ΛΙΛΙΑΝ ΜΠΟΥΡΑΝΗ

Η Λίλιαν Μπουράνη γεννήθηκε στο Βόλο αλλά ζει στην Αθήνα από τα δεκαοχτώ της.
Φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών όμως γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα της δικηγορίας και κατέληξε στον χώρο των Τηλεπικοινωνιών όπου εργάζεται μέχρι σήμερα.
Αν και γράφει από μικρή ηλικία, μόλις το 2008 αποφάσισε να βγάλει από τα συρτάρια τα ποιήματα της και να τα δημοσιεύσει στο προσωπικό ιστολόγιο “pandora’s bookmarks” υπογράφοντας με το ψευδώνυμο Pandora. Εκεί την ανακάλυψε ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου ο οποίος την ενθάρρυνε και την παρότρυνε να προχωρήσει στην έκδοση των ποιημάτων της.

.

1-1-ΕΡΩΜΑΤΑ2

.

ερώματα (2012)

Ερώματα

ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ

Την ώρα που ενδύεσαι
το ιερό σου σχήμα
κι αριστερόστροφα
κυκλώνεις το βωμό
ζυγίζοντας τα χέρια
πότε σε αιώρηση αετός
και πότε Εσταυρωμένος
σ’ αναγνωρίζω, άντρα.
Δρεπανωτά το σώμα σου
την ήττα όταν θερίζει
σε πίνω απ’ τον ιδρώτα
κι απ’ του γονάτου, σ’ αγαπώ,
το σπάσιμο,
μετρώντας
εννιά φορές το μπόι σου
κι εννιά φορές την πτώση.

Απ’ όλα μου τα ονόματα
χόρεψε
το Ευδοκία.

ΜΠΟΝΣΑΪ

Φύτεψέ με
σε μια γλάστρα μικρού
περιορισμένου χώρου
αβαθή όσο γίνεται
Δες με τοπίο εικαστικό,
ημιτελές
σαν κάποιος
να μην πήρε την ευθύνη
να το ολοκληρώσει
Αν τύχει και βλαστήσουν,
εκεί ανάμεσα Μάρτη-Απρίλη,
οι αντοχές μου
και βρεις πως παρεκκλίνω
ψαλίδισέ μου τις απρόβλεπτες
προεκτάσεις.

ΟΙΚΤΙΡΜΟΙ

Απολύεται
η αναμονή σου, κύριε,
σαν λιτό
αθωνικό απόδειπνο.
Χόρτασε η ψυχή
από του Φθινοπώρου
τα άζυμα ξεροκόμματα
και με οίνους κεκραμένους
σπονδίστηκε ο βωμός σου,
να μην τρίξει
από καμιά αιφνίδια
τεκτονική μέθη
και καταρρεύσει
η πίστη μας
στα πόδια σου.
Νηστεύσαμεν τας γραφάς
τας αμαρτίας ημών
ομολογήσαμεν
και τώρα οδεύομεν
προς μακράν αγρυπνίαν,
στιχολογώντας
στο κομποσκοίνι
ναι-όχι
ναι-όχι
ναι-όχι…

ΝΑΝGΑ-ΕΦΤΑ ΟΥΡΑΝΟΙ

Εφτά ουρανούς
γυμνό βουνό
την είδαν που σκαρφάλωνε
-ως την κορφή της Νanga-
κι αλόγιστα ομόρφαινε
το υποβαρές του ύψους
στης θέας το λεπίδι
ακονίζοντας
το φτερωτό της ποίημα.
Την είδαν που το χέρι της
έφτανε στη Σελήνη,
με ιλίγγους δεκατέσσερις
της έκλεβε τον οίστρο
να τον περάσει στο λαιμό
τον ακλινή
του Κύκνου.
Μα ένα πρωί την έχασαν
τα ένοχα τα μάτια’
εφτά ουρανούς
ξετύλιγο
του κόσμου το κουβάρι
το πέταξε
και χάθηκε
στον αφαλό της λίμνη:
Άκλαυτη πέτρα
αμίλητη
κι από καιρό
φευγάτη.

Nanga Parbat: Γυμνό βουνό, από τις υψηλότερες κορυφές της οροσειράς των Ιμαλαΐων, στην περιοχή του Κασμίρ.

ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΠΟΡΤΡΕΤΟ

Μεθυσμένο
σε φαντάζομαι,
από τη θέα εξωτικού τοπίου
σκυμμένο πάνω στον καμβά
ν’ αδειάζεις τον πυρετό σου
-χιλιάδες χρώματα!
ηφαιστειακά-
από μια εκρηξιγενή
ερωτική φλέβα.
Να σε ρουφάνε
πόροι ανοιχτοί,
διψασμένοι
και πέλματα γυμνά
να πολιορκούν το σχήμα σου
με κύκλους Πανσέληνους.
Ύστερα το σπίτι πίσω σου
φαντάζομαι,
βυθισμένο σε αργή
νηφάλια λήθη
ν’ αναχωρεί ασπρόμαυρο,
φορτωμένο
τα παλιά του ντουβάρια.
Κι εμένα,
πορτρέτο ημιτελές
σε άλλου καιρού τον τοίχο,
να διασχίζω κατακόρυφα
του χρόνου την ρωγμή,
αιμορραγώντας
του τετελεσμένου
το πιο βαθύ ιώδες .

CERCΑ ΜΙ

Πρέπει να μάζεψα
τα πράγματα μου
σε κάποια στιγμή έκστασης.
Μάλλον σήκωσα
και τους τοίχους
γιατί
η πόρτα αυτονομήθηκε.
Ανοιγοκλείνει στο κενό
έκτοτε.
Θα μπεις;
Θα βγεις;

Έρχεται βροχή.

ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

Καμιά φορά η αγάπη
αντί να αναληφθεί
στους ουρανούς
μικραίνει τόσο
που πέφτει στον υπόνομο.
Τα βράδια που ξυπνάς
να πιεις νερό
την βρίσκεις στην κουζίνα
να τρέχει στις ρωγμές
για να κρυφτεί
σαν μαύρη
τρομαγμένη κατσαρίδα
και παραμερίζεις.
Ούτε να την πατήσεις
δεν καταδέχεσαι. 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΝΑ 

Χτες που ξανακοίταξε το ρολόι
η ίδια ώρα ήταν.
Οι παρόντες παρόντες
και οι απόντες
συνεπείς στην απουσία τους.
Κάποιος γελάει δίπλα.
Είναι άλλος.
Πάντα είναι άλλος.
Κάποιος κλαίει μέσα.
Είναι πολύ μέσα.
Δεν ακούγεται.
Μόνο γαμήλιες πομπές,
ασθενοφόρα
κι η ζάχαρη
που θρυμματίζεται
με ήχους εκκωφαντικούς
στο πάτωμα.

Τεθλασμένα

ΒΟΡΕΙΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Καρδιά μου
πόλη
μακρινή και φωταγωγημένη
σε ονείρου
μυστική γεωγραφία
ακόμα
αχαρτογράφητη.
Καρδιά μου, ποτάμι.
Δέλτα του Νείλου
δίκλωνο
που χύνεσαι στη θάλασσα
από δυο πληγές ισόβαθες.
Καρδιά μου, εγκοπή.
Χαραμάδα θλίψης
σ’ εξώφυλλο χαμόγελο.
Καρδιά μου, επιθυμία.
Ορίζοντα πετρόχτιστε.
Του ανέμου πέρασμα
ανοιχτό
και βορεινό παράθυρο.

ΜΟΡΣΙΚΟΝ

Έχτισα
πάνω σε κάποια
της ζωής
μεγάλη παράλειψη.
Ανοίγω το παράθυρο
και μπαίνει χώμα.
Πατώ στο πάτωμα
και ανοίγουν τρύπες.
Η σκάλα μονόδρομη
στο υπόγειο κατεβαίνει
μαζί με τα νερά
μαζί με την άμμο
μαζί με τα ναυάγια. 

ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

Τώρα
ας παραμερίσουν οι λέξεις.
Σιγή
η θάλασσα να ημερέψει
κι ο ουρανός ν’ ανοίξει
ένα-ένα τα κελιά του
και ν’ απλωθεί.
Τρομάξαμε αρκετά.
Μια λύπη τρωκτική
μας επιστρέφει
μέσα μας
σκάβοντας τάφρο
με τα δόντια. 

ΤΟ ΕΝΑ

Ω! μοναξιά,
μοναδική
και αδιαίρετη
όσο κι αν ο Έρωτας
σε εξαπατά,
η ηδονή σε παραπλανεί,
το φύλο, σε παγιδεύει,
θα πεθαίνεις
αλυσοδεμένη
με το ομόκλινο
ψέμα σου.

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ

Εδώ,
στου χρόνου την κλειστή καμπύλη
θα αποταμιεύομαι,
ισχνό περίσσευμα μιας ύπαρξης
που φτώχυνε σε ελπίδες
και πλούτισε σε διαψεύσεις.

Μια κουρασμένη υδρόγειος
που όλο επιβραδύνει
την εγωκεντρική περιστροφή της.

Μια νύχτα ανυπέρβλητη
που εισέρχεται οριστικά
στο χειμερινό της
ηλιοστάσιο.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΠΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ (ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ)

Μύθο ή αλήθεια;
πρέπει κάποτε να διαλέξεις
κι όταν μιλάς
μην ανακρούεις την φωνή σου
άκου την!
είπες πως ήρωες δεν βρήκες
ούτε γυναίκες πουθενά
από έρωτα
τον μίτο να χαρίζουν
κι άνοιξες διάπλατα τις πόρτες
να δούμε με τα μάτια μας
και να πειστούμε
πως τέρας δεν υπάρχει
ούτε Λαβύρινθος
μες στο λαμπρό μυαλό σου.

Τα βράδια,
πες μου μόνο,
ποιος βογκά;
ποιόν απ΄ την πίσω πόρτα
φυγαδεύεις;

Το πτώμα σου ή του ταύρου;

ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΩ (ΠΡΑΞΗ 1Η)

Ετούτο τον τόπο
να τον ρίξετε στη θάλασσα
παρορμητικά,
χωρίς πολλή σκέψη,
όπως ένα παιδί θα πέταγε
ξαφνικά
το παιχνίδι του.

Έχει κι άλλο παρακάτω
δεν θα το αντέξετε
ούτε με το κεφάλι στην άμμο
ούτε με το καλώδιο στη μπανιέρα.
Κυριακή
και κορνάρουν οι αμετανόητοι
σε πλανόδιους γάμους,
σε κηδείες μπουρλέσκ
παρφουμαρισμένοι,
σοβαντισμένοι
μέχρι τ’ άντερα,
μισοί πρόσκοποι
οι άλλοι μισοί ναυτάκια.

Κλικ κλοκ
κουρδίζονται-ξεκουρδίζονται
στο χυλωμένο μυαλό μου
την ώρα που πέφτω να κοιμηθώ
αγκαλιά με τον σκορπιό
και το σκυλί που με δάγκωσε.

ΤΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΙΣΚΙΟ

Οξύς ανέρχεται
ο θρίαμβος,
από την φύτρα του
υπερόπτης,
κι όσο την ύλη
εμψυχώνουν
νέες δοσοληψίες
στης σιωπής το χλιμίντρισμα
σκύβει,
τιθασεύεται ο κόσμος.

αν κολυμπήσω
εσώκλειστη
στο μεδούλι μου,
ίσως να με καταδεχθούν
στα συσσίτια του πλακούντα
χτες πρόσφυγα,
σήμερα ορφανό,
ως αύριο δραπέτη
μέχρι ο φύλακας των κυπαρισσιών
να βρει τον ίσκιο μου
και να τον τουφεκίσει.

ΕΚΕΙΝΟ

Όταν έρχεται εκείνο
ξεχνά πού έχει βάλει τη ζάχαρη,
η θάλασσα γίνεται χαρτοπολτός,
καλές προθέσεις και ρήματα
της β’ συζυγίας
ανατρέπονται
στην στροφή του Μαλιακού∙
ο όμορφος πατέρας της
είναι το σκιάχτρο
που τσιμπολογούν τα πουλιά
τη μάνα της
την βίασε τρελός
ή μεθυσμένος ναύτης
τη λένε Σάρα,
είναι θαμμένη στην Πολωνία
κι εγώ δεν ξέρω
σε ποια γλώσσα
θα την καταδώσω
πάλι.

ΙΔΙΟΚΑΤΟΙΚΗΣΗ

Το σώμα μου,
χτισμένο
σε άρτιο οικόπεδο
με πόδια αντισεισμικά
και ηχομόνωση στα σπλάχνα,
τις νύχτες
καρφώνει τα πατώματα,
την ψευδοροφή του
απολύει·
το πρωί
φοράει σταυρουδάκι
τιμή στον ένοικο
που αναλήφθηκε
στο ύψος
του υπογείου.

 ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΓΙΟΛΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Τις φλέβες που ακουμπάς,
σαν τίποτα να μη συμβαίνει
παίζοντας με τα δάχτυλα
τον άναρχο σφυγμό τους,
χίλιες φορές τις έκοψαν
του έρωτα οι κοφτερές λεπίδες
κι άλλες τόσες τις έραψα μόνη
μόνη! ακούς;
με γρήγορες ραφές
να μην προλάβει ο πόνος
να χυθεί ζεστός στο πάτωμα
και χάσω τις «αισθήσεις».
Μα πάντα επιζώ
για την επόμενη σφαγή μου
από κάποιο χέρι αγαπημένο,
σαν τώρα το δικό σου
που αφήνω – τάχα – ανυποψίαστη
να με διατρέχει,
να με εξερευνά
και να με δοκιμάζει.

Σαν σε φωνάζω έρωτα
γυαλίζει το μαχαίρι.

Το εξαιρετικό αυτό ποίημα της Λίλιαν Μπουράνη, με τίτλο «Ερωτικό», το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στα «Ερώματα», υπογράφεται με το μυθολογικό όνομα της πρώτης θνητής γυναίκας, το όνομα «Πανδώρα», που η ποιήτρια χρησιμοποιούσε ως ψευδώνυμο στο blog της «Μικρό καταφύγιο στην εξοχή», εκεί όπου πριν από κάμποσους μήνες τη γνώρισα και την ξεχώρισα και την αγάπησα, μέσ’ από τους υπέροχους στίχους της, από τη μουσική που επέλεγε για να συνοδεύει αυτούς τους στίχους, από την ευγένεια και την ευαισθησία της και από μία φράση της που άγγιξε βαθιά την ψυχή μου: «Το πιο όμορφο ποίημά μου είναι η κόρη μου»…

Η Λίλιαν Μπουράνη, γεννημένη στον Βόλο, ζει από τα 18 της χρόνια στην Αθήνα. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, γρήγορα όμως εγκατέλειψε την ιδέα της δικηγορίας. Αν και έγραφε από μικρή, μόλις το 2008 έβγαλε από τα συρτάρια της τα ποιήματά της και αποφάσισε να τα δημοσιεύσει στο προσωπικό της ιστολόγιο «pandora’s bookmarks», όπου την ανακάλυψε ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου, στην ενθάρρυνση και την παρότρυνση του οποίου οφείλεται η απόφασή της να εκδώσει τα «Ερώματα»…

Το πρώτο αυτό βιβλίο της Λίλιαν Μπουράνη, από τις Εκδόσεις «Μανδραγόρας», αρχίζει να κατακτά τον αναγνώστη ήδη από το εξώφυλλό του, με την εκπληκτική λεπτομέρεια ενός πίνακα του Toulouse Lautrec και κυρίως με τον ξεχωριστό τίτλο «Ερώματα», λέξη – δημιούργημα της ποιήτριας, με το αρχικό έψιλον γραμμένο με το κόκκινο χρώμα του ερωτικού πάθους. Μια λέξη που παραπέμπει άμεσα στον Έρωτα και στα αρώματα… Όλα εκείνα τα αρώματα που αποπνέει αυτός ο παντοδύναμος γιος της Αφροδίτης… Εμένα προσωπικά, ως αρχαιοελληνίστρια φιλόλογο, τα «Ερώματα» με παραπέμπουν και στον παθητικό παρακείμενο ἔρρωμαι του ρήματος ῥώννυμι που σημαίνει «ενισχύω, ενδυναμώνω κάποιον». Ενδυνάμωση, λοιπόν, αλλά και ανάταση ψυχής η ανάγνωση, η ενασχόληση και η απόπειρα μιας βαθύτερης ανάλυσης των «Ερωμάτων» της Λίλιαν Μπουράνη…

Η θεματική του ποιητικού αυτού έργου, αποτελούμενου από 35 συνολικά ποιήματα [Α΄ Μέρος – 20 ποιήματα, Β΄ Μέρος (με τίτλο «Τεθλάσματα») – 15 ποιήματα] είναι ποικίλη και παρουσιάζει πραγματικά ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Η Αγάπη, ένα από τα κύρια μοτίβα της συλλογής, κυριαρχεί έντονα στο ποίημα «Γονυκλισία». Προσκυνώ την αγάπη είναι ο πρώτος στίχος του ποιήματος, στον οποίο συνοψίζεται όλο το νόημα της συγκεκριμένης σύνθεσης. Και μάλιστα αξιοσημείωτη είναι η επανάληψη (6 φορές) του ρήματος προσκυνώ από την ποιήτρια, στην οποία – όπως διαφαίνεται μέσα από το σύνολο του έργου της – οι επαναλήψεις δεν αποτελούν ιδιαίτερα προσφιλή τρόπο έκφρασής της… Το μοτίβο της Αγάπης κυριαρχεί και στο ποίημα «Μετασχηματισμοί», το οποίο όμως νοηματικά εμφανίζεται ως αντίποδας της «Γονυκλισίας»…

Καμιά φορά η αγάπη
αντί να αναληφθεί
στους ουρανούς
μικραίνει τόσο
που πέφτει στον υπόνομο.
Τα βράδια που ξυπνάς
να πιεις νερό
την βρίσκεις στην κουζίνα
να τρέχει στις ρωγμές
για να κρυφτεί
σαν μαύρη
τρομαγμένη κατσαρίδα
και παραμερίζεις.
Ούτε να την πατήσεις
δεν καταδέχεσαι.

Ακολουθεί το εξαιρετικό ποίημα με τίτλο «Οδύσσεια», στο οποίο η Λίλιαν Μπουράνη προτάσσει δύο θαυμάσιους στίχους (183 και 184) από την ραψωδία α της ομηρικής Ὀδυσσείας (πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, / ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ’ αἴθωνα σίδηρον = ταξιδεύοντας στη σκοτεινή θάλασσα σ’ αλλόγλωσσους ανθρώπους, στην Τεμέση για να βρω χαλκό, και μεταφέρω αστραφτερό σίδηρο). Επίκεντρο της σύνθεσης, στην οποία εναρμονίζονται υπέροχα η προσφώνηση (Ω! μικρή, / σαρκοφάγα μου αγάπη), η ερώτηση (ως πότε / θα σε σώζει / η αυταπάτη / ότι διαπλέεις / τον οίνοπα πόντο;) και η διατύπωση μιας προφητικής σκέψης (Κάποτε / θα ξαναδιαβάσεις / τον α 183 / και θα πνιγείς / μέσα στο αίμα μου), είναι ο περίφημος ομηρικός λογότυπος οἴνοψ πόντος, η απέραντη σκοτεινή θάλασσα του Ομήρου, στο χρώμα του βαθυκόκκινου κρασιού αλλά και του αίματος…

Δεν είναι τυχαίο ότι η Λίλιαν Μπουράνη, λάτρης του αρχαιοελληνικού ποιητικού λόγου, προτάσσει και σ’ ένα άλλο ποίημά της, με τίτλο «Λευκή μελαγχολία – Τα τζάμια», το πασίγνωστο και αθάνατο χορικό από τη σοφόκλεια Ἀντιγόνη : Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, /… ὁ δ’ ἔχων μέμηνεν (στ. 781 – 790).

Λευκή μελαγχολία
είναι της νύχτας
το μισοπαιγμένο βαλς
κι η πρόβα του χορού
στο τρίτο στάσιμο
σταματημένη
«ο δ’ έχων μέμηνεν!»… (απόσπασμα).

Ο έρωτας, βασικό μοτίβο των «Ερωμάτων», απαντά μ’ έναν αριστουργηματικό τρόπο στο πρώτο ποίημα με τίτλο «Αντί – έρωτες». Η ηρωίδα απευθύνεται στον Αγαπημένο με μια κυριολεκτικά «αφοπλιστική», ικετευτική προτροπή…

Ρίξε με στην αγκαλιά σου
μόνο αν είναι να κινδυνεύσω…
Όσο με θες αρνήσου με

κι όταν μ’ αιχμαλωτίζεις
σκότωνέ με…
και μην με ταξιδέψεις
ποτέ
ως το τέλος!… (αποσπάσματα).

Ο έρωτας, στο ποίημα «Το ένα», συνδέεται άμεσα με το μοτίβο της μοναξιάς, της μοναδικής / και αδιαίρετης μοναξιάς που, όσο κι αν ο Έρωτας την εξαπατά, θα πεθαίνει / αλυσοδεμένη / με το ομόκλινο / ψέμα της. Εκπληκτική με τη λιτότητά της η διατύπωση της ιδιότητας του έρωτα να εξαπατά καθώς και της διαπίστωσης για την ανάγκη, που έχει η ανθρώπινη ψυχή γι’ αυτή την απάτη, γι’ αυτό το ψέμα… Δεν είναι δυνατόν παρά να υπογραμμίσει κανείς αυτή την πολυσύλλαβη μετοχή αλυσοδεμένη, με την οποία η ποιήτρια χαρακτηρίζει τη μοναξιά, καθώς και το αρχαΐζον επίθετο ομόκλινο, που προσδιορίζει το «ψέμα». Και είναι, στ’ αλήθεια, αυτές οι λεπτομέρειες που έχουν τόσο βαρύνουσα σημασία και που, τελικά, συνυπογραμμίζουν την ποιητική δεινότητα της Λίλιαν Μπουράνη…

Η νύχτα, και με την ουσιαστική και με τη μεταφορική σημασία της λέξης, εμφανίζεται διάσπαρτη μέσα στα «Ερώματα»…

Σε ψάχνει η νύχτα.
Όχι, μη βγαίνεις
δεν τέλειωσα με τα κοψίματα…
Όχι μη βγαίνεις
άναψε μόνο ένα καντήλι
για τη νυχτερινή μου
προσευχή… (αποσπάσματα από το ποίημα «Μη βγαίνεις»).

Σχήμα παλιό
που πια δεν σε χωρά
ετούτη η νύχτα.
Να λείπεις ο μισός
κι ο άλλος μισός να κρύβεσαι
στις σκιές των περαστικών… (απόσπασμα από το ποίημα «Apassionata»).

Σπαραγμός καρδιάς και θρήνος η σύνθεση «Ακτήμων λύπη», αφιερωμένη στον Νικόλα, λατρεμένο πρόσωπο της ποιήτριας που πρόσφατα έφυγε από κοντά της… Μια εξαιρετική έκφραση του μοτίβου του θανάτου, της οριστικής απώλειας…

Στάχυασε ο κάμπος
και θρηνώ
τα σφιχταγκαλιασμένα
όταν σφυρίζει από μακριά
το αδόκητο δρεπάνι.
Απ’ τη σπορά
ως τον θερισμό
τίποτα δεν μου ανήκει.
Οφείλω σαν κολίγας.
Το αίμα,
τον ιδρώτα μου
κι όσους πολύ αγαπάω.

Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής φέρει τον τίτλο «Χαρακίρι». Πρόκειται για μία πραγματικά αριστουργηματική σύνθεση, της οποίας πηγή έμπνευσης είναι η ίδια η ποίηση. Η Λίλιαν Μπουράνη αποπειράται, εδώ, να δώσει τον δικό της, τον προσωπικό της ορισμό για τον ποιητικό λόγο…

Κάθε ποίημα είναι
ένα αποτυχημένο χαρακίρι.
Ξεκινάς με τη βεβαιότητα
ότι κρατάς την πιο αιχμηρή λέξη
και καταλήγεις ν’ αναρωτιέσαι
αν το επόμενο θα σε λυτρώσει
με κάποια
που κόβει καλύτερα.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ποιητικού έργου της Λίλιαν Μπουράνη είναι η λιτότητα της γραφής. Συνθέσεις που διακρίνονται για τη συντομία τους, αποτελούμενες συχνά από στίχους μονολεκτικούς. Η λιτότητα, όμως, αυτή είναι αναμφίβολα αντίστροφα ανάλογη προς τον βαθύτατο στοχασμό της ποιήτριας. Στα ποιήματα της Λίλιαν Μπουράνη δεν συναντάμε πομπώδεις και υψηλών τόνων εκφράσεις. Λίγα, αλλά σοφά επιλεγμένα επίθετα (όπως: εύκρατες σιγουριές // οθόνες ιριδίζουσες // λευκή μελαγχολία // άκλαυτη πέτρα / αμίλητη // εκρηξιγενής / ερωτική φλέβα // ορίζοντας πετρόχτιστος), ακόμη πιο λίγες μετοχές (όπως: μισοπαιγμένο βαλς // πεινασμένη καληνύχτα // θρυμματισμένο μάτι // ηττημένος μονομάχος // τα σφιχταγκαλιασμένα // τηγμένο σίδερο) και ελάχιστα επιρρήματα (όπως: αριστερόστροφα / κυκλώνεις το βωμό // δρεπανωτά το σώμα σου / την ήττα όταν θερίζει // διασχίζω κατακόρυφα / του χρόνου την ρωγμή) εμπλουτίζουν τους στίχους με θεσπέσιες εικόνες, τους προσδίδουν μουσικότητα και, αναμφισβήτητα, συμπληρώνουν τις ιδέες της ποιήτριας….

Κάποιες φορές, το φυσιολατρικό στοιχείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην διατύπωση των σκέψεων αλλά και των αισθημάτων της ποιήτριας… (Αν είσαι άμμος κινούμενη / μάτι κυκλώνα στον τροπικό / ή στα όρη / άγνωστο ναρκοπέδιο // κι εκβάλλω απ’ τη θάλασσα // τα γέλια του κόσμου / κρεμασμένα στον πευκώνα // την είδαν που σκαρφάλωνε / – ως την κορφή της Nanga – / Την είδαν που το χέρι της / έφτανε στη Σελήνη // ν’ αδειάζεις τον πυρετό σου / – χιλιάδες χρώματα / ηφαιστειακά – // Κι είχα καιρό ν’ ανάψω / τόση Πανσέληνο, / τόση Πανσέληνο, / για να μ’ επιθυμήσεις // Καρδιά μου, ποτάμι. / Δέλτα του Νείλου / δίκλωνο / που χύνεσαι στη θάλασσα / από δυο πληγές ισόβαθες. / Καρδιά μου, επιθυμία. / Ορίζοντα πετρόχτιστε. / Του ανέμου πέρασμα / ανοιχτό / και βορεινό παράθυρο. // Είμαι ένα δέντρο γυμνό / που πληθαίνει στη ρίζα. / Δεν έχω ίσκιο. Τα φύλλα μου στη γη τα ρίχνω / για ν’ αφρατεύει το χώμα / κι απ’ τα λουλούδια μου / είναι οι στήμονες κομμένοι… / Ανήκω μόνο στη βροχή / στον άνεμο / και στην βουρκωμένη / ερημιά του τοπίου. // Στάχυασε ο κάμπος // Το βράδυ άκουσα να χιονίζει / στον διάδρομο… / Εδώ ακόμη, Σαχάρα).

Αξιοσημείωτες και κάποιες παρομοιώσεις και προσωποποιήσεις, οι οποίες αναμφισβήτητα υπογραμμίζουν μεταξύ άλλων την ποιητική δεξιοτεχνία της Λίλιαν Μπουράνη: Κι εκβάλλω απ’ τη θάλασσα / γυμνή, / σαν ανοιγμένο όστρακο / ακουμπώ / στην κοιλιά σου. / Μη σαλεύεις! / μισοκοιμάται η στιγμή…// Ζεστός / σαν Λίβας…// κι οι λέξεις πέφταν / γράμμα το γράμμα / σαν χαλασμένοι σοβάδες. // Καμιά φορά η αγάπη…/ σαν μαύρη τρομαγμένη κατσαρίδα // Σώμα μεταλλικό / σαν λέπι ψαριού.

Η εσωτερική φωνή της ποιήτριας, η φωνή της ψυχής της, μεταφέρεται άμεσα στη δική μας ψυχή, μ’ έναν τρόπο ξεχωριστό, με μια γραφή απέριττη και γλαφυρή, που σημαίνει πολλά κι αφήνει να εννοηθούν πολύ περισσότερα… Η Λίλιαν Μπουράνη γράφει άλλοτε στο α΄ πρόσωπο, εκφράζοντας το δικό της είναι, τα βιώματά της, τον κόσμο της σκέψης κα της ψυχής της (Προσκυνώ την αγάπη // Το πιο σπαρακτικό Επιτάφιο δάκρυ / το είδα να κυλά από έναν φαλλό… / Και τότε / πρόσταξα το σώμα μου ν’ ανθίσει…/ Μα ήμουν ολόκληρη Σταυρός. // Πρέπει να μάζεψα / τα πράγματά μου / σε κάποια στιγμή έκστασης. // Θρηνώ των λέξεων / την ασήμαντη θυσία) κι άλλοτε στο β΄ πρόσωπο – στο αντικείμενο αγάπης, έρωτα, θαυμασμού, μνήμης, νοσταλγίας οργής και θυμού (Ρίξε με στην αγκαλιά σου… / …μην με ταξιδέψεις / ποτέ / ως το τέλος! // Την ώρα που ενδύεσαι / το ιερό σου σχήμα… / σ’ αναγνωρίζω, άντρα! // Φύτεψέ με… / Δες με… / ψαλίδισέ μου… // Σε ψάχνει η νύχτα. / Όχι, μη βγαίνεις… // …θα αναδύεσαι / μέσ’ απ’ της μνήμης / τα λεπτά επιχρίσματα. // Να λείπεις ο μισός / κι ο άλλος μισός να κρύβεσαι / στις σκιές των περαστικών. // …θα πνιγείς / μέσα στο αίμα μου).

Ιδιαίτερα συναρπαστικός είναι και ο επιγραμματικός – αποφθεγματικός λόγος της ποιήτριας, ο οποίος τίθεται συνήθως ως κατακλείδα της σύνθεσης: ταξίδι που το χόρτασες / χίλιες φορές ματαιωμένο. // Όταν βραδιάζει / καθένας μας / καληνυχτίζει / τα δικά του τοπία. // Όλα αναβάλλονται / στο χρόνο. // …διαρκούμε περισσότερο / από τις ιστορίες μας.

Πιστεύω ανεπιφύλακτα ότι η Λίλιαν Μπουράνη από το πρώτο κιόλας ποιητικό της έργο καταξιώνεται ως Ποιήτρια. Ως ποιήτρια, της οποίας το έργο σφραγίζεται από μία εξαιρετικά υψηλή ποιητική δεξιοτεχνία. Τα «Ερώματα», με τις ιδιαίτερα προσεγμένες από κάθε άποψη συνθέσεις τους, με την εκπληκτική νοηματική δύναμη και τη μουσικότητα των στίχων τους, ξεχωρίζουν σαν ένα άστρο ολόφωτο μέσα στον απέραντο έναστρο ουρανό της Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης…

Τελειώνοντας, θα ήθελα να παραθέσω τον επίλογο ενός εξαιρετικού άρθρου με τίτλο «Ο Κόσμος Της Κυρίας Λίλιαν Μπουράνη», που έγραψε πρόσφατα ο Κώστας Μπίρμπας και το οποίο – ειλικρινά – εκφράζει απόλυτα και τις δικές μου σκέψεις και τα δικά μου συναισθήματα:

«…Ο κόσμος της Λίλιαν Μπουράνη είναι ένας κόσμος γλυκός. Όχι γλυκερός, ούτε τρυφηλός. Είναι ένας κόσμος γλυκός στην ουσία του. Έχει την γεύση των πιο αθώων φιλιών, του υποβρύχιου των παιδικών χρόνων, των παιδικών φόβων, των εφηβικών ματαιώσεων. Είναι ένας κόσμος αθώος! Είναι ένας κόσμος που αθωώνει πάντα τον κόσμο των άλλων. Είναι ένας κόσμος ευγενής. Είναι ένας κόσμος γλυκός. Η ποίηση της κυρίας Μπουράνη μπορεί να λυπάται και να θλίβεται αλλά είναι μια ποίηση που χαμογελά στους ανθρώπους. Όπως ακριβώς το πρόσωπό της. Είναι μια ποίηση ειλικρινής».

.

ΑΝΤΩΝΗΣ Δ. ΣΚΙΑΘΑΣ

“Άκλαυτη πέτρα αμίλητη κι από καιρό φευγάτη”

Οι σπαρακτικές επιτάφιες κραυγές της Λίλιαν Μπουράνη, για τις εύφορες πατρίδες του έρωτα με μοναδικό τρόπο, γεωγραφούν αφ’ ενός τη μνήμη του επιθυμητού εγώ για το σώμα και αφ’ ετέρου τις κοινές οδοιπορίες του εμείς στην οδύσσεια του πάθους. Μας περιγράφουν, πως κορυφώνεται λοιπόν στις πατρίδες της λατρευτικής ασυνταξίας του σώματος, ο μύθος του πάθους, για το άνισο και το ιδιοτελές του έρωτα των θνητών. Ολοκληρώνουν κειμενικά τα μανιφέστα των εμμονών που υπηρετεί ο βίος των ανθρώπων.
Γνωρίζει καλά να δομεί στους στίχους της η Λ.Μ την αισθητική του απροσδόκητου.
«Μόνο γαμήλιες πομπές, ασθενοφόρα κι η ζάχαρη που θρυμματίζεται με ήχους εκκωφαντικούς στο πάτωμα…».
Συνομιλεί, μάλλον περιγράφει με τον τρόπο που ορίζει, ο επαρκής φιλοσοφικός λόγος με όλες εκείνες τις άφωτες αλλά και φωτισμένες πλευρές των επιθυμιών μας.«…κι είχα καιρό, ν’ ανάψω τόση πανσέληνο τόσο πανσέληνο για να μ’ επιθυμήσεις».
Σε μια ώριμη πνευματική στιγμή, οι δυο ενότητες ποιημάτων που μας παραθέτει η Λ.Μ με τίτλους «Ερώματα» και «Τεθλάσματα» παρουσιάζουν τις σχέσεις της σάρκας με την ηδονή και το πάθος, με τον τρόπο που οι μύστες της εσωτερικότητας της γλώσσας μπορούν να υπηρετήσουν.«…φαίνεται πως διαρκούμε, περισσότερο από τις ιστορίες μας».
Μας αναφέρει με ένδοξο τρόπο, με τον τρόπο λοιπόν που η ποίηση, μπορεί και ξέρει να περιγράφει, σκέψεις, ήθη και κυρίως το βίο ανθρώπων, που τους αφορά το πώς και το γιατί, το όταν και το πρέπει των χειρονομιών της ζωής τους καθημερινά.
Σε αυτή την πρώτη της εκδοτική προσπάθεια, χωρίς πειραματισμούς, χωρίς τις ανασφάλειες που δημιουργεί η πρώτη έκδοση-ενός ποιητή- χωρίς τις αδυναμίες του πρωτοείσακτου, καταθέτει η Λ.Μ με βαθειά γνώση της ποιητικής φόρμας-μια σύνθεση από 35 σπονδυλωτά κείμενα χωρισμένα σε δυο ενότητες και μας προτείνει τη … «Λευκή μελαγχολία» που αποκτά το σώμα στους χρόνους των επικών διαδρομών του στο πεπερασμένο της νεότητας του.… «Σώμα μεταλλικό σαν λέπι ψαριού σφηνωμένο στο δόντι λευκού καρχαρία ως το πρωί αταξίδευτο».
Η ποιητική φωνή της Λ.Μ, σε αυτή τη σύνθεση πιθανόν να καταταχτεί σε αυτό που εσφαλμένα από τη διάθεση των εθισμών των κριτικών, ονομάσθει «Γυναικεία Ποίηση», καλύτερα ακόμα μια γραφή, από γυναίκα που υπηρετεί τη γυναικεία «φύση» της ποίησης.
Η γραφή της Λ.Μ στην ποιητική σύνθεση «Ερώματα» είναι ευδιάκριτη, έχει παρών, έχει δομηθεί, από ένα ασκητικό ποιητικό παρελθόν και θα υπηρετεί με αξιοπρέπεια το ποιητικό της μέλλον. Έχουν ταυτότητα τα κείμενα, σε αυτή την ποιητική σύνθεση, έχουν κώδικες ανάγνωσης, έχουν συνέχεια και κυρίως έχουν τα προσωπικά βιώματα της δημιουργού που γίνονται άχρονα και απρόσωπα για να ταυτιστούν με τους αναγνώστες της. Είναι λοιπόν κείμενα αναφοράς συναισθημάτων που με έντεχνο τρόπο σταματούν να είναι προσωπικά βιώματα και γίνονται σκέψεις φιλοσοφικές, για τα του έρωτος χωρίς να είναι ερωτογραφίες. Συνομιλούν τα κείμενα αυτά με τα βιώματα της αγάπης καθώς όπως η ίδια αναφέρει:«…απολύεται η αναμονή σου, κύριε, σαν λιτό αθωνικό απόδειπνο». Καταγράφουν, αξιώνουν από τον αναγνώστη τους να τα συνοδεύσει στις δυσκολίες αλλά ιδιαιτέρως στις ποιητικές διαδρομές και εμείς θα το κάνουμε καθώς μπορούμε να παραφράσουμε κάποιους στίχους της Λ.Μ … μερόνυχτα που θα τρίζουν τα πατώματα να περιμένουμε, να πέφτουν οι λέξεις γράμμα γράμμα, σαν χαλασμένοι σοφάδες για να μας περιγράψουν τη δομή του οίκου τους.
Η αλλού…«Προσκυνώ την αγάπη… Προσκυνώ των ρημάτων τους μητρικούς ανάπαιστους από το Σ ως το Ω».
Μα αυτό είναι η ποίηση, όταν μπορεί να μελλοντολογεί χωρίς να αναφέρεται στο χρόνο, όταν μπορεί να περιγράφει χωρίς να δείχνει το σημείο του φόνου, αλλά τις αιτίες του. Όταν μπορεί το εσωτερικό εγώ να γίνεται εμείς διαχρονικό.
Αυτή τη διαχρονία της γλώσσας υπηρετεί με αυτό το πρώτο της βιβλίο η Λίλιαν Μπουράνη.
Αναμένουμε την συνέχεια.

.

ΗΛΙΑΣ Θ. ΠΑΠΠΑΣ

στίγμαΛόγου 15/1/2013

Το στίγμαΛόγου πάντα προσπαθεί να ασχολείται με την καλή, κατά τη γνώμη του, ποίηση. Η Λίλιαν Μπουράνη είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, αν κρίνουμε από τη συλλογή της “ερώματα” (εκδόσεις Μανδραγόρας.)

Σε αυτή περιέχονται ποιήματα που είχε από πολύ καιρό στο συρτάρι της και αποφάσισε να τα εκδώσει μόλις το 2008, μετά από προτροπή του ποιητή Τόλη Νικηφόρου.

Η ποίηση της Μπουράνη έχει ένα φιλόδοξο και πολυσύνθετο ύφος, με αρκετές λεκτικές ακροβασίες που μπορεί αρχικά να μπερδέψουν.

Τις περισσότερες φορές όμως υπάρχει ένας σταθερός πυρήνας στα ποιήματά της, ο οποίος αποκαλύπτεται για όποιον είναι επιμελής.

Το ύφος της, κάποιες φορές καυστικό, κάποιες απολογητικό και κάποιες έντονα δυναμικό, ντύνεται με εικόνες και κίνηση, σε μια προσπάθεια ίσως να κρύψει μια βαθιά παραίτηση που κάνει κάποιες φορές την εμφάνισή της.

Η λιτή προσέγγισή της βασίζεται επίσης σε δουλεμένα συναισθήματα και καταστάσεις, πολύ περισσότερο από άλλους “λιτογράφους.”

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΚΡΙΤΙΔΗΣ

Αποστακτήριο του Λόγου και της Τέχνης 29/11/2012

Δυναμικά κάνει την πρώτη της εκδοτική εμφάνιση η ποιήτρια Λίλιαν Μπουράνη, που έχει γεννηθεί στον Βόλο και κατοικεί στην Αθήνα, με την ποιητική συλλογή που φέρει τον αινιγματικό τίτλο «Ερώματα». Ίσως να παράγεται από τη μείξη των λέξεων έρως + αρώματα, αλλά αυτό το αφήνουμε στην ίδια να μας το εξηγήσει…

Εκείνο που χαρακτηρίζει τη γραφή της είναι οπωσδήποτε η πρωτοτυπία στην επιλογή των θεμάτων που πραγματεύεται, γεγονός που σπάει τη μονοτονία και κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Με γλώσσα πλούσια και επιτηδευμένη, έξυπνη αλληλουχία σκηνών και εικόνων, φράσεις που αφήνουν υπονοούμενα, δείχνει μια προτίμηση προς τον υπερρεαλισμό και τη φαντασία.

Ποίηση σε ελεύθερο στίχο και κάπου κάπου αφαιρετική, που εμφανίζεται σχεδόν με δυο διαφορετικά πρόσωπα. Άλλοτε γίνεται περίπλοκη και μυστηριακή κι άλλοτε παρουσιάζεται λιτή και περισσότερο οικεία. Είναι συχνή η χρήση αρχαιοελληνικών στοιχείων, που εντέχνως παντρεύονται με σύγχρονες καταστάσεις. Στοιχεία παρμένα από τη μυθολογία και συστατικά, που συνδέονται με ιερές τελετουργίες και σύμβολα γονιμότητας.

Θεματικά την απασχολεί ο έρωτας, το ανθρώπινο συναίσθημα, ο εγκλεισμός, η μοναχικότητα, η ποιητική τέχνη, οι παιδικές μνήμες. Σημείο σύνδεσης με τις δικές της παιδικές μνήμες και τον τόπο καταγωγής της ίσως αποτελεί το ποίημα «Ακτήμων λύπη», που μπορεί να μιλάει για την ανιδιοτελή προσφορά του ανθρώπου, μεταφέρει ωστόσο εικόνες από την αγροτική ζωή των κολίγων του απέραντου θεσσαλικού κάμπου μιας άλλης εποχής. Η ποιήτρια δεν μετράει τα λόγια της. Όπου χρειαστεί να γίνει τολμηρή, συμπλέκει με άνεση την αγνότητα με τον σεξουαλισμό. Όπου χρειαστεί να γίνει επικριτική με θάρρος παραθέτει τη γνώμη της. Για τον εκφυλισμένο έρωτα, που αναζητά μάταια την σπίθα του παρελθόντος, γράφει στους πρώτους στίχους:

Ρίξε με στην αγκαλιά σου
μόνο αν είναι να κινδυνεύσω
και τελειώνει…
ταξίδι που το χόρτασες
χίλιες φορές ματαιωμένο.

Μου άρεσε πολύ το υπέροχο ποίημα η «θέα των εραστών» καθώς ξεκαθαρίζει πως ο καθένας ζει στον δικό του διαφορετικό μικρόκοσμο, με την διαφορετική του αισθητική και την διαφορετική ποιότητα ζωής. Κατά προέκταση το ποίημα θα μπορούσε κάλλιστα, εκτός από την αισθηματική του πλευρά, να υπονοεί ακόμα και την κοινωνική διαστρωμάτωση.

Το παράθυρό μου
δε βλέπει
την πλατεία φωταγωγημένη
τα γέλια του κόσμου
κρεμασμένα στον πευκώνα
τις πατημασιές της παρέας
να στερεώνουν το σπίτι
από την αυλόπορτα
ως την δημοσιά.
Το δικό μου παράθυρο
βλέπει
ένα φουγάρο παλιό
που καπνίζει
σαπίζοντας της νύχτας
το άρρωστο πλεμόνι.
Τη λάμπα του δρόμου
με το θρυμματισμένο μάτι.
Την πλάτη των περαστικών
που αργοπόρησαν.
Όταν βραδιάζει
καθένας μας
καληνυχτίζει
τα δικά του τοπία.

Εξαιρετικό επίσης το «Ζεϊμπέκικο», με το οποίο περιγράφει τον επίμαχο αντρικό χορό από την οπτική γωνία μιας γυναίκας. Η ποιήτρια διεισδύει επακριβώς στην τελετουργία αυτού του ιδιαίτερου ελληνικού χορού των 9/8, ο οποίος προέρχεται από τον Πόντο και τις Κυκλάδες. Παρομοίως ο Μάνος Χατζηδάκις είχε γράψει πως ένας έμπειρος χορευτής μπορεί να εκμεταλλευτεί στο έπακρο κάθε μουσική νότα του Ζεϊμπέκικου και να την ακολουθεί πιστά ανάλογα με τον ρυθμό του παιξίματός της από τον οργανοπαίχτη. Με αυτό το ποίημα θα κλείσω τον σχολιασμό μου γι’ αυτό το πετυχημένο εγχείρημα ευχόμενος στην Λίλιαν Μπουράνη να μας ταξιδέψει σύντομα και σ’ άλλους πρωτότυπους στοχασμούς.

Την ώρα που ενδύεσαι
το ιερό σου σχήμα
κι αριστερόστροφα
κυκλώνεις το βωμό
ζυγίζοντας τα χέρια
πότε σε αιώρηση αετός
και πότε εσταυρωμένος
σ’ αναγνωρίζω, άντρα.
Δρεπανωτά το σώμα σου
την ήττα όταν θερίζει
σε πίνω απ’ τον ιδρώτα
κι απ’ του γονάτου, σ’ αγαπώ,
το σπάσιμο,
μετρώντας
εννιά φορές το μπόι σου
κι εννιά φορές την πτώση.
Απ’ όλα μου τα ονόματα
χόρεψε

το Ευδοκία.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΟΥΤΣΕΤΗΣ, μουσικός

“…Για να αποδώσω τον τρόπο που εκλαμβάνω την ποίηση της Λίλιαν Μπουράνη, θα θυμηθώ μία προτροπή που μου δόθηκε όταν χρειάστηκε να ταξιδέψω για πρώτη φορά οδικώς από την Αθήνα προς την Δυτική Μακεδονία. Μου συστήθηκε να φύγω από την Εθνική οδό μόλις το μπορέσω μετά τη Βοιωτία, και να οδηγήσω στην παλαιά Εθνική, το δρόμο δηλαδή που περνάει από το τμήμα της ενδοχώρας το οποίο δε φαίνεται από το νέο δρόμο. Μου τονίστηκε ότι είναι πιο δύσκολος δρόμος, πιο αργός, αλλά αξίζει τον κόπο. Έτσι κι έγινε, λοιπόν, και γνώρισα τι σημαίνει ενδοχώρα!Αυτός ακριβώς είναι και ο δρόμος στην ποίηση της Λίλιαν. Ο δρόμος που περνάει από την ενδοχώρα της ψυχής…”

.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΙΛΟΣ

Ερώματα: Ένα θλιμμένο χαμόγελο

Λέω να ξεκινήσω από το τίτλο αυτής της συλλογής, όπου ο έρωτας και το άρωμά του, οπού ο χορός των αισθήσεων και ο σπαραγμός των αισθημάτων, οπού, κυρίως, η λέξη που ηχεί ως έναρξη και διαβάζεται ως κωδικός οδοδείκτης μιας μοναδικής περιπλάνησης στα εσώτερα της ανθρώπινης ύπαρξης. Διαβάζω:

Σε ψάχνει η νύχτα. / Όχι μη βγαίνεις / δεν τέλειωσα με τα κοψίματα… / κι έχω / ένα μουτζουρωμένο βλέφαρο /- επιτοίχιο ρολόι- / που γρατζουνάνε πάνω του / οι λεπτοδείχτες / κάθε που αργεί να κλάψει…

Έχει μια μεγαλοπρέπεια, εδώ, σ’ αυτή την περιπλάνηση, ο θρήνος. Ακούγεται παντού ο ήχος ενός βηματισμού με αδιόρατη την αστάθεια του. Γιατί όσο γυμνή αποκαλύπτεται η τραγική πραγματικότητα των συντελούμενων, άλλο τόσο προβάλλει η αξιοπρέπεια , δείγμα της θέλησης να είναι όρθια η πτώση, να κρατηθεί, στα κρυφά, η ελπίδα της ανόρθωσης. Δεν υπάρχει καμιά αγωνία φωτός σ’ αυτή την ποίηση. Αντίθετα αφήνεται να χυθεί ανεμπόδιστα το σκότος, να φτάσει το όν ως την συντριβή και την απόγνωση, για να αναδυθεί από εκεί αβίαστα η όποια υποψία φωτεινού νεφελώματος.
Διαβάζω πάλι:

…την ήττα μου θ’ αφήσω / απ’ τα δάχτυλα / το στόμα / της σάρκας τη μοιραία / ακυβερνησία / να τσακιστεί στον αφρό / ενός μακρινού οργασμού / που κι απόψε / δε θα σε φτάσει.

Μοιάζει ο έρωτας να είναι ο πρώτος του χορού σε αυτή την ποιητική τελετουργία, ωστόσο, τούτος ο έρωτας ενδύεται το όλον του, για να είναι πόθος και στέρηση μαζί, πάθος και αίσθημα γαλήνιο, ηδονή και πόνος, προσδοκία και απώλεια, ζωή και θάνατος.
Σε μια μεγαλειώδη ποιητική στιγμή, το «ζεϊμπέκικο», γίνεται χορός μιας σύνθεσης που διαγράφει όλο το πλάτος των αντιθέσεων από την πτώση ως την ανόρθωση από το γήινο έως το ουράνιο, από την αιώρηση του αετού έως την καθήλωση του Εσταυρωμένου.
Δεν είναι λοιπόν , εδώ σ’ αυτό το ποίημα, ο ερωτισμός παρών μόνον ως πόθος, αλλά ως μια σύνθεση αισθημάτων, όπου ο άντρας- πρότυπο υπάρχει σε όλους τους σπαραγμούς και τα πετάγματα του. Από το κορυφαίο λοιπόν αυτό ποίημα διαβάζω:

Την ώρα που ενδύεσαι / το ιερό σου σχήμα / κι αριστερόστροφα / κυκλώνεις το βωμό / ζυγίζοντας τα χέρια / πότε σε αιώρηση αετός / και πότε Εσταυρωμένος / σε αναγνωρίζω άντρα. / Δρεπανωτά το σώμα σου / την ήττα όταν θερίζει/σε πίνω απ’ τον ιδρώτα / κι απ’ του γονάτου, σ’ αγαπώ, / το σπάσιμο, / μετρώντας εννιά φορές το μπόι σου / κι εννιά φορές την πτώση…

Όμως ο Έρωτας είναι παρών και με όλη την μεγαλειότητα της σάρκας του . Εδώ, η ποιητική γραφή υπερβαίνει τους εκφραστικούς δισταγμούς, όχι για να κάνει επίδειξη αλλά για να σφραγίσει την τέλεια ευαισθησία των νοημάτων. Είναι χαρακτηριστικό το υπέροχο ποίημα «Επί του τάφου» από το οποίο διαβάζω:

Το πιο σπαρακτικό επιτάφιο δάκρυ /το είδα να κυλά από έναν φαλλό / την ώρα που θυσίαζε /κάποια μονάκριβη / ειλικρινή του επιθυμία. /Και τότε /πρόσταξα το σώμα μου ν’ ανθίσει /σαν έφηβης παρθένας /για να τον στεφανώσει. / Μα ήμουν ολόκληρη Σταυρός. /Ανάβλυζε το αίμα /απ’ το δεξί μου μάγουλο / κι απ’ της καρδιάς τα’ αγκάθι.

Εδώ η ηρωίδα γίνεται Ιέρεια σε μια τελετουργία εξαγνισμού των φθαρτών και συμφιλίωσης του ταπεινού με το ύψιστο. Οι πιστοί προσέρχονται γυμνοί κι αληθινοί στο βωμό, οπού η θυσία της «μονάκριβης» και η επιθυμία του απόλυτου. Καιροφυλακτεί όμως, η πραγματικότητα του Σταυρού, ως υπενθύμιση της τραγικότητας του αδυνάτου.
Επανέρχομαι όμως, στον καθολικό ανθρώπινο σπαραγμό, οπού η βασίλισσα μοναξιά οπού ο ψίθυρος και η βουβή κραυγή όχι ως χαρακτηριστικό άρνησης του τραγικού, αλλά ως αταλάντευτη επιβεβαίωσή του. Το χέρι με το νυστέρι δεν τρέμει καθώς ανοίγει την πληγή να στάξει ο πόνος, το βλέφαρο δεν παίζει καθώς ορθάνοιχτο το μάτι αντικρίζει τον άλλον που συνεχώς είναι το είδωλό του, και το είδωλο του ειδώλου… οι στίχοι, λιτοί απέριττοι, χτίζονται με χαμηλόφωνες καλοδιαλεγμένες λέξεις, μετρημένες, όσες χρειάζονται για να υψωθεί ο ίσκιος- όπου θα αναζητήσει ο καθείς τον έγκλειστό του-για να δημιουργηθούν οι σιωπές οπού θα αφουγκραστεί το βαθύ μέσα κλάμα .
Από το ποίημα, «Για την Άννα»:

Χτες που ξανακοίταξε το ρολόι / η ίδια ώρα ήταν. / Οι παρόντες, παρόντες / και οι απόντες / συνεπείς στην απουσία τους. / Κάποιος γελάει δίπλα. / Είναι άλλος. / Πάντα είναι άλλος. / Κάποιος κλαίει μέσα. / Είναι πολύ μέσα. / Δεν ακούγεται.

Υπάρχουν στιγμές ποιητικές, στη εδώ δημιουργία, όπου αλαφραίνει η ύπαρξη, στη συντελούμενη συντριβή, αλαφραίνει το ποίημα και γίνεται ένας ρυθμικός ήχος απουσίας, μια διαδοχή αλλεπάλληλων εικόνων, ένα σύμβολο αφηρημένης τέχνης, έξοχο δημιούργημα αφαιρετικής σύνθεσης. Παρουσιάζω εδώ ένα τέτοιο δείγμα:

Πρέπει να μάζεψα / τα πράγματά μου / σε κάποια στιγμή έκστασης. / Μάλλον σήκωσα / και τους τοίχους / γιατί / η πόρτα αυτονομήθηκε. / Ανοιγοκλείνει στο κενό / έκτοτε. / Θα μπεις; / Θα βγεις; / / Έρχεται βροχή.

Η καταβύθιση στην υπαρξιακή θλίψη όσο κι αν συντελείται απόλυτα και καταλυτικά δεν οδηγεί στην πλήρη εξουθένωση και τον μηδενισμό. Η τρυφερότητα και η ευαισθησία είναι παρούσες σε όλους τους κατακλυσμούς, χαρίζοντας ομορφιά στο μαύρο και αφήνοντας ίχνη λευκής προσδοκίας. Διαβάζω από το ποίημα, «Λευκή μελαγχολία- Τα τζάμια»

Λευκή μελαγχολία / είναι της νύχτας / το μισοπαιγμένο βάλς / και η πρόβα του χορού / στο τρίτο στάσιμο σταματημένη / «ο δ’ έχων μέμηνεν!».

Και από το ποίημα « Ανισότητες»
Κι εκβάλλω απ’ τη θάλασσα / γυμνή, / σαν ανοιγμένο όστρακο / ακουμπώ / στην κοιλιά σου. / Μη σαλεύεις!

Κι εκεί όπου οι αγαπημένες απουσίες σφραγίζονται από διαπιστώσεις τελεσίδικες κι εκεί η τραγωδία των αντιθέσεων δημιουργεί ροές συναισθημάτων έξω από τα διατυπωμένα νοήματα. Είναι τόσο δυνατές οι προσδοκίες που εικονίζονται ως λάμψεις που η ματαίωση περιορίζεται στο παρελθόν και στο παρόν, εν τέλει. Σε ένα- έστω ακαθόριστο-μέλλον προβάλλει η ελπίδα της πραγμάτωσης. Διαβάζω:

Σχήμα παλιό / που δε σε χωρά / ετούτη η νύχτα. / Να λείπεις ο μισός / κι ο άλλος μισός να κρύβεσαι / στις σκιές των περαστικών. / Κι είχα καιρό ν’ ανάψω / τόση Πανσέληνο…

Η ηρωίδα σ’ αυτό το ποιητικό έργο κατέρχεται στο σκοτεινό λαβύρινθο χωρίς δισταγμό. Είναι ο δρόμος της μοίρας της που δεν της υπόσχεται κάποια φωτεινή έξοδο, ούτε κανένα μυθικό μίτο επιστροφής. Φαίνεται πως δεν υπάρχει επιστροφή, παρά μόνο ως έκρηξη που θα δημιουργήσει ξανά πάνω στη λύτρωση του χαμού.
Τη βλέπουμε στο «Ημιτελές πορτρέτο» να διασχίζει «κατακόρυφα» τη «ρωγμή» «του χρόνου» «αιμορραγώντας» « το πιο βαθύ ιώδες»- οι τελευταίες λέξεις από τους στίχους της.
Ταυτόχρονα όμως την ακούμε να δίνει οραματικά, στο ίδιο ποίημα, μέσα από την εικόνα της δημιουργίας μιαν άλλη αίσθηση ζωής , έξω από τα όρια της μοίρας της:

Μεθυσμένο / σε φαντάζομαι /… / να αδειάζεις τον πυρετό σου / -χιλιάδες χρώματα / ηφαιστειακά / από μια εκρηξιγενή / ερωτική φλέβα..

Τη βλέπουμε, αλλού, να χάνεται «στον αφαλό της λίμνης» εκεί στο πιο ψηλό βουνό και να είναι αυτή η φυγή όχι χαμός αλλά ανάληψη.
Διαβάζω, αποσπασματικά:

Εφτά ουρανούς / γυμνό βουνό / την είδαν που σκαρφάλωνε / … / την είδαν που το χέρι της / έφτανε στη Σελήνη, /… / Μα ένα πρωί την έχασαν / τα ένοχα τα μάτια, / εφτά ουρανούς / ξετύλιγο / του κόσμου το κουβάρι / το πέταξε / και χάθηκε / στον αφαλό της λίμνης…

Την ακούμε στο «Δέντρο» να μας επιβεβαιώνει τις σκέψεις μας πώς έχουμε εδώ μια υπαρξιακή περιπλάνηση, όπου και η αυταπάτη και η ματαιότητα δημιουργούν μια ξεχωριστή Οδύσσεια, με συνεχή τη δοκιμασία και ακατόρθωτη την επιστροφή , όμως με ανοιχτή την προοπτική ενός νέου ονείρου. Οι ρίζες κρατάνε την ύπαρξη σε μιαν παράξενη συντήρηση της ζωής, οπού η φωτοσύνθεση έχει αντικατασταθεί από τη νυχτοσύνθεση.

Είμαι ένα δέντρο γυμνό / που πληθαίνει στη ρίζα / … / είναι οι στήμονες κομμένοι / μη γίνει ο ύπνος μου μυριστικός και λιγοθυμήσει / κανένα όνειρο ανήλικο / μες στο αειθαλές δικό μου… / Μου ανήκει το τρέμουλο μιας πλάτης / που ακούμπησε φευγαλέα / ο δισταγμός του μαχαιριού / πριν με χαράξει για πάντα.

Και το τρέμουλο, σκίρτημα ζωής, και ο δισταγμός, σημείο ζωντανής ευαισθησίας αφήνουν ως υποψία την ελπίδα μιας άλλης ύπαρξης που θα ανασυντεθεί μες στα εσωτερικά της συντρίμμια, μιας ύπαρξης που θα χαρεί και θα ζήσει και τα μικρά, τα απλά, τα όμορφα.
Διαβάζω αποσπασματικά και σκόρπια:

…με χάρτινα μικρά βαρκάκια / να με διαπλέεις όταν χαλάει ο καιρός… Νυν και αεί! αγάπη μου / φαλτσάρει ο ψάλτης ήχος / μα εσύ κοιμήσου… Καρδιά μου, εγκοπή. / Χαραμάδα θλίψης / σε εξώφυλλο χαμόγελο. / Καρδιά μου, επιθυμία…

«Ερώματα», ένα θλιμμένο χαμόγελο. Αβίαστα καταλήγω σ’ αυτό τον τίτλο που από πρώτη ματιά φαίνεται να αγνοεί τον πόνο και την απόγνωση του υπαρξιακού δράματος που αναδεικνύει αυτή η ποίηση.
Φρονώ ότι όχι μόνο δεν τον αγνοεί, αλλά τον σφραγίζει, τον επιβεβαιώνει και κάνει ένα ακόμα βήμα. Γιατί η θλίψη είναι , τελικώς, η υπέρβασή του πόνου. Για τούτο ακριβώς το λόγο τα πιο σπαρακτικά, λέγονται ήρεμα, χαμηλόφωνα. Δεν έχουν εδώ θέση οι κραυγές, οι γοεροί θρήνοι, το φανταχτερό κόκκινο, οι λέξεις που σκίζουν τις σάρκες και ανοίγουν τις πληγές. Εδώ κυριαρχεί η λιτότητα. Τα ποιήματα δομούνται με τη λογική της αφαίρεσης, αυτή που περιορίζει τη χρήση των εκφραστικών μέσων, δίνοντας πλάτος και βάθος στα νοήματα, δημιουργώντας τις σιωπές εκείνες που επιτρέπουν στον αναγνώστη να συμμετέχει στα ποιητικά δρώμενα, ενεργοποιώντας τις δικές του παλμικές κινήσεις που προκαλεί το ποίημα.Όμως αυτή η λιτότητα δεν αντιστρατεύεται τον ρυθμό και τη μουσικότητα του στίχου, αντίθετα τα υπηρετεί. Και κυρίως υπηρετεί την διαδοχή αλλεπάλληλων εικόνων που είναι ό,τι καλύτερο για την ποίηση. Συνοδεύεται μάλιστα αυτή η λιτότητα από μια διάχυτη ευαισθησία αλλά και από την συνεχή-αν και μετρημένη- παρουσία του συναισθήματος. Φαίνεται πώς είναι αυτό το συναίσθημα που πυροδοτεί την γενικότερη υπαρξιακή ανάφλεξη και που εν τέλει συντηρεί και την προσδοκία.
Η Λίλιαν Μπουράνη μας έδωσε με αυτή την ποιητική της συλλογή, δείγματα υψηλής τέχνης. Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι όπου η έμπνευση είναι δυνατή, η γραφή υπερβαίνει τις λογοτεχνικές επιρροές και τα δανεικά σχήματα και η ποιήτρια δημιουργεί μοναδικά με τη δική της προσωπική σφραγίδα. Έχουμε, εδώ, μια ώριμη ποίηση, παρά το γεγονός ότι είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
Είχα τη χαρά να διαβάσω και μια δεύτερη ποιητική συλλογή που είναι αναρτημένη στην ηλεκτρονική της σελίδα. Με σιγουριά μπορώ τώρα να πω ότι η συνέχεια αναμένεται ακόμα καλύτερη.
Ένα ποίημα συντίθεται σε τρία στάδια. Στα δύο πρώτα, της σύλληψης, της γραφής και της επεξεργασίας έχουμε τον δημιουργό αντιμέτωπο με το ποίημα. Στο τρίτο στάδιο ο δημιουργός είναι απών. Εδώ ο αναγνώστης προσθέτει, αφαιρεί, με βάση τους δικούς του κραδασμούς, τους προβληματισμούς και τους στοχασμούς του, κρατώντας αναλλοίωτο το κύτταρο της ποιητικής δημιουργίας. Εδώ ο αναγνώστης με την μία ή και τις πολλαπλές, συνήθως, αναγνώσεις ολοκληρώνει την ποιητική σύνθεση βάζοντας την δική του προσωπική σφραγίδα. Θα αισθανόμουν ευτυχής αν για αυτή την ξεχωριστή τελετουργία, έδωσα με την ομιλία μου ερεθίσματα μιας γόνιμης συμμετοχής σας.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΙΡΜΠΑΣ

Ο κόσμος της κ.Λίλιαν Μπουράνη

Πετώντας το νόμισμα στον αέρα, διακινδυνεύεις ταυτόχρονα τις δύο του όψεις. Η μια όψη, η ζωή και το βίωμα.
Η άλλη όψη το φαντασιακό ως πραγματικότητα και η ουτοπία ως η ουσιώδης εκδοχή της ύπαρξης.
Εναλλάσονται αυτές οι δυο όψεις στον αέρα και κρατάς την ανάσα σου καθώς ό,τι στοχαστικό εμπεριέχεται στην κίνηση αυτή, ανεπανόρθωτα και ντετερμινιστικά καθιζάνει στο χώμα της πραγματικής μας ζωής. Γιατί το χώμα είναι η μία ορίζουσα.
Και η πτήση του νομίσματος είναι το πέταγμα, ο άλλος ορίζοντας. Και η ποίηση της κυρίας Μπουράνη είναι ο διττός χαρακτήρας της ζωής: έρωτας και θάνατος. Μια τεφροδόχος διακοσμημένη με ερωτικές παραστάσεις, μια κόκκινη γραμμή χαραγμένη από την ήβη μέχρι το στέρνο, ένα στιχολόγημα στο κομποσκίνι από ναι και όχι.

Ο κόσμος της κυρίας Λίλιαν Μπουράνη είναι ένας κόσμος κοίλος. Συμπαγές μέταλλο και κενό απερίγραπτο ταυτόχρονα.
Ένας κόσμος που μιλά με τον θάνατο, η παρουσία του θανάτου είναι συνεπής με την απουσία και το κενό. Ο κόσμος είναι ένα δοχείο πληρωμένο με την απουσία, πληρωμένο με την παρουσία. Κι ανάμεσα σ΄ αυτά τα δυό, ο διάπλους μιας θάλασσας, χάρτινα μικρά βαρκάκια στην σειρά, ταξίδι ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.
Κι αν κάποτε η θλίψη βαραίνει, κι αν κάποτε μια λύπη τρωκτική σπαράζει πίσω από τις λέξεις, ο κόσμος της κυρίας Λίλιαν Μπουράνη δεν είναι κόσμος λυπημένος. Είναι ένας κόσμος προσώπων. Ακόμη και ο απών ζει, αναπνέει μέσα στις λέξεις της.
Του συγχωρείται ακόμη και η απουσία, του συγχωρείται η φυγή, η ίδια η ζωή συγχωρείται ως αγαπημένη ερωμένη.

Όσο κι αν η κυρία Μπουράνη γράφει σε ένα πρώτο πρόσωπο, αναγνωρίζει κανείς το πλήθος των προσώπων που τα λόγια τους γράφει για λογαριασμό τους το ποιητικό υποκείμενο. Το πλήθος των εαυτών, ίσως. Όμως, καταφέρνει να είναι απλή, συμπαγής και επιδέξια χορευτική στη διάθεση, ακόμη και στη ζειμπέκικη λύπη της. Λόγια, λέξεις που ποτέ δεν είναι μονόλογος ακόμη κι όταν επί της ποιητικής σκηνής, ακόμη κι όταν στη σελίδα φαίνεται να κατοικεί η πιο εγωτική εκδοχή της ερωτευμένης ποιήτριας.
Η ποίηση της κυρίας Μπουράνη ακόμη κι όταν γίνεται σπαρακτική, είναι ένα σκηνικό πάνω από το οποίο αναλύεται ο εαυτός στα πολλαπλά του πρόσωπα κι ύστερα συντίθεται ολόκληρος ο κόσμος. Άλλοτε η ποιήτρια με τον μισθοφόρο στρατό των λέξεων και το ποίημα το αιχμηρό, άλλοτε η γυναίκα, άλλοτε η κόρη, άλλοτε η χρονομέτρης της ίδιας της της ζωής.
Και πάντα, ή σχεδόν πάντα: ο άλλος. Όχι απέναντι! Μέσα. Συγκάτοικος του ίδιου κόσμου. Ως ξένος, ως εραστής, ως ερωτικό αντεικέιμενο, ως φυγή, ως καταφύγιο, ως βλέμμα, ως ανάγνωση, ως κίνηση στην ακινησία και ως ήχος στην πιο βαθιά σιωπή.
Αν θα μπορούσε κανείς να σκηνογραφήσει τούτη την θεατρικότητα των λέξεων με τα τόσα πρόσωπα που εναλλάσσονται στις σελίδες, θα όφειλε να σχεδιάσει μια θλιμμένη πόλη, μια νυχτερινή πόλη όπως θα φαινόταν από ένα δωμάτιο με χίλια παράθυρα. Κάθε παράθυρο κι ένα ποίημα, κάθε ποίημα κι ένα βλέμμα. Δεν είναι χαρούμενη η θέα από τα παράθυρα, δεν είναι χαρούμενος ο κόσμος που αγναντεύει η κυρία Λίλιαν Μπουράνη. Επειδή καταφανώς δεν της ταιριάζει. Ότι της ταιριάζει είναι οι πράξεις που διαδραματίζονται στην μικροκλίμακα του αισθήματος και της αισθητικής. Ένα θεατρικό έργο παιγμένο από τους ηθοποιούς στα κλαδιά ενός μπονσάι ή σε ένα ενυδρείο, σε ένα δωμάτιο λαϊκό με τον ζεϊμπέκικο ρυθμό, σε ένα αμάξι με τα τζάμια θολωμένα, σε μια εγκοπή, σε μια χαραμάδα του κόσμου.
Πώς καταφέρνει σε τούτα τα κβάντα του χώρου να φυτρώνει τόσα παράθυρα, τόσα βλέμματα; Μάλλον, αυτή είναι η δουλειά του ποιητή.

Όλα αυτά τα πρόσωπα διαλέγονται, σπαράζουν, φεύγουν κι έρχονται, ηττώνται, πάντα ηττώνται, ακόμη κι ο νικητής-άλλος ηττάται και πνίγεται στο κόκκινο αίμα της, όλοι ηττώνται. Όμως, παρά τον σπαραγμό και την λύπη που τυλίγει σαν ομίχλη μερικά ποιήματα, παρά τον στίλβοντα ερωτισμό που οξύνει άλλα, ό,τι ξεχωρίζει την κυρία Μπουράνη είναι η εσωτερική ευγένεια του ποιητικού της λόγου. Ευγένεια όχι με την έννοια του καθωσπρεπισμού μιας ψυχαναλυτικής εκτόνωσης και του συμβατικού φορμαλισμού, αλλά με την έννοια της συμφιλίωσης με τις κορυφές και με τα βάθη.

Ο σπαραγμός γίνεται ήττα, η ήττα γίνεται λύπη, η λύπη γίνεται απόσυρση και η απόσυρση γίνεται σιωπή. Κι ύστερα μέσα στη σιωπή ακούγονται εκκωφαντικά οι κόκκοι της ζάχαρης στο πάτωμα. Οι κόκκοι της ζάχαρης!
Γιατί ο κόσμος της Λίλιαν Μπουράνη είναι ένας κόσμος γλυκός. Όχι γλυκερός, ούτε τρυφηλός. Είναι ένας κόσμος γλυκός στην ουσία του. Έχει την γεύση των πιο αθώων φιλιών, του υποβρύχιου των παιδικών χρόνων, των παιδικών φόβων, των εφηβικών ματαιώσεων. Είναι ένας κόσμος αθώος! Είναι ένας κόσμος που αθωώνει πάντα τον άλλον. Ένας κόσμος που αθωώνει πάντα τον κόσμο των άλλων. Είναι ένας κόσμος ευγενής. Είναι ένας κόσμος γλυκός. Η ποίηση της κυρίας Μπουράνη μπορεί να λυπάται και να θλίβεται αλλά είναι μια ποίηση που χαμογελά στους ανθρώπους. Όπως ακριβώς το πρόσωπό της. Είναι μια ποίηση ειλικρινής.

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

Μανδραγόρας 5/2/2016

αρώματα ποίησης κι έρωτα από τη Λίλιαν Μπουράνη

Ο ποιητικός λόγος τρέφεται από την επαφή, από την ουσιώδη επικοινωνία της ποιητικής γλώσσας με τον καθημερινό λόγο· η γλωσσική όμως αναζήτηση της ιδιαίτερης διατύπωσης, που να διατηρεί ρυθμό και να ελέγχει την ένταση, είναι εκείνη που λειτουργεί ως ελιξίριο νεότητας και διατηρεί την ποίηση στους αιώνες ζωντανή. Και οι ποιητές της αγανάκτησης φαίνεται ότι τούτο το έχουν καταλάβει, καθώς όλο και περισσότεροι αναζητούν διεξόδους στους γλωσσικούς πειραματισμούς, διαμορφώνοντας ένα νέο ύφος μέσα από την εκφραστική καινοτομία.
Σε μία τέτοια διαρκή αναζήτηση βρίσκεται και η Λίλιαν Μπουράνη («ερώματα», Μανδραγόρας, 2012) της οποίας η γλώσσα συναρπάζει (ζεϊμπέκικο, ανισότητες, ημιτελές πορτρέτο, μη βγαίνεις) με τις ρηξικέλευθες διατυπώσεις (ψάλτης ήχος, μουτζουρωμένο βλέφαρο, τα γέλια του κόσμου/κρεμασμένα στον πευκώνα, πεινασμένη καληνύχτα, σαρκοφάγο λαρύγγι). Ταυτόχρονα με τόλμη εισάγει θρησκευτικά στοιχεία στη στιχουργική της (οικτιρμοί, μη Nanga-εφτά ουρανοί, γονυκλισία) που προσδίδουν μία διαχρονική δύναμη στην ποιητική της με στόχο να εξυμνήσουν την αγάπη και τον έρωτα.
Σαν χείμαρρος εκβάλλει με φυσική αγριότητα τον πλούσιο συναισθηματισμό της γοητεύοντα τον αναγνώστης. Άλλοτε υιοθετεί ένα ύφος εξομολογητικό -έως και απολογητικό- με πρωτοενική έκφραση κι άλλες φορές το ύφος γίνεται περιγραφικό, στο οποίο η ποιήτρια θεμελιώνει το υπαρξιακό ή κοινωνικό οικοδόμημα της ποιητικής της. Το α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο όμως δεν είναι προσωπικό ούτε αναδεικνύει έναν ατομισμό· αντίθετα, περισσότερο μοιάζει με αντιπροσώπευση της συλλογικής εμπειρίας, ακόμα και σε συνθέσεις που φαίνεται να συνδιαλέγεται με ένα συγκεκριμένο β΄ ενικό (τον αγαπημένο).
Έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι ο ποιητικός κόσμος των “ερωμάτων”, παρά τη μελαγχολία της μοναχικότητας και του χωρισμού από αγαπημένα πρόσωπα (μπονσάι, λευκή μελαγχολία-τα τζάμια, ημιτελές πορτρέτο, επί του τάφου, ακτήμων λύπη, διακόσμηση τεφροδόχου, χαρακίρι) και της ήττας (ανισότητες, χαρακίρι) ένα ημίφως αισιοδοξίας φωτίζει το ποιητικό κάδρο μυροβολώντας μία γλυκύτητα και μοναδική ευγένεια -σχεδόν καβαφική- αντιμετώπισης της ζωής.
Η πλούσια έκφρασή της ξεδιπλώνεται με φυσικότητα χωρίς να χάνει την ισορροπία της με το θρυμματισμένο στίχο και την δαψιλή εικονοπλασία με το πηγαίο συναίσθημα, δίχως έτσι να χάνεται ο έλεγχος του ρυθμού και της έντασης. Η δημιουργός αρνείται τους υψηλούς ποιητικούς τόνους επιλέγοντας συχνά επίθετα ήπιων ιδιοτήτων.
Αξίζει να σημειωθεί παράλληλα η αξιοποίηση του συναισθηματικού και συμβολικού βάρους θρησκευτικών και ιστορικών στοιχείων (αν-έπαφη επαφή, επί του τάφου) ενισχύοντας το αναδυόμενο ψυχικό φορτίο και εμπλουτίζοντας το στίχο της με παράλληλα νοήματα. Η εισαγωγή τούτη όμως όχι μόνο δεν ξαφνιάζει τον αναγνώστη μα τον γοητεύει κιόλας· αβίαστα και σε αρμονία με το στιχουργικό ρυθμό (Nanga-εφτά ουρανοί, οδύσσεια, λευκή μελαγχολία-τα τζάμια, μετασχηματισμοί) παρεμβαίνουν σαγηνεύοντάς τον.
Μάλιστα σε συνδυασμό με την αναπαραστατική δύναμη των λέξεων, οι όροι έρχονται να εμπλουτίσουν εικαστικά το ποιητικό κάδρο κάθε σύνθεσης. Έτσι παράλληλα, με το μελαγχολικό ημίφως των συνθέσεων, αναδύεται ένα υπαρξιακό άρωμα μέσα από τα ανοιγμένα κοχύλια της εικαστικής της.
Η συνειρμική αλληλουχία των εικόνων και η εμπλουτισμένη και πρωτότυπη εκφραστική, όχι μόνο συντηρούν το στιχουργικό ρυθμό, αλλά διατηρούν αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη. Η αφαιρετικότητα που καταγράφεται σε αρκετές συνθέσεις, τις ενισχύει εικαστικά και προσδίδει μία μυστικιστική ανάσα. Δίνεται δε μία ψευδαίσθηση κίνησης που ενισχύεται από τα στιχουργικά σπαράγματα, και προσωποποίησης των απεικονισμένων αντικειμένων (εύ-φ-λεκτα).
Πηγή άντλησης εικόνων είναι ο αρχαίος πολιτισμός ως εσωτερικευμένη σχέση (διακόσμηση τεφροδόχου, Nanga-εφτά ουρανοί, λευκή μελαγχολία-τα τζάμια, Οδύσσεια) και η βιωματική της σχέση με την ύπαιθρο (επικοινωνία, δέντρο) με την ιστορία του τόπου της (ακτήμων λύπη) -κατά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ποιητών της περιφέρειας. Φυσικά οι κοινωνικές αναφορές κυριαρχούν, ειδικά στη δεύτερη ενότητα (για την Άννα, insomnia-aquarium, βορεινό παράθυρο, μορσικόν, γενέθλια, λεπτομέρεια, τα πρότυπα).
Η ποίηση είναι το καταφύγιο της γλώσσας. Σε μία κοινωνία στην οποία κυριαρχεί ο γλωσσικός τηλεβόθρος και τα τηλεγραφικά τιτιβίσματα με τη συνθηματολογία και την εμπάθεια, η Λίλιαν μέσα από την ποίηση της σκορπά τα δικά της αρώματα προκειμένου να πλησιάσουμε ακόμα πιο κοντά στον ίδιο τον Άνθρωπο. Άλλωστε, στην εποχή της εικόνας μόνο η ποίηση στέκεται με κριτική διάθεση στο λόγο. Γιατί η ποίηση είναι η κρίση της γλώσσας. Δεν ισοπεδώνει, αλλά εγείρει γέφυρες μεταξύ των ανθρώπων και πειραματίζεται με τις λέξεις γεννώντας εικόνες και ζωγραφίζοντας συναισθήματα.

.

ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

VAKXIKON.GR Δεκέμβριος 2012

Οι εκδόσεις Μανδραγόρας μας συστήνουν την Λίλιαν Μπουράνη δυνατά και περήφανα. Η ποιητική της συλλογή “Ερώματα” είναι ένας ποιητικός οργασμός. Άγρια ερωτική, Apassionata, με τα ποιήματά της μέσα της εκβάλλει και μας εισάγει στη διαδικασία τήξης του Εγώ της:

“…κι εκβάλλω απ΄ τη θάλασσα/ γυμνή,/ σαν ανοιγμένο όστρακο/ ακουμπώ/ στην κοιλιά σου…”

Έντονο το υγρό στοιχείο μέσα στα ποιήματά της. Ο εαυτός της χύνεται σε λίμνες, ποταμούς, θάλασσες, σε ενυδρεία αϋπνίας και δωμάτια-βυθούς. Συμπληρωματικό ρόλο αναλαμβάνει η Σελήνη, πότε ως πανσέληνος, πότε σε έκλειψη, ενισχύει τον ερωτισμό των ποιημάτων της.

“…Την είδαν που το χέρι της/ έφτανε στη Σελήνη,/ με ιλίγγους δεκατέσσερις/ της έκλεβε τον οίστρο/ να τον περάσει στο λαιμό/ τον ακλινή/ του Κύκνου…”
Τα “Ερώματα” είναι εύ(φ)λεκτα υλικά μιας ερωτικής Οδύσσειας, μιας βίαιης σεξουαλικότητας, μέσω της οποίας ιδρώτας, αίμα, οργώνη, ενώνονται• γίνονται ήχοι, χρώματα, χορός της καυτής και λαβωμένης σάρκας των αντι-ερώτων της.

“…Μια κόκκινη γραμμή/ και χάρασσέ με/ από το στέρνο/ μέχρι την ήβη/ με χάρτινα βαρκάκια/ να με διαπλέεις όταν χαλάει ο καιρός/ πίσω απ΄τις εύκρατες σιγουριές/ των ανθρώπων…”

Η Λίλιαν Μπουράνη ανοίγει το κουτί της δικής της Πανδώρας εξισώνοντας δημιουργία και καταστροφή, συγχωνεύοντας θηλυκή και αρσενική ορμή και εξαλείφοντας το οφθαλμοφανές της ποίησης μας κάνει κοινωνούς της προσωπικής της ποιητικής κορύφωσης.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.