευταίο της βιβλίο έχει μερικούς αφορισμούς και μερικές σκέψεις που καίνε: «Το μελόδραμα είναι η έγχρωμη οδός διαφυγής για όσους πλήττουν σε ασπρόμαυρο περιβάλλον. / Ο κίνδυνος είναι το πιο αποτελεσματικό αφροδισιακό. Η άγνοιά του ψευδαίσθηση παντοδυναμίας. / Όλοι οι αναλώσιμοι άνθρωποι υποκύπτουν στην επιτακτική εντολή διαιώνισης του είδους. / Οι άγριοι αλληλοεξοντώνονται. Οι εξημερωμένοι αλληλοεξαπατώνται. Αυτή είναι η προβλέψιμη μοίρα των εξελιγμένων πιθήκων».

Οι πιο τολμηροί δίπλα μας καπνίζουν όπως παλιά, παράνομοι, στο λεωφορείο ή στο σινεμά, κρατώντας το τσιγάρο ανάποδα, με την καύτρα προστατευμένη μέσα στη χούφτα. Υποθέτω πως αυτή η αίσθηση της παρανομίας κάνει την τζούρα γλυκύτερη. Η έξαψη και η αδρεναλίνη λάμπουν στα μάτια τους. Πώς βλέπεις, Έλσα, τη Θεσσαλονίκη; «Σ’ αυτήν την υπέργεια πόλη όσο η υγρασία της ατμόσφαιρας εναλλάσσεται με την ξηρασία της τέχνης οι μούμιες της ποίησης πυκνώνουν γύρω σου. Τα απολιθώματα της Ποίησης πληθαίνουν μπροστά σου. Οι μούμιες κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Οι μούμιες αποφασίζουν. Κι η αέναη πάλη συνεχίζεται. Η αέναη πάλη ανάμεσα σε τρελούς και λογικούς είναι αιώνια. Η πόλη ζει αναπνέοντας πεισματικά αλμυρό οξυγόνο και στην αρένα της ζωής επιβιώνει όποιος τον Άλλον πρώτος εκτοπίσει. Οι γρονθοκοπημένοι τρελοί καθώς αποχωρούν ολοένα κάτι ψιθυρίζουν σε μια γλώσσα άγνωστη που οι λογικοί ποτέ δεν θα καταλάβουν. Πότε ήταν αλήθεια; Ήταν τότε που αποφάσισαν τη μεγάλη ανατροπή: H Κόλαση επάνω, ο Παράδεισος κάτω».

Ψάξτε τις λέξεις της Κορνέτη, ψάξτε για την άλλη Θεσσαλονίκη πέρα από την αυτονόητη που συχνάζει στα καφέ «Mikel», γλεντάει στα τσιπουράδικα, «κρεπάρει» στο Ναυαρίνο και «αριστοτελιάζεται» με θέα τη θάλασσα. Υπάρχει! Κι έχει έναν άλλο κώδικα επικοινωνίας, όπως το διαβάζω στο «Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας»: «Η πραγματικότητα είναι / ότι είμαστε όλοι μόνοι μας / ο κόσμος / ο Ηρακλής / η ομάδα». Αυτό το έγραψες γιατί είσαι ηρακλάκι, Έλσα; Η απάντησή της με στέλνει: «Όχι, δεν είναι δικό μου, παρότι το μετέφερα αυτούσιο. Είναι η φωνή εκφωνητή όπως την αποστήθισα ακούγοντάς την στο ταξί στις 18/6/09, καθώς πήγαινα για το σπίτι».

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΚYΡΙΟΣ ΓΚΙΟYΛΙΒΕΡ (2013)

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Φρέαρ 5/8/2015

Αποδέσμευση από την εξελισσόμενη τεχνολογική λαίλαπα

Έλσα Κορνέτη, Ο Επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ,

Το κλασικό φανταστικό μυθιστόρημα του Τζόναθαν Σουιφτ (Jonathan Swift, 1667 – 1745) Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ μετουσιώνεται και αποκτά μεταμοντέρνα ποιητική μορφή από τη γραφίδα της Έλσας Κορνέτη υπό τον τίτλο Ο Επανασταστικός κύριος Γκιούλιβερ. Η σπονδυλωτή ένωση των άτιτλων ποιημάτων δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ιστορία, για μια σκέψη που βασανίζεται να αποκτήσει τη λογική της.
Η συλλογή ξεκινά με μία διαπίστωση της ποιήτριας δια στόματος Γκιούλιβερ: η αγάπη για τα μουσεία, για οποιοδήποτε απαρχαιωμένο χώρο αποτελεί ιδανικό μέρος για ηρεμία, απόλαυση και επαφή με το παρελθόν. Μπορεί αυτό το μέρος να σε καθηλώνει, να μην «θέλεις να πας πουθενά» και να θεωρείς ότι μένεις στάσιμος, αλλά τελικά τρέφεις αυταπάτες, καθώς ο χρόνος κυλά. Το μοτίβο της αέναης κίνησης και της αγάπης για το παρελθόν, που υποκρύπτονται πίσω από την ανησυχία και τον φόβο της ποιήτριας, επανέρχονται και στην παρούσα ποιητική συλλογή, όπως και στον Λαίμαργο αυτοκράτορα και ένα ασήμαντο πουλί. Αποδεικνύεται πως η σκέψη της ποιήτριας συνεχίζεται αλλά στον Επαναστατικό κύριο Γκιούλιβερ ωριμάζει και αποκρυσταλλώνεται.

Η θύμηση του παρελθόντος και του μη ψηφιακού τρόπου ζωής του κεντρικού ήρωα Γκιούλιβερ έρχεται σε αντιδιαστολή με τον παρόν, με την εκούσια υπόταξη του εαυτού του στην τεχνολογική εξέλιξη. Τώρα πια είναι δεμένος με «κόκκινα καλώδια» σαν ένα «ζωντανό πτώμα». Συνειδητοποιεί ότι δεν έχει έναν εαυτό αλλά πολλούς, που αποτελούν πιστά αντίγραφά του. Πίσω από τα κάλυμμα των υπερρεαλιστών εικόνων πηγάζει η βαθιά προβληματισμένη σκέψη της ποιήτριας: η συνειδητοποίηση της καθήλωσης του σημερινού ανθρώπου στη ψηφιακή τεχνολογία και η άμεση παρέμβαση και επανάσταση από τη χαλιναγώγησή της διατρέχουν όλη την παρούσα ποιητική συλλογή. Στο πρόσωπο του Γκιούλιβερ μετουσιώνεται ο σύγχρονος άνθρωπος, ο καθηλωμένος στη ψηφιακή εποχή, που κάποια στιγμή συνειδητοποιεί την δυσχέρεια της κατάστασης και μόνη του επιθυμία είναι η απόδραση.

Κάποια στιγμή ο υποταγμένος εαυτός επαναστατεί, θέλει να δει καθαρά τη ζωή μακριά από τα δεσμά της τεχνολογίας. Δεν αντέχει αυτή την κατάσταση, αυτόν τον βασανισμό. Διά στόματος Γκιούλιβερ αναρωτιέται με σθένος: «Γιατί με δέσατε;/ Γιατί με τραυματίζετε;» και απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη και υπεκφυγές: «Τώρα πρέπει να ζήσεις». Θέλει να αποδεσμευτεί, «φωνάζει», απαιτεί την ελευθερία του από την τεχνολογική υποδούλωση. Φυσικά ως αντάλλαγμα δίνει κομμάτια του εξαρτημένου εαυτού του. Δεν έχει να δώσει τίποτα από τον πραγματικό του εαυτό· έχει απορροφηθεί εδώ και καιρό. Η «φίλη» του η τεχνολογία πήρε ό,τι ήθελε και έτσι κατάφερε να τον καθηλώσει.

Σ’ ένα χωροχρόνο «δανεικό» η συνειδητοποίηση της ψεύτικης προστασίας προκαλεί πόνο. Δεν αντέχει τις επικρίσεις για την κατάσταση που έχει παρέλθει και φωνάζει σπαρακτικά: «Σταματήστε τους δαιμονισμένους τοξότες».

Ο εξαρτημένο εαυτός αγαπά τους εαυτούς του, είναι κομμάτια του εγώ του, είναι αυτός ο ίδιος! Αλλά η επιθυμία της επικοινωνίας δεν θέλει να είναι άμεση· μόνο μέσω αλληλογραφίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει να βρίσκεται σε επικοινωνία μεταξύ τους, καθώς μόνο έτσι θα καταφέρει ο ίδιος να βρει το ιδανικό μέρος «για να ξαποστάσει». Δεν ζητά πολλά· ένα χώρο απεξάρτησης, ένα χώρο αποδέσμευσης. Κι αν είναι τόσο δυνατός και καταφέρει να «ξεφορτωθεί» από πάνω του όλους τους εξαρτημένους εαυτούς, θα νιώσει ανακούφιση, μια ανακούφιση ελευθερίας. Κι αν αυτό το είδος επικοινωνίας δυσχεράνει τις σχέσεις των εαυτών λόγω της υπέρβασης του εαυτού από τη διαδικτυακή λαίλαπα, τότε θα πουν, όπως γράφει η ποιήτρια με σαρκαστικό τόνο, «Εμείς σε σώσαμε ναυαγισμένε κυβερνοναύτη/ Η διαδικτυακή αποτοξίνωση κοστίζει».

Η απότομη αυτή επαναφορά ταυτίζεται με την πραγματική ζωή και όχι με την εικονική. Η αλλαγή συμπεριφοράς προκαλεί αναταραχή, φόβο, γιατί «κάποιοι μετακινούν έπιπλα/ και τους αλλάζουν θέση». Η δυσμενής για τον άνθρωπο τεχνολογική υποδούλωση πρέπει να σταματήσει. Το τεχνολογικό δημιούργημα εν ονόματι «υπολογιστής» διαθέτει και αυτό «εγκέφαλο», όπως οι άνθρωποι. Λειτουργεί, δέχεται εντολές και τις εκτελεί· η μόνη διαφορά επισημαίνεται στην έλλειψη καρδιάς, στην έλλειψη συναισθήματος. Δεν διαθέτει ψυχή, άρα δεν νιώθει πόνο. Καθώς η προσκόλληση γίνεται όλο και πιο τυφλή και ανεδαφική, η «καρδιά» θα μετατεθεί στον υπολογιστή, αφού εκεί θα χτυπά δυνατά η υποτιθέμενη απόλαυση και ευχαρίστηση για τον άνθρωπο:

Έχετε δίκιο λοιπόν
Τ’ ομολογώ
Είπα κάποτε στον αχόρταγο υπολογιστή
– Σου έδωσα τον εγκέφαλό μου
Ό,τι πολυτιμότερο είχα
Τι άλλο θέλεις;
Κι ο υπολογιστής μού απάντησε:
– Θέλω και την καρδιά σου.

Επομένως, η επαφή με τον έξω κόσμο, τον πραγματικό, καθίσταται ανυπέρβλητη. Η καθήλωση του εαυτού στη ψηφιακή θέαση της πραγματικότητας είναι πια γεγονός. Όλη η ζωή μας εξαρτάται από την τεχνολογία. Η πραγματική θέαση προέρχεται από τη ψηφιακή πραγματικότητα. Τα ψηφιακά «δεσμά» είναι σχεδόν ανέφικτο να σπάσουν. Ο κόσμος μας είναι πια ο ψηφιακός! Ο δέσμιος άνθρωπος έχει πια υποταχθεί. Τι όνειρα να κάνει; Αυτή η κατάσταση υπονομεύεται από την Έλσα Κορνέτη, αφού η ελευθερία, η βούληση, η επιθυμία έχουν κλαπεί από τα όνειρά του κι αυτός παραμένεις υποταγμένος:

Δεν είμαι εγώ ανυπότακτος
Ανυπότακτα είναι τα όνειρά μου
Δεν με αφήνουν να τα επιλέξω
Έρχονται στη σύνθεση που επιθυμούν
Αναπαράγονται με τη μέθοδο
Της προτίμησής τους
Τώρα πια ξέρω
Είμαι ένας υποτακτικός
Με αναρχικά όνειρα

Όσο κι αν θέλει να ελευθερωθεί, να δει τα όνειρά του να πραγματοποιούνται, δεν έχει μέσο διαφυγής και έτσι υποτάσσεται. Η καθήλωση στα ψηφιακά μέσα τον υπερβαίνει. Όπως αναφέρει ο Γκιούλιβερ εξ ονόματος της ποιήτριας: «Κρατώ τα μάτια ανοιχτά/ μην τύχει και με βλέμμα επίμονο/ τα εξοστρακίσω». Η συνειδητοποίηση είναι η πιο επίπονη διαδικασία. Όμως, είναι πια «θύμα παράλογης εποχής/ Θύμα της επανάστασης/ Του τεχνολογικού αέρα». Η σκέψη ότι είναι θύμα άψυχων όντων τον πικραίνει· δεν απολαμβάνει τη ζωή. Απλά σπαταλά το χρόνο του με τη ψευδαίσθηση της απόλαυσης.

Οι χίλιοι εαυτοί τον απήγαγαν, τον αιχμαλώτισαν, αλλά γνωρίζει ότι ήταν ήδη αιχμάλωτος σε έναν ψεύτικο κόσμο, στο «σπίτι της σάπιας/ ραδιενεργής σαρδέλας», όπως τον εικονογραφεί υπερρεαλιστικά η Έλσα Κορνέτη. Όμως, η αιχμαλωσία οδηγεί στην απεξάρτηση. Συνειδητοποιεί ότι θέλει να απαγκιστρωθεί από τα δίχτυα της τεχνολογίας· είχε εισχωρήσει τόσο βαθιά μέσα του, που το μόνο στοιχείο ένδειξης της επιβίωσής του ήταν η διαδικασία της αναπνοής.

Η κυριαρχία της τεχνολογίας είναι ισοπεδωτική και καταστροφική για τη ζωή των ανθρώπων. Απομακρύνονται από τον φυσικό κόσμο, ο οποίος συμβάλλει στην πνευματική τους καλλιέργεια. Πνευματικές ικανότητες, όπως η κρίση, η αντίληψη και η φαντασία, δεν χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα των ανθρώπων του ψηφιακού παρόντος. Ο γνωστός κόσμος, ο κόσμος της καθημερινής επαφής είναι ο εικονικός. Χωρίς την αρμονία των στοιχείων της φύσης, χωρίς τον έρωτα («χωρίς ένα/ μ’ αγαπά/ δεν μ’ αγαπά/ μ’ αγαπά/ δεν μ’ αγαπά») είναι δύσκολο να ζήσει κάποιος ευτυχισμένος. Ο έρωτας οδηγεί τον άνθρωπο στην ευτυχία.

Το ταξίδι των ανθρώπων παλιότερα γινόταν μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου, μέσω της δια ζώσης επικοινωνίας και γι’ αυτό άλλωστε η μοναξιά ήταν κρυμμένη στο καβούκι της. Λόγω, όμως, της ψηφιακής διακυβέρνησης η μοναξιά έγινε η οικοδεσπότισσα των υποτακτικών ψυχών. Ο αιχμάλωτος θέλει να αποδράσει, να απελευθερωθεί, «ν’ αρμενίσει ήσυχα/ στο αρχιπέλαγος του Διαστήματος» με τους όρους που θα θέσει ο ίδιος.

Η λύση που δίνει η ποιήτρια είναι σαφής. Η επαφή με την καλλιτεχνική δημιουργία και ειδικότερα με την ποίηση οδηγεί κάθε άνθρωπο στον ιδανικό κόσμο, εκεί όπου ξεφεύγει από τα δεσμά της τεχνολογίας. Φυσικά η αρμονία της φύσης και η επαφή των ανθρώπων με την αίσθηση του ωραίου και της συμμετρίας οδηγήσει στην απόδραση από τη ψηφιακή φυλακή, από την κόσμο της μη έκφρασης συναισθηματισμού και αισθαντικότητας.

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΓΚΙΟΥΛΙΒΕΡ κριτική της Ελένης Χωρεάνθη

Δεν έχω υπόψη μου τις πέντε προηγούμενες ποιητικές συλλογές της. Όμως με την έκτη, που επιγράφεται Ο επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ και κυκλοφορεί σε πολύ προσεγμένη και εντυπωσιακή έκδοση από το Σαιξπηρικόν, η Έλσα Κορνέτη είναι έτοιμη ποιητικά να αναποδογυρίσει το διαδικτυακό σύμπαν.
Με τολμηρές ποιητικές εκφάνσεις, εναλλασσόμενες εικόνες, φανερούς και άδηλους μελωδικούς τόνους, φέρνει κάτι επαναστατικό, πρωτοποριακό ίσως, στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποιητικής πραγματικότητας. Εντυπωσιακός, στέρεα και λιτά δομημένος ο ποιητικός, ηδυσμένος λόγος· στιλπνός, περιεκτικός, εύρυθμος ο στίχος της, επιβάλλεται με την αυστηρά δωρική μορφή, την εσωτερική δυναμική και την ευρηματικότητα.
Με θαυμαστή συντομία και καθαρότητα αρθρώνει μια ποίηση μορφικά επική, συχνά ασθματική, αγωνιώδη, τολμηρή, δραματική και φιλοσοφημένη, που ρέει αβίαστα, παρά τη φόρτιση που κουβαλούν οι εύρυθμοι φθόγγοι στα φτερά τους. Εκφράζει έναν κόσμο μεταλλαγμένο, όπου κινούνται «χίλιοι μαυροφορεμένοι εαυτοί», κλώνοι θαρρείς της ίδιας της οντότητάς της· νιώθει αλλοτριωμένη, κομματιασμένη, έρμαιο του υπολογιστή, από δημιουργό και εντολέα, όργανο της τεχνολογίας, σχοινοβάτη ή ναυαγισμένο «κυβερνοναύτη» που μ’ ένα άδειο κεφάλι σέρνεται «σε τόπο και σε χρόνο δανεικό», ξένο, προσωρινό, λες και είναι σε «μια κατάψυξη σώματος/ όπου τα κύτταρα παγώνουν το αίμα/ και το μυαλό κυλάει ανάποδα…/ εγκλωβισμένη σε μια ψευδαίσθηση ακινησίας».
Καθηλωμένη στην ακινησία και στη σιωπή που επιβάλλει ο υπολογιστής, υποταγμένη στη γοητεία της οθόνης και του μικροσκοπικού οργάνου που μεταφέρει το σύμπαν στο λευκό κενό, φαντάζεται ότι λειτουργεί σ’ ένα απέραντο πεδίο δράσης, ότι επικοινωνεί με χιλιάδες, εκατομμύρια διαδικτυακούς φίλους, ότι έχει κατακτήσει το σύμπαν, ενώ στις κανονικές διαστάσεις και συνθήκες είναι μόνη με τους «μαυροφορεμένους εαυτούς».
Το παντοδύναμο όργανο της πληροφορικής μετέτρεψε τον άνθρωπο σε άβουλο εξάρτημά του. Του έκλεψε το μυαλό, τη θέληση, την ικανότητα επιλογής, τη χαρά της ζωής, του στέρησε τα πάντα. Μένει να του ξεριζώσει και την καρδιά, να του κλέψει και το συναίσθημα, τα όνειρα, την προσδοκία: «Η ψηφιακή οπτασία άλλωστε/ είναι πάντα πιο βολική».
Δανείζεται τον «επαναστατικό Γκιούλιβερ», τον δυνάμει επαναστάτη, για να εξοβελίσει τους κλώνους: «φίλους, εραστές, θαυμαστές», τους πολλούς εαυτούς, να βγει από τον λήθαργο: «Αρκετά έπαιξες εξαρτημένε άνθρωπε/ τώρα πρέπει να ζήσεις».
Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε όταν συνειδητοποίησε πού έχει φτάσει:
Όταν παράφορα το αίμα αφρίζει το μυαλό
κι από τα μάτια χύνεται στάχτη
σε μια ανθοφορία αριθμολάγνας υπερβολής
αυτό που απειλητικά
μέσα σε σύννεφα μαύρης λάσπης
καλπάζοντας σε πλησιάζει
είναι η νύχτα ή η καταιγίδα;
Ο άνθρωπος δεν υπάρχει ως αυτόνομη οντότητα, είναι μπερδεμένος, ανελεύθερος, διαλυμένος, διαμελισμένος, ναυαγημένος, κατακτημένος από τα έργα του, κατοικημένος από ανασφάλειες. Μ’ ένα «μυαλό που έχει ήδη πολύ θόρυβο», πορεύεται ακυβέρνητο σκάφος στο κενό του κυβερνοχώρου.
Κάποια στιγμή, επαναστατημένα τα ανεκπλήρωτα, «τα αναρχικά όνειρα», εκδικητικά απαιτούν δικαίωση: σαν «ιπτάμενη/ ανθοδέσμη η πείνα τους/ ράμφος γαμψό/ με σημαδεύει», θα πει. Αλλά περιμένει με μάτια ανοιχτά και με «βλέμμα επίμονο» μήπως μπορέσει να τα «εξοστρακίσει», να απαλλαγεί από την ηλεκτρονική πλέον Υπερδύναμη, να πάψει να είναι εξάρτημα της «θαυμαστής ηλεκτρονικής κονσέρβας».
«Ο ένας λευκοντυμένος εαυτός» ξυπνάει από τον λήθαργο, βλέπει να φυτρώνουν στους ώμους του φτερά και τα βάζει με το σινάφι των λιλιπούτειων μαύρων εαυτών, τους κλώνους του, και προστάζει τον Γκιούλιβερ να φύγει, δεν τον χρειάζεται. Όλος ο παιδεμός που υπέστη είχε καλό αποτέλεσμα, τα βιώματα έγιναν πλούσια παρακαταθήκη δημιουργίας.
Μέσα από μια ευφυέστατη, θαυμαστά στοιχειοθετημένη σύνθεση λέξεων και εννοιών, εντυπωσιακά λεκτικά σχήματα, πολλαπλές θέσεις και αντιθέσεις που γίνονται στίχοι/πινελιές πολλαπλών ιριδισμών κι αποχρώσεων, ζωγραφεί αξιοπρόσεκτες νοητές εικόνες, πίνακες ποικιλόμορφων ποιητικών τοπίων που ιλαρύνουν το ανθρώπινο σύμπαν. Το πλήθος των στοιχειωμένων εαυτών που «παρελαύνουν κάτω από τα πόδια» της, και στη συνέχεια γίνονται «εαυτοί ακροβάτες/ αναρριχώνται πάνω» της «με σχοινιά…», κάθονται όλοι υποτακτικά στις παλάμες του πρωτότυπου εαυτού κι εκεί, με την παρότρυνση του ξεχωριστού, του «λευκοντυμένου εαυτού», εγκαταλείπουν το χάος του κυβερνοχώρου, συμμαζεύονται καθένας στο πόστο του, μετασχηματίζονται σε φθόγγους, λέξεις, στίχους, αρθρώνονται σε «ποιήματα / χάρτινα πουλιά», γεμίζουν τις σελίδες χάρτινων οχημάτων για να πετάξουν από κάποια ράφια στο ποιητικό στερέωμα και να κατακτήσουν το ποιητικό τους μικρό-μέγα σύμπαν καταξιώνοντας την ποιήτρια ως μια δυναμικά ποιοτική παρουσία στον πολύπαθο και αδυνατισμένο χώρο της σύγχρονης ποίησης.
Αποκαλυπτικό και ερμηνευτικό το σχέδιο που υπογράφει η Πέννυ Δέκα-Κορνέτη: το μέσο, η τεχνολογία έχει καταβροχθίσει το κεφάλι – τον εγκέφαλο, και καταγίνεται να αφανίσει ολόκληρο τον δημιουργό του.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

στίγμαΛόγου 17/5/2014

Ο επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ

Η Έλσα Κορνέτη επιστρέφει στη μικρή φόρμα, με τον “Επαναστατικό κύριο Γκιούλιβερ”, μια έκδοση την οποία εμπιστεύθηκε ξανά στο “Σαιξπηρικόν”. Αυτή τη φορά καταγίνεται με ένα θέμα δύσκολο να αποδοθεί ποιητικά, την τεχνολογία και τον εθισμό του ανθρώπου σε αυτήν. Είναι κάπως σαν να βάζει στοίχημα με τον εαυτό της, είναι όμως ένα στοίχημα που κερδίζει – και μάλιστα με άνεση.
Τα 22 ποιήματα του βιβλίου δίνουν την εντύπωση πως είναι τελικά πολύ λιγότερα, καθώς συνεχίζονται καθένα στο επόμενο, δηλ. κάθε ποίημα πολλές φορές αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου. Όλα μαζί άλλωστε συνθέτουν τον διάλογο – ή μάλλον μονόλογο – ενός εθισμένου στην ψηφιακή εποχή ανθρώπου με τις μέσα του φωνές που έχουν βαλθεί να του θυμίσουν ότι υπάρχει ζωή και εκτός οθόνης.
Είναι σαφές ότι κάτω από αυτή τη φανερή θεματική υφέρπουν χαμηλόφωνες σκέψεις για ζητήματα άλλα, όπως η αποξένωση, η μοναξιά και ο εγκλωβισμός σε λύσεις που μοιάζουν εύκολες. Υφέρπει επίσης η πίστη πως ό,τι έγινε ξεγίνεται, πως είναι δυνατή η επιστροφή σε έναν φυσικό τρόπο ζωής.

Νομίζω πως αυτό που περισσότερο απ’ όλα πραγματεύεται η Έλσα στη συλλογή είναι η τάση φυγής του ανθρώπου από την πραγματικότητα και αυτό ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί με τον Γκιούλιβερ-δέσμιο των λιλιπούτειων/εσωτερικών φωνών του. Κι αν η φυγή μέσω της εικονικής πραγματικότητας δεν τελεσφορήσει, υπάρχει πάντα η ποίηση που δημιουργεί εναλλακτικούς κόσμους, τους οποίους μπορεί να κατοικήσει κανείς:

Τις βλέπω να φυτρώνουν να μεγαλώνουν
Σε κάθε πόντο του σώματός μου
πεταρίζει κι από μία
Μοιάζουν με σελίδες βιβλίων

Κοιτάζω προσεκτικά
Είναι ποιήματα
Χάρτινα φτερά

γράφει στο προτελευταίο ποίημα της συλλογής η Έλσα, για να την κλείσει με το ακόλουθο:

Όσοι ελάχιστα με ξέρουν
κάποτε θα πουν για μένα:

Κοιτάξτε έναν άνθρωπο ανεδαφικό
γέμισε τις τσέπες του με μικρά πουλιά
με την ελπίδα κάποτε πετώντας
ν’ αποδράσει

Η τέλεια φυγή από την πραγματικότητα. Όμως, συνολικά, ο Γκιούλιβερ δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, τόσο συγκινητικός ή συγκλονιστικός όσο ο “ασήμαντος αυτοκράτορας και ένα λαίμαργο πουλί”. Απουσιάζει η ασυμβίβαστη δύναμη που είδαμε εκεί, αν και διατηρούνται ο εκλεπτυσμένος σαρκασμός, η γνωστή διορατικότητα και η ευρηματικότητα της Έλσας.

Θα ήθελα να κλείσω αυτό το σύντομο σημείωμα-αποτίμηση με κάτι που μου έγραψε η ίδια, όταν μου έδωσε το βιβλίο: “ας παραμείνουμε ανυπότακτοι ονειροπόλοι της ζωής και της τέχνης”. Και με αυτή τη σκέψη, παραθέτω δύο ποιήματα από τη συλλογή που φλερτάρουν με την έννοια του ανυπότακτου:

Ένας αυθεντικός άνθρωπος
έχει την τάση να μην πουλάει ακριβά
αλλά να ξεπουλάει
το τομάρι του

Δεν είμαι εγώ ο ανυπότακτος
Ανυπότακτα είναι τα όνειρά μου
Δεν με αφήνουν να τα επιλέξω
Έρχονται στη σύνθεση που επιθυμούν
Αναπαράγονται με τη μέθοδο
Της προτίμησής τους
Τώρα πια ξέρω
Είμαι ένας υποτακτικός
Με αναρχικά όνειρα

Χα!
Τα αναρχικά όνειρά μου
Τα βλέπω να υπερίπτανται
Όρνιων χορός
Διαγράφει στον ουρανό
Κύκλους φτερωτούς
Ιπτάμενη
Η αυθάδικη πείνα τους
Ράμφος γαμψό
Με σημαδεύει

Κρατώ τα μάτια ανοιχτά
μην τύχει και με βλέμμα επίμονο
τα εξοστρακίσω

Ας δούμε και ένα τελευταίο:

Γύρω σου
μέσα σε γούβες
με βρόχινο νερό
μικρά λασπωμένα πουλιά
κάνουν το λουτρό τους

Σκέφτεσαι
Μέσα στου τυχαίου
τον στατικό κατακλυσμό
η ασημαντότητα
το φτέρωμά της
καθαρίζει

Η ασημαντότητα. Αυτήν, αλήθεια, δεν προσπαθούμε να τινάξουμε από πάνω μας όλοι όσοι γράφουμε; Για τέτοιου είδους σκέψεις αξίζει να διαβάζει ποίηση κανείς. Σε ευχαριστώ, Έλσα.

ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ

ΕΝΕΚΕΝ Τ. 33 9/2014

Μέσα από μια οθόνη φωτεινή

Ο Επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή της Έλσας Κορνέτη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν και τη σειρά 16X2 μετά τον Λαίμαργο αυτοκράτορα και ένα ασήμαντο πουλί του 2013.
Η προμετωπίδα της συλλογής έρχεται από το γνωστό αριστούργημα του Ιρλανδού Τζόναθαν Σουίφτ, και είναι κατατοπιστική για τη θεματική που διατρέχει τον Επαναστατημένο κύριο Γκιούλιβερ. Μόνο που εδώ οι
λιλιπούτειοι κάτοικοι αιχμαλωτίζουν έναν Γκιούλιβερ σύγχρονο,
μόνιμο θύμα της τεχνολογίας, καλωδιωμένο μέσα στα δεσμά του
οι κάτοικοι της Λιλιπούτ είναι οι πολλαπλοί εαυτοί του ανθρώπου όταν ο Γκιούλιβερ συνειδητοποιεί πως δεν νοσταλγεί ούτε στο ελάχιστο την προηγούμενη ηλεκτρονική ζωή του, προτιμά να μείνει σε εκείνο το άγνωστο μέρος παρέα με τους βασανιστές της ψυχής του στον «καταναγκασμό της απεξάρτησης». Καλύτερα αδέσποτος παρά υποτακτικός αντιλαμβάνεται ο αιχμάλωτος, και τα ποιήματα γίνονται τα πουλιά που θα τον ελευθερώσουν. Τα άτιτλα ποιήματα συνδέονται μεταξύ τους όσον αφορά στο περιεχόμενο και στην ανάλυση της ποιητικής σκέψης, προκειμένου να ξεδιπλωθεί η ιδέα της Κορνέτη και τα μοτίβα που συνθέτουν αυτό το παραμύθι, που μοιάζει και με ένα παιχνίδι λέξεων.

.

Ο ΛΑΙΜΑΡΓΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΚΙ ΕΝΑ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΠΟΥΛΙ (2013)

ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ

bibliotheque 27/3/2013

Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί (2012)

Η τελευταία συλλογή της γεννημένης στο Μόναχο Έλσας Κορνέτη δανείζεται μοτίβα και στοιχεία από τα παραμύθια· ο Αυτοκράτορας, ο Μάγος, ο Αστρονόμος και το κήτος που καταπίνει αμάσητους ανθρώπους φέρνουν στον νου παιδικές αναμνήσεις· εδώ όμως ο μαγικός καθρέφτης είναι εφιαλτικά παραμορφωτικός: στο βασίλειο του λαίμαργου Αυτοκράτορα κυριαρχεί η απληστία, η αναισθησία, ο ναρκισσισμός, η φιλοδοξία και η υποκρισία· όλοι οι υπήκοοι εμφανίζονται ικανοί και πρόθυμοι να πατήσουν επί πτωμάτων –μέχρι τουλάχιστον να αντικρίσουν και οι ίδιοι τη σόλα του Αυτοκράτορα αναδεικνύοντας μιαν άλλη αλήθεια, οικουμενική και επίκαιρη.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η συλλογή Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί κινείται (ή «παίζει», μιας κι έχουμε να αντιμετωπίσουμε στοιχεία της παιδικής λογοτεχνίας) σε δύο αλληλένδετα πεδία, αυτά του ατομικού και του συλλογικού· πολλές φορές τα όριά τους είναι δυσδιάκριτα: η συλλογική ευθύνη βαραίνει την ατομική ευθύνη και τούμπαλιν. Στο τέλος έχουμε τον ερχομό των χαρταετών και την πτώση του Αυτοκράτορα χωρίς ωστόσο να μας παρέχονται πειστήρια και για την ολική πτώση της τυραννίας, που δεν είναι δεσποτική, αλλά περισσότερο τεχνολογική.

Και με αυτόν τον τρόπο μεταβαίνουμε στο δεύτερο αναγνωστικό επίπεδο του βιβλίου: η συλλογή διαβάζεται και ως αλληγορία για την παρούσα παντοκρατορία της τεχνολογίας μέσα από τη δυναμική των αριθμών που εξοβέλισαν τον «μαγικό» κόσμο των γραμμάτων· ο νάρκισσος Αυτοκράτορας κοιτάζει μέσα από την κλειδαρότρυπα «του όμικρον ή του μηδενός;»· τα κουρδιστά πουλιά αντικατέστησαν τα αληθινά· τα ηλεκτρικά πτηνά ξεκούρδισαν τα βιολογικά ρολόγια που μοιάζουν με «φωτεινή απομίμηση ημέρας»: όλα αντικατοπτρίζουν το αδιέξοδο των σύγχρονων κοινωνιών, σε ένα δυστοπικό παραμύθι, που επειδή δεν έχει καλό τέλος, ακόμη διηγείται την ιστορία του: αυτή τη φορά στον πραγματικό κόσμο.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

στίγμαΛόγου 12 Απριλίου 2013

“Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί” της Έλσας Κορνέτη

Είναι μόλις λίγοι μήνες που κυκλοφόρησε η πιο πρόσφατη συλλογή της Έλσας Κορνέτη “Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί”. Η Έλσα Κορνέτη ήταν υποψήφια για το κρατικό βραβείο ποίησης 2012 με τη συλλογή της “Κονσέρβα μαργαριτάρι”. Είχα τότε αντιδιαστείλει την “Κονσέρβα” με αυτήν της συνυποψήφιάς της, Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ (“Ανορεξία της ύπαρξης”), διαπιστώνοντας αφενός τη δύναμη και τη δυναμική της “Κονσέρβας”, αλλά και την έλλειψη σταθερού προσανατολισμού από τεχνικής πλευράς όπως και τη μεγάλη έκταση της συλλογής που κατά τη γνώμη μου υπονόμευε την ομοιογένειά της, αφετέρου.

“Ο λαίμαργος αυτοκράτορας” έχει ξεπεράσει αυτά τα προβλήματα. Στη μόλις επόμενη συλλογή της η Κορνέτη βρήκε την ισορροπία ανάμεσα στη δύναμη, την τεχνική και την κατεύθυνση και δημιούργησε μια συλλογή άρτια, ευσύνοπτη και ολοκληρωμένη, με τις σωστές αναλογίες σαρκασμού, διορατικότητας και ευρηματικότητας.

Η ιστορία που μας διηγείται στα άτιτλα και λιγοστά (μόλις 20, πολλά μάλιστα ολιγόστιχα) ποιήματα της συλλογής, είναι η καθημερινή ιστορία του ατομικισμού, της εγωπάθειας και της αλαζονείας του σύγχρονου ανθρώπου (του “αυτοκράτορα”) που αποτελεί τη ρίζα για τα δεινά της εποχής μας. Ο Δυτικός τρόπος ζωής και αντίληψης του κόσμου γκρεμίζεται, καθώς βγαίνουν στο φως μία-μία όλες οι αδυναμίες, οι κενόδοξες επιθυμίες και τα ψυχικά βάραθρα που συνθέτουν τον εσωτερικό κόσμο του σύγχρονου ανθρώπου.

Οι μεταμορφώσεις και οι μετασχηματισμοί της είναι χαριτωμένοι, ανάλαφροι όμως συγκινητικοί – κάποτε βαραίνει ο απόηχός τους με τη σημασία των νοημάτων που συνείρουν, όμως η συλλογή καταφέρνει να διατηρήσει την απλότητα, τη συνοχή και τη δύναμή της, αφηγούμενη μια ολοκληρωμένη ποιητική ιστορία με αρχή, μέση και τέλος – κάτι που από μόνο του είναι ευρηματικό και απαιτεί μαεστρία.

Αισθητικά, αποτέλεσε για μένα έκπληξη η επιστροφή στο έγχρωμο εικαστικό (της Πέννυς Δίκα-Κορνέτη) που κοσμεί τη συλλογή προς το τέλος της και το οποίο θυμίζει παλαιότερες εκδόσεις, τη στιγμή που το φορμάτ είναι μικρότερο από το κλασικό και το εξώφυλλο σε απλή, αλλά σύγχρονη (συνδυασμός ανοικτού γκρι και μωβ) διχρωμία.

Αυτό που προσωπικά περιμένω από την Έλσα Κορνέτη από δω και πέρα είναι μια συλλογή με τη δύναμη των προηγούμενων και με την αρτιότητα της τεχνικής του “Αυτοκράτορα”, η οποία θα απλώνεται με τη χαρακτηριστική άνεση του τελευταίου σε κάπως μεγαλύτερη έκταση. Για εκείνη μπορεί να είναι μια πρόκληση ή να σηματοδοτήσει μια υπέρβαση, για μας θα είναι σίγουρα απόλαυση αλλά και απόδειξη της αμετάκλητης συμπερίληψής της στο σύμπαν των σημαντικών σύγχρονων ποιητών.

Ακολουθούν τέσσερα ποιήματα από τη συλλογή:

Απόψε αισθάνομαι υπέροχα
Ονειρεύτηκα πως έβαλα
το δάχτυλό μου
στην τσέπη ενός ιππόκαμπου
και πήρα το χρώμα του βυθού

Μη φεύγεις παράξενο πουλί

Έλα κοντά μου
Κι άμα πεινάς
Θα σου δώσω
Μια φρυγανιά
Την ψυχή μου

***

Καλοί μου υπήκοοι
Σας απαγορεύω
Ίσον σας υπαγορεύω
Ίσον σας απαγορεύω

Συμπεραίνω:
Η ευθραυστότητα
Είναι για το Βασίλειο
Μη παραγωγική

Από σήμερα η ευαισθησία
Ονομάζεται αδυναμία

Διαλαλείστε:
Οι αδύναμοι ευαίσθητοι
καταδικάζονται σε
καταναγκαστικά έργα
επιβίωσης

***

– Λυπάμαι
Η ασθένειά σας
δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά
Θα σας συνιστούσα όμως
να τσιμπάτε κάθε πρωί
με μια καρφίτσα
τον καθρέφτη
Ώσπου να ματώσει

***

– Κατεβείτε γρήγορα Μεγαλειότατε
Θα πέσετε
Το ξύλινο αλογάκι
Σας είναι πια μικρό.

ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΕΤΟ ΨΑΡΟΚΟΚΑΛΑ (2009)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Ενα Μπουκέτο Ψαροκόκαλα, Γαβριηλίδης 2009

Στον αστερισμό της Anne Sexton μόλις που αχνοφέγγει το άστρο του αυτοκτονικού κυνισμού, για το οποίο η ασφαλέστερη τροχιά -αυτή που το κρατά πάντα πίσω από το πέπλο της συμπαντικής απορίας- είναι η ακύρωση της ποίησης ως ποιητική ειλικρίνεια˙ ειλικρίνεια ή συντριβή για την τραγική αδυναμία του ποιητή να υπάρξει ειλικρινής. Από εκεί και δώθε οι πορείες είναι δύο: το παιχνίδι με τη γλώσσα και η επίμονη εμπιστοσύνη στη δύναμη της γλώσσας να τσακίζει τις ψευδαισθήσεις. Αίφνης, ανακαλύπτει κανείς πως τον πρώτο δρόμο τραβούν συνήθως οι συντηρητικοί και τρομαγμένοι από το σκοτάδι των νοημάτων, ενώ τον δεύτερο τον τραβούν οι τολμηροί και πληγωμένοι από την ανία της σαφήνειας. Αλλο ένα παράδοξο στην αχανή παραδοξότητα της ποίησης. Παράδοξο, αλλά όχι αφύσικο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία από την άποψη πως η ποίηση είναι ένα παιχνίδι με τη γλώσσα. Για να παίξεις ένα παιχνίδι θα πρέπει ο αντίπαλος να μην γνωρίζει εκ των προτέρων τις κινήσεις σου. Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί σοβαρά πως η γλώσσα είναι δυνατόν να μην γνωρίζει εκ των προτέρων τις γλωσσικές του κινήσεις; Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Ο αφέντης είναι η γλώσσα. Κι αν η ύπαρξή του δεν μπορεί να τεθεί πριν από τη θέση της ύπαρξης του δούλου, δεν παύει να είναι αυτός που αναθέτει τη δουλειά και τη δουλεία. Οσο για τον δεύτερο δρόμο, έχουμε να κάνουμε με έναν παραγωγικότατο διαλεκτικό ελιγμό, τον οποίο περιέγραψε αριστουργηματικά ο Σέλλεϋ – αν και σε ένα πολιτικό κείμενο: «Η εξουσία καταφεύγει στη βία μόνον όταν της τελειώσουν τα λογικά επιχειρήματα». Η ποίηση, λοιπόν, καταφεύγει στη δύναμη της αμεσότητας μόνον όταν της τελειώσουν οι ψευδαισθήσεις.

Η Ελσα Κορνέτη έχει ήδη τραβήξει τον δεύτερο δρόμο. Στην είσοδο του τρίτου βιβλίου της, με τίτλο Ενα Μπουκέτο Ψαροκόκαλα, στέκεται -κέρβερος παμπόνηρος- ένα κομμάτι ποίημα της Sexton: «Νοσταλγώ την πατρίδα σου, ψάρι. Και το ψάρι απάντησε: Θα πρέπει να ‘σαι ποιήτρια, μια κακότυχη κυρία, που θέλει να ‘ναι ό,τι δεν είναι και νοσταλγεί να είναι ό,τι μονάχα να επισκεφτεί μπορεί». Πέρα από την πύλη αυτού του εντόπιου Αδη των λέξεων και των σκέψεων, τα ποιήματα καταφτάνουν σκληρά, γυμνά, φαινομενικά επιθετικά, με την ακρίβεια μιας έκθεσης πεπραγμένων, αλλά -τουλάχιστον ο υπογράφων δεν εξαπατάται έτσι εύκολα- τρυφερά, με την ισορροπημένη τρυφερότητα του από καιρό υπερκερασμένου κυνισμού. Τα ποιήματα της Ελσας Κορνέτη έχουν μια σημαντική διαφορά από τη σύγχρονη «βιωματική» ποίηση του δεξιού μεταμοντερνισμού: δεν καταφεύγουν στα φιλολογικά κατωχυρωμένα στερεότυπα, στα οποία καταφεύγουν οι κοσμικές κυρίες της ποίησης και από τις δύο ακτές του Ατλαντικού. Από αυτήν την άποψη -και από άλλες πολλές- η αμεσότητα του βιώματος δεν χρειάζεται σε μια ποιήτρια που μπορεί να δημιουργήσει πραγματικότητες και όχι να σχολιάσει ή να φιλοσοφήσει το υπάρχον.

ΑΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΚΟΗ

«Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα»

Πτήση έν μέσω σφοδρής καταιγίδας, με έντονες αναταράξεις που μας κλονίζουν και ανοίγματα φωτός στον ουρανό πού μας επιτρέπουν να ρίχνουμε ματιές στο κατάμαυρο σύμπαν όπου φυλάσσεται καλά από τις ουράνιες δυνάμεις το μυστικό της ζωής. Αυτή είναι η αίσθηση που αποκόμισα από την τρίτη ποιητική συλλογή της Έλσας Κορνέτη που ακολούθησε τις α) Στή σπείρα τού κοχλία, Θεσσαλονίκη 2007 καί β) ‘Η αιώνια κουτσουλιά, Γαβριηλίδης 2007.
Η Ε.Κ. σπάει τον κώδικα ζωγραφικών απεικονίσεων και τον μετατρέπει σε ποιητικό που μέσα από τις αισθήσεις τον οδηγεί στο απύθμενο βάθος της ανθρώπινης ψυχής όπου με επιλεγμένες εμπειρίες-ερμηνείες τον αποκωδικοποιεί και το πάθος
ιάται. Η ποιήτρια φυσά πνοή στο άψυχο, κινεί τα ακίνητα, διαστέλλει τα συνεσταλμένα, κάνει την τέχνη της ν’ ανθίζει στον κήπο της μνήμης και διηθώντας το άρωμά της μέσα από την συνείδηση εμποτίζει τις λέξεις με γεύσεις άγριων καρπών ή διακριτικών ανθέων. Για να αντλήσει την εκφραστική δύναμη που φαίνεται ότι έχει ανάγκη η ποιήτρια φθάνει κάποτε σε υπερβολικά σχήματα που εκπέμπουν πιο δυνατή φωνή από αυτήν που αρκεί για ν’ ακουστεί ή ποίηση, αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το ταξίδι χάνει σε ομορφιά, ούτε όμως ότι κάνει την περιπέτεια πιο γοητευτική.
Ταξίδι απρόοπτο, ερωτηματικά μετέωρα στο κενό της ανθρώπινης αβεβαιότητας που δε λαμβάνουν ούτε το ναι ούτε τί όχι μέσα στο ποίημα και καθιστούν τον αναγνώστη απόλυτα ελεύθερο διαχειριστή των ποιητικών στοιχείων και του υπερβατικού, του δίνεται η δυνατότητα να ανυψώσει ή και να γκρεμίσει τις πολυπληθείς εικόνες που η ποιήτρια έντεχνα αναρτά στον αχανή πίνακα του κόσμου.
Διάχυτος ο πόνος που εκλύεται από τις σχέσεις μετατρεπόμενος όμως σε μια
δυναμική ελπιδοφόρας απογοήτευσης και ρεαλιστικής στάσης απέναντι στα αδιέξοδα της ζωής. Ευρηματική η Ε.Κ. οξυδερκής, μεταφορική, ελκυστική, εντυπωσιακά ταξιδευτική χειρίζεται μ’ ένα δικό της τρόπο ό,τι δε μάς είναι άγνωστο στη ζωή όμως αυτό που μετρά είναι ότι πρόκειται για μια ιδιόμορφη ποιητική πρόταση.
Ο πυκνός λόγος και τα πολύστιχα ποιήματα μας αποκαλύπτουν τον κρυμμένο
θησαυρό της ποιήτριας που λαχταρά να του δώσει μορφή με αγωνία, ένταση και έκταση. Η πρόσληψη του έργου της Έλσας Κορνέτη αφήνει τα σημάδια της στον χώρο που της διαθέτουμε.

poeticanet

Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα

Η νέα ποιητική συλλογή της Έλσας Κορνέτη με τον τίτλο «Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα» περιλαμβάνει μακροσκελή ποιήματα που χαρακτηρίζονται από έντονη εικονοποιϊα και θεατρογενή ποιητικό λόγο. Πρόκειται για μια απόπειρα ανατομίας συνηθισμένων όσο και ασυνήθιστων αλληλένδετων, συχνά αλλοπρόσαλλων ψυχικών τοπίων που λειτουργούν σαν συναισθηματικοί λαβύρινθοι εμπειριών ευαισθησίας και τρωτότητας. Η παρουσία και η απουσία της ομορφιάς και του έρωτα, το σωστό και το λάθος, το ηθικό και το ανήθικο, το αληθινό και το ψεύτικο, η τάξη και η αταξία, η αίσθηση και η ψευδαίσθηση έχουν για την ποιήτρια το ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα. Η ύπαρξη και η μη ύπαρξη διαλύονται μέσα από την ίδια διαδικασία, αυτήν της αποδόμησης. Για την πολυπόθητη κατάκτηση της αρμονίας με το σύμπαν που την περιβάλλει, διεκδικεί μια συνθηκολόγηση με τον εαυτό της. Τότε όλα πάλι γίνονται πιθανά όταν καταλήγει να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια ενός υβριδικού όντος, καθώς μεταμορφώνεται σ’ ένα είδος διανοητικής μη ύπαρξης. Αλλά για να συναρμολογηθούν οι σχέσεις με την οικογένεια, τους φίλους, τους εραστές, τους συζύγους, με τη φύση, με τα πράγματα, όλα πρέπει πρώτα να αποσυναρμολογηθούν. Για να κάνεις μια εικόνα ορατή θα πρέπει πρώτα να την κάνεις χειροπιαστή. Για να προσεγγίσεις την εικόνα θα πρέπει πρώτα να γίνεις ο παρατηρητής της. Ο παρατηρητής της ανυπαρξίας σου!

Donna Anna

“ I wish I had the strength to hate
but we must part”.
Don Juan
-“When shall we meet again ?”
Donna Anna
– ”Another time ?”
Don Juan
-“Tomorrow?”

Lorenzo da Ponte

Αύριο

Στο σκοτάδι ταιριάζει το βελούδο
Μήπως το μεταξωτό;
Η δαντέλα ίσως ;
Ναι. Η δαντέλα !
Η εικόνα του διάτρητου
Οι τρύπες
Aνοικτά στόματα που χάσκουν
Φιλόξενες
Αφήνουν το ψύχος να περάσει
Ίσως και λίγο ανήθικες
Απρόβλεπτες
Ειδικά όταν ξεχειλώνουν
Οι τρύπες στα μακριά δαντελένια μανίκια
Αμέτρητα μικρά μαύρα μάτια
Πόσο διαπεραστικά σε κοιτούν
Μάτια μάσκες
Βελούδινα μάτια μάσκες
Τόσο επίμονα τα φορούσες
Όμως δεν σου ανήκουν είναι
Δανεικά
Δανεικά μάτια
Δανεικά μάτια βελούδινες μάσκες
Όσες κι αν φορέσεις
Δεν μπορείς να κρυφτείς
Από τις ρωγμές του εαυτού σου
Τις εκρήξεις του καθρέφτη
Τ’ αγγίγματα των άλλων
Όταν τραβώντας από το σώμα σου
Μεταξωτές κλωστές
Αργά και ύπουλα σε ξηλώνουν
Διαλύεσαι
Χάνεις τη λάμψη του αρπακτικού
Ατενίζοντας την κοιλάδα των χαμένων ερώτων
Κρατάς στη γλώσσα σου τη γεύση του χάους

“Guardandomi allo specchio mi metto a ridere”
“xα xα xα xα xα xα xα xα xα xα xα xα xα xα xα”

Κοιτώντας στον καθρέφτη σου γελάς
Κοιτώντας από το παράθυρο γερνάς
Κοιτώντας το πλήθος φοβάσαι
Ένα πλήθος από πρόσωπα λόγχες
Περιμένει το ανεπίστρεπτο σου βήμα
Η λαιμαργία τιμωρείται
Με άλλη μια δαιμονική συνεύρεση
Με μια γυναικεία γροθιά
Με μια αντρική κλωτσιά
Θυμήσου πριν φύγεις να τακτοποιήσεις στο δωμάτιο
Το κάθε τώρα το κάθε μετά
Θυμήσου να σχεδιάσεις ξανά το ευάλωτο δωμάτιο
Για να επαναπροσδιοριστείς
Θυμήσου να επιστρέψεις τις κλεμμένες καρδιές
Για ν’ αρχίσεις να ζεις με πάθος την κάθε πεθαμένη μέρα
Σε μια αυταπάτη περίεργη
Ως γνήσιος ακροβάτης του πόθου
λίγο πριν επιστρέψεις στο υγρό σου πεπρωμένο
τους φωνάζεις:
– Υποκριτές !
Προσποιηθείτε!
λίγο πριν πέσεις της φωνάζεις :
– Αύριο αγάπη μου!
Αύριο!

Βενετία Οκτώβριος 2007

ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ

ΤΟ ΜΥΘΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα· 2009,

Στις απαρχές του κόσμου μεταφέρει τον αναγνώστη η ποιητική συλλογή της Έλσας Κορνέτη Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα (2009). Στον άδηλο αυτό χρόνο κυριαρχούν το μυθολογικό σχήμα του αυγού – αναπαράσταση από το γνωστό γλυπτό του Brancusi – καθώς και το προαιώνιο ζευγάρι των ανθρώπων σε μια ενιαία σύνθεση. Τα θέματα αυτά είναι αρχαϊκά και μοντέρνα, ταυτόχρονα. Πρόκειται για νέα σύλληψη και θεματολογία – στην προέκταση του προηγούμενου βιβλίου της – Η αιώνια κουτσουλιά (2007). Τα
ποιητικά θέματα αναπτύσσονται με μεγαλύτερη τόλμη και ευστροφία, ενώ ασφαλέστερη είναι και η κατάκτηση των εκφραστικών μέσων. Σκοπός είναι πάντα η ρήξη της φόρμας, η αποκάλυψη, η παρέμβαση, η ανατροπή. Οι τίτλοι άλλωστε των δύο βιβλίων είναι ενδεικτικοί της διάθεσης ανανέωσης του ποιητικού υλικού.
Η διάθεση ανατροπής είναι ορατή ήδη στα πρώτα ποιήματα της συλλογής (“Το αυγό του Brancousi”, “Δύο ημικύκλια”). Η πρωταρχική ενότητα των αντιθέτων (ο “ανδρόγυς”) διασπάται σε δυο στοιχεία/ημικύκλια. Είναι ανάγκη, φαίνεται να πιστεύει η ποιήτρια, να ανατραπεί ο ρηχός συμβιβασμός, η στείρα αμφισβήτηση, η ασφυξία και η υποκρισία που επιβάλλει η αναγκαστική σύνδεση των δύο αντίθετων πόλων. Στο σημείο αυτό υπεισέρχονται αιώνες φεμινιστικής/γυναικείας ποίησης, όπως δείχνει και το μότο της Anne Sexton στην αρχή του βιβλίου. Η Κορνέτη εντοπίζει την προσοχή της στα “αντίθετα/ατελή/κι όμως αχώριστα ζεύγη πραγμάτων”, των οποίων η συνύπαρξη οδηγεί στην καταστροφή : έρωτας-απουσία, έλξη-απώθηση, επιβεβαίωση-διάψευση . Οι μικρές, ανεπαίσθητες λεπτομέρειες της ζωής των γυναικών φωτίζονται με ένταση και αποκαλύπτονται τα ιδιαίτερα μυστικά τους. Το δεύτερο ενικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί η ποιήτρια δίνει τον τόνο εμπιστευτικής συνομιλίας με τον αναγνώστη.

«Γράφεις ποίημα
για κάτι που φοβάσαι
το δύσμορφο νάνο
τον εραστή χαλκομανία
το δαχτυλίδι της πριγκίπισσας
το νοσηρό ναρκισσισμό
τη γαμήλια αποσύνθεση
τη γαμήλια ανασύνθεση
τον τρόμο μη γεράσεις»

Οι “συναισθηματικοί λαβύρινθοι εμπειριών ευαισθησίας” είναι ανοικτοί στον
αναγνώστη, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα λυρικό εγώ σε έξαρση. Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα ωστόσο ισοδυναμεί με εξέγερση απέναντι στη ρομαντική φαντασία που ωραιοποιεί, εξιδανικεύει και ενδεχομένως συγκαλύπτει πράγματα και καταστάσεις. Η ρομαντική θεματογραφία αντικαθίσταται από τον θεματικό κύκλο γύρω στη μυθολογία του ψαριού : Όπως θρυμματισμένο κυλούσε το νερό”, “Σκοτεινόψαρο”, “Homo aquarius”, “Ενυδρείο”. Όλα τα στοιχεία του κόσμου είναι ανάγκη να αποσυναρμολογηθούν και να ανασυντεθούν προκειμένου να αποκαλυφθεί η νέα πραγματικότητα. Η οπτική γωνία πρέπει εξάλλου να αντιστοιχεί στα πράγματα.
“Θα μετατοπίσω την ορατότητα
για να μείνει το ποίημα ανοικτό”
Σκοπός του ανοίγματος προς τον κόσμο είναι επομένως η αναδιάρθρωση της
πραγματικότητας, καθώς και της δομής του ποιήματος. (Από τα ποιήματα της συλλογής λείπουν – στο μεγαλύτερο μέρος – οι τελείες και είναι δυνατό να διαβαστούν ως ένα ενιαίο, μεγάλο ποίημα). Στο υπόβαθρο της πραγματικότητας βρίσκονται τα μυθικά όντα :
το αυγό που μεταμορφώνεται σε πουλί, ο δράκος, ο μονόκερως, ο πύθωνας, το κολεόπτερο, καθώς και το “βασίλειο των ανώνυμων εμβρύων”. Ο κατάλογος αυτός δεν είναι τυχαίος. “Το πουλί λευτερώνεται από το αυγό παλεύοντας. Το αυγό είναι ο κόσμος. Όποιος θέλει να γεννηθεί πρέπει να καταστρέψει έναν κόσμο” γράφει ο Έρμαν Έσσε στον Ντέμιαν. Το μυθικό αυτό σύμπαν λειτουργεί υποστηρικτικά προς το ποιητικό υλικό. Η ποίηση είναι απαραίτητο να διαθέτει προϊστορία, ένα μυθικό υπόβαθρο, που να
στηρίζει τη θεματογραφία και να επιμηκύνει τον εσωτερικό της χρόνο. Ο αναγνώστης με τη στροφή στο παρελθόν πραγματοποιεί την αναγκαία μετάβαση και – ταυτόχρονα – διάκριση ανάμεσα στο αφηρημένο και το ακατανόητο και την πραγματικότητα, τη φαντασία και το ρεαλισμό, την ποίηση και την πραγματική ζωή. Η διάκριση αυτή οδηγεί σε ανάλογα συμπεράσματα, δείγματα ποιητικής ωριμότητας.

«Η πραγματικότητα όμως αναπαράγεται διαδοχικά
Έτσι ήταν πάντα. Ο αέναος χορός
Το κουρασμένο χόρτο. Πολλαπλασιάζεται,
κιτρινίζει, ξεριζώνεται, ξαναφυτρώνει»

Ο ποιητής από τη δική του θέση αντιμετωπίζει μόνος την πραγματικότητα. Βλέπει έναν ασπρόμαυρο κόσμο με τη βοήθεια της μοντέρνας τέχνης που του δανείζει “ένα ζευγάρι/βουλωμένα αυγά μάτια”. (Η ειρωνική αντίστιξη του λευκού με το μαύρο προοικονομεί το αίσθημα του κενού). Το ερώτημα ωστόσο παραμένει και είναι αποφασιστικό : τι μπορεί να κάνει ο ποιητής – ως καλλιτέχνης – για τον εαυτό του; Μπορεί ίσως να δανειστεί “το δεκανίκι του κολεόπτερου” για να επουλώσει τα τραύματα της ψυχής του (και να συνομιλήσει με το φάντασμα του νεκρού πατέρα, σαν άλλος Άμλετ). Επιλέγει πάντως να απιστήσει στο οικογενειακό ρομάντζο εφευρίσκοντας ένα ψέμα περί της καταγωγής, ένα ψέμα που δεν αρκείται στην άρνηση της γενεαλογίας
(“βλέπεις τον κόσμο με τα μάτια ενός υβριδικού όντος, καθώς μεταμορφώνεσαι σ’ ένα είδος διανοητικής μη ύπαρξης”). Ο ίδιος αρνείται κάποτε και την παράδοση της ποίησης καταφεύγοντας στις εικαστικές τέχνες. Προτιμότερο ωστόσο είναι να επινοήσει ένα ιδιωτικό τοπίο, όπου μπορεί να γνωρίσει τον εαυτό του, αλλά και την ευτυχία, καθώς η πραγματικότητα αποδεικνύεται ανεπαρκής να τον καλύψει. Το τοπίο αυτό βασίζεται στις
λέξεις και είναι κρυπτικό — και κρυπτογραφημένο.

“Το επινοημένο τοπίο
διαιρείται σε λεξιλόγιο
που αναιρεί
φωνήεντα κυκλικούς καθρέφτες
σφραγισμένους με βουλοκέρι”

Στο ιδιωτικό της τοπίο η Κορνέτη μπορεί κατά βούληση να μεταμορφωθεί σε “Ωραία κοιμωμένη” και να ασκηθεί στην τελειότητα, αλλά και να επιδοθεί σε μικρές πολυτέλειες – να αναλύσει, για παράδειγμα, την “Αρχιτεκτονική της φυσαλίδας”. Εκεί μπορεί να συναντήσει τα μυθικά της δημιουργήματα – το σκοτεινόψαρο, τον μονόκερω, το κολεόπτερο. Τα πλάσματα αυτά αναπαριστούν τη διχασμένη φύση του καλλιτέχνη, ο οποίος κινείται σε δυο πραγματικότητες. Ο μονόκερως αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο την τέλεια ερωτική συγκυρία, τόσο σπάνια όσο εκείνος. Στα ποιήματα της
συλλογής μεταμφιέζεται -πίσω από τα επινοημένα πλάσματα – η απουσία της αγάπης, το άγνωστο προσωπικό στίγμα, το δύσβατο κανάλι της επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Κάποτε χρησιμοποιούνται τα τρέχοντα αντικείμενα της καθημερινότητας για να δηλώσουν την οικειότητα : οι τσίχλες, η οδοντόκρεμα, το δαχτυλίδι/βέρα. Στην πραγματικότητα όμως ο έρωτας, όπως και η φιλία, ραγίζει. Ευθύνη δεν φέρει η ποιήτρια,
η οποία επιθυμεί απλώς να οριοθετήσει τον προσωπικό της χώρο – το δικό της δωμάτιο – και να ζήσει με ένταση το παρόν και το αύριο. Αυτή τη φορά οι παραινέσεις απευθύνονται “εις εαυτόν”.

“Θυμήσου να σχεδιάσεις ξανά το ευάλωτο δωμάτιο
Για να επαναπροσδιοριστείς
Θυμήσου να επιστρέφεις τις κλεμμένες καρδιές
Για ν’αρχίσεις να ζεις με πάθος την κάθε πεθαμένη μέρα
Σε μια η αυταπάτη περίεργη”

Στόχος του ποιητή είναι πάντως η ανακάλυψη και διατήρηση της ισορροπίας
ανάμεσα στον εξωτερικό κόσμο και την ατομικότητα. Τα μυθικά τέρατα είναι ανάγκη να ξεπεραστούν – ή έστω να περιοριστούν στα σύνορα του κόσμου των παραμυθιών. Τα πάντα λειτουργούν προς όφελος του ποιήματος – και η ισορροπία κατακτάται στη συλλογή της Κορνέτη, που καταφέρνει τα εξισορροπήσει τον εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο, τα περίεργα πλάσματα της φαντασίας με τον σκληρή πραγματικότητα που κινείται έξω από τα παράθυρα της πόλης. Οι σκοτεινοί εφιάλτες και τα τέρατα ωχριούν
μπροστά στις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται καθημερινά μπροστά στα μάτια των αναγνωστών. Επιδίωξη της ποιήτριας ήταν – είναι – πάντως να κρατήσει τον χρόνο ακίνητο μέχρι να μπορέσει να τον ελέγξει και να τον εντάξει στο ποίημα.

«Δεν ήθελες τίποτα το περίπλοκο
απλώς να ζαλίσεις τον αφηγηματικό χρόνο
με το διαπεραστικό βλέμμα της ακινησίας
να κλυδωνίζεσαι ανάμεσα
στο αφηρημένο και το ακατανόητο»

Σημαντικό ρόλο στο βιβλίο παίζουν και οι εικαστικές τέχνες – το αυγό του Brancusi, μια τοιχογραφία του ΡοllοΚ «Η γυναίκα φεγγάρι κόβει τον κύκλο») , Ο «κήπος των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος κα. Το αυγό συμβολίζει τη νέα τέχνη, η οποία εμψυχώνεται από τη χαρά για το άγνωστο και την αγάπη για το αίνιγμα. Με το αυγό δηλώνεται το νέο ξεκίνημα του φιλοσοφικού στοχασμού για την αναζήτηση νέων ερωτημάτων και νέων απαντήσεων. Η Κορνέτη τα χρησιμοποιεί κατά βούληση. «Η δύναμη του ποιητή συνίσταται στο γεγονός ότι μπορεί να ελέγξει τα σύμβολα, ότι χρησιμοποιεί κάθε φυσικό γεγονός – όσο μεγάλο και σταθερό κι αν είναι – ως εύγλωττο σύμβολο, κι ότι μετρά τη δύναμή του με μέτρο το βαθμό ευκολίας που κατορθώνει να χρωματίζει τα πράγματα η πνευματική του διάθεση. Μπορεί να κάνει τον κόσμο, την ιστορία, τις δυνάμεις της Φύσης να μιλούν όπως θέλει» (H.Bloom, Η θραύση των δοχείων). Έτσι δικαιολογείται το σκοτεινόψαρο, το ενυδρείο και ο δράκος. Πρόκειται για σύμβολα μιας νέας πραγματικότητας, συνεκτικός ιστός της οποίας είναι η δύναμη της
ειρωνείας. Ο παρατηρητής των ενοίκων του ενυδρείου γίνεται – με τη σειρά του – αντικείμενο παρατήρησης.

«Είναι ένας κόσμος ευάλωτος
αυτός που κέρδισε τη νέα προσέγγιση
όταν ξυπνητός βυθισμένος σε ένα σβόλο νερού
θα ονειρεύεσαι νησιά».

Ο ποιητής δυσκολεύεται να παραδεχθεί τον κόσμο της αρχής της πραγματικότητας, τον κόσμο που δεν κυβερνάται από τη συμπαθητική και ανταποδοτική φαντασία. Σε έναν τέτοιο κόσμο το κενό κυριαρχεί και δημιουργεί την αίσθηση ότι φτάνουμε πάντα καθυστερημένοι, καθώς και τον εφιάλτη της συνειδητοποίησης ότι το τρομερό συμβάν έχει ήδη συντελεστεί. Ως μόνη λύση φαίνεται «να εγκαταλείψουμε για πάντα το ερώτημα
σχετικά με την αρχή και το τέλος της ζωής, και να εννοήσουμε τον ανόργανο και τον οργανικό κόσμο σα μια διαρκή ολίσθηση ανάμεσα στη βούληση για ζωή και τη βούληση για θάνατο, στην οποία δεν κυριαρχεί ποτέ απόλυτα ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος… Φαίνεται πως η ζωή πρέπει πάντα να τελειώνει καταστροφικά, όπως ακριβώς ξεκίνησε, κατά τη γέννηση, με μια καταστροφή..» (Ferenczi, βλ. H.Bloom). Είναι γεγονός ότι παρά την δυσπιστία της απέναντι στη ρομαντική φαντασία, η Κορνέτη επιλέγει κάποτε το ασυμπλήρωτο σχήμα και την αποσπασματικότητα – ή κάποιες μορφές
αποσπασματικότητας. Στο τελικό, πεζό ποίημα της συλλογής με τίτλο “Επαφή”, “η ύπαρξη και η μη ύπαρξη διαλύονται μέσα από την ίδια διαδικασία, αυτήν της αποδόμησης”. Το κενό είναι το ύστατο καταφύγιο του ποιητή.

“για να κάνεις μια εικόνα ορατή
θα πρέπει πρώτα να την κάνεις χειροπιαστή
για να προσεγγίσεις την εικόνα
θα πρέπει πρώτα να γίνεις ο παρατηρητής της
ο παρατηρητής της ανυπαρξίας σου”

Το κενό – η λευκή σελίδα – είναι για τον ποιητή η αφετηρία και το τέλος της
διαδρομής του. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο σημεία μεσολαβεί του μυθικό σύμπαν της ποίησης, μιας τέχνης που δοκιμάζεται. Η Κορνέτη δεν περιγράφει τα πράσινα φύλλα του Whitman, τα φύλλα της ποίησης, καθώς “η αφήγηση των φύλλων είναι η εικόνα/του ποιήματος, η μορφή της ευλογίας” (H.Bloom). Η ποίηση είναι άραγε η τέχνη που “παραμένει αναπόσπαστο τμήμα ενός περίπλοκου αλλά θαυμαστού στην αντοχή του ιστού που συνδέει και νοηματοδοτεί τα πάντα” (Χ.Βλαβιανός) ή μια τέχνη περιττή; Στην
παρούσα συλλογή υπόκειται ένα θέμα ακανθώδες και αιχμηρό (“ένα μπουκέτο
ψαροκόκαλα”) και αποκαλύπτεται ένα κενό επικοινωνίας, που καλείται ο αναγνώστης να καλύψει. Η συμμετοχή στη διαδικασία της (από)συναρμολόγησης του κόσμου (και) του ποιήματος είναι δεδομένη για τον αναγνώστη, ο οποίος παρακολουθεί να ξετυλίγεται
μπροστά στα μάτια του η κοσμογονία του ποιήματος, καθώς και των ποικίλων του εκδοχών και δεν επιθυμεί να μείνει αμέτοχος.

Η ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΥΤΣΟΥΛΙΑ (2007)

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

Διαβάζω/Νοέμβριος 2008

Η αιώνια κουτσουλιά

Το ασήμαντο και το αιώνιο

Στη νέα ποιητική συλλογή της Έλσας Κορνέτη, τα ενάντια, όπως στον Ηράκλειτο, συναντιούνται, για να δημιουργήσουν τη συνοχή του κόσμου ή, τουλάχιστον, την κοσμοθεωρία μας. «Το ασήμαντο» ανανεώνει «το αιώνιο», του απονέμει «μια άλλη διάσταση». Ποια είναι όμως αυτή η διάσταση που Οφείλει την ύπαρξή της στην περιορισμένη αξία μας; Ο ποιητικός λόγος της Κορνέτη μας παρασύρει σε ένα σύμπαν όπου, και όταν ακόμη η ενδοσκόπηση αποτυγχάνει, ο ασθενής επιβιώνει. “Ένα μήνυμα αισιοδοξίας μέσα στην aurea
mediocritas (όπως θα έλεγε ο Οράτιος); Μάλλον όχι. Η ανατρεπτική χρήση των λέξεων, βασικό γνώρισμα της ποίησής της, μας υποχρεώνει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς σημαίνει «επιβιώνω».
Η ποιήτρια χλευάζει την άμετρη φιλοδοξία μας ήδη από τον τίτλο, ενώ στην αιώνια ασημαντότητα του πόθου μας κατατάσσει και την ποίηση.
Η κουτσουλιά-ακαθαρσία γίνεται μόνιμο χαρακτηριστικό της ζωής μας, η
κουτσουλιά-ασημαντότητα ανάγεται σε αιώνια κατάσταση στο «μεγάλο
καθρέφτη του σύμπαντος». Καθώς «το κενό αναβλύζει» από τα μάτια
μας, το ποίημα «ξυπνάει και βρυχάται». Για «νοσηρό απόσταγμα της συμπλεγματικής [μας] σχέσης / με το αιώνιο και την ασημαντότητα» μιλά η
ποιήτρια.
Στη νέα αυτή διάσταση του ποιητικού τόπου μια νοσηρή εικόνα επιβάλλεται. Δεν είναι τυχαίο που η ποίηση της Κορνέτη περιστρέφεται γύρω από ένα εσύ, που παραπέμπει στην ποιήτρια αλλά και στον αναγνώστη:
«- Έχεις αναλογιστεί / ως πότε θα σπρώχνεις τα σκουπίδια σου / κάτω από
το χαλί του άστρου / για να λάμπεις από μετριότητα;»
Το ποιητικό εγώ διασπάται, για να συζητήσει με το alter ego του, να εκφράσει πόνο, πικρία, νοσταλγία, υπαρξιακή αγωνία, αλλά και αυτοσαρκασμό. Η ποίηση
αυτή δεν γράφεται πάνω στα «μεταξωτά σεντόνια των αιθέρων», αλλά μέσα
«στο συρτάρι». Το δημιουργικό εγώ χρειάζεται μια κουτσουλιά χώρο, για να αναγεννηθεί, αλλά και πολύ θάρρος, για να κρυφτεί σε ένα συρτάρι, γεμάτο παλιά αντικείμενα και χιλιάδες αναμνήσεις.
Με τη γραφή της η ποιήτρια αντιμετωπίζει τα δεινά που μας απειλούν.
Με το ρητορικό σχήμα υπαλλαγή, εξορκίζει τα γηρατειά: «ανενόχλητα/τα μαλλιά του καθρέφτη σου / ασπρίζουν». Με «γυναικεία γραφή» αντεπεξέρχεται στην αγωνία της δημιουργίας: «Η ίδια αγωνία κάθε φορά. / Αν ο στίχος θα έχει χαλαρή ή σφιχτή πλέξη. / Αν η βελόνα πλεξίματος ξε-
φύγει από το θηλύκι / και τρυπήσει θανάσιμα τη λέξη».
Το νέο ποιητικό βιβλίο της Έλσας Κορνέτη δεν ανήκει στην αιώνια κουτσουλιά που κατατρύχει τον άνθρωπο: από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα προσφέρει ποίηση πυκνή, με διαλεκτικό ρυθμό και μηνύματα που μεταδίδονται με λιτό και άμεσο λόγο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΡΗΣ

Εντευκτήριο

Ποιητικά αποτυπώματα
Έλσα Κορνέτη. Η αιώνια κουτσουλιά.

Η Έλσα Κορνέτη εμφανίστηκε στον ποιητικό χώρο την περασμένη χρονιά
(2007), δημοσιεύοντας ποιήματα στο περιοδικό Ποίηση (τχ. 29) και εκδίδοντας τη συλλογή Στη σπείρα του κοχλία. Ο τίτλος της παρουσιαζόμενης
ποιητικής συλλογής (Η αιώνια κουτσουλιά) υποβάλλει με τον επιθετικό
προσδιορισμό την αίσθηση μιας θεματικής ποιητικής διαχρονίας και με το ουσιαστικό τη λεκτική απόχρωση ενός ποιητικού ρεαλισμού, που στοχεύει να
ανατάμει με καλλιτεχνικούς όρους βιώματα της καθημερινότητας. Η ποίηση της Κορνέτη έχει από θεματικής πλευράς υπαρξιακή σκευή: το αιώνιο
του προσωρινού / ή το προσωρινό αιώνιο; (σελ. 9). Η ανθρώπινη επικοινωνία, η καλλιτεχνική ταυτότητα, οι ποικίλες και περίπλοκες πτυχές της καθημερινότητας και το πώς εγγράφονται ως βιώματα στην ποιητική συνείδηση καλύπτουν τη θεματική περιοχή των στίχων:

Πρέπει επιτέλους να καταλάβεις / ότι λειτουργείς μόνον ως δέκτης. / Ο πομπός χρόνια τώρα / σου φωνάζει /«Out of Order» […] Και τι έχεις άλλωστε να μοιραστείς; Το φθινόπωρο της διαταραγμένης σου σκέψης;
(σελ. 17).

Από τεχνοτροπικής πλευράς, τα ποιήματα κινούνται στον χώρο του μοντερνισμού. Η ρυθμική νεωτερικότητα ανιχνεύεται από τη μορφή του ποιήματος σε πεζό (π.χ. «Μία άλλη διάσταση», σελ. 9) έως και την κατεξοχήν εικόνα του μοντέρνου ποιήματος, που συγκροτείται από ελεύθερους στίχους. Οι βασικότερες ωστόσο πηγές του εσώτερου ρυθμού των ποιημάτων είναι η πυκνή διαδοχή εικόνων, συναισθημάτων και σκέψεων στο πλαίσιο του κάθε ποιήματος, καθώς και η έλλογα ελεγχόμενη υπέρβαση της ρεαλιστικής κανονικότητας σε ορισμένα σημεία, από τα οποία δεν αναδύεται η αίσθηση της
υπερβολικής ποσότητας ή της μονότονης μανιέρας· αντίθετα, τα σημεία αυτά
κινητοποιούν τη δραστικότητα του μη αναμενόμενου ως δημιουργικού ξαφνιάσματος:
Δώσε στο τραγούδι της αγάπης μια ευκαιρία/να σκίσει με τη φωνή
του / τα μεταξωτά σεντόνια των αιθέρων (σελ. 21)· φτερωτές θεές /πετούν /
μέσα στα βαγόνια του μετρό / ενώ / η νύχτα αστράφτει / στο βάθος του τούνελ (σελ. 36)· — Τι έχεις να πεις για τον έρωτα; / — Ο καλύτερος ήχος/μετά τη σιωπή του δάσους (σελ. 64) κ.ά.
Ορισμένα ποιήματα (π.χ. σελ. 28-30, 49-52) θα ήταν δραστικότερα, αν ήταν
πιο συμπυκνωμένα από λεκτικής πλευράς. Το άπλωμα σε πολλούς στίχους
“αδυνατίζει” τον ποιητικό τους τόνο. Ενίοτε η χρήση λογοτεχνικών μεταφορών και προσωποποιήσεων δεν κατορθώνει να εκδιώξει την αίσθηση της εκφραστικής κοινοτοπίας (π.χ. όταν γυρεύεις την αιτία της φυγής / σκοντάφτεις πάντα πάνω στο φόβο / τον αμετανόητο εργένη — σελ. 13), αλλά ως επί το πλείστον η λεκτική και εικονοποιητική δυναμική των στίχων συντελεί και στη συγκινησιακή φόρτισή τους:
Η ίριδα του ματιού σου / έχει κατάλληλα εκπαιδευτεί/ — τρεμοπαίζει /
ξεθωριάζει /ώσπου καταψύχει/Νεκρά τοπία κυανής αγάπης (σελ. 41) κ.ά.
Τέλος, η αποκόλληση από ρομαντικογενείς εξιδανικεύσεις, ως απότοκη
της γόνιμης επιρροής που δέχτηκε η Κορνέτη από τον ποιητικό ρεαλισμό,
στοιχειοθετεί δυναμικές ποιητικές εγγραφές :
κι / εσύ /που βούτηξες/ τη σόλα σου/σε περιττώματα σκύλου/άφησες/ τα ίχνη σου / στην καινούργια μοκέτα / στο δωμάτιο / του καλύτερού
σου / φίλου (σελ. 34).
Η δημιουργική αξιοποίηση μειζόνων φωνών της αγγλόφωνης ποίησης (Τ. S. Eliot, Sylvia Plath, W. B. Yeats), η υπαρξιακή αναζήτηση ως θεματική απόχρωση και η μοντερνίζουσα αύρα ως απόρροια τεχνοτροπικής επιλογής συμβάλλουν στη θετική πρόσληψη της ποιητικής συλλογής, γεγονός που κινητοποιεί και το ενδιαφέρον για τη συνέχιση της λογοτεχνικής πορείας της ποιήτριας.

ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ
Έλσα Κορνέτη, Ή αιώνια κουτσουλιά,

ΜΙΑ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ στην πραγματικότητα προσφέρει ή δεύτερη
ποιητική συλλογή της ’Έλσας Κορνέτη με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η αιώνια
κουτσουλιά (προηγείται το βιβλίο Στη σπείρα τού κοχλία, 2007). Η ποιητική
γλώσσα είναι άμεση, κουβεντιαστή και ανεπίσημη, ενώ κυριαρχεί μια προσωπική εκδοχή της καθημερινότητας που βασίζεται στην ανάπλαση της τρέχουσας εμπειρίας και την επιθυμία μετάδοσής της στον αναγνώστη. Ό ποιητής/συγγραφέας είναι ουσιαστικά κατάσκοπος, σύμφωνα και μι τους στίχους της Άνν Σέξτον που χρησιμεύουν ως μότο στη συλλογή, ο όποιος εκθέτει τη δική του ζωή, αλλά Κάι των άλλων, σε κοινή θέα. Σκοπός του φαίνεται να είναι η απομυθοποίηση/απομάγευση του κόσμου και η προσέγγισή του από κοντινό πλάνο, που επιτρέπει να φαίνονται τα χάσματα και τα κενά του.
Το εισαγωγικό ποίημα του βιβλίου («Μια άλλη διάσταση») έχει σαφή
υπερρεαλιστική καταγωγή και συγγενεύει με τα υπερρεαλιστικά πεζά ποιήματα. Θέμα του είναι η ανίχνευση του αιώνιου μέσα στο στιγμιαίο, το ασήμαντο, το τυχαίο. Πρόκειται για «το αιώνιο τού προσωρινού / ή το προσωρινό αιώνιο·,» Το τυχαίο απασχολεί την υπερρεαλιστική ποίηση πού βασίζεται στον ελεύθερο συνειρμό και στην «αυτόματη γραφή», ενώ ό ποιητής θεωρείται «ήρωας τού τυχαίου». Αυτή δεν είναι η περίπτωση της Κορνέτη, η όποια χρησιμοποιεί την αντίστοιχη τεχνική για να δώσει απλώς ένα στίγμα και ένα σχόλιο σχετικά με την «τυραννία της ύπαρξης». Αν εξαιρεθεί το θέμα της αιωνιότητας πού είναι διακειμενικό, ο ποιητής μετέχει μιας ύπαρξης όπου κυριαρχεί το περιστασιακό στοιχείο.
Η συμβολή της ποιήτριας στη διαμόρφωση ενός κλίματος είναι καθοριστική, καθώς δηλώνει ότι δίνει «το σχήμα της ημέρας» σύμφωνα με την έμπνευσή της. Η ίδια ωστόσο δεν παρουσιάζεται ως παντοδύναμη, αφού ευθύς εξαρχής αποκαλύπτει τα τρωτά σημεία τού ποιητικού της προσωπείου. Συχνά αναπαριστά με παρρησία τις δυσφορίες της παιδικής ηλικίας -«όλο εκείνο το πράσινο»- καθώς και τις πολυπλοκότητες της ενήλικης ζωής. Η υπαρξιακή πλάνη, το συναισθηματικό κενό, η πλήξη των δεδομένων καταστάσεων και η συμπυκνωμένη ανησυχία αποτελούν την αναπόφευκτη πραγματικότητα. Η πολυπλοκότητα καθώς και η απλοϊκότητα εκπροσωπούνται από την ιδιότροπη κυρία Complexity και τον αγαθό και
προβλέψιμο κύριο Simplicity. Από τα παραδείγματα των ανθρώπινων αυτών
τύπων προκύπτουν χρήσιμα -αλλά όχι πρωτότυπα- συμπεράσματα. (Αρκετές είναι οι περιπτώσεις όπου κυριαρχεί η πεζολογία και η επιμονή στην κοινή έμπειρία).

Τουλάχιστον έμαθες έστω και αργά/ότι η ομορφιά βρίσκεται/εκεί οπού βασιλεύει η ατέλεια/και η ευτυχία/εκεί οπού Απουσιάζει/ή πολυπλοκότητα.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ποιητικές ενότητας που εκθέτουν τα περιεχόμενα της ανθρώπινης σκέψης, είτε αυτή αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις είτε ζητήματα της τέχνης. Ό τόνος γίνεται σαρκαστικός, δηλητηριώδης και βαθύτατα αποκαλυπτικός για όσα διαδραματίζονται «σε μια σκοτεινή / διαταραγμένη / και άγνωστη πτυχή τού μυαλού» κατά «το φθινόπωρο της διαταραγμένης σου σκέψης». Είναι γεγονός άλλωστε ότι στις ανθρώπινες σχέσεις επικρατεί έλλειψη κατανόησης, ασυνεννοησία και ότι ο κόσμος εξελίσσεται σε μία σύγχρονη Βαβέλ. (Οι σχετικές αναφορές σε ποιήματα του Γ.Μπ. Γέητς, τού Τ.Σ. Έλιοτ, του Σ. Μπέκετ αλλά και της Σ. Πλάθ ενισχύουν το αποτέλεσμα). Η ίδια σύγχυση και διάλυση επικρατεί και στόν κόσμο των ιδεών. Έννοιες-κλειδί χάνουν σταδιακά το νόημά τους και απειλούν την ανθρώπινη επικοινωνία στην ουσία της. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να χορταίνουν με λέξεις χωρίς περιεχόμενο: το σημείο επιζεί του σημαινομένου. Τις συνέπειες αυτές υφίσταται και η σταθερή ποιητική άξια -ο έρωτας- ο όποιος είναι μάλλον «ένας Έρωτας χωρίς έρωτα!»
Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής αποτελούνται από σύντομες νοηματικές ενότητας/πυρήνες -που σηματοδοτούν συναισθηματικές εκρήξεις— εστίες πυρκαγιάς. Πρόκειται για την εκδήλωση ενός σταθερού πνεύματος αντίθεσης στις παραδοσιακές τυποποιήσεις της λογικής, της γνώσης καθώς και ένα άνοιγμα στην προσωπική, δημιουργική σκέψη. Κάθε πραγματικότητα υπάρχει μόνο για να μπορεί να αμφισβητηθεί, φαίνεται να πιστεύει η ποιήτρια, ενώ πιο ανθεκτικά στο χρόνο είναι τα γκροτέσκα, νοσηρά και περιττά στοιχεία πού μάς περιβάλλουν. Η ανθρωπότητα βρίσκεται, με αυτό τον τρόπο μπλεγμένη σε έναν πόλεμο εικόνων, ενώ η πάλη των
αντιφατικών αυτών παραστάσεων οδηγεί στον τεμαχισμό και την αποσυναρμολόγηση του κόσμου. Μόνη υγιής αντίδραση στο αδιέξοδο είναι η εξέγερση.
Παρακολουθείς με ενδιαφέρον/το γοργό βήμα/ της μακαριότητας/των βραχυκυκλωμένων εγκεφάλων/ πού οδηγεί σε επιφανειακές διαδρομές/
γονιμοποιεί την ευδαιμονία και γεννά /ψευδαισθήσεις/ ζωές άδεια κελιά/
κι ένας ρευστός θυμός σε πνίγει.

Η δέσμη ερωτηματικών, υποθέσεων, αμφιβολιών και παρατηρήσεων που
εκτυλίσσεται σε σειρά ποιημάτων προσπαθεί να λύσει το θεμελιακό πρόβλημα της πραγματικότητας και ανατρέπει την παραδοσιακή εικόνα που σχηματίζεται γι’ αυτήν («Ερινύες v.s. Ευμενίδες», «Η γνωστή πόλωση», «’Εμμονές»), Ποιητικές τεχνικές όπως οι παραστατικές εικόνες, η αναλογία, οί ερωτήσεις, ή ισχυρή προστακτική συντελούν στην αμεσότητα του λόγου. Άμεση συνέπεια είναι ή χρεοκοπία της περιγραφικής γνώσης των φαινομένων και η ανάπτυξη σχέσεων αβεβαιότητας. Δεν υπάρχει πια λόγος να αντιπαρατίθεται η ορθολογική γνώση στη συναισθηματική είτε η φαντασία στη λογική, εφόσον αρκεί η αναλογική γνώση να αποδείξει τη δημιουργική ικανότητα του πνεύματος. Το γεγονός συνιστά από μόνο του μια πρόκληση.

Πτώση/από αποτυχημένο ακροβατικό./Είσαι έτοιμη/να εκτεθείς/σαν την αιώνια κουτσουλιά/στο κεφάλι του αγάλματος;

Η ουσία του ζητήματος «αιωνιότητα η προσωρινότητα» είναι ότι η ποιήτρια
φαίνεται αποφασισμένη να συνεχίσει την αναζήτηση και να έρθει σε ολοκληρωτική ρήξη με ό,τι ξέρει, με ό,τι προκαταβολικά την καθορίζει. Στο σημείο αυτό έχει τη θέση της η ειρωνεία και ο σαρκασμός που είναι αναπόφευκτη συνέπεια των αντίδρομων καταστάσεων που προκύπτουν διαρκώς. Στο βιβλίο είναι διάσπαρτες, οι ανομοιογενείς, ποικίλων βαθμών εκδηλώσεις του μαύρου χιούμορ πού φτάνουν στα άκρα της ανατομίας του εαυτού και των άλλων. (Το δεύτερο πρόσωπο, το «εσύ», συχνά παρουσιάζεται σαν μια καρικατούρα.) Το αποτέλεσμα ωστόσο μπορεί να είναι αναπάντεχα ευνοϊκό για την τέχνη.

Υποκλίνομαι βαθιά/ στο συναισθηματικό κενό/και στη συνοφρυωμένη ανεπάρκεια/πού μου χάρισες./Μα το μαγικό σου άγγιγμα/ή παθολογική μου εσωστρέφεια/μετατράπηκε σε συγγραφική/ακράτεια.

Η τέχνη επομένως είναι μια δραστηριότητα πού πληρώνεται ακριβά και ο καλλιτέχνης μια διχασμένη φύση που διακατέχεται από παθιασμένους
συνειρμούς και παρορμήσεις, ψευδαισθήσεις και αίσθημα ανικανοποίητου
(πρβλ. με τούς στίχους του Καρυωτάκη «τη σάρκα, το αίμα θα βάλω/ σε σχήμα βιβλίου .μεγάλο»). Ο ίδιος βρίσκεται διαρκώς σε μια διαδικασία αύτογνωσίας -ή καλύτερα απογύμνωσης του εαυτού- και ανάλυσης των συνδρόμων του («τό ενοχικό σύνδρομο», «το σύνδρομο της πολυπλοκότητας» κ.λπ.). Επιμένει, παρά τις αντιξοότητες, στις εμμονές του —π.χ., στον μεγάλο/ιδανικό έρωτα, μολονότι τον θεωρεί «μια γερή μπουκιά φαντασιοπληξίας»- και συνεχίζει να θέλει να κολυμπήσει «σε μια καινούργια ψυχή / τόσο μπλε / τόσο αμέριμνη / τόσο αθόρυβη / όσο και η εγκυμοσύνη της θάλασσας».
Ό κόσμος εξακολουθεί να απασχολεί την ποιήτρια – πολύχρωμος, αιχμηρός,
ακατέργαστος, απροσδόκητος («Φωτοσκιάσεις», «Ή κίτρινη εκδοχή»). Η
Κορνέτη διερευνά όλες τις πλευρές του με ποιήματα-ματιές που τον τέμνουν σε βάθος και διαπιστώνει ότι δεν είναι και το καλύτερο μέρος για να γεννηθεί κάποιος. ’Εξίσου την απασχολεί και η οικογενειακή σάγκα, το οικογενειακό δέντρο («Fade out»), τα πρόσωπα και ο πανικός τους («τα καρουζέλ όλων των μικρών πανικών των προσώπων περιστρέφονται αενάως»). Πρόκειται για φεμινιστική ποίηση, στην καλύτερη μορφή της, η όποια βασίζεται στη γυναικεία εκδοχή της πραγματικότητας – αυτή που εκθέτει πρισματικά τις αλληλοσυγκρουόμενες όψεις του κόσμου με όλες τις αιχμές και τις παγίδες τους. Η ειλικρίνεια της εικόνας ξεπερνά συχνά τα όρια της σκληρότητας. Την προσοχή βέβαια αποσπά το παράδοξο (bizarre). Η μοντέρνα ποίηση δεν επιμένει επιλεκτικά σε κάποιες αντιθέσεις, αλλά τις φωτίζει ισότιμα σε όλες τις πλευρές τους.

Μιά ραχοκοκαλιά άπό στάχτη/ό εύθραυστος κόσμος/κι οί ήμερες
χύνονται/χαμηλόφωνα/σέ θρύψαλα.

Η επιτυχία της Κορνέτη κατά κύριο λόγο συνίσταται στη σημαντική της εξέλιξη σε σχέση με το προηγούμενο, σαφώς πρωτόλειο βιβλίο καθώς και στην επίλυση των προβλημάτων που το συνοδεύουν. Αν στη Σπείρα του κοχλία επικρατούσε η διάχυση, ο συμφυρμός των θεμάτων και η εκφραστική αδεξιότητα, στην παρούσα συλλογή διαπιστώνεται ευθυβολία στην κατάκτηση του ποιητικού στόχου. Το αποτέλεσμα προκύπτει ως ένα παιχνίδι που συνδυάζει άνεση στην έκφραση και ευελιξία στη σκέψη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τους ελιγμούς γύρω από μια πραγματικότητα που διαρκώς μεταλλάσσεται και απαιτεί την προσοχή του. Το ισχυρό δεύτερο ενικό πρόσωπο αναλαμβάνει να ανατρέψει όλα τα δεδομένα και τις άξιες του αναγνώστη και να καταργήσει τις μικρές του αλήθειες. Η νέα οπτική γωνία και η πρωτότυπη ματιά βασίζεται στην ανατροπή και την απόκλιση από
τον μέσο όρο, τη «normalite» και τον «υποκριτικό καθωσπρεπισμό». (Στο
σημείο αυτό βρίσκει εξήγηση και η πρόκληση του τίτλου.) Η απογύμνωση από
τις αυταπάτες συντελεί στη χαρτογράφηση του εαυτού και του κόσμου με τη
βοήθεια των λέξεων. Πρόκειται για «λέξεις στρείδια», συχνά σκληρές και ακατέργαστες που αποδίδουν πιστά την πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα οδηγεί σε μια λεπτομερώς χαρτογραφημένη εποχή, από την όποια δεν μπορεί κάποιος να ξεφύγει.
Προς τί λοιπόν η αιωνιότητα; Αιωνιότητα είναι τελικά η ανελέητη ροή του χρόνου. Η ποιήτρια δεν έχει σκοπό να προσφέρει ιστορίες μέ ωραίο τέλος.
Ή συλλογή παραμένει σκόπιμα ανοιχτή, με υστερόγραφό και «με ερωτηματικό» που αφορούν το νόημα της τέχνης – ή μάλλον τη μορφή και το περιεχόμενο του ποιήματος. Η μορφή επιδιώκει να στεγάσει το ποίημα, αλλά το περιεχόμενο πρέπει «να φωτίσει / μια μικρή η μεγάλη αλήθεια». Σκοπός του ποιήματος είναι ή αλήθεια, ενώ «οι αιώνες χιονοστιβάδα κυλώντας μαζεύουν μικρά μόνο βηματάκια ανθρώπων» (Μπρετόν).

ΓΙΑ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ ΚΟΡΝΕΤΗ

ΙΩΑΝΝΑ ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ

bibliotheque 3/1/2013

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ ΚΟΡΝΕΤΗ
(Απόσπασμα)

Ήδη από τις πρώτες της ποιητικές συλλογές με τους αντιστικτικούς τίτλους «Η αιώνια κουτσουλιά» , «Ένα μπουκέτο ψαροκόκκαλα» και τώρα με τη συλλογή «Κονσέρβα μαργαριτάρι» , η Κορνέτη φαίνεται να κομίζει κάτι το νέο στην ελληνική ποίηση. Από τα πρώτα ποιήματά της, πραγματεύεται τα θέματά της που είναι ο έρωτας, η ανθρώπινη συνθήκη, η ενατένιση της εικαστικής δημιουργίας, η απομάγευση του κόσμου , το συναισθηματικό κενό, μέσα από καθημερινές και όχι εξεζητημένες λέξεις, και δίνει το στίγμα και τη δική της φωνή, τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και από πλευράς ποιητικής φόρμας, παραβιάζοντας καμιά φορά τα όρια μιας εκφραστικής γραμμικότητας με στόχο την ανατροπή όλων των συμβάσεων. Οι λέξεις της είναι καθημερινές, όμως μέσα από μια παραδειγματική σύνταξη όπου γειτνιάζουν κατά τρόπο ώστε να υπερβαίνουν τα όρια μιας απλής καθημερινής επικοινωνίας, καθιστούν το ποίημα πολυπρισματικό με πολλά επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείας. Κατ’ αρχήν, αυτό που διαπιστώνει ο αναγνώστης, είναι η βαθιά και αφομοιωμένη γνώση της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κυρίως της Ευρωπαϊκής, και γενικότερα της τέχνης, εφόσον η ποιήτρια ανοίγει διάλογο με καλλιτέχνες όπως ο Χάινε, ο Φλωμπέρ με την Εύα Μποβαρύ του, ο αναγεννησιακός ζωγράφος Μποτιτσέλι , ο σουρεαλιστής Βέλγος ζωγράφος Ντελβώ ο Δάντης με τη Βεατρίκη του.

Στη συλλογή συναντούμε μακροσκελή ποιήματα με έντονη εικονοποιία και θεατρικό ποιητικό λόγο. Επηρεασμένη από τον λατινοαμερικανικό μαγικό ρεαλισμό, τις Μυθοπλασίες του Μπόρχες και τους υπερρεαλιστές ποιητές μας , ιδίως από τον Εγγονόπουλο όπως μου ομολόγησε η ίδια, της αρέσει να αφηγείται με ποιητικό τρόπο ιστορίες και να ανιχνεύει τα όρια μεταξύ φανταστικού και πραγματικού. Χρησιμοποιεί το γλωσσικό υλικό της με παράδοξο τρόπο από τον οποίον προκύπτει μια μαγική και εξίσου παράδοξη εικονοποιία και παράδοξες ψυχικές καταστάσεις. Ένα παράδειγμα:

« Όσο η καρδιά του ρόδου χλιμιντρίζει
Αραχνούφαντες αναβλύζουν ηδονές
Βαριά αρώματα κεντούν στο σώμα σαύρες
Οι ουρές γίνονται τσιγκέλια»

Είπαμε ότι η Κορνέτη προσπαθεί να αποδεσμευτεί από όλες τις συμβάσεις που συνθέτουν την οντολογική της ύπαρξη, να αποτολμήσει μια υπέρβαση και να επιστρέψει με άλλη πλέον μορφή στην κανονικότητα του πραγματικού της βίου, γιατί η ανίχνευση του ένδον εαυτού εκφρασμένη ποιητικά, αναγκαστικά θα δημιουργήσει ένα νέο ον, εμπλουτισμένο με στοιχεία που προέκυψαν μέσα από την διαδικασία της γραφής και ικανό να αντέξει την υπάρχουσα πραγματικότητα. Σε πολλά από τα ποιήματά της, είναι φανερή η αναφορά της στη σχιζοειδή πραγματικότητα την οποίαν έχει να αντιμετωπίσει ένα ον που από τη στιγμή της γέννησής του έχει να αντιπαλέψει τη σκληρότητα ενός κόσμου κατά βάσιν εχθρικού, και προσπαθεί να θωρακιστεί απέναντί του.

Στο ποίημα της Η ΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΗ, η μεγάλη κυρία των εκατό ετών, γέννημα ενός υδάτινου κόσμου-μια έμμεση αναφορά στην αρχέγονη προέλευση του ανθρώπου- αναγκάζεται να θωρακιστεί με φολίδες για να επιβιώσει σε έναν κόσμο που δεν είναι ο χώρος του φυσικού της στοιχείου, του νερού, και με το ανεπτυγμένο μητρικό ένστικτο-άλλος υπαινιγμός για τη ζωϊκή πλευρά της ύπαρξής μας-κρύβει, για να προστατέψει τους απογόνους της στα νούφαρα.

Έχοντας μεγαλώσει με τη ζωγράφο μητέρα της, το ενδιαφέρον της για την εικαστική δημιουργία είναι έντονο και έκδηλο στο έργο της. Με οξύ βλέμμα, προβαίνει στην ανατομία ενός εικαστικού έργου, το οποίο είναι το άλλο πράγμα που γονιμοποιεί τον ποιητικό της λόγο, το παρατηρεί, εμβαθύνει, συνειδητοποιεί τι είναι, ενδιαφέρεται ν’ αποκτήσει βαθιά γνώση αυτού που υπάρχει πίσω από την εικόνα, αποσπά ένα νήμα από τον καμβά και με τα δικά της υλικά, την γραφίδα και το λόγο, δημιουργεί το δικό της υφάδι, που θα είναι ένα Text, ένα κείμενο, μέσω του οποίου το εικαστικό έργο θα αποκτήσει μια νέα ζωή. Ομιλώντας άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο και άλλοτε σε τρίτο, ως Άλλη, παρατηρεί, ανιχνεύει το Εγώ της και καταγράφει τις ψυχολογικές της διακυμάνσεις, τους λαβυρίνθους των συναισθημάτων της, και γενικότερα του ψυχικού της τοπίου με όλα τα τρωτά σημεία του. Ορισμένα ποιήματά της έχουν διαλογικό χαρακτήρα μεταξύ ενός Εγώ κι ενός Εσύ, το οποίο μπορεί μέσα από τον αντικατοπτρισμό να είναι το alter ego της ποιήτριας που υποδύεται το ρόλο και του αρσενικού και του θηλυκού, ενός άφυλου υποκειμένου που παρατηρεί, στοχάζεται και καταγράφει, με ψυχραιμία κι από απόσταση, την κατακερματισμένη πραγματικότητα

Αν και σε πολλά ποιήματά της, το ποιητικό Εγώ είναι άφυλο όπως προείπαμε, σε άλλα παρατηρούμε μια καθαρά γυναικεία ματιά ως προς την θεματολογία της. Δεν θα αποφύγω να μιλήσω για γυναικεία γραφή αναφορικά με την ποίηση της Έλσας Κορνέτη, βεβαίως έχει χυθεί πολλή μελάνη για το θέμα αυτό, και μπορεί κάποιος να μου αντιτείνει ότι η ποίηση δεν έχει φύλο, , όμως εγώ υποστηρίζω ότι υπάρχει γυναικεία ποίηση εφόσον η ματιά μας στον κόσμο και στα πράγματα καθορίζεται μέσα από την γυναικεία βιολογική μας συνθήκη, βεβαίως χρησιμοποιούμε τα ίδια εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν και οι άνδρες για να μιλήσουμε για τα βιώματά μας, αλλά υπάρχουν ποιήματα, που αδυνατώ να φανταστώ ότι θα μπορούσαν να είχαν γραφεί από έναν άνδρα, έχω κατά νουν το ποίημα της Γερμανοεβραίας ποιήτριας του εξπρεσιονισμού Έλζε Λάσκερ Σούλερ, «Ένα παλιό θιβετιανό χαλί», η οποία παρομοιάζει ένα ερωτευμένο ζευγάρι με τους σφιχτοδεμένους κόμπους από θιβετιανό χαλί.

Η ματιά λοιπόν της Έλσας Κορνέτη και οι αναζητήσεις ή οι θέσεις της γύρω από τα υπαρξιακά, ερωτικά και εικαστικά θέματα, σε πολλά από τα ποιήματά της, υποστηρίζω ότι είναι γυναικεία.

Έχω κατά νουν το ποίημα της Femmina (σελ. 76) στο οποίο αναφέρεται προφανώς στην έμμηνο ρύση

«Αυτά τα ποτάμια αίματος

Μια ζωή πιστά σ’ ακολουθούν
Πίσω σου κυλούν
Σε φουσκώνουν
Σε πονάνε
Σε βαραίνουν
Κι όταν ξαφνικά αρχίσει
Η ξηρασία
Σταγόνα σταγόνα να
Σε τρελαίνει
Τα ποτάμια στερεύουν
Τότε
Ω, τι έκπληξη!
Αρχίζουν να σου λείπουν

Ξέρεις τι σημαίνει
Η απόσυρση της κόκκινης κηλίδας;
Να μένεις μια γυναίκα λειψή
Μισή γυναίκα;

Πώς θα μπορούσε άραγε ένας άντρας να βιώσει μια έμμηνο ρύση; Κι αν η ποίηση δεν μιλά για πραγματικό βίωμα, όπως έλεγε ο μεγάλος ποιητής Πάουλ Τσέλαν , αυτό που θα προκύψει δεν θα είναι ένα ποίημα αλλά ένα ψευδοποίημα.

Ως προς τη μορφή των ποιημάτων της, αυτό που παρατηρώ, είναι μια αυτονόμηση των στροφών, οι επί μέρους δηλαδή στροφές ενός ποιήματος μπορούν να διαβαστούν και αυτόνομα και ανεξάρτητα από το όλον ποίημα και να είναι φορείς νοήματος. Ο ρυθμός δεν είναι συλλαβοτονικός, δεν γράφει έμμετρο, ούτε ομοιοκατάληκτο στίχο, παρόλα αυτά επιτυγχάνει να δώσει στο ποίημα μια εσωτερική ρυθμικότητα μέσα από τη γραμματική και συντακτική δομή, την αναλογία και την επανάληψη. Επηρεασμένη όπως είπαμε από τον Εγγονόπουλο, παρατηρούμε στην Κορνέτη, όπως και σ’ εκείνον, μια κάθετη διάταξη του ποιήματος, που υπερβαίνει και υπονομεύει την παραδοσιακή οριζόντια διάταξη για να καταστήσει σαφές ότι δεν την εκφράζει πλέον, ασφυκτιά μέσα στα αυστηρά της όρια, και επιζητεί να αναπνεύσει μέσα από την ελευθερία της φόρμας.»

Η Έλσα Κορνέτη, με τις 4 ποιητικές της συλλογές, έχει καταφέρει να καταθέσει το «ιδίωμα μιας λαβωματιάς από το αγκάθι του ρόδου που προσπάθησε να κόψει» για να χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός άλλου ποιητή, του Γιάννη Λειβαδά, έχει δημιουργήσει τη δική της ποιητική γλώσσα, το δικό της προσωπικό ιδίωμα που τείνει προς το ακατόρθωτο κι αυτό πρέπει να είναι σήμερα το ζητούμενο στην Ποίηση.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ

Η ποίηση στη σκηνή της εξομολόγησή
Για την ποίηση της Έλσas Κορνέτη

(Απόσπασμα)

Το βιβλίο Στη σπείρα του κοχλία, μολονότι εκδόθηκε το 2007 στη Θεσσαλονίκη (εκδόσεις Μαλλιάρη), αποτελεί συλλογή παλαιότερων ποιημάτων της Έλσας Κορνέτη. Από πλευράς ύφους και θεματικής εμφανίζεται ως βάση για το δεύτερο έργο της ποιήτριας με τον τίτλο Η Αιώνια Κουτσουλιά (εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα, 2007), στο οποίο αποτυπώνεται με υποκειμενική διαύγεια το γυναικείο βλέμμα σε μια θεματολογία ερωτικών, υπαρξιακών και εικαστικών αναζητήσεων ή θέσεων. Το μοτίβο δεν εγκαταλείπεται στο τρίτο βιβλίο της ποιήτριας, Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα (εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα, 2009), εντάσσεται όμως σε διαφορετικές αναπτύξεις.
Η σχετική αυτονόμηση των στροφών κάτω από ένα γενικό τίτλο -μορφή που επιλέγεται για τα περισσότερα ποιήματα της δεύτερης συλλογής— κρίνεται αποτελεσματική. Δίνεται έτσι η δυνατότητα να φωτιστεί ένα θέμα από διαφορετικές σκοπιές. Η όσμωση μεταξύ των διαχωρισμένων στροφών/ενοτήτων συμβάλλει, στις πιο επιτυχημένες περιπτώσεις, στη διαμόρφωση μιας δυναμικής ισορροπίας στη σχέση ανάμεσα στην υφή και την πλοκή του κειμένου. Η στοχαστική περίληψη που, κατά κύριο λόγο, δίνει υπόσταση στα μέρη αυτών των συνθέσεων, αποτελεί ένα από τα εξελισσόμενα στοιχεία του ύφους της ποιήτριας: «Στη γη των απολαύσεων/ δεν υπάρχουν/ γωνίες/ για να τραυματίσουν/το γοφό σου//οι μέρες κυλούν/σε τηλεοπτικά επεισόδια/ενώ στα χωράφια/ φυτρώνουν χαρτονομίσματα// στην ευθρα-
στότητα του ορίζοντα/επιπλέουν/ δαντελένια εσώρουχα/και
περιστέρια/ από πλεξιγκλάς» (από το ποίημα «Η αιώνια κουτσουλιά»).
Ας παρατηρηθεί στο προηγούμενο απόσπασμα η παραστατικότητα που επιτυγχάνεται με τη χρήση των ρημάτων ενεργητικής φωνής. Μια προσωπική ένσταση αφορά στον ήχο που αναδίνεται από τους σύντομους στίχους αυτού του χωρίου. Οι «γωνίες», για παράδειγμα, ακούγονται αποκομμένες στον μονολεκτικό -κι εμφατικό, βεβαίως, ως προς τη σημασία της απουσίας —στίχο. Για τέτοιου είδους στοιχεία, ωστόσο, δεν υπάρχει νόρμα παραγωγής. Στο χέρι του ποιητή, κυριολεκτικά, είναι ν’ αποτυπώνει το προσωπικό του
ύφος με το τάλαντο και την εξάρτυση που διαθέτει.
Φρονούμε, επίσης, ότι ορισμένα ποιήματα, όπως το «Αποτύπωμα – Print», άρα κι ολόκληρη η Αιώνια Κουτσουλιά θα κέρδιζε σε πυκνότητα δομική, αν αποκλείονταν χωρία ή στροφές, που, απλά, επαναλαμβάνουν γνωστές ρήσεις και κρίσεις.
Στο βιβλίο Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα τα ποιήματα αποκτούν μια πιο ευδιάκριτη νοηματική συνέχεια. 0 βαθμός αυτονόμησης των στροφών μειώνεται δραστικά, ωστόσο κατά περίπτωση παραμένει. Γενικά, και εδώ, κυριαρχεί η μέσης έκτασης ανάπτυξη. Εύλογα, συναντούμε περισσότερα
ποιήματα οραματικής αφήγησης, όπως «Το αυγό του Brancousi» και το «Homo aquarius». Πρόκειται για μια χαρακτηριστική εξέλιξη του στιλ, που προχωρεί από συλλογή σε συλλογή.
Στην ποιητική της Έλσας Κορνέτη ιδιαίτερος ρόλος δίνεται στο δεύτερο πρόσωπο. Σε αρκετά ποιήματα είτε επιχειρείται να κλείσει ένας διάλογος με την καταγραφή του αντίκτυπου της επαφής, είτε ο «άλλος» αποκτά την υφή του παραλλαγμένου αντικατοπτρισμού. Κατά την τελευταία ενδιαφέρουσα τεχνική το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί ν’ αποδώσει με την ψυχραιμία μιας απόστασης ζητήματα τα οποία υποτίθεται ότι δεν το αφορούν άμεσα. Πραγματικά συναισθήματα είναι δυνατό να σοβούν σ’ ένα ποιητικό πλαίσιο, που προσφέρεται για την ανάπλασή τους δίχως να ολισθαίνει
στην επιφανειακή συναισθηματολογία. Ας σημειωθεί πάντως ότι η χρήση του δεύτερου προσώπου εγκυμονεί τον κίνδυνο της αντίδρασης του αναγνώστη ως αποδέκτη μιας παραίνεσης που δεν ζητήθηκε. Μολονότι, λοιπόν, ανιχνεύονται κάποιες στιγμές εκζήτησης, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα,
σε στίχους του ποιήματος «Ερινύες vs Ευμενίδες», η σχετική διαχείριση από την πλευρά της Έλσας Κορνέτη κρίνεται ικανοποιητική, αφού μεταδίδει πειστικά την αίσθηση της υποκειμενικής εμπλοκής και αποκρυστάλλωσης.
Σαν συνέπεια των παραπάνω έρχεται η δραματική εικονοποιία. Συχνά οι στίχοι της ποιήτριας λαμβάνουν μια διάσταση σκηνική με την παρουσία ενός ή περισσότερων προσώπων. Δεν είναι σπάνιο το ποίημα ν’ ακούγεται σαν θεατρικός μονόλογος. Ενδεικτικά παραδείγματα από τη δεύτερη συλλογή είναι το ποίημα «Syndromes» και το «Fade Out», στο οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω, ενώ από την τρίτη ο ερωτικός «Μονόκερως» και το ποίημα «Τοιχογραφία», όπου επιχειρείται μια εμψύχωση στοιχείων εμπνευσμένων από τη ζωγραφική του Jackson Pollock. Συχνοί εξάλλου είναι και οι διάλογοι που εντάσσονται στη δομή των ποιημάτων – ιδίως αυτών του Μπουκέτου.
Ανταγωνιστικό ως προς τις αντιλήψεις που απαξιώνουν
τις ανθρώπινες σχέσεις είναι το είδος της θηλυπρεπούς αμεσότητας -έως και ωμότητας-που διαλέγει η ποιήτρια, για να σχολιάσει συγκεκριμένες στάσεις, που αφορούν στο αιώνιο ζήτημα του έρωτα: «Bizarre./Ήταν ο πρώτος άντρας/που σου μίλησε για τον έρωτα/χωρίζοντάς τον σε στάδια/σαν να
ήταν καρκίνος» (απύ το ποίημα «Μυστήρια και Θραύσματα», Αιώνια Κουτσουλιά).
Δεν λείπουν οι σκληρές μα αναγκαίες διαπιστώσεις και το πικρό περίπαιγμα: «Αφού το ξέρεις/Είναι ο νόμος του ωκεανού/Όταν η υποκρισία κορυφώνει την ιλαρότητα/Το ζευγάρωμα γίνεται στον ύφαλο/Για ασφάλεια» (από τα «Δύο Ημικύκλια», Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα)
Η ούτως ή άλλως κοινοποιημένη με μια ποιητική συλλογή διάθεση για επικοινωνία αποκτά έντονες ιδιοσυγκρασιακές χροιές, όταν μεσολαβεί ο πλατωνικός κομιστής του πάθους – ή του άλγους.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Ο ΣΙΣΥΦΟΣ Τ.8 /2014

ΝΙΚΗ EIDENEIER

Η Έλσα Κορνέτη κολυμπάει ευθύς εξ αρχής σε βαθιά νερά. Και μόνο οι τίτλοι των ποιητικών της συλλογών προετοιμάζουν ασυνήθιστα την περιέργεια μας. Ήδη από τον πρώτο στίχο ενός ποιήματος αναρωτιέται κανείς. Πού το πάει άραγε; Μένει πιστή στο θέμα που υπόσχεται η συλλογή; Υπάρχει πράγματι ένα κύριο θέμα; Και οι τίτλοι; Είναι μόνον έξυπνα ευρήματα ή έχουν βαθύτερο νόημα; Ας πάρουμε την πιο πρόσφατη εκτενή της συλλογή με τον τίτλο Κονσέρβα μαργαριτάρι. Τι να σημαίνει άραγε; Μια κονσέρβα σαν μαργαριτάρι; Μια κονσέρβα με μαργαριτάρια, όπως λέμε κονσέρβα τόνου; Αυτόν τον συνδυασμό θα τον αναζητήσει ματαίως ο αναγνώστης στο περιεχόμενο της συλλογής, έτσι ώστε να μπορέσει να διευκρινίσει το νόημα από τα συμφραζόμενα. Τη λέξη «μαργαριτάρι», ωστόσο, τη συναντάμε μια φορά στις εκατό σελίδες, επίσης χωρίς ανάλογα συμφραζόμενα. Σε πιο επίμονη αναζήτηση όμως ανακαλύπτει κανείς, ή νομίζει πως ανακαλύπτει, ένα πλήθος μαργαριτάρια χωμένα και συντηρημένα σε μια κονσέρβα, που είναι βέβαια το τυπωμένο βιβλίο. Μήπως αυτό εννοεί η ποιήτρια με τον περίεργο τίτλο;
Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν δύο στίχοι από την προηγούμενη
συλλογή της Η αιώνια κουτσουλιά -τι τίτλος κι αυτός!- στο ποίημα
«Post-script». Εκεί υπάρχουν οι στίχοι: Μαργαριτάρια και νεκρές καρδιές / είναι τα ποιήματα που ζούνε μέσα στα στρείδια, (σ. 70)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ

Ένα άλλο γενικό χαρακτηριστικό στην ποίηση της Ε. Κ. είναι ο αγώνας που κάνει για ανοικείωση, συχνά στην αρχή και το τέλος κάθε ποιήματος, αλλά και σε οποιοδήποτε σημείο το κρίνει λειτουργικά απαραίτητο. Ψάχνει κάτω από τις λέξεις, εξαρθρώνει το κοινότοπο και αναδιαρθρώνει το ανοίκειο, δηλαδή τον καθαρό ποιητικό λόγο. Ας θυμηθούμε ότι, πριν γραφεί ο στίχος «βαθύ γαρύφαλλο ακρωτήρι», κανένας δεν είχε σκεφτεί να κάνει μια τέτοια σύνδεση, να δώσει ένα τέτοιο σύμπλοκο νέο νόημα. Και είναι το ανοίκειο που ανανοηματοδοτεί κάθε τι καινούργιο, άγνωστο μέχρι χθες, μέσα από τον ορυμαγδό της γλωσσικής καθημερινότητας. Με ανάλογη ανοικειωτική λογική η ποιήτρια μας διαβεβαιώνει: «[…] Είμαι κλεπτομανής / Κλέβω το οξυγόνο των
λέξεων [.,.]». Να, λοιπόν, μια κυριολεκτικά πρωτοφανής κλέφτρα οξυ-
γόνου λέξεων.

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΡΑΒΟΛΑΣ

Η εικονοποιία μέσα στο «φλιτζάνι» της Έλσας Κορνέτη εκτός από το φανταστικό της απόθεμα μπορεί να διαμορφώνεται και από σημαντικά εικαστικά έργα και καλλιτέχνες, σαν το «Αυγό» του Brancusi ή ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός του Jackson Pollock, όπως υποδηλώνουν τα δύο προαναφερθέντα ποιήματα. Και εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι έχουμε μια δημιουργική αφομοίωση του έργου σημαντικών εκφραστών της
διεθνούς εικαστικής πρωτοπορίας στο ποιητικό έργο της Έλσας Κορνέτη, όπου σαν αποτέλεσμα έχει τις μεταπλάσεις τους σε ποιητική εικονοποιία, εικονοποιία που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ποίησή της.
Αρκετά από τα ποιήματα της Έλσας Κορνέτη, όσον αφορά τη δομή τους, ξεκινούν από την περιγραφή μιας εικόνας περιβάλλοντος, συχνά παράδοξου ή αινιγματικού, ονειρικού ή παραμυθένιου, όπου σ’ αυτό θα εξελιχθεί η ποιητική δράση. Ξεκινάει περιγράφοντας μια εικόνα ή μια κατάσταση πραγμάτων σε αναμονή ή σε κίνηση και μετά κάνει στροφή και απευθύνεται στο δεύτερο πρόσωπο, μερικές φορές παρεμβάλλοντας και διαλόγους ή μονολόγους στο ποίημα,24 ενώ συχνά καταλήγει πάλι με την περιγραφή μιας εικόνας-κατάστασης.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

Όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να ρωτούν τους καθρέφτες (Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί σ. 7), τότε καταφεύγουν στην ποίηση -και στην τέχνη γενικότερα-, αναζητώντας την αλήθεια πίσω από την επίφαση.
Από εκεί εκκινούν οι δυο μικρές ποιητικές συλλογές Ο λαίμαργος
αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί και Ο επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ, γιατί τα παραμύθια είναι μια επανάσταση του συναισθήματος, της επιθυμίας και της φαντασίας ενάντια στη φορμαρισμένη λογική, και βρίσκονται σε αντιπαράθεση με αυτή.
Η πρώτη συλλογή πραγματεύεται την αλαζονεία και την πλεονεξία
του σύγχρονου ανθρώπου, που καταστρέφει στο διάβα της ό,τι αγνό και φυσικό, ενώ στη δεύτερη τον βλέπουμε παγιδευμένο σε έναν τεχνοκρατικό, αναστατωμένο κόσμο, που διαρκώς τρέχει και κινείται, και όλα αυτά τα «σκηνικά» μοιάζουν με μια εμπνευσμένη παραβολή του σήμερα.
Μέσα στα παραμύθια δεσπόζει η γλαφυρή υπερβολή, η απογείωση
της φαντασίας και η σύγκρουση με πάσης φύσεως δεσμά, είτε της λογικής, είτε της πραγματικότητας, είτε των «πρέπει». Νιώθουμε ελεύθεροι να ακούσουμε και να πούμε οτιδήποτε, μια και δεν φαίνεται ξένο και παράλογο, ενώ μπορούν να εισέρχονται και να παντρεύονται απρόσμενα πράγματα.
Συνοψίζοντας επιλογικά: Ο ιδιαίτερος τρόπος της Έλσας Κορνέτη, που εξελίσσεται προς διάφορα θέματα και εστιάσεις, είναι μια απογείωση της φαντασίας μιας εγκλωβισμένης ψυχής, που εκφράζεται μεταξύ λογικής και φαινομενικών εκ πρώτης όψεως αντιφάσεων, που γενούν ένα πολυδιάστατο νόημα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ

Η θεματολογία της έχει να κάνει με ό,τι δυναστεύει την ανθρώπινη ύπαρξη, με ό,τι περιορίζει την ανυπότακτη φύση του όντος. με ό,τι φαλκιδεύει τα όρια της, εκ γενετής, ελευθερίας του: 0 τεχνολογικός ορθολογισμός, οι ψηφιακές χειροπέδες της σύγχρονης τεχνολογικής έκρηξης, οι επινοημένες και υποβαλλόμενες επικοινωνιακές συμπεριφορές, η χύδην ανθρωποφαγική διάθεση και η πολτοποιητική ομοιομορφία στην έκφραση των ενστίκτων, η διατρητική μοναξιά και η θανατερή αποξένωση, η κίβδηλη ψευδαισθητική και σαρκοβόρα, εντέλει, αγοραία προσφορά της ερωτικής μέθεξης, απλωμένη στους πάγκους των αργυραμοιβών της ύπαρξης, αποστεγνωμένη από κάθε ζωοποιό χυμό, στερημένη από τα δώρα της εθελούσιας δοτικότητας, η υπαρξιακή μελαγχολία, η ματαίωση κάθε ονείρου και προσδοκίας, η ενηλικιωτική απομάγευση του οραματικού κόσμου που είδαμε με την καθαρότητα του παιδικού βλέμματος, η υποτίμηση και η έκπτωση της μοναδικής αξίας που ενυπάρχει στη φύση: της γυναίκας / ανθρώπου· η ενορατική, τέλος, πρόταση για μιαν επιστροφή, με σχέση μητρική, στη φύση, στην πρώτη αρχή του κόσμου, στον φυσικό χώρο και τρόπο ζωής.

ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ

Τα ποιήματα της Κορνέτη είναι τοιχογραφίες στο άπειρο, ανασκαμμένα εδάφη ανθρώπινης απελπισίας, τριγμοί της αδυσώπητης μηχανής του χρόνου και του πόνου. Μας κάνουν να κοιτάμε προς τα μέσα. Με γλώσσα, τροχιά, με ύφος που δεν σηκώνει παλιμπαιδισμούς, με σταράτα λόγια αδιακύμαντης νομοτέλειας, χωρίς ταμπού και με σκοπιά σκωπτική, μια και η ποιήτρια με την άκρη του ματιού της βλέπει καθαρά όσα βλέπει ο κοινός οφθαλμός καρφωμένος στη ζωή.
Προσγειωμένη στα ύψη ενός βυθού επουράνιας εγκαρτέρησης, η Έλσα
Κορνέτη ανασύρει τις εκπτώσεις του κόσμου και τις αβεβαιότητες της
ανθρώπινης συνθήκης είτε στα παιχνίδια των σχέσεων, τις μεταμορφώσεις
και τις παραμορφώσεις αναιμικών ερώτων, είτε στα απολιθώματα κροκοδείλων δακρύων μιας πολιτικής υποκρισίας θωρακισμένης με ελαττώματα. Μεταιχμιακή ποίηση ουσίας και ολικής αλέσεως που λύνει τον κόμπο της ματαιοδοξίας, της αυταρέσκειας και της αυτοαναφορικότητας.

ΕΛΕΝΗ ΤΖΑΤΖΙΜΑΚΗ

Γενικότερα, η Κορνέτη παρουσιάζει έναν ποιητικό χαρακτήρα διαμορφωμένο μέσα από επιδράσεις ή και διαλόγους με ξένους μεταμοντέρνους ποιητές, την ίδια στιγμή που ο ποιητικός της κόσμος δομείται με ψυχραιμία πάνω στην έκφραση της πανανθρώπινης γυναικείας εμπειρίας, προσπερνώντας οποιαδήποτε εθνική ή κοινωνική δέσμευση.
Με άλλα λόγια, θα λέγαμε ότι η Κορνέτη κατασκευάζει έναν ομιλητή ο οποίος φέρει αποκλειστικά μία ταυτότητα, αυτήν του φύλου που αναστοχάζεται τη φύση και τη θέση του. Και μέσα ακριβώς από αυτόν τον συνεχή, αλλά καθόλου τυχαίο, στοχασμό της, η Κορνέτη κατορθώνει να συλλαμβάνει και να απευθύνει τα ποιήματά της στηριζόμενη στη βάση του πανανθρώπινου και του οικουμενικού.

Δ.Ι. ΚΑΡΑΜΒΑΛΗΣ

Στην ποίηση της Έλσας Κορνέτη το μυθικό στοιχείο συνυπάρχει μ’ αυτό της πραγματικότητας σε μια σχέση ευεπίφορη όσο και παράφορη κι εκεί ακριβώς εστιάζει τη μοναδικότητά της να μοιράζεται ως φάση και αντί-φαση, ως επιλογή και διάστικτη προσέγγιση των δρώντων και των δρωμένων, αλλά και ως όργανο ελέγχου διαρκούς «μπροστά στην αφετηρία της αυτογνωσίας» ή ως πρακτική φιλοσοφία.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Ήδη απ’ τις πρώτες της ποιητικές συλλογές διαφαίνεται η θεματολογία
που απασχολεί την ποιήτρια καθώς και το ύφος με το οποίο πραγματεύεται. Η αλλοτρίωση ως κυρίαρχο μοτίβο κυριαρχεί στα περισσότερα ποιήματα της κυρίως με την επικοινωνιακή της έννοια. Οι σύγχρονες διαπροσωπικές σχέσεις, η αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να έρθει σε ουσιαστική επαφή με τον συνάνθρωπό του, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται και να αποστασιοποιείται, με αποκορύφωμα στον έρωτα, η διαδικασία αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό και η ταύτισή του με την υλική πραγματικότητα καθώς και η απόλυτη εξάρτησή του από αυτήν είναι τα βασικά θέματα που ταλανίζουν την ποιήτρια.

ΕΥΗ ΤΣΑΚΝΙΑ

Σαν μια μεταφυσική διαμεσολάβηση συναντήθηκαν κι εμάς τα βήματα μας πριν από μερικά χρόνια και το τοπίο έγινε ακόμα πιο μεταφυσικό όταν η Έλσα μού αποκάλυψε πως τελευταίες επιστημονικές έρευνες απέδειξαν ότι οι ποιήτριες γεννούν κόρες ζωγράφους και οι γυναίκες ζωγράφοι ποιήτριες. Όχι, δεν το ήξερα, αλλά ταυτόχρονα το ήξερα, πολύ καλά μάλιστα, μια που μεγάλωσα
με μητέρα ποιήτρια, όπως κι η ίδια με μητέρα ζωγράφο. Στίχοι γραμμένοι πρόχειρα πίσω από πακέτα τσιγάρων και συνταγές μαγειρικής, λογαριασμοί, χαρτιά με παραχωμένα ανάμεσα βιαστικά σκίτσα, οικιακές συσκευές, χρωματιστά μολύβια, σημειωματάρια, αυτοκόλλητα χαρτάκια, λέξεις σκόρπιες παντού, μαχαιροπήρουνα, πινέλα, είναι το αποτύπωμα του κοινού μας βιώματος. Και μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό, μέσα σ’ ένα καπέλο, φωσφορίζει λαμπρό το σκοτεινόψαρο και ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα. Ας είναι αυτή η ρομαντική σύνθεση, η κοινή μας αφιέρωση.

ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ

Για πιο λόγο όμως η ποιήτρια προτιμά την αντίστροφη ιστορία της Ιουλιέτας, απομυθοποιεί το παιχνίδι των ρόλων των δύο φύλων και επιμένει στον θάνατο του αισθήματος; Κατά μία άποψη, η ανατροπή προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η ίδια ανατρεπτική ματιά είναι φανερή και στην Αιώνια κουτσουλιά. Το ισχυρό δεύτερο ενικό πρόσωπο αναλαμβάνει να ανασκευάσει όλα τα δεδομένα και τις αξίες του αναγνώστη, και να καταργήσει τις μικρές του αλήθειες. Η νέα οπτική γωνία και η πρωτότυπη ματιά βασίζονται στην απόκλιση από τον μέσο όρο και τον «υποκριτικό καθωσπρεπισμό». Η απογύμνωση από τις αυταπάτες συντελεί στη χαρτογράφηση του εαυτού και του κόσμου με τη βοήθεια των λέξεων. Πρόκειται για «λέξεις στρείδια», συχνά σκληρές και ακατέργαστες, που αποδίδουν πιστά την πραγματικότητα.
Οι φάσεις του ερωτικού παιχνιδιού περιγράφονται με ποιητικές λεπτομέρειες, συγκίνηση και συχνά σαρκασμό. Δεν πρόκειται πια για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, αλλά για τον αντίπαλο εραστή και την αντίπαλη ερωμένη. Η πάλη μεταξύ των δύο φύλων περιγράφεται στο «Ημερολόγιο παραφοράς». Το αποτέλεσμα οδηγεί σε μια νέα τυποποίηση των πραγμάτων, σε μια κονσέρβα μαργαριτάρι.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ

Στη φιλοσοφία ζωής που αναπτύσσει στην ποίησή της η Έλσα Κορνέτη, διακρίνεται μια απαισιόδοξη στάση και διάθεση, το ακόρεστο της επιθυμίας και της ζωής, το ανικανοποίητο και το non finito της ποιητικής δημιουργίας. Κι ωστόσο, σε όλα η ποιήτρια διακρίνει μια ματαιότητα, τη «Vanitas», ζωγραφική τάση στη Φλάνδρα και τις Κάτω Χώρες τον 16ο και 17ο αιώνα, με πίνακες που αποτύπωναν την απουσία νοήματος και τον παροδικό χαρακτήρα των επίγειων αγαθών και επιδιώξεων γιατί η κατάληξη του ανθρώπου είναι ο θάνατος. Κι ωστόσο, η ποιήτρια, με μια μεταφυσική διάθεση, κάνει χρήση του συμβολισμού της πεταλούδας που συμβολίζει την ψυχή: «Κάποτε όμως θα καρφωθούμε στον ουρανό / Σαν δύο γιγάντιες πεταλούδες Αttacus Atlas /Ο
θάνατός μας / Θα είναι μια λεπτομέρεια» (σ. 39).
Συχνά πυκνά στα ποιήματά της η Κορνέτη θέτει ζητήματα ποιητικής: «Δεν είναι ήρωες οι ποιητές και οι ερωτευμένοι / Είναι το ποίημα και ο έρωτας / Ηρωικές πράξεις» (σ. 94), στίχοι που θυμίζουν τις οδηγίες του Άμλετ σε ηθοποιούς να παίζουν όχι τον πεσμένο αλλά το πέσιμο, τη θλίψη και όχι τον θλιμμένο.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΕΤΣΙΟΣ

Στην πρόσφατη, για παράδειγμα, ποιητική συλλογή της Έλσας Κορνέτη με τίτλο Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά, στην οποία και θα εστιάσω με σύντομη παρουσίαση. κεντρικό θέμα είναι ο άνθρωπος και οι συμπεριφορές του στη σύγχρονη ζωή. 0 άνθρωπος εμφανίζεται παγιδευμένος στο κλουβί της καθημερινότητας και των κοινωνικών συμβάσεων, στον σύγχρονο κόσμο των τεχνολογιών. Το ποίημα με τίτλο «Η ζωή σε σκόνη», για παράδειγμα, αναφέρει τον άνθρωπο που αρνείται τον ψηφιακό τρόπο ζωής ως «άνθρωπο σπάνιο με μεγάλη συλλεκτική αξία» (:64) καθώς η «κανονική» (αντλώντας από τον τίτλο της συλλογής) ζωή του σύγχρονου ανθρώπου αναπαρίσταται ως «κονιορτοποιημένη», που «Ζει στη μνήμη του υπολογιστή» (:65). Ο σύγχρονος άνθρωπος εμφανίζεται ως επιζήμιος για το φυσικό περιβάλλον, περιγράφεται ως υπερόπτης και αλαζόνας και ταυτόχρονα τρωτός μέσα στην άγνοιά του: «Ο κόσμος ολοένα χαμηλώνει / Πέφτει στα γόνατα / Υποκλίνεται / Σε ανθρώπους φελλούς» (:37). Ωστόσο, υπάρχει περιθώριο λύτρωσής του για την «αν-θρωποαπωθητική» αυτή συμπεριφορά («πριν βγεις / μην ξεχάσεις / να φορέσεις / το ανθρωπόαποθητικό σου») (:82) και έρχεται από τον κόσμο των ζώων.

ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ

Επιλογικά, θα ήθελα να σημειώσω ότι και σ’ αυτή την ποιητική συλλογή της Έλσας Κορνέτη υπάρχει η μέριμνα για μια ενιαία σύνθεση· οι επιμέρους ενότητες είναι σφιχτοδεμένες, τα ποιήματα πολύστιχα ή ορισμένα σε άτιτλες υποενότητες που συναρθρώνονται κάτω από τον βασικό τίτλο. Ενθέτει, επίσης, δυο πεζοποιήματα, γραμμένα στον ίδιο, ωστόσο, τόνο και ασθματικό ρυθμό, για να καταλήξει με το τελευταίο ποίημα ποιητικής σ’ ένα ποίημα κενό κυριολεκτικά, μία λευκή σελίδα, ω; ένα είδος εικονοποίησης της αποδοχής της αδυναμίας του δημιουργού ή ίσως εικονοποίησης αυτού του κενού/γκρεμού στον οποίο οδηγείται μια κουρασμένη κοινωνία που φοράει τα καλά της και καμαρώνει στον καθρέφτη, αλλά στην πραγματικότητα είναι τραγικά γυμνή//Στο καταληκτικό αυτό ποίημα με τίτλο «Στο περιθώριο», κυριολεκτικά ο στίχος γράφεται σαν ακροστιχίδα στο περιθώριό του, ορίζοντας ή εγκιβωτίζοντας το κενό. 0 ποιητής είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος κυρίως (ίσως μόνο, θα συμπλήρωνα εγώ) για τον εαυτό του, ομολογεί ενδεχομένως την ήττα του να αλλάξει τον κόσμο, αναγνωρίζοντας παράλληλα την περιθωριοποίησή του, αλλά με τη διαρκή πράξη της γραφής, έστω παράλογα, εξακολουθεί να ελπίζει. Ευτυχώς.

Στον απολογισμό γράφεις:

Να σώσουμε πρώτα εμάς από την πλήξη του κόσμου
Κι έπειτα ας πλήξουμε τον κόσμο σώζοντάς τον
(Τα ποιήματα της αφής 10)

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Η ειρωνεία της ποιήτριας επιτείνεται με τον χαρακτηρισμό του αυτοκράτορα με το επίθετο «καλός» προς τους υπηκόους τους. Αποδεικνύεται ότι θέλει υπάκουους και πιστούς υπηκόους που θα τους επιβάλλεται. Η απαγόρευση φυσικά ισούται με υπαγόρευση, δηλαδή οτιδήποτε εκφράζεται από τον αυτοκράτορα ακολουθείται πιστά, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς αντιρρήσεις. Η υπακοή, αυτή η μυστική τρομοκρατία, έχει καταστεί μια ενότητα που είναι δύσκολο να διαβρωθεί, αφού όλοι συμφωνούν με αυτόν, με τον θεωρητικά πιο σωστό… Επομένως, οι άνθρωποι μαθαίνουν να γίνονται σκληροί, αφού δεν μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους και συνακόλουθα την προσωπική τους ευαισθησία. Αντίθετα, οι ευαίσθητοι άνθρωποι αμφιταλαντεύονται, προτάσσουν την τόλμη έναντι του φόβου και τελικά βρίσκουν τη δύναμη να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις τους. Όμως, η ζωή τους θα είναι γεμάτη δυσκολίες. Θα πρέπει να δουλέψουν σκληρά για την επιβίωσή τους και να αντιστρατεύσουν το κλίμα πλειοψηφίας, τη μη έκφραση αντίρρησης.

.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΣ

Μέσα από τη δυναμική της μονοκονδυλιάς του λόγου της αποφθεγματικής διατύπωσης, γνωμικογραφώντας η Έλσα Κορνέτη συναρμόζει τη θετική μαζί και θεωρητική φύση της σκέψης με τον αναγνωρίσιμο μοντερνιστικό εικονισμό της. Όχι σπάνια -έστω και αν κατά το λίγο έως πολύ κοινότυπο-αλληλεπιδρώντες σε συνύπαρξη κόσμοι επικυρώνουν, έτσι, μια βαθύτερη αμοιβαία μεταξύ τους συνομιλία που επιτρέπει η υπέρβαση της ρεαλιστικής κανονικότητας κι ένα είδος στοχασμού συμπαίκτη.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΤΣΕΛΙΚΗΣ

Οι επιδράσεις του διαδικτύου στον άνθρωπο-χρήστη του είναι θέμα κατάλληλο για δοκίμιο. Όμως η ποίηση αποδεικνύεται, όπως είδαμε, πιο αποτελεσματική· και την πειστικότητα του δοκιμίου έχει και την αισθητική τέρψη του αναγνώστη εξασφαλίζει.
Η Έλσα Κορνέτη λοιπόν «διδασκαλίαν ποιουμένη», αφού μας παρέσυρε στον σκοτεινό λαβύρινθο της ψηφιακής τεχνολογίας, σ’ αυτόν τον επικίνδυνο χώρο, όπου ελλοχεύουν η δόλια μάγισσα Κίρκη κρατώντας το μαγικό ραβδί της και ο ακόρεστος και φοβερός Μινώταυρος τελικά μας έβγαλε σώους και αβλαβείς, και προπαντός σοφότερους στο ξέφωτο, στο φως του Ήλιου, στην αλήθεια.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΟΙΗΣΕΩΣ

Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντι σας τον εαυτό σας όταν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;

Πέρα από το γεγονός άτι έγινα περισσότερο καχύποπτη και λιγότερο εύπιστη με τους ανθρώπους μα και πιο φιλική με τη φύση και τα άλλα πλάσματα της παραμένω αθεράπευτο πλάνης, αφηρημένη και ονειροπόλος. Αν κάτι άλλαξε, είναι ότι αυτό το αποδέχτηκα πλέον ως μη ελάττωμα, ως μη βλάβη.

Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;

Σαν χίλιες φωνές που αντηχούν από το βαθύτερο δωμάτιο του κόσμου.

Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;

Πρόκειται για ένα κράμα πολυφωνικό και πολύχρωμο. Δύσκολο να ξεχωρίσω καθώς δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο επίδραση σαφής και ιδιαίτερη, είναι ένα μίγμα που διαμορφώθηκε από αναρίθμητες αγάπες. Αν όμως η ευτραφέστατη», τολμώ να πω βιβλιοθήκη μου έπιανε φωτιά κι έπρεπε να σώσω τρεις μόνον αγαπημένους ποιητές από τις φλόγες, τότε θα ήταν ο Ελύτης, ο Σαχτούρης και η Έμιλυ Ντίκινσον. Αυτό μάλλον σημαίνει κάτι…

Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέφει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας;

Το πουλί είναι το αλεξικέραυνο του δέντρου. Αν είναι λοιπόν το δέντρο η ζωή μου. τότε η ποίηση είναι το πουλί, δηλαδή το αλεξικέραυνο. Σκέφτομαι πως προστατεύοντας αυτό τη ζωή μου μου δίνει τη δύναμη, την απαραίτητη ισορροπία και την ακεραιότητα για να βιοπορίζομαι αντέχοντας την αβάσταχτη πεζότητα του επαγγέλματος μου.

Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι’ αυτές;

Η συνήθης σχέση μου με τις ιστορίες μου είναι σαν κυλιόμενα μεταφυσικά επεισόδια, κάτι που τροφοδοτείται αενάως από το μαγικό μεσοδιάστημα ανάμεσα στο πραγματικό και στο μη πραγματικό. Το μυστήριο με καθοδηγεί και με τρέφει. Υπάρχουν, όμως, και ποιήματα που προκύπτουν από καθαρή παρατήρηση και στοχασμό. Δουλεύω σε πολλά επίπεδά γιατί βαριέμαι εύκολα και θέλω ν’ αλλάζω αυτά που γράφω, κυρίως για να m ανέχομαι εγώ η ίδια και να μην πλήττω με τον εαυτό μου.

Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από
αυτές των ομοτέχνων σας;

Δεν διαφέρω σε οποία από τους ομότεχνους μου. Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι, που παλεύει με τους δαίμονες τους δικούς του και της άχνης που επέλεξε. Ένας άνθρωπος που παλεύει διαρκώς με την ασημαντότητα, την υπαρξιακή του αγωνία και την καταβύθιση στη ματαιότητα της ζωής και της τέχνης. Από την ένταση και της συνέπειες αυτής της πάλης προκύπτουν οι διαφορές.

Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας όπως έχει δείξει και η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πως τις βιώνετε;

Τις βιώνω από απόσταση όσο είναι αυτό δυνατό. Δεν είμαι άνθρωπος της ίντριγκας ούτε και των συγκρούσεων. Αντιπαθώ την κολακεία, την συκοφαντία. τον μισογυνισμό και τον σεξισμό, φαινόμενα που δυστυχώς ευδοκιμούν στο περιβόλι της ποίησης. Ο μακιαβελισμός, η υπονόμευση του άλλου με στόχο την κυριαρχία, είναι κάτι με τρομάζει και με θλίβει παράλληλα, δεν θέλω να συμμετέχω σε ένα ποιητικό χώρο που βρίθει από ζιζάνια σαν αυτά ποτυ ανέφερα.
Γι’ αυτό και κυκλοφορώ οπλισμένη με ζιζανιοκτόνο.

Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;

Δεν έχω σχεδιάσει τίποτα και δεν θέλω να σχεδιάσω τίποτα γιατί κάθε τύπος σχεδιασμού φέρει κάτι από τον ορθολογισμό των μαθηματικών και των αριθμών που με ανατριχιάζουν. Η τέχνη και δη η ποίηση δεν είναι
μαθηματικά αν και φέρει στοιχεία της δομής τους. Δεν ψάχνει για απόδειξης, ψάχνει για απαντήσεις. Αν την σχεδιάσεις είναι σαν να την σκοτώνεις. Ότι προκύπτει σε μένα, προκύπτει από μια επιτακτική ανάγκη να αφηγηθώ μια ιστορία, μια σκέψη, ένα συναίσθημα και από μια αγωνία να εκφράσω καλλιτεχνικά αυτή την ανάγκη. Γράφω όταν έχω κάτι να πω
και αυτό να σημαίνει κάτι για μένα. Με ενδιαφέρει πρωτίστως να αισθάνομαι καλά με αυτό που κάνω και στην εξέλιξη του έργου να διασκεδάζω. Η τέχνη είναι ένα υπέροχο παιχνίδι που οε προκαλεί. σε απελευθερώνει, οε εξαγνίζει, σε κάνει ξανά παιδί.
Όταν ποιώντας με τις λέξεις πειραματίζεσαι, προκύπτουν συχνά όμορφες
εκπλήξεις και απροσδόκητα οχήματα και εικόνες. Απεχθάνομαι τη σοβαροφάνεια. την αλαζονεία και το πομπώδες που κομίζουν ορισμένοι
κατά φαντασία «διαχειριστές» του πνεύματος, της ποιητικής τέχνης
και της λογοτεχνικός υπόληψης. Δεν αντέχω τον ψευδο-θρήνο που
καταντά μια αντιαισθητική τρομοκρατία του Πόνου.

Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο
που n ίδια φιλοτεχνείτε;

Το μέλλον με την τεχνολογική του υπεροχή μου αφήνει μια αίσθηση
ψυχρή, μεταλλική και μετρήσιμη. Προάγει μόνον τους υπολογιστές,
τις μηχανές που θα διαφεντεύουν και θα εποπτεύουν τις ανθρώπινες
ζωές. θα έβρισκα λοιπόν το πορτρέτο που φιλοτεχνώ όχι σαν ένα ρομπότ, αλλά σαν έναν Homo Universalis στη Φλωρεντία της Αναγέννησης. Την εποχή του Λαυρέντιου των Μεδίκων ή αλλιώς του Λορέντζο του Μεγαλοπρεπή σαν αντίσταση στην τεχνοκρατική, αντιπνευματική, κυνική, μηχανιστική
εποχή μας που εξόντωνα σκόπιμα τις ουμανιστικές επιστήμες και τον ίδιο τον άνθρωπο εν τέλει.

Πώς ορίζετε το ποίημα που «αντέχει τον χρόνο»;

Έχει οργανώσει στην Ελλάδα poetry slams κι έχει εμπνευστεί και ολοκληρώσει επιτυχημένες ποιητικές παραστάσεις.
Είναι μέλος τής Εταιρείας Συγγραφέων, της ‘Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, τού Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων τής Γερμανίας.

Έχει οργανώσει στην Ελλάδα poetry slams κι έχει εμπνευστεί και ολοκληρώσει επιτυχημένες ποιητικές παραστάσεις.
Είναι μέλος τής Εταιρείας Συγγραφέων, της ‘Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, τού Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων τής Γερμανίας.

Το ποίημα που κρύβει ή εμφανίζει ή κυοφορεί μια ισχυρή ιδέα μέσα του, σαν σπόρο ή σαν έμβρυο. Το ποίημα που κρύβει η εμφανίζει ή κυοφορεί μια άγνωστη εικόνα μέσα του, μια εικόνα από ένα άγνωστο κόσμο.

ΠΟΛΥΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΗ
Η Έλσα Κορνέτη σπούδασε Οικονομικά στην Ελλάδα και στην Γερμανία. Δημοσιεύει τακτικά ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, κριτικά κείμενα και μεταφράσεις. Έχει εκδώσει συνολικά δέκα βιβλία εκ των οποίων τα οκτώ ποίησης. Ποιήματα της έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε 10 γλώσσες.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.