ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στην Κύπρο και σπούδασε Μαθηματικά στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διηγήματα, ποιήματα και άλλες εργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε ελλαδικά και κυπριακά περιοδικά. Έχει διοργανώσει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές. Υπήρξε μέλος της πνευματικής ομάδας που εξέδιδε το περιοδικό Ο κύκλος.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

ΠΟΙΗΣΗ

Καρπασία (χειρόγραφο ποίημα εκτός εμπορίου, 1984),
Διθαλάσσου (εκδόσεις Κάρβας 2012),
Πικρόλιθος, σημειώσεις σχεδίας (εκδόσεις Κάρβας 2014),
Ύδατα Υδάτων, δελτία θυέλλης (εκδόσεις Κάρβας 2016)

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Η Κόρη του Δραγουμάνου (εκδόσεις Μεταίχμιο 2003, τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο διηγήματος),
20 Διηγήματα (εκδόσεις Κάρβας 2014)
Φυσορρόος (Βακχικόν 2019)

.

.

ΦΥΣΟΡΡΟΟΣ (2019)

ΤΟΥ ΣΠΑΡΑΓΜΟΥ
ΤΟ ΒΕΝΕΤΟ ΞΩΠΟΡΤΙ

Το σπίτι μας βλέπει στη θάλασσα του νότου και ο ήλιος το βλέπει ώσπου να βασιλέψει. Ρίχνει τις χρυσές αχτίνες του και οι τρεις μεγάλες καμάρες μπροστά προβάλλονται στους κάτασπρους τοίχους σαν ουρανοί, έτσι όπως τους ζωγραφίζαμε παιδιά στο σχολείο.
Μια μικρή πορτούλα ενώνει τα δυο μεγάλα δωμάτια. Ένα τρίτο χρησιμοποιείται ως αποθήκη, μα καμιά φορά φιλοξενεί κανένα ετοιμόγεννο από τα ζωντανά του σπιτιού. Και τα δυο δωμάτια έχουν το δικό τους τζάκι, μα τα χειμωνιάτικα βράδια ανάβει μόνο αυτό που είναι στο δωμάτιο με τη μεγάλη καμάρα. Είναι στη νότια γωνιά, και στις δυο μεριές του είναι η σουβάντζα -διπλή στα δεξιά- και πάνω αραδιασμένα πολλά μπουκάλια, άλλα κοντόχοντρα και άλλα με μακρύ λαιμό. Είναι ακόμα οι φίζες με τα γλυκά του κουταλιού κι η λάμπα του πετρελαίου. Όταν δυναμώνει η φωτιά στο τζάκι, δημιουργούνται
στον τοίχο παράξενα χρώματα και σχήματα. Τρομεροί δράκοι ξεφυτρώνουν ανάμεσα από τα πολύχρωμα μπουκάλια, και μάγισσες ή όμορφες βασιλοπούλες και άλογα, ανάλογα με το παραμύθι της γιαγιάς ή της γριάς γειτόνισσας. Πότε πότε μένουμε σιωπηλοί και ακούμε τις δικές τους κουβέντες. Μιλούν
για την Ελένη την προσφυγούλα. Η μικρή μου αδελφή επαναλαμβάνει τη λέξη «προσφυγούλα» και με κοιτάζει με απορία. Είναι ένα αληθινό παραμύθι γιατί ο πατέρας μιλά αργά, με σοβαρότητα.
Αυτός ο ήχος που βγαίνει καθώς οι μεγάλοι αφαιρούν το βαμβάκι και τα καρύδια χτυπούν μεταξύ τους, άλλες φορές γίνεται ποδοβολητό αλόγων κι άλλες φορές φωτιά που καίει τα πάντα. Ύστερα έρχονται άλλες κι άλλες ιστορίες. Ο Μεγαλέξανδρος καβάλα στον Βουκεφάλα του πολεμά πολυάριθμους ανθρώπους με πολύχρωμες στολές ή ακόμα, ένα μικρό γαϊδουράκι που κουνάει τ’ αυτιά του -η σκιά των χεριών του παππού.
Κι άλλες ιστορίες… κι άλλες ιστορίες.
Κι ύστερα η μουσική της νυχτερινής βροχής που κάθε τόσο δυναμώνει. Κάτι από τη μαγεία της φέρνει ο πατέρας, απλωμένη στα χοντρά κλαδιά που βάζει στη φωτιά. Όλα αυτό όμως, δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των βλεφάρων μας. Οι μάγισσες κι οι δράκοι, οι όμορφες βασιλοπούλες και τα άλογα επιστρέφουν και χάνονται μέσα στα πολύχρωμα μπουκάλια και στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού.
Το πρωί πάλι, καθώς η μάνα σταυροκοπιέται δοξολογώντας τον Θεό -κλακ το μαντάλι- γεμίζει το σπίτι φως. Οι πόρτες ανοίγουν διάπλατα και βγαίνω στο μικρό περιβόλι, κάθομαι κάτω από τη ροζιασμένη ελιά ή σκαρφαλώνω στα ψηλά κυπαρίσσια της αυλής.

Πώς τ’ αγαπώ, κι όλο να μπω ο’ αυτό ονειρεύομαι

Παίρνω το μικρό δρομάκι τέλος κι απομακρύνομαι προς τις ροδιές. Εδώ είναι το ξωπόρτι. Το βένετο ξωπόρτι. Έγινε με πολύ μεράκι από τον πατέρα, για να φυλάγει το σπίτι από κάθε ξένη επιβουλή. Κανένας δεν μπορεί να το περάσει. Ούτε ο βούβαλος του θείου Πιερή με τα φοβερά κέρατα, όταν αφηνιάζει. Κανένας!
Εδώ σταμάτησε το μεγάλο φορτηγό. Κάποιος είπε να το χαλάσουμε για να περάσει το φορτηγό, μα ο πατέρας δεν είπε τίποτα, παρά μόνο άρχισε να κουβαλά τα πράγματά μας σκυφτός και να τα φορτώνει για το ταξίδι.

Πώς τ’ αγαπώ
Κι όλο να μπω σ’ αυτό ονειρεύομαι.
Μ’ αλίμονο φωτιά θα τ’ αφανίσει
Σπίτι μαζί και λούλουδα και δέντρα και κλαδιά
Όταν σε λίγο η μάνα μου
Με θρήνο το χώμα θα φιλήσει
Κι ο γέροντας πατέρας μου
Παντοτινά θα κλείσει.

Εδώ σταμάτησε το μεγάλο φορτηγό. Εδώ γονάτισε κι άφησε τα δάκρυά της η μάνα μου. Εδώ γονάτισε ο πατέρας και φίλησε τη γη του. Εδώ γονατίσαμε όλοι μας πριν πάρουμε τον δρόμο της προσφυγιάς. Μπροστά στο Βένετο Ξωπόρτι.

Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Η ζωή συνεχίζεται, ο κόσμος χαίρεται όπως σήμερα κι εγώ να γυρνάω στο παρελθόν, να χτυπάω το πόδι κάτω και να νομίζω ότι η γη υποχωρεί, οι θαμπές εικόνες ξεκαθαρίζουν, αλλά τώρα κάνω πως δεν καταλαβαίνω, δεν με ενδιαφέρει γιατί… …
η ζωή συνεχίζεται, ο κόσμος χαίρεται και γελά, όπως
σήμερα, που πλημμυρίζει από συγκίνηση, μπροστά οι μάνες κι οι πατεράδες να καμαρώνουν τους λεβέντες τους κι εγώ να γυρνάω στο παρελθόν, με τον πράσινο μπερέ, τριάντα μία μοίρα καταδρομών, λεβέντης, γερός, δυνατός, να χτυπάω το πόδι κάτω και να νομίζω ότι η γη υποχωρεί, να μην το πιστεύω ότι κρύβω μέσα μου τόση δύναμη, τόση ζωή, και τώρα να κάνω πως δεν καταλαβαίνω όταν στην παραλία, περνούν από μπροστά μου και με κοιτούν, χάνουν τον βηματισμό τους αλλά γρήγορα συνέρχονται, δεν με ενδιαφέρει όμως, γιατί…
…η ζωή συνεχίζεται, δεν σταματάει ποτέ, ο κόσμος χαίρεται και γελά, όπως σήμερα στην παρέλαση, και πλημμυρίζει από συγκίνηση βλέποντας τα στρατευμένα νιάτα που παρελαύνουν, μπροστά οι μάνες και οι πατεράδες να καμαρώνουν τους λεβέντες τους, έχοντας τα μικρά καβάλα στον σβέρκο ν’ ανεμίζουν μια σημαιούλα κι εγώ να θυμάμαι τον εαυτό μου πολλά χρόνια πριν, με το πράσινο μπερέ, τριάντα μία μοίρα καταδρομών, να χτυπάω το πόδι κάτω και να νομίζω ότι η γη υποχωρεί, να πιστεύω ότι με μια γροθιά ρίχνω τον τοίχο απέναντι, ή όταν με το πρώτο φως «από τη μέση και άνω αποθέσατε» το σώμα να παίρνει το ρόδινο, σχεδόν κόκκινο χρώμα της ανατολής, και τα χέρια των κοριτσιών να τρέμουν και να ιδρώνουν ελαφρά καθώς ψηλαφώντας ανακαλύπτουν αυτό το σώμα, με κοιτάζουν με μισόκλειστα μάτια,
χάνονται στα δικά μου, τρελαίνονται, τρέμουν και ιδρώνουν που αγγίζουν για πρώτη τους φορά αυτό το σώμα και να μην το πιστεύω ότι κρύβω μέσα μου τόση ζωή, κι εγώ τώρα να κάνω πως δεν καταλαβαίνω όταν στην παραλία, περνούν από μπροστά μου και με κοιτούν όταν μπαίνω στη θάλασσα και βέβαια, με κοιτούν παράξενα, καθώς ξαφνικά το σώμα μου παρεμβάλλεται στο οπτικό τους πεδίο, χάνουν τον βηματισμό τους αλλά γρήγορα συνέρχονται, μαντεύω τη σκέψη τους και γνωρίζω σε πόσα δευτερόλεπτα θα γυρίσουν να με ξανακοιτάξουν, αλλά δεν με ενδιαφέρει, αυτό έγραφε για μένα, κι αν μου δοθεί η ευκαιρία να ξανανέβω εκεί απέναντι, θα το κάνω, γιατί αξίζει τον κόπο, γιατί…
…η ζωή συνεχίζεται, δεν σταματάει ποτέ, ο κόσμος χαίρεται και γελά και καλά κάνει, όπως σήμερα στην παρέλαση, και πλημμυρίζει από συγκίνηση βλέποντας τα στρατευμένα νιάτα που παρελαύνουν, μπροστά οι μάνες κι οι πατεράδες να ρίχνουν αχόρταγες ματιές καμαρώνοντας τους λεβέντες τους που περνούν σε άψογο βηματισμό και με βλέμμα που καρφώνει το μέλλον και
δείχνουν, χειρονομούν, σχεδόν φωνάζουν στην προσπάθεια τους να πληροφορήσουν τα άλλα μέλη της οικογένειας «να τος, να τος ο λεβέντης μας», «τρίτη γραμμή», έχοντας και τους μικρούς καβάλα στον σβέρκο ν’ ανεμίζουν τη σημαιούλα τους, και ξαφνικά η φωνή τους να πνίγεται από τον εκκωφαντικό θόρυβο των αεροπλάνων και των τανκς, που σκορπούν ρίγη απέραντης εθνικής συγκίνησης, κι ακόμα οι κοπελιές πιο πίσω στο πεζοδρόμιο καθώς προχωρούν παράλληλα για να μη χάσουν ούτε στιγμή τον καλό τους -να έχουν αυτοί μετά να τους απαντούν «σ’ έβλεπα κι εγώ με
την άκρη του ματιού μου»- κι εγώ πίσω, με τον πράσινο μπερέ και το κασκόλ, τριάντα μία μοίρα καταδρομών, γερός και δυνατός να χτυπάω το πόδι κάτω και να νομίζω ότι υποχωρεί η γη -παρασύρομαι και πάω να κάνω το ίδιο και τώρα, μα την τελευταία σπγμή…
θυμάμαι… ότι μου λείπει το δεξί μου πόδι ή όταν… με το πρώτο φως, «από τη μέση και άνω αποθέσατε», το σώμα να παίρνει το ρόδινο σχεδόν κόκκινο χρώμα του πρωινού και να μην το πιστεύω ότι κρύβω μέσα μου τόση ζωή, ποιος να πιστέψει ότι θα ’ρχόταν στιγμή αυτό το σώμα να γίνει μαύρο σαν το κάρβουνο και τα μάτια μου να έχουν για πάντα γουρλώσει και να μην μπορούν να πάρουν ούτε την έκφραση της χαράς ούτε της λύπης, ορθάνοιχτα συνεχώς, ανέκφραστα, να μην μπορούν να μεταφέρουν στον συνομιλητή
μου τι ακριβώς αισθάνομαι τη δεδομένη στιγμή, κι αυτός να κοιτάζει διακριτικό αλλού μην αντέχοντας να βλέπει το παραμορφωμένο μου πρόσωπο -ξέρετε οι βόμβες ναπάλμ δεν επιλέγουν, δεν κάνουν χάρες, τυλίγουν τη γη, τυλίγουν τα δέντρα, τυλίγουν τα βράχια, τυλίγουν τα ζώα, τυλίγουν τα πουλιά, τυλίγουν τα σώματά μας και τα καίνε όπως έκαψαν και το δικό μου- και αυτό κάνει τον συνομιλητή μου να γυρίζει διακριτικά το πρόσωπό του αλλού,
αλλά εγώ το καταλαβαίνω και δεν δίνω σημασία, εννοώ κάνω πως δεν καταλαβαίνω, όπως κάνω πως δεν καταλαβαίνω και στην παραλία, όταν περνούν από μπροστά μου και με κοιτούν την ώρα που σέρνομαι για να μπω στη θάλασσα, και με κοιτούν όπως θα κοιτούσαν ένα εξωγήινο πλάσμα, έτσι που βλέπουν ξαφνικά το σώμα μου με ένα μόνο πόδι και μετά το παράξενο πρόσωπό μου, χάνουν τον βηματισμό τους αλλά γρήγορα συνέρχονται και κάνουν ότι δεν είδαν τίποτε, αλλά εγώ μαντεύω τη σκέψη τους και γνωρίζω
σε πόσα δευτερόλεπτα θα γυρίσουν να με ξανακοιτάξουν, δεν με
ενδιαφέρει όμως, γιατί εγώ ξέρω ότι δεν έχω γεννηθεί έτσι, το πόδι
μου δεν το έχασα από καμιά βλακεία μου ή σε κανένα δυστύχημα, και το πρόσωπό μου δεν έχασε την ωραία του μορφή τυχαία, αλλά εκεί, απέναντι, στον Πενταδάκτυλο, στο ύψωμα τριακόσια δύο, που το είχαμε καταλάβει τρεις φορές αλλά δεν μπορέσαμε να το κρατήσουμε γιατί όλα ήταν διαλυμένα και ποτέ δεν έφθασαν οι δικές μας δυνάμεις, δεν ήρθε η βοήθεια που περιμέναμε, δεν ήρθαν τα δικά μας αεροπλάνα παρά μόνο τα εχθρικά, που ξερνούσαν φωτιά, θειάφι και πίσσα και μας καίγανε και το πώς γλίτωσα δεν
μπορώ να το ξέρω κι ούτε που κατάλαβα πώς γλίτωσα, ήμουνα τυχερός φαίνεται, ή είχα ψυχή, ή κουβαλούσα πολλές ευχές, αλλά δεν έχω παράπονο από κανέναν, ας είναι καλά αυτοί που με βοήθησαν και μου έδωσαν εργασία, αν και στην αρχή δυσκολεύτηκα, γιατί ποιος είναι αυτός που θέλει να κολλήσει προβλήματα στη δουλειά του, είχα αρχίσει μάλιστα να πίνω, προσπαθούσα να ξεχάσω, προσπαθούσα ν’ απαλύνω τον πόνο μου ρίχνοντάς το στο πιοτό -είχα μια σοβαρή δικαιολογία- και είναι αλήθεια πως ένιωθα ένα ξαλάφρωμα και γαλήνη όταν έπινα, αλλά γρήγορα αυτό μου έφερε άλλα προβλήματα, κοντά στα τόσα που είχα, καλύτερα να μην τα θυμάμαι, εγχειρήσεις η μια μετά την άλλη, πόνοι αφόρητοι και ξενύχτια για μέρες, για εβδομάδες, για χρόνια, παραμιλούσα στον ύπνο μου και φώναζα, κι όταν ξυπνούσα, έσφιγγα τα δόντια να μην ουρλιάζω από τους πόνους, ακόμα δεν ήξερα και πώς να συμπεριφερθώ στα μικρά, δεν ήθελα να έχουν έναν πατέρα
ανάπηρο -πώς μπορούσε ένα τέρας όπως ήμουνα να αγκαλιάζει ένα τρυφερό βλαστάρι- και τα κρύβαμε όλα, με προφάσεις δεν εμφανιζόμουν ούτε στο σχολείο τους, για να μην υπάρχει περίπτωση σύγκρισης και πληγωθούν, γιατί τα παιδιά είναι ευαίσθητα και θέλουν να έχουν την πιο γλυκιά μανούλα, τον πιο λεβέντη πατέρα και πληγώνονται όταν κάτι πάει στραβά, και έτσι προσπαθούσα να κρύψω όσο μου ήταν δυνατό την αναπηρία μου μέχρι που μπόρεσα και έβαλα αυτό το ξένο πόδι και διόρθωσα λίγο το πρόσωπό μου με πλαστικές εγχειρήσεις που κράτησαν χρόνια, αλλά δεν πειράζει, χαλάλι, αυτό έγραφε για μένα, αυτό ήταν το χρέος μου, κι αν μου δοθεί η ευκαιρία, θα ξανανέβω εκεί απέναντι, θα το κάνω γιατί αξίζει τον κόπο, γιατί εκεί είναι η άλλη μου μισή ζωή που τη δικαιούμαι, γιατί εκεί είναι η άλλη σας μισή ζωή που τη δικαιούστε, και μακάρι χίλιες φορές να γίνει χωρίς πόλεμο, γιατί…
…η ζωή συνεχίζεται, και είναι ωραία!

Ο ΘΑΛΑΜΟΣ

Μου αρέσει να ξαπλώνω στο πάνω κρεβάτι, γιατί από τη θέση αυτή μπορώ να βλέπω τους δύο λόφους μέσα από το μικρό παράθυρο. Είναι ώρα ανάπαυσης, μα κανένας από τους υπόλοιπους δεν είναι στον θάλαμο. Άλλοι παίζουν ποδόσφαιρο, άλλοι είναι σκοποί κι άλλοι κουβεντιάζουν στο Κέντρο Ψυχαγωγίας της Μονάδας.
Το μικρό παράθυρο απέναντι μου είναι μπλε βαθύ. Σε πολλά όμως σημεία το στρώμα της μπογιάς είναι ξεφλουδισμένο και αν το προσέξει κανένας καλύτερα, εκεί που πέφτει πολύ φως, δημιουργεί πράσινες ανταύγειες. Όταν τα τζαμόφυλλα είναι κλειστό -φυλλαράκια δεν έχει-, τότε χωρίζεται σε τέσσερα ίσα μέρη. Σε τέσσερα τετράγωνα. Στο πάνω δεξιά τετράγωνο δεν υπάρχει τζάμι, και τον χειμώνα το κλείνουμε μ’ ένα χαρτόνι. Μέσα από τα δυο κάτω τετράγωνα φαίνονται δυο γυμνοί κατάξεροι λόφοι. Ένας σε κάθε τετράγωνο. Τελευταία φύτεψαν πολλά δεντράκια για να δημιουργηθεί πράσινο.
Θα χρειαστούν πολλά χρόνια όμως. Εμείς δεν θα βρισκόμαστε εδώ. Παρά την προσπάθειά μου, δεν μπορώ να διακρίνω ούτε ένα πράσινο δεντράκι ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι για την ώρα. Η μοναδική ζωντανή ύπαρξη στους λόφους είναι μια μικρή αμυγδαλίτσα δίπλα ακριβώς από το φυλάκιο. Ξεγελάστηκε και πέταξε τους ανθούς της στις δώδεκα του Δεκέμβρη. Σκαρώνω κάποιους στίχους για τη μικρή μου αμυγδαλιά:

Ο άνεμος στριφογυρνούσε μανιασμένα
Μέσα στους κλώνους της μικρής αμυγδαλιάς
Και τους λευκούς ανθούς σκορπούσε
Στα τέσσερα σημεία καταχνιά!

Μολύβι ο ουρανός περνούσε
Χιλιάδες τ ’άνθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι όλο χαμήλωνε
Και αυτά ποθούσαν
Τη θέση τους να πάρουνε επάνω στα κλαδιά.

Ο άνεμος φυσούσε. Έπιασε μπάρα
Και σαν τα δάκρυα οι στάλες της βροχής
Πάνω στο σώμα της αμυγδαλιάς κυλούσαν
Και φτάναν στα ριζά για να γεμίσουν
Σκαμμένο και με νούμερο αναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.

Στο πάνω αριστερά τετράγωνο του παραθύρου προβάλλονται δυο σημαίες. Η μια είναι γαλανόλευκη και η άλλη λευκή με δυο κλωνάρια δάφνης στο κέντρο. Δυσκολεύομαι ν’ αναγνωρίσω το σχεδίασμα στο κέντρο της. Έχασε το λευκό της χρώμα, και στο πάνω μέρος της έχουν ρίξει κόκκινη μπογιά. «Από απροσεξία» μας είπαν. Εγώ όμως γνωρίζω πως δεν είναι από απροσεξία. Αυτοί που έριξαν την μπογιά γνώριζαν πολύ καλά τι έκαναν. Ήθελαν να τη λερώσουν και το κατάφεραν ανεπανόρθωτα νομίζω. Καθόμαστε τώρα και ξύνουμε το ξηραμένο χρώμα, προσπαθώντας να μην κάνουμε ζημιά στο
πανί. Ώρες-ώρες μου φαίνεται πως ξύνω αποξηραμένο αίμα.
Η καθεμιά από τις δυο σημαίες είναι στερεωμένη σε ξεχωριστό σχοινί, έτσι που οι άκρες των δυο σχοινιών να φτάνουν σ’ ένα μικρό κοντάρι, που είναι στερεωμένο κάθετα σ’ ένα άλλο πιο μακρύ. Οι κάτω άκρες των σχοινιών είναι δεμένες στο κάτω μέρος του μεγάλου κονταριού. Γύρω από τη βάση είναι φυτεμένα λουλούδια που περικλείονται μ’ ένα τοιχάκι, νομίζω δυο πόδια ύψος, γιατί από τη θέση που είμαι δεν μπορώ να διακρίνω. Το μόνο που βλέπω είναι οι σημαίες.
Όταν φυσά βοριάς, η σημαία με τα κύματα φαίνεται ολόκληρη μέσα στο πάνω αριστερά τετράγωνο και την ίδια στιγμή καλύπτει ένα μέρος από την άλλη σημαία, που φαίνεται στο τετράγωνο δίπλα, ενώ όταν φυσά νοτιάς, φαίνεται η λευκή σημαία, με το κίτρινο σχεδίασμα στο κέντρο, ενώ η άλλη δείχνει μόνο μια κάθετη λωρίδα: γαλάζιο-λευκό-γαλάζιο-κύμα, γαλάζιο-λευκό-γαλάζιο-κύμα. Όταν κλείσω το δεξί μου μάτι η λωρίδα εξαφανίζεται, όταν το ανοίξω εμφανίζεται. Ανοιγοκλείνω μερικές φορές το δεξί και αριστερό μου μάτι. Εμφανίζεται, εξαφανίζεται, εμφανίζεται εξαφανίζεται. Όταν κλείσω και τα δυο μου μάτια, δεν βλέπω τίποτα. Αναρωτιέμαι μονάχα για ποιον λόγο βρίσκομαι σ’ αυτόν εδώ τον μικρό και άθλιο θάλαμο.
Πάνω ακριβώς από το παράθυρο, βρίσκεται η φωτογραφία του Ήρωα. Η κορνίζα είναι από φτηνό ξύλο πεύκου, με πολλούς ρόζους. Ο τοίχος πάνω στον οποίο είναι στερεωμένη είναι κίτρινος φάβα, αλλά μόνο ως το πάνω άκρο της κορνίζας, γιατί απ’ εκεί και πέρα αρχίζουν τα τούβλα. Μετρώ την πρώτη σειρά. Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Τα χάνω στο έβδομο. Ξαναμετρώ προεκτείνοντας το δεξί μου χέρι για οδηγό. Μετρώ τη δεύτερη σειρά και βρίσκω πως έχει ένα τούβλο λιγότερο από την πρώτη σειρά. Αυτό είναι φυσικό, γιατί το πρώτο τούβλο της δεύτερης σειράς κάθεται στο μισό πρώτο και στο μισό δεύτερο της πρώτης σειράς. Η Τρίτη πάλι σειρά έχει ένα λιγότερο από τη δεύτερη και η τελευταία μόνο δύο. Είναι πάνω σ’ αυτά που κάθεται μια μεγάλη δοκός, πάλι από πεύκο νομίζω, γιατί το μεγαλύτερο μέρος της είναι πασαλειμμένο με κατράμι, ίσως για να διατηρείται στον χρόνο. Πάνω
στη δοκό αυτή, είναι στερεωμένα κάθετα πολλά δοκάρια, και πάνω σ’ αυτά είναι καρφωμένοι οι τσίγκοι. Είναι πολύ εκνευριστικό, αργά το βράδυ, ν’ ακούς αυτά τα τσακ-τσακ, όταν οι τσίγκοι αρχίζουν πια να κρυώνουν και να συστέλλονται. Περιμένεις πότε θ’ ακούσεις το τελευταίο τσακ για να κοιμηθείς επιτέλους. Ποτέ δεν ξέρεις ποιο είναι το τελευταίο λυτρωτικό
τσακ και στριφογυρίζεις και στριφογυρίζεις και δεν ησυχάζεις.
Αυτήν την ώρα δεν φυσά. Πάντως όταν φυσά από τη θάλασσα, βλέπω καλύτερα τη σημαία με τα κύματα, όταν φυσά από το δάσος, βλέπω τη σημαία με τα κλωνάρια της δάφνης. Όταν φυσά Κάρβας, τότε οι σημαίες κυματίζουν προς το μέρος μου, ξεκαθαρίζει το παράθυρο και τότε μπορώ να δω μακριά,
πέρα από τους λόφους -και με κλειστά μάτια ακόμα- και να συνειδητοποιώ για ποιον λόγο βρίσκομαι σ’ αυτόν τον άθλιο θάλαμο με το μικρό παραθυράκι.

ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
Η ΕΛΒΙΡΑ

Το εργαστήρι ή μαγαζί, όπως το έλεγε ο μάστρος, ήταν ένα από τα μεγάλα δωμάτια του σπιτιού. Στο κέντρο του ήταν ένας μεγάλος πάγκος, που είχε στην άκρη μόνιμα στερεωμένη μια μέγγενη, στην οποία στερέωνε τα ξύλα που επεξεργαζόταν. Στο δεξί του αυτί πάντα είχε ένα μολύβι, που κάθε τόσο
το έξυνε στην κοφτερή λεπίδα του ροκανιού, αφού πρώτα το αναποδογύριζε στο αριστερό του χέρι. Μόνιμο επίσης, ήταν και το μελωδικό σφύριγμα που έβγαινε κάθε τόσο από μια μικρή ανεπαίσθητη τρυπίτσα στο αριστερό του χείλος, καθώς το σούφρωνε ελαφρά χωρίς να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια.
Έκανα κι εγώ πολλές προσπάθειες για να σφυρίξω, μα από τα χείλη μου έβγαινε μόνο αέρας. Τον ρωτούσα απεγνωσμένα «πότε θα μάθω να σφυρίζω;»
Αυτός μου έλεγε: «Για να σφυρίξεις, πρέπει να εμπιστευτείς πρώτα απ’ όλα τις ικανότητες του λάρυγγα και της γλώσσας σου- πρέπει να πιστέψεις ότι μπορείς να σφυρίξεις, να κλείνεις τα μάτια και να βγάζεις το σφύριγμα μέσα από τα βάθη της καρδιάς σου». Τα πάντα για τον μάστρο ήταν θέμα
εμπιστοσύνης. Τα ίδια έλεγε και για το ποδήλατο.
Είχε μια απίστευτη ικανότητα να αντιλαμβάνεται την ουσία των πραγμάτων και να τη μεταδίδει, και η σοφή σκέψη του τελικά με βοήθησε να μάθω να σφυρίζω. Στην αρχή δεν μπορούσα. Όλες μου οι προσπάθειες πήγαιναν χαμένες. Από τα χείλη μου εξακολουθούσε να βγαίνει μόνο αέρας· αέρας… κοπανιστός.
Ένα απόγευμα, κάποια στιγμή, πρόσεξα την Ελβίρα που ερχόταν να παίξει με πς αδελφές μου. Αυτό το κορίτσι υπέφερε πολύ από μένα, γιατί, όταν ήμουν μικρότερος, πάντα της τραβούσα τα μαλλιά και κάθε μέρα πήγαινε στο σπίτι της με κλάματα. Έτσι έλεγε αυτή, ενώ εγώ υποστήριζα ότι απλώς μου άρεσε να βάζω το χέρι μου στα μαλλιά της, που ήταν ξανθά σαν χρυσάφι και μου έκαναν εντύπωση. Η μάνα μου, που πάντα με υποστήριζε, έλεγε ότι ο λόγος που της τραβούσα τα μαλλιά ήταν επειδή την αγαπούσα.
Πλησίασε πολύ διατακτικά και μόλις ήρθε αρκετά κοντά μου, φούσκωσα τα στήθια και της είπα: «Θέλεις να σου σφυρίξω ένα τραγούδι;» Με κοίταξε επιφυλακτικά, με φόβο και απορία, μα ύστερα έγνεψε με το κεφάλι «ναι». Τι ήθελα κι εγώ να το πω αυτό.
Την κοίταξα παγωμένος. Τι ήθελα να το πω, αφού δεν ήξερα να σφυρίζω. Τι προσβολή θα ήταν αν δεν τα κατάφερνα. Κόρδωσα όμως σαν γάλος και για πρώτη μου φορά σφύριξα. Ο αέρας, ξεκινώντας από μέσα μου βαθιά, βγήκε από τα χείλη μου μελωδικός!
Την κοίταξα με έκπληξη στα μάτια, ευχαριστημένος από την απροσδόκητη εξέλιξη. Με κοιτούσε κι αυτή χωρίς φόβο τώρα, ενώ στα χείλη της φάνηκε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Δεν το πίστευα. Τα είχα καταφέρει! Μπόρεσα να σφυρίξω και δεν έχασα καιρό, τώρα που το σίδερο έβραζε, ξεκίνησα έναν άλλο σφυριχτικό σκοπό, μα αυτήν τη φορά το σφύριγμα βγήκε ακόμα καλύτερα και με μεγαλύτερη ευκολία. Άρχισα τότε να χοροπηδώ γύρω από την Ελβίρα.
Η απότομη αυτή κίνησή μου έκανε τον τρόμο να επανέλθει στα απορημένα της μάτια και καθώς έβαζα τα χέρια μου γύρω απ’ τα μαλλιά της, αυτή νόμισε πως θα της τα τραβούσα. Εγώ όμως δεν της τράβηξα τα μαλλιά, έκανα κάτι άλλο. Της έσκασα ένα φιλί στο μάγουλο, κι ενώ αυτή το έβαζε στα πόδια τρομαγμένη για το σπίτι της, εγώ έτριβα το δικό μου μάγουλο, γιατί τα
μαλλιά της που το άγγιξαν με γαργάλισαν και μου άρεσε.

ΤΟ ΣΓΑΡΤΙΛΑΚΙ ΓΥΡΙΣΕ

Εξαφανίστηκες τρεις ολόκληρες μέρες! Άκουγα όμως το κλάμα σου. Τριγυρνούσες άσκοπα εδώ κι εκεί και δεν μπορούσες να ησυχάσεις. Δεν μπορούσες να το πιστέψεις. Ξέρω, λυπήθηκες πολύ για τον μάστρο. Όλοι λυπηθήκαμε. Όλοι μας όμως σ’ αυτήν τη ζωή, έχουμε ένα τέλος που κάποτε έρχεται. Κάποτε θα έρθει και το δικό μου τέλος, κάποτε θα έρθει και το δικό σου. Έτσι είναι: αυτό που αρχίζει σε κάποια στιγμή, κάποια στιγμή θα τελειώσει.
Δεν έχει σημασία το «πόσο» θα ζήσουμε. Σημασία έχει το «πώς» θα ζήσουμε. Κι ο μαστρο-Μιχάλης έζησε τη ζωή του ατενίζοντας τον ήλιο με μάτι αετίσιο. Δεν φοβήθηκε τίποτε. Κι όταν οι Άγγλοι τον χτυπούσαν, για να εξαναγκαστεί να υποστείλει τη σημαία του από το σπίτι μας, αυτός τους απαντούσε στη γλώσσα τους ότι δεν θα το έκανε ποτέ όσο και να τον χτυπούσαν. Κι όταν ύστερα από χρόνια οι Τούρκοι τον βασάνιζαν με τρόπο εξοντωτικό για να πάρουν πληροφορίες, αυτός μέσα του έφτιαχνε στίχους για να μπορεί να στέκεται όρθιος. Κι όταν τέλος, αυτός ο ίδιος ο Χάρος θέλησε να του πάρει την ψυχή, δεν την παρέδωσε. Πάλεψε. Έξι ολόκληρους μήνες.
Είχε καταλάβει πολύ νωρίς, όταν δυο χρονών παιδάκι έχασε τον δικό του πατέρα, πως η ζωή του δεν θα ήταν εύκολη.
Εσένα σε βρήκε κάτω από το πιο όμορφο δέντρο της αυλής, τη μαυρομάτα, χωρίς να έχεις ούτε ένα πούπουλο στο σωματάκι σου. Ούτε ένα τόσο δα μικρό φτεράκι. Ήταν ένα πρωινό και κρύωνες πολύ. Φαίνεται ότι στη μικρή ζωή σου είδε τον εαυτό του. Δεν θυμάσαι τίποτε. Μια σταλιά ήσουνα. Τι να καταλάβεις! Με ξύπνησε και, όταν πλησίασα, σ’ έβαλε στα παιδικά μου χέρια.
«Κράτησέ το ζεστό», μου είπε, «μέχρι να ετοιμάσω μια φωλιά κι ένα κλουβί».
Η καρδούλα σου χτυπούσε δυνατά κι ακουγόταν η επίμονη μονότονη λεπτή φωνούλα σου. Σε κρατούσα ζεστό με την ανάσα μου. Τι αίσθηση! Μια σταλιά ζωής. Έτρεμα κι εγώ μη σταματήσει αυτή η καρδούλα. Μα όσο μικροσκοπικό κι αν ήσουνα, είχες και συ τον παλμό σου που τον ένιωθα στη χούφτα μου, μεταδιδόταν στο σώμα μου και ταυτίστηκα τελικά στον δικό σου ρυθμό.
Όταν τελείωσε η φωλιά με το απαλό βαμβάκι και τα πούπουλα, σε βάλαμε στο κλουβί, μα εσύ δεν ησύχαζες και για μένα άρχιζε μια άλλη λαχτάρα: από μακριά σε παρακολουθούσα, στο πιο ψηλό κλωνάρι που σε είχα βάλει με πολλή αγωνία, αν θα έρθει η μανούλα σου.
Οι ώρες περνούσαν δύσκολα. Στο τέλος ήρθε. Τρελάθηκε απ’ τη χαρά της όταν σε είδε και ήσουνα ζωντανό. Φτεροκόπησε γύρω από το κλουβί, κελάηδησε το πιο όμορφο τραγούδι της κι ύστερα σε τάισε και σε πότισε. Αυτό πια γινόταν κάθε μέρα. Κι εσύ μεγάλωνες, απέκτησες φτερό κι άρχισες να φτεροκοπάς μέσα στη φυλακή σου. Πόσες ώρες περνούσαμε μαζί εκεί ψηλά. Εσύ στο κλουβί σου κι εγώ στην πλατφόρμα μου. Εσύ το τραγούδι σου κι εγώ τα «κλασικά εικονογραφημένα» μου. Πόσες μέρες· πόσα χρόνια. Ούτε κι εγώ θυμάμαι τώρα.
Σε κάποια στιγμή όμως όλα αυτά γύρισαν. Ο μαστρο-Μιχάλης είχε άλλες απόψεις. Ένα πρωινό επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή, όπως όταν σε πρωτοβρήκε. Αντίστροφα όμως. Κατέβασα το κλουβί από το δέντρο και ακολούθησα τις οδηγίες του: «Τώρα βάλε το χέρι σου προσεχτικά μέσα στο κλουβί και πιάσε το πουλί. Πρόσεξε μη σου ξεφΰγει. Μην το σφίξεις πολύ. Θα σου πω τι θα κάνεις».
Σ’ έβαλα στο χέρι μου κι ένιωσα πάλι όπως παλιά τον ίδιο παλμό. Τώρα όμως είχες ωραίο φτέρωμα. Κίτρινο χρώμα και μαύρο στις φτερούγες, κόκκινο στο κεφάλι. Χτυπούσε δυνατά η καρδούλα σου, και συ γυρνούσες το κεφαλάκι σου και μας κοιτούσες με απορία.
Εκείνη τη στιγμή, περνούσε μια ομάδα Άγγλων στρατιωτών, όχι πολύ μακριά μας.
«Τους βλέπεις αυτούς;» είπε ο πατέρας. «Τι θέλουν εδώ.
Με ποιο δικαίωμα βρίσκονται εδώ στο σπίτι μας; Με ποιο δικαίωμα βρίσκονται στην πατρίδα μας; Γιατί δεν μας αφήνουν να κάνουμε αυτό που εμείς νομίζουμε ότι είναι καλό για τον τόπο μας; Γιατί δεν μας αφήνουν ελεύθερους;»
Μετά που είπε αυτό, μου φάνηκε πως ο ήχος στην άσφαλτο από τις μπότες τους ακουγόταν πιο δυνατά, καθώς προχωρούσαν, χωρίς ωστόσο αυτοί να μας δίνουν σημασία.
«Κι αυτό εδώ το πουλάκι, γιατί το κρατάμε φυλακισμένο στο κλουβί;» συνέχισε. «Γιατί το κρατάμε; Έχει δικαίωμα να απλώσει τα φτερά του και να πετάξει όπου θέλει. Να είναι ελεύθερο. Αυτοί οι θάμνοι είναι δικοί του· και τα δέντρα όλα είναι δικά του- και ο ουρανός είναι δικός του. Άφησέ το λοιπόν, να πετάξει. Άφησέ το».
Στην αρχή πήγα να κλάψω. Δεν ήθελα να σε χάσω. Μηχανικά σε τράβηξα προς το στήθος μου, θέλοντας να σε προστατεύσω και κοίταξα τον πατέρα. Δεν ήθελα με τίποτε να σε χάσω.
Ένιωσα το χέρι του στον ώμο μου. «Άφησέ το ελεύθερο» επανέλαβε, και γυρνώντας, είδα τα μάτια του που έλαμψαν.
«Άφησέ το να πετάξει». Κι εγώ το έκανα. Άνοιξα το χέρι και συ δεν άφησες ούτε στιγμή να χαθεί. Στην αρχή μουδιασμένο όπως ήσουνα, κάθισες σ’ έναν θάμνο εκεί δίπλα και την επόμενη στιγμή πέταξες μακριά. Η λύπη μου έγινε ξαφνικά χαρά, καθώς σε παρακολουθούσα που πετούσες πιο ψηλά κι από τα
κυπαρίσσια της αυλής. Ήσουν ελεύθερο.
Δεν χάθηκες όμως. Γύρισες. Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, εσύ γύρισες. Την άλλη μέρα εκεί. Ψηλά στη μαυρομάτα. Εγώ στην πλατφόρμα με τα «εικονογραφημένα κλασικά» μου κι εσύ να μου τραγουδάς σ’ ένα κλαδί εκεί δίπλα.
Δεν χάθηκες. Με ακολουθείς όπου και να πάω. Χαίρεσαι με τις χαρές μου και λυπάσαι με τις λύπες μου. Και ξέρω ότι δεν θα φύγεις ποτέ πια από κοντά μου. Ποτέ.

Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ

Ζούσε μοναχή της έξω από το χωριό στην άκρη του δάσους. Η ηλικία της ακαθόριστη. Ακόμα και οι πιο ηλικιωμένοι έλεγαν ότι πάντα έτσι τη θυμόντουσαν: μια σταλιά ύπαρξη, ντυμένη στα μαύρα, πάντα με ένα μεγάλο μαύρο τριγωνικό μαντίλι στο κεφάλι, δεν θυμάμαι τώρα πώς το αποκαλούσε,
και στο αριστερό της χέρι το μπαστούνι της, κρεμασμένο από τον καρπό, που το κρατούσε πιο πολύ για προστασία παρά για βοήθημα στο περπάτημα. Προστασία από τα σκυλιά βέβαια, και όχι από τους ανθρώπους, που την αγαπούσαν και ανησυχούσαν όταν αργούσε να κάνει την εμφάνισή της. Το σακίδιό της κι αυτό μαύρο, πάνινο, κρεμόταν πότε στον αριστερό και πότε στον δεξί της ώμο και περιείχε τα λίγα τρόφιμα που της έδιναν· δεχόταν μόνο εκείνα που είχε απόλυτη ανάγκη, για να μην αυξάνεται το βάρος που κουβαλούσε. Το μαντίλι της ήταν δεμένο με τέτοιον τρόπο, που το κεφαλάκι της φαινόταν σκοτεινό, σχεδόν ανύπαρκτο, και μόνο τα μικροσκοπικά της μάτια στριφογύριζαν ασταμάτητα στον ρυθμό του δεξιού πάντα τανυσμένου χεριού της· είχε κι αυτό ένα παράξενο περιστροφικό τρέμουλο, όπως και το κεφάλι της, που σίγουρα προερχόταν είτε από κάποια πάθηση είτε από γηρατειά. Κανένας δεν είχε δει ποτέ το χέρι της σε κατάσταση ηρεμίας. Δεν είχε δόντια, τα σουρωμένα χείλη της ήταν τραβηγμένα προς τα μέσα κι έκαναν το μικρό της πιγούνι να φαίνεται λίγο μεγαλύτερο. Δυσκολευόταν στις λέξεις που είχαν σίγμα, αυτό όμως δεν ενοχλούσε κανέναν μια και το νόημα των λόγων της έβγαινε αμέσως χωρίς καμιά προσπάθεια.
Ήταν πραγματικά ένα παράξενο πλάσμα, που σίγουρα είχε δραπετεύσει από κάποιο παραμύθι. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι, εκεί όπου τελειώνει το δάσος και ξεκινά μια απέραντη κοιλάδα, η οποία φτάνει μέχρι τις παρυφές του Πενταδάκτυλου. Το περιεχόμενο του φτωχικού της σπιτιού λιτό. Τα εντελώς απαραίτητα για να επιβιώσει: ένα κρεβάτι-τάβλα, δηλαδή τρεις-τέσσερις
σανίδες ενωμένες και τέσσερα χαμηλά στρογγυλά πόδια, μια κρεμαστή ξύλινη κατασκευή, στην οποία φύλαγε το τυρί και ό,τι άλλο φαγώσιμο της έδιναν, και ένα μικρό τραπεζάκι που είχε μόνιμα επάνω μια λάμπα πετρελαίου. Στον τοίχο ήταν μια τετράγωνη εσοχή-εικονοστάσι, κι εκεί μέσα φύλαγε ένα και
μοναδικό παλιό εικόνισμα, την Αγία Ρόδη, η οποία φωτιζόταν αμυδρά από το φυτιλάκι που έκαιγε στο λάδι μιας πράσινης κοντόχοντρης καντήλας. Εκεί, ήταν ακόμα ένα αποξηραμένο κρίνο, από τον επιτάφιο, μερικά φυτίλια κι ένα κουτί σπίρτα. Η εσοχή καλυπτόταν με ένα ειδικό κουρτινάκι που χωριζόταν
στα δύο, από τη βάση του κεντημένου σταυρού ως κάτω. Κανένας δεν γνώριζε γιατί είχε προτιμήσει να ζει σε εκείνο το σπιτάκι, μακριά από το χωριό. Δεν είχε συγγενείς· ούτε στενούς ούτε μακρινούς. Κανένας δεν γνώριζε από πού ήρθε, κάποιοι μόνο έλεγαν πως ήταν Μικρασιάτισσα, μα δεν το έλεγαν με σιγουριά, υπόθεση έκαναν. Όλοι όμως γνώριζαν τ’ όνομά της, γιατί ήταν η μόνη ερώτηση, στην οποία απαντούσε αμέσως: Χατζηροδού.
Η φήμη της έφτανε και στα πιο μακρινά χωριά της περιοχής· ήταν η Χατζηροδού η ποιήτρια, και δεν το έλεγαν αυτό κοροϊδευτικά. Το έλεγαν, γιατί πραγματικά ήταν ποιήτρια. Κάθε πρωί ξεκινούσε για μια περιοδεία στα γύρω χωριά, που διαρκούσε μέχρι το απόγευμα. Και κάθε μέρα ακολουθούσε
διαφορετική διαδρομή. Όχι για να ζητιανέψει, αλλά για να πουλήσει τα ποιήματά της. Και δεν ήταν σε τυπωμένα βιβλία ή φυλλάδες· ήταν ποιήματα που έφτιαχνε και απάγγελλε επιτόπου μετά από παραγγελία. Ξεκινούσε το πρωί με αργό σταθερό βήμα και γύριζε το απόγευμα στο φτωχικό της, πλήρως ικανοποιημένη.
Μόλις τη βλέπαμε να ξεπροβάλλει στο δρομάκι προς το σπίτι μας, τρέχαμε σαν αστραπή να προλάβουμε ο ένας τον άλλον, για να πάρουμε δεκάρες από το συρτάρι του μπουρό, που έβαζαν γι’ αυτόν τον σκοπό ο πατέρας κι η μητέρα. Όταν πλησίαζε αρκετό, χαιρετούσε τραγουδιστά. Αν βρισκόταν κάποιο κάθισμα δίπλα της καθόταν, μα η επίσκεψή της δεν διαρκούσε και πολύ· μόνο όσο χρειαζόταν, για να ταιριάζει μερικά στιχάκια και να πάρει την ανταμοιβή της.
Βάζαμε τη δεκάρα στο χέρι που έτρεμε και λέγαμε μια λέξη, συνήθως το όνομά μας ή μια δύσκολη πολυσύλλαβη ή κάτι που βλέπαμε μπροστά μας, για την οποία θα ταίριαζε τους στίχους. Αυτή ανεβοκατέβαζε το χέρι μερικές φορές, όσο να βρει την τσέπη της για να βάλει μέσα το νόμισμα και ο χρόνος
μερικών δευτερολέπτων που μεσολαβούσε της ήταν αρκετός για να συντάξει το ποίημά της, που το έλεγε χωρίς κομπασμό. Εγώ προσπαθούσα να της βάζω τις πιο δύσκολες λέξεις που γνώριζα, μα γι’ αυτήν ποτέ δεν υπήρχε καμιά δυσκολία. Στη στιγμή τη συνταίριαζε με άλλες για να ομοιοκαταληκτεί. Κάποτε που της είχα βάλει στο χέρι μια δεκάρα και πρόφερα το δικό της όνομα, αυτή χωρίς χρονοτριβή μας απήγγειλε τη σύνθεσή της:

Είμαι μόνη μου στον κόσμο και με λεν Χατζηροδούν
Κι αν έβλαψα ψυχή Θεού σαν Τον δουν να του το πουν

Δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Κάποτε όμως στην ώρα τους εφαρμόζονται οι απαράβατοι κανόνες του σύμπαντος. Η εκατόχρονη ποιήτρια, ένα απόγευμα, έκλεισε για πάντα τα μάτια, καθώς ήταν ακουμπισμένη σ’ ένα πεζούλι έξω από την εκκλησία του χωριού. Εκείνη τη στερνή στιγμή ταίριαζε και τους
τελευταίους της στίχους, γι’ αυτόν που στεκόταν μπροστά της, περιμένοντας:

Ήρθες να πάρεις την ψυχή κρατώντας το σπαθί σου
Μα να την πάρεις δεν μπορείς την Ποίηση μαζί σου

Την έθαψαν το ίδιο απόγευμα. Και όταν πήγε μια επιτροπή στο σπιτάκι της, σε μια γωνιά βρήκαν έναν μικρό θησαυρό. Ένα σωρό με νομίσματα σκεπασμένα με κουρέλια και πολλά άλλα αντικείμενα. Ήταν κυρίως χιλιάδες δεκάρες, ουσιαστικά άχρηστες γι’ αυτήν, αντίδωρα για τον αμητό της σοφίας της, που πρόσφερε στον κόσμο μέσω των ποιημάτων της στην πολύχρονη ζωή της.
Στο σπιτάκι της δίπλα έκτισαν στη μνήμη της ένα μικρό εκκλησάκι κι έβαλαν μέσα την εικόνα που βρήκαν στο φτωχικό της. Είναι γνωστό σαν το ξωκλήσι της Αγίας Ρόδης της ποιήτριας, μα τώρα δυστυχώς, μόνο κάποια ερείπια υπάρχουν. Χάθηκε και η εικόνα. Ποιος ξέρει σε ποιο σαλόνι στην Ευρώπη ή στην Αμερική θα βρίσκεται, ως διαλεχτό και μοναδικό απόκτημα, όπως τόσα άλλα.

ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΙΔΚΙΑΥΛΙΝ

Κουβαλούσε από γεννησιμιού του μια πάθηση στη μέση και δεν μπορούσε ούτε να σταθεί όρθιος, ούτε βέβαια να περπατήσει. Τις πιο πολλές ώρες καθότανε σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι με τα πόδια τεντωμένα μπροστά. Το μικρό σπιτάκι του ήταν πλάι στο σπίτι του αδελφού του, με τον οποίο είχαν άριστες σχέσεις.
Όλη την περιουσία που είχε, την είχε εκχωρήσει σ’ αυτόν για να τη δουλεύει, μα κι ο αδελφός του, από την άλλη, ανεξάρτητα από την πράξη του αυτή, θεωρούσε πως ήταν χρέος του να βοηθά όσο το δυνατόν καλύτερα τον βασανισμένο αδελφό του. Ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του και την κρατούσε.
Ένα χαμηλό τραπεζάκι που ήταν δίπλα του είχε πάνω μια μικρή λάμπα του πετρελαίου και μια νεροκολοκύθα. Εκεί έτρωγε το λιγοστό φαγητό που του έφερναν ο αδελφός, η νύφη ή τα ανίψια του και του γέμιζαν τη νεροκολοκύθα του με μαύρο στερκό κρασί που το απολάμβανε κάθε βράδυ. Το κρεβάτι του, κι αυτό χαμηλό, για να μπορεί να ξαπλώνει χωρίς βοήθεια. Τι ύπνο έκανε, ένας Θεός το ξέρει: σε ορθή γωνία πάντα κι όταν ήθελε να γυρίσει από το άλλο πλευρό, μπερδεύονταν οι κουβέρτες και τα σεντόνια και τον κούραζαν πιο πολύ. Είχε πολύ λίγα έπιπλα στο μικρό σπιτάκι, ένα ντουλαπάκι, στο οποίο έβαζε τα ρούχα του, που τα μάζευε μια φορά τη βδομάδα χρόνια τώρα μια γυναίκα του χωριού και τα έπλενε επί πληρωμή, κι ένα αιωρούμενο μικρό ντουλαπάκι, μέσα στο οποίο φύλαγε λίγα χαλούμια που του έφερναν οι βοσκοί του χωριού. Το ανεβοκατέβαζε με τη βοήθεια ενός λεπτού σχοινιού που το στερέωνε σε ένα μεγάλο καρφί στον τοίχο.
Η μετακίνησή του γινόταν πολύ δύσκολα και με πολύ μεγάλη προσπάθεια. Τραβούσε την άκρη της μαύρης βράκας του μπροστά και τη στερέωνε, αφού την περνούσε μέσα στην πολύφυλλη ζώστρα του, μετά άφηνε τα χέρια κάτω στη γη, έβαζε δύναμη στους καρπούς κι έσπρωχνε το σώμα του λίγο μπροστά
μέχρι εκεί που τα γόνατα μπορούσαν να καμφθούν, πριν αρχίσει ο πόνος. Έκανε το ίδιο ξανά και ξανά, μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Αυτό όμως του προκαλούσε πολλή κούραση, κυρίως στα χέρια κι έτσι απέφευγε τις μετακινήσεις. Όταν συναντούσε κάποιον στον δρόμο του, καθώς ήταν χαμηλά, έπρεπε να βγάλει το πλατύγυρο ψάθινο καπέλο του, για να μπορέσει να
τον δει. Αγαπούσε τους συγχωριανούς του αλλά κι αυτοί είχαν τα ίδια συναισθήματα και πάντα εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους για να τον βοηθήσουν, αν τους είχε ανάγκη. Ήταν και κάποιες στιγμές που ένιωθε τόσο ασήμαντος, ένα άχρηστο πλάσμα στον κόσμο, που σερνόταν σαν σκουλήκι στο χώμα.
Όμως, δεν ήταν άχρηστος. Κάθε άλλο, ήταν μοναδικός στην περιοχή και το πιδκιαύλιν του ξακουστό. Έρχονταν οι βοσκοί μαζί με τις κουδούνες τους και παράγγελναν. Κι αυτός ξυπνούσε πριν χαράξει, και «σύρε και να πας, λάμνε, και να πας», έφτανε στη βρύση του χωριού, στον καλαμιώνα, διάλεγε τα καλύτερα καλάμια και μετά διάλεγε το κλωνάρι από τις αροδάφνες που θα
έβγαζε τις καλύτερες πίννες. Ύστερα, με τον ίδιο τρόπο, γύριζε στο σπιτάκι του μετά από πολλές στάσεις για ξεκούραση, έχοντας δεμένα στην πλάτη καλάμια και κλωνιά αροδάφνης. Την τέχνη του, που είχε μάθει από τον παππού του, πολύ λίγοι την ήξεραν. Τα σύνεργά του δεν ήταν πολλά. Ένα καλά ακονισμένο μαχαιράκι κι ένα σουβλί. Άκουγε και ξανάκουγε πολλές φορές την κουδούνα που του έφερναν για να εμπεδώσει τον ήχο της, ώστε το πιδκιαύλιν που θα κατασκεύαζε, να βγάζει τον ίδιο ακριβώς αρμονικό ήχο. Έκανε στο μυαλό του υπολογισμούς κι ύστερα από μερικές μέρες, όσο κρατούσε αυτή η διαδικασία και ωρίμαζαν μέσα του τα δεδομένα, άρχιζε δουλειά και ήξερε ποιο μέρος από το καλάμι θα κόψει, πόσο μακρύ και πόσο χοντρό θα ήταν, πώς θα ήταν η πίννα και τέλος ποιες θα ήταν οι αποστάσεις στις τρύπες. Δεν υπήρχε τίποτε στην τύχη. Ήταν όλα μελετημένα σύμφωνα με τις υποδείξεις του προγόνου του· και ήταν αυτός ο λόγος που όταν τα
παρέδιδε, ζητούσε να μακαρίζουν τον παππού.
Είχε κι ο ίδιος πολλά γλυκόλαλα και τα απογεύματα έπαιζε για λίγο, διαλέγοντας το πιο κατάλληλο για κάθε σκοπό. Τέλος, έπαιρνε το πιδκιαύλιν του παππού του, που ήταν ντυμένο με δέρμα μαύρου φιδιού, και έπαιζε μια δική του σύνθεση.
Σήμερα δεν ξύπνησε. Το προηγούμενο βράδυ, χωρίς κανένα πρόβλημα, κοιμήθηκε κανονικά, μα έμελλε αυτός να είναι ο τελευταίος του ύπνος, ο αιώνιος. Είχε τελειώσει το λάδι στο καντήλι του. Η είδηση μεταδόθηκε σε όλο το χωριό με ένα συνθηματικό σφύριγμα που ακούστηκε μέχρι τον γιαλό και μετέφερε στους αγρούς και στα λαγκάδια τη δυσάρεστη είδηση.
Η κηδεία έγινε το απόγευμα και δεν απούσιαζε κανένας. Το φέρετρο τοποθετήθηκε σε ένα ειδικά κατασκευασμένο τροχήλατο και τον συνόδευαν οι άνθρωποι που φαίνονταν πιο λυπημένοι απ’ όλους για τον θάνατό του: οι βοσκοί, φυσικά, που έχαναν τον αγαπημένο τους φίλο αλλά και έναν μοναδικό τεχνίτη.
Η πομπή προχωρούσε αργά προς το κοιμητήριο του χωριού και ένας-ένας έβγαζε με δάκρυα στα μάτια από τον κόρφο του το πιδκιαύλιν του και έπαιζε έναν σκοπό. Μέχρι το κοιμητήριο πρόλαβαν κι έπαιξαν όλοι. Έβγαινε λυπητερός ο ήχος από τα όργανα που ο ίδιος είχε κατασκευάσει. Κι όταν τον
κατέβασαν, έπαιξαν όλοι μαζί με τον τρόπο που αυτός έπαιζε.
Τον έθαψαν καθισιό. Σαν αρχιεπίσκοπο. Δεν μπορούσαν άλλωστε να κάνουν και διαφορετικά. Έτσι μόνο θα είχε αιώνια ξεκούραση.

ΠΕΡΑ ΒΡΕΧΕΙ!

Ο ουρανός είναι βαρύς. Βρέχει συνέχεια. Βρέχει εδώ και μήνες σχεδόν κάθε μέρα. Είναι, λένε, από τους πιο βροχερούς χειμώνες ίου αιώνα. Είναι απόγευμα, τρεις παρά τέταρτο, και βρίσκομαι στο “Presse cafe” της γειτονιάς μου, στη Λευκωσία. Παίρνω μια εφημερίδα και βγαίνω έξω στο μέρος που είναι καλυμμένο μόνο με τέντες και πλαστικά διαφανή παράθυρα. Μου αρέσει να ακούω τη βροχή. Δεν έχω παραγγείλει κάτι, γιατί περιμένω έναν φίλο που μόλις έχει φτάσει από την Αθήνα με το βιβλίο που του ζήτησα και που είχε την ευγενή καλοσύνη να μου φέρει. Κάθομαι σε μια γωνιά και σαρώνω με τη ματιά μου για αναγνώριση του χώρου ό,τι βρίσκεται στο οπτικό μου πεδίο. Στο τραπεζάκι δυο μέτρα μπροστά μου προς τα αριστερά, είναι ένας νεαρός με σκουλαρίκι, απορροφημένος στην οθόνη του κινητού του. Είναι κουρεμένος γουλί, εκτός από μια φούντα στην κορυφή του κεφαλιού του, που συγκροτείται όρθια με ένα λαστιχένιο πιαστράκι. Έχει μια ελιά πάνω από το αριστερό του φρύδι. Είναι ακίνητος, με τη ματιά του καρφωμένη πάντα στο ίδιο σημείο, μαρμαρωμένος πες. Κινείται μόνο ο αντίχειρας του δεξιού του χεριού που κρατάει το κινητό. Απέναντι του κάθεται μια μαυροφορεμένη. Δεν μπορώ
να δω το πρόσωπό της γιατί έχει γυρισμένη την πλάτη της.
Πού και πού γυρίζει το κεφάλι της λίγο προς τα δεξιά μα δεν μπορώ να προσδιορίσω την ηλικία της, θα ’λεγα όμως, πως πρέπει να είναι γιαγιά του. Δεν μιλάνε. Κάθε τόσο απολαμβάνει μια γουλιά απ’ τον καφέ που έχει μπροστά της, φέρνοντας το μικρό φλιτζανάκι που αχνίζει, με αργή κίνηση του χεριού, προς τα χείλη της. Σε κάποια στιγμή σηκώνεται. Με μικρά βήματα προχωρεί προς το θαμπό πλαστικό παράθυρο. Προσπαθεί, νομίζω, να δει στο βάθος ανάμεσα από μια σειρά πανύψηλα κυπαρίσσια, ανασηκώνοντας το σώμα της στις μύτες των ποδιών της. Πίσω και πάνω από τα κυπαρίσσια ο ουρανός
είναι κατάμαυρος. Ο νεαρός ούτε που άλλαξε θέση. Αυτή κοιτάζει για λίγο ακόμα κι ύστερα στρέφεται για να επιστρέψει στη θέση της. Τότε αποκαλύπτεται το πρόσωπό της και βλέπω την αριστερή του πλευρά: έχει μια ελιά πάνω από το αριστερό της φρύδι. Πρέπει να είναι γιαγιά του. Κάθεται στη θέση της. Κοιτάει ξανά μέσα από το πλαστικό παράθυρο τη μαυρίλα
πίσω από τα κυπαρίσσια και λέει: «Στην Κερύνεια βρέχει». Ο νεαρός εξακολουθεί να κοιτάζει στο κινητό του στην ίδια πάντα στάση και η μοναδική κίνηση που κάνει προέρχεται από τον δεξιό του αντίχειρα, καθώς τον μετακινεί επάνω στην οθόνη του έξυπνου τηλεφώνου του. Η γυναίκα επαναλαμβάνει σε λίγο, πιο δυνατά: «Στην Κερύνεια βρέχει πολύ. Στην Κερύνεια πρέπει να βρέχει πάρα πολύ».
Ύστερα στερέωσε τον αγκώνα του χεριού της στον καρπό του άλλου, που το έφερε έτσι ώστε να ακουμπά το σώμα της κάτω απ’ τους μαστούς, έκλεισε τα μάτια κι άφησε το κεφάλι της να πέσει στην ανοικτή της παλάμη και με τον αντίχειρα και τον δείχτη να κρατάει τους κροτάφους της.

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

Νέα Υόρκη, 10 Σεπτεμβρίου 2001

Αγαπημένε μου εγγονέ,

Μαζί με το γράμμα που στέλνω για τον μπαμπά και τη μαμά σου, εσωκλείω για σένα αυτήν την καρτ ποστάλ της Νέας Υόρκης, στην οποία απεικονίζονται τα ψηλότερα κτίρια του κόσμου. Είναι μισό μίλι ύψος κι εγώ τα επισκέφτηκα σήμερα!
Όταν αντίκρισα την Νέα Υόρκη από τόσο ψηλά, με κατέλαβε δέος. Όλα είναι μεγάλα εδώ, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τεράστιοι είναι αυτοί οι δίδυμοι πύργοι· είναι πραγματικά κολοσσιαίοι. Οι άνθρωποι που περπατούν τριγύρω φαίνονται πιο μικροί κι από μυρμήγκια. Έτσι ένιωσα κι εγώ, σαν ένα
μικρό, ανύπαρκτο μυρμηγκάκι.
Εδώ χτυπά η καρδιά της χώρας. Μεγάλη χώρα η Αμερική, ελεύθερη, ατρόμητη, αήττητη, και κανένας δεν μπορεί να την αγγίξει, να της κάνει το παραμικρό κακό. Αν ξαναγυρίσουν στον κόσμο οι θεοί της αρχαίας Ελλάδας, δεν ξέρω αν θα κατοικήσουν εδώ, φαίνεται όμως, πως ο δικός τους Θεός
κατοικεί εδώ και τους προστατεύει.
Ήθελα να σου πω να είσαι καλός μαθητής για να προοδεύσεις και να μπορέσεις μια μέρα να έρθεις κι εσύ εδώ για να θαυμάσεις, αλλά μετάνιωσα. Μετάνιωσα, γιατί μπαίνοντας σ’ ένα μικρό και ταπεινό εκκλησάκι που είναι εκεί δίπλα, ένιωσα να γαληνεύω μέσα μου. Από μυρμηγκάκι έγινα ξανά άνθρωπος κι η ψυχή μου ηρέμησε. Άναψα ένα κεράκι και έκανα την
ευχή μου: να είσαι πάντα καλά, να είσαι πάντα καλός μαθητής, να προοδεύσεις στη ζωή σου, μα το κυριότερο, να παραμείνεις παντοτινά Άνθρωπος.

Σε φιλώ, ο παππούς σου.

.

ΥΔΑΤΑ ΥΔΑΤΩΝ (2016)

ΓΕΝΕΣΙΣ

Ανάμεσα
Σέ δύο άγρινά θυμωμένα
Πού σφίγγουνε τά δόντια
Πού χτυπάνε τά πόδια
Πού χτυπάνε κεφάλια με βουητά
Βρυχηθμούς καί πόνους τής γέννας
Διάπυρη λάβα πηχτή στο χάσμα
Ό μαστός σου γυμνός ξεπροβάλλει
Στήν άρχέγονη ράχη
Ν’ άνθίσει.

Στήν άγκαλιά μου ή ζωή σου
Στήν άγκαλιά μου
Ή πρώτη σου άνάσα.

Τυφλωμένο άπ’ τον ήλιο
Ράθυμα τό ένα άγρινό προχωρεί
Καί τό άλλο μανιασμένο
Τό σκληρό του όφιόνιο κέρατο
Στο σώμά σου βυθίζει.

Κι έτσι πλεγμένα
Με μάτια θολά
Θυμωμένα
Πιο ψηλά σέ σηκώνουν
Καί μέσα στο φώς, στούς άνέμους
Τον άλλο μαστό σου
Εκθέτουν.

Ποτάμι έκατόβρυσο
Τον κόρφο σου ποτίζει
Ένδυμα χαλκοπράσινο
Στο σώμα άνεμίζει
Αλλάζει γίνεται άσημί
Γίνεται χαλί χρυσό
Κάτω από γαλάζιο θόλο.

Στήν ύδάτινη άγκαλιά μου
Τό ομορφότερο πλάσμα τού κόσμου
Στήν άγκαλιά τής Πανθαλάσσου
Γεννιέσαι.

ΥΔΑΤΑ ΥΔΑΤΩΝ

Άκούγεται τριτώνιο κοχύλι πού φυσάει
Μήνυμα για τούς ναυτικούς σε όλα τα πελάη

Ό βύθιος Λεβεντόκορμος καί οί πενήντα κόρες
Χορεύουνε καί τραγουδούν πάντα έλπιδοφόρες

Τό κύμα μου πρωτεϊκό φτάνει στο περιγιάλι
Χορεύει μέ τά βότσαλα καί με τήν αύρα ψάλλει

Κάποτε γίνεται άγριο θαλασσινούς φοβίζει

Κι αν έχουνε κακό σκοπό στά βράχια τούς τσακίζει

Στόλοι πανίσχυροι περνούν τριήρεις καί πεντήρεις
Μετά πλοίο δεν φαίνεται ούτε καραβοκύρης

Μες στο πλατύ τό χέρι μου παλεύουν παλικάρια
Βγάζουν φωτιά τά μάτια τους στά χέρια τους κοντάρια

Άλογα χαλκοπόδαρα μες στον βυθό καλπάζουν
Έχουν τή χαίτη τους χρυσή καί τούς κακούς δικάζουν.

ΤΑΞΙΔΙ

Έλαμψε πάλι ή χρυσαυγή χάθηκε τό σκοτάδι
Ό κόσμος Λούστηκε στο φως ζεστό τού ήλιου χάδι
Στέκονται νέοι στή σειρά φοράνε δαχτυλίδι
Σημάδι άποχωρισμού γιά μακρινό ταξίδι
Σέβονται τήν άπόφαση πού ή πόλη έχει Λάβει
Ήρθε στιγμή σημαδιακή νά μπούνε σέ καράβι.

Μά ποιος κατέχει τον καιρό μόνο ό Θεός τον ξέρει
Θυσία τού προσφέρουνε τύχη καλή νά φέρει
Ένα καράβι μέ πανί κι ένα ψηλό κατάρτι
Θά ταξιδέψει σήμερα μέ οδηγό καί χάρτη
Μ’ ένα καράβι τολμηρό καί στήν καρδιά ελπίδα
Θά ταξιδέψουν μακριά στή νέα τους πατρίδα
Έχουν άγγεία, φυλαχτά, κοσμήματα ωραία
Δέν πάνε ’κεΐγιά πόλεμο μά γιά πατρίδα νέα
Καράβι φεύγει μέ τούς νιούς κι άφήνει πονεμένη
Μάνα πού κλαίει τό παιδί καί πάντα τό προσμένει.

Ποιος είπε πώς τό σώμά μου είναι μιά λίμνη λάδι
Κάποτε είμαι μάγισσα στά βάθη μου σκοτάδι
Καί τραγουδώ βράδυ πρωί άλάτι τούς ποτίζω
Άν βρούν πατρίδα σώζονται πίσω δέν τούς γυρίζω.

ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

γ’

Κρύφτηκες μες στά κάστρα σου
Θές νά με ξεγελάσεις
Νά θυσιάσω άρνήθήκες
Στον σεβαστό Θεό σου
Δεν ήξερες πώς γιος Θεού
Γεννήθηκα κι εγώ;

Στηρίζεσαι στούς πύργους σου
Καί σε γενναίων πυρφόρα βέλη
Μά όλα στή γή θά σωριαστούν
Οί γιοί κι οί θυγατέρες σου
Θά είναι γιά πάντα σκλάβοι.

Θύμωσαν οι θεοί
Θύμωσε ή θάλασσα
Έσφαξες άνανδρα αιχμαλώτους
Αδύνατη ή συγχώρεση.

Γι’ αύτή την πράξη την αισχρή
Πράξη τού παραλόγου
Θά ξεψυχήσει ή δύναμη
Στά πόδια ενός άλογου.

Η ΠΟΛΗ ΟΛΗ

α’

Ποιος άνεμος πού φύσηξε σ’ έφερε στα νερά μου
Ποιά τιμή μ ένα κύματα σε ρίξανε κοντά μου

Καί ποιό καράβι με πανί είχε μίά τέτοια τύχη
Νά ταξιδεύει τούς θεούς πού έχουν τά στήθια τείχη

Όποιος δέν έχει λεβεντιά στον τόπο περισσεύει
Τού Κάτω Κόσμου τά σκαλιά γρήγορα θά κατέβει

Καλώς τον, τον πολεμιστή ό τόπος μου δικός σου
Μόλις έδώ σκοτώθηκε μπροστά ό γυρισμός σου.

.

ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ (2014)

Τα Βότσαλα

Τα ποιήματα
Ως εύπλαστη ύλη
Σαν τα βότσαλα ταξιδεύουν
Της θάλασσας

Σε βυθούς σιωπής ταξιδεύουν
Μαζί με τους χτύπους της καρδιάς
Με του έρωτα τα χρώματα
Και της σοφίας τα πολύτιμα πετράδια
Που προκαθόρισε ο δημιουργός.

Σε φουρτουνιασμένη άβυσσο ταξιδεύουν
Ωσότου η περιπέτεια να λειάνει το σώμα τους
Και τότε τα κύματα
Στις ακρογιαλιές τα εναποθέτουν
Και στο φως.

Κι επάνω στη σκληρή πια επιφάνεια

Τα περιστέρια κουβαλούν
Τα χελιδόνια χτίζουν
Κι ανάβουν πράσινα κεριά
Και κόκκινες λαμπάδες.

Η Πέτρα
α’

Περπατώ με μια πέτρα στο χέρι
Καμωμένη με τέχνη και κόπο
Σφυροκοπώντας βράχο σκληρό

Περπατώ με μια πέτρα στο χέρι
Περίεργα τριγύρω κοιτώντας
Από πείνα, από πείσμα και φόβο

Περπατώ με μια πέτρα στο χέρι
Μα πάντα μένω στα ίδια δάση
Στα ίδια μέρη το χώμα πατώ.

ε’

Το άλλο τραγούδι
Που φέρνει ο αγέρας
Με τραβάει σαν μαγνήτης
Μου ταράζει τα σπλάχνα
Μακρινό μου τάζει ταξίδι.

Ακολουθώ το ποτάμι
Ως εκεί όπου το χώμα
Σμίγει με άμμο χρυσή
Κι ο αγέρας αλοσάχνη
Στο διψασμένο μου στόμα
Και στα χείλη στεγνώνει.

Εκεί όπου η αχλύς με τυλίγει
Τη μουσική της μια οπτασία αρχίζει
Στον σκοπό της κι εγώ τραγουδώ
Ενώ μέσα μου ο πόθος φουντώνει.

Το ανυπόμονο σώμα μου
Σ’ έναν ίμερο θαλασσή πνίγεται
Και στο πρώτο του βάπτισμα
Αναρριγώντας ταράσσεται.

Μια απέραντη γάζα γλαυκή
Με καλεί να ξεχάσω την πέτρα
Το κύμα εκεί πάντα αγαλήνευτο
Και μέσα μου το σπλάχνο σπαγιάζεται.

Τότε κι εγώ φυλάγω την πέτρα
Και παίρνω στα χέρια μια κώπη.

Τα Πουλιά

τι άραγε γνωρίζουν τα πουλιά; * ποιος τα μαζεύει εδώ στις παραλίες; * και τι είναι εκείνο που επίμονα στο βάθος του ορίζοντα κοιτούν; * πού να πηγαίνουν τα πουλιά * και ποιος διατάζει ξαφνικά όλα μαζί * να φεύγουν μέσα στη νυχτιά * να χάνονται στο πέλαγος * σαν ένας νους να ξεκινάνε; * κι ύστερα πάλι, όταν γλυκαίνει ο καιρός * ποια δύναμη κρατάει μέρες και νύχτες τις φτερούγες ανοιχτές * και μέσα στο σκοτάδι όπου κυλάνε όλα μαζί * βρίσκουν τον δρόμο κι επιστρέφουνε στις ίδιες ακτές;

Έρωτας και Θάνατος

Το σώμα του με πάθος
Το φίδι μ’ άλλο συνταιριάζει
Περίτεχνα χορεύουνε
Την έμπυρή τους μελανή ομορφιά
Μέσα σε θάλασσα από καλαμιές
Σ’ ολόχρυσα χωράφια θερισμένα
Σφυρίζοντας τραγούδι ερωτικό
Κι από κλωστή αόρατη πιασμένα.

Ύστερα ύπουλα κουλουριάζεται
Γύρω από μια φωλιά στο χώμα
Που φτιάξαν από έρωτα και τέχνη δυο πουλιά
Και με κινήσεις τέλειες του σώματος μαγικές
Τη μάνα που σπαράζει γοητεύει
Τον κύκλο της μικραίνοντας γύρω από τη φωλιά.

Κι όταν πια άλλη επιλογή γι’ αυτήν δεν απομένει
Με γοερή κραυγή
Στο στόμα πέφτει τ’ ανοιχτό του απορημένη
Κι απ’ το φαρμάκι το πολύ
Τρεμουλιαστή και μορισμένη αργοπεθαίνει.

Η ΣΚΗΤΗ
α΄

Στο βάθος τα βουνά του Μαχαιρά
Μέσα σε σύννεφα πυκνά
Κρύβουν τον ήλιο∙ καταχνιά!

Μα οι αχτίδες
Βρίσκουν διέξοδο σε δέσμες
Και στη δροσιά του δειλινού
Το πράσινο χορτάρι αναπνέει.

Εμείς, οι γραφικοί περιπατητές
Σχολιάζουμε την επιφάνεια του τοπίου
Χωρίς ν’ ακούμε του χειμάρρου τη βοή
Που ρέει κάτω απ’ τον φλοιό
Χωρίς να αισθανόμαστε τον ρυθμό του
Που σε λίγο θα ξεσπάσει σε μαβί.

Είναι οι μυροφόρες, βέβαια
Οι μυροφόρες που ενδύουν το σώμα τους
Βιαστικά που ενδύουν το γυμνό τους σώμα
Καθώς η μεγάλη μέρα πλησιάζει.

β΄

στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού ♦ μια σκήτη μυστική στη γη έχω σκάψει ♦ είναι από πέτρα σκληρή ♦ και μέσα σ’ αυτή του βουνού τη σπηλιά ♦ κλαίω, γελώ, τραγουδώ, σιωπώ ♦ για τον τόπο μου ονειρεύομαι κι ακούω τ’ αηδόνι.

της ανοιξιάτικης μέρας το φως καταυγάζει τον σπήλιο ♦ μου φωνάζουν, βγες έξω απ’ το ψέμα και το μαύρο σκοτάδι ♦ βγες έξω στο φως, στην αλήθεια ♦ μα δεν ξέρουν πως το φως είναι εδώ ♦ κι έξω είναι το πηχτό, το αιώνιο δικό τους σκοτάδι ♦ μέσα μου φουντώνει για λευτεριά ένας πόθος ♦ ο εχθρός δεν με σκιάζει, παρά μόνο οι προδότες ♦ μα, νά τους έφτασαν κιόλας τριγύρω στη σκήτη κουρδισμένοι οπλισμένοι στρατιώτες ♦ γνωρίζουν ποιος είμαι ♦ και τα πάντα θα κάνουν να κερδίσουν τη μάχη που σε λίγο θ’ αρχίσει.

ο αρχηγός στους εξήντα ουρλιάζει ♦ κι έναν λεβέντη όπως είπε διαλέγει ♦ με σαφείς εντολές τη ζωή να μου πάρει ♦ μα πριν Προλάβει μια σκέψη να κάνει ♦ η ζωή η δική του τελειώνει ♦ λίγα μέτρα μακριά από του φούρνου τη λάβρα.

και τότε των άνανδρων φτάνει η ώρα ♦ οι δειλοί στον απολέμητο σπήλιο ρίχνουν βενζίνη ♦ καίνε το σώμα μέσα σε λίγα λεπτά ♦ καίνε μονάχα το σώμα ♦ κι έναν μικρό τρυπομάζη – δίπλα στη σκήτη, που είχε φτιάξει τη δική του φωλιά ♦ όμως την ψυχή δεν μπορούν να την κάψουν ♦ την ιστορία αυτή στους αιώνες θα λέει ο πατέρας στον γιο κι ο παππούς στο εγγόνι.

με την παλάμη το σημάδι μου αφήνω ♦ στην πέτρα μου αφήνω ♦ ένα κόκκινο σημάδι από αίμα.

Το Πηγάδι

μια φορά κι έναν καιρό * εκεί που ανθίζουν τα καπνολούλουδα * πυρωμένα ξετυλίγονταν παραμύθια * γι’ ακρίτες που πολεμούσανε μέχρι θανάτου * και που με τέχνη ο πατέρας * τραγούδαγε στα παιδιά * το χωράφι μεμιάς γέμιζε δράκους * κι άρχιζε άνιση πάλη μέχρι θανάτου * έρχονταν τέρατα, γίγαντες κι αλλόκοτα όντα με τα σπαθιά τους.

ο Παναγιώτης ο πιο μικρός * πάνω σε αόρατο άλογο πηλαλούσε * τα μαγικά μουρμουρίζοντας * της μυστικής του γλώσσας τα λόγια * σε δράκους χιμούσε μια πέτρα κρατώντας στο χέρι * και πάντα νικούσε.

γύριζαν σπίτι κι είχε σειρά πια ο παππούς * κλώτσο έδινε στην ανέμη παραμύθι αρχινούσε * μα δεν άντεχε ο γέρος κοιμότανε * τα παιδιά τον ξυπνούσαν κι αυτός ξαφνιασμένος απ’ την αρχή ξεκινούσε

Τέσσερα τζαι τέσσερα μας κάμνουσιν οκτώ
Τέσσερα παλληκάρκα πάνε στον πόλεμο

σώπαιναν κι άκουγαν το τραγούδι * κι ο Παναγιώτης με απορία ρωτούσε * γιατί ο πιο πρόθυμος ο πιο καλός, ο πιο λεβέντης, ο πιο μικρός άλλους πρέπει να ξεδιψάει; * γιατί στα τραγούδια το δρεπάνι του μαύρου χωρίς απονιά τούς θερίζει; * και γιατί, επιτέλους, κανένας δεν εβουλήθηκε τον Χάροντα να σκοτώσει;

άκουγε ο παππούς λυπημένος κι αυτός, μα ήτανε δύσκολο ν’ απαντήσει * έλεγε πως αυτά γίνονταν μόνο στα παραμύθια και στα τραγούδια του * και συνέχιζε σίγουρος τάχα κι ανύποπτος το τραγούδι

Ερίξαν το λαχνίν τους ποιος εν να κατεβεί
Τζαι έππεσεν ο κλήρος πά’ στο μικρόν παιδίν

Τραβάτε με αδέρφκια μου τζαι είδα το νερόν
Εν κότσινον τζαι μαύρον μα τζαι φαρματζερόν

ήρθε ο καιρός κι ο μαύρος πήρε και τον παππού * κι ήταν καλύτερα γιατί δεν έμαθε * δεν έμαθε πως στρατιώτης στον πόλεμο σαν πήγε ο Παναγιώτης * ο εγγονός του ο πιο μικρός * καθώς τον έσπρωχναν στο πηγάδι των εκατόν ορκών * σ’ ένα χωριό, την Αγιά * θυμήθηκε τον παππού του και το τραγούδι του * και πικραμένος σιγοψιθύρισε

Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσή δεν θα τον ξαναδεί

το χώμα τον σκέπασε * μαζί με τους άλλους * κι η απορία του * ήταν γραφτό του * να μη λυθεί.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ Αναφορά στον ομοχώριό μου Παναγιώτη Φωτίου. Το 1974 υπηρετούσε τη θητεία του και πολέμησε τους Τούρκους στην περιοχή Αμμοχώστου. Τα οστά του βρέθηκαν μαζί με τα οστά άλλων στρατιωτών σε πηγάδι στο χωριό Αγιά, ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA και τάφηκαν στη Λάρνακα.

Νανούρισμα

«Ελαχταρούσεν ολογαίματη η κορούδα της πάνω στο νεκρό της σώμα κι έγλειφε τα αίματά της»

α’

κοίταξέ με στα μάτια * κοίταξέ τα καλά προτού κλείσουν * κοίταξε της μανούλας σου την ωραία μορφή * κοίταξέ την προτού η μαύρη της τύχη και το σκοτάδι τη σβήσουν * εσύ πρέπει να ζήσεις μωρό μου * τρόμαξέ τους να φύγουν * εγώ παγώνω και πώς να ζεστάνω το κορμάκι σου η έρμη * πού ν’ ακουμπήσεις το μικρό σου κεφάλι * στο στήθος μου χάσκουν από σφαίρες δυο τρύπες * κι αντί εγώ η μάνα σου το γάλα να σου δίνω στο στόμα * εσύ βυζαίνεις το μαύρο μου αίμα * που τρέχει και ποτίζει το χώμα * εγώ φεύγω μωρό μου, μα εσύ γλυκό μου κοιμήσου * κοιμήσου αγγελούδι μου * κοιμήσου

Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Που ‘ποτζοιμίζεις τα μωρά
‘Ποτζοίμισ’ το κορούδιν μου
Το πιο γλυτζύν τραούδιν μου
Έπαρ’ το πέρα γύρισ’ το
‘Που τον φονιά μου γλύτωσ’ το.

β’
Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Παρακαλώ σε έλα δα
‘Ποτζοίμισ’ την μανούλα μου
Την πιο γλυτζειάν του κόσμου μου

Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Παρακαλώ σε έλα δα
Πάρε την πέρα γύρισ’ την
Τζαι πάλε πίσω φέρ’ μου την

Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Παρακαλώ σε έλα δα
Την μάνα μου ‘ποτζοίμισες
Σε κόσμους άλλους ξέχασες

Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Κοντά μου φέρ’ την πάλι
Τη μάνα μου την πιο γλυτζειάν
Μεσ’ στην δική μου αγκάλη

Κλαίω της τζαι φωνάζω της
Ξύπνα μανά ξύπνα μανά
Δίκλα ‘ποτζεί δίκλα ‘ποδά
Τι έχεις μωρό στην αγκαλιά
Μα η μάνα μου δεν απαντά

Έσιει τα μάθκια της κλειστά.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Ελαχταρούσεν ολογαίματη η κορούδα της πάνω στο νεκρό της σώμα. Ήταν δεκατριών μηνών κι έγλειφε τα αίματα της νεκρής μάνας της. Έπιασα το μωρό, το πήγα σπίτι μου, το έλουσα και του φόρεσα καθαρά ρουχαλάκια. Πρόκειται για τη συγκλονιστική μαρτυρία μιας εξηνταεξάχρονης γυναίκας για τη βάρβαρη δολοφονία μιας νεαρής μητέρας, της Σ.Π. 26 ετών, η οποία δολοφονήθηκε κρατώντας το βρέφος της στην αγκαλιά της. Το 1974 δόθηκαν πολλές μαρτυρίες για την τούρκικη θηριωδία που εκφράστηκε με βιασμούς, δολοφονίες και εγκλήματα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.

.

ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ (2012)

Φως

Ήρθες
Ανάμεσα από τα φυλλώματα
Της ελιάς
Κι εγνώρισα
Το ασημί
Την απλότητα
Και την αγάπη.

Ανάμεσα από τα φυλλώματα
Του κυπαρισσιού
Κι εγνώρισα
Το πράσινο
Την πάλη
Την παλληκαριά.

Της ροδιάς
Κι εγνώρισα
Το κόκκινο
Την τρέλα
Και τον έρωτά σου.

Κι ο κόσμος όλος φως.

Αόρατος

Ἐδῶ γεννήθηκα
Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἄκρη τραγουδῶ
Ἀνάμεσα σὲ δύο πέλαγα
Ἀείφυλλος, ἀόρατος μοσχοβολῶ
Κι ἁπλώνω τὰ κλωνάρια μου στὸν Κάρβα
Καὶ τοὺς ἄλλους ἀνέμους ποὺ φυσοῦν.

Κι ὁ ἥλιος ποὺ βλέπει ἀπὸ ψηλὰ
Κοντοστέκεται γιὰ λίγο
Καὶ μ᾿ ἀπορία μὲ ρωτᾶ
Ποιός σ᾿ ἔμαθε νὰ τραγουδᾶς γλυκὰ
Τὶς οὐράνιες τοῦτες νότες;

Κι ἐγὼ τοῦ ἀπαντῶ ἁπλὰ
Βρίσκω γοργόνες τζαὶ φιλῶ τες.

Ἑλένη
α΄

Τὴ δωδεκάχρονη Ἑλένη τῶν παλαιῶν περιοδικῶν
Ἀνάμεσα στὶς παπαροῦνες τῆς αὐλῆς της μελετῶ.

Στὸ παιδικὸ κεφάλι της τὸ πράσινο μαντίλι της φορεῖ
Πλεκτὴ δαντέλα ὁλόγυρα μ᾿ ὁλόχρυση κλωστὴ
Μὲ τέχνη σὰν στεφάνι ἀπὸ λουλούδια
Στὶς πλεξίδες τῶν μαλλιῶν της τὸ τυλίγει.

Σίγουρα θὰ ἦταν Κυριακὴ μετὰ τὴ λειτουργία
Τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι ἀναζητοῦν ξεκούραση στὸν λόγο
Καὶ στὶς μεγάλες συντροφιὲς οἱ νέοι ἔχουν προτίμηση
Ἀνύποπτοι χορεύουνε, πειράζονται καὶ τραγουδοῦν
Ἀπὸ τὸ Ριζοκάρπασον νὰ πάω στὴ Γιαλοῦσα
Δὲν εἴδασιν τὰ μάθκια μου τέτοια μαυροματοῦσα.

Κι ἐσύ, καλὲ ταξιδευτή, μισὴ ἀνατολίτισσα τὴν εἶπες
Γιατὶ ἔχει θέλγητρα πολλὰ ποὺ μ᾿ ἐπιμέλεια κρύβει.

Μὰ ὅσο κι ἂν πασχίζει μὲ φροντίδα νὰ κρυφτεῖ
Τὸ βλέπουν τὸ μαντίλι της ἀπ᾿ τὰ βουνὰ τοῦ Ταύρου.

β΄

Τὸ σκληρὸ βότσαλο μὲ τοῦ χεριοῦ χτύπημα ἐπιδέξιο
Στὸ σῶμα ἀφήνοντας τὸν κραδασμό του σπάει
Τοῦ Τεύκρου, τῶν γενναίων του συντρόφων
Τοῦ Δημητρίου καὶ τοῦ νικηφόρου του στρατοῦ
Καλύπτοντας τὰ χνάρια, ὁ δρόμος τοῦ Ἁγίου νὰ στρωθεῖ.

Λευκὸ κι ἀραχνοΰφαντο μαντίλι στὸ κεφάλι της φορεῖ
Μὲ σχέδια περίτεχνα στὶς τέσσερις γωνιές του τυπωμένα.
Καὶ σᾶς εὐχαριστῶ Maynard Owen Williams πολὺ
Γιατὶ στὴ φωτογράφιση φροντίσατε νὰ μὴ φανοῦν
Τὰ ροζιασμένα χέρια της ποὺ σίγουρα δὲν θὰ ταιριάζαν
Μὲ τὴν εὐγένεια τοῦ προσώπου της, μὲ τὴ λεπτότητά του.

γ’

Τῆς ἱστορίας ἀνυπόμονος ταξιδευτὴς
Μέσ᾿ ἀπὸ τὶς φωτογραφίες τὴν Ἑλένη μελετῶ.

Στὸ κεφάλι της φορεῖ ἕνα μαντίλι βυσσινὶ
Στὶς ἄκρες κεντημένο μὲ λευκὴ ἁπλῆ κλωστή.

Μὲ τέχνη καμωμένα τὰ κουλούρια στὸ σανίδι
Καὶ τ᾿ ἀχνιστὸ ψωμὶ μοσχοβολᾶ γιὰ τὰ παιδιὰ
Τὸν ἄντρα της καὶ τὴ γριὰ γειτόνισσα.

Κι ἐνῶ ἕνα χαμόγελο χαράζεται στὰ χείλη
Καὶ χαίρεται γνωρίζοντας πὼς ἡ μικρή της κόρη
Δίνει συνέχεια στὴ ζωὴ σ᾿ αὐτὸ ἐδῶ τὸ σπίτι
Πολὺ μακριὰ ἀκούγονται τὰ βήματα βαριὰ
᾿Νοῦ καβαλλάρη βάρβαρου καὶ μοχθηροῦ καὶ μαύρου.

δ’

Ἁντὰν ἀρκέψαν οἱ κρυφοὶ ἀνέμοι τζαὶ φυσοῦσαν
Τζαὶ ᾿ποὺ τὲς τέσσερις μερκὲς τὰ νέφη ἐκουβαλοῦσαν
Ὥστι νὰ κάμουν τὸν τζαιρὸν ν᾿ ἀρκεύκει νὰ στοιβάζει
Στένεψε ὁ τόπος πιὸ πολὺ κι ὁ οὐρανὸς στενάζει.
Τὰ πέλαγα λυσσομανοῦν, τὰ κύματα βουίζουν
Τὶς λιγοστὲς ψαρόβαρκες στὰ βράχια τὶς τσακίζουν.

Σίδερο βαρὺ κι ἀτσάλι ἕρπει στοῦ Ἁγίου τὸν δρόμο πιὰ
Μὰ ὅταν ὁ Κάρβας καὶ οἱ ἄλλοι ἀνέμοι ποὺ φυσοῦν
Ἀνθρώπους παρασύροντας καταλαγιάζουν
Κι ὁ γκρεμισμένος οὐρανὸς καὶ ἡ καμένη γῆ
Ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ καὶ τὸν καπνὸ ξεκαθαρίζουν
Τὴ μορφή της διακρίνω τὴ σεβάσμια καὶ θλιμμένη
Φορώντας στὸ κεφάλι της τὸ μαῦρο της μαντίλι
Στὶς ἄκρες κεντημένο μὲ κατάμαυρη κλωστὴ
Ἀμίλητη καὶ σοβαρὴ νὰ περιμένει.

Τὴν Οὐρανία Ἑλένη.

ΚΑΡΠΑΣΙΑ

Κάθε πρωί
Ακονίζω τη μνήμη μου
Κι ένα μαχαίρι
Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν
Σε δυο κομμάτια με χωρίζει.

Τα παιδικά μου χρόνια με συνθλίβουν…

Προσπαθώ να ταιριάξω φωνήεντα
Στα ʺξὶʺ καὶ ʺζήταʺ
Καθώς στον ήλιο διάπλατα
Η μάνα ψιθυρίζοντας
Το σπίτι ανοίγει.

Στην πρωινή καταχνιά
Τριάστρι, Ποαλέτρικα και άλλοι αστερισμοί
Δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τη σκιά μας ανάμεσα στα καπνόφυτα
Με την πίσσα στα χέρια και στa ρούχα μας
Αποχωρίζουμε τσακ-τσακ τα νοτισμένα φύλλα
Κι ενώ το χρυσαφί ρουφάει το πράσινο
Ο ήλιος ανεβαίνει
Και οι μακριές αυλακιές
Μικραίνουν στο μέτωπο του πατέρα
Μετρώντας τον με κοντάρια.

Μα ένας ρόδακας
Ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μία πίσω
Επιστρέφοντας εικόνες του παλιού καιρού
Και δείχνοντας τις άλλες
Που συνθέτουν οι μέρες που θα ᾿ρθουν.
Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας
Κι ας μην είναι δια την δόξαν
Ας είναι για τα καπνολούλουδα
Και τις σκορπισμένες ψηφίδες
Της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.

Χαράκωμα

Ὁ ἄνεμος στριφογυρνοῦσε μανιασμένα
Μέσα στοὺς κλώνους τῆς μικρῆς ἀμυγδαλιᾶς
Καὶ τοὺς λευκοὺς ἀνθοὺς σκορποῦσε
Στὰ τέσσερα σημεῖα∙ καταχνιά!

Μολύβι ὁ οὐρανὸς περνοῦσε
Χιλιάδες τ᾿ ἄνθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι ὅσο χαμήλωνε αὐτὰ ποθοῦσαν
Τὴ θέση τους νὰ πάρουνε ἐπάνω στὰ κλαδιά.

Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε, ἔπιασε μπόρα
Καὶ σὰν τὰ δάκρυα ἄνθη καὶ στάλες
Πάνω στὸ σῶμα τῆς ἀμυγδαλιᾶς κυλοῦσαν
Καὶ φτάναν στὰ ριζὰ γιὰ νὰ γεμίσουν
Σκαμμένο καὶ μὲ νούμερο ἀναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.

Τὰ Ἄλογα

Πὲς γυρισμός…

Καὶ δύο ἄλογα
Θ᾿ ἀνασηκώσουν τὸ κεφάλι
Καθὼς στὸ πεποικιλμένο τους ἅρμα
Γιὰ τὴν τελευταία του κατοικία
Ὁ Ἄρχοντας ταξιδεύει.

Καὶ στὴν ἀναγκαία τελετουργικὴ στάση
Μπροστὰ στὸν ὑψωμένο ζυγό, σπαραχτικὰ
Θὰ χλιμιντρίσουν γιὰ τελευταία φορὰ
Θὰ χτυπήσουν τὸ πόδι στὸν δρόμο δυνατὰ
Θὰ σκεπάσουν τὴν οἰμωγὴ τοῦ πλήθους
Καὶ θὰ προχωρήσουν.

Κι ὀργισμένα, μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ
Στὸ σκοτάδι πνιγμένα, γονατισμένα
Οὔτ᾿ ἕνα βῆμα νὰ κάνουν δὲν θὰ μπορέσουν
Καὶ τὸ χῶμα θὰ τὰ σκεπάσει.

Ποτὲ κανεὶς δὲν ξέφυγε ἀπ᾿ τὴ μοῖρα του
Οὔτε ἡ πόλη
Οὔτε ὁ Ἄρχοντας
Οὔτε καὶ τ᾿ ἄλογα.

Ἐδῶ θὰ μείνουν

Δίπλα στὴ θάλασσα
Δίπλα στὴν πόλη τους
Μὲ τὸ κεφάλι μπροστὰ ἐναγωνίως τανώντας
Τὰ γονατισμένα πόδια πασχίζοντας νὰ ὀρθώσουν

Ἕτοιμα γιὰ ἀναχώρηση
Ὣς ὀφείλουν νὰ εἶναι.

Ἀναγέννηση

Πὲς πορτοκάλι…

Καὶ τὸ δελφίνι θὰ τιναχτεῖ ψηλὰ
Μέσ᾿ ἀπὸ τὰ γαλανὰ νερὰ τῆς λίμνης
Θ᾿ ἀναστατώσει τὸν παπαγάλο τοῦ κήπου
Θὰ ξεσηκώσει τὰ σπουργίτια στοὺς εὐκαλύπτους
Θὰ ξαφνιάσει τοῦ γυμνασίου τοὺς μικροὺς μαθητὲς
Θὰ τὴ σηκώσει ἐπάνω στ᾿ ἀνοικτὰ φτερὰ τῆς μνήμης
Καὶ θὰ πετάξει γιὰ νὰ τὴ φέρει στοῦ νοῦ τὴν πύλη
Μὲ ὁλόχρυσες κορδέλες ν᾿ ἀνεμίζουν
Μὲ τὸ φόρεμά της τὸ θαλασσὶ
Μὲ τὸ μυρωμένο μαγιάτικο στεφάνι της
Μ᾿ ἕνα πορτοκάλι στὸ ἕνα χέρι
Μ᾿ ἕνα καράβι στὸ ἄλλο
Ὅπως τὴν ἄφησες
Ἀπαράλλαχτη.

Ἤ, ἀρκεῖ νὰ πεῖς τ᾿ ὄνομά της

Καὶ νὰ θαυμάσεις μὲ πόση χάρη
Μέσ᾿ ἀπὸ τὴν ἄμμο ποὺ εἶναι χωσμένη
Ἡ πόλη θὰ ξεπροβάλει ξανανιωμένη
Στῆς χαλκοφόρου τὸ στερέωμα
Νὰ ξαναλάμψει.

Ἄνθος Ἁλός

Πὲς θάλασσα…

Καὶ ἡ Καμήλα
Θ᾿ ἀνασηκώσει τὴν καμπούρα της
Θὰ ξεσηκώσει κύματα
Θὰ ξυπνήσει τὰ μισοκοιμισμένα θαλασσοπούλια
Θὰ φυσήξει τὴ γλυκόπικρη αὔρα τῆς μνήμης
Νὰ σοῦ χαϊδέψει τὸ πρόσωπο
Νὰ σὲ ποτίσει θαλασσόμελο.

Ὁλόχρυσοι κόκκοι ἄμμου
Μαζὶ μὲ τὸν ἱδρῶτα σου
Θὰ κυλοῦν ἐπάνω στὸ σῶμα
Καθὼς θὰ δοκιμάζει τὶς ἀντοχές σου.

Ἡ θάλασσα θὰ βλέπει πρὸς τὴν πόλη
Καὶ ἡ πόλη πρὸς τὴ θάλασσα

Ξαγρυπνώντας.

ʺΣαλαμίνιαʺ

Ἄνθρωποι τύχης εἴδωλον ἐπλάσαντο,
πρόφασιν ἰδίης ἀβουλίης [Αριστοτέλης]

Τὶ τύχη κι αὐτὸς
Νὰ βλέπει ἔτσι τὴν πόλη του!

Γιὰ τὴν ἀκρίβεια
Ἕνα μέρος τῆς πόλης
Μιὰ λωρίδα χρυσὴ ἀμμουδιὰ
Καταπράσινα περιβόλια
Νὰ κρέμονται
Ἀπὸ ἕναν θαλασσὴ οὐρανό.

Τὰ κάτω ἄκρα ἄνω
Φυτεμένα σὲ συντρίμμια
Τὰ ἄνω ἄκρα κάτω
Μὲ τὰ δάχτυλα τεντωμένα.

Ἡ πατρίδα ἀνάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στὴν παλάμη του.

Μονόλογος

Τὸ πουκάμισο τοῦ φιδιού
Στὴν πληγὴ τῆς σπασμένης φτερούγας μου
Μέσα στὴ μοναξιά μου μὲ κατατρώει.

Αὐτοὶ ἂν ἔρχονται κοντά μου ἔρχονται ἀπὸ περιέργεια
Μοῦ τραβοῦν τὰ φτερά, δοκιμάζουν τὴ δύναμή μου
Τῶν ἄλλων
Φτερούγισμα σπουργιτιών ἡ φυγή.

Τὸν Μεγάλον Ἄγγελο ταχύπλοα σκάφη τσάκισαν
Τὴν ὥρα ποὺ τραβοῦσε τὰ δίχτυα μαζὶ μὲ τοὺς ψαράδες.

Ὅσοι σωθῆκαν πνίγηκαν
Πνίγηκαν στὴ στεριὰ
Φορώντας τὸ ἄσπρο πουκάμισο τὸ μαύρο παντελόνι.
Καὶ κουβαλοῦν καὶ κουβαλοῦν τοὺς δίσκους μὲ καφέδες.

Θὰ ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ
Νὰ ραγίσει αὐτὴ ἡ πλάκα.

Ἀνθέμιος Καλοκαίρης

Χάιδεψε τὴν γκρίζα γενειάδα του
Θαυμάζοντας τὴν ὀμορφιὰ
Τοῦ φεγγαριοῦ ποὺ ἔλαμπε στὸν οὐρανό.

Μὲ συγκίνηση ὑποκλίθηκε στὸν τρελὸ τῆς γειτονιᾶς
Ὑψώνοντάς τον μὲ χαιρετισμὸ καὶ μὲ κρυφὴ χαρὰ
Ποὺ ἤταν ἀδύνατο τὰ μάτια του νὰ κρύψουν.

Τὸ βραδάκι στὴν ταβέρνα τῆς γωνιᾶς, τὸ μαῦρο
Στερκὸ ἐπαίνεσε τοῦ τόπου του κρασὶ
Φέρνοντας στὸ στόμα ἄρωμα καὶ ποτήρι
Μὲ κίνηση ἀργὴ τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τοῦ χεριοῦ
Κρίνοντας πὼς στὴ ζωή μας τελικὰ
Δὲν ἔχει σημασία τὸ τί ἀλλὰ τὸ πῶς.

Τέλος, τράβηξε γιὰ τὴ σκήτη του
Νὰ ὀνειρευτεῖ τὸ πρῶτο σπίτι του
Νὰ ὀνειρευτεῖ τὴν πρώτη του τὴ μαγική του πόλη
Προσέχοντας νὰ σταματᾶ, νὰ μὴν πατᾶ
Τὰ βατραχάκια ποὺ διασταύρωναν τὸν δρόμο
Ἔχοντας τὰ κλοπιμαῖα τῆς μέρας του στὸν ὦμο
Καὶ στὸ φεγγάρι ρίχνοντας ματιὰ εὐγνωμοσύνης
Τὶ στὸν μικρὸ σκαντζόχοιρο τὸ μονοπάτι ἀνάβει.

.

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (2014)

Η ΚΙΘΑΡΑ

Δεν ήθελε να επισκεφθεί το σπίτι του. Ήθελε να επιστρέφει στο σπίτι του. Και για τον μοναδικό αυτό λόγο δεν δοκίμασε ποτέ να περάσει τα οδοφράγματα. Προτιμούσε να ζει με την εικόνα που ήταν χαραγμένη μέσα του, την άφθορη, την άχραντη, την αγνή εικόνα τού σπιτιού του, που καμιά δύναμη δεν θα μπορούσε να χαλάσει. Η συρρίκνωση που υπέστη ο τόπος, ο δρόμοι που είχαν γίνει στενότεροι, τα σπίτια και οι πόρτες που χαμήλωσαν ξαφνικά και έπρεπε να σκύψεις για να μπεις, και τόσες άλλες αλλαγές που είχαν επισημάνει όσοι πήγαιναν εκεί, δεν τον άγγιζαν. Όταν γύριζαν από εκεί οι φίλοι και οι συγγενείς τού έφερναν φωτογραφίες, μα αυτός αδιαφορούσε παντελώς. Ξεκινούσαν να του περιγράφουν τον τόπο κι αυτός απομακρυνόταν ή άκουγε αδιάφορα, λες και ήταν περιγραφή κάποιου άγνωστου τόπου από έναν μακρινό πλανήτη σε κάποιον μακρινό γαλαξία. Δεν συμμετείχε, ζούσε στο δικό του παραμύθι. Και τα πάντα στο παραμύθι του είχαν όνομα: το κάθε δέντρο, το κάθε χωράφι, ο γιαλός, τα τζιτζίκια, τα σγαρτίλια, το ποδήλατό του, η σκυλίτσα του, η μηχανή τού νερού. Ακόμα και η αγαπημένη του κιθάρα, δώρο από τη μάνα του, που της έδωσε τιμητικά τ’ όνομά της.
Ο γιος του σεβάστηκε την επιθυμία του και ποτέ δεν τον πίεσε να τον συνοδεύσει σε ένα ταξίδι που θα ήταν τόσο οδυνηρό γι’ αυτόν, μα μια φωνή μέσα του τού έλεγε ότι έπρεπε να γνωρίσει τον τόπο που γεννήθηκε ο πατέρας του και να τον συνδέσει με τις ιστορίες που του έλεγε κάθε φορά όταν τον ρωτούσε.
Στο σπίτι τώρα έμεναν άλλοι άνθρωποι, ξένοι, που τους έφεραν εδώ, για να ζήσουν σε σπίτια ανθρώπων που έδιωξαν με εκβιασμούς. Το σπίτι δεν τους ανήκει, κι ούτε τους κόφτει αν στους τοίχους κρέμονται οι φωτογραφίες άλλων ανθρώπων. Υπάρχει δίκαιο; Αλλά, ποιος ενδιαφέρεται πια για δίκαιο.
Αυτές και άλλες πολλές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του, καθώς προχωρούσαν στον στενό δρόμο. Ο θείος που τον συνόδευε είπε να σταματήσουν. Το διαισθάνθηκε κι ο ίδιος ότι ήταν κοντά. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και στάθηκαν μπροστά στο σπίτι. Ακριβώς όπως του το είχε περιγράψει ο πατέρας του: η μαυρομάτα έγινε πελώρια όπως και η ακακία κι η ζαμπουκιά· ο ευκάλυπτος φαινόταν λυγισμένος και γερασμένος· τα κυπαρίσσια στη θέση τούς· δεν υπήρχαν όμως οι μουριές και άλλα δέντρα. Βγήκαν κάποιοι άνθρωποι από την κεντρική είσοδο του σπιτιού και κοιτούσαν με απορία στην αρχή, μα γρήγορα κατάλαβαν για τι επρόκειτο. Ένας γέρος κούνησε τα χέρια του και από τις κινήσεις του φαινόταν ότι δεν είχαν εχθρική διάθεση. Χαιρέτησε, μα δεν τους έδωσε σημασία, προχώρησε αμέσως προς το παράθυρο. Το δωμάτιο του πατέρα κάτω από τη μαυρομάτα· το σκαλιστό
ερμάρι· η φωτογραφία τής εκκλησίας. Απίστευτο! Όλα στη θέση τους, και το μόνο πράγμα που φαινόταν αλλαγμένο ήταν η κουρτίνα. Καθώς δε το βλέμμα του σάρωνε κάθε τετραγωνικό εκατοστό από το χώρο τού δωματίου, καρφώθηκε ξαφνικά σε ένα συγκεκριμένο σημείο· μεταξύ τού τοίχου και τού ερμαριού φαινόταν το κεφαλάκι της και ένα μέρος από το λαιμό της. Φώναξε αυθόρμητα: «η αγγελού» κι έδειξε με το χέρι προς το μέρος που έβλεπε. Ένας μεσόκοπος Τούρκος που είχε μπει λίγο πριν στο δωμάτιο, είδε την κίνηση και χαμογελώντας έβαλε το αριστερό του χέρι, έπιασε την κιθάρα και με το δεξί πέρασε μια φορά τα δάχτυλα πάνω από τις χορδές.
Αυτό που ακούστηκε δεν ήταν μουσικός ήχος· αναστεναγμός ήτανε- και παράπονο. «Η κιθάρα τού πατέρα μου», είπε δυνατά. Αμέτρητες ήταν οι ιστορίες που είχε ακούσει γι’ αυτή την κιθάρα. Πρόσεξε στο σώμα της τα αρχικά τού πατέρα. Χαμογέλασε και τα χέρια του κινήθηκαν μηχανικά μπροστά, σε μια κίνηση όπως όταν προσμένει κάποιος να πάρει κάτι που του προσφέρουν ή κάτι που του ανήκει.
«Η κιθάρα είναι δική μου τώρα», ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο. Σαν αστροπελέκι έπεσε στο κεφάλι του αυτό που άκουσε, χάθηκε το χαμόγελο από τα χείλη του και πριν ακόμα συνέλθει από το ξάφνιασμα, ήρθε ένα δεύτερο: η «κουρτίνα» τραβήχτηκε και στα έκπληκτά του μάτια ξεδιπλώθηκε μια ελληνική σημαία. Πάγωσε. Τη σημαία την είχαν κάνει κουρτίνα.
Συνήλθε μόνο από το θόρυβο που έκανε το αυτοκίνητό τους, καθώς ξεκινούσε. Ο θείος του ήταν ήδη μέσα και τον περίμενε. Στο γυρισμό δεν είπε ούτε-μια-λέξη. Κοιτούσε, ανέκφραστος, στο βάθος τού δρόμου, χωρίς να βλέπει τίποτε, σχεδόν χωρίς να αναπνέει. Μέσα του, όμως, στην οθόνη τής ψυχής του προβαλλόταν σαν κινηματογραφική ταινία η ιστορία τού τόπου του. Σχεδίαζε την πορεία του στο μέλλον.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ

Το ζαχαροπλαστείο «Κυψέλη», είναι στη διασταύρωση Δημοκρατίας και Ευαγόρου. Ό,τι και να έχει απομείνει, είναι εκεί. Ο αέρας θα μπαίνει από τις πόρτες και τα παράθυρα, που δεν θα έχουν ούτε θυρόφυλλα ούτε παραθυρόφυλλα, και θα στοιβάζει άμμο και σκόνη επάνω σε σπασμένα μπουκάλια και τζάμια και σε κάποιο σαπισμένο ίσως και με σπασμένα πόδια τραπεζάκι, σε κάποια γωνιά.
Εμείς, οι μικροί μαθητές τού γυμνασίου, το προτιμούσαμε γιατί είχε τζουκ μποξ με όλα τα μοντέρνα τραγούδια τής εποχής και βρίσκαμε ξεκούραση μετά από τις αμέτρητες βόλτες μας μέχρι τη θάλασσα. Το «Ρόδον» ήταν στενάχωρο, μας έπεφτε και λίγο αριστοκρατικό, γι’ αυτό το αποφεύγαμε, και η καφετέρια «Μποκάτσιο» δεν υπήρχε τότε. Κάθε Σάββατο απόγευμα και Κυριακή μέχρι αργά όλος ο πληθυσμός τής πόλης στριμωχνόταν σε έναν και μοναδικό δρόμο, την οδό Δημοκρατίας, που καθώς περνούσε η ώρα εξελισσόταν σ’ ένα πραγματικό πανηγύρι. Άλλοι έκαναν τις βόλτες τους, άλλοι άκουγαν από μικρά ραδιόφωνα καμιά σπουδαία ποδοσφαιρική συνάντηση κι άλλοι κάθονταν στα ζαχαροπλαστεία και στα άλλα κέντρα. Οι πιο μεγάλες
τάξεις αργότερα αποσύρονταν προς την παραλία που ήταν πιο ρομαντικά ή μάλλον πιο σκοτεινά, για να συναντήσουν τα κορίτσια τους.
Μετά τις οκτώ ξεκινούσαν τα σινεμά και οι οικογενειακές ταβέρνες. Εμείς πηγαίναμε, για ευνόητους λόγους, στην απογευματινή παράσταση της Κυριακής, που παίζονταν δύο έργα, το ένα κωμωδία ή ελληνικό και το άλλο ιστορικό ή περιπέτεια. Πιο αργά, βέβαια, κάποιοι ξενυχτούσαν στα οικογενειακά καμπαρέ!
Στην «Κυψέλη» έμαθα να χορεύω τουίστ· ήταν αναγκαίο, γιατί η Φέφη, με είχε προσκαλέσει στο πάρτι των γενεθλίων της. Ήταν ένα όμορφο κορίτσι με ξανθά μαλλιά που τα άφηνε να πέφτουν μπροστά στο μέτωπό της και να της κρύβουν το πρόσωπο. Τη θυμάμαι ακόμα, να με περιμένει στη γωνία, να τρέχει κοντά μου, να μπερδεύει τα λόγια της και μέχρι να τελειώσει τον προσκλητήριο λόγο της, να γίνεται κατακόκκινη. Κι εγώ δεν πήγαινα πίσω, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη και η μόνη απάντηση που έδωσα τελικά ήταν ένα «ναι» με το κεφάλι.
Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος, γιατί ήταν το πρώτο πάρτι που θα πήγαινα, αλλά συνάμα και πολύ αγχωμένος. Ο φίλος μου ο Γλαύκος που έβλεπε σε τι κατάσταση βρισκόμουν, επειδή ακριβώς ήταν το πρώτο μου πάρτι και δεν ήξερα να χορεύω, έδωσε τη λύση. Κάθε απόγευμα πηγαίναμε στην «Κυψέλη» και βάζαμε τους δίσκους με τα τουίστ, και μάλιστα φρόντισε να διαδώσει στους μικρούς, τους κωδικούς αριθμούς κάποιων σπουδαίων τραγουδιών και τους παρότρυνε να τα διαλέγουν στο τζουκ μποξ. Έτσι, καταφέραμε να μου δείξει κάμποσες φιγούρες τού τουίστ.
Το Σάββατο, νωρίς το απόγευμα, είχα αρχίσει τις προετοιμασίες και στην ώρα μου ήμουν στο σπίτι της. Το σπίτι γέμισε δωδεκάχρονους και δεκατριάχρονους που έτρεχαν εδώ κι εκεί. Έπαιζε μουσική στο πικάπ και η μαμά της πηγαινοερχόταν χαρούμενη για να βοηθήσει, αν χρειαζόταν· και χρειάστηκε: κάποιος είπε ότι έπρεπε να σβήσει κανένα φως, και η Φέφη το μετέφερε στη μαμά. Ευτυχώς, εκείνη δεν αρνήθηκε. Με πιο χαμηλό φωτισμό χόρευαν κι αυτοί που δεν ήξεραν. Ήταν η στιγμή να δείξω κι εγώ την κοινωνικότητά μου και, παίρνοντας ύφος πολύξερου, είπα στη Φέφη: «μήπως έχεις το walking back to happiness;».
Δεν απάντησε. Έδειξε με το δάχτυλο «ένα λεπτό» και, πράγματι, σε ένα λεπτό ήταν πίσω. «Το βρήκα», είπε χαρούμενη, «έλα να χορέψουμε» και με τράβηξε από το χέρι, ενώ άρχισε να ακούγεται δυνατά η μουσική από το δίσκο στο πικάπ. Εκείνο το βράδυ χόρεψα όλους τους δίσκους. Ήμουν ευτυχισμένος.
Τώρα, μισόν αιώνα σχεδόν μετά, κάθε φορά που τυχαίνει ν’ ακούσω αυτό το τραγούδι, βουρκώνουν τα μάτια μου, όχι γιατί με μεταφέρει σε μια αθώα κι ανέμελη εποχή που ο καθένας από μας θα ήθελε να ξαναζήσει, αλλά γιατί ο πολυαγαπημένος τόπος που ζήσαμε αυτά τα ανεπανάληπτα χρόνια, δεν υπάρχει πια όπως τον γνωρίζαμε. Είναι ένας τόπος εγκλωβισμένος ασφυκτικά μέσα σε ανατριχιαστικά αγκαθωτά συρματοπλέγματα και γύρω γύρω στρατιώτες με οπλοπολυβόλα έτοιμα να γαζώσουν με ριπές, όποιον τολμήσει να περάσει μέσα στην πόλη.
Μια πόλη καταδικάστηκε σε αργό θάνατο και για μια ακόμα φορά η βοήθεια που περιμένει δεν έρχεται. Και δεν είναι μόνο τα σπίτια, τα σχολεία, οι εκκλησίες που αργοπεθαίνουν. Τον ίδιο αργό θάνατο βιώνουν και όλοι όσοι έτυχε να ζήσουν και να αγαπήσουν αυτή τη μαγική πόλη, προδομένοι και διωγμένοι βίαια μακριά της, προσπαθώντας να κρατηθούν όρθιοι, φυλάγοντας την πόλη όλη ζωντανή μέσα στην καρδιά τους.

Η ΜΑΥΡΗ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ

Ο αστυνομικός με τη χακί καλοκαιρινή στολή, σταμάτησε μπροστά στο μοναδικό καφενείο τού μικρού χωριού, που εκείνη τη στιγμή ήταν άδειο. Η μηχανή του, έτσι που μούγκριζε, μας φάνηκε πως προερχόταν από έναν άλλο πλανήτη. Εμείς γνωρίζαμε μόνο τα κόκκινα τρακτέρ που όργωναν τα χωράφια και το παλιό Φορντ με τα τετράγωνα παράθυρα, που εκτελούσε την τακτική γραμμή Βασιλικών-Αμμοχώστου. Πολύ σπάνια περνούσε από το χωριό άλλο όχημα. Έτσι, με την άφιξη της μαύρης μοτοσυκλέτας το παιχνίδι μας στη διπλανή αλάνα άλλαξε σενάριο και κανονισμούς στη στιγμή. Ένα καινούργιο παιχνίδι προστέθηκε αμέσως στη λίστα των παιχνιδιών μας. Αυτόματα βρεθήκαμε όλοι καβάλα σε φανταστικές μηχανές, τα χέρια μας τεντώθηκαν μπροστά, πιάστηκαν σε φανταστικά τιμόνια και μαρσάραμε μιμούμενοι το θόρυβο της μηχανής. Είμαστε, σχεδόν, όσο και μια ποδοσφαιρική ομάδα και μετά από μερικούς κύκλους γύρω από τη μοτοσυκλέτα σταματήσαμε και κοιτούσαμε από περιέργεια. Ο αστυνομικός έσβησε τη μηχανή του, γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι και μας κοίταζε ερευνητικά με τον ίδιο τρόπο που τον ερευνούσαμε κι εμείς.
Τι να ήθελε ο άγνωστος αστυνομικός στο μικρό χωριό μας; Υπήρχε κανένας κλέφτης στο χωριό και ήρθε για να τον συλλάβει; Μήπως κανένας από εμάς έκανε κάτι κακό; Άραγε το καρπούζι που απολαύσαμε το περασμένο Σάββατο από το περιβόλι τού κυρ Αλέξη θεωρήθηκε κλοπιμαίο και μας κάρφωσαν; Ποιον θα έβαζε στη φυλακή; Αυτές οι σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό μας,
όταν κάποτε, ξεροβήχοντας είπε: «Ποιος θέλει να πάει βόλτα με τη μοτοσυκλέτα;» Παγερή σιωπή. Δεν απάντησε κανένας. Ποιος μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη σε έναν αστυνομικό; «Κανένας;» είπε ξανά, κοιτάζοντας μας στα μάτια από έκπληξη. «Όποιος με πάει στο σπίτι τού Γεωργίου Κουμή θα πάρει τρία γρόσια άσπρα», είπε ξανά, χαμογελώντας και στρίβοντας το τσιγκελωτό του μαυρομούστακο. Όλοι τότε γυρίσαμε το κεφάλι στον Θωμά που δεν έχασε καιρό και επέστρεψε την απάντηση: «Είναι το σπίτι μου, κύριε». «Έλα, πήδα πίσω και κρατήσου καλά, είπε ο αστυνομικός. Και τα πόδια ανοιχτά μη σου τα ρουφήξουν οι ακτίνες». Και ξεκίνησε τη μηχανή.
Με ταχύτητα αστραπής ταξίδεψε σε όλο το χωριό η είδηση που έφερε ο αστυνομικός στο σπίτι τού Θωμά. Είχαμε φτάσει πρώτοι στο σπίτι, αφού ακολουθούσαμε τρέχοντας πίσω από τη μοτοσυκλέτα. Ο Θωμάς είχε πεταχτεί κάτω και τρέχοντας φώναξε τη μητέρα του, που αμέσως εμφανίστηκε στην είσοδο του φτωχικού τους.
Ο αστυνομικός με ύφος επίσημο πλέον άρχισε την ενημέρωση, αφού βεβαιώθηκε ότι απευθυνόταν στο σωστό πρόσωπο: «έχω εντολή να σας πληροφορήσω, ότι σήμερα, λίγο πριν το μεσημέρι, ο σύζυγός σας Γεώργιος Κουμή, ενώ εκτελούσε την εργασία του σε ανεγειρόμενη κατοικία στην Αμμόχωστο, έπαθε … ηλεκτροπληξία και …», χαμήλωσε τον τόνο τής φωνής του και τελείωσε τη φράση του λέγοντας «… απώλεσε, δυστυχώς, τη ζωή του». Η κραυγή τής μάνας του μας συντάραξε. Άρπαξε το Θωμά που είχε βάλει κι αυτός τα κλάματα και τον αγκάλιασε σφιχτά. Το γοερό της κλάμα ακούστηκε και στο πιο μακρινό σπίτι και μέσα σε λίγα λεπτά είχε μαζευτεί εκεί όλο το χωριό που ρωτούσε για λεπτομέρειες.
Κοιτούσαμε με λύπη τον Θωμά και τη μάνα του, ενώ ο αστυνομικός, φανερά λυπημένος κι αυτός για την είδηση που μόλις είχε αναγγείλει, απομακρυνόταν αμήχανα προς τη μηχανή του, διπλώνοντας νευρικά κάποια χαρτιά που είχε στα χέρια του, μιλώντας σε χαμηλό τόνο σ’ αυτούς που τον πλησίασαν, περπατούσαν δίπλα του και τον ρωτούσαν για λεπτομέρειες.
Η «μοτοσυκλέτα», ήταν το μοναδικό παιχνίδι που παίξαμε μόνο μια φορά.

Η ΓΗΤΕΥΤΡΑ

Ο Σώζος, ένα ζωηρό αγόρι γεμάτο ενέργεια, πήγαινε στην τέταρτη δημοτικού και ήταν πρώτος στα μαθήματα. Το σχολείο δεν ήταν πολύ μακριά από το σπίτι του, αλλά προτιμούσε μια πιο σύντομη διαδρομή, που περνούσε μέσα από την τούρκικη συνοικία. Κάθε πρωί και κάθε μεσημέρι, με τη σάκα στην πλάτη, διέσχιζε τα ίδια δρομάκια.
Η Ζαλιχέ ήταν μια τουρκοπούλα, στην ίδια περίπου ηλικία με τη δική του, και την έβλεπε κάποτε στο δρόμο για το σχολείο. Έμαθε το όνομά της, γιατί άκουγε τη μάνα της, που τη φώναζε και αυτή αποκρινόταν μιλώντας στη γλώσσα τους. Εξαφανιζόταν πίσω από τον ψηλό πετρότοιχο μέσα από μια ξύλινη και βαριά εξώθυρα που την έκλεινε με πάταγο. Ψηλά στον πετρότοιχο φαινόταν το αγιόκλημα που αρκετά κλωνάρια του κρέμονταν προς τα έξω και τα λουλούδια του χάριζαν το μεθυστικό τους άρωμα σε όποιον περνούσε απ’ εκείνο το δρομάκι.
Μια μέρα θέλησε να της κάνει μια έκπληξη. Την είδε από μακριά που καθόταν έξω, παίζοντας με το γατί της και του ήρθε ξαφνικά η ιδέα να της προσφέρει ένα λουλούδι από το αγιόκλημα. Χωρίς να χάσει καιρό έτρεξε σαν σίφουνας, πετάχτηκε με δύναμη ψηλά και κατάφερε να πιαστεί από ένα κλωνάρι. Το βάρος του όμως παρέσυρε προς τα έξω τον μισό σχεδόν θάμνο και έπεσαν μαζί πάνω στην εξώθυρα που άνοιξε με μεγάλο θόρυβο. Η Ζαλιχέ ξαφνιάστηκε, άρχισε να κλαίει δυνατά και να φωνάζει τη μάνα της, που έφτασε σαν αστραπή στη σκηνή, πριν αυτός προλάβει να σηκωθεί. Τον άρπαξε, ξεφωνίζοντας στη γλώσσα της ακαταλαβίστικα λόγια και του άστραψε δυο χαστούκια νομίζοντας ότι ενοχλούσε την κόρη της. Και αυτός, συγχυσμένος, μόλις ξέφυγε από τις τανάλιες των χεριών της, που τον κρατούσαν από τον λαιμό, το έβαλε στα πόδια και εξαφανίστηκε προς το σπίτι του.
Δεν είπε σε κανέναν τίποτε, αλλά από εκείνη την ημέρα ο φόβος φώλιασε μέσα του, έχασε κάθε όρεξη για διάβασμα ή παιχνίδι, και το χρώμα του γινόταν όλο και πιο κίτρινο. Η μάνα του ανησύχησε, τον ρωτούσε συνέχεια αν έγινε κάτι, μα αυτός τσιμουδιά, δεν έλεγε τίποτε. Ήταν συνέχεια αφηρημένος κι η αλλαγή προς το χειρότερο ήταν τόσο φανερή, που το πρόσεξαν κάποιες γειτόνισσες, υποψιάστηκαν τι συνέβη και συμβούλεψαν τη μάνα του να τον πάει σε μια τούρκισσα που γνώριζαν, για να του «βγάλει τον φόβο». Η μάνα του δεν έχασε καιρό. Το ίδιο κιόλας απόγευμα ξεκίνησαν μαζί για τη γητεύτρα. Όταν έφτασαν εκεί τον περίμενε μια τρομερή έκπληξη! Ήταν η μάνα τής Ζαλιχέ,
Παρέλυσε μόλις την είδε, μα έκανε τον αδιάφορο και παρακολουθούσε τη διαδικασία, καθώς αυτή ετοίμαζε τα σύνεργά της. Σε λίγο, μέσα σε απόλυτη σιωπή, άρχισε η τελετουργία. Έβαλε τη σάχη, ένα πολύ πλατύ και ξέβαθο τηγάνι, στη φωτιά και μόλις ζεστάθηκε, έριξε πάνω της αλάτι που είχε διαλύσει σε ένα ποτήρι με νερό. Μετά πήρε προσεχτικά τη σάκη από τις λαβές της χρησιμοποιώντας δύο κομμάτια ρούχο και την κουνούσε πάνω από τη φωτιά, ώστε το αλάτι να απλωθεί παντού. Τη στριφογύρισε πάνω από το κεφάλι του λέγοντας ακατανόητα λόγια και μετά την απόθεσε κάτω στο πάτωμα. Το αλάτι, που έγινε κάτασπρο, είχε παγώσει πάνω σε όλη την επιφάνεια της. Ήταν η πιο κρίσιμη στιγμή, γιατί έπρεπε τώρα να ερμηνευτούν τα σχήματα που δημιούργησε το στεγνωμένο αλάτι.
«Α! τι είναι τούτο;», είπε ξαφνικά η Τούρκισσα με έμφαση. «Τι είναι τούτο;» κουνώντας το δάχτυλό της κυκλικά γύρω από ένα σχέδιο στο τηγάνι. «Μια γυναίκα κρατεί λαιμό σου. Τι της έκαμες; τι της έκαμες;», συνέχισε, και τον κοίταξε περιμένοντας μια απάντηση. Απέφυγε να την κοιτάξει, αλλά τώρα ήταν σίγουρος ότι τον είχε αναγνωρίσει. Κατάφερε, μασώντας τα λόγια του, να ψελλίσει, «ήθελα να κόψω ένα λουλούδι, να το δώσω στη … να το πάω στη… να το δώσω στη …», κι η φωνή του έβγαινε τρεμουλιαστή κι ακατανόητη, γιατί την ίδια στιγμή μιλούσε κι αυτή. Τέλος, αφού αυτή έμεινε για μερικές στιγμές αμίλητη, είπε «α! είσαι καλό κοπέλιν». Μιλούσε στη γλώσσα της λέγοντας διάφορα ακατανόητα λόγια και στο τέλος είπε επιτακτικά τρεις φορές χτυπώντας τον ελαφρά στην πλάτη: «φόος φύει! φόος φύει! φόος φύει!».
Έριξε μια λοξή ματιά στη μάνα του, που φαινόταν ικανοποιημένη από τη διαδικασία που παρακολούθησε. Είχε βγάλει ήδη το πορτοφόλι της για να πληρώσει μα, η Τούρκισσα δεν δέχτηκε τα χρήματα, ποιος ξέρει ίσως γιατί ένιωθε τύψεις, τώρα που είχε μάθει τι γύρευε το ξένο αγόρι στην αυλή της.
Φεύγοντας, τους ακολουθούσε ένα μικρό γατάκι προς την εξώπορτα. Πιο πίσω ερχόταν η Ζαλιχέ και το φώναζε.
«Τι άρωμα αυτό το αγιόκλημα!», είπε η μάνα του βγαίνοντας, μα την ίδια στιγμή, σαν κάτι να φτερούγισε μέσα στο μυαλό της, κοντοστάθηκε, άλλαξε βηματισμό και τον κοίταξε διερευνητικά. Αυτός, χωρίς πια μέσα του το φόβο, συνέχισε να περπατά δίπλα της και να υποκρίνεται, έχοντας γυρισμένο το κεφάλι προς τα πίσω, κοιτάζοντας τη Ζαλιχέ και το γατάκι που τους ακολουθούσε.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ 

Α’ ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Πατριδογνωσία και επική ανάταση

[Ο Φιλελεύθερος, 22 Ιουνίου 2015, Πρώτη Γραμμή, Κυπριακή Ποίηση, σελ. 25]

Το νέο βιβλίο του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ είναι μια ευσύνοπτη ποιητική σύνθεση που συνδυάζει την αρχαιογνωσία με την πατριδογνωσία και το λυρισμό με ψήγματα επικής ανάτα­σης. Στο πρώτο σκέλος του βιβλίου ο ποι­ητής ταυτίζεται και συνοδοιπορεί με τον προϊστορικό άνθρωπο. Ανακαλύπτει μαζί του την πέτρα και την χρηστική της αξία, τη φωτιά, το νερό στο ποτάμι και τελικά τη θάλασσα. Εκπλήσσει και εκπλήττεται σ’ αυτή τη μαγευτική πορεία της γνώσης, με συγκίνηση αλλά και δέος.

Μόνο στα μέσα του βιβλίου ξεκαθαρί­ζει ότι ο ποιητής παρακολουθεί την εξέλι­ξη του ανθρώπινου γένους στην αρχαιότη­τα από κυπριακό έδαφος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η ματιά του είναι πανανθρώπινη και καθολική. Η πρώτη υπόμνηση που παρα­πέμπει στη γη της πατρίδας μας γίνεται μόλις στο ποίημα «Παλιό καράβι» που ανα­φέρεται στα πρώτα βήματα της ναυσιπλο­ΐας στον τόπο μας: «Γιατί όταν ήρθε ο και­ρός και φύσηξε Απηλιώτης / Στ’ αμέτρητα ταξίδια μου σ’ ατέλειωτο γιαλό / Σκορπού­σα μύγδαλα κι ολόγλυκο κρασί κερνούσα / Καθώς τον κόσμο θάμπωνε ο αστραφτε­ρός χαλκός /…». (σελ. 30)

Μοιραία, αλλά και αισθητικά ωραία, η περιπλάνηση του Ν.Ν-Χ. στον αρχαίο κό­σμο γενικά και στην αρχαϊκή Κύπρο ειδικά, καταλήγει στην αρχαία ιστορία του νησιού μας και τις ελληνικές του ρίζες, απ’ όπου ο ποιητής επιχειρεί ν’ αντλήσει διδάγματα και παραδείγματα προς μίμηση ή αποφυγή για τη σύγχρονη εποχή και τις μέρες μας: «… δοκιμάστε απ’ το δικό μου, της προδο­σίας το πικρόμελο / που στάζει απ’ το κρα­νίο μου για να θυμάστε / πως πρέπει πάντα να φυλάγεστε απ’ τους αισχρούς Στασάνορες μα, πιο πολύ απ’ τους προδότες Γόργους». (σελ. 31)

Με το συγκεκριμένο ποίημα θα έλεγα ότι αναπτύσσεται και μιας μορφής διακει­μενικός διάλογος με το ομόθεμο ποίημα του Παντελή Μηχανικού «Ονήσιλος» από τη συλλογή «Κατάθεση», 1975 -όπου η μορφή του Βασιλιά της Σαλαμίνας χρησι­μοποιείται ως εγερτήριο σάλπισμα κατά της παχυδερμίας, της αδιαφορίας και της αταραξίας, πνευματικής, πατριδολατρικής ή άλλης: «Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος / κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα / χωρίς τίποτα να νιώσου­με…».

Βέβαια, παραδείγματα – φωτεινοί φά­ροι για το μέλλον -άμεσο, μακροπρόθεσμο ή διαχρονικό- μπορούν ν’ αντληθούν και από τη σύγχρονη ιστορία του νησιού. Π.χ. από τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59, όπου δεσπόζει η θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου. Τη διαχρονικότητα αυτής της θυσίας υμνεί ο ποιητής: «… οι δειλοί στον απολέμητο σπήλιο ρίχνουν βενζίνη / καίνε το σώμα μέσα σε λίγα λεπτά / καίνε μονά­χα το σώμα / κι ένα μικρό τρυπομάζη – δί­πλα στη σκήτη, που είχε φτιάξει τη δική του φωλιά / όμως την ψυχή δεν μπορούν να την κάψουν / την ιστορία αυτή στους αιώνες θα λέει ο πατέρας στον γιο κι ο παππούς στο εγγόνι…». (σελ. 34)

Από τις κορυφαίες στιγμές του βιβλίου θεωρώ το ποίημα «Το πηγάδι» (σελ. 36) όπου επιχειρείται μια παρώδηση και μια παράλληλη συνανάγνωση του γνωστού παραδοσιακού κυπριακού τραγουδιού «Τέσσερα τζιαι τέσσερα» με τη σύγχρονη κυπριακή τραγωδία του 1974 και τον χαμό ενός αγνοούμενου, που μικρός άκουγε με δέος και απορία τον παππού του να τού τραγουδά το πιο πάνω άσμα. Ο μύθος πε­ριπλέκεται περίτεχνα με την ιστορία και οι παραλληλισμοί λειτουργούν με αισθητική επάρκεια: «… ήρθε ο καιρός κι ο μαύρος πήρε και τον παππού / κι ήταν καλύτερα γιατί δεν έμαθε / δεν έμαθε πως στρατιώ­της στον πόλεμο σαν πήγε ο Παναγιώτης / ο εγγονός του ο πιο μικρός / καθώς τον έσπρωχναν στο πηγάδι των εκατόν ορκών σ’ ένα χωριό, την Αγιά / θυμήθηκε τον παπ­πού του και το τραγούδι του / και πικραμέ­νος σιγοψιθύρισε: “Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί / Γιατί τον γιον της τον μιτσήν δεν θα τον ξαναδεί”…». (σελ.37)

Ανάλογο εγχείρημα με το αμέσως προ­ηγούμενο επιχειρείται και στο προτελευ­ταίο ποίημα της συλλογής, «Νανούρισμα» (σελ. 38), όπου και πάλι συνυφαίνεται ένα κυπριακό παραδοσιακό τραγούδι με την τραγωδία του 74. Αυτή τη φορά το βρέφος «νανουρίζει» τη νεκρή μάνα του ευρισκό­μενο πάνω στο άψυχο στήθος της: «Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά / Παρακαλώ σε έλα δα / Ποτζοίμισ’ τη μανούλα μου / την πιο γλυτζειάν του κόσμου μου /… Κλαίω της τζαι φωνάζω της / Ξύπνα μανά ξύπνα μανά / Δίκλα ‘ποτζεί δίκλα ‘ποδά / Τι έχεις μωρό στην αγκαλιά /Μα η μάνα μου δεν απαντά έσιει τα μάθκια της κλειστά». (σελ. 39)

Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο και αρκούντως εύγλωττο βρίσκω το γεγονός ότι στις πιο δραματικές στιγμές της ποίησης του ο Ν.Ν-Χ. καταφεύγει στους πυκνόρρευστους κι ευωδιαστούς χυμούς της κυπριακής δι­αλέκτου. Αυτό συμβαίνει τόσο στο υπό παρουσίαση βιβλίο, όσο και σε προηγούμενα έργα του ποιητή.

Ολοκληρώνοντας θέλω να σημειώσω ότι η νέα ποιητική συλλογή του Ν.Ν-Χ. χα­ρακτηρίζεται και από μια ιδιαίτερη αφηγηματικότητα. Τα ποιήματα του είναι το ίδιο γλαφυρά και παραστατικά όπως εκείνα της προηγούμενης συλλογής του, «Διθαλάσσου», 2012, αλλά το πρόσθετο στοιχείο της αφηγηματικότητας, κατά την άποψή μου, καθιστά τη νέα δουλειά περισσότερο ευά­λωτη σε πεζολογικές ατραπούς, τις οποίες ο ποιητής δεν καταφέρνει ν’ αποφεύγει πάντα. Η αφήγηση, η εξιστόρηση ενός μύ­θου ή ενός γεγονότος, μέσω της ποίησης, πάντοτε ελλοχεύει κινδύνους διολίσθησης σε πεζολογίες. Έχω την αίσθηση ότι ο Ν.Ν-Χ. θα μπορούσε να ελέγξει περισσό­τερο αυτό τον κίνδυνο, μέσω αυξημένης εσωτερικής ροής και μουσικότητας των στίχων του.

.

ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ

[ΑΚΤΗ, έτος ΚΣΤ΄, τ. 103, Καλοκαίρι 2015, σελ. 362]

Από τη «Διθαλάσσου», την εμποτισμένη με τα μύρα της θαλασσοφίλητης γενέτειράς του Καρπασίας, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ κομίζει στα κάνιστρα της ποιητικής του ψυχής το αρχέγονο σύμβολο ολάκερης της γης του και μαζί βαρύτιμο φυλαχτό της πατρογονικής του κληρονομιάς: τον «Πικρόλιθο» της δεύτερης ποιητικής του συλλογής, που τον έφερε πρόσφατα ο καλοτάξιδος άνεμος Κάρβας των προσωπικών του εκδόσεων. Και αν με τους πρώτους του στίχους ανάστησε στο «Φως» ανάγλυφες «…Εικόνες» από ενδημικά πουλιά, θάμνους και δέντρα, διάβηκε μέσα από μια νοερή «Μικρή Περιήγηση» γνώριμους τόπους και νεκροπόλεις με «Τα Άλογα» της Σαλαμίνας, συνομίλησε στην ντοπιολαλιά τους με ανθρώπους των περασμένων χρόνων κι ανιστόρησε τα δεινά της «Παναγίας της Καναριάς» και του Μεγάλου Αγγέλου, έρχεται τώρα να επισφραγίσει τις προηγούμενες «Παλιές σφραγίδες» με νέα εμφαντικότερα χαράγματα.

Ταυτίζοντας την αλληγορική προσωποποίηση της πατρίδας του με την υπαρκτή Καρπασιτοπούλα «Ελένη» του ομώνυμου ποιήματος της «Διθαλάσσου», που απαθανάτισε με τις πέτρες στην πλάτη μοναδικό φωτογραφικό στιγμιότυπο του «Νational Geographic» το 1928, καταφέρνει να εισχωρήσει τούτη τη φορά στα μεγαλύτερα της βάθη, για ν’ ανασύρει από τα χαλκολιθικά στρώματα της Ιστορίας και του πολιτισμού της τον κατ’ εξοχήν ενδογενή της «πικρόλιθο». Την ακριβολογική τεχνουργική του ιδιότητα για την κατασκευή των δημοφιλών σταυρόσχημων ειδωλίων του Κυπριακού Μουσείου επεξηγεί στις «Σημειώσεις», που μαζί με τον σελιδοδηγό των αρχαιολογικών «εικόνων» και το διαλεκτικό «Γλωσσάρι» επιτάσσονται της συλλογής. Τόσο, όμως, ο τίτλος της «Πικρόλιθος» όσο και ο υπότιτλός της «σημειώσεις σχεδίας» παραπέμπουν σε μεταφορικά νοήματα και συμβολισμούς πολυσημίας, όπου κατά μία συνεκδοχική σύζευξη τα οιονεί Σολωμικά σχεδιάσματα του ποιητή συνταξιδεύουν πάλι με τον ούριο Κάρβα της μνήμης, αλλά και της πικρής θύμησης πάνω στην Οδυσσεακή σχεδία, πανομοιότυπη με την πανάρχαια σχεδία, τη χαραγμένη σε κάποιο πικρό βράχο της Κύπρου. Και οι άνθρωποί της να περιμένουν την επιστροφή στο μισό της ακροθαλάσσι, δεόμενοι με ανοικτά τα χέρια σ’ ανάμνηση των γηγενών ειδωλίων του «πικρόλιθού» της.

Από τις 14 ποιητικές συνθέσεις, που κατατίθενται στην παρούσα συλλογή, είτε ως αυτοτελή ποιήματα είτε επιμερισμένες σε αριθμημένες θεματικές ενότητες, μερικές εξ αυτών στιχηδόν και άλλες μορφικώς καταλογάδην, στεκόμαστε κατ’ αρχήν στα εμβληματικά δύο πρώτα ποιήματα, που απηχούν ονοματολογικές παραλλαγές ή παραπληρωματικές προεκτάσεις του τίτλου. Έτσι, «Τα Βότσαλα», κατά τον ποιητή, παραλληλίζονται ευστόχως με τα ποιήματα, αποτυπώνοντας τις ιδέες της ποιητικής του βιοθεωρίας σε ευφάνταστες εικονοπλαστικές συλλήψεις: «Τα ποιήματα / Ως εύπλαστη ύλη / Σαν τα βότσαλα ταξιδεύουν / Της θάλασσας» πότε «Σε βυθούς σιωπής», πότε «Σε φουρτουνιασμένη άβυσσο» μέχρι να έλθουν «στο φως». «Η Πέτρα», ωστόσο, που κρατεί ιερό φυλακτό στις πέντε ποιητικές του διαδρομές ή στις επώδυνες αναβάσεις για τις ανατάσεις των πέντε του αισθήσεων, δεν είναι άλλη από εκείνη τη ριζιμιά της γης του, που δεν μπορεί «να ξεχάσ[ει]» όποιο «ποτάμι» ή «μονοπάτι» κι αν πάρει. Οι ακροτελεύτιοι στίχοι του α΄ και ε΄ μέρους είναι δυναμικά ενδεικτικοί του αναπόσπαστου ομφάλιου λώρου, που δένει στα σπλάχνα της στο πρόσωπο του ποιητή τους συμπατριώτες συνοδοιπόρους του: «Περπατώ με μια πέτρα στο χέρι / Μα πάντα μένω στα ίδια δάση / Στα ίδια μέρη το χώμα πατώ». «Τότε κι εγώ φυλάγω την πέτρα / Και παίρνω στα χέρια μια κώπη». Αυτήν, προφανώς, της παλιννόστησης, όπως, ακριβώς, «Τα Πουλιά» του επόμενου ποιήματος, που «βρίσκουν τον δρόμο κι επιστρέφουνε στις ίδιες ακτές;» κι ας διερωτάται με απορία Σωκρατικής ειρωνείας.

Στα αμιγώς, θα λέγαμε, θαλασσινά ή ναυτικά ποιήματα «Η Σχεδία», «Το Τραγούδι του Ναύτη της Σχεδίας», «Το Ακρογιάλι» και «Παλιό Καράβι» αποτυπώνεται μαζί με τις αεικίνητες αναζητήσεις και τη φιλοτάξιδη έφεση του ψυχισμού του το στίγμα του φυλετικού κυττάρου του αιώνιου Έλληνα ταξιδευτή των μακρινών οριζόντων του Καββαδία, αλλά και του Ομηρικού νόστου ή της αμετατόπιστης Καβαφικής «πόλης». Έτσι, ντύνοντας με τα «βαθυκύανα» χρώματα του Ελύτη τα δικά του «δελφίνια», καταγράφει τις αποδράσεις και τις επανόδους του: «Πάνω απ’ τα κύματα πετούν / Ύστερα χάνονται· ξαναγυρνούν». Και καθώς ο Ποιητής του Αιγαίου ομολογεί πως «Τα ανώτερα Μαθηματικά του τα έκανε στο Σχολείο της θάλασσας» ο ίδιος, όντας Μαθηματικός με τα γεωμετρικά σχήματα των λυρικών επαναφορών του μεταστοιχειώνει τον «μικρό Ναυτίλο» στη μουσική κλίμακα του δικού του «Ναύτη», τονίζοντας μέσα από το «Τραγούδι» του το δυσεπίτευκτο του γυρισμού του: «Ναύτη μου / Ναύτη / Όποιος σε θάλασσα αρμενίσει / Με θαλασσόμελο ξεδιψάσει / Πίσω στο σπίτι του δεν θα γυρίσει / Την πρώτη αγάπη του θα ξεχάσει». Για να ομολογήσει, εντούτοις, αλλού, ανακρούοντας «αλίδρομος θαλασσομάχος» την πρύμνη του «καραβιού» του, που υπενθυμίζει από τους συμφραζόμενους στίχους το φυλακισμένο καράβι της Κερύνειας και την ελπίδα της επιστροφής: «Κι ύστερα γύριζα με το καράβι φορτωμένο ελπίδα / Γύριζα με το καράβι φορτωμένο φως».

Τους επικούς αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού συνοψίζει ο ποιητής μέσα από τα ποιήματά του «Πικρόμελο», «Η Σκήτη», «Διάλογος» και «Το Πηγάδι». Σε μιαν αντιστικτική σύνθεση αρχαίας και νέας τραγωδίας ή εν είδει συνοπτικού ποιητικού χρονικού της «γλυκείας» αλλά και πικρής «χώρας Κύπρου» ανιστορεί την επανάσταση του Ονήσιλου εναντίον των Περσών, τη θυσία του Αυξεντίου και του Μάτση για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, καθώς και του ομοχώριού του Παναγιώτη, που έπεσε πολεμώντας τους Τούρκους το 1974. Ενώ στο «Νανούρισμα», μεταπλάθοντας αριστοτεχνικά σε μοιρολόι το γνωστό κυπριακό τραγούδι, μνημειώνει μιαν από τις πολλές τραγικές ιστορίες της βάρβαρης τουρκικής εισβολής. Για τούτο και ο ποιητής, σαν άλλος δυνατός «Σπουργίτης», που επιβιώνει των κακουχιών και των κατατρεγμών μονολογεί: «μα εγώ, εδώ θα ζήσω …να προσδοκώ να ξεδιπλώσει τις φτερούγες του ξανά του δίκαιου ήλιου πύρινος ένας κριτής αητός».

.

ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗΣ

Ποιήματα,
σαν οδηγίες
προς ναυτιλλομένους
με τον Απηλιώτη στα πανιά τους

[Καθημερινή της Κύπρου, Ματιές, Πρώτη Ανάγνωση, 12 Ιουλίου 2015, σελ. 4,

Η σύγχρονη κυπριακή ποίηση έχει να επιδείξει αρκετά αξιόλογα έργα από καλούς λογοτέχνες, και κατά καιρούς είναι όμορφο να επιστρέφεις σε αυτά, ξαναδιαβάζοντάς τα, ανακαλύπτοντας κρυμμένες λέξεις στη γωνιά κάποιας στροφής. Κάπως έτσι επέστρεψα στην τελευταία ποιητική συλλογή του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ «Πικρόλιθος, σημειώσεις σχεδίας». Έχοντας κατά νου την προ­ηγούμενη συλλογή του, τη «Διθαλάσσου», όπου ο άνεμος της Καρπασίας και η θά­λασσα της Αμμοχώστου είχαν κυρίαρχο ρόλο, με τα υπόρρητα μηνύματα τους, άρχισα να διαβάζω τον Πικρόλιθο, με τον τίτλο να μου φέρνει στο μυαλό την πέτρα και τον ιδρώτα του ανθρώπου να κατακτήσει το μέλλον του, αλλά και τη δύναμη της πέτρας, που με πίκρα πολλές φορές γίνεται όπλο φονικό. Ωστόσο, κά­που στάθηκα στον υπότιτλο της συλλογής, σημειώσεις σχεδίας, άραγε τι θέλει να δείξει ο Νικολάου με τις σημειώσεις, ποιας σχεδίας, ποιου συντάκτη;

Η συλλογή περιλαμβάνει 13 ποιήματα, με κάποια από αυτά να χωρίζονται σε περισσότερα μέρη, και καθένα από αυτά είναι σαν ένα βήμα ενός πρωτόγονου ανθρώπου, ο οποίος προχωράει σιγά-σιγά, αναζητώντας τον τόπο του, κτίζοντας τον κόσμο γύρω του, πολεμώντας και αντιπαλεύοντας τις δυνάμεις που στέκονται εμπόδιο στον δρόμο του. Με την πέτρα δημιουργεί και με την πέτρα αμύνεται και καταστρέφει. Με τα ποι­ήματα να έχουν τοποθετηθεί σε μία λο­γική αλληλουχία, όπως θα περίμενε κάποιος, τα βήματα του πρωτόγονου αν­θρώπου τον φέρνουν σ’ έναν τόπο που μοιάζει με την Κύπρο, την πάντοτε χειμαζόμενη Κύ­προ, την Κύπρο που ανέ­καθεν πολεμούσε με πέτρες ιταμούς κατακτητές και ύπουλους υπερασπι­στές.

Έως τη σύνθεση «Πικρόμελο» η σχεδία γίνεται σκαρί από καλό πεύκο και ο επιβάτης της σχεδίας έχει πια φτάσει σε τόπο όμορφο, σχεδόν όμως κα­ταραμένο. Τότε, ξαφνικά με άλματα χρονικά και με εικόνες καλά σμιλεμένες στη γη αυτού του νησιού, ο ποιητής μιλάει για έναν τόπο με άντρες γενναίους, με ανθρώπους με πάθη, αναπτύσσει με κυκλικότητα τα γεγονότα. Άραγε τι γυρεύει τόσα χρόνια ο Αρτύβιος στην Κύπρο; Πώς ο Γρηγόρης Αυξεντίου συνομιλεί τρα­γικά με τον Κυριάκο Μάτση με την κουβέντα αυτή να ηχεί υπόκωφα στις πέτρες των κρησφύγετων του καθενός;

Ίσως ο ποιητής να έκα­νε ένα μετέωρο άλμα, αφού από τον Ονήσιλο και τη Σαλαμίνα μεταπηδά σχεδόν απότομα στα δάση του Μαχαιρά, και σταδιακά, ομαλά ωστόσο, φτάνει στις τραγικές μέρες του μορισμένου καλοκαιριού του 1974, χωρίς να αναφέρει τίποτε στο ενδιάμεσο.

Στη συλλογή αυτή φαίνεται, θεωρώ, η αγάπη του δημιουργού για τον τόπο του και η συνειδητότητα ότι αυτό το νησί, ριγμένο σχεδόν σε μια γωνιά της Μεσογείου, από την οργή του Ηφαίστου, ως άλλη Λήμνος, γίνεται σκηνή τραγικότητας, όπου ο άνθρωπος έφτασε σκυφτός με την πέτρα της γης αυτής εφόδιο, να καταλήγει όπλο εναντίον του όποιου δυνάστη και υπονομευτή της κανονικότητας.

Οπωσδήποτε η συλλογή διακρίνεται για την εκδοτική αρτιότητα της. Άλλωστε, και οι προηγούμενες δουλειές του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ χαρακτηρίζονται από λεπτολογία και αισθητική επάρκεια. Προς διευκόλυνση του αναγνώστη ο συγγραφέας στο τέλος της συλλογής δίνει επεξηγηματικές σημειώσεις για με­ρικά ποιήματα, καθώς και ένα μικρό λε­ξιλόγιο για τις λίγες ιδιαίτερες λέξεις που χρησιμοποιεί, οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, δίνουν στη σχεδία το στίγμα του προορισμού της, και υποβοηθούμενες από τον Απηλιώτη να τη σπρώχνει προς τη σωστή κατεύθυνση. Δυστυχώς, όμως, μετά τη σχεδία έφτασαν στο νησί, και Αρτύβιοι, και Γόλγοι βασίλεψαν, με τα πουλιά ωστόσο πάντα να επιστρέφουν στις ίδιες ακτές, σε πείσμα όλων.

Η συλλογή κλείνει με το αισιόδοξο και συνάμα τραγικό ποίημα «Μονόλογος σπουργίτη», με το πουλί αυτό το ταπεινό να μονολογεί… «μα εγώ θα ζήσω κι ας πονώ στον τόπο αυτό που αγαπώ, φάρος ακοίμητος, να προσδοκώ να ξεδιπλώσει τις φτερούγες του ξανά, του δίκαιου ήλιου πύρινος ένας κριτής αητός».

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

[Αλήθεια, Δευτέρα 16 Φεβ 2015, πολιτισμός, σελ. 43]

Αυτό που ξέρω εγώ, κυρίες και κύριοι, είναι ότι από μέτρο και τεχνική, στην ποίηση, δεν σκαμπάζω. Αλλά αυτό που, επίσης, ξέρω, κυρίες και κύριοι, είναι ότι, και αυτή τη φορά, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με την άφθαστης σαγήνης τρυφερότητά του και, φυσικά, με τον σπάνιας αισθητικής λυρισμό του ο οποίος, σαν καθάριος ποταμός, διατρέχει τα ποιήματά του, με ταξίδεψε, ξανά, σε μέρη που μοιάζουν με προσκυνητάρια, μου κόλλησε φτερούγες στις πλάτες για να πετάξω, επιτέλους, σε πολεμίστρες ονείρων, σε κρησφύγετα αξιοπρεπείας, σε μετερίζια ιδεολογιών. Εκεί, θέλω να πω, που δεν μπορούν να φτάσουν οι βολεμένοι και οι άβουλοι, οι πεσσοί μιας σκακιέρας που φτιάχτηκε από άλλους, για να παρασύρει ανθρώπους και ψυχές στις καλογυαλισμένες λεωφόρους της ευμάρειας, της χλιδής και, συνεπώς, της αποχαύνωσης. Είναι, λοιπόν, οι τεντωμένες αισθήσεις του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ και οι πανάκριβες εμπνεύσεις του που με οδήγησαν πλάι στον Αυξεντίου, για να ακούσω την ουρανομήκη κραυγή της λευτεριάς, δίπλα στον ανώνυμο πρόσφυγα, για να μοιραστώ μαζί του τα θεμέλια της πατρογονικής του εστίας, πίσω από ένα περιστέρι που αναζητεί, πεισματικά, δυσεύρετες έννοιες όπως ευτολμία, λεβεντιά, καθήκον και σε ευθεία γραμμή με μια δακρυσμένη ακρογιαλιά όπου σκύβω, σαν προσκυνητής, και μαζεύω το βότσαλο εντός του οποίου καθρεφτίζονται το Βασίλι, η Καρπασία, ο Λεονάρισος, το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, τα κόκαλα των ηρώων μας του 1974. Και, τέλος, κρατώντας τον ίδιο τον ποιητή από το χέρι, ατενίζω από το σκονισμένο φυλάκιο της Πράσινης Γραμμής τον Πενταδάχτυλο, καθώς ραγίζει λόγω προχωρημένης, ίσως και ανίατης, λήθης.

.

Β’ ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Πίδακες λυρισμού, νόστου και μνημών από την κατεχόμενη γη

Τα ποιήματα του Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ μοιάζουν με πίδακες που αναβλύζουν λυρισμό, νόστο και μνήμες από την κατεχόμενη γη της πατρίδας μας, ως επί το πλείστον από τη χερσόνησο της Καρπασίας απ’ όπου κατάγεται ο ποιητής και συγκεκριμένα από το χωριό Βασίλι. Κι είναι όλα ποιήματα που επαναφέρουν μνήμες πριν από την καταστροφή του ’74, μνήμες ειδυλλιακές, γεμάτες αθωότητα, ομορφιά, φως, χρώματα και χάρη.

Στην ποιητική συλλογή του Ν.Ν.Χ. «Διθαλάσσου», που κυκλοφόρησε το 2012 από τις εκδόσεις «Κάρβας», κυριαρχούν οι παιδικές μνήμες -άχραντες και αμόλυντες, μα προπαντός ατόφιες, ξεπροβάλλουν σχεδόν μέσα απ’ όλα τα ποιήματα του βιβλίου. Όπως π.χ. στο «Καρπασία» (σελ. 23) όπου, ανάμεσα σε άλλα, ο ποιητής λέει: «Κυνηγώντας τη σκιά μας ανάμεσα στα καπνόφυτα / Με την πίσσα στα χέρια και στα ρούχα μας / Αποχωρίζουμε τσακ τσακ τα νοτισμένα φύλλα / Κι ενώ το χρυσαφί ρουφάει το πράσινο / Ο ήλιος ανεβαίνει / Και οι μακριές αυλακιές / Μικραίνουν στο μέτωπο του πατέρα / Μετρώντας τον με κοντάρια».

Βέβαια, αυτές τις ολόφωτες, ειδυλλιακές εικόνες, ακαριαία και καίρια, διαπερνούν συχνά μαύρες αστραπές ή μαύροι κεραυνοί, που διαρρηγνύουν τον χρόνο ερχόμενοι από τη μελλοντική, για τότε, τραγωδία του ’74. Π.χ. στο ολόγλυκο ποίημα «Ελένη» (σελ. 19) χαρακτήρα μαύρου κεραυνού ή μαύρης αστραπής έχει ο τελευταίος στίχος: «Το βλέπουν το μαντήλι της απ’ τα βουνά του Ταύρου».

Η εξαντλητικά αναλυτική περιγραφικότητα του Ν.Ν.Χ., με επίκεντρο πάντα τον περιβάλλοντα χώρο, εξοικειώνει με λεπτομέρεια αλλά και λεπτότητα τον αναγνώστη με δέντρα, πουλιά, χρώματα, αρώματα, ενίοτε και μιλήματα της πατρώας γης.

Η γενέθλια γη, το πατρικό σπίτι, η ακρογιαλιά της παιδικής περιδιάβασης και τόσες άλλες γλαφυρές και παραστατικές στιγμές, ανακαλούνται σπαρταριστές από τη μνήμη του ποιητή και γίνονται ένα ιδιότυπο παρόν, γεμάτο πόνο και αγάπη. Ό,τι κι αν γράφει ο Ν.Ν.Χ. γράφεται υπό το κράτος συναισθηματικής φόρτισης, κι είναι αυτό πρόδηλο αλλά και ουδόλως μεμπτό. Όμως, από μόνη της η συναισθηματική φόρτιση δεν αρκεί για να συντελεστεί ποίηση. Υπολείπεται το υπερβατικό μα και το αφαιρετικό στοιχείο για να επέλθει επαρκές αισθητικό αποτέλεσμα. Και ευτυχώς αυτό είναι κάτι που επιτυγχάνει πολύ συχνά ο Ν.Ν.Χ.

Η έντονη εικονοπλαστική διάθεση του Ν.Ν.Χ. είναι διάχυτη παντού. Και ο ιματζινισμός του είναι γεμάτος νοσταλγία, θλίψη και ομορφιά. Π.χ. στο «Τέσσερις εικόνες» (σελ. 29) ο ποιητής, ανακαλώντας πάντα μνήμες από την κατεχόμενη γη της πατρίδας μας, δημιουργεί εικόνες που συγκινούν, πρώτ’ απ’ όλα για την αγάπη την οποία αναβλύζουν, τη γλαφυρότητα, την ευκρίνεια και τη φωτεινότητά τους.

Λυρική ιστοριοδίφηση στην Κύπρο αλλοτινών εποχών συνιστά, κατά τη γνώμη μου, το «Παλιές σφραγίδες» (σελ. 27) όπου ο Ν.Ν.Χ. αναζητά το κύριο στίγμα της πατρίδας μας μέσα από τους αιώνες. Στην άκρη βέβαια παραφυλάει το υπερβατικό στοιχείο, αφού: «Για χρόνια πολλά φυλάς το κλάμα των παγονιών». Κι εμείς, κατά τον ποιητή: «Περιμένουμε τη στιγμή / Που τα πουλιά θ’ ανοίξουν πάλι τα φτερά τους / Και θα ενώσουν τις μικρές κραυγές τους / Όπως τότε…». Από την άλλη θέλω να σημειώσω ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Ν.Ν.Χ. υμνεί την αντίσταση στον κατακτητή εμπεριέχει σημαντικά παγανιστικά και φυσιολατρικά στοιχεία. Αφού αυτός που αντιστέκεται -πέρα από τον άνθρωπο και πρωτίστως τον εσωτερικό του κόσμο, τις μνήμες και τα συναισθήματά του – είναι η φύση της πατρίδας μας, η χλωρίδα και η πανίδα του τόπου μας.

Ολοκληρώνοντας με τη θεματική νόστος πατρίδας στην προ του ’74 εποχή, θέλω να καταγράψω μιαν ένσταση. Στην ποίηση του Ν.Ν.Χ. ο τόπος μας και οι άνθρωποί του παρουσιάζονται εξ ολοκλήρου, ως παθητικοί δέκτες του κακού. Ίχνος ευθύνης για τη συμφορά δεν αποδίδει σε κανέναν από εμάς ο ποιητής. Μόνος και απόλυτος ένοχος ο κατακτητής. Όπως λέει και στο «Εμμονή» (σελ. 30): «Ήρθε ένα κύμα όλο σκοτάδι / Από την άλλη θάλασσα / Και σκέπασε τούτη τη γη». Όμως ποίηση σημαίνει και αυτοκριτική ενδοσκόπηση, σημαίνει και κριτική θεώρηση των πραγμάτων. Μένω ως εδώ διότι η ένστασή μου μπορεί να εκληφθεί ως ιδεολογική, παρόλο που είναι πέρα για πέρα αισθητική.

Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάμω στον τρόπο που ο Ν.Ν.Χ. αξιοποιεί την κυπριακή διάλεκτο, εμβόλιμα μεν μέσα στα ποιήματα του, αλλά ουδόλως ως διακοσμητικό στοιχείο, χάριν πρόσδοσης απλώς κυπριακού ηχοχρώματος, στυλιστικά και υφολογικά. Το κυπριακό ιδίωμα αποτελεί το καταφύγιο του ποιητή σε στιγμές συναισθηματικής φόρτισης, νοηματικής και αισθητικής κορύφωσης. Το ιδίωμα στην προκειμένη περίπτωση απορροφά και εκφράζει κραδασμούς που δεν μπορούν να αποδοθούν στην πανελλήνια δημοτική. Π.χ. στο «Πρωινή συμφωνία» (σελ.16) όπου ο Ν.Ν.Χ. καταλήγει… «αντί να τραγουδώ γλυκά σαν τα πουλιά / θαρκούμαι ανακαλιούμαι».

Ολοκληρώνοντας, θέλω να πω πως όλα τα ποιήματα του Ν.Ν.Χ. είναι καλοδομημένα και προφανώς καλοδουλεμένα. Ο ποιητής δίνει μεγάλη σημασία στην αρχιτεκτονική δόμηση ενός ποιήματος, στη συμμετρία, την ισομέρεια, στο ειδικό βάρος του κάθε στίχου, της κάθε στροφής. Και είναι ιδιαίτερα αυστηρός και πολύ επιμελής όσον αφορά στις πιο πάνω αισθητικές παραμέτρους. Παράλληλα δε, τα μηνύματα και τα νοήματα στην ποίησή του είναι διαυγή, κρυστάλλινα, απολύτως ευκρινή και ουδόλως διφορούμενα. Θεωρώ τη γραφή του δωρική και απέριττη και σχεδόν κατά κανόνα με σωστή και συμμετρική δόμηση.

.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ
ΤΡΕΙΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ «ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ 1974»

Η λεγόμενη «Γενιά της Εισβολής» ή «Γενιά του 1974» βρίσκεται, ίσως, στην πιο ώριμη φάση της. Πρόκειται για κύπριους συγγραφείς που γεννήθηκαν γύρω στα 1950 και έζησαν στα νιάτα τους την τραγωδία του ’74, τη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Μερικοί από αυτούς, όπως ο Λούης Περεντός (γενν. 1948) και ο Χρίστος Χατζήπαπας (γενν. 1947), είχαν ήδη αρχίσει να δημοσιεύουν τα πρώτα νεανικά κείμενά τους λίγα χρόνια πριν από την κρίσιμη χρονιά της Εισβολής, αλλά και αυτοί ανδρώνονται λογοτεχνικά ύστερα από το μείζον ιστορικό γεγονός που σημάδεψε τη μοίρα της Κύπρου. Μερικοί άλλοι, όπως ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ (γενν. 1948), εμφανίστηκαν με λίγη καθυστέρηση, κατά τη δεκαετία του 1980 ή και αργότερα. Τουλάχιστον ηλικιακά, όμως, όλοι αυτοί ανήκουν στην ίδια «γενιά» συγγραφέων, που βίωσαν έντονα την κυπριακή τραγωδία. Πολλοί από αυτούς εγκλωβίστηκαν στη θεματική του ’74, κυρίως στα πρώτα βιβλία τους, ενώ αρκετοί εξάντλησαν τις δυνάμεις και τα όριά τους στη θεματική αυτή και σιώπησαν. Οι πιο αξιόλογοι συγγραφείς αυτής της «γενιάς» ανανέωσαν τη θεματική ή και τη γραφή τους και αξιοποίησαν δημιουργικά το στοιχείο της εντοπιότητας, το οποίο σε άλλους λειτούργησε ως ασφυκτικός κλοιός. Δυο από τους συγγραφείς, ο Χρ. Χατζήπαπας και ο Ν. Νικολάου, είναι περισσότερο γνωστοί ως πεζογράφοι. Με το τελευταίο βιβλίο τους, όμως, επιστρέφουν εκεί από όπου ξεκίνησαν, στον χώρο της ποίησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι τρεις συλλογές που παρουσιάζουμε εδώ είναι αρκετά προσεγμένες και καλαίσθητες, διακοσμημένες με σχέδια, πίνακες ή φωτογραφίες των συγγραφέων ή συγγενικών τους προσώπων.

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Διθαλάσσου,
Λευκωσία, Κάρβας, 2012, σελ. 47.

Με την πρώτη ματιά, η ποιητική συλλογή του Νίκου Νικολάου μάς ξαφνιάζει ευχάριστα για την εκδοτική της αρτιότητα και καλαισθησία. Ζωγράφος ο ίδιος, αλλά και έχοντας θητεύσει, μαζί με τον Φοίβο Σταυρίδη, στην ομάδα του Κύκλου της Λάρνακας (1980-1986), δέχτηκε την ευεργετική ακτινοβολία ενός ξεχωριστού πνευματικού ανθρώπου, του Θεοδόση Νικολάου, και φρόντισε με μεγάλο μεράκι την έκδοση αυτή ώς την τελευταία λεπτομέρεια. Πρόκειται για ιδιωτική έκδοση (ο ποιητής, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν εμπιστεύτηκε τη δουλειά του αυτή σε αθηναϊκό εκδοτικό οίκο)· οι εκδόσεις «Κάρβας» είναι δημιούργημα του συγγραφέα, που αξιοποιεί πληροφορία του Στέφανου Βυζάντιου και παραιτέρω του Δημήτριου Σαλαμίνιου, σύμφωνα με την οποία η Καρπασία ή Καρβασία οφείλει την ονομασία της στον άνεμο κάρβα που φυσά από τη μεριά της χερσονήσου. Έτσι το λογότυπο των εκδόσεων «Κάρβας» δένει ταιριαστά με το σχέδιο «Ο άνεμος που φυσά» του Φ. Κόντογλου, που είχε αξιοποιηθεί παλιότερα και στο εξώφυλλο της πρώτης ποιητικής συλλογής του Θεοδόση Νικολάου (Πεπραγμένα, 1980). Η έκδοση συνοδεύεται και με κοσμήματα και σχέδια του συγγραφέα, που συνδέονται με τη θεματική ορισμένων ποιημάτων.

Ο Νίκος Νικολάου δημοσίευσε αρχικά σε χειρόγραφη έκδοση εκτός εμπορίου ένα ποίημα για τη γενέθλια γη (Καρπασία, 1984), καλλιγραφημένο με βυζαντινίζουσα γραφή (που παραπέμπει στο γράψιμο του Θ. Νικολάου ή και του Φ. Κόντογλου) και διανθισμένο με σχέδια και κοσμήματα του ιδίου. Έγινε όμως ευρύτερα γνωστός με το δεύτερο βιβλίο του, την αξιόλογη συλλογή διηγημάτων Η κόρη του δραγουμάνου (εκδ. Μεταίχμιο, 2003), όπου προστίθεται πια στο πολύ κοινό ονοματεπώνυμό του η οικογενειακή προσωνυμία Χατζημιχαήλ. Ορισμένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής αυτής είναι επίσης εμπνευσμένα από τη γενέθλια Καρπασία.

Και στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του ο Ν. Νικολάου αξιοποιεί αρκετά αποτελεσματικά το στοιχείο της εντοπιότητας. Η αγάπη για τον γενέθλιο χώρο, σε συνάρτηση με την οδυνηρή απώλειά του, είναι η κινητήρια δύναμη της έμπνευσης. Ο ποιητής επιχειρεί να μνημειώσει λογοτεχνικά την Καρπασία και ειδικά τη γενέτειρά του, το Βασίλι, για να υπερβεί και να ξεπεράσει τη σύγχρονη κατάσταση της απώλειας και της φθοράς. Με συγκίνηση και αγάπη καταθέτει «σκορπισμένες ψηφίδες / της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας», για να ακυρώσει με τη δύναμη της τέχνης την απουσία της και να εξουδετερώσει την αιχμαλωσία της από τον Αττίλα του ’74.

Η ανθρωπογεωγραφία της Καρπασίας, η χλωρίδα και η πανίδα της, το πατρικό σπίτι και μνημεία της ευρύτερης περιοχής της επαρχίας Αμμοχώστου (όπως η υπέρκαλλη εκκλησία της Παναγίας της Κανακαριάς και τα λαμπρά κατάλοιπα της αρχαίας Σαλαμίνας) σμίγουν με προσωπικά βιώματα και αισθήματα, με ιστορικές και λογοτεχνικές μνήμες, παραδόσεις και εικόνες. Διαβάζοντας ορισμένα ποιήματα της συλλογής, έρχονται στον νου μας οι στίχοι του Σεφέρη: «Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα» («Ελένη»), «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» («Μνήμη, Α΄»), «δε χρειάζεται μακρύ καιρό / για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι» ή «Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό» («Σαλαμίνα της Κύπρος»), «Ο κόσμος ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας» («Έγκωμη»), κτλ. Αν ο Σεφέρης είναι ο ένας από τους βασικούς δασκάλους-οδηγούς του Ν. Νικολάου, οι άλλοι συμπαραστάτες και συνοδοιπόροι στην καρπασίτικη περιδιάβασή του είναι ο Θ. Νικολάου και ο Κυρ. Χαραλαμπίδης (ιδίως της συλλογής Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, 1982).

Ο έρως της Καρπασίας εκδηλώνεται ποικιλότροπα· από την εικαστική αναπαράσταση του σγαρτιλιού που κάθεται αγέρωχα στον ρόδακα-ανάγλυφο σε πέτρα στον Άγιο Φίλωνα και κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογής, της φραγκολίνας που συνοδεύει τα Περιεχόμενα, στα σχέδια ή τις φωτογραφίες που συνοδεύουν τις χρήσιμες και διαφωτιστικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, ή στο ζευγάρωμα της πέρδικας και της φραγκολίνας πάνω στον ίδιο ρόδακα στον κολοφώνα της έκδοσης. Και φυσικά διατρέχει όλα τα ποιήματα της Διθαλάσσου.

Οι εικαστικές δεξιότητες απλώνονται και σε ποιήματα στα οποία ζωντανεύουν εικόνες και ήχοι, χρώματα και αρώματα της γενέθλιας γης: Η ελιά και η χαρουπιά, η μαυρομμάτα, ο αόρατος και τα σκίνα, οι παπαρούνες, τα κυκλάμινα, τα κρινάκια του γιαλού και η αύρα της θάλασσας σμίγουν με τα τραγούδια των πουλιών, της πέρδικας και της φραγκολίνας, του σγαρτιλιού και του σπίνου, του τρυπομάζη, της τριβιτούρας και της σκαλιφούρτας. Μάλιστα ο ποιητής, γοητευμένος από τα ονόματα του κάρβα και της Καρπασίας, καταφεύγει σε λεξιπλασίες για να πλάσει δικά του φανταστικά πουλιά και φυτά, τις καρβατσίνες, τις καρβαρίνες και τα καρβαρίσσια, τα οποία λειτουργούν ως λογοτεχνικά υποκατάστατα των πραγματικών που έχουν παρασυρθεί από τη λαίλαπα του Αττίλα, μετριάζουν την απουσία και μαλακώνουν τη θλίψη.

Ο ύμνος στην Καρπασία σμίγει αναπόφευκτα με την ελεγεία, το ανακάλεμα. Έτσι, όταν ο ποιητής δοκιμάζει να τραγουδήσει μαζί με τα πουλιά τις «κρυμμένες ομορφιές» της πατρίδας, διαπιστώνει ότι η δική του φωνή πνίγεται από τη θλίψη και το άδικο και ηχεί σαν θρήνος: «Μα η φωνή μου ακούγεται πικρή, λυπητερή / Γιατί η μεγάλη συμφορά και τ’ άδικο με πνίγει / Κι αντί να τραγουδώ γλυκά σαν τα πουλιά / Θαρκούμαι ανακαλιούμαι» («Πρωινή Συμφωνία»). Οι δυο κυπριακοί ιδιωματισμοί που εισβάλλουν στον τελευταίο στίχο ξαφνιάζουν αλλά και γοητεύουν, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν και ορισμένοι ιδιωματικοί στίχοι από τη δημώδη παράδοση ή άλλες ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις σε άλλα ποιήματα της συλλογής. Όσο φειδωλή και αν είναι η χρήση ιδιωματισμών, κρίνεται αρκετά αποτελεσματική, καθώς συμβάλλει στην απόδοση της εντοπιότητας. Ταιριάζει να μεταφέρουμε εδώ την άποψη του ποιητή: «Χρησιμοποιώ, λοιπόν, στα ποιήματά μου αρκετές φορές το κυπριακό ιδίωμα για να δροσίσω και να ενδυναμώσω τον στίχο μου με αυτά που έχω πιο βαθιά μέσα μου και που ουσιαστικά είναι οι πανάρχαιες ρίζες των λέξεων» (εφ. Πολίτης, 8.4.2012).

Κεντρική θέση στο βιβλίο κατέχει το τετράχορδο ποίημα «Ελένη». Όπως διευκρινίζεται στις σημειώσεις, το ποίημα αυτό βασίζεται σε ένα πραγματικό πρόσωπο, την Ελένη από το Ριζοκάρπασο, που έγινε γνωστή από τις φωτογραφίες του M. O. Williams, διευθυντή του γνωστού περιοδικού The National Geographic Magazine. Οι φωτογραφίες αυτές δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό αυτό σε δυο διαφορετικές χρονικές στιγμές, το 1928, όταν η όμορφη παιδούλα έλκυσε την προσοχή του ξένου περιηγητή, και το 1952, όταν η Ελένη είναι πια ώριμη γυναίκα. Ο ποιητής παρακολουθεί την εξέλιξη της ζωής της ηρωίδας του σε τέσσερις διαφορετικές στιγμές, μέσα από τα γνωστά φωτογραφικά στιγμιότυπα, σε συνάρτηση και με τις ιστορικές περιπέτειες της Κύπρου. Η ηρωίδα παρουσιάζεται να φορά στο κεφάλι της μαντίλια διαφορετικού χρώματος (πρώτα πράσινο και άσπρο, ακολούθως κόκκινο και τέλος μαύρο): α) αρχικά αποτυπώνονται η ομορφιά και η αθωότητα του δωδεκάχρονου κοριτσιού σε μια ανοιξιάτικη φύση· β) την ίδια εποχή παρουσιάζεται να σπάζει πέτρες με τη μητέρα της και με άλλες γυναίκες της Καρπασίας, για την κατασκευή του δρόμου προς το μοναστήρι του Απόστολου Ανδρέα· γ) είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα, την βλέπουμε να ξεφουρνίζει ψωμιά και κουλούρια, ενώ «Πολύ μακριά ακούγονται τα βήματα βαριά / ’Νού καβαλλάρη βάρβαρου και μοχθηρού και μαύρου»· και δ) με στίχους από την ποιητική σύνθεση του Βασίλη Μιχαηλίδη «Η 9η Ιουλίου 1821…», υποβάλλεται η εικόνα της καταστροφής του 1974. Εδώ ο ποιητής, χωρίς να βασίζεται πια σε καμιά φωτογραφία της ηρωίδας του, την φαντάζεται γερασμένη και μαυροντυμένη, «Αμίλητη και σοβαρή να περιμένει». Έχοντας ζήσει τις χαρές και της λύπες της ζωής, αλλά και τις ιστορικές περιπέτειες της πατρίδας της, η «Ουρανία Ελένη» (ας θυμηθούμε ότι η γενέτειρά της αποτελεί εξέλιξη της αρχαίας πόλης Ουρανία στην Καρπασία) συμπληρώνει τον κύκλο της ζωής της και είναι έτοιμη να ταξιδέψει σε έναν άλλο κόσμο.

Τέσσερα από τα τελευταία ποιήματα της συλλογής («Τα άλογα», «Αναγέννηση», «Άνθος αλός», «Σαλαμίνια») επικεντρώνονται στον χώρο της Αμμοχώστου ή της αρχαίας Σαλαμίνας. Εδώ το παρελθόν δένει με το παρόν, ειδυλλιακές και ευτυχισμένες στιγμές εναλλάσσονται με εικόνες της καταστροφής. Ως επιστέγασμα του βιβλίου έρχεται το ποίημα «Ανθέμιος Καλοκαίρης», «Ένα ευτελές άνθος στη μνήμη του φίλου και Διδασκάλου μου Θεοδόση Νικολάου», μας πληροφορεί ο Ν. Νικολάου, χρησιμοποιώντας σκόπιμα την ίδια αφιέρωση του Θ. Νικολάου στον Φ. Κόντογλου. Στο ποίημα αυτό ο Ν. Νικολάου συνδιαλέγεται με ποιήματα του Θ. Νικολάου («Αμήχανον κάλλος», «Έκθεση ζωγραφικής», «Η εργασία του ποιητή», «Έρωτας»), για να σκιαγραφήσει μια ποιητική όσο και ανθρώπινη προσωπογραφία του «δασκάλου» του και να τονίσει και να μνημειώσει στοιχεία της φυσιογνωμίας ή της ποιητικής του: λ.χ. «Χάιδεψε τη γκρίζα γενειάδα του / Θαυμάζοντας την ομορφιά / Του φεγγαριού που έλαμπε στον ουρανό», «Φέρνοντας στο στόμα άρωμα και ποτήρι / Με κίνηση αργή του κεφαλιού και του χεριού / Κρίνοντας πως στη ζωή μας τελικά / Δεν έχει σημασία το τί αλλά το πώς. / Τέλος, τράβηξε για τη σκήτη του / Να ονειρευτεί το πρώτο σπίτι του / Να ονειρευτεί την πρώτη του τη μαγική του πόλη / Προσέχοντας να σταματά, να μην πατά / Τα βατραχάκια που διασταύρωναν τον δρόμο / Έχοντας τα κλοπιμαία της μέρας του στον ώμο». Ταιριάζει να θυμηθούμε εδώ ότι και άλλοι ποιητές έγραψαν αξιόλογα ποιήματα για την Καρπασία: κυρίως η Νάσα Παταπίου αλλά και οι Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Νίκη Μαραγκού, Λεύκιος Ζαφειρίου, Χρίστος Χατζήπαπας, Χρήστος Αργυρού, ο Τουρκοκύπριος Ζιενάν Σελτσούκ κ.ά. Αξίζει να αναφερθεί και η εύστοχη καβαφική παρωδία του Γεώργιου Kâhyaoğlou-Επιστατίδη (δημοσιεύτηκε στο περ. Άνευ, τχ. 20, 2006). Ο Ν. Νικολάου-Χατζημιχαήλ πάνω απ’ όλα τραγουδά τη γενέθλια Καρπασία με τα δώρα της ψυχής του. Ακολουθώντας τους ποιητικούς δρόμους του Σεφέρη, του Κυρ. Χαραλαμπίδη και του Θ. Νικολάου, κατορθώνει να αποκαθηλώσει την «πεφιλημένη πατρίδα» από το σταυρικό της μαρτύριο και να τη μνημειώσει στην περιοχή της τέχνης, αναπληρώνοντας με τον τρόπο του το κενό της απώλειας. Σε τέτοιες «υποθέσεις ψυχικές», δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για να εκφράσει κανείς αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις.

.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Δεκαεπτά ποιήματα συνθέτουν το παλίμψηστο της Διθαλάσσου. Δεκαεπτά παραλλαγές του τόπου της Καρπασίας, όπου επιστρέφει ο Νίκος Νικολάου για να τον αφηγηθεί στην απώλειά του. Κατ’ ουσίαν, για να μιλήσει τη Διθαλάσσου ως εσωτερική πραγματικότητα -περίπου τρεις δεκαετίες μετά-, όπως ανοίγεται ο τόπος στη διάνοια του δημιουργού.

Ο Νικολάου αξιοποιεί τις παραστάσεις του εξωτερικού κόσμου, τις οικειοποιείται και τις αναπλάθει για να αποδώσει μια νεοπλατωνική Διθαλάσσου, όπου κάθε τι σημαίνει και συνεχίζει να υπάρχει με αυτήν τη σημασία του στην ιστορική εξέλιξη και τις επακόλουθες μεταβολές. Θα μπορούσε κανείς να σχεδιάσει έναν περιηγητικό χάρτη «μαρκάροντας» σημεία στην επικράτεια της Καρπασίας. Κι αποκεί να προσεγγίσει τόπους και πρόσωπα που απογυμνώθηκαν -είτε βιαίως είτε υφιστάμενα τη φυσική φθορά του χρόνου- κι απέμειναν ποιήματα κι αυτόνομες μετωνυμίες ενός χαμένου Παραδείσου που μετρήθηκε όχι στην ιδεατή μορφή του -αποκύημα πιθανώς της δημιουργικής φαντασίας ή του αναγκαίου μύθου-, αλλά στο μέρισμα της απώλειας.

Το ποίημα είναι ο τόπος κι ο τόπος είναι οι άνθρωποι μέσα από σκηνές, φωτογραφίες, τραγούδια – μέσα από τις ψηφίδες που συνταιριάζει μεθοδικά ο Νικολάου για να κτίσει τα επιμέρους ποιήματα και να ανακαλύψει εκ νέου τη Διθαλάσσου με τη συναισθηματική διαύγεια που πλέον τον κυριαρχεί. Η εξωτερική πραγματικότητα -όπως του δόθηκε πριν την εισβολή του ’74 και όπως του επιβλήθηκε ύστερα απ’ αυτήν, με την περιπλοκή των ιστορικών συνθηκών- μετουσιώνεται σε πνευματικό εφόδιο, το οποίο συνδράμει τον ποιητή ως ιστορικό υποκείμενο για να αντεπεξέλθει στην απώλεια όχι επικαλούμενος αυτήν, αλλά μέσα από την επίγνωση πως μπορεί να μνημονεύει και να αναδημιουργεί τη Διθαλάσσου, ακριβώς επειδή την έχασε.

Ετσι, μολονότι η Διθαλάσσου αποκαλύπτεται σε πρώτο επίπεδο ως τόπος αγωνίας του θανάτου, ουσιαστικά αποτελεί έναν τόπο αγωνίας της ίδιας της ύπαρξης, όπου ο Νικολάου αντιπαραβάλλει στη ρευστότητα των ιστορικών δρώμενων και γεωπολιτικών στρατηγικών μια -τρόπον τινά- αρχετυπική διάσταση των λέξεων που δηλώνουν την υπόσταση της Διθαλάσσου πέρα από τον χρόνο. Ο άνεμος κάρβας ή το δέντρο αόρατος, για παράδειγμα, δεν συνιστούν απλώς αναπόσπαστα κομμάτια της φυσιογνωμίας του τοπίου, αλλά προβάλλονται έξω από το αισθητό πλαίσιο της ανθρώπινης αντίληψης, περίπου ως ιδέες που διατηρούν αναλλοίωτο το συναισθηματικό και πνευματικό φορτίο τους.

Αλλωστε, η φύση προχωρά και δίχως την ανθρώπινη παρέμβαση. Η εξελικτική της πορεία -εμπεριέχοντας ζωή και θάνατο, ομορφιά και φρίκη- είναι από μόνη της αμείλικτη κι είναι αυτήν ακριβώς τη συνθήκη που μετέρχεται ο Νικολάου για να αφηγηθεί το δράμα που ανεβαίνει στη σκηνή της Διθαλάσσου. Προσπαθώντας να μεταδώσει ένα αμετάκλητο νόημα στην κάθε στοιχειακή δύναμη που συνθέτει τον τόπο. Δεδομένου ότι η «δικαιοσύνη» της ανθρώπινης ιστορίας είναι η δικαιοσύνη που αποδίδει ο ισχυρός κι η δικαιοσύνη της φύσης ενέχει τη φθορά, την απώλεια και το τέλος που αναγεννά τον τόπο, ο Νικολάου προβαίνει σε ένα ποιητικό εγχείρημα υψηλών απαιτήσεων και προσδοκιών όπου αναδεικνύει τη δικαιοσύνη της τέχνης, όταν δίνει την αίσθηση πως ο χρόνος «αναβάλλεται» και πως αισθήματα, πρόσωπα κι αντικείμενα ανακτούν τη δική τους αιώνια ζωή μέσα από το καλλιτεχνικό έργο. Η ιδεαλιστική ουσία της εν λόγω δικαιοσύνης σίγουρα βρίσκεται πιο κοντά στον στοχασμό και στην ψυχική διάθεση ενός ανθρώπου που βίωσε την κατοχή του τόπου και τη μοίρα του πρόσφυγα στην πατρίδα του.

Κι όλα αυτά δίνονται μέσα από την καθαρότητα ενός λυρισμού που βρίσκει τη μουσική του στη «σωστή» άρθρωση των στίχων, αλλά και τη συμπερίληψη φράσεων της κυπριακής διαλέκτου στο κυρίως σώμα των ποιημάτων. Αισθητικές εμμονές, μεγαλόπνοα ρητορικά σχήματα και λεκτικοί ελιγμοί που είθισται να λειτουργούν σε βάρος του ποιητικού έργου, της διανοίας που το εμπνέεται και εργάζεται πάνω σε αυτό, αποφεύγονται στη Διθαλάσσου, όπου τα πάντα μοιάζουν δομημένα με γνώση και συνέπεια στην πρωταρχική σύλληψη του Νικολάου: ότι το ποίημα είναι ο τόπος.

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

Η φύση της πατρίδας. Η πατρίδα της φύσης. Η ηθική της μνήμης. Η μνήμη της ηθικής. Η φαντασία της νοσταλγίας. Η νοσταλγία της φαντασίας. Η παιδικότητα της χαράς. Η χαρά της παιδικότητας.
Το αγόρι που τρέχει στην πυρωμένη άμμο. Το πρώτο χνούδι στο μάγουλο. Η χρυσή Αμμόχωστος. Η ολόχρυση Καρπασία. Ο άνεμος που ακούγεται σαν λυπητερό τραγούδι. Το φως που δραπετεύει μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων. Η κόκκινη ευωχία της ροδιάς. Η δηλητηριώδης τρίαινα της κατοχής. Το φιλί στα μάγουλα της ιστορίας. Το βυσσινί μαντίλι της Ελένης.

Η καρδιά που ψιθυρίζει «σ’ αγαπώ». Το κουδούνι για διάλειμμα. Ο μαυροπίνακας και η κιμωλία. Οι μικρές αυλακιές στο μεγάλο πρόσωπο του πατέρα. Η μάνα που ετοιμάζει, χαράματα, το φαγητό του μεσημεριού. Οι φιλντισένιες σφραγίδες. Ένα δέκα με θαυμαστικό! Μια έμπνευση με δύο θαυμαστικά!!
Χωράφια κίτρινα σαν φλουριά. Γεωργοί που πίνουν νερό από το παγούρι. Χιλιάδες άνθη που ταξιδεύουνε μαζί με τον ουρανό. Χιλιάδες άνθη που κρύβονται, για να μην αντικρίσουν το μούτρο του εισβολέα. Αλλά και χιλιάδες άνθη που σκορπάνε το άρωμά τους απλόχερα, για να διαλύσουν την μπόχα του εισβολέα.
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω την ποιητική συλλογή του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ και σαλπάρω, διστακτικά στην αρχή, με ενθουσιασμό στη συνέχεια, για τα ρημαγμένα τοπία της πατρίδας. Για εκείνο τον στριφογυριστό δρόμο έξω από τον Λεονάρισσο, για εκείνο τον γραφικό καφενέ στο κέντρο της Γιαλούσας, για εκείνο το παντοπωλείο με τις πράσινες πόρτες στο έμπα τουΡιζοκάρπασου, για εκείνη την μητρική αγκαλιά στο προαύλιο του Αποστόλου Ανδρέα που άνοιγε, θαρρείς, για να με σφίξει μέχρι να ψάλλω το Πάτερ Ημών.
Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, υπέροχα λυρικός και λυρικά υπέροχος, γράφει μια συλλογή υψηλών απαιτήσεων. Βουτάει τη γραφίδα του στο μελανοδοχείο της προσωπικής, της κοινωνικής και της εθνικής αξιοπρέπειας και απλώνει μπροστά στα μάτια μας εικόνες που γδέρνουν. Όσο όμως περισσότερο γδέρνουν, τόσο περισσότερο τρυφερές γίνονται. Στίχοι φορτωμένοι ήθος και ηθική, στίχοι που κουρδίζουν, επιτέλους, το κοιμισμένο ρολόι του τοίχου και του μυαλού, στίχοι που στάζουν, σαν βάλσαμα, σε ανοικτές πληγές. Και, πάνω απ’ όλα, η λογοτεχνική καθαρότητα, λευκή σαν παιδική επιθυμία, ενός ανήσυχου, και δημιουργικού, πνεύματος.

.

ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

Από το ιστολόγιο τής Πόλυς Χατζημανωλάκη:
ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ ΑΠΟ ΚΕΡΙ

Ήθελα να γράψω δυο λόγια για την ποιητική συλλογή του αγαπημένου φίλου μου Νίκου, [facebook: @Νίκος Νικολάου –Χατζημιχαήλ] τη «Διθαλάσσου»… δυο θάλασσες, μια στενή λωρίδα γης ανάμεσό τους, η «βοός ουρά», η Καρπασία στην Κύπρο… αλλά δυσκολεύομαι αφάνταστα, να μην προκαταλάβω τον αναγνώστη από τη δική μου συγκίνηση…

Εξόριστοι όλοι δια παντός από την παιδική μας ηλικία είμαστε… Και να σκεφτεί κανείς, πως εκεί που ο Σεφέρης, μη θέλοντας να ξανακάνει την κατάβαση στον Άδη –στα Βουρλά της Μικράς Ασίας– επιχείρησε να αναζητήσει τον δικό του Χαμένο Χρόνο με το Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν, εκεί ακριβώς μνημειώνεται με την ποίηση του Νίκου Νικολάου – Χατζημιχαήλ μια αβάσταχτη, ανεξαργύρωτη εξορία: της παιδικής ηλικίας, της προσφυγιάς, της Κατοχής της πατρίδας.

Αυτό γίνεται με μια απαράμιλλη ευαισθησία με μια ποίηση εικόνων, τεκμηρίων, αναμνήσεων, φωτογραφιών, φράσεων –όλα παρατίθενται εξαιρετικά στις σημειώσεις του τέλους– που ακόμα και τις πέτρες τες «ασύντυχες» κάνει να κλάψουν…

Έχω ξαναπαρουσιάσει στο παρελθόν ποιήματα του Νίκου και οι φίλοι εδώ τα αγάπησαν πολύ. Πιστεύω πως καταφέρνει να μεταδώσει τη συγκίνηση και την νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα του με ένα τόσο αυθεντικό, προσωπικό και βαθύ τρόπο, που το αίσθημα αυτό διηθείται και περνά το κέλυφος της αδιαφορίας του μέσου Νεοέλληνα για το Κυπριακό… Που τις ρίζες του έχει όπως είχα γράψει παλαιότερα στο ότι το «κακό», η εισβολή, συνέβη με τη Μεταπολίτευση, τότε που εδώ το κοινό αίσθημα ήταν η ευφορία και δεν είχαμε διάθεση να σκοτιστούμε με την τότε δυστυχία των αδελφών μας.

Μήπως σκοπεύετε την άλλη μου πληγή να ψηλαφίσετε;
Αυτήν που υπάρχει μέσα μου κι είναι ακόμα ανοιχτή;

.

ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ

[Αποσπάσματα της κριτικής δημοσίευσαν οι εφημερίδες Πολίτης 21/7/2012, Σημερινή 12 /8/2012 και Αλήθεια 18/8/2012.
Εδώ, δημοσιεύεται ολόκληρο το κείμενο]

Ο Νίκος Νικολάου – Χατζημιχαήλ με τα ποιήματα – πήματά του αυτά εκπονεί μνησιπήμονα διατριβή στις ανατροπές των πικρών καιρών και στις εναγώνιες προσδοκίες των πολύχρονων δεινών της κατεχόμενης πατρίδας. Ειδικότερα, εστιάζει τη διεισδυτική όραση του νου και την προφητική ενόραση της καρδιάς στα πάθη της εγκλωβισμένης Καρπασίας και των εύψυχων ελευθέρων πολιορκημένων της, καθώς με στοχασμό και μ’ όνειρο τού το υπαγορεύει το ενδοσκόπιο του λεπταίσθητου ψυχισμού του. Άλλωστε, στη γη που τον γέννησε και τον έθρεψε με τις προγονικές υποθήκες των Αχαιών και τα μυρωμένα νάματα των Αγίων και των μαρτύρων της ήταν ένα ελάχιστο οφειλόμενο χρέος: κάτι σαν τάμα ατομικό κι αφιέρωμα συλλογικής μνήμης, να ξορκίσει το δαιμονικό με την επίκληση και την προσμονή του θαύματος, για να τελετουργήσει ξανά στον τόπο των ιερών και των οσίων του.
Έτσι, με την πολύμοχθη σκαπάνη μιας αριστοτεχνικής ποιητικής γραφίδας ανασκάπτει βαθιά το πανάρχαιο χώμα τούτης της γης, εξορύσσοντας τα πλούτη των αμύθητων θησαυρών της και ανασύροντας από τα έγκατά της παμπάλαιες ιστορίες και παραδόσεις, ηρωικές μορφές του μύθου και θρυλικές φυσιογνωμίες ανθρώπων μιας αλλοτινής αυθεντικής εποχής μαζί με τα αρχοντικά ήθη και τα αρχέγονα έθιμά τους. Όλες εκείνες τις έντονες παραστάσεις μιας ατέλειωτης κληρονομιάς βιωμάτων και καθημερινών δρώμενων, τουτέστιν των έργων και ημερών ενός ολόκληρου κόσμου, που δεν κατάφερε να τις ξεθωριάσει ο χρόνος μήτε να τις αλλοτριώσει ή να τις ξεριζώσει κανένας άνεμος υποβολιμαίας λήθης σε πείσμα του ανενδοίαστου κατακτητή. Γιατί, ακριβώς, μέσα από τούτη την ολιγοσέλιδη αλλά μεστή περιεχομένου συλλογή του μάς το θυμίζει περίτρανα ο ποιητής: πως ο Κάρβας, που φυσά από τη μεριά της Καρπασίας, όπως μας προειδοποιεί στην επεξηγηματική αναφορά για τον λογότυπο των ομώνυμων εκδόσεών του, κομίζει ως άλλος αγγελιαφόρος το μήνυμα της Καρβασίας κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, της αρχαίας Βοός ουράς. Και άλλοτε μάς το μεταφέρει μέσα από τα χρώματα και τις ανταύγειες του φωτός της ή στο ράμφος των ποικιλόμορφων πουλιών της σε μια εναρμόνια συμφωνία είτε ακόμα με την πεισμονή του τζίτζικα στο μονότονο τραγούδι του και μέσα από το θρόισμα των φύλλων του αόρατου. Κι άλλοτε πάλι μάς το φέρνει με τη νοσταλγική αύρα του θαλασσινού της φλοίσβου ως αρχαίο άνθος αλός, αλλά και ως κραυγή οιμωγής και ταυτόχρονα υπόμνησης και προσταγής μέσα από «ένα βράχο με το κύμα του» ή με το δυνατό χλιμίντρισμα των Σαλαμίνιων αλόγων.
Διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε τα δεκαοχτώ ποιήματα της άρτια επιμελημένης συλλογής του Νίκου Νικολάου – Χατζημιχαήλ, ανατρέχοντας στις διαφωτιστικές σημειώσεις, τις διανθισμένες με χαρακτηριστικά φωτογραφικά και σχεδιαστικά στιγμιότυπα, που παραπέμπουν στην ανθρωπογνωσία, στη θρησκευτική ζωή και την αρχαιολογία της θαυμαστής αυτής ιστορικής χερσονήσου. Μη παραλείποντας εκ προοιμίου τη γενική αίσθηση που συναποκομίζουμε, υπογραμμίζουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν αποκάλυψη. Είχαμε, βεβαίως, γνωρίσει στα διηγήματά του την ευφάνταστη πλοκή ενός δομημένου αφηγηματικού λόγου, που απέπνεε τους λυρικούς τόνους μιας ποιητικότητας κάτω από τη γνησιότητα μιας δημιουργικής προσωπικής σφραγίδας. Ωστόσο, την αποτύπωση της δόκιμης ποιητικής του γραφής μόλις φέτος ευτυχήσαμε να δούμε στο φως της δημοσιότητας, εφόσον η πρώτη του συλλογή του 1984, που επιγράφεται Καρπασία, είναι χειρόγραφη έκδοση εκτός εμπορίου, όπως αναγράφεται στη σχετική του εργογραφία. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι μέχρι στιγμής εισέπραξε τόσον εδώ όσο και στον ελλαδικό χώρο διθυραμβικές κριτικές. Καταθέτοντας με τη σειρά μας το γενικό στίγμα της δικής μας αποτίμησης, θα επισημαίναμε απερίφραστα ότι το κάθε ποίημα είναι και ένα καλοδουλεμένο ακριβό κέντημα, φιλοτεχνημένο στον καμβά του καλλιτεχνικού αισθητηρίου του δημιουργού του με τα κεντίδια ενός άμεμπτου πολυτονικού. Το γλωσσικό ένδυμα, ανάλογο των μεταφορικών αλληγορικών συμβολισμών και των υποβλητικών εννοιολογικών σχημάτων, εμπλουτίζεται από λόγια και διαλεκτικά στοιχεία στην πληρότητα της ποικιλομορφίας και την άρρηκτη συνοχή της γλώσσας μας. Όχι μόνο απηχεί το κάλλος του ηδυσμένου ποιητικού λόγου, που αποδίδεται με τα σύνεργα μιας αφομοιωμένης εμβάθυνσης στα έργα των μεγάλων ποιητών μας, εξού και οι κάποιες φραστικές ή νοηματικές συνηχήσεις γόνιμων επιδράσεων. Στις στροφές μιας αισθητικής στιχουργικής συμμετρίας, καθώς και στις επιγραμματικές ή εκτενέστερες ενότητες των ποιημάτων του δεν διαφαίνεται απλώς, αλλά επαρκώς πιστοποιείται η αβίαστη έμπνευση επαγωγικών συλλήψεων, μέσα από τις συνεχείς αναζητήσεις και τις μεταρσιωτικές κατανυκτικές ανατάσεις στην υψηλή της Ποιήσεως Καβαφική σκάλα. Κι όσο κι αν είναι δύσκολο και σπάνιο, ο Νίκος Νικολάου – Χατζημιχαήλ επιτυγχάνει να πολιτογραφηθεί εις των ποιητικών ιδεών την πόλι.
Βαδίζουμε, λοιπόν, και περιδιαβάζουμε μαζί με τον ποιητή, συνταξιδιώτες και συνοδοιπόροι, στη στενή λωρίδα της γενέθλιας γης του, της Διθαλάσσου, πλημμυρισμένοι από τα δάκρυα των δυο θαλασσών της, που σμίγουν τα σμαραγδένια νερά τους ανάμεσα στο ακρωτήρι του Αποστόλου Αντρέα και τις Κλείδες των γλάρων. Τούτη η γη, στ’ αλήθεια, μαζί με την παρούσα συλλογή που τη μνημονεύει και την ανιστορεί ποιητικά, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πιο εύστοχα, παρά από ένα τέτοιο αρχαιοελληνικό επίθετο, που συνειρμικά σημαδεύει τις πέτρες των ερειπίων της και τις αμμουδιές των ακτών της, όπου έφτασαν οι απόγονοι του Τεύκρου πρώτοι οικιστές. Της διθαλάσσου αυτής γης σαφής συνδήλωση, επιπλέον, είναι η συνάντηση του ελληνικού και του χριστιανικού κόσμου, όπως καταφαίνεται από την οικοδομική διαστρωμάτωση των αρχαιοπρεπών κτισμάτων και του πλήθους των βυζαντινών εκκλησιών της. Τούτο τον διφυή κόσμο συνέχισαν οι επίγονοι με το δέος της πανάρχαιας φυλετικής καταγωγής και την πίστη της θρησκευτικής τους ευλάβειας. Έτσι, και η διήκουσα γραμμή των ποιημάτων της Διθαλάσσου δεν μπορεί να διασπάσει τον συνδετικό ειρμό της σφαιρικής τους σύνθεσης σε επί μέρους νοηματικές ενότητες.
Το «φως» ως προανάκρουσμα της συλλογής συνέχει τα ποιήματα στη συνθετική τους ενότητα, φωτίζοντας το πνεύμα της ταυτότητάς τους. Ένα «φως» μιας απέραντης κοσμογονικής φωτοχυσίας σ’ όλες τις αποχρώσεις και τους ιριδισμούς του, που φανερώνει αποκαλυπτικά τους παλμούς της Καρπασίτικης φύσης μαζί με τους κραδασμούς του ποιητή, που συνεκδοχικά αντιπροσωπεύει τους συντοπίτες του: τους ελάχιστους εκείνους, αλλά αδέκαστους και ανένδοτους εγκλωβισμένους, «όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες», καθώς και εκείνους που αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Για τούτο και αφειδώλευτα μοιράζεται μαζί τους ο ποιητής και κατ’ επέκταση με όλους εμάς τους ακατασίγαστους πόθους και τις ανειρήνευτες έγνοιες του για τη μοίρα του έσχατου οχυρού της ελληνικότητάς μας στις ακρώρειες και τις εσχατιές της μοιρασμένης μας νήσου. «Εδώ γεννήθηκα» διαλαλεί με περηφάνια, αλλά και με πόνο ψυχής εδώ επιστρέφει νοερά, οδηγώντας μας στη «μικρή περιήγηση» τού αντίστοιχου ποιήματος στην πατρογονική εστία του σπιτιού του «με τους κίονες». Είναι εδώ, όπου «κι αντί να τραγουδ[ά] γλυκά σαν τα πουλιά», οδυνόμενος «ανακαλ[ιέται]. Εδώ «μέσ’ από φωτογραφίες την Ελένη μελετ[ά]» μαζί με τους αστερισμούς των παιδικών του χρόνων. Εδώ κι η ανεπούλωτη πληγή της Παναγίας της Κανακαριάς μέσα από τους ελεγειακούς στίχους του ομώνυμου ποιήματος. Εδώ είναι, επίσης, όπου ξετυλίγονται μπροστά του, ανεξίτηλα ιστορικά τεκμήρια, οι «παλιές σφραγίδες», «τα άλογα», που ζωντανεύουν από τους τάφους της Σαλαμίνας «έτοιμα για αναχώρηση». Σ’ αυτό το μοιρόγραφτο σημείο της Κυπριώτισσας γης εμμένει ο ποιητής να αντιπαραβάλλει εικόνες της αλλοτινής ευτυχισμένης ζωής, που έθαλλε στο σκίρτημα των αιωνόβιων θάμνων, των λουλουδιών, και των γοργοφτέρουγων ενδημικών πουλιών, με τις δυσοίωνες σκηνές του πολέμου και της συμφοράς, όπως σκιαγραφούνται με μουντές σκιές στο ποίημά του «χαράκωμα».
Προεκτείνοντας, ωστόσο, την απερίσπαστη οπτική της θέασής του, φτάνει μέχρι την πόλη – φάντασμα της Αμμοχώστου, όπου τώρα βλέπει να ξαναζωντανεύουν μπροστά του το ονομαστό Γυμνάσιο της φοίτησής του και στα ιωνικά του προπύλαια ο κήπος με τις γιορτινές πορτοκαλένιες διακοσμήσεις. Η αθάνατη μορφή του γυμνασιάρχη του δρος Κυριάκου Χατζηιωάννου τού εμπνέει το ελπιδοφόρο όραμα της «αναγέννησης», που, σύμφωνα με τους δυο τελευταίους στίχους του ομότιτλου ποιήματος, με αισιόδοξο κέλευσμα προστάζει: «Στης χαλκοφόρου το στερέωμα / Να ξαναλάμψει». Σύροντας, εξάλλου, τα βήματα προς τη θάλασσα, αναστοχάζεται με φιλοσοφική διάθεση την τραγική μοίρα του ξενοδοχείου «Σαλαμίνια» και του άτυχου νέου, που ξεψύχησε μετέωρος ανάμεσα στα βομβαρδισμένα συντρίμμια κι έμεινε εκεί να κοιτάζει την «πατρίδα ανάποδα γυρισμένη». Δεν διστάζει, όμως, σ’ ένα άλλο ποίημα να προφητέψει με στεντόρεια φωνή τα εξής: «Και η Καμήλα / Θ’ ανασηκώσει την καμπούρα της / Θα ξεσηκώσει κύματα / Θα ξυπνήσει τα μισοκοιμισμένα θαλασσοπούλια». Αυτή την εσπευσμένη εγρήγορση τη νιώθει ως επιτακτική αναγκαιότητα ο ποιητής στον «μονόλογο» της πνιγηρής μοναξιάς του, όπου συναισθάνεται με κρίση εναγώνιας υπαρξιακής συνείδησης τη δουλική χαμέρπεια των προδομένων ιδανικών και τη ματαίωση του τραγικού αδιεξόδου. Γι’ αυτό και η αμφισημία της πλάκας στο προτελευταίο ποίημα: είτε το κακόγουστο αστείο πρέπει να σταματήσει είτε η ταφόπλακα του χρόνιου ενταφιασμού οφείλει να ραγίσει, για να βγούμε, επιτέλους στο φως, θρυμματίζοντας τα αδιέξοδα.
Στο τελευταίο ποίημα, που επιστεγάζει τη συλλογή, ο «Ανθέμιος Καλοκαίρης» είναι μια υποβλητική μετωνυμία, που κομίζει το κατ’ εξοχήν αισιόδοξο μήνυμα κατάφασης της ζωής, αλλά και του τόπου της ονειρικής ειρηνικής μας διαβίωσης. Το ποίημα αποτελεί μιαν αναθηματική ωδή αγάπης και ευγνωμοσύνης στον φίλο και Διδάσκαλό του, τον αείμνηστο Θεοδόση Νικολάου, στη μνήμη του οποίου στοιχειοθετεί ανασυνθετικά στίχους, που αποσπά από ποιητικές του συλλογές, για να υπομνήσει αποφθεγματικά στον επίλογό του: «Και στο φεγγάρι ρίχνοντας ματιά ευγνωμοσύνης / Τι στον μικρό σκαντζόχοιρο το μονοπάτι ανάβει».
Αντί άλλου σχολίου ή πρόσθετης αναφοράς και επισήμανσης, μεταφέρουμε ως ακροτελεύτιο αυτούσια τη φωνή του ποιητή από το ποίημά του «Καρπασία», όπως καταγράφεται μέσα από τον νόστο της πατρώας γης και την αγωνιστική αφύπνιση για απελευθέρωση και επιστροφή: «Κάθε πρωί / Ακονίζω τη μνήμη μου / Κι ένα μαχαίρι / Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν / Σε δυο κομμάτια με χωρίζει. / …/ Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας / Κι ας μην είναι διά την δόξαν / Ας είναι για τα καπνολούλουδα / Και τις σκορπισμένες ψηφίδες / Της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας».

.

ΜΑΡΙΑ ΠΥΛΙΩΤΟΥ

Μικρά και Μεγάλα Παράθυρα στον Κόσμο

“Κι ο κόσμος όλος φως”

Σ’ ένα στίχο με πέντε μικρές λέξεις βαλμένες στη σωστή ρυθμική τους θέση, περικλείονται δεκάδες εικόνες, ιστορικές στιγμές, συναισθήματα… χαρά, πόνος. Περικλείεται όλη η Καρπασία. Η ψυχή της!

Τον ποιητή Νίκο Νικολάου -Χατζημιχαήλ πρωτογνωρίσαμε ως πεζογράφο, με τα γεμάτα ευαισθησία κι ανατροπές διηγήματά του στη συλλογή «Η κόρη του δραγουμάνου» (Εκδ. Μεταίχμιο). Ένα βιβλίο που δεν πέρασε απαρατήρητο. Σ’ αυτά τα πεζογραφήματα, λοιπόν, ο προσεκτικός αναγνώστης θα μπορέσει άνετα να νιώσει την ανάσα του ποιητή.

Το «Διθαλάσσου», για όσους είχαν την τύχη να ζήσουν, ή να ταξιδέψουν σ’ εκείνα τα μέρη, κι από τον τίτλο και μόνο θα φέρει στη μνήμη τους το κομμάτι εκείνο το μοναδικό, δεξιά κι αριστερά σου η θάλασσα, κι εσύ στο ανάμεσό της, να ταξιδεύεις… Να ταξιδεύεις στο όνειρο. Το ίδιο, το όνειρο του ποιητή όπου, στίχο με στίχο σε ξεναγεί στους χώρους εκείνους που η ελιά, το κυπαρίσσι, η ροδιά είναι ακόμα ριζωμένα στη γη τους, ζωντανά στη μοναδική απλότητά τους, στην παλικαριά τους να σου θυμίζουν τον έρωτα στην πιο βαθιά του έννοια. Να θυμηθούμε αυτό που λέει ο Κούντερα για το θέμα της «ύπαρξης» όπου «ο δημιουργός πρέπει ν’ αγγίζει στην πορεία της δουλειάς του. Ο ποιητής το αγγίζει σε κάθε του ποίημα».

Η ζωή… η ύπαρξη… Τότε, τώρα, στη συνέχεια. Κι η Παναγιά η Κανακαριά σε ακολουθεί με τα Βυζαντινά της μάτια βουρκωμένα. Φτάνεις στο σπίτι του ποιητή. Και να, η ψηλή «μαυρομάτα» με μια «άδεια» φωλιά στη φυλλωσιά της. Εκείνη – τη θυμάσαι – τη φωλιά που έφτιαξαν με τέχνη κι αγάπη δυο σγαρτίλια…».

Παρομοιώσεις, μεταφορές, αντιθέσεις σε μια απίστευτη ποιητική πανδαισία σε γεμίζουν πόνο μα και χαρά μαζί, χαρά που η ομορφιά δεν σβήνει από τη μνήμη.

Διαβάζεις και προχωρείς. Προχωρείς αναπνέοντας τη μυρωδιά της γης, ακούγοντας τα κελαδήματα των πουλιών και ξεχωρίζοντας το κελάδημα κάθε πουλιού. Στέκεσαι, ανασαίνεις κι απλώνεις τη χούφτα σου, χαϊδεύεις το σγαρτίλι, νιώθεις «τις κρυμμένες ομορφιές» που ο ποιητής τραγουδάει. Τραγουδάει ακόμα και στη γλώσσα των παππούδων και στη γλώσσα του Ομήρου:

«Αφτοτζηνάρα του γιαλού
τζιαι σμέρνα του πελάου
Δεν σου το λάλουν, μάνα μου
‘που λλόου μου φυλάου».

Μνήμες, ντυμένες λυρικά, «καθώς το φως σκουντάει τα πουλιά και ξημερώνει» σε φέρνουν και σε ακουμπούν σ’ ένα βράχο, όπου ο γλάρος κάθεται και κοιτάει «αδιάφορα» (αδιάφορα;) το πέλαγο. Και το παραμύθι ξεπετιέται μπροστά σου. Το ‘χει φέρει ο άνεμος, ο Κάρβας στα φτερά του, το παραμύθι της δωδεκάχρονης πανέμορφης Ελένης, μιας κόρης που ένας ξένος επισκέπτης έχει απαθανατίσει φωτογραφικά.

«Κι εσύ καλέ ταξιδευτή μισή ανατολίτισσα την είπες…».

Ιστορία, θρύλοι, μύθοι, παραδόσεις σε στίχους συμπυκνωμένους, που συχνά σε κάνουν να βουρκώνεις για το άδικο που γνώρισε τούτος ο τόπος. Γιατί «οι κρυφοί ανέμοι» που «φυσούσαν τζιαι που τες τέσσερις μερκές, τα νέφη εκουβαλούσαν». Και σκόρπισε ο κόσμος, κι έμεινε η γη τους έρημη κι ορφανή.

Μονάχα ο ουρανός μένει πάντα ο ίδιος. Σε ακολουθεί.

«Στην πρωινή καταχνιά
Τριάστρι, Ποαλέτρικα κι άλλοι αστερισμοί
δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος
των βλεφάρων μου».

Κι η φωνή του ποιητή ξανά στο τώρα. Όμως εξαρχής μας προετοιμάζει πως το τραγούδι του δεν θα ‘ναι χαρούμενο, αλλά η φωνή του θ’ ακουστεί πικρή, λυπητερή σαν μοιρολόι «καθώς η συμφορά και το άδικο τον πνίγει». Στέκομαι στη φράση «ανακαλιούμαι» και στη μνήμη μου η τραγωδία που χτύπησε το νησί μας, οι σκοτωμένοι, οι αγνοούμενοι, οι μάνες… Ανακαλιούμαι, μια λέξη που μοιάζει με καινούργιο φεγγάρι, με το πάντα λυπημένο του φως.

«Εμείς περιμένουμε
περιμένουμε τη στιγμή
που τα πουλιά θ’ ανοίξουν πάλι
τα φτερά τους
Και θα ενώσουν τις μικρές κραυγές τους…
Όπως τότε..».

Οι εικόνες αναλλοίωτες, σταθερές κάνουν την ψυχή του ποιητή να συνεγείρεται και να τραγουδά πότε χαρούμενα, πότε λυγμικά…

«Ένας βράχος με το κύμα του
Μια χαρουπιά και μια λευκή λωρίδα άμμου
Τότε να δεις κρινάκια του γιαλού
Σγαρτίλια κι ολόλευκο αστραφτερό αλάτι».

Σε μια αναφορά σαν αυτήν εδώ, ο χώρος δεν μας επιτρέπει ν’ αγγίξουμε και δεκάδες άλλα σημεία, αυτού του βιβλίου με τις άκοπες σελίδες και τη συγκίνηση που σου χαρίζει. Θα ‘θελα, ωστόσο, να πω για την άρτια επιμέλειά του, το εξώφυλλο, τα συμβολικά του σχέδια.

Άνθος Αλός

Πες θάλασσα…

Και η Καμήλα
Θ’ ανασηκώσει την καμπούρα της
Θα ξεσηκώσει κύματα
Θα ξυπνήσει τα μισοκοιμισμένα θαλασσοπούλια
Θα φυσήξει τη γλυκόπικρη αύρα της μνήμης
Να σου χαϊδέψει το πρόσωπο
Να σε ποτίσει θαλασσόμελο.

Ολόχρυσοι κόκκοι άμμου
Μαζί με τον ιδρώτα σου
Θα κυλούν επάνω στο σώμα
Καθώς θα δοκιμάζεις τις αντοχές σου.

Η θάλασσα θα βλέπει προς την πόλη
Και η πόλη προς τη θάλασσα

Ξαγρυπνώντας.

.

ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ

[Ομιλία στο Σπίτι της Κύπρου, στην Αθήνα, στις 8/4/2013, στην παρουσίαση της εν λόγω συλλογής του Νίκου Νικολάου –Χατζημιχαήλ από τον καθηγητή Θεοδόση Πυλαρινό και τον ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλο.]

Ο καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός
«Και είπεν ο θεός γενηθήτω φως και εγένετο φως και είδεν ο θεός το φως ότι καλόν και διεχώρισεν ο θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους». Ξεκινώ από τη βιβλική «Γένεση», παραπέμποντας διακει­μενικά στην πρώτη πηγή του φωτός, δί­νοντας δηλαδή έτσι τη θεολογική αίσθη­ση, τον θεόθεν προορισμό, που επιφυ­λάσσει ο Νίκος Νικολάου στη δική του δημιουργία, στο δικό του πρώτο φως της γλυκείας νήσου Κύπρου. Περιέλαβα στο παράθεμα και τον διαχωρισμό φωτός-σκότους, διότι το δεύτερο ποίημα της Διθαλάσσου υποβάλλει διακριτικά την πάλη φωτός και σκότους στον περιούσιο τόπο της καρδιάς του, δηλώνοντας την αντιφατική, όπως δείχνει η εξέλιξή της, εναλλαγή, τη σφοδρή σύγκρουση των αντίρροπων δυνάμεων, που καθιστούν μαρτυρικό και ιστορικά καθαγιασμένο τον τόπο αυτό, ώστε να υπερβαίνει τη συμ­βατική χρονική ακολουθία και να διεκδικεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες την οντότητα και την αυθυπαρξία του.

Αυτή τη διαδρομή ο ποιητής επιλέγει προσφυώς να ακολουθήσει, φθάνοντας στο σημείο των ημερών μας και προοιωνιζόμενος την ιστορική και μυθική συνέχεια του μεθιστορικού τόπου του, συζευγνύοντας συνειρμικά και συμβολικά τη βι­βλική Γένεση με την ανάδυση μέσα από τη θάλασσα της Αφροδίτης Κύπρου [σημ.1]:

Ήρθες
Ανάμεσα από τα φυλλώματα της ελιάς
Κι εγνώρισα

Το ασημί
Την απλότητα
Και την αγάπη.

[…]

Κι ο κόσμος όλος φως.

Το μεγαλείο της φύσης, όπως μας το έδειξε ο Σολωμός, με την καθολική σύμ­πραξη του ουρανού, της γης και της θά­λασσας και με τη γενική συμμετοχή των έμβιων όντων και των οργανισμών της πανίδας και της χλωρίδας, ο Νικολάου δεν το επικαλείται για να προβάλει απλώς την απέριττη ομορφιά της Κύπρου. Το φυσικό αυτό μεγαλείο το αξιοποιεί ως άκρα αντίθεση, αφού αυτή η φαντασμαγορία, η γεμάτη «ομορφιά και χάρη» γίνεται εντονότερη αλλά και ιδιαίτερα πονε­μένη, αυτό το γιορτάσι πλήττεται από τη θλίψη, γιατί αντίμαχες δυνάμεις του κα­κού έρχονται κατά σύστημα να διαταράξουν την αρμονία, να αμαυρώσουν την ομορφιά [σημ.2]:

[…]

Θέλω κι εγώ τον τόπο αυτό τον ζη­λευτό
Και τις κρυμμένες του ομορφιές να τραγουδήσω
Μα η φωνή μου ακούγεται πικρή, λυ­πητερή
Γιατί η μεγάλη συμφορά και τ’ άδικο με πνίγει

Κι αντί να τραγουδώ γλυκά σαν τα πουλιά
Θαρκούμαι ανακαλιούμαι.

Ύμνος και θρήνος, επομένως, για τη μάνα γη, άσμα ελεγειακό για τη χαμένη της άνοιξη, μοιρολόι της ομορφιάς ψάλει ο Νίκος Νικολάου, βασισμένο στα συμβάντα που ο «κόσμος ο μικρός και συνάμα ο μέ­γας» της Κύπρου τού υποβάλει, μη επιλέγοντας ωστόσο τα κορυφαία γεγονότα της ιστορίας αλλά τις δραματικές στο μεγαλείο τους στιγμές του. Ύμνος στη μο­ναδικότητα αλλά και τη μοναξιά της, στην αφοπλιστική απλότητα αλλά και την δυστυχία της να αποτελεί το αντικεί­μενο συνεχών επιβουλών. Είναι η φωνή της Κύπρου, με άλλα λόγια, διά στόματος του ποιητή της, φωνή οδύνης και συνάμα μητρικής στοργής και πόνου, που ανακα­λεί στη μνήμη μας την αγέλαστο πέτρα, όπου κάθισε η Δήμητρα για να ανασάνει και να κλάψει τον χαμό της κόρης της [σημ.3]:

Το πουκάμισο του φιδιού
Στην πληγή της σπασμένης φτερού­γας μου
Μέσα στη μοναξιά μου με κατατρώει.
Αυτοί αν έρχονται κοντά μου έρχονται από περιέργεια
Μου τραβούν τα φτερά, δοκιμάζουν τη δύναμή μου
Των άλλων
Φτερούγισμα σπουργιτιών η φυγή.

[…]

Θα έρθει κάποτε η στιγμή
Να ραγίσει αυτή η πλάκα.

Στο σύνθεμα της Διθαλάσσου, διότι πρόκειται για ενιαία σύνθεση και όχι τυ­χαία τοποθετημένα ποιήματα, η πλοκή είναι πυκνά υφασμένη· χωρίς δόση υπερ­βολής δεν περισσεύει λέξη∙ η δομή είναι απέριττη, με ηρεμία δωρική, που ποικίλλε­ται όμως με πονεμένους λυρικούς τόνους και σπάει έτσι η στασιμότητα, οπότε το συναίσθημα διαπερνά βαθιά τον ανα­γνώστη. Με τη Διθαλάσσου, η οποία οδη­γεί στην ανεμόεσσα Καρπασία, τη λωρί­δα του φωτός του ποιητή και γενεαλογι­κή του μήτρα, την ουρά του βοδιού, όπου συναντώνται ο Βορράς με τον Νότο και την βρέχουν δυο θάλασσες, την πανάρ­χαια Αχαιών ακτή, με αυτήν ως αφορμή ξετυλίγει την ιστορία της Κύπρου, ακο­λουθώντας ένα ιδιότυπο λυρικό ρεαλισμό ο ποιητής. Τα γνωστά περιστατικά της γεγονοτολογικής ιστορίας είναι δευτε­ρεύοντα, θα φάνταζαν ασήμαντα μπρο­στά στο δραματικό γεγονός της εισβολής που διαπερνά υπόρρητα ή υπαινικτικά και όχι ονομαστικά όλη τη συλλογή.

Ζούμε τη Μεγάλη Παρασκευή της Κύ­πρου στους στίχους του, την εαρινή πενθηφορία της στο ζενίθ της. Μετά από το πέρασμα όλων των ημερών του θείου δράματος της, είναι η ώρα της μεγάλης κρίσης, του παράδοξου πόνου και του άφατου θρήνου, σε ώρα πάντοτε εαρινή -αυτή η αντίφαση είναι η μοίρα αλλά και η ελπίδα της- γι’ αυτό και η θλίψη είναι αβάσταχτη [σημ. 4]:

Τι τύχη κι αυτός
Να βλέπει έτσι την πόλη του!

Για την ακρίβεια
Ένα μέρος της πόλης
Μια λωρίδα χρυσή αμμουδιά
Καταπράσινα περιβόλια
Να κρέμονται από έναν θαλασσή ουρανό.

Τα κάτω άκρα άνω
Φυτεμένα σε συντρίμμια
Τα άνω άκρα κάτω
Με τα δάχτυλα τεντωμένα.

Η πατρίδα ανάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στην παλάμη του.

Με εξαιρετική ικανότητα ο Νικολάου παρουσιάζει το μέγεθος της απώλειας και της ανατροπής. Είναι η Αμμόχωστος, είναι η Καρπασία, είναι η Κύπρος, είναι ο μαρτυρικός άνθρωπος τους; Είναι αδιά­φορο το ποιος. Το μέγεθος της απώλειας πρωτεύει, η αίσθηση του θανάτου συν­ταράζει και κινητοποιεί τον αναγνώστη.

Επιλέγει λοιπόν σκηνές της πορείας προς τον Γολγοθά, πτυχές του μαρτυρί­ου και τις παρατάσσει στο συναξάριό του ο Νικολάου: Είναι η συμπάσχουσα φύση καταρχάς, είναι η Ελένη της Καρ­πασίας, η απολεσθείσα Ελένη, είναι τα ματωμένα νερά της Καρπασίας, είναι η δική του παιδική ηλικία και οι μνήμες της, εξορισμένη από την πατρώα γη και την πατρίδα των προγόνων, είναι η λεηλατη­μένη Παναγία η Κανακαριά και οι σφραγί­δες με τα λιοντάρια και τα εμβλήματα των κατά καιρούς κατακτητών, είναι η ανάκληση μέσω αυτών της διαχρονικής διαδρομής της Κύπρου. Είναι και ο τρυπομάζης και τα κρινάκια του γιαλού, τα βράχια και η χαρουπιά με τα σγαρτίλια. Και για να μη λησμονούμε την πολιά αρ­χαιότητα της Κύπρου, είναι τα άλογα της αρχαίας θυσίας, προκρίματα μιας προφη­τικής μοίρας στο ποίημα «Τα Αλογα» Σαλαμίνας: Η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας ήρθε ως «κύμα όλο σκοτάδι / από την άλλη θάλασσα / και σκέπασε τούτη τη γη». Εύλογα ο Νικολάου θα σταματήσει εδώ, θα προσκυνήσει, καλύτερα, τα σε­πτά πάθη της πατρίδας του, στο ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Χαράκωμα» [σημ.5]:

Ο άνεμος στριφογυρνούσε μανιασμέ­να
Μέσα στους κλώνους της μικρής αμυ­γδαλιάς
Και τους λευκούς ανθούς σκορπούσε
Στα τέσσερα σημεία∙ καταχνιά!

Μολύβι ο ουρανός περνούσε
Χιλιάδες τ’ άνθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι όσο χαμήλωνε αυτά ποθούσαν
Τη θέση τους να πάρουνε επάνω στα κλαδιά.

Ο άνεμος φυσούσε, έπιασε μπόρα
Και σαν τα δάκρυα άνθη και στάλες
Πάνω στο σώμα της αμυγδαλιάς κυ­λούσαν
Και φτάναν στα ριζά για να γεμίσουν
Σκαμμένο και με νούμερο αναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.

«Κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε»: για να θυμηθούμε τον στίχο του εμβληματικού ζακύνθιου ποιητή, στο οποίο μας οδηγεί το «Χαράκωμα».

Και η κατακλείδα: ο αιώνιος ποιητής, ο «Ανθέμιος Καλοκαίρης», ο ποιητής Θεοδό­σης Νικολάου, ο δάσκαλος και μυητής του Νίκου Νικολάου, ο ποιητής προφήτης όλων των εποχών, που σύννους και χαρμολυπικός θα στρέψει τα μάτια της ψυχής μας στο όνειρο, στην ελπίδα και όλα θα δείξουν την άλλη, την ευοίωνη και αναστάσιμα προσδοκώμενη όψη τους: και τα νεκρά άλογα θα χτυπήσουν τις οπλές τους τότε στο καλντερίμι, και η πατρίδα θα αναστραφεί και θα επανέλ­θει στην όρθια θέση της, και η σπασμένη φτερούγα θα ιαθεί, και οι άγιοι της Καρ­πασίας θα ξαναλειτουργηθούν, και η πόλη θα ξεπροβάλλει ξανανιωμένη και θα ξαναλάμψει. Όπως γράφει ο ποιητής, «Περιμένουμε τη στιγμή / που τα πουλιά θ’ ανοίξουν πάλι τα φτερά τους / και θα ενώσουν τις μικρές κραυγές τους / / όπως τότε…». Το όνειρο του μύστη ποιητή και δασκάλου, απλό και αυτό, καθημερι­νό, δικαιωματικό, αυτονόητο αλλά απο­στερημένο, διατυπώνει ο Νίκος Νικολάου στο αφιερωματικό ποίημα «Ανθέμιος Κα­λοκαίρης», εκφράζοντας με τον πιο απο­καλυπτικό τρόπο τη σκέψη του απλού ανθρώπου, του αδικαίωτου ανθρώπου όλων των εποχών, και συμποσώνοντας στους στίχους του το περιεχόμενο και αί­τημα ολόκληρης της συλλογής:

Χάιδεψε την γκρίζα γενειάδα του
Θαυμάζοντας την ομορφιά
Του φεγγαριού που έλαμπε στον ου­ρανό.

Με συγκίνηση υποκλίθηκε στον τρελό της γειτονιάς
Υψώνοντας τον με χαιρετισμό και με κρυφή χαρά
Που ήταν αδύνατο τα μάτια του να κρύψουν.

Το βραδάκι στην ταβέρνα της γωνιάς, το μαύρο
Στερκό επαίνεσε του τόπου του κρα­σί
Φέρνοντας στο στόμα άρωμα και ποτήρι
Με κίνηση αργή του κεφαλιού και του χεριού
Κρίνοντας πως στη ζωή μας τελικά
Δεν έχει σημασία το τι αλλά το πώς.

Τέλος, τράβηξε για τη σκήτη του
Να ονειρευτεί το πρώτο σπίτι του
Να ονειρευτεί την πρώτη του τη μαγι­κή του πόλη
Προσέχοντας να σταματά, να μην πατά
Τα βατραχάκια που διασταύρωναν τον δρόμο
Έχοντας τα κλοπιμαία της μέρας του στον ώμο
Και στο φεγγάρι ρίχνοντας ματιά ευ­γνωμοσύνης
Τι στον μικρό σκαντζόχοιρο το μονο­πάτι ανάβει.

Η ποίηση του Νικολάου στη Διθαλάσ­σου αποτελεί σπάνιο παράδειγμα λιτό­τητας και πυκνότητας. Τα επιμέρους με­γέθη συναιρούνται στο αδιαίρετο και μο­ναδικό της απώλειας. Είναι βαθιά βιωμένα και χωνεμένα όσα διηγείται ο ποιητής. Εί­ναι αφομοιωμένα και γι’ αυτό απέριττα και απλά παρά τη συνθετότητα και πο­λυμορφία τους. Γιατί η μαγεία της ποίησης και η πειθώ της έγκειται στην απόδοση με την έσχατη απλότητα των πιο σύνθετων φαινομένων, στην αποτύπωση του ζη­τούμενου, ει δυνατόν, μονολεκτικά, μονοφραστικά. Την ενότητα, εξάλλου, επιδιώ­κουν οι μεγάλες αντιθέσεις, του αρχαίου προς το σύγχρονο, του βορρά προς τον νότο, του πόνου προς τη χαρά, της ζωής προς τον θάνατο, που καταγράφει με τη νομοτέλεια φυσικών φαινομένων ο ποι­ητής. Το πάθος λοιπόν της Κύπρου με επιλεγμένα κινηματογραφικά καρέ περ­νά μπροστά από τους οφθαλμούς μας, φθάνοντας έως την ώρα της σταύρωσης, αφήνοντας εκκρεμή αλλά σαφώς επικείμενη την αναστάσιμη ημέρα. Όλα προμη­νύουν, όλα αναμένουν την ανάσταση και την αποκατάσταση, η φύση, τα δημιουρ­γήματα της, έμψυχα και άψυχα, οι άνθρω­ποι. Και η Ελένη της Καρπασίας προαναγγέλλει την έλευση της μελλοντικής Ελένης της Κύπρου.

Η γραφή του Νικολάου είναι κρουστά συνυφασμένη με τη γλώσσα του. Γλώσσα απλή, υποβλητική, μελωδικά λυρική, άλλο­τε δραματική, άλλοτε υμνητική, αποδίδει θαυμαστά το περιεχόμενο των συνθεμά­των του. Λέξεις απλές, έντεχνα αρμοσμένες, όπου η φύση πυροδοτεί το συναίσθημα και το μεταβολίζει σε πόνο ή σε ελπίδα, με προσφυώς παρεμβαλλόμενο διακειμε­νικό υλικό, συναφές με την ιστορία του τό­που, αποδίδει εν τέλει τη μεγάλη μοναξιά και τον πόνο της εγκατάλειψης από θε­ούς και ανθρώπους τού σθεναρά μαχόμε­νου και ανθιστάμενου επί αιώνες κυπριακού χώρου. Οι φράσεις της κυπριακής λαλιάς, αντλημένες είτε από το στόμα του λαού είτε από τη λαϊκή του παράδοση είτε από τους ποιητές του (ο Βασίλης Μιχαη­λίδης άμεσα και ο Θεοδόσης Νικολάου υπόρρητα συνιστούν δύο διδακτικά δείγ­ματα) εντείνουν την αίσθηση του εγκλει­σμού εντός των απομονωμένων κυπρια­κών τειχών και του διηνεκούς αγώνα για επιβίωση. Η λεκτική εξάλλου μεταφορά στο απώτατο, το απώτερο και το εγγύς παρελθόν, στην αρχαιότητα, στο Βυζάν­τιο, στο 1821, δοσμένη μέσα από τα σύμ­βολα των αλόγων της Σαλαμίνας, της Παναγιάς της Κανακαριάς, της «9ης Ιουλί­ου 1821», της Ελένης του 1928, του εμβλη­ματικού δάσκαλου ποιητή, αυτή τη δια­χρονική αγωνία υποδηλώνει και την ελλη­νική ταυτότητα του χώρου διεκδικεί.

Στη Διθαλάσσου «ξεκινούν οι ιστορίες που ονειρεύτηκαν» τα πουλιά και τα τραγούδια με τις «ουράνιες νότες» του αείφυλλου αόρατου, του ακατάβλητου θά­μνου του ποιητή. Οι ιστορίες και τα τρα­γούδια αυτά ύμνοι της φύσης και της κυπριακής γης και των ανθρώπων της, αλλά και μαρτυρολόγια των παιδιών της και ελεγεία για το αίμα που δεν έπαψε να αναβλύζει, συντέμνουν και συναιρούν τον χρόνο, ώστε σαν ρόδακας που «ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μια πίσω» και προχωρεί από τον παλιό καιρό προς τις μέρες που θάρθουν, αποκαλύπτουν το μωσαϊκό «της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας», σε μια πανοραματική θεώρη­ση του αδιαίρετου σώματος της. Ο χρό­νος του μετριέται με μια παράδοξη κλεψύ­δρα που αναστρέφεται επάπειρον, κάθε φορά που θα μεταγγιστεί το υλικό της από τον ένα στον άλλο κώνο της

Η συλλογή του Νίκου Νικολάου δεν αποτελεί ιστορική περιήγηση στα σημεία του πάθους του νησιού του, ούτε ρομαν­τική αναπόληση της χαμένης παιδικότη­τας. Είναι η αντίσταση στον ευνουχισμό της μνήμης, η αντιστράτευση στην απα­γόρευση, έστω διά της μνήμης, την προ­σέγγιση των ιερών και οσίων ενός λαού που διεκδικεί επί αιώνες το δικαίωμα στη ζωή και στην προάσπιση της ταυτότητας του, Είναι τελικά η αντίδραση σ’ αυτούς που σκόπιμα ή αφελώς συντελούν στην υπονόμευση της ιερότητας του νόστου

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΡΟΠΗ ΜΩΥΣΕΩΣ

1. Η ιστορία της ζωής σας σε 20 λέξεις.

Ἐδῶ γεννήθηκα / Σ΄ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἄκρη τραγουδῶ / Ἀνάμεσα σὲ δύο πέλαγα / Ἀείφυλλος, ἀόρατος μοσχοβολῶ / Κι ἁπλώνω τὰ κλωνάρια μου στὸν Κάρβα / Καὶ τοὺς ἄλλους ἀνέμους ποὺ φυσοῦν.

2. Η ποίηση ξεκινά… και τελειώνει …

Η ποίηση γενικά, ούτε ξεκινά ούτε τελειώνει. Υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει μέσα στην αέναη ροή του χρόνου και όταν ακόμα εμείς δεν θα υπάρχουμε. Σε μένα, τον θνητό και ασήμαντο ανθρωπάκο, Ήρθε / ανάμεσα από τα φυλλώματα / της ελιάς / κι εγνώρισα / το ασημί / την απλότητα / και την αγάπη. / Ανάμεσα από τα φυλλώματα / του κυπαρισσιού / και γνώρισα το πράσινο / την πάλη / την παλληκαριά. / Της ροδιάς / κι εγνώρισα / το κόκκινο / την τρέλα / και τον έρωτά της. / Κι ο κόσμος όλος φως.

3. Γιατί γράφετε;

Για να μαλακώσω το άλγος του νόστου για τον ξεχασμένο και πολύπαθο γενέθλιο τόπο μου. Για να μπορώ να περπατώ όρθιος. Για να αναπνέω.

4. Για τι γράφετε;

Γράφω για σγαρτίλια, τζιτζίκια και ανέμους. Τραγουδώ τον τρυπομάζη, τη σκαλιφούρτα και το κρινάκι του γιαλού. Τραγουδώ τις αγριελιές, τις μοσφιλιές και τις αφτοτζηνάρες. Μόνο που πολλές φορές αντί να τραγουδώ γλυκά σαν τα πουλιά, θαρκούμαι ανακαλιούμαι.

5. Η παρουσία ελληνικής και κυπριακής στα ποιήματά σας…

Υποθέτω ότι εννοείτε «κυπριακή γλώσσα». Μα, δεν υπάρχει κυπριακή γλώσσα. Η γλώσσα είναι μία. Η ελληνική γλώσσα, που μιλιέται στον τόπο χιλιάδες χρόνια τώρα χωρίς διακοπή. Χρησιμοποιώ λοιπόν, στα ποιήματά μου αρκετές φορές το κυπριακό ιδίωμα για να δροσίσω και να ενδυναμώσω τον στίχο μου με αυτά που έχω πιο βαθιά μέσα μου, και που ουσιαστικά είναι οι πανάρχαιες ρίζες των λέξεων.

6. Οι σημειώσεις|παράλληλες ιστορίες των ποιημάτων σας στο τέλος της έκδοσης…

Η ποίηση δεν έχει ανάγκη από σημειώσεις. Ούτε ο ποιητής επεξηγεί ποτέ τι εννοεί με τους στίχους του. Το ζητούμενο είναι η χαρά της αποκρυπτογράφησης και κατανόησης του ποιήματος, από τον επαρκή αναγνώστη, μετά από αλλεπάλληλες αναγνώσεις και μελέτη. Οι σημειώσεις μου στο τέλος της συλλογής, επέχουν θέση παράλληλων ιστοριών και έχουν σκοπό να φωτίσουν τον τόπο από μια διαφορετική γωνία. Να τον κρατήσουν ζωντανό στη μνήμη. Αλλά ο τόπος τον οποίο φωτίζω έχει ενδιαφέρον για όλο τον κόσμο. Είναι τα ψηφιδωτά της Κανακαρίας. Η πόλη της Αμμοχώστου. Και αυτά δεν χαρίζονται σε κανένα εισβολέα κατακτητή.

7. Ποιον/α Κύπριο/α λογοτέχνη ξεχωρίζετε και γιατί;

Τον Θεοδόση Νικολάου που είχα πολύ μεγάλη τύχη να συνδεθώ φιλικά μαζί του από το 1980 μέχρι το τέλος της ζωής του. Μέσα στις τρεις ποιητικές συλλογές του, συμπύκνωσε την αγάπη του για τον τόπο και την ιστορία του, μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο. Με γνησιότητα.

8. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε και πώς ήταν;

Ο Ολισθηρός Ιστός, ένα δίτομο έργο με δοκίμια και μελέτες, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη: Η σχέση του με τους ανθρώπους και τα πράγματα που τον άγγιξαν για σχεδόν μισό αιώνα.

.

[Συνέντευξη στον Ανδρέα Κούνιο, Αλήθεια, 17/2/2019]

-Πού γεννήθηκες;

Γεννήθηκα στο Βασίλι ένα βυζαντινό χωριό στην Καρπασία, όπου κάθε πρωί ο Ναός της Παναγίας της Κανακαριάς ρίχνει τη σκιά του και σπούδασα μαθηματικά.

-Τι θυμάσαι περισσότερο από τα παιδικά σου χρόνια;

Τα πάντα! Δεν έχει ξεθωριάσει τίποτε, θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια και πολύ συχνά κάνω βουτιές σ’αυτά τα χρόνια∙ χρόνια που καθορίζουν, τελικά, τη μελλοντική μας πορεία στη ζωή. Έζησα υπέροχα, ευτυχισμένα χρόνια, πλημμυρισμένος από τη φροντίδα και την αγάπη δυο υπέροχων ανθρώπων, του πατέρα και της μάνας μου, αλλά και όλων όσοι ήταν γύρω μου, αδέλφια, παππούδες και γιαγιάδες, γείτονες και παραγείτονες!
Όλα τα θυμάμαι, λοιπόν, πολύ συχνά όμως, θυμάμαι τον φίλο μου το σγαρτίλι: το βρήκε ο πατέρας μου ένα πρωινό, κάτω από ένα δέντρο, γυμνό και παγωμένο και το σώσαμε φτιάχνοντάς του μια φωλιά σ’ ένα κλουβάκι που το είχαμε τοποθετήσει στα πιο ψηλά κλαδιά της μαυρομάτας της αυλής μας. Εκεί περνούσα πολλές ώρες δίπλα του, διαβάζοντας, ξαπλωμένος στη δική μου πλατφόρμα που έφτιαξα σε στερεά κλαδιά. Το σγαρτίλι μεγάλωσε ‒ερχόταν η μάνα του και το τάιζε‒ φτέρωσε, μου κελαηδούσε και περνούσαμε ωραία. Κάποια μέρα όμως, ο πατέρας με φώναξε, κατέβασα το κλουβί, άνοιξα την μικρή πορτούλα –εκτελώντας τις εντολές του πατέρα‒ και πήρα το μέγιστο μάθημα της ζωής μου. Μάθημα ελευθερίας: κατ’ εντολή του άφησα το σγαρτίλι ελεύθερο, που πέταξε μακριά κι εξαφανίστηκε από το οπτικό μας πεδίο.

-Εάν μπαίναμε σε μια μηχανή του χρόνου και φτάναμε πίσω, στο χωριό σου, τι θα μου έδειχνες πριν απ’ οτιδήποτε άλλο;

Θα σε οδηγούσα, ασφαλώς, στην καταπράσινη μαυρομάτα, να σου δείξω τον φίλο μου το σγαρτιλάκι, να σου δείξω το «σπίτι» μου πάνω στη μαυρομάτα, και να σου δείξω ακόμα και το πρώτο βιβλίο που διάβασα εκεί: τον Μπεν Χούρ.

-Πατρίδα είναι ο τόπος που γεννιόμαστε και που ζούμε ή μήπως κάτι βαθύτερο;

Ναι, πατρίδα είναι ο τόπος όπου γεννιόμαστε, όπου γεννήθηκε ο πατέρας κι ο παππούς. Η πατρίς γαία, που έχει στέγη τη γλώσσα. Και πρέπει να είμαστε περήφανοι, να αγαπάμε και να πεθαίνουμε για την πατρίδα. Στην εποχή μας όμως, η αγάπη για την πατρίδα, βρίσκεται υπό κατηγορία, και ο «πατριωτισμός» μετατρέπεται έντεχνα, από ορισμένους σε «εθνικισμό», κι αν δεν ξυπνήσουμε πάραυτα, πολύ γρήγορα θα βρεθούμε χωρίς πατρίδα.

-Για ποιο λόγο γράφεις; Η γραφή, ή καλύτερα η συγγραφή, είναι ασθένεια ή
θεραπεία;

Θα σας θυμίσω την απάντησή μου σε μια παλαιότερη δική σας συνέντευξη «ψυχής»: «έρχονται στιγμές που μας πνίγουν αυτά που ακούμε και παρατηρούμε κι έτσι καθόμαστε και ζωγραφίζουμε, γράφουμε, καταφεύγουμε δηλαδή στην Τέχνη, για να πάρουμε ανάσες. Δημιουργούμε τον δικό μας κόσμο για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Θα πω κάτι ακόμα: όταν ήμουν στην ομάδα του περιοδικού «Κύκλος» στη Λάρνακα, κάποια στιγμή είχαμε ανάγκη από ένα διήγημα. Με προέτρεψε ο αείμνηστος φίλος Φοίβος να γράψω, παρόλο που γνώριζε ότι είχα πάθος με τη ζωγραφική. Την επόμενη μέρα του παρέδωσα το πρώτο μου διήγημα, «το Σταυρόλεξο», που είναι, ίσως, ό,τι πιο ωραίο έχω γράψει μέχρι τώρα. Από τότε με κέρδισε η λογοτεχνία. Έτσι! Με γοήτευσε που μπορούσα να βλέπω τον κόσμο με άλλα μάτια και όχι με τα μάτια του ζωγράφου που είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή.

-Εάν είχες τη δυνατότητα να προσθέσεις τρεις εν ζωή λογοτέχνες στην παρέα
μας, για να γίνει περισσότερο ενδιαφέρουσα, ποιοι θα ήταν αυτοί;

Υπάρχουν πολλοί λογοτέχνες στον τόπο και πολύ καλοί, γράφουν υπέροχα, κάποιοι τιμούν την πατρίδα τους και στο εξωτερικό, είναι και υπέροχοι άνθρωποι και θα έκαναν πράγματι πολύ ενδιαφέρουσα την παρέα, δεν θα πω όμως ονόματα γιατί θα αδικούσα σίγουρα αρκετούς.

-Κι αν είχες τη δυνατότητα να προσθέσεις τρεις λογοτέχνες που δεν βρίσκονται εν ζωή;

Ανεπιφύλακτα: Θεοδόσης Νικολάου, Φοίβος Σταυρίδης και Νίκη Μαραγκού.

-Θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασες;

Ήδη το απάντησα σε προηγούμενη ερώτηση: «Μπεν Χουρ», παρόλο που θα στενοχωρήσω το «Επίτομον Λεξικόν του Ελευθερουδάκη», και τα εγκυκλοπαιδικά περιοδικά του «Ηλίου» που τα φυλλομετρούσα ‒τα κατέσχιζα καλύτερα‒ πριν μάθω ανάγνωση.

-Το τελευταίο ποιο είναι;

«Επικαιρότητες», του Κώστα Σερέζη. Ένα πολύ ωραίο βιβλίο του 1971, που αυτές τις μέρες ξαναδιαβάζω και το χαίρομαι.

-Η φωνή του συγγραφέα πρέπει να ακούγεται ως ουρλιαχτό ή ως ψίθυρος;

Εξαρτάται τι γράφει. Βέβαια, όταν πατούν κάποιον στον λαιμό ουρλιάζει, αλλά προέχει να γραφτεί ένα καλό βιβλίο.

-Τι σε ενοχλεί περισσότερο απ’ όσα βλέπεις ολόγυρα;

Είναι τόσα πολλά που μας ενοχλούν, που πραγματικά διερωτώμαι ποιο απ’ αυτά είναι το χειρότερο. Η διαφθορά έχει απλώσει τα πλοκάμια της παντού στον τόπο, που τον τραυματίζει ανεπανόρθωτα. Υπάρχει κάτι όμως, που με ενόχλησε αφάνταστα: είπε κάποιος –αυτός ο διεφθαρμένος με τις πέντε συντάξεις‒ ότι η πατρίδα δεν του επέστρεψε όσα της πρόσφερε και του οφείλει πολλά ακόμα! Όταν το άκουσα κατάλαβα αμέσως γιατί χάσαμε τη μισή μας πατρίδα και είναι αμφίβολο αν θα σωθεί η υπόλοιπη.

-Και τι σε κάνει να αναθαρρεύεις;

Αυτό είναι το τραγικό: δεν υπάρχει τίποτε που να με κάνει να ελπίζω σε ένα καλύτερο μέλλον για την κοινωνία όπου ζούμε. Έχουμε βυθιστεί στα τάρταρα από τα λάθη μας, τα οποία επαναλαμβάνουμε. Οι δυο σημαντικοί πυλώνες ‒οικογένεια και εκπαίδευση‒ πάνω στους οποίους στηρίζεται το μέλλον μιας κοινωνίας φαίνεται ότι νοσούν. Ο συνδικαλισμός ‒που έχει απομακρυνθεί από τους αρχικούς συστατικούς στόχους του‒ αλλά και άλλοι παράγοντες έχουν αποπροσανατολίσει την κοινωνία, η οποία ως μόνο στόχο έχει πια την εξασφάλιση πλούτου, με οποιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο.

-Κύριε Νικολάου, πού κατοικεί η ελευθερία;

Η ελευθερία έχει πεθάνει προ πολλού, σε ολόκληρο τον πλανήτη. Είμαστε όλοι κλεισμένοι σε ασφυκτικό κλοιό.

-Από πού αντλείς τις εμπνεύσεις σου; Κι όταν στερέψουν, τι κάνεις για να επανέλθουν;

Όσοι γράφουν, πολύ σύντομα ανακαλύπτουν πως η έμπνευση είναι το 1% ή 2% το πολύ της εργασίας τους. Χρειάζεται πολλή δουλειά για να ολοκληρωθεί ένα έργο είτε αυτό είναι ένα ποίημα, ένα διήγημα είτε ένα μυθιστόρημα. Μεταξύ έμπνευσης και εκτέλεσης, χάος μέγα! Δουλειά, λοιπόν! Γράφοντας αναπτύσσεται μια έμπνευση-ιδέα.

-Τι κληρονόμησες από τους γονείς σου;

Από τον πατέρα μου κληρονόμησα την αγάπη για το βιβλίο και πολλές αρχές, κυρίως όμως τη Δικαιοσύνη και την Αξιοπρέπεια. Έμαθα ακόμα ότι την πνευματική περιουσία την αποκτάς με πολύ κόπο, αλλά κανένας κατακτητής δεν μπορεί να σου την πάρει και κανένα σύστημα δεν μπορεί να την κουρέψει. Η μητέρα μου, με την αγάπη και τα τραγούδια της έδωσε ρυθμό στη ζωή μου. Τις ίδιες αρχές και την ίδια αγάπη δέχτηκαν και οι πέντε αδελφές μου,

-Τι θα κληρονομήσεις στα παιδιά σου;

Μακάρι να ήξερα! Αυτή είναι αγωνία κάθε γονιού. Πάντως, τα δυο παιδιά μου είναι επιστήμονες, έχουν δημιουργήσει θαυμάσιες οικογένειες, αλλά δεν έχουν σχέση με τη λογοτεχνία.

-Πέρα από τη λογοτεχνία, ποια είναι τα άλλα ενδιαφέροντά σου;

Ζωγραφίζω, διαβάζω, επιμελούμαι κάποιο βιβλίο, φωτογραφίζω, τρέχω με …ποδήλατο στο δάσος της Αθαλάσσας, παίζω τα τραγούδια που αγαπώ με τις 15 φυσαρμόνικές μου και φυσικά αφιερώνω και λίγο χρόνο για να παίξω με τα τρία υπέροχα εγγονάκια μου.

-Αγναντεύεις τον σκλαβωμένο Πενταδάκτυλο και, την ίδια στιγμή, κρατάς πένα και χαρτί. Ποιες είναι οι πρώτες δύο γραμμές που θα γράψεις;

«Ως τρέχει ο ήλιος, ως τρέχουσιν οι αστέρες, ως τρέχει το ύδωρ, έτσι να τρέξει το κακόν από το Βουνό τούτο. Έτσι να τρέξει το κακόν και να χαθεί από την Νήσον μας».
Είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου «Η κόρη του δραγουμάνου».

-Ποια πρόσωπα έχουν σφραγίσει, πραγματικά, τον τρόπο που σκέφτεσαι και που συμπεριφέρεσαι;

Ο Φιλομαθής και βιβλιόφιλος πατέρας μου. Δεν ενδιαφερόταν αν είχα ψηλό ή χαμηλότερο βαθμό στο σχολείο, ενδιαφερόταν όμως, να γνωρίζει και παρακολουθούσε στενά αν ακολουθούσα τον δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της αρετής, κι αν κρατούσα πιστά τις αρχές μου, αρχές που ο ίδιος μου μετέδωσε. Γι αυτό και πάντα με ακολουθεί το αριστοτέλειο «Αρετά πολύμοχθε γένει βροτείω, θήραμα κάλλιστον βίω». Ένα άλλο πρόσωπο, που μου γνώρισε τα μονοπάτια της ποίησης και της καλαισθησίας, τα μυστικά των καλών εκδόσεων και της γραφής ήταν ο Δάσκαλος και φίλος Θεοδόσης Νικολάου. Δυστυχώς τον χάσαμε νωρίς. Τον έχασε κυρίως η ποίηση.

-Συνομιλείς, κάπου κάπου, με την Κόρη του Δραγουμάνου, κι αν ναι, τι λέτε;

Η «κόρη του δραγουμάνου», τον Απρίλη κλείνει δεκαπέντε χρόνια ζωής ή μάλλον της δεύτερης ζωής της, που κέρδισε με την κυκλοφορία του βιβλίου που έχει τ’ όνομά της. Μου έδωσε πολλή χαρά, διαβάστηκε πολύ, γράφτηκαν πολλές καλές κριτικές, τιμήθηκε με κρατικό βραβείο και τώρα ελπίζει ότι θα ζήσει μια τρίτη ζωή με μια καινούργια έκδοση, ενισχυμένη με περισσότερα διηγήματα. Ναι, συνομιλούμε. Της λέω «εμείς μείναμε στο ΄74, δεν θέλουν ούτε να μας βλέπουν, ούτε να μας διαβάζουν πια, να δεις τι κυκλοφορεί τώρα! Να δεις τι εκπομπές έχουν στην τηλεόραση, τι μόδες, τι φαγητά, τι τούρκικες ταινίες, εσύ τους λείπεις, νομίζεις; Να φανταστείς ότι κυκλοφόρησε κι ένα «γλωσσάρι» που είπε ότι δεν υπήρξε εισβολή. Ήταν ειρηνευτική επιχείρηση, λέει, που έφερε την ειρήνη στον τόπο. Ναι, ναι δικοί μας το έφτιαξαν. Το σπίτι σου, λέει, δεν είναι κλεμμένο, απλώς φιλοξενεί πολιτικούς πρόσφυγες. Και άλλα πολλά». Κι αυτή σκύβει, βάζει το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες της και αρχίζει το ξεφωνητό: «φύγε εσύ απ’εδώ, μόνο κακά μου φέρνεις στο σπίτι. Σου είπα να μη ξανάρθεις εδώ, να μη ξαναπατήσεις. Δεν θέλω να σε ξαναδώ στο σπίτι μου. Τράβα στ’ ανάθεμα, διάβολε!». Και δίνει μια κλωτσιά στην κουλουριασμένη στα πόδια της μαύρη γάτα. Κι ο αίλουρος σαν αστραπή τινάσσεται και χάνεται πίσω από το ανοιχτό παράθυρο. Ύστερα γυρίζει και με κοιτάζει με τα θλιμμένα της μάτια χωρίς να μιλά.

.

Στον Ιωσήφ Αρνές FRACTAL 5/2/2020

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στην Κύπρο και σπούδασε Μαθηματικά στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διηγήματα, ποιήματα και άλλες εργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε ελλαδικά και κυπριακά περιοδικά. Έχει διοργανώσει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές. Υπήρξε μέλος της πνευματικής ομάδας που εξέδιδε το περιοδικό Ο κύκλος. Έχει γράψει τα ποιητικά έργα: Καρπασία (χειρόγραφο ποίημα εκτός εμπορίου, 1984), Διθαλάσσου (εκδόσεις Κάρβας 2012), Πικρόλιθος, σημειώσεις σχεδίας (εκδόσεις Κάρβας 2014), Ύδατα Υδάτων, δελτία θυέλλης (εκδόσεις Κάρβας 2016) και τα διηγήματα: Η Κόρη του Δραγουμάνου (εκδόσεις Μεταίχμιο 2003, τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο διηγήματος) και 20 Διηγήματα (εκδόσεις Κάρβας 2014).

Τον Νοέμβριο του 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν, η συλλογή διηγημάτων του Φυσορρόος.

-Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;

Στη λογοτεχνία μπήκα… κατά λάθος. Πάντα είχα έρωτα για τη ζωγραφική μα όταν κάποτε, έγραψα το πρώτο μου διήγημα ‒το «Σταυρόλεξο»‒ και το είδα δημοσιευμένο τότε κατάλαβα ότι είχα πιαστεί στα δίχτυα της λογοτεχνίας. Όχι γιατί στη συνέχεια είχα πολύ καλές κριτικές αλλά γιατί ταυτίστηκα με τον ήρωα του διηγήματος, ο οποίος παρασύρεται από τα κλειδιά ενός σταυρολέξου, κλειδιά που συνθέτουν τον ορισμό της εσχάτης προδοσίας, και σκοτώνει έναν χουντικό πραξικοπηματία συνάδελφό του. Λυτρώθηκα. Έκανα αυτό που δεν είχε κάνει η πολιτεία. Να καταδικάσει, δηλαδή, τους ανθρώπους που πρόδωσαν την πατρίδα τους, και οι οποίοι, μάλιστα, ακόμα και σήμερα, σαράντα πέντε χρόνια μετά την τραγωδία, προσπαθούν διχαστικά να ρίξουν την ευθύνη σε άλλους. Το ίδιο έγινε όταν αργότερα είδα τυπωμένο το πρώτο μου βιβλίο: διηγήματα για το σπίτι μου, από το οποίο μας έδιωξαν βίαια οι Τούρκοι εισβολείς, διηγήματα για τη μάνα του αγνοούμενου, για τον πρόσφυγα, για τον βαριά τραυματισμένο στρατιώτη στον Πενταδάκτυλο από τις βόμβες ναπάλμ, για τα βασανιστήρια του αιχμάλωτου του Αττίλα πατέρα μου. Ένιωσα ότι είχα σώσει το σπίτι μου. Ένιωσα ότι είχα απαλύνει τον πόνο του πατέρα μου και των άλλων προσώπων αλλά ακόμα και των αναγνωστών μου. Κάτι που η ζωγραφική δεν μπορούσε να μου προσφέρει. Αυτό είναι που με ωθεί να γράφω τόσο το πεζό όσο και το ποιητικό μου έργο: η αγάπη για τον γενέθλιο τόπο μου και τους ανθρώπους του και η ένταξη των παθών του στον τομέα της Τέχνης.

-Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσάς να καταφέρετε να εκφράσετε τη σκέψη σας πάνω στο χαρτί;

Ασφαλώς και δεν έχω κανένα πρόβλημα στο να εκφράσω τη σκέψη μου πάνω στο χαρτί. Δεν υπάρχουν στα κείμενά μου σκοτεινά σημεία ή δυσνόητες περιγραφές από δυσκολία στη έκφραση. Ακόμα και στην ποίησή μου, που είναι λυρική, και που κανονικά πρέπει να κρύβουμε, λένε, πολλά πράγματα, οι εικόνες ξεπροβάλλουν ανάγλυφες και ολοζώντανες καθώς πραγματοποιείται η ανάγνωση των ποιημάτων. Υποψιάζομαι όμως, ότι με τη λέξη «σκέψη» πιθανόν να εννοείτε την «έμπνευση». Αν είναι εύκολο, δηλαδή, μια έμπνευση, που μας έρχεται ουρανοκατέβατη, να την εκφράσουμε στο χαρτί. Ε, λοιπόν, εδώ έχουμε ακριβώς το αντίθετο: «μεταξύ έμπνευσης και εκτέλεσης, χάος μέγα». Η έμπνευση αποτελεί ένα πολύ μικρό ποσοστό σε ένα έργο τέχνης. Ίσως μόνο το 2%. Το υπόλοιπο 98% είναι πολύ σκληρή εργασία. Γράφουμε και ξαναγράφουμε τα κείμενά μας μέχρι να πετύχουμε το επιθυμητό και πολλές φορές η προσπάθεια εγκαταλείπεται, ακριβώς από την αδυναμία μας να αναπτύξουμε την έμπνευσή μας στο χαρτί.

-Ποιες οι επιρροές σας;

Είμαι τυχερός, γιατί στα γυμνασιακά μου χρόνια, στην Αμμόχωστο, την πόλη φάντασμα τώρα, είχα Δασκάλους τον Θεοδόση Νικολάου και άλλους πολύ καλούς φιλολόγους. Αργότερα συνδέθηκα φιλικά και με τον σπουδαίο λογοτέχνη Χριστόφορο Μηλιώνη, που υπήρξε κι αυτός καθηγητής στο γυμνάσιό μας, στην Αμμόχωστο και γνώρισα όλο το έργο τους. Σίγουρα με επηρέασαν στα πεζά ή στην ποίησή μου, όπως με επηρέασαν και οι κλασσικοί έλληνες πεζογράφοι, αλλά και ξένοι όπως ο Τσέχωφ, ο Poe και ο Whitman.

-Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σας; Συναίσθημα ή λογική και γιατί;

Όπως είπα και πιο πάνω, το κυρίαρχο θέμα στην πεζογραφία μου, αλλά και στην ποίησή μου, είναι η δεύτερη τραγωδία που έπληξε τον ελληνισμό, δηλαδή η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Γράφω για τον σκλαβωμένο γενέθλιο τόπο μου και τους ανθρώπους του. Γράφω για το άδικο και την οδύνη της απώλειας. Γράφω για να «σώσω» τον τόπο μου και αναγκαστικά δεν θα μπορούσα να αφήσω εκτός την πιο όμορφη περίοδο της ζωής του καθενός μας: κάνω βουτιά στα παιδικά μου χρόνια. Το κυρίαρχο στοιχείο, φυσικά, είναι το συναίσθημα, γιατί, απλώς, το συναίσθημα είναι το ζητούμενο σε κάθε έργο Τέχνης. Χωρίς τη συγκίνηση δεν μπορείς να κρατήσεις κανέναν αναγνώστη.

-Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.

Ο τίτλος του τελευταίου μου βιβλίου είναι η λέξη «Φυσορρόος» και μάλλον δεν θα τη βρείτε σε κανένα λεξικό. Λέγεται από γητευτή για την εκδίωξη κάποιου κακού. Είναι παρμένη από το διήγημά μου «Ως τρέχει ο ήλιος», όπου κάποιος γερο-γητευτής προσπαθεί με γητειές να εξαφανίσει αυτή την τεράστια κόκκινη τούρκικη σημαία που χάραξαν οι εισβολείς στο σώμα του Πενταδάκτυλου. Το διήγημα αυτό είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα που απαρτίζουν την πρώτη ενότητα του βιβλίου. Είναι τα διηγήματα του σπαραγμού και αναφέρονται όλα στην τουρκική εισβολή του 1974. Ένα σπαρακτικό αντιπολεμικό παραλήρημα ενός τραυματισμένου από βόμβες ναπάλμ στον Πενταδάκτυλο. Η μάνα του αγνοούμενου, που χάνει τα λογικά της και «γυρίζει» με έναν συγκλονιστικό τρόπο στο χωριό της. Ένα σπαρακτικό διήγημα για τις 37 μέρες που πέρασε ένας αιχμάλωτος στην κόλαση των βασανιστηρίων του Αττίλα. Εδώ, μάλιστα, τονίζονται και οι καλές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων πριν από την εισβολή. Η δραματική περιγραφή της Αμμοχώστου, της πόλης φάντασμα, μέσα από τα μάτια ενός παπαγάλου, που «ξεχάστηκε» εκεί, αφού οι κάτοικοι την εγκατέλειπαν για να σωθούν από την τουρκική λαίλαπα. Το πουλί, γνωστό ως «Κόκο» υπήρχε στην πραγματικότητα, ζούσε σε δημόσιο κήπο της πόλης και γινόταν το κέντρο ενδιαφέροντος στις διάφορες εκδηλώσεις που γίνονταν εκεί. Και πολλά άλλα.

Η δεύτερη ενότητα αποτελείται από δώδεκα διηγήματα, μετά από μια καταβύθιση στα χρόνια της αθωότητας. Η φιλία ενός δεκάχρονου παιδιού με ένα άλογο και η συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου εναντίον των Άγγλων. Η τρυφερή σχέση ενός δεκάχρονου με μια καρδερίνα, που έσωσε κάποτε, ένα χειμωνιάτικο πρωινό και η συγκλονιστική στιγμή της απελευθέρωσής της. Μια μοναχική γριούλα, αντί να ζητιανεύει «πουλάει» τα ποιήματά της απαγγέλλοντας τα για λίγες δεκάρες. Πολλές άλλες συγκινητικές εικόνες από τη ζωή σε ένα ακριτικό χωριό.

Η τρίτη ενότητα αποτελείται από οκτώ άλλα διηγήματα, μικρά ή μεγάλα, μαθηματικά, ,παράξενα, πρωτότυπα, έξυπνα. Σύνολο: τα τριάντα τρία καλύτερά μου, πιστεύω, διηγήματα, κυρίως για τις δύο πρώτες ενότητες.

-Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;

Η απάντηση, μου φαίνεται ότι έχει ήδη απαντηθεί πιο πάνω. Υπάρχουν, βέβαια, άνθρωποι που γεννιούνται με ταλέντο, αλλά μόνο με αυτό δεν φτάνεις σε κάποιο ποιοτικό αποτέλεσμα. Να μη ξεχνάμε ότι υπήρξαν σπουδαίοι συγγραφείς, που έγραψαν κάποια έργα τους πολλές φορές, πριν τα δώσουν στο κοινό, και μάλιστα σε μια εποχή που δεν υπήρχε η ευκολία του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως σε όλους τους κανόνες, αλλά εδώ μιλώ γενικά. Δεν υπάρχει παρθενογένεση. Δεν αρκεί μόνο το ταλέντο. Χρειάζεται καλλιέργεια. Χρειάζεται μελέτη. Χρειάζεται δουλειά, δουλειά, δουλειά!

-Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τομέα της λογοτεχνίας τι θα ήταν αυτό;

Πολύ θα το ήθελα να κάνω μια επανάσταση, αλλά δεν νομίζω ότι έχω τη δύναμη για κάτι τέτοιο. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι ανάλογο όπως έκανε ο Picasso στη ζωγραφική. Αυτά γίνονται όχι πολύ συχνά, από πολύ λίγους εμπνευσμένους ανθρώπους. Αυτό που επιδιώκω είναι να διαμορφώσω ένα εντελώς δικό μου προσωπικό ύφος.

-Όλο και περισσότεροι νέοι συγγραφείς εμφανίζονται στον ορίζοντα. Αν έπρεπε να συνομιλήσετε μαζί τους, τι είναι αυτό που θα τονίζατε περισσότερο;

Ναι, όλο και περισσότεροι νέοι συγγραφείς εμφανίζονται στον ορίζοντα. Και καλά κάνουν, γιατί όλο και κάποιος από αυτούς θα μας δώσει κάτι που θα μας συναρπάσει. Κάτι που θα μας συνταράξει. Στο σημείο αυτό θα κάνω μια μικρή παρένθεση για να εξηγήσω καλύτερα τι θέλω να πω ως απάντηση στην ερώτησή σας. Ο άνθρωπος, όταν κλειστεί σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα θα χάσει τον προσανατολισμό του και θα αρχίσει να φοβάται. Δεν θα μπορεί καν να σκεφτεί. Όταν όμως ανάψει ένα σπίρτο, τότε παίρνει μια ανάσα, στο λιγοστό φως βρίσκει και ανάβει ένα κερί και χαίρεται πιο πολύ. Ανάβει μετά και τον διακόπτη και πλημμυρίζει το δωμάτιο φως και χαίρεται η καρδιά του. Αν, λοιπόν, συνομιλούσα μαζί τους, αυτό θα τους έλεγα: όλοι μας έχουμε πολλές ιστορίες στο μυαλό μας και θέλουμε να τις κάνουμε βιβλία για να τις μοιράσουμε σε χιλιάδες αναγνώστες. Δεν έχει σημασία «τι» θα πούμε, αλλά «πως» θα το πούμε. Για να μπορέσουμε, λοιπόν, να κρατήσουμε τον αναγνώστη μας μέχρι την τελευταία τελεία του κειμένου μας θα πρέπει την ιστορία μας να την μετατρέψουμε σε τέχνη. Πρέπει, στην αρχή, να ανάψουμε στον αναγνώστη μας ένα σπίρτο, μετά ένα κερί, κτλ. Να κρατήσουμε, δηλαδή, το ενδιαφέρον του μέχρι το τέλος.

-Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια;

Ναι, ένα ιστορικό μυθιστόρημα, μια άγνωστη, σχεδόν, πτυχή της ιστορίας της Κύπρου, με πρωταγωνιστή έναν ιδιότυπο πρόγονό μου, στα πρώτα χρόνια της αγγλοκρατίας, την τελευταία, δηλαδή, δεκαετία του δεκάτου ενάτου αιώνα.. Συγκέντρωσα το σχετικό υλικό, κυρίως από εφημερίδες της εποχής εκείνης και έχω ήδη ολοκληρώσει το πρώτο κεφάλαιο. Μακάρι να τα καταφέρω να φτάσω στο τέλος.

.

1 σκέψη για το “ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ”

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.