ΛΙΝΑ ΦΥΤΙΛΗ

Η Λίνα Φυτιλή γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών. Ζει στον Βόλο κι εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας, νουβέλα (Καστανιώτης 1997)
Τώρα είναι αργά, μυθιστόρημα (Απόπειρα 2011)
Μυθική μέρα, ποίηση (Ενδυμίων, 2014)
Παράξενο καλοκαίρι, διηγήματα (Εστία 2016)
Ισόβιο πρόσωπο, ποίηση (Μελάνι 2018)

.

.

ΙΣΟΒΙΟ ΠΡΟΣΩΠΟ (2018)

ΤΑ ΑΝΕΙΠΩΤΑ

Έκαναν
πως δεν με ήξεραν
άσχημα πρόσωπα, λερά,
μπροστά στα μάτια
των καλεσμένων.

Έμεινα
να τους κοιτάζω,
με το σκυλί μου
παραδίπλα,
Μαρία της σιωπής
στα πρώτα μου λημέρια.

Κι ύστερα μου είπαν
όλοι μαζί,
με μια φωνή,
ένα στόμα,
Φύγε τώρα,
πήγαινε να βρεις
κανένα νονό
να βαφτίσουμε
τον πατέρα σου-

ΙΣΟΒΙΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Ψεύτη ντουνιά

τι σε μέλλει εσένα
αν έχει
λίγο ζουμί παραπάνω
αυτή η ιστορία

αν άρχισε
εν έτει
χίλια εννιακόσια εβδομήντα
τέσσερα
στα τέλη Γενάρη

αν η μαθητική ποδιά
σκίστηκε
ένα μεσημέρι
στην αλιφασκιά
ή αν το πάτωμα ράγισε
από πρόσωπα ισόβια
που βρήκαν ανοιχτή
την πόρτα
και μπήκαν

αν ακόμη
ο γύρος του ήλιου
έκλεισε
μες στο χιόνι
σε μια σιδηρά πειθαρχία,
κρυμμένη καλά
κάτω από την υποψία
ενός ψιθύρου.

Στο κέντρο του κάδρου
ο ουρανός
ήταν για όλους
μια πληγή ανοιχτή

το μικρό μαυρόπευκο
έγερνε λοξά

κάποιοι κοροΐδευαν
το φεγγάρι
που φώτιζε

-κρεμασμένο στα μανταλάκια-

μια άλλη εκδοχή
του αιώνα

ΚΡΥΦΑ ΡΗΜΑΤΑ

Στο τέλος
άσπριζε το κόκαλο
μέσ’ απ’ το τεντωμένο
δέρμα

δεν ήμασταν
παρά σκιές που
τις χάιδευε
το σχήμα
μιας γυμνής λάμπας

Εσύ δεν το ήξερες
το σώμα όμως
θυμόταν

ESPERIA HOTEL

Έτριζε το κορμί

το καλοκαίρι
βαρούσε διάλυση

μέσα στο λευκό
απ’ τα σινιάλα
των πλοίων

Δυο γραμμές κυμάτων
έφευγαν βουβά
προς το επανιδείν

Λεκέδες υγρασίας
χαρτογραφούσαν
άγνωστες χώρες
στους τοίχους του
Esperia Hotel

κι ούτε λέξη πάνω
στη διχάλα
να πατήσεις

Μέσα στο ζωντανό
σκοτάδι
το σώμα έδειξε
θαυμαστά
τα έργα του

όσο για τη φωνή μου

είπε όσα είχε
να σας πει-

ΑΛΟΝΗΣΣΟΣ

Αν μια θάλασσα χωρίς
πλοία μπει
αρόδο
τη νύχτα

αν ο βυθός είναι
ένας επιβάτης μόνος
κι η χωρίς αναπνοή,
βουτιά,
συνορεύει με το θάνατο-
στο υπόλοιπο
μιας άμμου
που φτιάχνει βιαστικά
τα παλάτια της-

όσοι μας οδηγούν
σε αποβάθρες παλιές
με το εισιτήριο
στο χέρι

θα βρουν κενή
τη θέση
της γέρικης βάρκας
Ελπίδας

ΜΑΡΘΑ ΜΕ ΛΕΝΕ

Εβραία
από τα γεννοφάσκια μου
μαύρη ήπειρος,
ανεξερεύνητη.

Είδαν τα μάτια μου πολλά
σκηνές απείρου κάλλους,
αλλόκοτες γυναίκες
να παραληρούν
κι εγώ απόλυτα υγιής
να κουβαλώ στις πλάτες μου
τις ξένες ιστορίες.

Κι όμως,
Main Goldner Sigi

σαν να τις ζούσα
ήταν
κι ας μη σου είπα λέξη
για τα όνειρα που έβλεπα
τις νύχτες-

ποιο ανάρμοστο άστρο-

τις κυβερνάει

(Main Goldner Sigi, έτσι αποκαλούσε η Μάρθα τον άντρα της
Σίγκμουντ Φρόιντ)

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Μνήμη Δ. Π.

Κάποτε

Μετρούσα τα λεπτά
με διηγήματα και λέξεις
χάρη στην ευγενή καταγωγή σου
που μ’ έκανε
στο ράγισμα επάνω
να φωσφορίσω πίστη
με μιας άλλης τάξεως,
συγγένεια

Τώρα

θα ξαναβγώ
μπροστά στην πόρτα
κοιτώντας τις βουνοκορφές
τριγύρω
μήπως κατέλθεις
στο άρμα σου απάνω
κι άλλο σύμπαν δω
έξω απ’ τον κάμπο
να υπάρχει
Και το πιστέψω

ΛΕΠΤΑΙΣΘΗΤΟΙ

Την ώρα που
αόρατα τρένα φτάνουν
κι η αγκαλιά αποκτά
μια νότα μετάνοιας,
γράφουμε με τα νύχια μας
λατινικά γνωμικά:
Albo lapillo notare diem.

Έτη φωτός αργότερα

από φόβο
μην καταλήξουμε ήρωες,
μάρτυρες,
πλάνοι,
σύζυγοι,
λεπταίσθητοι,
καταραμένοι ποιητές,

σε τόπο στίγμα -πέρα
από καταφύγιο-
επιστρέφουμε

με την ελπίδα
ότι αργά ή γρήγορα
μέσα από κίτρινα στρώματα
ασθμαίνοντας

θα γίνουμε
όλοι

ένα σώμα

.

ΜΥΘΙΚΗ ΜΕΡΑ  (2014)

ΑΙΘΟΥΣΕΣ

Τα πρωινά,
όταν μεταμορφώνεσαι σε ξυπνητήρι,
όταν γίνεσαι αναλώσιμο γραφείου,
συρραπτικό
Ή φθαρμένο ντοσιέ,
τιμολόγιο σε κάποιο γκισέ
νιώθεις το μηδέν ολοστρόγγυλο
να γλιστράει μέσα στα δάχτυλά σου.

Ένα χρυσόψαρο λάμπει
στο στομάχι σου,
το πελώριο παγόβουνο που πλέει
προς το Βορρά
αλλά δε λιώνει,
δε λιώνει
η αναπνοή σου,
από την ανυπομονησία
σε μια στριφογυριστή σκάλα.

Ο ελεύθερος χρόνος
αστείο για ανιστόρητους, σκέφτεσαι
βγαίνοντας βιαστικά έξω
ενώ το φεγγάρι
τρυπάει την κοιλιά του,
πιάνει κουβέντα με την τρελή γιαγιά σου
που περνάει τον καιρό της
σε κάποιο ίδρυμα
βλέποντας νοικιασμένες ταινίες.

ΟΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΣ

Θα στείλω τις λέξεις μου
στην κατασκήνωση
ένα καλοκαίρι,
ντυμένες μ’ άσπρα ρούχα
να ξεσηκώσουν
όσους πρόωρα γερνούν.
Θα τους κρατούν
παρέα τα μεσάνυχτα
κι εκείνοι έκπληκτοι
θα τις κοιτούν
να λεν χορεύοντας
τα ακονισμένα τους τραγούδια.

ΑΧΤΙΔΑ ΣΤΟΝ ΠΑΓΟ

Τα πράγματα είναι στη θέση τους
Η άκρη του νιπτήρα,
τα πόδια στο οβάλ τραπέζι,
το λευκό άδειο φλιτζάνι.
Ψυχές δεν τριγυρίζουν
τ’ όνομά μου,
η ζωή από απόσταση γυρίζει.

Στον κήπο
χιόνι απάτητο.
Μια αχτίδα έχει φυτρώσει στον πάγο.

Αν ήμουν κάποια άλλη
θ’ άλλαζα
τα παπούτσια μου,
το σπασμένο χερούλι του απογεύματος,
τις σακούλες κάτω από τα μάτια της πόλης.
Αν ήμουν κάποια άλλη
Θ’ ακολουθούσα το δρόμο μέσα στο ποίημα
της σελίδας 125
αργά τη νύχτα

Μα όποια κι αν είμαι
Δεν με πιστεύουν πια 

ΜΥΘΙΚΗ ΜΕΡΑ

Σε βλέπω στον ύπνο μου

είσαι δεκάξι
με την παλιά φωνή,
το γέλιο σου το φωταγωγημένο

και λέω
μήπως ξεχάσω τη χρονιά του ’90
που έμπασε τη θάλασσα στο σπίτι-

Θηρίο της αποκάλυψης-
αν έγραφα το ποίημα
απόψε-

θα είχες
κάτι από την αύρα
των ψυγείων

στα μαλλιά σου

ΡΟΖ ΑΣΒΕΣΤΗΣ

Τις μέρες που
ένα γκρίζο πουλί
στέκεται δίπλα στα φύκια
με το ράμφος τεντωμένο,
κάνεις νοερούς κύκλους δερβίση
γύρω απ’ το ίδιο σημείο.

Ένα ζεστό κι υγρό απόγευμα
σε φως ξέπνοο
η μνήμη,
ένα ανοίκειο σώμα
σε άγνωστη χιλιετία,
ρίχνει πασιέντζες
πάνω στο χάρτινο κιβώτιο
του πατρικού σου σπιτιού.

ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

Νωρίς το πρωί
θα βρω
τα χέρια και τα πόδια μου,
το δρόμο της επιστροφής,
τη μάνα σε απόγνωση
να κρατάει την τύχη μου
σε μια ξύλινη κορνίζα

δίπλα μια χούφτα κάρβουνα
στο τζάκι
να σβήνουν
τους θορύβους της μέρας
και τις μεταμορφώσεις
για τις οποίες είναι
φτιαγμένο-

– αν όχι σήμερα,
αύριο,
του χρόνου –

αυτό που ξεπερνάει
τις δυνάμεις μου.

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ

Την ώρα
Που βασίλευε η μουσική
Έφεγγε το αιώνιο σκοτάδι.
Περπατώντας
Σαν τιμωρία
Στον ταπεινό λόφο,

Είδα κάτω στα παράθυρα
όπως σε όνειρο
Τρεις γενιές πίσω,
Οικογένειες αγνώστων
Να τσουγκρίζουν
Μέσα στη νύχτα
Τα ποτήρια τους.

Σε μια διάλεκτο άγνωστη
Έλεγαν εις υγείαν
Κι εκείνη η κλειστή ψυχή
Του νοήματος
Δεν άνοιγε με τίποτα
Την πόρτα,
Κάτω απ’ τα φώτα
Του κεφιού
Να δω τα πρόσωπά τους,
Μήπως μάθω,
Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι
Από πού ήρθαν

ΦΥΓΗ 

Είναι μια ύπουλη γροθιά
Το πρωί
Ένα ημερολόγιο
που καταγράφει απουσίες.

Κι η ομοιομορφία των τοίχων,
Η τύψη της φωνής
Στον ώμο σου τον πένητα.

Δε θα δω πια τίποτα
Από της εβδομάδας
Τα συμβάντα,
Τα ίχνη των βημάτων,
Κι απ’ τους αγίους που
εξημερώνουν
περιπλανώμενα σκυλιά.

 ΩΡΑ ΟΧΤΩ ΚΑΙ ΜΙΣΗ

επιστρέφουν
καβάλα με τον έφορο
η θεία Καίτη,
οι ανθισμένες νεραντζιές,
το φεγγάρι
στον ακάλυπτο −

τα χρόνια μου που πιο
βαθιά από ρυτίδες
κόβουν −

Παίζουν την ιστορία
στα δάχτυλα,
ορμούν στο αλώνι με
τις μαργαρίτες

και θάλλει − η εκτός τόπου
παρουσία σου −

ψηλώνουν τα χορτάρια

Δημοσιευμένα στον ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΠΥΡΗΝΑ
ΑΕΡΙΝΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ισοπεδωμένη εποχή
σαν εξαπάτηση
Πώς ν΄ αναγνωρίσουμε
τα τραγούδια των νεκρών παιδιών
ακούγοντας
κουαρτέτα εγχόρδων
Πώς να μιμηθούμε
τις αέρινες κινήσεις
της ξυπόλυτης χορεύτριας
Εμείς που απομακρυνθήκαμε
ηθελημένα
από τα θαύματα
Δένοντας σκοινί κορδόνι
το φουλάρι της
κάτω από τις ρόδες
του αυτοκινήτου
Ξεχάσαμε τελείως ότι
ο χορός έβγαινε
από κάποια άλλη τρύπα
στο κεφάλι της
Ισιδώρας Ντάνκαν.

ΦΥΣΙΚΗ ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ

Τακτοποιώντας ζητήματα
όπου η ενοχή δεν επαληθεύτηκε
μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας,
παράνομες ρίψεις βεγγαλικών
δυο τρία πέναλτι σε άδειο τέρμα
που δεν εκτελέστηκαν,
κοροιδευτικά γέλια,
αισχρά πειράγματα,
αναπάντεχες επισκέψεις

Πέφτω στο τελείωμα μιας Κυριακής
που δε θα γίνει ποτέ Δευτέρα
(μάλλον σταμάτησε το ρολόι του τοίχου)

Κι αφού ο χρόνος μου είναι
μια εκκρεμότητα ανοιχτή,
το τέλος θα ΄ναι μια ροή
που δεν επιστρέφει.

ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ 78 ΣΤΡΟΦΩΝ.

Σαν τομή ανασκαφής
το πρόσωπό της
Κεντραρισμένη φωτογραφία
την κοίταζα
Καθώς έβγαινε από την τουαλέτα
τρεκλίζοντας ελαφρά
ως το χείλος του πεζοδρομίου
Τα μάτια της παπαγάλιζαν
τις στροφές του δρόμου
Πόσο αναποτελεσματική άμυνα
το ποτό στην μοναξιά,
είπε ένα αγόρι με υπερμεγέθη μάτια,
καρφωμένα στον πίνακα ανακοινώσεων
του Κτελ

Αμέσως μπήκαν όλοι
σε ένα λεωφορείο με τεράστιους γιακάδες
Τους ακολούθησε βουβά
πεσμένη στα γόνατα

Η θεσσαλική ενδοχώρα χανόταν
κι η δίδυμη αδερφή μου,
ζαλισμένη ακόμα
Νόμιζε ότι έβλεπε το Θεό
(να περνάει)
έξω από το τζάμι
Αλλά αυτός ξεροστάλιαζε
σε ένα στασίδι
πολύ μακριά
Ακούγοντας ψαλμούς
σε δισκάκια
78 στροφών.

ΝΗΣΟΣ

Όταν στο μισοσκόταδο
τη βαλίτσα σου ετοιμάζεις
για κάποιο μακρινό νησί
δεν μιλάς
για τη Χαβάη, τα Κανάρια νησιά,
τις Εβρίδες,
τη Σαντορίνη,
προορισμούς που όλοι θέλουνε να πάνε.
Δεν λες λέξη
για το Τριστάν ντα Κούνια,
τα Φερόες,
τη νήσο των Χριστουγέννων.
Μόνο για τη νήσο της Θλίψης
μιλάς,
με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα
και το άδειο δωμάτιο
που της μοιάζει
ο εύθραυστος γυάλινος κόσμος.

Από το «Ποιείν» 27/11/2013
ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ.

στον Βασίλη Στεριάδη

Ο ποιητής γεννημένος το 47
Η ποιήτρια το 74
Μια αναστροφή αριθμών
σαν του αρχαγγέλου το φτερό
και το ποίημα
περνά στην αιωνιότητα
με το ιδιωτικό του αεροπλάνο.
Αχ μωρέ Βασίλη
έξω βρέχει άπλετο φως καλοκαιριού
και του Παγασητικού το κάμα
ενώ το τρίτο σου αδέκαστο μάτι
περνάει και με κόβει γυαλί
μπροστά από τη Νέα Ιωνία.

Ζηλευτός από τα κυπαρίσσια
Με τα ποιήματά σου υπό μάλης,
λες κι έπεσες από τον ουρανό
με τους άσσους των γηπέδων
στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη,
ή στο τέρμα της Ιάσονος
κι έγιναν οι προσδοκίες απαιτήσεις
μέλλοντες αόριστοι, αμίμητα ζώα,
σκυλιά που γαβγίζουν τις νύχτες
στην αρχή της άλλης πόλης.
Μόνο πρόσεχε τις λέξεις αναρριχώμενα
Μη σε πάρουν κάποιο βράδυ στο λαιμό τους
ή πάρουν εργολαβία το ποίημα
– κι είναι το τελευταίο σου

ΑΟΡΑΤΗ

Θα στην έχουν στημένη
οι εντυπώσεις,
οι ήχοι στα αυτιά της πόλης,
τα μπαλκόνια όπου
φυτρώνουν σγουρά κεφάλια.

Στην πλατεία
που στέκεσαι
τίποτα δεν είναι ίδιο-

κάτω από φώτα κίτρινα
τα χέρια που κινούν τα νήματα
κόβουν αέρα και θερίζουν.

Κι αν ακόμα θυμάσαι,
την Εδέμ τη χάσαμε
σε άλλη εφηβεία

δίσεκτη -εκ γενετής-

χωρίς να πούμε λέξη
για τη λόξα του κόσμου,
αυτή την αόρατη γυναίκα
που είχε τα μάτια σου

ΤΑ ΚΑΝΟ

Στις έρημες αποβάθρες
οι περαστικοί
δεν ξέρουν κολύμπι.

Πίνουν το αμίλητο νερό τους
διαβάζουν τύχες ναυαγών,
σηκώνουν τα βάρη τους
με φουσκωτό’

Από καιρό σε καιρό
κοιτούν τη θάλασσα
να τρώει τα νησιά της

Μάταια περιμένουν
πλοία σωτηρίας,
καραβίσια φώτα,
σωσίβιες λέμβους

Τους πνίγουν
μια νύχτα ασέληνη
σε κανό
made in China

ΑΣΣΟΣ ΣΤΟ ΣΗΜΑΔΙ

( στο νέο τεύχος του Intellectum…)

Μας πετούσε
τους κύβους της ζάχαρης
στα μάτια,
χαλίκια στο στόμα

ο θυμός τρέφει το βλέμμα
έλεγε,

Μα ποιος φανταζόταν

πριν θάψει στην κοιλιά
την τρέλα του
πως θα έριχνε τις κατάρες
βροχή

.

ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ   (2016)

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΣΥΝΤΡΟΦΕΥΟΥΝ

Τη μέρα που μου έχαναν έξωση από το διαμέρισμα, κατέβηκα στο κέντρο. Με τα πόδια από το Σύνταγμα ως την Καραγιώργη Σερβίας κι ύστερα καρφί στην Πατησίων, ψάχνοντας για δουλειά. Μια οποιαδήποτε δουλειά. Γύριζα σαν μετανάστης στην ίδια μου την πόλη. Ήταν ένας παγερός Δεκέμβρης, μια μέρα μουντή, κρύσταλλο. Ένα γκρίζο φως διαχεόταν παντού εκείνο το πρωινό που μετέβαλλε την ατμόσφαιρα της πόλης κι έφερνα στον νου μια άλλη εικόνα της, αγνώριστη και εχθρική. Οι άνθρωποι, σκυμμένοι μέσα στα παλτά τους, προσπερνούσαν τους διπλανούς τους με καχυποψία στο βλέμμα. Μάλλον βιάζονταν να πάνε στα σπίτια τους με τέτοιο κρύο, να ζεσταθούν δίπλα σε κάποιο αναμμένο καλοριφέρ -οι πιο τυχεροί- κι οι υπόλοιποι κοντά σε ένα φτηνό θερμαντικό σώμα, που θα απόδιωχνε προσωρινά την παγωμάρα του δωματίου. Τους παρατηρούσα και παρακαλούσα κρυφά να έβρισκα μια δουλειά, να έβαζα λίγα χρήματα στην άκρη, ώστε να ζούσα πάλι σε ένα σπίτι, αξιοπρεπής, χορτάτος και ήσυχος.
Ένιωθα ότι μια λεπίδα μάτωνε ό, τι καλό είχε απομείνει μέσα μου, δεν ξέρω, μάλλον έφταιγε η κουβέντα της Λένας, μια φράση που ξεστόμισε τη
στιγμή που τακτοποιούσε τα τρόφιμα στα ράφια της κουζίνας. Τα στοίχισε σαν τουβλάκια μέσα στο ντουλάπι κι ύστερα πέταξε το μπουφάν της πάνω στην καρέκλα.
«Πάντα πρέπει να σκεπάζουμε τα πράγματα που μας συντροφεύουν. Ακόμα κι αν είναι για λίγο…» είπε και με κοίταξε με νόημα.

Βρήκα μια γωνιά σε ένα γιαπί. Ένα δωμάτιο δικό μου. Μισοχτισμένο, βέβαια, έμπαζε από παντού. Πήρα ό, τι μπορούσα από το παλιό μου σπίτι: ένα ράντζο, δυο καρέκλες, το γκαζάκι και μια μοκέτα. Η Λένα μου έδωσε ένα τραπεζάκι μικρό, την παλιά της ντουλάπα, ένα ράφι με ροδάκια και δυο μάλλινες κουβέρτες.
Από το καταφύγιό μου κοίταζα πρωί-βράδυ τους γείτονες που μπαινόβγαιναν στα σπίτια και στ’ αυτοκίνητά τους. Στην πραγματικότητα ήμουν τυχερός επειδή οι εργασίες στην οικοδομή είχαν διακοπεί.
«Η Ακάλυπτη Βίλα είναι το κεραμίδι σου» μου έλεγε καμιά φορά η Λένα κι έβαζε τα γέλια, όχι τόσο για να υποστηρίξει το αστείο της αλλά για να
σπάσει την αμηχανία της λύπης.
Πέρασα πολλές ώρες στην Ακάλυπτη Βίλα, με το φεγγάρι συντροφιά, ν’ ακουμπάει την άκρη του κρεβατιού και να χαϊδεύει τα λιγοστά μου υπάρχοντα. Παρατηρούσα το φως που γλιστρούσε, πότε πάνω στους τοίχους, πότε στα γειτονικά διαμερίσματα, κι άλλοτε πάνω στα υγρά πεζοδρόμια όπου περπατούσαν οι τελευταίοι ξενύχτηδες λίγο πριν τρυπώσουν στα σπίτια τους και καπνίσουν ένα τελευταίο τσιγάρο.
Τα πρωινά στεκόμουν στο μπαλκόνι κι έβλεπα τη βροχή ενώ ψέκαζε την πόλη, τις πολύχρωμες ομπρέλες των περαστικών, τις δεκαοχτούρες που γουργούριζαν στα διπλανά υπόστεγα κι έπιναν το νερό που έτρεχε μέσα από τα στενά αυλάκια. Κι όταν είχε καμιά χειμωνιάτικη λιακάδα, παρατηρούσα τον
ήλιο που έκανε ακόμα και την Ακάλυπτη Βίλα να λάμπει ανάμεσα στα ξερόχορτα και τα πεταμένα μπάζα. Από εκεί ψηλά, η θέα ήταν μοναδική. Έτριβα τα μάτια μου για να βεβαιωθώ ότι υπήρχε τόση ομορφιά. Η πόλη υψωνόταν και έμοιαζε με ομοίωμα τεράστιου πουλιού που ταξίδευε ψηλά, σαν αεροπλάνο που κουβαλούσε ανθρώπους, σπίτια, πολυκατοικίες και δρόμους πάνω στα τεράστια φτερά του.
Η Λένα βέβαια δεν πίστευε λέξη απ’ όλα αυτά, δεν πίστευε ότι η πόλη ήταν αεροπλάνο που πετούσε. Ανήμερα των Φώτων, στον Πειραιά έριχναν τον σταυρό και κατεβήκαμε παρέα στο λιμάνι. Είδαμε τους κολυμβητές να ορμούν στα παγωμένα νερά, μπλαβιασμένοι από το κρύο. Εκείνη τη μέρα μάλλον κατάλαβε όσα της έλεγα τον προηγούμενο καιρό γιατί μου χάρισε ένα ζευγάρι κιάλια για να βλέπω την πόλη.
«Χρόνια πολλά, Φώτη» είπε και μ’ αγκάλιασε. Να χαίρεσαι τη γιορτή σου».
Άνοιξα το κουτί συγκινημένος.
«Από την Ακάλυπτη Βίλα θα βλέπεις μ’ αυτά πολύ καθαρά την πόλη και τα αεροπλάνα της. Και του χρόνου ίσως είναι καλύτερα τα πράγματα…»
«Σ’ ευχαριστώ, Λένα…»
Αυτή όρμησε προς το μέρος μου, με φίλησε και μιμήθηκε μια κίνηση, σαν να τραβούσε τον μοχλό ενός φανταστικού τζουκ μποξ. Με κοίταξε στα
μάτια κι άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο μου τραγούδι.

Είμαστε στον αέρα,
σ’ ένα άλλο ταξίδι
πρίγκηπες μιας νιότης
τόσο μακρινής.. .*

*(Οι στίχοι του τραγουδιού είναι του Θοδωρή Μανίκα.)

Μας πλησίασαν δυο τρεις περίεργοι και κάνοντας γούστο το ξέσπασμά της, χειροκροτούσαν και σφύριζαν στον ρυθμό της μελωδίας.
Ανήμερα των Φώτων στο λιμάνι, μπροστά σε μια βιοτεχνία γυαλικών, σφυρίγματα, τραγούδια, κρύο τσουχτερό κι ο ουρανός ψηλά ν’ αστράφτει,
σαν λείο παγοδρόμιο.

Η παράξενη επισκέπτρια της γειτονιάς μού κίνησε την περιέργεια από την πρώτη στιγμή. Έφταιγε που τα πέλματά της σχεδόν δεν ακουμπούσαν στη
γη; Μπορεί. Έμοιαζε σαν να πετούσε, λες και δεν ήταν αληθινή αλλά χάρτινη.
Έβγαλα τα κιάλια από τη θήκη και την κοίταξα προσεκτικά. Ήταν αδύνατη και όμορφη, με καστανά σγουρά μαλλιά που χρύσιζαν στις άκρες
και, όπως φυσούσε, ανακατεύονταν.
Στάθηκε στο τοιχάκι απέναντι από την Ακάλυπτη Βίλα. Μπορεί να ενοχλήθηκα με την άγνωστη που είχε εισβάλει στη γειτονιά αλλά δεν μίλησα.
Συνέχισα να την κοιτάζω: με το κατάλευκο παλτό, το πλεκτό κασκόλ, τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της περιεργαζόταν την περιοχή. Άραγε σκόπευε εγκατασταθεί εδώ;
Τα κιάλια μού έδιναν τη δυνατότητα να προσέξω όλες τις λεπτομέρειες που συνόδευαν τις λεπτές της κινήσεις: το τίναγμα του κεφαλιού, τα χέρια
της, που αναζητούσαν προστασία από το κρύο μέσα στις φαρδιές τσέπες του παλτού, τα κοκκινισμένα της μάγουλα.
Όσο την παρατηρούσα, τόσο περισσότερο πίστευα ότι δεν ήταν πλάσμα του κόσμου τούτου, σε σημείο μάλιστα που ενώ ήθελα να της δώσω ένα
δικό μου όνομα, δεν έβρισκα κατάλληλο. Μάλλον είναι δύσκολο να ονομάσεις κάτι που δεν γνωρίζεις πραγματικά, κάτι που σου προκαλεί δέος. Αλλά κάπως έπρεπε να την αποκαλώ. Σκέφτηκα λοιπόν ότι η μόνη λέξη που της ταίριαζε, ήταν Λευκή. Η Λευκή. Με τη γαλατένια επιδερμίδα μέσα στο ασορτί παλτό, κάτω από ένα κομμάτι ουρανού ακόμα πιο άσπρο.

Πάντως ούτε η ξαφνική παρουσία της Λευκής ούτε οι τακτικές επισκέψεις της Λένας με παρηγορούσαν.
Ήμουν άνεργος κι άστεγος. Επειδή είχα αφήσει κάμποσους απλήρωτους λογαριασμούς κι ενοίκια. Επειδή δεν είχα πια δουλειά ούτε προοπτική να βρω σύντομα.
Είδα όλα μου τα όνειρα να βγαίνουν στο σφυρί. Με στεναχωρούσε που περιφερόμουν στον δρόμο σαν σκουπίδι. Με τρόμαζε το γεγονός ότι όλα είχαν πάει χάλια στη ζωή μου. Ούτε τα χρώματα του ουρανού αντίκριζα πια ούτε τα αεροπλάνα. Έμπαινα σε διλήμματα: να φουντάρω από κανένα μπαλκόνι ή να δέσω καμιά πέτρα στον λαιμό και να κατέβω στο λιμάνι του Πειραιά, όχι για να πιάσω τον σταυρό, αλλά για να βυθιστώ στον πάτο;
Η Λένα δεν ήθελε να μιλάω έτσι. Φοβόταν. Κι εγώ φοβόμουν γιατί δεν ήξερα πού μπορούσαν να με οδηγήσουν αυτές οι σκέψεις.
«Όταν αρχίζεις να βλέπεις τους άλλους σαν φταίχτες για τη δική σου θέση, σημαίνει ότι ο θυμός έχει γίνει το άλλο σου μισό. Όταν ο φόβος σε
κυκλώνει, σημαίνει ότι ξένα σώματα σου βιάζουν το σώμα της λογικής…» έλεγε κι είχε δίκιο.

Την ημέρα της έξωσης, μετά το άσκοπο σουλάτσο στους δρόμους, σε μια ύστατη προσπάθεια μήπως έβρισκα κάποια δουλειά, τηλεφώνησα στη Λένα.
Ήρθε και με βρήκε σε κακό χάλι.
«Μπορείς να μείνεις στο σπίτι μου, όσο χρειαστεί» μου είπε. Αρνήθηκα. Δεν ήθελα να γίνω βάρος.
Ήταν ένα κρύο χειμωνιάτικο μεσημέρι. Ο ουρανός φαινόταν άχρωμος ή πάντως είχε αποχρώσεις που δεν μπορούσα να δω. Ήμουν ένας ακόμα απολυμένος, χωρίς σπίτι, δίχως ελπίδα. Σαρανταεννιά χρόνων άντρας. Ποιος θα δεχόταν να με προσλάβει;
Η Λένα με τράβηξε μακριά από εκείνη τη γειτονιά και μαζί με μένα τραβούσε την απόγνωση μου, σαν να έσερνε ένα ασήκωτο βάρος που με δυσκολία άντεχε.
Μέσα μου κυριαρχούσε ο φόβος κι ο θυμός. Ένιωθα λες κι είχε ανοίξει μια τρύπα στο σημείο που βρισκόμουν και σιγά-σιγά κατάπινε ό, τι καλό
υπήρχε δίπλα μου ώσπου στο τέλος θα με ρουφούσε ολόκληρο.

Κάθισα άκρη-άκρη στο μπαλκόνι, που δεν είχε κάγκελα, με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό. Δίπλα μου, τσιμέντο κι αποτσίγαρα. Σκεφτόμουν τη Λένα αλλά παρατηρούσα τη Λευκή.
Δύο βαθμοί υπό το μηδέν, παγωνιά κι αυτή ελαφροπατούσε μέσα στο άσπρο της παλτό. Πυκνές νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν και σήκωσε το κεφάλι να δει τον ξέθωρο ουρανό με τα μεγάλα της μάτια. Σήκωσα κι εγώ το βλέμμα μου αλλά δεν είδα τίποτα.
Είχα παγώσει από το κρύο κι άπλωσα το χέρι μου ν’ αγγίξω τις νιφάδες. Η Ακάλυπτη Βίλα έμπαζε από παντού χιόνι, αέρα και κρύο.
Όσο η Λευκή χάζευε το χιόνι, σκεφτόμουν ότι κάτι παράξενο συνέβαινε μ’ αυτήν, κάτι που πιθανότατα δε θα μάθαινα ποτέ, γιατί δεν τη γνώριζα και γιατί ντρεπόμουν να τη ρωτήσω οτιδήποτε, μήπως τη φέρω σε δύσκολη θέση.
Σίγουρα δεν ήταν φυσιολογικό που στεκόταν έξω στο κρύο. Αν και στην πραγματικότητα δεν ήξερα ποιος ήταν ο ορισμός του φυσιολογικού. Η
ζωή κατασκεύαζε νόρμες που στη συνέχεια ανέτρεπε ή αυτό πίστευα επειδή τίποτα δεν είχε λογική στη δική μου, τουλάχιστον, περίπτωση.
Όταν το έστρωσε για τα καλά, η γειτονιά ερήμωσε από περαστικούς κι αυτοκίνητα. Οι νιφάδες σταμάτησαν να σημαδεύουν το μπαλκόνι μου κι η
Λευκή με το μαλακό παλτουδάκι στάθηκε στο τοιχάκι της απέναντι πολυκατοικίας.
Αναρωτήθηκα αν είχε δικό της σπίτι, αν τριγύριζε στους δρόμους, επειδή αυτό τη διασκέδαζε, ή αν βρισκόταν στην ίδια μοίρα με μένα.
Έφτιαξε έναν μικρό χιονάνθρωπο, έπειτα ακόμα έναν κι άλλον έναν. Μικροσκοπικούς χιονάνθρωπους στη σειρά, σαν παραταγμένους στρατιώτες που σε λίγο θα έλιωναν. Το φως λιγόστευε αλλά αυτή συνέχιζε απορροφημένη να φτιάχνει ανθρώπους από χιόνι, να τους τοποθετεί τον ένα δίπλα στον άλλο.
Οι χιονάνθρωποι της Λευκής, σκέφτηκα. Άσπροι σαν κι εκείνη.
Άραγε γιατί τους έφτιαχνε; Σήμαιναν κάτι ιδιαίτερο γι’ αυτή; Κι ύστερα καθόταν και τους θαύμαζε, αδιαφορώντας για τη δική μου παρουσία παρότι με είχε αντιληφθεί που την κοίταζα από ψηλά με τα καινούρια μου κιάλια.

Το χιόνι σταμάτησε να πέφτει. Ο δρόμος ήταν ήσυχος, πού και πού περνούσε κάποιο αυτοκίνητο μ’ αναμμένους προβολείς. Τα ξερά κλαδιά των δέντρων είχαν ασπρίσει κι ο ήχος του αέρα έμοιαζε με αναστεναγμό.
Αυτή ήταν μια σκέψη που μου καρφώθηκε παράλογα, την οποία δεν θα ομολογούσα στη Λένα. Γιατί θ’ άρχιζε τις ερωτήσεις και θ’ αναγκαζόμουν να της πω περισσότερα: για τη Λευκή και τους χιονανθρώπους της, που στην αρχή είχαν χαμόγελα αλλά μετά έσβησαν, σαν να στράβωσε το στόμα τους κι έμεινε μόνο μια σχισμή, μια ουλή λύπης, η οποία μεταμόρφωσε τα χαρούμενα πρόσωπά τους σε θλιμμένα.
Όταν η Λευκή έφυγε, πετάχτηκα έξω από την Ακάλυπτη Βίλα, διασχίζοντας το χιονισμένο πεζοδρόμιο. Έφτασα στο σημείο με τους χιονανθρώπους.
Γονάτισα μπροστά τους, άρχισα να τους αγγίζω έναν έναν, με τη σκέψη ότι ένα χάδι θ’ απάλυνε τη λύπη από τα πρόσωπά τους.
Με τον δείκτη μου σχημάτιζα φευγαλέα χαμόγελα, να σβήσουν οι πληγές των στομάτων, ν’ ανακουφιστούν. Μου φάνηκε ότι αυτό το άγγιγμα τούς άλλαξε πολύ, γιατί μου έφερε στον νου τον στίχο του αγαπημένου μου τραγουδιού, «πρίγκηπες μιας νιότης τόσο μακρινής», πλάσματα που είχαν γνωρίσει αρχικά τη χαρά και μετά τη λύπη αυτού του κόσμου, σαν αληθινοί άνθρωποι και τώρα είχαν μια πιθανότητα, μια ύστατη ευκαιρία να ξεφύγουν απ’ αυτή.
Τα χέρια μου είχαν ξυλιάσει από το κρύο αλλά δεν μ’ ένοιαζε.
Μια παράταση χαράς, σκεφτόμουν, κοιτάζοντας τον ουρανό. Αυτό χρειάζομαι. Αυτό χρειάζονται όλοι. Μια παράταση.
Ένιωσα ένα φιλικό άγγιγμα στον ώμο. Γύρισα κι είδα πίσω μου τη Λένα.
Στάθηκε μπροστά στο τοιχάκι, με το πρόσωπό της παγωμένο, παρατηρώντας τους χιονανθρώπους που έλιωναν αργά, ο ένας μετά τον άλλον, μέσα στο τελευταίο φως. Ένα αυτοκίνητο πέρασε ξυστά από δίπλα μας κι έπειτα άλλο ένα. Η κίνηση ξανάρχιζε.
Έβγαλε από την τσάντα της μια χάρτινη σακούλα με ψημένα κάστανα που μοσχοβολούσαν. Μου την έδωσε.
«Ζεστά κάστανα» είπε.
Ένιωσα συγκινημένος, επειδή θυμήθηκα την κουβέντα της για τη φροντίδα την οποία οφείλουμε στα πράγματα που μας συντροφεύουν, ακόμα κι αν είναι για λίγο, και σκέφτηκα ότι το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει με τους ανθρώπους.
Η μυρωδιά των κάστανων ξυπνούσε μέσα μου αναμνήσεις και συναισθήματα μιας άλλης εποχής. Μια θαλπωρή κυρίως, γιατί η πόλη παρά το κρύο έμοιαζε ξανά ανθρώπινη και ζωντανή, σαν γερασμένο σώμα που του είχαν μεταμοσχεύσει μια νέα καρδιά, σαν παλιό αεροπλανάκι που μπορούσε
πάλι να πετάξει.

.

ΣΥΡΜΑΤΑ ΣΙΩΠΗΣ

Το πρόσωπο της μοναξιάς απομάκρυνε κάθε νησίδα ασφαλείας κι ας ισχυριζόσουν ότι δε σ’ ένοιαζε. Δε σ’ ένοιαζε στον βαθμό που ξυπνούσες με το κεφάλι σου σαν βαριά πέτρα μετά από άπειρες ώρες στριφογυρίσματος στο σπίτι. Το παρόν το παρακολουθούσες στον τοίχο σε μια φανταστική οθόνη, σε φάσεις ακατάπαυστης επαγρύπνησης. 0 ύπνος ερχόταν χαράματα, όταν έπεφτες ξερός στο κρεβάτι. Άλλες φορές κατέφευγες σε κάποιο υπνωτικό χάπι για λίγη ξεκούραση, αλλά ούτε τότε ξυπνούσες ευχαριστημένος.
Μιλούσαμε στο τηλέφωνο, όταν είχε πια ξημερώσει. Από το παράθυρο έριχνες μια κουρασμένη ματιά στην πόλη.
Μια πόλη πήχτρα που χωράει μισή στο κάδρο, μια πόλη με σπασμένα πλευρά, έλεγες.
Την αγαπούσες, αφού ζούσες εκεί, σου απαντούσα.
Δεν είναι βέβαιο, ισχυριζόσουν, ποτέ δεν αγαπάς κάτι που σου τρώει τα σωθικά, εκτός αν είσαι ο Προμηθέας.
Η κόρη σου τι κάνει; σε ρωτούσα αλλά εσύ άλλαζες θέμα, φοβόσουν την αλήθεια. Δε σου μιλούσε συχνά, γιατί η μάνα της την είχε φλομώσει στα ψέματα κι όμως, κάτι περίμενες ν’ αλλάξει. Τα έλεγες όλα αυτά, ενώ πρόσεχες την πολυκατοικία που χτιζόταν κι ολοένα ψήλωνε απέναντι από το δικό σου μπαλκόνι, καθώς οι όροφοι προσθέτονταν σαν φέτες από παντεσπάνι η μια πάνω στην άλλη.
Άκουγες τον ήχο του κομπρεσέρ και της μπετονιέρας, νομίζοντας ότι το έδαφος σειόταν. Ασφάλιζες τα παράθυρα, ζητούσες λίγη ησυχία. Ανύπαρκτη ως το διάλειμμα των εργατών. Μόνο αν έπιανε μια δυνατή βροχή η εικόνα γαλήνευε, σαρώνοντας τις οικοδομικές εργασίες. Η μπετονιέρα σώπαινε, το κομπρεσέρ έπαυε κι η θέα της πολυκατοικίας γινόταν αόρατη πίσω από τη μαινόμενη βροχή.
Οι μεγαλύτερες καταιγίδες ξεσπούν αυτή την απροσδιόριστη εποχή, έλεγες με σιγουριά κι έβγαινες στο μπαλκόνι.

Αν κι ήμουν ψόφια στην κούραση, συνέχιζα τη συζήτηση μαζί σου. Νυστάζεις ή βαριέσαι; ρωτούσες κι εγώ υποκρινόμουν ότι τίποτα από τα δύο δε συνέβαινε.
Η κόρη μου ομόρφυνε πολύ, είπες ένα απόγευμα.
Αυτή η κουβέντα με έβγαλε από το νυσταλέο μου χάος.
Ψήλωσε, το πρόσωπό της γλύκανε, το σώμα της άλλαξε, τα μαλλιά της μάκρυναν.
Η κόρη σου έγινε γυναίκα πια, συμφώνησα, δε θα το γλίτωνες αυτό, αφού πέρασαν τόσα χρόνια. Το σπουδαίο είναι ότι μεγάλωσε καλά, παρά τις αντίξοες συνθήκες.
Ευτυχώς, απάντησες.
Έξω ο αέρας δυνάμωσε κι η μπόρα έπεσε άγρια, σαν μεθυσμένη. Κάθισες σε μια μεταλλική πολυθρόνα χωρίς μαξιλάρι, ίσα για να καπνίσεις ένα τσιγάρο, χαζεύοντας τη βροχή. Ακούστηκε το παραπονιάρικο γάβγισμα του σκύλου σου που σ’ ακολουθούσε πιστά, κουνώντας την ουρά του.
Τζακ, είπες, χαϊδεύοντάς του το κεφάλι. Ο Τζακ υπάκουσε, σήκωσε λίγο τη μουσούδα και με ανοιχτά τα ρουθούνια ένιωσε την απειλή της νεροποντής. Ένα αστραπόβροντο τον έκανε να γρυλίσει.
Ήσυχα, μη φοβάσαι, τον καθησύχασες κι ο σκύλος κάθισε στα πίσω του πόδια.
Έχουμε και παρεμβολές στη συζήτηση, αστειεύτηκα.
Αναπόφευκτα, αλλιώς θα πλήτταμε μετά από τόσα χρόνια που μιλάμε μόνο στο τηλέφωνο. Δεν θα γυρίσεις ποτέ από την Αγγλία; με ρώτησες τελικά.
Ποτέ μέχρι να πεθάνω, απάντησα – κι ας ήθελα να γυρίσω με την πρώτη πτήση. Καλύτερα να μη σε ξαναδώ, σκέφτηκα αλλά δεν το ομολόγησα, η αλήθεια είχε δεθεί κόμπος στη γλώσσα μου.
Τουλάχιστον μιλάμε τηλεφωνικά. Κάτι είναι κι αυτό.
Παρηγοριά ανώφελη είναι αλλά έχε χάρη που δεν αντέχω το βλέμμα σου, το χνούδι του δέρματός σου, τη θέρμη των φιλιών σου.
Πόσα χρόνια πάνε που μιλάμε έτσι; Πάνω από είκοσι; αναρωτήθηκες κι εγώ σου απάντησα ότι στα μαθηματικά ήσουν ξυράφι, σε αντίθεση με μένα.
Κόντευαν είκοσι ολόκληρα χρόνια.

Ο έρωτας σε έθρεψε και τώρα που τον χόρτασες, μου γύρισες την πλάτη. Μιλώντας στο τηλέφωνο ο έρωτας χάθηκε, είπες, μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους του.
Και τι σόι ζωή είναι αυτή, ήθελα να σε ρωτήσω αλλά δεν τολμούσα. Μαύρο πηγάδι, σκοτεινό, ο έρωτας αλλά έχει νερό, αλλιώς η ζωή μένει άνυδρη.
Δεν σε ρώτησα, δεν απάντησες κι αναλωνόμασταν ως συνήθως στα τετριμμένα. Πέρασαν έτσι είκοσι χρόνια, σηκώνοντας και κατεβάζοντας το ακουστικό.
Όταν ήμασταν συμφοιτητές, όλα έμοιαζαν δια-φορετικά, μέχρι εκείνη την καταραμένη μέρα που βρέθηκε η Φιλιώ μπροστά σου. Σε ξεγέλασε με το προκλητικό της ντύσιμο, είχες πιει κιόλας. Η νύχτα ήταν προχωρημένη, καλοκαιράκι επαναστατημένο. Μία φορά, μου ορκίστηκες μετά, δεν υπήρξε δεύτερη. Αυτή η φορά άλλαξε όλη μας τη ζωή. Σε εννιά μήνες γεννήθηκε η κόρη σου, όχι από μένα, από την πεταχτούλα Φιλιώ με το έντονο βάψιμο και τα κόκκινα νύχια. Την κόρη σου τη λάτρεψες από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισες στο μαιευτήριο.
Πρέπει να κλείσουμε, πρέπει να φύγω.
Πάντα έτσι έκανες όταν δεν ήξερες τι να πεις, όταν τα πράγματα ζόριζαν και κατέβαζες με βιασύνη το ακουστικό.

Η βροχή δεν σταματούσε, ακουγόταν ακόμη το μουρμουρητό της στα λασπωμένα πεζοδρόμια. Στο βάθος, η ανάσα σου έμοιαζε με λυγμό, πού και πού ενδιάμεσα ξεχώριζα κάποιο αλύχτισμα του Τζακ. Από τα μάτια μου έτρεχαν σκόρπια δάκρυα. Η εποχή που τρέχαμε αγκαλιασμένοι στους δρόμους δεν επέστρεφε.
Τώρα κλάματα κι αναμνήσεις, υγρά και σάλια, η εικόνα βρόμιζε, θόλωνε το Λονδίνο πρόβαλλε αβάσταχτα πνιγηρό μέσα από το νοτισμένο τζάμι του παραθύρου. Δεν μιλούσαμε καθόλου ξαφνικά. Καλύτερα έτσι, αφού ο πόνος δεν ημέρευε μέσα μας, ήταν θεριό που ο χρόνος δε δάμασε. Άραγε σκεφτόσουν το ίδιο; Κατάπια τα δάκρυά μου κι έσπρωξα τις αναμνήσεις με την παλάμη του χεριού μου να σκορπίσουν.
Μου έλειψες, παραδέχτηκες, κι ήθελα να κλείσω το τηλέφωνο, να μην ακούσω τίποτα άλλο. Κρατήθηκα, πετώντας για αντιπερισπασμό μια ερώτηση στον αέρα.
Τί βλέπεις αυτή τη στιγμή από το παράθυρο;
Πάντα την ίδια εικόνα εδώ και τόσα χρόνια. Εσένα να περιπλανιέσαι μόνη, σε μια πόλη που δε χωράει στο κάδρο, μια πόλη με σπασμένα πλευρά. Αισθάνομαι ότι η πόλη μυρίζει σαν άνθρωπος. Έχει το δέρμα σου, το χρώμα σου, την αφή σου, τα μάτια σου. Αυτή η πόλη είσαι εσύ. Ας ζεις μακριά της. Έφυγες, δεν επέστρεψες ποτέ, κενή παύλα στο κάδρο.
Ήταν η ώρα που έξω έριχνε καλαπόδια. Τα σύρματα του τηλεφώνου μπλέχτηκαν κι απλώθηκε μια παράξενη σιωπή ανάμεσά μας, σαν ύστατος αποχαιρετισμός, χωρίς λέξεις, κρυφές συμφωνίες και ψέματα.
Η επανάληψη έχανε το νόημά της.
Κατέβασες το ακουστικό, έκανα το ίδιο. Ύστερα κοίταξα έξω από το παράθυρο. Η ζωή συνεχιζόταν χωρίς εσένα. Η πόλη βούλιαζε στο σκοτάδι.
Νύχτωνε. Στους δρόμους άναβαν τα πρώτα φώτα.

.

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ

Στον Δημήτρη Πετσετίδη,
για την ιδέα και τη φιλία

Ανοίγεις την πόρτα, σε κοιτάζω με καθησυχαστικό βλέμμα, ενώ στρώνεις το φόρεμά σου μ’ άτσαλες κινήσεις. Σουρουπώνει. Η νύχτα είναι σ’ απόσταση αναπνοής. Καθώς μπαίνουμε στο υπνοδωμάτιο πάνω στο σκονισμένο κρεβάτι, στο οποίο έχει ξαπλώσει η γάτα, υπάρχει ένα βιβλίο ανοιγμένο. Κάθομαι δίπλα, αυτή ανασηκώνει τα νυσταλέα της βλέφαρα ενοχλημένη κι απομακρύνεται. Κάτω από το κρεβάτι, παλιόγατα, θέλω να φωνάξω αλλά κρατιέμαι. Αν το πω, θα θυμώσεις.
«Κάθισε, φαίνεσαι κουρασμένος…»
«Το στρώμα μου είναι άβολο κι όλο ξυπνάω τη νύχτα. Είναι ένα στρώμα παλιό που κανείς δεν κοιμήθηκε για χρόνια πάνω του…»
«Καιρός να το αντικαταστήσεις τότε» λες.
Να το αντικαταστήσω; Με τι λεφτά; Λεν περισσεύουν ούτε για ν’ αγοράσω καινούρια σεντόνια. Καλύτερα άυπνος τα βράδια, σαν γέρικη κουκουβάγια, παρά να ξοδέψω τις τελευταίες μου οικονομίες. Σε παρατηρώ, έχεις μια όψη κρυστάλλινη μες το ανακαινισμένο μονόπατο που σου κληροδότησε ο πατέρας σου.
Κάτι ακούγεται απέξω, σαν φωνή από τον ουρανό. Το γατί με γρήγορες δρασκελιές σκαρφαλώνει ψηλά. Βογγά πάνω στη στέγη. Ίσως πάλι να είναι η ιδέα μου.
«Η Λισσαβώνα» λες «μου λείπει ο ουρανός της…»
Η Λισσαβώνα. Η κρυφή σου αγάπη. Η λατρεμένη πόλη του Ταμπούκι. Κάτι έβλεπε αυτός στον ανοιχτό ουρανό της, κάτω από τον πορτογαλέζικο ήλιο. Κτίρια που πρασίνιζαν, κιτρίνιζαν, μαύριζαν κι ο ορίζοντας έμοιαζε αλλιώτικος, το χέρι μιας προστατευτικής μητέρας που χάιδευε τα περιγράμματα, τους όγκους των σπιτιών και των δέντρων.
«Λισσαβώνα» ξαναλές και τονίζεις το «σ…»
Βγαίνει από τα χείλη σου με μια ανάρμοστη τραχύτητα και ελαφρώς συριστικό.
«Με τι λεφτά να ταξιδέψουμε, αγάπη μου;»
Δεν απαντάς. Κοιτάζεις έξω, το ρολόι βιάζεται και σκάβεις ερωτηματικά μέσα μου με τα μεγάλα σου μάτια. Μα γιατί; Γιατί να μην μπορούμε; Η απογοήτευσή σου δεν κρύβεται, έχει βγει σε κοινή θέα, σαν κακή πραμάτεια. Αν θέλεις να έρθουν οι κύκνοι στην έρημο δημιούργησε μια λίμνη, θέλω να σου πω. Μια φανταστική λίμνη. Μια ψεύτικη πόλη με τον ουρανό της. Οτιδήποτε.
Στο σκονισμένο φως της παλιάς λάμπας πετρελαίου, που το έχεις ανάψει για οικονομία στο ηλεκτρικό, πεταρίζουν δυο μύγες. Εκεί φτάσαμε. Παχιές μύγες σε αναιμικούς καιρούς. Είναι ειρωνεία αν το καλοσκεφτείς.
Φοράς την πλεκτή ζακέτα σου με τις ξεφτισμένες μανσέτες γιατί έβαλε κρύο. Η τιμή του πετρελαίου είναι απλησίαστη άλλωστε. Οι ώμοι σου συσπώνται από μια περαστική ανατριχίλα. Αυτή η κίνηση με ερεθίζει. Σκέφτομαι την απαλή κοιλιά, τα στήθη σου που μοιάζουν αγαλμάτινα. Είναι κι οι γραμμωμένοι γλουτοί σου. Η ομορφιά σου γίνεται μαγνήτης και με τραβάει μ’ όλη τη δύναμη του κόσμου.
Στο βάζο τοποθετείς μερικά λουλούδια. Μοιάζουν με άνθη ροδακινιάς αλλά δεν είναι. Μια νέα περαστική αναλαμπή για το ταξίδι σε κάνει να τα τακτοποιείς αφηρημένα.
«Δεν υπάρχει πιο ωραίος ουρανός από αυτόν της Λισσαβώνας. Τη νύχτα είναι γεμάτος θεόρατα άστρα μες το σκοτάδι…»
«Μα είναι πολύ μακριά, καλή μου…»
Όταν σου απαντώ έτσι, κάτι πας να πεις. Αμέσως το μετανιώνεις. Πεισμώνεις και κλείνεσαι περισσότερο στο καβούκι σου. Μακάρι να μπορούσα να πληρώσω αυτό το ταξίδι, σκέφτομαι. Πολύ θα το ήθελα. Αλλά δεν φτάνουν τα χρήματα. Δεν φτάνουν. Ξέχωρα που μυρίζομαι απολύσεις μετά το Πάσχα. Οι δουλειές του αφεντικού δεν πάνε καλά κι ίσως δυο υπάλληλοι του εστιατορίου πάρουν πόδι.
Ας μην είμαι εγώ αυτός που θ’ απολυθεί, παρακαλάω. Δεν σου το μαρτυράω, δε θέλω να μ’ αντιμετωπίσεις με οίκτο. Ο οίκτος σκοτώνει τον έρωτα. Σου γυρνώ την πλάτη, χαζεύοντας τάχα αδιάφορα έξω από το σπασμένο παραθυρόφυλλο.
Αν με κοιτάξεις λίγο ακόμα, θα λυγίσω και θα μιλήσω. Θα ραγίσω και θα γίνω χίλια κομμάτια. Ούτε να μ’ αναγνωρίσεις δεν θα μπορείς. Υπάρχουν, βλέπεις, άνθρωποι που θέλουν να μένουν αόρατοι. Σ’ αυτούς ανήκω. Στους αθόρυβους.
Όχι σαν κάτι άλλους, που θέλουν να τραβούν πάνω τους διαρκώς την προσοχή. Τέτοιοι τύποι μού διεμβολίζουν τη λογική. Με τρομάζουν σαν πελώρια αθάνατα ζώα. 0 μακαρίτης ο πατέρας μου ισχυριζόταν ότι κάθε ζώο αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι του προγονικού ανθρώπου. Υπάρχουν μικρά και μεγάλα ζώα. Άγρια και ήμερα. Έτσι είναι, έλεγε, κι οι άνθρωποι.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, είχε δίκιο.

Τρίβεις με τ’ ακροδάχτυλά σου τα βλέφαρα, σε φαγουρίζουν.
«Τι έχει το μάτι σου» σε ρωτάω.
«Έπαθα μόλυνση…»
Κλείνεις ασυναίσθητα τα βλέφαρα, αλλά τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι. Ύστερα με θολωμένο βλέμμα προσηλώνεσαι στον τοίχο. Από το κάδρο μάς κοιτάζουν δυο παιδιά πιασμένα από το χέρι. Είναι μια φωτογραφία τραβηγμένη σε ασπρόμαυρο φόντο αυλής. Μετακινείσαι, ανοίγεις τη ντουλάπα, τακτοποιείς μερικά ρούχα και σε κάθε κίνηση το κορμί σου διαγράφεται άψογο κάτω από τον χλωμό φωτισμό.
Το σκοτάδι στριμώχνει τις λεπτομέρειες, βαθαίνει περισσότερο.
«Δεν έχει τέλος η νύχτα» ψιθυρίζεις.
«Τίποτα δεν έχει τέλος…»
Ψέματα λέω. Γιατί όλα τελειώνουν. Παρατηρώ το ταλαίπωρο πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Ένα άσχημο στόμα μορφάζει στο γυαλί. Διαμελισμένο.
Το μισό της λύπης, το μισό της χαράς. Σε λίγο θα μικρύνει κι άλλο η χαρά. Το ένα τρίτο της χαράς, το ένα τέταρτο. Ώσπου θα μείνει μόνο η λύπη. Όσο εσύ ακόμη κινείσαι ανέμελα μες το δάσος των ασήμαντων αντικειμένων, ξαναθυμάμαι τις προειδοποιήσεις του αφεντικού. Η καρδιά μου σφίγγεται.
Το σπίτι φαίνεται άδειο από ήχους, μια ντουλάπα, ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες, το κουτσό κομοδίνο. Ένας χώρος γυμνός από πολυτέλεια. Με θλίβει η ταπεινή του εικόνα. Όλα μάλλον με θλίβουν. Μια ζωή, τα ίδια στενάχωρα σκέφτομαι. Πώς να το αλλάξω αυτό; Αφού αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, βυθισμένος στις απατηλές σκιές και τους φόβους. Είναι εύκολο να γίνω άλλος; Υπήρξα ένα παιδί παρατημένο σχεδόν από γονείς, που έφυγαν μετανάστες στον Καναδά όταν ήμουν τριών ετών. Μεγάλωσα με μια ανήμπορη γιαγιά. Πόσο άδεια μου φαίνονται τώρα εκείνα τα χρόνια… Μίζερα ατελείωτα χρόνια. Πάσχιζα να βρω ισορροπίες, ακολουθώντας βήματα άλλων ανθρώπων, που βύθιζαν τα πέλματά τους πάνω στα δικά μου ίχνη. Και τώρα; Νιώθω πάλι ξεχασμένος μέσα στο δάσος του παρελθόντος, χαμένος μέσα στη νύχτα που επιμηκύνει τη θλίψη μου.
«Δεν θα έρθει ποτέ κανείς μαζί μου στη Λισσαβώνα…» ξαναλές μ’ απογοήτευση.
«Μην κάνεις έτσι, καλή μου.Έχει ο Θεός…»
Ούτε λέξη δεν πιστεύω απ’ όσα λέω. Ποιος Θεός; Αυτός που δε δίνει δεκάρα τσακιστή αν αύριο θα έχω δουλειά ή όχι; Αυτός που δε νοιάζεται αν την επομένη θα έχω χρήματα να πληρώσω τα φάρμακα και τις χημειοθεραπείες της μάνας μου; 0 νους μου πάει σ’ αυτήν. Τι να κάνει άραγε; Ανησυχώ, γιατί η υγεία της έχει γίνει εξαιρετικά ευαίσθητη. Μια εβδομηντάχρονη γυναίκα, αδύναμη κι εύθραυστη, σαν το φτερό της πεταλούδας. Καμιά φορά νομίζω ότι αν την αγγίξω, θα θρυμματιστεί.
«Πρέπει να πάω στο σπίτι…»
«Μείνε λίγο. Ας περάσουμε μια ώρα μόνοι…»
Θα σου κάνω το χατίρι. Έστω και μακριά από τον αγαπημένο σου ουρανό της Λισσαβώνας, με το εκτυφλωτικό του μπλε. Ξέρεις πόσο θα ήθελα να χαθώ μαζί σου στον σκοτεινό κόσμο της πορτογαλικής νύχτας; Γιατί κι εκεί είναι Μεσόγειος και το κλίμα της μου ταιριάζει, άσχετα που δεν σου το λέω. Αν το ομολογούσα, θα ήταν σαν να παραδεχόμουν την ήττα μου. Κι η ήττα είναι ένας μαύρος τοίχος που έρχεται πάνω σου και σε συνθλίβει. Γι’ αυτό σωπαίνω. Άλλωστε, πού ξέρεις; Μπορεί μέσα στο επόμενο διάστημα να στρώσουν τα πράγματα, να μαζέψω λίγα χρήματα και να ταξιδέψουμε στην αγαπημένη σου πόλη.
Ξέρω πόσο έχεις ανάγκη αυτό το ταξίδι. Στη διαδρομή που αφήνει με τις εικόνες της πάνω σου τα αποτυπώματά της, να κάνεις έτσι μια με το χέρι σου και ν’ αγγίζεις τον βαθυγάλανο ουρανό. Κι εκεί που νομίζεις ότι τον κρατάς μέσα στην παλάμη σου, να εξαφανίζεται ως διά μαγείας. Αλλά στη δική μας περίπτωση, οι μέρες κυλούν άδειες, ίδιες κι ατέλειωτες. Χωρίς εναλλαγή το μάτι πεισμώνει. Η ζωή κολλάει. Οι εβδομάδες τρέχουν μακριά, σαν αποδημητικά πουλιά και τις ακολουθείς από πίσω με κομμένη ανάσα μήπως τις προλάβεις. Αλλά δεν προλαβαίνεις ούτε αυτές ούτε το ταξίδι, γιατί δε φτάνουν τα χρήματα.
Κάθομαι λοιπόν στο ημιφωτισμένο δωμάτιο και σε ζυγίζω με το βλέμμα μου, προσπαθώντας να κατευνάσω τον θυμό σου ή έστω ν’ ανακαλύψω έναν επαρκή κώδικα επικοινωνίας μαζί σου. Φυσικά δεν μπορώ να σου πω ότι αύριο-μεθαύριο θ’ απολυθώ κι ότι τόσα χρόνια υπομονής πήγαν χαμένα.
Αν αρχίσω τις εξομολογήσεις και τα παραληρητά, με αυτή την υποψία του τρέμουλου στη φωνή, θα καταλάβεις. Ίσως τότε φύγεις απαυδισμένη, αναζητώντας αλλού σ’ έναν άνθρωπο με σταθερή δουλειά, την ευκαιρία που σου στέρησα. Και δεν αντέχω να σε χάσω. Δεν αντέχω. Όχι τώρα.
Γι αυτό δεν ομολογώ τίποτα απ’ όλα αυτά. Μετά με κατηγορείς ότι είμαι κρυψίνους. Ότι όλα θέλω να τα κατευθύνω σύμφωνα με την τετράγωνη λογική και τις κρυφές ανάγκες μου. Κι όσο με κατηγορείς τόσο αναγνωρίζω ότι έχεις δίκιο, ότι είναι αργά για δικαιολογίες. Όμως, δεν είμαι τόσο σκάρτος όσο νομίζεις. Δες με πόση αφοσίωση σε κοιτάζω. 0 βυθός του βλέμματος ανοίγει απότομα και παίρνει ένα χρώμα φωτεινό.
Μόνοι στον ουρανό της Λισσαβώνας που δε γίνεται να σε πάω, λέω σιγανά. Ούτε που με ακούς. Γι αυτό σκέφτομαι αμέσως κάτι άλλο. Ταξίδι στη χώρα των ματιών. Αρκεί να μπορείς να διαβάζεις τις σιωπές μου. Αρκεί να μάθεις να διαβάζεις το βλέμμα μου. Καμιά λέξη δεν είναι ανάγκη να πω τώρα. Μια ματιά. Αυτό χρειάζεται μόνο. Μια ματιά. Η λύση για όλα κρύβεται μέσα σ’ αυτή την οικειότητα.

.

ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ (2011)

(Οπισθόφυλλο)

Οι ολιγοήμερες διακοπές σε μια πανσιόν ξυπνούν στον τελευταίο εν ζωή απόγονο μιας οικογένειας, αιχμηρές αναμνήσεις και συναισθήματα από το εξοχικό των παιδικών του χρόνων. Στην ανέμελη ατμόσφαιρα, πρόσωπα όπως η ιδιοκτήτρια της πανσιόν, η δεκαεξάχρονη ανιψιά της, ο αγαπημένος του φίλος παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Πλέγματα νέων σχέσεων δημιουργούνται, αποκαλύπτοντας σταδιακά γεγονότα του παρελθόντος.

Η νοσταλγία γίνεται ένας χείμαρρος που τους παρασύρει. Η σκιά της αδικοχαμένης Εύας επιστρέφει.

Η αλήθεια μοιάζει με “κουβάρι που ξετυλίγεται αργά”. Η φράση από το παιδικό τους παιχνίδι, επαληθεύεται.

Κουβέντες μετέωρες στριφογυρίζουν ακατάπαυστα σαν μόμπιλ, μέχρι να φανερωθεί η άλλη πλευρά, το κρυφό τους νόημα.

Κι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας που αιωρείται, γεννώντας τον ιστό ενός ποιήματος, μιας αήττητης στιγμής μες στο καλοκαίρι.

Ένα μυθιστόρημα για τα κρυμμένα μυστικά που απειλούν τις εύθραυστες ισορροπίες των ανθρώπινων σχέσεων και την ακατανίκητη ορμή της εφηβείας μπροστά στην αβεβαιότητα μιας υπέροχης διαδρομής.

(Απόσπασμα)

Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος. Ονειρευόταν το νησί των παιδικών του χρόνων. Έπεφτε σκοτάδι, το φεγγάρι έλαμπε ψηλά στον ουρανό. Τότε είδε μια σκιά στο δρόμο. Η μητέρα του. Έβγαινε από το σπίτι της Αίγινας, φορώντας το αγαπημένο της άσπρο φουστάνι. Έφτασε λαχανιασμένη στο παλιό καφενείο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Από μακριά ο Πέτρος τη φώναξε, εκείνη όμως δεν τον άκουσε.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, την ακολούθησε. Στάθηκε με κομμένη ανάσα έξω από το παράθυρο και κοίταξε μέσα. Κόσμος πολύς βρισκόταν στο καφενείο, κόσμος που χειρονομούσε λυσσαλέα, φώναζε, έβριζε, έσκιζε κομμάτι κομμάτι το φουστάνι της κι η μητέρα πατούσε σε μια καρέκλα που έτριζε ξυπόλυτη, χωρίς ρούχα και γελούσε σαν τρελλή, πέθαινε από τα γέλια.

.

ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΗΣ ΑΧΡΩΜΗΣ ΚΙΜΩΛΙΑΣ (1997)

(Απόσπασμα)

Ο Φοίβος έχει μια αίσθηση πως θα πεθάνει. Ο Ιάσωνας με τη φυσαρμόνικα συνοδεύει πένθιμα την αίσθηση του. Ο γέρος με τα σταυρόλεξα αναφέρει πάλι την κοινότοπη ιστορία, ο οδηγός ουρλιάζει «ησυχία» ενώ στο βάθος ο συλλέκτης γελάει όλο και πιο δυνατά. Με χλευασμό. Δεν πνίγει το γέλιο του. Μ’ αυτό καλύπτει τη βοή των ανθρώπων. Έπειτα, κανείς πια δε μιλάει.
μιλάει. Το λεωφορείο τρέχει στο οδόστρωμα κι ο ήχος του είναι η μόνη ομιλία, βουβή ομιλία σαν απαγορευμένη. Τα σωθικά τους ενσωματώνονται στο λεωφορείο. το λεωφορείο στο οδόστρωμα, οι φωνές τους στο οδόστρωμα. Γίνονται όλοι ένα οδόστρωμα .
Ξαφνικά, ένα φορτηγό, σαν μεγάλη ρυτίδα, κόβει στα δυο τα άχρωμα πρόσωπά τους. Τρομάζουν. Το αίμα στην αρχή ζεστό, μετά παγωμένο και η ανάσα τους κοφτή μέχρι να εξασθενίσει. Άχρωμες κιμωλίες στη σκιά ενός μαύρου δρόμου. Η νύχτα στο βάθος ορθώνει το σκοτεινό της κεφάλι. Χιλιόμετρα μέσα σε μαύρο, ομιλίες σε μαύρες παρενθέσεις κι η εικόνα τριγύρω μια μαύρη πνοή. Όλα γυρίζουν σε μαύρο, το λεωφορείο τρέχει, το μυαλό τους τρέχει, ο δρόμος τρέχει, το μαύρο τρέχει.
Και μες στο μαύρο ένα δοχείο κόκκινο υγρό σπάει απότομα και βάφει τον τόπο. Μια μετάγγιση κόκκινη σε μαύρη εικόνα και ο αντικατοπτρισμός της. Ένα φορτηγό κι ένα λεωφορείο σχεδόν αγκαλιασμένα. Έξω ένα σκυλί που αλυχτάει σαν να χαίρεται, το πούλμαν σε αλλόκοτη θέση και κεφάλια που χαιρετίζουν την ανατολή του θανάτου τους. Μπερδεμένα ματωμένα κεφάλια, αρτηρίες και σπασμένα γυαλιά, ένα ζευγάρι ακουστικά, και μια μαύρη πνοή, όλα ξαπλωμένα στο οδόστρωμα μέσα σε βαθύ κόκκινο, έτσι σαπίσουν μόνα, και μια φυσαρμόνικα δίχως σκοπό.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΜΥΘΙΚΗ ΜΕΡΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

Η μυθική μέρα, της Λίνας Φυτιλή είναι ένας παράπλευρος κόσμος που συνυπάρχει με την πραγματικό. Τα ποιήματά της, αποκαλύπτουν την αξία του μύθου μέσα στις ατραπούς της καθημερινότητάς μας. Θα έλεγα πως οι στίχοι της είναι ένα μανιφέστο που επιθυμεί να επαναφέρει τον μύθο στη ζωή μας. Παλιότερα ο μύθος έπαιζε σημαίνοντα ρόλο στους ανθρώπους. Πιστεύω πως χάσαμε τον κρίκο εκείνο από την στιγμή που γίναμε πιο πραγματιστές. Ή όταν χάσαμε την παιδικότητά μας και εγκλωβιστήκαμε στην στιβαρή ενηλικίωση. Η Φυτιλή αναζητά τα αίτια γι΄ αυτή την απώλεια:

Τα πρωινά,
όταν μεταμορφώνεσαι σε ξυπνητήρι,
όταν γίνεσαι αναλώσιμο γραφείου,
συρραπτικό
Ή φθαρμένο ντοσιέ,
τιμολόγιο σε κάποιο γκισέ,
νιώθεις το μηδέν ολοστρόγγυλο
να γλιστράει μέσα στα δάχτυλά σου.

Σπάνια έχω διαβάσει ένα τόσο καίριο ποίημα, που να μιλά για την φυλακή της καθημερινότητας, για τον αγώνα να απελευθερωθούμε από το γίνουμε αντικείμενα. Είναι τραγική η διαπίστωση ότι ζούμε τόσο πεζά, όπου ο χρόνος μας μετατρέπει σε μηδενικά μέσα στην συνεχόμενη επαναλαμβανόμενη κίνηση προς το άγνωστο. Τελικά τι είμαστε; αναρωτιέται η Φυτιλή. Έρμαια των συνθηκών, ή συναισθηματικά όντα που αποζητούν την ελευθερία;

Όταν με τη σειρά σου,
μάθεις να είσαι
με τα πράγματα
κι όχι με τις λέξεις,
τότε
ένας ωκεανός
σε μικρογραφία
πίσω σου,
θα παίζει αμφιταλαντευόμενος
τη σκηνή
όπου οδύνη κι ηδονή
απέχουν
στον τυφλό καθρέφτη σου
Ενός λεπτού σιγή.

Η Φυτιλή πιστεύει στον άνθρωπο. Στην δύναμη των αισθήσεων. Αναζητά το μύθο πίσω από τις έννοιες, το θαύμα πίσω από το μεγαλεπήβολο. Ο σε μικρογραφία ωκεανός στον τυφλό καθρέφτη, όπου μπορείς να φανταστείς ή να ονειρευτείς αυτό που είσαι ή αυτό που θα ευχόσουν να είσαι. Οι στίχοι της, ώριμοι, διαυγείς, δείχνουν ένα δρόμο μέσα στο χάος με το συναίσθημα να παίζει τον κυρίαρχο ρόλο του καθοδηγητή κι όχι η λογική που μας στερεί πολλές φορές να αισθανόμαστε την υπέρβαση στη ζωή μας. Βρίσκω στα ποιήματά της την κατασταλαγμένη σοφία των Σούφι της ανατολίτικης φιλοσοφίας, κι έναν προσεγμένο λυρισμό, χωρίς περιττά στολίδια, που δημιουργούν όχι μόνο εντυπωσιακές ποιητικές εικόνες, αλλά και προσφέρουν, το πιο σημαντικό, ιαματική ομορφιά για όλα αυτά που δεν χάνονται μέσα στο χρόνο και που μας καθορίζουν:

Δεν ξέρω
από που έρχονται
τα χειροκροτήματα,
οι παθιασμένες ζητωκραυγές
απ΄ τον εξώστη, τον ουρανό
από κάποια φυγόκεντρη στροφή
του δρόμου ίσως,
όταν μπαίνω σε μια λίμνη βαθιά
όπου τα νερά είναι κρύα,
οι ήχοι βουβοί
κι η νύχτα, από
χίλιες και μία ζωές αγνώστων

σπαρμένη φώτα δίπλα,
ετοιμάζεται
αναπάντεχα
να εκραγεί.

.

ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

θΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ

ΝΕΑ 3/7/2016

Θα χρειαστεί κάποια στιγμή να αντιμετωπιστεί σοβαρά μια πάγια ασθένεια των περισσότερων εκδοτικών οίκων να φαντάζονται πως τα οπισθόφυλλα,
των αφηγηματικών ιδιαίτερα βιβλίων, δικαιολογούνται μόνον όταν υπάρχει το
ενδεχόμενο να λειτουργήσουν ως κράχτες. Ανεξάρτητα αν ευθύνεται ο ίδιος
ο συγγραφέας τους ή ένας επιμελητής τους. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στο
οπισθόφυλλο του βιβλίου διηγημάτων της Λίνας Φυτίλη με τον τόσο επίκαιρο αυτή την στιγμή τίτλο ·<Παράξενο καλοκαίρι»; «Δώδεκα ιστορίες για τις ανθρώπινες σχέσεις και τα κενά που αφήνουν, για τη συγκυρία που θολώνει την σκέψη, για όνειρα που ξαναγεννιούνται μέσα από τις στάχτες τους. Παρόν και παρελθόν βαδίζουν χέρι-χέρι πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Άνθρωποι καθημερινοί αναζητούν τρόπους πίσω από σημαντικά ή ασήμαντα γεγονότα για να ανατρέψουν την πορεία της ζωής τους. Ψάχνουν τις αντιστάσεις τους σε έναν κόσμο όπου όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά».
Καταρχάς αν συνέβαιναν όλα αυτά μέσα στα δώδεκα – κατά τα άλλα πολύ ενδιαφέροντα – διηγήματα της Λίνας Φυτίλη θα χρειάζονταν τετραπλάσιες το λιγότερο σελίδες σε σχέση με τις 136 που αριθμεί σήμερα το βιβλίο. Και κατά δεύτερο λόγο, δεν θα χρειαζόταν να διαβάσει κανείς τα
οκτώ δέκατα της υπόλοιπης πεζογραφικής παραγωγής του τελευταίου χρόνου, αφού το «Παράξενο καλοκαίρι» θα είχε καλύψει με τη θεματολογία του – όπως καταγράφεται στο οπισθόφυλλο – κάθε άλλη πεζογραφική επιλογή.

Η ανακολουθία

Όσο και αν φαίνεται ηθικής τάξεως προβληματισμός που θα είχε τη θέση του σημειώνοντας κανείς τις επιφυλάξεις του για ένα δοκιμιακό βιβλίο, δεν μπορεί να μην υπογραμμίσει την ανακολουθία ανάμεσα στο βαρύγδουπο της έκφρασης «ψάχνουν (οι ήρωες) τις αντιστάσεις τους σε έναν κόσμο όπου όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά» σε σχέση με τις συμπεριφορές τις υλοποιημένες υπό τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα των διηγημάτων. Όπως για παράδειγμα η Ελένη στο «Μια Δευτέρα γεμάτη άνοιξη» ή η Γλυκερία στο «Δίχτυ της μνήμης» ή η χωρίς όνομα ηρωίδα της «Πισίνας» που η συμπεριφορά
τους ακολουθεί μια λογικά φορά – χωρίς αυτά να τις κάνει λιγότερο σημαντικές – με αποτέλεσμα «οι αντιστάσεις σε έναν κόσμο όπου όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά» να φαντάζει σαν ένα ρούχο που αν συμβεί να το φορέσουν θα αισθανθούν ότι γίνονται συναρπαστικές.
Αδυνατεί ωστόσο να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη μιας ατμόσφαιρας σε όλα τα
διηγήματα, που αν συνέπιπτε σε μεγαλύτερο βαθμό με τις κινήσεις των προσώπων που είναι εγκατεστημένα μέσα σε αυτά, το αποτέλεσμα θα ηχούσε πιο φυσιολογικό. Αφού τελικά ένας πεζογράφος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τρόπος που διαθλάται μέσα του ο κόσμος ώστε οι ανθρώπινες σχέσεις και η συμπτωματική συνάντηση των ανθρώπων που επιλέγει ως ήρωες του, ή μια συνάντηση που δεν θα συντελεστεί ποτέ, κουμπώνουν ανάμεσα τους με έναν τρόπο που να αποφέρει ένα τελεσίδικο αισθηματικό αντίκρισμα.

Στερεή συρμαγιά

Η αγωνία της Λίνας Φυτίλη να δημιουργήσει κάτι πρωτότυπο ή να μην της ξεφύγει μια πρωτοτυπία που την αισθάνεται να καραδοκεί πίσω από κάθε συμβατική όψη της ζωής την κάνει να μετατοπίζει διαρκώς το κέντρο βάρους στα διηγήματά της και ενώ η συρμαγιά των χαρακτήρων της είναι τόσο στερεή, τελικά μένεις με μια έντονη αίσθηση απορίας ως προς το τι ακριβώς την ενδιαφέρει. Όπως αίφνης στην «Πισίνα» με τον ομοφυλόφιλο Στέφανο που τον ορέγεται η ηρωίδα – έναν άντρα τόσο γοητευτικό που θα μπορούσε
να τον ερωτευτεί κάθε γυναίκα -. ενώ ο ίδιος ερωτευμένος με τον Αλέξη (την
μόνη πληροφορία που έχουμε γι’ αυτόν είναι άτι φοράει ένα αποκαλυπτικό μαγιά) έχει ως αποτέλεσμα το διήγημα να μένει κυριολεκτικά στον αέρα. Εκτός και αν ως «τέλος» του διηγήματος μπορεί να θεωρηθεί ο πνιγμός του Στέφανου – χωρίς πάλι να διευκρινίζεται αν πρόκειται για αυτοκτονία ή για έγκλημα – με το έμμεσο επιμύθιο πως ό,τι αγαπάει κανείς μεταβάλλεται τελικά σε έναν θανάσιμο βρόχο – ο Στέφανος κυριολεκτικό λάτρευε το
υγρό στοιχείο. Με μια άλλης τάξεως και ποιότητας μετατόπιση βάρους στο «Δίχτυ της μνήμης» καθώς φυσιολογικότερη θα φαινόταν η ομολογία όσον αφορά την ερωτικά συγκίνηση που προκαλεί η ανάμνηση ενός στιβαρού Κρητικού στην ηρωίδα σε σχέση με το επίμονο οε όλο το διήγημα αντιφέγγισμα της ίδιας και μιας φίλης της στην τζαμαρία ενός τσιπουράδικου.
Θα ήταν αδικαιολόγητο να ζητά κανείς από έναν πεζογράφο την ύπαρξη ενός συγχρόνου προβληματισμού, φτάνει όμως να μην τον έχει υπαινιχθεί ο ίδιος. Διαφορετικά ακόμα και η μνεία για την αγωνία
που αισθάνεται ένας ήρωας ότι ενδέχεται να απολυθεί θα απέτρεπε το διήγημα να πάρει τη μορφή ενός εσωτερικού μονολόγου ή ένας άντρας που σωριάζεται νεκρός στον γκισέ της εφορίας να μεταβάλλεται σε παρωνυχίδα στην εξέλιξη μιας καθ’ όλα ενδιαφέρουσας ιστορίας.

.

ΡΑΝΙΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΗ

Η παρούσα συλλογή 12 διηγημάτων είναι το τέταρτο λογοτεχνικό έργο της εκπαιδευτικού Λίνας Φυτιλή (γενν. 1974, Λάρισα). Προηγήθηκε η νουβέλα Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας (Καστανιώτης, 1997), το μυθιστόρημα Τώρα είναι αργά (Απόπειρα, 2011) και η ποιητική συλλογή Μυθική μέρα (Ενδυμίων, 2014).

Κάθε διήγημα της εν λόγω συλλογής αποτελεί έναν διαφορετικό, οικείο όμως κόσμο. Όλες οι ιστορίες, εκτός από τον «Αράπη», διαδραματίζονται στο σήμερα ή ανάμεσα στο σήμερα και το χθες, με τη συγγραφέα να μπαινοβγαίνει με άνεση στη γυναικεία και την ανδρική ψυχολογία, αφού στις μισές ιστορίες ο κύριος χαρακτήρας ανήκει στο ανδρικό φύλο –αγόρι, νέος ή άντρας– και στις υπόλοιπες στο γυναικείο –κορίτσι, κοπέλα ή γυναίκα–, άνεση που παρατηρείται και στα διαφορετικά ηλικιακά τους γνωρίσματα.

Το πρώτο διήγημα, «Τα σεντονάκια», μια γλυκόπικρη ιστορία θερινής ανεμελιάς που εξελίσσεται σε θλίψη αποχωρισμού, μας εισάγει στο ύφος που χαρακτηρίζει εν γένει τη συλλογή· ύφος νοσταλγικό αλλά στέρεο, οικείες εναλλασσόμενες εικόνες, που συνήθως κλιμακώνονται επιφυλάσσοντας μια έκπληξη για το τέλος της ιστορίας, γνώριμοι ήχοι που σβήνουν με τρόπο απροσδόκητο, καθώς: «Στα όνειρα, όλα επιτρέπονται. Είχαμε κι εμείς όνειρα κάποτε, τραγούδια που αγαπούσαμε και τα ψιθυρίζαμε κλεφτά. Επιθυμίες, που τις κατάπιαν οι εποχές» («Ο Αράπης», σελ.28).

Ιστορίες διαχρονικής αγάπης μπλέκονται με ιστορίες διαχρονικής, πολυεπίπεδης προδοσίας, ιστορίες ανοιχτές σε ερμηνείες, που κορυφώνονται σ’ ένα εξίσου ανοιχτό ερμηνευτικά τέλος: «Ελευθερία και έρωτας. Δεν είναι εύκολο να συνυπάρξουν», λέει αυτή. «Εμείς βρήκαμε έναν τρόπο», λέει αυτός (σελ.35). Αξιοσημείωτη θεματική ποικιλία, καθώς το ενδιαφέρον της συγγραφέως εστιάζεται και στην ψυχολογία του νεαρού μετανάστη, στην ανάγκη του νέου ανθρώπου να νιώσει αποδεκτός, στην έννοια της πατρίδας, που ίσως για κάποιους να είναι εξίσου ρευστή με την επιφάνεια μιας λίμνης («Μια πατρίδα για τον Σεργκέι»).

Κοινός άξονας σε κάποιες ιστορίες είναι το άρπαγμα από τις αναμνήσεις του παρελθόντος για την αντιμετώπιση του σκληρού παρόντος («Τα πράγματα που μας συντροφεύουν», «Το δίχτυ της μνήμης»). Σε κάθε περίπτωση, οι χαρακτήρες προσεγγίζονται από άλλη σκοπιά και τα διηγήματα δομούνται με διαφορετικό τρόπο, ωστόσο έντεχνα παρουσιάζονται οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην καθημερινότητα ανθρώπων πάνω στην ακμή τους, που έχουν ζήσει και νοσταλγούν μιαν αλλιώτικη ζωή.

Στο διήγημα «Η πισίνα» παρατηρείται ύφος πιο αποσπασματικό, και πάλι όμως η εποχική δουλειά, ο εποχικός έρωτας και ο εποχικός πόθος κλιμακώνονται σε μια κατάσταση ζοφερή, που ασφαλώς και δεν είναι εποχική, έρχεται όμως αμέσως μετά η ιστορία «Μια Δευτέρα γεμάτη άνοιξη» για να προσφέρει στον αναγνώστη τη δροσιά και την αισιοδοξία της άνοιξης. Το «Παράξενο καλοκαίρι», που δανείζει τον τίτλο του σε όλο το έργο, είναι πράγματι το πιο παράξενο διήγημα της συλλογής. Και πάλι, έχουμε μια ιστορία ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες – από την πιο αθώα, εφηβική, αν και παραληρηματική, εκδοχή, έως τη μεταφυσική προσέγγιση ενός υπεραισθητού κόσμου.

Η Λίνα Φυτιλή, κατέχοντας τα μυστικά της μικρής φόρμας, παρουσιάζει δώδεκα καλοδομημένα διηγήματα διαφορετικών καταστάσεων και χαρακτήρων, τα οποία, είτε συνδέονται εσωτερικά μεταξύ τους είτε όχι, αποτελούν ένα αρμονικό σύνολο, στον κόσμο του οποίου αξίζει να περιηγηθεί κανείς.

.

ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ

Αυτό που σε στοιχειώνει

Αυγή 7/6/2016

«Τι είναι αυτό που σε στοιχειώνει;» αναρωτιέται ο Σεργκέι κολυμπώντας μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης, αυτής της ρευστής επιφάνειας, που αντιπροσωπεύει τη μόνη πατρίδα.

Στοιχειωμένοι, άνθρωποι που κατοικούνται από φαντάσματα, είναι στο σύνολό τους οι ήρωες των δώδεκα διηγημάτων υπό τον τίτλο «Παράξενο καλοκαίρι» της Λίνας Φυτιλή.

Η έντονα νοσταλγική διάθεση του πρώτου διηγήματος δίνει τη θέση της στον σπαρακτικό «Αράπη» και «στις επιθυμίες που τις κατάπιαν οι εποχές». Στο αμέσως επόμενο, η «Παρείσακτη» εγγονή παρακολουθεί έναν ανεκπλήρωτο έρωτα της συνονόματης γιαγιάς της και επιλέγει να δραπετεύσει από «τα όρια του δωματίου, τα σχήματα, τα χρώματα, τις θηλιές των σωμάτων» σε ένα ωραίο ονειρικό φινάλε. Η έξωση, αποτέλεσμα της ανεργίας, οδηγεί τον ήρωα στο διήγημα που ακολουθεί, βλέποντας «όλα τα όνειρά του να βγαίνουν στο σφυρί», να διανυκτερεύει σε ένα γιαπί και δίνει τη δυνατότητα στη συγγραφέα, με πινελιές ευαισθησίας σε έναν πίνακα ανθρώπινων διαστάσεων, να διηγηθεί μια τρυφερή ιστορία φιλίας και αλληλεγγύης.

Διαβάζοντας το «Δίχτυ της μνήμης», ένα από τα ωραιότερα διηγήματα της συλλογής, αρχικά είχα την εντύπωση πως παρακολουθούσα ταινία μικρού μήκους: η βροχερή πόλη, οι θολές αντανακλάσεις των σωμάτων στα τζάμια, οι σιωπές, ο χορός του Κρητικού. Στη συνέχεια ήμουνα ή θα ήθελα να ήμουνα κι εγώ μέλος της παρέας των δύο γυναικών, να καθόμουνα μαζί τους, με ένα ποτήρι τσίπουρο και λίγο μεζέ, παρατηρώντας τη βροχή να βρωμίζει τα τζάμια, άλλη μια «Κουρασμένη γυναίκα που αγαπάει το παρελθόν της», συμβιβασμένη με την ιδέα πως «Καμιά αδικία δεν διορθώνεται όταν όλα έχουν τελειώσει». Στην «Πισίνα» ο ανεκπλήρωτος έρωτας που βασανίζει την ηρωίδα την αφήνει στο τέλος με άδεια χέρια να σκέφτεται «τον τιποτένιο θεό που πέρασε από δίπλα της και μετά εξαφανίστηκε».

Στο «Μια Δευτέρα γεμάτη άνοιξη» η μοναχική ηρωίδα αφήνεται τελικά να παρασυρθεί από μια μοιραία συνάντηση. Στο ομότιτλο με τη συλλογή διήγημα, τα όρια της εφηβικής φαντασίας -η πάλη με την πλήξη, με άλλα λόγια- συγχέονται με την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα «την υπέρβαση κάθε λογικής». Στα εξαιρετικά «Σύρματα σιωπής», η ερωτική ένταση περνάει μέσα από τα τηλεφωνικά σύρματα και καταλήγει σε μια τελεσίδικη σιωπή. Στο «Σπίτι» ζωντανεύει το παρελθόν -με όλη την αμφισημία του- και διαφαίνεται το μέλλον μέσα στην αποτύπωση του παρόντος. Στο «Βλέμμα», ένας «αόρατος, αθόρυβος» άνθρωπος καταλαβαίνει πως το μεγαλύτερο ταξίδι είναι αυτό «στη χώρα των ματιών».

Δεν ξέρω αν πρόκειται για πνευματική οκνηρία, έλλειψη παράδοσης στο μυθιστόρημα, θέμα ιδιοσυγκρασίας ή ό,τι άλλο, πάντως τα τελευταία αρκετά χρόνια η ενασχόληση πολλών συγγραφέων, παλαιότερων αλλά και νέων, με τη μικρή φόρμα, δίνει άρτιες συλλογές διηγημάτων που πολλές από αυτές είναι μικρά κομψοτεχνήματα. Μια τέτοια είναι και το «Παράξενο καλοκαίρι» της Λίνας Φυτιλή. Πεζογράφος χαμηλής φωνής, με θητεία όμως και στην ποίηση, κάτι που ανιχνεύεται στην πυκνότητα των νοημάτων που έχουν οι φράσεις της. Φράσεις λιτές με μεγάλη υφολογική σαφήνεια. Ο τόνος της αφήγησης είναι αποστασιοποιημένος και κάπως απρόσωπος, με έντονο συγκινησιακό έλεγχο, δημιουργώντας μια ψευδή εντύπωση πως είμαστε αντιμέτωποι με μια ασάλευτη επιφάνεια. Όταν όμως μπει κανείς στον κόσμο της Φυτιλή -έναν κόσμο συναίνεσης για τη μοίρα του ανθρώπου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό-, βιώνει τη συγκίνηση σαν ένα μικρό κλονισμό, σαν το κέντρισμα ενός βέλους που σε βρίσκει στην καρδιά και δοκιμάζει τα όρια του ανθρωπισμού σου. Το μεγάλου ατού της συγγραφέως είναι η γλώσσα. Μια γλώσσα δίχως περιττά στολίδια, που, φαινομενικά χωρίς προσπάθεια, αλλά με τις κατάλληλες λέξεις στη σωστή σειρά -πράγμα που απαιτεί πολλή προσπάθεια- αναδεικνύει το βάθος και την ένταση των ιστοριών της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

(Οδός Πανός)

Πεζογραφικές περιδιαβάσεις εντός των πλαισίων (κι ενίοτε στα όρια) του πολιτικώς ορθού. Ψυχισμοί και οντότητες, νοοτροπίες και υπερβάσεις (ή έστω απόπειρες υπερβάσεων), χαρμολύπη μη πεισιθάνατος. Η συγγραφέας Λίνα Φυτιλή γνωρίζει καλώς την τέχνη να κρούει στο θυμικό του αναγνώστη τις αρμονίες εκείνες που τον αναγκάζουν στην ενσυναίσθηση. Είναι όπως η αυτόματη αντίδρασή μας στα περιστέρια με τη σπασμένη φτερούγα που τα λιώνουν τα βιαστικά ταξί στις λεωφόρους της αναλγησίας. Ως παιδαγωγός, η λογοτέχνιδα επιδιώκει την ευαισθητοποίηση τρυφερών ψυχών, ή (για να μην είμαστε πιο ακριβείς) τη μη σκλήρυνση των ήδη ευαισθητοποιημένων. Είναι σαν το αναμνηστικό εμβόλιο του τετάνου, σαν τον αντιλυσσικό ορό, σαν τον αντιοφικό ορό, που μας βοηθάνε να μεταβολίσουμε τον θυμό και την οργή σε δημιουργικά αισθήματα αρωγής στον πλησίον. Ναι, αυτό είναι το μήνυμα που υποφώσκει κάτω από αυτά τα σύντομα πεζά: «αγαπάτε αλλήλους», αγαπάτε τον εαυτό σας, αγαπάτε τη μνήμη, ακόμα κι αν «όπου και να την αγγίξεις πονεί» (όπως καλά πόνεσε ο Σεφέρης). Συμφιλίωση με το παρελθόν, για να αντέξουμε το παρόν και να πορευτούμε στο μέλλον, νομοταγείς κι αναλλοίωτοι, συμβιβασμένοι με τον κόσμο, ειρηνεμένοι με τον εαυτό μας, γαληνεμένοι βαθιά μέσα στην ψυχή μας. Μια γλυκόπικρη γεύση αφήνει στην αισθητική μνήμη η ανάγνωση αυτών των πονημάτων της Λίνας Φυτιλή. Επιλέγει να μιλάει άλλοτε μέσα από ανδρικά κι άλλοτε μέσα από γυναικεία προσωπεία, εναλλάξ, συνήθως σε πρώτο πρόσωπο και σπανιότερα σε τρίτο ενικό. Ανθρωπιά, ανθρωπισμός, ουμανιστικά ιδεώδη, όλα αυτά που ενδυνάμωσαν την Εκπαίδευση από τον Διαφωτισμό και μετά, στην πλέον λογοτεχνικώς επεξεργασμένη μορφή τους. Οι ιστορίες δώδεκα, όσοι και οι απόστολοι του Χριστού.

Ας ακούσουμε όμως την ίδια την καλή συγγραφέα: «Κουνάω το κεφάλι και σκέφτομαι ότι μπορεί αυτές οι ιστορίες να είναι γέννημα-θρέμμα της φαντασίας της, ότι τις κατεβάζει από το μυαλό της, μόνο και μόνο για να μ’ εντυπωσιάσει. Αλλά δεν είμαι σίγουρη. Έτσι δεν λέω τίποτα, ρίχνω μια ματιά στον σκοτεινό δρόμο, στην πινακίδα απέναντι, που με το ζόρι ξεχωρίζει πια, στις φιγούρες μας που αχνοφέγγουν στο τζάμι και στις ξεχειλωμένες σκιές μας που απλώνονται στο δωμάτιο. Για μια στιγμή νομίζω ότι είναι οι πλασματικές μορφές άλλων ανθρώπων, προγόνων από το παρελθόν, που μας επισκέφθηκαν απόψε, έτσι για να πάρουν μια ιδέα από τον σύγχρονο κόσμο και ν’ ακούσουν τις κουβέντες μας, να δουν αν σκεφτόμαστε καθόλου τα περασμένα ή τα ‘χουμε ξεχάσει».

.

ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ

thinkfree

Με ματιά τρυφερή και ταυτόχρονα νοσταλγική υπογράφει τα δώδεκα διηγήματα της συλλογής «Παράξενο καλοκαίρι» η Λίνα Φυτιλή, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Εστία. Συνδετικός ιστός των διηγημάτων αυτών η ανθρώπινη μοίρα. Η σχέση του ανθρώπου με το χρόνο και τις αλλαγές που φέρνει στη ζωή. Το ξόδεμα και το στοίχειωμά του, η νοσταλγία για ό,τι έφυγε και θα χαθεί. Αλλά και η μνήμη ως προσδιοριστικός παράγοντας ενδοσκόπησης.

Η Φυτιλή καταθέτει ένα αφηγηματικό κολάζ για την ανθρώπινη συνείδηση και ταυτόχρονα οδηγεί τους ήρωές της στα μονοπάτια της αυτογνωσίας, εκεί όπου θα ανακαλύψουν εκ νέου τον πραγματικό τους εαυτό. Χαμένες επιθυμίες, ανεργία, ανεκπλήρωτοι έρωτες, αντανακλάσεις συναισθημάτων πάνω στο χρόνο, συμβιβασμένες συνειδήσεις. Στοιχεία που συγκροτούν την αφηγηματική ροή των διηγημάτων και γίνονται η αφορμή για να αναλογιστεί ο αναγνώστης πόσο αλώβητος παραμένει ο άνθρωπος μέσα στην πορεία του χρόνου, πόσα όνειρα χάνει ή συμβιβάζεται να σταματήσει να κάνει.

Διηγήματα γραμμένα μελωδικά. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας είναι τρυφερή και αισθαντική. Η εκφραστική της ροή δίνει μια δύναμη στα κείμενά της, όπως συμβαίνει στο εξαιρετικό «Δίχτυ της μνήμης», κάνοντάς τα να μοιάζουν σκηνές από κινηματογραφική ταινία. Η συγγραφική της ευαισθησία αυξάνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον, καθώς φέρνει στο φως όλο το συναισθηματικό ορίζοντα των απωλεσμένων ονείρων των ηρώων. Και τότε τους στήνει αντιμέτωπους μαζί του και ο αναγνώστης βλέπει την προσωπική τους πάλι με το τέλος της δικής τους εποχής.

Σημαντικές είναι και οι σιωπές των ηρώων. Η Φυτιλή τις χρησιμοποιεί με ιδιαίτερη μαεστρία. Η ερωτική ανάγκη που κρύβει η φωνή όταν περνά μέσα από τα σύρματα του τηλεφώνου. Οι κρυμμένες εντάσεις πάνω στη θολή αντανάκλαση του σώματος στο τζάμι. Το θολό τοπίο μιας μαραμένης ψυχής που ακροβατεί στο μεταίχμιο της συνειδητοποίησης του ασύνειδου, «μια Δευτέρα γεμάτη άνοιξη» και ο ορίζοντας των τυχαίων, των απροσδόκητων συναντήσεων. Ο αόρατος θόρυβος που κάνει ένα τυχαίο βλέμμα. Όλα όσα συνομολογούν τη χαμένη αθωότητα ενός ανθρώπου που αναμετράται με τις φιλοδοξίες, τις ανάγκες, τα όνειρά του συναρμολογημένα σε μια τρυφερή συλλογή διηγημάτων που γίνεται η αφορμή για την προσωπική ενδοσκόπηση του ίδιου του αναγνώστη.

.

ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

Εφημερίδα των Συντακτών 29/5/2016

Το Παράξενο καλοκαίρι είναι το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο της Λίνας Φυτιλή∙ έχουν προηγηθεί: η νουβέλα Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας (1997), το μυθιστόρημα Τώρα είναι αργά (2011) και η ποιητική συλλογή Μυθική μέρα (2014). Το βίωμα από πρώτο αλλά και από δεύτερο χέρι∙ όσα ζούμε και όσα μας λένε οι άλλοι ότι ζήσανε: μια γιαγιά, μια νονά, ένας συνάδελφος, ένας φίλος.

Παιδιά που παίζοντας στην αυλή ατενίζουν τα καράβια και μαθαίνουν τη ζωή∙ ένας σκύλος που τον σκοτώνουν και ζωντανεύει στο όνειρο∙ μια εγγονή που, ακροβατώντας ανάμεσα στη μνήμη και την πραγματικότητα, παρακολουθεί αθέατη την κρυφή ζωή της συνονόματης γιαγιάς της∙ ένας απολυμένος άνεργος και άστεγος στην απάνθρωπη πόλη ζητά «μια παράταση χαράς» μέσα στο χιόνι ή στη μυρωδιά από τα ζεστά κάστανα∙ άνθρωποι που θυμούνται τα παλιά και βρίσκουν διέξοδο «σ’ ένα παρόν με μετρημένες διαστάσεις», όπως η Γλυκερία στο εξαιρετικό «Το δίχτυ της μνήμης»∙ άνθρωποι που βολεύονται σε εποχικές δουλειές και μετά, βουτηγμένοι στην ανασφάλεια, ξημεροβραδιάζονται στα γραφεία ευρέσεως εργασίας∙ δύο πρώην ερωτευμένοι που εκτονώνονται με μακρόπνοα πρωινά τηλεφωνήματα∙ πατρικές κληρονομιές που βγαίνουν στο σφυρί∙ βλέμματα που μόλις θητεύσεις στο αλφαβητάρι τους σε ταξιδεύουν σε βάθη και ύψη, αυτός είναι ο κόσμος και οι συνθήκες που απομονώνει η συγγραφέας, η οποία καταγράφει το παρόν, επιστρέφει στο παρελθόν και ψάχνει το μέλλον των ηρώων της.
Η ποιότητα των ιστοριών είναι άνιση, κάποια με υψηλό τον πήχη, όπως το «Μια πατρίδα για τον Σεργκέι», «Το βλέμμα» ή «Το δίχτυ της μνήμης», άλλα επαρκώς καλά, τα περισσότερα, και κάποια αδύναμα, όπως το ομότιτλο με τη συλλογή διήγημα.

Η εντύπωσή μου είναι ότι η Φυτιλή, χειριζόμενη με άνεση τον λόγο, αποδίδει καλύτερα στην απλή αφήγηση∙ όταν επιχειρεί να απομακρυνθεί από την πραγματικότητα ενισχύοντας το μερίδιο της φαντασίας, χάνει λίγο τον στόχο. Πρόκειται πάντως για γραφή αισθαντική και τρυφερή, που παρακολουθεί με ματιά διεισδυτική τον γύρω και τον μέσα κόσμο των ηρώων της.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

Αριθμώ τα μέρη του βιβλίου: δώδεκα στο σύνολο διηγήματα ενταγμένα σε ενιαία συλλογή υπό τον αδέξιο – κατά την αντίληψή μου – τίτλο του ενός και όχι πιο χαρακτηριστικού διηγήματος και υπό τη μορφή μιας αρκετά καλαίσθητης από όλες τις απόψεις – αν μου επιτρέπεται το σχόλιο – έκδοσης. Ο λόγος για τη νέα συλλογή της Λίνας Φυτιλή, «Παράξενο Καλοκαίρι», τρίτο στη σειρά πεζογραφικό έργο της ύστερα από το μυθιστόρημα «Τώρα είναι αργά» (εκδ. Απόπειρα, 2011) και τη νουβέλα «Οι νύχτες της άχρωμης Κιμωλίας (εκδ. Καστανιώτης, 1997).
Αν υπάρχει κάτι ενιαίο στην πολυθεματική εστίαση της συγγραφέα, έχει να κάνει με την εμμονή της στο ήσσον: η ανθρώπινη απουσία περιγράφεται σαν άδειο σεντόνι, η απώλεια της παιδικής αθωότητας σκιαγραφείται σαν σαλεμένος σκύλος, οι πληγές του παρελθόντος γίνονται τηλεφωνικές σιωπές, η βία της ανεργίας αποδίδεται με τη μορφή άδειου βλέμματος και η αποκοπή από το παρελθόν εξιστορείται μέσα από την πώληση της πατρικής οικίας. Με αυτό τον τρόπο, η συγγραφέας χωρίς να υποτιμά το γενικό περίγραμμα του μείζονος καταφέρνει να αποδίδει πιο πυκνούς και πολλαπλασιασμένους τους κραδασμούς του, κλείνοντάς τους σε ό,τι φαινομενικά μοιάζει να είναι ήσσονος σημασίας.
Μια παράλληλη κίνηση που παρατηρώ είναι η ανεπαίσθητη μετακίνηση από ό,τι παρουσιάζεται σαν κεντρικό θέμα σε κάτι άλλο, με την εξής διαδικασία: υπάρχει ένας βασικός θεματικός άξονας που ξετυλίγεται. η αφήγηση τον απλώνει για να εμβαθύνει εντός του. με την τεχνική της προσήμανσης αναδεικνύεται μία από τις πτυχές του. στο τέλος τούτη η πτυχή εδραιώνεται. Έτσι, το θέμα στο «Σπίτι» μετατοπίζεται από την πώληση του πατρικού στην αδελφή, το θέμα στην «Παρείσακτη» μετατοπίζεται από το ζευγάρι των ηλικιωμένων στον απρόσκλητο ωτακουστή, το θέμα στα «Πράγματα που μας συντροφεύουν» μετατοπίζεται από τον άστεγο στις χειρονομίες αλληλεγγύης. Η απόσταση που εξασφαλίζεται μέσα από αυτήν ακριβώς τη μετακίνηση διευκολύνει τη συγγραφέα να ανιχνεύσει, να αφουγκραστεί και να ψηλαφίσει πιο αβίαστα, πιο στοχαστικά και το αρχικό θέμα και τις επιμέρους παραφυάδες του, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα να φέρει το στοιχείο της ολοκλήρωσης.
Ένα τρίτο γνώρισμα αφορά τα αφηγηματικά και γλωσσικά μέσα. Δίχως να υποτιμώνται η αφήγηση και η γλώσσα φαίνεται να παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στη γραφή της Φυτιλή, που θέτει σε προτεραιότητα το καθαυτό υλικό της αφήγησης. Μπορεί ο ίδιος – αν έχει κάποια σημασία αυτό – να διαφωνώ με τούτη την αισθητική επιλογή αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορώ παρά να επισημάνω ένα πειστήριο ωριμότητας: ότι δηλαδή στην περίπτωση της Φυτιλή η τέτοιου είδους χρήση της αφήγησης και της γλώσσας αποβαίνει προς όφελος του συνολικού αποτελέσματος, αφού υπηρετεί με συνέπεια τον σκοπό της συγγραφέα προβάλλοντας το συμβάν, την ιδέα, τη μνήμη, δίχως να τα αποσκεπάζει με εκφραστικές πιρουέτες και αφηγηματικούς πειραματισμούς.
Από την άλλη, εδώ αναγνωρίζω τη βασική αδυναμία της συλλογής. Αναφέρομαι στην αίσθηση συμβατικότητας που αποπνέει η αφήγηση, τον διεκπεραιωτικό χαρακτήρα που έχει η γλώσσα σε κάποια σημεία (κυρίως στα διαλογικά μέρη), την πλαδαρότητα στην πλοκή και τα αφηγηματικά κλισέ που απαντώνται σε ορισμένα διηγήματα.

Παρ’ όλα αυτά, είμαι κατηγορητικός στην τελική μου θέση: το «Παράξενο Καλοκαίρι» είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα αναγνωστική πρόταση γι’ αυτό το έτσι και αλλιώς παράξενο – από πολλές απόψεις – καλοκαίρι που έρχεται. Προς επίρρωση επικαλούμαι τα «Σεντονάκια», τον «Αράπη», τα «Σύρματα σιωπής», την «Πισίνα», το «Σπίτι» και κυρίως «Το βλέμμα».

.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ 

Άνθρωποι εν κενώ

Το παρελθόν είναι ένα γυμνό καλώδιο που κάποιες φορές το πιάνεις με χέρια υγρά. Καμιά φορά και το παρόν την ίδια επίδραση έχει στους ανθρώπους. Τίποτα δεν θάβεται για πάντα, τίποτα δεν μένει απείραχτο από το νόμο της μεταβλητότητας. Πράγματα που έγιναν ή δεν έγιναν. Αγγίγματα που δεν δόθηκαν στο σωστό χρόνο ή δεν δόθηκαν καθόλου. Κουβέντες που έμειναν σφραγισμένες στην κλειστή δέσμη των δοντιών. Κάπως έτσι φτιάχνονται τα «κενά» των ανθρώπων. Κάπως έτσι πέφτουν μέσα.
Οι άνθρωποι της Λίνας Φυτιλή, στα δώδεκα διηγήματα της συλλογής «Παράξενο καλοκαίρι» καλούνται να διαχειριστούν τα όνειρα που δεν ευοδώθηκαν, τις στιγμές που έχασαν, την ίδια τη θέση τους μέσα στη ζωή: τη δική τους των άλλων. Πρόκειται για μια διευθέτηση που ξεπερνάει τη χρονική αλληλουχία μιας ζωής (παρελθόν-παρόν-μέλλον) και συντάσσεται από την ανάγκη τους για αξιακή πραγμάτωση. Τι κράτησαν από τη μοίρα τους; Τι διασώθηκε από το σάρωθρο του χρόνου; Ποιο σώμα άντεξε τις κακουχίες της ζωής; Ποιο ζητάει λίγες ακόμη ακριβές αισθήσεις; Κι όλα αυτά με μια ήρεμη αποδοχή σαν κι αυτή που συναντάμε στα διηγήματα της Άλις Μάνρο. Στα διηγήματα της Φυτιλή δεν συμβαίνουν εμπρηστικές εκρήξεις, ούτε θυμικές αντανακλάσεις. Είναι σαν να βλέπεις μια πρόσκαιρα αρυτίδωτη επιφάνεια που φτάνει ένα μικρό πετραδάκι να της προκαλέσει ομόκεντρους κύκλους. Μέσα σε αυτούς κινούνται οι ήρωες: σπειροειδώς, ακαταπόνητα, μακρόθυμα, επιφανειακά ατάραχοι, εσωτερικά, όμως, ζωσμένοι από τα δεσμά που τους καθορίζουν.
Η λυρικότητα των κειμένων είναι ευδιάκριτη, αλλά δεν έχουμε να κάνουμε με τον μελίρρυτο λυρισμό της ωραιοποίησης (ειδικά του παρελθόντος), αλλά της αποδοχής. Επειδή ακριβώς οι ήρωες της Φυτιλή δεν κραδαίνουν κάποια απόφαση για ριζικές αλλαγές, ούτε επιθυμούν να φέρουν τα πάνω κάτω, δείχνουν αποφασισμένοι να τακτοποιήσουν της μοίρας τις αποφάσεις όπως τους έρχονται. Η γλώσσα είναι λιτή, σχεδόν υλική, ακόμη και όταν μεταφέρει κρούσεις, χρώματα και μνήμες από το παρελθόν. Ο καθαρμός σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υποσημειώνονται με βαρύ φορτίο λέξεων, αλλά με ισόποση, από τη μεριά της συγγραφέα, λιτότητα ύφους και προθέσεων.
Από τη δωρική έως την κινηματογραφική οπτική, η Φυτιλή μοιάζει πλέον περισσότερο ώριμη να διαχειριστεί το υλικό της και να δώσει πνοή στους ήρωές της. Η σχετικά πρόσφατη θητεία της στην ποίηση (με μια συλλογή στην οποία πνέει παρόμοιος άνεμος) δείχνει να της έδωσε τη δυνατότητα να αφαιρεί προσθέτοντας ό,τι πραγματικά χρειάζεται.
Από τα δώδεκα διηγήματα παρελαύνουν άνθρωποι της καθημερινότητας, της βιοπάλης, αλλοτινών καιρών, σε αθηναϊκό ή επαρχιακό περίγραμμα. Άνθρωποι που τους ξέρουμε και μας ξέρουν μόνο που τους βρίσκουν σε απομαγευτικές στιγμές ή σε άλλες που πρέπει να διαχειριστούν τα ζύγια της ζωής τους. Άρα, τους βρίσκουμε σε στιγμές κρίσιμες και καθοριστικές.

Από τα δώδεκα διηγήματα αυτό που ξεχωρίζει είναι το «Δίχτυ της Μνήμης», ίσως διότι μπορεί να λειτουργήσει και ως σενάριο σε ταινία μικρού μήκους. Έχει την απαραίτητη κινηματογραφική οπτική δημιουργώντας εικόνες με γκρο πλαν και περάσματα από χώρους και πρόσωπα. Από την άλλη, το πιο υποβλητικό, σπαραχτικά ανθρώπινο, είναι το διήγημα «Παρείσακτη» όπου ένα νέο κορίτσι παρακολουθεί το ερωτικό ξανασμίξιμο της γιαγιά της με τον εραστή της νεότητάς της. Ένας έρωτας που δεν βρήκε απάγκιο εμφανίζεται στην «Πισίνα» και η απουσία ολοκληρώνεται μέχρι τέλους. Ο «Αράπης» και τα «Σεντονάκια» φέρνουν μνήμες από άλλες εποχές και κινούνται μεταξύ νοσταλγίας, αλλά και πικρής ενθύμησης. Το «παράξενο καλοκαίρι» που έδωσε και τον τίτλο της συλλογής επικεντρώνεται στο διχασμό μιας κοπέλας όπου το τέλμα της καθημερινότητας διαχέεται μέσα στην αχαλίνωτη φαντασία. Στα «Σύρματα σιωπής», το ερωτικό παίγνιο είναι… καταδικασμένο να ακουστεί και όχι να σωματοποιηθεί. Διαμεσολαβητής είναι ένα τηλέφωνο, άρα και ο φόβος του κενού και της σιωπής – όπως και συμβαίνει. Το «βλέμμα» έχει την κυριολεκτική και μεταφορική έννοιά του για έναν άνθρωπο που δεν έχει ιδιότητες, όπως ο πρωταγωνιστής του συγκεκριμένου διηγήματος. Όλα συμβαίνουν μέσα από αυτά που καταγράφουν τα μάτια. «Στη χώρα των ματιών», όπως εύγλωττα αναφέρεται.
Υπάρχουν στιγμές μέσα στα διηγήματα όπου οι πιο σημαντικές δράσεις είναι όταν δεν γίνεται τίποτα. Αυτή η στατικότητα έχει ποιητική και υποβλητική εκφορά. Είναι το αποτέλεσμα μιας παραδοχής ή ίσως μια ήττας στα σημεία για τους ανθρώπους που βρίσκονται εν κενώ.

.

ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ
ΕΛΕΝΗ ΓΙΑΝΝΟΥΤΑΚΗ

vakxikon.gr 9/2012

Η Λίνα Φυτιλή γεννημένη στη Λάρισα, ζει και εργάζεται στον Αλμυρό Βόλου, ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Το 1997 δημοσιεύτηκε το πρώτο της βιβλίο, «Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας», από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το 2003 με 2004 εκδόθηκε η εργασία της «Η ευέλικτη ζώνης την πρωτοβάθμια εκπαίδευση», σε συνεργασία με εκπαιδευτικούς και μαθητές από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Περιφέρεια Βορείου Αιγίου). Το 2011 δημοσιεύεται το βιβλίο της «Τώρα είναι αργά», από τις εκδόσεις Απόπειρα. Η Λίνα Φυτιλή γράφει στην ηλεκτρονική εφημερίδα Press.gr και στο περιοδικό Ντουέντε.

Η Εύα, ο Κόκλας, ο Πέτρος και το σπίτι στην Αίγινα. Ένας θάνατος που τους τυλίγει με νήματα αναπόλησης, θλίψης, πίκρας, ενοχών.

Από την άλλη πλευρά, η Φρίντα, η Ρόη, η Ζωή, και η πανσιόν, σημείο αναφοράς των άλλοτε ξένοιαστων διακοπών. Σ’ αυτή την περίπτωση, η απόρριψη του πατέρα, έρχεται να επηρεάσει με διαφορετικό τρόπο τις τρεις ηρωίδες.

Ένα μυθιστόρημα με σπονδυλωτή πλοκή. Επίκεντρό του ο χαμός των δικών μας ανθρώπων ή και του εαυτού μας, είτε από φυσικά αίτια είτε από προσωπική επιλογή. Η γεύση του νοσταλγική, θα έλεγα που και που κάπως πικρή.

Και οι αλήθειες να παλεύουν να ξεμυτίσουν μα συσσωρευμένα μυστικά και λάθη να τις σπρώχνουν όλο και πιο βαθειά.

Δύο οικογένειες όμοιες μεταξύ τους, τόσο στα θετικά σημεία τους, όσο και σ’ αυτά που θα θέλανε να μείνουν στην αφάνεια.

Δύο οικογένειες που τελικά διαλύθηκαν ή μάλλον ήταν εξ αρχής χτισμένες σε σαθρά θεμέλια.

Και κάπου κάπου στο σκηνικό αυτό, να ακούγεται αχνά η φράση της μικρής Εύας, που αποτέλεσε τρόπον τινά το εξιλαστήριο θύμα για να βγει η αλήθεια στην επιφάνεια…

«Η αλήθεια είναι ένα κουβάρι που ξετυλίγεται αργά».

Ένα μυθιστόρημα που σίγουρα αγγίζει τον αναγνώστη, το “Τώρα είναι αργά». Οι οικογένειες στις οποίες αναφέρεται η Λίνα Φυτιλή, είναι αυτές στις οποίες ενδεχομένως ζούμε ή συναντάμε στις καθημερινές συναναστροφές μας.

Η Λίνα Φυτιλή μας κοινωνεί απλά πλην όμως ουσιαστικά και σε βάθος τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, περιγράφοντας σκηνικά της καθημερινότητάς τους, τα οποία και τα αποτυπώνουν πληρέστερα.

Το παρελθόν πάντα θα υπάρχει και θα επιστρέφει κυρίως σε αυτούς που το άφησαν πίσω τους ενοχικά.

Τώρα ίσως είναι όντως αργά για να διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος, σίγουρα όμως δεν είναι αργά για να φανερωθεί η αλήθεια.

.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

www.diavasame.gr Απρίλιος 2013

«Η αλήθεια είναι ένα κουβάρι που ξετυλίγεται αργά…»

Το θέμα που έχει απασχολήσει περισσότερο τους συγγραφείς –πέρα από τον έρωτα και την αγάπη–, είναι φυσικά ο άνθρωπος. Η ζωή του ατόμου, η ψυχοσύνθεσή του, οι ανάγκες και οι πράξεις του.

Στο βιβλίο της Λίνας Φυτιλή «Τώρα είναι αργά», συναντάμε πρόσωπα που με φόντο μια πανσιόν κατά την καλοκαιρινή ραστώνη, θυμούνται, νοσταλγούν, ελπίζουν. Ανθρώπινες σχέσεις που έχουν πάψει από καιρό να υφίστανται, επαφές που αγωνίζονται να διατηρήσουν την ισορροπία τους, ψυχές που κατατρύχονται από τις ενοχές και καταπραΰνονται από τη γλυκιά μελωδία των αναμνήσεων.

Το βιβλίο «Τώρα είναι αργά» είναι μια νουβέλα όπου τα πρόσωπα τελικά παίζουν τη μικρότερη σημασία. Και ο λόγος είναι προφανής: γιατί σίγουρα ο αναγνώστης θα βρει στις σελίδες του βιβλίου γεγονότα που θα επαφίενται τρόπον τινά στη δική του ζωή, θα βιώσει, μέσα από την ανάγνωση, συναισθήματα απείρως οικεία και γνωστά, θα ανταμώσει πράξεις και λόγια που κάπου, κάποτε και ο ίδιος έχει ξεστομίσει. Και από αυτήν την άποψη το έργο της Λίνας Φυτιλή είναι εξαιρετικά επιτυχημένο.

Στο καθαρά τεχνικό κομμάτι του κειμένου, η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, ενώ η δομή είναι χωρισμένη σε κεφάλαια ως προσήκει. Η γλώσσα της συγγραφέως είναι απλή, μεστή στο νόημα και ακριβής. Επίσης, πολύ θετικό στοιχείο του κειμένου είναι οι επιτυχημένες μεταφορές που χρησιμοποιεί η συγγραφέας, καθώς και η εξαιρετική απεικόνιση των σκηνών.

Όμως, όπως ανέφερα και πιο πάνω, η ουσιαστικότερη επιτυχία του βιβλίου είναι η εσωτερική πάλη του ανθρώπου με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις, μια κατάσταση καθ’ όλα ανθρώπινη που αποδίδεται με τρόπο αληθινό, συναισθηματικό, ανθρώπινο. Και το γεγονός ότι οι χαρακτήρες του έργου στοιχειοθετούνται μέσα από τις ίδιες τις πράξεις και τα γεγονότα της ζωής τους, ενισχύει την πειστικότητα και την αρτιότητα του κειμένου.

Καθ’ ότι η ανθρώπινη υπόσταση μέσα από τις ελπίδες, τα όνειρα, τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις πράξεις και τις ανάγκες, καταδεικνύεται και επαναπροσδιορίζεται διαρκώς σ’ ένα διάτρητο περιβάλλον, όπου έργα όπως το παρόν βιβλίο τής προσδίδουν τη ρεαλιστική μορφή της, αλλά και παρέχουν την ευκαιρία να την κοιτάξει ο καθένας κατάματα.

Ένα παιχνίδι αναμνήσεων, ένας αγώνας ανάμεσα στη νοσταλγία, τις ενοχές και το μέλλον, παρουσιάζονται εξαιρετικά στο βιβλίο της Λίνας Φυτιλή «Τώρα είναι αργά».

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Στην Καθημερινή, στον Ηλία Μαγκλίνη.

(5 Ιουνίου 2016) 500 λέξεις με τη Λίνα Φυτιλή

Ποια βιβλία έχετε αυτό τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;

Αυτό τον καιρό διαβάζω το μυθιστόρημα «Καρδιά τόσο άσπρη» του Javier Marias και το βιβλίο «Εξι Ευρωπαίοι ποιητές», σε μετάφραση του Αλέξανδρου Ισαρη.

Ποιος ήρωας/ηρωίδα λογοτεχνίας θα θέλατε να είστε και γιατί;

Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων του Λιούις Κάρολ για την αινιγματική της αθωότητα και τη ροπή της προς την περιπέτεια.

Με ποιον συγγραφέα θα θέλατε να δειπνήσετε;

Με τον Αντόνιο Ταμπούκι έχω την αίσθηση πως θα κάναμε καλή παρέα. Με τον Δημήτρη Πετσετίδη, παρά τη διαφορά ηλικίας μας, μου αρέσει πάντα να συζητάω μαζί του.

Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που σας έκανε να θυμώσετε;

Δεν θυμώνω με βιβλία. Αν κάποιο δεν μου αρέσει, το αφήνω στην άκρη.

Και το τελευταίο που σας συγκίνησε;

Με συγκίνησε το βιβλίο «Τρόποι να γυρίζεις σπίτι» του Alejandro Zamba από τις εκδόσεις Ικαρος. Επίσης τα διηγήματα του Θανάση Βαλτινού «Επείγουσα ανάγκη ελέου», που τα διάβασα αρκετές φορές.

Ποιο κλασικό βιβλίο δεν έχετε διαβάσει και ντρέπεστε γι’ αυτό;

Δεν κατάφερα να ολοκληρώσω το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ.

Τι είναι το «Παράξενο καλοκαίρι»; Βρίσκεται κάπου εκεί έξω ή μέσα μας;

Είναι η ανάγκη να δραπετεύεις από έναν σίγουρο κόσμο σε μια πιο υπεραισθητή εκδοχή του. Ο τρόπος να υπερβαίνεις μια αδυσώπητη καθημερινότητα. Ολα υπάρχουν μέσα μας και γύρω μας. Δεν χρειάζεται να επινοήσουμε μια δική μας μεταφυσική, αλλά να παρατηρήσουμε γύρω μας.

Σας ενδιαφέρει η σύντομη φόρμα στην πεζογραφία και ειδικά η διηγηματογραφία;

Με ενδιαφέρει πολύ το διήγημα, όπως και η ποίηση. Τα μικρότερης έκτασης μυθιστορήματα. Οι γρήγοροι ρυθμοί της ζωής, ο καταιγισμός των πληροφοριών, ο κόσμος που γίνεται ολοένα πιο αποσπασματικός, οδηγούν με τον καιρό σε αφηγήσεις πιο περιεκτικές και σύντομες.

Εχετε fb, twitter; Εάν ναι, εμποδίζουν ή εμπλουτίζουν το γράψιμο και το διάβασμα;

Εχω μόνο fb. Το χρησιμοποιώ με μέτρο. Είναι ένα χρήσιμο μέσο ενημέρωσης και επικοινωνίας, ιδίως όταν ζεις στην επαρχία. Φροντίζω, πάντως, να μη με αποσπά από τα ενδιαφέροντά μου.
Έντυπη

.

Συνέντευξη: Πηνελόπη Πετράκου

Culture Now: Στο εξώφυλλο του βιβλίου βλέπουμε το έργο «Μαρία» του Βασίλη Σελιμά. Πώς έγινε η επιλογή;

Λίνα Φυτιλή: Μου αρέσει πολύ η δουλειά του Βασίλη. Όταν είδα αυτό το έργο, ακαριαία σκέφτηκα ότι θα ήθελα να είναι το εξώφυλλο του νέου μου βιβλίου. Του το πρότεινα κι εκείνος δέχτηκε με χαρά.

C. N.: Στο διήγημα «Το δίχτυ της μνήμης» η Γλυκερία είναι δεμένη πάνω στις μνήμες της. Γινόμαστε πιο ισχυροί όσο δεν ξεχνάμε;

Λ. Φ.: Η μνήμη είναι ένα καταφύγιο, ακόμη κι όταν υπάρχουν βιώματα οδυνηρά. Δεν ξέρω αν γινόμαστε πιο δυνατοί, πάντως απ’ αυτά τα γεγονότα που δεν σ’ αφήνουν στην ησυχία σου, συνήθως κάτι καλό προκύπτει. Η λήθη κι η ομοιομορφία είναι που σκοτώνει.

C. N.: Απ’ τα διηγήματα προβάλλει μια θλίψη για τις κατά καιρούς απώλειες. Ποια απώλεια κοστίζει περισσότερο στους ήρωές σας;

Λ. Φ.: Καθετί που χάνεται έχει ένα τίμημα. Τα θρύμματα της παλιάς ευδαιμονίας, τα κομμάτια μιας άλλης ζωής κοστίζουν περισσότερο απ’ όλα. Η απώλεια της αθωότητας.

. NC.: Βρίσκετε τη μικρή φόρμα πιο συμβατή με την πένα σας;

Λ. Φ.: Αγαπώ πολύ τη μικρή φόρμα γιατί μπορεί να δίνει εύρος στην περιεκτικότητα, την αυτάρκεια και το ρυθμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μου αρέσουν τα μυθιστορήματα. Πάντως εκτός από κάποια ογκώδη κλασσικά έργα, ρέπω περισσότερο σε μικρότερης έκτασης βιβλία. Ίσως οι εξαντλητικοί ρυθμοί της ζωής μας, η αποσπασματικότητά της να μας οδηγούν με τον καιρό σε συντομότερες και περιεκτικότερες μορφές αφήγησης.

C. N.: Σε παλαιότερη συνέντευξή σας διαβάσαμε πως έχετε «μουσικές εμμονές». Στο Παράξενο Καλοκαίρι, τι μουσική ακούγατε;

Λ. Φ.: Στο συγκεκριμένο βιβλίο άκουγα πότε τον ήχο της θάλασσας από το ανοιχτό παράθυρο, πότε τους ήχους της πόλης. Μια ορχηστρική μουσική της φύσης. Υπήρχαν φορές που δεν άκουγα τίποτα, όταν έγραφα με κλειστά παράθυρα.

C. N.: Πόσο αρμονικά συνδυάζονται η εργασία σας κι η καθημερινότητά σας ως μητέρα με τη συγγραφή;

Λ. Φ.: Είναι ένας αγώνας δρόμου. Τα διαστήματα που γράφω ξυπνάω πάρα πολύ νωρίς, στις 5:30 το πρωί. Δουλεύω μέχρι τις 7:00 και μετά ετοιμάζομαι για το σχολείο. Φροντίζω ακόμη να εκμεταλλεύομαι κάθε στιγμή πολύτιμης ησυχίας. Πολλές φορές νιώθω σαν ζογκλέρ, είναι πραγματικά δύσκολο.

C. N.: Στην αρχή του διηγήματος «Παράξενο καλοκαίρι» σημειώνετε στίχους του Γιάννη Τζανετάκη. Πώς συνδέονται με το διήγημα;

Λ. Φ.: Οι στίχοι είναι: «Πως έγινε άξαφνα ο βίος βαθύς/ που βρήκε τοίχο/ σκάλες να κατέβει». Τους παραθέτω επειδή σκέφτηκα ότι ο έφηβος της ιστορίας που παρακολουθεί τις ζωές των άλλων κρυφά ή φαντάζεται πράγματα σε βαθμό υπερβολής, όπως αλλόκοτες πτήσεις αντικειμένων, νιώθει ξαφνικά ότι κατρακυλάει σε μια ζωή ξένη, σε έναν βίο που αναιρεί την τάξη του κόσμου, όπως τον ήξερε ως τότε. Κι ίσως αυτό να επιθυμεί κιόλας.

C. N.: Στην «Πισίνα», ο θυμός από τον ανεκπλήρωτο έρωτα δεν περνά. Στην «Παρείσακτη», ο απαγορευμένος έρωτας στοιχειώνει δυο βίους. Το πείσμα για την πραγμάτωσή του είναι ηρωισμός ή εγωισμός;

Λ. Φ.: Στις μέρες μας επικρατεί περισσότερο ο εγωισμός και χρειάζεται μια ηρωική αποφασιστικότητα για να αφεθείς σε ένα τόσο δυνατό συναίσθημα, η οποία συνήθως, λείπει από τους περισσότερους ανθρώπους.

C. N.: Αυτόν τον καιρό είστε σε διαδικασία γραφής ποιημάτων, πεζού ή απλώς διαβάζετε;

Λ. Φ.: Διαβάζω πάντα. Τους τελευταίους μήνες γράφω ποιήματα και διορθώνω ένα πεζό. Δεν έχω αποφασίσει όμως, τι θα ακολουθήσει.

1 σκέψη για το “ΛΙΝΑ ΦΥΤΙΛΗ”

  1. Παράθεση: ΛΙΝΑ ΦΥΤΙΛΗ | juliesplaceblog

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.