.
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1940 στην Αθήνα και από τα έξι χρόνια της ξεκίνησε τη θεατρική της καριέρα ως παιδί – θαύμα. Το 1952 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο Άλλος», δίπλα στον Γιώργο Παππά. Σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και χορό στη σχολή της Κούλας Πράτσικα.
Φήμη, όμως, απέκτησε στα κινηματογραφικά πλατό της Φίνος Φιλμ κατά τη δεκαετία του ‘60, παίζοντας δεύτερους ρόλους σε δεκάδες ταινίες, συνήθως κωμωδίες, στις οποίες ήταν η «θεότρελη» μικρή αδελφή, το «ατίθασο νιάτο» ή η σκανδαλιάρα υπηρέτρια
Τον εμπορικό κινηματογράφο τον απαρνήθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τα οποία τη βρήκαν πολιτικά ενταγμένη σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ο πρώτος της ρόλος σε ταινία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου ήταν στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977) του τότε συζύγου της Παύλου Τάσιου (1942-2011), με τον οποίο απέκτησε μία κόρη τη Μυρτώ Τάσιου (1967-2015). Ακολούθησε η σπαρακτική της εμφάνιση, ως αφηγήτριας, στην «Παραγγελιά» (1980) του ιδίου, στην οποία απήγγειλε ποιήματα από τις συλλογές της «Τρία κλικ αριστερά» και «Ιδιώνυμο», που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τη νεολαία της εποχής.
Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» και το 1984 με βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού», όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.
Εκτός από τη μεγάλη πορεία της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, χάραξε σημαντική τροχιά και στη νεοελληνική ποίηση, κατορθώνοντας να περάσει στο συλλογικό επίπεδο τις αγωνίες της προσωπικής διαδρομής της στην τέχνη και τη ζωή. Η βαθιά πολιτική στάση της, η αναρχική της διάθεση, η περιθωριακή συνείδησή της και οι κοινωνικές ανησυχίες της διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική της παραγωγή, που ξεκίνησε το 1978 και ολοκληρώθηκε το 2002, με τη μεταθανάτια έκδοση του «Με λένε Οδύσσεια».
H Κατερίνα Γώγου άφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Οκτωβρίου 1993, μέσα στο ασθενοφόρο που τη μετέφερε στο «Ιπποκράτειο» της Αθήνας. Βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ αντιμετώπιζε πρόβλημα και με τα ναρκωτικά. Πέρασαν, όμως, δύο ημέρες έως την αναγνώριση του πτώματός της, επειδή ένας φίλος της που τη συνόδευε στις Πρώτες Βοήθειες εξαφανίστηκε αμέσως μετά το θάνατό της.
.
.
ΒΙΒΛΙΑ
Εν ζωή
Τρία κλικ αριστερά, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1978
Μεταφράστηκε στα Αγγλικά (“Three clicks left”) από τον Jack Hirschman και κυκλοφόρησε στην Αμερική to 1983, από τις εκδόσεις “Night Horn Books” του San Francisco. (Night Horn Books, 495 Ellis Str., Box 1156, San Francisco, CA 94102)
Ιδιώνυμο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1980
Το ξύλινο παλτό, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-0292-8, 1η έκδοση 1982
Απόντες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1986
Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1988
Νόστος, Εκδόσεις Λιβάνη, 1η έκδοση 1990 – Εκδόσεις Καστανιώτη, 2η έκδοση 2004
Μεταθανάτιες κυκλοφορίες
Με λένε Οδύσσεια, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-3227-4, 1η έκδοση 2002
Νόστος, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-3796-9, Επανέκδοση 2004
Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 978-960-03-5988-6, Επανέκδοση 2015
.
.
ΤΡΙΑ ΚΛΙΚ ΑΡΙΣΤΕΡΑ (1978)
1
Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσες.
Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω, η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
Το ROL που δεν ρυπαίνει τη θάλασσα
κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τις ψηλόκωλες.
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξευτίλα-μοναξιά-απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι’ αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά πού θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μη. Βρέχει. Δόσμου τσιγάρο.
3
Έμενα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
άλλα βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.
6
Νέους!
Στραβάδια!
Γαλιά!
Ούζα ρε!
ΟΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΙ.
Μπάγγειον HOTEL.
Γαλακτοτροφείον «ΒΡΕΤΑΝΝΙΑ»
πηγαδάκια
καμπαρέ ή «ΜΙΜΟΖΑ»
καφενείο «ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ»
ΟΜΟΝΟΙΑ. ΚΥΡΙΑΚΗ ΩΡΑ 5 9 στο ΠΡΟ-ΠΟ.
Καθιστοί μ’ ανοιχτά πόδια
στο πεζούλι της κυλιστής σκάλας
φαντάροι με γυμνωμένα τ’ άγνωστα κεφάλια τους
κάτω από ένα γνωστά θεσπέσιο γαλανό ουρανό
με ράμματα από κομματιασμένες φλέβες στα χέρια
και κουκούτσα ελιάς στο στομάχι
κανείς δεν τους πίστεψε πως ήταν τρελοί ή ελκοπαθείς
κανείς τους δεν ήθελε να πάει φαντάρος
Μανώλης Αγγελόπουλος και της «Ελλάδος φρουρός» μπερδεμένα
στον ύπνο τους βλέπουν το ίδιο όνειρο
πως η μάνα του λόχου
είναι στα ίσα, αδελφή
κουνιέται σαν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη
όλες οι Ε.Σ.Ο. κάνουνε πλάκα με το ίδιο αστείο «Ράδιο Αρβύλα»
όλοι μετράνε ίδια τις μέρες στην τσατσάρα -Τόσες και ΜΙΑ-
όλοι έχουν έμμονη ιδέα τα σύνορα
όλοι μαθαίνουν τον ίδιο εχθρό Τον κουμμουνισμό
σ’ όλους λείπει η γυναίκα και τα κρεβάτια τους τρίζουν
αυτιά σα λαγάνες
όλοι είναι αδέξιοι και λυπημένοι στα καθρεφτάκια τους
μπερδεύουν τη γλώσσα τους, καπέλα ταψά
βρωμάν ποδαρίλας
τα Σάββατα μεθάνε μ’ ό,τι να ‘ναι και πλακώνονται
σηκώνουν με τα δόντια το τραπέζι
χορεύουν τον Θοδωράκη αντικριστά τσιφτετέλι
σα χανούμισσες
κι ύστερα αγκαλιάζονται και κλαίνε και ξερνάνε και
ορκίζονται
και φωνάζουν πώς φοβούνται, πως δεν έχουνε κανένανε
και πως όσους κουκουέδες γνωρίσανε ήτανε μπέσα
κι ύστερα όλη τη βδομάδα κι όλο το μήνα κι όλο τον καιρό
ποδοπατιούνται ξευτιλίζονται βγαίνουν αναφορά, λένε
ψέματα
παρακαλάνε
για να πάρουν την πουτάνα την άδεια
να ’ρθουν στην ’Αθήνα
και την παίρνουν κι έρχονται και καταστρέφονται
γιατί δεν έχουν πού να πάνε.
Κανένας τους δεν πίστεψε πως τους χρειάζεται η πατρίδα
κι ούτε κανένας άλλος.
Και ζουλάνε απελπισμένα τα μάτια τους, θα φανούν
γενναία
τα ηρωικά νιάτα μας
και σήμερα Κυριακή στην ‘Ομόνοια. Το σιντριβάνι. Στις σκάλες.
Ο Ολυμπιακός έχασε.
Η Άδεια Τέλος. ΕΛΛΑΣ.
8
Οι δρόμοι ανοιχτοί.
Οι ταβέρνες φίσκα.
Σήμερα το θέλει ή μέρα
μπακαλιάρο-σκορδαλιά.
Κιάλια κρεμασμένα
σημαιάκια λιγδιασμένα.
Βαράει κι ο ήλιος
κι η σκορδαλιά.
Μια σκατόμυγα στο μάτι του παιδιού
μετά την παρέλαση. 25 Μαρτίου 77.
11
ΕΤΩΝ 9
Όταν ξυπνήσεις το πρωί
και δεν θα βρεις στο πάτωμα
χαπάκια πουλόβερ και σουτιέν
και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα
χωρίς ν’ ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου «σκασμός»
μη βάλεις τα κλάματα και πας για να με βρεις
στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει. Ποτέ δεν
έβλεπα.
Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σου ‘χω πει ψέματα. Πάντοτε σου ‘λεγα
πώς είναι όμορφοι οι άνθρωποι τα χρώματα κι η μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ’ αυτό θα μάθεις πώς έζησα.
Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δε φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.
Τράβα μετά και γύρεψε απ’ τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τί απογίνε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ’ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο
νου σου
και κάτω απ’ αυτόν
γράψε με τ’ αστεία παιδικά σου γράμματα
ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ!
13
Ναι. Έτσι είναι όπως τα λες.
Άμα ψάξεις βαθιά
βρίσκεις σπίτια δίπατα
που ‘χουν στο κατώι πήλινα δοχεία
λίγη ώρα μακριά απ’ τη θάλασσα
και κοψοχρονιάς.
Και στο βουνό ειν’ όμορφα
με δέντρα και ποτάμια
με γυναίκα και μια γίδα είσαι εντάξει.
Μόνο πού εμείς είχαμε αποφασίσει
ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με έξοχή.
Τόχαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πώς όλοι πεθαίνουνε
αλλά ύπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουνε οι ίδιοι τον τρόπο.
Και μείς αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.
Ξέρω πως υπάρχουνε ατέλειωτες ακρογιαλιές
και δέντρα μες στη θάλασσα
κι ό έρωτας είναι σπουδαίο πράμα.
Αλλά έπρεπε πρώτα να τελειώνουμε με τα γουρούνια.
Ήρθες εδώ και κάπνιζες
κοιτώντας τα σανίδια.
Ήσουν αόριστος και μακρινός
κοκκίνιζες σαν τα κορίτσια
ούτε κουβέντα για όλα αυτά
ούτε και γω σου μίλησα
σούπα μονάχα «μη χάνεσαι»
και συ μου είπες «ναι μωρέ»
κι έφυγες ξεχνώντας τα τσιγάρα σου.
Έδωσα μια και γω
έτσι όπως έχω δει
να κάνετε οι άντρες
και τρύπησα με το δάχτυλο
πέρα για πέρα το πακέτο.
Δεν ήτανε κι η μάρκα μου «μωρέ».
15
ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
Που λες, γυρίζω ξυπόλυτη σ’ έναν κόσμο
που θέλω ν’ αλλάξω, αφήνοντας
ματωμένα χνάρια στο πέρασμά μου.
Χάνω δυνάμεις αργά και σταθερά
και σήμερα Τρίτη ώρα 5 ξανά νυχτώνει.
Οι δικλείδες ασφαλείας στο μυαλό μου
λασκάρισαν, άστα. Νομίζω πώς είμαι ακόμα 8 χρονών
και ταξιδεύω με τη σκούνα στην Τήνο
για το θαύμα.
Ορθογώνια σίδερα, μπετά και φλοκάτες
κλείνουν στεγανά ανθρώπους που φοβούνται
να ελπίσουν και κλείνονται στους καμπινέδες
και κλαίνε. Πρέπει ν’ αντέξω.
Κι αυτά που θέλεις να πεις κάθεσαι και τα μετράς
λέξη-λέξη, και φτάνεις ωχρός
κι αποφασισμένος στη συνέλευση
περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία,
και φτάνεις σου λέω αδερφέ μου,
κι οι ευκαιρίες τέλος – χάνεις την ψυχραιμία
κι ακούς τον εαυτό σου να ουρλιάζει:
Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!
– και όλοι να σε κοιτάνε, όπως κοιτάνε
στα γουέστερν, το καπέλο τού καμπόι
που δεν πέφτει με τίποτα, και συ τρακαρισμένος
να προσπαθείς να το βγάλεις ξέροντας πως ποτέ
δεν αγόρασες καπέλο κι έπειτα να σκύβεις
και να κοιτάς ντροπιασμένος τις μύτες των
παπουτσιών σου
χαμένος στην αποτρόπαιη μοναξιά
της γενικής συνέλευσης.
Έτσι που λες. Έστω κι ένας…
18
ΘΟΛΟΥΡΑ
Σηκώθηκε και τους ετοίμασε τέλεια το πρωινό
με μαθηματικές κινήσεις.
Τούς χαιρέτησε: Στο καλό σας αγαπάω μην αργήσετε
απ’ το σοφά γυαλισμένο κεφαλόσκαλο.
Τίναξε το χαλί έπλυνε φλιτζάνια και τασάκια
μιλώντας μόνη της.
Έβαλε το φαί στην κατσαρόλα κι άλλαξε το νερό στα βάζα.
Ένιωσε έξυπνη στο μανάβικο
χαμογέλασε συγκαταβατικά στην κομμώτρια
αλλοτριώθηκε στην αποθήκη καλλυντικών
κι αγόρασε εκδόσεις «ΚΥΤΤΑΡΟ» τη «ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ
ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ».
Έστρωσε το τραπέζι την ώρα
που χτύπαγε το κουδούνι
όμορφη έξυπνη κι ενημερωμένη στα κοινά.
Το παιδί κοιμήθηκε
κι ο άντρας την ακούμπησε από πίσω.
Αυτή χαχάνισε όπως είχε δει σ’ ένα διαφημιστικό
και του ‘πε με χοντρή σεξουαλική φωνή: Έλα
Την πήδηξε τελείωσε και ξεράθηκε.
Η γυναίκα σηκώθηκε με προσοχή για να μην τον ξυπνήσει
έπλυνε τα πιάτα μιλώντας μόνη της
άνοιξε τα παράθυρα να φύγει η τσικνίλα.
Έκανε τσιγάρο άνοιξε το βιβλίο και διάβασε:
«… μόνο όταν οι γυναίκες απαιτήσουν ενεργητικά
θα υπάρξει ελπίδα γι’ αλλαγή»
και πιο κάτω:
ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΥΣΗ ΜΟΥ
ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ;
Σηκώθηκε με προσοχή
πήρε το καλώδιο της ψήστρας
το ‘σφιξε καλά στο λαιμό του άντρα της
κι έγραψε κάτω από την ερώτηση
του φεμινιστικού κινήματος: ΕΠΝΙΞΑ ΕΝΑΝ.
Ύστερα πήρε το 100 και μέχρι να ‘ρθουν
κοίταξε το ωροσκόπιό της στη ΓΥΝΑΙΚΑ
21
25 ΜΑΪΟΥ
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θάβγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι απ’ τον πατέρα
κι ένα κομμάτι απ’ τη θάλασσα – αυτά που μ’ άφησαν
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τούς φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας «φασίστες!!»
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
κι είναι – όχι πώς φοβάμαι –
μα να θέλω να σου πω, πώς δεν πρόλαβα
και πώς εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα, όπως εγώ
– γιατί εγώ δεν πρόλαβα —
γιατί τότε θα χαθείς όπως κι εγώ
«έτσι» «αόριστα»
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί
θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ’ όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με τον χαρακτηρισμό – μην τους πιστέψεις!
Προβοκάτορας.
.
ΙΔΙΩΝΥΜΟ (1980)
1
Κοίτα πώς χάνονται οι δρόμοι
μες στους ανθρώπους…
τα περίπτερα πώς κρυώνουνε
απ’ τις βρεμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιο πριν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπή σου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πώς να τα ζητήσεις
πώς τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στυλ της καρέκλας…
2
Τα σύνορα της πατρίδας μου αρχίζουνε
απ’ τα ψητοπωλεία του Μινιόν
περνάνε απ’ τα καμένα ξύλα του Περοκέ και πέρα…
Η ζωή από κει παίζει βρώμικο ξύλο με τη ζωή
στριμώγνει τα καλύτερα παιδιά της σε φαγωμένες σκάλες
τους στρώνει στο «Θανάση» σημαδεμένη τράπουλα από χέρι
τους περνάει μπρασελέ και ματωμένους σουγιάδες
και μπότες γυαλιστερές πορτοκαλιές με 10 πόντους τακούνι.
Ζόρικο αντριλίκι τα γεννητικά τους όργανα
τα Άγια των Αγίων κι αλλιώτικο φιλότιμο
ώσπου μια μέρα – Παρασκευή μπορεί –
τούς ρίχνει από κοντά επιδέξιους κώλους
καρφώνουνε τον αντρισμό τους
τους φέρνει καπάκι
κι ύστερα ευνουχισμένοι με τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανό
με το μαντήλι που σκουπίστηκαν
ένα με την καφέ του ρίγα περιθώριο γύρω γύρω
πνίγουν με ισόβια
φωταγωγημένα καράβια εφοπλιστικά κεφάλαια ξωτικές
θάλασσες Παναμαϊκές σημαίες χρεωμένες τραγουδίστριες
και τα δικά τους ταξίδια στη θάλασσα με καρπουζόφλουδες
το ξεχειλωμένο μαγιό απ’ το περίπτερο
και την τσατσάρα – πουτάνα ζωή – μαγκιά τους στο πλάι.
-Κανείς δεν ξέρει.
-Κανείς δεν είδε.
19 20 21 χρονώ και τέλος.
5
Σα σκύλος κρυώνω.
Τα δόντια μου χτυπάν απ’ άγνωστη αίτια ανομολόγητη.
Ό Μαρξισμός δεν έχει ψυχασθένειες
κάτι άλλο πρέπει να μου συμβαίνει.
Έχει ξεχειμωνιάσει πια.
Μέσα ’Ιουνίου.
Θα ‘χετε περάσει τζάμια στα πετροβολημένα παράθυρα
τους τοίχους μπορεί να βάψατε με κάτασπρο χρώμα
Θ’ αστράφτει μέχρι πέρα ή εργατική πάλη
κι οι πάγκοι που ‘χαμε για τραπέζια
γεμάτοι χαρακιές φανατικές κι αμήχανες
διαφωνίες και αποφάσεις παμψηφεί
αυτοί που σπάσανε
κι αυτοί που θα ‘ρθουν.
Τα χρώματα μπερδεύω.
Ό,τι έχω
είναι μια κόκκινη φωτογραφία της Πρωτομαγιάς
το κίτρινο χρώμα των κοριτσιών
και τα πονεμένα πόδια των φίλων
Κι έτσι όμως
Οι Καλύτεροι.
Μόλις φύγει τούτο τ’ άδικο θα ‘ρθω να σας βρω
Μπορεί να μην τα καταφέρω στις σκάλες
Θαρθώ όμως οπωσδήποτε
Μπορεί να μου λείπει η φωνή ή το φως από τα μάτια μου
Σε μας δε χρειάζονται και πολλά.
Σύντροφοι.
9
Να δόσεις μια και να βγεις όξω απ’ την πόρτα.
Πάρε φόρα και βρόντα την πίσω σου.
Στήσου απέναντι και δες το πατρικό σου να σωριάζεται
τα παιδικά σου χρόνια δες τα καλά
να τη φουντάρουν απ’ τους φεγγίτες μουγγρίζοντας
σαν τα βόδια που τους πατάνε πυρωμένο σίδερο
και τα μαρκάρουνε
θρησκευτικές τελετές ξόρκια χρυσά σταυρουδάκια
μποδίζουν στο κατάπημα
στήσου απέναντι και κοίταξε
πόρτες και παράθυρα έχουν το σχήμα του σταυρού
τίποτα δεν είναι τυχαίο
Σάπιο η φωνή του αίματος
το κληρονομικό δίκαιο το κρατάει
την ώρα που θα πέφτει το τελευταίο καδρόνι
πέρα μακριά ανεμίζουν πουλιά
βάλε τα χέρια στις άδειες τσέπες σου
άνοιξε βήμα μη νοιαστείς για την ώρα
άνοιξε το στόμα σου ξύπνα τούς ένοικους της γης
βάλε λόγια και δική σου μουσική
ξελαρυγγιάσου με την αγριοφωνάρα σου
– Η ζωή –
δεν είναι ένα κλειστό ταξίδι
που ήταν
α-α-αταξίδευτο.
13
Πετώντας αργά πάνω απ’ τις στέγες
οι μονάδες καταστολής
πήρανε θέσεις σιωπηλά
στα καλώδια της ΔΕΗ
παρατάχτηκαν αθόρυβα στους διαδρόμους του ΙΚΑ
πιάσαν την έξοδο απ’ τα φροντιστήρια
και το έμπα στα γήπεδα.
Οι θόρυβοι στις ταινίες και στα όνειρα είναι εκκωφαντικοί
μόνο στο φόβο και στη ζωή
οι πόρτες κλείνουν αθόρυβα πίσω.
Το φιλμ στις ταινίες είναι χρωματιστό.
Στη ζωή μαυρόασπρο
και κάποιος έσπρωξε απρόσεκτα την καρέκλα
πούχε ανεβεί ο μικρός του μπακάλικου
να παίξει τον κρεμασμένο
Οι βασιλιάδες πεθαίνουν από αλλιώτικους θάνατους
έχει φρακάρει το ψυγείο
Στην κουζίνα -ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ;- 47 μέρες κράτησα. Πεινάω.
Ένας με άσπρη νοσοκομειακή μπλούζα μυωπικά γυαλιά
και μαύρα λαστιχένια παπουτσάκια χωρίς νούμερο
πού ποδένουν τούς νεκρούς σα για να φύγουν
σκαλίζει τις φωτογραφίες στο συρτάρι μου
λέει τη μια πως είναι εισαγγελεύς
και την άλλη ο γιατρός του σωματείου
Κάποτε… το φως φεύγει σταλιά σταλιά από πάνω μου…
νυστάζω… τα βιβλία λέγανε πως οι στρατιώτες
περνάγανε με τούς κόκκινους
κρυώνω… έξω από την πόρτα μου παρκάρει επαναληπτικά
μια ατέλειωτη κηδεία ειδικά εκπαιδευμένων αστυνομικών
σπρώχνουν απ’ τη χαραμάδα το φέρετρο μέσα
κεφαλάκια φιδιών
ρίχνουν τιμητικούς πυροβολισμούς
Άντρες πηδάνε ανεμίζοντας την κάρτα ανεργίας και φεύγουνε
απ’ τις ταράτσες λαϊκών ξενοδοχείων. Πρέπει να τους προλάβω.
Με περιμένουνε.
Αντίο Αντίο Αντίο.
18
ΚΙΝΗΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Βαράγαν στο ψαχνό.
-Στον αέρα ρίχνουνε είπαν αυτές
Ύστερα γέμισε αίμα η λακκουβίτσα στη στάση.
-Πλαστικές είναι είπαν αυτές
Ύστερα έπεσε κάτω.
-Λιποθύμησε είπαν αυτές.
Ύστερα έμενε ακίνητος
είχανε ξεκινήσει. Έμεινε ακίνητος
είχανε πάρει το τρόλεϊ, φύγανε. Πάνε αυτές.
19
Κανείς δε θα γλιτώσει.
Κι αυτό το μακέλεμα δε θάχει
ούτε μισό μισοσβησμένο Όχι.
Θα βουλιάζουμε-βουλιάξουμε-
κατακόρυφα με 300 και βάλε
σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος
με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι
από διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων
γλείφοντας
υπογράφοντας
ικετεύοντας
κι ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ.
21
Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές – αγκαλιά απ’ τη μέση
μετρήσαμε τ’ αμέτρητα τ’ άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο — παιδιακίσα πράματα –
τον ’Ιούλιο κάποτε
γι αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι αυτό αν τύχει και μ’ αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’ αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ.
Κι εκεί.
24
Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – ‘Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη — Καλαμαριά
Κάτω απ’ όλους τούς καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης – εδώ κοντά είν’ η Κοτζιά –
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατέλειωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι ατά χέρια μας
πού πάνω απ’ τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει
26
σημείωμα της άλλης μέρας.
ΜΑΝΟΥΛΑ
σου αφήνω 200 δρχ. να πάρεις απ’ τη λαϊκή φασολάκια
απ’ αυτά που λέει ο ποιητής γιατί τ’ άλλα είναι
ακριβά και δε φτάνουνε. Να ‘χουνε πολύ ζουμί να
βουτάμε. Βγάλε ένα κλειδί για το παιδί. Όλα τα χάνει
μες στο δρόμο. Πέρνα του το σ’ ένα κορδόνι στο λαιμό
βρες ένα χρώμα γαλανό να μη στεναχωριέται. Έτσι
όπως το πάει θα μένει πάντα έξω. Βάλε σ’ ένα
ποτηράκι του κρασιού κάτι λουλουδάκια που ζωγράφισα
την ώρα που κοιμόσαστε. Θα σας αρέσουν. Και πρόσεχε
ρε μάνα που πλένεις τα τζάμια έκοψες απ’ τη
χαλκομανία την πατούσα του ακροβάτη και τώρα αγριοκοιτάει
εμένα που στέκει μετέωρος στο τεντωμένο
σκοινί. Πέταξε να πάν στο διάολο τα νάιλον σακούλια
πού μαζεύεις θα μας πνίξουνε και τις πρωτομηνιές
με τους αγιασμούς που μας ραίνεις στο χω πει εκατομμύρια
φορές δε μ’ αρέσουν αυτά. Σ’ ΑΓΑΠΑΩ.
Μη νομίζεις ξέρω πόσο κουράζεσαι να ζωντανεύεις τα
όνειρα. Μα το παιδί είναι μικρό και γω στριμωγμένη.
Μη βάλεις πάλι τις φωνές και μουρμουράς μονάχη
σου πώς όλο ζω με ψέματα έμαθα και το παιδί κι
είμαι ονειροπαρμένη.
Δεν ξέρω όμως μάνα άλλο τρόπο να ζω.
Είναι ένας τρόπος κι αυτός μάνα να ζήσεις.
Σάς αγαπώ πολύ και τις δυο. Μην κλαίς.
Πάω να κοιμηθώ.
Έχω να ονειρευτώ
– λεπτομέρειες δηλαδή μείνανε –
απ’ αύριο δε θα κλαίει κανένας.
30
Εκείνο πού φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω «ποιητής».
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν’ αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουν τα ρήματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις κι ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί ή ράτσα πού μάς έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουν τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σ’ αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω μεγάλα κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δε θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες κι ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τούς τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα πού συνηθίζεις
όλα έτσι πάν
σκυλιά μάς έχουν κάνει να ντρεπόμαστε την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μάς περιμένουν στη γωνιά
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μαρξ…
τον φοβάμαι
το μυαλό μου δρασκελάει κι αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί… έ;… μιαν άλλη μέρα…
32
Θάρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
– μη βλέπεις εμένα – μην κλαίς. Εσύ είσ’ η ελπίδα
άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θα ‘μαστε άλογά να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία — δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θα ‘ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά —
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά Μαρία.
.
ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΑΛΤΟ (1982)
1
Κάθομαι και γράφω
όπως οι οριστικά τρελοί στα χέρια του δημοσίου.
Παραλήπτης
Η άγια Ανύπαρχτη
κι ένας πολύ δικός μου
περασμένος οριστικά
σ’ ένα καμένο κατάλογο αγνοουμένων.
Δίνω το γραφτό μου -γράμμα ανοιχτό-
στον πρώτο τυχόντα του επισκεπτηρίου
καλοπροαίρετο και συμπονετικό
να το πάει σπίτι μου -στη γνωστή διεύθυνση-
όπου τώρα
ένα νεογέννητο βατραχάκι
με μόνο μία μαύρη ουρά σέρνεται
σε λιμνασμένα αποπίματα
θα μεγαλώσει
για να τραγουδάει αισχρά σεξουαλικά κουάξ κουάξ
όταν νυχτώνει με της ηλικίας του τους βατράχους.
Δεν έχω κανένα συναίσθημα.
Δεν αυτοθαυμάζομαι ούτε αυτολυπούμαι.
Μόνο παρατηρώ
τα ρετσίνια που στάζουν από τα πλευρά μου
και μια μύγα που επίμονα σκότωσα
γιατί πολύ μ’ ενοχλούσε.
Γράφω επίσης ενώ παρατηρώ
ένα ξανθό καραφλό μωρό 2 χρονώ
που μόλις του φυτρώνει ένα στενό μουστακάκι.
Δεν το βλέπει κανείς.
Μονάχα εγώ
κι αυτό ξέρουμε
γιατί με παρατηρεί προσεχτικά
τις κινήσεις μου
τα βλέφαρά μου πού ανοιγοκλείνουν
μοιάζει ήσυχο αφοδεύει
κοιτώντας τα πόδια μου
πού βγάζουνε ρίζες
ξέρει πώς απ’ όλα πιο πολύ τα δέντρα σιχαίνομαι
γιατί είναι ακίνητα
έχει δει
τα μάτια μου που γίνονται φύλλα
ίσως λίγο φοβάται την τελευταία μου αντίδραση
κανείς δεν ξέρει τί τον περιμένει
όταν ο απέναντι…
Κοίτα, πατέρα, στη θάλασσα!…
Ένα κατάμαυρο αφηνιασμένο άλογο με σάλια και αφρούς
πάει στ’ άπατα να σωθεί.
Δεν παρασύρει κανέναν. Κακό αυτό.
Κάθομαι και γράφω.
Τ’ αποτυπώματα μου αλλοιώνονται. Καλό αυτό.
Η αστυνομία δεν θα με βρει ποτέ.
Ίσως καταφέρω με τα κλαδιά μου
να πνίξω αυτό το γερμανικό μωρό που μεγαλώνει.
2
Πάνω μου θα περάσουνε
οι μπότες των καταχτητών
με το ρυθμό τους
της ντίσκο.
Μπέρτες θ’ ανεμίζουν ποιητές
και το κεφάλι θα μου λιώνουνε
φώτα χιαστί
σοσιαλφασιστικών αυτοκινήτων.
Φωνές θα με σκυλεύουνε.
Τα μάτια μου βασιλεμένα επάνω θα κοιτάν
ήλιοι θ’ ανεβοκατεβαίνουνε
στις πέρα συνοικίες
στιχάκια που δεν πρόλαβα
να κάνω για ζωή
αιμάτινη κλωστή
θα τρέχουν απ’ το στόμα μου
κι από την τρύπια τσέπη μου
χιλιάδες αποκόμματα της θύρας 13.
6
ΕΚΘΕΣΗ ΑΥΤΟΨΙΑΣ 2.11.75
«…τό σώμα κείτονταν μπρούμυτα παράλληλα
ενωνόταν με το Βατικανό.
Το ένα χέρι του ματωμένο απλωμένο μούντζα στο ΚΚΙ
και τ’ άλλο κραδαίνοντας τα γεννητικά του όργανα
στους ειδικούς της κουλτούρας.
Τα αίματα στα μαλλιά του βδέλλες
στα σκεπασμένα ομοφυλοφιλικά σύνδρομα
στους εις άπασαν την επικράτειαν άνδρας της Γής.
Το πρόσωπό του παραμορφωμένο από τα κάδρα
της τάξης πού αρνήθηκε
μελανός εθελοντής τού κουρελοπρολεταριάτου.
Τά δάχτυλα τού χεριού του αριστερού
σπασμένα απ’ το σοσιαλιστικό ρεαλισμό
πεταμένα σε φωταγωγημένα σκουπίδια.
Το σαγόνι σπασμένο
με άπερκατ εργάτη συνδικαλιστή
επί μισθώσει τραμπούκου.
Τ’ αυτιά μισοφαγωμένα από τσογλαναρά που δεν είχε στύση.
Ό αυχένας σπασμένος αποκομμένος απ’ το σώμα
πάνω στη βασική αρχή να λειτουργούνε χώρια.
Η μάνα παντού.
Αυτός ήταν ο θάνατος του κομουνιστή και ομοφυλόφιλου
ΠΑΖΟΛΙΝΙ, που κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή
καβάλα σ’ ένα πενηνταράκι μηχανάκι έτρεχε να προλάβει να
παίξουνε τα σινεμά στο Αιγάλεω, στο Λίβερπουλ και προπαντός
στην Όστια, με κρατημένες επάνω του κουτιά από ταινίες
και ρημαδογειτονιές.
Και το ριγέ σημαιάκι της ποίησης.
Αντίο.
10
Τί πληκτικό καλοκαίρι κι αυτό, κύριέ μου, τί πληκτικό…
Τις νύχτες πιάνουνε ραγδαίες βροχές
μεγαλόσωμοι κύριοι με εκρού παναμάδες
βγαίνουν στους δρόμους
κομψά προχωρούν με σηκωμένα πατζάκια
σκουπίζουν απαλά σταμπωτά τον ιδρώτα τους
με κάτι μεγάλα σεντόνια.
Το μεσημέρι, αγαπητέ μου, που πέφτουμε
άρρωστες παχουλές αλογόμυγες μας έρχονται
δεν ξέρω και γω από πού
παρατηρούν προσεχτικά
μία εμάς
μία τα κινέζικα καινούργια κομμάτια μας
μία την από αλάβαστρο προτομή του Λιστ
απάνω στο πιάνο.
Και ζέστη, αγαπητέ, αφόρητη ζέστη.
Τ’ απογεύματα που είναι όλα κλειστά
ξεκινάνε να μας κάνουν επίσκεψη
από κάπου δεν ξέρω με σκόνη
από κάπου πάρα πολύ μακριά
γέροι με άνοια και πολύ σκούρου χρώματος μελαχρινά παιδιά
με άδεια από καταΐφι κουτιά
στέκουνε σαν τις αλογόμυγες
που σας ανέφερα πιο πριν
και παρατηρούν τα αδιάθετα ξανθά παιδιά μας.
Μας ζητούν χαρτομάντιλα για να φτύσουνε
κάτι να φάνε και καμιά πορτοκαλάδα
χωρίς ανθρακικό να την πιούν.
Και χρήματα, κύριε, χάρτινα χαρτονομίσματα τσίγκινα κέρματα
χρήματα χρήματα κι αφόρητη ζέστη.
Δεν ξέρω. Αυτοί οι σκούρου χρώματος άνθρωποι
εν αντιθέσει με μας
γεννάνε συνέχεια μικρούς μαύρους βόλους παιδιά
ο υπερπληθυσμός σ’ αυτούς οφείλεται
το βλέπετε, δεν χωράμε πια δεν βγαίνουμε θα μας πατήσουν.
Ευτυχώς σ’ αυτές τις δικές τους απομακρυσμένες περιοχές
κόψαμε το νερό οί εργάτες τού Δήμου δώσαμε εντολή
να κάνουν απεργία έχουν θαφτεί από σκουπίδια
πολύ κακής διατροφής και τεράστιους ποντικούς
κι έτσι άρχισαν να κυκλοφορούν
μολυσματικές θανατηφόρες αρρώστιες
και ζέστη αλήθεια τώρα που το σκέφτηκα
μήπως αυτές τις χοντρουλές τις αλογόμυγες που μας παρατηρούν
να ξέρετε είμαι σίγουρη αυτοί τις εκπαιδεύουν.
Δεν μπορεί κανείς να τούς έχει εμπιστοσύνη σ’ αυτούς
ό,τι ελεημοσύνη να κάνεις.
Τις προάλλες για να σας δώσω να καταλάβετε
πήγα να δώσω ένα έτσι χαστουκάκι μικρό
και μού εδάγκωσε το χέρι.
Θα πρέπει να λάβουμε οριστικά μέτρα γι’ αυτούς
πόσο καιρό έχουμε να κάνουμε
ένα πόλεμο μια επιστράτευση.
Το βραδάκι ελάτε θα μαζευτούμε σπίτι εμείς και μεις
θά φάμε κάτι παραδοσιακό και θα απαγγελθούν
νέοι προοδευτικοί ποιητές
αλήθεια, τί γνώμη έχετε γι’ αυτή τη Γώγου;
12
Τώρα
Ο Χίτλερ και ο Στάλιν
κάναν κατάληψη
στο τρίτο μάτι ζωής
τώρα οι άνθρωποι
μόνο στο φόβο ενωνόνταν
Τα όνειρά τους
χιλιάδες χρόνια πέφτανε χωρίς ήχο στο πάτωμα
σε μια χαραμάδα κρυβόντουσαν
γινόντουσαν αράχνες
από κει έβγαινε και μεγάλωνε και τρεφόταν
το μόνο πράγμα που τους ένωνε.
Τώρα οι άνθρωποι
μόνο στο φόβο ενωνόνταν
Τα όνειρά τους
λυπημένες κόλλες απ’ τα παράθυρα φτερούγιζαν
με ζωγραφιές από χιλιάδες καταστραμμένες εικόνες
καμένα δέντρα καμένες εικόνες ολικής καταστροφής
υπερπληθυσμός παραμορφωμένα πρόσωπα
από εικόνες καμένης άχρηστης γνώσης.
Τα όνειρά τους άσπρες κόλλες
ζωγραφισμένα σβησμένα πουλιά χωρίς φτερά
κυκλικές πολυθρόνες ιατρείων
βγαίνανε απ’ το στόμα τους μονάχα σύμφωνα λαρυγγικά
κ γ χ κ γ χ βαθιά απελπισμένα
μ’ ένα παράπονο παιδικό μέσα στη λύπη σουρνόνταν
τους σκουπιδοτενεκέδες γεμίζανε
θα ξαναγινόντουσαν πολτός
να ξαναγράψουν άνθρωποι σ’ αυτούς
να τραφούνε μ’ αυτούς να τους ανακυκλώσουν
Τώρα οι άνθρωποι
είχανε άσχημο χρώμα πρασινοκίτρινο
και στο μέρος της καρδιάς
αναβόσβηνε συνεχώς
το κόκκινο φώς κινδύνου…
13
Τώρα
όλο και
όλο και πιο συχνά
έρχονται σπίτι μου
όλο και πιο συχνά μου κάνουν επισκέψεις
Μέσα μαζί μ’ έναν αέρα και μια ομίχλη μπαίνουνε
οι άλλοι στο δωμάτιο
καπνίζουνε φιλιούνται
αυτοί ανάμεσα τους κάθονται
με ρούχα σκούρα πένθιμα
σα σε δεξίωση ή για κηδεία
τα ρούχα τους είναι μικρά
τούς πάνε κοντά στα μανίκια
θα πρέπει να τα ’χουν δανειστεί
απ’ άλλους ανθρώπους ψηλούς
ή από βεστιάριο σοβαρού ρεπερτορίου
οι άλλοι στα δωμάτια κάνουνε άχρηστα πράγματα
καπνίζουνε φιλιούνται
παλιές ατζέντες πέτσινες
με πενταψήφια νούμερα
για να προσδιορίσω το χρόνο μου δείχνουνε
και βρεμένες φωτογραφίες ηθοποιών
με φαγωμένα πηγούνια μου δείχνουνε
για να μου δείξουνε πως μ’ άγαπάνε
Συνέχεια από ’να μακρινό τοπίο με βροχή
πίσω από ’να τζάμι με βροχή συνέχεια κοιτάνε
Δεν έχουν σώμα
γι’ αυτό δεν έχουν λόγο
έχουν όμως να πουν
με ένα κύκλο φωτεινό
σαν ήλιος; .
στο πρόσωπο
σιωπηλά με παροτρύνουνε εγώ να μιλήσω…
Οι άλλοι στα δωμάτια κάνουνε άχρηστα πράγματα
τα δόντια κροταλίζουνε
τα δείχνουν σα γελάνε
Τώρα
όλο και πιο συχνά έρχονται σπίτι μου
όλο και πιο συχνά μιλάω μαζί τους
όλο και πιο
ασκούμαι στη σιωπή
όλο και πιο…
16
Σ’ ΟΣΟΥΣ ΣΠΑΣΑΝΕ
Σ’ ΟΣΟΥΣ ΚΡΑΤΑΝΕ
Κουρελιασμένοι απ’ τ’ αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρος
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ’ το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις…
17
ΣΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ
Τότε
μέσα από αιώνες σκοτεινούς
περίεργα πλάσματα ξεσκεπάζονται
επάνω σ’ άλογα ανέμων
Με δύο πουλιά μεταλλικά
χτυπούν παντού
δεξιά κι αριστερά
και μαύρου κοράκου φτερά
στο καλυμμένο με μεμβράνη κεφάλι
Κι έχουν βαμμένα τα στόματα
και γλώσσες αετών αρπαγμένες φωτιά έχουν
οι ίδιοι ανατασσόμενοι
τη στιγμή του ζυγιάσματος
πριν κατακόρυφα χτυπήσουν.
Έχουν ξανάρθει πολλές φορές από δε.
Γνωρίζουνε επακριβώς της γης τα κατατόπια.
Παλιά τούς λέγανε μάγους μάγισσες αιρετικούς
και πάντα τους έκαιγαν.
Τώρα τους ονομάζουνε
εκδικητές και τιμωρούς
γιατί είναι να άπονείμουνε
κι είναι να πάρουνε πίσω.
Και όπως γίνεται πάντα
σε όλους τούς καιρούς
οι ίδιοι πάντα είναι
με άλλο
πάντα ίδιο το όνομα είναι
πού φέρνουν αέρα βενζίνα και φωτιά
καταγγέλλοντας στις επερχόμενες γενιές το τέλος.
Τη ζωή
με μια φλογέρα αναγγέλλουνε
και τον ήλιο
εξ αρχής ξαναστήνουν εδώ
της αδερφοσύνης κοινό
εξεγερμένο κάθε πρωί
στο δικό τους φλεγόμενο
ώμο.
21
Εδώ που έφτασα Εδώ
Με φριχτούς πόνους παντού
Στα διαμελισμένα και πρόχειρα βαλμένα μέλη μου
Στα τοιχώματα του ραγισμένου κρανίου μου
Στις εξόδους του μυαλού μου
Στην πεταμένη στο βόρβορο
Μέχρι θανάτου λυπημένη ψυχή μου
Ζητώ
Να μου δοθεί η Χάρις
Τα εγκλήματα όλων των δολοφονημένων να επωμιστώ
Το θρησκευτικό φανατισμό των οργισμένων
Την απόφαση για ζωή των θανατοποινιτών
Την απόφαση για θάνατο των αυτοκτονημένων
Τών αγγέλων την πύρινη ρομφαία να μου δώσεις τα φτερά
Τό εκδικητικό σκήπτρο τών δαιμόνων
Νά είμαι εκεί
‘Όπου δεν φτάνει ποτέ του ήλιου το φώς
Να εκδικηθώ όλων των φυλακών τ’ ανήλιαγο σκοτάδι
Δαιμόνισσα με τους κακούς
Ταπεινή στους ταπεινούς
Θάνατος στους θανάτους
Γονυπετής, πρίγκιπα
Με φριχτούς πόνους παντού
Στο σώμα στην ψυχή και στο μυαλό
Στο όνομα της ζωής
Έτοιμη για πάντα να εκτοξευτώ
Σού προσφέρω κατάμαυρο ρόδο τη ζωή μου
Και ζητώ
Άτομο εγώ
Υπέρτατα εγωιστικό
Το υπέρτατο όραμα
Ζητώ να μου δοθεί
Της δύναμης του ’Αδυνάτου.
Ήχοι τώρα…
…βαλσαμωμένοι αετοί
απολιθωμένα φτερά ξεδιπλώνουνε
μου σπάνε τα τύμπανα τ’ αφτιά μου πονάνε
22
Ήχοι τώρα…
…βαλσαμωμένοι αετοί
απολιθωμένα φτερά ξεδιπλώνουνε
μου σπάνε τα τύμπανα τ’ αφτιά μου πονάνε
Ήχοι τώρα
περιστρεφόμενα κεφάλια σ’ άναστρο ουρανό
ψάχνουν αιώνες στη γη το ουράνιο σώμα τους
πίσω από ανεμίζοντα κρέπια έτη φωτός
μέσα από αγαλμάτων παγωμένα βλέφαρα
πετρωμένα δάκρυα τρέχουνε
με βλέπουν… με κοιτάνε…
’Ήχοι τώρα
καρφωμένοι σ’ αλόγων ποδοβολητά
κάμες δόρατα ξίφη σπαθιά σκαλιστά
ξανά
ξανά φτάνουν
ξανά
από τα πέρατα από τα βάθη της Ιστορίας
Ποιος;
Ποιος δεν ακούει;
Ποιος κάνει τώρα πως δεν τους ακούει;…
Φωνές. Παντού. Φωνές. Ψηλές στεντόριες αγκυλωτές
νεκρών παρθένων ιαχές σατανιστές πυρσοί
ρέκβιεμ προφήτες μεσσίες σταυροί
κατηφορίζουνε σηκώνουν αίμα βουνά από σκόνη
ανεμίζουνε αναμμένα κλαδιά τα υψωμένα χέρια τους
δοξαστικά αλληλούια θανάτου
Ήχοι τώρα μεσίστιοι στα επταπύργια ξεδιπλώνονται
βουές κουρελιασμένες διάτρητες δίνες μελανιασμένες
οι γερασμένες στρατιές λυγάνε
πέφτουνε μαζί με τις παντιέρες τους
γκράπα γκρούπ γκράπα γκρούπ με ξυλοπάπουτσα
οι καινούργιες τις παντιέρες σηκώνουνε
πάνω στις γερασμένες πατάνε περνάνε
σ’ ένα τούνελ κλειστό κυκλικό
πού όλο και κλείνει
πουθενά προχωράνε…
Ήχοι τώρα λοστών
REX REX REX REX
Τοπία ψοφιμιών
μολύνουν τα ύδατα
όρνεα καταστολής
ύαινες στην περίπολο
δεν αφήνουν
τα ιερά κόκαλα των νεκρών αδερφώνω μου
να θάψω
τα μάτια μου ράψανε
δεν βγαίνουν τα όνειρα
δεν μπορώ πια να κλάψω
Ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι λεπρό
γυρνάει τις νύχτες στα όνειρα των επιζώντων φίλων μου
γυμνή τούς δίνει το στόμα της
μολύνει τα τελευταία καθαρά ερωτικά όνειρά τους
μέσα στη νύχτα για να μην τελείως χαθώ
κρατάω στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο με ποιήματα
ένα βρεμένο κουτάκι με σπίρτα
όσους ακόμα άχνοφέγγουνε
πετάω με όση δύναμη μου απόμεινε
μια χάρτινη σαΐτα σ’ άναστρο ου
.
ΑΠΟΝΤΕΣ (1986)
Μούσα της Νύχτας
Μούσα της Στέρησης
Της κυτταρικής μου μνήμης της ’Οργής
δαφνοστεφανωμένο
πολυαγάπητο
παιδί δικό σου είμαι και γω
και στις αστραφτερές σου ασφάλτους
με ταραγμένη ενόραση απ’ το αλκοόλ
την ψυχή μου αναβοσβήνω και καταπονώ
για την Τιμή σου
Μούσα των λεηλατημένων γηπέδων καί συναυλιών
των άσπρων ίσκιων πρεζονιών
Μούσα των γκέτο της Σιωπής
των άγραφων δίκαιων νόμων
Το Λόγο μου Μούσα
κάνε γάργαρο νεράκι καθαρό
ύμνο μετάλλου θέλω νά ψάλω
τα πάθη να ιστορήσω
γι’ Αυτούς
που από σμίξη ανίερη
σε Γή απανθρακωμένη
ήρθαν
Μούσα της Νύχτας
το Λόγο μου ανάβλυσε από πηγή φωτός
γιατί Ύμνο ανδρείας θέλω να ψάλω
γι’ Αυτούς
πού χωρίς σταλαγματιά νερό
σαν πέτρες μεγαλώσανε
και ψάχνοντας αντίστροφα
να βρουν νερό και φως
πέτρινες ρίζες άπλωσαν
και άλωσαν
υπόγεια
κι αντίστροφα την πόλη
. . .
Και στον ουρανό ένας νεκρός ταξιδεύει…
Πώς να ενώσουμε;
Η μάχη είχε και από τις δυο πάντες νεκρούς
μόνο που ο δικός μου είναι λυπημένος
γιατί ξέρει, ήξερε, πως στην τελική του
δε θα χε φίλο δίπλα του
όποιος πήγαινε, θα ταν κατευθείαν ύποπτος
φονιάς τρομοκράτης
ΑΓΝΩΣΤΟΣ δύο μέρες τα πρωτοσέλιδα γράψανε
μέχρι να βρεθούν τα στοιχεία
δυο μέρες το σαρκίον του στ’ αζήτητα
άθαφτο ιερόσυλοι εν Χριστώ αδερφοί
όμως η ιστορία γύρισε ανάποδα
αγαπήσανε τον σκοτωμένο ήτανε καθαρός
όμορφος, πώς να τρομάξουνε έναν πεθαμένο
να τον φωτογραφίσουνε όπως ξέρουνε
φονιά δολοφόνο και δυο παγιδευμένοι
ακόμα δε βρίσκονται σαν ν ’ άνοιξε η γη
και τούς κατάπιε, ένας δικός είπε:
«’Αδούλωτη ελληνική ψυχή»…
παίζεται ακόμα η έκπληξη
παίζεται ακόμα η ζωή
αθάνατη ελληνική ψυχή…
. . .
Πώς με κοιτάζει έτσι
αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι…
Πώς θροΐζει μέσα μου
αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι…
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά
τι θέλει το φεγγάρι…
Ποιανού άλογου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μου διογκώνει το Εγώ μου…
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου…
πώς με κοιτ…
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει
αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης…
Πίσω από γαλακτερό αέρα πηχτό
και φθαρμένες κουρτίνες
βαριές βυσσινιές
ξυπνάω… ζω… κοιμάμαι… έχω πεθάνει;…
Από δω
δεν μπορώ άλλο να δω
παρά φτέρες ψηλές
εκλάμψεις χιονιού
κι επιταφίων ουρές
Κάπου μακριά υπάρχει ή πόλη.
Φύσηξε
Φύσηξε
Τόμας Ντύλαν
Ρεμπώ
αυτό τον πράο λαό
πίσω από τριανταφυλλιές
αυτή η πολύ νεαρή νεκρή
μ ’ένα στεφάνι ηρωίνης κοιμάται…
. . .
Αμίλητη κύκνος διασχίζω της πόλης τα νερά…
Με τις φτερούγες μου κόβω της πόλης τούς σιδερένιους πάγους
θροίσματα λουστρινένιων φουστανιών πίσω μου
σταματάνε απότομα
μόλις το κεφάλι γυρίσω
Κομμένα δάχτυλα πέτσινα
σέα αγκυλωτοί και στράς
φωτισμένα κρυφά από πράσινο νέον
σε πύρινες σκάλες βουλιάζουνε
μόλις το κεφάλι πίσω γυρίσω…
…………………………………………..
Γατί τα πολύ μικρά πουλιά
κρύβουνε ντροπιασμένα το κεφάλι στα φτερά
μόλις πάω να τούς μιλήσω;…
Γατί τα όνειρα δε με πλησιάζουνε πια
και στέκουνε μακριά
παράμερα τρομαγμένα;
Μήπως τα όνειρα είναι από ύλη είναι φθαρτά
και τούς φοβούνται τούς πεθαμένους;
Γιατί εκεί πού πρώτα ήτανε ένα σπίτι από κάτασπρο φως
είναι ένα σπίτι χιονιού
και στο κουδούνι σε φορείο κολλημένο το φεγγάρι…
…………………………………………………
Στο βυθό
ένα πρόσωπο απίστευτα οικείο
εκτυφλωτικά σκοτεινό
με σέβεται. Με προστατεύει.
…………………………………………
Με επιταχυνόμενο πιο γρήγορο — πιο γρήγορο
πιο γρήγορα στις φτερούγες μου ρυθμό
μ ’ ιδρώτα παγωμένο σιωπηρό
διασχίζω της πόλης τα λιμνάζοντα νερά
Η ώρα της προδοσίας ήρθε.
ΣΟΝΙΑ
Έγειρε το χλωμό κεφάλι της μ’ ένα λυγμό
κι αποκοιμήθηκε
για πάντα
Πάνω της ο ουρανός ορεινός
άγονο τοπίο — σκοτεινός —
πέτρες μόνο και βράχια κι ούτε βροχή…
Νύφη εσύ με πασαλειμμένο το στόμα σου κόκκινο
τούλια χέρια λιωμένα δαντελωτά
προσφέρανε ικετευτικά
ένα ματσάκι κρινάκια
Γύρω ατό χώμα οι φίλες σου
θλιμμένες και βαμμένες υπερβολικά
σουρσίματα αλλόκοτα κάνανε
σαν για να τις προσέξουνε
και παίξουν σε κάποια ταινία
Να αυτό το δαχτυλίδι ποίημα παιδικό
Λόγος Τιμής
αυτή την ώρα που οι Μελλοντικοί
το πέταγμα των αετών μαθαίνουν
αυτή την ώρα που το κούτελό σου
δείχνει εκείνο πού δε φαίνεται
την ίδια πάντα ώρα
που οι ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΦΑΛΤΣΕΤΕΣ
τούς Διαφορετικούς σκοτώνουν…
ΘΑ ’ΡΘΟΥΝ.
Το σινιάλο θα είναι στον αέρα
τα άσπρα τα γκρίζα τα καφέ σακάκια
χωρίς μανίκια των τρελών
που θα χτυπάνε αδειανά στα σύρματα της
Θα ξεκρεμάσουν μόνοι τους
με τα βγαλμένα νύχια τους
το γάντζο που τούς κρέμασε
στην οροφή της Γής σας
Θα χουνε ομοιόμορφο μελανιασμένο χρώμα
κι αντί γι ’ αυτιά λοβοτομές
Μέσα από υπονόμους και κελιά
αργά θα προχωράν
Θα μπουν με τον αργό βηματισμό
που περπατάει ο τρόμος
και Δόξα συγκροτούμενοι
εξ αίματος αδερφοί
μια αιμάτινη κλωστή
θα φέρει το μαντάτο
986 π.Χ.
Είκοσι ενός ετών ο Πρίγκιπας
κάθε νυχτιά επί πολύ
επιδίδονταν με τη Βασίλισσα
σε ανομολόγητα πάθη.
Τόσο δε πιο πολύ
όσο αυτά δεν ονοματίζοντο.
Όσο πιο
απαγορευμένα ήσαν.
Της γλώσσας της αλεξανδρινής.
Που ο ένας με θάνατο
παίρνει την πάνσοφη άγνοια
κι ό άλλος με έρωτα
την άχρηστη γνώση.
Τού άνθους του Κακού.
Πού εξαγνίζουνε λέω…
. . .
ΔΕ ΜΕΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Σ ΑΥΤΗ ΤΗ ΠΟΛΗ!
. . . . . . . . . . . . . . . .
ΔΕ ΜΕΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;
Τι έγινε και φύγανε οι κάτοικοί της βιαστικά
και αφήσανε τις πόρτες ανοιχτές
τα φώτα αναμμένα…
Τυφλά μεγάλα πουλιά συγκρούονται
μ ’ ανοιγμένα φτερά
βαθιά τρομαγμένα
Η θάλασσα μπαίνει στην πόλη
μεθοδικά βουλιάζει τη στεριά
ένα καράβι με όρνια λεπρά
πλέει απ’ τις πόρτες
ξανοίγεται αργά… αργά…
ΑΡΓΑ
Τα παιδικά μου χρόνια
άκαμπτα παιδιά ξυλιασμένα
τα ξεθάβει ένας κίτρινος σκύλος
συνέχεια τα γυρνάει σε μένα
…ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ
τα χέρια μου σταυρώνουνε μόνα τους
σάν πεθαμΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;
. . . . . . . . . . . . .
κανένας;
κανένας;
Έναν άσπρο με άμμο δρόμο κοιτάω εμπρός.
Πάλι η ομίχλινη βάρκα με τον πέτρινο φοίνικα
και το μαρμάρινο βαρκάρη
Ένα παιδί δεν έχει αυτός ο τόπος
ΒΖΖΖΖΟ ΥΝΒΒΒΖΖΖΟ ΥΝΝΝ
1 παιδί;
έλα να παίξουμε αυτοκίνητο έλα παιδί!…
1 πουλί; τσιουτσιουτσιουτσί έλα
έλα πουλί…
Ποιά ανθρώπινη ανάμνηση με κρατάει ακόμα εδώ;
Γιώργο;…
ΜΥΡΤΩ;…
Ποιου τρόμου το αδικαίωτο τεκμήριο με φυλάει ΕΔΩ;
Φίλοι μου; ’Αδέρφια μου; Σύντροφοι;
Γιώργο…
Μυρτώ…
Ποιανού πλανήτη το τέλος το αισχρό
μ’ άφησαν σαν σκιάχτρο να τρομάζω εδώ…
Για δεν περνάω απέναντι
που ο άνεμος λογχίζει τις φωτιές
Μια στάλα σταλαγμίτης έμεινα.
Χωράω σ’ αυτό το άδειο μπουκάλι.
Το πέταξαν ένα παλιό καλοκαίρι
οι φίλοι μου.
Χωράω εκεί μέσα να μπω.
Άλλοι
μακρινοί καιροί
που θα ξαναγυρίσουν
το ύστατο Αλληλεγγύης Σ.Ο.Σ.
να αποκρυπτογραφήσουν
.
Ο ΜΗΝΑΣ ΤΩΝ ΠΑΓΩΜΕΝΩΝ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ (1988)
(1)
Το σπίτι μου, όσο το άνοιγμα των χεριών της κόρης μου
4 χρόνια άστεγη τώρα…
(2)
Κι ανυπόδητη κι άρρωστη γύρναγα
Κρύωνα.
Και όπου έστρεψα
όζος και πρίζα και χολή
(3)
Και τα ’παιρνα να μη λυπήσω τους ανθρώπους
(4)
Και ήρθε —και χάμω— στα γόνατa έπεσα
και χωμάτινος βόλος έγιva
και μέσα μου κύλησα
και σε μια ανάσα της ψυχής μου
που είχε μείνει φεγγερή
—εκεί ακούμπησα—
κι έκλαιγα νερό. Nερά πολύ.
(5)
Κι όσο νερό έβγαλα
νερό δεν είχε για μένα
στέρεψα —λέπια— γοργόνα έγινα
κι ό άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ…
(6)
Κι όταν τα μάτια άνοιξα
και πλάι και γύρω και παντού
μεγάλη λίμνη έγινε
που πλέανε αιωνόβια μικρούτσικα ανθάκια
(7)
…νύχτωνε στον ουρανό…
Και σε δυο περίεργα σύννεφα
που ακίνητα τρέχαν
εγώ ανάμεσα σε δυο διάτρητους «ληστές»
στα φώτα σταυρωμένη
(8)
Μπορεί δίκαια…
Προκάλεσα με πάθος τη ζωή.
Ασέβησα δύο φορές γιατί τους ήξερα τους Νόμους.
Άσκησα την δράση για μακριά
κι έχασα τα κοντινά μου
(9)
Τώρα
πληρώνω με ντροπή
Τυφλή
Χωρίς σκυλί
χωρίς ραβδί
διαβαίνω ανάμεσα σας
(10)
Εσύ!
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πιείς και όπως πάντα μεθύσεις
μην πεις ποτέ πώς μ ’ αγάπησες
Δε θ ’ άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
σε ξεροπόταμους να πλέω…
(13)
Υπνωτισμένη ξάπλωσα
στο μάρμαρο τον νεκροτομείου
Το σώμα μου έβλεπα
οι φοιτητές
για πείραμα
να κόβουνε
πολύ λεπτές ροδέλες
Το άχρωμο αίμα μου
με κουβάδες ξεπλένανε
άρρωστοι για τη δόση τους
Από τις φλέβες τους
τις πλατείες τυλίγανε
θανάτου κορδέλες
(15)
Πασάλειψαν τα μούτρα μου
μ ’ ώχρας μπογιά.
Τα νύχια τα μάτια και τ’ αυτιά
σαύρας πρασινομαύρο.
Τα μάγουλα κατακόκκινα
σαν του Πάσχα αυγά.
Ήθος ποιώ.
Έγινα ηθοποιός.
Πουτάνα θεατρίνα.
(19)
Το χρώμα μου
νύχτας βαθιάς μαβί
Εκείνο πού παίρνει ό ουρανός
όταν μεγάλο βράχο δένει στο λαιμό
και σ’ άραχλα νερά βουλιάζει το φεγγάρι
(20)
Η αφή μου
βελούδο φθαρμένο παλιό
με νεκρικές ανταύγειες τσαλακωμένο
Σε ηρωικές γιορτές
εξάρσεις βίας
και πορείες οργής παραφορεμένο
(21)
Ο ήχος μου συνέχεια
ανάμνηση δέντρου πού φυλλορροά
στο χέρι μου «χτυπημένος» αετός
οικόσημο της μοναξιάς μου
Σε άλλους χάρτες
σημάδι μου ο Έρμης
Το μήνα των κερασιών. 1 Ιουνίου γεννημένη.
(24)
Η ζωή μου πού λέτε παιδιά
όπως τα παραμύθια αυτά τα παιδικά
Με γάντζους, κακές μάγισσάς, ξύλο, τσουβάλια, ζητιανιά
Ξέρετε, αυτά πού ‘γράφουνε για τα παιδιά
ειδικά εκπαιδευμένες καταστολής μονάδες
Και τα μαθαίνουν μετά
για να τα πούνε μετά
μανάδες μαινάδες
(33)
Ποιος είναι ο λόγος της ποίησης
που βγαίνει απ’ το ποιώ
και πού σημαίνει πράττω
Ζητάω την απάντηση
απ’ τούς ακινητοποιημένους
(34)
Τρομοκρατία: Εξουσιάζω διά της
βίας. Τρόμου*
Και τρομοκράτης τί θέλει να πει;
Δε θέλω απάντηση απ’ αυτούς πού την επινοήσανε
Ζητάω απάντηση απ’ τους λαχανιασμένους
* Πάπυρος – Λαρούς
(35)
(αέρας σήκωσε…
Ποιος φύλαξε κι ακόμα δεν ξερίζωσα
με τέτοιο μίσος που ο καιρός
ξεσκίζει και βροντά
εξώφυλλα βιβλίων…)
.
ΝΟΣΤΟΣ (1990)
Η μνήμη
η έχιδνα αυτή
με τις ερμαφρόδιτες παχύσαρκες κόρες της
τις Τέχνες – εφτά τον αριθμό.
Η μνήμη μου στον αριστερό μου κρόταφο ”
στο σιδερένιο τρίγωνο της στρογγυλής πλατείας
πέντε φορές είναι πυρπολημένη.
Βαθιά πολύ
στα έγκατα
στα βάθη
κάτω από το χώμα
κάτω από τη φωτιά
τον αέρα, τη βροχή, σε κόκκαλα αρχαιότητας
είναι καλά κρυμμένη.
Λέξεις ανάκατες
ασφυκτιούν, σαλεύουνε
χωρίς αίμα να πάρουν αίμα
στο φως θέλουν να βγούνε.
Να βρουν θέλουνε
την πρωταρχική τους Αρχή.
Ο Λόγος είναι πράξη.
Εγώ κατάφερα
να μη με θυμάται, να μη με γνωρίζει
να μη με γυρεύει.
Να μη μ’ εξωθεί.
Και το δεξί μου δάχτυλο
αυτό που συνέχεια με δείχνει
με σκαλίζει
με καταγράφει με βρόμικο σπασμένο γυαλί
πέντε φορές το έσφαξα
πέντε ράμματα έμεινα.
Πεντάλφα της Μαγείας.
Δεν έχω Μνήμη, Αύρα, Ποίημα, Μουσική.
Άγγελοι του Σκότους
Προδότες του Φωτός την Πύλη του Δάντη με υπόκωφη βοή μ’ ανοίγουνε
ίσα ίσα μόλις λοξά περνάω.
Χέρια που δεν τελειώνουνε κι όλο μακραίνουν
βγαίνουνε σούρνοντας από τον αιώνιο σεισμό
εκμαγείο στο πρόσωπό μου σφραγίζουνε το σημάδι
του Κάιν, «Κι άλλους κι άλλους», ψιθυριστά
ουρλιάζουνε, «φέρε μας εδώ να πληθύνουμε,
κατέβασε κι άλλους».
Μνήμη του Δικαίου
γύρισε για μια στιγμή
μια λέξη μικρή ολομόναχη
σαν εμένα είναι…
ΟΧΙ
_____________________________________
Μικρά ρόδινα, μαύρα και βυσσινιά πούπουλα φτερούγιζαν
όλη νύχτα στο δωμάτιο και στ’ όνειρό μου.
Την ημέρα σημείωσα μ’ έναν κύκλο χρυσό «Στην
Κυψέλη ενοικιάζεται μαιζονέτα». Πήρα τα κλειδιά
από έναν τύπο πλαδαρό. Αφού μ’ έκοψε, «Το ενοίκιο»,
μου είπε, «είναι σαράντα χιλιάρικα». Ανέβηκα
μ’ ένα ασανσέρ που έτριζε στον τέταρτο. Το κλειδί
στην πόρτα ζορίστηκε. Δεν ήθελε ν’ ανοίξει. Όταν
άνοιξα, ο λαιμός μου τεντώθηκε. Ψηλά πολύ σηκώθηκε.
Το κεφάλι μου πίσω, κρακ, έσπασε, δεν είναι
αυτή η κίνηση δική μου, μα εγώ την ξέρω, την ξέρω,
το κεφάλι μου πίσω έσπασε, κόπηκε, έσπασε από
δεσμίδες χιλιάρικα, από ήχους φάλτσους, διαπεραστικό
τηλέφωνο με τραβηγμένα καλώδια και γέλια
χυδαία, χυδαία πολύ κόκκινα νύχια, χυδαία πολύ,
καλούσαν, καλούσαν…
Όταν βραδιάζει, από δω θα βλέπεις το φανάρι που
ανάβει στην πλατεία κι ένα μικρό κομματάκι από
τον Λυκαβηττό. Εδώ το γραφείο – για ποιον;…
Γιατί δεν μ’ αφήνεις να γράψω;
Κοίταξα πάνω αργά… Μια σκάλα μαρμάρινη πέτρινη
και μια ησυχία βαθιά, εκεί που έστριβε η σκάλα…
Τα μάτια μου λυπημένα ανοίξανε, ανοίξανε, κάπου
τα ξέρω, δεν είναι όμως δικά μου τα μάτια. Μια
λύπη που γύρω φτερούγιζε, γνωστή, σαν παπουλάκι
βυσσινί από κάποιο κατεδαφισμένο θέατρο ή από
μικρό πουλί ανέβηκε στο φόρεμά μου. Τελειώματα
λειωμένα από εποχής φορέματα που με πονούσαν,
ένα χέρι από ποίημα κέρινο μ’ ένα κρίνο στην άκρη,
φώτα, φώτα ανάψανε και μία βαριά βελουδένια κουρτίνα,
Φιλουμένα Μορτουράνο, ανεβαίνω, ξέρεις πως
πια δεν είμαι επιθετική, ανεβαίνω τη σκάλα, σ’ αγαπάω,
ήθελες κι άλλο να σε ταπεινώσουνε για να σε
προδώσουμε, να ταπεινωθούμε, φεύγοντας οι τελεταίες
σου κουβέντες ήτανε: «Ξέρεις… είμαστε παιδιά ενός
κατώτερου θεού…».
Να, τώρα πάλι μπερδεύομαι, ψευδίζω, δεν μπορώ
το ρο να πω, δεν γίνεται πια να παίξω στο θέατρο,
τρέμουν τα χέρια μου και η ψυχή μου. Λοιπόν, Χάινελε,
δεν πιστεύω σ’ έναν κατώτερο θεό γιατί σε πήρε.
Νόστος
Το βασίλειό μου
πέρα από τις αφετηρίες όλων των ανέμων
είναι ορατό
από την άλλη μεριά των γαλανών βουνοκορφών.
Με χωρίζει απ’ τους δικούς μου
ένας κακόγουστος με ψεύτικη ημερομηνία θανάτου
μαρμάρινος σταυρός
εκείνου νομίζω που ονομάσανε πατέρα μου.
Είναι μακρύς ο δρόμος
κι εγώ έρχομαι από πολύ μακριά με σκόνη.
Το άλογό μου
τηρώντας τους νόμους της φυλής
με το σπαθί βουτηγμένο στον ήλιο
το έσφαξα.
Με σύρανε ΕΔΩ.
Είμαι ακόμα ΕΔΩ.
Στο βασίλειο της χειρότερης ταπείνωσης.
Στο κράτος της Ανάγκης.
Εξορία
Είναι πολύ καιρός
σχεδόν έξι χρόνια
που δεν ξέρω πού κοιμάμαι.
Πετάγομαι ιδρωμένη στον ύπνο μου
αν λέγεται ύπνος ένας συνεχής πυρετός
που μυρίζει ασημένια χαρτάκια
οινόπνευμα
βαριά χάπια
και απάνθρωπη μοναξιά.
Δεν θυμάμαι πού κοιμάμαι…
Νομίζω με ψείρες το χειμώνα στα Προπύλαια
και τα καλοκαίρια κάτω από σταθμευμένα
λεωφορεία για σκιά.
Όταν έρποντας η μνήμη μου επανέρχεται
μια νύχτα το σχήμα ανθρώπου πήρε
κι αφού υπνώθηκα
έρωτα βαθιά μέσα μου έκανε
μπήκε.
Από κει κι έπειτα άρχισαν τα δεινά.
Γέννησα ένα παιδί
σταλμένο να χτυπήσει από τα μέσα το κάστρο
Πέρα από τις αφετηρίες όλων των ανέμων.
Πίσω από τα γαλανά βουνά.
Αυτή ήτανε η τιμωρία
γιατί η Βασίλισσα είχε χριστεί πολεμίστρια.
Έπρεπε να μείνει ανέραστη.
Τα παιδιά τα κάνουνε μητέρες.
Ήτανε δηλαδή άλλων δουλειά.
Νόστος + Εξορία
Ήσυχα κοιμούνται τώρα τα ελάφια
οι υπήκοοι της ανάγκης ποτέ.
Φοράνε γάντια από άσπρο δέρμα κουνελιού
και ήσυχα περίστροφα λαδώνουν.
Περιμένουν ακίνητοι τον τσιφ, εντολή και το κρύο.
Έτσι κι αλλιώς όλοι αυτοί δεν είχανε δική τους ζωή
ο ένας μηρύκαζε τον άλλον
και όπως είπα πιο πριν, εκείνο που τους ένωνε
ήτανε πως περιμένανε
λεφτά
εντολή
κυβερνήτη
και πλοίο
Νόστος
Τα δάση μας εκεί ήτανε γυάλινα
και στα δέντρα ΜΟΤΕΛ
παράξενα δωμάτια με αρμονικούς ήχους.
Διανυκτέρευαν μόνο μουσικοί
με χτυπημένους άσπρους αετούς και αράχνες
χρυσές και βυσσινί, που πλέκανε έρωτα ιστό
γύρω από το λαιμό τους.
Λίγο πριν φέξει ο ουρανός φεύγανε με τσόπερς
μηχανές
κι ένα βουνό σκόνη από μπλε στρας τούς έδειχνε το
δρόμο.
Εξορία + Νόστος
Είδα ένα μεγάααλο πλοίο, καράβι, που ήσυχα στα
βαθιά νερά κυλούσε… Και έπειτα βρέθηκα στα έγκατα
της γης, σε μια σπηλιά μέσα. Είδα ένα μεγάλο
στενό μακρόστενο ξύλινο τραπέζι, που από τη μια
μεριά, που έβλεπε στη θάλασσα, καθότανε ένας γέρος
ερημίτης και απέναντι του εγώ. Στη μέση του τραπεζιού
έκαιγε ένα κερί. Ήξερε τι τον ρώτησα, χωρίς,
να του μιλάω. Ο γέροντας σήκωσε το κερί και μου
’δείξε στο κοίλωμα της σπηλιάς τη σκιά που
τρεμοπαίζει…
«Αυτά. Τόσα μπορείς να δεις. Μονάχα τη σκιά τους».
«Θέλω να ξαναμπώ στο πλοίο! Θέλω να δω. Θέλω
να φύγω από δω», είπε η μικρή.
«Κοιμήσου…»
________________
Αυτή κλαίει
θέλει να φύγει από δω
απ’ την πνιγμένη λίμνη
η άγκυρα που της κάρφωσαν στο λαιμό
δεν την αφήνει να προχωρήσει.
___________________
Εγώ, η Κατερίνα
κόρη του πατέρα μου
Θάνατου-Ουρανού
και της γυναίκας του μητέρας μου
Ζωής-Γης
λιπόταχτη, ομογάλακτη αδελφή
της αδελφής μου Σελήνης
και με άνομο ζωοποιό έρωτα
για τον υπέρλαμπρο αδελφό μου Ήλιο
χωρίς φόβο
γράφω αυτά
γιατί τον πατέρα μου Θάνατο
πιο πολύ από τη μητέρα μου Ζωή αγάπησα
και εκ φύσεως αιρετική
τη λογική αντέστρεψα
και με πίστη βαθιά πίστεψα
πως από τον πατέρα μου Θάνατο-Ουρανό
αρχίζει η Ζωή
και πως τελειώνοντας, τότε μόνο θ’ αρχίσω.
Γι’ αυτό ο πατέρας μου το πέρασμα
με τους εφτά αγγέλους της μέρας
και τους εφτά αγγέλους της νύχτας
μου έδειξε
πώς από την ερημιά του πλήθους να βγαίνω
και στον ουρανό ξανά
κάνοντας κίνηση κυκλικά
ανοδικά πάντα να μπαίνω.
Εγώ, η Κατερίνα
χωρίς ιδιοτέλεια γράφω αυτά.
Έτσι τη δοκιμασία της δόξας
και της ταπείνωσης τα λιμνάζοντα νερά πέρασα
χωρίς να μ’ ακουμπήσουνε, χωρίς να τ’ ακουμπήσω
Εγώ, η Κατερίνα
σαμουράι ρακένδυτος
μ’ ένα αστραφτερό σπαθί
από τον αδελφό μου Ήλιο σταλμένο
στους σφαγιασμένους από τη λογική καιρούς
σημάδια ελπίδας λαξεύω αυτά
για την αδελφότητα
που θρησκευτικά αρμονική
έρχεται
αδιαίρετο 2 και 1…
.
ΜΕ ΛΕΝΕ ΟΔΥΣΣΕΙΑ (2002)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Αθήνα μετά την απελευθέρωση υπήρξε ο τόπος για τους πάσης φύσης κυνηγημένους και για τους παντός περιεχομένου ποιητές. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια και πλησιάζαμε τα μέσα του ’50 και τις αρχές του ’60, οι ποιητές
που γεννήθηκαν μέσα στην Κατοχή ή λίγο πριν θα γίνονταν οι δεκαπεντάρηδες και οι εικοσάρηδες της μεταπολεμικής εθνικής μας καλοκαιρίας. Ο ελληνικός κινηματογράφος, το τραγούδι, η ζωγραφική, η ποίηση, η πεζογραφία άλλοτε κλείναν με νόημα το μάτι στο κοινό τους για
ό,τι άνανδρο κι ανόσιο διαπράχτηκε πάνω στο σώμα της ίδιας της κοινωνίας. Συχνά κατονόμαζαν, παρά τη λογοκρισία, δράστες, φονιάδες κι ένοχους. Κι άλλοτε πάλι –κι οπωσδήποτε συχνότερα- βάδιζαν στη λεωφόρο του «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε», έστω και μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική νωχέλεια της απελπισίας. Έτσι, πλάι στις ταινίες του Κούνδουρου, του Κακογιάννη και του Τζαβέλλα θα έρθει ν’ ανθίσει και το σινεμά της πιο ασυνάρτητης και ανερμήνευτης ευτυχίας: ονείρων, προτύπων, συμπεριφορών, ερώτων, αισθήσεων και ψευδαισθήσεων. Πάντως στα παρασκήνια, τα προσκήνια, τα πλατό, τα στούντιο αυτού του κοιμίζοντος και κοιμώμενου κόσμου, ανάμεσα
στα καημενούλικα τερατάκια αυτής της χαζοχαρούμενης φινοφιλμικής πανδαισίας, με τις αρχονταχωριάτισσες δεσποινιδούλες, τις σκανδαλιάρες μαθητριούλες βορείων προαστίων, τους καθωσπρεπισμένους ευρωπαϊκά Βαλκάνιους αγαπητικούς και τα λοιπά και τα λοιπά, μέσα εκεί λοιπόν
θα τριγυρίζει, ηθοποιός κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της ευφορικής πανελλήνιας κατανάλωσης, και η Κατερίνα Γώγου. Κι όταν στα 1978, πάνω που κι άλλη μια μεταπολιτευτική ευδαιμονία μας άρχισε να αφυδατώνεται,
θα εμφανιστεί το πρώτο της ποιητικό βιβλίο, το Τρία κλικ αριστερά, το κοινό θα μείνει άναυδο. Το μικροκαμωμένο θηλυκό των κωμωδιών του Σακελλάριου, του Δαλιανίδη και του Καραγιάννη αποκαλύπτεται ως νους
ποιητικότατος, οιστρηλατημένος, προσανατολισμένος και -κυρίως κυρίως- ευφυώς ανατρεπτικός.
Ταυτόχρονα σχεδόν όμως η Κατερίνα Γώγου μετατοπίζει και τους άξονες της καθημερινότητάς της από το βιοποριστικό τρέξιμο των ρόλων θεάτρου και σινεμά προς ένα στοχαστικότερο αντίκρισμα και «τρέξιμο» των πραγμάτων. Των κοινωνικών, των μορφωτικών και των πολιτικών. Μια ιδιότροπα στρατευμένη φυσιογνωμία ξεκινάει να μορφοποιείται όλο και περισσότερο τόσο στη γραφή της, όσο και στον προσωπικό της βίο.
Όμως τη γοητεία που ασκεί πάνω της ο κόσμος του εξαναγκασμένου περιθωρίου και την ενεργή και περιπετειώδη εμπλοκή της με το χώρο της μαχόμενης αναρχίας τροτσκιστικών καταβολών (και τα δύο αφ’ εαυτών αρκούντως ποιητικά στη διάθεση και στο στόχο) θα τις υπονομεύει διαρκώς μια άλλη, σκοτεινότερη και βαθύτατα δύστροπη προς κάθε ποίηση, περιπλοκή της πολιτείας της. Στην καρδιά της δεκαετίας του ’80 η Κατερίνα Γώγου θα επιστρέφει, θα καταβυθίζεται μάλλον, με μιαν ανεξήγητη νοσταλγία στην περιοχή των ευφορικών ουσιών και της πολιτικοποιημένης όπως όπως ψυχεδέλειας.
Δεν έχω διάθεση για καμιά παραδοξολογία, αλλά επιχειρώντας να δώσω σχήμα στη συνολική βιωματική ατοπία της Κατερίνας Γώγου, τολμώ να σκέφτομαι πως ετούτη η γυναίκα, ετούτη η όντως και ανοικοκύρευτα
(εξού και όντως) ποιήτρια, κάποτε, και σχεδόν ανεπαισθήτως, μετέφερε το χώρο της από τα πλατό της «Φίνος» στα πλατό των Εξαρχείων. Από τον ένα χώρο της απατημένης φαντασίας στον άλλο χώρο της απατημένης φαντασίας. Με προφανή βεβαίως τη στενοκοπιά και των δύο. Προφανή και την ανικανότητά τους να συγκρατήσουν επί πολύ το ποιητικό βλέμμα άθικτο και την «παγάν του λαλέουσαν». Επίσης, όμως, προφανέστατο και το έσχατο διακύβευμα που συνεπαγόταν για την ίδια ο χώρος των παραεξάρχειων σκηνογραφικών φαντασμαγοριών, όπου, εκτός των άλλων, ήταν φαρδιά πλατιά εξαπλωμένος ενώπιόν της και «ο πάγκος του χασάπη». Δεν τον απέφυγε.
Μετράει να επισημάνουμε ότι παρά την υπονόμευση του ποιητικού της βίου από τις δυστροπίες και τις ατοπίες της πολιτείας της, η Κατερίνα Γώγου, πάνω ακριβώς σ’ αυτό το συνεχώς συρόμενο κάτω από τα πόδια της έδαφος, κατάφερε με τους χυμούς του και τις ακατάστατες ρίζες του να συντηρήσει τα κύρια στοιχεία της ποιητικής της παρουσίας: τη λαχτάρα της για την Αγάπη και τη διαρκή νοσταλγία ενός ανατρεπτικού, ηθικότερου, ειλικρινέστερου και πιο ανθρώπινου «Απόλυτου».
Δεν ξέρω πόσων ποιητών και ποιητριών η γραφή θερμαίνεται από μια τέτοια γνησιότητα κι ευκρίνεια επιθυμιών. Τα γραφτά της Κατερίνας Γώγου που σήμερα παραδίνουμε στον αναγνώστη είναι ό,τι κατάφερε να διασωθεί
από τ’ αδημοσίευτά της με τη φροντίδα και τη θέρμη του εκδότη Θανάση Καστανιώτη – στον οποίο οφείλεται και η πρώτη τους ταξινόμηση.
Εκτός από τα ποιήματα του Έβδομου βιβλίου, με το γενικό τίτλο που η ίδια είχε επιλέξει Με λένε Οδύσσεια, στο βιβλίο αυτό και υπό τον ίδιο τίτλο έκρινα οφειλόμενο και σωστό να συμπεριληφθούν και οι προσωπικές δακτυλογραφημένες ή χειρόγραφες σημειώσεις της. Καταγραφές, συχνά με προφανή την ημερολογιακή πρόθεση, πάντοτε όμως καταγραφές διαθέσεων, μνήμης, συγγνώμης, μεταμέλειας, αγάπης και -πέλος- ενός επί πάντων
διακυβευόμενου και τα πάντα διακυβεύοντος πάθους. Και παθών.
Επίσης βρίσκουν εδώ τη θέση τους και κάποιες «ενάρξεις» ασυντέλεστων εξιστορήσεων για στιγμές της, πρόσωπα και πράγματα. Κι ακόμα τρεις παραλλαγές σεναρίων.
ΜΑΝΟΣ ΛΟΤΚΑΚΗΣ
Αθήνα, Δεκέμβριος 2001
ΥΓ.
Εργάστηκα πάνω στο υλικό αυτού του βιβλίου ως ποιητής. Μόνο έτσι θα μπορούσε τελικά να του δοθεί η μορφή του. Με απόλυτο σεβασμό προς ό,τι υπαγόρευαν τα ίδια τα κείμενα. Τα αποσιωπητικά δε σημαίνουν παράλειψη τμημάτων. Υπάρχουν στην ίδια τη γραφή της Κατερίνας Γώγου.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΜΕ ΛΕΝΕ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Τρίτη μέρα.
Ξημέρωμα της ποιας μέρας’,… Χαράζει η ώρα…
Βραδιάζει ο κόσμος.
Ουρανός και θάλασσα ένα.
Χωρίς διαζευκτικό η…
Όπως θάνατος – ζωή – νύχτα – μέρα – χάος – αρμονία
Τώρα;…
Πώς να κάνω
να βάλω σε κάποια τάξη
τους ανονόμαστους πλανήτες
και τις εκρήξεις αυτοκτονημένων αστεριών
που κατέλυσαν μέσα μου…
πώς να μου θυμίσω, τι… πώς
με ποια τάξη, με ποια σειρά
όμοιο εγώ διαζευκτικό
καταμεσής της θάλασσας;
Θα προλάβω άραγε να δω
αν ο ήλιος
σαν άσπρος νάνος μικρός
από άλλη μάνα αδερφό?
αφήσει να χαθεί από γεράματα
ή τηρώντας το λόγο του
με έκθαμβη έκρηξη
από τον σύμπαντος το παρελθόν
τον πλανήτη μας ΓΗ
ζωντανό τον αφήσει;
Εγώ, Οδυσσέα
τον ουρανό τον είδα
απ’ την κορυφή της Γκιώνας, απ’ τα ψηλά αετώματα
κι από τα δημόσια ουρητήρια της πλατείας Ομονοίας.
Αυτό δε λέει πως δε σ’ αγαπώ. Πως δεν είμαι χτυπημένη.
Πάει, Οδυσσέα, το έκτο γραφτό.
Γραφτό που είδε τον ήλιο
μέσα σε άσυλο
με διαμαντένια κορόνα σμιλεμένο.
Ε, καρδιά τ’ ουρανού
βοήθησε
χρέος υπέρτατο
το έβδομο της ψυχής αποτύπωμα
στα μελανά πόδια της γης
σ’ ένα έλατο, σ’ ένα πλατάνι
ή σε γερό ποτάμι που πάει
σ’ ωκεανό να φτάσει αφημένο.
………………………………………………
… μια χορδή από ήλιου φως…
Απλώνει ο κόσμος
ο ουρανός αργά σηκώνεται… ανεβαίνει
η θάλασσα στη θέση της
καταιγισμός λάμψεις λουλουδιών
δάφνινα στεφάνια
στις πλατείες, στις σκάλες
στα -απ’ τους θαλάμους παρμένα- τηλέφωνα
στα καμένα φώτα των ασφάλτων.
……………………………………..
Μη παρακαλώ .
είναι μελανό
το έβδομο
της ψυχής
αποτύπωμά μου.
Με λένε
Το όνομά μου βγαίνει από το όνομα
τον μεγαλύτερου κινδυνευτή
της πατρίσας μου,
Με λένε Οδύσσεια.
Πώς θα γυρίσω
που βρίσκομαι χωρίς σκαρί
συντρόφους, από τ άγγιγμα της Κίρκης, γουρούνια
χωρίς αέρα και πανιά
όμοιο εγώ διαζευκτικό καταμεσής της θάλασσας
Χωρίς εισπνοή πώς εκπνοή της άνοιξης να γίνω
κι έτσι ξυπνητή νεκρή ζωντανή
τους κοιμισμένους θεούς μέσα μου
να μην τους ξυπνήσω;
Με λένε Οδύσσεια.
Άνθρωπος διωγμένος κι εγώ από τον ουρανό
το σώμα μου φθαρτό, έχει από πέσιμο
σχεδόν οριστικά τσακίσει.
Ω, πόσο αγαπώ Τη γη, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά..
Και τι ανέντιμη.
Τόσες φορές που μ έχει σώσει το νερό
πνιγμό απ’ το νερό φοβάμαι.
Και να με λένε Οδύσσεια.
Καταμεσής της θάλασσας χωρίς σκαρί
χωρίς συντρόφους και πανιά
στ απόκρημνα νερά
χωρίς για μένα γυρισμό
μόνο να ταξιδεύω.
ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ
… σε μια πόρτα στρογγυλή, καφετί με γκρι
ξυπόλυτη
με τα πέλματα γεμάτα λάσπες, πύον και καρφιών
πληγές
προχωρούσα χωρίς να προχωρούσα…
Ένας διάδρομος άνοιξε εμπρός
είχα κουραστεί από την επανάληψη
και προχώρησα ίσια μέσα.
Μια πόρτα
με τρυφερά ξεβαμμένα, βαθιά κάποτε, χρώματα
στάθηκε μπροστά μου.
Ήταν ψηλή
δεν ξέρω γιατί έσκυψα
άνοιξε μόνη της
και στις μύτες
προχώρησα μέσα.
Σε δωμάτια αυλές.
ΘΑ ΓΕΝΝΗΘΩ
1940. Σε λίγο, θα γεννηθώ.
Και είκοσι πέντε ημερών, πίσω απ’ τις παλιές σιδερογραμμές
στο σινεμά «ΛΑ0Υ».Βστανικός εκεί Μεταξουργείο, Κολωυάς.
Πάλι πατέρας
με φροντίδα περισσή
στην αυλή
με πίεση στη μάνικα
θα φροντίσει να πάω από πνιγμό
γιατί ως γνωστόν
ήμουνα κορίτσι.
Απέναντι απ’ το σπίτι μας
γκαράζ που το ’χαν Γερμανοί
κι η μάνα μου έβαζε κινίνο στις ρώγες
να μη θηλάζω άλλο.
Μου είπε περήφανη πως το κατάλαβα
και το πρώτο το έφτυνα.
Όμως δεν έτρωγε
δεν είχε γάλα άλλο
όμως ήμουνα από πάντα μου μόνη μου
ήθελα εκεί να κοιμόμουν!
……………………………………
Τι θα γινόμουν άραγε, Θεέ μου
αν δε μου ‘χες δώσει δώρο θυσίας
την ποίηση;
Από πού, πώς, νεκρή ζωντανή, εδώ θα κρατιόμουν;
ΚΑΛΥΤΕΡΑ
Ένα δέντρο. Εργαλείο αυτοκτονίας.
Ένα δέντρο. Σημάδι της ζωής. Της μη αυτοκτονίας.
Της αναβληθείσας ίσως.
Έπιασα να τρέχω.
Η συνενοχή των θλιμμένων, η τελευταία παρηγοριά.
Στην πύλη οι φύλακες μου χαμογέλασαν.
Το ’χαν ξανακάνει πολλές φορές αυτό.
Ήτανε σίγουροι πως θα γυρίσω.
Πέρασα απέναντι.
Στη λεωφόρο άδεια ταξί.
Δε σταματούσαν κι ήταν αδύνατο
να μπω σε λεωφορείο.
Λίγο πριν στο άσυλο είχε κάποια λογική κίνηση.
Ένας χαφιές, δυο γίγαντες νοσοκόμοι.
Ένα και μισό χρόνο έμαθα.
Ρώτησα κοιτάζοντας (μακριά) «Έξω ποιος πέθανε;».
Κάποιος.
Είναι εκεί το αυτοκίνητο
και κλειστό το φέρετρο, μέσα.
Ήξερα ποιος κρεμάστηκε.
Δεν είχα συναίσθημα. Κι αυτός γνωστό κανένα.
Καλύτερα. Και γι αυτόν και για μένα.
Στην τσέπη είχα ένα γερό χαρτί.
Προσωρινό εξιτήριο δημόσιον ψυχιατρείου.
θα μπορούσα, αν τα ’βρισκα σκούρα, να γύριζα.
Ήμουνα καλυμμένη. Μέσα στη ζέστη.
Ένιωθα σιγουριά.
ΕΔΩ Ή ΑΛΛΟΥ
Αγαπημένε.
Μπήκε αθόρυβα ο χειμώνας.
Ξυπόλυτος μη με τρομάξει ή για το αντίθετο.
Έβγαλε μπουμπούκια η μοναξιά.
Οι εφημερίδες εδώ
βγαίνουνε συχνά.
Τα νέα μου γνωστά.
Συνεχίζω τον εγκλεισμό μου.
Με μια κάμα στην καρδιά.
Εδώ ή αλλού.
Ζωντανή ή σκοτωμένη.
Αγαπημένε.
Αθώε ένοχε.
Αστεριών το λαμπρό τρεμάμενο φως.
Βία αρμονία.
Αγαπημένε μου.
29 Οκτωβρίου 1991, Αθήνα
ΠΟΙΗΜΑ
Πάμε, όμορφη μου
εκεί που χαράζει στις κορυφές αχνογαλάζιο ροζ
πάμε εκεί όπου κορίτσια γυμνά
απάνω σ’ άγρια άλογα καλπάζοντας
τα μαλλιά τους ανεμίζουνε
και πάνω τους σκαλώνουνε
άνθια ροδακινιάς και κόκκινα αστέρια.
Εκεί
στην άκρη του κλαδιού της κερασιάς
ο φιλντισένιος πρίγκιπας αποκοιμήθηκε
και βλέπει εσένα στ όνειρό του…
Εσύ με Πήγασο θ’ αχνογελάς
με διαμαντένιο σταυρό στον υάκινθο λαιμό σου
θ’ αστράφτεις, θα λαμποκοπάς…
Αχ Παναγία-Μυρτώ μου, ποτέ πια Αχ…
Κανείς δε σ έχει αγαπήσει πω πολύ
όπως μια Κατερίνα το παιδί.
Ακούω μόνο τη βροχή
ακούω μόνο τη σιωπή
σε μια καμένη γη.
ΚΙ ΕΓΩ;
Άνοιξη… πετάει μπουμπούκια η μοναξιά
έτσι να είναι η λέξη η σωστή
ή μήπως έτσι πάει κι αυτό κι εχάθη;
Οι τάφοι βγάζουνε κλαριά
οι πεθαμένοι χτυπάνε λευτεριά
ρίμες ψάχνει η ψυχή μου να πω
να βρω το δρόμο το σωστό.
Του Άλεν Γκίνσμπεργκ
του πάει να κρέμονται χρυσές κλωστές
κι εγώ; Δεν πάει άλλο.
ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΘΑ ΜΕ ΣΚΕΠΑΣΟΥΝ
Η αγάπη είναι χρώμα άσπρο διάφανο
και το σώμα της σχήμα ευλογίας.
Κι αυτό το άλογο
ψάχνει μέσα στους καπνούς
το νεκρό καβαλάρη του
μακριά να τον πάρει.
Σκέφτομαι αρχαία και σύγχρονη
οι εποχές θα με σκεπάσουν.
Έτσι δε θα πεινάω πια
και ούτε θα διψάσω
και ούτε ποιήματα θα γράφω πια.
Μόνο παρακαλώ, θεέ, των αστεριών πατρώα
χρώμα άσπρο διάφανο ντύσε με
και το σχήμα μου το σώμα της ευλογίας Σου δώσε.
Είναι πολύ;
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΒΡΕΙ;
Τι να κάνει αυτό το ποίημα;
Τι να γίνεται;
……………………………
Να ‘νaι άραγε μπλεγμένο ανάμεσα
σε υάκινθους, μαργαριτάρια και ασφοδέλους
κι αναπάντεχα αναδύεται;
Ή
κάτω απ’ των γρανιτένιων δέντρων τα νερά
χθόνια προσπάθεια κάνει
ψυχανασαίνοντας
ν’ ανθίσει
και να σβήσει…
Α, μοίρα των καταραμένων ποιητών!
Ποιος θα βρει το δισκοπότηρο
και κείνη την Εσσαία γυναίκα
την αμίλητη
που με θαλάσσια λυμένα μαλλιά
ακίνητη
γύρω απ’ την αιώνια άσβεστη φωτιά
γυρίζει;
Έλεος.
Ποιος απ’ τα μαγέματα θα μας λύσει;
Ποιος θα μας ξεγητέψει από τις Ερινύες
που ποιήματα γίνονται
συγχώρεση να πάρουμε
και άφεσης ποίημα να γίνει;
Σ’ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΠΑΛΟΝΙ
Σε ενοχοποιούν
όχι τόσο οι πράξεις σου
σε ενοχοποιούν οι σκέψεις
οι σχέσεις σου
κάτι χαμόγελα που έσβησες
κάτι μαλακισμένες εικόνες που κουβαλάς
σχεδόν ηλιοβασίλεμα.
Σε ενοχοποιεί η αθωότητά σου
και αυτά που της χρωστάς.
Κάτι λάθη
και κάτι πάθη.
Και έτσι είσαι ζωγραφισμένος
σ’ ένα κόκκινο μπαλόνι που ανεβαίνει
δε μιλάει
ανεβαίνει πάνω απ’ την πόλη.
Εσύ Τζιμάκο, πήγες
θα ‘φαγες ραδίκια
αλλά τώρα κανείς σας δεν είναι…
Κόμπος πατέρα…
Κι εγώ βρούβες και βρούβες και βρούβες.
Και πάλι μάσησα
πως έχω εσάς
να μην κλαίω – και ούτε ΑΝΑ-σφάλειες.
Η Κατερίνα είμαι, μωρέ.
Που στην ευχή είσαστε; Που, ρε
ΜΟΝΑΔΑ ΟΞΕΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ, ΔΑΦΝΙ;
Μαύρο, σπυριασμένου κοράκου φτερό, κλείνει
το τρίτο του μάτι.
Τώρα είμαι έτοιμη.
Με τα μακρουλά σας πρόσωπα, τα μυτερά σαγόνια
με ξεραμένα αίματα και σπέρματα χολής αλειμμένα
ε, σταθείτε πιο κει.
Σταθείτε μακριά από μένα.
Οι προσευχές σας κάνουνε το τρίχωμα των άγριων ζώων
όρθιο να στέκεται
και τα ελάφια απεγνωσμένα τα πάναγνα κεφάλια τους
να σπαν
με μεγάλα δάκρυα σιωπής
πάνω σε χάρτινα ντεκόρ, για γύρισμα στημένα.
Τώρα είμαι σχεδόν έτοιμη. Σχεδόν καλά νιώθω.
Αυτός ο πρόλογος
σημάδι κάποιας εποχής
επίλογος της έκλειψης ενός ακόμα βιβλίου
κομποσκοίνι κι ευχή
ογδόντα οχτώ οι πλάκες του δημόσιου ψυχιατρείου.
Δεν μπορώ, δε γίνεται να σηκωθώ. Δε γίνεται να φάω.
Εκ γονιδίου, βαθύ καρφί από γονίδιο, η ψυχολογική
χαρμάνα.
ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΔΕΚΑΡΑ ΤΣΑΚΙΣΤΗ, ΟΥΤΕ ΣΠΙΤΙ
Είχα -νομίζω- κάτι… δεν ξέρω ακριβώς τι, εννοήσει. Χωρίς
όμως να ξέρω αν αυτό ήταν βούληση του νου μου ή προ-
διαγεγραμμένο σχέδιο.
Περιπλανώμενη.
Εγώ Σειρήνα, εγώ γουρούνι, κέδρος, αέρας, ουρανός.
Δεν είχα δεκάρα τσακωτή, ούτε σπίτι, ούτε γέρικο σκυλί
να θυμάται και να με περιμένει.
Και όπως πήγαινα και πήγαινα και πήγαινα, ένα κύμα
από αίμα, απ’ αυτά που κανένας θνητός, όσο μαθημένος
και προσεχτικός να είναι, δε φαντάστηκε.
Πλεούμενα πελώρια μ’ όλο το πλήρωμά τους και πολιτείες
από μάρμαρο, βελούδα και βότανα.
Τη γης ξεχερσώνουνε κι εκεί κατοικούνε φανταστικά
όντα των βυθών και οι γερόντοι που ξέρουνε γιατί έχουν
σκελετό σαν των φαριών φτιαγμένο ποτέ δε μιλάνε γι’ αυτό
μη σύρουνε τη μήνη.
Με έπνιξε και δεν ξέρω πόσους αιώνες ήμουνα εκεί, αν
πεθαμένη ζούσα.
Συντομεύετε, παρακαλώ… Ώρα να κλείνουμε.
Αργά, μετά, ένας ψίθυρος στην αρχή κι έπειτα μια μουσική
που ερχότανε σιγά σιγά προς τα δω. Και η καρδιά
μου, σαν λογισμένο δάχτυλο, σ’ ένα εγκαταλειμμένο
ερειπωμένο σπίτι, χωρίς πόρτα, τακ-τακ να χτυπάει.
Όταν με απίστευτο πόνο και κούραση άνοιξα τα μάτια
μου, έβρεχε ραγδαία από ανοιγμένους ουρανούς, λάμψεις
από λουλούδια. 0 βασιλιάς ψαράς με είχε αποθέσει στη
γη. Σε κάποια παραλία.
Αυτοκίνητα στην άσφαλτο σηκώνανε σκόνη. Ένας
μοναχικός σκύλος έβαλε στην άμμο το κεφάλι του κι έκανε
πως αποκοιμήθηκε δίπλα μου.
Η πρώτη μου κίνηση, άπλωσα το χφι μου και το άφησα
πάνω του ξεχασμένο.
Συντομεύετε, παρακαλώ… Ώρα να κλείνουμε.
Ποιος να μιλάει;… 0 μπαριτζής, η σκόνη, ο αέρας ή
η άσφαλτος;
ΜΕΝΟΥΝ ΑΙΩΝΕΣ ΕΤΣΙ
Είμαι Ελληνίδα.
Το πεπρωμένο μου είναι η Ελλάδα.
Το όνομά μου είναι Οδύσσεια.
Η Κίρκη ό,τι πόνεσα κι αγάπησα, φίλοι, αδέρφια,
συντρόφια, έρωτες, χρώματα, μυρωδιές, αλκοόλ, μάνα, παιδί,
ποιήματα, φεγγάρια, Ακρόπολη, χιλιόμετρα και καθρεφτάκια,
θάλασσα, ταινίες, ρούχα, σπασμένα φώτα, τα ’κάνε όλα,
τίποτα όρθιο, γουρούνια, και τ άφησε μια κι έξω,
όλα γουρούνια, χωρίς επιστροφή. Δε ζητάω τίποτα.
Είναι καιρός να διεκδικήσουν και να πάρουν την Αρχή
τους στα χέρια τους. Μένουν αιώνες έτσι. Πιθανά έτσι ήταν
για να ’ναι.
Μόνη μου δέθηκα. Ας κάνουν οι σειρήνες τη βρώμικη
δουλειά τους.
Εγώ και χωρίς καρυδότσουφλο και χρόνο θα πορευτώ.
Τα μάτια μου γαλαξίες απ’ άλλο στερέωμα, βλέπουνε
τη νοσταλγία εκείνων των πλανητών που αυτοκτόνησαν
από μοναξιά. Τ’ αποτυπώματα απ τις φτερούγες μου
αστερόσκονη αφήνουνε στα μακρινά καμπαναριά, στο
παρελθόν εκρήξεων, κι ένα δέντρο, που με την πρώτη ανάσα
ήλιους, πέταλα ανοίγει. Άσε τις σειρήνες να ουρλιάζουνε.
Αύριο πάλι, θα ’ρθει. ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ ΤΟΣΟ ΚΑΙ ΟΛΟΙ.
.
ΓΙΑ ΤΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ:
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ
Η λυπημένη των Εξαρχείων
Συχνά στον ύπνο μου τον τελευταίο καιρό
έρχεται ένας άνθρωπος απρόσωπος.
Στη θέση του προσώπου βρίσκεται
ανθισμένο ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο.
Κατακόκκινο τριαντάφυλλο παρόμοιο
με το αίμα σκοτωμένων παιδιών.
Απρόσωπος άνθρωπος όπως ο άτιμος θάνατος
που ρέει στους πληγωμένους στίχους
της Κατερίνας Γώγου.
Στην Αθήνα, τέλος του 1982
ο Πάνος επέμενε να με πάει στον οδό Τροίας
να συναντήσουμε την ποιήτρια στο σπίτι της.
Έμοιαζε του είπαν με ζώο φαρμακωμένο
πεταγμένο σε μια γωνιά ενός σκοτεινού δωματίου
μακιγιαρισμένη μπροστά από ένα αναμμένο κερί
ωσάν να έραβε τη ραγισμένη νύκτα με την σιωπή της.
Από το στραβωμένο στόμα της διέκρινες
να αιωρείται ένα πικρό ερωτηματικό.
«Γιατι οι Μεγάλοι να πεθαίνουν τόσο
άσπλαχνα», έλεγε και ξενάλεγε.
Λαβωμένο θηρίο ολομόναχο
δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις
αν βρισκόταν προς τη μεριά των ανθρώπων
ή προς τη μεριά των αγγέλων.
Πάει καιρός που οι φίλοι της έγιναν
μαύρα πουλιά και πέταξαν μακριά της.
Λίγα χρόνια αργότερα
ακούσαμε πως έβγαλε και αυτή φτερά
και πέταξε στους ουρανούς
από την ταράτσα ενός ετοιμόρροπου σπιτιού.
Στο ταξίδι της προς τους ουρανούς
άπλωνε το χέρι της ριψοκίνδυνα
και άναβε τσιγάρο
από τις διερχόμενες αστραπές.
Τράβαγε μια γερή ρουφηξιά
και το υπόλοιπο τσιγάρο το έριχνε κάτω
να το πάρουν τα λιπόθυμα παιδιά
που σάπιζε το αίμα τους
μέσα στην αιματοβαμμένη συνοικία.
2-15 Νοεμβρίου 2007
.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
μνήμη Κατερίνας Γώγου
Ξεχασμένες μολότοφ
γραμμή φωτιάς
αφήνουν να σκίζουν
το σκοτάδι της αυταπάτης.
Στον καθρέφτη
στολίζει το γυμνό κορμί της
πριν αντιμετωπίσει
το μίσος με το πυρωμένο
στήθος της
χαραγμένη ιστορία
καταστολής
στο δέρμα της
και μάτια μονίμως
δακρυσμένα.
“ακατάλληλο” (2016)