.
Ο Παντελής Μηχανικός γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1926 στο χωριό Λιμνιά της επαρχίας Αμμοχώστου. Αποφοίτησε από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και την Αμερικανική Ακαδημία της Λάρνακας. Από το 1949 και έως τον θάνατό του εργάστηκε ως τελωνειακός στην Κυβερνητική Υπηρεσία της Κύπρου.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 από τις σελίδες του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα». Δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του ποιητικού διαγωνισμού του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα» για το ποίημά του «Δοκιμασία Ονείρων». To 1957 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Παρεκκλίσεις». Θα ακολουθήσουν άλλες δύο: «Τα δυο βουνά» (1963) και «Κατάθεση» (1975).
Η διαμόρφωσή του ως ποιητή συντελείται μέσω του διαλόγου του με την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Τ.Σ. Έλιοτ. Το έργο του, πέρα από τη δημιουργική αφομοίωση της ποιητικής του μοντερνισμού, άνοιξε το δρόμο για νέες εκφραστικές επιλογές στους κύπριους ποιητές.
O Παντελής Μηχανικός πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιανουαρίου 1979 από ασθένεια της καρδιάς. Κηδεύτηκε στην Κύπρο δημοσία δαπάνη.
ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ (1957)
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Πολλά πράγματα εγκαταλείψανε απόψε την πόλη
γα να παν κάπου να παραθερίσουν
κι έμεινε μονάχη της η ησυχία.—
Βασιλεύει..
Εσβήσανε το φως του σπιτιού για οικονομία
και κάτσανε έξω απ’ τις σκοτεινές πόρτες τους
δέκα χιλιάδες ψυχές που σκοτείνιασαν
για οικονομία.
(Οι άλλοι… οι άλλοι…,
θα δανειστούνε γ:’ απόψε το χαμόγελο
της χτεσινής μέρας, που το δανείστηκε από την προηγούμενη,
για να βολέψουνε τα βήματα τους, να εφαρμόσουν
επάνω στις πατημασιές
—να, φαίνουνται γραμμή ! —
της ευπρέπειας.)
Μια κοπέλα που βρήκε τώρα μια αβίαστη ώρα
ανοίγει τω ερμάρι της, το ερμάρι της…,
όπου έχει κουβαλήσει την ιερή αγωνία της
μέ κάτι λεπτές συγκινήσεις απ’ την εκκλησιά,
και περιμένει,
το φτερό του αγγέλου,
νά κινήσει το νερό της κολυμβήθρας του Σιλωάμ.
Τότες δυό ολόλευκα περιστέρια
μου ξέφυγαν και κάθισαν στους ώμους της.
Χάρηκα πολύ που δεν πρόφτασα να κρεμάσω την κάρτα μου στό
λαιμό τους
—που μου ‘χαν ξεφύγει.
ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ
Μ’ αυτές τις ώρες που περνούν,
μετρούμε το θάνατο,
μετρούμε το μαύρο θάνατο
ενώ βρισκόμαστε στη ζωή.
Κύριε Ελέησον.
Μας σπρώξανε τόσο άσχημα,
που νομίζουμε πως ζούμε λαθραίως
αυτές τις ώρες, τέτοιες ώρες.
Η ευλογία
της λαίμαργης χαράς,
πού τσιγκουνεύεται τ& δευτερόλεπτα,
που παίζει στη χούφτα της
τα χρυσά νομίσματα των λεπτών και των δευτερολέπτων-
αυτή η ευλογία,
μήλο ζουμερό κι ολοκόκκινο,
είναι τώρα μήλο στυφής στάχτης,
η σορός της ευτυχίας, η στάχτη της,
που την αρπάζει ή κατάρα και σημαδεύει
τα μάτια των ωρών μας.
Φεύγουν τυφλές κυνηγημένες,
ώρες μας οι φοβισμένες.
ΓΡΑΜΜΑ
Αγαπητή μου μητέρα,
H Αγάπη σου,
σε πληροφορώ
μου δυσκολεύει τη ζωή.
Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
Περπατώ στους δρόμους
με την ύπαρξή μου γραμμένη κάτω απ’ τα παπούτσια μου,
που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα.
Καμιά φορά βγάζουμε το παπούτσι μας
και το πετάμε στον αέρα,
γιατί είναι ανάγκη να παίξουμε.
Κάποια μέρα μπορεί να το χάσω μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή
μαζί με ό,τι έχει γραμμένο από κάτω.
Εσύ μου είπες να μην τα κάνω όλ’ αυτά.
Μα ακριβώς σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως δεν γίνεται
διαφορετικά.
Δεν μπορώ να σ’ ευχαριστήσω.
Η αγάπη σου με τραβά από τα μαλλιά, όταν εγώ
μάχομαι ολάκερος,
μ’ αποσπά δυνάμεις,
αυτή την κρίσιμη στιγμή,
που μόνο με μαντήλια βρεμένα στο αίμα
προσπαθούμε να δροσίσουμε το μέτωπο των ζαλισμένων μας
πεποιθήσεων.
ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ
Φέρτε μου ακόμα ένα περιστέρι,
που το πλατάγισμα των φτερούγων του
να με πασπαλίζει με χρυσόσκονη.
Φέρτε μου το ποτήρι,
που διηγείται
τους έρωτες των αιθέρων
και τα οργιά των υπογείων.
Μάς έμεινε μια μέρα.
Σ’ αυτό το κυνήγι
θα ρίξουμε τη σαΐτα μας
σ’ ό,τι επίμονα απωθήσαμε
ματώνοντας τρυφερές επιθυμίες.
Κάπελα !
Βάλει το σκούφο τον ψηλό,
το γέλιο σου το χαρωπό,
κι έλα!
Θ’ ανάψει γλέντι,
δεν έχομε αφέντη.
Τα κουμπιά των φορεμάτων μας,
αυτά τα κουμπιά της προσοχής και της εγκράτειας,
τα ορόσημα της δουλείας μας,
τις κεφαλές των καρφιών
που το καθένα τους έχει καρφωμένη μια σφαδάζουσα επιθυμία μας,
θα τα ρίξουμε σ’ ένα ποτήρι κρασί.
Είναι τόσος καιρός που θέλουμε να σχίσουμε τις φορεσιές μας,
αφού η ζωή μας ως τώρα ήταν γεμάτη επικίνδυνες υποχωρήσεις.
«’Ιδού ένας τρελός,
που θ’ αρχίσει να σκίζει τα ρούχα του»,
λέει αντίκρυ ο στωικός.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΝΩΝΥΜΗ
Μια μονάχα στιγμή απ’ αυτό το ταξίδι
μοιάζει σαν ολόκληρο ταξίδι
από κείνα που κάναμε άλλες φορές.
Τα πουλιά τ’ ουρανού εδώ
χτυπούν τις φτερούγες τους αλαλιασμένα,
οι άνθρωποι πού βημάτιζαν — τώρα τρέχουν,
και κείνοι που τρέχαν … ο Θεός
να τούς ελεήσει. Οι σεληνιακοί
λυμπούριασαν.
“Έλα, αγαπημένη, μην το παίρνεις κατάκαρδα.
Εμείς είμαστε ακόμη εφτά χρονώ.
Θα κάτσουμε στην κορφή του βουνού
και θα παίζουμε τις «πέντε πέτρες»
με πέντε αστέρια.
Η σελήνη θα γίνει η καλύτερη μας γιαγιά,
για να μας πει ένα ξωτικό παραμύθι με δράκους.
Ύστερα θα γίνει η καλύτερη μάσκα
με κείνο το πλατύ της στόμα,
για να γελάσει πρώτη με το ευχάριστο
τέλος του παραμυθιού.
Όταν το πρωί θα ‘ρτει ο ήλιος,
θα μας ξυπνήσει με το «εμβατήριο του παλιόπαιδου;
στο πείσμα της μητέρας.
Κι αυτή δε θα μας θυμώνει πια,
που θα παίζουμε όλη μέρα με τις λάσπες,
μες στις λάσπες…
πώς σε κάλεσα, αγαπημένη,
τώρα πού είμαι πάλι χωμένος μες στις λάσπες,
ξύνω τις λάσπες,
—το πουκάμισο του Κένταυρου —αγαπημένη,
περπατώ μες στις λάσπες
δεν βλέπω ένα πόδι γης χωρίς λάσπες,
το πουκάμισο του κένταυρου, αγαπημένη,
είμαι γιομάτος λάσπες
που πύρωσαν.
ΦΙΛΕ ΜΟΥ, ΦΙΛΕ ΜΟΥ
θυμάσαι, φίλε μου, φίλε μου,
πού βημάτιζες μες στο παλάτι σου
νέος, ωραίος, ευθυτενής,
που βηματίζεις μόνος μες στο παλάτι σου
μετρώντας το ρίγος της ευτυχίας σου.
Περίμενες την αγαπούλα, ώ!
μα ποιάν αγαπούλα, ώ!
Κι αυτή έρχονταν κάθε φορά που την περίμενες.
Αυτή έρχονταν κάθε φορά που την περίμενες.
Στην αφή της ένιωθες το στήθος
άξιο μονάχα βρέφους φάτνης φωτοστέφανης.
Όταν τα μάτια της έστρεφαν να σε κοιτάξουν στο πρόσωπο
σε περιέλουε με το φως της αγάπης ο Θεός
κι ήξερες πως τάγματα αγγέλων
ήταν φίλοι πιστοί.
Όταν άγγιζες τα μαλλιά της
γέμιζες μια χούφτα μαλλιών μυστήριου,
που τα μελετούσες κλωστή την κλωστή
και σου φέγγαν με φανάρια άγγελοι.
Φίλε μου, φίλε μου,
που βάδιζες ωραίος, ευθυτενής, μεριμνώντας την ευτυχία
στο παλάτι που πέταξε με τα φτερά των αγγέλων
κι αφήκε μονάχα το γήπεδο
όπου βλάστησε τώρα μια ζούγκλα,
κι ο βρυχηθμός του λιονταριού,
φίλε μου, φίλε μου,
εξακοντίζει ένα μαχαίρι εγρήγορσης,
πού κόβει τη θύμηση.
ΤΙ ΜΑΣ ΕΦΕΡΕ Ο ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ
Τα πλούτη ήτανε κλουβί.
‘Ητανε μια μικρή γυάλινη σφαίρα όπου κλείσαμε την ψυχή μας.
Μικρός ουρανός, τεχνητός.
Ημίγυμνες γυναίκες μ’ αραχνοΰφαντα,
καπνοί
ώσπου είχαμε λεφτά
βρίσκαμε διαρκώς ασχολίες, διασκεδάσεις,
μες στη γυάλινη μικρή σφαίρα.
Πως τα δέσαμε τα μάτια μας,
πράγμα που δεν ήτανε ποτέ του γούστου μας.
Γιατί ο Βικέντιος Βαν Γκογκ,
γιατί αναζήτησε τα δυστυχισμένα πρόσωπα, τ’ αυλακωμένα,
γιατί ζωγράφισε τους καρβουνοβαμμένους ανθρακωρύχους
και τα θλιμμένα παλιοπάπουτσα με τις ρυτίδες,
που τα φορούσε ο μόχτος τόσα χρόνια,
που τα ξεχαρβάλωσε η ανάγωγη γης
χαϊδεύοντάς τα με πέτρες και με χώματα
τόσα χρόνια, τόσα χρόνια.
Ο Βικέντιος
μας κουβάλησε απ’ τ’ ανθρακωρυχεία του Μπορινάζ
έναν κασμά,
να θραύσουμε τη μικρή γυάλινη σφαίρα.
ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΠΡΩΙΝΟ
Έτσι γλυκό που ‘ναι
κι αφήκαμε οπίσω,
απερίσκεπτα,
τρυφερά αισθήματα
που θα στόλιζαν τούτο τ’ ωραίο πρωινό
γαρουφαλλιές, τριανταφυλλιές,
τα παρεθύρια της μοναξιάς μου.
Κι εσύ κλείδωσες
με τ’ αδυσώπητο κλειδί της λογικής
την καρδιά σου.
Προχώρησες
ασφαλής μέσ’ απ’ τα φαράγγια
περιφρονώντας αμείλικτα
τις βιολέττες και τα αισθήματα μας
φυτεμένα στην άκρη του γκρεμού.
Τούτο το γλυκό πρωινό
παθαίνεται να στολιστεί.
Να μάζευες τις βιολέττες
ν’ άφηνα να μεγαλώσουν απαλά αισθήματα
Θα στολίζαμε τα παρεθύρια
της μοναξιάς μας
τούτο το γλυκό πρωινό
π’ ακούω φτερουγίσματα αγγέλων
πού γυρεύουν που να καθίσουν.
—θα τους δεχόμαστε.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Ή Εύα
πέταξε και το τελευταίο φύλλο συκής
κι ένας σάτυρος
τη γαργαλάει δημοσίως.
Ο όφις
χτυπιέται στο χώμα απελπισμένος
που δεν μπορεί να σκαρφιστεί
ένα καινούριο αμάρτημα.
Τί θα γίνει τώρα που ο λαγός
συνάντησε τους πρώτους βάτραχους
πού στέκουνε μπροστά του ατρόμητοι?
ΟΙ ΝΕΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ
Κάτι μουγκρίζει πάλι από πολύ βαθιά
πάλι κάτι μουγκρίζει
και σηκώνει και ραγίζει το φλοιό της γης
πάλιν ένα άγριο ένστιχτο
πάει να σκίσει τη μάσκα μου.
Κι αν ραγίσει η γης
θα ξαναμελετήσουμε Γεωγραφία
(Κλείσαμε βιαστικά τα βιβλία
και ξεσκολίσαμε λαθραίως) .
Πάλι μουγκρίζει ένα θηρίο μέσα στο δάσος
πάλι μάς ξαναφέρνει στο νου
πως ο τόπος που περιποιηθήκαμε
τον λέγαμε ο «κήπος μας» ο κήπος
είναι ζούγκλα. Θα πηδήσουμε απάνω στα δέντρα
σαν τους πιθήκους.
Θα στραφούμε υστέρα στον κήπο
κι η καρδιά μας θα κλαίει
τη ντροπιασμένη περιπέτεια
των πιθήκων,
ΚΑΤΑΡΑ
Σ’ αυτό το χωράφι φυτέψαμε τους σπόρους των ελπίδων
και τους είδαμε όλους να σαπίζουν έναν ένα.
Οι σκελετοί αμαρτωλών προγόνων
άφυλλα δέντρα
πού σκουντουφλά το κεφάλι μου στο σκοτάδι.
Σκοτάδι. Όπου και να περπατήσω
τρικλίζω, χτυπώ, πληγώνομαι
επάνω στ’ άφυλλα δέντρα του σκοτεινού αυτού χωραφιού
στους σκελετούς πανάρχαιων αμαρτωλών προγόνων.
Όπου και να περπατήσω
το χέρι ενός σκελετού
στάζει μια κατάρα απάνω στο κεφάλι μου.
ΠΩΣ ΜΙΛΗΣΕ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΡΙΝ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ
Εδώ φυτέψαμε τους σπόρους των ονείρων μας
και περιμένουμε βροχή και ήλιο.
Να δεις:
Σα θα ριζοβολάνε τα όνειρά μας
στη βροχή και τον ήλιο
στον ήλιο και τη βροχή
ο Θεός θα προβάλει ένα χαρούμενο πρόσωπο
φορώντας τη γιρλάντα τ’ ουράνιου τόξου
κι η καρδιά μας θ’ αντανακλά
όλους τους ιριδισμούς
της ευτυχίας.
ΕΠΕΤΕΙΟΣ
Ρόδα πού άνθισαν
απάνω στις όχθες των γκρεμών
λαμπρά.
Λέγαμε: «Αύριο
θα ‘ναι δικά μας
θα ροβολάμε στις βουνοκορφές
και θα μας αγαπάει ο κόσμος».
Πρόθυμη η καρδιά κι η ψυχή μας.
Στα μονοπάτια κατατσακιστήκαμε.
Άνθρωποι μπερδεύονταν στα πόδια μας
χωρίς να εννοούμε την πολιτική τους.
Προς το παρόν κρατιόμαστε από κάτι χαμόκλαδα
στις πλαγιές των βουνών
και κάτω στα πόδια μας
ένα χάος μας φοβερίζει.. (Θα πέσεις) .
Έχω δυό χέρια ματωμένα
και δεν έχω ένα Θεό να τα δείξω.
Έχασα το Θεό μου τόσο άδοξα
όταν ο ίδιος
δεν μπόρεσε να πιαστεί από τα χαμόκλαδα
κι έσκασε πέφτοντας
Αφήνοντας
μια προσευχή
να μαραζώνει στην καρδιά μου.
ΜΝΗΜΗ
Έλα να πάμε στην άλλη περιοχή.
Αύτη την περιοχή τη βαρεθήκαμε.
Εδώ προσφέραμε όξος σ’ εκείνους πού μας ζήτησαν νερό
και σα ζητήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ψυχή μας,
ένα λευκό σεντόνι βρεγμένο στα δάκρυα,
στον ήλιο, στον αέρα να στεγνώσει,
μας πρόσφεραν αγκαθωτό συρματόπλεγμα,
πού μας τρυπούσε.
Την απλώσαμε
και σεις κι εγώ.
Κι ήρθαν τότες και κάθισαν απάνω
και κλάψανε και ξαναβρέξανε την ψυχή μας
κάτι ξωτικά πουλιά
που ‘χαν φωλιές μέσα στα όνειρα μας
—τα όνειρα μας, γυναίκες ντροπιασμένες, φοβισμένες
που ‘καναν εκτρώσεις όπου λάχαινε
στα κατσάβραχα, στους δρόμους, παντού.
ΣΤΙΓΜΗ ΑΓΑΠΗΣ
Άμα νιώθω
την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
ζωντανεύουν τα περιστέρια πού ‘θρεψα παιδί
δίνοντας τους σπόρους αθωότητας μες στη φούχτα μου.
Ξυπνούν
και μου φέρνουν μηνύματα στα τρυφερά τους ράμφη,
ζει ο βασιλιάς ‘Αλέξανδρος, ζει.
Άμα νιώθω την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
βλέπω το χέρι της μάνας μου,
που στη φούχτα της φωσφορίζουν τα γράμματα της βίβλου,
να μου ανασταίνει ξανά
το θεό που πέθανε.
Είναι μες στην καρδιά μου η αγάπη σου
όταν πέφτει μέσ’ απ’ τα χέρια μου
το ληστρικό μαχαίρι
και μου καρφώνει το πόδι.
Τότες
μπορώ να μεταφράσω στην Ελληνική γλώσσα
το βέλασμα των αρνιών
πού ρημάξαμε την άλλη φορά.
ΕYΔΟΚΙΑ
Κάτσαμε aνακούρκουδα
σε μια πλατεία της Κανά
περιμένοντας
τον Ασύγκριτο αλήτη, τον παλιό μας φίλο,
το γλυκό παιδί.
Γιομίσαμε τις -στάμνες μας νερό
κι ήπιαμε κρασί
και κάναμε το πανηγύρι.
Οι στάμνες τώρα
σημαδεμένες με δυο κόκκαλα χιαστά
και νεκροκεφαλή κορώνα, πένθιμες
μaς φοβερίζουν ακόμα
οι στάμνες με το ουράνιο
το νέο θαύμα όμως…
Όμως υπάρχουν οι αλκοολικοί της χαράς !
Υπάρχουν οι αλκοολικοί της χαράς. ”Α!
Καλπάστε αλόγατα,
καλπάστε λεβέντες!
Άμα σας βλέπω ορμητικούς και γενναίους
να σπέρνετε στην πλάση
χουφτιές —- χουφτιές το γέλιο —
παρελάστε λεβέντες!
Άμα γελάσει τούτη η γης
τούτη η ρυτιδωμένη η αιματωμένη γης άμα γελάσει
λεβέντες, λεβέντες,
θ’ Ανοίξει την καρδιά της
σκορπώντας πυροτεχνήματα
μέσ’ απ’ τούς κρατήρες τρελλών ηφαιστείων.
Καλπάστε, λεβέντες, καλπάστε.
Όταν διασπάσουμε το λιβάνι,
σα διασπάσουμε το λιβάνι της προσευχής μας,
θα φτάσει τα ρουθούνια του θεού
που θα προβάλει μεθυσμένος χαρά
σταματώντας μεσοστρατίς τους κεραυνούς
τα μπουμπουνητά θα σκάσουν στα γέλια
και θα ξεχάσει ανοιχτά
τα επουράνια.
—Τότες, Ρηνούλα,
ζήτηξε ό,τι ποθείς.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Αν πασπατεύεις συνεχώς
το μίτο της Αριάδνης
Αν γουρλώνεις τα μάτια συνεχώς
απάνω στο μίτο της ‘Αριάδνης,
καλός ο σκοπός,
μα μπορεί να χάσεις την όράση,
μπορεί ν’ αλληθωρίσεις.
Να τον αφήσεις για μια στιγμή
το μίτο της Αριάδνης.
Σε μια λακκούβα εδώ στο λαβύρινθο
σε περιμένει, η αρραβωνιαστικιά σου να παίξεις
κι’ ένα σαπφείρι χαμογελάει στα τοιχώματα.
Μπορεί η αρραβωνιαστικιά σου να ‘ναι η Αριάδνη.
Κοίταξε σου λέω παλαβούλιακα,
μπορεί το στόμιο του λαβύρινθου
να βρίσκεται απάνω της.
Πρόσεξε,
αύριο θα σε κοροϊδεύουν τα παλιόπαιδα
π’ αφουγκράζονται
π’ ακούνε τη φωνή της γης πολύ γνήσια
πολύ πιο καλά ‘πο σένα.
Να φτάσεις αν είναι να φτάσεις
και να ‘ναι ο κόρφος σου γεμάτος
ανθούς λεμονιάς
και γρατζουνίσματα της αρραβωνιαστικιάς σου.
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕΣ
Τη μέρα πού έφυγες
δεν μάραναν τα γιασεμιά— ζωντάνεψαν πιο πολύ.
Η ροδιά του κήπου μας έτριψε τα μάτια στις δυο μετά τα μεσάνυχτα
κι όταν ξυπνήσαμε με το πρωί
μια πνοή πιο γλυκιά απ’ το γιασεμί
μια μορφή πιο λαμπρή απ’ τον ανθό της ροδιάς
έφεγγε και δονούσε την Κύπρο.
Κόκκινη γραβάτα. Η άνοιξη
ξεφυσά μέσ’ απ’ το πρόσωπο.
Δυό μεγάλα μάτια ερευνούν
για να δείξουν το δρόμο στην καλοσύνη.
Ένα άγαλμα που το σκάλιζες με προσοχή
νύχτα και μέρα
ένα άγαλμα που του φυσούσες ψυχή
νύχτα και μέρα
ζωντάνεψε τόσο πολύ
πού στις δυο μετά τα μεσάνυχτα
έγινε επικίνδυνο και τρομερό.
«Ούτος ανακρίνεται».
Θα σας πει πώς αγαπάει τον τόπο του.
Είναι τόπακας
σαν τα μάρμαρα της Σαλαμίνας
σαν τα πουλιά των αγρών μας —
γραμματικός του Απόστολου Βαρνάβα.
«Ούτος ανακρίνεται».
Ανακριτές με ανύπαρκτη όσφρηση
ανακρίνουν τα γιασεμιά.
Ανακριτές χωρίς δράση κρατάν
τη ζουγραφιά της ψυχής που μιλεί και δονεί.
Πού μιλεί και δονεί και κρατάει ψηλά το τριαντάφυλλο
μυρωμένη
λαμπρή
την ψυχή της Κύπρος ψηλά.
Ό Άης Γιώργης ζωντάνεψε.
Καρτερούμε να σηκωθεί η Αλυκή της Λάρνακας
πάλλευκη
σαν τα πανιά της ψυχής μας
να κυματίσει
στον γαλάζιο ενθουσιασμό μας.
Να ‘ρθει η Αφροδίτη από την Πάφο
με μέλη ουδέτερα για πέντε λεπτά, για ένα χρόνο, για δέκα χρόνια
να εποπτεύει τις βάρδιες.
Ο Ονήσιλος κι ο Διγενής
γέμισαν τον αέρα κλαγγές.
0ι πορτοκαλιές του Βαρωσιού
χορεύουν στον αέρα.
σημαδεύουν με τα πορτοκάλια τους απάνω σε κεφάλια
κι είναι φαρμάκι ο χυμός τους
για πέντε λεπτά, για ένα χρόνο, για δέκα χρόνια.
Ο πύργος του Οθέλλου
περιοδεύει την Κύπρο κραυγαλέος:
«Welcome to Cyprus
goats and monkeys!».
Περίεργο. Την ημέρα πού έφυγες
νιώσαμε πιο πολύ την παρουσία σου.
Απ’ την ημέρα που έφυγες
γέμισαν οι κάμαρές μας
γέμισαν οι δρόμοι
γέμισε η ατμόσφαιρα:
τόπο — Κύπρο — πατρίδα — πνοή — τρέλα — χορό,
αγάπη στο χώμα μας
αγάπη στα δένδρα μας
αγάπη στον ουρανό μας, στον αέρα μας,
στον άνθρωπο πού 5χε κρυμμένο τον εαυτό του χρόνια και χρονιά.
Δέξου για την ώρα το χαιρετισμό μας.
Ωσότου βλέπουμε το τριαντάφυλλο που κρατάς ψηλά
όσο να μας τραβήξει το τριαντάφυλλο που ψηλά κρατάς
μέχρι το σύνορο του ελεύθερου άνθρωπου
ώσπου να γίνουν οι ψυχές μας πέταλα στο τριαντάφυλλο
πού ψηλά κρατάς
δέξου το χαιρετισμό μας.
ΤΑ ΔΥΟ ΒΟΥΝΑ (1963)
ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ
Στο παλιό μου σπίτι
απλώνουνταν μπροστά μου η θάλασσα
πνοή ασυδοσίας στα στήθια μου
ξεφυλλίζοντας ονειροκρίτες.
Τώρα
σκληρά βουνά
κόβουνε την όραση
όνειρα περικυκλωμένα.
Το άλογο
χλιμιντράει ξανά
οπλή και φλόγα.
Καβαλάρης
απάνω στις βουνοκορφές
αντηλιά στην απαλάμη
γυρεύει την ίδια τη θάλασσα
-δεν μπορώ να ζήσω
χωρίς πέντε καράβια στις ακτές μου
πανέτοιμα κι αστραφτερά.
ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Γαλήνη, σαν λάδι η θάλασσα.
Και συ σκόρπισες φύλλα τριαντάφυλλα
και χαμόγελα συγκινημένα στην επιφάνεια.
Είναι ανάγκη στο λιμάνι της αναχώρησης
να κρατάω τη γαλήνη της Αξιοπρέπειας.
Δεν κράτησα μέσα στα χέρια, μου από σένα
τίποτε από το ποτάμι πού κύλησε
εχτός από κείνα που μπορούν να διαβάσουν οι γύφτισσες.
Δεν με ικανοποιεί ούτε με ξελαφρώνει τούτη η γαλήνη.
Ακούω τη θάλασσα να μουγκρίζει στό βάθος
είν’ ένα θηρίο πού μουγκρίζει στο βάθος
που βλέπει με κοκκινισμένα μάτια
τη γαλήνη και τα χαμόγελα και τα τριαντάφυλλα και την κοροϊδία.
Είναι μια θάλασσα έτοιμη ν’ Ανοίξει μεγάλα στόματα
να καταπιεί το καράβι σου και σένα.
Στους κάμπους πέρα μπολιάζουν αγριόδεντρα.
για να καρπίσουν ήμερα. ’Έχω μιαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μες στην ψυχή μου
κι όμως Ακούω τις ρίζες της καμιά φορά να τριζολογάν
βρυχηθμούς ζούγκλας. Ηρέμησε
καταραμένη
θάλασσα.
ΑΓΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ
Ραγδαία ευτυχία
πότισε την ψυχή
όταν ο πειρασμός του κορμιού σου
σχίζοντας πέπλα αιώνων
αυτομολούσε σ’ αχαλίνωτα δάχτυλα.
Ένας -φελλός αγέρας
κρέμασε τα πέπλα και τις πορφύρες στα κατάρτια της θάλασσας
και τα σκαμπανεβάζει σφυρίζοντας
πελαγίσια τραγούδια.
Και προχωρήσαμε βαθιά βαθιά
και ξέσπασε ο κανονικός σεισμός
κι ανοίξανε τα έγκατα της γης μου
κι ανέβηκε πιτσικλισμένος από λάβα
αγριωπός λεβέντης ο γιός μου ο Ιλαρίων
φορτωμένος βουνά και δέντρα στους ώμους του
να χαιρετά κατά το βοριά τη θάλασσα
να μάς βλέπει μικρούς κατά τη Λευκωσία
και να χωράει στην αγκαλιά του τον ουρανό.
ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Πήραν την πόλη πήραν την
μου πήρανε τα χέρια
πήραν κι άπ’ την Αγιά Σοφία
τα δυό μου περιστέρια.
Ο αρχηγός τους
πρώτα πρώτα
κατούρησε μέσα ατό δισκοπότηρο.
Είναι αυτός ο ίδιος θεομπαίχτης που προσευχήθηκε μετά
και κοινώνησε τους πιστούς του
άπ’ το κάτουρό του. Αυτοί
ήταν ο οχλος που γρύλλισε.
Κι οι ποιητές
μην έχοντας η καρδιά τους φωνή
χαϊδεύανε την κοιλιά
και το γουργουρητό
του χωριού τους.
Αλλά εγώ πίστευα σε σένα.
Εγώ πίστευα στη σπίθα
μέσα στην καρδιά του ποιητή.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή της φωτιάς.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή πού φωνάζει
στον ποιητή πού κατεβαίνει στο καλντερίμι
στον ποιητή πού μιλάει στα πλήθη.
—Πήραν την, πήραν, πήραν την.
Κι ένα πουλί
χλωμό πουλί
μυρολογάει και λέει
«Θουκή μου, Ορέστη μου».
Ζήτησα σύμμαχο κι ήρθε η απάντηση:
«Κανείς». Και στράφηκε ο Αντίλαλος
να τα σκεπάσει όλα μαύρα πέρα ως πέρα.
Και τότες
κατάμονος
μέσα στην Απέραντη ερημιά
γονάτισα στη γη μου
και της ορκίστηκα ακόμη μια φαρά:
«Εγώ θα πιστεύω».
Σήκωσα τά μάτια ψηλά
κι είδα τον Μαχαιρά να στέκει ακόμη γερά στα πόδια του
και ν’ ανεμίζει μια πυροκαμένη κορυφή.
ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Καφτά
τα σπέρματα του Οιδίποδα
πέφτουνε άπ’ τη μήτρα της μάνας του
και του εκμηδενίζουν την ψυχή.
Καφτά επιστρέφουν τα σπέρματα του Οιδίποδα
μέσ’ άπ’ τη μήτρα της μάνας του
και του τρελαίνουν την ψυχή.
Ό θάνατός μας δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα.
Για τίμημα δεν ήτανε αρκετή η ζωή μας.
Και στρέφονται καφτά τα σπέρματα του Οιδίποδα
μέσ’ άπ’ τη μήτρα της μάνας του
και του τυφλώνουν την ψυχή.
Ό ήλιος παίζει
τις χρυσές αχτίδες του
απάνω στα παντζούρια.
Η ζωή δεν επένθησε.
Η ζωή, με μιαν άλλη σοφία,
θρασύτατη
φουντώνει τριανταφυλλιές
στα πονεμένα του αχνάρια.
Κι ένας βασιλιάς —- τί βασιλιάς! —
να ζητιανεύει για ένα άσυλο
τυφλός.
’Αλλά επιτέλους εστάθης.
Ολόρθος.
Ένας.
Ακέριος.
Μοναδικός
μπροστά στη ζωή τη μία την ολόκληρη
Και τούτη τη στιγμή
πατέρα κι αδελφέ μου και γιέ μου
(υιέ μου Οιδίποδα!)
σε βλέπω ν’ ανοίγεις τα δυο μεγάλα
τα δυό πανέμορφα μάτια σου
και να με κοιτάζεις
με το πιο γαλήνιο
το πιο ,καθάριο φως του κόσμου.
ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Αυτή με τραβούσε απ’ τα μαλλιά.
Εσείς δεθήκατε
πέτρες στο λαιμό μου.
Μα που θα με πάτε
που θα με βυθίσετε. – Ο βυθός
του πόνου
ο βυθός της δικής μου θάλασσας
είναι γιομάτος μαργαριτάρια
και πολύτιμες πέτρες.
ΚΑΤΑΘΕΣΗ (1975)
ΩΔΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟ ΤΟΥΡΚΑΚΙ
Stetson !
You who were with me in the ships at Mylae!
That corpse you planted last year in your garden,
Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
T. S. ELIOT, «Ή Έρημη Χώρα».
Αυτός ο κάμπος π’ απλώνεται μπροστά μου καταπράσινος
στολισμένος με το κίτρινο της μαργαρίτας
με το κόκκινο της παπαρούνας
με το χαμόγελο της βιολέτας
αυτός ο κάμπος
ανοιχτός κάτω απ’ τις θερμές
αχτίνες του ήλιου φωτεινές
αυτός ο κάμπος
πού μ’ ένα χάδι απαλό
δείχνει στην ψυχή μας το δρόμο της άνοιξης
α αυτό τον κάμπο
πού δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο πού δοξάζει το σώμα
και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο
κείτεται
σκοτωμένο
ένα Τουρκάκι.
Ένα συσπασμένο πρόσωπο
κομμένο απάνω στον πόνο,
ανάγλυφη
ανήλικη μάσκα
κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά
αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός
μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης
για να ρωτά
αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας
για να ρωτά
ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι.
Ζεσταίνει ήλιος τις ρίζες και το χώμα.
Ξεχειλίζει η αγάπη σαν δροσούλα
μες απ’ τα φύλλα και τούς ανθούς της ψυχής του ανθρώπου
μέσα στην ανοιχτή ειλικρίνεια του κάμπου
και μια ανάγλυφη τρομερή μάσκα ενός παιδιού
κάτω απ’ το πολύ του ήλιου το φως
κινάει τα χείλη
και μιλεί: «Ευχαριστώ.
Με φέρατε σ’ αυτό το δρόμο.
Με φέρατε α’ αυτό το τέλος. Ευχαριστώ σας
δικούς και ξένους».
Γή μου! Κοίμησέ τον γλυκά,
νανούρισε τον. Για σένα
ή φωνή του ποιητή
ρωτάει και πάλι εφέτος
τούς εμπόρους των πετρελαίων
και τούς αποικιστές των πτωμάτων,
ρωτάει τον Στέτσον:
«Το κουφάρι που εφύτεψες πέρσι μέσα στον κήπο σου
άρχισε να βλαστάει, θ’ ανθίσει εφέτος;»
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΟΧΕΝΤΡΕΣ
Εμείς οι όχεντρες
έχουμε από δυο δόντια με δηλητήριο.
Όταν αποφασίσαμε
να κάνουμε επιτέλους μια κοινωνία ανθρώπων
αρέσαμε να βγάλει ο καθένας μας
να τα πετάξει
τα δυό του δόντια.
Πέρασε καιρός
σε ανακατατάξεις και προσαρμογές
αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ανακαλύψαμε πώς η καθεμιά όχεντρα
είχε πια
και τρία και τέσσερα δόντια με δηλητήριο.
Οι υπόλοιπες
όσες τούς κλέψανε τα δόντια
χαθήκανε.
Είπα στον μπάρμπα
άλλη φορά, αν ξαναποφασίσουμε,
να πάρει ο ίδιος τα δόντια
να τα εξαφανίσει εκ του ασφαλούς.
Έστω κι αν τον πούνε αντεθνικό, χιλιαστή,
ή .με άλλο αποτρόπαιο όνομα
οι όχεντρες.
ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΙΜΑΧΟ
Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης
όπως τον Ριμαχό
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
απ ‘όπου διάβηκε η αγαπημένη του
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.
Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά.
Γεμάτα χαρά.
Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
για να υπερασπίσει το χώμα απ ‘όπου διάβηκε η αγάπη του.
Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό
ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό
να υπερασπίσει τούτα τα χώματα.
Ριμαχό/ Ριμάκο/ Ριμακό: φανταστικό πρόσωπο με
πολλαπλούς συμβολισμούς, που εισήγαγε στην κυπριακή
ποίηση ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης (στη συλλογή Το αγ-
γείο με τα σχήματα, 1973) και στη συνέχεια αξιοποίησαν
και ανασημασιοδότησαν και άλλοι ποιητές, μεταξύ των
οποίων ο Παντελής Μηχανικός και ο Κώστας Βασιλείου
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Γυμνή
με τα μαλλιά σου καψαλισμένα
σε βλέπω να ρίχνεσαι στη θάλασσα
και πάεις.
Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό.
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με τον βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή.
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας πολύν καιρό
στα ερείπια και στα χαλάσματα
στα καμένα χορτάρια
δεν μπορούσες να μείνεις
εκεί όπου ο Άρης φτύνοντας αφρούς και αίμα εφώναζε
Εφιάλτη, Εφιάλτη, πού είσαι Εφιάλτη
και
(ποιος να το φανταστεί)
ήτανε φίλος του Εφιάλτη. Φίλος του.
– Τότες η γη μας εξέρασε τα σπλάχνα της.
Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Απελπισμένη
ερίχτηκες από την Πέτρα του Ρωμιού πίσω στη θάλασσα
και χάθηκες – ποια ψάρια
ποια κήτη
ποια τέρατα σμίγοντας
ω, κόρη μου, σε ποιους γιαλούς
σε ποιους βυθούς,
θεά μου.
ΟΝΗΣΙΛΟΣ
Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο
ολοζώντανος.
Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:
ένα καύκαλο
―το δικό του κρανίο―
γεμάτο μέλισσες.
Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.
Κ’ έγειρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.
ΙΤΕ
Και τι περιμένεις από ανθρώπους
που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους
και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους.
Απαθώς
τότε
κι απαθώς
σήμερα
ζητάνε απλώς
διαζύγιο.
Τέτοιοι ρουφιάνοι
δεν μπορούν να πολεμήσουν για τίποτε.
ΑΓΩΓΗ
Τον έβλεπα συχνά
πού οδηγούσε τη γυναίκα του
στα ιδιαίτερα τού Κομισάριου
για να εξασφαλίσει μια προαγωγή.
Κάτι, τέτοια
ήταν συνήθειες του καιρού μας
και δεν έδωσα ιδιαίτερη προσοχή
σ’ ένα ζήτημα ρουτίνας.
Μια μέρα που τον έβλεπα
να παίρνει τη γυναίκα του στον Κομισάριο
λέω
κοίταξε τί άνθρωπος!
Όταν το σκέφθηκα για λίγο
πείσθηκα πώς άνθρωπος δεν ήτανε αυτός.
Κι έτσι ή φύσις
μπορούσε να μένει ήσυχη.
Κι όμως η φύσις ανησυχούσε.
Κι έλεγες πώς μέ τον καιρό αυτός ο παλιοκερατάς
θα γίνει διχτάτορας εδώ μέσα.
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
Λίγες οι βροχές και τα χιόνια
που πέρασαν από πάνω του, λίγα τον έμαθαν.
Λίγος ο ήλιος πού πέρασε από πάνω του,
λίγος ο αέρας, λίγη η άνοιξη.
Οι αλεπούδες και οι λύκοι
που έκρυβε μέσα του
παίζοντας κρυφτούλι ή συμμοριτοπόλεμο
με τους θεσμούς και τους νόμους,
επέζησαν με ακμή.
Λίγος ο ήλιος που τον έκαψε.
Λίγη η άνοιξη που τον δρόσισε.
Λίγος ο Θεός που μπήκε μέσα του.
Τώρα,
πάρτε τον.
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕΣ
Δεν έρχονται δεν έρχονται
δεν έρχονται τα πουλιά που περόνες.
Στον άδειο χώρο
στον τόπο της απουσίας τους
λέγε, τι βλέπεις
δείξε τί βλέπεις, μάγισσα.
Τα πουλιά δεν ήρθανε.
Δυνατοί άνεμοι
Τ’ αλλαξοδρόμησαν
κι ένας σατανάς χλιμιντρίζοντας
κατρακυλάει πολύχρωμος
κρατώντας απάνω σε ξόβεργα
όλα τα πουλιά
που περίμενες.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ
Την Κυριακή
στις 10 η ώρα το πρωί
θα πετάξει το χρωματιστό μπαλόνι
απ’ τον περίβολο της Καθεδράλας
ως εκ τούτου
καλείται ο λαός να διαδηλώσει τα αισθήματα του
και θα Επακολουθήσει συλλαλητήριο.
Καθισμένος στο πλακόστρωτο
ό Ιωσήφ έτριβε την κοιλιά της Μαγδαληνής
ήταν περίλυπος και της μιλούσε
έκαμα όλη την υπομονή, Μαγδαληνή,
για να γεννήσεις και συ κατιτί
Αλλά επρόλαβαν τον Άγγελον εξ ουρανού
Τούρκοι βιασταί
ετρέξαμε για εκτρώσεις
και δεν θα γεννήσεις πια τίποτα.
Περνώντας από κει ο Ριμάχο επόνεσε
κι εσκέφθηκε πως μάταια κάθεται ακόμη
ο Ιωσήφ στο πλακόστρωτο.
Οι έμποροι κρατούν τον οίκο του πατρός μου.
Τα σπήλαια οι ληστές.
Κι αν βάλουν πάλι το λαό να κάνει συλλαλητήριο
για το χρωματιστό μπαλόνι
σημαίνει πώς ο λαός προετοιμάζεται.
Γυμνάζεται.
Καθοδηγείται.
Δουλεύεται.
Εκμαυλίζεται.
Για να δεχθεί
και πάλιν
ντόπιους ή ξένους
ταχύτερους του ουρανίου Αγγέλου
επιβήτορες.
ΔΙΑΒΑΤΗΣ
Ένας άνθρωπος περπατά.
Η στράτα τον οδηγά.
Δεν έφτιαξε αυτός τη στράτα.
Μήτε χαλίκι δεν έβαλε.
Τον έφτιαξε η πολεοδομία
για να τελειώνουμε πια
μέ τούς ουρανοβάτες αγγέλους.
—Εμείς περπατάμε στη γη.
Ένας άνθρωπος
σκουντουφλά, προχωρεί.
Χτυπιέται, τρεκλίζει, προσπαθεί.
—Ή στράτα τον οδηγά
.
Αν είναι άγγελος στην ψυχή σου
μπορείς να κλάψεις, διαβάτη.
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ
Ο Οδυσσέας δεμένος κάτω απ’ τον τράγο.
(Διόλου, βέβαια, ποιητική η εικόνα).
Βρισκόμαστε στο σπήλαιο
κι ο θάνατος στέκει στην πόρτα.
Το χτυποκάρδι θα περάσει
κάτω απ’ το ψηλαφητό
του Πολύφημου.
«Κριάρι μου,
θα σου φτιάξω χρυσά κέρατα
να βατεύεις με την πρεπούμενη λαμπρότητα
τις προβατίνες του Πολύφημου
Τώρα όμως
τέντωσε το στιβαρό κορμί σου
και βγάλε με έξω απ’ την πόρτα του θανάτου.
Θεόστραβος ο Πολύφημος δεν βλέπει φως
κι ο ήλιος λάμπει έξω απ’ τη σπηλιά.
Εκεί
θα σε φιλήσω στο κούτελο
και θα σου χαϊδέψω τ’ αχαμνά».
Είπε, και τραβώντας μια δυνατή τσιμπιά
στα πισινά του κριαριού
ο Οδυσσέας προχώρησε
για ζωή ή θάνατο.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ
ΕΝΑΣ ΑΗΤΟΣ ΠΕΘΑΝΕ
Στο δάσκαλο μου Κ. Π. Χατζηιωάννου
Δεν θά κλάψουμε τον αητό που πέθανε
υπάρχουν τόσο: άλλο: αητοί
κι εξ άλλου, ως γνωστόν,
παιάνες μονάχα αρμόζουν στη θανή του.
Ό δείχτης του χεριού μου
έγινε κάποτε ατσαλένιο κοντύλι
έδειξε κατά κάπου,
κι έκραξα το μεγάλο λόγο
της ψυχής μου.
Υπάρχουν κι άλλοι αητοί,
που θα ’ρτουν να καθίσουν στην αυλή μας.
Πίνουμε όλοι
απ’ το νερό της ζωής, που τρέχει
και δυναμώνει τις ιδιοτροπίες μας.
Τ’ αγιασμένο νερό,
που θ’ αλλάξει τους οργανισμούς
και θα βγάλει μόνον άνθη,
δεν θα ’ρτει
και δεν το περιμένουμε.
Μια στάση, δυό πόδια πίσω,
αητός, μάνα μ’ αητός καθότανε.
Κάθε πρωί
μια ρόδινη αυγή μπαίνει στην ψυχή μου,
της δίνει χρώμα,
της λέει λόγια γλυκά,
πώς αυτή κάθε μέρα ξαναγεννιέται,
και της λέει κρυφοκουβέντες για τον ήλιο.
ΘΑ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ;
Ταξιδέψαμε τόσο πολύ μες στην ακινησία.
Τα πανιά τυλιγμένα, ολόσκονα.
Οι ιστοί είναι ολόρθοι ακόμα
μα η ψυχή τους – μαρασμένη καμπούρα.
Ένας μαρμαρωμένος ναύτης – άγαλμα
αιγυπτιακό μ’ αρχαία γένια.
Η θάλασσα αφρίζει
γλύφει το καράβι
γυναίκα ηδονόπαθη μ’ όλα τα κόλπα
σειρήνα –
Είναι δεμένος ακόμα ο Οδυσσέας,
που δεν ταξίδεψε.
Ο μικρός Οδυσσέας σπουδάζει ακόμα, σπουδάζει.
Ακόμα δεν είναι καιρός, λέει,
θέλει να σπουδάσει στην εντέλεια καπετάνιος,
να εξετάσει πολύ καλά το σκαρί.
Η σιγουράδα του να ‘ναι σκαρί τέλειο.
Ετσι που ν’ αγωνιστεί χωρίς σχισμές,
χωρίς πληγές,
να ‘ναι ολοκληρωμένος, ίσος με τον εαυτό του.
Χωρίς ταξίδια όμως, πώς μπορεί να ολοκληρωθεί;
Δεν θα ‘ναι ο θάνατος η τελευταία γνώση της ολοκλήρωσής του;
-Σήμερα σκέφτεται να ξεκινήσει ο μικρός Οδυσσέας.
ΚΡΙΤΗΣ
Σαν είδαμε τούς μεγάλους βράχους να κάνουν τούμπες,
τη θάλασσα να ξεχνά τους νόμους της γήινης έλξης,
είπαμε,
είναι κι αυτό μια νόστιμη εμπειρία.
Τα ζωύφια κρατούσανε πιστά την τροχιά τους,
τύφλα από υπακοή.
Είπαμε,
κάπου πρέπει να στήσουμε μια βάση
να ξεκινήσουμε τα δικά μας τρεχαντήρια,
κι είπαμε
να μην ακούσουμε πια τις γνώμες κανενός
— τί γνώμες είν’ αυτές που δεν έχουν καμιά σταθερή βάση,
αφού όλα είναι σεισμός εδώ τώρα
και κατακλυσμοί —
κι είπαμε τότες
πως κι ή δική μας η κίνηση θα ’χει κάποια σχετική άξια.
Εδώ θα τρέξουν δρομείς,
θα τρέξουν τρεχαντήρια,
εκείνος που θα κρίνει τώρα
μπορεί να στηρίζεται σε βράχο.
Βράχο απ’ αυτούς που ΄δαμε, αναπάντεχα,
να κάνουν τούμπες.
Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ
Σκόρπισες τόσες κούκλες τόσα παιχνίδια
Εσύ
Ο άνθρωπος του μαστιγίου.
Εσύ που ξέρεις πώς ο δρόμος σου
και ο δρόμος μας
είναι πνιγμένος στα καρφιά και στα ζιζάνια.
Εδώ,
σ’ αυτό το δρόμο
εσύ σκόρπισες κούκλες και παιχνίδια κι ‘Αι – Βασίληδες
Νιώθω πού δεν φύλαξες ένα παιχνιδάκι
έναν Αι Βασίλη για λόγου σου.
Νιώθω
πώς βάρεσες ακόμα πιο οδυνηρά το κορμί σου
γιατί στον ανήλεο και αδέκαστο δρόμο
δέχτηκες την καθυστέρηση μιας αργίας.
Σκόρπισες τις κούκλες και τούς ‘Αι – Βασίληδες.
άδειασες τα χέρια
και σκέπασες το ματωμένο σου πρόσωπο.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ 1974
Αναδύθηκες γυμνή
κι όλου του κόσμου ο νους
πάει
στην ωραία γύμνια σου.
Δρόσο
στάλα τη στάλα
πέφτει στην καρδιά μου
από το σώμα σου.
Όμως τώρα βλέπω
μες απ τα μάτια σου
ασίγαστο το γλυκό σου χαμόγελο
ριζωμένο στους αιώνες
ριζωμένο στο μύθο πριν άπ’ τους αιώνες
γλυκό σαν λάδι
σίγουρη παρηγόρηση
άσβηστο το χαμόγελό σου.
Χτες σε περιμαζέψαμε μες απ’ τα ερείπια.
Όχι, δεν βγήκες τούτη τη φορά απ ‘ τη θάλασσα.
Μες απ τα χαλάσματα σε περιμαζέψαμε.
Στα μεριά σου ήτανε ακόμη, μαυρίλες από βόμβα
ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ
Ο Οδυσσέας μάς έδειχνε το δρόμο.
Λυτός μας έστειλε στης Κίρκης.
Μ’ όλα τα κάλλη και τις μαγείες της
η Κίρκη ήταν γυναίκα ελαφρή στο βάθος.
Ήτανε παθολογικός ο εγωισμός της
—κι ο σπόρος του θανάτου παραμονεύει σε κάθε ελάττωμα.
Άγγιξε τόσο εύκολα με το ραβδί της
τους σύντροφους του Οδυσσέα.
Κι έκανε το σπιτικό της μια μάντρα από γουρούνια.
Για τούς ληστές που παραμόνευαν
ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή.
Τότες ήταν που κάνανε το ξαφνικό γιουρούσι
και μας κατάσφαξαν.
Ψέματα πως μας γλύτωσε ο Οδυσσέας.
Ήταν κι αυτός μαζί μας, γουρούνι,
που το σκότωσαν οι ληστές.
ΑΝΕΚΔΟΤΑ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Ο σύντροφος Βικέντιος Βάν Γκόγκ
αφού έδωσε όλα του τα λεφτά στους φτωχούς
έσκισε τα ράσα του
κι έδωσε τα ρούχα
ατούς γυμνούς.
Αγανακτισμένοι οι άλλοι παπάδες
έξαλλοι απ’ το κακό τους
τον καθαίρεσαν.
Αλλά ο Ριμάχο
ενθουσιασμένος
και για να σκάσουν οι παπάδες
αρπάζει ένα μαχαίρι
κόβει τ’ αφτί του
κι έτσι ολοαίματο
το προσφέρει στον Βικέντιο.
«Για σένα, αδερφέ μου», του λέει.
Τότες οι παπάδες γεμάτοι έξαψη
τινάζοντας τα ράσα τους
φεύγανε μακριά
επειδή μπορούσε να φθάσει κι ο ίδιος ο ’Ιησούς
σ’ αυτό το φρενοκομείο
φεύγανε μακριά
για τα καλοθεμελιωμένα μοναστήρια τους.
[ ΑΤΙΤΛΟ I ]
Ιλαρίων, Ιλαρίων, ώ γλυκύ μου έαρ,
’Ήσουνα φως πού φώτιζε
κι ήσουν άνθος και μόσκος.
Φέρτε στάχτη ν’ αλείψουμε τα πρόσωπά μας. Μάνα, κλάψε.
Κι ας περπατήσουμε τη βαθιά σήραγγα, βαθιά βαθιά, όσο
να βρεθεί το νερό αν βρεθεί.
Αν δεν βρεθεί, θάνατος.
Κι αν βρεθεί
νίψετε τα πρόσωπά σας,
πλύνετε την καρδιά σας
καθαρίστε όλο το ρύπος.
Κάτι μου λέει πώς ο καθαρός άνθρωπος δεν φοβάται την ήττα,
Κάτι μου λέει πώς για τον καθαρόν άνθρωπο δεν υπάρχει ήττα,
αυτός προχωράει πάντα μπροστά. Κι όταν ακόμα τον χτυπήσει
ο θάνατος, αυτουνού η ψυχή πάει μπροστά. Μπροστά
χωρίς να κλαίει, χωρίς να ντροπιάζεται. ‘Ολόρθος και γελαστός
πάει μπροστά.
Ό ρύπος μας
ο δικός μας ρύπος
τώρα μάς τρομοκράτησε.
Τρομοκρατία
χτύπα βαθύτερα,
χτύπα βαθύτερα
όσο να τον ξεκάνεις
ή να τον αναστήσεις των άνθρωπο.
ΤΟ ΛΑΓΟΥΤΟ ΜΟΥ
Χτυπώ τις κόρδες του λαγούτου μου
και δεν τραγουδούν,
χτυπώ τις κόρδες του λαγούτου μου
κι αυτές μουγγρίζουν
και βοούν υπόκωφα
κι είν’ αγγρισμένες κι οργίζονται.
Γιατί τις άγγιξαν πόρνες,
θεομπαίχτες κατεστημένοι
χτύπησαν το λαγούτο μου
Α, οι ρουφιάνοι
Σμάρια ωραία πουλιά
είναι μέσα στο λαγούτο μου
μ’ έναν αρχάγγελο αρχηγό.
—Πέτα,
πέταξε ωραίο πουλί
και σχίσε με φωτιά τον ουρανό.
Και στάλαξε τη φωτιά σου, αρχάγγελε
απάνω στ’ άντερο της αμαρτίας.
ΩΡΑΙΟ ΠΡΩΙΝΟ
Ήταν ωραίο αυτό το χέρι
που σε τράβηξε απ’ το σκοτάδι
ύστερα απ’ τη νύχτα
ήταν ωραίο το πρωί,
Ύστερ’ απ’ το πηγάδι
ήταν ωραίος ο κάμπος
πράσινος να πετάει τα χρωματιστά του πουλιά
— ήταν ωραίο το χέρι που σε σήκωσα.
Όμορφο που ’ναι το πρωινό.
Πια, δεν σε κυνηγάνε
τα θηρία της νύχτας καταλάγιασαν.
Κάμπε και πετούμενα,
φύση ωραία,
πάρε με. ’Αφήστε με
να κατοικήσω μαζί σας.
[ ΑΤΙΤΛΟ II ]
Και εγέμισε η πόλις από μουγκρητά
κι οι νεκροί σου δεν σκοτωθήκανε από μαχαίρι
μήτε είναι νεκροί πολέμου.
Και συ που εγίνης φάντασμα
ανέβηκες σ’ αψηλές στέγες για να φωνάξεις,
σε μάταια δώματα.
’Ιδού Κύριος Σαβαώθ.
Αυτός σου αφαίρεσε τη στολή,
αυτός έριξε το στέφανό σου
στον τόπο που πέθανες.
ΝΟΥΦΑΡΟ
Χωμένος μέσα στη λάσπη
βουτηγμένος στο βούρκο
από την άκρη του ματιού
μ:ά αθωότητα επιμένει ακόμη
γυρεύει
αναζητά
εσένα νούφαρο
δάκρυ
της ψυχής μου.
ΑΣ ΠΑΡΟΥΝΕ ΑΛΛΟΥ ΤΑ ΠΤΏΜΑΤΑ ΤΟΥΣ.
Γραμμή περνούσε ο εχθρικός στρατός
υποχωρώντας
κάτω απ’ τις κάννες των οπλοπολυβόλων.
—Γιατί δεν τους θερίζουμε αυτούς
φώναξε κατάπληκτος ο στρατιώτης.
—Ασ’ τους να φύγουνε, αποκρίθηκε ο αξιωματικός.
Δεν θα μπορέσουμε να θάψουμε τόσους νεκρούς.
Μην τούς πυροβολήσετε. Άστε να πάρουνε άλλου
τα πτώματά τους.
-—Δικοί μας ήτανε
αυτοί που φεύγαν.
ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΓΡΑΨΑΝ
Λευτέρης Παπαλεοντίου
Κ 19 (Δεκ. 2009) 99-114
Παντελής Μηχανικός,
«Ωδή για ένα σκοτωμένο Τουρκάκι»
Η «Ωδή για ένα σκοτωμένο Τουρκάκι» του Παντελή Μηχανικού αποτελεί κορυφαία στιγμή στην κυπριακή ποίηση και, θα έλεγε κανείς, απαρχή μιας θεματικής που βρήκε ανταπόκριση σε μεταγενέστερους Κύπριους λογοτέχνες.[1] Γράφτηκε τον Απρίλιο του 1964, με αφορμή την πρόσφατη έκρηξη των αιματηρών διακοινοτικών ταραχών στο νησί, αλλά δημοσιεύτηκε με έντεκα χρόνια καθυστέρηση: προτάχθηκε στην τρίτη και ωριμότερη συλλογή του Π. Μηχανικού Κατάθεση (1975)[2]. Η πρόταξη αυτή ενδεχομένως υποδηλώνει ότι ο ίδιος ο ποιητής αναγνώριζε τη σημασία και την αξία του ποιήματος αυτού. Ίσως, όμως, ήθελε να υποδείξει ότι η «Ωδή…» έχει μεταιχμιακό χαρακτήρα, καθώς γράφτηκε στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη συλλογή του, και ότι θα μπορούσε να λειτουργεί ως προανάκρουσμα, ως εισαγωγή στα ποιήματα της συλλογής που συνδέονται με την τραγωδία του 74. Όμως γιατί δεν αποφάσισε να τη δημοσιεύσει στη δύσκολη εκείνη εποχή στην οποία πρωτογράφτηκε, για παράδειγμα στο περιοδικό Κυπριακά Χρονικά ή, έστω, στην εφημερίδα Κύπρος, με την οποία συνεργαζόταν; Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί με σιγουριά ένα τέτοιο ερώτημα. Ενδεχομένως η καθυστέρηση αυτή δεν είναι άσχετη με τις πολιτικές επιλογές του Π. Μηχανικού και πολύ περισσότερο με την έκρυθμη πολιτική κατάσταση της εποχής, όταν άρχισε να διαφαίνεται ότι οι συνθήκες εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας κατέρρεαν. Το πιθανότερο είναι ότι ένα τέτοιο ποίημα, με προωθημένη και τολμηρή ιδεολογία, θα ενοχλούσε πολλούς τότε στην Κύπρο, καθώς μάλιστα το ενωτικό αίτημα αναζωπυρώθηκε σημαντικά μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις και συντηρήθηκε ακόμα και στα χρόνια της δικτατορίας.[3] Πόσοι άραγε θα μπορούσαν τότε, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας
του 1960 και της Κυπριακής Δημοκρατίας, να αποδεχθούν τις «αιρετικές»
ιδεολογικές θέσεις που περνούν στο ποίημα αυτό (καταλογισμός ευθυνών τόσο σε «δικούς» όσο και σε «ξένους», επικέντρωση και στα αθώα θύματα μεταξύ των Τουρκοκυπρίων, ισότιμη αποδοχή του Άλλου, κατάργηση φυλετικών και εθνοτικοθρησκευτικών διαχωρισμών, τονισμός της ειρηνικής συμβίωσης με τους Τουρκοκύπριους και με όλους τους κατοίκους του νησιού κτλ), όταν ακόμη και στις μέρες μας, ύστερα από τη συμφορά του 1974 και τα δυσεπούλωτα παρεπόμενά της, δεν έχουν ξεπεραστεί οι ιδεοληψίες και οι φανατισμοί; Το παρήγορο είναι ότι οι νεότερες γενιές και ειδικότερα οι σημερινοί φοιτητές μας φαίνονται σαφώς πιο ώριμοι σε τέτοια ιδεολογικά θέματα, αν κρίνω από τη στάση τους και από τα γραπτά τους σε πρόσφατη διδασκαλία και εξέταση του ποιήματος αυτού. Ας δοκιμάσουμε να δούμε το ποίημα από πιο κοντά.
Ήδη με τις δυο πρώτες συλλογές του (Παρεκκλίσεις, 1957 και Τα δυο βουνά, 1963) ο Π. Μηχανικός έδειξε ότι ήταν σε θέση να συνδιαλέγεται με την ποίηση του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, και ειδικότερα με την ποίηση του Γ. Σεφέρη και του T.S. Eliot. Κατεξοχήν πολιτικός ποιητής, συλλαμβάνει με εξαιρετική ευαισθησία τα πολιτικά και άλλα προβλήματα του τόπου του και του καιρού του. Η έκρηξη των διακοινοτικών ταραχών τον Δεκέμβριο του 1963 δεν τον αφήνει αδιάφορο.[4] Η διεθνιστική/ ανθρωπιστική αντίληψη και η ώριμη ματιά που χαρακτηρίζουν σημαντικά κείμενα ποιητικών του προγόνων (όπως την Έρημη χώρα, 1922, του Eliot και τη συλλογή …Κύπρον, ού μ’ εθέσπισεν…, 1955, του Σεφέρη) τον βοηθούν να δει τα πολιτικά πράγματα στην Κύπρο με καθαρό βλέμμα, χωρίς να εγκλωβίζεται σε εθνοκεντρικές αγκυλώσεις και σε οξυμμένες ιδεοληψίες της
εποχής – παρόλο που ο ίδιος ο Μηχανικός παρέμεινε ένθερμος θιασώτης της
ενωτικής ιδεολογίας, όχι μόνο στα χρόνια του 1950 (όπως συνέβαινε με τη
συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων), αλλά και κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Η επιγραφή του ποιήματος (τέσσερις στίχοι από την Έρημη Χώρα του Έλιοτ:«Stetson! / You who were with me in the ships at Mylae! / That corpse you planted last year in your garden, / Has it began to sprout? Will it bloom this year?»)[5] είναι απόλυτα λειτουργική και δένεται ταιριαστά, όπως θα δούμε, με τη θεματική της «Ωδής…». Η διακειμενική αυτή συνομιλία ενδυναμώνεται στους καταληκτικούς στίχους του ελληνικού ποιήματος, στους οποίους περιλαμβάνονται αυτούσιοι, μεταφρασμένοι πια, οι δυο τελευταίοι στίχοι της αγγλόγλωσσης επιγραφής.
Η «Ωδή…» δομείται πάνω σε έντονες αντιθέσεις: Στις δυο πρώτες ενότητες απεικονίζεται η ανοιξιάτικη κυπριακή φύση σε όλο της το μεγαλείο: οι ευφρόσυνες και δοξαστικές εικόνες του κυπριακού κάμπου, που προβάλλει
διάστικτος με κίτρινες μαργαρίτες και κόκκινες παπαρούνες, λουσμένος από το δυνατό φως του ήλιου, αποτελούν ύμνο στον Θεό και κατάφαση στη ζωή:
Αυτός ο κάμπος π’ απλώνεται μπροστά μου καταπράσινος
στολισμένος με το κίτρινο της μαργαρίτας
με το κόκκινο της παπαρούνας
με το χαμόγελο της βιολέττας
αυτός ο κάμπος
ανοιχτός κάτω απ’ τις θερμές
αχτίνες του ήλιου φωτεινές
αυτός ο κάμπος
που μ’ένα χάδι απαλό
δείχνει στην ψυχή μας το δρόμο της άνοιξης
σ’ αυτό τον κάμπο
που δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα
και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο
κείτεται
σκοτωμένο
ένα Τουρκάκι.
Απότομα εισβάλλει στο ειδυλλιακό αυτό τοπίο η αποκρουστική και, κυρίως, απρόσμενη όψη του θανάτου, και μάλιστα με την πιο παράλογη μορφή της «αδικίας» της δημοτικής ποίησης, τον φόνο ενός παιδιού: Πρόκειται για ανήλικο, αθώο θύμα των «άφρονων» διακοινοτικών συγκρούσεων – όπως συνάγεται από τα ιστορικά συμφραζόμενα και τη χρονολόγηση του κειμένου. Ήδη με την επικέντρωση της εικόνας αυτής από την ευρυχωρία του ανοιξιάτικου κάμπου στο παγωμένο πρόσωπο του νεκρού αγοριού, το ποίημα φτάνει σε μια κορύφωση. Στη συνέχεια ο ποιητής, διατηρώντας την κοντινή λήψη στην εικόνα του άψυχου παιδιού, αποδίδει με σπαραγμό τον άδικο χαμό του και διατυπώνει μέσα από την παιδική σκοπιά καίρια και βασανιστικά ζητήματα, ενώ διαβλέπει προφητικά κινδύνους που επαληθεύτηκαν με τον πιο τραγικό τρόπο δέκα χρόνια αργότερα:[6]
Ένα συσπασμένο πρόσωπο
κομμένο απάνω στον πόνο,
ανάγλυφη
ανήλικη μάσκα
κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά
αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός
μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης
για να ρωτά
αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας
για να ρωτά
ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι.
Ασφαλώς πίσω από την παιδική απορία και την αφελή, αθώα ματιά κρύβεται η φωνή του ποιητή, ο οποίος με τη σειρά του εγείρει με πρωτόγνωρο τρόπο ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική και εθνική ταυτότητα των Κυπρίων (των «λαών της μαργαρίτας»). Μια πρώτη ανατροπή σχετίζεται με το γεγονός ότι ο ποιητής επιλέγει να βάλει ως κεντρικό πρόσωπο στο ποίημά του ένα «Τουρκάκι», δηλαδή ένα παιδί Τουρκοκυπρίων, και όχι ένα Ελληνόπουλο, ένα παιδί Ελληνοκυπρίων, που είχαν, βέβαια, και αυτοί τον βαρύ φόρο της αιματοχυσίας (κάτι που περιμένουμε ακόμα να το αναγνωρίσει η τουρκοκυπριακή λογοτεχνία, που το «κύριο ρεύμα» της δεν δείχνει πάντα έτοιμο να αναμετρηθεί ψύχραιμα και υπεύθυνα με τη δική της ιστορία). Με την επιλογή του αυτή ο Μηχανικός αποβλέπει, βέβαια, στο να δείξει ότι πάνω απ’ όλα τον ενδιαφέρει η απώλεια ενός αθώου παιδιού, αδιάφορο αν αυτό «ανήκει» στη μια ή την άλλη πλευρά. Αλλά δεν μένει έως εδώ. Μέσα από την τραγική μορφή του αλλόθρησκου αλλά αδικοχαμένου παιδιού ακούγεται η φωνή του ελληνοκύπριου ποιητή, που διερωτάται αν η Κύπρος είναι τόσο «στενός» τόπος ώστε να μην μπορεί να χωρέσει όλα τα παιδιά της, «αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας» και «ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι»! Με άλλα λόγια, ο
ποιητής υποβάλλει (έστω και μέσα από την αφελή παιδική οπτική γωνία) τη
γενναία και τολμηρή ιδεολογική άποψη ότι, ακριβώς όπως η μεσογειακή /
κυπριακή φύση δεν έχει οποιαδήποτε εθνικά χαρακτηριστικά, έτσι και οι κάτοικοί της, οι Κύπριοι, δεν θα πρέπει να κομματιάζονται σε «εθνότητες» και να αλληλοσπαράζονται.[7]
Με ανάλογο τρόπο, με εναλλαγή δομικών αντιθέσεων, εξελίσσεται και το υπόλοιπο ποίημα. Επανέρχονται ανοιξιάτικες εικόνες της κυπριακής φύσης, για να τοποθετηθεί αντιστικτικά προς αυτές «η ανάγλυφη τρομερή μάσκα» του νεκρού παιδιού, θύματος ενός παράλογου πολέμου, και να ακουστούν από τα χείλη του συγκλονιστικά και σαρκαστικά συνάμα λόγια:
Ζεσταίνει ο ήλιος τις ρίζες και το χώμα
Ξεχειλίζει η αγάπη σαν δροσούλα
μέσ’ απ’ τα φύλλα και τους ανθούς της ψυχής του ανθρώπου
μέσα στην ανοιχτή ειλικρίνεια του κάμπου
και μια ανάγλυφη τρομερή μάσκα ενός παιδιού
κάτω απ’ το πολύ του ήλιου φως
κινάει τα χείλη
και μιλεί: «Ευχαριστώ.
Με φέρατε σ’ αυτό το δρόμο.
Με φέρατε σ’ αυτό το τέλος. Ευχαριστώ σας
δικούς και ξένους».
Πίσω από την παιδική αφέλεια και αγνότητα κρύβεται, και πάλι, η σπαρακτική φωνή του ποιητή, που ειρωνεύεται «δικούς» (Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους) και «ξένους» (τους Τούρκους αλλά και τους Βρετανούς, που υποκινούσαν συστηματικά από το 1957 τις διακοινοτικές συγκρούσεις, ακολουθώντας την πάγια τακτική του «διαιρεί και βασίλευε»). 0 ποιητής γνωρίζει (και δεν φοβάται να το πει) ότι κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών· και ότι όλες οι πλευρές, ντόπιοι και ξένοι, συνέβαλαν στον θάνατο αθώων ανθρώπων, ενώ στη συνέχεια άνοιξαν τον δρόμο για τα χειρότερα.
Η ειρωνεία και ο σαρκασμός, που διακρίνονται σε ένα δεύτερο στρώμα λόγου, πίσω από τα λόγια του νεκρού παιδιού, εναλλάσσονται, βέβαια, με πιο τρυφερούς τόνους: ο ποιητής καλεί την κυπριακή γη να νανουρίσει και να αποκοιμίσει γλυκά το αθώο αγόρι («Γη μου! Κοίμισέ τον γλυκά, / νανούρισέ τον»). Ωστόσο, στη συνέχεια ο λόγος του κύπριου ποιητή πάει να σμίξει με τον σκληρότερο τόνο της φωνής του αμερικανοβρετανού ποιητή, του T.S. Eliot, που αναβιώνει:
Για σένα
η φωνή του ποιητή
ρωτάει καί πάλι εφέτος
τους εμπόρους των πετρελαίων
και τους αποικιστές των πτωμάτων,
ρωτάει τον Στέτσον:
«Το κουφάρι που εφύτεψες πέρσι μέσα στον κήπο σου
άρχισε να βλαστάει, θ’ ανθίσει εφέτος;»
Με τους καταληκτικούς αυτούς στίχους ο Π. Μηχανικός επιχειρεί να
προσαρμόσειτο σχετικό χωρίο από την Έρημη χώρα στα συμφραζόμενα του δικού του ποιήματος και στα κυπριακά πολιτικά πράγματα του 1964. Κρίνει σκόπιμο να παραθέσει σε σημείωσή του μετάφραση της επιγραφής σε ελληνική απόδοση του Γ. Σεφέρη («Στέτσον! / Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια! / Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο, / Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;»), την οποίαν επεξεργάζεται μάλλον προς το καλύτερο,[8] για να επιτάξει στο ποίημά του τους δύο τελευταίους στίχους του παραθέματος.
Επίσης, υπομνηματίζει τη φράση «Με τα καράβια στις Μύλες» και δοκιμάζει να ερμηνεύσει τους στίχους που τον ενδιαφέρουν περισσότερο και να τους συνδέσει με την περίπτωση της Κύπρου: «Αναφέρεται σε πολέμους με εμπορικά κίνητρα. Πάνω από τα πτώματα των σκοτωμένων αναμένεται να ανθίσει το εμπόριο. Όσο για την Κύπρο, ο μαγνήτης των αραβικών πετρελαίων και τα ξένα συμφέροντα έχουν παίξει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τύχης της κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες» [9]. 0 Π. Μηχανικός διαβλέπει, λοιπόν, ότι πίσω από τις διακοινοτικές ταραχές στην Κύπρο δεν υπάρχουν απλώς και μόνο οι εθνικές διεκδικήσεις και οι ιδεολογικοί φανατισμοί των ντόπιων ή τα στρατηγικά σχέδιατης Τουρκίας, αλλά κρύβονται και οι οικονομικές βλέψεις ξένων χωρών, όπως της
Μεγάλης Βρετανίας και της Αμερικής, στον ορυκτό πλούτο των αραβικών χωρών. Ενδέχεται πίσω από τον όρο «ξένα συμφέροντα» να υπονοείται, πολύ πρώιμα, και η μελλοντικά εκρηκτική τροπή του Μεσανατολικού ζητήματος σε ανοιχτό πόλεμο Ισραηλινών και Αράβων. Επομένως, ο ποιητής διαπιστώνει ότι το χωρίο από την Έρημη χώρα ανταποκρίνεται απόλυτα και στην περίπτωση των διακοινοτικών συγκρούσεων στην Κύπρο, αφού οι Κύπριοι φαίνονται να είναι μαριονέτες – και θύματα – των ισχυρών της γης, που δεν είναι άλλοι από «τους εμπόρους των πετρελαίων και τους αποικιστές των πτωμάτων».
Τελικά, το ποίημα του Π. Μηχανικού που μας απασχολεί εδώ έχει τα
χαρακτηριστικά της ωδής ή βρίσκεται πιο κοντά στο ελεγείο; Προφανώς δεν έχει τα χαρακτηριστικά της υμνητικής ωδής του Πινδάρου, αλλά μπορεί να θεωρηθεί μετεξέλιξη της ρομαντικής ωδής (όπως διαμορφώνεται από τους J. Keats και S. Coleridge έως τον W. Stevens, και την ξέρουμε από τις «νεκρικές» ωδές του Δ. Σολωμού): με αφορμή μια όψη του εξωτερικού τοπίου ή την τύχη ενός προσώπου κατατίθεται η περισυλλογή του ποιητικού υποκειμένου για το κυπριακό πολιτικό πρόβλημα. Βέβαια, η «Ωδή…» συνδυάζει και στοιχεία της ελεγείας, αφού ο ποιητής αναφέρεται με θλίψη στον θάνατο ενός αθώου παιδιού. Όμως, ο Π. Μηχανικός διασπά τα όρια και των δύο παραπάνω ειδολογικών κατηγοριών, για να ασκήσει
έντονη κριτική και να καταλογίσει ευθύνες για τα θύματα των διακοινοτικών
συγκρούσεων στην Κύπρο.
Πολύ ενδιαφέρουσα για την ανάγνωση της «Ωδής…» είναι η δημοσιευμένη επιστολή του Π. Μηχανικού προς τον Π. Παιονίδη, με αφορμή τη βιβλιοκριτική του τελευταίου για την Κατάθεση. 0 Π. Παιονίδης είχε εκλάβει (μάλλον μονόπλευρα) ως ενωτικό κήρυγμα μερικούς στίχους του ποιήματος «Σκήνωμα» και εξέφρασε υπερβολικές ενστάσεις «για την καταφρόνεση προς όλους και όλα που αναδύεται μέσα από το καινούργιο βιβλίο του. Και για εκείνο το Έ-Ε-νωση με το οποίο κλείνει τη συλλογή». 0 ποιητής απάντησε ότι η «Ωδή…» «φανερώνει έναν άνθρωπο: 1ον διεθνιστή και 2ον που σκαμπάζει από κεφαλαιοκρατικές μανούβρες και διεθνή εγκλήματα. Αυτό θα ‘πρεπε να χρησιμεύσει σαν κλειδί για όλη τη συλλογή. Ρίχνει πολύ φως στη στάση μου. Δεν έπρεπε να το ξεχάσεις». Διευκρίνισε, επίσης, ότι με τους στίχους [η ψυχή] «και ψάλλει ε και ψάλλει ε / και ψάλλει νω και ψάλλει ση» δεν αναφέρεται στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά στην επιθυμία της ψυχής «να ενωθεί ξανά με τον κόσμο μας και με το σώμα μας. […] Να βρει ο κόσμος τη γνήσια ψυχή του. (Καμιά σχέση δεν έχει με το σύνθημα: ένωση Κύπρου Ελλάδας) -μόνο πλάγια, από σπόντα, ειρωνικά και μυκτηριστικά γι’ αυτού του είδους την ένωση. Και τέλος, παρακαλώ τον ήλιο να δυναμώσει την ψυχή να κάψει τα καπιταλιστικά λουριά και τις καπιταλιστικές ράγες. Για να ενωθεί η ψυχή, η εξόριστη ψυχή, με το σώμα μας, με τον κόσμο μας»[10]. Περισσότερο οργισμένα σχολιάζει σε άλλη δημοσιευμένη επιστολή του δημοσιογραφικό σημείωμα του Α. Ροδίτη για τη μη βράβευση της Κατάθεσης: «Μέσα στην Κατάθεση υπάρχουν υγιείς, προοδευτικές αρχές. Όσοι προσπαθούν να ανακαλύψουν αναρχικά, αντιδραστικά, αντιπολιτευτικά νοήματα, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τα αντιπολιτευτικά τους πάθη, δεν παρουσιάζουν παρά ένα αηδιαστικό φαινόμενο. Πέρα όμως απ’ αυτά, μια και η Κατάθεση νοείται ως έργο
τέχνης, θα έπρεπε πρωτίστως να νοείται και να κρίνεταια μέσα σε πλαίσια
αισθητικά»[11]. Όμως οι διευκρινίσεις αυτές του ποιητή πείθουν τους ενήμερους αναγνώστες και τους υποψιασμένους κριτικούς του ή μπορούν να θεωρηθούν δεσμευτικές;
Ολοκληρώνοντας τις σημειώσεις αυτές αναζήτησα προγενέστερες αναφορές στην «Ωδή…». Με εξαίρεση τα ουσιαστικά και ενδιαφέροντα σχόλια του Κ. Βασιλείου και, κατά δεύτερο λόγο, του Γ. Ιωάννου, το ποίημα αυτό πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Δεν σχολιάζεται καθόλου, π.χ., στα αξιόλογα σχετικά άρθρα του Θ. Νικολάου και του Α. Χριστοφίδη [12]. Σε δημοσίευμα με τα αταύτιστα αρχικά Μ. Κ. (μήπως του Μάνου Κράλη;) αναπαράγεται η υπόδειξη του Π. Μηχανικού ότι η «Ωδή…» «είναι το κλειδί που ρίχνει φως σ’ ολόκληρη τη συλλογή». 0 Θ. Κουγιάλης σημείωσε ότι ο Μηχανικός στο ποίημα αυτό «δηλώνει κατηγορηματικά και απερίφραστα πως τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι πιάστηκαν σαν ψάρια αβοήθητα στα δίχτυα εκείνων που παίζουν βρόμικα παιγνίδια με τις τύχες των λαών». 0 Ν. Ορφανίδης εκτίμησε ότι η «»Ωδή…” κινείται στα μέτρα μιας ποιητικής τεχνικής που είναι πιο κοντά στα Δυο βουνά παρά στην Κατάθεση. Το μαγικό συναντάται με το εφιαλτικό, η αγάπη με το πάθος, η ζωή με τον θάνατο, το
όραμα με την πραγματικότητα. Πρόκειται για την επανάληψη μιας ποιητικής
τεχνικής που αξιοποιεί πλήρως τα υλικά της, οδηγώντας σ’ ένα ποιητικά επιτυχές έργο» [13]. Εξάλλου, ο Φοίβος Σταυρίδης αναφέρθηκε εκτεταμένα στο ποίημα αυτό σε πρόσφατη ομιλία του, σε εκδήλωση για τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του Π. Μηχανικού (Λευκωσία, Ινστιτούτο Πολιτισμού, 6 Απριλίου 2009). Ανάμεσα σ’ άλλα, ο ομιλητής παρατήρησε ότι «έχοντας επιλέξει τον ‘δύσκολο δρόμο’ σε σκληρούς καιρούς, με τόλμη – χαρακτηριστική του ανθρώπου και του ποιητή Μηχανικού – μας υποδεικνύει το αυτονόητο (που μερικές φορές κάτω από το βάρος των γεγονότων ξεχνού με): ότι ο πόνος δεν έχει σύνορα».
0 Κ. Βασιλείου σχολίασε με οξυδέρκεια και οξύτητα το ποίημα αυτό, έχοντας υπόψη «τις πολιτικές πεποιθήσεις που είχε ο Π. Μηχανικός το ’63-’64, τότε που θαύμαζε την αγωνιστική αξιοπρέπεια του Εθνάρχη [δηλαδή του αρχιεπισκόπου Μακαρίου] κι έβλεπε τόσο καθαρά την αλήθεια: ότι ένοχος για τις ταραχές εκείνες που είχαν σαν θύμα το Τουρκάκι ήταν ο Στέτσον, με τα ελληνόφωνα και τουρκόφωνα χέρια του, κι όχι ο κύπριος ηγέτης που, στο πείσμα όλων σχεδόν των άλλων, δικών και ξένων, μάχονταν να κρατήσει το νησί στην ανεξάρτητη, άρα και ‘φιλοτουρκική’ πορεία του». Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να καταλογίσει ευθύνες και στον Μακάριο, αφού το 1963 είχε εγείρει θέμα αναθεώρησης του κυπριακού συντάγματος, γεγονός που πυροδότησε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις, αλλά και στους Κυπρίους γενικότερα, γιατί αφέθηκαν να παρασυρθούν σε φανατισμούς ή να διευκολύνουν τα σχέδια των ξένων. Από την άλλη, παρόλο που ο φιλόλογος-ποιητής κρίνει με υπερβολική αυστηρότητα το ποίημα ως υπέρμετρα ανεπτυγμένο (ο ίδιος θα κρατούσε μόνον τους στίχους 1-18, θεωρώντας περιττούς τους υπόλοιπους 31 στίχους], σημείωσε εύστοχα ότι η επιτυχία της «Ωδής…» έγκειται στην «ποιητική έκπληξη», η οποία βασίζεται σε τέσσερις παράγοντες: α] στην «εκλογή του συμβόλου» (δηλαδή «χρειαζόταν ανυπέρβλητος
ανθρωπισμός για να μπορέσει ο ποιητής, πνίγοντας τη φυλετική του αγανάκτηση, να προσωποιήσει το έγκλημα εις βάρος της Κύπρου σ’ ένα Τουρκάκι κι όχι σ’ ένα Ελληνάκι»]· β] στην «οργή ενάντια στον Στέτσον», αφού χρειαζόταν «το πιο ρωμαλέο πατριωτικό ένστικτο για να μπορέσει ο ποιητής του ’64, δαμάζοντας το χλωρό ακόμα ενωτισμό του, ν’ αποκαλύψει την ενωτική μάσκα του Ά-τσετσον [14], το αποτρόπαιο πρόσωπο του εμπόρου των πετρελαίων Στέτσον»· γ) στη «γερακίσια όραση του ποιητή να διαβλέψει από το ’64 που έγραψε το ποίημα το τραγικό βλάστημα του κουφαριού που έγινε το ’74»· και δ] στη διαπίστωση ότι «το κύριο θέμα δεν είναι απλώς το Τουρκάκι» αλλά «ολόκληρο το κυπριακό
τοπίο» [15]. Ανάλογες και άλλες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τη δομή και τη ρητορική του ποιήματος περιλαμβάνονται και σε άρθρο του Γιάννη Ιωάννου, ο οποίος σημείωσε ανάμεσα σ’ άλλα ότι: «The voice of the poet, expressed in the third person, is no longer only the voice of Mechanikos, it is the voice of every poet raised in terms charged with indignation and revulsion in opposition to the voice of the merchants (lines 44-46) »[16].
Εξάλλου, ο K. Βασιλείου, που γνώριζε από κοντά και τον άνθρωπο Π. Μηχανικό και τις πολιτικές-ιδεολογικές του απόψεις, σχολίασε γενικότερα τα ποιήματα της Κατάθεσης και υποστήριξε ότι ο «ενωτικός ερωτισμός» αποτελεί τη «ρίζα» τους και «σαν βίωμα διαποτίζει ολόκληρη τη συλλογή», «ονομασμένος με τελετουργική ιεροπρέπεια στο ‘Σκήνωμα’, πολύ έντεχνα δοσμένος στο ‘Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό’ και σε δύο άλλα που το πλαισιώνουν (‘Δυο τραγουδάκια για την ωραία’, που προηγούνται, και ‘Αφροδίτη’, που ακολουθεί)» [17]. Με άλλα λόγια, ο μελετητής δεν πείθεται καθόλου από την υπόδειξη του Π. Μηχανικού να διαβάσουμε την
Κατάθεση χρησιμοποιώντας ως «κλειδί» το εναρκτήριο ποίημα του βιβλίου, την «Ωδή…». Μήπως ο ποιητής λέει τη μισή αλήθεια στην επιστολή του προς τον Π. Παιονίδη, στην προσπάθειά του να συγκαλύψει την ενωτική ιδεολογία ή τις αντιμακαριακές αιχμές που πιθανόν να λανθάνουν ή να υπόκεινται σε ορισμένα κείμενα του βιβλίου του, παρακινημένος και από το θόρυβο που προκάλεσε η μη βράβευση της συλλογής αυτής αλλά και από την έντονη κριτική που δέχτηκε από φίλους του, γιατί πείστηκε να διεκδικήσει το κρατικό βραβείο ποίησης, ενώ βρισκόταν στη μεριά της αντιπολίτευσης; [18] Επίσης, με αφορμή και τις παραπάνω επισημάνσεις του Κ. Βασιλείου (αλλά έχοντας υπόψη και μη δημοσιευμένες απόψεις του ίδιου), θα μπορούσε κάποιος να διερωτηθεί: Μήπως η «Ωδή…» ηχεί παράφωνα σε σύγκριση με τα ποιητικά συμφραζόμενα της Κατάθεσης; Μήπως ο ποιητής θέλησε να συγκαλύψει τον «ελληνοκεντρισμό» ή τον ενωτικό καημό της
Κατάθεσης προτάσσοντας ένα «διεθνιστικό», αντιπολεμικό ποίημα, στο οποίο
προβάλλεται παράλληλα μια κυπριακή ταυτότητα για όλους τους κατοίκους του νησιού, ή προτείνοντας την κατάργηση κάθε φυλετικού ή εθνοτικοθρησκευτικού διαχωρισμού ανάμεσα στους Κυπρίους; Με άλλα λόγια, πώς συμβιβάζεται ο διεθνισμός (αλλά και ο κυπροκεντρισμός) της «Ωδής…» με τον πατριωτισμό και τον «ενωτισμό» άλλων ποιημάτων του; Τελικά, μπορούμε να δεχτούμε αβασάνιστα την εισήγηση του Π. Μηχανικού να εκλάβουμε το αρχικό αυτό ποίημα «σαν κλειδί για όλη τη συλλογή»;
Είναι γνωστό ότι ο Π. Μηχανικός (όπως και ο Κ. Μόντης και αρκετοί άλλοι) υποστήριζε με πάθος την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και ότι σταδιακά εξελίχθηκε σε επικριτή της πολιτικής του Μακαρίου. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το αίτημα του Π. Μηχανικού και των Κυπρίων γενικότερα για ένωση με την Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί εθνικιστικό αίτημα, αλλά το πολιτικό ιδανικό που δέσποζε στα χρόνια της αγγλοκρατίας. Ωστόσο, μελετώντας την ποίησή του, μας ενδιαφέρει πρωτίστως το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Προφανώς δεν προσφέρεται να ερμηνεύουμε την «Ωδή…» ή τα υπόλοιπα κείμενα της Κατάθεσης με βάση τις ιδεολογικές-πολιτικές απόψεις του ποιητή και μόνον. Τότε παραβλέπουμε την πολυσύνθετη διάσταση της ποιητικής διαδικασίας και περιορίζουμε την εμβέλεια των ποιημάτων. Από την άλλη, δεν μπορούμε να
αγνοήσουμε το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πολιτικό ποίημα, την
«Ωδή…», που σαφώς παραπέμπει στο κυπριακό ιστορικό πλαίσιο της δεκαετίας του 1960. Μάλιστα, ειδικά στο ποίημα αυτό, ο ποιητής υπερβαίνει θεαματικά την ενωτική και ελληνοκεντρική ιδεολογία του και καταργεί κάθε φυλετικό διαχωρισμό ανάμεσα στους κατοίκους της Κύπρου. Ό,τι και να συμβαίνει, ο ποιητής (ο κάθε καλός ποιητής) έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να «παίξει» με το θεματικό υλικό του όπως η γάτα με το ποντικέ Μπορεί να το φωτίσει από ποικίλες και αντιφατικές σκοπιές, να κονιορτοποιήσει ή να καμουφλάρει τις δικές του ιδεολογικές απόψεις και, με τη συμβολή της ειρωνείας, λογοτεχνικών προσωπείων και άλλων τεχνασμάτων, να φτάσει στο ποθητό ποιητικό αποτέλεσμα. Αν έχει το απαραίτητο ποιητικό ανάστημα, μπορεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα,
μπορεί να προσποιείται, να παλλιλογεί και να αντιφάσκει,
προκειμένου να χειραγωγήσει και να υπερβεί οποιεσδήποτε ιδεολογικές
αντιλήψεις για χάρη της ποίησης. Επομένως, είναι απρόσφορο και κυρίως μάταιο να επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε ένα ποιητικό έργο με βάση την πολιτική ιδεολογία ενός συγγραφέα.
Αλλά το ερώτημα παραμένει: Τελικά, η «Ωδή…» αποτελεί παραφωνία σε σχέση με τα υπόλοιπα ποιήματα της Κατάθεσης ή, έστω, συγκρούεται ιδεολογικά με ορισμένα από αυτά; Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι από μια άποψη ή σε κάποιο βαθμό, η διεθνιστική (ή κυπροκεντρ ική) ιδεολογία της «Ωδής…» συγκρούεται με τον ενωτισμό και τον πατριωτισμό που υπόκεινταιή πιθανόν να να λανθάνουν σε ορισμένα ποιήματα της Κατάθεσης (κυρίως σ’ αυτά που έχει επισημάνει ο Κ. Βασιλείου αλλά και στο πιο πατριωτικό και σαρκαστικό «Ίτε»]. Όμως δεν είναι χωρίς σημασία η υπόδειξη του Π. Μηχανικού να αξιοποιήσουμε την «Ωδή…» και ως
«κλειδί» για την ανάγνωση μερικών ποιημάτων της συλλογής. Εδώ ταιριάζει να επικαλεστούμε ένα σχόλιο του Ανδρέα Χριστοφίδη, ότι ο Π. Μηχανικός περιέλαβε στη συλλογή αυτή «τα πιο φοβερά του ποιήματα, τις πιο ωμές κι αφτιασίδωτες μαρτυρίες του», που «καλύπτουν γενικότερες καταστάσεις». Έτσι, η Κατάθεση «γίνεται φοβερή σαν την Αποκάλυψη, όταν, με τον παραμερισμό, όσο είναι δυνατό, των μερικών (από τα βάθη του εαυτού του ο ποιητής βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το σύνολο), γίνεται καθολική αποτίμηση και ακόμα οικουμενική διακήρυξη»[19]. Αλλά και ο Μάνος Κράλης είχε σχολιάσει στη βιβλιοκριτική του ότι «η Κατάθεση είναι μια νατριχιαστική, αυθεντική μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα της σύγχρονής μας πραγματικότητας. Είναι ‘μαρτυρία’ ποτισμένη όξος και χολή, κι οι μορφές που δανείζεται ο ποιητής από την ιστορία και τη μυθολογία είναι διάφανα προσχήματα για να μας φανερώσει με δέος τη δυστυχία που χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας. Θα μπορούσε να εκφρασθεί με άναρθρες
κραυγές – μισές ανθρώπινες, μισές ζωώδεις – σ’ ένα κόσμο που ξέχασε τη γλώσσα του, που έχασε κάθε επαφή με το υψηλό και το ωραίο. Γι’ αυτό και το έργο αυτό θα μπορούσε να πει κανείς είναι ‘εν πολλοίς βλάσφη μον’» [20].
Πιο συγκεκριμένα, θα λέγαμε ότι ο «αιρετικός» χαρακτήρας της «Ωδής…» απλώνεται και σε αρκετά άλλα κείμενα του τόμου, στα οποία η κριτική οξύνεται και αγγίζει την έκρηξη. Ο ποιητής, επιστρατεύοντας την ποιητική μορφή του Ριμαχό (ή Ριμάχο) και πρόσωπα του αρχαιοελληνικού μύθου και της κυπριακής ιστορίας (Αφροδίτη, Οδυσσέας, Ονήσιλος), επιδιώκει να διαθλάσει και να φωτίσει τα τραγικά συμβάντα του 1974 μέσα από τους καθρέφτες του μυθικού ή ιστορικού παρελθόντος και κυρίως να ασκήσει δριμεία κριτική στους υπεύθυνους της συμφοράς και μάλιστα σε όψεις της κυπριακής πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Σε μερικά κείμενα της συλλογής («Ο ψάλτης», «Ευαγγελισμός», «Αγωγή», «Η σπηλιά του Κύκλωπα») ή ακόμα και σε ποιήματα της ίδιας σειράς που έμειναν
εκτός τόμου («Το φονικό στης Κίρκης», «Αντίσταση») θα μπορούσαν να
αναγνωριστούν καλυμμένες ή πιο ευδιάκριτες αιχμές για την αλαζονεία της
πολιτικής ή εκκλησιαστικής εξουσίας, τη χειραγώγηση του πλήθους, τον πολιτικό και ηθικό εφυλισμό, την κοινωνική υποκρισία κτλ. Σε δυο ποιήματα η Αφροδίτη δεν εμφανίζεται πια ως θεά του έρωτα και της ομορφιάς, αλλά, τραυματισμένη από τον πόλεμο του 74 και απελπισμένη από τους ανθρώπους, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το νησί, επιστρέφοντας στη θάλασσα από όπου αναδύθηκε. Σκληρή κριτική για κοινωνικές, πολιτικές και άλλες καταστάσεις μεθοδεύεται και στα ποιήματα «Εμείς οι όχεντρες», «0 ψάλτης», «Αγωγή» και «Σκήνωμα». Στα πεζόμορφα «Εμπιστευτικό για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή» και «Και πάλι φωνάζει», ο ενδοκειμενικός ποιητής-ομιλητής τείνει να ταυτιστεί με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, από την άποψη ότι και οι δύο φωνάζουν για να αφυπνίσουν τα πλήθη, αν και διαπιστώνεται ότι η θυσία τους αποβαίνει μάταιη και μοιραία για την τύχη τους. 0 Ιωάννης ο Βαπτιστής αναδεικνύεται κυρίως ως η άλλη, η εξεγερμένη φωνή
του ποιητή, ο ακατάδεχτος και ασυμβίβαστος εαυτός, που αδιαφορεί για την
καλοπέραση και «φωνάζει, ουρλιάζει, βρίζει». Είναι η φωνή της συνείδησης, που ελέγχει και τον ίδιον τον ποιητή: «πήγαινε, ψοφίμι, στη ζεστασιά σου». Σε γενικές γραμμές, η κριτική διοχετεύεται καλλιτεχνικά μεταπλασμένη μέσα από αξιόλογα ποιήματα, στα οποία ο συγγραφέας δεν περιορίζεται να θρηνεί πάνω στα ερείπια της Κύπρου, αλλά παράλληλα επικρίνει και μαστιγώνει με την ανελέητη σάτιρά του και αυτοσαρκάζεται. 0 ποιητής-προφήτης, ο εντεταλμένος να αφυπνίσει τους συμπατριώτες του από τον πολιτικό λήθαργο, επανέρχεται σε ένα από τα πιο συγκροτημένα κείμενα τη συλλογής: Στο ποίημα «Ονήσιλος» ο ομώνυμος βασιλιάς της αρχαίας Σαλαμίνας, που αποφάσισε να πολεμήσει τους Πέρσες και είχε άδοξο τέλος, επιχειρεί να διαμηνύσει κατά την κρίσιμη δεκαετία 1964-1974 στους Κυπρίους ότι το κυπριακό πρόβλημα εκτρέπεται επικίνδυνα. Όμως, οι μέλισσες που έστελλε για να τους κεντρίσουν (αυτές που είχαν φωλιάσει στο κρανίο του)
«όλες ψοφίσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα». 0 ενδοκειμενικός ποιητής-ομιλητής, που συναισθάνεται την ευθύνη του για το γεγονός ότι δεν κατάφερε να αφυπνίσει με ποιήματα-μέλισσες τις ναρκωμένες ή τις φανατισμένες συνειδήσεις των συμπολιτών του και να προλάβει το κακό, τελικά τιμωρείται από τον αρχαίο βασιλιά της Σαλαμίνας: «φρύαξε ο Ονήσιλος. / Άλλο δεν άντεξε. / Άρπαξε το καύκαλό του / και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου. / Κι έγειρα νεκρός. / Άδοξος, άθλιος, / καταραμένος απ’τον Ονήσιλο».
Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι ο αιρετικός χαρακτήρας της «Ωδής…»
εναρμονίζεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με τα πιο ντικομφορμιστικά, σατιρικά και ανατρεπτικά ποιήματα της Κατάθεσης αλλά και με ανάλογα ποιήματα των δυο πρώτων συλλογών του Π. Μηχανικού, στα οποία ο ποιητής ασκεί δριμεία κριτική σε πρόσωπα και καταστάσεις του τόπου του και της εποχής του. Για παράδειγμα, η (αυτο)κριτική και ο (αυτό)σαρκασμός σε ποιήματα όπως τα «Ονήσιλος», «Εμπιστευτικό για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή» «Και πάλι φωνάζει», «Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό», «Αγαλματοποιός», «Αφροδίτη», «Ίτε», «Ευαγγελισμός», «Η σπηλιά του Κύκλωπα», «Το φονικό της Κίρκης» κ.ά. λειτουργούν ως αντήχηση αλλά και ως τραγική επαλήθευση στα όσα προφητικά διέβλεπε ο ποιητής το 1964. Έτσι, η «Ωδή…» αποδεικνύεται ως η πλέον κατάλληλη εισαγωγή στην Κατάθεση και στην κυπριακή τραγωδία: αφενός, με αφορμή τις
διακοινοτικές συγκρούσεις και την όξυνση της πολιτικής κατάστασης στο νησί, προδιαγράφεται με την «Ωδή…» η συμφορά του ’74 ως αποτέλεσμα των εθνικών φανατισμών και του διχασμού στο εσωτερικό μέτωπο, που υποκινήθηκαν και από ξένες δυνάμεις· και αφετέρου, η οξεία πολιτική ματιά και ο προφητικός χαρακτήρας της «Ωδής…» επαληθεύονται με τον τραγικότερο τρόπο, από τη σκοπιά του συντελεσμένου δράματος, σε σειρά ποιημάτων της Κατάθεσης, στα οποία συνταιριάζονται ή εναλλάσσονται ο ελεγειακός τόνος, η πίκρα και η διάψευση, η ανοιχτόμυαλη και η βάναυση κριτική, η σάτιρα και ο σαρκασμός. Με άλλα λόγια, ο Π. Μηχανικός είναι πάνω απ’ όλα ποιητής· και στην ποίησή του κατορθώνει να υπερβαίνει ή να εναρμονίζει τον ενωτικό καημό του με τη διεθνιστική ματιά του και την οξεία κριτική του. [21]
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για παράδειγμα, στο ποίημα του Κυρ. Χαραλαμπίδη «Αρέθουσα» [Κυδώνιον μήλον, 2006), σε ποιήματα του Λ. Ζαφειρίου («Στο Σιερκέτ», «Στον αρκαντάς», «Στη στροφή», Ποιήματα, 1975, 1977), στο διήγημα «Τα λευκά γάντια» (Ανάμεσα σ’ ένα φέρετρο κι ένα ήλιο, 1977) της Ιάνθης
Θεοχαρίδου, στο διήγημα «Οι στολές» (Αθέατη όψη, 1979) του Πάνου Ιωαννίδη, στο μυθιστόρημα Προτελευταία εποχή (1981) της Ήβης Μελεάγρου, στα δυο τελευταία μυθιστορήματα (Αρχιπέλαγος.
Είκοσι χρόνια γεννητούρια, 1990 και Αρχιπέλαγος. Η παγίδα, 2002) του Χρ. Γεωργίου, στα υπό έκδοση διηγήματα «Ρίψασπις λέων…» και «Εσύ, εγώ τζι ο Θεός» του Χρ. Χατζήπαπα, ίσως και σε άλλα.
2. Μάλιστα, όπως διευκρινίζεται στη συγκεντρωτική έκδοση Παντελής Μηχανικός, Ποιήματα, επιμ. Θεοδόσης Νικολάου & Φοίβος Σταυρίδης, Λευκωσία, Χρυσοπολίτισσα, 1982, σ. 132, ο Π. Μηχανικός φρόντισε να διαχωρίσει την «Ωδή…» από τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής, παρεμβάλλοντας ανάμεσά τους ένα διακοσμητικό σχέδιο του Τ. Στεφανίδη. Επίσης, ο ποιητής φρόντισε να διευκρινίσει σε σημείωσή του, που αναπαράγεται στην παραπάνω έκδοση: «Όπως θα προσέξει ο αναγνώστης, το πρώτο κείμενο της συλλογής είναι παλαιότερο, γραμμένο το 1964 (Απρίλης 1964). Τα υπόλοιπα γραφτήκανε προς το τέλος του 1974 και στις αρχές του 1975».
3. Από την άνοιξη του 1964 αρχίζει η κάθοδος της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο, που αποσύρεται από το νησί τον Δεκέμβριο του 1968. Τον Δεκέμβριο του 1966 οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας
και της Τουρκίας συζητούν παραχώρηση βάσης στην Τουρκία με αντάλλαγμα την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Δυο μήνες μετά την επικράτηση της επταετούς δικτατορίας, η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε ψήφισμα για ευόδωση της Ένωσης «μετά της μητρός Ελλάδος».
Ακόμα και μετά τη διακήρυξη του «εφικτού» από τον Μακάριο (12 Ιαν. 1968), κόμματα και οργανώσεις δηλώνουν ότι υποστηρίζουν την Ένωση. Ο Γ. Σεφέρης, από την άλλη, σε συνάντησή του με την Ήβη Μελεάγρου στις 20 Αυγούστου 1970, συμβουλεύει τους Κυπρίους: «Να προσέχετε τον
Μακάριο, να συσπειρωθείτε γύρω του». Ήβη Μελεάγρου, «Ο φίλος που έφυγε για τ’ ανοιχτά», Κυπριακά Χρονικά 70 (Δεκ. 1971) 90-96.
4. Έχω την εντύπωση ότι το θέμα αυτό δεν απασχόλησε πολλούς Κύπριους συγγραφείς, ή δεν τους απασχόλησε όσο και όπως έπρεπε, δηλαδή να γράψουν κάτι ουσιαστικό ξεπερνώντας εθνικά στερεότυπα ή μονόχνωτες εθνοκεντρικές προσεγγίσεις. Οι προγενέστερες σφαγές Ελληνοκυπρίων,
που έγιναν τον Ιούνιο του 1958 στην περιοχή του Κιόνελι και του Κοντεμένου από φανατισμένους Τουρκοκύπριους με τη συνδρομή βρετανών αποικιοκρατών, πέρασαν στο μυθιστόρημα Ανατολική Μεσόγειος (1969) της’Ηβης Μελεάγρου.
5. Οι στίχοι αυτοί περιλαμβάνονται στο πρώτο μέρος της Έρημης χώρας, που έχει τίτλο «Η ταφή του νεκρού». Βλ πρόχειρα, Τ.Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα, μτφρ. Αριστοτέλης Νικολάίδης, Αθήνα, Κέδρος, 1984, σ.93.
6. Στο ποίημα «Ονήσιλος», που είναι γραμμένο από τη σκοπιά του συντελεσμένου δράματος, η σκληρή κριτική του ποιητή προς τα «παχύδερμα» της «εποχής των ολβίων» εξελίσσεται σε δριμεία αυτοκριτική, αφού ο ποιητής δεν κατάφερε να κεντρίσει τους συμπατριώτες του με τα ποιήματα-
μέλισσεςπου έστελνε για δέκα χρόνια, ή να τους αφυπνίσει με τις «αγριοφωνάρες» και τα ουρλιαχτά του Ιωάννη Βαπτιστή («Εμπιστευτικό για τον Ιωάννη Βαπτιστή», «Και πάλι φωνάζει»]. Ας σημειωθεί εδώ ότι δεν ισχύει η παρατήρηση του Α. Βοσκού ότι πρώτος ο Κ. Χρυσάνθης χρησιμοποίησε τον μύθο του Ονήσιλου στο ομότιτλο σονέτο που πρωτοδημοσίευσε το 1942: «Ονήσιλος: Από τον Ηρόδοτο στη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία», Παρουσία 9 (Ιούν. 1999] 76. Πολλά χρόνια νωρίτερα, ο Ευγένιος Ζήνων δημοσίευσε το σονέτο «Ονήσιλος» [Αλήθεια, 1.1.1906 και Κυπριακόν Ημερολόγιου, 1918, σ. 18], το οποίο ενδεχομένως είχε υπόψη του ο Κ. Χρυσάνθης.
7. Η ποιητική διατύπωση είναι, φυσικά, αρκετά χρόνια προγενέστερη από το αθηναϊκό «αναρχικό» σύνθημα των graffiti: «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του».
8. Για παράδειγμα, το «last year» αποδίδεται από τον Σεφέρη με την πιο αναλυτική και κάπως αόριστη φράση «τον άλλο χρόνο», ενώ ο Μηχανικός προτιμά την πιο ουσιαστική μονολεκτική απόδοση «πέρσι». Μάλλον περιττή στην απόδοση του Σεφέρη είναι η χρήση της λέξης «κείνο» (απόδοση του αγγλικού that»). 0 ίδιος μάλλον αχρείαστα προσθέτει την έκφραση «πες μου», που δεν υπάρχει στο αγγλικό κείμενο.
9. Π. Μηχανικός, Ποιήματα, ό.π., σσ. 132-133.
10. Βλ. αντίστοιχα, Π. Παιονίδης, Νέα Εποχή 119-120 (Ιούλ-Οκτ. 1976) 319 και Π. Μηχανικός, Νέα Εποχή 121 (Νοέμβρ.-Δεκ. 1976) 375. Και τα δύο κείμενα περιλήφθηκαν στο βιβλίο του Π. Παιονίδη Τομές σε θέματαλόγου, Κύπρος 1981, σσ. 215-218.
11. Βλ. αντίστοιχα, Οξύπορος [Α. Ροδίτης], «Κρατικά λογοτεχνικά βραβεία», Η Σημερινή, 1.1.1977. Π. Μηχανικός, «Τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία και η Σημερινή», Η Χαραυγή, 4.1.1977. Τα κείμενα αυτά και άλλα έχουν συγκεντρωθεί στο δημοσίευμα του Άντη Ροδίτη «Για τον Παντελή Μηχανικό», Ακτή 26 (Άνοιξη 1996) 203-216.
12. Ανδρέας Χριστοφίδης, «0 Παντελής Μηχανικός μέσα στην κυπριακή πραγματικότητα», εφ. Ο Φιλελεύθερος, 20 και 21.3.1979 [= Α. Χριστοφίδης, Τα έλλογα και τα παράδοξα, Λευκωσία, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κόκκου, 1995, σσ. 131-141], Θεοδόσης Νικολάου, «Η ποίηση του Παντελή
Μηχανικού», 0 Κύκλος 1 (Ιαν.-Φεβρ. 1980) 7-12 [= Θ. Νικολάου, Φιλολογικά και κριτικά κείμενα, επιμ. Λ. Παπαλεοντίου, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2008, σσ. 426-435.
13. Μ.Κ. [Μάνος Κράλης;], Π. Μηχανικού: Κατάθεση. Μια ιδεολογική ανάλυση», Ο Φιλελεύθερος, 8 και 9.1.1977. Ας σημειωθεί ότι ο Μ. Κράλης, που συνδεόταν φιλικά με τον Π. Μηχανικό, δημοσιεύει αργότερα κριτική για την Κατάθεση (Η Σημερινή, 26.1.1979) αλλά και σημειώματα στη μνήμη του
ποιητή [ΗΣημερινή, 20.1.1979 και 22.7.1979). Θεοκλής Κουγιάλης, «Η κυπριακή ποιητική παραγωγή μετά τα γεγονότα του 1974», Διαβάζω 123 (17 Ιουλ. 1985) 43. Νίκος Ορφανίδης, «Όραμα και ματαίωση στον Παντελή Μηχανικό», Ακτή 10 (Άνοιξη 1992) 268.
14. Παίζοντας με τις λέξεις, ο Κ. Βασιλείου συνδέει το όνομα του Στέτσον με τον αμερικανό πολιτικό Ντην Άτσεσον, ο οποίος το 1964 εκπόνησε το λεγόμενο σχέδιο Άτσεσον, με το οποίο προβλεπόταν μονομερής ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και παραχώρηση εδαφών (λχ. της χερσονήσου
Καρπασίας και του Καστελλόριζου) στην Τουρκία. 0 Μακάριος απέρριψε το σχέδιο αυτό, η Τουρκία αποδέχτηκε την αρχική μορφή του, ενώ η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου συζητούσε κάποιες εκδοχές του.
15. Κώστας Βασιλείου, «Η κυπριακή κωμωδία μέσα από την Κατάθεση του Π. Μηχανικού», Ακτή 10 (Άνοιξη 1992) 309-311.
16. Yiannis Ε. Ioannnou, «The poets of dissent: the Ί974 generation’ in Cyprus», Modern Greek Studies Yearbook9 (1993) 325-329.
17. Κώστας Βασιλείου, «Ο Ριμαχό καιη ωραία»,Ακτή 25 (Χειμώνας 1995) 77-80.
18. Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες, ο Π. Μηχανικός, βαθιά πικραμένος από τη μη βράβευση της Κατάθεσης, έριξε στη φωτιά τα εναπομείναντα αντίτυπα του βιβλίου του και από τότε δεν δημοσίευσε κανένα ποίημά του. Βλ Αλέκος Κωνσταντινίδης, Αμφισβητήσεις, Λευκωσία 1977, σσ. 122-124. Ανδρέας Παστελλάς, «Όταν οι ποιητές αποφασίζουν να κάψουν τα ποιήματά τους». Ακτή 10 (Άνοιξη 1992) 231-232. Σάββας Παύλου, Φιλολογικά και άλλα, Λευκωσία 2005, σ. 201. Βλ επίσης, Φ. Σταυρίδης, «Για τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας» (επιστολή), Ο Φιλελεύθερος, 8.1.1977. Ρήνα
Κατσελλή, «Σε ποιους ανήκει ο Παντελής Μηχανικός», Ο Φιλελεύθερος, 22.3.1979. Θεόφιλος Καμπούρης [=Σάββας Παύλου], «Ήθη λογοτεχνικής επαρχίας». Αυτοδιάθεση 5 (27 Μαΐου 1985) 9-10. Σάββας Παύλου, «Μερικές πλευρές της υπόθεσης Παντελή Μηχανικού», Η Σημερινή, 11.1.1989. Κιτιεύς [Φοίβος Σταυρίδης], «Παντελής Μηχανικός – Περιπέτειες (β): Κατάθεση και κρατικό βραβείο», στο ιστολόγιο του Φ. Σταυρίδη Retalia et alia, 19 Οκτ. 2008 (http:://kitieus.wordpress.com/2008/10).
19. Α. Χριστοφίδης, «0 Παντελής Μηχανικός μέσα στην κυπριακή πραγματικότητα», ό.π., σσ. 132,139.
20. Μάνος Κράλης, «Παντελή Μηχανικού: Κατάθεση», Η Σημερινή, 26.1.1979.
21. Ευχαριστώ τους φίλους και συνάδελφους Κώστα Βασιλείου, Γιώργο Κεχαγιόγλου, Σάββα Παύλου
και Φοίβο Σταυρίδη για την πολύτιμη βοήθειά τους.
Αλεξάνδρα Γαλανού
Σύντομή παρουσίαση της ποίησης του Παντελή Μηχανικού στην
εκδήλωση «Οι φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού» ,
στη Λάρνακα, 18 Μαΐου,2015. –
_________________________________________________________
«Τα πλούτη ήτανε κλουβί
Ήταν μια μικρή γυάλινη σφαίρα/ οπού κλείσαμε τη ψυχή μας
Μικρός ουρανός τεχνητός.
Ημίγυμνες γυναίκες μ’ αραχνοΰφαντα/καπνοί
Ώσπου είχαμε λεφτά/βρίσκαμε διαρκώς ασχολίες, διασκεδάσεις,/μες τη
γυάλινη μικρή σφαίρα.
Πώς τα δέσαμε τα ματιά μας, πράγμα που δεν ήταν ποτέ του γούστου
μας. /Γιατί ο Βικέντιος Βαν Γκογκ /γιατί αναζήτησε τα δυστυχισμένα
πρόσωπα, τ’ αυλακωμένα.
Γιατί ζωγράφισε τους καρβουνοβαμμένους ανθρακωρύχους /και τα
θλιμμένα παλιοπάπουτσα με τις ρυτίδες /που τα φορούσε ο μόχτος
τόσα χρόνια/που τα ξεχαρβάλωνε η ανάγωγη γης /χαϊδεύοντας τα με
πέτρες και με χώματα /τόσα χρόνια, τόσα χρόνια.
Ο Βικέντιος /μας κουβάλησε απ’ τ’ ανθρακωρυχεία του Μπορινάζ /ένα
κασμά/ να θραύσουμε τη μικρή γυάλινη σφαίρα.»
Αρχίζω τη σύντομη παρουσίαση της ποίησης του Παντελή
Μηχανικού με το ποίημα «Τι μας έφερε ο Βικέντιος» γιατί θεωρώ ότι
εμπεριέχει πολλά από τα στοιχεία της ποίησης του Παντελή
Μηχανικού, κοινωνικό προβληματισμό, ενδοσκόπηση ψυχής,
μοιρολατρία ή μάλλον αδυναμία διαφυγής, απόγνωση, απελπισία,
αλλά και ελπίδα αλλαγής, αν εμείς το αποφασίσουμε «να θραύσουμε
τη μικρή γυάλινη σφαίρα»
Ο Παντελής Μηχανικός, ποιητής με έργο αξιόλογο και ξεχωριστό που
τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής κυπριακής
ποίησης, γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1926 στο χωριό Λιμνιά της
επαρχίας Αμμοχώστου. Αποφοίτησε από το Ελληνικό Γυμνάσιο
Αμμοχώστου και την Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Από το 1949 κι
έως το θάνατο του στο Λονδίνο το 1979 ,εργάστηκε ως τελωνειακός
υπάλληλος στο Τμήμα Τελωνείων – εδώ θα ήθελα να αναφέρω ότι ο
Παντελής Μηχανικός εργάστηκε για μερικά χρόνια , προς το τέλος της
ζωής του, στο Τελωνείο στη Λάρνακα.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 από τις σελίδες του
περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα» και δυο χρόνια αργότερα τιμήθηκε
με το πρώτο βραβείο του ποιητικού διαγωνισμού του περιοδικού
«Κυπριακά Γράμματα» για το ποίημα του « Δοκιμασία Ονείρων». Αυτό
είναι και το μοναδικό βραβείο ποίησης που θα λάβει ο Παντελής
Μηχανικός . Όταν το 1975 η τρίτη και τελευταία ποιητική του
συλλογή με τον τίτλο «Κατάθεση» θεωρήθηκε από τους κριτικούς και
την Επιτροπή Κρατικών Βραβείων ως το καλύτερο βιβλίο προς
βράβευση, η Επιτροπή αποφάσισε να δοθεί το πρώτο
βραβείο στην ποιητική συλλογή του Μηχανικού . Τότε όμως με
παρέμβαση του Υπουργού Παιδείας ακυρώθηκε η απόφαση γιατί
πίστευαν ότι κάποιοι αιχμηροί στίχοι σε ποιήματα της συλλογής
περιείχαν νύξεις κατά του Μακαρίου και της τότε διακυβέρνηση του.
Πριν προχωρήσουμε στη σύντομη παρουσίαση της ποίησης του
Παντελή Μηχανικού, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι
η διαμόρφωση του ως ποιητή συντελείται μέσα από ένα διαλόγο
ιδιαίτερα με τον T.S. Eliot, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο .
Ο Παντελής Μηχανικός αφομοίωσε δημιουργικά την ποιητική του
μοντερνισμού κι άνοιξε το δρόμο για νέες εκφραστικές επιλογές στην
κυπριακή ποίηση.
Οι χρονικές ενδείξεις των τριών ποιητικών συλλογών του Παντελή
Μηχανικού «Παρεκκλίσεις» 1957, «Τα δυό βουνά» 1963 και
«Κατάθεση» 1975 αντιστοιχούν σε καίριες στιγμές της σύγχρονης
ιστορίας μας.
Με την πρώτη του ποιητική συλλογή «Παρεκκλίσεις» που
περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τη βραβευμένη από τα Κυπριακά
Γράμματα «Δοκιμασία Ονείρων» που αναφέραμε προηγουμένως
υποδηλώνει τη διαφοροποίηση του ποιητή από τις σύγχρονες
θεματικές κι εκφραστικές αναζητήσεις καθώς και το γενικότερο κλίμα
της εποχής εκφράζοντας μια βαθύτερη αγωνιά σε συλλογικό αλλά και
ατομικό επίπεδο.
Διαβάζουμε στο πρώτο ποίημα της συλλογής :
«Οι άλλοι, οι άλλοι
Θα δανειστούν για απόψε το χαμόγελο/της χτεσινής μέρας, που το
δανείστηκε από την προηγούμενη/για να βολέψουνε τα βήματα τους,
να εφαρμόσουν/απάνω στις πατημασιές/ -να φαίνονται γραμμή -\της
ευπρέπειας. »
Ο ποιητής όμως θέλει να ξεφύγει από αυτό τον κλοιό απελπισίας , θέλει
να μην περπατήσει πάνω στις προδιαγραφόμενες πατημασιές , θέλει να
παρεκκλίνει αλλά δεν μπορεί γιατί τα καθεστικότητα είναι τόσο ισχυρά
που είναι αδύνατη η παρέκκλιση.
«Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος ..» γράφει στο ποίημα «Γράμμα»
που αρχίζει με το στίχο «Αγαπητή μητέρα» και συνεχίζει «Περπατώ
στου δρόμους / με την ύπαρξη μου γραμμένη κάτω από τα παπούτσια
μου που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα »
Αυτός ο προδιαγραφόμενος βηματισμός μέσα στη ζωή σε προσωπικό
επίπεδο ή/και μέσα στην ιστορία του τόπου απασχολεί τον ποιητή,
όπως θα δούμε, και σε μεταγενέστερα ποιήματα του όπως στο ποίημα
από την τελευταία του συλλογή «Κατάθεση» με τίτλο «Σκήνωμα»
«Ανθρώπινα χέρια/ στις κακές τους ώρες /σας έφτιαξαν
αυτές τις ράγες που σας βαδίζουν »
Το 1963 με την ποιητική του συλλογή «Τα δυο βουνά» ο ποιητικός
λόγος του Παντελή Μηχανικού αποκτά μια καθαρότερη έκφραση.
Η επίγνωση της τραγικότητας της ιστορίας μας και η αναζήτηση μιας
υπαρξιακής διεξόδου οδηγούν τον ποιητή σε μια γραφή άμεση και
παραστατική. Τα ποιήματα της συλλογής έχουν την ωριμότητα του
ποιητή που έχει πια διαμορφώσει το προσωπικό του ύφος.
Τα δυο βουνά δεν είναι άλλα από τον Ιλαρίωνα και τον Μαχαιρά , οι
δυο οροσειρές μας Πενταδάχτυλος και Τροόδος στο ομότιτλο
ποίημα εμψυχώνονται και συνομιλούν βουβοί, καρτερικοί μάρτυρες
ολόκληρης της ιστορίας μας .Ο Παντελής Μηχανικός έχει βαθιά γνώση
της ιστορίας, συναίσθηση της τραγικότητας της την οποία βιώνει και
μετουσιώνει σε μια ποιητική γραφή που την χαρακτηρίζει ο
σφιχτοδεμένος λιτός στίχος, βαθιά στοχαστικός , ευαίσθητος και
ρωμαλέος συγχρόνως, ενίοτε πικρός και σαρκαστικός.
Ο Παντελής Μηχανικός, όπως αναφέρει ένας άλλος σημαντικός
ποιητής μας , ο Θεοδόσης Νικολάου , δεν είναι ο διθυραμβικός ποιητής
ούτε ο εγκωμιαστής ιστορικών γεγονότων και προσώπων.
Στο ποίημα του «Ημιχρόνιο» με το δικό του προσωπικό πια ύφος,
κλείνει μέσα σε 119 στίχους όλη την ιστορία του τόπου μας, τη δόξα και
τον πόνο μας.
«΄Αγγελε σκληρέ, σκότωσε με στον σκληρό δρόμο/ μη με αφήσεις/ στην
εύκολη ευθεία/ Κάνε τη ψυχή μου να κλάψει/ αλλά να ιδώ /το πουλί
να λαλεί/ το δέντρο να ανθεί /τον σπόρο να κάνει το θαύμα/ -Βγάλε το
θαύμα μέσ’ απ΄το αίμα μου».
Ο σκληρός άγγελος είναι για τον ποιητή εκείνη η μυστική δύναμη που
κρατά το πνεύμα άγρυπνο ώστε να λάμπει και να κυβερνά τη ζωή
των ανθρώπων.
Το 1975, πριν κλείσει ένας χρόνος μετά την εισβολή, ο Παντελής
Μηχανικός , σαν μάρτυρας στο δικαστήριο το
χρόνου, μας δίνει τη δική του «Κατάθεση» . Την
τρίτη και τελευταία ποιητική του συλλογή που περιλαμβάνει
εμβληματικά ποιήματα, ποιήματα που μπορούν να θεωρηθούν ως
έκφραση πολιτικής διαμαρτυρίας, οργής και καταγγελίας όπως τον
«Ονήσιλο» την «Ωδή σ’ ένα σκοτωμένο Τουρκάκι», το «Ιτε» , το
« Σκήνωμα» κι άλλα ( θα ήθελα να κάνω μια εκτενή αναφορά στα
ποιήματα αυτά άλλα ο χρόνος δεν μας το επιτρέπει.)
Με την ενεργοποίηση διαφόρων ιστορικών προσώπων όπως του
Ονήσιλου, του Αισχύλου , του Θουκυδίδη και άλλων (εδώ είναι
ενδιαφέρον να αναφέρουμε τα ονόματα των τριών γιών του που είναι
Θουκυδίδης, Ορέστης και Ονήσιλος) Με την ενεργοποίηση αυτών των
ιστορικών προσώπων αλλά και φανταστικών όπως τον
Ριμαχό (πρόσωπο φανταστικό με πολλαπλούς συμβολισμούς )
ο Παντελής Μηχανικός καυτηριάζει τα πολιτικά πράγματα , τον
εφησυχασμό και την αδιαφορία μας , προκαλεί , σαρκάζει και
καταλογίζει ευθύνες .
Στο συγκλονιστικό ποίημα «Ιτε» γράφει : «Και τι περιμένεις από
ανθρώπους/ που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους και
δεν τραβήξανε το σουγιά τους./ Απαθώς τότε/ κι απαθώς σήμερα
/ζητάνε απλώς διαζύγιο./Τέτοιοι ρουφιάνοι / δεν μπορούν να
πολεμήσουν για τίποτε»
Και οι δέκα χιλιάδες μέλισσες που μας έστειλε ο Ονήσιλος «να μας
κεντρίσουν/να μας ξυπνήσουν/να μας φέρουν ένα μήνυμα»
«όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα χωρίς τίποτε να
νιώσουμε» και συνεχίζει ο ποιητής
«κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων/ έφτασε στη Σαλαμίνα/ φρύαξε
ο Ονήσιλος./Άλλο δεν άντεξα/ Άρπαξε το καύκαλο του και το
θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου/ Κι έγυρα νεκρός/ Άδοξος, άθλιος /
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.»
Ο Παντελής Μηχανικός μέσα από ένα ποιητικό λόγο καίριο και πυκνό,
απομυθοποιεί και ρεαλιστικά απογυμνώνει την τραγική
πραγματικότητα . Προφητικός, βαθειά στοχαστικός, με μια ποιητική
γραφή δυνατή κι έντονα αιχμηρή . Στα ποιήματα του η προσωπική
αίσθηση της ιστορίας μετουσιώνεται σε μια συλλογική οδυνηρή
εμπειρία με την κυπριακή τραγωδία ανάγλυφη στο σκηνικό της
ποίησης του.
Ο Παντελής Μηχανικός αποκωδικοποίησε τους οιωνούς του
κακού και της τραγωδίας, με αυθεντική λαλιά μίλησε για τα πάθη του
τόπου , συντονισμένος με την ανάσα της ιστορίας και των τραγικών
συμβάντων . Μίλησε για τις προδομένες διαθήκες του 1955, για τις
ναυαγισμένες ελπίδες του 1960, και με πόνο ψυχής μέσα «στα ερείπια
και στα χαλάσματα/στα καμένα χορτάρια» γράφει για τον κοινό μας
πόνο, γυρεύει τα αίτια του κακού και τις ευθύνες όλων μας αλλά δεν
απελπίζεται ,πιστεύει στην ποίηση και προχωρεί προς το φως
«Εγώ πιστεύω σε σένα /Εγώ πιστεύω στη σπίθα /μέσα στην καρδιά του
ποιητή/ Εγώ πιστεύω στον ποιητή του φωτός/Εγω πιστεύω στον ποιητή
που φωνάζει..»
Γράφει ο συγγραφέας Κυριάκος Μαργαρίτης για τον Παντελή Μηχανικό
«Ελάχιστοι ίσως τον θυμούνται, ελάχιστοι τον γνωρίζουν έξω από την
Κύπρο. Ειρωνεία μου φαίνεται , μα ας είναι, έχουμε την άγνοια για
τους ποιητές, την αδιανόητη ελαφράδα που τους περιφρονεί. Ας είναι.
Ο λόγος του επιβιώνει εμμόνως στο θρόισμα των κυπαρισσιών του τόπου.»
«Τις νύχτες/μαύρα κυπαρίσσια/περιδιαβάζουν τον τόπο μας/Κάπου-
κάπου ένας στεναγμός ξεφεύγει από τα κυπαρίσσια μας /μεσ’ από
μαύρες φτερούγες πουλιών /που πλαταγίζουν την πηχτή θλίψη των
ανέμων»
Θα ήθελα να κλείσω αυτή τη σύντομη παρουσίαση του τόσο
σημαντικού ποιητικού έργου του Παντελή Μηχανικού που αν δεν
έφευγε στα 53 του χρόνια και συνέχιζε την ποιητική του
δημιουργία, η κυπριακή ποίηση θα ήταν ακόμη πιο πλούσια κι ο ίδιος
θα είχε τη ξεχωριστή θέση που του αρμόζει στην ιστορία της ελληνικής
λογοτεχνίας, θα ήθελα να κλείσω όπως ανέφερα με μερικούς στίχους
από ένα από τα τελευταία ποιήματα του :
«Κάτι μου λέει πως ο καθαρός άνθρωπος δεν φοβάται την ήττα,
Κάτι μου λέει πως για τον καθαρόν άνθρωπο δεν υπάρχει ήττα.
Αυτός προχωρεί πάντα μπροστά. Κι όταν ακόμα τον χτυπήσει
Ο θάνατος , αυτουνού η ψύχη πάει μπροστά. Μπροστά
χωρίς να κλαίει, χωρίς να ντροπιάζεται. Ολόγυρος και γελαστός
Πάει μπροστά.»
Πόσο καιρό είχα να διαβάσω Παντελή Μηχανικό! Σε ευχαριστώ!
Σ’ ευχαριστώ κι εγώ.
Α. Καρακόκκινος